ΠΟΙΗΤΕΣ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

 

ΦΩΤΟ ΠΟΙΗΤΕΣ 1800

 

ΠΟΙΗΤΕΣ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
ΓΡΑΦΟΥΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ

 

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ (1859-1943)

ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Καλοκαίρι φιλούσε τ’ ακρογιάλι,
σέ πρωτόειδα στ’ ολόδροσο νησί,
αργούσε το φεγγάρι να προβάλει,
απάντεχη ώρα ! Πρόβαλες εσύ.

Αχνό ένα φέγγος, και χωρίς ν’ αφήσει
το στόμα σου, την πρώτη του φωλιά,
υψώθη πιο πλατιά φωλιά να χτίσει
στα μελιχρά σου φουντωτά μαλλιά.

Και σα νάλαμπε η λάμψη σου αναμμένη
σε κρύσταλλου από πίσω συννεφιά,
την ξανθή σου τη λάμψη αλαφροδένει
μια καθαρομελάχρινη ομορφιά.

Λιγνοζωγραφισμένη ήρθες εικόνα
μες στο μαγνάδι ενός βραδιού απαλού.
Ήταν το μέτωπό σου ή μια κορόνα ;
Δικό σου ήταν το γέλιο ή του γιαλού ;

Αργούσε το φεγγάρι να προβάλει,
πρόβαλες της ψυχής φεγγάρι εσύ,
αγάπης χάιδιο σ’ όλο τ’ ακρογιάλι,
μάγεμα ονείρου σ’ όλο το νησί…

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΡΟΣΙΝΗΣ (1859 – 1951)

ΝΑ ΣΕ ΠΡΟΣΜΕΝΩ

Για σένα έχω κοντά μου τ’ αδειανό θρονί
και για τούς δυο μας το ποτήρι γεμισμένο.
Ξυπνά τον πόθο η ώρα η βραδινή·
το ξέρω πως δε θάρθεις— κι’ όμως σε προσμένω.

Η πόρτα αν τρίξει απ’ τον αέρα… ένα ξερό
κλαδί αν σαλέψει έξω στον κήπο… βήμα ξένο
στο δρόμο αν προσπεράσει, — λαχταρώ…
Το ξέρω πώς δε θάρθεις — κι’ όμως σε προσμένω.

Νυχτώνει η μέρα, κρύα κι’ ερημική,
δάκρυα σταλάζει το κερί μου τ’ αναμμένο.
Και νιώθω μια χαρά μαρτυρική :
Να ξέρω πως δε θάρθεις — και να σε προσμένω.

 

ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ. ΜΑΒΙΛΗΣ (1860- 1912)

ΑΝΑΞΙΟ Α’

Στο φως σου σταματώντας, μια γαλήνη
θα ξαναβρούνε οι λογισμοί μου οι πλάνοι,
και της απελπισίας τ’ άυπνο καπλάνι
για λίγο τ’ άγριο νύχι θ’ απαλύνει.

Μα ο καημός της πατρίδας δε μ’ αφήνει’
αλλιώς ήθε’ σου πλέξω ένα στεφάνι
που άλλ’ όμοιο σαν κι’ αυτό να μην εφάνη·
τόσο ήθελε ή θωριά σου τ’ ομορφύνει.

Του νησιού μου τες μύριες ομορφάδες
σαν κι’ έμενα κανένας δεν εχάρη,
που όλο περνάω πλαγιές, γιαλούς, κορφάδες,

μα σ’ εσέ σταματώ· γιατί έχει χάρη
κάλλιο παρ’ άλλη γης ή Κέρκυρα μου,
μα μες την Κέρκυρα μου, εσύ, κυρά μου.

ΑΝΑΞΙΟ Β’

Πόσες φορές με την ψυχή μου σ’ είδα
ν’ ακουμπάς σε μια μαρμαροκολόνα
του φεγγαροβρεμένου Παρθενώνα
σα σέ κρίνο απαλό μάγου άστρου αχτίδα.

Και τώρα απ’ τη μεγάλη Πυραμίδα
ανάερα πλες με αθανασίας κορόνα,
σα να εζούσες ισόθεη στον αιώνα
των ωραίων και υψηλών αντιφεγγίδα.

Σα θα ξανάμαι αγνάντια σου και ομπρός μου
θα λάμπουν τα δυο μάτια σου, θα λέω
πώς βλέπω όλα τα θάματα του κόσμου,

πως αγκαλιάζω ό,τι υψηλό και ωραίο,
και ξεψυχώντας στο φως τής ειδής σου
τη γλυκά θ’ αγρικώ του παραδείσου.

 

ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΟΛΕΜΗΣ (1862 – 1924)

ΧΑΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΑ

Αχ! και να γύριζαν, να ‘ρχονταν πίσω
τα χρόνια που έζησα πριν σ’ αγαπήσω!
Χρόνια αμνημόνευτα, σα νάταν ξένα,
τα χρόνια που έζησα χωρίς εσένα,

ποτάμι που έτρεξε μες σε λιθάρια
και δεν επότισε μηδέ χορτάρια,
κι’ η γη το ρούφηξε στ’ άφωτα βάθη
κι’ ως και τ’ αχνάρι του για πάντα εχάθη.

Αχ! και να γύριζαν να διπλοζήσω,
αγάπη αδιάκοπη να σου χαρίσω,
και νάσαι η πρώτη μου, εσύ η στερνή μου,
από τη γέννα μου κι’ ως τη θανή μου !

Μισή σου χάρισα ζωή μονάχα!
Ζωές αμέτρητες ήθελα νάχα,
έτσι όπως πρέπει σου να σ’ αγαπήσω…
Αχ! και να γύριζαν τα χρόνια πίσω!

 

ΜΙΧΑΗΛ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ (1862-1949)

Η ΚΕΡΑΤΟΧΩΡΙΤΙΣΣΑ

’Εσένα που σ’ αγάπησα κι’ ακόμα σ’ αγαπώ,
— όχι πως θα σ’ το πω ! —
μια π’ άλλου πήρες τ’ όνομα και μια που δε σέ πήρα,
θε να σέ κάνω χήρα.

Γιατί και σύ με χώρισες από την ησυχία μου,
– ήμαρτον, Παναγία μου ! –
και την καρδιά μου βούτηξες, με τη δική σου λαύρα,
στη θλίψη και στα μαύρα.

Τα βάσανά μου τ άμαθε με πόνον ο ντουνιάς,
– κι ύστερα, λέει, φταίει ο φονιάς ! –
και μ’ έχασεν η μάνα μου, και στο μεθύσι βρήκα
της πίκρας μου τη γλύκα.

Νου πιά δεν έχω για δουλειά μες σε καημούς και κλάματα,
– δε θέλω πιά μαλάματα ! –
και τόπια τ’ αργαστήρι μου, κι’ αν μούμεινε και κάτι,
το βγάλαν στο μετζάτι.

Κι’ όμως εσύ μήτε γυρνάς για να με δεις στο δρόμο σου
– την πίστη και το νόμο σου ! –
και πούλησες την πρωτινή καρδιά σου με στεφάνι,
που ένας παπάς κι’ όχι η παλιά μου Αγάπη σου ‘χει βάνει!

Μα χρόνια δε -θα τον χαρείς, κι’ αλί του, όπου τον βρω ι
– έτσι, μα το Σταυρό ! –
Θα σου τον στείλω σηκωτό, κι’ ας λιώσω μες στη χάψη:
πριν να με θάψουν μέσα κει, θα σου τον έχουν -θάψει…

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ (1868 – 1920)

ΠΕΡΑΣΕΣ ΚΑΙ ΕΙΧΕΣ ΣΤΑ ΜΑΛΛΙΑ

Πέρασες και είχες στα μαλλιά
ρόδα και φως, και είχες στο χέρι
κρίνα λευκά και στάχυα απ’ τον αγρό·
και σε είδα και είπα κι’ έφτασε
το καλοκαίρι.
Μα ήρθες και σκόρπισες τα στάχυα στο νερό,
τα ρόδα στον αέρα·
και μ’ ένα κρίνο στάθηκες, ωχρή
σα φθινοπώρου μέρα.

 

ΚΩΣΤΑΣ ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ (1868-1894)

ΠΩΣ ΝΑ ΣΕ ΛΗΣΜΟΝΗΣΩ;

Τ’ αγέρι που φυσάει γλυκά μες στα ξανθά μου τα μαλλιά,
αχ! πως μου μοιάζει, αγάπη μου, τον αναστεναγμό σου,
και το γλυκό σου φίλημα και την ουράνια σου λαλιά,
σα να μου λέει: « Φέρνε με συχνά στο λογισμό σου!»

“Αχ! πως μου μοιάζουν, μάτια μου, τα γκαρδιακά σου τα φιλιά
και την ουράνια σου φωνή, τον αναστεναγμό σου,
τα κύματα της θάλασσας, που σβηούνται στην ακρογιαλιά,
σα να μου λένε: «Έχε με στον ύπνο, στ’ όνειρό σου !»

Και τα τραγούδια τα γλυκά που λεν στα δέντρα τα πουλιά,
και τ’ άστρα που κρυφομιλούν, και το νερό της βρύσης,
όλα μου μοιάζουν, κόρη μου, την εδική σου τη λαλιά,
και με παράπονο μου λεν: «Να μη με λησμονήσεις!»

Να ‘ξερες πως μου φαίνεται μακριά σου έρμη η ξενιτιά !
Όλα χωρίς εσένα εδώ την ομορφιά τους χάνουν,
την ομορφιά που δίνεται να χύσει μια σου, μια ματιά.
Να ‘ξερες πως του χωρισμού οι καημοί θα με μαράνουν!

Ίσως μπορώ να μαραθώ και να σβηστώ σαν τον αφρό,
μπορώ σαν άστρο να χαθώ, σα σύγνεφο ν’ αχνίσω,
να ξεψυχήσω ο δύστυχος κι’ εγώ σαν άνθρωπος μπορώ
Όμως εσένα, αγάπη μου, πως να σε λησμονήσω;

 

ΑΛΕΚΟΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ (1869-1943)

ΠΑΜΕ ΑΠ ΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΟ ΜΙΚΡΟ…

Πάμε απ’ το δρόμο το μικρό στη ρημωμένη ράχη,
εκεί που πρωτοπήγαμε, -θυμάσαι, οι δυο μονάχοι,
τώρα που πέφτουν οι καρποί και που μαδούν τα φύλλα
με του χρυσού φθινόπωρου την πρώτη ανατριχίλα.

Ν’ ακούσουμε στη ρεματιά το τρίξιμο του μύλου,
και τ’ αξινιού το χτύπημα, και τη φωνή του γρύλου,
και με το ηλιοβασίλεμα στο δρόμο μας να δούμε
μαζί-μαζί τους ίσκιους μας την ώρα που γυρνούμε.

 

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ (1869-1943)

ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

A! τι πάλεμ’ απόψε οι άνεμοι,
πως αχούνε δέντρα και νερά,
το κρυμμένο σπιτάκι πως τρέμει,
το σκυλί στο σκοτάδι αλυχτά,

το τσακάλι στο λόγγο κι’ ουρλιάζει,
πως οσμίζεται ο λύκος μακριά,
κρύον ίδρωτα τ’ άλογο στάζει,
μάτια, αυτιά και ρουθούνια, στυλά.

Σπαθωτές αστραπές στην ασβόλη
της νυχτός, κι’ άλλες μπρος στη φωτιά,
σειέται η πόρτα να πέσει, περβόλι

τ’ ανοιγμένο σου στήθος γελά, —
στο κεφάλι αχ ι ας μ’ εύρει ένα βόλι,
για κατάκαρδα μια μαχαιριά…

 

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΗΜΗΡΙΩΤΗΣ (1873-1944)

ΣΑ ΘΑΡΘΕΙ Η ΜΕΡΑ

Σα θάρθει η μέρα που θα πεις για μένα :
«Τον γνώρισα και του ‘χω μιλημένα,
και με γλυκό μου τραγουδούσε αυτός σκοπό:
“Τα μάτια σου, τα χείλη τα γραμμένα,
τα χέρια σου τα δροσερά αγαπώ”»,—
τάχα θα θυμηθείς το βράδυ εκείνο,
με την τρελή, ανοιξιάτικη βροχή,
που πήγαινες, μεγάλο μαύρο κρίνο,
στο πλάγι μου, — κι’ ακόμα αυτόν το θρήνο,
στον άνεμο, που σπάραζε σα μια ψυχή ;

 

ΑΓΙΣ ΘΕΡΟΣ (Σπύρος Θεοδωρόπουλος) (1875-1961)

ΕΡΩΤΑ ΚΑΡΠΕΡΕ

Έρωτα καρπερέ κι’ Έρωτα ακοίμητε,
πέτα μες το λαγκάδι με γοργά φτερά.
Καιρούς βουβοί σε λαχταρούν οι αντίλαλοι,
κλειστό το κρίνο εσέ ν ανοίξει ακαρτερά,
κι’ ανήλιαστη δροσούλα σε προσμένει,
κι’ αγριομηλιά απαντέχει σε μπουμπουκιασμένη,
κι’ ο χόχλος του κεφαλαριού ονειρευτή
να ιδωθείς στον καθάριο του καθρέφτη.

Όλα θωρούν για σε, απ’ αυγής ως βράδυ·
ξαγρυπνάει η απαντοχή μες το λαγκάδι.

Έρωτα καρπερέ κι’ Έρωτα ακοίμητε,
τ’ απάτητο λαγκάδι πέρα λαχταρεί σε.
Βαριά είν’ τα μάγια, που η Κυράνα η Μάγισσα
του ‘χει γραφτά. Τα μάγια, Έρωτα, λύσε.
Να, το λογγάρι των ρεικιών είναι χλωμό,
και τ’ αγριοπούλι, αξάμιαστο, κουρνιάζει
στου βάτου τον πολυάγκαθο κλαμό·
γλώσσα αγριμιού το ρυάκι δεν ταράζει.
Τη λιγαριάν, ανάνθιστη, παρέχει
μιαν ανυφάντρα αράχνη παραστέκει.

Πόθου λιγοθυμιά, πουρνό και βράδυ,
κρατεί βαλαντωμένο το λαγκάδι.

Έρωτα καρπερέ, κι’ Έρωτα ακοίμητε,
ξαπλώσου πέρα στην απάτητη φωλιά,
στο χόχλο της κρυφής πηγούλας ζύγωσε,
μύρισε τ’ άνθη που κρατεί για σε η μηλιά.
Τους αντίλαλους ξύπνα, τους παρθένους,
τους δροσοσταλαγμούς, τους ξεχασμένους
απ’ το λιοπύρι, ξύπνησε κι’ εκείνους,
κι’ άνοιξε τους αθώρητους τους κρίνους.

Ατέλειωτο και μαγεμένο φέρε βράδυ,
Έρωτα, μες τ’ απάτητο λαγκάδι.

 

ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ (1877-1940)

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ

Από το πάρκο επέρασεν η ώριμη κυρία,
μέσα στους όρθιους των δέντρων, ολόρθη, τους κορμούς.
Φύλλα νεκρά της έριξε η χρυσή δεντροστοιχία,
κι’ εμείς — τους μαραμένους μας συλλογισμούς.

Θάναι η γυναίκα που έκλαψε πολύ. Στα βλέφαρά της
η σκιά των τρισευγενικών κατέβη μαρασμών.
Τη λύπην εξεδίψασαν τα δάκρυά της
και την υδρία της γέμισε στη βρύση των λυγμών.

Τα φιλημένα, άλλον καιρό, κρατεί κλεισμένα χείλη,
κι’ απάνω απ’ τα ξερόφυλλα περνάει θαμπή, σβηστή,
στο μύρο της υπομονής, που απλώνουνε, το δείλι
τα πληγωμένα απ’ τη βροχή κλαριά, να ξεχαστεί.

Κι’ εγώ, που από το μάταιο τον κόσμο αναχωρούσα,
την είδα κι’ είπα : « Είναι νωρίς· θα μείνω ». Μυστικά
στον πόνο και στη γνώση της να εμπιστευτώ μπορούσα
τα δάκρυα μου τα τωρινά και τ’ αναμνηστικά.

Τότε θα γύρομε κι’ οι δυο σε μια βαθιά ησυχία,
οι κουρασμένοι, οι ώριμοι πολύ, να ιστορηθεί
απ’ τον καθέναν η παλιά πικρή του αποτυχία,
τρυγώντας του άλλου τα φιλιά οποί) έχουν μαραθεί.

Γλυκό χινόπωρο της ζωής, σοφή κι’ ατάραχη ώρα,
ξέρεις, τα φίλτρα πίνοντας της λύπης, να ευτυχείς,
και να γευτείς τον έρωτα σαν τη χρυσήν οπώρα
βαριά απ’ το μέλι των χυμών στα ρίγη της βροχής.

Την ίδια δόξα έπόθησε τη χινοπωρινή
καθώς με είδεν η ώριμη γυναίκα, κι’ η καρδιά της
τα πληγωμένα ετάραξε για μια στιγμή φτερά της —
όμως τα ξαναδίπλωσε στην πρώτη υπομονή.

Και προσπεράσαμε βουβοί, δειλοί κι’ αγνοημένοι.
0 λόγος που δεν ήτανε γραφτό μας ν’ ακουστεί,
καθώς ξερόφυλλο έπεσε λαμπρό στην κοιμισμένη
θάλασσα του ανεκπλήρωτου, που τόσα μου κρατεί.

 

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΘΑΙΟΣ (1878-1955)

Α, ΤΙ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ…

“Α, τι ευκαιρία που χάθηκε για μένα,
τότε που ακόμη μ’ αγαπούσες, φως μου,
με της χαράς μου τα πανιά ανοιγμένα
ν’ άφηνα το ακρογιάλι αυτού του κόσμου !

Α, τι ευκαιρία, γλυκό μου φως ! Τ’ αγέρι
θα με φιλούσε της αγάπης σου, όταν
το πλοίο, για να με πάει στα αιώνια μέρη,
στου Μηδενός τον πόντο θ’ ανοιγόταν.

Μα αυτό, στο μόλο, αργά, λικνίζει πάλι
όλο το πένθος ενός άδειου κόσμου.
“Α, τι ευκαιρία ν’ αφήσω το ακρογιάλι
τότε που μ’ αγαπούσες, φως μου ! φως μου !

 

ΛΑΜΠΡΟΣ ΠΟΡΦΥΡΑΣ (1879-1932)

Ο ΑΠΟΣΤΑΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ

Ο αποσταμένος Έρωτας στη λεύκα είχε σκαλώσει
κρυμμένος στ’ ανοιξιάτικα τα φύλλα τ’ ασημένια,
μα δίχως άλλο τα μικρά πουλιά τον είχαν νιώσει
κι’ είχαν τραγούδια έτσι γλυκά και τόσο κρουσταλλένια.
Κι’ ένα πουλάκι απ’ την πολλήν αγάπη του ετρελάθη
και στην ψηλότερη κορφή, σ’ ενός κλαριού την άκρια,
ζυγιάζονταν κελαηδιστά κι’ έπεφτε, ως όπου έστάθη
εκεί, που μόλις στέκονται και της δροσιάς τα δάκρυα.

 

ΠΕΤΡΟΣ ΒΛΑΣΤΟΣ (1879-1941)
ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Στις ρούγες πάνω του χωριού το απόσκιο κεραμώνει
και σκοτεινιάζουν τω σπιτιών τ’ αραδιαστά κατώφλια.
Τα ζα γεμίζουν τις αυλές, κι’ ολόγυρα στις βρύσες
οι κοπελιές ασπρολογούν με απιθωμένες στάμνες.

Πάνω απ’ τη μάντρα της συκιάς τα φύλλα τ’ αριωμένα
στέκουν χρυσάφι διάφανο και οι δράνες κοκκινίζουν
σφιγμένες μες στα κλήματα. Του μούστου το λιβάνι
στο αγέρι χύθηκε απ’ τ’ ασκιά κι’ από τα πατητήρια.

Κάπου ψωμί ξεφούρνισαν. Κι’ ο τράγος στο πεζούλι
το λιθαρένιο καθιστός λοξοτηρά μασώντας.
Στ’ αλώνια και στις λαγκαδιές τις θερισμένες τώρα

στοιβάστηκαν οι θημωνιές πηχτές σαν κεχριμπάρι.
Και η διαβατάρικη “ψυχή παλιό σκοπό θυμάται,
τι σε όμοιο φώλευε χωριό το σπίτι της αγάπης.

 

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΜΕΛΑΧΡΙΝΟΣ (1880 – 1952)

ΤΑΡΑΖΕΙ ΜΕ Η ΦΩΝΗ ΣΟΥ

Ταράζει με η φωνή σου, λαγγεμένη,
από ερωτόπαθα τρυγόνια σα να βγαίνει.

Παθητική: Τρέμει ως κρουσμένη βιόλα.
Ηδονική: Κρούει ως γυμνή σάρκα μυροβόλα.

Μου παίρνει τα συλλοϊκά και σαστισμένο
με φέρνει άλλου: Σέ χώρες μαγικές διαβαίνω.

Ακούω μακάριος τον ήχο τής φωνής σου,
σαν κάποιο αντίλαλο χαμένου Παραδείσου.

Και μέσα σέ πανήδονο αποκάρωμα,
στην έκστασή μου χύνεται σαν άρωμα,

σαν τα βαριά τα μύρα της Ανατολής.
Για πες: Μεθούν με αρώματα, ή μιλείς;

 

ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΚΙΠΗΣ (1881-1952)

ΣΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΜΑΣ ΓΩΝΙΑ

Στην παλιά μας γωνιά που αγαπούσαμε,
εν’ απόγεμα κρύο του Νοέμβρη,
καθισμένοι, απ’ τα τζάμια θωρούσαμε
τ’ ωχρό φως και τα κίτρινα φύλλα.

Μα προπάντων το βλέμμα σου εκάρφωνες
στα μαλλιά μου, που άρχισαν ν’ ασπρίζουν,
κι’ εγώ πρώτη φορά τώρα εξάνοιγα
του μετώπου σου κάποιες ρυτίδες.

Την κρυφή μου τη σκέψη δε ζήτησες
να σου εκφράσω· ούτ’ εγώ την αίτια
της πικρίας σου να μάθω δε ρώτησα,
που είχε ξάφνου χυθεί στη μορφή σου.

Ως που τέλος το σκότος μας έζωσε
του βραδιού και δε βλέπαμε πλέον
ο ένας του άλλου τα δάκρυα οπού εχύναμε
για τη νιότη μας που είχε πεθάνει.

 

ΑΡΙΣΤΟΣ ΚΑΜΠΑΝΗΣ (1883-1953)

ΣΤΙΧΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΥΑΓΑΠΗΜΕΝΗ

Ω πολυαγαπημένη μου, βαθιά σε συλλογιούμαι
μέσα στου κάμπου την απλή, περήφανη σιγή.
Ξανάνθισεν η παλαιά πολύ σοφή αρετή σου
όπως ανθίζει και ως οργά κάτω απ’ το φως η γη.

Ω πολυαγαπημένη μου, βαθιά σε συλλογιούμαι
με τη σταρένιαν όψη σου γλαυκότατη αδερφή.
Στους Ολυμπίους μια προσευχήν υψώνω πάντα τέτοια,
εγκάρδια τη νιότη σου η χαρά να πλημμυρεί.

Μέσα η χαρά ν’ απλώνεται στο ακτινοβόλο εγώ σου
σαν κύμα γλυκολάλητο σ’ ερημικό γιαλό.
Ω πολυαγαπημένη μου, βαθιά σε συλλογιούμαι
στον κάμπο τον πολύδεντρο καθώς πλανιέμ’ εγώ.

 

Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ (1863 – 1933)

ΕΝ ΕΣΠΕΡΑ

Πάντως δε θα διαρκούσανε πολύ. Η πείρα
των χρόνων με το δείχνει. Αλλ’ όμως κάπως βιαστικά
ήλθε και τα σταμάτησεν η Μοίρα.
Ήτανε σύντομος ο ωραίος βίος.
Αλλά τι δυνατά που ήσαν τα μύρα,
σε τι εξαίσια κλίνην επλαγιάσαμε,
σε τι ηδονή τα σώματά μας δώσαμε.

Μια απήχησις των ημερών της ηδονής,
μια απήχησις των ημερών κοντά μου ήλθε,
κάτι απ’ της νεότητός μας των δυονώ την πύρα·
στα χέρια μου ένα γράμμα ξαναπήρα,
και διάβαζα πάλι και πάλι ως που έλειψε το φως.

Και βγήκα στο μπαλκόνι μελαγχολικά-
βγήκα ν’ αλλάξω σκέψεις βλέποντας τουλάχιστον
ολίγη αγαπημένη πολιτεία,
ολίγη κίνηση του δρόμου και των μαγαζιών.

 

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ (1884 – 1951)

ΑΝΑΔΥΟΜΕΝΗ

Στο ρόδινο μακάριο φως, να με, ανεβαίνω της αυγής,
με σηκωμένα χέρια.
Η θεία γαλήνη με καλεί του πέλαου, έτσι για να βγω
προς τα γαλάζια αιθέρια…

Μα ω οι άξαφνες πνοές της γης, που μες στα στήθια μου χιμάν
κι’ ακέρια με κλονίζουν !
Ω Δία, το πέλαο είν’ βαρύ, και τα λυτά μου τα μαλλιά
σαν πέτρες με βυθίζουν !

Αύρες, τρεχάτε’ ω Κυμοθόη, ω Γλαύκη· ελάτε, πιάστε μου
τα χέρια απ’ τη μασκάλη.
Δεν πρόσμενα, έτσι μονομιάς, παραδομένη να βρεθώ
μες στου Ήλιου την αγκάλη…

 

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ (1884-1974)

ΤΟ ΣΟΝΕΤΟ

Σαν αστρ’ ο πάγος μες στο κοκκινέλι
τρεμολάμπει μοσκοβολάν, κοράλλια
σγουρά, στο δίσκο οι φράουλες. Μαϊστράλια
θυμητικά ξυπνώντας, άγουρη Έλλη;

της καρδιάς μου το χάρτινο καστέλι
σαλεύεις· κι’ ω θαμπωτική μου ντάλια,
Ρίκα, γελάς οπίσω απ’ τη βαντάλια·
και παίζει με τον ήλιο, ως χρυσό τέλι,

κοκέτ’ Ανθή, του πνέματός σου η χάρη !
Βλογημένη όλωνώ σας η σκληράδα!
Στης έμπνευσης τα ηλύσια καβαλάρη

με πάει, που του σονέτου η βρυσομάνα
τρέχει, με δεκατέσσερις αράδα
κάνουλες, μέλι, γάλα, ουράνιο μάνα.

 

ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑ (Θεώνη Δρακοπούλου) (1885-1968)

Σ’ ΑΓΑΠΩ !

Σ’ αγαπώ· δε μπορώ
τίποτ’ άλλο να πω
πιο βαθύ, πιο απλό,
πιο μεγάλο !

Μπρος στα πόδια σου εδώ
με λαχτάρα σκορπώ
τον πολύφυλλο ανθό
της ζωής μου.

Ω μελίσσι μου, πιες
απ’ αυτόν τις γλύκες,
τις αγνές ευωδιές
της ψυχής μου !

Τα δύο χέρια μου, να !
σ’ τα προσφέρω δετά
για να γείρεις γλυκά
το κεφάλι,

κι’ η καρδιά μου σκιρτά
κι’ όλη ζήλεια ζητά
να σου γίνει ως αυτά
προσκεφάλι!

Και για στρώμα, Καλέ,
πάρε ακέριαν εμέ,
σβήσ’ τη φλόγα σε με
της φωτιάς σου,

ενώ δίπλα σου εγώ
τη ζωή θ’ αγρικώ
να κυλάει στο ρυθμό
τής καρδιάς σου…

Σ’ αγαπώ· τί μπορώ,
Ακριβέ, να σου πω
πιο βαθύ, πιο απλό,
πιο μεγάλο;

 

ΡΗΓΑΣ ΓΚΟΛΦΗΣ (1886-1958)

Σ ‘ ΑΓΑΠΩ ΣΤΟΧΑΣΤΙΚΑ

Σ’ αγαπώ στοχαστικά,
σταθερά κι’ ακέρια.
Μα παρακαλεστικά
δεν υψώνω χέρια.
Κι’ αν εντός μου πνέει η βουβή
συφορά της θλίψης,
μια έχω σκέψη μου ακριβή:
μήπως και μου λείψεις.

 

ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΩΤΑΣ (1889 – 1977)

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ

Ρόδο ωραίο ροδίζει εδώ,
πως μου ανάβει τον καημό.
Ρόδο ωραίο εδώ μυρίζει,
την καρδιά μου σκανταλίζει.

Ρόδο ωραίο, να σε χαρώ,
πες μου πως μπορώ κι’ εγώ
να ροδίζω, να μυρίζω
και καρδιές να σκανταλίζω;
Να με ιδεί η πεντάμορφη,
η άχραντη κι’ ασύγκριτη,
να σκανταλιστεί η καρδιά της,
να με πάρει στη δουλειά της,
δουλευτή στον κήπο της,
στις βραγιές και τ’ άνθια της,
να της πάω αυγήν – αυγή
της αγάπης το κλωνί,
να της πάω το βράδυ – βράδυ
της αγάπης το βοτάνι.

Κελαηδεί εν’ αηδόνι εδώ,
πως μου ανάβει τον καημό.
Κι’ αχ εδώ λαλεί εν’ αηδόνι,
την καρδιά μου βαλαντώνει.

Πως μπορώ, πουλί κι’ εγώ
τόσο ωραία να τραγουδώ,
να γλυκολαλώ τον πόνο
και καρδιές να βαλαντώνω;
Να μ’ ακούσει η όμορφη,
η άχραντη κι’ ασύγκριτη,
να σκανταλιστεί η καρδιά της,
να με πάρει συντροφιά της;
Να της παίζω την αυγή
της αγάπης το διολί,
να της παίζω και το βράδυ
της αγάπης το σουράβλι.

 

ΡΩΜΟΣ ΦΙΛΥΡΑΣ (1889-1942)

ΣΚΙΡΤΗΜΑ

Ενώ το βήμα μας άλλου μας πάει,
απ’ τα γνώριμα, απ’ τα συνηθισμένα,
άξαφνα κάποιο αχείλι μας γελάει
σε μια νύχτα, δειλά κι’ ονειρεμένα.

Κοπέλα που η καρδιά της φτερουγάει,
γλυκιά καρδιά, σ’ όνειρ’ αγνά, παρθένα,
και τη χαρά να νιώσει επιθυμάει,
σε λόγια αδρά, πιστά και μαγεμένα.

Στην καλοσύνη της να βρούμε πλάι
ξεκούραση, ανακούφιση, γαλήνη,
ταίριασμα θείο ψυχών, που ξεπετάει

το είναι μας σ’ εδεμικήν ειρήνη,
από ψυχή οι στιγμές μας κι’ από μύρο
να ευωδιάζουν στην ύπαρξή της γύρω

 

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ (1890-1953)

ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ

Κάθε φορά που ‘ναι το βλέμμα σου
πάνω σ’ έμενα στυλωμένο,
έτσι θαμπό, βαρύ κι’ ακίνητο,
σαν το νερό το βαλτωμένο,

που όταν στα δυο μέσα τα χέρια μου
σου παίρνω τρυφερά το χέρι
το νιώθω να ‘ναι κρύο κι’ άτονο
σαν πεθαμένο περιστέρι,

που μένεις μοναχή στον πόνο σου
και σκοτεινή σαν κυπαρίσσι,
κι’ έτσι όπως μιας νεκρής τα χείλη σου
να τάχε η σιωπή σφραγίσει,

δεν ξέρεις, κι’ ούτε το φαντάζεσαι
τι χαλασμός γίνεται εντός μου !
Σε ψηλαφάν αργά τα χέρια μου
σα να ‘χασα άξαφνα το φως μου,

νιώθω σαν ένας κακός άνεμος
να ‘χει μαράνει τη χαρά μου,
κι’ όλο το είναι μου σωριάζεται
σα να ‘βρε βόλι τα φτερά μου,

πλανιέται ο λογισμός μου όμοιος
μ’ ελάφι ξεμοναχιασμένο
που πάει αργά, σκυφτά και άσκοπα
μες σ’ ένα δάσο χιονισμένο,

και δε ζητώ, δε λέω τίποτα,
μονάχα στέκομαι αντίκρυ σου,
και σε κοιτάω όπως θα κοίταζα
κλεισμένη πύλη Παραδείσου…

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣ (1893–1987)

ΟΛΑ ΤΟΥ ΑΠΡΙΛΗ ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ

Όλα του Απρίλη τα λουλούδια
θα βγουν εκεί που θάν τους πω,
με χίλια χρώματα να γράψουν
στη χλόη απάνω: Σ’ αγαπώ !

Σ’ όλα τα κύματα μαθαίνω
του τραγουδιού μου το σκοπό,
πάνω στη θάλασσα να γράψουν
με τον αφρό τους : Σ’ αγαπώ !

Αλλάζω τ’ ουρανού την τάξη
κι’ έτσι τ’ αστέρια του σκορπώ,
που θε να γράφουν κάθε νύχτα
χρυσά κι’ αιώνια: Σ’ αγαπώ !

 

ΤΑΚΗΣ Κ. ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ (1895-1976)

RAPIMA SABINARUM

Πείτε μου, νάματα παραποτάμια, κάτω από σύσκια φυλλώματα
πυκνών πλατάνων, πίσω από θάμνους αρωματικούς,
πόσες Νηρηίδες
ήρθαν εγγύς το μεσημέρι να λουσθούν. Και το τραγούδι
των κρυστάλλινων φωνών τους,
που συμμιγνύετο, καθώς τον γλιστερό
δυο-δυο και τρεις-τρεις κατέβαιναν δασώδη λόφο,
με των νερών το γοργό ρεύμα και με των κρυμμένων
στα πυκνά φύλλα τραγουδιστικών πουλιών.
Πείτε μου, πως η παραποταμία έχταση
μεμιάς εξαίφνης κατοικήθη
από λευκότατα και ακτινοβόλα σώματα, που λάμψη
σκορπίσανε της πιο λαμπράς
που εμεσουράνησε Πανσέληνου,
στην υγρή, στη σκιώδην έχταση,
που ήλιο δεν γνώρισε πότες της,
και που η πλήθια πρασινάδα
σε μαυρίλα γύριζε σκοταδερή.
Τα γέλια εκεί αντηχούσαν δροσερότερα και από το ρεύμα,
των κοριτσιών,
που μ’ έκπληξην αντίκρυζαν η μια της άλλης
την εύμέλεια και τη γυμνότητα την ολυμπία.
Κάθε κορμός, κάθε φύλλωμα, κάθε θάμνος, ριγούσε
στο αγκάλιασμα η στο άγγιγμα των ανάγγιχτων παρθένων.
Πείτε μου, πως, ποια σκοτεινή ανδρική ορμή,
έστειλε πειρατείας βάρκες να σε πλεύσουν, ποταμέ,
οι ηρωικοί αγριάνθρωποι, που ονειρεύονταν
στην κάθε ποταμίσια αχτή που διάβαιναν,
όνειρα με παρόχθιες ακακίες, χιονισμένες με άνθη!
Πως οι κωπηλάτες παρατούσαν τα κουπιά
και αφήνοντο στο ρέμα
και τα δόρατα παρατούσαν οι Πολεμιστάδες
και τες σαγίτες,
στην έκσταση παραδομένοι ολότελα του θείου τους πλου.
Ωσότου ανάλαμψαν τα μάτια, στην καμπή του ποταμού,
στη σκοτεινήν, απόμερη μεριά, και ξαφνικά οι αχτίνες
τους θαμπώσαν του σεληνόλουστου μεσημεριού
κι’ ενώθηκαν σε μια κραυγή, σε ηρωικό παιάνα θριάμβου
με τη γαμήλιο συνοδεία των πουλιών, με τα χαμόγελα
του ανάλαφρου που φύσαγε και όλους εθώπευεν άνεμου,
ενώθηκαν σε μιαν ιαχή, και των Νυμφών η έκπληξη
και των ορμητικών ανδρών το πρώτο θάμπωμα.
Πείτε μου, πως, οι πριν πειρατικές Σχεδίες
με δώρα λαμπρά
των ανθισμένων παραποτάμιων φυτειών,
ανθώνες ταξίδευαν τώρα εν μέσω ποταμών
με το ρυθμό των τραγουδιών υπέρτατης χαράς,
Χαράς, που ήτο η Γοργόνα της κάθε Σχεδίας,
στο καταπληχτικό ταξίδι, που μετάθεσε γήινους ανθρώπους
απ’ το νεφέλωμα της τεφρής γης μας,
στον καταγάλανο, τον τρίτον Ουρανό, με την αιώνια
λάμψη καταμεσής του Υπέρτατου Ήλιου.

 

Κ. Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ (1896-1928)

ΑΓΑΠΗ

Κι ήμουν στο σκοτάδι. Κι ήμουν το σκοτάδι.
Και με είδε μια αχτίδα
Δροσούλα το ιλαρό το πρόσωπό της
κι εγώ ήμουν το κατάξερο ασφοδίλι.
Πώς μ’ έσεισε το ξύπνημα μιας νιότης,
πώς εγελάσαν τα πικρά μου χείλη!
Σάμπως τα μάτια της να μου είπαν ότι
δεν είμαι πλέον ο ναυαγός κι ο μόνος,
κι ελύγισα σαν από τρυφερότη,
εγώ που μ’ είχε πέτρα κάνει ο πόνος.

 

ΛΙΛΗ ΙΑΚΩΒΙΔΗ (1897-1985)

ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΤΟΝ ΕΡΩΤΑ

Έλα και την πνοή μου μοσκοβόλησε,
έλα και το κορμί μου πότισε μου,
έλα και την ψυχή μου νεκρανάστησε,
Καλέ μου !

Έλα και κάνε με ό,τι θες: γυναίκα σου,
ερωμένη σου, αρραβωνιαστικιά σου’
η δέσποινα η δουλεύτρα, είμαι στα πόδια σου,
δίκιά σου !

Κάθε φορά, ουρανέ, που θ’ αγναντέψω σε
ξάστερα, στης νυχτιάς μου το σκοτάδι,
όπου βρεθείς μου ανοίγεις τον Παράδεισο
στον Άδη.

Φυτρώνουνε τα χάδια από τα χέρια σου
σαν από το υγρό το χώμα η χλόη-
τ’ όνειρο που με ζει κι’ ο πόθος σου, άφταστε,
με τρώει.

Των παρθένων της γης, για να τη σβήσουνε
τη δίψα τη δική σου, ’Έρωτα γίγα,
τα κρυφά κάλλη τ’ άγγιχτα είναι ασήμαντα
και λίγα.

Τα μπράτσα σου τριχιές για τ’ αλυσόδεμα,
του κόσμου είν’ η χαρά το πρόσωπό σου,
και, για να ιδούν, τα μάτια μου έχουν ήλιο τους
το φως σου.

’Έλα σ’ εμέ σα Χάρος ή σαν ’Άγγελος,
με το δρεπάνι η με το κρίνο, δράμε’
για θερισμό η για βλάστηση είμαι ολόγυμνη,
και να με!

 

ΛΙΝΟΣ ΚΑΡΖΗΣ (1897-1978)
ΚΟΡΕΣ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ

Τι μ’ αρωτάς με τη ματιά
και συχνοπαιχνιδίζεις
τα δολερά ματόφυλλα
ογρά και λιγωμένα ;
Χαλκώ, καλή μου, λαμπομάλλω,
υδρομέλι τ’ αχειλάκι,
το κορμί σου αλιγαριά,
τον αργό τάζει χαμό,
κι’ είσαι, ως στέκεσαι κοντά μου,
μια χρυσή πηγή χαράς.
Όλες γύρω οι φιλενάδες,
της λεπτής μας ’Αττικής
πανευγενικά βλαστάρια,
με σταράτο χαμογέλιο,
καστανόμαυρα μαλλιά,
έτσι ορθές στο λαμπερό
του Σαρωνικού γιαλό,
χάρμα σ’ ήλιο πρωινό,
πως με δένετ’ αξεδιάλυτα
στη ζωή του πάνω Κόσμου,
σιωπηλές ανυφάντρες.

 

ΣΟΦΙΑ ΜΑΥΡΟΕΙΔΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ (1898-1977)

ΑΝΟΙΞΗ

Ανήσυχο, μα ωραίο το ξύπνημά μου.
Η κάμαρά μου μύρα έχει γιομίσει,
και γύρω μου νιογέννητη όλη η Φύση
χαμογελάει στην έκθαμβη ματιά μου.

Λαχτάρες ανεξήγητες βαθιά μου
αθώρητο ένα χέρι έχει ξυπνήσει’
μια προσμονή καινούργια, ένα μεθύσι,
μια γλύκα κι’ ένας πόνος στην καρδιά μου.

Ξεχύνονται παντού τα θεία σου κάλλη.
Με πεθυμιές και μύρα φορτωμένη,
Άνοιξη ξεπλανεύτρα, τι ήρθες πάλι

με νοσταλγίες τον κόσμο να γιομίσεις,
στην έρμη μου καρδιά την προδομένη
τη γλύκα της αγάπης να θυμίσεις;

 

ΓΙΩΡΓΟΣ Θ. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ (1898 – 1969)

ΜΙΑΝ ΕΥΩΔΙΑ ΞΕΧΥΝΕΤΑΙ

Μιαν ευωδιά ξεχύνεται απ’ το πρίνο
που καίει στο τζάκι και τριζοβολεί,
και την ψυχή να βλέπει ακέρια αφήνω
το χιόνι, που όλο πέφτει στην αυλή.
Με συνεπαίρνουν κάτι ρίγη, κάτι
σκιές έξω απ’ το τζάμι, και θωρώ
το κλήμα που τριγύρω στο χαγιάτι
τυλίγεται, μες στο Δεκέμβρη ωχρό.
Άθελα τότε ζωντανεύει η μνήμη
σαν παραμύθι την παλιά εποχή,
ενώ μακριά φωνάζει κάποιο αγρίμι
μες στη χιονιά όπ’ έχει πλανηθεί.

Βαρύς είναι ο χειμώνας, σ’ όλα απλώνει
με το λευκό του πένθος, και βαθύ,
πυκνό γλιστράει απ’ τα κλαδιά το χιόνι
και με τα φύλλα κάτω έχει στρωθεί.
Καίει φαιδρά του λύχνου το λινάρι,
η κάδη βράζει κάτω απ’ τη σκεπή,
μοσκοβολούν στο ελάτινο δοκάρι
τα καπνισμένα χοιρινά, οι καρποί.

Το ρουμπινί κρασί— μαζί μ’ εκείνη
που ‘χω γνωρίσει απόψε, την ξανθή,
και τη γριά μεσίτρα, που όλο κλείνει
τα μάτια της για ν’ αποκοιμηθεί —
πίνω, κι’ όλη η ζωή μου έχει στενέψει
τόσο, μέσα στη νύχτιαν ώρα αυτή,
π’ ούτε μια λύπη μου θυμίζει η σκέψη,
ούτε με πίκρα αναρωτάει, γιατί
λίγο τα νιάτα κι’ οι χαρές κρατούνε,
γιατί βαθιά μας έζωσε η σιγή,
τι γίνηκαν οι φίλοι, χρόνια που ‘ναι
λησμονημένοι μες στη μαύρη γη.

 

ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ 1899-1944)

ΤΗΣ ΝΟΤΙΑΣ ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ

Ηλιόγερμα στον ουρανό
κι’ αγέρας βουίζει στο στενό…
βουίζει καημό, βουίζει ερημιά,
αγάπης βουίζει αποθυμιά.

Ετούτη η στάχτη κι’ η νοτιά
μπήκε απ’ τη στράτα την πλατιά,
– πέρα, όπου παγαίνουν μόνες
του τηλέγραφου οι κολόνες, –

κι’ έδιωξε – πριν απ’ τη βραδιά –
τα λίγα που έπαιζαν παιδιά
(το ‘να με τα δεκανίκια),
που έπαιζαν με τα χαλίκια…
Φυσάει, και – πέρα απ’ τη γωνιά –
μαζεύει ή πυκνά, ή σκοτεινιά·
το χαμηλό μας το στενό
πλακώνει σύννεφο βουνό.

Και, σε προσκέφαλα αγκαλιές,
– εσύ άρρωστός γι’ αμυγδαλιές
μυγδαλιές καμαρωμένες
και στο σύννεφο γραμμένες –

εσύ αρρωστάς γι’ αμυγδαλιές
και για προσκέφαλα αγκαλιές…
να πλάγιαζες, σαν τά παιδιά,
στη γούβα μέσα στην ποδιά.

– Γειτονοπούλα αντικρινή,
που αναμερούσες το σκαμνί,
και τον ποδόγυρο σφιχτά
τραβούσες ως τα γόνατα,

πού να βγεις με τον αγέρα
να σου πω μια καλησπέρα!
– καλησπέρα σαν το μέλι,
που η γιαγιά σου δεν τη θέλει!

Φυσάει, φυσάει απ’ τη γωνιά…
Νωρίς αδειάζει η γειτονιά,
κι’ η θύρα κλειεί στο μαγαζί
πού συχνομπαίναμε μαζί,

η θύρα κλειεί στο μαγαζί
κι’ ο αέρας ογραίνει απ’ το κρασί,
και τις κλειδωνιές δαγκώνει
της νοτιάς το χελιδόνι,

κλαίει για κάρβουνο το χώμα
και για μάγουλα το στόμα,
κλαίνε οι πλάκες για μαγκάλι
– και το μάγουλο γι’ αγκάλη…

 

ΜΗΤΣΟΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ (1900-1943)

ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΒΟΥΗ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ

Μέσα στη βουή του δρόμου
ήταν νάβρω τ’ όνειρό μου,
να το βρω και να το χάσω,
κι’ ούτε πια που θα το φτάσω.

Μια στιγμή πέρασε μπρος μου
κι’ ήταν η χαρά του κόσμου,
η χαρά που μας ματώνει
σαν οι πιο μεγάλοι πόνοι.

Πέρασεν όπως περνούνε
όσα δε θα ξαναρθούνε, —
πουλιά πούχουν φτερουγίσει,
σύννεφα μέσα στη δύση.

Κι’ άφησε στο πέρασμά του,
πέρασμα ζωής, θανάτου,
στην καρδιά μου σα σφραγίδα
ω ! την πεθαμένη ελπίδα.

Μιαν ελπίδα πεθαμένη
που μας ζει και μας πεθαίνει,
κι’ όλο μας τραβάει δω κάτου
ως την πόρτα του θανάτου !

Όνειρο γλυκό και ξένο
και παντοτινά χαμένο,
σε κρατώ στο νου μου ακόμα
σαν τριαντάφυλλο στο στόμα.

‘Όταν πέρασες, με πήρες,
κι’ όλες μου άνοιξες τις θύρες,
με το μαγικό κλειδί σου,
του χαμένου παραδείσου.

 

ΠΗΓΗ:

“Σ’ ΑΓΑΠΩ”  

ΤΑ ΩΡΑΙΟΤΕΡΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ  (1951)

ΕΚΔΟΣΗ ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ