ΡΑΪΝΕΡ ΜΑΡΙΑ ΡΙΛΚΕ

1-Ο ΠΑΝΘΗΡΑΣ

Σε μετάφραση Ανδρέα Πετρίδη

Περνώ τη ζωή μου

Περνώ τη ζωή μου
σε κύκλους που ολοένα ανοίγουν,
και πάνω απ’ τα πράγματα ξεμακραίνουν.
Τον τελευταίο ίσως να μην τον κλείσω,
μα να πασκίσω οι λογισμοί μου κραίνουν.

Γύρω απ’ τον Θεό περιστρέφομαι,
τον πανάρχαιο τούτο πύργο,
χιλιάδες χρόνια τώρα γυρίζω –
κι αν είμαι γεράκι, θύελλα ή άσμα βουερό,
ακόμα αυτό δεν το γνωρίζω.

(I, 253,1899)

Μέσα απ’ τον Λόγο σου το διαβάζω

Μέσα απ’ τον Λόγο σου το διαβάζω,
κι απ’ τις κινήσεις των χεριών σου,
που πλαστουργώντας
τρυφερά στρογγυλεύαν
περίγραμμα στο καθετί,
ζεστά, μα και γεμάτα σοφία.
«Ζωή» έκραξες, και ψιθύρισες «θάνατος»
κι είχες στα χείλη τη Λέξη «υπάρχω».

Μα ο φόνος πρόλαβε τον πρώτο θάνατο.
Σχισμή τότε πέρασε
τους ώριμους κύκλους σου,
και κραυγή εσηκώθη
τις φωνές υφαρπάζοντας,
πού είχανε μόλις συναχθεί
ολόγυρά σου να μιλήσουν,
ολόγυρά σου να κρατήσουν
τη γέφυρα όλου του χάους.

Κι ό,τι έκτοτε ακούς να τραυλίζουν,
θρύψαλα είναι
του παλαιού σου Ονόματος.

(I, 257,1899) 

Πιστεύω σε ό,τι ακόμα δεν έχει ειπωθεί.

Πιστεύω σε ό,τι ακόμα δεν έχει ειπωθεί.
Να Λευτερώσω θέλω
τα πιο ευσεβή μου αισθήματα.
Ό,τι κανείς δεν τόλμησε ακόμα να ποθεί,
ακούσια ξάφνου μου οδηγεί τα βήματα.

Αν τούτο είναι ασέβεια, συγχώρεσέ με Θεέ μου.
Όμως αυτό θέλω μονάχα να σου πω:
Τη δύναμή μου την πιο ακριβή,
όπως αρχέγονη ορμή τη θέλω νά ‘ναι,
έτσι χωρίς θυμό και δείλιασμα κανένα,
όπως κι η αγάπη των παιδιών για σένα.

Με τούτο το πλημμύρισμα να γιγαντώνει,
μ’ αγκάλες διάπλατες
στο πέλαγος εκβάλλοντας το ανοιχτό,
μ’ αυτό τον γυρισμό που όλο φουντώνει,
να σε πρεσβεύω και να σε δοξάζω ποθώ
όσο ποτέ άλλος κανένας.

Κι υπεροψία αν φαίνεται,
σ’ αυτήν άφησέ με
την προσευχή μου να κάνω,
που βλοσυρή στέκει και μόνη
προ του μετώπου Σου, που νέφος ζώνει.

(I, 259,1899) 

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ

Οι νύχτες δεν γίνηκαν για το πλήθος.
Από τον γείτονα σου η νύχτα σε χωρίζει,
να τον ζητάς γι’ αυτό δεν πρέπει.
Κι αν νύχτα φως στην κάμαρά σου ανάψεις,
ανθρώπους καταπρόσωπο για να κοιτάξεις,
έτσι και ποιον θα δεις, στοχάσου.

Παραμορφώθηκαν οι άνθρωποι τρομερά
από το φως που απ’ τα πρόσωπά τους στάζει,
κι αν νύχτα όλοι τους μαζί βρεθούνε,
έναν κόσμο κλονισμένο θα κοιτούσες
σ’ άτακτο πυκνό μπουλούκι.
Στα μέτωπά τους χλωμή λάμψη
έχει εκτοπίσει κάθε σκέψη,
στα βλέμματά τους το κρασί αχνοτρέμει,
κι από τα χέρια τους κρέμεται η βαριά
χειρονομία, που τους επιτρέπει
στις συνομιλίες να καταλαβαίνονται.

Και λεν ολοένα: Εγώ κι εγώ
Κι εννοούν: τον καθένα.

(I, 392,1899)

ΤΑΝΑΓΡΑ

Ένα κομμάτι γης καμένης,
σαν από ήλιο δυνατό πυρπολημένης.
Ωσάν η κίνηση χεριού κοπέλλας
μετέωρη να ‘μενε ξάφνου για πάντα –
δίχως ν’ απλώνεται κάπου,
σε κάποιο ολόγυρά του πράγμα
οδηγημένη απ’ το αίσθημά της,
τον εαυτό της μόνο συγκινώντας,
σαν χέρι που στο πηγούνι ακουμπά.

Σηκώνουμε και περιστρέφουμε
τη μια μορφή μετά την άλλη,
πάμε σχεδόν να καταλάβουμε
γιατί ποτέ δεν χάνονται,-
όμως βαθύτερα και πιο θαυμαστά
νά ‘μαστέ πρέπει δεμένοι
με ό,τι έχει υπάρξει,
και να μειδιούμε: καθαρότερα ίσως
απ’ τη χρονιά την περασμένη.

(I, 515,1906)

ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗ

Το γκρίζο του βραδιού στη γη πυκνώνει,
κι είναι πια νύχτα ό,τι σαν πέπλος
κρύος τις Λατέρνες ζώνει.
Μ’ απροσδιόριστα ξάφνου, Λίγο ψηλότερα,
ο άδειος κι ανάλαφρος πύρινος τοίχος
οπίσθιου δώματος,
στριμώχνεται στη φρίκη μιας νύχτας
γεμάτης πανσέληνο,
φεγγάρι μόνο και τίποτε άλλο…

Ψηλά τότε μια απλωσιά
γλυστρά παραπέρα,
αλώβητη- καλά φυλαγμένη,
και τα παράθυρα παντού στα πλευρά
ακατοίκητα φαίνονται και λευκά.

(II, 35,1908/9)

…Ω κόσμε σε έγερση, γεμάτε άρνηση

(αποσπασματικό)

…Ω κόσμε σε έγερση, γεμάτε άρνηση.
Τον χώρο λοιπόν ανασάνετε, όπου πλανιώνται
τ’ αστέρια.
Ετούτο δες, που χωρίς ανάγκη καμιά θα μπορούσε,
τυφλά ξεμακραίνοντας,
στην απεραντωσύνη να χαθεί, μακριά μας…
Και τώρα ευφραίνεται και μας αγγίζει το πρόσωπο,
όπως της αγαπημένης το βλέμμα.
Διανοίγεται απέναντι μας και κατασκορπά
σε μας ίσως την ύπαρξη του. Και δεν τ’ αξίζουμε…
Κάποια δύναμη ίσως απ’ τους αγγέλους θα παίρνει,
ώστε ο έναστρος ουρανός να ενδίδει
κατά το μέρος μας
και στη θολή μέσα να μας κλείνει μοίρα.
Μάταια όμως. Γιατί ποιος το προσέχει;
κι όπου σε κάποιον αισθητό γίνεται,
ποιος δικαιούται ακόμα
το μέτωπο του στον χώρο της νύχτας
σαν στο παράθυρο του ν’ ακουμπήσει;
Ποιος δεν τ’ αρνήθηκε; Στο έμφυτο τούτο στοιχείο,
πλαστές, κίβδηλες κι απαίσιες νύχτες
ποιος δεν έμπασε μέσα,
ικανοποίηση βρίσκοντας σε κάτι τέτοιο;
Τους Θεούς αφήνουμε στη σαπίλα τριγύρω,
γιατί δεν δελεάζουν οι Θεοί. Απλώς υπάρχουν,
και μόνο υπάρχουν, ύπαρξης πλησμονή,
δίχως νεύμα καθόλου, δίχως οσμή.

Τίποτε πιο βουβό απ’ του Θεού το στόμα,
ωραίο σαν κύκνος
στης αιωνιότητας την απύθμενη έκταση:
Έτσι πορεύεται ο Θεός,
και κρύβει και προστατεύει τη Λευκότητα του.
Όλα Λοιπόν στην πλάνη. Και το πουλάκι ακόμα
μέσ’ απ’ το φύλλωμα το καθαρό μας βαραίνει,
το λουλούδι στενάχωρο απλώνει πιο πέρα.
Τί ζητά ο άνεμος λοιπόν; Ο Θεός μονάχα,
σαν κολώνα να περάσει αφήνει –
μοιράζοντας από ψηλά όπου στέκει
και στις δυο πλευρές τον ανάλαφρο θόλο
της μακαριότητάς του.

(Από τα «ποιήματα στη νύχτα», II, 52,1913)

Πλημμυρισμένοι ουρανοί

Πλημμυρισμένοι ουρανοί σπαταλημένων άστρων
θριαμβικά απλώνονται πάνω απ’ τη θλίψη.
Σκυφτός αντί να κλαις στο προσκεφάλι,
ψηλά σήκωσε τον θρήνο. Να,
στον οδυρόμενο κι όλας, στην όψη που σβήνει,
τριγύρω απλώνοντας το συναρπαστικό
σύμπαν αρχίζει. Ποιος διακόπτει
στην κίνηση σου προς τα εκεί τούτο το ρέμα;
Κανείς. Εκτός κι αν ξάφνου αντιπαλεύεις
τον χείμαρρο των αστεριών που πλησιάζει.
Ανάσανε. Το σκοτάδι της γης ανάσανε
και ψηλά πάλι κοίτα! Ξανά.
Ελαφρύ κι απρόσωπο το βάθος
από ψηλά επάνω σου γέρνει.
Το σβησμένο – γεμάτο νύχτα πρόσωπο –
και τον δικό σου χώρο του προσφέρει.

(Από «τα τραγούδια της νύχτας» II, 54,1913)

ΓΙΑ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ

Μουσική: Των αγαλμάτων ανάσα. Ίσως
των εικόνων σιωπή. Γλώσσα εσύ, όπου
οι γλώσσες τελειώνουν. Εσύ χρόνος
που κάθετα στέκει
προς το μέρος καρδιών που σβήνουν.

Αισθήματα, για ποιον; Ω εσύ,
των αισθημάτων αλλαγή, σε τί;
Σε τοπίο ακοής.
Ξένη, εσύ: Μουσική.
Άνοιγμα
του χώρου της καρδιάς μας,
εαυτός μας πιο βαθύς,
που πέρα από μας
σπρώχνει να βγει,-
αποδημία ιερή:
αφού μας περιβάλλει ό,τι ενδότερο
σαν η πιο δοκιμασμένη
απώτερη φύση, ως άλλη
πλευρά του αιθέρα: καθαρή
απέραντη,
όχι πια κατοικήσιμη.

(II, 111,1918)

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ ΚΑΙ ΠΕΦΤΑΣΤΕΡΙΑ

Ο ουρανός απέραντος, γεμάτος αρμονία,
χώρου απόθεμα και Χτίσης πλησμονή.
Κι εμείς πολύ μακριά απ’ την κοσμογονία,
και τόσο κοντά για την επιστροφή.

Εν’ άστρο πέφτει, να! Με βλέμμα σαστισμένο,
ταχιά προσμένουμε να πει μια γνώμη:
Τί άρχισε λοιπόν, και τί ‘ναι περασμένο;
Τί είναι ένοχο; Και τί πήρε συγγνώμη;

(II, 175,1924)

(Από τον κύκλο: «Νύχτες»)

Αστερισμοί της νύχτας που άγρυπνος κοιτώ,
την όψη μου την τωρινή μόνο διαστέλλουν;
ή μήπως και την όψη μου όλων των χρόνων-
αυτές οι γέφυρες που ακουμπούν
σε στήλες φωτός;

Ποιος θέλει εκείνα πορευτεί;
Για ποιον άβυσσος είμαι και ρύακα κοίτη,
ώστε μακριά να οδηγεί τα βήματά του,
εύκολα να με προσπερνά,
σαν το πιόνι να με παίρνει στο ζατρίκι
και νά ‘βγει επιμένει νικητής;

(II, 177,1924)

Όταν ζυγώνει η βροχή

Όταν ζυγώνει η βροχή, ο κήπος σκοτεινιάζει
σχεδόν τρυφερά,
κήπος που κάτω
από νωθρό χέρι ησυχάζει.
Λες και στοχάζονται μες στις πρασιές τα Είδη:
πώς έγινε, αλήθεια πώς
τα πρωτονόμασε ο κηπουρός!

Γιατί πάντα τον σκέφτονται – έχοντας σμίξει
με την ιλαρή απολύτρωση,
απόμεινε το κουρασμένο πνεύμα του,
και η παραίτηση του, ίσως κι αυτή…

Για μας παράξενη στ’ αλήθεια διδαχή,
να έχουν και τούτα μια διττή φύση:
ακόμα και το πιο ελαφρύ
προβάλλει αντίρροπο βάρος.

(II, 187,1926)

ΡΟΔΟ

Ρόδο, ω άδολη αντίθεση,
χαρά: να μην είσαι
ο ύπνος κανενός
κάτω από τόσα βλέφαρα.

1925