ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟ ΜΑΡΚΟ ΜΕΣΚΟ









.

«Η ποίηση ποτέ δεν παραδόθηκε ολοκληρωτικά στους ποιητές.»



Δύο μέρες πριν από την παρουσίαση της ποιητικής συλλογής του Μάρκου Μέσκου με τον τίτλο «Άλφα Βήτα», συνάντησα τον ποιητή και κουβέντιασα μαζί του. Η συζήτηση δημοσιεύτηκε στο  περιοδικό τεχνών και πολιτισμού της Κύπρου,  ΔΙΟΡΑΜΑ  τευχ. 4  Ιαν.-Φεβρ./2016



ΕΡ.  Παρ  όλον που έχετε ένα μεγάλο και πλούσιο έργο δεν έχετε επαναπαυτεί, αλλά συνεχίζετε και ανανεώνετε τη γραφή σας. Είναι η ποίηση ανεξάντλητη;

ΑΠ. Το μόνο που μπορώ να ισχυριστώ  στο ερώτημα σας είναι ότι η πορεία μου έχει αρκετές διαστρωματώσεις. Φυσικά δεν έχει τελειώσει τίποτε κι όλα από την αρχή.  Η τελευταία ενότητα των ποιημάτων μου «Άλφα Βήτα» αυτό εννοεί. Τη ζωή μας πάλι από την αρχή.

Αν η ποίηση είναι ανεξάντλητη; Φυσικά, και έτσι πρέπει να είναι. Η ποίηση ποτέ δεν παραδόθηκε ολοκληρωτικά στους ποιητές. Πάντα κάτι αφήνει πίσω το οποίο πολλαπλασιάζεται σε λίγο και γίνεται πάλι ένα ορυχείο προς άρδευση.

 ΕΡ.  Έχετε ήδη γράψει δυο βιβλία ποιητικής. Ποια είναι η ανάγκη που ωθεί ένα ποιητή να μιλά για τη τέχνη και τη τεχνική του έργου του;

ΑΠ.  Έχω την εντύπωση, όχι τη βεβαιότητα, αν εννοείτε το «Στον ενικό και πληθυντικό ψίθυρο», πιστεύω ότι όλο το βιβλίο και η  «Συνηγορία ποιήσεως» έχουνε ψήγματα ποιημάτων. Υπάρχουν και καθαρά ποιήματα μέσα.

Η ανάγκη που ωθεί ένα δημιουργό να μιλά για  τεχνική του έργου του, πιστεύω ότι αυτή η απεγνωσμένη προσπάθεια να επικοινωνήσει με τον άγνωστο αναγνώστη, γίνεται πιο βατή, όταν εκτός από το μυστήριο ποίημα υπάρχει και κάποια προσέγγιση του ποιήματος από τον ίδιο το δημιουργό. Αυτό θαρρώ πως ωθεί τους περισσότερους να μιλήσουνε για τη τεχνική, αν και πάντοτε όλα αυτά αιωρούνται, δεν είναι τίποτα απόλυτο.

ΕΡ. Εκτός από ποίηση έχετε γράψει και πεζά. Ποια είναι η ανάγκη που υπαγορεύει ένα ποιητή να καταφεύγει και στη φόρμα του διηγήματος;

ΑΠ. Αρκετό καιρό τώρα, τα όρια ανάμεσα στα είδη της λογοτεχνίας είναι πολύ κοντά, πάρα πολύ κοντά. Πολλές φορές η ποίηση περνάει στο πεζό και το πεζό περνάει στη ποίηση. Είναι εμφανή τα σημάδια όταν κάποιος ασχολείται με τη ποίηση και κατόπιν γράφει διήγημα.

Δεν είναι το ίδιο εύκολο να περάσεις από τη φόρμα του διηγήματος στη φόρμα του ποιήματος. Όμως νομίζω ότι το διήγημα σου δίνει την ευκαιρία να μιλήσεις πλατύτερα για όλα αυτά που σ’ απασχολούν, για όλα τα βιώματα, όλες τις ανάγκες που έχεις, όλες τις επιταγές των γραφών σου. Αυτό νομίζω είναι ένα σημείο κομβικό στο ερώτημα σας.

ΕΡ. . Ενώ ζείτε Θεσσαλονίκη πολλά χρόνια, η ίδια η πόλη απουσιάζει από τη ποίηση σας, ενώ πρωταγωνιστούν τα τοπία του γενέθλιου τόπου.

ΑΠ. Κατ’ αρχάς έχει δίκαιο το ερώτημα, αλλά ωστόσο υπάρχουν μερικά ποιήματα τα οποία είναι καθαρότατα της Θεσσαλονίκης και κανενός άλλου τόπου. Όταν μιλάω για τον Αβραάμ Μπεναρόγια, όταν μιλάω για τον Τόλη Καζαντζή, μιλούσα για τις θάλασσες του Θερμαϊκού. Η ψυχή της Θεσσαλονίκης θα βγει από  άλλα συμπαρομαρτούντα, από άλλες συμπτώσεις. Εμένα μ’ αρέσει να μιλώ για την ιστορία της Θεσσαλονίκης από την εποχή των Ζηλωτών, της επανάστασης των Ζηλωτών. Από εκεί ξεκινά για μένα η Θεσσαλονίκη. Πιο νωρίς δεν την ξέρω. Υπάρχει ο Γαλέριος, βέβαια, ο Ρωμαίος αυτός μέγιστος αυτοκράτορας, αλλά τα άλλα, περισσότερο τα πνευματικά κίνητρα του τροχού της ιστορίας της Θεσσαλονίκης είναι μετά τους Ζηλωτές.

ΕΡ. Έχετε τοποθετηθεί πολύ ανοιχτά στα πολιτικά δρώμενα και ήσασταν υποψήφιος βουλευτής. Τι συνέπεια έχει αυτό για τον ίδιο τον ποιητή, το έργο του και τους αναγνώστες του;

ΑΠ. Τις συνέπειες δεν τις ξέρω. Γνωρίζω πολύ καλά όμως ότι, όταν οι πυρήνες του έργου ακουμπάνε σε μια πολιτική επιλογή, δεν είναι δυνατόν να αρνηθείς τη βοήθεια σου. Και όχι για το βουλευτιλίκι που λέμε, μια συμμετοχή, μια βοήθεια και μια συμμετοχή στον κόσμο αυτόν που ονειρεύεσαι και πιστεύεις. Τίποτε άλλο . Τι έχει; Τίποτα, ξεχάστε το. Πάλι από την αρχή.

Εμένα προσωπικά δεν με ενδιέφερε ποτέ αυτή η ιστορία του βουλευτή. Άλλωστε δεν μπορώ να επικοινωνήσω με κανένα εκεί μέσα. Προσπαθώ να βρω ένα βουλευτή   του χώρου στον οποίο ανήκω κι εγώ και δεν μπορώ. Αδύνατο να επικοινωνήσω.

ΕΡ. Ως καταξιωμένος ποιητής, πιθανότατα δέχεστε ποιητικές συλλογές νέων δημιουργών που ζητούν τη γνώμη σας. Από μια πρώτη εκτίμηση βλέπετε ότι αλλάζει κάτι στη σύγχρονη ποιητική γραφή ; Δίνει κάποιο άλλο στίγμα η νεώτερη γενιά ιδιαίτερα διακριτό;

ΑΠ.  Να θυμηθούμε λίγο και τον Μανώλη Αναγνωστάκη που έλεγε να κατεβάσουμε λίγο το πήχη,  γιατί η ερώτηση έχει το καταξιωμένος ποιητής.  Αυτό το απλό. Και είναι μεγάλος ο κύκλος του ποιητή, πολύ μεγάλος. Ένας άνθρωπος που τυχαίνει να γράφει ποιήματα. Σίγουρα δέχομαι πολλές ποιητικές συλλογές νέων ανθρώπων. Φυσικά κάθε εποχή έχει και τη γραφή της, έχει και τη δροσιά της, έχει κάποιες αφετηρίες. Όμως αυτές οι προσπάθειες οφείλουν να περιμένουν, να μη βιάζονται για να φανεί αργότερα εάν η Α, Β , Γ ή Δ  φωνή  είχε κάτι ιδιαίτερο να εκφράσει στο χαρτί με το μολύβι. Δεν είναι εύκολο. Απλώς εκείνο που φαίνεται είναι μια αισθητή ικανότητα του ανθρώπου αυτού που σου κάνει την τιμή να σου στείλει το πρωτόλειο του να δεις εάν από την αρχή προδικάζονται εξελίξεις και ίσως κάτι σημαντικότερο. Δεν μπορείς να πεις ότι έχεις να κάνεις με μια περίπτωση  ενός Ρεμπώ από τη πρώτη ή ενός Μπωντλαίρ ή μιας άλλης, μεγάλης ποιήτριας. Δεν είναι εύκολο αυτό. Απλώς βλέπεις ότι υπάρχουν εν ενεργεία κάποιες πλευρές αυτής της ενότητας που ενδεχομένως προδικάζουν κάποια καλύτερη ακόμα εξέλιξη.

ΕΡ.  Ποιών ποιητών συνοδοιπόρων σας, συγχρόνων με σας  ή λίγο παλαιότερων σας λείπει σήμερα η παρουσία, εκτός από τον Αναγνωστάκη στον οποίο αναφερθήκατε πιο πριν;

ΑΠ.  Εδώ στη Θεσσαλονίκη μου λείπει πάρα πολύ ο Κλείτος ο Κύρου. Μου λείπει, ο Άνθος Φιλητάς  που έκανε την εισαγωγή της κοινωνικής τέχνης στη Θεσσαλονίκη,  ο Καφταντζής, ο Τέο Σαλαπασίδης, που δεν τους γνωρίζει ο κόσμος, δεν τους ξέρει.
Όμως οι δικοί μου φίλοι τυγχάνει να είναι στο νότο, στην Αθήνα. Είναι ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, ευτυχώς ζει ακόμα, ο Μάρκος Μαρκίδης ο οποίος αναχώρησε, ο Θωμάς Γκόρπας ο οποίος επίσης αναχώρησε, ο Ανδρέας Κίτσος Μυλωνάς ο οποίος δεν έγραφε ποιήματα αλλά έχοντας το πάθος ομοειδών αισθημάτων ήταν χρήσιμος κι αυτός στη παρέα. Ακόμα ο Τάσος Λειβαδίτης σαν περίπτωση ποιητή. Υπάρχουν και κρυμμένοι ποιητές που δεν γνωρίζει ο κόσμος. Ο Μανώλης Φουρτούνης, ο Γιώργος Γαβαλάς,  ακόμα ο Ροβήρος Μανθούλης και ο Σωκράτης Καψάσκης που γράψανε κάποτε ποιήματα  και αργότερα τους πήραν  άλλοι δρόμοι, ο κινηματογράφος, η απομόνωση στο χωριό και δεν μπόρεσαν να ολοκληρώσουν το κέρμα της ζωής τους κι  από τη μια πλευρά κι από την άλλη. Η ασχολία με τη ποίηση θέλει αφοσίωση. Είναι πολύ σκληρή υπόθεση. Αν νομίζουν κάποιοι ότι η ποίηση είναι ο τρόπος να γίνουμε γνωστοί στους φίλους, στην οικογένεια ή στο σόι μας είναι οικτρά γελασμένοι.

ΕΡ. Έχετε επισκεφτεί παλαιότερα τη Κύπρο και ήρθατε σε επαφή με Κύπριους ποιητές. Ποια είναι η εικόνα που έχετε για την Κυπριακή ποίηση;  

ΑΠ. Να πω ότι δεν γνωρίζω καλά την Κυπριακή ποίηση. Γνωρίζω τον  Χαραλαμπίδη, τον Θεοδόση Νικολάου, είχαμε πάει στην Αγία Νάπα, πολύ καλός ποιητής.  Ακόμα γνωρίζω τον Μιχάλη Πιερή που μου έστελνε ένα περιοδικό. Από εκεί και πέρα δεν γνωρίζω λεπτομέρειες. Κάποιοι νέοι που γράφουνε μου έχουν στείλει ποιήματα αλλά δεν έχω σταματήσει πολύ εκεί.

Και να πω και κάτι άλλο, μια δική μου ευχή. Με έχει κουράσει αυτή η ιστορία της ποίησης. Περίπου 60 χρόνια ασχολούμαι. Και τα Λύτρα, από τις τελευταίες μου συλλογές, τι νόημα έχει; Τα Λύτρα προς το ιερόν της ποίησης να με αφήσει ήσυχο να ξεκουραστώ, να ησυχάσω κάποτε, αλλά μάλλον δεν μ’ αφήνει.

Ανδρέας Καρακόκκινος

.

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΜΕΣΚΟΥ (7/9/1935-1/1/2019)

ΑΛΦΑ ΒΗΤΑ (2015)

ΜΙΚΡΟΣ ΜΕΓΑΛΟΣ ΔΡΟΜΟΣ

Άοσμα ψυχρά ρόδα και τριαντάφυλλα του Χειμώνα

δεν έκλεισαν οι πληγές ανατριχιάζουν ακόμη
— αλλάζει ό καιρός ό κόσμος αλλάζει έλεγε
συλλογισμένος μα δεν το πολυπίστευε•

και τα πουλιά συλλογίζονται στο ύψος τ’ ουρανού
τελώνια σε λίγο δαιμονισμένα μάγια φυσούν παντού
αλλοπαρμένος πανικός στον δρόμο για τον χαμό
τρελαίνοντας τον οι απουσίες των προηγουμένων

σχεδόν αίνιγμα εγκώμιο χαρμολύπης
εφτασφράγιστο μυστικό το πορτοκάλι
κάτω από τα πέταλα των άλογων (της Επανάστασης).

ΝΑ ΘΥΜΑΣΑΙ

Κάτω απ’ το προσκέφαλο υπάρχει ό θάνατος (λένε)
μην τα πιστεύεις με τα όνειρα σαλπάρισε εσύ

να θυμάσαι τ’ ανθισμένα κλώνια των δέντρων
την οργισμένη βουή του δάσους και τη βροχή
που αστέρια γεννάει φιλώντας το ποτάμι

εσύ
μη λησμονήσεις το πάλλευκο χιόνι στο μέτωπο
του σκοτωμένου τη χαραμάδα πού ονόμασαν ελπίδα

εσύ
ξένος εξόριστος στη χώρα πρόσεχε
τον ανώνυμο βυθό της μνήμης
το συχνό ψέμα της αλήθειας
τις στάχτες πού τραβούν τη φλόγα σβήνοντάς την.

ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΘΑΥΜΑ

Την Ποίηση έχουν ανάγκη
και η μέρα και η νύχτα.

Σαλεύουν τα φύλλα στο αεράκι όπως
μικρό γιαβρί ζητάει τρέμοντας
τροφή από τη μάνα·

αλίμονο
πόσον άραγε κρατάει το νήπιο ευτυχία

— Καλότυχος εσύ
που αντάμωσες το θαύμα!

ΑΠΟΓΡΑΦΗ

Κάθετο σίδερο από τον ουρανό προς τη γη
τρέμει με την ελάχιστη περαστική πνοή•

με τον έρωτα της Ποίησης και τις αγωνίες του
παλεύοντας αμέτρητα χρόνια• απορώντας κυρίως
με το λησμονημένο ήθος και τους πολλαπλούς
άγριους θανάτους έξω από το μάρμαρο της πόρτας

— κάπου μακριά
στην άκρη του τραπεζίου
χαίρεται τούς άλλους φίλους πίνοντας κρασί
(με φωτεινά παράθυρα συνομιλώντας).

ΣΥΝΗΓΟΡΙΑ ΠΟΙΗΣΕΩΣ (2015)

ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ, το δάσος των λέξεων που απλώνουν
κλαδιά στον ουρανό και στο χώμα, που δηλώνουν
πράγματα-ιστορίες-ανθρώπους είναι απέραντο.
Όσο βαθύτερα σκάβεις τόσο ανοίγεται
ο κόσμος πολεμώντας τη μαύρη στάχτη του
θανάτου.
Μέλημά σου τα χνάρια τής Ποίησης να
επιβιώσουν όσο γίνεται μακρύτερα στο μέλλον.

* * *

Η ΛΕΞΗ, χώμα και άμμος και σίδερο και ξύλα
και αμόνι και σχήμα, προσδιορίζει και κυριολεκτεί
στην Ποίηση κυρίως. Μαζί με τον ρυθμό,
τα όνειρα, τα πάθη και τις ουτοπίες.

* * *

ΠΑΝΤΑ Η ΠΟΙΗΣΗ είναι πιο δυνατή από τον
Ποιητή. Όσο ταλαντούχος κι αν είναι δεν μπορεί
να υποτάξει πλήρως την Ποίηση. Δεν μπορεί,
τελικά, να την υπερβεί. Κάτι περισσεύει.
Εκείνη, πολλαπλασιαζόμενη διαρκώς, κρατάει
για τούς μεταγενέστερους την αναμέτρηση.
Την ίδια αναμέτρηση με τούς προηγούμενους
«μαχητές» και με τα ίδια αποτελέσματα. Ωσάν
η Ποίηση να μην έχει απτό χρόνο. Γράφεται, θαρρείς,
για το πριν και για το μετά. ‘Άχρονη – και
όμως παρούσα.

ΣΑΝ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ:

Το Ποίημα η απόλυτη Ελευθερία.

ΤΑ ΛΥΤΡΑ (2012)

ΠΕΝΘΟΣ ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ

Γέρος ανίκανος βόλτα στο σούρουπο
παρατηρούσε σιωπηλός τα χαμηλά πουλιά
τα μαραμένα χόρτα πού φάνταζαν
στο νου του πράσινα λιβάδια.

Με δυσκολία βάδιζε αποκαμωμένος
μόνος στον κατήφορο του· μα όχι!
μαζί του και η σιγαλιά καί τά τριζόνια
πού ξεμύτιζαν νωρίς και τα μικρά
κορίτσια πού έτρεχαν γελώντας πάνω κάτω.

Στη στράτα λησμονήθηκε πώς να γυρίσει πίσω;
Τρέχει το γέλιο τρέχει το δάκρυ το πένθος σιωπά
κουρέλι στην άκρη που ντύνει η γύμνια
και το κρύο· πώς λαχταρούσε από ’δω να περάσει
η αντίστροφη πορεία και η ανατροπή της!

ΣΧΟΛΙΟ ΣΕ ΜΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

Το καλοκαίρι ακόμα στα Βοδενά περιοχή Καταρρακτών
κάτω από τα πλατάνια τέσσερις νέοι άντρες σχεδόν
(ωραία πλανεμένοι πικραμένοι από νωρίς)
ατενίζουν ανυποψίαστοι την Αθανασία.

Βοηθάει η δροσιά του ποταμού συντρέχει και το ουζάκι
με τον ψιλομεζέ στο τραπέζι κρύβοντας επιμελώς
τις πληγές του καθενός από την προηγούμενη δεκαετία·
είναι ο Σταμάτης ο Χρηστός ο Μάρκος και ο Γιόχαν ο γιος
του νεωκόρου στον Άη Δημήτρη —
λησμόνησε όλα τ’ άλλα!

Ποιος νεκρός λοιπόν ποιος επιζών
ποια λύτρα και ποια τα όβολα της Λίμνης;

ΝΥΧΤΑ ΑΠΟ ΤΟΤΕ

Στο ξέφωτο τούς ρήμαξαν·
πίσω το βλέμμα τα βήματα πίσω
στο μαύρο δάσος τα ζώα που κρύβονται χορεύοντας με τους νεκρούς
— απ’ το βουνό ψηλά κατέβαιναν τη χαράδρα· ήτανε Μάης
πουλιά κι ανθοί και φως τρικύμιζαν στον αέρα· ευωδιά χαρμολύπης
ή προσδοκία αμφίσημη όταν
πέρασαν από ’κει και λίγο πιο κάτω στους λάκκους
τούς πυροβόλησαν στο κεφάλι.

Κρύο ανατριχίλα αεράκι παγωμένο τώρα πρώτη νύχτα στο χώμα
τώρα ο χορός· των νεκρών ο χορός.

ΔΗΘΕΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ

Μοναδική του ηδονή το σήμερα·

με το φως του ήλιου και θάλασσα βαθιά γαλάζια
χελιδόνια που δίνουν την τροφή στον αέρα
τιτιβίζοντας ευχαριστημένα σήμερα·

με το νέο δάσος και το χορτάρι και τα ζωντανά
μέρα νύχτα και με φεγγερή σελήνη πολεμούν
οι αλλόφρονες ενάντιοι στους άλλους πλανήτες
για το χρήμα το ματαιόδοξο το θανατηφόρο σήμερα·

εφτά του Αυγούστου ημέρα Τρίτη, στον τροχό του Χρόνου
το έτος 2007 μετά Χριστόν — κι εσύ μόριο φευγαλέας
σκόνης· ένα τίποτε.

ΕΛΕΓΕΙΕΣ (2004)

ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΜΗΝΑ…

Άγρια λαφάκια βιτούλια πουλάρια ποδοβολητό
δέντρα μακρινά και θάμνοι μα πιο κοντά
ένα με τη σιωπή τα φιλιά σου.

Τί πέρασες τί πέτυχες πόσο σε θανάτωσαν οι αρνήσεις
με τα παλιά μου ρούχα θα πεθάνω
είπες·

κι άπραγος σαν ήλιος απογευματινός στον τοίχο.

ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ

Σαν μέρα λαμπρή ακόμη ο ήλιος και
τα σκασμένα ρόδια κατακόκκινα στο πλάι·

γλυκό το απομεσήμερο· στο κενό· μα στο χωριό
πάλιν όλοι· και η Τέτα και η Φανή και η Κωνσταντούλα·
και τα βουνά και τα γελάδια στις κοιλάδες
μακριά πολύ μακριά τα πρόβατα
(όλες οι σκοτωμένες ψυχούλες).

Λευκό
να και το φεγγάρι
ανατέλλει!

ΣΤΟΥΣ ΗΧΟΥΣ ΤΗΣ ΑΝΗΦΟΡΑΣ

Γύριζε ο καιρός οι μέρες στον δρόμο ασήμαντες τάχα
πλατάνια ανωνύμων αιώνια κρεμασμένα
μουσική των νερών ασίγαστοι χοροί
τάφοι παλιοί και νεκρόδειπνοι ψυχών μα το αεράκι
αναστημένο όταν ο δυόσμος ευτυχούσε στους ήχους
της ανηφοριάς θαρρείς φίλια νεύματα εάν τύχαινε
οι κακόμοιροι θνητοί κάποιο άλλο κορμί αγαπημένο
ν’ ανταμώσουν· κοντά ήσαν τα βουνά στις πλάτες πάλι
και οι αλήθειες κάτω από τη γλώσσα — στιγμοΰλες
ψέλλιζαν λίγο, μετά
μαύρες
στη λησμοσύνη.

ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ

Αμ δεν χρειάζεται να ξεύρω πράγματα πολλά·
προτιμώ να αισθάνομαι τον αέρα το νερό
το χώμα τα χρόνια τις Εποχές — ψυχή μου!
(Ψυχή μου πίσω σέ πήρα από τον θάνατο.)

Έστω
καρτάλι κουρασμένο με την οσμή στο ράμφος
το στασίδι του αναζητώντας
λίγο πριν σκοτεινιάσει.

.