ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΓΑΛΑΝΟΥ

.

Γεννήθηκε στη Λάρνακα. Ζει και εργάζεται στη Λευκωσία. Σπούδασε Κοινωνιολογία στη Νέα Υόρκη κι έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στον ίδιο κλάδο με ειδίκευση στην Κοινωνική Ψυχολογία.
Η συλλογή της Παρενθέσεις και εισαγωγικά (εκδόσεις Μελάνι) διακρίθηκε στη Βραχεία Λίστα Κρατικών Λογοτεχνικών Βραβείων 2016. Βραβείο Κώστα Μάντη 2003.
Συμμετείχε σε διάφορες ποιητικές συναντήσεις στην Κύπρο, την Ελλάδα και τη Γαλλία. Συνεργάζεται με λογοτεχνικά περιοδικά σε Κύπρο και Ελλάδα.
Ποιητικές της συλλογές έχουν μεταφραστεί σε διάφορες γλώσσες και ποιήματα της έχουν συμπεριληφθεί σε ποιητικές ανθολογίες ελληνικές και ξένες.
Είναι μέλος της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου, του PEN Κύπρου και της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Η ποίηση της Αλεξάνδρας Γαλανού, όπως αναφέρεται στην Ιστορία της νεότερης κυπριακής λογοτεχνίας των Γιώργου Κεχαγιόγλου- Λευτέρη Παπαλεοντίου, επικεντρώνεται σε θέματα όπως η ενεργοποίηση της ερωτικής μνήμης, η φθορά του σώματος, η παρακμή των διαπροσωπικών σχέσεων, οι εσωτερικές αναδιπλώσεις και οι ποιητολογικοί στοχασμοί, αλλά προϋποθέτει συχνά την εξωτερική (κυπριακή) πραγματικότητα, ενώ δεν λείπουν οι εξωστρεφείς ματιές, η σατιρική κριτική των πολιτικών ηθών κτλ. Από το πρώτο ως το πιο πρόσφατο βιβλίο της η ποιήτρια διαγράφει μια συνεπή πορεία, με αρκετά ομοιογενή ποιήματα, στα οποία ο ποιητικός λόγος τείνει
στη λιτότητα και τη συμπύκνωση.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:

– Ανάμεσα στο ζαφειρί και το γήινο (Σμίλη,  1996),
– Συγκάτοικοι του Ορίζοντα (Σμίλη,  2000) Η συλλογή αυτή έχει μεταφραστεί και στα γαλλικά,
– Cohabitants de l’horizon Editions Praxandre – Institut d’ Etudes Neo-Helléniques de Γ Université Nancy 2, 2004, στη σειρά για την Κυπριακή Λογοτεχνία.
– Στις γωνιές των λέξεων (Σμίλη,  2008) Στα γαλλικά «Dans les recoins des mots» ,( Editions Circé , 2013),    μετάφραση από τον Michel Volkovitch.
– Παρενθέσεις και εισαγωγικά  (Μελάνι 2016)
– Parentesi e Virgolette, Institute siciliano di studi bizantini e neoellenici, 2017 δίγλωσση ποιητική συλλογή μετάφραση και επιμέλεια Vincenzo Rotolo
– Στο πουθενά στο μέχρι πότε και το γιατί  (Μελάνι 2022

.

 

.

ΣΤΟ ΠΟΥΘΕΝΑ ΣΤΟ ΜΕΧΡΙ ΠΟΤΕ
ΚΑΙ ΣΤΟ ΓΙΑΤΙ (2022)

Ένα δύστροπο ποίημα
κλεισμένο στον εαυτό του
ξαγρυπνά τα βράδια
συντροφιά με λέξεις
από πεπαλαιωμένους έρωτες
κι αγκυλωτά τόξα
που του τρυπούσαν την καρδιά.
Σαν θα το βρει η μέρα
η αιμορραγία στο χαρτί
θα μεταμορφωθεί σε μια
πινελιά από κόκκινο,
έτσι για να δώσει χρώμα
στην άχαρη ζωή του
κι ίσως μια κάποια ελπίδα
επιβίωσης

ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ

Κεκλεισμένων των θυρών
το σπίτι ασφυκτιά μες στη σιωπή.
Στράβωσαν τα πορτρέτα στους τοίχους
και το δάκρυ που ξέμεινε από έρωτα παλιό
κρύφτηκε για πάντα στις πτυχές κλειστής κουρτίνας.
Μια θητεία μοναξιάς
χωρίς φύλλο πορείας
γέμισε τις ρωγμές στον τοίχο
-δεν πρόλαβε να τις κλείσει
πριν τον εγκλεισμό-
τώρα σχηματίζουν τον χάρτη
χώρας άγνωστης που υπόσχεται
ταξίδια…
Η γυναίκα κάθεται και περιμένει,
απέναντι
το βάζο με άρωμα ανθισμένης λεμονιάς,
είναι άνοιξη

Η ΚΟΥΚΚΙΔΑ

Ειδομένη, μια κόκκινη κουκκίδα στην άκρη του χάρτη.
Συνωστισμός ελπίδας μέσα από απέλπιδα βλέμματα…
«Κράτα το χέρι μου να περάσουμε απέναντι»
Με τις πληγωμένες πλάτες φορτωμένες ζωές
ας ρίξουμε τα τείχη για να προχωρήσουμε
στο πουθενά, στο μέχρι πότε και το γιατί.
Ίσως το βράδυ ν’ ανοίξουν τα σύνορα…

ΑΡΤΕΜΙΔΟΣ 39

Το σπίτι πίσω από τα κάγκελα.
Ποιήματα απλωμένα στο πάτωμα
φωτογραφίες σε κουτιά.
Είναι η ιστορία που έφυγε,
η ιστορία που μένει
σε μια πόλη που έφυγε.
Μετοίκησε η ζωή σε βιβλία
με σελίδες λειψές
τρυπημένες από το σαράκι της λήθης.
Οι επισκέπτες περιεργάζονται, ταξινομούν,
γνωρίζουν προγόνους.
Έπειτα αφουγκράζονται τους ψίθυρους
που άφησαν πίσω τους οι πεθαμένοι
και προχωρούν στο υπόγειο
γυρεύοντας κεντήματα και ασημένια κηροπήγια.

Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

για τη Ναδίνα

Το ανοιχτό παράθυρο
ο ηλιακός και ο κήπος.
Αφυδατωμένες οι τριανταφυλλιές
με γερασμένους τους κορμούς.
Κάποτε τα πολύχρωμα τους πέταλα
συνομιλούσαν ψιθυριστά
με το αεράκι που τα χάιδευε
και τη γυναίκα που έμενε
στο σπίτι κι έγραφε ποιήματα.
Τώρα κάθεται στην πολυθρόνα
με το άσπρο ριχτάρι σάβανο
και το βλέμμα καρφωμένο
στον τοίχο με τη φωτογραφία.
Είναι εκείνος; Είναι εκείνη;
Είναι ο έρωτάς τους αναρωτιέται
και ονειρεύεται…
Απόγευμα στις όχθες του Σηκουάνα.

ΜΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΓΙΟΡΤΗ

στον Αλέξη

Ήταν μια Κυριακή βροχής
που βούιζε από θυμό
η θάλασσα
την ώρα που τα κύματα
ξέβραζαν μνήμες φυγής,
αρπαγής,
βίαιου χωρισμού.

Σε είδα τότε εκεί,
στην άκρη της θάλασσας,
ένα φάντασμα
σε μια πόλη
που οι άλλοι ονόμαζαν
φάντασμα αλλά εσύ
αγαπημένη.
Στα μάτια σου σκοτάδι
και με το άδειο βλέμμα σου
γύρευες ν’ αγγίξεις
τα καλοκαίρια εκείνα
πού χρόνια τώρα
κρύφτηκαν στις ρωγμές
ρημαγμένων σπιτιών
με τα ξεχαρβαλωμένα παράθυρα
πάντα ανοικτά στον ουρανό
περιμένοντας κάποιο σημάδι
επιστροφής ή έστω
μια ψευδαίσθηση γυρισμού.

ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ, ΝΙΟΒΡΗΣ 2020

Ελπίδες που ποδοπατήθηκαν
τελεσίδικα πια
σφηνώθηκαν σε μια γωνιά του μυαλού,
αίθουσα αναμονής αναμνήσεων.
Ίσως,
μια μέρα κάποτε
ο ποιητής του μέλλοντος
να τις ξυπνήσει από τον λήθαργο,
να τις ντύσει με τραγούδια λυπητερά
και να τις περπατήσει στους δρόμους της πόλης
εκεί που αλλόκοτοι επισκέπτες
χαριεντίζονται, περιεργάζονται
τα ρημαγμένα σπίτια
και ασύστολα ονειρεύονται ποιο θα διαλέξουν.

.

Παρενθέσεις και εισαγωγικά (2016)

Υφαίνουμε τον χρόνο
Κατακερματίζουμε τις ώρες
Σβήνουμε τη στιγμή
Μαζεύουμε εικόνες νοσταλγίας
Προχωράμε σε φωτεινές χαραμάδες χαράς
Σκορπίζουμε σύννεφα θλίψης
Αντιλαλούμε φωνήεντα απελπισίας

ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ

Πρωί και γράφει ένα ποίημα.
Το απλώνει στο παράθυρο
για να στεγνώσει,
όχι στον ήλιο όμως,
γιατί θέλει ακόμη να κρατήσει
λίγες σταγόνες από ενύπνιο
νύχτας που πέρασε περιπετειώδους.

Καθώς η μέρα προχωρεί
περιστέρια που περνούν
τσιμπολογούν το ποίημα.
Του αφαιρούν τα φωνήεντα
και όλα τα θαυμαστικά.
Τις παρενθέσεις και τα εισαγωγικά
αφήνουν ανέγγιχτα.

Το βράδυ επιστρέφει σπίτι,
μαζεύει το απλωμένο ποίημα
και κλείνει το παράθυρο.
Ίσως το ξαναγράψει αύριο… «
Έχει πολλά παράθυρα η Ποίηση.

Ο ΠΡΩΤΟΣ ΣΤΙΧΟΣ

Μια φορά κι ένα καιρό
ήταν ένα ποίημα
με απαιτήσεις, φιλοδοξίες
και υψηλές προδιαγραφές.
Θα μιλούσε για γεγονότα
ιστορικά – ευρυμαθής ο ποιητής.
Θα ταξίδευε σε χώρες της Ασίας.
Θα ήταν στολισμένο με λέξεις πλουμιστές
και στις αποσκευές του
αισθήματα, δύσβατα νοήματα
και υψιπετή ιδεώδη.
Θα είχε αφιέρωση
σε ανθρώπους των γραμμάτων,
της επιστήμης,
ακόμη και πολιτικούς.
Θα έψαχνε μετά να εκτεθεί
σε ποιητικά, ανθολογίες, συλλογές
ή έστω σε μια εφημερίδα
στα «λογοτεχνικά».

Κι όμως το ποίημα αυτό
δεν γράφτηκε ποτέ.
Απ’ ό,τι λένε, ο πρώτος
στίχος του αρνήθηκε
να γεννηθεί,
προτίμησε για πάντα
τη μήτρα της σιωπής.

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΤΙΧΟΣ

Η πόλη επιμένει να βρίσκεται
σε αργία μεσημβρινή,
ή πιο ποιητικά «σιέστα».

Στο ταβάνι
ανεμιστήρας αναμοχλεύει
τη νωχέλεια
ενώ ο ρυθμός του έρωτα
ακολουθεί μονότονος
σε δωμάτια με τοίχους
που στάζουν υγρασία,
εκεί που καταφεύγουν
κάποτε κλεπταποδόχοι
των φιλιών, το απομεσήμερο.

Λίγο πιο κάτω το μουσείο
διημερεύει
χωρίς κλιματισμό.
Σε στάση εγκατάλειψης
μια σκάλα μεγαλόπρεπη
απορροφά βηματισμούς αιώνων
και μέσα σε γυάλινα κλουβιά
ιδρώνουν τα αγάλματα
της συλλογής Farnese
~ ο τελευταίος στίχος
μπορεί ν’ αφαιρεθεί,
είναι που ήθελε ο ποιητής
να εντυπωσιάσει…

Κάποτε πέρασε απ εδώ η θάλασσα
ΠΗΝΕΛΟΠΕΣ

Οι Πηνελόπες
πέταξαν τους αργαλειούς στη θάλασσα.
Δεν υφαίνουν πια
ούτε κεντούν τα βράδια.
Κατεβαίνουν στον κήπο από το παράθυρο.
Ανοίγουν την καγκελόπορτα,
προχωρούν στην παραλία.
Κάθονται σε μπαράκια σκοτεινά,
ανοιγοκλείνουν τα μάτια και χαμογελούν
ενώ οι ναύτες τραγουδούν το «Μαραμπού».

Οι μνηστήρες, απ’ ό,τι λένε, βαρέθηκαν
τα γλέντια κι έφυγαν.
Όσο για τον Οδυσσέα,
αυτός ακόμη ταξιδεύει.

Θρυματίζοντας τη σιωπή
ΤΡΕΙΣ ΣΥΛΛΑΒΕΣ

Το κρεβάτι εξισώνει
ισοπεδώνει
εξισορροπεί ανισορροπεί.
Δημιουργεί μικρούς θεούς
καταστρέφει είδωλα.
Άλλοτε ταξιδεύει
ενίοτε βυθίζεται.
Μπαίνει σε κήπους
φτιάχνει στεφάνια
που μαραίνονται.
Ακολουθεί νεκρώσιμες ακολουθίες
Εξωραΐζει το σκοτάδι
Επουλώνει πληγές
κι άλλοτε πάλι ξύνει τις παλιές.

Τρεις συλλαβές
με έψιλον μικρό
οριζοντίως και καθέτως
στο σταυρόλεξο.

ΑΣΦΥΞΙΑ

Στείρα η νύχτα καταλήγει
σε άλφα στερητικό
και τα χνώτα του ύπνου
ανακυκλώνουν,
χωρίς ούτε μια πινελιά από κόκκινο,
π:αρείσακτα όνειρα
που επιμένουν να επανέρχονται.

Αυτοί που έφυγαν
αραίωσαν τις επισκέψεις
κι ούτε που θυμούνται πια
στίχους ποιητών που αγάπησαν
— ούτε κι αυτούς του ποιητή
της Σαμαρκάνδης.

Ένας πλανήτης ανάδρομος
ακολουθεί την ανάπηρη έμπνευση
ενώ βυθίζεται στον βραχίονα
αστερισμού που χάνεται,
εκεί που κάποτε ο έρωτάς σου
ήταν πανσέληνος χειμώνα μήνα.

ΚΛΕΙΣΤΟΦΟΒΙΑ

Απόγευμα στο λούνα παρκ
με το μαλλί της γριάς στα δάχτυλα
και μ’ αγκαλιά παιχνίδια λάφυρα.

Ακολούθησα το κάλεσμά σου.
Η αίθουσα με τους κοίλους καθρέφτες ανοιχτή.
Στη Χώρα των Θαυμάτων, η Αλίκη
είχε από καιρό εγκαταλείψει τη σκηνή
κι εγώ έμεινα να με κοιτώ
προσωπογραφία του Πικασό.

Γελούσαμε στραβά και προχωρούσαμε.
Μέσα στον καθρέφτη ξαφνικά
γινόμαστε πολλοί.
Ύστερα πάλι
σε δαίδαλου σκοτάδι
μας ρουφούσε ο υδράργυρος.
Κι η έξοδος κινδύνου
μες στο στιλπνό το έρεβος,
απέμεινε επιγραφή
με γράμματα που από καιρό είχαν φθαρεί.
Εμείς όμως δεν θυμόμαστε.

TABLEAU VIVANT ή TABLEAU MORT

Περπατώ
και μαζί μου ταξιδεύουν
τ’ ανοιχτά παράθυρα
τη νύχτα.
Κλέβω κομμάτια της ζωής τους,
φτιάχνω ιστορίες.

Ένας άνδρας κρατά το κεφάλι του.
Η γυναίκα απέναντι
με βελονάκι πλέκει
την ανία της.
Στην τηλεόραση
εικόνα υψηλής ευκρίνειας
συντροφεύει μια ηλικιωμένη
που χασκογελάει στην πολυθρόνα.
Ένα ζευγάρι σηκώνεται από το τραπέζι,
ο καθένας κρατώντας
το άδειο του πιάτο.
Ένας νέος
κλείνει την κουρτίνα.
Το κορίτσι στον καθρέφτη
στεγνώνει τα μαλλιά του.
Το καλοκαίρι στην πόλη πληκτικό,
δεν θα το αντέξει, σκέφτεται.

Και ξαφνικά ακούγεται το «μπαμ»!
Ο άνδρας σηκώνει το κεφάλι
Η γυναίκα σταματά να πλέκει
Η γριά σταματά να γελά
Το ζευγάρι πηγαίνει στο παράθυρο
Κι ο νέος ανοίγει την κουρτίνα

Εν τω μεταξύ το αίμα προχωρεί
κι αρχίζει να πνίγει
την κραυγή…

Μετέωρα λόγια

Ένα μεγάλο χασμουρητό
η μέρα που ξεχείλωσε.

***

Τούτη η νύχτα
δεν λέει να τελειώσει
όλο σκοντάφτει
στο όνειρο.

***

Οι έρωτες
δεν γερνούν.
Μόνο οι εραστές
πεθαίνουν.

***

Κάποτε τα φιλιά σου
πεταλούδες στις πλεξούδες
της νύχτας.
Τώρα κυκλοφορείς
αχτένιστη
με τα μαλλιά στα μάτια
να σκεπάζουν το σκοτάδι.

***

Κάθε πρωί
πληθαίνουν οι θάνατοι
λιγοστεύουν οι ζωές.
Γκρίζα σκόνη μαζεύεται στις γωνιές
υπόκωφα ψιθυρίζοντας
το τέλος. 

***

Κλέβω λέξεις
Μετατοπίζω όνειρα
Μεταποιώ συναισθήματα
Αναποδογυρίζω θύμησες
Αφουγκράζομαι σιωπές
Κάποτε γραφώ ποιήματα

 

Από τη δίγλωσση ποιητική συλλογή
Visitatore d’ un Vincenzo (2014)
σε μετάφραση Vincenzo Rotolo

Ο ΡΑΚΟΣΥΛΛΕΚΤΗΣ

Τα βράδια περιμαζεύει
πληγωμένα ποιήματα
στην άκρη του δρόμου.
Τυλίγει με επιδέσμους
τις λέξεις που αιμορραγούν.
Κλείνει στα χέρια του
τα φαγωμένα νύχια τους.
Χτενίζει τα γεμάτα λάσπη
μαλλιά τους.
Τις αγκαλιάζει τόσο σφικτά
όπως τον πρώτο έρωτα
καλοκαίρι κοντά στη θάλασσα.
Κι ύστερα προσπαθεί μαζί τους
να διανύσει την απόσταση
από την ερημιά της θλίψης
στο λαμπροφόρο του αποσπερίτη.

ΑΝΑΜΝΗΣΤΙΚΟ

Επέστρεφε στο στίχο
κι άρχιζε
με συλλαβές χρωματιστές
την ηλικία των αναμνήσεων
να μετράς.

Δυο-τρία θερινά ηλιοστάσια
– ίσως κι ένα χειμερινό –
Κάποια πρωινά νωχέλειας
Λίγες σταγόνες δειλινού
μετά από βροχή.
Νύχτα με παράθυρο
στο φεγγάρι ανοιχτό.
Το αγκάλιασμα
Σχήμα κορμιού στο στρώμα
κι έπειτα τα χνώτα του ύπνου
να γλιστρούν μέσα στο όνειρο.

ΚΩΔΙΚΑΣ ΟΔΙΚΗΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ

Τώρα που οι απλωμένες παλάμες
γέμισαν δάκρυα τους δρόμους,
τα περιστέρια στην πλατεία
αραίωσαν τις επισκέψεις,
ειδοποίησαν τους συνταξιδιώτες τους
με sms – εκτός κι αν είχαν ipad,
οπότε τους έστειλαν μήνυμα ηλεκτρονικά –
για αλλαγή πορείας ουρανού
μεταποίηση στόχων
διαφοροποίηση ζωής
γιατί εδώ τα ψίχουλα λιγοστεύουν.
Κι όλο πληθαίνουν τα αδέσποτα σκυλιά
που στο γενετικό υλικό τους τρύπωσε
ο κώδικας οδικής κυκλοφορίας,
είναι κι αυτός ένας τρόπος ζωής.

Εν τω μεταξύ, η Μούσα αγκομαχεί
μέσα στην κρίση…

Δημοσιεύτηκαν στα Ποιητικά (Δεκ.2013)
τριμηνιαίο περιοδικό ποήσης

ΣΤΟ ΚΗΠΟ

Κάτω από το ανατολικό παράθυρο
θρυμματίζοντας τη σιωπή
του δειλινού, φλυαρούν
τα βατράχια στη λίμνη
ενώ πολύχρωμο πράσινο
γράφει συγχορδία χρωμάτων
στον κήπο.

Με το φως του φεγγαριού
σχήμα δέντρου
αναδύεται μέσα από καθρέφτη
υδάτινο.
Και έτσι η νύχτα προχωρεί
με μια βουκεμβίλια κόκκινη
να συνομιλεί
με το άσπρο γιασεμί.

Φαίνεται πως απόψε
ο ονειροδίαιτος ποιητής
έχει και πάλι παραισθήσεις.

ΤΟ ΕΚΚΡΕΜΕΣ

Τώρα που έφθασα
στην άκρη της σιωπής
και με το στιλπνό του φεγγαριού
τέμνω την απουσία
έμεινα να κοιτώ
μια τοιχογραφία που ξεκόλησε
από το θόλο της καρδιάς.

Αργότερα, ίσως μαζέψω
μερικά υπολείματα Αυγούστου
κοντά στη θάλασσα
ενθυμήματα ερώτων
με θεραπευτικές ιδιότητες
στο εκκρεμές της μοναξιάς.

.

ΣΤΙΣ ΓΩΝΙΕΣ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ (2008)

Γέμισε η ζωή
πράξεις ημιτελείς
όπως το χέρι
που έμεινε μετέωρο
να χαιρετά
τον αναχωρητή
που όλο μικραίνει
στον ορίζοντα.

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ

Σαν η ευχή
δεν προλάβει
ν’ ακολουθήσει το διάττοντα
αστέρα
μέσα από το χρώμα
της νύχτας αναδύεται
ένα ποίημα
κι έτσι όπως σβήνει
το περίγραμμα
της μέρας
τεντώνει τη σιωπή
μέχρι εκεί που δεν φθάνει
ο ήχος των λέξεων.

ΑΙΘΟΥΣΑ ΑΝΑΜΟΝΗΣ

Οι μέρες που έρχονται
στενά-χωρες.
Παχύρρευστη σιωπή
πίσω από κλειστά παράθυρα
χωρίς περσίδες
και πόρτες δίχως πόμολα.
Κι όμως,
δεν σε φοβίζει πια
ο ενικός
ούτε το πρώτο πρόσωπο
σε κλίση μοναξιάς
ίσως είναι γιατί,
με μάτια ανοιχτά,
μπορείς ακόμη
να ονειρεύεσαι…

Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΕΝΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ

Μήνες τώρα
κυοφορώ ένα ποίημα.
Το βγάζω βόλτα
στην αγορά,
το αναμοχλεύω
στην κουζίνα.

Σαν τα παλιά χαλιά
το αερίζω στο μπαλκόνι,
αποτινάσσω τη σκόνη της σιωπής
και των βουβών βηματισμών
τ’ αποτυπώματα διαγράφω.

Στιγμές χαράς
το ντύνω γιορτινά.

Κάποτε πάλι με τη δική του
συντροφιά
μαζεύω λέξεις
στην ακροθαλασσιά.
Κι όταν η νύχτα
προχωρεί
στους στίχους του
μια φέτα από πανσέληνο
εισχωρεί.

Το ποίημα
κυματοθραύστης
της οργής
αγκαλιά
της θλίψης
λάμπα θυέλλης
στο σκοτάδι.

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ

Δεν έχει σημασία
αν άφησες μια χαραμάδα
πόρτας ανοιχτή
ή μια υποψία φως
στο μπαλκόνι.
Εσύ λαθροβατείς ακόμη
στο όνειρο
άυλε ιχνηλάτη των αισθήσεων,
αφουγκραστή
της νύχτας των εκμυστηρεύσεων
σκοτεινής περικοκλάδας.

ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ

Στο ράφι,
σ’ ένα μαυρόασπρο κουτί
πριν φύγεις άφησες
την εικονογραφημένη ζωή
που τακτοποίησες
σε διαφάνειες έγχρωμες
και ταξινόμησες
με αύξοντα αριθμό απελπισίας.

Τώρα, σε σκοτεινό
δωμάτιο κάθομαι
και οι προβολές
στον τοίχο συνεχίζονται
μέχρι να ξεθωριάσει
η εικόνα ή εγώ
να φύγω.

Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ

Βιβλία
ασφυκτικά συμφιλιωμένα
συνομιλούν αθόρυβα
με του τοίχου το εκκρεμές.

Σελίδες
σε στάση αναμονής
συντροφεύουν τους αφουγκρασμούς
νυχτόβιας σιωπής.
Ένα άνοιγμα προσμένουν,
έστω μια ανάσα ζωής
στιγμιαίας, ασήμαντης.
Άγγιγμα φευγαλέο
το φυλλομέτρημα.

Από τον αποξηραμένο
μίσχο ενός ρόδου
κρέμεται η υπόσχεση
για μια επίσκεψη
που όλο αναβάλλεται.

ΠΕΔΙΟ ΒΟΛΗΣ

Φλύαρες ματιές
Ματιές λοξές
Ματιές κενές
Ματιές ασήμαντες
Ματιές σημαντικές
Ματιές με νόημα ή και χωρίς
Ματιές εκπορνευμένες
Ματιές ρηχές
Ματιές βαθιές
Ματιές σπαθί
Ματιές φωτιές
Λαθραίες ματιές
Ματιές βουβές.

Αναρωτήθηκες ποτέ
αν διασταυρώνονται σωστά
όλες οι διάφορες ματιές;

ΠΡΑΣΙΝΟΒΕΝΕΤΟΣ

Ανέστιος περιφέρεται
σε απαστράπτοντα σαλόνια.
Γονυπετής
σε σκοτεινούς διαδρόμους
σέρνεται.
Λεχρίτης συνεπής
της κάθε εξουσίας
Κάποτε Πράσινος, άλλοτε Βένετος
συχνά Πρασινοβένετος.
Το χρώμα δεν έχει σημασία
μόνο η Σημαία Ευκαιρίας.

Ο ΜΕΓΑΣ ΑΡΧΗΓΟΣ

Την πολυθρόνα αυτή
πρόσεξε μην αγγίζεις.
Είναι από στόφα πορφυρή
με κρόσσια της Ανατολής
ραμμένα με κλωστή χρυσή.
Κειμήλιο ιερό
Κομμάτι μουσειακό.
Εδώ κάποτε κάθισε
ο Μέγας Αρχηγός
άλλως γνωστός
ως μη κοινός θνητός.

Όσο για σένα, αν κουραστείς,
ένα πτυσσόμενο σκαμνί αρκεί.
Έχεις ακόμα περιπλάνηση πολλή
και η ανάπαυση αργεί να ‘ρθει.

ΜΕΤΑΜΕΣΟΝΥΚΤΙΟΝ

Από του ύπνου το παράθυρο
ξεφεύγει ο στίχος
ο μοναχικός.

Περιδιαβάζει στην πόλη
ανενόχλητος.
Κάθεται σε παγκάκια
ερωτευμένων,
κλείνει το μάτι
στις μικρές εφημερίδες,
κλεφτά κοιτά
και τις γυμνές φωτογραφίες.

Σε σκουριασμένης αρχοντιάς
μπαλκόνια αναρριχάται
γαντζώνεται σε πέτρες
προμαχώνα
κρύβεται πίσω από
βαρέλια δίχρωμα
κι έπειτα προχωρεί
στου Αγίου Κασσιανού
την αγρυπνία – ίσως ανάψει
ένα κερί, έτσι για την ευλάβεια
της στιγμής –

Ο στίχος ο μοναχικός
σε αναζήτηση
του ποιήματος περιδιαβάζει
στην πόλη ανενόχλητος
σφυρίζοντας
έναν άηχο σκοπό
κι ύστερα χάνεται
στις διακλαδώσεις του ονείρου.

SYLVIA PLATH

Από καιρό τα μάτια της
δεν ταξιδεύουν πια.
Στριφογυρίζουν στο κενό
διαγράφουν κύκλους αδειανούς
κι επανέρχονται βουβά
κάπου στο κέντρο
της καρδιάς.

Το πρωί τη βρήκαν
να κοιμάται
με δύο στίχους αγκαλιά.
Η αγγελία θανάτου
έγραφε «Ποιήτρια».

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Θυμάμαι το παιδί
που με κομμάτια κουρελούδες
έφτιαχνε κάποτε μια μπάλα
……………………………………………….
Ανάμεσα στη γραμμή του ήλιου
και την καμπύλη της νύχτας
πλάθω ένα ποίημα
σαν στρογγυλεμένο παραμύθι.
Είναι οι λέξεις του χωρίς γωνιές,
καιρό πολύ τις στίλβωνα
μέχρι να γίνουν λείες.
Ύστερα αφαίρεσα
όλες τις οξείες.

Η πιθανότητα τραυματισμού
έχει σχεδόν εκλείψει.
Τώρα ανενόχλητα
φυλλομετρώ τα λήμματα
του λεξικού της λήθης.

ΜΕΤΕΩΡΑ ΛΟΓΙΑ

Το Ευαγγέλιο μας
αρχίζει με της
«ασυναρτησίας το ανάγνωσμα»
Προχωρεί
στην παραβολή του άσωτου υιού
που δεν επέστρεψε
και καταλήγει στην προσευχή
χωρίς αντίκρισμα.

Κάθε πρωί
γίνεσαι όλο και πιο χθεσινός
Κάθε βράδυ
γίνομαι όλο και πιο απούσα
Κάποτε
στη διασταύρωση της μνήμης
ίσως διακλαδωθούμε

Δεν ωφελεί
ν’ αναμοχλεύεις
στάχτες
Οι γκρίζες σκιές
στα μάτια
σε τυφλώνουν

Στου έρωτα τη ροή
η άμπωτη
την παλίρροια
ακολουθεί.

Στα μάτια σου
βουλιάζει μια θάλασσα
τρικυμίας
κι αναδύεται
ένας ωκεανός σε νηνεμία

Δάνεισέ μου τον ύπνο σου
για μια νύχτα
κι εγώ
θα επιστρέψω τα όνειρα
που επιμένουν να επανέρχονται

Ανάμεσα στα σύννεφα
η πανσέληνος
τρέχει να προλάβει
τ’ αδικαίωτά μας όνειρα

Ένα χαμόγελο
καθορίζει
το στίγμα της μέρας
Ένα χάδι
Το σχήμα της νύχτας

Ο Αστεροσυλλέκτης Ποιητής
Αλιευτής ονείρων
Ασκητής του ελάχιστου
Χορευτής του διάφανου
Μύστης της άχρονης στιγμής.

 .

ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΟΙ ΤΟΥ ΟΡΙΖΟΝΤΑ (2000)

Ανεπιστρεπτί

Η σχισμή τ’ απείρου
Ο προορισμός.
Ημερομηνία αναχώρησης
Το απρόσμενο.
Αποσκευές ανάλαφρες.

Υποσημείωση:
Δε σου χρειάζεται παρά μόνο
Ανάμνηση από γέλιο που γητεύει
Απόσταγμα από δάκρυ που ξεθώριασε
Λίγη φλούδα μυρωδιάς από άνοιξη
και μια ντροπαλή ανεμώνα
που ξεχάστηκε.

Ιεροτελεστία

Κάθε δέκατη τρίτη
μέρα του φεγγαριού
με του Μορφέα την αγκαλιά
ερμητικά κλειστή
και με οδηγήτρια σκιά
την τελευταία πυγολαμπίδα
στο διάδρομο των μικρών ονείρων
ψηλαφητά αποκρυπτογραφώ
τα ιερογλυφικά της μνήμης.

Αδιάγνωστος Άγιος*

Της αίθουσας το αχανές
πλημμύρισε χλιδή
φανφάρες και χειροκροτήματα.
Παρόντες οι εκατόνταρχοι
και οι του δήμου εκλεκτοί.
Μες στην οχλοβοή
μια χειραψία εδώ
ματιά που προχωρεί εκεί.
Με περιδέραια στο λαιμό
αυτάρεσκα χαμόγελα
και οι πιγκουίνοι στη γραμμή
τελετουργούν υποτελείς.

Αυτοσκοπός η παρουσία,
τα τιμαλφή εκθέματα η αφορμή.
Κι εσύ, Άγιε Αδιάγνωστε,
το πορφυρό της παπαρούνας ντύθηκες
διέσχισες αιώνες και ταξίδεψες
για να μας συναντήσεις.
Κι όμως γιατί;
Δεν άκουσες;
Στη μνήμη μας ξεθώριασε
ακόμη κι αυτή
η πράσινη γραμμή.

*Αδιάγνωστος Άγιος Τίτλος αγιογραφίας του 13ου αιώνα
στην έκθεση Βυζαντινή Μεσαιωνική Κύπρος, Δημοτικό Κέντρο Τεχνών,
Λευκωσία, Μάρτης ’98.

Καβαφικό

Κι αν δεν μπορέσεις
ν’ αναχαιτίσεις
το συρμό του διασυρμού
προσπάθησε τουλάχιστον
στου αναχρονισμού σου
αυθεντικός
να παραμείνεις.

Πορτραίτο

Φυλλομετράς τις μέρες
με τ’ αποκόμματα
εφημερίδων.
Ταξινομείς τα γεγονότα
Μετατοπίζεις ημερομηνίες
Οριοθετείς συνάξεις.

Μ’ ανύπαρκτες αποδράσεις
σκηνοθετείς
φανταστικές επαναστάσεις.

Προσθέτεις κι αφαιρείς
αισθήματα
στην εκλογίκευση
της πράξης.

Διαδίκτυο

Με μάτια φωσφορίζοντα
μετροφυλλώ ιστοσελίδες.

Κυκλοφορώ στο χώρο
απρόσκλητος — με κυβερνά
τον κυβερνώ —
Είμαι ο δέκτης
κι ο πομπός.

Με μόνη συντροφιά
τα στίγματα,
τα τόξα,
τ’ αρχικά νοήματα
κλείνω τη μέρα
ανοίγω τα Παράθυρα.

Διακεκομμένα τα μηνύματα
κι ανάμεσα αναπάντητα
πληθαίνουν τα ερωτήματα.
Μια κίνηση αρκεί
Στο www…com.
δικτυώνεται
η ψυχή.
Στη φλύαρη οθόνη
εικονογράφηση ζωής.

Απόψε,
κάπου φτιάχνουν πόλεμο
χωρίς πολυβολεία
ενώ οι βόμβες ξαγρυπνούν
σε μια γωνιά τ’ ουρανού.
Στο σεληνόφως, κάπου αλλού,
7] ορχήστρα παίζει
ουβερτούρες.

Ασκήσεις τον καλοκαιριού

Το κύμα
ερωτοτροπεί
Χρωματογραφώντας
το πέλαγος.

Στην αντίστροφη μέτρηση
του ανέμου
λωρίδα από ροδόχρωμα
έτσι όπως βυθίζεται
στο αιώνιο
του ορίζοντα
ταξιδεύει
στο ράμφος του γλάρου
μέχρι την ανατολική
ακτή του έρωτα.

Το νησί
μ’ άσπρα χαμόγελα
στα σπίτια
σ’ αποχαιρετά
ενώ εσύ κλείνεις
τη φλυαρία του φλοίσβου
αιχμάλωτη στις εσοχές
των κοχυλιών
για συντροφιά
τις αφέγγαρες βραδιές
κάποιου χειμώνα.

Σαντορίνη

Παλιά καράβια
αβύθιστα
στο υπόσκαφο
μετοίκησαν.

Μέταλλο και μετάλλαξη
Βίδες βουβές
Σπασμένες αλυσίδες
Κομμάτια από σκουριά
Σιωπή και δημιουργία.

Μια παρτίδα τάβλι
με τον Ποσειδώνα
μετρά το χρόνο
που δραπέτευσε
μέσ’ από ένα φιλιστρίνι.

Κάπου κοντά κοιμάται
ο Εγκέλαδος.

Γυναίκα

Μία σπασμένη καρέκλα
δυο βιβλία για δεκανίκια
κι ένα κομμάτι σπάγκο
σφικτά δεμένο.

Απόψε,
ο αγέρας βρέχει κουκουνάρια
με νυσταγμένα μάτια.
Κλωνάρι ιτιάς γυμνό
κτυπά τα κεραμίδια.
Κλάμα της γάτας μακρινό
διασχίζει το σκοτάδι.

Οι δείκτες κινούνται
από φθινόπωρο σε φθινόπωρο
καθώς η εικόνα επιστρέφει
στο ίδιο πάντα δωμάτιο.
Η γυναίκα
με το βλέμμα βιδωμένο
στο πόμολο της πόρτας
και την παλάμη
ν’ ανοιγοκλείνει αναποφάσιστα
κάθεται στη σπασμένη καρέκλα.
Δυο βιβλία για δεκανίκια
κι ένα κομμάτι σπάγκο
σφικτά δεμένο.

Έτσι δισταχτική παρθένα
κι άτολμη,
θα μείνει ως το πρωί.
Αύριο,
ίσως σκεφτεί
να γράψει ιστορία…

Συνθηκολόγηση

Στην υγρασία της νύχτας
μούλιασαν τα όνειρα.

Το πρωί
σα βγήκε στην αυλή
βρήκε στα χέρια της
να μπλέκεται
μια μάζα άμορφη, λευκή.
Είπε να φτιάξει
ένα ψωμί.
Μέχρι το μεσημέρι
θα ψηθεί.

Ξέχασε όμως η άμυαλη
πως δεν είχε προζύμι
κι αρκέστηκε στο πρόσφορο
και μια ευχή
για τη γιορτή την Κυριακή.

ΑΤΙΤΛΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ

Συγκάτοικοι του ορίζοντα,
γυρεύαμε
ένα άστρο
να κρεμάσουμε
τις προσδοκίες μας
ένα μονοπάτι φως
να χωρέσει
το όνειρο
ένα φυλλόδεντρο
να κρύψουμε
την αγάπη.


Οι άλλοι
δε μας πρόσφεραν
παρά ένα φύλλο πορείας
για το τέρμα.


Την αφρογέννητη
δε θα βρεις
εκεί όπου ανεδύθη.
Πλύθηκε, στολίστηκε
και ύστερα μετοίκησε.


Μόνη παρηγοριά
απέμεινε
η επίσκεψη την άνοιξη
στ’ άνυδρα λουτρά.


Σκηνοθεσίες, χειρονομίες.
Συντεταγμένες γνωριμίες.
Αχρείαστες στιχομυθίες.
Κι εσύ ακόμη διερωτάσαι
πώς γέμισε ο πίνακας
αδιόρθωτες ανορθογραφίες.


Στη χοάνη
της ρουφήχτρας μέρας
όλο βυθίζομαι
Στόμιο από φως
και προχωρώ…
Σκοτάδι στιλπνό.
Πού και πώς
να γαντζωθώ
προτού πνιγώ;


Ελπίδα μόνη
διαφυγής
οι ζωγραφιές
από παράθυρα
στον τοίχο.
Ίσως γι’ αυτό
τα σχέδια απόδρασης
να έμειναν μόνο
στο χαρτί.


Ο ανυποψίαστος Απρίλης
άνοιξε τα βλέφαρα
στον έρωτα
και τυφλώθηκε.
Τα μάτια του
δεν είχαν συνηθίσει
αυτή τη λάμψη.

ΜΕΤΕΩΡΑ ΛΟΓΙΑ

Ο χώρος κι ο χρόνος
χιαστί διαγράφουν
το σχήμα της αέρας.


Μη συμπληρώνεις φράσεις
στη σιωπή.
Μονάχα λέξεις
μ’ αποσιωπητικά…


Είμαστε όλοι
μελλοθάνατοι.
Ετοιμο-θάνατος
κανείς.


Μόνο τα περιστέρια
στην πλατεία
ικανοποιούνται με ψίχουλα.
Ίσως πια
ούτε κι αυτά ακόμη.


Φωνή
χωρίς φωνήεντα
η κραυγή.
Πώς ν’ ακουστεί;


Η μνήμη
δεν ξεχνά
Είναι εμείς
που δε θυμόμαστε


Δεν ωφελεί
να μετράς τις μέρες
με το μέγεθος του φεγγαριού
τα βράδια.


Φάρος που αναβοσβήνει
η καρδιά.
Υπάρχει;
Δεν υπάρχει;
Έπαψε πια
να έχει σημασία.


Απ’ όπου κι αν αρχίσεις
να μαδάς τις μαργαρίτες
στο ίδιο πάντα σημείο
καταλήγεις.


Αγάπη
Νότα που δραπέτευσε
από συγχορδία
παράφωνη.


Οι ποιητές
τις νύχτες
μεταναστεύουν
στη συνοικία του ορίζον
Μόνο έτσι μπορούν
να υπομείνουν
τη μέρα.

.

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟ ΖΑΦΕΙΡΙ ΚΑΙ ΤΟ ΓΗΙΝΟ (1996)

Μας ειδοποίησαν
και μας προειδοποίησαν
να μην επιμένουμε
γιατί εδώ επιτρέπεται μόνο
η εγκεφαλική ποίηση,
η ερωτική απουσία,
η ασυνάρτητη πεμπτουσία
και η συναισθηματική ανομοιοκαταληξία.

Φυγή

Τα παιδιά του Δευκαλίωνα
δεν κατοικούνε πια εδώ.
Άδειασαν την αρχέγονη ψυχή τους
στην ακροθαλασσιά,
Φόρτωσαν την τεμαχισμένη τους ζωή
σε τροχοφόρα πολύχρωμα
και πριν προλάβουν τα σπίτια να σφαλίσουν
αλαφιασμένοι έφυγαν κατά τη δύση.
Εκείνοι, οι λίγοι, που έμειναν πίσω
-πεισματικά ή κατά τύχη —
γίναν παρελθόν από μάρμαρο,
Τώρα τους μνημονεύουμε
τα καλοκαίρια.

Μνημόσυνο

Στο συναξάρι του 7 Αι Γιάννη
η χώρα αιμάσσουσα
μας καταδιώκει
κι η μνήμη αναδιπλώνεται
σ’ ανάταση ψυχής.

Τούτος ο τόπος
δεν λέει να μας εγκαταλείψει»
Εργολαβικά λαξεύει την καρδιά
και το μεδούλι τυραννεί
σ’ ένα σημείο απόγνωσης τρελής

Μια ανακύκλωση ελπίδας
η πορεία μας,
χωρίς πυξίδα κι ορόσημα.
Κυνηγοί έως τυχοδιώκτες
προχωρούμε
στο σχήμα του οράματος.

Αρχαιοκαπηλία

Δρασκελώντας προμαχώνες
από θρυμματισμένα αγγεία,
συνεπιβάτες τραγικοί
σ’ αλλότριες πολιτείες
ανερμάτιστα οδεύουμε
ανάμεσα στο ζαφειρί και το γήινο.

Διαπίστωση

Κοινά ορόσημα
μας περικύκλωσαν.
Ασφυκτικά δεμένοι
παραδοθήκαμε
σε γενικούς αφορισμούς
και μαζικούς χρησμούς.

Κατάλοιπα διαλύονται
σε μια αλλαγή,
αντίλαλο του χθες
προοίμιο του αύριο.

Νοσταλγικό

Κάθε Αύγουστο
νοικιάζεις ένα ζευγάρι κιάλια
τα βάζεις στα μάτια
κι ονειρεύεσαι…
την πολιτεία
πέρα από τα γκρίζα δέντρα,
την πολιτεία
που απλώνεται μέχρι τη θάλασσα.

Το σπίτι με τα συνθήματα

Νύχτα καλοκαιριού
το σπίτι ορθάνοιχτο
χασκογελάει.
Οι μάσκες προχωρούν
χωρίς ειρμό και συνδυασμό κυμάτων.
Λίγο πιο κάτω ο μιναρές
κι η ηχώ του μουεζίνη.
Βραδιά ποιητική
στο σπίτι με τα συνθήματα
«Δεν ξεχνώ»…
«Δεν είναι εδώ τα σύνορά μας»…
και το βουνό — ορόσημο
κρυμμένο στο σκοτάδι.

Οι γυρολόγοι

Μ’ ένα σακίδιο νεκροψίες
οι γυρολόγοι πάντα επιστρέφουν
αγγελιοφόροι θριαμβευτές.
Μονομαχούν,
δαμάζουν θηρία,
σκοτώνουν δράκοντες.
Κάπου – κάπου αγκαλιάζουν
κι αγγέλους.

Ύστερα γυρνούν τη ράχη
και με τραγελαφικά προσωπεία
σφηνωμένα σε ημίκυρτους αυχένες
περιφέρουν την έγκλειστη μνημοσύνη τους
κάτω από το πορφυρό φεγγάρι.

Στο αρχαίο θέατρο της Σαλαμίνας
η παράσταση
αναβάλλεται επ’ αόριστον.

Μικρές ώρες

Αραχνοΰφαντη θεά
των μικρών ωρών,
εσύ που όλο ταξίδευες
πάνω από δώματα
κι αετώματα
με δυο φτερούγες έρωτα
για συντροφιά,
απόμεινες τώρα μετέωρη
να μαζεύεις τα λαμπυρίσματα του σκοταδιού
σ’ ένα στεφάνι εκμυστηρεύσεων.

Αερικό

Το λευκό της απόλυτης σιγής
σπίλωσε αναπάντεχα
η σταγόνα της βροχής.

Ύστερα ήρθε η καταιγίδα
μέσ’ από το θρόισμα κουρτίνας,
απλώθηκε στα ψιθυρίσματα
του αιωνόβιου ξύλου,
έσβησε τη λάμπα
και προχώρησε
στο ελικοειδές μουρμουρητό
της σκάλας.

Το κραχ στον καθρέφτη
δεν τ’ άκουσε κανείς
ως το επόμενο πρωί.

Επιβίωση

Η εκπνοή του σκοταδιού
διαλύει τ’ όνειρο,
ταριχεύει
την τελευταία ρανίδα
ακρωτηριασμένων συναισθημάτων
και προχωρεί
σε πονηρούς συσχετισμούς
κι ανήθικες δοσοληψίες.

Ανία

Το λίκνισμα της τζιακαράντας
τα βράδια της σιωπής.
Νωχελικά τα όνειρα κυλούν
και κάτω απ’ την ελιά
ξυπνά ο κήπος με τ’ ασφόδελα.

Άργησες πάλι,
το φως στ’ αντικρινό παράθυρο σβηστό.
Μια υπνηλία μακρόσυρτη
βαραίνει τα βλέφαρα
και δεν ξέρεις, αν είναι τα μάτια σου
κλειστά ή ανοικτά,
δεν ξέρεις, αν είναι τα μάτια σου…

Τα τριζόνια της Έγκωμης
κοιμήθηκαν νωρίς απόψε,
είναι κι αυτό μια σκέψη.

Εμπλοκή

Σαν τ’ άσπρο χαρτί
καταβροχθίζει ΐις λέξεις.
Το χέρι μετέωρο
αδυνατεί να χαρτογραφήσει
τ’ όνειρο.
Ψηλαφώντας το σκοτάδι
προχωρείς κι όλο επιστρέφεις,
γλιστράς κι όλο ανεβαίνεις
κι η σκέψη σου [Βυθίζεται
σε κύκλους μεταποίησης.

Η έμπνευση
κραυγή απελπισίας σε αντίλαλο.

Ψυχο-βορά

Τους στίχους που δεν έγραψες
κρύψε καλά μες στα σεντόνια.
Μετά να τα διπλώσεις όμορφα
κι αφού προσθέσεις δεντρολίβανο
για μυρωδιά στις κόγχες,
να τα τοποθετήσεις στοργικά
μες στο μπαούλο της γιαγιάς.
Να το κλειδώσεις ύστερα διπλά
και να πετάξεις το κλειδί
όσο μακρύτερα μπορείς.
Στα χρόνια τα πολλά
οι στίχοι αυτοί—να θυμηθείς
θα έχουνε γίνει ένα με το σαράκι της ψυχής.

Η Ερμιόνη

Στη Νίσυρο
δεν έφθασε ποτέ
η Ερμιόνη.
Από καπρίτσιο
έμεινε στα μέσα του πελάγους.
Να διαφεντεύει ουρανούς,
να χαιρετά τους γλάρους
και ν’ αλιεύει στο βυθό
τις Ατλαντίδες.

Της θάλασσας-Νυχτερινό

Όταν η νύχτα τέμνεται,
οι μεθυσμένες μέδουσες
βγαίνουν στη στεριά.
Αστερισμοί ιχνογραφίες
στην αμμουδιά.

Σελήνη που στιλβώνει
την άκρη του βράχου.

Καθώς το κύμα σπάζει
τη διαφάνεια της στιγμής
– η ισορροπία των στοιχείων
διαταράσσεται.

Της θάλασσας- Καλοκαιρινό

Κοχύλια στην ακρογιαλιά
τ’ αταξίδευτα καλοκαίρια,
βότσαλα στο βυθό
οι αγάπες μας
κι ένας ήλιος ατόφιος
να σημαδεύει την αλμύρα του κορμιού σου

Αποτυπώματα σιωπής
τα υγρά πέλματα στην άμμο
και στην άπλα της θάλασσας
η ανία της μέρας που χάνεται
την ώρα της απόχρωσης
από βαθύ μαβί σε σκούρο γκρίζο.

Της θάλασσας- Ερωτικό

Στης θάλασσας το άνοιγμα
σβήνει η αμμουδιά τη λυκαυγή.
Ο αστερισμός του Τδροχόου
ταυτίζεται με τους Ιχθύς.
Σαν αναδύεται τ’ όνειρο
με τ’ απονεκρωμένα χαμόγελα,
τις μύριες αχιβάδες,
τ’ απολιθωμένα μάτια,
κομμάτια από κογχύλια.

Τοπίο ρευστό κι αεικίνητο
η σύλληψη η ενδόμυχος,
ο πόθος ο αφρογέννητος.
Σε σχήματα πρωτόπλαστα
υγροί κυματισμοί.

Ανάμνηση

Αιχμαλώτισες τη χίμαιρα.
Χρωμάτισες το φως
με λάμψεις αιώνιες.
Γέμισες δελφίνια τις μέρες
και ξεσκίζοντας την ύπαρξη
έφυγες.

Ο κόσμος μικραίνει
για να χωρέσει
στις κόρες των ματιών σου.

Παραλλαγές

Σκιές ανέραστες
στο διάφανο της ειμαρμένης
αιωρούνται.

Η μνήμη
ανασχηματισμένη χάνεται
σε νυχτερινές περισυλλογές
παρωχημένης θλίψης.

Οι ψίθυροι
σταλαχτίτες σφηνωμένοι
στην αιχμή της μέρας.

Κι εμείς
μιας πληγωμένης κλεψύδρας
το χρονομέτρημα.

Γυμνό

Το σώμα σου
ανεστραμμένη παλάμη
σ’ αναζήτηση
αναμοχλεύει το όνειρο
στα ηδυπαθή κοιλώματα
του ιμέρου.
Με δάχτυλα ιριδίζοντα
υπογραμμίζω τη σιωπή σου
σε σχήμα αρχαϊκού χαμόγελου.

Αντίο

Σα θα φύγεις
πάρε μαζί σου
ανάμνηση από φεγγάρι που χλευάζει
τις τροπαιούχες νύχτες του έρωτα
κι άφησε πίσω
εικόνα νεκρής φύσης στο κρεβάτι
και μια τεθλασμένη μοναξιάς
στην άχνα του καθρέφτη.
Τότε που η εξουσία της απουσίας σου
θα στροβιλίζει στ’ αναπόκριτο δωμάτιο,
μέσ’ από ένα χαμόγελο νωπό
τα λόγια της φθοράς
συνωμοτικά θα συνθέτουν
μια συγχορδία σιωπής στ’ όνομά σου.

ΜΕΤΕΩΡΑ ΛΟΓΙΑ

Ο χρόνος έκθετος.
Η πορεία διακεκομμένη.
Αδιάβροχη πια η ψυχή
κι η καρδιά ασύμμετρη,
σχεδόν γεωμετρική.

***
Εδώ
οι άνθρωποι
ζουν σε χειμερία νάρκη,
ακόμη και την Άνοιξη.

***
Μην απελπίζεσαι.
Οι Ερινύες
πάντα προσπερνούν
τους σκοτεινούς διαδρόμους
με τα κυπαρίσσια.

***
Ζωή.
Ένα δέντρο
στα κλαδιά του
χάζεψε το πέρασμα του χρόνου
καρτερικά υπομένοντας
το τέλος.
Κάθε μεσάνυχτα
αδειάζει ο κόσμος
από ποίηση.
Κάθε πρωί
γεμίζει η μέρα
εύσχημα λόγια.

***
Κομμάτι πέτρα
ακατέργαστη
σμιλεύεις
μια ζωή
κι ακόμα δεν κατόρθωσες
να δώσεις

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Στο πουθενά, στο μέχρι τότε και το γιατί (2021)
ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ

Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 12/9/2022

Της απώλειας και της μοναξιάς αλλά με θάμβος

Η Αλεξάνδρα Γαλανού –εγνωσμένης και καθολικά αναγνωρισμένης αξίας ποιήτρια του τόπου μας– με την πέμπτη ποιητική συλλογή της υπό τον τίτλο: «Στο πουθενά, στο μέχρι τότε και το γιατί», πραγματοποίει μια κατανοητή θεματογραφική μετατόπιση του κέντρου βάρους των ποιημάτων της. Από την ερωτική μνήμη και την παρακμή των διαπροσωπικών σχέσεων μεταφέρει το επίκεντρο των θεματικών προσανατολισμών της στη μοναξιά και την απώλεια. Την ίδια ώρα οι αισθητικές και ποιητολογικές αναζητήσεις της παραμένουν σε εγρήγορση, ενώ από το κλισιοσκόπιο των στοχεύσεών της δεν εκφεύγει ποτέ η σύγχρονη εποχή και η επικαιρότητα. Τα ποιήματά της, συνολικά, δεν έχουν απωλέσει ούτε ίχνος από την αρτιότητα, το θάμβος και την ευκρίνειά τους παραδομένα σε ανεξέλεγκτους συναισθηματισμούς.

Ποτέ οι θεματικές της Α.Γ. δεν είναι μονοσήμαντες και μονοδιάστατες. Πάντοτε συμπλέκονται και συνυπάρχουν, τουλάχιστον ανά δύο. Έτσι, π.χ. βλέπουμε συχνά την ερωτική θεματική να συνυφαίνεται πότε με την ποιητική, πότε με την επικαιρότητα, πότε με την απώλεια, τη μνήμη, τη μοναξιά και ούτω καθεξής. Το ίδιο ισχύει και για τα ποιητολογικής υφής ποιήματα.

Στη θεματική διαπασών της απώλειας θα ήθελα να αρχίσω τις αναφορές μου από το μοναδικό ποίημα στη νέα συλλογή που φέρει αφιέρωση «στον Αλέξη», τον εκδημήσαντα σύζυγο της ποιήτριας Αλέξη Γαλανό, ο οποίος απεβίωσε τον Ιούλιο του 2019. Εδώ πραγματώνεται η αισθητική μεταποίηση ενός ονείρου ή μιας οπτασίας. Είναι ένα ποίημα που αποπνέει πόνο και τρυφερότητα. Αλλά την ίδια ώρα δεν υπολείπεται και πολιτικού στίγματος: «Ήταν μια Κυριακή βροχής / που βούιζε από θυμό / η θάλασσα / την ώρα που τα κύματα / ξέβραζαν μνήμες φυγής, / αρπαγής, / βίαιου χωρισμού. / Σε είδα τότε εκεί, / στην άκρη της θάλασσας, / ένα φάντασμα / σε μια πόλη / που οι άλλοι ονόμαζαν / φάντασμα αλλά εσύ / αγαπημένη». (σελ. 31)

Συμπληρώνω την εικόνα με μια από τις ελάχιστες αυτοαναφορικές νύξεις της ποιήτριας, πάντα σε συνυφασμό με την απώλεια: «Όσο για σένα, συνέχισε να στολίζεις τον τάφο με λουλούδια, / ίσως έτσι ξορκίσεις κάποιες Ερινύες». (σελ. 30) Συχνά βέβαια, η θεματοποίηση της μοναξιάς διανθίζεται και με ποιητολογικές αναφορές: « …ο ήλιος διαπερνά την ανοικτή πληγή / της μοναξιάς σου και τέμνει / τους άγραφους στίχους σου…». (σελ. 10)

Υπάρχουν ακόμη στη συλλογή ερωτικά ποιήματα με υπαρξιακό υπογάστριο, που όμως πραγματεύονται περισσότερο την απουσία παρά την παρουσία. Και την ίδια ώρα, χαράζουν δρομολόγια με τη βραδεία αμαξοστοιχία των αναμνήσεων: «Γράφω ένα ποίημα για το καλοκαίρι / το σβήνω και αρχίζω / μια ιστορία μικρού έρωτα / μεγάλης διάρκειας, / ίσως θα προτιμούσα ένα μεγάλο έρωτα / μικρής διάρκειας». (σελ. 24)

Απαντώνται βέβαια και στιγμές όπου η νωπή και επώδυνη μνήμη αντιπαραβάλλεται με άλλη μνήμη, βαθιά και αγάλλουσα. Εδώ η ποιητική ιδέα πραγματώνεται με σκηνογραφική ακρίβεια: «Ανάσκελα λικνίζεται / η λύπη / στην αιώρα του καλοκαιριού / με το τραγούδι τζίτζικα, / θανατηφόρο κάλεσμα / ερώτων που ξεψυχήσαν… / …Και το κορίτσι / στην άνυδρη αυλή / ακόμη επιμένει / να ζωγραφίζει / λουλούδια στο χώμα / για ν’ ανθίσουν». (σελ. 25)

Γενικά, στο έργο της Α.Γ. η ποιητική ιδέα λειτουργεί προοδευτικά, εξελικτικά δυνητικά. Δεν είναι ποτέ στατική και στάσιμη: «Μια θητεία μοναξιάς / χωρίς φύλλο πορείας / γέμισε τις ρωγμές στον τοίχο… / …τώρα σχηματίζουν τον χάρτη / χώρας άγνωστης που υπόσχεται / ταξίδια…». (σελ. 9)

Από τις καλύτερες στιγμές του βιβλίου θεωρώ και το ποίημα «Εγκατάλειψη». Εδώ η ποιήτρια θεματοποιεί τη φθορά με όμορφη σκηνοθετική δόμηση και θεατρική ανάπτυξη. Τα πράγματα, τα αντικείμενα, όπως τα περιγράφει η Α.Γ., αποκτούν συναισθήματα, ψυχοσυνθετική υπόσταση και ιδιοσυγκρασία: «Στην άκρη του δρόμου / στέκει ένα σπίτι. / Φορούσε φράκο κάποτε / με λουστρινένια παπούτσια / άλλης εποχής. / Τώρα ρακένδυτο / κοιμάται συντροφιά / με τους αντίλαλους / ζωής που το προσπέρασε / αφήνοντας αποτυπώματα / ήλιου στα χαλιά… / …Τα βράδια, / την ώρα που η γυναικά / κάθεται στη βορειοανατολική / βεράντα και νανουρίζει / ενοχές της νιότης που δεν έζησε, / μέσα στη σιωπή της εγκατάλειψης / απλώνεται αδιόρατη μια μυρωδιά / από ρόδα του κήπου που επιμένουν». (σελ. 22)

Ωστόσο, θα ήθελα να ολοκληρώσω αυτή την παρουσίαση με ακόμα ένα ποίημα ποιητικής. Ένα ποίημα, όπως συνήθως ισχύει με την ποίηση της Α.Γ. δηλαδή, με άρτια σκηνοθετική δομή, ευρηματικότητα, φαντασία. Και με την ποιητική ιδέα να πραγματώνεται με αισθητική επάρκεια, αλλά και δέος: «Από ιστολόγιο σε ιστολόγιο / κι από ανάρτηση σε ανάρτηση / διαβάζω ποιήματα. / Ανερμάτιστα προχωρώντας στην / ανομοιοκαταληξία αισθημάτων / την ανορθογραφία γεγονότων / τη σκηνοθεσία συμβάντων… / …Σε λίγο στο Google Earth / θα βρω το σπίτι μου, / ίσως ακούσω και το βουητό της / θάλασσας χειμώνα μήνα / ή ακόμη και το κλάμα γλάρου / που ξέμεινε στον Πύργο του Οθέλλου». (σελ. 33)

Εκτιμώ πως η Α.Γ. βρίσκεται σε γόνιμη δημιουργική περίοδο. Και πως κυοφορούνται μέσα της κι άλλα πολλά δημιουργήματα, μεστά σε ιδέες, ύφος και ήθος, ώριμα σε συγκινήσεις, προβληματισμούς και συναισθήματα.

.

ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ ΧΑΤΖΗΠΑΝΑΓΗ

Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 21/2/2023

Τα ποιήματα της νέας συλλογής της Αλεξάνδρας Γαλανού συνηχούν ωσάν «πνοή αύρας λεπτής» έναν αλγεινό απολογισμό επώδυνων ψυχικών τοπίων μέσα στο συμπυκνωμένο απόσταγμα μιας αιμάσσουσας καρδιάς. Εύηχο επίσης το κάλεσμα του νου σε κατανυκτικές ανατάσεις εξομολογητικών τόνων, επαγρυπνούσες μνήμες βιωματικών διαδρομών και νοσταλγικές ενατενίσεις ερωτικών αναμνήσεων. Ωστόσο, αχαρτογράφητη αποτυπώνει στον τίτλο την ενδοχώρα του ποιητικού της ψυχισμού, σκηνοθετώντας τις χωροχρονικές και απορητικές της συντεταγμένες «στο πουθενά, στο μέχρι πότε και το γιατί». Καθότι επιχειρεί προφανώς να φέρει στο φως την «terra incognita» της λήθης και της αλλοίωσης, της λύπης και της περισυλλογής, διασχίζοντας σε δυστοπικούς αμφίβολους καιρούς τραγικής εναγώνιας αναμονής τα ερμητικά σκοτεινά της αδιέξοδα. Σημείο εννοιολογικής αναφοράς το ολιγόστιχο αποφθεγματικό ποίημα, που επιγράφεται «Η κουκίδα», ο προτελευταίος στίχος του οποίου τιτλοφορεί τη συλλογή, ενώ ο ακροτελεύτιος προοιωνίζεται με αποσιωπητικά αμφισημίας την έξοδο από την υπαρξιακή απόγνωση και τη μετάβαση από το σκοτάδι στο φως: «Ίσως το βράδυ ν’ ανοίξουν τα σύνορα…».

Κυρίως όμως ενδεικτικό των συμφραζομένων της παρούσας συγκομιδής το προϊδεαστικό άτιτλο ποίημα εν είδει συνοπτικής προμετωπίδας: «Ένα δύστροπο ποίημα/ κλεισμένο στον εαυτό του/ ξαγρυπνά τα βράδια/ συντροφιά με λέξεις/ από πεπαλαιωμένους έρωτες/ κι αγκυλωτά τόξα/ που του τρυπούσαν την καρδιά./ Σαν θα το βρει η μέρα/ η αιμορραγία στο χαρτί/ θα μεταμορφωθεί σε μια/ πινελιά από κόκκινο,/ έτσι για να δώσει χρώμα/ στην άχαρη ζωή του/ κι ίσως μια κάποια ελπίδα/ επιβίωσης».

Ώριμη η καινούργια γραφή της Γαλανού με ανανεωμένο ηδυσμένο λόγο από φθογγόσημα-λέξεις και εναρμόνιους ρυθμούς, αλληγορικά νοήματα εύληπτων μεταφορικών συμβολισμών και υποβλητικές εικόνες, που σε ταξιδεύουν από το χτες στο σήμερα, σε αλλοτινούς κόσμους αγαπημένων ανθρώπων και τόπων, αλλά και σε τωρινούς μουσειακούς χώρους της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού. Μια αντιστικτική πολυφωνική πανδαισία από ελάσσονες κλίμακες δραματικής έντασης, που εναλλάσσονται ενίοτε με τις μείζονες της προσδοκίας και της ελπίδας στα μέτρα της ίδιας της ζωής και τις συγχορδίες των απρόοπτων ανατροπών της.

Το εναρκτήριο ποιητικό κουαρτέτο εμπνέεται από την πανδημία του εγκλεισμού στα καθ’ ημάς, όπως και αλλαχού, έως τη μακρινή Νέα Υόρκη, που ταυτοποιεί κατά συνεκδοχή την παγκοσμιότητα του φαινομένου και την κοινή ανθρώπινη μοίρα στα συνακόλουθα δεινά. «Μια θητεία μοναξιάς/ χωρίς φύλλο πορείας» ν’ ασφυκτιά στο πρώτο ποίημα με την «άνοιξη διστακτική/ και αναποφάσιστη» ν’ αδημονεί στο δεύτερο και τρίτο, καθώς στο τέταρτο «το θέατρο του παραλόγου» διαδραματίζεται «στην Πλανητούπολη». Για την «κούκλα που έμεινε ορφανή» μιλούν στη συνέχεια δύο ποιήματα. Η μια ανήκει στο κοριτσάκι που πήρε τον δρόμο της προσφυγιάς και η άλλη στο κορίτσι από το Τσιμπόκ στη Βόρεια Νιγηρία, μετά την απαγωγή της από την ισλαμική οργάνωση Μπόκο Χαράμ, σύμφωνα με την επεξηγηματική υποσημείωση. Και όμως, τα δυο κορίτσια αντικατοπτρίζουν ένα τρίτο σε παρακάτω ποίημα, που «ακόμη επιμένει/ να ζωγραφίζει/ λουλούδια στο χώμα/ για ν’ ανθίσουν.».

Στην επόμενη οιονεί τρίπτυχη ενότητα η ποιήτρια αναστοχάζεται με μυσταγωγική μέθεξη αισθητικής τελετουργίας τις εικαστικές δημιουργίες μεγάλων Ελλήνων ζωγράφων και δύο αρχαιολογικά εκθέματα. Στην Πινακοθήκη αφ’ ενός συνομιλούν ζωντανεύοντας χρώματα, σχήματα, γυμνά και ακέφαλα μέλη με τις μορφές της ελληνικότητας και της λαϊκής μας παράδοσης. Αφ’ ετέρου, επειδή «τ’ αγάλματα είναι στο μουσείο», της υπενθυμίζει ο Σεφέρης, επισκέπτεται την επώνυμη προτομή της «Νεφερτίτης» και το κομμένο «δεξί χέρι» ανώνυμου γυναικείου αγάλματος στα αντίστοιχα ποιήματα των συνειρμικών περιγραφών.

Άλλα ποιήματα ανασυνθέτουν «μέσα στη σιωπή της εγκατάλειψης» αέναες ιστορίες σπιτιών, καταγραφές κειμηλίων και μετοικεσίες προγόνων στα ανεξίτηλα αποτυπώματα της αναβίωσής τους. Εμβληματικό το ποίημα «Η Φωτογραφία», χαρισμένο στη διακεκριμένη ποιήτρια μητέρα της, Ναδίνα Δημητρίου, που το επιβεβαιώνει σε ένα δικό της επιγραμματικό ποίημα: «Είν’ όλα αυτά/ που μένουν/ πίσω από τον θάνατό μας/ μακροημερεύοντας/ το ζωντανό της ύπαρξής μας/ όταν ακόμη/ ήλιου φως δεσμεύει.». Εξ ου και επί τα ίχνη της η θυγατέρα Αλεξάνδρα επισημαίνει: «Το ανοιχτό παράθυρο/ ο ηλιακός και ο κήπος.».

Πέρα από τους στίχους που συνυφαίνουν τη μοναξιά με «αχτίδα φως» και στο διαλογικό ποίημα «Η Συνταγή» τη μελαγχολία με «ελπίδες θεραπείας», συναρθρώνονται τα ελεγειακά ποιήματα της Νέκυιας ως «Αποχαιρετισμός» και «Μνημόσυνο» σε προσφιλείς τεθνεώτες. Στην κορύφωση η οδύνη συνοδοιπορεί με τον σπαραγμό για τη θαλασσοφίλητη Αμμόχωστο και μεταστοιχειώνεται σε «τραγούδια λυπητερά», όπου αφουγκραζόμαστε μαζί της «το κλάμα γλάρου/ που ξέμεινε στον Πύργο του Οθέλλου».

.

 Παρενθέσεις και εισαγωγικά (2016)
ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ

Ο Φιλελεύθερος 9/1/2017

Ώριμα, βαθιά, κατασταλαγμένα

Η Αλεξάνδρα Γαλανού εμφανίστηκε στα γράμματα το 1996, σε αρκετά ώριμη ηλικία, με κατεκτημένο ήδη ποιητικό ύφος, με κατασταλαγμένες θεματικές, με διαυγείς αισθητικές στοχεύσεις. Αυτά τα χαρακτηριστικά διατηρήθηκαν και αποκρυσταλλώθηκαν ακόμα παραπάνω στις επόμενες δύο συλλογές της. Με την τέταρτη, ανά χείρας, ποιητική συλλογή, αυτά τα χαρακτηριστικά έχουν καταστεί ακόμη πιο ώριμα, πιο συμπυκνωμένα και πιο βαθιά. Η Α.Γ. γράφει ποίηση ιδιωτικού χώρου, χωρίς να αφήνει το κοινωνικό γίγνεσθαι εκτός του οπτικού της πεδίου, ενώ η ποιητική, ως χωριστή θεματική, μοιάζει να την απασχολεί ολοένα και περισσότερο.

Η εναρκτήρια ενότητα της συλλογής περιλαμβάνει επτά ποιήματα ποιητικής, το καθένα με το δικό του ξεχωριστό αισθητικό δίδαγμα. Στο ποίημα «Τα παράθυρα» (σελ. 9) η ποιήτρια μιλά για το λιτό και το απέριττο της ποιητικής δημιουργίας, καθώς επίσης και για την πολυποικιλότητα των αισθητικών διαδρομών τις οποίες μπορεί ν’ ακολουθήσει ένας ποιητής. Στο «Ο πρώτος στίχος» (σελ. 10) η Α.Γ. ψέγει την πόζα, την επιτήδευση, τη μεγαλοστομία και την εντυπωσιοθηρία στην ποιητική γραφή. Στο «Ο τελευταίος στίχος» (σελ. 11) η ποιήτρια πραγματεύεται και πάλι το δέλεαρ του εντυπωσιασμού και πόσο πολύ μπορεί να διαβρώσει αισθητικά ένα ποιητικό δημιούργημα. Το «Αναμνηστικό» (σελ. 12) μοιάζει με συνταγή παράθεσης υλικών, ως προϋποθέσεων, προκειμένου να συντελεστεί ένα ποίημα. Στο «Ο ρακοσυλλέκτης» (σελ. 13) έχω την εντύπωση ότι περιγράφονται οι εξαγνιστικές, οι θεραπευτικές ιδιότητες της ποίησης. Στο «Κώδικας οδικής κυκλοφορίας» (σελ. 14) πιστεύω πως η Α.Γ. σκιαγραφεί την αντιπνευματικότητα, την αντιποιητικότητα της σύγχρονης εποχής. Στο «Αποφράς ημέρα» (σελ. 15) η Α.Γ. μεταπλάθει αισθητικά τον εφιάλτη κάθε δημιουργού, που είναι η απώλεια της έμπνευσης.

Σε τρία συνεχόμενα ποιήματά της, «Της Έγκωμης» (σελ. 20), «Προς Εφεσίους…» (σελ. 22) και «Τα μαύρα πανιά» (σελ. 24), η Α.Γ. θεματοποιεί την κατοχή, και κυρίως τη θάλασσα της Αμμοχώστου, ως εμβληματικό σήμα κατατεθέν ενός υποδόριου αλυτρωτισμού κι ενός πνιγηρού αισθήματος αδικίας που την κυριεύει. Εδώ η ποιήτρια συνταιριάζει σπαραχτικά εικόνες που ανασύρει από τη μνήμη με τις σύγχρονες εικόνες της σκληρής και άτεγκτης πραγματικότητας από τη μοιρασμένη γη, από τη μοιρασμένη θάλασσα της πατρίδας μας.

Η Α.Γ. πλάθει εικόνες λειτουργικές, εύρυθμες, γεμάτες αρμονία, ροή, πληρότητα. Παραθέτω ένα παράδειγμα όπου ο νατουραλισμός της υπηρετεί την ποιητική ιδέα με αφοσίωση, συγκίνηση και τρυφερότητα. Πρόκειται για το ποίημα «Στον κήπο»: «Κάτω από το ανατολικό παράθυρο / θρυμματίζοντας τη σιωπή / του δειλινού, φλυαρούν / τα βατράχια στη λίμνη / ενώ πολύχρωμο πράσινο / γράφει συγχορδία χρωμάτων / στον κήπο. / Με το φως του φεγγαριού / σχήμα δέντρου / αναδύεται μέσα από καθρέφτη / υδάτινο. Και έτσι η νύχτα προχωρεί / με μια βουκαμβίλια κόκκινη / να συνομιλεί / με το άσπρο γιασεμί. / Φαίνεται πως κι απόψε / ο ονειροδίαιτος ποιητής / έχει και πάλι παραισθήσεις». (σελ. 28)

Γενικά πιστεύω ότι τα ποιήματα της Α.Γ. διακρίνονται για τη συμμετρία, τη σκηνοθετική δομή, τις απόλυτα ευκρινείς εικόνες τους, την αλληλουχία – αρμονία νοήματος και ρυθμού. Ενδεικτικά αναφέρω δύο παραδείγματα, το “Tableau vivant ή tableau mort” (σελ. 33-34) και το «Αναχώρηση» (σελ. 41).

Σε κάποια από τα ποιήματά της έχω την εντύπωση ότι η Α.Γ. καταφέρνει εύστοχα να συνδυάζει ή καλύτερα να συμπλέκει την ποιητική με την ερωτική θεματική. Όπως και να έχει, πρόκειται για δύο κοσμογονικές διεργασίες, που στο βάθος και την πληρότητά τους μπορούν κάλλιστα να συνυπάρξουν και να αλληλοτροφοδοτηθούν.

Ο τρόπος με τον οποίο η Α.Γ. πραγματεύεται την ερωτική θεματική είναι ένα ολόκληρο μωσαϊκό, συνδυάζει την ωμότητα και τον ρεαλισμό με την τρυφερότητα και τον λυρισμό, την ευαισθησία με τον πραγματισμό, τη φαντασία με τα στέρεα βήματα στη γη: «Το κρεβάτι εξισώνει / ισοπεδώνει / εξισορροπεί ανισορροπεί. / Δημιουργεί μικρούς θεούς / καταστρέφει είδωλα. / Άλλοτε ταξιδεύει / ενίοτε βυθίζεται. / Μπαίνει σε κήπους / φτιάχνει στεφάνια / που μαραίνονται / Ακολουθεί νεκρώσιμες ακολουθίες / Εξωραΐζει το σκοτάδι / Επουλώνει πληγές / κι άλλοτε πάλι ξύνει τις παλιές». (σελ. 30)

Άλλοτε πάλι, σε στιγμές κορύφωσης της ερωτικής έντασης, η ποιήτρια προσεγγίζει την ερωτική θεματική με ζέση, δυναμισμό, ροή, μουσικότητα και αρμονία: «Ο έρωτάς σου / πυρακτωμένη πανσέληνος / που έπεσε στη θάλασσα. / Πήραν φωτιά τα κύματα, / έλουσαν φως τους διάττοντες αστέρες». (σελ. 36)

Η Α.Γ. καταγράφει με παραστατικότητα και τη ματαιοδοξία της γυναικείας φιλαρέσκειας. Με χιούμορ, κυνισμό και σαρκασμό, αφήνει το κριτικό, ενδεχομένως και αυτοκριτικό της στίγμα στη γυναικεία ψυχοσύνθεση, ίσως και στον γυναικείο ναρκισσισμό: «Μακιγιάρεις το χρόνο / με κρέμα φωτεινότητας. / Ευλαβικά ακολουθείς τις οδηγίες / – στην ιεροτελεστία της ομορφιάς / τα λάθη απαγορεύονται. / Πιέζεις στα άχρωμα χείλη κόκκινο, / στα μάγουλα ροδάκινο ανοιχτό, / τέλος, στα βλέφαρα μια πινελιά / από μπλε της θάλασσας βαθύ. / Και τώρα περιμένεις / του βλέμματος τη λάμψη / που υποσχέθηκαν». (σελ. 39)

Το βιβλίο της Α.Γ. ολοκληρώνεται όπως αρχίζει, με ποιήματα ποιητικής. Αυτή τη φορά ιδιαιτέρως ευσύνοπτα, συμπυκνωμένα, λιτά και ουσιαστικά. Παραθέτω δύο ενδεικτικά παραδείγματα, αρκούντως εύγλωττα για το αισθητικό credo της ποιήτριας: «Το ποίημα / πρωινός περίπατος / μες στη βροχή / χωρίς ομπρέλα». (σελ. 45) «Κλέβω λέξεις / Μετατοπίζω όνειρα / Μεταποιώ συναισθήματα / Αναποδογυρίζω θύμησες / Αφουγκράζομαι σιωπές / Κάποτε γράφω ποιήματα». (σελ. 51)

.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΥΡΗΣ

ΠΟΙΕΙΝ 18/6/2017

Ποίηση χαμηλόφωνη που υμνει τα μικρα και ταπεινα
Εκείνο που έντονα ξεχώριζε και κρατιόταν γερα στη μνήμη απο την προ τελευταία συλλογη της Αλεξάνδρας Γαλανου που έφερε τον τίτλο Στις γωνίες των λέξεων (Εκδόσεις Σμίλη, Αθήνα 2008), ήταν η ποικιλία των θεμάτων με τα οποία καταπιάστηκε. Θέματα που άρχιζαν απο την τυραννία των λέξεων και των επώδυνο τοκετο ενος ποιήματος, τις χαμένες πατρίδες και τους ξεχασμένους έρωτες, μέχρι τη μοναξια της Κυριακης και το θάνατο της αυτόχειρας αγγλίδας ποιήτριας Silvias Plath!
Τα ίδια θέματα ή τα περισσότερα, για να μην είμαι απόλυτος, λίγο πολυ, επανέρχονται τώρα, με διαφορετικα ποιητικα σχήματα ή εικόνες, και στη νέα συλλογη της που τιτλοφορείται «Παρενθέσεις και εισαγωγικα» (Εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα 2016), ωσαν να θέλει να μας υποδείξει πως η έμπνευσή-της τότε δεν είχε εξαντληθει ή πως δεν είχε ολοκληρωθει η κατάθεσή της πάνω σ’ εκείνο των κύκλων θεμάτων, γι΄ αυτο επιστρέφει και πάλι, ίσως για να μας θυμίσει πως την ποίηση την εκφράζει πρώτα η ουσία της, δηλαδη το περιεχόμενό της, κι ύστερα όλα τ’ αλλα συστατικα που την ολοκληρώνουν.
Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, πως η ποιήτρια ολοκλήρωνε την προ τελευταία συλλογη της με την ενότητα «Αόρατα λόγια», την οποία συναντούμε και πάλι στο τέλος της καινούργιας συλλογης της. Συνεπως, οι αναγνώστες της Αλ. Γαλανου πρέπει να εκλάβουν ως γεγονος φυσιολογικο τη θεματικη συνέχεια που δίνει στη νέα συλλογή της. Γράφει στο ποίημα «Αποφρας ημέρα»:
«Θάρθει μια μέρα κάποτε
που θα χαθει, μου είπες
η έμπνευση.
Τότες οι ποιητες
θ΄ασχημονουν
με λεκτικες χειρονομίες.
Σχοινοβατώντας στις στροφες
θα επιδεικνύουν στίχους
σε μερικες σκηνες
απο ταινίες ΄΄προσεχως΄΄
χωρις θεατες, ταξιδευτες
κι όνειρα.
Στην επιφάνεια των πραγμάτων
θα επιπλέει η ποίηση»
(Σελ. 15).

Είναι θέματα όμως που, απ’ όπου κι αν τ’ αγγίξεις, προκαλουν πίκρα και αφόρητο πόνο, γι’ αυτο και οι στίχοι-της, τους οποίους βρίσκω καλοδουλεμένους, μοιραία καταλήγουν ν’ αποπνέουν νοσταλγία και θλίψη. Νοσταλγία και θλίψη για το χάσιμο της νεότητας, την απώλεια της ομορφιας, τον αναλωμένο χρόνο, τους ανολοκλήρωτους έρωτες, τα χαμένα ολοφώτεινα καλοκαίρια, (που τώρα άρχισαν να γίνονται πληκτικα), και τα αξέχαστα ηλιοβασιλεύματα.
Τώρα που έφθασα
στην άκρη της σιωπης
και με το στυλπνο του φεγγαριου
τέμνω την απουσία, έμεινα να κοιτω
μια τοιχογραφία που ξεκόλλησε
απο τον θόλο της καρδιας.
Αργότερα, ίσως μαζέψω
μερικα υπολείμματα Αυγούστου
κοντα στη θάλασσα,
ενθυμήματα ερώτων
με θεραπευτικες ιδιότητες
στο εκκρεμες της μοναξιας.
(Σελ. 37)

Η Αλεξάνδρα Γαλανου, εκ πεποιθήσεως, δουλεύει χαμηλόφωνα και εντελως αθόρυβα, για να αναδείξει τα «μικρα πράγματα» και την «ταπεινης ζωη», γεγονος το οποίο δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχης μας ή της προσοχης του μελετητη της ποίησής της. Έτσι όπως ακριβως δουλεύει, (εννοω με τον τρόπο-του), ένας διακεκριμένος μάστορας, που είναι όμως ταπεινος στο ύφος και λαϊκος στην έκφρασή του.
Συγκεκριμένα, η ποιήτρια δουλεύει και αναπτύσσει αυτα τα θέματα με λέξεις απλες, πάνω στις οποίες μεταφέρει και κατορθώνει να θεμελιώσει την σκέψη και τον στοχασμο της, με τα οποία ολοκληρώνει και τα ποιήματά της.
Οι λέξεις που επιλέγει και χρησιμοποιει η ποιήτρια μπορει να είναι ή να φαίνονται απλες. Στην ουσία όμως είναι γεμάτες ενέργεια και μυστήριο, με αποτέλεσμα όταν τις διαβάζουν οι αναγνώστες, έτσι όπως τις συναντουν ενσωματωμένες μέσα στα ποιήματά της, να δονούνται σύγκορμα αλλα και να ενεργοποιούνται στο έπακρο όλες οι αισθήσεις-τους. Θέλω να επισημάνω πως η ποιήτρια ζυγίζει την κάθε της λέξη πριν τη μεταφέρει στα ποιήματά της. Έτσι, ακριβως όπως η ίδια μας αποκαλύπτει:
Κλέβω λέξεις
Μετατοπίζω όνειρα
Μεταποιω συναισθήματα
Αναποδογυρίζω θύμησες
Αφουγκράζουμαι σιωπες
Κάποτε γράφω ποιήματα
(Σελ. 51)

Αλλα και η λειτουργία της έμπνευσης της Αλ. Γαλανου, απο τα καθημερινα και μικρα, φαινομενικα ασήμαντα, θέματα και τις απλες λέξεις σπινθηρίζεται και λειτουργει (δεν μπορει όμως να γίνει και διαφορετικα), την οποία κρατάει διαρκως σε εγρήγορση. Στη συνέχεια, όταν θα έλθει η ώρα να αποτυπώσει όλα αυτα σε στίχους, κατορθώνει να εμφυσήσει μέσα-τους το δικο-της «εσώτερο φως» και τη μαγεία της ποίησης. Τότε όμως, αυτα τα μικρα και ταπεινα προσλαμβάνουν ανεξέλεγκτες διαστάσεις ή μία εκπληκτικη μεγαλοσύνη μέσα στην ποίησή-της. Και όπως πολυ σωστα σημειώνει ο σημαντικος ποιητης και δοκιμιογράφος Νίκος Ορφανίδης «ο ποιητης καταξιώνεται, στο βαθμο που τα υλικα της ποίησης-του τα αναδεικνύει και τα αξιώνει σε λόγο ποιητικο πρωτότυπο και μοναδικο. Και κατα τούτο διαχρονικο».
Πέραν απο αυτα, κατορθώνει να ενσταλάξει μέσα στα ποιήματά της, όπως ήδη έχω αναφέρει, και ένα δικο της φιλοσοφικο στοχασμο, τον οποίο εύκολα μπορουν να κατανοήσουν οι αναγνώστες-της.
Ένα στοχασμο που εκπορεύεται γύρω απο πανανθρώπινες αξίες, όπως είναι η ελευθερία και η κοινωνικη δικαιοσύνη αλλα και θέματα όπως ο έρωτας, ο θάνατος, η μοναξια, η αποξένωση της ψυχης, η υπαρξιακη αγωνία κ.ά.. Στο ποίημα «Η βρύση που έσταζε», υπάρχουν, ανάμεσα σε άλλους ωραίους στίχους, και οι εξης:
«Μερικες ζωες πιο πριν
έζησε νύχτα με έρωτα
σε τούτο το δωμάτιο
σ’ αυτη την πόλη
ή και σε άλλη, δεν θυμάται»
(Σελ. 29)

Και αλλου θα σημειώσει:

Κάθε πρωϊ
πληθαίνουν οι θάνατοι
λιγοστεύουν οι ζωες.
Γκρίζα σκόνη μαζεύεται στις γωνιες
υπόκωφα ψιθυρίζοντας
το τέλος
(Σελ. 49)

Ίσως απο εδω να εκκινει και το γεγονος ότι πολλοι στίχοι απο τα καινούργια ποιήματα της Αλ. Γαλανου μπορει να ξεχωρίσουν, δηλαδη να αυτονομηθουν, και να λειτουργήσουν απο μόνοι-τους αρκετα αποτελεσματικα. Στο σημείο αυτο όμως πρέπει να κάνω ιδιαίτερη αναφορα στο μεγάλο αριθμο ποιημάτων ποιητικης που υπάρχουν στη τελευταία (αλλα και στην προηγούμενη) συλλογη-της, που είναι, κατα τη γνώμη-μου, γεγονος σημαντικο και αξιοπρόσεχτο.
Επιπλέον, όπως έχω διαπιστώσει, σε αρκετα ποιήματά-της ακούγονται ευχάριστα και κυρίως δημιουργικα, πολλοι απόηχοι. Απόηχοι απο την φωνη ή, καλύτερα, απο την ποίηση άλλων δημιουργων. Εννοω ποιητες τους οποίους αγαπα, θαυμάζει και τους έχει για δασκάλους και οδηγους-της στην ποιητικη τέχνη, όπως π.χ. ο Καβάφης, ο Μόντης κ.ά..
Η Αλ. Γαλανου, όπως είπα και στην αρχη αυτου του σημειώματος, επιμένει και επανέρχεται σε κάποια σταθερα θέματα. Μοιάζει όπως ένας διάσημος ζωγράφος που σε κάθε νέα έκθεσή-του έχει καινούργιους πίνακες με αγαπημένα-του θέματα, άσχετα αν τα έχει παρουσιάσει και σε προηγούμενες εκθέσεις-του. Ας θυμηθούμε τον Γιάννη Τσαρούχη και τα διάφορα μοντέλα Ελλήνων ναυτων που δεν έλειπαν απο καμία έκθεσή-του! Πράξη, νομίζω, νόμιμη απο την πλευρα των γνήσιων δημιουργων, η οποία πρέπει να είναι καλοδεχούμενη και απο την πλευρα των αναγνωστων.
Με αυτά που ανάφερα όμως, κατ’ ουδένα λόγο, δεν υπονοω πως η ποιητικη τέχνη της Αλ. Γαλανου παραμένει στάσιμη. Απεναντίας, όπως διαπιστώνω μέσα απο την τελευταία συλλογη-της, αναρριχάται την κλίμακα της ποιητικης τέχνης με μεγάλη φόρα! Εννοω πως η ποίησή-της απο συλλογη σε συλλογη βελτιώνεται εντυπωσιακα!

ΕΥΤΥΧΙΑ- ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ

DIASTIXO 28 Μαρτίου 2017

Στην ποίηση συμβαίνει συχνά το εξής παράδοξο. Της ανατίθεται με υλικά κατεδάφισης να οικοδομήσει το όλον. Κι εκεί είναι το δύσκολο, αφού το όλον εκκινεί από την πρωτογενή σύλληψη της ενότητας και ευελπιστεί να αρθρώσει τον έναν και πρωταρχικό Λόγο. Όμως, ο ποιητής μονίμως έρχεται αντιμέτωπος με διάλυση και απώλειες, κάτι που ελάχιστα τον βοηθά να προσεγγίσει την εν λόγω ενότητα.

Ως εκ τούτου, δεν αρκείται να ονομάσει τα όντα και τις ελλείψεις τους αλλά –και εδώ συνίσταται η αντίστασή του– ποιεί τα όντα απ’ την αρχή. Υπό αυτή την έννοια αναλαμβάνει να εναρμονισθεί με την ουσία τους και να μαρτυρήσει για την παροδικότητά τους, με απώτερη πάντοτε βλέψη να καταφάσκει μονίμως στο είναι. Κι εδώ ακριβώς εντοπίζεται και η αγωνία της Αλεξάνδρας Γαλανού. Το πρόσκαιρο της μορφής είναι που την απασχολεί και βέβαια η άρθρωση του καίριου και ακριβούς, όπως αυτό εντέλει διασώζεται εντός του ποιητικού λόγου. Μόνο που αυτό δεν είναι τελικά τόσο απλό, γι’ αυτό κι εκείνη καταφεύγει σε μεθόδους προσθαφαίρεσης και επικαλείται κάποτε τη βοήθεια παρενθέσεων και εισαγωγικών, προκειμένου να προσεγγίσει και να αποδώσει το πλήρες του νοήματος. Και δεν της φτάνει που τα χρησιμοποιεί ως εργαλεία βοηθητικά της αποδόσεώς του, τα αφαιρεί από το πρώτο ποίημα του βιβλίου με τον τίτλο «Τα παράθυρα» και τα μετακομίζει σε εξώφυλλα αναβαθμίζοντας τον ταπεινό τους ρόλο και την αποστολή τους.

Πρωί και γράφει ένα ποίημα.
Το απλώνει στο παράθυρο
για να στεγνώσει,
όχι στον ήλιο όμως,
γιατί θέλει ακόμη να κρατήσει
λίγες σταγόνες από ενύπνιο
νύχτας που πέρασε περιπετειώδους.

Καθώς η μέρα προχωρεί
περιστέρια που περνούν
τσιμπολογούν το ποίημα.
Του αφαιρούν τα φωνήεντα
και όλα τα θαυμαστικά.
Τις παρενθέσεις και τα εισαγωγικά
αφήνουν ανέγγιχτα.

Το βράδυ επιστρέφει σπίτι,
μαζεύει το απλωμένο ποίημα
και κλείνει το παράθυρο.
Ίσως το ξαναγράψει αύριο…
Έχει πολλά παράθυρα η Ποίηση.

Έχει ενδιαφέρον να αναλογιστούμε την υπόγεια πορεία του ποιητικού υποκειμένου, το οποίο από το πρώτο κιόλας ποίημα της συλλογής κινείται ανατρεπτικά και επιλέγει να αφαιρέσει από τον στίχο τη φωνή βγάζοντας τα φωνήεντα. Και τότε τι θ’ απομείνει, αναρωτιόμαστε; Μονάχα με τα σύμφωνα πώς θα μιλήσει το ποίημα. Μοιάζει να υποψιάζεται προφανώς ότι η ποίηση γράφεται εντέλει με ελάχιστα υλικά, κατάγεται απ’ το άρρητο και κατατείνει στη σιωπή. Άλλωστε ό,τι έχει να πει δεν αφορά παρά τη γνωστή διαπάλη, που τόσο εύστοχα περιγράφει ο Hermann Broch στο Βιργιλίου θάνατος, «σύντηξη του φωτός με το σκοτάδι . φως και σκοτάδι εξορύσσονταν απ’ τον αρχικό φθόγγο […] και εβόμβιζε ο λόγος […] ωσάν τη θάλασσα […] λόγος ωστόσο […] ασύλληπτα άρρητος, διότι ήταν λόγος ευρισκόμενος επέκεινα της γλώσσας».

Έχοντας ίσως αυτό υπόψη της, η Γαλανού αποφασίζει να πάει λιγάκι παραπέρα, να αφαιρέσει εκτός απ’ τα φωνήεντα και τα θαυμαστικά. Το ποίημα σαν να λέμε αρνείται να θαυμάσει. Όχι όμως από αντίδραση κι από υπεροψία, αλλά γιατί οι στίχοι ανέκαθεν διαμαρτύρονται και απορούν πού πήγαν όλα εκείνα τα οποία, αν υπήρχαν, θα είχαν κάθε λόγο, ώστε να τα θαυμάσουν. Η Γαλανού αφήνει τον στίχο να αναπνεύσει μες στην απλότητά του, να αρθρώσει λόγο στέρεο αρνούμενη να κατευθύνει τη συγκίνηση με το θαυμαστικό. Του πρέπει η λιτότητα, η απλή καταγραφή, η απογύμνωση. Δεν έχει ανάγκη τον εντυπωσιασμό, τη λυρική συγκίνηση, την ανακοίνωση του σπουδαιοφανούς και σπάνιου.

Τις παρενθέσεις όμως και τα εισαγωγικά τα αφήνει, όπως λέει, «ανέγγιχτα». Τι άραγε την παρακινεί για κάτι τέτοιο; Μες στην παρένθεση –ως γνωστόν– περικλείουμε και απομονώνουμε λέξεις ή φράσεις ολόκληρες που επεξηγούν ή συμπληρώνουν τα λεγόμενα κι άλλοτε λέξεις ή φράσεις που θα μπορούσαν να παραλειφθούν, καθώς παρουσιάζουν –κατά τη γνώμη μας– λιγότερο ενδιαφέρον. Σε παρενθέσεις βέβαια αναγράφονται και οι παραπομπές. Τι είναι αυτό που παρεμβάλλεται, ποια επεξήγηση θεωρεί απαραίτητη, ώστε ν’ αποδοθεί ολόκληρο το νόημα; Τι είναι αυτό που μονίμως μας διαφεύγει στην ποίηση, γι’ αυτό και καταφεύγουμε σε επιπλέον περιγραφές συμπληρωματικές της αρχικής σύλληψής μας; Με την παρένθεση κάποτε το ποιητικό υποκείμενο νιώθει την ανάγκη να επεξηγήσει κάτι που και για το ίδιο ακόμα είναι συγκεχυμένο και ασαφές. Μια άλλη εκδοχή που διανοίγεται στο νόημα, προκειμένου να πλησιάσει και να αποδώσει την αρχική σύλληψή του.

Ας δούμε όμως τι γίνεται και με τα εισαγωγικά, που σώζονται κι αυτά την τελευταία στιγμή από την εκκαθάριση. Σύμφωνα με τη Γραμματική, συνήθως χρησιμεύουν για να εισάγουμε στο κείμενο διάλογο ή για να παραθέσουμε τα λόγια κάποιου όπως τα είπε ακριβώς κι άλλοτε για να δώσουμε ειρωνική χροιά στη λέξη που περικλείεται σ’ αυτά, δηλώνοντας τη δυσπιστία μας. Εξετάζοντας την πρώτη περίπτωση, αυτή του διαλόγου, διαπιστώνουμε ότι η Γαλανού μάλλον έχει συνειδητοποιήσει ότι η ποίηση μοναδική κατεύθυνση και προορισμό της έχει τον άλλον, τη διαρκή συνομιλία και απεύθυνση στην άλλη φωνή που λειτουργεί ως κύριος μοχλός του ποιήματος, προκειμένου να επισυμβεί η συνάντηση. Πώς να μην είναι αναγκαία λοιπόν τα εισαγωγικά, αφού ολόκληρο το ποίημα μεταμορφώνεται σε έναν απ’ τους δύο συνομιλητές, σε πρόσωπο με μνήμη, αντίληψη και φαντασία που θέτει τα ερωτήματα και κάποτε το ίδιο ως ποίημα τα απαντά, στο πλαίσιο μιας διαισθητικής διάδρασης που σπρώχνει συχνά τον γράφοντα να αφουγκράζεται τις επιφυλάξεις της άλλης πλευράς αλλά συχνά και του ίδιου του εαυτού του.
Μερικά πράγματα δεν συγκαταλέγονται έτσι απλά στις μνήμες κι ας είναι μνήμη. Συγκαταλέγονται στα ανοιγμένα τραύματα ή αλλιώς στις χρόνιες ασθένειες που αγιάτρευτες παραμένουν. Πρόκειται για τον τόπο και την ακεραιότητά του, τον τόπο και την ιστορία του που επανέρχεται σε σταθερή περιστροφή και επιμένει να μπλέκει στα συρματοπλέγματα τα μαύρα πανιά της εγκατάλειψης, για να είναι περίφραχτο και απομονωμένο το φάντασμα της άλλοτε ζωής.
Άλλωστε, ο άλλος συνήθως είμαστε εμείς, και το ποίημα η επαρκής εκείνη πρόφαση και δικαιολογία για την πιο κρυφή και ειλικρινή συνομιλία που είχαμε ποτέ με τον εαυτό μας.
Ας δούμε τώρα και τη δεύτερη περίπτωση, όπου εντός των εισαγωγικών περικλείουμε τα λόγια κάποιου άλλου κατά τη μεταφορά. Και όχι, δε θα περιοριστώ στον εμπνευσμένο στίχο του Σεφέρη από τα «Τρία κρυφά ποιήματα», πως «Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας». Και βέβαια είναι, αφού η γραφή μας συγγενεύει και ακουμπά στον λόγο τόσων άλλων. Κι άλλωστε ποτέ δε γράφουμε τελείως μόνοι μας αλλά μαζί με όλους εκείνους που προσθέτουν την απλή πρόθεση «συν» στη λέξη συγγραφέας. Θα προεκτείνω όμως τον συμβολισμό των εισαγωγικών και στον ίδιο τον ορισμό της έμπνευσης, στην άγνωστη εκείνη φωνή που πνέει εντός μας και κινεί το χέρι μας δανείζοντάς μας λόγια από τον Λόγο ή βάζοντας στο στόμα μας φράσεις μιας γνώσης πέραν της γνώσης, καθιστώντας μας έτσι απλά μέτοχους και κοινωνούς της. Όσο για την τρίτη περίπτωση, όπου τα εισαγωγικά στις λέξεις υποδηλώνουν ειρωνεία, κι εδώ θα πω πως εύστοχα η Γαλανού τα διασώζει, αφού στο ύφος της ποίησής της εμφιλοχωρεί κάποτε και ο σαρκασμός, με άλλα λόγια η άρνησή της να δραματοποιήσει το συμβάν. Η ειρωνική πλάγια ματιά της Αλεξάνδρας πέφτει σε όλα όσα αφορούν τη ματαιοδοξία και την αέναη διαπάλη με τον χρόνο. Δεν καταδέχεται τις υπεκφυγές και τις άσκοπες ωραιοποιήσεις, αδιαφορεί για την προσποίηση και επιλέγει να μιλήσει με λόγια σταράτα και λιτά. Είναι αρκετά συμφιλιωμένη άλλωστε με τον χρόνο και δεν του κρύβεται φτιασιδώνοντας με ψιμύθια τη φθορά.

Θα πει στο ποίημα («Γυναικεία υπόθεση»):

Μακιγιάρεις το χρόνο
με κρέμα φωτεινότητας.
Ευλαβικά ακολουθείς τις οδηγίες
– στην ιεροτελεστία της ομορφιάς
τα λάθη απαγορεύονται.
Πιέζεις στα άχρωμα χείλη κόκκινο,
στα μάγουλα ροδάκινο ανοιχτό,
τέλος, στα βλέφαρα μια πινελιά
από μπλε της θάλασσας βαθύ.
Και τώρα περιμένεις
του βλέμματος τη λάμψη
που υποσχέθηκαν.

Στο πρώτο μέρος της συλλογής διαβάζουμε ποιήματα ποιητικής συγκεντρωμένα, ενώ στη συνέχεια διάσπαρτοι στίχοι που αφορούν στην ποίηση επαναφέρουν τον ίδιο προβληματισμό και την ίδια αγωνία αποσπασματικά. Έτσι, λοιπόν, κατανοώντας βαθιά την ιερότητα της ποίησης, τη βάζει να προστατεύει η ίδια την αθωότητά της με τρόπο ευφάνταστο και ευρηματικό, γενόμενη δηκτική και καίρια προς τις ποικίλες φωνασκίες και συναλλαγές εκείνων που τη χρησιμοποιούν για την αυτοπροβολή τους.

Μια φορά κι ένα καιρό
ήταν ένα ποίημα
με απαιτήσεις, φιλοδοξίες
και υψηλές προδιαγραφές.
Θα μιλούσε για γεγονότα
ιστορικά – ευρυμαθής ο ποιητής.
Θα ταξίδευε σε χώρες της Ασίας.
Θα ήταν στολισμένο με λέξεις πλουμιστές
και στις αποσκευές του
αισθήματα, δύσβατα νοήματα
και υψιπετή ιδεώδη.
Θα είχε αφιέρωση
σε ανθρώπους των γραμμάτων,
της επιστήμης,
ακόμη και πολιτικούς.
Θα έψαχνε μετά να εκτεθεί
σε ποιητικά, ανθολογίες, συλλογές
ή έστω σε μια εφημερίδα
στα «λογοτεχνικά».

Κι όμως το ποίημα αυτό
δεν γράφτηκε ποτέ.
Απ’ ό,τι λένε, ο πρώτος
στίχος του αρνήθηκε να γεννηθεί,
προτίμησε για πάντα
τη μήτρα της σιωπής.

Ωστόσο, αυτή την ιδιαίτερη ηθική του πρώτου στίχου ακολουθεί –μιμητικά θαρρείς– σ’ ένα άλλο ποίημα της Γαλανού και ο τελευταίος, όταν ο ποιητής, έχοντας διακόψει την εσωτερική του σχέση με τον πηγαίο ρυθμό, επινοεί τρόπους απογείωσης του ποιήματος, προκειμένου να προκαλέσει τη συγκίνηση με μέσα τεχνητά.

[…]Ο τελευταίος στίχος
μπορεί ν’ αφαιρεθεί,
είναι που ήθελε ο ποιητής
να εντυπωσιάσει…
(«Ο τελευταίος στίχος»)

Στίχοι λοιπόν με προσωπικότητα και πυγμή αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες προς υπεράσπιση του ποιήματος, καθιστώντας την αποστολή τους εξόχως ιερή, καθώς μ’ αυτούς, όχι μονάχα τρέφεται ο «ονειροδίαιτος» ποιητής, αλλά παράλληλα μετρά και «την ηλικία των αναμνήσεων».

Εξηγούμαι: Όταν ο έρωτας αποτραβιέται απ’ το δωμάτιο παλιού ξενοδοχείου κι η πάλη των σωμάτων εξορίζεται σε κάποιο παρελθόν, τότε η ποίηση αναλαμβάνει να τον καθαγιάσει καταγράφοντας στα περιθώρια της δωρεάν Αγίας Γραφής που βρίσκεται στο δωμάτιο στίχους για ποίημα που ενδεχομένως να μη γραφότανε ποτέ, αν η ηδονή ήταν εκεί παρούσα. Κάποτε πάλι, στα «Μετέωρα λόγια» που συνηθίζει να φιλοξενεί σε όλες της τις συλλογές η Αλεξάνδρα, μας αποκαλύπτει τη διαδικασία γένεσης του ποιήματος ή αλλιώς τη συνταγή του. Συγκεκριμένα, οι λέξεις των άλλων, το όνειρο, το θυμικό, η μνήμη κι η σιωπή αποτελούν τα υλικά για να φουσκώσει η έμπνευση και να σερβιριστεί το ποίημά της αφράτο.

Κλέβω λέξεις
Μετατοπίζω όνειρα
Μεταποιώ συναισθήματα
Αναποδογυρίζω θύμησες Αφουγκράζομαι σιωπές

Κάποτε γράφω ποιήματα.

Επιχειρώντας να δώσει φωτογραφικά τον ορισμό του ποιήματος και του στίχου, μας παραπέμπει και πάλι στον αρχικό Λόγο, που εκχέει μέσω της σιωπής τη δωρεά του εν είδει ψιχάλας και σταλακτιτών, υπαινισσόμενη τόσο την απόλυτη ελευθερία και το άνοιγμα στην κάθαρση όσο και τη θεία καταγωγή της έμπνευσης.

Το Ποίημα
πρωινός περίπατος
μες στη βροχή
χωρίς ομπρέλα.

Και παρακάτω:

Σταλακτίτες σιωπής
οι στίχοι του.

Η ποίηση ωστόσο στις μέρες μας, μεσούσης της κρίσης των καιρών, μοιάζει, όπως λέει η Γαλανού, να «αγκομαχεί». Σπεύδει λοιπόν παρακάτω να προφητεύσει το δυσοίωνο μέλλον της, όταν ελλείψει έμπνευσης οι στίχοι θα ακουμπούν αδιάφοροι στην επιδερμίδα των πραγμάτων απομακρυσμένοι απ’ όλες τις προοπτικές τους.

[…] στην επιφάνεια των πραγμάτων
θα επιπλέει η ποίηση.
Στα ράφια της επάνω
θα συνωστίζεται
πολυχρωμίας καλειδοσκόπιο,
μια εσοδεία χωρίς θητεία.
Και κάπου εκεί κοντά,
σε μια γωνιά, πνιχτά θα κλαίει
ο Όμηρος.
(«Αποφράς ημέρα»)

Πέρα όμως από την ποίηση που οπωσδήποτε συνιστά μια βασική πτυχή της προβληματικής της Γαλανού, κι ο έρωτας περιδιαβαίνει στις σελίδες της. Πρόκειται βέβαια για έναν έρωτα περήφανο και αισθησιακό, που δεν μηρυκάζει τη μνήμη αλλά επανέρχεται σ’ αυτήν με μια στωικότητα και έναν έλεγχο, νιώθοντας την ανάγκη να μιλήσει περισσότερο για την ηδονική στιγμή του σώματος παρά για το παρελθόν συναισθημάτων που ξεθώριασαν. Θα μπορούσα
μάλιστα να αποκαλέσω τον ερωτισμό της ερωτισμό της επόμενης μέρας, καθώς

[…] Αργότερα, ίσως μαζέψω
μερικά υπολείμματα Αυγούστου
κοντά στη θάλασσα,
ενθυμήματα ερώτων
με θεραπευτικές ιδιότητες
στο εκκρεμές της μοναξιάς.
(«Το εκκρεμές»)

Κι αλλού:

Ο έρωτάς σου
πυρακτωμένη πανσέληνος
που έπεσε στη θάλασσα.
Πήραν φωτιά τα κύματα,
έλουσαν φως τους διάττοντες αστέρες.

Το πρωί, εις μάτην,
προσπαθείς ν’ αλιεύσεις
τα υπολείμματα.
Τώρα πορεύεσαι
στο ίδιο σκηνικό
με την εικόνα
να επαναλαμβάνεται
κατά συρροή ονειρικά.
(«Ονειρικό»)

Ο αισθησιασμός του έρωτα κι η ακατάβλητη ισχύς του αποδίδεται ως δυνατότητα ανατρεπτική και κάποτε διαστρεβλωτική της πραγματικότητας μεταμορφώνοντας τους εμπλεκόμενους άλλοτε σε θεούς και άλλοτε σε πρόσωπα αλλοιωμένα που βιώνουν το αναποδογύρισμα των πάντων σε μια διαρκή ταλάντευση ανάμεσα στην αποθέωση και το απόλυτο γκρέμισμα.

Το κρεβάτι εξισώνει
ισοπεδώνει
ισορροπεί, ανισορροπεί.
Δημιουργεί μικρούς θεούς
καταστρέφει είδωλα.
Άλλοτε ταξιδεύει
ενίοτε βυθίζεται.
Μπαίνει σε κήπους
φτιάχνει στεφάνια
που μαραίνονται.
Ακολουθεί νεκρώσιμες ακολουθίες.
Εξωραΐζει το σκοτάδι.
Επουλώνει πληγές
κι άλλοτε πάλι ξύνει τις παλιές.

Τρεις συλλαβές
με έψιλον μικρό
οριζοντίως και καθέτως
στο σταυρόλεξο.
(«Τρεις συλλαβές»)

Βέβαια, για το επαναλαμβανόμενο μοτίβο του άσπρου μαύρου στον έρωτα, που κατατείνει στη ματαίωση και τον συμβιβασμό, δεν θεωρεί υπεύθυνο τον ίδιο, αφού πιστεύει ότι

Οι έρωτες
δεν γερνούν.
Μόνο οι εραστές
πεθαίνουν.
(«Μετέωρα λόγια»)

Και όταν συμβεί αυτό, κατά την άποψή της υποστέλλεται σταδιακά κι η ποίηση. Μία παράλληλη θα λέγαμε αλληλεπίδραση, με αποτέλεσμα, την ώρα που εγκαθίστανται στην ψυχή τα στερητικά, να δυσκολεύεται η μνήμη να επαναφέρει νύχτες ερωτικές, ούτε καν στίχους λιγοστούς του ποιητή της Σαμαρκάνδης. Δεν ξέρω αν υπονοεί τον Ομάρ Καγιάμ ή τον Νιγηριανό νομπελίστα Γουόλε Σογίνκα, πάντως μέσα στην ασφυξία μιας νύχτας άνυδρης που τίποτα δεν προβλέπεται να τη χρωματίσει, μιλά για ένα παρελθόν ερωτικό που ολοένα αραιώνει τις επισκέψεις του στη ζωή της, μια άνευρη και ασφυκτική επανάληψη παρείσακτων ονείρων που μοναχά τη στέρηση ανακυκλώνουν.

[…] Ένας πλανήτης ανάδρομος
ακολουθεί την ανάπηρη έμπνευση
ενώ βυθίζεται στον βραχίονα
αστερισμού που χάνεται,
εκεί που κάποτε ο έρωτάς σου
ήταν πανσέληνος χειμώνα μήνα.
(«Ασφυξία»)

Το σκοτάδι επίσης επανέρχεται τακτικά στην ποίηση της Αλεξάνδρας και ταυτιζόμενο με τη νύχτα και τη σιωπή επιμένει να αποδίδει τη συνθήκη της εσωτερικής ζωής στην απόλυτη έντασή της, προεκτείνοντας το μαύρο ως το λευκό. Έτσι λοιπόν τα μαλλιά της που σκεπάζουν το σκοτάδι, η νύχτα που σκοντάφτει στο όνειρο, η σιωπή του δειλινού που θρυμματίζεται, η λευκή σιωπή του χαρτιού, η ίδια που τέμνει την απουσία φτάνοντας ως την άκρη του άλεκτου, οι στίχοι του ποιήματος που ομοιάζουν με σταλαχτίτες σιωπής, όλα μα όλα κατατείνουν στην άποψη ότι η ουσία των πραγμάτων συμπυκνώνεται στον υπαινιγμό και την υποβολή. Λες και πρόκειται για την απόλυτη πράξη μεταμόρφωσης της ποίησης σε ομιλία της σιωπής ή αλλιώς –όπως θα έλεγε ο Τάκης Βαρβιτσιώτης– σε «ένα βουβό τραγούδι των πραγμάτων».
Η ειρωνική πλάγια ματιά της Αλεξάνδρας πέφτει σε όλα όσα αφορούν τη ματαιοδοξία και την αέναη διαπάλη με τον χρόνο. Δεν καταδέχεται τις υπεκφυγές και τις άσκοπες ωραιοποιήσεις, αδιαφορεί για την προσποίηση και επιλέγει να μιλήσει με λόγια σταράτα και λιτά. Είναι αρκετά συμφιλιωμένη άλλωστε με τον χρόνο και δεν του κρύβεται φτιασιδώνοντας με ψιμύθια τη φθορά.
Η μνήμη στην ποίηση της Αλεξάνδρας ακούει Στράους το πρωινό της Κυριακής, γίνεται σπουργίτι που κλέβει το πρόγευμα, κορίτσι που στεγνώνει τα μαλλιά του στον καθρέφτη κι άλλοτε υπόσχεση ερωτική σε υστερόγραφο:

Θα σε περιμένω, απόγευμα Αυγούστου,
με τους ηλιόλουστους στίχους
αγκαλιά στην αμμουδιά.
Μην αργήσεις.
(«Η παλίρροια»).

Κάποτε γίνεται πρωινό νωχελικό και σχήμα κορμιού στο στρώμα κι άλλοτε πάλι αίθουσα με κοίλους καθρέφτες που πολλαπλασιάζουν τα είδωλα κάποιο απόγευμα στο λούνα παρκ. Μια μνήμη που επιμένει να αλιεύει ερώτων υπολείμματα, φιλήδονα μουρμουρητά και θύμησες αναποδογυρισμένες.

Μόνο που μερικά πράγματα δεν συγκαταλέγονται έτσι απλά στις μνήμες κι ας είναι μνήμη. Συγκαταλέγονται στα ανοιγμένα τραύματα ή αλλιώς στις χρόνιες ασθένειες που αγιάτρευτες παραμένουν. Πρόκειται για τον τόπο και την ακεραιότητά του, τον τόπο και την ιστορία του που επανέρχεται σε σταθερή περιστροφή και επιμένει να μπλέκει στα συρματοπλέγματα τα μαύρα πανιά της εγκατάλειψης, για να είναι περίφραχτο και απομονωμένο το φάντασμα της άλλοτε ζωής.

Κι αναρωτιέται αν πρόκειται για πρόκληση «για να χτυπά η ματιά» ή μήπως τα ολόμαυρα πανιά δεν είναι παρά υπενθύμιση του πένθους που μαυρίζει την ψυχή; Όμως,

[…] Τώρα που σε καλεί η θάλασσα,
σκέφτηκες, δεν έχει σημασία.
Είναι κάποια σύνορα που σβήνουν πάνω στο κύμα.[…]
(«Τα μαύρα πανιά»)

Η επαναφορά του χρόνου κι η περιδίνηση της μνήμης και των ονομάτων σ’ ένα αέναο παιχνίδι συνειρμών, εγκαθιστά το πρότερο βίωμα σε παρελθόν ανεπίστρεπτο. Η Έφεσος-Αρσινόεια της φέρνει στον νου «μιαν άλλη Αρσινόη / που έγινε έπειτα Κωνσταντία και Αμμόχωστος». (Προς Εφεσίους…)

Σ’ αυτή την ατέρμονη παλινδρόμηση με τις συνεχείς αναγωγές ο τόπος και οι ονομασίες δρόμων παραπέμπουν, όχι απλώς σε άλλους τόπους συνονόματους αλλά σε μια ιστορία που επανέρχεται αδικαίωτη επιδεικνύοντας με συντριβή το ανοιγμένο τραύμα.

Τούτη είναι μια άλλη Έγκωμη
που από δικό μας χέρι καταστράφηκε
σε εποχές που βιαστικά
μας έχουν προσπεράσει.

Ο τόπος λοιπόν κι ο χρόνος του, ο χρόνος της μνήμης και ο χρόνος του σώματος αλλά και η άρνηση της ψυχής να απελπιστεί και να πενθήσει λειτουργούν τον εσωτερικό ήχο του ποιήματος αφήνοντας μετά από την ανάγνωση τον απόηχο αργού βηματισμού περήφανης καρδιάς που κατευθύνεται αξιοπρεπής μέχρι το τέλος.

Ανάμεσα στο ζαφειρί και στο γήινο
Ανδρέας Χριστοφίδης

Ελευθεροτυπία Κυριακή 12 Μαΐου 1996

Όταν διαθέτεις στήλη κριτικής βιβλίου, κανονικά ασχολείσαι με όσα βιβλία σου στέλλονται ή άλλα που σου κινούν εσένα το ενδιαφέρον. Όταν δεν έχεις τακτική στήλη, τότε γράφεις, συνήθως, όταν τύχει να πάρεις στα χέρια σου βιβλίο και αξίζει να το παρουσιάσεις.
Δεν είχα τέτοια προαίσθηση όταν άνοιξα την ποιητική συλλογή της Αλεξάνδρας Γαλανού «Ανάμεσα στο ζαφειρί και το γήινο». Δεν είχα άλλωστε
διαβάσει τίποτε δικό της ούτε είχα δει να δημοσιεύονται στίχοι της πουθενά.
Αλλά, η πρώτη σελίδα με καθήλωσε. Δεν ήταν η προσεκτική εισαγωγή
σε μια πρώτη ποιητική συλλογή, η διστακτική παρουσίαση των πρώτων,
αδόκιμων, ίσως, στίχων. Το πρώτο προσκλητήριο, που φαίνεται να ζητά
και την επιείκεια του αναγνώστη.
Ένας άνεμος φύσηξε, που με συνεπήρε, μια προειδοποίηση ότι και αν αυτή ήταν μια πρώτη συλλογή, ήταν συγχρόνως ποιητικό βιβλίο που δεν μπορούσες να μην το πάρεις από την αρχή στα σοβαρά. Έχεις συναντήσει ένα ποιητή, και το συνειδητοποιείς από την πρώτη κιόλας σελίδα.

Μας ειδοποίησαν
και μας προειδοποίησαν
να μην επιμένουμε
γιατί εδώ επιτρέπεται
μόνο η εγκεφαλική ποίηση
η ερωτική απουσία
η ασυνάρτητη πεμπτουσία
και η συναισθηματική ανομοιοκαταληξία

Μας ρίχνει το γάντι η Γαλανού. Τι θα ακολουθήσει; Διαβάζω βιαστικά τις υπόλοιπες σελίδες και μετά προσεκτικά ποίημα με ποίημα, στίχο με στίχο. Ώριμος λόγος, ώριμη ποίηση. Σκοτεινό υπόστρωμα, κάποτε ζοφερό, Που αντισταθμίζει η δόκιμη, και πέραν, έκφραση. Κάποτε τρομάζεις με ττιν τόλμη της Γαλανού. Ακροβατεί δίχως δίκτυ ασφαλείας.

Τούτος ο τόπος δε λέει να μας εγκαταλείψει.
Εργολαβικά λαξεύει την καρδιά
και το μεδούλι τυρρανεί
σ’ ένα σημείο απόγνωσης τρελλής

Το επίθετο και η χρήση του είναι βασικό πρόκριμα για την αληθινή ποίηση.Σ’ ένα σημείο «απόγνωσης τρελλής». Διαβάζεις και σταματάς, διερωτάσαι. ^ και μετά αφήνεσαι. Είναι αναπόφευκτο , το επίθετο. Αυτό και κανένα άλλο δεν αρμόζει..: Καταλαβαίνεις, με τις λέξεις εσωτερικής που παραθέτει η Γαλανού, το βίωμα που σιγά-σιγά σχηματίσθηκε μέσα της και μας το μεταφέρει με έγκυρους εκφραστικούς τρόπους. Αν είμαστε επαρκείς αναγνώστες. Ο κώδικας για τον τίτλο της συλλογής μας προσφέρεται στο τέταρτο ποίημα.

Δρασκελώντας προμαχώνες
στα θρυμματισμένα αγγεία
συνεπιβάτες τραγικοί
σ’ αλλότριες πολιτείες
ανερμάτιστα οδεύουμε
ανάμεσα στο ζαφειρί και στο γήινο

Αρχαιοκάπηλοι, ανερμάτιστοι, κάπου μεταξύ… Επικρατεί το γήινο, ενώ το ζαφειρί παραμένει όραμα που απομακρύνεται όσο προχωρούμε στην ανάγνωση.

Κάθε Αύγουστο
νοικιάζεις ένα ζευγάρι κιάλια
τα βάζεις στα μάτια
και ονειρεύεσαι

και μετά; Τι ακολουθεί;

Μ’ ένα σακίδιο…
οι γυρολόγοι πάντα επιστρέφουν
αγγελιοφόροι θριαμβευτές…

Στην καρδιά του ζόφου.
Τη χρονολογία
κουράστηκαν τα μάτια
να την ψάχνουν
..παρέμεινε η στιγμή
στο τέταρτο συρτάρι αριστερά.

Εδώ τα τριζόνια της Έγκωμης
κοιμήθηκαν νωρίς απόψε
Είναι και αυτό μια σκέψη.

Τρεις στίχοι σε κρατούν άγρυπνο. Είναι και αυτό μια σκέψη. Δραστικό, ανησυχητικό, επικίνδυνο. Το συνταίριασμα των λέξεων.

Αφού δεν ξέρεις αν είναι τα μάτια σου
κλειστά ή ανοικτά
αν είναι τα μάτια σου.

Τα δανεικά κιάλια επεκράτησαν τον Αύγουστο,
αλλά
Έρχεται, ήλθε. ο χειμώνας
και το χέρι μετέωρο αδυνατεί να χαρτογραφήσει τις λέξεις
και έτσι στους στίχους που δεν έγραψες
κρύψε καλά μεσ’ στα σεντόνια.

Περιδιαβάζω μέσα στους στίχους της Γαλανού και διαισθάνομαι ότι έγραψε
πολλούς και κράτησε λίγους. Και αυτοί οι λίγοι αποκτούν δραστική σημασία. σμιλεμένοι με την προσοχή τεχνουργού
Αυτή η αίσθηση, της αισθητικής και συμπύκνωσης γίνεται ιδιαίτερα έντονη όταν φθάνει κανείς στα «Μετέωρα Λόγια», επτά ολιγόστιχα (4-7 στίχους) ποιήματα, που σου θυμίζουν τη διάφανη και σκληρή ως αδάμαντος τέχνη «χαϊκού».

 
Εδώ
οι άνθρωποι
ζουν σε χειμερία νάρκη
ακόμη και την Άνοιξη.

 
Κάθε μεσάνυκτα
αδειάζει ο κόσμος
από ποίηση/κάθε πρωί .
γεμίζει η μέρα
εύσχημα λόγια

Και το τέλος, χωρίς τω Θεώ Δόξα, το ακαριαίο, που σε κυνηγά και θα σε
κυνηγά – στοιχειώνοντας σε – για όσο μπορείς να σκεφτείς.

 
Έκλεισες τη ζωή σου
σε τετράγωνα
κι όμως
ούτε ένα σταυρόλεξο
δεν μπόρεσες να λύσεις.

 
Αρχαϊκός μύθος συνειρμικά δένοντας…
ο Λαβύρινθος χωρίς τον Μίτο της Αριάδνης
ή όποιον άλλου, η αδιέξοδη οδός,
ή – να, επανέρχεται – απόγνωση τρελλή

***

Η Αλεξάνδρα Γαλανού ανέβηκε ήδη το πρώτο Καβουρικό σκαλί της ποιήσεως
και το σκοτάδι που διατρέχει την ποίησή της γίνεται «αρκετά φωτεινό», από
τη μαγεία του συντεταγμένου λόγου. Ξέφυγε οριστικά από την πρώτη σελίδα του «εδώ επιτρέπεται μόνο / η εγκεφαλική ποίηση / η ερωτική απουσία /
η ασυνάρτητη πεμπτουσία / και η συναισθηματική ομοιοκαταληξία».
Και προχώρησε στη δική της προσωπική ποίηση, με το δικό της ξεχωριστό
τόνο, την ευδιάκριτη φωνή της, καθώς «βάζει τα παπούτσια της ανάποδα και
προσπαθεί να περπατήσει ίσια», όχι πεζοπόρος αλλά χορευτής.
Αδιάβροχη η ψυχή, η καρδιά ασύμμετρη, σχεδόν γεωμετρική.
Σχεδόν. Με την ποίηση της η Γαλανού, θα μπορέσει να λύσει ένα σταυρόλεξο
στα τετράγωνα που κλείσαμε τη ζωή μας, κι αυτό θα το κάνει για λογαριασμό όλων μας.

«Ανάμεσα στο ζαφειρί και το γήινο» (11 Μαΐου 1996)

Κυκλοφόρησε στην Αθήνα από τις εκδόσεις «ΣΜΙΛΗ» το βιβλίο της Αλεξάνδρας Γαλανού «Ανάμεσα στο ζαφειρί και το γήινο», μια
συλλογή με 39 ποιητικές συνθέσεις ποιήματα καλύπτουν μια ευρεία
θεματολογία. Οι εμπειρίες της τουρκικής εισβολής, ο πικρός τραυματικός
προβληματισμός, η αγωνία για τον τόπο και το αύριο, η καιροσκοπική
προσέγγιση των πραγμάτων, η αντίφαση λόγου και πράξης, η συνθηματολόγηση και η περιδιάβαση στην επιφάνεια των πραγμάτων, οι
υστερόβουλες προσεγγίσεις στο μικροπολιτικό πλαίσιο της κυπριακής κοινωνίας και τα προσωπικά βιώματα, καθημερινά κι ανθρώπινα,
μετουσιώνονται σε στίχο. Ενα στίχο που εκπορεύεται άλλοτε σαν κραυγή αγωνίας και άλλοτε σαν χειρουργικό νυστέρι σε μια βαθιά ενδοσκόπηση.
Στην ποιητική και θεματική της συνεκφέρονται η ιστορία και η μακρόχρονη πολιτική παράδοση με τη θλίψη της άγονης πορείας και της στυφής γεύσης της πραγματικότητας μετά το ’74.
Πικρός ο προβληματισμός που διαχέεται συνεχώς στα ποιήματα της συλλογής: «Η χώρα αιμάσσουσα μας καταδιώκεσαι ακόμη πικρότερη
η διαπίστωση πως η ανθρωπιά και η αντοχή μάς λυγίζουν, παρόλο που «τούτος ο τόπος δε λέει να μας εγκαταλείψει» Η συλλογή, κομιδή
μιας πολυεπίπεδης, ποιητικής κατάθεσης στοχεύει στο διάλογο με τον αναγνώστη και στην απαρχή ενός βαθύτερου προβληματισμού βαθιά στην ψυχή, εκεί που φωλιάζει, καιροφυλακτεί ή αδρανεί η ευαισθησία μας.

.

ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΟΙ ΤΟΥ ΟΡΙΖΟΝΤΑ
To Βραβείο «Κώστα Μόντη» στην Αλεξάνδρα Γαλανού

Το δεύτερο βραβείο «Κώστα Μόντη» που καθιέρωσε, το Φεβρουάριο του 2000, η Γραμματεία Πολιτισμού του ΔΗΣΥ, απονέμεται φέτος στην ποιήτρια Αλεξάνδρα Γαλανού. Η τελετή απονομής θα πραγματοποιηθεί την ερχόμενη Δευτέρα, στις 7.30 μ.μ., στο Αρχοντικά Τεχνών ARTE.
Σε χθεσινή διάσκεψη Τύπου, ο αναπληρωτής Επίτροπος Πολιτισμού Δημήτρης Ταλιαδώρος, τόνισε ότι η Κριτική Επιτροπή αποφάσισε να απονείμει το βραβείο στην κ. Γαλανού για την ποιητική της συλλογή «Συγκάτοικοι του Ορίζοντα» (εκδόσεις Σμίλη, Αθήνα 2000) που κατατέθηκε
στην Κρατική Βιβλιοθήκη το 2001. «Πρόκειται», είπε, «για μια συλλογή που χαρακτηρίστηκε από την Επιτροπή ως σοβαρή, συγκροτημένη, με φιλοσοφική λιτότητα και καθαρότητα σκέψης. Με τη βράβευση της Αλεξάνδρας Γαλανού
αναδεικνύεται η γυναικεία ποίηση στην Κύπρο». Σημείωσε, ακόμα, ότι το έργο αυτό ασχολείται με την ανθρώπινη πορεία και τις προοπτικές της. «Με τις συγκρούσεις, τις αντιφάσεις, τις αμφιβολίες και τις συγκινήσεις της ζωής,
μέσα από τη γυναικεία ευαισθησία», ανέφερε και πρόσθεσε: «Με έντονη συναισθηματική φόρτιση δημιουργεί ένα εντελώς προσωπικό ύφος, μια προσωπική γραφή με απέριττη και καθαρή σκέψη».

Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΝΙΟΣ ΣΤΗΝ «ΑΛΗΘΕΙΑ»

Αλεξάνδρας Γαλανού: “Συγκάτοικοι ίου ορίζοντα” – σαν κύμα που σβήνει στην ακτή

Όταν διαβάζω ποίηση της Αλεξάνδρας Γαλανού νιώθω πως κάθομαι στην ακτή και αφήνω τα κύματα να με σκεπάζουν μέχρι επάνω. Μέσα από τις όμορφες, και πάντοτε καλοδουλεμένες, λέξεις της Αλεξάνδρας αναδύεται το νόημα της ζωής. Όπως ήταν παλιά, όπως είναι σήμερα και όπως, ενδεχομένως, θα είναι στο μέλλον, όταν οι άνθρωποι θα έχουν γίνει μηχανές κουρδισμένες να εκτελούν παραγγέλματα παρανοϊκών επιστημόνων.

«Το κύμα ερωτοτροπεί/χρωματογραφώντας το πέλαγος/Στην αντίστροφη μέτρηση/του ανέμου/λωρίδα από ροδόχρωμα/έτσι όπως βυθίζεται/στο αιώνιο/του ορίζοντα/ταξιδεύει/στο ράμφος του γλάρου/μέχρι την ανατολική/ακτή του έρωτα/Το νησί/μ’ άσπρα χαμόγελα/στα σπίτια/σ’ αποχαιρετά/ενώ εσύ κλείνεις/τη φλυαρία του φλοίσβου/αιχμάλωτη στις εσοχές/των κοχυλιών/για συντροφιά/τις αφέγγαρες βραδιές/κάποιου χειμώνα”.

Το συναίσθημα είναι διάχυτο σε όλα τα ποιήματα, κάποια από τα οποία ανατέμνουν με χειρουργική ακρίβεια την πραγματικότητα, και κάποια αιωρούνται σαν σωματίδια ύλης στο γαλαξία των συναισθημάτων.
Γιατί, όσο και αν μας έχουν πριονίσει οι ανάγκες της καθημερινότητας, μονάχα ένας φωτεινός γαλαξίας υπάρχει: αυτός των συναισθημάτων. Και ο πιο χορτασμένος άνθρωπος, και ο πιο παραφουσκωμένος αστός, και ο πιο
επαγγελματικός υπερόπτης, εκεί, τελικά, ταξιδεύει, έστω
και αν αργεί πολύ να το κάνει.

«Σ’ ένα κομμάτι/κλεμμένο χαρτί/διπλωμένο στα τέσσερα/θα σου γράψω/ένα ποίημα/με στίχους που στάζουνε βροχή/και δυό στροφές/σ’ απόχρωση
βαθιά του μπλε/Οι λέξεις διάφανες κι απλές/με λιγοστά εφόδια/κινούνται πια οι ποιητές/Ριπή μες στη σιωπή/η γραφή/χωρίς ρίμα η μουσική/Με μια μόνο αφιέρωση/Στο λαθραναγνώστη της ψυχής».

Τι να κάνουμε; Αφού δεν υπάρχουν πλέον αναγνώστες της ψυχής, ας απευθυνθούμε στους λαθραναγνώστες. Σε εκείνους, με άλλα λόγια, που
νομίζουν πως η ευτυχία είναι το παραδείσιο πουλί των ονείρων τους, ενώ είναι το μαδημένο σπουργίτι που κτυπάει, νύκτα συνήθως, το τζάμι της ξώθυρας. Η Αλεξάνδρα με την ποίησή της τρυπάει το δέρμα μας. Το παχύ μας δέρμα. Ή τουλάχιστον αυτό προσπαθεί να κάνει.

«Συγκάτοικοι του ορίζοντα/γυρεύαμε/ένα άστρο/να κρεμάσουμε/τις προσδοκίες μας/ένα μονοπάτι φως/να χωρέσει/το όνειρο/ένα φυλλόδεντρο/να κρύψουμε την αγάπη/Οι άλλοι/δεν μας
πρόσφεραν/παρά ένα φύλλο πορείας/για το τέρμα».
Φύλλο πορείας!

Μεγάλη υπόθεση. Από τη στιγμή που θα έρθουμε στον κόσμο ως τη στιγμή που θα αναχωρήσουμε, αυτή η πορεία σημαδεύει τη ζωή μας. Είναι μια πορεία αλλόκοτη, ανεξήγητη, ανερμήνευτη, κλειστή σαν σαλιγκάρι, μυστήρια σαν το σύμπαν, μα αξίζει τον κόπο. Στην πορεία δεν υπάρχουν μόνο άνθη, υπάρχουν και αγκάθια και αν θέλουμε να γλιστρήσουμε μέσα από τα χέρια της πλήξης, αυτά τα αγκάθια πρόκειται να μας σώσουν.
Οι πληγές τους έπαθλα που στολίζουν τα στήθη, παράσημα μιας άλλης διάστασης – χωρίς αυτά τι διαφορά έχουμε απ’ το πλήθος που βαδίζει συντεταγμένο κάτω από τους ήχους των σαλπίγγων;

«Στην υγρασία της νύκτας/μούλιασαν τα όνειρα/Το πρωί/σαν βγήκε στην αυλή/βρήκε στα χέρια της/να μπλέκεται/μια μάζα άμορφη, λευκή/Είπε να
φτιάξει/ένα ψωμί/Μέχρι το μεσημέρι/θα ψηθεί/Ξέχασε όμως η άμυαλη/πως δεν είχε προζύμι/κι αρκέστηκε στο πρόσφορο/και μια ευχή/για τη γιορτή την Κυριακή».

Το καλύτερο με την ποίηση της Αλεξάνδρας Γαλανού είναι η αυθεντικότητα – ως ποιήτρια δεν πουλάει παραμύθια, αν και θα μπορούσε κανείς να πει πως και τα παραμύθια έχουν τη χρησιμότητά τους. Απεναντίας: χαράζει τομές στο κουρασμένο σώμα της κοινωνίας, κάποτε μελαγχολική, κάποτε αισιόδοξη, κάποτε φορτωμένη με πινελιές του ονείρου, πάντοτε, όμως, χαρισματική και σαφής για όσα πιστεύει και ασπάζεται.
Εν τούτοις, σε κάποια ποιήματα επιβάλλεται η δεύτερη ανάγνωση – μια σκληρή ματιά πίσω από τις λέξεις. Ίσως γιατί τα θέματα είναι πιο σύνθετα, ίσως γιατί η αλήθεια ποτέ δεν επιπλέει, βρίσκεται πάντοτε κρυμμένη στο βυθό, και μάλιστα τόσο καλά κρυμμένη που χρειάζεται προσπάθεια
για να την εντοπίσεις.

«Φυλλομετράς τις μέρες/με αποκόμματα/εφημερίδων/Ταξινομείς τα γεγονότα/Μετατοπίζεις ημερομηνίες/Οριοθετείς συνάξεις/Μ’ ανύπαρκτες αποδράσεις/σκηνοθετείς/φανταστικές επαναστάσεις/Προσθέτεις
κι αφαιρείς/αισθήματα/στην εκλογίκευση/της πράξης».

Σ’ ένα κόσμο που παρανοϊκά κυνηγά το εφήμερο, σ’ ένα κόσμο που πέταξε τις παραδοσιακές του αρχές στα σκουπίδια, οραματιζόμενος κλέη χρηματιστηριακά, η ποίηση είναι ένα φως που χρειαζόμαστε. Αν χαθεί και αυτή, χαθήκαμε όλοι – δεν υπάρχει δείκτης που διασώζει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Αυτό, κατά την άποψή μου, λέει και η Αλεξάνδρα Γαλανού σ’ έναν θαυμάσιο άτιτλο αντίλαλο:

«Στη χοάνη/της ρουφήχτρας μέρας/όλο βυθίζομαι/Στόμιο από φως/και προχωρώ/Σκοτάδι στιλπνό/Πού και πώς/να γαντζωθώ/προτού πνιγώ;/Ελπίδα μόνη/διαφυγής/οι ζωγραφιές/από παράθυρα/στον τοίχο/Ίσως γι’ αυτό/τα σχέδια απόδρασης/να έμειναν/μόνο στο χαρτί».

Και όμως, ακόμα και στο χαρτί δεν παύουν να είναι σχέδια απόδρασης.

Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΤΖΗΘΩΜΑΣ στις ΒΙΒΛΙΟΕΠΙΛΟΓΕΣ

Η νέα ποιητική δουλειά της Αλεξάνδρας Γαλανού «Συγκάτοικοι του ρίζοντα» έρχεται να προστεθεί ως συνέχεια μιας γόνιμης και ουσιαστικής πορείας, μιας ποιητικής παρουσίας που διαβάσαμε στο έργο της «Ανάμεσα στο ζαφειρί και στο γήινο».
Πρόκειται για ένα έργο που πηγάζει από μια εμπειρική πραγματικότητα, από μια καθαρά συνειδησιακή, γνωστική και ηθική στάση απέναντι στην ίδια την πορεία του ανθρώπου με σκοπό να προσδιορίσει τις προοπτικές αυτής της πορείας. Επιλέγει τον εαυτό της ως εκπρόσωπο μιας
εσωτερικής διαλογοποίησης του στοχασμού που εισχωρεί μέσα στην σύνθεση ενός κοινωνικού προσδιορισμού του χώρου και του χρόνου. Μέσα από αυτόν
αντλεί τις αντιφάσεις, τις συγκρούσεις, τις αμφιβολίες αλλά και τις συγκινήσεις, τις αποχρώσεις και τις προθέσεις της ζωής.
Η ποιήτρια “μεταφράζει” όλα τούτα σε μια ιδιαιτερότητα, μια εντελώς προσωπική διαλεκτική σχέση που καθιστά το έργο της κοινωνικά σημαντική λεκτική εκδήλωση.
Η ποιητική συλλογή χωρίζεται σε τρία μέρη: Το κύριο σώμα της εργασίας καλύπτουν είκοσι ποιήματα που τοποθετούνται στο πρώτο μέρος του βιβλίου με τους τίτλους τους. Το δεύτερο μέρος περιλαμβάνει έξι ποιήματα με γενικό τίτλο «Ατιτλοι αντίλαλοι» και στο τρίτο μέρος, με τίτλο «Μετέωρα λόγια», καταγράφονται έντεκα ολιγόστιχα ποιήματα που θα τα ονόμαζα “ποιητικές
στιγμές” και θα μπορούσαν μελλοντικά να αποτελέσουν αφόρμηση για ανάπτυξή τους ή να ενσωματωθούν σε άλλα ποιήματα. Όμως προσωπικά τα βρίσκω πολύ μεστά και, παρά την επιγραμματικότητά τους, με “θηλυκή” αντίληψη της ζωής.
Η γυναικεία ευαισθησία λειτουργεί ακατάπαυστα. Δεν είναι τα πράγματα που κοιτάζει, αλλά ο τρόπος που τα κοιτάζει και τα υπομένει:

Οι ποιητές
τις νύκτες
μεταναστεύουν
στη συνοικία του ορίζοντα.
Μόνο έτσι μπορούν
να υπομείνουν
τη μέρα.

Μέσα από ένα προσωπικό ύφος μεταδίδει την πρόθεσή της που δεν είναι άλλη από την ενσωματωμένη συνύπαρξη των κοινωνικο-ιδεολογικών εμπειριών που προέρχονται τόσο από το παρελθόν όσο και από το παρόν. Αυτός
είναι ο προορισμός που ξεπροβάλλει από τη “σχισμή τ* απείρου” με ανάλαφρες αποσκευές:

Δε σου χρειάζεται [παροντικός χρόνος]
παρά μόνο ,
Ανάμνηση από γέλιο που γητεύει
Απόσταγμα από δάκρυ που ξεθώριασε [παρελθοντικός χρόνος]
Λίγη φλούδα μυρωδιάς από άνοιξη
και μια ντροπαλή ανεμώνα
που ξεχάστηκε [παρελθοντικός χρόνος]

Αυτή η εναλλαγή χρόνων προσδιορίζει τη διαχρονικότητα των ψυχικών μεταπτώσεων που κινούνται με μυστηριακή οικειότητα, δημιουργώντας ένα κύκλο αναζητήσεων, με αποτέλεσμα ν’ αφήνουν σημάδια στο σώμα της
κοινωνικής μας προσαρμογής:

Ο χώρος κι ο χρόνος
χιαστί διαγράφουν
το σχήμα της μέρας.

Η Αλεξάνδρα Γαλανού διάλεξε δύσκολο δρόμο να εκφραστεί, να διεισδύσει σε μια διαδικασία αυτογνωσίας, ν’ ασχοληθεί με τη φυσική θρησκεία του κάθε ανθρώπου, την ποίηση.
Με έντονη συναισθηματική φόρτιση, με περιφραστική απόδοση των στίχων ή με επιγραμματική διατύπωση των νοημάτων καταφέρνει να δημιουργήσει ένα εντελώς προσωπικό ύφος, μια προσωπική γραφή, στοιχεία που τη βοηθούν να ξεχωρίζει ως ποιήτρια με την πραγματική έννοια της λέξης.
Κυρίαρχα στοιχεία αυτής της ποίησης είναι η ψυχική ευφορία, η ήρεμη και ισορροπημένη γραφή, το ονειρικό κοίταγμα του παρελθόντος, η μεταφυσική αντίκρυση της ζωής, η αστείρευτη φαντασία αλλά και ο θαυμαστός εντοπισμός λεπτομερειών που προκαλούν εντύπωση.
Χωρίς περίπλοκα ρητορικά σχήματα ντύνει το στίχο της με απλές λέξεις χωρίς φτιασίδια και ωραιόπλουμα διακοσμητικά στοιχεία. Αντίθετα, με τρόπο απέριττο και καθαρή σκέψη ακολουθεί μια τροχαιά εξομολογητική που
την διέπουν ανθρώπινες καταστάσεις και εμπειρίες. Ζωγραφίζει με ανάγλυφες χρωματικές εικόνες την εικόνα του ανθρώπου που θέλει να εκλογικεύσει την πράξη:

Φυλλομετράς τις μέρες
με τ* αποκόμματα
εφημερίδων.
Ταξινομείς τα γεγονότα
Μετατοπίζεις ημερομηνίες
Οριοθετείς συνάξεις.
Μ’ ανύπαρκτες αποδράσεις
σκηνοθετείς
φανταστικές επαναστάσεις.

κι αλλού με καβαφικό ύφος και καβαφικό διδακτισμό θα γράψει:

Κι αν δεν μπορέσεις
ν’ αναχαιτίσεις
το συρμό του διασυρμού
προσπάθησε τουλάχιστον
στου αναχρονισμού σου
αυθεντικός
να παραμείνεις.

Το ερωτικό στοιχείο εισέρχεται ανυποψίαστα και προσδίδει στην ποίηση της Γαλανού μια γεύση γλυκόπικρη μα και συγκινητική συνάμα:

Ο ανυποψίαστος Απρίλης
άνοιξε τα βλέφαρα
στον έρωτα
και τυφλώθηκε.
Τα μάτια του
δεν είχαν συνηθίσει
αυτή τη λάμψη.

Οι λέξεις είναι ελεύθερες κι η δύναμή τους αποδίδεται με φιλοσοφημένα και καθαρά ποιητικά στοιχεία. Η γραφή της ποιήτριας περιστρέφεται γύρω από δύο άξονες έκφρασης: Την υπονοητική και τη συμβολική. Στην πρώτη,
την υπονοητική, εμπεριέχονται υπαινιγμοί, αλληγορίες, ζωγραφικές εικόνες, ασυμπλήρωτες περιγραφές. Η τακτική αυτή έχει σκοπό τη σύζευξη και κατ’ επέκταση την επικράτηση έλλογων και άλογων στοιχείων που μεταθέτουν τη σκέψη σ’ ένα χώρο αισθητικό και εντελώς υποκειμενικό με στόχο την εσωτερική ισορροπία. Η δεύτερη, η συμβολική έκφραση, υποβάλλει στον αναγνώστη ένα συναισθηματισμό και συνάμα ένα προβληματισμό που θα τον βοηθήσει να έχει πλατύτερη αντίληψη της ζωής, μεγαλύτερη επαφή με την αμφισημία της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε καιρούς δύσκολους, ασαφείς και
σκοτεινούς.
Οι δυο άξονες είναι ταυτόχρονα και αφετηρίες για να κινητοποιηθεί η ευαισθησία της δημιουργού, η οποία με το στίχο της πυροδοτεί ένα μηχανισμό για γονιμοποιό πράξη που συμβάλλει στην αποτίμηση των βιωματικών,
συγκινησιακών και γνωστικών μας μεταβολών όταν οι συνθήκες μάς αναγκάζουν:

Συγκάτοικοι του ορίζοντα
γυρεύαμε
ένα άστρο
να κρεμάσουμε
τις προσδοκίες μας
ένα μονοπάτι φως
να χωρέσει
το όνειρο
ένα φυλλόδεντρο
να κρύψουμε
την αγάπη.
Οι άλλοι
δε μας πρόσφεραν
παρά ένα φύλλο πορείας
για το τέρμα.

Η εκφραστική δύναμη των απρόσμενων εικόνων, που μας φανερώνει η λεπτή και διακριτική παρατηρητικότητα της ποιήτριας, αποκαλύπτει την πραγματικότητα αλλά και την ψυχική φόρτιση που δημιουργεί η θέαση
της φύσης, των ανθρώπων και των καθημερινών βιωμάτων:

Γυναίκα

Μια σπασμένη καρέκλα
δυο βιβλία για δεκανίκια
κι ένα κομμάτι σπάγγο
σφικτά δεμένο.

Απόψε,
ο αγέρας βρέχει κουκουνάρια
με νυσταγμένα μάτια.
Κλωνάρι ιτιάς γυμνό
κτυπά τα κεραμίδια.
Κλάμα της γάτας μακρινό
διασχίζει το σκοτάδι.
Οι δείκτες κινούνται
από φθινόπωρο σε φθινόπωρο
καθώς η εικόνα επιστρέφει
στο ίδιο πάντα δωμάτιο.
Η γυναίκα
με το βλέμμα βιδωμένο
στο πόμολο της πόρτας
και την παλάμη
ν’ ανοιγοκλείνει αναποφάσιστα
κάθεται στη σπασμένη καρέκλα.
Δυο βιβλία για δεκανίκια
κι ένα κομμάτι σπάγκο
σφικτά δεμένο.
Έτσι δισταχτική παρθένα
κι άτολμη,
θα μείνει ώς το πρωί.
Αύριο,
ίσως σκεφτεί
να γράψει ιστορία…

Το ποιητικό έργο της Αλεξάνδρας Γαλανού επιζητεί να επικοινωνήσει με την σύγχρονη εποχή και μέσα από μια φιλτραρισμένη νόηση αφήνει να περάσουν στιγμές που αποκαλύπτουν μιαν ευαίσθητη και προβληματισμένη
ψυχή που γράφει τη δική της ιστορία με στίχους καλόδεχτους.

Βέρα Κορφιώτη

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 1

Η Αλεξάνδρα Γαλανού κάνει τη δεύτερη, επίσημη ποιητική της εμφάνιση με τη συλλογή της «Συγκάτοικοι του Ορίζοντα». Κι είναι από το πρώτο της κιόλας ποίημα που παρουσιάζεται η δήλωση ότι η εμφάνιση αυτή πλέον γίνεται ανεπιστρεπτί. Προηγήθηκε το 1996 η συλλογή « Ανάμεσα στο Ζαφείρι και το γήινο».
Με προσεγμένο βηματισμό και χαμηλούς τόνους, η Γαλανού
επανέρχεται ξανά με το καινούργιο της βιβλίο που εξαρχής εκπέμπει και το ύφος της συνέπειας, για να επιβεβαιώσει την μόνιμη πια παρουσία της στον ποιητικό χώρο. Κάτω από το συγκρατημένα μοντέρνο αλλά και λιτό ένδυμα των στίχων
της διακρίνεται μια ελεγχόμενη διάταξη αισθημάτων, μια προσεγμένα αφηρημένη δομή σκέψεως, και μια κριτική επιλογή σύνθεσης εικόνων που χαρακτηρίζουν τα ποιήματά της.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 2
Η Αλεξάνδρα Γαλανού, προ καιρού αθέατη συγκάτοικη ενός ορίζοντα ποιητικού, κουβαλώντας, εντός της και γύρω της, την παράδοση που της κληροδότησε η μητέρα της, η καταξιωμένη ποιήτρια Ναδίνα Δημητρίου, ιχνηλατεί, επιβεβαιώνεται ως αδιάγνωστος ποιητής μέσα στην οχλοβοή και τις φανφάρες, χωρίς καμιά χλιδή στο ύφος και στο λόγο. Συχνά στα ποιήματα της συναντούμε ένα ρυθμό που κυλά συνταιριασμένος με
ανεπαίσθητη ειρωνεία. Μια ειρωνεία που υποβοσκεί, άλλοτε αθέατα κι άλλοτε περισσότερο φανερά. Μπορεί σε κάποιους κοινωνικούς χώρους
η ποιητική της παρουσία να παραμένει αδιάγνωστη, αλλά ακόμη και
τότε με μόνο το πορφυρό της παπαρούνας για αφορμή, υπενθυμίζει
στους πιγκουίνους που τελετουργούν στη γραμμή υποτελείς, υπενθυμίζει την οδυνηρή πραγματικότητα, τη Πράσινη Γραμμή.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 3
Η Αλεξάνδρα Γαλανού έχει σπουδάσει κοινωνιολογία και κοινωνική ψυχολογία. Είναι ίσως γι αυτό που μπορεί κάποιος να διακρίνει ότι οι παρατηρήσεις της αποτελούν μια θεώρηση της ζωής από μια κοινωνικοψυχολογική σκοπιά. Κι ακόμη να διακρίνει το γεγονός ότι η ποιήτρια φιλτράρει τα καθημερινά γεγονότα μέσα από μια διεργασία κοινωνιολογικής έρευνας. Την ίδια όμως στιγμή, η Αλεξάνδρα αποκρυπτογραφεί τις εμπειρίες της ψηλαφώντας τα ιερογλυφικά της μνήμης της. Κι αυτό δεν παραλείπει να το κάνει σε τακτά διαστήματα της πορείας του φεγγαριού σαν μια ιεροτελεστία ανάμεσα στα μικρά όνειρα και με οδηγήτρια σκιά την τελευταία πυγολαμπίδα.

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΛΕΣΚΗΣ ΣΤΟΝ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟ (21/12/2000)

Φορτισμένη με ανησυχίες η ποίηση της Αλεξάνδρας Γαλανού

ΠΡΩΤΗ εμφάνιση της Αλεξάνδρας Γαλανού στην ποίηση πριν από τέσσερα χρόνια προκάλεσε έκπληξη -όση μπορεί να προκαλέσει, φυσικά, ένα ποιητικό βιβλίο στον τόπο μας. Το βιβλίο εκείνο, με τον τίτλο «Ανάμεσα στο ζαφείρι και το γήινο», προσέχτηκε και σχολιάστηκε απ’ όσους παρακολουθούν την ποιητική μας παραγωγή, αλλά και ευρύτερα, από ανθρώπους που συνήθως δεν ασχολούνται με τη λογοτεχνία, για το λόγο ότι η ποιήτρια ήταν σύζυγος ενός εν ενεργεία πολιτικού και μάλιστα προέδρου της Βουλής και ο λόγος της, φορτωμένος με κοινωνικές και πολιτικές νύξεις και προεκτάσεις, είχε ιδιαίτερη σημασία, Κάποια σχόλια γράφτηκαν τότε και στον αδιάφορο για τη λογοτεχνία γενικά κυπριακό Τύπο, με πιο αξιοπρόσεκτη και ενδιαφέρουσα μια κριτική του Ανδρέα Χριστοφίδη, που δημοσιεύτηκε στο «Φιλελεύθερο» της 8ης Μαίου 1996.
Αυτό που από καθαρά λογοτεχνική άποψη προκάλεσε ενδιαφέρον είναι ότι η Αλεξάνδρα Γαλανού παρουσιάστηκε κάπως απρόσμενα στο κυπριακό ποιητικό σκηνικό και, κυρίως, το ότι παρουσιαζόμενη κατάθεσε έργο ώριμο,
απαλλαγμένο από τα μειονεκτήματα της φλυαρίας, του διδακτισμού, της ανάλωσης στην παρουσίαση του κοινότυπου, των αναφομείωτων επιδράσεων από τους μεγάλους ποιητές ή της πλήρους άγνοιας του έργου τους. Στέκω στα σημεία αυτά γιατί είναι συχνά ευδιάκριτα στο έργο ποιητών, που καταφεύγουν στην ποίηση σε ώριμη ηλικία.
Στην περίπτωση της Αλεξάνδρας Γαλανού δεν ήταν μόνο η απουσία αυτών των στοιχείων. Ήταν, κυρίως, η έντονη σφραγίδα μιας προσωπικής γραφής, ενός επεξεργασμένου και ολοκληρωμένου ποιητικού κώδικα, ενός
άρτιου προσωπικού ποιητικού ύφους, με στρωτούς και σφιχτοδεμένους στίχους, καθαρό και ακριβή λόγο,’ με πυκνότητα νοημάτων και αφαι-
ρετικές προεκτάσεις. Και αυτά. χτισμένα πάνω σ’ ένα πυκνό νοηματικό υπόβαθρο, αποτελούμενο από ένα σύνολο βιωμάτων, εμπειριών, σκέψεων, παραστάσεων, συγκινήσεων, που καταγράφηκαν μέσα της και αναζητού-
σαν διέξοδο μέσα από τους στίχους. Τα στοιχεία αυτά. λοιπόν, στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης και άρτιας ποιητικής κατάθεσης, έκαναν τη δουλειά της ποιήτριας ενδιαφέρουσα.
Με το δεύτερο της βιβλίο, την ποιητική συλλογή «Συγκάτοικοι του ορίζοντα», η Αλεξάνδρα Γαλανού έρχεται να καθιερώσει την ποιητική που εισηγήθηκε με το πρώτο της βιβλίο και να την οριστικοποιήσει ως δικό της προσωπικό τρόπο γραφής, ως δικό της ποιητικό ύφος και να χαράξει τα όρια του ποιητικού της κόσμου, της θεματολογίας και του κοινωνικού της προσανατολισμού.
Ο κάθε ποιητής αντλεί το υλικό της ποίησής του από μέσα του. Μνήμες, εμπειρίες, συγκινήσεις, συμβιβασμοί και επαναστάσεις, γεύσεις και αρώματα, που μαζεύτηκαν μέσα του διαχρονικά και αποτελούν ένα διαρκές και μόνιμο πια κεφάλαιο. Είναι όλα όσα ένας ευαίσθητος δέχτης συγκεντρώνει μέσα του. Αλλά είναι πηγή χαράς και περηφάνιας, άλλα τον πονούν και τον καταπιέζουν.
Στο τέλος είναι όλα πια ένας κεκτημένος πλούτος, όπως κι αν αποκτήθηκε, με κέρδη ή με ζημιές της ψυχής.
Η διεργασία συγκέντρωσης αυτού του υλικού μέσα στον ποιητή είναι η πράξη εκείνη της ποιητικής δημιουργίας που συμβαίνει εκτός σκηνής. Είναι όμως εξίσου σημαντική. Γιατί οι καταγραφές αυτές, η αποτύπωση του ουσιαστικού μέρους των πραγμάτων, οι εντάσεις και η ζωηρότητα των χρωμάτων και των ρυθμών τους, ο πλούτος και το βάθος τους. είναι σύμφωνα με το ήθος και το ύφος του ανθρώπου. Ένας άνθρωπος ενδιαφέρον και με ύφος. θα έχει και ενδιαφέρουσες και με ύφος καταγραφές στην ψυχή του. Κι όταν μιλήσει ως ποιητής, θα έχει κάτι να πει.
Η ενεργοποίηση αυτών των καταγραφών κατά τη διεργασία της ποιητικής δημιουργίας προκαλείται από διάφορα ερεθίσματα, που δέχεται ο ποιητής από το περιβάλλον του, από τον κοινωνικό του περίγυρο, αλλά και από τις πνευματικές και ψυχικές του αναζητήσεις. Και το παρελθόν συνδέεται με το παρόν και ο λόγος αποκτά βάθος, διακριτικότητα και δραστικότητα. Τόσο στη συλλογή της Αλεξάνδρας Γαλανού «Ανάμεσα στο ζαφείρι και το γήινο», όσο και στους «Συγκάτοικους του ορίζοντα», υπάρχει ένα πυκνό και ενδιαφέρον
υπόστρωμα εμπειριών, βιωμάτων, σκέψεων, συγκινήσεων, μικρών και μεγάλων επαναστάσεων. Το υπόστρωμα αυτό το νιώθεις κάτω από τους στίχους, κάποτε το αποκρυπτογραφείς κιόλας, ως ένας «λαθραναγνώστης της ψυχής», παρόλο που γενικά είναι σκοτεινό και άβατο.
Η πρόσβαση σ’ αυτό γίνεται αποσπασματικά. στο βαθμό που η ελλειπτική ποιητική γραφή, με την πυκνότητα και την αφαιρετικότητά της, μας επιτρέπει να το πλησιάσουμε. Ο στίχος είναι σαν φωτεινές σφήνες, που διασπούν εδώ κι εκεί το πάνω μέρος του υποστρώματος αυτού και μας επιτρέπουν να κοιτάξουμε κάποιο μέρος του από μέσα. Αυτό, φυσικά, δεν είναι το κύριο ζητούμενο.
Το κύριο είναι αυτό που η ποιήτρια επιλέγει να εκφράσει, σε πρώτο επίπεδο, με τους στίχους της. Το υπόστρωμα είναι το βάθος, που δίνει προοπτική και γοητεία, αλλά και που τεκμηριώνει αυτό που θέλει να μας πει με αληθινές εμπειρίες ζωής.
Γιατί οι φωτεινές αυτές σφήνες των στίχων είναι ερεθίσματα και χειρονομίες, που προκαλούνται, σε τελευταία ανάλυση, από το βάρος της σύγχρονης κοινωνικής τριβής και είναι φορτισμένες από ανάλογο προβληματισμό και ανησυχίες.
Έτσι αναπτύσσεται αυτός ο διάλογος, για τον οποίο μίλησα από πριν με διαφορετικά λόγια.
Πρόκειται για ένα διάλογο ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν, που γίνεται, φυσικά, με νύξεις και με σιωπές ή παρασιωπήσεις, όμως τον αισθάνεσαι. Κι αυτό μου φαίνεται πως είναι η πηγή της γοητείας της ποίησης της Αλεξάνδρας Γαλανού.
Έτσι ο αναγνώστης γίνεται μέτοχος ή, όπως το λέει σ’ ένα στίχο της η ποιήτρια, στον οποίο αναφέρθηκα ήδη, γίνεται ένας «λαθραναγνώστης της ψυχής».
Ας δούμε, όμως, μερικά αποσπάσματα, σε μια προσπάθεια τεκμηρίωσης όσων λέχθηκαν πιο πάνω για το υπόγειο στρώμα και τις φωτεινές σφήνες των στίχων και το διάλογο ανάμεσα στα δυο επίπεδα:

Δεν σου χρειάζεται παρά μόνο / ανάμνηση οπό γέλιο που γητεύει / απόσταγμα από δάκρυ που ξεθώριασε/λίγη φλούδα μυρωδιάς από άνοιξη /και μια ντροπαλή ανεμώνα/που ξεχάστηκε, (σελ.7)

Κάθε δέκατη τρίτη /μέρα του φεγγαριού/με του Μορφέα την αγκαλιά / ερμητικά κλειστή/και με οδηγήτρια σκιά/στο διάδρομο των μικρών ονείρων / ψηλαφητά αποκρυπτογραφώ /τα ιερογλυφικά της μνήμης, (σελ. 8)

Υποσχέσεις – διάττοντες αστέρες / Λόγια – καλπόζοντα άλογα / κονιορτός και σύγχυση / μέσα στο φως / τοπίο θολό / άβουλα σώματα / σε περιπλάνηση/ (σελ. 9)
Οι στίχοι αυτοί, με τις διάφορες νύξεις που περιέχουν, μας παραπέμπουν στα ενδόμυχα βιώματα, στις μυρωδιές, στις γεύσεις, στις εσωτερικές συγκρούσεις. Στην προέκτασή τους, φυσικά, γίνονται σαφείς κοινωνικές τοποθετήσεις, αποκαλύπτουν πολλές μικρές επαναστάσεις ενάντια στο κοινωνικό κεκτημένο και την υποκρισία, που κατακάθησαν μέσα στην
ψυχή και βγαίνουν στην επιφάνεια μέσα από τις σχισμές που ανοίγουν οι στίχοι στο κρυφό αυτό υπόστρωμα. Έτσι όλα μετατρέπονται σε πράξη, σε θέση και σε πρόκληση. Αποκτούν αξία μέσα από τον εσωτερικό αυτό διάλογο,
γιατί ούτε οι μνήμες, ούτε οι κοινωνικές τοποθετήσεις από μόνες τους δεν κάνουν την ποίηση.

ΠΟΛΙΤΗΣ (15/10/2000)

ΠΟΙΗΣΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΓΑΛΑΝΟΥ

Η Αλεξάνδρα Γαλανού με τη δεύτερη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Συγκάτοικοι του Ορίζοντα » καταθέτει με λυρική αμεσότητα ένα ώριμο ποιητικό λόγο που απηχεί ευρηματικότητα και φαντασία.
Η πρώτη της ποιητική συλλογή υπό τον τίτλο «Ανάμεσα στο ζαφειρί και
το γήινο» εξεδόθη το 1995, επίσης από τις εκδόσεις «Σμίλη». Τα μηνύματα των καιρών, η ζωή και τα αδιέξοδα της στο χωροχρόνο της Κύπρου,
αποτελούν την παρούσα θεματολογία της.
Με μουσικότητα γραφής καταφέρνει να συνθέσει άρτιες εικόνες που δίδουν συνάμα το στίγμα μιας σύγχρονης γυναίκας. 0 λόγος της λιτός αλλά περιεκτικός, καταφέρνει να γίνεται καίριος. Η ποίησή της διακρίνεται από τρυφερό λυρισμό, αλλά και κριτική διάθεση χωρίς διδακτισμό. Ξεχωρίζουμε το ποίημα «Αδιάγνωστος Άγιος»:
«Της αίθουσας το αχανές / πλημμύρισε χλιδή / φανφάρες και χειροκροτήματα./ Παρόντες οι εκατόνταρχοι / και οι του δήμου οι εκλεκτοί./
Μες στην οχλοβοή / μια χειραψία εδώ / ματιά που προχωρεί εκεί/ Με περιδέραια στο λαιμό / αυτάρεσκα χαμόγελα / και οι πιγκουίνοι στη γραμμή / τελετουργούν υποτελείς./ Αυτοσκοπός ή παρουσία / τα τιμαλφή εκθέματα η αφορμή./ Κι εσύ, Άγιε Αδιάγνωστε,/ το πορφυρό της παπαρούνας ντύθηκες / διέσχισες αιώνες και ταξίδεψες / για να μας συναντήσεις./ Κι όμως γιατί – / Δεν άκουσες; / Στη μνήμη μας ξεθώριασε ακόμα κι αυτή η πράσινη γραμμή»

Η Αλεξάνδρα Γαλανού σπούδασε Κοινωνιολογία κι έκανε μεταπτυχιακά στην Κοινωνική Ψυχολογία Είναι κόρη της ποιήτριας Ναδίνας Δημητρίου, γεγονός που την έφερε από πολύ νωρίς σε επαφή με την ποίηση.
Σήμερα μητέρα η ίδια, τριών παιδιών υπογράφει μεταξύ άλλων ένα
«Πορτραίτο»:
«Φυλλομετράς τις μέρες /μετ αποκόμματα / εφημερίδων./Ταξινομείς τα γεγονότα / Μετατοπίζεις ημερομηνίες / οριοθετείς συνάξεις./ Μ ανύπαρκτες αποδράσεις/σκηνοθετείς /φανταστικές επαναστάσεις./Πρόσθειεις κι αφαιρείς/ αισθήματα / στην εκλογίκευση της πράξης». Όπως και στο πρώτο της βιβλίο, χρησιμοποιεί κι εδώ την ενότητα «Μετέωρα λόγια», όπου με σύντομες και περιεκτικές εκφραστικές φόρμες ολοκληρώνει τη συγκομιδή της ποιητικής καρποφορίας. Παραθέτουμε μερικά:
«Μόνο τα περιστέρια στην πλατεία ικανοποιούνται με ψίχουλα./ ίσως πια
ούτε κι αυτά ακόμη.»
«Η μνήμη δεν ξεχνά / Είναι εμείς που δε θυμόμαστε.»
«Οι ποιητές / τις νύχτες /μεταναστεύουν /στη συνοικία του ορίζονταν Μόνο έτσι μπορούν / να υπομείνουν τη μέρα».

Η ποιήτρια γνωρίζει ακόμα πολύ καλά πού βαδίζει Χωρίς περίτεχνα στολίδια, επιτυγχάνει με εύστοχη γλώσσα να διαπλάθει σύγχρονα ποιήματα με νοηματική ακρίβεια:
«Σκηνοθεσίες, χειρονομίες./ Συντεταγμένες γνωριμίες./ Αχρείαστες στιχομυθίες./ Κι εσύ ακόμα διερωτάσαι / πώς γέμισε ο πίνακας αδιόρθωτες ανορθογραφίες»
Την ίδια ώρα που η ευαισθησία της γραφής ενυπάρχει με το ρομαντικό
κλίμα μιας ποίησης που δεν καθίσταται ούτε στιγμή απαισιόδοξη, η
συγγραφέας κομίζει και τις μεταφυσικές της αναζητήσεις στο «Διαδίκτυο»:

«Με μάτια φωσφορίζοντα / μετροφυλλώ ιστοσελίδες. / Κυκλοφορώ στο χώρο / απρόσκλητος – με κυβερνά / -τον κυβερνώ-/ Είμαι ο δέκτης κι ο πομπός/ Με μόνη συντροφιά / τα στίγματα, / τα τόξα / τ αρχικά νοήματα / Κλείνω τη μέρα / ανοίγω τα παράθυρα /Διακεκομμένα μηνύματα / κι ανάμεσα αναπάντητα /πληθαίνουν τα ερωτήματα/Μια κίνηση αρκεί / Στο www .com./ δικτυώνεται / η ψυχή/ Στη φλύαρη οθόνη / εικονογράφηση ζωής./ Απόψε,/ κάπου φτιάχνουν πόλεμο/ χωρίς πολυβολεία / ενώ οι βόμβες ξαγρυπνούν /
σε μια γωνιά τ ουρανού. / Στο σεληνόφως, κάπου αλλού/ η ορχήστρα
παίζει ουβερτούρες./ Κι εγώ / με τα ακροδάχτυλα στα πλήκτρα της ανίας –
/ ακούω μουσική./ Η επίσκεψη στον πόλεμο / μπορεί να περιμένει./ Προς
το ΐταρόν,/ μ’ ενοχλεί / μια χαραμάφ πόρτας / ανοιχτή.»

Ενδιαφέρον προκαλεί και το γεγονός ότι η ποίηση της Αλεξάνδρας
Γαλανού είναι βαθύτατα ερωτική, αλλά συνάμα ανεπιτήδευτα διακριτική:

«Στην καρέκλα αφημένο / ένα πουκάμισο / Κουλουριασμένο στο χαλί/σε χρώμα νύχτας / το φουστάνι / Στο στήθος της / μια πεταλούδα /που λαμπύριζε../ Ανάμεσα σε τοίχους / με φως κεχριμπάρι / να ξαγρυπνά/ γεύση από άρωμα. / Κάτω από τη φλύαρη αφή / σε ήχους υπόκωφους / το αγκάλιασμα / και στο κρεβάτι / ένα adagio από φιλιά / να μπλέκεται / στα νυσταγμένα μπλε σεντόνια »

Η συγγραφέας τολμά όμως και σ δύσκολες προσεγγίσεις όπως στο
ποίημα «Καβαφικό»:

«Κι αν δεν μπορέσεις / ν αναχαιτίσεις / το συρμό του διασυρμού προσπάθησε τουλάχιστον / στου αναχρονισμού σου / αυθεντικός / να παραμείνεις».

.

Ο ΤΑΣΟΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ στη ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΥΠΡΟ
Αλεξάνδρας Γαλανού: «Συγκάτοικοι τον ορίζοντα».

Με σταθερά βήματα συνεχίζει μια ανοδική πορεία η πολλά υποσχόμενη νέα ποιήτρια Αλεξάνδρα Γαλανού. Όταν κυκλοφόρησε η πρώτη της ποιητική συλλογή «Ανάμεσα στο ζαφείρι και το γήινο» από τότε έστειλε μηνύματα γι’ αυτό που θα ακολουθούσε. Σήμερα που κρατάμε τη δεύτερη συλλογή της ποιήτριας «Συγκάτοικοι τον Ορίζοντα» επαληθεύονται τα όσα γράψαμε
τότε. Πρόκειται ασφαλώς για αξιόλογη ποιήτρια, που δίνει αξία και νόημα και στα πιο απλά πράγματα, τα φαινομενικά ασήμαντα.

Φυλλομετράς τις μέρες
με γ’ αποκόμματα
εφημερίδων
ταξινομείς τα γεγονότα
μετατοπίζεις ημερομηνίες
οριοθετείς συνάξεις
μ’ ανύπαρκτες αποδράσεις
σκηνοθετείς
φανταστικές επαναστάσεις
προσθέτεις κι αφαιρείς
στην εκλογίκευση
της πράξης.

(Πορτραίτο)

Η απλότητα και καθαρότητα του στίχου είναι ασφαλώς στα συν της ποιήτριας και κάνουν την ποίηση της να ξεχωρίζει και να ελκύει.

Το κύμα
ερωτοτροπεί,
χρωματογραφώντας
το πέλαγος.

(Απόσπασμα: «Ασκήσεις του καλοκαιριού»)

Μια παρτίδα τάβλι
με τον Ποσειδώνα
που δραπέτευσε
μεσ’ από ένα φιλιστρίνι
κάπου κοντά κοιμάται
ο Εγκέλαδος.

(Απόσπασμα: «Σαντορίνη»)

Στις 60 περίπου σελίδες του καινούργιου βιβλίου «Συγκάτοικοι του Ορίζοντα» διαβάζουμε ποιήματα γεμάτα λυρισμό και μουσικότητα. Ο στίχος είναι συμπυκνωμένος σε αρκετά ικανοποιητικό βαθμό και αποφεύγεται περίτεχνα η περιττολογία.

Στην καρέκλα αφημένο
ένα πουκάμισο
κουλουριασμένο στο χαλί
σε χρώμα νύχτας
το φουστάνι
στο στήθος της
μια πεταλούδα
που λαμπύριζε
ανάμεσα σε τοίχους
με φως κεχριμπάρι
να ξαγρυπνά
γεύση από άρωμα
κάτω από τη φλύαρη αφή
σε ήχους υπόκωφους
το αγκάλιασμα
και στο κρεβάτι
ένα adagio από φιλία
να μπλέκεται
στα νυσταγμένα μπλε
σεντόνια.

(Αγρυπνία)

Είμαι σίγουρος ότι αρκετά θα γραφούν για την ποίηση της Αλεξάνδρας Γαλανού στο μέλλον. Της εύχομαι κάθε πρόοδο.

.

ΣΤΙΣ ΓΩΝΙΕΣ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ (2008)
ΑΝΔΡΕΑΝΗ ΗΛΙΟΦΩΤΟΥ ΣΤΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΥΠΡΟ

Αλεξάνδρας Γαλανού, Στις γωνιές των λέξεων

Στην τρίτη αυτή ποιητική της συλλογή, η ποιήτρια παρουσιάζεται ώριμη και κατασταλαγμένη, με αποσαφηνισμένο το συναίσθημα, με πλήρη κυριαρχία κι αντιθετική ολοκλήρωση των φυσικών πραγμάτων και των ποιητικών συμβόλων κι ένα λόγο προσωπικό, ευλύγιστο, καίριο και διάφανο.
Η λεπταίσθητη ευαισθησία της αγκαλιάζει τα φυσικά πράγματα και τ’ ανθρώπινα δημιουργήματα μέσα σ’ ένα αντιθετικό γίγνεσθαι: τη μέρα και τη νύχτα, το φως και το σκοτάδι, το λόγο και τη σιωπή, τη μνήμη και τη λήθη, τον πόνο και την παραμυθία.
Οι ιστορίες των ανθρώπων, ο μεγάλος καημός της φθοράς, του διαβατικού και του εφήμερου που συνιστά πόθο αθανασίας, τα τραγικά σημάδια της κυπριακής πραγματικότητας, όπως το δράμα των αγνοουμένων (στο ποίημα DΝΑ), ο χαμαιλεοντισμός των ανθρώπων (στο ποίημα Πρασινοβένετος), η ασυνέπεια κι η ασυναρτησία του πολιτικού μας βίου, δίνονται με μια οικεία αμεσότητα, με χαμηλότονη ζεστασιά, με λεπταίσθητη κατανόηση γυναικείας υπομονετικής στοργής κι αγαπητικής στωικότητας.
Οι πυρήνες της ποίησης που είδα στην ποιητική συλλογή «Στις γωνιές των Λέξεων» ένιωσα να παραπέμπουν απλά στη φιλοσοφία. Γιατί, ενώ υπάρχει η πλήρης μεταστοιχείωση των πραγμάτων, των σκέψεων και των συναισθημάτων σε ποιητικά εικονιστικό λόγο, συντελείται ταυτόχρονα μέσα στην πολυειδή, ετερόκλητη πραγματικότητα των ανθρωπίνων, η σύνοψη, η αφαίρεση και η κόσμηση, η τακτοποίηση δηλαδή• τα τελευταία είναι κύρια χαρακτηριστικά της φιλοσοφίας που επιχειρεί έτσι μια ερμηνεία του ανθρώπου και του κόσμου.
Αυτό όμως που προπαντός μ’ έχει ενθουσιάσει στην τελευταία ποιητική δουλειά τής Γαλανού είναι η κεφαλαιώδης, η θεμελιακή-υπαρξιακή θά ‘λεγα σχέση της ποιήτριας με την τέχνη των τεχνών, την ποίηση.
Η συλλογή «Στις γωνιές των Λέξεων» αρχίζει με «Το Ποίημα», «π’ αναδύεται από το χρώμα της νύχτας και τεντώνει τη σιωπή, μέχρι εκεί που δεν φθάνει ο ήχος των λέξεων». Προχωρεί στην «Περιπέτεια ενός Ποιήματος», που «το κυοφορεί μήνες, το βγάζει βόλτα, το αναμοχλεύει, το ντύνει γιορτινά», όσο να γίνει

κυματοθραύστης
της οργής,
αγκαλιά
της θλίψης;
λάμπα θυέλλης
στο σκοτάδι,

όσο να φτάσει στο «Παραμύθι», όπου «πλάθει ένα ποίημα σαν στρογγυλεμένο
παραμύθι».

Είναι οι λέξεις χωρίς γωνιές
καιρό πολύ τις στίλβωνα
μέχρι να γίνουν λείες.

Η πιθανότητα τραυματισμού
έχει σχεδόν εκλείψει,

Και τέλος να εξομολογηθεί:

Περνώ τις νύχτες μου
ψάχνοντας κρυμμένους στίχους
στις γωνιές των λέξεων:
Σβήνω τη θλίψη,
τρέφω το φόβο,
ξορκίζω τον πόνο
κι αναδιπλώνομαι.

Όλα τούτα μας οδηγούν στον έσχατο της τέχνης λόγο, στην αριστοτελική κάθαρση, στην αρμονία της δημιουργικής έκφρασης, που «εκπλήττει το λυπηρόν» όπως θα ‘λεγε ο Θουκυδίδης.
Κι ακόμη προσωπικά νιώθω να παραπέμπουν στους στίχους του μεγάλου Αλεξανδρινού, του Καβάφη:

Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως
που κάπως ξέρεις από φάρμακα*
νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.
Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως
που κάμνουνε -για λίγο- να μη νιώθεται η πληγή.

(Κ. Καβάφη: Μελαγχολία τον Ιάσωνος Κλεάνδρον ποιητού ενΚομμαγηνή• 595 μ.Χ.)

Η συλλογή τελειώνει με τα ‘Μετέωρα Λόγια’, εννιά πυκνές φωτοστιγμές που σκίζουν το σκοτάδι της μελαγχολίας κι εγκαθιστούν στην ψυχή τη θαλπωρή της ομορφιάς.
Η τελευταία ορίζει τον ποιητή: Ο Αστεροσυλλέκτης Ποιητής/Αλιεντής ονείρων/Ασκητής του ελάχιστον/Χορευτής τον διάφανου/Μύστης της άχρονης στιγμής.
Μ’ αυτές τις εντυπώσεις θά ‘θελα να συγχαρώ τη δημιουργό για την αφοσίωση και την προσφορά της στην ποιητική τέχνη και να της ευχηθώ η Μούσα πάντα να την επισκέπτεται και να τη συντροφεύει, για να μας χαρίζει τέτοιες καλλιτεχνικές δημιουργίες.

.

Ο Ανδρέας Κούνιος (Αλήθεια 24/4/2008)

Στις γωνιές των λέξεων

Της ανίκητης Κυριακής/η ανία/σε σκέψεις κυλά /αργόσχολες /μνήμης εκδρομές/τυμβωρυχίες ερώτων/Κι ενώ η μέρα/σε προσπερνά /αναποδογυρίζεις/ια συρτάρια/και προσπαθείς/ γυαλίζοντας τις θαμπές πια/αναμνήσεις να θυμηθείς.. ./Πότε πήρες το πρώτο σου φιλί;/Καλοκαίρι στους αμμόλοφους/ή ένα απόγευμα που έβρεχε πολύ/ Τί χρώμα είχαν τα μάτια του;/Άραγε το πουκάμισο που φόραγε/να ήταν θαλασσί;

Σε αγγίζουν τα ποιήματα της Αλεξάνδρας Γαλανού στην τελευταία της συλλογή, κάτω από την ονομασία Στις γωνιές των λέξεων. Είναι ποιήματα που θυμίζουν θροίσματα φύλλων, ακόμα και όταν από τους στίχους τους στάζει το παράπονο. Θα επαναλάβω ότι δεν είμαι κριτικός, και επομένως δεν διαθέτω το τεκμήριο του ειδήμονος, αλλά γράφω με βάση τις αντιδράσεις που προκαλεί εντός μου η ποίηση. Με βάση τους κραδασμούς που επιφέρει στην ψυχή μου. Έτσι, έχοντας διαβάσει με λαιμαργία τα ποιήματα της συλλογής, ένιωσα, πάλι, το αίσθημα της οικειότητας, της γνωριμίας. Λες και είναι βγαλμένα, μερικά τουλάχιστον από αυτά, μέσα από δικές μου εμπειρίες, μέσα από βιώματα που, σε κάποιο στάδιο της ζωής μου, με σημάδεψαν, θετικά ή αρνητικά.

Με την πρώτη έκδοση/του Σαββάτου/σε μνημοσυνών αγγελίες/συσσωρευμένοι θάνατοι/αιχμαλωτίζονται/Δραπέτες ανήμποροι/καθήλωμένοι στα πλαίσιά/μίας φωτόγραφίας – με χαμόγελο ή χωρίς-/ανάμεσα σε οδηγούς διασκέδασης/και διαφημίσεις/εκπτώσεων εποχής/έτσι/σαν υπενθύμιση.

Η Αλεξάνδρα Γαλανού χειρίζεται με αρτιότητα το λόγο, παίρνει λέξεις
κοινότοπες ή συνηθισμένες, από εκείνες που προσπερνάμε με παντελή αδιαφορία, και τους δίνει νόημα, περιεχόμενο και, κυρίως, χρώμα. Ενίοτε μουντό, σαν σύννεφο του χειμώνα.

Με τα φτυάρια/της θύμησης/ξεθάβουμε μνήματα/ξεκαρφώνουμε φέρετρα/σταυρώνουμε αισθήματα/Η διακρίβωση της τύχης/των αγνοουμένων/απαιτεί την εξακρίβωση της ταυτότητας/των πεθαμένων/Ξαναχρωματίζουμε τον πόνο/φοράμε τα μαύρα μας γυαλιά/και προχωράμε/σε κηδείες κατ’ επανάληψη/Στα εργαστήρια/η πολιτεία διαγράφει αριθμούς/αφαιρεί γονίδια /προσθέτει μάρτυρες/Στα κυπαρίσσια/οι σκελετοί/ χωρίς ηλικία/με λαξευμένα μάτια/γεμάτα απορία/μας χαιρετούν…

Βάκη Λοϊζίδη

Αλεξάνδρα Γαλανού: Μια αρχόντισσα στη ζωή και στο ποίημα
Πολίτης 21/2/2009

Γέμισε η ζωή / πράξεις ημιτελείς/Όπως το χέρι / που έμεινε μετέωρο / να χαιρετά /τον αναχωρητή / που όλο μικραίνει / στον ορίζοντα…

Το ποίημα είναι αρχιτεκτόνημα αλλά συνάμα αποτελεί και κατάθεση ψυχής. Έχω την άποψη ότι η Γαλανού τουλάχιστον σε ορισμένα ποιήματα καταφέρνει να βρει τη χρυσή ισορροπία μεταξύ των δύο. Και μην νομίσετε ότι η
λέξη “ορισμένα” την υποτιμά. Οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι ένας
καλός ποιητής δεν μπορεί να γράψει στη ζωή του πέρα από μερικά
καλά ποιήματα.

Μήνες τώρα / κυοφορώ ένα ποίημα / Το βγάζω βόλτα / στην αγορά / το αναμοχλεύω / στην κουζίνα. / Σαν τα παλιά χαλιά / το αερίζω στο μπαλκόνι / αποτινάσσω τη σκόνη της σιωπής / και των βουβών βηματισμών / τα αποτυπώματα διαγράφω / Στιγμές χαράς /το ντύνω γιορτινά / κάποτε πάλι με τη δική του / συντροφιά / μαζεύω λέξεις / στην ακροθαλασσιά / Κι όταν η νύχτα / προχωρεί / στους στίχους του / μια φέτα από πανσέληνο / εισχωρεί / το ποίημα / κυματοθραύστης / της οργής / αγκαλιά / της θλίψης / λάμπα θυέλλης / στο σκοτάδι

Μια θύμηση παιδική στέκεται αφορμή για να γεννηθεί το ποίημα, και να μιλήσει η ποιήτρια με καίριο τρόπο για τη γέννηση και την πορεία του πονήματος της.

Ανάμεσα στη γραμμή του ήλιου / και την καμπύλη της νύχτας / πλάθω ένα ποίημα / σαν στρογγυλεμένο παραμύθι. / Είναι οι λέξεις του χωρίς γωνίες / καιρό πολύ τις στίλβωνα / μέχρι να γίνουν λείες / Ύστερα αφαίρεσα / όλες τις οξείες. / Η πιθανότητα τραυματισμού / έχει σχεδόν εκλείψει / Τώρα ανενόχλητα / φυλλομετρώ τα λήμματα / του λεξικού της λήθης.

Η Γαλανού δεν έχει τίποτε να ζηλέψει από άλλες ποιήτριες που έχουν υπερτιμηθεί και ηλικιακά κατατάσσονται στην ίδια περίοδο μαζί της. Προς θεού, μην υποθέσετε ότι υπαινίσσομαι γενιές. Η λογική της κατάταξης των ποιητών σε γενιές είναι ξεπερασμένη και βοηθά μόνο τους φιλόλογους,
που συχνά ξεχνούν ότι η ποίηση αποτελεί μια χειρονομία εν βρασμώ ψυχής και ίσως σπάνια και φαντασμαγορία.
Η Γαλανού γίνεται μ’ ένα δικό της ιδιότυπο τρόπο σαρκαστική για πράγματα που βιώνει χρόνια τώρα εκ των έσω. Διαβάστε το ποίημα “Ο Μέγας Αρχηγός”. Μπορεί να εκληφθεί και ως καίριο σχόλιο για κορυφαίες προσωπικότητες της Κύπρου έστω και αν δεν γράφτηκε για συγκεκριμένα άτομα.
Η ποιήτρια δεν αφήνει όμως την ελπίδα να σβήσει. Διαβάζοντας μερικά ποιήματά της έρχονταν συχνά στη σκέψη μου οι στίχοι του Αντρέα Κάλβου “Γλυκιά ελπίς αν χάσω σε και τι με μέλλει ο βίος” χωρίς βέβαια να υπαινίσσομαι οποιαδήποτε συγγένεια της Γαλανού με τον Κάλβο. Το σημειώνω
αυτό γιατί υπάρχουν και οι κακόβουλοι που ίσως με ειρωνευτούν
γι’ αυτή τη διατύπωση μου.

Όσο για ‘σένα, αν κουραστείς,/ ένα πτυσσόμενο σκαμνί αρκεί. /Έχεις ακόμα περιπλάνηση πολλή / και η ανάπαυση αργεί να ‘ρθει.

Η πρωτοτυπία δεν είναι αυτοσκοπός στην ποίησή της. Αυτό φαίνεται να το γνωρίζει καλά η Αλεξάνδρα, γι’ αυτό και μιλά απλά. Η ποιητική της κατάθεση διατυπώνεται με ιδιαίτερη καθαρότητα. Τα ποιήματά της διακρίνονται για την εσωτερική φωτεινότητά τους. Τα “μετέωρα λόγια” που διαβάζοντάς τα κανείς δεν απομένουν μετέωρα τα φύλαξε η Αλεξάνδρα για το τέλος. Ας τα κρατήσουμε ως δείκτες της ψυχής κι ας σταθούμε με ιδιαίτερη αγάπη στο αποφθεγματικό πόνημά της στη σελίδα 43 του βιβλίου. Δεν ωφελεί / ν’ αναμοχλεύεις στάχτες / Οι γκρίζες σκιές / στα μάτια / σε τυφλώνουν
Τα ποιήματά της εστιάζουν στο ζητούμενο ότι τα λεγόμενα ποιήματα ποιητικής δεν πρέπει να είναι μηχανιστικά γραμμένα αλλά να προκύπτουν από την εντρύφηση στην ίδια τη ζωή ώστε η ποιητική τέχνη να γίνεται κοινωνός της ίδιας της ζωής.

.

ΜΑΡΙΑ ΠΥΛΙΩΤΟΥ

ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2008
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΓΑΛΑΝΟΥ
«ΣΤΙΣ ΓΩΝΙΕΣ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ

Η Αλεξάνδρα Γαλανού κυκλοφόρησε την πρώτη ποιητική της συλλογή «Ανάμεσα στο ζαφειρί και το γήινο» το 1996 (εκδ. Σμίλη, Αθήνα). Ακολούθησε η δεύτερη («Συγκάτοικοι του ορίζοντα») το 2000 από το ίδιο εκδοτικό.
Με αργά, σταθερά βήματα, χωρίς βιασύνη, μας δίνει τώρα τη νέα ποιητική της δουλειά με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Στις γωνιές των λέξεων».
Από την πρώτη κιόλας συλλογή της, πριν δώδεκα χρόνια, η Αλεξάνδρα Γαλανού έχει καθιερωθεί ως μια σημαντική ποιητική παρουσία στον τόπο μας.
Είναι πολύ θετικό το γεγονός που η ποιήτρια αποφεύγει τον παρορμητισμό δεκάδων άλλων ομοτέχνων που σπεύδουν, χωρίς δεύτερη σκέψη, να εμφανίζουν το ένα ποιητικό βιβλίο μετά το άλλο, με μια επικίνδυνη, μάλιστα, αυταρέσκεια. Η ποιήτρια έχει επίγνωση του τι θέλει να δώσει, πότε και πώς. Πιστεύω πως το “πώς” την απασχολεί περισσότερο. Ανεβαίνει την ποιητική κλίμακα σκαλί σκαλί, χωρίς ν’ αφήνει “πράξεις ημιτελείς”, τέτοιες που έχει γεμίσει η ζωή γύρω. Με σοβαρότητα, με αυτογνωσία ελέγχει το υλικό της. “σαν η ευχή / δεν προλάβει / ν’ ακολουθήσει / το διάττοντα αστέρα / μέσα από το χρώμα / της νύχτας αναδύεται / ένα ποίημα”.
Η ποιήτρια μοιάζει ν’ αναμένει τις μέσα της συσσωρεμένες εικόνες, τις εικόνες που γεννάνε τα συναισθήματα, τις ιδέες, τη στάση της απέναντι στα γεγονότα και στα πράγματα.
«Δεν έχει σημασία / αν άφησες μια χαραμάδα / πόρτας ανοιχτή ή μια υποψία φως / στο μπαλκόνι»
Κυρίαρχο στοιχείο στη δουλειά της οι λέξεις και η βαρύτητά τους. Λέξεις αυτόνομες, που δε θορυβούν, που συχνά μοιάζουν άλλοτε με δυνατό φως που πονάει τα μάτια κι άλλοτε με δροσερό αέρι ανακουφιστικό.
” Εσύ λαθροβατείς ακόμη / στο όνειρο”
Και κάπου αλλού: “Πότε πήρες το πρώτο σου φιλί;/καλοκαίρι στους αμμόλοφους/ή ένα απόγευμα που έβρεχε πολύ;”
Η ποιήτρια συχνά επανέρχεται στο θέμα “ποίηση-ποίημα” κι είναι σίγουρο πως την απασχολεί η αισθητική του στίχου ως πρωταρχικό αναγκαίο στη δουλειά της.
«Το ποίημα / κυματοθραύστης / της οργής / αγκαλιά της θλίψης / λάμπα θυέλλης / στο σκοτάδι.»
Εικόνες αυθεντικές που συχνά δίνονται με ένα διακριτικό και συγκρατημένο λυρισμό σε μια κατακάθαρη ατμόσφαιρα.
Βέβαια / ασφυκτικά συμφιλιωμένα/συνομιλούν αθόρυβα / με του τοίχου το εκκρεμές”.
Χωρίς καμιά ιδιαίτερη ταξινόμηση των θεμάτων η ποιήτρια καταπιάνεται με τα παρόντα, μα και με τα παλιά που φτάνουν μέσα από τις μνήμες, μέσα απ’ όσα την έχουν αγγίξει βαθιά.
“Κάποιος από μακριά / το έστειλε εδώ /που κατοικεί ιστοριοδίφης μνήμης – ο ποιητής / το ανοίγει και μονολογεί: /τούτα τα γράμματα που επιβίωσαν του παραλήπτη τους/πώς να τα διαβάσω;”
Μέσα από τους στίχους της ποιήτριας περνάει επίσης η πολιτική ζωή του τόπου, μ’ ένα τρόπο λιτό, όσο και δυνατό, ποτέ κραυγαλέο. Η ουσία – τόσο δυνατή – παραμερίζει τα όποια κηρύγματα, την όποια προπαγάνδα που καραδοκούν επικίνδυνα σε τέτοιες περιπτώσεις.
Ανέστιος περιφέρεται /σε απαστράπτοντα σαλόνια / Γονυπετής / σε σκοτεινούς διαδρόμους / σέρνεται /Λεχρίτης συνεπής / της κάθε εξουσίας
Συγκλονιστικό το ποίημα «DNA». Η ποιήτρια και σ’ αυτό αποφεύγει τις παγίδες, που μπορεί τέτοιο θέμα να στήσει, δίνοντάς μας στίχους όπως αυτούς:
“ξεκαρφώνουμε / φέρετρα / σταυρώνουμε αισθήματα…”
και συνεχίζει:
“Ξαναχρωματίζουμε τον πόνο / φοράμετα μαύρα μας γυαλιά / και προχωράμε σε κηδείες καθ’ επανάληψη…”

Ποιήματα, επίσης, όπως ο «Μέγας Αρχηγός», «Ο επισκέπτης 115238» και άλλα, φανερώνουν πως η Αλεξάνδρα Γαλανού πολύ συχνά μένει στην ατμόσφαιρα του τόπου της κι εκφράζει με το δικό της προσωπικό τρόπο όσα συμβαίνουν γύρω. Τη συγκινούν τ’ ανθρώπινα,χωρίς να γίνεται υπαρξιακή και ψυχοπλακωτική («Στον αναπνευστήρα», «Προετοιμασία» κ.ά.).
Ένα πολύ δυνατό στην απλότητά του ποίημα είναι το «Παραμύθι».
“Τον ποιητή δέος, είπερ μέλλει ποιητής είναι, ποιείν μύθους αλλ’ ου λόγους…”, λόγια του Πλάτωνα, όπου η Κική Δημουλά κάνει αναφορά στην ομιλία της «Ο φιλοπαίγμων μύθος» (εκδ. Ίκαρος, 2004)
Θα ‘λεγε κανείς πως η Αλεξάνδρα Γαλανού επηρεάζεται από τη Δημουλά.
Ωστόσο, προσωπικά βρίσκω την ποίηση της Γαλανού απόλυτα αυθεντική, προσωπική. Ένα στοίχημα που έχει κερδίσει η ίδια με τον εαυτό της, δουλεύοντας σοβαρά τους στίχους της.
Η συλλογή κλείνει με τα «Μετέωρα λόγια». Στίχοι επιγραμματικοί, χωρίς όμως να καταλήγουν σε αντιαισθητικά εύκολα αποφθέγματα, παγίδα που δεν
κατορθώνουν πολλοί ν’ αποφύγουν.
“Αστροσυλλέκτης ποιητής
Αλιεντής ονείρων
Ασκητής του ελάχιστου
Χορευτής του διάφανου
Μύστης της άχρονης στιγμής”

Το μέρος αυτό, ίσως να χαράσσει μια νέα πορεία, που όσο κι αν αργοπορεί, η ποιήτρια να φτάσει στο τέρμα, άλλο τόσο ξέρει πως η διεργασία αυτή που καθορίζει το ταξίδι θα πάρει το χρόνο που της χρειάζεται.

.

Χρήστος Χατζήπαπας

Από τη παρουσίαση στην εκδήλωση της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου
Αλεξάνδρας Γαλανού «Γης γωνιές των λέξεων»

Το τρίτο ποιητικό βιβλίο της Αλεξάνδρας Γαλανού, «Στις γωνίες των λέξεων», μετά από τις ποιητικές συλλογές «Ανάμεσα στο ζαφειρί και το γήινο», (1996), και το «Συγκάτοικοι του ορίζοντα», (2000) μας εκπλήττει με τη νεωτερική ζωντάνια του. Μας αναγκάζει να συνομιλήσουμε μαζί του, όποια σελίδα του κι αν ανοίξουμε. Αποζητούν οι σελίδες του από τον αναγνώστη, εκείνη την ιδιότυπη μυστικιστική σύνδεση όπως στο ομώνυμο ποίημα, όπου τα

«Βιβλία
ασφυκτικά συμφιλιωμένα
συνομιλούν αθόρυβα
με του τοίχου το εκκρεμές.
Σελίδες
σε στάση αναμονής
συντροφεύουν τους αφουγκρασμούς
νυκτόβιας σιωπής.
Ένα άνοιγμα προσμένουν,
έστω μια ανάσα ζωής
στιγμιαίας, ασήμαντης.
Άγγιγμα φευγαλέο
το φυλλομέτρημα…»

Αυτό μου θύμισε κάτι παρόμοιο από τον Μίλαν Κούντερα για τη σελίδα που περιμένει από τον αναγνώστη διαβάζοντάς την να της εμφυσήσει ζωή.
Η μοναξιά των βιβλίων ακόμη, παραπέμπει, αν δεν ταυτίζεται, με τη μοναξιά των ανθρώπων, κύριο μοτίβο, αν και μη κατονομαζόμενο, στη νέα και ώριμη πια δουλειά της Α. Γαλανού. Παραπέμπουν ακόμη, τα ασφυκτιούντα βιβλία στα ράφια, σε μνήμες ακατάλυτες στα ράφια του μυαλού («Στο ράφι,/ σ’ ένα μαυρόασπρο κουτί/ πριν φύγεις άφησες/ την εικονογραφημένη ζωή/ που τακτοποίησες/ σε διαφάνειες έγχρωμες/ και ταξινομημένες/ με αύξοντα αριθμό απελπισίας…» Ή κάπου αλλού;
«Σημαντικό είναι που πρόλαβες/ κι από το έγγραφο αφαίρεσες/ τα θραύσματα της μνήμης/ που σφηνώθηκαν στον τοίχο/ τα γέλια που αντιλαλούσαν στην αυλή…»
Στις «Γωνίες των λέξεων», όπως θα λέγαμε, στις «γωνίες των ομιλούντων δρόμων», ή ακόμη, στις «γωνίες πολυσύχναστων, πλην μοναχικών δρόμων», συναντά κανείς την ποιήτρια, να ψηλαφεί τη μοναξιά του ποιητή, τη μοναξιά του ανθρώπου, χωρίς παράλληλα να αποστασιοποιείται από τα κοινώς ενδιαφέροντα, τα κοινώς διαδραματιζόμενα (DNA, Πρασινοβένετος, Μεγεθυντικός φακός – γυναικεία έκδοση κ.α).
Όμως πρόθεσή μου δεν είναι να μιλήσω για το ίδιο το έργο, αφού αυτό θα το κάνει ο ποιητής και πιο ειδήμων από εμένα Θεοκλής Κουγιάλης. (Τον οποίο και ευχαριστώ). Θα ήθελα όμως κλείνοντας να κατέθετα αυτό που με συνεπήρε στη νέα προχωρημένη αυτή δουλειά της Α. Γ, που είναι ο αυθορμητισμός, η απογυμνώνουσα αλήθεια και η ειλικρίνεια, αλλά και ο αναβαθμισμένος και αισθητικά καταξιωμένος τρόπος εκφοράς του ποιητικού της λόγου. Κι αυτό είναι το μέγα ζητούμενο. Της εύχομαι κάθε ευφορία καλλιτεχνική και νέες δημιουργίες.

.

Χριστόδουλος Καλλίνος

Στις γωνίες των λέξεων

«επεστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις…»

Κ.Π. Καβάφης

«από την οπτική γωνία μιας θύμησης,
λεπτομέρεια ασήμαντη σα σφήνα στην καρδιά…»

Αλεξάνδρα Γαλανού

Εμφανίστηκε πρόσφατα στην Αθήνα από τις εκδόσεις Σμίλη το τρίτο κατά σειρά ποιητικό Βιβλίο της Αλεξάνδρας Γαλανού, το οποίο τιτλοφορείται «Στις γωνίες των λέΕεων». Η ποιήτρια, που εμφανίστηκε σχετικά αργά στα γράμματα του τόπου, μέσα σε διάρκεια δώδεκα ετών έχει δώσει τρία ποιητικά βιβλία που περιλαμβάνουν, με ένα πρόχειρο υπολογισμό, 107 ποιήματα. Μια ποιητική σοδειά όχι υπερβολική, ούτε ογκώδης. Όμως η σχετικά ισχνή αυτή ποιητική παραγωγή φαίνεται να επιβεβαιώνει ένα στοιχείο που συναντάμε σε
ολιγογράφους ποιητές: ότι η οικονομία της ποιητικής παραγωγής αποβαίνει προς όφελος της ποιότητας του ποιητικού λόγου.
Ξεκίνησα να διαβάζω την ποίηση της Αλεξάνδρας Γαλανού ανάποδα, διαβάζοντας πρώτα το τελευταίο της Βιβλίο, το οποίο με ανάγκασε να διαβάσω και τα δύο προηγούμενα, που δείχνουν ότι το αισθητικό αποτέλεσμα του πρόσφατου αυτού Βιβλίου δεν είναι τυχαίο γεγονός. Η ποιητική γραφή της από την πρώτη εμφάνιση με τη συλλογή «Ανάμεσα στο ζαφειρί και το γήινο», εκδόσεις Σμίλη 1996, συνοδεύτηκε από μια σειρά στοιχεία που χαρακτηρίζουν την καλή ποίηση, όπως η αισθητική αρτιότητα, η ισχυρή προσωπικότητα του ποιητικού υποκειμένου που αναδεικνύει η ποιητική γραφή, ο μετρημένος λυρισμός, ο οποίος αντιστέκεται στη συναισθηματική εκζήτηση και τον μελοδραματισμό, η δημιουργική επαφή με άλλες μορφές της τέχνης -κυρίως τη ζωγραφική και η οικονομία του ποιητικού λόγου, στην οποία πιθανόν να οφείλεται η ισχνή ποιητική παραγωγή της. Το ποιητικό βιβλίο «Σης γωνίες των λέξεων» αναδεικνύει ένα ποιητικό λόγο που μέστωσε με τα χρόνια, αλλά διατηρεί την αισθησιακή του δύναμη και την ερωτική διάθεση με τα πράγματα και κυρίως, αυτά τα πράγματα που ανακαλούν μνήμες, εικόνες και αισθήσεις που έλαβαν χώρα σε παρελθόντα χρόνο.
Η ποιήτρια ορίζει τον ποιητή ως ιστοριοδίφη μνήμης… και νοσταγό εκδρομών… στοιχείο που δείχνει την ιδιαίτερα ισχυρή νοσταλγική διάθεση της ποιητικής συλλογής. Το πρώτο και κυρίως το δεύτερο ποίημα της συλλογής, λειτουργεί ως ποιητικό πρελούδιο στον ποιητικό κόσμο της ποιήτριας. Είναι ένα ποίημα ποιητικής το οποίο επεξηγεί πως κυοφορείται ένα ποίημα,
«σαν η ευχή δεν προλάβει/ ν’ ακολουθήσει το διάττοντα αστέρα/ μέσα από το χρώμα της νύχτας αναδύεται ένα ποίημα /κι έτσι όπως σβήνει το περίγραμμα της μέρας/ τεντώνει τη σιωπή/ μέχρι εκεί που δεν φθάνει ο ήχος των λέξεων» . Η Αλ. Γαλανού στοχάζεται λυρικά, σε μια σειρά από ποιήματα ποιητικής για τη φύση της ποιητικής γραφής και την ουσία του ποιητικού
λόγου. Έτσι, στο ποίημα με τίτλο «Η περιπέτεια ενός ποιήματος», ορίζει το ποίημα ως «…Το ποίημα κυματοθραύστης της οργής/αγκαλιά της θλίψης/λάμπα θυέλλης στο σκοτάδι•» Η αισθησιακή ενατένιση σε
παρελθόντα χρόνο και ο εκλεπτυσμένος ποιητικός αισθησιασμός, αναδεικνύει ένα ποιητικό υποκείμενο με υψηλή αίσθηση της ψυχικής απόλαυσης, που ίσως θα μπορούσε καλύτερα να οριστεί ως τέρψη, η οποία έχει την ιδιότητα να δημιουργεί μια κατάσταση ποιητικής ευφορίας, ανακαλώντας μνήμες, αισθήσεις και αφές του παρελθόντος• ανάλογη μ’ αυτήν που περιγράφει ο Καβάφης στο εξαίσιο ποίημά του «πέστρεφε»
Η ποίηση της ΑλεΕάνδρας Γαλανού κινείται στη σφαίρα του ιδιωτικού χώρου του ποιητικού υποκειμένου, ένα εγγενές ποιητολογικό στοιχείο της γυναικείας γραφής, σε μια μειοψηφική ομάδα ποιημάτων.
Λ.χ. στο ποίημα «ΠρασινοΒένετος», ο λόγος της αποκτά μια ειρωνική εκφραστική χροιά η οποία φτάνει τα όρια του σαρκασμού
«Ανέστιος περιφέρεται σε απαστράπτοντα σαλόνια./ Γονυπετής σε σκοτεινούς διαδρόμους σέρνεται./ Λεχρίτης συνεπής πτς κάθε εΕουσίας./ Κάποτε Πράσινος, άλλοτε Βένετος συχνά ΠρασινοΒένετος./ Το
χρώμα δεν έχει σημασία μόνο η Σημαία Ευκαιρίας.»

Η ποιήτρια με το τελευταίο της Βιβλίο εδραιώνεται ως μια ισχυρή και ξεχωριστή ποιητική φωνή και ενισχύει με τη γραφή της μια πραγματικά θηλυκή ποιητική αίσθηση στα γράμματα του τόπου μας, στοιχείο που εισήγαγαν και καλλιέργησαν παλαιότερες γυναικείες ποιητικές φωνές.

.

ΘΕΟΚΛΗΣ ΚΟΥΓΙΑΛΗΣ

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΓΑΛΑΝΟΥ 
ΣΕ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ

Απόσπασμα 1 (Ανάμεσα στο ζαφειρί και το γήινο)

Η ποίηση της Αλεξάνδρας Γαλανού έχει μια αξιοπρόσεχτη πυκνότητα, σεμνότητα, απλότητα, λιτότητα και ειλικρίνεια. Σε καμιά περίπτωση δεν επιδιώκει να εντυπωσιάσει με λέξεις ηχούσες και με ακραίους λεκτικούς συνδυασμούς ή συναισθηματικούς ακροβατισμούς. Διαβάζοντας τη ποίηση έχεις την αίσθηση πως ακούεις κάποιο πρόσωπο οικείο, να σου μιλά για πράγματα οικεία, μ΄ ένα ιδιαίτερο οικείο τρόπο. Με μια φωνή ευγενισμένη, σε τόνους χαμηλούς αλλά ευδιάκριτους, σταθερούς, συγκρατημένους, που δεν ζητά να επιβάλει αλλά να υποβάλει, να καταθέσει, επιχειρεί να ελευθερώσει το πουλί που βρίσκεται φυλακισμένο μέσα της.

Απόσπασμα 2 (Στις γωνιές των λέξεων)

Για την Αλεξάνδρα Γαλανού οι λέξεις είναι μια απόμερη γωνιά,, ένας χώρος άλλοτε ευρύχωρος κι άλλοτε στενάχωρος, άλλοτε φυλακισμένος αμυδρά κι άλλοτε γεμάτος με διάφανο σκοτάδι ένας ένδο χώρος με γωνιές, που αποτελεί το ποιητικό της καταφύγιο, ένα άσυλο όπου μπορεί να αποσυρθεί ανενόχλητη, να μείνει μόνη ενώπιος ενωπίω για να στοχαστεί, να βρει τη λύτρωση, να δημιουργήσει, να εκφράσει τους προβληματισμούς, τις ανησυχίες, τις καλές και τις πικρές στιγμές της ζωής της, να ενδοσκοπηθεί ώσπου να δώσει μορφή, να υλοποιήσει αυτό που ενδημεί μέσα της και που την κρατεί άγρυπνη. Από εδώ πηγάζει και ο ορισμός για τον δημιουργό/ποιητή, ένα σύντομο ποίημα με το οποίο τελειώνει η συλλογή της.
«Στη τέχνη το πιο πρωτότυπο πράγμα είναι ο εαυτός μας δυστυχώς είναι και το πιο δυσκολοπλησίαστο» γράφει ο Ελύτης. «Στις γωνιές των λέξεων» η Αλ. Γαλανού κάνει μια γενναία κάθοδο στα βαθύτερα στρώματα του εαυτού της. Επιχειρεί μια διερεύνηση του χώρου αυτού προκειμένου να δημιουργήσει το δικό της προσωπικό μύθο, το δικό της μοναδικό και ανεπανάληπτο ποιητικό αποτύπωμα.

.

Ο ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ σε σημείωμα του έγραψε μεταξύ άλλων:

Η κυριαρχία στη γλώσσα, με τις ιριδίζουσες διαθλάσεις της, είναι ένα πρόσθετο στοιχείο που προσφέρει ποιότητα στο αισθητικό αποτέλεσμα. Το έργο σου διαθέτει ρυθμό και λιτότητα, η οποία απόκτα περισσότερη δύναμη εκεί όπου γίνεται υπαινικτική…

.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗ ΘΕΟΔΩΡΑ ΓΙΑΓΚΟΥ

Ο Φιλελεύθερος/28/3/2018

Τα παιχνίδια στη θάλασσα μέχρι τη δύση του ήλιου, η Αμερική όπου σπούδασε κι έγινε μητέρα, η 30χρονη πορεία της στα ηνία των οικογενειακών επιχειρήσεων, όλα έγιναν εικόνες που επιστρέφουν κάθε φορά που η έμπνευση τής χτυπά την πόρτα. Αν έδωσε ποτέ σε κάτι ολοκληρωτικά τον εαυτό της, αυτό είναι η ποίησή της.

Το δωμάτιο όπου γράφει τα ποιήματά της, αν και δεν είναι το πιο ηλιόλουστο μέρος του σπιτιού, είναι το πιο ζεστό. Ίσως γιατί είναι το καταφύγιό της. Στις φωτογραφίες στον τοίχο συναντιούνται τρεις γενιές, η μητέρα της, η γιαγιά της κι εκείνη ως παιδάκι. Στη βιβλιοθήκη, υπάρχει μια μεγάλη συλλογή από παλιά βιβλία, μέρος της κληρονομιάς της. «Είναι ό,τι πιο πολύτιμο έχω από τον πατέρα μου, ο οποίος τα κληρονόμησε από τον παππού μου. Τα βλέπω και ανοίγει η ψυχή μου» μου λέει και ανοίγει στην πρώτη σελίδα ενός βιβλίου και διαβάζουμε μαζί «Στοιχεία Φυσικής, 10 Δεκεμβρίου του 1867». Κοιτάζει στο διπλανό ράφι και σκάει ένα χαμόγελο, καθώς μου δείχνει τη ζωγραφιά του εγγονού της και ύστερα, μοιάζει να κάνει μια καταβύθιση στις αναμνήσεις της. «Βλέπεις αυτό το σπίτι με τους ευκαλύπτους μπροστά; Είναι το σπίτι μου στη Λάρνακα, στη Λεωφόρο Αρτέμιδος, το οποίο ζωγράφισε ένας Εγγλέζος». Η ιστορία της κυρίας Αλεξάνδρας Γαλανού, αρχίζει από τη Λάρνακα, όπου γεννήθηκε κι έζησε τις πρώτες, ίσως πιο όμορφες, εμπειρίες της ζωής της.

Το σπίτι μας ήταν σε μια πάροδο των Φοινικούδων κι έτσι είχα την ευτυχία να ζήσω τα πρώτα χρόνια της ζωής μου δίπλα στη θάλασσα. Η δική μου η θάλασσα είναι εκείνη η μαύρη αμμουδιά, με το ζεστό νερό και τα ρηχά νερά. Δεν είναι θέμα προτίμησης, είναι θέμα τι συνήθισες, τι αγάπησες, πώς μεγάλωσες. Αυτό μιλά στη δική μου ψυχή.

Εμείς, οι παλιοί Σκαλιώτες, νιώθουμε ότι έχουν λεηλατήσει την παιδική και εφηβική ηλικία μας. Με τον εκμοντερνισμό και την ανάπτυξη, οι Φοινικούδες όπως τις ξέραμε εμείς, δεν υπάρχουν σήμερα. Πηγαίναμε την Κυριακή και σουλατσάραμε πάνω – κάτω για να μιλήσουμε με τους φίλους μας και να ανταλλάξουμε ματιές με κάποιον. Είχε τρία τέσσερα ζαχαροπλαστεία/ καφενεία όλα κι όλα, όπου καθόμασταν οικογενειακώς. Πηγαίναμε στα «Τέσσερα Φανάρια» γιατί εκεί έφτιαχναν την καλύτερη πάστα σοκολάτας. Ήταν μεγάλη η χαρά μου όταν ανακάλυψα σε ένα ζαχαροπλαστείο στη Λευκωσία μια σοκολατίνα που μου θύμισε την πάστα σοκολάτας των παιδικών μου χρόνων. Για μένα είναι ιεροτελεστία. Θα τη φέρω στο σπίτι, θα τη φάω και θα θυμηθώ… Τα χρόνια εκείνα που μαζευόμασταν όλοι οι Σκαλιώτες στα ζαχαροπλαστεία και τα καφενεία, τότε που γνωριζόμασταν όλοι μεταξύ μας. Ήταν μικρή πόλη η Λάρνακα και πολύ διαφορετικός ο κόσμος της. Σήμερα δεν ξέρεις ποιοι είναι οι γείτονές σου. Υπάρχει αποξένωση.

Μετά τις Φοινικούδες μετακομίσαμε στη Λεωφόρο Αρτέμιδος, εκεί που είναι το παλιό ΓΣΖ. Ήταν ένας χωματόδρομος έξω από την πόλη, όλο ευκαλύπτους, ο οποίος αργότερα έγινε ο δρόμος που οδηγεί στο αεροδρόμιο. Το δεύτερό μας σπίτι ήταν μακριά από τη θάλασσα, αλλά η πίσω πλευρά του, επειδή δεν υπήρχαν πολυκατοικίες, έβλεπε τη θάλασσα μετά τον Άγιο Λάζαρο. Είχε απίστευτη θέα! Τώρα είμαστε γεμάτοι τσιμέντο, φαστφουντάδικα, καταστήματα. Δεν μπορείς να κυκλοφορήσεις ανέμελα στη γειτονιά. Τότε πήγαινα με το ποδήλατό μου από το σπίτι μου στη Λεωφόρο Αρτέμιδος μέχρι το σχολείο μου στον Άγιο Γεώργιο. Βλέπω τα εγγόνια μου που ζουν με ένα τάμπλετ στα χέρια και φέρνω στο μυαλό μου τα δικά μας τα παιχνίδια, που δεν απαιτούσαν τίποτα άλλο παρά μόνο τη φαντασία μας. Εμείς παίζαμε Βασιλέα και παρακολουθούσαμε και καμιά ταινία στο σινεμά. Μεγαλώσαμε με τη Βουγιουκλάκη, την Καρέζη και τον Κούρκουλο. Στο σπίτι δεν είχαμε τηλεόραση. Ακόμη και όταν ήρθε στην Κύπρο, οι γονείς μου αποφάσισαν να μην αγοράσουν γιατί νόμιζαν πως θα μας αποσπούσε την προσοχή και δεν θα διαβάζαμε.

Μιλώντας για τη γειτονιά όπου μεγάλωσε κάνει μια μικρή παύση και μου διαβάζει μια ποιητική της σύνθεση: «Καθαρά Δευτέρα σήμερα, μέρα γιορτής στη γειτονιά μου, τότε που μεγάλωνα στο δρόμο με τους ευκαλύπτους. […] Ο κόσμος άρχισε να μαζεύεται από νωρίς για μια θέση στο πράσινο. Από τον φωνογράφο των πλανόδιων πωλητών ακούγονταν τραγούδια. Πελλόμασκες έκαμναν βόλτες, ο τόπος γέμιζε γέλια, φωνές, πειράγματα και ανάμεσα χαρούμενα να παίζουν τα παιδιά. [….] Τώρα πια η Καθαρά Δευτέρα στην περιοχή της Αγίας Φανερωμένης χάθηκε για πάντα. Την καταβρόχθισε το τσιμέντο, η πολυκοσμία, η αλλαγή κουλτούρας, η διασκέδαση, οι αποδράσεις τριημέρου σε ξενοδοχεία, οι εκπτώσεις της χαράς.»

Σου διαβάζω για να καταλάβεις το δέσιμό μου μ’ εκείνον τον τόπο. Βέβαια, τριάντα τέσσερα χρόνια παντρεμένη με τον Αλέξη, νιώθω πια και Αμμοχωστιανή. Δεν έζησα στην Αμμόχωστo, γιατί με τον Αλέξη παντρευτήκαμε το 1984, αλλά γνώρισα την πόλη, έτσι όπως ήταν πριν την εισβολή, μέσα από τα μάτια του. Όταν την είδα για πρώτη φορά, μαύρισε η ψυχή μου.

Η πιο συγκινητική στιγμή που έζησα στην Αμμόχωστο ήταν η πρώτη φορά που μας επέτρεψαν να λειτουργήσουμε τον Άγιο Γεώργιο τον Εξορινό, Μεγάλη Παρασκευή. Ήταν κάτι ανεκδιήγητο. Ήμασταν χιλιάδες. Όλοι νιώθαμε δέος και συγκίνηση και είχαμε μια κρυφή ελπίδα ότι τα πράγματα θα αλλάξουν. Τη δεύτερη φορά αυτό το συναίσθημα άρχισε να υποχωρεί και σιγά – σιγά έβλεπα, προς μεγάλη μου απογοήτευση, τον κόσμο να αραιώνει. Να απογοητεύεται.

Ο αριθμός που πέρασε τότε στην άλλη πλευρά και η εσωτερική διεργασία του καθενός, ο πόνος ψυχής με τον οποίο πήγε να επισκεφθεί τα κατεχόμενα μέρη μας, με απασχόλησε και ήταν η έμπνευσή μου για το ποίημα «Επισκέπτης 115.238»: «Επισκέπτης ημέρας χωρίς διανυκτέρευση στη μεταγλωττισμένη πόλη. Κάθεται στην ακροθαλασσιά και συνομιλεί με την ανεμογραμμή που χαϊδεύει το κύμα. [….] Από τότε, εκείνος δεν επέστρεψε στην πόλη με τους φθαρμένους οδοδείκτες. Παρέμεινε απλά στον κατάλογο ημερήσιων επισκεπτών ως ο αριθμός 115.238.»

Είχα την τραγωδία, δυστυχώς, να ζήσω την εισβολή από μακριά. Η πόλη μου, η Λάρνακα των 18.000 κατοίκων, έγινε μέσα σε μια νύχτα 58.000. Έλειπα τότε στην Αμερική, όπου σπούδαζα και έζησα τα γεγονότα μαζί με τον πατέρα μου, που ως πρέσβης της Κύπρου στην Ουάσιγκτον ήταν άμεσα εμπλεκόμενος. Ήταν τραγικές εμπειρίες που άφησαν τα σημάδια τους στην ψυχή μας, αλλά δεν συγκρίνονται με τον πόνο, την απώλεια που έζησε ο κόσμος που βίωσε την εισβολή και την κατοχή.

Τα χρόνια που έζησα στην Αμερική μού έμαθαν πολλά. Έμεινα εκεί πάνω από μια δεκαετία και αυτό με βοήθησε να γίνω πιο ανεξάρτητη και να βλέπω τους ανθρώπους διαφορετικά. Οι Αμερικάνοι έχουν και μια αφέλεια που σε κάνει να μη νιώθεις την κακία και τον φθόνο που συναντάς σε μικρές κοινωνίες όπως η δική μας.

Ο πατέρας μου με προόριζε να αναλάβω τις οικογενειακές επιχειρήσεις κι έτσι άρχισα να σπουδάζω οικονομικά στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης στην Ελβετία. Όταν παντρεύτηκα και έφυγα γι’ Αμερική, σκέφτηκα ότι επιτέλους θα σπούδαζα αυτό που ήθελα. Τελείωσα την Κοινωνιολογία και έκανα ειδίκευση στην Κοινωνική Ψυχολογία, κάτι που με βοήθησε πολύ στη ζωή μου και ως γυναίκα πολιτικού. Ολοκληρώνοντας το μεταπτυχιακό, μου δόθηκε η ευκαιρία να διδάξω Κοινωνική Ψυχολογία. Ήταν μία εμπειρία τρομερή και δύσκολη, γιατί δίδασκα σε νυχτερινές τάξεις και μόλις είχα γίνει μητέρα.

Ήμουν 27 χρόνων όταν έγινα μητέρα. Για την εποχή εκείνη ίσως και να άργησα. Δυο μέρες μετά τη γέννα, θυμάμαι που έβαλα την κόρη μου επάνω στο κρεβάτι και σκεφτόμουν τι θα κάνω εγώ τώρα με αυτό το μωρό; Δεν ήξερα πώς να είμαι μητέρα και είναι απίστευτο πώς εξελίσσεται ύστερα η σχέση αυτή. Σιγά – σιγά γίνεσαι γονιός. Τα δύο μου παιδιά, τη Νέδη και τον Νικόλα, τα μεγάλωσα στην Αμερική (ο τρίτος μου γιος ο Χρίστος, γεννήθηκε στην Κύπρο) χωρίς καμία υποστήριξη. Το μόνο που υπήρχε, θυμάμαι, ήταν ένας θεσμός σε μια εκκλησία, ο οποίος λεγόταν «Mother’s day out». Τους έπαιρνες το νεογέννητο βρέφος σου και το κρατούσαν δυο – τρεις ώρες το πρωί για να μπορείς να βγεις έξω από το σπίτι να κάνεις τις δουλειές σου.

Ο ποιοτικός χρόνος σε αντίθεση με τον ποσοτικό, είναι απλώς μια δικαιολογία όλων των εργαζόμενων γυναικών. Η αλήθεια είναι ότι τα παιδιά χρειάζονται τη μητέρα τους. Εγώ υπήρξα εργαζόμενη μητέρα και αργότερα, ερχόμενη στην Κύπρο. Ανέλαβα τις οικογενειακές επιχειρήσεις στη Λάρνακα και πηγαινοερχόμουν Λάρνακα – Λευκωσία καθημερινά. Αν ρωτήσεις τα παιδιά μου, νομίζω ότι θα σου πουν πως με στερήθηκαν.

Δεν ήθελα να μπω στον επιχειρηματικό κόσμο, αλλά τα πράγματα κύλησαν τελικά όπως τα ήθελε ο πατέρας μου. Όταν τον χάσαμε ξαφνικά το 1983, επέστρεψα στην Κύπρο για να αναλάβω τις οικογενειακές επιχειρήσεις. Δεν ήταν εύκολο. Η θέση της γυναίκας στις αρχές της δεκαετίας του ’80, δεν ήταν όπως είναι σήμερα. Μέσα σε μια πορεία 30 χρόνων, όμως, είδα να γίνονται άλματα, ακόμη και στα διοικητικά συμβούλια. Τα πρώτα χρόνια, ούτε σε άφηναν να μιλάς. Η γυναίκα ήταν απλά η γυναίκα – σύμβολο. «The token female» είναι ο όρος στην κοινωνιολογία. Επειδή είχα το background της κοινωνιολογίας, ήμουν πάντα πολύ έντονη όταν επρόκειτο για θέματα ισότητας των δύο φύλων. Ως πρόεδρος της Ομοσπονδίας Γυναικών Επιχειρηματιών Επαγγελματιών, προσπάθησα τα χρόνια που ήμουν εκεί να προωθήσω τα θέματα ισότητας στον χώρο εργασίας και τη γυναικεία επιχειρηματικότητα.

Η μητέρα μου δεν ήταν η συνηθισμένη γυναίκα της εποχής της. Είχε άποψη, ενδιαφέροντα, προσωπικότητα. Με αυτό το πρότυπο μεγάλωσα εγώ. Με τη μητέρα μου είχαμε ένα ιδιαίτερο δέσιμο λόγω της λογοτεχνίας. Έγραφε κι εκείνη ποιήματα και πάντα μου άρεσε να μου τα διαβάζει, να τα συζητούμε και να της λέω τη γνώμη μου. Μου μετέδωσε την αγάπη της για τη λογοτεχνία και για την ποίηση ειδικότερα. Είναι από τη μητέρα μου που κληρονόμησα αυτό το πολύτιμο δώρο, τη μικρή μου ποιητική φλέβα, αν υπάρχει.

Άρχισα να γράφω όταν ήμουν 16 χρόνων. Όλοι στην εφηβεία, μπορεί να γράψουμε κανένα ποίημα. Και συνήθως αυτά τα πρώτα ποιήματα είναι αισθηματικά. Ύστερα σταμάτησα. Αποφάσισα ότι αυτά που γράφω δεν αξίζουν. Κατά τη διάρκεια των φοιτητικών μου χρόνων στην Αμερική δεν έγραφα, αλλά φαίνεται ότι αποθήκευα εικόνες. Υπάρχει ένα ποίημα στην πρώτη μου συλλογή που λέγεται «Πλανητούπολης» και το είχα γράψει για τη Νέα Υόρκη. Θυμάμαι που περπατούσα για να πάω στο πανεπιστήμιο μέσα στο χιόνι και παρατηρούσα τις δροσοσταλίδες πάνω στα δέντρα. Αυτή η εικόνα ήρθε να με επισκεφθεί σε ένα μου ποίημα μετά από χρόνια.

Άργησα να πάρω την απόφασή μου να εκδώσω τα ποιήματά μου –ίσως και γιατί ήμουν γυναίκα πολιτικού. Η πρώτη μου συλλογή «Ανάμεσα στο Ζαφειρί και το Γήινο» εκδόθηκε το 1996, από τότε μέχρι σήμερα έχω τέσσερις συνολικά ποιητικές συλλογές. Ειδικά στην πρώτη μου συλλογή υπάρχουν πολλές αναφορές στα βιώματά μου ως γυναίκα πολιτικού. Όποιος γράφει ποίηση και θέλει να είναι αυθεντικός με τον εαυτό του και τον κόσμο, εκθέτει την ψυχή του.

Ενοχλούμαι με το πόσο εύκολα αυτοαποκαλούνται ποιητές διάφοροι που γράφουν. Δεν μπορείς εσύ ο ίδιος να λες ότι είσαι ποιητής, μόνο ο κόσμος μπορεί να το πει αυτό για σένα. Υπάρχει ποιότητα στην ποίηση αλλά υπάρχει και μία ισοπέδωση.

Συγκινήθηκα πολύ με ένα απρόσμενο γράμμα που πήρα λίγο μετά την έκδοση της πρώτης μου ποιητικής συλλογής από τον Αντρέα Χριστοφίδη, έναν κατεξοχήν πνευματικό άνθρωπο της Κύπρου. Μου έγραψε ότι τον καταδιώκουν ακόμη οι τελευταίοι στίχοι μου: «Έκλεισες τη ζωή σου σε τετράγωνα, όμως ούτε ένα σταυρόλεξο δεν μπόρεσες να λύσεις».

1 σκέψη για το “ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΓΑΛΑΝΟΥ”

  1. Παράθεση: Σα παραμύθι – Περιδιαβαίνοντας

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.