ΜΑΝΟΛΗΣ ΞΕΞΑΚΗΣ

.

Ο Μανόλης Ξεξάκης γεννήθηκε το 1948 στο Ρέθυμνο Κρήτης. Το 1966 εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει. Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και εργάστηκε διαδοχικά ως καθηγητής φροντιστηρίου, ως διευθυντής ραδιοφωνίας της ΕΡΤ-2 Θεσσαλονίκης (1983-19869 και ως συνεργάτης διαφημιστικής εταιρίας. Από το 1982 έως το 1987 παρουσίαζε την εκπομπή “Ο κόσμος του βιβλίου” στη ραδιοφωνία της ΕΡΤ-2. Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1971 και υπήρξε στενός συνεργάτης του περιοδικού “Το τραμ”.

Κυκλοφόρησε τα εξής βιβλία :

Ο θάνατος του ιππικού (αφηγήματα, 1977),
Ασκήσεις μαθηματικών (ποιήματα, 1980),
Πλόες ερωτικοί (ποιήματα, 1980),
Κάτοπτρα μελαγχολικού λόγου (ποιήματα, 1987),
Πού κούκος, πού άνεμος (μυθιστόρημα,1987),
Σονάτα κομπολογιών (διηγήματα και μικρά πεζά, 2000).
Ποιήματα 1972-2006, (2008)

Διηγήματά του έχουν μεταφραστεί στα γερμανικά και στα αγγλικά.

1-Untitled.FR12 - 0002

Για την συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του (1972-2006), ο κριτικός λογοτεχνίας και μεταφραστής, Αλέξης Ζήρας, αναφέρει:
Πρόκειται για μια έκδοση που συνοψίζει την ποιητική πορεία τριανταπέντε χρόνων του συγγραφέα. Δεν είναι, όμως, η αναδημοσίευση των ποιητικών του συλλογών. Ο ποιητής θεώρησε τα μέχρι σήμερα δημοσιευμένα βιβλία του ως υλικό, πρόσθεσε πολλά νέα ποιήματα και ξανάπλασε τα παλιά, με σκοπό να δημιουργήσει μορφές ικανές να αντέξουν στο χρόνο.

Υπάρχουν τρεις θεματικές ενότητες στο βιβλίο.

Η πρώτη περιλαμβάνει: 7 Κορδόνια, που είναι εκτενή ποιήματα αρκετών σελίδων για συγκινήσεις διάρκειας, 17 Όνειρα, που είναι φωτογραφίες της ενύπνιας μνήμης, 10 Λημνίσκοι, που είναι στιγμιότυπα κοινωνικής κριτικής και τέλος, 8 Χρόνοι, αναφορές σε γεγονότα του παρελθόντος και η αντιμετώπιση τους από το σημερινό παρατηρητή της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Η δεύτερη περιλαμβάνει πρωτότυπα ποιήματα, σε φόρμες και μοντέλα μαθηματικών εννοιών που περιγράφουν κυρίως υπαρξιακά ερωτήματα. Είναι χωρισμένη σε βιβλία: -Βιβλίο αξιωμάτων, -Βιβλία αιτημάτων και ορισμών του Ευκλείδη, -Βιβλία θεωρημάτων και Βιβλία ασκήσεων και προβλημάτων. Οι ασκήσεις και τα προβλήματα συνοδεύονται από εικονικές λύσεις, που μοιάζουν με τις λύσεις των μαθηματικών προβλημάτων, μόνο που εδώ τα αντικείμενα δεν είναι σχήματα και οι αριθμοί, αλλά αισθήματα και προσδοκίες. Η τρίτη ενότητα περιλαμβάνει τα ποιήματα της συλλογής Πλόες Ερωτικοί στη νέα ξαναπλασμένη μορφή τους, καθώς και, με μικρότερα στοιχεία, ολόκληρη την παλαιά, δημοσιευμένη πριν από 25 χρόνια, μορφή τους. Και στις δυο περιπτώσεις πρόκειται για σκηνοθεσίες που μηχανεύονται οι ερωτευμένοι για να αντιπαλέψουν τη συναισθηματική φουρτούνα εκείνων των σπάνιων στιγμών της ζωής μας. Τέλος, όπως και σε όλες τις ενότητες, υπάρχουν εκτενείς σημειώσεις και σχόλια Ποιητικής.

ΚΟΡΔΟΝΙΑ

Κορδόνι πρώτο: Αινίγματα και φύλλα

ΦΥΛΛΑ ΠΑΡΑΚΤΙΑ πεσμένα
στους δρόμους της Θεσσαλονίκης.

Οπτασίες του πράσινου σήμερα,
πρώην φύλακες της δροσιάς,
απίστευτοι ηλιοσυλλέκτες,

παιδιά των μεγάλων ανεμοδεικτών
που βυθίζονται στην πλακόστρωτη
κρύα γη των πεζοδρομίων,

εκτοξεύοντας προς τον ουρανό
το αιωρούμενο λοφίο.

Φύλλα των δέντρων
που σαπίζετε το φθινόπωρο,
ντυμένα εξαίσια θεραπευτικά χρώματα
από το φαρμακείο της φύσης!

Καμένο κίτρινο, σχεδόν περγαμοντί,
μια υποψία πιο κοντά στην ξανθοφύλλη,

το κόκκινο που έρχεται από καφέ βαθύ
και βρέχεται στο βάραθρο του μαύρου,

αυτό το βαθυπράσινο με τους χαλκούς
που ακουμπά την ορυκτή κιννάβαρη—

Φύλλα νεκρά και άταφα
στα μαντεμένια χαρακώματα της πόλης! 

Φύλλα βαλβίδες της καρδιάς των υπονόμων
σαρωμένα από τον άνεμο πάνω στις σχάρες,

μακριά από τον περίτεχνο τάπητα
της υπαίθρου που θα ανακατέψει
το αλέτρι του γεωργού.

Φύλλα άστεγα
που σας έχει αξιωματίσει
η ρηνώδης μεταλλική σιωπή
της τσιμεντένιας πόλης,

διωγμένα από κορμούς ερημόφιλους
που αποφάσισαν γυμνοί το χειμώνα!

Φύλλα δαρμένα απ’ το φραγγέλιο
του άγριου καιρού που σαλπίζει επίθεση,

θα μπορούσατε,

αν ήσασταν στην ερημία της εξοχής,
να κρυφτείτε βαθιά στο χώμα,

μέσα στην υγρή τεφροδόχο του χειμώνα
να γίνετε ουσίες της γης

εκτεθειμένα εδώ, στην άσφαλτο
δεν είστε χρήσιμα σε κανέναν.

Φύλλα, σήμερα το πρωί στάθηκα
κάτω από ένα δέντρο-μητέρα
και κοίταξα ψηλά.

Είδα ένα βαθιά μαραμένο, αραιό,
χρυσό ημισφαίριο φωτός
που το τρυπούσαν τ’ αδέλφια σας
καθώς έπεφταν ατελείωτα.

Μ’ έλουσε ένας τρυφερός,
αβαρής, χρωματικός αφρός
και μπήκα για λίγο κι εγώ
στην περιδίνηση της πτώσης.

Στη ρίζα του δέντρου
ένας αναδευτήρας άνεμος
σέρνονταν χαμηλά.

Σας υποδέχονταν πάνω στις πλάκες
και στα ρείθρα και σας στοίχιζε
στις κοιλότητες του οδοστρώματος.

Άνεμος βοηθητικός, φτιαγμένος
από δυνάμεις που θέλουν
να μην ξεχάσετε τη φιλία
των καλοκαιρινών ημερών.

Φύλλα, πέφτετε, δεν είστε πια ζωή
και ο άνεμος σας προσφέρει τα
ους τελευταίους ασπασμούς
με την αναπνοή πάνω σ’ αυτό
το γαλάζιο πλανήτη.

Φύλλα των δέντρων της Θεσσαλονίκης
και όσων άλλων δέντρων
αρχίζει κάποτε η ετήσια φυλλορροή, 

κορίτσια τρυφερά και ευφρόσυνα
με τη λαμπρή χρυσόσκονη της εφηβείας,

που την οξειδώνει ταχύτατα ο χρόνος
και την αποθέτει στις καλύτερες θέσεις
του μουσείου της μνήμης!

Φύλλα, είναι ήδη αργά’ πρέπει
να πάω στην καθημερινή εργασία μου,
να μετακινηθώ από αυτό
το πλέγμα των σκέψεων,

από τη σιωπή που βαλσαμώνει τις ψυχές σας.

Να φύγει από τα μάτια μου η οδυνηρή
πολύχρωμη λάμψη της πτώσης.

Κλαδιά ρέουν πεισματικά προς το έδαφος.

Γυμνά κλαδιά, ασπρισμένα, κόκαλα
που τα γλέντησε καιρό η έρημος.

Πουθενά τώρα ο άρχοντας χρόνος…

Όλα πνίγονται στο αδέσποτο χρωματικό χιόνι

και σε ήχους χρυσών μηδενικών

που μετράει αιώνια ο φιλάργυρος άνθρωπος.

Φύλλα, φεύγω αλλού.

Ο ορίζοντας μς βαρύ σκονισμένο λευκό
ακουμπά σε μακρινά κεντήματα-όχθες

που βυθίζονται στο πέταλο
του Θερμαϊκού κόλπου.

Εκεί πλέει το αιωρούμενο νερό στο νερό,
η βλάστηση των εκβολών του Αξιού
γράφει με αραιό μαύρο.

Μπροστά μου η θάλασσα της Θεσσαλονίκης γαλήνια,

δυνατή σαν στερεό, απέραστο κέλυφος,

σκεπάζει τη φλόγα στα έγκατα της γης.

Πνίγει τους ήχους του πέτρινου τρόμου σ
το ρήγμα της σερβομακεδονικής ζώνης…

Φύλλα, εσείς φύλλα των άλλων δέντρων
έξω από το παράθυρό μου,

σήμερα 11 Δεκεμβρίου πέσατε όλα.

Έτσι μπορώ να δω τη θάλασσα
που το χειμώνα έρπει πάνω της
παράξενη, λευκή ομίχλη ατμού.

Κάθε πρωί στα χρόνια που έρχονται
θα την ατενίζω από το δρύφρακτο
των έρημων κινούμενων βλαστών.

Μετά, μαζί με τα παιδιά κι εγώ,
συνταξιούχος πια, μα πάντα μαθητής,
θα φεύγουμε για το σχολείο των ελπίδων,

υψώνοντας τις τσάντες με τα νέα γράμματα
που μάθαμε ψηλά στον ουρανό,

πατώντας με ταχύτητα και δύναμη
ώρες πολλές τα πεζοδρόμια της πόλης,
επιδιώκοντας να καταπιεί
αυτός ο τσιμεντένιος τάπητας
το ρέμπελο στρατό των πεθαμένων φύλλων,

φτάνοντας επιτέλους με καλό καιρό
σ’ εκείνα τα σχολεία μαθημάτων
υπομονετικών καθηγητών

που θα μας δείξουν ίχνη
για να βρούμε βήματα
του γίγαντα που λέγεται ζωή.

Που θα μας πείσουν ότι όλα από άλλους
συνεχίζονται κι ας είναι εφήμερα.

Και πως αξίζει να πιστεύουμε
ότι παράγει αέναα τα νέα έμψυχα
και την μοναδικότητα
ένας ακούραστος μελισσουργός
μέσα στο ακατόρθωτο να νοηθεί
μεγάλο κατασκεύασμα ενέργειας και ύλης.

Πως πλοηγείται μέσα από σκοτάδια η ζωή,
ίσως να πέφτει και βυθίζεται σε τάρταρα
πριν ξαφνικά κι απρόσμενα φθαρεί
σαν μια μικρή ετήσια φυλλοβολή
που αγωνίζονται να καταπιούν τα έγκατα της πόλης

και πρέπει ο άνθρωπος να προχωρεί
χωρίς να βλέπει γύρω του

στρατούς, τα άταφα αινίγματα και φύλλα.

Κορδόνι πέμπτο: Το φως των εποχών

ΕΛΕΝΗ, ΕΛΑ ΣΤΟ μπαλκόνι
να σου γνωρίσω τα νέα φύλλα
της μικρής λεμονιάς μας

τώρα που τα χαϊδεύει απαλά
ο κουρασμένος πλάγιος ήλιος
του φθινοπωρινού απογεύματος.

Πρέπει να προλάβεις· ο βασιλιάς,
απότομα βουτά και χάνεται μακριά
στην πυρφόρα αχλύ του Θερμαϊκού.

Έλα αμέσως. Μπορείς
να τρίψεις ελαφρά τα βαριά φύλλα
και να τα μυρίσεις.

Οι σκιές είναι μακριά.

Η ευωδία θα σε γεμίσει
ωραία αισθήματα γαλήνης.

Η ώρα περνάει·
αυτό το υπέροχο τίποτα, η νύχτα,
επελαύνει ήδη στις σκέψεις μου.

Νιώθω παράξενα αυτή την εποχή·
σαν να έχω κάτι μεγάλο στα χέρια μου.
Δικό μου και πολλών άλλων.

Φοβάμαι το σκοτάδι που χτίζεται αργά
γύρω από τα γήινα πράγματα.

Ελένη, τα φύλλα πάλλονται
από ξαφνικές ριπές ανέμου.

Αρχίζουν μια αρωματική
γυμναστική.

Αισθάνομαι ένα πίδακα οσμών
κοντά μου. Βιάζομαι·

ας αρχίσουμε τη θεραπευτική
ριναψία των αρωμάτων

με το αγαπημένο μας φυτό
που απαλύνει με τον τρόπο του
την ουσία της ροής του χρόνου:

Προσφέρει την ίδια στιγμή
όλα τα στάδια της ζωής·

άνθη λευκά με μια υποψία
κίτρινη στα καμπύλα τους,

εργατικούς στήμονες
που μεταφέρουν στους ώμους
οριζόντια ψωμάκια,

σπαθόμορφα πέταλα ανοιχτά
σε στάσεις θηλυκότητας,

πράσινα ημισφαίρια
μόλις δεμένα στους κάλυκες,
μικρά νήπια λεμόνια

και υπέροχα ώριμα γεμάτα χυμούς.

Ελένη, θα ξεχαστούμε μυρίζοντας
ξανά και ξανά τα φύλλα.

Το φθινόπωρο δεν είναι εποχή·
είναι προετοιμασία και προσευχή
για τον ακραίο χειμώνα που έρχεται.

Ας έχουμε ελπίδες. Να ασκούμε
μαζί όλες τις αισθήσεις μας.

Να είμαστε ικανοί, αν ξαφνικά βρεθούμε
σε καταιγίδες και βροχές.

Αγκαλιασμένοι τα λευκά του έρωτα
να ξεφυλλίσουμε αγαπημένα όλες τις νύχτες
του χειμερινού ημεροδείκτη.

Κορδόνι έκτο: Στα μπαράκια

1. Οι κηπουροί της μοναξιάς

ΔΥΟ ΚΑΙ, μετά τα μεσάνυχτα
όποιος είναι ακόμα στο μπαρ
θα ξεκουκίσει μόνος
και την υπόλοιπη νύχτα.

Δεν έχουμε σπίτι με παιδιά,
φωνές, αναπνοές και γέλια.

Όσοι είχαμε το χάσαμε.

Κανένας δεν σηκώνεται να φύγει.
Ακόμα ένα ποτό,
η ιστορία στα βιβλία με λέξεις,
πουθενά και κανένας, τίποτα.

Για τους κηπουρούς της μοναξιάς
ο χρόνος είναι άδικος, ατελείωτος
και τυρβώδης…

2. Οι νυχτοπεταλούδες

ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΝΕΚΡΟΙ
πάνω στο μάρμαρο του μπαρ.
Δεν είναι το αλκοόλ στα ποτήρια.
Είναι τα χέρια των θαμώνων.

Αφήνονται αργά αργά στο δηλητήριο,
χαϊδεύουν το γυαλί που λαμπυρίζει.

Μετά κινούνται ανεπαίσθητα,
σαν να μην έχουνε ζωή.

Είναι αδύναμα, σινιάλα πάθους ισχυρά.

Πέφτουν τα βλέμματα
στους τάφους των δαχτύλων
που αλληλοσπαράσσονται,

που καίγονται στο φως
σαν νυχτοπεταλούδες.

ΟΝΕΙΡΑ

ΟΝΕΙΡΟ ΠΡΩΤΟ

ΦΕΥΓΟΥΝΕ ΜΑΚΡΙΑ ΤΑ σύννεφα.
Ελεύθερη η θάλασσα των ουρανών.

Λάμπει και χύνεται από ψηλά χιόνι φωτός
πανσέληνο και μουρμουρίζουν φύλλα.

Κάπου, στις καλαμιές μιας λίμνης,
ψάχνω το χρόνο, ως ερώτηση…

Σε εξισώσεις είναι βιδωμένος σίγουρα
με κόντρα παξιμάδι. Μα στη ζωή;

Λέει, ο δαιμόνιος Αλβέρτος Αϊνστάιν:
0 χρόνος είναι πιθανή σειρά με γεγονότα.

Δεν βοηθά μετρά τις αλλαγές
που έρχονται, αλλά το άπιαστο χάνεται και περνάει.

Εγώ τι χρόνο ζω μέσα στον ύπνο μου;
Που πλάθω κι αναπλάθω τη θολή και ταραγμένη
στρατιά των περασμένων γεγονότων…

Ας έρθουν τώρα νέφη μ’ άλλα όνειρα στη θάλασσα
των ουρανών, να διώξουνε το χρόνο ως ερώτηση,

κι όλες τις άλλες γήινες, ίσως κι αυτές ασήκωτες,
τις έβλεπα στην τηλεόραση πριν κοιμηθώ,
Ασιατών ανθρώπων λύπες.

ΟΝΕΙΡΟ ΤΡΙΤΟ

ΤΑ ΣΑΒΒΑΤΑ ΟΝΕΙΡΕΥΟΜΑΙ όνειρα
μακρινά με χαμένα τοπία της εφηβείας

ταξίδια που ταξίδευα ως φοιτητής,
δακρύβρεχτους αποχαιρετισμούς,
παράξενα πολλά του πρώτου έρωτα,
μάτια που πίστευα και τώρα πάγωσαν
στη ρέμβη άλλης θέας.

Νιώθω απείθαρχο το νου να σπαρταρά
ελεύθερος σε κύματα εμπειριών,
να χτίζει θέατρα ασυνήθιστα,
πανδέκτες σκηνικών.

ΟΝΕΙΡΟ ΠΕΜΠΤΟ

ΑΝΗΣΥΧΩ ΑΝ ΟΝΕΙΡΕΥΟΜΑΙ πως έζησα
στο παρελθόν μέσα σε όνειρα μεγάλα.

Και πως μεγαλουργώ σε ρόλους θεϊκούς
ως αρχηγός, ενώ τριγύρω μου παράξενοι,
με χρώματα, φανταχτεροί καθρέφτες.

Ας σπάσουν πια του ύπνου μου τα κρύσταλλα.

Να ’χω το πρόσωπο ελπιδοφόρο και ελεύθερο!
Να μη μ’ αγγίζει τέτοια ηλικιωμένη αθλιότητα.

Στις νύχτες των ονείρων που ονειρεύομαι,
να μην υπάρχουν φώτα εξουσίας πουθενά.

ΟΝΕΙΡΟ ΟΓΔΟΟ

ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΑΝ πεθαίνω τη νύχτα;

Πού πάει η ζωή μου;

Τι όνειρα βλέπω;

Οι άνθρωποι που αγαπήσαμε
δεν είναι στον ουρανό.

Στα όνειρα φυγοδικούν

επιθυμίες ανομολόγητες,
φόβοι και ξεχασμένες οδύνες.

ΟΝΕΙΡΟ ΔΕΚΑΤΟ: ΕΝΑΣ ΛΥΚΟΣ

ΕΝΑΣ ΛΥΚΟΣ ΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ
κατέβηκε απ’ το βουνό.

Μου πήρε τα παπούτσια
δίπλα απ’ την πηγή.

Ένα ξεροκάλαμο που ακουμπούσα
σ’ όλο το δρόμο το μάσησε.

Τώρα ουρλιάζει στον απέναντι λόφο.

Η νύχτα προχωρεί, εγώ ταξιδιώτης
χωρίς ραβδί και παπούτσια,

αλλά κι αυτός λύκος, λύκος,
λύκος και μοναχός στα ρουμάνια.

ΟΝΕΙΡΟ ΔΕΚΑΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ: ΑΔΕΙΟ ΣΑΚΙ

ΑΠΟΨΕ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ θαύματα στα όνειρα
Κανείς δεν σπέρνει μάγια.

Χτυπούνε τρίτα, τέταρτα μεσάνυχτα
παίρνεις τον ύπνο βιαστικά και τρέχεις·

έχεις σακάκι βυσσινί στον ώμο σου
εμένα στη μασχάλη σου ανύπνωτο,
άδειο και χιλιοτρύπητο σακί.

ΟΝΕΙΡΟ ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ: ΤΟ ΤΙΜΟΝΙ

ΣΤΗΝ ΑΛΥΣΙΔΑ των ονείρων του βαθύτερου ύπνου
πρόσωπα της ιστορίας διηγούνταν πώς έχασαν…

Ένα; στο Άργος άεργος άρχισε αργά αργά να κλαίει
μετά τα λόγια για το Γκούρα που άκουσε, για χίλια σουβλιστά
αγορασμένα με εγγλέζικα λιρόνια της βοήθειας,
σπατάλη για τον ανταγωνισμό, όχι για την πατρίδα.

0 δεύτερος ξετύλιγε τα σχέδια για μάχες,
ο τρίτος αναφέρθηκε στο οικονομικό,
υπήρχε ένας κοσμολόγος, επιστήμονας

και, τέλος, ένας, ως φιλόσοφος, τον τοποθέτησαν αργότερα
στους Προσωκρατικούς, έλεγχε τα θεμέλια της λογικής.

Πολλά μεγάλα έργα πνίγονται σε κουταλιές νερού…

Σε μια γωνιά αυτού του παραδείσου των απόψεων
άγγελος μ’ εμπιστεύτηκε κι άνοιξε την ποδιά του:

—Κοίταζε εδώ. Δεν τρώγονται τα φαγητά όλα μαζί.
Κανείς δεν πρέπει να απαντά, αν έχει γεύση το σακί
με όσπρια. Όλοι αυτοί που ακούς και μας τιμόνεψαν
ακόμα και σε θάλασσα υπερούσια, έπρεπε να μαγείρευαν
το κάθε φασολάκι χωριστά. Να δούλευαν
με κεφαλαία τις επιγραφές στα τεκταινόμενα.

Και τώρα συμβουλές από ’να γούμενο
που έκαμε πολύ καιρό κελάρης:
Φίλε, που βρίσκεσαι στο πέλαγο αυτού του αυγουστιάτικου
θανατοϋπνου, μετά τα μουσικόλογα που άκουσες,

αν δεν μπορείς να μαγειρέψεις χώρια κείνα που ’πάμε,
διώξε τα αναπάντητα ερωτήματα για τους ηγέτες μας,

περπάτησε σ’ άλλα πεδία χαύνωσης με δίχως όνειρα,
που έχει τρόπο το μυαλό, με κάποιο τίμημα, να διαθέσει…

ΛΗΜΝΙΣΚΟΙ

ΛΗΜΝΙΣΚΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ

ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ… Καλώς ήλθατε!
Βρισκόμαστε σε μεγάλο εξοχικό
με κτήματα που τα δουλεύουν ντόπιοι.

Σήμερα τα παιδάκια τους ντυμένα
ομοιόμορφα με ψευτοκουστουμιές
σερβίρουν τα ποτά στους καλεσμένους:

Ο πρέσβης, ο καθηγητής, ένας γιατρός,
ο ευρωβουλευτής, η γηραιά κυρία του
—κάνει για art σπουδές ακόμα στο Παρίσι—
διάσημοι ζωγράφοι και πολλοί,
συμμαθητές σε κάτι, τέλος πάντων…

Ο άρχοντας αγέρωχος, ντυμένος ελαφρά,
στιλ αποικιακό και σκούρο ναυτικό κασκέτο,
στέλνει το βλέμμα του να πλανηθεί σ
τις κορυφές του χιονισμένου Ολύμπου.

Ύστερα στρέφεται σε κάποιο βεληγκέκα:

—Εδώ μ’ αρέσει να ζω
βλέπω τα λημέρια των ανταρτών
βλέπω τα παλάτια των Θεών
βλέπω το δρομολόγιο του Παύλου.

Ο Ελληνισμός παρελαύνει στη φαντασία μου…

ΛΗΜΝΙΣΚΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ: Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ άγιος
μα κρημνοβάτης παραβατικός.

Και όταν γράφει, φαίνεται,
αναζητά και άλλους συνωμότες…

ΛΗΜΝΙΣΚΟΣ ΕΚΤΟΣ

ΕΛΕΝΗ, ΕΛΑ
στα θολά ποτάμια
του κορμιού
ροκανίζει το δρόμο
μια τίγρη.

Μυρίζει
τον ιδρώτα
του φόβου μου.

ΛΗΜΝΙΣΚΟΣ ΟΓΔΟΟΣ: ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

ΝΥΧΤΕΣ ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ
του φθινοπώρου
που βαθιά οδηγείτε
στο Δεκέμβρη,
σας βαρέθηκε
η ψυχή μου.

Νύχτες σκοτεινές
του φθινοπώρου,
σε ποιο ποτάμι πλέει
ο κλειδί της άνοιξης;

ΛΗΜΝΙΣΚΟΣ ΕΝΑΤΟΣ: ΦΟΥΡΝΑΡΗΣ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ

ΚΑΠΟΤΕ ΤΡΙΓΥΡΙΖΑ ΑΤΕΛΕΙΩΤΑ
στα στέκια των φοιτητών.

Μα τώρα, πού ανήκω;
Πώς τα περνούν οι όμοιοι μου;

Θαρρώ πως είμαι μόνο φούρναρης
των μαθηματικών

ψήνω στο φροντιστήριο συνέχεια
προβλήματα ολοστρόγγυλα,

μπαγκέτες τρικολόρε ολικής.

Πουλώ μαζί με το ψωμί των μαθηματικών
κι ελπίδες για τα μέλλοντα.

Επιβιώνω- και έχω, χρόνια τώρα,
δίπλα μου τα λογχοφόρα νιάτα…

Έχω μαθήτριες που απορούν
με θεία χάρη για το δάσκαλο.

Λένε: διδάσκει υπέροχα και κατανοητά
όλa τα μυστικά των αριθμών.

Όμως εγώ πιστεύω ανίκητα και θαυμαστά
μόνο τα μυστικά στα σώματα, που βλέπω
να αναπτύσσονται γεμάτα εκρηκτικά.

ΧΡΟΝΟΣ

ΧΡΟΝΟΣ ΠΡΩΤΟΣ: Η ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΣΑΝΔΑΛΙΖΟΥΣΑ

ΥΠΑΡΧ0ΥΝ ΤΡΙΑΚΟΣΙΑ ΤΟΣΑ αγάλματα
της Αφροδίτης Σανδαλίζουσας,
βγαλμένα από λίγα αρχικά πρωτότυπα
σε εργαστήρια της ομορφιάς
του πρώτου μεταχριστιανικού αιώνα,

μας είπε ο διευθυντής Αρχαιολογικού Θεσσαλονίκης,
αγγίζοντας, τάχα αδιάφορα, οπίσθια μαρμάρινης θεάς
Μας κοίταζε στα μάτια και συνέχισε:

Υπάρχει πρόβλημα διότι, ναι, όλοι τη βλέπουμε
που σκύβει όμως το βάζει ή το βγάζει το σανδάλι της;

Μπα, συλλογίστηκα, η κάθε Αφροδίτη
πάντα βγάζει το σαντάλι της
και το πετά αδιάφορα στο ρεύμα των αιώνων.
Η ομορφιά προσφέρεται γυμνή και ανυπόδητη
κι ευφραίνει τους νοήμονες με κάθε τολμηρό
ηδυπαθές και αγαλμάτινο της προσδοκίας σκέρτσο. .

ΧΡΟΝΟΣ ΤΡΙΤΟΣ: ΤΟ ΛΑΜΠΕΡΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ

ΣΧΕΔΟΝ ΕΝΑΣ ΑΙΩΝΑΣ ψεύδος ατελεύτητο,
μια χώρα απέραντη ονείρων καταρρέει.

Δεv πλέει πουθενά το λαμπερό πολεμικό των ιδεών,
Ποτέμκιν που τηλεβολεί τον εγκατεστημένο γίγαντα.

Ούτε ο ναύτης-μηχανή μετεωρίζεται ψηλά δεν στέλνει
η τρουμπέτα του, μαχητικά και διεγερτικά, τα πέταλα των ήχων.

0 πόλεμος για τη ζωή καλύτερη, αστραπιαία έγινε καπνός.
Χάνονται ορμητικά στο δειλινό ορίζοντα
ιστία του εφήμερου και προσδοκίες.

Συνταξιδιώτες πάντοτε στον ίδιο ποταμό των διαψεύσεων.
Μια μηχανή που διαλύει συνεχώς χαμόγελα
κρύβεται στο επόμενο επαναστατικό σκοτάδι.

ΧΡΟΝΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ: ΑΠΟΡΙΕΣ ΠΑΙΔΙΟΥ

ΕΙΝΑΙ ΧΕΙΜΩΝΑΣ. Χιονίζει.
Τα βουνά κοιμούνται.

Να ρωτήσω το χρόνο
γιατί μας παγιδεύει έτσι;

Γιατί ο ουρανός αρχίζει με ήλιο,
φορεί το πηλήκιο της βροχής
και μετά παγώνει το χιόνι;

Ας άνθιζε στο κατώφλι μας
μια υποψία αμυγδαλιάς,
στις αποφάσεις που μας ζητούν τώρα…

ΧΡΟΝΟΣ ΟΓΔΟΟΣ: Ο ΔΡΟΜΟΣ

Ο ΧΡΟΝΟΣ ΕΙΝΑΙ δρόμος
τον περπατώ καθημερνά.

Χάνονται πράγματα στις άκρες
μα πιο πολλά στην άσπρη κεντρική γραμμή.

Τελειώνουν όλα γρήγορα,
μου φεύγουν απ’ τα χέρια τα κλειδιά.

Τις νύχτες πιο πολύ, τα περισσότερα δικά μου
εγκαταλείπουνε το φως.

Αμίλητα ακολουθούν δυνάμεις που αγνοώ
σε ένθερμο σκοτάδι, ψηλά στον ουρανό.

ΒΙΒΛΙΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΑΞΙΩΜΑΤΑ

ΠΡΩΤΟ ΑΞΙΩΜΑ

ΑΓΝΩΣΤΕ Χι που λείπεις
απ’ αυτό το σύστημα,

που λείπεις απ’ την ψυχή μου,

φυγάδευσέ με σε λόφους
τέλειων αριθμών.

Τα χρόνια που περνούν
βαθιά με ρυτιδώνουν.

Η νύχτα φορεί

τον αγαπημένο μου χιτώνα
του σκοταδιού.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΞΙΩΜΑ

ΑΛΓΟΡΙΘΜΟΣ ΕΙΝΑΙ
τα 10 βήματα που κάνω

απάνω στη βρεγμένη άμμο
της καθημερινής ζωής·

Πάντοτε να υπάρχει
βήμα προηγούμενο

κι αφού διαλεχτηκε,
να επαναλαμβάνεται το ίδιο.

Ό,τι βρεθεί στο δρόμο μου,
πρέπει να χρησιμοποιώ

μία φορά τουλάχιστον
στα βήματα που ακολουθούν

μέχρι το τελικό, το μέγιστο,
το ακανθώδες βήμα.

ΠΕΜΠΤΟ ΑΞΙΩΜΑ
(Πρώτη διατύπωση)

ΟΣΟ ΧΩΡΩ βαθιά στην ηλικία,
πείθομαι, πως δεν υπάρχει
μέγιστος στο τέλος απ’ αυτούς
που αποτελούν
τη στρατιά των πρώτων.

Κι όσο το δέχομαι
και προχωρώ νηφάλιος
βλέπω στο δρόμο μου λιγότερους
πολύ μεγάλους πρώτους.

ΠΕΜΠΤΟ ΑΞΙΩΜΑ
(Τρίτη διατύπωση)

ΜΕΓΑΛΩΣΑΝ ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ.
Μαζί με το χειμώνα που σαρώνει,

φτάνουν γυμνά κλαδιά ωχροπράσινα ως το παράθυρό μου.

Μεγάλωσαν και τα παιδιά μου
είναι παράξενα τα βήματα της λογικής,

όπως οι πρώτοι αριθμοί, όπως τα χρόνια που περνούν
ασπόνδυλα και διασχίζουν το μυαλό μου.

Μεγάλωσε η αγάπη μου
για κάθε άπιαστο και στιγμιαίο των αισθήσεων,

μήπως διασωθούν γεύσεις ευφρόσυνες εδώδιμων καρπών,
οι φυσικές οσμές, τα καθημερινά ασήμαντα…

Μεγάλωσε ο φόβος μου για κάθε εύθραυστο,
μεταξωτό κουκούλι της ζωής,

για τη συνέχεια, για όσα ξαφνικά και αναπότρεπτα
κινούν τις πτέρυγες δακρύων.

Κι άρχισε να κλαδεύει ο κηπουρός τους φυλλοβόλους γίγαντες, το χαρισματικό στρατό γυμνών κορμών, που πάλλονται αέναα

στις όχθες των βρεγμένων δρόμων της Θεσσαλονίκης.

ΟΓΔΟΟ ΑΞΙΩΜΑ

ΑΝ ΕΙΣΑΙ τ’ άφαντο νησί
σε θαλασσόδρομους των αρχηγών,
μονάχος ναυαγός στην ερεβώδη παγωνιά του σέλαος

φωτιστικό μετέωρο σε άβυσσο ηλεκτρική
μ’ ένα ποτάμι σιωπής για σύντροφο
και το κακό να έρχεται ταχύτατα,
ίσως και πίσω του ο μαύρος καβαλάρης.

Αν είσ’ εσύ μπροστά και πιο μπροστά
ο χρόνος των σωμάτων που πεθαίνουνε,
να ψιθυρίζεις ως το τέλος σου,
καταναλώνοντας για τη ζωή
χρόνο που της ανήκει:

Μητέρα του τίποτα, ούτε τώρα δεν παραδίνομαι
κι ας ξέρω, είν’ η μέρα αυτή απόλυτα δίκη σου.

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΑΣΚΗΣΕΙΣ

Άσκηση στο χωροχρονικό συνεχές της ζωής

ΣΕ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ερημική μια μαυροφορεμένη
γριούλα, ντάλα μεσημέρι καλοκαιριάτικα,
αφού έβρεξε το μαντίλι στην κοντινή πηγή
το άπλωσε στο μέτωπο του εικονιζομένου Χριστού
να δροσιστεί κι αυτός κι εκείνος μέσα της που περιμένει.

Νύχτωσε και ξεχάστηκε με ατέλειωτες προσευχές.

Τα μεσάνυχτα είχαν φουσκώσει τα χρώματα.
Το εικόνισμα γέμισε μαύρες ρωγμές.
Πίσω από το γλυκύτατο πρόσωπο το σκοτάδι της ανυπαρξίας.
Η γριούλα κοίταζε αμίλητη και ακίνητη
στο τρεμάμενο ασθενικό φως των καντηλιών.
Εκεί μέσα να κουρνιάσω κι εγώ και να δροσιστώ, ψιθύρισε
και ξεψύχησε, ζώντας συνεχώς ως το θάνατο.

ΥΠΟΔΕΙΞΗ

Η ΓΡΙΟΥΛΑ έχει διασχίσει όλες τις ηλικίες της περιέργειας και τώρα καθρεφτίζεται στην ασημένια λίμνη του έσχατου πόθου. Ο κόσμος βυθίστηκε στην εικόνα του, και τάφος χτίζεται με υλικά από της γέννησης τη φάτνη. Αν και μ’ αυτά τα λόγια οδηγό δεν προχωρήσετε στη λύση, δεν θα το κάνετε ποτέ.

ΛΥΣΗ

—————————————————————————————————————————————————————————————————————————–

Άσκηση στα πολύγωνα

ΜΙΚΡΗ ΜΟΥ Νύμφη,
πυξίδα και ορθόκεντρο και λεμονανθός!

Οι ώρες περνούν. Αλλάζει το φως.
Έρχεται αναστάτωση,
έρχεται ύπνος στη φύση
και πυρετός στις ψυχές.

Ψάχνω ακόμα απέραντα μαθηματικά λόγια.

Μέσα μου και στο χαρτί, ένα τυχαίο τετράπλευρο
έχει τσακισμένες από έρωτα όλες του τις γωνίες.

Αναγνώστες, βοηθήστε με! Βρείτε αυτά τα λόγια!
Πιο φοβισμένη βαρυχειμωνιά δεν έχω ξαναδεί…

ΛΥΣΗ

——————————————————————————————————————————————————————————————————————————————————————————————————————————————————————————————————————————

Άσκηση πλοίων

ΑΚΟΥ ΚΙ ΕΜΕΝΑ, καπετάνιο μου:
Μην ψάχνεις μόνο ναύτες·

ψάξε για ό,τι κάνει το καράβι αξιόπλοο.

Και πρόσεξε, να βρεις τις θάλασσες
να το εμπιστευτείς, να πλεύσει.

ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ: ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ

ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΠΡΩΤΟ: ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΦΙΛΟΙ

ΤΡΕΙΣ ΦΙΛΟΙ ΕΠΕΣΤΡΕΦΑΝ από κυριακάτικη κυνηγετική εκδρομή.

Είχαν στις ζώνες κρεμασμένα αρκετά ορτύκια.
Στο δρόμο διαφώνησαν για την σκοπευτική τους ικανότητα.
Για να βρεθεί ο καλύτερος, πρότειναν διαγώνισμα:

Να πυροβολήσει καθένας μια φορά με τ’ όπλο του
την κορυφή του πιο ψηλού δένδρου.
Αν επιτύχει το στόχο, θα του δώσουν αμέσως οι υπόλοιποι
τα μισά από τα ορτύκια που έχουν στις ζώνες τους.
Αν αποτύχει, θα διπλασιάσει αυτός τα ορτύκια των άλλων.

Αφού απέτυχαν και οι τρεις, έγιναν όσα συμφωνήθηκαν.
Μετά, πήραν σιωπηλοί το δρόμο της επιστροφής
με 8 ορτύκια στη ζώνη του ο καθένας.
Πόσα ορτύκια είχαν πριν ακόμα μπει ο ανταγωνισμός στις ψυχές τους;

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ TΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ

ΕΠΕΣΤΡΕΨΑ ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ απ’ το σχολειό κατάκοπος.
Έκοψα γκόρτσια απ’ του Βαγγέλη την πανύψηλη δεντράρα και τα ’φαγα.
Είπα δεντράρα και θυμήθηκα εκείνο το μαθητή την τελευταία ώρα που τους έβαλα το πρόβλημα των τριών φίλων κυνηγών. Σηκώθηκε πάνω και μου λέει:
Δεν το λύνω τώρα έχουν τα ίδια ορτύκια και πάνε να τα ψήσουν ευχαριστημένοι, τι θέλετε;
Να βρούμε πόσα είχαν στην αρχή και να ξαναμαλώσουν κυρ καθηγητή μου;

ΛΥΣΗ

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ απ’ όπου αντέγραψα επιμένει πως η ενδιαφέρουσα λύση είναι:
0 πρώτος είχε 13, ο δεύτερος 7 και ο τρίτος 4 σκοτωμένα ορτύκια.

ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ: Ο ΙΠΠΕΑΣ

ΙΠΠΕΑΣ ΔΙΑΝΥΕΙ 12,5 χλμ. την ώρα
και καταδιώκει πεζό που αναχώρησε
πολλά χρόνια πριν και περπατεί ακόμη.
Μετά από πόσες ώρες ο ιππέας θα φτάσει τον πεζό
και σε ποια απόσταση
από το σημείο της αναχωρήσεώς του θα τον φονεύσει;

ΛΥΣΗ

Ο ΠΕΖΟΣ, όλο αυτό το μακρύ καιρό, έχει λιπάνει ένα σωρό βουνά
και φύτεψε ρουμάνια δέντρα,
αλλά ο ιππέας ούτε καθυστερεί ούτε θαυμάζει.
Έτσι θα φτάσει τον πεζό σε Χι ώρες
και θα διανύσει 12,5 επί Χι χλμ
Ο θεματοθέτης σκόπιμα
δεν μας δίνει ταχύτητα για τον πεζό γιατί δεν είναι σταθερός.
Μπορεί να πελεκά
στο μονοπάτι κάποιες ώρες, ύστερα ξεκουράζεται, θαυμάζει τα φυτά,
τα φουσκωμένα μες στην άνοιξη οπωροφόρα δέντρα.
Αλλά να πάρουμε συμβατικά
για τον πεζό πως διανύει 5 χλμ. την ώρα.
Έχουμε 12,5 επί Χι = 5 επί (Χι + πολλά χρόνια). Λύνουμε την εξίσωση.
Για το δεύτερο ερώτημα, δεν έχουμε καθόλου στοιχεία.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

ΠΟΛΛΟΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΟΥΝ
πως όλα αυτά τα χρόνια της ταλαιπωρίας,
θα σκληρύνει ο σβέρκος του πεζού
και το μαχαίρι του ιππέα θα σκουριάσει.
Δεν είναι όμως έτσι.
Αυτοί που νομίζουν πως ίσως δεν φονεύσει τον πεζό,
δεν ξέρουν τι λένε· …Κανείς ιππέας,
εστεμμένος ή τραγιασκοφόρος,
&ν λυπάται το λουλουδάκι του αγρού…

ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΕΤΑΡΤΟ: ΤΩΝ 100 ΠΤΗΝΩΝ

ΜΕ 100 ΕΥΡΩ θέλουμε ν’ αγοράσουμε 100 πουλιά.
Υπάρχουν ξεπουπουλιασμένα και άλλα κρέμονται
με τα φτερά, χήνες, κότες και σπουργίτια.
Μια χήνα κοστίζει 5 ευρώ, μία κότα 1 ευρώ
και μία ανθοδέσμη από 20 σπουργίτια 1 ευρώ.
Πόσα πουλιά μπορούμε να πάρουμε από το κάθε είδος;

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ

Ο TORRICELLI, εφευρέτης του βαρόμετρου και δεινός μαθηματικός, έφτιαξε μια ανθολογία θεωρημάτων και προβλημάτων,
συμπληρωματική των Στοιχείων του Ευκλείδη,
με τον παράξενο τίτλο Αγρός Μανιταριών.

Κάτι θα βρω εκεί που θα με βοηθήσει στη λύση.
Ελπίζω να είναι μία, γιατί υποψιάζομαι πολλές.

Αυτά τα προβλήματα Απροσδιόριστης Ανάλυσης δεν έχουν μπέσα.
Όταν ξυπνήσω το πρωί, με καθαρό μυαλό, θα τα ανακαλύψω όλα.
Καληνύχτα στον εαυτό μου και δεν ανησυχώ. Ή μάλλον
ας κάνω ακόμα μια απόπειρα τώρα,
όπως είμαι με τις πιτζάμες, να το λύσω.

ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ! ΛΥΣΗ! (ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ)

ΘΑΥΜΑΣΙΑ, αλλά και δυστυχώς, κόκαλα θα φάτε.

Η μοναδική λύση είναι: 19 χήνες, 1 κότα και 80 σπουργίτια
που δεν έχουν καθόλου κρέας.

Αν και, όπως λένε, αυτά τα ατίθασα εφηβόπουλα, οι μαθητές μου,
που τα κυνηγούν απλώνοντας δίχτυα στα περάσματα
ανάμεσα σε δέντρα,
η καλύτερη ομελέτα γίνεται με σπουργίτια σταυρωμένα στο τηγάνι.
Όταν ροδίσουν ρίχνουμε βρασμένες αβρονιές, δυο χτυπημένα αυγά
και μπόλικο θυμάρι.

ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ:
ΑΙΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΕΥΚΛΕΙΔΗ

ΠΡΩΤΟ ΑΙΤΗΜΑ

«…Ηίτήσθω από παντός σημείου επί παν σημείον
ευθείαν γραμμήν αγαγείν».

ΜΕΤΑΓΡΑΦΗ

ΦΙΛΟΙ, 01 ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ και χωριανοί,
όλοι οι ξενομπάτες, πιστέψτε το,
αν θέλετε, σε γέννες και βαφτίσια,
αλλά και πιο μπροστά
στου γάμου την αστραφτερή
πανέμορφη φουρτούνα,
από το σπίτι του γαμπρού
ως το υπόγειο της νύφης,
μπορείτε να τεντώσετε
ένα ολόισιο σχοινί.

Ορισμ,οί 2 και 4

2. «Γραμμή δε μήκος άπλατές».

4. «Ευθεία γραμμή έστιν ήτις εξ ίσου τοις εφ’ έαυτοίς
σημείοις κείται».

ΜΕΤΑΓΡΑΦΗ

ΔΥΟ ΕΦΑΠΤΟΜΕΝΕΣ ευθείες
βρίσκονται σε τέλεια επαφή
κι εμείς τις βλέπουμε
από το παρατηρητήριο των εγχειρήσεων.
Κάνουμε και το μάθημά μας.

Λοιπόν, από το δεύτερο ορισμό εμάθαμε:
«γραμμή δε μήκος άπλατές» κι από τον τέταρτο πως,
ειδικά η ευθεία, κείται εξίσου ως προς τα σημεία της.

Ευκλείδη, τι ορισμός είναι αυτός;
Θέλεις να πεις για την ευθεία,
μία λεπτεπίλεπτη βεργούλα,
που όταν τη βλέπουμε να περπατά καμαρωτή,
από τη μια ως την άλλη άκρη της
δεν προεξέχει τίποτα απολύτως;
Κανένα της σημείο δεν είν’ έξω;

Τότε, λοιπόν, να πω κι εγώ,
ως παρατηρητής-καθηγητής παράξενος,
για κάποια της σημεία αντίθετα, εγώ εννοώ μιας κοπελιάς,
που προεξέχουν απολύτως;
θεμελιώνουνε ως άρνηση το διορατικό Ευκλείδη:

Τα μάτια της είναι νησιά, έντρομα, βαθυπράσινα
στην κυρα-θάλασσα του καλοκαιρινού απογεύματος!
Το στόμα της ηφαίστειο και πάνω
αυτές οι δύο υψικάμινοι που ρουθουνίζουν λαύρα.
Ολόκληρη η λευκώλενος αέρινη,
μια κωνική τομή το στήθος της, καμπύλη
που πάλλεται στον υπολογιστή και μουσικίζει
στην ατμόσφαιρα εωθινό εμβατήριο πολλών και παλαιών,
από την πρώτη μας νεότητα,
πριν την παρέλαση της εικοστής ογδόης, Οκτωβρίων.

ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΣΤΑ ΑΙΤΗΜΑΤΑ

ΤΡΙΓΩΝΟ ΙΣΟΣΚΕΛΕΣ, έλα στο σχήμα μου!
Ξέρω πως είσαι εδώ- σε κυνηγάω ώρες.
Έφερα τις ευθείες μου παντού,
γέμισα σχήματα με απέραντες
ακτογραμμές καλοκαιριού
απάνω σε αόρατα, ολόφωτα και λαμπερά
κινούμενα μαντίλια

Ευκλείδη, η επιφάνεια είναι το πρόβλημα.
Αν έχω κατοικία ευθειών, θα βρω το τρίγωνό μου.

ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΜΤΟ: ΘΕΩΡΗΜΑΤΑ

ΘΕΩΡΗΜΑ ΠΡΩΤΟ: ΤΩΝ ΦΙΛΙΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ

ΑΥΤΟΣ Ο ΚΥΚΛΟΣ που μέσα του ζούμε,
χωρισμένος σε νικητές και νικημένους,
μυρίζει άσχημα

όπως το βάλτο μέσα στο σπίτι σας
όπως την ομορφιά σε λάθος χέρια.

ΠΟΡΙΣΜΑ

ΝΑ ΖΟΥΜΕ
αποκλειστικά σε ζεύγη
φιλιών αριθμών.

ΕΦΑΡΜΟΓΗ: ΟΙ ΠΕΡΙΠΑΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΛΙΑΣ

ΓΛΓΚΙΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ βροχή της Θεσσαλονίκης,
αυτοί που ξεκίνησαν μια επώδυνη βόλτα με την εξουσία
πριν από ογδόντα χρόνια, σήμερα την παράδωσαν
μάλλον ανώδυνα σε ενδιαφερομένους που την ήθελαν πάντα.

Γλυκιά φθινοπωρινή βροχή, είμαστε κι εμείς εδώ,
φιλίστορες, κάπως ενδιαφερόμενοι για τα κοινά,
και μας επηρεάζει τώρα η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού.

Είμαστε περιπατητές της παραλίας και θέλουμε γαλήνη.

Φτάνει που έχουμε μπροστά στα μάτια μας,
ογκώδες και παράλογο, ένα παλάτι υψηλής φιλοξενίας,
που φύτεψαν στο πουθενά, χαριστικά, μέσα στην πρώην θάλασσα,
για εκμετάλλευση απ’ το ταμείο τους, ομάδες κομπραδόρικες
μ’ επιρροή στην κρατική εξουσία.

Δεν ξέρω πόσο είναι άσχημη μ’ αυτό το πέτρινο κουτί η παραλία
ας το ξεχάσουμε. Εμείς, έχει ο καθένας μας κάτι ατομικό
μα σχετικά υψιπετές να πολεμήσει

άλλος για τα κιλά, άλλος για την υγεία της καρδιάς,
άλλοι, που είναι ίδιοι με σκυλιά, για λόγους που δεν λέγονται
και πέντε δέκα φοβισμένοι αγωνιστές, που βλέπω κάθε μέρα,
γιατί ανακάλυψαν το αδιέξοδο πριν απ’ την πτώση του υπαρκτού
και γύρισαν στην τάξη τους και γύρισαν στη λύπη τους
στην ιδιώτευση και στον ανώδυνο,
στον καθημερινό, τον αναψυκτικό περίπατό τους.

ΘΕΩΡΗΜΙΑ ΤΡΙΤΟ: ΤΗΣ ΦΘΟΡΑΣ

Ο ΔΕΚΤΗΣ που λειτουργεί φθείρεται.

ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΟ ΘΕΩΡΗΜΑ

στον Α. Φασιανό

ΤΡΕΜΕΙ ΜΕΣΑ στην ανοιξιάτικη νύχτα
περιφρονημένος γεμάτος κραυγές
ο ποδηλάτης της θλίψης.

Κανένας δεν μπορεί να γράψει
για την απογοήτευση που έρχεται.

Η λύπη αυτή δε γράφεται.
Το φως ερημώνει όπως η ηλικία.

ΑΠΟΔΕΙΞΗ

Η αντιθετοαντίστροφη της πρότασης είναι ισοδύναμη με την αρχική.
Αρκεί να δείξω ότι: «ο δέκτης που δεν φθείρεται, δεν λειτουργεί».
Αν είναι Χι ο δέκτης που δεν φθείρεται, παρ’ όλες τις φωνές-σπαθιές στ’ αυτιά του κι ο χρόνος μέτρησης ανήκει στη ζωή του παρατηρητή,
τότε, κι ο πιο κουτός ερευνητής κ
ανένα κύμα σκέψεων δεν θα μετρήσει.
Άρα, αφού ισχύει η αντιθετοαντίστροφη, το θεώρημα είναι αληθές.

Εφαρμογές

1 ΔΕΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΕΙΣ με το σώμα σου- η πρωτεύουσα κυβερνά ερήμην της υπαίθρου αυτό που φαίνεται κρύβει το σκοτάδι.

2 ΚΑΙ Ο ΟΔΟΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ της καρδιάς
σας εύχεται καλά Χριστούγεννα.

3 ΣΤΟΝ άσπρο σκούφο του βουνού
φεγγοβολεί ελεύθερο ένα ελάφι
ενώ χιλιάδες ψέματα των αρχηγών μου κουρελιάζουνε τη μνήμη.

ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΤΟ: ΑΣΚΗΣΕΙΣ: Β’ ΟΜΑΔΑ

ΕΙΔΑ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ αυτάρεσκα πουλιά
απάνω στο ακίνητο νερό της αργυρένιας λίμνης
να περιφέρουν το μανδύα αυθεντίας εξαιρετικά
αλλόκοτης, μιλώντας για ζητήματα
ανίκανα να συγκινήσουν τους απλούς ανθρώπους.

Επιθυμώ την άλλη όχθη και προσποιούμαι συνεχώς.

Λέω πως είμαι παθιασμένος και τρελός,
νυχτόβιος σ’ ατέλειωτα χρωματικά,
αλήτης και όχι σαν αυτούς
άνθρωπος αρχηγός με γνώμη,

αφού αυτοί οι μέντορες πολιτικοί παράγοντες,
πάντα για το καλό της ανθρωπότητας,
δουλεύουν με συμβιβασμούς, με οδηγό το εφικτό

τα καταστρέφουν και τα μηδενίζουν όλα τα απόλυτα
που μας μαθαίναν ευσυνείδητοι
ακόμα και στα πιο μικρά δημοτικά σχολεία.

ΑΣΚΗΣΗ ΑΠΟΡΙΩΝ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ

ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΦΩΤΑ για επόμενα δεινά
μου φόρτωσαν στον ύπνο δάκρυα
για όσα έγιναν κείνη τη ματωμένη νύχτα.

Βλέπω σχηματισμούς από γιατί,
κυρτώθηκαν οι φλέβες μου, ξεράθηκαν.

Δεν ήταν μόνο στενεμένοι άνθρωποι
και μάρτυρες, ήταν ιδέες που με δίωκαν-
ήταν που δεν πιστέψαμε κι εμείς.

Αν ήταν περισσότερα τα σώματα,
ίσως να μη σκοτώνανε τα όπλα.

Μύρισα σαν ελάφι κίνδυνο,
η λησμονιά για τα παιδιά ήταν εδώ,
έβρεχε στο δωμάτιο το χρώμα κίτρινο.

Λυθήκανε τα φρένα ασυλλόγιστα.
Βλέπω κυλάει κι άλλος πόλεμος.

Λογίζονται τα ερωτήματα για όπλα;

17. Νο. 1973

ΑΣΚΗΣΗ ΑΚΡΙΒΕΙΑΣ

στον Κώστα

ΕΝΑ ΠΡΩΙ, μου διηγήθηκε τ’ αδέρφι μου,
έβγαιναν στο βουνό η φανταρία
κι ο λοχαγός του φώναζε:

Εσύ, ψηλέ, με το μουστάκι,
τραγούδα, τραγούδα χάρε
τον ύμνο της «επανάστασης»,
τραγούδα, τραγουδάτε,
θα βγούνε φέρετρα αποδω-μέσα,
σας ετοιμάζω τη θηλιά.

1972

ΛΥΣΗ
———————————————————-
———————————————————-
———————————————————

ΠΛΟΕΣ ΕΡΩΤΙΚΟΙ

ΧΙΟΝΙ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ

ΑΡΧΙΣΕ να ρίχνει απ’ τη νύχτα στις τρεις.

Έριχνε χιόνι πεταλούδα
και σκεπάστηκαν τα δέντρα.

Σηκώθηκα και περπάτησα
σε διάδρομους νοσταλγίας.

Επέστρεφε και χανόνταν συνεχώς,

ως το λευκό, χιονισμένο πρωί,
η εικόνα σου στο μυαλό μου..

.

ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ

ΟΙ ΦΙΛΟΙ των χρωμάτων
δεν θα πιστέψουν ποτέ
πως σε ξεγύμνωσα ως τη βαθιά διαθήκη,

όπου τα ρόδινα πέπλα απλώνονται ρυθμικά
και χαϊδεύουν τη ρέουσα σμίλη.

Η βροχή δυναμώνει μέσα στο πράσινο δάσος.

Μ’ επισκέφτηκαν πόθοι άγνωστοι που δεν περίμενα
με καθαρό, αξιοπρεπέστατο μανδύα.

Τους αγνόησα. Σύρθηκα ήσυχα ήσυχα κοντά
στα υγρά σου φυλλώματα κι εσύ άρχισες ν’ αρμενίζεις…

ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΙΣΣΑ

ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΙΣΣΑ
κόρη του αρτοπώλη της γειτονιάς!
είσαι φίλη θερμών ανέμων που δεν ακολούθησαν
το φθινόπωρο στην πορεία του.

Χθες πέταξες προς τον ήλιο, έπλασες με λουλούδια ψωμί
και το ’ψησες στις κοιλότητες των νεφών και της νοσταλγίας.

Αγαπημένη Ρουμελιώτισσα, ποτέ δεν κοιμούνται οι αισθήσεις.

Ήμουν άφοβος, ελεύθερος, ιχνηλάτης της ομορφιάς.
Τώρα τρέμω φυλακισμένος την ανάγνωση των ελπίδων.

Αγαπημένη Ρουμελιώτισσα, κι εσείς φίλοι
που με περιμένετε μάταια για κάποιο κοινό προορισμό,

αφού υπάρχει αυτός ο πόλεμος κι η ομορφιά πυροβολεί,
πώς θέλετε να επιζήσω;

Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ

ΧΑΡΜΟΣΥΝΟ ΠΡΩΙ καλοκαιριού
στο λιμενοβραχίονα,

κοντά στο δροσερό νερό,
απάνω στο ζεστό τσιμέντο,

μου πρόσφερες απάντηση σε όσα ζήτησα,
ένα μικρό ψαράκι.

Αρνήθηκα στην ομορφιά χωρίς φωνή.

Τριάντα χρόνια αργότερα κατάλαβα
τι σ’ έκανε μια σιωπηλή ψαρού.

Νομίζω ήθελες να πεις:

Με τα χειλάκια που έχω σάς φιλώ,
μη μου ζητάτε τίποτα άλλο.

ΧΙΛΙΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ

ΠΕΡΑΣΑ ΣΤΗ Θεσσαλονίκη
ολομόναχο φθινόπωρο και το μισό Δεκέμβρη.

Πήρα μεσάνυχτα το τρένο των φτωχών και το πρωί
από Πειραιά κατάστρωμα καράβι για την Κρήτη.

Έστεκε στο νερό καιρός βαρύς
και ξέσπασε αργότερα δριμύτατος χειμώνας.

Μια ώρα με βροχή ανταμωθήκαμε.
Ένιωσα να καταχτυπά η καρδιά της.

—Καλά περνάς, Λενάκι; τη ρώτησα.
Μου χαμογέλασε πικρά.
—Στον ίδιο κανόνα βρισκόμαστε
και το μυαλό τ’ ανθρώπου είναι πάντα εκεί που αγαπά

Περπάτησα σκυφτά και λασπωμένα βήματα
ως το κηπάκι μας και κλείστηκα στην κάμαρα.

Σαν ρόδι έσκασε το σπίτι πάνω μου,
χίλια κομμάτια και με πλάκωσε.

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΤΟΥ ΙΟΥΛΙΟΥ

Ο ΕΡΩΤΑΣ του Ιουλίου
σβήστηκε, Ελενίτσα!

Αναπνοή είναι η αγάπη
και χάνεται μέσα σε πλήθος άλλες·

μετρώ τις αναπνοές και μου λείπεις

Πού πάνε όλα τα αισθήματα;

Με όσο φως έχει η σκέψη,
νιώθω πως τα μουσκεύει ο θάνατος

Πως λιώνουν μέσα σε ασήμαντες
άρρωστες αναμνήσεις…

Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΕΝΗ

ΗΡΘΕΣ ΠΑΛΙ κύματα κύματα
με τη ζέστη φυτεμένη στα μόριά σου

και λύγισες τα δέντρα
κι έφρυξες το χώμα

κι έστρωσες στη θάλασσα
αμμορυτίδες και θίνες

που οδεύουν κι ολοένα χάνονται
στο βάθος του ορίζοντα, αφρικανέ.

Ήρθες πάλι σήμερα και πήρες
τη συνάντηση με την Ελένη.

ΕΛΠΙΔΕΣ

ΣΤΗ ΧΑΙΤΗ του ανέμου
ταξιδεύω τις αναμνήσεις μου

σε κυνηγώ πάλι στις πολεμίστρες του κάστρου
και δεν σε χορταίνω, πέλαγο.

Τώρα αγκαλιά με την προχωρημένη νύχτα
περιμένω το φθινόπωρο,

τα μελτέμια και τα πρώτα κίτρινα φύλλα
οι ελπίδες είναι σαν τα σπαθιά.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.