ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΥΡΗΣ

Ο Χρηστός Μαύρης γεννήθηκε στην Κύπρο το 1954. Έχει σπουδάσει δημοσιογραφία στην Αθήνα και παρακολούθησε Ανθρωπιστικές Σπουδές στην πρώην Σοβιετική Ένωση. Επίσης παρακολούθησε εξάμηνο επιστημονικό σεμινάριο στην Επικοινωνία και στα Μ.Μ.Ε., υπο την εποπτεία του Παντείου Πανεπιστημίου. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε διάφορες εφημερίδες. Τα τελευταία 15 χρόνια, και μέχρι τον Φεβρουάριο του 2016 που αφυπηρέτησε, εργάσθηκε στην καθημερινή εφημερίδα “Χαραυγή”. Από το 1998 μέχρι το 2009 δίδαξε στη Σχολή Δημοσιογραφίας του FIT (Frederic Institute of Technology). Διετέλεσε πρόεδρος της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου και αντιπρόεδρος της Ένωσης Συντακτών Κύπρου.

Έχει εκδώσει μέχρι σήμερα τα έξης βιβλία:

1. ΕΝΕΔΡΑ, Ποίηση, Λεμεσός 1978, Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο των Μορφωτικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Παιδείας της Κύπρου
2. ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΠΡΙΛΗ ποίηση, Λεμεσός 1980
3· Ο ΤΕΛΕΥΤΑ10Σ ΕΠΙΖΩΝ, Σπουδή στην ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη, Δοκιμιο, Λευκωσία 1990
4· ΤΟ ΠΝΕYMA ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ 20 εκλεκτές συνεντεύξεις, Λευκωσία 1993
5. Ο ΜΕΓΑΣ ΑΝΤΙΔΙΚΟΣ ποίηση Λευκωσία 1992
6. ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΗ, ποίηση Λευκωσία 1995. Τιμήθηκε με το Β’ Κρατικό Βραβείο του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου.
7. ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ, Ο ΜΕΙΖΩΝ, Συνομιλίες με τον ποιητή, Λευκωσία 1996
8. ΜΙΑ ΖΩΗ ΑΓΩΝΕΣ, Χρονολόγιο Πέτρου Στυλιανού, Λευκωσία 1998
9. ΝΑ ΦΥΣΑΣ ΝΑ ΓΕΜΙΖΟΥΝ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥΛΙΑ, Δοκίμιο για την ποίηση της Πίτσας Γαλάζης, Λευκωσία 1999
10. ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ, Συνοπτική βιογραφία (στα αγγλικα), Λευκωσία 2000
11. Ο ΑΓΡΟΣ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ, Ποίηση, Λευκωσία 2002
12. Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ, Συνεντεύξεις με τον Μιχάλη Πασιαρδη, Λευκωσία 2003
13. Ο ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ, Ποίηση, Λευκωσία 2003
14. «ΛΑΜΠΕΙ ΑΚΟΜΗ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ…», Μια κριτική ανάγνωση στον “Νεκρόδειπνο” του Τάκη Σινόπουλου, Λευκωσία 2005
15. «ΕΙΜΑΣΤΕ Η ΓΕΝΙΑ ΤΗΣ ΗΤΤΑΣ», Συνεντεύξεις με τον Μάριο Τόκα, Λευκωσία 2008
16. ΣΤΙΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ ΤΩΝ ΑΛΛΟΚΟΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ, Ποίηση, Λευκωσία 2010
17. «Ο ΕΞΗΜΕΡΩΤΗΣ ΠΟΥΛΙΩΝ ΚΑΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ-Προσεγγίσεις στην ποίηση του Γιώργου Μαρκόπουλου», Μελέτη, Λευκωσία 2015
18. «ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΣΙΑΡΔΗΣ-ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ», Έκδοση Κυπριακής Βιβλιοφιλίας, αρ. 1, Λευκωσία 2016
19. Ο ΛΙΘΟΞΟΟΣ ΤΗΣ ΗΔΟΝΗΣ. ποίηση, Λευκωσία 2016
20. ΜΝΗΜΗ ΔΙΚΑΙΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΕΞΟΧΟΥ ΠΟΙΗΤΟΥ ΜΕΤ’ ΕΓΚΩΜΙΩΝ – Αναμνήσεις από την φιλία-μου με τον Φοίβο Σταυρίδη. Λευκωσία 2017
21. ΛΟΓΟΣ ΕΡΩΤΙΚΟΣ ΓΙΑ ΜΙΑ «ΓΥΝΑΙΚΑ ΒΟΥΡΚΩΜΕΝΟ ΠΟΤΑΜΙ», Μια προσέγγιση στη Λιβίδω του Μανόλη Πρατικάκη, Μελέτη, Λευκωσία 2018
22. ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ, «Ελεύθερα επικίνδυνη και ωραία», Δοκίμιο, εκδ. Κύμα, Αθήνα 2019
23. ΔΩΡΟΣ ΛΟΪΖΟΥ. Ο μεγάλος ελεύθερος. Μια κριτική ανάγνωση της ποίησής του, Λευκωσία 2020
24. ΕΠΙΤΑΦΙΟΙ ΤΩΝ ΑΦΑΝΩΝ  (2022)

Ποιήματα του Χρήστου Μαύρη έχουν μεταφρασθεί στα αγγλικά, γερμανικά, ιαπωνικά, τουρκικά, βουλγαρικά, ρουμανικά και ιταλικά.
Ο συνθέτης Αδάμος Κατσαντώνης έχει μελοποιήσει ποιήματα του που περιλαμβάνονται στον ψηφιακό δίσκο Δεν μοιράζεται η πατρίδα και η εκ Θεσσαλονίκης συνθέτρια- ερμηνεύτρια Αριάδνη (Φιλιππίδου) μελοποίησε ποιήματά του από τις συλλογές του Ο εσπερινός της μνήμης και Στις πολιτείες των αλλόκοτων πουλιών.
Το 2017 κυκλοφόρησε σε ψηφιακό δίσκο το μουσικό έργο Ακατοίκητο όνειρο σε κερένια μάτια… Πρόκειται για μια σειρά ποιημάτων από τις συλλογές Ο εσπερινός της μνήμης και Στις πολιτείες των αλλόκοτων πουλιών που μελοποίησε ο συνθέτης Ανδρέας Α. Αρτέμης.

.

.

ΕΠΙΤΑΦΙΟΙ ΤΩΝ ΑΦΑΝΩΝ (2022)

Η ΣΤΕΡΝΑ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ

Γη των νεκρών πώς μ’ έπιασες στο δόκανο
σαν ένα ζώο που γλείφοντας τις μαύρες-του πληγές ανατριχιάζει
σαν το δαμάλι που γονάτισαν απάνω-του την ώρα που το σφάζουν

ΜΑΝΟΣ ΚΡΑΛΗΣ, Επιτάφιος του πληρώματος 

ΚΑΛΠΙΚΟΣ ΗΛΙΟΣ

Είχε την γεύση πικροδάφνης
η στραβή και ανάποδη μέρα
όταν στα δύο κόπηκε ο καιρός
διαγράφοντας ένα εντάφιο σχήμα.

Το πληγωμένο φως βυθιζόταν
σε μία θάλασσα από ζεστό αίμα.
Πάνω στη γη φύτρωνε
άγριο σκοτάδι αντί τρυφερό χορτάρι.
Και ψηλά στον γκρεμισμένο ουρανό
έχασκε ένας απελπισμένος Ήλιος –
Ήλιος – νόμισμα λαμπερό – κάλπικος.

Κάτω ο ανοίκειος παράδεισος
απαλλοτριώθηκε αυθημερόν
για να γίνει γήπεδο ποδοσφαίρου
ν’ αθλούνται κάτι Ρομα Άγγελοι.

1974- 1.3.2018

ΟΙ ΠΑΜΦΑΓΕΣ ΓΑΤΕΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

Έπεφταν καταιγιστικές βροχές όλο το βράδυ.
Ασταμάτητα έβρεχε και την άλλη μέρα!
Τα βρεγμένα φτερά των παραστρατημένων αγγέλων
έγιναν βαριά σαν μολύβι! Είναι αλήθεια,
δεν άντεχαν τόσο βάρος τα διάφανα σώματα των αγγέλων!
Εξαντλημένοι κατρακυλούσαν κάτω με δύναμη και γδούπο
άλλοι πάνω στις στέγες, άλλοι μες τις αυλές των σπιτιών-μας.

Με χαλασμένα τώρα τα φτερά και ηθικό ρημάδι
περιφέρονταν άσκοπα στους δρόμους και τις πλατείες.
Κανένας βέβαια δεν υποψιαζόταν τον μεγάλο κίνδυνο
από τις παμφάγες γάτες που έχει μαζέψει στην αυλή-του
ένας ξεσπιτωμένος, ένας απαρηγόρητος ποιητής.
Καιροφυλακτούσαν οι δόλιες ν’ αρπάξουν
την φτερούγα κάποιου μισοπεθαμένου αγγέλου
και έπειτα με την ησυχία-τους
να του λιανίσουν τ’ άνοστα κρέατά-του.

Μα τι μανία, τέλος πάντων, έχει πιάσει
αυτό τον αδικαίωτο άνθρωπο! Άκουσ’ εκεί!
Να εκτρέφει δεκάδες γάτες στην αυλή-του
γιατί του στέρησαν, λέει, οι κατακτητές τη χαρά
να καλλιεργεί και να ποτίζει τις φαιδρές πορτοκαλιές
στο περιβόλι που έχει στην Αμμόχωστο,
την πάγχρυση μα ανάπηρη πόλη.

Λευκωσία, 24.10.2016 -Αθήνα, 29.10.2016

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ TOY ΑΙΜΑΤΟΣ

Ω ψυχή των ανθρώπων, αγρέ λυπημένε,
Που πέρνα κάθε σούρουπο από τα δέντρα-σου ο θάνατος
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ, Μη σκεπάζεις το ποτάμι

Τραγουδώ /μ’ όλες τις πληγές-μου /όχι για δόξα
ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΟΥΛΙΟΣ, Το Θεώρημα

ΤΟ ΑΔΙΚΑΙΩΤΟ ΑΙΜΑ

Του Πάμπη Αναγιωτού

Το σκοτωμένο, το αδικαίωτο αίμα
λίμνασε
απάνω στης μνήμης-μου τις πλατιές φτερούγες.

Ο πυρομανής Ήλιος ο ανελέητος τύραννος
ίσως για να με εξοντώσει τελειωτικά
ρίχνει
κάθε πρωί ένα αναμμένο σπίρτο απάνω-του
και αυτό τρικούβερτα λαμπαδιάζει!
Γίνεται φωτιά ανεξέλεγκτη που κατακαίει
της ψυχής-μου το έσωθεν καταπράσινο δάσος.

Φεβράρης- 30. 4.2021

Η ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΑΠΟΔΗΜΗΣΕ

Άταφα παρέμεναν για μέρες μέσα στους δρόμους
τα τουμπανιασμένα σώματα,
αφημένα στις ορέξεις των όρνεων και των σκυλιών!
Τα σκότωσε η κίτρινη λύσσα του νικητή
όταν αναίτια έχωσε βαθιά στις σάρκες-τους
τα μολυβένια, τα φαρμακερά-του δόντια.

Ποιος 0α τολμήσει να τα θάψει;
Η Αντιγόνη πάνε χρόνια που αποδήμησε σε άλλη γη.

1974 – 8.6.2018

ΟΛΑ ΤΑ ΕΙΔΕ Ο ΗΛΙΟΣ

Έδυσε ο παγωμένος Ήλιος
αλλα δεν ξαναγύρισε.
Λες και έχασε τον δρόμο-του.
Κι η Ανατολή καταργήθηκε, όπως σχολική
γιορτή, απο το ημερήσιο πρόγραμμά-μας.

Όλα τα είδε ο προδομένος Ήλιος – έφριξε
και απέκρυψε τις ματωμένες αχτίνες-του!

1974 – 22.4.2019

ΕΛΕΓΕΙΟ ΤΩΝ ΣΒΗΣΜΕΝΩΝ ΑΣΤΡΩΝ

Η μνήμη μεταλλάσσει τους νεκρους-της σε άστρα
ΠΑΥΛΙΝΑ ΠΑΜΠΟΥΔΗ, Τα χίλια φύλλα

Μάταια περιμέναμε τον άγγελο / ν’ ανάψει τ’ αστέρια ένα ένα
ΜΑΝΟΣ ΚΡΑΛΗΣ, Επιτάφιος του πληρώματος

Τι μέρες αγωνίας! Τι ατελείωτες νύχτες πόνου!
Σαράντα τέσσερα ολόκληρα χρόνια θάβουμε νεκρούς
νεκρούς αδικαίωτους και υπομονετικούς,
απροετοίμαστους για τον σκοτεινό θάνατο.
Λιγοστεύει το προδομένο αίμα, πληθαίνουν τα κόκκαλα.
Σαράντα τέσσερα ολόκληρα χρόνια
θάβουμε αιχμάλωτα ξασπρισμένα κόκκαλα.
Λιγοστεύουν αισθητά του Ήλιου οι απομείναντες
κι η μνήμη γυναίκα δύστροπη μετατράπηκε σ’ ένα
απέραντο νεκροταφείο πάνω στο ξεραμένο σώμα-μας.
Αγέλαστε Θεέ, της συμφοράς και του ελέους, πότε θα φθάσει
η αργοπορημένη Άνοιξη στην πρωτεύουσα του πόνου-μας;
Σαράντα τέσσερα ολόκληρα χρόνια οι Πανέλληνες
θάβουν ανέξοδους νεκρούς που χάσανε τ’ όνομά-τους
και το αηδόνι που είχαν μέσα-τους σίγησε από καιρό.

Με μικρ’ άστρα μοιάζουν οι νεκροί-μας
που κάποια κρύα νύχτα σβήνει το χλωμό φως-τους
και χάνονται τελεσίδικα στο άπειρο.
Όλο το πληγωμένο φως θα δέσει κάποτε
το σπαταλημένο αίμα θα γίνει ουρανός πάμφωτος
κι’ ένας νέος θηριώδης Ήλιος θα γεννηθεί μέσα-του
για ν’ ανατείλει υπέρλαμπρος την άλλη μέρα
έξω από τα κατάκλειστα παράθυρά-μας.

26.11.2017-20.1.2018

ΕΠΙΤΑΦΙΟΙ ΤΩΝ ΑΦΑΝΩΝ

Αυτά τα μικρά φέρετρα τα σκεπασμένα με τη γαλανόλευκη
θα γίνουν κάποτε μυθικά καράβια και θ’ αρμενίσουν
στα παγωμένα νερά των σκοτεινών θαλασσών
μ’ ένα αντάρτη Ήλιο να κυματίζει στο πιο ψηλό κατάρτι-τους.
Ετοιμόρροπα καράβια που θ’ αντιμάχονται με λύκαινες θάλασσες
κατάφορτα με μαύρο πόνο, οργισμένο αίμα και οστά γεγυμνωμένα.
Κατάφορτα με σπασμένα μάρμαρα και εντάφιες πλάκες
επιτάφιοι του πληρώματος κάτω από το μελανιασμένο φως
έχοντας στ’ ανεμοδαρμένα κατάρτια-τους – αντί άσπρα πανιά –
τις τεράστιες μαύρες φτερούγες πουλιών και αρχαγγέλων
για να τα ελαύνουν αργά αργά προς το ατελεύτητο ταξίδι-τους.

17.1.2018, Του Αγίου Αντωνίου

.

Ο ΛΙΘΟΞΟΟΣ ΤΗΣ ΗΔΟΝΗΣ (2016)

ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ
ΛΙΘΟΞΟΟΣ ΤΟΥ ΜΑΝΟΛΗ ΠΡΑΤΙΚΑΚΗ

Ο ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ του Μανόλη Πρατικάκη μοιάζει με ορυχείο. Ανεξάντλητο ορυχείο που συνεχίζει να δίνει άφθονη ποσότητα από τον ορυκτό πλούτο που κρύβει μέσα του, παρόλο που έχει χαρτογραφηθεί εδώ και αρκετές δεκαετίες! Και ο θαυμασμός σου επαυξάνεται όταν αντιληφθείς ότι πρόκειται για επεξεργασμένο χρυσάφι το προϊόν που προσφέρει αυτό το ακένωτο ορυχείο! Μάλιστα, όσο πιο βαθιά γίνονται οι εξορύξεις, δηλαδή όσο πιο βαθιά σκάβεις σε αυτό το μεγάλο ορυχείο, τόσο πιο πολύ χρυσάφι φέρνεις
στην επιφάνεια!
Με αυτά που σημείωσα αμέσως πιο πάνω θέλω να επισημάνω πως η έμπνευση του Μανόλη Πρατικάκη δεν παρουσιάζει κανένα σύμπτωμα κάμαρης, παρόλο που έχουν περάσει 42 σύναπτα χρόνια από την πρώτη επίσημη ποιητική εμφάνισή του και παρόλο που έχει εκδώσει μέχρι σήμερα
18 ποιητικές συλλογές!
Αντιθέτως, η έμπνευσή του παρουσιάζεται ατίθαση, καλπάζουσα και ασυγκράτητη, όπως αφηνιασμένο άλογο που γυροφέρνει ασταμάτητα μέσα στον πλατύ κάμπο! Είναι, πάνω απ’ όλα, φρέσκα, εύχυμος και αμάραντη-πραγματικό «ρόδο αμάραντο»-που σου επιβάλλει να την αισθάνεσαι ή να τη νιώθεις σαν ένα καταπράσινο δάσος, κατάσπαρτο από πανύψηλα δέντρα και θάμνους, γεγονός που κάνει τον Πρατικάκη, ως δημιουργό, να ξεχωρίζει ανάμεσα στη συντεχνία των ομοτέχνων του. Να ξεχωρίζει δηλαδή ως ένας ποιητής φαινόμενο, με οργιαστική φαντασία και ανεξάντλητη δύναμη δημιουργίας ή, καλύτερα, με ανεξάντλητη μήτρα δημιουργίας!
Με άλλα λόγια, ο Μανόλης Πρατικάκης είναι ποιητής πρωτοστάτης έτσι όπως προβάλλει μέσα από την ποιητική οδοιπορία που χάραξε και διάνυσε όλα αυτά τα χρόνια. Συνάμα είναι ποιητής αξιοθαύμαστος, αξιαγάπητος και αξιομελέτητος και δεν είναι τυχαίο που η σοβαρή κριτική, φιλολογική και λογοτεχνική, έχει ασχοληθεί συστηματικά και σε βάθος με την ποίηση του και γενικά με τ’ όλο έργο (σ’ αυτό συμποσω και τα πεζά κείμενά του) που έχει δημιουργήσει και προσφέρει στο αναγνωστικό κοινό μέχρι σήμερα.
ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ υπάρχει στην ποίηση που παράγει ο Πρατικάκης ακόμη ένα ευδιάκριτο χαρακτηριστικό το οποίο έχει σχέση με το περιεχόμενο αλλά (σε λιγότερο βαθμό) και με τη μορφή των πολύστιχων ποιημάτων που
μας έχει προσφέρει. Για να ακριβολογώ, έχει άμεση σχέση με την πνευματική υπόσταση ή, πιο απλά, με τη διανοητικότητά του που συνειδητά και στοχευμένα διαχέει σ’ αυτά τα ποιήματά του.
Είναι παγιωμένο πλέον πως ο ποιητής εδώ και αρκετό καιρό έχει ξεπεράσει το στάδιο του απλού καταγραφέα αισθημάτων και εικόνων (οπτικών ή νοητικών) στους στίχους του και γενικά στην ποίησή του, όπως συμβαίνει με τα περισσότερα άτομα που αρχίζουν να καταπιάνονται με τη λογοτεχνία, πριν ακόμη φθάσουν στο στάδιο της ωρίμανσης της γραφής και γενικά της τέχνης τους. Χωρίς βέβαια να εξυπακούεται από μέρους μου πως η καταγραφή αισθημάτων ή οπτικών και νοητικών εικόνων στην ποίηση κάποιου είναι πράξη κατακριτέα και απορριπτέα.
Απλώς θέλω να επισημάνω πως ο Πρατικάκης είναι άτομο φιλομαθές και πολυμαθές, άρα επαρκής αναγνώστης, γι’ αυτό και ως ποιητής είναι καλά ενημερωμένος και προσανατολισμένος. Είναι σίγουρα ποιητής διανοούμενος (με την κυριολεκτική σημασία της λέξης) με αποτέλεσμα όλη αυτή η διανοητική συγκρότησή του να μεταφέρεται νομοτελειακά και στην ποίησή του. Συνεπεία όμως αυτής της διανοητικότητάς του, εδώ και πολλά χρόνια, ο Πρατικάκης, σε αρκετές συλλογές του γράφει και δημοσιεύει ποιήματα-δοκίμια. Έξοχα αισθητικά δοκίμια, αν μου επιτρέπεται ο όρος! Δηλαδή δημιουργεί μία ποίηση που φέρει μέσα της στοιχεία και χαρακτηριστικά από το λογοτεχνικό είδος που ονομάζεται δοκίμιο και που είναι βέβαια πρακτική αρκετά γνωστή στις μέρες μας, στηριγμένη κυρίως στο διαλεκτικό τρίπτυχο ανάγνωση-αφομοίωση-παραγωγικό γράψιμο.
Με αυτή την πρακτική όμως, τα περισσότερα ποιήματα του, σε τελική ανάλυση, καταλήγουν να είναι παραφορτωμένα με παραπομπές, σημειώσεις, αποφθέγματα, ποιητικές ιδέες, («απόκρημνες» όπως τις αποκαλεί), αλλά και αποσπάσματα από ξένους στίχους, καθώς και θέσεις ή απόψεις άλλων ατόμων γύρω από τα καλλιτεχνικά και πνευματικά θέματα, με απώτερο στόχο, όλα αυτά, να εξυπηρετήσουν τις δίκες του θεωρητικές απόψεις και διατυπώσεις και γενικά το δικό του στοχασμό που αναπτύσσει μέσα στα ποιήματά του. Αντιλαμβάνομαι πως ο Πρατικάκης, με αυτή την προσπάθειά του, επιδιώκει ν’ ανοίξει παράδρομους για να οδηγήσει τόσο τον εαυτό του όσο και τον αναγνώστη, πέραν από την ποίησή του, και προς άλλες κατευθύνσεις. Για να το πω με άλλες λέξεις, θέλει να ευαισθητοποιήσει και να οδηγήσει τον αναγνώστη του προς άλλες συναφείς τέχνες, όπως
τη ζωγραφική, τη μουσική, τον κινηματογράφο και το θέατρο, ρίχνοντας τον έτσι πιο βαθιά σε όλο το πολιτιστικό γίγνεσθαι. Και αυτό για να αποκτήσει, νομίζω, πιο σφαιρική αντίληψη γύρω από το ρόλο και την ουσία όλων των
μορφών της παραγόμενης τέχνης. Ταυτόχρονα, μέσα από αυτή τη στοχευμένη προσπάθειά του, αποκαλύπτεται πως οι τέχνες για τον Πρατικάκη είναι η μεγάλη νερομάνα, ή μια από τις νορομάνες, απ’ όπου αντλεί και τροφοδοτεί την έμπνευσή του, από την οποία στη συνέχεια αρδεύεται γενναιόδωρα η σκέψη του υπόλοιπου πνευματικού κόσμου.
Η τεχνική αυτή, κάπως πιο εκλεπτυσμένη στην εφαρμογή της, ήταν αρκετά προσφιλής στον Γιώργο Σεφέρη, αν επιβάλλεται ν’ αναφέρω εδώ ένα παράδειγμα από την Ελλάδα. Ήταν ασφαλώς αγαπημένη τεχνική, που ανέπτυξαν με μεγάλη επιτυχία στην ποίησή τους, τόσο ο Τόμας Σ. Έλιοτ όσο
και ο Έζρα Πάουντ. Ξένοι ποιητές οι οποίοι επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τον Σεφέρη και την ποίησή του. Είναι γνωστό, εξάλλου, πως ο νομπελίστας ποιητής διατηρούσε και με τους δύο σημαίνοντες ποιητές στενές επαφές και σχέσεις και ως εκ τούτου θεωρείται δικαιολογημένη αλλά και αναπόφευκτη η επιλεκτική συγγένεια που παρουσιάζει η ποίησή του με την ποίησή τους.
Για να γίνει κατανοητό στον αναγνώστη τι εννοώ διανοητικότητα στα ποιήματα του Πρατικάκη, θα παραθέσω, δίκην παραδείγματος, ένα απόσπασμα από το ποίημα «14 σημεία του Αίγαγρου», το οποίο βρίσκεται στη συλλογή Η μαγεία της μη διεκδίκησης που κυκλοφόρησε το 1990, στην Αθήνα. Το απόσπασμα περιλαμβάνει, απλώς για λόγους εξοικονόμησης χώρου, μόνο τα σημεία 3-6 του ποιήματος, τα οποία όμως είναι αρκετά υποβοηθητικά στο όλο σκεπτικό που ανέπτυξα πιο πάνω:

3. Φεύγουνε σαν τους ζαπφείρους κι είναι τότε που ακατανόητα/σαλεύουν της ερημιάς τ’ αγκάθια. (Βλ. «Καθρέφτη» Ταρκόφσκι).
4. Τα μέλη του είναι ύμνοι μέσα στη ηδονή της αναχώρησης.
5. Αυτά τα τετράπτερα των εκκρεμών με τους πηγαίους κινητήρες θείας προελεύσεως.
6. Πεισματικός κι αστροφώτιστος, ταπεινά αυτοκρατορικός,/ σαν τρεχάτη ζωγραφιά του Πιέρο ντελα-Φραντζέσκα.

Θεωρώ περιττό ν’ αναφέρω πως ο αναγνώστης αν δεν έχει υπόψη του την εξαιρετική ταινία «Καθρέφτης», του Ρώσου σκηνοθέτη Αντρέι Ταρκόφσκι και αν δεν έχει δει πίνακες, έστω από κάποιο λεύκωμα τέχνης, ή αν δεν γνωρίζει κάτι περισσότερο για τον Ιταλό ζωγράφο, της πρώιμης Αναγέννησης Πιέρο ντελα-Φραντζέσκα, που ήταν γνωστός στους σύγχρονούς του ως μαθηματικός και γεωμέτρης, είναι αδύνατο να κατανοήσει πλήρως το συγκεκριμένο ποίημα,
όσες φορές και αν το διαβάσει.
Σχετικό με τ’ όλο σκεπτικό μου είναι και το απόσπασμα που παραθέτω στη συνέχεια από την ποιητική συλλογή Ο μεγάλος ξενώνας που εκδόθηκε στην Αθήνα, το 2006, και είναι ένα μεγαλεπήβολο ποιητικό έργο του Πρατικάκη που, κατά την ταπεινή μου άποψη, εκπέμπει μια αύρα ή, καλύτερα, μια ευωδία, όπως εκείνες που μεταφέρει την Άνοιξη ο αέρας, από την Έρημη χώρα του Τ. Σ. Έλιοτ:

-Οντολόγος ή ογκολόγος ο κύριος Ψαθόπουλος;
οδεύουμε ολοταχώς στην πλήρη έκλειψη του πραγματικού;
μ’ εκείνο που γυρίζει την Κοσμόπολη τα μέσα έξω;
με το κέντρο της παντού και την περιφέρειά της πουθενά;
(Πασκαλ)/ και αντιστρόφως;
Έτσι που τα κουκούτσια να μην είναι πια στο εσωτερικό
του αχλαδιού.
Κι η φλούδα να είναι ο πυθμένας στο αναποδογυρισμένο
πορτοκάλι; (Πωλ Βιριλιο)
(Μολύνει η Λύση την Ανατολή)».

Είναι ολοφάνερο πως ο ποιητής, στο σημείο αυτό, αναπτύσσει και εδραιώνει ποιητικές θέσεις του στηριγμένες πάνα) στη σκέψη ή τον στοχασμό του Πασκαλ και του Πωλ Βιριλιο, αμφότεροι σπουδαίοι συγγράφεις και φιλόσοφοι γαλλικής καταγωγής. Συγκεκριμένα, ο Μπλεζ Πασκαλ (1623- 1662) ήταν μαθηματικός, φυσικός, συγγραφέας και φιλόσοφος, ο δε Πωλ Βιριλιο (1932) είναι εύστοχος πολεοδόμος, συγγραφέας και φιλόσοφος με αιχμηρή ματιά στα σύγχρονα θέματα, με επακόλουθο οι παρατηρήσεις και οι θέσεις του, κυρίως γύρω από το περιβάλλον και τον κυβερνοπόλεμο, να προκαλούν πάντα έντονες συζητήσεις.
ΑΦΟΡΜΗ για να διατυπώσω αυτές τις γενικές σκέψεις γύρω από την ποίηση και την ποιητική του Πρατικάκη, στάθηκε η συλλογή του Λιθοξόος, η οποία κυκλοφόρησε λίγο πριν εκπνεύσει το 2015. Πρόκειται για μια πολυσέλιδη συλλογή (ξεπερνά τις 80 σελίδες!) που περιέχει στο σύνολό της πολύστιχα ποιήματα, μιας και τα ολιγόστιχα μετρούνται στα δάκτυλα του ενός χεριού μας. Πολύστιχα και ολιγόστιχα ποιήματα που διακρίνονται για την θεματική και υφολογική συνοχή που υπάρχει μεταξύ τους, δίνοντας στον αναγνώστη την απατηλή εντύπωση ότι διαβάζει μία νουβέλα, σε μοντέρνα γραφή, παρά μια ποιητική συλλογή. Μέσα σ’ αυτά τα ποιήματα όμως υπάρχουν όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αληθινή τέχνη-την τέχνη που συγκινεί και λυτρώνει. Και αυτό γιατί ο δημιουργός τους γράφει για πράγματα που έζησε ή, πιο σωστά, γράφει για πράγματα που βίωσε και συνεπώς τα γνωρίζει αρκετά καλά. Δηλαδή γράφει για πράγματα αληθινά. Στοιχεία τα οποία ασφαλώς δίνουν αξιωματικά το πλεονέκτημα στον Λιθοξόο να ξεχωρίζει ως ένα
έργο μέγιστης ειλικρίνειας.

.

Ο ΕΞΗΜΕΡΩΤΗΣ ΠΟΥΛΙΩΝ ΚΑΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ (2015)

ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ
Ποίηση που εξαγνίζει τις ταπεινές και λησμονημένες πλευρές της ζωής

Ο Γιώργος Μαρκόπουλος, στην μακρόχρονη ποιητική πορεία του, έχει κατορθώσει να δημιουργήσει ποιοτικό και διαχρονικό έργο, η αξία του οποίου αναγνωρίζεται σήμερα απ’ όλους, τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδας. Είναι έργο πλούσιο και μεγάλη εμβέλεια, που διεισδύει και εποπτεύει όλη την ελληνική επικράτεια, οριζοντίως αλλά και καθέτως, δηλαδή σε πλάτος και σε βάθος, με αποτέλεσμα να αγκαλιάζει χαι ν’ αναλύει ένα ευρύ φάσμα θεμάτων γύρω από αυτό που λέγεται ελληνική πραγματικότητα. Γι’ αυτό, απ’ όποια
πλευρά και αν προσεγγίσεις αυτό το σπουδαίο ποιητικό έργο, είτε από την πλευρά του αναγνώστη είτε από την πλευρά του μελετητή, αναπόφευκτα πάντοτε κάτι θα σου ξεφεύγει.
Ένα αναγνωστικό ταξίδι στη γενναιόδωρα προικισμένη και βαθυστόχαστη ποίηση του Γ. Μαρκόπουλου, είναι αποδεδειγμένο πως αυτό καταλήγει να είναι πάντοτε συναρπαστικό, γιατί επιφυλάσσει στο φιλότεχνο κοινό ωραίες και αξέχαστες στιγμές.
Συναρπαστικό, γιατί η ποίησή του Μαρκόπουλου σε οδηγεί στο μυστήριο και στη μαγεία, γεγονός που σου δημιουργεί το ενδιαφέρον για συνεχή επαφή και ενασχόληση μαζί της, μέχρι να γίνεις, (όσο σου επιτρέπουν φυσικά οι γνώσεις, οι δυνάμεις, η ιδιοσυγκρασία και η ευαισθησία σου), κοινωνός αυτού του μυστηρίου και της μαγείας που περικλείει η ποίησή του.
Επιπλέον, είναι συναρπαστικό αυτό το ταξίδι, στην εξαιρετική ποίηση του Γ. Μαρκόπουλου, γιατί σου δημιουργεί πολλά και διάφορα συναισθήματα, αλλά και σκέψεις και προβληματισμούς. Πραγματικά, δεν ξέρεις τι θα σου αποκαλύψει κάθε νέο βιβλίο του ή πού θα σε οδηγήσει η επόμενη σελίδα του κάθε νέου βιβλίου! Δηλαδή, δεν ξέρεις αν θα σε οδηγήσει στα μονοπάτια της ζωής ή του θανάτου, της χαράς ή του πόνου, του έρωτα ή της απόρριψης, του ονείρου ή του εφιάλτη, της μοναξιάς ή του πλήθους, του μαρτυρίου ή της ανάστασης.
Είναι ένα ταξίδι (η λέξη “ταξίδι” με τη μεταφορική και κυριολεκτική σημασία της) που σε οδηγεί, όπως ανάφερα, σε πολλές και ενδιαφέρουσες περιοχές της ελληνικής επικράτειας. Περιοχές φυσικές ή επινοημένες, γενέθλιες ή μητριές, κοινωνικές ή πολιτικές, ιστορικές ή ποιητικές.
Θέλω να τονίσω, ακόμη, πως η ποίηση του Γ. Μαρκόπουλου είναι εξ ολοκλήρου φτιαγμένη από γνήσια υλικά. Εννοώ γήινα υλικά, που παράγει εν αφθονία ο γενέθλιος τόπος του. Δηλαδή, η ποίησή του είναι θεμελιωμένη στην ελληνική παράδοση αλλά και στο αξιόλογο έργο των προπατόρων του ποιητών, κυρίως αυτών της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, γι’ αυτό και ξεχωρίζει ως έργο στέρεο, πολυεπίπεδο και πολυδύναμο, στοιχεία τα οποία είναι ικανά να του εξασφαλίσουν ακατάλυτη διάρκεια στο μέλλοντα χρόνο.
Όπως σωστά έχει επισημάνει ο πανεπιστημιακός καθηγητής Θεοδόσης Πυλαρινός, ένας από τους εγκυρότερους μελετητές της ποίησής του, «ο Μαρκόπουλος είναι από τους ποιητές της γενιάς του ’70, που μετέφερε σφιχτά, όπως ο αθλητής ταχύτητας τη σκυτάλη, την αγωνία της πρώτης
μεταπολεμικής γενιάς, και εγκέντρισε μ’ αυτήν το έργο του, ακολουθώντας την αγωνιστική παράδοση, όπως εκείνοι την όρισαν».
Κατά συνέπειαν, η ποίηση του Γ. Μαρκόπουλου είναι κι έργο μεγαλόπνοο, ικανό να χωρέσει μέσα του όλα τα προβλήματα και συναισθήματα των συνανθρώπων μας, νέων ή γέρων, μαύρων ή άσπρων, πλούσιων ή φτωχών, δεξιών ή αριστερών, επιτυγχάνοντας συνάμα να μεταδίδει ασταμάτητα στην ψυχή των καταπονημένων συνανθρώπων μας την
ζωογόνο φλόγα της ελπίδας. Άρα είναι συνάμα και έργο με λυτρωτικό και ανορθωτικό χαρακτήρα.
Θα πρόσθετα, επιπλέον, πως είναι έργο καίριο και πανανθρώπινο που αν του δείξεις, όπως ήδη έχω σημειώσει, την ανάλογη αγάπη, σου επιτρέπει να κινηθείς μέσα του κατά πλάτος αλλά και κατά βάθος. Και αισθάνεσαι να ξεδιπλώνονται μπροστά σου, με όλες τις λεπτομέρειες της, η συλλογική Ιστορία αλλά και η προσωπική ιστορία του δημιουργού του ή διαφόρων άλλων συνανθρώπων μας.
Εννοώ πως στην ποίηση του Γ. Μαρκόπουλου μπορούμε να εντοπίσουμε βασικές περιόδους της κοινωνικής και πολιτικής Ιστορίας της σύγχρονης Ελλάδας, αρκετές φορές σε άμεση αναφορά με τα αυτοβιογραφικά στοιχεία του δημιουργού της ή άλλων επιφανών Ελλήνων ή ακόμη και απλών
πολιτών.
Ο Γ. Μαρκόπουλος, όπως πολύ σωστά έχει επισημάνει ο αξέχαστος Γιάννης Βαρβέρης σε κριτικό σημείωμά του, με την ποίησή του «κατορθώνει, μέσω μιας γλώσσας έντονα ελεγειακής, να εξαγνίσει ακόμη και τις πιο ταπεινές και λησμονημένες πλευρές της ζωής». Ασφαλώς, της δικής του
ζωής και των δικών του ανθρώπων αλλά και των άλλων συνανθρώπων του.
Και αυτός ο στόχος, όπως διαπιστώνω, επιτυγχάνεται
με μεγάλη επιτυχία, γιατί η ποίηση του Γ. Μαρκόπουλου είναι τέχνη γνήσια και αληθινή, με αψεγάδιαστα χαρακτηριστικά και ιερή αποστολή, γεγονός που του επιτρέπει ν’ αγγίζει και να ψηλαφεί τους πάντες και τα πάντα με καθαρή και αγνή ματιά. Πάγια τακτική και επιδίωξη ασφαλώς από την πλευρά του ποιητή, με αποτέλεσμα αυτό να δημιουργεί θετική διάθεση και ενέργεια στον αναγνώστη, πείθοντάς τον ότι δρέπει να διατηρεί σταθερή επαφή και αγάπη με την σπουδαία αυτή ποίηση.
Με άλλα λόγια, η ποίηση του Γιώργου Μαρκόπουλου είναι έργο πολύμοχθο, εμπνευσμένο και ολοκληρωμένο με περισσή μαστοριά, γεγονός που το κάνει να ξεχωρίζει για τη μεγάλη αξία του. Γι’ αυτό, δίκαια επιδέχεται ποικίλες αναγνώσεις και προσεγγίσεις, αναλύσεις και ερμηνείες! Είναι, θα έλεγα, ολοκληρώνοντας την εισαγωγή μου, έργο που μπορείς να το απολαύσεις αναγνωστικά και ταυτόχρονα (αν διαθέτεις τα απαραίτητα εφόδια) να το συζητήσεις ή να το αναλύσεις φιλολογικά και αισθητικά. Και αυτό ακριβώς εννοούσα, όταν αρχικά έλεγα πως η ανάγνωση αυτού του ποιητικού έργου είναι ένα ωραίο και συναρπαστικό ταξίδι. Ταξίδι όμως που δεν έχει τελειωμό. Πρόσω ολοταχώς, λοιπόν, προς την ποιητική θάλασσα του Γιώργου Μαρκόπουλου!

Λευκωσία, Οκτώβρης 2013
Αγία Φύλα, Οκτώβρης 2014

Οι θλιβερές Κυριακές των ποιητών
Αναφορά στην ποίηση του Γιώργου Μαρκόπουλου και του Μίλτον Σαχτούρη

Σε όλο το σώμα (corpus) με το εκδομένο ποιητικό έργο ίου Γιώργου Μαρκόπουλου υπάρχει πληθώρα αναφορών στην έβδομη και τελευταία μέρα της εβδομάδας, που δεν είναι άλλη ασφαλώς από την Κυριακή. Μέρα ξεχωριστή και πολύ αγαπημένη για τους περισσότερους ανθρώπους που
κατοικούν αυτό τον «διακεκριμένο πλανήτη», όπως λιτά αλλά πολύ εύστοχα τον έχει χαρακτηρίσει ο Νικηφόρος Βρετάκος.
Όπως διαπιστώνω, στο ποιητικό έργο του Γ. Μαρκόπουλου, υπάρχουν ποιήματα που αναφέρονται στην Κυριακή σχεδόν σε όλες τις ποιητικές συλλογές που έχει εκδώσει μέχρι σήμερα, όπως π.χ. “Η θλίψις του προαστίου”, “Οι Πυροτεχνουργοί”, “Η ιστορία του ξένου και της λυπημένης”, “Μη σκεπάζεις το ποτάμι” κ.ά.. Μάλιστα, κάποια από αυτά τα ποιήματα τιτλοφορούνται μονολεκτικά, δηλαδή με μία μόνο λέξη, τη λέξη “Κυριακή”, και κάποια άλλα στον τίτλο τους περιέχεται οπωσδήποτε και η λέξη “Κυριακή”,
όπως είναι το ποίημα “Απόγευμα Μαΐου Κυριακής” κ.ά..
Οι τραγουδισμένες Κυριακές φυσικά αποτελούν κοινό τόπο στην ελληνική ποίηση, εφόσον το φαινόμενο αυτό το συναντούμε και σε πολλούς άλλους Έλληνες ποιητές, κυρίως τους παλαιότερους, τόσο αυτούς της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, όπως είναι ο Μίλτος Σαχτούρης και ο
Μανόλης Αναγνωστάκης, όσο και αυτούς της “Γενιάς του ’30”, όπως είναι ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Γιάννης Ρίτσος και ο Νίκος Εγγονόπουλος. Αρκούμαι ν’ αναφέρω εδώ πως ο Γ. Ρίτσος σε ένα από τα εκτενή ποιήματά του, την “Αγρύπνια” (1955), θα γράψει: 

«Τραμπούκοι, τραμπούκοι, μας κλέβετε. Δώστε μας πίσω τα λεφτά μας.
Όλο μας κλέβετε. Δώστε μας πίσω τις μέρες μας.
Δώστε μας το ψωμί μας, την Κυριακή μας.
Δώστε μας πίσω τη ζωή μας».

Η Κυριακή όμως, παρόλο που για τους περισσότερους ανθρώπους είναι μέρα αργίας και αποχής από την καθημερινή ρουτίνα τους, εννοώ πως είναι μέρα αποχής από την κουραστική δουλειά τους, συνεπώς είναι μέρα χαράς, που
προσφέρεται για ξεκούραση και διασκέδαση (για πολλούς συνανθρώπους μας είναι και μέρα για έξοδο στο βουνό ή στη θάλασσα, στο γήπεδο ή στον ιππόδρομο, στο καφενείο ή στον κινηματογράφο), δεν συμβαίνει το ίδιο και με τους περισσότερους Έλληνες ποιητές που έχουν καταπιαστεί με αυτό το θέμα. Θέλω να πω τους Έλληνες ποιητές που κάνουν αναφορές ή μνημονεύουν τις Κυριακές στην ποίησή τους.
Αντιθέτως, όπως διαπιστώνω, γι’ αυτούς τους ποιητές οι Κυριακές είναι συννεφιασμένες και ψυχρές, άδειες και μονότονες, έρημες και πληκτικές, θλιμμένες και άχαρες και, το κυριότερο, είναι στιγματισμένες πάντοτε από ένα θλιβερό γεγονός που συνέβη στους ίδιους ή σε κάποια άλλα άτομα από την οικογένειά τους ή από το στενό περιβάλλον τους. Γι αυτό και ονόμασα τη μικρή αυτή σπουδή μου “Οι θλιβερές Κυριακές των ποιητών”. Τίτλος που καλύπτει επαρκώς, νομίζω, το περιεχόμενο που περικλείεται στην εργασία μου, αλλά και για να μας θυμίζει διαρκώς, τιμής ένεκεν, το πονεμένο ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη “Τα λυπημένα Χριστούγεννα των ποιητών”, που περιέχεται στη συλλογή του “Καταβύθιση” και εκδόθηκε το 1990, στην Αθήνα.
Θα δώσω στη συνέχεια κάποια ενδεικτικά παραδείγματα, τόσο από την ποίηση του Γ. Μαρκόπουλου όσο και από την ποίηση του Μ. Σαχτούρη, ικανά όμως να μας εισαγάγουν και να μας περιάγουν στο θέμα μας. Περιορίζομαι, για την ώρα, μόνο σε αυτούς τους δύο σημαντικούς ποιητές για δύο βασικούς λόγους:
Πρώτον, γιατί το συγκεκριμένο θέμα καταλαμβάνει μεγάλη έκταση στο περιβόλι της ελληνικής ποίησης, γεγονός το οποίο δεν μπορεί να καλυφθεί διεξοδικά στις σελίδες της παρούσης δοκιμής.
Και, δεύτερον, για να μην ξεμακρύνουμε από την ποίηση του Γιώργου Μαρκόπουλου. Ποίηση που μου έδωσε το έναυσμα και την έμπνευση για να προχωρήσω στη σύνθεση αυτής της εργασίας, αλλά και γιατί πιστεύω πως η επιρροή που δέχθηκε ο Γ. Μαρκόπουλος, σε ότι αφορά το συγκεκριμένο θέμα, προέρχεται κατευθείαν από την ποίηση του πρεσβύτερου Μ. Σαχτούρη, άσχετα αν η επίδραση αυτή δεν είναι κραυγαλέα και, κυρίως, έντονα χρωματισμένη για να είναι τουλάχιστον ευδιάκριτη με γυμνούς οφθαλμούς από
κάποια απόσταση. Σίγουρα όμως, η επίδραση αυτή είναι γονιμοποιός, άρα καρποφόρα, παρά την όποια απαισιοδοξία κουβαλάει μέσα της.
Σχετικά με αυτό το καταθλιπτικό κλίμα που διαχέεται στην κυριακάτικη ατμόσφαιρα που βιώνουν οι περισσότεροι Έλληνες ποιητές, και στο τέλος καταλήγει σαν το χυμένο φαρμάκι στην ποίησή τους, ο Γιώργος Μαρκόπουλος στο ποίημα του “Τις Κυριακές το απόγευμα”, από τη συλλογή
“Η θλίψις του προαστίου”, θα γράψει πως «Τις Κυριακές το απόγευμα οι πόρτες των πολυκατοικιών/μου θυμίζουν κάτι παλιά αρχοντικά μαυσωλεία/ που τα ξέχασαν».
Και στη συλλογή “Η ιστορία του ξένου και της λυπημένης”, χωρίς περιστροφές, θα αποκαλύψει πως «από όλες τις ημέρες, μπορώ να σας πληροφορήσω ότι ανέκαθεν, πιο πολύ φοβόμουν την Κυριακή…».
Με τις ίδιες περίπου αρνητικές σκέψεις και απαισιόδοξα συναισθήματα για τις Κυριακές διακατέχεται, όπως ανάφερα, και ο Μίλτος Σαχτούρης, ένας από τους κορυφαίους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, που στάθηκε θα έλεγα δάσκαλος και οδηγός για τον Γ. Μαρκόπουλο, άσχετα
αν οι σκληρές συνθήκες της εποχής που έζησε και δημιούργησε, αλλά και τα πλούσια βιώματα που απεκόμισε, τον ανάγκασαν να δημιουργήσει μία τραγική, στο έπακρον εφιαλτική, ποίηση.
Συγκεκριμένα, στο ποίημά του που τιτλοφορείται “Σαν πανηγύρι”, από τη συλλογή “Χρωματοτραύματα” θα αποκαλέσει την Κυριακή «ευλογημένη Κυριακή/ καταραμένη μέρα» γιατί, όπως λέει, «μ’ ένα κτύπημα ο θεοκόπος μ’ έσπασε στα δύο».
Θα προσπαθήσω να εμβαθύνω ακόμη περισσότερο στο θέμα αυτό, για να αντιληφθούμε καλύτερα πώς λειτουργούν και πώς περιγράφονται οι Κυριακές στην ποίηση του Γ. Μαρκόπουλου και Μ. Σαχτούρη, δίδοντας ακόμη κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα από το έργο των δύο αυτών επιφανών δημιουργών, επιχειρώντας ταυτόχρονα και μία σύγκριση, για να διαφανεί η έκταση που καταλαμβάνει το συγκεκριμένο θέμα στην ποίησή τους αλλά και τα σημεία επαφής τους όπως διαφαίνονται, έστω και αμυδρά, σε κάποια ποιήματά τους.
Στην ποιητική συλλογή “Η ιστορία του ξένου και της λυπημένης”, του Γ. Μαρκόπουλου, που εξέδωσε τον Μάρτιο του 1987, όλες οι αναφορές στις Κυριακές, που περιέχονται σε κάποια ποιήματά της, συνοδεύονται και από ένα κακό, πολύ θλιβερό, μαντάτο.
Για την ακρίβεια, στη συλλογή αυτή, γίνονται αναφορές στην Κυριακή σε τρία συνεχόμενα ποιήματα, που είναι τα εξής: “Σε μία παραλία το 1960 ή στο ρυθμό της Μπάντας”, “Στη μάντρα του ασύλου” και στο “Πάντα θυμάμαι το σπίτι μας”. Είναι, θα έλεγα, τρία ομότροπα ποιήματα αλλά το καθένα με διαφορετικό ύφος.
Το πρώτο ποίημα, ειδικά το ύφος του, θυμίζει την ποίηση του Ανδρέα Εμπειρίκου, το δεύτερο θυμίζει την ποίηση του Τάκη Σινόπουλου και το τρίτο θυμίζει την ποίηση του Νίκου Εγγονόπουλου.
Στο πρώτο ποίημα, το κακό μαντάτο περιγράφεται με τους εξής στίχους:
«Ήταν Ιούλιος, Κυριακή πρωί/ και έτσι που το φως του ηλίου/ ήταν τόσο διάφανο,/ το παιδάκι σηκώθηκε/ και προχώρησε προς τη θάλασσα/ ώσπου χάθηκε».
Στο δεύτερο ποίημα, το τραγικό γεγονός, (που συντελείται και αυτό ημέρα Κυριακή), περιγράφεται ως εξής:
«Έμεινα από τη γωνία να την κοιτάζω./ Ήταν σφαγμένη/με το στήθος γυμνό/ και τα μαλλιά της λυμένα./ Ωραίοτάτη κοιμωμένη/ για τον τάφο της, φώναξα».
Και στο τρίτο ποίημα ο Μαρκόπουλος θα σημειώσει:
«Πάντα θυμάμαι το σπίτι μας που το έπιασε φωτιά και τους γονείς μου να τρέχουν μισόγυμνοι από τον ύπνο. Μετά από χρόνια πέθαναν ημιπαράφρονες σε ένα άσυλο. Την τελευταία Κυριακή που τους είδα με ρωτούσαν συνέχεια για την αδελφή μου. Εγώ δεν είχα αδελφή ποτέ τους είπα- πως το ξεχνούσαν-».
Με άλλα λόγια, στο πρώτο ποίημα γίνεται λόγος για ένα παιδί που χάθηκε μία Κυριακή στην θάλασσα και δεν ξαναγύρισε. Ο ποιητής εδώ, παρόλο που δεν το ομολογεί ξεκάθαρα, αφήνει να εννοηθεί πως το παιδάκι έχει πνιγεί στη θάλασσα.
Στο δεύτερο ποίημα γίνεται λόγος για μία σφαγμένη κοπέλα που συνάντησε μέσα στο δρόμο, πάλι ημέρα Κυριακή, για να καταλήξει να σημαδεύει την ποίησή του αρνητικά και αυτή η ευλογημένη μέρα. Το γεγονός αυτό όμως, όπως αντιλαμβάνομαι, πρέπει ν’ ανάγεται στην σφαίρα της φαντασίας του ποιητή ή στην σφαίρα του ονείρου του, μετά
που πληροφορήθηκε για τη «σφαγμένη θέλησή» της και ύστερα από τον υποχρεωτικό γάμο που την ανάγκασε να συνάψει ο πατέρας της με κάποιο που δεν την ενδιέφερε.
Και στο τρίτο ποίημα γίνεται λόγος για τους γονείς του που «πέθαναν ημιπαράφρονες σε ένα άσυλο» αλλά και για το σπίτι τους που το έπιασε φωτιά.
Στο τέταρτο μέρος από το ποίημα “Διαβάσεις πεζών”, που περιλαμβάνεται στη συλλογή “Μη σκεπάσεις το ποτάμι”, ο Γ. Μαρκόπουλος περιγράφει ακόμη ένα «φοβερό δυστύχημα», που έλαβε χώρα και αυτό Κυριακή, χρωματίζοντας έτσι την άγια αυτή μέρα με τα πιο μελανά χρώματα
που υπάρχουν στη μεγάλη παλέτα του Θεού:
«-Κυριακή, Ιούνιος, δώδεκα το μεσημέρι. Ένα ταξί μεγάλο, χρώματος θαλασσί με κοκαλί σκεπή, σταματά σε ένα παλιό αρχοντικό κάποιας μεσαίας σε πληθυσμό επαρχιακής πόλης. Κατεβαίνει η μητέρα, επιστρέφοντας από το μαιευτήριο, με το νεογέννητο μωρό της. Ο πατέρας, φορώντας το γιλέκο του κοστουμιού (μαύρο) με το άσπρο πουκάμισο, την υποδέχεται με ναγκαλισμούς.
Το σούρουπο η πόλη ταράχτηκε από ένα φοβερό δυστύχημα-πνιγμό για όσους θυμούνται, με βάρκα, οκτώ μαθητριών του τοπικού Γυμνασίου. Αργά το βράδυ κατέφθασε στην προκυμαία το ναυαγοσωστικό. Έβγαζαν σώματα άψυχα, με το σωρό».
Βεβαίως, το πιο πάνω τραγικό περιστατικό, με τις πνιγμένες μαθήτριες, που σημειώθηκε σε επαρχιακή πόλη, φέρνει στη θύμησή μας κάποιες σκηνές από την ταινία “Το κορίτσι με τα μαύρα” (1956), του Μιχάλη Κακογιάννη, που γυρίστηκε στην Ύδρα, κάνοντας μας να πιστεύουμε πως το
γεγονός αυτό είναι πραγματικό, εφόσον καταγράφηκε με επιτυχία και από την Τέχνη, δηλαδή την τέχνη του κινηματογράφου.
Στη συλλογή τώρα του Μίλτου Σαχτούρη, που τιτλοφορείται “Σφραγίδα ή η ογδόη σελήνη” (1964), υπάρχει ανάμεσα σε άλλα και το ποίημα που ονομάζεται μονολεκτικά “Κυριακή”, το οποίο αρχίζει με τους εξής στίχους:
«Κύματα Κυριακής τα μάτια μου
κύματα μοναξιάς τα χέρια μου
τρίζουν από ύπνο αθώο
τα δόντια μέσα στην καρδιά μου

το πεθαμένο παιδί

δεν ξενιτεύεται
πάει κρατώντας ένα
κόκκινο σκυλάκι
μέσα στο μαντίλι…».
Ο Σαχτούρης, στο εμβληματικό αυτό ποίημα, μας κάνει ασφαλώς κοινωνούς της κυριακάτικης μοναξιάς του αλλά ταυτόχρονα αναφέρεται και αυτός σ’ ένα θλιβερό περιστατικό. Αναφέρεται «σ’ ένα πεθαμένο παιδί» που… «δεν ξενιτεύεται» και «πάει κρατώντας ένα κόκκινο σκυλάκι μέσα
στο μαντίλι…».
Στη συλλογή “Οι Πυροτεχνουργοί”, όπως διαπιστώνω, ο Μαρκόπουλος καταπιάνεται και πάλι με τις Κυριακές και συγκεκριμένα κάνει αναφορές στα ποιήματα “Απόγευμα Μαΐου Κυριακής” και “Απόγευμα Μαΐου Κυριακής 2”. Μάλιστα, στο ποίημα “Απόγευμα Μαΐου Κυριακής”, θα γράψει:
«Ένας άνθρωπος λιαζόταν στο ταρατσάκι./ Και βέβαια
έτσι που καθόταν,/ έμοιαζε σαν να είχε πεθάνει εδώ και
χιλιάδες χρόνια».
Το ποίημα του Γιώργου Μαρκόπουλου όμως, φέρνει αμέσως στην θύμησή μας τη “Δύσκολη Κυριακή”, του Μίλτου Σαχτούρη, το πρώτο ίσως ποίημα που κωδικοποίησε σε βιβλίο και περιέχεται στην πρώτη συλλογή του που τιτλοφορείται “Η Λησμονημένη” (1945), όπου, ανάμεσα σε άλλους θλιβερούς στίχους, διαβάζουμε:
«…φίλε αγάπη αίμα φίλε/ φίλε δώσ’ μου το χέρι σου τι κρύο
Ήτανε παγωνιά/ δεν ξέρω πια την ώρα που πέθαναν όλοι/ κι έμεινα μ1 έναν ακρωτηριασμένο φίλο/ και μ’ ένα ματωμένο κλαδάκι συντροφιά».
Στα δύο αυτά ποιήματα φαίνεται πως υπάρχει μια κρυφή επικοινωνία ή, καλύτερα, ένας σιωπηλός αλλά ευεργετικός διάλογος που μοιάζει με το αθέατο νερό που κυλάει αθόρυβα κάτω από το σκληρό βράχο και πηγαινοέρχεται ασταμάτητα από την μία υπόγεια λίμνη στην άλλη. Με άλλα λόγια, όπως στοχεύει ν’ αποδείξει η δοκιμή μου, στα δύο αυτά ποιήματα υπάρχουν, πιστεύω, κοινά στοιχεία που φανερώνουν, θα έλεγα με ασφάλεια, έναν διακειμενικό διάλογο με θέμα το θάνατο αγαπημένων προσώπων. Ένα διάλογο για τον οποίο υποπτεύομαι ότι ανοίγει όπως ο κύκλος στο νερό και συμμετέχουν σε αυτό και άλλοι νεοέλληνες ποιητές γιατί, τα πιο πάνω αποσπάσματα, έμμεσα μπορεί να παραπέμπουν και στο στίχο «Μα ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα», του Μανόλη Αναγνωστάκη, από το ποίημα “Ο Νεκρός”, που περιέχεται στη συλλογή του “Η Συνέχεια 3”.
Επιπλέον, το ποίημα του Γ. Μαρκόπουλου ακούγεται και σαν ένας φιλικός χαιρετισμός ή μία σιγανή απόκριση, έστω καθυστερημένα, στο ποίημα του Σαχτούρη. Ο Σαχτούρης, όπως διαβάζουμε, με ύφος που αποπνέει παράπονο, ομολογεί πως δεν ξέρει την ώρα που είχαν πεθάνει οι φίλοι
του και πως τώρα έχει απομείνει μόνος «μ’ έναν ακρωτηριασμένο φίλο». Και ο Μαρκόπουλος, ωσάν να θέλει να παρηγορήσει τον Σαχτούρη αλλά και για να τον απαλλάξει από την αγωνία και τα ερωτηματικά που τον κυριεύουν, του
απαντάει πως οι φίλοι του έχουν πεθάνει εδώ και χιλιάδες χρόνια.
Αυτοί οι ποιητικοί διάλογοι όμως, για τους επαρκείς αναγνώστες, δηλαδή για όσους γνωρίζουν σε βάθος τη δουλειά του Γ. Μαρκόπουλου, δεν είναι κάτι το πρωτόγνωρο, το οποίο οφείλουν να έχουν υπόψη τους και οι νεότεροι. Θέλω να πω οι μελλοντικοί αναγνώστες του. Γιατί ο περιπαθής Μαρκόπουλος, όπως έχει επισημανθεί αλλού, και είναι ήδη γνωστό, από αγάπη και τιμή προς τους παλαιότερούς του, από αγάπη και τιμή προς την τέχνη της ποίησης, που υπηρετεί με ασίγαστο πάθος εδώ και δεκάδες χρόνια,
επιδιώκει αρκετά τακτικά να επικοινωνεί μέσω της ποίησής του με άλλους ομότεχνούς του. Κυρίως επικοινωνεί και συνομιλεί με ποιητές των αμέσως προηγούμενων γενιών, για τους οποίους τρέφει ιδιαίτερη αγάπη και εκτίμηση,
συζητώντας μαζί τους για πολλά και ποικίλα θέματα, κυρίως υπαρξιακά και μεταφυσικά. Και αυτή η επικοινωνία γίνεται άλλοτε στα κρυφά και άλλοτε στα φανερά. Άλλοτε με ηχηρές σιωπές και άλλοτε με σιωπηρούς κρότους.

Λευκωσία, 24.4.2012-20.10.2012 

.

ΣΤΙΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ ΤΩΝ ΑΛΛΟΚΟΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ (2010)

  ΟΙ ΙΚΕΤΙΔΕΣ ΦΩΝΕΣ
Η επίθεση των πουλιών

Δεν υπάρχει άνοιξη για όσους
δεν τόλμησαν να πεθάνουν
Custave Roud

Τα χελιδόνια του θανάτου, Σου ’μηνάν μιαν άνοιξη
καινούρια…
Άγγελος Σικελιανός

Δεκάδες άγρια πουλιά
εισήλθαν σήμερα το μεσημέρι
απρόσμενα στο φτωχικό μου
με περίεργες διαθέσεις.
Φτερούγισαν για αρκετή ώρα
μέσα στα δωμάτια
του σπιτιού μου
κάνοντας μεγάλους κύκλους
σαν το μαύρο θάνατο
πάνω από το κεφάλι μου.
Μετά έβγαλαν
ένα δύο φωνές
σαν ανθρώπινες τσιριξιές
και τράβηξαν προς το άγνωστο,
αφήνοντας
σαν κρίνα άσπρα ανθισμένα
από μια μεγάλη κουτσουλιά
απάνω στο στρωμένο
γιορτινό τραπέζι μου.

8/5/2001

Τα νυχτερινά πουλιά

 Στον Π. Παιονίδη

Χιλιάδες νυχτερινά πουλιά
επέστρεφαν χθες διψασμένα
και περνούσαν ορμητικά
μέσα από την ανοιχτή
παραθυρόπορτα του ονείρου μου
κρατώντας στα δυνατά ράμφη τους
δροσερά κλωνάρια ελιάς
δροσερά στεφάνια αγάπης.
Έρχονταν από πολύ βαθιά.
Έρχονταν
από ένα βελούδινο σκοτάδι
και κατέληγαν «και με φως
και με θάνατον ακαταπαύστως»
σ’ ένα ερωτικό ουράνιο πεδίο.

21/1/2000 

Τα παράξενα πουλιά

Μνήμη Μίλτου Σαχτούρη

Αυτά τα μικροκαμωμένα πουλιά
δεν μοιάζουν σαν και τ’ άλλα!
Αυτά τα παράξενα πουλιά
που έρχονται κάθε άνοιξη
και κτίζουν τις φωλιές τους
πάνω από τις καμαρόπορτές μας
δεν τα τρομάζει
η ανθρώπινη παρουσία,
δεν αποφεύγουν
την ανθρώπινη λαοθάλασσα!
Τα πρωινά μαζεύονται όλα
στα δέντρα της αυλής μας
και αρχίζουν το κελάηδημά τους
αρχίζουν να ερωτεύονται,
να ερωτεύονται και
να σχεδιάζουν τις πολιτείες τους.
Και όταν βρούνε την πόρτα
ή τα παράθυρα ανοιχτά
ορμάνε μέσα στα μαραζωμένα
σπίτια μας. Ανεβαίνουν
στις καρέκλες, στα τραπέζια
ακόμη και στα κρεβάτια μας.

Αυτά τα παράξενα πουλιά
με τα γαλαζοπράσινα μάτια τους
γεμάτα δάκρυα
δεν είναι σαν και τ’ άλλα
που καταδιώκουν τους ποιητές
ούτε σαν κ’ εκείνα τ’ αδίστακτα
που σφάξαν τις χωριατοπούλες!

29/1/2001

Τ’ αλλοδαπά πουλιά

Οι βοσκοί μάταια έψαχναν
τον δραπέτη ήλιο
στο απολιθωμένο δάσος.

Ο μαύρος ήλιος
βρέθηκε αγκυροβολημένος
μέσα στα ματωμένα λιβάδια
της πληγωμένης σκέψης μου.
Δίπλα του έβοσκε αμέριμνα
ένα κοπάδι άσπρα άλογα.
Στις πέτρινες ράχες τους
αναπαύονταν αμέριμνα
κόκκινα αλλοδαπά πουλιά.

25/3/2001, Περβόλια

Τα ξενιτεμένα πουλιά

Οι βοσκοί μάταια έψαχναν
τον δραπέτη ήλιο
στο απολιθωμένο δάσος.

Ο κόκκινος ήλιος
βρέθηκε γκρεμοτσακισμένος
μέσα στα νοτισμένα λιβάδια
της τελευταίας δόλιας νύχτας.
Από το ξεσχισμένο στήθος του
ανάβλυζε
ένα ουράνιο δροσερό ποτάμι.
Στις όχθες του έσκυβαν
ομαδικά
χιλιάδες ξενιτεμένα πουλιά
για να ξεδιψάσουν.

26//3/2001

Τα ταξιδιάρικα πουλιά

Τα ταξιδιάρικα πουλιά
που φτεροκοπούσαν πανικόβλητα
γύρω τριγύρω στον ουρανό
την Κυριακή το απόγευμα
δεν ήξερες
αν τραγουδούσαν ή αν έκλαιγαν.

Οι ραγισμένες φωνές τους
ανέβαιναν ψηλά και χάνονταν
μέσα στους μυστικούς ουρανούς.

Το άλλο πρωί
ο παγωμένος άνεμος που κατέβαινε
από το χιονισμένο βουνό
έφερνε στις αυλές μας
έναν ματωμένο αντάρτικο σκοπό
γεμάτο κραυγαλέο πόνο.

2/9/2006

Ο ΑΝΕΛΕΗΤΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
Τα πικραμένα πουλιά

Πλατύς έναστρος ουρανός.
Τριγύρω στην πλάση ανοίγει και
απλώνεται επικίνδυνα
μια θάλασσα σιωπής.
Μέσα στη βαθιά σιωπή
ταξιδεύουν
χιλιάδες πικραμένα πουλιά
και ψάρια χρυσοφτέρουγα.
Αγωνίζονται να φθάσουν
στη μυστική πηγή
για να πάρουν το αθάνατο νερό
να το φέρουν σπονδή
στα φαρμακωμένα χείλη της.

28/6/2001

Τα δυστυχισμένα πουλιά

Στα ραγισμένα μάτια της
τρέχουν και προπονούνται
έφηβες θάλασσες τρικυμισμένες.
Στο πέτρινο στήθος της
εκρήγνυνται και σβήνουν ακατάπαυστα
καλοκαιρινοί κεραυνοί.
Στο αίμα της δροσίζονται
άγρια άλογα της Αρκαδίας.
Στ’ αριστερά,
στο ύψος της ραγισμένης καρδιάς της
κατεβαίνουν να κουρνιάσουν
μικρά δυστυχισμένα πουλιά.

31/7/2002

Τα τυφλά πουλιά

Μέρες και νύχτες
γκρεμοτσακίζονταν
τα τυφλά πουλιά
μέσα στον αιώνιο ουρανό.
Μέρες και νύχτες
συνθλίβονταν μέσα στην έρημο
του καθημερινού θανάτου.

Αγωνίζονταν
να φθάσουν (όσα θα φθάσουν) κοντά της.
Ποθούσαν να σταθούν δίπλα της,
έστω για μία στιγμή!
Να πιουν κρύο νερό και να δροσιστούν
στις κρυφές πηγές που πηγάζουν
από τα βαθιά μάτια της.

15/7/2003

Ερωτευμένα πουλιά

Βαρι’ αναστέναξε-
το τρικυμισμένο νερό της θάλασσας
αποσύρθηκε
όπως το πληγωμένο φίδι στα βράχια.

Χαμογέλασε-
τα ερωτευμένα πουλιά της άνοιξης
κατέβηκαν
να λουστούν στα ηλιόλουστα μάτια της.

28/6/2001-31/10/2010, Λευκωσία

Τα γέρικα πουλιά

Σιχάθηκαν
τα βρώμικα νερά
τα γέρικα θαλασσοπούλια.
Εγκατέλειψαν άστοργα
τις σάπιες ψαρόβαρκες
και τα καΐκια με τ’ ανεμοδαρμένα,
τα ξεθωριασμένα κατάρτια.

Πέταξαν ψηλά,
σε άγνωστα μέρη,
τα γέρικα πουλιά.

Τώρα δύο δύο στη σειρά
ρίχνουν ζάρια μέσα
στον πλακόστρωτο ουρανό
για να διαβάσουν
τη σκοτεινή μοίρα τους.

5/8/2002, Περβόλια

Τα φλεγόμενα πουλιά

Από τα καταφύγια ψηλά
που βρίσκονταν
τα φλεγόμενα πουλιά
πανικόβλητα έβλεπαν
τον δίκαιο ήλιο τους
γκρεμισμένο
μεσ’ τα χαλάσματα
μέρα τη μέρα να βυθίζεται
κάτω από τα ερείπια των σπιτιών τους.

Στις ικεσίες και τις προσευχές τους
παρακαλούσαν τον αγαθό Θεό
ν’ αφήσει χωρίς φως τα μάτια τους
για να μην αντικρίζουν
αυτή τη φρίκη που τα κάλυψε.

23/8/2006, Περβόλια

Τα περιπλανώμενα πουλιά

Μνήμη Γ. Σεφέρη-Α. Σικελιανού

Μέσ’ από την πυκνή ομίχλη
στη φουρτουνιασμένη θάλασσα
φάνηκε ακυβέρνητο ένα καράβι
να μάχεται
με τα αμείλικτα κύματα
ανοιχτά της μικρής πόλης.
Στα κατάρτια και τα σχοινιά του
βρίσκονταν γαντζωμένα
εκατοντάδες βρεγμένα πουλιά.
Αξιολύπητα πουλιά-
πρόσφυγες από άλλα μέρη.

Ο θάνατος που χιόνιζε
όλη νύχτα απάνω σ’ αυτά
τα περιπλανώμενα,
τα εξαντλημένα πουλιά
τα είχε μισοσκεπάσει.

Τώρα καρτερούσαν με αγωνία
να χαράξει η άλλη μέρα
ίσως
τα δεχτεί στη ζεστή αγκάλη του
ένας άλλος φιλόξενος ήλιος.

25/8/2006. Περβόλια

Τα αποδημητικά πουλιά

Σμήνη αποδημητικά πουλιά
πουλιά που δεινοπάθησαν
μέσα στους δρόμους
πεζεύουν κάθε βράδυ
στο μοναχιασμένο βουνό
και ξεδιψάνε
από την ανεξάντλητη
στέρνα της λύπης.

Το πρωί
ανανεωμένα τα πουλιά
ξαναρχίζουν
την κουραστική πορεία τους
προς τη γκρεμισμένη πύλη τ’ ουρανού
έχοντας για ταξιδιωτικό οδηγό τους
την αδυσώπητη μνήμη.

7/1/2007

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΕΠΙΤΑΦΙΟΙ ΤΩΝ ΑΦΑΝΩΝ
ΑΛΕΚΟΣ ΦΛΩΡΑΚΗΣ

25/10/2022

Ένας ήλιος αντίστροφος μεσουρανεί πάνω από τα ποιήματα της νέας συλλογής του γνωστού κύπριου ποιητή και κριτικού Χρήστου Μαυρή. Αντίστροφος διότι, ενώ κατά κανόνα ο ήλιος συνιστά σύμβολο φωτός και ευφροσύνης, εδώ επιλέγεται ως σύμβολο οδύνης. Είκοσι τέσσερα διαφορετικά επίθετα αποδίδει στον ήλιο ο ποιητής σε ολόκληρη τη συλλογή του: «ήλιος βέβηλος, βαρύς, κάλπικος, απελπισμένος, σαρκοβόρος, απόρθητος, πικρόχολος, δυνάστης, αδέξιος, αόρατος, μέγας, μακελεμένος, πυρομανής, ανελέητος, τύραννος, παγωμένος, προδομένος, δεσμώτης, πανελλήνιος, πέτρινος, ασήκωτος, θηριώδης, σκοτεινότερος, αντάρτης».
Η χρήση του οξύμωρου αυτού συμβολισμού αποτελεί ήδη ένα από τα απρόσμενα και εν μέρει υπερρεαλιστικά στοιχεία της γραφής του Χρήστου Μαυρή, τα οποία προσδίδουν ιδιαίτερο χαρακτήρα στην ποίησή του. Ποιήματα δυνατά, που εξωτερικεύουν ψυχή δυνατή και που μετουσιώνουν, με προβληματισμό και ευαισθησία, στιγμές προσωπικές και ταυτόχρονα συλλογικές. Η αναγωγή τού ατομικού στο όλον, του εγώ στο εμείς, είναι στοιχείο της αληθινής ποίησης και τέτοια ποίηση αναδίνουν οι σελίδες της συλλογής. Ο ποιητής έζησε ως κληρωτός στρατιώτης την εισβολή του Αττίλα στο νησί του, το 1974, και στη συνέχεια παρέμεινε δέκα μήνες αγνοούμενος. Γνώρισε δηλαδή από κοντά τη φρίκη και τον πόνο, τον «σκοτεινότερο και σαρκοβόρο ήλιο», το οξύμωρο σύμβολο.
Εικόνες σε αβίαστη ροή, με υπερρεαλισμό αλλά και μηνύματα, σαν δυνατή γροθιά, ανάβλυσμα πόνου αλλά και ελπίδας που υποφώσκει: ο «μονόφθαλμος κηπουρός» που ανοίγει με αντικλείδι την πόρτα του Παραδείσου, απελευθερώνοντας «το ρευστό χρυσάφι του ουρανού»• ο «αδέκαστος σταθμάρχης» που ετοιμάζεται να σηκώσει τη μπάρα για το μεγάλο ταξίδι «προς την άλλη πλευρά του χρυσαφένιου βουνού»• το «αλλόκοτο άλογο» του Αϊ-Γιώργη που «κατεβαίνει από την επίχρυση εικόνα Του»• οι άγγελοι με τα μουσκεμένα φτερά που δεν μπορούν να πετάξουν και κινδυνεύουν από τις παμφάγες γάτες που εκτρέφει ένας κατατρεγμένος στην Αμμόχωστο• ο Οιδίποδας που επιστρέφει στην «κουρσεμένη πόλη», εκλιπαρώντας ένα οφθαλμίατρο να του γιατρέψει τα μάτια• ο νυχτοφύλακας που βυθίζεται στον διάχυτο πόνο που «αν τον αφήσουν στα τρίστρατα / τον παίρνουν οι διαβάτες / κι αν τον αφήσουν στα κλαριά / τον παίρνουν τα πουλάκια»• ο στρατιώτης που «καθόταν ολομόναχος στην ακροθαλασσιά / δίπλα στ’ αγχέμαχα, τα σκουριασμένα άρματά του», κεντρίζοντας με αγκάθια το δέρμα του• η σαλή γυναίκα που «άνοιγε με τα χέρια της τρύπες στα χώματα / για να ανασάνουν, όπως έλεγε, η πεθαμένοι».
Οι μνήμες επιμένουν να πληγώνουν, μεταλλάσσονται όμως σε δημιουργικές στιγμές και εξιλεώνονται, γίνονται άνεμος και ψίθυρος στις φυλλωσιές και εν τέλει λύτρωση, καθώς η ποίηση υπερβαίνει κάθε πληγή. Ο Χρήστος Μαυρής στη συλλογή του, αν και στολίζει με πένθιμα άνθη τον «επιτάφιο τω αφανών», καθιστά εμφανή την επερχόμενη ανάστασή τους, με τη δύναμη του λόγου του:

Αυτά τα μικρά φέρετρα τα σκεπασμένα με τη γαλανόλευκη
θα γίνουν κάποτε μυθικά καράβια και θ’ αρμενίσουν
στα παγωμένα νερά των σκοτεινών θαλασσών
μ’ ένα αντάρτη Ήλιο να κυματίζει στο πιο ψηλό κατάρτι τους.
Ετοιμόρροπα καράβια που θ’ αντιμάχονται με λύκαινες θάλασσες
κατάφορτα με μαύρο πόνο, οργισμένο αίμα και οστά γεγυμνωμένα.
Κατάφορτα με σπασμένα μάρμαρα και εντάφιες πλάκες
επιτάφιοι του πληρώματος κάτω από το μελανιασμένο φως
έχοντας στ’ ανεμοδαρμένα κατάρτια τους –αντί άσπρα πανιά–
τις τεράστιες μαύρες φτερούγες πουλιών και αρχαγγέλων
για να τα ελαύνουν αργά αργά προς το ατελεύτητο ταξίδι τους.

.

Ανδρέας Α. Αρτέμης
Μουσικοσυνθέτης

28/9/2022

«Επιτάφιοι των Αφανών» έτσι τιτλοφορείται η νέα ποιητική συλλογή του εκλεκτού ποιητή και μελετητή Χρήστου Μαυρή. Με τον ποιητή μας συνδέει εκτός από φιλία κι ένας συλλεκτικός Κυπροκεντρικός δίσκος από το 2017.Αισθάνομαι ότι η καινούργια του ποιητική «κατάθεση» είναι εξαιρετικής σημασίας ρέουσας γλώσσας και σύλληψης. Τον χαρακτηρίζω επιδραστικό ποιητή στη νεότερη ποιητική παραγωγή της Κύπρου (αν και όσοι γράφουμε γνωρίζουμε τη συγγραφική του διαδρομή από χρόνια). Η μουσικότητα πάνω στην ρέουσα ατμόσφαιρα των ποιημάτων του είναι γεγονός. Στιβαρή είναι η ποιητική παρουσία του, με τονισμένο το στοιχείο της Κυπριακής τραγωδίας ως αντίσταση στον εφησυχασμό της σημερινής εποχής, κερδίζοντας όλες τις εντυπώσεις, ως επαναστάτης ποιητής. «…Όλα τα είδε ο προδομένος Ήλιος-έφριξε και απέκρυψε τις ματωμένες αχτίνες του..» (σελ.33). Με φωνή (γραφή)ανάλογη θρηνεί ως άλλος Θουκυδίδης ( επιτάφιος του Περικλέους-) τους «αφανείς».
Η ποιητική γλώσσα του Χρ. Μαυρή διακρίνεται από την ανταπόκριση της σημασίας στον ήχο και τη μορφή. Η γλώσσα της ποίησης περιλαμβάνει τους ρητορικούς τρόπους, όπως την παρομοίωση και τη μεταφορά, αλλά και νοηματικές αποκλίσεις, όπως την ειρωνεία. Η αλληγορία βρέθηκε στο επίκεντρο του ποιητικού λόγου τόσο στην κλασική αρχαιότητα όσο και στον όψιμο Μεσαίωνα και στην Αναγέννηση. Κι εδώ ο ποιητής μας υπενθυμίζει τις ιστορικές στιγμές της Κυπριακής λογοτεχνίας, με όλες τις εκφραστικές δυνατότητες που μόνον η ποίηση κατέχει. Ο Paul Valéry κάποτε ισχυρίστηκε ότι η ποίηση είναι μια ξεχωριστή γλώσσα, μια «γλώσσα μέσα στην γλώσσα». Σαφέστατα οι δημιουργοί της ποίησης γνωρίζουν καλύτερα τους χρωματισμούς, τους τρόπους της πλούσιας σε σημασίες ελληνικής γλώσσας. Το επικοινωνιακό αποτέλεσμα του βιβλίου είναι σοβαρό και στη γραφή του, δίνεται η ανάλογη βαρύτητα των όσων θέλει να μας πει… ή να μας αφυπνίσει!
Κρατώ γι’ άλλη μια φορά από την ποίηση του την ευαισθησία και το αντίκρυσμα του εσώτερου κόσμου, μιας εποχής που διεκδικεί άλλα μοντέλα σκέψης κι αποπροσανατολισμού. Η ποιητική λειτουργία της γλώσσας εμπλέκεται, όταν το ύφος του μηνύματος αποκτά εξίσου αξία όπως και το περιεχόμενό του. Η λειτουργία αυτή είναι παρούσα σε όλα τα ποιητικά του βιβλία. Η έννοια της ελπίδας περιλαμβάνει τη στοχοθεσία αλλά και την εξεύρεση τρόπων υλοποίησης τους. Μα πάνω απ’ όλα, η ελπίδα είναι ένα συναίσθημα και σχετίζεται με την αντίληψή μας ότι μπορούμε να καταφέρουμε κάτι.
«Τούτη την άνοιξη
αν δεν γίνω πουλί
λέω ν άνθίσω!» (σελ.45)

.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.