ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ

Ο Ανδρέας Χατζηχαμπής γεννήθηκε στη Λευκωσία και μεγάλωσε στη Λάρνακα. Σπούδασε βιολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Ηνωμένο Βασίλειο. Εργάστηκε ως ερευνητής στο Ινστιτούτο Γεωργικών Ερευνών. Δίδαξε σε σχολεία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης καθώς και στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου. Εργάζεται στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού. Ζει στη Λεμεσό.
Είναι μέλος στην Εθνική Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών Κύπρου. Δημοσίευσε ποιήματα, μελέτες και άρθρα σε έγκριτα περιοδικά της Κύπρου, της Ελλάδας και του εξωτερικού καθώς και σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά. Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα ιταλικά, σέρβικά και στα γερμανικά. Ανθολογήθηκε σε διάφορες ποιητικές ανθολογίες. Δημοσίευσε επίσης κείμενα λογοτεχνικής κριτικής. Απέσπασε Λ’ Πανελλήνιο Βραβείο Ποίησης (Μικρής Ποιητικής Συλλογής) σε πανελλήνιο διαγωνισμό.

Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές:
Απ’ τα’ αλωνάκι της σιγής (2002)
Στην Ακτή των ποιητών (Βιβλιεκδοτική 2008)
Όνειρα αμενηνά (Γαβριηλίδης 2014)
Οδυσσέας Αστέρης (Κέδρος 2018)
Η κραυγή της Αντιγόνης (Κέδρος 2022)

.

.

Η ΚΡΑΥΓΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ (2022)

Οδυσσέας Αστέρης (Αφηγητής)
Αφρογέννητη

Ώρα καλή γεννήθηκε
κι ώρα ευλογημένη,
ανάμεσα στις φωτεινές μυρτιές
και στα γιασεμιά της θάλασσας,
κόρη μικρή και έμμορφη
και μαργαριταρένια.
Αφρογέννητη,
πίσω απ’ τον βράχο της ψυχής της,
ανάμεσα στο λυκαυγές της Ηούς
και στο λυκόφως της θύμησης,
κρατώντας στα χέρια
ένα χρυσό μήλο αιωνιότητας
κι ένα κλωνάρι μυγδαλιάς.
Τα δελφίνια την περιτριγυρίζουν,
κυκλοτερώς χορεύουν χαρούμενα,
μαζί με τ’ άλλα της Μεσόγειος τα κήτη,
χελώνες, φώκιες κι άλλα δοξαστικά,
στης χαραυγής το πλατύ χαμόγελο,
στα ρόδινα κύματα το μεγάλο μυστικό.

Αχνογελόχαρη κόρη,
άνασσα της ζωής και του έρωτα,
φωτόλουστη γη της λησμονιάς
και της αιμάσσουσας μνήμης,
μακαρία γη του χαλκού
και του αιώνιου καημού,
μακαρία γη του πικρόλιθου
και του αιώνιου διχασμού.
Από τα γυμνά στήθη της
ανάβλυζε ρέον φως,
απ’ αυτό που ’θελε να βασιλέψει
αιώνες κι αιώνες,
ανάμεσα στη σκιερή γαλήνη
και στη θλίψη της φωτερής σιωπής,
έτοιμη να γεννήσει
το θαύμα των αηδονιών,
έτοιμη να γεννήσει
τον λυγμό του κόσμου.

Χορός ποιητών
Ίρις αγγελέουσα

ως έφατ’ ώρτο δε Ίρις αελλόπος αγγελέουσα
Όμηρος, Ιλιάδα, Ω, 77

Κόρη τον θάματος
και τον πόνου,
κόρη εσύ χρυσοπτέρυγη,
που με σοφία ζυγίζεις
τη δικαιοσύνη των θεών
και τον Λόγου,
έμελλε θνητή να γεννηθεί η Κύπριδα,
εδώ σε τούτο τον τόπο,
αιώνες τώρα να υπομένει
τη φυλάκιση τον φωτός
στα μπουντρούμια της σκλαβιάς,
τη σταύρωση των λουλουδιών
στους κήπους τον απείρου,
στις αυλές του Απόλλωνα.

Άνασσα των πουλιών
και τον αποσπερίτη,
άγρυπνη μνήμη
λαγοκοιμούσα,
κόρη των αμπελιών
και τον θείου κάλλους,
άνοιξε τα αρχαγγελικά φτερά σου
και πέταξε πάνω απ’ τη θρακιά γη μας,,
πέρα απ’ τα παλάτια τον θρήνου,
και φέρε το δίκιο τ’ ουρανού,
φέρε το φως ενός άλλον κόσμου
να βασιλέψει ανάμεσα
στον κέδρο και στο χαμομήλι,
ανάμεσα στην έρημο και στο χιόνι.

Οδυσσέας Αστέρης (Αφηγητής)
Αρχαίες φωνές της μνήμης

Μάζευε τ’ άνθη της αυγής
και τ’ άστρα του πελάγους
κοντά στους πέντε ποταμούς,
κοντά στις πέντε βρύσες,

βύζαινε την άνοιξη με ροδόσταμα,
μεγάλωνε το φως
με το πορφυρό νάμα των θεών,
να καρπίσει λέξεις του μυστικού,
να γεννήσει στίχους του απείρου
στα σκοτάδια του κόσμου μας.

Κι έναν καιρό φαρμακερό,
π’ άστραφτε και βροντούσε,
την πήραν, τη ’λυσόδεσαν
στο κάστρο της αντάρας,
κάθε λογής φίλοι κι οχτροί,
ρήγαινες και ρηγάδες,
και σμήνη μαύρων κορακιών
των διαψεύσεών μας,

αμέτρητες φορές,
αμέτρητους αιώνες,
θεριεμένη φλόγα ο κόσμος της
και πυρακτωμένο καμίνι
της λησμονιάς και της ανυπαρξίας,

με φωτιά και με δόρυ,
με αγχόνη και ναπάλμ,
με κίτρινα λόγια
και σάπιες προσωπίδες,

να πασχίζουν να κάψουν
τον κέδρο και το χαμομήλι,
να κουρσέψουν
τα γιασεμιά της θάλασσας
και τα μύρα της Αφροδίτης.

Μα αυτή εκεί…

Αροδαφνούσα λυγερή
και καμαροφρυδούσα,
με πλουμιστά τα κάλλη της
’ρφουρένια τα φτερά της,
ανθίζει κάθε άνοιξη,
ανθίζει αροδάφνες,
ανάβει τ’ άστρο της αυγής
στο κρυφοπέρασμά της,

ανάβει και τ’ άκτιστο φως
στον κάμπο του απείρου,
κι αρχαίες φωνές της μνήμης
στο φέγγος των σπλάχνων μας.

Χορός ποιητών
Σε καιρούς αρπαγής

Ζούμε σε καιρούς ανελέητης αρπαγής,
αρπαγής τον ανελεήμονα χρόνου,
αρπαγής του άγνωρου τόπον,
αρπαγής της άκτιστης αθωότητας
και της ελευθερίας τον μυστικού,
τον θείου πνεύματος
και της μελωδίας τον αέρα,
τον ήλιον της δικαιοσύνης
και τ’ ουρανού των ονείρων,
της αείφωτης θάλασσας
και της προαιώνιας γης,
αρπαγής της ύπαρξης,
της όντως ύπαρξης.

Κι έτσι μετέωροι και ρηχοί
ακούμε μέσ’ απ’ το ξέφωτο της μνήμης
το μοιρολόι της Παναγιάς,
τον θρήνο της Αφροδίτης,
την κραυγή της Αντιγόνης.

Οδυσσέας Αστέρης (Αφηγητής)
Βουτιά στο υπερούσιο φως

Γυναίκες της Λευκωσίας
με τ’ αρχοντικά
και τα γρουσά τους όνειρα,
στους πέτρινους δρόμους,
και πιο φτωχές
με τα γιορτινά
και τα καλά τους πάθια,
στους πέτρινους δρόμους,
όλες,
με τα μικρά παιδιά τους στους ώμους,
βάδιζαν προς τα πανύψηλα,
προς τα θεόρατα
τείχη της Λευκωσίας.

Πώς ψήλωσαν σε μια νυχτιά
τα τείχη της ψυχής μας.

Τοιχοποιία ενετική,
υψηλής αρχιτεκτονικής του Σαβορνιάνο,
με λέξεις αρχαίες ομηρικές,
λαξεμένες στα θεόρατα τείχη
της Λευκωσίας.

Βάδιζαν και έκλαιγαν γοερά,
θρήνος και κλαυθμός
και οδυρμός και πόνος,
γυναίκες θρηνωδοί της αδικίας.

Σαν άκουσαν
τα μαύρα άτια της οργής
του Λαλά Μουσταφά,
έριξαν τα παιδιά τους
με μια προαιώνια κραυγή της Αντιγόνης
απ’ τ’ αστεροειδή
τείχη της Λευκωσίας
στο μαύρο χάος του σύμπαντος,
που άνοιγε κάτω απ’ τα πόδια τους,
κι ύστερα
έπεσαν κι αυτές,
με μια βουτιά,
στο υπερούσιο γαλάζιο φως,
στην αγκαλιά της ελευθερίας,
στις φυλακές του πόνου.

Μια ματωμένη μέρα του φθινοπώρου,
Τετάρτη, 9 Σεπτεμβρίου 1570,
κανείς δεν ήξερε
πως εκεί,
κάτω απ’ τα τείχη της Λευκωσίας,
βρίσκεται το πατρογονικό σπίτι
του Ομήρου.

Χορός ποιητών
Ψάχνουμε λέξεις αρχαίες

Σπίτια και τάφοι
σμίγουνε
μες στα κατάβαθα της ψυχής.

Ζωή και θάνατος
σμίγουνε
μπρος στον ναό της ελευθερίας.

Σκότος και φως
σμίγουνε
μες στις φυλακές του πόνου.

Κι εμείς,
ανέστιοι και ρηχοί,
ψάχνουμε το υπερούσιο γαλάζιο φως
στις αγκάλες του λυγμού,
ψάχνουμε λέξεις αρχαίες
στις στοές του εφήμερου.

Αντιγόνη (έρρυθμο μοιρολόι)
Φόρεσα τα καλά μου

Φόρεσα τα καλά μου,
πάθια κι ενδόψυχα,
σκότωσα τα παιδιά μου,
κλαίω μερόνυχτα.

Θρήνος, κλαυθμός και πόνος,
μες στην καρδιά μου εμέ,
άδικος είν’ ο κόσμος,
που μας σκοτώνουνε.

Βγαίνω απά’ στα τείχη,
βγαίνω στερνή φορά,
πώς τα ’φερε η τύχη,
μένω χωρίς παιδιά.

Θεέ τ’ ουρανού, του πόνου,
Θεέ μου, συγχώρα με,
είν’ τα παιδιά του κόσμου,
άδικο να ’ν’ χαμαί.

Φέρε, Θεέ, το δίκιο,
Θε μου, τον ίσκιο σου,
δώσε σ’ τουν’ το βασίλειο,
το άγιο δίκιο σου.

Χορός ποιητών
Ομολογία

Παιδιά τον κόσμου,
αναμνήσεις της αθωότητας
με τη βαθιά φωτιά στο στήθος,
που γνωρίζετε τη γραμματική τον ήλιου
πριν απ’ το σχολειό μας,
με τα φτερωτά βλέμματα
και τα μυρωμένα δάκρυα,
που ζείτε ολόψυχα
την αλήθεια της φευγαλέας στιγμής
πριν απ’ τα χνάρια της πέτρας,
πριν να βαδίσετε τους πέτρινους δρόμους μας.

Παιδιά του κόσμου,
νιογέννητα άστρα
στην καρδιά τον φωτός,
που τραγουδάτε τον επινίκιο κόσμο
και τις ηλιόλουστες ώρες
πριν απ’ τις ακονισμένες λέξεις μας.

Παιδιά τον κόσμου,
που σας σκοτώνουν οι σάπιοι δρόμοι μας,
που σας πληγώνουν τα ξύλινα χαμόγελά μας,
που σας πνίγουν οι φραγμένες με συρματόπλεγμα
αδίστακτες θάλασσές μας,
συγχωρέστε μας.

Παιδιά του κόσμου,
πάρτε αυτή την ταπεινή ανθισμένη ομολογία
και συγχωρέστε μας.
Είμαστε ένοχοι.

Αντιγόνη
Σώμα λειψό

Τώρα πια
το σώμα μου είναι λειψό,
κορμί τυραγνισμένο,
γεμάτο με του πόνου
της μάχης μελανιές,
γιατί άλλοι Τρώες,
άλλοι Πέρσες,
άλλοι Σαρακηνοί
τώρα πια με καπηλεύονται,
ακόμα πιο σκληροί,
ακόμα πιο βάρβαροι.

Τώρα πια
κυματίζουν μεσίστια τα όνειρα,
διαβιούν σε αντίσκηνα
και σε συνοικισμούς ευκαιρίας,
αποστεωμένες οι λέξεις,
έγιναν πρόσφυγες οι μέρες,
λεηλατημένη η μνήμη,
καλά μυημένη στην απώλεια

Τώρα πια
σπασμένοι οι σταυροί στο στέρνο μας
και στα κατάμεστα κοιμητήρια απουσίας,
βουβά τα σήμαντρα της μνήμης,
στάβλοι και αποθήκες
οι ναοί της ιερότητας.

Τώρα πια
μας πήραν τη θάλασσα
των ανέμελων στιγμών,
μας κούρσεψαν τα κάστρα της ρήγαινας
σε ώρες απρόσκλητες.

Τώρα πια
έσβησαν τις αρχαίες επιγραφές
της αλήθειας
και τις αιώνιες λέξεις
από τα Γυμνάσιά μας,
που ήταν ένα με τη σάρκα μας.

Σώμα λειψό
στις αγνοούμενες μέρες μας.

Χορός ποιητών
Χρυσοστέφανα άλογα

…την μεν αρ’ Ίρις έλουσα ποδήνεμος έξαγ’ ομίλου
αχθομένην οδύνησι, μελαίνετο δε χρόα καλόν.
Όμηρος, Ιλιάδα, Ε, 353-354

Ω ποδήνεμη, Ίριδα,
έλα και πάλι σιμά μας,
τη βοήθειά σου να μας δώσεις,
φέρε τα χρυσοστέφανα άλογα,
τα χρυσοχαλινάτα,
όπως και τότε στην Τροία,
στη μάνα μας να πάμε πιο κοντά,
θαρρούμε πως τώρα δεν θα ’ναι μακριά,
σιμά στη μητρική αγκάλη,
θαρρούμε πως τον αγαθού Διομήδη οι βουλές
και πάλι επαληθεύονται:
«Δεν είσαι για πολέμους συ,
Κυρά της ζωής και του έρωτα,
δεν είσαι για πολέμους,
θ’ ακούς για πόλεμο αλλού
και θα σταυροκοπιέσαι,
στα γόνατα θα σέρνεσαι
και θα ανακαλιέσαι».

Οδυσσέας Αστέρης (Αφηγητής)

Αγνοούμενη αγάπη

Με δακρυσμένα μάτια
τύλιξες το κεφάλι,
και την ξανθή κόμη της ψυχής
με τη μαύρη μαντίλα της λύπης,
και από τότε βαδίζεις σε μια ξέρα,
ανάμεσα στα αγκάθια της μνήμης
και στα θεριά της προσμονής.

Κρύβεις την αγνοούμενη αγάπη,
ιέρεια της υπομονής,
κάτω απ’ τα μαύρα άμφια του χαμού,
φορείς γερασμένα αισθήματα αιώνων
και φθαρμένους χειμώνες
στα είκοσι εφτά σου χρόνια,
να κρύψεις τα δάκρυα της θάλασσας
και τον πόνο των αστεριών.

Και τα βράδια…
σφραγίζεις με σκοτάδια τα παράθυρα,
κλειδώνεις με κραυγές σιωπής
το δωμάτιο,
μην μπει η θάλασσα
με τα ξωτικά της,
μην μπει το φεγγάρι
με τα μάγια του,
μην μπει ο άνεμος
με τις κραυγές του,
μην μπει κανείς,
μόνη σου να μείνεις,
με τις νωπές πληγές εντός σου
και τις σκιές τριγύρω σου.

Αλλά κάποιες νύχτες…
όταν τον ελευθερώνεις,
βγαίνεις από τον αόρατο τάφο σου,
φορείς λευκό νυφικό τις μαργαρίτες
και κολυμπάς σε λευκά κύματα χαράς,
φυτεύεις λέξεις μυριστικές
στο λευκό παραθύρι
και τραγουδάς με λευκόφτερους
αγγέλους τον ύμνο του φωτός.

Μέχρι το άλλο πρωί…
που θ’ ανάψει και πάλι το σκοτάδι
τη μαύρη σιωπή,
που θα ’ρθει η έρημος
με τις μαβιές λέξεις
και το λυπημένο βλέμμα,
μέχρι το άλλο πρωί
που θα ‘ρθουν
οι εικόνες που κλαίνε,
που θα πας και πάλι
σε φραγμένους δρόμους,
γραία είκοσι εφτά χρόνων,
με τις φωτογραφίες στα χέρια,
να ρωτήσεις τους περαστικούς
αν ζουν,
αν τους είδαν,
αν θα ‘ρθουν
οι αρχάγγελοι με τ’ αόρατα φτερά
και τις ματωμένες καρδιές,
οι αρχάγγελοι της άλλης όχθης,
με τις πισώπλατες σφαίρες.

Χορός ποιητών
Μνήμες αξεθώριαστες

Τι ξέρουμε εμείς
από Ελένες και Εκάβες,
από Χαρίτες και Αντιγόνες;
Τι αξία έχουν
μισές σιαγόνες
και μια χούφτα διάσπαρτα δόντια,
να ζεις μια ζωή
για τις απειροελάχιστες πιθανότητες,
να σκάβεις με τα νύχια
για ένα κοκαλάκι,
για ένα δόντι,
για ένα κίτρινο πουκάμισο αδειανό,
τι ξέρουμε εμείς
από κρουσμένες ψυχές
και χαμένες ζωές,
από μνήμες αξεθώριαστες,
σε έναν χρόνο αδειανό,
σε έναν χρόνο σταματημένο.

Οδυσσέας Αστέρης (Αφηγητής)
Το μπλε της υπομονής

στην κυρία Φρόσω

Στάχυα του Ιούλη
αγναντεύουν
μέσ’ απ’ τη σκισμή τ’ ουρανού
το μπλε της υπομονής,
κι αυτή
ακόμα περιμένει
να έρθει ο αγαπημένος.

Ολημερίς
ετοιμάζει τα μπογαλάκια της,
πακετάρει τη ζάχαρη, τον καφέ, το ρύζι
και τ’ άλλα απαραίτητα,
να ’ναι έτοιμα
για να γυρίσει στην Κερύνεια.

Κάθε απόγευμα
βγαίνει απ’ το καταφύγιό της,
στην οδό Ελευθερίας,
για να ψάξει,
μ’ ένα πρόσωπο ζωγραφισμένο με σιγή
κι ένα σώμα κεντημένο με παράδεισο,
γυρίζει τους γύρω δρόμους
με μια φωτογραφία στο χέρι.
«Μήπως τον είδατε;
Μήπως τον απαντήσατε
τον αγαπητικό μου;
Σίγουρα κάπου θα τον είδατε.

Μου ’πε πως θά ’ρθει.
Μου ’πε πως σίγουρα θα γυρίσει.
Μην έχασε τον δρόμο;
Μην έχασε τους προσανατολισμούς;
Μήπως βρέθηκε
σε σημείο αχαρτογράφητο;
Ανάμεσα σε παλιές φωτιές
και νέες στάχτες;»

Κατά το σούρουπο,
όταν το πορφυρό αγέρι
ξεφυσάει τη μνήμη
και τ’ αναμμένα καντήλια,
γυρίζει και πάλι στο καταφύγιό της
με μια θλίψη στα μάτια
κι ένα μαχαίρι στην καρδιά.
Ξεπακετάρει τη ζάχαρη, τον καφέ,
το ρύζι
και τ’ άλλα απαραίτητα.

Το μόνο που αφήνει πακεταρισμένο,
έτοιμο ανά πάσα στιγμή,
είναι το νυφικό με τις λευκές δαντέλες,
τ’ άστρα της θάλασσας
και τα μαργαριτάρια τ’ ουρανού,
αυτού
που δεν πρόλαβε ποτέ της
να φορέσει.

Χορός ποιητών
Πρόσφυγες

Βαδίζουν σε καμένη γη
μέσα στην Ιστορία,
μανάδες και θλιμμένοι γιοι
μ ’ ανθρώπους και θηρία.

Ψάχνουν να βρουν πια λίγο φως,
στο στήθος μία φλόγα,
πώς σκοτεινιάζει ο ουρανός
κι η μέρα εγίνη μπάρα.

Άγγελοι και νεράιδες τριγυρίζουν
μέσα στην πόλη, κι έξω είναι βροχή,
μέσα στις σκιές τους όλα μου θυμίζουν
τη δική μου δύση και ανατολή.

Στη θάλασσα, μες στο νερό,
μες στ’ αλμυρό σκοτάδι,
ψάχνουν να βρουν γλυκό νερό,
στον φόβο ένα χάδι.

Ανέμους και αερικά
παντού πια συναντάνε,
για χάρες και για δουλικά
και κάτι για να φάνε.

Αντιγόνη
Άφωνες μνήμες

Άφωνες μνήμες
κυνηγούν την ύπαρξή μου,
άφωνα λόγια
ενός χαμένου μεγαλείου.

Γεμάτα μάτια,
κάθε βήμα της ζωής μου,
ψάχνω τα χνάρια
να με πάνε στην αρχή μου.

Αιώνιες στιγμές,
χαμένες ευκαιρίες,
μνήμες πληγές
και ζωντανές ζω τραγωδίες.

Χαμένος είναι
ο εαυτός μες στη ζωή μου,
κομμένες είναι
οι ρίζες μου μέσα στη γη μου.

Χαϊδεύω τον βασιλικό
μέσα στη γλάστρα,
θυμάμαι τον βασιλικό
κάτω απ’ τ’ άστρα.

Χάιδευα τον μικρό μου γιο
στην πρώτη γη μου,
σκύβω φιλώ
το άγιο χώμα της ψυχής του.

Χορός ποιητών
Γυναίκες της Κύπρου

Γυναίκες της Κύπρου,
κόρες της Αφροδίτης
με τα γυμνά καμένα πέλματα
απ’ τις φωτιές,
με τα χέρια περισπωμένες,
που σπάζετε τα συρματοπλέγματα
με τις καμπάνες της λευτεριάς
στην αγκάλη,
που κουβαλάτε αρχαίες πέτρες
και κιονόκρανα
στην αρχαία γη της μνήμης,
ιέρειες της καρτερίας
και τον μυστηρίου,
γυναίκες της Κύπρου,
μούσες με τον κρυμμένο ανασασμό,
νύμφες με τα μυστικά φτερουγίσματα
της ψυχής.

Γυναίκες της Κύπρου,
κόρες της Χοιροκοιτίας,
αμάραντες Ανεράδες τον πόθου,
λυγερές Αροδαφνούσες των θρύλων.

Ω γυναίκες της Κύπρου,
ντυμένες με τη μαύρη ερημιά,
ντυμένες με την άδυτη νύχτα
στη γη της μνήμης,
μανάδες των αηδονιών
και των Στανραετών,
μανάδες των ευχών
και των πρωτάκουστων λέξεων.

Γυναίκες της Κύπρου
με τις μαύρες μαντίλες
και τα κατάλευκα νυφικά,
πνεύματα της γης
και τον ονείρου,
ομορφόθρονες κόρες, πνοές τον ορατού
και τον αόρατου κάλλους,
άφατες ιερότητες
σε αέναη μεταμόρφωση,
με τα ροζιασμένα χέρια της γης,
μανάδες της στοργής
με τα πλουμιστά χάδια
και το ανθηρό φως,
με τις αμόλυντες φωνές
και τα νανουρίσματα,
μες στην παντέρημη σιωπή
της φλογισμένης νύχτας,
μανάδες της υπομονής
και των κυριακάτικων τραπεζιών,
μανάδες τον φωτός
και τον μυστικού δείπνου,
μανάδες της προσευχής
με τ’ αναμμένα κεριά στα χέρια
και στην ψυχή,
Δόξα Σοι.

.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΣΤΕΡΗΣ (2018)

Γένεση
Αφηγητής
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΣΤΕΡΗΣ

Γεννήθηκε μες στους λεμονανθούς και μες στα μόρα,
σε έναν τόπο που τον δέρνουν οι αιώνες,
πάνω στον αφρό της θάλασσας,
με ένα κρίνο του γιαλού στο χέρι
και ένα αγκάθι στην καρδιά,
καβάλα σ’ έναν στίχο.

Με τις μοίρες να καιροφυλακτούν,
ανάμεσα σε δυο χτύπους των καμπάνων,
περίκλειστος από τείχη,
χωρίς παράθυρα,
χωρίς εξόδους,
χωρίς σύνορα.

Έτσι έμαθε την ελευθερία των κυμάτων,
τη σκλαβιά της εφήμερης άμμου,
έτσι έμαθε την ομορφιά των κρίνων,
τ’ αγκάθια των αχινών.
Ενεδύθη την επώδυνη μεταμόρφωση
και ταξίδεψε το φωτεινό ταξίδι του άλγους,
μέσα στο παιδικό δωμάτιο,
με το βλέμμα της σιωπής
και τις λέξεις να φέγγουν
τις άπιαστες κορυφές. 

Χορός ποιητών
ΑΕΙΖΩΟΝ ΦΩΣ

Αίφνης αιώνιο πρόσταγμα,
έκρηξη αγάπης εγένετο
στο απέραντο σκότος,
πύρινη ουσία
φωτοβόλησε την αυλή τον Θεού,
άπιαστο πυρ,
άσπιλο νεύμα
στον κάμπο τον απείρου.
Κι από τότε
αέναοι πύρινοι δρομείς
σταχυολογούν το χρόνιο δράμα,
λευκόφως της ζωής
που πυρπόλησε τα φώτα των όντων,
σπίθες ζωής
που φεγγοβολούν σε κάθε αμόλυντη ύπαρξη,
έτοιμες για την αόρατη μάχη,
την αδιάλειπτη μάχη
φωτός και σκότους
στα χώματα τον κόσμου,
στ’ αλώνια της ψυχής.

Ταξίδι στο βάθος του κόσμου
Αφηγητής
ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ

Πήρε στα χέρια
ένα βαγόνι χωρίς ράγες
και βρέθηκε σ’ άλλη γη,
οι ουρανοί τον πρόδωσαν,
έριχναν βόμβες ναπάλμ
αντί για αστέρια,
έριχναν αλεξιπτωτιστές
αντί νιφάδες χιονιού,
το σπίτι έγινε αντίσκηνο,
το παιδικό δωμάτιο
χάθηκε για πάντα.

Του ’παν πως η γη σκίστηκε στα δυο
με μια κόκκινη γραμμή
και μια νεκρή πράσινη ζώνη,
του ’παν πως δεν πρέπει να ξεχνά,
πως το κόκκινο είναι εχθρός,
πως το μαύρο είναι χρέος,
πως το πράσινο είναι διαχωριστικό,
πως το μπλε είναι τόσο μακριά.
Ποιον να πιστέψει πια;
Τα χρώματα τον ξεγέλασαν;

Χορός ποιητών
ΙΡΙΔΙΣΜΟΙ ΣΤΟΝ ΒΥΘΟ

Μυριάδες χρώματα
ιριδίζουν στον βυθό
του μικρόκοσμου,
γεμίζουν με απεραντοσύνη
κι αλήθεια τα σπλάχνα του,
φωτιά και πυρ
φεγγοβολούν
την απύθμενη άβυσσο
κι ακονίζουν
το αμόνι του πνεύματος
για τα μέγιστα της ζωής,
για τα μέγιστα του κόσμου,
κόσμου των λευκών γιασεμιών
και των φωτεινών άστρων,
του κόσμου του απείρου
που λάμπει αιώνια. 

Αφηγητής
ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Ψάχνοντας τ’ αστέρια που έχασε,
βρήκε τη θάλασσα,
βρήκε τον Σείριο και την Αργώ
να λαμπυρίζουν
στα αλμυρά νερά της νιότης,
δίπλα στα παλάτια της άμμου
και στα φωτεινά κιονόκρανα,
δίπλα στο ατέλειωτο μπλε της αλήθειας.

Οι ωρίωνες γλάροι τον καλούσαν
να βγει στ’ ανοιχτά,
μικρή σχεδία
στα νερά της Μεσόγειος,
κι οι ψαράδες ύφαιναν δίχτυα
να ψαρέψουν τον πολυπόθητο
φλοίσβο των λέξεων.

Μέσα στις δακρυσμένες
θαλασσοσπηλιές της προσμονής
οι φώκιες θρηνούσαν
τις πιο θνητές μέρες του
και τα θεόρατα κύματα
την πιο πικρή εκδοχή του.

Χορός ποιητών
Η ΔΙΚΗ ΜΑΣ Η ΘΑΛΑΣΣΑ

Η δική μας η θάλασσα
λευκά μαντίλια π’ ανεμίζουν
την αλμύρα τον αποχαιρετισμού
στην προκυμαία της Λεμεσού.

Κάστρα και πύργοι της Ρήγαινας
ξαγρυπνούν στ’ αγριεμένα κύματα
που ξεβράζουν κατακτητές
και Σαρακηνούς,
πλάι στις κόκκινες παπαρούνες
που ανθούσαν τη νιότη μας,
πλάι στις ακτίνες του ήλιου
που λούζονταν
στο λυκαυγές των Φοινικούδων
και στα κρυστάλλινα
χρώματα της Αμμοχώστου.

Η δική μας η θάλασσα
κουρασμένοι σφουγγαράδες
της Καλύμνου
που πλέουν τριίστια όνειρα
στο γαλάζιο της Κερύνειας.

Αχινοί και αστερίες στην υγρή διαφάνεια
κι οι ολόφωτοι άγγελοι
που βουτούν στα νερά
για να τους πιάσουν.
Τα φύκια που συλλαβίζουν
το τραγούδι της δύσης
κι οι Αφροδίτες που αναδύονται
στην αγκαλιά του ηλιοβασιλέματος
πίσω απ ’ τον βράχο της ψυχής τους.

Η δική μας η θάλασσα
φυλακισμένοι κόκκοι χρυσαυγής
που χαϊδεύουν τις ουρές των γοργόνων
μέσα απ’ τα συρματοπλέγματα.

Αιώνια θάλασσα,
με τις νύμφες τον πελάγους να χορεύουν
στην ξαστεριά τον σύμπαντος
με την ελπίδα να γεννιέται
σε κλειστά όστρακα
και το φεγγάρι σε αγρυπνία
να λιβανίζει με αιωνιότητα
την προσμονή,
να ψέλνει τον όρθρο της ζωής,
τον χερουβικό ύμνο τον φωτός.

Η δική μας η θάλασσα
ακρογιαλιές του Ομήρου,
πατημασιές του Ζήνωνα και
του Στασίνου
στην ίδια άμμο,
στον ίδιο πόνο,
χιλιάδες χρόνια τώρα.

Οδυσσέας Αστέρης
ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ

Γεννήθηκες μες στο ηλιοβασίλεμα
κι έφερες την αυγή δροσάτη,
με ένα πανέρι γεμάτο σύκα
και σταφύλια στο κεφάλι,
κρατώντας
ένα φωτεινό κρίνο στα χέρια
κι ένα κόκκινο γαρίφαλο στην καρδιά
με τη δύναμη του ανέμου,
με τη χαρά του ήλιου
και το τραγούδι να ρέει στην ψυχή
κρυστάλλινο νερό αγάπης.

Κι όλο κερνάς απ’ τη στάμνα σου
τη φιλία δροσάτη,
την καλοσύνη καθάρια,
την αγνότητα ολόλευκη.

Ένας άγγελος επί της γης,
που πετάει
με τα φτερά της άνοιξης,
με τα φτερά της αρετής,
με τα φτερά της πίστης.

Κόρη των αστεριών,
κόρη του ήλιου.

Χορός ποιητών
Η ΠΟΡΤΑ ΤΗΣ ΣΟΦΙΤΑΣ

Μικρά παιδιά,
ανοίξαμε πρώτη φορά,
με δισταγμό,
την κλειστή πόρτα της σοφίτας
και μπήκε το μέλλον,
σκληρό κι αγέρωχο,
κρατώντας μια δεσμίδα
με αριθμούς και χειμώνες,
με συναρτήσεις και παραδοχές,
αφήνοντας για πάντα πίσω μας
το παιδικό δωμάτιο
με τις νιφάδες του χιονιού
και τις λευκές μαργαρίτες,
κι εμάς,
μεγάλους πια,
να ψάχνουμε
ένα φως
να γυρίσουμε πίσω,
ένα φως
να φωτίσει
κοιλάδες και οροπέδια,
βάθη και ουρανούς,
ενός θνητού εαυτού
που λάτρεψε την αιωνιότητα.

Οδυσσέας Αστέρης
Ο ΕΣΩ ΠΛΑΝΗΤΗΣ

Σε ψάχνω κάτω απ’ το δέρμα μου,
μέσα σε μια θάλασσα από λυπημένες τρικυμίες,
στους έρημους λόφους της ιλαρής σιωπής,
στους θεσπέσιους ουρανούς των ονείρων.

Σε ψάχνω στα θεόρατα βάθη του κόσμου μου,
μέσα στα κρυμμένα φαράγγια των οδυνηρών σκιών,
στους ανέμους που ξεφυσούν το ανείπωτο,
στους γαλαξίες των οραματισμών.

Σε βρίσκω διάφανο,
να ταξιδεύεις στα έγκατα της ψυχής μου,
Άχρονο,
Άπειρο,
Αιώνιο,
Αρχαίο Φως,
Διάπυρη λάμψη,
που αναβλύζει απ’ τις κρήνες της αγάπης
και χρυσώνει με αιωνιότητα
το πολύπαθο της ύπαρξης.

Χορός ποιητών
ΕΡΕΥΝΗΤΕΣ

Ερευνούμε το φως,
αναλύουμε το θάμβος των λέξεων,
ζυγίζουμε τον ήχο τους,
ζυγίζουμε την ηχώ τους εντός μας,
σηκώνουμε το βάρος τους
και μεταμορφώνουμε
αυτά που έφυγαν
αυτά που θα ’ρθουν,
ανασκάπτουμε την ύλη,
ανασκάπτουμε τα όστρακα του μυστικού,
γινόμαστε ρήματα
για να βρούμε
τη μία λέξη,
τον έναν στίχο,
το ένα ποίημα
που θα δικαιώσει το δάκρυ
ενός θλιμμένου κεριού
και θ’ ανάψει ένα φως
στα μάτια ενός παιδιού.

Ποιο είναι το δικό μας φως;
Ποιά είναι η δική μας λέξη;
Ποιο είναι το δικό μας σκότος; 

Οδυσσέας Αστέρης
ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΥ

Από παιδί,
για χρόνια,
κρατούσα στα χέρια
μια φωτογραφία
του πατέρα των ονείρων μου,
τον είπαν αγνοούμενο,
μα εγώ έπαιζα μαζί του για ώρες
μέσα στο παιδικό δωμάτιο
τις μέρες των μεγάλων βροχών.

Όμως άξαφνα έφευγε
κι άφηνε στη θέση του
ένα μαύρο σκοτάδι
που τρύπωνε μες στην καρδιά.

Όμως άξαφνα έφευγε
κι άφηνε το παιχνίδι στη μέση,
χωρίς τη χαρά του τέλους
κι ένα παράπονο στα μάτια.

Με πήγε πρώτη μέρα στο σχολείο,
όμως όταν πλησίασα τη δασκάλα
άξαφνα έφυγε,
αφήνοντας το χέρι μου μετέωρο,
να κρατά μόνο τη φωτογραφία του.

Αργότερα τον σύστησα στην άνοιξη,
είχα τόσο πολλά να πω γι’ αυτόν,
όμως άξαφνα έφυγε,
αφήνοντάς μου έναν βαρύ χειμώνα
και μια φωτογραφία στο χέρι.

Τον είδα που ήρθε κρυφά στα στέφανα,
χάρηκα,
ήταν σαν φως
που χόρευε μες στη χαρά του,
όμως άξαφνα έφυγε
κι άφησε στα χέρια μου
μόνο τη φωτογραφία του.

Χθες μου τον έφεραν
σε ένα μικρό κασόνι,
τον είπαν ήρωα
και τον στόλισαν
με χρώματα και σημαίες,
μα εγώ
εξακολουθώ
να κρατώ στα χέρια μου
μόνο τη φωτογραφία του
κι ένα κλωνάρι πικροδάφνης
με άνθη αιμάτινα.

Χορός ποιητών
ΦΩΤΟ-ΓΡΑΦΙΕΣ

Ζούμε
με μια αντανάκλαση του φωτός,
χωρίς το ίδιο το φως,
με μικρές
φωτο-γραφίες
στα χέρια και στην καρδιά,
με μικρές ιστορίες
που έγραψε το φως
μες στο σκοτάδι,
ζωγραφισμένη μνήμη
στιγμών που έφυγαν για πάντα
και που ζουν για πάντα,
σε μια άλλη διάσταση,
άτοπη,
σε έναν άλλο χρόνο,
άχρονο,
ενός παράλληλου σύμπαντος
κι ενός διάτρητου παρόντος.

Οδυσσέας Αστέρης
ΣΤΟΝ ΜΙΚΡΟ AYLAN

Το κύμα σ’ αγκαλιάζει
στην πιο σκοτεινή ακτή του κόσμου
κι ο φλοίσβος σε νανουρίζει
στην αγκαλιά της γης,
μικρέ μου Aylan.
Ολόφωτοι άγγελοι
σου μαζεύουν κλειστά κοχύλια
και πορφυρά κοράλλια
για τα παιχνίδια σου.

Παίξε ξέγνοιαστος
στον κάμπο με τις ανεμώνες,
ο πόλεμος είναι μακριά, Aylan,
η φτώχεια είναι μακριά, Aylan,
μόνο η ενοχή έχει φωλιάσει
στην ψυχή της ελπίδας,
μόνο η ενοχή έχει τρυπώσει
στο δάκρυ του Θεού.

Εκεί,
στη χώρα της διαύγειας,
μαρτύρησε κρυφά στο αυτί του Θεού
όλα όσα κάνουμε,
πες του για τη σκοτωμένη άνοιξη,
για το λαβωμένο φως,
πες του για τα πνιγμένα βιβλία,
για τα ματωμένα παραμύθια.

Μαρτύρησέ τα όλα.
Μ’ ακούς;
Όλα.

Χορός ποιητών
ΨΑΧΝΟΥΜΕ ΤΗΝ ΙΘΑΚΗ

Πνίγουμε την ελπίδα του κόσμου
σε θάλασσες από γρανίτη και μάρμαρο,
πνίγουμε την αγάπη του κόσμου
σε θάλασσες φόβων και αριθμών.
Ποιος κόβει τη θάλασσα σε λωρίδες;
Ποιος μοιράζει του ήλιου τις αχτίδες
σε πατρίδες αγάπης και μίσους;
Μεγαλώνουμε το φως
ν’ ανθίσει υάκινθους και γιασεμιά
μες στην ψυχή μας,
οργώνουμε τη γη που μας γέννησε,
να καρπίσει το φως της πατρίδας
εντός μας.

Ανέστιοι,
ψάχνουμε την Ιθάκη
στα πέρατα του κόσμου,
μα η Ιθάκη εντός μας.

Οδυσσέας Αστέρης
ΔΡΑΠΕΤΗΣ ΑΛΛΟΤΙΝΩΝ ΚΑΙΡΩΝ

Ύστερα…
ύστερα ήρθαν οι ιππότες
με τα γεράκια στους ώμους
και τα χέρια γεμάτα χρυσάφι,
από χώρες μακρινές
μ’ ένα άλλο φεγγάρι,
να μου χαρίσουν τη δόξα της αστραπής
και να παραδώσω εκείνες τις λέξεις που φύλαξα
σ’ έναν σκληρό και άκαρδο κόσμο.

Φοβήθηκα…
«Δεν είμαι εγώ»,
τους είπα,
«άλλος είναι».
«Εγώ είμαι μόνο ένας ζητιάνος των λέξεων,
ένας υπηρέτης των μοναχικών λουλουδιών,
ένας δραπέτης αλλοτινών καιρών που πέθαναν».
Δεν με πίστεψαν…

Κι έτσι συνέχισα
ν’ ανεβαίνω στην αόρατη σκάλα
με τις μαργαρίτες και τ’ άπειρα σκαλοπάτια,
να φτάσω τα πουλιά,
κι όλο παραπατούσα και τσακιζόμουν
κι έπεφτα,
μα αρχινούσα απ’ την αρχή,
κάθε φορά που άκουγα εκείνο το φλάουτο
να τραγουδά τις νύχτες της σιωπής
όσα δεν ήθελα να ξεχάσω.

Χορός ποιητών
H ΠΑΛΙΑ ΞΥΛΙΝΗ ΝΤΟΥΛΑΠΑ

Παιδιά κρυβόμασταν απ ’ το φως
μέσα στην παλιά ξύλινη ντουλάπα,
κι όταν βγαίναμε φορούσαμε
παλτά γερασμένα
και σακάκια προγονικά.

Εκεί,
μέσα στην ντουλάπα,
αφήσαμε κλεισμένα για πάντα
βλαστάρια μυριστικά
και άνθη λεβάντας
που μόλις είχαν πλασθεί
από το χέρι του Θεού.

Εκεί μέσα αφήσαμε
κι ένα παιδικό χαμόγελο
που χάσαμε για πάντα
φορώντας ένα πρόσωπο
με γερασμένα αισθήματα
και παγωμένα βλέμματα
ενός κρύου χειμώνα
που τρύπωσε μες στην καρδιά μας.

Εκεί μέσα αφήσαμε
το νόημα του κόσμου,
ανάμεσα σε φθαρμένα υποδήματα
που περπάτησαν δρόμους και δρόμους
και πολιτείες μακρινές και ξακουσμένες,
όμως δεν έφτασαν πουθενά.

Νόστος
Οδυσσέας Αστέρης
ΠΡΩΤΟΠΛΑΣΤΟΣ

Από καιρό θέλησα
να βάλω κάποια τάξη
στην αποθήκη του αθέατου,
να ξεχωρίσω
εύκολες νίκες
και αιμάτινες ήττες,
μάχες που έχασα,
μάχες που κέρδισα δύσκολα,
συναρτήσεις και παραδοχές,
αισθήματα και αριθμούς,
όσα έχασα για πάντα,
όσα έσωσα την τελευταία άνοιξη,
ζωντανά τραύματα
και οδυνηρές χαρακιές,
πρωτότοκους φόβους
και αιωνόβιες ελπίδες,
να μετρήσω πόσο φως έχανα
από τρύπες που άνοιγα
με τα ίδια μου τα όνειρα,
ρήματα που μάτωσα,
ουσιαστικά που με μάτωσαν,
σκιές που σκόρπισα,
σκιές που με συνέτριψαν.
Κι έτσι, γυμνός πια,
να κολυμπήσω
μέσα στο φως,
φορώντας
μόνο τη γυμνότητά μου,
όπως γεννήθηκα,
πρωτόπλαστος.

Χορός ποιητών
ΑΔΥΤΗ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ

Κυνηγάμε χρόνια
τον παράδεισό μας,
έναν διάφανο παράδεισο
που να καθρεφτίζει το είναι μας,
έναν παράδεισο προσωπικό,
μόνο δικό μας,
φτιαγμένο με όσα αγαπήσαμε
και όσους αγαπήσαμε
και λήθη,
πολλή λήθη
για όσα δύσκολα ζήσαμε
και μια απέραντη,
άδυτη νοσταλγία
για κάτι που δεν ζήσαμε ποτέ.

Οδυσσέας Αστέρης
ΤΟ ΜΕΓΑ ΤΑΞΙΔΙ

Γέμισα την ψυχή μου
με σκιές και θαμβός
που μάζεψα
σε σταθμούς και αναμονές,
σκιές αλλιώτικες
και φώτα αλλοτινά,
που συνομιλούν,
που αλληλομάχονται,
που αλληλοπλέκονται,
ζωγραφίζοντας
κορυφές και κοιλάδες,
όρμους και πεδιάδες,
μες στην ψίχα
του διάφανου
είναι μου.

Ποιος είμαι
δεν γνωρίζω
αν γνωρίζω,
ούτε αν είμαι
αυτός που ήμουν
ή κάποιος άλλος
που έγινα
ή που θα γίνω.

Πώς να επιστρέψω
εγώ που ήμουν
σε αυτό που ήταν;

Πώς να επιστρέψω
εγώ που δεν είμαι
σε αυτό που δεν είναι;

Δύσκολο και οδυνηρό
το μέγα της επιστροφής ταξίδι

Χορός ποιητών
ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ

Τα ηλικιωμένα χρόνια
βάρυναν τα βήματά του,
στο βλέμμα του όμως πλέουν ακόμα
λευκά τριίστια και ψαρόβαρκες
αλλοτινών καιρών ξενιτεμένων,
και ονειρεύεται ταξίδια και λευτεριές
και επώδυνες επιστροφές
σε έναν κόσμο με ένα άλλο φως,
σε ένα φως ενός άλλου κόσμου.

Οδυσσέας αυτός που έκανε
το μέγα
της επιστροφής
ταξίδι.

.

ΟΝΕΙΡΑ ΑΜΕΝΗΝΑ (2014)

ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΟΝΕΙΡΕΥΕΤΑΙ

Τι να ονειρεύεται εκείνη η στιγμή
αφημένη στην κουνιστή της πολυθρόνα;

Μέσα στα μάτια της καθρεφτίζονται
ο αφρός της θάλασσας που κρυφοφίλησε την άμμο,
μια ηλιακτίδα που λούστηκε στο κελαρυστό ρυάκι,
ένα βλέμμα που λόγχισε την καρδιά ενός σεραφείμ.

Κάνει πως κοιμάται κι ονειρεύεται
πως με δυο διάφανες φτερούγες πετάει
στον ουρανό της αιωνιότητας,
στην ιερότητα της διάρκειας,
στην ελευθερία των ονείρων.

Ο χρόνος, ανελεήμονας,
τη διατάζει
«εκεί θα μείνεις
στην κουνιστή σου την καρέκλα
μια ανάμνηση».

Μα το όνειρο, όνειρο
κι η στιγμή, στιγμή,
υπάρχει
και χθες
και σήμερα
και αύριο.

Λεμεσός

ΜΙΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΗ ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΗΣΗ

Χθες πέρασε απ’ εδώ
μια ξεχασμένη ονειροπόληση,
μου ’πε πως βρήκε ξανά
καινούργιο σθένος,
μετά από εκείνη
τη χειμωνιάτικη επαλήθευση.

Μου ’λεγε με τρόπο
πως οι πληγές του ονείρου επουλώθηκαν
και πως άρχισε την εργασιοθεραπεία,
ψηφιδωτό,
με ψηφίδες
κάτι πορφυρές προθέσεις,
κάτι μαβιά θέλω
και άλλες χρωματιστές ελαφρότητες.

Να την πιστέψω δεν θέλω
καθότι γνωρίζει καλά
η μοναχικότητά μου
τι σημαίνει όνειρο
και τι ακριβώς
η απομυθοποίησή του. 

Λατσί Μάριον

ΟΝΕΙΡΑ ΑΜΕΝΗΝΑ

Όνειρα αμενηνά παγιδευμένα
στη δίνη της αδίστακτης κλεψύδρας,
αιματόβρεχτο βόλι ο κάθε κόκκος της άμμου της.

Άνοιξη παραδομένη
στη θάλασσα των δακρύων,
στον άνεμο που ανταριάζει και λυσσομανά.

Μοναχικά θαλασσοπούλια
ισορροπούν σε ουράνια ρεύματα,
μελωδούν την ενάλια αύρα.

Θαλερά φωταξίδια στο ζόφο της νύχτας μας,
πολύτιμα πετράδια που αντιφεγγίζουν
το προαιώνιο κάλλος,
το φως το πρώτον,
δεσμίδα φωτός που γεννάει κυκλάμινα
πάνω στην πέτρα.

Αιέν ονειρεύεσθαι…

Λεμεσός

Ο ΞΕΝΟΣ

Σγουρά μαλλιά έσταζαν
το μπλε της Μεσόγειος,
μες στα χέρια του
έπλαθε το φως κιονόκρανο,
κερί που λιώνει η ψυχή,
μεγαλωμένος με ηλιοστάλακτο ύδωρ
και Χριστόψωμο.
Μάζευε στα δίκτυα του
λαμπερά αστέρια
και πορφυρές παπαρούνες.

Τώρα ταξιδεύει μέσα στη θάλασσα
με ξένη βάρκα,
με ξένα κουπιά,
για μια ξένη Ιθάκη.
Ονειρεύεται ξένα όνειρα.
Αυτός.
Ο Ξένος.

Ακτή των Κοραλλίων

ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΟΝΕΙΡΩΝ

Μέσα στο κάστρο της Κερύνειας
τα πήραν πισθάγκωνα
οι κάθε λογής εθελόδουλοι σαγιτάρηδες
και με επιδέξιες κινήσεις
τους λύγισαν τους νεανικούς καρπούς,
τους θρυμμάτισαν τα λεύτερα άκρα,
τους λόγχισαν τη μυώδη πλευρά
και τους φίμωσαν το λαλίστατο στόμα
που μιλούσε για λευτεριά.
Από το μάτι των ονείρων κύλησε
ένα στερνό πικρό δάκρυ.

«Βλέπετε τι έπαθαν τα αφελή όνειρα;»
είπαν οι ζωντανοί νεκροί αφέντες.
«Έτσι θα πάθετε κι εσείς.
Αν θέλετε να γλιτώσετε
προσκυνήστε
κι ευθύς ελεύθεροι θα ζήσετε».
(Το «μες στη σκλαβιά σας» δεν το ξεστόμισαν)

Κάποιοι επιφανείς
μετά από ενδελεχή μελέτη
των φιλίων και εναντίων,
έτσι νεκροί σαν ήταν,
έσκυψαν και γονάτισαν.

Από το στήθος των ονείρων
πέταξαν δυο άσπρα περιστέρια
κατά τον Μαχαιρά και το Δίκωμο,
μου φαίνεται.

Λατσί Μάριον

ΠΟΙΗΣΗ

Εκείνο το σύννεφο
που κουβαλούσε μες στην ψυχή
επέμενε να του δείχνει τον ήλιο,
εκείνος ο ήλιος
που κουβαλούσε μες στην ψυχή
επέμενε να του δείχνει το σύννεφο.
Κι είπαν το σύννεφο πόνο
και τον ήλιο ποίηση.

Ακτή των Κοραλλίων

ΑΛΕΞΙΑ

Ουρλιάζει καιρό τώρα
κείνο το βουβό όνειρο.
Ποιος να του πει
πως μιλιά δεν έχει
και πως οι χορδές της ψυχής του
πάλλονται ρυθμικά απ’ τον απόηχο της Σιωπής.

Ουρλιάζει καιρό τώρα
κείνο το βουβό όνειρο.
Ποιος να του πει
πως λέξεις δεν υπάρχουν πια
σε καιρούς αλεξίας.

Ουρλιάζει καιρό τώρα
κείνο το βουβό όνειρο.
που λέξεις δεν υπάρχουν πια
για να εκφράσει
την κραυγαλέα του έμπνευση.

Λεμεσός

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΗΣ ΑΠΛΗΣΤΙΑΣ

Κοιτάζει τη θάλασσα που λαμπυρίζει
και σκέφτεται την αλμύρα της,
κοιτάζει το διάφανο φως που ρέει
και μετράει την ισχύ του,
κοιτάζει το πέταγμα του αετού
και υπολογίζει τη σάρκα του,
μετράει το χρόνο με σπασμένο ρολόι
και γεμίζει το κενό της ψυχής του
με συσσωρευμένο τίποτα.

Βουτηγμένος σε πελάγη μοναξιάς
αναλύει τις ανάγκες
μιας απέραντης γκρίζας επιφάνειας
κι ονειρεύεται να ’ταν
οι στερήσεις όνειρα και
τα όνειρα φλουριά.

Ακτή των Κοραλλίων

ΑΜΕΡΙΜΝΗΣΙΑ

Αποβραδίς την κοίταγα γιαλό ποιον αρμενίζει
η βάρκα που ξεχώριζα μες στη λευκή νυχτιά.
Μην είν’ του ανέμου η θωριά,
του ονείρου η φαντασία
ή του καραβοκύρη της απλώς μια ξιπασιά;
Γύρω τριγύρω γύριζε στο ίδιο το βραχάκι
και πάλι ίσια τράβαγε μονάχα μια οργιά,
σαν έφτασε όμως σιμά της μπάρας μαϊστράλι,
εκίνησε σαν πρώτα ευθύς στην Ιθάκη της καρδιάς.

Λεμεσός

ΚΑΠΟΤΕ

Κάποτε δεν είναι παρά
μια βουτιά στο υπερούσιο φως,
μια λάμψη διάρκειας
μέσα στο σκοτάδι μιας αδυσώπητης σκλαβιάς.

Κάποτε πάλι δεν είναι παρά
ένα άγγιγμα του ήλιου,
ένα λυχνάρι που ’γίνε φως,
πάνω από πλόες ατελέσφορους,
πάνω από πικρά ναυάγια.

Κινούνται αμήχανοι,
εξορίζουν τα όνειρα
πέρα απ’ το φως,
πέρα απ’ τη ζωή,
που πλούτισε
απ’ τ’ άδικο,
που πλούτισε
απ’ την απληστία.

Ο ποιητής συνεχίζει
να βρίσκει καταφύγιο στα όνειρα,
αιθεροβάμων μελετητής των αστεριών,
ταπεινός προσκυνητής των λέξεων.

Καράβια όνειρα,
εμπνεύσεις της ζωής,
θαύματα ιδεών,
λευκά πανιά
στου γλαυκού
το πανώριο ταξίδι,
ελάτε πάρετέ μας…

Ακτή των Κοραλλίων

.

ΣΤΗΝ ΑΚΤΗ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ (2008)

ΕΤΑΖΟΜΕΝΟΣ

Ιδού εγώ και πάλι
εταζόμενος.

Τα μόνα που θα βρείτε μέσα μου είναι
οικοσυστήματα του φωτός
και βιότοπους του ωραίου,
λιόφυτα και βοτάνια,*
πληθυσμούς ανθέων και
κοινότητες της αθωότητας.

Δεν το ’θελα αλλά έβλεπα
την Αφροδίτη τη θεά
μονάχη στα λουτρά της,
κόρες και κούρους, λάρνακες
στης Σκάλας τα δρομάκια
και Σαλαμίνες νιόφερτες
στης άμμου τα παλάτια.

Αγγέλους μυριόφτερους
και Παναγιές παρθένες
να με ξυπνούν, να μου λαλούν,
να τραγουδούν, να γράφουν
και τους κινδύνους όλορθους
εμπρός μου ν’ αγριεύουν.

Απλά εγώ σχημάτιζα
γραμμές εις τα χαρτιά μου

*Βοτάνια των πληγωμένων λέξεων
που χτύπησαν σαν έπαιζαν σχοινάκι
και ’γω τις βρήκα κατάμονες
στο ξασπρισμένο σκαλοπάτι,
με τα χεράκια τους να κλείνουν τα ματάκια
και το κεφάλι ακουμπισμένο στα γόνατα.
Οι στίχοι όρθιοι τις περίμεναν για να παίξουνε κρυφτό

Πνευματική πολιτεία
ΠΑΡΑ ΘΙV’ ΑΛΟΣ

Από όστρακα θραυσμένα κάτασπρη,
ηχογράφος
στον βρυχηθμό της θάλασσας,
κάθε ρυτίδα σου και μια αγκαλιά για τα παιδιά
σαν κτίζουν το εφήμερο κάστρο τους,
να οριοθετεί το μπλε της θάλασσας,
το φαιοπράσινο της γης.

Πάνω σ’ αυτό το όριο,
σ’ αυτό ακριβώς το όριο του μετεωρισμού,
μύρια κογχύλια ολόμονα
να γράφουν στίχους για το αύριο.

Πόσοι στ’ αλήθεια ποιητές ταυτόχρονα
κρατούν τις σάλπιγγες σ’ όλες της γης τις θάλασσες
κι η ψυχή τους ανεμοδέρνεται ανάμεσα στους αλίανθους,
σ’ αυτό το ενδιαίτημα του λόγου,
το ενδιαίτημα των στίχων π’ άνθισαν;

Στην ακτή των ποιητών,
ενδιαίτημα υψηλού κινδύνου προς εξαφάνιση.

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ

Πόσοι στ’ αλήθεια ποιητές ταυτόχρονα,
μονήρεις,
αφήνοντας πίσω τους πόλεις και χτίσματα,
τείχη και μέταλλα,
αποτραβήκτηκαν σ’ αυτή την ακτή,
σε κάθε ακτή,
εκδυόμενοι της ψυχής τους το όστρακο,
να σχηματίσει μαζί μ’ αυτά των προηγούμενων ποιητών
θίνες ανά τους αιώνες;

Ως οι δρυάδες και οι νύμφες,
ως οι νεφέλες και οι νηρηίδες
μεταβαίνουν εις την ενωποιό
πάγλαυκη πνευματική πολιτεία,
με τα φτερά της ίριδας,
με τις ακτίνες του ήλιου,
να συναντήσουν αχανή
τα ποσειδώνια λιβάδια των οραματισμών
και τις υγρές ερήμους των στοχασμών,
να δουν τα ψάρια πουλιά,
τους ανθρώπους θεούς.*

* Αστέρια κρατούν στις απαλάμες,
προικιά της θάλασσας και φυλακτά,
σαν το σκοτάδι και πάλι κρύψει
του ήλιου τα μάτια τα λαμπερά,
θα’ ναι αυτά για να φωτίζουν
τη γη, τη θάλασσα και τα παιδιά

τέχνης τρόποι:
Με όρους των βοτάνων
ΠΟΙΗΣΗ

Με βοτανικούς όρους
Δένδρον υψηλόν, αειθαλές, οξύκορφο η ποίηση
με βλαστούς σπάνιους περικαλλείς,
όρθιους.

Ολιγαρκές φωτόβιο είδος,
σε εδάφη φτωχά, άγονα,
με ρίζες βαθιές, σαρκώδεις,
διεισδύουσες στην ευκάρυα ζώνη της καρδιάς.

Αυστηρώς κινδυνεύον με εξαφάνιση.

Σε φυτοκοινωνίες μυστικές και αχανείς,
πνευματικές και αθάνατες.

Φύλλα καρδιοειδή, ακέραια,
ευπαθή, ρυπανσιόφοβα.

Άνθη λέξεις ακτινόμορφες με στεφάνη.

Με καρπούς πτερυγιοφόρους, εύοσμους,
αστερόμορφους, φωτεινούς,
διαρκείς, μακρόβιους,
με διεργασίες εσωτερικές,
μυστικές, πνευματικές και αθάνατες.

Ωρίμανση πολυετής επώδυνη.

ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΑΣΤΕΡΙΩΝ

-Ούτε απόψε μας μέτρησε κανείς.
Εσένα;
-Κανείς.
-Ούτε είδε κανείς το στερνό φωταξίδι μας.*

* Μας έσβησαν φαίνεται με τα φώτα της πόλης.
Τα υπερεκτίμησαν αυτά τα φώτα.

ΟΙ ΦΟΡΕΙΣ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

Στο μαύρο της νύκτας κοιτάζουν ακόμη τ’ άστρα,
στις Κυριακές τ’ απόγεμα μαζεύουν αγρολούλουδα,
σμίγουν τα γέλια τους με τα γέλια των παιδιών,
γράφουν στίχους στην άμμο για τη θάλασσα,
να ’ρθει να τους πάρει και να φύγει,
να τους μαζέψει στα λευκά αφρώδη δίκτυα της.
Μαζέψτε αυτούς που έχουν τη δύναμη ακόμα να ονειρεύονται.
Αυτούς μαζέψτε.
Αποτελούν τη δύναμη της αύριον,
αποτελούν τους φορείς της άνοιξης,
αν η αύριον θα ’ναι άνοιξη.

ΟΡΑΜΑ

Είναι τ’ όραμα υπέρβαση, είναι αλλαγή και μετάβαση;

Ή μήπως οραματίστηκα έναν κόσμο
που δεν μπορεί να υπάρξει,
έναν κόσμο ουτοπικό;

Μήπως ο κόσμος πυροβολεί τους οραματιστές,
ή ο κόσμος ουτοποιεί τα επίπονα;

Ή μήπως οραματίζομαι
έναν κόσμο για ποιητές σ’ έναν κόσμο λεόντων;

Μόνη διέξοδος ο αυτοεγκλεισμός
στα όρια της ποίησης και των ποιητών.
Μόνη διέξοδος ο αυτομεθορισμός στην ακτή των ποιητών.
Μόνη διέξοδος η αυτοαπολιθωματοποίηση
ελπίζοντας σε άλλους γεωλογικούς αιώνες.

Η ΠΑΡΑΚΜΗ ΤΗΣ ΧΕΙΡΑΨΙΑΣ

Νοστάλγησα μια χειραψία
που να μη μεσολαβούν
ανάμεσα στα δυό χέρια χρήματα
σαν στα φακελλάκια του γάμου.

Αλήθεια, γιατί τα συγκρατούμε
μέχρι το τελευταίο βήμα μας;
Αλήθεια, γιατί τα κρύβουμε βαθιά στην απαλάμη μας,
μέχρι ν’ αποτυπωθούν στην απαλάμη μας,
μέχρι να εμποτίσουμε τους χυμούς των κυττάρων μας;

Νοστάλγησα μια χειραψία
που να νιώσω, έστω, την παγωνιά του συντυγχάνοντα.

ΕΡΕΙΠΩΜΕΝΟ ΣΠΙΤΙ

Είδα πέτρες συστηματικά βαλμένες
τη μια δίπλα στην άλλη,
ξερολιθιές,
είδα ξυλοσανίδες κλειδαμπαρωμένες,
είδα τη γούρνα άποτη,
το γιασεμί κατάξερο,
είπαν πως κάποτε ακούγονταν
φωνές και κλάματα παιδιών
και των ερώτων οι κορώνες,
είπαν πως κάποτε ακούγονταν απ’ αυτό ψυχές,
είπαν πως κάποτε ήταν σπίτι.

ΕΝΑ ΜΕ ΤΑ ΧΩΜΑΤΑ

Το αίμα που διαπότιζε τώρα τα πατρογονικά χώματα
αποφάσισε ν’ αγκαλιαστεί όσο πιο σφιχτά μπορούσε
με τα χώματα της πατρίδας.

Πιότερο έτσι παρά πρόσφυγας στα ξένα.

Το χέρι του αδυνατούσε πλέον να συγκρατήσει
τους σπόρους που φύλαξε,
αργά αργά τους απόθεσε
στα βρεγμένα με το αίμα του χώματα.

Μια νεαρή ιστορικός τον φωτογράφισε
και μετά γύρισε στην αγκαλιά του εραστή της,
φιλόδοξου πολιτικού επιστήμονα,
θαυμαστή του Κίσσιγκερ.

ΠΟΛΕΜΟΣ

Όλα τα μάτια κι όλα τ’ αφτιά της γης
στράφηκαν στην κραυγή
του μικρού αγοριού.

Πριν από λίγο είδε πλακωμένα
στα χαλάσματα του σπιτιού του
την παραμυθία της μάνας,
την υπομονή του πατέρα,
τη μοναξιά των παππούδων,
τα παιγνίδια των αδερφιών
και την υποστήριξη των φίλων.

Ξαπλωμένος κι αυτός στην απόγνωση των ερειπίων,
έβγαλε από μέσα του
την προαιώνια κραυγή του πλανήτη μας
και την απεγνωσμένη φωνή των μελλοθανάτων του.

Μέσα στην τσέπη του παντελονιού του κρύφτηκε
μικρή πεταλούδα, η ειρήνη.

τέχνης τρόποι:
Πρωτοκαθεδρία υποκειμένων
ΠΡΟΣΜΟΝΗ

Με πρωτοκαθεδρία υποκειμένων

Οι γρίλιες φώτιζαν τις λευκές σελίδες,
το στυλό ξάπλωνε στο γραμμωτό φορμάικο,
τα χέρια κρατούσαν το κρεμαστό κεφάλι,
ο οινοχόος πρόσμενε τον πνευματικό οίνο,
το βλέμμα περπατούσε στα άδεια βιβλία,
οι σκέψεις απέφευγαν, οι λέξεις απέφευγαν,
επέκτειναν υπερβολικά τα όρια των νοημάτων τους,
η καρδιά αποσύρθηκε εντός των τειχών.
Έρημος.

ΗΜΙΚΑΤΟΧΗ

Με πρωτοκαθεδρία υποκειμένων

Οι δίσκοι κερνούσαν τα μισό άδεια ποτήρια,
τα πηρούνια πλήγωναν το μισοψημένο μοσχάρι,
οι καρέκλες πλησίαζαν το ημιπαράλυτο τραπέζι,
τα χημικά συγκρατούσαν τα ημιφορμαρισμένα μαλλιά,
οι κουβέντες επαναλάμβαναν το ημιελληνικό σίριαλ,
τα αυτοκίνητα οδηγούσαν τους ημιαδιέξοδους δρόμους,
οι τσέπες χωρούσαν τα μισοκλεμμένα φλουριά,
οι θυρίδες αποταμίευαν τα μισοφαγωμένα πουγκιά,
Έλεος.

.

Απ’ τ’ αλωνάκι της σιγής (2002)

Ιαχές Πατρίδας
Στη γη των ασφοδέλων

Και πάλι αγέρηδες λυσσομανούν τις θύελλες,
τις τραντάζουν απ’ τα μαλλιά,
αποσείουν την πλάση ολόκληρη,
ουρανοί μαύρα ντυμένοι βροντούν,
μπουμπουρίζουν κραδασμούς ισοπέδωσης,
φωτιές ίδιες που μας ξανάκαψαν τούτη τη γη,

οι ασφόδελοι όμως …εκεί.

Στη γη ετούτη φωτιές που πέρασαν,
φωτιές που θα ’ρθουν για ερήμωση,

οι ασφόδελοι όμως …εκεί.

Ένας ένας ξεπετάγουν απ’ τη γη ετούτη οι ασφόδελοι
λευκές ταξιανθίες επιμονής,
βαθιά προσαρμοσμένες σε τούτη τη γη
και στο γαλάζιο της θάλασσας.
Δεν φοβούνται οι ασφόδελοι
σκλαβιές και πίκρες.
Δάκρυα και στεναγμούς
που ήπιαν οι ασφόδελοι
για την αιώνια αναμενόμενη,
ερχόμενη Αγαπημένη,
στη γη ετούτη,
στη γη των ασφοδέλων. 

ΣΗΜ. Ασφόδελοι: φυτά βολβώδη που έχουν προσαρμοστεί στα μεσογειακά οικοσυστήματα με τις συχνές πυρκαγιές.

Δεν αφήνουν να ξεχάσουμε

Δεν αφήνουν να ξεχάσουμε
ο Ονήσιλος, ο Πράξανδρος, ο Ευαγόρας,
η μάνα κι ο πατέρας που ’ναι κει,
νεκροί και ζωντανοί,
οι άγιοι που μας φανερώνονται
να τους ανάψουμε το καντήλι,
ο αργαλειός, ο λιόμυλος, η γούρνα του σπιτιού μου,
της ιστορίας οι γραφές,
το βλέμμα του παιδιού μου.

Αντίδωρο

Στον Τάσο Ισαάκ
καί Σολωμό Σολωμού

Σήμερα μεταγγίσαμε αίμα στο συρματόμπλεγμα
να ζωντανέψει και να φύγει.
Σήμερα μεταγγίσαμε αίμα στον ιστό της σημαίας
να δρασκελήσει τη γραμμή
να λευτερώσει τον Πενταδάκτυλο.
Σήμερα τις φωτιές π’ άναψαν
τις σβήσαμε με ελιά και δάφνη.

Απ’ τ’ αλωνάκι της σιγής
Κοινωνία της πληροφορίας

Τρέχουμε παραδαρμένοι μέσα στη θύελλα των καιρών

για το αποθησαύρισμα πληροφοριών
κωδικοποιημένων με αριθμούς.

Υδρορροές πληροφοριών, που γίνονται ποταμοί
και φουσκώνουν,
και γίνονται χείμαρροι
ορμητικοί,
και γίνονται θάλασσες,
και γίνονται ωκεανοί,
και πλημμυρίζουν το ανθρώπινο μυαλό,
που βουλιάζει στην ατέρμονη,
απύθμενη αριθμολογία.

Ποια πληροφορία μπορεί να καταγράψει
χελιδονοφωλιές που ξαναζωντάνεψαν,
μυγδαλιές μυριάνθιστες, κατάλευκες, πανώριες,
τη γαλήνη του μικρού παιδιού που κοιμάται
στην αγκαλιά του Κυρίου,
και του πουλιού το πρώτο αδέξιο ανέμισμα,
το θρόισμα του πρώτου φύλλου που ’πεσε κίτρινο,
το χάδι της θάλασσας στην ακτή των κογχυλιών,
τ’ αποψινού αστεριού το στερνό φωταξίδι;

Ποια πληροφορία μήνυσε
στους λιγοστούς αποδέκτες της
τη φωνή της Ζωής στις χορδές της ψυχής μας;
Τη φωνή της Ζωής, …της Ζωής, …της Ζωής…

Θάλασσα

Σχέδια, χρώματα σε φόντο από υδράργυρο,
Θάλασσα,
δεν ξέρω ζωγραφιά αν είσαι ή ζωγράφος,
απέραντη θάλασσα, αχόρταγη,
χρώματα, σχήματα,
καΐκια, σπίτια, πουλιά, άνθρωποι,
Ποιος είπε πως είναι άψυχη;
Ποιος είπε πως δεν μπορεί να νοιώσει την αγάπη μας;
Μας ζωγραφίζει ακατάπαυστα μ’ ένα πινέλο,
γρήγορα, να προλαβαίνει τις κινήσεις μας.

Αξιότιμος επισκέπτης

Υπερήλικας νάνος.
Έκανα πολύ δρόμο, θάλασσα,
για να σου φέρω αυτό το δάκρυ,
είναι πολλή η αγάπη
…κι η μοναξιά.
Γειά σου τώρα πάω,
δεν με περιμένει κανείς
και για τ ανήμπορα πόδια μου
ο δρόμος μακρύς.

Αφουγκράζομαι…

Τη σιγή της νύκτας με το φωτεινό πέπλο της,
τη σιγή της θάλασσας και τον ψίθυρό της,
τη σιγή του φωτός,
τη σιγή μιας εικόνας,
τη σιγή του ρόδου μου,
τη σιγή των ηχηρών αισθημάτων μου γι’ αυτήν,
που με κτυπούν στον τοίχο από τη δύναμη,
τη σιγή …μιας στάλας αέρα.

Νοσταλγία

Καταχείμωνο.
Καθισμένος πίσω απ’ το μεγάλο παράθυρο
χιλιάδες στάλες πλουμίζουν το διάφανο,
στολίζουν τη θέα,
οι μέρες περνούν, γίνονται χρόνια
κι’ ο ουρανός δεν λέει ν’ αλλάξει το γκρίζο του,
τα πουλιά φοβισμένα, κρυμμένα,
δεν κελαηδούν, δεν υμνούν, δεν ψάλλουν,
δεν αινούν, δεν δοξολογούν,
δεν τραγουδούν την Άνοιξη,
περιχαρακώθηκαν όλα γύρω από ένα
…sing,
Η ώρα πέρασε,
άρχισε πάλι η βροχή,
κι’ οι στάλες άρχισαν να κατηφορίζουν πικρά.
Να μπορούσα να δρασκελούσα το πέλαγο
και στη γη του φωτός με αστείρευτη διακριτικότητα
να πολυλογούσα μονολεκτικά
να μονολογούσα πολύλεκτα …

Εκστατική Δοξολογία

Τα λευκά πουλιά σε λαξευτές φωλίτσες
με τις φτερούγες προς τα πάνω ανοικτές
να γεμίσουν
ήλιο άχρονο,
ήλιο άπειρο, άπτωτο,
με τα ιλυώδη κεφάλια προς τα κάτω,
προς τη γη,
ωσάν φιγούρες χορού αργόσυρτου
να γλυκοτραγουδούν εύηχα
ενύμνια απειρόκαλλης μυσταγωγίας,
ηχηρούς Υάκινθους και ψαλμικούς λαλλέδες,
αίνους ηλιοτρόπια,
κύμβαλα και σάλπιγγες,
χορδές και κιθάρες σε χρώμα από βιολί,
εντεύξεις ψυχικής κατάνυξης,
εκστατικής δοξολογίας. 

Νυκτερινές Ερωτοτροπίες

Όλη τη μέρα τον παρακαλούσε,
τον προσκαλούσε να σμίξει μαζί της,
κι’ αυτός παραδομένος τώρα
βυθίζεται αργά αργά μέσα της,
παραδομένος της χαρίζει το γλυκύτερο φως
κάνοντας πασιφανή την ευαρέσκειά του, ο Ήλιος
κι’ η Αλυκή ηδονοκλονισμένη, τον καθρεφτίζει.

Ποίηση ΙΙ

Βάζω κι’ αυτή την τελευταία πέτρα,
από άφωνα σύμφωνα και εύφωνα φωνήεντα,
κι ακουμπώ να ισορροπήσω,
ένας γλάρος ήρθε και κάθισε
κι έγινε διάφανος,
μια μαργαρίτα άνθισε,
παράξενο,
κι’ εγώ σαν μέτοχος της ευτυχίας αισθάνθηκα,
κι’ ήταν τόσο ευτελή τα κτιστικά,
κι’ οι πέτρες τόσο συνήθεις
για να ανοίξουν τους κρουνούς τ’ ουρανού,
να διαπεράσουν το εξώδερμα
κι απ’ τ’ αλωνάκι της σιγής να διέλθω.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Η ΚΡΑΥΓΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ
ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΠΥΛΑΡΙΝΟΣ

Ομότιμος Καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Ιονίου Πανεπιστημίου

«Ποια είναι η Αντιγόνη του βιβλίου και ποιον μοιρολογάει; Το αρχαίο πρότυπό της τάχθηκε να φυλάξει τον ηθικό νόμο, την ιερή υποχρέωση της ταφής του νεκρού σώματος του αδελφού της Πολυνείκη. Η Αντιγόνη της συνθετικής αυτής συλλογής έχει το πικρό ηθικό χρέος να θρηνήσει για τα δεινά του τόπου της, να καταραστεί τους αίτιους των συμφορών του. Το σώμα που μοιρολογεί, “άκλαυτο, άθαφτο μες στο χώμα” – παράδοξο και όμως αληθινό – δεν το έχει δει. Η νέα αυτή Αντιγόνη συνεχίζει την παράδοση των τραγικών γυναικών της Κύπρου, της Ελένης Παλαιολογίνας, της Αγίας Ελένης, της ομηρικής Ελένης, της Μαρίας της Συγκλητικής, της ανώνυμης γυναίκας με τη φωτογραφία στο χέρι του αγνοούμενου συγγενούς της.
Η ιστορία της Κύπρος, δραματική για τα πάθη των παιδιών της, δραματικότερη για την αντοχή της στον χρόνο, διατρανώνεται με τους λόγους του ομηρογενούς Οδυσσέα Αστέρη, του αφηγητή ποιητή, εκτυλίσσεται, με ξεχωριστό λυρισμό, μέσα από τις ψαλμωδίες του χορού των ποιητών και συνταράζει με τον θρήνο της σύγχρονης Αντιγόνης που παρεμβαίνει μεταξύ αφηγητή και χορού για να κλάψει τα παιδιά της, να εξιστορήσει τα παθήματά της, να καταγγείλει τους δυνάστες της.
Ο ποιητής καταγράφει επικολυρικά την ιστορική διαδρομή της Κύπρου εξαγιασμένη, υπερβατική, εμβαπτισμένη στα πεντακάθαρα νάματα του μύθου».

.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΣΤΕΡΗΣ
ΧΡΥΣΟΘΕΜΗΣ ΧΑΤΖΗΠΑΝΑΓΗ

Όνειρα Αμενηνά

[Από το νυν στο «αιέν ονειρεύεσθαι]

Aν «μεγάλην εξέφρασεν έκπληξιν η γειτόνισσα το Ζερμπινιώ» στο γνωστό Παπαδιαμαντικό διήγημα, η δική μου έκπληξη ήταν αναμενόμενη, όταν πριν από λίγο καιρό με πολλή χαρά έλαβα μιαν καινούργια ποιητική συλλογή και με άλλη τόση αγάπη πρωτόγνωρης αποκάλυψης έσκυψα στις πενήντα σελίδες των τριανταπέντε εκλεκτών ποιημάτων της. Αν και είχα στα παλαιότερα συναδελφικά μας χρόνια γνωρίσει από κοντά τη βραβευμένη πανελληνίως ποιητική δημιουργία του Ανδρέα Χατζηχαμπή μέσα από τις προηγούμενες δύο ποιητικές του συλλογές υπό τον τίτλο Απ’ τ’ αλωνάκι της σιγής και Στην ακτή των ποιητών, εντούτοις η τωρινή του συγκομιδή, πιστεύω, ότι συνιστά σταθμό ωριμότητας για τον ίδιο και μακρόπνοη αισιοδοξία συνέχειας για τα σοβαρά ποιητικά μας πράγματα.

Το βιβλίο, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις αθηναϊκές εκδόσεις Γαβριηλίδης, φέρει τον αρχαιοπρεπή Ομηρικό τίτλο Όνειρα αμενηνά με τον ποιητικό επιθετικό προσδιορισμό των ευφάνταστων και έλλογων ονείρων του να μας αιφνιδιάζει κατ’ αρχήν• και ευθύς αμέσως να μας δίδει το αίσθημα της αναγωγής στον γενάρχη των ποιητών όλου του κόσμου και όλων των εποχών και συνακόλουθα της υπερηφάνειας και της ευθύνης του φυλετικού ποιητικού κυττάρου των επιγενομένων. Ο στίχος 562 από το τ΄ της Οδύσσειας ευστόχως προτάσσεται ως η πλέον ευσύνοπτη προειδοποιητική προμετωπίδα του περιεχομένου της συλλογής: «Δοιαί γαρ τε πύλαι αμενηνών εισίν ονείρων…» και κατά λογοτεχνική μετάφραση Καζαντζάκη – Κακριδή: «Τα ονείρατα τ’ αγεροφάνταχτα διπλές τις πόρτες έχουν…». Είναι, όπως επεξηγεί η «περίφρων» Πηνελόπη στον Οδυσσέα, η ελεφάντινη πύλη των απατηλών ονείρων και η κεράτινη των αληθινών, ενώ ο περίφρροντις αναβάτης στην Καβαφική «πολύ υψηλήν της Ποιήσεως [τ]η σκάλα» στις εδώ δικές μας «αμμουδιές του Ομήρου», κατά τον Ελύτη ή στα οικεία ενάλια μέρη των εμπνεύσεών του, σύμφωνα με την υστερόγραφη γεωγραφική ένδειξη της δικής του εντοπιότητας, τα πλέκει αξεδιάλυτα με τα σύνεργα της προσωπικής ποιητικής του διαλεκτικής. Και καθώς τα πραγματώνει ποιητικά, τα μνημειώνει ρεαλιστικά στη σφαίρα του υπαρκτού φαντασιακού και στην επικράτεια της υπερρεαλιστικής ενσυνείδητης ιδεο-ποίησής τους. Για τούτο και επικαλείται και πάλι προϊδεαστικά τον ποιητή του Αιγαίου και του «Άξιον Εστίν»: «Ο ποιητής πιστεύω είναι στο βάθος πιο ρεαλιστής απ’ όλους αυτούς που τον φαντάζονται στα σύννεφα. Μόνο που ξέρει ότι και τα σύννεφα κι αυτά είναι μια πραγματικότητα, για τους άλλους εσαεί απλησίαστη».

Στην αντιστικτική σύνθεση της εναλλαγής των αντιθέσεων μεταξύ φωτός και σκότους, τουτέστιν την αλληλοπεριχώρηση φαντασιακού και πραγματικού, υπαρκτού και ιδεατού μέσα από την Ηρακλείτεια διάσταση της παλίντροπης αρμονίας τους, τα «Όνειρα αμενηνά» του ομώνυμου ποιήματος, που δανείζει συνεκδοχικά τον τίτλο στη συλλογή, συλλαμβάνονται καθώς συμπλέκονται κάτω από το υφάδι και το στημόνι του ποιητή ως:

«θαλερά φωταξίδια στο ζόφο της νύχτας μας,
πολύτιμα πετράδια που αντιφεγγίζουν
το προαιώνιο κάλλος,
[…]
Αιέν ονειρεύεσθαι».

Ο τελευταίος προτρεπτικός στίχος, Ομηρικής και πάλι υφής, επαναλαμβάνεται στη συγκινητική αφιέρωση που μου χάρισε ενυπογράφως ο ποιητής με την ευχή τα ποιήματά του να μου «μιλήσουν». Και να μου μιλήσουν, προφανώς, όχι με τη γλώσσα της Φροϋδικής τους ερμηνευτικής, αλλά με το ύφος και το ήθος της δικής τους ιδιαιτερότητας.

Ωστόσο, όχι απλώς μου μίλησαν οι αριστοτεχνικές αυτές ποιητικές αποτυπώσεις του Ανδρέα Χατζηχαμπή, αλλά οι έντονοι παλμοί της φιλοσοφημένης γραφής τους και οι λεπταίσθητοι κραδασμοί μιας αναστοχαστικής λυρικής εγγραφής στ’ αυλάκια της σκέψης και την κοίτη της ψυχής αναμεταδίδονται μέσα μου σε ζωντανό διάλογο ζεστής συνομιλίας. Ομολογουμένως, διαβάζοντας τους στίχους δεν νιώθεις να επιπλέεις στον αφρό ή να νανουρίζεσαι στον φλοίσβο των ονειρικών του προσλήψεων, αλλά να καταδύεσαι ολοένα και πιότερο στο βάθος τους, για να συμβιώσεις και να συνονειρευτείς εις το «αιέν» του «Δήμου Ονείρων», κατά τον αντίστοιχο και πάλι Ομηρικό τίτλο ενός άλλου ποιήματος:

«Ψηλά στους αιθέρες
νεφέλες ευθραστότητας
ανεμίζουν την ακήρατο γαλήνη
μπροστά από τις ευχές
που λάμπουν σαν τ’ αστέρια.
Κάτω στη θάλασσα της μνήμης
αγκυροβόλησε η ιλαρή αρμονία
σε ύδατα ακύμαντα,
λαμπυρίζοντα πέπλα φωτονίων.
Όλα λουσμένα
στο άκτιστο φως του ασύλληπτου.
Δήμος Ονείρων».

Στις ενοραματικές του ενατενίσεις, τις οραματικές αναζητήσεις και τις εκστασιακές του ανατάσεις ο ποιητής δεν παύει να στοχάζεται πάνω στη στιγμή και τη διάρκεια του ονειρικού γεγονότος είτε την ανατρεπτική αντιστροφή τους, μετασχηματίζοντας άλλοτε εκτατικά μέσα του και άλλοτε συμπυκνώνοντας τον ποιητικό χρόνο από τη χρονικότητα του νυν στην υπερχρονικότητα του «αιέν» ή στη διάσταση ενός μεταφυσικού αέναου επέκεινα. Αυτή η πρωτεϊκότητα, όχι απλώς επιφανειακά έντεχνης αλλά ενυπόστατα δημιουργικής μεταμόρφωσης από το γίγνεσθαι στο είναι ή από τον συρφετό των ειδώλων στον κόσμο των ποιητικών ιδεών ανήκει σ’ αυτόν που

«Σπούδασε την επιστήμη των θαλασσίων ρευμάτων
και τη μουσική των φλοίσβων»
και σ’ αυτόν που σε καλεί
«να αναδυθείς
ως και να ελπίσεις
σε μια θάλασσα από εσπέρια αστέρια,
να αγκαλιάσεις τον υπέρτατο ουρανό»,

καθώς μας ψιθυρίζουν σημαδιακοί στίχοι ποιημάτων του.

Αξίζει να σταθούμε στις μεταστοιχειώσεις αυτές των ποιητικών φιλοσοφικών του προσλήψεων μέσα από τα σημαινόμενα ή τα κρυπτικά νοήματα ορισμένων ποιημάτων, παραπέμποντας συνειρμικά σε παρεμφερείς συλλήψεις άλλων ποιητών. Εν πρώτοις, δεν είναι τυχαίο ότι από το εναρκτήριο ποίημα της συλλογής τον ποιητή απασχολεί έντονα η βαθύτερη έννοια του χρόνου όχι ως προς την επιστημονική του σχετικότητα, αλλά ως αμφίσημη έκφραση παλίνδρομης εφημερότητας και μιας άχρονης αιωνιότητας, ένα κινούν – ακίνητο μνήμης και ανάμνησης. Έτσι αποφαίνεται με την εικονοποιία τού ανθρωπομορφισμού μιας υποβλητικής σκηνοθετικής επινόησης:

«Τι να ονειρεύεται εκείνη η στιγμή
αφημένη στην κουνιστή της πολυθρόνα;
[…]

Ο χρόνος ανελεήμονας,
τη διατάζει
“εκεί θα μείνεις
στην κουνιστή σου την καρέκλα
μια ανάμνηση,”

Μα το όνειρο, όνειρο
κι η στιγμή, στιγμή,
υπάρχει
και χθες
και σήμερα
και αύριο».

Η δηλωτική των ευθύγραμμων ή κυκλικών παλινδρομήσεων «κουνιστή καρέκλα» υποφαίνει τη στατικότητα της ακινησίας και ταυτόχρονα μιας ροϊκής κίνησης στην αντινομία μιας αμετάβλητης μεταβολής μέσα από τη συμπαντική νομοτέλεια του αιώνιου απείρου, καθώς τη στοχάζονται οι ποιητές στην ποιητική ερμηνευτική των ονείρων τους. Ανατρέχουμε, προσφυώς, στον T. S. Eliot: «Ο παρών χρόνος και ο παρελθών χρόνος / είναι ίσως και οι δύο παρόντες στο μέλλοντα χρόνο / και ο μέλλων χρόνος να περιέχεται στον παρελθόντα χρόνο. / […] / Ό,τι θα μπορούσε να συμβεί και ό,τι συνέβη δείχνουν σ’ ένα τέλος που είναι πάντοτε παρόν». Έτσι και ο ποιητής μας δεν συμβιβάζεται με τη λήθη του παρελθόντος σε «Μια ξεχασμένη ονειροπόληση», κατά το ομότιτλο ποίημα, που καταργεί το αέναο παρόν και απεργάζεται την «απομυθοποίηση» του ονείρου. Γιατί, ακριβώς, ομολογεί μέσα από την αλληγορική εκμυστήρευση ενός άλλου ποιήματος: «Το μεγαλώνω χρόνια αυτό το όνειρο» και δεν θέλει να βυθιστεί «στον χρόνιο λήθαργο» «μ’ έναν ήλιο κρυμμένο στα θεόρατα σύννεφα», κατά τον επιλογικό στίχο, εφόσον και εδώ το άνευ χρονικών ορίων όνειρο μιας άυλης θεϊκής απεραντοσύνης πρέπει να αφυπνιστεί με «ήλιου κοίταγμα και […] φεγγαριού άγγιγμα» μέσα στο δημιουργικό του ενύπνιο. Οδύνεται, ωστόσο, ο ποιητής πως τέτοια «Όνειρα αμενηνά [αντιπαλεύουν] παγιδευμένα / στη δίνη της αδίστακτης κλεψύδρας». «Τον κάθε κόκκο της άμμου της» ευστόχως παραβάλλει με «αιματόβρεχτο βόλι» στον παρανοϊκό πόλεμο μιας σκληρής εφήμερης πραγματικότητας.

Για τούτο και επίμονα αναζητεί το ονειρικά πραγματικό, αποκρυπτογραφώντας την πεμπτουσία της άλλης πραγματικότητας:

«Η πραγματικότητα
γνωρίζει πολύ καλά
τι θα πει να βάφεις με σκοτάδι
τις μέρες φωτός».

Είναι ως να φιλοτεχνεί σε «μια ζωγραφιά του ονείρου» με «τα χρώματα των λουλουδιών», τους ιριδισμούς της «Άνοιξης» και του «Ανέσπερου Φωτός», καθώς και τους ρυθμικούς αναπαλμούς «απ’ τον απόηχο της Σιωπής» τα άνθη της Κύπριδας πέτρας, ποτισμένα με «ηλιοστάλακτο ύδωρ» και θρεμμένα με «Χριστόψωμο» στην αιγιαλίτιδα ζώνη της ψυχής του.

Ο ποιητής με εξομολογητικούς τόνους αρνείται την εκκοσμικευμένη αυταρέσκεια της γραφής του, ενώ καταφάσκει τη θητεία του στην ποιητική παιδαγωγία «για τα παιδιά του κόσμου», όντας ένας από τους «Ποιητές όλου του κόσμου», σύμφωνα με το φερώνυμο ποίημα, που απηχεί την οικουμενική προσέγγιση της ποίησης και της ποιητικής του. Μια ποίηση αισθαντικής ποιητικότητας, «πνοή ζώσα στην εκπνέουσα ζωή», που συναιρεί τα άσχημα και τα κακά του κόσμου μας και του καιρού μας, από την κακοποίηση της φύσης και την «Αποδόμηση» του πολιτισμού μας μέχρι την «Πτώση» σε «Ερείπια» των ανθρώπινων αξιών και την «Κατεδάφιση» των παλαίτυπων αρετών μας. Για τούτο, κατά μία άλλη εκδοχή του Αλμπέρ Καμύ, μέσα σε όλη αυτή την αποξένωση της αλλοτριωτικής παραχάραξης ταυτοποιεί υποστασιακά τον άνθρωπο ως «Ξένο» στην αντωνυμική του τριτοπροσωπία.

Και όμως, μετα-ποιώντας την ασχήμια σε αΐδιο αρχαιοελληνικό κάλλος ή σ’ εκείνη την πλήρη οράσεως, κατά τον Καβάφη, και ενοράσεως, κατά τον Χατζηχαμπή, ιδεατή ομορφιά, τη μόνη κοσμοσώστρα, καθώς ορμηνεύει ο Ντοστογιέφσκυ, δεν παραμένει στην άρνηση της απόγνωσης και την απάλειψη της αισιόδοξης ελπίδας. Αέναος αυτός, ως ποιητής, Ελυτικός «ναυτίλος» ταξιδευτής και θηρευτής «Ονειροπόλος» προσβλέπει στους ορίζοντες ενός κοσμογονικού αναγεννητικού ονείρου εμπνευσμένης ζωής και αληθινής δημιουργίας.

Συγκεφαλαιωτικά συνοψίζει στους ακροτελεύτιους στίχους του τελευταίου ποιήματος της αξιόλογης συλλογής του:

«Ο ποιητής συνεχίζει
να βρίσκει καταφύγιο στα όνειρα,
αιθεροβάμων μελετητής των αστεριών,
ταπεινός προσκυνητής των λέξεων.

Καράβια όνειρα,
εμπνεύσεις της ζωής,
θαύματα ιδεών,
λευκά πανιά
στου γλαυκού
το πανώριο ταξίδι,
ελάτε πάρετέ μας…».

Στον φίλτατό μου ποιητή Αντρέα Χατζηχαμπή εύχομαι εκ βαθέων να συνεχίσει να μελετά τα πιο φωτεινά αστέρια κάτω από τον αστερισμό του Σείριου, να προσκυνά με ευλάβεια τις ελληνικές λέξεις και να εμπνέεται με χριστιανική κατάνυξη για τον καλοτάξιδο προορισμό της ποίησης.

.

ΚΡΙΣΤΗ ΧΑΡΑΚΗ

Ποιητής – κριτική λογοτεχνία –ποιητικές συλλογές – ποιητική βράβευση – ποιητική επικοινωνία – φυσιολατρική ποίηση – ποιητική έρευνα – ποιητική παιδαγωγία: όλα αυτά, αλλά και άλλα είναι συστατικά της ακτινοβολούσας όψης του Ανδρέα Χατζηχαμπή στις τρεις ποιητικές συλλογές του.

Με αίσθημα ευθύνης προς τον ποιητή, αλλά και προς τον πολιτισμό της πόλης μας, παρουσιάζουμε σήμερα την Τρίτη του Ποιητική Συλλογή. Το βιβλίο: «Όνειρα Αμενηνά», μαζί με τις δύο προηγούμενες συλλογές: το «Απ’ τ’ αλωνάκι της σιγής» (2002), και το «Στην Ακτή των ποιητών» (2008), συμπληρώνει μια τριλογία. Είναι, όμως, και το καθένα μια ποιητική ολότητα από μόνη της. Κι’ ως ένα ποιητικό ολοκλήρωμα, το «Όνειρα Αμενηνά», παρουσιάζεται ταξιδεύοντας με τον ποιητή.

Και, κατά συνέπεια, διαβάζεται πετώντας, σαν ένα ταξίδι, στην “Ιθάκη των μουσών”. Το ποιήματα είναι μια ενότητα με φτερούγες φιλοσοφικών οραμάτων. Ο δραματικός ρυθμός του Ίκαρου σε μια προσπάθεια για πέταγμα, με κέρινα φτερά πάνω, από τη θάλασσα, εξασφάλισε τη μελλούμενη μυθολογική αρμονία των κυμάτων του αρχιπελάγους. Κι’ ο φαντασμαγορικός κήπος της μυθολογίας, απ’ όπου δανείζεται λουλούδια σε πολλά από τα ποιήματά του ο Αντρέας Χατζηχαμής, άλλοτε απαγγέλλεται πετώντας με δαιδαλώδεις φτερούγες, κι’ άλλοτε με στοχασμούς, για μελλούμενες αρμονίες. Η ποίηση του Χατζηχαμπή, θα δούμε, πώς μέσα από το «πνευματικό γίγνεσθαι», μεταφέρει τη φαντασία στο αμφίπλευρο πέταγμα πάνω από τις θάλασσες, διά μέσου των «φιλοσοφικών ανέμων» και «κυμάτων», στον δρόμο της υπαρκτής συνείδησής μας.

Σε αυτό το ταξίδι του ποιητή, κυρίαρχο στοιχείο είναι η συναίσθηση της πραγματικότητας, που ποιητικά επιδρά στη συνείδησή μας, στο σώμα και το πνεύμα μας. Όμως, μπροστά ακόμη και σε κάποιες υπερρεαλιστικές εικόνες στίχων του Χατζηχαμπή είναι η αφαίρεση στην ποιητική του, που αποκαλύπτει «τραγουδιστή» και «τραγούδι», ως ρέουσα πηγή εξερευνητικών ιδεών – όπου ποιητής και ποίημα ποτίζουν την περιπέτεια της διψασμένης δικής μας νοητικής εξερεύνησης.

Ο αρχαιοπρεπής τίτλος της νέας συλλογής δίνει τα πρώτα ερεθίσματα από την ποιητική διαλεκτική του γενάρχη των ποιητών. Και, αντί όποιου προλόγου ή εισαγωγής, ο ποιητής, επιλέγει «ενέργεια»!

– Την ενέργεια, που εκπέμπει το αμφίπλευρο «πέταγμα» της Πηνελόπης, που περιγράφει η Οδύσσεια [τ’ 562], «Δοιαὶ γάρ τε πύλαι ἀμενηνῶν εἰσὶν ὀνείρων» – όπου αποδίδεται στην προμετωπίδα του βιβλίου του, με τη λογοτεχνική μετάφραση των Καζαντζάκη και Κακριδή, «Τα ονείρατα τ᾿ αγεροφάνταχτα διπλές τις πόρτες έχουν»

– Την ενέργεια που o “ψυχοπομπός” Ερμής, οδηγεί τις ψυχές των μνηστήρων από τη «Λευκή Πέτρα», τις «πύλες του Ήλιου» και τον «Δήμο των ονείρων», που συναντούν οι ψυχές στο ταξίδι ενός οράματος για τη μακάρια οδό στον Άδη, όπου θα συναντήσουν ψυχές ηρώων του Τρωικού πολέμου, «[..] ἠδὲ παρ᾽ Ἠελίοιο πύλας καὶ δῆμον Ὀνείρων ἤισαν […]», [Οδύσσεια, ω΄ 13].

Η «παρά δῆμον [ομηρικών] Ὀνείρων» ενέργεια, Οδύσσεια, ω΄ 11-13, ασκεί στον ποιητή έλξη• γράφει υπερρεαλιστικούς στίχους, που λειτουργούν κατά ένα παράδοξο τρόπο με αφαίρεση. Δανείζεται την έμπνευση του γενάρχη της επικής εποχής «περί ονείρου» και μετατρέπει, στον «σκληρό του δίσκο», το όνειρο σε όραμα και δημιουργικό οραματισμό.
– Ας δούμε οκτώ εισαγωγικούς στίχους από την πορεία – θα έλεγα – των ψυχών, της τελευταίας ραψωδίας της Οδύσσειας, σε μετάφραση του λόγιου Ιάκωβου Πολυλά, που εμφανώς άσκησαν την έλξη στον Χατζηχαμπή – στίχοι που είχαν και ιδιαίτερη έλξη και σε ποιητές, όπως ο Κάλβος και ο Σεφέρης, αλλά και σε πεζογράφους, όπως ο Χειμώνας ∙

«Και των μνηστήρων τες ψυχές σιμά του προσκαλούσε
ο Ερμής Κυλλήνιος ∙ χρυσό ραβδί κρατούσε ωραίο.
μ’ εκείνο ανθρώπου βλέφαρα γλυκά ‘ς τον ύπνο κλίνει,
οπόταν θελ’, η κ΄ έξαφνα κοιμώμενον εγείρει
[Οδύσσεια ω 1-4]

Ψηφιδωτό Αμφίπολης

[…]
Τα ρείθρα του Ωκεανού, την πέτρα την Λευκάδα,
τες πύλες του Ηλίου και την χώρα των ονείρων,
πέρασαν, κ’ έφθασαν γοργά ‘ς τ’ ασφοδελό λειβάδι,
όπου οι ψυχές εγκατοικούν, σκιές αναπαυμένων».
[Οδύσσεια ω 11-14]

Η διαλεκτική ποιητική μπαίνει με ενσυναίσθηση στη ψυχή των «σφαγμένων από τον αετό χήνες», και η αφαιρετική συναίσθηση δίνει στην ποίηση μια υπερρεαλιστική ψαλμική φωνή στους μνηστήρες-ψυχές ∙ και, την ίδια στιγμή που ταξιδεύουν μέσα από το ρέμα του Ωκεανού, που – όπως πίστευαν οι αρχαίοι – περιέκλειε τα γήινα, ανανεώνεται το όραμα του φυσικού ωραίου και των αισθητικών συγκινήσεων.

Η αλληλοπεριχώρηση ποίησης και διαλεκτικής ομηρικής ποιητικής αφήνει τον αναγνώστη αφενός να απολαύσει ελεύθερα το ανάστημα της συστημικής απειρότητας της ελληνικής γραμματείας, και αφετέρου να ανοίξει ένα διάλογο ελπίδας ποιητή-αναγνώστη «προ των ομηρικών πυλών του Ήλιου». Στην ποιητική του Χατζηχαμπή περιγράφεται η «έξις» της αρετής των θεοτήτων του Ομήρου, αλλά και οι στοχασμοί μιας ελπίδας, που σε αυτό το ταξίδι περιορίζεται παίζοντας «κρυφτούλι» «στ᾽ Ασφοδελό Λιβάδι», όπου ήδη κατοικούν οι ψυχές.

«Λοφίσκοι μυστηρίου
κατάφυτοι ανθισμένης έμπνευσης
οριοθετούσαν το παραλίμνιο έαρ,
στις πλαγιές τα σπίτια των αιώνων
σπίτωσαν τη στιγμιαία ευτυχία
και στη μέση τους
αχειροποίητος ναός σταυρωειδής
ψάλλει τον όρθο της ζωής

[…]

Μυριοπτέρυγα όνειρα φτεροκοπούν
πάνω απ’ το κεφαλόβρυσο της ελπίδας»•

Στη συστημική οντότητα του ποιήματος αυτού, το φύσει ηθικά και πνευματικά ωραίο υπερκαλύπτει το καλλιτεχνικά ωραίο, τραντάζοντας μέσα μας ένα ολόκληρο δάσος μυστηρίου από «ελπίδες». Στην προκειμένη περίπτωση συλλαμβάνεται η «ελπίς», με την έννοια ενός υψηλού σε φύση «εσωτερικής απειρότητας» στοχασμού, που φανερώνει το πνεύμα σαν μια διαχρονικά ελεύθερη αντανάκλαση της φιλοσοφικής διανόησης ενός αρχέγονου ονείρου. Η «ελπίς» από τον «όρθο ζωής» των ψυχών της ομηρικής εποχής, θερμαίνει την ελεύθερη δέσμευσή μας για το Είναι, στο «Πάσχα των αγιασμένων νερών» του δικού μας Κεφαλόβρυσου, που στέρεψε στην Κυθραία και τον Πενταδάκτυλο• και,

καταλήγει ο ποιητής, σε τρεις τελευταίους στίχους:

«Όλα λουσμένα
στο άκτιστο φως του ασύλληπτου.
Δήμος Ονείρων»

– όπου, η συνθετότητα της γραφής του, διαπερνά – ως εν κατόπτρω – το ποιητικό μυστήριο του κάλλους της ποίησης, για να μορφώσει νέες συνεκτικές δομές και να δημιουργήσει πολιτισμό και νέες «προκλήσεις» αναζητήσεων στον αναγνώστη.

Μήπως το κάλλος της Αμφίπολης, εκεί στον μέγιστο Τύμβο των Ψυχών, όπου – όπως λέει ο ποιητής – «Όλα λουσμένα στο άκτιστο φως του ασύλληπτου», ρίχνει ποιητικό φως στο μυστήριο της Μακεδονικής Εποχής;

Μήπως το κλέος του αθάνατου Αλέξανδρου βρήκε το «Ασφοδελό Λιβάδι», που κοιμάται ο Αχιλλέας, με τον Ηφαιστίωνα και τον Πάτροκλο, για να μεταφέρει, μαζί με τη δική του Ψυχή, και όλες τις ψυχές των νεκρών Μακεδόνων;

Ιδού κάποια ερωτήματα μπροστά σε στίχους και ψηφιδωτό, με τον «Κυλλήνιο Ερμή» να ηγείται ως «πομπός» την πορεία. Μπορεί η εικόνα να συνθέτει μύθους, ως μια «ποιητική υπόθεση», ακόμη και εκτός του περιεχομένου της συγκεκριμένης ποιητικής συλλογής. Για άλλους, μπορεί να είναι ένα «ρητορικό σχήμα», μπροστά σε ένα τύμβο των απροσδιόριστων μυστηρίων. Όμως, δεν παύει να υπάρχει η πραγματικότητα των μύθων, που γεννούν ερωτήματα, όπως και η δυνατότητα αναγωγής της ποιητικής σε μια οντολογική θεώρηση, για ένα τεράστιο κενοτάφιο, που φιλοξενεί τις ψυχές των πεσόντων Ελλήνων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η ποιητική σκέψη – άσχετα ορθού ή λάθους – διαπερνά μέσα από τον ποιητικό λόγο του «ταξιδευτή στον χρόνο ποιητή», σε αυτοπραγμάτωση μιας υπεροχής στην ομοίωση εικόνων και στίχων με το αρχαίο πνεύμα υπερουσίας.

– Η ουσία της ποίησης είναι, έτσι, σε τελική ανάλυση, η ενεργοποίηση της ποιητικότητας του πολιτισμού μας, που προκαλεί κίνηση στην σκέψη και δίνει μάτια στην καρδιά του εσωτερικού μας πολιτισμού.

– Σε μια δεύτερη προμετωπίδα του βιβλίου είναι γραμμένη η ενεργός σκέψη του αθάνατου Ελύτη. Μάς μεταφέρνει ο ποιητής – πριν ακόμα διαβάσουμε Χατζηχαμπή – στη δυναμική της σχέσης της ενεργοποίησης της φαντασίας, με το ζωντανό πεδίο δράσης ενός ποιητή, «Ο ποιητής, γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης στο “Συν τοις άλλοις”, είναι στο βάθος πιο ρεαλιστής απ’ όλους αυτούς που τον φαντάζονται στα σύννεφα. Μόνο που ξέρει ότι και τα σύννεφα κι’ αυτά είναι μια πραγματικότητα, για τους άλλους εσαεί απλησίαστη».

Ο Αντρέας Χατζηχαμπής, με το «Όνειρα Αμενηνά», βάζει τη φαντασία στον δρόμο της ανθρωποκεντρικής του πραγματικότητας. Δανείζεται τον ποιητικό ανθό-πνουν του Ομήρου – όπου η πιστή Πηνελόπη βρίσκεται σε ποιητικό διάλογο με τον Αητό του άνευ μένους ονείρου της. Και, γράφει στίχους εν συγχρονία του «Πριν» με το όραμα του «Μετά», πλησιάζοντας την πραγματικότητα της φύσης του ανθρώπου, χωρίς όμως να περιορίζεται σε αυτό, γιατί δίνει «ψαλμό ευκαιρίας», για να μεταβληθεί το ασυνείδητο μας σε συνειδητό. Φέρνει στο συνειδητό εικόνες από το «γαληνό κατάφωτο μάτι [του τυφλού Ομήρου]», που όπως υμνολογεί ο Καζαντζάκης είναι «σαν τον δίσκο του ήλιου, που φωτίζει με απολυτρωτικιά λάμψη τα πάντα»!

Η έμπνευση του Ομήρου είναι για τον ποιητή η αρχική «πρόκληση» στη νέα του ποιητική συλλογή. Έχει εμβάσει το δραματικό πνεύμα της επικής εποχής στη διαδικασία της επαγωγικής αυτοποίησης, δίνοντάς μας μια δέσμη σύγχρονης ποίησης, που αναζητεί την ουσία του όντος. Ο ποιητής ασχολείται με ανθρωπολογικά και βιολογικά θέματα, ενεργοποιώντας «τα εσωτερικά μας προγονικά τραντάγματα» με «υπερ-ρεαλιστικές» εικόνες «χρόνου», «δισταγμών», «μοναχικότητας», «σθένους», «όρθρου», «ελπίδας», «επιθυμίας», «δεήσεων» και «παγιδευμένων ονείρων και οραμάτων». Οι στίχοι του, ενεργοποιούν τη δική μας εσωτερική terra incognita, το εσωτερικό μας περιβάλλον, την «άγνωστη προσωπική γη-μας», τα δικά μας «αμένεα ονείρατα».

«Στη ζωή μου οι πιο μεγάλοι ευεργέτες στάθηκαν τα ταξίδια και τα ονείρατα», γράφει ο Καζαντάκης στο «Αναφορά στον Γκρέκο», Κεφάλαιο ΚΘ «ο Ζορπάς». Στην ποίηση του Ανδρέα Χατζηχαμπή ταυτίζονται αυτοί οι δύο «ευεργέτες»!

– Αν διαβάσουμε τον Χατζηχαμπή εστιάζοντας αποκλειστικά στίχους με κάλλος φανταστικών ιδεατών «κήπων» και «χρωμάτων», σας διαβεβαιώνω ότι αποτύχαμε να ανακαλύψουμε το συστημικό γνώρισμα των οραμάτων του. Θα είμαστε μάλιστα πολύ πιο μακριά από τον πολιτισμό της ποίησής του, αν δεν χτίσουμε δικά μας οράματα. Η ποίησή του είναι μια πνευματική στροφή στο ουσιώδες. Δεν δεσμεύει τον στοχασμό στον «ακίνητο» χρόνο μιας εποχής, ούτε σε ένα ενιαίο για όλα χρόνο, αλλά θερμαίνει τη σκέψη σε ένα αρθρωτό φιλοσοφικό χρόνο, που προσδιορίζεται συστημικά από τον συγχρωτισμό των καλλιτεχνικών ρευμάτων, ανάλογα με την απάντηση στα ερωτήματα: Χρόνος, Αυτοποίηση

Οι στίχοι του είναι «ανοικτά συστήματα» ενέργειας, και «κλειστά» στα επουσιώδη παραληρήματα του «ωραιοποιουμένου λόγου». Η ποίηση του εξωτερικεύει ενεργοποιημένο κριτικό ανήσυχο πνεύμα στοχαστή, που αναζητεί την εν ενεργεία ύπαρξή μας. Οι Μορφές υπάρχουν σε στίχους, είναι, όμως, φύσει και θέσει ενεργοποιημένες σε ένα προ-αφαιρετικό «Τοπολογικό Σύμπλεγμα Χρόνου και καλλιτεχνικών ρευμάτων», που η ενέργεια τις μετατρέπει σε συναισθήματα.

Οι ζωντανές εικόνες, «αφρός της θάλασσας», «ηλιαχτίδα», «ουρανός», «σπίτια και λοφίσκοι», «πολυθρόνα», «ψηφίδες», «ηλιοβασίλεμα», σωσίβιο», «ξένη βάρκα» και οι τόσες άλλες «Μορφές», στα τριάντα πέντε ποιήματά του, είναι λέξεις στίχων, που συλλαμβάνονται στη φιλοσοφική τους αφαίρεση ως διαδράσεις στίχων, με άλλους στίχους, άλλων εποχών και ταυτόχρονα στο ποιητικό σύμπλεγμα του Τώρα – όχι ως ωραιοποιημένες μορφές, αλλά ως πνευματική και ηθική ομορφιά. Αυτή η αφαιρετική ικανότητα του ποιητή καταδεικνύει και την αρχιτεκτονική της ποίησής του.

Οι αφαιρέσεις του Χατζηχαμπή επιτρέπουν τα ανοίγματα που ενεργοποιούν τη συνείδηση, με ή χωρίς την ανάγκη να υπάρχει ως φορέας η εικόνα ενός συγκεκριμένου υποκειμένου. Ο ποιητής διαθέτει τη γλωσσική και παιδαγωγική συνέπεια, που δίνει φωνή και αναπαράγει «θάρσος» στη συνείδηση, από την υπάρχουσα σιωπηλή συνείδηση του «Κάποτε» των εξορισμένων, όπως τα ονομάζει ο ποιητής, τα οράματά του.

«Κάποτε δεν είναι παρά
μια βουτιά στο υπερούσιο φως,
μια λάμψη διαρκείας
μέσα στο σκοτάδι μιας αδυσώπητης σκλαβιάς.

Κάποτε …
Κάποτε…
Κάποτε…

[…]

Καράβια όνειρα!
Εμπνεύσεις της ζωής!
Θαύματα ιδεών!
Λευκά πανιά στου γλαυκού
το πανώριο ταξίδι,
Ελάτε πάρετέ μας…»

Ο ποιητής αναζητεί δημότες στα «Όλα» της ποίησης του. Ποίηση που δημιουργεί «δημότες», συντελεί στην ανάπτυξη της εν δυνάμει λειτουργικής αφαίρεσης του ανθρώπινου νου, και ενεργοποιεί την αυτογνωσία στη «Λίστα του Πρέπει» ∙

– νοιώστε ένα απόσπασμα από αυτή τη «Λίστα», που χειραφετεί το ανθρώπινο συναίσθημα:

Του πρέπει, που
«θα κοιτάξει στα μάτια τον διπλανό του»,

Του πρέπει, που
«θα κοιτάξει τ’ αστέρια,
θα κοιτάξει τα χρώματα των λουλουδιών»

Του πρέπει, που
Θα ονειρευτεί

Του πρέπει, που
Θα αρχίσει να ζει…»

Η αφαίρεση διαπιστώνεται σχεδόν σε όλα τα ποιήματα του, αφενός ως άδηλη πηγή της ευαισθητοποίησής του, και αφετέρου ως μια εμφανής «τροπικότητα», που ο συγκεκριμένος ποιητής ευαισθητοποιεί την έμφυτη κριτική σκέψη του αναγνώστη, με το φιλοσοφικό κάλλιστο. Για να αποφευχθεί οποιαδήποτε παρεξήγηση οντολογικής φύσεως, «Δημότη της ποίησης» ονομάζω το στοχαστικό σύστημα ευαισθητοποίησης, που αυτοπαράγεται από τα «ρίχτερ» της δυναμικής των ανησυχιών ενός ποιητή και διακρίνεται ως ενέργεια στο εσωτερικό περιβάλλον του αναγνώστη και όχι ως κάποιο υπερβατικό Υποκείμενο, όπως θα οριζόταν από την οντολογία.

– Δημότης της ποίησης του Ανδρέα Χατζηχαμπή, δεν είναι εκείνος που διαβάζει ένα ποίημα «Στο Γιαλό» και εστιάζεται στον «γιαλό», τη «βαρκούλα», το «καράβι με το κύμα, που δέρνει την πλώρη», ή το «φεγγάρι που φωτίζει το λιμάνι, ενώ την ίδια στιγμή το ίδιο φεγγάρι τραβάει άμπωτη», αλλά είναι ο άλλος, αυτός με τα ερωτήματα ανησυχίας ή ελπίδας, για το κατοικητήριον του πνεύματος, της ψυχής∙

«Τι αλλάζει;
[…]
– αν αυξάνεται η εμπόλεμη ζώνη…

Τι θα μείνει;

[…]
– αν όλα γίνουν κομμάτια

Τι να τα κάνουν;
[…]

«Λες να υπάρχει το ενδιαίτημα της ψυχής»;
Μου το ‘πε η Άνοιξη,
Το Ανέσπερο Φως»

Η στοχαστική ποίηση του Αντρέα Χατζηχαμπή χρησιμοποιεί τη φαντασία και το όραμα, αφήνοντας την αφαίρεση να διεισδύει με διαλεκτικές δονήσεις, στην πραγματικότητα της ζωής μας. Δανείζεται από τον Ηράκλειτο εργαλεία και δίνει αρμονία αντιθέσεων στην ποίησή του, πλησιάζοντας τον ασύμπτωτο άξονα της πραγματικότητας των αισθημάτων μας. Με αυτό το γνώρισμα η ποιητική του κινείται μέσα σε ένα Ωκεανό λειτουργικής πραγματικότητας των πολλών «προκλήσεων» του «Τώρα», των κινούμενων νερών, και των διαφορετικών ηρακλειτικών ταχυτήτων και παλίντονων ήχων, που αναπτύσσουν την αυτοποίηση της ποιητικότητας του εαυτού μας.

– Και, όταν το «αυτό + ποιώ» ανακαλύπτει την «ποιητικότητα» του, στον διάλογο του «Εγώ» με τα αισθήματα, ακόμη και η χωρίς στίχους εσωτερική ποίηση πάλλεται με «Δελφικά Παραγγέλματα». Μεταφέρνεται το «ενεργεία ον» στο είναι μας, βιώνοντας τις τεντωμένες χορδές της καρδίας από την προέκτασή μας με τη φύση, βιώνοντας το ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ! Την ποιητικότητα μας!

Αυτή η εν παλινδρομία εικόνα στον ποιητικό λόγο, προσωποποιεί τη σκέψη, μεταφέροντας την αρμονία παλίντονων στίχων μέσα στις χορδές της terra icognita των δικών μας ανησυχιών, και είναι τότε που «βγάζουμε ήχους» και «κινούμε βέλη», γιατί η εσωτερική ποιητικότητα του ανθρώπου είναι γεννήτρα ποίησης.

Η ποίηση του φίλου Ανδρέα Χατζηχαμπή πλησιάζει μια Μορφή στοχαστικής πραγματικότητας, που ανιχνεύει τον δρόμο προς πληρότητα, είναι ένα «τραπέζωμα “δελφικών προβληματισμών” επί τραπέζης», που δίνει τροφή στις αλυσιδωτές αντιδράσεις των αισθημάτων μας. Ο στίχος του, σαν βέλος, διαπερνά όλες στην σειρά – και τις «δώδεκα αξίνες» του Οδυσσέα – και με τριάντα πέντε ποιήματα, μεταφέρει το όνειρο «δυνητικοποίησης της πραγματικότητας» και γεννά οράματα «πραγματοποίησης της δυνητικότητας των αισθημάτων».

Το «Μια στιγμή που ονειρεύεται», είναι το πρώτο ποίημα της συλλογής, στη σελίδα 11, γραμμένο στη Λεμεσό.

– Το «Μια στιγμή που ονειρεύεται», ξεκινά με την «ελευθερία του ονείρου»,
στο ποιητικό του ερώτημα:

«Τι να ονειρεύεται εκείνη η στιγμή
αφημένη στην κουνιστή πολυθρόνα; […]»

– Ο ποιητής προσωποποιεί τον Χρόνο
– Ο «χρόνος-Μορφή» μπαίνει στη Μορφή μιας «γιαγιάς»
– Ο Χρόνος καθηλώνει τη γιαγιά στην πολυθρόνα.

Αυτό είναι μια πραγματική εικόνα που βγαίνει με απλή λογική.

– Δεν καταφέρνει όμως, ο «ανελέητος», να εκτοπίσει το όνειρο, που ανοίγει την ελεφάντινη πόρτα στον δρόμο της ανάμνησης.

Ποια πόρτα ανοίγει τον πραγματικό δρόμο σε αυτή τη «συγχρονικότητα της ασυγχρονίας» του προσωποποιημένου Χρόνου;

– Η Μορφή του Χρόνου βρίσκεται ήδη στη Μορφή της «γιαγιάς», με την κουνιστή πολυθρόνα, ο συσχετισμός με το όνειρο, που βάζει τη μια Μορφή μέσα στην άλλη, δίνει τη διαφορά του Πριν από το Μετά, όλα στο Τώρα!

Ποιο όνειρο είναι απατηλό;

το,
«[…] Ο αφρός της θάλασσας που κρυφομίλησε στην άμμο (;)»

«Η ηλιαχτίδα που λούστηκε στο κελαρυστό ρυάκι (;)»

«Το βλέμμα που λόγχισε την καρδιά ενός σεραφείμ (;)»

ή

«Ο ανελεήμονας Χρόνος» που έμαθε να διατάζει (;)

Οι στίχοι μεταφέρουν την ποίηση στην ποιητική!

«Εκεί θα μείνεις
Στην κουνιστή σου την καρέκλα
μια ανάμνηση … (!)»

– «[…] Μια ανάμνηση (;)» – ρωτά η εσωτερική μου ποιητικότητα.

Η κεράτινη πόρτα είναι η πραγματική;
Ή, η ελεφάντινη, που είναι πιο κοντά με τον φόντο της ανάμνησης;

Η Στιγμή, σε στιγμιαία πάλη, νικά τον ανελεήμονα χρόνο! Ακόμη και η αιχμάλωτη στην πραγματικότητα μιας πολυθρόνας, ελευθερώνεται με το όνειρό της, δεν δέχεται την εξαφάνιση της πραγματικότητας μιας ζωής. Η δυνητικοποίηση γίνεται επικοινωνία της Στιγμής στην ποιητική του Χατζηχαμπή. Η αναφορά μου στο «ποιητική», αντί «ποίηση», σε ορισμένα χωρία υποδηλώνει διαλεκτική σκέψη, που συλλαμβάνεται στην ποίηση του ποιητή – όπου εμφανώς ή σε λανθάνουσα κατάσταση δημιουργούσε, αναπτύσσοντας ο ίδιος διάλογο με τον Χρόνο.

Το «όνειρο στιγμής», «επανεισάγει» στη φαντασία την πραγματικότητα μιας ζωής του Πριν, ανοίγοντας την ελεφάντινη πόρτα της ανθρωποποιημένης Στιγμής – όπου διαπιστώνεται η ενσυναίσθηση στην ποιητική διανόηση του ποιητή: ο στίχος μπαίνει μέσα στη στοχαστική Μορφή μιας «γιαγιάς», που θεοποιεί τη Στιγμή, κι’ ο ποιητής ζει μαζί της το Τότε, διά μέσου της συν-αρθρωτής αλυσιδωτής αντίδρασης του Τώρα.

«Όνειρο» και «Στιγμή» υπάρχει πάντα στον άνθρωπο, ακόμη κι αν είμαστε «αφημένοι» και μόνιμα «σε κουνιστή πολυθρόνα», ακόμη και αν και δεν ανιχνεύσαμε την πάλη, που γίνεται μέσα στην «άγνωστη γης μας», ένα μόνο εκατοστό πίσω από το μέτωπό μας.

Ο ποιητής, με το «Όνειρα Αμενηνά», ξεδιπλώνει ποιητικές τοπολογικές συναρτήσεις, από την φαντασία και από την πραγματικότητα, που αφυπνίζουν τις ανησυχίες των αισθημάτων μας. Μάς περνά μέσα από τα σύννεφα της διπλής ενδεχομενικότητας των αισθημάτων, ανοίγοντας τον δρόμο στο «Δελφικό Ε» προς την υπαρκτή μας πραγματικότητα.

Το «Όνειρα αμενηνά», αυτό το ποίημα, με τις υπέροχες στιχουργικές πινελιές του, ενώ φαίνεται να μας παγιδεύει στον «ανελέητο χρόνο», την ίδια στιγμή μάς επιτρέπει να διαρρήξουμε στον χώρο τον χρόνο. Στη συνθετότητά του, με το πρώτο, όπου «το όνειρο, όνειρο/ κι η στιγμή, στιγμή», αποπραγματοποιεί το «βασίλειο της κλεψύδρας», και φέρνει μπροστά μας, το υπέροχο, το «Αιέν ονειρεύεσθαι», το ελπιδοφόρο!
Η «παραδομένη Άνοιξη» στον χρόνο ελευθερώνεται, η «θάλασσα των δακρύων» χαμογελά, τα «θαλασσοπούλια» ισορροπούν με κοινωνικοποιημένα πετάγματα και μελωδίες στα ουράνια ρεύματα! Η δυνητική διάσταση του ποιητή, μάς μεταφέρνει από την αδυναμία στη δύναμη και από τη σκοτεινιά στο φως, που, όπως λέει, «γεννάει κυκλάμινα πάνω στην πέτρα»!

«Το προαιώνο κάλλος,
το φως το πρώτον…

: Δεσμίδα φωτός, που γεννά το όραμα, την προσδοκία,

το «Αιέν ονειρεύεσθαι»!

«Ό,τι έγραψα – λέει ο ποιητής – ήθελα μόνο
να μπορούν να το διαβάσουν οι μέλισσες…»

Με αυτόν τον ποιητικό αφορισμό αγκαλιάζει την Ιθάκη για τον καθένα μας, δίνει την παιδαγωγία ενός οράματος, που ενώνει τους «Ποιητές όλου του κόσμου» να «συλλάβουν τους πολέμους», να «φυλακίσουν το δάκρυ», να «φιμώσουν την πείνα», να «τραυματίσουν την εξαθλίωση», να «αναδυόσουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια»!

Αναζητώντας την Ιθάκη της ποίησής του, σταματώ στον στίχο, που κλείνει ένα ποίημα σε ένα άλλο ποίημα,

«Ό,τι έγραψα ήθελα μόνο
να είναι μια ζωγραφιά
:της μουσικής,
:της μελωδίας
:της ειρήνης,
για τα παιδιά του κόσμου»!

Η ποίησή σου όντως είναι αξιόλογη!

Είναι γενεσιουργός ποίηση αξιών. Το κάθε σου ποίημα διαθέτει μια απορροφητικότητα που το κάνει να είναι συνθετικό με τα άλλα, γιατί το ένα ποίημα μπορεί και μπαίνει μέσα στο άλλο, και μπορούν να σχηματίσουν μια νέα συνθετική Μορφή, που στην ανάλυσή της, ενώ διαφέρει από τα μέρη, συνοψίζει την ουσία του όλου στοχασμού. Είναι η περίπτωση που το τραγούδι οδηγεί στον τραγουδιστή!

Μια άλλη πρωτοτυπία του έργου σου, βρίσκεται στο ότι ο αναγνώσας «επανεισάγει» λειτουργικά «Δελφικά Παραγγέλματα», κάτι που το προσφέρεις, χωρίς καν να το είχες επιδιώξει, ίσως είναι μέρος στη φύση ενός μύστη της ποίησης!

.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ

Συμβολή στον αισθητικό φωτισμό της ποίησης του ΑΝΔΡΕΑ ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ-

Φωτίζουμε απόψε , ο καθένας με τον τρόπο του, την ποίηση και ποιητική του Ανδρέα Χατζηχαμπή, μιας ενδιαφέρουσας και σοβαρής νέας φωνής στον χώρο της σύγχρονης Κυπριακής ποίησης. Εξαρχής, στην πρώτη μας περιστασιακή γνωριμία – και προτού τον γνωρίσω ως ποιητή – εκτίμησα σιωπηρά τη σεμνότητα και την εγκράτεια που χαρακτήριζε την καθόλου συναναστροφή του. Εκείνο που δεν ήξερα ακόμα, που δεν ήμουν βέβαιος να προϋποθέσω, ήταν το λογοτεχνικά πολύ καίριο ερώτημα: Πόσο μια τέτοια, έκδηλα συγκροτημένη και αυτοκυριαρχούμενη ιδιοσυγκρασία, θα μπορούσε συναισθηματικά κι εκφραστικά να απογειωθεί, και να δώσει επαρκώς εμπνευσμένο λυρικό λόγο! Οι ποιητικές συλλογές του που ακολούθησαν, και ιδιαίτερα η τελευταία με τον τίτλο ΟΝΕΙΡΑ ΑΜΕΝΗΝΑ, έδωσαν μια ανεπιφύλακτα θετική απάντηση: Ναι, ο Ανδρέας Χατζηχαμπής μπόρεσε να γράψει αρκετά ποιήματα με πυκνότητα, υπαινικτικότητα, και δομική αρμονία. Στις καλύτερές του στιγμές- που δεν είναι λίγες- ξεπερνά οποιαδήποτε αφηγηματική χαλαρότητα ή γνωσιολογική υπερφόρτωση- τόσο συχνή στη σύγχρονη Κυπριακή ποίηση – και δίνει ποιήματα υποδειγματικής συνθετικής δομής και ισορροπημένα δοσολογημένου λυρισμού. Αντιπροσωπευτικά δείγματα μιας τέτοιας ποίησης είναι και οι τίτλοι ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΟΝΕΙΡΕΥΕΤΑΙ , όπως και το ποίημα ΚΑΠΟΤΕ, που επέλεξα να σχολιάσω απόψε εν συντομία.

Στο πρώτο ποίημα, τη «ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΟΝΕΙΡΕΥΕΤΑΙ», συνυπάρχουν, ή αντιμάχονται ακριβέστερα, δυο αντίρροπες δυνάμεις. Η μια ως ανάγκη της ψυχής να κρατήσει ζωντανό το βιωματικό αποθησαύρισμα, στα νάματα του οποίου διψά πάλι και πάλι να ευδαιμονήσει – ανακαλώντας αδιάλειπτα κι ενσαρκώνοντας μνήμες. Η συγκεκριμένη βιοτική στιγμή, εκκινώντας από το νανούρισμα μιας κουνιστής πολυθρόνας, διαστέλλεται και διανοίγεται, επαναπροβάλλοντας λυτρωτικά τόπους των αισθήσεων, αλλά και της ψυχής αλησμόνητα φτερουγίσματα. Ακούστε πόσο καίρια και αρμονικά ξεδιπλώνεται το ποιητικό σκηνικό:

Τί να ονειρεύεται εκείνη ηστιγμή
αφημένη στην κουνιστή της πολυθρόνα;
Μέσα στα μάτια της καθρεφτίζονται
ο αφρός της θάλασσας που κρυφοφίλησε την άμμο,
μια ηλιακτίδα που λούστηκε στο κελαρυστό ρυάκι,
ένα βλέμμα που λόγχισε την καρδιά ενός σεραφείμ.

Κι ενώ οι παραπάνω στίχοι αντικαθρεφτίζουν και αναπαριστούν τη μαγεία του υλικού κυρίως κόσμου, ο ποιητής με μαεστρία αφήνει τη συμβολική τούτη στιγμή να μπει σκόπιμα στην επικράτεια του ύπνου, οδηγώντας τους στίχους σε τόπους οράματος, ιερότητας και υπερβατικότητας των πραγμάτων. Τώρα ακούεται πια, δίκην φτερωτής ψαλμωδίας, ένας άλλος βηματισμός και διαφορετικό κτύπημα φτερούγων:

Κάνει πως κοιμάται κι ονειρεύεται
πως με δυο διάφανες φτερούγες πετάει
στον ουρανό της αιωνιότητας,
στην ιερότητα της διάρκειας,
στην ελευθερία των ονείρων.

Η διαλεκτική όμως αντιμαχία της ζώσας συνείδησης, που ονειροπόλα προσδοκεί την υπέρβαση του εφήμερου- και των άκαμπτων φυσικών νόμων, που θέτουν τα όρια της φθοράς και θνητότητας – έρχεται με αυστηρότητα και κυνισμό να προσγειώσει τον αναγνώστη στην πραγματικότητα που σενέχει τον κόσμο, έτσι όπως ορίζεται απ’ τους ακόλουθους στίχους:

Ο χρόνος ανελεήμονας,
τη διατάζει
«εκεί θα μείνεις
στην κουνιστή σου την καρέκλα
μια ανάμνηση».

Ο Ανδρέας Χατζηχαμπής όμως, δεν κλείνει με τέτοιους καταθλιπτικούς κι απαισιόδοξους στίχους. Έχοντας επίγνωση της νομοτελειακής κι αναπόδραστης έκβασης των ανθρωπίνων, αναιρεί συγκινησιακά το υπαρξιακό αδιέξοδο κι ανοίγει ποιητικά χώρο επιβίωσης της ελπίδας και του ονείρου. Έτσι καταλήγει με τους εξής ελπιδοφόρους στίχους:

Μα το όνειρο, όνειρο
κι η στιγμή, στιγμή,
υπάρχει
και χθες
και σήμερα
και αύριο.

Πόσο ευτύχησε ο Ανδρέας Χατζηχαμπής σ’ αυτό το ποίημα; Βγαίνει πιστεύω καθαρά, πως αρχιτεκτόνησε άρτια την ολότητα της σύνθεσης. Στο πρώτο μέρος έφτιαξε το ονειρικό σκηνικό, που θα διευκόλυνε το συναισθηματικό ξεδίπλωμα και την ενεργοποίηση της μνήμης. Οι εικόνες του- καθρεφτιζόμενες με λαγαρότητα στην μαγική ενδοχώρα μιας στιγμής, εκτυλίσσονται μετρημένα και χωρίς αναλυτικότητα ή πλατυασμό. Ανοίγουν διάπλατα την εξωτική αυλαία ενός κόσμου που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Ενός κόσμου – που ο χρόνος παίρνοντας τη σκυτάλη στους επόμενους στίχους – θυμίζει πως είναι απλώς μια ανάμνηση μακρινή. Είναι εδώ που ο ποιητής παρεμβαίνοντας σαν από μηχανής λυτρωτικός Θεός – σηκώνει ανάλαφρα τον αναγνώστη στο φτερωτό όχημα της ποίησης, θυμίζοντας το διαχρονικό κι αναφαίρετο δικαίωμα στο όνειρο και την ελπίδα. Κάτι που μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να εμπνεύσει και να ενεργοποιήσει το πέταγμα στον παράδεισο της δημιουργίας – και πιο πέρα ακόμα, στον ουρανό της αιωνιότητας. Ακόμα κι αν τούτο μας φαίνεται σαν μια ψευδαίσθηση ποιητική, φτάνει που αυτή η ψευδαίσθηση ανεβάζει, έστω για λίγο, τον πήχυ της ψυχικής και πνευματικής ευδαιμονίας.
*
Το δεύτερο ποίημα, με τον τίτλο «ΚΑΠΟΤΕ» , έχει μια βαθιά νοηματική και αισθητική συγγένεια με το προηγούμενο ποίημα, που μόλις σχολίασα. Αναπαριστά παράλληλα με δυνατές εικόνες, τις αιώνιες και διαλεκτικά αντιμαχόμενες δυνάμεις της ανθρώπινης μοίρας. Προβάλλει αισθητηριακά – ήτοι βαθιά ποιητικά – την ακατάπαυστη σε διάρκεια διελκυστίνδα ανάμεσα στην άνω θρώσκουσα και την κάτω θρώσκουσα ροπή, ανάμεσα στη δόξα των υψηλών και ωραίων, και στην καταχνιά των ανάξιων και χαμερπών της ζωής. Με τη δυαδική τούτη συμβολική δυναμική ηλεκτρίζονται αισθητικά και και κυλούν απρόσκοπτα οι στίχοι των πρώτων τριών κινήσεων του ποιήματος, των οποίων το μέτρο και τις εκφραστικές ισορροπίες καθορίζει εύστοχα κι αποτελεσματικά ο τεχνίτης ποιητής.

Κάποτε δεν είνα παρά
μια βουτιά στο υπερούσιο φως,
μια λάμψη διαρκείας
μέσα στο σκοτάδι μιας αδυσώπητης σκλαβιάς.
Κάποτε πάλι δεν είναι παρά
ένα άγγιγμα του ήλιου,
ένα λυχνάρι πού’ γινε φως,
πάνω από πλόες ατελέσφορους,
πάνω από πικρά ναυάγια.

Κι ενώ η επέλαση των σκοτεινών πλευρών της αντιφατικής ανθρώπινης φύσης, στην επόμενη στροφή κορυφώνεται – με θλιβερές φιγούρες να κινούνται αμήχανα «εξορίζοντας τα όνειρα», ή μετέχοντας στο «άδικο» και την «απληστία»- έρχεται πάλι ο ποιητής να ρίξει στη ζυγαριά το αναμφισβήτητο βάρος του, ορθοδρομώντας το ποίημα. Ελπιδοφόρα κι ανακουφιστικά ξεδιπλώνεται κι εδώ η κατακλείδα του ποιήματος, που μέσω της persona του ποιητή ευαγγελίζεται για τον άνθρωπο μια πιο καταξιωμένη ζωή. Θριαμβικά τότε ακούεται η φωνή του να καλεί με παιδική σχεδόν αθωότητα:

Καράβια όνειρα
εμπνεύσεις της ζωής,
θαύματα ιδεών,
λευκά πανιά
στου γλαυκού το πανώριο ταξίδι,
ελάτε πάρετέ μας…

Κλείνοντας, συγχαίρω τον φίλο Ανδρέα Χατζηχαμπή- που κατέθεσε προς βαθύτερη τέρψη αρκετά τέτοια, αισθητικά και σημασιολογικά κατορθωμένα ποιήματα.

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΕΤΟΥΣΗΣ

Αναφορά στο ποίημα της συλλογής: Ό,τι έγραψα

Στην ποιητική συλλογή του αγαπητού μας Α. Χατζηχαμπή «Όνειρα αμενηνά», ανάμεσα σε άλλα ξεχωριστά ποιήματα που διακρίνονται για τη συνεκτικότητα αλλά και για την αρτιότητα τους, στη σελίδα 41 ξεχωρίζει και το ποίημα που φέρει τον τίτλο «Ο,ΤΙ ΕΓΡΑΨΑ». Σ’ αυτό ο ποιητής – δημιουργός κάνει αρχή με μια τρυφερή συνομιλία με τον Ποιητή και Δημιουργό του παντός. Με σεμνότητα απευθύνεται στον Κύριο. Εννοεί ασφαλώς τον Κυρίαρχο των πάντων και Παντοκράτορα, για το τόλμημά του να γράφει ποίηση. Με απολογητικό μάλιστα ύφος αναφέρει:

«Δεν με ενδιαφέρει ποτέ Κύριε/ να αρέσω στον κόσμο./ Ό, τι έγραψα ήθελα να το διαβάσουν/ οι μέλισσες, οι ποταμοί, οι θάλασσες, να μπορούν να το μαζέψουν / ως μια αγκαλιά αγρολούλουδα/ ή έναν αμφορέα με ρέον φως/ τα παιδιά του κόσμου./ Ό, τι έγραψα ήθελα μόνο/ να είναι μια ζωγραφιά του ονείρου/ για τα παιδιά του κόσμου»

Στους στίχους του πιο πάνω ποιήματος διακρίνουμε καταρχήν να υπάρχει, κοντά στ’ άλλα, όπως και σε ορισμένα άλλα του ποιήματα, ήθος και γραφή, που σε κάποια σημεία, θυμίζει γραφή Νικηφόρου Βρετάκου ή ποιητών όπως ο Νίκος Αρβανίτης, ο αείμνηστος Νίκος Β. Τυπάλδος, ο Ματθαίος Μουντές ή ο Παντελής Πάσχος και άλλοι. Ποιητές που ανήκουν σ’ ένα από παρακλάδια των Ελληνικών μας Γραμμάτων, στα Ελληνορθόδοξα Γράμματα. Η θρησκευτική ποιητική δημιουργία, είναι ευρέως γνωστό, πως ανήκει στις πιο δύσκολες ποιητικές δημιουργίες. Εδώ ο ποιητικός λόγος, για να είναι γνήσια και αληθινή ποίηση, πρέπει να είναι, κυρίως, έμμετρος βιωματικός λόγος. Ο λόγος του χριστιανού ποιητή, ταπεινός, φυτρώνει και αναπτύσσεται και γίνεται δέντρο έξω από τον περίβολο του ναού και οι ρίζες του, απλωμένες, παίρνουν τη δύναμη και τους χυμούς κάτω από το ιερό βήμα και την Άγια Τράπεζα. Τον χριστιανό ποιητή – λογοτέχνη «δεν τον ενδιαφέρει ποτέ Κύριε / ν’ αρέσει στον κόσμο» ( αναφέρομαι στους δυο πρώτους στίχους)

Από κάποιο σημείο ξαναδιαβάζω το ποίημα:

«Ότι έγραψα ήθελα μόνο
να μπορούν να το διαβάσουν
οι μέλισσες, οι ποταμοί, οι θάλασσες,
να μπορούν να το μαζέψουν
ως μια αγκαλιά αγρολούλουδα
ή έναν αμφορέα με ρέον φως

( πολύ δυνατός εδώ ο στίχος)

τα παιδιά του κόσμου.
Ότι έγραψα ήθελα μόνο
να είναι μια ζωγραφιά του ονείρου
για τα παιδιά του κόσμου»

Ο ποιητής θέλει, επιθυμεί στην ουσία αυτό που έγραψε – εδώ ας θυμηθούμε τον τίτλο του ποιήματος, «Ο, τι έγραψα» « να μπορούν να το μαζέψουν / ως μια αγκαλιά αγρολούλουδα/ ή έναν αμφορέα με ρέον φως/ τα παιδιά του κόσμου»

Στο κρίσιμο αυτό σημείο ο ποιητής, με το συγκεκριμένο ποίημα ή και με τα άλλα ποιήματά του, επιζητεί οι στίχοι του να ΄ναι αγρολούλουδα. Αγρολούλουδα φυτρωμένα στον κάμπο, για να μπορούν και να έχουν τη δυνατότητα να τα «μαζέψουν.. τα παιδιά του κόσμου». Θέλει η ποιητική του γραφή, να μην την πνίγει το σκοτάδι αλλά να τη λούζει το ζωογόνο φως . Να΄ ναι αμφορέας γεμάτος «με ρέον φως».
Και διερωτώμαι. Με ρέον φως δεν πρέπει να είναι λουσμένη η αληθινή ποιητική δημιουργία; Ο γνήσιος ποιητής, μέσα από την κάθε ποιητική του συλλογή, μαζεμένα «σε αμφορέα» δεν πρέπει να φυλάει τα ποιήματά του και να τα προσφέρει «ρέον φως» για τα «παιδιά του κόσμου»; Ότι με έμπνευση γράφει αποτελεί, παράλληλα, και «μια ζωγραφιά του ονείρου». Του αποκλειστικά δικού του ονείρου και αποδημώντας αφήνει το «αποκλειστικό του όνειρο», τα οράματα του γραμμένα σε ποιητικό λόγο, κληρονομιά «για τα παιδιά του κόσμου». Αν είναι έργο άξιο προσοχής, αν είναι αξιόλογο, αν είναι ακριβώς «ρέον φως» θα είναι μια κατάθεση ενός φωτισμένου πνεύματος για τις επόμενες γενιές του κόσμου.

Ο κάθε αληθινός ποιητής, ότι έγραψε, στ’ αλήθεια, δεν το έγραψε με το όνειρο ενός καλύτερου κόσμου; Σ’ αυτό τον κόσμο του φωτός βλέπω πως από τα πρώτα δειλά του βήματα άρχισε να κινείται και επιζητεί να δημιουργεί ο ευαίσθητος ποιητής Ανδρέας Χατζηχαμπής. Σε μια δημιουργική προσπάθεια που ευχόμαστε, με την πάροδο του χρόνου, να ωριμάζει, να δένει, να συμπυκνώνεται και περισσότερο να καρποφορεί.

.

ΤΑΣΟΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ

Για το ποίημα Στην αυγή του νέου χρόνου

ΣΤΗΝ ΑΥΓΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Στην αυγή του νέου χρόνου
δόθηκε συναγερμός στους τραυματιοφορείς
των ονείρων,
τα νέα όπλα είναι δυνατό να σκοτώσουν
χιλιάδων ανθρώπων τα όνειρα,
να σωπάσουν για πάντα
χιλιάδων παιδιών τις φωνές.
Οι νέοι πύραυλοι είναι δυνατό
να ξυπνήσουν
χιλιάδων μανάδων τις κραυγές και τα μοιρολόγια.

Επιτυχημένη δοκιμή νέων βαλλιστικών πυραύλων.

Στην αυγή του νέου χρόνου
δόθηκε συναγερμός στα όνειρα
των τραυμάτων,
τα νέα ποιήματα μπορούν να ζωντανέψουν
χιλιάδων ανθρώπων τα όνειρα,
να ξυπνήσουν για πάντα
χιλιάδων παιδιών τις φωνές.
Τα νέα ποιήματα είναι δυνατό
να κοιμίσουν
χιλιάδων μανάδων τις κραυγές και τα μοιρολόγια.

Στην αυγή του νέου χρόνου
οι ποιητές και τα όπλα τους
θα σώσουν τον κόσμο.

Πρόκειται για ένα ποίημα καθαρά αντιπολεμικό. Ο ποιητής χωρίς εισαγωγές και περιττολογία, μπαίνει στο θέμα κατευθείαν, με εύγλωττους και δυνατούς στίχους.
«Στην αυγή του νέου χρόνου, δόθηκε συναγερμός στους τραυματιοφορείς των ονείρων, τα νέα όπλα είναι δυνατό να σκοτώσουν χιλιάδων ανθρώπων τα όνειρα».
Οι στίχοι αυτοί είναι μια σπαραχτική κραυγή, από έναν ιδεολόγο ποιητή, ο οποίος έχει συναίσθηση του τι συμβαίνει γύρω του, ανησυχεί για τον κόσμο και προειδοποιεί τον άνθρωπο για τον χειρότερο και πιο φριχτό εχθρό του, που δεν είναι άλλος από τον πόλεμο.

Στη συνέχεια σε μια εύστοχη και ισοζυγισμένη αντιπαραβολή, θέλει την ποίηση να νικά κάθε κακό και να φέρνει τη σωτηρία στον άνθρωπο.
Με μια αρχιτεκτονική δομή «ακριβείας» ο ποιητής δομεί το όλο σώμα του ποιήματος με περισσή μαεστρία. Δύο στροφές δομημένες με ακριβώς τον ίδιο αριθμό στίχων, ακόμα και τις ίδιες λέξεις μεταξύ των οποίων παρεμβάλλεται η αφόρμηση, η ποιητική αφορμή που εμπεριέχει εκείνο το συναισθηματικό φορτίο για να κινητοποιήσει τον ποιητή. «Επιτυχημένη δοκιμή νέων βαλλιστικών πυραύλων». Με την επιδεξιότητα ενός άριστου τεχνίτη του λόγου καταφέρνει να δημιουργήσει μια αντιπαραβολή μοναδικών εικόνων, υψηλών και διαχρονικών νοημάτων, βαθιών και διαπεραστικών συναισθημάτων στον αναγνώστη του.

Η πρώτη στροφή με την αγωνία του ποιητή για τον πόλεμο, η δεύτερη στροφή με την ελπίδα και το όνειρο «Τα νέα ποιήματα είναι δυνατό να κοιμίσουν, χιλιάδων μανάδων τις κραυγές και τα μοιρολόγια». Και στο τέλος η προσωπική κατάθεση του ποιητή που είναι μια αισιόδοξη κατακλείδα «Στην αυγή του νέου χρόνου οι ποιητές και τα όπλα τους, θα σώσουν τον κόσμο», ώστε να αφήσει τον αναγνώστη του με ένα δυνατό και αισιόδοξο στίχο, όπως συνηθίζει σε πολλά ποιήματά του ο Ανδρέας Χατζηχαμπής.
Χωρίς το απρόοπτο, το αναπάντεχο, το μη αναμενόμενο, το ποίημα αυτό αποτελεί μια προσωπική αντιπολεμική κατάθεση του ποιητή, που τον κατατάσσει στους αντιπολεμικούς ποιητές που έχουν υμνήσει την αξία της ανθρώπινης ύπαρξης ως νόημα ζωής και διέξοδος απέναντι στις ολέθριες επιπτώσεις του πολέμου. Αντιπολεμικός ποιητής όπως ο Γ. Ρίτσος, ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Μ. Αναγνωστάκης. Αντιπολεμικά μηνύματα έχει και σε άλλα ποιήματα του ο Ανδρέας Χατζηχαμπής όπως το ποίημα που ακολουθεί στη συλλογή «Όνειρα Αμενηνά» με τίτλο «Ποιητές όλου του Κόσμου».

Το ποίημα «Στην αυγή του νέου Χρόνου» αφυπνίζει και συγκινεί.

.

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΚΕΛΙΡΗΣ
Εκπαιδευτικός – Λογοτέχνης

ΣΤΗΝ ΑΚΤΗ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ»
(ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΙΑ ΣΕ ΜΙΑ ΠΑΡΑΔΕΙΣΙΑ ΠΕΡΙΔΙΑΒΑΣΗ)

Πήρα να διαβάσω το νέο αποκύημα του πνεύματος και της αισθαντικότητας
του Δρ. Χατζηχαμπή και βρέθηκα απ’ αρχής να περιπλανιέμαι, συνοδοιπορώντας μαζί με τον ποιητή, σε κόσμους παραδεισιακούς και
κρυφογωνιές φυσικής ομορφιάς και γαλήνης. Η ποίηση του αγαπητού Αντρέα
δεν είναι εγκεφαλικά ένα ψυχρό κατασκεύασμα υψηλών νοημάτων και
προβληματισμών. Είναι μια αρμονική σύζευξη λυρισμού και μοντέρνας
ποιητικής έκφρασης, που εύτολμα διακινείται σε χώρους μαγευτικούς κι όρους φυσιογνωστικούς, που μετατρέπονται σε ακτινοβόλα σύμβολα των
προβληματισμών και των φιλοσοφημάτων του. Έτσι, πορεύτηκα σ’όλη τη
διαδρομή της νέας του ποιητικής συλλογής «Στην Ακτή των ποιητών», με τον
λυρισμό του τίτλου της να σε προδιαθέτει, με άκρα συγκινησιακή παρόρμηση
και ψυχική ευφορία αναντίλεκτη. Απόλαυσα τον λυρισμό των εικόνων και των
όρων του φυσικού περιβάλλοντος, τον δυναμισμό και τον πλούτον των
εκφραστικών του μέσων, τον λυρισμό των στίχων των ποιημάτων του, που
ως συμβολική υπόκρουση, χαϊδεύει και γαληνεύει τις ψυχές. Ακόμα κι όταν η
ψυχή του ποιητή αντιβοά, σε θέματα πατρίδος και κοινωνικών
προβληματισμών, η αγωνία του αυτή καταλαγιάζεται κι εκφράζεται με στίχους
ικετήριας προσευχής στο Θεό.

«Είθε ο Θεός να φανεί ίλεως εις τας ψυχάς μας»

Μ’ αυτή την προλογική προδιάθεση ας πορευθούμε όλοι μας, σε
συνοδοιπορία με τον ποιητή, στην πνευματική και καρδιακή περιπλάνηση του,
μορφοποιώντας σε στίχους τους προβληματισμούς της ψυχής του, μέσα σε
μια κοινωνία «λωτοφάγων», που σύνθλιψε τους οραματισμούς της καρδιάς
και ζεί, ευοχούμενη, στα ζωώζη ένστικτα και τα αισθητήρια της σάρκας.
Έτσι ο ποιητής, απ’ αρχής, μελωδεί τους αρπισμούς της σκέψης του και
στέρεά τους διαχέει στην ομορφιά της φύσης στα άνθια – βοτάνια της, που
θεραπεύουν κάποιες αδυναμίες έκφρασης, κι αναζητά βοήθεια γι’ αυτό, στους
βηματισμούς της Ιστορίας μας, αλλά και στον φωτισμό της Παναγιάς και των
Αγγέλων.

«Το μόνο που θα βρείτε μέσα μου είναι
οικοσυστήματα του φωτός
και βιότοπος του ωραίου
Αγγέλους μυριόφτερους
και Παναγιές παρθένες
να με ξυπνούν, να μου λαλούν
να τραγουδούν, να γράφουν
(Εταζόμενος)

Ο ποιητής εξειδικεύει τα ερεθίσματα της έμπνευσής του και μαγεύεται από τις
ομορφιές της θάλασσας. Κάνει προέκταση της σκέψης του κι αφήνει την ψυχή
του να πλανηθεί, ν’ανεμοδαρθεί, ανάμεσα στους ερυθρωπούς Αλίανθους,
μέσα στο δημιουργικό δυναμικό του λόγου, το κατοικητήριο της έμπνευσής
του, που γεννοβολά άνθια μύρια, τους στίχους του.

«Πόσοι στ’αλήθεια ποιητές ταυτόχρονα
Κρατούν τις σάλπιγγες σ’όλες της γης τις θάλασσες
Κι η ψυχή τους ανεμοδέρνεται ανάμεσα στους αλίανθους
Το ενδιαίτημα των στίχων που άνθισαν.»
(Παρά θίν’αλός)

Έτσι αρχίζει μια πορεία εκζήτησης του ονείρου, της φαντασίας και της
πραγματικότητας, συνδιασμένης με το λυρισμό της φυσικής ομορφιάς. Οι
ποιητές, υπερβαίνοντας τις πραγματικότητες της καθημερινότητας,
πορεύονται «εν αγαλλιάσει», ιππεύοντας τις ακτίνες του ήλιου, να
συναντήσουν:

«Ως οι δρυάδες και αι νύμφες,
Ως οι νεφέλες και οι νηρηϊδες
Αχανή τα ποσειδώνια λιβάδια των οραματισμών
Και τις υγρές ερήμους των στοχασμών
Να δουν τα ψάρια πουλιά,
Τους ανθρώπους θεούς»
(Πνευματική πολιτεία)

Ο ποιητής συνεχίζει να’ναι προσκολλη μένος εκεί «Στην Ακτή των ποιητών»,
«Παρά θιν’ αλός», στ’ ακρογιάλι της έμπνευσής του, αποστασιοποιημένος
από τα εγκόσμια. Ταξιδεύει με τα φτερά της ίριδας και τις ακτίνες του ήλιου,
ταξιδεύει με τα ασπραποβόλα πετάγματα της φαντασίας του σε ποσειδώνια
λιβάδια των οραματισμών του, στη δημιουργική του μοναξιά, «την υγρή έρημο
των στοχασμών» του, για ν’ αντικρύσει το υπερβατικό: τον άνθρωπο θεό, τον
θεωμένο άνθρωπο, που τα φωτεινά του έργα καταυγάζουν τα σκοτάδια της
κακίας. Για τον ποιητή το σκοτάδι και η πνευματική άνυδρη έρημος είναι
πράγματα έξω από την τεχνοτροπία και τη δόμηση των στίχων του. Κυρίαρχο
στοιχείο δόμησης των στίχων του οι ιριδίζουσες ακτίνες του Ήλιου της ζωής,
του άκτιστου Φωτός της Θεότητας. Ως άριστος επιστήμονας φυσιογνώστης
και στην πράξη, αλλά και στα πετάγματα της έμπνευσής του παιδεύεται
κυριολεκτικά, περιδιαβάζει, ταυτίζεται, μαγεύεται από θάμνους και λούλουδα
ευωδιαστά, σύμβολα των πνευματικών του ανησυχιών.
Σε μια υπέροχη σύνθεση, μια ζωγραφιά δόκιμου ζωγράφου, παρουσιάζει τα
λουλούδια, τις εμπνεύσεις του, να επαναστατούν εναντίον του, γιατί τα
ονομάζει «άγρια» κι αυτός υπόσχεται να τ’ αγαπά με δύναμη, γιατί είναι
«παιδιά δικά του», δικά του δημιουργήματα.

«Πέρυσι σ’εκείνο το ρυάκι
Φοβήθηκα την ανταρσία των λουλουδιών,
Μαζεύτηκαν ολόγυρα μου και απαίτησαν
Να διορθώσω το λάθος μου,
Απαίτησαν να μην τα αναφέρω ξανά άγρια,
Μου’ παν για τις μέλισσες που ταΐζουν
Τους το υποσχέθηκα
Ιδίως σε εκείνα τα κρυστάλλινα
Που κουνούσαν το δακτυλάκι του.
(Η πορεία των στίχων)

Κι αφού ο ποιητής μάς περιδιάβασε μέσα από τα όμορφα και τα εξαίσια της
φύσης, που συμβολίζουν τις εμπνεύσεις του και το εκφραστικό προζύμι των
στοχασμών του, πορεύεται με ευλάβεια προς το σύστοιχο στοιχείο κάθε
βουνοκορφής, τα ξωκλήσια μας. Με μια θαυμάσια σύζευξη πατερικής
ποίησης, με ποιητές που άρθρωσαν εξαγιαστικό λόγο, με πρώτο μαϊστορα
τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, προβάλλει τις «πνευματικές πυγολαμπίδες»,
ταις «εν πνεύματι θείω», να φωτίζουν ως ιερά αγιοκέρια τα βάθη της ψυχής.

«Οι πυγολαμπίδες ανάβαν κεριά το σώμα τους
και φώτιζαν σαν σκόνη αστρική
τους γαλαξίες της ψυχής τους».
(Εαρινή λειτουργία)

Διαβαίνοντα&με τον ποιητή το Δεύτερο μέρος της ποιητικής του συλλογής,
που βασικό δομικό στοιχείο των στίχων και των προβληματισμών του είναι οι
«βοτανικοί όροι», θ’απολαύσουμε εικόνες εξαίσιου κάλλους, συνταιριασμένες
με όλα τα είδη των φυσικών εναλλαγών του περιβάλλοντος, με ό,τι το πιο
ωραίο ετεχνοτρόπησε ο των Απάντων Ποιητής και Δημιουργός, ο Θεός. Το
φυσικό περιβάλλον σ’όλες τις εκφάνσεις και τις αποχρώσεις του είναι
επιστημονικά οικειότατο στον ποιητή, γΓαυτό γίνεται εύπλαστο δομικό υλικό
πυργοποίησης εννοιών και εικόνων πνευματικής αρτιότητος. Μπροστά στην
«Ελληνική Γλώσσα» αποκαλύπτεται με σεβασμό και περηφάνια κι ανυμνεί
πινδαρικά με «βοτανικούς όρους».

«Πολυετής, πολύκλαδη, σαρκώδης,
Ολόρθη, έμμορφη, αγαπημένη J
Ανεμοχωρούσα πολύμορφους
Απαστράπτοντες κρυστάλλους
Του κόσμου υψίπεδο,
Η Ελληνική μας Γλώσσα»
(Η Ελληνική γλώσσα)

Κυρίαρχο στοιχείο και μέλημα πρωταρχικό στην έμπνευσή τούτοι ποιητές,
αυτά τα «παράξενα», «σημαδιακά» όντα, τα εξωκοσμικά, που κοιμισμένοι και
ξύπνιοι ονειρεύονται την ομορφιά.

«Στο μαύρο της νύκτας κοιτάζουν ακόμη τ’άστρα,
Στις Κυριακές τ’απόγευμα μαζεύουν αγριολούλουδα,
Γοάφουν στίχους στην άμμο για τη θάλασσα,
Να’ρθει να τους πάρει και να φύγει.
Μαζέψτε αυτούς, που έχουν τη δύναμη ακόμα να ονειρεύονται.
Αποτελούν τους φορείς της Άνοιξης.
(Οι Φορείς της άνοιξης)

Κατ’αντιδιαστολή, με παραπλήσιο πνευματικό πέταγμα εισχωρεί αθέατος στις
φυλλωσιές των βελανιδιών, σε ακροποταμίσιες μυστικές ομορφιές, παρέα με
τα «κοάζοντα άφρονα βατράχια» να ανιχνεύσει τους πνευματικούς
ανθρώπους, που:

«κρύβουν τα μάτια και βλέπουν
Τη στιγμή που διαστέλλεται,
Την αιωνιότητα που συμπυκνώνεται
Στην ψύχα των καρπών τους».
(Πνευματικοί άνθρωποι)

Είναι πραγματικά εξαίσια χαρακτηριστικός ο τρόπος που ο ποιητής
ζωγραφίζει και σμιλεύει οπτασίας όνειρα και απεικονίζει πνευματικά ιδιώματα
κι ιδέες πανανθρώπινες, μορφοποιώντας τις μέσα από πληθώρα εικόνων και
βοτανικών όρων. Στον «βράχο», στον βαρύ κι ακατέργαστο όγκο του
τσιμέντου, που συνθλίβει τα στήθια και τις ψυχές των ανθρώπων στις πόλεις
με τις «υψηλές θερμοκρασίες» και τις «υψηλές πιέσεις», ο ποιητής
οραματίζεται ανανεωτικά οράματα και σωστικές «εικονοπλασίες»

«Κρυμμένος μέσα στο βράχο μου,
Θ’αρχίσω να σμιλεύω, να σμιλεύω,
Να φτιάξω δέντρα, άλση, δάση ολάκερα,
Φως, ήλιο, θάλασσες ν’αποτυπώσουν το είναι μου,
Τα παιδιά, τα λουλούδια, τα χρώματα και το φώς μου.»
(Απολιθωματοποίηση)

Στο βραχνά του τσιμέντου και της πνικτικής ατμόσφαιρας των πόλεων, βράχος αποξένωσης των ανθρώπων «το ιδιοτελές» κι η μανία του προσωπικού κέρδους. Δίνουμε τα χέρια, κάνουμε χειραψία μονάχα σε συνθήκες ιδιοτέλειας και συμφέροντος την Αγάπη την αποδιώξαμε, στρέψαμε αλλού το πρόσωπο μας, σφυρίζοντας αδιάφορα. Δεν δίνουμε τα χέρια στ’όνομα της Αγάπης και πορευόμαστε στη ζωή ψυχροί κι εγωιστικά αυτάρεσκοι. Κι όμως ο ποιητής αποζητά να του συντύχει μια χειραψία, έστω και παγερή, μια χειραψία τέλος πάντων, που να ενώνει:

«Νοστάλγησα μια χειραψία
Που να νιώσω, έστω, την παγωνιά του συντυχάνοντα»
(Η παρακμή της χειραψίας)

Η ιδιοτέλεια κι η αδιαφορία που βασιλεύουν στη σημερινή κοινωνία της
αυταρέσκειας και του συμφέροντος προβάλλεται με αγωνιώδες παράπονο
στην άρνηση της φιλοξενίας και της επικοινωνίας με τον συνάνθρωπο, γίναμε
«αξένιοι». Αν είχαμε έστω κι ελάχιστη επιθυμία φιλοξενίας, δεν θα κτίζαμε τις μικρές εξοχές των σπιτιών μας, για να εξοικονομήσουμε χώρο και δεν θα
εμποδίζαμε τα χελιδόνια να κτίσουν τις φωλιές τους στα υπόστεγα μας.

«Αν είχαν γνώση οι αξένιοι
Δεν θα τό’ χτιζαν και κείνο το υπόγειο.
Αν είχαν γνώση
Δεν θα πρόδωναν τις φωλιές των χελιδονιών»
(Αξένιοι)

Ο λυρισμός του ποιητή συνεχίζει να είναι μουσική υπόκρουση αδιάλεπτη.
Υμνώντας τον μήνα Αύγουστο, μήνα της γέννησης του, μ’όλες τις χάρες και
τις ομορφιές μιας γλυκειάς, αυγουστιάτικης φεγγαροβραδιάς θα του μπλέξει
στεφάνι από γιασεμί και θα του χαρίσει από ευγνωμοσύνη ένα ολάνθιστο
αλίανθο.

«σαν περπατά στην ακροθαλασσιά των Φοινικούδων,
σαν θα’χει υπό μάλης την πανσέληνο του»
(Αύγουστος)

Και προεκτείνοντας τον λυρισμό του σε μια θαυμαστή σύνθεση, τραγουδά και
προβάλλει όλες τις φυσικές ομορφιές τ’Αυγούστου, που συγκροτούν τη μαγεία
του σύμπαντος και την αδιάκοπη ροή στον κύκλο της ζωής.

«Όλη η βλάστηση μια αγκαλιά,
Όλη η αγκαλιά ελπίδα.
Όλα σωπαίνουν, μόνο ο γρύλος κατάλαβε ότι ήρθε,
Μόνο ο γρύλος κατάλαβε ότι ήρθε σιμά η αθανασία»
(Αθανασία)

Σ’ένα εξαίσιο καταληκτικό μοτίβο ο ποιητής ανυμνώντας λυρικά την
«Εσπερινή άνοιξη» μ’ένα τρόπο που μαγεύει κι αιχμαλωτίζει τα μύχια της
ψυχής, αναφέρεται σε ποιητικές εικόνες της ακροποταμιάς «των ονείρων μας» και «στις λεύκες, που ευθυβόλησαν την κόμη τους», σε κληματαριές που
γεμίζουν την ερημιά των σοκακιών.

«Αμφίβιες συναυλίες στην ακροποταμιά των ονείρων μας,
οι λεύκες ευθυβόλησαν την κόμη τους
κατ’ευθείαν στις συστοιχίες των αστεριών
κι οι κληματαριές με τα κρόσια. τους πασχίζουν
να γεμίσουν την ερημιά των σοκακιών.»

Παγιδευμένος από την ομορφιά της φαντασίωσης του και την επιστημονική
ενασχόληση του με λουλούδια και φυτά συνέρχεται.

«Τινάζομαι μη και ξεχάσω κανένα,
Πριχού αποκάμω,
Πριχού το γαρύφαλλο κουραστεί»
(Εσπερινή άνοιξη)

Σ’ένα επιλογικό ποίημα του Β’ Μέρους της συλλογής λαξεύει, σε βράχο
γρανιτένιο, εγχάρακτα, με πύρινα γράμματα, μια εναρκτήρια λέξη των στίχων
το «χάσαμε», να δηλώνει τραγικά τη θηριοποίηση και την εκβάρβάρωση του
ανθρώπου. Ό,τι το πιο ωραίο, ό,τι υψηλό δημιούργησε το ανθρώπινο πνεύμα,
ό,τι συνιστά την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ό,τι χαρακτηρίζει τη θεϊκή
συνομολόγηση «ποιήσωμε άνθρωπον κατ’εικόνα ημών και ομοίωσιν»,
συντρίφτηκε, βεβηλώθηκε, εκθεμελιώθηκε από τους φορείς του Κακού.
Εναγώνια στο τέλος αναφωνεί έμφοβος:

«Ω Θεέ μου, η ανθρωπότητα σταυρώνεται
Ω Θεέ μου, η ανθρωπότητα πεθαίνει,
Ω Θεέ μου, η εικόνα σου πεθαίνει»
(Χάσαμε)

Εν τέλει, κι αυτή είναι η τραγική αλήθεια, γίναμε «λωτοφάγοι». Ριχτήκαμε με τα μούτρα στον αισθησιασμό και στη λατρεία της σάρκας και ξεχάσαμε την
Πατρίδα. Αρνηθήκαμε την ιερή προτροπή «να φυλάγουμε Θερμοπύλες» και
κρύψαμε «τα γαλάζια» ντουφέκια μας στα υπόγεια των ξενοδοχείων,
αποπροσανατολίζοντας τους εαυτούς μας. Ναρκωμένοι από την επήρεια και
την ηδονική γεύση των «λωτών» της καταναλωτικής μας κοινωνίας,
διαστρέψαμε κι απορρίψαμε σε σκουπιδότοπο ό,τι αγνό και ιερό, την ίδια την
καρδιά μας: Κάποιοι, οι πιο πολλοί από εμάς:

«Έτσι, ελεύθεροι τώρα και αδέσμευτοι πολίτες
Φόρτωσαν στις ράχες τους
Εκείνο το λογχοειδές χρυσόφυλλο,
Που από καιρό τους ενοχλούσε
Να το απορρίψουν για ανακύκλωση ή κανένα σκουπιδότοπο»
(Η προετοιμασία των λωτοφάγων)

Στην αγωνία του ο ποιητής και στην κατάπτωση από τη λωτοφαγία, σωστικά
προσφεύγει στον επικό Αγώνα της ΕΟΚΑ κι αποζητά, εκ μέρους όλων,
εξιλέωση και συγχώρηση από τον Θεό, για τον εθελούσιο εγκλωβισμό μας
στη Black Maria των καιρών μας, στα πάθη και τις εφάμαρτες ροπές μας. Κι
αναφωνεί:

«Είθε ο Θεός να φανεί ίλεως εις τας ψυχάς μας»
(Ξαναβιώνοντας τον αγώνα)

Επιλογικά ο Δρ. Χατζηχαμπής καταθέτει τρία ποιήματα με γενικό τίτλο «Με
Πρωτοκαθεδρία Υποκειμένων». Κυρίαρχα στους στίχους ουσιαστικά ονόματα,
ως υποκείμενα πρότασης να ερμηνεύονται, επεξηγηματικά, με
κατηγορηματικές φράσεις, σε μια συνεκτική σύζευξη, έτσι που στο τέλος αυτή
η ανομοιογενής παράθεση ουσιαστικών να καταλήγει σε μια γενική
απόφανση, σ’ένα φιλοσοφικό απόσταγμα. Έτσι στο πρώτο ποίημα

«Προσμονή» τα ουσιαστικά ονόματα: οι γρίλιες, το στυλό, τα χέρια, ο
οινοχόος, το βλέμμα, οι σκέψεις, καταλήγουν στη γενίκευση
«οι λέξεις απέφευγαν, επέκτειναν υπερβολικά τα όρια των νοημάτων τους,
η καρδιά αποσύρθηκε εντός των τειχών.

Έρημος»

(Προμονή)

Στο δεύτερο ποίημα «Ημικατοχή» με την κατηγορηματική ερμηνεία των
ουσιαστικών: «οι δίσκοι, τα πηρούνια, οι καρέκλες, τα χημικά, οι κουβέντες, τα αυτοκίνητα, οι τσέπες, καταλήγει στο απόσταγμα της στόχευσης του:

«Οι θυρίδες αποταμίευαν τα μισοφαγωμένα πουγκιά,
Τα όπλα κρατούσαν την ημικατεχόμενη πατρίδα.
Έλεος».
(Ημικατοχή)

Και στο τρίτο ποίημα «Ακήρυκτος Πόλεμος» τα ουσιαστικά: «τα σπίτια, τακορμιά, τα δεκανίκια, οι πετρελαιοκηλίδε,ς οι γέφυρες, τ’αγάλματα, ο
φώσφορος, τα βλήματα, τα τζιτζίκια» καταλήγουν στη φοβερή καταληκτική
ομολογία:

«Οι κουκουβάγιες φώλιασαν στη μεριά των αγαλμάτων.
Πόλεμος»
(Ακήρυκτος Πόλεμος)

Το φιλοσοφικό απόσταγμα των τριών ποιημάτων εμπεριέχει, και ως
κατακλείδα της εξαιρετικής ποιητικής συλλογής του Δρ. Χατζηχαμπή, την
υπόμνηση των τραγικών στιγμών, που περνά η κοινωνία μας, ως αποτέλεσμα
του φθοροποιού πνεύματος της «παγκοσμιοποίησης», της απαξίωσης και της
βεβήλωσης θεσμών και προγονικών αρετών. Ως κάθαρση, όμως ψυχής και
πνεύματος, ο ποιητής προβάλλοντας τα αρνητικά «Έρημος – Πόλεμος»^
προσφεύγει στο «Έλεος», ως σωστικό σωσσίβιο επιβίωσης κι ανάνηψης
πνευματικής. Οι ποιητές είναι εκεί άγρυπνοι φρουροί στα τείχη και ηχούν τη
βούκινα, ως εγερτήρια σαλπίσματα αφύπνισης κι αλλαγής πλεύσης. Τελικά ο
ποιητής μας στέλνει αγαπητικά τις αγωνίες και τα μηνύματα του, μ’ένα μικρό
σπουργίτη – αγγελιοφόρο:

«Άμε σπουργίτι μου τώρα,
Σκόρπισε τα ψυχία που σου’δωσα στον αυλές του κόσμου».

.

ΕΛΕΝΗ ΘΕΟΧΑΡΟΥΣ

Η λογοτεχνική ισχύς των ακτών παραμένει πανίσχυρη και αναλλοίωτη. Κυρίως όσον αφορά τις νησιωτικές ακτές των Ελληνικών θαλασσών, μα πιο πολύ των ιδεατών ακτών της πνευματικής θάλασσας.
Σε τούτο μοιάζει με την λογοτεχνική ισχύ της φυματίωσης ή της τρέλας. Η ακτή ως χώρος και ως χρόνος, ως ροή και ως κυματισμός, ως ενδελεχής αναζήτηση του μοιραίου και του παγανιστικού, αποτελεί την καταφυγή ενός ακόμα ποιητή, του Ανδρέα Χατζηχαμπή. Ο ρευστός και μεταβαλλόμενος κόσμος , όπου το υγρό στοιχείο των υδροβιοτόπων, αποτελείται από τα δάκρυα των πραγμάτων, συνιστά το πανίσχυρο εξωτερικό εφεύρημα του ποιητή για να αποθέσει την πνευματική συγκομιδή των τελευταίων χρόνων . Lacrimae rerum λοιπόν, όχι μόνο ως αραξοβόλι και ως αποκούμπι αλλά και ως όρμος απόπλου προς τις θάλασσες του ονείρου, προς τα πεΑάγη των δακρύων. Lacrimae rerum όπως το θλιμμένο ποίημα του Λάμπρου Πορφύρα που μας κρατούσε από το χέρι στα πρώτα Λογοτεχνικά μας βήματα, όταν ως μαθητές συλλαβίζαμε την ζωή.
Η ακτή των ποιητών είναι μια αρχαία μαγική παραλία σμιλεμένη επάνω στις εγκεφαλικές έλικες των αθώων , είναι τα βότσαλα στα οποία ακουμπάει η καρίνα ενός ιστιοφόρου που δεν απέπλευσε ποτέ γιατί δεν φύσηξε ούριος άνεμος, είναι os εκβολές του Σκάμανδρου με μισοθαμμένα στην αμμουδερή λάσπη αρχαία αγάλματα και αδειανά πουκάμισα και αγωνίες για ένα κόσμο που χάνεται, αλλά είναι και τα στάσιμα νερά με τον σεσηπότα βυθό που αργοσαλεύουν γύρω από μια αδημονούσα τριήρη, που αναμένει να ριχθεί
στην μάχη για την σύλληψη του ενεδρεύοντος πόθου.
Είναι οικοσυστήματα φωτός , στείρες φώκιες, ξεραμένα λιοφόρια και απειλούμενοι βιότοποι. Είναι σαφέστατα η Αχαιών Ακτή στην σκλαβωμένη
Καρπσσία, η ακτή του Κουρίου με τα υγρά χαλίκια, όπου ο Ανδρέας Παστελλάς αποβιβάζει τον Διονύσιο Καρδιανό, είναι το πέντε μίλι όπου ανήξερη κι αχάπαρη, ξανάνθισεν η κάπαρη, εκεί ακριβώς όπου ο Κώστας Μάντης αποβιβάζει την εθνική μας ταπείνωση.
Ενώπιον παραμορφωτικών καθρεφτών εταζόμενος ο ποιητής, ανακαλεί την ύστερη παιδικότητα , την αθωότητα των ασφοδιλιών και αυτάρεσκα
παραπέμπει σε κάποιον άλλο, άνδρα, Θεό ή ημίθεο ή άφυλο άγγελο, πάνω και πέρα από τα εγκόσμια: Εγώ απλά καταγράφω στο χαρτί. Αυτό που βλέπω είναι η αλήθεια? Βεβαίως είναι η αναζήτηση του άλλοθι. Σε ποιον
άραγε παραπέμπει? Ο αποστολικός και προδρομικός άξονας Ελιοτ-
Σεφέρης με την προφητική παραφυάδα του Ελύτη και πολλά εμβόλια από τον Κύπριο Κώστα Μόντη συνδράμουν την μεταφυσική αναζήτηση του Ανδρέα
Χατζηχαμπή, που όπως τεκμαίρεται αναλύει την μελαγχολία του κυπριακού τοπίου σε χοντρές σταγόνες: Ιδρώτα, αίματος ή αγωνίας. Εντός της
περικλεέστατης νήσου όπου η έρημος ψυχών και σωμάτων αναζητεί την φυλλωσιά και την θάλασσα, αναζητεί εναγωνίως την πρωινή δρόσον επί των
φύλλων κάθε ψυχής και κάθε δένδρου, εις απόδρασιν του διαχρονικού θανατικού, και καθώς οι θρύλοι καλπάζουν καβάλα σε αφιονισμένα άτια, το δράμα αναζητεί την κάθαρση στις όχθες του Νείλου ή στα Ποτάμια τα Παφλαγονίας .
Είτε στην πυρακτωμένη υδρόγειο, ουσιαστικά και μεταφορικά, ή στην Καρπασία των Αγίων, με άμεση παραπομπή στα Σεφερικά ομοιοτέλευτα αλλά και με βιβλική επένδυση που αναδεικνύει την ποιητική αρετή και την βαθειά γνώση. Ο ποιητής καταθέτει τον αρχέγονο πηλό στο ποίημα ή μάλλον στην
υποσημείωση:
Βοτάνια των πληγωμένων λέξεων
που χτύπησαν σαν έπαιζαν σχοινάκι
κι εγώ τις βρήκα κατάμονες
στο ξασπρισμένο σκαλοπάτι,
με τα χεράκια τους να κλείνουν τα ματάκια
και το κεφάλι ακουμπισμένο στα γόνατα.

Οι στίχοι όρθιοι τις περίμεναν για να παίξουν κρυφτό. Για να ακολουθήσει με την αυθαίρετη παρουσία του Ρίτσου ως φρουρού της εισόδου, «η Πνευματική
Πολιτεία», με το ποίημα «Παρά θίν αλός». Βεβαίως η αυθαιρεσία είναι ίδιον των ποιητών και αλίμονο αν έλειπε. Η αποκοτιά και το ρίσκο γράφουν την μεγάλη ποίηση.
Στην εναλία πόλη του Ανδρέα, κατοικούν από χρόνια οι ποιητές. Μια πόλη ακταία ή μισοβυθισμένη στο πέλαγο, χαμηλή και διάτρητη, διαφανής , φτιαγμένη από φωτόνια, με προδιαγραφόμενο μέλλον μιας ακόμη χαμένης Ατλαντίδος των αθώων και ιδεολόγων. Κι ακόμη, χαρακτήρισα την παρουσία του Ρίτσου αυθαίρετη διότι επιτηδευμένα ή τυχαία η παρουσία του Έλιοτ, του Σεφέρη και του Ελύτη στο ποίημα τούτο, είναι πασιφανής.
Πέρα από το γεγονός ότι εγώ σκηνοθετώ τον εαυτό μου κάθε φορά που το διαβάζω να κινείται στην ακτήτου Ειρηνικού Ωκεανού καμιά δεκαριά χιλιόμετρα νότια του Βαλπαραΐσο στο σπίτι του Πάμπλο Νεραύντα και να παίζω ταυτόχρονα όλους τους ρόλους: Της ποίησης, του ποιητή, της ερωμένης του, της καμπάνας που καθώς φυσάει ο ωκεανός στέλνει
δονήσεις στους επί της άμμου θαμμένους εραστές.
Δεν διεκδικώ να δώσω κάποιαν απάντηση και δεν χρειάζεται. Χρειάζεται μόναχα η απαγγελία να γίνει στην Αχαιών Ακτή όπου ο κυματισμός της φωνής
σύντομα και σύγχρονα διαπλέκεται με το όνειρο:

Πόσοι στ αλήθεια ποιητές ταυτόχρονα
κρατούν τις σάλπιγγες σ όλες της γης της θάλασσες
και η ψυχή τους ανεμοδέρνει ανάμεσα στους
αλίανθους,
σ αυτό το ενδιαίτημα του λόγου,
το ενδιαίτημα των στίχων που άνθισαν.
Στην ακτή των ποιητών,
ενδιαίτημα υψηλού κινδύνου προς εξαφάνισιν.

Είμαι σίγουρη πως ο Πάμπλο Νερούντα αυτήν ακριβώς την σάλπιγγα κρατάει. Ο Χατζηχαμπής αναμένει πως το σάλπισμα της θα συνεγείρει τον κόσμο.
Βεβαίως τα νησιά του Αιγαίου και οι άσπρες θάλασσες με την τουρκουάζ μνήμη των ηφαιστείων και τις λοξές ανατολές μέσα στον στίχο και τις
πάγλαυκες λέξεις και φράσεις ενώ αποκαθηλώνουν την ωραιοπάθεια του παρελθόντος και το καύχημα της αρχαίας δόξης μέσα στις απλές ώρες
αποφοίτησης νεανίδων Δρυίδων και μουσών, στοιχειοθετούν την θανάσιμη μοναξιά του ποιητή. Παρόμοια μοναξιά είναι ίσως η πρώτη νύχτα του
νεκρού μέσα στον τάφο. Ακούστε:

Πόσοι στ αλήθεια ποιητές ταυτόχρονα, μονήρεις
αφήνοντας πίσω τους πόλεις και κτίσματα
τείχη και μέταλλα, αποτραβήχτηκαν σ αυτή την ακτή,
σε κάθε ακτή,
εκδυόμενοι της ψυχής τους το όστρακο
να σχηματίζει μ αυτά των προηγουμένων ποιητών
Θίνες ανά τους αιώνες?

Η ποιητική συλλογή « Στην Ακτή των ποιητών» είναι η δεύτερη του Ανδρέα Χατζηχαμπή. Εκδόθηκε το 2008 στην Λεμεσό. Το πρώτο του βιβλίο εκδόθηκε επίσης στην Λεμεσό το 2002 και έχει τον τίτλο « Απ τα αλωνάκι της σιγής». Το χρονικό διάστημα των 6 χρόνων ανάμεσα στις δύο
ποιητικές συλλογές είναι νομίζω ικανοποιητικός χρόνος για να επέλθει η ανανέωση των βιωμάτων και της «ισθαντικής προσέγγισης της ζωής, που
απαιτείται για να έχεις κάτι διαφορετικό να πεις. Ίσως και πιο ώριμο ή πιο μεστό, αλλά στην ποίηση μετράει πρωτίστως η αισθαντικότητα. Διαφορετικά γιατί να ενοχλήσεις τας λέξεις που λέει και ο Μόντης.
Διάβασα και την πρώτη ποιητική συλλογή του Ανδρέα, πως αλλιώς θα μπορούσα να παρουσιάσω την δεύτερη. Μου την χάρισε καθώς περπατούσαμε
στις όχθες μιας όμορφης λίμνης στον υδροβιότοπο του Ακρωτηρίου, εκεί που είναι ο αληθής και πάγκαλος κόσμος και το οικοσύστημα του ποιητή.
Μου μιλούσε για την δουλειά του, μου έδειχνε τα φαλκόνια, τις πεταλούδες, τα βότανα, τις καλαμιές και τον ανασασμό των φύλλων.
Η έκδοση που έγινε από την «Βιβλιεκδοτική» είναι ωραία και περιλαμβάνει δύο υδατογραφίες και ένα απόσπασμα υδατογραφίας -ίσως και αν δεν κάνω
λάθος , του ζωγράφου Στάθη Οικονομίδη.

Ξεκινάει με το εισαγωγικό δίκην προοιμίου ποίημα «Εταζόμενος» και συνεχίζει με την ενότητα «Πνευματική πολιτεία», που περιλαμβάνει 29
ποιήματα. Η συλλογή κλείνει με την ενότητα «Της Πατρίδας» που περιλαμβάνει οκτώ ποιήματα. Βεβαίως , δεν θα προσθέσω τίποτε λέγοντας σας πως ο Ανδρέας έχει σπουδάσει βιολογία και διαχείριση οικολογικών συστημάτων, θα προσθέσω όμως πολλά λέγοντας πως ο ποιητής έχει μάθει και μέσα από τις σπουδές του να αγαπάει αυτό τον τόπο, τις ομορφιές
και την αγριάδα του, το στεγνό και άνυδρο τοπίο και τα οικοσυστήματα του, και προπαντός την αντανάκλαση των ρυτίδων των συμπατριωτών μας
επάνω στους αμμόλοφους, τις θίνες, τους κυματισμούς και τα βαλτόνερα που μας περιβάλλουν. Ο κόσμος των φυτών των γοητεύει και αείποτε τον
εκπλήσσει. Περισσότερο και από τον κόσμο των άστρων, καταφέρνει να του υποβάλλει το μυστήριο της ζωής.
Ο Ανδρέας καταθέτει συχνά πυκνά πρόθεση ποιητικής, τόσο στο πρώτο του βιβλίο όσο και στο δεύτερο και θεωρώ ότι το ποίημα « Η πορεία των στίχων» επιχειρεί να χαρτογραφήσει αυτήν ταύτην την ποιητική διεκδίκηση του.
Που μεγαλώνει και ανασαίνει μέσα στους λαμπρούς λειμώνες της Θεϊκής δημιουργίας, μέσα στην πανδαισία των χρωμάτων και των αρωμάτων , των
ήχων και των σαλπισμάτων . Οι στίχοι ασφυκτιούν καθώς η ποίηση κρούει την θύρα μας βράδυ μεσάνυχτα κι εμείς σπεύδομε περιδεείς να την
συναντήσουμε, οι στίχοι ξεπετάγονται σαν χελιδόνια και φεύγουν λεύτερα από τα στήθια μας και μας λευτερώνουν.
Ο ποιητής δεν μπόρεσε στους στίχους ν αρνηθεί
Άνοιξε το παράθυρο και όλοι μαζί εψύγαν
Το φως μέσα άπλετο έρρεε από κει
Κι ο ποιητής ολόφωτος διάβαινε την γη.

….

Ένα ακόμη πόνημα ποιητικής ακολουθεί στην συνέχεια, με έντονες τις επιδράσεις του Κώστα Μόντη. Οι επιδράσεις αυτές, κατασταλαγμένες, αφομοιωμένες και ώριμες είναι εμφανείς σε πολλές μικρής ή μεγαλύτερης διάρκειας στιγμές του Χατζηχαμττή και αναμένω πως όταν το κάθε του ποίημα, η κάθε του λέξη, ο κάθε τόνος ή σημείωση του, θα μπουν στον
δοκιμαστικό σωλήνα της παραφιλολογίας των υποψηφίων διδακτόρων της φιλοσοφικής, θα αναλυθούν σωστότερα από μένα. Διότι εγώ επιχειρώ
απόψε μια λογοτεχνική παρουσίαση, μια πρώτη ανάλυση και ταυτοποίηση αν θέλετε των ποιημάτων.
Ωστόσο, θα προχωρήσω στην ανάγνωση και του ποιήματος «Προς ποίηση» γιατί περιέχει σημαντικά στοιχεία σημειωτικής για την ανάγνωση της
συλλογής. Τα key words δηλαδή. Επειδή δε, πιστεύω πως η μαγεία της ποίησης είναι να την ανακαλύπτεις, θ αφήσω σ εσάς την
αποκρυπτογράφηση των μυστικών του ποιητή. Ο κώδικας είναι το ποίημα που ακολουθεί. ΠΡΟΣ ΠΟΙΗΣΗ
Βεβαίως υπάρχουν πολύ σημαντικές στιγμές στην ποίηση του Ανδρέα και πιστεύω πως το μεσσιανά κομμάτι, Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ είναι το πιο δυνατό, το πιο μεστό. Αξίζει τον κόπο να μελετηθεί και να αναλυθεί το κάθε ποίημα Γιατί το κάθε ένα ξεχωριστά εισάγει έννοιες της καθημερινότητας που διακτινίζονται προς το μέλλον , αντισταθμίζει την
σαφήνεια του παρόντος με την ρευστότητα του μέλλοντος, Προσωπικά λέγω, για όση σαφήνεια μπορεί να παρέχει ο υφιστάμενος κόσμος και η νομοτέλεια του σε ανθρώπους που γεννήθηκαν αλλά δεν μεγάλωσαν ποτέ και συντηρούν την αθωότητα τους μέσα στα παιγνίδια των λέξεων, μέσα σε μια λιγότερο οδυνηρή έκφανση της ύπαρξης, σκιώδη μεν και ονειρική αλλά πραγματική στην διάσταση ύλη που είναι πνεύμα. Γιατί δεν γερνάει ημερολογιακά.
Σε κάθε ποίημα και σε κάθε στίχο αυτής της συλλογής ανιχνεύεται πάντοτε ο μεγάλος έρωτας του ποιητή για την φύση, για κάθε της πλάσμα , για την ομορφιά της που μαραίνεται από την άναρχη παρέμβαση του ανθρώπου. Θα μπορούσε να πει κάποιος πως είναι μια σειρά οικολογικών ούτως ειπείν ποιημάτων, ωστόσο, εγώ απορρίπτω τον όρο, διότι στερεί τον ποιητή από την οικουμενικότητα της προσέγγισης ενός γνήσιου νατουραλιστή και ματεριαλιστή και τον περιορίζει στην πολιτική ιδιαιτερότητα των πρασίνων. Λαμπρά παραδείγματα αποτελούν πέντε ποιήματα στην σειρά: ΑΞΕΝΙΟΙ, ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ, ΑΘΑΝΑΣΙΑ,ΕΡΕΙΠΩΜΕΝΟ ΣΠΙΤΙ, ΕΣΠΕΡΙΝΗ ΑΝΟΙΞΗ.
Σίγουρα δεν είναι νατουραλιστικές περιγραφές αυτά τα ποιήματα, είναι βαθιές τομές στην σύγχρονη τραγωδία σε όλες της τις εκφάνσεις, είναι ραπίσματα
στην αναλγησία ενός κόσμου που κοιτάζει αμέτοχος το δράμα να εξελίσσεται από την τηλεόραση του σαλονιού του. Από την άλλη, ο Ανδρέας Χατζηχαμπής δεν αποκρύβει την ευαισθησία του, την αφήνει έκθετη, γιατί μπορεί να αγαπά και να το δείχνει.
Υπάρχει και ένα ποίημα με τον τίτλο» ΧΑΣΑΜΕ που με ξάφνιασε. Είναι θα έλεγε κανείς ένα πολιτικό μανιφέστο με κατάθεση της τεκμαρτής άρνησης ενός προδομένου κόσμου, από ποιους, από εμάς τους ίδιους που αφήσαμε τους ολετήρες να στρογγυλοκαθίσουν στις αυλές μας και να πίνουν νερό από το πηγάδι της άνυδρης πια ζωής μας. Το τελευταίο κεφάλαιο της συλλογής είναι για την πατρίδα «Της πατρίδας» λέγεται. Αν και ολόκληρη η
συλλογή είναι για την πατρίδα, τούτο δω το τμήμα καταγράφει την ανθρωπογεωγραφία του σήμερα, την εικόνα ενός λαού που τον τάίζουν λωτούς για να ξεχνάει οι οχτροί μας που έρχονται καθημερινά ντυμένοι φίλοι και στρογγυλοκάθονται στις αυλές μας.
Αυτή η προσπάθεια καταστροφής της θεσμικής και εθνικής μνήμης του λαού είναι η πεμπτουσία της συνομιλίας του ποιητή με τα ιστορικά δρώμενα και
ουσιαστικά συνιστά κραυγή αντίστασης σε όλες τις σημαίες ευκαιρίας που κατακλύζουν τις θάλασσες έμπροσθεν της ακτής των ποιητών. Η συγκεκριμενοποίηση της αντίστασης αφορά κατά μείζονα λόγο την ποίηση αλλά και την μελέτη της καταγεγραμμένης ιστορίας που ενοχλεί αφάνταστα
τους εχθρούς μας. Σε τούτο το σημείο είχα πρόθεση να αναφερθώ στο σημαντικό ποίημα του Ντίνου Χριστιανόπουλου για τον Κίσσιγγερ , αλλά γυρίζοντας σελίδα διαπίστωσα ότι το κάνει ο ίδιος ο ποιητής με τον δικό του τρόπο. Λιγότερο φλύαρο και αρκετά περιεκτικό . Με το ποίημα «ένα με τα χρώματα», οι ακροτελεύτιοι στίχοι του οποίου λένε:

Μια νεαρή ιστορικός τον φωτογράφισε
και μετά γύρισε στην αγκαλιά του εραστή της
Φιλόδοξου πολιτικού επιστήμονα
Και θαυμαστή του Κίσσιγγερ.

Ένα εφεύρημα του ποιητή είναι οι ποιητικές υποσημειώσεις, στο δεύτερο μέρος του βιβλίου. Στην αρχή με ενοχλούσαν, στην συνέχεια τις βρήκα λειτουργικές, αν και πιστεύω πως θα ήταν καλύτερα αν προσπαθούσε να τις ενσωματώσει στον κορμό. Χρειάζεται άσκηση και ο Χατζηχαμπής είναι καλός ασκητής.
Καταληκτικά και με την ένταση και την γλυκύτητα εσπερινής ψαλμωδίας, τα άγια των αγίων του κυπριακού Λαού γίνονται εναπόθεση στο ποίημα
«Αναβιώνοντας τον Αγώνα». Η τεφροδόχος του αγώνα ακουμπάει στους στιβαρούς στίχους ενός ανθρώπου που τον έζησε μόνο μέσα από διηγήσεις .
Επιτρέψτε μου και πάλι να πω, ίσως με την υπερβολή και την έλλειψη μέτρου που λένε μερικοί ότι με χαρακτηρίζει όταν μιλώ για ζητήματα εθνικά , πως
όσο γράφονται ποιήματα όπως το «Αναβιώνοντας τον Αγώνα» τα οποία βασίζονται στα απομνημονεύματα που γράφουν οι ίδιοι οι αγωνιστές
δεν κινδυνεύουμε από την παραχάραξη της ιστορίας μας. Έχομε ισχυρά αντίδοτα. Όπως είπα η έκδοση είναι καλαίσθητη, παρ όλα αυτά μοιάζει με τραυματισμένο κάκτο που πυορροεί. Είναι μια έγγραφη κατάθεση που προδιαθέτει σε συναρπαστική συνέχεια. Ως λυγμός και ως διαζευκτικός όρθρος της Ανάστασης.

.

ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ 

DIASTIXO  25/11/2019

Ο Ανδρέας Χατζηχαμπής είναι μια πολυσχιδής προσωπικότητα με πολλά ενδιαφέροντα, που όλα υδρεύονται από την ίδια, ουσιαστικά, πηγή. Την αγάπη για τον άνθρωπο, για τη φύση και την πατρίδα του. Ανοίγοντας το βιβλίο του και αρχίζοντας από τον τίτλο, Οδυσσέας Αστέρης, καταλαβαίνουμε αμέσως ποιο είναι το πρότυπό του, χωρίς να αποκλείονται και πολλά άλλα πρότυπα. Γενικώς είναι ο Οδυσσέας Ελύτης, αλλά και ο Γιώργος Σεφέρης και ο Άγγελος Σικελιανός και ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης, ο Καβάφης και πολλοί άλλοι με τους οποίους συνομιλεί και από τους οποίους εμπνέεται. Μακρά η πορεία του στο φως, που εκκινεί από τον Όμηρο και φτάνει στους συγχρόνους του.

Αν το ζητούμενο του Ελύτη είναι «η ψυχή του» και «το τετράφυλλο δάκρυ», το ίδιο είναι και του Χατζηχαμπή. Άλλωστε, η ποιητική του συλλογή με την τριμερή δομή της –«Γένεση», «Ταξίδι στο βάθος του κόσμου», «Νόστος»– στου Άξιον Εστί τα τρία μέρη παραπέμπει. Ο Οδυσσέας Αστέρης, που είναι το ποιητικό προσωπείο του Ανδρέα Χατζηχαμπή, αντλεί το υλικό του από την αγάπη για την πατρίδα και τη φόρμα από τον Οδυσσέα Ελύτη που μεταφέρει στα δικά του μέτρα, αφού εκείνου ο τρόπος δεν αντιγράφεται από κανέναν.

Α’ μέρος – «Γένεση»

Ο ποιητής αναφέρεται στην πρώτη του επαφή με τον κόσμο και την ιστορία. Οι λεμονανθοί πλημμυρίζουν με τα μύρα τους «έναν τόπο που τον δέρνουν οι αιώνες», δηλαδή ο χρόνος και η ιστορία, «πάνω στον αφρό της θάλασσας», που μας θυμίζει αμέσως την Αφρογέννητη Αφροδίτη/Κύπρο, «μ’ ένα κρίνο του γυαλού στο χέρι», που παραπέμπει στην αγνότητα και την αθωότητα, αλλά με «αγκάθι στην καρδιά», που δείχνει πώς μπήκε αμέσως ο πόνος, που θα εμπνεύσει τον ποιητή να γράψει: «καβάλα σ’ ένα στίχο».

Έτσι, λοιπόν, μέσα σε έξι στίχους μάς έδωσε τη σύνοψη του παντός. Θα ακολουθήσουν οι «μοίρες που καιροφυλακτούν», ο τόπος χωρίς παράθυρα, εξόδους, σύνορα, «αγκάθια των αχινών», δηλαδή στα δεινά. Ο Οδυσσέας Αστέρης «ενεδύθη την επώδυνη μεταμόρφωση» και ταξίδεψε «το φωτεινό ταξίδι του άλγους», σαν το γήινο ανάλογο Εκείνου που ανέλαβε να άρει στις πλάτες του τις αμαρτίες του κόσμου.

Τα χρώματα απέκτησαν έναν ιδιαίτερο συμβολισμό και το πράσινο της ελπίδας και νιότης τώρα πια σημαίνει σύνορα που δεν μπορείς να τα περάσεις.

Δεν είναι αμελητέο το «φωτεινό ταξίδι του άλγους», της όμορφης Κύπρου της θαλασσοφίλητης, που ενώ τα έχει όλα, της έχουν πάρει τα μισά και την έχουν αφήσει μισή. Ο ποιητής, που γεννήθηκε μέσα στο φως, σε χώματα, χρώματα, αρώματα και ήχους που κεντρίζουν τις ανώτερες αισθήσεις του πνευματικού ανθρώπου, στέκει καταμπροστά στο πλήθος των προγόνων, στον «χορό των ποιητών» που του ετοίμασαν το έδαφος για να πατήσει και τους οποίους με κάθε αφορμή αναφέρει. Όπως ο Διονύσιος Σολωμός βγαίνει το χάραμα, στου «ήλιου το δρόμο κρατώντας τη λύρα τη δίκαιη στον ώμο», συλλέγοντας τα εργαλεία του: αγγέλους/ποιητές με το «αείζωο φως», το φως της δικαιοσύνης, της αγάπης, το «άπιαστο πυρ», το «άσπιλο νεύμα», τους «αέναους πύρινους δρομείς» πάντα για την κατάκτηση του αγαθού «στ’ αλώνια της αγάπης».

«Του αρκούσε το φως ενός κεριού/ με τη γαλήνη της σιωπής,/ ο πολύφωτος ουρανός και το στέμμα των αστεριών», οι «γαλάζιες λέξεις» και το «γαλάζιο φως». Εδώ βρίσκεται πίσω του ο Γιώργος Σεφέρης, που και εκείνος είχε στον νου του τον Άγγελο Σικελιανό, όταν, στο Λονδίνο, νοσταλγούσε το λιτό ελληνικό τοπίο και το λουλάκι της Ελλάδας: «θα μου ’φτανε μια καλύβα σ’ ένα λόφο/ ή σε μια ακρογιαλιά θα μου ’φτανε μπροστά στο παράθυρό μου/ ένα σεντόνι βουτηγμένο στο λουλάκι…/ και θα ’πεφτα να κοιμηθώ/ γιατί δε θα ’χα/ ούτε ένα κερί ν’ ανάψω,/ φως,/ να διαβάσω» («Hampstead»).

Αυτό το λουλάκι το ξαναβρίσκουμε στον Ελύτη: «Τα σπίτια/ και μικρά και τετράγωνα/ με καμάρα λευκή και λουλακί πορτόφυλλο» (Το Άξιον Εστί). Είναι το χρώμα της Ελλάδας. Του ουρανού και της θάλασσας.

Ο ποιητής κουβεντιάζει με τις «Σκιές» που δίνουν όγκο στα πράγματα, τα αγγίζουν, τα μεγαλώνουν. Μιλάει για τις μορφές του Καραβάτζιο και τις σκιές του Γκόγια. Δύο ζωγράφοι που πάλεψαν με την τρέλα, τις φαντασιώσεις, τα φαντάσματά τους και την άβυσσο του νου, αλλά και έκαναν επανάσταση στην τέχνη και τον σκιοφωτισμό. Εδώ ο Αστέρης αναπλάθει στα δικά του μέτρα, τις δικές του σκιές, στο δικό του δωμάτιο, σκιές, «Ψυχές που αναζητούσαν άλλες ψυχές για να ζήσουν», που πρέπει να πιουν αίμα για να ξεδιψάσουν σύμφωνα με την αρχαία παράδοση.

Β’ μέρος – «Ταξίδι στο βάθος του κόσμου»

Το «Ταξίδι στο βάθος του κόσμου» συνιστά μια καταβύθιση στην ιστορία.

Πήρε στα χέρια/ ένα βαγόνι χωρίς ράγες/ και βρέθηκε σ’ άλλη γη,/ οι ουρανοί τον πρόδωσαν/ έριχναν βόμβες ναπάλμ/ αντί για αστέρια,/ έριχναν αλεξιπτωτιστές/ αντί νιφάδες χιονιού,/ το σπίτι έγινε αντίσκηνο,/ το παιδικό δωμάτιο/ χάθηκε για πάντα./

Του είπαν η γη σκίστηκε στα δυο/ με μια κόκκινη γραμμή/ και μια νεκρή ζώνη,/ του ’παν πως δεν πρέπει να ξεχνά,/ πως το κόκκινο είναι εχθρός,/ πως το μαύρο είναι χρέος,/ πως το πράσινο είναι διαχωριστικό,/ πως το μπλε είναι τόσο μακριά./

Ποιον να πιστέψει πια:/ Τα χρώματα τον ξεγέλασαν

Έτσι, η Κύπρος ειδικά και το σπίτι που έγινε αντίσκηνο και το παιδικό δωμάτιο χάθηκε. Τα χρώματα απέκτησαν έναν ιδιαίτερο συμβολισμό και το πράσινο της ελπίδας και νιότης τώρα πια σημαίνει σύνορα που δεν μπορείς να τα περάσεις. Το αίμα έτρεξε και οι άνθρωποι χάθηκαν κι απόμειναν μια φωτογραφία να τους αναζητούν οι δικοί τους και ποτέ να μην τους βρίσκουν. Από τον ιριδίζοντα βυθό αναδύθηκαν πάθη και καημοί, προσφυγιά, παλιά και σύγχρονη. Ο ποιητής αποσύρεται στο φως και εκεί μέσα λεπτουργεί.

Αναχωρητές στον μέλλοντα κόσμο που γεννιέται εντός μας

Πλέοντας στους βυθούς αγρεύει τους φωτεινούς Σείριο, Ωρίωνες και Αργώ, βουλιαγμένους στο νερό, γλάρους, φλοίσβους λέξεων, φώκιες που θρηνούν (η αναφορά στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη με «Το μοιρολόι της φώκιας» και στον Ελύτη με τις φώκιες τις μικρές που κλαιν των ανθρώπων τα βάσανα είναι οφθαλμοφανής). Η «δική μας θάλασσα» γεμίζει ποικιλίες τραυμάτων: κάστρα, πύργοι, ρήγαινες, ιστορίες των Βενετσιάνων, παλιά Χρονικά, αλλά και μύθοι με Αφροδίτες, νύμφες, μνήμες από τις αμμουδιές του Ομήρου.

Το παιδί μένει με τη φωτογραφία στο χέρι, σκιά της σκιάς του απόντος πατέρα, που επιστρέφει στο κασόνι, ενώ ένας άλλος δραπετεύει για λίγο από τον θάνατο για να παρευρεθεί στα «Στέφανα της κόρης του» (αναφορά στον ποιητή Κυριάκο Χαραλαμπίδη).

Μεγάλης δραματικής έντασης τα ποιήματα «Παιδί αγνοούμενου», «Ο νεκρός Απρίλης», τα πηγάδια «που αντηχούν τις κραυγές των λουλουδιών» (και του Ελύτη «κραυγές των αδικοσκοτωμένων»). Εξαιρετικό το ποίημα «Δραπέτης αλλοτινών καιρών» με πρώτο στίχο «Ύστερα… ύστερα ήρθαν οι ιππότες». Διαβάζουμε στην πρώτη στροφή:

Οι ιστορικές μνήμες, καταγραμμένες στα κύτταρά του, και ο πλούτος της ψυχής του έγιναν ύμνος και αίνος της πατρίδας και του πολιτισμού.

Ύστερα…/ Ύστερα ήρθαν οι ιππότες/ Με τα γεράκια στους ώμους/ και τα χέρια γεμάτα χρυσάφι,/ από χώρες μακρινές/ μ’ ένα άλλο φεγγάρι,/ να μου χαρίσουν τη δόξα της αστραπής/ και να παραδώσω εκείνες τις λέξεις που φύλαξα/ σ’ ένα σκληρό κι άκαρδο κόσμο…

Οι «ιππότες», μια καθαρή αναφορά σε δύο τουλάχιστον σεφερικά ποιήματα, που φέρνουν μηνύματα και εξελίξεις, που ζητούν να τους παραδώσει «τις λέξεις», αυτοί που ήρθαν από μακριά με το χρυσάφι, τα γεράκια, το άλλο φεγγάρι, να του ζητήσουν να παραδοθεί… Αλλά, όχι, «δεν είμαι εγώ»… εγώ «άκουγα εκείνο το φλάουτο/ να τραγουδά τις νύχτες της σιωπής/ όσα δεν ήθελα να ξεχάσω». Και είναι εκείνο το φλάουτο ο «ακατέλυτος ρυθμός της μουσικής», όπως λέει ο Σεφέρης, που δεν σε αφήνει να ξεχάσεις τις λέξεις που φύλαξες, την ιστορική σου μνήμη, εκείνα όλα που κρύβεις στην παλιά «ξύλινη ντουλάπα». Ο Νίτσε θα έλεγε στο υπόγειο και ο Φρόιντ στο υποσυνείδητο.

Γ’ μέρος – «Νόστος»

Ο ποιητής επανέρχεται γεμάτος από την αγάπη, ευχές, καθαρός και αγνός. Επιστρέφει και πάλι στα παλιά και μπαίνει στην αποθήκη του αθέατου, ξεκαθαρίζει τη ζωή του και τη σκέψη του, την ψυχή και το μυαλό του. Επιστρέφει στη μάνα γη, στη συνείδηση, με όλη την οδύσσεια του ελληνισμού στη σκέψη. Επιστρέφει στην «παιδική κρυψώνα», στα «θρύψαλα των αιώνιων πόθων», στα «οστά των αγίων ονείρων», στο «γλυκό του κουταλιού» (πάλι αναφορά στον Κυριάκο Χαραλαμπίδη), στο «γερασμένο σκυλί», «που γέρασε προσμένοντας στην πόρτα», του Οδυσσέα, του Ομήρου, του Σεφέρη: «ν’ ανάψουμε μια λέξη,/ να δακρύσει/ τα πάθη μας,/ να φωτίσει/ τα σκοτάδια του κόσμου μας», λέει, γιατί η λέξη είναι επικοινωνία και η γλώσσα είναι πατρίδα, ταυτότητα, ιθαγένεια.

Στο ποίημα «Άδυτη νοσταλγία» ζητά «λήθη για όσα δύσκολα ζήσαμε» (και ο Σεφέρης: «πρέπει να ξεχάσουμε πάνω σε τούτες τις πέτρες»), αλλά νιώθει και «μια απέραντη,/ άδυτη νοσταλγία/ για κάτι που δε ζήσαμε ποτέ». Και όπως στην αρχή της συλλογής μιλάει για το φως το αυγινό που τον γέννησε, έτσι τώρα στο τέλος μιλάει για το λυκαυγές, κλείνοντας έναν κύκλο ζωής και φωτός.

Ο Οδυσσέας Αστέρης γεννήθηκε στους λεμονανθούς και τώρα κοιμάται στην Ακτή των Αχαιών, σαν τον όμορφο «Ανθυπολοχαγό» του Ελύτη, και με τον ύπνο του περνάει στη σφαίρα του μύθου, ο αιώνιος Έλληνας, μαζί με τους ποιητές μας που υπηρέτησαν τη γλώσσα την ελληνική, τη θρησκευτική μας παράδοση, τα πάθη και τους καημούς μας, που έγιναν οι δικοί μας μαντατοφόροι, η μέγιστη κληρονομιά μας και το μέγιστο μάθημά μας.

Ο ποιητής Ανδρέας Χατζηχαμπής με σεβασμό και αγάπη άγγιξε τα κείμενα των προγόνων ποιητών που τον ενέπνευσαν. Αρχιτεκτονικά ακούμπησε στην παράδοση, στον ελεύθερο στίχο, αλλά με αθέατα χορευτικά μυστικά, εσωτερικούς ρυθμούς και κλειδιά μέλους, με επιλεγμένο λεξιλόγιο, στίξη υπαινικτική, για να ξεκουραστεί και να ανασάνει, παλλόμενη διακριτικά στον στίχο του. Οι ιστορικές μνήμες, καταγραμμένες στα κύτταρά του, και ο πλούτος της ψυχής του έγιναν ύμνος και αίνος της πατρίδας και του πολιτισμού.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.