ΝΑΝΑ ΤΣΟΓΚΑ

Η Νανά Τσόγκα γεννήθηκε στην Αθήνα όπου σπούδασε  Αγγλική Γλώσσα και Γερμανική Λογοτεχνία και  Κοινωνιολογία – Ψυχολογία στο Tubingen της Γερμανίας. 
Φοίτησε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου με υποτροφία και έπαιξε σε πολλά θεατρικά έργα στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ασχολείται με τη μετάφραση αγγλόφωνων και γερμανόφωνων δημιουργών (ποίηση, πεζογραφία, φιλοσοφία, κριτικά δοκίμια, κοινωνικοπολιτικές μελέτες) 
Διδάσκει Αγγλικά και Γερμανικά, καθώς και σε  θεατρικά σεμινάρια Υποκριτικής και Λόγου. Επίσης κάνει εκπομπές στο ραδιόφωνο 

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Μεταφράσεις (από και προς αγγλικά, γερμανικά):

24 βιβλία αγγλόφωνων και γερμανόφωνων δημιουργών
(ποίηση, πεζογραφία, φιλοσοφία, κριτικά δοκίμια,
κοινωνικοπολιτικές μελέτες)

Ποίηση:
-Ακροβολισμοί, αυτοέκδοση (εξαντλημένο)
-μεταποίηση μετΑμφιέσεων, εκδ. Γαβριηλίδης 1997 (εξαντλημένο)
-το ανοίκειον κέλυφος, εκδ. Απόπειρα 2000
-η είλη της ύλης, εκδ. Απόπειρα 2003
-σημειΟμματα, εκδ. Δωδώνη 2010 (εξαντλημένο)
-η απληστία του φωτός 2016

Πεζογραφία:
-Χαριστική αναΒολή, μυθιστόρημα, εκδ. Γαβριηλίδης 2007
-τοΟΝειροτου Κόσμου, μικρές ιστορίες, διάθεση: εκδ. Δωδώνη

Περιοδικό:
-“Πανσέληνος” – Περιοδικό Όχημα – Ένα κυνικο-τρυφερο-ιλιγγιώδες
Βήμα πριν από το Χάος.
-Κείμενα και ποιήματά της δημοσιεύονται σε ανθολογίες, ελληνικά
και ξένα περιοδικά λογοτεχνίας.

Η ΑΠΛΗΣΤΙΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ (2016)

Παραλαμβάνω όστρια από ένα σγουρό
κυματάκι που έσκασε στην πόρτα μου
με την ευλυγισία των σπάνιων αρωμάτων
ωσάν υπαινιγμός παράδεισου
για να ζηλέψει η στεριανή μου φύση.
Σε λίγο, πάλι τα γήινα μού κλείνουνε
ως και την τελευταία χαραμάδα περιέργειας.
Ξεφεύγουν μόνο κομματιασμένες λέξεις σε συλλαβές
– ελεήμων αυτοχειρία: να μη γίνουνε κραυγές.
Αφού μας κάνει μια χαψιά το σύμπαν
όπου κι αν τρέχουμε
πέφτω ευτυχία στην αγκαλιά σου
που με γλυτώνει απ’ την ακροβασία
άλλης μιας προοπτικής.
Μες στο χορό των άστρων
παιδιά θα φύγουμε με τη χαρά
και με τις λύπες αγκαλιά.
Και τις καρδιές σπασμένες.

Και, πάλι, φυσάει πολύ λιγότερα
απ’ όσα υπονοώ

Στο φως

Γελούσα γελούσα μέχρι δακρύων
γελούσα με δάκρυα
με καμουφλαρισμένα
δάκρυα για τη χαρά σου
που πετούσε πεταλούδες στον ουρανό
για τη ματιά σου
που άρπαζε το γέλιο μου
και το σκόρπιζε λουλούδια εφήμερα
σε άθροισμα μοναδικό
στον κόσμο τον θνητό
πάντα παιδί γινόμενο
υπόλοιπο μηδέν

όπως όλοι
μας

. . .

Εμένα κλέβω ασύστολα
όταν τις νύχτες μπαίνω στα σκοτεινά
σαν διαρρήκτης σε ξένη περιουσία
να βρω πού
ο άλλος μου εαυτός
πού κρύβει όλα τα “σ’ αγαπώ”
τα γέλια που τον γέλασαν
τις άσπιλες πληγές του
δραπέτης, περιπλανώμενος
ή μεταπράτης ένοχος του πιο κρυφού
ονείρου;
Αλλιώς, ποια είναι αυτή η σκιά
που μόνη παίρνει τους δρόμους
προσμένοντας μες στα χαλάσματα
της παγκοσμιοποιημένης ευτυχίας
πως τάχα θα ξημερώσει;

Γλώσσα σημαίνει αναΠνοή
ευτυχώς που συνηθίζω στην άΔηλο.

Φορές, από απελπισία
τις πιο πολλές, από ανάγκη

Φιλί

Κάτω απ’ τον ίσκιο των βλεφάρων μου
μόλις τα μισανοίξω
τοπίο αταξίδευτο πάλι και πάλι το κορμί σου
αφού στο πέλαγος βυθίστηκα
– εδώ κι αιώνες – της ψυχής σου.

Ολόκληρη η γεωγραφία του πάθους
μες στα θνητά μας χέρια.

Στο σκοτεινό θάλαμο η μνήμη υφαίνει την αράχνη της
γυρίζει ακόμα στο κενό η μηχανή σαν στοιχειωμένη
“κάπου σε ξέρω από παλιά”, μου ψιθυρίζει ο ήχος
ασπρόμαυρη ταινία να μη φαίνεται το αίμα.
Δήθεν.

Αφήνω και το νου μου να πνιγεί
σαν το παιδί που θέλει να ξεχάσει το κολύμπι

. . .

θέλω η νύχτα μας να είναι
ένα βουνό από γιασεμιά
να χωθούμε να χαθούμε
στην ευωδιά των βελούδων τους
με τη γεύση των φιλιών μας
και μόνο ανάσες απαλές
ν’ ανταγωνίζονται τα χέρια
-τσιτάκι παρμένο απ’ τις αισθήσεις –
γυμνοί από της μέρας
τα συνοφρυωμένα
να αθανατίζουμε και πάλι
για μια στιγμή τα εφήμερα
να λάμπουμε κι απ’ το φεγγάρι
πιο πολύ.

θα ’ρθουν και οι νεράιδες συννεφένιες
και οι γοργόνες που στεγνώσαν από χάδια
αλλά εσύ
θα θες
μόνο εμένα

Σχεδόν καλοκαίρι

Πλησίστιο κατηφορίζοντας στην επικράτεια
της αθωότητας
μικρό πουλί τουφεκισμένο κάθε τόσο
πέφτοντας κόβει γιασεμιά
για τις πληγές του-
πορτοκαλί αναπνοή για να ζηλέψει
ο ήλιος φρούτα του Σεζάν
και άλλα υποκατάστατα ονείρων.

Αν και άναυδο
το σκότος χάσκει και παραφυλά
η εκπυρσοκρότηση κατά κανόνα
γεννάει αστέρια
– στις εξαιρέσεις πιάνονται οι αιώρες
των ερώτων.

Μετά θα πάμε μαζί ως τον γκρεμό
του φεγγαριού
μα τώρα μείνε λίγο στο φάσμα
της πρωινής νεότητας που τρέχει
να προλάβει το τελευταίο
λεωφορείο
σε υπαίθριο διάλειμμα λουσμένος στάσου
βρέχει περσίδες πάνω στην χαρισάμενη
θνητότητα

σημειΟμματα (2010)

Το πλεονέκτημα των αγγέλων

Πεθύμησες μου λες να ξαναντυθείς
τα μάτια μου – γι’ αυτό σου γράφω.
Οι αποστάσεις δεν υπάρχουν, είναι μονάχα ορμή˙
σε στέλνει η επιτάχυνση στην καρδιά της ερήμου
εσύ ζητάς νερό κι αυτή σε εφοδιάζει με πλαστό
διαβατήριο πως τάχα πας εκεί για άσκηση
ανώφελη γυμναστική προβλέψεων
– εμείς απλώς υποδιαστολή του χάους.

Με βλέπω πάλι μες στη σκέψη σου
σαν μισοτελειωμένη ιχνογραφία
θυμάσαι μόνο πόλεμο
κι όλο ξεχνάς
πού άφησες τα χρώματά σου
– απ’ τον καθένα εσύ καλύτερα γνωρίζεις
το βαρετό και φλύαρο, μοναχικό σκοτάδι.

Σκάνε τζιτζίκια σαν πυροτεχνήματα
στην οργιαστική γιορτή του θέρους
βάζει τα δυνατά του να σε κάνει να πιστέψεις
πως τάχα διαρκεί για πάντα
– το Τίποτα και το Ποτέ εξόριστα
πέρα απ’ τις ενοχές των βράχων
που ξεπλένει θάλασσα μετά-νοια
που, δηλαδή, όλο αλλάζει γνώμη
όπως σ’ εκείνες τις ιλιγγιώδεις αποστάσεις
που διανύεις μόνος ανάμεσα
κρεβατοκάμαρα και τύψη τον χειμώνα
στα σύνορα με τον γελοίο υπαινιγμό
περί ακίνητης αιωνιότητας.
Βλέπεις τώρα τα χέρια σου γεμάτα
από χάδια αξόδευτα
να γίνονται μικρού παιδιού
που έπιασε αχινό για να μαντέψει άθελά του
την συννεφένια υφή του μέλλοντός του.

Μα ο καιρός φυσάει τη ζωή μας σαν να ’ναι χάρτινη
– ε, τα ποιήματα της δίνουν κάποιο βάρος.

Των ορατών η ερημιά

Από μια πίκρα θάλασσα, από μιαν Ερινύα υποταγή
βαδίζω, λέει, κατάστηθα στον χρόνο
και στου παιδιού την περιφρόνηση για τους επιφανείς
ενήλικους.
Κοντά κοντά τ’ αγκάθια πυκνωμένα σαν στρατιώτες μάχιμοι
που έχουν ξεχάσει να πεθάνουν ή, πώς πέθαναν
και μόνο από τις αστραπές των όλμων
βλέπεις πού και πού θύματα ενθυμήματα
φορές κι ολόκληρες ζωές σε στοπ καρέ
λίγο πριν τιναχτούνε στον αέρα
και τα τραυματισμένα μέλη τους μέλι να στάζουν αντί για αίμα
από την δακρυσμένη νοσταλγία της ηλιόλουστης ζωής.

Στον μέσα χρόνο κάθε βράδυ συναντώ
τα αβίωτα λιβάδια με τις παπαρούνες τού Μονέ
χρώματα λυγμικά που μεταφράζουνε
νυχθημερόν αισθήματα
φυσιούνται ευωδιές και κόκκαλα στον κήπο μου
με τρόμο υποδέχομαι τα αμίλητα σκοτάδια τους
ό,τι και τους πω αυτά μοσχομυρίζουν
νότες, ψυχές και αδόκητα τετελεσμένα
φύλλα καρδιάς αστράφτουνε στα δέντρα
κι όλο μετατοπίζονται άκοπα καθώς
φυτεύω στα ακατοίκητα βελούδα μου
ψεύτικα αστέρια
οι φρέζιες που δεν χάρισαν στα συνομήλικα κορίτσια
επάγωσαν στην κάψουλα του χρόνου
μου γνέφουν ανάμεσα δάκρυα και γέλια
ούτε στιγμή να μη διστάσω να τις ενσαρκώσω
να συνεχίσω έστω πειραματικά
μονόχνωτα κλεισμένη σ’ εκείνα που δεν οίδα
να οσφραίνομαι ανάσταση στη μέση των λεωφόρων
και μουσικές ανήκουστες που τρέφουν γαλαξίες.

Αν μ’ έχασες, είναι που έχω αναλάβει την ευθύνη.

Ιφιγένεια

Ποτέ δεν θα μάθουμε τι έγραφε ο Αγαμέμνων
στην παραλία της Αυλίδας – πριν από τη θυσία –
ακριβώς τη στιγμή που
σ’ έναν αρκετά σκυμμένο βράχο
πάει να σταθεί για λίγο
επιπόλαιος γλάρος
σαν ξάφνου αγγιγμένος από θάνατο
που θέλει κιόλας να ξεχάσει.

Αν όχι άλλο τίποτα
ο πόνος μένει άλιωτος
όταν θάβεις την μνήμη.

Σκύβει λοιπόν ο μεγαλοπρεπής
ο άτρωτος και γράφει…
Ν’ αφήνει έωλο χρησμό για να τον φάει το κύμα;
να σκάβει με άπελπι λεπίδα για μια άλλη Πυθία;
-ουκ(;) εν πολέμω θνήσκεις…

Έρχονται τώρα αλλιώς τα επάλληλα νερά
όχι ως νεύμα ακούραστα ερωτικό
της ποθητής του κλίνης
αλλά ως γοερός οιωνός με καθαρό
τον πυρετό
προτού θεραπευτεί απ’ την ασθένεια
της εξουσίας.

Σε απαρηγόρητο σκοτάδι περιμένει
τώρα η θάλασσα τον πλου
– απ’ την απέναντι ακτή
το ουρλιαχτό της Κασσάνδρας
σε molto cantabile – ακόμα – και
η ρομφαία στο χώμα.

Ως αστρικό ηδύποτο

Όμορφα που ακούγονται
οι ευωδιές των άστρων!…
Σαν να σε δονούν ουράνιες μουσικές
μες στην κοιλιά της φάλαινας
σαν να πετάς ανάμεσα
σε ευεργετικά φυλλώματα-αφές
και αναπνέεις
πράσινο σμαραγδένιο
ή, σαν ν’ ανοίγεις μπαλκόνι σε ουρανοξύστη
και σε απόσταση αναπνοής
φυτρώνει φουντωτή και
τρισχαριτωμένη αζαλέα
-πρέπει να κλάψεις για να την ποτίσεις
με την σεσημασμένη αξιοπρέπεια του πόνου –

ενώ επτά βιολιά παίζουν
ανεξιχνίαστα
απ’ τα ακρογιάλια τα παράφορα
πέρα, ως τα δάση τα αιμόφυρτα
αι Γενεαί Πάσαι

στα θαλασσινά μεσάνυχτα όπου
φαίνεται η πείνα των αγγέλων
ως τρομερή Άρκτος
στα χρηματιστήρια των ε(κ)λείψεων
-κι εσύ, απλώς
στην ποίηση εξορισμένος.

Αποστηθίζω την απόσταση
ως την σιωπή:
ατέλειωτα χιλιόμετρα…

(Δια)μέρισμα

Βλέπω μόνο σκασμένη γη και πρόσωπα φευγάτα
πάνε όλοι λένε στη γιορτή προς την οδό Λεόντων
εκεί που καταφίλησε ο Λάιος τη Μοίρα
γύρισε ανάποδα η Γη μαζί με το φεγγάρι
κι οι προξενήτρες του καημού, οι όλβιες Ερινύες
μεθούσαν και ξεσπάγανε σε γλέντια πηγαδίσια.

Πέρασα τρυφηλή ζωή με δόσεις μαραμένες
στους ώμους κουβαλήθηκα με τ’ άρματα σερνόμουν
μιλάει η Μοίρα αντ’ αυτού, που γέλαγε στην Τύχη
– την πάει μια με το καλό και μια με καροτσάκι
έχουνε δει τα μάτια της γκρεμούς αβύσσους
λουλούδια δάκρυα και φτέρες φτερωμένες.
Με του πηλού τη μυρωδιά δεμένη σταυρουδάκι
βγαίνει κατά καιρούς τσάρκα στα σημερινά
με την ευκολία που εμείς ξεφυλλίζουμε
την Ιστορία του Δημοτικού.

Έχω βαθιά μεσάνυχτα στις τσέπες
βαραίνοντας οι πέτρες της Βιρτζίνια Γουλφ
μου πέσανε στο δρόμο.
Θαυμάζω, δεν μπορώ να πω,
την γενναιοδωρία της Ίριδας
– λούζει τη Μοίρα μου με φωτοβολταϊκά τόξα
ενώ εγώ ακόμη κυνηγάω με τα προϊστορικά
το μυαλό μου –
αλλά αυτό που με απασχολεί κυρίως
είναι η ξηρασία: δεν γίνεται
να πας να πνιγείς
ούτε σε μια κουταλιά νερό.

Νοέμβριος …ετών 37

Σκέφτηκες ποτέ
τι πάταγο εκκωφαντικό κάνει
το αέρινο γιασεμί πέφτοντας
κατά τύχη πάνω σ’ ένα περαστικό μυρμήγκι;
Ούτως ή άλλως με θόρυβο
πρωτάκουστο η κάθε πτώση
– ώρες ώρες φαίνεται συνετός ο ουρανός
επειδή δεν υπάρχει.

Μα τώρα, πίσω στα μεγαλεπήβολα
όπως είμαστε συνηθισμένοι:
θέλω να πω, με το άλλοθι
πως ψάχνουμε τον ένοχο
εγκαταλείπουμε την ύπαρξη
στα αστυνομικά σοκάκια της ευτέλειας
και χάνουμε τις αλήθειες της στιγμής…
πολλές αλήθειες, γιατί η μόνη και σιωπηλή
(παρα)θερίζει μονίμως στο Είναι
όπου ως γνωστόν
απαγορεύεται η πρόσβαση – access denied.
Μαύρη ζωή έκαναν άλλοι Κλέφτες
εμείς το πολύ μια διαδήλωση.
Φαντάζεσαι, κάθε εκπνοή
να έβγαζε κι από ένα όνειρο;

Η (επ)ανάσταση είναι το εσωτερικό
αίθριο του ατόμου που δεν συναγελάζεται
με θεωρίες κουρέλες ή παράσημα
και έπαθλο μια νύχτα στα μπουζούκια
της διάσημης αγέραστης ηλίθιας
της ντε και καλά αισιοδοξίας
με τον χαζοβιόλη καθρέφτη κατακούτελα
ανάμεσα στα φρύδια.

Ελλειπτική τροχιά σε συ ύφεση

Κι ενώ έχεις κινήσει ήδη
για τον αποχωρισμό
το σούρουπο που ξεμπερδεύεις
τα μαλλιά μου απ’ τ’ αστέρια
-βάρος που το ’χει η τρυφερότητα
όταν σωπαίνουν τα μαχέρια –
ένα αγρολούλουδο-καθρέφτης μού μαθαίνει
τι θα πει αρμονία
τότε σε χάνω χωρίς δάκρυ χθεσινό
κι απ’ την ψηλότερη έξαψη
του θέλω
κατηφορίζω με άνεση ως τη χαρά
του ζω.

Λυπημένα κοχύλια διώχνει η θάλασσα
εκεί που ετοιμαζόμουνα
να σου αποδείξω ότι απέχεις μόλις ένα
βότσαλο απ’ το παιδί που ήσουν.

Μια εξορία-εαυτός όπως
το σαλιγκάρι το σπιτάκι του.

Μετά, αλλού και άλλοτε μικραίνεις
κιόλας στην προοπτική του βάθους
το γέλιο πια μόνο του ήλιου, σπάνιο
-στο τέλος βλέπω στη ραφή
στην άκρη του χειμώνα
δυο κερασάκια όμορφα
σε βάρκα νουφαράκια.

Πόλεμος Έρως

Ανοίγει η γη στα δυο γόνιμο ρόδι
πέφτω στο βάθος του φλεγόμενου πυρήνα
φτερά καψαλισμένα ανωριμότητα
φθινόπωρα εικοσιένα στη σειρά
μ’ ένα μικρούλη έρωτα γυμνό
τσιτάκι από τ’ αστέρια δανεισμένο
όλοι με κοροϊδεύουνε με το χαμόγελό σου
η άνοιξη απούσα ταξιδεύει
μόνο σε σένα.

Με τάιζες σπόρους ροδιού, είδα στον ύπνο μου
το δρόμο για να βρίσκω, έλεγες
πίσω στο θαλερό σκοτάδι σου
αιώνια να επιστρέφω Περσεφόνη – ώσπου
και ας μην είμαι η ίδια, να μεταμορφωθώ
μόνο σε μένα.

Αστέρια πέφτουν στα μαλλιά
κι η έρημος σφαδάζει
στο όνομα της άωρης ομορφιάς μου
θα πνιγεί ο Άδης
προτού αλλάξει προσωπείο
και σε δω
πάλι στην πόρτα.

Αθώες φράσεις με ξηλώνουνε καρφιά
και βγαίνω από την άγνοια στο μπαλκόνι
χύνεται μέσα μου ποτάμι αλμυρό
σε λίγο ξημερώνει
σονάτα τού Σκαρλάτι θάλασσα ως πέρα
κι η μάνα μου ντυμένη Αλεξάνδρεια
χαρίζει όλα τα ρούχα στον αέρα.

Κρεσέντο

Ήρθε με λασπωμένες μπότες
μούσκεμα στον ιδρώτα της απόστασης ˙
οι τρύπιες τσέπες ένδειξη πως τα όνειρα δραπέτευσαν
– το βραδινό καράβι είχε σαλπάρει
κι εκείνος έψαχνε ως την τελευταία στιγμή
τα ναύλα για τον ουρανό σ’ ένα λουλούδι.

Στο δρόμο έχασα πολλά, μα όχι την ψυχή μου
είπε κι ακούμπησε επάνω στο τραπέζι
λευκό και άφιλο χαρτί – μολύβι
η ματιά του ακονισμένο
από ιδιωτική βροχή ανομολόγητη – κι εγώ
έδαφος πρόσφορο για τα οικεία βέλη.

Πριν απ’ αυτόν, με καίει
το χαμόγελό του από αιθρία
αξέχαστη στη μέση του χειμώνα
– για ώρα ανάγκης, μου έλεγε
όταν με κοίταζε απ’ τα βάθη
ως την ψυχή μου – μαγνήτης
πελάγη απεγνωσμένα ανάμεσα,
τριαντάφυλλες ανάσες σε γέφυρα πυρφόρα
– ο στεναγμός μού ζωγραφίζει πεταλούδες
μες στα σωθικά –
δεν έχω δεύτερο πουκάμισο
εκτός απ’ την αφή μου να του δώσω.

Διασχίζουμε στο ραλοντί και εν ριπή
στιγμές φωσφορίζουσες
με δρασκελιές ανίατης νεότητας
ατέλειωτες εκ(σ)τάσεις
σε αέναη που λατρεύαμε την πτήση
– τέρψη και τύψη πώς ζυγιάζονται θανάσιμα
πάνω στα φτερά αρπακτικού
αμετανόητη προσδοκία
απειλούμενη
από την γνώση που διαθέτει υπομονή.

Προτού μ’ αγγίξει ένα αστέρι φεύγει
απ’ την παλάμη του πυροτεχνήματα
καθώς με τύλιγε
ο ουρανός κάτω απ’ την στέγη
μα με ανοιχτούς κρουνούς και βρέχουν
άυλο χρυσάφι.

Τώρα, εκεί. Και πάλι εδώ:
αργά και αστραπιαία ταυτόχρονα
γυμνό και το δωμάτιο
φέγγει ως το αύριο των δακρύων
ο έναστρος πόθος.

Ο ποιητής

Να μη μιλάς ποιητικά
του ’λεγε ο δάσκαλός του
εν ανάγκη να μη μιλάς καθόλου!
Διωγμένος κι απ’ τη γλώσσα ακόμα
καλά καλά ως το απέναντι βουνό δεν είχε πάει
ξυπόλητος από ταξίδια κι όμως
στου νου τις τσέπες όλο φως
θάλασσες και βουνά με αγρίμια, κι ο ίδιος
χώραγε στο ανοιγόκλειμα του βλέμματος.

Πότιζε μόνο δέντρα και κηπευτικά
δάκρυα των ονείρων κουβάδες
πηγαινόφερνε με την αυγή στα περιβόλια ^
κι ύστερα να κοιμηθεί έτρεχε πριν απ’ τον ήλιο
γιατί απ’ τον ύπνο έβγαζε
πάντα ουράνιες βλέψεις λύτρωνε
τον ιδρώτα του με δροσερό φασκόμηλο
και ακουμπούσε ραβασάκια γιατρειές
στου κάθε επιλήσμονα το απλωμένο χέρι
για να κεντήσει κι ο φτωχός
τ’ αστέρια που του πρέπουν.

Σε λίγο πάλι ακούραστα έκοβε
σαν λουλουδάκια νέρινα τα λάθη
των ανθρώπων – ουραγός
του Ωμέγα απαρατήρητος
πώς να τον κάνεις φύλλο;
Μόνο τα φτερά του έβγαζε
κι άφηνε στο κατώφλι
ν’ αναγνωρίζουν τα παιδιά πού
έχουν σύναξη αύριο όλες οι επιθυμίες.

Πώς βρέθηκα σ’ αυτή την αίθουσα αναμονής
αναρωτιόταν τώρα σε πλήρη
αστική υπνηλία παγιδευμένος
κι εκτός από τον παπαγάλο στο κλουβί
που τσίριζε ανόρεχτα τσιτάτα σεμνά
και ταπεινά από την πρόσφατη Ιστορία
δεν ακουγόταν παρά η φωνή διαταγή ριγέ
γραβατωμένου οικοδεσπότη
να νουθετεί την κόρη του:
Μακριά από ποιητές! Ψάξε καλύτερα
δυσεύρετο υδραυλικό ή ηλεκτρολόγο!

Το ποίημα

Τόσο παρηγόρα ζεστό
σαν λυχναράκι σε έρημο
εξέχει όμως η ασχήμια τύραννος
ο πάνθηρας χαζεύει χορτασμένος
ουδέν ψοφίμι
-όλα αλληλοφαγώθηκαν
πριν καν να ξεψυχήσουν –

μα μια αντιλόπη ξένοιαστη
και πάμφωτη αγάπης
περνάει μπροστά σαν έκρηξη
εν φρίκη γνώσει ίπταται
ως μαγικό μαστίγιο
επί αθλιοτήτων
ζωή και αβροδίαιτη ένα!
μοναδική σπανιότητα, προκλητική εικόνα
σεσημασμένη των άγριων ανέμων

ποίημα τρυφερό
-στα χρόνια του σκληρού χαλκού
σε τι να χρησιμεύσει;

Τα όνειρα του Άμλετ απαρέμφατα
-στον ενικό μάς βλέπει μόνο
ο θάνατος.

Αφού κι εμείς, καμιά φορά
όταν τα κύματα περιφρονούν
λησμονημένες τραγωδίες
κρατάμε όλη την έρημο
μες στην μικρή παλάμη.

Η αλληλουχία των Τεχνών

(Για να μη φλουτάρει η φωτογραφία
μετατοπίσου μια ιδέα από την λογική
και ζουμάρισε στο μέσα χρώμα.)

Ψάχνω ζευγάρια των μηνών Ιούλιου και Αυγούστου
Καίσαρ και Strindberg αψιμαχούν σε σκοτεινά μεγέθη
αχός Ρουβίκων μαίνεται σε μοίρα στερημένη
από την άλλη, ο βόρειος
σε ζητιανιά λιακάδας
κι οι δυο μαζί σε κλασικές
– αξιολύπητοι – επιδόσεις.

Αν και αταίριαστο πολύ
σαν φούξια στον Στάλιν
κάνω πειράματα δειλά με την βιοχημεία:
Ιούλιος και Αύγουστος μου ιδρώνουνε την πλάτη
ενώ Μασνέ και Ρενουάρ, οι συνονόματοι τους
παίζουν βιολιά και χρώματα
στη μέση εδώ του κήπου’
ο ουρανός σαν θάλασσα
πέφτει και με δροσίζει

απόδειξη τόσα νερά που μπήκαν μες στο σπίτι
και στην κορφή του λόφου μου
να, κιόλας κολυμπάω!

Τι σου ’λεγα; Έχει ο Θεός
ακόμη αξόδευτο γαλάζιο.

Με τον τρόπο του Κάλβου

Την ώρα που μένω στα μισά του δρόμου
γιατί δεν ξέρω πώς φτιάχνονται
απ’ την αγρύπνια οι χειροβομβίδες
και αν αυτό έχει σχέση
με τους είλωτες
ή με τον Κολοκοτρώνη

μου στρώνεις λεωφόρο ροδοπέταλα
χάνει χρόνο το όνειρο και θα το δει η μέρα
πάει λοιπόν στα βιαστικά
να βρει τις ρίζες του στην πίσω αυλή του ουρανού
εκεί που είναι κόκκινα τ’ αστέρια απ’ την αγρύπνια
όπως σιωπηλά κυλάνε τα νερά της μυστικής
ζωής που δεν αξιωθήκαμε.

Ανασκοπεί ο ουρανός την Αόρατη Δόξα
κι οι ευωδιές ξεχύνονται λαχανιάζοντας
σε σκάλα στριφογυριστή
για να σε φτάσουν.
0 άνθρωπος είναι ικανός
ως και φτερά να βγάλει
για να την αχρηστέψει

γιατί ο Θεός είναι η μόνη
ειρωνεία που αντέχουμε. 

Momentum ~ η επικράτηση

Τα χρόνια που περάσανε σαν στιγμιαίο φύσημα
σαν αστραπή πιο άγουρη απ’ την λάμψη
πιάνουν χώρο πελώριο εκεί που δεν τα βλέπεις
– έχεις τη θέα τους στο πιάτο
μόνο από τους εξώστες της ψυχής
που ξέρει από πέταγμα σε αχανή πελάγη.

Ακόμα και παρά τη θέλησή σου
πάντα ένα Κάτι αόρατο, μυστήριο και βραδυφλεγές
θα σε ανυψώνει πιο πολύ κι από το χνούδι της λεύκας
θα σε γυρίζει πιο βαθιά στην ουσία τού μη όντος
ψηλά πάνω απ’ τη θέα της ομορφιάς μονάχα
του υλικού κόσμου – εκεί που γεννιέται
η ανεπιστρεπτί νοσταλγία.

Από θαλασσινό νερό κι από κεράσι χείλι
άλλο τίποτα δεν θα σου λείψει
ανάμεσα στην ταραχή των άστρων
και του Μαγκρίτ τα μούσμουλα φεγγάρια.

Πετάω από τώρα πετραδάκια
στη λίμνη του εφησυχασμού τους
για να συνηθίσω στα άσφαιρα και αχρεία(στα).

Χόρτα, κρασί, χαρτί, ροδάκινα, τυρί και σοκολάτες
βγαίνω πάλι για ψώνια στην επικράτεια
των ανιάτων
σήμερα όμως σ’ έναν ανεξήγητα ανυψωτικό
ρυθμό απειθαρχίας
με βηματάκια ωστόσο χαλαρά – κόντρα στο ρεύμα.

Η ορατότητα γυμνή τού “πώς περνά η ώρα”
πεθαίνει χωρίς αίμα ο θάνατος
στο άκουσμα και μόνον ενός φλοίσβου.

Και μαγεμένη και άρνηση

Χτυπάει πάλι άνοιξη στη φλέβα του Νοέμβρη
ο φτερωμένος ουρανός πουλάκια κυνηγάει
και ξεμυτίζει γαλανό το δακρυσμένο γέλιο’
μαζεύει ο νους τα χρώματα
τα βάζει στο συρτάρι
κι ακούει τα τραγούδια του
αφού θα σκοτεινιάσει
για να κεντήσουν όνειρα
που θα φυσούν νοτιάδες
σε αγκαλιές να κλείνονται
τα μαγεμένα μάτια.

Στέλνω μια κάρτα Αλληλούια στην αιωνιότητα
μαζί μου να γελάσει
– είναι παράξενος καιρός, γι’ αυτό τον καλοπιάνω –
ανοίγω το παράθυρο να μπούνε φεγγαράκια
σαν διαλεχτός της άρνησης και ακριβός της πίστης

Οι κορδέλες της Σκάρλετ

Ήθελα να πάω στον καιρό της μάνας μου
όταν εγώ δεν υπήρχα.
Ήρθαν μαζί σαν συνεννοημένες
πριν από τα χαράματα
δυο φίλες – μεταξύ τους, όχι με μένα –
η Άγρια Νοσταλγία και η Τρυφερή Ομορφιά
και βάλθηκαν χωρίς να με ρωτήσουν
να εξοντώσουν, λέει, την Χαρμολύπη
που ήρεμα φτερούγιζε και μου ’κάνε παρέα.
“Μα, βρε καλή μου, βρε γλυκειά, κακιά κι ονειρεμένη”
τίποτ’ αυτές, το δρόμο τους
με λύσσα και με δόρυ
κυμάτιζαν σπαθιά και δίχτυα στον αέρα
φορέματα αίματα και αστέρια στο ταβάνι.

Μετά από λίγο, ούτε ήχος στο δωμάτιο
ούτε δροσιά όπως πριν – κι εκείνες
ιδρωμένες να κρύψουνε τα όπλα τους
και να με πλησιάσουν:
“Εσένα σε αφήνουμε να σε σκοτώσει ο ήλιος!”
μου φώναξαν και τράβηξαν απότομα τα στάρια.

Αν τύχει κάτι έκτακτο
θα σε ενημερώσω.

η είλη της ύλης (2003)

ειλητάριο

Άδειες φωλιές χελιδονιών οι χούφτες
το μέσα κρύο αδυσώπητο
—έξω, η έγχρωμη ζωή.
Θροΐζουν στο ξεψύχισμα οι χάρτινες νύχτες
—της σελήνης κομμάτια
και θρύψαλα στο πάτωμα
το πολύτιμο βάζο
του ανοίκειου παρελθόντος—
θυμωμένους αγέρηδες φυσάνε τα σύννεφα
αποδίδοντας δικαιοσύνη στα βαλσαμωμένα όνειρα. 

Γιατί ποτέ δε λάμπει το φεγγάρι
χωρίς να φέρνει όνειρα με χάρη…

For the moon never beams
without bringing me dreams.

. . .

Και με την απορία του άστρου
το άσπρο φουστάνι άψυχο
σαν μουσική πεταμένη
—να αλωνίζει ο πανικός
και να χορεύει ο τρόμος—
δίπλα στο χάσμα του τάφου
πάνω στην τελεσίδικη σιωπή.

Ό,τι πρέπει το φρεσκοσκαμμένο χώμα
για να φυτέψω πάλι ενοχές.

Η ηδονή των περασμένων ερώτων
αφήνει λιπόθυμα ίχνη
αφού αποκαλύψει την κρυμμένη αποστολή της
Ότι χους εσμέν…—
Φταίει, φαίνεται, ο νόμος της βαρύτητας:
πέφτεις και τσακίζεσαι.

 ευαγώς ναυαγός

Όχι, κάτι άλλο με συνεπαίρνει ·
τραβούνε, ναι, το βλέμμα μου
οι μηχανές, οι πολύβουοι δρόμοι
τα άδεια μάτια και τα φωτεινά ονόματα ·
εμένα όμως αλλού πετάει ο νους μου
—θέλω να βλέπω τα σύννεφα
τη νύχτα τα μακρινά σιωπηλά φώτα
και τις σκοτεινές θάλασσες.

Όταν σου λέω μανταρίνι να…

 . . .

Σαν αίνιγμα ξεχασμένο
μέσα στην παιδική μου κασετίνα ·
σαν μυρωδιές από παλιά
που ανακαλύπτω πάλι ·
σαν μακρινή ανάμνηση από φωνές και πρόσωπα ·
σαν ένα βουνό που ξεσκεπάζεται απ’ τα χιόνια
κι από μια μύχια του σχισμή
ξεμυτίζει κρινάκι θαλασσινό ·
σαν αμμουδιά χρυσή παρθένα
που μόνο εμείς πατήσαμε

είναι το ποίημα
που θα μου γράψεις μια μέρα (;)

. . .

εική ειμή… ειμί

Ερχότανε καλπάζοντας
το άλογο του Απρίλη — να φυλαχτώ
να τοιμαστώ ξανά για την Εαρινή Επίθεση.

Σφιχτόδεσα τα μποτάκια του Δημοτικού
και χίμηξα προς την αντίθετη κατεύθυνση
με μάτια σφαλισμένα για να βλέπω
το μαύρο ζωντανό.
Ύστερα μπήκα στο πιο αρχαίο μαγαζί
κι αγόρασα χρωματιστό φουστάνι
πληρώνοντάς το με τρία βιβλία.

Επέστη επιτέλους η στιγμή
να διαψεύσω τον πατέρα μου
και τη δυσοίωνη πρόβλεψη
πως δεν μπορείς να πας
στο super market να δώσεις δύο
ποιήματα και να πάρεις
ένα κιλό φέτα.

Αφού δεν έχει απομείνει
άλλη καλοσύνη
για ν’ αγοράσω κεράσια.

. . .

Ο Αγαμέμνονας μες στο λουτρό εφονεύθη;
Για τον Μαρά, είμαστε σίγουροι
υπάρχει η απεικόνιση της Ιστορίας:
το αίμα νερό δε γίνεται!

Και ο καιρός μαινόμενος στη μνήμη
των μνημάτων-υπομνημάτων
ατελών η τροχιά στις φάσεις της σελήνης.

Εναπόκειται, φορές, στους κεκοιμημένους
να μας αφυπνίσουν.

. . .

Ελύτης και Καρούζος με κατοίκησαν
στα μάτια κοιτάζουν τη ζωή
και εισηγούνται τα δυσπρόσιτα.

Καθώς τραβάω την κουρτίνα
της καινούργιας μέρας
λέω ν’ αφήσω την άθλια
πραγματικότητα να περιμένει ·
ξέρει αυτή, άπρακτη δε θα μείνει:
θα κυνηγήσει πάλι τους λαγούς
να τους φορέσει πετραχείλια.

το ανοίκειον κέλυφος (2000)

το ανοίκειον κέλυφος

Σαν να ’ναι εχθρός σου η ζωή και την παραφυλάς
τη φιλάς σφιχτά και τη φυλάς
τα φυλάς και τρέμεις μη σου φύγει
και φτύσει πρώτη, η ανίατη —
φτου ξελευτερία, το Άγνωστο.

Λίγο να μην την προσέξεις
ξεγλιστράει
μέσ’ από τις λιακάδες των ημερών
και των νυχτών τις χαραμάδες
—άβουλα παιχνιδάκια εμείς
σε πρώτη ζήτηση επαίτες
κι εκείνη όλο να μηχανεύεται.

Και που κουβέντα πιάνεις
με τ’ αστέρια
ζωή ζηλεύεις ζήτουλα
κι αυτή δεν σ’ αγαπάει—
σχεδόν σε κώμα το σώμα
ακόμα πάνω απ’ το χώμα.

Δεν κάνει να διαβάζεις ποιήματα τα βράδια.

. . .

Μπαίνω στο ποίημα την ημέρα
και θέλω να νυχτωθώ
στην κάμαρά του
—τη βρίσκω άδεια
παραθυρόφυλλα κλειστά
κι εσύ μόνο να λείπεις.

Στους τοίχους ζωγραφισμένα χάδια
και τα φιλιά αμίλητα
στο πάτωμα αφίλητα—
τα χρόνια που έρχονται
προάγγελοι ιχνηλάτες του απρόσιτου
και βρέχονται από τη θάλασσα
των πεπραγμένων.

. . .

καταχραστής θαυμάτων

Σου λέω ταξίδι όταν με κοιτάς
κι εσύ με κόβεις με μοιράζεις με πετάς
μου λες βροχή μου κι απ’ το χέρι με κρατάς
ίχνος ο ήχος — και στο θαύμα θα με πας;
Χτυπάει σφυγμός αβάφτιστος
μα στη στροφή άλλος καιρός:
τρίζουνε κιόλας τα φτερά μας.

Πού είναι ο ουρανός που προτιμάει
το όνειρο απ’ τη σάρκα;

. . .

Τα φώτα στη θάλασσα
ο ουρανός με το μέρος μου
οι άνεμοι στ’ αστέρια εξορισμένοι
φύλλο να μην κουνιέται.
Κι εγώ από ένα ξαφνικό
της μοίρας μου καπρίτσιο
κουτρουβαλιάζω
στους αιώνες κατά πίσω
γίνομαι μικρό κορίτσι άβγαλτο
που ούτε να σε ξέρει θέλει
—και ταυτοχρόνως
σκουπιδάκι μες στα μάτια σου
για να σε δω να κλάψεις επιτέλους.

 . . .

οδών ωδές

Στη-χυμα-τι-ζω
στο χώμα-σώμα να θρέψω
την απειρία του εκατόφυλλου.

Βρέχει γιατί το σύννεφο
κανείς δεν το ρωτάει
αν η βροχή το λύτρωσε
ή το ’θάψε στο χώμα.

Και ν’ ακουμπώ σε καίγομαι
και να μισεύεις λιώνω.

. . .

Ένας καινούριος ήλιος ανατέλλει ευωδιές
και καθαρίζει την ατμόσφαιρα—
από τη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού
που μόνο σ’ αυτόν χαρίζεται
πρωτάκουστα τα μυστικά που φέρνει:
λουλούδια πέρα από το μαρασμό
των εποχών και της συνήθειας.
Έτσι φτιάχνονται τα γεγ-Ον-ότα: εκ του Όντος.

Μετά η βροχή ανάβει κεράκια στο χώμα
που ρουφάει τις σταγόνες της —να
σβήνει την κρυμμένη φωτιά —αυτό, ξέρει.

. . .

ο θησαυρός της ήττας

Κάνει βουτιά απόψε το φεγγάρι
από τα κεραμίδια μέσα στ’ όνειρό σου
να δει αυτό που τόσο επιθυμείς κι όμως το τρέμεις
-δικό σου ρούχο που σαν ξένο το φοράς.
Γιατί δεν παραδέχεσαι τη νύχτα πως το ξέρεις,
ιη μέρα πως το αισθάνεσαι, τη χαραυγή το χάνεις;
Δικό σου πάλι γίνεται σαν γαλανό τραγούδι
παλιό ηλιοβασίλεμα, κύμα που το φιλάει—
κι εσύ γυμνός ορίζοντας και άπληστος προδότης.

. . .

Καληνύχτα κι απόψε
πάλι δεν θα συναντηθούμε—
εσύ κοιμάσαι με τη σιγουριά
εγώ ξαγρυπνώ δίπλα στην αμφιβολία
γιατί όλο ξεσκεπάζεται
κι έχω να τη φροντίζω.

 η διαρκής σύμπτωση

Μ’ αρέσουν τα μικρά ποιήματα
γιατί είναι του χεριού μου
που μέσα τους δεν χάνομαι
—και όταν ξάφνου αγριεύομαι
κι απ’ το όνειρο πετιέμαι
να ξέρω πως στα σκοτεινά νερά
ψηλαφώντας όλα τα φτάνω
— βγαίνω απ’ το λαβύρινθο
πριν να μου βγει η ψυχή.

Και το ίδιο το Ανέφικτο
είναι πελαγωμένο. 

. . .

Τα καράβια τα τρένα τα σύννεφα
κι όλα τ’ αρχαία και σκοτεινά παιχνίδια
τα έχω κάθε βράδυ δίπλα στο μαξιλάρι μου
—τα όνειρα του παρελθόντος και
του μέλλοντος σαν ανοιχτό βιβλίο
και τους καλούς και τους δυνατούς
που νικάνε πάντα στα παραμύθια.
Για τα σκοτωμένα πουλιά
που βρίσκουν άλλοι στην ακτή,
εγώ δεν ξέρω τίποτα—
έχω να περιμένω κάθε πρωί την ανατολή.
Τη νύχτα πάλι έχω δουλειά:
να θυμηθώ τα θαύματα
που είδα μέρα μεσημέρι.

Ο δογματικός είπε: —Πετάς στα σύννεφα.
Ο αστός είπε:— Εθελοτυφλείς και καλά κάνεις.
Κι η μάνα μου:
—Αυτό το πείσμα τρέφεται με αίμα.

. . .

Εσύ;

-…

μετα-ποίηση μετ’ Αμφιέσεων  (1997)

Βγήκα δήθεν για τσιγάρα. Στην πραγματικότητα ήθελα να σου πω μια καλημέρα.
Αν δεν τo ‘χεις μάθει ο λάκκος είναι ακόμα άδειος. Για να αισιοδοξήσει, σκέφτεται το μέλλον του ρόδινο: το πολύ να καταντήσει κενοτάφιο.

Θα μου πεις, το δις εξαμαρτείν…
Θα σου πω, οι σοφοί με σφραγίδα είναι επτά και κατοχυρωμένοι. Δεν έχει άλλες θέσεις. Είναι να ξοδευόμαστε;

Συνήθισα στην άδηλη αναπνοή. Αφού ό,τι δηλώσεις είσαι, εγώ θα τους παραπλανήσω: αναπνέω παράνομα στη σκέψη σου, κλείνω το μάτι στην καινούργια μέρα σαν να είναι όλα υπό έλεγχο και ξεγελάω τις ανασφάλειες κλειδώνοντάς τες για να μοιάζουν ασφαλείας…

Αν δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς, να καις τουλάχιστον μόνο παράλληλες αρτηρίες. Ποτέ τις διασταυρώσεις. Υπάρχει κίνδυνος βραχυκυκλώματος. Το αίμα δεν αστειεύεται.

Έχεις τουλάχιστον οάσεις στις ερήμους σου; Κάπου να ξεκουράζεσαι κι εσύ απ’ τη μονοτονία της ασφάλειας.
Να φανταστείς πως ζήλευα τις –έστω μικρές– περιπλανήσεις σου. Πήγες κι ακριβοπλήρωσες την έμπνευση, ενώ εδώ είναι δωρεάν.

Δεν ξέρω τι να το κάνω το παράπονό της, που μένει τόσον καιρό ανεπίδοτη. Γι’ αυτό στη στέλνω. Αν έχεις την καλοσύνη, να συμπληρώσεις τα κενά.

Φέτος κάψανε πάλι όλες τις συμφωνίες – του πράσινου με το γαλάζιο, του ιώδους με το υπόλευκο, τη δική μας. Πρόλαβα και φύτεψα καινούργιες να θεριέψουν με τα πρώτα δάκρυα του νέου χρόνου.

Ό,τι αγαπούσα στέρεψε.

Σου γράφω απ’ τη μέση του ωκεανού, τριγυρισμένη από πολύτιμα δυσεύρετα κοχύλια. Κανείς δε νοιάζεται. Από ποιόν να ζητήσω τα εύρετρα;

Εδώ στα βαθιά, τουλάχιστον, δεν κινδυνεύω να πιάσω πάτο. Είναι λίγο κουραστικό, αλλά θα συνηθίσω.

. . .

Να κλείσω τα μάτια
σ’ ένα ύπνο παιδί
και να ξυπνήσω επιτέλους
στην αρχή που μου ανήκει.

. . .

Πεθύμησα ένα γέλιο λούνα-παρκ
ένα κήπο ελεήμονα
με τρυφερή σκουριά
έστω μια παιδική χαρά
ανίκατε μάχαν.

Οι τριαντάφυλλες πληγές
αιμορραγούν απόσταση.

Κάνω πως δεν καταλαβαίνω
το αδυσώπητο της λεπτολόγας υπομονής
και παίρνω μαζί μου
ένα κομμάτι
νύχτα για το δρόμο.

Μην πεινάσω…

. . .

Κάτι με σπρώχνει στην ψευδαίσθηση
πως παίζω δήθεν στην επιθεώρηση.

Των αισθημάτων σου.
Έχω τον πρώτο ρόλο
μπροστά σε άδεια καθίσματα
και να μην ξέρω πότε βγαίνω.

Απ’ τη ζωή σου.

Ουρές απ’ εξω, στο κλειστό ταμείο
της καρδιάς σου.
Ούτε διάλειμμα ούτε και τέλος
έχει αυτό το έργο.
Καλύτερα να φύγω
από την πίσω πόρτα.

Των κομπάρσων.

. . .

Πνίγηκε κάποιος στη λίμνη χθες το βράδυ.

Η αναστάτωση του συνεργείου
επισκιάζει το ακάλεστο πένθος
σαν σμήνος κοράκων πάνω
απ’ τα σιταροχώραφα του Βαν Γκογκ.

Το έργο θα μείνει στη μέση.

Αν με δεις κάτω απ’ τα φώτα
τη ζωή μου ντουμπλάρω
να ξεχρεώσω από τώρα
τους πιστωτές του Τέλους.

. . .

Αλλέγκρο μα νον τρόπο
με τρόπο, σας παρακαλώ:
προέρχομαι από συμφωνία
σε συ μείζονα θλίψη.

Τώρα που γνωριστήκαμε,
πέστε μου ένα χρώμα
για τον Έρωτα.
Φανείτε πιο πρωτότυποι
από το κόκκινο, αν είναι δυνατόν.

Με δοτική απόλυτο σκοτάδι
συντάσσεται – για να σας βοηθήσω…

. . .

Φεύγω απ’ τον έρημο σταθμό
και βάζοντας το χέρι στην τσέπη
ενώ στην ουσία ψάχνω το δικό σου
είναι σαν να θέλω να φυλάξω
τη φωτογραφία της ζωή μου.

Στο τελευταίο πλάνο δεν θα ‘χω
λόγο: παίζω πλάτη.

Και καθώς απομακρύνομαι στη σιωπή
του αβέβαιου μέλλοντος
θα πέσουν οι άχρηστοι τίτλοι
και το σημαίνον Τέλος.

Συνώνυμο της έλξης
είναι το κενό.
Και όσα μας μαθαίνουν στο σχολείο
ανώμαλοι χρόνοι κι ανώφελες γραμματικές
για το καλάθι των αχρήστων.

Αισθημάτων.

. . .

Ήρθαν στο ραντεβού μας συνεπέστατοι:
Οι ζωντανοί κισσοί της ηδυπάθειας
Τ’ αστραπιαία γεύματα και τα πεταχτά φιλιά.
Τα δειλινά βλέμματα βαθιά σχεδόν σκοτεινεμένα.
Οι ταπεινόφρονες αναμονές – κυκλάμινα
με υπαινικτικά γερμένο το κεφάλι.
Οι μοιρασμένες αγκαλιές παραδομένες στη λήθη.
Οι νηπενθείς καλόβολες αναβολές
με το μοιραία Επερχόμενο από κοντά.
Τα φυλαχτά χάδια μόνα τους
μούσκεμα στον ιδρώτα της απογείωσης.
Κι εκείνοι οι διπρόσωποι εφιάλτες
οι μεταμφιεσμένοι σε γαϊτανάκι.

Απάνω που τακτοποιήθηκαν,
έλα εσύ τώρα να τους μιλήσεις

για τη μετακόμιση.

. . .

Ναι, άφησες
την πόρτα ανοιχτή. Μα
μην κοιτάξεις πίσω:
θα γίνεις στήλη άλατος.
Και το αλάτι όπως ξέρεις
κάνει κακό στην πίεση.

Της μνήμης.

. . .

Το ξέρω, κι εσένα σ’ άφησα μισό:
σου πήρα τη λαχτάρα μου.

Φυσάει τώρα στ’ αριστερά σου
πλευρίτης καιρός
κι είσαι στο ρεύμα ανάμεσα
προδοσία και μεταμέλεια.

Πάντως ούτε και σήμερα θα πνεύσουν
άνεμοι να συναντηθούμε μεσοπέλαγα.

Πάρε τουλάχιστον το μισό
πόνο μου να νιώσεις.

Μη μένεις άπονος και μου κακομαθαίνεις…

. . .

Απόψε ανοίγω πάλι την αποθήκη.
Μόνο οι μυρωδιές έχουνε μείνει.
Παλιότερα, αυτή η πόρτα
έβγαζε κατευθείαν στον κήπο
των όρκων.

Τώρα ασφυκτιούν σε χώρο δύο επί δύο
χρωματιστές πολυνησίες πόθου,
η δολοφόνος πανσέληνος Πανδώρα
και αποξηραμένα χάδια
μες στην αχερουσία υπόσχεση.

Έχτισες αυθαίρετη μεσοτοιχία,
μου κόβεις και τη θέα στη θάλασσα
της παιδικής μου ηλικίας.

Εντάξει, εσύ ήρθες.
Ο ποιητής τι απέγινε;

Οι ακριβές επιθυμίες.
Ποτέ ακριβείς.

. . .

Πώς έφτασα ως εδώ; Με απλωτές αναποδιές.
Όμως ας μην τα ρίχνω πάλι στον καιρό. Εκείνος καιροφυλακτεί. Όπως πάντα. Κι εγώ, πήγα κι έπεσα πάνω του. Όπως συνήθως.
Κάτι ψιθύρισε για λαθρεπιβάτες, με λήστεψε από το περιττό – όπως αποδείχτηκε – φορτίο και μ’ άφησε αντιμέτωπη στην αιθρία παροδικοτητα. Και με την καθυστέρηση που φόρτωσε ο νικητής στις πλάτες της τύχης μου, έχασα το λεωφορείο της δεκάτης πέμπτης Ιουλίου.
Κι απ’ όσα σου έγραψα ως τώρα τίποτα δεν ισχύει, όπως καταλαβαίνεις.
Εκ των υστέρων, να σου πω, καλύτερα: Πρώτον, γιατί τελικά δεν ξύπνησα στις πέντε το πρωί – που το σιχαίνομαι σαν τις αμφιβολίες μου, όπως ξέρεις. Κια δεύτερον, τρία ολόκληρα χρόνια σε ονειρευόμουνα νομίζοντας πως ζούμε. Τώρα, αν είναι αυτό καλό ή κακό, εσύ θα μου το πεις.

Αχ, μόλις πέρασε η στάση μου κι έχασα πάλι την ευκαιρία να κατέβω. Κι ούτε να πεις ότι μπορώ ν’ απολαύσω τη διαδρομή, γιατί κάθομαι απέναντί μου μετά από έναν αιώνα. Και τα τοπία είνια απίστευτα ίδια.
Δεν τη γνωρίζω από μέσα. Βλέπω μόνο ένα κορμί – λαχτάρα και μια ανάσα – τώρα. Ίσως θυμάται και το δέρμα και την ψυχή της.
Ήθελα να της πω συγνώμη
μα και πως σ’ αγαπώ ακόμη.
Δεν ξέρω πώς θα το πάρει και διστάζω.

Με τούτα και με κείνα, έχασα και το έργο. Λοιπόν μην περιμένεις να σου διηγηθώ την υπόθεση. Πολύ λιγότερο, βέβαια, το
Τέλος

ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Πλανόδιο τεύχος 8 /Φθινόπωρο 1988)

Ι

ΕΒΑΛΑ ΤΟΝ ΕΑ ΥΤΟ ΜΟΥ στη ντουλάπα σε μια κρεμάστρα προσέχοντας
τις δολοφόνες άκρες της να μη με πονέσουν στους ώμους κι αφήσουν σημάδια.
Ήθελα να ‘μαι πάνω και πέρα απ’ αυτά τα πράγματα και τους ανθρώπους
που τρυπούν την καρδιά. Ήθελα να μπορώ να πω, αυτός ο χορός να
διαρκέσει για πάντα. Κρέμασα λοιπόν το κορμί μου και βγήκα έξω άλλη.
μεταξύ ύλης και αφθαρσίας και λίγα εκατοστά πάνω απ’ το έδαφος – μόνο.
Καθώς δεν έβλεπα το περίγραμμά μου που διαγραφόταν στον ουρανό από ένα
μονοκόμματο κορδόνι «νέον» κι όλο μετατοπιζόταν καθώς πετούσα, φοβόμουν μήπως κοπούν τα νήματα και συγκρουστώ με το φεγγάρι. Δεν ήθελα να συγκρουστώ μαζί του… Με το πρώτο αντιφύσημα θα γύριζα ατό καβούκι μου. Και τί δικαιολογία θα είχα να του πω για τη στέρηση των έναστρων νυχτών… θα είχα πάλι την ανάγκη του.

II

ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΜΟΝΟ ΤΑ ΤΖΙΤΖΙΚΙΑ πού ματαιοπονούσαν επιμένοντας.
Ήταν κι η ζέστη, ο ήλιος που έκαιγε, το χαρούμενο χρώμα γενικά στον αέρα.
Κι όμως το καλοκαίρι ξεψυχούσε: τα γεράνια φωτίζονταν εσωτερικά απ’ τη
λύπη τους, ο ουρανός γινόταν σκούρος μπλε προτού νυχτώσει, ο αγέρας
κουβαλούσε στα μεγάλα χέρια του τη θάλασσα να την αποθέσει πάνω στην
πόλη και πια δε μύριζε πεύκο κι αρμύρα, μήτε νοιαζόταν να στεγνώσει κορμιά
στις παραλίες και σκέψεις στα σύννεφα.
Ένα πρωί που είχε παραγίνει το κακό – ο ήλιος όλο και αποτραβιόταν –
αποφάσισε να σηκωθεί και να πάει εκεί που την είχε συναντήσει, θαρρούσε
πώς ήτανε φευγάτος κιόλας ένας μήνας – ή μήπως δεκατρείς;… Όλη η ιστορία είχε αρχίσει και τελειώσει μέσα σε λίγες στιγμές – ή μάλλον σε σταματημένα ρολόγια μέ αναποδογυρισμένες γιρλάντες.
Βρέθηκε σε κείνη την ξανθή πεδιάδα βράδυ. Η θάλασσα δεν ακουγόταν κι ο
σκούρος όγκος του βουνού στο βάθος επόπτευε άλλα κι εγκυμονούσε.
Διάτρητο σκοτάδι. Αίφνης, χωρίς τυμπανοκρουσίες, ξεπρόβαλε το ασημένιο
τάσι ολοστρόγγυλο και τήν ίδια στιγμή κύλησε ανάποδα μπροστά στα πόδια
του. ’Εκεί, στην πίσω μεριά του, στο ακαθόριστο κοίλωμα, ήταν κουλουριασμένη η Σελήνη. Χωρίς κανένα ήχο ή μάγια ανεξήγητα. τινάχτηκε σα μίσχος και βλάστησε μονομιάς, κόλλησε απάνω του, τον φίλησε με πόθο και – στο ανοιγόκλειμα των βλεφάρων – εκείνος απόμεινε βουβός με ένα διαμαντένιο δάκρυ της στο γυμνό του στήθος. Μια κλωστή μπερδεύτηκε στα δάχτυλά του και προσπαθεί από τότε να τη συνταιριάζει με τ’ ασημένια κουρελάκια της, που είχαν απομείνει άψυχα πάνω στο χορτάρι. Είχε τρέξει άπειρες φορές ξοπίσω της, μα αύτη, λες και δεν ήταν η ίδια, όλο τον άφηνε με άδεια αγκαλιά, χανόταν σε κείνη τη μυστική στροφή του ουρανού: πίσω της, σα χνάρι ανεξίτηλο και προκλητικό, το «νυχάκι» τον φεγγαριού, πότε πλαγιαστό πότε φευγάτο, να τον κοροϊδεύει από ψηλά.
Έφτασε σούρουπο στην πεδιάδα σφίγγοντας στο αριστερό του χέρι την
ασημένια κλωστή, αποφασισμένος να ζητήσει εξηγήσεις. Ορθάνοιξε τα
μάτια, ανάσανε βαθιά. Κάθισε στην καρδιά της πεδιάδας και περίμενε.

III

ΤΡΙΑ ΣΥΜΒΑΝΤΑ επάλληλα και συμπληρωματικά – άλλα συμπτωματικά:
Το φεγγάρι χλεύαζε πάνω απ’ το σκουπιδότοπο της μεγαλούπολης, που
στροβιλιζόταν σα θάλασσα σε χειμωνιάτικη θύελλα με ψάρια τους πολίτες. Ο
ίδιος τρελός άνεμος φυσούσε φαίνεται και ψηλά, γιατί το φεγγάρι, από
πανσέληνο, έχανε κάθε τόσο λίγο απ’ το σώμα του. Σαν τιμωρία για το
χλευασμό ο άνεμος έτρωγε κάθε τόσο λίγο απ’ το σώμα του όπως:
Σ’ ένα εστιατόριο με ζεστά χρώματα, προς το αίμα. Τραπεζάκι στο μισόφωτο.
Η φλόγα έτρωγε το κερί για το επετειακό γεύμα ανελέητα με διάθεση
εξόντωσης. ’Εκείνη, σα γενναία πεταλίδα σε ώρα τρικυμίας, με νύχια και με
δόντια να κρατηθεί. Ο γκρεμός ανάμεσα τους. ’Εκείνος, παρ’ όλο χωρίς
ορατά εμπόδια, χαμένος ολόγυμνος χωρίς παραισθήσεις λέξεων, το μάτι του
κολλημένο για μερικά δευτερόλεπτα στη γωνία: η σκοτεινή ομπρελοθήκη
συγκροτούσε μια μοναχική ομπρέλα σαν ανεξιχνίαστο καρφί στη καπάκι του
παράταιρου φέρετρου. Ύστερα, απέναντι του, οι – πριν λίγο φλουταρισμένες
– τρεις κηλίδες, βαθυκόκκινες, στον άσπρο γιακά της, όπως:
Οι δεκατρείς σταγόνες σκούρο αίμα στ’ άσπρα πλακάκια τον μπάνιου. Το
σώμα τυλίχτηκε χωρίς βάρος και ήχο ζωής σε άσπρο σεντόνι κι η σήμανση
αποκόλλησε – εύκολα – απ’ τα πλακάκια τρεις κηλίδες βουβό αίμα για
εξέταση. Ύστερα έγινε σκοτάδι, όπως:
Μια νύχτα το φεγγάρι εξαφανίστηκε στη χάση τον
αφού ο τρελός άνεμος σίγησε μόλις κατέφαγε το σώμα του
όπως ή φλόγα κατατρώγει το κερί που θ’ ανάψει για να φωτίσει το σκοτάδι
των ανθρώπων πριν επιτέλους ξημερώσει.
Κανένας θάνατος δεν είναι καλύτερος από έναν άλλο θάνατο.

ΓΙΑ ΤΗ ΝΑΝΑ ΤΣΟΓΚΑ ΕΓΡΑΨΑΝ:

ΜΑΡΙΑ ΡΟΔΟΠΟΥΛΟΥ

Νανά Τσόγκα “Το παλιρροιακό κύμα της ποίησης”

Η ποιήτρια Νανά Τσόγκα, μία από τις πιο αξιόλογες γραφές της νέας γενιάς, ξέρει να μετατρέπει την ποίηση σε ένα παλιρροιακό κύμα αισθήσεων και ονείρων. Με ένα ευφυέστατο και πλούσιο λεξιλόγιο και ένα συναίσθημα που βρίσκεται ανάμεσα στην τρυφερή ειρωνεία και το βελούδινο όνειρο, που πολλές φορές δαγκώνει, η ποιήτρια Νανά Τσόγκα είναι η χαρισματική εκπρόσωπος του νεορομαντισμού στην ποίηση. Όμως δεν ξεχνά να είναι ρεαλιστική, πολλές φορές με, έξυπνα καλυμμένο, σκληρό τρόπο που με μια τυχαία ανάγνωση μπορεί να διαφύγει από τον αναγνώστη. Με βαθιά αγάπη απέναντι στην Τέχνη που υπηρετεί, η Νανά Τσόγκα είναι η ποιήτρια που ξαναφέρνει τον λυρισμό σε απόλυτη αρμονία με τον σουρεαλισμό που διέπει σχεδόν όλο της το έργο. Και καλεί τον αναγνώστη σε μια εκ βαθέων περιπέτεια ‘γυμνάζοντάς’ τον μέσα από την έντονη ζωγραφική της ποίησής της.

ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ

Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΝΑΝΑΣ ΤΣΟΓΚΑ

Σήμερα θα συν-ομιλήσουμε με την ποίηση της ΝΑΝΑΣ ΤΣΟΓΚΑ — ή αν θέλετε με την ΝΑΝΑ ΤΣΟΓΚΑ, την ποιήτρια, που έχει μέχρι σήμερα μια πορεία ανοδική, μια πορεία ωρίμανσης.

Μεταποίηση Μεταμφιέσεων, 1997

Το Ανοίκειον Κέλυφος, 2000,

η οποία διαρθρώνεται σε επιμέρους κινήσεις, σαν τα μέρη μιας μουσικής συμφωνίας: ανοίκειον κέλυφος – καταχραστής θαυμάτων – οδών ωδίνες – ο θησαυρός της ήττας – η διαρκής σύμπτωση.

Στους χαλεπούς καιρούς όπου βρεθήκαμε να διαβαίνουμε, ένας λόγος για την ποίηση ίσως μοιάζει μάταιος — δεν είναι, όμως! Γιατί πώς μπορεί να είναι μάταια η αναφορά σε ένα ξεχωριστό ανθρώπινο γνώρισμα, ένα γνώρισμα, το οποίο, όπως λέει ο Αριστοτέλης, είναι «σύμφυτο τοις ανθρώποις»;

Η πρώτη λέξη που άρθρωσε ο άνθρωπος, ήταν μια λέξη όπου το σημαίνον και το σημαινόμενό της ταυτίζονταν τελείως. Ήταν μια λέξη όπου ήχος και νόημα ήσαν ένα και το αυτό. Ήταν μια λέξη φυσική, όχι σύμβολο. Η πρώτη ανθρώπινη λέξη, όπως υποστηρίζει ο Κρατύλος, στον ομώνυμο Πλατωνικό διάλογο, ήταν μια δήλωση ουσίας όχι μια απλή γραμματική σήμανση — ήταν, μ’ άλλα λόγια, ΠΟΙΗΣΗ !

Δεν είναι, όμως, φριχτή πεζότητα να μιλάμε για ποίηση με όρους γλωσσολογικούς και με ψυχρές λέξεις όπως : σήμανση, σημαινόμενο και τα παρόμοια; Ας θυμηθούμε, λοιπόν, τον καβαφικό Ιάσωνα Κλεάνδρου, ο οποίος μελαγχολών, στην Κομμαγηνή, εν έτει 595 μ.Χ., ορίζει την ποίηση ως «του άλγους δοκιμή εν φαντασία και λόγω».

Η ποίηση της Νανάς, κυρίες και κύριοι, είναι πλήρης πλουσίας φαντασίας και υψηλού λόγου, το προσωπικό άλγος κρύβεται, και κρύβεται καλά, στα κενά διαστήματα των περίτεχνων στίχων, στην προσωδία των ηθελημένων, ειρωνικών ομοιοκαταληξιών τις ακαριαίες, κι απρόσμενες ανατροπές των μετέωρων φινάλε. Κι αυτό νομίζω ότι είναι το ξεχωριστό γνώρισμα της Νανάς Τσόγκα ως ποιήτριας. Αυτή η απόκρυψη, αυτή η μάσκα, αυτή η περσόνα που κρύβει το πρόσωπο και αφήνει έκθετη την ψυχή είναι, κατά την γνώμη μου, ό,τι πολυτιμότερο έχει αποκομίσει από την ενασχόλησή της με το θέατρο.

Με την ποίηση της Νανάς, έχεις την εντύπωση ότι βρίσκεσαι διαρκώς μπροστά σε μια μαγική εικόνα, νιώθεις ότι μέσα από τα σχήματα, τις επιφάνειες, τα χρώματα ακόμα, πρέπει ν’ ανακαλύψεις κάτι που κρύβεται. Κι αν είσαι τυχερός και το ανακαλύψεις, τότε, σε περιμένει μια μεγάλη έκπληξη, γιατί αυτό το κάτι που κρύβεται είναι ο εαυτό της. Είναι η ίδια που κρύβεται με μια παρθενική αιδημοσύνη που παραπέμπει στην απάρνηση του τετριμμένου, την απόρριψη του ανώφελου, στην εναγώνια θήρευση του άρρητου. Όσο περισσότερο η μαγική εικόνα αποκαλύπτει το μυστικό της, τόσο περισσότερο γνώριμα νιώθεις. Λες και συνάντησες κάποιον παλιό σου φίλο. Και τότε, η ποίηση της Νανάς, γίνεται οικεία, παρόλη την επιφανειακή ανοικειότητά της.

Είναι αυτονόητο ότι κάθε ποιητής, ακόμα και χωρίς να το θέλει, συμβάλλει στην λύση των μεγάλων προβλημάτων της ποίησης και ότι, συγκροτώντας το δικό του ποιητικό πρόσωπο, διαμορφώνει, ταυτόχρονα, και το πρόσωπο της ποίησης καθόλου. Να διερευνήσουμε, λοιπόν, το ποιητικό σύμπαν της Νανάς σε σχέση με αυτά τα προβλήματα.

Αν αληθεύει ότι ο σημερινός ποιητικός λόγος τρέφεται από την επαφή του με την καθημερινότητα, κι ότι μια πρόχειρη ματιά στην τρέχουσα ποιητική παραγωγή θα του φανερώσει αφηγηματικούς τρόπους, ανάκληση προσωπικών στιγμών, μικρές εξιστορήσεις και δραματικό μονόλογο, τότε, η ποίηση της Νανάς Τσόγκα, είναι μια ποίηση άκρως νεοτερική, γιατί περιέχει όλα αυτά τα στοιχεία σε ισχυρότατες δόσεις.

Η δεύτερη συλλογή της, Μεταποίηση Μεταμφιέσεων, αρχίζει με μια σειρά poems en prose όπου η καθημερινότητα εμφανίζεται γυμνή από στολίδια:

Βγήκα δήθεν για τσιγάρα. Στην πραγματικότητα ήθελα να σου πω μια καλημέρα.

Ήχοι γνώριμοι, οικείοι. Λέξεις κοινές, «ανήδυστες». Το τσιγάρο, η πεμπτουσία της μοναξιάς ως άλλοθι επικοινωνίας. Και η καλημέρα, η ανθρώπινη, του Θεού η καλημέρα, μετέωρη, ανεπίδοτη σαν «φωνή βοώντος εν τη ερήμω».

Θα μου πεις το δις εξαμαρτείν….
Είναι να ξοδευόμαστε ;

Ο υψηλός γνωμικός λόγος ενταγμένος στην καθημερινή χρήση χάνει το μέγεθός του αλλά διατηρεί την ειρωνική εξωτικότητά του. Στοιχείο εξόχως ποιητικό αφού, ο ειρωνικός τόνος όντας μια απόκλιση, ένα πάθος της πεζότητας, είναι γεμάτος ποιητική ενέργεια.

Αυτή ακριβώς η γύμνια, η απάρνηση κάθε ηδύσματος, αίρει την καθημερινότητα στο ύψος του δραματικού μονολόγου. Του δίσημου μονολόγου, αφού σηματοδοτεί και το θέατρο που ενυπάρχει στο δράμα της ζωής, αλλά και την έντονη ψυχική κίνηση με την οποία δηλώνεται η υπαρξιακή αναταραχή.

Συνήθισα στην άδηλη αναπνοή. Αφού ό,τι δηλώσεις είσαι,
Εγώ θα τους παραπλανήσω: αναπνέω παράνομα στη σκέψη σου,
Κλείνω το μάτι στην καινούργια μέρα σαν να είναι όλα υπό έλεγχο
Και ξεγελάω τα ανασφάλειες κλειδώνοντάς τες για να μοιάζουν
Ασφαλείας…

Η ανάκληση των προσωπικών στιγμών ανακατεύουν την επιθυμία με την θύμηση :

Πεθύμησα ένα γέλιο λούνα παρκ
Ένα κήπο ελεήμονα
Με τρυφερή σκουριά
Έστω μια παιδική χαρά
Ανίκατε μάχαν.

Με πρόδωσε εκείνη η χαραμάδα στο συρτάρι
Που έβγαζε παλιότερα
Στην κρυψώνα των φιλιών
……………………………
τον πόθο δεν τον είδα πουθενά — άφαντος !

Ιδού αναγνωρίζω τα ίχνη
Της αρχαίας φλόγας και ανέρχομαι
Απ’ τις πολλαπλές καταδύσεις στο σώμα
των ονείρων σου —

Και καταμεσής ανάμνησης και θύμησης φυτρώνει ο έρωτας. Ο έρωτας σαν ζητούμενο. Ο παρακλητικός έρωτας. Άσπιλος και λιτός, ο σοφόκλειος στίχος που επεμβαίνει απρόσμενα και καταλυτικά, έρως ανίκατε, ή σαν τον αφορισμό του Φιλόστρατου, Ου το εράν νόσος, αλλά το μη εράν, που αλλάζει ανατρεπτικά το κλειδί της μελωδίας προς τη μεριά πάλι της αμφίσημης ειρωνείας. Στο κάτω – κάτω τον Σοφοκλή τον ξέρουμε ποιος είναι, για τον Φιλόστρατο, τέσσερις μ’ αυτό το όνομα απαριθμούν οι γραμματολογίες. Έτσι, ο έρωτας από φωτεινή παρουσία μετουσιώνεται σε σκοτεινή απουσία, σε μαύρη τρύπα της ύπαρξης, ενώ το αγαπημένο πρόσωπο ένα άγνωστο ον που η αναζήτησή του κάθε άλλο παρά τρυφερή είναι.

Θα σε αφήσω στο έλος τα ερημιάς σου.
Χωρίς ηχώ και χωρίς γέφυρες.
Να δούμε πότε
θα μάθεις να λες καλημέρα
και να το εννοείς.

Αν το πρωί που βγαίνεις
Απ’ το σπίτι
Έχεις την αίσθηση
Πως κάτι ξέχασες,
Εγώ σου το ’χω κλέψει.
……………………………..
Πάω πάλι
για άκαρπη ισοπαλία. Σε ξένο γήπεδο.

Έξοχη μεταφορά : ο έρωτας σαν ποδοσφραιρικός αγώνας.

Κοίτα μόνο να μην
εκτίθεσαι στα ρεύματα

της λήθης

κι εγώ σ’ αγαπάω: πιάσε κόκκινο !

Κάθομαι σπίτι και
Στήνω ενέδρα στη σκιά σου
Για να μη βγω στην ανεργία.
Της νοσταλγίας.

Έκανα λάθος. Μίλησα, παραπάνω, για απουσία τρυφερότητας και τα αποσπάσματα που παρέθεσα αναιρούν την άποψή μου. Υπάρχει παντού κάτω από ένα παραπέτασμα καπνού, που άλλοτε παίρνει την όψη μαλώματος κι άλλοτε την όψη του ιδιόρρυθμου ερωτικού «νταϊλικιού», μια υποδόρια τρυφερότητα, σαν ένα συναίσθημα που ματώνει αλλά που, κατά παράξενο τρόπο, αυτοϊαίνεται. Σαν ένα παιδί που έπεσε κι έγδαρε το γόνατό του, σαλιώνει την πληγή για να πάψει να πονά. Έτσι κι εμείς, αισθανόμαστε κάτι σαν «ποιητικό σάλιο» να μαλακώνει την πληγή της απουσίας. Και το σάλιο, μην το ξεχνάτε, είναι ζωικός χυμός, όπως το αίμα, το δάκρυ, ο ιδρώτας, το σπέρμα.

Να αναρωτηθούμε τώρα. Έχει ο ποιητής προσωπικές στιγμές; Πώς είναι δυνατόν κάτι τέτοιο αφού είναι υποχρεωμένος να δημοσιοποιεί τα βαθύτερα συναισθήματά του, απαντάμε αμέσως… Η θεωρία ορίζει ότι το προσωπικό στοιχείο στην ποίηση εκβάλει στο λυρισμό. Πολιτικο-κοινωνικά απορρέει από την θέσπιση της Δημοκρατίας, η οποία εξατομικεύει τον άνθρωπο. Είναι πασίγνωστο ότι ένα από τα ισχυρότερα στοιχεία της νεοτερικότητας στην ποίηση, είναι η ελαχιστοποίηση του λυρικού και η πριμοδότηση του δραματικού, που κάνει την ποιητική πραγματικότητα να άπτεται, σχεδόν, στην πραγματική πραγματικότητα της ζωής. Δεν γίνεται, λοιπόν, ποίηση χωρίς μεγάλες ή μικρές προσωπικές στιγμές. Ποίηση, μ’ άλλα λόγια, είναι η μεταποίηση των προσωπικών στιγμών σε συγκινησιακή γλωσσική αλληλουχία – για να παραφράσω το ρηθέν υπό Ι. Α. Richards ότι «ποίηση είναι η υπέρτατη μορφή της συγκινησιακής χρήσης της γλώσσας»(1). Η διαφορά έγκειται στο πόσο και πώς αφήνει ο κάθε ποιητής να κοινωνούμε μ’ αυτές του τις στιγμές. Η Νανά, είναι σεμνή, της αρέσει να κρύβεται, να παίζει, της αρέσει, πάνω απ’ όλα, να αυτοσαρκάζεται, να ειρωνεύεται αλύπητα τον εαυτό της και τις καταστάσεις στις οποίες εμπλέκεται.

Ανάμεσα στο πάντα και το ποτέ,
Με δυο λόγια να μου πεις
Τώρα τι κάνουμε.

Εχω κι αυτόν
Τον ημισφαίριο πόθο
Που βαυκαλίζεται πως θα ιαθεί
Αν γίνει
Έτερον ήμισυ.

Ο αυτοσαρκασμός είναι το ανώτατο στάδιο της αυτογνωσίας, ποιος το είπε αυτό δεν θυμάμαι. Πρέπει όμως να είναι αλήθεια. Η γνώση του εαυτού, ζητούμενο παλιό των ανθρώπων, της τέχνης, ακόμα και των θεών, λειτουργεί εδώ, μέσα από την προβολή της προσωπικής στιγμής, μιας προσωπικής στιγμής διυλισμένης μέσα από το φασματοσκόπιο του σαρκασμού και της ειρωνείας. Πόσες λέξεις, επίθετα ή ουσιαστικά, έχετε δει ή ακούσει να στολίζουν την εξαίσια λέξη π ό θ ο ς, πάμπολλες σίγουρα, όχι όμως και την λέξη ημισφαίριος. Μια λέξη δανεισμένη από την γεωμετρία, που σε πρώτο επίπεδο ανάγνωσης μοιάζει αφηρημένη και αντιποιητική. Δεν είναι, όμως. Η Γεωμετρία, και όλο το σύστημα των μαθηματικών, στην αρχαία Ελλάδα είχε σχέση με την αρμονία και την ισορροπία της ανθρώπινης ψυχής και του σύμπαντος κόσμου. Στην είσοδο του ναού των Δελφών υπήρχε η επιγραφή «ουδείς αγεωμέτρητος εισήτο». Απέδιδαν, ακόμα, στον Θεό την ιδιότητα του γεωμέτρη. «Αεί ο Θεός γεωμετρεί». Μετά απ’ αυτήν την αναγωγή η λέξη ημισφαίριο αποκτά κρυπτική και μυστική σημασία και, γι’ αυτό ακριβώς, πληρούται ποιητικής ενέργειας, αναιρώντας κάθε ίχνος αντιποιητικότητας. Όσο για την μετωπική σύγκρουση με τον θεσμό του γάμου με το άκρως σαρκαστικό εκείνο : έτερον ήμισυ, τα σχόλια περιττεύουν.

Ο Επικούρειος Απόλλων
Έγινε άγαλμα μου είπαν
Και δεν μπορεί να σπεύδει
Πλέων σε
βοήθεια

Ο μοντερνισμός αν και απορρίπτει τον ακαδημαϊσμό δεν αποκόπτεται από την παράδοση. Ο Έλιοτ, από του πατριάρχες του ευρωπαϊκού μοντερνισμού, το υποστήριξε αυτό στο περίφημο δοκίμιό του Η Παράδοση και το Ατομικό Ταλέντο (Tradition and the Indivitual Talent)(2). Στην ελληνική εκδοχή του μοντερνισμού, τόσο στην ποίηση, όσο και στην πεζογραφία, αλλά και στην ζωγραφική, η παράδοση, αυτή η ιδιαίτερη ιστορική αίσθηση, που είναι μια αίσθηση του αιωνίου και του προσωρινού ταυτοχρόνως, είναι ισχυρότερη και πλουσιότερη, γιατί αντλεί από δύο πηγές συγχρόνως, κι από το απώτερο, αρχαίο, και από το νεώτερο και νεότατο παρελθόν. Και είναι τόσο ισχυρή η παρουσία της που η ελληνικότητα, σαν η υπέρτατη έκφραση της νεοελληνικής παράδοσης, να καταντάει, ορισμένες φορές, τραύμα και παθολογία.

Η ποιητική νεοτερικότητα της Νανάς Τσόγκα, ακριβώς επειδή αρθρώνεται με όχημα το ιδίωμα της ειρωνείας, του σαρκασμού και της αυτο-αναίρεσης, περιορίζει το στοιχείο της παράδοσης στα μέτρα του, και απεκδύει την ελληνικότητα από τα μαλάματα του εξόφθαλμου μοντερνισμού που, με τον καιρό, σκέπασαν το πρόσωπό της. Η Νανά, όχι μόνο δεν ψάχνει τον βασιλιά της Ασίνης στα χαλάσματα της Τίρυνθας, αλλά έχει και την παλικαριά να μεταμορφώσει τον Επικούρειο Απόλλωνα σε γιατρό του ΕΣΥ.

Έως εδώ ανιχνεύσαμε βασικά στοιχεία της νεοτερικότητας σε σχέση με την προσωπική ποιητική γλώσσα της ποιήτριας. Και διαγνώσαμε πέρα από τα βασικά στοιχεία του μοντερνισμού που ενυπάρχουν στα ποιήματά της, ισχυρές δόσεις ειρωνείας και αυτοσαρκασμού σαν ξεχωριστά γνωρίσματα του ποιητικού ιδιώματός της.
Να πάμε λίγο παρακάτω.

Το ποίημα είναι μια δομή. Δομικό υλικό του είναι η γλώσσα με στοιχειώδη μονάδα την λέξη. Η λέξη, σύμφωνα με τον πατέρα της γλωσσολογίας Φερδινάνδο ντε Σωσσύρ(3), αποτελείται από το σημαίνον και το σημαινόμενο. Η σχέση των δύο αυτών στοιχείων είναι αυθαίρετη κι αυτή ακριβώς η αυθαιρεσία εμπλουτίζει την καθημερινή, επικοινωνιακή χρήση της γλώσσας με πολυσημία. Στη ποίηση, η αυθαιρεσία των ορατών και των αοράτων στοιχείων της γλώσσας παύει να υφίσταται και την θέση της παίρνει η ταύτιση ήχου και νοήματος. Στην ποίηση οι λέξεις κινούνται, στεγνώνουν , ραγίζουν και φορές σπάνε, γλιστρούν, παραπατούν, φθείρονται κάτω από το βάρος του νοήματος, κάτω από την πίεσή του(4), έχουν, δηλ., την φυσική ζωντάνια τα οργανισμού.
Θεραπεύει σωστά τη γλώσσα η Νανά Τσόγκα; Της δίνει την αξία που της πρέπει; Την εμπλουτίζει; Η απάντηση σε όλα αυτά τα ερωτήματα είναι ανεπιφύλακτα, ΝΑΙ !

Η Νανά θέλγεται από την γλώσσα, ερωτοτροπεί μαζί της, την παίζει δεν παίζεται απ’ αυτήν. Φτάνοντας στην λέξη, την ενδιαφέρει περισσότερο το νόημα και λιγότερο ο ήχος της, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο λυγερός ελεύθερος στίχος της στερείται μουσικότητας. Από τους τίτλους ακόμα των συλλογών, βλέπουμε αυτό το νοηματικό και νοητικό παιχνίδι. Μεταποίηση Μεταμφιέσεων. Η λέξη μεταποίηση σημαίνει : αλλαγή της μορφής ή της σύνθεσης κάποιου πράγματος ώστε να χρησιμοποιηθεί με διαφορετικό τρόπο (Εμμ. Κριαρά, Νέο Ελληνικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών, 1995). Στην θεωρία της ποίησης, μεταποίηση ονομάζεται η ενασχόληση της ποίησης με την ίδια την ποίηση. Η αμφίσημη αυτή λέξη τοποθετημένη κοντά στη λέξη μεταμφιέσεων, που από μόνη της είναι μια μεταποίηση είτε του ενδύματος, είτε του προσώπου, είτε του σώματος είτε της ψυχής, δημιουργεί μια εκρηκτική εντύπωση τόσο στο νοηματικό επίπεδο με τις αλληλοσυγκρουόμενες έννοιες των λέξεων, όσο και στο ηχητικό με την παρήχηση των φθόγγων μ και σ.

———————————————————–

Η δεύτερη συλλογή τιτλοφορείται το ανοίκειον κέλυφος. Το κέλυφος είναι καταφύγιο, αραξοβόλι, τόπος γνώριμος και οικείος. Είναι το σπίτι, ο τόπος, ο έρωτας. Τι κάνει, λοιπόν, αυτό το κέλυφος ανοίκειο, ίσως και εχθρικό ; Του καιρού ντροπές και χάλια, τ’ άδικο απ’ τον δυνατό, ο εξευτελισμός από τον φαντασμένο, ο πόνος της περιφρονημένης αγάπης, η άργητα του νόμου, οι τραμπουκισμοί της εξουσίας(5). Το γλωσσικό παιχνίδι παίρνει και τις μορφές, τις ομοηχίες και τα ομοιοκατάληκτα : (σ)Τύψη-μο — τρίψιμο, Χυμό – θυμό, φιλάς–φυλάς, ζηλεύεις–ζήτουλας, σάλι–σαλούς, χώματα – πτώματα, Ωδών Ωδίνες, ηδυπαθής – δυήπαθος, ανεμώνες-μόνες, όπλο ή οπλή, εωσφόρος – εαροφόρος. Κάποιες φορές η λέξη απο-συναρμολογείται για να δοθεί νέο νόημα στα επιμέρους συστατικά της. Στη –χύμα-τι- ζω, γεγ -ον- οτα , συν – χώρεσε.

Οι λέξεις που ξοδεύτηκαν
Χωρίς να τις ακούσω
…………………………
οι λέξεις είναι πάλι
που τυλιγμένες στην υγρή ομίχλη

Σχετικά με τη λέξη ο Έλιοτ συμβουλεύει στα Τέσσερα Κουαρτέτα :

Η λέξη ούτ’ αδιάφορη ούτ’ επιδειχτική,
Η κοινή λέξη σωστή χωρίς φτήνια,
Η λόγια λέξη ακριβής μα όχι σχολαστική.(6)

Η γλώσσα στον ποιητικό κόσμο της Νανάς λες κι ακολουθεί κατά γράμμα τις ελιοτικές υποδείξεις. Και κάτι ακόμα. Στην λαγαρή κι ευλύγιστη γλώσσα της δεν υπάρχει γλωσσικό πρόβλημα. Είναι μια ζωντανή, δυνατή και ρωμαλέα μικτή γλώσσα με ελαφρά απόκλιση προς την λόγια με ηθογραφικές παλαιο-δημοτικές λέξεις: ξελευτεριά, μαυρομάνικη, μισεύεις, κιτάπια, βιάση.

Η ομοιοκαταληξία που θεωρήθηκε σαν η πεμπτουσία του ακαδημαϊσμού στην ποίηση και μέσα από την χρεοκοπία τα οδήγησε στην επανάσταση του ελεύθερου στίχου, αρχίζει τον τελευταίο καιρό να επανεμφανίζεται με άλλοθι την «επαναμάγευση του ποιητικού λόγου» και την επανακατάκτηση της προσωδίας που χάνεται εξαιτίας της πεζότητας του ελεύθερου στίχου.

Πάνω στο θέμα αυτό, και στη συζήτηση που άρχισε, πριν ένα περίπου χρόνο, με αφορμή μια εκδήλωση του περιοδικού Μανδραγόρας και φιλοξενήθηκε στα Ενθέματα τα κυριακάτικης Αυγής, ειδικό βάρος έχει η γνώμη του καθηγητή της Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ν. Βαγενά, ο οποίος παρεμβαίνοντας από τις στήλες του Βήματος γράφει, «Η επαναμάγευση του ποιητικού λόγου δεν μπορεί να γίνει με τα ποιητικά μέσα του παρελθόντος αλλά με βάση τα υλικά και τους ποιητικούς τρόπους του παρόντος.»

Πολλά ποιήματα της Νανάς έχουν ομοιοκαταληξία, πιο πολύ στο δεύτερο βιβλίο, το ανοίκειον κέλυφος και ιδιαίτερα η ενότητα Καταχραστής Θαυμάτων. Μόνο που στην συγκεκριμένη περίπτωση η ομοιοκαταληξία είναι ένα ψυχρό τέχνημα, ο καγχασμός για μια παρωχημένη ποιητική φόρμα και λειτουργεί όπως ακριβώς κι ο ελεύθερος στίχος, λες και θέλει να δείξει πόσο πολύτιμη είναι η παρουσία του τελευταίου στο ποιητικό σώμα τα νεοελληνικής ποιητικής έκφρασης.

Σου λέω ταξίδι όταν με κοιτάς
Κι εσύ με κόβεις με πετάς
Μου λες βροχή μου κι απ’ το χέρι με κρατάς
Ίχνος ο ήχος — και στο θαύμα θα με πας

Εδώ η ειρωνεία, σαν υπόγειο ρεύμα κατατρώει τα θεμέλια τα προτεινόμενης στιχουργίας. Όσο για την προσωδία, αυτή μάλλον παραμένει επίτηδες χαμηλή και κοινότοπη με τις τετριμμένες ομοηχίες κοιτάς – πετάς, κρατάς – πας, μόνο και μόνο για να καταδείξει το παρωχημένο της μορφής.

Της μνήμης δε το κόκαλο αν θέλω να αφαιρέσω
Θα μου κρατάει συντροφιά κι η μοναξιά — ν’ αρέσω.

Τρελό καπνό φουμάρει η ψυχή μου
Κι εσύ την ταξιδεύεις σε χαράδρες
Θάλασσες βρίσκει εκείνη να μιλήσει
Λευκή κατάλευκη νιφάδα στους βοριάδες.

Η συγκινησιακή αλληλουχία των παραπάνω στίχων παραμένει σταθερά προσανατολισμένη στην δραματικότητα της αφηγούμενης κατάστασης και δεν κάνει καμιά παραχώρηση προς την πλευρά του λυρισμού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το περιεχόμενο υπερβαίνει τη φανερά προτεινόμενη παρελθοντική μορφή, καλύπτοντας μια δεύτερη μορφή που λανθάνει, αυτήν δηλ. του ελεύθερου στίχου.

Και ν’ ακουμπώ σε καίγομαι
Και να μισεύεις λιώνω.

Ένα ομοιοκαταληκτικό ερωτικό δίστιχο, δεκαπεντασύλλαβος σπασμένος σε ένα οκτασύλλαβο και σε έναν επτασύλλαβο, που θυμίζει στιχάκι ημερολογίου ή κρητική μαντινάδα , είναι το αναπάντεχο φινάλε του ποιήματος με στιβαρό ελεύθερο στίχο, μια ανατροπή τόσο συναισθηματική όσο και στιχουργική, μια αυτο-σάτιρα, που αγαπά η ίδια η ποιήτρια, του απαρχαιωμένου τρόπου.

Πρωτεύον στοιχείο της ποιητικής νεοτερικότητας αποτελεί, σύμφωνα με του θεωρητικούς της λογοτεχνίας, η σκοτεινότητα, η δυσκολία της κατανόησης του νοήματος με την κοινή λογική.(7) Ο υπερρεαλισμός ανήγαγε το στοιχείο αυτό σε αποκλειστικό γνώρισμά του με κύριο όργανό του την αυτόματη γραφή.

Συνδέεται η Νανά με τον υπερρεαλισμό;

Εν αρχή ην ο Μαγκρίτ, τα εξώφυλλα και τα οπισθόφυλλα των βιβλίων της κοσμούνται με έργα του.

Μπροστά στην Μεταποίηση Μεταμφιέσεων, η Μνήμη με την αυθαίρετη συνύπαρξη δύο μήλων με μάσκες. Το μυαλό πάει αμέσως, και σωστά, στο θέατρο. Πίσω το Φόρεμα της Νύχτας, με ένα poem en prose.

Στο ανοίκειον κέλυφος , βλέπουμε πρώτα την Ερωτευμένη Προοπτική και μετά τον Θεραπευτή.

Ο Μαγκρίτ, παρόλο που είναι υπερρεαλιστής έχει μια οικειότητα. Εκκινώντας από έναν φαινομενικό ρεαλισμό, απογειώνει το θέμα του σε αντιρρεαλιστικά ύψη, διατηρώντας, μαζί με την κριτική που ασκεί στο ορατό, την ποίηση του αοράτου.

Μετά η αυτόματη γραφή:

Στους τοίχους ζωγραφισμένα χάδια
Και τα φιλιά αμίλητα
Στο πάτωμα αφίλητα

Εδώ το ασυνείδητο εμφανίζεται χαλιναγωγημένο. Είμαστε μπροστά σε ένα ευαίσθητο γλωσσικό παιχνίδι που ανακόπτει την συνειδησιακή ροή.

Κάτω απ’ το αλεξίσφαιρο εωθινών ερώτων
Εμπόδιο θαμπό που αγαπάει
Τη νύχτα τα σιωπής σου
Ως μακρινή ανάμνηση – αμμουδιά
Που ήσουνα πριν γεννηθείς.

Πάλι κάτι σταματά την αυτόματη ροή. Κατά κάποιον περίεργο τρόπο, η ανάσχεση αυτή πολλαπλασιάζει την προσωδιακή ενέργεια.

Όπου το θαύμα πεζοπορεί διστακτικό
Στην παραλία των αισθημάτων
Βουτηγμένο στην αμετανόητη
Λαχτάρα των εγκοσμίων

Εδώ υπάρχουν λιγότερα ίχνη συνείδησης, αλλά υπάρχουν.
Μήπως κάνω πάλι λάθος εκτίμηση; Μήπως τα παραδείγματα που ανέφερα παραπάνω δεν είναι δείγματα αυτόματης γραφής αλλά στίχοι γεμάτη κρουστή νεοτερική ενέργεια ;

Ο υπερρεαλισμός κι ο αυτοματισμός της Νανάς μοιάζει με εκείνον του αγαπημένου της Μαγκρίτ . Το οικείο που απογειώνεται στο χώρο του α(ν)–οικείου διατηρώντας, ταυτόχρονα, κάποια σπέρματα ρεαλισμού ώστε να μην αποξενώνεται ο αναγνώστης από τα νοηματικά επίπεδα του ποιήματος.

Η Νανά διαλογίζεται και πάνω στην ποίηση με ευαισθησία και γνώση, αλλά και με ταπεινότητα.

Αρχίζοντας απ’ το παράθεμα του Έζρα Πάουντ που στολίζει την πρώτη σελίδα του ανοικείου κελύφους. «Αυτούς που θα γράψουν ποιήματα, τους αγαπούσα από παλιά», φτάνει στο παρακάτω ωραίο μετα-ποίημα της ενότητας η Διαρκής Σύμπτωση.

Μ’ αρέσουν τα μικρά ποιήματα
Γιατί είναι του χεριού μου
Που μέσα τους δεν χάνομαι
—- όταν ξάφνου αγριεύομαι
κι απ’ το όνειρο πετιέμαι
να ξέρω πως στα σκοτεινά νερά
ψηλαφώντας όλα τα φτάνω
—- βγαίνω απ’ τον λαβύρινθο
πριν να μου βγει η ψυχή.

Και το ίδιο το Ανέφικτο
Είναι πελαγωμένο

Εξομολόγηση γεμάτη ευαισθησία. Ο λαβύρινθος έξοχη μεταφορά που θυμίζει τη δαντική selva oscura, αλλά και την σεφερική άποψη για την ποιητική εμπειρία του αναγνώστη.(8)

Ο Σεφέρης, στον Μονόλογο για την ποίηση (1939)(9), χρησιμοποιώντας τα κύρια στοιχεία του αριστοτελικού ορισμού της τραγωδίας, περιγράφει την διαδικασία της ποιητικής εμπειρίας έτσι:

ΕΛΕΟΣ : η δύναμη που μας κάνει να μένουμε προσκολλημένοι στην καθημερινότητά μας μέχρι την στιγμή της ποιητικής εμπειρίας.

ΦΟΒΟΣ : το αντίκρισμα της έλξης που προκαλεί η ποίηση, η διαφορετική διάταξη των στοιχείων του κόσμου, η απελευθέρωση του πνεύματος από το σώμα, που μοιάζει με μυητική διαδικασία.

ΚΑΘΑΡΣΗ : Η ισορροπία των δύο αυτών δυνάμεων, η αποτελείωση της ποιητικής εμπειρίας.

Και τα τρία στάδια διακρίνονται εύκολα στο παραπάνω ποίημα.

Πριν το τέλος, θα ήθελα να σταθώ σε δύο εξαιρετικές κι εξέχουσες όψεις της ποιητικής της Νανάς Τσόγκα: στην ειρωνεία και την αίσθηση της απουσίας που ζωογονούν τον ποιητικό οργανισμό της.

Το βασικό χαρακτηριστικό της ειρωνείας είναι η αντίθεση ανάμεσα στο φαινόμενο και την πραγματικότητα. Όντας η ειρωνεία ένα διανοητικός τρόπος αντίληψης του κόσμου συνοδεύεται από τα δικά του ξεχωριστά συναισθήματα και τις δικές του ξεχωριστές συγκινήσεις. Πάνω απ’ όλα, η ειρωνεία λειτουργεί μέσα από μια φαινομενική απουσία, μέσα από την δραστικότητα σκέψεων και συναισθημάτων που υπονοούνται ή αποσιωπούνται.(10)

Η Νανά, όπως κάθε γνήσιος ποιητής, συγκρούεται με την υπάρχουσα πραγματικότητα και για να την αντιμετωπίσει, δημιουργεί μια προστατευτική ασπίδα από αισθήματα και συγκινήσεις — αισθήματα και συγκινήσεις βιωμένες και αιμάσουσες, βγαλμένες από ένα μυαλό εν εγρηγόρσει και μια ψυχή που ανυπομονεί να ψηλαφίσει, σαν να βρίσκεται στην πρώτη, παραδείσια ώρα της, τα μυστήρια της ύπαρξης και της ζωής. Συχνά οι λέξεις της δεν καλύπτουν νοηματικά αυτό που αισθάνεται και κάποτε δηλώνουν το αντίθετο απ’ αυτό που θέλει να πει. ΄Αλλοτε, όταν, εντείνοντας την αντίθεση νοήματος, πρόθεσης και οπτικής ή ηχητικής εντύπωσης, φτάνει στο σημείο να αποκαλύψει, έστω και ψιχία της πραγματικότητας, μας αφήνει να διαπιστώσουμε ότι πρόκειται για μια αυταπάτη.

Στο ποιητικό σύμπαν της Νανάς είναι παρούσα μια απουσία ή μάλλον η αναζήτηση μιας παρουσίας που κι αυτή απουσία είναι, αφού το ζητούμενο δεν καθορίζεται επακριβώς. Ο αγαπημένος, το ιδανικό, το ερωτικό σώμα, η αίσθηση της πληρότητας, το μυστικό του πρέπει και του θέλω, όλα αυτά βρίσκονται και χάνονται σε ένα διαρκές παιχνίδι με αμφίβολο αποτέλεσμα. Συγκρουόμενα το φαίνεσθαι και το είναι παράγουν μιαν αέναη απουσία της αλήθειας, που μπορεί να ονομαστεί έρωτας, κοινωνία, πολιτική, άνθρωπος, ζωή, μιας ζωής σαν αυτή που υπήρξε την πρώτη μέρα της δημιουργίας.

Όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι το ποιητικό ρήμα και η ευαισθησία της Νανάς είναι τόσο χωνεμένα μεταξύ τους που δε μπορεί κανείς να τα αισθανθεί χωριστά.

Η ποίηση, γράφει ο Έλιοτ, δεν είναι ένα ελευθέρωμα της συγκίνησης, αλλά απόδραση από την συγκίνηση — δεν είναι έκφραση της προσωπικότητας, αλλά απόδραση από την προσωπικότητα. Αλλά βέβαια, μόνο εκείνοι που έχουν προσωπικότητα και συγκινήσεις γνωρίζουν τι σημαίνει η θέληση της φυγής από αυτά τα πράγματα.(11)

Τέτοιου είδους ποίηση ποιεί η ΝΑΝΑ ΤΣΟΓΚΑ, τέτοιου είδους ποιήτρια είναι !

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.