ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΜΑΚΡΙΔΟΥ

.

Η Κλεπάτρα Μακρίδου- Robinet γεννήθηκε στη Λευκωσία. Τελείωσε το Παγκύπριο Γυμνάσιο. Σπούδασε με υποτροφία χημικός στη Grenoble και τη Lyon της Γαλλίας και είναι Διδάκτωρ Χημικός στην Ανόργανο Χημεία ( Docteur de Spécialité). Διετέλεσε χρόνια στέλεχος του Γαλλικού Υπουργείου Συγκοινιών και Έργων καθώς επίσης και του Υπουργείου Οικολογίας και Αειφόρου Ανάπτυξης όπου εξήσκησε τα καθήκοντα της Διευθύντριας του Τμήματος «Υδάτινοι Πόροι» στην Ορλεάνη.
Είναι παντρεμένη με τον Γάλλο ακαδημαϊκό Jean Claude Robinet και είναι μητέρα δυο παιδιών.
Είναι πρόεδρος και ενεργό μέλος συλλόγων «Οι Φίλοι της Κύπρου» στη Γαλλία απ´όπου συντελεί στο ν´ακουστεί η φωνή της Κύπρου.
Μοιράζει τον χρόνο της ανάμεσα στη Γαλλία και την Κύπρο.
To βιβλίο της Άσμα ερωτικό και πένθιμο, έχει μεταφραστεί στα Αλβανικά και εκδοθεί τον Ιούλιο του 2016. Το βιβλίο Μνημόσυνο-Ιχνηλασία έχει μεταφραστεί στα γαλλικά και εκδοθεί από τις εκδόσεις « Variations » σε δίγλωσση έκδοση τον Οκτώβριο του 2015.
Έργα της έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και ανθολογίες ποίησης στην Κύπρο την Ελλάδα και Γαλλία. Το ποιητικό της έργο έχει βραβευθεί τον Ιουνιο του 2017 από την Διεθνή Ακαδημία Arts-Sciences-Lettres που εδρεύει στο Παρίσι με το Αργυρό μετάλλειο.

Εργογραφία:

Ποίηση
Ωδή για την Κύπρο, Λευκωσία 1992,
Πατερ απελθέτω απ´εμόυ το ποτήριον τούτο, Λευκωσία 1994,
Σαλαμίνα τε, Λευκωσία 1996,
«Πρέσβυν αρ’ εισδέξομαι πάτερ», Λευκωσία 1998,
Ὁ νόστος των Ηρακλείδων, Λευκωσία 2006,
Το Κάππα της Κύπρου, Λευκωσία 2013
Μνημόσυνο. Ωδή στον χαμένο Υπαξ/κό Κύπρο Γ. Ἰωάννου, Ιχνηλασία, 2014,
Ρε Αλέξης , Ο Ηγέτης μιας καταδικασμένης επανάστασης , 2015,
Άσμα ερωτικό και πένθιμο, Κουκκίδα 2015.
Εντοπία φωνή  Κουκκίδα  2017
Εάλω η ψυχή    Κουκκίδα  2018
Ταξίδι Οδύσσειο    Κουκκίδα   2019
Δώρος Λοίζος   Ο Ωραίος της Επανάστασης    Κουκκίδα  2020
Η ηχώ της μνήμης  Μανδραγόρας  2021
Θεριό η Μνήμη   Κουκκίδα  2022
Τα δόντια της βροχής  Μανδραγόρας 2023

 

Επιμελήθηκε την Ανθολογία της σύγχρονης κυπριακής ποίησης – δίγλωσση ανθολογία στα ελληνικά και γαλλικά « Editions variations » 2016

.

.

ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ (2023)

ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ

Είναι η θάλασσα της Κερύνειας
χρόνια τώρα
να ξεβράζει τους σταυρούς της
που περιμένουν στον ήλιο τη μοίρα
Τόσους χειμώνες, τόσες ανοίξεις
σκυφτοί στην καλοπέραση μας
κανείς μας τόσα χρόνια
δεν βούτηξε ν’ αρπάξει.

Είναι κι η θάλασσα της Αμμοχώστου
που τους ξέρασε στη στεριά.
Στρατιές σταυρών ξεχασμένοι στη βιασμένη πόλη
να περιμένουν τα Θεοφάνεια.
Πήγε ο Σουλτάνος για πικ νικ
και τους μαχαίρωσε έναν έναν
Τους μάζεψε σ’ ένα στρατόπεδο
και τους αγγίζει να γίνουν μισοφέγγαρα.
Από τότε εκείνοι οι άμοιροι
δεν ξέρουν πια σε ποιο Θεό να παραδώσουν την ψυχή τους.

ΠΗΡΕ ΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ

Πήρε τη μνήμη της ανάποδα
βαδίζοντας πατά τη Δύση
Την έβλεπαν να χάνεται
πίσω από το σούρουπο
του έρωτα-χρόνου.
Αιώνες λάξευε την ίδια πέτρα
μα ο ιδρώτας-πόνος ξυπνούσε
σαν δάκρυα ενός θεού.
Η μνήμη μπερδευόταν καθώς κολυμπούσε
στις όχθες της ζωής.
Δεν έμενε καιρός για το αύριο
δεν ξυπνούσε το πρωί ο ήλιος
μόνο μια Αφροδίτη απέμενε
που διάβαζε γυμνή τη μοίρα
καθώς περίμενε μία μορφή του Άδωνη τη μορφή
να ’ρθει κοντά της.

ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ

Μνήμη Βάνιας Αργυρού Δημητρίου

Κάθε που ο ύπνος δεν λέει να με πάρει
κάτι καπό, κάτι δυσάρεστο έρχεται τις πρωινές ώρες
σφηνώνεται επάνω μου και με παιδεύει.
έτσι και χθες, γιατί μέρες τώρα μάταια σε γύρευα,
σε άλλο τρένο έμπαινες
μέχρι που ήρθε το κακό μαντάτο
πως έφυγες, εσύ που με τη μορφή σου
σφράγισες τα παιδικά μου χρόνια
μια σχέση δεκαετιών που φέγγιζε στο δώμα της ζωής μου
που σαν μεγάλη αδελφή
σαν μάνα
στα χρόνια εκείνα τα παλιά αγαπημένα
τα ιερογλυφικά
τα χαλεπά
με έτρεφες στο γάλα της φιλίας.
Εκείνη η σπάνια ευγένεια η ελεήμων
που με κοιτούσε πάντοτε στα μάτια.
Την είχες προίκα και γνώριζες,
πυροσβέστης της κατακαμένης μας κοινωνίας,
νερό στις πλατιές σου παλάμες
να προσφέρεις.
Κι αν έγινε η ζωή σου δύσκολη
στα αναπάντεχα της μοίρας μας παζάρια
πάντα αγέρωχη τιμάς και εξυψώνεις
ανθρώπινες ιδέες
με προσφορές αίματος απ’ το ισχνό σου σώμα.
Δεν γνωρίζουν από θάνατο οι ψυχές,
όταν ωραίες κι αυθεντικές,
γίνονται λόγος και πνοή
ήλιοι που αιώνια με ζεσταίνουν.

ΣΕ ΕΙΧΑ ΝΟΙΩΣΕΙ ΑΝΘΡΩΠΕ

Στην προκυμαία της Τροίας
συνάντησα ένα σωρό νύμφες και έντομα
μύγες, σφήκες, πεταλούδες
σε μια χαρμολύπη γιορτής
στου Αρχαγγέλου Μιχαήλ, της γειτονιάς μου,
του Καϊμακλιού το πανηγύρι.
Ανάμεσα στο χάος
και τη τελετουργία των ανεμοστρόβιλων καιρών
όλα έλαμπαν με χαμόγελο Χριστού
ενώ η ζωή κρεμόταν από της καμπάνας το σχοινί
κι η αγάπη σφηνωνόταν στου κακού τα πηγάδια.

Η Ευρώπη σχίζεται ξανά στα δυο
την ώρα που αναζητούμε μύρα
ν’ αλείψουμε το σώμα του.

ΣΤΑ ΒΑΘΙΑ

Καταδύεσαι βαθιά
στα νερά της μνήμης
να συναντήσεις εσένα
που εγκατέλειψες
επαίτης των χρωμάτων της νύχτας
ονειρευτής του ήλιου που έσβησε
ζητιάνος του ονείρου
στο γεωγραφικό πλάτος της αγάπης
που σκοτείνιασε μέσα στον πόλεμο των λέξεων.
Στο τέλος να δεις
θα χρωστάς στο χέρι σου
που προσπερνούσε τη θλίψη
και την άτιμη κούραση
που καθ’ οδόν σε ξεγελούσε.
Η ζυγαριά πάντα βαρούσε στην άλλη μεριά
κι εσύ χρεώστης για το νερό που έπινες
για τον ιδρώτα που σε έλουζε
για τον αέρα που ανέπνεες.
Δεν είχες χρόνο για σένα
μόνο πάλευες να ισορροπήσεις τον εαυτό σου
μέσα σ’ ένα κατακρεουργημένο Σύμπαν!

ΧΑΘΗΚΑ

Χάθηκα στη μήτρα της Μεσόγειος
στο ιώδιο και το αλάτι της θάλασσας
στον βυθό της μνήμης.
Ρίζωσα στο έλεος του χρόνου
και στο μαστίγωμα της μοίρας
έτσι που η ζωή μου
κολυμπώντας στα κρύα δάκρυα του θανάτου
και τα φιλιά του φεγγαριού
έγινε Νησί και την κατοίκησα.

Στη σκιά της αγριότητας
την απέραντη γοητεία της φθοράς
και στ’ αρχέτυπο δίπολο έρωτος-Θανάτου
ζωγράφισα τη λάβα και τα βότσαλα
με ένα φουστάνι στα χρώματα της Αφροδίτης
φιλώντας το Χώμα σαν τον Ριμαχό.

ΟΝΕΙΡΟ

Τότε
είχε κόκκινα μάτια.
άδειαζε την ουσία της
και πότιζε τα πουλιά
με χαμόγελο κι αυτό κόκκινο.

Όταν τη συνάντησα, ύστερα από χρόνια,
τη ρώτησα τι έγινε το κόκκινο
που κυριαρχούσε.
Το έφαγε ο χρόνος μού απάντησε
η γνώση έγινε αίμα
και το έριξε στους υπονόμους.
Τότε φύσηξε ο αέρας
και πήρε τα μαλλιά της.
Στις ρίζες φάνηκε το άσπρο του χρόνου
σαν φως που φώτισε τα μάτια μου.
Υψιπετής ο μίτος του χρόνου
κι η θέληση αρραγής.

ΑΝΑΖΗΤΩ

Αναζητώ ακόμη
μέσα στην ασαφή Γεωγραφία του Κόσμου
τους χρησμούς των αντιφάσεών Σου
το λουλούδι στις ρωγμές των βράχων Σου
το όνειρο που ασφυκτιά μέσα στις κλειστές πόρτες
του αδιάφορου χρόνου.
Ψάχνω ακτίδες φωτός
στα ανώτατα στρώματα του Γαλαξία
φωνές έκπτωτων αγγέλων
να μπολιάσω το όνειρο
να κλαδέψω τις απειλητικές μέρες
της γηρασμένης Σου ύπαρξης
να πληρώσω το τίμημα της γέννησης
γνωρίζοντας καλά
πως εκεί θα επιστρέψουμε όλοι
στο χωνευτήρι της Γης
που μας φιλοξένησε.

Τυλιγμένοι στις μαυρόασπρες κουβέρτες της μήτρας
μπήκαμε με τους πνεύμονες στο χάος του Σύμπαντος
και βγήκαμε με την ανάσα κομμένη.

ΟΠΩΣ…

Όπως οι μεγάλοι έρωτες
παραδίδονται στις μεγάλες προσδοκίες
έτσι κι ο ήλιος
παραδίδεται στη δικαιοσύνη του κάλλους
φοβούμενος μην ηττηθεί
από τα αυτονόητα
και το αβέβαιο του μέλλον.
Όμως εσύ είσαι ελεύθερος
κι ελεύθεροι είναι οι γενναίοι
κι ας κρατείς το βαλιτσάκι σου έτοιμο
περιμένοντας να δεις το απροχώρητο πριν φύγεις μακριά.
Και το κλάμα έχει τη μαγεία του.
Τα χειμωνιάτικα δειλινά είναι τα πιο ωραία.
Είναι πιο μουντά
κι από τη σιωπή της απουσίας
το πρόσωπο του λύκου
μες στα χαλάσματα και τα ερείπια του πολέμου…

ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ

Κι έμεινε η αμηχανία
από τη φθορά της απουσίας
μετέωρη
να σκεπάζει τη φωλιά της αγάπης.

Κι εσύ γιατί δεν ήξερες να προφυλάξεις το αύριο
κι άναβες κερί εκεί που έφτανε ο άνεμος
και φώναζες στην έρημο
φωνή βοώντος η φωνή σου σε ώτα μη ακουόντων
κι άνοιγες τα φτερά σου σαν γέρος αετός
ν’ αγκαλιάζεις τ’ αγκάθια
Τι νόμισες;
Μια διασταύρωση βλεμμάτων η ζωή
και ό,τι αρπάξεις από την αλμύρα
σαν κυλήσει το δάκρυ…

Κάποτε όμως το φως ντύνεται αστέρια
στην αύρα του χρόνου
για να αντιληφθούμε καλύτερα το σύμπαν,
όταν το φεγγάρι διαλύεται με λυγμούς
στο παράθυρο του ονείρου
πενθώντας τη χαμένη βασιλεία του.

.

ΘΕΡΙΟ Η ΜΝΗΜΗ (2022)

ΘΕΡΙΟ Η ΜΝΗΜΗ

Θεριό η Μνήμη
δεν μπορείς να την σκοτώσεις
όσο κι αν δεν παίρνεις απάντηση καμία
είτε βαδίζεις μπροστά της
είτε βαδίζεις πίσω της
ακόμη κι αν βαδίζεις πλάι της
και όλα της τα δώσεις
υποθηκεύοντας το μέλλον…

Ακόμη κι αν η όψη της
κρύβει την απουσία του Θεού
εκείνη ζει
και δεν ισοδυναμεί με παραίτηση
αλλά Ζωή…!
Αν και οδυνηρή,
η Ελπίδα ζει

ΜΗ ΜΕΤΑΝΙΩΝΕΙΣ

Μη μετανιώνεις
κι ας ήταν σκληρή η υπέρβαση που δοκίμασες
κι ας ξεκίνησες από λάθος αφετηρία
Θα το πληρώσεις ακριβά
ήδη πληρώνεις
αλλά αξίζει να το ζήσεις
Γυναίκα διαχρονική
ευάλωτη
ευθυτενής
που πέφτεις και σηκώνεσαι κάθε φορά
κουβαλώντας τη Γη ολόκληρη
στους ώμους σου!
Κι εσύ Ποίησή μου
Τι χαοτικό ταξίδι στον Λόγο της
μαζεύεις
για να επιβιώσει…

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Σκαλίζω τις στάχτες
για μια σπίθα ελπίδας
στης σιωπής τα πιο εκκωφαντικά αντίο
ψάχνω στα σκοτάδια τ’ αποχωρισμού
αστέρια προηγούμενων εποχών
υποκατάστατα στοιβαγμένα
που εκκρεμούσαν χρόνια
στην κοιλάδα των επαληθεύσεων
Μου τα μετέφερε τελικά ο άνεμος
με το ρολόι της υπομονής
στα κίτρινα τετράδια
της θλιμμένης Σου μορφής…

ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΤΡΟΜΟ ΕΖΗΣΕΣ

Μέσα στην κακοφωνία της νύχτας
ντυνόσουν την αγάπη
μέσα στον φόβο του θανάτου
έπλαθες όνειρα
και στης φιλίας τη συντροφιά
ονειρευόσουν τη ζωή

Στη ζωή σου όλο φοβόσουν
έτσι που μέσα στον τρόμο έζησες

Δεν εξημερώθηκες τελικά μαζί της
μόνο σταυρούς ποιήματα
καρφώνεις στο κορμί της

ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΡΜΑΤΟΠΛΕΓΜΑ

Στο πολιτικό μας τσίρκο
η ατάκα γίνεται κριτήριο ψήφου
τα likes και τα shares
διαμορφώνουν πολιτική
και συνειδήσεις

Στο θέατρο του παραλόγου
ο ορθός πολιτικός λόγος ασθενεί
η Δημοκρατία δεν βγάζει πουθενά
τα κύτταρά της διέρχονται κρίση
ιδεολογίας και ταυτότητας
Στην τηλεμαχία οι σαλτιμπάγκοι
μαχαιρώνουν φαντάσματα
ενώ το φίδι της διχόνοιας ώχετο απιών
σε νεκρά μυαλά

Πίσω από το συρματόπλεγμα
ακούω τον ήχο της σκαπάνης
και το γέλιο των νεκροθαφτών

ΑΣΕ ΤΗ ΜΝΗΜΗ

Ο θάνατος παραμόνευε
τις ψεύτικες αγκαλιές της κατανάλωσης
καλά ενημερωμένος
για το άτυχο τέλος των ερώτων
που κοιμούνται σε λαθραία καταλύματα

Τώρα μας βρήκε η άνοιξη
κι η μελαγχολία κρυφή
πού να βρει αγκαλιά η Αγάπη;
Κι εσύ έτυχε να βρεθείς στο λάθος μέρος
τον λάθος χρόνο
κι έφυγες τελικά σε άλλους ουρανούς

Άσε το χέρι σου
Άσε τον χρόνο
Να κουρσέψουν τον Έρωτα
Τη μνήμη να θρέψει το σώμα σου.

ΧΡΟΝΟΣ ΑΧΡΟΝΟΣ

Ρούχα φθαρμένα, άδεια ζωής
να μυρίζουν ακόμη στενοχώρια
φθορά και ιδρώτα
κι οι στίχοι μαχαίρια
να κόβουν τον χρόνο στα δυο

Μένει μόνο η Φωνή
ν’ ανεβαίνει προς τον ουρανό
σ’ ένα έξαλλο θρόισμα του έρωτα
και μια δυναμική που προδίδει
τις ανυποψίαστες λέξεις
καθώς παλεύουν
να ζήσουν αυτό που εκκρεμούσε χρόνια
και που σώθηκε μόνο
στο όργωμα του ονείρου

ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΕΓΚΑΤΕΛΕΙΠΑ ΤΗΝ ΠΟΛΗ

Την ώρα που εγκατέλειπα την πόλη
αγόραζα το πιο ακριβό μαντήλι
ν’ απορροφά τα δάκρυα
κι ένα φουλάρι να σφίγγει τους λυγμούς
να μην ταξιδεύουν
Ύστερα φόρεσα τα πιο χαμηλά τακούνια
για να μπορώ να τρέχω
πήρα και την πιο μεγάλη βαλίτσα με τροχάκια
να σέρνω τον πόνο πιο εύκολα μαζί μου
να μου κρατάει συντροφιά

Είχα χαθεί στο εκκωφαντικό σκούξιμο του τρένου
το κεφάλι ν’ ακουμπά το μισάνοικτο παράθυρο
ο αέρας που μπαινόβγαινε
να μου χαϊδεύει το πρόσωπο
στριμώχνοντας τις αναμνήσεις
εκεί που η μνήμη διαπερνά
τ’ αβάστακτα χρόνια της εφηβείας
και θρηνεί εκείνο το κυνήγι ενός άγνωστου θεού
που έχει τη γεύση του κατατρεγμού
και της θλίψης στα χείλη…

Το κυνήγι της θλίψης είναι πανάρχαιο φαινόμενο
που δένει μαζί τις βασανισμένες ψυχές
καθώς κρατούν τη γεύση της στα ντουφέκια τους
σαν ανακαλούνται
αναζητώντας έλεος…!

Ο ΠΟΘΗΤΟΣ ΜΙΤΟΣ

Νεκρός ο Χρόνος
κλέβει κάθε παρθένο συναίσθημα
από τις κρυφές πύρρειες νίκες μας
Νεκρός ο πόθος
της Ελένης των Ελλήνων
της Ελένης των Τρώων
στα σοκάκια της Ιστορίας μας
Σημεία των καιρών
η παραχάραξη της Ιστορίας μας
τα αίτια αφορμές
η αρχή τέλος
ο χωρισμός ένωση
πάνω στα ιδρωμένα γηραιά κορμιά μας

Άφθονα τα δάκρυα
πώς να τα σταματήσεις
Τρύπια τα χέρια
πώς να τα κρατήσουν
Το δέρμα τους τράχυνε
στου Πενταδάκτυλου την πλαγιά
έτσι που η γροθιά αιωρείται αδιάφορη
χρόνια τώρα
λάβαρο σκουριασμένο
σε εγκαταλειμμένα φυλάκια

Πίσω από τον καμουφλαρισμένο πόνο
η σιωπή σφίγγει τα δόντια
μες στη οργή της
αναζητεί τον μίτο της Αριάδνης…

15 ΙΟΥΛΗ

Είναι κάτι ημερομηνίες
που σε καρφώνουν πισώπλατα
μαζεύοντας το πύον της Ντροπής
στη Μνήμη
Η εκκωφαντική σιωπή σφίγγει τα δόντια
στου πόνου την οργή
αναζητώντας τον ποθητό μίτο
Ο θάνατος απόστημα της Προδοσίας
στα χέρια του Ιούλη…

Πόσες πέπτες φάλαγγες ν’ αντέξει το κορμί Σου
Πόσες φορές να βρει τις πόρτες ανοικτές
το ποδοβολητό των βαρβάρων…
Τόσα κορμιά αδελφικά
μες στις μυλόπετρες μιας μόνο μέρας του Ιούλη
που δεν προσμέναμε
Αγαπημένε μου

Σήμερα βρέχει δάκρυα η μνήμη
Το αίμα πάγωσε στις φλέβες της Λευκωσίας
Η ελευθερία κρεμάστηκε
στου Πενταδάκτυλου την πλαγιά
μαζεύοντας μέσα στα πηγάδια
τα πρώιμα κουφάρια του Ιούλη..

ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ

Το χώμα έσμιξε με τη σιωπή
ο χρόνος αμίλητος
ροκανίζει τα στάχυα της Ιστορίας
μολύνοντας τον σπόρο
μέχρι τα φαράγγια των βουνών μας
και τις σπηλιές της καμένης μας γης
Το νερό έγινε πηλός
και μόλυνε τις φλέβες της μνήμης

Έμειναν κάτι μηνύματα
στους τοίχους του διαδικτύου
το φατσοβιβλίο να χλευάζει τη μοίρα μας
και λίγοι στίχοι πνιγμένοι
στην παμπάλαια ψυχή της Μεσογείου…

ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ

Στήθος στον άνεμο
και το Χώμα γυμνό
σηκώνει την οργή σου
στο άγγιγμα της μνήμης

Με ποιον μνηστήρα πόνο
θα κοιμηθείς απόψε πάλι Αμμόχωστε
καθώς η φρίκη των εκσκαφέων κατατροπώνει
τους βράχους των ακτών σου
και η ψυχή σου βουλιάζει
στον βυθό της Μεσογείου

Η Ιστορία γράφεται πάλι
με ρούχα δανεικά
με πανταλόνια και πουκάμισα αδειανά
αδυσώπητη
πισθάγκωνα δεμένη
να εμπίπτει σε εξωτερικές ρυθμίσεις
και σε «ασταθείς ισορροπίες»
ενώ οι Ισχυροί χάσκουν άφωνοι
μπροστά στον νέο Πορθητή

Μα οι νεκροί που κουβαλάς μέσα σου
αγριεύουν κάθε που η υποχώρηση
βγαίνει σεργιάνι τις νύχτες στον γιαλό σου
Στάζουν αίματα
τα ξεφτισμένα πανιά της μνήμης
καθώς φουσκώνουν για νέες ψευδαισθήσεις

Τα τρυπημένα σώματα
και οι φωνές των αγαλμάτων
κρεμάμενες στον ήχο της φλογέρας
μέσα στον κάμπο της Μεσαορίας
και τ’ άνυδρα πηγάδια σου
ξεθάβουν πάλι
ονόματα ξεχασμένα στη λήθη της ντροπής

Τα δέντρα σε στάση παράδοσης
κοιτάζουν προς τη θάλασσα
ενώ ο πολυμήχανος Σουλτάνος
συντρίβει τα θεμέλια Ουρανού και Γης
στον εικοστό πρώτο αιώνα…

ΜΕΣ ΣΤΟΥΣ ΑΝΑΣΤΕΝΑΓΜΟΥΣ

Είναι οι φωνές στην αποβάθρα
το χρώμα τ’ ουρανού που θολώνει τη μνήμη
τα κόκαλα στην ακτή που επιμένουν
να στεγνώνουν δεκαετίες στον ήλιο
ούτε η παλίρροια δεν καταδέχεται
να τ’ απομακρύνει
που περιμένει το θαύμα
μα είναι να λογαριάζει χωρίς τη λήθη
που πασχίζει πίσω από προσχήματα
ν’ ακούσει τη φωνή της Ανάστασης
Μες στους αναστεναγμούς της νύχτας
και τις φωνές στην προκυμαία
τα καταποντισμένα όνειρα προσπαθούν
μάταια να κρατηθούν από την Ελπίδα

Η ΣΚΑΠΑΝΗ ΤΗΣ ΒΕΒΗΛΩΣΗΣ

Ο φόβος να εκκρεμεί χρόνια
καθώς η υποκρισία της Δύναμης
ξεφτίζει πίσω από τους δείκτες
του χαλασμένου ρολογιού
π’ αθόρυβα κοιμάται αιώνες τώρα
στο καλύβι που κληρονόμησες…

Άσε το φίδι να γδάρει το δέρμα
τις λέξεις να ζυμωθούν με το αίμα
τα δάκρυα να καθαρίσουν το βλέμμα
το κύμα να λουφάξει στον βράχο…
Μια μέρα θα τον φάει
και η φύση θα επανακτήσει
τα δικαιώματά της…

Κάτω από τη σημαία της Ντροπής
να ξέρεις
σπαράζουν ακόμη κορμιά
στης σκαπάνης τη βεβήλωση
ζητώντας δικαίωση
οι μάνες περιμένουν ακόμη ταυτοποίηση
και τα χείλη τη μετάληψη της Αθανασίας

Πάντα εκεί θα γυρνάς
στα όρια της Μνήμης
στα όρια της Στάκτης
και της Αποκαθήλωσης
καθώς η λόγχη του Λογγίνου
θα διαβρώνει το σώμα Σου…!

.

Η ΗΧΩ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ (2021)

ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ

Στριφογύριζε ανενόχλητος στα ερείπια
να σώσει την τελευταία ρήξη με το αύριο
και τα ποιήματα των συμπληγάδων χρόνων

Οι λέξεις αφηνιασμένες στο μέτωπο της Μνήμης
του θύμιζαν περιοδεύοντα θίασο
να υφαρπάζει την επιθυμία της Νύχτας
όταν η ζωή γίνεται φυγή

Είχε ενδώσει πια στα ματωμένα χέρια του χρόνου
και στις παραπλανήσεις του ονείρου
στους κόλακες του φόβου
και στ’ ασημένια αστεράκια της γραφής
Δεν αγαπούσε τη ζωή του
όχι γιατί δεν ήταν ωραία
αλλά γιατί δεν είχε κατανοήσει ποτέ το νόημά της
Ερασιτέχνης της ζωής ήτανε

Απ’ εκεί που βρισκόταν
δεν φαινόταν ποτέ ουρανός

ΜΗ ΒΙΑΖΕΣΑΙ

Κι η πιο απλή αγάπη θέλει το ρήμα της
το υποκείμενο, το αντικείμενό της
όπως και κάθε στίχος που έχει προορισμό εσένα

Κανένα βλέμμα δεν δίνεται δωρεάν
γράφεται σκηνοθετείται παίζεται
και ωριμάζει έρωτας
και μέλλει ν’ αποκαλυφθεί χρόνια πολλά
μετά την επινόησή του
Με κομμάτια από μάρμαρα και συμπληγάδες
φύλλα ελιάς και δέσμες από στίχους
τραγουδάς σαν Οδυσσέας
τη Ζωή που σου χαρίστηκε

Μη βιάζεσαι όμως να ζήσεις δίπλα της
Έτσι όπως πας
θα σου ξεφύγει
Την ίδια έχει τρικυμία η ζωή όπως η θάλασσα

ΦΟΒΑΜΑΙ

Όταν η Πατρίδα λικνίζεται από στροβίλους
εγώ τυλίγομαι τη δίνη της
και στην ηχώ του φλεγομένου σώματός μου
βροντούν οι αλυσίδες της

Φοβάμαι τους ψεύτικους ύμνους στην Ελευθερία
που κρύβουν την υποταγή μας
για τα μέλλοντα δεινά μας
Φοβάμαι την υποκρισία των πιστών
τις Κυριακές στις εκκλησίες
Φοβάμαι την πυρακτωμένη λάβα
των ψευδαισθήσεών μας που ηχούν
εκκωφαντικά, διεισδυτικά, διαβολικά
για μια νέα Αρχή
για μια νέα Τάξη πραγμάτων

ΠΡΟΔΟΜΕΝΑ ΟΝΕΙΡΑ

Στα λαβωμένα σου βουνά
στα δακρυσμένα ακρογιάλια σου
ξεφτισμένο λάβαρο
η μνήμη του κορμιού μου
Θαλασσινό αεράκι
τα καλοκαιρινά βραδάκια σου
να παραδέρνει την αμηχανία μου…

Ολόγυμνη σε βλέπω με τα μάτια των αισθήσεων
και της Οδύσσειάς μου τις λέξεις
να ερωτοτροπείς αιώνες τώρα
με τους κατακτητές σου
όλους αυτούς που με γλυκόλογα
το σώμα σου πασκίζουν ν’ αναλώσουν…

Με προδομένα τα όνειρά μου
και τη μελαγχολία της νοσταλγίας μου
κατοικώ το πεπρωμένο μου
που σκάλωσε αδιάφορο
στο κύμα των χειλιών σου

ΠΟΙΗΣΗ ΠΑΛΙ

Έρχονται οι μνήμες σαν Περσεφόνες
βαρούν την πόρτα της καρδιάς
ζητιανεύοντας λίγη ζεστασιά
μες στου Χειμώνα την παγωνιά

Κι η ποίηση τι άσπλαχνη θεέ μου
να τις καλωσορίζει
με το γνωστό ειρωνικό χαμόγελό της

Η βούληση της ψυχής ανεξερεύνητη
στη σιωπή λησμονημένων στιγμών
στις σκιές μορφών αγαπημένων
σ’ όλα τα ταξίδια προς το αχανές
που έκανα χωρίς πυξίδα

Πηγάδι σκοτεινό που μέσα του κρημνίστηκα
ανάσα δέντρου
και ρίζα
να μη θέλει να σωπαίνει

ΑΨΥΧΟ ΤΟ ΣΩΜΑ

Το άψυχο σώμα της Ελευθερίας
αποτεφρώθηκε στη Σύσκληπο
Η στάχτη σκόρπισε στη θάλασσα της Κερύνειας
Ποιας κατάρας όνειρο
έμπηξε τα νύχια του στο πρόσωπό σου
παγίδεψε της νύχτας τα όνειρά σου;
Ξεχάσαμε πια να διαβάζουμε το σώμα σου
Πώς να σε καταλάβουν;
Πώς να νιώσουν τους μύθους σου
στον ίσκιο μιας θερινής νύχτας
από τις τόσες μοναχικές διαδρομές

Κι εγώ γράφω στίχους ίσως μπορέσω
κι αναστείλω την ποινή σου

ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΨΥΧΗ

Είναι μια ψυχή ακατοίκητη
που πάντα προχωρεί
κρεμασμένη στους νεκρούς της
Ταξιδεύει πάνω σε σαπισμένα καράβια
από κάβο σε κάβο, από νησί σε νησί
μα η σκέψη της κρατά στην παλάμη της τη Σμύρνη

Είναι ωραία ψυχή
με το χαμόγελο του ανέμου και της βροχής
κι ένα συστατικό πίκρας στα χείλη
Την έβλεπες στην αγκαλιά της μάνας της
στριμωγμένες σ’ ένα σαπιοκάραβο
που τις έφερνε στην Κερύνεια το ’22
Το κουτί με το γάλα που πρόλαβε ν’ αρπάξει η μάνα
μέσα από τις φωτιές στη Σμύρνη
της έσωσε τη ζωή

Στην Κερύνεια ο άλικος ιδρώτας
και το πικρό ψωμί
της έμαθαν να χαμηλώνει τα μάτια
ν’ αποθηκεύει τη θλίψη στην καρδιά της

Ύστερα κατέφυγε στη Λεμεσό σ’ ένα χαμόσπιτο
Την έδιωξε η άλλη καταστροφή του ’74
από τη δεύτερη της Πατρίδα
Τι κι αν η λαίλαπα της προσφυγιάς
ξήλωνε τη ζωή της
Τι κι αν χρόνια τώρα ζούσε την κανονικότητα
ενός μακροχρόνιου ακρωτηριασμού

Αυτή ύφαινε τα όνειρά της από λιμάνι σε λιμάνι
για να ζει
Τη λέγανε Μαρία και ήταν από το Αϊβαλί
Τώρα πια ποιος τη θυμάται;

ΦΥΣΑΕΙ Η ΑΓΑΠΗ

Φυσάει η αγάπη
και παίρνει τα σωθικά ο άνεμος
Ανάκατα τ’ αφήνει
κι ας ψαχουλεύεις παλινδρομικά
σημάδια εκεχειρίας
σημάδια ελευθερίας
Σχεδία ακυβέρνητη
η ψυχή

ΧΑΘΗΚΕ

Χάθηκε μες στην έρημο
και τα βουνά του Αραράτ
ακόμη και τα φτερά της σκόρπισαν
ψάχνοντας συντροφιά
Λέγαν πως πέταξαν εκεί
για να τη λυτρώσουν από τον πόνο της Πατρίδας
με εκτόπισμα από τον Αντίταυρο
μέχρι τη θάλασσα της Κιλικίας

ΑΛΑΡΓΙΝΗ Η ΦΩΝΗ ΣΟΥ

Φθινοπώρου χάδι
ανατολής δάκρυ το βλέμμα σου
ευχή και πόνος
χρώμα οργής
κρασί έρωτα
αμβροσία θεού
το φιλί σου
που μέθυσε χείλη
πεινασμένα ζωής
Κλάμα ηχώ πόθου απέραντου
θάλασσας γοργοπόδαρης
να προλάβει το καθρέφτισμα
πέτρινων αποδράσεων
αναρριχώμενης αγάπης
στον χορό της ματαίωσης

ΓΕΝΝΗΘΗΚΕΣ ΜΕΣΑ ΜΟΥ

Οι ρυτίδες στο μέτωπό σου
θα μου θυμίζουν πάντα εκείνο το βράδυ
της θαλασσοταραχής
τις εκδοχές υπαινιγμών
στη δίνη της υπαρξιακής αγωνίας
που έκλεισες μέσα στα όρια της αρχής και του τέλους
μέσα στο κενό της απώλειας
τη χαρμολύπη της πληρότητας
στις ισόβιες στιγμές ανάμεσα
ζωής θανάτου
όλες σου οι κινήσεις περιορίζονταν
μέσα στο ανελέητο δίπολο του χρόνου

Κι εγώ είχα ένα θηρίο μέσα μου

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ

Οι λέξεις στασίασαν και πάλι
αρνούνται το ταξίδι στα δύστροπα μονοπάτια της αγάπης
κουράστηκαν να συνηγορούν την απουσία
ασύντακτες απείθαρχες
ταξιδεύουν σε νέους ουρανούς
για μια άλλη αναφορά
για νέους θεούς
για νέα ίαση
Δεν αρκεί να συναντήσεις την αγάπη
πρέπει να βρεις το κουράγιο να τη ζήσεις
αλλιώς θα είσαι πάντα ανέστιος
περιπλανώμενος σαν Οδυσσέας

Δέσμη γαρούφαλα η μνήμη
στο κοιμητήριο του έρωτα
αυτών που ήθελες να ζήσεις
τα νόμιζες δικά σου
μα δεν έζησες
Πρόσεξε δεν θ’ αναγνωρίσεις πτώμα
Μόνο σκόρπιους στίχους θα δεις
ασύντακτους ανυπάκουους
ζυμωμένους με αίμα
για ν’ αντέχουν στον χρόνο

ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΦΤΑΙΝΕ

Οι στίχοι φταίνε
για τη βιωσιμότητα της αγάπης
χωρίς αυτούς
οι ψυχές θα σκόρπιζαν στο σύμπαν
για ένα μερτικό
Αυτά που δεν ζει ο άνθρωπος
τα ζούνε οι στίχοι στις ψυχές
εκείνα που του αρνήθηκαν να ζησει

Θέλει κότσια η ελευθερία
Μαζί της ακροβατείς στο κενό
γεμάτος αγκάθια είναι ο δρόμος της
Και μην ακούς
η μνήμη της αιμάσσει
μηδενίζοντας αμετάκλητα
τις ύπουλες προθέσεις των Δαναών

ΜΗΝ ΕΝΟΧΛΕΙΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ

Μην ενοχλείτε τα όνειρα μες στο σκοτάδι
όταν ψαχουλεύουν τις ψυχές
έχει ιούς η μέρα
και μικρόβια ανθρώπους
Μέχρι να κάνεις το ασυνείδητο
συνειδητό
θα κατευθύνει τη ζωή σου
κι εσύ θα το αποκαλείς κατάρα

Νύχτα ώρα δεν χρειάζεται τόσο φως
Μείνε αγκαλιά με τις ψυχές
Ξεκούρασε έτσι τα χέρια
από τ’ αντισηπτικά
και τις χρεοκοπημένες συνειδήσεις

Τις αλυσίδες λιώσε
απ’ τη δικτατορία τού εγώ
που σου χαϊδεύει πονηρά
ο επικίνδυνος ιός της μέρας

.

ΔΩΡΟΣ ΛΟΙΖΟΥ Ο Ωραίος της Επανάστασης (2020)

I

Μεθυσμένος από Επανάσταση
παιδί του λαού ο Δώρος
στις πλατείες της Χώρας γύριζε
και, στις στέγες της Σεβέρειου σκαρφάλωνε
μόλις δώδεκα χρονών
Εγγλέζους να λιθοβολήσει,…

Πέτρες έριχνε η φωνή του
μυλόπετρες Εγγλέζων να τσακίσουν
κραυγή Ελευθερίας του Τόπου ο λόγος του
με όψη και κόψη μαχαιριού
Δημοκρατίας προζύμι, να φουσκώσει,…

Ριπή η φωνή του
μα ο άνεμος οξειδωμένος
έπνιγε του λόγου τα μηνύματα
εφήβων ποιητών.

Ωραίο παιδί ο Δώρος
σε καιρούς δολοφόνους έσμιγε
με άλλους ποιητές
όταν ο Τόπος κουτσός εβάδιζε
κι η Αλβιώνα σε φυλακές ποιητές δολοφονούσε
αυτός λέξεις βολές έριχνε
τα όνειρα να ξυπνήσει
το ποίημα να μπολιάσει Επανάσταση.

…/…

III

Κι, ενώ άκουγες το ποδοβολητό των βαρβάρων
στην Κερύνεια
τον ουρανό να σπέρνει, φωτιά και σίδερο
τα κουφάρια των παιδιών μας ν’ αναστενάζουν
πυθμένες πηγαδιών Μεσαορίας
την κυρά Εφροσύνη στη Λάπηθο
να πνίγεται στο αίμα της
αίμα να πίνει το στρατιωτικό τζιπ
δέρμα, σώμα της γυμνό που έσερναν βάναυσα
λύκοι,
στους δρόμους της Λαπήθου…
Εσύ Δώρο
στο κύτταρο του πόνου
ξεδίπλωνες την ψυχή σου,
τα όνειρά σου σέρνοντάς σε μαντήλι,
βρεγμένο στα δάκρυα
σε εκσφενδόνιζαν όνομα σύμβολο
πάνω από τα κεφάλια των ποιητών…
Κάτι, περαστικά πουλιά διέσχιζαν τον Ουρανό
καθώς αφουγκράζονταν τους πνιγμούς της
φωνής σου
το πάθος σου να μετουσιώνουν σε αγώνα.

…/…

…/…

Κι ενώ ο εχθρός προελαύνει σε θάλασσα και στεριά
εμείς επιμένουμε στα ίδια λάθη
των υποχωρήσεων και, της εξημέρωσης του θηρίου
βάτραχοι, του τέλματος
χέρια καρφωμένα στο τραπέζι, των
διαπραγματεύσεων
παράθυρα κλειστά
πώς ν’ ανακαλύψουμε την πηγή του νερού
πώς ν’ αποτινάξουμε τη σκόνη
που κατακάθισε χρόνια τώρα στις ρυτιδωμένες μας
ψυχές
Ανόητοι,, έχουμε ξεχάσει, πως τα συμφέροντα
μας έστησαν στο τοίχο και, πως
Λερναία Ύδρα είναι, ο εχθρός μας

Εσένα περιμένουμε Δώρο
μέσα από τη στάμνα της Επανάστασης
νερό Ελευθερίας να φέρεις…
και, μέσα σε λίγους κόκκους άμμου
την Αιωνιότητα
να μας σμιλέψεις…

…/…

.

ΤΑΞΙΔΙ ΟΔΥΣΣΕΙΟ (2019)

.


II

Και νάμαι τώρα
μακριά από τους τόπους
και, απ’ το είδωλο
που λέγεται Χώμα
να διασχίζω τον Χρόνο
και, το βλέμμα προς τα πίσω,
πίνω όλη την πίκρα του παρελθόντος
με τα χείλη μου
πηγαινοερχόμενη στους πρόποδες
του ονείρου
γιατί κάποιες χαρές ανείπωτες
είχαν παραμείνει
μέσα στα κούφια χέρια μου
που με χόρταιναν.

Μες στον συνωστισμό του όχλου
φορτωμένη με το απόστημα
της Ιστορίας των τόπων
πήρα μαζί μου λίγη άμμο
από την Ανατολική θάλασσα.

Στο σταυροδρόμι των ελπίδων μου
συνάντησα εκείνον
πάνω σ’ έναν σιδερένιο σταυρό.
Τίποτα δεν μετρούσε για μένα
παρά μια προσφορά δίχως όρια
μέχρι την καταβύθιση στην ύπαρξή μου
για να αναμετρηθώ με τη δική μου αλήθεια.
Τα αθώα πεινασμένα μάτια του
έθρεψαν τις πλάνες μου
στα τραπέζια τ’ ουρανού
Έτσι που η πεινασμένη αγάπη μας
πνίγηκε στον ιδρώτα μας.

Μα ο ραψωδός μέσα μου συνέχιζε
να φωνασκεί σκόπιμα
γύρω από τα τείχη της πονεμένης Λευκωσίας
και να κρατά τα ηνία
στο αμάξι της ζωής μου
να κατευθύνει τους φόβους
τα όνειρα
τη σκέψη μου.
Έτσι που ανάμεσα στο βλέμμα του
και το δικό μου βλέμμα
ζωντάνευαν τα βλέμματα
της πρώτης μου ζωής

Όπως το βλέμμα εκείνο του μπακάλη στη Λυών
που μου θύμισε μια μέρα του Μαΐου τον πατέρα
ενώ δεν είχανε τίποτα το κοινό μεταξύ τους.
Ούτε τα μαλλιά, ούτε τα μάτια,
ούτε η κορμοστασιά τους μοιάζανε
Κάτι δικό του εντούτοις μ’ αναστάτωσε…
Το υγρό βαθύ του βλέμμα
κι ο τρόπος του προσπαθώντας να μου εξηγήσει
πως η τιμή των λεμονιών ήταν λογική και δεν υπήρχε λάθος…
Τι ήθελα ν’ αμφισβητήσω την τιμή
ιδίως λεμονιών
εγώ που ποτέ μου δεν τολμούσα
αντίρρηση καμία να εκφράσω
Μόλις που πρόλαβα να βγω έξω από το μαγαζί
και έκλαψα πικρά…

Εκείνο το βλέμμα το συνάντησα απλώς
για να ξαναζήσω το βλέμμα του πατέρα
το βλέμμα που καθήλωνε
και να θυμηθώ τα βιώματα
της πρώτης μου ζωής…

Με τη δική Του συντροφιά
αν και μακριά του ήθελα
να ζήσω…
Χρώματα περασμένων εποχών
κι ανάμνηση της μνήμης
κραυγή η πρώτη μου ζωή

Είναι οδυνηρό να επαναφέρεις
παλιά βλέμματα
να ονειρεύεσαι ιστορίες
απ’ αυτές που πεθαίνεις μαζί τους.
Υπάρχουν μέσα μου βλέμματα
που δεν γίνονται ποτέ χθες
μα παραμένουν στο σήμερα
σαν ένας λυγμός
Στη ζωή μου
σκάλωνα συνεχώς πάνω σε παλιούς πόνους
δάκρυζα ακούοντας παλιά τραγούδια
τρυπούσα τα δάκτυλά μου
κάθε που έφτιαχνα κεντήματα
με παλιές βελόνες…
Έτσι, η αγάπη μου πληγώθηκε
από τις βελόνες παλιών πόθων.

.

V

Και, αν το δάκρυ μου ξεφύγει,
χωρίς να το θέλω,
θα το στεγνώσω αμέσως να μην το δεις
Έτσι, θα πειστείς πως ήσουν
μια μακρινή φιλία
κι ας ήσουν για μένα
όλη μου η ζωή!

Μην ξεχνάς πως ο χρόνος
αφήνει απάνω στο σώμα σου φεύγοντας
φαντάσματα
κι η πιο ωραία ζωή
είναι αυτή που δεν θάρθει ποτέ!

Ω μνήμη
βασανιστική ερωμένη μου
από έναν κουρασμένο Οδυσσέα
δεμένο μ’ έναν λαό δύσμοιρο
πικρό και χολιασμένο
που διασχίζει τους αιώνες
μες στον κυκεώνα των άστρων

Ω Χώμα
που μέσα σου ταξίδευσα και σπήλιωσα
αν και το σώμα μου
μακριά σου γευόταν
της πρώτης αθωότητας τα κρίνα!

Ω πικρή ανάμνηση
μιας μακρινής πραγματικότητας
που δεν θα γίνει ποτέ δική σου!
Ω γεγονότα που χάθηκαν
μέσα στη σκληρότητα της μέρας
και που αρκέστηκαν σ’ ένα αόριστο όνειρο!
Πατρίδα,
συγκεχυμένη κραυγή
Απρόφερτη
Ακαθόριστη
Που δεν ξέρεις αν είναι, όνειρο
Ή πεπρωμένο!
Ω Πατρίδα!
Ω πνοή μου
Ω βάφτισή μου
στα της ζωής απαρηγόρητα δάκρυα
ενός άδοξου παρελθόντος
Στου Ήλιου σου το ηλιοβασίλεμα
βλέπω μυθιστόρημα προδομένων επαναστάσεων
ενός ματοβαμμένου αιώνα.

Ω μάταιη ελπίδα μου
Ω ζωή αμείλικτη
πόσο θάνατο έχεις σπείρει,
διαβαίνοντας τα σύνορα του κόσμου.

Ω Πατρίδα
πιστή ερωμένη μου
ενός δίδυμου πόθου
που κούρσεψε τα σωθικά των ονείρων μου!

Ω Χώμα που φωσφορίζει,
στης Ελευθερίας τον θόλο
κάτω από τα όνειρα
της απαρηγόρητης Προσδοκίας μου!

Κρύβομαι, μέσα στην ανάμνηση
και, το ακαθόριστό σου βλέμμα
κάθε ξημέρωμα ωστόσο
μες στης φαντασίας τα ύψη
πλάθομαι, στης νύχτας σου το δάκρυ…

Ήμουν ωστόσο για σένα ξένος
πολυμήχανος Οδυσσέας
χωρίς γυρισμό
σ’ ένα απερίγραπτο ταξίδι στην αιωνιότητα
άγνωστος ποιητής
σκυφτός στου Κύπριου Γαλαξία τις όχθες.

Κι έγινε η σιωπή μου αίφνης
έκρηξη μετεωρίτη.
Αλήθεια τι σύμπτωση
χωρίς πολλές προοπτικές
τα βλέμματά μας να συναντηθούν
όπως όταν ρίχνονται ζωή και θάνατος
στην πάλη για επικράτηση…
Και πάντα στο παιγνίδι αυτό
η νίκη έμοιαζε μαχαιρωμένο πάθος
χωρίς όμως ποτέ να ξεδιψώ
την αιώνια δίψα μου
και η φωνή μου πάντα φυλακισμένη
στις αρτηρίες μου.

.

ΕΑΛΩ Η ΨΥΧΗ (2018)

.

I   Το κόκκινο του Έρωτα

ΕΤΣΙ ΣΥΝΗΘΩΣ

Έτσι συνήθως χάνονται
τα ωραία χρόνια της ζωής μας
από έναν ανέλπιδο Έρωτα
που μας ξεριζώνει από τα γήινα
και μας εκτοξεύει στο σύμπαν
ενώ η Ψυχή έχει ανάγκη από γης!

Κάπου ανάμεσα στην Παλίρροια
και στην Άμπωτη
άρχισα να σ’ αγαπώ
την ώρα που πήγαινα να πνιγώ.
Ανάσαινα μέσα στο νερό
υπήρχα μέσα στο αχανές…

.

ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Είναι κάτι γεγονότα
που τα ξεχνάμε θεληματικά
για να επιβιώσουμε
και άλλα που θυμόμαστε άθελα
για να μένουμε ταπεινοί
και κάτι άλλα ασήμαντα
που μας έχουν αποστρέψει από το φως.

Τα μεσάνυκτα όμως
βγάζεις ένα ένα τα ρούχα σου
μέχρι που να μείνεις ο εαυτός σου! 

.

ΘΛΙΨΗ

Κάθισε στον ώμο η θλίψη
με τα φίδια των μαλλιών της
να πνίγουν το χαμόγελο
να διατρυπούν το αλμυρό φως των ματιών
κι, ο αμείλικτος χρόνος να εκφυλίζει τη μνήμη
που ραγίζει, σαν καθρέφτης
ενώ μακριά
τα τσαλακωμένα μηνύματα
των κοχυλιών
υφαίνουν ένα μυστήριο τραγούδι,
για να ενώνουν τα κομμάτια της…

.

ΚΑΘΕ ΛΕΞΗ

Η κάθε λέξη
είναι, μια διέξοδος
ένα μήνυμα
πολλές φορές γραμμένο
μες στη στενοχώρια
μες στην αδιαφορία της μέρας.
Το κάθε ποίημα
είναι μια δήλωση Αγάπης
μιας στιγμής αιωνιότητα
σαν αστραπή!

.

ΤΙΣ ΝΥΧΤΕΣ

Τις νύχτες βυθίζεται
στο οργισμένο ηφαίστειο των αναμνήσεων
την ημέρα δραπετεύει
πάνω στ’ ανθισμένα κλαδιά του ονείρου
και καθώς αγναντεύει από μακριά
τα ξεχασμένα κουφάρια των λογισμών
χάνεται στην άβυσσο
στη φωτιά των χρησμών
με τις λέξεις να στροβιλίζουν
στη στάχτη του κατακρεουργημένου λόγου
καθώς αναζητούν ανυποψίαστες
το απέραντο Κενό!

.

ΑΠΟΣΥΡΟΜΑΙ

Αποσύρομαι,
χωρίς θόρυβο
και δάκρυα
στα οχυρά της Ποίησης
και στην ηδονή των λέξεων.
Και μόνο η ευτυχία του έρωτα
που εκείνες γεννούν
αξίζει να ζεις!

.

Ο ΠΛΗΓΩΜΕΝΟΣ

Ο πληγωμένος δεν ξεχνά εύκολα.
Ακλουθεί πάντα
πορεία προς τη μήτρα της ζωής.
Να ξεπλύνει, μέσα στο αμνιακό υγρό
την πληγή ζητά
μια ζωή!

.

ΕΠΙΜΕΝΕΙΣ

Επιμένεις πάντα να φοράς
ένα διάτρητο χαμόγελο
ενώ το βλέμμα σου θολώνει
στο άφρισμα των λέξεων
καθώς χαϊδεύει με τα πλήκτρα του χρόνου
εκείνη τη στιγμή
που έμεινε ακίνητη στη μνήμη. 

.

ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ ΦΘΙΝΟΠΩΡΑ

Είναι κάτι φθινόπωρα
κρεμασμένα στα δάκρυά σου.
Τα μαζεύεις όλα σε μια σακούλα
Ύστερα έρχεται ο χρόνος
και ξεχωρίζει σιγά σιγά
αυτά που είναι για Σένα
και τα άλλα που είναι για μένα!

.

ΙΙ  Νότες νόστου

ΜΗΝ ΡΩΤΑΣ

Μην ρωτάς Πατρίδα
γιατί κλαίω
είναι, που σου στερούν τον ουρανό
κι εγώ δεν έχω παρά λίγους στίχους
το σώμα μου που λυγίζει στον άνεμο
και λίγο χώμα που δεν αρκεί
ούτε για να με σκεπάσει…

.

ΑΚΟΥ ΤΙΣ ΨΥΧΕΣ…

Τα φαγωμένα τείχη να κρατούν μέσα στις λαβωμένες πέτρες
όλα τα μυστικά του Χρόνου…
Από τις γαλάζιες φλέβες τους
να κυλάει ακόμη το αίμα των νεκρών
κι εσύ να επιμένεις.
Την κατάλληλη στιγμή θ’ αλλάξει το χρώμα τους
και θα γίνει κόκκινο
το κατακάθι θα σκαλίσει το σεντούκι της Μνήμης
ο Κέρβερος δεν θα ξαναπιάσει δουλειά
θέτοντας έτσι σε δοκιμασία
την ισορροπία των Τεκτονικών πλακών
που η Ιστορία της ψυχής κατέγραψε.
Δεν γνωρίζουν από γεράματα οι ψυχές
μου είπες
φλόγες είναι που καίνε
άκουσε μόνο τη σιωπή τους!

.

ΠΕΡΙΠΛΑΝΙΕΜΑΙ

Περιπλανιέμαι στις σελίδες της Ιστορίας μου
της πρώτης
τα μάτια των προγόνων μου
να συνωμοτούν με τα δικά μου
να θησαυρίζω τις αξίες τους
μαρμαρωμένος σκοπός απ’ την υπομονή
ακίνητος οπλίτης
μες στο συρφετό των δακρύων μιας άγρυπνης σκοπιάς
απόγονος μπουρλοτιέρη λέξεων
με την καρδιά μου ν’ αθωώνει
εκεί που η λογική δικάζει…

.

ΣΕ ΤΟΥΤΟ ΤΟΝ ΤΟΠΟ…

Σε τούτο τον τόπο
ανθοφορούν οι στημένες βεβαιότητες
για τις αχίλλειες πτέρνες μας
τις τρύπιες πανοπλίες μας
τους κουρνιαχτούς των θριάμβων του εχθρού
τις ατροφικές μας παλάμες…
Το ξέρουμε πως στην Τροία
τ’ αμούστακα παιδιά μας πήγαν ξυπόλυτα
χωρίς ντουφέκια
χωρίς άρβυλα…

Γι’ αυτό κι οι επινίκιο λόγοι,
δεν είναι, κουρνιαχτός στα μάτια των πληβείων
μα προσευχή με τους αθάνατους
που θάνατο δεν είδαν
και, που μας περιμένουν μέχρι να εξαντληθούν
όλα τα αποθέματα ανδρείας
των εντοπίων θεών μας.

.

ΑΤΙΤΛΟ

Αναζητήσαμε στο ψεύτικο
και στην πολιορκία των ίσκιων
τη νίκη της ουσίας
αυξάνοντας το λεξιλόγιό μας
με μεταλλαγμένες λέξεις…
Είπαμε τον καπιταλισμό ελεύθερη αγορά
τον ιμπεριαλισμό παγκοσμιοποίηση
και την προδοσία ρεαλισμό…
Δεν είναι τυχαίο που μόνοι κρεμαστήκαμε ξέσαρκοι
στα καρφιά που μπήξαν στον σταυρό μας
οι δυνατοί του κόσμου
και τώρα αιωρούμαστε καπνοί
αέναοι,
προς τον ουρανό…

.

ΔΙΧΟΤΟΜΗΣΑ ΤΟ ΣΩΜΑ ΜΟΥ

Διχοτόμησα το σώμα μου
κόντυνα το βλέμμα μου
πάλεψα με τις λέξεις
για να χωρέσω ολόκληρη
στο Ποίημά Σου
Ήταν η εποχή της δίψας
και της αμίλητης ορφάνιας
η Αγάπη φόραγε τη φωτιά
και του σπαθιού την κόψη
Φωνή μιας άφθαρτης φθοράς
και φυλαχτό κατάρας
τον Τόπο έκρυβε και τον Τόπο τραγουδούσε
το νήμα σέρνοντας
σε χρόνους οιδίποδους…
Κι εγώ μάζευα τα κομμάτια της
σε γειτονιές ανατολίτικες
να εύρει καμινάδα
ο αναθρώσκων καπνός μου.

.

ΕΝΤΟΠΙΑ ΦΩΝΗ (2017)

ΜΕ ΤΑ ΚΕΦΑΛΙΑ ΣΚΥΦΤΑ

Γύρω σου οι ώρες
οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια
ψήνονται στον πυρετό της Χίμαιρας
λιώνουν στη λάβα της απελπισίας
καθώς στροβιλίζονται μόρια
στο απέραντο Μηδέν.

Με τα κεφάλια σκυφτά
αιώνες τώρα
παρασυρμένοι από τις πιέσεις
των εκάστοτε λόρδων,
των δημαγωγών,
των πρυτάνεων
που επέβαλλαν τις ήττες μας
με φωνασκίες θριάμβου!

Δούλοι εμείς
και τη ζωή μας θα δίναμε
για την αφεντιά μιας βασίλισσας
εκτός από κάτι παιδιά που πρόσφεραν
το κεφάλι τους στον βωμό
οι άλλοι, γελωτοποιοί
στο θέατρο του παραλόγου
να μην γνωρίζουμε πώς να κρύψουμε
την ενοχή μας!

Λίγο δεν είναι που εσύ δραπέτευσες
χωρίς τη θέλησή σου
και παρέμεινες αλώβητος
φέροντας μόνο τα μαύρα στίγματα
της πάλης με τους θεούς
απάνω στο κορμί σου!

ΜΑΣ ΞΕΡΟΥΝ

Τώρα μας έμαθαν όλοι
για τους πανηγυρικούς θεατρινισμούς μας
κάθε φορά που δημαγωγοί μάς παρασύρουν
στο ναυάγιο των αποτεφρωμένων μας ελπίδων.
Γι’ αυτό και μας ετοιμάζουν
έναν καινούργιο εμπαιγμό!

ΕΣΥ ΚΑΙ ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ

Με είχαν δέσει πισθάγκωνα
οι φίλοι μου
στον τοίχο κολλημένη
με το πιστόλι στον κρόταφο
για να εγκρίνω τη μεταλλαγμένη τους ψυχή.

Μα εγώ κοιτούσα ακόμη προς το μέρος Σου
και Σε ρωτούσα
ουρλιάζοντας
για ν’ ακούσεις τη φωνή μου
αιμάσσοντας
«είσαι καλά Αγάπη μου;»
σαν να ’σουνα παιδί μου.

ΟΥΤΕ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ

Ούτε οι αμυγδαλιές την Άνοιξη
δεν γιατρεύουν το κορμί της
μόνο δακρύζει κρυφά
κι αφήνεται στο όνειρο.

Μαζί με τους ανθούς
σαν πέφτουνε στο χώμα
το κλάμα της κισσός
αιώνες τώρα γυρεύει δέντρο
μ’ αναρριχέται μοιρολόι.

Οι στεναγμοί αναφωνούν
ρήματα μες στα κοχύλια
που η θάλασσα τραγούδια τα ξερνάει
ραγίζοντας θεμέλια
στα παζαρέματα με τους θεούς
κι ο Ήλιος τ’ αγκαλιάζει στη γης
την κατάρα να στεγνώσει
στίχοι να γίνουν
στην άγραφη Ιστορία.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ

θαμμένοι βαθιά
μες στους κρατήρες του ονείρου
αποσυνάγωγοι
έχουν τα όνειρα να μηρυκάζουν
στα υπόγεια στρώματα
κάτω από τα λασπωμένα βέλη των Γραμματέων
και τις ατέλειωτες συζητήσεις των Φαρισαίων στις Συναγωγές
τους χαρακτηρισμούς
τις δηλώσεις
τις καταχρήσεις του λόγου
σε ό,τι αντιβαίνει στο political correct
ενώ η θάλασσα ξεβράζει ακόμη τα κουφάρια
των λησμονημένων μας παιδιών…

Κι όμως τρέμουν για το κομμάτι της ζωής
που τους χαρίστηκε
γνωρίζοντας πως δεν πληρούν τις προδιαγραφές της Σατραπείας
των απαιτήσεων συμμόρφωσης
με το ενδεδειγμένο μέτρο.
Στενάζουν στο αδιάκοπο σφυροκόπημα
του πυρακτωμένου σιδήρου των εκτελεστικών οργάνων
και επιμένουν να ντύνονται την ψυχή τους
για να σώσουν τουλάχιστον αυτήν της Ποίησης!

ΤΟΝ ΜΗΝΑ ΙΟΥΛΙΟ

Με τρομάζει ο μήνας Ιούλιος
γιατί εκθέτει το σώμα του σε επίδοξους μνηστήρες
οι μέρες γεμάτες φεγγάρια που αιμορραγούν
οι νύχτες πίνουν της ημέρας την προδοσία
κι εκείνη η χειρότερη εκεί ψηλά
φίδι λάβαρο στου Πενταδάκτυλου την πλαγιά
να με σημαδεύει στην καρδιά
και στον κρατήρα της Μνήμης.

ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΔΕΙΠΝΟΣ

Στα ερείπια του αρχαίου ναού
ψάχνεις το άλλο πρόσωπο του Ιούλη
καθώς τα φύκια της θάλασσας
τυλίγουν με ευκαιριακές εξισώσεις
τις φλέβες των αγαλμάτων
όσο για να καθησυχάσουν τις εμμονές μας
στα σύνορα του φόβου.
Οι εικονολήπτες του αύριο
σφραγίζουν τα εγκαύματα των τόπων
με θηλυκό φώσφορο
εξαϋλώνοντας τη φρίκη
που ρυθμίζει τη ζωή
στη Γη των παιδιών μας.
Με πρόσχημα πως άργησαν να γεννηθούν
κουβαλούν ένα προπατορικό αμάρτημα
με ισόβια τιμωρία
αντίδοτο στ’ απόρρητα Μυστικού Δείπνου!

ΑΣΕ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΣΟΥ

Άσε την καρδιά σου
να μιλήσει ξανά χωρίς φόβο
γράψε με λέξεις
που στάζουν αίμα
κι άφησε τις κενές ρητορικές
για τους εμπόρους του λόγου
τους εντολοδόχους της εξουσίας
τους εκθειαστές του Αιόλου
τους ραψωδούς των κομματικών επικλήσεων
τους τραγουδούς των μεταλλαγμένων ψυχών

Μην διστάσεις να δακτυλοδείξεις
τους αίτιους και τους υπαίτιους
των μαγειρεμένων λογικών
τους κτίστες των ψεύτικων συνειδήσεων
κι ας αμολήσουν απάνω σου τα σκυλιά τους

Ποτέ μην καταδεχτείς
να σε κυβερνήσουν αφεντικά
χρηματιστικών και άλλων συμφερόντων…

ΣΤΑΧΤΗ

Σκύψε και φίλησε τη στάχτη
κι ας επιμένουν οι ειδήμονες
πως είναι σκόνη χρυσού
οριστικά καταχωρημένη
αφού την ξεθάβουν τα σπλάχνα της αιώνιας γης μας
στα εναπομείναντα εδάφη μας
της ημέτερης Πατρίδας
των πυρακτωμένων βουνών της Σολέας
με τις διαβεβαιώσεις
των δικών μας ρητορειών
και των δεσμεύσεων των πρεσβευτών
στη μείζονα Λευκωσία
σε φρεσκομαγειρεμένες0 συνειδήσεις…

Κι εμείς δεν βλέπουμε
πως είναι λάβα στον κρατήρα της Ποίησης
ποιήματα θαμμένα στο υπέδαφος
έτοιμα να εκπυρσοκροτήσουν
λες κι όλα έγιναν ερήμην μας
λες και οι «προοδευτικές δυνάμεις»
δεν υπήρχαν
και δεν γνωρίζαμε τους δολοφόνους
και ότι μια μέρα θα μας κόψουν την ανάσα
θα μας στερήσουν τη συνείδηση
για να υμνούμε τον δικό τους Βασιλέα…

ΣΥΧΝΑ

Συχνά αγναντεύοντας το πέλαγος
ορκίζομαι ενδόμυχα
να μην φύγω από τον κόσμο τούτο
πριν σε δω ελεύθερη
Πατρίδα.
Έτσι ρίχνω πέτρες συνέχεια στη θάλασσα
νομίζοντας πως εξαφανίζω τα ίχνη
του εγκλήματος!

ΑΚΟΥΣΤΑ Σ’ ΕΧΟΥΝ

Ακουστά σ’ έχουν οι εχθροί σου
πως φοβάσαι, πως σκύβεις αυχένα
γιατί τρέμεις μια νέα εγκατάλειψη
μια νέα πανωλεθρία

Ακουστά σ’ έχουν οι φίλοι σου
πως παραδίνεσαι αμαχητί
πως δεν γίνεται να κάμεις αλλιώς
σ’ άλλη εποχή, σε άλλες συγκυρίες…

Πάντα εσύ κι ο φόβος σου
εσύ και η σκιά σου
κι εγώ να τρέχω από πίσω σου
με δάκρυα να δροσίζω τις πληγές σου.

Εγώ η ντροπαλή φωνή
των ασημάντων στίχος
να οδύρομαι μες στην εξορία μου
που το αύριο σου γράφεται
μόνο στην προδοσία.

.

ΑΣΜΑ ΕΡΩΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΕΝΘΙΜΟ (2015)

Ι

Κλείνω τα μάτια
και Σε σκέφτομαι
σκέφτομαι το σώμα Σου
πώς να είναι άραγε;
Δεν πρόλαβα να το κοιτάξω
και η θάλασσα είχε ήδη μπει μέσα μου
καθώς το αίμα ταξιδεύει
χωρίς πυξίδα.

Απλώνω τα χέρια μου
στην ουράνια κλίμακα
ξυπόλητη
γυμνή
με μόνη αποσκευή
το παραμιλητό του Έρωτα.
Μα το σώμα Σου παραμένει άπιαστο!
Οι νύχτες ασέληνες
αιμορραγούν.

Έρχου
τώρα που με πλημυρίζει
πυρίκαυστος ο Έρωτας.
Έλα κοντά μου
και για Σένα θα παραμείνω
ανέραστη!

. . .

Κι Εσύ γητευτής της πρώτης μου γλώσσας
αποτυπώνεις στο δέρμα μου
την αδυσώπητη μνήμη των τόπων
σμιλεύεις τη σιωπή του Έρωτα
στο βλέμμα μου
υφαίνεις αόρατα δίχτυα
που με τυλίγουν αλυσοδεμένη
σε άγνωστες παραλίες
ενώ κάθε άλλη αγάπη
που κυοφορεί μέσα μου
δραπετεύει ασάνδαλη.

ΙΙ

Σκύβω πάνω από τα μάτια Σου
να οριοθετήσω το βάθος τους
που μετεωρίζεται αναποφάσιστο
ανάμεσα στο μαύρο το δικό Σου
και το πράσινο των δακρύων μου.
Στα μάτια Σου μετρώ
το ζαλισμένο Πάθος μου
καθώς αναμετριέται
με την απόσταση και τη θάλασσα
που μας χωρίζει.

Κάθε πρωί φορτώνεσαι
τη δίψα των αιώνων
πέρα από το ποδοβολητό των ήχων
με την ευχέρεια της Άνοιξης
στο σώμα
της χάρης τ’ άπλετο μυστήριο
και την άλλη ανάγνωση των γεγονότων
της ζωής και του λόγου
και δρασκελώντας απεγνωσμένα
το κατώφλι του Σήμερα
μάχεσαι να θωρακίσεις το δίκαιο του Αύριο
ακολουθώντας απερίσπαστα
τη μοίρα των Μεγάλων.

Σκύβεις μες στα βαθιά πηγάδια
της εναλίας νήσου Σου
στίχους Σεφερικούς ν’ ακούσεις
κι ύστερα αφουγκράζεσαι τ’ αλέτρι
καθώς σμίγει με τη γη
σοδιά το στάχυ να φέρει.
Με το νερό του νερόλακκου
τον ήχο να διασχίζει τους αιώνες
ποτίζεις τη γη ν’ ανθίσει
χυμούς στάζουν τ’ αμπέλια Σου
και κρασί τα κόκκινα σταφύλια Σου
τις μεθυσμένες Ερινύες να ξεριζώσει.

. . .

Πουλιά Σού στολίζουν τους ώμους
καθώς ντύνεσαι τα φυλλώματα των λέξεων
μέσα στη γαλήνη του μεσημεριού
μα ξαφνικά άγριοι κυνηγοί ́
Σου καρφώνουν το στήθος
και τότε ξαναγεννιέσαι
αντιστέκεσαι
και φωνάζεις
και δέρνεσαι
για να γίνεις ύστερα το βέλος
και το πληγωμένο Περιστέρι.

ΙΙΙ

Είναι ο Έρωτάς μου
και η Σιωπή Σου
και η κομμένη μου ανάσα
ο ήχος των μακρινών κυμάτων
και το βαθύ Σου βλέμμα
που ξύπνησε μέσα μου
τη γέννηση του Σύμπαντος
και του σώματός μου
είναι το δροσερό θρόισμα
των φύλλων
που σκόρπισε την απόγνωση
της καθημερινότητας
κι αναδύει μέσα από την αυγινή αύρα
τα εξαίσια χρώματα της μνήμης,

είναι η χαρά του σώματός μου
καθώς ψάχνει ανέλπιστα
μέσα σε αδέξιες χειρονομίες
τα ζεστά Σου χέρια
ενώ οι λέξεις Σου πυροβολούν το ψέμα
και η καταχωνιασμένη νοσταλγία μου
σέρνεται μέσα στ’ άλυτα δεσμά
του πόθου μου για Σένα.

. . .

Έλα
σήκωσε το βλέμμα
φέρε καινούργιους σπόρους
και νέους μίσχους
κι άλλες αισθήσεις γι’ ανθοφορία
να χτίσουμε το νέο αύριο
να ανατρέψουμε τον κόσμο
να συλλάβουμε το μέλλον
στη μνήμη των παιδικών ερώτων.

. . .

IV

Έρωτά μου
Εσύ που ξεπήδησες από θαλασσινή σπηλιά
μέσα από το ανοξείδωτο Πάθος
της Αφροδίτης και του Άδωνη
έλα ξεδίψασε την άπληστη ψυχή μου
ξάγνισε την υπερούσια φλόγα της Αγάπης
τυλίγοντάς με μέσα στα άμφια
των χεριών σου
διαχέοντας το Πάθος μου
στους οργασμούς της μνήμης.

. . .

Εσύ, εγώ κι ο πόνος
να ταξιδεύουμε ολονυκτίς
στην ευωδιά του σώματός Σου
ενώ τα πλοκάμια αόρατων χεριών
θα ξεκουμπώνουν το λαβωμένο Σου πουκάμισο
και το απολλώνιο στήθος Σου θα αναβλύζει
μύρο ελιάς και σταφυλιού
να με μεθά μέχρι το πρωί.

Κάθε μέρα υφαίνω
και ξηλώνω τον Έρωτα
να βρει η ψυχή μου ανάσα
και τα μάτια μου το φως.

. . .

V

Δεν ξέρω πλέον από οριοθετήσεις
τις έχω χαράξει μια ζωή
μα ζωή δεν έχω ζήσει
το Πάθος μου πλημυρίζει τον ύπνο μου
χτυπιέται ανήσυχο επί των παρειών
και τρέμει μπρος σε μια πιθανή συνάντηση
με το βλέμμα Σου.

Η αγάπη μου
πότε μου είναι μαγεία
πότε απειλή
οι ασύμμετρες διαστάσεις της
που ακατάπαυστα αναπάλλονται
καταργούν τους πόλους
και τα σύνορα του κόσμου.

. . .

Ο φλογερός μου έρωτας
έγινε στάχτη
από την ίδια του τη φλόγα.

Από αύριο θα είσαι ξένος
στις σελίδες της ποίησής μου
τα λόγια Σου θα μείνουν κλειστά
στα κοχύλια μιας ηδονοπαρμένης μέρας
και η ανάμνησή Σου
θα μείνει χαραγμένη εκεί
μέσα στο ορθογώνιο γραφείο Σου.

Η ζωή που ξέχασες να ζήσεις
θα φυτρώσει κάποτε κάκτος
για να Σου πληγώσει τα δάχτυλα
γιατί αυτή ξέρει πάντα
να εκδικείται τον εαυτό της.

Οι κύκλοι των δακρύων μου
που άνοιξαν τα χέρια Σου
θα έχουν πια κλείσει.
Και καθώς το κύμα ξεκουράζεται
το σώμα μου
βρίσκει πια τη θέση του
και η ψυχή μου το σώμα της
μες στο τρέμουλο της ανάμνησής Σου
έτοιμη ωστόσο στο προσκάλεσμα
του εξαίσιου βλέμματός Σου.

.

ΡΕ ΑΛΕΞΗΣ (2015)

Ο ΗΓΕΤΗΣ ΜΙΑΣ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

Ι

Αλυσοδεμένος δουλοπάροικος
την πέτρα τού τόπου
βαρούσε ο Αλέξης
γνωρίζοντας καλά από κατατρεγμό
στα μέτωπα,
χαλκό στην Ταμασσό
ξύλα στην Ξυλοφάγου
αμίαντο στο Πελέντρι και βάλε…

. . .

Τις νύχτες μες στους στάβλους
η ανάσα των άλογων
ζέσταινε τον ύπνο του
και καθώς οι πέτρες
πού είχε κρεβάτι
τού τρυπούσαν τις σάρκες
έβλεπε τον πυρετό μέσα του
να εγκυμονεί Επανάσταση!

ΙΙ

. . .

Τρακόσια χρόνια Φραγκιάς
να ζεις την απόγνωση
καθημερινά
στο παρόν, στο παρελθόν, στο μέλλον.
Τα χαρτιά της Ιστορίας αυτής
τα πήραν σηκωτά οι αέρηδες
τα στριφογύριζαν αιώνες
και τα έριξαν τέλος
στο σκουπιδότοπο
της Ιστορίας.
. . .
Κι όπως ο οξειδωμένος τροχός
γύριζε
δραπέτης της Ιστορίας
ο Κύπριος
θηλιά στο λαιμό
ξεπουλούσε το βιός του
μέχρι πού αιμορραγώντας ο τόπος
έτρωγε το σώμα του.

Κι εσύ, Αλέξη, λαμπρός
μες στις χαρακιές τού μετώπου σου
να κουβαλάς μηνύματα
μιας πρωτοπόρας ’Επανάστασης
μιας άλλης εποχής τραγούδια
ύστερων αιώνων

ΙΙΙ

. . .

Και γέμιζες πουλιά τα πνεμόνια
τραγούδι ν’ ανθίσει την άνοιξη
φωνή πρωτοπόρα
καρπό ριζοσπάστη
στους κάμπους να φέρει
κρασί στ’ αμπέλια
πέτρα και χαλκό
στα λατομεία
νερά κρύσταλλα
στα ματωμένα ποτάμια
θάβοντας μες στη μνήμη
τούς αδικοχαμένους.

Και ενώ το μαχαίρι
μες στη σάρκα σου
άγγιζε το κόκαλο
ξετύλιγες μίτους γυρισμού
προς την αφετηρία
και πατρίδας Λευτεριά
πάσκιζες να ριζώσεις.
Και ενώ έκλαιγες τούς χαμένους αιώνες
πού περνούσαν
τη φωνή σου προζύμι έπλαθες .
ψωμί για τούς επόμενους.

. . .

IV

. . .

Μένουν τα βήματά σου
μες στις αλυκές
πού περπατούσες
καθώς το αλάτι του νερού
γιάτρευε τους πόνους στο κορμί
και την πείνα από τη μνήμη.
Κι έρχεται μέσα μου
όλος ο καιρός που παιδευόσουν
μες στη σκλαβιά
μες στη φτώχεια
πού δεν ήσουν Τίποτα.
Σφηνωμένος εκεί
πού οι πέτρες παλιές και έκπτωτες
αναστενάζουν

. . .

V

. . .

Όπου κοιτάξεις είναι το κακό
κι εκείνο συνεχώς επινοείται
για να μην ανασαίνεις.
Σίδηρα, συρματοπλέγματα
και πάσσαλοι
για να μην αναπνέεις.

Ούτε το κύμα ούτε η θάλασσα
φέρνουν το φώς
κι ή Αφροδίτη γυμνή
δεν τολμά να βάλει το πόδι
στην άμμο.
Τί απόκριση να πάρεις
από τούτα τ’ ασβεστωμένα τείχη
πού σε κοιτάζουν ασάλευτα
σαν τον ’Εφιάλτη;

Το καμένο σου πρόσωπο
κουβαλά μες στις χαρακιές του
χαντάκια το αίμα
από αιώνα σε αιώνα!

. . .

Ανάμεσο μας οι σκιές
κι οι καλαμιές να λικνίζονται
στις όχθες της μαρμαρωμένης Αμμοχώστου
ή πλάι στο ασυναρμολόγητο άγαλμα
του Πράξανδρου
στην Κερύνεια
καθώς ό Δημιουργός δάκρυζε
ολόγυμνος σε ύποπτα δωμάτια
της ήμικουρσεμένης Λευκωσίας.

Αυγινά ερυθριάσματα
να σε στολίζουν διάφανο
από το γαλάζιο τού νεφρίτη
στο λευκό τού αλάβαστρου
αναδυόμενο από το χρυσαφένιο φώς
της Ιστορίας
καθώς βασιλεύει ό ήλιος
και φυσά ένας κρύος αέρας
στις ταλαίπωρες ψυχές μας.

ΑΝΑΜΟΝΗ

Πίσω από τα πορτοπαράθυρα
η θάλασσα με τη γαλήνη να επανέρχεται
τα καράβια να λάμπουν από μακριά
στο απογευματινό φως
στο μπαούλο καταχωνιασμένη ή ώριμή σου γνώση
το απροσδόκητο πάθος του έρωτα
να γεμίζει τη γραφή σου
χωρίς να μπορείς να πιαστείς πουθενά…
Το κορνάρισμα στον παραλιακό δρόμο
να σε αφυπνίζει από τα τσαλακωμένα σου όνειρα
καθώς σε ενώνουν με το γαλάζιο των θαλασσινών θεών.
Και τρέχεις να στείλεις μηνύματα μέ το διαδίκτυο
που σαν πέταλα αδειάζεις χωρίς φειδώ
από τις τσέπες σου
ρίχνοντάς τα ένα ένα πίσω σου
στην περίπτωση που σε γυρέψει
ποιος ξέρει
μες στη νύκτα
κι έτσι ίσως μπορέσει να σε βρει!

ΣΤΗ ΣΑΛΑΜΙΝΑ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑ

. . .

Μια μέρα μες στον καύσωνα
και το ποδοβολητό των βαρβάρων
εκεί που γύρευα την Ελένη
στ’ ακροθαλάσσι του Πρωτέα
τα μυστικά της να μοιραστώ
φόρεσα τη μνήμη μου ανάποδα
κι ήλθα να σ’ ανταμώσω
φρουρός στις αυλάδες της φωνής σου
τούς παλμούς τής ψυχής σου
ν’ ακούσω.

Μα βρήκα το σώμα σου πυρπολημένο
να αιμορραγεί ολομόναχο
χωρίς ψυχή
ενώ ή θάλασσά σου
είχε φάει το κορμί της
λουόμενη στο χώμα.

ΩΔΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ (1992)

I

Η πατρίδα μου, τραγούδι ορφανό του χρόνου,
είναι κτισμένη μες στα βράχια, μες στους άνεμους,
μες στο κύμα,
λίγο απόμερα, λίγο ανατολικά, λίγο νότια,
λίγο δεξιά, λίγο αριστερά.
Η πατρίδα μου, σταγόνα μετέωρη του κόσμου,
έχει τις ρίζες της μες στο γυαλό,
μες στον ανεμοστρόβιλο, μες στους χειμώνες,
τα σκληρά χαλίκια,
τα στεγνά χαμόγελα,
την οργή του Αγαμέμνονα, τους έρωτες της Ελένης,
το πάθος της Κλυταιμνήστρας.
Η πατρίδα μου, με τις ρίζες της
λίγο Ενετικές, λίγο ανατολίτικες,
λίγο κόκκινες, λίγο δυτικές,
λίγο ξέβαθες,
κάθε μέρα δάκρυ τις ποτίζω
κάθε μέρα δάκρυ τις ραντίζω
και πάλι ξερές τις βρίσκω.
Η πατρίδα μου
έχει τα μάτια της υγρά, τα χείλη της κατάξερα,
απ’ την υπομονή και τα λυπημένα ακρογιάλια
λίγο πιο λίγα, λίγο πιο σκλαβωμένα.
Λίγα ακόμη καρτίνια αριστερά
λίγα ακόμη καρτίνια νότια
και θα ξαναγεννηθεί η Αφροδίτη.

. . .

Το καλοκαίρι εκείνο
ποιος το παραλάλησε
ένα τέτοιο φονικό
ένας τέτοιος ποταμός αιμάτων
τρύπιων σωμάτων, μισοφαγωμένων κορμιών,
κομμάτια κακά από βαλτό μίσος,
αγνοούμενοι, πεθαμένοι,
λησμονημένοι, άθαφτοι.

. . .

ΙΙ

. . .

Σε βλέπω Ελένη,
με τα μάτια της αποδημίας
σκυλί που εγκατέλειψε τη μάντρα
που ψάχνει κουτσό, κεφάλι μαρμάρινο,
χωρίς αγκώνες ν’ ακουμπήσει
να ξεδιαλύνει του κόσμου το θρήνο
του πόθου το ραγισμένο σταμνί να κολλήσει
γαυγίζοντας, ουρλιάζοντας
μέσα στα βάθη του απείρου
να συναντήσει φωνές άλλες
ανώνυμες αναχρονικές
στους κάμπους με τούς άνεμους
και τις κόκκινες παπαρούνες
κόκκινες σαν το αίμα του Ευαγόρα,
τις ρίζες της καρυδιάς που πότισε ο Γρηγόρης.
Πόνος γραμμένος στην αγκάλη τ’ ουρανού,
στο σφύριγμα τού ανέμου πού κλαίει τις
ξεχασμένες θάλασσες
στο κροτάλισμα της βροχής
στο κλειστό φτερούγημα του πουλιού
που δεν λέει να ταξιδέψει.
Αγχόνη που του πέρασαν στο λαιμό
μόλις δεκαεπτά χρόνων,
για να σε ντύσει νύμφη, Ελένη,
μα συ σαν πόρνη ξεχασμένη, κοιμάσαι
ακόμη μέσα σε ξένες αγκάλες…

. . .

ΙΙΙ

Μες στην παλάμη της θάλασσας
ξεδιψάς το κορμί σου, Μητέρα,
με την άμμο στα πόδια
με την οδύνη στα χρόνια,
σφίγγεις τα δάχτυλά,
σιμά σου λαγήνι νερό αλμυρό
κοχύλι ν’ αντηχεί τον πόνο τού χρόνου
την ηλικία του ήλιου στο κορμί σου
τον άνεμο στα χείλη σου
μες στα μαλλιά σου αετοί και λάβαρα
περιμένουν τον άνεμο εις την Αυλίδα,
στα σωθικά σου ο γαρμπής σαν τρελός
παίζει το αρμόνιο της ελευθερίας 
την ώρα πού ο ήλιος πάει να σβήσει
πίσω απ’ το τροπάριο της θλίψης.

Η ανάμνηση, όταν ξυπνάει,
γίνεται ρίγος,
φίδι πού διαπερνά το σώμα,
μιας στιγμής χωρητικότητα που λιώνει
ελπίδες χρόνων,
γίνεται δάκρυ στα μάτια, θρήνος
μιας ζωής δεμένης με το χώμα
χώμα ποδοπατημένο, βρεγμένο,
χαλίκια ελεύθερα.
Νησί τυραννισμένο της νύχτας
που βουλιάζει
χωρίς κραυγές και μοιρολόγια
χωρίς ανεμοδαρμούς.
Ο αδελφός μας δίπλα
βλέφαρα κλεισμένα
μάς κοιτάει λυπημένα.
Ήταν τα μάτια του της θάλασσας
φουρτούνα των αφρών
μα τάκαψε ο άνεμος
του ήλιου ο σπαραγμός.
Ακούγαμε μόνο το τραγούδι του
μες στους καλαμιώνες
μες στους κάμπους με τις παπαρούνες
που την άνοιξη μάζευε μπουκέτα
μα σκόρπιζαν ύστερα τα πέταλα
μες στην παλάμη του και τούς πέντε ανέμους
χωρίς να μπορεί να τα κρατήσει.
Ό,τι είχε αγαπήσει στην περασμένη του ζωή
χάθηκε μες στους κύκλους της
και το κουφάρι του εδώ πού κείτεται
περιμένοντας θάψιμο
ψάχνει έξω από το θάνατο
μια στιγμή ελευθερίας.

. . .

IV

. . .

Βυθίστηκες μες στην ανωνυμία του χρόνου σου
στεναγμός στην άμμο η μορφή σου
από σώματα ετερόφωτα
πού ν’ αφανίσουν θέλουνε τα ίχνη σου
λεηλατώντας τούς ώμους σου τη μνήμη
εκεί που η θάλασσα ζευγάρωνε
με τ’ ουρανού τη χθεσινή γαλήνη
ελεύθερα κυκλοφορούν
της μυστικής αυγής σου θρήνοι
μα ο βορράς σου ματωμένος
πάει να σου ξεφύγει
ανολοκλήρωτες ψυχές
θεμέλια των εχθρών σου
ταυτίζονται με τούς ισχυρούς
να μοιραστούν τον ίσκιο σου
να σχίσουν το κορμί σου
φυτά αναρριχώμενα

Ξέρω δεν θέλεις μοιρολόγια

Ξέρω δεν θέλεις μοιρολόγια
ούτε φωλιές για ερπετά
τα μνήματά σου γίναν χιτώνες
γυμνά κόκκαλα σφενδόνες
να συντυχαίνουν μοναχά
μάρμαρα, πέτρες και χορτάρι
να στροβιλίζει ο βοριάς
όταν τα κόκκαλα σου σπάζει
από το κρύο και τη ζάλη
άνθρωπος ξένος στον ντουνιά
ο τόπος σου σ’ έπαιξε ζάρι
στα λατομεία της ψευτιάς
πού τάιζε γύφτους μπουρζουάδες
των φλουριών σου η μυρουδιά
μα ένα μόνο θέλω να ξέρεις
τα ναρκωτικά σου τα σεντόνια
δεν τύλιξαν όλους από μάς
είναι πολλοί πού ’μειναν ξένοι
με γυμνωμένα τα στηθιά
μπρος του Αιόλου τα σακιά.

Famaguste

Μες στους αφρούς της φουρτούνας σου
διαλύθηκε η γαλήνη
στο ακρογιάλι πού νόμιζα ήρεμο
της θάλασσας εκείνης.

Με χέρια απλωμένα προς εσένα
προσμένω κάθε καλοκαίρι,
Ελένη, της ψυχής μου Παρθένα,
ν’ ανοίξω της καρδιάς σου το δεφτέρι.

Από της Δερύνειας το δίπατο
ματογιάλια τα μάτια μου ανάπηρα
ν’ ατενίζω των Τούρκων το βάδισμα
και της καρδιάς σου το χτύπο.

Μέσα στον ύπνο μου τρομάζω
το ευαγγέλιο της μοίρας που διαβάζω
βουβό της καμπάνας το κτύπημα,
πόλη του Ευαγόρα φάντασμα.

Άφησ’ τα χέρια σου να ’ρθουν
με τα δικά μου να σμίξουν
προτού γυρίσει ο άνεμος
και πάρει την πνοή μου.

.

Μνημόσυνο – Ιχνηλασία 2014

Μνημόσυνο
Ωδή στον χαμένο Ύπαξιωματικο Κύπρο Γ. Ίωάννου

Ι

Εκεί που τις νύχτες νόμιζες
πώς τ’ άστρα
κρεμασμένα από το στερέωμα
θα πέφταν μες την χούφτα σου,
Εκεί που οι άνθρωποι
γιάτρευαν τις πληγές τους
με λιβάνι,
που οι γριές σταυρώνονταν
πριν κατέβουν για νερό
μες στους λάκκους,
που σε κοίταζαν χαμογελώντας
παρ’ όλο τον κάματο της μέρας…
. . .
Εκεί που παλιά κατοικούσαν
οι ψυχές των άστρων
έπεσαν ο λεβεντονιός
σαν έσβηνε ο Ήλιος.

ΙΙ

Ήταν εκεί αγέρωχος
με τις ψυχές παρθένων να βογκάνε
σαν μάζευαν τα κορμιά
αμούστακων παιδιών
στο χώμα ριζωμένα
για να τα θάψουν
Αντιγόνες ζητώντας μια κόχη
να κτίσουν πατρίδα…

ΙΙΙ

Κι εσύ παιδί οδοιπόρος
με τ’ όνομά σου αλάλητο
τρόχιζες γυμνάζοντας φωνή
βοών εν τη ερήμω
και στα εν υψίστοις μελωδούσες
την φάτνη της νήσου σου
σε καιρούς δαμόκλειους
και σήμαντρα εκκλησιών
νηπιοκτόνα…
Με εύφλεκτο δαδί
τις κρύπτες φώτιζες
βροχή στο δάσος
και κεραυνό μέχρι τη θάλασσα
κουβαλούσε το πάθος σου
τα ούρια να φέρει…
O ύπνος σου ανόνειρος
καμπάνες σήμανε
κι έγινες Υλάτης
κι έγινες φωτιστής
με την φωνή σου να κραδαίνει
στα πυρωμένα έλατα των λέξεων.
Και στην στεριά
άναβες χρησμούς
Ιφιγένειας βωμούς
θάλασσας αταξίδευτης.

IV

Από τα εγκαταλελειμμένα φυλάκια σας
ο Τούρκος δήμιός σου σε παραμόνευε
και μια βολή στο τέλος
σε γονάτισε…

Στο χώμα μια στιγμή
κινήθηκαν τα φίδια
μα άλλαξαν δρόμο
μην σου μολύνουν την ψυχή!

Καμπάνα δεν ακούστηκε
ούτ’ ήρθε μαντατοφόρος
κι έμεινες μόνος
ριζωμένος στο χώμα
ώσπου σ’ αφουγκράστηκε ό Πενταδάκτυλος
και γονατίζοντας
σέ πήρε στην αγκαλιά του!

V

Λένε για σένα
πως Θεός έριξε σπόρο
κι αναδύθηκες
πορφυρογέννητος
στέλλοντας την ηχώ της φωνής σου
στους μακρινούς ορίζοντες.

Λένε για σένα
πώς όταν οι Θεοί σκύψαν
στην κούνια σου
ο Άδωνης ζήλεψε την ομορφιά σου
και στον Δία ζήτησε επίμονα
να σ’ αφήσει απροστάτευτο…

Τώρα αυτός ό τόπος
αντηχεί το όνομά σου
κρατά το κάπα σου καλά
την κόψη του ακονίζοντας
που ματωμένο γέννησε φωνή
ποίημα στον οίκο της φωνής σου
βυζαντινό τροπάρι του έρωτα
το δάκρυ.

Γυμνή την μάννα άφησες
στην άλλη όχθη
να τραβιέται πέρα από τον θάνατο
πληρώνοντας φόρο ακριβό
λαιμός από μαχαίρι να περάσει.

Εκείνη, μισή θεά μισή γυναίκα
Γοργόνα στα πέλαγα
τον Αλέξανδρό της ζητούσε
επί δεκαετίες,
Χωρίς η ψυχή να ξαποσταίνει
αψηφώντας τον χρόνο
καθώς ο πόνος ανυποψίαστος
τον χρόνο αντίστροφα μετρούσε.

Φυτίλι η μνήμη φαρμακερό
να καρτερεί με όλα τα χαίρε
μα το ποτάμι βαθύ φαράγγι
να της σκάβει το πρόσωπο
ενώ τον χρόνο πάσκιζε να
φέρει πίσω.

VII

. . .

Ιούλης, μεστωμένο καλοκαίρι
μα ό κάμπος ξεχασμένος
με το στάρι του
τα κοπάδια να τριγυρίζουν χαμένα
χωρίς βοσκούς
απολωλότα πρόβατα στον κάμπο.
Ό χρόνος κουρασμένος εσταμάτησε
μπροστά στο λαβωμένο σώμα σου
όπου ο Θεός το βλέμμα του
απόστρεψε
για να μην κλάψει…

ΙΧΝΗΛΑΣΙΑ
Νερά της Κύπρου, της Συρίας και της Αιγύπτου...

Κ. Καβάφης

Στην μνήμη της Νίκης Μαραγκού

Λούστηκα μες στα νερά της ποίησής σου
και δροσίστηκα
φωνή γλυκεία στα όνειρά μου
μιας ύστερης ποίησης της ζωής μου
που επιστρέφει.
Αυτό που θυμάμαι από σένα
η ευγένεια της ψυχής σου
νότα σπάνια
στην Κύπρο της αναλγησίας.
Αυτό πού θυμάμαι από σένα
το γλυκό σου χαμόγελο
τα μετρημένα λόγια σου
και μια μικρή φιλία πού ξεκίνησε
μα δεν πρόλαβε να ωριμάσει.
Ήταν ή Μεσόγειος ολόκληρη που μας χώριζε
και η σιωπή μου
παλιά ιστορία η σιωπή μου
και η ξενιτειά που κουβαλούσα μέσα μου.
Εσύ ταξιδιώτισσα του κόσμου
κουβαλούσες άμμο από τη θάλασσα τού Πρωτέα.
Εγώ εξόριστη,
κουβαλούσα χώμα
από τη θάλασσα της Κερύνειας.
Και οι δυο κουβαλούσαμε μαζί μας
τις πληγές
και τα μεγάλα μας όνειρα…
Εσύ ελεύθερη
εγώ παγιδευμένη στις διαψεύσεις μου.
Μας έφτανε να μιλήσουμε απλά
απλά όπως αγαπάει κανείς
όπως ερωτεύεται.
Το χαμόγελό σου
σημάδεψε την καρδιά μου
κάπου εκεί ζούσε ένα παιδικό παλιό μου όνειρο.
Το τελευταίο ραντεβού μας ήταν αργά.
Εσύ είχες ήδη φύγει
κι έμεινα μόνη μες τη σιωπή μου
και την φιλία μας
που δεν έγινε ταξίδι.
Έτσι απροσδόκητα ο Νείλος
ο αγαπημένος σου Νείλος
σε πήρε στην αγκαλιά του
και ο Καβάφης μες στην μνήμη του…

Νοέμβριος 2013

Γρηγορείτε…

Μέσα από το παραμύθι
ξεφυτρώνουν ήρωες και θεριά
η ζωή όμως τρώει τους ήρωες
και αποθεώνει τα θεριά…
Μέσα στα παραμύθια σου
κρύβεται το βλέμμα αυτών
που προσπαθούν να σ’ αφαιρέσουν την ιστορία…
Στο χορό της γης μέσα στο χρόνο
οι τεκτονικές πλάκες
μεταμορφώνουν προχωρώντας ασταμάτητα
το πρόσωπό της.
Έρημος και το μαρτύριο της δίψας
κόσμος χωρίς ετερότητα
πολιτισμός που ξεφυτρώνει
από την σύνθλιψη των ορίων.
Αγριότητα της φύσης
που ξεπηδά ανερμήνευτη
μετά το ηφαίστειο…
Γρηγόρα, γρηγορείτε
προτού η πληγή γίνει φαράγγι
και γκρεμιστούν μέσα του
τα όνειρα μας…

Ο πόθος για Ειρήνη

Τι θυμούνται οι φαγωμένες κερκίδες
από τα λόγια των αρχαίων τραγωδών
σαν έπαιζαν αρχαίο δράμα;
Τους οδυρμούς τα δάκρυα
την πονηριά, το δόλο
τις κατακρεουργημένες ψυχές των Τρώων…
Τι θυμούνται οι αρχαίοι θεατές
σαν αφουγκράζονται των τραγωδών τους θρήνους
μες τα σοκάκια της πυρπολημένης Τροίας;
Πέρασαν οι αιώνες, οι χιλιετίες
καινούργιοι ηθοποιοί
με καινούργια κοστούμια
παίζουν τα ίδια δράματα
σ’ ένα καινούργιο κόσμο…
Τι θυμούνται οι φαγωμένες από τους αιώνες κερκίδες;
Το χέρι τού Άρη να αιωρείται απειλητικό
τα ίδια δράματα να επαναλαμβάνονται
οι ίδιοι πόλεμοι να σκαρώνονται
από τούς ίδιους Θεούς
ερείπια παλιά, ερείπια καινούργια
οι αιώνες ν’ αντιγράφουν τον εαυτό τους…
Τροίες παλιές, Τροίες καινούργιες
κι ένας διαχρονικός πόθος για Ειρήνη
χωρίς να μπορεί να σταματά το φονικό χέρι του Άρη
από ένα καινούργιο πόλεμο…
Μόνο ο πόθος για Ειρήνη σταθερά μοναχικός
να ουρλιάζει μέσα στους αιώνες…

Απρίλιος 2014

.

ΤΟ ΚΑΠΠΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ (2013)

Αισιοδοξία

Στο χείλος του γκρεμού
φορέσαμε τον μανδύα του Νέσσου
ίσως περισώσουμε
ό,τι έχει απομείνει.
Μην κοιτάς τα μαύρα σύννεφα
τα μαύρα κλαδιά
τα μαύρα κυπαρίσσια
Κρατάνε πάνω τους
την ανάμνηση ξοδεμένου παρελθόντος.
Κοιμάται ο σπόρος ήσυχα στη γη
μέχρι την Άνοιξη.
Σου στέλλω πυρετό την προσευχή μου
το κόκκινο ποτάμι
τού αίματός μου
τα λέπια που πέσανε
απ’ το εγκλωβισμένο μου κορμί,
όπως γδύνεται ο σπόρος το φλοιό του
και μες στο χώμα θάβεται
σπάζοντας τον κλοιό του.
Σου στέλλω λαβωμένη Μάννα
την ψυχή μου στα πόδια σου
όπως ή νύκτα γονατίζει
μπρος τον ήλιο
και το χθες γονατίζει μπρος το αύριο.

Ιούλιος 2009

Πριν

Η σκοτεινή τρύπα στον τοίχο
πριν το 74
ήταν ήλιος.
Τα μαύρα σύννεφα στα μάτια σου
ήταν φεγγάρια.
Οι φωνές των παιδιών
την προηγούμενη μέρα
δεν ξανακούστηκαν πια
στην γειτονιά.
Φούσκωσε της αυγής το κλάμα
μες τούς μαστούς της νύκτας.
Απόμακρα γνέφει
θυμούς, αφροσύνη
ξαμώνει, περιμένει
την άνοιξη και το θλιμμένο γιασεμί
την αγαπημένη μορφή σου
να φέρει.

Στο δρόμο προς Άγιο Ιλαρίωνα

Στο δρόμο προς το κάστρο του Αγίου Ιλαρίωνα
την ώρα πού ο ήλιος βασιλεύει
πίσω από την θάλασσα,
ο τουρκοκύπριος ξεναγός
συλλαβίζει την φυλλάδα στην αγγλική
και συ γυρνάς απόκρημνη Ρήγαινα
ανάμεσα στους τουρίστες
ξυπόλητη στης ερημιάς το βράχο
σε ύπνο φιλαρμονικό
γυρεύεις τα κλειδιά
σε ήχους σιδερένιων πόρτων
με την γεύση της αγανάκτησης
στα χείλη
τις κόρες των ματιών σου
ν’ αγριεύουν
τα βότσαλα ν’ αντηχούν Βυζάντιο
κι οι άνεμοι να παίρνουν τη φωνή σου.
Κάθε χαλίκι αετός
κάθε πέτρα και στεναγμός
τα σα και τα μα της φωνής σου
μνημονεύουν Κομνημία.
Ρίζες δίνεις στην φωνή σου
να γυρεύει το δέντρο της
να μονιάσει η σιωπή σου Ρήγαινα
μην γλιστρήσει σε τρύπιες παλάμες
κι ό άνεμος σε τραβήξει μακριά
μια προς ανατολάς
μια προς δυσμάς….

Στην αυλή των Περσών

Συ πού ήσουν προορισμένος για ωραία και
μεγάλα έργα
που ήσουν καμάρι της μάνας σου
που ζητούσες τα μεγάλα εύγε
από την Πολιτεία και τούς σοφούς
πώς πιάστηκες με τα ευτελή
και τα μάταια
τα τιποτένια και τ’ αδιάφορα
πώς ενέδωσες στους Πέρσες.
Η Ματαιότητα σου έδωσε πολλά
άλλα η ψυχή σου άλλα θέλει…
τα υψηλά και τ’ άπιαστα
των σοφών του κόσμου.
Μα πρόσεξε
η συνήθεια στα ευτελή
έτσι φρικτά σε απειλεί
κι ανέτοιμο και πάλι θα σε βρει
που εν τέλει ανεπιστρεπτί, θα ενδώσεις…

Morges la coquette
(Morges η φιλάρεσκη)

Εκεί που νόμιζα
πώς η πόλη δεν είχε τίποτα να μου δείξει
μια συνηθισμένη πόλη της Ελβετίας
πάνω στην λίμνη Leman 
κάνοντας βόλτα την μικρή Ίριδα
στο κάστρο του Louis de Savoie
δίπλα στην αποβάθρα
με περίμεναν ιππότες μεσαιωνικοί
και δυο λιοντάρια στην είσοδο
να με κοιτάζουν με κείνο το βλέμμα
που σου λέει πως τους είσαι γνώριμος…
Ένα κομμάτι από το παλαιό τείχος
μου θύμισε πώς χίλια χρόνια πριν
προστάτευε την πόλη,
μα ήταν μάταιο να ψάχνω τα χαμένα.
Την άνοιξη η πόλη γιόρτασε την
ημέρα της τουλίπας
το φεστιβάλ του γέλιου τον Ιούνιο
περιμένοντας τις δάλιες τον Οκτώβρη
που θα στολίσουν και πάλι
την φιλάρεσκη πόλη.
Μες τό λαντό της
η μικρή Ίρις χαμογελά αδιάφορα
ατενίζοντας τις πάπιες
που κολυμπούσαν
μες τα παγωμένα νερά της λίμνης.

Κάτω από τον ήλιο

Μέσα στο σύμπαν
το άπειρο
η γη και ο μόχθος της
η πατρίδα
βραχάκι κρεμμάμενο επί ξύλου
μεταξύ ανατολής και δύσης
τα αρχαία μάρμαρα και τις κολόνες
ήθελα να ρωτήσω τον ήλιο
να μου μιλήσει για το αιώνιο,
οι άνθρωποι μόνο για το στιγμιαίο απαντούν
να μου πει για το αύριο,
οι άνθρωποι μόνο για το σήμερα μιλούν
να μου μιλήσει για Ιστορία
και όχι για Μύθους
να μου πει για τον Θεό
και όχι για Θεούς
για ποίηση και όχι για λέξεις
για το Παν και όχι για το Τίποτε.
Κάτω από το φως του ήλιου
τα άκρα συνυπάρχουν
και γίνονται ένα…

’Ιανουάριος 2012

Της Ορλεάνης

Εδώ στην ’Ορλεάνη
το φεγγάρι ολοκόκκινο
πίσω από το βασιλικό γεφύρι.
Είναι το αίμα μου
που κουβάλησα σ’ ένα σταμνί
από την Λευκωσία
και μια μέρα
το έχυσα μες το Λύγηρα.
Αιδώ, η Jeanne d’ Arc
κατασπάραξε το στρατό
των ’Άγγλων κατακτητών
κι απελευθέρωσε την Ορλεάνη.
Ύστερα οι αρχιερείς
της καθολικής εξουσίας
την καταδίκασαν σε θάνατο
για μαγεία
και την έκαψαν ζωντανή…

Διαπίστωση

Τόσα χρόνια να γυρίζεις
στις θάλασσες
βάρεσε ή ψυχή
και το σώμα κουρασμένο
φυτεύεται όλο και πιο βαθειά
στο χώμα.
Η γεύση της ιστορίας πικρή
κόλλησε στο λαιμό μας
έτοιμη να μάς πνίξει.
Πάμφωτοι Βόλοι από την Πόλη
να θολώνουν τα μάτια σου
μ’ ανύμφευτη μένει η πατρίδα μου.
Η ιστορία να συνεχίζει αδίστακτα
και φονικά
κι ο γιος του σκοτωμένου
να περιμένει ακόμη εκδίκηση.
Σε κάθε λιμάνι πιστεύαμε
πώς ξεκινούσε κάτι καινούργιο
στην ουσία ξύναμε κάθε φορά
την ίδια παμπάλαια πληγή.
Στην Κερύνεια το άγαλμα του Πράξανδρου
παραμένει σε στάση ημιανάπαυσης
και τα χέρια μου μετέωρα
προσπαθούν μάταια
να ενώσουν τα κομμάτια σου…

Φεβρουάριος 2013

Τα κάππα της Κύπρου

Νησί των φιδιών
του Ζέφυρου
και της χονδρής άμμου
φως του ανέμου
στεφάνι ελιάς
φωτοστέφανο Χριστού
Δείπνου Μυστικού
μάρτυρας αυτόπτης
ανήλικη
παγκόσμιου βιασμού
να επιπλέεις στον όλεθρο
του απόηχου
Κασσάνδρων καί Πυθίων.
Χείλη κολλημένα
στην παμπάλαιη πληγή
να τραβούν αιώνες
το δηλητήριο του θανάτου
κι εκείνην που νόμιζες για αιώνες
να ξαγρυπνά για σένα
ήταν φωνή στην έρημο
κερί και μέλι Ονήσιλλου
μαχαίρι
που σε κατακρεούργησε!
Και συ να παραμένεις
ασφόδελος τσαλαπατημένος
σύμφωνο λυγμών
στις πέντε θάλασσες
πεντάμορφη, πεντάρφανη
κατάπικρη ελιά
να αναρτάς απ’ την αρχή
το κάππα σου
με φωνές και κραυγές άηχες
των σφαγιασμένων σου παιδιών.

.

Ο ΝΟΣΤΟΣ ΤΩΝ ΗΡΑΚΛΕΙΔΩΝ (2006)

Ι

Αν μ’ εξημερώσεις,
Η ζωή μου θα γίνει σπόρος
Που θα βλαστήσει
Πουλιά των χεριών σου
Και καρποί πού ζεσταίνεις.
Αν μ εξημερώσεις
Το βήμα μου θα ‘ναι αλλιώτικο
Απ’ όλα τ’ άλλα
Θα μαζέψει η ζωή τα κομμάτια της
Για ν’ αποτρέψουν συγκολλημένα
Κρύπτες κορακιών
Να κτίσουν
Οι στεναγμοί κραδαίνοντας.
Αν μ’ εξημερώσεις,
Κάθε λέξη σύμφωνο
Λαβωματιά στο κορμί μου
Από το ταξίδι τού νόστου
Οδύσσειο ποίημα
Απαιτώντας μες τη λήθη.
Αν μ’ εξημερώσεις
Θα πορευτώ τις νύκτες
Κρυφά αλητεύοντας μες τα ξωκλήσια
Όνειρα στην ρομφαία τού άγιου

. . .

Πηγάδι άνυδρο ή εξορία μου
Έσκυβα μέσα να βρω
Νερό ελευθερίας
Το σώμα μου
Κομμένο στα δυο
Νήσος τίς έστι
Με κυρτή την ’Αφροδίτη.
Νυκτοήμερα πάσκιζα
Με θυμιατό
Οσμή θανάτου να ξοντώσω
Και με λάδι των Δελφών
Ν’ ανάψω τα καντήλια μου
Εικόνες κατεβάζοντας
’Από τις πυριτιδαποθήκες
Συλλαβίζοντας ανέμελα
την καταδίκη μου.

. . .

ΙΙ

Η ώρα σφηνώθηκε
Ανάμεσα στην νύκτα και την αυγή
Άωρα σε βρήκε
Το φέρετρο της νιότης
Αυτόβουλη εν τούτοις στο βωμό
Ενώ ονειρεύονταν ακόμη οι Αχαιοί
Άνεμο στην Αυλίδα
Βγήκες ’Εσύ
Στων σκοταδιών την άμπωτη
Ιφιγένεια εν λήθη
Ξεκουρδισμένα καράβια
Στον περιβόητο γιαλό
Με λήθη έμοιαζε η θάλασσα
Με λήθη έμοιαζες Εσύ
Άπειρος λήθη
’Έντρομα αφυπνίζονταν τα τηλαυγή
Και τα επινίκια
Στα Εύξεινα και τα πόντια
Να ξανάβρουν την Ελένη

. . .

ΙΙΙ

. . .

’Έφυγα ένα καλοκαίρι
Πριν χιλιάδες χρόνια
Μα η μνήμη μου κρατάει
Ζεστή την παρουσία σου
Έμαθα να κρατιέμαι
Από τις λέξεις σου
Πού σεργιανίζουν κάθε τόσο
Στην μνήμη μου
και με τρέφουν
Ασύνορη η αγάπη σου.
Το περσινό σου χαμόγελο
Στένεψε τον ορίζοντα
Κατήργησε την ελπίδα της επιστροφής
Έστείρεψε τους στίχους
Που στιχούργησα για Σένα.

. . .

Να φιλάς σαν τότες τις ακρογιαλιές
Και τις θαλασσινές σπηλιές
Μα τα λυπημένα σου ακρογιάλια
Κάνουν την εξορία μου ανυπόφορη
.
Δεν είναι γιατί έγινες όνειρο
Είναι γιατί ο χρόνος
Απειλεί το όνειρο
Σεβάσμιε τόπε
Τού πρώτου μου βίου.

IV

. . .

Εκεί στ’ αμέτρητα γεφύρια
Πού ανασαίνουν
Μες την απέραντη καταχνιά
Σε γύρεψα,
Μέσα στον άδειο Σηκουάνα
Γύρεψα το νερό πού σε δρόσισε
Τα δάκρυά μου
Στάλες βαρείες
Στο πρόσωπο της οικουμένης.
Ο Σηκουάνας κυλά
Ποιος θά τον σταματήσει
Τώρα πια η ψυχή φοβάται
Μήπως μια μέρα ξεψυχήσει
’Έξω από τα τείχη της ζηλευτής
Πολιτείας
Στην κοίτη του ποταμού
Χωρίς ταφή…

V

. . .

Σκύψε να δεις
Ένα λαό που τον εμποδίζουν
Να βαδίζει
Μες τούς αιώνες ηχεί
Τού Εφιάλτη το φιλί
Ιούδας π’ αντιβιώνει μονομερώς.

Ποιος τον λαό βλέπει
Προσκυνητής ταμένος στ’ ακρωτήρι
Να περπατεί
Αλυσοδεμένος;
Ποιος ξέρει πώς χθες
Σήμερα, απόψε και αύριο
Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτ’ άλλο
Παρά ν’ αγαπηθούμε;

Επίλογος

. . .

’Εδώ σιμά
μας έχουνε μολύνει τόσες μνήμες
Οστά χλωρά ακέφαλης Νίκης
Στους ώμους φορτώνω
Τα ολιγόστιχα απλοϊκά μου ποιήματα.
Δεν τραγουδώ παρά γιατί σ’ αγάπησα
Πατρογονικό ελαιόδεντρο
Φυλή της φωνής μου
Ελένη του ξεριζωμού
Ελένη της Λακωνίας.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα
Ελένη της Καρπασίας,
Ελένη της Κυρήνειας
Για σένα θρηνώ βουβά
Την άχαρη ζωή
Την ανεκπλήρωτη
Που ένα πρωί σ’ εδόθη.

.

«ΠΡΕΣΒΥΝ ΑΡ’ ΕΙΣΔΕΞΟΜΑΙ ΠΑΤΕΡ» (1998)

Ι

Αμπέλια σιωπηλά και δακρυσμένα
κι ανάμεσα τους εσύ
μικρό αγόρι με τη μαύρη κόμη
να τρέχεις
με τη φωνή να τρέμει
τα μέλη σου αδύνατα
αναζητώντας την ποδιά της μάνας.
Εκείνη σάς άφησε ορφανούς
στη γέννα την τελευταία
κι έμεινες τεσσάρων χρόνων παιδί
έρημος να σπαράζεις
να εγκυμονείς την πίκρα μας!

Η θάλασσα δεν ήξερε να πιει
τον πόνο σου
και τα ποτάμια κατάξερα
μουρμούριζαν μόνο μυρολόγια
ξερνώντας εξαντλημένα
τη μέλλουσα πληγή μας.

. . .

Μάτια κοκκινισμένα
από την αλμύρα της ζωής
λίγη ζεστασιά σπιτιού ζητούσες
κι έτρεχες τριγυρισμένος από στοιχειά
καθ’ όλη τη διάρκεια τού ταξειδιοΰ σου
μπροστά σου πάντα
το φάντασμα τού Οδυσσέα.

Την άνοιξη
μάζευες πέτρες
και σημάδευες τα πουλιά
πάνω στα δέντρα
γιατί δεν ήθελες άλλη μάνα
με το ίδιο μαντήλι στο κεφάλι!
Κι ’έτρεχες ψιθυρίζοντας προσευχές
μες στο σκοτάδι
για να μπορέσεις να σταθείς ορθός
μες στον ορίζοντα της αδυσώπητης μοίρας.

. . .

ΙΙ

Χρόνια μελετούσα κρυφά
την αιτία τού πόνου σου
κρατώντας στα χέρια μου
την ιστορία σου ανείπωτη.
Μα εσύ μέσα στο θόρυβό της
ένα θρόισμα ακαθόριστο
και τραγικές φωτογραφίες
κρατούσες σιωπηλά
τα λαβωμένα σου γόνατα.
Κανείς δεν ήξερε
από πού ήρθες
πού ανήκες.
Μόνο λέγον πως παντρεύτηκες
την ωραία Τερψιχόρη
μια μούσα λέγαν
με τα ωραία ροζ πόδια
που χόρευαν στην καρδιά σου.

. . .

ΙΙΙ

ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ

. . .

Η γη σε πήρε στην αγκαλιά της
σαν μάνα που τόσο στερήθηκες
στον κόσμο των ζωντανών.
Τώρα η ψυχή σου διατρυπά
τη μνήμη μου
και σε ξαναφέρνει στη γήινη ζωή.
Τη βλέπω κρυμμένη
στο καμένο πρόσωπο
κάποιου φανταστικού εραστή
την βλέπω
μια ζωή ανυπότακτη
να προσκυνά τις εικόνες γονατιστή,
να ταξιδεύει στο σύμπαν
δεμένη με τη δική μου,
με το νήμα της Αριάδνης τεντωμένο
έτοιμο να κοπεί
γιατί ό δρόμος δύσκολος ακόμη
και μακρύς…

. . .

IV

ΥΜΝΟΙ
. . .

Τα βήματά σου αντηχούν ακόμη
σε κάποιες έρημες ακρογιαλιές μας
που γυρνούσες κάθε τόσο
ρωτώντας να μάθεις
για την αδελφή του Μεγαλέξανδρου
μέσα σ’ ένα σύννεφο φωτός.
Τώρα κανείς δεν σ’ ακούει
κανείς δεν σε βλέπει
μα ένα μικρό φως πού ολοένα μεγαλώνει
αναβλύζει από τον τάφο σου.

. . .

Τώρα κανείς δεν σ’ ακούει
κανείς δεν σε βλέπει
μονάχα οι τυφλοί
κι’ αυτοί πού δεθήκανε μαζί σου
με το ίδιο κρυφό σαράκι.

. . .

V

Το δάκρυ που δρόσιζε
το μάγουλό μου
τις ώρες του καλοκαιριού
ενώ πύρωναν οι πέτρες
και τα ποτάμια ακόμη
το δάκρυ αυτό πού έπλασε τη μνήμη μου
και την ανάμνησή σου
σου το προσφέρω ύστατη δροσιά
μαζί με το ποτάμι που ήπια
για να ντυθώ τον πόνο σου.

. . .

Τώρα θέλω να λογαριάσω τον πόνο
να τον μετρήσω με σταθμά ανθρώπινα
να τον μπολιάσω στις φλέβες τ’ ουρανού
για να φουσκώσει προζύμι
τώρα θέλω να δω καθαρά
γιατί σου πούλησαν ψεύτικη πραμάτεια
και με κάρφωσαν έτσι στο βράχο
και μου τρύπησαν τις σάρκες
με τη λόγχη…

.

«ΣΑΛΑΜΙΝΑ ΤΕ» (1996)

I

Πώς κατρακυλήσαμε, αδελφέ μου,
μες τα λαγούμια της απελπισίας
με τα μάτια στυλωμένα στον ουρανό
να τραυματίζουμε τ ’ αστέρια;
Πώς πέσαμε, σύντροφε, τόσο χαμηλά;
Εδώ και χρόνια
το καράβι μας βουλιαγμένο
σαν κήτος μισοπεθαμένο
διανυκτερεύει στη μέση του νερού.
Πώς καταφέραμε, φίλε,
και ταπεινωθήκαμε τόσο
κι είδαν τη γύμνια μας
αυτοί που περιφρονούσαμε
μες τις παλαίστρες
αυτοί που μας πήραν ύπουλα
το μαραθώνιο
και τον τρέξανε γρηγορότερα από μας!

Το δέντρο αυτό που δρόσιζε
το πρόσωπό μας
μέσα στην κάψα του μεσημεριού
στο κάμπο της Μεσαορίας,
που μας θυμίζει κάθε πρωί στην εξορία
γυμνές αγκαλιές
κι έρωτες που δεν τέλειωσαν
ένα χαμένο πρόσωπο
και χίλιες ρυτίδες
το δέντρο αυτό το βλέπουμε
με άλλα μάτια:
μέσα από την ματοβαμένη σφενδόνη
που έβαφε χιτώνες
’Αχαιών, Φράγκων, Σαρακηνών…

Πώς καταφέραμε, αδελφέ μου,
και πήραμε το δρόμο των πεθαμένων
κρατώντας την ζωή μας
ανάμεσα στην ζωή και την ανάμνησή της
ανάμεσα στην Ιστορία και την άρνησή της
ανάμεσα σε ανθρώπους και την φυσιογνωμία
των ανθρώπων
ανάμεσα στις πληγές μας
και τα μαχαίρια που μας πλήγωσαν!

. . .

Σε βλέπω ν ’ ανασαίνεις
μες τα στενά, της Σαλαμίνας
ιέρεια των Τευκρίδων
κάποτε να κυνηγάς ελάφια
αψηφώντας την Άρτεμη
μέσα στα δάση του Τροόδους.
Σε βλέπω να ερωτοτροπείς με τον Άδωνη
μες τούς Αμαθούντιους κρυψώνες
ενώ η ψυχή σου γινόταν ένα
με τον καταδιωγμένο Άρη
κάτω από τα μάτια των Θεών
κρατώντας την ζωή σου στο κρυφό.
Κι έτρεχες, αφήνοντας πίσω
τα σεντόνια σου να παγώνουν
ενώ βροντούσε ή Δήμητρα κατάρες
έτσι πού έμενε ριζωμένη στο χώμα
χωρίς στο στάχυ της καρπό
και λύγιζες από το βάρος στους ώμους
και λυγίζοντας δεν άντεξες
και γονάτισες και Συ

’Ορλεάνη, Φεβρουάριος 1995

ΙΙ

Κράτα την μνήμη τού πόνου σου ακέρια
και μην υποχωρείς μοναχικό μου κάστρο
κι αν είναι φθονερός ο Θεός
που θέρισε τα σπλάχνα σου
«τήν θάλασσα την θάλασσα
δεν θα μπορέσουν να την εξαντλήσουν…»

Περιμένω τα μάτια σου
να με κοιτάξουν
πριν σκουρύνουν τ ’ αγάλματα της αρετής
περιμένω μια πορεία προς τον Ήλιο
πριν η πίκρα της φθοράς
κολλήσει βδέλλα στο κορμί…

Περιμένω στο λογισμό σου
χάλκινο χέρι
ν ’ αναδύει η τόλμη σου
δροσοσταλίδα στις βραχοπλαγιές του αγώνα
ο θρύλος σου
και η τρυγόνα που της πλήγωσαν το ταίρι
ν’ αποτρέψει το πέρασμα
της Αχερουσίας την όχθη.
Περιμένω να στεριώσεις τούς πόθους σου
στον αργαλειό της τιμής
και της νικημένης θέλησης νικήτρια,
περιμένω ν ’ ανανεώσεις τόν πόθο σου
για λευτεριά
ανάβοντας φλόγα στην καρδιά
μην τύχει και ξεχάσεις τις ψυχές
μην τύχει και σαλπάρει η βούληση σου.
Προφυλάσσω την πηγή σου
μην την ξεμοναχιάσουν
οι εχθροί!

ΙΙΙ

Πώς πέρασαν τόσα χρονιά, αδελφέ μου,
χωρίς να επισημάνουμε λιμάνι;
Τ’ άστρο πού μας οδηγούσε χάθηκε
στη συνείδηση της αδυσώπητης μοίρας.

Πώς τελείωσε τούτο το ταξίδι
κι έμεινε ο σκοπός μας ανεκπλήρωτος;

Πέρασε η καταιγίδα
και σε σάρωσε Πατρίδα
πέρασε η θύελλα
και βύθισε τ ’ αστέρια
και μας έμεινε η μνήμη
θρυμματισμένη
μέσα στο διάστημα
να ψάχνει μάταια μια χαμένη γη.
Έφυγε ο χρόνος
κυνηγημένος στο τέλος μιας μαυροφορημένης
μέρας
αφήνοντας πίσω τη λαχτάρα
της Άνοιξης
και την προσδοκία
της επιστροφής.

Πέρασε η νεροποντή
παρασύροντας και τα τελευταία
αχνάρια των θεών μας.
Έμεινε η πόλη
ακυβέρνητη σχεδία
στα χέρια της φθονερής μοίρας
λησμονημένη
βυθισμένη στο στόμα,
των μυλόπετρων.

. . .

IV

Συ πού γνώριζες την κατάρα της Μήδειας
σαν σε κοίταξε πάνω στο σκάφος
της Αργώ
πριν σκοτώσει τα παιδιά της
και τα παιδιά σου
για να ξεφύγει την ντροπή
δάκρυα πού αφήσανε στη μνήμη
την ανάμνηση μιας μεγάλης ευτυχίας
πετρωμένα χαμόγελα αγιογραφίας
πού απείλησαν το χρυσό δέρας
βαμμένο στο αίμα
γυρεύοντας τον ίσκιο του ένδοξου
καραβιού.
Σε κυνηγούν
το παραμίλημα της σάρκας
όταν το αίμα πυρώνει τις φλέβες
το δακρυσμένο πουλί στην καρδιά
της μέρας
το δακρυσμένο χαμόγελο της προδομένης
γυναίκας
το γλίστρημα τού φιδιού ανάμεσα
σε πελαγίσιους τάφους
τα πατήματα των άλογων
στην παγωμένη πηγή τού κεφαλόβρυσου
το σπαρτάρισμα τού ψαριού
μες το δίκτυ των ψαράδων
το κλάμα της Ανδρομέδας
προτού την προλάβει ο ο Περσέας
η απάτη των Θεών
κάθε πού αναμετρούνται οι θνητοί…

Σύ πού γνώριζες τούς μαυριδερούς κύκλους
των ερινυών
σαν έσκυβαν όλες οι φωτιές
προς το μέρος του Ηρόστρατου
πόσο παράξενα σε κοιτάζουν τώρα
το σκυλί με την σπασμένη κεφαλή
μπροστά στην πόρτα
το χαράκωμα στη μέση της αυλής
που πρόδωνε το φεγγάρι
τις νύκτες ξαστεριάς
ο ρυθμός μιας ποίησης
πού βγαίνει από τον πόνο της εξορίας
και την παράλογη
την ανεξήγητη αγάπη για τις πέτρες
τα κοχύλια, τη θάλασσα
τα ερείπια
τα παλαιά και τα καινούργια
τούς εγκαταλειμμένους απ ’ τούς Θεούς ναούς
τον αγώνα ενάντια στην σήψη της χλιδής
τη φθορά της λήθης
το φόβο μιας τελικής καταστροφής…

. . .

V

Ο έρωτας για την Πατρί8α
που σ ’ εγκατέλειψε
πού δεν βρήκες στην επιστροφή
ούτε διάλεξες
δεν σ ’ εγκατέλειψε ποτέ.
Ο άνεμος που βογκούσε
τις βουερές μαχητικές ημέρες
σαν σημάδευες τον ατέλειωτο δρόμο
σαν παρακολουθούσες τα τεθωρακισμένα
που ανέβαιναν τον Πενταδάκτυλο
πέταξε τα σωθικά σου
ριπή ψυχρού ανέμου
στις τέσσερεις γωνιές της γης
θρύψαλα άμμου
ξεχειλίζοντας το χρόνο από τις όχθες του
στο πέρασμα τού ωκεανού
πού πλημύριζε την πόλη
χωρίς κανείς να σβήσει την τελευταία σου γραφή
χωρίς κανείς να κρύψει τα τελευταία σου ρούχα
στους βράχους.
Ένα κομμάτι από το σώμα σου
να μεταμορφώνεται σε μνήμη
ένα κομμάτι από την σκέψη σου
να μεταμορφώνεται σε όνειρό
κι άλλο σε εκδίκηση.

. . .

VI

Ό δρόμος μας δεν έχει αλλαγή,
και η ζωή ακόμη
να μας χαμογελάσει.
Πίσω αφήνουμε τήν έρημο
και μπροστά μας
η έρημος δεν τελειώνει.

Πέσανε απάνω μας
λιοντάρια σε πληγωμένο ελάφι
και γύρεψαν να μας θάψουν
πριν καν ακόμη πεθάνουμε.
Μας ξερίζωσαν πρώτα τη γλώσσα
βουλώνοντας το στόμα μας
με πέτρες
υστέρα μάς ξερίζωσαν τα μπράτσα
κι έμεινε το κορμί μας
ένα κεφάλι χωρίς γλώσσα
κι ένα κορμί δίχως χέρια
υστέρα μάς κόψανε τα πόδια
και μείναμε κεφάλι μόνο
κι ένα ψόφιο κορμί.
Στο τέλος μας έμεινε ένα παραμορφωμένο
κεφάλι, χωρίς γλώσσα
που μόνο σκέπτεται
βουβό και άλαλο
έτοιμο να βρικολακιάσει
με τόσους λύκους που το διεκδικούν
με τόσα σκυλιά που το σέρνουν στην λάσπη.
Κανείς δεν ξέρει τί κρύβουν
η σιωπή των όπλων
στο απέναντι οικόπεδο
τ ’ ακίνητο βλέμμα των αγαλμάτων
σαν ο αέρας σαλεύει ψίθυρους
μακρινούς,
οι ψυχές των σκοτωμένων
που τις φορτώσαμε
μ ’ όλες τις πληγές και τις τύψεις μας,
η μνήμη
τόσο παλαιά όσο κι ο κόσμος.
Κανείς δεν ξέρει τί κρύβουν
το αρχαγγελικό φως του Ραφαήλ
ο άγιος με το σπαθί
ή με το κοντάρι
τα δάκρυα της Παναγίας
μπρος το μαρτύριό του γιου Της
ό κίνδυνος μιας θολωμένης
μνήμης
τα εξισωμένα χωράφια
δίχως σπαρτά, δίχως πέτρες
δίχως τάφους
τα δέντρα δίχως ρίζες…

. . .

VII

Μένουν ακόμα τα θολά σου μάτια
που είδαν το θάνατο από κοντά
μες τα σοκάκια της αντρειωμένης Τροίας
μένουν ακόμα
τα μαρμαρωμένα σου χέρια
ν ’ αγκαλιάζουν το ξανθό του κεφάλι
τα καλοκαίρια
κι εκείνοι που ζουν
μες την σιωπή
την πίκρα τ ’ αποχωρισμού.
Μένουν ακόμη
τα κλεισμένα σου βλέφαρα
τα κλεισμένα μου όνειρα
κι ή πορτοκαλιά στο βάθος της αυλής
τ ’ άσπρα σου μαλλιά
κι οι δυο σου ρυτίδες
να βουλιάζουν μες την δίψα
της φλογισμένης μου εκδίκησης.
Μένει ακόμη
το λίκνισμα της θάλασσας
η διψασμένη άμμος
κι η αμηχανία μου
όταν με ρωτούν που γεννήθηκα.

.

«ΠΑΤΕΡ ΑΠΕΛΘΕΤΩ ΑΠ’ ΕΜΟΥ
ΤΟ ΠΟΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥΤΟ» (1994)

Ι

Τού σταυρού ασήκωτο το βάρος
ανατρίχιασμα κορμιού η Δημιουργία
και των ματιών σου η εικόνα
όνειρο απότιστο, πάθος.

Των Ποντίων Πιλάτων πέτρωμα
των συμπληγάδων τσάκισμα
του Έκτορα εξαντλημένη η ανδρεία
και τους αδελφούς μας στη χαμένη Τροία.

Γδύθηκες των ανέμων το ηλιοβασίλεμα
χέρια ν’ απλώνεις στους εφτά ορίζοντες
ντύθηκες το χρόνο των θεών
σταγόνα διαλυμένη στο στερέωμα.

Ποιος θα φέρει πίσω τη ζωή σου
αυτήν πού σπατάλησες
κι εκείνην πού είδες να σωριάζεται
καθρέφτης των ονείρων σου;

Μνήμη γεύση θανάτου
σύννεφο πού το σύρει ο άνεμος
στην απέναντι όχθη του ωκεανού
ελευθερίας θρύμμα άνομο.

Ποιος θα υφάνει της οργισμένης νύκτας
μύθο μεταθανάτιο τάμα
προτού βρικολακιάσει το αίμα
κι ο πόνος στεριώσει σ’ ανώνυμο μνήμα;

Στο περιθώριο του χρόνου
προσμένουν χρόνια αδικοσκοτωμένοι
χωρίς να ξέρουν σε τι διαφέρει
ο μύθος από τη μνήμη…

ΙΙ

Εσύ, ’Έρωτας μεταθανάτιος
εξόριστος στους βράχους του νησιού
να παίρνεις στη νιότη σου
τους δίσεχτους καιρούς μας
και ηνίοχος των ξεροβουνιών μας
να λαύνεις κασσανδρικός
κραυγάζοντας μηνύματα των αποκεφαλισμένων.
Μα αυτοί γνωρίζανε τη δική σου λάμψη
ενώ οι εξόριστοι μεθούσανε
μέσα από δισκοπότηρα έρωτα αγιάτρευτου.
Ακόμα σ ακούω, βοή βοώντος εν τη ερήμω
να φωνάζεις πνιγμένος στη φωνή σου
Κωνσταντίνων ονόματα Παλαιολόγων
ενώ μαρμαρωμένοι οι αλέκτορες
πάσκιζαν μάταια να ξυπνήσουν τη
χαμένη μέρα.
Σε βλέπω να θρηνείς
αηδόνι κι αγριοπερίστερο
το σπασμένο λαγήνι της Βάφτισής σου
γιατί ο χορός της Σαλώμης ήταν έξοχος
και το πλήθος των Φαρισαίων ζητούσε
επίμονα το κεφάλι του ’Ιωάννη.
Ενώ σε άλλη εποχή οι Πάφιοι
ξυλοκοπούσαν τους πιστούς σου
τυφλά χτυπώντας και φωνάζοντας
χωρίς να ξέρουν να διαβάζουν
τη γυμνή σου ποίηση.

. . .

Ορλεάνη, Οκτώβρης 1992

IΙΙ

Εσύ Κύριος της δημιουργίας
είπες σπόρο σιναπιού τη βασιλεία σου
και την ελευθερία μας
που γενιές γενεών έσπειραν
μα δέντρο δεν φύτρωσε.
Και πουλιά φωλιές δεν κτίσαν
γιατί κλαδιά δεν βρήκαν.
Μεσάνυχτα και κτίζανε
στα κουφώματα των βράχων
ακούγοντας από μακριά το Αιγαίο
να μουγκρίζει όνειρα.
Κι εσύ έριχνες πέτρες πίσω σου
δαιμονισμένος που ‘βλεπες να φουσκώνει
του νησιού το πλεούμενο αντί το προζύμι.
Γιατί οι μάνες το έσμιγαν με τρία σάτα αλεύρι
για να φουσκώνει ζύμη
μα ψωμί δεν έβγαινε.
Αλλού εσύ, αλλού το μήνυμά σου!
Χρόνια πελεκούσαμε, άπιστοι, προσευχές
για να μην τραβήξουμε μαχαίρι από τη θήκη
Χρονιά χτυπούσαμε παλαμάκια
τους ξένους που σήπονταν καθιστοί
στις έδρες πού τούς κτίζαμε…

. . .

Εμείς που ξεκινήσαμε από αιώνες
το ταξίδι τούτο
χωρίς να δούμε ακόμη τίποτα
παρά το θάνατο να μας φιλά τα πόδια,
γνωρίζουμε καλά τη μοίρα μας
και το σκληρό ταξίδι της φυλής μας.
Εμείς που τους είδαμε
να γαντζώνουν την γη μας στα κρικέλια τους
αφήνοντας τα κόκκαλα των πολιορκημένων
στα κατεχόμενα άταφα,
και τους πληγωμένους να σπαρταρούν
ελευθερία
που τους είδαμε να ρημάζουν τάφους
οκτώ χιλιάδων χρόνων,
ρίγος, σεισμός στην πλάτη τους
ανατινάζοντας τον τάφο του Λεωνίδα
βουλιάζουμε τώρα μες στους βάλτους
με τις δάφνες μας
πού πικρίζουν χρησμούς
αιώνων προφητείας σου
πολύ πριν ακούσουμε τούς
χτύπους των καρφιών σου. 

. . .

ΙV

’Εσύ, Κύριε, βράχος στον ύπνο
της μοναξιάς μας
δρυς, οξιά στο σκοτάδι της γενιάς μας
ρομφαία στητή προς το μέρος της καρδιάς μας
μαύρο ψωμί στη άλωσή μας
στο σφύριγμα άνεμων Μεσολογγιών μας.
Γιατί σ’ είχε ανάγκη κάποτε ο Θεός
σε φύτεψε σε όστρακο πεσμένο σ’ ακρογιάλι
σκυφτό το σώμα να σφαδάζει
και την ψυχή δοσμένη στο Αιγαίο.

Περασμένα μεσάνυχτα η ζωή σου
άλφα και ωμέγα της απόγνωσής σου
να κατεβαίνεις νυκτοβάτης
από τον έβδομο ουρανό
παραμιλώντας τροπάρια ελευθερίας
σε τόπο που τα δάκρυα των μανάδων
πότιζαν για να φυτρώσουν σπόροι
τα κόκκαλα πού ξεπούλησαν
αδέλφια δολοφόνοι.
Πριν από Σένα ορφανέψαμε
μα σε λιμάνι άλλο
δεν αράξαμε.

. . .

V

. . .

Μια μέρα η δίψα μου
μ’ οδήγησε στους πορθμούς της πίκρας
που εκσπερμάτωσε η θάλασσα
της λήθης σου.

Μια μέρα η ξηρασία μου
που εξάτμισε τις σταγόνες της ελπίδας μου
μ έσπρωξε σαν το Θωμά
να ψαχουλεύω τον τύπον των ήλων σου
και το καλάμι μου έγινε αυλός
να τραγουδάει την ιστορία
στην αφετηρία της.
Μέχρι που το δέρμα γδαρμένο
από το μαστίγωμα της Αλήθειας
ματώνει τα πόδια της εξορίας μου
και ποτίζει τη δίψα της άριζης
Δικαιοσύνης σου.

. . .

Στιγμές αποκεφαλισμένες
ώρες ανάπηρες
χλωμές σαν λαμπάδα
πού ξενυχτά τον πεθαμένο.
Λίγος ο σπόρος
κι η λάσπη πολλή
πώς να κρατηθεί!
Σου σφίγγω το χέρι
μα δεν νοιώθω την αφή σου
μόνο λίγες ανακατωμένες εικόνες
στη μνήμη σου
που αφουγκράζομαι.
Κι αν σου μιλώ συνέχεια
για τον πόνο σου
τον πόνο μου
είναι γιατί δεν έχω άλλη φωνή!

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΘΕΡΙΟ Η ΜΝΗΜΗ

ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ

Το καταφύγιο της ποίησης είναι πάντα ανοιχτό για την Κλεοπάτρα Μακρίδου. Ασφυκτικά πλήρης η μνήμη από πατρίδα και καταστροφή του 1974, ζώντας στη Γαλλία, χωρίς όμως λεπτό να απομακρύνεται από την Κύπρο, τυλιγμένη τα συναισθήματα από την κάποτε παραδείσια παιδική ζωή, ύστερα ρημαγμένα, αιματωμένα τα όνειρα , όπου κι αν διαβεί αυτό μεταφέρει, κάποτε φορτίο βαρύ, κάποτε με ευλάβεια σαν τίμια δώρα, την υπερπλήρη μνήμη.
«Θεριό η μνήμη» τιτλοφορείται η νέα της ποιητική συλλογή, εκδόσεις Κουκκίδα.
Ο αγώνας του ανθρώπου να εμβαθύνει εις εαυτόν, να αποκτήσει αυτογνωσία, η συνεχής βίωση της σύγκρουσης των αντιθέτων, ο ύψιστος πόθος της ελευθερίας και των ανοιχτών οριζόντων, αποτελεί ένα κύριο θέμα, δωρική κολώνα στο οικοδόμημα της συλλογής.
Οι συγκρούσεις, εσωτερικές η διαπροσωπικές, εκφρασμένες απελευθερώνουν την πίκρα και οδηγούν σταδιακά στην αποδοχή της μοίρας. Μέσα σ’ αυτό τον τραγικό διάδρομο της ζωής διακρίνει κανείς και το σχήμα «ύβρις- τίσις» είτε σε προσωπικό επίπεδο είτε σε γενικότερο, της πατρίδας, της Ιστορίας μας, του παγκόσμιου.
Το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής, καταφυγή στην αιμάσσουσα μνήμη, κυκλώνει τη νεότερη Ιστορία μας από το 1974, με το πραξικόπημα και την εισβολή. Η σύγκρουση και διάψευση των ιδεολογιών, τα πάθη της προσφυγιάς, των αγνοουμένων και νεκρών του πολέμου, το ατέλειωτο κλάμα που δεν λυτρώνει αλλά μάλλον επιτείνει έναν άγριο πόθο για δικαιοσύνη.
Ο Πενταδάκτυλος παρών, βαρύς, με την Ιστορία και τη μυθολογία του αλλά και η από αρχαιοτάτων χρόνων μυθολογία εμποτίζει την ποίηση με τις αιώνιες και παγκόσμιες αλήθειες της έτσι, ώστε η ποιήτρια να μπορεί να εκφράζει τους παθόντες όπου γης και την απανθρωπία των Ισχυρών, όπως κι αν αυτοί ονομάζονται.
Η ποίηση έχει διόδους και διεξόδους ανεξερεύνητες. Κάθε ποιητική συλλογή αποτελεί και μια προσπάθεια ρωγμής στα αδιέξοδα. Γι’ αυτό και με ελπίδα προσμένουμε κάθε νέα έκδοση, γιατί εκεί ίσως βρούμε μέρος του εαυτού μας ή εκφραστικές διεξόδους στη στασιμότητά μας.

.

Η ΗΧΩ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ

ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ

Η Κλεοπάτρα Μακρίδου συνεχίζει την ποιητική πορεία της με μια νέα συλλογή ποιημάτων, με τίτλο «Η ηχώ της μνήμης». Ο χρόνος ως παρελθόν, παρόν και μέλλον, πληρούται με τις έννοιες της μνήμης, της αυτογνωσίας, της αγάπης, της πατρίδας, του ονείρου και της ποίησης. Με βάση αυτές τις έξι θεμελιώδεις έννοιες στην παρούσα συλλογή και ποικίλες συμπλέξεις τους, υφαίνεται το ποιητικό υφαντό, σε ποικιλμένο λόγο, με συμπλέγματα λέξεων και φράσεων που επιτρέπουν τη διείσδυση στα νοήματα και συναισθήματα της ποιήτριας, κατά το δυνατόν, αφού η εκφραστική δεινότης παρουσιάζει θαυμαστά κάποτε αποτελέσματα, κάποτε όμως ίσως δυσνόητα. Σημασία έχει η δύναμη και η αποφασιστικότητα στον εκφραστικό πειραματισμό που εμπλουτίζει το ποιητικό της οπλοστάσιο.
ΜΝΗΜΗ Ήδη ο τίτλος «η ηχώ της μνήμης» μαρτυρεί την εξέχουσα σημασία της μνήμης στην ποιητική συλλογή. Όντας μακριά από την πατρίδα, η ποιήτρια έχει την μνήμη σύντροφο, που την συντρέχει με αναδρομές στο αιματηρό παρελθόν στη βιωματική παρακολούθηση των γιγνομένων στον τόπο και αγαπητική σχέση με το παρόν. Για παράδειγμα, στο ποίημα Αναδρομή, «Μεγάλωσε σε γειτονιές πόνου..» η μνήμη συμβάλλει στην αυτογνωσία.
ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ Κάθε γραφή συμβάλλει στην αυτογνωσία, στη συλλογή όμως αυτή η αυτοπαρουσίαση και η ένδον διείσδυση είναι εμφανείς. Ένας άνθρωπος μέσα στο χρόνο, με πολλά στοιχεία Οδυσσέα και Ομηρικού κόσμου και εσωτερικά και εκφραστικά, μέσα από ένα παρελθόν ερειπίων, ένα παρόν δύσβατο κινδύνων και συγκρούσεων και ένα αόρατο μέλλον, κριτής αυστηρός του εαυτού της, εμμένει στη σημασία της ευθύνης «μια κατηγορούσες τη σταγόνα, και μια τη θάλασσα, μια τη στιγμή, και μια την αιωνιότητα, για όλα τα κακά σου.»
ΑΓΑΠΗ Με τον τίτλο Αγάπη και παραλλαγές του έχουμε τέσσαρα ποιήματα, Αγάπη, Φυσάει η αγάπη, Αγάπη, Ξέρω μια αγάπη. Περιεκτικότατο το ποίημα Αγάπη στη σ. 46 «Όποιος σε πίστεψε, έκλαψε μέσα στα στενόχωρα σοκάκια, της σιωπής, ταξίδεψε μέχρι την αθέατη πλευρά των άστρων, ναυάγησε σε θάλασσες φουρτουνιασμένες, και τον ξέρασαν τα κύματα, στης Κίρκης τ’ ακρογιάλια… Σε είδε να σηκώνεσαι νεκρή, και να ξαναπέφτεις, ο χάρος να σε μεταφέρει στ’ αμάξι του, ο θνητός να του δίνει τον οβολό του, αλλά εσύ να επιμένεις.» Ο κόσμος άνω και κάτω, πάθη και χαρές, θάνατος, ανάσταση και αιωνιότητα, τα χαρακτηριστικά της αγάπης.
ΠΑΤΡΙΔΑ Ο ξενιτεμένος Οδυσσέας στο νου του έχει πάντα την Ιθάκη του, κι η Κλεοπάτρα όχι μόνο επισκέπτεται την πατρίδα αλλά και διαρκώς παρακολουθεί και μετέχει στα δρώμενα, παίρνει θέση και εκφράζει πολιτικές απόψεις από γνήσιο ενδιαφέρον και αγάπη για τον τόπο, κρίνει, κατακρίνει, νουθετεί, απογοητεύεται, αλλά η πίστη στο δίκαιο και στην απελευθέρωση του τόπου δεν την εγκαταλείπουν, «μέσα μου πατρίδα θα σε κλείσω.» Πατρίδα και ποιήτρια ταυτισμένες: «Όταν η Πατρίδα λικνίζεται από στροβίλους, εγώ τυλίγομαι τη δίνη της, και στην ηχώ του φλεγομένου σώματός μου, βροντούν οι αλυσίδες της.»
ΟΝΕΙΡΟ Μερικοί χαρακτηριστικοί στίχοι, «Κάθε τέλος της μέρας, μαζεύει τα κομμάτια της, να περισώσει το όνειρο που δεν έζησε.» «Μην ενοχλείτε τα όνειρα μες στο σκοτάδι, όταν ψαχουλεύουν τις ψυχές.» Στον αντίποδα του ονείρου η ανυπόφορη πραγματικότητα, όπως τη βιώνουμε με την πανδημία, θέματα σύγχρονα, καταστροφής του περιβάλλοντος και γενικότερης υποβάθμισης της ζωής σε ένα ευρύτερο κύκλο προβληματισμού της ποιήτριας και κατάθεσης των δικών της θέσεων ευθύνης.
ΠΟΙΗΣΗ Όσοι παρακολουθούν την πορεία της Κλεοπάτρας Μακρίδου ομολογούν πως καθημερινή είναι η επαφή της με την ποίηση, αυτή είναι το καταφύγιό της, το εξομολογητήριο, η συντροφιά, ο άλλος εαυτός της, ή καλύτερα ο πραγματικός εαυτός της. «Οι ποιητές είναι δέντρα είπες, με τις ρίζες τους στο ον, τα κλαδιά τους αξεδιάλυτα πλεγμένα, στου ανέμου τη μοίρα, έτοιμα ν’ αγκαλιάσουν το αύριο, και της απεραντοσύνης το ακατάληπτο.» Μ’ αυτή την εικόνα της ποίησης και τη δύναμή της πορεύεται στη ζωή η Κλεοπάτρα Μακρίδου, κι αυτό ομολογεί και φανερώνει η νέα ποιητική της συλλογή «η ηχώ της μνήμης» θραύσματα της οποίας παρουσιάσαμε.

.

ΜΑΝΩΛΗΣ Μ. ΣΤΕΡΓΙΟΥΛΗΣ

Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 26/10/2022

Η Κύπρια ποιήτρια Κλεοπάτρα Μακρίδου ανήκει στη «Γενιά της εισβολής» ή, όπως αλλιώς επικράτησε να ορίζεται, στη «Γενιά του ’70». Ανήκει δηλαδή στη γενιά που βίωσε τα γεγονότα του 1974 και τις εξελίξεις που αυτά σηματοδότησαν στην Κύπρο· το πραξικόπημα των αφρόνων αξιωματικών της Αθήνας και των πρόθυμων φερεφώνων τους στη Λευκωσία, την τουρκική εισβολή, τη βαρβαρότητα και τις ωμότητες των «ειρηνοποιών» του Αττίλα, την προσφυγιά, τον θάνατο, το δράμα των αγνοουμένων, και τον ακρωτηριασμό των εδαφών της νήσου.

Οι ποιητές της γενιάς αυτής στα ποιήματά τους ιστορούν την κατάρρευση των ονείρων τους, αντιστέκονται στο διαρκές έγκλημα που εξακολουθεί να διαπράττεται στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, αμύνονται στη διαιώνιση της αδικίας, δεν συμβιβάζονται, δεν ξεχνούν. Η μνήμη τους είναι καρφωμένη στους τόπους και τους ανθρώπους που χάθηκαν. Νοσταλγούν τα χωριά και τις πόλεις, τα αρχαία μνημεία, τα μοναστήρια και τα ξωκλήσια.

Η βελόνα της πυξίδας τους παραμένει αμετακίνητη στο ίδιο σημείο, στον ίδιο προσανατολισμό· στα μέρη όπου έκαναν τα πρώτα τους βήματα, στις περιοχές όπου έμαθαν να συλλαβίζουν τα πρώτα τους γράμματα. Η σκέψη τους γυροφέρνει στους απανταχού της νήσου αγνοούμενους νεομάρτυρες, στους ήρωες που έπεσαν στο πεδίο της δόξας, της τιμής και του καθήκοντος, στους απλούς, τους γνωστούς και τους άγνωστους. Στ’ αυτιά τους ηχούν διαρκώς το κλάμα των μανάδων που έφυγαν από τα εγκόσμια χωρίς να δουν τους αγνοούμενους γιους τους, ο στεναγμός του ντροπιασμένου Πενταδάκτυλου, η βαριά ανάσα της Κερύνειας και της Αμμοχώστου, της Λαπήθου, της Γιαλούσας, του Ριζοκάρπασου, της Μόρφου. Σε αυτή, λοιπόν, την ποιητική γενιά ανήκει η Κλεοπάτρα Μακρίδου, η οποία ζει στη Γαλλία, όπου σπούδασε, δημιούργησε οικογένεια και σταδιοδρόμησε επαγγελματικά, αλλά ποτέ δεν άφησε να παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς να επιστρέψει στον γενέθλιο τόπο.

Το πλούσιο έως τώρα έργο της αριθμεί δεκαπέντε ποιητικές συλλογές, κέντρο των οποίων είναι οι περιπέτειες που σημάδεψαν την ιστορική διαδρομή τής νήσου. Αναφέρονται στους διαχρονικούς αγώνες της Κύπρου για ελευθερία και διατήρηση της ελληνικότητάς της. Αναφέρονται, επίσης, στους αδιάφορους, στους σιωπηλούς, στους ισχυρούς που λειτουργούν με βάση αυτό που υπαγορεύει το συμφέρον τους, στους θεματοφύλακες δήθεν της διεθνούς νομιμότητας που εξομοιώνουν τον θύτη με το θύμα και υποκρίνονται ότι προστατεύουν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Πρόκειται για ποιήματα που τα διαποτίζει η αγάπη προς την πατρίδα, τους ανθρώπους που τη δόξασαν στο απώτερο και το νεώτερο παρελθόν, τον πολιτισμό και την Τέχνη, τους μύθους, τους θρύλους και την παράδοση.

Η λέξη μνήμη στον τίτλο της συλλογής «Η ηχώ της μνήμης» έχει βαρύνουσα σημασία, αν ληφθεί υπόψη ότι η μνήμη συνιστά βασικό παράγοντα για τη δημιουργία ποίησης και συνδέεται με τον χώρο, στον οποίο έζησαν και ζουν άνθρωποι που τους χαρακτηρίζουν κοινά διαχρονικά στοιχεία. Τη σημασία της μνήμης εξαίρει ο Οδυσσέας Ελύτης στο Άξιον Εστί, τοποθετώντας την στην πιο ψηλή κορυφή και προσδίδοντάς της μεγάλη δύναμη. Τα θεμέλιά μου στα βουνά/ και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους/ και πάνω τους η μνήμη καίει/ άκαυτη βάτος./ Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω.

Στην ποίηση της Κλεοπάτρας Μακρίδου και ειδικότερα στη συλλογή «Η ηχώ της μνήμης» η σχέση μνήμης και τόπου είναι στενή. Παρελθόν και παρόν αλληλεξαρτώνται. Το παρελθόν είναι φορτωμένο με τα τραυματικά βιώματα του ’74 και δεν επιτρέπουν στο ποιητικό υποκείμενο να τα προσπεράσει και πολύ περισσότερο να τα απωθήσει στη λήθη.

Έρχονται οι μνήμες σαν Περσεφόνες / βαρούν την πόρτα της καρδιάς/ ζητιανεύοντας λίγη ζεστασιά/ μες στου Χειμώνα την παγωνιά.

Άλλωστε, η διατήρηση της μνήμης τους συνιστά πράξη αντίστασης στην αυθαιρεσία των εισβολέων και μη αποδοχή της παροντικής κατάστασης στη νήσο. Η απουσία μνήμης ισοδυναμεί με διαγραφή του παρελθόντος αλλά και του παρόντος. Όμως, μια τέτοια διαγραφή προϋποθέτει όχι απλώς αμεριμνησία και ανέμελη στάση απέναντι στη σημερινή κυπριακή πραγματικότητα αλλά αναίδεια και αμνησία.

Η Κλεοπάτρα Μακρίδου προσδίδει έμφαση στην ανάμνηση του παρελθόντος και την υπόμνηση ότι και στο παρόν πρέπει να αναληφθεί δράση προς την κατεύθυνση συνέχισης των αγώνων που διεξήγαγαν ηρωικές μορφές που διέλαμψαν σε κάθε σημείο της Μεγαλονήσου. Παραμένουν πάντα σύμβολα πράξεων θάρρους και γενναιότητας. Δεν συγχωρούν ουδεμία παρέκκλιση από τις πατροπαράδοτες αρετές.

Οι νεκροί που κουβαλούμε μέσα μας/ αγριεύουν κάθε που η υποχώρηση/ βγαίνει σεργιάνι στον γιαλό τις νύχτες/ Στάζουν αίματα/ στα ξεφτισμένα πανιά της μνήμης/ καθώς φουσκώνουν νέες ψευδαισθήσεις.

Τα 63 ποιήματα της συλλογής είναι διαποτισμένα από αγάπη και νοσταλγία προς τα πάτρια, αλλά και από την εσωτερική ανάγκη της ποιήτριας να εκφράσει τα αρνητικά συναισθήματα που προκαλεί το συνεχιζόμενο έγκλημα του Αττίλα στη Μεγαλόνησο. Κάθε στίχος της έχει αφετηρία και προορισμό την Κύπρο. Είναι εμπνευσμένος από τις πληγές της που αιμάσσουν και δεν αφήνουν περιθώριο στη λήθη.

Για την Κλεοπάτρα Μακρίδου η μνήμη παραμένει γρηγορούσα, μετατοπίζεται από το παρελθόν στο παρόν και από το παρόν στο παρελθόν. Συνιστά παράγοντα διατήρησης της ταυτότητας και τόνωσης της εθνικής αυτοσυνειδησίας. Μνήμη ατομική και μνήμη συλλογική. Μνήμη των δεινών και των παθών, μνήμη των συγκινήσεων, των εξάρσεων και των ελπίδων, μνήμη των ονείρων, των αισθήσεων και των επιδιώξεων, μνήμη των επιτυχιών και των αποτυχιών, του χώρου, του τόπου και του χρόνου.

Η λέξη αναφέρεται 24 φορές στα ποιήματα της συλλογής, για να προσδιορίσει «σφαγιασμένα όνειρα», να ιχνηλατήσει πόθους και προσδοκίες, να γίνει «ανελέητος κριτής», να υπενθυμίσει τους αγώνες όσων ανταποκρίθηκαν στο προσκλητήριο της πατρίδας, όταν βρέθηκε στις μεγάλες στιγμές της ιστορίας της, και με το παράδειγμά τους δίδαξαν στους όπου γης καταπιεζόμενους λαούς ότι η ελευθερία αναγεννιέται μέσα από τους καπνούς των μαχών και τα ολοκαυτώματα των ηρωομαρτύρων.

Μέσω της μνήμης ανακαλούνται στάσεις και συμπεριφορές όσων την ύστατη ώρα, όταν η ιστορία φώναξε το όνομά τους, ήταν απόντες, λιποψύχησαν, εγκατέλειψαν «τα ωραία και μεγάλα έργα», επέδειξαν αδιαφορία και ακολούθησαν ευτελείς συνήθειες. Όλοι αυτοί συμπυκνώνονται στο πρόσωπο του συντρόφου προς τον οποίο απευθύνεται το ρητορικό ερώτημα: Αλήθεια σύντροφε/ πώς δεν κατάλαβα/ γιατί έδεσες τα χέρια σου πίσω από το κεφάλι/ και παραδόθηκες αμαχητί!/ Εξ επαφής μόνο η προδοσία πυροβολεί.

Είναι όμως και οι συμβιβασμένοι, οι αμνήμονες, που επαναπαύονται στην απόλαυση των αγαθών τους, σφυρίζουν αδιάφοροι την ώρα που η πατρίδα είναι μισή «και το στόμα του λύκου/ ορθάνοικτο μπροστά τους». Παθητικοί παρατηρητές των εξελίξεων, τότε και τώρα, μεριμνούν για την ατομική τους ευημερία και εξαντλούν το ενδιαφέρον τους στην εξεύρεση τρόπων και μέσων διαιώνισής της.

Φοβάμαι τη θάλασσα/ που δαιμονισμένη ρουφήχτρα /διαβρώνει το έδαφος/ μα πιο πολύ φοβάμαι το Χώμα/ που δεν αντιστέκεται.

Αλλά ο λόγος της Κλεοπάτρας Μακρίδου δεν είναι μόνο κριτικός, επικριτικός και καταγγελτικός. Είναι και λόγος ρεαλιστικός, προτρεπτικός και συμβουλευτικός. Παραθέτω ενδεικτικά τη δεύτερη ενότητα του ποιήματος με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Μη βολευτείς», το ύφος γραφής του οποίου παραπέμπει στον Καβάφη.

Τα απόμακρα χαμόγελα φοβού/ που σ’ εξορίζουν από τη γη σου/ Μη συγκατανεύσεις/ στις χορωδίες της άλωσης/ πιάσε τον ταύρο από τα κέρατα/ και μη διακορεύσεις τα σύνορα μεταξύ/ μνήμης και θανάτου/ μεταξύ ανθρώπου και θεού/Μη βολευτείς ούτε στην κατάρα/ούτε στην ευλογία/κι ας παίζει αντιαθλητικά η πραγματικότητα/Βρέξε κάθε ευκαιρία με τα όνειρά σου/η ανάσα σου διαρκώς λιγοστεύει/ αλλά η θάλασσα ανεξάντλητη.

«Η ηχώ της μνήμης» είναι μία ακόμη ποιητική συλλογή στην οποία κυριαρχούν οι συμβολισμοί του παρελθόντος και του παρόντος που διαμορφώνουν στον αναγνώστη την αίσθηση ότι η νήσος διήνυσε και εξακολουθεί να διανύει μοναχική πορεία στον χώρο και στον χρόνο, χρησιμοποιήθηκε διαχρονικά ως τόπος προώθησης των συμφερόντων των δυναστών της αλλά παράλληλα δεν έπαυσε να αντιστέκεται και να παρουσιάζεται με χαλυβδωμένη την απόφαση να διατηρήσει την ελληνικότητά της.

Μυθολογικά και ιστορικά πρόσωπα, όπως οι Αχαιοί, η Ελένη, η Κίρκη, ο Όμηρος, ο Δίας, η Περσεφόνη, οι Αμαθούσιοι, ο Στασάνορας, ο Προκρούστης, ο Προμηθέας, ο Θουκυδίδης, η Κλεοπάτρα, η Σαπφώ και η Αφροδίτη, η Άρτεμη και ο Άδωνις, ο Οδυσσέας και η Πηνελόπη, εμφανίζονται συχνά στους στίχους της, για να διευκολύνουν τον διάλογο του τότε με το τώρα. Τόποι φορτωμένοι με συμβολική σημασία, όπως η Ιθάκη, η Βαβυλώνα, η Σπηλιά του Πλάτωνα, οι Συμπληγάδες και ο Αχέροντας, τόποι ιστορικοί, όπως η Κερύνεια και η Πάφος, χώροι καθαγιασμένοι, όπως ο Πενταδάκτυλος και η Αμμόχωστος διαποτίζουν τα ποιήματα της συλλογής και ωθούν τον αναγνώστη σε συνειρμούς, παραλληλισμούς και συγκρίσεις.

Με τα ποιήματά της η Κλεοπάτρα Μακρίδου προετοιμάζει τον αναγνώστη να μετατοπίσει και ο ίδιος τη μνήμη του στη διαμελισμένη Κύπρο, τα ιμάτια της οποίας έχουν διαμοιραστεί, με την ανοχή αν όχι με την ενθάρρυνση των δυνατών, τον παροτρύνει να μην επιτρέψει να λησμονηθούν τα γεγονότα που οδήγησαν στο σημερινό αδιέξοδο και σημάδεψαν ανεξίτηλα την πορεία της νήσου.

Θα κλείσω με την επισήμανση ότι στην ποιητική συλλογή της Κλεοπάτρας Μακρίδου «Η ηχώ της μνήμης» το παρελθόν και το παρόν έχουν σχέση αλληλεξάρτησης. Το παρελθόν δεν μπορεί να λησμονηθεί, να ξεπεραστεί. Αντίθετα, επιβάλλεται να διατηρηθεί στη μνήμη και η διατήρηση αυτή αποτελεί χρέος έναντι εκείνων που έπεσαν υπερασπιζόμενοι τα όσια και τα ιερά, την τιμή και την αξιοπρέπεια.

.

speak_news_v_10-21.pdf

.

Δώρος Λοΐζου. Ο Ωραίος της Επανάστασης
ΜΑΝΩΛΗΣ Μ. ΣΤΕΡΓΙΟΥΛΗΣ

Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 28/6/2021

Ύμνος στον ποιητή

Στον ιδεολόγο ποιητή που αγωνιζόταν για δημοκρατία και ελευθερία αναφέρεται το βιβλίο της Κλεοπάτρας Μακρίδου: “Δώρος Λοΐζου. Ο Ωραίος της Επανάστασης”

Η Κύπρια ποιήτρια Κλεοπάτρα Μακρίδου Robinet ζει στη Γαλλία, αλλά συχνά ταξιδεύει στη Μεγαλόνησο, για την οποία η αγάπη της είναι αθεράπευτη και πλημμυρίζει τις δεκατρείς ποιητικές συλλογές που δημοσίευσε μέχρι σήμερα. Στα ποιήματά της αποτυπώνονται με τα πιο έντονα χρώματα οι διαχρονικοί αγώνες της νήσου για ελευθερία και διατήρηση της ελληνικότητάς της, οι ολέθριες συνέπειες της τουρκικής εισβολής, οι απώλειες, ο ξεριζωμός από τα πατρογονικά χώματα, το δράμα των αγνοουμένων και η κατοχή. Συχνά, ο λόγος της είναι καταγγελτικός για τους άφρονες που ενέπλεξαν τη νήσο σε περιπέτειες και την οδήγησαν στην καταστροφή, για όσους, στη συνέχεια, αποστασιοποιήθηκαν, συμβιβάστηκαν ή έμειναν σιωπηλοί και για τους ισχυρούς που συχνά εξομοιώνουν τον θύτη με το θύμα και παράλληλα παρουσιάζονται ως υπερασπιστές της διεθνούς νομιμότητας και προστάτες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Το τελευταίο της έργο αναφέρεται στον ποιητή Δώρο Λοΐζου, που δολοφονήθηκε από τις σκοτεινές δυνάμεις της μισαλοδοξίας και του φανατισμού που τόσα δεινά προκάλεσαν στην Κύπρο. Τίτλος του είναι «Δῶρος Λοΐζου. Ὁ Ὡραῖος τῆς Ἐπανάστασης». Πρόκειται για ποιήματα που εξαίρουν τη δράση του Δώρου Λοΐζου, του ποιητή που έλαβε μέρος σε όλους τους αγώνες της εποχής του· στον αντιβρετανικό αγώνα 1955-59, στον αντιδικτατορικό αγώνα στην Ελλάδα, στην αντίσταση στο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου.

Οι έξι ενότητες του έργου ακολουθούν την πορεία του και παραπέμπουν σε γεγονότα που έζησε ο ίδιος, προσδιόρισαν σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικές επιλογές και τις απόψεις του όχι μόνο για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες κυλούσε η ζωή στην ιδιαίτερη πατρίδα του, αλλά για τον κόσμο γενικότερα. Οι λέξεις, οι αφηγήσεις, οι οπτικές και ηχητικές εικόνες, που περικλείει στους στίχους της η Κλεοπάτρα Μακρίδου, συνθέτουν ύμνο προς τον πρόωρα χαμένο ποιητή, η δράση του οποίου δεν περιορίστηκε μόνο στον χώρο της Κύπρου αλλά είχε επεκταθεί και στην Ελλάδα. Η φοίτησή του στη Σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων της Ρόδου συνέπεσε με την απριλιανή δικτατορία του 1967, αλλά η εναντίωσή του στον αυταρχισμό και στην κατάλυση της δημοκρατίας, είχε ως αποτέλεσμα την αποπομπή του από τη Σχολή. Η ποιήτρια μας θυμίζει τα γεγονότα με στίχους μελαγχολικούς και θλιμένους αλλά συνάμα δηλωτικούς του πείσματος και της απόφασης του νεαρού φοιτητή να αντισταθεί στην καταπίεση και την επιβολή.

Σε όλα τα ποιήματα κυριαρχεί το β΄ρηματικό πρόσωπο που προσδίδει αμεσότητα και διευκολύνει το ποιητικό υποκείμενο να διηγηθεί όσα προηγήθηκαν εκείνου του πικρού αυγουστιάτικου πρωινού. Στον μονόλογό του εκφράζει την απέχθεια και τον αποτροπιασμό για εκείνους που, τυφλωμένοι από το μίσος, διέπραξαν το προδοτικό πραξικόπημα κατά της νόμιμης κυβέρνησης της νήσου και, λίγο αργότερα, αφαίρεσαν τη ζωή του οραματιστή ποιητή.

Παράλληλα με τη δήλωση του χρόνου, κατά τον οποίο ο Δώρος Λοΐζου έχανε τη ζωή του από τις σφαίρες των δολοφόνων, γίνεται αναφορά και στις συνθήκες που διαμορφώθηκαν στη Μεγαλόνησο μετά την τουρκική εισβολή. Όμως, η ποιήτρια δεν περιορίζει την αφήγησή της μόνο στο παρελθόν. Αναφέρεται και στο αποκαρδιωτικό παρόν, καθόσον η πληγή της Μεγαλονήσου, αν και έχουν παρέλθει τέσσερις δεκαετίες και οδεύουμε προς την πέμπτη, παραμένει ανεπούλωτη και οι κίνδυνοι που την απειλούν είναι μεγάλοι. Οι πρόσφυγες φεύγουν από τη ζωή χωρίς να ζήσουν το «νόστιμον ἧμαρ», η μνήμη εξασθενεί, η λήθη όλο και περισσότερο απλώνεται, οι αγνοούμενοι εξακολουθούν να αγνοούνται και τα οστά πολλών ανευρίσκονται σε περιοχές, όπου «διέπρεψαν» οι ειρηνοποιοί του Αττίλα. Σήμερα μαζεύουμε τὰ λίγα ὀστά τῶν παιδιῶν μας/ σὲ μαδημένα τοπία/ γιὰ νὰ τὰ θάψουμε σὲ τάφους/ στὴν ἄλλη πλευρὰ τῆς Πράσινης γραμμῆς…

Όλα εκείνα στα οποία είχε πιστέψει ο Δώρος και για τα οποία έδωσε τη ζωή του έγιναν συντρίμμια. Οι δρόμοι όπου περπάτησε και οι κατευθύνσεις, όπου οδηγούν, έχουν αλλάξει, οι παλιοί συνοδοιπόροι έπαψαν να μιλούν για αγώνες, συμβιβάστηκαν, βολεύτηκαν και εγκατέλειψαν στόχους, επιδιώξεις και σκοπούς. Οι ελπίδες, για να παλινορθωθούν τα όνειρα, εναποτίθενται στη χάραξη μιας άλλης πορείας, στο ξαναζωντάνεμα της φλόγας που θα πυρώσει τη θέληση για αντίσταση στον κατήφορο και τη μιζέρια. Ο Δώρος και όλοι όσοι πέθαναν, για να ζήσουν ελεύθεροι, πρέπει να αποτελέσουν παράδειγμα για τους νυν και τους επιγιγνόμενους. Ἐσύ φωνὴ Ἀντίστασης/ οἶστρος τῆς ἐθνικῆς μας μιζέριας/ ποὺ κρατεῖς ἀκόμη μέσα ἀπὸ τὸν τάφο σου/ τὴ σημαία τῆς Ἀπελευθέρωσης/ βγὲς ξανὰ στοὺς δρόμους καὶ τὶς πλατεῖες/ νὰ πεῖς στοὺς συντρόφους σου/ πὼς κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς ὑποδουλώσει/ ἐκτὸς κι ἄν οἱ ἴδιοι σκύψουν τὸν αὐχένα!

Η Κλεοπάτρα Μακρίδου, και σε αυτό το έργο της, αφήνει να ξεδιπλωθούν τα χαρακτηριστικά της ποίησής της. Κέντρο της η Κύπρος και οι άνθρωποί της, η διαρκής παρουσία στον χρόνο και στον χώρο, οι τραυματικές εμπειρίες από κατακτητές και εισβολείς, οι ταπεινώσεις και η κακοδαιμονία αλλά και οι αγώνες για ελευθερία και δικαιοσύνη, οι αντοχές, οι εξάρσεις, η αντίσταση στην αυθαιρεσία, την καταπίεση και την τυραννία. Όλα αυτά διοχετεύονται στα ποιήματά της με αφηγηματικότητα και θεατρικότητα, με αυθόρμητο, αυθεντικό και ειλικρινή λόγο, με γρηγορούσα μνήμη και καταλογισμό ευθυνών για τη σημερινή κατάσταση της νήσου και για όσα οι ισχυροί εξυφαίνουν σε βάρος της στο όνομα των συμφερόντων τους.

.

ΕΛΕΝΗ ΛΟΠΠΑ

vakxikon.gr/2/3/2021

Δυο ποιητικές συλλογές κι ένα «ποιητικό χρονικό» από την Κλεοπάτρα Μακρίδου Robinet

Διάβασα πρόσφατα τρία βιβλία, δύο ποιητικές συλλογές και ένα σύνθετο ποίημα, στην ιδιαίτερα επιμελημένη έκδοση, Κουκκίδα, της Κύπριας χημικού και ποιήτριας, Κλεοπάτρας Μακρίδου-Robinet. Η πρώτη συλλογή, Εντοπία φωνή, περιλαμβάνει 43 ποιήματα, η δεύτερη, Εάλω η ψυχή, που αποτελείται από δύο ενότητες: Το κόκκινο του έρωτα, 45 ποιήματα και Νότες νόστου, 22, συνολικά 67 ποιήματα, ενώ το τρίτο βιβλίο, Ταξίδι Οδύσσειο, περιλαμβάνει ένα εκτενές ποίημα με οκτώ μέρη.

Το κύριο χαρακτηριστικό και των τριών βιβλίων, με τους σημαδιακούς και σοφά επιλεγμένους τίτλους, είναι ο αβάσταχτος σπαραγμός και ο διακαής πόθος για την Πατρίδα (πάντα με κεφαλαίο δηλώνεται η πατρίδα, όπως με κεφαλαίο δηλώνονται οι προσωπικές και οι κτητικές αντωνυμίες που αναφέρονται σ’ αυτήν), από την οποία το ποιητικό υποκείμενο, πριν ακόμη προλάβει να ζήσει την παιδικότητά του, αυτοεξορίστηκε. Ιδιαίτερα η πρώτη συλλογή, είναι διάστικτη από ποιήματα αφιερωμένα με έναν πόθο, σχεδόν ερωτικό, στην Πατρίδα. Μια πατρίδα πουλημένη από κάθε λογής «δημαγωγούς» και «πρυτάνεις». Πρόκειται κυρίως για ποιήματα με έντονο καταγγελτικό χαρακτήρα, με σκληρούς χαρακτηρισμούς, αβάσταχτο αίσθημα ενοχής και άφατου πόνου:

{…}Με τα κεφάλια σκυφτά/αιώνες τώρα/παρασυρμένοι από τις πιέσεις/των εκάστοτε λόρδων/των δημαγωγών,/των πρυτάνεων/που επέβαλλαν τις ήττες μας/με φωνασκίες θριάμβου!/Δούλοι εμείς/και τη ζωή μας θα δίναμε/για την αφεντιά μιας βασίλισσας/εκτός από κάτι παιδιά που πρόσφεραν/το κεφάλι τους στον βωμό/οι άλλοι γελωτοποιοί/στο θέατρο του παραλόγου/να μην γνωρίζουμε πώς να κρύψουμε/την ενοχή μας!/(Με τα κεφάλια σκυφτά). «Τώρα μας έμαθαν όλοι/για τους πανηγυρικούς θεατρινισμούς μας/κάθε φορά που δημαγωγοί μας παρασύρουν/στο ναυάγιο των αποτεφρωμένων μας ελπίδων./Γι’ αυτό και μας ετοιμάζουν/ έναν καινούργιο εμπαιγμό». (Μας ξέρουν). Στα σύντομα ταξίδια της, όταν η απουσία της πατρίδας γίνεται αβάσταχτη, προσπαθεί να την αναστήσει ολόκληρη, «πριν εκφυλίσει τη μνήμη ο αμείλικτος χρόνος»: «Σε επισκέφτηκα και πάλιν/Πατρίδα/αφού η απουσία του σώματός σου/μου είναι αβάσταχτη». (Σε επισκέφτηκα).

Η Κ.Μ. χρησιμοποιεί αλυσιδωτά ρήματα στο πρώτο ενικό πρόσωπο, δηλώνοντας εμφαντικά τον πόνο, το πάθος, αλλά και τη θλίψη για την κατάντια της πατρίδας: Γεύομαι, Ονειρεύομαι, Οικτίρω, Προτιμώ, Σε ονειρεύτηκα, Τόλμησα, κ.α, αλλά και δεύτερο ενικό, όταν απευθύνεται στην πατρίδα ή στην ποίηση: «Σε ονειρεύτηκα/στο αύριο του χθες/Γη της Πέτρας/του πανάρχαιου σπιτιού μου/εδώ στη μακρινή γωνιά/ της άλλης Μεσόγειος…/{…}Γη μου παρθένα άβγαλτη/όλες τις προσδοκίες Σου/σ’ ένα καράβι φόρτωσες/που βούλιαξε στο τέλος ανελέητα/έτσι που με την ελπίδα μιας στιγμής/χρεώθηκες το αύριο!»(Τόλμησα). «Πατρίδα/Στάζω αίματα ακόμη/από το σώμα Σου/και γονατιστή/πιστή στην ανάμνησή Σου/ξαναζώ τα πάθη Σου/ κάθε που η αναπνοή σου κοντεύει/ {…} Μα Εσύ συνεχίζεις να σέρνεσαι/σε πατημένες διαδρομές/ και άνυδρα πηγάδια…» (Και πάλιν Πατρίδαν).

Η μόνη παρηγοριά για το ποιητικό υποκείμενο είναι η Ποίηση, που λειτουργεί ιαματικά και επουλώνει τις πληγές από τη στέρηση της πατρίδας. Εκφράζει όμως και πικρία για την ειρωνική αντιμετώπιση που συνάντησε από τους συμπατριώτες της και καταγγέλλει με πολύ σκληρούς χαρακτηρισμούς τους εφησυχασμένους ποιητές, τους Ιεροφάντες της Νέας Ποίησης, Γραμματείς και Φαρισαίους και political correct, τους εμπόρους του λόγου, τους εντολοδόχους της εξουσίας, για μετάλλαξη των λέξεων ύστερα από την κατοχή και για ιδεολογική συναλλαγή:«Κι ερχόταν η Ποίηση/με κοχύλια και βότσαλα/κι η φωνή έβρισκε την κοίτη της/και οι αισθήσεις τα μάτια τους./ {…} Και γύρευες μες τη δύναμη των λέξεων/να τυφλώσεις τους Κύκλωπες/που σου στερούσαν την Ιθάκη/τη Μάνα που εγκατέλειψες/{…}Καθ’ οδόν κάποιος Κύκλωπας/βρισκόταν στον δρόμο σου/για να χλευάσει τον έρωτά σου/ για τους Τόπους και το Χώμα/θυμίζοντάς σου αμετάκλητα/πως είσαι ακόμη/ναυαγός/εξόριστη/στην ίδια σου την Πατρίδα.» (Εσύ και η Ποίηση). «Εσύ καλά την είχες στα Παρίσια!/Γιατί δεν περιορίζεσαι /στη χώρα της αποδημίας/και τα τετραγωνικά μέτρα που σου αναλογούν/και ζητάς μερίδιο στον ουρανό/των ποιητών της μείζονος Λευκωσίας;/Ας εμπιστευόσουνα κι εσύ τους σοφούς/των μονόχνοτων κριτικών/εντός κι εκτός των τειχών/κι ας παρέδιδες την ψυχή σου/στους φορείς της εξουσίας/στην αυλή της Νέας Ποίησης/των κομματικών τσιφλικιών/αντί να τραγουδάς τον Όμηρο/και την αγάπη της Πατρίδας/και κάθε είδους σκονισμένες ιδέες/ενός τετριμμένου παρελθόντος…» (Τι σ’ έπιασε).

Σε όλους αυτούς, λοιπόν, που δεν τη δέχονται στους κόλπους τους, παρά μόνο με την ολοκληρωτική υποταγή της, το ποιητικό υποκείμενο απαντά με περηφάνια, σε πολύ έντονο ύφος, εκτοξεύοντας βαριές κατηγορίες και προτρέποντας τον εαυτό της: «Μην διστάσεις να δακτυλοδείξεις/τους αίτιους και τους υπαίτιους/των μαγειρεμένων λογικών/τους κτίστες των ψεύτικων συνειδήσεων/κι ας αμολήσουν απάνω σου τα σκυλιά τους./Ποτέ μην καταδεχτείς/να σε κυβερνήσουν αφεντικά/χρηματιστικών και άλλων συμφερόντων…».(Άσε την καρδιά σου). Όλα τα ποιήματα που αναφέρονται στην Πατρίδα έχουν έναν τόνο σπαρακτικό. Εκφράζουν τη λαχτάρα του νόστου, της λευτεριάς, τον πόθο της εξιλέωσης για την αυτοεξορία, αλλά και την πίκρα για το άδικο ξεπούλημά της: «Συχνά αγναντεύοντας το πέλαγος/ορκίζομαι ενδόμυχα/να μην φύγω από τον κόσμο τούτο/πριν σε δω ελεύθερη/Πατρίδα./Έτσι ρίχνω πέτρες συνέχεια στη θάλασσα/νομίζοντας πως εξαφανίζω τα ίχνη/του εγκλήματος». (Συχνά). «Τη μέρα εκείνη/που θα με πεις παιδί σου/θα’ χω τελειώσει το ποίημα που/έγραψα για Σένα/θα’ χω τελειώσει το ταξίδι μου/στις γειτονιές των άστρων/ψάχνοντας τη ζωή μου./Θεέ μου, πόσο ουρανό μου στερείς/μέχρι που να δω τον Ήλιο…» (Εσένα μου’ δωσαν). Το τελευταίο ποίημα της συλλογής (Για ποια Ειρήνη μιλάς;) απευθύνεται με μια σειρά ερωτήσεων, σε κάθε Κύπριο, σε μια προσπάθεια συνειδητοποίησής του, επισημαίνοντας το τι συνέβη στην αφανισμένη πατρίδα και δείχνοντάς του τον μοναδικό δρόμο, «ενάντια στους ζυγούς των καπνισμένων συνειδήσεων», τον δρόμο της ελπίδας: {…} «Θα μου πεις πως χρόνια τώρα/ξεπουλούσαμε την ψυχή μας/στις διεθνείς αγορές και στα χρηματιστήρια/έτσι που τώρα δεν μας έμεινε/παρά ένα γέρικο κομματιασμένο κορμί/δίχως αντίκρισμα…/ Κύπριε, δεν υπάρχει δρόμος για σένα/τον δρόμο τον φτιάχνεις βαδίζοντας/ μέσα στην οργή ενάντια στους ζυγούς/των καπνισμένων συνειδήσεων/κι όταν μόνο ακούσεις/από τα πέρατα της γης/την ελπίδα να σε πολιορκεί».

Η δεύτερη συλλογή, με τον πολύ εύγλωττο τίτλο, Εάλω η ψυχή, κατά το «εάλω η πόλις», περιλαμβάνει στο πρώτο μέρος της, Το κόκκινο του έρωτα, μια πλούσια ποικιλία θεμάτων που σχετίζονται με: Τον έρωτα κυρίως, αλλά και τον αμείλικτο χρόνο, τη φθορά, τη θλίψη και την απογοήτευση, τη λαχτάρα του νόστου, την ποίηση, την αγάπη, την Κύπρο, την ψυχή, τα όνειρα, τις λέξεις, τον σπαραγμό, τις πληγές, τη μνήμη, την ανάγκη της φυγής, την οργή, τη φαντασία. Στο δεύτερο μέρος, Νότες νόστου, ο ίδιος ο τίτλος, με τις παρηχήσεις του «ν», προσημαίνει το είδος και τις σταθερές των ποιημάτων: Πατρίδα, εξορία, ποιητές/δήμιοι και Ιεροεξεταστές, ποιητές του μεγάλου Εγώ, θάλασσα, σπίτι, μνήμη, ψυχές, ελευθερία, θλίψη, στίχοι, τόπος, θάνατος, Πενταδάκτυλος, Ποίηση, οδύνη, πόνος, Ύμνος στην πατρίδα, Αγάπη, Άπατρις, Πατριδοκτόνος.

Είναι εμφανές πως σ’ αυτή την ποιητική συλλογή, παρόλη την παρουσία του έρωτα, ιδίως στο α’ μέρος, υπερτερεί τελικά και πάλι ο έρωτας, ο πόνος και ο νόστος για την Πατρίδα, ο σπαραγμός και η οργή για το ξεπούλημά της. Η ψυχή έχει αλωθεί, όμως σε κάποια έξαρση οργής, δεν θα διστάσει να προτρέψει τον συμπατριώτη: «Έστω και ανάπηρος, δείξε τη γροθιά σου!» (Ποιος θα μου το ‘λεγε). Η ποίηση είναι και άλλη μια φορά το μοναδικό καταφύγιο που αναζητεί η ψυχή: «Από την ποίηση τραβιέται ο Άνθρωπος/ όπως ο Ουρανός από τη Γης» (Κάθε βράδυ), «Ω Κόσμε/ Χωρίς την Ποίηση πώς θα μπορούσα να σε/ κοιτάξω!» (Χρώμα της Ανατολής).

Τo τρίτo βιβλίο, με τον χαρακτηριστικό τίτλο, Ταξίδι Οδύσσειο, είναι πράγματι μια μικρή Οδύσσεια, ένα ταξίδι νόστου στον γενέθλιο τόπο ,στο πανάρχαιο σπίτι και τη Γη της Πέτρας. Πρόκειται για ένα μεγάλοσύνθετο ποίημα με οκτώ μέρη, όπου το ποιητικό υποκείμενο, σαν τον Οδυσσέα, ονειρεύεται να πραγματοποιήσει το ταξίδι στην ποθητή Ιθάκη: «Φεύγω σου είπα./Αδυνατώ να μείνω σε τούτον τον τόπο/μου λείπει ο Ήλιος/μου λείπει η Θάλασσα/μου λείπει ο Πενταδάκτυλος!/Οι ρίζες είναι που τρέφουν/την ψυχή, σου είπα, /κι εγώ τις ρίζες μου τις έχω χάσει»(ΙΙΙ). Όμως κι εκεί, στην αγαπημένη πατρίδα, όπου «δεν βρήκα τον χρόνο/να ζήσω παιδί την παιδικότητα» (IV) ,θα είναι ένας «ξένος Οδυσσέας». Η μόνη, λοιπόν, λυτρωτική διέξοδος είναι η ποίηση,«το μόνο πράγμα που θέλησε να μου χαρίσει η ζωή». Στο σπαρακτικό μέρος (V) μια σειρά από κλητικές προσφωνήσεις εντυπωσιάζουν με τη δύναμή τους. Μοιάζουν με κραυγές απόγνωσης: Ω μνήμη {…}Ω πικρή ανάμνηση {…} Ω γεγονότα {…}Ω Πατρίδα!/ Ω πνοή μου/ Ω βάφτισή μου/ {…}Ω μάταιη ελπίδα μου/Ω ζωή αμείλικτη {…}Ω Χώμα που φωσφορίζει {…} Ήμουν ωστόσο για σένα ξένος/πολυμήχανος Οδυσσέας/χωρίς γυρισμό/σ’ ένα απερίγραπτο ταξίδι στην αιωνιότητα/άγνωστος ποιητής/σκυφτός στου Κύπριου Γαλαξία τις όχθες».Το επόμενο ποίημα (VI) εγκαλεί και πάλι έντονα τη «νεοκυπριακή νομενκλατούρα, τους νεκροθάφτες της ελληνικότητας, τα τρωκτικά που ήσυχα και υπάκουα ροκανίζανε τις κρατικές επιχορηγήσεις που θεωρούσαν ιδιοκτησία τους», για να καταλήξει με πικρία στη διαπίστωση για τη φιλία: «Σταθήκαμε ανυπεράσπιστοι/μπροστά στους οργανωμένους καρχαρίες/όπως οι προοδευτικοί φίλοι μας/Έτσι μάθαμε τι θα πει φιλία…». Το ποίημα(VII)όμως είναι ξανά ένας Ύμνος στην Πατρίδα: «Πατρίδα/γυναίκα της Οδύνης {…}Μόνο Εσύ υπάρχεις/ είσαι το σύμπαν όλο».

Ολοκληρώνοντας αυτήν την περιήγηση στις δύο ποιητικές συλλογές και στο «ποιητικό χρονικό», Ταξίδι Οδύσσειο, της Κ.Μ., που συγκινούν τον αναγνώστη και τον ταυτίζουν με την κραυγή οδύνης που εκπέμπουν, θα έλεγα ότι αποτελούν μια τριλογία, όπου εναλλάσσονται διαδοχικά ο θρήνος/η ελεγεία, με τον Ύμνο για την κομματιασμένη πατρίδα, γι’ αυτήν που γράφει και σ’ αυτήν που η ποιήτρια αφιερώνει όλα τα ποιήματά της. Είναι ενδεικτικά άλλωστε τα επεξηγηματικά της λόγια: «Πάμπολλα μέτρησα χθες τα δάκρυά μου…/Μα ακόμη δεν κατάλαβα/γιατί Εσύ γιατί Εσένα/γιατί σε Σένα έγραψα όλα τα/ημιτελή ποιήματά μου…/Γιατί μαζί Σου εκκρεμεί όλη/η εναπομείνασα ζωή μου» (Εάλω η ψυχή, Ύμνος στην Πατρίδα).

.

Ταξίδι Οδύσσειο
ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ

Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 26/2/2021

Όταν η ποίηση γίνεται νυστέρι

Η δωδέκατη στη σειρά ποιητική συλλογή. Η προμετωπίδα από τον Κώστα Μόντη «Κάθε φορά καθώς γυρνώ κοντά σου, αγαπημένη, ελπίζω ενδόμυχο να βρω κάτι που χρόνια το ‘χασα κι ίσως κάπου απομένει» ερμηνεύει και τον τίτλο και το περιεχόμενο της ποιητικής σύνθεσης της Κλεοπάτρας Μακρίδου «Ταξίδι Οδύσσειο», τον πόνο του ξενιτεμένου, το πόθο του γυρισμού, την βίωση και αναβίωση στιγμών μοναδικών. Πρωταγωνιστής η ψυχή στα ταξίδια της στο ανυπέρβλητο μέσα στο χρόνο και στη μοναξιά. Η αναζήτηση του ουσιώδους αλλά και της λιτής ορθής έκφρασης, γι’ αυτό η ερωτική σχέση με την ποίηση που αναφλογίζει τη μνήμη, τα συναισθήματα, την επιμονή στο διχασμό και τη διχοτόμηση πατρίδας, ψυχής και σώματος. Παιδικές μνήμες ανακαλούνται, περιπετειώδεις τραγικές στιγμές ή καταστάσεις, ένα παρελθόν που πλέκεται με τα παρόντα πάθη της πατρίδας και του ξενιτεμένου. Η παιδικότητα ανοίγει παράθυρο στη συναισθηματικό φορτισμένη μνήμη και στη συνειδητοποιημένη μοίρα: ο άνθρωπος ένας εξόριστος τραγικός ήρως.

Στην ξένη, η μνήμη τροφοδοτεί, η πίστη ανοίγει δρόμους στο περιβάλλον και στο βαθύτερο εγώ, η αυτογνωσία είναι απαιτητική. Η επίμονη επιστροφή στις στιγμές της παιδικής μνήμης συγκλονίζουν με την απουσία του πατρικού βλέμματος κι ο λυγμός διαποτίζει τον στίχο.

Η γέννηση, δοσμένη ως Γένεση, μέσα στις απαρχές της Ιστορίας και τις αναζητήσεις εαυτής με την αγαπητική συμπλήρωση σε ξένο τόπο, αφ’ ενός ενώνει, αφετέρου διαχωρίζει, γιατί η ξένη γη αποδιώκει ενώ η γενέτειρα ελκύει. Πάντα όμως ο δόλος καραδοκεί, τα αρχέγονα φροϋδικό τραγικό στοιχεία προβληματίζουν, τα δεσμό και η απόδραση αντιπαλεύουν, απέραντη η ψυχή του ανθρώπου. Το έργο έτσι αποκτά δραματικότητα, δεν είναι η ευθύγραμμη πορεία της λεωφόρου. Τα άδυτα της ψυχής φωτίζονται, η ποίηση γίνεται νυστέρι.
Η επιστροφή στην πατρίδα και στην παιδικότητα ύστερα από την ερωτική περιπέτεια ανοίγει διόδους σε άλλες αξίες: στη φιλία ως πλήρωμα. Αλλά οι κλονισμοί και οι περιπέτειες δονούν την σταθερότητα. Ο πνευματικός οπλισμός και η ποιητική πνοή οδηγούν στη ελευθερία, με αποτέλεσμα ο έρως του λόγου να απαλύνει τον εναπομείναντα πόνο.
Η εμβάθυνση εις εαυτήν επιτρέπει στην ποιήτρια να συλλαμβάνει γενικότερα το γένος των ποιητών και ουσιώδη χαρακτηριστικό τους. Η περιπέτεια του εσωτερικού ταξιδιού οδηγεί στη γνώση του είδους και του γένους.

Η ποίηση, φτερούγα ελευθερίας, συντελεί στην ολοκλήρωση και στη συνειδητοποίηση πως ο πόνος από έναν ανεκπλήρωτο έρωτα δεν σβήνεται ούτε στην αιωνιότητα.
Προβληματισμός, εμβαθύνσεις στον έρωτα, τη ζωή και το θάνατο, την ποίηση και την ελευθερία, ομολογούν την ώριμη πια Κλεοπάτρα Μακρίδου, την φιλοσοφούσα ποιήτρια.
«Δύσκολη η ζωή να την ζεις μέρα ή νύχτα χωρίς αντιπαράθεση με το θεριό που ενεδρεύει να σε κατασπαράξει. Οξύμωρη καθημερινότητα, πόσο πιο σκληρή είσαι κι από τα ματωμένα όνειρα.»
Έρως, φιλία, ζωή, το απραγματοποίητο όνειρο, που ξέρουμε όμως πως υπάρχει, η σύνδεση του προσωπικού με το δράμα της κυπριακής πατρίδας, ερχομός και μισεμός, ο αιώνιος Οδυσσέας, η ποιήτρια.
«Ω Πατρίδα, πιστή ερωμένη μου ενός δίδυμου πόθου, που κούρσεψε τα σωθικό των ονείρων μου!»
Η ποιήτρια όμως ζει και παρατηρεί, κρίνει και κατακρίνει καταστάσεις, επιθέσεις σε αξίες, εμμένοντας στις αιώνιες.
Πολύτιμη η μνήμη σε μια πατρίδα μοιρασμένη, μα ολόκληρη αγαπημένη. Ποίηση, λογική και φιλοσοφικές συλλήψεις. «Μόνο εσύ υπάρχεις, είσαι το σύμπαν όλο που γέννησα ένα πρωί από μια γέννα που μου προβλεπόταν ανεκπλήρωτη. Τα άλλα μου είναι σκιές και θολές εικόνες στο θέατρο του παραλόγου της ζωής κι ας είσαι μέρος αυτού του Θεάτρου!»
Ο έρως και η πατρίδα ως ένωση: έρως πατρίδας, εν διό δυοίν.
Ταξίδι Οδύσσειο, ταξίδι αυτογνωσίας, σύζευξη του έξω και έσω κόσμου, μια δραματική σύλληψη που εκφράζεται σε ποιητικές ενότητες και αποτελεί μια σφαίρα, στην οποία μπορεί να μπει ο αναγνώστης όποθεν θέλει, όπως σε κάθε φιλοσοφημένο έργο.

.

Εντοπία φωνή
ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ

FRACTAL 26/09/2018

Και πάλιν πατρίδαν

Σταθμός Ορλεάνη. Σύνδεση με το Παρίσι. Μετρό Austerlitz. Συνταξιδιώτης μου η ποιήτρια Κλεοπάτρα Μακρίδου, από τη Λευκωσία, βραβευμένη με αργυρό μετάλλιο από τη Διεθνή Ακαδημία Arts – Sciences – Lettres, στο Παρίσι. Στέλεχος επί χρόνια του Γαλλικού Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων, καθώς και του Υπουργείου Οικολογίας και Αειφόρου Ανάπτυξης στην Ορλεάνη. Παντρεμένη με το Γάλλο ακαδημαϊκό Jean Claude Robinet, μοιράζεται το χρόνο της ανάμεσα στη Γαλλία και την Κύπρο.

Η τελευταία της ποιητική συλλογή με τίτλο Εντοπία φωνή από τις εκδόσεις Κουκκίδα περιέχει σαράντα τρία ποιήματα που μιλούν κυρίως για την Κύπρο.

Σε επισκέφτηκα και πάλιν
Πατρίδα
αφού η απουσία του σώματός σου
μου είναι αβάσταχτη.
Να καταλάβω εκ του σύνεγγυς ήθελα
τη δύναμη της ψυχής μου
καθώς αντιστέκεται
στην αόρατη ύπαρξή σου
στα κράσπεδα της Ιστορίας
ενώ βουλιάζει βαθιά μέσα μου
χωρίς αντίσταση
ο πόθος να σ΄ αναστήσω ολόκληρη
μπροστά μου
πριν εκφυλίσει τη μνήμη
ο αμείλικτος χρόνος
και μείνουμε μόνοι
Εσύ, εγώ και ο πόθος μου.

Με λόγο σπαραχτικό και λυρικό, ποτισμένο από λατρεία για την πατρίδα, η Κλεοπάτρα Μακρίδου εκθέτει τα πάθη της Μεγαλονήσου. Θάλασσα, χρώματα, κοχύλια, ευωδιές και το πατρικό σπίτι με τις λεμονιές. Χρόνος, μνήμη, νοσταλγία.

Ύστερα, ο πικρός Ιούλης του 1974. Πόνος, προσφυγιά, ξεριζωμός. Αίφνης λέξεις παγερές: εμπαιγμός, προδοσία, δημαγωγία, σύνδρομο Στοκχόλμης. Μια χώρα με πανάρχαια ελληνική ιστορία∙ και τώρα, πράσινη γραμμή, κατοχή. Η σκέψη παλινδρομεί. Από τη μια, ο διακαής πόθος της Απελευθέρωσης. Από την άλλη, η πραγματικότητα με το όνειρο κομματιασμένο.

Συχνά αγναντεύοντας το πέλαγος
ορκίζομαι ενδόμυχα
να μην φύγω από τον κόσμο τούτο
πριν σε δω ελεύθερη
Πατρίδα.
Έτσι ρίχνω πέτρες συνέχεια στη θάλασσα
νομίζοντας πως εξαφανίζω τα ίχνη
του εγκλήματος!

Ο πόνος ξεχειλίζει. Οι εικόνες αισθητοποιούν παραστατικά το συναίσθημα.

Γη μου παρθένα άβγαλτη
όλες τις προσδοκίες Σου
σ΄ ένα καράβι φόρτωσες
που βούλιαξε στο τέλος ανελέητα
έτσι που με την ελπίδα μιας στιγμής
χρεώθηκες το αύριο!

Η συχνή χρήση της κλητικής προσφώνησης (Ω) προσδίδει τόνο αρχαιοελληνικής τραγωδίας στο λόγο που διαπερνά το συναίσθημα και μεταφέρεται σαν ένα διαρκές κλάμα στον αναγνώστη. Ένα αργόσυρτο μοιρολόι, συνοδεύει την ανάγνωση, ήχος υπόκωφος.

Ω χέρι – γροθιά δουλοπάροικου, ω μουσική απόμακρη, ω αναπνοή μου, ω ελευθερία μου.

Τα πάθη της πατρίδας ταυτίζονται με τα Πάθη του Θεανθρώπου. Το ποιητικό εγώ γίνεται μάνα αιμάσσουσα που αγωνιά για το παιδί της.

{…}

Μα εγώ κοιτούσα ακόμη προς το μέρος Σου
και Σε ρωτούσα
ουρλιάζοντας
για ν΄ ακούσεις τη φωνή μου
αιμάσσοντας
«είσαι καλά Αγάπη μου;»
Σαν να ΄σουνα παιδί μου.

Ο λόγος δηκτικός, στηλιτεύει τη μετάλλαξη μερίδας συμπατριωτών της που εύκολα προσαρμόστηκαν στις νέες συνθήκες.

Τους είδατε; Σαν λεύτεροι συμπεριφέρονται ενώ είναι σκλαβωμένοι! {…} Τους είδατε; Πετάνε στα σκυλιά ό, τι ενοχλεί τη μνήμη καθώς βουλιάζουν στις ακριβές τους πολυθρόνες και προσκυνούν ό, τι καλομαγειρεμένο τους σερβίρουν στις υπόγειες εμφανίσεις οι Πρεσβευτές των Ιουδαίων.

Είναι οι έμποροι του λόγου, οι εντολοδόχοι της εξουσίας οι εκθειαστές του Αιόλου, οι ραψωδοί των κομματικών επικλήσεων, οι τραγουδοί των μεταλλαγμένων ψυχών, αφεντικά χρηματιστικών και άλλων συμφερόντων.

Οι υπαίτιοι κατονομάζονται ευθέως. Διαφαίνεται τότε ένα ξέσπασμα, παράπονο για την τραγικότητα της ιστορίας, αλλά και βαθύς προβληματισμός για το μέλλον. Η πληγή δεν φαίνεται να κλείνει.

Ήρθε η μπόρα εκεί στο σπίτι με τις λεμονιές κι εσύ μάζευες στις χούφτες σου στάλα στάλα το αίμα των αγαλμάτων αλλά αυτά να μη σαλεύουν…

Η θάλασσα κοιτά λυπημένα. Τα νερά είναι μολυσμένα. Τα ψάρια νεκρά. Ο θάνατος έκαμε φωλιά στον κόρφο της.

Εκείνη γεύεται, ονειρεύεται, οικτίρει και προσφεύγει στη Μούσα, να της λειάνει τον πόνο.

Πατρίδα στάζω αίματα ακόμη από το σώμα Σου. {…} Ξαναζώ τα πάθη Σου κάθε που η αναπνοή σου κοντεύει. {…} Καθ΄ οδόν προς τον Ουρανό αναζητώ τη μορφή Σου {…} Μα Εσύ συνεχίζεις να σέρνεσαι σε πατημένες διαδρομές και άνυδρα πηγάδια.

Ο προσωπικός διχασμός ανάμεσα στις δύο πατρίδες αναπόφευκτος.

Ω έκλαψες
πολύ έκλαψες
να πεθάνεις ήθελες…
Ποιος είδε τα δάκρυά σου
τη σκόνη στις ρωγμές των οστών
και στα κενά των ιστορικών αναδιφήσεων
τη λάσπη
μες στη λάβα της Λήθης;
Ωραίο Νησί μου,
σταθμός Ορλεάνη
σύνδεση με το Παρίσι μετρό Austerlitz
λες και όλα έγιναν χωρίς εσένα…

Η χρήση του δεύτερου ενικού προσώπου, κυρίαρχου προσώπου στη συλλογή, σκηνοθετεί κλίμα διαλόγου. Το ποιητικό εγώ απευθύνεται άλλοτε στον εαυτό του, άλλοτε στον αναγνώστη, άλλοτε στην πατρίδα. Η συναισθηματική φόρτιση μεταδίδεται. Οι αλλεπάλληλες ερωτήσεις, τα εκφραστικά μέσα, η εικονοποιία, δημιουργούν κλίμα έντασης. Ο αναγνώστης συμπάσχει.

Και δώσε πλέξιμο
με νήμα τις λέξεις
μες στ΄ ονείρου τα σωθικά
να Σε στολίσω με το πλεχτό
φόρεμα της Άνοιξης
και με φωτοστέφανα
κομμάτια από Ήλιο
και καταπίνοντας τις λέξεις
να Σε δω επιτέλους ολόκληρη
πριν περάσω την Αχερουσία!

Χαρακτηριστικό της γραφής η αφηγηματικότητα, η θεατρικότητα. Η ποιήτρια ταξιδεύει στα λημέρια της μνήμης. Τα δάκρυα των ονείρων ημιτελή, ατελέσφορα, ρέουν με τη ζωτικότητα μιας πρώην άνθησης.

Το ποιητικό υποκείμενο απασχολούν εξίσου προβληματισμοί για τη ζωή, το θάνατο, την ύπαρξη, την υποκειμενικότητα της Αλήθειας. Όμως, όσο το όνειρο της ελευθερίας της Κύπρου παραμένει ανεκπλήρωτο τόσο τη σκέψη μονοπωλεί η πατρίδα. Το σφύριγμα του ανέμου μαστιγώνει τη σκέψη και κόβει την αναπνοή στα δύο.

Η Κλεοπάτρα Μακρίδου, στην τελευταία της συλλογή Εντοπία Φωνή, δεν εμμένει στο θρήνο για το ατελέσφορο του πολιτικού ζητήματος της Κύπρου, παρά το πάθος που τη διακρίνει για το θέμα. Στην ποίησή της αφήνει ελεύθερα να διαφανεί η πίστη στη λυτρωτική δύναμη της Αγάπης και στην τόλμη της ζωής, αισιόδοξη κατάθεση για το μέλλον.

Σήκωσε τη ζωή σου
κι εκτόξευσέ την
πάρε την να ταξιδέψει
και σε νέους ήλιους να καεί
σε νέες θάλασσες να λουστεί
και το σώμα της
άπιστη ερωμένη της ποίησης
να πλημμυρίσει η γύρη των ημερών

Μην αφήσεις την Αγάπη να στερέψει
κι ας μην είναι η δική σου αλλά ξένη
κι ούτε τα μάτια με δάκρυα
στη μοναξιά της σιωπής
νέα παράθυρα άνοιξε στον ουρανό
και μυγδαλιές ν΄ ανθίσουν
στα περβόλια της Άνοιξης…

Μαστίγωσε εσύ τον χρόνο
προτού σου ραμφίσει τις πληγές
και αιμορραγήσουν…
Βύθισε την ψυχή σου στην ψυχή τ΄ ουρανού
και γίνου ένα μαζί της
μην δειλιάσεις μοιραία και άβουλα
μπροστά στο Κενό
και σου ξεστρατίσει η φωνή
κι αν σε προδώσει η Ποίηση
μην διστάσεις
να την σημαδέψεις στην καρδιά!

Έλα πάρε ξανά τον λόγο
πριν το μαχαίρι φτάσει στο κόκκαλο
ν΄ αντισταθείς σε κάθε αρνητική δύναμη
που σε παραμονεύει
στην ένοχη σιωπή
δώσε αναστολή στο τέλος
φόρεσε ολόγυμνος τον εαυτό σου
η πιο ωραία ζωή είναι αυτή
που δεν έχεις ακόμη ζήσει.

.

Εάλω η ψυχή
ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ ΧΑΤΖΗΠΑΝΑΓΗ

Το Έρμα 3η Απριλίου 2019

Κλεοπάτρα Μακρίδου Εάλω η ψυχή

Κυρίες και κύριοι,
Το προοίμιο δεν είναι και άσχετο με τα όσα παραπέρα κι εμείς θα αναφέρουμε, παρουσιάζοντας τη συλλογή υπό τον τίτλο Εάλω η ψυχή της Κλεοπάτρας Μακρίδου. Ακριβώς γιατί ο άνεμος που προαναγγείλαμε ότι μας έφερε στην ενθάδε ελληνική εσχατιά της Λευκωσίας, τη μαρτυρική όχι της πράσινης αλλά της αιμάσσουσας διαχωριστικής γραμμής της άλωσής της από τον Δεκέμβρη του 1963 της Τουρκανταρσίας, κομίζει μαζί και τον άλλο άνεμο, την ομόρριζη «anima», ήτοι την «αλωθείσα» ψυχή της ποιήτριας. Εξάλλου, την εισαγωγή μας προοιωνίζεται και η ίδια με το οιονεί προϊδεαστικό ακροτελεύτιο ποίημα του παρόντος, 12ου κατά σειράν ποιητικού της βιβλίου. Το ποίημα επιγράφεται «Διχοτόμησα το σώμα μου», του οποίου η συνεκδοχική μετωνυμία σε πρωτοπρόσωπη έκφραση δεν παραπέμπει απλώς, αλλά ταυτίζει το σώμα της ψυχής της ή την ψυχή του σώματός της με το πολύπαθο διαμελισμένο κορμί του γενέθλιου Τόπου της, με το αρχικό «Τ» να κεφαλοποιείται στην υπαρξιακή γηγενή της ορθογραφία. Ως προανάκρουσμα των ειρημένων και των συνακόλουθων που ενδεικτικά και σημειολογικά θα σχολιαστούν, αξίζει να το παραθέσω ολόκληρο, αποδίδοντάς το στην ασθμαίνουσα άνευ στίξεως εκφορά του, πλην των υπαινικτικών σε δύο στίχους αποσιωπητικών: «Διχοτόμησα το σώμα μου/κόντυνα το βλέμμα μου/πάλεψα με τις λέξεις/για να χωρέσω ολόκληρη/στο Ποίημά Σου/Ήταν η εποχή της δίψας/και της αμίλητης ορφάνιας/η Αγάπη φόραγε τη φωτιά/και του σπαθιού την κόψη/Φωνή μιας άφθαρτης φθοράς/και φυλαχτό κατάρας/τον Τόπο έκρυβε και τον Τόπο τραγουδούσε/το νήμα σέρνοντας/σε χρόνους Οιδίποδος…/Κι εγώ μάζευα τα κομμάτια της/σε γειτονιές ανατολίτικες/να εύρει καμινάδα/ο αναθρώσκων καπνός μου…». Με τον τελευταίο στίχο από τη δική της Οδύσσεια να προσβλέπει όχι στο βραχυπρόθεσμο «νόστιμον ήμαρ» των συχνών επανόδων στην ημικατεχόμενη Κύπρο από τη Γαλλία της διαμονής της, αλλά στο «έσσεται ήμαρ» της μόνιμης επιστροφής των συμπατριωτών της σε μιαν ελεύθερη πατρίδα. Επειδή και οι στίχοι από τη «Μαρία Νεφέλη» του Ελύτη, που προτάσσει ως προμετωπίδα στο νέο της ποιητικό πόνημα εκ των εκδόσεων Κουκκίδα, συνέχουν τις αναπολήσεις και τις ενατενίσεις της στα αλγεινά αισθήματα της αποδημίας και του νόστου της, συνηχώντας ταυτόχρονα το πείσμα της αντοχής και την απαντοχή της προσδοκίας: «Περπατώ μες στ’ αγκάθια μες στα σκοτεινά/σ’ αυτά που ’ναι να γίνουν και στ’ αλλοτινά/κι έχω για μόνο μου όπλο μόνη μου άμυνα/τα νύχια μου τα μωβ σαν τα κυκλάμινα». Σαν τα κυκλάμινα, πρέπει να προσθέσουμε, του Πενταδάκτυλου, που θα πήραν ν’ ανθίζουν και πάλι, επιμένοντας στην Άνοιξη κι ολοένα προσμένοντας τον ερχομό…
Ας περιδιαβάσουμε όμως τα ποιήματα στις δύο ενότητες της συλλογής κι ας ενωτιστούμε την αντιστικτική πολυφωνία της εναρμόνισής τους· αφού «Το κόκκινο του Έρωτα» της πρώτης ενότητας συντονίζει στον μετρονόμο των αέναων ρυθμών τούς λυρικούς κραδασμούς και τα εύηχα φθογγόσημα των ποιητικών χορδών, για να συνάδουν σε όλες τις κλίμακες με τις «Νότες νόστου» της δεύτερης ενότητας. Και μιας και ο προηγούμενος λόγος για τον Μόντη, για να μην ακούσω τον αφορισμό του «Προς “αναλυτές” ποίησης» και τις δύο αλλεπάλληλες ειρωνικές του αποστροφές «Προς φιλόλογο μελετητή ποίησης», δεν θα καταφύγω σε ανιαρή σχολαστική ανάλυση ή δασκαλίστικη διάλυση, όπως θα λέγατε, των ποιημάτων, παρά μόνο μέσα από τη θεματική τους κατηγοριοποίηση θα επιχειρήσω δειγματοληπτικά να επισημάνω κάποιες νοηματικές τους πτυχές, που συνθέτουν τους συνεκτικούς άξονες του περιεχομένου της συλλογής και αποτυπώνουν επαγωγικά το εννοιολογικό στίγμα του τίτλου της. Έτσι, για λόγους εύληπτης προσέγγισης θα ακολουθήσουμε το νήμα που συνδέει αδιάσπαστα και αδιάλειπτα εμπνέει το τρίπτυχο της γραφής της Μακρίδου, όπως αποτυπώνεται στον έρωτα, την πατρίδα και
τον ηδυσμένο λόγο στα καθ’ αυτό ποιήματα ποιητικής της.
Όθεν, εν αρχή ήν και εσαεί εστίν ο Έρως, καθώς μας προδιαθέτει σε παρήχηση Η Ανεράδα, το αριστοτεχνικό σχέδιο της Δάφνης Τριμικλινιώτη στο εξώφυλλο, εμπνευσμένο από το ομώνυμο ποίημα του Βασίλη Μιχαηλίδη. Ο θείος και φιλόσοφος Έρωτας του πρώτου ποιήματος στην Πλατωνική του διάσταση, που απογειώνει την ψυχή από τα γήινα στο επέκεινα του σύμπαντος και στο αρχέτυπο της εξιδανίκευσής του είτε ειδωλοποιείται από την ποιήτρια στο αντίστοιχο ποίημα «Εργαστήρι ζωής», όπως από τον Πυγμαλίωνα η Γαλάτεια στο μυθολογικό εργαστήριο της συμβολικής αποθέωσης του ερωτικού ινδάλματος. Γράφει στην κατακλείδα του ποιήματός της: «Σ’ έφτιαξα/οργώνοντας της υπέρβασης το άγονο δόγμα/έτσι που σ’ ανθολόγησα ως Είδωλο!». Μα είναι και ο έρωτας, που μεταπίπτει στο ματαίχμιο των αντιφάσεων και των αντιθέσεων «κάπου ανάμεσα στην Παλίρροια/και στην Άμπωτη». Και προσλαμβάνεται προσέτι ως ένα ονειρικό εξωτικό σκηνικό «στην καρδιά της Πατρίδας» της, που η λαχτάρα της στα «σπλάχνα Ανατολικής θάλασσας» μοιάζει με «ψάρια που ερωτοτροπούν». Είναι ο έρωτας που συνυφαίνεται με τους εξομολογητικούς τόνους των στίχων μέσα από τα σύντομα και τα εκτενέστερα ποιήματα, ιστορώντας τα ενδότερα ερωτικά αισθήματα της «Απογοήτευσης», της «Θλίψης», της αβεβαιότητας και της αμφιβολίας, της ικεσίας, του αποχαιρετισμού και της αμετακίνητης φυγής, αλλά και της εναγώνιας αναμονής στον ιστό της Πηνελόπης των αντίστοιχων ποιημάτων. Και ενώ τον ψυχισμό του δεν τον χωρεί η γη, «εκτοξεύεται», καταφεύγοντας «στον κόκκινο πλανήτη!/Κόκκινο σαν το αίμα του σώματός σου/όταν αιμορραγούσε!», βάφοντας έτσι με το αιμάτινο χρώμα τον τίτλο της πρώτης ενότητας. Συνειρμικά παραπέμπω στον γνωμολογικό στίχο του Τάσου Λειβαδίτη: «η επανάσταση και ο έρωτας έχουν ίδιο δυνατό χρώμα, κόκκινο».
Συστατικό της ένυλης υπόστασης του Έρωτα ο πόλεμος, που υπενθυμίζει το Ηρακλείτειον «αείζωον πυρ», καθώς και την Εμπεδόκλεια διαλεκτική μεταξύ «φιλότητος και νείκους», την αιώνια διαμάχη μεταξύ της ερωτικής αγαπητικής φιλίας και της έριδας, της ανταγωνιστικής άμιλλας, όπως τονίζει η ποιήτρια στους ποιητικούς φιλοσοφικούς αναστοχασμούς της.
Ωστόσο, με τις φωτεινές αποχρώσεις μα πιο πολύ με τις σκοτεινές εκδοχές του άλικου αυτού κόκκινου σκιαγραφεί την τραγικότητα του έρωτα ως «Ζωή σ’ αναμονή θανάτου», σύμφωνα με τον φερώνυμο στίχο, ερμηνεύοντας αποφθεγματικά την αντινομία του διαιώνιου σχήματος Έρωτας-Θάνατος όχι απλώς υπό το πρίσμα της ανεκπλήρωτης πεισιθάνατης κατάληξής του, αλλά στο οντολογικό επίπεδο της γέννησης και της φθοράς της ζωής και της τελευτής της, στην επίγεια διαδρομή του ανθρώπου από το λίκνο έως τον τάφο. Υπό αυτή την οπτική, θεωρώ, ότι συλλαμβάνουν το υπαρξιακό δίπολο στην πεμπτουσία της αλήθειάς του οι ακόλουθοι στίχοι: «Και καθώς η μήτρα ριγά/στην ανάκληση του σώματος/το βαθύ του βλέμμα/σφυγμομετρεί τα γεγονότα του κόσμου/στην άκρη του φωτός/μια τελευταία στιγμή/πριν παραδώσει την ανάσα/το μοναδικό χαρτί που κατέχει/στο πουθενά!».
Το ληξιπρόθεσμο ερωτικό πάθος, που εξεικονίζεται με τον παντοδύναμο και φευγαλέο φτερωτό θεό, όπως και η ανέλπιδη αγάπη της ματαίωσης και του αφανισμού όχι υπό πεσσιμιστική αλλά υπό πραγματιστική έποψιν διαπνέουν τα περισσότερα ποιήματα της ενότητας. Τις ανατάσεις και τις νομοτελειακές μεταπτώσεις του έρωτα συγκεφαλαιώνουν τα φερώνυμα ποιήματα, το επιγραμματικό «Έρωτας» και το εκτενέστερο της ενότητας «Έρως», απ’ όπου αποσπώ δύο χαρακτηριστικές στροφές ανάγλυφης εικονοποιίας: «Έρως Εσύ/μαγευτικός και παντοδύναμος/να θρονιάζεσαι πίσω από τον θάνατό μου/να ορίζεις σ’ εμένα φτωχής θνητής/τα δεσμά και τη λύτρωση/υποσχόμενος ουράνιο πέταγμα/Ηδονή και Οδύνη!». «Έρωτα/αιώνια ροή της ζωής/στα λημέρια του θανάτου/συνεχής ερχομός κι αναχώρηση/στου σώματος Σου τις ακρογιαλιές».
Ο της πατρίδος όμως έρως καταφανώς επισκιάζει τον έρωτα προς τη ζωή ή για να το πούμε αλλιώς η ύπαρξή της ταυτίζεται με την πατρίδα της ως το αγιότερον και τιμιότερων των υπαρχόντων της ποιήτριας. Καθότι, ως κομβικό σημείο στο μεταβατικό μεταίχμιο μεταξύ της χώρας της μακρόχρονης εγκατάστασής της και του πάτριου εδάφους ενδημεί μέσα της αθεράπευτος ο νόστος, που βρίσκει διέξοδο στις ποιητικές της νότες της δεύτερης ενότητας. Με τόνους εξομολογητικούς και με στόνους οδύνης παρομοιάζει εαυτήν «Σαν σπουργίτη» στο ομώνυμο ποίημα, όπου «…παρακολουθώντας από μακριά/την Κύπρο που ταξιδεύει ακυβέρνητη/θρηνεί…». Και το «ακυβέρνητη» ενδεχομένως σε σχήμα μεταφοράς, εφόσον ο πλους είναι αμφίβολος και ο προορισμός επισφαλής. Με πόνο ψυχής έτσι συνταυτίζει τη μοίρα της με τη μοίρα του νησιού της, αναπλάθοντάς το με τη «Νοσταλγία» της στο αντίστοιχο ποίημα, όπου το φως της μνήμης ενώνει τη θάλασσά του με το ελληνικό πέλαγος στο ανάκρουσμα του στίχου: «Κάτι σαν τρίαινες να τρυπούν το Αιγαίο/και η μορφή Σου/φερμένη από μακριά σαν Ποσειδώνας»
Αυτή λοιπόν τη νοερή «γέφυρα» διάβασης από τον πόθο του οράματος στον τόπο της παλιννόστησης βιώνει ερωτικά και συμβολοποιεί ποιητικά στη Λευκωσία των βενετσιάνικων τειχών και της κοίτης του Πεδιαίου. Στην ξενιτειά της αποδημίας της κάθεται μες στους αναστοχασμούς της και συλλογιέται την Πατρίδα της· κι αφού δεν κατορθώθηκε ακόμη η απελευθέρωσή της, αν δεν την εξομοιώνει, την προσομοιάζει με την ελευθερία της μνήμης της: «Μνήμη είναι η Πατρίδα/και χωρίς τη μνήμη δεν υπάρχει τίποτε/κι ας λένε…/Μόνο όταν θυμάσαι υπάρχει στ’ αλήθεια/και μόνο όταν υπάρχεις στ’ αλήθεια/είσαι Ελεύθερος». Κι ας τιτλοφόρησε τη συλλογή της Εάλω η ψυχή. Η ποιητική ψυχή θραύει τα δεσμά της πολιορκίας της και κάνει τις ανεξίτηλες μνήμες της όραμα ελευθερίας για την τουρκοπατημένη πατρίδα της. Δεν παύει όμως να πονεί κατάβαθα για τα αλύτρωτα δεινά της, που τα μεταστοιχειώνει σε στίχους στο ελεγειακό της ποίημα, που τιτλοφορεί «Ύμνος στην Πατρίδα», κατ’ αντίφαση προς το εγκωμιαστικό είδος, αλλά μήπως κι ο Ρίτσος δεν έγραψε τον «Ύμνο και θρήνο για την Κύπρο»; Γράφει η Μακρίδου: «Αν οι στίχοι μου πονούν/είναι γιατί δεν χωρούν άλλη από Σένα/ζω την εισβολή στην εξορία/και στο σώμα/και στον Έρωτα ακόμα…». «Απ’ την Αγάπη μας κρατώ/ένα άνυδρο πηγάδι/που μέσα του έριξαν οι άθλιοι/τ’ αμούστακα παιδιά μας…//Πάμπολλα μέτρησα χθες τα δάκρυά μου…/Μα ακόμη δεν κατάλαβα/γιατί Εσύ γιατί Εσένα/γιατί σε Σένα έγραψα όλα τα/ημιτελή ποιήματά μου…/Γιατί μαζί Σου εκκρεμεί όλη/η εναπομένουσα ζωή μου». Και τον θρήνο της ακόμη για την Πατρίδα μπορεί να τον συμπυκνώνει σε κόμπο πολλών πολυετών δακρύων: «Μην ρωτάς Πατρίδα/γιατί κλαίω/είναι που σου στερούν τον ουρανό/και εγώ δεν έχω παρά λίγους στίχους/το σώμα μου λυγίζει στον άνεμο/και λίγο χώμα που δεν αρκεί/ούτε για να με σκεπάσει…».
Κι όμως η πονεμένη περιπλανώμενη ψυχή της Κλεοπάτρας Μακρίδου Robinet δεν έγραψε διόλου λίγους στίχους, που συγκροτούν ανασυνθετικά τις ένδεκα ποιητικές της συλλογές. Και ευτυχώς που υπάρχει, ομολογεί, σε συνοπτικό απολογισμό η ποίηση, για να βρίσκει διέξοδο στους αντίξοους εύθραυστους καιρούς με τον σπαραγμό της πληγωμένης και κομματιασμένης πατρίδας και μέσα σε έναν ακατανόητο κόσμο, καθώς αποφαίνεται: «Ω Κόσμε/Χωρίς την Ποίηση πώς θα μπορούσα να σε κοιτάξω!». Και ομολογεί επεξηγηματικά στο λακωνικό της ποίημα ποιητικής με αποφθεγματικούς όρους: «Η κάθε λέξη/είναι μια διέξοδος/ένα μήνυμα/πολλές φορές γραμμένο/μες στη στενοχώρια/μες στην αδιαφορία της μέρας./Το κάθε ποίημα/είναι μια δήλωση Αγάπης/μιας στιγμής αιωνιότητα/σαν αστραπή!».
Μένω ως εδώ με τους πιο πάνω εύλαλους στίχους, συγκομίζοντας από την περιδιάβασή μου στην ποίηση της αγαπητής Κλεοπάτρας τους μεγάλους τρεις της έρωτες: της κατάφασης μιας γλυκόπικρης ζωής, της δεινόπαθης πατρίδας και της λυτρωτικής ποίησης. Της ευχόμαστε να γράψει και άλλα πολλά καλά ποιήματα ως κατάθεση ψυχής μέσα από το περίσσευμα των ποιητικών της εμπνεύσεων εν Φαντασία και Λόγω.

.

ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΠΥΛΑΡΙΝΟΣ

ΚΥΠΡΙΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ

H Κλεοπάτρα Μακρίδου-Robinet γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1951. Αποφοίτησε από το Παγκύπριο Γυμνάσιο και σπούδασε με υποτροφία Χημεία στη Γαλλία, στις πόλεις Grenoble και Lyon. Εκπόνησε διδακτορική διατριβή στην Ανόργανη Χημεία (Docteur de Specialité). Υπήρξε στέλεχος του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων της Γαλλίας και του Υπουργείου Οικολογίας και Αειφόρου Ανάπτυξης. στο οποίο υπηρέτησε ως διευθύντρια του Τμήματος Υδάτινων Πόρων, στην Ορλεάνη. Ο Γάλλος σύζυγός της Jean-Claud Robinet είναι καθηγητής Πανεπιστημίου. Είναι μητέρα δύο τέκνων.
Ως προς την κοινωνική δράση της, είναι πρόεδρος του συλλόγου «Οι Φίλοι της Κύπρου» στη Γαλλία, στόχος του οποίου είναι να προβληθούν ο πολιτισμός και τα προβλήματα της Κύπρου. Η Κλεοπάτρα Μακρίδου εργάζεται σύντονα, ώστε να ακούγεται στη δεύτερη πατρίδα της η φωνή της Κύπρου, με τον πόνο και τη νοσταλγία της οποίας ζει.
Το ποιητικό έργο της αρχίζει από το 1992 και εκτείνεται σε επτά συλλογές:

1. Ωδή για την Κύπρο (1992)
2. «Πάτερ απελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο». Ποιήματα (1994)
3. Σαλαμίνα τε (1996)
4. «Πρέσβυν άρ’ εισδέξομαι πάτερ». Ποιήματα (1998)
5. Ο νόστος των Ηρακλειδών (2006)
6. Το Κάππα της Κύπρου (2013)
7. Μνημόσυνο – Ιχνηλασία (2014)

Η ποίηση της Κλεοπάτρας Μακρίδου, με πονεμένους λυρικούς τόνους, έχει ως κέντρο την πατρίδα της την Κύπρο. Η ξενιτιά, η εξορία, όπως την αποκαλεί στους στίχους της, δεν αποτελεί παράπονο για τη ζωή της· η επιτυχημένη σταδιοδρομία της και η καλή οικογενειακή της κατάσταση αποδεικνύουν, κατά τη γνώμη μας, την αγάπη για τη δεύτερη πατρίδα της. Ο αφόρητος πόνος της ξενιτιάς, η οποία υπήρξε ανέκαθεν μοίρα των απανταχού Ελλήνων, των Κυπρίων ιδιαίτερα, λόγω των πολλαπλών καταδρομών και των αλλεπάλληλων κατακτητών, οφείλεται στην αγιάτρευτη αγάπη του Έλληνα προς τη γενέθλια γη, την αθεράπευτη νοσταλγία και τον αστείρευτο πόθο της επιστροφής στα χώματα των γονιών του. Οφείλεται, ακόμη, στην εσωτερική ανάγκη της εναπόθεσης του αποτελέσματος των μόχθων του στη γη που πρωτοαντίκρισε το φως.
Η ποιήτρια ταξιδεύει τα καλοκαίρια στην Κύπρο για να ανανεώνει τις ελπίδες της επιστροφής, το τραύμα όμως είναι βαθύ, επειδή οι αλλαγές που αντικρίζει, σημαίνουν και μικρές ή μεγάλες απώλειες, που της μαρτυρούν ότι οι ημέρες της παιδικότητας και της αμεριμνησίας δεν θα επαναληφθούν.
Τα σκληρά βιώματα της ξενιτιάς δεν είναι όμως αποκομμένα από την κοινωνική και την ιστορική πραγματικότητα της πεφιλημένης πατρίδας. Οι απώλειες των γονιών της –πληγή χαίνουσα, γιατί δεν υπάρχει ελπίδα αποκατάστασης– της εμπνέουν ελεγειακούς στίχους και επιτείνουν τις δυσκολίες της αποξένωσής της. Στην περίπτωση αυτή η ποίησή της γίνεται αυτοβιογραφική και συχνά αυτοκριτική, με αυτοψυχογραφικές πτυχές που αναδεικνύουν την ευαισθησία και το ποιητικό ήθος της.
Η μεγάλη πληγή, ωστόσο, της ποιήτριας είναι η τουρκική εισβολή και η διαίρεση της πατρίδας της στα δύο, πόνος αβάσταχτος και αυτός, πολύ οδυνηρός, που φοβάται ότι δεν θα έχει ποτέ γιατρειά. Η Κλεοπάτρα Μακρίδου συνθέτει ύμνους για την Κύπρο, τους αγώνες και τους νεκρούς της. Η εισβολή αποτελεί θλιβερό πρόκριμα που άλλοτε την οδηγεί πίσω στο παρελθόν και τη λαμπρή ιστορία του νησιού της μέσα από μια περιπετειώδη πολλών αιώνων διαδρομή, που βρίσκει την ευκαιρία να δείξει την ελληνικότητά της, από την αρχαιότητα έως σήμερα, και άλλοτε την προσγειώνει στο παρόν, στους αδικοχαμένους, στους κακοπαθούντες, στους διωγμένους από τις πατρογονικές εστίες τους. Η στάση της γίνεται καταγγελτική και εκ νέου αυτοκριτική (αισθάνεται ως άτομο το βάρος που της αναλογεί ως μέλος της κυπριακής κοινότητας), όταν στηλιτεύει τους ένοχους της καταστροφής, από τους εφησυχασμένους και όλβιους έως τους μηδίσαντες, τους κύριους αίτιους της συμφοράς. Η σύγχρονη ιστορία, επομένως, λόγω της βαρύτητας που έχει, μετουσιώνεται σε ποίηση και ακολουθώντας τη διαδρομή των δεινών της Κύπρου, εστιάζει στους ήρωες του απελευθερωτικού αγώνα κατά των Άγγλων και απογειώνεται στους νέους ήρωες, του δράματος του 1974, όπως ο υπαξιωματικός Κύπρος Ιωάννου, από τους νεομάρτυρες του κυπριακού αγώνα, που έχασε τη ζωή του κατά την εισβολή, στον Τράχωνα, τον Ιούλιο του δυσοίωνου 1974.
Η Κλεοπάτρα Μακρίδου έχει προτίμηση στις μεγάλες συνθέσεις και τους συμβολισμούς, που συνάπτουν το παρόν με το παρελθόν, οδηγώντας συνειρμικά τον νου του αναγνώστη σε παραλληλισμούς και συγκρίσεις, που του διαμορφώνουν την αίσθηση ότι επίβουλη μοίρα αντιστρατεύεται την πατρίδα της, ένα παράξενο πεπρωμένο καθορίζει την ιστορία της, χτυπώντας την ανελέητα, θύμα των δυναστών της· παράλληλα όμως έχει την αίσθηση ο αναγνώστης ότι η ίδια βάσκανη μοίρα την έχει χαλυβδώσει να αντέχει σε όλες αυτές τις καταδρομές. Η απέραντη μοναξιά της Κύπρου την συγκλονίζει και αυτή τη μοναξιά την αισθάνεται ομοιοπαθητικά και η ίδια.
Τα σύμβολα, από την αρχαιότητα κυρίως, ακολουθούν πρωτόγνωρες χρήσεις: Ελένες και Ονήσιλοι, Τροίες και Ηρακλείδες, μπολιάζουν συστηματικά τους στίχους της με τη δύναμη του αιώνιου αρχαιοελληνικού πνεύματος (ακολουθώντας τη μεγάλη ποιητική μας παράδοση και τη συνέχειά της στον χρόνο), χάρη στον διάλογο που ανοίγει με το ιστορικό παρελθόν.
Το κυπριακό τοπίο, ιδίως μετά την εισβολή, η οικογενειακή και η κοινωνική ζωή του νησιού, περνούν διακριτικά και αυτά στους στίχους της, όπου αποθεώνονται τόποι με ιερές ιστορικές ονομασίες και χώροι καθαγιασμένοι, όπως ο Πενταδάκτυλος. Αλλού, πάλι, οι συμβολισμοί παραπέμπουν στα κείμενα των ιερών γραφών.
Η Κλεοπάτρα Μακρίδου δεν είναι ποιήτρια εκ συστήματος ή εξ επαγγέλματος. Δημιουργεί από εσωτερική ανάγκη και υπό το συναισθηματικό βάρος να απαλλαγεί από το μεγάλο φορτίο που φέρει μέσα της. Γι’ αυτό δεν θα βρει ο αναγνώστης διακειμενικό υλικό ή και αναφορές που να σχετίζονται με εμβληματικούς ποιητές, με φορείς δηλαδή της ποιητικής μας παράδοσης. Μόνο στα πρόσφατα έργα της και μετά μεγάλη πια ενασχόληση με την ποίηση μπορεί να διακρίνει κανείς επιδράσεις του είδους αυτού. Για παράδειγμα, η «Ωδή στον χαμένο Υπαξιωματικό Κύπρο Γ. Ιωάννου», ανακαλεί στη σκέψη μας, αχνά αλλά βάσιμα, την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου και του Οδυσσέα Ελύτη, τον Επιτάφιο και το Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας, αντίστοιχα· και ακόμη, έντονα αυτή τη φορά, τον Κ.Π. Καβάφη, στο ποίημά της «Στην αυλή των Περσών», το οποίο συνομιλεί ευθέως με τη «Σατραπεία» του Αλεξανδρινού.
Η ποίηση της Κλεοπάτρας Μακρίδου, απροσποίητη, ειλικρινής, μη υποκείμενη αυστηρά σε κανόνες, αλλά αποτελώντας ξέσπασμα και ανάγκη για προσωπική έκφραση (ένα είδος αυτόματης γραφής σε ορισμένα σημεία), έχει ιδιότυπη φρεσκάδα. Θα επισημάνουμε τους ασυνήθεις συνειρμούς της, τα ανοίκεια ζεύγη των λέξεων ή των φράσεων που έχουν πρωτογενή υπερρεαλιστική δύναμη, με συντάξεις διαταραγμένες από το πάθος, παρά τον παραδοσιακό γενικά τρόπο γραφής που ακολουθεί. Αυτό το εκ πρώτης όψεως ασύνδετο που μοιάζει στον ρυθμό και στην τυπογραφική εικόνα σαν ασταμάτητο ποτάμι, έχει μια πηγαία αγνότητα και τόλμη, ιδίως στο λεκτικό μέρος, και μάλιστα στην επιθετικοποίηση των ουσιαστικών («οδύσσειο ποίημα») ή και το αντίθετο («ν’ αναζητά το δρόμο προς τα γόρδια»), και κάνει τον αναγνώστη να το προσέξει και να το αποδεχτεί για την πρωτοτυπία του.

.

Μνημόσυνο
ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ

Φιλελεύθερος 26/10/2014

Στην ποιητική σύνθεση «Μνημόσυνο», που είναι το έβδομο βιβλίο της, η Κλεοπάτρα Μακρίδου συμπλέκει – επιτυχώς σκηνές από την ένδοξη αρχαιοελληνική ιστορία με σκηνές πλέρια ρεαλιστικές και απόλυτα ευκρινείς. Θεωρώ αυτό το «σύμπλεγμα» αρμονικό και λειτουργικό:
«Εσύ Λεωνίδας / τραγούδι Πατρίδας εκάλπαζες / χωρίς τους τριακοσίους σου / και κόψη σπαθιού ακόνιζες / τους Μήδους ν’ αποτρέψεις / μην διαβούνε… / Πριν γείρει το κορμί σου / στάθηκες βράχος / μπροστά
στα παλληκάρια σου! / Καλύπτοντας τα με το πολυβόλο σου / οπισθοχώρησαν ένας ένας / προς την Ομορφίτα…». (σελ. 18-19)
Στο συνθετικό αυτό ποίημα, που φέρει τον πληροφοριακό υπότιτλο: «Ωδή στον χαμένο Υπαξιωματικό Κύπρο Γ. Ιωάννου», η Κ.Μ., συχνά, δίνει δείγματα ευφάνταστης και συνειρμικής γραφής, με πολυεπίπεδες αναφορές και παραπομπές, όπου ενυπάρχει ο μύθος, η ιστορία και το αμείλικτο παρόν: «Στου Τράχωνα το λόφο / που έπεσε το σώμα σου / η ρίζα ανέβαινε καπνός / σκοτεινιάζοντας το καλοκαίρι εκείνο / φωτιά ορφανεμένη / και μελίσσι η
μνήμη να βουίζει / κρανίο Ονησίλιο / με τα δακτυλικά αποτυπώματα / του Απόλλωνα / το αιχμηρό βλέμμα του Δία / απάνω σου / κι εσύ να θουκιδίζεις / ανάμεσα στ’ αγκάθια». (σελ. 23) Συνολικά στο βιβλίο, πιστεύω ότι η ποιήτρια, εκεί όπου καταφέρνει να τιθασεύσει την πλατειάζουσα σκέψη
της και την έφεσή της στους ρητορισμούς, με αποφθεγματικότητα, συμπύκνωση και ενδοσκοπικό προβληματισμό, πετυχαίνει αξιομνημόνευτο αποτέλεσμα: «Μια ζωή νοσταλγείς / αυτό που ποτέ δεν έζησες /παρά στα όνειρά σου / κι όμως αυτό ήταν όλη σου η ζωή…». (σελ. 40)
Τα ίδια θετικά σχόλια ισχύουν και για τους αμέσως επόμενους στίχους: «Μέσα από το παραμύθι / ξεφυτρώνουν ήρωες και θεριά / η ζωή όμως τρώει τους ήρωες / και αποθεώνει τα θεριά…». (σελ. 41)
Γενικά, στην υπαρξιακή θεματική και με φιλοσοφική διάθεση, πιστεύω ότι η ποιήτρια επιτυγχάνει αρκετά ενδιαφέροντα αποτελέσματα: «Ό,τι ζήσαμε, να ξέρεις, / χάνεται / γκρεμίζεται μέσα στον χρόνο. / Όσα δεν ζήσαμε είναι / που μας ανήκουν…». (σελ. 18)
Στη σύνθεση του πρώτου μέρους του βιβλίου εντόπισα και κάποια αξιοπρόσεκτα ψήγματα ποιητικής, στον λόγο που η ποιήτρια απευθύνει προς τον ήρωα τον οποίο υμνεί: «Κι εγώ ποίημα σελλώνω / άθικτο νάρθει να σε βρει / αγγελιοφόρος μες στο σκοτάδι / ποτάμι δακρύων η τύψη της λήθης / πυρετός λαμπάδα τα όνειρα / μηνύματα αγγέλου η ανάμνηση / σε τόπο που
πελεκά την προφητεία…». (σελ. 24)
Επιμένοντας στις καλές στιγμές του βιβλίου, εκτιμώ ότι η αυτοαναφορικότητα και ο εσωτερικός χώρος δίνουν καλύτερα αποτελέσματα και σε ό,τι αφορά στη νοηματοδότηση των στίχων της Κ.Μ., αλλά και σε ό,τι αφορά στην αισθητική τους υπόσταση:
«Μικρή μου ζωή / στην καρδιά ενός αλλόκοτου τόπου / βρήκες και φώλιασες / σε ρωγμή απόμακρη / φωλιά μου ζεστή απλησίαστη / αγριολούλουδο / που νίκησε τον γρανίτη / τον ασβέστη και το μάρμαρο του βράχου». (σελ. 44)
Συνεχίζοντας την περιδιάβαση στις καλές στιγμές του βιβλίου, θέλω ν’ αναφερθώ, επιγραμματικά έστω, στο ποίημα: «Ο πόθος για ειρήνη» (σελ. 54), το οποίο δεν παραθέτω αποσπασματικά για να μην αδικήσω. Αλλά ούτε και ολόκληρο μπορώ να παραθέσω, λόγω χώρου. Στο ποίημα αυτό θεωρώ ότι συναντούμε έναν καβαφισμό με λειτουργικότητα και αρμονία, συνοχή, ξε-
κάθαρη δομή και καθολική ματιά, κάτι που συνιστά και το κύριο προσόν του.
Έχω όμως και κάποιες παρατηρήσεις να παραθέσω. Πιστεύω πως ενίοτε η Κ.Μ. ενδίδει σε πλατειασμούς, σε πολλές επαναλήψεις που στόχο έχουν, αποκλειστικά και μόνο, τη συναισθηματική κορύφωση. Η ποίηση όμως δεν είναι μόνο συναισθηματική κορύφωση, είναι και νοηματική συμπύκνωση, εμβάθυνση στον κόσμο των ιδεών, των θέσεων και των αντιθέσεων. Για του
λόγου το αληθές, το απόσπασμα που ακολουθεί:
«μάννα σου Κύπρο / Ηρωομάνα της Κύπρου / μάννα ακραιφνής υπομονή / μάννα καρτερία / μάννα των αέναων παλληκαριών / μάννα μυρωδιά των ματσικόριδων / μάννα ελευθεροσκλάβα /φυλακισμένη στα μνήματα». (σελ. 26)
Παρακάτω η ποιήτρια λέει: «Ο χρόνος κουρασμένος εσταμάτησε / μπροστά στο λαβωμένο σώμα σου…». (σελ. 28) Και όντως διεκτραγωδεί τα γεγονότα ως να συνέβησαν χθες. Έτσι όμως, τα σαράντα χρόνια που μεσολάβησαν
δεν βρίσκουν την έκφρασή τους στο ποίημά της. Παρόλο που αυτό γράφτηκε τον Ιούνιο του 2014. Το πεδίο μάχης του Τράχωνα, σήμερα, προφανώς, έχει άλλη όψη. Ίσως σήμερα να είναι σημείο διέλευσης λαθρέμπορων, ίσως να
ξανάγινε βοσκότοπος, όπως ήταν πριν τον πόλεμο, ίσως να έχει «σπαρθεί» με επαύλεις ή εργοστάσια. Ποια είναι η νέα εικόνα; Ποια τα νέα δεδομένα; Ποια συναισθήματα και ποιες σκέψεις γεννούν; Ποιες επιβεβαιώσεις προσυπογράφουν και ποιες αναθεωρήσεις επιβάλλουν; Αυτά φρονώ πως είναι τα ερωτήματα προκλήσεις που θα ’ταν τόλμημα ν’ αγγίξει η ποιήτρια.
Πέρα από τους ρητορισμούς και τους πλατειασμούς, στις αβαρίες που προσάπτω στην Κ.Μ. συγκαταλέγεται και η πολιτικολογία, έστω κι αν αυτή απαντάται πολύ σπάνια. Είναι ορατή, π.χ. σε μια απάντησή της στον ποιητή Γ. Μολέσκη, όταν σημειώνει: «Οι δαίμονες φίλε μου δεν θέλουν την
ειρήνη / ίσως μελλοντικά και εξ ανάγκης / σε καμιά πεντακοσιά χρόνια / μα ως τότε…έχουμε καιρό / η Κύπρος ολόκληρη θα ’ναι / Τουρκικό προτεκτοράτο / και ο Διάβολος τότε / θα κάμει ειρήνη με τον εαυτό του…».
(σελ. 51) Ο ποιητής δεν είναι πολιτευτής, είναι πολίτης. Και όποτε ενεργεί ως πολιτευτής, υποσκάπτει, από μόνος του, τα δημιουργήματά του.
Ολοκληρώνω με ένα παράθεμα από την κατακλείδα του βιβλίου, όπου η Κ.Μ.
σημειώνει με πόνο: «…ψάχνω μέσα στη νύχτα / των γεγονότων και της επικαιρότητας / μια ακτίδα φωτός / λίγη θαλπωρή να σε τυλίξω…». (σελ. 56) Αυτή η ακτίδα υπάρχει. Και η ποιήτρια έχει χρέος να ψάξει καλύτερα.

.

ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΠΥΛΑΡΙΝΟΣ

Μνημόσυνο και Ιχνηλασία
Σπονδή στη μνήμη και πορεία «επί τα ίχνη» της πεφιλημένης Κύπρου

Η Κλεοπάτρα Μακρίδου-Robinet, Κύπρια της διασποράς, γεννημένη το 1951 στη Λευκωσία, ζει στη Γαλλία, όπου σπούδασε, δημιούργησε οικογένεια και έκανε σημαντική καριέρα. Πρόσφατα εξέδωσε την ποιητική συλλογή Μνημόσυνο, Ωδή στον χαμένο Υπαξιωματικό Κύπρο Γ. Ιωάννου – Ιχνηλασία (Λευκωσία 2014). Είναι η έβδομη συλλογή της αυτή, στην οποία περισσεύει ο πόθος, ο νόστος και ο άφατος πόνος για την αγαπημένη πατρίδα, όπως και στις προηγούμενες συλλογές.
Η Κύπρος αποτελεί το μοναδικό και ιερό κέντρο της ποίησής της, ιδωμένη πολυθεματικά: ως μάνα γη, από την οποία νιώθει εξόριστη, ως θεϊκή φύση, ως ιστορία αιώνων, ως τόπος της παιδικής αθωότητας και του εφηβικού ερωτισμού, ως καθαγιασμένο έδαφος που φυλάει τα οστά των γονιών της, ως χώρα του πόνου, λεηλατημένη από τους κατά καιρούς δυνάστες της, με αποκορύφωμα τους εισβολείς του 1974, ως Ιθάκη, από τις καμινάδες της οποίας ονειρεύεται επιστρέφοντας να αντικρίσει καπνόν αναθρώσκοντα.
Η τελευταία αυτή συλλογή είναι διμερής: Το πρώτο μέρος, το Μνημόσυνο (σ. 13-28) είναι μία πολύστιχη ωδή, χωρισμένη σε επτά μέρη. Είναι αφιερωμένη στη μνήμη του Κύπρου Γ. Ιωάννου, υπαξιωματικού του κυπριακού στρατού, που έπεσε ηρωικά μαχόμενος κατά την τουρκική εισβολή του 1974.
Ο Κύπρος Γ. Ιωάννου, δεκανέας πολυβολητής του 3ου Λόχου του 211ου Τάγματος πεζικού, γεννημένος στις 8 Μαρτίου του 1954, σκοτώθηκε στις 22 Ιουλίου του 1974, κατά την τουρκική εισβολή. Η αυτοθυσία του είναι αυτή που ανέδειξε ακόμα περισσότερο τον θάνατό του. Ο νεκρός του δεν παραδόθηκε από τους Τούρκους, με αποτέλεσμα να θεωρείται αγνοούμενος, έως το 2000 που η Κυπριακή Δημοκρατία αναγνώρισε τον θάνατό του, έπειτα από ύπαρξη μαρτυρίας αυτοπτών.
Ο Ιωάννου σκοτώθηκε πολεμώντας στο ύψωμα Χοιροστάσιο έξω από τον Τράχωνα, όπου είχε οχυρωθεί με λίγους συντρόφους του, από τους τελευταίους υπερασπιστές της περιοχής. Οι μαρτυρίες για τον ηρωισμό του, για την παραμονή του μέχρις εσχάτων και την προάσπιση του μέρους που τάχθηκε να φυλάξει, είναι συγκινητικές, ιδιαίτερα η αυτοθυσία του, όπως αναφέραμε, αφού δέχτηκε καταιγισμό εχθρικών πυρών, τη στιγμή που προσπαθούσε να μεταφέρει στους ώμους του βαριά τραυματισμένο συστρατιώτη του.
Η Μακρίδου, φίλη της οικογένειας του ήρωα, γνωρίζοντας το ιστορικό της απώλειάς του σε όλες τις λεπτομέρειες (αυτές που χάρη στο προσωπικό στοιχείο αναδεικνύουν την τραγωδία και εξαγιάζουν τον ηρωικό θάνατο), εμπνευσμένη από τον θάνατο αυτό, μέρος των τραγικών συμβάντων της Κύπρου, συνέθεσε την ωδή της, η οποία αποτελεί πτυχή της αντίστασης κατά του κατακτητή. Σε παλαιότερες συνθέσεις της εμπνέεται από το δράμα του νησιού γενικά. Σ’ αυτήν βλέπει το ίδιο δράμα μέσα από μια επώνυμη, μια τραγική πτυχή του: τη θυσία ενός ήρωα είκοσι χρόνων. Από το μέρος το όλο.
Η ωδή, γραμμένη σε επικό ύφος, είναι δομημένη, όπως λέχθηκε, σε επτά ενότητες, στην καθεμία από τις οποίες εμπεριέχεται και ένα μέρος της ιστορίας: Στην πρώτη γίνεται η περιγραφή του τόπου της θυσίας, που εξαγιάζεται χάρη στην ποίηση. Είναι η περιοχή της Λευκωσίας Τράχωνες, ειρηνική προ της εισβολής και ανθρώπινη, όπου έπεσε ο Ιωάννου:

Εκεί στη γυμνή πεδιάδα
κοντά στα βόρεια περίχωρα της Χώρας
εκεί που άλλοτε βοσκούσαν πρόβατα
[…]
εκεί που οι βοσκοί σε κοιτούσαν
μ’ εκείνο το βλέμμα πούμοιαζε
βλέμμα προβάτου,
[…]
εκεί που οι άνθρωποι
γιάτρευαν τις πληγές τους
με λιβάνι,
που οι γριές σταυρώνονταν
πριν κατέβουν για νερό
μες στους λάκκους
[…]
έπεσεν ο λεβεντονιός
σαν έσβηνε ο ΄Ηλιος

Με εξημμένο για τον αναγνώστη το ενδιαφέρον από την παρουσίαση εκ προοιμίου της υπόθεσης, στη δεύτερη ενότητα εξυμνείται η περιοχή, με την ήσυχη και απλή ζωή, η γαλήνια Κύπρος, των απλών ανθρώπων του μόχθου. Στην τρίτη περιγράφεται ο Κύπρος Ιωάννου, το όμορφο παλικάρι, το ευλογημένο από τους θεούς και τις μοίρες. Στην τέταρτη εισέρχεται στην κυρίως υπόθεση, στη συμμετοχή του ήρωα στον αγώνα της πατρίδας του, κλείνοντας με τον θάνατό του και την εξαφάνιση του νεκρού σώματός του, όπου και κορυφώνεται η ιστορία. (Οι Τούρκοι δεν τον παρέδωσαν για ταφή, άλλο τραγικό σημείο αυτό της ιστορίας):

Κι ενώ έβλεπες τον Εφιάλτη
να βαδίζει δίπλα σου
η οργή σου κτυπούσε
ως τις φτέρνες πολυβόλα
Θερμοπύλες να φυλάξει
[…]
τους Μήδους ν’ αποτρέψεις
μην διαβούνε…

Στο λόφο του Χοιροστασίου
πυροδοτούσες
Μαρκαντώνιος Βραγαδίνος
Πατρίδας πολιορκημένης
κι Αλέξανδρος Φιλίππου
[…]

Καμπάνα δεν ακούστηκε
ούτ’ ήρθε μαντατοφόρος
κι έμεινες μόνος
ριζωμένος στο χώμα
ώσπου σ’ αφουγκράστηκε ο Πενταδάκτυλος
και γονατίζοντας
σε πήρε στην αγκαλιά του!

Στην επόμενη ενότητα ο νεκρός αποθεώνεται και κατατάσσεται στους αγίους του αγώνα της Κύπρου για την ελευθερία. Στην έκτη αναφέρεται στους τραγικούς γονείς, οι οποίοι ως βουβά μέρη του δράματος συγκινούν ξεχωριστά την ποιήτρια:

Κι εγώ ποίημα σελλώνω
άθικτο νάρθει να σε βρει
αγγελιοφόρος μες στο σκοτάδι
ποτάμι δακρύων η τύψη της λήθης
πυρετός λαμπάδα τα όνειρα
μηνύματα αγγέλου η ανάμνηση
σε τόπο που πελεκά την προφητεία…

Η ωδή κλείνει, εντάσσοντας τον Ιωάννου στο αγιολόγιο των μαρτύρων της κυπριακής ιστορίας, με μία αποστροφή προς τη μάνα Παναγία, «που έκλαψε σαν τον είδε να πολεμά».
Η «Ωδή στον χαμένο Υπαξιωματικό Κύπρο Γ. Ιωάννου», θρήνος και ύμνος, αποθέωση του ήρωα στην αγκαλιά της Παναγιάς, είναι επηρεασμένη αρχικά από το Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας του Οδυσσέα Ελύτη. Πέρα από τον τίτλο, τις ενότητες και το περιεχόμενό τους, το πνεύμα, την όλη δομή, είναι και στίχοι με εκλεκτικές ομοιότητες αξιοπρόσεκτες, όπως η αρχή της τρίτης ενότητας «΄Ηταν ωραίος νιος», που ανακαλεί στη μνήμη την αρχή από την έκτη ενότητα του ανθυπολοχαγού της Αλβανίας, «Ήταν ωραίο παιδί». Θεωρούμε επιτυχή τη διακειμενική σύνδεση της ωδής της Μακρίδου με το πολυσυζητημένο και καταξιωμένο άσμα του Ελύτη. Και αυτό, διότι αποτελεί αυτή μία συνέχεια του ελληνικού έπους ανά τους αιώνες, όπως πέρασαν οι κατά καιρούς σκηνές του στην ποίηση. Έπειτα, μας θυμίζει, αχνότερα αλλά βάσιμα, το Μοιρολόι για τον Ιγκνάθιο Σάντσεθ Μεχίας του Λόρκα, αποθέωση ενός ήρωα άλλης μορφής, όπου και πάλι ο θάνατος, ο μεγάλος πρωταγωνιστής, με την άκαιρη έλευσή του, ανατρέπει την τάξη των ανθρώπινων πραγμάτων.
Η ποίηση της Κλεοπάτρας Μακρίδου, το έχουμε ξαναγράψει, έχει ξεχωριστή τόλμη, πρωτογενή δύναμη και μια ακατέργαστη γοητεία. Κυμαίνεται ανάμεσα στον πηγαίο, τον αυθόρμητο και αυθεντικό λόγο και την έντεχνη ποίηση.
Η πρωτότυπη αξιοποίηση του ιστορικού υλικού, οι ιδιόμορφες συζυγίες των λέξεων, που σε πολλά σημεία προκαλούν την προσοχή για την ευρηματικότητά τους, η δυνατή παρουσία του επιθετικοποιημένου ουσιαστικού, ιδίως των κύριων ονομάτων, αποτελούν αξιοπρόσεκτα εφόδια.

Το δεύτερο μέρος του βιβλίου (σ. 29-56) αποτελείται από δώδεκα ποιητικές συνθέσεις, εμπνευσμένες από ποικίλα βιώματα και οραματισμούς της ποιήτριας. Η Μακρίδου αναζητεί με πόνο τα ίχνη του παρελθόντος, τους τόπους και τους ανθρώπους που ανήκουν στον χώρο της αγιάτρευτης νοσταλγίας. Το πρώτο ποίημα, «Εσύ και οι πληγές μου…» (σ. 31-36) δεν είναι απλά ένα θλιμμένο τραγούδι για την προδομένη πατρίδα. Η τύχη της Κύπρου συνυφαίνεται με τη ζωή της ποιήτριας, που κι αυτή μακριά, σε μια άλλη μεσογειακή περιοχή, βιώνει το δράμα της μοναξιάς, αποχωρισμένη από τον παράδεισο της παιδικής αμεριμνησίας, ορφανή και αποκομμένη από τα προσφιλή της πρόσωπα. Με άλλα λόγια, το δράμα της Κύπρου την τραυματίζει διπλά, αφού δεν βρίσκεται τις δύσκολες αυτές εποχές εκεί που την γέννησε η ζωή και όπου τελείται το ανοσιούργημα. Το ποίημα κλείνει με τους εξής πονεμένους τόνους:

Ω νιότη μου
αιμάτινη σιωπή
πατρίδας που αιμορραγούσε.
Χώμα της μακρινής μου αγάπης
το σημερινό σου δράμα
ξαναζωντανεύει της νιότης
τις πληγές μου
που μπόλιασε επάνω μου
το αιμάσσον σου σώμα…

Στην ίδια λογική, υπό άλλη όμως οπτική γωνία, ως ενύπνιο, στο οποίο της παρουσιάζεται η γη των ονείρων της, η φωνή της μάνας γης της, κινείται το ποίημα «Ενύπνιος φωνή» (σ. 42-43). Το βαθιά πονεμένο περιεχόμενο φέρνει στον νου μας τη φωνή ενός μεγάλου ξενιτεμένου, του Ανδρέα Κάλβου, που ζει με το όνειρο της μάνας του στη Ζάκυνθο ή με τη μάνα Ζάκυνθο στο μυαλό του, νύχτα και μέρα, ξύπνιος ή ονειρευόμενος. Εννοούμε την ωδή του «Ο Φιλόπατρις» και τους στίχους του «ωραία και μόνη η Ζάκυνθος με κυριεύει».
Σπαρακτική γίνεται η φωνή της ποιήτριας στη «Μυστική…ορφάνια» (σ. 44-45). Είναι η ορφάνια που υπαινιχθήκαμε παραπάνω, των φυσικών γονιών και της μεγάλης μάνας, της πατρίδας. Οι επόμενοι στίχοι δεν χρειάζονται εξήγηση, αφοπλίζουν, τα λόγια περιττεύουν:

Μικρή μου ζωή
στην καρδιά ενός αλλόκοτου τόπου
βρήκες και φώλιασες
σε ρωγμή απόμακρη
φωλιά μου ζεστή απλησίαστη
αγριολούλουδο
που νίκησε τον γρανίτη
τον ασβέστη και το μάρμαρο
του βράχου.
Άσε με να υφάνω
στην γλώσσα της τελικής εξορίας μου
το φόρεμα της εσχάτης γύμνιας σου
ποίημα
άσμα ασμάτων
που η απόσταση
και η θάλασσα
και ο χρόνος με τις ιστορίες
και τα πλήγματά του
άφησαν ατελεύτητο…
[…]

Αφιερωμένο στη μνήμη τής πρόσφατα αδικοχαμένης κύπριας λογοτέχνιδας Νίκης Μαραγκού είναι το ποίημα με τον καβαφογενή τίτλο «Νερά της Κύπρου, της Συρίας και της Αιγύπτου…» (37-38). Ο Καβάφης, Έλληνας της διασποράς, των ανατολικών υδάτων, αποτελεί μαζί με τον Σεφέρη τον πιο αγαπητό και πολυσυζητημένο ποιητή από τους κύπριους ομότεχνούς του. Είναι η ομοιοπαθητική οπτική, η μοναξιά και η απομόνωση από τον άλλο ελληνισμό, που τους κάνει να αισθάνονται συγγενείς μαζί του. Στα νερά της Κύπρου, στον ίδιο στίχο του τίτλου, αναφέρεται και ο Χαραλαμπίδης, επηρεασμένος και αυτός από τον Καβάφη.
Στην περίπτωση της Μακρίδου οι στίχοι έχουν ένα πρόσθετο βάρος, που πέφτει κατεξοχήν στην τελευταία λέξη, την Αίγυπτο, με τα συνοδευτικά αποσιωπητικά. Η Μαραγκού σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στην Αίγυπτο. ΄Ετσι, το ποίημα αποκτά διπλό νόημα, εκφράζει διπλό πένθος. Το σύνθεμα αυτό είναι ένας λυρικός αποχαιρετισμός, μια ελεγεία με δύο αποδέκτες, τη Μαραγκού στο εκείσε και την ίδια την ποιήτρια στη γη.
Το ποίημα «Μικρή ζωή και μεγάλα όνειρα» (σ. 39-40) λειτουργεί ως απολογισμός των απωλειών. Με ευαισθησία η Μακρίδου παρουσιάζει τον βίο σαν πεδίο διαψεύσεων, αποτυχημένων επιλογών, κάνοντας αναδρομή στα βιώματα της άλλης ζωής, όπως γράφει, «της φανταστικής» που την κράτησε, ενώ όλα δείχνανε «να στενάζει δίπλα το ανεκπλήρωτο». Είναι ο πόνος του ξεριζωμού και η αποστασιοποίηση από τον χώρο των πρώτων οραματισμών. Είναι η διάψευση της ζωής, όπως την απέδωσε ο Βάρναλης στους στίχους του «Αχ, πού ’σαι νιότη, που ’δειχνες πως θα γινόμουν άλλος!».
Και το «1974-2014» (σ. 46-48), ευανάγνωστο από τις χρονολογίες και μόνο, περιστρέφεται στα σαράντα χρόνια που πέρασαν άπρακτα για την επανένωση του νησιού. Όμως η ποιήτρια διαθέτει την ικανότητα να φορτίζει συναισθηματικά τον αναγνώστη, συνάπτοντας το μαρτύριο της πατρίδας της με το δικό της. Το ποίημα αυτό έχει έντονη πολιτική χροιά, με την έννοια ότι η Κύπρος αποτελεί βορά της διεθνούς πολιτικής αγυρτείας.
Σε άλλη γραμμή, υπαρξιακή, είναι γραμμένο το ποίημα «Ανάμεσα σε σένα και σένα» (σ. 49-50) –τίτλος με αυτοπαθητική σημασία. Σε σχέση με τις προηγούμενες συλλογές, ειδικά στην Ιχνηλασία είναι εμφανής η αγωνία της ποιήτριας σε σχέση με τον χρόνο, την απώλεια και τον θάνατο. Μπορεί το ερέθισμα να ξεκινά από τους δύο κόσμους που ζει, όμως μεταφέρεται στην αγωνία του αύριο, όταν μάλιστα τα αδιέξοδα δείχνουν το οριακό σημείο και την αδυναμία μιας σωτήριας επιλογής που θα ακυρώσει τον διαχωρισμό.
Στο θέμα της Κύπρου και της ιδιότυπης σκλαβιάς της επανέρχεται με τις «Αντιρρήσεις», απάντηση στον κύπριο ποιητή Γιώργο Μολέσκη (σ. 51). Η αντίρρηση εστιάζεται στη διακρινόμενη αδυναμία συνεννόησης με τους εισβολείς και όχι ασυμφωνία με την πρόταση του Μολέσκη, που συνίσταται στην εύρεση των κοινών σημείων και των διαφορών των δύο κοινοτήτων. Με αφαιρετικό τρόπο, με την περιδιάβαση της ιστορικής διαδρομής της Κύπρου, θίγει το ίδιο θέμα στον «Πόθο για Ειρήνη» (σ. 54). Όμως η Ειρήνη ήταν και παραμένει λόγος κενός, αφού η υποκρισία πλεονάζει· αφού παίζεται στους αιώνες το ίδιο θέατρο, το ίδιο δράμα, με τους ίδιους υποκριτές και τα ίδια θύματα:

[…]
Τι θυμούνται οι φαγωμένες από τους αιώνες κερκίδες;
Το χέρι του Άρη να αιωρείται απειλητικό
τα ίδια δράματα να επαναλαμβάνονται
οι ίδιοι πόλεμοι να σκαρώνονται
από τους ίδιους Θεούς
ερείπια παλιά, ερείπια καινούργια
οι αιώνες αντιγράφουν τον εαυτό τους…

Τα ποιήματα για τις πόλεις έχουν συνήθως ερωτικό-νοσταλγικό τόνο. Ο τόνος του ποιήματος «Η άλλη όψη της Λευκωσίας» (σ. 55-56), του τελευταίου της Ιχνηλασίας, είναι πένθιμος και απελπιστικός. Η πόλη κινδυνεύει από μαρασμό, η νοσταλγία έχει δώσει τη θέση της στην απαισιοδοξία. Η Μακρίδου πρωτοτυπεί τραγικά, αφού η μισή πόλη της είναι νεκρή. Μια πρωτοτυπία όχι δική της, αλλά της μοίρας:

[…]
Λευκωσία της νιότητς μου,
σ’ ένα κομμάτι μάρμαρο
θα σου γράψω ποίημα
με αίμα που στάζει βροχή
στο κατώφλι της Πράσινης Γραμμής,
πριν πήξει από τον αδυσώπητο χρόνο,
με λέξεις ανορθόγραφες
μικρού παιδιού που κλαίει
[…].

Υπάρχουν γεννημένοι ποιητές, άλλοι που ερωτοτροπούν στην εφηβεία τους με την ποίηση, άλλοι που με τον χρόνο και την επιμονή ολοκληρώνονται. Υπάρχουν και άλλοι που διοχετεύουν σε στίχους το υλικό της καρδιάς τους, τον κρυμμένο λυρισμό τους. Σπάνια όμως υπάρχουν ποιητές που το υλικό αυτό συσσωρεύεται, όπως της Μακρίδου, αργά, σαν απόσταγμα, στην ώριμη ηλικία και ψάλλουν με ξεχωριστό πόνο την απώλεια, χτυπημένοι στην απομόνωση της ξενιτιάς· την απώλεια των δικών τους, της πόλης τους, με αποκορύφωμα τη συνεχή απειλή κατά της πατρίδας τους.

.

ΑΘΗΝΑ ΤΕΜΒΡΙΟΥ

Παρουσίαση της Ποιητικής Συλλογής της Κλεοπάτρας Μακρίδου
«Εντοπία Φωνή»

Μου δίνεται η ευκαιρία απόψε να συνταξιδέψω μαζί σας σε κόσμους όπου η ψυχή συναντά μυσταγωγικά την ποιητική δημιουργία, στο άκουσμα μιας φωνής διαπεραστικής, εκλεπτυσμένης και Εντοπίας. Η Κλεοπάτρα Μακρίδου στην ποιητική της συλλογή «Εντοπία Φωνή» από τις Εκδόσεις Κουκκίδα, μέλπει την αγάπη για την πατρίδα, ακόμη μια φορά, κι ας κατοικεί στην όμορφη Γαλλία, χρόνια τώρα με το βλέμμα στραμμένο στη μεσόγειο, καρτερικά για ελπιδοφόρα μαντάτα, για ένα όραμα που η ποίηση της γενναιόδωρα προσφέρει στον κάθε αναγνώστη δίχως της ψευδαίσθησης τις παρωπίδες, για να μην επέρχεται η λήθη, ο κορεσμός της αναμονής και το κούρσεμα της ιστορίας.
Σε μια συλλογή 43 ποιημάτων, ο ποιητικός λόγος αγγίζει πολλές διαστάσεις καθότι το ταλέντο, οι μεταφυσικές αναζητήσεις της Κλεοπάτρας Μακρίδου, η αθωότητα μιας Ιθάκης που την καθοδηγεί, η ωριμότητα της ζωής, η δύναμη της προσωπικότητας της, οι γνώσεις και οι εμπειρίες μα και τόσες άλλες παράμετροι είναι καθοριστικές στην αδιάληπτη ποιητική της ολοκλήρωση και στο κύτταρο πολιτισμού που κληροδοτεί στον τόπο που τόσο νοσταλγεί και αγαπά.
Αξιοσημείωτο είναι, πως, τον πρώτο και τελευταίο ποιητικό λόγο έχουν η έγνοια και η ανησυχία για την πατρίδα· συναισθήματα και σκέψεις εκφράζουν τη σχέση ή καλύτερα τον συσχετισμό χρόνου, χώρου και ανθρώπινης ψυχικής υπόστασης με αναδρομές στο παρελθόν, την στυγερή αλήθεια του παρόντος και τον άνθρωπο να προδιαγράφει την μοίρα του, επαναλαμβάνοντας την ιστορία. Στο πρώτο ποίημα της συλλογής, η ποιήτρια διατυπώνει την αδυναμία του ανθρώπου να αξιοποιήσει τον χρόνο, κάτι το οποίο φαντάζει ως ύβρις που φέρει μονάχα απελπισία και μηδενισμό. Συγκεκριμένα, δεν μηδενίζεται μονάχα ο χρόνος, αλλά και ο τόπος και οι ανθρώπινες ψυχές. Γράφει στο πρώτο ποίημα, Με τα κεφάλια σκυφτά,
«Γύρω σου οι ώρες
οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια
ψήνονται στον πυρετό της Χίμαιρας
λιώνουν στη λάβα της απελπισίας
καθώς στροβιλίζονται μόρια
στο απέραντο Μηδέν.»
Υποτάσσεται και χάνεται ο χρόνος, όπως και οι άνθρωποι «Με τα κεφάλια σκυφτά / αιώνες τώρα /», συνεχίζει στη δεύτερη στροφή, «παρασυρμένοι από τις πιέσεις / των εκάστοτε λόρδων, / των δημαγωγών, /των πρυτάνεων / που επέβαλλαν τις ήττες μας / με φωνασκίες θριάμβου! Η ποιήτρια απεικονίζει τις αντιθέσεις και παράλληλα τις εκφράζει μέσω λέξεων, όπως «τις ήττες μας» και «φωνασκίες θριάμβου». Ενώ σκιαγραφεί την παθητική στάση του αδυνάτου, στην τρίτη στροφή αποδίδει ευθύνες, θυμίζοντας το Περιμένοντας τους Βαρβάρους του Κωνσταντίνου Καβάφη όπου οι βάρβαροι όπως και μια βασίλισσα στο δικό της ποίημα ήταν μια λύση, στην οποία μόνο τα αθώα παιδιά αντιστάθηκαν, χρωματίζοντας με το αίμα τους τις ενοχές Ποντίων Πιλάτων. Το ποίημα κορυφώνεται όταν δηλώνει,
«Δούλοι εμείς
και τη ζωή μας θα δίναμε
για την αφεντιά μιας βασίλισσας
εκτός από κάτι παιδιά που πρόσφεραν
το κεφάλι τους στον βωμό
οι άλλοι, γελωτοποιοί
στο θέατρο του παραλόγου
να μην γνωρίζουμε πως να κρύψουμε
την ενοχή μας!»

Αυτή την ενοχή μεταφέρει με ρητορικά ερωτήματα και διαπιστώσεις σε ένα δραματικό ποιητικό μονόλογο, στο τελευταίο ποίημα της συλλογής, Για ποια Ειρήνη μιλάς; Τα λογοτεχνικά σχήματα λόγου όπως ο συμβολισμός και η συμβολική χρήση των αρχαίων μύθων, οι μεταφορές και η προσωποποίηση, δρουν ως πηγαία μέσα ώστε η φαντασία να δράσει ενοχικά και καταλυτικά στην συνειδήσεις των ανθρώπων. Αναφερόμενη στην ειρήνη, τονίζει «πού εναποθέτεις στα χέρια της Λερναίας / Ύδρας; / αυτήν που θα μας ξεβράσει ξανά ναυαγούς σαν το ανελέητο κύμα / σε ξεχασμένες παραλίες / σε μια αντίστροφη προσπάθεια / να ανατρέψουμε την Ιστορία;» Προσπαθεί σε ένα ποίημα διδακτικό, να ανατρέψει συνειδήσεις όταν η ανθρώπινη μωρία οδηγεί την ιστορία σε φαύλους κύκλους. Μέσα από την απαισιοδοξία της τελευταίας στροφής, η ελπίδα αποκτά μια διάσταση άξιου πολιορκητή σε αντίθεση με τους πολιορκητές της βαρβαρότητας. Γράφει προφητικά,
«Κύπριε, δεν υπάρχει δρόμος για σένα
τον δρόμο τον φτιάχνεις βαδίζοντας
μέσα στην οργή ενάντια στους ζυγούς
των καπνισμένων συνειδήσεων
κι όταν μόνο ακούσεις
από τα πέρατα της γης
την ελπίδα να σε πολιορκεί!»
Ένα και μόνο θαυμαστικό στη λέξη πολιορκεί υποβάλλει στο κάθε κύπριο την ευθιξία και την αυτοκριτική ώστε να προλάβουν την επόμενη φορά να μην καταντήσουν γελωτοποιοί, στο θέατρο του παραλόγου, όπως αναφέρει στο ποίημα της, Με τα κεφάλια σκυφτά.

Τα ποιήματα για την πατρίδα κυριαρχούν στην Εντοπία φωνή, μια φωνή η οποία, αφ’ ενός ανήκει και περιστρέφεται μέσα στα τείχη ενός τόπου που την γέννησε και την έθρεψε, μα αφ’ ετέρου έχει επηρεαστεί από την πατρίδα που την φιλοξένησε και την εξέλιξε, έτσι η ποιήτρια ως βλαστάρι δύο κόσμων βλέπει πάνω από τα τείχη, συγκρίνει, προβληματίζεται ως παρατηρητής και μοιράζεται το αποφθέγματα ενός δυισμού που κάποτε την ισορροπεί και κάποτε της δημιουργεί εσωτερικές συγκρούσεις. Στο ποίημα Ακουστά σ ’έχουν, η ποιήτρια γράφει, «οδύρομαι μες στην εξορία μου / που το αύριο σου γράφεται / μόνο στην προδοσία». Είναι στιγμές που ο ξένος τόπος φαντάζει σαν εξορία, πνευματικής κυρίως διάστασης παρά σωματικής, λες κι ένα μεταφυσικό κομμάτι της ύπαρξης της είναι καλά ριζωμένο στη προδομένη γη και την κρατά δέσμια σε ένα ατέρμονο παράπονο. Αυτές οι σκέψεις συμπληρώνονται στο ποίημα της Συχνά όταν εκμυστηρεύεται, Συχνά αγναντεύοντας το πέλαγος / ορκίζομαι ενδόμυχα / να μην φύγω από τον κόσμο τούτο / πριν σε δω ελεύθερη / Πατρίδα. Η απόσταση μεγαλώνει στην εξορία, η ταύτιση δεν την αφήνει να ξενοιάσει και η ψυχή δε ελευθερώνεται παρά μόνο όταν ξεσκλαβωθεί και τ’ άλλο της κομμάτι, η Πατρίδα πέρα από την ανοιχτή θάλασσα.

Μα πάνω από όλα η ευθύνη, το χρέος προς το νησί στην άλλη άκρη του πελάγους, βαραίνει τους ώμους σαν άλμπατρος. Η ποίηση όμως, κι αυτή η ενδόμυχη υπόσχεση να μην εγκαταλείψει την Ιθάκη είναι η παρηγοριά στο σκοτάδι των άτολμων κι ευθυνόφοβων που πρόδωσαν κι εγκατέλειψαν τις προσδοκίες της γης σαν κακοί ναυτικοί. Μ’ αυτό το συμπέρασμα σφραγίζει το τέλος του ποιήματος Τόλμησα όταν γράφει,
Γη μου παρθένα άβγαλτη
όλες τις προσδοκίες Σου
σ’ ένα καράβι φόρτωσες
που βούλιαξε στο τέλος ανελέητα
έτσι που με την ελπίδα μιας στιγμής
χρεώθηκες το αύριο!

Η έμπνευση διαχέεται από το ένα ποίημα στο άλλο, λες και η ροή της σκέψης ολοκληρώνεται σε ένα ποιητικό ψηφιδωτό. Το αύριο επαναλαμβάνεται ως ένα μοτίβο, δίνοντας έμφαση στην ανησυχία της για το μέλλον, το οποίο σκιαγραφείται πότε με εικόνες απαισιοδοξίας και πότε με την ελπίδα να ξαλαφρώνει τον στίχο.

Στην ποίηση της Κλεοπάτρας Μακρίδου συνήθως απουσιάζει η στίξη, παρά μόνο όταν είναι απαραίτητο να δοθεί ένα τέλος σε κάποια νοήματα ώστε να συνεχίσουν τον ποιητικό συνειρμό κάποια άλλα. Επίσης στο τέλος κάποιων ποιημάτων χρησιμοποιεί το ερωτηματικό για να προβληματίσει με ρητορικά ερωτήματα ή να μοιραστεί τα παράδοξα αινίγματα της ζωής ή τους στοχασμούς που την βαραίνουν και μοχθεί να απαντήσει. Σε κάποια άλλα ποιήματα, η χρήση του θαυμαστικού, της επιτρέπει ν’ αφήσει τα συναισθήματα και τις σκέψεις να υπερχειλίσουν και να αφυπνίσουν τον αναγνώστη, είτε προέρχονται από θυμό, παράπονο, έντονο προβληματισμό ή και απ’ τα συμπεράσματα ολάκερης ζωής. Συχνά επίσης η αποσιώπηση είτε αφήνει υπαινιγμούς, είτε περιορίζει τη συναισθηματική της φόρτιση ή πυροδοτεί τη συνέχεια στις αποκαλύψεις της.

Διαβάζοντας την ποίηση της Κλεοπάτρας Μακρίδου, ο αναγνώστης επισημαίνει τους επηρεασμούς και τη σχολή σκέψης που τροφοδοτεί την ποιητική της ύπαρξη. Έστω και αν ζει στη Γαλλία, είναι άμεσα επηρεασμένη από την Ελληνική λογοτεχνία, η οποία είναι αναμφισβήτητα ένας δυνατός πυρήνας στην ποίηση της. Ο Καβάφης αλλά και η ποίηση του Σεφέρη έχουν καθορίσει τους ποιητικούς της προσανατολισμούς αλλά και πολλά άλλα χαρακτηριστικά της ποίησης της. Όμως θα πρέπει να αναφερθεί ότι οι Έλληνες ποιητές, όπως ο Σεφέρης και ο Ελύτης ήταν δέκτες της ξένης λογοτεχνίας και ιδιαίτερα της Γαλλικής, άρα έμμεσα η δεύτερη πατρίδα την έχει αγγίξει με διακριτικότητα. Άλλωστε στον μοντέρνο κόσμο η μετάφραση αλλά και η εύκολη μετακίνηση εδραίωσε τη συλλογικότητα στη λογοτεχνική τάξη πραγμάτων. Κανείς δεν εξελίσσεται μόνος. Η συλλογική νοημοσύνη ή ευφυΐα έχει εξελίξει δραστικά την παγκόσμια λογοτεχνία.

Εμφανής είναι ο υπερρεαλισμός και ιδιαίτερα ο συμβολισμός στην ποίηση της. Συχνά στρέφεται προς το παρελθόν, ιδιαίτερα προς την (κλασσική) Αρχαιότητα για να εκφράσει συμβολικά καταστάσεις και συναισθήματα. Στο ποίημα ‘Πώς;’ συνομιλώντας με την Πατρίδα, την οποία προσωποποιεί, την ερωτά, «ποιο τρυπάνι μέλλον εδήλωσε κάλπικο / και το ταξίδι εκείνο που επαγγέλθηκες / έφτασες στης Κίρκης τ’ ακρογιάλι;» και συμπεραίνει πως, «κι εσύ να ελπίζεις / τ’ όνειρο πλοκάμια ν’ απλώνει / φίδι μεσίστιο λάβαρο / να τρώει σταδιακά τις σάρκες σου / στην ελεγεία συγκυρία των κοσμογονικών / αντιφάσεων / σε καιρούς αλαζονικούς Σειρήνων / καταχωνιασμένων ερώτων / και χρηματιστικών συμπορεύσεων.» Είναι σαφές πως στην ποίηση της Κλεοπάτρας Μακρίδου η μνήμη αλλά και η ανάμνηση υποκινούν μια εκφραστική ανάγκη και ενεργούν ως μηχανισμός ιστορικής αναδρομής. Με αλληγορίες και παραλληλισμό εναποθέτει δύο διαφορετικές χρονικές διαστάσεις, απογυμνώνοντας την ανθρώπινη φύση και αποδεικνύοντας πως ο κόσμος ίσως δεν άλλαξε και τόσο, λες κι έζησε ανώφελα την ιστορία του. Αυτό της γεννά και την ανάγκη να γράψει επιπλέον διδακτική ποίηση για να συμβουλεύσει, να εισηγηθεί και να αφυπνίσει χωρίς όμως το συναίσθημα να εξοστρακίσει τον ιδιαίτερο προσωπικό διδακτικό της τόνο και ύφος, έχοντας ως αποτέλεσμα μια συγκινησιακή επίδραση στον αναγνώστη.

Τα διδακτικά της ποιήματα γραμμένα σε δεύτερο πρόσωπο, εξωτερικεύουν την ανάγκη της ποιήτριας να ταυτιστεί με τους άλλους, μεταγγίζοντάς τους υπαρξιακές αγωνίες και τη διαχρονική αλήθεια της ποίησης. Είναι αυτή η γνήσια και ειλικρινής εσωτερική φωνή που συνενώνει επιδέξια την ατομική με την συλλογική εμπειρία, πείθοντας τον αναγνώστη να αγκαλιάσει τον στίχο με συγκίνηση και να προβληματιστεί για τα κακώς έχοντα, να αντιληφθεί τον κίνδυνο της αλλοτρίωσης και να ισορροπήσει μέσα σε ένα κοινωνικό γίγνεσθαι όπου εν αγνοία του ή και λόγω απάθειας χάνει ολοένα την αυτονομία του. Τα αντιπροσωπευτικά ποιήματα που εκφράζουν αυτούς τους συλλογισμούς τιτλοφορούνται, ‘Άσε την καρδιά σου’ και ‘Σήκωσε τη Ζωή σου’. Στην τελευταία στροφή στο πρώτο από τα δύο, ενδεικτικά καταθέτει, «Ποτέ μην καταδεχτείς / να σε κυβερνήσουν αφεντικά / χρηματιστικών και άλλων συμφερόντων» και στο δεύτερο γράφει στην πρώτη στροφή, «Σήκωσε τη ζωή σου / κι εκτόξευσε την / πάρε την να ταξιδέψει / και σε νέους ήλιους να καεί /…» και στην προτελευταία δηλώνει έντονα με τολμηρό λόγο και συνδυασμό λέξεων,
«Μαστίγωσε εσύ τον χρόνο
προτού σου ραμφίσει τις πληγές
και αιμορραγήσουν…
Βύθισε την ψυχή σου στην ψυχή τ’ ουρανού
και γίνου ένα μαζί της
μην δειλιάσεις μοιραία και άβουλα
μπροστά στο Κενό /…»

Αξιοπρόσεκτη είναι η χρήση της μυθικής μεθόδου, ως μια Αντικειμενική Συστοιχία (Αντιστοιχία) που έχει για μορφή μια μυθική ιστορία. Σε κάποια ποιήματα η ποιήτρια ταυτίζει τα στοιχεία του μύθου με τα στοιχεία της σύγχρονης πραγματικότητας, ο μύθος δηλαδή γίνεται το μέσο μεταφοράς από το παρελθόν στον παρόν. Η ποιήτρια επηρεαζόμενη από την ποίηση του Γιώργου Σεφέρη χρησιμοποιεί αυθόρμητα και υποσυνείδητα αυτό το γνώρισμα του Μοντερνισμού που διάκρινε και ονόμασε ο Άγγλος Αμερικανός νομπελίστας ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας, Τ. S Eliot, έστω κι αν χρησιμοποιούταν δεκαετίες πριν. Συγκεκριμένα στο ποίημα της ‘Ζήλια φθονερή’, η ποιήτρια αντλεί από τον μύθο της Ιοκάστης, μιας τραγικής φιγούρας που υπέπεσε στη μοίρα των παθών της, για να τη συγκρίνει με μια φιγούρα του παρόντος, η οποία επίσης με τη χρήση της προσωποποίησης ομοιάζει σε ένα από τα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα, τη ζήλια. Και όντως, ως φανταστική κόρη της Ιοκάστης δεν επηρεάζει μόνο τους ανθρώπους γύρω της αλλά και την Πατρίδα. Σύμφωνα με την ποιήτρια:
«Έτοιμη να καταχραστείς
τις σοδειές μια ζωής
ακόμη κι όλα όσα συλλογικά
προσδιορίζουν τους τόπους
και τ’ ακρογιάλια της Πατρίδας
ν’ αδειάσεις το περιεχόμενο
των εννοιών και των λέξεων
για να μην μας μείνει τελικά
ούτε κόκκος σταριού
σε δίσεκτους καιρούς
και καιρούς ανομβρίας …»

Παρομοίως στο ποίημα ‘ Ήρθε η μπόρα’ γίνεται αναφορά στον Ονήσιλο, τον γνωστό θρύλο από τα γραπτά του Ηρόδοτου, που αντιστάθηκε ηρωικά στους Πέρσες. Στη δεύτερη στροφή, γράφει με αλληγορία και αντικειμενική συστοιχία:
«Μόνο ο Ονήσιλος ξαφνικά
λάβα ηφαιστείου
στήνει αυτί ν ‘αφουγκραστεί
της φωνής σου τον σκοπό,
και βγάζοντας μαχαίρι από τη θήκη
σημαδεύει τις ψυχές των ερειπίων …»

Διαφαίνεται η ωριμότητα και η ικανότητα της ποιήτριας να επικοινωνεί τον στίχο εμπλουτίζοντας τον με δραματικά γνωρίσματα. Ο T. S. Eliot, στο βιβλίο του ‘Για τη ποίηση και τους Ποιητές’ (On Poetry and Poets) αναλύει τις τρεις φωνές της ποιήσεως. Η πρώτη φωνή είναι η φωνή του ποιητή, η οποία ομιλεί στον εαυτό του ή σε κανένα. Η δεύτερη, είναι η φωνή του ποιητή η οποία απευθύνεται σε ένα ακροατήριο, είτε είναι μεγάλο ή μικρό. Η Τρίτη, είναι η φωνή του ποιητή όταν επιχειρεί να δημιουργήσει ένα δραματικό χαρακτήρα, ο οποίος μιλά με στίχους. Η ποιήτρια μπορεί να μην δίνει φωνή στον Ονήσιλο αλλά τον τοποθετεί να αφουγκράζεται τη δική της φωνή και να πράττει σύμφωνα με τα δικά της συναισθήματα και σκέψεις, ταυτιζόμενη έμμεσα με τον ίδιο τον ήρωα, λες και εκτυλίσσεται ένα δρώμενο. Το ίδιο συμβαίνει και στο ποίημα ‘Εσύ και η Ποίηση’, όταν γράφει,
«Καθ’ οδόν κάποιος Κύκλωπας
βρισκόταν στον δρόμο σου
για να χλευάσει τον έρωτα σου
για τους Τόπους και το Χώμα
θυμίζοντάς σου αμετάκλητα
πως είσαι ακόμη
ναυαγός
εξόριστη
στην ίδια σου την Πατρίδα!»
Ο μυθικός Κύκλωπας συμμετέχει ανθρωπομορφικά σε ένα δραματικό πλαίσιο όπου η ποιήτρια, παρούσα επίσης, αποκαρδιώνεται αντιμέτωπη με τα συναισθήματά της, ναυαγός σαν ένας Οδυσσέας που μάχεται να εξισορροπήσει τις αρχέγονες τάσεις της ανθρώπινης ψυχής. Ο Κύκλωπας στην ουσία είναι μέρος τους συναισθηματικού της κόσμου, δρα στο επίπεδο του ασυνείδητου, εκμηδενίζοντας τον ποθητό της αυτοπροσδιορισμό σε μια υπαρκτή Ιθάκη που όλο και απομακρύνεται από την ίδια, αφού νιώθει εξόριστη στην ίδια της την Πατρίδα, την Ιθάκη δηλαδή που απομακρύνεται και την πληγώνει.

Για να κατορθώσει κανείς ν’ αντιληφθεί ευρέως τη λογοτεχνική δημιουργία της Κλεοπάτρας Μακρίδου οφείλει να μελετήσει το έργο της μέσω διαφόρων προσεγγίσεων, ώστε να επιτευχθεί μια πολυπρισματική και αντικειμενική θεώρηση στην ανάλυση των ποιημάτων. Σύμφωνα με την θεωρία του Νέου Ιστορισμού (Βασισμένος στην λογοτεχνική κριτική του Stephen Greenblatt και επηρεαζόμενος από τη φιλοσοφία του Foucault), η ολοκληρωμένη ανάλυση αναγνωρίζει όχι μόνο το ιστορικό και πολιτισμικό πλαίσιο και περιβάλλον του δημιουργού αλλά και του ιδίου του κριτικού και αναλυτή. Η Κλεοπάτρα Μακρίδου έχει βιώσει τα προβλήματα της Πατρίδας της ως παρατηρητής με έντονη ενσυναίσθηση, όταν οι άνθρωποι της γεύτηκαν τη διχόνοια, τη βία, τον ξεριζωμό αλλά και τις μετέπειτα ανώριμες πολιτικές και κοινωνικές καταστάσεις. Έστω κι αν η ίδια πιστεύει πως νοερά ήταν πάντα στη Κύπρο, ανεπηρέαστη από το ξένο στοιχείο, οφείλω να προσθέσω πως ίσως αυτό δεν ισχύει στον βαθμό που η ίδια πιστεύει. Οι λογοτέχνες που έζησαν, ιδιαίτερα σε χώρες με πλούσιο πολιτισμό, υπήρξαν τυχεροί· μολονότι ίσως αν κάποιοι δεν επιδίωξαν να δεχτούν συνειδητά ό,τι νέο και διαφορετικό, οι επηρεασμοί ήταν σίγουρα υποσυνείδητοι, ωφέλησαν και εξέλιξαν τους δημιουργούς μάλλον θετικά.

Για αυτό και η ποίησή της, μέσα από το κοινωνικοπολιτικό κάτοπτρο καυτηριάζει συμπεριφορές και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, απορημένη που ακόμα οι συμπατριώτες τις δεν έχουν συνειδητοποιήσει τα λόγια και τις πράξεις τους, αλλά και τη σιωπή και την απραξία. Στο ποίημα της ‘Θα’ ρθει η στιγμή…’ στην πρώτη στροφή συμπεραίνει, «μα ξεχάσαμε την αφετηρία / παραγνωρίσαμε τον προορισμό». Για την τραγική μοίρα ενός νησιού ευθύνεται τελικά μονάχα ο εχθρός ή και οι ίδιοι οι άνθρωποι του που άγονται και φέρονται με καταστροφικούς τρόπους, όπως επισημαίνει και η ίδια στη στροφή, «Είπαμε την αμνησία φάρμακο / για τα ηττημένα μας μυαλά». Παρόλο που αναφέρεται στους βολεμένους, σ’ αυτούς που επιβάλλοντας την εξουσία και κατέχοντας το χρήμα εκμεταλλεύονται την ίδια τους τη χώρα, διευκρινίζει πως όλοι οι άλλοι δεν απαλάττονται των ευθυνών τους. Η ποίηση της δεν παραβάλλει ταξικές θέσεις αλλά απογυμνώνει τον άνθρωπο από ότι τον πλαισιώνει ώστε να αγγίξει την αλήθεια μέχρι το μεδούλι της. Αυτή η αλήθεια είναι η Λυδία λίθος για τη λύτρωση της πατρίδας και αυτή η αλήθεια την κατατρέχει μέχρι η ποίηση να φέρει την κάθαρση. Ο αναγνώστης προβληματίζεται πώς να ανατείλει άραγε ο ήλιος του νησιού μέσα στης λήθης το βαθύ σκοτάδι; Τα ερωτήματα πολλά στη συλλογή της· κάποια ίσως παραμείνουν αναπάντητα να αιωρούνται σαν σκιές πάνω από τις ζωές των ανθρώπων.

Η Κλεοπάτρα Μακρίδου όμως, συνειδητοποιημένη και ταγμένη σε μια ποιητική πορεία όπου η Πατρίδα αποτελεί έναν δυνατό πυρήνα, αποχωρεί από τον μικρόκοσμο που την περιορίζει και στον οποίον στρέφεται κατηγορηματικά κι απλώνει το χέρι στον Άλλον μέσα από ένα συγκερασμό ωριμότητας και πνευματικής διεργασίας. Είναι η σχέση με τον εαυτό της μέσω του πρίσματος του άλλου, δηλαδή του ξένου, που την προβληματίζει, τη βοηθά να έχει την αντικειμενική θέση του παρατηρητή και που την καθιστά άξια να ακουστεί και να διεισδύσει ως μια δυνατή γυναικεία ποιητική φωνή στις συνειδήσεις των συμπατριωτών και ομοτέχνων της. Στο ποίημα της ‘Αλήθεια;’ καταθέτει,
«Επιστημονική Αλήθεια μου είπες!
Στ’ αλήθεια
Υπάρχει Αλήθεια;
Ή όλα είναι μια απλοποίηση
Μιας πολύπλοκης πραγματικότητας
που η πίστη σου πλάθει
για να σε προστατεύει
από τον απρόβλεπτο
τον ολισθηρό ετούτο κόσμο;»

Ο διάλογος με τον Άλλον ενισχύει την εσωτερική ανάγκη να εισχωρήσει σε βαθύτερες έννοιες, να εξορύξει την πνευματική αφθονία της ανθρώπινης ψυχής, να την κάνει ποίηση και να την κοινωνήσει όχι μόνο στον Άλλον αλλά και στον εαυτό της. Η Κλεοπάτρα Μακρίδου γνωρίζει καλά πως η ποιητική δημιουργία φωτίζει τα σκοτάδια του ανθρώπου, τον μεταμορφώνει· άλλωστε η αυθεντική ποίηση ‘είναι ένα κομμάτι αποκάλυψης’ σύμφωνα με τον μεγάλο Αμερικανό ποιητή, Walt Whitman. Θα προσέθετα πως η αυθεντικότητα περιέχει επίσης τον αυθορμητισμό και την δυναμική μια ενέργειας που δεν ακολουθεί αλλά πορεύεται, ελεύθερη κι ανεξάρτητη προς την απλοποίηση μια πολύπλοκης πραγματικότητας, όπως τονίζει μέσω ερωτήματος και η ποιήτρια στον προαναφερθέντα στίχο. Είναι κάποιες στιγμές, αυτή η απεξάρτηση από τους άλλους όταν κινδυνεύει που την ενδυναμώνει και ενισχύει την επανάστασή της. Στο ποίημα ‘Εσύ και οι φίλοι μου’, μας επιδοκιμάζει ομολογώντας,
«Με είχαν δέσει πισθάγκωνα
οι φίλοι μου
στο τοίχο κολλημένη
με το πιστόλι στο κρόταφο
για να εγκρίνω τη μεταλλαγμένη τους ψυχή.»

Η γυναικεία ποιητική φωνή βρισκόταν πάντα αντιμέτωπη με τους περιορισμούς της ανδροκρατικής κοινωνίας. Ιδιαίτερα στο τόπο μας, είναι τα τελευταία χρόνια που η γυναίκα δημιουργός αισθάνεται ελεύθερη να εκφραστεί άμεσα και να τοποθετηθεί πολύπλευρα δίχως να προσχωρήσει σε πατριαρχικές διαστάσεις. Δυστυχώς, για αυτούς τους λόγους, υπάρχει μια ανεπαρκής ανάλυση της γυναικείας ψυχοσύνθεσης και γραφής στην ελληνική Λογοτεχνία και ιδιαίτερα στην ποίηση. Οφείλουμε πλέον ως λογοτέχνες και αναλυτές να μην αγνοούμε, να μην καταπιέζουμε ή να μην διαβάλλουμε τη γυναικεία υπόσταση, ώστε να καταργηθούν τα στερεότυπα που οριοθετούν τη γυναικεία λογοτεχνία και τις προσεγγίσεις της. Αυτό αισθάνεται πιστεύω και η ποιήτρια όταν γράφει στο ποίημα ‘Μένει η αγάπη μας’ «Κι αν γράφω ποίηση, / δεν είναι γιατί ζητώ την αγάπη της / αλλά για να μην με πνίξει!» Δεν υπάρχει άλλος δρόμος στην ποίηση. Ανεξαιρέτου φύλου, ο αληθινός δημιουργός αφουγκράζεται μόνο της φωνή της δημιουργίας δίχως να εγκλωβίζει την έμπνευση μέσα σε μεθόριες γραμμές.

Εύλογα η Κλεοπάτρα Μακρίδου επιχειρεί να ορθώσει το ποιητικό της ανάστημα «σε ό,τι αντιβαίνει στο political correct», όπως γράφει στο ποίημα ‘Για τους ποιητές’, το οποίο τελειώνει με δύο καθοριστικούς στίχους «Και επιμένουν να ντύνονται την ψυχή τους / για να σώσουν τουλάχιστον αυτήν της ποίησης!» Άλλωστε πώς να διασώσεις την ποίηση σ’ ένα αντιποιητικό κόσμο, όπου η παρακμή αφήνει τα αποτυπώματα της και στην τέχνη, δίχως να φορέσεις την ψυχή σου και να μην φοβάσαι. Στον μεταμοντέρνο σκοταδισμό που ζούμε αυτές τις μέρες, η τέχνη του λόγου φέρει πολυσήμαντο ρόλο. Για αυτό η ποίηση, ως διαχρονική τέχνη, παραμένει στον χρόνο μεταφέροντας ένα πνευματικό κύτταρο πολιτισμού σε πολλά επίπεδα και διαστάσεις.

Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει τη μυσταγωγική εμπειρία όταν γεννιέται ένα ποίημα ή ακόμα κι όταν ακούει κανείς ποίηση; Είναι στιγμές που οι ποιητές κινούνται υπερβατικά από το φυσικό στο μεταφυσικό επίπεδο, όχι μόνο από ανάγκη να βιώσουν το άγνωστο ή να στραφούν προς το υπερσυνείδητο αλλά και λόγῳ αυθόρμητης εμπειρίας. Αυτά τα αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης από τους πρώτους κιόλας στίχους στο ποίημα ‘Μυστικός Δείπνος’ όταν γράφει: «Στα ερείπια του αρχαίου ναού / ψάχνεις το άλλο πρόσωπο του Ιούλη …/». Δεν είναι μόνο τα ερείπια ενός ιστορικού αρχαίου ναού που της θυμίζουν τα ερείπια ενός θλιβερού Ιούλη, αλλά και η ιερή στιγμή της ίδιας της ποίησης που ο χώρος ενθαρρύνει και ενεργοποιεί. Ακόμα και τα αγάλματα γύρω, μετέχουν στην εμπειρία της, όταν αναφέρει: «καθώς τα φύκια της θάλασσας / τυλίγουν με ευκαιριακές εξισώσεις / τις φλέβες των αγαλμάτων / όσο για να καθησυχάσουν τις εμμονές μας / στα σύνορα του φόβου.» Είναι σε αυτούς τους στίχους που υποσυνείδητα ο φόβος για να εξαγνιστεί έρχεται αντιμέτωπος όχι μόνο με την φαντασία της ποιήτριας αλλά και με το μεταφυσικό συναίσθημα, το οποίο ξυπνά με το συναπάντημα δύο διαφορετικών εποχών.

Αμέσως μετά στον επόμενο στίχο, η ποιήτρια μεταβαίνει σε μια άλλη επίσης εποχή, αυτή του μέλλοντος, επιτρέποντας στο μυστήριο της ποίησης να μηδενίσει τον χρόνο για να φανερώσει πως, «Οι εικονολήπτες του αύριο / σφραγίζουν τα εγκαύματα των τόπων / με θηλυκό φωσφόρο / εξαϋλώνοντας τη φρίκη / που ρυθμίζει τη ζωή / στη γη των παιδιών μας.» Διερωτάται κανείς· άραγε η ποίηση θα μπορούσε να επουλώσει για μια στιγμή τα τραύματα της ιστορίας; Έχει την ικανότητα ο άνθρωπος να μεταμορφώνει τη μοίρα του ή μήπως, όπως συμπληρώνει η ποιήτρια, «Με πρόσχημα πως άργησαν να γεννηθούν / κουβαλούν ένα προπατορικό αμάρτημα / με ισόβια τιμωρία / αντίδοτο στ’ απόρρητα Μυστικού Δείπνου!»; Προσδίδοντας στην κάπως απαισιόδοξη αλήθεια – ότι ο άνθρωπος αδυνατεί να γνωρίσει την ιστορία του και να αλλάξει πορεία – μια ατμόσφαιρα μυστικισμού, επιτρέπει στη ποίηση της να εισχωρήσει με αλληγορικό και επιβλητικό τρόπο στη συνείδηση του αναγνώστη και να του επικοινωνήσει έστω έμμεσα πως η ιστορία του ανθρώπου μεταλλάσσεται όταν ο άνθρωπος υπερβεί όχι μόνο των εαυτό του αλλά και τους προγόνους που κουβαλάει μέσα του. Αυτή η σκέψη με παραπέμπει στην Ασκητική του μεγάλου Έλληνα συγγραφέα, Νίκου Καζαντζάκη. «Μα εσύ να ξεδιαλέγεις» γράφει, «Ποιος πρόγονος να γκρεμιστεί πίσω στα τάρταρα του αίματος σου και ποιος ν’ ανηφορίσει πάλι στο φως και στο χώμα.» Μα για να πιστεύει ο άνθρωπος στο χρέος ν’ αλλάξει τον κόσμο και στη θυσία εντός, σύμφωνα με την ποιήτρια, οφείλει να δειπνίσει αίμα και σώμα αγάπης. Θεωρώ πως ‘Ο Μυστικός Δείπνος’, είναι από τα σημαντικότερα της ποιήματα. Ξεχωρίζει με την πολυσύνθετη του μορφή, τα πολλαπλά μηνύματα, τα πλούσια εκφραστικά μέσα, τη σχέση χώρου και χρόνου αλλά και την μέθεξη του αρχαίου ελληνικού κόσμου και της σύγχρονης μεταφυσικής θεοσοφικής υπέρβασης.

Η Κλεοπάτρα Μακρίδου είναι μια σημαντική ποιητική φωνή που εισχωρεί στις ρωγμές της πονεμένης γης της, με πολλή αγάπη. Εύχομαι στις συνειδήσεις των ανθρώπων, οι κραδασμοί αυτής της φωνής να ταράξουν συθέμελα τη βόλεψη, την άγνοια και την επί σκοπού βαρβαρότητα. Ό,τι ιερό σαν την ποίηση προσφέρθηκε με αγάπη στον άνθρωπο, ωφέλιμο είναι να το αξιοποιούμε και όχι να το διαβάλλουμε. Ένα μυστικός δείπνος είναι και η ποίηση. Ας τη βιώσουμε λοιπόν, όπως την αντιλαμβανόμαστε όλοι εδώ απόψε, με ευχαριστία προς την Κλεοπάτρα Μακρίδου που μας την προσφέρει αφειδώς. Κλείνοντας θα αναφερθώ στους ακόλουθους στίχους από το ποίημα της ‘Ποίηση μου’,
«Ποίηση Ιερή
να ξέρεις πως σ’ αγάπησα πολύ
γι’ αυτό που είσαι
κι όχι γι’ αυτό που θέλουν αυτοί
να σε προορίσουν …»

.

ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΠΥΛΑΡΙΝΟΣ

Οι μυροφόρες πόλεις της Κύπρου

Έχουμε ασχοληθεί και στο παρελθόν με την ποίηση της κύπριας ποιήτριας Κλεοπάτρας Μακρίδου-Robinet, που ζει στη Γαλλία, αθεράπευτη νοσταλγός της «γλυκείας χώρας Κύπρου», τα πάθη της οποίας ψάλλει με την αφοπλιστική απλότητα του φοιβόληπτου ποιητή.
Η Κλεοπάτρα Μακρίδου έχει το μεγάλο χάρισμα, καίτοι όψιμα στην ποιητική συντεχνία του νησιού της, να τιθασεύει τις λέξεις και να δημιουργεί με αυτές ζωντανές μορφές, μεταπλάθοντας τα άψυχα σε έμψυχα και τα έμψυχα σε θεϊκά. Αυτή η πνοή που αφηρωίζει τις εμβληματικές επιλογές της έχει εφαρμογή σε μεγάλες προσωπικότητες της ιστορίας του νησιού της, από την αρχαιότητα, τον μεσαίωνα, την ιστορία του 19ου αιώνα, κατεξοχήν δε σε πρόσωπα του σύγχρονου κυπριακού πανθέου, αγωνιστές της ελευθερίας. Ως έμψυχα, με πολλαπλές ιδιότητες, ως περιεκτικές εμψύχων, εκλαμβάνει και αποθεώνει πολύτροπα τις πόλεις της, τις πολύπαθες ιστορικές πόλεις της Κύπρου, στις οποίες δίνει ανθρώπινα χαρακτηριστικά και ιδιότητες, μετατρέποντάς της σε φορείς ζωής, σε αγωνίστριες της ελευθερίας, της έννοιας που αποτελεί τον κεντρικό και τον απώτερο στόχο σύμπασας της ποίησης της Μακρίδου.
Την προσωνυμία των μυροφόρων, αξιοποιώντας μεταφορικά τον ρόλο των Μυροφόρων που μας παραδίδουν οι Ευαγγελιστές στο θείο δράμα, δώσαμε στις πόλεις της Κύπρου. Διότι παρακολούθησαν το μέγα πάθος της Κύπρου τον αιώνα που πέρασε και, όπως αφήνει η ποιήτρια να πλανάται, με τη σταθερότητα και την πίστη τους, θα αποτελέσουν και τις πρώτες που θα χαιρετίσουν την ανάστασή της.
Η Μακρίδου, εμπνεόμενη από την ομορφιά, τα φυσικά χαρίσματα, την ιστορία και τα δραματικά συμβάντα των πόλεών της, συνάπτει αυτές με την ιστορία του νησιού, τις εξαϋλώνει, τους δίνει ιδιότητες υπεράνθρωπες και τις διαποτίζει με το ερωτικό πένθος που προσιδιάζει στους μεγάλους παθόντες όλων των εποχών. Το Καϊμακλί, η Σαλαμίνα και η Πάφος, καθεμιά για διαφορετικούς προσωπικούς λόγους αλλά και από κοινού ως μάρτυρες του κυπριακού δράματος ξετυλίγουν μέσα από την ιστορία τους τα οράματα του κυπριακού λαού, που εκπροσωπεί η ποιήτρια, αντικρίζοντας με τα μάτια του απλού Κύπριου τις μυροφόρες πόλεις της, αιμόφυρτες, ταπεινωμένες, πενθούσες, αλλά και προσδοκώσες την αναστάσιμη ημέρα, όπως οι Μυροφόρες της νεοδιαθηκικής παράδοσης, η Μαρία η Μαγδαληνή, η Σαλώμη Ιωσήφ του Μνήστορος, η Μαρία του Κλωπά, για να μνημονεύσω τρεις από αυτές.
Οι μυροφόρες πόλεις της Κύπρου, αυτόπτες του μαρτυρίου της, μάρτυρες του πένθους αλλά και προφήτες της αναγέννησης, αξιοποιούνται από την Κλεοπάτρα Μακρίδου ως ζώντα και αγωνιώντα πρόσωπα, για να παρουσιάσει συμβολικά την πρόσφατη δραματική ιστορία της πατρίδας της, προαναγγέλλοντας το θαύμα με τη δικαίωση των κατατρεγμένων.
Το Καϊμακλί, ο κατά την παράδοση Μεσοκελεύς, κομμένο από τη διαχωριστική γραμμή, καταδικασμένο στον τεμαχισμό των μελών του, είναι η πόλη του πρώτου φωτός της. Περιοχή αγροτική και ποιμενική κατά βάση, όπου χτυπούσε η λαϊκή καρδιά της Κύπρου, πρόσφατα άρχισε να ανακάμπτει, να αναρρώνει, διατηρώντας όμως εμφανείς τις βαθιές ουλές των τραυμάτων της. Η ποιήτρια φέρνει στον νου της τις σκηνές του ανυποψίαστου παρελθόντος, ξετυλίγει την ιστορία της, την ιστορία της συνοικίας της ορθότερα. «Η Πόλη μου», με την εκτός τίτλου για τους μη γνώστες διευκρίνιση «Το Καϊμακλί», έτσι επιγράφει το ανέκδοτο ποίημά της:

Τυλιγμένη στα σχισμένα σεντόνια σου
προχωράς περίλυπη μαυρομαντιλωμένη
στα δρομάκια της παλιάς πόλης
με τους καφενέδες, τα μπακάλικα, το κουρείο
τον φούρνο, τον ποδηλατά, τη Συνεργατική
σήμερα ερειπωμένα, αγνώριστα
συλλαβίζοντας ακατανόητες λέξεις
γιατί δεν ξέρεις πια να μιλάς τη γλώσσα σου
μόνο να τη σκέφτεσαι…

Γυμνή πλέον να τρέχεις στους δρόμους
μαλλιά ν ανεμίζουν στο άνεμο
ανάμεσα σε παράξενες φυσιογνωμίες
που σε κοιτούν σαν ξένη
και αδειάζοντας το σώμα σου
γυρεύεις αναμνήσεις σε κρυμμένες αυλές
πυρπολημένες στη άκρη της μνήμης,
οι γέροι να σέρνουν τα σώματά τους
καθ’ οδόν προς τα καφενεία, τα σωματεία
τον «Μεσοκελέα» ή τον «Αχιλλέα»,
στιγματισμένοι έτσι σε «δεξιούς» κι «αριστερούς»
παγιδευμένοι ακόμη από τα νεκρά τους όνειρα
εγκλωβισμένοι μες στα παιγνίδια των Μεγάλων
ν’ αναθεματίζουν το αύριο …
Οι νέοι να έχουν πια φύγει
ακολουθοώντας τη ρευστότητα του κόσμου…

Η ποιήτρια φωτογραφίζει με ποικίλους φακούς, σε γκρο πλαν αλλά και με πληθώρα λεπτομερειών την πόλη της, τους ανθρώπους της, μετακινούμενη από το παρόν στο παρελθόν και αντίστροφα, με εμπνευστή αλλά και ισοπεδωτή τον χρόνο. Εκείνο που αναδεικνύει τις περιγραφές της είναι η πιστή αποτύπωση της απλής ζωής και μέσα από αυτήν η ψυχογράφηση των κατοίκων της, στο βάθος δε του ιδιότυπου καθρέφτη της διακρίνει το έμπειρο μάτι τις αρχές των αγαθών του μαγικού για την παιδικότητά του χώρου της, αλλά και τα αίτια της κακοδαιμονίας του, τους σπόρους μιας σοβούσας διαίρεσης, τη σταδιακή αποδυνάμωσή του από τα ζωντανά κύτταρά του, δοσμένα όλα μέσα από τη νοσταλγική ματιά ενός παρελθόντος συνυφασμένου με τη δική της αναγνώριση του ερωτικού αντικρίσματος του κόσμου και της αγαπητικής σχέσης με τους άγνωστους ανθρώπους και τα πράγματα, χώρου όμως διεμβολισμένου βάναυσα από την ιστορία.

Στο δρόμο του Κεραμεικού, το Κοιμητήριο
να το περιζώνει η Πράσινη Γραμμή
με τα χαρακώματα, τα συρματοπλέγματα
και το ερειπωμένο φυλάκιο
με το μοναδικό στρατιώτη
και τους νεκρούς ξεχασμένους μες στο μνήμα τους
ν’ ατενίζουν καθημερινά τον Πενταδάκτυλο
στο βάθος της αιματοβαμμένης κοιλάδας
κι αυτός να βογκάει φυλακισμένος
κοιλιά ξεσχισμένη, να βουλιάζει στο χώμα
καθώς περιμένει απο σένα λύτρωση!

Στο προαύλιο της Αγίας Βαρβάρας
το μνημείο με τα αμέτρητα ονόματα των παιδιών σου
Αντώνης, Μιχάλης, Κύπρος, Ζήνωνας,
Θεόδωρος, Σταύρος, Ανδρέας, Κωνσταντίνος ….
που δέσανε πιστάγκωνα
εκείνο το τραγικό καλοκαίρι
πέρα από τα συρματοπλέγματα και την Πράσινη Γραμμή
κι άλεσαν οι μυλόπετρες του κατακτητή
αποκεφαλίζοντας τα όνειρα των μανάδων.
Ποιοος ξέρει πού να βρίσκονται σήμερα
ίσως σε κανένα πηγάδι στη Μια Μηλιά ή την Ομορφίτα
με κομμένο το λαιμό
συντροφιά με τα φίδια
μες στη σκουριά και την αδιαφορία του χρόνου…

Ακολουθούν οι τελευταίοι στίχοι του συνθέματος, του μνημοσύνου και της ανέσπερης ελπίδας για την πόλη της, στο βάθος των οποίων αχνοφαίνεται η ανάγκη μιας νέας καρποφορίας, που θα επέλθει με την αρωγή των αδικαίωτων νεκρών:

Δεν είναι αυτή η γειτονιά μου είπες
με τα ξεριζωμένα κυπαρίσσια
τις ξεριζωμένες λεμονιές
και τις πολυκατοικίες απέναντι στο σπίτι μου
να μου κριύβουν τον ήλιο τ’ απογεύματα…
Ούτε το σπίτι μου, Μητέρα,
είναι αυτό όπου με γέννησες
με τη ζεστασιά από το πλιθάρι
και τη αγάπη που με γέμιζες.
Στη θέση του το νέο σπίτι με μπετόν
να σου παγώνει τα κόκαλα ακόμη και τη άνοιξη
αδειάζει την ανάμνηση της αγάπης!

[…]

Η Ελευθερία, Πατέρα, ακόμη δεν ήρθε
κι εσύ έφυγες ανώνυμος, άδοξος
ξεχασμένος από Θεούς και Πολιτεία.

Και καθώς η πόλη περπατεί στον ύπνο μου
κυνηγημένη από τις εικόνες
που ρίζωσαν μέσα μου ερινύες
ψάχνω τη φωνή σας μέσα στη μαρμαρυγή του φωτός
καρπό να δώσει το ποίημα.
Μα εσύ, Πατέρα, κι εσύ, Μητέρα,
καθώς δακρύζετε μέσα από το μνήμα σας
πριονίζετε τη μνήμη μου
με τους αναστεναγμούς σας.

«Στη Σαλαμίνα την Κυπρία» τιτλοφορεί ένα άλλο, ανέκδοτο επίσης, σύνθεμά της η Κλεοπάτρα Μακρίδου. Δεν πλεονάζει ο εθνικός προσδιορισμός, αντίθετα επιτονίζει με πείσμα την ελληνικότητα της μακραίωνης Σαλαμίνας, υποταγμένης μετά το 1974 στον κατακτητή. Στο ποίημα αυτό το βιωματικό στοιχείο έρχεται σε παράλληλη μοίρα σε σχέση με το ιστορικό. Η ποιήτρια κινείται ανάμεσα σε δύο πόλους, αφενός στην ένδοξη αρχαιότητα της Κύπρου, με τα λαμπρά επιτεύγματα, απαραίτητα για να δείξει την ελληνική διαδρομή της Σαλαμίνας και ως αντίποδα τον παραλογισμό του αφελληνισμού της, και αφετέρου στα συναισθήματα που της προκαλεί η σημερινή κατάσταση.

Ο νέος κατακτητής
ήλθε από τη Ανατολή
να ξεριζώσει τους Τευκρίδες.
Μπήκε στην Κύπρο
από το λιμάνι της Σαλαμίνας
να διώξει λέει τους Αχαιούς
από τη Βασιλική Νεκρόπολη
και τον Δία από τον θρόνο του!

Μετά από την αναφορά στις εμβληματικές για την Κύπρο και την ελευθερία της μορφές της αρχαιότητας η Μακρίδου αναστρέφει τον χρόνο, τάσσοντάς τον ουσιαστικά σε μια ενιαία γραμμή, και περιγράφει την οδύνη της σκλαβιάς:

Μια μέρα μες στον καύσωνα
και το ποδοβολητό των βαρβάρων
εκεί που γύρευα την Ελένη
στ’ ακροθαλάσσι του Πρωτέα
τα μυστικά της να μοιραστώ
φόρεσα τη μνήμη μου ανάποδα
και ήλθα να σ’ ανταμώσω
φρουρός στις αυλάδες της φωνής σου
τους παλμούς της ψυχής σου
ν’ ακούσω.

Μα βρήκα το σώμα σου πυρπολημένο
να αιμορραγεί ολομόναχο
χωρίς ψυχή
ενώ η θάλασσά σου
είχε φάει το κορμί της
λουόμενη στο χώμα…

Και καθώς αγκάλιαζα
τις φαγωμένες κολόνες
στο Θέατρο, στην Αγορά, στο Γυμνάσιο
η φωνή σου ανέβαινε όρκος Ομηρικός
δεμένος με το χώμα
ενώ ο Δίας διαλαλούσε
τα ούρια και τα δούρεια του
μες στους Βασιλικούς Τάφους…

Η μνήμη και η ευθύνη αποτελούν βασικές έννοιες της ποίησης της Μακρίδου. Η τελευταία, με την έννοια του χρέους, στοχεύει τόσο στην αποφυγή της λήθης όσο και στην υποκίνηση των σημερινών Κυπρίων να φανούν αντάξιοι της ιστορίας τους:
Πυρακτωμένη λάβα
η μνήμη ξεφυτρώνει μέσα από τη στάχτη
απειλητική σαν σπαθί
ενώ τα καρναβάλια στη Λεμεσιανή Αμαθούντα
ανάποδα ηχούν τον χρόνο!
Κι όπως η Ιστορία σε βλέπει
μόνο όταν την βλέπεις
έτσι και η Σαλαμίνα.
Κομμάτια από την ένδοξη ζωή της σου ανήκουν
αν ένδοξη είναι η ζωή σου
κι ελεύθερος εργάζεσαι
να εμποδίσεις τη θάλασσα να εισβάλει στη γης
μην τύχει και ξεράνει τις λεμονιές
μην τύχει και ξεράνει τη μνήμη…
κι ο Ονήσιλος στο τέλος θρυμματίσει το καύκαλό του
πάνω στο κεφάλι σου….

Δύο ποιήματα για την όμορφη Πάφο, και αυτά ανέκδοτα, που μας τα εμπιστεύτηκε η ποιήτρια, αποτυπώνουν μια άλλη πλευρά της ποίησής της: την ομορφιά του νησιού της, ομορφιά πονεμένη, εκτεθειμένη στον κίνδυνο. Έτσι και στην ελεύθερη Πάφο κουβαλά τη θλίψη της, διαπορούσα για τον τρόπο που υπονομεύουν οι ίδιοι οι άνθρωποι την ομορφιά της. Καταχωρίζουμε ένα μέρος από το υμνητικό αυτό σύνθεμα με την αγωνία της ποιήτριας για την εσωτερική αλλαγή, για την ενδοκυπριακή κακοδαιμονία. Τιτλοφορείται «Η άλλη όψη της Πάφου». Είναι η όψη της παλαιάς αγνότητας σε αντίστιξη προς την τουριστική λαίλαπα και την αλλοτρίωση των ολβίων κατοίκων των ημερών μας:

Έκλεινες τα μάτια
κι έβλεπες μικρές πατρίδες
τηης Πέτρας και του Γρανίτη
αμπέλια να τραγουδούν Διόνυσο
και την αρχέγονη Αφροδίτη
αγκαλιά με τον Άρη…
Κάποτε εδώ τα νερά
ξεδιψούσαν θεούς
ποτάμι το φώς
ν’ ανατέλλει αιώνες
μες στους χειμώνες της Μεσόγειος

Κούκλια, Κτήμα, Πόλις …
να τ’ αγκαλιάζει η θάλασσα
αύρα από την αναδυόμενη Θεά.
Βράχοι
καντούνια θεών αδιάβατα
να σκορπίζουν μυρωδιές πεύκου
και προφητείες
χελιδόνια να οργώνουν τους ουρανούς
αντάμα με τις συμμορίες των παιδιών
στις φτωχογειτονιές.

[…]

Κάποτε τελειώναμε τις καλοκαιρινές βραδιές
στον Πέλικαν
με στίχους του Σεφέρη
τα χέρια απλωμένα προς το λιμανάκι
ενώ η Α̈̈ισιέ
με τα ωραία μάτια
μας τραγουδούσε τούρκικα τραγούδια…
Τώρα πιος ξέρει
πού να βρίσκεται….

Κι η πόλις να διαχρονίζει τον χρόνο
να διατοπίζει τους τόπους
να σμίγει τους τόπους και τους χρόνους
το παλιό και το καινούργιο
το πραγματικό και το ψεύτικο
το ωραίο και το άσχημο
το πάνω και το κάτω
την ζωή και τον θάνατο…

Κι εσύ, Θεά, να παραμένεις
μες στα κρύα σεντόνια σου
χωρίς μνήμη!

Ποιος θα φέρει πίσω την φωνή του Ποιητή;
Ποιος θα κτενίσει ξανά
τα μαλλιά της αφρόσπαρτης παραλίας;
Ποιος σπόρος θα γεννιήσει ξανά την Αφροδίτη;

Το δεύτερο ποίημα για την Πάφο, που δεν είναι υποταγμένη στον δυνάστη αλλά στο κέρδος και στην παραχάραξη των ιδεωδών, κινείται στο ίδιο ιδεολογικό και φυσιολατρικό πλαίσιο, όντας και πάλι διαποτισμένο από την ανησυχία της ποιήτριας για την προϊούσα αλλοτρίωση, που σημαίνει και κίνδυνο της παράδοσης. Τίτλος του «Ένα τραγούδι για την Πάφο», από το οποίο απομονώνουμε μερικά χαρακτηριστικά σημεία, όπου Πάφος και Αφροδίτη αποτελούν ενιαίο τοπικό και ιδεολογικό σώμα και ανακαλούν στη μνήμη μας το εξαιρετικό κείμενο για τα Κούκλια του Νίκου Καζαντζάκη, που με πρωτοφανή διαίσθηση στο βιβλίο των ταξιδιών του θεωρεί την Πάφο, που την επισκέφτηκε, πόλη της αιώνιας πάλης του έρωτα με τον θάνατο:

Σε ακολούθησα, Θεά,
μες στην απελπισία της Πατρίδας
ενω το ποτάμι πλημμύριζε μέσα μου
καθώς κουβαλούσε το άλλο μου σώμα
μες στα καπηλιά της Παλιάς Πόλης
στην άλλη ακτή
στο άλλο λιμανάκι…

Το σώμα σου
μισό Θεά μισό στο Χώμα
αντι-νάρκισσος
στο σπιίτι του Διόνυσου
κορμί κομματιασμένο
σχεδον απρόσωπο
να το μοιράζονται τρόπαιο
στ’ ανατολίτικα παζάρια..

Η γη σου, Αφροδίτη,
αμπέλια των αιώνων
ν’ αποστρέφονται την θάλασσα
στον Κόλπο των Κοραλλιών
την πλήμμυρα των τουριστών
τα σκουριασμένα πολυβολεία
το αρμύρισμα του νερού
μην τύχει και στο τέλος
η πόλη του Αγαπήνορα
αρχαιότατη και τόσο νέα
φάει το κορμί της…
Όπως η Αφροδίτη σε βλέπει
μόνο όταν την βλέπεις
έτσι και η πόλη του Κινύρα,
δεν είναι για σένα πρόσχημα
να πεις
θέλω να λουστώ μες στα νερά
της βραχόκλειστης ακτής της
μες στα νερά
της νότιας θάλασσας…

Οι πόλεις αποτελούν αγαπητικά σημεία αναφοράς για τους ποιητές. Κυρίως αναβιώνουν στιγμές ερώτων και πόνων, ξαναζωντανεύουν πρόσωπα και τιμαλφή του βίου. Όσο και αν πέρασαν οι στιγμές και οι εικόνες αυτές, η μνήμη μπορεί να τις επαναφέρει, ατελέσφορα μεν αλλά εξίσου τραυματικά, όπως όταν τελούνταν οι διάφορες πράξεις που ο καιρός δεν εξαφάνισε. Οι πόλεις, ωστόσο, της Κλεοπάτρας Μακρίδου έχουν κάτι το ιδιαίτερα δραματικό. Δεν είναι απλώς χτυπημένες από τον χρόνο, είναι σκληρά χτυπημένες και από τη μοίρα· είναι πόλεις εν δεινώ κινδύνω, που η απώλειά τους θα συναπολέσει και τα σημεία αναφοράς της ποιήτριας.

.

ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΠΥΛΑΡΙΝΟΣ

 Ρε Αλέξης, ο ηγέτης μιας καταδικασμένης επανάστασης, 2015

Η Κλεοπάτρα Μακρίδου, από την πρώτη εμφάνισή της το 1992 μέχρι σήμερα, ακολουθεί αταλάντευτα μια ενιαία γραμμή, μετατρέποντας τα τραύματα της ιστορίας σε προσδοκία. Κύπρια της διασποράς με επαγγελματική σταδιοδρομία και μόνιμη διαβίωση στη Γαλλία, έταξε σκοπό της ποίησής της να ψάλλει τα πάθη του νησιού της. Η μακρά μάλιστα απομάκρυνσή της έχει μεγιστοποιήσει τον νόστο αλλά και την αγωνία της για τις τύχες του, που τις βλέπει μελαγχολικά. Η σύγκριση, εξάλλου, της παιδικής ηλικίας που έζησε στο νησί με ό,τι αντικρίζει επισκεπτόμενη αυτό, προσδίδει στην ποίησή της μια ιδιογενή θλίψη, που βέβαια την επιτείναι ό,τι τραγικό συνέβη το 1974. Έχει αξία, επομένως, η ποιητική ματιά της, από την άποψη ότι ιστορία, μύθος, πάθη και προσδοκίες συμπλέκονται στα έργα της, παρουσιάζοντας μια άλλη θεώρηση των πραγμάτων, του μοναχικού Κύπριου της αλλοδαπής, που αγωνίζεται να μην αποκοπεί από τον ομφάλιο λώρο του.
Το νέο βιβλίο της Κλεοπάτρας Μακρίδου αποτελείται από δύο μέρη: Το κύριο είναι, ένα ποιητικό χρονικό από τη μυθική εποχή του Ρε Αλέξη έως τις μέρες μας, με κέντρο της αφήγησης τον βίο και τα έργα του ήρωα αυτού του κυπριακού ελληνισμού. Είναι η τραγική μορφή της Κύπρου κατά της ξενοκρατίας, μορφή η οποία ακολουθεί τους διαιώνιους αγώνες της, ως παράδειγμα αντίστασης και πρότυπο της αντοχής της στον χρόνο έναντι μιας ατελεύτητης σειράς κατακτητών. Ωστόσο, η ποιήτρια κινείται αμφίδρομα τόσο προς το ηρωικό παρελθόν της ελληνικής αρχαιότητας όσο και στο πρόσφατο της αγγλοκρατίας και της σύγχρονης συμφοράς, συνδέοντας έτσι την κυπριακή ιστορία. Ο πόνος του σήμερα αποτελεί το κίνητρο και την έμπνευση της Κλεοπάτρας Μακρίδου και ο Ρε Αλέξης λειτουργεί ως σύνδεσμος και θυρεός, ως σταθερός δείκτης, ως παραμυθία και εξορκισμός μιας άδικης περιπέτειας στα ξένα χέρια.
Στο δεύτερο μέρος, μεμονωμένα ποιήματα, ανασύρουν μνήμες που μετουσιώνονται σε στίχους και αποτυπώνουν τη λατρεία του Κύπριου για τα χώματά του, το σπίτι του, τους νεκρούς του. Πόλεις, χωριά, εκκλησιές, το Καϊμακλί (η δική της πόλη), παίρνουν σάρκα και οστά και μυθοποιούνται χάρη στην ευαισθησία της. Αν οι απώλειες, με πρώτη τη χαμένη παιδικότητα και από κοντά τους θανάτους των δικών της, αποτελούν ισχυρά συγκινησιακά φορτία από μόνα τους, η πάσχουσα πατρίδα επενισχύει τραγικά αυτά και η κορύφωση ολοκληρώνεται με την προσθήκη της απόστασης από το θέατρο του δράματος, την αδυναμία δηλαδή συμμετοχής στα δρώμενα.
Η ποίηση της Κλεοπάτρας Μακρίδου στη νέα συλλογή της έχει παγιώσει τα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα. Απέριττη, λιτή σε γενικές γραμμές, αφτιασίδωτη και πηγαία, με αρκετά στοιχεία της κυπριακής λαϊκής ψυχής, με αποφυγή των περίτεχνων σχημάτων και του φιλολογικού φόρτου, κερδίζει τον αναγνώστη για την ειλικρίνεια και το πάθος της. Παραδοσιακή, κατά κύριο λόγο, παρά ταύτα συχνά διακρίνεται από μια καθαρά προσωπική (και όχι γραμματολογική) νεωτερικότητα, ενώ σε άλλα σημεία οι εικόνες ή οι λεκτικοί σχηματισμοί της τείνουν αχνά προς το υπερρεαλιστικό, δημιουργώντας τολμηρές ανοίκειες εικόνες, παρεμφερείς με εκείνες του δημοτικού τραγουδιού, που μαρτυρούν την ύπαρξη πηγαίου ποιητικού ταλέντου.
Γράφει, αναφερόμενη νοσταλγικά στην Πάφο («Η άλλη όψη της Πάφου», σ. 44), με εμφανή την αβεβαιότητα για το αύριο και λανθάνουσα την προσδοκία:

Κάποτε τελειώναμε τις καλοκαιρινές βραδιές
στο «Πέλικαν»
με στίχους του Σεφέρη
τα χέρια απλωμένα προς το λιμανάκι
ενώ η Αϊσέ
με τα ωραία μάτια
μας τραγουδούσε τούρκικα τραγούδια.
Τώρα ποιος ξέρει
πού να βρίσκεται.

Κι η πόλις να διαχρονίζει το χρόνο
να διατοπίζει τους τόπους
να σμίγει τους τόπους και τους χρόνους
το παλιό και το καινούργιο
το πραγματικό και το ψεύτικο
το ωραίο και το άσχημο
το πάνω και το κάτω
τη ζωή και το θάνατο.

Κι εσύ, θεά, να παραμένεις
μες στα κρύα σεντόνια σου
χωρίς μνήμη!

Ποιος θα φέρει πίσω τη φωνή του Ποιητή;
ποιος θα κτενίσει ξανά
τα μαλλιά της αφρόσπαρτης παραλίας;
ποιος σπόρος θα γεννήσει ξανά την Αφροδίτη;

.

 ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΓΑΛΑΖΗΣ

«Κυπριακη Βιβλιοφιλια» Φθινοπωρο 2016
Ποίηση του ανοιχτού τραύματος

Ρε Αλέξης. Ο ηγέτης μιας καταδικασμένης επανάστασης, Λευκωσία, 2015.

Στην όγδοη ποιητική συλλογή της Κλεοπάτρας Μακρίδου, που φέρει τον τίτλο Ρε Αλέξης. Ο ηγέτης μιας καταδικασμένης επανάστασης (2015) εκτός από την ομώνυμη ποιητική σύνθεση που αρθρώνεται σε έξι ενότητες, περιλαμβάνονται εννέα ποιήματα μικρής ή μέσης έκτασης. Τα στοιχεία που συνδέουν την ποιητική σύνθεση με τα υπόλοιπα ποιήματα είναι η αγάπη για την Κύπρο και τον λαό της, η οργή και η αγανάκτηση για το διαχρονικό δράμα του νησιού και τις ιστορικές του περιπέτειες, το ζωντάνεμα του μύθου και της ιστορίας που στοιχειώνει τη συνείδηση του ποιητικού υποκειμένου, ο νόστος και η διάθεση της επιστροφής τόσο σε ένα μακρινό χαμένο παράδεισο μιας περασμένης εποχής όσο και στον γενέθλιο χώρο, τόπο του μαρτυρίου. Ο τόπος της Κύπρου βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της ποιήτριας που, ζώντας μακριά από αυτόν, επέλεξε «να κρατήσει», όπως γράφει σε ένα από τα ποιήματα της συλλογής, «την πληγή ανοιχτή / να θρηνεί και να αιμάσσει / στη γη της μετοικεσίας» (σ. 54).
Ο τίτλος του βιβλίου προδιαθέτει τον αναγνώστη ότι το αποκλειστικό θέμα της συλλογής είναι η επανάσταση του Ρε Αλέξη. Ενδεχομένως, η προσθήκη σε αυτόν της φράσης «και άλλα ποιήματα» θα μπορούσε να προλάβει αυτή την αναγνωστική προσδοκία. Ωστόσο, ο θεματικός άξονας της επανάστασης στην ποιητική σύνθεση συνδέεται με τα επιμέρους θεματικά στοιχεία των υπόλοιπων ποιημάτων, όπως είναι το δίπολο δικαιοσύνη-αδικία, η λειτουργία της ιστορικής μνήμης σε συνάρτηση με τον γενέθλιο τόπο και σε συνδυασμό με το αίτημα για αντίσταση με σκοπό τον απεγκλωβισμό από τα αδιέξοδα της λήθης και της αλλοτρίωσης.
Με την ποιητική αφήγηση στο Μέρος I της ποιητικής σύνθεσης Ρε Αλέξης. Ο ηγέτης μιας καταδικασμένης επανάστασης, που εκφέρεται σε τρίτο ρηματικό πρόσωπο, εξιστορούνται αδρομερώς οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης των χωρικών που οδήγησαν τον Ρε Αλέξη στην απόφαση να επαναστατήσει. Στα υπόλοιπα μέρη της σύνθεσης (II-VI), χωρίς να εγκαταλείπεται η δεσπόζουσα ποιητική εξιστόρηση, ο ομιλητής-ποιητής απευθύνεται στον ήρωα με τη χρήση του δεύτερου ρηματικού προσώπου. Οι δολοφονίες πολλών Κυπρίων από τους Φράγκους στα λατομεία και αλλού και γενικότερα η κοινωνική διάσταση της εξέγερσης του Ρε Αλέξη (Μέρος II), η εθνική διάσταση της ίδιας επανάστασης και η κατάπνιξή της με τον απαγχονισμό του ήρωα (Μέρος III), οι στοχασμοί γύρω από τη θυσία του από την οπτική γωνία του παρόντος (Μέρος IV), η ιστορικιστική συγχώνευση παρελθόντος και παρόντος με τη συνάντηση του Ρε Αλέξη με τους αιχμαλώτους και τους νεκρούς του 1974 αλλά και με τον Κίμωνα (Μέρος V) και, τέλος, ο απολογισμός της θυσίας του με κυρίαρχη την αίσθηση της αποτυχίας και της ήττας (Μέρος VI) συνθέτουν την αφηγηματική δομή του ποιήματος.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε τρία σημεία (τα δύο μικρής έκτασης), στα μέρη II-IV, η ποιητική αφήγηση σε δεύτερο πρόσωπο διακόπτεται και τον λόγο παίρνει ο ενδοκειμενικός ποιητής (χρήση 1ου ρηματικού προσώπου). Πιο συγκεκριμένα, στο Μέρος II, μετά την εξιστόρηση των δολοφονιών των Κυπρίων από τους Φράγκους, ο ενδοκειμενικός ποιητής, όπως αντίστοιχα ο ποιητής-χρονικογράφος, στον Σινόπουλο, αισθάνεται την ανάγκη να ετοιμάσει κατάστιχα νεκρών: «Πρέπει να φτιάξω ένα κατάστιχο / των νεκρών παιδιών / που κρέμασαν στα δέντρα / δίπλα στα λατομεία». Στο ποίημα «Σημειώσεις, I» του Τάκη Σινόπουλου διαβάζουμε: «Από εδώ κι εμπρός (όσο μπορείς). Οι λέξεις μία μία ό,τι γυμνό κι αδέκαστο μπορείς να δώκεις[…]. Να φτιάξω ένα κατάστιχο νεκρών». Εξάλλου, στο Μέρος III, με την παρεμβολή της πρωτοπρόσωπης εκφοράς του λόγου, δηλώνεται ρητά η συγγραφική πρόθεση που διαπνέει ολόκληρη την ποιητική σύνθεση: «Κι εγώ το πυρακτωμένο / βλέμμα σου / μάχομαι να ανασύρω / από την εθνική λήθη». Στο Μέρος VI η πρωτοπρόσωπη εκφορά των ρημάτων χρησιμοποιείται σε μεγαλύτερη έκταση, σε συνδυασμό με τη χρήση του δεύτερου προσώπου. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι στο καταληκτικό αυτό μέρος έχουμε κυρίως ρήματα πρώτου πληθυντικού προσώπου που παραπέμπουν σε ένα συλλογικό ποιητικό υποκείμενο, δηλαδή τους σύγχρονους Κυπρίους: «[…] Μείναμε σφηνωμένοι / ανάμεσα στη σκιά Σου / και το αίμα των σκοτωμένων / που φωσφορίζει αποσύνθεση / στη ματωμένη πλαγιά του Πενταδάχτυλου […]. / Κάπου εδώ κοιμάσαι, Αλέξη, / μέσα στις καρδιές μας / μέσα στο αίμα μας / μέσα στα όνειρά μας […]».
Όπως έχει επισημανθεί από τον Γιώργο Φράγκο, στην ποίηση της Κλεοπάτρας Μακρίδου συνυπάρχουν «ο μύθος, η ιστορία και το αμείλικτο παρόν». Η αναμέτρηση των λογοτεχνών με την ιστορική θεματική ύλη δεν ήταν ποτέ εύκολη. Η μεγάλη δυσκολία είναι να μεταπλαστεί το ιστορικό γεγονός με την αξιοποίηση των συμβάσεων της τέχνης του λόγου, ώστε να μην έχει ο αναγνώστης την αίσθηση ότι διαβάζει ιστοριογραφικό κείμενο. Σε αρκετά σημεία της σύνθεσής της η ποιήτρια υπερβαίνει την πιο πάνω δυσκολία. Σε άλλα η ιστορική ύλη παρατίθεται αμετάπλαστη και κατά τρόπο πεζολογικό, ενώ δεν λείπουν οι γενικές αναφορές στην Ιστορία και ειδικότερα στην ιστορική μνήμη, αλλά και στον κίνδυνο ηρωικές μορφές, όπως ο Ρε Αλέξης, να παραδοθούν στη λήθη. Οι αναφορές αυτές, που φορτίζουν την ποιητική γραφή της Μακρίδου με δραματική ένταση, συχνά περιέχουν διακείμενα από την ποίηση του Τ. Σινόπουλου, όπως λόγου χάρη στους στίχους: «Τα χαρτιά της Ιστορίας αυτής / τα πήραν σηκωτά οι αέρηδες / τα στριφογύριζαν αιώνες / και τα έριξαν τέλος / στο σκουπιδότοπο / της Ιστορίας» ή «Όπως πάντα στην Ιστορία φυσάει διαβολεμένος αέρας». Πάντως, η αίσθηση του ανοιχτού τραύματος που κυριαρχεί στην ποίηση της Κλ. Μακρίδου, αφενός σημαίνει την προσήλωση στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης και, αφετέρου συνδέεται στενά με τα τοπιογραφικά της ενδιαφέροντα.
Στα ποιήματα «Ένα τραγούδι για την Πάφο», «Στην Παναγία του Άρακα», «Η άλλη όψη της Πάφου», «Στη Σαλαμίνα την Κύπρια» και «Η πόλη μου το Καϊμακλί» η περιδιάβαση του ποιητικού υποκειμένου στον χώρο δεν είναι μονοδιάστατα περιγραφική. Όπως εύστοχα σημειώνει ο Θεοδόσης Πυλαρινός, «οι πόλεις της Κλεοπάτρας Μακρίδου έχουν κάτι το ιδιαίτερα δραματικό. Δεν είναι απλώς χτυπημένες από τον χρόνο, είναι σκληρά χτυπημένες και από τη μοίρα· είναι πόλεις εν δεινῲ κινδύνῳ».
Στο ποίημα «Ένα τραγούδι για την Πάφο», που «συνομιλεί» εν πολλοίς με ομόθεμα ποιήματα της Ντίνας Κατσούρη από τη συλλογή της Της Αφροδίτης και του Άδωνη (2006), η Κλ. Μακρίδου δεν περιορίζεται στην ανάπτυξη του γνωστού μύθου της Κύπριδας στα γεωγραφικά όρια που καθορίζονται από τον τίτλο, αλλά προσδίδει στη θεά συμβολικές διαστάσεις που παραπέμπουν στην ημικατοχή και «στην απελπισία της πατρίδας», καθώς και στον εμπαιγμό της από τη διεθνή διπλωματία: «Σε ακολούθησα, θεά, / μες στην απελπισία της Πατρίδας / ενώ το ποτάμι πλημμύριζε μέσα μου / καθώς κουβαλούσε το άλλο μου σώμα / μες στα καπηλειά της Παλιάς Πόλης / στην άλλη ακτή / στο άλλο λιμανάκι. […] Το σώμα σου […] κορμί κομματιασμένο / σχεδόν απρόσωπο / να το μοιράζονται τρόπαιο / στ’ ανατολίτικα παζάρια» (38). Ομόλογη είναι η ποιητική σκηνοθεσία στο ποίημα της Ντίνας Κατσούρη, «Και απέστρεψαν το πρόσωπό τους», μολονότι εδώ η θεά περιδιαβάζει στη Λευκωσία και όχι στην Πάφο: «Και η Αφροδίτη / πρόβαλε γυμνή / έτσι όπως την ξέβγαλε / η Πέτρα του Ρωμιού / και άρχισε να περιφέρεται / στους δρόμους της ημικατεχόμενης Λευκωσίας.[…] Να καταφεύγει στην πράσινη γραμμή / κι οι στρατιώτες / να αποστρέφουν το πρόσωπο».
Εξάλλου, στο ποίημα «Στην Παναγία του Άρακα», με κινηματογραφική τεχνική περιγράφονται κατά σειρά το εξωτερικό τοπίο, το εσωτερικό του ναού με έμφαση σε μια πανοραμική αποτύπωση των φωτογραφιών του ναού και τέλος με πολλές λεπτομέρειες η τοιχογραφία της Γεννήσεως. Στη συνέχεια, η εστίαση της προσοχής του ποιητικού υποκειμένου (τελευταία στροφή του ποιήματος) στην προτομή ενός δολοφονημένου από τους εισβολείς εθνοφρουρού ανατρέπει τον κυρίαρχο σε όλες τις προηγούμενες στροφές θρησκευτικό τόνο με τη λιτή αναφορά στο δράμα της Κύπρου: «Στον περίβολο του ναού / η προτομή του εθνοφρουρού / να σε κοιτάζει αδιάφορα / κάτω από τα μάτια του ήλιου / καθώς τα κυπαρίσσια στο βάθος του δρόμου / σκύβουν δουλικά να υποδεχθούν την Αφροδίτη / όπου έχουν εναποθέσει τα όνειρά τους» (42).
Παρόλα αυτά και παρά τη συνειδητή επιλογή της να συντηρεί ανοιχτό το τραύμα της ημικατοχής στην ποίησή της, η Κλ. Μακρίδου στο ποίημα «Η άλλη όψη της Πάφου» υπερβαίνει το φυλετικό μίσος. Το συλλογικό ποιητικό υποκείμενο στο ποίημα αυτό αποτυπώνει νοσταλγικά τη θετική του στάση απέναντι στην ειρηνική συνύπαρξη Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων: «Κάποτε τελειώναμε τις καλοκαιρινές βραδιές / στο «Πέλικαν» / με στίχους του Σεφέρη / τα χέρια απλωμένα προς το λιμανάκι / ενώ η Αϊσέ / με τα ωραία μάτια / μας τραγουδούσε τούρκικα τραγούδια. / Τώρα ποιος ξέρει πού να βρίσκεται» (44). Όμως, η στάση αυτή, καθώς αφορά το παρελθόν, δεν μεταστοιχειώνεται στη συλλογή που σχολιάζουμε σε μιαν εφικτή προοπτική υπέρβασης των διαφορών ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Στο ποίημα «Στη Σαλαμίνα την Κύπρια», στο οποίο ενσωματώνονται διακείμενα από την ποίηση του Γ. Σεφέρη και του Π. Μηχανικού, προβάλλονται τόσο η ιστορική μνήμη όσο και η ευθύνη των πνευματικών ανθρώπων για την ενίσχυση της αγωνιστικότητας του λαού.
Τα ίδια στοιχεία εντοπίζονται στο «Η πόλη μου το Καϊμακλί» (50-53), το αρτιότερο, κατά την άποψή μας, ποίημα της συλλογής, όπου το βιωματικό στοιχείο και η ιστορική πρώτη ύλη συνυφαίνονται και εναρμονίζονται δημιουργικά. Όπως έχει σημειωθεί, στο ποίημα αυτό, «οι νοσταλγικές αναμνήσεις από τον γενέθλιο χώρο διαπλέκονται με τις εικόνες από την Πράσινη Γραμμή και τα άλλα σημάδια της ημικατοχής, μνημεία πεσόντων και αγνουμένων, αλλά και από την πικρία για την καθυστερημένη (μετά θάνατον) απόδοση τιμής στον πατέρα πολεμιστή του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου». Γράφει, για το τελευταίο θέμα, η Μακρίδου: «Η Ελευθερία, Πατέρα, ακόμη δεν ήρθε / κι εσύ έφυγες ανώνυμος, άδοξος / ξεχασμένος από Θεούς και Πολιτεία» (53).
Όπως και σε πολλά από τα υπόλοιπα ποιήματα της συλλογής, έτσι και στο «Η πόλη μου το Καϊμακλί» εντοπίζουμε τη δυναμική αντίθεση μνήμη-λήθη. Οι νεκροί παρουσιάζονται «ξεχασμένοι μες στο μνήμα τους / ν’ ατενίζουν καθημερινά τον Πενταδάκτυλο / κι αυτός να βογκάει φυλακισμένος» (51). Από την άλλη, η αγωνία για την τύχη των αγνοουμένων είναι βασανιστική: «Ποιος ξέρει πού να βρίσκονται σήμερα / ίσως σε κανένα πηγάδι στη Μια Μηλιά ή στην Ομορφίτα […] μες στη σκουριά και την αδιαφορία του χρόνου». Ευθύνη, λοιπόν, των επιζώντων είναι να θυμούνται και να θυμίζουν και, άρα, του ποιητή να συντηρεί ανοιχτό το τραύμα, για να καθοδηγεί τον λαό σε επαγρύπνηση και αγώνα. Εύστοχα, επομένως, υποστηρίχθηκε ότι η «μνήμη και η ευθύνη είναι βασικές έννοιες στην ποίηση της Κλ. Μακρίδου». Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξουμε πως στην ποίησή της, ποίηση του τραύματος, όπως την ονομάσαμε, η άγρυπνη ποιητική συνείδηση παραμένει προσηλωμένη στο χρέος της, που είναι η αγωνιστική εγρήγορση: «Τούτη την πληγή / την κράτησα ανοιχτή / η ψυχή μου να ξαγρυπνά όταν κοιμάμαι» (54). Κεντρικό σύμβολο της αγωνιστικότητας στη συλλογή της Κλ. Μακρίδου είναι η μορφή του Ρε Αλέξη: «Κάπου εδώ κοιμάσαι, Αλέξη, / μέσα στις καρδιές μας / μέσα στο αίμα μας / μέσα στα όνειρά μας / […] Ακόμη κι οι μηδίζοντες / αναγνωρίζουν την ηχώ της φωνής σου».

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ

Ο Φιλελεύθερος 29/10/2016

Κλεοπάτρα Μακρίδου: «Ρε Αλέξης», ιδιωτική έκδοση, 2015

Ποίηση-υπόλογος στην ιστορική μνήμη

Στη συλλογή «Ρε Αλέξης» η Κλεοπάτρα Μακρίδου, εν ολίγοις, λειτουργεί ως αναλυτικός χρονικογράφος, με έντονη, μακρά, ενδεχομένως κάποτε και εξεζητημένη αφηγηματικότητα. Ωστόσο, η ανασύσταση ενός μύθου, από μόνη της, δεν θα αρκούσε για να συντελεστεί μια ποιητική πράξη. Αν δεν συνυπάρχουν παραλληλισμοί και συγκρίσεις με τη σύγχρονη εποχή, με τους συμβολισμούς και τη σημειωτική της, εάν ο χωρόχρονος δεν διαρρηχθεί με όχημα τη φαντασία, εάν δεν ανατραπούν γόνιμα και δημιουργικά πολλές παράμετροι, ποίηση δεν συντελείται. Φρονώ ότι η Κ.Μ., πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, ξεφεύγει επιτυχώς από τους πιο πάνω σκοπέλους. Κι αυτό είναι κάτι που αξίζει να σημειωθεί, καθώς η ποίηση πραγματώνεται. Και πραγματώνεται, κατά κύριο λόγο, μέσω της συχνής προσφυγής στην αρχαία ελληνική μυθολογία και ιστορία, και τις συμβολικές, εμβληματικές φυσιογνωμίες τους, όπως ο Σίσυφος, ο Όμηρος, ο Κίμωνας και άλλοι.

Έχω την άποψη ωστόσο ότι η ποιήτρια, αναπλάθοντας την εξέγερση του «Ρε Αλέξη», που συντελέστηκε το 1426, προσδίδει δυσανάλογα μεγαλύτερη διάσταση στην ελληνορθόδοξη πτυχή της και κατά συνέπεια φωτίζει αμυδρότερα την κοινωνική της πτυχή. Όμως η δεσπόζουσα αιτία της εξέγερσης είχε βαθύ κοινωνικό υπόβαθρο, αφού στην ουσία ήταν απότοκο της ανέχειας των άκληρων χωρικών στα χρόνια της φεουδαρχίας, υπό το ζυγό των Λουζινιανών.

Στο μεγαλύτερο μέρος του συνθετικού αυτού ποιήματος η Κ.Μ. βρίσκεται σε απευθείας πρωτοπρόσωπο διάλογο με τον κεντρικό ήρωα Αλέξη, γεγονός που λειτουργεί προσθετικά ως προς την αμεσότητα του όλου έργου.

Η ποιήτρια βλέπει τον «Ρε Αλέξη» ως εμβληματικό πρόσωπο αναφοράς μέσα στους αιώνες. Βλέπει τον ήρωα ως σύμβολο της κάθε εξέγερσης ενάντια σε κάθε κατακτητή, της κάθε εποχής, από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας: «…Ρήγα Αλέξη, / διαχρονική συνείδηση / του μαχόμενου Κύπριου, / μες στα φέουδα / μες στα φουσάτα των κατακτητών…». (σελ. 21-22)

Η Κ.Μ. λειτουργεί και ως ιστορικός αναλυτής, τοποθετώντας την εξέγερση στο ιστορικό γίγνεσθαι των αιώνων: «Η επανάσταση σας, Αλέξη / τρεις αιώνες πριν την Γαλλική / κι έναν αιώνα πριν τον Πόλεμο των χωρικών / στη Γερμανία / έσπασε την παντοδυναμία / της ευρωπαϊκής φεουδαρχίας / έστω και για λίγους μήνες…». (σελ. 23) Ωστόσο, αφού φτάνει μέχρι τη Γαλλική επανάσταση, διερωτώμαι γιατί δεν προχωρά μέχρι και την Παρισινή Κομούνα έναν αιώνα αργότερα, που είχε τόσα κοινά με την εξέγερση του «Ρε Αλέξη». Κατ’ αρχάς αμφότερες οι εξεγέρσεις είχαν ουτοπικό χαρακτήρα και ως εκ τούτου και μια κοινή ποιητική διάσταση, που θα μπορούσε να αναδειχθεί στο εκτενές ποίημα της Κ.Μ.

Στη συνέχεια πιστεύω ότι η ποιήτρια αστόχως ή μάλλον ατυχώς, χαρακτηρίζει το «Ρε Αλέξη» «σύμβολο Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα» (σελ. 24), διότι στην εποχή που έζησε και έδρασε ο ήρωας, τα έθνη δεν είχαν καν διαμορφωθεί! Τα έθνη, όπως πολύ καλά έχει τεκμηριώσει η ιστορική επιστήμη, αρχίζουν να διαμορφώνονται στα τελευταία χρόνια της φεουδαρχίας και στα πρώτα πρώιμα χρόνια της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η Κύπρος του Ρε Αλέξη, όμως, απείχε πολύ από αυτή την εποχή. Άρα δεν μπορεί να γίνεται λόγος για εθνικούς αγώνες.

Αξιοσημείωτη είναι η προσπάθεια της ποιήτριας να δώσει έμφαση στη διαχρονικότητα της σκλαβιάς και της κατοχής στην πατρίδα μας. Να αναδείξει κοινούς τόπους, ομοιότητες και ταυτοσημίες. Και να προβεί σε προεκτάσεις ευθύβολες ή και υπαινικτικές, που φτάνουν μέχρι τις μέρες μας: «…τα τραγούδια στο λαιμό ξεράθηκαν / μες στους αιώνες…». (σελ. 25) Η συνέχεια, η επανάληψη και η διαχρονικότητα υποδεικνύονται διαρκώς: «Όπως πάντα στην ιστορία / φυσάει διαβολεμένος αέρας!». (σελ. 27)

Βέβαια, ο παραλληλισμός και η συνομιλία με την τραγωδία του ’74 γίνονται κάποτε ονομαστικά και επί λέξει: «Στο ξερό πηγάδι της Άσσιας / συνάντησες Αλέξη, / τα εκατό πτώματα των Ασσιωτών / γυναικόπαιδα, γέρους…». (σελ. 29) Και αμέσως μετά η καθολίκευση και η διάρρηξη αιώνων και εποχών: «Κάθε πηγάδι / συναξάρι νεκρών / γνωστών και άγνωστων / Κι εσύ, Αλέξη, / να σκοντάφτεις συνέχεια / πάνω στο πτώμα του Κίμωνα». (σελ. 29-30)
Λυπούμαι πραγματικά που στο τέλος είμαι υποχρεωμένος να το σημειώσω και αυτό. Έχω τη γνώμη ότι η ποιήτρια -ενίοτε και πολύ σπανίως- διολισθαίνει στο δέλεαρ ενός εντυπωσιοθηρικού βερμπαλισμού, ενός πομπώδους ρητορισμού, που μοιραία την προδίδει στο αισθητικό επίπεδο και λειτουργεί υποσκαπτικά για την όλη προσπάθειά της.

Ολοκληρώνω με τα εννέα αυτόνομα ποιήματα που παρατίθενται στο τέλος της συλλογής, όπου η ποιήτρια συνεχίζει να πραγματεύεται έννοιες όπως η μνήμη, η ιστορία, η ιστορική μνήμη κλπ. Και νιώθει βαθιά υπόλογη απέναντι σε αυτό το εννοιολογικό πλαίσιο, όχι μόνο από το βάθος του τότε, αλλά και από το ύψος του σήμερα: «Πυρακτωμένη λάβα / η μνήμη ξεφυτρώνει μέσα απ’ τη στάχτη / απειλητική σαν σπαθί… /…Κι όπως η ιστορία σε βλέπει / μόνο όταν την βλέπεις, / έτσι και η Σαλαμίνα. / Κομμάτια από την ένδοξη ζωή της σου ανήκουν, / αν ένδοξη είναι η ζωή σου…» (σελ. 49). Θεωρώ τους πιο πάνω στίχους μια από τις καλύτερες στιγμές του βιβλίου.

.

ΓΙΑ ΟΛΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ
ΣΤΕΛΙΟΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ

Παρουσιάζω το ποιητικό έργο της Κλεοπάτρας Μακρίδου Robinet, γιατί είναι καιρός να γνωρίσουν οι πνευματικοί άνθρωποι της πατρίδας της μια ποίηση που ξεχειλίζει από αγάπη για την Κύπρο, πόνο για τα πάθη της, γνώση του μύθου και της Ιστορίας της και προπάντων να ακούσει μια φωνή πληγωμένη, που ζει μακριά, γι’ αυτό και βλέπει πολύ καθαρά πράγματα και καταστάσεις.
Το σύνολο του έργου της αποτελείται από τις εξής ποιητικές συλλογές:
1992 Ωδή για την Κύπρο
1994 «Πάτερ, απελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο»
1996 Σαλαμίνα τε
1998 «Πρέσβυν αρ’ εισδέξομαι πάτερ»
2006 Νόστος των Ηρακλείδων
2013 Το Κάππα της Κύπρου
2014 Μνημόσυνο –Ωδή στον χαμένο υπαξιωματικό Κύπρο Γ. Ιωάννου
Και Ιχνηλασία
2015 Ρε Αλέξης. Ο ηγέτης μιας καταδικασμένης επανάστασης
2015 Άσμα ερωτικό και πένθιμο
Πρόκειται περί εννέα ποιητικών καταθέσεων γραμμένων με συνέπεια και ταυτότητα.
Στην παρούσα ομιλία μου θα δω, εκτός από μια γενική εισαγωγή στο περιεχόμενο
2. την ξενιτειά και την αγάπη για τον τόπο
3. τον γενέθλιο και την ξένην
4. Μυθολογικά, ιστορικά, φιλοσοφικά, θρησκευτικά στοιχεία στο έργο
5. Δεσπόζοντα πρόσωπα, ως τον πατέρα, την μητέρα και άλλους
6. Θα προβώ στο τέλος σε μερικές αισθητικές παρατηρήσεις στους εκφραστικούς τρόπους
Και θα καταθέσω τα συμπεράσματά μου από την περιδιάβαση στο όλον.
Ήδη στο πρώτο της βιβλίο «Ωδή για την Κύπρο» περιέχονται σπερματικά όλες οι άλλες συλλογές.
Ο τίτλος απλός, αλλά βαρύς, περιεκτικός. «Κύπρος»: το κέντρο της ζωής και της ποίησής της και σ’ αυτήν η πρώτη οφειλή και η πρώτη σοβαρή προσπάθεια, εις ύψος λόγου.
«Ωδή»: αρχαιοπρεπές, μεγαλοπρεπές, εγκωμιαστικό είδος ποίησης.
Ως προς το περιεχόμενο, καλώς το είπε ο Καβάφης: «Η πόλις θα σε ακολουθεί». Αυτός ο τόπος και ο πόθος του με τα πάθη του 1974 ακολουθεί τη δημιουργό όπου κι αν βρίσκεται, εντός, εκτός αλλά επί τα αυτά.
Διαβάζω:
«Μες στις αλυσίδες της σιωπής σου
Την ακινησία του ρυθμού σου
Την ανάσα σου ν’ αμφιταλαντεύεται
Την αλμύρα του νερού σου
Τη φυγή σου,
Μαρμάρινο χαμόγελο σε κλωνί ανάνθιστο
Οι πληγές μου
Με καταδίωκαν από γειτονιά σε γειτονιά
Λευκωσία της οδύνης μου
Από πατρίδα σε πατρίδα
Μα οι λεμονανθοί στον κόρφο σου,
Κυπαρίσσι ο καλοκαιρινός ίσκιος σου
Το γιασεμί σου
Μ’ ακολούθησαν, ονόματα παμπάλαια
Αγάλματα, ιστορίες και αίματα
Η τραγωδία σου
Ίλιγγος στο πετσί μου ο πύργος του Άιφελ
Το γραφείο μου, το υπουργείο μου
Κι η θάλασσα ατέλειωτη που μας χωρίζει
Η εξορία μου.»
Η Κύπρος και οι πληγές της γίνονται πληγές της ποιήτριας. Καθοριστικά της ταυτότητας του τόπου, δέντρα και φυτά, η θάλασσα, η Ιστορία κι ο πόνος της πατρίδας την ακολουθούν επώδυνα στον ξένο τόπο, στην καθημερινή της ζωή.
Η ωδή αρχίζει με τους στίχους
«Η πατρίδα μου, τραγούδι ορφανό του χρόνου
Είναι κτισμένη μες στα βράχια, μες στους ανέμους
Μες στο κύμα
Λίγο απόμερα, λίγο ανατολικά, λίγο νότια
Λίγο δεξιά, λίγο αριστερά…»
Με ελάχιστους στίχους τοποθετηθήκαμε συναισθηματικά, πνευματικά, γεωγραφικά.
Αγάπη πατρίδας ίσως να είναι η φράση που ταιριάζει γενικά στην ποίηση της Κλεοπάτρας Μακρίδου. Μια αγάπη που την ακολουθεί και εκφράζεται από τότε που πήρε στο χέρι πένα και χαρτί, για να ιστορήσει διαφοροτρόπως τους καημούς της Κύπρου και της ίδιας ως Ελληνίδας της Κύπρου, που ξέρει να διαβάζει Ιστορία και αδικία, ως εμφαίνεται στο «Πάτερ, απελθέτω απ’ εμού».
Αυτή η ξενιτειά είναι ίσως και μια αιτία της παραγνώρισης της ποιήτριας από πολλούς από εμάς, ενώ θα έπρεπε ήδη από τις πρώτες ποιητικές συλλογές της να καταλέγεται ανάμεσα στις άξιες της κυπριακής γραμματείας, γιατί η ποιητική της δύναμη είναι πηγαία, ειλικρινής, πλούσια και βαθιά.
Έξω από την Κύπρο ζουν, δρουν και γράφουν αξιόλογοι άνθρωποι. Μεγάλο κέρδος μας η γνωριμία με το έργο τους. Αυτογνωσία διά της ετερογνωσίας.
Όπου και να πάει η ποιήτρια συναντά μπροστά της την πατρίδα, ταυτίζει πρόσωπα και τοπία δικά της και ξένα, ενώ στο τέλος ομολογεί, ανακεφαλαιώνοντας το μέγα της μήνυμα, απευθυνόμενη προς την πατρίδα, «Κι αν σου μιλώ συνέχεια για τον πόνο σου τον πόνο μου είναι γιατί δεν έχω άλλη φωνή!»
Είδαμε ήδη -με την αναφορά στον πύργο του Άιφελ στην «Ωδή για την Κύπρο» – όχι μόνο την πατρίδα αλλά και την ξένη. Εδώθε, εκείθε, η πόλις ακολουθεί, όχι πουκάμισο αδειανό αλλά πολιτισμική ταυτότητα.
Όμως η πόλις δεν είναι μόνο τόπος είναι και χρόνος ιστορικός:
«Η πατρίδα μου με τις ρίζες της λίγο ενετικές, λίγο ανατολίτικες»
Μερικά ποιήματα σχετίζονται άμεσα με την ίδια τη ζωή της, με ταξίδια και επισκέψεις σε άλλες χώρες και πόλεις, όπου και πάλι δεν εγκαταλείπει την ελληνικότητά της, ενώ αναδύεται η περηφάνια για την Ιστορία και τον πολιτισμό μας, συνοδευμένα με γνώσεις, μέσα στις οποίες άνετη κυκλοφορεί.
Στιγμές της ζωής και αλησμόνητα επεισόδια καταγράφονται ποιητικά. Το πολιτικό στοιχείο με τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό μας, αλλά και το φιλοσοφικό, κοινωνικό, αισθητικό, με αναφορές σε έργα τέχνης και ποίησης είναι διάσπαρτα στο έργο της, όπως εις «Το Κάππα της Κύπρου».
Αισθάνεται επιτακτική την ανάγκη να εκφράζεται, γι’ αυτό δεν αφήνει ανεκμετάλλευτη καμιά ευκαιρία, ώστε η ποίηση να γίνεται και να είναι καταφύγιο και μνημονική κατάθεση ζωής, σαν ένα ποιητικό ημερολόγιο μέσα στο οποίο παρακολουθούμε τις παγκόσμιες διαδρομές της.
Διαβάζω:
«Τα περασμένα γεγονότα, τα περασμένα κακά σου, τα περασμένα μοιρολόγια σου με ακολούθησαν μέχρι την Ορλεάνη, μέχρι το γραφείο μου, μέχρι το χημείο μου
μέχρι και τη στιγμή που γεννούσα, μέχρι και αύριο μέχρι το θάνατο.»
Η Γαλλία, δεύτερη της πατρίδα, το Παρίσι κι οι φυσικές ομορφιές του με την πνευματική του ζωή και παράδοση. Όπου και να πάει, αγγίζει, ακούει:
«Στο Λούβρο άγγιξα την Ιωνία/την Αίγυπτο, την Φοινίκη/ την Αμαθούντα, το Κούριο/φωνές της Κύπρου…»
Ακόμα και στις βαθύτατα ερωτικές στιγμές της, όπως στην τελευταία ποιητική της συλλογή, ο έρως της πατρίδας όχι μόνο δεν την εγκαταλείπει αλλά αυτός είναι το κύριο θέμα της.
Στη συλλογή «Το Κάππα της Κύπρου» η μνήμη εναποθέτει συνεχώς εικόνες πατρίδας, εικόνες προσώπων και τόπων που έχουν χαραχτεί ανεξίτηλα μέσα της τόσο, που την πληγώνουν γιατί βρίσκεται μακριά, ή πάλι, ίσως η ξενιτιά της να είναι και η αιτία του πόνου, που τον γεμίζει με τα ποιήματά της για να λυτρώνεται.
Η μελέτη του έργου της επιβεβαιώνει πως πρόκειται για τον αιώνιο Οδυσσέα που έφυγε από την πατρίδα κι όμως δεν μπορεί να κάμει μακριά της, ιδιαίτερα μετά το 1974.
Γι’ αυτό και οι επισκέψεις της στο νησί αθανατίζονται με περιγραφικά ποιήματα τόπων, όπως τα ποιήματα «Ένα τραγούδι για την Πάφο», «Στην Παναγία του Άρακα», «Στη Σαλαμίνα την Κύπρια», «Η πόλη μου το Καϊμακλί».
Αυτή όμως η πατρίδα έπλασε μυθολογία και έγραψε Ιστορία
«την οργή του Αγαμέμνονα, τους έρωτες της Ελένης, το πάθος της Κλυταιμνήστρας.»
Μνήμες από την βαθιά στο χρόνο ελληνική μας γραμματεία, με πρώτο πάντα το θείο Όμηρο, όλη η μυθολογική σκευή για τη θλίψη και την οργή, για το κακό που επέπεσε στο νησί μας, χρησιμοποιούνται για την έκφραση της πίκρας.
Οι μυθικοί ήρωες ξαναζούν τα πάθη τους. Από αρχαιοτάτων χρόνων μύθοι για τη γέννηση αυτού του τόπου και τη μοίρα του επαληθεύονται με τις ιστορικές στιγμές της κατακρεούργησής του.
Ο πόνος του εκπατρισμένου από μια παθούσα πατρίδα, ο επανερχόμενος Οδυσσέας με τον πόθο για την Ιθάκη, από τόπους και ιστορικούς χρόνους πολυποίκιλους από αρχαιοτάτων έως συγχρόνων ηρωικών, οι περασμένοι κατακτητές με τους ηρωικούς αγωνιστές μας, αλλά και οι προδοσίες γίνονται ένα, ενσωματώνονται στην ποιήτρια και στο έργο της.
Μέσα από την κάθε καταστροφή της Ιστορίας μας αναδύεται η Τροία, κι η ενοχή των ζώντων να μνημονεύουν τους πεθαμένους συντρόφους και να αναζητούν την εκδίκηση.
«Ποιητής και τώρα Οδυσσεύς/κτυπώ φωνή σφυριά εν ερήμω/
ναυαγός και ανώνυμος/γίνομαι πέτρα που καπνίζει./
Γόνατα σπασμένα από φαράγγια άβατα/
και καταριέμαι τους θεούς/που σ’εγκατέλειψαν…
Εδώ σιμά/
μας έχουνε μολύνει τόσες μνήμες/οστά χλωρά ακέφαλης Νίκης/
στους ώμους φορτώνω/τα ολιγόστιχα απλοϊκά μου ποιήματα.»
Μέσα στην ίδια την Ιστορία μας, ποταμοί αιμάτων, άρα ρεαλιστικές εικόνες καταστροφής, ως τις νατουραλιστικές, ασυνήθιστες στην ποίηση, εκφράζουν τις καταστροφικές συνέπειες των εχθρικών επιδρομών ενάντια στην πατρίδα και στον πληθυσμό της.
Και όμως αυτή την Ιστορία προσπαθούν μερικοί να αλλοιώσουν. «Γρηγορείτε».
Η αποθέωση του κακού, η προσπάθεια παραποίησης της Ιστορίας μας, η μεταμόρφωση του προσώπου, η ισοπέδωση των πολιτισμών οδηγούν στην κραυγή:
«Γρηγορείτε, προτού η πληγή γίνει φαράγγι και γκρεμιστούν μέσα του τα όνειρά μας.»
Η ταύτιση της ποιήτριας με την πατρίδα, επιτυγχάνει τη σύζευξη του λυρικού με το επικό, του υποκειμενικού με το αντικειμενικό
Την τραγικότητα της Ιστορίας μας συλλαμβάνει στο ποίημα «Εσύ και οι πληγές μου…» στη συλλογή «Ιχνηλασία», όταν με τη γένεση της πατρίδας και την παρθενική ονειροπόλησή της για ένα ευτυχές μέλλον με ιδανικά,
παρατηρεί πως τα ανθρώπινα οδηγούσαν σε αντίθετα μονοπάτια. Οι προδοσίες, η κολοβή ελευθερία, τα παιχνίδια των μεγάλων και οι ευθύνες μας, οδήγησαν στον τόπο στην καταστροφή, πολιτική και οικονομική.
Η τραγική μοίρα του τόπου, αγώνες, θυσίες, προδοσίες, όνειρα, μέσα από ιστορικές στιγμές και πρόσωπα ποιητικά δοσμένα, κυοφορούν, στην ποίηση της Κλεοπάτρας Μακρίδου, την επίγνωση της μοίρας των μικρών και αθώων.
Η μοίρα του τόπου καρφωμένη στη μοίρα των ανθρώπων του -και ιδιαίτερα των ποιητών του- συλλαμβάνεται ως βαθύτερη ιστορική πορεία με τραγικούς πρωταγωνιστές που απολήγει,
αφ ενός στην επίγνωση της αδυναμίας μας, αφ ετέρου στο πείσμα των αγώνων και την προθυμία για θυσία:
«Κι εμείς θα προσφέρουμε το σώμα μας, του έρωτα προσάναμμα για το μεθύσι της Ελευθερίας με σπόρους αρχαίους και χώμα για την ποίηση.»
Η ανάβαση στα ύψη του μύθου και η εμβάθυνση στη μοίρα αίρει από το παρόν και διαιωνίζει τα πάθη της Κύπρου στον πνευματικό κόσμο της Τέχνης.
Τριών χιλιάδων χρόνων γενιές ελληνικές με τους μύθους, τους θρύλους, τους ήρωες, τις ανόδους και καθόδους της Ιστορίας, έχουν ως έξοδο του χορού από την ορχήστρα μια καταστροφή και το χάσιμο των οριζόντων, του προσανατολισμού.
Η σύλληψη της έννοιας της μοίρας και της τραγικότητας του τόπου και των ανθρώπων της σημαίνει την προσπάθεια του ανθρώπου να εξηγήσει τα ανεξήγητα, την αδικία, τις περιπέτειες ή ανατροπές.
Έτσι, αναγκαστικά, ανέρχεται σε φιλοσοφικές συλλήψεις της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, τη μοίρα και το δυσβάστακτο βάρος της. Ποιήματα που οδηγούν όλο και σε περισσότερο βαθύ προβληματισμό για τη μοίρα των ανθρώπων, των λαών, των πολιτισμών, στην Παγκόσμια αλλά προπάντων στην ελληνική Ιστορία, μια ενδοσκόπηση που ολοένα περικυκλώνει το θέμα με όσα ο λόγος παρέχει όπλα, ένας θαυμαστός πλούτος γνώσεων και αληθειών, οδηγεί την ποιήτρια σε συλλήψεις με παναθρώπινο χαρακτήρα.
Από τα γενικότερα στα επί μέρους και αντίθετα, το ένδον σκάπτειν συνεχίζεται από τη μια συλλογή στην άλλη, με έμπνευση αδρή, σταθερή, πυκνή, βαθιά.
Όλος όμως αυτός ο πνευματικός αγώνας δεν οδηγεί σε απτά αποτελέσματα φωτός, αφού η αδικία συνεχίζεται και ο κόσμος της Κύπρου είναι καταρρακωμένος. Η ποίηση όμως κατορθώνει να τον αποκαταστήσει στο επίπεδο του πνεύματος, στην ιδέα, στο άφθορο.
Κάποτε η κατάσταση αποδίδεται με βιβλικές εικόνες των παθών.
Εικόνες από την θρησκευτική παράδοση συνταιριάζονται με την ποντιοπιλατική στάση των παγκόσμιων πολιτικών κέντρων αποφάσεων. Η ταύτιση των παθών του Κυρίου και της πατρίδας, η διχόνοια, η εισβολή, ιστορικοί σταθμοί και θυσίες οδηγούν σε μια πρόσωπο προς πρόσωπο επικοινωνία με τον Θεάνθρωπο: «Η ψυχή Σου σπαρταρά επάνω στο σταυρό μας» στη συλλογή «Πάτερ απελθέτω…»
Μια ελπίδα πάντα στο βάθος του ορίζοντα προερχόμενη από από τις θυσίες, από τη συνύφανση Ιστορίας και Θρησκείας, από τα πρότυπα και αρχέτυπα του πολιτισμού μας οδηγεί σε εκφραστικά μέσα φλεγόμενα και φλέγοντα.
Νιώθει βαθιά και πλατιά τον πόνο της πατρίδας, σε μια προσευχή –διάλογο με τον Κύριο και τα πάθη του, όπως και τα πάθη των ηρώων αυτής της γης, προαιώνια, παλαιά και σύγχρονα, με τελευταία των αδικοχαμένων της τουρκικής εισβολής.
Οι σταθμοί της επαναστατικής απελευθερωτικής ιστορίας μας είναι πολλοί, με θυσίες και αίμα σφραγισμένοι.
Στο «Πάτερ, απελθέτω…» η ιστόρηση των αποτυχιών μας ως λαού αποτελεί μια πρωτότυπη σύλληψη ελεύθερα δοσμένη ποιητικά, με υπόκωφο πάντα το ρυθμό μιας καρδιάς πληγωμένης και τεμαχισμένης όπως η πατρίδα.
Η Κλεοπάτρα Μακρίδου κατορθώνει να συνταιριάσει την προσωπική αγάπη για την πατρίδα με την θεανθρώπινη ιστορία και τα φρικτά πάθη του Κυρίου. Αγκάλιασε την ελληνική μας ιστορία και τις θυσίες των ηρώων μας, κρατώντας πάντα φλογερή την ελπίδα της δικαίωσης!
-Ως τώρα είδαμε σε μια ανοδική πορεία από διάφορα έργα της την αγάπη στην πατρίδα, το μυθολογικό και ιστορικό στοιχείο, τη φιλοσοφική ερευνητική μέσα στην τραγωδία του τόπου, το θεανθρώπινο δράμα της πατρίδας.
Μια άλλη πτυχή της ποίησής της είναι η επικέντρωση σε συγκεκριμένα πρόσωπα.
Πρώτα, τα κύρια πρόσωπα στο έργο, ο πατέρας και η μητέρα.
Για τον πατέρα η συλλογή του 1998 «Πρέσβυν αρ’ εισδέξομαι πάτερ» στίχος από την Ιφιγένεια εν Αυλίδι.
«Ο πατέρας δεν άντεξε και πήρε το δρόμο των πεθαμένων δεν άντεξε την προσβολή. ‘Η Κερύνεια είναι δική μας’ είπε και ξεψύχησε» είχε γράψει προηγουμένως στη συλλογή «Σαλαμίνα τε…»
Ο σεβασμός της θυγατέρας στον νεκρό πατέρα, ενδύεται στη συλλογή αυτή την ποιητική στολή, για να εκφράσει τη ζωή, την προσφορά, την οφειλή.
Η ορφάνια του μικρού παιδιού, πατέρα αργότερα, το φυσικό περιβάλλον, η πρώτη αντίστασή του στο θάνατο κι ο αγώνας του για απελευθέρωση από τα όποια δεσμά, μεταδίνονται στα παιδιά του ως ιδανικά ζωής στο σκλαβωμένο νησί.
Στρατιώτης των ελληνικών αγώνων κατά το β΄ παγκόσμιο πόλεμο, αιχμάλωτος, επανερχόμενος επιδίδεται στον αγώνα για επιβίωση και ανατροφή των παιδιών μέσα στις περιπέτειες και τις αγωνίες, με τη μικρή τότε θυγατέρα να παρακολουθεί και να βιώνει την περίοδο του αγώνα επί αγγλοκρατίας.
Σημαδιακά γεγονότα συνταράζουν και σφραγίζουν την κόρη, παραμυθικά διδάγματα την οδηγούν, θεμέλια τίθενται, πρόσφορο το έδαφος για να φυτρώσει ο σπόρος του καλού στην εξορία της και στην πάσχουσα Πατρίδα.
Ένας κομμός της αρχαίας τραγωδίας απαντάται εδώ, ο νεκρός πατέρας σπέρνει το σπόρο της ποίησης κι η ραγισμένη και θλιμμένη φωνή της θυγατέρας προσκομίζει στίχους συγκλονιστικούς.
Τα ποιήματά της για τη μητέρα, στη συλλογή «Το Κάππα της Κύπρου», όπως προηγουμένως για τον πατέρα, αποτελούν και το καλύτερο μνημόσυνο και τη δημόσια ομολογία για την οφειλή της κόρης προς τους γονείς.
Συνομιλία με τα αγαπημένα πρόσωπα, άμεση εξομολόγηση του πόνου του αποχωρισμού, και της τραγικής αντιστροφής των όρων της ζωής, άλλα ονειρευόταν, αλλού οι δρόμοι την οδήγησαν.
Όπως γράφει σε ένα από τα νεότερα ποιήματά της, του 2015,
«Μα εσύ Πατέρα κι εσύ Μητέρα, καθώς δακρύζετε μέσα από το μνήμα σας πριονίζετε τη μνήμη μου με τους αναστεναγμούς σας.»
«Νήσός τις έστι…»
Ἐνα ποίημα στο οποίο για πρώτη φορά εισέρχονται οι Τουρκοκύπριοι, κι οι προσπάθειες για λύση, μέσα στο γενικότερο κλίμα της εποχής του και των γενικότερων ελπίδων και τάσεων.
Άλλα ποιήματα, σε συγκεκριμένους φίλους, όπως στη μνήμη της Νίκης Μαραγκού και στην πνευματική τους σχέση, ποίημα με τίτλο «Νερά της Κύπρου, της Συρίας και της Αιγύπτου…»
Ένα ποίημα για ένα συγκεκριμένο νεκρό ήρωα πολεμιστή έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο, πρόσωπα, τον ήρωα, τον πατέρα και μητέρα του, τον τόπο, γνωστά στην ποιήτρια χώματα κοντά στην Ομορφίτα και στο Καϊμακλί, μαύρο σημάδι στο χρόνο θανάτου, Ιούλης 1974, και ανταριασμένες συνθήκες.
Αυτή είναι η βάση πάνω στην οποία στήνεται το ποιητικό οικοδόμημα της «Ωδής στο Χαμένο Υπαξιωματικό Κύπρο Γ. Ιωάννου». Ένας αέρας ίσως περνά από άλλα παρόμοια ποιήματα, όπως εμφαίνεται και από τον τίτλο, όμως αμέσως η δημιουργός αφήνεται στον ίδιο τον εαυτό της, πλούσιο σε γνώσεις Μυθολογίας και Ιστορίας, ένα θησαυροφυλάκιο από το οποίο μπορεί να αντλεί ό τι και όποτε χρειαστεί.
‘Ετσι, πλην του αφηγημένου γεγονότος, ανάγεται η ποιήτρια στο ευρύτερο και ανώτερο επίπεδο των Ελλήνων ηρώων της Ιστορίας μας, από Ομηρικής Ιλιάδας και εξής, για να εντάξει μέσα στο ηρωικό πνεύμα της παράδοσης και τον συγκεκριμένο νέο, Κύπρο Γ. Ιωάννου.
Το ποίημα αρχίζει με την νοσταλγική τοπογραφία και ανθρωπολογία, με ήθη ανθρώπων παρωχημένης εποχής, συγκινητικά στην αγνότητά τους, με το ανθρώπινο και θεϊκό στοιχείο αξεδιάλυτα.
Έργα και Ημέραι, θα έλεγε ο Ησίοδος, σε μια χορωδία με τον Ονήσιλο, τον Οδυσσέα, την Αντιγόνη. Διαπλάτυνση στο χρόνο και στον κόσμο των ιδεών που ελευθερώνει από το συγκεκριμένο και οδηγεί στο γενικότερο ηρωικό κλίμα.
Η ομορφιά του ήρωα μυθολογικά παραπέμπει σε αρχαίες θεότητες και θρύλους, με φιλοσοφική διάθεση και αποφάνσεις.
Οι δύσκολες ώρες στο ρολόι του 1974 μόνο με παρόμοιες ιστορικές μπορούν να συνηχήσουν, για να φωτιστεί η Ιστορική στιγμή στη επαναληπτικότητά της.
Ο συγκεκριμένος τόπος, αιρόμενος σε μυθολογικά ύψη, προσφέρει την απαραίτητη απόσταση, για να δοξολογηθεί στη γενίκευσή της η θυσία του ήρωα, με την τραγικότητα της μοίρας που παίζει τον καίριο μεταφυσικό της ρόλο.
Το συγκεκριμένο, συνυφασμένο αξεδιάλυτα με το μυθολογικό, ιστορικό, θρησκευτικό στοιχείο, αίρεται στο ύψος του ποιητικού λόγου, που υμνεί και διαιωνίζει.
Συνεχίζοντας το προσκύνημα στο τέμπλο των ηρώων της στέκομαι στον Ρε Αλέξη.
Από τις τελευταίες ποιητικές της συλλογές, (2015) ο Ρε Αλέξης, ο ηγέτης μιας καταδικασμένης επανάστασης με ιστορημένη την εποχή της Φραγκοκρατίας, τους διωγμούς των μοναχών της Καντάρας και το μέστωμα της επαναστατικής ιδέας στα στήθια του Ρε Αλέξη, ιστορικό ποιητικό αφήγημα, μιας εποχής δυστυχίας για τους γηγενείς, μα η ιστορική συνείδηση σιγόκαιε κι ετοίμαζε μια πρωτοπόρα επανάσταση των χωρικών της Ευρώπης.
Γνώστης της Ιστορίας των επαναστάσεων, η ποιήτρια κρίνει, καταξιώνει, ιεραρχεί την επανάσταση, συνειδητοποιώντας το έργο που επιτελεί:
«Κι εγώ το πυρακτωμένο βλέμμα σου μάχομαι να ανασύρω από την εθνική λήθη.»
‘Ομως γνωρίζει από ποιους και πώς γράφεται η Ιστορία, συνταιριάζοντας ποίηση και Φιλοσοφία της Ιστορίας. Από τα τότε όμως γεγονότα αναθρώσκουν τα σύγχρονα της τουρκικής εισβολής, οι κακουχίες της φραγκοκρατίας συναντούν τη σύγχρονη τουρκοκρατία.
Διαβάζω:
«Ονειρεύτηκα, Ρήγα Αλέξη, πως γύρισες σ’ απύθμενες ώρες κι ήσουν ωραιότερος ακόμα με χαρακιές στο μέτωπο πιο βαθιές σημάδια του αμείλικτου χρόνου που περνάει και τα μάτια σου υγρά ν’ αναδίνουν τη θλίψη των προδομένων.»
Στις αισθητικές παρατηρήσεις τώρα
Γενικά, η ποίηση της Κλεοπάτρας Μακρίδου είναι πηγαία, γιατί είναι γνήσιος ο πόνος και η συνειδητοποίησή του.
Ο στίχος, που εκφράζει τα πάθη του τόπου, χύνεται πυρακτωμένος, ελεύθερος, μοναδικός, με πλούσια και ποικίλη εκφραστική δύναμη. Με ποιητικά άλματα, καινούργιους δρόμους, πειραματισμούς θεμιτούς, για νέους εκφραστικούς τρόπους στην ποίηση
Συλλογές της γραμμένες προ εικοσαετίας είναι πολύ σύγχρονες και αξίζει να διαβαστούν ως κολυμβήθρα αναβάπτισης της μνήμης μας, σε μια από τις πράγματι κορυφαίες και κρίσιμες στιγμές της Ιστορίας μας. Οι ποιητές έχουν τον ανανεωτικό λόγο.
Οι στίχοι σε υψηλό βηματισμό, έκφραση και περιεχόμενο, μαρτυρούν μια ανωτέρου επιπέδου ποιητική γραφή.
Στο «Νόστο των Ηρακλείδων» του 2006 βρισκόμαστε μπροστά σε ένα σταθμό στην ποιητική πορεία της Κλεοπάτρας Μακρίδου, που φανερώνεται στη ρηματική της σκευή και στην επιθετική, ένας πλούσιος τώρα κόσμος εισβάλλει, ύστερα σίγουρα από πολλή μελέτη της γλώσσας.
Τολμηρά λεκτικά πρωτότυπα σύνολα ομολογούν την μελετημένη, σπουδασμένη, γνώστρια της γλώσσας και της Ιστορίας, απελευθερωμένη ποιήτρια, ριζωμένη από τη μια στην πλουσιότατη παράδοσή μας και από την άλλη την ιπτάμενη στον ελεύθερο αέρα της ποίησης.
Η ποιητική πρόοδος είναι εν πολλοίς οφθαλμοφανής.
Και η λεξιλογική επανάσταση. Όσο κι αν το θέμα είναι η μεγάλη πληγή της πατρίδας και του ταυτισμού της με την ποιήτρια, ο πλούτος των εκφραστικών μέσων είναι τόσος κι οι τρόποι τόσοι πολλοί που προκαλούν τον γνήσιο θαυμασμό του επαρκούς αναγνώστη, που παρακολουθεί τις εναγώνιες προσπάθειες εκφραστικής διεξόδου του ανθρώπου που ποιεί και επιδιώκει τον εμπλουτισμό της ποίησής του, έστω και με ελαφρούς απόηχους άλλων μεγάλων της λογοτεχνίας, ένα γνώρισμα της τέχνης της, θετικό, όταν ερμηνευτεί παρόμοια με την «επίκληση στην αυθεντία» στον πεζό λόγο.
Τα ποιήματα διατηρούν τα γνωρίσματα της αμεσότητας της επικοινωνίας, κι ενός αβίαστου και φυσικού εκπληκτικού συνδυασμού λέξεων, που οδηγεί στο συμπέρασμα πως μια πηγή λαλέουσα μας δίνει τη χαρά να ποιεί και να μας προσφέρει την ευκαιρία της μετοχής στον ποιητικό της κόσμο, για τα οποία πάντοτε ευχαριστούμε οι αναγνώστες τους ποιητές.
Κάποτε στην ποίησή της προβληματίζει η διάζευξη: ή ποιήματα του συγκεκριμένου τόπου, χρόνου, προσώπων
ή ποιήματα προσπάθειες σύλληψης του ασύλληπτου, που εκφράζουν την ίδια την ψυχή, τη ζωή, το νόημα, όπως νεφελωδώς και ποιητικά συλλαμβάνεται και εκφράζεται, όπως στη συλλογή «Ιχνηλασία».
Η απάντηση είναι δύσκολη, ποια είναι τα προτιμότερα, γιατί ενώ ο αναγνώστης χαίρεται ποιήματα αφηρημένα, όπου κελαηδεί ελεύθερο πουλί ο ποιητής και εκφράζεται, όπως το «Ενύπνιος φωνή», βαθύτατο τραγούδι της ψυχής, συλλήψεις του ασύλληπτου και ουσιώδους που περικλείει τη ζωή της,
έρχονται όμως και ποιήματα συγκεκριμένου τόπου- χρόνου- προσώπων, που οδηγούν τον αναγνώστη στην αναβίωση κοινών με τη δημιουργό παραστάσεων, όπως το «Η άλλη όψη της Λευκωσίας» με το οποίο ταξιδεύουμε σε γνώριμους τόπους και ξαναζούμε χρόνια της ζωής μας με τη δωρεά του λόγου.
Το τελευταίο της έργο «Άσμα ερωτικό και πένθιμο» θυμίζει βέβαια ως τίτλος μόνο το ηρωικό εκείνο του Ελύτη, θέτει όμως ως προμετωπίδα στίχους από τον Ερωτικό Λόγο του Σεφέρη, Ρόδο της μοίρας… μια προσκόλληση στους μεγάλους και θαυμασμός, η επίκληση στην αυθεντία που λέγαμε.
Είναι δύσκολο να αναλύσει κανείς όλα εκείνα τα στοιχεία που διακρίνουν ένα ποίημα από την πεζολογία, ακούει όμως εδώ, τον εσώτερο λόγο, στο διάλογό του με τον άλλο, τα αναπάντητα ερωτήματα, και το ξάφνιασμα από τα εκφραστικά ευρήματα.
Διαβάζω: «Κλείνω τα μάτια και Σε σκέφτομαι σκέφτομαι το σώμα Σου, πώς να είναι άραγε; Δεν πρόλαβα να το κοιτάξω και η θάλασσα είχε ήδη μπει μέσα μου καθώς το αίμα ταξιδεύει χωρίς πυξίδα.»
Η θάλασσα μπαίνει μέσα στον άνθρωπο, η αντιστροφή των πραγμάτων, η άλλη οπτική της ποίησης, ταξιδεύει το αίμα χωρίς πυξίδα, αφήνεται ελεύθερη και απροσανατόλιστη η έμπνευση κι ο λογισμός. «Οι νύχτες ασέληνες αιμορραγούν».
Προσωποποιήσεις, μεταφορές , υπονοούμενα, και προπάντων εικόνες τολμηρές, χωρίς τις οποίες ποίημα δεν υπάρχει. Κινηματογραφικές σκηνές, σ΄ένα σπασμένο χρόνο, ασυνεχή, ασπόνδυλο, με τα πηδήματά του, η μνήμη στο κουτσό. Όλες οι αισθήσεις σε διέγερση. Κίνηση, ρυθμοί, χρώματα, ύλη στις αποχρώσεις και στην ποικίλη υφή της. Όλα αυτά δεν είναι λέξεις κενές περιεχομένου αλλά ζωντανή απαίτηση μιας πλήρους ψυχής να εκφραστεί, κι έτσι βρίσκει τις αντίστοιχες λέξεις.
Αλλά ο λόγος δεν έχει τελειωμό, αν δεν του θέσεις όρια.
Αναλογιζόμενος τις συλλογές, φοβούμαι πως πολύ λίγα λέχθηκαν.
Ευτυχώς το έργο είναι εκεί, και προσκαλεί τους αναγνώστες.
Τελειώνω με στίχους αντιπροσωπευτικούς εαυτής.
Ένα από τα ποιήματα που εκφράζουν την ίδια, όταν συλλαμβάνει την ουσία του εαυτού της:
«Μια ζωή να νοσταλγείς αυτό που ποτέ δεν έζησες
παρά στα όνειρά σου
κι όμως αυτό ήταν όλη σου η ζωή…»
Η δημιουργός συνεχίζει το έργο της – με τις ευχές μας- ανάμεσα στην πατρίδα και την ξενιτιά της, με όλες τις σημασίες των λέξεων πατρίδα και ξενιτιά, με ιχνηλασίες εντός και εκτός.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.