ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΡΟΥΜΠΑΣ

 

Ο Γιάννης Στρούμπας γεννήθηκε το 1973. Κατάγεται από την Κομοτηνή, όπου και διαμένει μόνιμα. Είναι φιλόλογος και διδάσκει στη μέση εκπαίδευση. Τακτικός συνεργάτης του λογοτεχνικού περιοδικού Τα Ποιητικά. Συνεργασίες του έχουν φιλοξενηθεί στα έντυπα ή ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά Απόπλους, (δε)κατα, Διαπολιπσμός, Διάστιχο, Δίοδος 66100, Εξιτήριον, Θέματα Λογοτεχνίας, Θευθ, Κ, Κουκούτσι, Μανδραγόρας, Νέα Ευθύνη, 0 Αναγνώστης, Πλανόδιον, Πορφύρας, Φτερά Χήνας, Χάρτης, Bibliotheque, Poeticanet, Poetix και αλλού.
Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές, δύο τόμους δοκιμίων, δύο ανθολογίες, ενώ έχει συμμετάσχει και σε συλλογικά έργα. Η διπλωματική του εργασία, πραγματεύεται το υπερλογικό στοιχείο στο λογοτεχνικό έργο του Αργύρη Χιόνη.

 

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΟΙΗΣΗ

(2006) Τ’ αναγκαία προς το τ-ζην, (Γαβριηλίδης)
(2010) Λεπρές ισορροπίες, (Γαβριηλίδης)
(2016) Γραφείον ενικού τουρισμού, (Καλλιγράφος)
(2023) Περίμετρος  (Σμίλη)

ΑΝΘΟΛΟΓΗΣΗ

(2020) Αργύρης Χιόνης. Έλληνες ποιητές – η γενιά του ’70, εισαγωγή – ανθολόγηση Γιάννης Στρούμπας, Γκοβόστης, 
(2019) Ο ποιητής Αλέξανδρος Σούτσος εισαγωγή – ανθολόγηση Γιάννης Στρούμπας, Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος – Εκδόσεις Γαβριηλίδης

ΔΟΚΙΜΙΟ

(2021)«Η ασάφεια των ορίων» Το υπερλογικό στοιχείο στο λογοτεχνικό έργο του Αργύρη Χιόνη (Σμίλη)
(2018) Κλεφτοπόλεμος, (Καλλιγράφος) 
(2013) Άσυλο ανιάτων, (Καλλιγράφος) 

.

.

 

ΠΕΡΙΜΕΤΡΟΣ (2023)

προς αποβάθρες
ΜΥΡΜΗΓΚΟΦΩΛΙΑ

Τι κρύβει μέσα της
μια μυρμηγκοφωλιά;
Τι ζει και πώς
στο πολυδαίδαλο σκοτάδι;

Μικρός,
ανασκαφέας σάρωνα
με τη χούφτα το ανάχωμα
κι έμπηγα το κλαδί
ν’ ανοίξω λεωφόρο.
Τζίφος.
Απλή μετάθεση του σκότους
για κάποια εκατοστά.

Τώρα πια ξέρω
Υπάρχει κι άλλος τρόπος.

 

ΕΙΝΑΙ ΣΚΗΝΗ

. ..πως είναι οι γραμμές Αχέροντας
πως ο συρμός 8εν είναι παρά -η λέμβος
πως τα εισιτήρια υποκαθιστουν τα κέρματα
στο στόμα των νεκρών
κι ακόμα ότι οόηγός
είν ο ψυχοπομπός…
ΤασούλαΚαραγεωργίου, «Οι παρομοιώσεις»

Από την ποιητική συλλογή Το μέτρο
Οι αποβάθρες τούτες δω
δεν στέκουν σε λιμάνι
Μήτε Αχέροντας κυλά
Μήτε βαρκάρης λάμνει
Μήτε απαιτείται οβολός
Μήτε είναι τα βαγόνια
βάρκες στον Άδη που οδηγούν
στη λήθη που απολήγουν
κι αλέ ρετούρ στην πρύμνη τους
διόλου δεν σηκώνουν.

Οι αποβάθρες τούτες δω
δεν είναι αποβάθρες.
Είναι σκηνή θεατρική
μ’ υπόγειες παραστάσεις.
Μονόπρακτα αλλεπάλληλα
στα βάθη ανεβαίνουν
πιστή αναπαράσταση
ηρώων που κατεβαίνουν.
Κομπάρσοι είναι οι ήρωες
Κομπάρσοι μα δαιμόνιοι
Ηθοποιοί δεινότατοι
Υποκριτές δαιμόνοι.

Υποκριτές δαιμόνοι.
Θεατρίνοι ανεξάντλητοι.

Οι αποβάθρες τούτες δω
δεν είναι αποβάθρες.
Είναι σκηνή θεατρική.
Μ’ αυλαία που δεν πέφτει.

 

ΑΠ’ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ

στη μητέρα μου

Κολλώ το πρόσωπο στο τζάμι

Στατικός ηλεκτρισμός
στατικοί επιβάτες
καθίσματα
οθόνες
σκάλες ηλεκτρικές

Ξεψυχισμένο βουητό
Ξεψυχισμένη εκκίνηση

Το φως βουλιάζει στις στοές

γκρίζο χλωμό μαύρο
μπετόν τσιμέντα σκυροδέματα
μπετόν τσιμέντα σκυροδέματα

Νέο φως, νέα στάση, νέα εκκίνηση
μπετόν τσιμέντα σκυροδέματα

Νέο φως, νέα στάση, νέα εκκίνηση
μπετόν τσιμέντα σκυροδέματα

Απ’ το παράθυρό μου τρέχουν
Τα σκυροδέματα.

 

ΣΧΕΔΙΑ ΨΗΛΑ ΣΤΟ ΚΥΜΑ

Δεν θα βαλτώσω εγώ στις σήραγγες
ούτε μισού ξεκουρντισμένου ακορντεόν.
Ούτε μισή συμπόνια γλυκερή
δεν θα με καθηλώσει εκεί στα βάθη.
Πίσω μου τ’ αφήνω όλα.
Έξω καρδιά το έξω συναντώ
απ’ όλες τις εξόδους.
Πρύμο αεράκι με σηκώνει στον αφρό
σχεδία ψηλά στο κύμα.

Σχεδία; Σχεδία; Σχεδία;
Πού βρέθηκαν αυτοί σε κάθε έξοδο;
Πώς τόσες διαφυγές μου τις βουλιάζουν
στην επιφάνεια;
Από παντού πώς έκλεισαν
σε μέγγενη περίμετρο
την κάθε μου απόδραση;
Περί μετρό και κάθε κακής έξεως,
κολοκυθόπιτα.

Α, όχι. Σχεδίαζαν
χωρίς τον ξενοδόχο.
Φεύγω ευθύς αμέσως,
Μήτε να τους κοιτάξω δεν γυρνώ.
Ευθύς αμέσως
Θα φέρω εδώ την Καλυψώ
όλους να τους βολέψει. Μακριά,
πολύ μακριά,
απ’ την ενοχλημένη βόλεψή μου. 

 

προς καταβόθρες

 

ΠΑΡΑΛΛΗΛΟ ΣΥΜΠΑΝ

Της σήραγγας
η μαύρη τρύπα με ρουφά.
Μεταφορά ενέργειας.
Δεν ξέρω αν θα λιώσω
ή αν εξέλθω ζωντανός
σε σύμπαντα παράλληλα.

Ξανά στο φως.
Ξανά
στο ίδιο άγχος της πηχτής,
απόκοσμης ροής,
ξένης ροής
παράλληλων σωμάτων.

Είναι σαφές. Υπάρχουν
κι άλλα σύμπαντα.
Επακριβώς παράλληλα.

 

ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΥ

Ρολάρει αριστοκρατικός.
Πολύχρωμος, αστραφτερός
Λάμψη σταρ σε διαφήμιση
Λάμψη σταρ στο σανίδι.

Περίεργο σκηνικό.
Είθισται οι σταρ
να ίπτανται σε φώτα.
Τούτος ο συρμός
ρολάρει στο ημίφως
ρολάρει ρόλο εμπορικό
ντυμένος τη διαφήμιση ολόσωμα.

Όχι σαν τον άλλον
τον ηλικιωμένο, τον μουντό
που χάνεται στο τούνελ γηραλέος
κι ούτ’ ένα βλέμμα πάνω του.
Γυμνός εξαφανίζεται
στη χιονισμένη του άβυσσο.

Εξαφάνιση ηλικιωμένου.

 

ΣΤΗΝ ΤΖΑΜΑΡΙΑ

Τζάμια στο τούνελ
λες, αχρείαστα
σκοτάδι πίσσα η σήραγγα
δεν έχει δα και τίποτα
να δεις απέξω.

Απέξω. Τι να το κάνεις το απέξω.
Μέσα είναι η κάθε ομορφιά.
Γιαγιάδες μ’ εγγονάκια
Έφηβοι με χαμόγελα κι αστεία
Ζευγάρια ερωτευμένων νέων
Όλο υγεία και δροσιά
Να καμαρώνεις!

Να καμαρώνεις
Διακριτικά.
Ποτέ κατάματα.
Μακριά από παρεξηγήσεις.
Στην τζαμαρία να καμαρώνεις.
Στην τζαμαρία.

 

ΣΦΗΚΟΦΩΛΙΑ

στον πατέρα μου

Τι. έξω της διαλαλεί
μία σφηκοφωλιά;
Σε ποιο ύψος αίρεται και πώς
σε βάθη σκοτεινά συνωμοτώντας;

Παιδί,
έβλεπα σφήκες κι έτρεχα
πίσω απ’ τον πατέρα να κρυφτώ.
Είχε έναν τρόπο ολόδικό του
δίχως καπνό ή ραντίσματα ή σήτες
ν’ αρπάζει τη φωλιά, να την τσακίζει.
Δεν έμαθα τον τρόπο αυτόν ποτέ.

Έμαθα όμως με τα χρόνια
να μπαίνω αδέλφι με τις σφήκες
στη φωλιά τους
Πετώντας
στις κατακόμβες τους να εισέρχομαι
να επενδύω στην αδράνεια ή, το πολύ,
στων μελισσών τον έτοιμο τον μόχθο
Κι έπειτα
να ζωγραφίζω αστραφτερά
από της γης τα έγκατα
την πιο γλοιώδη λάσπη.

Τώρα πια ξέρω
Υπάρχει κι άλλος τρόπος.

 

.

Η ΑΣΑΦΕΙΑ ΤΩΝ ΟΡΙΩΝ (2021)

Το υπερλογικό στοιχείο στο λογοτεχνικό έργο του Αργύρη Χιόνη
ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

Η παρούσα μελέτη εξετάζει μια ιδιαίτερη πτυχή στο λογοτεχνικό έργο του συγγραφέα Αργύρη Χιόνη (1943-2011): την ενεργοποίηση και την αφηγηματική λειτουργία στον λογοτεχνικό κόσμο του συγγραφέα στοιχείων «υπερλογικών», δηλαδή χαρακτήρων, συμβάντων και άλλων εμφανιζόμενων όντων, τα οποία υπερβαίνουν την έλλογη τάξη των πραγμάτων. Η έλλογη τούτη τάξη γίνεται αντιληπτή με βάση τη λογική και φυσική ακολουθία διά της οποίας ο μέσος ανθρώπινος νους κατανοεί τα πράγματα.

Η πραγμάτευση αναπτύσσεται σε τέσσερα, πέραν της εισαγωγής, κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζονται βιογραφικά κι εργογραφικά στοιχεία του συγγραφέα, ενώ παρατίθενται και βασικά χαρακτηριστικά της ποιητικής του Χιόνη· στο δεύτερο προσεγγίζεται ο όρος «υπερλογικό» και αναλύονται οι μορφές εκδήλωσης των στοιχείων που υπερβαίνουν την κοινή λογική στο χιόνειο έργο, καθώς και η λειτουργία τους· στο τρίτο διερευνώνται καλλιτεχνικά ρεύματα που επιδρούν στο έργο του συγγραφέα και το συνδιαμορφώνουν· στο τέταρτο σχολιάζεται η ενότητα του χιόνειου έργου παρά την ποικιλία προέλευσης των υλικών του, δεδομένης της ικανότητας του συγγραφέα να αφομοιώνει γόνιμα τις επιδράσεις που δέχθηκε και να τις σχηματοποιεί σε ένα σύνολο το οποίο χαρακτηρίζεται εντέλει από τη γνήσια και δημιουργική προσωπική φωνή του Χιόνη.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Αντικείμενο της έρευνας κι επιλογή του υλικού

Η παρούσα μελέτη ερευνά το έργο ενός σημαντικού εκπροσώπου των νεοελληνικών γραμμάτων, του λογοτέχνη Αργυρή Χιόνη. Τον κεντρικό κορμό της αποτελεί η διπλωματική μου εργασία στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών του τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, η οποία προσδιορίζεται σε μια ιδιαίτερη πτυχή του χιόνειου λογοτεχνικού έργου: την ενεργοποίηση και λειτουργία στον λογοτεχνικό κόσμο του συγγραφέα στοιχείων «υπερλογικών», δηλαδή στοιχείων που υπερβαίνουν την έλλογη τάξη των πραγμάτων, με τον τρόπο με τον οποίο ο μέσος ανθρώπινος νους αντιλαμβάνεται αυτή την έλλογη τάξη. Η διερεύνηση της συγκεκριμένης πτυχής οδήγησε και σε γενικότερα συμπεράσματα για την ποιητική του Χιόνη, τα οποία παρατέθηκαν στη διπλωματική εργασία περιληπτικά.
Τα συμπεράσματα αυτά στην ανάπτυξή τους έχουν ενταχτεί στην ανθολογία που εκπονήθηκε για τον Αργυρή Χιόνη από τον υποφαινόμενο στις εκδόσεις Γκοβόστη, και συγκεκριμένα στη σειρά των εκδόσεων για τους ποιητές της λεγάμενης γενιάς του ’70. Ιδιαίτερα στοιχεία ποιητικής, τα οποία δεν στάθηκε δυνατό να συμπεριληφθούν σε μια έκδοση προκαθορισμένης έκτασης, παρουσιάζονται αναλυτικότερα εδώ.
Η μελέτη δομείται σε τέσσερα κεφάλαια, πέραν του παρόντος προλογικού. Στο πρώτο μελετούνται βιογραφικά κι εργογραφικά στοιχεία του συγγραφέα. Παρατίθενται επίσης τα προαναφερθέντα βασικά χαρακτηριστικά της ποιητικής του Χιόνη. Στο δεύτερο παρουσιάζεται ο όρος «υπερλογικό», οι μορφές εκδήλωσης των στοιχείων που υπερβαίνουν την κοινή λογική στο χιόνειο έργο και η λειτουργία τους. Στο τρίτο διερευνώνται καλλιτεχνικά ρεύματα που επιδρούν στο έργο του συγγραφέα και το συνδιαμορφώνουν. Στο τέταρτο σχολιάζεται η ενότητα του χιόνειου έργου παρά την ποικιλία προέλευσης των υλικών της, δεδομένης της ικανότητας του συγγραφέα να αφομοιώνει γόνιμα τις επιδράσεις που του ασκήθηκαν και να τις σχηματοποιεί σε ένα σύνολο το οποίο διακρίνεται εντέλει από την προσωπική φωνή του Χιόνη.
Το λογοτεχνικό έργο του συγγραφέα το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της διερεύνησης απαρτίζεται από την ποιητική, την πεζογραφική, τη θεατρική παραγωγή του Χιόνη, καθώς κι από τα έργα του που απευθύνονται σε παιδιά. Η προσέγγιση του χιόνειου έργου λαμβάνει επίσης υπόψη της τις συνεντεύξεις του συγγραφέα, θεωρητικά του κείμενα που περιλαμβάνονται στα βιβλία του, σε συλλογικούς τόμους ή σε περιοδικά, και αυτοβιογραφικά του σημειώματα. Δεν εξετάζονται εδώ οι ζωγραφικές δημιουργίες του καλλιτέχνη.
Το μεταφραστικό έργο του Χιόνη αποτέλεσε αντικείμενο εξέτασης μόνο στον βαθμό στον οποίο έδωσε στον συγγραφέα την αφορμή για θεωρητικές εισαγωγικές του τοποθετήσεις στους τόμους του με τα ποιήματα των συγγραφέων τα οποία ο ίδιος μεταφράζει. Οι επιλογές από τον Χιόνη ξένων ποιητών προς μετάφραση είναι επίσης ενδεικτικές
των λογοτεχνικών προτιμήσεων του Έλληνα ποιητή. Η παρούσα έρευνα ωστόσο δεν επικεντρώνεται στο μεταφραστικό έργο του Χιόνη. Η μελέτη του μεταφραστικού έργου του συγγραφέα απαιτεί οπωσδήποτε ιδιαίτερη ενασχόληση. Μάλιστα, το μεταφραστικό έργο του Χιόνη δεν περιορίζεται μόνο στη λογοτεχνία. Περιλαμβάνει από μεταφράσεις κόμικς μέχρι μεταφράσεις λαϊκών, ερωτικών αναγνωσμάτων σε βιβλία τσέπης (τύπου «Άρλεκιν»), οι οποίες εκπονήθηκαν για βιοποριστικούς λόγους.
Κατάλογος των μεταφράσεων αυτών δεν υπάρχει προς το παρόν. Μία έρευνα που θα συγκέντρωνε κάθε μεταφρασμένο τίτλο από τον Χιόνη, ακόμη κι έργων μη λογοτεχνικών, θα είχε το ενδιαφέρον της ως προς τον βαθμό στον οποίο τα αναγνώσματα του ποιητή τον τροφοδότησαν με ιδέες που γονιμοποίησαν το δικό του έργο.
Στη διερεύνηση του τομέα «Μετάφραση» χρειάζεται επίσης έρευνα προσδιορισμένη στα έργα του Χιόνη τα οποία μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες. Οι πληροφορίες που μας παρέχει ο ίδιος ο ποιητής για προσωπικά του έργα μεταφρασμένα σε ξένες γλώσσες αφορούν μόνο την πρώτη περίοδο της ζωής του, πριν από τον διορισμό του με την ιδιότητα του μεταφραστή στις Βρυξέλλες. Το αν έκτοτε μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες και άλλα έργα του χρειάζεται να διερευνηθεί, ώστε να προκόψει μία επαρκής εικόνα για την απήχηση του χιόνειου έργου στο εξωτερικό, η οποία θα συμπληρώνει και την εικόνα για την πορεία αποδοχής και αναγνώρισης του συγγραφέα από τους ομότεχνους του, την κριτική, το αναγνωστικό κοινό.

 

ΤΟ ΥΠΕΡΛΟΓΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΣΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΡΓΥΡΗ ΧΙΟΝΗ
Μορφές εκδήλωσης του υπερλογικού στο έργο του Χιόνη

Ο Αργυρής Χιόνης, ήδη στο ξεκίνημα της ποιητικής του πορείας, περιγράφει τις σκιές έξω απ’ την πόρτα του ως γεννήματα της φαντασίας του, ως εφιάλτη τον οποίο δεν μπορεί ν’ αποδιώξει:

«ΕΦΙΑΛΤΗΣ

Όχι, δεν είναι η σκιά
έξω απ’ την πόρτα μου
που με φοβίζει·
ούτε οι στεναγμοί κι οι θρήνοι
που έρχονται απ’ τον δρόμο.
Ξέρω καλά, το νιώθω,
πως όλ’ αυτά
γεννήματα της φαντασίας μου είναι.
Ξέρω καλά
πως έστω και με μια κίνησή μου
φτάνει
για ν’ αποδιώξω αυτούς τους εφιάλτες.
Ο φόβος μου γι’ αυτούς δεν είναι,
αλλά γι’ αυτή την κίνηση
που δεν μπορώ να κάνω.» **

Όταν, λοιπόν, ο ποιητής, στο ξεκίνημα της πορείας του, αναφέρεται σε εφιαλτικά γεννήματα της φαντασίας του, ίσως να μην έχει εντάξει ακόμη στα σχέδιά του τον μετασχηματισμό αυτών των, εν πολλοίς όντως εφιαλτικών, φαντασιακών γεννημάτων σε πλάσματα παιγνιώδη και λυτρωτικά, ακόμη κι όταν προσλαμβάνουν την όποια απόκοσμη ή
αποκρουστική μορφή. Η συγκεκριμένη αντιμετώπιση, μέσα από την οποία ο ποιητής ξορκίζει εντέλει τους δαίμονές του, καθίσταται ίσως το χαρακτηριστικότερο στοιχείο της λογοτεχνικής του ταυτότητας.
Συνθέτοντας ιδιαίτερες ποιητικές πραγματικότητες, είτε αυτές διακινούν εφιάλτες είτε τους ξορκίζουν είτε τους εμπαίζουν, ο Χιόνης μεταβαίνει στο προσωπικό του φανταστικό σύμπαν, το ποιητικό του σύμπαν τού υπερλογικού. Πρόκειται για έναν κόσμο με ποικίλες διαβαθμίσεις, οι οποίες καλύπτουν όλο το φάσμα των τοποθετήσεων απέναντι στη λογική: οι υπερλογικές συνθέσεις του Χιόνη άλλοτε δύνανται να εκλογικευτούν, άλλοτε κινούνται μεταιχμιακά μεταξύ της λογικής και της απουσίας της, άλλοτε αρνούνται κάθε δυνατότητα λογικής τους ερμηνείας. Οι εκφάνσεις του υπερλογικού και η λειτουργικότητα τους συνιστούν, ίσως, το μείζον κεφάλαιο της χιόνειας ποιητικής.

** Α. Χιόνης, Η φωνή της σιωπής, ό.π., σ. 17 [το ποίημα εισάγει την ενότητα «Τραγούδια
για τις δίχως φεγγάρι νύχτες», που είναι η πρώτη ενότητα της ποιητικής συλλογής
Απόπειρες φωτός (1966)]. 

 

.

ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ  (2020)

Έλληνες ποιητές – η γενιά του ’70, εισαγωγή – ανθολόγηση  Γιάννης Στρούμπας 

 

ΕΝΤΑΞΗ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ- ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

0 Αργυρής Χιόνης συγκαταλέγεται στους ποιητές της λεγάμενης «γενιάς του ’70». H πλατιά του αναγνώριση από το αναγνωστικό κοινό συντελείται μάλλον όψιμα κι
επισυμβαίνει κυρίως στα τέλη της δεκαετίας του 2000 οπότε κι αποσπά τιμητικές διακρίσεις, και συγκεκριμένα το βραβείο διηγήματος του περιοδικού Διαβάζω για
το 2007 για τη συλλογή του Όντα και μη όντα (2006) και το κρατικό βραβείο διηγήματος για το 2009 για τη συλλογή του Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες (2008).
Η συνεπής του και αξιόλογη λογοτεχνική δράση τον έχει, στο μεταξύ, ήδη καθιερώσει στη συνείδηση των ομοτέχνων του, μια καθιέρωση που αποτυπώνεται στη συμμετοχή του σε συλλογικούς τόμους, ανθολογίες, αφιερώματα περιοδικών αλλά και στην ενασχόληση της λογοτεχνικής κριτικής με το έργο του.
Ο Αργύρης Χιόνης γεννιέται στα Σεπόλια της Αθήνας στις 22 Απριλίου 1943. Τα ισχνά οικονομικό της οικογένειας του τον υποχρεώνουν ήδη από τα δεκατρία του χρόνια να ξεκινήσει να εργάζεται. Το 1961 αποφοιτά από το Β’ Νυχτερινό Γυμνάσιο Αθηνών. Συνεχίζει να δουλεύει μέχρι το 1967, με διάλειμμα τη διετία 1964-1966 της θητείας του στον στρατό. Πέντε μήνες μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας φεύγει στο εξωτερικό. Για έναν περίπου χρόνο (Σεπτέμβριος 1967 – Δεκέμβριος 1968) διαμένει και δουλεύει στο Παρίσι. Το 1969 εγκαθίσταται στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας, όπου θα ζήσει ως τον Απρίλιο του 1977.
Το 1977 επιστρέφει στην Ελλάδα για οικογενειακούς λόγους. H ακόλουθη πενταετία τον βρίσκει να εργάζεται ως μεταφραστής κόμικς και ερωτικών ιστοριών σε σειρές βιβλίων τσέπης.
Το 1982 συμμετέχει σε διαγωνισμό, προσλαμβάνεται ως μεταφραστής στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΕΟΚ» την εποχή εκείνη) και διαβιεί για μία δεκαετία στις Βρυξέλλες.
Το 1992 παραιτείται από τη θέση του στην Ε.Ε. και, επιστρέφοντας στην Ελλάδα, εγκαθίσταται στο χωριό Θροφαρί της ορεινής Κορινθίας.
Πεθαίνει στην Αθήνα ανήμερα τα Χριστούγεννα του 2011, όπου είχε μεταβεί για να περάσει με φίλους την περίοδο των γιορτών.

 
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΡΓΥΡΗ ΧΙΟΝΗ

Απόσπασμα

Γενικά στοιχεία – θεματικά ενδιαφέροντα

Η ποιητική του Χιόνη χαρακτηρίζεται από στοιχεία που διατρέχουν το σύνολο του έργου του. Θεματικά, το ενδιαφέρον για την ποιητική τέχνη και για τα εργαλεία της αποτύπωσής της είναι έντονο και οδηγεί σε ευάριθμες κειμενικές πραγματεύσεις. Ο τόνος των πραγματεύσεων, με την ένταση της φωνής που θα αποτυπώσει τις σκέψεις ή με τον τρόπο με τον οποίο η σιωπή θα καταστεί φορέας επικοινωνίας, επίσης απασχολεί τον ποιητή.
Η σύγχρονη μοναξιά, η απελπισία, η διάψευση των προσδοκιών, ο αποπροσανατολισμός, η αλλοτρίωση, η απάθεια, στοιχεία όλα τους που οδηγούν σε αδιέξοδα, είναι κεντρικά θέματα στο έργο του Χιόνη. Πλάι σε αυτά στέκει η φυσιολατρική διάθεση του δημιουργού, συνήθως αντιδιαστελλόμενη στα σύγχρονα ασφυκτικά αστικά περιβάλλοντα, με διάθεση στοχαστική. 
Τα θεματικά ενδιαφέροντα του ποιητή υπηρετούνται από ποικίλες τεχνικές. Στοιχεία μεταμορφώνονται ή μετακινούνται μεταξύ μη συγγενών επιπέδων ιδιότητες των όντων ή η ουσία των σκέψεων μετατοπίζονται σε γειτνιάζουσες περιοχές· σύνολα που περιέχουν στοιχεία εμφανίζονται ταυτόχρονα και τα ίδια να περιέχονται σε εκείνα· καταστάσεις που υπερβαίνουν την κοινή λογική συνθέτουν έναν εναλλακτικό, ιδιαίτερο κόσμο, με παραδοξότητες. Το μυθολογικό πλαίσιο αξιοποιείται για να διακινήσει αλληγορίες· συχνά τα κληροδοτημένα μυθολογικά δεδομένα εντάσσονται σε περιβάλλοντα εντελώς διαφορετικά από το πηγαίο τους· το χιόνειο παραμύθι αξιοποιεί τους παραδοσιακούς παραμυθικούς πρωταγωνιστές, ζώα, φυτά αλλά και πράγματα. Αναλογίες και παραλληλισμοί επιστρατεύονται για τη διατύπωση σχολίων. Η αποφθεγματικότητα καλλιεργείται στους στίχους του ποιητή. Αντιστροφές, ανατροπές, αντιθέσεις προκαλούν έκπληξη και κινητοποιούν τη λογική και το συναίσθημα. Τα παίγνια, το χιούμορ, η ειρωνεία, ο αυτοσαρκασμός, η γλωσσοπλασία αντιμάχονται τη μελαγχολία που προκαλείται από τα σύγχρονα δεινά. Κυριολεξία και μεταφορά συμπλέκονται σε μείγμα εκρηκτικό, θεματικοί όροι διυλίζονται στο έπακρο, οι δισημίες ευνοούν την πολυεπίπεδη σημασιολογική λειτουργία. Κι όλα αυτά υπηρετούνται από ικανά σε αριθμό και ποιότητα εκφραστικό μέσα: εμπνευσμένες μεταφορές, προσωποποιήσεις, παρομοιώσεις, εντυπωσιακές εικόνες, σημαίνουσες επαναλήψεις, σχήματα κύκλου, ομοηχίες, λογοπαίγνια, παρηχήσεις, οξύμωρα, σε λόγο μάλιστα που βηματίζει ρυθμικά, ακόμη και στην πεζολογική του μορφή.

Η ομιλούσα σιωπή

Ένα από τα βασικότερα θέματα του Χιόνη, που είναι ικανό να αναδείξει τον «αμίλητο» προβληματισμό τόσο στη στοχαστική του μελαγχολία όσο και σε μια γόνιμη, δημιουργική του λειτουργία, είναι το θέμα της ομιλούσας σιωπής. Η κεντρική θέση την οποία κατέχει στο έργο του Χιόνη η σιωπή που μιλά πιστοποιείται, μεταξύ άλλων, από την επιλογή του ποιητή να θέσει στη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του τον τίτλο Η φωνή της σιωπής. Στις σημειώσεις του τόμου, οι οποίες επιγράφονται ως «Λογοδοσία», ο ποιητής σχολιάζει για το οξύμωρο που επιλέγει:
H σιωπή καταλαμβάνει εξέχουσα θέση στην ποίησή μου, καθώς και στη ζωή μου· μπορώ να περάσω μεγάλα χρονικά διαστήματα απευθύνοντας μόνο λίγα λόγια αγάπης στο σκυλί μου, στον Κορινθιακό Κόλπο, στα απέναντι βουνά της Ρούμελης και στα έπιπλά μου που αναπαύουν το κορμί και την ψυχή μου. Έτσι, όταν κατά σύμπτωση έπεσα πάνω στην ασπρόμαυρη αναπαραγωγή ενός άγνωστού μου πίνακα του στοχαστή ζωγράφου Rene Magritte με τον τίτλο Ή φωνή της σιωπής, αποφάσισα ότι αυτός θα ήταν ο τίτλος του παρόντος βιβλίου και ότι ο εν λόγω πίνακας θα κοσμούσε το εξώφυλλό του. Ωστόσο, με τη μαεστρία που διακρίνει τον Δημήτρη Στεβή, προστέθηκε το νοσταλγικό χρώμα της σέπιας, καθώς και (στο σκοτεινό μέρος του πίνακα) η μορφή του Dirk Bogarde από την ταινία του Losey Ο υπηρέτης, σε σενάριο ενός άλλου λάτρη της φλύαρης σιωπής, του Harold Pinter.
Τα δύο μότο, που εισάγουν στην παρούσα συγκεντρωτική έκδοση της δουλειάς μου, έχουν κι αυτά να κάνουν με τη σιωπή. Το πρώτο προέρχεται από το βιβλίο του μεγάλου Ιρλανδού ποιητή Samuel Beckett με τον τίτλο Nouvelles et Textes pour rien, και το δεύτερο, που θα μπορούσε επίσης να το έχει γράψει ο S.B., από τη συλλογή μου Τύποι ήλων.
Η σιωπή του Χιόνη δεν είναι σιωπηλή, μα και οι κραυγές του δεν είναι θορυβώδεις. Μια πολύπλοκη λειτουργία χαρακτηρίζει τη σιωπή του ποιητή. Άλλοτε η σιωπή είναι φορτισμένη αρνητικά· συνυπάρχει με «θρυμματισμένα χαμόγελα», με «μνήμες ακρωτηριασμένες», ροκανίζεται από σκουλήκια: είναι η σιωπή των ερειπίων, των λειψάνων, των τάφων είναι η σιωπή του θανάτου. Κυριαρχεί σε τοπία Αποκαλύψεως, Τελικής Κρίσεως, κι επικρέμαται απειλητική («το διάχυτο προμήνυμα / της Σιωπής») εκεί όπου επικρατούν δαίμονες και όρνεα σαρκοβόρα. Ορίζει ανθρώπους κούφιους «απ’ το σαράκι του ανέκφραστου», ενώ οι λέξεις μοιάζουν κι εκείνες κενές νοήματος, υπογραμμίζοντας την αφασία. Η σιωπή σφραγίζει τα χείλη της αιωνιότητας, τα χείλη των ανθρώπων με τον θάνατο, γίνεται δε «το τρομερό θαυμαστικό που θα τελειώσει μια πρόταση κοινή κι ασήμαντη», το ίδιο και την ανθρώπινη ζωή, καθιστώντας την επίσης κοινή κι
ασήμαντη. Σιωπή είναι και η απουσία ερωτικών συντρόφων, απουσία που οδηγεί στη σήψη: «Σήπεσαι σώμα /στη σιωπή, στην απουσία / άλλων σωμάτων».
Άλλοτε η σιωπή φορτίζεται θετικά και χαρακτηρίζεται από «όλη την πληρότητα / της φωτεινής σιωπής» του χεριού, το οποίο δεν χρειάζεται να δηλώσει τίποτα, αφού η αφωνία του είναι πολύ πιο εύγλωττη. Ούτε το πρόσωπο του ερωτευμένου χρειάζεται να μιλά· μόνο το κοίταγμα, μόνο το φιλί είναι αρκετά για να φωτίσουν το «βουβό» πρόσωπο. Κι όταν οι ανάσες των ερωτικών συντρόφων «σκαρφαλώνουν / ως το ύστατο λαχάνιασμα», εκείνοι πάλι παραδίνονται στη σιωπή, γίνονται δικοί της και συντονίζονται στο τραγούδι της.” Τραγούδι όμορφο εκφέρει και η «παρθένα» σιωπή, καθώς αποδίδει λόγο-κρίνο, λόγο μεστό από αγνότητα.” H χαμηλόφωνη, πάλι, συνομιλία των πραγμάτων, η μεταξύ τους κοινωνία των μυστικών τους, η επικοινωνία και η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης συντελούνται μόνο στην «απόλυτη σιωπή». Ακόμα και η προσωπική έκφραση αποκτά γνησιότητα, προσωπικό στίγμα και ταυτότητα μονάχα όταν σωπαίνει: «Ξένη η φωνή μου, / όταν εκτός μου ηχεί, / κι είναι δική μου // μονάχα εντός μου, / μονάχα όταν σωπαίνει».
H σύνθετη λειτουργία της σιωπής αναδεικνύεται περαιτέρω όταν ο Χιόνης επιλέγει να καταστήσει συγκάτοικους στο ίδιο ποίημα τη θετική και την αρνητική της φόρτιση. Έτσι, η σιωπή μπορεί να μοιάζει με παράσιτο που φύεται παντού, δυσχεραίνοντας την ολοκλήρωση και τη μετάδοση των νοημάτων όμως μπορεί το παράσιτο να είναι εντέλει ο ήχος κι όχι η σιωπή, διατείνεται ο ποιητής. Άρα μπορεί η σιωπή να ’ναι το καρποφόρο φυτό ή το καλλωπιστικό άνθος! H «χοντρή, βαριά σιωπή», πάλι, που τρομοκρατεί το αίμα στις φλέβες, μεταλλάσσεται και τραγουδά, όταν ο έρωτας την κυριεύει, σε μια πορεία από την αρνητική λειτουργία προς τη θετική. Αντίστροφη είναι η πραγμάτευση του Χιόνη, δηλαδή από τις θετικές προς τις αρνητικές εκφάνσεις της σιωπής, όταν διαπιστώνει μεν τη δύναμη της σιωπής να μετατρέψει τον ήχο από θόρυβο σε μουσική και ποίηση, αλλά παράλληλα εντοπίζει και το είδος εκείνο της σιωπής που δεν κυοφορεί τίποτε, και δεν είναι άλλο από τον θάνατο.
Ακόμη πιο χαρακτηριστικά, ίσως, είναι τα ποιήματα από τα οποία δεν απορρέει καμία τοποθέτηση του ποιητικού υποκειμένου απέναντι στη σιωπή. «Αναμένω -φως / αναμμένο και πνεύμα / σβηστό- αναμένω. // Μ’ επισκέπτεται μόνο / η σιωπή· μόνος μένω»: η αναμονή αποδίδει σαν μοναδικό επισκέπτη τη σιωπή· η σιωπή αυτή όμως δεν φέρει κανένα σαφές αξιολογικό στοιχείο. Είναι αρνητική, ως η προσωποποίηση της μοναξιάς; Είναι θετική, ως ένας, έστω, σύντροφος, εκεί όπου κάθε ανθρώπινη μορφή απουσιάζει; Δεν προσδιορίζεται. Ομοίως, όταν η σιωπή παρουσιάζεται ως ο μόνος δρόμος που παραμένει και διαρκεί, κατακαλύπτοντας κάθε ήχο, ο οποίος τελικά σβήνει, όταν η σιωπή παρουσιάζεται ως η επιβλητική αιωνιότητα στην οποία υποτάσσεται κάθε «εφήμερη φλυαρία», ούτε ο δρόμος ούτε η αιωνιότητα αξιολογούνται. Παρουσιάζονται ως η υφιστάμενη πραγματικότητα, μια πραγματικότητα μάλιστα που επιφυλάσσει τον ισχυρότερο ρόλο στη σιωπή, όμως η ισχύς αυτή δεν αξιολογείται θετικά ή αρνητικά. Ίσως, όπως σημειώνει η Μαρία Ψάχου, η σιωπή αυτή να γίνεται αποδεκτή ως «στάση ζωής» που «βαθαίνει τα όρια της αισθαντικότητας».
Η συνύπαρξη στη σιωπή όλων των προαναφερθεισών διαστάσεων είναι δηλωτική της γενικότερης τάσης του Χιόνη να αμφιταλαντεύεται μεταξύ λειτουργιών των όντων αλλά και των ποιητικών τρόπων. Πανταχού παρούσα, λοιπόν, η σιωπή, με κάθε της έκφανση, και με λειτουργία που ποικίλει από περιβάλλον σε περιβάλλον, ανάλογα με τις διαμορφούμενες συνθήκες. H διαφαινόμενη αυτή υιοθέτηση μιας αντίληψης για τη μεταβλητότητα των συνθηκών και τον ευκαιριακό χαρακτήρα των πραγμάτων συνιστούν ένα στοχαστικό κληροδότημα του Χιόνη στο λογοτεχνικό κοινό.

Μοναξιά, διάψευση προσδοκιών, απελπισία, αδιέξοδα

Γύρω-γύρω όλοι
Στη μέση ο Κανείς
όλοι κάθονται στη γης
στην ψυχή τους ο Κανείς

Το τετράστιχο άτιτλο ποίημα του Χιόνη, το οποίο περιλαμβάνεται στον συλλογικό τόμο Παιγνια,20 μοιάζει με τραγουδάκι παιδικού παιχνιδιού – άλλωστε διαλέγεται ολοφάνερα με το παιδικό «Γύρω-γύρω όλοι / στη μέση ο Μανόλης». Η υποτιθέμενη παιδικότητά του, ωστόσο, είναι τραγικά ειρωνική, γιατί δεν χαρακτηρίζεται από καμία παιδική αγνότητα ή αθωότητα. Αντιθέτως, το ποίημα σχολιάζει την απουσία πραγματικής διάθεσης επικοινωνίας, τον σύγχρονο εγκλεισμό των ανθρώπων στον εαυτό τους, κι ας συμβαίνει την ίδια στιγμή να βρίσκονται μέσα σε πολυπληθή σύνολα. Η άδολη φιλία δεν υπάρχει πουθενά, την έχει αλώσει ο «Κανείς», ο εγωισμός που φωλιάζει στην ψυχή των ανθρώπων. H ειρωνεία του παιδικότροπου τραγουδιού επιτείνει την τραγικότητα της μοναχικής πορείας.
Η σύγχρονη μοναξιά, που ανακυκλώνεται μέσα στα φαύλα ατομικά και κοινωνικά αδιέξοδα, συνιστά ένα ακόμη κεντρικό θέμα πραγμάτευσης για τον Χιόνη. Σώματα δίχως έρμα και προορισμό βολοδέρνουν σε δρόμους, σε βαγόνια τρένων, χωρίς ρίζα και σημείο αναφοράς, έχοντας χάσει το πρόσωπό τους: «Στον δρόμο, πάλι στον δρόμο, / κουβαλώντας μέσα μας τον δρόμο, οδοιπόροι και πορείες, / διανύοντας τον εαυτό μας, / χαμένοι μες στον εαυτό μας». Οι πορείες είναι μοναχικές κι έχουν αμφίβολο αποτέλεσμα: ο οδοιπόρος νομίζει ότι γυρίζει όλον τον κόσμο, όμως γυρίζει μονάχα γύρω από τον εαυτό του. Ακόμη κι αν καταστεί αθλητής, αδυνατεί να ξεπεράσει τον εαυτό του, επιτείνοντας το αίσθημα της ματαιότητας. Αν πάλι καταστεί ποιητής, γράφει και σκίζει χωρίς να εξιλεώνεται. Ο κύκλος είναι φαύλος κι αδιέξοδος. Το ταξίδι αποφέρει μόνο «μια χούφτα στάχτη και τον θάνατο». Στην πορεία αυτή, ακόμα και οι ευωδιαστές και γλυκές αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας συντρίβονται, καθώς αντικαθίστανται από τον ξινισμένο ιδρώτα και τη δυστυχία της ενηλικίωσης.

Αλλοτρίωση, απάθεια, αποπροσανατολισμός, απώλεια ταυτότητας

Αν οι προσδοκίες που διαψεύδονται οδηγούν σε αδιέξοδα, χειρότερη διαγράφεται η κατάσταση όταν ο ανθρώπινος αποπροσανατολισμός θέτει ζήτημα ταυτότητας: «Να ’ναι όλα έτοιμα για την παράσταση, / […] κι εσύ, κλεισμένος μες στο καμαρίνι σου, / κάτοχος πια του ρόλου σου /[…] ν’ ανακαλύπτεις ξαφνικά ότι δεν είσαι αυτός / που αναγγέλλουν τα προγράμματα κι οι αφίσες, /ότι τυχαία βρέθηκες εκεί, / κάποιου μοιραίου λάθους θύμα, / κι έτσι, ν’ αλλάζεις ρούχα και να φεύγεις / απ’ την έξοδο κινδύνου, […]».27 Ακόμη κι εδώ, βέβαια, θα μπορούσε να γίνει επίκληση, ως στοιχείου μιας κάποιας αισιοδοξίας για το μέλλον, του γεγονότος ότι το αλλοτριωμένο θύμα με τη φυγή του επιχειρεί να αλλάξει την κατάσταση. Καμία αισιοδοξία ωστόσο δεν επιτρέπεται, όταν και την όποια ελάχιστη απόπειρα απόδρασης από την αλλοτριωτική πραγματικότητα την αντικαθιστά η απάθεια: «Όμως αυτό που πιο πολύ τσακίζει τον φονιά /είναι η απάθεια των θυμάτων του· / όσο περνούν τα χρόνια, τόσο πιο λίγο του αντιστέκονται, / τόσο πιο έτοιμα
είναι να πεθάνουν. // Με φρίκη διαπιστώνει ο φονιάς ότι, σε λίγο, / θα σκοτώνει μόνο πεθαμένους».

Το απόκοσμο των ηρώων

Ίσως η αλλοτρίωση που επικρατεί να είναι και μια ερμηνεία για το στοιχείο του απόκοσμου που χαρακτηρίζει πολλούς ήρωες του Χιόνη. Ο συγγραφέας έχει τη δική του εξήγηση: «Ας μην παραξενευτεί λοιπόν ο αναγνώστης του παρόντος βιβλίου, αν στις σελίδες του συναντήσει περισσότερους δαίμονες από αγγέλους. Ακόμη, ας μην ξαφνιαστεί, διαπιστώνοντας ότι κάποιοι από τους ήρωες των ιστοριών που ακολουθούν δείχνουν να είναι μοιρασμένοι μεταξύ φωτός και σκότους. Πρόκειται για όσους κατοικήθηκαν ταυτόχρονα από άγγελο και δαίμονα, πράγμα όχι και τόσο ασύνηθες». Ίσως, λοιπόν, το
απόκοσμο των ηρώων να μην είναι το αποτέλεσμα της ανθρώπινης αλλοτρίωσης αλλά το αίτιό της. Όπως και να ’χει πάντως, οι συγκεκριμένοι πρωταγωνιστές των χιόνειων ιστοριών χαρακτηρίζονται από ένα αλλόκοτο σάλεμα, από ένα στοιχείο που αντιβαίνει στην κοινή λογική των κοινωνιών, από κάτι το αλαφροΐσκιωτο, κάτι που μοιάζει να παραπέμπει στον «τρελό του χωριού». Αυτοί, λοιπόν, οι «πτωχοί τω πνεύματι», στέκονται και
παρατηρούν με τις ώρες το μυρμήγκι που επιχειρεί να ανεβάσει έναν κόκκο στάρι ως την κορφή του τοίχου, κι όταν ο κόκκος του πέφτει, το μυρμήγκι, σαν άλλος Σίσυφος, ξεκινάει και πάλι από την αρχή.30 Κανείς «λογικός» άνθρωπος δεν θα έχανε τον χρόνο του παρατηρώντας το μυρμήγκι. Οι απόκοσμοι ήρωες του Χιόνη, ωστόσο, νιώθουν ακόμη και μακαριότητα από την ευόδωση της ενασχόλησής τους, έστω κι αν είναι ασήμαντη. Κι ίσως στη μακαριότητα αυτή να βρίσκεται και το μυστικό για την αντιπαράθεση στον θάνατο, έτσι όπως την επιδιώκει ο ποιητής.

Φυσιολατρία

Το μυρμήγκι, κομμάτι του φυσικού περιβάλλοντος, φέρεται ικανό να συμβάλει στην αποκατάσταση της ψυχικής ισορροπίας του ανθρώπου. Παρομοίως και κάθε άλλο πλάσμα της φύσης, αλλά όχι μόνο η πανίδα: εξίσου και η χλωρίδα. Όποιος αγαπά να χαράζει τ’ όνομά του στη φλούδα ενός δέντρου, πρέπει να χαράξει και στη δική του «φλούδα» το όνομα του δέντρου, προκειμένου να είναι ολοκληρωμένη η «ημιτελής» ερωτική πράξη.

…/…

 

.

 

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΟΥΤΣΟΣ  (2019)

Εισαγωγή – ανθολόγηση Γιάννης Στρούμπας

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

(Απόσπασμα)

Ο Αλέξανδρος Σούτσος   υπήρξε ένας από τους πιο αντιπροσωπευτικούς ποιητές της νεότερης ‘Ελλάδας, με εντονότατη απήχηση όχι μόνο στους ποιητές και αναγνώστες της εποχής του άλλα και σε εκείνους που ακολούθησαν στις μετά τον θάνατό του δεκαετίες. Την απήχηση, μάλιστα, που είχαν στους συγχρόνους τους τη συναισθάνονται αμφότεροι ο Αλέξανδρος κι ο Παναγιώτης Σούτσος: τα δύο αδέλφια αντιλαμβάνονται ότι είναι «αρχηγοί Σχολής, που διαφέρει από τη Σολωμική, όσον άφορά την εξωτερική

μορφή» . Εκφραστής της λόγιας φαναριώτικης παράδοσης, ο Αλέξανδρος Σούτσος τη μεταφύτευσε στην ελεύθερη ‘Ελλάδα, αποτελώντας τον κυριότερο εκπρόσωπο τής αθηναϊκής ρομαντικής σχολής. Πολιτικογράφος  και σατιρικός ποιητής, εισήγαγε τον γαλλικό κλασικισμό και ρομαντισμό στα ελληνικά γράμματα.

Η ζωή του Αλέξανδρου Σούτσου σχετίζεται στενά με τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις των πρώτων δεκαετιών τού Ελληνικού Βασιλείου. Γεννήθηκε το 1803 στην Κωνσταντινούπολη, προερχόμενος από αριστοκρατική φαναριώτικη οικογένεια. Σέ πολύ μικρή ηλικία έμεινε ορφανός από μητέρα κι ανατράφηκε από την αδερφή του πατέρα του. Στο σπιτικό του θείου του ο Σούτσος διδάχτηκε από ονομαστούς δασκάλους τα ελληνικά γράμματα και τη γαλλική γλώσσα. Το 1816 ξεκίνησε τη φοίτησή του στη διάσημη τότε σχολή της Χίου. Κατά την εκεί φοίτησή του, απεβίωσε κι ο πατέρας του. Τότε τον ανέλαβε υπό την προστασία του ο θείος του Μιχαήλ Σούτσος, που είχε ήδη γίνει ηγεμόνας της Βλαχίας. Στο Βουκουρέστι έγραψε τους πρώτους του σατιρικούς στίχους και μία κωμωδία εναντίον των αυλικών του ηγεμόνα.

Το 1820 μετέβη στο Παρίσι για να συμπληρώσει τις σπουδές του, συστημένος από τον θείο του στον Αδαμάντιο Κοραή. Υπό την επίβλεψη του Κοραή, σπούδασε για τρία χρόνια κυρίως γαλλική γλώσσα και φιλολογία. Στο

Παρίσι δέχτηκε τις επιδράσεις των πολιτικών και κοινωνικών τάσεων της ποίησης του Μπερανζέ (Βερανζέρου). Στο μεταξύ, το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης βρήκε τον μεγαλύτερο αδερφό του, τον Δημήτριο, που ‘χε καταταγεί στον Ιερό Λόχο του Υψηλάντη, να θανατώνεται στο Δραγατσάνι. Το γεγονός συγκλόνισε τόσο τον Σούτσο, ώστε αρρώστησε βαριά, και δεν ανέλαβε παρά μόνο αφού μετέβη στην Ιταλία, όπου και διέμεινε για τρία σχεδόν χρόνια.

Όταν το 1825 γύρισε από την ’Ιταλία στην Ελλάδα, θέλησε να συμμετάσχει στον Αγώνα και να ενσωματωθεί στους υπερασπιστές του πολιορκούμενου Μεσολογγίου, αλλά τον απέτρεψε ο ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης. Στα τέλη του ίδιου έτους, έφτασε στην Ύδρα, όπου έδρευαν οι ηγέτες της Επανάστασης, κι αργότερα στο Ναύπλιο. Οι κομματισμοί και οι φιλονικίες μεταξύ των πολιτικών και των στρατιωτικών αρχηγών του προκάλεσαν τόση αγανάκτηση, ώστε συνέθεσε πέντε δριμείες σάτιρες, με προσωπικούς υπαινιγμούς εναντίον γνωστών τότε προυχόντων, κληρικών και υπαλλήλων. Οι σάτιρες αυτές προκάλεσαν βίαιες επιθέσεις από τους θιγόμενους εναντίον του ποιητή, κι ίσως σ’ αυτές οφείλεται η τότε αναχώρησή του απ’ την Ελλάδα.

…/…

Το 1858 ο ποιητής επαναδημοσίευσε τον Περιπλανώμενο, με προσθήκες εναντίον του Όθωνα, γεγονός που επέφερε τη φυλάκισή του για έντεκα μήνες. Τότε ασθένησε σοβαρά και, αφού αποφυλακίστηκε με χάρη, πήγε στο Παρίσι. Εξακολουθώντας να ταλαιπωρείται από τον καρκίνο, αποφάσισε να τελειώσει τη ζωή του στους Αγίους Τόπους. Κατευθυνόμενος όμως προς τα εκεί, αναγκάστηκε να σταματήσει και να νοσηλευτεί στη Σμύρνη, όπου και πέθανε τον Ιούλιο τού 1863. Ο θάνατος του ποιητή συγκίνησε βαθύτατα το πανελλήνιο και η κηδεία του πραγματοποιήθηκε με ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια. Το 1875 ο ποιητής Αχιλλέας Παράσχος, ως

εκπρόσωπος του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός», μετέφερε τα οστά του Σούτσου στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Η μεταφορά των οστών φανερώνει ότι χρόνια μετά από τον θάνατό του ο ποιητής εξακολουθούσε να αναγνωρίζεται ως σπουδαία προσωπικότητα, άξια μεγάλων τιμών.

.

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΝΘΟΛΟΓΗΣΗΣ

(Απόσπασμα)

Τα θετικά στοιχεία της σούτσειας ποίησης που αναλύθηκαν παραπάνω είναι κι εκείνα που έκριναν την επιλογή των αποσπασμάτων.

Ό Σούτσος παράγει τόσο συντομότερα, αυτοτελή ποιήματα όσο κι εκτενείς, επικές συνθέσεις. Οι τελευταίες δεν ήταν δυνατόν να συμπεριληφθούν στην ανθολογία στο σύνολό τους. Επιλέχτηκαν, όμως, αποσπάσματά τους που

ολοκληρώνονται νοηματικά. Η σημείωση των στίχων δίνει εικόνα στον αναγνώστη ως προς το σημείο της ευρύτερης σύνθεσης από το όποιο είναι ερανισμένο το κάθε χωρίο.

Η τοποθέτηση στο σώμα τής ανθολογίας των τμημάτων που, ενώ συντέθηκαν στη βάση τους νωρίτερα, ξαναδουλεύονται χρόνια αργότερα, κι αφού έχουν μεσολαβήσει άλλες συνθέσεις του ποιητή, στάθηκε ένα δύσκολο πρόβλημα.  Αν προκρινόταν η αυστηρά χρονολογική παράθεση των ποιητικών χωρίων, θα ’πρεπε αποσπάσματα που συναποτελούν την ίδια ευρύτερη σύνθεση να χωριστούν και να παρεμβληθούν ανάμεσά τους άλλα, που θα διέκοπταν τον ειρμό τους. Αν γινόταν αποδεκτό ότι τα συγκεκριμένα αποσπάσματα πρέπει να τοποθετηθούν στο ύστερο χρονικό τους όριο, δηλαδή έπειτα από την τελευταία τους επεξεργασία, θα παραγνωριζόταν το γεγονός ότι μεγάλο μέρος των ξαναδουλεμένων έργων είχε συντεθεί πολύ νωρίτερα. Προτιμήθηκε λοιπόν να συγκεντρωθούν όλα τα αποσπάσματα του ίδιου έργου μαζί, με επισήμανση του έτους έκδοσης για κάθε ανθολογημένο απόσπασμα,

είτε προέρχεται από την αρχική έκδοση τού έργου είτε από μεταγενέστερη επανεπεξεργασμένη. Τα δε ενδιάμεσα έργα μεταφέρονται μετά από την παράθεση των ξαναδουλεμένων αποσπασμάτων.

…/…

.

ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (1833)
Ό Γερουσιαστής τού I. Καποδίστρια

(Τον Ιούλιον τού 1831)

   Τέσσαραις φοραίς τον μήνα τό πολύ συνεδριάζω,
Και ταις άλλαις μέραις χάσκω καί τά γρόσια μου στοιβάζω-
Μέ φωναίς και μέ φοβέραις ζητεί Σύνταγμα τό Γένος-
Εγώ ήσυχος τ’ αυτιά μου με τά δυό μου χέρια πιάνω,
Τήν πρωτομηνιά φυλάγω, και κοιμούμαι ξαπλωμένος
          Εις τά χίλια μου επάνω.

   Τά εύλογη μένα χίλια στο χεράκι μου σάν βάλω,
Ή καρδίτσα μου άνοίγει καί χοροπηδώ καί ψάλλω
Γένουμαι, κι’ αν ήμαι γέρος, Φοίνιξ[1]  άνανεωμένος,
Τού Ταμείου άσημένιους όταν Φοίνικας[2]  λαμβάνω
Τρισευτυχισμένο βλέπω, τρισελεύθερο τό Γένος
          Απ’ τά χίλια μου επάνω.

   Τά ελεύθερα κεφάλια ή κατάρα νά τά πάρη!
          Μέ τό γίρ γίρ γίρ τί κάνουν;
          Τήν χολή τους μόνον σκάνουν
Κόκκινος έγώ σάν ρόδι, τρυφερός σάν κουκουνάρι,
Τρώγω, πίνω, γελώ, παίζω, κι’ αν πεθάνω, θά πεθάνω
          Είς τά χίλια μου επάνω.

   Γιά τό πήδημα τού ψύλλου, γιά τό σάλευμα τού γάτου
Οί συνάδελφοί[3] μου  φέρνουν έναν κόσμον άνου κάτου.
Γένουνται μαλλιά κουβάρι, και φωνάζουν γέροι νέοι,
Καθώς μες στο Συναγώγι τω σαββάτω[4]  οί Εβραίοι.
«’Η Φωναίς σας θά σάς δώσουν, άνθρωποι τυφλοί», τούς
κάνω[5],
          «Απ’ τά χίλια παραπάνω;»

   Πού τής ψήφου μου θά ρίψω τό κουκί δεν έξετάζου
Η Κυβέρνησίς μου μόνον τί ορέγεται κυττάζω-
Ζητεί μέρα; Ζητεί νύκτα; Πριν τό μυρισθώ άκόμα,
«Ναί! Ναί! Μάλιστα!» φωνάζω μέ τρεις πήχαις πλατύ στόμα,
          Καί τήν ψήφο μου τήν βάνω
          Εις τά χίλια μου επάνω.

   Αν ό Κυβερνήτης θέλη, άπ’ τήν ήσυχή μου κώχη
Γιά τό ίδιο πράγμα λέγω τρις τό ναί καί τρις τό οχυ
Μ’ ολ’ αύτά μέ κρυφοβλέπουν Υπουργοί του ένας δύο,
Κ’ εις τό κάθε πάτημά μου μέ προσέχουν άν κουτσάνω. [6] 
«Κύριοί μου», τούς φωνάζω[7],  «πιστός είμαι, σάς ομνύω
          Εις τά χίλια μου επάνω».

.

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΛΑΣΤΙΓΞ   (1836)
Φυλλάδιον δεύτερον[8]

(Μάρτιος 1836)

   Άς ένωθώμεν, λόγιοι, διά νά συσκεφθώμεν
Πού πρέπει νά βαδίσωμεν, τί πρέπει νά ζητώμεν.
Ώς πότε νομοσχέδια, και νομοδιορθώσεις,
Καί Υπαλλήλων άκαρποι διορισμοί κ’ έξώσεις,
Στρατάρχαι χωρίς στράτευμα, Σχολαί χωρίς Σχολάρχας,
Χωρίς έν πλοΐον Πλοίαρχοι, Νομοί χωρίς Νομάρχας,
Καί Δήμοι άνοργάνιστοι, κ’ εις μάτην κι’ άεννάως[9]
Κινήσεις, προπαρασκευαί, καί ή Ελλάς εις χάος;…
   Τί με τά ξένα χρήματα τρυφώμεν των άνθρώπων,
Χωρίς νά φέρωμεν καρπόν κάνένα εις τον τόπον;
Ώς πότε δανειζόμεθα με τόκους υπέρογκους,
Εις ΰποθήκας βάλλοντες καί κάμπους μας καί λόγγους;
Τό έθνος, άσωτος υιός πατρός εΰκαταστάτου,
Ζή δίδον εις ένέχυρον τά υποστατικά του,
Κ’ εις τήν σπατάλην άναιδώς καί τήν παραλυσίαν
Νά φάγη τήν πατρώαν του ζητεί περιουσίαν.
   Έχάσαμεν καί χάνομεν πάν αίσθημα γενναΐο
Κάνεις μας δεν έργάζεται διά πατρίδα πλέον,
Καί όλοι ξένην άμπελον ώς νά τήν θεωρώμεν,
Τήν γήν της άνασκάπτομεν, τά κλήματά της σπώμεν.
Τό έθνος μας, φυράματος[10] λαμπρού κ’ εύτυχεστάτου,
Στερείται καί τήν έμφυτον έλαστικότητά του
Ώς κώδων όστις έχασε τον παλαιόν του ήχον,
Ώς ξίφος όπου σκωρία κρεμάμενον στον τοίχον.
   Βήμα κάνέν δεν κάμνομεν εις νόμους οΰδ’ εις φώτα,
Κα’ι άθλια εΐν’ όλα μας κα’ι όλα σεσηπότα[11].
Καιρόν και πλούτον δαπανά ή μισθωτή Αργία,
Τα δύο πάσης εθνικής ύφώσεως στοιχεία.
Έν Ύπουργείον άμορφον, κατακολοβωμένον,
Κυλιέται ώς στέλεχος σαθρόν κ’ έκριζομένον
Καί τό Συμβούλιον, καλός και πατριώτης γέρων,
Εις μνήμην τάς έλληνικάς άνδραγαθίας φέρον
Καί ψαύον τήν άρχαίαν του καί άσπρην γενειάδα,
Μέ όμμα βλέπει σκυθρωπόν τήν τωρινήν ‘Ελλάδα.
Τοιούτον ή διχόνοια, τοιούτον καρπόν φέρει,
Καί τώρα δρεπανίζομεν τών φατριών τα θέρη[12].

.

Ο ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΣ  (1839/1852/1858)

 

Άσμα πρώτον [13]

 

Φεΰ! παρήλθον τής Ελλάδος οί Ομηρικοί αιώνες,
Και δεν σύρουσιν εις άρμα σμαραγδόπτεροι ταώνες[14]
Του Μεγάλου Διός πλέον την άθάνατον νυμφίαν[15],
Και ή λαμπροπτέρυξ Ίρις[16]  με την τρίχρουν της ταινίαν
Την Θεάν[17]  έποχουμένην εις την γην δεν άναγγέλλει
Ουδέ όταν εις την Ίδην[18]  ν’ άναβή έκείνη μέλλη,
            Άγρυπνοι αί Ώραι[19]  πλέον
Άπολύουσι τό ζεύγος τών κτηνών της τών ώραίων…

Εις αυτούς ό νέος Έλλην τούς αίγιαλούς ματαίως,
Περιβλέπων, άνιχνεύει τούς θαλάμους τού Νηρέως[20],
‘Όπου τά λευκά της μέλη έλουεν ή Αμφιτρίτη[21]
«Έσυντρίφθη» λέγει[22] «τώρα τής Ποιήσεως ή κοίτη,
Και ή τοΰ Χριστοί) Θρησκεία τάς Έλληνικάς έρημους
Άπερήμωσεν, εις ταύτας πέπλους ρίψασα πένθιμους[23],
            Και δακρύει τώρα μείνας
Ο Απόλλων τής Ελλάδος ήλιος χωρίς ακτίνας».

.

Άσμα τέταρτον[24]

     Και προς τούς άμεριμνώντας φύλακάς του λέγει τότε
«ΕΙς τούς Έλληνας είπέτε ταΰτα, φίλοι στρατιώται!
Όσοι καί τον παιόιόθεν έρωτά των, την πατρίδα,
Έστερήθησαν καί πάσαν περί Γένους των έλπίόα,
Όσοι, οϋτ ’ έλενθερίαν, οϋτε δόξαν, ούτε πλούτον
Έχουσιν υπό τοιαύτην πολιτείαν καί αυτού των
            Τού φρονήματος[25]  στερούνται,
Αυτοί φεύγοντες τον κόσμον ώς έγώ… αύτοκτονοϋνται…»

     Καί ή τελευταία λέξις ύπ’ αύτού προφερομένη 
Μετ’ αύτού ώς πέτρα πίπτει καί εις βόθρον[26]  καταβαίνει…
Πλήθος άνωθεν προς τούτον έδραμε χωροφυλάκων
Κατακείμενον, πλήν ζώντα είς αίματωμένον λάκκον
Ή ταχύπτερος δε Φήμη τρέχουσα τήν Κεκροπίαν[27],
Έλεγεν εις πάντας ποια έξεφώνησε καί ποιαν
            Οδόν έκλεξε θανάτου
Ό Έλληνεγέρτης[28]  θραύσας τά έγκόσμια δεσμά του.

Αί Αθήναι συγκινούνταυ τρέχει ό λαός δακρύων[29],
Φθάνει, ψαύει πάν του μέλος αίματόφυρτον και κρύον
Εις καθένα παλμόν στήθους, εις καθένα σφυγμού κτύπον,
Βλέπων πάν του ζωογόνον πνεύμα βαθμηδόν έκλείπον,
Τα ψυχρά του θάλπει[30]  χείλη, χείλη τής Ελευθερίας,
Όθεν έπιπτον οί τόσοι κεραυνοί τής εύγλωττίας·
            ’Επειδή, ώς οί άρχαΐοι,
Νεκρούς σήμερον τιμώσι τούς καλούς οί Αθηναίοι.

.

                  

ΣΑΤΥΡΑ ΠΡΩΤΗ   (1845)
 
Σάτυρα[31]  πρώτη
Κάτοπτρον τού 1845 έτους[32]

 

Πατριώται, μή λυπήσθε! Πατριώται, μή θρηνήτε!
Ευαγγελισμόν σάς φέρω… δοϋλοι πάλιν θά γενήτε.
Ή Ρωσία ιδού πρώτη με τό νήπιόν[33]  της πάλιν,
Μέ τό δημιούργημά της έρχεται εις την μασχάλην
Και κατόπιν ή Αγγλία ιδού χρήματα ζητούσα,
Μητρυιά, τού γάλακτός της τό μωρόν άποστερούσα·
Οί Αγγλοδηγοί έλεύσεις ιδού σπείρουν στρατών ξένων
Καί μ’ εν ξένον Ύπουργείον ξένον Χάρτην χαρισμένον·[34].
Ναί, τό Σύνταγμα τής Τρίτης Σεπτεμβρίου απειλείται·
Μεταξύ Αγγλορωσίας καί Γαλλοαυστρίας κείται.

Η Ελλάς ώς ή Συρία δύο κλάσεων πολίτας,
Σάς μεν έχει Αγγλους-Δρούσους[35],  σάς δε Γάλλους-
Μαρωνίτας[36]
Μέ τά δύο τής Ευρώπης άλληλομαχοΰντα γένη,
Τά όποια δύο φέρουν Έλληνες διηρημένοι[37].
Εις τά σπλάγχνα τής πατρίδος μετά τόσης άσπλαγχνίας,
Τρέμω μή παιχθή τό δράμα τής Αίγύπτου καί Συρίας[38].
Μέ τούς Γάλλους σου προστάτας τρέμω μή, Ελλάς μου, μένης
Ρείθρα[39] χύνουσα δακρύων τής Αίγύπτου τής ταλαίνης,
Έν ώ στράτευμα ό Άγγλος ξενικόν άποβιβάζει,
Τήν αισχύνην σ’ επιβάλλει και τον Χάρτην σου άρπάζει…

     Είς τήν παραλίαν κείται ή Σιδών χωρίς λιμένα
Τήν έρήμωσίν της βλέπουν τά πτηνά έκπεπληγμένα,
Καί ό ήλιος τήν κλαίει καθώς κλαίει νεκρωμένην
Είς αίγιαλόν αν εύρη εραστής τήν ερωμένην.
Εϊθε,Πειραιεύ, Αθήναι, οϋτω νά έρημωθήτε,
Ποτέ πλοίον, ποτέ χώρας άνθρωπον νά μήν ίδήτε,
Αν ίδήτε σείς αύθάδους Βρεττανού τήν ναυαρχίδα
Φέρουσαν στρατόν μιγάδα ώς είς τήν Πτολεμαιδα!

.

 

ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΠΟΙΗΤΙΚΑ ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ (1857)
 
Γαλλία[40]

 

Εν τή Πλατεία τής Έπαναστάσεως, 7 Μαρτίου 1854.

      Γάλλοι, βάλετε τούς πόδας εις αύτήν την γην… πως τρέμει
Προσεγγίσατε τά ώτα είς αύτήν… πώς κρότου γέμει;…
Κάτω, τής οχλαγωγίας ό Εγκέλαδος γογγύζει
Είς τά βάθη όπου τούτον ό Θεός περιορίζει.

      Έννοών ότι ό Τρίτος Ναπολέων, ώς ό πρώτος,
Τήν άλύσωσιν χαλκεύει τής Γαλλίας είς τό σκότος,
Τά ύπόγεια τού ζόφους[41] καί τής θέρμης περιτρέχει,
Τής Εύρώπης δε τήν τέφραν είς τούς πόδας έτι έχει.

      Ο Τιτάνιός του ώμος τάς πυροστεγεΐς έστίας
Καί τάς έρυθράς έσχάρας σείει τής Δημοκρατίας,
Τρέμει δε ό Ναπολέων μή ό θρονοθραύστης Δαίμων
Τον έκσφενδονήση άνω τών νεφών καί τών άνέμων.

      Καθ’ έκάστην εικοσάδα ετών έξω τού κρατήρος
Τήν πυρώδη του ό Γίγας φέρει κάραν όλοκλήρως.
Δίς καί τρις άπό τήν λήξιν τού ύστερινού αίώνος
Έπεφάνη, καί τοσάκις κάτω έπεσεν είς θρόνος.

      Ίσως έξορμήση πάλιν τήν ισότητα κηρύττων
Καί είς τάς άβύσσους σύρων Ναπολέοντα τον Τρίτον,
Τον αύτοκρατορικόν του είς Γαλλίαν κυκεώνα
Καί τον ύπερ τού Μωάμεθ είς Ανατολήν άγώνα.

 

Μεσόγειος

Εν Κυθήροις, 22 Μαρτίου 1854[42].

 

      Μ’ έφεραν αί χελιδόνες τής ‘Ελλάδος άγγελίαν
Πίνδος, Όλυμπος και Άθως άρειμάνιον πρεσβείαν
ΕΙς Άγρίνιον, ‘Υπάτην έστειλαν και Άταλάντην,
Καί ζητοΰσι τής δευτέρας πάλης των τον Ύψηλάντην.

      Έβδομήκοντα λογάδες[43]  λοχαγέται[44]    εις Αθήνας
Τά τυραννομάχα ξίφη κρύπτουσιν εις τάς μυρσίνας,
Και καλοΰσιν Επιτρόπους δύο έκ των κορυφαίων,
Χαζή-Πέτρον[45] καί Ζαβέλλαν[46],  καί τον Σούτσον[47]  τον Τυρταίον.

      Επειδή ό Γορσακώφης εις τάς ‘Ρωσσικάς του μοίρας
Έστησεν έπί τού Ίστρου[48]  διαβάσεως γεφύρας,
Τούς στρατούς των δε οι Τούρκοι συνεκέντρωσαν εις Αίμον,
Ο καιρός αύτός έκρίθη καιρός δόξης καί πολέμων…

      Τήν Ανατολήν έκ νέου ώ χαρά! πύρ θειον καίει
Μόλυβδος, ή βασιλεία τοϋ Μωάμεθ καταρρέει
Αλλά σίδηρος, τό γένος των Ελλήνων έρυθροΰται,
Καί ό άφθαρτος σταυρός των άνωθεν άποστιλβούται.

      Αίρονται λοιπόν αί φλόγες, φθάνουσιν είς Θεσσαλίαν,
Είς τήν ’Ήπειρον έκεΐθεν καί είς τήν Μακεδονίαν.
Από τέφραν άρωμάτων είθε Φοίνιξ μυροβόλος
Μετ’ ολίγον να έξέλθη ό άρχαΐος κόσμος όλος!

      Είς τό σκότος τής δουλείας καί τοΰ χρόνου κεκρυμμένη
Τής ήρωίκής Ελλάδος ή μορφή μή πλέον μένη.
Είς τό πΰρ τών τηλεβόλων άς άναφανή ωραία,
’Ωχρά μεν άπό τάς λύπας, άλλ’ άγήρατος καί νέα!

Έλληνες, καθείς μου στίχος τήν Τουρκίαν τρέχων ολην
Άς άνάπτη πυράν μίαν ώς δαυλός είς πάσαν πόλιν,
Καί τό δίζυγον πυρ άμα  τής Πατρίδος καί Θρησκείας
Ας  φονεύη καί τούς Τούρκους καί τούς φίλους τής Τουρκίας!

.

Ήπειρος

 

Πλησίον τής Πέτας, 13 Απριλίου 1854[49]

 

      Έκλεισεν οίκτρώς τό δράμα ή κατά την Πέταν μάχη.
Πάσα πέτρα στάζει αίμα, και στενάζουσιν οί βράχοι.
Μεταξύ πεσόντων τόσων περιφέρομαι γενναίων
Καί πλανώ τό βήμα μόνος εις τα πέριξ των σπηλαίων,
Όπου έφεραν οί Τούρκοι μετά φονικής των σπείρας
Τον καλόν Δομενεγίνην άλυσίδετον τάς χεΐρας…
Ούρανέ μου!… αύτού τούτου ή φωνή σπαραττομένου,
Από άσπλαγχνον δεσμότην[50] Τούρκον βασανιζομένου!…
«— Εις τούς όνυχάς μου,[51] Τούρκε, σχίζας έπηξες καλάμου…
Υπεράνω τής σαρκός μου, Τούρκε, τά μαρτύριά μου…
—       Αλλαξε την πίστιν λάβε τήν λατρείαν τού Προφήτου·
Ή καταστραφήτε όλομ φανεροί, κρυφοί εχθροί του!
—       Ώχ! ωχ! ωχ! με φλέγεις ολον… ποιοι πόνοι φρικαλέοι!…
Ριγώ… φρίσσω… ή φυχή μου εις τήν βάσανον έκπνέει…
Η χαλκή καί πύρινος σου με κατέκαυσε κορώνα…
Αλλ’ ό Κύριός μου ζήτω εις τον άπαντα αιώνα!…
—       Πίστιν άλλαξε, κακούργε- εις τήν διδαχήν μου πείσου·
Πλήν τό βάπτισμά σου θέλεις; εις τό αίμά σου βαπτίσου.
—       Εις τήν πίστιν μου εμμένω, πίστιν όλου μου τού Γένους…
—       Τούς δαυλούς μου λοιπόν δέξου καί τούς δύο άναμμένους.
—       Σβύνονται τά όμματά μου… τό φώς χάνω τής ήμέρας…
—       Λάβε καί τον τελευταΐον αύτόν κτύπον τής μαχαίρας.

—       Άρπασαν καί τήν πνοήν μου τήν έσχάτην τά θηρία…
Γένος μου!… πατρίς μου!… πίστις!… Ζάκυνθος!… έλευθερία!…»

.

**

.

      Ούτως ή ελευθερία τής ’Ηπείρου κατεστράφη, 
Δένδρον φυτευθέν έν βία εις άνέτοιμα εδάφη
      Καί ουδόλως ριζωθέν
Τό άνέτρεψεν ώς λαίλαψ ό Βρεττανικός βραχίων,
Καί άπέναντι τής χώρας των νεκρών Έπτανησίων
      Κείται ήδη νεκρωθέν.

 

Είς τάς πέτρας τής ‘Ελλάδος τρίβου, όφι[52] τής Αγγλίας.
Αλλαξε τό κόκκινόν σου δέρμα τής μιαιφονίας,
            Άλλαξε τό παλαιόν
Λάβε άλλο στιλπνόν, νέον, καί παρίστα όφιν πράον
Είς τά βάθρα των ναρθήκων, είς τό μέσον των προνάων,
Έρποντα προς τον Θεόν

Άλλ’ ήμείς τό παλαιόν σου, όθεν αίμα έτι στάζει,
Αίμα τής ’Ηπείρου, ήτις μέχρις οΰρανοΰ φωνάζει,
Θέλομεν διατηρεί.
Απ’ αΰτοΰ ό δράκων λείπει· πλήν ώς θήκη αυτό μένει
Κενή ξίφους, ήτις όλη έμεινε μεμιασμένη
Καί τον φόνον μαρτυρεί.

.

 

Θεσσαλία[53]

 

Έν Βαρυβόμβη, 23 Μαίου 1854.

 

      Τρέχουσιν οί αίμοβόροι Τούρκοι προς την Θεσσαλίαν.
Αλλ’ αυτών ό Χαζή-Πέτρος ανατρέπει την πορείαν,
Και ή φοβερά του σπάθη, ώς τό δρέπανον τούς στάχεις,
Κόπτει τρεις έκατοντάδας είς Λουτρόν, πεδίον μάχης.

      Προχωρεί, τάς φάλαγγάς των πολέμων καί καταβάλλων
Είς Φανάριον, Καρδίτσαν καί πλησίον των Τρικάλων
Ό Σελίμ-Πασάς δε τότε, ό άπό τάς Πυραμίδας
Μέχρι τού Πηλίου φέρων τής Αίγύπτου τάς άκρίδας,
Από Βώλον είς Βελέσην[54] μετ’ έννεακισχιλίων
Έρχεται τα θέρη φθειρών τών Θετταλικών πεδίων.
Δύο του ό Χαζή-Πέτρος τάγματα πεζά φονεύει,
Καί τάς δεκατέσσαράς του οχυρώσεις κυριεύει.

      Πλήν ό Φράσαλης[55] έξ Αρτης προς βοήθειάν του τρέχει 
Τετρακισχιλίους γύπας Αλβανούς όπλίτας έχει 
Νέαν δύναμιν καί τόλμην ό Σελίμ-Πασάς λαμβάνει,
Καί κατά τού άποστάτου Έλληνος έξαίφνης φθάνει.
Προσλαβών ό Χαζή-Πέτρος βοηθούς τούς Μακεδόνας,
Προς ένίσχυσιν τών Γόμφων άνεγείρει προμαχώνας
Καί καλεί άπανταχόθεν τών Ελλήνων τούς σποράδας.
Φθάνει ό Πετροπουλάκος φέρων Σπάρτης τούς λογάδας 
Φθάνει ό Γιουρούκος άνδρας άγων έκ τής Κορινθίας
Φθάνει ό Πλαπούτας άνδρας άγων έκ τής Αρκαδίας
Έφορμώσι τότε πάντες, καί ό Χαζή-Πέτρος πρώτος·
Τούρκοι, Άραβες νικώνται, και εις τής νυκτός τό σκότος
Σπεύδοντες τον βαθυρρείτην Πηνειόν νά διαβώσι
Πνίγονται αυτών οί πλείστοι, και ολίγοι τον περώσι.
Χιλιάδες έπτά ήσαν τά σπαρέντα πτώματά των,
Και ό ποταμός έξέμει τούτους άπό των εγκάτων
’Επί δώδεκα ημέρας φρίττων προς την δυσωδίαν
Καί τού Νείλου νεκράν ρίπτων έξω του την εκστρατείαν.
Οί δέ Τούρκοι τών Τρικάλων καί οί Τούρκοι τής Λαρίσσης
Ήδη έντρομοι, ζητούσιν είρηναίας διαλύσεις
.Καί τήν χώραν έλευθέραν άπ’ Όλύμπου μέχρις Οίτης
Παραιτούσιν, άν εις τούτο συναίνεση ό Μεζίτης.

 .

.

 

[1] Φοίνιξ: τό μυθολογικό πουλί πού, όταν ενιωθε ότι θά πεθάνει,
εμπαινε σέ φωτιά άπό άρωματικά φύλλα, γιά νά άναγεννηθεΐ άπό τις
στάχτες του.

[2] Φοίνικας·, άσημενιο νόμισμα, τό πρώτο πού κυκλοφόρησε στη νεότερη ‘Ελλάδα, τό 1828 έπί Καποδίστρια. Πήρε τό όνομά του άπό τό μυθολογικό πουλί, γιά νά συμβολίσει τήν άναγέννηση τής Ελλάδας

[3] Οί συνάδελφοί μου: άντί «οί συνάδελφοί μου».

[4] σαββάτω: άντί «Σαββάτω».

[5] τούς κάνω: τέθηκε έκτος των εισαγωγικών τής σύνολης φράσης στο δίστιχο άπό τον ανθολόγο.

[6] κουτσάνω: κουτσαίνω

[7] τούς φωνάζω: τέθηκε έκτος τών εισαγωγικών τής σύνολης φράσης στο δίστιχο άπό τον άνθολόγο.

[8] Στίχοι 244 (απόσπασμα: στίχοι 153-188).

[9] άεννάως: άντί «αενάως».

[10] φυράματος: ό χαρακτήρας, τό ποιόν.

[11] σεσηπότα: σαπισμένα, σάπια.

[12] θέρη: οι θερισμοί.

[13] Από την έκδοση τού 1839 (άπόσπασμα: στίχοι 169-184).

[14] ταώνες: παγώνια.

[15] Τοϋ Μεγάλου Αως πλέον τήν άθάνατον νυμφίαν. σύζυγος τού

Δία ήταν ή θεά Ήρα.

[16] Ίρις: ή θεά τού ουράνιου τόξου. Καθώς αυτό φαίνεται σάν νά 
συνδέει τη γή με τον ουρανό, οί άνθρωποι φαντάστηκαν τήν Ίριδα σάν
φτερωτό κι άνεμοπόδαρο άγγελιοφόρο άνάμεσα στους θεούς και τούς
άνθρώπους.

[17] Την Θεάν: εννοεί τή θεά Ήρα.

[18] Ίδην: τό βουνό τής Κρήτης Ίδη ή Ψηλορείτης.

[19] Ωραι: μυθικές θεότητες, προστάτιδες τής εύημερίας. Υπηρετούσαν τήν Ήρα, λύνοντας άπό τό άρμα της τά παγώνια ή τά άλογα πού τό έσερναν.

[20] τον Νηρέως: θεότητα τής θάλασσας

[21] ‘Αμφιτρίτη: μία άπό τις πενήντα κόρες τού Νηρέα, βασίλισσα τής θάλασσας, πού περιβάλλει τον κόσμο.

[22] λέγει: ήταν τοποθετημένο μέσα σέ παρένθεση. Τέθηκε έκτος τής παρένθεσης καί τών εισαγωγικών τής σΰνολης (πεντάστιχης) φράσης
άπό τον ανθολόγο.

[23] Οί δύο αυτοί στίχοι στήν έκδοχή τού 1858 διαμορφώνονται ώς έξης: 
Καί ή τοΰ Χριστού θρησκεία εις αύτάς τάς έρημίας
Σκεπήν ήπλωσεν άγίαν, πλήν μονόχρουν αλήθειας,

[24] Από τήν έκδοση τού 1858 (άπόσπασμα: στίχοι 481-504). Οί στίχοι481-504 είναι άντίστοιχοι τών 417-440 άπό τό τέταρτο άσμα τής έκδοχήςτοΰ 1852.

[25] Τού φρονήματος, στήν εκδοχή τού 1852 προτιμάται, άντί τού «φρονήματος», τό «θρήσκευμα» («Τού θρησκεύματος στερούνται»).

[26] βόθρον: κάθε λάκκος σκαμμένος ατό έδαφος.

[27] Κεκροπίαν. ή Ακρόπολη τών Αθηνών.

[28] Ό Έλληνεγέρτης: άντικαθιστά τήν περίφραση «Τού λαού ό ρήτωρ» τής εκδοχής τού 1852.

[29] δακρύων: δακρύζοντας.

[30] θάλπει: θερμαίνει, ζεσταίνει, περιθάλπει.

[31] Σάτυρα: άντί «Σάτιρα». Πρόκειται, πάντως, γιά κοινή ορθογραφία ώς τό τέλος τοΰ 19ου αιώνα.

[32] Στίχοι 424 (άπόσπασμα: στίχοι 351-378).

[33] νήπιον: τό νεοσύστατο έλληνικό κράτος, πού βρίσκεται άκόμη σέ νηπιακή ηλικία.

[34] Καί μ’ εν ξένον … χαρισμένον: άναφορά στίς πολιτικές έπεμβάσεις τής Αγγλίας στα έσωτερικά άλλων χωρών, καί στήν άλλαγή των συνόρων στον χάρτη με βάση τϊς άγγλικές επιδιώξεις.

[35] Δρούσους: οί Δρούζοι είναι μιά άραβική μουσουλμανική κοινότητα πού έκτείνεται σήμερα πληθυσμιακά στή Συρία, τον Λίβανο καί την περιοχή τής Γαλιλαίος στο Ισραήλ.

[36] Μαρωνίτας: έθνοτικοθρησκευτική κοινότητα (αραβόφωνη) πού ανήκει στο άνατολικό χριστιανικό δόγμα τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Οφείλει τό όνομά της στον ερημίτη Ιωάννη Μάρωνα (350-410), ό όποιος έζησε κοντά στο όρος Ταύρος στήν περιοχή τής Απάμειας στή Συρία. Στα μέσα τού 19ου αιώνα, Δρούζοι καί Μαρωνίτες βρέθηκαν άντιμέτωποι γιά τήν εξουσία, έξοΰ καί ό παραλληλισμός τών Άγγλων καί των Γάλλων μέ αυτούς.

[37] Τά όποια … διηρημένοι: αναφορά στην πολιτική διαίρεση τών

Ελλήνων σέ ύποστηρικτές τών Άγγλων καί σέ ύποστηρικτές τών Γ άλλων.

[38] τό δράμα τής Αίγυπτον καί Συρίας: άναφορά στήν άδυναμία  τών έπαρχιών αυτών νά υπάρξουν ώς άνεξάρτητες χώρες, καί στήν υποταγή τους στις μεγάλες δυνάμεις τής εποχής.

[39] Ρείθρα: ρυάκια.

[40] Στίχοι 580 (απόσπασμα: στίχοι 43-62).

[41] τού ζόφους·, άντί «τοΰ ζόφου».

[42] Απόσπασμα: στίχοι 113-140.

[43] λογάδες: εκλεκτοί, διαλεχτοί, επίλεκτοι

[44] λοχαγέται: λοχαγοί.

[45] Χαζή-Πέτρον: ό αγωνιστής τού 1821 Χριστόδουλος Χατζηπέτρος (1799-1869). Μετά την Επανάσταση,υπηρέτησε στον έλληνικό στρατό με τον βαθμό τού στρατηγού καί ώς υπασπιστής τού Όθωνος. Τό 1854 ό Όθων τού άνέθεσε τήν άρχηγία τής εκστρατείας στή Θεσσαλία.

[46] Ζαβέλλαν: ό άγωνιστής τού 1821 Κίτσος Τζαβέλας (1800-1855), ό όποιος στή συνέχεια διετέλεσε στο ελεύθερο έλληνικό κράτος στρατηγός, υπουργός καί πρωθυπουργός.

[47] Σούτσον: ό ποιητής Παναγιώτης Σούτσος (1806-1868), άδελφός τού  Αλέξανδρου. Αποκαλείται άπό τον Αλέξανδρο τιμητικά «Τυρταίος», παραλληλιζόμενος με τον άρχαίο Σπαρτιάτη ελεγειακό ποιητή (7ος αιώνας π.Χ.),για τήν ποιητική του τέχνη.

[48] Ίστρου: ρωμαϊκή ονομασία τού Κάτω Δούναβη.

[49] Απόσπασμα: στίχοι 197-238

[50] δεσμότην. άντί «δεσμώτην».

[51] Ή διαλογική παύλα είναι προσθήκη τού άνθολόγου.

[52] όφιν: άντί «όφιν», καί παρά τό ότι μόλις τρεις στίχους παραπάνω

υπάρχει ό τύπος «όφι».

[53] Στίχοι 188 (άπόσπασμα: στίχοι 1-34).

[54] Βελέσην: ό οικισμός Δαφνοσπηλιά Καρδίτσας.

[55] Φράσαλης: ό Τούρκος στρατιωτικός Ισμαήλ Φράσαρης.

.

.

 

ΓΡΑΦΕΙΟΝ ΕΝΙΚΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ (2016)

____ με το μικρό αστικό _____

ΜΠΑΛΑ ΜΟΥ ΠΕΛΑΓΙΣΙΑ

Κείνη τη μπάλα του παιδί
μου κλέψανε ο αέρας και το κύμα
λικνίζοντας την πέρα μέσα
στου πελάγου το βαθύ, το σκούρο ρίγος,
Τη βρήκα τελικά προχτές
στης μνήμης τ’ αρχιπέλαγος.

.

ΜΕΝΟΥΜΕ ΕΛΛΑΔΑ

Δυόμισι ώρες στην καφετερία του λιμανιού
περιμένουμε το πλοίο.
Καθυστέρηση. Κλασικά.
0 φραπές ιδρωμένος τα παγάκια εξαντλημένα.
Τα μπαγκάζια χύμα πεταμένα σκονισμένα.
Στην τηλεόραση παρηγοριά το
Μένουμε Ελλάδα.

Ωραία εκπομπή.
Περιηγήσεις, παραλίες, αξιοθέατα
Να μένει το συνάλλαγμα στη χώρα.
Για δρομολόγια δεν βλέπω τίποτα.
Τι να πούνε σάμπως;
Περίμενες καμιά φλεγματική συνέπεια;
Ή μένεις κάπου αλλού;

Μένουμε Ελλάδα.

.

ΘΗΛΥΚΑ ΒΑΜΠΙΡ

Μου διέφυγε να ελέγξω
αν το δωμάτιο έχει σήτες
κι απ’ τα τσιμπήματα
έγινα κόσκινο.
«Κόσκινο»; Σήτα κανονική.
Αν σε πετύχω, θα σε λιώσω,
Βρομοκούνουπο.

Με αίμα, λέει, τρέφονται
μόνο τα θηλυκά,
θηλυκά βαμπίρ!
Μάλλον αρχίζω να εννοώ
πώς βγήκε ο όρος
Βρομοθήλυκο.

.

ΣΠ0ΥΡΓIΤΙ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ

Χοροπηδά στην άμμο εταστικά
ψάχνοντας για τροφή
κι αδικαίωτο δεν μένει·
οι λουόμενοι ημών οι επίγειοι
τρέφουν αυτό
ως πετεινό του ουρανού:
ψίχουλα,
φλούδες φρούτων,
σπόρια·

πάντα το κάτι του διακρίνει
μέσα απ’ τον σωρό τα αποτσίγαρα

.

_____με τέσσερα επί τέσσερα_____

ΜΥΔΙ

Μαύρο σκληρό περίβλημα
μου κρύβεις
την τρυφερή μου λιχουδιά.
Αξιόπιστη η ασπίδα σου
μα η ουσία σου
στο Βάθος.

Όχι σαν εμένα
που ’χω εξωτερικά
την τρυφερή μου σάρκα
και στο βάθος
μόνο κόκαλα.

Σκέτη Επιφάνεια είμαι
ανούσια και πληκτική.

Αν κι ίσως κάποτε
Αποκαλύψεως

.

ΕΝΘΥΜΙΟΝ ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ

Θα φεύγαμε απ’ το νησί χωρίς ενθύμιον
τα παραδοσιακά του εδέσματα;

Φέτα καλαθάκι.
Οπωσδήποτε.
Καρτερικά ψημένη
σε ψάθινο κοφίνι,
Έξι ώρες στο σακβουαγιάζ
ψημένη δεύτερη φορά
πάνω στο πλοίο.

Φέτα καλαθάκι.
Οπωσδήποτε.
Κατευθείαν
απ την παράδοση.
Κατευθείαν
στον κάδο απορριμμάτων.
Τουλάχιστον μου χάρισε
σαν προσμονή
τα’ ωραίο γευστικό ταξίδι.

Το ταξίδι.
Οπωσδήποτε.
Απ τα ψυγεία μεταφορών
στα σούπερ μάρκετ.

.

ΣΥΜΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ

Τη θυμάμαι μια ζωή
σαν ελιγμό

Παιδί
με τα ξαδέρφια μου και τη γιαγιά
να στροβιλίζομαι
στο μουντό κλιμακοστάσιο
Πύργου Λευκού
χωρίς ποτέ να πιάνω κορυφή

Με τον πατέρα, έφηβος
περιστρεφόμενοι
σε πηγμένες λεωφόρους
μάταια να ψάχνουμε ιατρεία

Νέος να τρυπώνω
από ελικοειδή σκαλιά
σε ημιυπόγεια δισκάδικα
για σπάνια βινύλια

Πατέρας ο ίδιος
να περιδινούμαι
στον περιφερειακό
συνεχίζοντας
γι’ Αθήνα ή Χαλκιδική

Λες κι η κάθε επαφή
ευκαιριακή
σαν μαγνητική απώθηση
επιδερμικών επαφών
ή αγχωτικών παρακάμψεων

Άραγε
απώθηση ομωνύμων
ή κάποια παραμελημένη απλή
συμπρωτεύουσα ανάγκη;

.

ΠΛΥΝΤΗΡΙΟ

Πετσέτες, σορτς, μπλουζάκια
πάλι μαζεύτηκαν ποτισμένα αρμύρα.
Δεν προλαβαίνεις τη μια στοίβα
κι έρχεται νέα, επίμονη
να σου ζητά φρεσκάρισμα επειγόντως.
Σαν να μην άδειασε στιγμή
η λεκάνη με τα άπλυτα,
Σαν μαγεμένα ν’ απαντήθηκαν
μέλλον, παρόν και παρελθόν
μπροστά σ’ ένα πλυντήριο
στου χρόνου την προβαρισμένη περιδίνηση.

.
.

ΛΕΠΡΕΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΕΣ (2010)

ΚΕΡΒΕΡΟΣ

Στον καθρέφτη βλέπω
τα τρία μου πρόσωπα

α’ πρόσωπο

ΛΕΠΤΕΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΕΣ

Τι χαρά στην παιδική χαρά
να ξαμολώ τα παραπαίδια μου!

Καμαρώνω σαν
Στην τραμπάλα ισορροπούν οι αντιφάσεις μου
Στην κούνια πάνω κάτω οι σεμνές φιλοδοξίες
Στο γύρω-γύρω όλοι τρικυμία εν κρανίω
Στην τσουλήθρα οι εκπτώσεις μου.

Κάτι γιαγιάκες, κάποτε, μ’ εγγόνες αγιοσύνες
που απορούν πώς γίνεται να ’ν’ όλα τους δικά μου
άγρια μ’ επιπλήττουν που τηρώ
λεπτές ισορροπίες λεπρές.

Καθόλου δεν πτοούμαι.
Όλα τα παραπαίδια μου
για μένα είναι παιδιά μου.

.

ΤΟ ΧΡΗΜΑ ΠΟΛΛΟΙ EMIΣΗΣΑΝ

Για τ’ αστρονομικά μου ποσοστά τα δυσθεώρητα
απ’ τις ελάχιστες πωλήσεις μου
Δεν καίγομαι.
Σεπτή μου επιδίωξη
και δράμα μου ταυτόχρονα
την Δόξα να κερδίσω.

Την Δόξα.

Έστω και
μια δραματικά ξεπεσμένη
Δόξα Δράμας.

.

ΒΙΤΡΙΝΑ

Φαίνεται κάτι θα ’ξερα
που απέφευγα τις διενέξεις.
Προτιμούσα να μην μιλώ καθότι
η σιωπή είναι χρυσός.
Εξορύσσοντας χρυσές σιωπές βεβαιώθηκα
πως η σιωπή είναι μέταλλο. Πολύτιμο.
Εξορύσσοντας χρυσές σιωπές δημιούργησα
τον αμύθητό μου θησαυρό
από γνωριμίες συλλεκτικές.
Κι έμενα ήσυχος.
Γνωριμίες συλλεκτικές. Βιτρίνας.
Κι η σιωπή είναι μέταλλο. Πολύτιμο.
Μείνετε ανήσυχοι.

.

ΕΚΠΝΟΗ

Όταν σκέφτομαι τη μέρα που το κυπαρίσσι
μού προσγείωσε κατακέφαλα το γέρικο κλαδί του
γειώνοντάς με μόνιμα
στην οικογενειακή του αυλή
Βουρκώνω
που μου φέρθηκε έτσι αχάριστα’

σ’ εμένα,
που εξέπνεα
διοξείδιο του άνθρακα
ώστε να κτίζει εκείνο
ρωμαλέο κορμό.

.

β’ πρόσωπο

ΕΠΟΧΟΥΜΕΝΕΣ ΕΠΟΧΕΣ

Χειμώνα καλοκαίρι
σουλατσάρεις από μπρος μου με το κάμπρ
το χειμώνα με κλειστή την οροφή
ανοιχτή το καλοκαίρι
Λες και περιμένουμε εσένα
για να μάθουμε πως αλλάζουν οι εποχές.

Ένα κάμπριο δεν φέρνει την άνοιξη
ούτε κάποια άλλη εποχή.
Κάμπριο δεν έχω.
Μα στα παιδικά καθίσματα
του σεντάν μου αν κοιτάξεις
ολοχρονίς θα βρίσκεις κάθε εποχή:
άμμο από την παραλία
σημαιούλες 28ης
σερπαντίνες, κομφετί
ξερά πρωτομαγιάτικα στεφάνια.

.

ΝΑΡΚΑΛΙΕΥΤΡΙΑ

στη Δέσποινα

Πάλι έχει νεύρα ο μπαμπάς
και σ’ έστειλε, μικρή μου, ο αδερφούλης σου
-στρατηγικός εγκέφαλος κι οργανωτής
κάθε κατεργαριάς—
ν’ ανιχνεύσεις διαθέσεις,
να χωροθετήσεις το ναρκοπέδιο
με κίνδυνο να τις αρπάξεις.

Δεν σου μαθαίνει, αγάπη μου, ο αδερφός σου
μονάχα να μετράς τους αριθμούς στη θεωρία’
στην πράξη σού διδάσκει
πώς μένει πάντα στα μετόπισθεν
απυρόβλητος ο στρατηγός
και πώς εκρήγνυται η νάρκη
στα χέρια του ναρκαλιευτή.

.

ΣΑΛΩΜΗ

Περιφέρεσαι σεινάμενη κουνάμενη
με τον δίσκο στα χέρια.
Το ’χεις πάρει πολύ προσωπικά
κι ανέλαβες αυτοπροσώπως
το σερβίρισμα.
— Εσείς θα πάρετε κάτι;
Ένα λικεράκι, ένα σοκολατάκι;
Με ρωτάς όλο νόημα στον πληθυντικό
ειρωνικά κι απρόσωπα.
—Ευχαριστώ, σου απαντώ,
αναζητώντας το χαμένο πρόσωπό μου.
Και κερνιέμαι
την επί πίνακι κεφαλή μου.

.

ΑΠΟΔΗΜΙΑ

Έφυγες κι εσύ, γιαγιακούλα,
που μ’ αποκοίμιζες γλυκά
με τ’ αποδημητικά σου παραμύθια.
Τώρα μπορώ ν’ αποκοιμηθώ γαληνεμένος
μόνο με το κανάλι της Βουλής.

.

γ’ πρόσωπο

ΙΚΑΡΟΣ

Δύσκολο παιδί.
Ο πατέρας του μακριά
Ίκαρος στο Σχολάρι.
Εκείνο σε μια αχλή ηρωισμού και στέρησης
ξεσπά σε καταπτώσεις και σ’ απογειώσεις
Ή του ύψους ή του βάθους
Άστατο και δαιδαλώδες

Απ’ τις σπάνιες περιπτώσεις
που ο πατέρας είναι Ίκαρος
και ο γιος Δαίδαλος.

.

ΚΕΡΔΩΟΣ ΕΡΜΗΣ

«[…] οι αρχαίοι ναοί της Ελλάδας, της Μεγάλης Ελλάδας, της Ιωνίας, είναι με κάποιον τρόπο σπαρτοί, ριζωμένοι στα τοπία τους. Αφού χαλάστηκαν και ερειπώθηκαν οι “καλύβες’ αυτές των αθανάτων, οι άστεγοι θεοί γύρισαν εκεί που άρχισαν, χύθηκαν ξανά έξω στο τοπίο και μας απειλούν με πανικούς φόβους ή και με θέλγητρα, παντού: “Πάντα πλήρη θεών’ έλεγε ο Μιλήσιος Θαλής. […]»
Γιώργος Σεφέρης, «Πάντα πλήρη θεών».

Μυστικιστικά σαγηνευτική
η περιδιάβαση σε χώρους
διαχρονικά πανίερους·
Εκεί που ’ταν κτισμένος ο αρχαίος ναός
να ’ναι μετά η εκκλησιά
κατόπιν το τζαμί
ύστερα πάλι η εκκλησιά
σήμερα το χρηματιστήριο
αύριο προποτζίδικο ή καζίνο.

Γεγονός. Οι θεοί τρι¬
γυρίζουνε πάντα
στον τόπο που τους γέννησε.

.

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Δεν εκπλήσσει
που στη λήξη
κάθε διαγωνίσματος λογοτεχνίας
οι μαθητές σχολιάζουν
πως ζαλίστηκαν.

Φυσικό κι επόμενο
πρόκειται γι’ αντικείμενο
κατεξοχήν
μεθυστικό.

.

ΚΑΔΟΣ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

Ξέρει τα μυστικά της γειτονιάς
λεπτομέρειες φαινομενικά ασήμαντες
που αποκαλύπτουν όμως ποιότητες·
τι και πόσο τρώει ο καθένας
τι εσώρουχα φορά
πόσο λιωμένες είναι οι κάλτσες του
ποια η ερωτική ζωή του.
Και ψυχολογεί. Βαθιά·
πόσο καταδεκτικός είν’ ο ρακοσυλλέκτης
και πόσο ξιπασμένοι οι άλλοι, οι καθωσπρέπει
που μορφάζουν μ’ αηδία όπως τον πιάνουν.

Όταν τον πλησιάζουνε με καθωσπρέπει αηδία
κλείνει τη μύτη του
για να γλιτώσει από τη μπόχα τους.

.

ΑΛΛΑΓΕΣ

Αλλαγές πολύχρωμες, κεφάτες, αισιόδοξες
στη μόδα
σε ένδυση και υπόδηση
στο χτένισμα και στον καλλωπισμό
Αλλαγές
σε σώματα και χώρους
σε στάσεις κι αντιλήψεις
Αλλαγές
σε κόμματα και κυβερνήσεις
σ’ ερωτικούς συντρόφους.

Μονάχα δεν αλλάζει
η έμμονη απέχθεια προς το θάνατο
που διακόπτοντας αλλάζει τη ροή
τόσων αλλαγών
προβλέψιμων.

.

.

Τ ‘ ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ Τ-ΖΗΝ (2006)
(ποιητικές γ-ραφές)

ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΕΠΑΡΧΙΩΤΙΣΜΟΣ

Τζάμια φιμέ, μάτια φιμέ
κλειστή καρδιά, κάμπριο ουρανός
φόβος απόρριψης κρυμμένος σε φιμέ μαντίλες
ν’ αντισταθμίζεται
από ηχεία ξεδιάντροπα ανοιχτά στη διαπασών
μιας μουσικής άμουσης.
Το χέρι στην ταχύτητα
τ’ άλλο έξω ν’ αερίζονται
υδρατμοί φτηνιάρικης κολόνιας
(πώς να δηλώσει την κλειστοφοβική του άνεση;)
Κι όσο το μυώδες κορμί πολεμά να προβάλει
με το αναγκαίο προς το «ιν» ζην εφαρμοστό τζιν
σε αγωνιωδώς μυστηριώδη τρίγωνα βερμούδων
στον ασφυκτικό καβάλο
τόσο συγκαλύπτει ιδρωμένος την αμηχανία του.

Φιγουράροντας με σαματά
βροντώντας τα νεόπλουτα ηχεία του
μεσάνυχτα και μεσημέρι
φλερτάρει με την επιδειξιμανία του μοντέρνου
πασχίζει την αναγνώριση του πρωτευουσιάνου
νομίζει πως την αύρα του κοσμοπολίτη ανεμίζει
κάθε που στον ενοχλημένο περίγυρο συντρίβεται
αλαλάζοντας
την επιδεικτική του χωριατιά.

.

ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ

Φλογερός πυρπολητής των συνδικάτων
λαϊκός της εργατιάς συντονιστής
γι’ ανθηρές κι ανθηρές Πρωτομαγιές
θερίζεις τους αγώνες με το σφυροδρέπανο
σαν -εκλεγμένος μαχητής— σταθείς αδιάφθορος
στ’ αντιπολιτευτικά έδρανα της Βουλής.

Μετά, των συνειδήσεων ορειβάτης,
εκλογές κερδίζεις, υπουργεία δρέπεις
Σειρήνες σού γλυκοτραγουδούνε μίζες και χλιδή
στον τόρνο από πιεστικά υδροκέφαλα συμφέροντα
η ματιά σου.
Κι όπως μαγεύεσαι και λύνεις τα μυωπικά σχοινιά
που ’σουν δεμένος στο κατάρτι
μεταλλάσσεσαι φασιστικά φασιστικά.

Τότε προδίδεσαι και ψάχνεις γι’ αυτοσχέδια σχεδία
νέο θεωρητικό αλεξητήριο υπόβαθρο
γιατί οι περιστάσεις εμπεριστατωμένα σου επιβάλλουν
ανασχηματισμό απόψεων.
Όμως σε ποια σου αυθαίρετη αναθεώρηση
ν’ αναθέσεις πια το σκιασμένο Υπουργείο Δικαιοσύνης,
σε ποια παρωχημένη σου εμμονή
το φοβισμένο Υπουργείο Παιδείας;
Κι αναρωτιούνται όσοι ανάσκελα βασίζονταν σε σένα
αν έχεις έστω τύψεις άτυπες.

Γιατί να έχεις, κολπαδόρε συμφιλιωτή του Κάιν με τον Άβελ,
αφού όψιμα μέσα στα μήλα τα χρυσά ανακάλυψες
πως τα πυρακτωμένα αιτήματα
αριστερών εργατικών κομμουνιστών διεθνιστών
(κι αδέξιων αναρχικών)
για κατάργηση συνόρων κι αδελφοσύνη των λαών
σε τίποτα δεν διαφέρουν από τα εμπύρετα εκείνα
των δεξιών καπιταλιστών μετόχων πολυεθνικών
για παγκοσμιοποίηση;

.

Η ΘΗΛΙΑ

Ξύπνησε με την ίδια αγχωμένη γραβάτα στο λαιμό του
μέσα σε καταρράκτες Ανασφάλειας
αν η επιχείρηση όπου δουλεύει θα ’χει βιωσιμότητα
αν ο εργοδότης του
—που όλα τα ισοπεδώνει
αλέθοντας σε υπολογιστικούς αλευρόμυλους-
τον θέσει σε αλκοολική διαθεσιμότητα.
Αν η αγορά μυρίζει υψηλή θνησιμότητα
αν θα επηρεαστεί η απασχολησιμότητα [sic]
και το ασφαλιστικό
κι άλλες παρόμοια αγωνιώδεις
πλάγιες ερωτήσεις ολικής αλέσεως.
Παράνοια αβεβαιότητας τον κυρίευσε.
Έξι καψούλια της τον παραμόνευαν στη θαλάμη
με τον παραλογισμό του ασφαλιστικού απασφαλισμένο.

Μα τι στήνεται στ’ απόσπασμα;
Για ποιον μοχθούσε τόσα κοπιαστικά χρόνια,
για ποιον εισέφερε ματωμένες κρατήσεις;
Αρπάζει τη γραβάτα, τη δένει θηλιά στην Ανασφάλεια
κι αντιστρέφει τους όρους σπρώχνοντας το σκαμνί.
Το «Αν-» κεφάλι της έμεινε να σπαρταράει αβεβαιότητα
και να στάζει «-ασφάλεια».
Αδράχνοντας αποφασιστικά τις διεκδικήσεις στο πανό
κατέβηκε στη διαδήλωση.

.

ΕΘΝΟΣΩΤΗΡΙΟΣ ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟΣ

Πόδια στυλωμένα γύρω από τον άξονα του
Κορμί στητό, περήφανο
Θάρρος που βγάζει την ουρά απ’ τα σκέλια
Στήθος προταγμένο, γεμισμένο μοσκιές
Μάτι ορθάνοιχτο, βομβαρδίζει το κενό
Συγκέντρωση απόλυτη.
Τίποτα δεν μπορεί να τον αποσπάσει
απ’ τη μυσταγωγία.

Βαρούν τα όργανα κι αρχίζει
η Γυροβολιά
Ακούραστος στην κάψα του γυρίζει
Ο ιδρώτας στάζει λιπαρός στ’ αναμμένα κάρβουνα
του πόθου του
Εκστασιασμένος ζεϊμπέκης
Μακρόσυρτος, ατέλειωτος, χορεύει ώρες
(Διονύση, για νέο μακρύ ζεϊμπέκικο ετοιμάσου!)

Τέτοιος εθνοσωτήριος υψιπέτης χορός
που ψήνει ως το μεδούλι κι ευωδιάζει
η ζεμπεκιά του Οβελία.

.

ΓΝΗΣΙΩΝ ΑΠΟΓΟΝΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΑ
                          ΓΟΝΙΔΙΑ

Τότε που ο μετέπειτα τύραννος της Σάμου Πολυκράτης
ασχολιόταν νεαρός επιχειρηματικά με τα συμπόσια
ενοικιάζοντας στους συμποσιαστές
στρώματα και πολυτελή σερβίτσια
δεν φανταζόταν
πως θα ενέπνεε σήμερα στους απογόνους του
ελληναράδες
το επιχειρηματικό δαιμόνιο
της ενοικίασης ομπρελο-ξαπλώστρας στις παραλίες
και του κέτερινγκ.

.

ΕΞΟΦΘΑΛΜΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Ευάερες οδηγίες προς ευήλιους εκλογείς
για μια αέρινη υγιή Δημοκρατία.
Δεν αμελώ να ψηφίσω ποτέ
διεκδικώντας
τ’ άρωμα του πεύκου και της μαστίχας.
Όμως προσέχω ρυθμικά πώς να το συλλέξω:
Προτού εκτυπωθώ γράφημα σε ποσοστά
Ελέγχω εποπτικά με το Μάτι όλα τα δεδομένα
Η ενίσχυση του Κερατοειδούς του με αδαμαντίνη
Κρίνεται απαραίτητη
ώστε το δαγκωτό σφαιρίδιο-Οφθαλμός
να ’ναι ανθεκτικό
κατά τη ρίψη του στην κάλπη.
Ο τσίγκινος ανθεκτικός αχός
επιβεβαιώνει διάτρανα
την αξία της συμμετοχής
στο εκλογικό αποτέλεσμα:
Δεν δικαιώνονται μόνο
οι δημοσκόποι έξιτ πολ με ένσημα
Αλλά επιτυγχάνεται ταυτόχρονα
κι η ανθισμένη λεμονιά
(όπως άλλο τόσο αυτοπραγματώνεται
και η φαιδρή πορτοκαλιά).
Δεν αμελώ να ψηφίσω ποτέ
διεκδικώντας ακόμη
τον τελεολογικό χαρακτήρα της ψήφου:
το Ρουσφέτι.
Ο τσίγκινος ανθεκτικός αχός
επιβεβαιώνει αξιοκρατικά
το ίδιο το δαγκωτό εκλογικό αποτέλεσμα:
Με τα χεράκια μας ψηφίζουμε τα Ματάκια μας.

.

ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ
          ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Με την ανατροπή της Δημοκρατίας
για την αποκατάστασή της από το Καθεστώς
έπρεπε ν’ αποδοθούν ευθύνες
για τη δημοκρατική παρακμή.
Το Διάγγελμα ενίσχυσε μερικώς την εμπιστοσύνη
«Η τάξις επανήλθε πλήρως.
Οι ένοχοι κατεσχέθησαν και θα θανατωθούν.
Εκρίθησαν ομοφώνως καταδικαστέοι
διά τον εθισμόν νεανιών και νεανίδων
εις το γλείψιμον,
πράξιν ηθικώς απαράδεκτη
ερωτικώς, διά την έκλυσιν των ηθών
και κοινωνικώς, διά την επικράτησιν
της αναξιοκρατίας,
ήτοι του νεποτισμού ή της ευνοιοκρατίας.
Ο παραδειγματισμός συντελείται
αύριον το μεσημέρι εις την κεντρικήν πλατείαν».

Στην κεντρική πλατεία
η επαναφορά της θανατικής ποινής
ενίσχυσε ολοκληρωτικώς την εμπιστοσύνη:
Αφαιρέθηκαν βάναυσα από τους καταψύκτες
και ρίφθηκαν στην πυρά
οι πύραυλοι κρέμα φιστίκι,
τα ξυλάκια σοκολάτα μπανάνα,
οι γρανίτες φράουλα βύσσινο
κι απ’ τα ράφια όλα τα γλειφιτζούρια.

.

ΖΟΥΜΕΡΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ

Τσαλακωμένος στο περιθώριο της κοινωνίας
στιγματισμένος άνεργος
αποπροσανατολισμένος αιθεροβάμων
στην μπούκα του κανονιού
στο περιθώριο συνομιλιών όλου σου του περίγυρου.
Ραγίζουν οι διαδρομές σου
Ξεσκίζονται τα πανιά
και δεν σου πιστώνεται περιθώριο λάθους.
Μοιάζεις παραμεθόριος ξεχασμένη.
Σιχαίνεσαι το περιθώριο.

Όμως στο περιθώριο του τετραδίου σου πάντα
σημείωνε ο δάσκαλος
τις βελτιωτικές του παρατηρήσεις.
Στο περιθώριο του παραδεκτού
έδρασε ο καλός Σαμαρείτης-
και να που περπάτησε στο ιστίο
σε νηνεμία- Νη τον Δία.
Στα χνάρια του
το περιθώριο ξεχωρίζει την ιδιομορφία
του παιδιού-θαύμα.
Από εκεί φυσά η ορμή
που διαπερνά τα στεγανά
που στύβει το ζουμί και πλάθει πέτρα.

.

ΧΑΜΕΝΗ ΑΘΩΟΤΗΤΑ

Εικοσιδυάχρονη κόρη την είχε αναστήσει
μ’ όλη την αγάπη, το κύρος και την αξιοπιστία του.
Μα οι χαλεποί καιροί τού επέβαλαν
να την παντρέψει για να τη συντηρήσει.
Ο πάμπλουτος γαμπρός τού ζήτησε το χέρι της
Του πρόσφερε τα κεφάλαιά του
κι επένδυσε για προίκα στην τιμιότητά της.

Η αθωότητα έφτανε στο τέλος της με το γάμο
μα ήταν νυφούλα τόσο όμορφη
η Αντικειμενικότητά του!

.

ΑΙΘΕΡΙΟ ΕΛΑΙΟ

Απαράδοτη Παράδοση που μάχεται, με δόντια κοφτερά
κινάει στον Έλληνα καβάλα
από τη βάφτιση.
Μεσογειακά λαδώνει αρτηρίες κι έντερα
κι απ’ τη γιαγιά στο γιο κληροδοτείται
(πολύπειρη μαγείρισσα αυτή γνωρίζει
με λαδερά η εγγονή στο Υπουργείο
διορίστηκε).
Μεσογειακά καλπάζει σε κρούστες εκτενείς
στη θαλάσσια επιφάνεια της ρυπαρής προστασίας
τόνων με άρωμα καρύδας αντηλιακών.
Κονταροχτυπιέται με το δάκο, το χαλάζι, νικητής
από πίεση κι απ’ άγχος αναγεννημένο.

Κι αν στην κατάκτηση
αντιστέκονται ο χρόνος και το χρήμα
—προσδοκία δονκιχωτική—
ξεπροβάλλει αντ’ αυτών ιπποτικά
στην εναλλακτική βιολογική καλλιέργεια
του αστικού στρες
γιατί τίποτα δεν χάνεται στον κύκλο της ύλης
(και της Παράδοσης).
Έτσι γαλήνια ισορροπεί στη φύση αναδυόμενο αφρός
κι ανακουφίζει καταδυόμενο αιθέρια
στην μπανιέρα.

.

ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ

Έλα, φίλε μου, να κάνουμε διάλογο
Θα ’χεις απλόχερα τ’ αθυρόστομο βήμα λόγου σου
Θα ’χεις δερμάτινα επιχειρήματα
και γούνινα μικρόφωνα.
Το φωτογενές σου προφίλ
θα φιγουράρει σύρριζα στην οθόνη.
Έλα να συμφωνήσεις με τον φωτοστέφανο λόγο μου.

Κι αν διαφωνήσεις δεν σου κακιώνω εχέμυθα
κι ας φταις
κι αν δικαιωμένες θα ’ναι οι θέσεις σου
πάλι μαζί μου έλα.
Θα σου ’χω προστυχιά για το συμφέρον σου
ως πρόταση εναλλακτική
τη συμβιβαστική μου ειλικρινή αδιαλλαξία.

.

ΚΑΛΟΘΡΕΜΜΕΝΑ EXTREME SPORTS

Το μεταξένιο όνειρό της
γινόταν επιτέλους πραγματικότητα
Ποθούσε ν’ ανέβει
στην μπαλαρίνα του λούνα παρκ της
στα extreme sports της τόλμης της
μα την απέτρεπαν:
— Είσαι μικρή ακόμα, της λέγανε,
πρέπει να θρέψεις πρώτα,
να στηρίζεις ατσάλινες αντοχές!
Καλοθρεμμένη τώρα
αναπαύθηκε στην μπαλαρίνα
του κατάφωτου λούνα παρκ της
το κουδούνι ήχησε κι η διαδικασία άρχισε
Η μπαλαρίνα περιστρεφόμενη κομψά
την ανέβαζε ψηλά
ψηλά η αδρεναλίνη κι ο φόβος της
έβλεπε κάτω τον κοχλάζοντα πάτο
κι ούρλιαζε,
κι όσο την κατέβαζε
τσιτσίριζε ο ιδρώτας της
ξεζουμισμένη τρομακτικά στο καυτό της λάδι.
Ίσως θα ’θελε να σταματήσει πια
—έβλεπε το όνειρο εφιάλτη—
μα μπήκε στο χορό και θα χορέψει.
Η μπαλαρίνα την ανέβαζε, την κατέβαζε,
την αναψοκοκκίνιζε στον καημό της,
κι όταν το χρονόμετρο χτύπησε
κι η διαδικασία τελείωσε
κατέβηκε ροδοκοκκινισμένη
απ’ τον περιστρεφόμενο κάδο
της μπαλαρίνας-φριτέζας της
η τηγανισμένη πατάτα.

.

Η ΣΤΕΓΗ

Τώρα που βγήκαν τ’ αποτελέσματα των πανελλαδικών
κι οι φοιτητές με τους γονείς τους
ψάχνουν γκαρσονιέρα
για να στεγάσουν τη σάρκα τους
εγώ ψάχνω περιοδικά
για να στεγάσω ποιήματα.
Άντε, ν’ ανοίξουν τα σχολεία να ξεχαστώ.

28/8/2003

.

ΚΛΕΦΤΟΠΟΛΕΜΟΣ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ (2018)

.

Τα κείμενα της κρίσης

Ο τόμος Κλεφτοπόλεμος έρχεται να συγκροτήσει ένα «αδερφικό δίδυμο» με το Άσυλο ανιάτων, καθώς περιλαμβάνει τα κείμενά μου που δημοσιεύτηκαν ως επί το πλείστον στη θρακική εφημερίδα Αντιφωνητής από τα μέσα του 2011, δηλαδή από το χρονικό σημείο στο οποίο ολοκληρώθηκε η συγκρότηση του κειμενικού σώματος τού Ασύλου, και μέχρι τα τέλη του 2015, οπότε και διακόπηκε η έντυπη έκδοση του Αντιφωνητή. Μαζί με την έντυπη έκδοση της εφημερίδας ολοκληρώθηκε και ο κύκλος των συγκεκριμένων κειμένων, τα οποία ήταν επικεντρωμένα αποκλειστικά στη δίνη της οικονομικής κρίσης που εξακολουθεί να σαρώνει την Ελλάδα, χωρίς ωστόσο να έχει γεννηθεί στη
χώρα μας και χωρίς, ασφαλώς, να την αφορά αποκλειστικά.
Η διάκριση των κειμένων στους δύο τόμους δεν υπήρξε τυχαία.
Τα κείμενα του Ασύλου έχουν περιεχόμενο κοινωνικοπολιτικό, ενώ τα
κείμενα του Κλεφτοπολέμου οικονομικό. Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα εμφανίστηκε νωρίτερα, όμως δεν έγινε άμεσα αισθητή από τους Έλληνες πολίτες. Η ανακοίνωση του πρώτου μνημονίου την άνοιξη του 2010 από τον τότε πρωθυπουργό κ. Γιώργο Παπανδρέου προκάλεσε αμηχανία, χωρίς να είναι δυνατό για τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών να αντιληφθεί ακόμη τι σήμαινε η υπαγωγή στα μνημόνια. Έναν χρόνο αργότερα τα πρώτα αποτελέσματα ήταν ήδη οδυνηρά. Ο τρόπος με τον οποίο εισήλθε η χώρα στην οικονομική περιπέτεια παρέμενε θολός για όσους δεν έχουν εξειδικευμένες οικονομικές γνώσεις, και το ίδιο ίσχυε τότε για τον γράφοντα. Η εξέλιξη της οικονομικής κρίσης συνοδεύτηκε από μια προσωπική προσπάθεια να καταστούν σαφή τα αίτιά της και οι στοχεύσεις των δρομολογημένων της μέτρων. Η προσπάθεια αυτή περιέλαβε, στα πρώτα της βήματα, την προσεκτική καταγραφή των συνθηκών, της επιχειρηματολογίας όσων υποστήριζαν την αναγκαιότητα των μέτρων, καθώς και των πρώτων αντιφάσεων επί της συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας· περιέλαβε όμως και τη μελέτη εξειδικευμένων βιβλίων, η οποία σταδιακά επέτρεψε στον γράφοντα να διαμορφώσει προσωπική άποψη για τα συμβαίνοντα.
Η ολοκλήρωση της αρθρογραφίας πάνω στη θεματική της οικονομικής κρίσης στα τέλη του 2015 δεν συνέβη ξαφνικά, ούτε τερματίστηκε απότομα λόγω της διακοπής στην έντυπη έκδοση του Αντιφωνητή· επήλθε εντελώς ομαλά, καθώς η διακοπή της έντυπης έκδοσης συνέπεσε με τον σχηματισμό επαρκούς εικόνας εκ μέρους μου για όσα διαδραματίστηκαν. Το τοπίο πια δεν ήταν θολό, ενώ είχα εξαντλήσει και κάθε πτυχή της κρίσης για την οποία θεωρούσα ότι θα μπορούσα να προβώ σε σχολιασμό. Οποιαδήποτε συνέχιση της αρθρογραφίας αυτής θα ήταν αναγκασμένη να αναμασά παλαιότερα συμπεράσματα και να επαναλαμβάνεται σε άσκοπους κύκλους. Έτσι η πορεία ολοκληρώθηκε σε μία συγκυρία εντέλει ευνοϊκή, αφού το συναισθηματικό δέσιμο με τον Αντιφωνητή δεν θα επέτρεπε τη λήξη αυτής της πολύχρονης συνεργασίας με τόση κατηγορηματικότητα.
Τρία περίπου χρόνια αργότερα, στις 22 Ιουνίου 2018, το συμβούλιο των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης έθεσε τυπικά τέρμα στην οκτάχρονη περίοδο των μνημονίων για την Ελλάδα. Το τυπικό τούτο τέλος, ωστόσο, στην πράξη δεν συνεπάγεται την αλλαγή των συνθηκών για τη χώρα. Το χρέος παραμένει σε δυσθεώρητα ύψη· η λιτότητα προβλέπεται να συνεχιστεί για αρκετές ακόμη δεκαετίες· στη μετανάστευση των νέων σε χώρες του εξωτερικού προς αναζήτηση εργασίας δεν έχει επιτευχθεί καμία ανάσχεση· παράλληλα, ο πληθυσμός της χώρας συρρικνώνεται και γερνά, με τις πληθυσμιακές προβλέψεις για την Ελλάδα των ερχόμενων δεκαετιών να είναι εφιαλτικές.
Η χώρα είχε πράγματι όπλα στα χέρια της για να αντιταχθεί στην
οικονομική επίθεση που δέχτηκε. Τα συγκεκριμένα όπλα παρουσιάστηκαν επανειλημμένως στα άρθρα του τόμου, συγκεντρώνονται δε και στο επιλογικό άρθρο «Κλεφτοπόλεμος», το οποίο έδωσε το όνομά του συνολικά στον παρόντα τόμο, συνιστώντας μία πρόταση στάσης απέναντι στην κρίση. Τα όπλα αυτά όμως εγκαταλείφθηκαν κατά τρόπο ανεξήγητο. Πολύ χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι το πόρισμα της επιτροπής η οποία ανέλαβε να ελέγξει τη νομιμότητα του ελληνικού χρέους παρατήθηκε σε άγνωστα συρτάρια, ενώ έχει διακοπεί από καιρό και κάθε συζήτηση για τις οφειλόμενες γερμανικές αποζημιώσεις.
Η πλήρης υποταγή της Ελλάδας στους τοκογλύφους δανειστές της επιβεβαιώνει εκ νέου το συμπέρασμα στο οποίο είχαμε οδηγηθεί και προ τριετίας: το πολιτικό προσωπικό της χώρας μας αποδείχτηκε ανεπαρκέστατο να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Οι φιλομνημονιακές κυβερνήσεις, υποκείμενες σε σκάνδαλα για τα οποία εκβιάζονταν από το ευρωιερατείο, υποχώρησαν πλήρως στις ορέξεις του, ενώ οι αντιμνημονιακές που ανέλαβαν τη διακυβέρνηση από το 2015 κι εξής δεν κατόρθωσαν να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων, γεγονός για το οποίο ευθύνονται οι ίδιες, έχοντας όμως να αντιμετωπίσουν οπωσδήποτε όχι μόνο τον εξωτερικό δυνάστη αλλά κι ένα αντιπολιτευόμενο πλέον φιλομνημονιακό πολιτικό προσωπικό που ενδιαφέρεται αποκλειστικά να πείσει ότι τα μνημόνια ήταν «μονόδρομος», την ίδια στιγμή που παλεύει λυσσωδώς, σε αγαστή συνεργασία με τα κατεστημένα
συστημικά μέσα των ολιγαρχών και τις εταιρείες δημοσκοπήσεών τους,
να αποτρέψει κάθε έρευνα για το αμαρτωλό τους παρελθόν.
Το αποτέλεσμα είναι, ακόμη και σήμερα, μεγάλη μερίδα πολιτών να μην έχει αντιληφθεί ότι η οικονομική κρίση στην Ελλάδα υπήρξε επίθεση κατευθυνόμενη από το εξωτερικό, η οποία, πέρα από τον ανταγωνισμό των ισχυρών κρατών μεταξύ τους, ορίζεται από τα κέντρα της παγκόσμιας ολιγαρχίας. Στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης και του νεοφιλελευθερισμού, τα ολιγαρχικά στρατηγεία ήδη ανακατανέμουν τον παγκόσμιο πλούτο προς όφελος του 1% των ολιγαρχών και σε βάρος του 99% των πολιτών του παγκόσμιου πληθυσμού, κι ενώ βασικά εργασιακά δικαιώματα πλήττονται κι ανατρέπονται, με την κατάρρευση των εργασιακών σχέσεων, την ελαστικοποίηση των ωραρίων, την υποχώρηση των μισθών, ακόμα και με την κατάργηση του οκταώρου στην Αυστρία τον Ιούλιο του 2018. Εν μέσω της λαίλαπας αυτής, οι Έλληνες πολιτικοί παραμένουν ανεπαρκείς και υποταγμένοι στα ξένα κέντρα, ενώ δυστυχώς και αρκετοί Έλληνες πολίτες ζουν στο δικό τους φαντασιακό σύμπαν της διάκρισης «δεξιών» κι «αριστερών», μεταχειριζόμενοι τους όρους όχι απλώς σε μία βάση ιστορική ή κατάδειξης βασικών ιδεολογικών διαφορών μεταξύ των πολιτικών παρατάξεων, αλλά προβάλλοντάς τους στις δεκαετίες του 1950 ή του 1960,
σαν να ισχύουν επακριβώς οι ίδιες πολιτικοοικονομικές συνθήκες.
Έτσι, προβαίνουν σε ερμηνείες στηριγμένες σε φαντάσματα του παρελθόντος, συνεχίζοντας, στο πλαίσιο του κοινωνικού αυτοματισμού, να αυτομαστιγώνονται και φαντασιωνόμενοι την «απειλητική» ή «ευεργετική» -ανάλογα με τα πολιτικά τους πιστεύω- εγκαθίδρυση «κομμουνισμών», σε ένα διεθνές σκηνικό όπου η μόνη υπαρκτή οικονομική πραγματικότητα είναι ο νεοφιλελευθερισμός, ακόμη και σε χώρες που βίωσαν τον υπαρκτό σοσιαλισμό, όπως η Ρωσία —ως η μείζων διάδοχη της Σοβιετικής Ένωσης κρατική οντότητα— και η Κίνα. Η συλλογική ακατανοησία επικυρώνει κι εγκαθιδρύει την τελμάτωση.

Τα κείμενα του Κλεφτοπολέμου σχεδίαζα να τα εκδώσω πολύ νωρίτερα, οι προσωπικές μου υποχρεώσεις όμως δεν το επέτρεψαν παρά μόνο ύστερα από τρία χρόνια. Στο μεταξύ είχα ήδη απευθυνθεί, χωρίς να υποψιάζομαι την καθυστέρηση που θα ακολουθούσε και χωρίς να μπορώ να φανταστώ ότι θα έφευγε απροσδόκητα από τη ζωή, στον καθηγητή Κώστα Βεργόπουλο, προκειμένου να προλογίσει τον τόμο με τα παρόντα κείμενα. Η θετική ανταπόκριση του Κώστα Βεργόπουλου, ο οποίος τον Νοέμβριο του 2015 μου είχε ήδη αποστείλει τον πρόλογο του αιτήματος μου, ήταν άκρως τιμητική μα και συγκινητική. Τα δύο βιβλία του Βεργόπουλου που παρουσιάζονται εδώ υπήρξαν για μένα διαφωτιστικότατα ως προς την ερμηνεία των εξελίξεων, αποκαλυπτικά και συγκλονιστικά. Η ευγνωμοσύνη μου στον καθηγητή είναι δεδομένη και λυπάμαι που δεν μπορώ πια να του την εκφράσω. Ευγνώμων είμαι επίσης στη σύζυγο του καθηγητή, την κ. Αλεξάνδρα Βεργοπούλου, η
οποία επιβεβαίωσε τη βούληση του Κώστα Βεργόπουλου και ανανέωσε την έγκρισή της προκειμένου το προλογικό κείμενο του συγγραφέα να κοσμήσει, με τη γνώση και το ήθος εκείνου, τον συγκεκριμένο τόμο.
Θερμές είναι οι ευχαριστίες μου, για μία ακόμη φορά, στον διευθυντή του Αντιφωνητή, συνάδελφο και φίλο Κώστα Καραΐσκο, για τη διαρκή του εμπιστοσύνη στα κείμενά μου και τη φιλοξενία τους επί σειρά ετών, ακόμη κι όταν αυτά εξέφραζαν θέσεις διαφορετικές από την κεντρική γραμμή της εφημερίδας. Ο Αντιφωνητής φιλοξένησε σε πρώτη δημοσίευση το σύνολο σχεδόν των κειμένων του τόμου, με εξαίρεση τα κείμενα «“Επανανοηματοδότηση” της “επαναδιαπραγμάτευσης”» και «Είδηση: μεταξύ τραγωδίας και παρωδίας», τα οποία πρωτοδημοσιεύτηκαν στο λογοτεχνικό περιοδικό (Δε)κατα (τεύχος 35 — Φθινόπωρο 2013 και τεύχος 44 – Χειμώνας 2015-2016, αντίστοιχα), καθώς και τη βιβλιοπαρουσίαση «Ο καταστροφικός “φονταμενταλισμός των αγορών”» για το έργο του οικονομολόγου Τζόζεφ Στίγκλιτζ Ο θρίαμβος της απληστίας. Η ελεύθερη αγορά και η κατάρρευση της παγκόσμιας οικονομίας, που πρωτοδημοσιεύτηκε στον ιστότοπο Αποικία Ορεινών Μανιταριών. Για τα δύο πρώτα από τα κείμενα που δεν πρωτοφιλοξενήθηκαν στον Αντιφωνητή ευχαριστώ θερμά για την εμπιστοσύνη του τον ποιητή κ. Ντίνο Σιώτη, που διευθύνει τα (Δε)κατα- για την παρουσίαση του βιβλίου του Στίγκλιτζ αλλά και για την αναδημοσίευση του συνόλου αυτών των κειμένων στην Αποικία ευχαριστώ τον ιδρυτή και
διευθυντή της, Πατρινό συνάδελφο εκπαιδευτικό και φίλο Παναγιώτη
Μπούρδαλα. Στον ποιητή κ. Γιώργο Βέη χρωστώ την αποκατάσταση της επικοινωνίας μου με την κ. Αλεξάνδρα Βεργοπούλου. Ευχαριστώ, τέλος, τους οικονομολόγους κ. Λεωνίδα Βατικιώτη, κ. Βασίλη Βιλιάρδο και κ. Δημήτρη Καζάκη, οι οποίοι έθεσαν τη γνώση τους στη διάθεσή μας απαντώντας στο ερώτημα που τους τέθηκε («Υπόθεση “κατεργαραίων”…»).
Το χρονικό αυτό της κρίσης διατηρεί το πάθος του συγγραφέα
του, το οποίο εντείνεται όσο η εικόνα καθίσταται όλο κι ευκρινέστερη.
Ο αναγνώστης ας επιστρατεύσει, σε αντιστάθμισμα κι από μεγαλύτερη
πλέον χρονική απόσταση, τη νηφαλιότητά του.

Γ.Σ.
Καλοκαίρι 2018.

.

 

ΑΣΥΛΟ ΑΝΙΑΤΩΝ (2013)

Μικροπολιτική και παραπολιτική, προπαγάνδα και τροµοκράτηση, κοµµατικοκρατία και διαφθορά, “δηµοκρατικοί” µονόδροµοι κι εκβιαστικά ψευδοδιλήµµατα, σκανδαλώδης εκποίηση του δηµόσιου πλούτου και χαριστικές ιδιωτικοποιήσεις, βία και τυχοδιωκτισµός, παραβατικότητα κι ατιµωρησία, αναξιοκρατία και προσχηµατική αξιο­λόγηση, εργασιακός µεσαίωνας κι ανεργία, αρχαιοπληξία και ιδεολογικός φανατισµός, εµπάθεια κι ατοµικισµός, πανεπιστηµιακό άσυλο· ΑΣΥΛΟ ΑΝΙΑΤΩΝ: προβλήµατα επωάζονται, καλλιεργούνται, γιγαντώνονται και χρονίζουν µέσα στο πλαίσιο λειτουργίας της σύγχρονης νεοελληνικής πολιτείας, η οποία, µε τις ανεπάρκειές της και την έλλειψη ουσιαστικής θέλησης να τα επιλύσει, λειτουργεί “ιδρυµατικά” σαν άσυλο που περιθάλπει τα νοσήµατα, τα συντηρεί και τα ενδυναµώνει αντί να τα θεραπεύει. Όσο πίσω κι αν ανατρέξει κανείς χρονικά, προσκρούει στα ίδια δισεπίλυτα προβλήµατα, στις ίδιες ιδεολογικές διχοστασίες, που επανεµφανίζονται µε σθένος, παρά το πέρασµα του χρόνου και την εναλλαγή προσώπων σε καίριες θέσεις. Οι προβληµατισµοί του παρόντος τόµου, αν και αφορµώνται από επικαιρικά γεγονότα, διασυνδέονται µε χρόνιες κοινωνικοπολιτικές παθογένειες, καθιστώντας τα δοκίµια που τους διακινούν διαχρονικά.

.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΠΕΡΙΜΕΤΡΟΣ
ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ

Η ΑΥΓΗ 7/4/2024

Υπόγειες διαδρομές

Ο τίτλος αυτού του σημειώματος, «Υπόγειες διαδρομές», περιγράφει κατ’ αρχήν τη θεματική του βιβλίου του Γιάννη Στρούμπα, αφού το αστικό σκηνικό της μεγάλης πόλης, με το μετρό που διατρέχει τα σπλάχνα της, με τις σήραγγες, τους σταθμούς και τα πλήθη των επιβατών, είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο υφαίνονται καθημερινές εικόνες και ιστορίες.

Πολύ απλή η θεματική, μας προϊδεάζει για νεο-ηθογραφικές εικόνες της ποίησης του «καθημερινού στιγμιοτύπου», που μέχρι εξαντλήσεως την άσκησε η ομάδα ποιητών του ’70, και την ασκούν οι πολυπληθείς ποιηματογράφοι απόγονοί της. Κάτι τέτοιο μας υποδεικνύει και το πρώτο ποίημα της συλλογής, «Μυρμηγκοφωλιά», όπου έχουμε μια δειλή γενίκευση, περιλαμβάνοντας και το υπαίθριο τοπίο, και τις εκεί υπόγειες διαδρομές. Φθάνοντας όμως στο τελευταίο ποίημα της συλλογής, «Σφηκοφωλιά», τα δεδομένα αυτά δεν ισχύουν. Γιατί το ενδιαίτημα αυτών των οχληρών εντόμων δεν είναι υπόγειο. Τι έχουμε λοιπόν εδώ; Έχουμε τον εγκλεισμό, και έτσι φωτίζεται όλο το βιβλίο, φωτίζονται δηλαδή οι υπόγειες διαδρομές ως συνθήκη εγκλεισμού.

Άλλωστε, το προτελευταίο ποίημα της συλλογής, «Μέσα από τα συρματοπλέγματα», όπου ήδη από το μότο συναντάμε τα ιστορικά τοπόσημα, «Γυάρος – Μακρόνησος – Άι-Στράτης», δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για το βαρύ συμβολικό τοπίο των υπόγειων διαδρομών, ως διαδρομών εγκλεισμού και ασφυξίας, φωτίζοντας έτσι με δραματικούς τόνους τη μετάβαση από τη μακαριότητα, την παροιμιώδη και αφελή εργατικότητα, της μυρμηγκοφωλιάς του πρώτου ποιήματος, στη απωθητική διακινδύνευση της σφηκοφωλιάς του τελευταίου ποιήματος. Άλλωστε, και στα δύο ποιήματα κυριαρχεί η πανομοιότυπη κατακλείδα τους:
Τώρα πια ξέρω
Υπάρχει κι άλλος τρόπος.

Έχουμε να κάνουμε λοιπόν με ένα βιβλίο που δεν το συνέχει η θεματική του αλλά η δομή του. Άλλωστε, χωρίζεται σε δύο μέρη, που οι τίτλοι τους επιτείνουν τη διαδικασία της μετάβασης που σημείωσα προηγουμένως. «Στις αποβάθρες», είναι ο τίτλος του πρώτου μέρους, «Στις καταβόθρες» είναι ο τίτλος του δεύτερου. Και μάλιστα, η σκηνοθετημένη εικονοποιητική αφέλεια του πρώτου μέρους δίνει τη θέση της στη δραματουργική αναβάθμισή της στη δεύτερο μέρος. Η δομή του βιβλίου λοιπόν, στην οποία φυσικά μετέχει και ο στρατοπεδικών απηχήσεων τίτλος του, Περίμετρος, όχι μόνο το συνέχει αλλά και φωτίζει τελείως διαφορετικά τα καθημερινά στιγμιότυπα στις υπόγειες διαδρομές του μετρό, της αστικής ζωής, των υπαίθριων εικόνων. Έτσι ο Στρούμπας δείχνει πώς, αν ο ποιητής «έχει κάτι στο μυαλό του», έχει να πει δηλαδή, μπορεί να οργανώσει αφηγηματικά το βιβλίο του, που έτσι πια δεν είναι «συλλογή» των ποιημάτων που έγραψε τελευταία, αλλά μια σύνθεση, με απλά, κάποτε και απλοϊκά υλικά («φτενά» τα είπε ο Λάγιος).

Στα υλικά αυτά θα πρέπει να περιλάβουμε βέβαια τα ποικίλα σπαράγματα ρυθμικής αγωγής κάποιων ποιημάτων, την ευχέρειά του στη μετάβαση από την απλή στη σημαίνουσα εικονοποιία, τη μετάβαση επίσης από τη γλαφυρή και «αθώα», ιμπρεσσιονιστική στο πρώτο μέρος, στη σημαίνουσα, με μια εξπρεσιονιστική σκληράδα, εννοιολόγηση του δεύτερου μέρους.

Αν, λοιπόν, το βιβλίο του Γιάννη Στρούμπα από τη μια δείχνει τα όρια της σημερινής «ποιητικής κοινής», καθώς και τη συνθήκη εγκλεισμού στον ορίζοντα προσδοκιών της, ταυτόχρονα δείχνει και έναν τρόπο υπέρβασής της («Υπάρχει κι άλλος τρόπος»). Πού τον αναζητά ο Στρούμπας; Κάτω από την επιφάνεια. Πού αλλού; Θα πρόσθετα, όμως, και κάτω από την επιφάνεια της επαρκούς φιλολογικής του, επαγγελματικής σκευής/εμπλοκής…

.


ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

DIASTIXO.GR 12/3/2024

Ο ποιητής Γιάννης Στρούμπας –παράλληλα, φιλόλογος και κριτικός της λογοτεχνίας– καταθέτει ένα σύνολο ποιημάτων, ο πυρήνας του οποίου είναι η υπόγεια εξομολόγηση, το κάτω από την επιφάνεια της γης, το underground, ό,τι κινείται –από τα μέσα μαζικής μεταφοράς έως τις πιο εσωστρεφείς παλινωδίες– στο σκοτάδι, στο συμβολικό υποφωτισμένο και αχνό σημάδι της νυχτερινής ζωής, ακόμη και αν στο πραγματικό έδαφος και όχι στα έγκατα η μέρα μπορεί να είναι ηλιόλουστη και φωτεινή. Η ποίηση ως τέχνη παίρνει διάφορες μορφές, δεν είναι δεδομένη, αλλάζει από δημιουργό σε δημιουργό (εδώ θα έλεγα πως ο κάθε ποιητής κατασκευάζει το δικό του ποιητικό σύμπαν), στην ουσία, παρά τις όποιες κατηγοριοποιήσεις, δεν εξάγεται ακριβές συμπέρασμα, το αντίθετο, για να αφομοιώσουμε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο ποιητικό αποτέλεσμα, χρειάζεται συστηματική, επίμονη, υπομονετική, σοβαρή και πάνω απ’ όλα εξειδικευμένη προσαρμογή, αλλάζοντας τις παραστάσεις που μας προσφέρονται, εξελίσσοντας τα νοήματα, ακροβατώντας με τα μηνύματα και, τέλος, οριοθετώντας ό,τι εκ των πραγμάτων δεν γνωρίζει όρια. Παρ’ όλα αυτά, δύο είναι οι μεγάλες κατηγορίες στις οποίες οι ποιητές έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους, δύο είναι τα κεφάλαια βάσει των οποίων μπορούμε σήμερα να προσεγγίσουμε την ποίηση, δύο είναι οι εμβληματικές (στην πάροδο των χρόνων) ποιητικές πτέρυγες που αναπτύχθηκαν (και που η μία υπήρξε σχεδόν συνέχεια της άλλης όταν τα πράγματα άλλαξαν, όταν η κοινωνική ζωή μετακόμισε σε πιο στενά πλαίσια ύπαρξης, όταν οι συνθήκες βάλτωσαν μέσα στην καθημερινότητα, συνάμα όμως ήταν και το τέλος της επικοινωνίας) και αυτές είναι αφενός η επαναστατική, η αγωνιστική, η ξεσηκωτική, εξωστρεφής εκδοχή της και αφετέρου η εσωστρεφής, η διακριτική, η χαλαρωτική, η λεπτή, η ιδανική μορφή της, η οποία και στηρίχθηκε σε ό,τι πιο ατομικό μπορεί κανείς να υποπτευθεί, σε ό,τι πιο προσωπικό βρίσκεται τόσο στο μυαλό όσο και στο σώμα του εκάστοτε τεχνίτη αυτού του είδους του γραπτού λόγου.

Ο ποιητής Γιάννης Στρούμπας ανήκει στη μερίδα εκείνη των δημιουργών που δεν έχουν στόχο να ανυψώσουν κανένα επαναστατικό φρόνημα (άλλωστε, όλοι οι ποιητές είναι αντιμέτωποι μόνο με το γραφείο τους και τη λευκή σελίδα), δεν έχει πρόθεση να πολεμήσει με τους στίχους του ορατούς και αόρατους εχθρούς, δεν έχει διάθεση να διχάσει με λαθεμένες κινήσεις πολιτικού χαρακτήρα, απεναντίας, βρίσκει τρόπο να ξεμοναχιάσει τον αναγνώστη, να του μιλήσει άφοβα για όσα τον αφορούν, να του πει όχι μόνο για τα τρένα που διέρχονται κάτω από τη γη αλλά και για τους μύχιους προβληματισμούς του (ακόμη και οι χούλιγκαν έχουν τη θέση τους στο βιβλίο), να θεωρήσει πως ο υπόγειος χώρος όπως και να τον δει κανείς έχει μεγαλύτερη αξία και σημασία στους τομείς μιας προσδοκίας και να περιλάβει στις εμπνεύσεις του όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων που συντελούνται στο σκοτάδι κύρια ως αρχική, αλλά και τελική ιδέα, ως πρώτιστη αλλά και συνολική ποιητική κατάθεση. Ο Γιάννης Στρούμπας δεν επιθυμεί να εντυπωσιάσει, να ξεχωρίσει ή να ανέλθει κλίμακες από πλαστικό, το αντίθετο, θέτει τα ποιήματά του στην κρίση μας με τρόπο θα έλεγε κανείς τουλάχιστον αποδραματοποιημένο. Ας δούμε το ποίημα «Εξαερισμός» (σελ. 28):

ΕΞΑΕΡΙΣΜΟΣ

λιγοστά στρωσίδια πάνω στη σχάρα

απ’ τα βάθη
θαλπωρή του εξαερισμού
από υπόγειες τριβές

απ’ τα ουράνια
θαλπωρή ψιλόβροχου

τσιτσιρίζει

στην πυρακτωμένη σχάρα
με τον σκύλο αγκαλιά

κι η γαλαρία εξαερίζεται

κι η πνοή εξαερώνεται

Ο Γιάννης Στρούμπας με τους στίχους του (και στη συνέχεια με τα ποιήματά του και στη συνέχεια με τη συλλογή ολάκερη) επιθυμεί να έρθει κοντά στον αναγνώστη και όχι να τον αποδιώξει, επιθυμεί την ταύτιση και όχι το κενό. Άρα, οι στίχοι του είναι απλοί και κατανοητοί, όπως ταιριάζει στην εσωτερικότητα του χρόνου μας, δεν χάνουν τη μαγεία τους πάνω σε αυτό που ο ποιητής επιθυμεί να διαχειριστεί, πάνω στον καμβά που περνάει το κέντημά του. Τα ποιήματα, άλλοτε ολιγόστιχα, άλλοτε αναλυτικά, προωθούν ό,τι συλλαμβάνει με τις αισθήσεις του, ό,τι μπορεί ακόμη και να τον ενοχλεί, ό,τι μπορεί ακόμη και να του προξενεί δυσφορία ή πάλι ό,τι τον εντυπωσιάζει, τον ευχαριστεί, του δίνει υλικό και παράλληλα γίνονται διαβάσεις για ό,τι συμβαίνει σήμερα, τώρα, τόσο επίκαιρα είναι, δεν χρειάζεται να ανατρέξει κανείς στο παρελθόν για να βρει παρόμοια ποιήματα – τόσο προσωπικά είναι, που αναιρούν κάθε ένδειξη υφαρπαγής και από τεχνικής άποψης αλλά και από άποψης μηνυμάτων από άλλες καταθέσεις ιδίου ύφους, είναι δηλαδή μια ολόκληρη και συνολική εκδοχή της προσωπικότητας ενός ανθρώπου, που μπορεί και χειρίζεται τον λόγο όπως ακριβώς οι σημαντικοί συνάδελφοί του. Βέβαια, θα πει κάποιος πως στην τέχνη παρθενογένεση δεν υπάρχει, όλοι οι ποιητές έχουν τις αφετηρίες τους, όλοι έχουν επηρεαστεί από προηγούμενους, σίγουρα ναι, ο Στρούμπας όμως αυτή την επήρεια την έχει αφομοιώσει, την έχει επεξεργαστεί, την έχει μετατρέψει σε ατομικό βίωμα, έτσι μπορεί και ζει ως ποιητής έστω και στο σκοτάδι. Ας δούμε τώρα το ποίημα «Ράγες»(σελ. 46):

ΡΑΓΕΣ

Στέκει πίσω απ’ τη γραμμή ασφαλείας
περιμένοντας τον συρμό

πρόσωπο οργωμένο
από βάσανα και χρόνια
μέτωπο υπερσιβηρικός
από ανατολή σε δύση

αναγγέλλεται ο συρμός
προσερχόμενος τελετουργικά

ένα βήμα μπρος
–λέω θα πέσει!–
τσακώνει την ανησυχία μου στον αέρα
και μου λέει με το βλέμμα της στο μέτωπο:
Παιδί μου,
εμένα οι ράγες τούτες
χρόνια τώρα σηκώνουν
βαγόνια προς στρατόπεδα συγκέντρωσης·
έναν απλό συρμό
θα φοβηθώ;

Θα ήθελα κλείνοντας να παραθέσω έναν στοχασμό, ο οποίος και με τυραννάει κατά τη διάρκεια της υλοποίησης του παρόντος κειμένου, και αυτός έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο ποιητής Γιάννης Στρούμπας δεν συνδιαλέγεται μόνο με το φανταστικό ή μόνο με το ρεαλιστικό, επιχειρεί μια μείξη των ερεθισμάτων του, ώστε να επιτυγχάνεται η ποιητική παραμυθολογία. Βέβαια, θα μου πει κάποιος πως αν συνέβαινε το ένα ή το άλλο, τότε τι είδους ποίηση θα είχαμε. Δεν είναι όμως τόσο απλή υπόθεση να κανοναρχήσεις τις ιδέες σου με τέτοιον τρόπο, ώστε το αληθινό να γίνεται απολύτως πιστευτό και παράλληλα το ψευδές να μην απορρίπτεται. Και όλα αυτά γίνονται σε μια ατμόσφαιρα, υπόγεια ή πάλι σε εντελώς ψυχαναγκαστικές ποιητικές καταθέσεις, η οποία άλλοτε συγκινεί και άλλοτε εντελώς αποστασιοποιημένη χρωματίζει το κάθε ποίημα, του δίνει ό,τι χρειάζεται για να υπάρξει, όχι μόνο για το σήμερα αλλά στο διηνεκές, του χαρίζει εικόνες άκρως συναρπαστικές. Όσο για το ύφος, αυτό έχει διάσπαρτο, δυνατό, υπόγειο, τρυφερό αλλά και σκληρό, πάντως υπολογίσιμο χώρο σε μια ποιητική πρακτική, η οποία γνωρίζει πολύ καλά πως η πρόθεσή της είναι να προβληματίσει θετικά και όχι να εντυπωσιάσει με αμφιλεγόμενα τερτίπια. Έτσι, και χωρίς υπερβολές, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα ποιητικό βιβλίο, το οποίο προξενεί και με την ακρίβειά του αλλά και με τον μόχθο που καταναλώθηκε για να υπάρξει πάμπολλα συναισθήματα, ως επί το πλείστον σε επίπεδα οριακά και σε πλαίσια πλήρως αποδεκτά. Ας τελειώσουμε με το ποίημα «Συντεταγμένα» (σελ. 44):

ΣΥΝΤΕΤΑΓΜΕΝΑ

Βλέμματα απλανή
Τυφλός προορισμός

Τόσα βέλη χλωμά
Συντεταγμένα
Με κατεύθυνση το Σύνταγμα
Ασύντακτη περίοδος
στην πιο άστοχη έκφραση
Αμήχανοι στρατιώτες
βουβοί εμπρός στον Άγνωστο

Δούρειος ίππος άλωσης
Χάλκινος λεηλασίας

.

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ

OANAGNOSTIS.GR 25/2/2024

Η «μέγγενη περί-μετρος» των αστικών μας ονείρων

Με την τέταρτη, καλαίσθητη εκδοτικά ποιητική του συλλογή Περίμετρος (Σμίλη, 2023), ο ποιητής και φιλόλογος Γιάννης Στρούμπας αποτυπώνει ξανά το κυρίαρχο στην ποίηση και στα δοκίμιά του αίσθημα του αδιεξόδου και του εγκλωβισμού της σύγχρονης Ελλάδας, αλλά και γενικότερα της ανθρώπινης ύπαρξης. Παρατηρούμε, ωστόσο, μια σημαντική μετακίνηση στο ποιητικό σκηνικό της συλλογής, που φωτίζει τα πράγματα με ένα φως ειρωνικό, κυνικό μα και συνάμα δραματικό κι επικίνδυνο. Ενώ, δηλαδή, στην προηγούμενή του συλλογή Γραφείον ενικού τουρισμού (Καλλιγράφος 2016) η διαβρωτική αίσθηση του κοινωνικοπολιτικού και υπαρξιακού αδιεξόδου και του πολιτιστικού τέλματος αποδομεί την αίσθηση του ελπιδοφόρου ταξιδιού των καλοκαιρινών διακοπών στη θάλασσα του Αιγαίου,[1] στην εν λόγω συλλογή η αγχώδης μετακίνηση στο τσιμεντένιο άστυ με τις υπόγειες αποβάθρες του μετρό και τις καταβόθρες του αποτελεί τον κατεξοχήν γκρίζο ποιητικό χώρο ενός κόσμου στατικού και αδιέξοδου, βυθισμένου στο διαβρωτικό σκοτάδι της επαναληπτικής καθημερινότητας.

Δεν είναι τυχαίο, επομένως, ότι και στις δύο ενότητες της συλλογής («Προς Αποβάθρες», «Προς Καταβόθρες») οι «κυλιόμενες σκάλες» του Ηράκλειτου δεν οδηγούν τον αναγνώστη προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις (φως ή σκοτάδι). Αντίθετα, είτε πάνω κατευθυνθούμε είτε κάτω, ο δρόμος είναι ένας και οδηγεί πάντα σε μιαν αρρωστημένη, σκοτεινή και αδιέξοδη πολιτική, κοινωνική, πνευματική και υπαρξιακή περιοχή, όπου δεσπόζει η κοινωνική αδικία, η πανδημία, η δυστυχία, ο ανθρώπινος πόνος, η εκμετάλλευση, η βία, η πολιτική διαφθορά, η αλλοτρίωση, η έλλειψη οράματος και η καταστροφή της φύσης. Αυτός ο αδιέξοδος δρόμος, όπως δηλώνεται με σαφήνεια στα ποιήματα «Μέσα απ’ το συρματόπλεγμα» (σ. 51) και «Ράγες» (σ. 46), είναι ο δρόμος που ξεκίνησε από Γυάρο, Μακρόνησο, Αϊ-Στράτη και Άουσβιτς, ο οποίος αντί να φέρει την πολιτική, κοινωνική και πνευματική ανοικοδόμηση, οδήγησε πάλι στη διάψευση και στη ματαίωση των ονείρων της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, αλλά και του κόσμου. Για τούτο, εξάλλου, είτε στα υπόγεια («Το φως βουλιάζει στις στοές/ γκρίζο χλωμό μαύρο») είτε στην επιφάνεια «Το σκότος ταξιδεύει με ταχύτητα φωτός» και οδηγεί ξανά «στο ίδιο άγχος της πηχτής,/ απόκοσμης ροής», μα και στο πικρά ειρωνικό διακειμενικό σχόλιο του δήθεν αλλοτριωμένου ποιητικού υποκειμένου που παραλλάσσει τον γνωστό σολωμικό στίχο: «Πάντ’ ανοιχτά πάντ’ άρρωστα/ τα φώτα της στοάς μου».

Ο ευφυής τίτλος του βιβλίου Περίμετρος, επομένως, πέρα από το ότι αναδεικνύει το αδιέξοδο τέλμα του σύγχρονου Έλληνα, αλλά και του εγκλωβισμένου σύγχρονου ανθρώπου μέσα σε μιαν ασφυκτική «μέγγενη περίμετρο», μέσα σε μιαν αστική ζωή, μίζερη και τετριμμένη, χωρίς κάτι ουσιαστικό και βαθύτερο,[2] εστιάζει ταυτόχρονα ωσάν ποιητική πραγματεία στο μετρό, το περίκλειστο σκηνικό του επαναλαμβανόμενου δράματος: «περί-μετρό». Εύλογα, λοιπόν, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι, παρά την παρουσία ξεχωριστών ποιημάτων, η στενή τους αλληλουχία και ενδοδιακειμενικότητα, η οργανική κλιμάκωση και ενορχήστρωση των θεμάτων, καθώς και το ενιαίο βιωματικό υπόστρωμα, καταδεικνύουν ότι έχουμε ενώπιόν μας μια ποιητική σύνθεση που φωτίζει τα σκοτεινά σημεία της πατρίδας (οικονομική κρίση, αλλοτρίωση, καιροσκοπισμός, ασφυκτική γιγάντωση του άστεως, κοινωνική απάθεια, αρπαχτή). Ας δούμε, όμως, κάποια ποιήματα πιο προσεκτικά.

Στο εναρκτήριο ποίημα της συλλογής «Μυρμηγκοφωλιά» (σ. 11), το ποιητικό υποκείμενο-παιδί εκφράζει την απορία του για το «τι κρύβει μέσα της/ μια μυρμηγκοφωλιά», καθώς μέσα στο «πολυδαίδαλο σκοτάδι» της ζει με αρμονία μια ολόκληρη πολιτεία μυρμηγκιών. Η εναγώνια προσπάθεια, ωστόσο, του ποιητικού υποκειμένου να ανοίξει «λεωφόρο» στη φωλιά σαν «ανασκαφέας» με ένα κλαδί και να γνωρίσει το μυστήριο της εκπαιδευμένης, πειθαρχημένης και ακούραστης κοινωνίας των μυρμηγκιών, είχε ως αποτέλεσμα μια «Απλή μετάθεση του σκότους». Με την υπαινικτική αναφορά, επομένως, στην εργατικότητα και την ανθεκτικότητα της κοινωνίας των μυρμηγκιών, επιτυγχάνεται η αλληγορική μετατόπιση του παιδικού ενδιαφέροντος από την κοινωνία των μυρμηγκιών στον αντίστοιχο τρόπο λειτουργίας της ανθρώπινης κοινότητας (μερμήγκια-άνθρωποι). Οι καταληκτικοί στίχοι, ωστόσο, του ποιήματος «Τώρα πια ξέρω/ Υπάρχει κι άλλος τρόπος» υποδηλώνουν ότι το ενήλικο πια ποιητικό υποκείμενο, αφού δεν μπόρεσε να γνωρίσει τη μυρμηγκοφωλιά-ανθρώπινη κοινωνία, ανοίγοντάς τη με το κλαδί, θα τη γνωρίσει κατεβαίνοντας ως ενήλικας στο υπόγειο μετρό. Αυτή η διαφορετική προσέγγιση των ανθρώπων θα γίνει ορατή στα ποιήματα που ακολουθούν και θα οριστικοποιηθεί, όπως θα δούμε στη συνέχεια, στο τελευταίο ποίημα της συλλογής που τιτλοφορείται «Σφηκοφωλιά» και τελειώνει με ακριβώς τους ίδιους στίχους: «Τώρα το ξέρω/ Υπάρχει κι άλλος τρόπος».

Στο ποίημα «Είναι σκηνή» (σ. 12), το οποίο διαλέγεται με προγενέστερο ποίημα της ποιήτριας Τασούλας Καραγεωργίου, οι ταλαιπωρημένοι άνθρωποι που συνεχώς αναχωρούν στο μετρό αποτελούν στην ουσία τους κομπάρσους-“υποκριτές” μιας ανούσιας και εξαντλητικής καθημερινότητας και μεταφέρουν κρυμμένα ή φανερά σύνδρομα ματαιοδοξίας και επίδειξης, τις κακίες και τις πνευματικές τους αγκυλώσεις. Εδώ η κάθοδος στις αποβάθρες, αλλά και η ατελείωτη άφιξη και αναχώρηση ανθρώπων και ψυχών αποτελεί το αέναο θεατρικό σκηνικό ενός κόσμου υποκριτικού και ασφυκτικού, ενός κόσμου επαναληπτικής ματαίωσης και αδιεξόδου. Και με αυτούς τους όρους, το προσφιλές στον ποιητή μοτίβο του ταξιδιού-μετακίνησης –που εδώ ορίζεται ως σύγχρονη νέκυια– υπονομεύεται ειρωνικά και αντικαθίσταται μελαγχολικά από τη βεβαιότητα της οδυνηρής αυτοπαγίδευσης και του αυτοεγκλεισμού των ανθρώπων στο υπόγειο αδιέξοδο μιας ψεύτικης, χωρίς νόημα ζωής. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι καταληκτικοί στίχοι του ποιήματος «Οι αποβάθρες τούτες δω/ δεν είναι αποβάθρες./ Είναι σκηνή θεατρική. Μ’ αυλαία που δεν πέφτει» δεν καταδεικνύουν μόνο την ανθρώπινη υποκρισία, αλλά παράλληλα καλούν τον αναγνώστη να σκεφτεί την τραγική φύση της πραγματικότητας και τη θεατρικότητα των δεδομένων ρόλων στη ζωή.

Στο ποίημα «Κυλιόμενες σκάλες» (σ. 14) οι «δαιμονισμένες» κυλιόμενες σκάλες του μετρό οδηγούν (ομηρικώ τω τρόπω) τους ανθρώπους σε «ανήλιαγα επίπεδα». Το όλο τρομακτικό σκηνικό παραπέμπει στην ομηρική νέκυια και στην κατάβαση του Οδυσσέα στον Άδη. Η περιγραφή των ανθρώπων και των αντικειμένων τους «Τσάντες, σακούλες, χαρτοφύλακες, παιδιά» δεν αποκαλύπτει μόνο το άγχος της καθημερινότητας, αλλά και τον αδιέξοδο σύγχρονο υλισμό. Κοιτάζοντας αυτό το τέλμα, το ποιητικό υποκείμενο που κατεβαίνει ορμητικά βιώνει προς στιγμήν το τρομακτικό αίσθημα του προσωπικού και συλλογικού ναυαγίου, γι’ αυτό αρπάζεται σωτήρια από την κουπαστή. Έτσι, στο τέλος του ποιήματος η παιγνιώδης αναφορά στις «Κυλιόμενες καταβάσεις/ Κυλιόμενα αισθήματα» αποτυπώνει την απελπισία και την κάθοδο των ανθρώπινων σωμάτων και συναισθημάτων μέσα στη σκοτεινή χοάνη μιας απέλπιδας ζωής.

Στο επόμενο ποίημα «Καταβύθιση» (σ. 15), αναδεικνύεται η δεσπόζουσα αντίθεση ανάμεσα στον αθέατο, εσωτερικό κόσμο και στην εξωτερική εικόνα των ανθρώπων στα υπόγεια μετρό. Με την αισθητικά λειτουργική χρήση του ασύνδετου σχήματος, ο ποιητής περιγράφει τον ασθματικό και διασπασμένο εσωτερικό ψυχισμό του σύγχρονου ατόμου «έγνοιες/ ζυμώσεις/ πάθη/ απωθημένα/ απομόνωση/ περίσκεψη/ ενδοσκόπηση», καθώς οι άνθρωποι είτε απλά μεταφέρουν είτε πολλές φορές επιδεικνύουν τα υλικά τους αγαθά: «σακούλες/ σακούλες/ ύλη/ φίρμες/ επωνυμία/ ευμάρεια/ εξωστρέφεια». Υλικά τα οποία αντανακλούν από τη μια πλευρά την απελπισία ή τη φτώχεια κι από την άλλη την επιδερμικότητα ή την προσπάθειά τους να επιδείξουν την επιτυχία τους και να επιβληθούν κοινωνικά. Ο καταληκτικός και καταπληκτικός θρυμματισμένος στίχος «Εδώ/ η καταβύθιση/ επιδεικνύεται» δεν αποκαλύπτει μόνο τη δομική αντίθεση του ποιήματος ανάμεσα στον εσωτερικό κόσμο των ανθρώπων και την εξωτερική πραγματικότητα, αλλά ταυτόχρονα φωτίζει την αντανάκλαση του συλλογικού αδιεξόδου στην εξωτερική τους εμφάνιση.

Στο ποίημα «Απ’ το παράθυρο», το οποίο αφιερώνεται στη μητέρα του ποιητή, το κουρασμένο ποιητικό υποκείμενο κολλά το πρόσωπό του στο τζάμι του υπόγειου τρένου. Μέσα στο τρένο, τα στατικά στοιχεία όπως οι αδιάφοροι συνεπιβάτες, τα καθίσματα, οι οθόνες και οι ηλεκτρικές σκάλες απεικονίζουν έναν κόσμο που δείχνει να μην έχει κίνηση ή ζωή γύρω του. Έξω από το παράθυρο, το ποιητικό υποκείμενο βλέπει πάλι ένα τοπίο όπου κυριαρχεί η γκρίζα επανάληψη και η ισοπεδωτική ομοιομορφία: «μπετόν τσιμέντα σκυροδέματα/ μπετόν τσιμέντα σκυροδέματα». Η επανάληψη, μάλιστα, του συγκεκριμένου στίχου, αλλά και του στίχου «Νέο φως, νέα στάση, νέα εκκίνηση», λειτουργεί σαν ένα μονότονο και ειρωνικό μοτίβο που υποδεικνύει την αδιέξοδη επανάληψη της καθημερινότητας. Δεν είναι τυχαίο, επομένως, ότι αυτό το κυρίαρχο συναίσθημα ανυπαρξίας, στατικότητας, ματαιότητας και έλλειψης προοπτικής αποτυπώνεται ευφυώς στην απεγνωσμένη και αποπροσωποποιημένη καταληκτική φράση του ποιήματος: «Απ’ το παράθυρό μου τρέχουν/ Τα σκυροδέματα».

Στο ποίημα «Του πιο μουντού φωτός», το ηλεκτρισμένο περιβάλλον των σιδηροδρομικών συγκοινωνιών φορτίζεται με φόβο και βία, καθώς δίπλα στον απλό κοσμάκη κινούνται απειλητικά οι «Στρατιές των χούλιγκαν», για να φτάσουν εγκαίρως σε «Ραντεβού θανάτου» οπλισμένοι σαν αστακοί με «Στιλέτα και σιδερογροθιές». Μέσα σε αυτό το τρομοκρατικό σκηνικό, που παραπέμπει υπαινικτικά στην άνοδο του νεοναζισμού, το ποιητικό υποκείμενο-επιβάτης νιώθει να απειλείται από τις «ροές του σκότους/ υπό το φως του ηλίου». Το σκοτάδι-βία-θάνατος που κουβαλούν μέσα και πάνω τους αυτές οι στρατιές είναι τόσο πολύ που «Ανταπόκριση με το μετρό/ Δεν σηκώνει», γιατί εκεί η αυξημένη ασφάλεια δεν το επιτρέπει: «Το κάτω σκότος καθαρό/ οπλισμένος αστακός». Ο θάνατος, επομένως, συνεχίζει να κινείται ανενόχλητος στην επιφάνεια «εξορισμένος/ από σκότος πολυτελείας/ στη σκονισμένη επικράτεια/ του πιο μουντού φωτός».

Το ποίημα «Έστω το έξω» εστιάζει στην εμπειρία μετακίνησης στο μετρό κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Ενώ, λοιπόν, «Το βαγόνι μας φέρνει πιο κοντά» από τη μια, η χρήση της μάσκας προσώπου από την άλλη και, μάλιστα, «Εσχάτως και διπλή/ Ελέω κορονοπανδημίας» διατηρεί τις αποστάσεις. Η μάσκα, με άλλα λόγια, αντιπροσωπεύει τον φόβο, την απόσταση και την απομόνωση που έχει προκαλέσει η πανδημία και δυσκολεύει το ποιητικό υποκείμενο να αναγνωρίσει τα πρόσωπα, αλλά και τις πραγματικές συναισθηματικές αντιδράσεις των συνεπιβατών του: «Στα μάτια να μαντέψω προσπαθώ/ Του στόματος το σχήμα/ Της στιγμής τις αντιδράσεις/ Το γέλιο, την ανία, τη μανία». Απέναντι στο δυσάρεστο συμπέρασμα του ποιητικού υποκειμένου ότι η προσωρινή χρήση της μάσκας «τις ψυχές αποξενώνει», υψώνεται η ευχή-ελπίδα ότι στο εγγύς μέλλον θα επιστρέψουμε ξανά σε συνθήκες κανονικότητας: «Θ’ αφαιρεθεί ξανά μετά την πανδημία», «Οι μάσκες θα πέσουν./ Πάλι θ’ ανθίσει στα μάγουλα το χρώμα». Η ελπίδα αυτή, ωστόσο, ανατρέπεται με κυνισμό ευθύς αμέσως, καθώς το ποιητικό υποκείμενο αντιλαμβάνεται ότι στην πραγματικότητα «οι μάσκες δεν θα πέσουν ποτέ». Κι αυτό γιατί οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να αποκρύπτουν το πραγματικό τους πρόσωπο-εαυτό, φορώντας κάθε φορά την ανάλογη κοινωνική μάσκα. Επομένως, ακόμη και χωρίς ιατρική μάσκα αυτό που θα βλέπουμε είναι: «Το πρόσωπο θα φαίνεται ξανά/ Έστω το έξω».

Όπως έχω προαναφέρει, το τελευταίο ποίημα της συλλογής που τιτλοφορείται «Σφηκοφωλιά» διαλέγεται έντονα με το εναρκτήριο ποίημα της συλλογής «Μυρμηγκοφωλιά». Έτσι, ενώ στο ποίημα «Μυρμηγκοφωλιά» το ποιητικό υποκείμενο-παιδί ελκύεται από την εργατικότητα και τη συλλογικότητα των μυρμηγκιών κι επιχειρεί να ανοίξει με ένα κλαδί τη φωλιά τους, στο ποίημα «Σφηκοφωλιά» το ποιητικό υποκείμενο-παιδί τρέχει να κρυφτεί από τις σφήκες «πίσω απ’ τον πατέρα», ο οποίος είχε έναν δικό του τρόπο «ν’ αρπάζει τη φωλιά, να την τσακίζει». Η συνδυαστική ανάγνωση των δύο ποιημάτων εντείνεται στη συνέχεια. Όπως στο εναρκτήριο ποίημα το παιδί-ποιητικό υποκείμενο απέτυχε να μάθει για τη μυρμηγκοφωλιά-ανθρώπινη κοινωνία, έτσι και το παιδί του ποιήματος «Σφηκοφωλιά» δεν έμαθε ποτέ τον τρόπο του πατέρα να τσακίζει τις σφηκοφωλιές.

Και τα δύο, επίσης, ποιητικά υποκείμενα ακολουθούν ως ενήλικες έναν «άλλο τρόπο», για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Ο ενήλικας του πρώτου ποιήματος επιχειρεί να γνωρίσει τα μυστικά της ανθρώπινης μυρμηγκοφωλιάς καταδυόμενος στο μετρό, ενώ ο ενήλικας της σφηκοφωλιάς συμβιβάζεται στην πορεία και συμπλέει με το κηφηναριό· έμαθε με άλλα λόγια «με τα χρόνια/ να μπαίνω αδέλφι με τις σφήκες» και να ληστεύει «των μελισσών τον έτοιμο τον μόχθο». Ενώ, λοιπόν, στο πρώτο ποίημα το ενήλικο ποιητικό υποκείμενο επιχειρεί μια νέκυια στις υπόγειες αποβάθρες της σύγχρονης ματαιότητας, μετουσιώνοντας σε ποίηση το σύγχρονό του υπαρξιακό και κοινωνικό αδιέξοδο, στο τελευταίο ποίημα παύει να παλεύει για τη δικαιοσύνη, το ήθος, και την εντιμότητα, παραιτείται και, τελικά, αλλοτριώνεται.

Συνοψίζοντας, στο βιωματικό υπόστρωμα του πρόσφατου ποιητικού βιβλίου του Γιάννη Στρούμπα Περίμετρος φωλιάζει ο εθνικός καημός, η πίκρα, η απογοήτευση και η αγανάκτηση· στοιχεία τα οποία προσδιόρισαν και, εν πολλοίς, καθόρισαν τις εκφραστικές του επιλογές. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η επίταση του λεκτικού παιχνιδιού, η ειρωνεία, η χρήση μορφολογικών στοιχείων της παραδοσιακής φόρμας, οι ομοιοκαταληξίες καλαμπούρι, η έντονη διακειμενικότητα (Όμηρος, Δάντης, Βιργίλιος, δημοτικό τραγούδι, Σολωμός, Σεφέρης, Ελύτης κ.ά.), η ρυθμική αγωγή του λόγου και ο μελαγχολικός κυνισμός αποκαλύπτουν ένα ποιητικό σύμπαν αδιέξοδο, διαποτισμένο από μια πικρή έγνοια, βίαια καταχωνιασμένη στα ενδότερα. Την ίδια έγνοια για το εθνικό και παγκόσμιο αδιέξοδο εκφράζουν και οι δύο τόμοι των δοκιμίων του Στρούμπα, οι οποίοι οτιδήποτε άλλο παρά αδιαφορία και σύμπλευση με το φαύλο διαλαλούν.[3] «Στοχαστικός, προκλητικός, πολέμιος κάθε ψευδαίσθησης, εκφραστικά τολμηρός, με γλώσσα παιγνιώδη και μοντέρνα, ο ποιητής Γιάννης Στρούμπας δραματοποιεί τις σκέψεις και τα συναισθήματά του, δημιουργώντας έτσι μιαν επιφανειακά ειρωνική, κατά βάθος, όμως, τραγική περσόνα. Σε κάθε περίπτωση μπορούμε να πούμε πως τα ποιήματά του υψώνονται σαν αμφίπλευροι καθρέφτες, πάνω στους οποίους καθρεφτίζεται το ραγισμένο μας πρόσωπο»

 

 

.

 

ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

FRACTAL 16/1/2024

«Τώρα πια ξέρω/ Υπάρχει κι άλλος τρόπος»

Περίμετρος, μια λέξη που βάζει όρια. Πού; στην επιφάνεια. Γύρω από ένα κάτι που το περιτρέχει μια ωραία γραμμή. Περίμετρος σε πλάτος αλλά και σε βάθος… Αν ένα πλάσμα στέκεται πάνω στη γη και η οδός είναι μία άνω – κάτω, κατά πώς είπε ο Ηράκλειτος, τότε ο Γιάννης Στρούμπας, προεκτείνοντας και το άνω και το κάτω, οδηγεί σε μια κατακόρυφη πορεία. Για την ώρα αφήνουμε το άνω, δεν θα τρυπήσει τον ουρανό με το κεφάλι του ο ποιητής, όπως επεχείρησαν πολλοί προγενέστεροι ομόλογοί του, αλλά μπορεί να σκάψει το κάτω, όπως έχουν επίσης επιχειρήσει άλλοι ομόλογοί του, ερευνώντας το άγνωστο, την άβυσσο. Ο Παλαμάς, ας πούμε, έσκυψε προς την ψυχή του σαν στην άκρη πηγαδιού. Ο Σεφέρης το αναζήτησε αστρονομιζόμενος, αλλά και στην «άβυσσο κλειστό πηγάδι». Ο Ελύτης ηλιοφορούμενος. Ο Στρούμπας, σαν μυρμήγκι σκάβει τη γη. Δεν καταφέρνει να μας πείσει ότι το ενδιαφέρον του κερδίζει μια απλή μυρμηγκοφωλιά ή κάτι που μοιάζει με μυρμηγκοφωλιά :

Τι κρύβει μέσα της /μια μυρμηγκοφωλιά;/ Τι ζει και πώς / στο πολυδαίδαλο σκοτάδι;». Τα χρόνια πέρασαν και τώρα ήρθε η ώρα να μάθει: Τώρα πια ξέρω/ Υπάρχει κι άλλος τρόπος.

Το ερώτημα είναι: ποιος και πώς ανοίγει την τρύπα στη γη για να κατεβεί στον Άδη, στον άλλο κόσμο; Με τον μύθο τα καταφέρνει κανείς μια χαρά. Με τα όνειρα επίσης. Ο Οδυσσέας ναι, αλλά είχε έναν Όμηρο πίσω του και ο Δάντης, αλλά είχε έναν Βιργίλιο και μία Βεατρίκη. Με μας τους απροσδιόνυσους όμως τι γίνεται; Κατεβαίνουμε απλώς τα σκαλιά και του Μετρό. Το πέτυχε πριν από χρόνια η Τασούλα Καραγεωργίου, ιδού και ο Στρούμπας τώρα. Μόνο που υπάρχει κάποια διαφορά:

Οι αποβάθρες τούτες δω/ δεν στέκουν σε λιμάνι/ Μήτε Αχέροντας κυλά/ Μήτε βαρκάρης λάμνει/ Μήτε απαιτείται οβολός/ Μήτε είναι τα βαγόνια / βάρκες στον Άδη που οδηγούν/ στη λήθη που απολήγουν / κι αλέ ρετούρ στην πρύμνη του/ διόλου δεν σηκώνουν.

Mutatis mutandis δηλαδή ψευτοπετυχαίνουμε το ίδιο. Σαν την υδρία και τη σκιά της στη σπηλιά του Πλάτωνα. Κατεβαίνει κανείς τα σκαλιά και βρίσκει μια άνετη μυρμηγκοφωλιά να περιμένει στις όχθες για να επιβιβαστεί και να διασχίσει υπογείως την Αττική. Το Μετρό μοιάζει με σκηνή θεάτρου, κινείται μηχανιστικά και είναι φωτισμένο με λάμπες διαρκείας λεντ:

Οι αποβάθρες τούτες δω/ δεν είναι αποβάθρες. / Είναι σκηνή θεατρική/ μ’ υπόγειες παραστάσεις./ Μονόπρακτα αλλεπάλληλα / στα βάθη ανεβαίνουν/ πιστή αναπαράσταση / ηρώων που κατεβαίνουν./ Κομπάρσοι είναι οι ήρωες / Κομπάρσοι μα δαιμόνιοι / Ηθοποιοί δεινότατοι/ Υποκριτές δαιμόνοι /Υποκριτές δαιμόνιοι./ Θεατρίνοι ανεξάντλητοι./ Οι αποβάθρες τούτες δω/ δεν είναι αποβάθρες / Είναι σκηνή θεατρική/ Μ’ αυλαία που δεν πέφτει.

Το ευάγωγον ους- το ασκημένο αφτί του αναγνώστη-θεατή θα ανακαλύψει αμέσως τον δεκαπεντασύλλαβο στίχο, σπασμένο στα δύο, των 7 και 8 συλλαβών, την έλλειψη ομοιοκαταληξίας, την επανάληψη του πρώτου ημιστίχιου στη δεύτερη και τέταρτη στροφή, την επανάληψη λέξεων ακριβώς ή παρεμφερώς, σε αρμονική αντιστοιχία… Εν ολίγοις, συγκλίνοντας περισσότερο και αποκλίνοντας λιγότερο, ο ποιητής γράφει μια συλλογή, απόηχο της αρχαίας εκείνης κατάβασης στον Άδη, χρησιμοποιεί καλούπια του δημοτικού τραγουδιού, χωρίς να είναι ο ανώνυμος, αλλά ο επώνυμος, δηλαδή ο Γιάννης Στρούμπας με τέσσερις ποιητικές συλλογές, δύο τόμους δοκιμίων, δυο ανθολογίες, μία μελέτη πολλά άρθρα σε περιοδικά, κριτικές και άλλα πολύ σπουδαία που βρίσκονται ήδη στον δρόμο.

Σ’ αυτή, λοιπόν, την παράδοξη και μοντέρνα Νέκυια, η κάθοδος στον Άδη, γίνεται με τα υλικά του μύθου και με παραδοσιακά ποιητικά εργαλεία. Έχουμε μια σύνθεση, δηλαδή, πολλών επιπέδων τα οποία στα μάτια του αδαούς παραμένουν αόρατα. Να διευκρινίσουμε επίσης ότι ο Στρούμπας δεν είναι ποιητής του σκοτεινού, του αγνώστου και του μυστηρίου. Του αρκεί αυτό που συμβαίνει μπροστά στα ανοιχτά μάτια του. Ωστόσο, παρεκκλίνοντας προς τον ορθολογισμό της καθημερινότητας ή καλύτερα της ανορθολογικότητας, ρίχνοντας λοξή ματιά προς την τέχνη, θεωρεί την κάθοδο στις αποβάθρες σκηνή θεάτρου χωρίς αυλαία, όπως ήδη μας είπε. Η καθημερινή ζωή, δηλαδή, παίζεται ανιαρά, χωρίς αλλαγές, πανομοιότυπα, και τα εξαιρετικά συμβαίνουν εκεί μπροστά στα μάτια του όπως πάει κι έρχεται ο συρμός, όπως πάνε κι έρχονται τα επεισόδια, σε μια αέναη επανάληψη χωρίς τελειωμό.

Να υπενθυμίσω πως ο μέγας Σαίξπηρ έβλεπε όλη τη ζωή σαν μια σκηνή και δεν είχε ακόμα εφευρεθεί το λονδρέζικο underground, το Μετρό, δηλαδή. Επομένως, ή πάνω ή κάτω από τη γη, στο φως του ήλιου ή στις λάμπες λεντ, στα φωτεινά και στ’ άφεγγα, τα μυστήρια γίνονται και έχετε το νου σας στο κενό – Mind the gap – γιατί κάπου εκεί, σ’ αυτό το ανεπαίσθητο κενό σας την έχει στημένη ο σκηνοθέτης, όχι «μεταξύ συρμού και αποβάθρας» αλλά «μεταξύ μυαλού και καρδιάς». Εκείνη η αόρατη σχεδόν χαραμάδα είναι η μυστική οδός.

Είπαμε τόσα και δεν είπαμε ακόμη ότι η Περίμετρος αποτελείται από δύο ενότητες με την ένδειξη «Προς Αποβάθρεςς», η μία, και «Προς Καταβόθρες», η άλλη. Ωστόσο, και οι δύο στο ίδιο μέρος οδηγούν και από το ίδιο μέρος βγάζουν πάλι πάνω στη γη και στο φως. Οι «κυλιόμενες σκάλες» διαβόλου επινοήματα,

Δαιμονισμένες οδηγούν /σ’ ανήλιαγα επίπεδα/…/ Κυλιόμενες καταβάσεις/ Κυλιόμενα συναισθήματα.

Όπως αλλάζεις τόπο χωρίς να περπατάς και να κουράζεσαι, έτσι αλλάζεις και συναισθήματα χωρίς να σκοτίζεσαι και χωρίς να νοιάζεσαι.

«Σταματημένος νιώθεις αλλά σε τρέχει ο δρόμος σου», λέει πάλι ο Ελύτης… πώς να το κάνουμε; Είμαστε όλοι αφημένοι στη φορά του χρόνου, της ζωής, του συρμού… Η «Επανακατάβαση» ή η «Κάρτα απεριορίστων διαδρομών» είναι μια αυταπάτη. Στην άλλη ζωή, στην έσω αφανή πραγματικότητα, μεταμορφώνεται η ανθρώπινη συμπεριφορά και το ήθος. Σαν μυρμήγκια οι άνθρωποι αδιαφορούν για τον συνάνθρωπό τους, σαν μυρμήγκια φονικά στρατιές χούλιγκαν/ Ραντεβού θανάτου./ Στιλέτα. Σιδερογροθιές.

Η μηχανή, το Μετρό, είναι το όχημα της ποιητικής του μεταφοράς και το πνεύμα είναι το ανάλογο για κάθε περίσταση αντίτιμο ή πρόστιμο.

Στο δεύτερο μέρος, ό,τι συμβαίνει στο «παράλληλο σύμπαν» θέλει να βγει ξανά στο φως:

Ξανά στο φως/ Ξανά/ στο ίδιο άγχος της πηχτής,/ απόκοσμης ροής,/ ξένης ροής/ παράλληλων σωμάτων./ Είναι σαφές. Υπάρχουν/ κι άλλα σύμπαντα./ Επακριβώς παράλληλα

Σαφής η σύνδεση, έστω και αθέλητη με το ανάλογο του Οδυσσέα Ελύτη: «Θα τη φέρουμε την Ευρυδίκη πάλι. Στο φως, στο φως, στο φως» («Αιώνος είδωλον»).

Συμπεραίνοντας, το Μετρό είναι μια μικρή κινούμενη κοινωνία που ξεκινάει από μια αφετηρία για να φτάσει σε ένα τέρμα. Μια επανάληψη της οδού άνω και κάτω του Ηράκλειτου που κάποτε θα τελειώσει αλλά ο συρμός σαν τη ζωή την ίδια, αδιάφορος για το τι άχθος μεταφέρει στις πλάτες του ή στα βαγόνια του, συνεχίζει πάλι και πάλι το ίδιο δρομολόγιο, μέσα- έξω, πάνω –κάτω. Η παλίντονος αρμονία αφανής, αλλά με νέα πρόσωπα κάθε φορά, άγνωστα, αδιάφορα, σκεφτικά, συμμετέχοντα εν αγνοία τους στο καθημερινό γίγνεσθαι συνεχίζεται. Και η γη γυρίζει και

Της σήραγγας /η μαύρη τρύπα με ρουφά. / Μεταφορά ενέργειας./ Δεν ξέρω αν θα λιώσω / ή αν εξέλθω ζωντανός/ σε σύμπαντα παράλληλα

«Και δε ζω και δεν έχω πεθάνει… Με το πλάι κοιμούμαι κοιμούμαι. Κι ακούω τις μηχανές της γης που ταξιδεύει», («Mozart Romance»), λέει ο Ελύτης, που όπως κάθε ποιητής έχει κάνει αυτό το ίδιο «ωραίο» ταξίδι.

Κι εδώ οφείλω μια μικρή εξήγηση. Ο ποιητής γράφει πάντα έχοντας τον οπλισμό του αποτελούμενο από ό,τι έχει ήδη γραφτεί. Ο φιλόλογος μάλιστα έχει πιο εύκολη την κατάβαση στα αρχαία, στα παλιά, πιο άνετη την πρόσβαση στα λίγο πριν από αυτόν γραμμένα, με τις ίδιες λέξεις και με τις ίδιες σχεδόν φράσεις δουλεύει αφού «είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας», όπως είπε ο Σεφέρης, αλλά στήνει αλλιώς το δικό του ποιητικό σύμπαν. Αν ο Ελύτης προσβλέπει σε μία Άνω Ελλάδα, μια πνευματικοποιημένη οντότητα της πραγματικής, αν προεκτείνεται το έργο του στο πέραν και στο αλλού, στο νου του έχει πάντα το εδώ ως αντίγραφο ενός τέλειου κόσμου που από δικό μας λάθος δεν αξιωνόμαστε.

Ο Στρούμπας χωρίς να απομακρύνεται από το εδώ, καθαρά ορθολογιστικά και πραγματιστικά κρίνει τα πράγματα. Δείχνει δεμένος με το εδώ και τώρα της ζωής, σαν να μη θέλει να απλωθεί σε ανεδαφικά πεδία, αλλά ανεξάρτητα από τις φανερές προθέσεις του, πίσω από τον καθημερινό εαυτό του κρύβει έναν άλλο γεμάτο από την ανεπάρκεια εκείνου που θα ήθελε να έχει η ζωή μας. Θα μπορούσε ίσως κανείς να δει το ποιητικό εγώ σαν το Σίσυφο του Αλμπέρ Καμύ· εκείνου που ματαιοπονεί ανεβάζοντας το άχθος του σε μια κορυφή από την οποία θα κατρακυλήσει πάλι.

Κάτι ακόμα που διακρίνει εύκολα κανείς είναι η οντοποίηση της αφηρημένης έννοιας, η οποία αυτονομείται και δρα ανεξάρτητα από τον δημιουργό:

Εκκρεμότητες στριμώχνονται/ στα βαγόνια του συρμού/ Κοντανασαίνουν/ Δεν βολεύονται…./ Όρθιες παραφυλούν,/ έτοιμες να πεταχτούν / στην επόμενη στάση/ …/ Η ανεμελιά , αδικαιολογήτως απούσα./ Στην ηλεκτρισμένη ροή/ Η αδράνεια/ δεν είναι του συρμού

Κι εδώ είναι προφανές πως ο επίλογος του ποιήματος έκανε μια έξυπνη ανατροπή, τραμπαλίζοντας την αδράνεια μεταξύ ανθρώπου και συρμού ως κτήτορος.

Η συλλογή άνοιξε με το ποίημα «μυρμηγκοφωλιά» και έκλεισε με το ποίημα «σφηκοφωλιά». Όταν ήταν παιδί, εξερευνούσε την πρώτη άφοβα, τη δεύτερη όμως τη φοβόταν. Η εμπειρία του απέδειξε πως και για τις δυο Υπάρχει κι άλλος τρόπος. Κι έτσι με μέσα σύγχρονα κι απλά ο νέος ποιητής έκανε ό,τι και ο παλιός με τη βοήθεια του μύθου και των θεών. Όσο και αν φαίνεται πως παίζει με τις λάσπες, η ψυχή του αλλού πετάει… και παίζει ωραία με την καθημερινή μας παραζάλη, με το πράγμα και με την ιδέα και, με γλοιώδη λάσπη, ζωγραφίζει αστραφτερά. Η αντινομία χάνεται, η ισορροπία επέρχεται.

Ο Στρούμπας με τους επιμελημένους πάντα στίχους του, παραδοσιακούς ή μοντέρνους και τα φιλολογικά του όπλα πάντα ακονισμένα, μετέρχεται όλους τους τρόπους και όλους τους ρυθμούς ανάλογα με της οικείας αναπνοής την περίσταση

Στο εξώφυλλο το έργο του Νίκου Οικονομίδη μας δείχνει αποβάθρες και καταβόθρες γεμάτες από ανώνυμους ανθρώπους που ανεβοκατεβαίνουν ή γεννιούνται και πεθαίνουν ή συνθλίβονται σε μια διαδικασία διαρκούς ροής, ζωής που περνά μπροστά μας και φεύγει σαν τον συρμό…

 

ΖΩΗ ΣΑΜΑΡΑ

FREAR 15/2/2024

Ο άλλος δρόμος

Περίμετρος. Ο τίτλος του βιβλίου μάς προϊδεάζει για παιγνίδι με τις λέξεις. Και όπως αποδεικνύεται εντός ολίγου, πρόκειται για ταξίδι με το μετρό γύρω από την κοσμική νύχτα, που κρύβεται στα βάθη της γης και της ψυχής μας, που αναλαμβάνει όλη την ευθύνη για την πορεία μας. Ο ποιητής συνδυάζει τον κλειστό χώρο στο εσωτερικό της περιμέτρου με την κίνηση, για να αναδείξει τις δυσκολίες που αυτό συνεπάγεται, να πείσει, επιπλέον, τον αναγνώστη ότι η μετατόπιση πραγματοποιείται μέσα στον πυρήνα κάθε λέξης. Το ταξίδι ξεκινά όταν ο αναγνώστης είναι αρκετά ώριμος, ώστε να μην το εκλάβει ως φυγή από τον εαυτό του. Διαφορετικά, δεν θα κατορθώσει να ξεφύγει από το σκοτάδι. Καθώς «Το σκότος ταξιδεύει / με ταχύτητα φωτός» (21), οφείλουμε να εκμεταλλευτούμε την περίμετρο, που, όπως κάθε περιτοίχιση, προφυλάσσει εσωτερικά και εξωτερικά. Αν ξεκινά από μέσα, μας θυμίζει τα ανθρώπινα όριά μας, αν απ’ έξω, προσπαθεί ευθέως να μας προστατέψει από όλες τις κακοτοπιές.

Το νέο ποιητικό βιβλίο του Γιάννη Στρούμπα περιστρέφεται γύρω από την έννοια της περιμέτρου, ως το κατ’ εξοχήν καταφύγιο. Χωρίζεται σε δύο μέρη: «Προς αποβάθρες», «Προς καταβόθρες», σαν να θέλει να αναδείξει τη γοητεία που το σκότος ασκεί στον άνθρωπο. Ανοίγει με το ποίημα «Μυρμηγκοφωλιά», με ήρωες τους παραδοσιακούς εκπροσώπους της φιλοπονίας, και κλείνει με το ποίημα «Σφηκοφωλιά», που απεικονίζει την οκνηρία, για να συμπεράνει και τις δύο φορές με τους ίδιους στίχους:

Τώρα πια ξέρω
Υπάρχει κι άλλος τρόπος
(11 και 52).

Οι στίχοι αυτοί ανακαλούν στη μνήμη μας τη συγκλονιστική μεταμέλεια του Σαχτούρη στο ποίημα «Ο δρόμος»:

Να πάρω έπρεπε άλλο δρόμο
ετούτος κρύβει το φεγγάρι
(Όταν σας μιλώ, 1956).

Ο ποιητής κλείνει το μάτι στον αναγνώστη και τον ρωτά: Ποιος είναι ο άλλος τρόπος; Κι ο αναγνώστης απαντά με ερώτηση: Ποιος είναι ο άλλος δρόμος; Οπωσδήποτε όχι ο ίδιος, τρόπος ή δρόμος, και στις δύο περιπτώσεις, στην αρχή και στο τέλος του βιβλίου. Διαφορετικά, «αποβάθρες» και «καταβόθρες» ανάγονται σε συνώνυμα, καθώς ο τίτλος δεν θέτει όρια ανάμεσα στην κίνηση προς τη μία ή την άλλη. Ωστόσο, στο ταξίδι τους σε όλα αυτά τα 38 ποιήματα που χωρίζουν το πρώτο από το τελευταίο, τα μυρμήγκια πάσχιζαν να υποβαθμιστούν σε σύμβολα νωθρότητας, αποδεχόμενα την οχληρή πραγματικότητα. Εξαντλημένοι από τη ζωή μας, εγκαταλείπουμε μια χρήσιμη αρετή, τη φιλοπονία, και οδηγούμαστε στο περιθώριο. Όσο κι αν, σε μια γλώσσα με πολλαπλές μεταφορικές όψεις,

Στην ηλεκτρισμένη ροή
η αδράνεια
δεν είναι του συρμού. (34)

Τα μυρμήγκια κι εμείς ζούμε και πεθαίνουμε σε εντελώς παράλογες συνθήκες. Το ποιητικό Εγώ μιλά για τον άνθρωπο με μεταφορές εμπνευσμένες από την επαιτεία και τη μουσική –ακορντεόν– που τραβά την προσοχή των περαστικών (26). Μια προσευχή η ζωή μας, αλλά άγονη, χωρίς στοχασμό, χωρίς δράση, χωρίς καν συναίσθημα. Η γυναίκα που βρέθηκε ανάσκελα στις ράγες, σώζεται από τρία νέα παιδιά, προκαλώντας μας να ονειρευτούμε ένα καλύτερο μέλλον, ενώ σε λίγο τη διαμελίζει «ο ανηλεής συρμός / της καθημερινότητας» (47) στην αποβάθρα. Όπου κι αν πάει, ο συρμός-πεπρωμένο την ακολουθεί.

Πολύ μικρός, ο ποιητής ήθελε να ασχοληθεί με ανασκαφές στις μυρμηγκοφωλιές, για να δώσει απάντηση στο ερώτημα ποια είναι η περίμετρος της ζωής μας, με αφορμή το μυρμήγκι:

Τι ζει και πώς
στο πολυδαίδαλο σκοτάδι; (11)

Απορρίπτει την απλή μετάθεση του σκότους για να τα δει καλύτερα. Προφανώς, ο ίδιος εκπέμπει όλο το φως που χρειάζεται. Και όντως, όταν φτάσει στις σφήκες, ενώ αυτές συνωμοτούν, ο ίδιος τις αντιμετωπίζει με συμπάθεια, γίνεται αδέλφι τους. Το ποιητικό υποκείμενο έχει κάνει πολύ δρόμο, με ποίηση και κυνισμό στο ίδιο στρατόπεδο, μέσα στα σαράντα ποιήματα. Ίσως, αυτό είναι εφικτό μόνο αν ταξιδεύουμε υπογείως, φτάνει να είμαστε προσηλωμένοι στο στόχο μας, να μην προσπερνάμε κάθε όνειρο, κάθε θετική ενέργεια του ασυνειδήτου (45). Να μη χάνουμε από τη σκέψη μας το φως που κουβαλάμε μέσα μας.

Τώρα πια υποψιαζόμαστε ότι στην ποίηση του Γιάννη Στρούμπα, όπως σε κάθε γνήσιο ποιητή, τα ίδια λόγια δεν ανήκουν αναγκαστικά στην ίδια οικογένεια νοημάτων, όταν επαναλαμβάνονται. Το πρώτο ποίημα οδηγεί στην αναμονή του θανάτου, κάτι που πλανάται πάνω από τους θνητούς από τη γέννησή τους, το δεύτερο στη θέαση της ζωής, προνόμιο που κερδίζουμε με τον τρόπο της δικής μας ζωής, τη φιλία ακόμη και με τον εχθρό, τη σφήκα, όσο κι αν αυτό μας μειώνει στα ίδια μας τα μάτια.

Ωστόσο, μήπως η απάντηση βρίσκεται στο δεύτερο ποίημα, με τίτλο «Είναι σκηνή»; Οι αποβάθρες δεν είναι για αποβίβαση / επιβίβαση. Είναι η περίμετρος γύρω από τη ζωή μας, που μας κρατά εγκλωβισμένους ακόμη και σε ρόλους άλλων:

Οι αποβάθρες τούτες δω
δεν είναι αποβάθρες.
Είναι σκηνή θεατρική.
Μ’ αυλαία που δεν πέφτει. (12)

Άτομο με ειδικές ανάγκες είναι το Εγώ με ανάπηρα αισθήματα (13). Το ίδιο οι κυλιόμενες σκάλες: κουβαλούν «κυλιόμενα αισθήματα» (14). Στα χέρια τού ποιητή, η μεταφορά αναδύεται μέσα από την κυριολεξία, όπως στην καθημερινή χρήση της γλώσσας. Μόνο ένας ποιητής νιώθει σαν να έχει γεννηθεί από τη μητρική του γλώσσα. Η «ταξική αγωνία», λ.χ., αναδύεται όταν ψάχνουμε για ταξί, αλλά αυτό συμβαίνει αποκλειστικά αν πραγματικά ξεφύγουμε από τη σκιά, όταν ανέβουμε στον ηπειρωτικό φλοιό (40), όταν οι καταβόθρες γίνουν αποβάθρες. Κατ’ εικόνα του ανθρώπου, τα μυρμήγκια αποτελούν μια οργανωμένη κοινωνία. Μας δείχνουν πόσο ευτελής είναι η ζωή τους, η ζωή μας:

Κατέβηκα μουντός στις αποβάθρες
Πήρα και πάλι τον συρμό. (45)

Στο νέο ποιητικό βιβλίο τού Γιάννη Στρούμπα, η αποστολή του ποιητή δεν ολοκληρώνεται απλώς αν μετοικίσει στον ουρανό. Στα βάθη ενός μουντού τοπίου, υπάρχει ένας μεγάλος πλούτος λέξεων και συναισθημάτων που γίνεται υπέρλαμπρο φως, αναδύεται μέσα από το σκοτάδι, εκτοπίζει τη «λάσπη» (52). Διαβάζεις τα ποιήματά του, κοντοστέκεσαι, τα ξαναδιαβάζεις, με τη βοήθεια του ρυθμού που αλλάζει, καθώς δίνει εκφραστική ισχύ στις λέξεις. Ο ποιητής ταξιδεύει κάτω από τη γη, με αφορμή κάθε προσπάθειά του να εισχωρήσει βαθιά μέσα στην ψυχή του.

Ένα εξαιρετικό, πρωτότυπο ποιητικό βιβλίο που ξεχωρίζει για τον φιλοσοφικό στοχασμό του και την ώριμη ποιητική τεχνική του, από τις εκλεκτές εκδόσεις Σμίλη.

 

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Γ. ΑΥΔΙΚΟΣ

FREAR 2/3/2024

Θα φέρω εδώ την Καλυψώ

Η νέα ποιητική συλλογή του Γιάννη Στρούμπα συνιστά μια επιβεβαίωση της δεξιότητάς του να εγχέει σε κάθε γραφή του ένα υπόστρωμα ποιητικότητας, στην οποία ανιχνεύονται κοινά στοιχεία στη γραφή αλλά και στην οπτική που θεάται τον κόσμο.

Κυρίαρχο είναι το βλέμμα στην ποιητική συλλογή, είτε ως ποιητική περσόνα (Κολλώ το πρόσωπο στο τζάμι), διά του οποίου σκανάρει τον εξωτερικό κόσμο, επισημαίνοντας συσχετισμούς, σχολιάζοντας και ανιχνεύοντας τις πληγές (βλέμματα απλανή), είτε ως αφόρμηση για εσωτερική καταβύθιση και επιβεβαίωση της στερεότητας του δικού του κόσμου, ο οποίος στέκει σε αντίστιξη με ό,τι παρατηρεί.

Τζάμια στο τούνελ
λες, αχρείαστα
σκοτάδι πίσσα η σήραγγα
δεν έχει δα και τίποτα
να δεις απέξω

Απέξω. Τι να το κάνεις το απέξω.
Μέσα είναι η κάθε ομορφιά
(«Στην τζαμαρία»)

Το βλέμμα και η συνεχής κίνηση, η αλλαγή επιπέδων και ο αστικός χώρος με το μετρό και τους συρμούς, τις αποβάθρες και τις καταβόθρες γίνεται το υλικό του ποιητικού εργαστηρίου, για να προτείνει τον δικό του λόγο ως άμυνα σε όσα συμβαίνουν αλλά και ως πρόταση συναλληλίας προς όσους εισπνέουν τον κόσμο με παράλληλες ευαισθησίες.

Το ποίημα «Σχεδία πάνω στο κύμα» συνοψίζει όλη την ποιητική κοσμολογία του Στρούμπα:

Δεν θα βαλτώσω εγώ στις σήραγγες
ούτε μισού ξεκουρντισμένου ακορντεόν.
Ούτε μισή συμπόνια γλυκερή
δεν θα με καθηλώσει εκεί στα βάθη.
Πίσω μου τ’ αφήνω όλα.
Έξω καρδιά το έξω συναντώ
απ’ όλες τις εξόδους.
Πρύμο αεράκι με σηκώνει στον αφρό
σχεδία ψηλά στο κύμα.

Σχεδία; Σχεδία; Σχεδία;
Πού βρέθηκαν αυτοί σε κάθε έξοδο;
Πώς τόσες διαφυγές μου τις βουλιάζουν
στην επιφάνεια;
Από παντού πώς έκλεισαν
σε μέγγενη περίμετρο
την κάθε μου απόδραση;
Περί μετρό και κάθε κακής έξεως,
κολοκυθόπιτα.

Α, όχι. Σχεδίαζαν
χωρίς τον ξενοδόχο.
Φεύγω ευθύς αμέσως.
Μήτε να τους κοιτάξω δεν γυρνώ.
Ευθύς αμέσως
Θα φέρω εδώ την Καλυψώ
όλους να τους βολέψει. Μακριά,
πολύ μακριά,
απ’ την ενοχλημένη βόλεψή μου.

Πρώτο απ’ όλα είναι η συνομιλία του με τον Καρυωτάκη. Κοινό τους σημείο η διαπίστωση της κίτρινης άμμου που μετεωρίζεται στην ατμόσφαιρα, η οποία καθιστά ανυπόφορες τις συνθήκες βιωτής. Και οι δύο αρύουν το υλικό τους από το γκρίζο, το αίσθημα ασφυξίας, τη συνείδηση της δυσαρμονίας ανάμεσα στο εξωτερικό περιβάλλον και την εσωτερική πληρότητα, ψυχοσυναισθηματική και δημιουργική.

Το αίσθημα είναι το ίδιο. Ωστόσο, η διαχείρισή του είναι διαφορετική. Στον Καρυωτάκη, στο ποίημα «Είμαστε κάτι…» (Ελεγεία και σάτιρες), ο ποιητής εξαρχής αποδέχεται ως αναπόδραστη τη διαπίστωση ότι «Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες..». Αντίθετα, ο Στρούμπας, επιλέγει διαφορετική στάση. Αντικαθιστά την κιθάρα με το ακορντεόν και εμφατικά λαμβάνει αρνητική στάση από τον πρώτο στίχο (Δεν θα βαλτώσω…).

Το ποίημα αυτό δανείζει τον τίτλο στην ποιητική συλλογή (Περίμετρος), που συνοψίζει τα κοινωνικά αδιέξοδα και το αίσθημα της ασφυξίας. Την ίδια στιγμή ορίζεται και ο χώρος. Πρόκειται για το μετρό ως έκφραση των νέων τεχνολογικών δυνατοτήτων, οι οποίες μπορούν να γίνουν αδιέξοδες. Μολοταύτα, ο ποιητής δεν συμβιβάζεται με ό,τι του υπαγορεύει το εξωτερικό περιβάλλον: τη λοβοτομή, τον συμβιβασμό. Προσέτι, δεν αποσύρεται στη συναισθηματική ασφάλεια της ποιητικής του τέχνης. Υιοθετεί στάση διανοουμένου, με ποιητική και κοινωνική ενσυνειδησία. Απομακρύνεται από την «ενοχλημένη βόλεψη». Συμπαραστάτης σ’ αυτή τη στάση η Καλυψώ, η δική του μάγισσα, διά της οποίας θα επιχειρήσει να μαγέψει τον κόσμο, ίσως σε αντίστιξη με τον παρόντα που παραείναι απομαγευμένος –μακριά από την ουσία της τέχνης και των όσων την περιβάλλουν.

Η ποιητική συλλογή του Στρούμπα είναι ανάπτυξη όσων συνοψίζει στο ποίημα «Σχεδία πάνω στο κύμα». Όλα αυτά αθροίζονται στους δυο τελευταίους στίχους του τελευταίου ποιήματός του «Σφηκοφωλιά», το οποίο αφιερώνεται στον πατέρα του –σε συμβολικό επίπεδο σε όλους τους πνευματικούς του «πατεράδες»: Τον Σολωμό, τον Παλαμά, τον Καρυωτάκη.

Τώρα πια ξέρω
Υπάρχει κι άλλος τρόπος

Ο ποιητής έχει, πλέον, αποκτήσει ενσυνειδησία. Δεν στοιχίζεται πίσω από τους προγόνους, ακολουθώντας πιστά τα δικά τους χνάρια. Δεν βολεύεται με τον μιμητισμό. Κι αυτό αντανακλάται και στην υπονόμευση αυτής της ποιητικής κληρονομιάς. Αν στον Σολωμό είναι «Ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου» (Ο Πόρφυρας), ο Στρούμπας μεταφέρει τον στίχο στις στοές του μετρό των δικών του ανησυχιών και ποιητικών δοκιμών.

Πάντ’ ανοιχτά πάντ’ άρρωστα
τα φώτα της στοάς μου
(«Αιώνας των φώτων»)

Σ’ αυτή την αντίληψη ανήκει και η σχέση του με τη γλώσσα. Τα ποιήματα είναι διάστικτα από λέξεις και φράσεις της καθημερινότητας, οι οποίες δεν θα μπορούσαν να στεγαστούν σε μια συλλογή που πρεσβεύει την ταξινομητική ανισοτιμία των λέξεων.

α.
Περί μετρό και κάθε κακής έξεως,
κολοκυθόπιτα.
…..
Α, όχι. Σχεδίαζαν
χωρίς τον ξενοδόχο.

β.
Τσιρίζετε χωρίς περιστροφές
(«Επανακατάβαση»)

γ.
Ρουφγκάρντεν η ακρίβεια
(«Ανταπόκριση με τη γραμμή μείον ένα»)

δ.
Στην παραλιακή ο νοτιάς
φέρνει κι απόψε το κέφι στο τσακίρ.

ε.
Λοιπόν, σκασίλα μου.
Θα συνεχίσω
υπογείως να κινούμαι.
(«Δελτίο επίγειου καιρού»)

στ.
Τούτος ο συρμός
ρολάρει στο ημίφως
(«Εξαφάνιση ηλικιωμένου»)

ζ.
Άλλο και πάλι τούτο!
Ρητά ν’ απαγορεύεται
η είσοδος στην Έξοδο!
————
Κι ας βρίσκομαι σε λούκι

Ο Στρούμπας αναπαρθενεύει τις λέξεις του. Με άλλα λόγια, εγχέει ιερότητα καθιστώντας τες ισοδύναμες στον ποιητικό του κόσμο.

Ο τρόπος του Στρούμπα αποκτά διάφορες μορφές. Πρωτίστως, είναι η επιλογή των σταθμών του μετρό με τις αναβάσεις, τις καταβάσεις, τις κυλιόμενες σκάλες και τη βιασύνη, τις σκοτεινές στοές που μοιάζει να απέχουν πόρρω από τη δυνατότητα ανίχνευσης ποιητικότητας. Ο ποιητής το τολμά.

…………………
Οι αποβάθρες τούτες εδώ
δεν είναι αποβάθρες.
Είναι σκηνή θεατρική
μ’ υπόγειες παραστάσεις.
(«Είναι σκηνή»)

Το μεγαλύτερο μέρος της ποιητικής συλλογής μορφοποιείται στον χώρο του μετρό, έναν τόπο που χαρακτηρίζεται από ρευστότητα στις ανθρώπινες σχέσεις και η ταχύτητα στην εναλλαγή εικόνων.

Δαιμονισμένες οδηγούν
σ’ ανήλιαγα επίπεδα.
Τσάντες, σακούλες, χαρτοφύλακες, παιδιά
ισορροπούν στην ένταση.
(«Κυλιόμενες σκάλες»)

Ο ποιητής έχει την οξύνοια να αναγνώσει τον καινούργιο χώρο ως μια θεατρική σκηνή, στην οποία

Μονόπρακτα αλλεπάλληλα
στα βάθη ανεβαίνουν
πιστή αναπαράσταση
ηρώων που κατεβαίνουν

Οι αποβάθρες μεταβάλλονται σε ορχήστρα, στην οποία όσοι/ες ανεβοκατεβαίνουν πρωταγωνιστούν σε σύντομα μονόπρακτα, που επαναλαμβάνονται, με διαφορετικούς κάθε φορά ήρωες/ίδες. Μονολεκτική καταγραφή θεματολογίας έγνοιες, ζυμώσεις, πάθη, απωθημένα, απομόνωση, περίσκεψη, ενδοσκόπηση), που αποκτούν υλική υπόσταση με πολλαπλούς συνδυασμούς (σακούλες, ύλη, φίρμες, επωνυμία, ευμάρεια, εξωστρέφεια).

Οι λέξεις μετεωρίζονται, αναζητώντας το νόημά τους. Το ίδιο και τα «ανάπηρα και κυλιόμενα» αισθήματα όσων κατεβαίνουν τις κυλιόμενες σκάλες. Υπαρξιακά ζητήματα, οντολογικές ανησυχίες, των οποίων επιχειρείται η σίγαση. Ωστόσο, ο ποιητής επισημαίνει ότι η αλόγιστη χρήση των υλικών αγαθών συντείνει στην καταβύθιση των ανώνυμων πρωταγωνιστών/τριών του στο πέλαγος της υπαρξιακή ρευστότητας. Οδηγίες προς ναυτιλλομένους.

Προσοχή στο κενό
Μεταξύ μυαλού και καρδιάς.
(«Mind the gap»)

Ο Στρούμπας καταβυθίζεται στα τεχνολογικά επιτεύγματα του σύγχρονου κόσμου. Επισημαίνει ότι

Το φως βουλιάζει στις στοές

γκρίζο χλωμό μαύρο
μπετόν τσιμέντα σκυροδέματα
(«Από το παράθυρο»)

Ένας κόσμος φτιαγμένος από υποφωτισμένες γαλαρίες, από σκυρόδεμα. Κυρίαρχο το ασθενικό φως, από μια λάμψη που παλεύει να διαλύσει τη «σκοτεινιά», η οποία ωστόσο αντέχει.

Ο Στρούμπας, εντούτοις, δεν συγκροτεί ένα διπολικό σχήμα, με το φως στον «πάνω κόσμο», στην έξοδο από το μετρό, και το μαύρο και γκρίζο χρώμα στις αποβάθρες και τις γαλαρίες. Επιμένει στην ανάδειξη των εσωτερικών αντιφάσεων και της αυστηρής διπολικής αντιστοίχισης του άσπρου και μαύρου χρώματος.

Το σκότος ταξιδεύει
με ταχύτητα φωτός
(«Υπόγεια διαφυγή»)

Αντιστρέφει τη γνωστή αρχή της φυσικής για την ταχύτητα του φωτός, ώστε να υπογραμμίσει ότι η στερεοτυπική αναπαράσταση των χρωμάτων χρειάζεται περισσότερη προσοχή. Το μαύρο, πλέον, δεν κατοικεί στο υπόγειο. Δεν ανέρχεται από στοές και καταπακτές. Έχει εγκατασταθεί στον επάνω κόσμο.

Ηλεκτρικός .
Στρατιές χούλιγκαν.
Ραντεβού θανάτου.
Στιλέτα. Σιδερογροθιές.

Οι ροές του σκότους
υπό το φως του ήλιου
(«Του πιο μουντού φωτός»)

Η ποιητική συλλογή του Στρούμπα είναι ιδιαίτερα σημαντική. Η μορφή των στίχων του υπακούει στην ανάγκη να υπηρετήσει το κοχλάζον ποίημα. Προς αυτή την κατεύθυνση συντείνουν και τα σημεία της στίξης, ιδιαίτερα η τελεία. Άλλοτε επανέρχεται σταθερά σε κάθε δίστιχο για να υποστηρίξει το πραγματολογικό της θέασης. Ενίοτε, απουσιάζει. Ο λέξεις μοιάζουν να παίρνουν κλίση προς την ολοκλήρωση του ποιήματος, προκαλώντας μια επιταχυντική διαδικασία.

Ο Στρούμπας είναι μια ανήσυχη ποιητική συνείδηση. Την ίδια στιγμή, είναι ανήσυχος πολίτης. Αισθάνεται το βάρος της ευθύνης να αρθρώσει έναν λόγο αντίρροπο στη διαπιστωμένη εταιρική του ανεπάρκεια.

Αν τα σκέλια σφίγγω

είναι που
πάντοτε σηκώνω
των ενοχών μου
τα εκατόν είκοσι κιλά
για όλου του κόσμου
τα δεινά
(«Εκατόν είκοσι κιλά»)

Η ποίησή του είναι, υπ’ αυτή την έννοια, «πρόστιμο εξακονταπλάσιο». Και αυτή η πληρωμή είναι και μια λυτρωτική πράξη. Έχει ως αποτέλεσμα τη συλλογή Περίμετρος.

 

.

Η ασάφεια των ορίων
ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ

 

FRACTAL 06/07/2022

Η μελέτη του Γιάννη Στρούμπα για τον Αργύρη Χιόνη

Μην κλαις
Δεν είναι τίποτα
Δεν είναι τίποτα
Η ζωή είναι
Θα περάσει

Αργύρης Χιόνης[i]

Η μελέτη του ποιητή και δοκιμιογράφου Γιάννη Στρούμπα με τίτλο «Η ασάφεια των ορίων (εκδόσεις Σμίλη 2021) εξετάζει το υπερλογικό στοιχείο στο λογοτεχνικό έργο του Αργύρη Χιόνη, ενός από τους σημαντικότερους ποιητές της γενιάς του ’70, σύμφωνα με τον Κ. Γ. Παπαγεωργίου.[ii] Έργο σημαντικό, αν λάβουμε υπόψη την απουσία αντίστοιχου πονήματος για τον συγκεκριμένο λογοτέχνη, την ποικιλία της εργογραφίας του που περιλαμβάνει ποίηση, πεζογραφία, θεατρική παραγωγή, παραμύθι, μεταφράσεις, αλλά και τις δυσκολίες που πηγάζουν από το γεγονός ότι αρκετά έργα του είναι εξαντλημένα, άλλα τυπωμένα σε ιδιωτικές ή εκτός εμπορίου εκδόσεις, διάσπαρτα ή αταξινόμητα σε συλλογικούς τόμους και περιοδικά.

Ο Γιάννης Στρούμπας προσέγγισε το συγκεντρωτικό αρχείο του ποιητή το οποίο παραχωρήθηκε από την σύντροφό του κ. Χρύσα Κοντοθεοδώρου και την αδελφή του κ. Χαρίκλεια Χιόνη-Ζαμάνου στην Αρχειοθήκη της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Πατρών. Σε αυτό φυλάσσονται τα έργα και η αλληλογραφία του ποιητή, βιογραφικά σημειώματα, δακτυλόγραφα, τεύχη περιοδικών και ένθετα εφημερίδων, αποκόμματα από δημοσιεύματα και κριτικές. Τα εξαντλημένα έργα ανευρίσκονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος.

Ο Στρούμπας στην εκτενή και κατατοπιστική μελέτη του Η ασάφεια των ορίων, αναδεικνύει άγνωστες και σημαντικές πτυχές του έργου του Αργύρη Χιόνη, θέτοντας, παράλληλα, ερωτήματα που παροτρύνουν άλλους μελετητές να ασχοληθούν συστηματικότερα.

«Η παρούσα μελέτη θα επιχειρήσει να διερευνήσει την “ασάφεια των ορίων” σε ό, τι αφορά τις ειδολογικές επιρροές που έχει καλλιεργήσει ο ποιητής στα λογοτεχνικά του κτήματα και, προσδιορίζοντας την ποικιλία των επιρροών, να καταδείξει πως τα όρια μεταξύ των λογοτεχνικών ρευμάτων, κινημάτων, τρόπων ή ιδεών στο πυκνό υφαντό του Χιόνη είναι πράγματι ασαφή».[iii]

Το βιβλίο απαρτίζεται από τον Πρόλογο και τις ενότητες: Αργύρης Χιόνης: βιογραφικά κι εργογραφικά στοιχεία, ένταξη του συγγραφέα στην εποχή του, βασικά στοιχεία ποιητικής. Το υπερλογικό στοιχείο στο λογοτεχνικό έργο του Αργύρη Χιόνη. «Η ασάφεια των ορίων»: ρεύματα και στοιχεία που συνδιαμορφώνουν τον υπερλογικό κόσμο του Αργύρη Χιόνη. Η σαφήνεια της ενότητας.

Στον Πρόλογο παρέχονται πληροφορίες για το αντικείμενο της έρευνας, την επιλογή του υλικού, τις δυσκολίες και τα βασικά μεθοδολογικά εργαλεία.

Στην πρώτη ενότητα Αργύρης Χιόνης: βιογραφικά κι εργογραφικά στοιχεία, ένταξη του συγγραφέα στην εποχή του, βασικά στοιχεία ποιητικής, ανευρίσκουμε κατατοπιστικές πληροφορίες για τον βίο του ποιητή. Ο Αργύρης Χιόνης, προκειμένου να επιβιώσει, αναλώθηκε σε αλλότρια επαγγέλματα. Ζώντας εξάλλου σε χώρες του εξωτερικού, αφενός αντιμετώπισε την απουσία της ζωντανής ελληνικής γλώσσας, αφετέρου -με την ιδιότητα του μεταφραστή στην Ευρωπαϊκή Ένωση- το πρόβλημα «της διπλά ξένης γλώσσας, επειδή είχε να αντιμετωπίσει όχι την εκδοχή της καθημερινότητας των ξένων γλωσσών, αλλά τη γραφειοκρατική και την τεχνοκρατική εκδοχή τους».[iv]

Στη ενότητα αναλύεται η έννοια του υπερλογικού που αποτελεί «σταθερό και κεντρικό άξονα ανάπτυξης του χιόνειου έργου».[v] «Το ελλόγως παράλογο φαινόμενο της ζωής, προσεγγισμένο κατά τρόπο υπερβατικό, μεταφυσικό, όπως σημειώνει ο Χιόνης».[vi] Ισοδυναμεί με υπέρβαση της κοινής λογικής και αντανακλά επιρροές του ποιητή από κείμενα διδακτικά και γεμάτα παράδοξες μεταφορές του ύστερου Μεσαίωνα και της πρώιμης Αναγέννησης, αλλά και από το Θέατρο του παραλόγου. Ο φίλος του Κώστας Σοφιανός το ονόμασε «έλλογο παραλογισμό ή υπερλογικό ρεαλισμό».

«[…] ο Χιόνης σημείωνε για τη θεματολογία των διηγημάτων του ότι “το κοινό τους θέμα […] είναι το παράλογο της ύπαρξης και η ασάφεια των ορίων μεταξύ τρέλας και λογικής”. Ο συγγραφέας δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας για τις προθέσεις του: τρέλα και λογική διαπλέκονται και συνυφαίνονται στον ιστό του βίου. Η πυκνή αυτή συνύφανση καθιστά και το φαινόμενο της ζωής “ελλόγως παράλογο”. […][vii]

Στις εκδηλώσεις του υπερλογικού του Αργύρη Χιόνη επιχειρείται ο εντοπισμός των επιρροών του από τα λογοτεχνικά ρεύματα του Υπερρεαλισμού, της Φάρσας, του Θεάτρου του παραλόγου, του Γκροτέσκο, της Φανταστικής Λογοτεχνίας, της Ειρωνείας, του Μαγικού Ρεαλισμού και του Πρωτόγονου.

Στην ενότητα αναφέρονται εργογραφικά στοιχεία και κύρια χαρακτηριστικά της ποιητικής του Χιόνη, για παράδειγμα οι αναλογίες, οι παραλληλισμοί, το χιούμορ, η ειρωνεία, η γλωσσοπλασία, οι ομοηχίες, η λιτότητα (όπως και η σκόπιμη ακύρωσή της), οι εμπνευσμένες μεταφορές, οι παρομοιώσεις, οι εικόνες, τα οξύμωρα, τα προσωπεία, τα παίγνια.

Κανείς φυσιοδίφης δεν έχει ακόμα αποφανθεί αν είναι η ζέβρα μαύρο ζώο μ’ άσπρες ρίγες ή μαύρες ρίγες μ’ άσπρο ζώο.[viii]

Το καρφί
Παρακαλούσε το σφυρί
Να µην το χτυπάει.

Ο τοίχος
Παρακαλούσε το καρφί
Να µην τον τρυπάει

Το σφυρί δεν παρακαλούσε κανέναν

Παράξενο…[ix]

Στη δεύτερη ενότητα Το υπερλογικό στοιχείο στο λογοτεχνικό έργο του Αργύρη Χιόνη, η έννοια του υπερλογικού συνδυάζεται με την προσέγγιση του Γάλλου φιλοσόφου Ζαν Μποντριγιάρ, την ερμηνεία του Καθηγητή Λογοτεχνίας-Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης Ντέιβιντ Τζάσπερ, όπως και του Καθηγητή Θεατρολογίας στο ΕΚΠΑ και παρασημοφορημένου µέλους της Ακαδημίας Επιστηµών Αυστρίας Βάλτερ Πούχνερ, στη μελέτη του Ο μαγικός κόσμος του Υπερλογικού στα θεατρικά έργα του Παύλου Μάτεση.

Σύμφωνα με τον συγγραφέα Γιάννη Στρούμπα, «ο όρος υπερλογικός αποδίδει καλύτερα τον τρόπο της μυστικιστικής δέσης των φαινομένων, παρά η έννοια του παρά-λογου».[x] Εκδιπλώνει μάλιστα αναλυτικά τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ποιητής εγκαταλείπει τον κόσμο της κοινής λογικής και δομεί τα προσωπικά του παράδοξα σύμπαντα:[xi]

Μορφές του υπερλογικού υποκείμενες σε εξορθολογισμό. Μεταιχμιακές περιπτώσεις υπερλογικού μεταξύ εκλογικεύσιμου και υπερβατικού. Μορφές του υπερλογικού μη εκλογικεύσιμες. Άνθρωποι με υπόσταση μη φυσική. Μεταστοιχειώσεις άψυχων σε έμψυχα. Έμψυχων σε έμψυχα. Έμψυχων και άψυχων σε άψυχα. Αφηρημένων εννοιών σε όντα. Ύπαρξη σε διάσταση μη φυσική. Ενέργειες ή συμβάντα αναντίστοιχα με την έλλογη τάξη πραγμάτων. Ασύμβατες σχέσεις. Ασυμβατότητες χρόνου και χώρου. Μη όντα. Μεταξύ τρέλας και λογικής.

«Η ασάφεια που χαρακτηρίζει τον τρόπο ύπαρξης και η διανοητική αμφιταλάντευση που διακινείται από τις χιόνειες προτάσεις υπηρετούνται εντέλει και από την ασάφεια που χαρακτηρίζει την ένταξη του χιόνειου λογοτεχνικού έργου σε συγκεκριμένο καλλιτεχνικό ρεύμα. Μπολιασμένο από χαρακτηριστικά ποικίλων ρευμάτων, το έργο του Χιόνη τα συνδυάζει, τα ζυμώνει σε σώμα, και τα αξιοποιεί υπέρ των λογοτεχνικών του προθέσεων, μεταβάλλοντας την ασάφεια των ορίων από μειονέκτημα σαφήνειας σε πλεονέκτημα δημιουργικής πολυσυλλεκτικότητας».[xii]

Στην τρίτη ενότητα «Η ασάφεια των ορίων»: ρεύματα και στοιχεία που συνδιαμορφώνουν τον υπερλογικό κόσμο του Αργύρη Χιόνη διερευνώνται σε βάθος τα καλλιτεχνικά ρεύματα τα οποία αφομοιώνονται δημιουργικά και συνδιαμορφώνουν τον υπερλογικό κόσμο του Αργύρη Χιόνη: ο Υπερρεαλισμός, ο Μαγικός Ρεαλισμός, το Θέατρο του Παραλόγου, το υφολογικό στοιχείο της Ειρωνείας, του Γκροτέσκου και του Πρωτόγονου.

Η βιβλιογραφία και τα πληροφοριακά στοιχεία που παρατίθενται για τα ρεύματα αυτά, καθώς συνεξετάζονται οι συγκλίσεις και αποκλίσεις τους με το έργο του Χιόνη, συνιστούν εργαλεία χρήσιμα για τον αναγνώστη και την αναγνώστρια που επιθυμεί να εμβαθύνει στις εκφάνσεις και τα χαρακτηριστικά τους.

Στο τέταρτο και καταληκτικό μέρος Η σαφήνεια της ενότητας, σχολιάζεται και ερευνάται η ενδοεπικοινωνία των λογοτεχνικών αναφορών του Αργύρη Χιόνη, ο οποίος συνήθιζε να επανέρχεται όσον αφορά τη θεματική, να αναδημοσιεύει σε νέες εκδοτικές δουλειές κείμενά του που περιλαμβάνονται σε παλαιότερες συλλογές ή να εντάσσει τα ίδια θέματα σε διαφορετικό ειδολογικό περιβάλλον, μια ποιητική δηλαδή ιδέα να την επανεμφανίζει σε πεζό ή θεατρικό και το αντίστροφο. Στην ενότητα αναλύονται διεξοδικά οι επιρροές που δέχθηκε από Έλληνες και ξένους λογοτέχνες.

Ο Γιάννης Στρούμπας υποστηρίζει πως «η ασάφεια των ορίων στο έργο του Χιόνη δηλώνει παρούσα και στον συμβατικό κόσμο ύπαρξης του ποιητή. Κι ίσως η συγκεκριμένη τοποθέτηση να είναι ο πλέον ενδεδειγμένος τρόπος για την προσωπική, εκ μέρους του Χιόνη, υπεράσπιση του λογοτεχνικού του έργου, μέσω της άρσης των στεγανών μεταξύ συμβατικού και υπερλογικού κόσμου όχι μόνο σε λογοτεχνικό επίπεδο, αλλά και σε επίπεδο ύπαρξης του ίδιου του συγγραφέα ανάμεσα σε μια διάσταση συμβατική και σ’ ένα υπερβατικό επέκεινα».[xiii]

Η μελέτη του συγγραφέα Γιάννη Στρούμπα «Η ασάφεια των ορίων», Το υπερλογικό στοιχείο στο λογοτεχνικό έργο του Αργύρη Χιόνη, υπήρξε διπλωματική του εργασία στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών του τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Τεκμηριωμένο και άρτια δομημένο το έργο, καρπός μακρόχρονης και μεθοδικής εργασίας, συνιστά πλούτο για τα ελληνικά γράμματα. Μια σημαντική παρακαταθήκη για το έργο του Αργύρη Χιόνη, χρήσιμο εργαλείο για τον μελετητή ή τη μελετήτρια, ευανάγνωστο και εξαιρετικά πλούσιο σε πληροφορίες βιβλίο για τον αναγνώστη ή την αναγνώστρια.

.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΡΟΥΜΠΑΣ

Περιοδικό “Χάρτης” 43 Ιούλιος 2022

Όρια ανοιχτά σε υπερπόντιες πλεύσεις

Στη συλλογή του πεζών Όντα και μη όντα[1] ο Αργύρης Χιόνης αναφέρεται σε ένα μυθολογικό τέρας, τον Ισκιοβόρο, για το οποίο αντλεί πληροφορίες, όπως ο συγγραφέας αναφέρει παρουσιάζοντας τις πηγές του, από την Αιγυπτιακή Βίβλο των Νεκρών κι από το έργο του Πλίνιου Naturalis Historia. Τα πραγματολογικά στοιχεία που επικαλείται ο λογοτέχνης συνθέτοντας το αφήγημά του είναι τα ακόλουθα:

«Σύμφωνα με το αιγυπτιακό Βιβλίο των Νεκρών, κάθε νεκρός, μόλις βρεθεί στον Κάτω κόσμο, δικάζεται από σαράντα δύο δικαστές και πρέπει να ορκιστεί ότι ποτέ δεν έγινε αιτία πείνας ή δακρύων, ποτέ δεν σκότωσε ούτε έβαλε άλλους να σκοτώσουν, ποτέ δεν έκλεψε επιτάφιες τροφές, ποτέ δεν έριξε άνθρωπο στο μέτρο ή στο ζύγι, ποτέ δεν πήρε το γάλα από το στόμα του παιδιού, ποτέ δεν απομάκρυνε τα ζώα απ’ το χορτάρι, ποτέ δεν συνέλαβε τα πετεινά των θεών.
Αν πει ψέματα, οι δικαστές τον παραδίδουν στον Ισκιοβόρο, που έχει κεφαλή κροκόδειλου, κορμί λιονταριού και οπίσθια ιπποποτάμου.
Ο Πλίνιος, τώρα, θες επειδή δεν γνώριζε αυτό το βιβλίο, θες επειδή προτίμησε μιαν άλλη, άγνωστη πηγή, λέει για τον Ισκιοβόρο, στη Naturalis Historia του (βιβλίο VIII, 31), τα εξής: Αόρατο θηρίο, τέρας φρικτό που τρέφεται με ίσκιους ζώντων όντων. […]»[2]

Οι πληροφορίες που επικαλείται ο Χιόνης εντοπίζονται πράγματι στην Αιγυπτιακή Βίβλο των Νεκρών[3], μια σειρά αρχαίων αιγυπτιακών κειμένων, τα οποία θάβονταν μαζί με τους νεκρούς στη σαρκοφάγο τους, με συμβουλές προκειμένου να καθοδηγήσουν τους νεκρούς να ξεπεράσουν τις δοκιμασίες και να πετύχουν τη μετάβασή τους στον κάτω κόσμο. Οι νεκροί που δεν κατόρθωναν να ξεπεράσουν τις δοκιμασίες, καταβροχθίζονταν από το τέρας Αμμούτ ή Αμμίτ, έναν μυθολογικό τιμωρό με κεφάλι κροκόδειλου, σώμα λιονταριού από τη μέση και πάνω, και ιπποπόταμου από τη μέση και κάτω. Πρόκειται ακριβώς για τον επονομαζόμενο από τον Χιόνη ως «Ισκιοβόρο».
Μεταξύ συγκεκριμένων στοιχείων της χιόνειας αφήγησης που εντοπίζονται στην Αιγυπτιακή Βίβλο των Νεκρών, παραθέτονται εδώ από τη Βίβλο τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

«Πίσω από τον Θωθ στέκει το θηλυκό θηρίο Αμάμ, η Καταβροχθίστρια, ή Αμ-μίτ η Καταβροχθίστρια των νεκρών.[4] […]
Ο Γραφέας Άνης, ο θριαμβευτής, λέει:

Χαίρε, ω Οδοιπόρε με τις μεγάλες δρασκελιές που έρχεσαι από την Ηλιούπολη· δεν έχω κάνει καμιά αδικία.
Χαίρε, ω Περιφλεγή που έρχεσαι από την Χεράχα· δεν έχω κάνει καμιά ληστεία.
Χαίρε, ω Ρινηλάτη που έρχεσαι από την Ερμούπολη· δεν έχω κλέψει.
Χαίρε, ω Καταβροχθιστή σκιών που έρχεσαι από τις πηγές του Νείλου· δεν έχω κάνει φόνο.
Χαίρε, ω Ριψοκίνδυνε που έρχεσαι από το Ρεστάου· δεν έχω ιδιοποιηθεί τις προσφερόμενες τροφές.
Χαίρε, ω Διπλό Λιοντάρι που έρχεσαι από τον ουρανό· δεν έχω πάρει από τις ιερές προσφορές. […]
Χαίρε, ω Εσύ που συντρίβεις τα οστά, που έρχεσαι από την Ηρακλεόπολη· δεν έχω αρπάξει φαγητά. […]
Χαίρε, ω Εσύ που έχεις το πρόσωπο πίσω, που έρχεσαι από τη σπηλιά σου· δεν έχω προκαλέσει θρήνο σε κανέναν.
Χαίρε, ω Βαστ που έρχεσαι από τον Σκοτεινό Τόπο· δεν έχω προκαλέσει οδύνη σε κανέναν. […]
Χαίρε, ω Αιμοπότη που έρχεσαι από το σφαγείο· δεν έχω εξαπατήσει κανέναν. […]
Χαίρε, ω Γενναιόδωρε που έρχεσαι από την Αίθουσα της Διπλής Αλήθειας· δεν έχω αρπάξει το ψωμί του παιδιού, ούτε έχω προσβάλει τον θεό της πολιτείας μου.
Χαίρε, ω Λευκοδόντη που έρχεσαι από την Τασέ· δεν έχω σφάξει ιερά ζώα που ανήκουν στον Θεό.»[5]

Το θηλυκό τέρας, λοιπόν, Αμάμ ή Αμ-μίτ, η «Καταβροχθίστρια των νεκρών», αναφέρεται και ως «Καταβροχιστής σκιών», για να συναντήσει ακριβώς τον «Ισκιοβόρο» του Χιόνη. Περαιτέρω, η αναφορά «δεν έχω αρπάξει φαγητά» αντιστοιχεί στη χιόνεια «ποτέ δεν έγινε αιτία πείνας». Η αναφορά «δεν έχω προκαλέσει θρήνο σε κανέναν» αντιστοιχεί στη χιόνεια «ποτέ δεν έγινε αιτία […] δακρύων». Η «δεν έχω κάνει φόνο» αντιστοιχεί στη χιόνεια «ποτέ δεν σκότωσε». Η «δεν έχω ιδιοποιηθεί τις προσφερόμενες τροφές» αντιστοιχεί στη χιόνεια «ποτέ δεν έκλεψε επιτάφιες τροφές». Οι αναφορές στην άρνηση διάπραξης αδικίας, ληστείας, κλοπής, εξαπάτησης αντιστοιχούν στη χιόνεια «ποτέ δεν έριξε άνθρωπο στο μέτρο ή στο ζύγι». Η «δεν έχω αρπάξει το ψωμί του παιδιού», στη χιόνεια «ποτέ δεν πήρε το γάλα από το στόμα του παιδιού. Η «δεν έχω σφάξει ιερά ζώα που ανήκουν στον Θεό», στη χιόνεια «ποτέ δεν συνέλαβε τα πετεινά των θεών».
Ενώ όμως οι παραπομπές στην Αιγυπτιακή Βίβλο των Νεκρών επαληθεύονται, δεν ισχύει το ίδιο για τις παραπομπές στον Πλίνιο. Ο Χιόνης σημειώνει συγκεκριμένο έργο και χωρίο του Πλίνιου απ’ όπου υποτίθεται ότι προέρχεται η αναφορά του, όμως μια επίσκεψη σ’ αυτό επιβεβαιώνει ότι εκεί δεν εντοπίζεται τίποτε σχετικό με όσα επικαλείται ο Χιόνης. Παράλληλα, πουθενά αλλού στο έργο του Πλίνιου δεν γίνεται αναφορά στον Ισκιοβόρο.[6] Είναι εμφανές ότι ο Χιόνης χρησιμοποιεί τον Πλίνιο ως συνδετικό κρίκο, προκειμένου να μεταβεί από τις πραγματολογικές πληροφορίες που είναι βάσιμες κι επαληθεύονται από τις πηγές στην προσωπική του λογοτεχνική πραγμάτευση και στο δικό του σχόλιο. Οι σύγχρονοι ήρωες του Χιόνη που «περιφέρονται δίχως ίσκιο» θα μπορούσαν να ερμηνευτούν ως οι ζωντανοί νεκροί μιας εποχής η οποία αλλοτριώνει τους ανθρώπους και τους αφήνει ανικανοποίητους να περιφέρουν την αδικαίωτη, αδιάφορη, άχρωμη κι άγευστη ύπαρξή τους.[7] Για να οδηγηθεί στο σχόλιό του, ο Χιόνης αξιοποιεί προσφιλείς του τεχνικές, όπως το παίγνιο και το ψευδοδοκίμιο. Το εντυπωσιακό στοιχείο που απορρέει από τη χιόνεια πραγμάτευση σχετίζεται με το γεγονός ότι ο λογοτέχνης, όταν πρόκειται για πραγματολογικά στοιχεία βάσιμα, δεν παραπέμπει σε αυτά με ακρίβεια, ενώ όταν επιστρατεύει τη φιλοπαιγμοσύνη του, οι παραπομπές του σε ανύπαρκτες, στην πραγματικότητα, πηγές, είναι ακριβέστατες! Ενδεχομένως η ακρίβεια τούτη να συνιστά κι έναν «δείκτη υποψίας» για άλλες παραπομπές του Χιόνη σε πηγές, οι οποίες θα μπορούσαν και να μην αντιστοιχούν σε όσα επικαλείται ο συγγραφέας. Η υπόθεση οπωσδήποτε απαιτεί ενδελεχή έρευνα προς επιβεβαίωση ή απόρριψη.
Η συγγραφική τεχνική του Χιόνη συνιστά ίσως άλλη μια πτυχή της «ασάφειας των ορίων», την οποία ο λογοτέχνης καλλιεργεί με τόση συστηματικότητα. Η ασάφεια εδώ προβαίνει σε σκόπιμη σύγχυση των συγγραφέων στους οποίους οφείλουμε συγκεκριμένα κείμενα. Μια προέκταση που αποτελεί επινόηση του Χιόνη και πνευματικό του κτήμα ο συγγραφέας την αποδίδει στον Πλίνιο. Στο ίδιο πλαίσιο, ο Χιόνης αποδίδει ποίημα από τη συλλογή του Εσωτικά τοπία (1991) και την ενότητα «Περί μαχαιριών»[8] στον ποιητή-προσωπείο του Stephen Silversnow. Το ενδιαφέρον ωστόσο εδώ δεν έγκειται τόσο στο γεγονός ότι ο ποιητής αποδίδει έναν δικό του πνευματικό καρπό στο προσωπείο του, όσο στ’ ότι αποδίδει τον ίδιο ακριβώς καρπό στον ποιητή και Καθηγητή Στάθη Γουργουρή. Κι αυτό γιατί ο Χιόνης αποδέχεται ότι το δικό του ποίημα «[Υπάρχουνε μαχαίρια…]» είναι καταρχάς γραμμένο στα αγγλικά από τον Silversnow, και το έχει μεταφράσει στα ελληνικά ο Γουργουρής. Όμως η ελληνική εκδοχή είναι αναμφίβολα σύνθεση του Χιόνη, όχι του Γουργουρή. Κατά συνέπεια, ο Χιόνης και πάλι αποδίδει μια δική του δημιουργία σε έτερο συγγραφέα. Η δε αναφορά στον Γουργουρή προκαλεί απορίες και υποψίες: μήπως ο Γουργουρής είναι εντέλει το πρόσωπο που μετέφρασε το ποίημα του Χιόνη στα αγγλικά; Ασφαλώς ο Χιόνης θα μπορούσε να το έχει μεταφράσει ο ίδιος. Αν όμως το έχει μεταφράσει ο Γουργουρής, βρισκόμαστε μπροστά σε μια αντιστροφή, στην οποία η μεταφραστική εργασία του Γουργουρή αποδίδεται στον Silversnow, κατά συνέπεια ο Χιόνης την αποδίδει στον εαυτό του και την ιδιοποιείται, ενώ την ίδια στιγμή το δικό του ίδιο ποίημα στην ελληνική του εκδοχή γίνεται παραδεκτό ως μετάφραση στα ελληνικά από τον Γουργουρή. Δηλαδή, ο Χιόνης αποδίδει το δικό του ποίημα, έστω και σαν μετάφραση στα ελληνικά από τα αγγλικά, στον Γουργουρή.[9] Υπό το συγκεκριμένο πρίσμα της καλλιέργειας από τον Χιόνη μιας ακόμη «ασάφειας ορίων», τίθεται το ερώτημα μήπως η ομοιότητα, την οποία συζητά τόσο παιγνιωδώς ο Χιόνης,[10] ανάμεσα σε δύο ποιήματα δικά του κι ένα του Γκιγιόμ Απολινέρ, δεν είναι συμπτωματική αλλά συνιστά ακόμη μια περίπτωση όπου ο Χιόνης συγχέει σκοπίμως τους δημιουργούς, αποδίδοντας αυτή τη φορά, παραλλαγμένο, ένα ποίημα του Απολινέρ στον εαυτό του.[11]

Η προσθήκη μιας ακόμη «ασάφειας ορίων» στις υπόλοιπες που καλλιεργεί ο Χιόνης, συγκροτεί ένα εκτενές πεδίο περιπτώσεων στο έργο του, το οποίο θα μπορούσε συγκεφαλαιωτικά να σχηματοποιηθεί ως εξής:
α) Ασάφεια των ορίων ανάμεσα στην τρέλα και στη λογική. Ίσως το πεζό «Έχων σώας τας φρένας»[12] να συνιστά την πιο χαρακτηριστική περίπτωση διαπλοκής τρέλας και λογικής στο χιόνειο έργο.[13]
β) Ασάφεια των ορίων ανάμεσα σε λογοτεχνικά ρεύματα ή είδη λόγου, και όχι μόνο. Ο Χιόνης στοχευμένα συνθέτει πολλά έργα του αξιοποιώντας σε αυτά ταυτοχρόνως στοιχεία, για παράδειγμα, από τον Υπερρεαλισμό, τον Μαγικό Ρεαλισμό ή το Φανταστικό.[14] Στο πεζό «Η ιστορία του Αμπού Μούραχ ες Αγκίμπ όπως την έζησε και την έγραψε ο Ράχιμπ ες Ράγκιμπ»[15] ο Χιόνης κινείται συνειδητά ταυτόχρονα στον χώρο του Μαγικού Ρεαλισμού και του στοιχείου του Φανταστικού.[16]
γ) Ασάφεια των ορίων ανάμεσα σε κειμενικά είδη, όπως το ποίημα, το πεζογράφημα, το παραμύθι, το θεατρικό έργο. Τη συγκεκριμένη τάση αντικατοπτρίζει χαρακτηριστικά και η επιλογή από τον Χιόνη των πεζοποιημάτων.[17]
δ) Ασάφεια των ορίων αναφορικά με την ένταξη θεμάτων ή χωρίων σε συγκεκριμένο έργο, καθώς αυτά μετακινούνται από προγενέστερο έργο σε μεταγενέστερο κι από το ένα κειμενικό είδος στο άλλο. Το χωρίο «Ησύχασε… ησύχασε… μην κλαις… μην κλαις… δεν είναι τίποτε… δεν είναι τίποτε… η ζωή είναι… θα περάσει…», που πρωτοενσωματώνεται στο θεατρικό έργο Το μήνυμα (εκδίδεται το 2009 αλλά η συγγραφή του ανάγεται ήδη στο 1973), αυτονομείται ως ξεχωριστό ποίημα στην ποιητική συλλογή Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη (1986).[18]
ε) Ασάφεια των ορίων ανάμεσα στην πεζότητα του ελεύθερου στίχου στη χιόνεια ποίηση, από τον οποίο συχνά απουσιάζει ο ρυθμός, και στη ρυθμικότητα του πεζού λόγου στη χιόνεια πεζογραφία, στην οποία συχνά απαντώνται χωρία με μέτρο και ρυθμό.[19]
στ) Ασάφεια των ορίων τα οποία θα διέκριναν μεταξύ τους τούς συγγραφείς και τα έργα τους, όπως αυτή παρουσιάστηκε παραπάνω.
ζ) Ασάφεια των ορίων μεταξύ των χρονικών βαθμίδων του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος.[20] Ο «προφήτης του προπαρελθόντος» συμπυκνώνει σε μόλις τρεις λέξεις τη διαπλοκή μέλλοντος και απώτερου παρελθόντος.[21]
η) Ασάφεια των ορίων μεταξύ όντων και μη όντων, μεταξύ αγγέλων και δαιμόνων.[22] Παράδειγμα οι Συμφορές, που «μπορούν να είναι όντα και μη όντα».[23]
θ) Ασάφεια των ορίων ανάμεσα στον συμβατικό κόσμο ύπαρξης και σε ένα υπερβατικό επέκεινα. Ο θάνατος αποτελεί έναν υπερβατικό τόπο, απ’ όπου μπορεί κανείς να επικοινωνεί με τον προθανάτιο χώρο.[24]

Θολώνοντας τις γραμμές των ορίων, ο Χιόνης συνθέτει ένα λογοτεχνικό έργο το οποίο δεν επιθυμεί να περιχαρακώνεται κατ’ αποκλειστικότητα σε ρητές κατηγοριοποιήσεις. Υποδεικνύει, κατ’ επέκταση, ότι η καλή λογοτεχνία μπορεί να ενεργοποιείται σε ένα εύρος πεδίων, να προβληματίζει και να λυτρώνει δίχως εγκλωβισμούς. Δοκιμάζεται, δοκιμάζει, ανανεώνει τα ενδιαφέροντά της, χαίρεται την ποικιλία της, διατηρεί ανοιχτούς τους ορίζοντές της, διακείμενους φιλικά διαρκώς σε υπερπόντιες πλεύσεις.

 

ΧΡΥΣΑ ΦΑΝΤΗ

Η ΑΥΓΗ 23/4/2022

Στον βυθό της «Χιόνειας» ασάφειας

Μετά από τρεις αξιοσύστατες ποιητικές συλλογές, δύο δοκιμιακούς τόμους, συμμετοχές σε συλλογικά έργα και δημοσιεύσεις κριτικών κειμένων, ο εκ Κομοτηνής ορμώμενος ποιητής και φιλόλογος Γιάννης Στρούμπας επανεμφανίζεται με δύο αυτόνομες μελέτες για την προσωπικότητα και το λογοτεχνικό έργο του συγγραφέα Αργύρη Χιόνη (1943-2011). Η πρώτη εκδίδεται από τη σειρά των εκδόσεων Γκοβόστη για τους ποιητές της γενιάς του ’70 και συγκροτεί μία Ανθολογία των έργων του Χιόνη, με ενδιαφέρουσες και πρωτότυπες αναφορές στην ποιητική τέχνη του, και η δεύτερη, έχοντας λάβει την τελική της μορφή στα πλαίσια της διπλωματικής εργασίας του συγγραφέα της στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών του τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, αποτελεί θα λέγαμε το απαύγασμα μιας μακρόχρονης και εξαιρετικά μεθοδικής εργασίας του συγγραφέα της πάνω στο έργο και τη ζωή του ποιητή.
Χωρισμένη σε τέσσερα κεφάλαια και έναν σύντομο Πρόλογο, η μελέτη του Στρούμπα, μετά από μια σύντομη αλλά κατατοπιστική αναφορά στον τρόπο με τον οποίο προσέγγισε το έργο τού Χιόνη ο συγγραφέας της (παράθεση βιογραφικών και εργογραφικών στοιχείων του), εστιάζει τόσο στα «υπερλογικά» στοιχεία στο έργο του ποιητή (στοιχεία που υπερβαίνουν την κοινή λογική και σκηνικά ασύμβατα προς τους όρους της, όπως τουλάχιστον τους αντιλαμβάνεται κάποιος με την τρέχουσα αντίληψή του), όσο και σε γενικότερες παραμέτρους της ποιητικής του, μη παραλείποντας και τα άλλα είδη γραφής, στα οποία ο Χιόνης δεν έπαψε ποτέ να πειραματίζεται. Ο Στρούμπας εμμένει στο σημείο αυτό του αέναου και πυρετώδους πειραματισμού, εξαίροντας την ικανότητα του Χιόνη να αναπτύσσει ένα συγκεκριμένο θέμα όχι μόνο σε μορφή καθαρά ποιητική αλλά και μέσα από πεζά, θεατρικά, κ.λπ., κάνοντας παράλληλα μνεία και στην περίφημη χιόνεια «ασάφεια», η οποία, κατά τη γνώμη του, δεν περιορίζεται μόνο στη θεματική του αλλά επεκτείνεται και σ’ αυτά καθαυτά τα διαφορετικά σε μορφή κειμενικά είδη.
Τα παραπάνω ενισχύονται βέβαια και από τις δηλώσεις του ίδιου του Χιόνη, ο οποίος σε σχετική συνέντευξή του στη Δήμητρα Παυλάκου στην Αυγή, σημειώνει: «Η επαφή μου με τον ύστερο μεσαίωνα και την πρώιμη αναγέννηση, με κείμενα πρωτόγνωρα κι απέριττα, κείμενα κυρίως διδακτικά, που έβριθαν παράδοξων μεταφορών και διδαγμάτων πολύ συγγενών προς τις παραβολές των Ευαγγελίων και εντούτοις κοσμικών, νομίζω ότι ενίσχυσε αυτή την τάση για μυθοπλασία που ανέκαθεν είχα. Σ’ αυτά τα κείμενα και στην επαφή μου με το θέατρο του παραλόγου (ιδίως αυτό του Μπέκετ) οφείλεται ίσως αυτός ο “έλλογος παραλογισμός” ή “υπερλογικός ρεαλισμός” (όπως λέει και ο φίλος μου Κώστας Σοφιανός), που χαρακτηρίζει το έργο μου».
Προχωρώντας περαιτέρω, ο Στρούμπας διαχωρίζει τα στοιχεία αυτά α] σε εκείνα που υπόκεινται σε εξορθολογισμό, β] σε εκείνα που συνιστούν μεταιχμιακές περιπτώσεις μεταξύ εκλογικεύσιμου και υπερβατικού, και γ] σε εκείνα που αδυνατούν να εκλογικευτούν, με τα τελευταία να αποτελούν το κύριο αντικείμενο του ενδιαφέροντός του, προπαντός γιατί δεν εντάσσονται απαραίτητα και κατ’ αποκλειστικότητα σε κάποιο αμιγές καλλιτεχνικό ρεύμα ή είδος λόγου αλλά μπορεί να εμπεριέχουν ταυτόχρονα στοιχεία που συγκαταλέγονται στο Παράλογο, στον Μαγικό Ρεαλισμό, στη Φάρσα, στο Γκροτέσκο, στο Πρωτόγονο ─ γεγονός άλλωστε που πρώτος επισημαίνει ο ποιητής Κώστας Γ. Παπαγεωργίου [Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Η γενιά του ’70. Ιστορία-Ποιητικές διαδρομές, Κέδρος, Αθήνα, 2016 (1η 1989) σελ. 80].
Πρόκειται θα λέγαμε για μία πολύπλευρη και άρτια διαρθρωμένη και τεκμηριωμένη μελέτη, ιδιαίτερα σημαντική αν λάβουμε υπόψη μας ότι μέχρι και σήμερα δεν υπάρχει κάποια άλλη τόσο πολύπλευρη και εκτεταμένη έρευνα, που να αφορά αποκλειστικά και μόνο το έργο του Χιόνη, όπως επίσης και αντικειμενικές δυσκολίες, με δεδομένο ότι μεταξύ των έργων του Χιόνη υπάρχουν και πολλά εξαντλημένα ή τυπωμένα σε ιδιωτικές ή εκτός εμπορίου εκδόσεις, για τα οποία δεν έχει καταρτιστεί κατάλογος, καθώς και άλλα διάσπαρτα και εισέτι αταξινόμητα κείμενα σε συλλογικούς τόμους και περιοδικά, έτσι ώστε η προσέγγισή τους να μην μπορεί να γίνει εύκολα και να απαιτεί ειδική άδεια και πρόσβαση στην Αρχειοθήκη της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Πατρών, όπου και φυλάσσονται.

 

ΚΥΡΙΑΚΗ (ΚΟΥΛΑ) ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ

Περιοδικό “Θευθ” 14 Δεκέμβριος 2021

Η πρώτη γεύση

Στη μελέτη του Γιάννη Στρούμπα επιχειρείται ο ορισμός του
όρου «υπερλογικός» και οι μορφές με τις οποίες εκδηλώνο
νται τα στοιχεία που υπερβαίνουν την κοινή λογική στο έργο
του Χιόνη. Αναφέρονται και άλλα λογοτεχνικά ρεύματα ποι >
επηρέασαν τη γραφή του Χιόνη (υπερρεαλισμός, το παράλο
γο-θέατρο του παραλόγου, μαγικός ρεαλισμός κτλ.). Καθώς
και εξετάζονται συγγραφείς των οποίων το έργο άσκησι
επιρροή στο δικό του. 
Θεωρώ πολύ σημαντική την παρατήρηση του μελετητή
ότι ο ποιητής διατηρεί συνεχώς την ασάφεια των ορίων ανά-
μεσα στο συμβατικό και στο υπερλογικό στο έργο του, και
αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό, αυτή η αμφιταλάντευση,
αποτελεί εντέλει και τη σαφήνεια της στόχευσής του. Ένα
απόσπασμα από το τελευταίο κεφάλαιο, που φέρει τον τίτλο
«Η σαφήνεια της ασάφειας»;
(σ. 250)
II ασάφεια των ορίων δηλώνει, επομένως, παρούσα και
στον συμβατικό κόσμο του ποιητή. Κι ίσως η συγκεκρι-
μένη τοποθέτηση να είναι ο πλέον ενδεδειγμένος τρόπος
για την προσωπική, εκ μέρους του Χιόνη, υπεράσπιση του
λογοτεχνικού του έργου, μέσω της άρσης των στεγανών
μεταξύ συμβατικού και υπερλογικού κόσμου όχι μόνο σε
λογοτεχνικό επίπεδο, αλλά και σε επίπεδο ύπαρξης του
ίδιου του συγγραφέα ανάμεσα σε μια διάσταση συμβατική
και σ’ ένα υπερβατικό επέκεινα.

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ

CULTUREBOOK 12/5/2021

Αργύρης Χιόνης

Δύο σημαντικές μελέτες για τον ποιητή Αργύρη Χιόνη, ο οποίος συγκαταλέγεται στους ποιητές της λεγόμενης γενιάς του ’70, κατέθεσε σχετικά πρόσφατα ο δεινός φιλόλογος, ποιητής, δοκιμιογράφος και κριτικός από την Κομοτηνή Γιάννης Στρούμπας. Πρόκειται πρώτα για την Ανθολογία του Αργύρη Χιόνη από τη σειρά των εκδόσεων Γκοβόστη για τους ποιητές της γενιάς του ’70, η οποία παρουσιάζει γενικά συμπεράσματα για την ποιητική του Χιόνη, και τέλος για την πιο εξειδικευμένη μελέτη «Η ασάφεια των ορίων». Το υπερλογικό στοιχείο στο λογοτεχνικό έργο του Αργύρη Χιόνη, που αποτελεί και τη διπλωματική εργασία του Στρούμπα στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών του τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, και η οποία επικεντρώνεται σε μια ιδιαίτερη πτυχή του χιόνειου συγγραφικού έργου: την ενεργοποίηση και λειτουργία «υπερλογικών» στοιχείων. Και τα δύο βιβλία, επομένως, το πρώτο γενικότερο και πιο φιλικό προς τον ανυποψίαστο αναγνώστη, το δεύτερο ειδικότερο, εκτενέστερο και -ας μου επιτραπεί ο όρος- φιλολογικότερο και αναλυτικότερο, αλληλοσυμπληρώνονται εκδοτικά και αποτελούν δύο αλληλένδετες όψεις, αλλά κυρίως ώριμους καρπούς της πολύχρονης αναγνωστικής και κριτικής προσπάθειας του Στρούμπα για το έργο του Αργύρη Χιόνη.

Ξεκινώντας, λοιπόν, από την Ανθολογία για τον Χιόνη στη γνωστή πλέον, αλλά και καλαίσθητη σειρά του Γκοβόστη, ο Στρούμπας εντάσσει αρχικά τον ποιητή στην εποχή του και παραθέτει τα αναγκαία εργοβιογραφικά στοιχεία. Ακολούθως, επιχειρεί μια γενική, αλλά ουσιαστική εισαγωγή για το έργο του Χιόνη, η οποία μαζί με μια βασική βιβλιογραφία φτάνει τις 114 σελίδες. Πιο συγκεκριμένα, στην εισαγωγή του ο μελετητής εστιάζει τόσο σε κυρίαρχες θεματικές που διατρέχουν το σύνολο του έργου του Χιόνη (π.χ. η ομιλούσα σιωπή, η μοναξιά, η διάψευση προσδοκιών, ο αποπροσανατολισμός, η αλλοτρίωση, η απάθεια, η φυσιολατρική διάθεση), όσο και σε δεσπόζοντα μορφολογικά στοιχεία της ποιητικής του, τα οποία με την ανάγνωση και των ποιημάτων της Ανθολογίας πιστοποιούν ότι ο Χιόνης, άνθρωπος με ουσιαστική παιδεία και μόρφωση, καλλιεργώντας συνειδητά και στο έπακρο τη λογοτεχνική του γραφή, καθόρισε της τέχνης του την περιοχή, μετουσιώνοντας σε κατασταλαγμένη και αισθητικά άρτια ποίηση τους κύριους άξονες του ποιητικού του προβληματισμού. Το βιβλίο κλείνει με την παράθεση της αποκαλυπτικής συνέντευξης του Χιόνη στην Κατερίνα Αγγελιδάκη, δημοσιευμένη στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία (ένθετο Βιβλιοθήκη, τχ. 590, 12/02 2010).

Εν συνεχεία, η επίσης καλαίσθητη εκδοτικά μελέτη με τον τίτλο «Η ασάφεια των ορίων», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σμίλη και εξετάζει «Το υπερλογικό στοιχείο στο λογοτεχνικό έργο του Αργύρη Χιόνη». Πιο συγκεκριμένα, η μελέτη δομείται εκτός από τον Πρόλογο σε τέσσερα μέρη και εστιάζει στην ποιητική, την πεζογραφική, τη θεατρική παραγωγή του Χιόνη, καθώς και στα έργα του που απευθύνονται σε παιδιά. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου παρουσιάζονται αφενός τα απαραίτητα βιογραφικά, εργογραφικά στοιχεία του Χιόνη και αφετέρου τα κύρια χαρακτηριστικά της ποιητικής του. Στο δεύτερο, παρουσιάζεται, επεξηγείται και αναπτύσσεται με παραδείγματα ο όρος «υπερλογικό», οι μορφές, δηλαδή, εκδήλωσης των στοιχείων που υπερβαίνουν την κοινή λογική και η λειτουργία τους στο έργο του συγγραφέα. Στο τρίτο μέρος διερευνώνται εις βάθος τα καλλιτεχνικά ρεύματα και τα στοιχεία, τα οποία επιδρούν, αφομοιώνονται δημιουργικά και συνδιαμορφώνουν τον υπερλογικό κόσμο του Αργύρη Χιόνη (π.χ. Υπερρεαλισμός, Μαγικός Ρεαλισμός, Θέατρο του Παραλόγου, το υφολογικό στοιχείο της Ειρωνείας, του Γκροτέσκου και του Πρωτόγονου). Τέλος, στο τέταρτο και καταληκτικό μέρος της μελέτης σχολιάζεται η ενότητα του έργου του Χιόνη, καθώς και η ικανότητα του λογοτέχνη να αφομοιώνει γόνιμα τις επιδράσεις που δέχεται, εντάσσοντάς τις αισθητικά, λειτουργικά και πρωτότυπα στο προσωπικό ποιητικό του σύμπαν.

Εστιάζοντας, λοιπόν, στο σύνολο του βιβλίου παρατηρούμε εξαρχής ότι παρά το αδιάλειπτο ενδιαφέρον του Στρούμπα για το υπερλογικό στοιχείο, ο μελετητής στρέφεται προς ποικίλα θεωρητικά, θεματικά, ρυθμολογικά και μορφολογικά ζητήματα, γεγονός που καταδεικνύει τη βαθιά του πνευματικότητα και παιδεία και τον καθιστά αδιαμφισβήτητα έναν εύστροφο κριτικό με συγκρότηση στον λόγο του. Παρά, δηλαδή, το αυστηρά οριοθετημένο κέντρο της μελέτης, η μέθοδος του Στρούμπα δεν παραμένει προκρούστεια ή άκαμπτη, αλλά διαφοροποιείται ή καλύτερα εστιάζει κάθε φορά σε διαφορετικά σημεία ανάλογα με το κείμενο που προσεγγίζει, χωρίς αυτό να σημαίνει, βέβαια, ότι καταργεί τους σταθερούς αξιακούς και μεθοδολογικούς του άξονες.

Κλείνοντας, με κάποιες γενικές παρατηρήσεις αυτή τη σύντομη και αναγκαστικά συνοπτική παρουσίαση των δύο αυτών μελετημάτων, σημειώνω εμφαντικά ότι ο Γιάννης Στρούμπας πέτυχε να αναδείξει πολλές άγνωστες, αλλά σημαντικές πτυχές του έργου του Χιόνη, θέτοντας, μάλιστα, σημαντικά φιλολογικά ερωτήματα, τα οποία θα παροτρύνουν και άλλους μελετητές στο μέλλον, να ασχοληθούν συστηματικότερα με το όχι τόσο γνωστό ή προβεβλημένο, αλλά παρόλα αυτά σημαντικό έργο αυτής της συγγραφικής προσωπικότητας. Σημειώνω, επίσης, καταληκτικά ότι η φιλολογική βάση και οι λειτουργικοί αναγνωστικοί συσχετισμοί αποτελούν τον άξονα της φιλολογικής προσέγγισης του Στρούμπα, η οποία, όμως, στον βαθύτερο πυρήνα της εκκινεί πάντα από τη συναισθηματική διέγερση και από την εσώτερη επικοινωνία της με το λογοτεχνικό κείμενο. Ας σημειωθεί, παράλληλα, πως η εντιμότητα του κριτικού και φιλολόγου Γιάννη Στρούμπα είναι αδιαμφισβήτητη, καθώς τόσο ως άνθρωπος όσο και ως δάσκαλος και ως λογοτέχνης έχει πάντα ως κύριο μέλημά του να είναι ταυτόχρονα παιδευτικός και λυτρωτικός.

 

ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

 

DIASTIXO 27/4/2021

Δύο μελέτες του Γιάννη Στρούμπα για τον Αργύρη Χιόνη

Ο φιλόλογος Γιάννης Στρούμπας είναι ποιητής με τρεις ποιητικές συλλογές, δοκιμιογράφος με δύο τόμους δοκιμιακού έργου και κριτικός λογοτεχνίας. Σήμερα τον παρουσιάζουμε ως ανθολόγο και μελετητή του ποιητή Αργύρη Χιόνη. Η μελέτη του με τον τίτλο Η ασάφεια των ορίων, στην οποία εξετάζει «Το υπερλογικό στοιχείο στο λογοτεχνικό έργο του Αργύρη Χιόνη», είναι η διπλωματική του εργασία στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών του Τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.

Ο Στρούμπας χωρίζει την εργασία σε τέσσερα μέρη. Στο πρώτο μέρος προσεγγίζει τα βιογραφικά, εργογραφικά και κύρια χαρακτηριστικά του έργου του Χιόνη. Στο δεύτερο, τον όρο «υπερλογικός», την ποικιλία των εμφανίσεων και τη λειτουργία του. Στο τρίτο μέρος κάνει λόγο για τα καλλιτεχνικά ρεύματα, τα οποία επέδρασαν στο έργο του. Και τέλος, για τη γόνιμη αφομοίωση των επιδράσεων. Κατάληξη: ο Χιόνης αφομοιώνει ένα πλήθος επιδράσεων ομολογημένων (και ανομολόγητων), για να καταλήξει στη δική του προσωπική ξεχωριστή φωνή.

Έπειτα από μεγάλο δόλιχο δρόμο, θα μάθουμε ότι ο Χιόνης γεννήθηκε στα Σεπόλια της Αθήνας τον Απρίλη του 1943. Τα παιδικά του χρόνια στιγματίζονται από τη γενικότερη κατάσταση της εποχής. Εργάζεται στα δεκατρία του λόγω της «προλεταριακής» οικογένειάς του, φοιτά στο νυχτερινό σχολείο, μαθαίνει γαλλικά, φεύγει στο Παρίσι, κάνει διάφορες δουλειές για να επιβιώσει, εντάσσεται σε αντιδικτατορικές ομάδες, φεύγει στην Ολλανδία, μαθαίνει αγγλικά και ολλανδικά, γράφει ποιήματα από τα δεκατρία του, δημοσιεύει πρώτη φορά το ποίημα «Το πνεύμα της Ύδρας». Κάνει τη γνωριμία με τους μεταφραστές του Καζαντζάκη –το ζεύγος Μπλέιστρα– και αλλάζει η μοίρα του. Μπαίνει στους λογοτεχνικούς κύκλους, βρίσκει δουλειά, αμείβεται καλά, παίρνει υποτροφία, διδάσκει ελληνική γλώσσα στο πανεπιστήμιο, εκδίδει τα έργα του, προσλαμβάνεται ως μεταφραστής της Ελλάδας στην ΕΟΚ, δέχεται προσκλήσεις από μεγάλα πανεπιστήμια στην Αμερική, τέλος αποσύρεται στο Θροφαρί της ορεινής Κορινθίας, όπου θα ασχοληθεί με το κτήμα του και το λογοτεχνικό του έργο. Πεθαίνει τα Χριστούγεννα του 2011. Στην εργογραφία του περιλαμβάνονται ποίηση, πεζογραφία, θέατρο, παιδική λογοτεχνία, μεταφράσεις. Συμμετοχές σε συλλογικά έργα.

Ο Χιόνης υποστηρίζει ότι η ποίηση, λέει ο Στρούμπας, «οφείλει να μην κραυγάζει, να αντιμάχεται τον θάνατο αλλά συνάμα να είναι και θάνατος ξεβολεύοντας, σφυρίζοντας στον αέρα απειλητικά… Να εκφράζεται με λιτότητα και με στιβαρές εικόνες, μ’ έναν λυρισμό “γυμνό” που αποφεύγει τις ωραιολογίες».

Ο Χιόνης διεκδικεί για τον εαυτό του την πρωτοτυπία, την πρώτη σύλληψη και «την τυχαία συνάντηση της ραπτομηχανής με μιαν ομπρέλα», όπως θυμόμαστε κάθε φορά που τα παράξενα συναντώνται στο ίδιο «ανατομικό τραπέζι». Με την ελευθερία που του παρέχει και η εποχή και η «μόδα», είναι οπαδός της ενιαίας γραφής και χειρίζεται την ασάφειά του και στον πεζό και στον ποιητικό του λόγο. Όσο για την «τυχαία συνάντηση», άλλοτε την παραδέχεται και άλλοτε όχι, υποστηρίζοντας με χιούμορ ότι μόνος του σκέφτηκε αυτό που κάποιος άλλος είχε ήδη δημοσιεύσει. Παράδειγμα σχετικό μας προσφέρει ο Γκιγιόμ Απολινέρ, για τον οποίον ο Χιόνης δείχνει έκπληξη για την α-σύμπτωση των κοινών απόψεων, ενώ για άλλους αποδέχεται την επίδραση, όπως του Καρυωτάκη, του Κάφκα, του Μπέκετ. Εκείνο που συμβαίνει, σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Στρούμπα, είναι η μετάπλαση των στοιχείων που παραλαμβάνει. Τα απομακρύνει από το περιβάλλον τους και τα επαναχρησιμοποιεί σε άλλα περιβάλλοντα.

Οι αναλογίες είναι πλούσιες, οι συσχετισμοί ευφάνταστοι και τα συναισθήματα που προκαλεί ποικίλα. Οι αντιθέσεις, οι ανατροπές, οι αμφισβητήσεις των βεβαιοτήτων, το παιχνίδι, το χιούμορ και η ειρωνεία, όλα με ακριβή αναφορά σε εκτεταμένα αποσπάσματα έργων. Η «άκρα λιτότητα» είναι κυρίαρχο στοιχείο σε μεγάλο μέρος του έργου του Χιόνη, όπως επιβεβαιώνεται από το σύνολο του έργου του. Όμως, άλλο ένα μεγάλο τμήμα δεν είναι λιτό. Ο λογοτέχνης αποφεύγει τις «απαστράπτουσες λέξεις», αλλά έχει και εναλλακτικούς τρόπους για να κάνει αστραφτερή την ποίησή του.

Ο όρος «υπερλογικό» είναι φυσικά η υπέρβαση της πραγματικότητας, η «δόμηση ενός εναλλακτικού κόσμου», είναι ένα στοιχείο που διατρέχει όλο το έργο του Χιόνη, όμως η ακριβής ερμηνεία του όρου δεν έχει δοθεί αλλά χρησιμοποιείται από επιφανείς, όπως ο Μποντριγιάρ, ο οποίος επισημαίνει τον όρο «στην ακραία ηθική, η οποία ισοδυναμεί με την ακραία ανηθικότητα» και την εντοπίζει στον «άμετρο, άχρηστο και παράλογο καταναλωτισμό». Ο καθηγητής Ντέιβιντ Τζάσπερ θεωρεί «υπερλογικό» την εξώθηση των μαζών στην ανηθικότητα του καταναλωτισμού, μια διολίσθηση στην άβυσσο της υποκρισίας. Ο Πούχνερ επίσης κάνει χρήση του όρου με συστηματικότερο τρόπο στη μελέτη του για τον Παύλο Μάτεσι.

Με άλλα λόγια, «υπερλογικό είναι: η υπέρβαση της έλλογης τάξης, η καταναλωτική παράνοια, η αποκοπή από τη φύση, το αίνιγμα ή ο εφιάλτης ως το γκροτέσκο χιούμορ, η αξεδιάλυτη συμπλοκή ζωής και θανάτου, οι υπερφυσικές δυνάμεις, τα μυθολογικά όντα, η κατάλυση της αντικειμενικής πραγματικότητας, η φρίκη του μυστηριώδους βιώματος, η ανάδυση της ομορφιάς από το φρικώδες βίωμα». Παράδειγμα: «Με το κεφάλι στα χέρια προχώραγα. Την πληγή του λαιμού τη σκέπαζε το καπέλο. Συνάντησα τον Ιωάννη. Κράτησα το κεφάλι μου με το ’να χέρι, του ’δωσα τ’ άλλο. Καλά και φόρεσες το καπέλο σου, θα βρέξει σήμερα είπε». Οι θρησκευτικές αναφορές είναι εμφανείς. (Ωστόσο, ο Χιόνης ίσως έχει στον νου του το ποίημα «Το κεφάλι του ποιητή» του Μίλτου Σαχτούρη, αλλά και τον πίνακα του Νίκου Εγγονόπουλου Ο προπάππος Περραιβός κρατώντας στο χέρι του την κεφαλή του Ρήγα Φεραίου, 1966.)

Εκείνο στο οποίο καταλήγει ο Στρούμπας είναι ότι ο Χιόνης επαναπραγματεύεται το υλικό του, το μεταπλάθει και το αλλάζει σε νέα φόρμα, αναφέρει τους δηλωμένους δασκάλους του, Καβάφη, Καρυωτάκη, Καζαντζάκη, Μπέκετ, Κάφκα, Νίτσε, Καμί, Ρίτσο για τον «ηρωικό πεσιμισμό τους», οι οποίοι τον βοήθησαν να αντιμετωπίζει «την ύπαρξη και την ανυπαρξία με ένα σαρδόνιο χαμόγελο». Αλλά και καταθέτει μακρύ κατάλογο επιφανών λογοτεχνών, μεγάλα ονόματα στον χώρο, με τους οποίους ο Χιόνης συνδιαλέγεται.

Ο Στρούμπας έχει αξιοποιήσει στη μελέτη του κάθε έρευνα η οποία αποκαλύπτει τις σχέσεις πέραν των ήδη αναφερομένων, παλαιότερων λογοτεχνών και άλλων της γενιάς του, της γενιάς του ’70. Ωστόσο, ανακαλύπτει επιρροές που έρχονται και από την αρχαία μας κληρονομιά. Από την Αντιγόνη του Σοφοκλή, από τον Καβάφη, από τον Μυριβήλη, και παραθέτει όλο το απόσπασμα με την κόκκινη παπαρούνα στο χαράκωμα από τη Ζωή εν τάφω. Δεν ήταν τυχαία επιλεγμένο στα Κ.Ν.Λ. Λυκείου. Τελειώνοντας, θα λέγαμε πως ο Γιάννης Στρούμπας μελέτησε όσο ήταν δυνατόν τις παραμέτρους του έργου του Αργύρη Χιόνη και ανέδειξε πολλές σημαντικές πτυχές του φωτίζοντας σημεία, αλλά θέτοντας και ερωτήματα που περιμένουν τους επόμενους μελετητές του λογοτέχνη.

 

«Αργύρης Χιόνης»

Μπορεί ο Στρούμπας να ολοκλήρωσε την ενασχόλησή του με το μεταπτυχιακό του, αλλά σε έναν δεύτερο μικρό τόμο της σειράς «Έλληνες Ποιητές», των Εκδόσεων Γκοβόστη, επανήλθε εν μέρει αλλά και εν περιλήψει στα βιογραφικά και εργογραφικά, εστιάζοντας αποκλειστικά στο ποιητικό έργο του Αργύρη Χιόνη. Δηλαδή, μας έδωσε τα «Γενικά στοιχεία – Θεματικά ενδιαφέροντα» (το «τι» της υπόθεσης), τη «Γλώσσα προσαρμοσμένη στο περιεχόμενο του μηνύματος» (γλώσσα ανάλογα με την περίσταση, τον πομπό και τον δέκτη, για να θυμίσουμε και τη δουλειά που κάνουμε στο σχολείο). Επίσης: «Μεταμορφώσεις, μεταστοιχειώσεις, μετακύλιση καταστάσεων» (αυτό είναι δουλειά της ποίησης). «Η μετατόπιση της ουσίας» (κι αυτό μια άλλη πτυχή της ποιητικής μεταμόρφωσης είναι). «Το περιέχον περιεχόμενο» (γίνομαι άνεμος για τον χαρταετό και χαρταετός για τον άνεμο, λέει ο Οδυσσέας Ελύτης, εξαρτάται από πού βλέπει κανείς τον ουρανό…). «Ένταξη» σε μυθολογικό ή παραμυθολογικό πλαίσιο – Αλληγορική λειτουργία» (και αυτό στα όπλα του ποιητή εντάσσεται, κι έχει και προγόνους οι οποίοι το έχουν επιχειρήσει, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος…). «Αναλογίες – παραλληλισμοί» (ο πλούτος των εικόνων – οπτικές, ακουστικές, οσφρητικές, με συνέπεια πλήθος συναισθήματα άλλα, η ποίηση και η γάτα έχουν και οι δύο «γυαλόχαρτο στη γλώσσα», λειαίνουν και γδέρνουν). «Έκπληξη-παράδοξο»: «ποτέ δεν θα μπορέσω να σκαρφαλώσω στο κεφάλι μου»· σαν να αναποδογυρίζει τον Σεφέρη και συγχρόνως απαντά: «οι διανοούμενοι που σκαρφαλώνουν στο ίδιο τους το κεφάλι» και είναι προφανής η σεφερική πηγή του, έστω και αν ανατρέπει την ιδέα. Ή «κολυμβητής των μεγάλων αποστάσεων μέσα σ’ ένα πηγάδι». Το πηγάδι βεβαίως δεν έχει πλάτος ή μήκος, για να διανύσει την απόσταση, αλλά έχει βάθος για να διεισδύσει στην ουσία. Ή, όπως γράφει ο Παλαμάς, κι έσκυψα προς την ψυχή μου σα στην άκρη πηγαδιού… Για τον Χιόνη όμως μπορεί να σημαίνει και την άκρα απελπισία ή το αδιέξοδο.

Ο Στρούμπας πάντως μας λέει ότι «Στον αντίποδα της αμήχανης έκπληξης, η απροσδόκητη διαπίστωση μπορεί να λειτουργεί χιουμοριστικά». Οι «Αντιστροφές» ανατρέπουν την εμπειρική πραγματικότητα, αλλά δείχνουν και τον στοχασμό πάνω στην αέναη ανακύκληση της ζωής, όταν μία βρούβα γίνεται σαλάτα για τον άνθρωπο αλλά και ο άνθρωπος λίπασμα για τη βρούβα. (Ο Αριστοτέλης Νικολαΐδης παρακολουθούσε την κυκλική πορεία από τον ψαρά που τρώει το ψάρι, στο ψάρι που τρώει το σκουλήκι και τέλος στα σκουλήκια που θα φάνε τον ψαρά. Σαν μια παραλλαγή τού από το χώμα γεννιέσαι και σ’ αυτό επιστρέφεις.)

Στις «Αντιθέσεις» κάτι θετικό μπορεί αυτομάτως να ανατραπεί και «μια φαινομενική ειρήνη να είναι ποτισμένη θάνατο».

Στα «Παίγνια» έχουμε ποικιλία εκδοχών, όπως «Αν ο Πενθέας λεγόταν Νηπενθέας ίσως να είχε γλιτώσει τη σφαγή» ή «ό,τι περιγράφω με περιγράφει». «Αυτοσαρκασμός – Αυτοϋπονόμευση» και άλλες πολλές κατηγοριοποιήσεις. Όλες σαν να έβαλε ο μελετητής το ποίημα στον αξονικό τομογράφο και εξετάζει τις άπειρες θεατές ή αθέατες πτυχές του μοναδικού ενός, κατατετμημένου στα πολλά συστατικά του, έργου.

Το βιβλίο ολοκληρώνεται με μία ανθολογία, από την οποία επιλέγω μερικά μικρά κομψοτεχνήματα:

«Ανθρακωρύχος»: Δεν θέλω γάλα αγαπημένη/ μια φέτα δώσ’ μου ουρανό/ στον ήλιο βουτηγμένη.

«Απόφαση»: Πάνω στα ερείπια της παλιάς,/ θα οικοδομήσουμε μια νέα πολιτεία,/ για να μη χάσει ο θάνατος το δρόμο/ σαν θα θελήσει να ξανάρθει.

g stroubas«Λεκτικά τοπία» IV: Με το κεφάλι στα χέρια προχώραγα. Την πληγή του λαιμού τη σκέπαζε το καπέλο. Συνάντησα τον Ιωάννη. Κράτησα το κεφάλι μου με το ’να χέρι, του ’δωσα τ’ άλλο. Καλά και φόρεσες το καπέλο σου, θα βρέξει σήμερα είπε.

«Μικρή Φυσική Ιστορία» ΣΤ’: Θαρρούσα πως ο έρωτας είν’ ένα κατοικίδιο λουλούδι μ’ εξημερωμένο άρωμα. Δεν ήξερα πως είναι νηπενθές που διόλου δεν απέχει από το πένθος.

Κάπως έτσι, με επιστημονικό λόγο αφενός και ποιητικό αφετέρου, εξηγείται και τηρείται ο ρυθμός του κόσμου και του βιβλίου.

 

.

Ο ποιητής Αλέξανδρος Σούτσος
ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

ΠΕΡΙ ΟΥ 18/7/2019

Δι’ αιώνιον ζωήν προωρισμέναι»

Ο ποιητής Αλέξανδρος Σούτσος (1803-1863) Εισαγωγή-ανθολόγηση:

Ο αναγνώστης που θα πάρει στα χέρια του το βιβλίο του Γιάννη Στρούμπα και αγνοεί το συγκείμενο του τίτλου και, επίσης, δεν θα κοιτάξει μέσα για να δει όλο το τετράστιχο από το οποίο προέρχεται ο τίτλος-στίχος «Δι’ αιώνιον ζωήν προωρισμέναι» του Αλέξανδρου Σούτσου, θα εκλάβει το μήνυμα λάθος. Διότι ένα «Δεν» που δεν φαίνεται κάνει το μαύρο άσπρο.

Ο Στρούμπας είναι φιλόλογος, ποιητής και δοκιμιογράφος που ποιεί τον ήσσονα λόγον κρείττονα, ήτοι αντιστρέφει επί δικαίω, όμως, το νόημα του στίχου.

Ο στίχος αφορά μια εσφαλμένη εκτίμηση του έργου των ποιητών Διονυσίου Σολωμού και Ανδρέα Κάλβου, κατατεθειμένη από τον Αλέξανδρο Σούτσο σε μια επιστολή προς την Α. Μ. τον βασιλέα της Ελλάδος Όθωνα, στην οποία, επί λέξει, σχολιάζει τις ιδέες των έργων των δύο Επτανήσιων ποιητών:

Ο Κάλβος και ο Σαλομός, ωδοποιοί μεγάλοι,
Κ’ οι δύο παρημέλησαν της γλώσσης μας τα κάλλη·
Ιδέαι όμως πλούσιαι, πτωχά ενδεδυμέναι,
Δεν είναι δι’ αιώνιον ζωήν προωρισμέναι.

Η απορία μου, γιατί ο Στρούμπας επέλεξε το στίχο μετά το «Δεν», αλλάζοντας το νόημά του, ερμηνεύεται από τη μελέτη, διότι, όπως αποδεικνύεται, ο στόχος δεν είναι πλέον ο Σολωμός και ο Κάλβος –καταξιωμένοι στον ποιητικό μας πάνθεον– αλλά ο ίδιος ο ξεχασμένος ποιητής του 19ου αιώνα που οι ιδέες του ήταν πλουσίως ενδεδυμέναι, αλλά ο ίδιος έχει ξεχαστεί! Ο Στρούμπας βρίσκει ότι κακώς ο Σούτσος ξεχάστηκε και ότι οι ιδέες του είναι «δι’ αιώνιον ζωήν προωρισμέναι», έστω και ξεχασμένες.

Οι πλούσιες και σπουδαίες ιδέες του Σούτσου που κινούσαν τα πλήθη τον 19ο αιώνα δεν συγκινούν κανένα τον 20ο. «Ιδέες αρχόντισσες κακογερνάνε», έχει πει και ο Κώστας Βάρναλης. Και ο Νάσος Βαγενάς, από το δικό του εφαλτήριο, πανεπιστημιακό και ποιητικό, έχει συνθέσει στίχους για ποιητές που έχουν βουλιάξει στο «προγονικό μελάνι», όπως βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες, κατά κάποιον τρόπο.

Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή.

Ρομαντικός ποιητής, ο Φαναριώτης Αλέξανδρος Σούτσος, όπως και οι αδελφοί του Δημήτριος και Παναγιώτης, από αριστοκρατική γενιά και από μεγάλο σόι, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1803, είχε καλούς δασκάλους στα ελληνικά και γαλλικά και φοίτησε στη διάσημη σχολή της Χίου. Μετά τον θάνατο του πατέρα του βρέθηκε κοντά στον θείο Μιχαήλ Σούτσο, στο Βουκουρέστι, Βοεβόδα της Βλαχίας. Εκεί έγραψε και τους πρώτους σατιρικούς στίχους του. Το 1820 πήγε στο Παρίσι, όπου σπούδασε γαλλική γλώσσα και φιλολογία, συνάντησε τον Κοραή και επηρεάστηκε από το επαναστατικό πνεύμα του ποιητή Μπερανζέ. Το 1825 βρέθηκε ανάμεσα στις διαμάχες των αρχηγών της Επανάστασης που τον ενέπνευσαν να γράψει πέντε δριμείες σάτιρες εναντίον τους, οι οποίες προκάλεσαν τη βίαιη αντίδραση των θιγόμενων· αρχηγοί, κομματάρχες, Καποδίστριας, Όθωνας, ξένοι φίλοι και προστάτιδες δυνάμεις, προϊόντος του χρόνου και των δεινών της χώρας, γνώρισαν την κριτική του:

Δεν γνωρίζω τ’ είναι πείνα
Το Ταμείον με πλερώνει πεντακόσια κάθε μήνα

(«Ο Υπουργηματικός του Ι. Καποδίστρια»).

Στο Παρίσι ξαναπήγε και εκεί συνέγραψε «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως». Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, επί Καποδίστρια, και μη βρίσκοντας την αναμενόμενη για τις υπηρεσίες του αναγνώριση ήρθε σε σύγκρουση με όλους τους πολιτικούς, των οποίων μεγαλοποιούσε τα ελαττώματα:

Αλλ’ οι Έλληνες μισούνται ως του Δάντου κολασμένοι ,

…………………………………………………………

Όλοι τρέχουσι συνάμα και του δάκνουσιν έν μέλος,
Άλλος την ισχνήν του κνήμην, άλλος το ξηρόν του σκέλος…

(Ποιητικά Απομνημονεύματα)

Τη σκηνή αναπαριστά με πολύ ζωντάνια ο Γάλλος ζωγράφος Μπουγκερώ, με τον ΤζιάνιΣκίκι να δαγκώνει τον Καπότσιο στον λαιμό, υπό το βλέμμα του Δάντη και του Βιργίλιου.

Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, ο Σούτσος χαιρέτησε τον ερχομό του Όθωνα αλλά και πάλι απογοητεύτηκε και συνέχισε μέσω της ποίησης την πολιτική κριτική του. Στίχοι όπως:

Οι στρατοί της Βαυαρίας εκμυζούντες την Ελλάδα

Την ολίγην της ζωής της απερρόφησαν ικμάδα

είχαν συνέπεια νέες διώξεις. Βεβαίως, αθωώθηκε αλλά εξαντλήθηκε οικονομικά και άρχισε εκ νέου τα ταξίδια. Παρίσι, Λονδίνο, Βρυξέλλες, Βουκουρέστι, Κωνσταντινούπολη, Κυδωνίες, Σμύρνη, Άνδρο, όπου φιλοξενήθηκε από τον Θεόφιλο Καΐρη, και έπειτα πάλι στην Αθήνα για να γιορτάσει την πολιτειακή αλλαγή της που επήλθε με την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Οι προσδοκίες του, όμως, δεν ευοδώθηκαν και έτσι στο στόχαστρό του τώρα μπαίνουν τα σφάλματα της συνταγματικής μοναρχίας. Ακολουθούν νέες επιθέσεις εναντίον του και νέα φυγή στη Σύρο.

Μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο προσπάθησε να αφυπνίσει τους αλύτρωτους Έλληνες, ταξιδεύοντας και εμπνέοντάς τους με το όραμα μιας ανασύστασης της αρχαίας Ελλάδας ή της βυζαντινής. Συνέπεια ήταν και πάλι να συλληφθεί στη Γαλλία, αλλά με την παρέμβαση του πρέσβη Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, ελευθερώθηκε υπό τον όρο να εγκαταλείψει αμέσως το γαλλικό έδαφος. Αντιθέτως, ο τσάρος Αλέξανδρος Β΄ τον παρασημοφόρησε για τη δράση του, πράγμα που αντανακλά την απήχηση που είχε το έργο του. Το έργο του Ο Περιπλανώμενος και οι νέες προσθήκες με επιθέσεις εναντίον του Όθωνα έφεραν εντεκάμηνη φυλάκιση. Ασθένησε από καρκίνο, πήρε χάρη και έφυγε για τους Αγίους Τόπους, όπου ήθελε να τελειώσει τη ζωή του. Πέθανε όμως, όντας στη Σμύρνη, τον Ιούλιο του 1863. Η περιπλάνησή του τελείωσε το 1875, όταν ο ποιητής Αχιλλέας Παράσχος μετέφερε τα οστά του στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.

Ο Αλέξανδρος Σούτσος είναι ο κυριότερος εκπρόσωπος της αθηναϊκής ρομαντικής σχολής που εισήγαγε στην Ελλάδα τον γαλλικό κλασικισμό και ρομαντισμό. Αγωνίστηκε για τα συμφέροντα και για την ελευθερία του λαού, για την κατάργηση των πολέμων και εξέφρασε σοσιαλιστικές ιδέες – τον «σαινσιμονισμό», όπως ήταν γνωστός στη Γαλλία του 1820. Η ζωή του είχε όλα τα ρομαντικά χαρακτηριστικά: ταξίδια και περιπέτεια, αγώνες για το Έθνος και για την ποίηση. Ιδεώδες του ο «βυρωνισμός», ήτοι η φυγή σε τόπους αρχαίους, ιστορικούς, θρησκευτικούς. Η ποίησή του όμως, λόγω της καθαρεύουσας γλώσσας του, στον 20ο αιώνα παραμερίστηκε. Ο Στρούμπας, ωστόσο, επισημαίνει πως δεν είναι μόνο η γλώσσα αλλά και άλλες παθογένειες που διακρίνουν την ποίηση του Σούτσου και έγιναν αιτία να ξεχαστεί. Παρόλα αυτά, υπάρχουν και στοιχεία ευρωστίας τα οποία κατηγοριοποιεί σε: Διαχρονικότητα των διανοημάτων του, αφού η εξάρτηση της Ελλάδας από τους δανειστές, τα δάνεια και οι τόκοι διακοσίων ετών συνδέονται με τα παρόντα μνημόνια. Λογιοσύνη και ευρυμάθεια που αποδεικνύουν γνώσεις πολλές, ιστορικές, εθνολογικές, θρησκευτικές, λαογραφικές. Καυστικότητα, Κυνισμός και ειρωνεία, Σάτιρα: ο Στρεψιάδης και ο Ευθύφρων, καταγόμενοι από τον Αριστοφάνη ο ένας και τον Πλάτωνα ο άλλος, γίνονται ποιητικοί ήρωες τού τώρα. Λεξιπλασία, με σύνθετες λέξεις δικής του έμπνευσης: «λουλουδοκλαδένια», «υπερπεριεργότατον», «θρονοθραύστης», «θαλασσόκτυπος». Δισημίες, όπως:

Γένουμαι κι αν ήμαι γέρος, Φοίνιξ ανανεωμένος
Του ταμείου ασημένιους όταν Φοίνικας λαμβάνω

(«Ο Γερουσιαστής του Ι. Καποδίστρια»).

Ακόμα, Υπερβολές όπως: Η Κυβέρνησίς μου μόνο τι ορέγεται κυττάζω·/ Ζητεί μέρα; Ζητεί νύκτα; Πριν το μυρισθώ ακόμα,/ «Ναι! Ναι! Μάλιστα!» φωνάζω με τρεις πήχαις πλατύ στόμα («Ο Γερουσιαστής του Ι. Καποδίστρια»).

Επίσης, Αξιοποίηση στοιχείων της δημοτικής ποίησης της οποίας γνωρίζει καλά τα χαρακτηριστικά. Ποικιλία ρητορικών σχημάτων, Παρομοιώσεις, όπως των προστάτιδων δυνάμεων με μητριές και των βουλευτών με Στυμφαλίδεςόρνιθες.Προσωποποιήσεις, όπως η Ελλάδα σαν ρομαντική μορφή, ωραία και αγέραστη βγαίνει από την τέφρα του πολέμου. Μεταφορές,όπως οι συγκρούσεις των πολιτικών παρατάξεων που μοιάζουν με παλίρροια και σεισμό. Αντιθέσεις, όπως οι άσπλαχνοι πολιτικάντηδες που δεν ενδιαφέρονται για τα σπλάχνα της Ελλάδας. Αναλογίες, Εικόνες, Χιαστό σχήμα, όλα δοσμένα σε στίχους.

Στις Ποιητικές παθογένειες συγκαταλέγει τον Διδακτισμό, τις Στιχουργικές δυσκαμψίες, τη Μετρική, την Ακροβασία μεταξύ καθαρεύουσας και δημοτικής με συχνή χρήση αρχαιοπρεπών τύπων αλλά και ακραίων της δημοτικής.

Τελικώς ο Στρούμπας καταλήγει πως η σύγχρονη ματιά δεν πρέπει να στέκεται στις αδυναμίες της ποίησης του Σούτσου, αλλά στα θετικά της, μερικά από τα οποία είναι: ο πρωταγωνιστικός ρόλος στα ποιητικά δρώμενα. Ποίηση που προσφέρει αισθητική απόλαυση. Επίκαιρες παρατηρήσεις. Ευφυής σχολιασμός των θεμάτων. Οξύ και δηκτικό πνεύμα. Πάθος για το Έθνος και δίψα για τη δικαιοσύνη.

Στη συνέχεια του βιβλίου του, ο Στρούμπας κάνει λόγο για τις δυσκολίες που είχε στην ανθολόγηση, γιατί επέλεξε ό,τι επέλεξε, για την ορθογραφία και άλλα για τα οποία ευχαριστεί πολλούς και σημαντικούς ανθρώπους.

Τέλος, δεν θα έπρεπε να περάσει ασχολίαστος ο πλούσιος υπομνηματισμός του κυρίως κειμένου, ο οποίος θα μπορούσε να αποτελέσει ένα ακόμα βιβλίο που διευρύνει τη μελέτη σε πολλές και πολύ ενδιαφέρουσες επιστημονικές παραμέτρους .

Ακολουθεί η Βιβλιογραφία και η Ανθολογία:

Πανόραμα της Ελλάδος (1833), Ελληνική Πλάστιγξ (1836), Ο Περιπλανώμενος (1839/1852/1858), Σάτιρα Πρώτη (1845), Ποιητικόν Χαρτοφυλάκιον (1845), Η Τουρκομάχος Ελλάς (1850), Το Συνταγματικόν Σχολείον (1852), Απομνημονεύματα Ποιητικά επί του Ανατολικού Μετώπου (1857), Τα Δικαστικά των ετών 1839-40 και 1852 (1858).

Τελικώς, αποδείχτηκε ότι ορθώς επέλεξε το απόκομμα στίχου «δι’ αιώνιον ζωήν προωρισμέναι». Οι ιδέες του Αλέξανδρου Σούτσου είναι ό,τι λέει ο στίχος που ευφυώς επέλεξε ο Γιάννης Στρούμπας.

.

Κλεφτοπόλεμος
ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

diastixo.gr 23 Ιανουαρίου 2019

Ο Γιάννης Στρούμπας έχει πολλά πρόσωπα και όλα πολύ σημαντικά. Είναι καλός φιλόλογος, καλός ποιητής, καλός δοκιμιογράφος, καλός κριτικός, καλός δημοσιογράφος. Με αυτή την τελευταία, στη σειρά, ιδιότητά του τον έχουμε εδώ· τη δημοσιογραφική, με στοιχεία, όμως, και από τις άλλες. Στον αρκετά ευτραφή τόμο με τίτλο Κλεφτοπόλεμος (Τα κείμενα της κρίσης) καταλαβαίνουμε αμέσως ότι τον απασχολεί σοβαρά το θέμα των τελευταίων χρόνων, για το οποίο άρχισε να αρθρογραφεί τακτικά στη θρακική εφημερίδα Αντιφωνητής. Τα κείμενα, που είναι οικονομικά, τα συγκέντρωσε και μας τα προσφέρει στον παρόντα τόμο, ενώ τα κείμενα με κοινωνικοπολιτικό περιεχόμενο μας τα είχε δώσει το 2013, με τον τίτλο Άσυλο ανιάτων. Τα δύο βιβλία, δηλαδή, είναι συγγενικού ύφους, ήθους και προβληματισμού και, κάλλιστα, μπορούν να πάρουν τη θέση τους πλάι σε άλλα επιστημονικά συγγράμματα παρόμοιας θεματικής.

ArtsPR | Η τέχνη της προώθησης
Για όποιον ξέρει καλά το ποιητικό έργο του Στρούμπα, είναι εύκολο να αναγνωρίσει την πολιτική κριτική του, αφού αυτή αποτελεί την άλλη όψη της ποιητικής. Επομένως, με όποια ιδιότητα ή ειδικότητα και να κάτσει στον υπολογιστή του, για το ίδιο θέμα θα γράψει. Με σοβαρότητα, με υπευθυνότητα, με γνώση, αλλά και με χιούμορ και αυτοσαρκασμό. Τον Στρούμπα τον ενδιαφέρει η Ελλάδα και οι Έλληνες, και αυτό είναι φανερό σε κάθε φράση του. Η Ελλάδα και όσα συμβαίνουν στο έδαφός της, στον λαό της, αφού μια χώρα δεν αποκτά υπόσταση μόνο από τη γη, τη θάλασσα, τα σπίτια και τα δέντρα της, αλλά από τους ανθρώπους που την κατοικούν· «άνδρες πόλις και ου τείχη ουδέ νήες ανδρών κεναί», που έλεγε και ο Θουκυδίδης. Δηλαδή, οι άνθρωποι είναι η πόλις, η Ελλάδα με τους ανθρώπους της και όχι η Ελλάδα χωρίς ανθρώπους. Παραλλάσσοντας ο Σοφοκλής στην τραγωδία Αντιγόνη βάζει τον Αίμονα να λέει στον Κρέοντα –που θεωρεί ιδιοκτησία του την πόλη– πως, κάλλιστα, θα μπορούσε να βασιλεύει μόνος του σε μια έρημη πόλη. Οι αρχαίοι μας είχαν εστιάσει στον άνθρωπο και ο Στρούμπας –φιλόλογος και ποιητής, το επαναλαμβάνω– το ξέρει πολύ καλά αυτό και συμμετέχει στα κοινά γιατί τον μη μετέχοντα τούτων, των κοινών, «ουκ απράγμονα αλλ’ αχρείον νομίζομεν είναι», πάλι ο Θουκυδίδης ή ο Περικλής που βγαίνει από την πένα του.

Κάτι παραπάνω από σαράντα είναι τα κείμενα που και με τα εισαγωγικά και τα επιλεγόμενα φτάνουν τα σαράντα πέντε, όσα και τα χρόνια του Στρούμπα. Τον Πρόλογο γράφει ο διαπρεπής οικονομολόγος, καθηγητής στα πανεπιστήμια της Γαλλίας και της Αμερικής, ο διανοούμενος Κώστας Βεργόπουλος, που χαρακτηρίζει «πεισιθάνατη» την εποχή μας και δίνει τα σημαίνοντα χαρακτηριστικά της: το μέχρι παροξυσμού παράλογο, τους κινδύνους, τις αντιφάσεις, το απόλυτο έλλειμμα κάθε ορατότητας σε βάθος χρόνου, την «εικονική» πραγματικότητα που έχει αντικαταστήσει την αληθινή που απουσιάζει, αφού τα πράγματα δεν αντιστοιχούν στις ιδέες τους. Τον νεοφιλελευθερισμό, που δεν κρίνεται από τα αποτελέσματά του στο παρόν, αλλά θα κριθεί στο απώτερο μέλλον, και ας επιφέρει τώρα ανυπολόγιστη καταστροφή. Την προσφορά που προηγείται της ζήτησης στην αγορά. Την επιθετική συσσώρευση εισοδήματος και πλούτου, που δεν είναι προϊόν της αύξησης της παραγωγής αλλά αρπαγής από τη μεγάλη πλειοψηφία. Την παγκόσμια οικονομία, που άγεται με ρυθμούς κατάρρευσης. Την κάμψη της παγκόσμιας ζήτησης, την ανισοκατανομή εισοδημάτων, την επέλαση του χρήματος που «με απροκάλυπτο άγριο ιδεολογικό πρόσωπο» καταλύει τον κοινωνικό ιστό, την έλλειψη επενδύσεων, τις καινοτομίες που όμως δεν φέρνουν κοινωνική ευημερία. Τη σκοτεινή προοπτική, το χωρίς ελπίδα αύριο. Υπάρχει όμως μια ελπίδα· να κατανοήσει κανείς το αδιέξοδο της ιστορικής στιγμής και να συμβάλει στην υπέρβασή της. Κι εδώ έρχεται η συμβολή του βιβλίου του Στρούμπα, γιατί όλα όσα ανέφερε ο Βεργόπουλος είναι αυτά που σχολιάζει στα κείμενά του, αφού κάθε κείμενο είναι και μια όψη του προβλήματος θλιβερή, με σοβαρότερη τη «λεηλασία και παράδοση της χώρας στην απληστία των διεθνών τοκογλύφων».

Για όποιον ξέρει καλά το ποιητικό έργο του Στρούμπα, είναι εύκολο να αναγνωρίσει την πολιτική κριτική του, αφού αυτή αποτελεί την άλλη όψη της ποιητικής.

Η συνέπεια της παραπάνω κατάστασης στην οποία βρέθηκε η Ελλάδα είχε μια μεγάλη ποικιλία δυσάρεστων έως τραγικών συνεπειών. Ο θάνατος ενός διαδηλωτή στις 20-1-11 στο Σύνταγμα έχει τη σημειολογία του. Πρόκειται για την Εθνική μας Πλατεία, όπου έλαβε χώρα η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου το 1843, με αίτημα Σύνταγμα και δικαιώματα. Και ύστερα από τόσα χρόνια που η Ελλάδα προχώρησε και εξελίχτηκε, ήρθε η κρίση να κάνει τον θάνατο να φαίνεται «ρουτίνα», όπως λέει ο Στρούμπας. Οι κυβερνήσεις, βέβαια, είθισται να καταδικάζουν τη βία και να εκφράζουν τα συλλυπητήριά τους. Πάντως ο τότε πρωθυπουργός ξέχασε, γι’ αυτό και ο συντάκτης του άρθρου κάνει λόγο για «παρωδία συμπόνεσης» και «μετάλλαξη των “σοσιαλιστών”» και του κόμματός τους. Όσο για την οικονομική καταστροφή του κέντρου της Αθήνας, τρεις σημαντικοί υπουργοί τη χρέωσαν στους συνδικαλιστές και όχι στην πολιτική.

Και τα δεινά δυστυχώς είναι πολλά: παραβατική συμπεριφορά, «τελματωμένες υποθέσεις» για πολύ σοβαρά αδικήματα. Σχόλιο για τη διείσδυση ινδικής επιχείρησης στην Ελλάδα, όταν ο πρωθυπουργός την ίδια ώρα δηλώνει πως «δεν είμαστε Ινδία». Σχόλιο για τις συνεργασίες των κομμάτων, την παθολογία της κοινωνίας, τους εσωτερικούς λόγους κρίσης που πρέπει να υπερφαλαγγιστούν, την παραποίηση των δημοσιονομικών στοιχείων για μικροπολιτικές σκοπιμότητες, το διεφθαρμένο πολιτικό κατεστημένο, την ανυποληψία της χώρας και τον διασυρμό της, την παγκόσμια ανακατανομή του πλούτου υπέρ του 1% σε βάρος το 99% («Όταν η συμφορά συμφέρει λογάριαζέ τη για πόρνη», λέει ο Ελύτης), τη «φοβική» κίνηση της ελληνικής πολιτικής, τα προγράμματα διάσωσης της οικονομίας που όμως απέτυχαν, όπου και αν εφαρμόστηκαν, με τους δανειστές σε αμηχανία να μελετούν άλλα για να τα δοκιμάσουν σε περίπτωση που θα αποτύχουν τα τρέχοντα ήδη. Πειράματα, δηλαδή, στην πλάτη ενός λαού που έχει λυγίσει. Με πικρό χιούμορ σχολιάζει την επικαιρική έμπνευση των γελοιογράφων με τους άστεγους μέσα σε χαρτόκουτα, σκεπασμένους με εφημερίδες, στις οποίες παρακολουθούν τις οικονομικές εξελίξεις.

stroumpasΟ Στρούμπας, όπως είπαμε, είναι και ποιητής και ως ποιητής αλλά και ως φιλόλογος έχει μεγάλη αίσθηση της γλώσσας και ξέρει καλά και το σημαίνον και το σημαινόμενο. Κι ενώ η πολιτική του γλώσσα είναι λόγος καθαρός, ορθολογιστικός, δημοσιογραφικός, με βάρος στην κυριολεξία, ο τίτλος του είναι ποιητικός, συνυποδηλωτικός. Ο «Κλεφτοπόλεμος» του Στρούμπα στον κλεφτοπόλεμο των αγωνιστών του ’21 παραπέμπει, σ’ εκείνους που δεν είχαν τίποτα αλλά ξεσηκώθηκαν εναντίον μιας αυτοκρατορίας και ας τους έλεγε ο κόσμος τρελούς, όπως γράφει ο Κολοκοτρώνης στα Απομνημονεύματά του. Σ’ εκείνους τους τρελούς και απελπισμένους για «Ελευθερία ή Θάνατο». Στην παρούσα κρίση ο θάνατος έχει έρθει. Ελπίζουμε, όμως, στην ελευθερία και ας μην έχουμε τις δυνάμεις των θηρίων να παλέψουμε στήθος με στήθος· με «Κλεφτοπόλεμο», επομένως, θα αντιμετωπίσουμε τα θερία που μας τρώνε, αλλά θα μείνει και μαγιά… όπως είπε και ο Στρατηγός Μακρυγιάννης στον Ντερνύ.

Και το εξώφυλλο, μία μαύρη υδρόγειος παγιδευμένη σε άπειρα νήματα, σαν σε ιστό αράχνης…

 

.

Γραφείον Ενικού Τουρισμού
ΑΝΔΡΟΝΙΚΗ ΓΩΓΟΠΟΥΛΟΥ

τεύχ. 3 του “Θευθ” (9/2016).

ΘΕΛΕΙ ΤΕΧΝΗ ΝΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΕΙΣ…

Σχεδόν αφαιρετικός στην ποίησή του ο Γιάννης Στρούμπας. Διώχνει οτιδήποτε βαραίνει την ποίησή του, το περίτεχνο και το κραυγαλέο τού είναι άγνωστα, κρατά μόνο ό,τι του χρησιμεύει για να δώσει ανεπιτήδευτα αυτό που έχει σημαδέψει τη δική του σκέψη: εικόνες, εμπειρίες. Σε καλεί η απλότητα της γλώσσας, σε μαγεύει όμως η βαθιά φιλοσοφία των στίχων του.

Κάθε ποίημα θα μπορούσε να είναι και μια ιστορία. Έχει κάτι να αφηγηθεί, έχει αρχή, μέση και τέλος. Αλλά και κάθε ποιητική περιοχή θα μπορούσε να είναι ένα ξεχωριστό ποίημα. Τα θέματά του ποικίλα. Από την ανθρώπινη μιζέρια της καθημερινότητας στις “Τσούχτρες” μέχρι την παθογένεια του Δημοσίου στον “Υπεράριθμο”, ο Γιάννης Στρούμπας εντυπωσιάζει με την ικανότητά του να παρατηρεί τον κόσμο γύρω του και να τον καταγράφει. Μια ανθρώπινη συμπεριφορά που θα περνούσε απαρατήρητη, για τον ποιητή είναι πηγή έμπνευσης και ανηλεούς σχολιασμού.

Ο τίτλος της ποιητικής συλλογής αινιγματικός, συνάμα και ευφυέστατος: Γραφείον Ενικού Τουρισμού. Για να τον κατανοήσει όμως ο αναγνώστης πλήρως, θα πρέπει να ταξιδέψει στο ποίημα “Το μόνον της ζωής της ταξίδιον”, τίτλος-διακείμενο διηγήματος του Βιζυηνού. Ο στίχος “για κει μονάχος ταξιδεύεις” είναι και η ερμηνεία της λέξης Ενικός. Ο ποιητής καινοτομεί, καθώς τη χρησιμοποιεί σε ένα λεκτικό σύνολο καθόλου αναμενόμενο. Ο ενικός έχει σχέση με τη μονάδα, ο τουρισμός όμως δεν αφορά τις επίγειες διαδρομές στις οποίες συνυπάρχουν τα άτομα, αλλά την πορεία προς το θάνατο – γι’ αυτό και το γραφείο ονομάζεται Αχέρων. Ο γρίφος έχει λυθεί. Ωστόσο, πάλι μέσα μας αιωρείται μια υποψία, μήπως υποκρύπτεται και κάτι άλλο. Και αυτή είναι η δύναμη της ποίησης του Γιάννη Στρούμπα, να ενσπείρει την αμφιβολία στον αναγνώστη για το προφανές, μια αμφιβολία όμως γόνιμη.

Ο ποιητής ξεκινά σχεδόν πάντα με στίχους που παραπέμπουν σε μια ανάλαφρη ζωή. Τίποτε δεν προϊδεάζει αυτό που ακολουθεί. Σκηνές καλοκαιρινής ανεμελιάς δημιουργούνται με απλά γλωσσικά υλικά: η παραλία, το ψάθινο καπέλο, το ψυγειάκι, τα καρπούζια, τα πλάσματα της θάλασσας, το αστικό. Όμως όλα τα ποιήματα ξαφνικά και προς το τέλος τους μετατρέπονται σε αλληγορίες. Υποπτευόμαστε ότι κάτι δυνατό υπαινίσσεται ο ποιητής, αλλά πρέπει να σπάσουμε την επιδερμίδα για να αποκαλυφθεί όλη η αλήθεια του: μηνύματα κοινωνικά, σχόλια πολιτικά, μνήμες ανεξίτηλες που ανασύρονται από την παιδική ηλικία μέσα από ένα πλούσιο σε εικόνες παρελθόν, εν ολίγοις η βαθιά φιλοσοφημένη σκέψη, η γνήσια και αυθόρμητη πολιτική φωνή.

Τα πρόσωπα οικεία και γνώριμα, ο χώρος κυρίως η Θράκη. Ο χρόνος απλώνεται από την παιδική ηλικία του ποιητή μέχρι και σήμερα. Επιλέγει τα καλοκαίρια, εξάλλου συνάδουν με την ανάλαφρη ατμόσφαιρα της θερινής ραστώνης ή με την ψευδαίσθηση ότι τα καλοκαίρια δίνουν αναβολή σε οποιαδήποτε έγνοια.

Δεμένος με τον τόπο του ο Γιάννης Στρούμπας, χωρίς να είναι τοπικιστής, με την ποίησή του αγκαλιάζει κομμάτια της τοπικής κουλτούρας και, όσο και αν τα περιπαίζει, δεν μπορεί να αποκρύψει την αγάπη του γι’ αυτά που τον συντροφεύουν από την παιδική του ηλικία: τα γλυκά καρπούζια Χρυσουπόλεως, οι κουραμπιέδες Καρβάλης, η Σάλπη, οι θρακιώτικες παραλίες –διάσπαρτες σχεδόν σε όλα τα ποιήματα– και οι θρακιώτικες εκφράσεις δίνονται με εμφαντικό τρόπο και δύσκολα περνούν απαρατήρητα.

Η παραλία είναι ο χώρος στο πρώτο ποίημα “Τα μπάνια του λαού”, με τις σαφείς πολιτικές αναφορές, καθώς χρησιμοποιείται η προσφιλής φράση των πολιτικών όταν δεν θέλουν να πάρουν αποφάσεις που θα τους κοστίσουν πολιτικά. Στην παραλία επίσης τελειώνει ο ποιητής με το “Ψυγείο πάγου”. Τα κοινά στοιχεία μεταξύ των δύο ποιημάτων πολλά: η παραλία, το ψυγείο, το ψάθινο καπέλο, ο γύψος. Ο κύκλος των ποιημάτων κλείνει με τον ίδιο απογοητευτικό τρόπο. Στο πρώτο όμως εκφράζει με εύσχημο τρόπο πολύ πικρά σχόλια. Η τέταρτη ποιητική περιοχή αυτού του ποιήματος

Στο τιμόνι του οδηγοί

με διπλώματα

αντιστασιακής οδήγησης και καθοδήγησης

–ορθοί αντίστασης φαλλοί εκ του ασφαλούς

στο εξωτερικό–

Στα καθίσματα

σάβανα βασανισμένα

(Γυάρος – Μακρόνησος – Άι-Στράτης

Μόλις καταργήθηκε)

θεωρώ ότι είναι μια αλληγορία που συγκλονίζει με την αλήθεια της: οι «φαλλοί» και τα «σάβανα» συνεπιβάτες στο ίδιο αστικό. Η πρόθεση του ποιητή να δώσει μια δυνατή αντίθεση πραγματώνεται: αυτοί που κάνουν “αντίσταση” από κάποια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα και αυτοί που φυλακίζονται, βασανίζονται, πεθαίνουν στην εξορία. Τα νησιά των πέτρινων χρόνων (Γυάρος – Μακρόνησος – Άι-Στράτης…) κλεισμένα από τον ποιητή σε παρενθέσεις. Μορφή και περιεχόμενο συνεργάζονται άψογα, για να περιγράψουν μια τεράστια αδικία της πρόσφατης ιστορίας.

Ο ποιητής δεν διακατέχεται από ύφος επαναστατικό, αντιθέτως με μια απερίγραπτη ηρεμία μας μετατρέπει από παρατηρητές σε ενεργούς αναγνώστες, με την απάθεια, όπου αυτή εδράζει, να συρρικνώνεται.

Η περιπαικτική διάθεση είναι διάσπαρτη και έτσι τονίζεται ακόμα περισσότερο η διαμαρτυρία του ποιητή για θέματα καθημερινής ρουτίνας ή καθημερινής τρέλας. Το χιούμορ περισσεύει κι ας είναι πικρό. Στη “Σολομώντεια σανίδα” ο σαρκασμός –ή και ο αυτοσαρκασμός– είναι έντονος, ενώ στον “Τζίτζικα” με την επανάληψη της λέξης σουτ σε τέσσερις στίχους σχολιάζει τον θόρυβο που γίνεται, όταν προσπαθούμε να επιβάλλουμε την ησυχία. Ενίοτε αγγίζει τα όρια του κυνισμού, όπως γίνεται στις “Τσούχτρες”.

Οι βορειοελλαδίτικοι ιδιωματισμοί μπουρνούζ’, καρπούζ’ χρησιμοποιούνται από τον ποιητή όχι μόνο για να δημιουργήσει ομοιοκαταληξία, αλλά και για να σαρκάσει και να διασκεδάσει την ψευτοαστική νοοτροπία. Ειρωνεύεται καταστάσεις περασμένων εποχών με φράσεις κλισέ, “Τα μπάνια του λαού”, “βγαίνει πλέον από τον γύψο”, ενώ το λογοπαίγνιο με το Μον Μπλαν με ελληνική γραφή και το ελληνικότατο μεν, αλλά ιδιωματικό μόν’ πλάν’ όχι μόνο σαρκάζει τη νεοπλουτίστικη τάση, αλλά σχολιάζει και τη “δεινή” γλωσσο(α)μάθεια του Νεοέλληνα. Η μανία για επίδειξη και η ξενολατρία της δυτικής κουλτούρας είναι έξω από τις προθέσεις του ποιητή.

Παιχνιδιάρικη είναι και η οπτική στο ποίημα “Ρακέτες”. Παίζει με την εικόνα, λέξεις διάσπαρτες σε μια σελίδα δημιουργούν λαβύρινθο. Παρακολουθούμε θαρρείς το μπαλάκι του πινγκ πονγκ να πηγαίνει δεξιά αριστερά, καθώς οι λέξεις τοποθετούνται δεξιά αριστερά, ενώ τα γράμματα δίνουν την εντύπωση πως πέφτουν με μια αέναη κίνηση. Κι εμείς, ακολουθώντας τα, αυθυποβαλλόμαστε, ζαλιζόμαστε, πέφτουμε. Θα μπορούσε θαυμάσια να εικονογραφηθεί ή να γίνει ταινία μικρού μήκους, όπως και όλα τα ποιήματα στο σύνολό τους.

Στο “Γλωσσικό Ζήτημα” στις παιδικές μνήμες υπάρχει το φλίπερ, το κατοστάρικο, στοιχεία που σηματοδοτούν το τέλος εποχής. Στον “Απροσάρμοστο” όμως ανασύρει το φλιπεράκι και βάζει τον γιο του να εξακολουθεί να παίζει με αυτό, σε μια προσπάθεια να διασώσει μια εποχή που σίγουρα πεθαίνει ή έχει πεθάνει ήδη, το χαρτονόμισμα όμως γίνεται ευρουλάκια, εδώ σίγουρα δεν μπορεί να ανακόψει τις οικονομικές εξελίξεις.

Υπάρχει μια εξελικτική πορεία σε όλα τα ποιήματα που οδηγεί στην κορύφωση στους τελευταίους στίχους. Από το απλό καταλήγει στην αλληγορία, από το ανέμελο στον βαθύ προβληματισμό. Η έκπληξη δεν είναι πάντα ευχάριστη, αφού ο ποιητής δεν επιλέγει πάντα αρεστά θέματα.

Ανεπιτήδευτη εκφραστική δύναμη, απίστευτη ηρεμία που αγγίζει τα όρια της στωικότητας, αλληγορική καταγραφή καταστάσεων μέσα σε ένα οικείο λεκτικό περιβάλλον, καυστικό χιούμορ, λεπτή ειρωνεία είναι στοιχεία που κάνουν άκρως ενδιαφέρουσα την ποιητική συλλογή του Γιάννη Στρούμπα Γραφείον Ενικού Τουρισμού.

Η ποίησή του σε κάνει να χαμογελάς και να γελάς, να θλίβεσαι και να εξοργίζεσαι. Ταυτόχρονα σε καλεί να ξαναγυρίζεις συχνά στην ποίησή του, να αναβαπτίζεσαι μέσα από την απλότητα των στίχων του και να βυθίζεσαι στα βαθιά νοήματά τους, χωρίς όμως να υφίστασαι τη βάσανο του τι θέλει να πει ο ποιητής: ανοίγει πρώτα ένα μονοπάτι με απτές, καθαρές λέξεις, το ακολουθείς και στο τέλος του ποιήματος σε φέρνει αντιμέτωπο με τη δική του πραγματικότητα μέσα από άλλη νοηματοδότηση των λέξεων

 

ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

ΦΡΕΑΡ 18/4/2016

Εν αρχή ην ο αριθμός. Της Γραμματικής. Ενικός και Πληθυντικός. Ισχύει για όλα τα πράγματα και όλες τις ενέργειες. Ο «Τουρισμός» όμως δεν εμπίπτει στην περίπτωση και δεν πολλαπλασιάζεται. Αν και ποικιλόμορφος είναι Ενικού αριθμού. Δεν υπάρχουν «τουρισμοί», αν και στη σολοικίζουσα και βαρβαρίζουσα εποχή μας και αυτοί μπορεί να προκύψουν, όπως προέκυψαν τα «κόστη» και όπως κάποιοι «διαρρέουν τις ειδήσεις», όσοι απέκτησαν αυτή την ιδιότητα, δηλαδή, να κάνουν το ρήμα να «μεταβαίνει». Να κυλάει και ο τέντζερης για να βρίσκει το καπάκι του. «Οι δούλες με τα ελληνικά τα βαρβαρίζοντα», «Τρισβάρβαρα τα ελληνικά των· οι άθλιοι», έλεγε ο Κωνσταντίνος Καβάφης.

Ο Γιάννης Στρούμπας, όμως και φιλόλογος είναι και Ελληνικά καλά ξέρει και «παιδί φανατικό για Γράμματα» είναι, μια και κάναμε την αρχή με τους καβαφικούς στίχους. Άρα, κάτι θέλει να μας πει με τον, σαν ταμπέλα, τίτλο του: Γραφείον Ενικού Τουρισμού. Και ο νοών αίσθηση θυμηδίας και πικρής ειρωνείας διαβλέπει, σ’ εκείνον τον «ενικό» που μπήκε ανάμεσα στο «Γραφείον» και στον «Τουρισμό». Και σ’ εκείνο το κατάλοιπο της εκπεσούσης καθαρευούσης τελικό «ν» –«Γραφείον»– το οποίο μας τραβάει από το μανίκι για να μας δείξει ότι παίζει, παίζει με τα πάθη μας και την εποχή μας. Ποια όμως είναι η εποχή και ποια τα πάθη;

Το διάνυσμα του χρόνου που ο ποιητής διασκελίζει για να θυμηθεί τα πρώτ’ εόντα, βλέπει τα παρόντα και υποψιάζεται τα μέλλοντα, είναι η εποχή και τα εν αυτή συμβαίνοντα είναι τα πάθη. Είναι η εποχή που κατάφερε η Ελλάδα να βγει από την ηθογραφική της ενδοστρέφεια και να ενστερνιστεί μια αστικόμορφη επίφαση, τυφλωμένη από την, λίγο πριν την κατάρρευση του μεταπολεμικού ονείρου, ευμάρεια. Ήταν η εποχή που ο Κίτσος πούλησε τα πρόβατα και ήρθε στο ημιυπόγειο της αστικής πολυκατοικίας, για να ανοίξει μίνι μάρκετ, πολύ μίνι, μια τρύπα, από την οποία ο χθεσινός παραγωγός ή κτηνοτρόφος μετασχηματιζόταν σε εξελιγμένο αστό, αστούλη, με μαγαζί στην πόλη. Και το καλοκαίρι δεν πάει πια στο χωριό για μπάνια, αλλά σε κάποιο νησί. «Τόσοι και τόσοι βαρβαρότεροί μας άλλοι, αφού το κάνουν, θα το κάνουμε κ’ εμείς» (θα έλεγε ο «πειραγμένος» για την περίσταση, Καβάφης).

Και ο χρόνος αυτός είναι ιερός. Είναι μαζί η ελπίδα και η διάψευση, η έξοδος από τη μιζέρια και η είσοδος στη λαμπερή φτώχεια. Η εποχή που το δάνειο σε έστεφε βασιλιά. Το παιδί που έχασε τη μπάλα του, με όλες τις έννοιες. Που περίμενε στη στάση το λεωφορείο με όλα τα σύνεργα κομπλέ: «καπελάκι», «τσαντούλα», «ψυγειάκι». Και τα κορίτσια: «αντηλιακό, ρουζ και μπουρνούζ», «μαχαιράκι», «πεπόνι» και «καρπούζ». Έτσ (για να είμαστε σύμφωνοι με το συγκείμενο), με την κατάληξη των λέξεων φαγωμένη, προσαρμοσμένη στο αξάν της περιοχής, με όλα τα υποκοριστικά στη σειρά, σε μια Ελλάδα με την νεοαποκτηθείσα Δημοκρατία της που περίμενε στη στάση το λεωφορείο για τα μπάνια, εφτά χρόνια και να το, ήρθε.

«Στο τιμόνι του οδηγοί/ με διπλώματα/ αντιστασιακής οδήγησης και καθοδήγησης/ –ορθοί αντίστασης φαλλοί εκ του ασφαλούς/ στο εξωτερικό– / Στα καθίσματα/ σάβανα βασανισμένα/ (Γυάρος – Μακρόνησος – Αϊ-Στράτης:/ μόλις καταργήθηκε)// Αμήχανα εύθυμη βολεύεται σε μια θεσούλα/ και ξεκινάει για τα μπάνια του λαού/ με το μικρό αστικό/ η μικροαστική Δημοκρατία».

Τα δικαιώματα του λαού, τα μπάνια του λαού. Ο λαός, αυτός, ο «πάντα ευκολόπιστος και πάντα προδομένος» πάει, επιτέλους, στα μπάνια. Και ο χρόνος τρέχει, το ποιητικό υποκείμενο περνά την εφηβεία του, χάνοντας την αθωότητα και μαθαίνοντας πολλά. Πως η γλώσσα και το «Γλωσσικό ζήτημα» δεν τελείωσαν ακόμα. Μαθαίνει Αγγλικά, όπως και η πρώτη στις προτιμήσεις του γειτονοπούλα, αλλά εκείνη προτιμά να συνδιαλέγεται με τον Ντάνιελ που κατέφθασε από μακριά και χειρίζεται τη γλώσσα πιο καλά. Και ο έφηβός μας τι κάνει; Κάνει την «κατάχρηση του καλοκαιριού»: «παγωτά, λουκουμάδες κι ηλεκτρονικά». Έχει κι αυτός γλώσσα για να γλείφει παγωτά, χωνάκια που λιώνουν στα χέρια του και στάζουν και πέφτουν μέσα από τα δάχτυλά του τα ζουμιά, όπως κι ο χρόνος. Και μεγαλώνει και γίνεται σύζυγος και πατέρας και βλέπει τον χρόνο τον αληθινό στην κόρη του και στον γιο του τον μικρό. Και τώρα είναι η σειρά του μικρού να παίξει φλιπεράκια ή στο ίντερνετ καφέ. Με τα μάτια τού σήμερα βλέπει το τότε και ασκεί κριτική και στο σήμερα και στο τότε. Ένας νοσταλγός, όχι του χρόνου που πέρασε, αλλά του ονείρου που ξέφτισε, είναι. Γιατί κι εκείνη η «μπάλα» που του «κλέψανε ο αέρας και το κύμα», ξεβράστηκε «προχθές στης μνήμης τ’ Αρχιπέλαγος» και έφτασε φαντάζομαι με το κοίλον ξεφουσκωμένο πια από τα τόσα στη θάλασσα δεινά. Κι όλα τα πράγματα παίζουν διπλά. Σαν τα μαχαίρια που μαχαιρώνουν και τα καρπούζια και τα όνειρα.

Στο ποίημα «Μένουμε Ελλάδα» ο τίτλος παραπέμπει στην ωραία εκπομπή της ΕΤ 1, η οποία προβάλλει τις ομορφιές της ελληνικής γης, προορισμούς διακοπών εξαίσιους. Και ο ποιητής, περιμένοντας ώρες ατέλειωτες το καθυστερημένο πλοίο, έχει την ευκαιρία να στοχαστεί πάνω στην ασυνέπεια των δρομολογίων, στη βλάβη του πλοίου και άλλα τινά που μεταβάλλουν τις όμορφες διακοπές σε ταλαιπωρία. Και κάποτε φθάνει στον όμορφο προορισμό. Στην ωραία εξοχή, και ξαπλώνει το κορμάκι του να ξεκουραστεί. Και να ο κόκορας που επιμένει να παριστάνει το ξυπνητήρι, να τα τζιτζίκια που επιβεβαιώνουν τη ζωντάνια του καλοκαιριού, να τα κουνούπια-βαμπίρ σε λιλιπούτεια εκδοχή, να οι τσούχτρες με λυσσασμένη από το αλάτι αδημονία (σκύλες και χάρυβδες), όλα τα ασήμαντα και σημαντικά πιασμένα χέρι χέρι στον χορό των ματαιώσεων και των απομυθοποιήσεων· «Μένουμε Ελλάδα».

Ναι, εμείς μένουμε Ελλάδα αλλά η Ελλάδα προχωράει. Και η συλλογή προχωράει. Ποιος στέκεται πια στη στάση του λεωφορείου; Ζούμε στην εποχή του «τέσσερα επί τέσσερα». Από τη Γραμματική στην Αριθμητική, μάθημα χρησιμότατο στο δημοτικό, χειροπιαστό. Ήξερες πόσο κάνει το ένα για να βγάλεις τα πολλά. Με την εξέλιξη όμως και τα αφηρημένα ανώτερα μαθηματικά χάσαμε τον λογαριασμό. Δεν ξέρεις πόσα θα σου στοιχίσει το «τέσσερα επί τέσσερα» της προόδου.

Και οι λουκουμάδες είναι πια («παραδομένη στο μέλι του ήλιου», λέει ο Σεφέρης για την κουκουβάγια που τελικά ήταν γεράκι) παραδομένοι στις μύγες, λέει ο Στρούμπας· «σκλάβοι στα δεσμά τους» και μας κλείνει το μάτι σαν Θεοτόκης. Η σανίδα για τη θάλασσα, δεν είναι σανίδα σωτηρίας αλλά μήλον της έριδος για τα παιδιά του που, τελικά, «βρεγμένη θα την πάρουν και τα δυο». Οικεία κακά. Η ανακοίνωση του καπετάνιου για τον «έλεγχο των υπεραρίθμων» του θυμίζει ότι είναι δημόσιος υπάλληλος. Και όπως φεύγει το πλοίο και φωτογραφίζει το όμορφο τοπίο: παραλία, βαρκάκια, παιδιά, μαγκάκια, βουνά και βουναλάκια, θάμνοι, πιο ψηλά η «Πολιούχος εκκλησιά/ Παντεπόπτρια/ Παντογνώστρια/ Και στα ουράνια της κορφής και της κορνίζας/ Ύψιστες/ Άναρχες/ Υπερούσιες/ οι Κεραίες της Κινητής Τηλεφωνίας». Μάλιστα. Έτσι έχουν τα πράγματα κι η πρόοδος. Όμως ο ποιητής θα κάνει ζουμ και θα αφαιρέσει από την ωραία φωτογραφία τις κεραίες! Και τότε θα χτυπήσει το κινητό του με «σήμα καμπάνα» για να του υπενθυμίσει ότι δεν μπορεί να τις αγνοεί. Τις κουβαλάει πάνω του. Αυτές είναι εκεί, ψηλά, πιο ισχυρές από το ιστορικό, ηρωικό ΚΚΕ και ΚΚΣΕ. Αυτά είναι και τα δύο παρελθόν. Το παρόν ανήκει στο ΚΚΤ: Κεραίες Κινητής Τηλεφωνίας!

Η εθνική οδός που κάποτε περνούσε από τις Θερμοπύλες άλλαξε και αυτή. Και ως ευέλικτος δρόμος παρέκαμψε τον Λεωνίδα. Τώρα μόνο στα Καμένα Βούρλα γίνεται στάση. Τουριστική ζώνη, χωρίς Εφιάλτες. Ο Λεωνίδας μόνος, ενικός αριθμός και αυτός, φυλάει τις Θερμοπύλες. Και από τα «συναισθηματικά» παλαιομοδίτικα στους εύγευστους κουραμπιέδες Καρβάλης. Εκεί γίνεται και η στροφή και η μετάλλαξη της ευμάρειας. Στην παραλία η Ελλάδα «σαν κουρελιάρα, σαν ζητιάνα» πίνει νερό από το ψυγείο πάγου. Η Δημοκρατία μας, που απαλλάχτηκε από τον γύψο της επταετίας, επιστρέφει στον πάγο. Η Ελλάδα και η πρόοδος έκαναν μια εξωφρενική πιρουέτα. Άστραψε η πρόοδος, έλαμψε ο νεοπλουτισμός και έπειτα όλα ξαναγύρισαν εκεί που ήταν κάποτε. Από τον χουντικό γύψο στον σύγχρονο πάγο, η ενδιάμεση, όποια, χλιδή υπήρξε απλώς ένα διάλειμμα μιας μικρής χώρας, πιόνι και παίγνιο των μεγάλων δυνάμεων ήδη πριν καν δημιουργηθεί με την Ελληνική Επανάσταση…

Τελικά ο Στρούμπας δεν είναι άνθρωπος του κοπαδιού, ωστόσο ακόμα και μέσα στο κοπάδι μπορεί να είναι απομονωμένος και ενικός. Μέσα στον θόρυβο μπορεί να πιάνει τους ήχους. Επιμένοντας στον «ενικό τουρισμό» στην απομόνωσή του, στα βιβλία του και στα χαρτιά του, στη γυναίκα του και στα παιδιά του, παρατηρεί και καταγράφει πώς οι νεόπλουτοι έπρεπε να τα χάσουν όλα για να καταλάβουν ότι η μεγαλομανία είναι ύβρις και η ύβρις αρχαιόθεν τιμωρείται. Ούτε ο ήλιος δεν μπορεί να υπερβεί τους κανόνες, λέει ο Ηράκλειτος. Μόνο που όταν φτάνει η ώρα της τιμωρίας το κακό έχει γίνει.

.

 

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ

«τα ποιητικά» τ. 23

Το τρίτο ποιητικό βιβλίο του φιλόλογου Γιάννη Στρούμπα (ΓΣ) «διατρέχει» από πολλές πλευρές τη σαραντάχρονη αποπνικτική καθημερινότητα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας (1974-2014). Περιδιαβαίνει επαρχιακά θέρετρα, τόπους αναψυχής, θαλάσσιες και χερσαίες διαδρομές/επιδρομές κατά το ήμισυ «Με το μικρό αστικό» των μέσων μαζικής μεταφοράς και κατά το έτερο ήμισυ με το ιδιωτικό «Τέσσερα επί τέσσερα» της νεόπλουτης δημοκρατίας, και εναρμονίζεται με τα περιεχόμενα των αντίστοιχων ενοτήτων της συλλογής, τα οποία με δυο κουβέντες υπηρετούν ένα προσωπικό πρόγραμμα παρατηρητικής περιήγησης σε τόπο και χρόνο, ο οποίος ασφαλώς παραπέμπει σε γενικευμένες συνήθειες και συμπεριφορές της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Το χρονικό εύρος αλλά και οι απροκάλυπτες διαθέσεις του ΓΣ, σε ό,τι αφορούν τους στόχους της συλλογής, οριοθετούνται από το αρκτικό και το ύστατο ποίημα: και στα δύο ποιήματα, με την εκδίπλωση άκρως πολιτικού λόγου, διαγράφεται η χωλή πορεία της δημοκρατίας στην Ελλάδα, που την παρακολουθούμε να μετακινείται προσωποποιημένη από το γύψο της δικτατορίας στην κατάψυξη της μεταπολιτευτικής περιόδου. Σε αυτό το περιβάλλον, της μεταπολίτευσης, συντελείται η ενηλικίωση του ποιητικού υποκειμένου, το οποίο επωφελείται από τις αλόγιστες υλικές παροχές, που συν τω χρόνω κατακλύζουν τη χώρα, και οικοδομεί το κοινωνικό του προφίλ πάνω στο σαθρό ελληνικό μοντέλο. Ένα μοντέλο με νεοπλουτίστικες τάσεις, στροφή στην εύκολη (τουριστική) εκμετάλλευση, στην κατασπατάληση των πλουτοπαραγωγικών μας αποθεμάτων και την έλλειψη εσωτερικής καλλιέργειας. Στον πρώτο κύκλο-ενότητα ποιημάτων, που φέρει τον τίτλο «Με το μικρό αστικό», η θεματογραφία υφαίνει τον κοινωνικό ιστό μέσα στον οποίο ζει και ανδρώνεται ο (ολίγον τι ερωτευμένος, ακροώμενος και ομιλών) έφηβος, παρατηρώντας με βουλιμία τον γύρω του αποκαλυπτόμενο κόσμο. Τον έλκουν οι νεαρές τουρίστριες, οι μικροαπολαύσεις των αισθήσεων, τον κατατρώει η αδημονία της ενηλικίωσης, η ανεξαρτησία. Με αφορμή κάποιες διακοπές σε αιγαιοπελαγίτικο νησί θίγει τα κακώς έχοντα των υποδομών της χώρας και θεωρεί ότι η διάχυτη λειτουργική αρρυθμία και η έλλειψη προγράμματος και συντονισμού οφείλονται στο γεγονός ότι «μένουμε Ελλάδα», αφού οι Έλληνες στις διακοπές τους εξακολουθούν να παραμένουν περιχαρακωμένοι στον εαυτό τους, αναζητώντας διακαώς ησυχία και ανάπαυση και αδιαφορώντας για τη φύση, την ομορφιά, τις όποιες συνθήκες, δυσχερείς και μη, επιβίωσης των διπλανών εργαζομένων. Στη δεύτερη ενότητα («Τέσσερα επί τέσσερα») το ενηλικιωμένο αλλά ενίοτε παλινδρομών χρονικά υποκείμενο επιβιβάζεται στο πολυτελές ΙΧ της δημοκρατίας και ταξιδεύει μαζί της εκεί όπου οι Έλληνες απολαμβάνουν μόνιμες διακοπές μη έχοντας ακριβή συναίσθηση της πραγματικότητας. Κι εδώ η οπτική του ΓΣ δεν αλλάζει ως προς την κριτική στάση απέναντι στα εξωτερικά ερεθίσματα και τις συμπεριφορές. Διαφοροποιείται όμως και καθορά τον κόσμο υπό το πρίσμα της αυξημένης συνευθύνης στις εξελίξεις. Θύμα των περιστάσεων, αυτοπροσδιορίζεται ως «σκέτη επιφάνεια ανούσια και πληκτική», ένας από εκείνους που εμφανίζονται δίπλα στο ειδυλλιακό τοπίο έχοντας μαζί τους σουβενίρ περιττά, απότοκα του υπερκαταναλωτισμού της καπιταλιστικής νοοτροπίας. Δεν ομφαλοσκοπεί ατομοκεντρικά αλλά, διατηρώντας τον έλεγχο της εσωτερικής αναταραχής που τον διακατέχει, με προμελετημένη ψυχραιμία –και (έμμεση) μαχητικότητα– αναφέρεται στα κοινωνικά πάθη των Ελλήνων.

Ο ΓΣ σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται, ειρωνεύεται, σχολιάζει με σκωπτική διάθεση, χρησιμοποιεί το χιούμορ και την έκπληξη για να αμβλύνει τις αρνητικές εντυπώσεις και την τυχόν πεσιμιστική διάθεση του παρατηρητή-αναγνώστη μετά τη γυμνή αποκάλυψη της αλήθειας του. Από τα καταγγελτικά πυρά δε διαφεύγουν ούτε η βολεμένη γενιά της επταετίας 1967-74 –ιδίως όσοι αντιστάθηκαν στο καθεστώς εκ του ασφαλούς διαμένοντας στο εξωτερικό– ούτε οι ενδοοικογενειακές κοκορομαχίες και διαμάχες. Πουθενά, ωστόσο, δεν αφήνει την απογοήτευση να διαβρώσει το λόγο του, δεν δραματοποιεί ούτε καν τις πιο ακραίες καταστάσεις. Απλά περιορίζει στο ελάχιστο την αμφισημία, αποκαθηλώνει τα σύμβολα, ζυμώνει το ρεαλισμό με την περιπαικτική διάθεσή του και συνεχίζει την καταμέτρηση…

Οι ενδείξεις ότι πρόκειται για μια εντελώς διαφορετική περίπτωση ποιητικής, που δεν συναντάται συχνά στη μαζική παραγωγή της περιόδου που διανύουμε και δεν στηρίζεται στην εκζήτηση ούτε στην κρυπτικότητα του λόγου, είναι πυκνές. Είναι ποιητική ρέουσα, ιδιότυπα κατακριτικޞ επισημαίνει με επιγραμματικότητα και σαφήνεια τις φυλογενετικές αδυναμίες του νεοέλληνα, και εκφράζει συνοπτικά ένα μεγάλο μέρος από τους προβληματισμούς που ο ΓΣ έχει σχολιάσει με δοκιμιακό τρόπο στο Άσυλο Ανιάτων του (Καλλιγράφος, Αθήνα 2013). Σαν αποτέλεσμα της ίδιας τακτικής από τους στίχους απουσιάζουν η νοσταλγία, η απαισιοδοξία, η μελαγχολία. Το παρελθόν σχηματοποιείται με περιγραφική διάθεση, εύθυμο και χαρούμενο. Τα σύκα παραμένουν σύκα και η σκάφη σκάφη. Τα ποιήματα δεν χρειάζονται αποκωδικοποιητή, διαθέτουν αμεσότητα, επικοινωνιακή δύναμη, απλό λόγοž οι υφολογικές επιλογές και η κοινωνικο-πολιτική θεώρηση του κόσμου παραπέμπουν στο Γιάννη Σκαρίμπα και το Μανόλη Αναγνωστάκη. Από μια άποψη ο ΓΣ εκσυγχρονίζει αρκετά νεωτερικά στοιχεία για να δομήσει την ποιητική του. Κατά διαστήματα χρησιμοποιεί ιδιωματικές λέξεις της βόρειας διαλέκτου στην προφορική μορφή τους (φωνεντοφαγωμένες). Η εμφάνισή τους συνδέεται με την πρόθεσή του να παρουσιάσει πρωτότυπη ομοιοκαταληξία και να αποφορτίσει τη βεβαρημένη ατμόσφαιρα. Το εξώφυλλο και τα σχέδια της συλλογής είναι του ζωγράφου Νίκου Οικονομίδη, γνωστού για τις εικαστικές του εμπνεύσεις από την ποίηση.

Μετά από αυτές τις επισημάνσεις ο τίτλος Γραφείον ενικού τουρισμού θα μπορούσε κάλλιστα να αναδιατυπωθεί, σε μια πιο διευρυμένη μορφή, ως «Γραφείον ε(λλη)νικού τουρισμού», έναν οικείο δηλαδή τόπο με τον οποίο λίγο πολύ όλοι μας γνωριζόμαστε…

 

.

ΗΛΙΑΣ ΤΣΕΧΟΣ 

Faretra 27/5/2016

Έχοντας νου βιβλιοθήκη και μνήμη την καρδιά, διαβάζοντας την ποίηση του Γιάννη Στρούμπα, ενός εκλεκτού του μέλλοντος, τόσο απλά οργωμένου, σ΄έναν κόσμο που τιμά κι υποστηρίζει ν΄αναπνέει, απίστευτης δροσιάς ανάγνωση, αργά αργά να πολυαγαπιέται, οργανωμένα, επιμένοντας στην ανάγνωση παρά στη γραφή, μην απορείτε,μη θεωρήσετε πως όσοι σταθμοί υπάρχουν, υπάρχουν τόσα τρένα, αιωνίως περασμάτων… Ταξιδέψτε με άνεση και λυγερές φαντασιώσεις “ΓΡΑΦΕΙΟΝ ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ”, πάντα ακρίτες… Η ποίηση να πεζολογεί, η πεζολογία να ευωδά φλαμούρι, βάσανο φωτογραφίες κοιτώντας, βάσανο να φωτογραφίζεις και με το παραπάνω να φωτογραφίζεσαι…Είναι “φτωχή” η καρδιά των “άλλων” να πλουτίζει, ειρήνη πόλεμος βαθύς…

Ο ποιητής με ευγενή όπλα ενστίκτου, πάνω από τις αλήθειες, χαμένος ή κερδισμένος, ούτε σημαίνον, μήτε σημαινόμενο … Το ”Καμένα Βούρλα” ποίημα, διασχίζει ξεσκίζοντας Ελλάδα σε ανεπανάληπτα “πορνό”, στα κόσκινα η σκονισμένη…

Γιάννης Στρούμπας , ο πλάστης της καθημερινότητας, που όμως αυτή, αυτός, πεθαίνουν γιορτινά και είναι ο σκοπός, ο χορός μας !

ΜΠΑΛΑ ΜΟΥ ΠΕΛΑΓΙΣΙΑ

Κείνη τη μπάλα που παιδί / μου κλέψανε ο αέρας και το κύμα

λικνίζοντάς την πέρα μέσα / στου πέλαγου το βαθύ, το σκούρο ρίγος

Τη βρήκα τελικά προχτές / στης μνήμης τ’ αρχιπέλαγος

ΘΗΛΥΚΑ ΒΑΜΠΙΡ

Μου διέφυγε να ελέγξω / αν το δωμάτιο έχει σήτες

κι απ’ τα τσιμπήματα / έγινα κόσκινο

“Κόσκινο”; Σήτα κανονική

Αν σε πετύχω, θα σε λιώσω / Βρομοκούνουπο

Με αίμα λέει, τρέφονται / μόνο τα θηλυκά

Θηλυκά βαμπίρ! / Μάλλον αρχίζω να εννοώ

πως βγήκε ο όρος / Βρομοθήλυκο

ΑΧΙΒΑΔΑ

Και που επιπλέω στη θάλασσα αμέριμνος

μια αχιβάδα πάει να μ’ αρπάξει

Κάνω να φύγω μες στο πανικό μου

μα το ισχυρό της ρεύμα με τραβά στο στόμιο της

Ανοίγει τα κο-χείλια της και με καταβροχθίζει

Τώρα λάμπω ολόκληρος / μαργαριτάρι στο λαιμό της

ΠΛΑΪ ΣΤΟ ΚΥΜΑ

Κύμα πλάι στα πεύκα / Πεύκα πλάι στον δρόμο

Δρόμος πλάι στο βουνό / Βουνό πλάι στα σύννεφα

Σύννεφα πλάι στον ήλιο / Ήλιος πλάι στα κορίτσια

Κορίτσια πλάι σε μένα / Εγώ πλάι στο κύμα

Καυτό κύμα δροσιάς

ΚΟΥΡΑΜΠΙΕΔΕΣ ΚΑΡΒΑΛΗΣ

Γαμώ τα ενθύμιά μου μέσα. Παντού γέμισε άχνη.

 

.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΧΙΖΑΣ   

Αυγή 21/5/2016

Ο ποιητής συσχετίζει την άνωθεν πολιτική διαφώτιση με αυτήν που παράγεται μέσω των κινητών, με το εξελισσόμενο δίκτυο ΚΚΤ. Η συσχέτιση έχει κάτι το ακροβατικό, αλλά έτσι συμβαίνει με κάθε «ποιητική άδεια»: Μας βάζει σε συνειρμούς, για να μας δείξει το αφανές πίσω από το προφανές των λόγων…

Δεν πρόκειται για το Κάπα-Κάπα – Τανζανίας ή Ταϊλάνδης, αλλά για τον τίτλο ποιήματος του Γιάννη Στρούμπα.

«Από ΚουΚουΕ κάτι έχω ακουστά

Από ΚουΚουΣΕ το ίδιο

Μέχρι και από ΚουΚουΚου.

Μα από ΚουΚουΤου;

Ποιος Κομμουνισμός να ενεδρεύει εδώ;

Κεραίες Κινητής Τηλεφωνίας.

Εδώ να δεις υψίστη διαφώτιση

Εδώ να την ακούσεις»

Ο ποιητής συσχετίζει την άνωθεν πολιτική διαφώτιση με αυτήν που παράγεται μέσω των κινητών, με το εξελισσόμενο δίκτυο ΚΚΤ. Η συσχέτιση έχει κάτι το ακροβατικό, αλλά έτσι συμβαίνει με κάθε «ποιητική άδεια»: Μας βάζει σε συνειρμούς, για να μας δείξει το αφανές πίσω από το προφανές των λόγων.

Σε ένα άλλο ποίημά του ο Στρούμπας εκθέτει το πρόβλημα της δυσμορφίας του τοπίου λόγω κεραιών, κι ακόμη τη σημερινή τεχνική διευκόλυνση της φωτογραφικής έξωσης των ενοχλητικών όψεων από το κάδρο. Όλα αυτά δεν οδηγούν σε ένα πνεύμα απολύτως Αντικουκουταφιστικό – θα λέγαμε, όπως στις απαρχές της ΚΤ εν Ελλάδι, όταν πολλοί υπερηφανεύονταν για τη μη κτήση και μη χρήση κινητού: Αντίθετα, μας οδηγούν στην υιοθεσία ενός αναρχοδεξιού συνθήματος, που πέρασε από τοίχους και στόματα μέχρι να παραγκωνισθεί από πλέον επίκαιρα. Το σύνθημα ήταν «το πολύ το Κάπα Κάπα κάνει το λαό μ@λ@κ@»…

Οι αρχαίοι έλεγαν «παν το πολύ τη φύσει πολέμιον», επιτρέποντας στους επιγόνους να αναφέρονται στο «πολύ κοντινό», με την αξιοποίηση της φυσικής επιστήμης. Το «πολύ κοντινό» στην περίπτωση της κινητής τηλεφωνίας είναι οι κεραίες που παραβιάζουν τις αποστάσεις ασφαλείας και εκθέτουν ενήλικους και ιδιαίτερα ανήλικους σε κινδύνους – επιβεβαιωμένους ή προς το παρόν αστάθμητους. Πρόσφατα μια ομάδα πολιτών από το Μαρούσι και άλλες περιοχές της Αθήνας προχώρησε σε διαμαρτυρία έξω από την ΕΡΤ, σχετικά με το πρόβλημα των ακτινοβολιών ΚΤ προέλευσης: Οι πολίτες ζήτησαν την αναγνώριση νέων και μάλιστα χαμηλότερων ορίων επικινδυνότητας, την απομάκρυνση και απαγόρευση κεραιών σε απόσταση μικρότερη των 300 μέτρων από σχολεία, παιδικούς σταθμούς, κ.λπ., ενώ επίσης έβαλαν το ζήτημα της «ορθής» και ελεγχόμενης χωροθέτησης των κεραιών.

Στο μεταξύ όμως «η Ελλάδα ταξιδεύει», θα έλεγα αξιοποιώντας τη στιχουργική του Σεφέρη: Δηλαδή ταξιδεύει προς ένα καθεστώς υπερχορήγησης κινητής τηλεφωνίας και μάλιστα με βάση μια καλπάζουσα τεχνολογία σούπερ κινητών, που συσσωματώνουν απίθανες χρήσεις. Ως νέος Ιούλιος Βερν της ΚΤ έχω από καιρού αναφερθεί στη πιθανότητα των γεωλογικών κινητών (χρήσιμα για εξερευνητές σπηλαίων ή εργαζόμενους του εξορυκτικού κλάδου) ή σε υποβρύχια κινητά, για αυτοδύτες! Όμως ό,τι και να γίνει, ακόμη κι αν τα κινητά του μέλλοντος τηγανίζουν πατάτες, η υγεία είναι πάνω απ’ όλα…

.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΑ

vakxikon τ.36

Στο καλοκαίρι με τους ανοικτούς ορίζοντες, τα όμορφα νησιά, τις παραλίες, τα λιμάνια, τις περιηγήσεις, στο φωτεινό παραλήρημα της χαράς μάς ταξιδεύει η καινούργια ποιητική συλλογή του Γιάννη Στρούμπα. Γεμίζουμε από τη φωτεινή ευδαιμονία των χρωμάτων, όμως μέσα σε αυτό το πανηγύρι της λαχτάρας για ξενοιασιά αναδύεται κι ένας άλλος πόλος, μια έντονη τάση του για στοχασμό, κριτική τοποθέτηση απέναντι σε ζωτικά προβλήματα και καταστάσεις που επιτακτικά μας ταλανίζουν. Έτσι ο ποιητής με έξοχη μαστοριά συμπλέκει το ατομικό με το συλλογικό. Κι είναι μέσα στην προοπτική του συλλογικού που το ατομικό αναδύεται καλύτερα. Πέρα από ψευδαισθήσεις, με οξύ και διεισδυτικό πνεύμα οι στίχοι του βάζουν βαθιά το μαχαίρι στο κόκκαλο για την κακοδαιμονία μας ως κοινωνία. Αν και γεννημένος το 1973, ένα χρόνο πριν τη Μεταπολίτευση, η ρητή καταγγελία του για την παρακμή και την έκπτωση των αξιών αρχίζει από τα χρόνια της επταετίας της Χούντας και φτάνει μέχρι τις μέρες μας με το τέλμα της κρίσης και χρεοκοπίας.

Ο ποιητής με εύγλωττο, πρωτότυπο και αιχμηρό σαρκασμό κάνει μια γενναία ανατομία της κοινωνικής πραγματικότητας. Σύμφωνα με την περιγραφή του στο πρώτο ποίημα της συλλογής, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «ΤΑ ΜΠΑΝΙΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ», η χώρα μας επί επτά χρόνια στο γύψο της Χούντας, σαν μια ελαφρόμυαλη μικροαστή, εκείνο που προσδοκούσε ήταν να ανοίξει περπατησιά για καλοπέραση και ανεμελιά. Έτσι, σαν φυσική συνέχεια, η μικροαστική δημοκρατία της Μεταπολίτευσης, κάτω από τη βιτρίνα και τα παχιά λόγια, δεν είχε ως στόχο να πραγματοποιήσει υψηλά ιδανικά και ιδεώδη για έναν καλύτερο κόσμο με δικαιοσύνη, αλληλεγγύη, αξιοκρατία. Από τότε, με έκδηλη την απουσία κάποιου οράματος που θα φέρει συλλογική ανάταση και προκοπή, η κοινωνία στρέφεται σε ένα στενό ορίζοντα όπου κυριαρχεί η ροπή για διασκέδαση κι απολαύσεις. Η ρηξικέλευθη αυτή καταγγελία του Στρούμπα προχωράει ακόμα περισσότερο στο μέσο σχεδόν της συλλογής με το ποίημα «ΕΝΤΟΣ,ΕΚΤΟΣ ΚΙ ΕΠΙ ΤΑ ΑΥΤΑ», όπου με μαστοριά εικονογραφεί το ξεσάλωμα για καταναλωτική μανία, επίδειξη πλούτου, ευμάρειας πάνω από κάθε μέτρο. Αξίζει να παραθέσουμε ενδεικτικά στίχους από το ποίημα: «Δεν περιμένει πια το αστικό./Με τέσσερα επί τέσσερα/το στερημένο παρελθόν ξορκίζει/γκαζώνοντας στην παραλιακή./Πλαστό αμερικάνικο ρόουντ μούβι/προδομένο απ’ το τσεμπέρι./ Μετοχές, επιδοτήσεις, κότερα, εξοχικά».

Το ξήλωμα κάθε υποκρισίας, η πλήρης απογύμνωση ως προς την ένδεια αξιών της συλλογικής πραγματικότητας, δημιουργεί στον ποιητή απογοήτευση, πνευματική και συναισθηματική ασφυξία, που εκτονώνεται στους στίχους με καυστικό χιούμορ, πικρή ειρωνεία, αλλά και αυτοσαρκασμό. Είναι χαρακτηριστικοί οι στίχοι από το ποίημα ΚΟΠΑΔΙ: «Κοπαδιαστά το καλοκαίρι/ν’αρμυρίζουμε ζητάμε στα μπιτς μπαρ/Μα μόλις πάρει να χαλάει ο καιρός/ σε μπαρ της πόλης χειμαδιά/διαχειμάζουμε». Με δεδομένη την αποστροφή του για την κοινωνική κατάσταση αναδιπλώνεται στον εαυτό του, προσπαθώντας να τον προσδιορίσει μέσα στο αλλοπρόσαλλο χάος που τον περιβάλλει, και παράλληλα να βρει στήριγμα στις δικές του σκέψεις, επιθυμίες, αισθητικές αναζητήσεις, τις οικογενειακές σχέσεις, καθώς και στη νοσταλγία του για τα εφηβικά του χρόνια με τις τόσες εκφάνσεις της ερωτικής αφύπνισης και των φλερτ.

Καθώς το «Γραφείον Ενικού Τουρισμού» ( στίχος που δίνει τον τίτλο στη συλλογή) δεν είναι άλλο παρά ο ίδιος ο θάνατος που οδηγεί στον Αχέροντα, κι ανά πάσα στιγμή ενδέχεται να μας αρπάξει το δώρο της ζωής, το ποιητικό υποκείμενο ενδίδει εν πλήρει γνώσει στην απόλαυση των ονειρεμένων νησιών, στην αποθέωση των ωραίων σωμάτων σε παραλίες και καταγάλανες θάλασσες. Αυτή είναι η καταφυγή του ενάντια στα κοινωνικά αδιέξοδα αλλά και στις προσωπικές του στενάχωρες καταστάσεις.. Αποστρέφεται τους ενοχλητικούς συγγενείς, την οποιαδήποτε ρουτίνα που τον αναγκάζει στα ίδια πληκτικά πράγματα, τις μικρές και μεγάλες ταλαιπωρίες που υφίσταται από την κακοδαιμονία της ασυνέπειας και των αυθαιρεσιών που συναντάει γύρω του.

Σε νησιά της άγονης γραμμής, μακριά από «την κιτσάτη γκλαμουριά των κοσμικών», η ευαισθησία του ποιητή αποθησαυρίζει την ομορφιά και των πιο ταπεινών πλασμάτων όπως αχιβάδες, μύδια, χελώνες, μέδουσες, σπουργίτια της παραλίας, ενώ συγχρόνως μέσα από σκέψεις ανοίγει έναν νοητό διάλογο μαζί τους που μας ξαφνιάζει ευχάριστα για την ουσιαστικές αλήθειες που ποιητικά αναδύονται. Με την προσοχή του πάντα σε εγρήγορση στα θέρετρα και στις παραλίες, επίσης παρακολουθεί κινήσεις και συμπεριφορές των παραθεριστών που σηματοδοτούν τις αντιφάσεις στα δίπολα: σκληρότητα και τρυφερότητα, χαλάρωση και απειλή, ερωτική προδιάθεση και πρόκληση, αισθητική ομορφιά του τοπίου και εισβολή της ασχήμιας από τα μέσα της τεχνολογίας, όπως οι κεραίες της κινητής τηλεφωνίας.

Μέσα στον ανοικτό ορίζοντα της θάλασσας, των παραλιών, των Εθνικών οδών, του ήλιου και της άμμου, ο Στρούμπας βγάζει μια κραυγή αγωνίας, ενώ συγχρόνως προσπαθεί να την κατευνάσει με την παράδοσή του στην ευδαιμονία των αισθήσεων και τη διονυσιακή όψη της ζωής. Αφήνει ένα δυνατό στίγμα της ιδιότυπης αντισυμβατικότητάς του, αλλά και της ικανότητάς του να εμβαθύνει σε προβληματισμούς που αγγίζουν καίρια και φτάνουν μέχρι το ζήτημα της τωρινής κρίσης και χρεοκοπίας. Με μεστή κι εύστοχη γραφή κατορθώνει να μας πείσει για τους προβληματισμούς του και να μας παρασύρει στο «καυτό κύμα δροσιάς» του καλοκαιριού με τις ποικίλες εκφάνσεις του.

.

ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ

Η ενική ειρωνεία του Στρούμπα

Η ειρωνεία στην ποίηση αποτελεί μια σταθερή εκφραστική διέξοδο ήδη από την εποχή του ρομαντισμού. Μολονότι εμφανίζεται αδιαλείπτως από τα πρώτα βήματα της ποίησης (επική και λυρική) με διάφορες μορφές, στην ποίηση με την ατομική νεωτερική προσέγγιση αποκτά νέα διάσταση στους ρομαντικούς ποιητές. Αποτελεί μια διαφορετική οδό συναισθηματικής μεταφοράς ενός μηνύματος του ποιητή ως ενεργού υποκείμενου/ατόμου, μακριά από τη στιχόμορφη ρητορική, αν και στην μεταμοντέρνα ελευθεροστιχία απεκδύθηκε την εκφραστική “αρτιότητα” του μοντερνισμού.

Η μεταμοντέρνα ποίηση την υιοθέτησε και την ενέταξε στο δικό της οπλοστάσιο μακριά από τις συμβάσεις του μοντερνισμού. Μάλιστα στο μετανεωτερικό πνεύμα άρνησης της βιομηχανίας ερμηνευτών στην ποίηση, ο ειρωνικός στίχος έγινε απλούστερος και πιο διαχυτικός, πιο κοντά στον προφορικό λόγο, κάτι που έκανε πολλούς να μην τη δουν ως “σοβαρή” ποίηση[1].

Ο σαρκασμός χρησιμοποιήθηκε από όλες τις γενιές για να ορίσει τελικά τον εκάστοτε σύγχρονο τρόπο ανάγνωσης. Έτσι μακριά από τη λυρική/ρομαντική ή επική ειρωνεία των προηγούμενων περιόδων, καταγράφεται ένας σαρκασμός ανεκδοτολογικού τύπου στον οποίο λανθάνει μια προσπάθεια αντίστασης σε μια κατάσταση ή άποψη που πονά το δημιουργό. Λειτουργεί με την επίκληση του δηκτικού συναισθήματος ως ένα εκφραστικό όπλο του ποιητή. Άλλωστε, στόχος της ποίησης είναι ακριβώς η ενσωμάτωση του περιεχομένου στο συναίσθημα.

Βέβαια η ειρωνεία είναι ένα τόσο συγκεχυμένο φαινόμενο ώστε μοιάζει με απόπειρα να συγκεντρώσει κανείς την ομίχλη, ενώ άλλοτε χαρακτηρίζεται μητέρα της σύγχυσης[2]. Εξάλλου, μεγάλη ποικιλία έχουν και τα μέσα έκφρασής της, όπως ακριβώς και το αποτέλεσμα, η πρόθεση, το συναίσθημα, το κωμικό ή τραγικό ή επικό στοιχείο, ενώ με τον καιρό άρχισε να αποκτά και διττό χαρακτήρα.

Και η ειρωνεία ως ποιητικό τέχνασμα βρίσκει πλήρη έκφραση στη νέα ποιητική συλλογή του Γιάννη Στρούμπα «γραφείον ενικού τουρισμού» (καλλιγράφος, 2016). Μία “θερινή” ποιητική που φέρνει σε αντίθεση τον πικρό σαρκασμό προς τους φωτεινούς χώρους, την καλοκαιρινή ραστώνη προς το απότομο ξύπνημα της σκληρής πραγματικότητας στην οποία με δηκτικό χιούμορ επανέρχεται ο ποιητής.

Μα η ποιητική του Στρούμπα δεν είναι μελαγχολική. Το μειδίαμα που αφήνει ο σαρκασμός του στα χείλη, φέρνει ένα τραυματισμένο μούδιασμα κι έρχεται σε αντίθεση προς τη θερινή αγαλλίαση κι αισιοδοξία· μα δεν φτάνει στο πεσιμισμό. Η απογοήτευση ισορροπεί με το χαμόγελο και το φως, με τη σύσπαση του ξαφνικού εσωτερικού πόνου.

Η κριτική του Στρούμπα πληγώνει είναι η αλήθεια. Πονά τον ακροατή/αναγνώστη γιατί δεν στρέφεται απέναντι στην εξουσία, αλλά αγγίζει όλη την κοινωνία. Από τα μέσα επικοινωνίας, μέχρι τις τηλεποικοινωνιακές εταιρείες και τον μικροπωλητή ή τον ίδιο τον πατέρα που βλέπει στο πρόσωπο του γιου τον δικό του απροσάρμοστο εαυτό, από τα “μπάνια του λαού” μέχρι την παραλιακή επιδεικτική σεξουαλικότητα. Άλλωστε, ο Στρούμπας δεν βλέπει την κρίση μόνο στενά στην πολιτική και την οικονομία, αλλά και στην ίδια τη συμπεριφορά των ανθρώπων.

Η πραγματικότητα η ίδια που περιβάλλει τον ποιητή φαντάζει τραυματική. Μα ο δημιουργός δεν μένει στην αποτύπωση του τραύματος. Επικαλείται το πικρό χαμόγελο και ενεργοποιεί τις αφιονισμένες συνειδήσεις μέσα από την ποιητική ειρωνεία. Και τούτη είναι παρούσα σχεδόν σε κάθε στίχο με όλες τις δυνατές εκφραστικές αποτυπώσεις της: ερωτήσεις, ξάφνιασμα του αναγνώστη/ακροατή, λογοπαίγνια ή αποφθεγματικό χιούμορ, περιπαικτικό ύφος ή αυτοσαρκαστικό χιούμορ.

Ο ίδιος άλλωστε ο τίτλος της συλλογής εκφράζει με προκλητική αμεσότητα την ειρωνική διάθεση του ποιητή, που μέσα στον ενικό αριθμό του στέκεται μακριά από το πλήθος και το παρατηρητή, δίχως όμως να εξαιρεί τον εαυτό του. Το ποιητικό εγώ είναι πάντα παρόν, είτε σαν παρατηρητής είτε σαν πρωταγωνιστής πάντα με μία αφηγηματική εσωτερική εστίαση ζωντανεύοντας με μια σκηνική μονολογική διάσταση (stand up comedy). Έτσι, η αυτοαναφορικότητα γίνεται αναπόσπαστο εκφραστικό τμήμα της ποιητικής ειρωνείας.

Με λόγο προφορικό, έως και δημώδες, ο Στρούμπας εκθέτει τον εσωτερικό του πόνο, όλες εκείνες τις σκέψεις που σχεδόν κάθε ένας κάνει σε διάφορες στιγμές, λειτουργώντας έτσι ως η ποιητική συνείδηση του κοινού, που όμως κρύβεται κάτω από τη συνήθεια και την αποδοχή ως φυσικού φαινομένου όσων ενοχλούν.

.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ

“Poetix” (τεύχος 16, φθινόπωρο/χειμώνας 2016):

ΤΑΞΙΔΙ ΝΑΥΑΓΙΟ

Με την τρίτη κατά σειρά, καλαίσθητη εκδοτικά, ποιητική συλλογή «Γραφείον ενικού τουρισμού» (Καλλιγράφος, 2016) ο εκ Κομοτηνής ποιητής και φιλόλογος Γιάννης Στρούμπας συμπληρώνει τους βασικούς άξονες της θεματικής του, φτιάχνοντας ποίηση λειτουργική και ώριμη. Πιο συγκεκριμένα τα οικεία, τόσο στις δύο προηγούμενες συλλογές του όσο και στην εξαίρετη συλλογή δοκιμίων του Άσυλο Ανιάτων, θέματα α) της διάψευσης των ονείρων της μεταπολιτευτικής εποχής («Τα μπάνια του λαού» σ. 11, «Τσούχτρα» σ. 30, «Ψυγείο πάγου» σ. 55), β) των προσωπικών και συλλογικών αδιεξόδων της γενιάς της μεταπολίτευσης («Μένουμε Ελλάδα» σ. 17, «Υπεράριθμος» σ. 41), γ) της σωματικής και ψυχολογικής φθοράς, της ηθικής και πνευματικής έκπτωσης («Μύδι» σ. 40) και δ) της αναπόφευκτης φθοράς του έρωτα («Τσούχτρες», σ. 31), υπάρχουν, βεβαίως, και σε αυτή τη συλλογή μαζί με τα νέα θέματα α) της υπονόμευσης της παιδικής ηλικίας-ουτοπίας («Μπάλα μου πελαγίσια» σ. 12, «Γλωσσικό ζήτημα» σ. 14, «Καλοκαιρινό μπλουζάκι» σ. 25) και τέλος β) της αίσθησης της εγγύτητας του θανάτου («Το μόνον της ζωής της ταξίδιον», σ. 32). Παρατηρείται, ωστόσο, εξαρχής μια σημαντική αλλαγή στο ποιητικό σκηνικό που φωτίζει τα πράγματα με ένα φως πιο έντονο και δραματικό. Ενώ, δηλαδή, στις δύο πρώτες συλλογές έχουμε μια ποίηση όπου η πόλη αποτελεί τον κατεξοχήν ποιητικό χώρο ενός κόσμου αλλοτριωμένου με διαβρωμένο τον κοινωνικό ιστό, βυθισμένου στον ζόφο της καθημερινότητας και στην πνευματική καταβαράθρωση, στην παρούσα συλλογή η σύγχρονη εθνική, κοινωνικοπολιτική, ηθική και πολιτισμική έκπτωση και εξαθλίωση μεταφέρεται, προς έκπληξή μας, στην ελληνική φύση, στο Αιγαίο των καλοκαιρινών μας διακοπών.

Στο ανά χείρας βιβλίο, η έννοια των καλοκαιρινών διακοπών και του ταξιδιού, που φυσιολογικά σημαίνει το στρίψιμο του τιμονιού της ζωής, την αλλαγή πλεύσης, την πρόθεση διαφυγής από τα σαγόνια της καθημερινότητας και κατ’ επέκταση την παροδική αναζήτηση μιας άλλης, αυθεντικής και ελεύθερης ποιότητας ζωής, ανατρέπεται πρωτότυπα και πολύτροπα σε δύο λειτουργικές και ισομεγέθεις ενότητες («Με το μικρό αστικό», «Με τέσσερα επί τέσσερα»). Και τούτο γιατί το ταξίδι, κυριολεκτικό και μεταφορικό, ναυαγεί, οι αυθεντικές επιθυμίες τεμαχίζονται και η πολυπόθητη αλλαγή στη ζωή των ανθρώπων, την οποία επιφέρουν οι διακοπές, μετατρέπεται σε άχρωμη ρουτίνα και αποδεικνύεται άσκοπη και μάταιη («Αδιέξοδος κινδύνου» σ. 18). Στα ποιήματα της συλλογής οι άνθρωποι που συνεχώς αναχωρούν δεν αφήνουν πίσω τους παλιές πεποιθήσεις, πνευματικά και ηθικά καρκινώματα ούτε είναι πρόθυμοι ή έτοιμοι να εκτεθούν στην εμπειρία του καινούριου και στη διερεύνηση άγνωστων δυνατοτήτων. Αντίθετα μεταφέρουν άθικτα μαζί τους στις διακοπές τα σύνδρομα ματαιοδοξίας και επίδειξης, τις κακίες και τις πνευματικές τους αγκυλώσεις, ανασυνθέτοντας εντέλει τον καταπιεσμένο κόσμο του σύγχρονου Έλληνα («Υψίστη γραφικότης» σ. 42, «Ζουμ» σ. 43)· έναν κόσμο ασφυκτικό δίχως όνειρα, στον οποίο δεσπόζει η ματαίωση και η αποτυχία. Με αυτούς τους όρους είναι, κατά την άποψή μου, εμφανές ότι το προσφιλές μοτίβο του ταξιδιού, της ατέρμονης αναζήτησης υπονομεύεται, αντιστρέφεται ειρωνικά και αντικαθίσταται μελαγχολικά από τη βεβαιότητα της οδυνηρής αυτοπαγίδευσης και του αυτοεγκλεισμού στο αδιέξοδο μιας ψεύτικης ζωής και στον θάνατο, κάτι που μας οδηγεί από άλλο δρόμο στο καβαφικό κλίμα του ποιήματος «Η πόλις».

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ερμηνείας, ο παιγνιώδης τίτλος της συλλογής «Γραφείον ενικού τουρισμού» μετατρέπεται ξεκάθαρα σε σημαντικό ερμηνευτικό κλειδί ολόκληρου του βιβλίου. Όπως αποκαλύπτεται στο ποίημα «Το μόνον της ζωής της ταξίδιον» (σ. 32), τίτλος που παραπέμπει με σαφήνεια στο σχεδόν ομότιτλο διήγημα του Βιζυηνού, το «Γραφείον Ενικού Τουρισμού Ο Αχέρων», καταδεικνύει τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά τον προσωπικό θάνατο, το τέλμα, τον αναπόφευκτο, δηλαδή, προορισμό του γήινου ταξιδιού του ανθρώπου που βίωσε ένα αποκαρδιωτικό παρόν, μια ζωή μίζερη και τετριμμένη, χωρίς κάτι ουσιαστικό και βαθύτερο. Πρόκειται δηλαδή για ένα ταξίδι κενό, διαμετρικά αντίθετο με το ταξίδι του καβαφικού ήρωα του ποιήματος «Ιθάκη», που επιστρέφει γεμάτος γνώσεις κι εμπειρίες. Ένα ταξίδι που, καταλήγοντας, δημιουργεί εύλογα ερωτήματα και αμφισβητεί θρηνητικά αν τελικά έχει αξία η ζωή η ίδια ή αν αποτελεί μια φάρσα που φανερώνει το τραγικό της ύπαρξης.

Πέρα από την ανατροπή του ταξιδιού, μια δεύτερη αντιστροφή που επιχειρεί ο ποιητής σε αυτή τη συλλογή είναι η ανατροπή της γνωστής και εδραιωμένης λογοτεχνικά από τη γενιά του ’30 τουριστικής, φωτεινής και αποστειρωμένης από την ιστορική πραγματικότητα Ελλάδας του Αιγαίου. Κι αυτό γιατί ο Στρούμπας δεν αντιμετωπίζει το Αιγαίο ως τοπιογραφία ή ως φολκλόρ, σε αντίθεση με ποιητές που περιέφεραν το τουριστικό ποιητικό τους όραμα, αντιμετωπίζοντας από απόσταση ασφαλείας τη σύγχρονη πραγματικότητα· κι εδώ η διακειμενική σύνδεση που επιχειρείται με τη χρησιμοποίηση ως μότο στο ποίημα «Εντός, εκτός κι επί τα αυτά» (σ. 35) των στίχων «εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι, αυτός συναλλάσσεται» από το γνωστό ποίημα του Μ. Αναγνωστάκη «Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.» δεν είναι καθόλου τυχαία. Από τη μια οι συγκεκριμένοι στίχοι που χρησιμοποιούνται προβάλλουν τη γενική ηθική, οικονομική, πνευματική, πολιτική και πολιτιστική έκπτωση και αλλοτρίωση, που οδήγησε μάλιστα στον αλόγιστο βιασμό της ελληνικής φύσης («Σπουργίτι στην άμμο» σ. 28), και από την άλλη αποκαλύπτουν τον ανατρεπτικό διάλογο και την αντίδραση ενός σημαντικού ποιητή της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς για την ανόθευτη, ανιστορική ελληνικότητα του Αιγαίου της γενιάς του ’30, τη στιγμή, μάλιστα, που οι Έλληνες, όπως και τότε έτσι και τώρα, δυστυχώς, ξενιτεύονται.

Επομένως ο ποιητής δεν εξωραΐζει το Αιγαίο, αλλά με όρους διαρκούς παρόντος και κάνοντας αναφορές στα σκοτεινά σημεία της πατρίδας, όπως στη φτώχεια, στο οικονομικό αδιέξοδο, στον εμφύλιο, στην αλλοτρίωση, στη στείρα προγονοπληξία, στον καιροσκοπισμό, στη γιγάντωση του άστεως και στην καλλιέργεια ενός ψευδοπολιτισμού καταγγέλλει πολιτικές καταστάσεις και κοινωνικές συμπεριφορές ενός λαού αδιάφορου, που δεν αντιπαλεύει τα αρνητικά της κοινωνικής, πολιτικής και πνευματικής του ζωής και δεν αντιδρά στην εθνική κατάπτωση. Η ψυχολογική εσωστρέφεια που παρατηρείται σε κάποια ποιήματα όχι μόνο δεν αποκλείει τη θεώρηση του κοινωνικού και ιστορικού χώρου, αλλά αντίθετα δημιουργεί τις προϋποθέσεις μιας διαφορετικής όρασής του, εμβαθύνοντας, μάλιστα, στο θέμα της ρημαγμένης και αλλοτριωμένης πατρίδας.

Ενδεικτικό προς αυτή την κατεύθυνση είναι το ποίημα «Καμένα Βούρλα», όπου με την ειρωνική διακειμενική σύνδεση, τόσο στο μότο όσο και στο ίδιο το ποίημα, με το καβαφικό ποίημα «Θερμοπύλες» προβάλλεται αφενός η αντίθεση ανάμεσα σε ένα ηρωικό παρελθόν και σε ένα αντιηρωικό, μίζερο παρόν και αφετέρου το πνευματικό και ηθικό τέλμα της σύγχρονης Ελλάδας των εγωιστών και αδιάφορων ανθρώπων, που «όρισαν και φυλάγουν» αντί ηρωικές Θερμοπύλες, Καμένα Βούρλα· μια ανούσια, με άλλα λόγια, εφιαλτική ζωή, που φαντάζει λαμπερή και περιποιημένη, μα είναι στην ουσία τελματωμένη, νοσηρή και καλύπτει τη σήψη, την κενότητά της κάτω από το λούστρινο πέπλο της επιφάνειας. Σε κάθε περίπτωση η συμβολική ή υπαινικτική ή και άμεση έκφραση της δυσθυμίας ή και της ασφυξίας, ακόμη, του ποιητικού υποκειμένου, δεν παραμένουν σε έναν περίκλειστο, προσωπικό χώρο, αλλά οδηγούν στη δραστική ποιητικά μετάπλαση αυτής της δυσθυμίας-ασφυξίας σε βαθύτερο, ανθρώπινο βίωμα.

Παρατηρώντας προσεκτικότερα την αρχιτεκτονική δόμηση της συλλογής συμπεραίνουμε ότι τα τρία κομβικά ποιήματα «Τα μπάνια του λαού» (σ. 11), «Εντός εκτός κι επί τα αυτά» (σ. 35) και «Ψυγείο πάγου» (σ. 55), τοποθετημένα στην αρχή ή στο τέλος των δύο διακριτών μερών συστήνουν εμφαντικά το «πολιτικό στίγμα» της συλλογής, καθώς τη διατρέχουν ευφυώς κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να συμβολίζουν τη μεταπολιτευτική πορεία της Ελλάδας. Δεν είναι μάλιστα τυχαίο το γεγονός ότι και στα τρία ποιήματα δεσπόζει αλληγορικά η ίδια γυναικεία μορφή, η προσωποποιημένη νεοελληνική Δημοκρατία της μεταπολίτευσης. Στα «Μπάνια του λαού» ξεκινά ως μικροαστή, μετά στο «Εντός εκτός κι επί τα αυτά» βυθίζεται στον νεοπλουτισμό και τέλος στο «Ψυγείο πάγου» συμμετέχει σε μία υπερβατική, δυσοίωνη εικόνα στις αλυσίδες των μνημονίων του σύγχρονού μας μέλλοντός της, αφού υποτίθεται ότι η φανταστική συνάντησή της με τον μικρό ποιητικό ήρωα γίνεται κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ’70.

Ο οξύς βιωματικός πυρήνας του βιβλίου, το γεγονός ότι στην ψυχοσυναισθηματική πηγή του βρίσκεται ο καημός, η πίκρα, η απογοήτευση και η αγανάκτηση φαίνεται ότι προσδιόρισε και εν πολλοίς καθόρισε τις εκφραστικές επιλογές του συγγραφέα. Ο Στρούμπας, όπως και στις προηγούμενες συλλογές του (βλ. ενδεικτικά τους τίτλους και των τριών του συλλογών), αποκαλύπτει εξαρχής την πρόθεσή του για παιγνιώδη και ανατρεπτικά σχόλια, καθώς από το λεκτικό παιχνίδι απορρέει η πικρή ειρωνεία και ο μελαγχολικός σαρκασμός. Πλάι στη δεσπόζουσα ειρωνεία και τον σαρκασμό αξιοποιούνται παράλληλα οι αντιστροφές και το αιφνιδιαστικό παράλογο, που αποκαλύπτουν ένα ποιητικό σύμπαν διαποτισμένο από μια πίκρα βίαια καταχωνιασμένη στα ενδότερα. Το κύριο, πάντως, μέσο αποφυγής του μελοδραματισμού στα βιωματικού χαρακτήρα ποιήματα της συλλογής είναι η ειρωνική χρήση της μορφής. Κάτω από αυτό το πρίσμα, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι αυτή η χιουμοριστική, ειρωνική και σαρκαστική διάθεση υποστηρίζεται τόσο γλωσσικά όσο και μορφολογικά· γλωσσικά επιτυγχάνεται με μια προκλητική γλωσσική ετερομιξία (γλωσσικά ίχνη του δημοτικού τραγουδιού, προφορικότητας, καθαρεύουσας, εξουσιαστικού, δημοσιογραφικού και πολιτικού λόγου, απηχήσεις του καβαφικού διδακτισμού και των καρυωτακικών σατίρων), ενώ στο μορφολογικό επίπεδο υποστηρίζεται ενίοτε με ομοιοκαταληξίες καλαμπούρια, με την αξιοποίηση του ελλοχεύοντος διφορούμενου, με ασυνήθιστους τρόπους κάλυψης συντακτικών θέσεων, με τη χρήση μεταφορών και άλλων ρητορικών σχημάτων.

Συνοψίζοντας, ο Γ. Στρούμπας στην τρίτη του ποιητική συλλογή Γραφείον Ενικού Τουρισμού εμφανίζεται ώριμος και κατασταλαγμένος. Με απόψεις, σκέψεις και αισθήματα γύρω από καίρια ζητήματα ζωής και κυρίως με κατακτημένους εκφραστικούς τρόπους, αποτελεί μια πολύ ενδιαφέρουσα, ποιητικά δραστική και πρωτότυπη περίπτωση ενός διαρκώς ευρισκόμενου σε πνευματική και συναισθηματική εγρήγορση ανθρώπου της εποχής μας. Στοχαστικός, προκλητικός, πολέμιος κάθε ψευδαίσθησης, εκφραστικά τολμηρός, με γλώσσα παιγνιώδη και μοντέρνα δραματοποιεί τις σκέψεις και τα συναισθήματά του, δημιουργώντας έτσι μιαν επιφανειακά ειρωνική, κατά βάθος, όμως τραγική περσόνα. Σε κάθε περίπτωση μπορούμε να πούμε πως τα ποιήματά του υψώνονται σαν αμφίπλευροι καθρέφτες, στους οποίους καθρεφτίζεται το ραγισμένο μας πρόσωπο.

.

ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

CNN GR 25 Οκτωβρίου 2016

Ο τίτλος της συλλογής είναι ενδεικτικός της διάθεσης και της πρόθεσής του να ασκήσει ευθέως ή εκ πλαγίου, ειρωνευόμενος, σαρκάζοντας και ταυτοχρόνως αυτοσαρκαζόμενος, κριτική σε μια κακοφορμισμένη πραγματικότητα, όπως είναι αυτή που όλοι βιώνουμε, δυστροπώντας ή έστω μετά διαμαρτυριών βολευόμενοι: στη νεοελληνική και, πιο συγκεκριμένα, στη μεταπολιτευτική και, ακόμα πιο συγκεκριμένα, στη μικροαστική νεοελληνική πραγματικότητα, στις αχανείς και απρόσωπες εκτάσεις της οποίας καλλιεργείται ένας ανελέητος ενικός αριθμός που κοινωνικά μεθερμηνεύεται σε μαρασμό ή και σε παντελή έλλειψη της συλλογικής, άρα και της ιστορικής συνείδησης. Υπ’ αυτές τις συνθήκες ο τίτλος της συλλογής θα μπορούσε να είναι και “Γραφείο Μικροαστικού Εσωτερικού Τουρισμού”, με κεντρικό πρόσωπο μιαν άκρως επιτυχημένη νεοελληνική εκδοχή των “Διακοπών του κυρίου Ιλό” του Ζακ Τατί, με τη διαφορά ότι η μοναξιά του έλληνα περιβάλλεται και αμβλύνεται από το σχήμα-πρόσχημα της οικογενειακής συνοχής.

Πράγματι, θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα ποιήματα της συλλογής συνθέτουν ένα ημερολόγιο καλοκαιρινών διακοπών που πραγματοποιεί το ποιητικό υποκείμενο με την οικογένειά του. Συγκεκριμένα συνθέτουν το ημερολόγιο πολλών καλοκαιρινών διακοπών συνοψισμένων στις διακοπές ενός καλοκαιριού, κατά τη διάρκεια του οποίου συμβαίνουν, επισημαίνονται και καταγράφονται συμβάντα και δημιουργούνται καταστάσεις ενδεικτικές της βαθμιαίας εκ θεμελίων αποδιοργάνωσης της νεοελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας. Συμβάντα και καταστάσεις εκ πρώτης όψεως μάλλον επιφανειακές, που εύκολα εντοπίζει, σχολιάζει και με ελαφρότητα ή περιγελαστική σοβαρότητα στηλιτεύει κανείς, δεν παύουν ωστόσο στα μάτια ενός ευαίσθητου παρατηρητή, όπως είναι εν προκειμένω ο ποιητής, να αποτελούν τα συμπτώματα μιας συγκαλυμμένης με φανταχτερά, παραπλανητικά τερτίπια και άλλα συναφή φληναφήματα βαριά έως ανίατα άρρωστης κοινωνίας.

Σαρκασμός, λοιπόν, του μεταπολιτευτικού μικροαστισμού. Πτυχών μάλλον ενός υπέρογκα αναπτυγμένου σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητας μικροαστισμού, ο οποίος, κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών, με το άλλοθι και το πρόσχημα της θερινής ραθυμίας και ανεμελιάς βρίσκει το πρόσφορο έδαφος ενδεχομένως αθώων έως και χαριτωμένων, ενδεικτικών ωστόσο μιας σοβούσας παθογένειας, εκδηλώσεών του. Παρέχει στον ποιητή τη δυνατότητα να συγκρίνει και να επισημάνει, έστω εκ των υστέρων, τα πρώιμα χαρακτηριστικά του, όπως λ.χ. το βόλεμα με όλα τα δήθεν αθώα υποκατάστατα των πραγματικά αναγκαίων, πράγμα που συχνά επιχειρεί επικαλούμενος μνήμες, εικόνες και καταστάσεις από την εποχή της παιδικής αθωότητας και αμεριμνησίας, αναπτύσσοντας και καλλιεργώντας μία απολύτως προσωπική, ανταποκρινόμενη στην ιδιοσυγκρασιακή του ιδιαιτερότητα μνημοτεχνική, δημιουργώντας εντέχνως ρωγμές στο παρόν της γραφής, με την προσδοκία να περάσουν απ’ αυτές, ιριδισμένες από μια διάθεση νοσταλγική, εικόνες αλλά και ήχοι συνεκτικοί ενός διάσπαρτου στον χρόνο και πολλαπλώς ετερόκλητου βιωματικού υλικού, στο κέντρο των οποίων συντελείται μία συχνά δραματικών αποχρώσεων εναλλαγή των ηλικιών που διάνυσε, μία μετακίνηση ανάμεσα στο παιδί που υπήρξε κάποτε ο ίδιος και στο παιδί του. Ανάμεσα στον παιδικό κερματοδέκτη ενός απαρχαιωμένου για τα σημερινά δεδομένα φλίπερ και στο σύγχρονο ίντερνετ-καφέ.

Ο Γιάννης Στρούμπας διακατέχεται σχεδόν μονίμως από μία διάθεση παιγνιώδη, περιπαικτική και ταυτοχρόνως διαβρωτική, διαπερασμένη από τη σταθερή πρόθεσή του να σαρκάσει και να αυτοσαρκαστεί, να κρίνει αλλά και να κριθεί, να αυτοπροσδιοριστεί σε κάθε αναπάντεχη ή αναμενόμενη ανατροπή των προγραμματισμένων μετακινήσεών του, που αντιμετωπίζει με νηφαλιότητα και συγκατάνευση, έχοντας πλήρη συνείδηση των σαθρών δομών της νεοελληνικής πραγματικότητας. Κυρίως όμως έχοντας διατηρήσει ακέραιο το δικαίωμα και ανεπηρέαστη την ικανότητά του να διαφεύγει σε τόπους και σε καταστάσεις επαρκείς για τη δημιουργία ενός αντίβαρου απέναντι στην τρέχουσα άχαρη καθημερινότητα, όπως, π.χ., οι προφανείς ή οι υποδόριες, ερωτικών προδιαγραφών, υπομνήσεις-υποσχέσεις που αφήνουν να αιωρούνται οι αμέριμνες και σφύζουσες από ζωή καλοκαιρινές νεανικές γυναικείες παρουσίες. Και λέω καλοκαιρινές νεανικές γυναικείες παρουσίες γιατί το καλοκαίρι συντρέχουν λόγοι που κάνουν ευκολότερη την αφύπνιση του ναρκωμένου, του πιασμένου στα γρανάζια της καθημερινής ρουτίνας σώματος κι ακόμα γιατί η καλοκαιρινή αύρα επιτρέπει και ωθεί σε ξανοίγματα και σε εξομολογήσεις, ενώ παράλληλα ξανοίγει τη σκέψη και το οπτικό πεδίο προς σημεία και κατευθύνσεις όπου η φαντασίωση μπορεί να ανθεί και να θάλλει.

Τις μικροαστικές, πάντα καλοκαιρινές, μετακινήσεις, “με το μικρό αστικό” του πρώτου μέρους ακολουθεί η ψευδαίσθηση της πλασματικής και συνάμα πλαστικής οικονομικής ευρωστίας, οπότε το αστικό λεωφορείο αντικαθίσταται από το 4Χ4 ιδιωτικό αυτοκίνητο της δημοκρατίας (“πλαστό αμερικάνικο ρόουντ μούβι/προδομένο απ’ το τσεμπέρι”), με το οποίο ο ποιητής μετακινείται σε “ανούσιες επιφάνειες” γκαζώνοντας τις παραλιακές λεωφόρους, οπότε η μνήμη, τουλάχιστον σε πρώτο επίπεδο, αδειάζει, ή εν πάση περιπτώσει ρηχαίνει, γίνεται οριζόντια έκταση, με συνέπεια να περιορίζεται η δυνατότητα για εγκάρσιες τομές στα περασμένα και ακολούθως για δραστικές ενεργοποιήσεις της μνήμης. Εξακολουθεί η περιδιάβαση και η επισήμανση χαρακτηριστικών εικόνων και εκδοχών του καλοκαιριού, επιπολάζουν τα καλοκαιρινά ειωθώτα: οι ρακέτες στην παραλία, η πληθύς των θαλασσινών εδεσμάτων, ο ανερμάτιστος ερωτισμός των νεανικών σωμάτων, είναι όμως προφανής -αν και όχι ιδιαιτέρως ενοχλητική- η αντιαισθητική παρεμβολή των συμβόλων της εποχής. (“Ύψιστες/Άναρχες/Υπερούσιες/Κεραίες της κινητής τηλεφωνίας/Σουβλίζουνε/τη γραφική μου αισθητική”) τα οποία παραμερίζει ή εκπαραθυρώνει “ζουμάροντας την εικόνα του κινητού” του, όπως σαρκαστικά ομολογεί.

Εν κατακλείδι, τα ποιήματα της συλλογής, τόσο του πρώτου όσο και του δεύτερου μέρους, συνθέτουν, απ’ αφορμή τις καλοκαιρινές μετακινήσεις του ποιητικού υποκειμένου, μιαν εσώστροφη ταξιδιωτική περιπλάνηση με κατευθυντήριο μοχλό τη μνήμη. Μια μνήμη υποταγμένη στις εξαρχής δηλωμένες προθέσεις του ποιητή να συνδυάσει και να συγκρίνει παρελθόν και παρόν, επισημαίνοντας ομοιότητες και, κυρίως εκφυλιστικά συμπτώματα προσώπων, πραγμάτων και καταστάσεων που ενώ άλλοτε λειτούργησαν ως οιωνοί επιβεβαιωτικοί της ευαισθησίας του τώρα κατάντησαν -στην καλύτερη περίπτωση- αντικείμενα τουριστικής εκμετάλλευσης.

Με το τέλος των διακοπών, των καλοκαιρινών μετακινήσεων, άρα και προς το τέλος του βιβλίου, τον καθαρτήριο ρόλο των ρούχων, των αισθημάτων και των εντυπώσεων καλείται να διαδραματίσει το πλυντήριο, μπροστά στην ανοιχτή πόρτα του οποίου συναντιούνται “μέλλον παρόν και παρελθόν”, σαν έτοιμα από καιρό να υποστούν του χρόνου την προβαρισμένη περιδίνηση. Λίγο πριν το τέλος, ωστόσο, έρχεται το τελευταίο ποίημα της συλλογής, για να της προσδώσει τον χαρακτήρα της σύνθεσης. Μιας σύνθεσης, τα επιμέρους ποιήματα της οποίας αποτελούν ψηφίδες του μεταπολιτευτικού μας παζλ, με τη γηραιά κυρία να ανακαλύπτει ότι από τον γύψο της επάρατης επταετίας κατέληξε, χωρίς να το καταλάβει, σ’ ένα παρόν παγωμένο.

.

ΜΑΡΙΑ ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ

ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ Τ. 113/2017

Τρίτη ποιητική συλλογή του εκ Κομοτηνής φιλολόγου Γιάννη Στρούμπα.

Έχουν προηγηθεί: Τ’ αναγκαία προς το τα-ζην (ποιητικές γ-ραφές) [2006] και Λεπρές ισορροπίες [2010]. Ένα ακόμη δοκίμιο Άσυλο ανιάτων [2013] συμπληρώνει την παραγωγή του, ενώ έχει συνεργαστεί κατά καιρούς με πολλά

έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά.

Από τους τίτλους κιόλας και των προηγούμενων βιβλίων του φαίνεται η

παιγνιώδης πρόθεση του Στρούμπα. Αρκεί να διευκρινίσω ότι ο τίτλος του βιβλίου, Γραφείον ενικού τουρισμού, συμπληρώνεται με το όνομα: ο Αχερων στο ποίημα «Το μόνον της ζωής της ταξίδιον». Χιούμορ, ειρωνεία ακόμη και μέσα από τις καταλήξεις: «Θέλεις να σ’ απογειώσω/ στις Άλπεις, στο Μον Μπλαν./ Προσγειώσου· στο νυφοπάζαρο/ της Σάλπης το μον’πλαν». Συχνά ο αναγνώστης χαμογελά διατρέχοντας τους στίχους και άλλοτε γελά περισσότερο. «Κουραμπιέδες Καρβάλης»: «Γαμώ τα ενθύμιά μου μέσα. Παντού γέμισε άχνη». Δεν ενδιαφέρει που δεν είναι υψηλή ποίηση, είναι ποίηση διασκεδαστική στην κυριολεξία του όρου και ενδιαφέρουσα.

Το κοινωνικό του σχόλιο ακονίζει. Η ποίηση μαχαίρι, σε ασκημένα χέρια. Ειρωνεία και πίκρα, και όχι μόνον για τις ιδεολογικές διαψεύσεις «Τα μπάνια του λαού», «Ψυγείο πάγου». Ο Στρούμπας αποδίδει καλύτερα στη μικρή φόρμα, σαν μια έμμετρη αντιστοιχία προς τα διηγήματα μπονσάι. Σύντομα και ακαριαία ποιήματα: «Δημιουργική σοφία»: «Τα πάντα εν σοφία τα μαγείρεψε./ Μονάχα που Του ξέφυγε λιγάκι/ στη θάλασσα τ’ αλάτι

 

 

.

ΛΕΠΡΕΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΕΣ
Ελένη Δημητριάδου–Εφραιμίδου 6/2010

Συμβαίνουν ακόμη και σήμερα, μικρά συγκινητικά γεγονότα της πνευματικής μας ζωής, δείγματα που φανερώνουν πως η ανθρώπινη ανάγκη της επικοινωνίας, όχι μόνο με τους άλλους αλλά και με το ανέκφραστο, είναι ένστικτο ανακοίνωσης της βαθύτερης σκέψης και αίσθησης του ανθρώπου, που ανεβάζει την ποιότητα της κοινωνικής μας συμβίωσης και της δημιουργικής μας δύναμης.

Σε μια αντιποιητική και αντιλυρική εποχή, είναι πολύ σημαντικό να εκδίδονται ποιητικές συλλογές και ιδιαίτερα από ποιητές που ζουν σε επαρχιακές πόλεις. Είναι από εκείνα τα γεγονότα που μας θυμίζουν πως η ανθρώπινη ψυχή δημιουργεί τους δικούς της κραδασμούς και μέσα από τα πολλαπλά, βαθιά αντιφατικά και άγνωστα πολλές φορές πρόσωπά της, αναζητά τις λεπτές της ισορροπίες σε μια επικοινωνία της με τους άλλους. Διαφορετικά, η πράξη αυτής της αναταραχής δεν θα είχε κανένα απολύτως σκοπό.

Αναζητώντας λοιπόν αυτές τις λεπτές ισορροπίες ψυχής, ο Κομοτηναίος φιλόλογος και ποιητής Γιάννης Στρούμπας μας δίνει τη δεύτερη ποιητική του κατάθεση με τον τίτλο “Λεπρές ισορροπίες”. Μετά από την πρώτη ποιητική του συλλογή, “Τ’ αναγκαία προς το τ-ζην”, όπου καταφέρνει με ιδιαίτερο προσωπικό ύφος να καταγράψει την κοινωνική πολιτική και πολιτιστική αλλοτρίωση της ζωής μας, επανέρχεται σαρκάζοντας πάλι, αυτήν τη φορά όχι τον περίγυρο, αλλά τον βαθύτερο, κρυφό και υποχθόνιο κόσμο του ανθρώπου που λιμνάζει στις λεπτές… λεπρές ανισορροπίες του:

“[…] Καμαρώνω σαν

Στην τραμπάλα ισορροπούν οι αντιφάσεις μου

Στην κούνια πάνω κάτω οι σεμνές φιλοδοξίες

Στο γύρω-γύρω-όλοι τρικυμία εν κρανίω

Στην τσουλήθρα οι εκπτώσεις μου. […]”

Λεπτές ισορροπίες

Άσκηση αυτογνωσίας και ευρηματικός ο τρόπος του ποιητή, που κατορθώνει να μας πει, με σκωπτική διάθεση, πως η ανθρώπινη φύση παίζει τα δικά της παιχνίδια με τις αδυναμίες και τα πάθη μας, κι εμείς οφείλουμε να τα δεχόμαστε με γενναιότητα:

“[…] Καθόλου δεν πτοούμαι.

Όλα τα παραπαίδια μου

για μένα είναι παιδιά μου.”

Λεπτές ισορροπίες

Οι μυθολογικές και διαχρονικές όψεις του υπαρξιακού μας πεπρωμένου θίγονται στο πρώτο ποίημα της συλλογής, που λειτουργεί και ως μότο, με την αλληγορική αναφορά στον Κέρβερο, το μυθικό τέρας με τα τρία πρόσωπα σκύλου και τα πενήντα κεφάλια φιδιών στο σώμα να συμβολίζουν το ανεξερεύνητο των αντιφατικών μας προσώπων. Σύμφωνα με τον Ησίοδο, οι άναρχες και άναρθρες κραυγές του Γίγαντα Τυφωέα και της αθάνατης Νύμφης Έχιδνας, από τους οποίους γεννήθηκε ο Κέρβερος, εκπροσωπούν την αντίθετη πλευρά της αρμονίας, και αυτή, ως άγρυπνος φρουρός της προσωπικής μας ευτυχίας, παλεύει να σώσει την πύλη ή τον καθρέφτη, όπου θα αντικρίσουμε το πραγματικό μας πρόσωπο:

“Στον καθρέφτη βλέπω

τα τρία μου πρόσωπα.”

Κέρβερος

Η ποίηση του Γιάννη Στρούμπα αποκαλύπτει με λιτό και άμεσο τρόπο το αθέατο υπαρξιακό μας βίωμα, φωτίζοντας μικρές καθημερινές στιγμές, όπου ο άνθρωπος βαλτώνει μέσα στα κατά συνθήκη ψεύδη του, τους συμβιβασμούς, τους φόβους του, την υστεροφημία και το συμφέρον, αγνοώντας τα αίτια της μιζέριας του.

Οι παράλληλες έννοιες που αναπτύσσονται γύρω από την αρχική έννοια της συλλογής είναι αποτέλεσμα αυτής της άγνοιας του αληθινού μας εαυτού. Μια ομαδική συναισθηματική χρεοκοπία στο “κοπαδιαστό μας μποτιλιάρισμα”, “σ’ έναν πεζοδρόμιο νήπιας κουμπωμένης μοναξιάς”, γιατί:

“[…] Δίπλα σου οι άλλοι χαμηλώνουν το τζόκεϊ στο φεγγάρι

με απρόσωπη πυξίδα […]”

Πεζόδρομος νήπιας κυκλοφορίας

“Μας οχυρώνει ασφαλώς αδιαφανής κουρτίνα” και η μοναχική πορεία του καθενός που ξεκινάει από την άρνησή μας να παραδεχθούμε πάθη και αδυναμίες, και βρίσκει τη συνέχεια της σε σαρκοβόρα ένστικτα:

“[…] — Χοιρινή, μοσχαρίσια, κοτόπουλο, πανσέτα· όλα

στα κάρβουνα.

Τον κύριο απέναντι, παιδί μου· ψητό

στα κάρβουνα.”

Στα κάρβουνα

“Χώμα και σάλιο ο άνθρωπος”, μας γράφει ο ποιητής στο ποίημά του “Πρωτόπλαστος”. Προσωπικές φιλοδοξίες, αλαζονείες, ψεύδη και πάθη, σ’ ένα τοπίο ματαιότητας, σε μια εκπνοή από “διοξείδιο του άνθρακα” (“Εκπνοή”), που όσο κι αν ταράζεις τα νερά μόνος, “αυτά τα νερά δεν τιθασεύονται” (“Πρώτος στο χωριό”). Σπάνια επένδυση ν’ αποσυρθούμε στα ενδότερα, υπογραμμίζει στο ομότιτλο ποίημα (“Σπάνια επένδυση”), γιατί:

“[…] Ένα κάμπριο δεν φέρνει την άνοιξη

ούτε κάποια άλλη εποχή. […]”

Εποχούμενες εποχές

Όσο κι αν οι εποχές αλλάζουν, οι άνθρωποι παραμένουν ίδιοι, γιατί οι εποχές είναι μέσα μας κι εμείς καλούμαστε να τις δούμε, αρκεί να μη φοβόμαστε το σκοτεινό υπόγειο του εαυτού μας, όπου ο μυθικός Κέρβερος άγρυπνος περιφρουρεί τις αξίες που ισορροπούν τα πρόσωπά μας σε διαυγείς καθρέφτες. Και γιατί, όπως ο Γιάννης Στρούμπας καταθέτει ειρωνικά πάντα στην τρίτη ενότητα της συλλογής του, ο ορισμός του ανθρώπου είναι:

“Πνεύμα ψυχωμένο ως το κόκαλο.”

Ορισμός του ανθρώπου

Άσχετα αν τα φτερά του μετά από αλυσιδωτές αντιδράσεις καταλήγουν.

“[…] Όπως εκρήγνυνται

οι κρίκοι της αλυσίδας

Όπως οξειδώνονται

και κανένα γράσο

δεν λυγίζει τη σκουριά

Εξηγείται

πώς βαλτώνει μια ζωή

μετατρεμμένη

σε ποδήλατο.”

Αλυσιδωτή αντίδραση

http://eleni-efraimidou.blogspot.gr/2010/06/blog-post.html

.

 

ΙΓΝΑΤΗΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ

diastixo.gr 15/10/2012

Οι «Λεπρές Ισορροπίες» του Γιάννη Στρούμπα, η δεύτερη ποιητική του συλλογή, είναι ένα παιγνιώδες βιβλίο. Το πνεύμα αναζητά τις αναλογίες του στην πόλη, σε μια μάχη φαινομενικά χαμένη. Η θλίψη κι ο θυμός από την ιδιότυπη αυτοεξορία της ευαισθησίας από τη ρηχή πραγματικότητα δεν οδηγούν στην απόλυτη άρνηση αλλά στο φίνο χιούμορ, την ειρωνεία, το σαρκασμό κάποτε, όπως επίσης και σε μια καλά μελετημένη ανακατανομή εννοιών και μορφών με μια διάθεση αποδεικτική: ο ποιητής αναζητά την κρυμμένη αλήθεια, το νόημα που είναι θαμμένο, τη συγκίνηση που θα μπορούσε ή θα έπρεπε να υπάρχει.

Το σχόλιο και το σκωπτικό χιούμορ, η παρατηρητικότητα στα σπάργανα της αστικής ζωής, το βαθύτερο ηθικό αίτημα μιας σωστής ιεράρχησης των αξιών (όπου το πνεύμα θα καθορίζει την ύλη κι όχι ανάποδα) εικονογραφούν στα ποιήματα της συλλογής έναν ψυχισμό λόγιο, αλλά όχι ακαδημαϊκό. Η κίνηση του ποιητικού υποκειμένου να αναζητά μια φόρμουλα αρμονικής συμβίωσης στην πόλη, με σκοπό να διαφυλαχθεί το κρυφό μαργαριτάρι του νοήματος, θα μπορούσε να θεωρηθεί μια στάση αμυντική, ένας μηχανισμός άμυνας. Όμως κάποιες λεπτές αποχρώσεις στους στίχους (για να αποκαταστήσω τον τίτλο του βιβλίου) δημιουργούν μια συνθήκη που ξεφεύγει από τη νομοτέλεια του αιτήματος μιας ανώτερης ποιότητας ζωής – κατά κάποιον τρόπο ο ποιητής, ενώ σχολιάζει και παρατηρεί, παράλληλα αργά αλλά σταθερά δημιουργεί ένα κλίμα ανατρεπτικό. Αυτό εντοπίζεται κυρίως στη νοερή αλλά διαρκώς παρούσα σκηνική παρουσία ενός κόσμου παλιομοδίτικου, ένα φάσμα θα έλεγα φαναριώτικο, η αύρα μιας ξεχασμένης ευγενικής καταγωγής με αυστηρούς κώδικες δεοντολογίας και κρυμμένους θησαυρούς που από τη φύση τους έχουν ένα χαρακτήρα ιδιωτικό και απόκρυφο.

Ο Στρούμπας διαθέτει ενέργεια και ύφος. Το ποίημα «Κάδος Απορριμμάτων», δυναμικό και αντιπροσωπευτικό του βιβλίου, είναι νομίζω ο καλύτερος επίλογος γι’ αυτή τη σύντομη παρουσίαση:

ΚΑΔΟΣ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

Ξέρει τα μυστικά της γειτονιάς

λεπτομέρειες φαινομενικά ασήμαντες

που αποκαλύπτουν όμως ποιότητες·

τι και πόσο τρώει ο καθένας

τι εσώρουχα φορά

πόσο λιωμένες είναι οι κάλτσες του

ποια η ερωτική ζωή του.

Και ψυχολογεί. Βαθιά·

πόσο καταδεκτικός είν’ ο ρακοσυλλέκτης

και πόσο ξιπασμένοι οι άλλοι, οι καθωσπρέπει

που μορφάζουν με αηδία όπως τον πιάνουν.

Όταν τον πλησιάζουνε με καθωσπρέπει αηδία

κλείνει τη μύτη του

για να γλιτώσει από την μπόχα τους.

.

 

Ελένη Αντωνίου (Αλκμήνη Διαμαντοπούλου),

περ. «Η Κινστέρνα», τεύχ. 18, Δεκέμβριος 2010.

«Και στην προηγούμενη ποιητική του συλλογή Τ’ αναγκαία προς το τ-ζην ο Γιάννης Στρούμπας είχε χρησιμοποιήσει έναν τίτλο που παρωδεί μια δεδομένη έκφραση, ένα είδος λογοπαίγνιου θα έλεγε κανείς, και θα το εννοούσε, αν οι τοποθετήσεις του εν γένει εστιάζονταν στο “παιγνιώδες” δίκην αυτοσκοπού, και οι προσεγγίσεις του απηχούσαν την ανεμελιά από μια ανώδυνη περιδίνηση πάνω σε γυαλιστερές επιφάνειες. Με άλλα λόγια αν αρκούνταν στο δήθεν. Όμως δεν είναι βέβαια έτσι τα πράγματα.

Οι Λεπρές ισορροπίες μπορεί να υπονοούν ένα κάποιο χαμόγελο, αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε μ’ ένα χαμόγελο περίσκεψης και στοχασμού. Γιατί οι ισορροπίες αυτές υπονοούν κάποια έλλειψη που θα απαιτούσε τον μόχθο μιας σωστής κίνησης και μιας ευτυχούς στοχοθέτησης, προκειμένου να πετύχει η χρυσή τομή. Ο τίτλος μάς παραπέμπει σ’ αυτό το παρολίγο –ένα γράμμα, ένα ταυ– που θα μπορούσε να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Όμως συμβαίνει αυτό το κάτι, το ελλιπές, να προσπερνιέται με βιασύνη κι αδιαφορία. Έτσι το παιγνιώδες στον Στρούμπα δεν συναρτάται με το εύκολο και το χαρωπό, απεναντίας είναι μέρος μιας έγνοιας και μιας μέριμνας που αρνιέται να βρει την έκφρασή της μέσα από την κραυγή της απελπισίας. Ας πούμε ότι ασχολείται με μικρά πράγματα μιας πεζής καθημερινότητας, απ’ αυτά που η ελάχιστη φροντίδα θα μπορούσε να “γιατρέψει” για να γίνει η ζωή μας πιο βατή κι ανθρώπινη. Όπως θα δούμε και στον Πεζόδρομο νήπιας κυκλοφορίας. Κι όμως αυτό το απειροελάχιστο, το αυτονόητο, θα διαφύγει την προσοχή με αποτέλεσμα ένα τίποτα να καταντήσει να διογκωθεί και να δώσει λαβή στο ανυπέρβλητο, σ’ αυτό που μπροστά του θα παραμείνουμε ανίσχυροι και αμετάκλητα τρωτοί. Κάπως έτσι ερμηνεύω την προσέγγιση του Στρούμπα στα πράγματα καθημερινής τρέλας που μας κατέχουν και τελικά μας ορίζουν. Ένα κάποιο χαμόγελο λοιπόν εκεί που προσήκει μια στεντόρεια κραυγή. Και εδώ αναφέρομαι, σε τελική ανάλυση, σε κάποιον μηχανισμό αντιμετώπισης των πραγμάτων της ζωής, που διέπει και σε ευρύτερη κλίμακα τη διαβίωση και επιβίωσή μας.

Κι έρχομαι στον Πεζόδρομο νήπιας κυκλοφορίας που αρχίζει: “Βαδίζω στο υποτυπώδες πεζοδρόμιο”… Κι αναφωνεί “Πώς το σχεδίασαν έτσι/ Πώς πρόβλεψαν πως θα ’μαι ηχώ σβησμένη”. Για να καταλήξει “σ’ έναν πεζόδρομο νήπιας κουμπωμένης μοναξιάς”.

Δεν υστερούν σε πρωτοτυπία οι προσεγγίσεις του. Π.χ. όταν ασκεί μια ήπια και συγκρατημένη, δίχως καμιά πικρία, κριτική στον κοινωνικό του περίγυρο. Από το ποίημα Σπάνια επένδυση: “Επένδυσα πολλά στις σπάνιες φιλίες/ εντατικά καλλιεργώντας/ τις αρωματικές τους ποικιλίες./ Χτύπησα γεωτρήσεις σε φλέβες ψυχικές/ […] Επένδυσα πολλά στις σπάνιες φιλίες/ μα σπάνια είδα αποτελέσματα·/ Πότε μετωπικό χαλάζι,/ Πότε υφάλμυρες σκοπιμότητες,/ […] Καιρός ν’ αποσυρθώ στα ενδότερα/ για αγρανάπαυση.”

Θα πρέπει να τονίσω ότι όσα προανέφερα δεν σημαίνουν πως αποκλείει το χιούμορ. Κάθε άλλο. Και εδώ δεν παύει να τηρεί τον κανόνα της λεπτής ισορροπίας. Όπως επίσης να επισημάνω ότι το “παιγνιώδες” στο ύφος του αντιστοιχεί στην απαξίωση της μεγαλορρημοσύνης αλλά και του εύπεπτου συναισθηματισμού.

Με μικρά καθημερινά πράγματα ασχολείται λοιπόν ο Στρούμπας, αφήνοντας στον αποδέκτη τη φροντίδα τού να δει ενδεχομένως πιο πέρα από το άμεσα ορατό. Μ’ αυτόν τον τρόπο δίνει το “παρών” η κριτική του ματιά παραμένοντας αθέατη και υποφώσκουσα. Σε χαμηλούς τόνους ηχεί η παρατήρησή του στο Οικογενειακό τραπέζι ότι “Ευτυχώς· όταν τρώνε δεν μιλάνε”. Κι όσο για το Διαγώνισμα λογοτεχνίας όπου “οι μαθητές σχολιάζουν/ πως ζαλίστηκαν// Φυσικό κι επόμενο·/ πρόκειται γι’ αντικείμενο/ κατεξοχήν/ μεθυστικό”. Στον Κάδο απορριμμάτων ανεβάζει τον βαθμό της δριμύτητας, όταν μιλάει για τον ρακοσυλλέκτη, που “Ξέρει τα μυστικά της γειτονιάς/ λεπτομέρειες φαινομενικά ασήμαντες/ που αποκαλύπτουν όμως ποιότητες·”. Για να καταλήξει “Όταν τον πλησιάζουνε με καθωσπρέπει αηδία/ κλείνει τη μύτη του/ για να γλιτώσει από τη μπόχα τους”.

Δεν θα πρωτοτυπήσω λέγοντας ότι στην τέχνη σημασία δεν έχει το τι αλλά το πώς! Και δεν θα μακρηγορήσω, αφού η ποίηση –ευτυχώς– δεν είναι παζλ ούτε μαθηματική εξίσωση με δεδομένους αγνώστους. Ας μου επιτραπεί να τη δω σαν ένα ταξίδι στο απρόβλεπτο. Κι έτσι τελειώνοντας θα αρκεστώ στο να πω ότι ο Στρούμπας έχει την ευχέρεια ή αν θέλετε το χάρισμα να βλέπει μακριά, να υπαινίσσεται, να εκπλήσσεται διατηρώντας χαμηλούς τόνους καθώς αποβλέπει σε λεπτές ισορροπίες. Και γιατί ο Στρούμπας “παίζει”, αλλά ακριβώς ο τρόπος που παίζει συντελεί στο να παραμένει ανοικτό το πεδίο για τον εντοπισμό προεκτάσεων πολύ πιο πέρα από το προκείμενο. Με δυο λόγια “χρησιμοποιεί” το ευτελές εύστοχα και εποικοδομητικά.»

 

 

.

Τ’ ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ Τ-ΖΗΝ

(ποιητικές γ-ραφές)

Αικατερίνη Bεζιρτζόγλου

«Λέξημα» 22/4/2007

Ο Γιάννης Στρούμπας είναι φιλόλογος και διδάσκει στη μέση εκπαίδευση. Η συλλογή του με τίτλο Τ’ αναγκαία προς το τ-ζην είναι το πρώτο του βιβλίο και περιέχει 35 συνθέσεις του.

Η ποιητική του δεν ταξιδεύει τον αναγνώστη ως είθισται, δεν αναζητά αρχέγονα μυστικά στα βάθη του “είναι” κι ωραίες εικόνες. Ο Γ. Στρούμπας χρησιμοποιεί τον ποιητικό λόγο για να καταγράψει την εποχή του και μάλιστα τα “κακώς κείμενα”, η ποίησή του είναι ρεαλιστική, σκωπτική και δεικτική.

Οι τίτλοι των ποιημάτων του δίνουν μια πρώτη αίσθηση της κριτικής του σκέψης: “εργατική παγκοσμιοποίηση”, “η θηλιά”, “Ομιχλώδης κάθαρση”, “εξόφθαλμη δημοκρατία”, “πτήση εκδημοκρατισμού”, “Αρειμάνιος ειρηνιστής”, “Εναλλακτικός διάλογος”, “Χαμένη αθωότητα”, “Γνησίων Απογόνων επιχειρηματικά γονίδια” κ.ά.

Ο Γιάννης Στρούμπας κατάγεται από την Κομοτηνή όπου και διαμένει μόνιμα. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν, που η ποιητική του συλλογή περιέχει ποιήματα που σκιαγραφούν προβλήματα της επαρχιακής κοινωνίας. Παράδειγμα, το απόσπασμα από το ποίημα με τίτλο “Κοσμοπολίτικός επαρχιωτισμός”: Φιγουράροντας με σαματά /βροντώντας τα νεόπλουτα ηχεία του/ μεσάνυχτα και μεσημέρι/ φλερτάρει με την επιδειξιμανία του μοντέρνου/ πασχίζει την αναγνώριση του πρωτευουσιάνου/ νομίζει πως την αύρα του κοσμοπολίτη ανεμίζει/ κάθε που στον ενοχλημένο περίγυρο συντρίβεται /αλαλάζοντας/ την επιδεικτική του χωριατιά.

Οι στίχοι του είναι το σχήμα που χρησιμοποιεί ο Γιάννης Στρούμπας για να καταγράψει, να κριτικάρει και να χλευάσει ακόμα, την κρατική μηχανή, τα κόμματα, την κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική αλλοτρίωση του πολίτη: Άνθρωπος ευγενής και προσηνής/ Με πάσα τάξη κι επιμέλεια έπλεκε τη ζωή του./ Υπάλληλος στο πλαίσιο της νομιμότητας/ Συντηρούσε μια κοτσονάτη γραφειοκρατία∙/ ιππότης στο πλαίσιο της ευπρέπειας/ με πολιορκητικά τριαντάφυλλα στη γεροντοκόρη∙/ διαχειριστής στο πλαίσιο της ομαλής λειτουργίας/ λαδωμένους ανελκυστήρες

κι αναπαυμένες ώρες κοινής ησυχίας επέβλεπε∙/ ποιητής τροβαδούρος στο πλαίσιο των κανόνων/ βαριά μέτρα και ρίμες πεπόνια δεν χόρταινε…

Ο Γιάννης Στρούμπας σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται, δεν εξαιρεί κανέναν από το μερίδιό του στην κοινωνική ευθύνη: Ποιος όμως είναι ο ένοχος; Πόσο αθώοι είμαστε όλοι;/ Προμηθευτές στης σήψης την ολυμπιάδα/ οι πλαδαρές μας όζουσες σάρκες.

Εναλλακτικός διάλογος

Έλα, φίλε μου, να κάνουμε διάλογο

Θα ‘χεις απλόχερα τα’ αθυρόστομο βήμα του λόγου σου

Θα ‘χεις δερμάτινα επιχειρήματα

Και γούνινα μικρόφωνα.

Το φωτογενές σου προφίλ θα φιγουράρει σύρριζα στην οθόνη.

Έλα να συμφωνήσεις με τον φωτοστέφανο λόγο μου.

Κι αν διαφωνήσεις δεν σου κακιώνω εχέμυθα

κι ας φταις

κι αν δικαιωμένες θα ΄ναι οι θέσεις σου

πάλι μαζί μου έλα.

Θα σου ΄χω προστυχιά για το συμφέρον σου

ως πρόταση εναλλακτική

τη συμβιβαστική μου ειλικρινή αδιαλλαξία.

.

Κλεφτοπόλεμος

Τα κείμενα της κρίσης

ΑΝΘΟYΛΑ ΔΑΝΙHΛ

diastixo 23/1/2019

Ο Γιάννης Στρούμπας έχει πολλά πρόσωπα και όλα πολύ σημαντικά. Είναι καλός φιλόλογος, καλός ποιητής, καλός δοκιμιογράφος, καλός κριτικός, καλός δημοσιογράφος. Με αυτή την τελευταία, στη σειρά, ιδιότητά του τον έχουμε εδώ· τη δημοσιογραφική, με στοιχεία, όμως, και από τις άλλες. Στον αρκετά ευτραφή τόμο με τίτλο Κλεφτοπόλεμος (Τα κείμενα της κρίσης) καταλαβαίνουμε αμέσως ότι τον απασχολεί σοβαρά το θέμα των τελευταίων χρόνων, για το οποίο άρχισε να αρθρογραφεί τακτικά στη θρακική εφημερίδα Αντιφωνητής. Τα κείμενα, που είναι οικονομικά, τα συγκέντρωσε και μας τα προσφέρει στον παρόντα τόμο, ενώ τα κείμενα με κοινωνικοπολιτικό περιεχόμενο μας τα είχε δώσει το 2013, με τον τίτλο Άσυλο ανιάτων. Τα δύο βιβλία, δηλαδή, είναι συγγενικού ύφους, ήθους και προβληματισμού και, κάλλιστα, μπορούν να πάρουν τη θέση τους πλάι σε άλλα επιστημονικά συγγράμματα παρόμοιας θεματικής.

ια όποιον ξέρει καλά το ποιητικό έργο του Στρούμπα, είναι εύκολο να αναγνωρίσει την πολιτική κριτική του, αφού αυτή αποτελεί την άλλη όψη της ποιητικής. Επομένως, με όποια ιδιότητα ή ειδικότητα και να κάτσει στον υπολογιστή του, για το ίδιο θέμα θα γράψει. Με σοβαρότητα, με υπευθυνότητα, με γνώση, αλλά και με χιούμορ και αυτοσαρκασμό. Τον Στρούμπα τον ενδιαφέρει η Ελλάδα και οι Έλληνες, και αυτό είναι φανερό σε κάθε φράση του. Η Ελλάδα και όσα συμβαίνουν στο έδαφός της, στον λαό της, αφού μια χώρα δεν αποκτά υπόσταση μόνο από τη γη, τη θάλασσα, τα σπίτια και τα δέντρα της, αλλά από τους ανθρώπους που την κατοικούν· «άνδρες πόλις και ου τείχη ουδέ νήες ανδρών κεναί», που έλεγε και ο Θουκυδίδης. Δηλαδή, οι άνθρωποι είναι η πόλις, η Ελλάδα με τους ανθρώπους της και όχι η Ελλάδα χωρίς ανθρώπους. Παραλλάσσοντας ο Σοφοκλής στην τραγωδία Αντιγόνη βάζει τον Αίμονα να λέει στον Κρέοντα –που θεωρεί ιδιοκτησία του την πόλη– πως, κάλλιστα, θα μπορούσε να βασιλεύει μόνος του σε μια έρημη πόλη. Οι αρχαίοι μας είχαν εστιάσει στον άνθρωπο και ο Στρούμπας –φιλόλογος και ποιητής, το επαναλαμβάνω– το ξέρει πολύ καλά αυτό και συμμετέχει στα κοινά γιατί τον μη μετέχοντα τούτων, των κοινών, «ουκ απράγμονα αλλ’ αχρείον νομίζομεν είναι», πάλι ο Θουκυδίδης ή ο Περικλής που βγαίνει από την πένα του.

Κάτι παραπάνω από σαράντα είναι τα κείμενα που και με τα εισαγωγικά και τα επιλεγόμενα φτάνουν τα σαράντα πέντε, όσα και τα χρόνια του Στρούμπα. Τον Πρόλογο γράφει ο διαπρεπής οικονομολόγος, καθηγητής στα πανεπιστήμια της Γαλλίας και της Αμερικής, ο διανοούμενος Κώστας Βεργόπουλος, που χαρακτηρίζει «πεισιθάνατη» την εποχή μας και δίνει τα σημαίνοντα χαρακτηριστικά της: το μέχρι παροξυσμού παράλογο, τους κινδύνους, τις αντιφάσεις, το απόλυτο έλλειμμα κάθε ορατότητας σε βάθος χρόνου, την «εικονική» πραγματικότητα που έχει αντικαταστήσει την αληθινή που απουσιάζει, αφού τα πράγματα δεν αντιστοιχούν στις ιδέες τους. Τον νεοφιλελευθερισμό, που δεν κρίνεται από τα αποτελέσματά του στο παρόν, αλλά θα κριθεί στο απώτερο μέλλον, και ας επιφέρει τώρα ανυπολόγιστη καταστροφή. Την προσφορά που προηγείται της ζήτησης στην αγορά. Την επιθετική συσσώρευση εισοδήματος και πλούτου, που δεν είναι προϊόν της αύξησης της παραγωγής αλλά αρπαγής από τη μεγάλη πλειοψηφία. Την παγκόσμια οικονομία, που άγεται με ρυθμούς κατάρρευσης. Την κάμψη της παγκόσμιας ζήτησης, την ανισοκατανομή εισοδημάτων, την επέλαση του χρήματος που «με απροκάλυπτο άγριο ιδεολογικό πρόσωπο» καταλύει τον κοινωνικό ιστό, την έλλειψη επενδύσεων, τις καινοτομίες που όμως δεν φέρνουν κοινωνική ευημερία. Τη σκοτεινή προοπτική, το χωρίς ελπίδα αύριο. Υπάρχει όμως μια ελπίδα· να κατανοήσει κανείς το αδιέξοδο της ιστορικής στιγμής και να συμβάλει στην υπέρβασή της. Κι εδώ έρχεται η συμβολή του βιβλίου του Στρούμπα, γιατί όλα όσα ανέφερε ο Βεργόπουλος είναι αυτά που σχολιάζει στα κείμενά του, αφού κάθε κείμενο είναι και μια όψη του προβλήματος θλιβερή, με σοβαρότερη τη «λεηλασία και παράδοση της χώρας στην απληστία των διεθνών τοκογλύφων».

Η συνέπεια της παραπάνω κατάστασης στην οποία βρέθηκε η Ελλάδα είχε μια μεγάλη ποικιλία δυσάρεστων έως τραγικών συνεπειών. Ο θάνατος ενός διαδηλωτή στις 20-1-11 στο Σύνταγμα έχει τη σημειολογία του. Πρόκειται για την Εθνική μας Πλατεία, όπου έλαβε χώρα η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου το 1843, με αίτημα Σύνταγμα και δικαιώματα. Και ύστερα από τόσα χρόνια που η Ελλάδα προχώρησε και εξελίχτηκε, ήρθε η κρίση να κάνει τον θάνατο να φαίνεται «ρουτίνα», όπως λέει ο Στρούμπας. Οι κυβερνήσεις, βέβαια, είθισται να καταδικάζουν τη βία και να εκφράζουν τα συλλυπητήριά τους. Πάντως ο τότε πρωθυπουργός ξέχασε, γι’ αυτό και ο συντάκτης του άρθρου κάνει λόγο για «παρωδία συμπόνεσης» και «μετάλλαξη των “σοσιαλιστών”» και του κόμματός τους. Όσο για την οικονομική καταστροφή του κέντρου της Αθήνας, τρεις σημαντικοί υπουργοί τη χρέωσαν στους συνδικαλιστές και όχι στην πολιτική.

Και τα δεινά δυστυχώς είναι πολλά: παραβατική συμπεριφορά, «τελματωμένες υποθέσεις» για πολύ σοβαρά αδικήματα. Σχόλιο για τη διείσδυση ινδικής επιχείρησης στην Ελλάδα, όταν ο πρωθυπουργός την ίδια ώρα δηλώνει πως «δεν είμαστε Ινδία». Σχόλιο για τις συνεργασίες των κομμάτων, την παθολογία της κοινωνίας, τους εσωτερικούς λόγους κρίσης που πρέπει να υπερφαλαγγιστούν, την παραποίηση των δημοσιονομικών στοιχείων για μικροπολιτικές σκοπιμότητες, το διεφθαρμένο πολιτικό κατεστημένο, την ανυποληψία της χώρας και τον διασυρμό της, την παγκόσμια ανακατανομή του πλούτου υπέρ του 1% σε βάρος το 99% («Όταν η συμφορά συμφέρει λογάριαζέ τη για πόρνη», λέει ο Ελύτης), τη «φοβική» κίνηση της ελληνικής πολιτικής, τα προγράμματα διάσωσης της οικονομίας που όμως απέτυχαν, όπου και αν εφαρμόστηκαν, με τους δανειστές σε αμηχανία να μελετούν άλλα για να τα δοκιμάσουν σε περίπτωση που θα αποτύχουν τα τρέχοντα ήδη. Πειράματα, δηλαδή, στην πλάτη ενός λαού που έχει λυγίσει. Με πικρό χιούμορ σχολιάζει την επικαιρική έμπνευση των γελοιογράφων με τους άστεγους μέσα σε χαρτόκουτα, σκεπασμένους με εφημερίδες, στις οποίες παρακολουθούν τις οικονομικές εξελίξεις.

Ο Στρούμπας, όπως είπαμε, είναι και ποιητής και ως ποιητής αλλά και ως φιλόλογος έχει μεγάλη αίσθηση της γλώσσας και ξέρει καλά και το σημαίνον και το σημαινόμενο. Κι ενώ η πολιτική του γλώσσα είναι λόγος καθαρός, ορθολογιστικός, δημοσιογραφικός, με βάρος στην κυριολεξία, ο τίτλος του είναι ποιητικός, συνυποδηλωτικός. Ο «Κλεφτοπόλεμος» του Στρούμπα στον κλεφτοπόλεμο των αγωνιστών του ’21 παραπέμπει, σ’ εκείνους που δεν είχαν τίποτα αλλά ξεσηκώθηκαν εναντίον μιας αυτοκρατορίας και ας τους έλεγε ο κόσμος τρελούς, όπως γράφει ο Κολοκοτρώνης στα Απομνημονεύματά του. Σ’ εκείνους τους τρελούς και απελπισμένους για «Ελευθερία ή Θάνατο». Στην παρούσα κρίση ο θάνατος έχει έρθει. Ελπίζουμε, όμως, στην ελευθερία και ας μην έχουμε τις δυνάμεις των θηρίων να παλέψουμε στήθος με στήθος· με «Κλεφτοπόλεμο», επομένως, θα αντιμετωπίσουμε τα θερία που μας τρώνε, αλλά θα μείνει και μαγιά… όπως είπε και ο Στρατηγός Μακρυγιάννης στον Ντερνύ.

Και το εξώφυλλο, μία μαύρη υδρόγειος παγιδευμένη σε άπειρα νήματα, σαν σε ιστό αράχνης…

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.