ΠΑΜΠΟΣ ΚΟΥΖΑΛΗΣ

Ο Πάμπος Κουζάλης γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1964. Σπούδασε Αρχαιολογία – Ιστορία της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και από το 1998 εργάζεται ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση.
Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και έχουν συμπεριληφθεί σε διάφορες ανθολογίες στην Κύπρο, στην Ελλάδα, στην Ελβετία, στη Γαλλία και στη Βουλγαρία. Στίχοι του έχουν μελοποιηθεί για τηλεοπτικές σειρές και άλλες παραγωγές και για θεατρικές παραστάσεις στην Κύπρο και στην Ελλάδα.
Με τον Κώστα Κακογιάννη ίδρυσε στη Λεμύθου τον μη κερδοσκοπικό πολιτιστικό οργανισμό Παράκεντρο. Το οίκημα του Παράκεντρου, που εγκαινιάσθηκε το 2008, είναι ένα διατηρητέο κτίσμα του 19ου αι. που περιλαμβάνει υπαίθριο χώρο εκδηλώσεων, στούντιο ηχογραφήσεων, στούντιο μοντάζ ταινιών και αίθουσα σελίδωσης και γραφικών τεχνών.

Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές:

ραπτός λόγος (2003)
ένα (2011)
Σχεδόν (2015)

1-%ce%b2%ce%b9%ce%b2%ce%bb%ce%b9%ce%b1-0001

1-%ce%b2%ce%b9%ce%b2%ce%bb%ce%b9%ce%b1-0002

σχεδόν (2015)

 

Μετανάστης

Κρύψτε με, είπε ο χαρταετός
και μπόρεσε και χώρεσε
πίσω από την αρμαρόλλα με τα ασημένια πιρουνάκια
εκείνα που κρατούνε στιλβωμένη την προσμονή
για τον γάμο της κόρης που δεν έγινε ποτέ
Είχε μπει από το παράθυρο
σπαράζοντας στο κλάμα
κι ας είχε ένα χαμόγελο στο σώμα ζωγραφιά
Φύσαγε λυσσασμένα ο άνεμος
κι έφερε ως την πόρτα μας παιδάκι μια σταλιά
Το είχε δώσει η μάνα του στου χαρταετού τις βέργες
και το λευτέρωσε να βρει την τύχη σ’ άλλο τόπο
Δακρύζει η αλευρόκολλα λυγάνε τα καλάμια σπάει το νήμα

Βγήκαμε έξω και πιάσε το χεράκι του απαλά μην το τρομάξεις
μα τι κάνεις εκεί;
φίλα του τα χείλη ν’ ανασάνει
τρεμόπαιξε τα μάτια ή μου φάνηκε;
Βαριανασαίνει ο βοριάς
σηκώνει το παιδί ψηλά
και δώσ’ του να χτυπούν το στήθος οι γυναίκες
σαν να ‘τανε το σπλάχνο τους
που αγγέλου φόρεσε φτερά και ανελήφθη
Αφήστε τες να το θρηνήσουν
ψιθύρισε ο χαρταετός
μην ανεβαίνει άκλαυτο παιδί σ άγνωστους ουρανούς
Σε καθαρό δεφτέρι γράφτηκε, σήμερα ν αποστάσει

Κάλλιο που μου δόθηκε άκληρη να γεράσω
σκέφτηκε η κόρη ανύπαντρη
μα ποιου να το μιλήσει

Χρέος

Το πατημένο χώμα πάτωμα σαρώνω με φρουκάλι
Θα έρθουνε σε λίγο οι δανειστές να μου πάρουν το σπίτι
Χτυπώ τα πόδια καταγής
να φύγει η σκόνη απ’ τα παπούτσια
Ξυπνάνε κι εξεγείρονται μια δράκα εγγυητές
κεκοιμημένοι από καιρό
άγνωροι πρόγονοι γνώριμοι κληροδότες
Χτυπούν τα χέρια καταγής
κλαίνε κι ανασηκώνονται και χαιρετούν και λένε
Εμείς είναι το πρέπον να πληρώσουμε
Πέρδικες χαμηλοπετούν φωνάζουν τη βροχή
Τα νέφη ανοίγουν την αγκάλη τους
Τρεις αστραπές μαλώνουνε
και κεραυνός περήφανος και πρωτοχορευτής
κόβει στα τέσσερα
δοκάρια και καρφιά
Το πλιθάρι επιστρέφει στην αρχή του
Χώμα μου κι άγιο μου νερό
κι εσύ βελόνι στ’ άχυρα και στάχυ ραγισμένο
Είδα σε που πρασίνισες
κι έριξες άγκυρες καινούργιες να ριζώσεις
Καλή αντάμωση

Πηνελόπη

Σαράντα χρόνια κυοφορώ μια πέτρα
Ο άντρας μου δεν θέλησε πατέρας της να γίνει
Με χώρισε, παντρεύτηκε μια νύχτα το σκοτάδι
Ως τα σαράντα του άνεμος γινότανε πυκνός
και μου ‘σβήνε τις λάμπες πετρελαίου
και μ’ άφηνε ασήμαντη
τυφλή να πλέκω χρόνια
Μα στέρεψαν τα νήματα
Γυμνά μασούρια στέρφα
χωρίς ποτέ ξανά την παρουσία δική του
Με της βελόνας μου κεντρί δίχως κλωστή
γαζώνω πένθους νυφικό και λειώνουν οι λαμπάδες
Προβάρω το και με τρυπούν και πέφτουν οι καρφίτσες
Οι πιέτες μαραζώνουνε
Έκλειψη σώματος
Οι πεθυμιές παράνυμφοι
Το βέλο πιάνεται στου τοίχου ένα καρφί
Απόψε μύρισε το στήθος μου λεβάντα
Πάντα του άρεσε, θυμάται;
Του ‘βαλα και στην τσέπη του κρυφά
Να ‘χει να με μυρίζει εκεί στα κάτω σπίτια

Ιούλιος

Πρωτοχρονιά πρώτη φορά χωρίς εκείνον
Μέρες καλές σου έλεγα
μου ‘λεγες πως σου λείπει
Φίλησα δάκρυ μάγουλο
δάκρυσες λόγια χώρια
Κάθε που θ’ αλλάζει ο χρόνος
με τον Ιούλιο ποτήρια θα τσουγκρίζεις
Μόνη θα πίνεις το κρασί, μόνος θα φεύγει εκείνος

Χρυσοπέρτικα

Ο πόνος ο πραματευτής περνά στη γειτονιάν του
Θωρεί τον Λιόντα γελαστόν που κά’ στη λεμονιάν του
Λαλεί του, πόψε έννα χαθεί η μέρα τζιαι το φως σου
Με τέρτιν εκατόφυλλο θα μείνεις μανιχός σου

Η νύχτα μπαίνει φουρκαστή να της το μαντατέψει
της κόρης πως ο χάροντας εν νάρτει να την κλέψει
Η κόρη εσυντρομάχτηκε, βουρά να μανταλώσει
Στο μακρυνάριν έμεινεν κρυφτή για να γλιτώσει

Λ, χρυσοπέρτικα, στο βράχο σ ονειρεύτηκα

Με το μασιαίριν του ληστή θερίζει την ο χάρος
Ευτύς εγίνην άφαντος ο σκοτεινός κουρσάρος
Πριχού ν’ αφήκει τη ψυσιή να φκει που τη φωλιάν της
αγκάλιασεν τ’ αγέννητο μωρό μέσ’ την τζιοιλιάν της

Μπαίνει της πόρτας όμορφος ο Λιόντας ποσταμένος
Με μια φωθκιάν πρωτόπλαστην εβρέθηκε ζωσμένος
Το άσπρον το φουστάνι της θωρεί το πορφυρένο
τζι αφήνει πά στα σιείλη της φιλί μαλαματένο

Κοντά στη νεροθκιάβαση με τον φονιάν παλεύκει
Πετά μια χρυσοπέρτικα που δίπλα του τζιαι φεύκει
Ανοιξαν τα επουράνια τζι η αγάπη του φωνάζει
Πρόσεχε, Λιόντα, τζι εν βαστώ να πιω τζι άλλο μαράζι
Εππέσαν τα μασιαίρκα τους στη γην την πικραμένη
τζι εμείνασιν αντικριστοί θκυο βράχοι αρματωμένοι

Α, χρυσοπέρτικα, στο βράχο σ ερωτεύτηκα

ένα (2011)

Αύριο

Περίοπτα στην προθήκη τους
οκτώ λογιών στεφάνια

Δάφνη ανθισμένη
νικητές

να στέψει αυριανούς
Περίτεχνα πλεγμένη ελιά
και δυο κλαδιά του πεύκου
Δίπλα, της μέθης ο κισσός
και σέλινο του πένθους

Όποιος κρασί θέλει να πιει
ρόδα για τα μαλλιά του
Κι όποιος περνάει απέναντι
παίρνει λευκά λουλούδια
Μα η Αφροδίτη με μυρτιά
τον έρωτα κυκλώνει

Κι εμένα;
Ποιος ξέρει άραγε
τι στεφάνι θα μου ξημερώσει

Αν

Γνωρίζω πως το «αν»
ουδέποτε ευδοκίμησε
στης ιστορίας τους καρπερούς αγρούς
Μα πάλι λέω
αν
αφού είχαν όλα προαποφασιστεί
κι ήταν η προδοσία
προδιαγεγραμμένη
Αν, λέω, είχα αποσκιρτήσει
κι είχα επιστρέψει
στου λαιμού σου την απάνεμη καμπύλη
Αν τους άλλους τριάντα επτά
είχα κλειδώσει άκλαυτους
στο ομαδικό τους πένθος
Θα μ’ αγαπούσες;

Μισό σελίνι

Επιστροφή

Καθημερινά
επιστρέφω στο πατρικό μου
το μητρικό γάλα μυρίζοντας στα χείλη
Πότε πρωί
πότε μέσ’ στο σκοτάδι
βγάζω από τη μέσα τσέπη
τη γυάλινη σφαίρα με το αιωρούμενο χιόνι
Ελαφρά την περιστρέφω
Ακολουθώ τις νιφάδες
μέσ’ από χαραμάδες του μυαλού
Πέφτω στη στέγη
Γλιστρώ στο καθιστικό
Πιάνομαι απ’ την καφετιά πορσελάνη
του μικρού σκύλου στο τραπεζάκι
κεφάλι του αρχίζει να ταλαντεύεται ανεπαίσθητα
Μια δεξιά
προς το δωμάτιο των αθώων ονείρων
και μια βαθιά
στη μυρωδιά απ’ το αγιόκλημα
Κι όταν το χιόνι λευκάνει το υγρό
έγκλειστο σπιτάκι
αιωρούμενος και μόνος
επιστρέφω στο παρόν

Τελωνείο

-Τι έχετε να δηλώσετε;

-Λίγο αλάτι
να ξυπνάει τις πληγές
Μια σημαδούρα
για να βρίσκουν το βυθό τους
οι αναμνήσεις
Ένα χαρτοκόπτη
ν’ ανοίγει δρόμο
στις άγραφες μέρες
Κι ένα ψαλίδι
για τα εγκαίνια
των νέων συνόρων

Παύσεις

Παρακαλώ τον υποβολέα
να μην ψιθυρίζει συνεχώς τα λόγια
τα επόμενα
Αυτά τα γνωρίζουν οι υποκριτές
Τις παύσεις να τους θυμίζει
Τις παύσεις

Πώς;

Αλήθεια πώς να σου εξηγήσω
γιατί φιλούσαμε το ψωμί
που είχε πέσει στο πάτωμα;
Αλήθεια πώς να σου εξηγήσω
γιατί μαζεύαμε τα ομορφότερα λουλούδια
για τον επιτάφιο;
Αλήθεια πώς να σου εξηγήσω
γιατί, όταν κάποιος έφευγε ταξίδι,
ρίχναμε πίσω του νερό;
Αλήθεια πώς να σου εξηγήσω
γιατί στρώσαμε τα κρεβάτια μας
πριν φύγουμε κυνηγημένοι απ’ τ’ αλεξίπτωτα
που πέφταν στην αυλή μας;

Αναμονή

Ιστιοφόρες
οι ώρες της αναμονής
οι αβάσταχτες
Δεν θα τους κάνω το χατίρι
Θα κρύψω επιμελώς
τους μικρούς στεναγμούς μου
για στιγμές ηδονής
Κι ας μείνουν τα πανιά τους
ζαρωμένα

Λεπιδόπτερα

Μην ανάβεις το φως
Λεπιδόπτερα οι σκέψεις
θα εφορμήσουν
Να σε κεντρίσουν θέλουν
με το λεπίδι τους
Κι ας ξέρουν
πως θα σβήσουν
στο φωτεινό γυαλί

Θυμός

Θύμωσες πολύ
Θυμάσαι, μαμά;
Πήρα κρυφά το κοκκινάδι σου
και πλήγωσα τον τοίχο
τον κατάλευκο
με μια γραμμή μακρόσυρτη
Μάτωσαν τα χέρια σου
να τον καθαρίσεις
Όταν τα συνεργεία διάσωσης
ανασηκώσουν τον τοίχο
τον κατάλευκο
που θρυμμάτισε το πρόσωπο μου
φοβάμαι πως και πάλι
θα θυμώσεις
Θα ματώσουν τα χρόνια σου
να τον καθαρίσεις

Μικρές απαγγελίες

Μονήρης και κατηφής Δεκέμβριος
ζητεί Αλκυονίδα μέρα
για φωτερό σκοπό

***

Ζητείται
αποχαιρετιστήριο βλέμμα
σε παραμεθόριο σκίρτημα
για επείγουσα
σιδηρόδρομη αναχώρηση

***

Σοβαρός κύριος
κυρίως μόνος
ζητεί
για μερική απασχόληση
ανεμοχαρή σκέψη

***

Διατίθεται σώμα
ανεπίσκεπτο
σε άριστη κατάσταση
λόγω αιφνίδιας αναχώρησης
της νιότης του

***

Κερδοφόρος μοναξιά
και πόθος ανεκπλήρωτος
έδωσαν αμοιβαία υπόσχεση γάμου

***

Ραπτομηχανή ζητά επειγόντως
κλωστή μεταξωτή
για προσαρμογές
σε ρούχα που μεγάλωσαν
μακριά απ’ τα σώματά τους

***

Διατίθεται λόγος διφορούμενος
για χείλη πολυμήχανα
κι αμήχανα χαρτιά

***

Πωλείται πανσέληνος
υψηλής φωτεινότητας
χαμηλής κατανάλωσης
για μεγάλης διάρκειας
ώρες πυρακτώσεως

Χαμόγελο

Καλά είμαι
Πότε μου έρχεται το σπίτι ως τη μέση
Πότε ξυπνάω στο ημίφως του βυθού
Παράπονο δεν έχω
Στο τραπέζι ένα πιάτο με προζύμι
φουσκωμένο
Στη ραγισμένη κρουστά του
διαβάζω ένα χαμόγελο
που πάει να γίνει στάχυ

Θλίψη

Βγάλε πια τα μαύρα ρούχα
Φόρεσε το κυριακάτικο σου
το βλέμμα το ανοιχτόχρωμο
Στο πλατύσκαλο
περιμένει απ’ το πρωί
η νέα θλίψη
Μην την τρομάξεις και σου φύγει

Νυχτερινό

Είναι πολύ αργά
Αργά κυλά η νύχτα
Οι εργαζόμενες αγκαλιές
έχουνε σχολάσει από τις έξι
Πρέπει επειγόντως να βρω
διανυκτερεύον σώμα

Ξενοδοχείο Δέλτα

Χτυπούσε το τηλέφωνο κι εγώ απαντούσα Δέλτα
Τα άλλα είκοσι τρία γράμματα κάθονταν ήδη σε τραπέζι γιορτινό
ορθογώνιο και μακρύ
απόσταση ασφαλείας
να μην μπορούν τα κρύσταλλα να σμίξουν
Σε μισή ώρα θα άλλαζε ο χρόνος
Ο καινούργιος έξω απ’ την πόρτα
μάθαινε τα λόγια του
κι εγώ επαναλάμβανα το γράμμα Δέλτα
Στην άλλη άκρη της γραμμής ευχές μακρινές
ζητούσαν να μπουν στο δωμάτιο εκατόν τρία, πεντακόσια ένα
σ’ ένα δωμάτιο
Στις δώδεκα παρά δέκα άφιξη για μονόκλινο
Ταυτότητα παρακαλώ
Αλβανός είμαι
Δουλεύω στις γεωτρήσεις με Κύπριους
Όταν με σταματά η αστυνομία
μιλάω κυπριακά και μ’ αφήνουν ήσυχο
Δέλτα, παρακαλώ! Όχι, απουσιάζει
Θα του το πω πως αλλάζει ο χρόνος σε λίγο
Στον πάγκο της υποδοχής, δώδεκα παρά δύο
δυο ποτήρια πλαστικά με κόκκινο κρασί βαρελίσιο
λαδοτύρι και ψωμί
Στην υγειά σου!
Πώς λέμε Καλή Χρονιά στα Αλβανικά;

Χρόνος

Τι θλίβεσαι;
Φέρεις ακεραία την ευθΰνη
του γήρατος
Λησμονείς
που κάθε Δεκέμβρη τραγουδούσες
«γέρο χρόνε, φΰγε τώρα»
Έφυγε ο χρόνος και το τώρα
Κι έμεινες γέρος

Απολογία

Ποιο χέρι άνοιξε βεντάλια παγονιού κι απόψε με κοιτάζουνε
τόσα ζευγάρια μάτια; Φωνή ερπύστριας με καλεί και προκαλεί
τον λόγο μου να δώσω. Ωραία λοιπόν, θα λύσω τη σιωπή μου.
Ούτε ένας κόμπος πια να κρατηθεί το μυστικό. Τον είχα δει
τον ιστό. Τον αποκάλυψε μια ανάσα φως που με νοιάστηκε
κι ήθελε την υστάτη να με σώσει. Μα τόσο ήταν περίλαμπροι
οι κύκλοι της παγίδας, που ν’ αντισταθώ δεν μπόρεσα. Όλα
τα λόγια μου είναι αλλωνών. Το ομολογώ. Τα βρήκα
κρεμασμένα σε σχοινάκια, νοτισμένα απ’ τις πρωινές απορίες.
Τα φόρεσα. Περπάτησα. Με γεια, μου λέγαν όλοι. Ξένα
σταφύλια γεύτηκα, δυο λόγια ν αποστάξω. Κι οι μέρες μου
όλες δανεικές, με λύπες και χαρές τους μισθωμένες. Τα χέρια
μου διάστικτα από βουβές κηλίδες. Χιλιάδες χρόνια σας μιλώ,
μ’ απόκριση δεν παίρνω. Μόνο η μιμόζα η ντροπαλή τους
μίσχους χαμηλώνει. Του πλήθους οι βραχίονες υψωμένοι το
μπλε διαρρηγνύουν ιμάτιο τ’ ουρανού. Μ’ ένα μολύβι πέμπω
σας βραχύχρονα στιχάκια. Άλλο δεν έχω να προσθέσω.
Αποστροφή τώρα χαρίστε μου του βλέμματος. Το αλέτρι μου
το ξύλινο θα σύρω, τους ύστερους που κληροδότησε ο
παππούς μου σπόρους για να θάψω.

Το νανούρισμα της Δανάης

Έλα, ύπνε, και πάρε της
μακριά
αφώτιστη τη νύχτα
και φέρε της χρυσή κλωστή
τα πρώτα όνειρα
γερά να τα τροπώσει
σε κασμίρια μεθυσμένα

Έλα, μέρα, και πάρε της
μακριά
τον γητευτή τον ύπνο
και φέρε μου χρυσά γυαλιά
τα πρώτα γέλια της
να δω μεγεθυσμένα

Κέρμα ασφαλείας

Με τα παπούτσια μου τα πρώτα
σήμερα θα πάω βόλτα τους γονείς μου
Θα τους κρατάω απ’ το χεράκι
στράτα στρατοΰλα
Τώρα που μάθαν να ξεχνούν
να τους θυμίσω πώς με μάθανε
να περπατώ
στράτα στρατούλα
Θα τους κεράσω παγωτό
Μιαν αρμαθιά τραγούδια
Κι ένα κέρμα θα τους δώσω
για ώρα ανάγκης
να τους κρατήσει το παιχνίδι ως το τέρμα

Τα στέφανα τ’ αμίλητα

Άμα τους δω ζηλεΰκω τους
τους άσπρους τους λεμοναθούς
που τους φιλούν οι μέλισσες
τζι ύστερα κάμνουν μέλι

Είχα τζι εγώ στην πόρτα μου
πλατύφυλλους βασιλικούς
Μα εμείνασιν αμύριστοι
Κανένας δεν τους θέλει

Άμα τες δω ζηλεύκω τες
τες πέτρες ούλλες του γιαλού
που τες φιλούν τα κύματα
τζιαι γίνουντ’ ασημένιες

Είχα τζι εγώ στα σιέρκα μου
βρασιόλια του παλιού τζιαιρού
Μ’ αλλάξαν τζι εγινήκασιν
καδένες σιδερένιες

Τωρά θωρώ ξαναθωρώ
τα στέφανα του γάμου μας
πάνω που το κρεβάτι μας
περίλυπα τζι αμίλητα

Τωρά μετρώ ξαναμετρώ
τα χρόνια που περάσασιν
τζι εκλείσαν τζι εμαράνασιν
τα σιείλη μου τ’ αφίλητα

ραπτός λόγος (2003)

Μεγαλώνω

Μεγαλώνω
Ρήμα αμετάβατο κι αναπόδραστο
Μεγαλώνω, μα δεν έχω πού να μεταβώ
Επί τα ίχνη του χρόνου βαίνω
Τροχονόμος πουθενά
να πάρει την ευθύνη
της κατεύθυνσης

Μεγαλώνω
Ρήμα μεταβατικό
Μεγαλώνω τις μέρες μου
να χωρέσουν του σώματος
τα αμετάβατα αγγίγματα
τα πολυκαιρινά
Μεγαλώνω τα ρήματα
να καλύψουν το κενό
που αφήνουν πίσω τους
οι δραπέτες τα ουσιαστικά βλέμματα

Δελτίο καιρού

Δελτίο καιρού
Πολύ παλαιού καιρού
Έβρεχε ασταμάτητα
σταγόνες αδρές
Πόσες ν’ αδράξει
μια παλάμη παιδική;
Και πώς να σβηστεί
πρωθύστερα
δίψα μελλοντική;

Είδα την πρώτη αστραπή
Με μάτια σφαλιστά
έπιασα να μετρώ
τα βήματα του χρόνου
πέντε, δέκα-δεκαπέντε
«Βγαίνω»
ψιθυρίζει κάθε βράδυ
η βροντή
η αναπόδραστη
Ακόμα να φανεί

Σήμερα
ενδέχεται να σημειωθούν
πέντε, δέκα-δεκαπέντε
λησμονημένες φωνές
σε όλα τα προσήνεμα
ακρωτήρια
σώματα

Σώμα στενό

Με στενεύει πολύ αυτό το σώμα
Ξέρω,
δεν γίνονται αλλαγές
μετά παρέλευσιν επτά ημερών
Κι εγώ
κοντά σαράντα έτη
απομακρύνομαι ολοταχώς
απ’ το ταμείο

Έχω απολέσει την απόδειξη
Πώς να διακρίνω
το νιογέννητο κλάμα
που μου το κύκλωσαν
τόσες κραυγές;

Με στενεύει πολύ αυτό το σώμα
Όσο μακραίνουν οι δρόμοι
πληθαίνουν τ’ άσπρα χαλικάκια
της επιστροφής
Κι οι τσέπες
ολοένα μικραίνουν

Γήρας

Όσο πάει μικραίνει
Φέτος κλείνει τα ογδόντα

Μην της λες νανουρίσματα
και σου κοιμηθεί
Υποκοριστικά πρωί απόγευμα
και να ντύνεται ζεστά χαμόγελα

Όσο πάει μικραίνει
Μέχρι να πεις ενενήντα
θα χωράει στην παλάμη σου
Μια ολόσωμη
κατ’ ενώπιον
ορθή
απουσία
Κι άντε να βρεις κορνίζα
να αγκαλιάσει μια θάλασσα μνήμη

Οδός βροχής

Οδός βροχής
Οι ζυγές σταγόνες απ’ τη μια
Αντίκρυ μόνες οι αστραπές
Μη δουν μοναξιά
χωρίς φόβο στα μάτια
Μεμιάς την κεραυνώνουν

Οδός μοναχικής βροχής
Σήμερα δεν φοράω τα μάτια μου
μα βρίσκω εύκολα το δρόμο
Ξέρω
δεξιά εσύ
αριστερά εσύ
Πώς να μη σε χάσω;

Του Σολωμού

Χρησιμοποιώ ανελλιπώς
όλα τα στιλβωτικά της μνήμης
Η κόψη του σπαθιού
η τρομερή
μου έχει πληγιάσει
αμέτρητα πανιά της σκόνης

Της αγοράς τα βέλτιστα
λευκαντικά της μνήμης
επικαλούμαι
Μα όσο κι αν πλένω
στο γλυφό νερό
τη μαύρη φορεσιά του Αυγούστου
αιματογράφημα ανεξίτηλο
η ριπή
δεν λέει να σβήσει

Και κείνη η τρύπα στο γιακά
από την καύτρα του τσιγάρου
Όλο τη μπαλώνω
κι όλο φλέγεται

Πετροχελίδονο
(Του Σολωμού ΙΙ)

Έτσι όπως σε είδα ν’ ανάβεις το τσιγάρο
πάνω στο κατάρτι να καις τον ουρανό,
πετροχελίδονο,
κόβεις τον Αύγουστο στα δυο
να χωρέσεις στου χρόνου τη χαραγματιά

Τότε θυμήθηκα, που λες
στις παιδικές σου ζωγραφιές
κείνον τον ήλιο που λαμπάδιασε

Λίγο πριν βασιλέψει
στα νερά να γαληνέψει
πέφτει σ’ ένα βράχο
που ’μοιαζε με σύννεφο
Βάφει κόκκινη τη Δύση
λίγο πριν να ξεψυχήσει
φαίνεται σαν ψέμα
σαν ηλιοβασίλεμα

Ηρωικό

Υπόσχομαι
ύμνους άλλων ηρώων
να μη σιγοτραγουδήσω
Υποσχεθείτε όμως κι εσείς
πως δεν θ’ αφήσετε
άλλο πετροχελίδονο
ν’ ανέβει στον ιστό

Κέντημα

Ελάτε κάβουρες
κεντήστε με να θυμηθώ
Επέτειοι των αιτίων
σε λίγο θα χτυπήσουν το παράθυρο
για λίγο θα τρυπήσουν το στήθος
βιαστικά περνώντας
να μνημονέψουν ονόματα
να καθαρίσει ο πόνος
να μπορεί να μεταλάβει

Ελάτε κάβουρες
θυμίστε με να κεντήσω τον αντίχειρα
Κάθε που παίρνει αντίδωρο
να γεμίζει με άμμο
το παγκάρι της λήθης
να ’χει πού να καρφώσει
τα φλογισμένα ονόματα

Ελάτε κάβουρες
κεντήστε σταυροβελονιά τις ακτές
να ’χουν τα κύματα να σβήνουν

Παπούτσια

Έξω απ’ το τέμενος
χίλια παπούτσια αμαρτιών
ζητούν συγχώρεση

Μπροστά από το πολυκαιρισμένο τέμπλο
μύρια γυμνά πόδια
αποζητούν απόντες αγίους

Στις παρυφές της συλημένης μνήμης
χιλιάδες αδειανά παπούτσια
περιμένουν τα πόδια τους
Στο στήθος
φωτογραφημένες οι απουσίες
τρομάζουν τους περαστικούς
Τους προτρέπουν να μην ταξιδεύουν ποτέ
καβάλα σε μοιρασμένα άλογα

Χρυσόψαρο

Είσαι καλά
-μου γράφεις-
και με σκέφτεσαι
Σκέψη καμιά δεν χτύπησε την πόρτα μου

Μέρες τώρα
ζωές τώρα
έχω τη γυάλα στο περβάζι
στο ανατολικό παράθυρο
Αλλάζω τακτικά το νερό
να επιπλέει διάφανη
η προσμονή

Σταχτιά
μια βρόχινη σταγόνα
-φαίνεται θα ’χει πιει
λίγο απ’ το σύννεφο που έπεται-
διστάζει για λίγο
έπειτα στάζει λίγη σιωπή
στην υγειά σου

Αναρριχώμαι στη ράχη του απογεύματος
Κάνω μια πρόποση
Καρφώνω μιαν ευχή
στην πνοή κατάστηθα
Μα ο άνεμος παράκουσε
κι αλλιώς επήγε κι είπε
Ανοίγει ο ουρανός
το πορτοφόλι του
Υπογράφει εν λευκώ
ένα χρυσόψαρο
για τα διψασμένα ύδατά μου

Δύναμαι τώρα να πληρώσω το κενό
με όσα μηδενικά σιγής
επιθυμώ

Ανάμνηση

Ξύνω με τα νύχια το απόγευμα
μοσχοβολάει τ’ άρωμά σου

Στύβω το βραδινό αεράκι
μεθώ με το κελαρυστό σου γέλιο

Βάζω την παλάμη στη φωτιά
ακούω να σβήνουν στην αυλή τα βήματά σου

Τριαντάφυλλη θύμηση

Δύσκολο δρόμο θα διαβείς,
είπεν η χαρτορίχτρα μέρα
Κι αναρριχήθηκες
στο μίσχο με τ’ αγκάθινα ενθυμήματα

Έπιασες πάλι
να χορδίζεις τα τριαντάφυλλα
δάκρυ το δάκρυ
να λύσουν τη σιωπή
ψιχάλισμα στον μπακιρένιο δίσκο

Έπιασες πάλι
το φυλλορρόημα
πέταλο το πέταλο
να καις
θυμίαμα θυμητάρι

Για δες
πώς πεταρίζουν ντροπαλά
τα κρυμμένα
στην κατακόκκινη σιωπή

Έξοδος κινδύνου

Ώρες ατέρμονες
περπάτησα εντός μου
Δεν με παρέσυρε η Κρίση
στο ημίφως των παρόδων
Κι ούτε της Μνήμης
τον καφέ παρηγοριάς
καταδέχτηκα
Στην κεντρική μονάχα λεωφόρο
πλανήθηκα

Στην πίσω πόρτα
ο κίνδυνος
ημίγυμνος
με το χέρι στο μαντάλι
απειλεί να λευτερώσει
ισόβιους πόθους
Παίρνω φόρα
διαπερνώ το αγκάλιασμά του

Έκτοτε ανεγείρεται
τιμής ένεκεν
σε κάθε νεοφώτιστο σώμα
σεσημασμένη μια έξοδος κινδύνου

Καθρέφτης

«Χορεύετε;»
Πώς να πεις όχι
σε καθρέφτη με ξυλόγλυπτο χαμόγελο
Χορέψαμε ώρα πολλή
Το κεφάλι γερμένο στον ώμο του
αναζήτησε την αθέατη κόψη

Έβλεπα από ώρα
το είδωλό του
να κατοπτρίζεται
στις φοβισμένες κόρες
«Τι ομορφάντρας,
Θεέ μου, ο θάνατος!»
Πώς να πεις όχι
σε καθρέφτη
που σε κοιτάει κατάματα

Παλιόκαιρος

Κάνει πολύ κρύο απόψε
Ας αφήσουμε ανοιχτή
τη στρόφιγγα της βρύσης
στάλα – στάλα
να πέφτουν συνέχεια
οι λέξεις
Με τέτοιον παλιόκαιρο στο σπίτι
έτσι και βυθιστούμε στη σιωπή
θα παγώσει η συγνώμη
στην καρδιά μου

Σιωπή Ι

Γέφυρα η σιωπή
Οι λέξεις δεν τολμούν
να την πατήσουν
Μόνο τα βλέμματα
ξεχειλίζουν
νερό καθαρό
πολύλογο

Σιωπή ΙΙ

Ποτάμι η σιωπή
κυλάει πάνω στην άσφαλτο
ωδή πλανόδια
κυριακάτικη
Ψυχή δεν έμεινε
να ρίξει νόμισμα αργυρό

Προθέσεις

Ποιες οι προθέσεις μου;
Μα, οι συν και πλην
Όλο γεμίζω μέρες
το ποτήρι
κι όλο μου πίνει χρόνο
ο καιρός

Ανταμώνουν το πρωί
δυο βλέμματα ρόδινα
Κι εκεί που λες
έσονται εις πόθον έναν,
το απομεσήμερο
αρχίζει η ταχύρρυθμη εκμάθηση
της αφαίρεσης

Στιγμή

«Μια στιγμή επιστρέφω»
Ψέμα δεν είπες
Μου επέστρεψες
τη στιγμή
και την κάρφωσες
τελεία
στη μέση
της ανυπεράσπιστης
αγκαλιάς

Γυάλινο γοβάκι

Το γυάλινο γοβάκι
στο μπρελόκ που μου χάρισες
το φόρεσε εκείνη η μέρα
που ντύθηκε στα μοβ
για την περίσταση
και σε ξεπροβόδισε
μέχρι τη στροφή
Τόσες φορές πήγε δώδεκα
κι ακόμα να μου το επιστρέψει

Ερωτικό I

Ομοιοκατάληκτες οι μέρες μας
Καλημέρα μού λένε τα πρωινά
Τα κερνώ καφέ ζεστό τ’ όνομά σου
Δίστιχα καλότυχα πλέκει το μεσημέρι
να μερώσει την κάψα του
Το ξεδιψώ με τσάι παγωμένο τ’ όνομά σου
Κάθεται η νύχτα στο τραπέζι μας
Τη μεθά λευκό κρασί τ’ όνομά σου

Άτιτλο IV

Τη μαρμαρόσκονη των συμφώνων
και το φωνήεν περίσσευμα
της σιγαλιάς
δεν τα πετώ
Μ’ ένα σίγμα τελικό
τα σαρώνω
κάτω από τον ποδόγυρο
μιας άγραφης σελίδας
Κάθε που λαβώνω
λέξη ανυπεράσπιστη
να ΄χω κάτι
να επιθέσω
στις ουσιαστικές πληγές

Χριστούγεννα

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ

06 Ιουνίου 2016

Πάμπος Κουζάλης: «Σχεδόν», εκδόσεις Παράκεντρο, 2015

Με ευτολμία στους πειραματισμούς

Όπως και σε όλο το προηγηθέν ποιητικό του έργο, ο Πάμπος Κουζάλης συνεχίζει να είναι πολυθεματικός ποιητής και συνάμα βαθιά πλουραλιστής ως προς τις υφολογικές και στυλιστικές του επιλογές. Παράλληλα, θα έλεγα ότι γίνεται ολοένα και πιο εύτολμος στους αισθητικούς του πειραματισμούς· όσο κίνδυνο ή ρίσκο κι αν ελλοχεύει αυτή η έφεση. Η νέα συλλογή του Π.Κ., η τρίτη στη σειρά, εμποτίζεται πιο βαθιά σε σύγκριση με τις προηγούμενες με το στοιχείο της επικαιρικότητας. Ίσως γιατί τα προβλήματα της τρέχουσας επικαιρότητας στις μέρες μας έγιναν πιο επιτακτικά, πιο ασφυκτικά και πιο δραματικά από ποτέ προηγουμένως.

Οι προσφυγικές ροές από την Εγγύς Ανατολή στην Ευρώπη μοιάζουν να είναι ο πρωτεύων θεματικός πυλώνας στην επικαιρική ποίηση του Π.Κ. «Σταθμός πρώτης υποδοχής αποδημητικών ψυχών» (σελ. 8), λέει για τη Λαμπεντούζα, αποδίδοντας έτσι το κυρίαρχο στίγμα της θεώρησής του γύρω από το όλο προσφυγικό ζήτημα.

Αγγίζει όμως και τις γενεσιουργές αιτίες του Προσφυγικού, που είναι η εμπόλεμος βία στη γύρω περιοχή. Και το πράττει μ’ έναν τρόπο ευφάνταστο, γόνιμο και δημιουργικό. Με μια πρόσμιξη χρονικού εν είδει ειδησεογραφικού ρεπορτάζ μαζί με εικόνες από τη Βίβλο. Αφού και στη μια και στην άλλη περίπτωση το γεωγραφικό θέατρο των δρωμένων είναι το ίδιο. Εδώ ταυτόχρονα ανιχνεύεται και μια παραλλαγή του θαύματος της Κανά: «Μάνες μοιρολογούν πεσόντες αγνώστους/τους κλαίνε για δικούς τους/Μαγδαληνή ασπάζεται τα πόδια Εσταυρωμένου ενός παιδιού/Σε μια κανάτα το κρασί βαπτίζεται νερό/Σχολνάει ο γάμος κι ο γαμπρός φεύγει για κάποια μάχη». (σελ. 9)

Είναι αξιοσημείωτο πως ο Π.Κ. καταφέρνει να υιοθετεί την τετριμμένη ορολογία της τρέχουσας επικαιρότητας, αξιοποιώντας την όμως με ποιητικούς όρους και με αισθητική νεωτερικότητα. Κατ’ αυτό τον τρόπο ξεφεύγει και από τους συναφείς κινδύνους λογοτεχνικής διάβρωσης, που εμπερικλείει η επικαιρική ποίηση.

Ο ποιητής επιχειρεί με μια συμπαντική, καθολική ματιά να αναλύσει τα σύγχρονα γεωστρατηγικά δρώμενα που ταλανίζουν την εποχή μας, την ανθρωπότητα και τον πλανήτη. Και το πράττει με έναν τρόπο ιδιαίτερα εύγλωττο, εκφραστικό και παραστατικό. Έναν τρόπο που εμπερικλείει μέσα του, άκρως λειτουργικά, και το κριτικό στίγμα: «Ανακλαδίζεται και πάλι η ιστορία/και τρέχουν όλοι σε μονόφθαλμους καθρέφτες/τα δόντια τους τα ανάρια να μετρήσουν/Ανακλαδίζεται και πάλι η ιστορία /και πέφτουνε τα μέλη της καινούργια να  φυτρώσουν/και τρέχουν όλοι για νεκρές ύστατες χειραψίες/ Ανακλαδίζεται και πάλι η ιστορία/και ψάχνουν όλοι μανιωδώς στις τσέπες τους/συγγνώμες ξεχασμένες». (σελ. 20) 

Βεβαίως, ο ποιητής επιστρέφει και στις προσφιλείς θεματικές του, που είναι ο έρωτας, οι παραδόσεις και η μοίρα της πατρίδας μας, η ποιητική ως διακήρυξη αρχών, αλλά και ο συναισθηματικός, ο εσωτερικός κόσμος του σύγχρονου ανθρώπου: «Ταξιθέτρια θεατών που αργοπόρησαν/δείχνει τους τις θέσεις στο σκοτάδι στην καρδιά της». (σελ. 15)

Ώρα να περιδιαβάσουμε στις άλλες θεματικές. Για παράδειγμα, σε δυο διαφορετικές περιπτώσεις, ο Π.Κ. θεματοποιεί το μνημόσυνο ως θρησκευτική και κοινωνική τελετουργία για να μιλήσει, για την αγάπη στην πρώτη περίπτωση και για τη μνήμη στη δεύτερη. Αυτό γίνεται στα συνεχόμενα ποιήματα «Της θειας Ελλούς» (σελ.24) και «Ψυχοσάββατο»: (σελ.25) «κι από κοντά η θλίψη πλατυτέρα των ουρανών/να προσδοκά ένα ανοιγοκλείσιμο ματιών σου/στη βουβή του τραπεζιού φωτογραφία σου», λέει στην πρώτη περίπτωση. Ενώ στη δεύτερη διερωτάται: «Τόσα πολλά ονόματα μνημόνεψαν μαζί…/Τ’ άκουσες το δικό σου;/Το ξεχώρισες;/Θυμάσαι μαραζώνεις μου;/Για με ξέχασες;». Η ευαισθησία του ποιητή και η δεινότητα αισθητικής μετάπλασης της συγκινησιακής φόρτισης, κατά τη γνώμη μου, δίνει επιτυχώς διαπιστευτήρια, ειδικά σε αυτά τα δύο ποιήματα.

Ο Π.Κ. ανήκει στη γενιά των ποιητών που έζησαν την προ του ‘74 εποχή αλλά και τα ίδια τα τραγικά γεγονότα του πραξικοπήματος και της εισβολής, στην παιδική ηλικία. Ως εκ τούτου, όλες οι μνήμες από εκείνη την περίοδο διακρίνονται από μια παιδική αθωότητα και δίνουν το «παρών» τους εντελώς αναπάντεχα και πικρά, μέσα από ειδυλλιακές εικόνες της παράδοσης ή της φύσης. Π.χ. οι Τούρκοι αλεξιπτωτιστές της εισβολής παρομοιάζονται με λαλέδες: «Πέφταν με τ’ αλεξίπτωτα/ανάστροφοι λαλέδες/εξόριστοι από τον ουρανό/έκπτωτες άνοιξες». (σελ. 27)

Θεωρώ το ποίημα που ακολουθεί καίριο δείγμα ποιητικής, όπως ο Π.Κ. προσλαμβάνει το νέο, ουσιαστικά εν εξελίξει, αισθητικό του στίγμα: «Με τα κουμπιά αθηλύκωτα/με προσπερνούν οι λέξεις/Βγαίνω στη σύνταξη/νέων προτάσεων ελλειπτικών/χωρίς αντικείμενα και αδρανή επίθετα/Μόνο υποκείμενο/Κι ένα ρήμα έρημο/Καμιά φορά το αποδεσμεύω κι αυτό». (σελ. 18)

Η τριβή και εμπειρία του Π.Κ., εδώ και αρκετά χρόνια, στη συγγραφή τηλεοπτικών σεναρίων, κυρίως για σειρές εποχής, βρίσκει την έκφρασή της και στην ποίησή του. Αυτό, κατά την άποψή μου, πραγματώνεται σε ποιήματα με δομική διαρρύθμιση θεατρικού δρωμένου, με σκηνοθετική υφή και ανάπτυξη. Π.χ. ο συζυγικός διάλογος που καταγράφεται στο ποίημα «Πλανόδιος» (σελ.29) που συνάμα θεωρώ πως είναι και το πιο ερωτικό ποίημα της συλλογής.

Ανάλογης υφής επιρροή από την τηλεοπτική συνάφεια του Π.Κ. αποτελεί και το ποίημα «Χρυσοπέρτικα» (σελ. 30) που είναι ήδη γνωστό ως τραγούδι στο τηλεοπτικό κοινό και όχι μόνο σε αυτό. Πρόκειται για ένα ποίημα παραδοσιακό, σχεδόν δημώδες, γραμμένο στην ντοπιολαλιά και σε στίχο δεκαπεντασύλλαβο, ομοιοκατάληκτο ζευγαρωτά. Η αισθητική ευόδωση αυτού του εγχειρήματος, υφολογικά, τεχνοτροπικά, μα και θεματικά, καταδεικνύει πόσο λειτουργικά, πόσο αρμονικά μπορεί να θρέψει ακόμη τη σύγχρονη ποίηση η παράδοσή μας.

Γιώργος Φράγκος

Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 2/12/2011

Δημιουργήματα υπερβατικής αισιοδοξίας

«Ένα», εκδόσεις Παράκεντρο, 2011

O ΠΑΜΠΟΣ Κουζάλης, με τη νέα του ποιητική συλλογή: «Ένα», εκδόσεις Παράκεντρο, 2011, συνεχίζει από εκεί που έμεινε στο «Ραπτό λόγο», την προηγούμενη και πρώτη ποιητική συλλογή του, το 2003. Παραμένει το ίδιο ευσύνοπτος, παραστατικός, με πλούσια και γόνιμη φαντασία, με λεπτή αίσθηση του χιούμορ και μια υπολανθάνουσα, ραφιναρισμένη και γοητευτική ειρωνεία. Θυμάμαι ότι παρουσιάζοντας τότε το «Ραπτό λόγο» είχα σταθεί
ιδιαίτερα στη λιτότητα, την πυκνότητα, τη δωρικότητα, τον λυρισμό αλλά και
την καυστικότητα των στίχων του Π.Κ.
Τα ίδια αισθητικά προτερήματα συναντούμε και σ’ αυτή τη συλλογή. Θεωρώ ότι ο Π.Κ. είναι ένας γόνιμος ποιητής, δεκτικός σε επιδράσεις και επιρροές από ποικίλες ποιητικές σχολές διαφόρων εποχών. Βέβαια, είναι πιο
επιρρεπής στις σύγχρονες, νεωτερικές και μοντερνίστικες επιδράσεις. Στους
στίχους του συναντάμε συχνά υπερρεαλιστικά στοιχεία, μέχρι και στοιχεία από τον μαγικό ρεαλισμό. Όπως π.χ. στο «Σουσάμι» (σελ. 33) όπου λέει: «Πάλι σουσάμι καβουρντίζεις / νυχτιάτικα; / Αύριο έχεις τη γιορτή σου / Δεν το ξέχασα /Όμως / τριάντα χρόνια πεθαμένη / γιατί επιμένεις /
το ίδιο γλυκό να μας κερνάς;».
Ο Π.Κ. δεν είναι μονοδιάστατος ποιητής. Όπως οι επιρροές του διακρίνονται από ένα ευρύ πλουραλιστικό φάσμα, έτσι και τα δημιουργήματα του χαρακτηρίζονται από θεματική, αλλά ενίοτε και τεχνοτροπική ποικιλομορφία. Έτσι έχει ποιήματα διάφανης εικονοποιίας από τη μια, αλλά και ποιήματα βαθιάς εσωτερικότητας από την άλλη.
Μια από τις μεγαλύτερες δεξαμενές εμπνεύσεων και ερεθισμάτων για τον Π.Κ. είναι η παιδική ηλικία, η παιδικότητα, με τις ανεξίτηλες, ολοζώντανες και αναβλύζουσες μνήμες της. Εδώ επιδίδεται σε γλυκά μακροβούτια και ο Π.Κ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το «Κάτω από το τραπέζι» (σελ. 6), όπου συν τοις άλλοις, αναπτύσσεται σε δεύτερο, ενδεχομένως και σε
τρίτο πλάνο, κι ένας διάλογος με τον Σεφέρη, στο γνωστό ποίημα για το πατρικό του: «Ο γυρισμός του ξενιτεμένου». Ο διάλογος βέβαια αφορά τη μυθοπλαστική πτυχή του σεφερικού ποιήματος και όχι την απομυθοποιητική.
Αναλόγου πνοής είναι και το «Επιστροφή» (σελ. 11) όπου επίσης μνήμες από το πατρικό σπίτι μεταπλάθονται ποιητικά. Βέβαια και στη μια και στην άλλη περίπτωση αυτό που πραγματεύεται ο Π.Κ. δεν είναι οι χώροι και τα πράγματα, που είναι το σημαίνον, αλλά η αγάπη που θρέφει τις ανθρώπινες καρδιές, που είναι το σημαινόμενο. Εδώ θέλω να σημειώσω ότι, παρόλο που ο Π.Κ. κατά κύριο λόγο πραγματεύεται μνήμες, τα ποιήματά του δεν είναι αδιέξοδα, αλλά είναι δημιουργήματα προοπτικής και μιας ιδιάζουσας, λυρικουπερβατικής αισιοδοξίας.
Ιδιαίτερη μνεία θέλω να κάμω στην αντικατοχική ποίηση του Π.Κ. Γιατί ναι, αυτός ο κατ’ εξοχήν λυρικός ποιητής, γράφει χωρίς οδυρμούς, χωρίς πομπώδεις κλαυθμούς, χωρίς εύηχα και εντυπωσιοθηρικά ρητορικά ξεσπάσματα και αντικατοχική ποίηση. Απλά, παραστατικά, με λυρισμό, συναίσθημα, συγκίνηση και δέος. Π.χ. στο «Μισό σελίνι» (σελ. 10)
μιλώντας για τα δυο σινεμά του κατεχόμενου Τράχωνα και τις παιδικές του μνήμες από αυτά, όπως βιώνονται σήμερα.
Αλλά και στο «Πώς;» (σελ. 17) ο Π.Κ. πετυχαίνει μια χαμηλόφωνη, υποβλητική και συνάμα επιβλητική αντικατοχική φωνή. Μακριά από ηχηρούς και υψίφωνους καταγγελτικούς τόνους, αλλά με πόνο και σωστά ελεγχόμενα δομημένη, συγκινησιακή κορύφωση. Ο Π.Κ. γράφει αντικατοχική ποίηση με λυρικό υπόβαθρο και ηχόχρωμα, αντί του συνήθους επικού ύφους που χρησιμοποιείται σε τέτοιες περιπτώσεις.
Προσφιλείς θεματικοί πυλώνες στην ποίηση του Π.Κ. παραμένουν ο χρόνος και ο έρωτας. Αρχικά ένα ενδεικτικό παράδειγμα σε σχέση με τον χρόνο: Ο ποιητής αξιοποιεί τις χρονικές μεταβάσεις από το παρελθόν, στο παρόν και το μέλλον και αντιστρόφως, με διαφορετική και απρόσμενη αλληλουχία κάθε φορά, επιτυγχάνοντας όμως πάντα αισθητικό αποτέλεσμα που είναι και το ζητούμενο. Αυτό συμβαίνει στο ποίημα: «Μνήμες» (σελ. 14).
Για το ερωτικό στοιχείο τώρα, όπου, σχεδόν κατά κανόνα, ο Π.Κ. είναι ακαριαία καίριος και λειτουργικός. Όπως π.χ. στο ευσύνοπτο και απόρροια στιγμιαίας σύλληψης και παράθεσης ποίημα: «Φωτιά» (σελ. 18), το οποίο και παραθέτω ολόκληρο: «Επειδή αργούν ακόμα να γεννηθούν οι πέτρες / τρίβω τα χέρια στο φως του ήλιου / μέχρι να πιάσω φωτιά / να ζεσταθείς».
Συνεχίζω με ένα – δυο πιο κριτικές επισημάνσεις: Ο Π.Κ. ίσως κάποτε να δελεάζεται υπερβολικά από τη μεγάλη έφεση και μαεστρία του στις μεταφο-
ρές. Όμως, υπό το καθεστώς αυτού του δέλεαρ, κάποτε πετυχαίνει αποτελέσματα, που όσο κι αν εντυπωσιάζουν με το αισθητικό επίπεδό τους, εν μέρει τουλάχιστον, προκαλούν και μια μικρή όχληση με την ωραιοπάθεια τους. Π.χ. αυτό συμβαίνει στο ποίημα: «Αναμονή» (σελ.22). Ωραίο το λεκτικό σχήμα, μα όσο εντυπωσιακές και πανοραμικές γέφυρες κι αν οικοδομήσει ο Π.Κ. οι στεναγμοί της αναμονής δεν έχουν καμιά σχέση με τους στεναγμούς της ηδονής. Συνεπώς, κατά την ταπεινή μου άποψη, οι δύο στεναγμοί μάλλον παραλληλίζονται άστοχα.
Η δεύτερη παρατήρηση που θα ήθελα να κάμω αναφέρεται στο συνολικό, προσωπικό αισθητικό στίγμα του Π.Κ. Ένα στίγμα, που όσο κι αν διακρίνεται για τον πλουραλισμό και την ποικιλόμορφη δεκτικότητά του, σε έναν αισθητό βαθμό, δεν παύει από του να γοητεύεται, ίσως υπέρμετρα, από το αισθητικό στίγμα της Κικής Δημουλά. Προσωπικά, στις μελλοντικές ποιητικές συλλογές του Π.Κ., θα ήθελα να διακρίνω ολοένα και λιγότερο αυτή την αίσθηση.
Συνολικά η ποιητική συλλογή «Ένα» του Π.Κ. είναι επαινετέα, αξιόλογη και αξιοπρόσεκτη. Γι’ αυτό εξάλλου και θα ήθελα να ολοκληρώσω την παρουσίασή της με ακόμα ένα-δυο από τις πολύ καλές στιγμές της. Στις πρώτες προτεραιότητες του Π.Κ. είναι ο ψυχικός, συναισθηματικός κόσμος του ανθρώπου. Όμως, δεν τον απασχολεί μονάχα ο έρωτας, η χαρά, η αγάπη, οι μνήμες, οι ποικίλες συγκινήσεις αλλά και ο ανθρώπινος πόνος. Μ’ έναν τρόπο ουδόλως γλυκερό, αλλά καίρια εύστοχο και παραστατικό, στο
ποίημα: «Μετόχια» (σελ. 38), λέει: «Θέλω μονάχα να σου πω πως / έχει πολλά μετόχια ο πόνος / εκεί που λες, πάει / παραγράφεται / από μιαν άλλη γειτονιά / ακούς το σήμαντρο του / θέλοντας και μη θέλοντας / πάλι κι απόψε θα λειτουργηθείς».
Τέλος, με τη λεπτή, ραφιναρισμένη ειρωνεία του, ο Π.Κ. μειδιά μπροστά στη λογική, το πρέπον, το σωστό, τον ατσαλάκωτο καθωσπρεπισμό. Παραθέ-
τω, για του λόγου το αληθές, την πρώτη στροφή από το ποίημα: «Λογική» (σελ.19): «Στην πρόσοψη της λογικής / χτισμένης με απόλυτη ακρίβεια / οι ορθογώνιες πέτρες της / επιχειρώ ν’ ανέβω / Από πού να πιαστώ; / Γλιστρώ και τη χάνω» /…

Μιχάλης Παπαντωνόπουλος

Φιλελεύθερος 22/1/2012

Το Ένα Τραγούδι
Πάμπος Κουζάλης, Ένα, Εκδ. Παράκεντρο, 2011, σελ. 58

Είναι κοντά δύο μήνες που παρευρέθηκα σε μιαν άκρως ζωντανή – παραδόξως(;) για encore λογοτεχνικής εκδήλωσης- συζήτηση αναφορικά με τη χρήση της κυπριακής διαλέκτου στην ποίηση των Κυπρίων ποιητών
και κυρίως για τη λειτουργικότητα που αυτή ενέχει σήμερα – για την προοπτική που δύναται να ανοίξει ή να κλείσει στο καλλιτεχνικό βλέμμα του
δημιουργού. Φυσικό, οι απόψεις ποίκιλαν: από την αδυναμία ή την αδυνατότητα της διαλέκτου να εκφράσει το εύρος της ανθρώπινης διανοίας και ψυχοσύνθεσης αλλά και τη διαφοροποίηση των συναισθηματικών τόνων που δοκιμάζει το ποιητικό υποκείμενο, μέχρι τη σχεδόν προγραμματική και επιβαλλόμενη – στα όρια της ιδεοληψίας- αξιοποίηση της διαλέκτου, γιατί όχι και τη συστηματική -με εμμονική συνέπεια- χρήση της. Παρεμβάσεις, βέβαια, κάλυψαν και τις μέσες αποστάσεις των δύο άτυπα -και εν πολλοίς, ανώφελα- αντιτιθέμενων «στρατοπέδων». Λες και η ποιητική γλώσσα χωράει αποκλεισμούς, στρατεύσεις, προγραμματικές δηλώσεις και τα συναφή, αν δεν είναι ποίηση. Λες και η ποιητική γλώσσα δεν ακυρώνει, δεν αναιρεί, δεν σαρώνει. Λες και η ποιητική γλώσσα δεν ακυρώνεται, δεν αναιρείται, δεν σαρώνεται. Λες και μια τέτοια γλωσσολογική, λογοτεχνική συζήτηση πρέπει
να βρίσκεται πάντα ένα «κλικ» πριν να μετατραπεί σε… πολιτική.
Ωστόσο, τις ίδιες μέρες περίπου έφτανε στα χέρια μου η δεύτερη ποιητική συλλογή του Πάμπου Κουζάλη «Ένα», και σε μεγάλο βαθμό, με διάσπαρτες λέξεις της διαλέκτου ενσωματωμένες στην κοινή νεοελληνική -την ελλαδική, τη «μητροπολιτική», την όπως τη βιώνει κάθε δημιουργός- γλώσσα και με δύο από τα καταληκτικά ποιήματα του βιβλίου -ένα ειρωνικό «Προικοσύμφωνο» κι ένα ερωτικό τραγούδι-, έδινε τη μόνη «έγκυρη» απάντηση: πως τέτοιου είδους ζητήματα λύνονται μέσα στην τέχνη κι όχι μέσω θεωρητικών σχημάτων και εκτιμήσεων. Η λειτουργικότητα της ποιητικής γλώσσας ομοιάζει με το πένθος: πρόκειται για καθαρά ιδιωτική υπόθεση. Το Έξω αναίτια υποδεικνύει «διαχειρίσεις», εφόσον το καλλιτεχνικό έργο είναι που
σπάζει ενδοκειμενικές και μη συμβάσεις και επιβάλλεται με τους όρους του. Κι αυτή είναι –με αποφατικό τρόπο- η διαφορά μεταξύ λογοτεχνίας και υπόθεσης εργασίας. Κι εδώ είναι που εξαρχής κερδίζει ο Κουζάλης εκφέροντας τη δική του προοπτική για τη γλώσσα, συνδέοντας
αρμονικά τύπους της κυπριακής καθημερινής γλωσσικής συναλλαγής με την «επίσημη» νεοελληνική.
Τα παραπάνω, εξ αφορμής. Αποκεί και πέρα, ο Κουζάλης στα 47 ποιήματα της συλλογής τραγουδάει με τη φυσικότητα που ανασαίνει. Λυρικός κι απέριττος ο λόγος του αρθρώνει έναν τόπο φασματικό, που κινείται μεταξύ πραγματικότητας και του πεπερασμένου. Η πλειονότητα των ποιημάτων φέρει στον πυρήνα της μιαν ασήμαντη εικόνα της καθημερινότητας ή ενός
παρελθόντος περιστατικού. Στην ποιητική συνείδηση του Κουζάλη χρόνος και τόπος συμπλέκονται: μιαν ελάχιστη κίνηση ή ένα αντικείμενο αναβιώνει το παρελθόν ή τροφοδοτεί το συναίσθημα του παρόντος. Τα πρόσωπα των ποιημάτων κινούνται εξίσου φασματικά. Χωρίς να κτίζει ένα κλειστοφοβικό ή αυτιστικό σύμπαν, εντούτοις ο Κουζάλης κινεί τα νήματα των ηρώων του σε έναν εσωτερικό χώρο. Άλλοτε δημιουργεί την αίσθηση πως πρόκειται για
κάποιον παλαιό αστικό οίκο και πότε για εκφάνσεις της ζωής στην κυπριακή ύπαιθρο. Σε κάθε περίπτωση, η μνήμη του δεν νοσταλγεί, δεν μελοδραματίζει, δεν θρηνεί. Η γλώσσα του Κουζάλη αναδύει τη χαμένη αρχοντιά μιας αστικής καθημερινότητας, ακόμα και σε εκείνες τις εικόνες που τονίζεται ο πόνος και θάνατος των μικρών πραγμάτων. Υπ’ αυτή την έννοια, τα πρόσωπα του έργου του αποπνέουν έναν ιδιότυπο ηρωισμό μέσα από τις καθημερινές τους δρα-
στηριότητες και τα συναισθήματα. Η απώλειαείτε αφορά την ερωτική επιθυμία είτε τους οικογενειακούς δεσμούς είτε την τραγωδία των αγνοουμένων το ’74 είτε την παρουσία ενός μετανάστη στη σύγχρονη Κύπρο προφέρεται γυμνή – μες στην ειρωνεία και τον σαρκασμό της, ναι, μα γυμνή όσον αφορά την καθαρότητα με την οποία μεταφέρεται στον αναγνώστη και δίχως ρητορικές εκπτώσεις. Διακρίνει μάλιστα κανείς τη συναισθηματική κλιμάκωση από ποίημα σε ποίημα και τη μεθοδικότητα την οποία μετέρχεται ο Κουζάλης προκειμένου να χτίσει ένα βιβλίο με ισχυρούς νοητικούς αρμούς σαν να
πρόκειται το «Ένα» για μια ενιαία καλλιτεχνική σύνθεση που προεκτείνει σε ετερόκλιτες νοηματικές ενότητες τα μέλη της. Κι όλα αυτά από έναν δημιουργό που η ιδιότητά του ως στιχουργός και σεναριογράφος δεν κατάφερε να τον παρασύρει στην ευκολία της προβολής και της
δημοσίευσης· ίσα ίσα ο Κουζάλης αξιοποίησε δάνειες τεχνικές και σχήματα από τις εν λόγω δραστηριότητές του για να καταστήσει ακόμα πιο καίρια την ποιητική του παρέμβαση. Σαν να λέμε πως το κυρίαρχο Έξω δεν του επέβαλε τις αξιώσεις και τη φθορά του, γεγονός που φαίνεται ακόμη και από τη δημοσίευση μόλις δύο ποιητικών συλλογών μέχρι σήμερα. Δύο, που
αρκούν όμως για να τον αναδείξουν ως έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ποίησης που γράφεται στην Κύπρο μετά το ’90.

Νίκος Πετρίδης, 13/12/2015

«σχεδόν» του Πάμπου Κουζάλη, Παράκεντρο, Λεμύθου 2015

Αυτό που πρόσεξα στην ποίηση του Πάμπου Κουζάλη είναι ότι κάποια από τα ποιήματα ταιριάζουν πιο πολύ να τα διαβάσει κανείς το βράδυ και άλλα κάτω από το φως του ήλιου. Επίσης μου αρέσει πολύ η ιδιάζουσα γραφή, που είναι πλέον σήμα κατατεθέν του ποιητή, η ντοπιολαλιά και η χρησιμοποίηση σπάνιων λέξεων της κυπριακής διαλέκτου. Λένε πως το γιόμα του μυαλού είναι η ποίηση και γενικά η μάθηση. Τωόντι, η δική του ποίηση αντιπροσωπεύει πλήρως αυτό τον όρο επάξια, αγγίζοντας απαλά τις καρδιές μας, στέκοντας έτσι βιζαβί ενός δάδινου λόγου που αντιπροσωπεύει τον άσειστο τρόπο ομιλίας και τον τρόπο ζωής του σήμερα. Η αγάπη που δείχνει για τη ζωή, τη φύση, το πάντρεμα του χθες και του σήμερα, παράλληλα με τον ευαίσθητο τρόπο γραφής του, θα μπορούσε ακόμη και να αλλάξει οποιονδήποτε ακολουθεί λαθεμένα τον δρόμο του θερσιτισμού.
Πρόσεξα ότι δεν τον διακρίνει καμιά βιασύνη για δημοσιότητα. Κύριο χαρακτηριστικό της ποίησής του είναι η μουσικότητα. Τα ποιήματα πρέπει να διαβαστούν φωναχτά, αργά, με παύσεις για να χαρείς το παιχνίδι των συνήθως μελαγχολικών μουσικών τόνων. Χρησιμοποιεί επίσης τα επίθετα για να κάνει πιο έντονη την έννοια του ουσιαστικού. Καθώς και τη μεταφορική περιγραφή.

Η ποίησή του κινείται μέσα σε ένα κλίμα μαρασμού, απογοήτευσης και μοναξιάς με έναν αψεύτιστο λυρικό τρόπο γραφής που στοχεύει στον φροκαλισμό της βόχας που αφήνει ο δελής τρόπος έκφρασης του ανθρώπινου στοιχείου, όπως ακριβώς είναι και η ποίηση του Λαπαθιώτη και του Άγρα.
Μοιάζει να ζητά στη φύση την ελπίδα μιας λύτρωσης από τη μονοτονία της αστικής ζωής, όπου η ευαισθησία και η δειλία σε κάνουν να αποζητάς στοργή και προστασία. Είναι θετικό για μένα ότι δεν υπάρχει η χασμωδία, αλλά και η αποφυγή του φουτουρισμού. Ο έντονος λυρισμός, η κάθαρση, η συγγραφική σκηνοθεσία, ο ντανταϊσμός, ο ρεαλισμός, η προσωποποίηση άψυχων αντικειμένων, η κορύφωση, το ημερολόγιο, τα συμφραζόμενα, η ταξιδιωτική λογοτεχνία και τα παρακείμενα υπάρχουν στη γραφή του Πάμπου Κουζάλη, εμπλουτίζοντάς την σε τεράστιο βαθμό. Με έμμεσο τρόπο υπάρχει η αναφορά στον θεό, όπως γίνεται στην ποίηση του Βρεττάκου, με ένα λυρισμό που σου επιτρέπει να μπορείς να εκφράζεις τα πληθωρικά σου αισθήματα.

Σε κάποια ποιήματα υποβάλλει το αίσθημα της νέκρωσης, κάνοντας έτσι τον αναγνώστη να συμμετέχει περισσότερο, νιώθοντας πιο έντονα αυτή τη νέκρωση, γιατί η έκφραση στηρίζεται σε μια αντικειμενική περιγραφή καθημερινών καταστάσεων που του είναι οικείες.
Υπάρχει ωστόσο έντονα το τραγικό στοιχείο της ζωής, της φθοράς, της ματαιότητας, χωρίς όμως να οδηγείς τον μηδενισμό και την απώλεια της πίστης. Σαν αντίβαρο υπάρχει η βαθιά πίστη στην αξιοπρέπεια, στην ανθρώπινη συνείδηση. Καθώς και ένα αίσθημα υπερηφάνειας μέσα από μια καθαρά ανθρωποκεντρική ποίηση. Είναι ποιήματα, μπορώ να πω, διαλόγου μεταξύ του συγγραφέα με τον εαυτό του και με τους άλλους, και λιγότερο μονόλογος. Ακόμη και σε ποιήματα όπου τα συναισθήματα είναι πιο αόριστα, καταφέρνει να τα κάνει πιο συγκεκριμένα, εντάσσοντάς τα μέσα σε μύθους.

Στέλιου Παπαντωνίου

Σάββατο, 12 Δεκεμβρίου 2015

Πάμπος Κουζάλης, Σχεδόν, Ποίηση, εκδόσεις Παράκεντρο

Η αίσθηση πως έχουμε νέους ποιητές που μας κομίζουν τη νέα ειδή των πραγμάτων χαροποιεί τον αναγνώστη, γιατί από τη μια επιβεβαιώνει πως η ποίηση συνεχίζεται επάξια στον τόπο και από την άλλη πως η συνέχεια αυτή διακρίνεται από τη γνησιότητα, τη φρεσκάδα και το σπινθηροβόλο του πνεύματος, με την ξεχωριστή ευαισθησία αλλά και το θεμέλιο της παράδοσης σεβαστό και ανανεωμένο.

Η ποίηση του Πάμπου Κουζάλη είναι πλούσια θεματικά, γιατί ο ποιητής έχει ανοιχτά τα μάτια στον καιρό του με τα παγκόσμια προβλήματα και τα τοπικά -το Κυπριακό δεν παύει να πονά με τους νεκρούς και αγνοουμένους – με το θάνατο και την πολύπτυχη ζωή, την αγάπη, τον έρωτα, τις ανθρώπινες συναναστροφές. Ένα πλατύτατο δίχτυ μέσα στο οποίο συλλαμβάνονται από τον ευαίσθητο ψαρά πολυποίκιλα ερεθίσματα για την ποίησή του. Πρώτα η συγκίνηση κι ύστερα η επεξεργασία του ποιήματος, με τέτοια όμως μαεστρία, ώστε να μη φαίνεται, αλλά να διατηρείται η δροσερή αύρα της σύλληψης και του σκιρτήματος.

Από μόνο του το «σχεδόν» είναι μια ημιτελής και εν εξελίξει κατάσταση πριν προλάβει να παγιωθεί, γι’ αυτό έχει μέσα του το στοιχείο της πάλης της ζωής, έστω κι αν η απόληξη είναι ο θάνατος. Άνθρωποι προσπαθούν να σωθούν, σχεδόν τα φτάσουν στον προορισμό τους, άλλοι στο «μεταξύ», για παράδειγμα οι αγνοούμενοι, πραγματικά νεκροί, για τους δικούς τους όμως ζωντανοί, ένας ημιέρωτας, μια συνειδητοποίηση της αδυναμίας ενώ η ζωή κι ο έρωτας προκλητικά καλούν.
Ίσως αυτό το σχεδόν, το «μεταξύ» να είναι και πιο δύσκολο να εκφραστεί, γιατί δεν παγιώθηκε, δεν αντικειμενοποιήθηκε, γι’ αυτό κι ο ποιητής ζωντανά με τον εαυτό του και με την τέχνη του το συλλαμβάνει στην εξέλιξη και ροή του.

Εκφραστικά θαυμαστή για τον αναγνώστη η έκπληξη με το απρόοπτο του τρόπου έκφρασης, με τις πολλές αφαιρέσεις στις μεταφορικές αλματικές εκφράσεις και γενικά αφαιρετικές μεταφορές. Ζωντανές εικόνες αποτυπώνονται με τα παρακόλουθα ζέοντα συναισθήματα (ένα ψυχοσάββατο, μια μάνα που πληροφορείται για το αγνοούμενο παιδί της, η προσπάθεια των μεταναστών να προσεγγίσουν τη ξένη γη) στο σχεδόν, και εντυπώνονται για πολύ στον αναγνώστη.

Συμπερασματικά, χωρίς στόμφο, με μόνη την ποιητική χάρη, ο Πάμπος Κουζάλης μας έδωσε με το «σχεδόν» μηνύματα και καλλιεργημένης αισθητικής αλλά και ήθους ελευθέρου και γνήσιου ποιητή.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.