ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΡΓΥΡΟΥ

.

O Χρήστος Αργυρού γεννήθηκε το 1972 στη Γιαλούσα και ζει στη Λάρνακα. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Έχει, επίσης, κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Birmingham στην Ελληνική Αρχαιολογία, με ειδίκευση στη βυζαντινή τέχνη, και στο Πανεπιστήμιο Κύπρου στις Επιστήμες της Αγωγής. Είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Τμήματος Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Εργάζεται από το 1998 στη Μέση Εκπαίδευση της Κύπρου.
Έχει δημοσιεύσει άρθρα και μονογραφίες σε θέματα εκπαίδευσης και ιστορίας της βυζαντινής τέχνης. Παράλληλα, ασχολείται με τη λογοτεχνία.

Δημοσίευσε ποιήματα, διηγήματα και κριτικές – παρουσιάσεις βιβλίων σε λογοτεχνικά περιοδικά της Κύπρου.

Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές «Κατάδυση στο χρόνο» (2008, Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Λογοτέχνη) και «Ο κήπος των θλιμμένων ποιημάτων» (2015) τη μεσαιωνική μυθιστορία «Ο Άνθρωπος του Βασιλέως» (2009) και τα Διηγήματα «ΑΙΡΟΤΕΣ ΕΡΕΤΙΚΟΙ και άλλες ιστορίες» (2019)

ΦΩΤΟ

.

.

ΑΙΡ0ΤΕΣ ΕΡΕΤΙΚΟΙ
και άλλες ιστορίες (2019)

ΘΕΚΛΑ

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΤΟΥ ΜΕ ΤΗ ΘΕΚΛΑ ήταν κεραυνοβόλος. Θυμάται τώρα εκείνη την πρώτη τους συνάντηση. Τσαχπίνα αυτή, λουσού, αεράτη, κοντολογίς μια Παριζιάνα άρτι αφιχθείσα στη μικρή επαρχιακή του πόλη. Οι φωνές της, τα νάζια, τα κουνήματά της…, αυτά τα κουνήματα! Κάποτε οι κινήσεις της θύμιζαν αιλουροειδές -απειλητικό και σαγηνευτικό ταυτόχρονα- και το ανοιγοκλείσιμο των ματιών της έκανε τα αρσενικά της γειτονιάς να αναστενάζουν. Δεν ήταν λίγοι που την πολιορκούσαν. Μα αυτή πήρε την απόφασή της. Μια αυγουστιάτικη νύχτα εκεί, δίπλα στο μεθυστικό γιασεμί που ξυπνούσε τις αισθήσεις των περαστικών, η σουρλουλού Θέκλα τού ορκίστηκε αιώνια πίστη. Την έμπασε στο μικρό δυάρι του, κουτσομπολιά και κακεντρεχή σχόλια τής κάθε γλωσσοκοπάνας της γειτονιάς δεν υπολόγιζε, και ο κοινός τους βίος άρχισε. Η σχέση τους ήταν εξαρχής άκρως πλατωνική. Πολλά λόγια δεν αντάλλαζαν παρά μόνο αυτά που τους υποχρέωναν οι καθημερινές συμβάσεις της ζωής. Τα αλληλοκοιτάγματά τους όμως ήταν ριπές περιπαθών μηνυμάτων. Η Θέκλα σε μια στιγμή που την στροβίλισε η αγάπη της για αυτόν του δήλωσε με μια δόση μάλιστα μελοδραματισμού:
«Στο ορκίζομαι, άλλον δεν θα γυρίσω ποτέ μου να κοιτάξω».
Παρά τη φραστική της δήλωση όρκου αιώνιας πίστης και κατ’ επέκταση παρθενίας, αφού ουσιαστικά μεταξύ τους δεν είχαν ποτέ ολοκληρώσει τη σχέση τους -αν και τα χαϊδέματα του και τα ηδυπαθή της γουργουρίσματα ήταν στην ημερήσια διάταξη της καναπεδίσιας ζωής τους-, αυτή άρχισε τα σουρτουκέματα και τις ολονύχτιες απουσίες από το τσαρδί τους. Αυτόν δεν τον ενοχλούσε καθόλου η ιδέα ότι θα μπορούσε να ήταν με κάποια άλλη παρέα, αλλά τον σκότωνε κυριολεκτικά η μοναξιά. Η ιδέα ότι μια μέρα θα μπορούσε να τον εγκαταλείψει οριστικά τον έκανε να παραλογίζεται και να τον καταδυναστεύει ο τραγοπόδαρος θεός Πάνας. Μέχρι και στην άλλη άκρη του κόσμου θα μπορούσε να φτάσει για χάρη της. Η αγάπη του για αυτήν ήταν χωρίς όρια. Για αυτό και φρόντιζε να της κουβαλά στο σπίτι και του πουλιού το γάλα. Ήταν έτοιμος να ικανοποιήσει κάθε παραγγελιά της και κάθε καπρίτσιο της. Κι αν τύχαινε να μην κάλυπτε τις ανάγκες της η εγχώρια αγορά, αυτός με αγωνία αναζητούσε τη νέα της απαίτηση στην άκρη του κόσμου και το παράγγελνε διαδικτυακά. Η αδυναμία της ήταν οι ψαρομεζέδες. Αυτός πήγαινε νωρίς νωρίς στο ψαρολίμανο προκειμένου να είναι από τους πρώτους αγοραστές σαν οι ψαρόβαρκες κατέφθαναν φορτωμένες το αλίευμά τους. Και βέβαια της αγόραζε τους πιο εκλεκτούς θαλάσσιους μεζέδες που διέθεταν τα νερά της Ανατολικής Μεσογείου.
Αυτή όμως δεν στάθηκε πιστή στον όρκο της. Αυτός παρατήρησε πως η Θέκλα του άρχισε να φέρεται περίεργα. Δεν έκανε πια τις μακρόσυρτες εκείνες βόλτες και τα νυχτοπερπατήματα στους δρόμους της γειτονιάς παρά μόνο προτιμούσε να τη βγάζει στο σπίτι. Μεταμορφώθηκε σε αληθινή σπιτόγατα. Οι παρατηρήσεις του γρήγορα μετατράπηκαν σε υποψίες. Κι οι υποψίες σε εφιάλτη. Η Θέκλα είχε σχέση με άλλον. Γρήγορα οι υποψίες του
επαληθεύτηκαν. Τα περιττά κιλά που απέκτησε προσφάτως η Θέκλα δεν ήταν το αποτέλεσμα της αδράνειάς της στον γδαρμένο τους καναπέ, αλλά το προϊόν της απιστίας της. Η Θέκλα ήταν έγκυος. Αυτός δεν ήθελε να πιστέψει την πραγματικότητα. Ο έρωτάς του για αυτήν ήταν τόσο τυφλός που κάθε νόμος της βιολογίας ανατρεπόταν. Προσπαθώντας να πείσει τους γύρω του, μα προπάντων τον εαυτό του, για την αμοιβαία τους αφοσίωση, απέδωσε την εγκυμοσύνη της σε μια μεταφυσική πράξη. Ναι, αυτό ήταν. Η σύλληψη ήταν άμωμος· η σύντροφός του ήταν αγνή κι αμόλυντη όπως η Αγιομάρτυρας Θέκλα, από την οποία πήρε και το βαφτιστικό της όνομα.
Το σκέφτηκε πολύ. Βασανίστηκε. Στο τέλος το αποδέχτηκε. Θα αναγνώριζε το παιδί που η Θέκλα κουβαλούσε στην κοιλιά της κι ας ήξερε πως δεν ήταν δικό του. Η λατρεία του για εκείνη καθόριζε τη σκέψη και την κρίση του. «Θα το αγαπήσω, όπως αγαπώ εκείνη. Αν έχει μάλιστα τα γατίσια, γαλάζια μάτια της…» σκεφτόταν.
Σιγά σιγά με την αυθυποβολή αυτός εξελισσόταν στον πλέον εν δυνάμει στοργικό πατέρα. Έτσι κατά την περίοδο της κύησης οι περιποιήσεις στη Θέκλα αυξήθηκαν. Αυτή την έβγαζε περιοδεύοντας από καρέκλα σε καρέκλα και από καναπέ σε καναπέ. Ακόμα και στο εργονομικό κάθισμα του γραφείου του, στο οποίο άλλοτε την μάλωνε που πήγαινε και θρονιαζόταν, τώρα, όχι μόνο της το επέτρεπε, μα τη ρωτούσε όλο τρυφερότητα: «Είσαι αναπαυτικά, Θεκλίτσα μου; Να σου φέρω μήπως κι ένα μαξιλάρι;» Αυτή με τη σειρά της φαινόταν να απολάμβανε τις περιποιήσεις και τα κανακέματά του και μάλλον δεν βιαζόταν να τελειώσει αυτή η παραδείσια περίοδος.
Μα μια μέρα ο εγκυμοσύνη τελείωσε και ήρθε ο πολυπόθητος τοκετός. Μα άλλη μια έκπληξη τον περίμενε. Η Θέκλα γέννησε τρίδυμα. Τρία πανέμορφα Θεκλάκια ήρθαν στον κόσμο για να γεμίσουν το σπίτι με ακόμη περισσότερες χαρές. Δύο κοριτσάκια κι ένα αγοράκι. Εννοείται, φτυστά η μάνα τους. Αυτός καταχάρηκε. Τα κοιτούσε με τις ώρες σαν παλαβός κι ευχαριστούσε τον Θεό που δεν είχανε σουσούμια του αγνώστου πατρός τους. Ακόμα και εκείνα τα σχόλια του τύπου «ολόιδια ο πατέρας τους», που εκστόμιζε ειρωνικά και πικρόχολα το σόι του και η γειτονιά, αντί να τον γεμίζουν οργή και θυμό, τα αποδεχόταν με υπερηφάνεια και συγκίνηση. Ένιωθε το αίσθημα της πατρότητας να πλημμυρίζει τα κατάβαθα της ψυχής του. Αν για τη Θέκλα μπορούσε να κάνει τόσες θυσίες, για αυτά τα αθώα πλασματάκια μπορούσε να φτάσει στα όρια της παράνοιας και σε πράξεις εγκληματικές.
Όπως έτσι ξαφνικά μπήκε στη ζωή του η αλανιάρα Θέκλα και τα αναποδογύρισε όλα, έτσι αναπάντεχα εξαφανίστηκε. Μετά από μια από τις εξόδους της, που άρχισαν ξανά να αυξάνονται, δεν γύρισε πίσω. Ούτε άφησε καν ένα σημείωμα. Αυτός απεγνωσμένος πήρε τους δρόμους και τις συνοικίες της πόλης, σύρθηκε ακόμα και σε κάτι ύποπτα και κακόφημα στέκια όπου υποψιαζόταν ότι μπορούσε η Θέκλα να είχε σούρτα-φέρτα. Πουθενά όμως η Θέκλα. Θέκλα γιοκ. Στο σπίτι τα μικρά έκλαιγαν από την πείνα και την απουσία της μάνας τους. Αυτός, με υψηλό πάντα αίσθημα ευθύνης, ανέλαβε αμέσως δράση και αντικατέστησε τη μητρική στοργή της άσωτης Θέκλας με τη δική του φροντίδα. Μπιμπερό, χαϊδέματα, νυχτοξημερωνόταν μαζί τους κι αναπολούσε τις ευτυχισμένες στιγμές με τη χαδιάρα σύντροφό του.
«Ευτυχώς, τουλάχιστον», σκέφθηκε, με όση αισιοδοξία του είχε απομείνει «δεν θα χαραμιστούν τόσες γατοτροφές που είναι γιομάτοι οι πάγκοι της κουζίνας».

.

ΑΝΘΟΥΣΑ

ΜΟΥ ΑΡΕΣΕ ΠΑΝΤΑ να μπαίνω μέσα της με ορμή και μετά ξέπνοος να ξαπλώνω πάνω της ανάσκελα, να μυρίζω το άρωμά της, να νιώθω τη δροσερή της επιδερμίδα και σχεδόν να αποκοιμιέμαι στο κυματιστό κορμί της, εννοείται όλα αυτά όποτε μου το επέτρεπε, καθώς πιο κυκλοθυμική από δαύτην δεν συνάντησα άλλη. Έπρεπε να την πετύχεις στις καλές της, πράγμα όχι και τόσο συχνό, κι αν ήσουν τυχερός να μην έχει τα μπουρίνια της, σου δινόταν με μια αφοσίωση και ένα πάθος πρωτόγνωρο. Εκτός από τη συνεχή και τόσο εκνευριστική εναλλαγή των συναισθημάτων της είχε και πολλά άλλα κουσούρια. Πιότερο, όμως, απ’ όλα ήταν που ήταν άπιστη σκύλα κι εύκολα σε προέδιδε για την αγκαλιά ενός άλλου μορφονιού. Είχε τσούρμο εραστές, νέους και γέρους, μπεκιάρηδες και παντρεμένους, μουρντάρηδες και καλόγερους, και ανερυθρίαστα τους κατασπάραζε στα μεγάλα της σαγόνια. Ακόμα και σε μικρά αγόρια δεν αρνιόταν τον ζεστό της κόρφο κι ας την καταριόντουσαν μέρα και νύχτα οι δύστυχες μανάδες τους πως αποπλανούσε τάχαμου τους κανακάρηδες τους. Εκείνες την πολεμούσαν με κάθε μέσο, την έκραζαν δαιμονικό κι αρρώστια, την κατασυκοφαντούσαν πως έκανε γητειές στα αθώα παιδιά τους, την ξόρκιζαν φέρνοντας παπάδες με τις αγιαστούρες και τον σταυρό, έκαναν τάματα χρυσά φλουριά στους αγίους να τα γλυτώσει από τις ορέξεις της. Αυτής, όμως, δεν ίδρωνε το αυτί της από τέτοιες φοβέρες. Λεύτερη και κιμπάρισσα πρόσφερε αφειδώλευτα το σώμα της και συνέχιζε το έργο της, να καταδυναστεύει τον νου των σερνικών και σαν βρικόλακας να τους απομυζεί την καρδιά και το αίμα. Έτσι όμοια έτρωγε και τη δική μου καρδιά.
Η σχέση μας ξεκίνησε από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου σε τούτο τον κόσμο. Εξ απαλών ονύχων άρχισα να ανακαλύπτω τα κάλλη της κι αυτή, έχοντας συνείδηση της γοητείας που μου ασκούσε, όλο και πιο πολύ με τύλιγε στα δίχτυα της. Σαν έκλεινε το σκολειό και ο δάσκαλος μάς έδινε τον έλεγχο και φεύγαμε για τα σπίτια μας, δεν περίμενα ούτε στιγμή. Πήγαινα κατευθείαν και την έβρισκα και για δυο μήνες ξημεροβραδιαζόμουν μαζί της, με αποτέλεσμα να κατεβαίνει ο πατέρας στο λημέρι που ξεροσταλιάζαμε αυτή κι εγώ και να με παίρνει με το ζόρι στο σπίτι. Την άλλη μέρα επαναλαμβανόταν η ίδια ιστορία. Κι όταν έπρεπε να πάμε πίσω στο σκολειό το φθινόπωρο, με έπιανε η απελπισία που θα αποχωριζόμουν τα φιλιά και τους έρωτές μας. Την αγαπούσα τόσο που της τα συγχωρούσα όλα. Ακόμη και το γεγονός ότι δεν ήταν λίγες οι φορές που κινδύνεψα από τα καμώματα και τα επιπόλαια ξεσπάσματά της. Της συγχωρούσα ακόμη και το ότι, ενώ μου εξομολογούνταν τον έρωτά της, την ίδια κιόλας στιγμή με κεράτωνε με τον πασαένα, η μπερμπάντισσα. Με χόρευε στο ταψί, μα εγώ δεν της κακιωνόμουν. Η αγάπη μου για δαύτην ήταν τόσο βαθιά στεριωμένη μέσα μου, που τίποτα δεν μπορούσε να τη χαλάσει.
Είναι αλήθεια, βέβαια, πως κι εγώ δεν της φερόμουν τίμια. Ενώ για μήνες πολλούς τα κορμιά μας γινόντουσαν ένα και ο φουντωμένος πόθος μου για αυτήν με έκανε να ξεχάσω όποια άλλη μέριμνα του καθημερνού βίου μου, άξαφνα την άφηνα σύξυλη χάνοντας την να αφρίζει από το κακό της. Περνούσαν μήνες να ματαγυρίσω κοντά της γιατί φοβόμουν πως σε μια από τις εκρήξεις θυμού της ήταν άξια να με πνίξει με τα ίδια της τα χέρια κι ας μοιραστήκαμε τόσα πολλά μαζί. Ωστόσο όσο κι αν έβραζε απ’ τον θυμό της, όσο κι αν χτυπιόταν σεληνιασμένη από τη δίκιά μου προδοσία, άνοιγε τις αγκάλες της και συνάμα τα σκέλια της και δεχόταν πίσω τον άσωτο εραστή της. Η σχέση μας ήταν και θα παραμείνει τρικυμιώδης, για τούτο και σαν την αγναντεύω μίλια μακριά από κάποια βουνοκορφή, χαμογελώ και της ψιθυρίζω εκείνο το νησιωτικό δίστιχο:

Θάλασσα πικροθάλασσα και πικροκυματούσα,
Όλοι σε λένε θάλασσα κι εγώ σε λέω ανθούσα.

.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

ΚΑΝΕ ΥΠΟΜΟΝΗ ΨΥΧΗ ΜΟΥ, θα φτάσουμε στο χωριό μας, κάνε υπομονή».
Εκείνη σφιγγόταν απάνω στο σώμα του με τα χέρια και τα πόδια της. Αυτός περπατούσε ώρες στον χωμάτινο δρόμο και τα πόδια του βούλιαζαν μέχρι τα γόνατα στις λάσπες. Μα προχωρούσε αδιαμαρτύρητα φορτωμένος στην πλάτη την ανήμπορη γυναίκα του. Έπρεπε να διανύσει δεκάδες χιλιόμετρα μέχρι να φτάσουν στο χωριό τους. Από το νοσοκομείο της πόλης τού το είχαν ξε-καθαρίσει, παρά τα παρακάλια και τα κλάματά του, ναι έκλαιγε σαν μικρό αγόρι κι ας ήταν σαράντα πέντε χρονών. «Δυστυχώς, δεν διαθέτουμε ασθενοφόρο. Θα πρέπει να βρείτε εσείς κάποιο μέσο για να τη μεταφέρετε». Οι μύες των χεριών και των ποδιών του πονούσαν κι η μέση του τον έσφαζε, μα αυτός περπατούσε σαν παλικάρι είκοσι χρονών. Καμιά παραμόρφωση στο πρόσωπό του, κανένα λύγισμα του κορμιού, μόνο ο ιδρώτας έτρεχε Γάγγης, μούσκευε το άσπρο βαμβακερό πουκάμισό του και τον εξάγνιζε. Μια γαλήνη φώλιαζε στο πρόσωπό του. Κι εκείνη ολοένα γαντζωνόταν στο σώμα του και κούρνιαζε στο πρόσωπό του.
«Κουράγιο, καλή μου, θα φτάσουμε στο μικρό φτωχικό μας. Θα έχουν ανάψει τη φωτιά στην εστία τα κορίτσια μας και θα μαγειρέψουν το αγαπημένο σου κάρυ. Θα φάμε, θα πιούμε, θα γιορτάσουμε την επιστροφή σου. Ξέρω τι μου λες τώρα με το παραπονεμένο βλέμμα σου, ομορφιά μου. Πως δεν θα μπορείς πια να είσαι η αρχόντισσα της μικρής κουζίνας μας. Μα είσαι καλή μάνα, καρδιά μου, φρόντισες κι έμαθες στις κόρες μας τις μυστικές σου συνταγές. Πόσο όμορφα μαγειρεύεις, καμάρι μου! Μου αρέσει που κάθε φορά που επαινώ το φαγητό σου, εσύ μου απαντάς με νάζι: “Είναι που το φτιάχνω με αγάπη για σας Μα δεν είναι μόνο τη μαγειρική σου που λατρεύω. Με συνεπαίρνει το καθετί απάνω σου. Πόσο στοργική γίνεσαι με τα παιδιά μας! Πώς μεταμορφώνεσαι σε τίγρη της Βεγγάλης σαν νιώσεις πως κάποιος κίνδυνος απειλεί κάποιο από τα κορίτσια μας, έτοιμη να ξεσκίσεις με τα νύχια σου την απειλή! Πώς χαμογελάς, πώς κλαις, αγαπώ ακόμη και τον τρόπο που κοκκινίζεις σα θυμώνεις στα καβγαδάκια μας! Κρατήσου απάνω μου, μάτια μου, θα τα καταφέρουμε. Θα επιστρέφουμε στην πλίνθινη καλύβα μας. Στο φτωχικό μας θα μυρίσεις τα λουλούδια μας, θα κόψουμε βόλτες στους δρόμους του χωριού μας, θα μάθεις τα νέα της γειτονιάς που για τόσο καιρό έχεις να ακούσεις, θα γελάσεις με τις κουβέντες και τα αστεία των φιλενάδων σου, θα κλάψεις για τη φτώχεια και την κακοριζικιά μας, θα κοιμηθείς κάτω από τον ολόφωτο ουρανό του χωριού μας.
Κοντοστάθηκε λίγο, απίθωσε τη γυναίκα του για λίγο στο μαλακό χόρτο δίπλα από τον κακοτράχαλο δρόμο. Κάθισε δίπλα της. Χάιδεψε τα μαλλιά της φέρνοντάς τα πίσω, καθώς είχαν πέσει στο πρόσωπό της, ενώ έπαιρνε βαθιές ανάσες από την κούραση της οδοιπορίας. Έριξε ένα βλέμμα στο βάθος του δρόμου που έσβηνε σε μια στροφή, η οποία θα του απεκάλυπτε μια άλλη στροφή και στη συνέχεια μια άλλη και πάει λέγοντας. Το χωριό τους ήταν ακόμη μακριά. Ούτε τη μισή διαδρομή δεν είχαν διανύσει. Σήκωσε ξανά τη γυναίκα του όρθια και την ακούμπησε με αργές κινήσεις στο ταλαιπωρημένο σώμα του. Φιλώντας την απαλά στο μέτωπο, συνέχισε να της ψιθυρίζει.
«Θυμάσαι, αγάπη μου, τον γάμο μας; Πάνε είκοσι πέντε χρόνια τώρα. Ήταν από τους ομορφότερους γάμους. Είχαν όλοι να το λένε και να το θυμούνται από τότε. Ήταν μαζεμένο όλο το χωριό. Και τι χορό που ρίξαν όλοι! Χορεύαμε ασταμάτητα στην πλατεία του χωριού. Χορεύαμε ακόμα κι όταν έπιασε ξαφνικά μια δυνατή κι επίμονη βροχή. Ήσουν πολύ όμορφη μες στο άλικο, όλο κεντίδια νυφικό σου εκείνη τη μέρα, αγγέλισσά μου! Μες στο πορτοκαλοκίτρινο σάρι σου ήσουν σαν ανοιξιάτικη μέρα γεμάτη κατιφέδες! Κατάκοσμη μες στα χρυσά βραχιόλια, περιδέραια και σκουλαρίκια σου ήσουν ένας πυρούμενος ήλιος. Ζηλιάρικα που μου έλεγαν οι φίλοι μου πόσο τυχερός ήμουν που έπαιρνα μια τόσο όμορφη νύφη! Θα μαζευτούν όλοι πάλι στο χωριό, όπως τότε. Δεν θα λείπει σχεδόν κανείς, αγάπη μου, ακόμα και η γεροντοκόρη η Ρέσμι που ποτέ δεν σε χώνεψε, θα είναι εκεί. Θα είναι όλοι εκεί να σε αποχαιρετήσουν και θα ρίξουν όλοι από ένα λουλούδι στο ποτάμι, αποχαιρετώντας σε, καθώς θα σκορπίζεται η τέφρα σου στα σπλάχνα της Ινδίας».

.

ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ

ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ, ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΩ ΠΙΑ. Κάθε μέρα το ίδιο βάσανο. Από το πρωί στις δέκα μέχρι τις έξι. Κουράστηκα. Δεν το καταλαβαίνουν; Κάθε μέρα ζω την ίδια μαρτυρική μέρα, η οποία επαναλαμβάνεται την επόμενη και τη μεθεπόμενη και την επόμενη της μεθεπόμενης μέρας. Κι η ελπίδα για μια αλλιώτικη μέρα να ξημερώνει, πουλί που πεταρίζει μακριά. Κάθε μέρα παρελαύνουν ορδές στο δωμάτιό μου. Κι όμως νιώθω τόση μοναξιά. Κόβουν βόλτες γύρω μου σαν το μελίσσι, σταματάνε λίγο βλέποντας με σε προφίλ, ύστερα υπό γωνία σαράντα πέντε μοιρών, μετά θαυμάζουν το τορνευτό μου σβέρκο που γέρνει μπρος σαν μίσχος λωτού, και τέλος έρχονται μπροστά μου και σκύβοντας με αγένεια το πρόσωπό τους στο δικό μου -τόσο πολύ που μυρίζω τα χνώτα τους καρφώνουν πάνω μου το διαπεραστικό τους βλέμμα. Πού να τολμούσε κάποιος υπήκοός μου να κάνει κάτι τέτοιο! Θα γινόταν αμέσως βορά των κροκοδείλων. Μα αυτοί εδώ οι ασεβείς -άλλες εποχές, άλλες συνήθειες- χαζεύουν σπιθαμή προς σπιθαμή το μελαχρινό μου πρόσωπο. Το λεπτό πηγούνι μου, τα αμυγδαλωτά μου μάτια, τονισμένα με μαύρο χρώμα και στεφανωμένα με τα μαύρα παχιά φρύδια μου, το κόκκινο στομόχειλό μου. Πιότερο, όμως, θαυμάζουν τον μακρύ μου λαιμό. Ναι, πάντα ήμουν αυτάρεσκη, το ομολογώ. Οι τωρινοί φρουροί μου κοιτάζουν με βλέμμα βλοσυρό τους επισκέπτες μου, έτοιμοι να επέμβουν. Δεν μπορώ να πω πως δεν μου φέρονται ευγενικά όλοι εδώ σε τούτο το παλάτι. Είναι εκεί για κάθε μου ανάγκη και διέθεσαν για τη μεγαλειότητά μου την πιο όμορφη αίθουσα του κτιρίου. Μόνο για μένα. Αντίθετα οι υπόλοιποι ένοικοι, άνθρωποι ταπεινοί της αγροτιάς, μαστόροι και τεχνίτες, μα και βασιλιάδες και ηγεμόνες, φιλόσοφοι και ποιητές, ω θεέ μου, ακόμη και θεοί του τόπου μου, στριμώχνονται στα υπόλοιπα δωμάτια. Αχ, ας ήμουν μαζί τους σε αυτές τις στενάχωρες κάμαρες, θα πνίγαμε μαζί με τους συντοπίτες μου τις στεναχώριες της ξενιτειάς και της αιχμαλωσίας μας.
Στην αρχή μου άρεσαν όλα αυτά που γίνονταν γύρω από μένα. Ναι, θέλω να είμαι ειλικρινής μαζί σου. Ικανοποιούσαν τη ματαιοδοξία μου. Ίσως να ήμουν κι ευτυχισμένη. Μου θύμιζαν όλα τούτα τις πολύωρες ακροάσεις που είχε ο άντρας μου στο παλάτι. Τώρα, όμως, είμαι δυστυχισμένη. Νιώθω αιχμάλωτη. Θα ήθελα να τρέξω προς τον νότο, στα ηλιοφώτιστα μέρη μου, μα δεν έχω πόδια. Για την ακρίβεια δεν έχω καν κορμό. Είμαι ένα πλάσμα ασώματο. Μα έχω καρδιά. Ή έτσι πιστεύω. Πώς αλλιώς εξηγείται ο αβάσταχτος μου πόνος! Είναι στιγμές που η απελπισία με οδηγεί σε σκέψεις παράξενες. Βλέπω τον εαυτό μου χαρούμενο στον Κάτω Κόσμο και την καρδιά μου να ζυγίζει ο Θεός. Ναι, είμαι μια ζωντανή νεκρή. Θέλω να πεθάνω, δεν βαστώ άλλο φυλακισμένη σε αυτή τη σκοτεινή αίθουσα. Με πιάνει τρόμος, είμαι μάλλον κλειστοφοβική. Θα ήθελα να δω ξανά τον ήλιο του τόπου μου, που τόσο λατρέψαμε με τον άντρα μου. Αυτό θυμάμαι ήταν κι η αιτία που όλοι μας εχτρεύονταν, αυτή η εμμονή μας στον Ήλιο. Ναι, αυτή ήταν η αιτία της πτώσης μας. Ο Ήλιος τότε μας πλημμύριζε και μας γέμιζε ζωή. Μα τώρα μόνο συννεφιά. Θέλω να αυτοκτονήσω σε αυτό το ανήλιαγο δωμάτιο. Μα δεν μπορώ. Έχω τη δύναμη. μα μου λείπουν τα χέρια που θα στρέψουν ένα μαχαίρι στην καρδιά μου. Δεν με βοηθάνε κι αυτοί οι ημίγυμνοι τύποι θρονιασμένοι στην οροφή του δωματίου μου. Είναι όλοι τους πάνοπλοι και σκοτώνουν τέρατα και σημεία. Τους ζήτησα πολλές φορές να δώσουν ένα τέλος στο μαρτύριό μου, μα όλοι τους άνανδρα μου το αρνήθηκαν. Είναι βλέπεις όλοι μουτρωμένοι μαζί μου. Δεν θέλουν καν να ανταλλάζουμε κουβέντα. Κι είμαι τόσο μόνη σε αυτό το σκοτεινό δωμάτιο! Κι ας με τριγυρίζουν χιλιάδες κάθε μέρα. Ρωτάς γιατί δε με συμπαθούν; Μα δεν το καταλαβαίνεις; Ζηλεύουν, δεν τους αδικώ, κι εγώ το ίδιο θα ένιωθα αν δεν μου έδινε κανένας σημασία. Όλοι κοιτάνε εμένα και θαυμάζουν τα κάλλη μου. Κανένας δεν γυρνά το κεφάλι προς τα πάνω να τους δώσει λίγες στιγμές θαυμασμού. Κι ας υπήρξαν κι οι τέσσερις τους πιο τρανοί από μένα.
Κρυώνω. Κρυώνω πολύ σε αυτή την παγωμένη χώρα. Θέλω τη ζέστα της πατρίδας μου. Δεν λέω, προσπαθούν να μου προσφέρουν τα πάντα οι άνθρωποι εδώ, η θέρμανη δεν σταματά σχεδόν καθόλου, και κρατάνε πάντα σταθερή θερμοκρασία. Φροντίζουν μάλιστα να μην υπάρχει υγρασία κι αυτό πολύ με συγκινεί γιατί μου θυμίζει το ξηρό κλίμα του τόπου μου. Έχει κι εδώ ένα ποτάμι που περιβάλλει τα κτίρια που με φιλοξενούν, δεν έχει όμως τη μεγαλοπρέπεια του ποταμού της χώρας μου. Αχ, ο ποταμός μου! Ταξίδια που έκανα σε αυτό τον ποταμό διαπλέοντας όλη τη χώρα μου! Κυρά του Βορρά και του Νότου με υμνούσε ο σύζυγός μου. Αχ, θέλω να ξαναβρεθώ στη χώρα που με γέννησε κι ας με πότισε τόσες πίκρες. Θέλω να αγναντέψω, κι ας μου λείπει το ένα μου μάτι, το Δέλτα του γαλαντόμου Νείλου και τα δάκρυα του που χύνονται στον κόρφο της ζεστής, μεγάλης θάλασσας μας. Να οσμιστώ τη λάσπη που μας κουβαλά από το νότο, την άμμο της ερήμου, τους χρυσοφόρους σιτοβολώνες μας. Μα όλο αυτό το φως μένει στη σκέψη μόνο πεθυμιά. Κι εγώ στο έρεβος. Είμαι μια πρόσφυγας χωρίς ελπίδα.
Αχ, Τούθμωσι, καταραμένη η ώρα εκείνη που σου παράγγειλε ο Φαραώ την προτομή μου! Ακούω στα αυτιά μου τα λόγια του: «Αναπαράστησέ την όσο πιο πιστά μπορείς. Θέλω να σωθεί η ομορφιά της. Είναι κρίμα να χαθεί μια για πάντα πίσω από τους λινούς επιδέσμους». Μα τώρα σκέφτομαι, Τούθμωσι, πως εγκλωβίζοντας στον ασβεστόλιθο σου την εφήμερη ομορφιά μου, υπέγραψες την καταδίκη μου να βασανίζομαι αιώνια σε τούτη την ειρκτή. Κι ας μη μου άξιζε ποτέ μια τέτοια τύχη. Εγώ, η κληρονόμος, πρώτη στα προτερήματα και Μεγαλόχαρη κυρά, γλυκιά του έρωτα, καλλίμορφη, η αγαπημένη του ζωντανού Ατόν, η πρώτη σύζυγος του βασιλιά, που την αγαπά. Οικοδέσποινα της Άνω και της Κάτω Αιγύπτου, ανυπέρβλητη του έρωτα, η Νεφερτίτη, που ζει στην αιωνιότητα, μα πάντα ξένη στην ξένη γη του γκρίζου Βερολίνου.

.

ΘΗΡΕΥΣΗ

ΟΛΟ ΣΕ ΚΥΝΗΓΩ ΚΙ ΕΣΥ μου ξεφεύγεις σαν τρομαγμένο ελάφι μες στα ορμάνια. Πού θα μου πας, θα σε τσακώσω άτιμη και τότες θα είσαι δίκιά μου, ολόδικιά μου. Το ξέρω, είναι δύσκολο το έργο μου, μα για αυτό γίνεται όλο και πιο γοητευτικό το κυνήγι σου. Δεν τρέφω αυταπάτες. Σε κανένα δεν χαρίζεσαι, θα υποκύψεις μόνο σε αυτόν που θα ματώσει πιο πολύ για σένα. Ίσως και να μην σε κατακτήσω ποτέ, ομορφιά μου. Γιατί οι ανταγωνιστές μου είναι αμέτρητοι. Τους τραβάς όλους σαν τα λευκά ανθιά του μελισσόχορτου τις μέλισσες και τις πεταλούδες. Μα εγώ δεν παραιτούμαι, θα σε διεκδικώ άχρι θανάτου. Φαντάζομαι τη μέρα που θα σε κάνω δίκιά μου. Σκέφτομαι, ακόμα, τα φθονερά βλέμματα, αστροπελέκια να με κάψουν, των άλλων μνηστήρων σου. Κι αυτό ανάβει πιότερο τον πόθο μου για σε.
Κάνω να γαντζωθώ από τους λυγερούς αγκώνες σου, την όμορφή σου απαλή πλάτη κι όλο μου φεύγεις ή κάποιος άλλος θηρευτής σε αρπάζει από μένα. Κάνω να κλάψω από θυμό κι απογοήτευση, μα σύντομα γεμίζει η καρδιά μου με λεμονανθούς του πρωινού και μια πεταλούδα πεταρίζει και πάλι εντός της βλέποντάς σε να του το σκας αφήνοντάς του μόνο δώρο τα κελαρυστά σου χάχανα. Μα δεν μαθαίνω από τα παθήματα των ξένων και τα δικά μου. Σε ξαναβρίσκω, σε αγκαλιάζω, χώνεσαι μες στον κόρφο μου έτοιμη να μου παραδοθείς κι εκεί που εγώ υπνωτισμένος από το μαλαματένιο σου κορμί αφήνομαι στα χάδια σου, με αφήνεις σύξυλο, ανεράδα κι αερικό μου.
Άλλη από σε πιο ωριόθωρη βασιλοπούλα δεν συναντά κανείς σ’ όλης της πλάσης τα ρηγάτα. Και γίνεσαι ακόμα πιο πολύτιμη, μονάκριβή μου. και σε ορέγονται όλοι, καθώς ο βασιλιάς πατέρας σου υπόσχεται πλούτη αμύθητα και στεφάνια δόξας σ’ αυτόν που θα δεχτείς για ταίρι σου. Είναι και κάποιοι, λιγοστοί ευτυχώς, ανόητοι κι αφελείς που σε αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι! Κανένας μας δεν μπόρεσε να τους καταλάβει και κανένας μας βέβαια δεν άκουσε ποτέ τις αλαφιασμένες φωνές τους που μας προέτρεπαν να εγκαταλείψουμε τα κυνήγια γιατί θενά τσουρουφλιστούμε τάχατες στο άγγιγμά σου.
Τα μακριά σου ολόγλυφα πόδια τρέχουν μες στα δωμάτια και τα γραφεία, κάθε λογής υπηρεσίες και τα υπουργεία. Υπαλληλίσκοι, γραφιάδες, αξιωματούχοι, αρχόντοι και πληβείοι σχεδιάζουν κι εκτελούν επί μακρόν τη θήρευσή σου. Δεν σταματάμε σε τίποτα προκειμένου να σε κατακτήσουμε, άγγελέ μου! Αχ, μακάρι να είμαι εγώ ο τυχερός που θα καταδεχθείς να μου χαμογελάσεις. Κι ο αγώνας των κυνηγών σκληρός, γεμάτος πείσμα. Ακόμα και τη μάνα που τους βύζαξε δεν σέβονται στον πόθο τους για σένα. Την κομματιάζουν, της βγάζουν τα μάτια και την ξεκοιλιάζουν, τη δίνουν στα σκυλιά για να σου δείξουν την αγάπη τους. Αδελφός σκοτώνει αδελφό και γιος πατέρα. Κι εγώ μαζί τους παλαβωμένος από τη θωριά σου, αγγελοκάμωτή μου, βυθίζομαι μες σε ποτάμια από αίμα.
Πώς μας μανιάζεις το μυαλό, κακούργα! Μπορεί ακόμα και την πατρίδα, για τα μάτια σου, πολλοί να την προδώσουμε. Τα παραδείγματα πολλά μες στους αιώνες. Δεν διστάζουμε σε τίποτα. Φιλίες, πίστη, λευτεριά, αυταπάρνηση, ανιδιοτέλεια, κι όσα μας τσαμπούναγαν χρόνια και χρόνια γονιοί και δασκάλοι, πάνε του βρόντου εν μία νυχτί, σαν κάτσεις χρυσόσκονη στα στενοσόκακα του εγκεφάλου μας. Το ύψιστο ιδανικό το λυγερό κορμί σου, αγάπη μου! Το ψέμα πα’ στο ψέμα χτίζουμε, πλεκτάνες όλο καταστρώνουμε για να αποδεκατίσουμε τους άλλους διεκδικητές σου, πέρδικά μου. Και το θήραμα ένα κι οι θηρευτές πολλοί. Ρίχνουμε, χωρίς περίσκεψη, χωρίς αιδώ, κάθε όπλο μας για να σε αποκτήσουμε. Τα ξόβεργα, τις παγίδες, τα κυνηγετικά ντουφέκια και τα κυνηγόσκυλά μας στο κατόπιν σου. Τις μηχανορραφίες μας, τα ψεύδη μας, τις ψευδορκίες μας, τα μίση μας, τις συκοφαντίες μας. Μα εσύ λαγός γλιστράς και χάνεσαι. Μας κάνεις να σκεφτόμαστε αν υπάρχεις ή είσαι παιδί της δόλιας φαντασίας μας. Κι όσο σε κυνηγάμε, όλο και πιο πολύ μεθάμε από το άρωμα της δόξας που θα στεφανώσει αυτόν που με αυτάρεσκο ύφος μια μέρα θα έχει το προνόμιο να πει: «Σε μένα παραδόθηκε η όμορφη νεράιδα, μες στα δικά μου δίχτυα μπλέχτηκε το ποθητό κορμί της».
Για σένα μπορεί να αφανίσουμε τον κόσμο, ψυχή να μην αφήσουμε, γλυκιά καταραμένη, κι ας μην έχει μείνει πια στο τέλος κανείς να διαφεντέψουμε. Κι όταν στρογγυλοκάτσουμε στην πολυπόθητη καρέκλα σου, νομίζουμε πως ήρθε η ώρα της απόλαυσης και να θερίσουμε τους κόπους από τα κουραστικά κυνήγια. Μα τότε δαιμόνισσα, μας οδηγείς στον πλήρη εξευτελισμό μας. Κι αν είχε μείνει μέσα μας κάποιο σπυρί ανθρωπιάς, μάς το καταληστεύεις κι αυτό. Μας διαφθείρεις μόνο και μόνο σπέρνοντας τον φόβο μέσα μας για την απώλειά σου, κι είμαστε πια ζωντανοί νεκροί, πουτάνα Εξουσία.

.

.

Ο ΚΗΠΟΣ ΤΩΝ ΘΛΙΜΜΕΝΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ (2015)

ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟΣ ΤΟ ΣΟΥΡΟΥΠΟ

Είναι στιγμές που η κορυφογραμμή σου
Πενταδάκτυλε
το σούρουπο
γίνεται λάμα κοφτερή
κι εσύ θλιμμένος στο ρόδινο το φως
έτοιμος να αυτοχειριασθείς.

ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ

Στον προσφυγικό συνοικισμό
ήξερες την προέλευση του καθενού.

Έβλεπες το σπίτι της κυράς Αντρούλας
πνιγμένο λεμονόδεντρα,
μια μικρή Λάπηθο είχε φτιάξει.
Χρυσομηλιές ο Αμβρόσιος,
ο Άης Γρόσης κατ’ εικόναν και καθ’ ομοίωσιν.

Και σ’ εμάς το κολοκάσι
μες στον αγιωμένο ντενεκέ
μπροστά μπροστά στον κήπο μας
σα θυρεό έβαλε ο πατέρας
να σημαίνει τη Γιαλούσα.

Απρίλιος 2013

ΠΕΤΡΕΣ

Θα ’ταν δεν θα ’ταν είκοσι χρονών
σαν με το φουστάνι της το μουσταρδί και με τα τσόκαρά της
έφυγε μεσοκαλόκαιρα.

Τριάντα χρόνια ύστερα από τότε
στο σπίτι της, προίκα του κυρού της, επιστρέφει.
Όχι κυρά του, μα επισκέπτρια μόλις πέντε λεπτών.
Κοιτά τους τοίχους, τα παράθυρα, τα ερμάρια
ίδια από τότες κι ίχνη απ’ τα χρώματά τους στέκουν ξασπρισμένα.
Χαϊδεύει απαλά το ξύλο, τον σουβά, το σκουριασμένο κάγκελο, την
πέτρα.
Στέκεται και μιλά στες κάμαρες,
οσμίζεται τες μυρουδιές,
των δέντρων τους κορμούς φιλά.

Στο τέλος φορτώνει πέτρες και τις πάει στο νότο.
«Ας εν’ τζαι πέτρες» σκέφτεται.
Με αυτές στολίζει την αυλή της στον συνοικισμό,
φκιόρα φυτεύει ανάμεσό τους,
καμώνεται πως είναι πάλι πίσω.

Μάρτιος 2014

ΤΙΜΕΣ

Επ’ ώμου
Παρουσιάστε
Αρμ
Οι Εύζωνες
μες στο λιοπύρι του καλοκαιριού
φόρο τιμής στον άγνωστο στρατιώτη αποτίουν

Πιο πέρα γέροντας σακάτης
με απλωμένη την παλάμη
τους διαβάτες επαιτεί.
Άγνωστος στους περαστικούς
άγνωστα και τα πάθη κι οι καημοί του

Ίσως και να πολέμησε
Ίσως και όχι
Ίσως ο πόλεμός του να ’τανε μια φάμπρικα
χαράκωμά του ένα καταγώγι σκοτεινό
κι οχτρός η κακοριζικιά του

Επ’ ώμου
Παρουσιάστε
Αρμ

Τους πεθαμένους πιότερο
τούτος ο τόπος γνοιάζεται
παρά τους ζωντανούς

Αθήνα, Ιούλιος 2009

ΣΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ

II

ΠΑΣΧΑΛΙΝΟΣ ΧΟΡΟΣ

Τρελό απριλιάτικο χορό στήσαν στην Αρακιώτισσα
οι προφήτες πιάσαν τους καρσιλαμάδες
οι άγγελοι ασίκικο συρτό
οι λαμπαδηφόρες κόρες καλαματιανό
κι εσύ, Κύριε,
πάνω στις σπασμένες πύλες του Άδη
ένα ζεϊμπέκικο βαρύ

Απρίλης 2012

IV

Ο ΛΙΟΝΤΑΣ Τ’ ΑΗ ΜΑΜΑ

0 λιόντας που καβαλλικάς ελούθηκεν το κλάμαν
’εν τζ’ έν’ αγκάθιν με γιαράς
μα ‘ν’ ο καμός της προσφυγιάς
βοσσέ μου Αη Μάμα.

ΑΠΟΡΙΑ

Του καρχαρία τού έδωσε εκείνο το τριγωνικό πτερύγιο η φύση,
στη θέα του να προφυλάγονται τα ζωντανά της θάλασσας.
Και του φιδιού εκείνο το συριστικό το σύρσιμο
να νιώθουνε την άφιξή του σαν σιμώνει.

Μα απ’ τους ανθρώπους
που ντυνόμαστε την αγιοσύνη,
που πουδράρουμε με ηθικολογίες τη φάτσα μας,
που δένουμε φύλλα από το Ευαγγέλιο για γραβάτα,
από εμάς πώς θα προστατευθούν οι αφελείς;
πώς θα κρυφτούν οι αγνοί;
πώς θα διαφύγουν τα παιδιά;

Οκτώβριος 2009

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟΥ

Κάθε φορά που στηνόμαστε για φωτογραφία διαβατηρίου
ποτέ δεν συνειδητοποιούμε
πως τόση πόζα, τόσα χαμόγελα
μπορεί να προορίζονται για την αγγελία θανάτου μας

Αύγουστος 2011

ΠΟΙΗΤΗΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΕΝΟΣ
ΚΟΡΙΤΣΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΓΑΖΑ

Τι ποίηση να γράψεις πια;
Τι ποιήματα να δημοσιεύσεις πλέον;
Τι αντιποιητικός που είσαι εις το εξής,
όταν το μικρό κορίτσι σκαλίζει τα χαλάσματα
στο σπίτι του στη Γάζα
για να περισώσει τα σκισμένα του βιβλία και τετράδια!

28 Ιουλίου 2014

ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΒΡΑΔΙΑ

0 έντιμος κύριος βουλευτής
προσήλθε πανηγυρικά στην αίθουσα
χαιρέτισε δεξά ζερβά
απλόχερα φιλοφρονήσεις μοίρασε
και κάθισε περιχαρής για την αποψινή ψαριά

Σαν η εκδήλωση άρχισε
φάνηκαν τα πρώτα δείγματα ανίας
Στίχοι ακατάληπτοι και νεφελώδεις
νευρικά το ρολόι του κοιτά
Βαριεστημένος στέλνει, λαμβάνει SMS
εν μέσω ανάγνωσης
σε χρόνο ανύποπτο η καρέκλα του άδεια

Μα δεν ταιριάζει δυσανασχέτηση καμιά
Είθισται να γράφουνε στ’ αρχίδια τους τους ποιητές

Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, 2012

ΑΝΑΤΡΟΦΗ

Αύριο θα ’σαι μάνα ή πατέρας
ενός ποιήματος που θα γεννήσεις με άφατες οδύνες.
Μα πρόσεξε να ’σαι καλός γονιός.
Να το αφήνεις να κοιμάται για καιρό,
ο ύπνος θρέφει τα παιδιά λέει ο λαός εξάλλου.
Νανούριζέ το και κανάκευέ το, μα μην το κακομάθεις,
απλά και χωρίς επιτήδευση να μάθει να διάγει τη ζωή του.
Τους στίχους μην αφήνεις έκθετους ώρα πολλή στο φως του ήλιου,
οι λέξεις οι νιογέννητες είναι μαλακές και μην τις κάψεις.
Και σε λάθη να το αφήνεις να υποπίπτει,
πώς θα μάθει αλλιώς να ’ναι προσεκτικό!
τα λάθη των μεγάλων ποτέ δεν συγχωρούνται.
Κι ύστερις,
σαν έτοιμο να βγει ανδρωμένο από το πατρικό το σπίτι,
μην κλαις που δεν το εχόρτασες μωρό.

Οκτώβριος 2009

ΜΑΓΕΙΡΕΜΑΤΑ

III

Χρόνια τώρα μαγείρευες ποιήματα
κι όλο έψαχνες εξαίσια υλικά
Έκοβες λέξεις φρέσκιες από τον μπαξέ
κι αγόραζες καρυκευμένες ρίμες
Δεν το κατάλαβες ακόμη;
Η επιτυχία είναι στη δοσολογία

Ιανουάριος 2013

ΕΛΕΓΕΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΝΕΟ ΠΟΙΗΤΗ

Στης νιότης τους τη ροδαυγή
με όραμα κι ωραίοι σαν κι εσέ
χιλιάδες και χιλιάδες χάθηκαν
στη μαύρη αντάρα του πολέμου.
Μα εσένα η Ποίησίς σου σέσωκέ σε, Rupert Brooke.

Πλατεία της Αιώνιας Ποίησης, Χώρα της Σκύρου
Αύγουστος 2011

ΜΑΥΡΟ

Σηκώθηκε
Τεντώθηκε
Τίναξε το χώμα απ’ τ’ άσαρκά του μέλη
Έτριψε τα βαθουλώματα που στέγαζαν τα μάτια
Κοίταξε γύρω
Κόλαση
Μαύρο παντού
Σκέφτηκε για μια στιγμή
πως θα ’ταν ο τόπος
που ιστορούσε ο μάγος τους
για κείνους που κλέβανε τον σπόρο
και παίρνανε άπληστα
κομμάτι μεγαλύτερο από το κυνήγι.
Απόρησε.
Θεωρούσε
πως ήταν δίκαιος στη σύντομη, θηρευτική ζωή του.
Κοίταξε ξανά, με τρόμο πάλι,
μα πιο προσεκτικά.
Δυο αυλάκια γκρίζα, σα φίδια φθονερά,
σφάζανε την παλιά μικρή κοιλάδα
και τέρατα φρικτά που μουγγανίζαν τρομαγμένα
τρέχανε πάνω κάτω.
Μα οι μυριστές πλαγιές;
Οι σκίνοι;
Τα θυμάρια;
Οι ελιές κι οι χαρουπιές;
Τίποτα στις πλαγιές
Μαύρο πάνω στο μαύρο
Κορμοί απανθρακωμένοι
Κόλαση.
Ένα δάκρυ κύλησε
από τα ανύπαρκτά του μάτια.
Περίλυπος
επέστρεψε στη μέση του κυκλικού σπιτιού του
στο λάκκο άπλωσε τα κίτρινα οστά του
παίρνοντας ξανά την εμβρυακή του στάση.

Χοιροκοιτία, μετά την καταστροφή της πυρκαγιάς του Ιούνη
Ιούλιος 2013.

.

.

ΚΑΤΑΔΥΣΗ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ (2008)

ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ ΣΕ ΛΑΤΙΝΟ ΕΠΙΣΚΟΠΟ

Έγραφε το φίδι ο Λιουτπράνδος
– της Κρεμώνης πίσκοπος –
πεμπάμενος του Όθωνα στη βασιλική αυλή του γέροντα σοφού
βασιλέως μας Νικηφόρου του Φωκά:

.. .και ο αυτοκράτωρ των Γραικών
φορεί χλαμύδες, μανίκια στα φορέματά του, στη μακρυμάλλα κάρα του
καπέλα,
τεχνίτης στα ψέματα και πρωτομάστορας στους δόλους,
χωρίς ίχνος ελεημοσύνης στην καρδιά,
περιπόνηρος, υπερόπτης, ψευδοταπεινόφρων,
το χρήμα βλέπει στα όνειρά του,
όλα τα θέλει αυτός χωρίς να αφήνει ούτε ψίχουλο για τον πλησίον,
τρώει σκόρδους, κρομμύδια, πράσα
κι όλο ρουφά ηδύποτα σαν το νερό…

Αυτά έλεγε ο πικρέντερος Λατίνος
για την κεφαλή της Ρωμανίας
Αυτά συλλογιζούνταν ο κακομάζαλος
που δεν μπορούσε να κατανοήσει τους εξ Ανατολών,
που δεν μπορούσε να χωνέψει ο κακομούτσουνος πώς είχαν τα πρωτεία

“Ειλικρινά χεστήκαμε Λιουτπράνδε της Κρεμώνης,
έχουνε δει τα μάτια μας χιλιάδες σαν κι εσένα”
θα του ψιθύριζαν περήφανα μα και μ’ αλαζονεία οι παλατιανοί στ’ αφτί
σαν τα μαθαίναν τα γραφόμενα του.

Απρίλιος 2001

ΤΟ ΣΗΚΩΜΑ ΤΟΥ ΡΗΓΑ ΑΕΞΗ ΚΑΙ ΤΩΝ ΧΩΡΓΙΑΤΩΝ

Έβαλαν οί χωργιάτες καπετάνον […] εις
τό Λενκόνοίκον ρήγαν Άλέξην, καί όλοι
οί χωργιάτες έδόθησαν εις τήν ’πότάξίν
του καί άννοΐξαν τές αποθήκες καί
έκουβαλούσαν τα κρασία τούς
καλοπίχερους, έτεροι έπαιρναν το
ψουμίν από τ’ αλώνια, άλλοι τα
ζαχάριτα καί τά προδέλοιπα πράγματα
τούς καλούς λας…

Λεόντιος Μαχαιράς, §696

Σαν εκίνησε για την ανατολή το παράνομο φουσάτο
κι είχε μαζί του τη φράγκικη της Κύπρου κεφαλή,
τότες, μες στο δαιμονισμένο κουρνιαχτό πο ’χε σηκώσει Σαρακηνού άτι
εσμίχτηκαν στριγκλιές βαθύκοχων τρεμάμενων ματιών.
Οι κλέφτες κι οι χωργιάτες στρατό σηκώσανε
και καπετάνιος τους ο ομορφάντρας Ρήγας Αλέξης,
απ’ το Λευκόνοικο να ορίζει τη δουλειά.
Και πεινασμένοι μπήκαν στα ξέχειλα τα σώσπιτα των ύπουλων αρχόντων.
Κι οι τσιφλικάδες θωρούσαν το έχει τους να ξεπορτίζει εύκολα
όπως εύκολα, βέβαια, με την ατιμιά είχε μπει.
Κι ο γαρδινάλης ζήτησεν του Φρε Αγγέλου – κεφαλή των φιλοαίματων καλογήρων του Άη Γιάννη
και του Αντώνιε απ’ το Μιλάνο να μάθουνε σ’ αυτούς τους άμοιρους,
πως η γνώμη μόν’ των χρυσοφορεμένων είν’ η αληθινή
Έτσι κι εγίνηκε η σφαγή, σαν η Φραγκιά το φονικό άρχισε,
κι οι ταπεινοί, ως είθισται, ταπεινωθήκαν.
Κι ο Ρήγας Αλέξης, της Κάτω Μηλιάς παιδί,
σαν μήλο κάτω απ’ τη μηλιά κρεμόταν στα σκοινιά,
μες στα τειχιά της Λευκωσίας.

TERRA SIGILLATA

Η γης δεν άντεξε τη σιωπή της
κι αρχίνησε την ξομολόγηση.
Κάτω από το νοτισμένο χώμα
της παλαιοχριστιανικής Αμφίπολης
ξεπετάχτηκε πουλί πρωτόπετο
ένα μικρό – μια χούφτα – όστρακο.
Terra sigillata απεφάνθη ο νεαρός αρχαιολόγος.
Δυο έκτυπες μορφές ζωντάνευαν μέσα απ’ τον πηλό,
με τα insignia και την επίσημη αμφίεσή τους.
Υπάτοι, συγκλητικοί, παλατιανοί, εν πάση περιπτώσει
αξιωματούχοι της χριστιανικής αυτοκρατορίας των Ρωμαίων
ένα χριστόγραμμα στα ενδύματά τους μαρτυρούσε
τη χριστιανική πεποίθησή τους.
Όλα γενήκαν ως απαιτούσε η ανασκαφική μεθοδολογία,
όλα απαντηθήκαν:
μέτρηση βάθους, καταγραφή, περιγραφή.
Μα για τα άλλα, τα σπουδαία και τα ουσιαστικά;
Ποιοι να ’ταν, ποιο τ’ όνομα και η γενιά τους;
Κοιμόντουσαν με ελαφρύ το βλέφαρο τις νύχτες;
Σ’ αυτά απαντήσεις δεν θα βρει
ο νεαρός αρχαιολόγος, ξάγρυπνος στην Αμφίπολη.

Ιανουάριος 2003

ΤΣΟΥΚΑΛΙ

του Χαράλαμπου Μπακιρτζή
που μ’ έμαθε, μεταξύ άλλων,
πως τα κεραμικά έχουν ψυχή

Τρίσβαθη χαρά στη θέα ενός σπασμένου τσουκαλιού
στο άγγιγμά του πανηγύρι και χορός μες στην καρδιά
ο σχεδιαστής και ο συντηρητής καλώς να ορίσουν για να αποτυπώσουν τις
πληγές του χρόνου
ύστερις ο αρχαιολόγος να το αφουγκραστεί
καθώς την ιστορία του διηγιέται και τους πόνους του
άλαλοι στέκουν και βουβοί μπροστά του ο Χωνιάτης, ο Μαλάλας κι η Αννα
η Κομνηνή

λάσπη, φωτιά και ιδρώτας κεραμέως
ιστορία πήλινη και ταπεινή για ένα λιμάνι, μια αγορά και μιαν αρχόντισσα
βυζαντινή

Μάρτιος 2002

ΚΑΘΕ ΠΟΥ ΒΡΑΔΥ ΕΡΧΟΤΑ

Κάθε που βράδυ ερχόταν
και τελευταίος έλεγε το καληνύχτα στο γέρο κάπελα σαλπάριζε στον ύπνο του με χαμηλό και βρώμικο ντιβάνι κι ερχόταν η καλή που γνώρισε
με τα λογής λογής παιχνίδια κι επινοήσεις των σωμάτων για ηδονή.
Και το πρωινό σαν γύριζε
κι ο ήλιος κακομούτσουνος του θύμιζε
πως όλα είναι μπαούλο, που προσδοκάς γεμάτο λίρες και κωσταντινάτα,
μα ’ναι άδειο σαν ανοίξει,
για το καρνάγιο βαρύς επροχωρούσε,
μα ’χε στα μάτια και στο στόμα τα φιλιά
και τ’ άρωμα στα πόρτα τα βαθιά του Μαρμαρά και του Αιγαίου.

Ο ΣΤΙΧΟΣ

Πόσο μ’ αναστατώνουν
πέντ’ έξι αερόκορμες λέξεις – ερωμένες στο κρεβάτι μου

Πόσο με ξεσηκώνει
ένας στίχος λαμπρός ποιήσεως – λαθρεπιβάτης στο καράβι μου

Δέκα χιλιάδες στρατηγοί μου λέγαν
πως μάταιο είναι στους πειρατές πλέον ν’ αντιστέκομαι

κι αυτός, χωρίς κύρος μεγάλου και τρανού,
χωρίς επωμίδες και παράσημα,
μου ’γνεφε όχι

Κι αν με τραβολογάνε τώρα οι πειρατές
μπρος στο μονόφθαλμο αρχηγό τους
το ξέρω
με δικαίωσες τελικώς
στίχε κοντόσωμέ μου.

ΤΟ ΑΣΠΡΟΓΙΑΣΜΑΝ

του Χουσεΐν

Στο Καλό Χωριό το κοιμητήριο εφέτος ασπρογιάστηκε.
Οι χλωμές πέτρες πήραν ένα λαμπρό φως.
Μα πιότερο ο τόπος έλαμπε
που η βούρτσα δεν σταμάτησε στις δόμες του κοιμητηρίου,
μα πήρε σβάρνα να καλύπτει κι αυτές του τούρκικου νεκροταφείου
που φιλούσε χρόνια τώρα σε αυτό των Χριστιανών.
Στο φόβο του θανάτου η ζωή υποκλίνεται.
Ήδη τις νύχτες οι νεκροί χαμογελώντας βγαίνουν από τα μνήματα, ασπάζονται και χαιρετιούνται πάνω απ’ το μεσότοιχο:
-γεια σου Οσμάν
-merhaba Petris bey –
γεια σου Τζεμαλιέ
Ύστερις πάλι ξέγνοιαστοι ξαναεπιστρέφουν στα κιβούρια.
Στο φόβο της ζωής ο θάνατος πεθαίνει.

Σεπτέμβρης 2002

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ

της Ρήνας Κατσελλή
που δεν έφυγε ποτέ από την Κερύνεια

Σε τούτο τον μακάριο χώρο
που αλλιώς θα μας εφάνταζε μακάβριος
οι ζωντανοί φθονούνε τους νεκρούς.
Ο ποιητής αχολογά στα αφτιά μας:
να μη μου δώκει η μοίρα μου
ν’ αφήσω το κορμί μου
σε ξένο χώμα μακρινό
γιατί αλλού δεν είν’ γλυκός
παρά στον τόπο τον δικό
του θάνατου ο ύπνος.

Απρίλιος 2005

ΕΠΙΘΑΝΑΤΙΟ

του Χρυσήλιου Πολυκάρπου
που ήπιε μέχρι πάτο τη ζωή

Πώς μας πολιορκεί έτσι ο θάνατος!
Πώς μας στέλλει τηλεγραφήματα και καρτ ποστάλ
με ταχυδρόμους φίλους αγαπημένους!
Πώς προσπαθεί να πιάσει φιλίες και να μας γίνει οικείος,
λες και τον ξέραμε χρόνια τώρα!
Δεν τον ξέραμε;
Μάλλον τα παιδικά παιχνίδια και τα εφηβικά μας όνειρα
ανέβαλλαν τη συνάντηση.
Για δες τον, σα βδέλλα χώνεται μες στις παρέες μας
και επιμένει εναγώνιος να γίνει μέλος της ομάδας.

Από το θάνατο των φίλων φιλιώνουμε κι εμείς μαζί του,
έτοιμοι πια, χωρίς ενδοιασμούς, να του σφίξουμε το χέρι.

Η ΒΡΥΣΗ ΤΗΣ ΛΕΜΠΑΣ

του βασιλιά της Κερύνειας

“Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι ’δες”
Διονύσιος Σολωμός, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Σχεδίασμα Γ’: Ο πειρασμός

Κάθε που κατηφόριζα τα χρυσόσκαλά της για να γιομίσω,
κάθε που η σίκλα μου ξεχείλιζε νεαρόν ύδωρ,
που αφειδώλευτα η καμαρωτή μου χάριζε απ’ τα στήθια της,
ήμουνα σίγουρος
δεκάδες ανεράδων, ξωτικών μάτια με παρακολουθούσαν
πίσω απ’ τις φυλλωσιές των δέντρων.

τα όμορφα καλοκαίρια της αναζήτησης
των μεσαιωνικών καμινιών της Λέμπας

ΚΑΝΑΚΕΜΑΤΑ

του Αναστάσιου Αγγέλου
κατά τον τρόπο των παππούδων μας

Μικρέ θαλασσομάτη μου, ρουσόμαλλό μου αγόρι
να αντρειέψεις καρτερώ ν’ αγγίζεις το φεγγάρι

Βυζαντινέ μου πρίγκιπα στην κούνια σου θαρρώ σε
γλυκό πως είσαι ’κόνισμα μικρού Χριστού, χαρώ σε

αητέ μου κοσμοπόθητε κι αγγελοκάμωτέ μου
το γέλιος σου παράδεισος και λυτρωμός γλυκέ μου

η μάνα σου φυλάγει σε κι έχει σε στα μετάξια
και τάζει σου αλόγατα και χρυσαφένια αμάξια

Φαντάζουμαί σε νιούτσικο σ’ άσπρο φαρί καβάλα
να κόβεις κάμπους και βουνά ολημερίς τρεχάλα

μα μη ξεχάσεις γιόκα μου μες στα πολλά τα λούσα
κείνο το δύσκολο στρατί που βγάζει στη Γιαλούσα

Ιανουάριος 2002

ΤΟ ΜΑΚΡΥΝΑΡΙΝ

των ποππούων τζιαι των στετάων μου

Στο μακρυνάρι του παππού μου επιστρέφω.
Πέτρες λευκές, σχεδόν εκτυφλωτικές στον ήλιο του καλοκαιριού,
σφίγγουνται αγκαλιασμένες σχηματίζοντας τις κάμαρες του.
Τα παραθύριά του χωρίς παντζούρια, κορμί πεσμένο που ψυχορραγεί
με τραύματα διαμπερή.
Ο άνεμος που φτάνει από την ακτή
ανακατεμένος με τα χνώτα των οκτώσχημων ασπιδοφόρων
το διαπερνά.
Τα βολίκια που σκέπαζαν τους πόνους και τα κρυφά όνειρα επτά γενιών και βάλε αγνοούμενα.
Ανοικτό τώρα με τα αστέρια τη νύχτα να διαλέγεται.
Τ’ αλώνι πια δεν διακρίνεται.
Μα η μνήμη του πατέρα, πιο αιχμηρή κι από τις αθκειακόπετρες,
την κυκλοτερή του κάτοψη ξανά διαγράφει.
Οι νερόλακκοι, χρόνια και χρόνια αμίλητοι, βαθιά κραυγή αφήνουν,
καθώς με πέτρες δοκιμάζουμε τα σπλάχνα τους.

Κάνω να μπω, αργά,
καθώς τα πόδια μου βουλιάζουν μες στη γη,
μα μια ορθογωνισμένη πέτρα πάνω από τ’ ανώφλι,
φύλακας σαν τους λέοντες των Μυκηνών, με σταματά.
Διαβάζω:
“1798”
πάνω από τις κεραίες του λιθανάγλυφου σταυρού
και του “Ιησούς Χριστός Νικά”.
Πετρώνω σαν την πέτρα
που είναι σκαλισμένοι οι αριθμοί.
Νόμιζα τόσα χρόνια αρχαιολογώντας
πως είχα νιώσει την παλαιότητα του κόσμου.
Ψηλαφώ τις πέτρες και τα λιωμένα ξύλα
σαν να ’ναι μέλη κόρης που πρωτερωτεύεσαι.
Ενώνομαι με το ακρωτηριασμένο παρελθόν μου.
Βραδιάζει…
Δεν περίμενα ποτέ πως η άφιξη της νύχτας θα μου ήταν τόσο ανεπιθύμητη.

Κατά τις απελπιστικές, γλυκόπικρες επιστροφές μου
στην κατεχόμενη Γιαλούσα
2004-2008

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

ΑΠΑΝΤΗΣΕ ΣΕ ΛΑΤΊΝΟ ΕΠΙΣΚΟΠΟ
Ο επίσκοπος της Κρεμώνας Λιουτπράνδος στάληκε τον Ιούνιο του 968, ως
πρεσβευτής του βασιλιά της Γερμανίας Όθωνα A’, στον Βυζαντινό αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά, με στόχο να διαπραγματευθεί την ειρήνη μεταξύ Όθωνα και Νικηφόρου Φωκά, καθώς ο πρώτος είχε καταλάβει εδάφη της βυζαντινής αυτοκρατορίας στην Ιταλία και στέφθηκε στη Ρώμη αυτοκράτορας από τον πάπα. Η αποστολή του Λομβαρδού επισκόπου οδηγήθηκε σε αποτυχία. Κατά την τετράμηνη παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη ο Λιουτπράνδος άφησε μια λεπτομερή περιγραφή για τη βυζαντινή πρωτεύουσα, αλλά και για την αυτοκρατορική αυλή. Η αφήγηση του Λιουτπράνδου, η οποία αποπνέει ένα μίσος προς τους Έλληνες, αντιμετωπίζεται από τους ιστορικούς με επιφύλαξη, καθώς υπάρχει μια δόση υπερβολής και έλλειψη αντικειμενικότητας. Η στάση αυτή του Λιουτπράνδου μπορεί, ως ένα βαθμό, να δικαιολογηθεί από την περιφρονητική υποδοχή και εχθρική αντιμετώπιση που είχε από τους Βυζαντινούς. Στην περιγραφή του, σκιαγραφεί πολύ αρνητικά τη βυζαντινή αυλή, πιθανώς για να δικαιολογήσει την αποτυχία της διπλωματικής αποστολής του. Με την ίδια υπερβολή και προκατάληψη περιγράφει ο Λιουτπράνδος τον αυτοκράτορα, τον οποίο αποκαλεί αυτοκράτορα των Γραικών αρνούμενος στον Νικηφόρο Φωκά τον τίτλο του αυτοκράτορα των Ρωμαίων, καθώς τη διαδοχή και την πολιτική συνέχεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας διεκδικούσε ο Όθων.

ΤΟ ΣΗΚΩΜΑ ΤΟΥ ΡΗΓΑ ΑΛΕΞΗ ΚΑΙ ΤΩΝ ΧΩΡΓΙΑΤΩΝ

Το καλοκαίρι του 1426 δυνάμεις των Μαμελούκων του σουλτάνου·της Αιγύπτου εισέβαλαν στην Κύπρο. Ο Φράγκος βασιλιάς Ιανός (1398-1432) επεχείρησε να αντιμετωπίσει τις αιγυπτιακές δυνάμεις. Στην τελική σύγκρουση στον κάμπο της Χοιροκοιτίας, στις 7 Ιουλίου 1426, ο βασιλικός στρατός ηττήθηκε και ο ίδιος ο βασιλιάς συνελήφθη αιχμάλωτος. Οι Μαμελούκοι αφού κατέλαβαν όλο το νησί έφυγαν με πλήθος λαφύρων, 6000 αιχμαλώτους και τον βασιλιά Ιανό, ο οποίος θα απελευθερωνόταν μετά από μερικούς μήνες με την καταβολή μεγάλων λύτρων. Αμέσως μετά την αποχώρηση των Μαμελούκων της Αιγύπτου και την αναρχία που δημιουργήθηκε, οι Κύπριοι χωρικοί και δουλοπάροικοι εξεγέρθηκαν εναντίον των πλουσίων και των Φράγκων ευγενών. Οι επαναστάτες ανακήρυξαν τοπικούς ηγέτες και ένας εξ’ αυτών, Ρήγας ή Ρε Αλέξης, επιβλήθηκε ως ο ηγέτης των επαναστατών της υπαίθρου. Οι Φράγκοι κατέστειλαν την εξέγερση το επόμενο έτος 1427 και θανάτωσαν τους αρχηγούς της.

στ. 8 στα ξέχειλα τα σώσπιτα των ύπουλων αρχόντων, το σώσπιτον [έσω +
σπίτιν] είναι εσωτερικό δωμάτιο του μεσαιωνικού και του παραδοσιακού σπι-
τιού, το οποίο συνήθως χρησιμοποιείτο ως αποθηκευτικός χώρος.

στ. 11-12 Κι ο γαρδινάλης ζήτησεν του Φρε Αγγέλου – κεφαλή των φιλοαίμα-
των καλογήρων του Άη Γιάννη·. Ο Αρχιεπίσκοπος Λευκωσίας Ούγος ντε
Λουζινιάν, αδελφός του βασιλιά Ιανού, ήταν γνωστός και ως καρδινάλιος της
Κύπρου. Ο Ούγος εξελέγη αντιβασιλιάς από τους ευγενείς που είχαν διαφύγει
στην Κερύνεια, λόγω τόυ κινδύνου των Μαμελούκων. Ο Ούγος, εκτός από την
οργάνωση στρατιωτικής δύναμης υπό την αρχηγία του ευγενούς Μπατίν ντε
Νόρες για καταστολή της εξέγερσης, επιστράτευσε επίσης τον Ιωαννίτη ιππότη Αγγελον Μουσετούλα, τον οποίο διόρισε ως διοικητή της Πάφου και τον διέταξε να στραφεί κατά των χωρικών της Πάφου.

στ. 13 και του Αντώνιε απ’ το Μιλάνο: Ο ιππότης Αντώνιος ντε Μιλάν (από
το Μιλάνο) βοήθησε τον Αγγελον Μουσετούλα, μετά από εντολή του Αρχιεπισκόπου και αντιβασιλιά Ούγου ντε Λουζινιάν, στην καταστολή της εξέγερσης στην περιοχή Λεύκας και Μόρφου.

στ. 17 της Κάτω Μηλιάς παιδί: Ο Λεόντιος Μαχαιράς αναφέρει ως τόπο
καταγωγής του Ρε Αλέξη το χωριό Κάτω Μηλιά, το οποίο μπορεί να ταυτιστεί
με το χωριό Μηλιά Αμμοχώστου και το οποίο γειτνιάζει με το χωριό Λευκό-
νοικο, έδρα του ηγέτη των επαναστατών Ρήγα Αλέξη.

TERRA SIGILLATA
Σφραγισμένη γη. Τύπος αγγείων ευρύτατα διαδεδομένος κατά τη ρωμαϊκή
περίοδο, γνωστός και ως Σαμιακή κεραμική. Κυρίως επιτραπέζια σκεύη, από
πηλό σε χρώμα πορτοκαλί ή κεραμίδι, με γυαλιστερό επίχρισμα, και έκτυπο ή
εμπίεστο διάκοσμο στο χείλος ή στον πυθμένα.

ΤΟ ΑΣΠΡΟΠΑΣΜΑΝ
Τίτλος Το άσπρισμα, το βάψιμο με λευκό χρώμα, το ασβέστωμα τοίχων με
ασπρόϊν [<βυζ. ασπρόγειον = χώμα λευκάργιλο].
στ. 4 στις δόμες του κοιμητηρίου: η δόμη [<αρχ. δόμος {ρ. δέμω = οικοδομώ}]
είναι τοίχος κτισμένος με πέτρες χωρίς πηλό.

ΤΟ ΜΑΚΡΥΝΑΡΙΝ
στ. 9 Τα βολίκια που σκέπαζαν τους πόνους…: ξύλινα δοκάρια που υποστηρί-
ζουν την οροφή [<γαλλ. volige].
στ. 12 πιο αιχμηρή κι από τις αθκειακόπετρες: Οι αιχμηρές σκληρές πέτρες
από πυριτόλιθο οι οποίες είναι στερεωμένες στο κάτω μέρος της δουκάνης,
βουκάνης ή λουκάνης [αρχ. τυκάνη], μιας βαριάς, επιμήκους και πλατιάς σανίδας. Κατά το αλώνισμα, όταν η δουκάνη συρόταν από βόδια ή άλλα υποζύγια οι αθκειακόπετρες συνέθλιβαν τα στάχυα για να ξεχωρίσει το γέννημα (σιτάρι, κριθάρι, κ.άλ.) από τα στάχυα και για να σχίζει την ποκαλάμη [στέλεχος του σταχυού] σε άχυρο που χρησιμοποιείται σαν ζωοτροφή.

.

.

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ (2009)

(Οπισθόφυλλο)

Η μεσαιωνική μυθιστορία 0 Άνθρωπος του Βασιλέως είναι η τραγική
ιστορία του Βυζαντινού αφεντόπουλου Νικήτα Ευγενικού, στα
τέλη του 12ου αιώνα. Ευνουχισμένος από τον τυραννίσκο της
Κύπρου Ισαάκιο Κομνηνό ξεκινάει ένα ταξίδι δίχως όνειρα για
τον Όλυμπο της Βιθυνίας για να καταλήξει στο παλάτιον των
Βλαχερνών, δεξί χέρι του άβουλου βασιλέως Τσαάκιου Β’ Αγγέλου
και ουσιαστικά ο εγκέφαλος της Αυτοκρατορίας. Διπλωματικές
αποστολές, αυτοκρατορικοί γάμοι συμφερόντων, επαναστάσεις,
αιματηρές μάχες, μαγγανείες, συνωμοσίες, δολοφονικές απόπειρες
και συγκρούσεις συνθέτουν τον πολύβουο μα και επικίνδυνο δρόμο
στον οποίο πορεύεται ο Νικήτας. Μέσα από την ιστορία του
πρωτονωβελισσιμοϋπερτάτου και πρωτοβεστιαρίου Νικήτα
Ευγενικού καταγράφονται τα δύσκολα εκείνα χρόνια, όταν οι
άνεμοι της επικείμενης καταστροφής φυσούσαν από παντού για
τη Ρωμανία, αλλά και το προσωπικό δράμα ενός ευνούχου που
το μόνο του αμάρτημα ήταν να αγαπήσει παράφορα. Μπορεί κι
έχει δικαίωμα ένα «λειψό» στο σώμα πλάσμα να αγαπήσει και
να αγαπηθεί; Τι λογής έρωτας θα αναπτυχθεί και ποια δύσβατα
μονοπάτια παίρνει; Μπορεί ένας τέτοιος έρωτας να επιβιώσει και
πόση δύναμη χρειάζεται για τούτο, όταν η αγαπημένη Αριάδνη
είναι μια μοναχή σε μια κοινωνία όπως η βυζαντινή; Μέσα από τις
γραμμές της μαγευτικής τούτης ιστορίας δίνονται πινελιές της
καθημερινότητας των Βυζαντινών που μας οδηγούν συνεχώς στη
διαπίστωση πόσο κοντά είμαστε, παρά το νεωτερικό μας κάλυμα,
στους ανθρώπους τούτους και στην εποχή τους – ένα χρονικό
φάσμα που αποτελεί περισσότερο παράλληλο παρόν παρά μακρινό
παρελθόν.

.

.

ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΡΗΣΤΟ ΑΡΓΥΡΟΥ ΕΓΡΑΨΑΝ:

Ο κήπος των θλιμμένων ποιημάτων

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΛΕΟΝΤΙΟΥ

Άνευ, 2015, σελ. 63.

Ήδη με τα πρώτα βιβλία του (μια συλλογή ποιημάτων και ένα μυθιστόρημα) ο Χρήστος Αργυρού (γενν. 1972) εμφανίστηκε με πολλές αξιώσεις και υποσχέσεις τόσο στον χώρο της ποίησης όσο και στην πεζογραφία. Με τα νέα ποιήματά του επιβεβαιώνει τις προσδοκίες που δημιούργησε εξαρχής: Ξεκαθαρίζει ακόμη περισσότερο την ποιητική του φωνή, ενώ παράλληλα στοιχειοθετεί ευκρινέστερα τις θεματικές και τεχνοτροπικές περιοχές του.
Όσο και αν επιμένει σε κυπριακά θέματα ή στη θεματική του 1974, ή έστω και αν χρησιμοποιεί πιο συστηματικά το κυπριακό ιδίωμα, και στη μια και στην άλλη περίπτωση κατορθώνει να δώσει το προσωπικό του στίγμα: Στις καλύτερες περιπτώσεις η στροφή στην εντοπιότητα αποδεικνύεται πολύ δημιουργική. Δεν πρόκειται για τοπικισμό ή ομφαλοσκόπηση ούτε για στείρα αναπαραγωγή κοινών τόπων στη θεματική ή την τεχνοτροπία. Αντλώντας διδάγματα από την ποιητική του Μόντη ή του Καβάφη, διαμορφώνει μια λιτή και ουσιαστική γλώσσα (ιδίως στα πιο ευσύνοπτα ποιήματά του αλλά όχι μόνο σ’ αυτά) και προσεγγίζει με ευρηματική, ανθρωπιστική και ιστορική ματιά ή αποφορτίζει με χιουμοριστικές, ειρωνικές και σατιρικές πινελιές επιλεγμένα στιγμιότυπα από την παλαιότερη και τη σύγχρονη ιστορία ή την καθημερινή της Κύπρου, αλλά και πανανθρώπινα θέματα, μικρά και μεγάλα δράματα και ζητήματα, μελαγχολικές διαθέσεις και ευτράπελες συμπεριφορές.
Τα ποιήματα που προτάσσονται (σσ. 9-16) συνδέονται με τη θεματική του 1974 και μάλιστα με τον αγαπημένο γενέθλιο χώρο της Καρπασίας. Εδώ δεσπόζουν μερικές μαρτυρίες και ευαίσθητες τοπιογραφίες, που αποτυπώνονται με αφαιρετικές γραμμές και μελαγχολική διάθεση. Αν και είναι ενδιαφέροντα ή αξιόλογα, δεν είναι τα καλύτερα του βιβλίου. Από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές του βιβλίου είναι, κατά την αντίληψή μου, το τρίπτυχο «Κουρκουτάες», το οποίο ενδεχομένως προϋποθέτει το ποίημα «Κουρκουτάς» (γρ. 1999) του Τουρκοκύπριου Γκιουργκέντς Κορκμάζελ. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση τα πράγματα φωτίζονται μέσα από το βλέμμα ή και τη φωνή της ενδημικής αυτής σαύρας· με τη διαφορά ότι στα τρία ποίηματα του Χρ. Αργυρού (με τους επιμέρους τίτλους «Ο βασιλιάς της Αλάσιας», «Δοξαστικόν ιδιόμελον κουρκουτά Αλασίας Αρχιερέως» και «Ο κουρκουτάς της Περγαμηνιώτισσας») οι γνωστές σαύρες επιφορτίζονται και με ιστορική ματιά, για να υπαινιχθούν και να αξιολογήσουν παλιές και σύγχρονες περιπέτειες και καταστάσεις της Κύπρου. Μεταφέρουμε εδώ το τρίτο και πιο ευσύνοπτο από αυτά, στο οποίο ο συμπαθής ή αντιπαθής κουρκουτάς (μια μινιατούρα κροκόδειλου) περιφέρεται στον περίβολο του βυζαντινού ναού της Παναγίας της Περγαμηνιώτισσας (ανάμεσα στην Κερύνεια και την Ακανθού), όπου υπάρχουν και κατάλοιπα από το αρχαίο Αφροδίσιο, και ρίχνει τα σατιρικά βέλη του στον ξένο φύλακα (μάλλον έποικο), που μάλιστα στόλισε τον πρόναο της εκκλησίας αυτής με διάφορα κάδρα προς πώληση, στα οποία εικονίζονται ο Χριστός παρέα με τον Κεμάλ Ατατούρκ (!):
Ο κουρκουτάς τελεί λιτή / πέριξ της Παναγίας Περγαμηνιώτισσας / και σαρκαστικά χαμογελά / – ή έτσι μου φάνηκε, άραγε χαμογελούν οι κουρκουτάδες; – / καθώς τον ξένο φύλακα από άλλη γη κοιτά / που δεν αναγνωρίζει τα σκόρπια βαρούλκα και πατητήρια του αρχαίου Αφροδισίου / «καημένε, δεν κατάλαβες / πως γίνεσαι περίγελος σε κάθε πέτρα, σε κάθε κόκκο χώματος;».
Δεν υπάρχει περιθώριο να σχολιάσουμε εδώ τις πολλές καλές στιγμές στη συλλογή αυτή· τα ειρωνικά χαμόγελα στα γυρίσματα των καιρών ή στα καμώματα ηγεμόνων (λ.χ. «Η Άνασσα και οι ξηροί καρποί», «Ευχές», «Το πορτρέτο της Άννας της Κλέβης» και τα δυο ολιγόστιχα για τα παθήματα του βασιλιά Φαυστιανού), τις ενδιαφέρουσες ή ανατρεπτικές προσεγγίσεις σε απεικονίσεις αγίων («Στοιχογραφίες», «Πασχαλινός χορός», «Ο λιόντας τ’ Άη Μάμα», «Άγιος Γεώργιος Δρακοντοκτόνος»), τις ανθρωπιστικές, τρυφερές ματιές στο δράμα της Γάζας («Άμστερνταμ – Γάζα – Παράδεισος», «Ποιητής μπροστά στις φωτογραφίες ενός κοριτσιού από τη Γάζα») κτλ. Σε τέτοιες περιπτώσεις αναγνωρίζουμε συχνά ευεργετικά διδάγματα από τις ποιητικές «στιγμές» του Κ. Μόντη.
Δεν λείπουν βέβαια οι πιο ευθύβολες και καίριες σατιρικές σκοπεύσεις σε καταστάσεις και νοοτροπίες της σύγχρονης πολιτικής και άλλης ζωής (λ.χ. «Ποιητική βραδιά»), τα πειρακτικά σχόλια σε ομοτέχνους («Ανατροφή», «Μαγειρέματα»), η σκληρή σάτιρα «Προς τιβέλλοππερς», όπως δεν λείπουν και οι πιο τρυφερές και ευαίσθητες προσεγγίσεις σε θέματα της ελληνικής ιστορίας (λ.χ. «Όπλα του αγώνος στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο») αλλά και το αμείωτο ενδιαφέρον και η αγάπη για τον γενέθλιο χώρο και τις καταβολές του, για το γλωσσικό ιδίωμα, τα τοπωνύμια και τις ομορφιές του («Ονομάτων επίσκεψις», «Ακουαρέλα», «Καραολότσιβλον», «Γιαλούσα, Κώμα του Γιαλού»). Αξίζει να σημειωθεί η τόλμη του ποιητή να αξιοποιήσει το κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα σε αρκετά ποιήματά του, παντρεύοντάς το πολλές φορές με μια μη ιδιωματική, νεοελληνική γλώσσα.
Ας κλείσουμε τη σύντομη αυτή παρουσίαση με το εύστοχο τετράστιχο «Σχολικός εορτασμός της 25ης Μαρτίου», στο οποίο ένας μικρός μαθητής ουκρανικής καταγωγής στη σύγχρονη πολυπολιτισμική Κύπρο καλείται να ενσαρκώσει τον ρόλο του αρχιεπισκόπου Κυπριανού και να απαγγείλει πατριωτικούς στίχους από τη γνωστή ποιητική σύνθεση του Βασίλη Μιχαηλίδη για την επιβίωση της ρωμιοσύνης· και στην περίπτωση αυτή ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να μειδιάσει μπροστά στα απρόσμενα γυρίσματα των καιρών:
«Η Ρωμιοσύνη εννά χαθεί όντας ο κόσμος λείψει!» / Έτσι, μες στα λαμπρά αρχιεπισκοπικά άμφιά του, / τον Μουσελίμ αγά αποστομώνει / ο μικρός Βίκτωρας από την Ουκρανία».
Ύστερα από όλα αυτά, διερωτάται κανείς αν μπορεί να μιλήσει για «κήπο θλιμμένων ποιημάτων». Παρόλο που σε πολλά ποιήματα υπόκεινται μικρά και μεγάλα δράματα, η θλίψη για τα ανθρώπινα αποφορτίζεται σημαντικά με τη δραστική αξιοποίηση του χιούμορ, της ειρωνείας και της σάτιρας και καταλήγει σε ανακουφιστικό χαμόγελο (κάποτε και σε ξεκαρδιστικό γέλιο) αλλά και σε γόνιμη διδαχή.

ΑΝΤΡΕΑΣ ΚΟΥΝΙΟΣ

ΕΠ’ ΩΜΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΕ ΑΡΜ Οι Εύζωνες μες στο λιοπύρι του καλοκαιριού φόρο τιμής στον άγνωστο στρατιώτη αποτίουν Πιο πέρα γέροντας σακάτης με απλωμένη την παλάμη τους διαβάτες επαιτεί. Άγνωστος στους περαστικούς άγνωστα και τα πάθη κι οι καημοί του Ίσως και να πολέμησε Ίσως και όχι Ίσως ο πόλεμός του να ‘τανε σε μια φάμπρικα χαράκωμά του ένα καταγώγι σκοτεινό κι οχτρός του η κακοριζικιά του Επ’ ώμου Παρουσιάστε Άρμ Τους πεθαμένους πιότερο τούτος ο τόπος γνοιάζεται παρά τους ζωντανούς

Να ‘σου, πάλι, μπροστά στα μάτια μου μου η τρυφερότητα της ποίησης. Και η ποίηση της τρυφερότητας. Το άρωμα, αλλά και ο ιδρώτας μαζί, των στίχων. Ο φαρισαϊσμός της βασίλισσας και, γενικότερα, όσων βόλεψαν τα καλομαθημένα τους οπίσθια σε θώκους και θρόνους. Η αναγκαστική, λες και του έχουν δέσει τα ποδάρια με σιδερένια μπάλα, παρουσία του βουλευτή στην ποιητική βραδιά – τι γυρεύει, αλήθεια, η αλεπού στο παζάρι; Η μνήμη του δασκάλου που στροβιλίζεται, ανάλαφρα, γύρω από τους μαθητές του οι οποίοι, τώρα πια, θα έχουν αλλάξει προς το καλύτερο, καθώς «γηράσκουν αεί διδασκόμενοι». Ένα λουλούδι στην Κώμα του Γιαλού. Ένα ρυάκι στον Άγιο Αμβρόσιο. Οι πέτρες του πατρικού σπιτιού που μεταφέρονται στον προσφυγικό συνοικισμό, ως επιλεγμένη μορφή ψευδαίσθησης. Μέχρι και ο αγαπημένος μου Μπλεκ που τα βάζει με τον Άγγλο, με τον οποίο τα βάζαμε κι εμείς. Ο Χρήστος Αργυρού παλμογραφεί στιχουργικά την κοινωνία και τον κόσμο ολόγυρά μας. Το περιορισμένο εμβαδόν της πατρίδας μας, γεωγραφικής και συναισθηματικής, αλλά, ταυτόχρονα, και την απεραντοσύνη της οικουμένης η οποία, στους μεθυσμένους καιρούς που ζούμε, παίρνει την έκταση γειτονιάς. Βαθιά λυρικός, αυστηρός με εκείνους που υπηρετούν, και εξυπηρετούν, την πνευματική αποχαύνωση και, ταυτόχρονα, επιεικής με τους πάντες αφού, άλλος λίγο και άλλος πολύ, παρασυρόμαστε, συχνά, από τα μεθυστικά ρεύματα της αυταπάτης, ξεφλουδίζοντας τα σάπια φρούτα του κήπου, του κήπου, εννοείται, των θλιμμένων ποιημάτων, τόσο θλιμμένων που, στιγμές-στιγμές, ίσα που προλαβαίνουν να σφουγγίσουν τα δάκρυά τους, απεικονίζει, με σπάνιας αιχμηρότητας εμπνεύσεις, προφανώς επειδή το συνώνυμο της αιχμηρότητας είναι η ειλικρίνεια, τον εσωτερικό μας κόσμο, τον κόσμο, με άλλα λόγια, που παλεύουμε να κρύψουμε πίσω από, τις έτσι κι αλλιώς, διαφανείς ανέσεις μας. Καθώς, λοιπόν, περνάω, σαν άνεμος, από ποίημα σε ποίημα, θυμάμαι, με συγκίνηση, το απέναντι βουνό που το σφάζει η σημαία του κατακτητή, τον πρόσφυγα που επιβιβάστηκε στο ανοικτό διπλοκάμπινο, ελπίζοντας ότι θα γυρίσει πίσω σε λίγα εικοσιτετράωρα, και, τώρα, αναπαύεται εν ειρήνη στο κεντρικό κοιμητήριο της πόλης, τον Βαγορή που πήγαινε τραγουδώντας στην αγχόνη, το χελιδόνι που, πιστό στο ραντεβού του, κάνει ερωτική εξομολόγηση στην άνοιξη.*
Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΑΝΕΥ
Η ΑΝΑΣΣΑ ΚΑΙ ΟΙ ΞΗΡΟΙ ΚΑΡΠΟΙ Εγκύκλιο σε ύφος αυστηρό τους έστειλε η άνασσα να μην απλώνουν τάχα χέρι στους ξηρούς καρπούς της. Μολύβι πήρε, τράβηξε γραμμή τη στάθμη τους σημείωσε στα μπολ του Μπάκιγχαμ. Καιρό υποψιαζόταν πως τους καρπούς αφάνιζαν και σαν η στάθμη έπεσε και φλούδες έμειναν στον πάτο-είναι δύσκολο να αντισταθείς, άλλωστε στην αλμυρή τους γλύκα και στην ανία του παλατιού -αυτή θριαμβευτικά τους τσάκωσε τους ληστές ξηρών καρπών. Μα η χαμηλή στάθμη τους στις κούπες, δεν κατάλαβε; τη δική της στάθμη τώρα θα μετρούσε. Γερόντισσα παλιμπαιδίζει η αυτού μεγαλειότης και τους αστυνομικούς της διατάζει τα κουλά τους να μην ξαναπλώσουν μες στα μπολό πως κι αυτής η αυτοκρατορία εξάλλου δεν άπλωσε τα χέρια της ποτέ σε ξένης γης καρπό.
ΤΩ ΑΓΝΩΣΤΩ ΔΑΣΚΑΛΩ -Ωραία, τιμήσαμε τους υπουργούς για το έργο τους στα πενηντάχρονα της κυπριακής παιδείας! Μα τον λουσμένο μες στο φως του ήλιου δάσκαλο που πάσκιζε αγογγύστως να διδάξει τα εις -μι, που έφερνε το ακοίμητο νερό μπροστά σε διψασμένα μάτια, που οι λέξεις του, σαν σπίθες, έσκιζαν το βαθύ σκότος, εκείνου δεν του αξίζουν οι δάφνες και οι τιμές της πολιτείας;-Μην είσαι αφελής του αρκεί ένα χαμόγελο μετά από χρόνιασε μια τυχαία συνεύρεση από την αμίλητη του πρώτου θρανίου αριστερά, κι εκείνος ο πληθυντικός ευγενείας από τον αλήτη του σχολείου, του φτάνει ένα βλέμμα ευγνωμοσύνης από τον αχάριστο της τάξης.
ΠΕΤΡΕΣ Θα ‘ταν δεν θα ‘ταν είκοσι χρονών σαν με το φουστάνι της το μουσταρδί και με τα τσόκαρά της έφυγε μεσοκαλόκαιρα. Τριάντα χρόνια ύστερα από τότε στο σπίτι της, προίκα του κυρού της, επιστρέφει. Όχι κυρά του, μα επισκέπτρια μόλις πέντε λεπτών. Κοιτά τους τοίχους, τα παράθυρα, τα ερμάρια ίδια από τότες κι ίχνη απ’ τα χρώματά τους στέκουν ξασπρισμένα. Χαϊδεύει απαλά το ξύλο, τον σουβά, το σκουριασμένο κάγκελο, την πέτρα. Στέκεται και μιλά στες κάμαρες, οσμίζεται τες μυρουδιές, των δέντρων τους κορμούς φιλά. Στο τέλος φορτώνει πέτρες και τις πάει στο νότο. «Ας εν τζιαι πέτρες» σκέφτεται. Με αυτές στολίζει την αυλή της στον συνοικισμό, φκιόρα φυτεύει ανάμεσό τους, καμώνεται πως είναι πάλι πίσω.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΙΚ. ΣΧΟΡΕΤΣΑΝΙΤΗΣ

‘‘Ας εν’ τζαι πέτρες’’ λοιπόν;
Σκέψεις για τον ‘Κήπο των Θλιμμένων Ποιημάτων’ του
Χρήστου Αργυρού.

Αυτές οι πέτρες που μαζευτήκαν με τα χρόνια,
Απ’ τους γιαλούς των νησιών της πατρίδας.
Τούτες οι στάμνες και τα πιάτα κι οι μορφές
Πώς να γίνουν τώρα…. τα δικά μας δικά σου;….
Πως θα μοιράσουμε εκείνο
το απομεσήμερο στην καλύβα μπροστά στη θάλασσα;………

Γιάννης Καρατζόγλου, Η μοιρασιά (1982)

Από τη Magna Grecia (Φωτογραφία του Γεωργίου Σχορετσανίτη, σε επεξεργασία Ειρήνης Σουλτάτου).

Στη ‘μη σύγχρονη’ παράδοση, ο προβληματισμός και η λαχτάρα, η αποξένωση και η αγάπη, συμπλέουν. Επιπλέον, για ορισμένους μη μοντερνιστές του εικοστού και του εικοστού πρώτου αιώνα που έλκουν την καταγωγή από παραδόσεις που θεωρούνταν περιθωριακές ή επαρχιακές σε σχέση με την πολιτιστική ενσωμάτωση, από την Ανατολική Ευρώπη έως τη Λατινική Αμερική, καθώς και για πολλούς εκτοπισμένους ανθρώπους από όλο τον κόσμο, η δημιουργική επανεξέταση της νοσταλγίας δεν ήταν απλώς μια καλλιτεχνική συσκευή, αλλά μια στρατηγική για επιβίωση, ένας τρόπος για να κάνει αίσθηση την αδυναμία της επιστροφής στην πατρίδα. Η Svetlana Boym, εν προκειμένω, ήταν αρκούντως σαφής!

Οι ιστορικοί θεωρούν συχνά τη ‘νοσταλγία’ ότι είναι αρνητική λέξη ή μια στοργική προσβολή στην καλύτερη περίπτωση. ‘‘Η νοσταλγία είναι λαχτάρα, όσο και το κιτς είναι τέχνη’’, γράφει κάπου ο Charles Maier. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά περιφρονητικά. ‘‘Η νοσταλγία … είναι ουσιαστικά ιστορία χωρίς ενοχές. Πολιτιστική κληρονομιά είναι κάτι που μας κατακλύζει με υπερηφάνεια και όχι με ντροπή’’, γράφει ο Michael Kammen. Έχοντας αυτή την παρατήρηση κατά νου, η νοσταλγία θεωρείται ως αποποίηση της προσωπικής ευθύνης, μια χωρίς ενοχές επιστροφή στην πατρίδα, μια ηθική και αισθητική αποτυχία. Η νοσταλγία παράγει υποκειμενικά οράματα της πληγείσας φαντασίας που τείνουν να αποικίσουν τη σφαίρα της πολιτικής, την ιστορία και την καθημερινή αντίληψη.

Όλα αυτά ξαναήρθαν στο προσκήνιο, διαβάζοντας την καινούργια ποιητική συλλογή, ‘Ο Κήπος των Θλιμμένων Ποιημάτων’ του γεννημένου στη Γιαλούσα (1972) Χρήστου Αργυρού, η οποία εκδόθηκε πρόσφατα (2015) από τις Εκδόσεις Άνευ της Λευκωσίας. Η πλειονότητα των ποιημάτων της συλλογής ταξιδεύει δίκην στροβίλου πάνω από χαμένα μέρη, πατρίδες ‘μακρυνές’ που ήρθαν ξαφνικά πάλι ‘κοντά’ με το όποιο άνοιγμα της διαχωριστικής γραμμής, αρχής γενομένης με τον ‘Πενταδάκτυλο το Σούρουπο’, όταν το τελευταίο ‘γίνεται λάμα κοφτερή, κι εσύ θλιμμένος στο ρόδινο το φως έτοιμος να αυτοχειριασθείς’.
Δυστυχώς έτσι ήταν κι έτσι θα μείνει για πάντα! Τα βιώματα που προσφέρονται για λογοτεχνική αξιοποίηση, δεν ήταν πάντα τα καλύτερα, αλλά μάλλον τα πλέον τραυματικά. Έρχεται κάποια στιγμή κατά την οποία οι επώδυνες εμπειρίες συσσωρεύονται ατάκτως, και το ξεχείλισμα της επώδυνης μνήμης δίνει τη θέση στην ποιητική, κυρίως, δημιουργία. Χρόνια και δεκαετίες κύλισαν μακρυά από τα πάτρια εδάφη, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στιγμές που ‘τα ψάρια οι γυναίκες τους τηγάνιζαν και με το δάκρυ τους τ’ αλάτιζαν’, κι η πιο μεστή συναισθηματικά μέση ηλικία της Κύπρου δίνει τη δική της κατάθεση. Κι όταν έρθει η ποιητική βραδυά, τα προσχήματα να πέφτουν. Οι εκπρόσωποι του αχρείου πολιτικού συστήματος, ένθεν κακείθεν, οι υπεύθυνοι για σωρεία δεινών με κατάληξη που ακόμα βρίσκεται σε εξέλιξη, όλοι όσοι απέφευγαν τους ‘λαπάδες ποιητές’ με δηλώσεις προκρούστιες, ρίχνουν απροκάλυπτα τις μάσκες ενώπιον των ποιητών και του κοινού τους, εκείνες τις μάσκες που φορούσαν πάνω στις έγχρωμες και απαστράπτουσες γιγαντοαφίσες, ζητώντας συμμετοχή στη διαδικασία, όρα συνενοχή!
Οι πέτρες του πατρικού σπιτιού μεταφέρονται έτσι στο Νότο, αφού δεν μπορεί να γίνει αλλοιώς. Απλή μοιρολατρία λοιπόν, επιλεγμένος τρόπος ψευδαίσθησης, τροποποιημένη προσπάθεια άμυνας του εγώ, ή αποδοχή τελικά της σκληρής πραγματικότητας; Ο ‘Κήπος των Θλιμμένων Ποιημάτων’, βρίσκεται ανοιχτός μπροστά μας, στον έξω κόσμο, χωρίς περίφραξη!
Ο Χρήστος Αργυρού με τους στίχους του, περιστρέφεται και σεργιανίζει στις αυλές του ελληνισμού, ειδικά του πονεμένου. Αλλά εξομολογείται,
‘τα ονόματα επισκέπτομαι, όχι τον τόπο
Οι λέξεις μένουν, κι όλα τ’ άλλα τοίχοι ρημαγμένοι
Μου μένουνε κληρονομιά τούτες οι λέξεις
Τη γλώσσα για πατρίδα μου στα πέρατα του κόσμου κουβαλώ’.

Το περιορισμένο από γεωγραφικής απόψεως εμβαδόν του ελληνισμού, και ειδικότερα του κυπριακού, αντιρροπείται από τον συναισθηματικό πλούτο του ποιητή. Αλλού λυρικός, όπως στα τρία ‘μαγειρέματα’,
‘τσιγάριζες τις λέξεις με κρεμμύδια,
Κι οι στίχοι σου μου έκαψαν τα μάτια’,

κι αλλού ανελέητα οξύς με όσους βάζουν φραγμούς στους ορίζοντες, περιφέρεται παρατηρώντας τα φρούτα του κήπου του, του κήπου δηλαδή των θλιμμένων ποιημάτων, κι ακόμα στις εσχατιές του ελληνισμού με επώδυνες κατά κύριο λόγο αναφορές, κι όλα αυτά έως ότου καταλήξει με αφόρητη ειλικρίνεια στη μοιραία διαπίστωση, ότι:

‘Τους πεθαμένους πιότερο
Τούτος ο τόπος γνοιάζεται
Παρά τους ζωντανούς’ !

Η νοσταλγία, για να τελειώσουμε, συνεχίζει την επιστροφή της, έρχεται και ξανάρχεται στο προσκήνιο! Οι ρομαντικοί ήταν πάντοτε νοσταλγικοί. Οι κάτοικοι της Βικτωριανής εποχής ήταν φυσικά νοσταλγικοί, όπως βεβαίως και οι νεωτεριστές καλλιτέχνες και κριτικοί. Ήταν νοσταλγικοί για ένα παραδοσιακό και ατομικό ταλέντο, επιθυμούσαν κοινωνικές σχέσεις και αρχιτεκτονικές δομές που ήταν τόσο απλές όσο κατά τη διάρκεια της φεουδαρχίας, ήθελαν τη φεουδαρχία αλλά χωρίς την πανούκλα και τη δουλοπαροικία. Είχαν μια λαχτάρα για ένα χρόνο και τόπο που δεν υπήρξαν ποτέ, την αρχαία Αθήνα χωρίς τη σκλαβιά. Η εμμονή με το παρελθόν δεν είναι κάτι νέο. Αυτό που είναι ενδιαφέρον, όμως, είναι ότι οι ίδιοι οι κριτικοί συχνά δείχνουν κάποια κλίση προς τη νοσταλγία. Γιατί όμως και αυτοί υποκλίνονται στη γοητεία της ; Μια πιθανή απάντηση είναι ότι κανένας τελικά δεν ξεφεύγει από τη μακρά σκιά της λαχτάρας για έναν τρόπο σκέψης. Η νοσταλγία είναι επίσης μέρος της παραπλάνησης της φύσης για το τι μπορεί να σημαίνουν κάποια πράγματα από το παρελθόν. Γνωρίζουμε ότι οι μελέτες και θεωρίες της νοσταλγίας τείνουν στο συμπέρασμα ότι, με κάποιο τρόπο, η μνήμη και η ιστορία είναι ξεχωριστές κατηγορίες της σκέψης. Η πρώτη παριστά ένα σύστημα ανάκτησης, ενώ η δεύτερη αναλίσκεται στους τρόπους της ανάκτησης και ότι ακόμα η νοσταλγία είναι ένας θλιβερός συγγενής των διαφόρων τρόπων ανάκτησης της μνήμης. Τα περισσότερα δοκίμια για τη νοσταλγία εστιάζονται όχι μόνο στις γενικότερες πολιτιστικές αντιδράσεις, αλλά και στο αντικείμενο και την ιστορία της νοσταλγίας. Επισημαίνουν ότι η νοσταλγία μπορεί να αφορά πολλά πράγματα, όπως ένα πρώιμο στάδιο της ζωής, ένα τοπίο, έναν ήχο ή μια αφήγηση και ότι μπορεί να είναι πολλών διαφορετικών ειδών. Από τη λαχτάρα για το σπίτι στην Οδύσσεια, μέχρι τη διατριβή του Johannes Hofer το 1688 για τη νοσταλγία και έως σήμερα ακόμα, η νοσταλγία έχει συνδεθεί με τις έννοιες της απώλειας και της θεραπείας. Η πίστη του Καντ ότι η ανθρωπότητα προχωρούσε αλάνθαστα και η έννοια του Χέγκελ της ώθησης για τελειοποίηση της ανθρωπότητας, ήταν ιδέες που θεωρήθηκαν δυσμενείς και μάλιστα ριζικές για όσους βρίσκονταν στην εξουσία και σε εκείνους που ήθελαν οι σχέσεις εξουσίας να παραμείνουν σταθερές. Ο Μαρξ πίστευε ότι ο κόσμος κινείται προς μια πιο δίκαιη κοινωνία και ότι για να συνεχιστεί αυτό, το παρελθόν θα πρέπει να μείνει πίσω. ‘Αφήστε τους νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς’, έλεγε! Αλλά ο Μαρξ απαντούσε σε δύο ιδέες! Την αποτυχημένη επανάσταση του 1848, η οποία αποδείκνυε ότι το παρελθόν δεν μπορεί να επαναληφθεί και ότι υπήρχαν πάρα πολλές παλιές ιδέες που μόλυναν το παρόν και τις μελλοντικές δυνατότητες για κοινωνική δικαιοσύνη.
Ενδιαφέρουσες βεβαίως είναι οι σχέσεις μεταξύ του τραύματος, της αφομοίωσης και της νοσταλγίας, μέσα από λογοτεχνικά παραδείγματα. Η εποχή μετά τον εμφύλιο πόλεμο στις ΗΠΑ, είδε την επιβολή των ιδεολογιών του εθνικισμού, της βιομηχανοποίησης και της υπεροχής των λευκών, να ενθαρρύνει ένα είδος ιστορικής αμνησίας, ειδικά στον αμερικάνικο Νότο. Τα συνηθέστερα νομίσματα της παγκοσμιοποίησης που εξάγονται σε όλο τον κόσμο, είναι τα χρήματα και ο λαϊκός πολιτισμός. Η νοσταλγία, είναι ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του παγκόσμιου πολιτισμού, αλλά απαιτεί διαφορετικό συνάλλαγμα. Μετά από όλα αυτά, μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι οι λέξεις-κλειδιά που καθορίζουν την παγκοσμιοποίηση, όπως πρόοδος, εκσυγχρονισμός και εικονική πραγματικότητα, εφευρέθηκαν από τους ποιητές και φιλοσόφους. Η ‘πρόοδος’ επινοήθηκε από τον Immanuel Kant, το ουσιαστικό ‘νεωτερισμός’ είναι δημιουργία του Σαρλ Μπωντλαίρ, ενώ την ‘εικονική πραγματικότητα’ για πρώτη φορά τη φαντάστηκε ο Henri Bergson, και όχι φυσικά κάποιοι νεώτεροι. Κατά τον ορισμό του Bergson ωστόσο, η ‘εικονική πραγματικότητα’ αναφερόταν στα επίπεδα της συνείδησης, τις πιθανές διαστάσεις του χρόνου και της δημιουργικότητας που είναι σαφώς και αμίμητα ανθρώπινα. Αλλά όταν απέτυχαν να αποκαλύψουν τον ακριβή τόπο και εστία της νοσταλγίας τον δέκατο όγδοο αιώνα, οι γιατροί συνέστησαν και ζήτησαν εναγωνίως βοήθεια από τους ποιητές και τους φιλοσόφους!

ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ

Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ Δευτέρα, 02 Νοεμβρίου 2015

Χρήστος Αργυρού: «Ο κήπος των θλιμμένων ποιημάτων», εκδόσεις Άνευ, 2015

Με ευθυβολία και καμιά αμφισημία

Ο Χρήστος Αργυρού έχει κατασταλαγμένο ποιητικό ύφος, ξεκάθαρες θεματικές προτεραιότητες και επαρκώς κατεκτημένες τεχνοτροπικές πρακτικές. Αυτή είναι η γενική -ευχάριστη βεβαίως- γεύση που μου άφησαν τα ποιήματά του στο σύνολό τους. Από πλευράς υποδομής μα και προοπτικής, θεωρώ λοιπόν πως ο ποιητής βρίσκεται στον σωστό δρόμο.

Ο Χρ. Α. επιλέγει την ευθυβολία, το μονοσήμαντο και την αμεσότητα στα μηνύματα που θέλει να εκπέμψει μέσω της ποίησής του. Οι τοποθετήσεις του είναι ακαριαία καίριες και οι εικόνες του ευκρινείς και ουδόλως αμφίσημες: «Είναι στιγμές που η κορυφογραμμή σου / Πενταδάκτυλε / το σούρουπο / γίνεται λάμα κοφτερή / κι εσύ θλιμμένος στο ρόδινο φως / έτοιμος να αυτοχειριασθείς». (σελ. 9)

Αξιοπρόσεκτα θεωρώ τα ποιήματα «Κλήρωση» (σελ. 10) και «Ψάρεμα» (σελ. 11) όπου ο Χρ. Α. επιχειρεί, άμεσα και παραστατικά, να αναπαραστήσει αισθητικά τις μνήμες των γονιών του από τον εγκλωβισμό στη γενέθλια γη της Γιαλούσας. Ο ποιητής, ορθώς κατά την άποψή μου, αφήνει τα πράγματα, τα γεγονότα και τις καταστάσεις να μιλήσουν από μόνα τους και το αποτέλεσμα τον δικαιώνει.

Οι στιγμές του μεγάλου πόνου, του μεγάλου νόστου, γενικά της πικρής συναισθηματικής κορύφωσης, αποδίδονται καλύτερα, πιστότερα και λειτουργικότερα στο κυπριακό ιδίωμα. Σ’ αυτό προσφεύγει, σε ανάλογες περιπτώσεις και ο Χρ. Α., όπως πράττει άλλωστε και μια σειρά από άλλους σύγχρονους Κύπριους ποιητές, οι οποίοι επίσης υιοθετούν αυτή την ιδιότυπη «τεχνική» προσέγγιση: «Γιαλούσα μου τζι’ οι φίνες σου φαίνονται σιελεντρούνες / τζ΄ οι σμέρνες τζαι οι δράτζαινες, παιρνώ τες για κουρκούνες / τζαι τ’ άλας μες τες λάντες σου εν’ ζάχαρι με μέλι / τ’ αρκόχορτα, τα αγκάθκια σου εν’ καρπερόν αμπέλιν». (σελ. 14)

Ο Χρ. Α. επιχειρεί να προσδώσει κυπριακό ηχόχρωμα σε όλα τα σύμβολα που χρησιμοποιεί και εμπλουτίζει αναλόγως το σύνολο της σημειωτικής του. Π.χ. παρομοιάζει τους Ελληνοκύπριους με «κουρκουτάες», «Εμείς οι κουρκουτάες, / μπορεί, όπως τους σέσηες, / να βουρούσαμεν τζαι να χωννούμαστεν ‘που κάτω στα λίντερκα, / αλλά είχαμεν πάντα μας εις τάψη την κκελλέν μας γυρισμένην / τζαι εζήσαμεν / γιατί τζείνος π’ ορπίζει τζαι πιστεύκει / αντέχει τον πόνον τζαι την κακοριζιτζιάν». (σελ. 18)

Μια από τις καλύτερες στιγμές του βιβλίου πιστεύω πως είναι το ποίημα «Άγιος Γεώργιος Δρακοντοκτόνος», όπου ο ποιητής, με σκωπτική διάθεση, σημειώνει: «Γιατί υποψιάζομαι πως με τον δράκοντα τελικά γίνατε φίλοι; / Γιατί νομίζω πως, αιώνες τώρα, τόσο πάλιωμα σας κούρασε; / Γιατί πιστεύω πως τελικά μένετε στην ίδια στάση χάριν διδαχής;». (σελ. 28) θεωρώ το ευσύνοπτο, αλληγορικό και παραστατικό αυτό ποίημα, ενδεχομένως και ως μιας μορφής ψόγο για όσους συμβιβάζονται και ειρηνεύουν με την παγίωση της όποιας καθεστηκυίας τάξης αλλά κυρίως με την παγίωση της «καθεστηκυίας» τάξης των τετελεσμένων της τουρκικής κατοχής. Γενικά, όμως, το ποίημα αυτό μπορεί να τύχει πρόσληψης ως έμμεσος ψόγος μέσω παραλληλισμού, για την κόπωση που επιφέρει ο όποιος ατελέσφορος αγώνας.

Στην ίδια θεματική ξεχώρισα και το ποίημα «Προέλευση», (σελ. 15) κυρίως για την παραστατικότητα, τη συμμετρία, την εκφραστικότητα και τη σχηματική ανάπτυξή του: «Στον προσφυγικό συνοικισμό / ήξερες την προέλευση του καθενού. / Έβλεπες το σπίτι της κυράς Αντρούλας / πνιγμένο λεμονόδεντρα, / μια μικρή Λάπηθο έχει φτιάξει. / Χρυσομηλιές ο Αμβρόσιος, / ο Άης Γρόσης κατ’ εικόναν και καθ’ ομοίωσιν. / Και σ’ εμάς κολοκάσι /μες στον αγιωμένο ντενεκέ / μπροστά μπροστά στον κήπο μας / σα θυρεό έβαλε ο πατέρας / να σημαίνει τη Γιαλούσα».

Ωραίο και αισθαντικό αισθητικό αποτέλεσμα, κατά την άποψή μου, επιτυγχάνει ο ποιητής και στο ποίημα: «Μόνον για σας ρε ‘πέρκαλλες», όπου με ύφος και ήθος Λιπέρτη, αλλά και ανάλογο ερωτικό οίστρο, με βαθύ υπόστρωμα νοσταλγικότητας και πάθους περί του γυναικείου κάλλους, λέει: «Μόνον για σας ρε ‘πέρκαλλες, πιστεύκω στον Θεόν / σγοιαν το καντούνιν της ζωής γείρω τζαι δεν θωρώ / πως πέμπει τον Αρκάντζελον τζαι παίρνει την ψυσήν μου / τζαι πάλε σ’ έναν νιουλλικον φυτεύκει την τζαι ζιω». (σελ. 32)

Στα ευσύνοπτα, ολιγόστιχα ποιήματά του, που παραπέμπουν στις «Στιγμές» του Μόντη, πιστεύω πως ο Χρ. Α. πετυχαίνει καλύτερα αποτελέσματα, με συμπύκνωση, λακωνικότητα και συχνά σκωπτική διάθεση. Ωστόσο, έχω την αίσθηση ότι αυτό δεν συμβαίνει πάντα. Σε κάποιες περιπτώσεις, αυτά τα ολιγόστιχα ποιήματα, θεωρώ πως έχρηζαν μεγαλύτερης ανάπτυξης και πλουσιότερης εσωτερικότητας. Και βεβαίως τα καλύτερα αποτελέσματα επιτυγχάνονται στα βιωματικά ποιήματα, όπου και τα μηνύματα είναι πιο άμεσα, πιο καίρια και πιο λειτουργικά.

Από την άλλη, τα πλείστα ποιήματα του Χρ. Α. χαρακτηρίζονται από περιγραφικότητα και ατμοσφαιρικότητα. Αν και το υπερβατικό και άλογο στοιχείο, θα μπορούσε, κατά την άποψή μου, να είναι κάπως πιο ανεπτυγμένο. Αυτό εξάλλου συνιστά και μία από τις ειδοποιούς διαφορές για την ποίηση, σε σχέση με τα υπόλοιπα λογοτεχνικά είδη.

Τελειώνοντας, θέλω να πω ότι, όπως σε όλες τις θεματικές, έτσι και στα ποιήματα ποιητικής, ο Χρ. Α. είναι απόλυτα ευκρινής, διαυγής και μονοσήμαντος: «Αύριο θα ’σαι μάνα ή πατέρας / ενός ποιήματος που θα γεννήσεις με άφατες οδύνες. / Μα πρόσεξε να ’σαι καλός γονιός. / Να το αφήνεις να κοιμάται για καιρό, / ο ύπνος θρέφει τα παιδιά λέει ο λαός εξάλλου». (σελ. 46)

Επί του προκειμένου, μοναδική αλλά ισχνή επιφύλαξη που διατηρώ είναι η χρήση της προστακτικής, που με προβλημάτισε καθώς, από μόνη της, όζει διδακτισμού. Ίσως να ήταν καλύτερα αν επιλεγόταν άλλη συντακτική φόρμα…

ΚΑΤΑΔΥΣΗ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ

ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΥ

Η έκδοση μιας ποιητικής συλλογής από ένα νέο άνθρωπο, δε θα ’πρεπε να περνά απαρατήρητη. Ιδιαίτερα στην εποχή μας, την εποχή στην οποία τα πάντα κινούνται γύρω από δείχτες οικονομικούς και οι πάντες περί χρημάτων τον αγώνα ποιούνται. Η ποίηση δεν έχει λεφτά, λέει ο Ρόμπερτ Γκρέιβς, αλλά και από την άλλη, προσθέτουμε, ευτυχώς, ούτε και τα λεφτά έχουν ποίηση. Μια νέα, λοιπόν, ποιητική φωνή με λόγο καθαρό και γνήσιο έρχεται να καταθέσει τη δική της οπτική, τη δική της ερμηνεία για τον κόσμο μας.
Είναι, μάλιστα, μια δυναμική εμφάνιση στο ποιητικό προσκήνιο, αφού η συλλογή Κατάδυση στο χρόνο, του Χρήστου Αργυρού που εκδόθηκε το 2008, μοιράστηκε με την Τίτσα Διαμαντοπούλου το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Λογοτέχνη.
Η ποίηση του Χρήστου Αργυρού πατάει γερά στα πόδια της, διαθέτει προσωπικό ύφος, έχει αφομοιώσει ποικίλα εκφραστικά μέσα και συνδιαλέγεται γόνιμα με την παράδοση, ώστε να μιλήσει με εύσχημο τρόπο και οξυδέρκεια για το σήμερα. Κυριαρχεί ο στοχασμός, η ενατένιση, η καταβύθιση στη μνήμη και η συνομιλία με το χρόνο, η ευαισθησία, η έντονη δραματικότητα, ο υπαινιγμός, η ειρωνεία, ο εξομολογητικός τόνος. Ο ποιητής έχει καταγράψει στη συλλογή του τη δική του εκδοχή του κόσμου που μας περιβάλλει, αθέατου και θεατού. Με τρόπο που το απρόσιτο καθίσταται προσιτό και το ανοίκειο οικείο.
Όπως πολύ εύγλωττα καταγράφεται στον τίτλο, ο ποιητής καταδύεται μέσα στο χρόνο. Κι αυτό είναι το κύριο χαρακτηριστικό της συλλογής. Ο Χρήστος Αργυρού εκμεταλλεύεται στο έπακρο την «τρισυπόστατη» φύση του. Ως αρχαιολόγος έχει χαρτογραφήσει το χώρο του, έχει οριοθετήσει τις ανασκαφικές του τομές και τους μάρτυρες, έχει ανασκάψει στα σκάμματα και έχει επεξεργαστεί τη στρωματογραφία, ανασύροντας από τα βάθη του χρόνου πρόσωπα, γεγονότα, ιδέες και ξεχασμένα αντικείμενα. Και για να θυμηθούμε τον Αριστοτέλη, ως ιστορικός έχει καταγράψει τα γενόμενα, αλλά ως ποιητής έρχεται να δώσει μια νέα ερμηνεία πέρα από τα φαινόμενα. Έτσι, ενώ η ιστορία παρουσιάζει τα ειδικά, η ποίηση τα γενικεύει και τα ανάγει στο καθολικό.
Με αυτό τον τρόπο, «η ιστορία προκαλεί τη συνείδηση του ποιητή και την ευαισθησία του». Η ποίηση μπορεί να συνδράμει αποφασιστικά με τη διεισδυτική της ματιά τα ιστορικά γεγονότα, να συλλάβει τους κραδασμούς που η ιστορία αδυνατεί να καταγράψει. Με λίγα λόγια, εκεί που σταματά η ιστορία, αρχίζει το έργο της ποίησης. Έτσι πρέπει να λειτουργεί η ποίηση και ο ποιητής απέναντι σε κορυφαία ζητήματα που αφορούν την ιστορία, το λαό του και την ανθρωπότητα. Αρκεί μόνο να θυμηθούμε τρεις από τους σημαντικότερους ποιητές μας, των οποίων η παρουσία, άλλοτε εμφανής κι άλλοτε αμυδρή, υποκρύπτεται πίσω από ορισμένα ποιήματα της συλλογής: τον Καβάφη για την κατανόηση της ελληνιστικής και βυζαντινής περιόδου, τον Σεφέρη και σ’ ένα βαθμό τον Αναγνωστάκη για την εποχή από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και εξής. Ο ποιητής φέρει αβάστακτο το βάρος της ιστορίας στη συνείδησή του, γι’ αυτό αισθάνεται έντονη την ανάγκη, εκεί που η ιστορία αδυνατεί, να καταδυθεί στη μνήμη, να επικαιροποιήσει τα πεπερασμένα, να αποκαταστήσει την τάξη, την αδικία, να δικαιώσει τον αδύνατο, να κατακεραυνώσει τον ισχυρό, εν τέλει να επιφέρει την κάθαρση.
Ο Χρήστος Αργυρού εντάσσει την οπτική του μέσα στο ρεύμα της παράδοσης, της ιστορίας και της ποίησης, της γραμμής που ξεκίνησε από τον Όμηρο, τους μεγάλους ποιητές και τραγικούς, τη Βυζαντινή εποχή, το δημοτικό τραγούδι και τη νεοελληνική κληρονομιά. Η θεματική του, εν πολλοίς ελληνοκεντρική, προδίδει τις σπουδές, την ενασχόληση και προτίμησή του για τη βυζαντινή και γενικά τη μεσαιωνική περίοδο. Άλλωστε, Ο άνθρωπος του βασιλέως, το μυθιστόρημά του που κυκλοφόρησε το 2009 διαδραματίζεται στη διάρκεια της βυζαντινής περίοδου της Κύπρου. Τα ποιήματα συνοδεύονται από πλήθος παρακειμενικών στοιχείων: αφιερώσεις με σχόλια, προμετωπίδες με αποσπάσματα πηγών, αλλά και επεξηγηματικές σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου, ενδεικτικές της ευσυνειδησίας ενός ερευνητική.
Στο πρώτο ποίημα της συλλογής Των αστεριών τα περπατήματα, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Στ΄, παρασυρμένος από τις προβλέψεις του αστρολόγου Παγκράτιου, επιτίθεται απερίσκεπτα κατά των Βουλγάρων το 792 και υφίσταται συντριπτική ήττα. Στο δεύτερο ο Μιχαήλ Ε΄ ο Καλαφάτης βρίσκει φρικτό τέλος εξαιτίας των αυθαιρεσιών της βραχύβιας βασιλείας του.
Για τον ποιητή είναι μια ευκαιρία να στοχαστεί την ανθρώπινη ματαιοδοξία, τη μανία για εξουσία, τη διασάλευση της τάξης, την ύβρη που οδηγεί στην τιμωρία. Όπως ο Κεκαυμένος, που κατέγραψε τα γεγονότα της εποχής, συλλογίζεται κι αυτός τη ματαιότητα του κόσμου και την αιφνίδια αλλαγή της τύχης. Στην περίπτωση του Κωνσταντίνου του Στ΄:

Ίσως το πιο αισιόδοξο της θλιβερής και άτακτης μάχης
ήταν που μαζί με τις προφητείες και τα λόγια τα κενά
έτσι κι ο Παγκράτιος ο αστρολόγος χάθηκε στο άγριο φονικό.

Όσο για τον Μιχαήλ Ε΄ Καλαφάτη:

έπεσε έξω, είναι αλήθεια, απ’ τα σχέδιά του
κι αστόχαστα εμπλέχτηκε μέσα στους δολοφονικούς ιστούς
της λάγνας εξουσίας.
…………………………………………
ήταν να τον λυπάσαι, σαν ζητιάνος ήταν,
ήταν σαν γέρος έρημος,
που, αφού τον ξεζουμίσαν τα παιδιά του,
τον αφήκαν,
ήταν σαν άστρο που έφεγγε κι εχάθη.

Στη βυζαντινή εποχή τοποθετείται και το ποίημα Απαντήσεις σε Λατίνο επίσκοπο. Ο επίσκοπος της Κρεμώνας Λιουτπράνδος, το 968 μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και στην αφήγησή του εκφράζεται πολύ αρνητικά για την αυτοκρατορική αυλή και τους Έλληνες. Ο ποιητής δεν του χαρίζεται, έντονα ειρωνικός, σαρκαστικός, τού απαντά μια χιλιετία και πλέον από τότε:
«Ειλικρινά χεστήκαμε Λιουτπράνδε της Κρεμώνης,
έχουνε δει τα μάτια μας χιλιάδες σαν εσένα»
θα του ψιθύριζαν περήφανα μα και μ’ αλαζονεία οι παλατιανοί στ’ αφτί
σαν τα μαθαίναν τα γραφόμενά του.

Τα ποιήματα Το σήκωμα του ρήγα Αλέξη και των χωργιατών και Χούλου αναφέρονται στην περίοδο που η Κύπρος τελούσε υπό την εξουσία των Φράγκων. Εξετάζεται κι εδώ η θέση των ανθρώπων μέσα στην ιστορία, η μοίρα των αδύνατων. Ο ρήγας Αλέξης, που ξεσηκώθηκε κατά των δυναστών, υπέκυψε τελικά μπροστά στους ισχυρούς:

Έτσι κι εγίνηκε η σφαγή, σαν η Φραγκιά το φονικό άρχισε,
κι οι ταπεινοί, ως είθισται, ταπεινωθήκαν.
Κι ο ρήγας Αλέξης, της Κάτω Μηλιάς παιδί,
σαν μήλο κάτω απ’ τη μηλιά κρεμόταν στα σκοινιά,
μες στα τειχιά της Λευκωσίας.

Ο ποιητής συνδέει υπόγεια και υπαινικτικά το ποίημα και την εξέγερση, με την αναφορά στη γενέτειρα του ρήγα Αλέξη, την κατεχόμενη σήμερα από τους Τούρκους Μια Μηλιά και τη διαχρονική μοίρα του τόπου. Μπορεί η επανάσταση να κατεστάλη, ωστόσο, τούτος ο τόπος και η ιστορία του θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν. Οι εκάστοτε κατακτητές θα είναι παροδικοί, όπως κι αν αυτοί ονομάζονται, Φράγκοι ή Τούρκοι.

Η Ιωάννα Ντ’ Αλεμάν, η Ροδαφνούσα του δημοτικού τραγουδιού, παρεισφρέει στο ποίημα Χούλου, καθώς η νεανική παρέα του ποιητή περιφέρεται στο χωριό, για να ικανοποιήσει τη λαογραφική της περιέργεια.

Με τυμπανοκρουσίες πως ψάξαμε να βρούμε λαίμαργα
την καύχα Ιωάννα Ντ’ Αλεμάν! λέει ο ποιητής.

Η Ιωάννα, χήρα του Ιωάννη ντε Μοντολίφ της Χούλου, ερωμένη του Φράγκου βασιλιά Πέτρου Α΄ που υπέφερε τα πάνδεινα από τη σύζυγό του Ελεονώρα, συμβολίζει την Κύπρο, την οποία πόθησαν και καταδυνάστευσαν πολλοί κατακτητές.
Και τα δύο αυτά, λοιπόν, ποιήματα πραγματεύονται τη διαχρονική μοίρα της Κύπρου, την κατάκτηση του νησιού και την καταπίεση. Και ασφαλώς πρέπει να ιδωθούν μέσα από το πρίσμα της σύγχρονης εποχής, της ημικατεχόμενης τουρκοκρατούμενης πατρίδας.

Τα ποιήματα Terra Sigillata και Τσουκάλι έχουν ιστορικό-αρχαιολογικό χαρακτήρα. Σ’ αυτά εκφράζεται η χαρά και η έκπληξη του αρχαιολόγου, όταν μέσα από τη γη προβάλλουν απρόσμενα ευρήματα έπειτα από πολλούς αιώνες. Ταυτόχρονα, όμως, ο ποιητής στοχάζεται το πεπερασμένο της ανθρώπινης ύπαρξης και την καταβύθιση στη λήθη εποχών και ανθρώπων.

Terra Sigillata απεφάνθη ο νεαρός αρχαιολόγος.
Δύο έκτυπες μορφές ζωντάνευαν μέσα απ’ τον πηλό,
με τα insignia και την επίσημη αμφίεσή τους.
Υπάτοι, συγκλητικοί, παλατιανοί, εν πάση περιπτώσει
αξιωματούχοι της χριστιανικής αυτοκρατορίας των Ρωμαίων˙
ένα χριστόγραμμα στα ενδύματά τους μαρτυρούσε
τη χριστιανική πεποίθησή τους.
Όλα γενήκαν ως απαιτούσε η ανασκαφική μεθοδολογία,
όλα απαντηθήκαν:
μέτρηση βάθους, καταγραφή, περιγραφή.
Μα για τα άλλα, τα σπουδαία και τα ουσιαστικά;
Ποιοι να ’ταν, ποιο τ’ όνομα και η γενιά τους;
Σ’ αυτά απαντήσεις δεν θα βρει
ο νεαρός αρχαιολόγος, ξάγρυπνος στην Αμφίπολη.

Το ποίημα αυτό αξίζει να συναναγνωστεί με την Έγκωμη του Σεφέρη τη στιγμή της ανασκαφής.

Ήταν μια πολιτεία παλιά, τειχιά δρόμοι και σπίτια
ξεχώριζαν σαν πετρωμένοι μυώνες κυκλώπων,
η ανατομία μιας ξοδεμένης δύναμης κάτω απ’ το μάτι
του αρχαιολόγου του ναρκοδέτη ή του χειρούργου.
Φαντάσματα και υφάσματα, χλιδή και χείλια, χωνεμένα
και παραπετάσματα του πόνου διάπλατα ανοιχτά
αφήνοντας να φαίνεται γυμνός κι αδιάφορος ο τάφος.

Το σύντομο ποίημα Για τα σύννεφα με την έντονη φιλοπαίγμονα διάθεση και ειρωνεία, αναφέρεται στη νεφελοκοκκυγία του Αριστοφάνη, με πρόθεση να διακωμωδήσει τη σημερινή εποχή και κάθε είδους ουτοπία. Στο ποίημα Προφάσεις, ο ποιητής με σαρκασμό θυμάται την ομορφιά της Ελένης του Τρωικού πολέμου, για να στηλιτεύσει τη σύγχρονη υποκρισία, τη βαρβαρότητα και το δίκαιο του ισχυρού.

Τουλάχιστον οι αρχαίοι
σοφιζόντουσαν
ρομαντικότερες προφάσεις
στους πολέμους των.
Την ομορφιά σου Ελένη
στο Ιράκ
αντικατέστησαν
με όπλα μαζικής καταστροφής
οι Αμερικάνοι.

Τα ποιήματα Η βρύση της Λέμπας και τα Φυδκιώτικα, με την εύστοχη χρήση ιδιωματισμών της κυπριακής διαλέκτου, είναι εμπνευσμένα από προσωπικά βιώματα, αλλά έχουν και πάλι να κάνουν με το αρχαιολογικό-λαογραφικό ενδιαφέρον του ποιητή. Η βρύση της Λέμπας φέρει ως προμετωπίδα το γνωστό στίχο Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι’ δες από τους Ελεύθερους Πολιορκημένους του Σολωμού. Ταυτόχρονα συνδιαλέγεται σ’ ένα βαθμό και με την Ανεράδα του Βασίλη Μιχαηλίδη:

Καθώς δεκάδες ανεράδων, ξωτικών μάτια με παρακολουθούσαν
πίσω από τις φυλλωσιές των δέντρων.

Μέσα από τα ποιήματα Το ασπρόγιασμαν, και το Ελληνικό κοιμητήριο Κερύνειας ο ποιητής συνδέει το θέμα του θανάτου με πτυχές της σύγχρονης ιστορίας και τις συνέπειες και τις πραγματικότητες που διαμορφώθηκαν μετά την τούρκικη εισβολή. Ο ποιητής στέκεται στοχαστικά απέναντι σ’ αυτό το μέγα γεγονός, την αναπότρεπτη μοίρα του ανθρώπου. Στο ασπρόγιασμαν, το καλύτερο ποίημα της συλλογής κατά την προσωπική μας άποψη, η τραγική έλευση του θανάτου δίνει την ευκαιρία στον ποιητή να υπερπηδήσει τα σύνορα της πραγματικότητας, όπως δεν μπορεί να κάνει ο ιστορικός και να εισέλθει στο χώρο του μεταφυσικού, εξωλογικού στοιχείου, απηχώντας μια μακρινή, έστω, σχέση με το ποίημα Στα στέφανα της κόρης του, του Κυριάκου Χαραλαμπίδη και την παραλογή Του νεκρού αδελφού, την κοινή, ίσως, πηγή και των δύο. Ο θάνατος διαγράφει τα προβλήματα και τις διαφορές της εφήμερης ζωής και οι νεκροί τις νύχτες εγείρονται από τα μνήματα των γειτονικών νεκροταφείων, το χριστιανικό και το τούρκικο, ασπάζονται ο ένας τον άλλον και χαιρετιούνται. Έτσι, μπροστά στο φόβο της ζωής, ο θάνατος πεθαίνει, αποφαίνεται ο ποιητής. Αυτό που απομένει ως επίμετρο είναι η εξισωτική δύναμη του θανάτου και στο τέλος η συμφιλίωση.

Στο φόβο του θανάτου η ζωή υποκλίνεται.
Ήδη τις νύχτες οι νεκροί χαμογελώντας βγαίνουν από τα μνήματα,
ασπάζονται και χαιρετιούνται πάνω απ’ το μεσότοιχο:
-γεια σου Οσμάν
-merhaba Petris bey
-γεια σου Τζεμαλιέ
Ύστερις πάλι ξέγνοιαστοι ξαναεπιστρέφουν στα κιβούρια.
Στο φόβο της ζωής ο θάνατος πεθαίνει.

Στο Ελληνικό κοιμητήριο Κερύνειας, οι ζωντανοί φθονούν τους νεκρούς, οι οποίοι δεν αποδήμησαν ποτέ από τον τόπο τους και έτσι ο θάνατός τους αποδεικνύεται γλυκύς. Στο ποίημα προβάλλεται η πίστη πως είναι ευτυχής σύμπτωση για τον άνθρωπο, όταν ο γενέθλιος τόπος συμπέσει με τον τόπο του θανάτου. Αναδεικνύεται έτσι η αγάπη προς τη σκλαβωμένη γη. Η Κερύνεια εδώ, και η Καρπασία και η Γιαλούσα σε άλλα ποιήματα της συλλογής, ανάγονται σε σύμβολα του αγώνα κατά της κατοχής, όπως συμβαίνει με την ποίηση πολλών άλλων ποιητών μετά το 1974 και ιδιαίτερα του Μόντη.

Σε τούτο τον μακάριο χώρο
που αλλιώς θα μας εφάνταζε μακάβριος
οι ζωντανοί φθονούνε τους νεκρούς.
Ο ποιητής αχολογά στα αφτιά μας:
να μη μου δώκει η μοίρα μου
ν’ αφήσω το κορμί μου
σε ξένο χώμα μακρινό
γιατί αλλού δεν είν’ γλυκός
παρά στον τόπο τον δικό
του θανάτου ο ύπνος.

Στο ποίημα Επιθανάτιο επανέρχεται ο στοχασμός, με μια δόση πικρής ειρωνείας, για το πεπερασμένο της ανθρώπινης ζωής. Ο θάνατος ενός φίλου, είναι το μήνυμα, μια καρτ ποστάλ που φτάνει κοντά μας με το ταχυδρομείο και καθίσταται η αφορμή για την εξοικείωση με το τραγικό γεγονός και τη συμφιλίωση με το επερχόμενο τέλος.
Στην ίδια κατηγορία ποιημάτων, ας μας επιτραπεί να τα ονομάσουμε πιο προσωπικά, ανήκουν και τα ποιήματα Στην καρδιά, με την ερωτική θεματική του (που απηχεί σ’ ένα βαθμό το γνωστό ποίημα του Αναγνωστάκη Το σκάκι), Το πιάνο, με τον έντονο υπερρεαλισμό του, και το ποίημα Κανακέματα, γραμμένο σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο και ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία, που συνομιλεί με τη δημοτική παράδοση και ιδιαίτερα τα Νανουρίσματα. Το ποίημα Ο στίχος (και σ’ ένα βαθμό το Ελληνικό κοιμητήριο Κερύνειας) αναφέρεται σε θέματα ποιητικής, στο σάστισμα μπροστά σ’ ένα λαμπρό στίχο και την επιλογή των κατάλληλων λέξεων, θυμίζοντας έτσι την ποιητική του Μόντη, του Τίτου Πατρίκιου και άλλων ποιητών.
Το τελευταίο ποίημα της συλλογής έχει τον τίτλο Το μακρυνάριν και φέρει την αφιέρωση: των παππούων τζιαι των στετάων μου. Και εδώ ο ποιητής έχει τη συναίσθηση ότι ζει εντός της ιστορίας μέσα από τις βιωματικές του εμπειρίες. Το μακρυνάριν είναι το σπίτι των παππούδων του στην κατεχόμενη Γιαλούσα, το οποίο επισκέφθηκε επανειλημμένα. Η εικόνα του ανάγλυφου υπέρθυρου με το σταυρό και τη χρονολογία 1798 και τα αρχικά ΙC και ΧΝ, δηλ. «Ιησούς Χριστός Νικά», που κοσμεί το εξώφυλλο της συλλογής, προέρχεται από αυτό το σπίτι. Οι συνέπειες τις τούρκικης εισβολής, η επώδυνη μνήμη και η θλίψη, η αγάπη για το γενέθλιο τόπο, η εμψύχωση του σπιτιού, το οποίο μοιάζει με κορμί πεσμένο που ψυχορραγεί με τραύματα διαμπερή, καθιστούν το ποίημα μια ανοιχτή, ανεπούλωτη πληγή.

Πετρώνω σαν την πέτρα
που είναι σκαλισμένοι οι αριθμοί.
Νόμιζα τόσα χρόνια αρχαιολογώντας
πως είχα νιώσει την παλαιότητα του κόσμου.
Ψηλαφώ τις πέτρες και τα λιωμένα ξύλα
σαν να ’ναι μέλη κόρης που πρωτοερωτεύεσαι.
Ενώνομαι με το ακρωτηριασμένο παρελθόν μου.
Βραδιάζει…
Δεν περίμενα ποτέ πως η άφιξη της νύχτας θα μου ήταν τόσο ανεπιθύμητη.

Και αυτό το ποίημα απηχεί έντονα την τεχνική του Σεφέρη κυρίως το Λεπτομέρειες στην Κύπρο αλλά και το ποίημα Ένας γέροντας στην ακροποταμιά, που γράφτηκε στο Κάιρο μέσα στη δίνη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, τότε που ακόμα δε διαγραφόταν καμιά ελπίδα στον ορίζοντα για απελευθέρωση. Η απόγνωση ήταν εμφανής, αλλά ο ποιητής θα αρθεί πάνω από την τρέχουσα επιφάνεια της ιστορίας, θα αποστασιοποιηθεί και μέσα στην πορεία του χρόνου θα συλλογιστεί:

Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε πώς προχωρούμε.
Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε κατά πού προχωρούμε.
Αυτό το ρέμα που τραβάει το δρόμο του και που δεν είναι
τόσο διαφορετικό από το αίμα των ανθρώπων
κι από τα μάτια των ανθρώπων όταν κοιτάζουν ίσια-πέρα
χωρίς το φόβο μες στην καρδιά τους,
χωρίς την καθημερινή τρεμούλα για τα μικροπράγματα ή
έστω και για τα μεγάλα˙

Έτσι και Στο μακρυνάρι, ο ποιητής παρά τον πόνο του, βλέπει πέρα από την επιφάνεια της ιστορίας. Η χρονολογία 1798, χαμένη πίσω στο βάθεμα του χρόνου και τους αιώνες και κυρίως η επιγραφή «Ιησούς Χριστός Νικά» στο ανώφλι, «φύλακας» όπως αναφέρει «σαν τους λέοντες των Μυκηνών», είναι η συνείδηση του ποιητή, η παρηγοριά που προσβλέπει στο μέλλον.
Είναι εμφανές ότι ο Χρήστος Αργυρού αντλεί τα εκφραστικά του μέσα από την αστείρευτη δεξαμενή των ρητορικών τρόπων της παράδοσης και της σύγχρονης ποίησης. Συνδιαλέγεται γόνιμα με την ιστορία, διαμορφώνοντας μια νέα οπτική πάνω στα γεγονότα, ανασύροντας το καθολικό από το ειδικό και προσδίδοντάς του επικαιρότητα, συγχρονίζοντας έτσι τη γνήσια ποιητική του φωνή με το παρελθόν και το παρόν. Οι στίχοι του διακρίνονται από πυκνότητα και απλώνονται σε πολλές κατευθύνσεις, ρίχνοντας πολλαπλές γέφυρες με τις ποικίλες συνδηλώσεις τους. Ο ποιητής αφήνει σκόπιμα στους στίχους του απηχήσεις, επηρεασμούς, γλωσσικά αποτυπώματα, για να τα ακολουθήσει ο ιχνηλάτης-αναγνώστης και να φτάσει στις πηγές του: Θεοφάνους Χρονογραφία, Κεκαυμένος-Στρατηγικόν, Λεόντιος Μαχαιράς, δημοτικό τραγούδι, Διονύσιος Σολωμός, Βασίλης Μιχαηλίδης, Σεφέρης, Καβάφης (ενδεικτικό είναι το ποίημα Κάθε βράδυ ερχόταν), Μόντης ανάμεσα σ’ άλλους. Ανακεφαλαιώνοντας, η ποίηση του Χρήστου Αργυρού κινείται ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, την πλημμυρίδα και την άμπωτη της ιστορίας, με θέματα ιδωμένα μέσα από την προσωπική ματιά και νέες ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Είναι η ανάγκη που νιώθει να τοποθετηθεί απέναντι στα μεγάλα υπαρξιακά ζητήματα. Ή όπως αλλιώς το λέει ο Μανόλης Αναγνωστάκης, Η ποίηση δεν είναι τρόπος να μιλήσουμε, αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας.

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΝΙΟΣ

Αλήθεια, Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2009

Μπορεί κι έχει δικαίωμα ένα λειψό στο σώμα πλάσμα να αγαπήσει και να αγαπηθεί;

ΧΡΗΣΤΟΥ ΑΡΓΥΡΟΥ: Ο Άνθρωπος του Βασιλέως
Μέσα από τις γραμμές της μαγευτικής αυτής ιστορίας δίνονται πινελιές της καθημερινότητας των Βυζαντινών

Το σημειώνω ευθύς εξ αρχής: είναι το πιο πρωτότυπο βιβλίο που διάβασα φέτος. Και, πιθανότατα, το πιο αριστοτεχνικά δομημένο. Ξεκινάς να το διαβάζεις και κολλάς στις σελίδες. Παίρνεις μέρος στη θαυμάσια ιστορία του Χρήστου Αργυρού, ξυπνάνε μέσα σου γνώσεις που, για δεκαετίες, ήταν θαμμένες βαθιά στο χώμα της λησμονιάς, αισθάνεσαι τον παλμό του συγγραφέα αλλά και των χαρακτήρων του, και εκεί που αλληλογραφούν οι δύο νέοι, λιώνεις σαν κερί από τη συγκίνηση.
Είναι γεγονός ότι η ταμπέλα Μεσαιωνική Μυθιστορία, τουλάχιστον αρχικά, με απώθησε. Ήμουνα και μπερδεμένος, προσπαθώ, επίσης, να δραπετεύσω, μια και καλή, από τας δέλτους της Ιστορίας, ιδίως όταν εφάπτεται της Μυθολογίας, αλλά δεν άργησα να καταπίνω με βουλιμία τις λέξεις, τις περιγραφές, τις συγκρούσεις, τις γενναιότητες και τις δειλίες που παρελαύνουν μέσα στο μυθιστόρημα, σαν στρατοί με πανοπλίες.
Τελικά, η έμπνευση του Χρήστου Αργυρού είναι μεγαλειώδης. Και ως τέτοια διακλαδώνεται στα διάφορα κεφάλαια, καθιστώντας τον αναγνώστη όμηρο μιας συγκλονιστικά αληθινής γραφής, η οποία διατηρεί τη λάμψη και τη διαύγειά της έως την τελευταία σελίδα. Όπου, φυσικά, η ανακάλυψη του Δόκτορος Henry James κατεβάζει, με μαεστρία, τα παντζούρια της αφήγησης. Ή μήπως τα ανοίγει;
Δεν θέλω να κρίνω το βιβλίο ιστορικά, επειδή, πρώτα απ’ όλα, δεν είμαι γνώστης της ιστορίας, μολονότι και στον τομέα αυτό ο συγγραφέας σημαδεύει σωστά το στόχο του. Όμως, χρησιμοποιώντας αποκλειστικά το λογοτεχνικό αισθητήριο, τότε, ναι, είμαι αναγκασμένος να ομολογήσω ότι ο Χρήστος Αργυρού δίνει πνοή σε μια, θεωρητικά, συνηθισμένη, εννοώ για εκείνους τους χρόνους, ιστορία. Η οποία, και εδώ έγκειται, κατά την άποψή μου, το μεγάλο του επίτευγμα, άλλοτε μοιάζει ερωτική με ιστορικές προεκτάσεις, άλλοτε μοιάζει ιστορική με θρησκευτικές προεκτάσεις, και άλλοτε μοιάζει πολεμική με οικονομικές διαστάσεις. Ωστόσο, στην πυραμίδα, και ενδεχομένως ψηλότερα από την πυραμίδα, ακολουθούμε τα αχνάρια της σπαρακτικής, αν και γενναίας, διαδρομής του Νικήτα Ευγενικού ο οποίος, αφού πέσει θύμα συκοφαντίας, ευνουχίζεται από τον Ισαάκιο Κομνηνό. Αφήνει, λοιπόν, στη μέση το φλογερό του ειδύλλιο και γίνεται το δεξί χέρι του Ισαάκιου Β’ Αγγέλου για να βουλιάξει στις ίντριγκες, στις συνωμοσίες, στις ραδιουργίες, στις βουλιμικές εμμονές γελοίων αρχόντων, σε ό,τι, με άλλα λόγια, τρέχει στους οχετούς των ψυχών. Ευτυχώς γι’ αυτόν, ξαναβρίσκει την αγαπημένη του, μόνο που, και πάλι, οι συμβάσεις και οι τυπολατρείες δεν του επιτρέπουν να τη χαρεί.
Μένω εδώ, γιατί, όντως, οι ανατροπές στο μυθιστόρημα είναι εκθεμελιωτικές και κατακλυσμιαίες. Κι ενώ η σκληρότητα εμφανίζεται σαν παχιά κρούστα, μόλις τη γδάρετε λίγο με το νυχάκι σας θα αντικρίσετε μια σπάνια, και εξόχως διατυπωμένη, τρυφερότητα.

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΛΕΟΝΤΙΟΥ

Μυθιστορία βυζαντινών παθών

Χρήστος Αργυρού, Ο άνθρωπος του βασιλέως, μεσαιωνική μυθιστορία,
Λάρνακα, Βιβλιοεκδοτική, 2009, σελ. 250

Ο Χρήστος Αργυρού γεννήθηκε στη Γιαλούσα το 1972, τη χρονιά κατά την οποίαν ο Θεοδόσης Νικολάου ανέλαβε καθήκοντα γυμνασιάρχη στο εξατάξιο Γυμνάσιο της ίδιας κωμόπολης. Στον λόγο που εκφώνησε κατά την αφυπηρέτησή του, ο αείμνηστος ποιητής και φιλόλογος δεν παρέλειψε να τη μνημονεύσει: «Καημένη Γιαλούσα, είχες το πρόσωπό σου σαν τριαντάφυλλο· τώρα;»
Οι σπουδές του Χρ. Αργυρού στον κλάδο της Ιστορίας και Αρχαιολογίας, με ειδίκευση στη βυζαντινή τέχνη, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στο Πανεπιστήμιο του Birmingham κατευθύνουν αρκετές από τις λογοτεχνικές του ενασχολήσεις, ποιήματα, διηγήματα και ειδικότερα το μυθιστόρημά του. Εμφανίστηκε στα γράμματα με ένα ερωτικό διήγημα («Ο παράφορος έρωτάς μου με την π», Νέα Εποχή, τχ. 291, Χειμώνας 2006-2007, σσ. 55-56), όσο ερωτική μπορεί να είναι η σχέση με μια παττίχα, που έχει όμως γυναικεία χαρακτηριστικά. Πάντως, στο διήγημα αυτό, όπως και στο υπό δημοσίευση «Βούτσες σγοιαν τα πομιλόρκα τζιαι στομόσσειλα κκεράζιν», που είναι γραμμένο εξολοκλήρου στο κυπριακό ιδίωμα, φαίνονται η ετοιμότητα και η δεξιότητα του νέου διηγηματογράφου να αξιοποιεί αποτελεσματικά το χιούμορ, το απρόοπτο και το παράδοξο και να εμποτίζει ταυτόχρονα την πρόζα με στοιχεία της ποίησης, για να τραγουδήσει με ανάλαφρες νότες και λυρικές πινελιές τον έρωτα· την παντοδυναμία του ερωτικού πόθου και τα αδιέξοδά του. Ειδικά το ιδιωματικό αφήγημά του αποτελεί υπόσχεση αλλά και επιβεβαίωση ότι η κυπριακή διάλεκτος μπορεί να αξιοποιηθεί περαιτέρω, όχι μόνο στην ποίηση και το θέατρο αλλά και στον πεζό λόγο.
Το πρώτο λογοτεχνικό βιβλίο του είναι μια συλλογή ποιημάτων (Κατάδυση στο χρόνο, 2008), που έχει τιμηθεί πρόσφατα με κρατικό βραβείο. Στη συλλογή αυτή, τα πιο προσωπικά ποιήματα επιτάσσονται, για να προταχθεί μια σειρά από τέσσερα ιστορικά ποιήματα. Τα τρία από αυτά («Των αστεριών τα περπατήματα», «Μιχαήλ Ε΄ Καλαφάτης» και «Απάντησις σε λατίνο επίσκοπο») αντλούν τη θεματική τους από τη βυζαντινή περίοδο και μας προδιαθέτουν, όχι μόνο με τη θεματική τους αλλά και με τη γλώσσα, το ύφος ή την (ανθρωποκεντρική) προσέγγιση της Ιστορίας, για το δεύτερο βιβλίο του, το μυθιστόρημα Ο άνθρωπος του βασιλέως, που κυκλοφόρησε έναν χρόνο αργότερα. Είναι το πρώτο αξιόλογο δείγμα που προέρχεται από έναν εκπρόσωπο της πιο πρόσφατης λογοτεχνικής «γενιάς» και το δεύτερο κυπριακό μυθιστόρημα με βυζαντινή θεματική, ύστερα από το δίτομο έργο της Ρήνας Κατσελλή Στα βουνά της τραμουντάνας (1973-1974). Η «μυθιστορία» του Χρ. Αργυρού αποκτά περισσότερη σημασία, αν σκεφτούμε ότι στην Κύπρο, ιδίως ανάμεσα στους νέους συγγραφείς, το καλό μυθιστόρημα σπανίζει – παρά το γεγονός ότι έχουν εκδοθεί από τη δεκαετία του 1960 και εξής μια δεκαριά σημαντικά και αξιόλογα δείγματα, που οφείλονται κυρίως σε εκπροσώπους της δυναμικής «γενιάς» του 1960 και λιγότερο σε συγγραφείς που εμφανίστηκαν μετά το 1974.
Κατά τις τελευταίες δυο δεκαετίες παρατηρήθηκε μια στροφή στο ελληνικό μυθιστόρημα για αξιοποίηση της παλιότερης ιστορίας. Ας θυμηθούμε εδώ ότι το ιστορικό μυθιστόρημα καλλιεργήθηκε στον ελληνικό χώρο κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, κυρίως από τους Αλέξανδρο Ραγκαβή (Ο αυθέντης του Μορέως, 1850), Στέφανο Ξένο (Η ηρωίς της Ελληνικής Επαναστάσεως, 1861), Κωνσταντίνο Ράμφο (Ο Κατσαντώνης, 1862), Εμμανουήλ Ροΐδη (Η πάπισσα Ιωάννα, 1866), Δημήτρη Βικέλα (Λουκής Λάρας, 1879) και Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη (Οι έμποροι των εθνών, 1882-1882, Η γυφτοπούλα, 1884). Ακολούθησε ένα δεύτερο κύμα, στα χρόνια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, με τους Άγγελο Τερζάκη (Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ, 1945), Μ. Καραγάτση (λ.χ. Ο κοτζάμπασης του Καστρόπυργου, 1944), Παντελή Πρεβελάκη (λ.χ. Ο Κρητικός, 1948-1950) και Θανάση Πετσάλη-Διομήδη (λ.χ. Οι Μαυρόλυκοι, 1947-1948). Από τη δεκαετία του 1990 εξελίσσεται μια νέα φάση του ιστορικού μυθιστορήματος με τη συμβολή συγγραφέων όπως οι Θανάσης Βαλτινός, Ρέα Γαλανάκη, Μάρω Δούκα και Αλέξης Πανσέληνος. Ο Άνθρωπος του βασιλέως μπορεί να ενταχθεί σε μια ειδικότερη ομάδα πεζογραφημάτων, που αντλούν τη θεματική τους από τη βυζαντινή περίοδο. Τέτοια μυθιστορήματα έχουν γράψει, εκτός από τη Ρήνα Κατσελλή, και οι Μάρω Δούκα (Ένας σκούφος από πορφύρα, 1995), Ισμήνη Καπάνταη (Το άλας της γης, 2002), Πασχάλης Λαμπαρδής (λ.χ. Η κοιλάδα των σπαθιών, 2008), Παναγιώτης Αγαπητός (λ.χ. Το εβένινο λαούτο, 2003· Ο χάλκινος οφθαλμός, 2006) αλλά και ξένοι συγγρα-φείς, όπως ο Άλαν Γκόρτον (Ο σφετεριστής του βυζαντινού θρόνου, 2005) κ.ά. Ο Χρ. Αργυρού έχει υπόψη του τέτοια μυθιστορήματα βυζαντινής θεματικής και ενδεχομένως αξιοποιεί ορισμένα στοιχεία τους.
Έχει επισημανθεί ότι οι πλείστοι μυθιστοριογράφοι της εποχής μας δεν επιδιώκουν να εκφράσουν την ιδεολογία της επίσημης ιστοριογραφίας ή να καθρεφτίσουν το ιστορικό παρόν μέσα από τις ιστορικές περιπέτειες του παρελθόντος. Αντίθετα, παρατηρείται συνήθως μια πολυφωνική προσέγγιση της ιστορίας, αφού αυτή θεωρείται πια ένα ανοιχτό και ρευστό πεδίο έρευνας και ερμηνείας, και πάνω απ’ όλα μια γλωσσική κατασκευή, που δεν αποβλέπει να πείσει τον σύγχρονο αναγνώστη για την ιστορική της αλήθεια, αλλά να υποβάλει μια προσωπική ανάγνωση της παλιότερης ιστορίας.
Ο ορισμός της πεζής μυθιστορίας από τον M. H. Abrams μας βοηθά να κατανοήσουμε τον ειδολογικό προσδιορισμό του βιβλίου του Χρ. Αργυρού, όπως συνοψίζεται στον υπότιτλό του («μεσαιωνική μυθιστορία»). Σύμφωνα με τον Abrams, η πεζή μυθιστορία (prose romance) «έχει ως προδρόμους την ιπποτική μυθιστορία του Μεσαίωνα και το γοτθικό μυθιστόρημα του ύστερου 18ου αιώνα. Συνήθως παρουσιάζει χαρακτήρες που διακρίνονται ιδιαίτερα είτε ως ήρωες είτε ως αχρείοι, ως κύριοι ή θύματα μιας κατάστασης. Ο πρωταγωνιστής είναι συχνά μοναχικός και σχετικά απομονωμένος από τον κοινωνικό του περίγυρο. Η δράση συνήθως τοποθετείται στο ιστορικό παρελθόν και η ατμόσφαιρα είναι τέτοια ώστε να αναστέλλει τις προσδοκίες του αναγνώστη, που βασίζονται στην εμπειρία της καθημερινότητας. Η πλοκή της πεζής μυθιστορίας δίνει έμφαση στην περιπέτεια και συχνά έχει τη μορφή της αναζήτησης ενός ιδανικού ή της καταδίωξης ενός εχθρού. Τα ρεαλιστικά ή ενίοτε μελοδραματικά γεγονότα του προβάλλουν συμβολικά, σύμφωνα με ορισμένους κριτικούς, τις πρωταρχικές και μύχιες επιθυμίες, ελπίδες και ανησυχίες του ανθρώπου, και ως εκ τούτου παρουσιάζουν αναλογίες με το υλικό του ονείρου, του μύθου, της τελετουργίας και της λαϊκής παράδοσης» (Λεξικό λογοτεχνι-κών όρων, Αθήνα, Πατάκης, 2005, σ. 289-290).
Όπως θα δούμε στη συνέχεια, τα πλείστα από τα παραπάνω χαρακτηριστικά εφαρμόζονται και στη μυθιστορία του Χρ. Αργυρού, που τοποθετεί τη δράση της κατά τη δεκαετία 1185-1195, δηλαδή στα χρόνια της βασιλείας του Ισαάκιου Β΄ Αγγέλου, παραμονές της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους. Η Κύπρος γνωρίζει τότε την τυραννία του Ισαάκιου Κομνηνού (1182-1191), για να περάσει στα χέρια του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου, που θα την πουλήσει σχεδόν αμέσως στους Ναΐτες ιππότες, και αυτοί θα τη μεταβιβάσουν στη δυναστεία των Λουζινιανών (1192). Την ίδια εποχή ο άγιος Νεόφυτος μονάζει στην Εγκλείστρα του και καταγράφει, μαζί με το θεολογικό του έργο, και τις δοκιμασίες του τόπου του στο πιο αξιόλογο κείμενό του Περί των κατά χώραν Κύπρον σκαιών (πρωτοεκδόθηκε το 1681).
Η κεντρική μορφή της μυθιστορίας, ο «άνθρωπος του βασιλέως», δηλαδή ο κυπριακής καταγωγής Νικήτας Ευγενικός, είναι πλασματικό πρόσωπο· επινοήθηκε από τον συγγραφέα για να λειτουργήσει ως συνεκτικός κρίκος ανάμεσα στο ιστορικό υλικό και τη μυθοπλασία. Η αφηγηματική αυτή μορφή αποδεικνύεται, πράγματι, αρκετά λειτουργική για την προώθηση της μυθοπλασίας. Εξαρχής ο νεαρός Νικήτας, γόνος αρχοντικής οικογένειας, πέφτει θύμα της τυραννίας του Ισαάκιου Κομνηνού: υποβάλλεται σε ορχεοτομία και διαπομπεύεται στους δρόμους της Λευκωσίας, με την άδικη κατηγορία της πορνείας και της μοιχείας, ενώ ο ίδιος βίωνε τότε τον πρώτο, αγνό έρωτά του με την αγαπημένη του Αριάδνη. Με τις συμβουλές του Νεόφυτου του Έγκλειστου, ο ευνουχισμένος νέος αποφασίζει να γίνει μοναχός σε μοναστήρι στο όρος Όλυμπος της Βιθυνίας, όπου, ως δόκιμος Νικόλαος, διαβάζει και αντιγράφει παλιά χειρόγραφα. Ωστόσο, για τις ανάγκες τις μυθοπλασίας, ο κεντρικός ήρωας εγκαταλείπει τη μοναστική ζωή για να βρεθεί στην Κωνσταντινούπολη, ως σύμβουλος (πρωτοβεστιάριος) του νέου αυτοκράτορα, του Ισαάκιου Αγγέλου, και να ρυθμίζει την τύχη μιας αυτοκρατορίας. Έτσι, ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει από κοντά την εξέλιξη των πραγμάτων, τις πολεμικές συγκρούσεις αλλά και την εσωτερική διακυβέρνηση, τη ζωή στο παλάτι, τις πλεκτάνες και τα πάθη όσων αλώνονται από τον δαίμονα της πολιτικής και της πορνείας.
Όσο ο Νικήτας διεκπεραιώνει με επιτυχία τις αποστολές του ως «αποκρισάριος» του βασιλιά σε Ανατολή και Δύση, για να εξασφαλίσει συνθήκες ειρήνης με τους εχθρούς που καραδοκούν να κατακτήσουν τη Βασιλεύουσα, ο ίδιος βιώνει βουβά το προσωπικό του δράμα· τον ακρωτηριασμένο ανδρισμό του και τον ανολοκλήρωτο έρωτά του με την Αριάδνη, η οποία, και πάλι για τις ανάγκες της μυθοπλασίας, βρίσκεται στην Πόλη, αλλά έχει γίνει μοναχή. Από τις πιο ωραίες σελίδες του βιβλίου είναι οι ερωτικές επιστολές που ανταλλάσσουν ο Νικήτας και η Αριάδνη, για να εξυμνήσουν και να προβάλουν τη δύναμη της αγνής και ανιδιοτελούς αγάπης τους.
Όλα δείχνουν ότι η Βασιλεύουσα οδηγείται στην παρακμή και, μοιραία, στην καταστροφή. Ο πρωτοβεστιάρος, αφού διαπιστώνει ότι οι συμβουλές του δεν εισακούονται από τον βασιλιά, αποφασίζει να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη και να γυρίσει στην Κύπρο, που είχε περάσει στα χέρια του Λουζινιανών. Η πτώση του αυτοκράτορα δεν αργεί· χάνει τον θρόνο του από τον αδελφό του, για να διαπομπευθεί με τον τρόπο που είχε διαπομπεύσει και ο ίδιος τον προκάτοχό του, τον Ανδρόνικο Κομνηνό.
Στο προτελευταίο κεφάλαιο του μυθιστορήματος παρακολουθούμε μέσα από το βλέμμα του χρονικογράφου Νικήτα Χωνιάτη την άλωση και την καταστροφή της Βασιλεύουσας από τους Σταυροφόρους το 1204 (εδώ ξεφεύγουμε κατά εννιά χρόνια από το βασικό χρονικό πλαίσιο του κειμένου). Ένα από τα θύματα της βίας των Σταυροφόρων είναι η μοναχή Άννα, δηλαδή η Αριάδνη, που αρνήθηκε να ακολουθήσει τον Νικήτα στο νησί τους. Όμως, ενώ πληροφορούμαστε το άδοξο τέλος της Αριάδνης, δεν μαθαίνουμε τι απέγινε ο πρωταγωνιστής του κειμένου. Πάντως, το ιστορικό πρόσωπο του Νικήτα Χωνιάτη παρουσιάζει ενδιαφέρουσες αναλογίες με τον πρωταγωνιστή της μυθιστορίας, ο οποίος συνδέεται παράλληλα με το χωριό (ή «πρόνοια») Νικήτα της Θεομόρφου (δηλ. της Μόρφου). Καθόλου τυχαία ο Νικήτας Χωνιάτης, που είχε ανάλογα αξιώματα στο παλάτι των Βλαχερνών, εμφανίζεται να συμβουλεύει και να καθοδηγεί τον πρωταγωνιστή της μυθιστορίας.
Στο τελευταίο κεφάλαιο μεταφερόμαστε, με ένα τεράστιο χρονικό άλμα, στην Κωνσταντινούπολη του 2006, για να παρακολουθήσουμε την ανασκαφή της Μονής της Κεχαριτωμένης από αμερικανική αρχαιολογική αποστολή με επικεφαλής τον Henry James. Ο συνονόματος του γνωστού μυθιστοριογράφου ανακαλύπτει χειρόγραφο του Νικήτα Χωνιάτη για την ιδιωτική ζωή των αξιωματούχων της εποχής του – και για τον έρωτα του Νικήτα με τη μοναχή Άννα, που επιβεβαιώνεται σε περγαμηνή που χάρισε ο πρώτος στη δεύτερη με τη ρήση του Φιλόστρατου για τη δύναμη και την αξία της αγάπης και του έρωτα. Με άλλα λόγια, η ερωτική μυθοπλασία, και ειδικά ο αγνός αλλά ατελέσφορος έρωτας, εξελίσσεται σε βασικό θεματικό άξονα του βιβλίου και έρχεται ως αντίβαρο στα οξυμένα πολιτικά πάθη.
Περνώντας σε ζητήματα τεχνικής, θα μπορούσαμε να πούμε πολύ συνοπτικά ότι ο Άνθρωπος του βασιλέως αρθρώνεται σε 27 σύντομα κεφάλαια, ενώ η αφήγηση εξελίσσεται γραμμικά, ακολουθώντας τη δομή ή και ρητορικούς τρόπους των μεσαιωνικών χρονικών. Σε αρκετές περιπτώσεις ενσωματώνονται, συνήθως εύστοχα και λειτουργικά, λέξεις και εκφράσεις της βυζαντινής περιόδου αλλά και της μεσαιωνικής κυπριακής διαλέκτου με βάση γραπτές πηγές (όπως το Χρονικό του Μαχαιρά και τα αναγεννησιακά ποιήματα του 16ου αιώνα).
Το μυθιστόρημα του Χρ. Αργυρού έχει αρκετές αφηγηματικές αρετές, κυρίως όταν απεικονίζονται χώροι και μνημεία (λ.χ., η Κωνσταντινούπολη και ο ναός της Αγίας Σοφίας), ή όταν ανασύρεται στην επιφάνεια η εσωτερική πάλη του ευνουχισμένου Νικήτα, οι ψυχολογικές συγκρούσεις και μεταπτώσεις του, όταν νιώθει διχασμένος ανάμεσα στην ύλη και το πνεύμα. Τέτοιες ενδοσκοπήσεις συμβάλλουν στην ανάδειξη του προσώπου του πρωταγωνιστή, που είναι, τελικά, ο μοναδικός σχετικά ολοκληρωμένος αφηγηματικός χαρακτήρας του έργου. Το κείμενο είναι καλογραμμένο (το «κοιλοπόνημά» του κράτησε εφτά χρόνια, από το 2000 έως το 2007) και εύληπτο, διαβάζεται μονορούφι και δεν κουράζει. Ανάμεσα στις αρετές της γραφής του θα μπορούσε να αναφερθεί και η σποραδική αξιοποίηση του χιούμορ, που θα μπορούσε, όμως, να είναι πυκνότερη. Αξιοσημείωτη είναι και η προσπάθεια του συγγραφέα να δείξει την ψυχολογία του «όχλου» κατά τη διαπόμπευση του Ανδρόνικου Κομνηνού, ή να φωτίσει το πρόσωπο και την κρυμμένη ζωή των ευνούχων, ή να προβάλει αντιλήψεις της εποχής για τη μαγεία, τις σολομωνικές, τις δεισιδαιμονίες κτλ.
Είναι δύσκολο να πει κανείς αν ο συγγραφέας κατόρθωσε να συλλάβει την αύρα της βυζαντινής περιόδου που εξιστορεί, ή αν κατόρθωσε να αποδώσει τα ήθη της εποχής αυτής. Αυτό δεν μπορεί να ελεγχθεί, αφού δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε με επάρκεια την καθημερινή ζωή μιας τόσο μακρινής εποχής ή τις πιο αθέατες πλευρές της ιστορίας. Θα μπορούσε να ειπωθεί με περισσότερη ασφάλεια ότι ο μυθιστοριογράφος δεν παρεκκλίνει αισθητά από την επίσημη ιστοριογραφία – παρά το γεγονός ότι δοκίμασε να προσεγγίσει τα ιστορικά πράγματα ανθρωποκεντρικά, μέσα από την ατομική περίπτωση του πλασματικού πρωταγωνιστή του. Πάντως, σε ορισμένες σελίδες (λ.χ., σσ. 92-94) δίνεται η αίσθηση ότι το ιστορικό υλικό «βαραίνει», και ότι θα μπορούσε να διοχετευθεί περισσότερο έμμεσα και διακριτικά, με μικρές και ελεγχόμενες δόσεις – σύμφωνα και με τις συμβουλές του Walter Scott, εισηγητή του ιστορικού μυθιστορήματος. Σε τέτοιες περιπτώσεις ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι ο συγγραφέας λειτουργεί περισσότερο ως ιστορικός παρά ως μυθιστοριογράφος. Αλλά και από την πρόταξη αρκετών ιστορικών πληροφοριών (στο Προλογικό σημείωμα, το Χρονολόγιο, τη Γενεαλογία της δυναστείας των Αγγέλων και τους Χάρτες), είναι φανερό ότι ο συγγραφέας επιδιώκει να ενημερώσει πρώτα τον αναγνώστη του, για να τον βοηθήσει να παρακολουθήσει πιο εύκολα το κείμενο. Ωστόσο, οι ιστορικές αυτές πληροφορίες θα ήταν καλύτερα να περιοριστούν στο τέλος του βιβλίου, μαζί με το πολύ χρήσιμο Γλωσσάριο.
Το εξώφυλλο της έκδοσης φαίνεται απόλυτα ταιριαστό με το περιεχόμενό του: Όπως με πληροφόρησε ο συγγραφέας, η μορφή που παριστάνεται στο εξώφυλλο είναι λεπτομέρεια από χειρόγραφο του 11ου ή 12ου αιώνα, που προέρχεται από τη Μονή Διονυσίου στο Άγιον Όρος (Κώδικας 61, φ. 1β: «Λειτουργικές Ομιλίες» του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού). Ο εικονιζόμενος, που προσφέρει κώδικα στον Γρηγόριο το Ναζιανζηνό, είναι ανώνυμος νεαρός ευγενής, ίσως αξιωματούχος, όπως υποδηλώνεται από την πλούσια στολή και το πορφυρό χρώμα της χλαμύδας του. Η φιγούρα αυτή φαίνεται να παραπέμπει στον πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος. Εξάλλου, η μισοκρυμμένη στο «αυτί» του βιβλίου μοναχή (λεπτομέρεια από χειρόγραφο που βρίσκεται στο Lincoln College της Οξφόρδης και χρονολογείται στα 1327-1342) φαίνεται να παίρνει τον ρόλο της Αριάδνης και να «συνομιλεί» διακριτικά με τον Νικήτα. Η παράσταση στο χειρόγραφο απεικονίζει την ηγουμένη και τις μοναχές της Θεοτόκου Βεβαίας Ελπίδας από το τυπικό της μονής. Οι παραπάνω εικόνες και οι σχετικές πληροφορίες προέρχονται από το βιβλίο του Γιώρ-γου Γαλάβαρη Ζωγραφική βυζαντινών χειρογράφων (Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1995).
Ο Χρ. Αργυρού παραμένει ποιητής και σε αρκετά σημεία του μυθιστορήματός του. Έχει εξαιρετική αίσθηση της γλώσσας και μπολιάζει, συνήθως αποτελεσματικά, τον πεζό λόγο με στοιχεία της ποίησης. Σε λίγες περιπτώσεις, ίσως, θα μπορούσε να ελέγξει περισσότερο τον ποιητικό του οίστρο και να είναι πιο φειδωλός στη χρήση «λυρικών» ή «καλολογικών» εκφράσεων. Όσο μπορώ να κρίνω, ο συγγραφέας κερδίζει το στοίχημα της αληθοφάνειας, αφού κατορθώνει να πλάσει ένα μυθοπλαστικό σύμπαν που πείθει για τη μυθιστορηματική του αλήθεια. Μακάρι να συνεχίσει να γράφει ιστορικά ή άλλα μυθιστορήματα (αλλά και ποιήματα και διηγήματα), αντλώντας θέματα και από τη νεότερη και τη σύγχρονη κυπριακή ζωή. Άλλωστε η εποχή μας, που δεν υστερεί καθόλου σε βυζαντινισμούς, έχει να του προσφέρει άφθονο υλικό για μυθοπλασίες.

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΜΠΑΚΙΡΤΖΗΣ

Ο Χρήστος Αργυρού σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης με ενδιαφέρον προς τη βυζαντινή αρχαιολογία. Στα χρόνια των σπουδών του έλαβε μέρος σε ανασκαφές και αρχαιολογικές δραστηριότητες στην Ελλάδα και στην Κύπρο, που πλούτισαν τις γνώσεις και την εμπειρία του. Στο Μπέρμινγχαμ έλαβε το μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στη βυζαντινή αρχαιολογία και επέστρεψε στην Κύπρο με την επιθυμία να σταδιοδρομήσει ως αρχαιολόγος. Η καιρική στένωση των πραγμάτων, οι συγκυρίες και οι πιεστικές ανάγκες μετά την Τουρκική εισβολή τον έστρεψαν στην Εκπαίδευση, όπου τα ενδιαφέροντά του για την Αρχαιολογία και οι γνώσεις του βρήκαν στη διδασκαλία του μαθήματος της Ιστορίας γόνιμο έδαφος καλλιέργειας αναδεικνύοντας και μέσα στην τάξη και με δημοσιεύματα την αξία της καλής γνώσης της Ιστορίας και Αρχαιογνωσίας στη διαμόρφωση χρησίμων πολιτών. Συχνά συναντώ νεαρούς μαθητές του, στους οποίους έχει καλλιεργήσει την αγάπη για την Αρχαιολογία, και χαίρομαι τη μια γενιά να διαδέχεται την άλλη.

Τώρα, με το βιβλίο αυτό, μας ξαφνιάζει με την ορμητική ανάγκη του να εκφρασθεί αλλιώς, έξω από επιστημονικά και παιδαγωγικά πλαίσια, με τη λογοτεχνία που, όπως όλοι γνωρίζουμε, είναι ο μόνος τρόπος που λέγοντας κανείς ψέμματα λέγει την αλήθεια. Τί είναι, λοιπόν, το βιβλίο «Ο άνθρωπος του βασιλέως» του Χρήστου Αργυρού, που ο ίδιος χαρακτηρίζει μεσαιωνική μυθιστορία; Περί της πλοκής, των χαρακτήρων και της λογοτεχνικής παρουσίας του έχει ομιλήσει ο καθηγητής κ. Λευτέρης Παπαλεοντίου. Στη σύντομη ομιλία μου θα περιορισθώ σε κάτι άλλο, στη σχέση του βιβλίου με το Βυζάντιο.

Παλιότεροι ιστορικοί χαρακτήριζαν το Βυζάντιο Bas Empire, παρηκμασμένη δηλαδή αυτοκρατορία, καθώς κοίταζαν την περίοδο αυτή με μάτια εθισμένα στην ανάγνωση της Αρχαιότητας. Στον 20ο αι., και στο πλαίσιο του Ανατολικού Ζητήματος, οι σπουδές για το Βυζάντιο γνώρισαν ανάπτυξη και εστράφησαν στην έρευνα κυρίως του θρησκευτικού, χριστιανικού Βυζαντίου. Ήδη όμως από το διεθνές συνέδριο βυζαντινών σπουδών στη Βιέννη το 1981 η καθημερινή ζωή του Βυζαντίου ελκύει ολοένα και περισσότερο τους νεωτέρους ερευνητές και η ιδιάζουσα τέχνη του αναζητεί νέες προσεγγίσεις.

Εν τω μεταξύ πολλά έχουν αλλάξει. Τα τελευταία 25 χρόνια τα μεγάλα μουσεία, Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης στη Νέα Υόρκη, Βρετανικό Μουσείο στο Λονδίνο, Λούβρο στο Παρίσι, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού στη Θεσσαλονίκη διοργάνωσαν μεγάλες εκθέσεις περί Βυζαντίου, και άλλες ειδικότερες, στο Μουσείο Μπενάκη και τη Βασιλική Ακαδημία προσφάτως στο Λονδίνο. Θυμίζω εδώ στην Κύπρο την έκθεση «Βυζαντινή μεσαιωνική Κύπρος» (1998). Οι εκθέσεις αυτές γνώρισαν μεγάλη επιτυχία και έγιναν ευρύτερα γνωστές με τη δημοσίευση λαμπρών καταλόγων και μαρτυρούν την εμφάνιση διεθνούς ενδιαφέροντος για το Βυζάντιο, καθόλου τυχαίο σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης και ηλεκτρονικής τεχνολογίας . Και η μέν ομοιομορφία της παγκοσμιοποίησης έχει ανάγκη από την ποικιλία και τη ζωντάνια των πολιτισμών, η δε απόλυτη συναρμογή της ηλεκτρονικής τεχνολογίας από μία εξήγηση όταν ξαφνικά προκύπτει ότι 1+1 δεν κάνουν 2. Απαντήσεις και στις δύο περιπτώσεις δίδει το Βυζάντιο ως ευρισκόμενο ανάμεσα στον ορθολογισμό της Δύσης και τον μη ορθολογισμό της Ανατολής. Το Βυζάντιο, Κυρίες και Κύριοι, σκέπτεται ανατολικά, αλλά μιλά δυτικά.

Γι’ αυτό το λόγο η αναπαράσταση του Βυζαντίου είναι πρόβλημα. Για μας που είμαστε παιδιά του ορθολογισμού της Αναγέννησης πιο εύκολα φανταζόμαστε τον Σωκράτη στην Αγορά των Αθηνών παρά τον Πτωχοπρόδρομο στο παζάρι της Κωνσταντινούπολης. Δείτε στον κινηματογράφο: Πού είναι οι ταινίες για το Βυζάντιο, σαν την αξεπέραστη ακόμη Οδύσεια με τον Κέρκ Ντάγκλας καλούπι στον ρόλο του Οδυσσέα; Ταινίες περί Ελληνικής Αρχαιότητας είναι πολλές, συχνά με αφομοιωμένη τη γνώση των πηγών, των έργων τέχνης και των αρχαιολογικών ανακαλύψεων, που προχωρούν μέχρι την απομυθοποίηση του μύθου, όπως ο Μέγας Αλέξανδρος του Όλιβερ Στόουν, ή σε γραφή κόμικς, όπως οι 300 του Λεωνίδα του Frank Miller. Ο «Αλέξανδρος Νέφσκι» και ο «Ιβάν ο Τρομερός» του Αϊζενστάιν είναι περισσότερο ρωσικοί παρά βυζαντινοί, και στον «Αντρέι Ρουμπλιώφ» του Ταρκόφσκυ ο ζωγράφος Θεοφάνης ο Έλλην, που εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη του 14ου αι. για να βρεί αδέσμευτο καλλιτεχνικό πεδίο στη Ρωσία, είναι απλώς μία περίεργη φιγούρα. Οι φιλότιμες μεσαιωνικές ταινίες του ΡΙΚ στηρίζονται όχι μόνον σε ό, τι μεσαιωνικό διασώζει η παράδοση της Κύπρου αλλά και στον λόγο και τη θεατρική εκφώνησή του.

Στην αναπαράσταση του Βυζαντίου, λοιπόν, έρχεται να συμβάλει η λογοτεχνία, και μάλιστα η νεοελληνική λογοτεχνία. Τα τελευταία χρόνια πολλοί τίτλοι, όπως γνωρίζετε, βυζαντινών βιβλίων εμφανίζονται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, και μπορούμε να πούμε ότι το Βυζάντιο είναι σήμερα της μόδας στη νεοελληνική λογοτεχνία και η προσέγγισή του προκαλεί το ενδιαφέρον συγγραφέων, εκδοτών και αναγνωστικού κοινού. Τα ερωτήματα λοιπόν είναι δύο: με ποιό τρόπο οι συγγραφείς αναπαριστούν το Βυζάντιο; Τι είδους Βυζάντιο αναπαρίσταται; Η Ρήνα Κατσελλή στα «Βουνά της Τραμουντάνας» αφομοίωσε το πολύτομο έργο του Φαίδωνος Κουκουλέ «Βυζαντινών βίος και πολιτισμός» για να αποδώσει πειστικά τον λυρισμό της μεσαιωνικής Κύπρου. Ο Παναγιώτης Αγαπητός χρησιμοποιεί τις πολλές και πρωτότυπες φιλολογικές και ιστορικές γνώσεις του για το Βυζάντιο, και βρίσκει ότι το σασπένς του αστυνομικού μυθιστορήματος που γράφει, ταιριάζει να ενδύεται βυζαντινά επειδή και τα δύο για να εκφρασθούν σκέπτονται μη ορθολογικά .

Με ποιό τρόπο λοιπόν ο Χρήστος Αργυρού προσεγγίζει το Βυζάντιο; Και ποιό Βυζάντιο;

1. Είναι κατανοητό ότι κοινός τόπος στα ιστορικά μυθιστορήματα είναι οι εξειδικευμένες γνώσεις του συγγραφέα, που επηρεάζουν την επιλογή του χρόνου, του χώρου και του τρόπου. Γι αυτό και ο αναγνώστης οφείλει να συμπορεύεται μαζί του για να έχει ασφαλή προσανατολισμό. Το ιστορικό σημείωμα, το χρονολόγιο από το 1183-1195, το γενεαλογικό δένδρο της οικογενείας των Αγγέλων, το γλωσσάρι με βυζαντινούς όρους, ο χάρτης του Βυζαντίου στον 12ο αι. και το τοπογραφικό της Κωνσταντινουπόλεως, που σχεδίασε η Λεόνη Μενογιάτη, καλόν είναι να μην τα προσπερνά ο αναγνώστης διότι είναι αναπόσπαστα μέρη του μυθιστορήματος.
2. Ο συγγραφέας επέλεξε να ντύσει το μυθιστόρημά του στον 12ο αι. για δύο λόγους: Πρώτον, επειδή το τέλος του 12ου αι., πριν από την κατάληψη της Πόλης από τους Λατίνους (1204), είναι ο δραματικός επίλογος περιόδου ακμής, και δεύτερον, επειδή στο 12ο αι. το Βυζάντιο έχει έντονη παρουσία στην Κύπρο, όπως μαρτυρούν κείμενα και πασίγνωστα μνημεία.
3. Κάθε κεφάλαιο του βιβλίου είναι αυτοτελές και θα μπορούσε να διαβαστεί μεμονωμένα διότι παράλληλα με την αφήγηση διαπραγματεύεται και κάποιο θέμα βυζαντινού πολιτισμού, που έχει απασχολήσει τον συγγραφέα. Εύκολα αναγνωρίζει κανείς π.χ. ότι το 7ο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στην περιγραφή της Κωνσταντινουπόλεως και της Αγίας Σοφίας, το 5ο στη διαπόμπευση ενός αυτοκράτορα, το 8ο και το 12ο σε τελετές της αυτοκρατορικής αυλής, το 10ο στις σχέσεις του Βυζαντίου με τους Νορμανδούς και τους Τούρκους του Ικονίου, το 13ο στην εξάπλωση της λατρείας του αγίου Δημητρίου στους Βουλγάρους, το 14ο στα χερσαία τείχη της Κωνσταντινουπόλεως, το 15ο στον βυζαντινό πόλεμο εν γένει, το 18ο στη μαγεία στο Βυζάντιο, το 19ο στους Νορμανδούς της Σικελίας και τις εκκλησίες στο Παλέρμο με τα βυζαντινά ψηφιδωτά, το 20ο και το 24ο στο παλάτι των Βλαχερνών, το 21ο στην αυλή του Σαλαντίν, το 23ο στη βυζαντινή εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, το 26ο στην κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους. Μέσα από τα κεφάλαια του βιβλίου προκύπτει ένα Βυζάντιο κοσμικό και θρησκευόμενο αλλά όχι θεοκρατικό. Ακόμη και όταν προσεύχεται είναι γεμάτο ζωή, χαρές και κακίες, ανθρώπους με προτερήματα και ελαττώματα, όπως πάντοτε και παντού άλλωστε.
4. Είναι τόσο φανερή η παρουσία του Βυζαντίου ώστε θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι ο συγγραφέας πρώτα επέλεξε τα βυζαντινά θέματα και κατόπιν τα ενέπλεξε στο μυθιοστόρημα. Στα τελευταία κεφάλαια, που είναι και πληρέστερα, η παρουσία των πηγών είναι λιγότερο εμφανής και ισορροπεί με την αφήγηση και την πλοκή.
5. Στη γραφή του Χρήστου Αργυρού οι περιγραφές των τόπων, όπως το δάσος του Φιλοπατίου έξω από την Κωνσταντινούπολη, υποτάσσονται στις περιγραφές των γεγονότων, όπως συμβαίνει στη βυζαντινή ζωγραφική, όπου ο τόπος απλώς ενδύει το γεγονός, όπως π.χ. στην παράσταση της Κοιμήσεως της Παναγίας τα σπίτια περιβάλλουν την τελευτή ωσάν η σκηνή να λαμβάνει χώρα σε αστικό περιβάλλον.
6. Τα κύρια πρόσωπα του μυθιστορήματος δεν σκιαγραφούνται ως πρόσωπα και χαρακτήρες αλλά ως τύποι, όπως στη βυζαντινή ζωγραφική δεν υπάρχουν εξειδικευμένα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά με αποτέλεσμα ο άγιος Νικόλαος, με οποιαδήποτε τεχνοτροπία και αν έχει αποδοθεί, να είναι παντού άγιος Νικόλαος, και αναγνωρίζεται από όλους ως άγιος Νικόλαος ακόμη και σήμερα.
7. Τα δευτερεύοντα πρόσωπα του μυθιστορήματος είτε είναι καρικατούρες, όπως στη βυζαντινή ζωγραφική οι στρατιώτες στην παράσταση της Σταυρώσεως, είτε είναι αόρατα, όπως ο άγιος Νεόφυτος στην Εγκλείστρα, στον οποίο είναι αφιερωμένο το 3ο κεφάλαιο.
8. Η ορολογία τίτλων και αντικειμένων, ενδυμασιών και σκηνών καθημερινής ζωής, όπως κομμερκιάριος, πρωτοβεστιάριος, βορδονάριος, κουμπάρια, λατίνια και σανδάλια, κουτρούβια κ.ά. σκιαγραφούν την αφήγηση με τόνους βυζαντινούς.
9. Ξάφνιασμα προκαλεί η χρήση «περιέργων» λέξεων, που ανασύρονται από τον προφορικό λόγο της κυπριακής ή και φτιάχνονται από τον συγγραφέα – στο λουτρό για να λουτρακιστούν, θεγέ μου, το αγνό ευγενικόπουλο, αγνάντιαζαν – και είναι ένας τρόπος, με τον οποίο ο λόγος ξεφεύγει από τη φυσικότητα, όπως η βυζαντινή μουσική διαλύει τη γραμματική και συντακτική δομή, αλλά δεν εξαφανίζει τον λόγο ή όπως το θυμίαμα, είναι μεν φυσική οσμή απτή δια του καπνού, αλλά δεν συναντάται πουθενά στη φύση.
10. Μολονότι η Κύπρος είναι παρούσα σε αρκετά κεφάλαια δεν περιγράφεται το τοπίο της. Η μεσαιωνική της όμως παράδοση επηρεάζει τον συγγραφέα, όπως π.χ. οι ερωτικές επιστολές, που με τον τίτλο «Κρυφά λόγια της αγάπης» παρεμβάλλονται ανάμεσα στο 11ο και το 12ο κεφάλαιο, θα γραφόντουσαν διαφορετικά εάν ο συγγραφέας δεν γνώριζε τα μεσαιωνικά κυπριακά poèmes d’amour.
11. Όλα αυτά συνθέτουν, είτε το επεδίωξε ο συγγραφέας είτε όχι, μία ελλειπτική, μη κυριολεκτική εικόνα του κόσμου, όπου κυριαρχούν όχι οι άνθρωποι αλλά η περί των ανθρώπων αφήγησις. Και αυτό, νομίζω, όσο αντιλογοτεχνικό και αν φαίνεται, καθιστά την επίδραση του Βυζαντίου παρούσα στο βιβλίο του Χρήστου Αργυρού.
Στέκομαι σε ορισμένες σκηνές βίας, ευνουχισμών, ανασκολωπισμών, αποκεφαλισμών, που ομολογώ ότι με ξάφνιασαν με την έντασή τους. Συζήτησα το θέμα με φίλο του συγγραφέα, ο οποίος χαρακτήρισε τις σκηνές αυτές αποτροπαϊκές. Με τον τρόπο αυτό προβάλλεται το χαρακτηριστικότερο στοιχείο του βιβλίου, ο έρωτας, και μάλιστα ο παράφορος και απελπισμένος έρωτας. Οι ερωτικές σελίδες είναι οι ωραιότερες του βιβλίου και έχω τη γνώμη ότι η κεντρική ιδέα του βρίσκεται στη σελ. 198, στο 20ο κεφάλαιο: Τόσο ο ευνούχος όσο και η παλλακίδα ήταν δύο καταδικασμένες ψυχές σε μια χωρίς τέλος πορεία σε ένα αγκαθερό, σταθερό, δύσβατο και σκοτεινό μονοπάτι…ήταν δυό πλάσματα που αγαπούσαν παράφορα.

Ο ήρωας Νικήτας Ευγενικός αλλιώς ήθελε και αλλιώς έζησε τη ζωή του. Τελικά διασώζεται όχι, όπως θα νόμιζε κανείς, από την εμμονή στο καθήκον και την αναμμένη σπίθα ελπίδας και αισιοδοξίας που προκαλεί ο έρωτας, αλλά από την τελική αποστασιοποίησή του και από τα δύο.

2 σκέψεις για το “ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΡΓΥΡΟΥ”

  1. Ο καημός της προσφυγιάς συσσωρευμένος στις πέντε αράδες του πόνου
    Ποιος θα τον χαίδέψει ,
    ποιος θα τιον καταλάβει
    για να τον βάλει στις καρδιές των υπαίτειων

    1. OUTSTANDING WORK.l AM AMAZED AT YOUR TALENT CHRISTOS ARGYROU.YOUR WORK SHOWS HOW DEDICATED YOU ARE TO WHAT YOU HAVE WRITTEN.YOU DESERVE TO BECOME FAMOUS WITH ALL YOUR KNOWLEDGE.ALL I CAN SAY IS YOUR TALENT SHOULD ALLOW YOU TO BECOME FAMOUS.YOU ARE A UNIQUE PERSON WITH UNIQUE TALENT.

Γράψτε απάντηση στο Maroulla Ακύρωση Απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.