ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΓΙΩΣΑ

Η Πηνελόπη Γιώσα γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Ιωάννινα. Σπούδασε
Νομική στην Ελλάδα και την Αγγλία και είναι Λέκτορας Εμπορικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πόρτσμουθ στη Μ. Βρετανία. Ποιήματα και μεταφράσεις της από τα Αγγλικά, Γαλλικά και Τουρκικά έχουν δημοσιευτεί στα λογοτεχνικά περιοδικά Νέα Εστία, Καρυοθραύστης, Πορφύρας, Δίοδος,
Οροπέδιο, Εμβόλιμον, Παρέμβαση, καθώς και σε λογοτεχνικές ιστοσελίδες.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Ενδόμυχα (Εκδόσεις Ηριδανός 2011)
Ανάδοχοι καιροί (Εκδόσεις Γκοβόστη σειρά «Τα Ποιητικά», 2016)
Λύκος στο μαξιλάρι μου (Εκδόσεις Γκοβόστη σειρά «Τα Ποιητικά», 2022)

.

1-%ce%b2%ce%b9%ce%b2%ce%bb%ce%b9%ce%bf

1-16652389_10212259191541968_90234402_n

.

ΛΥΚΟΣ ΣΤΟ ΜΑΞΙΛΑΡΙ ΜΟΥ (2022)

Ι

Βραδύγλωσσοι, οι πλανήτες
σαν γεννηθήκαμε
παρέλειψαν να μας πούνε
πως η ζωή
είναι παιδί συμβιβασμού
σπόρος συνοικεσίου
ανάμεσα στη γέννηση και το θάνατο’
γι’ αυτό παράφορα αποζητά
τον έρωτα
ως άλλο εγώ της,
γι’ αυτό και πάντα στη μέση λύση
καταλήγει.

VI

«Στο φρύδι του γκρεμού με καρτερείς…»
Η Απρόσμενη, Ορέστης Αλεξάκης

Επίτοκος σελήνη
απ’ της βραδιάς
το εφαρμοστό φουστάνι
εξέχει.
Ωδίνες τα βλέμματα,
σχίζουν τα σπλάχνα
με λαγγεμένη μαχαιριά·
ώρα να υποταχτούμε.

(Μας περιμένει δύσκολος τοκετός
σαν πήραμε απόφαση
να ξεγεννήσουμε τ’ αναπότρεπτο.)

XI

Οξύληκτες των Άλπεων
οι ρώγες σου κορφές·
κρέμεται η δρόσος
της ακοίμητης νυχτιάς.

Περήφανοι φαροφύλακες
των κόρφων σου τις μελανές πεδιάδες
εποπτεύουν
’κει που αλυχτούν ανήμερα θεριά
για του κορμιού σου ένα μεράδι
να βγάλουνε της ερημιάς τους πέρα
τη βαρυχειμωνιά.

Φόρα κατάστηθα τη σάρκα
κι έλα να με ταΐσεις
γι’ ακόμη μια φορά,
μάνα σπλαχνική και δίκαιη
των λιμασμένων αγριμιών.

XIV

Χθες νοστάλγησα το φιλί σου.
Κι έτσι όπως ήταν
η λαχτάρα μου ανίκητη
κατέβηκα στο υπόγειο να βρω
το στρώμα θάλασσας
που ‘χες φουσκώσει
το περασμένο καλοκαίρι.

Άνοιξα τη βαλβίδα του
την έβαλα στο στόμα
κι αχόρταγα άρχισα να ρουφώ
εγκλωβισμένη ανάσα σου
καθώς δραπέτευε.

Μπαγιάτικο φιλί, έστω·
όμως φιλί δικό σου.

XVI

Μοναξιά,
το πρωί μόλις ξυπνώ
τ’ άγρυπνο βλέμμα σου
στυλώνεται εμπρός μου
δρεπάνι ανύσταχτο
ακούραστα θερίζει τα όνειρά μου.

Σε παίρνω τότε από το χέρι
κι ως το σχολείο σε προβοδίζω
αφαίρεση να μάθεις των προσώπων
διαίρεση των στιγμών
κλίση ρημάτων απουσίας
κι υποκειμένων εκλιπόντων
ιστορία.

Σαν κάνεις πως πεινάς
ψωμί της λησμονιάς
από τη φούχτα σε ταΐζω
να’ χει το ράμφος σου
κάτι για να τσιμπολογά
αντί τα σωθικά μου.

Κι είναι το κράξιμο που βγάζεις
από το χορτασμό
σκουσμός μιας χελιδόνας
που μίσεψε την Άνοιξη
γιατί το σμίξιμο αψήφησε
και κατά μόνας έτρεξε
να την προϋπαντήσει.

Λάγνο πλεόνασμα ερημιάς
κι αφής λησμονημένο κοιμητήρι,
σαρκάζεις το υστέρημα της συντροφιάς.
Ολάκερη με θες δική σου
αμπαρωμένη σε καμάρες έρημες
με τα παραθυρόφυλλα κλειστά
σε σπίτι που πνίγεται
από ναφθαλίνη.

XX

Ξέχασα για πού βάδιζα
και πήρα άλλο δρόμο.
Άστρο ετερόφωτο
στου σύμπαντος την πρόσκαιρη
γεννήτρια
περιφερόμενη αγρυπνία,
καρτέρεμα αγάπης
που δεν έρχεται
γιατί πουλήθηκε η καρδιά
μισοτιμής
και πώς γεμίζει το κενό
που ακροβατεί στο στέρνο;

Στερνό της ζωής μάθημα
το πάθημα δεν το φοβήθηκα·
μου πρέπει η τιμωρία.

Ένα μονάχα δεν βαστώ
που ανάξιος στάθηκα
να κοινωνήσω του εαυτού μου
τ’ Άχραντα Μυστήρια
κι ανέστιος τώρα περιφέρομαι
μες στης ζωής μου
την πένθιμη πομπή.

ΧΧΙΙΙ

Δεν είναι η προδοσία
που σ’ απέκλεισε
απ’ την αγάπη μου
μήτε τα τριάντα αργύρια
που εισέπραξες για το φιλί
του καθησυχασμού.

Είναι που μεταμέλησες
χωρίς να μετανιώσεις
είναι που ξέχασες πως
το παιχνίδι της συγχώρεσης
είναι για δυο.

XXVΙΙΙ

Έχω ένα λύκο
στο κρεβάτι μου.
Άλλοι έχουνε κορμιά ζεστά
για να κουρνιάζουν
εγώ όμως ένα λύκο.

Τα νύχια του
τις σάρκες μου πονάνε
κάθε που με τα χέρια του
πως με χαϊδεύει λέει
κι όλο με λύπηση
κοιτάει τις πληγές μου ο γιατρός.

«Για μια φορά τη χάρη κάντε μου
στα παραμύθια να πιστέψετε»
εκείνος επιμένει.
«Δεν έβγαλε τυχαία ο λαός
τον λύκο πονηρό.
Απαλλαγείτε απ’ αυτόν».

Κι εγώ με λόγους ψεύτικους
ολοένα ξεγελιέμαι
γιατί φοβάμαι πως αν
από το λύκο μου απαλλαγώ
άλλον δεν θα ‘χω να κατηγορώ
πέρα απ’ τον εαυτό μου.

XXXIV

Είναι καιρός θαρρώ
να μπουν τα πράματα σε μια σειρά.
Ομολογώ πως είναι γένους θηλυκού
η μοναξιά, η θλίψη κι η ματαίωση
η ανημποριά, η απόγνωση και η παραίτηση.
Φιγούρες μάνας κουρασμένης
συζύγου προδομένης
κόρης αγύρευτης.

Μάτια θολωμένα
από κρυφά δάκρυα τις νύχτες
σταυροί ανάμεσα σε στήθη αυχμηρά
τάματα περασμένα κομποσκοίνια
σε χέρια που απόκαναν
από την προσφορά.

Όμως, για μια στιγμή
εσείς οι βιαστικοί επικριτές.
Ξεχάσατε ο πόνος κι ο θάνατος
γένους αρσενικού πως είναι;
Παραμονεύουν
σαν κακούργοι στη γωνιά
περόνες
που καρφώνουν σωθικά·
κάθε κάρφωμα
ένα επιούσιο μαράζι.
Το τελευταίο θύμα τους έγινε ποιητής.

XLΙ

Και πριν κλάψεις ξανά
για όσα σου έτυχαν στη ζωή
θυμήσου
πως ακόμα κι η πεσμένη βροχή
ανασταίνεται.

Κοίτα το ουράνιο τόξο
μετά την μπόρα πώς μεσουρανεί·
κρούστα πληγής που ψήθηκε
σε σώμα πανδαμάτορα,
περίτρανη απόδειξη
ότι κι οι πεπτωκότες
θ’ αναστηθούνε κάποτε
θριαμβικά.

.

ΑΝΑΔΟΧΟΙ ΚΑΙΡΟΙ (2016)

ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ

Οι δάσκαλοι που γέρασαν
οι γονείς που απέκτησαν ανάγκες δεκανίκια
θυμίζουν ανελέητα τα τριάντα ορφανά χρόνια μου
που ξεπαγιάζουνε γυμνά έξω απ’ την πόρτα.

Με μεγαλώσανε απότομα ή μου φαίνεται;
Οι υπάλληλοι στα μαγαζιά μ’ αποκαλούν κυρία
το ίδιο και τα παιδιά στον δρόμο όταν περνώ.

Οι συνομήλικοι στην πλατεία
σέρνουν καροτσάκια, ζουν συντροφικά
επιμελώς οικογενειακά
αφελώς μεγαλοαστικά
Άραγε στον χρόνο τους χωρά η αναπόληση
με τα ταξίδια της;
Κι εγώ να νιώθω μέσα μου
σαν το παιδί που ήμουνα στα δώδεκα
αυτό που παίζει με τις κούκλες
χτενίζει το μέλλον
ταΐζει τα όνειρα
φασκιώνει τις ρέουσες μέρες της αθωότητας
μην εισχωρήσει απ’ τη σχισμή λαθραία η γνώση
και συγκαούνε πρώιμα μαζί της.

ΤΟ ΑΦΡΟΝ ΓΗΡΑΣ

«Ατάσθαλον ύβριν έτισας»
Με νεανίζοντα εγωισμό
άφησες να μουχρώσει ο νους
κι έβγαλε δόντι και νύχι
πάνω στην αμφιλύκη της ζωής.

Κι υπάρχει πάντα χρόνος
για νέμεση και τίση
μετά την ύβρη·
όμως για μεταμέλεια;

Φοβάμαι μη δεν προλάβεις
να κοινωνήσεις σχώρεση
και μείνουν αυτές οι ρυτίδες
αναίτιες.

ΑΝΑΞΙΟΚΡΑΤΟΥΝΤΕΣ

Φάσματα θλιβερά
ολοένα τριγυρνούν σε αξιώματα και θώκους
σαν άδικες στοιχειωμένες κατάρες
που ξεστομίσανε αναίτια χείλη ρυπαρά
ζυγιάζοντας επιπόλαια
το βάρος του κρίματος.

Την επομένη
ίσως παραχωρήσουμε μία λωρίδα ουρανό και για κείνους
να ’χουν να στερεώσουν κάπου
κι οι διάττοντες αστέρες
το πέρασμά τους.

ΑΜΑΡΤΩΛΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ

Μεγαθήρια σε στάση αμετάκλητη
ορθώνονται
σφιγμένες βλάσφημες γροθιές
προς τον ορίζοντα.
Χορεύουν στατικά
μες στον εκστατικό χορό του κέρδους
οχεύοντας τον ουρανό
και τρωγοπίνοντας την ανασαιμιά μας.

Πλατιές βιτρίνες όπου κι αν κοιτάξεις
να καθρεφτίζονται τ’ απολειφάδια μιας ιδέας
σε φόντο απαστράπτοντος υλισμού·
ματαιότητα πια να πιστεύεις σε κάθε ενέργεια
συλλογική.

Κι η άσφαλτος να στρώνεται σαν κόκκινο χαλί
για να περνούν κάθε λογής αιλουροειδή,
που τρέφονται με κόπρο του Αυγεία
και ξερατό μέσ’ απ’ τα σωθικά της γης.

Πρίγκιπες επιβήτορες που κοάζουν
σαν τους φιλήσεις
πριγκίπισσες που ντύνονται με ρέλια υφασμάτων
κι απομυζούν τη γοητεία που ’χει το κοκκινάδι.
Άνθρωποι που βγάζουν μεροκάματο απ’ την πείνα τους
άνθρωποι που πλουτίζουν από την πείνα των άλλων.

Ιοστεφές άστυ μιας άλλοτε εποχής
γιατί να καταντήσεις έτσι;
Ίσως μονάχα η Καβαφική λύτρωση των Βαρβάρων
να ’ναι για σένα τώρα πια
μια κάποια λύσις.

ΑΝΙΣΤΟΡΗΤΟ

Βρέχει
στους συλημένους τάφους των προγόνων
δάκρυα από μάτια που μείνανε ορθάνοιχτα
στης Ιστορίας την απόκοσμη όψη·
κανείς πατριώτης δεν βρέθηκε να τα σφαλίσει
Κι είναι τ’ ανάχωμα της κοιμωμένης μνήμης
σαν ένα κάνιστρο που αποζητά
μονέδες ξένων περιηγητών
για τη δικαίωση στον χρόνο.

Βρέχει
στους συλημένους τάφους των προγόνων
βρέχει και στα χαμόσπιτα
με λύσσα
να ξεπλυθούν τ’ ασπρόρουχα
απ’ όσο κορνιαχτό μάζεψε ο μόχθος
ν’ ασπρίσουνε τ’ αγάλματα
από συνθήματα οργής.
Στο μεταξύ βαλίτσες πάνε κι έρχονται
ξεπλένονται από της ξενιτιάς το χώμα
ξεπροβοδίζουνε λυγμούς
υπόσχονται ελπίδα.

Βρέχει αλύπητα
στους συλημένους τάφους των προγόνων.
Σε μια γωνιά απόμερη στα μνήματα
στέκουν τα κενοτάφια
μεράδι ενός λάκκου η σπιθαμή
στους μελλοθάνατους που καρτερούν.

ΤΟ ΔΑΣΑΚΙ ΤΗΣ ΑΧΝΑΣ

Στο δασάκι της Άχνας
εκεί που οι ελιές δεν τολμούν να φυτρώσουν
και τα πουλιά φοβούνται το κελάηδημα
κείτεται βαλσαμωμένη επιτύμβια σιωπή.

Σιγή παντού και αλαλία
μην και ξυπνήσει ο κοιμισμένος βασιλιάς Αττίλας
απ’ τη νάρκη του
κι αρχίσουν πάλι να ηχούν του πολέμου τα κύμβαλα.

Στο δασάκι της Άχνας κανείς δε μιλά
μονάχα αφουγκράζεται
τους στεναγμούς του ανέμου
κι αγναντεύει τα τουρκικά φυλάκια
σαν παράταιρα ξόανα να χάσκουν
στης μνήμης το πικρό νεφέλωμα.

Και τότε η ματιά πονά και ματώνει
απ’ τα συρματοπλέγματα που ρίζωσαν στο χώμα.
Όμως αναθαρρεύει γλήγορα σαν δει
το μοναστήρι του Αί-Κεντέα,
σε μια κορφή να στέκεται του δρόμου
αγέρωχα μοναχικό
για να θυμίζει περήφανα, λυτρωτικά
τους μικρούς Χριστούς που σταυρώθηκαν.

Αμμόχωστος, 2012

Η ΥΣΤΕΡΟΦΗΜΙΑ ΤΟΥ ΠΟΘΟΥ

Και τι απέμεινε;
Μονάχα οι πτυχές στα σεντόνια
κι η απόπνοια της ζώσας ύλης
μετά τον κάματο της ένωσης·
ενθυμήματα κι αυτά που βιάζονται να φύγουν
με το γρήγορο του λεπτοδείκτη πέρασμα.

Μονάχα η θυμέλη της κλίνης απέμεινε εκεί
να στέκεται βουβή κι ακλόνητη
μες στων ξεχασμένων κορμιών το ανάθημα
στης ηδονής τη χθόνια θεότητα
θυμίζοντας πάντα σαδιστικά
την ασυγχώρητη λιποταξία του λογισμού.

.

ΕΝΔΟΜΥΧΑ (2011)

Οι λέξεις

Είναι οι λέξεις ώρες-ώρες
ανυπόφορα φορτικές,
φορτωμένες σαν πουλαράκια
με πόνο, πίκρα και απόγνωση…

Να τις αποφύγω θέλω, αμελλητί·
τι να κάνω που ο νους μου όμως
με τομή, καισαρική έστω,
αρέσκεται να τις γεννά…

Το Αλφάβητο του Έρωτα

Γράμματα αλφαβήτου ανάκατα,
συλλαβές σπασμένες, λέξεις μισοτελειωμένες,
προτάσεις που ήτανε να γίνουν φράσεις,
αλλά δεν έγιναν…
Αυτό είμαι χώρια σου, μονάχα αυτό.

Κι’ αυτή η απόσταση που μας χωρίζει
κάνει να γίνομαι ολόκληρη,
ένα ουρλιαχτό που κραυγάζει
τ’ όνομά σου…

Και όποιο μέλος μου ν’ αγγίξεις
θα ψηλαφίσεις θες δε θες
κι ένα από τα γράμματα του ονόματος σου…

Μα, όταν έρχεσαι εσύ, ο λεξιπλάστης μου,
η απόστασή μας μηδενίζεται
και σχηματίζεται περίλαμπρο
το όνομά σου στο κορμί μου…
Αυτό που κάθε βράδυ ψιθυρίζεις στ’ αυτί μου σιγανά
μην και τ’ ακούσει η μέρα και ζηλέψει…
Και τότε, συλλαβίζουμε μαζί το όνειρο
κι ορθογραφούμε την αγάπη…

Λεξιπλάστες του έρωτά μας γινόμαστε κι’ οι δυο
και κάθε γράμμα του, κάθε συλλαβή του
αποθεώνεται…

Η αποτυχία

Βαρύγδουπος ο ήχος της πτώσης
από την κορυφή…
Ηχεί διογκωμένα
μες στον αντίλαλο της ματαιοδοξίας…

… Και το ποτάμι συνεχίζει να κυλά,
ο ήλιος ν’ ανατέλλει
κι’ ο πλάτανος να ‘χει σκιά το καλοκαίρι.
Άραγε, ποιος θα θυμάται,
ποιον θα νοιάζει
εκείνη η αποτυχία,
εκτός του εγωισμού μου…;

Βραδιές δίχως εσένα III

Με χέρι σιδερένιο και βαρύ
μαχαίρι έμπηξα στο σώμα της σελήνης.

Έκοψα μια φετούλα από φεγγάρι
και τη μάσησα…

Το χλωμό της φως με αηδίασε·
άνοστη η γεύση της βραδιάς…

Η αντάμωση

Όταν τα μάτια μας συναντήθηκαν,
ο κόσμος σταμάτησε…
Κινείς δεν κινήθηκε, κανείς δε μίλησε,
μήτε ο χρόνος τόλμησε να κυλήσει,
λες κι’ όλη η φύση συνωμοτούσε χρόνια, αιώνες
γι’ αυτή τη μικρή προσωπική στιγμή μας…

Έπαψαν του εγωισμού μου οι ιαχές
να ηχούν αλύπητα στ’ αυτιά μου.
Τώρα μονάχα η άγρα της φωνής σου
στης ακοής μου το ηχόχρωμα τανύζεται…

Κανείς δε μίλησε, κανείς δεν ρώτησε
για των βλεμμάτων μιας το συναπάντημα.
θαρρείς πως στις Γραφές ήταν προφητεμένο
και ήρθε απλά το πλήρωμα του χρόνου
σαν φυσικό επακόλουθο ενός μεγάλου έρωτα,
προδιαγεγραμμένου…

Η Εκδίκηση

θα σ’ εκδικηθώ μονάχα
όταν θα σ’ έχω ξεχάσει…
Όταν το όνομά σου δε θα σε θυμίζει
κι η εικόνα σου θα είναι αγνώριστη
και μαύρη απ’ τα χιόνια και τα παράσιτα…

Τότε ναι!
θαρρώ πως θα σ’ έχω εκδικηθεί
Ούτε αγάπη, ούτε μίσος, απλά τίποτα…
Ένα τίποτα του σήμερα
που ισούται με τα πολλά όλα του κάποτε…

Όμως, φοβάμαι
πως έτσι αν σ’ εκδικηθώ
θα γίνω ολάκερη εγώ ένα τίποτα…
Μια κενότητα…
Μια άνω και κάτω τελεία
που προλογίζει κάτι που δεν έπεται
και που ποτέ δε θα ‘ρθει…

Δε μου πρέπει τέτοια εκδίκηση.
δε μου ταιριάζει ο νιχιλισμός…
θα προτιμήσω τη γλυκιά εκδίκηση
της συγχώρεσης,
ν’ αναπαυτούν τα μέσα μου…
Κι εσύ αν θέλεις δέξου την,
έστω κι αν δεν τη ζήτησες ποτέ…

Το Παρασιτικό

Όπως η μύγα ύπουλα κι αδυσώπητα
ρουφά το αίμα απ’ ανοιχτές πληγές
κουφαριού παρατημένου
και κολλάει πάνω τους
και ματώνεται ολάκερη
αρέσκοντας τα πόδια της
τα δυο τα μπροστινά
βαθιά να χώνει μέσα τους
και μ’ ευχαρίστηση
το αίμα ύστερα να γλείφει,
έτσι κι εσύ απ’ την καρδιά μου
το αίμα ρουφάς σταλιά-σταλιά
δίχως έλεος γιατί απ’ τη φύση
έτσι πλάστηκες…

Και είσαι συ για μένα
ό,τι ο δάκος για την ελιά
ό,τι η μελίγκρα για το φύλλο
ό,τι το σαράκι για το ξύλο…

Κι ωσάν το σκόρο με τρυπάς
και μ’ αχρηστεύεις…
Μ’ ακουμπάς κι αφήνεις ίχνη μαγαρίσματος,
καμένης γης λεηλατημένης…

Μα εσύ δε φταις γι αυτή τη συμφορά.
Η φύση σου φταίει που έτσι σ’ έπλασε…
Καταχτητή, οργανισμό παρασιτικό,
να τρέφεσαι εις βάρος μου από μένα…

Τα Χώματα

Στη γιαγιά μου

Τα χωματάκια που σε σκεπάζουν
εκεί που κείτεσαι, μην τα φοβάσαι!
Είναι τα δικά σου χώματα,
αυτά που πάτησες. έσκαψες,
σκάλισες κι αγάπησες σ’ όλη σου τη ζωή.

Αυτά τα χώμα τα για σένα
είν’ ελαφριά και μακάρια.
Μυρίζουν την κοπριά απ’ τις κατσίκες σου,
το λιβάνι και τα κεριά απ’ τις εκκλησίες σου…
Είναι ακόμα νωπά κι εύφορα
απ’ το νερό που τα πότιζες…

Αυτά τα χώματα φωνάζουν τ’ όνομά σου,
σ’ αγαπάνε…

Το ανοιχτό σου πουκάμισο

Άσε λίγο το πουκάμισά του ανοιχτό!
Έτσι, για να θαυμάσουνε τα μάτια μου
τη θέα του γυμνού σου στήθους,
καθώς οι θηλές του
ανάγλυφα στητές θα γίνονται
με της πνοής μου την ανάσα…

Άναψε του βλέμματος τη σπίθα
η θέα του ανοιχτού σου πουκαμίσου…
Πώς να ξεφύγω απ’ το φάσμα των ήλιων σου,
πώς ν’ αρνηθώ τα κάλλη της σάρκας;

Τ’ ανοιχτό σου πουκάμισο
παράθυρο με θέα την ψυχή σου…
Εκεί τα βλέπω όλα,
την αγάπη, τους φόβους και τα πάθη σου…
Κι όσο κι αν θες να μου κρυφτείς
τείχη δεν μπορείς να υψώσεις.
Δεν κρύβεται, καλέ μου, η αγάπη…

Έλα, δώσε μου το πουκάμισο σου να το ντυθώ,
να μείνει της γύμνιας σου η ωραιότητα
να τη θυμάμαι…

Δώσ’ μου το, κι ας κολλήσει πάνω μου
κι ας κόψει κομμάτια απ’ τη σάρκα μου
κι ας με κατασπαράξει…

Για μένα θα ’ναι αρκετή
η θέα του γυμνού σου στήθους…

Η Σιωπή Σου

Κόψε στη μέση τη σιωπή σου
κι απ’ το μισό νεκρό της σώμα
δώσε μου ένα κύτταρο λαλιάς,
τη ζωή μου…

Σαν θες να λέγεσαι ποιητής

Κατάπιε τον ορίζοντα απόψε ο ουρανός
μαύρο το πλάνο γύρω μου,
δίχως αστέρια και φεγγάρι.

Κι’ αυτή η μονωδία του ποιητή,
θρηνητικά ηχώντας
μες στην αχλύ των χρόνων,
μοιάζει με προφητεία δυσοίωνη
σαν της κακιάς Κασσάνδρας:

«Σαν έρθει η ώρα εκείνη
που την πατρίδα σου στη ζητιανιά
θα δεις να βγαίνει,
άθυρμα να γίνεται
σ’ αγιογδύτες των λαών,
εσύ, να μη σωπάσεις!

Εσύ, φτωχέ ποιητή,
των προγόνων ύστατο αγλάισμα,
μίλα, μην ψιθυρίζεις!
Αγκωνάρι γίνε των αδύναμων,
λόγος στα χείλη των δειλών,
φόβος στις καρδιές των ισχυρών.

Ύψωσε το κοντύλι σου μ’ ευλάβεια
στο στέμμα της αλήθειας
και μίλα…
Κατάγγειλε…
Παρηγόρα…

Λυτός ο λαός συνήθισε να ζει
με μιαν ελπίδα στην ψυχή
κι ένα χαμόγελο στα χείλη.
Γίνε εσύ, ω ποιητή,
η ελπίδα και το χαμόγελό του…
Κι ας είναι αυτή σου η προσφορά
τα ύστατα θρέπτρα σου
προς την πατρίδα…

Το άχρονο του χρόνου

Φαντάζει η αντάμωσή μας
μια στιγμούλα μέσα στο χείμαρρο του χρόνου.
Μια λιμνούλα χρόνου
στάσιμη μα διόλου ασήμαντη,
γιατί απ’ τη γούβα της ποτίζονται
τα σπουργίτια της νιότης
και της νοσταλγίας…

Κι ακροβατεί περίτεχνα η μνήμη
στο πάντα, στο πάλι, στο ποτέ…

Το άγραφο χαρτί

Σφηνώθηκε απόψε η σκέψη μου
στο ανέφικτο του άλλοτε εφικτού
κι όσο η νυχτιά το μαύρο σάλι της απλώνει.
η άσπρη σελίδα εμπρός μου
αμείλικτα λευκότερη φαντάζει.

Κραυγάζει τη στείρα φαντασία μου,
τη λήθη των λέξεων
μ’ αιωρούμενες επαγγελίες ξεγελά.
Με δείχνει με το δάχτυλο σαδιστικά,
εμένα, το δυστυχή ποιητή,
που άλλοτε με το κοντύλι μου
ξεκλείδωνα με μιας τις λέξεις απ’ το νου
κι έρρεε τότε ο λόγος μου
κελαρυστός και γάργαρος
καταμεσής της χάρτινης ερήμου…

Πώς θα’ θελα κι απόψε
να χορτάσω τον αδηφάγο πόθο για έμπνευση
γεμίζοντας το αδειανό χαρτί
με λέξεις που ξεπόρτισαν
από του ορμέμφυτου τα κατώγια…

Όμως, αλίμονο, το άγραφο χαρτί,
ατάραχο, νωχελικό,
στυλώνει το κενό του βλέμμα
στην αιδώ της αδειοσύνης μου
στερώντας μου κι απόψε
το παυσίλυπο που αποζητώ στην Ποίηση…

Να ’ξερες πόσο μισώ το άγραφο χαρτί εμπρός μου
Γιατί είν’ αυτό που με χωρίζει απ’ την αθανασία..

Πότε θα πάμε στην Ιθάκη;

Πότε θα πάμε στην Ιθάκη;
Πεθύμησα την πατρίδα της αγάπης μας

Λόγια μελωμένα
από στόματα άσπιλα στου χρόνου την πείρα…

Χείλη πρωτοφιλημένα
στων αιώνων το πέρασμα
από έναν μονάχα εραστή…

Βλέμματα που στάζουν
το πεπρωμένο του βασιλιά και της βασίλισσας,
του Οδυσσέα και της Πηνελόπης,
το δικό μας πεπρωμένο…

Νοσταλγοί εμείς που αντέξαμε το νόστο
και συνεχίζουμε την Ιστορία των Ερώτων.

ΑΝΕΚΔΟΤΑ
Εξορκισμός

Φαγουρίζουν οι λέξεις μερόνυχτα ολάκερα.
Τσιμπολογάν σαν όρνεα το νου ως το μεδούλι
ξεσκίζουν τους νευρώνες με τα νύχια˙
δεν έχει τελειωμό το χαροκόπι τους.

«Φευγάτε κολασμένες από πάνω μου»
με πέτρες ολοένα τις προγκίζω
μα εκείνες αθεόφοβες
τον οίστρο ραμφίζουν πιο βαθειά
σαν ξεπροβάλλει ωμός στης άψης το τσιμπούσι.

Ξέρω τι σας χρειάζεται κακούργες ˙
ένα μολύβι να παλουκώσω την καρδιά σας
να βαφτούν τα χέρια με μελάνι
να πάψει πια αυτό το μαρτύριο.

Έμπνευση

Όταν εσύ αποχωρούσες, εαυτέ
εκείνη ερχόταν ξαναμμένη˙
ίδια βιτσιά σ’ αφηνιασμένο άλογο
που ρουθουνίζει υποταγή
στης πένας το καμτσίκι.

Προσφώνηση στην ποίηση

Έλα λικμέ κι απόψε να λιχνίσεις
τ’ αδήριτα απ’ τα περιττά
λόγια καρδιάς από πομφόλυγες
νόησης κομπασμένης.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΑΝΑΔΟΧΟΙ ΚΑΙΡΟΙ 
Δημήτρης Παπακωνσταντίνου



Fractal 26/12/2016

Σκέψεις πάνω στην ποιητική συλλογή της Πηνελόπης Γιώσα, «Ανάδοχοι καιροί», εκδ. Γκοβόστης

Η ποιητική συλλογή της Πηνελόπης Γιώσα κέντρισε αμέσως το ενδιαφέρον μου με τον αινιγματικό της τίτλο “Ανάδοχοι καιροί”. Είναι -ασφαλώς- ένας ευρηματικός τίτλος που επιδέχεται πολλές ερμηνείες. Στα 33 μακροσκελή της ποιήματα, βρήκα μεστό ποιητικό λόγο που εκφράζει με εκπληκτική άνεση και χωρίς να κουράζει τον αναγνώστη, έναν βαθύ προβληματισμό γύρω από τον χρόνο που κυλά ασταμάτητα αφήνοντας πίσω του μνήμες γλυκόπικρες που δε σβήνουν.
Ο άνθρωπος είναι γεννημένος να αντέχει ακόμα κι όταν όλες οι προσπάθειες ναυαγούν. Είναι άλλωστε υδρόβια η φύση του από την εποχή που βρισκόταν στην κοιλιά της μάνας του. Έχει μάθει λοιπόν να κολυμπά και να επιβιώνει από τα ποικίλα ναυάγια της ζωής. Ακόμα κι αν οι θάλασσες που τον απειλούν είναι θάλασσες αναμνήσεων, καταφέρνει και γλιτώνει:

Εσύ κολύμπησες με λέπι και κουπί
και προπορεύτηκες
Στη θάλασσα της μνήμης
να μη δειλιάζεις ούτε στιγμή
Και μη μου πεις ξανά κολύμπι πως δεν ξέρεις

Οι ενήλικες γύρω της γέρασαν όλοι κι αυτό την ανάγκασε να συνειδητοποιήσει το χρόνο που άρχισε να βαραίνει και στους δικούς της ώμους. Άλλωστε, οι συνομήλικοί της έκαναν δικές τους οικογένειες και σπρώχνουν τα καροτσάκια με τα δικά τους παιδιά στις πλατείες. Παρόλα αυτά, στην ψυχή της ποιήτριας παραμένει μια παιδικότητα που δε θέλει να παραδεχτεί το χρόνο που κυλά αδιάκοπα. Κάποιες φορές, μετρά το χρόνο βλέποντας τον τρόπο με τον οποίο αλλάζουν γύρω της τα ίδια τα πράγματα. Στο ποίημα “Η Συκιά” συνειδητοποιεί τη δική της πορεία προς την ωριμότητα, καθώς βλέπει το δέντρο να δυναμώνει και να αναπτύσσεται. Η “γινομένη νιότη” γεννά καρπούς γλυκούς σαν τους γλυκούς καρπούς του δέντρου:

Έι, εσύ συκιά,
κυρά του περβολιού
γεννοβολάς ετοιμόγεννα πουγκιά ηδυπάθειας
μικρά χαρτζιλίκια του ελεήμονος Θεού

Η ποιήτρια ψάχνει βαθιά μέσα της την αληθινή της φύση. Ο μίτος που κρατά και ξετυλίγει δεν την οδηγεί έξω στο φως, αλλά βαθιά στον μέσα εαυτό, σε κλειστά, κρυφά και σκοτεινά δωμάτια της ψυχής. Αναρωτιέται αν θα βρει εκεί μέσα κάτι από την καθαρότητα του Θεού ή κάτι από το σκότος του διαβόλου:

Mην είσαι δαίμονας ή άγγελος
κατάρα ή ευλογία;
Κι αλήθεια, η πτώση από τον παράδεισο
να` ναι αφετηρία ή προορισμός;

Φαίνεται πως την ψυχή της ποιήτριας διαποτίζει η χριστιανική διδαχή σχετικά με την αιωνιότητα της ψυχής στον παράδεισο των δίκαιων και αγαθών. Ατενίζει, όμως, με δέος τον ουρανό σκεπτόμενη τη γήινη, φθαρτή και χωμάτινη φύση μας. Γιατί άραγε μας έδωσε ο Θεός την ελπίδα του ουρανού, αφού είναι πάντα τόσο ψηλά και τόσο απρόσιτος; Είναι εφικτή η ομοίωση με τον Θεό; Να που οι άνθρωποι δεν αγωνίζονται να βελτιωθούν κι ορισμένοι κάποτε γερνάνε χωρίς να ωριμάσουν:

Φοβάμαι μη δεν προλάβεις
να κοινωνήσεις συγχώρεση
και μείνουν αυτές οι ρυτίδες
αναίτιες

Ο λόγος της γίνεται καυστικός και ανελέητος καθώς συλλογίζεται την αθλιότητα που κρύβει η αλαζονεία. Είναι -λέει- ένα οίδημα, ένα βρώμικο απόστημα της ψυχής που “εκκρίνει σμήγμα χολικό”.
Τι νόημα έχει να θέλει κανείς να αποκτήσει φήμη μεγάλη; Στο ποίημα “Ο Πολύφημος” αξιοποιεί τον ομηρικό μύθο για να καταλήξει στο συμπέρασμα πως η πολλή φήμη δεν ωφελεί. “Πολύφημος” ονομαζόταν κι ο γίγαντας, αλλά έβλεπε μόνο με ένα μάτι, μέχρι που το έχασε κι αυτό, γιατί τον κατάστρεψε ο υπερτροφικός εγωισμός του που γιγαντώθηκε μέσα του.
Η ποιήτρια επιστρέφει ξανά και ξανά σε υπαρξιακές αναζητήσεις. Μιλά για τον Θεό, για την αμαρτία, για το καθαρτήριο και για την εναγώνια προσπάθεια απόκτησης αυτογνωσίας. Μιλά για την ηθελημένη απομόνωση, για την αυτοσυγκέντρωση, για την αναζήτηση με κάθε μέσο του ξεχασμένου εσώτερου εαυτού. Έπειτα, έρχεται η δύσκολη ανάβαση, ο κάματος, τα πληγωμένα χέρια που σφίγγουν το σχοινί της αναρρίχησης, μέχρι που τα εμπόδια υποχωρούν κι οι Συμπληγάδες συντρίβονται κάτω από μια φτέρνα που σκλήρυνε πολύ κι έμαθε να αντέχει. Το αισιόδοξο μήνυμα που δίνει στον αναγνώστη, είναι πως η ψυχική ανάταση είναι εφικτή. Κι αμέσως μετά, με καθαρά δραματικό τρόπο, τα πάντα ανατρέπονται. Στο ποίημα “Ψυχανέμισμα” που είναι δοσμένο σαν μια μικρή αρχαία τραγωδία, η “Μονωδία” μιλάει για την ηρωική ανάβαση, όμως το “Χορικό” έρχεται να μιλήσει για την τρομακτική πτώση. Οι άνθρωποι δε συγχωρούν την ανάβαση κι όσα κερδίζει κανείς με αγώνα σκληρό, εύκολα καταντούν σκορπισμένα ανεμομαζώματα. Οι άλλοι θα έρθουν με θράσος να σου τραβήξουν το μανίκι:

Σωστά την κατρακύλα δεν εκτίμησες
όταν μια μέρα βάλθηκαν να σου τραβήξουν το μανίκι
και γίνανε ανεμομαζώματα μεμιάς
τα ύψη κι οι αναβάσεις

Στην ποίηση της Πηνελόπης Γιώσα δε βρήκα φως χαράς και αισιοδοξίας. Δε βρήκα λυρικές εξάρσεις και τραγούδι ψυχής. Κι αν μίλησε στη “Μονωδία” για ανάβαση, έχω την αίσθηση πως αυτό είχε ως στόχο άλλο σκοπό : Να τονιστεί στο “Χορικό” η πτώση από ακόμα μεγαλύτερο ύψος! Η ποιήτρια πιστεύει πως τα όνειρα είναι καταδικασμένα να πεθαίνουν ανεκπλήρωτα. Υπακούμε σε ένα προαιώνιο σχέδιο που αγνοεί τη δική μας βούληση και τις δικές μας επιθυμίες. Δυστυχώς, αυτό το σχέδιο δεν αλλάζει.

Όσα αστέρια κι αν φυτέψω στο πανέρι τ` ουρανού
ο δρόμος του πεπρωμένου δεν φωτίζει
Πάντα κάποιο αόρατο χέρι θα σβήνει
την άσπρη κιμωλία στο μαυροπίνακα

Ακόμα κι η ποίηση είναι μια επιτακτική ανάγκη της ψυχής στην οποία η ποιήτρια υποτάσσεται. Όλοι οι ποιητές είναι “έρμαια”. Είναι “όργανα εκτελεστικά μιας ανωτέρας δύναμης, μιας ανάγκης αδήριτης, μιας τρελής φλέβας που χτυπά”, λέει η ποιήτρια με μοιρολατρική διάθεση.
Στη ζωή μας κυβερνά η αδικία και η αναξιοκρατία. Το χρήμα στις σύγχρονες κοινωνίες θεοποιείται. Στο ποίημα “υπόκλιση”, η ειρωνεία της ποιήτριας αγγίζει τα όρια του σαρκασμού, χωρίς όμως να χάσει τη λεπτή «καβαφική» της καταγωγή. Οι πλούσιοι πέφτουν στα γόνατα να μαζέψουν τα κέρματα που η ποιήτρια σκορπίζει στο δρόμο και ονομάζει αυτό το θέαμα πράξη ελεημοσύνης «σ’ αυτούς που πράγματι το ‘χαν ανάγκη». Γιατί είχαν ανάγκη μολονότι οι ίδιοι δεν το συνειδητοποιούσαν από μια βαθιά υπόκλιση! Είναι λοιπόν πράξη φιλανθρωπίας το να διδάσκεις τη σεμνή υπόκλιση στους υπερόπτες!  Τα κέρματα από το υστέρημά της έπιασαν τόπο! Ίσως περισσότερο απ` όσο θα έπιαναν αν τα έδινε στους επαίτες.
Η ποιήτρια στηλιτεύει την υποκρισία μας στις τυπικές εκφράσεις μιας εξωτερικής φιλανθρωπίας, χωρίς βάθος και χωρίς ηθικό αντίκρισμα. Οι πολιτείες στα μάτια της είναι αμαρτωλές. Τα μεγαθήρια υψώνονται σαν «σφιγμένες βλάσφημες γροθιές» στον ουρανό του Θεού. Μοιάζουν με πύργους της Βαβέλ που χτίζονται με αλαζονεία αξιοκατάκριτη. Οι λαμπερές βιτρίνες καθρεφτίζουν τη ματαιοδοξία και στην άσφαλτο σέρνονται ποικίλα μηχανοκίνητα «αιλουροειδή που τρέφονται με κόπρο του Αυγεία και ξερατό μες απ’ τα σωθικά της γης». Τριγύρω πρίγκιπες, πριγκίπισσες και μεροκαματιάρηδες που παιδεύονται για το ψωμί της μέρας. Τελικά, μόνο μια λύτρωση απομένει: Η καβαφική αναμονή των βαρβάρων…

Ίσως μονάχα η Καβαφική λύτρωση των Βαρβάρων
να `ναι για σένα τώρα πια
μια κάποια λύσις

Η «Αποκάλυψη του Ιωάννη», οι «τέσσερις καβαλάρηδες», οι “
«επτά φιάλες», το «Αρνίο», το «θηρίο» και το «ανοιχτό βιβλίο του ουρανού»
απηχούν τη βαθιά θρησκευτική πίστη της ποιήτριας και την πίκρα της απέναντι σε έναν κόσμο που φθείρεται και καταρρέει. Μάταια ζητά στη δέησή της να μην αφήσει ο Θεός να τραβούν μπροστά τα αμαρτωλά του παιδιά που βαστάζουν μαχαίρια και ρόπαλα. Δε μένει όμως μόνο στην κρίση του κόσμου γύρω της. Επιστρέφει με αυτοκριτική διάθεση και αυστηρότητα και μιλάει για το θυμό που κάνει τη γλώσσα της να τρέχει με εγωισμό και πείσμα, απαιτώντας χειραφέτηση από τον νου. Τα λόγια της δείχνουν άνθρωπο που έχει πάρει μέσα του την απόφαση να ξεριζώσει οριστικά κάθε κακή συνήθεια κι οτιδήποτε εμποδίζει την πνευματική ανάταση.

Αυτό το ύπουλο μαλάκιο
που κείτεται στον βυθό
καλά κρυμμένο
μπόρεσε κι απόψε να διαφεντεύσει
του λόγου τον ωκεανό

Ξεχώρισα αμέσως ένα ωραίο ποίημα με τίτλο “Οίκαδε”. Ένα μακροσκελές ποίημα με καθαρό πάνω του το άγγιγμα του μεγάλου δασκάλου Σεφέρη, ένα ποίημα νοσταλγικό, που μιλά για την επιστροφή εκεί που είναι οι ρίζες μας και η καρδιά μας

……
Σου το `χα πει κάποτε, θυμάσαι;
Να στρέφεις πάντα την πυξίδα σου στα νότια
σε κλίμα Μεσογειακό.
Εκεί πάντα θα υπάρχει
ένας ανεμόμυλος να σε περιμένει
ιστίο ασιδέρωτο, απλωμένο στην ελευθερία των επάλξεων
τσιτωμένο από τον Μπάτη που φυσάει
την ωραία τόλμη να ταξιδεύει μονάχο του
……….
Έγινα έρμαιο των καιρικών δελτίων
σε μια χώρα που της απαγόρευσαν
να λιάζεται στο Ήλιο που της αναλογεί.
Έκλεψα τότε κι εγώ μια ηλιαχτίδα μες στα μάτια μου
κι από τότε την πάω και τη φέρνω στους Βορεινούς

Τι παίρνει, λοιπόν, κανείς για αν θυμάται την πατρίδα; Μια ηλιαχτίδα στα μάτια είναι ικανή να φωτίσει τη ζωή στα ξένα. Από την πατρίδα ποτέ δε φεύγουμε στ` αλήθεια. Την κουβαλάμε μαζί μας σε ένα πλήθος αναμνήσεων που τις φυλάμε με αγάπη, σαν να είναι το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο. Ακόμα κι αν είναι συλημένοι οι τάφοι των προγόνων κι αν ο τόπος μας είναι γεμάτος χαμόσπιτα φτωχικά, οι βαλίτσες που πάνε κι έρχονται κουβαλάνε ελπίδες για ένα μέλλον καλύτερο, όμως οι αποχωρισμοί γεμίζουν από λυγμούς. Η εικόνα της πατρίδας φυλάγεται στην καρδιά της ποιήτριας και δε σβήνει:

Κουβαλάω την εικόνα σου πάντοτε μαζί μου
σαν τσαλακωμένη παλιά φωτογραφία
σε στέρνο στρατιώτη
σαν καύχημα αρχοντικής καταγωγής
και σαν λουλούδι ευωδιαστό

Η αγάπη για τους ανθρώπους είναι εμφανής στο ποίημα “αποχαιρετισμοί”. Είναι “πικρή πρόγευση θανάτου” το να αποχωρίζεσαι τους ανθρώπους. Ίσως γιατί οι άνθρωποι υφαίνουν μικρά και μεγάλα κομμάτια της δικής μας ζωής κι όταν απομακρύνονται ξηλώνεται κάτι βαθιά στην ψυχή μας που δεν κλείνει εύκολα:

βαραίνει την τρύπια φόδρα
του λεπτοδείκτη χρόνου

Η ποιήτρια πιστεύει πως ο έρωτας συνδέεται με μικρά καθημερινά πράγματα που μοιράζεται κανείς με έναν άλλο άνθρωπο. Όμως, η απόκτηση κοινών συνηθειών απαιτεί χρόνο. Ο χρόνος συνδέει στ’ αλήθεια τους ανθρώπους. Ψυχρές, βιαστικές ερωτικές συνευρέσεις δεν είναι ικανές να καλύψουν τα μεγάλα κενά της ψυχής και μένει πάντα το πικρό συναίσθημα της έλλειψης.
Το «γοργό συναπάντημα των χνώτων» δεν μπορεί να γαληνέψει την ψυχή της. «Ανέραστη καταφρόνια» βλέπει στα μάτια του εραστή της, κάθε φορά που συνειδητοποιεί το ψυχικό κενό. Μετά μένει με τα αιώνια ερωτηματικά της που καμπυλώνουν κι ορθώνονται σαν απειλητικά φίδια, κι οι εξομολογήσεις, «οι άκρως εμπιστευτικές», αργούν πολύ με το ταχυδρομείο ή χάνονται στο δρόμο και δε φτάνουν ποτέ στον προορισμό τους.
Συνοψίζοντας, κεντρικά θέματα αυτής της ωραίας ποιητικής συλλογής είναι η εναγώνια έρευνα στα πιο βαθιά κι ανεξερεύνητα μέρη της ψυχής με σκοπό την αυτογνωσία, ο Θεός που προσφέρει τον ουρανό του παρά τη χωμάτινη φύση μας, ο κακός εαυτός που παρασύρεται στην αλαζονεία, η θεοποίηση του χρήματος, η απουσία συμπόνιας προς τον συνάνθρωπο και ο παράλογος τρόπος ζωής στις τερατώδεις «αμαρτωλές πολιτείες». Τέλος, ένα θέμα που εμφανίζεται κατ` επανάληψη σε τουλάχιστον τέσσερα ποιήματα είναι οι δεσμοί με την πατρίδα. Ο έρωτας δεν κατέχει σημαντική θέση στην ποιητική συλλογή «Ανάδοχοι καιροί». Ίσως γιατί πλημμυρίζει την ψυχή της ποιήτριας με λύπη και απογοήτευση, αντί να τη γεμίζει με φως.
Κλείνοντας αυτήν την εργασία, οφείλω να πω με θαυμασμό πως η πηγαία ποίηση της Πηνελόπης Γιώσα με γοήτευσε. Άκουγα διαρκώς τη φωνή της διαβάζοντας τους ωραίους στίχους της. Άκουγα την ώριμη φωνή μιας ψυχής που δεν έχασε στιγμή την παιδική της αθωότητα και το δικαίωμα να ονειρεύεται και να χάνεται μέσα στα δικά της παραμύθια. Μια φωνή ειρωνική και σκληρή σαν οργισμένη καταγγελία, όταν μιλάει για το άδικο ή την ασχήμια που καταστρέφει τη ζωή μας, για να ξαναγίνει σε λίγο απαλή, τρυφερή και νοσταλγική.

.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΓΑΛΑΝΟΥ

ΦΡΕΑΡ 29/6/2017

Το κοριτσάκι στην εικόνα του εξωφύλλου (από τον πίνακα του Charles Edward Wilson) ονειροπολεί, στοχάζεται, μελαγχολεί και θλίβεται ή μήπως ετοιμάζεται να γράψει ποίηση; Όλα αυτά κι άλλα πολλά συμβαίνουν στην ποιητική συλλογή «Ανάδοχοι Καιροί» της Πηνελόπης Γιώσα. «Ανάδοχοι Καιροί», ένας τίτλος ανοικτός και πολύσημος που μας καλεί και μας προκαλεί να τον γνωρίσουμε, να τον ερμηνεύσουμε. Καιροί ανάδοχοι της εποχής μας, καιροί γεμάτοι διαψεύσεις, οδύνη, έρωτα, αποχωρισμούς αλλά και ομορφιά, νοσταλγία και ελπίδα κάποτε…

Τα ταξίδια της μνήμης («Στη θάλασσα της μνήμης /να μην δειλιάζεις ούτε στιγμή…») και το χρονομέτρημά τους («Τα χρόνια μου φοράν πατίνια/κι εγώ ψηλοτάκουνα./Πώς να τα προφτάσω/Πώς να επέλθει η σύγκλιση;») είναι πηγή έμπνευσης για την ποιήτρια. Χαρακτηριστικοί οι στίχοι στο ποίημα «Ενηλικίωση», όπου:

«Οι δάσκαλοι που γέρασαν
οι γονείς που απέκτησαν ανάγκες δεκανίκια
θυμίζουν ανελέητα τα τριάντα ορφανά χρόνια μου
που ξεπαγιάζουνε γυμνά έξω απ’ την πόρτα»

Μέσα από δυνατές εικόνες, αναπόληση και αναστοχασμό, η Πηνελόπη Γιώσα συχνά καταλήγει σε υπαρξιακά ερωτήματα και διαπιστώσεις όπως στα ποιήματα «Ενηλικίωση» , «Εικόνα Δειλινού» και «Η Συκιά», ποίημα εξαίρετης ποιητικής εικονοποιίας.

«..Ει εσύ συκιά
κυρά του περβολιού
γεννοβολάς ετοιμόγεννα πουγκιά ηδυπάθειας
μικρά χαρτζιλίκια του ελεήμονος Θεού»

Ο κοινωνικός σχολιασμός με μια υποδόρια ειρωνεία που συχνά αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση χαρακτηρίζει επίσης την ποιητική γραφή της Πηνελόπης Γιώσα και συναντάται κυρίως στα ποιήματα «Υπόκλιση», «Ο Πολύφημος » «Αναξιοκρατούντες» «Το άφρον γήρας», και «Το Οίδημα», με χαρακτηριστική στο τελευταίο αυτό ποίημα τη στροφή:

«Αυτοάνοσο νόσημα η αλαζονεία
απόστημα πολλών απωθημένων.
Μάταιο είναι να την κρύβεις
μ’ έναν απλό επίδεσμο»

Και κάπου αλλού, στο ποίημα «Αναξιοκρατούντες» στηλιτεύει την ύπαρξη αυτών που «ολοένα τριγυρνούν σε αξιώματα και θώκους» καταλήγοντας με τους στίχους:

«Ίσως παραχωρήσουμε μια λωρίδα ουρανό και για κείνους
να’ χουν να στερεώσουν κάπου
κι οι διάττοντες αστέρες
το πέρασμα τους»

Έτσι, οι ανάδοχοι καιροί κινούνται σε «Αμαρτωλές Πολιτείες» «σε φόντο απαστράπτοντος υλισμού» που περιγράφονται με στίχο έντονων έως συγκλονιστικών εικόνων όπως
« Κι η άσφαλτος να στρώνεται σαν κόκκινο χαλί
για να περνούν κάθε λογής αιλουροειδή
που τρέφονται με κόπρο του Αυγεία
και ξερατό μεσ’ απ’ τα σωθικά της γης»
Ένα άλλο σημαντικό μοτίβο που επανέρχεται στα ποιήματα της συλλογής είναι αυτό της μοναξιάς και του φόβου για τη μοναξιά ,του σκοταδιού που την περιβάλλει καθώς και του ανεκπλήρωτου ονείρου μαζί με τη ματαιότητα της ύπαρξης. «Τ’ ανεκπλήρωτα όνειρα πεθαίνουν πάντα /απόμερα σαν γέρικα σκυλιά».

Χαρακτηριστικά είναι τα ποιήματα «Ψυχανέμισμα» όπου η μυρωδιά της μοναξιάς είναι παντού, «Παραίτηση» και «Αποχαιρετισμοί» όπου το ποίημα καταλήγει με τους στίχους:

«Άραγε έτσι να’ ναι τα προεόρτια της μοναξιάς
και του θανάτου η πικρή πρόγευση;»

Ένα ποίημα που έχει σχέση με δυο αγαπημένα μοτίβα της ποίησης της Πηνελόπης Γιώσα είναι αυτό με τον τίτλο «Νύχτα Επιστροφής» όπου μνήμη και μοναξιά αλληλένδετα καθορίζουν την ύπαρξη «στραβά ρίχνοντας στον ώμο /τις τσαλακωμένες απ’ τον χρόνο μνήμες»
Στην ποιητική γραφή της Πηνελόπης Γιώσα υπάρχει επίσης ένα αρμονικό συνταίριασμα στοχαστικού ρομαντισμού που αγγίζει τα όρια του ρεαλισμού – όσο οξύμωρος και αν φαντάζει ο χαρακτηρισμός αυτός – ο αναγνώστης το συναντά στα ποιήματα όπως «Η Υστεροφημία του πόθου» και «Αυτός ο έρωτας» που

«..δε θα γνωρίσει ποτέ την Άνοιξη
Ζει μες στο Φθινόπωρο
κάτω από κουμπωμένα πανωφόρια»
και προχωρεί εκεί που η σύγχρονη ρότα της ζωής μάς έχει καθηλώσει
«Γιατί κι οι δυο αρκούμαστε
σ΄ ένα γοργό συναπάντημα των χνώτων
σε μια συνεύρεση, επιπόλαια, βιαστική».

Την ποιήτρια απασχολεί επίσης η διεργασία της ποιητικής γραφής , η αυτονομία και το ανεξήγητο της έμπνευσης . Αναρωτιέται με τρόπο παραστατικό στο ποίημα «Η Φλέβα»

«Αυτή τη μικρή φλέβα στα δεξιά του καρπού
πώς να την πειθαρχήσω
που έξαλλη τινάσσεται και χτυπά
κάθε φορά που σμίγει με την πένα;»

Με το ποίημα «Θα σου πω ένα παραμύθι» που κλείνει το ποιητικό μας ταξίδι σε ανάδοχους καιρούς, η ποιήτρια, με αφετηρία τα παραμύθια και τους μύθους του Αισώπου, αναπολεί με νοσταλγία τον καιρό που πίστευε στα παραμύθια αλλά και στηλιτεύει αιχμηρά το παρόν με τις ανατροπές , την ασχήμια και τη σκληρή πραγματικότητα του.

Η Πηνελόπη Γιώσα από την πρώτη της ποιητική συλλογή (Ενδόμυχα 2011)είχε δώσει δείγματα γραφής της ποιητικής πορείας της. Με την ποιητική της συλλογή Ανάδοχοι Καιροί οδεύει στην ποιητική της ωρίμανση χωρίς να χάνει τη φρεσκάδα και την πρωτοτυπία της προχωρώντας σε μια ξεχωριστά δική της ποιητική φωνή.

http://frear.gr/?p=18432

ΕΛΕΝΗ ΧΩΡΕΑΝΘΗ

DIASTIXO 28/6/2017

Η Πηνελόπη Γιώσα γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Ιωάννινα, έχει σπουδάσει νομικά, έχει μεταπτυχιακά, υποτροφίες, γνωρίζει αγγλικά, γαλλικά, τούρκικα και αλβανικά. Οι Ανάδοχοι καιροί είναι η δεύτερη ποιητική της συλλογή. Η πρώτη εκδόθηκε το 2011 από τον Ηριδανό.

Είναι χαρακτηριστική η αφιέρωση στον πατέρα της και εισαγωγικά ερμηνευτικά ραφινάτο, θα έλεγα, το τετράστιχο που προτάσσει η ποιήτρια:

Τα χρόνια μου φοράν πατίνια
κι εγώ ψηλοτάκουνα…
Πώς να τα προφτάσω;
Πώς να επέλθει η σύγκλιση;

Και φανερώνει πλήρη γνώση και επίγνωση της καθημερινής πραγματικότητας που βιώνει.

Οι Ανάδοχοι καιροί περιλαμβάνουν 35 ποιήματα, πολύστιχα τα περισσότερα, απλωμένα και σε δύο σελίδες και ευλύγιστους, κομψούς, καλοδουλεμένους στίχους, γεγονός που φανερώνει σε βάθος και πλάτος κατοχή και ευχέρεια στη χρήση της γλώσσας, από περιωπής θεώρηση του κόσμου και της ζωής, ευρύτητα πνεύματος και κυρίως διεισδυτική ικανότητα στα καθημερινά κοινωνικοπολιτικά δρώμενα. Και θαρραλέα ως καυστική ειρωνική διάθεση και κριτική αντιμετώπιση πραγμάτων και προσώπων:

Φάσματα θλιβερά
ολοένα τριγυρνούν σε αξιώματα και θώκους
σαν άδικες στοιχειωμένες κατάρες
που ξεστομίσανε αναίτια χείλη ρυπαρά
ζυγιάζοντας επιπόλαια
το βάρος του κρίματος.

Την επομένη
ίσως παραχωρήσουμε μία λωρίδα ουρανού για κείνους
να ’χουν να στερεώσουν κάπου
κι οι διάττοντες αστέρες
το πέρασμά τους.
(Αναξιοκρατούντες)

Θα σταθώ λίγο και θα κλείσω την παρέμβασή μου στον ποιητικό χώρο και χρόνο της Πηνελόπης Γιώσα, που δεν γνωρίζω τίποτα πέραν του βιβλίου ετούτου, με στίχους επιλεγμένους από το τελευταίο ποίημα της συλλογής που σκιαγραφεί απλά, παραστατικά, με παιδική αφέλεια ολόκληρη φιλοσοφία πείρας και ζωής: Ποιητική θεώρηση του κόσμου των απλών πραγμάτων:

[…]
Θα σου πω ένα παραμύθι
για μικρούς ποντικούς
που είδανε τη σκιά τους στον απέναντι τοίχο κάποιο βράδυ
και νόμισαν πως ήτανε λιοντάρια.

Για γέρακες που μεγάλωσαν σαν σπουργίτια
… κι αρκέστηκαν να ζουν σαν χαμοπούλια.
[…]
Για το ασχημόπαπο που δεν έμαθε ποτέ
ότι έγινε κύκνος
[…]
Για το κορίτσι με τα σπίρτα
που μ’ ένα σπίρτο μπόρεσε να ζεστάνει
τις καρδιές όσων διάβασαν την ιστορία της.
[…]
Και για μένα, αχ για μένα,
που κάποτε πίστευα στα παραμύθια…
(Θα σου πω ένα παραμύθι)

Ποίηση δυνατή, ευανάγνωστη, χωρίς λογοτεχνικά τεχνάσματα και γαρνιτούρες, απλή, καθαρή, φιλοσοφημένη:

Τ’ ανεκπλήρωτα όνειρα πεθαίνουν πάντα
Απόμερα
Σαν γέρικα πουλιά
(Παραίτηση)

Χρειάζεται να προσθέσω τίποτα παραπάνω;

http://diastixo.gr/kritikes/poihsh/7330-4-poiitries-28062017

.

ΦΙΛΗΜΩΝ ΚΑΡΑΜΗΤΣΟΣ

bookpress 27/1/2018

Αν πατρίδα μας είναι η παιδική μας ηλικία, κατά τη γνωστή, εμφατική προσέγγιση, τότε η ποίηση θα μπορούσε να είναι και μία διαρκής επίκληση του παιδιού που ήμασταν, της αρχής, του κόσμου του αρχέγονου. Πρόκειται για ένα συνεχές ταξίδι μέσα στον χρόνο, από αυτό που γίναμε, σε αυτό που θέλαμε να γίνουμε, σε αυτό που ακόμα το ερώτημα «ποιος είμαι;» κρυβόταν πίσω από μεγάλα, ανοιχτά μάτια που ανακάλυπταν τη ζωή. Πρόκειται όμως και για ταξίδι χωρίς εχέγγυα, χωρίς εξασφαλίσεις. Κανείς προορισμός δεν είναι σίγουρο ότι θα είναι εκεί που περιμένουμε. Κι αν ακόμα φτάσουμε, μπορεί όλα να έχουν μετακινηθεί αλλού.
Η Πηνελόπη Γιώσα στην ποιητική της συλλογή Ανάδοχοι Καιροί αμφιβάλλει για τον κόσμο που ζει, είναι δύσπιστη, επιφυλακτική για τις μέρες που ζούμε, για το τώρα. Γι’ αυτό και τις βαφτίζει αυτές τις μέρες με μία αρνητική αμφισημία, όπως το «ανάδοχοι καιροί». Καιροί που έχουν αναλάβει να μας μεγαλώσουν, καιροί που ανέλαβαν το έργο της ενηλικίωσής μας. Αν όλα πήγαιναν όμως καλά, δεν θα είχε νόημα η αναφορά στην αναδοχή, ούτε καν θα σχολιάζαμε τους καιρούς που περνάνε. Το ταξίδι αρχίζει. Πρέπει να βρεθούν οι δεσμοί που μας κρατάνε, όχι δέσμιους αλλά δεμένους πάνω στην πορεία που χαράξαμε, που θα θέλαμε να είχαμε χαράξει, που παλεύουμε να χαράξουμε κόντρα στους δύστηνους καιρούς. Ο βίος όμως δεν έχει και πολλά να κρατηθεί. Σαν ένα καράβι, στο μόνο που μπορεί να υπολογίζει είναι η υδάτινη διαδρομή. Και στα πανιά, εκεί ψηλά, μην περιμένετε τίποτα καραβόπανα και πολύπλοκους κόσμους, παρά μόνο λέξεις κι αυτές ευάλωτες στους ανέμους. Και δεν είμαστε καν καράβια πολυταξιδεμένα. Ένα κορμί είμαστε που δοκιμάζεται στην κολύμβηση. Σε αυτή τη μεγάλη υδάτινη διαδρομή που ξεκινάει κυριολεκτικά μέσα στο νερό. Και η αρχή όλων, η πρώτη στιγμή που βγαίνουμε πάνω, για την πρώτη ανάσα μας. Με απασχολεί το ίδιο ακριβώς ερώτημα: Τι γίνεται μέσα στο ποτάμι που κυλάει.

Και μη μου πεις ξανά κολύμπι πως δεν ξέρεις
στη θάλασσα των ξεβρασμένων αναμνήσεων
πως θα πνιγείς
χωρίς μια νοσταλγία παροντική
να επιπλέει για να γραπωθείς
κίνητρο να σου δώσει για τη σωτηρία
Μεγαλώνουμε όμως όσο κολυμπάμε στη ζωή; Ξεπερνάμε την αθωότητα των πρώτων μας χρόνων; Και ποιο είναι το τίμημα της ωριμότητας; Για τους ευαίσθητους δέκτες των εξελίξεων, το ερώτημα παραμένει διαρκώς επίκαιρο. Και δεν μπορείς να μην παρατηρήσεις γρήγορα μια αίσθηση ασυνταξίας, έναν αναχρονισμό πότε πότε, στα κρυφά ίσως, ένα λάθος. Μέσα παιδί ακόμα, έξω ο κόσμος που γνωρίζει πια, που αποκαθηλώνει, ανοίγει τη σχισμή της ματαίωσης.

Κι εγώ να νιώθω μέσα μου
σαν το παιδί που ήμουνα στα δώδεκα
αυτό που παίζει με τις κούκλες
χτενίζει το μέλλον
ταΐζει τα όνειρα
φασκιώνει τις ρέουσες μέρες της αθωότητας
μην εισχωρήσει απ’ τη σχισμή λαθραία η γνώση
και συγκαούνε πρώιμα μαζί της

Το ότι θα μεγαλώσουμε είναι αναμφισβήτητο, βέβαιο. Σαν τα κόκαλά μας που πονάνε πια όταν αρρωσταίνουμε. Σαν το πρόσωπό μας που αλλάζει στον καθρέφτη, σαν το σώμα που δεν είμαστε σίγουροι ότι είναι δικό μας. Αλλά πρέπει να μεγαλώσουμε, γιατί η καθήλωση στον κόσμο του παιδιού, η διαρκής επίκληση του ερωτήματος «ποιος είμαι;» προκαλεί αμηχανία σε όσους έχουν αποφασίσει ποιοι είναι ή νομίζουν ότι έχουν αποφασίσει, προκαλεί ασυγχρονίες. Κι αυτό είναι το ρίσκο της αυτοσυνειδησίας, το πρόβλημα της αυτογνωσίας. Μεγαλώνουμε και μαθαίνουμε πώς είναι η αληθινή ζωή. Ή μήπως δεν μεγαλώνουμε καλά, όταν για όλα είμαστε υποψιασμένοι πια, όταν όλα τα υπολογίζουμε, αλλά και όλα θέλουμε να τα κατακτήσουμε νομίζοντας ότι υπάρχουν κρυμμένα μονοπάτια και απόκρυφα μυστικά που θα μας αποκαλυφθούν; Η ανάγκη μας να καταλάβουμε τον κόσμο και να χειραφετηθούμε από τη βάσανο της άγνοιας μήπως οδηγεί ταυτόχρονα και στην αποκαθήλωση ενός σύμπαντος που το υπολογίζαμε σίγουρο;

Είμαι κι εγώ μια απ’ αυτές
μοναχική ψυχή που αμάρτησε
γιατί ορέχτηκε ανάβαση προς άγνωστα μονοπάτια
και τώρα κλαίουσα, περιπαθής
σε καθαρτήριο στροβιλίζεται αυτοσυνείδησης
Το ερώτημα της γνώσης είναι γεμάτο από εναλλακτικές διαδρομές απαντήσεων. Η αλήθεια πάντως είναι πως οι πολλές διαδρομές δεν οδηγούν πάντα και σε θετικά μονοπάτια. Οι απαντήσεις δεν είναι πάντα καλές, τις περισσότερες φορές ίσως δεν είναι καλές. Και δεν είναι θέμα οπτικής γωνίας, δεν φταίει κάποια εγγενής απαισιοδοξία μας που βλέπουμε τον κόσμο από τη λοξή πλευρά. Στο βασίλειο της Δανιμαρκίας τα πράγματα πάνε άσχημα κι ας ντύνονται οι άρχοντες τα όμορφα ρούχα της ευαρέσκειας. Ο κόσμος της αφθονίας είναι κι ο κόσμος της απληστίας αν σκάψεις λίγο πιο βαθιά. Ρίχνεις ένα κέρμα και πέφτουν να το πιάσουν όχι οι φτωχοί, αλλά εκείνοι με τα ακριβά κοστούμια. Γιατί αυτή είναι η φύση του κόσμου τους. Δεν θα αφήσουν τίποτα να πάει χαμένο. Και η πικρή εμπειρία του να ξέρω πώς λειτουργεί ο κόσμος, σημαίνει τελικά ότι νομιμοποιώ την απληστία. Πάλι καλά που μπορείς ακόμα να κρατήσεις μια απόσταση, να επικαλεσθείς τη μνεία του σαρκασμού.

Καλοτυχίζω τότε εγωπαθώς τον εαυτό μου
που μοίρασα κι απόψε το υστέρημά μου
σ’ αυτούς που πράγματι το ’χαν ανάγκη.
Μόνο που δεν τη γλιτώνεις. Σου μένει μια απογοήτευση για την πορεία του κόσμου, για την υπέρβαση των ορίων του κέρδους. Πολλά λεφτά, πολλή υποκρισία. Και πολύς ατομικισμός εκεί έξω.

Πλατιές βιτρίνες όπου κι αν κοιτάξεις
να καθρεφτίζονται τ’ απολειφάδια μιας ιδέας
σε φόντο απαστράπτοντος υλισμού
ματαιότητα πια να πιστεύεις σε κάθε ενέργεια
συλλογική.
Το κυριότερο όμως είναι η ματαίωση, η επίγνωση ότι τα όνειρά σου δεν θα εκπληρωθούν ποτέ. Κι αυτό σε στέλνει στα απόνερα του ταξιδιού, στη ματαιότητα. Θέλει προσοχή πια το ταξίδι, γιατί μπορεί να χαθείς στον δρόμο.

Τ’ ανεκπλήρωτα όνειρα πεθαίνουν πάντα
απόμερα
σαν γέρικα σκυλιά.
Μονάχα τ’ αλύχτισμα τις νύχτες
θυμίζει πως κάποτε υπήρξανε
ξεκουφαίνοντας τους εφιάλτες μας.

Μία πυξίδα για να μη χάνεσαι είναι ο τόπος. Ο τόπος ως αντίστιξη ίσως, ο τόπος που του λείπει το πνεύμα της Μεσογείου, αλλά απέναντι τα Γιάννενα, που γίνονται πιο όμορφα ίσως όταν είσαι μακριά τους. Ο τόπος, αλλά και η μνήμη. Τελικά η αμνησία είναι ένας μη τόπος, η λήθη είναι ένα ταξίδι χωρίς αρχή και τέλος, μια οδύσσεια που δεν φτάνεις πουθενά και κανείς δεν σε περιμένει πουθενά. Οι άνθρωποι φεύγουν από έναν τόπο που δεν μπορεί να τους κρατήσει, από έναν τόπο χωρίς μνήμη, που αφήνει εκτεθειμένα τα μνήματα κι επιζητά τις «μονέδες ξένων περιηγητών» για να δικαιωθεί στον χρόνο.

Βρέχει
στους συλημένους τάφους των προγόνων
βρέχει και στα χαμόσπιτα
με λύσσα
να ξεπλυθούν τ’ ασπρόρουχα
απ’ όσο κορνιαχτό μάζεψε ο μόχθος
ν’ ασπρίσουνε τα αγάλματα
από συνθήματα οργής.
Ο τόπος, οι μνήμες και οι κεραίες πάντα ανοιχτές σε ευαισθησίες και ερεθίσματα. Καμία ματαίωση, κανένα αίσθημα απογοήτευσης δεν μπορεί να σε καταβάλει, δεν πρέπει να χειραγωγήσει το βλέμμα σου σε μια ζωή που δεν σταματά, που σημαίνει ότι υπάρχουν ακόμα ανοιχτές υποθέσεις και προκλήσεις. Να εκλάβουμε έτσι τις περιηγήσεις, στην Κύπρο του συρματοπλέγματος, στο σπίτι της Άννας Φρανκ στο Άμστερνταμ, το ενοικιαζόμενο σπίτι που ψάχνει ένα άγγιγμα ενδιαφέροντος από τους πολλούς που περνάνε και ταυτίζεται, ξεχασμένο τις πιο πολλές φορές, με την πορεία της ζωής μας. Οι προσωπικές μνήμες ως μια διαδρομή με απώλειες που αναδύονται για να ξαναφαγωθούν με την τροφή της αυτοκριτικής ή της διαρκούς αναζήτησης του εαυτού. Και τελικά, είμαστε αυτά που κάνουμε ή αυτά που θυμόμαστε;

Μόνη τώρα, στις εσχατιές του κόσμου
ψάχνω να ’βρω το φταίξιμο
αν βρίσκεται στου έρωτα τη λάγνα φύση
ή στα δικά μου σημάδια ανυπακοής
στης μοίρας το τετελεσμένο.
Κι όσο η νύχτα προχωρά
προχωρώ κι εγώ μαζί της
στους δρόμους της επιστροφής
στραβά ρίχνοντας στον ώμο μου

Τις τσαλακωμένες απ’ τον χρόνο μνήμες.
Υπάρχει όμως ακόμα ένα περιθώριο, ας μην το παραβλέπουμε, ας μη λιγοψυχούμε μπροστά σε ό,τι έχει μείνει στις πτυχές των σεντονιών. Ο έρωτας είναι μια διαρκής παρακαταθήκη ανατροπής. Θεραπεύει τα τραύματα της απώλειας κι ας εκκολάπτει συχνά καινούργια, ανοίγει δρόμους εκεί που κανείς δεν μπορεί να φανταστεί τα περάσματα, κληρονομεί ανεπανάληπτες εμπειρίες ζωής. Μερικά γράμματα και επιστολές, άγνωστο αν έφτασαν ποτέ στον παραλήπτη. Θα άλλαζε κάτι άραγε αν συνεχιζόταν η επικοινωνία με τις επιστολές; Θα είχε πάρει άλλη διαδρομή η σχέση της Πολυδούρη με τον Καρυωτάκη; Η επίκληση ενός γράμματος παραμένει ένα διαρκές ρομαντικό διαπιστευτήριο της διαρκούς διαθεσιμότητας στο απρόοπτο του έρωτα, κόντρα στα εμπόδια και τις νόρμες σύγχρονων μοντέλων επαφής. Μπορούμε να ζήσουμε με το λίγο που μένει, εν τέλει; Μπορούμε, αναζητώντας όμως το ευρύχωρο του πολύ, τον ήλιο που θα λιάσει τις καρδιές μας, τις ακρογιαλιές της ζωής μας που θα αφήνουν χώρο να αναπνεύσουν και τα παραμύθια και οι ήρωες των παιδικών μας χρόνων.

.

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΛΙΝΑΡΔΑΚΗ

στίγμαΛόγου 20/5/2018

Όταν το Ωραίο συνάντησε το Υψηλό

Μολονότι η συλλογή είναι του 2016 και συνήθως στο στίγμαΛόγου ασχολούμαστε με συλλογές του τρέχοντος έτους και του αμέσως προηγούμενου, ήταν αδύνατο να μη γράψει για τους Ανάδοχους καιρούς. Η συλλογή είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα δείγματα ποίησης που έχω διαβάσει τον τελευταίο καιρό.

Κατ’ αρχάς, αυτό που εντυπωσιάζει είναι η πληθωρικότητα των εννοιών, των λέξεων, των εικόνων και των (ανα)παραστάσεων. Ακόμη κι αν το θέμα της Γιώσα είναι ένα ταπεινό δέντρο, όπως η συκιά, η ποιήτρια επιστρατεύει υποδειγματική καλλιέπεια και με γενναιοδωρία σκορπά όμορφες εικόνες, όπως η ακόλουθη:
Έι εσύ συκιά,
Κυρά του περβολιού
Γεννοβολάς ετοιμόγεννα πουγκιά ηδυπάθειας
Μικρά χαρτζιλίκια του ελεήμονος Θεού
Να βαραίνουν λαθραία τις τσέπες των παιδιών
Τον Αύγουστο καβάλα στα ποδήλατα
Και να δοξάζουν τη γινωμένη νιότη.
(«Η συκιά»)

Ήλιοι, φυλλώματα, σκιές, βροχή, ο άνεμος, θάλασσες, πουλιά, λουλούδια –αυτά και πολλά ακόμη στοιχεία της φύσης και της καθημερινότητας χρησιμοποιούνται σαν σύμβολα στους στίχους της Γιώσα:
Έχει μια λύσσα απόψε ο άνεμος
Λες και μύρισε τη μοναξιά μου
Κι όρμησε στο κατόπι της.
(«Ψυχανέμισμα»)

Το όνειρο και οι μνήμες, καθώς και η μελαγχολία δίνουν πολλές φορές τον τόνο στη συλλογή, η οποία επισκέπτεται πρόσωπα της μυθολογίας («Ο Πολύφημος»), αλλά και της Βίβλου («Σημεία των καιρών) και των παραμυθιών («Θα σου πω ένα παραμύθι»). Κάποιες εικόνες επαναλαμβάνονται σταθερά και μία από αυτές είναι η εικόνα της φόδρας. Η φόδρα αναφέρεται συχνά-πυκνά στα ποιήματα, είναι αυτό που δεν φαίνεται, όμως υπάρχει για να δίνει όγκο και για να απομονώνει· πρόκειται για ένα κομμάτι ύφασμα που συγκρατεί το ρούχο και δημιουργεί πτυχώσεις, π.χ. μια τσέπη. Δυστυχώς, βέβαια, μερικές φορές η φόδρα είναι τρύπια:
Κι είναι πάντα αυτά που δεν προλάβαμε
Απλήρωτο χρέος που εκκρεμεί
«μονέδα που έμεινε για χρόνια»[1]
Να βαραίνει την τρύπια φόδρα
Του λεπτοδείκτη χρόνου.
(«Αποχαιρετισμοί»)

Μια άλλη εικόνα είναι η φλέβα, ο αγωγός του αίματος που θέλει να ενωθεί με την ποίηση:
Αυτή τη μικρή φλέβα στα δεξιά του καρπού
Πώς να την πειθαρχήσω
Που έξαλλη τινάσσεται και χτυπά
Κάθε φορά που σμίγει με την πένα;
Απελπισμένα λαχταρά να κάνει έρωτα μαζί της
Να στάξουν μελάνι στο χαρτί
Να γεννηθεί η ποίηση
Ολάκερη η ύπαρξη πίσω απ’ τις λέξεις.

Πέρα όμως από αυτήν την πρώτη ανάγνωση, που αποφέρει απλόχερα την πληθωρικότητα, την καλλιέπεια και τη θαυμαστή εικονοποιΐα της συλλογής, στοιχεία τα οποία συντείνουν στην έννοια του Ωραίου, υπάρχει και μια δεύτερη ανάγνωση, που παραπέμπει στην έννοια του Υψηλού. Σκύβοντας κανείς πάνω από τα ποιήματα, ανακαλύπτει μια άλλη αγωνία. Είναι μια αγωνία μεταφυσική, που εμπλέκει την ψυχή. Από πού ήρθε η ψυχή και πού πηγαίνει; Τι είναι εκείνο που τη βαραίνει και, αντίστροφα, τι μπορεί να είναι εκείνο που την απελευθερώνει;

Η Βιβλική Αποκάλυψη επικρέμεται σαν σπάθη πάνω από τους στίχους, ενώ ο Θεός εικονίζεται ως δίκαιος τιμωρός και ταυτόχρονα ως Παράκλητος, σαν δύναμη ενεργητική και όχι σαν απλή παρουσία, ακόμη κι όταν η βεβαιότητα της αμαρτίας ρίχνει βαριά τη σκιά της στα ποιήματα… Το ποιητικό υποκείμενο αναγνωρίζει την ανθρώπινη, και άρα ευάλωτη και διαβλητή, διάστασή του, μα δεν την απαρνιέται, ίσα-ίσα:
Μια αρμαθιά πουλιά
Ξεκλειδώνουν τις θύρες του παραδείσου
[…] Κύριε, γιατί μας έδωσες τον ουρανό;
Όσο κι αν τεντώνομαι στις μύτες των ποδιών μου
Όσες κλίμακες κι αν ανεβώ
Πάντα εμμένω στη χθόνια φύση μου
Χους, νερό και φωτιά
[…] Την ομοίωση ακόμα προσδοκώ.
(«Εικόνα δειλινού»)

Το ποιητικό υποκείμενο, που αρκετές φορές μοιάζει να ταυτίζεται με την ποιήτρια, π.χ. στα ποιήματα που αναφέρονται στη γενέθλια πόλη («Γιάννινα»), μιλά συχνά αναιρώντας τον εαυτό του, εξίσου συχνά αναιρώντας και τους άλλους, σε μια κίνηση πλήρη ειρωνείας, όπως στα γειτονικά ποιήματα “Merry Christmas” και «Αμαρτωλές πολιτείες». Η υπονόμευση του εαυτού, που παράγεται με αυτόν τον τρόπο, αφηγείται την πορεία της ψυχής μέσα από στενά, δύσβατα μονοπάτια που θα έπρεπε να οδηγούν στον παράδεισο, αλλά μάλλον απομακρύνουν από αυτόν. Τελικά, η λύτρωση ίσως να μην έρθει.

Ακολουθεί το αγαπημένο μου ποίημα «Αυτός ο έρωτας»:

ΑΥΤΟΣ Ο ΕΡΩΤΑΣ

Αυτός ο έρωτας
Δε θα γνωρίσει ποτέ την Άνοιξη
Ζει μες στο Φθινόπωρο,
Κάτω από κουμπωμένα πανωφόρια
Και τραγιάσκες που καλύπτουν το μέτωπο.

Δε θα μάθει ποτέ πώς κοιμάσαι και πώς κοιμάμαι
Αν απλώνω τα κρύα μου πόδια τη νύχτα
Στα δικά σου
Αν μ’ αρέσει να πλαγιάζω ανάσκελα
Σε στάση προσοχής προς τον ουρανό
Προβάροντας την αιώνια ανάπαυση
Ή αν προτιμώ την ευάλωτη στάση εμβρύου
Γιατί κι οι δυο αρκούμαστε
Σ’ ένα γοργό συναπάντημα των χνώτων
Σε μια συνεύρεση επιπόλαια, βιαστική
Διασχίζοντας μονοπάτια κακότραχαλα κι επικίνδυνα
Αφήνοντας τις λεωφόρους να μένουν ορθάνοιχτες
Για τους ρομαντικούς και τους ονειροπόλους.

[1] Στίχοι από τον «Τελευταίο σταθμό» του Γιώργου Σεφέρη.

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΟΥΣΚΑΣ

FRACTAL 12/4/2017

Ανάδοχοι Καιροί της Ποίησης
Τα χρόνια μου φοράν πατίνια
κι εγώ ψηλοτάκουνα…
Πώς να τα προφτάσω;
Πώς να επέλθει η σύγκλιση;

Αυτό είναι το μότο του βιβλίου που βάζει κατευθείαν τον αναγνώστη στα βαθιά του βίου νερά, δίνοντας το στίγμα της πλεύσης, ο οποία συνεχίζεται με άυλα κουπιά, από το πρώτο κιόλας ποίημα της συλλογής «Δεινοί Κολυμβητές»

ενώ το βλέμμα των γονιών χεράκωνε κουπί να σε διδάξει
πριν απ’ το θήλαστρο
γιατί μονάχα το κουπί θα μείνει.

Ας δούμε τώρα την παρουσία του Γιώργου Σεφέρη1 ευθύς εξαρχής:

εδώ αράξαμε το καράβι να ματίσουμε τα σπασμένα κουπιά,
να πιούμε νερό, να κοιμηθούμε.

Ξαναμπαρκάραμε με τα σπασμένα μας κουπιά.

Η απαίτηση των καιρών για γρήγορη ενηλικίωση, αγκάθι:

Με μεγαλώσανε απότομα ή μου φαίνεται;
Οι υπάλληλοι στα μαγαζιά μ’ αποκαλούν κυρία
το ίδιο και τα παιδιά στον δρόμο όταν περνώ.

Ο ποιητικός λόγος, για να ξεφύγει από όλα αυτά, παίρνει το πινέλο και ζωγραφίζει εικόνες δυνατές και ολοζώντανες, όπως λ.χ. στο ποίημα «Η Συκιά»:

Έι εσύ συκιά
κυρά του περβολιού
γεννοβολάς ετοιμόγεννα πουγκιά ηδυπάθειας
μικρά χαρτζιλίκια του ελεήμονος Θεού
να βαραίνουν λαθραία τις τσέπες των παιδιών
τον Αύγουστο καβάλα στα ποδήλατα
και να δοξάζουν τη γινωμένη νιότη

ή στο ποίημα «Γιάννινα»:

Γη
ζυμωμένη με αγριάδα από τα χέρια του Θεού
νοτισμένη από τον κάματο της ηπειρώτικης ψυχής
που μυρίζει χώμα και πέτρα
η πατρίδα μου.

Η σχέση με την εικόνα είναι καθοριστική. Το φανερώνει και ο υποβλητικός πίνακας του ζωγράφου Charles Edward Perugini (1839 – 1918) που κοσμεί το εξώφυλλο και απεικονίζει μια τεράστια, ολόχρυση θημωνιά σε ένα πράσινο λιβάδι, επάνω στην οποία κοιμάται γερμένο, σαν άγγελος ένα κοριτσάκι, με το καλάθι του αφημένο λίγο πιο πέρα. Αθωότητα, γαλήνη, χάρη, αρμονία, ήπια ένταξη του ανθρώπου στο περιβάλλον αναδύονται από την οπτική επαφή με την σύνθεση, που παραπέμπει ευθύς σε παλαιότερες εποχές, εκλύοντας την ανάλογη νοσταλγία.

Σε πλήρη αντίθεση με τις πρόσφατες εικόνες φρίκης των απαράδεκτα και απάνθρωπα δολοφονημένων αθώων παιδιών με χημικά στην Συρία. Εκεί οι καιροί είναι άλλοι, ανάδοχοι του μίσους, του συμφέροντος, της εκμετάλλευσης, της εξουσίας, του φόβου, του «εγώ», της τύφλωσης, της ωμής βίας, του παραλόγου, των ενστίκτων, των δολοφόνων. Καιροί της θρησκοληψίας, του χρήματος και της γεωπολιτικής. Τόσο μακριά και τόσο κοντά μας …

Είναι η δεύτερη ποιητική έκδοση της Πηνελόπης Γιώσα (πρώτη εμφάνιση: «Ενδόμυχα», εκδόσεις Ηριδανός, 2011). Ο λόγος της είναι δουλεμένος, οι έννοιες «ψαγμένες», οι φόρμες κατά κύριο λόγο ποιητικές. Εύκολα στοιχηματίζεις πως έχει στο καλάθι της (για να μην ξεχνάμε και το εξώφυλλο) την εμπειρία της έκδοσης περισσότερων βιβλίων. Εγώ ομολογώ πως έχασα και το στοίχημα με την ηλικία της, αφού η εντύπωση που μου άφησε το κείμενο, ήταν πως προερχόταν από άτομο μεγαλύτερης ηλικίας. Έπεσα στην παγίδα της λανθασμένης πεποίθησης που μας έχουν φυτέψει, ότι δηλαδή η ωριμότητα είναι ευθέως ανάλογη της ηλικίας. Φευ!

Άλλωστε, κατά την άποψή μου, η ποίηση δεν υπόκειται σε κανόνες, αφού ο ρόλος της είναι να υπερβαίνει κάθε νόρμα, κάθε κανόνα, ακόμα και τον ίδιο της τον εαυτό. Γιατί να έχει όρια ηλικίας; Επιπλέον, όπου και να είσαι, όσα έτη κι αν κουβαλάς στην πλάτη σου, αν είναι να γίνει, θα γίνει, εκεί που δεν το περιμένεις, «εκεί απάνω σε βρίσκει η ποίηση», όπως λέει ο ποιητής (Τίτος Πατρίκιος).

«Εκεί απάνω σε βρίσκει ο Έρωτας» όπως λέει ίδια η Ζωή, θα συμπλήρωνα με παρρησία.

Η Πηνελόπη Γιώσα (Π.Γ. στην συνέχεια) λαχταρά της Ποίησης το Άγγιγμα. Το αποκαλύπτει μιλώντας για μια «φλέβα» του χεριού της:

απελπισμένα λαχταρά να κάνει έρωτα μαζί της
να στάξουν μελάνι στο χαρτί
να γεννηθεί η ποίηση
ολάκερη η ύπαρξη πίσω απ’ τις λέξεις.

Ο τίτλος είναι άκρως ευρηματικός. Ανάδοχες Εταιρείες, ανάδοχοι γονείς, ανάδοχα Κράτη προσφύγων, γιατί όχι και ανάδοχοι καιροί; Το επιμελώς κρυμμένο υπονοούμενο πως ήρθε η ώρα, ώστε οι Καιροί να γίνουν Ανάδοχοι της Ποίησης (αν το έχω συλλάβει σωστά, μα και αν όχι, έχω δικαίωμα να προσλαμβάνω κάθε ποιητικό που διαβάζω όπως θέλω) σε κάνει να ψάχνεις μέσα σου, να αναρωτιέσαι , άρα σε προετοιμάζει να ανοίξεις το βιβλίο με εγρήγορση. Δίδονται οι δυο πρώτες λέξεις, ανάδοχοι καιροί , αρκετές για να προσθέσει κανείς αν θέλει τον δικό του προσδιορισμό στη συνέχεια. Ανάδοχοι καιροί: Ελπίδας, Ζωής, Δράσης, Αλλαγών, Αυτογνωσίας, Βελτίωσης, Παιδείας, Επανακαθορισμού Αξιών, …

Προχωρώντας στην ανάγνωση, όχι μόνο δεν απογοητεύεσαι μα έρχεσαι αντιμέτωπος με συμβολισμούς και διατυπώσεις που έχουν την δική τους δυναμική, όπως για παράδειγμα στο ποίημα «Το Γράμμα», στο οποίο είναι σύμφυτη (όπως συχνότατα συμβαίνει στην συλλογή) η ειρωνεία:

ο ταχυδρομικός σου κώδικας εκεί παραπέμπει.
Ποτέ δεν πάψαμε -βλέπεις- να καθοριζόμαστε από κώδικες

και το πάει πολύ παραπέρα, στο ίδιο ποίημα, λίγο πιο κάτω:

απ’ τα πολλά γραμματόσημα
τυπολατρικά παράσημα της εποχής
που θέλει σίελο πολύ να τ’ αποκτήσεις.

Ακόμη ένα παράδειγμα, αναφερόμενη στη «γλώσσα»:

αυτό το ύπουλο μαλάκιο
που κείτεται στον βυθό
καλά κρυμμένο
μπόρεσε κι απόψε να διαφεντεύσει
του λόγου τον ωκεανό.

«Μυς / μαλάκιο»-«βυθός»-«ωκεανός». Έξοχη απόδοση για τη γλώσσα που «κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει».

Μέλημα της ποίησης η Αλήθεια, παρά την αντίθετη γνώμη του Πλάτωνα. Η αναζήτηση της αλήθειας, μνημονεύεται τόσο διαπιστωτικά όσο και φιλοσοφικά:

Η αλήθεια είναι άφατη
την ξέρεις ήδη
έστω κι αν δεν στην είπανε ποτέ.

Η ενδοσκόπηση είναι διαρκής και ανελέητη:

Μόνη τώρα, στις εσχατιές του κόσμου
ψάχνω να βρω το φταίξιμο
αν βρίσκεται στου έρωτα τη λάγνα φύση
ή στα δικά μου σημάδια ανυπακοής
στης μοίρας το τετελεσμένο
έχοντας συνείδηση πως

όσες σκάλες κι αν ανεβώ
πάντα εμμένω στη χθόνια φύση μου

Την ομοίωση ακόμα προσδοκώ.

Ο σύγχρονος πολιτισμός πνίγει τους ανθρώπους. Οι νέοι το βιώνουν εντονότερα. Εδώ, αυτή η καταπίεση, δίνεται σε αρκετά επίπεδα. Από το πνιγηρό οικιστικό περιβάλλον,

Μεγαθήρια σε στάση αμετάκλητη
ορθώνονται
σφιγμένες βλάσφημες γροθιές
προς τον ορίζοντα

περνάει στην αναξιοκρατία με ιδιαίτερα σκληρό αλλά αληθινό τρόπο,

φάσματα θλιβερά
ολοένα τριγυρνούν σε αξιώματα και θώκους

στις σχέσεις των ανθρώπων, στιγματίζοντας την αλαζονεία,

αυτοάνοσο νόσημα η αλαζονεία
απόστημα πολλών ποθημένων

αλλά και την υποκρισία,

τα καθιερωμένα “Merry Christmas”
τυπικά, υποκριτικά, ανώφελα,

Την επαύριο ο επαίτης
θα στέκεται στο ίδιο σημείο της γέφυρας
ενώ έχει την τόλμη να προειδοποιήσει πως όλα γίνονται βιαστικά χάνοντας την ουσία τους. Ακόμη και αυτός ο ίδιος ο έρωτας, που μεταλλάσσεται σε κάτι άλλο

γιατί κι οι δυο αρκούμαστε
σ’ ένα γοργό συναπάντημα των χνώτων
σε μια συνεύρεση επιπόλαια, βιαστική.

Τι απέμεινε από αυτόν;

Απαντά η ίδια σε άλλο ποίημα (η Υστεροφημία του Πόθου)

Μονάχα οι πτυχές στα σεντόνια
κι η απόπνοια της ζώσας ύλης
μετά τον κάματο της ένωσης.

Η ένωση, έτσι όπως γίνεται, αφήνει ως κυρίαρχη αίσθηση κάματο, όχι πληρότητα, χαρά, ευτυχία. Άρα δεν είναι αυθεντική Ένωση ούτε αυθεντικός, καθάριος Έρωτας. Καταλήγει να είναι μόνο σωματική επαφή. Η Π.Γ. επιλέγει τη λέξη «κάματος» και όχι τη λέξη π.χ. «απόλαυση» ή «ελευθερία» ή «απογείωση» που διψούσα να δω. Τυχαίο; Στην ποίηση τίποτε δεν είναι τυχαίο.

Μπαίνει φιλοσοφικά πλέον με ένταση σε καθημερινά (και άκρως επίκαιρα) θέματα, όπως η φήμη

τι να την κάνω τη φήμη
αν είναι σαν τον πολύφημο να καταντήσω

παίζοντας ωραιότατα με τις λέξεις «φήμη» – «Πολύ-φημος».

Η μοναξιά, συστατικό της εποχής:

άραγε έτσι να ’ναι τα προεόρτια της μοναξιάς
και του θανάτου η πικρή πρόγευση;

σιγά σιγά σπρώχνει προς την απογοήτευση αλλά και την παραίτηση (βλ. ομότιτλο ποίημα)

πάντα κάποιο αόρατο χέρι θα σβήνει
την άσπρη κιμωλία στο μαυροπίνακα

ενώ μπορεί να οδηγήσει κάποτε και στην αυτοκτονία, όπως αποδίδεται στο ποίημα «Ο Αυτόχειρας».

Ο Θεός, παρουσιάζεται ως σωτήριο φως στη σκοτεινιά και την ασάφεια των ανάδοχων καιρών μέσα από διαπιστώσεις ή επικλήσεις

μην αφήσεις τ’ αμαρτωλά παιδιά σου
δίχως το έλεος της αγκάλης σου.

Σανίδα σωτηρίας για την κ. Γιώσα αποτελούν επίσης η λογοτεχνία και τα γραπτά κείμενα των προγόνων. Γίνονται αναφορές στον Οδυσσέα, στον Φιλοκτήτη, στους Προφήτες, στον βασιλιά Πύρρο αλλά και στον Σάντζο Πάντζα. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται σε οριακές καταστάσεις ζωής που την έχουν ταρακουνήσει (βλ. π.χ. στο ποίημα «Το Σπίτι της Άννας Φρανκ»). Στο τελευταίο ποίημα της συλλογής, αναπτύσσεται η γοητεία και επιρροή των παραμυθιών, από τους μύθους του Αισώπου ως τον Κοντορεβιθούλη. Λαχταρά η συγγραφέας την εποχή «που κάποτε πίστευα(ε) στα παραμύθια».

Η ευρύτητα της παιδείας της Π.Γ. ανιχνεύεται χωρίς δυσκολία, ενώ υπάρχουν επιρροές από την ορολογία του αντικειμένου των σπουδών της (νομικά), όπως συμβαίνει συνήθως. Στα ποιήματα, τα σχήματα λόγου αφθονούν, αποδιδόμενα με μια γλώσσα που άλλοτε καυστική, άλλοτε λυρική, άλλοτε φιλοσοφική, καταφέρνει πάντοτε να είναι ακριβής.

Η ειρωνεία είναι διάχυτη σε μια προσπάθεια καθορισμού εκ νέου των αληθινών αξιών της ζωής. Στο ευρηματικό ποίημα «Υπόκλιση», κάποιος σκόπιμα πετάει στο δρόμο μια χούφτα κέρματα και παρατηρεί αυτούς που τα μαζεύουν, βρίσκοντας την ευκαιρία να στηλιτεύσει ταυτόχρονα και την πλεονεξία και τον εθισμό στο χρήμα

Οι περισσότεροι απ’ αυτούς περαστικοί
μες σ’ ακριβά κοστούμια
πέφτουν στα τέσσερα σαν κτήνη
και βλέπει
ολάκερη πλουτοκρατία στα γόνατα
να υποκλίνεται.

Ένα τελευταίο ζήτημα. Η μεταμέλεια καθώς μεγαλώνουμε. Ας θυμηθούμε τον Γιάννη Ρίτσο2

η μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα,
κι αν κάνεις να κοιτάξεις σ’ αυτόν ή στον άλλον καθρέφτη,
πίσω απ’ τη σκόνη και τις ραγισματιές
διακρίνεις πιο θαμπό και πιο τεμαχισμένο το πρόσωπό σου,
το πρόσωπό σου που άλλο δε ζήτησες στη ζωή παρά να το κρατήσεις
καθάριο κι αδιαίρετο.

Η αμυαλιά του γήρατος και η πορεία προς τον θάνατο; Η Κική Δημουλά3, έχει την άποψη:

Μήπως μαθαίνουμε ποτέ ότι δεν ζούμε;
Κρυφό μας το κρατάει για πάντα ο θάνατός μας.
Το ξέρει μόνον η ζωή που συνεχίζεται των άλλων.
Κουτσομπολιά ονείρων παρεξήγηση οι άλλοι.

Παραθέτω τώρα ένα ποίημα ως αντιπροσωπευτικό της γραφής της Π.Γ., το οποίο αναφέρεται μεταξύ άλλων στην μεταμέλεια και στην «αμυαλιά του γήρατος», έχον κατά την άποψή μου, ενεργή σχέση με τα αμέσως πριν παρατεθέντα δυο αποσπάσματα :

ΤΟ ΑΦΡΟΝ ΓΗΡΑΣ

«Ατάσθαλον ύβριν έτισας»
Με νεανίζοντα εγωισμό
άφησες να μουχρώσει ο νους
κι έβγαλε δόντι και νύχι
πάνω στην αμφιλύκη της ζωής.

Κι υπάρχει πάντα χρόνος
για νέμεση και τίση
μετά την ύβρη˙
όμως για μεταμέλεια;
Φοβάμαι μη δεν προλάβεις
να κοινωνήσεις σχώρεση
και μείνουν αυτές οι ρυτίδες
αναίτιες.

.

ΕΝΔΟΜΥΧΑ (2011)

Θανάσης Σακελλαριάδης

Αύγουστος 2013

Ένας ιδιαίτερα γόνιμος και δόκιμος τρόπος στην ποίηση είναι η επινόηση της περσόνας, η οποία δηλώνει τη δημιουργία ενός «εναλλακτικού» εαυτού προκειμένου να αποθησαυρίσουμε όσα στοιχεία δε θέλουμε να αποκαλύψουμε με την αυθεντική μας ιδιότητα. Αποτελεί επίσης μια φιλολογική άμυνα η οποία σε καμιά περίπτωση δε στερεί το νόημα από τα ποιητικά φαινόμενα που απεικονίζονται αλλά εστιάζει στον τρόπο ο οποίος για πολλούς δεν απέχει και από την ουσία των εμπράγματων γεγονότων που αναπαριστώνται λεκτικά.
Η περσόνα έχει πολλές πτυχές, όπως την πλήρη απόκρυψη του αναφορικού ονόματος του δημιουργού, τη σκόπιμη παράλειψη ουσιαστικών του δραστηριοτήτων, κυρίως όμως στοχεύει στην προσδοκία μιας νέας ερμηνευτικής γιατί η βαθύτερη ανάγκη είναι η νοηματική ή εννοιολογική εξέλιξη του ποιητικού φαινομένου. Η περσόνα δεν εξαντλείται κατ’ ανάγκη σε μια φορμαλιστική ή μη άρνηση, Ο εαυτός που επινοείται στο ποιητικό μέγεθος λειτουργεί πρωτίστως ως νέος πλοηγός δρωμένων, προκειμένου να εκφράσει με διόλου τεχνικά μέσα τη νέα δυναμική της ποιητικής θεωρίας.
Οι περισσότερες/οι ποιήτριες/ες επιδιώκουν την περσόνα γιατί πρώτιστα η ποιητική διαδικασία αποτελεί μεταφορικό γεγονός – δηλαδή στηρίζεται στο φαινόμενο της μεταφοράς προκειμένου να επιτύχουν μια απόσταση από τα γεγονότα που θέλουν να εξεικονίσουν την ίδια στιγμή που τούτο λειτουργεί κυρίως αντίστροφα με το να δηλώνουν κυρίως άμεσα τη βιωμένη εμπειρία τους. Τούτη τη σκόπιμη αμφιλογία κάνουν οι πολλοί καλοί ποιητές.
Τύχη καλή έφερε στα χέρια μου την ποιητική συλλογή μιας νέας κοπέλας της Πηνελόπης Γιώσα που συγκεντρώνει ικανές ιδιότητες να χαρακτηριστεί ποιήτρια ήδη από την πρώτη συλλογή της. Με πλούσιες αρετές φόρμας, δομής και περιεχομένου στην ποίησή της. Όμως πρώτιστα ξεχωρίζει η προσοχή και η επιμέλεια με τις οποίες διατάσσει το υλικό της. Μη πάει ο νους σε τυπολογίες και καθώς πρέπει υποδείξεις, απλώς η ποιήτρια προσέχει τη διαδοχή των σκηνών με τη φροντίδα του καλλιτέχνη εικαστικού του σώματος αλλά και του μουσικού με τη ρυθμικότητα των σωματικών κινήσεων. Στο σώμα επιμένει και το αποθεώνει, σπανίως με διδακτισμό, αν και κάποτε της ξεφεύγει γιατί ακόμη είναι στην αρχή. Είναι οι αφηγηματικές της αρετές και το ζύγιασμα των επιπέδων αφήγησης που εξασθενίζουν ή «λιγνεύουν» τις πρόσκαιρες αδυναμίες της. Τονίζει με ουσιαστικό τρόπο στη γοητευτική πλάνη, κατά τη γνώμη μου, του νοητικού και του σωματικού, ενδεχομένως τούτο να το πράττει σκόπιμα, μόνο που δεν αναλώνεται σε μια διανοητική ρητορεία ή στη σωματική πληθωρικότητα αλλά οδηγεί τη σχέση δένοντας τα νοήματα σαν κορμί με κορμί. Παθαίνει με τις εμπειρίες και αφήνεται στο ρυθμό – φαίνεται σα να χορεύει με πάθη και νοήματα – και αυτό είναι καλό. Οδηγεί ένα στοχαστικό χορό αισθημάτων.

Σε κάθε περίπτωση είναι η ακούραστη δουλειά που θα επιτρέψει στον κάθε δημιουργό τη συνέχεια της αναγνώρισής του. Η πρώτη δουλειά όμως της Πηνελόπης ξεχώρισε αρκετά.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.