ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου γεννήθηκε στην Αθήνα. Διδάσκει ως φιλόλογος στη Χαλκίδα οπού και διαμένει. Έχει ασχοληθεί με πολλών ειδών δημιουργικές δραστηριότητες σχετικά με το βιβλίο, τη λογοτεχνία το θέατρο και την εκπαίδευση. Καταπιάνεται με μεταφράσεις αγγλόφωνης και ισπανόφωνης ποίησης. Πρωτότυπα ποιήματά της, μεταφράσεις και κριτικές της, έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και ιστολογία και αρκετά έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, Γερμανικά, Σουηδικά, Δανέζικα και Ρωσικά. Διαχειρίζεται τον λογοτεχνικό ιστότοπο https://strophess.blogspot.com.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Αλίπλοος Ουρανός (Γαβριηλίδης 2015)
Μεταπλάσματα (Σαιξπηρικόν 2017)
Φιλιά στο κενό (Μελάνι 2020)
Εξωτικά είδη (Σαιξπηρικόν 2022)

.

 

.

ΕΞΩΤΙΚΑ ΕΙΔΗ (2022)

ΤΡΟΠΙΚΑ
ΧΑΡΜΑΝΙΑ ΤΡΟΠΙΚΑ

διάφανα σαν πόσιμο νερό
διαυγή σαν καλοκαίρι
υγρά σαν δάκρυα
ελαφρά σαν τη χαρά
απαλά σαν το χεράκι σου
μεγάλα και μικρά σαν στιγμές
ιριδίζοντα σαν επιθυμίες
υποσωματίδια εκρηκτικά
εφήμερα σαν εσένα κι εμένα

μπροστά σου είναι όλα. Έλα να παίξουμε

ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Χαράματα σε άλλη πόλη
είναι σα να ξυπνώ στα χέρια σου
για πρώτη φορά

Πολιτεία με τον κόκκινο κάποτε
τώρα λευκό πύργο
Το καράβι στο κέντρο του κάδρου
ίπταται – μετεωρίζεται ανάμεσα
ουρανού και θάλασσας
4 σημείων του ορίζοντα
χριστιανοί εβραίοι μουσουλμάνοι άλλοι
κυψέλες μαγαζάκια στην αγορά
στο κρηπίδωμα πεντάγραμμο
παιδιά άνδρες γυναίκες σκυλάκια
υπαίθριοι μουσικοί πάνω στο κύμα

Το λιμάνι με τους γερανούς
να σκαλίζουν την ομίχλη-
τα κρένια του πατέρα μου
και του πατέρα πριν απ’ αυτόν
από εξωτικά, μυθικά γιοφύρια

Ψηλά από πάνω η παλιά πόλη
στα ίχνη των τειχών της
νωχελική γυναίκα που κοιτά
τα καινούργια της παιδιά στα σινεμά
στο μέγαρο μουσικής και την όπερα
Κρατά στην ποδιά της ένα μπαγλαμαδάκι
και χαμηλόφωνα μελωδίζει
Μπου ντουνιά τσαρκ φιλέκ
και καθώς οι νότες σταλάζουν στις πέτρες
το σχήμα της θαμπώνει

Στα πόδια της μια μαντζουράνα
με πείσμα φυτρώνει καταμεσής
ευωδιάζοντας τον τόπο
πέρα απ’ τις πέρα γειτονιές

ΞΩΤΙΚΑ
ΓΥΝΑΙΚΑ

Με δίχως γλώσσα πόσες φωνές
με δίχως πρόσωπα πόσες κραυγές
Ευπροσήγοροι, ευανάγνωστοι οι νέοι άγιοι
κι οι θεοί βαριεστημένοι χασμουριούνται στα σινεμά
Πίσω από τα βλέφαρα
ροδαλές παιδίσκες θωπεύονται στα κρυφά.
Στο αντικριστό νησί μια γυναίκα διέταζε
τους κεραυνούς
να σχίσουν το βουνό στα δυο.
Ένας ζωγράφος ανακάλυψε
την εικόνα της στις ρίζες μιας μυρτιάς
την ανέσυρε και την ονομάτισε
Η γυναίκα από τότε περπάτησε
αν κι ο δρόμος για το λιμάνι δεν τέλειωσε ποτέ

Το νησί στην υποτροπική ζώνη
παραμένει ακόμα σε αποκλεισμό
λόγω καταιγίδας καρχαριών

ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΗΜΟΥΝ ΧΟΡΕΥΤΡΙΑ

με τα χέρια απλωμένα
να αγγίζω τον ουρανό,
με τη βαρύτητα της λεκάνης
να δονώ το χώμα,
με τα πόδια ανοιχτά
να επιστρέφω στο νερό,

για το παράπονο
να γράφω στο δάπεδο,
για τον πόνο
να σχίζω τον αιθέρα,
για τη χαρά
να ενώνω τα δάχτυλα,

η πλάτη μου το πρόσωπό σου
η μέση μου τα αυτιά σου
το γόνατο μου το στήθος σου

τα μαλλιά μου να γνέφουν κοράλλια στον ύπνο σου
κι οι βλεφαρίδες μου να ξετινάζουν τους κάβους σου

Θα ήθελα να ήμουν χορεύτρια
κολιμπρί μες στη γύρη να συνηχώ
τα νέκταρ όλου του κόσμου

ΠΑΡΑΔΕΙΣΙΑ
ΤΡΑΙΝΟ ΜΕΔΟΥΣΑ

Επιστρέφω ξανά στο ίδιο όνειρο
είμαι στο τραίνο
δεν ξέρω τον προορισμό
δεν γνωρίζω την αφετηρία
μόνο ο ήχος από τις ράγες
με συντροφεύει
κουνιέμαι ρυθμικά στη θέση μου
λακκούβες ανηφοριές κατηφοριές
βουνά λίμνες ρυάκια
(Περνά κάτω απ’ το νερό το τραίνο;
Κι εγώ πώς ανασαίνω;)

Μισοσκόταδο διαρκές
κόσμος μπαίνει βγαίνει στους σταθμούς
Καλησπέρα Καλημέρα Καληνύχτα
Να καθίσω δίπλα σας;
Είναι άδεια η θέση;
Να μη σας ενοχλώ
Σε μια στάση ένα αηδόνι
πίσω από βάτα κελαηδά

Πρόσωπα δίχως πρόσωπα
όλα έχουν τα μάτια σου
αλλάζουν σώματα φωνές και διαλέκτους
όλα έχουν τα μάτια σου

Σε όλη τη διαδρομή
απ’ το παράθυρο βλέπω
μια μέδουσα από πάνω
να λικνίζει το τραίνο στα
λεπτά διάφανα ψευδόλευκα
ινωκυστικά πλοκάμια της
Νεφογράμματα χαράζουν
τη φύση της στον ουρανό
Όσο κι αν προσπαθώ
δεν διακρίνω το όνομά σου

0 ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΚΟΣΜΩΝ

Ζούμε στην εποχή των πιο ακραίων
του καιρού φαινομένων στη γη
Τα τσουνάμια είναι καθημερινά
κι εκτός από τα νησιά και τα παράλια
φτάνουν συχνά και στα σύνορα
Οι πυρκαγιές έχουν ξεκαθαρίσει το τοπίο
Αφού ξεμπερδέψαμε με τους γίγαντες
τους γρύπες, τους δράκους και τα στοιχειά,
τους λέοντες και τα φίδια έχουμε στα κλουβιά

Η πόλη της κολάσεως πλέον ξεπηδά
με νέα είδη πιο ζωντανά
μα απ’ τα θηρία πιο θεριά,
μικροσκοπικά στο μάτι αόρατα
στο αίμα κατοικούν και στον αέρα
τρώνε από το πιάτο μας κρέατα και πουλερικά
τριγυρνούν σε λιμάνια και σε δρόμους
διασκεδάζουν σε κινηματογράφους και μουσεία
ταξιδεύουν με αεροπλάνα και κρουαζιερόπλοια
κάθονται στα θρανία μελετώντας ιστορία

Αν το πιάσεις τελικά απ’ αλλού
ο μέγας πόλεμος των ειδών
έχει έναν και μόνο κοινό εχθρό
(Τουλάχιστον, προς ώρας, στον πλανήτη μας)

ΟΙΚΟΣΙΤΑ
ΑΓΑΠΗΤΟ ΜΟΥ ΤΕΛΟΣ

στις μαθήτριες και μαθητές μου
του Γ2 του 2020

ήρθες, μου λες
αλλά δε σε βλέπω,
δώσε μου το χέρι σου,
μου λες,
αλλά δε σ’ ακούω,
το πρόσωπό σου μόνο
γνωρίζω, είσαι
ο πατέρας μου, η μάνα μου,
τα λαμπερά εκείνου μάτια
τα κρυφά γέλια με τις συμμαθήτριες
τα πρώτα φιλιά, οι πρώτοι έρωτες
τα μωρά μου στο στήθος
που δεν είναι πια,
δεν είναι εδώ

ήρθες, μου λες
αλλά δε σε βλέπω
δώσε μου το χέρι σου,
μου λες,
αλλά δε σε ακούω,
το πρόσωπό σου μόνο
γνωρίζω, είσαι, είμαι
εγώ

Σε φιλώ._

ΕΞΩΤ(Ο)ΙΚΟ

Και κάποτε, αντιλαμβάνεσαι ξαφνικά
πως δεν χρειάζεται να πας μακριά
το εξωτικό βρίσκεται ακριβώς κάτω
απ’ τα ακροδάχτυλα των ποδιών σου
μόνο δέκα λεπτά δρόμος απ’ το σπίτι σου
αρκεί να στρέψεις το βλέμμα

Και κάποτε, καθώς στρέφεις το βλέμμα
αντιλαμβάνεσαι ξαφνικά
πως το εξωτικό προεκτείνεται
απ’ τα ακροδάχτυλα των ποδιών σου
μόνο δύο λεπτά δρόμος
στο υπόγειο μέσα στο σπίτι σου

.

ΦΙΛΙΑ ΣΤΟ ΚΕΝΟ (2020)

ΧΤΥΠΩ

4 1/2 υπερκαινοφανείς
μήνες αστέρες
στήνουν χορό
στη ραχοκοκαλιά της νύχτας μου
Με κρότο με χαιρετά η μνήμη σου

Πάντα με κρατά ξύπνιο
η στιγμή
που βγήκε έξω
για τσιγάρο

(Λυπάμαι, καρδιά μου,
αλλά χάνω έναν χτύπο,
χτυπώ στον ενδιάμεσο)

Η ΑΡΕΝΑ ΤΩΝ ΔΙΔΥΜΩΝ ΒΥΘΩΝ

Ανάμεσα σε εμένα κι εσένα
είναι τα δάχτυλά μου
Μέσα από τα δάχτυλά μου
ξεπηδούν λέξεις
καμπύλες, τετράγωνες, μυτερές,
περιστρέφονται στο διάστημα ανάμεσά μας
φεύγουν από τα χέρια μου
πετούν, σε αγγίζουν, τις χάνω, τις ξαναβρίσκω
αλλάζουν σχήματα, ιδρώνουν, πονάνε
όπως εσύ τόσο με εμένα

Ενώ όλη αυτή την ώρα
το μόνο που θέλω να πω
το μόνο που θέλεις να κάνεις
είναι να βάλεις τη γλώσσα σου πάνω στα δάχτυλά μου.

ΡΕΥΣΤΟ ΦΩΣ

Αν το βλέμμα σου ανακλαστεί
στο βλέμμα μου
στις λέξεις που σου γράφω
ίσως θα πάψω να πονάω
καθώς θα πλησιάζεις

Συμβαίνει κάποτε αναπάντεχα ο ήλιος
στην αποβάθρα ενός λιμανιού
ή στο κατάστρωμα πλοίου παραπλέοντος
να ζεσταίνει γλυκά το απομεσήμερό σου
ρίχνοντας πίσω τις γραμμικές σκιές

Καθώς χρυσίζει η θάλασσα τον ορίζοντα
σου χαρίζεται η ελπίδα κάποιας αναμονής.

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗ ΒΡΟΧΗ

(μετά)

Θα συναντηθούμε το μεσημέρι είπες
στη γνωστή μας καφετερία
θα πιάσει καλοκαιρινή μπόρα ξαφνικά
θα πίνουμε καφέ
θα ερχόμαστε πιο κοντά ο ένας στον άλλον
θα κουβεντιάζουμε ψιθυριστά
θα ακούμε τις στάλες της βροχής στις ομπρέλες
θα παρατηρούμε πώς πέφτουν στην επιφάνεια της
θάλασσας
θα γελάμε που πιτσιλάνε τα γυμνά μας μπράτσα
κι έτσι απλά,
όλος ο χειμώνας θα ξεπλένεται τρυφερά από επάνω μας

(πριν)

Ξύπνησα από την καλοκαιρινή βροχή
είχε τη γεύση του φιλιού που δεν δώσαμε.

ΕΞΟΡΙΑ

Το σώμα μου δεν θέλει να μιλάει πια
θέλει να κλείσει το στόμα
Μάτωσε στα μάτια του κόσμου
θέλει να βγάλει τη γλώσσα του
να γλείψει τις πληγές του
να φιλήσει τις ρυτίδες του
να αγκαλιάσει τα κόκαλά του
να χαϊδέψει τη ζαρωμένη κοιλιά του
να κλείσει ευλαβικά στα δυο του χέρια
τα πρησμένα στήθη του
τις αρθρώσεις που πονάνε
τις ενώσεις που σπάσανε
αυτές που δεν ήταν ποτέ

Το σώμα μου δεν θέλει να μιλάει πια
Το έχει πιάσει το παράπονο
Ό,τι και να λέει
Κανείς δεν το ακούει:
ότι δεν είναι σώμα
είναι καρδιά,
μια καρδιά από δέρμα.

ΕΛΙΞΗΡΙΟ

Όπου κι αν πας διακοπές
το μόνο που δεν ξεχνάς
στις αποσκευές σου
είναι οι ουλές σου

Η βαλίτσα είναι καμωμένη
απ’ τη σάρκα σου
Ό,τι κι αν κάνεις
δεν μπορείς να απαλλαγείς

Εκείνα τα βράδια
δίπλα στο ακροθαλάσσι
καθώς έπεφτε απαλά το ηλιοβασίλεμα
μέσα από το φιλί σου
προσπαθούσα να ληστέψω λίγο φως.

Η EΚΛΕΙΨΗ ΕIΝΑΙ ΜIΑ ΜΟΡΦH ΣΥΖΥΓIΑΣ

Υπάρχει μια έλλειψη στην έκλειψη
Λίγο πριν ήμουν ολόκληρη
Λίγο μετά θα αρχίσω
Σ’ αυτόν ακριβώς τον τόπο
του χωρίς.

(Γιατί όταν απ’ το αδιέξοδο
σου στέλνω την καληνύχτα μου
δεν μπορείς να το δεις;)

Να συγχωρήσω τον χρόνο
μια ροζ ανταύγεια
στο δέρμα της πλάτης σου αρκεί
θυμίζεις νερά.

ΣΤΡΟΒΙΛΙΣΜΟΣ ΑΦΗΣ

Ι

Χωρίς τον ερχομό
Ποιο νόημα έχει η φυγή;
Χωρίς τον πηγαιμό
Ποιο νόημα έχει η επιστροφή;

II.

Πώς θα επιστρέφω
Εκεί που δεν ξέρω αν έχω φύγει
Στο πρόσωπο
Στα πρόσωπα
Που είναι όλα αλλόκοτα
Μα είναι όλα παρόντα
Τι να πεις;
Στροβιλισμός αφής

III.

Έλα κοντά μου
Δες τη σιωπή
Δες το αίμα
Δες την αφή

Δεν είμαι εγώ
Δεν είσαι εσύ
Είμαι όλοι αυτοί

ΙV.

Ποια νύχτα
Ποιο φως
Ποια αυγή
Ποιος πόλεμος
Ποια ανακωχή
Μας άφησε στο δρόμο μισούς;

V.

Ξεκουράσου. Περίμενέ με, αν θέλεις.
Έχω να κολυμπήσω στη λίμνη του ηλιοβασιλέματος.
Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς.
Είναι ο μόνος μου δρόμος για τον ουρανό.

VI.

Ένα τούλι από ατλάζι ο ουρανός
Τρυφερό σαν χάδι
Εμείς ξανά

VII.

Ρίχνω στον αέρα το σεντόνι μου
Αρώματα της νύχτας στο φως
Ευχή να ευωδιάσουν τα κύματα
Ο νόστος της αυγής να σε φέρει κοντά μου

VIII.

Ξέπνοος
σε ταχύτητα δίνης
το φιλί σου

ΝΙΦΑΔΕΣ

Μια νιφάδα στροβιλίζεται
στο μεσοδιάστημα του κενού
Μετά πέφτει

*

Το χιόνι
καθώς πέφτει
τι ψιθυρίζει;

*

Ακόμα κρατώ
τη δική σου νιφάδα
ανάμεσα στα χείλη δαγκωμένη

*

Στον παγωμένο κλοιό της πολιτείας
πόσο παράδοξη η ζεστασιά
στην τρυφερή ακινησία της μικρής λίμνης
Όπως το κεφάλι μου στο στήθος σου
μια νύχτα που έξω χιόνιζε

*

μετά το χιόνι
λαμπερός ήλιος
σαν το χαμόγελο πριν από είκοσι χρόνια
εγώ κι ο γιος μου στο πρώτο του χιόνι

*

Ασημένιες νιφάδες
περιδέραιο φορώ τα φιλιά σου
Στον πυρετό μου να λιώνουν
το κορμί μου να δροσίζεις.

ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Ό,τι ήταν να δω το είδα
ό,τι ήταν να πω το είπα
ό,τι ήταν να πάρω το πήρα
Δεν έχω άλλο να σου δώσω.

Το αντίθετο της οδύνης δεν είναι η ηδονή
Το αντίθετο του πόνου δεν είναι ο πόθος
Από το σώμα ξεκινάμε και στο σώμα επιστρέφουμε
Εκεί είναι το τραύμα, εκεί είναι και το θαύμα.

Βρες το αδειανό σου
Και μέσα εκεί
Θα δεις την αγκαλιά τον κόσμου

.

ΜΕΤΑΠΛΑΣΜΑΤΑ (2017)

ΑΙΜΑΤΙΝΟΣ ΠΟΝΤΟΣ

Ξύπνησα κι αυτό το πρωί
μ’ ένα τεράστιο κεφάλι.
Κοίταξα στον καθρέφτη
Κόκκινο από τη μια
Κυανό από την άλλη.

Το δυτικό μηνίγγι κύλαγε αίμα
λώρος άχρονος δια του χρόνου μου
διαθλάσεις εαυτού
θολά περιγράμματα μορφών
οικεία/ανοίκεια εγχαράγματα
καρέ μη ομιλούντος κινηματογράφου
η γραμμή ενός αέναα διαφυγόντος σεναρίου
-όλο μου διέφευγε! –
εξάρθρωνε την ακοή
έσφιγγε το κυανό μάτι.

-Ήμουνα μπλε! Ήμουνα μπλε!
έφτυνα σφαίρες αιμάτινες λέξεις
σε μια κάμαρα κόκκινος πόντος
κι η στάθμη πάνω απ’ το κεφάλι
-εγκεφαλικός πνιγμός –
μέχρι που αναποδογύρισα
και με εξαίσια αναβύθιση
– ερωτικός σπασμός-
καταδύθηκα αντίρροα
σε πολυεστιακό υδάτινο είδωλο
με αιχμές δόρατα ύψους
με δόντια σιωπές βάθους
με δάκρυα οξείδωση μετάλλου.

Ξύπνησα κι αυτό το πρωί
μ’ ένα τεράστιο κεφάλι.
Κοίταξα στον καθρέφτη
Κυανό από τη μια
Κόκκινο από την άλλη.

Και τραγούδησα.

ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ ΕΛΚΥΣΤΗΣ

τᾶ]ς κε βολλοίμαν ἔρατόν τε βᾶμα
κἀμάρυχμα λάμπρον ἴδην προσώπω Σαπφώ

Το λικνιστό της βάδισμα ποθώ
το φωτεινό της πρόσωπο να δω*

Περιδινίζω το δέρμα
σε χορό ελλειπτικό
στροβιλισμός πυρήνα
σε κενό φως
δίχως αποδέκτη.

Στο έμπα των ματιών σου
χάνω το ρυθμό
ζαλίζομαι παραπατώντας κύ-
μα γίνομαι ρεύμα ραδιενεργό
-ηλεκτρική θάλασσα-
κι αν Πρωτέας στο βυθό μοιραία
δραπετεύοντας τα πουκάμισά σου αλλάζω
για να σου είμαι όμορφη
η πλάτη μου έχει πάρει το σχήμα του έρωτά σου

Είμαστε
στο χάσιμο του σφυγμού
στο θόρυβο πίσω από τη μελωδία
στα παράσιτα κάτω από τον ήχο
στο σφάλμα μετά την πρόσθεση
στο αχ! του σπασμού
στην αρχή πάντα – είμαστε-

Η έλξη μας άλμα σε γκρεμό
παράξενη καταστροφή
έσκασε η σαπουνόφουσκα
χωρίς αιτία επανάσταση
μα άξαφνα κατάλαβα
– στο α πάντοτε είμαστε –
κι έγινα τόσο χαρούμενη για αυτό

(από υποκλοπή τηλεφωνικών συνομιλιών ανάμεσα σε Julia και Thom)

.

.

Η ΓΕΩΜΕΤΡΙΑ TOΥ ΚΟΧΥΛΙΟΥ ΤΟ ΣΩΜΑ ΣΟΥ

Ιερουργώντας
Έστω τώρα

Κέντρο
Έβαλα τη γλώσσα στο αυτί σου
52 καρατίων αλάτι
Ξαναμοιράζεις την τράπουλα

Βάρος
Χτένιζα όλη νύχτα τα μαλλιά σου
1 κόκκος σύννεφου
Ξεπλένεις την αμαρτία

Επιφάνεια
Φυσούσα τις ώρες στους μηρούς σου
χ κλάσμα θαλάσσης
Ξεφεύγεις το μέτρημα

Περίμετρος
Έψαχνα τον ιδρώτα στα στήθη σου
360 μοίρες κύματος
Ξαναπράττεις το έγκλημα

Βάθος
Έκλεβα το σάλιο στα χείλη σου
φ σπείρα, αφρού
Ξεγλιστράς την κατηγορία

Ύψος
Άκουγα την έκρηξη στη μασχάλη σου
δυο οο βυθού
Ξεχνάς την επιστροφή

Άρα,
Ο λόγος των ακτινών από κάθε πόρο του δέρματός σου
ισούται με τη χρυσή τομή της έλξης μας. Η εξίσωση αυτή
αποδεικνύεται στο σώμα σου. Και αυτοαναιρείται. Κάθε
φορά.

ΔΙΠΛΗ ΑΝΑΣΑ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΠΝΙΓΜΟ

Το βράδυ μετατοπίστηκε ο άξονας της γης
κοιμόμουν όνειρα γλυκά και μου διέφυγε
‘Ίσως καταφέρουμε τελικά να κάμψουμε το χρόνο
Να αντιστρέψουμε το στερητικό σύνδρομο της φαντασίωσης
Μέσα στα μάτια των δυο που κοιτάζονται βαθιά
Αυτός που την σηκώνει στην αγκαλιά του
Κι εκείνη που σηκώνει τα χείλη από την άβυσσο
Με τη γυαλάδα του ψαριού στο βλέμμα
Αυτή δεν έχει ουρά ανάμεσα στα σκέλια
Μόνο βρεγμένους ουρανούς και διάτρητα σύννεφα
κι ένα νωπό χαρτί μνήμη στα σκισμένα ρούχα.
Μόλις την έσωσε από πνιγμό, δεν ήταν ναύτης
μόνο κάποιος από τους ντόπιους διασώστες στο νησί
γνώριζε καλά τι σημαίνει να σφραγίζεται ο λαιμός
ο τόπος του βουλιαγμένος με δίχως νερό

Οι συντεταγμένες έχουν οριστεί από αιώνες πριν
Η πυροδότηση θα γίνει στο απώτερο διάστημα

Στον καταυλισμό κατεγράφησαν παιδιά με φάλαινας ουρά

ΡΕΥΣΤΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ

Η σάρκα των πραγμάτων
αλλάζει σαν τα τρελά νερά
σε φάσεις της παλίρροιας
πλήμμη και ρηχία
σε επιφάνειες σε επιφάνειες εντός
σαν εκείνο το όνειρο που
πάντα σε ξυπνά ακριβώς στη στιγμή που
έχεις τα δόντια στο λαιμό της
και ξαφνικά ανακαλύπτεις
(με απορία και θαυμασμό
θαυμάζεις κι απορείς)
πόσο το αίμα σου είναι αλμυρό

Είναι γιατί μετά απ’ αυτό
σε αγάπησα
που σου μιλάω και σε
τραγουδάω κάθε νύχτα
για εκείνες τις γαλάζιες στιγμές
που νομίζουμε πως
χορεύουμε πάνω στα ίδια κύματα
μιας θάλασσας π’ αλλάζει
χρώματα ξανά και ξανά
καθώς νέοι θεοί απ’ την αρχή
δαγκώνουμε μαζί υγρή σοκολάτα

LETTRE D’ AMOUR

Lettre d’ a-mur , Jacques Lacan

Το πώς κυλούν οι λέξεις σου
στο δέρμα του μυαλού μου

Το πώς ποτίζουν οι λέξεις σου
τα όνειρα του δέρματός μου

Το πώς κεντρίζουν οι λέξεις σου
το αίμα των σκέψεών μου

Το πώς αναστατώνουν οι λέξεις σου
τις σκέψεις των δαχτύλων μου

Το πώς λιγώνουν οι λέξεις σου
τα δάχτυλα των επιθυμιών μου

Το πώς σκαλίζουν οι λέξεις σου
τις επιθυμίες των αρτηριών μου

Το πώς επαληθεύουν οι λέξεις σου
τις αρτηρίες των φαντασιώσεών μου

Οι λέξεις μας οργασμός
κι η θάλασσα εντός
αλλά το πέλαγος μεγάλο
Από ποια μεριά κολυμπώ;

.

.

ΥΓΡΟ ΟΝΕΙΡΟ

Ένας άγγελος στις παρυφές της τρίτης πόλης
Με την αγωνία της πολιτείας της δεύτερης
Σε ομφάλιο κλοιό της χαμένης πρώτης
Ανα/Μασώντας άμμους και σάλιο
απ’ τη θάλασσα του ύπνου του
Δακρύζοντας δάκρυα αλμυρά
Εκχύοντας σταγόνες παλιού ρετσινιού
Φτύνοντας ασθενικά ριπές άπνοιας
Κρατά σφιχτά στα δάχτυλα το λουλούδι τ’ ουρανού.
Ακόμα και στα όνειρά του αψίδα δεν υφίσταται
Μια έρημος μονάχα που ονειρεύεται.
Στεγνή και η ονείρωξη.

ΣΥΧΝΟΤΗΤΕΣ

Μιλώ σ΄εσένα που με πήγες              κάτω απ’ τα πεύκα
στον παράδρομο    Κάποτε που    Άκου πώς ακούγεται
ο ήχος της λέξης μου    Εκείνης που κάποτε νερά που
Μίλησε μου, α δεν Μου μιλάς ˙           έλεγες κάποτε
εκεί κάτω          απ’ τα πεύκα
στον παράΔρομο που        με πήρες κάποτε             α
ανάγνωσε τη λέξη μου κάποτε Που
Κάποτε βυθός                                  κάποτε θυμάρι
Κάποτε νιό φεγγάρι

Πού εκείνη η λέξη τώρα που            έχει σώμα
δεν έχει τέλος _
μόνο κύμα τώρα      Ετούτη   η   λέξη         που
Κάποτε με παίρνει απ’ το χέρι      και Με περπατεί
Σ’ εσένα όχι Εσύ σιωπή εγώ  αχ   αν  μ   ποτε

(υπέρηχοι, υπόηχοι και απόηχοι. Αν και εν θερμώ, δεν
κατάφεραν να περάσουν το χείλος σου)

.

.

ΜΕΤΑΠΛΑΣΜΑΤΑ

Ελάτε να επαναπροσδιορίσουμε την ανθρωπότητα
τα πειράματα έως τώρα έχουν αποδώσει καρπούς
έστω και δια της εις άτοπον απαγωγής
Η επανεκκίνηση είναι στις ρυθμίσεις λογαριασμού
Αλλιώς το είδος μας δε θα είναι βιώσιμο
ούτε και κανένα χρέος ούτε και καμιά ηθική
Σε νέα είδη ας μεταλλαχθούμε
Για να εξελιχθούμε
Υβρίδια ανθεκτικά στη νέα εποχή
στο νέο κλίμα και ατμόσφαιρα
σε καινούρια αισθητική
Πλάσματα του νου άφυλα
διάφυλα ή ενδόφυλα
και η βιοποικιλότητα κατασκευασμένη
και οι διακυμάνσεις στο εύρος του ορίζοντα
ευρήματα μιας μελλοντικής ενάλιας αρχαιολογίας

Αυτό που διαφεύγει όμως
από τις σχολαστικές μετρήσεις του πειράματος
κατά απειροελάχιστο στο ποσοστό της επιτυχίας
είναι αν θα δείξουν όλα τα υποκείμενα
την ίδια αντοχή και προσαρμοστικότητα
Κάποια από αυτά μπορεί και να τερματιστούν.
Στην αποδόμηση θα ανευρεθούν τα υλικά
Το ερώτημα παραμένει τώρα ακόμα πιο επιτακτικό
Πώς χτίζεται μια θάλασσα

LUCID DREAM

Το όνομά της είναι Λουσίντα
Κάθε βράδυ βλέπει το ίδιο όνειρο
Το ξέρει ότι ονειρεύεται
το ξέρει ότι βρίσκεται μέσα σ’ ένα
διαυγές, φωτεινό όνειρο
Ξέρει πως αν σταματήσει να μετρά
τη συχνότητα των αναπνοών της,
το φως θα την καταπιεί,
γι’ αυτό συνειδητά ενεργοποιεί
εκείνο το εγκεφαλικό ημισφαίριο
που τη βοηθά να τραγουδά
κάθε στίχος της και μια υπερχορδή
κάθε νότα της και μια ραφή
στων ανθρώπων τις ρωγμές

Καθώς το τραγούδι της αυτό
καμπυλώνει το χωρόχρονο,
ύλη πλάθεται από αντιύλη
οι προτάσεις αυτοεκπληρώνονται
οι λόγοι αγαπούν τις εικασίες.
Εκείνο όμως που την κάνει μοναδική
είναι ότι αν και βρίσκεται σε σκοτεινή οπή
είναι κι όλο το φως μαζί,
πέρα πια απ’ το παιχνίδι της μίμησης

Μάλιστα έχει βρει κι ένα κόλπο για να μην ξυπνά:
μέσα στο όνειρο ζωγραφίζει ένα μηχανικό δράκο
με χρώματα πάνω απ’ το μικρό της κόσμο
να την αγκαλιάζει ερωτικά μέσα σε κουκούλι,
για να ταξιδεύουν διαρκώς στα σημεία που
αθωώνεται ο θεός κι ο θάνατος εκεί
Άλλο τρόπο δεν έχει να θεραπεύεται απ’ τους εφιάλτες,
κι έτσι ίπταται μέσα στη χίμαιρα μιας οιονεί λάμψης
στο χείλος της εν εγρηγόρσει ονειρότητας.

Το όνομά της είναι Λουσίντα.

.

.

Η ΠΛΑΤΕΙΑ ΣΤΟ ΠΕΛΑΓΟΣ

Κατεβείτε όλοι στις πλατείες και στα πάρκα
με ένα ποίημα ένα σύνθημα ένα τραγούδι
να κάνουμε νέες σχέσεις μεταξύ μας
να σκορπίσει η πλατεία στους κάμπους στα λιβάδια
μέχρι να μεγαλώσει να πληθύνει
να δώσει άλλη σήμανση στην κύμανση

Άκουσέ με τώρα
Η θάλασσα κι ουρανός είναι εκτός ελέγχου
αιώνιοι επαναστάτες που μας δραπετεύουν
Η απελευθέρωσή μας θα έρθει
με το αεράκι της αυγής στον ισημερινό
εκεί έλα να με συναντήσεις
πάνω στον ορίζοντα της πυξίδας

Για να μετεωρίσουμε την ναύν εις τα πελάγη
τους μεγάλους ορίζοντες μετατοπίζοντας
ας πετάξουμε στον αφρό των ημερών
απ’ τα αμπάρια το έρμα διαπιστώνοντας
βαρίδια που μας έφτασαν στον πάτο
κι ας χορέψουμε τα τραγούδια μας εδώ.

Το πώς κρούουν τα φέροντα κύματα
απ’ το βυθό της η θάλασσα
το νιώθει. Γυμνό σε περιμένω.

ΚΥΚΛΟΓΡΑΦΗΜΑ

Ας εστιάσουμε στο υπαρκτό
Σαρκώδη χείλη
Ουροβόρων εαυτών
Κατά τον ενιαυτόν
Κυματοειδούς συναρτήσειως
Η απόδειξις
Κρίσιμος απόφασις
Θεωρήματος επιλογή
Οπισθοδρόμησις
ή πρόοδος;
Καρκινοβατούμε
εις αυτάρεσκον αυνανισμόν
κι ο ήλιος κυκλοδίωκτος

ΤΟ ΘΕΡΕΤΡΟ

Το κλειστό λόγω της κρίσης
Κάποτε λουξ ξενοδοχείο
Στο επαρχιακό θέρετρο
Παρηκμασμένος κοσμοπολίτης
Που βρήκε δουλειά
Απόφαση, βλέπεις, από κέντρα ισχύος

Η ακτή μπροστά τους όμως
Δεν θα πάψει ποτέ να μυρίζει
Λάστιχο
Και νοτισμένο καπνό
Το χρώμα μιας χαμένης πατρίδας

Η οσμή της απώλειας
Δεν χάνεται ποτέ από το δέρμα που
Μυρίζει σαπιοκάραβο
Κάποιοι που λησμόνησαν
Να πληρώσουν το βαρκάρη
Βρίσκονται στον πάτο της θάλασσας
Αλλού η γη της Επαγγελίας

Εκείνο το κοριτσάκι από τη Γερμανία
Είπε στον μπαμπά του
Ότι φοβάται να πέσει στη θάλασσα
Το Αιγαίο είναι γεμάτο από ψυχές

Σκέφτομαι μήπως αυτό θα είναι κακό
Για τον καλοκαιρινό τουρισμό εφέτος

ΠΛΩΤΕΣ ΤΑΞΕΙΣ

(από συνθήματα σε τοίχους σχολείων)

«Συνελήφθη μαθητής με μικροποσότητα βιβλίων»
Γκράφιτι στον πίσω τοίχο του σχολείου
Πίσω απ’ την καντίνα κρυφά οι μαθητές κι οι μαθήτριες
«Να κάνεις ό, τι σε κάνει να χαμογελάς»
Με το σάλιο τους στις γόπες που πετούν κρυφά
Στις ρίζες της αγριαπιδιάς που δεσπόζει
Αν και κανείς τους δεν την βλέπει
«Βαριέμαι γαμώτο»
Αν και ακουμπούν στον ισχνό κορμό της
Λιλά άνθη ακούγονται στα κάγκελα
«Χαζουλίνι σ’ αγαπώ»
Ανάμεσα στις βρισιές και τα φιλήματα,
Τις κλωτσιές και τα σπρωξίματα
«Κι εμείς πότε θα κάνουμε έρωτα;»
Επίχρισμα αρχαίας θάλασσας
Τα άτσαλα βαψίματα ασβεστώνοντας
«Να κάψουμε και το τελευταίο βιβλίο»
Κάθε πρωί βρίσκουν κι άλλο γκράφιτι
(μα πώς ξεπηδούν σα μανιτάρια!)
«Να διαβάζετε τον τοίχο»
Στο διάλειμμα καμιά μπάλα δεν κλωτσάνε
Τη χάσαμε κι αυτή, την πάτησε
Ένα φορτηγό μεταφορών
«Μάνα έφυγα, στέλνε φράγκα»
Εισήγαγε τεράστιες οθόνες ρεύματα
Η συνεδρίαση πασχίζει να τα προσαρμόσει
Στις πρίζες των αιθουσών
Πλωτές οι τάξεις σε μάτια γαλάζια δραπετεύουν,
– Να σας δείξουμε εμείς κυρία,
Μα η κυρία έλειπε, είχε μάθημα σε άλλο νομό,
Την πήραν κι αυτήν τα ραδιενεργά κύματα
«Θα σε περιμένω στη γωνία
δέκα λεπτά πριν την εξέγερση
Φιλιά, Σ ‘αγαπάω XXX»

.

.

ΑΛΙΠΛΟΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ (2015)

1. ΠΑΦΛΑΣΜΟΣ

Τα μάγουλα του σκάφους
θωπεύει ο παφλασμός
στιλπνός παλμός
ριγίζει σύγκορμος.

Σφίγγουν τα κύματα
τα στήθη και τα ίσαλα,
σκάζουν σα χίμαιρα
με σπασμούς στα ύφαλα.

Σφαδάζει στραφταλιστά
το σφρίγος του σφυγμού
-η σαγήνη του σουραυλιού-
το σκίρτημα σπαρταράει
και στροβιλιστά σκάει.

Στο ρίγος των ωρών
σαλπίζει αρχαία ηχώ.

4. ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΓΑΛΗΝΗ

Στον παφλασμό της ρότας
πάλλονται τα κύματα
τρεμουλιάζει το νερό
στραφταλιάζει το πλαγκτό
θαλασσινό αιώνιο φώσφορο
άστρα σε νυχτερινό ουρανό.

– Καθρεφτίζονται τα πάνω κάτω;
Ή τα σωθικά μας σπαρταρούν;

6. ΠΕΡΣΙΔΕΣ ή ΠΕΦΤΑΣΤΕΡΙΑ

Ο νους
μόνο ο νους
μιαν αυγουστιάτικη νύχτα
στολισμένη με Περσίδες
μια νύχτα με βροχή τα πεφταστέρια

Ο νους
μόνο ο νους
μια τέτοια νύχτα
μπορεί ν’ αδράξει την αρχή
—με το βλέφαρο σφαλιστό—

τη στιγμή εκείνη
την άχρονη κι αϊδήν
όπου αρχή και τέλος ένα
πριν και μετά κανένα.

8. ΚΑΒΟΥΡΑΣ

Μπατάρισε η ψυχή
σαν κάβουρας λοξοδρομεί
ψηλαφιστά εναντιοδρομεί γυρίστηκε τα έξω μέσα
απ’ των αισθητών τη γοητεία
στων νοητών την πολιτεία
απ’ το εφήμερο γίγνεσθαι
στο καθαρό είναι

Έρχομαι εκ καθαρών καθαρά

στην ενατένιση του όντως όντος
του αναλλοίωτου κι αιώνιου φωτός
στη γνώση της πρώτης αρχής του Παντός.

Έλαμψε ο ήλιος
κι επέστρεψε η ψυχή στον εαυτό της.

9. ΑΝΘΟΣ ΤΗΣ ΛΕΜΟΝΙΑΣ

Έχετε προσέξει τις ντελικάτες
γραμμές του άνθους της λεμονιάς
Λευκό του αφρού του κύματος
Ώχρα του ηλιοκαμένου στιλπνού μπράτσου
Κροκάτος πυρήνας με πινελιές ξεβαμμένης
άλικης πορφύρας σε δερμάτινη περγαμηνή.

Ποια ιδιοφυία καλλιτέχνη
ευωδιάζει πιρουέτες αιθέριας
μπαλαρίνας καθώς το διάφανο
πέπλο της ακολουθεί τη λεπτή
γραμμή του χεριού της στον αέρα
τη στιγμή που ξεπηδά απρόβλεπτα
ο ίμερος στην κοιλιά, στο στήθος
στο κεφάλι

ω θεία Αρμονία!
ω τέλεια Συμμετρία!
ω ολική Ενότητα!
ω απόλυτη Ομορφιά!

Ναι-
η Αλήθεια δεν είναι
τυχαία

14. Η ΝΥΧΤΑ

Ω έλα νύχτα
Ζώσα και σιωπηλή
Ευδαίμων και σοφή
Ψιθύρισε μου λόγια
Χρησμικά
Για μια θάλασσα πλατιά
Και μιαν αμμουδιά ασημιά

Ω έλα νύχτα
Απέραντη και σκοτεινή
Δίδαξέ μου
Της Ατραπού
Τη βουστροφηδόν γραφή.

17. ΝΑΥΤΙΛΟΣ

Κάτω απ’ του αφρού τη σκόνη
στης άμμου τη γούβα τη σκιερή
τα πόδια μου συνάντησαν τη στριφτή
αρχαίου κοχυλιού την απαντοχή.
Πασπαλισμένο με αμμόσκονη ξανθή
με του βρεγμένου τη γυαλάδα
μισό έξω μισό μέσα
κείτονταν – ποιος ξέρει χρόνια πόσα
έγραψαν οι κύκλοι τ’ οστράκου
ραβδώσεις στην τέλεια σπείρα του

Στιλπνό και καθαρό στην παλάμη μου
ευωδίαζε ακριβή άρμη νόστου

Τι μελωδία μυστική
θύμιαζε μέσα απ’ το κοχύλι;
Μια αρμονία θεϊκή
άχνιζε — .. .σαν από πηγή;

18. ΑΛΩΝΙ

Ο ίδρος δένει διαμάντι
Ο ήλιος κατακόρυφα χτυπά

Μύες τεντωμένοι γραμμώνουν
Μυκτήρες ορθάνοιχτοι ξεφυσούν
Λαγάνες τσιτωμένες γυαλίζουν
Οπλές πεισματικά ωθούν

Κύκλος — κύκλος — κύκλος

Αχ να ’μουνα Πήγασος
Άτι Λευκό και Φτερωτό
Ανάερο κι ανάλαφρο
Κι ας έκανα κύκλους εκεί
Ψηλά στον ορίζοντα των γεγονότων
Πριν χαθεί εδώ κάτω η Μνήμη.

21. ΓΛΑΡΟΣ II

Δεν ξέρω γιατί, πες μου εσύ,
Πέταξες γλάρε, στο νησί
Έφτασες, έπιασες λιμάνι
Να ξαποστάσεις απ’ το θαλασσομάνι.
Να ’ναι ο τόπος σου αυτός
Ή άλλος κάβος στο πέλαγος;

Δεν ξέρω γιατί, πες μου εσυ,
Που μου ’δωσες γλάρου μορφή
Στα χαμηλά για να πετώ
Πάνω απ’ της θάλασσας τον αφρό
Κάτω απ’ τ’ ουρανού την απλωσιά
Με την κρυφή λαχτάρα στην καρδιά

Να ’μουν αστέρι λαμπερό στο θόλο του τον απλωτό!
Να ’μουνα βότσαλο λευκό στο σκιερό του το βυθό

Όχι εδώ, όχι εδώ, στης ψυχής την ερημία
Όχι εδώ, όχι εδώ, στου κορμιού την εξορία

Ες αεί περιιπτάμενος
Σκοτεινός ναυαγός του φωτός.

.

ΑΝΕΚΔΟΤΑ

Κόμβος

τοίχος αριστερά τοίχος δεξιά δεν βλέπω καλά πώς όταν μεθυσμένος ή ένα
κλάσμα δευτερολέπτου πριν τη λιποθυμία τα πράγματα διαχέονται λοξά στον αμφιβληστροειδή σου; πάντως ήταν τοίχος δεξιά τοίχος αριστερά μια μορφή περνά ξαφνικά μπροστά δεν ξέρω δεν μπορώ να διακρίνω τα χαρακτηριστικά πρόσωπο αξεδιάλυτο πυκνό στη στροφή του τοίχου με αρπάζει μου ξεκολλά το εξωτερικό περίβλημα ή μήπως το εσωτερικό
με σέρνει απ΄ τα μαλλιά πίσω

Το ξυλάκι έκανε άταχτες στροφές στον αέρα κι έπεσε δίπλα στο κύμα. Ο Τζακ έτρεξε χοροπηδώντας με τη γλώσσα να κρέμεται έξω από το στόμα του σ΄ ένα τεράστιο χαμόγελο και το έπιασε με τα δόντια του. Κάθε μέρα, λίγο πριν νυχτώσει, επαναλαμβανόταν αυτή η ιεροτελεστία. Δυο φιγούρες, μοναχικές, στο άπλωμα της ακτής εκεί ακριβώς όπου μόλις είχε αποσύρει τα νερά της η παλίρροια. Είχαν αποκαλυφθεί τόποι τόποι αμμώδεις, με γύρω το υπόλοιπο της θάλασσας. Βούλιαζαν τα πέλματα του αργά στη μαλακή άμμο. Κάπου εκεί είχε βρει και τον Τζακ, μια ώρα σαν και αυτή, πριν ένα χρόνο. Πώς είχε ξεπέσει εκεί; δεν ανακάλυψε ποτέ. Είχαν γίνει οι καλύτεροι φίλοι από την πρώτη στιγμή. Είχαν ταιριάξει, σαν να αναγνώρισαν ο ένας τον άλλον, όπως θα έλεγε κανείς. Από τότε όλα τα έκαναν μαζί. Ο Τζακ κάτω από το κρεβάτι τη νύχτα στον ύπνο. Ο Τζακ δίπλα στο τραπέζι στο γεύμα. Ο Τζακ πίσω απ’ την πολυθρόνα στο διάβασμα. Ο Τζακ μπροστά απ’ τα πόδια στον περίπατο. Είχαν περπατήσει πολλά μέρη μαζί στην ερημιά, γύρω απ’ το σπίτι, στο δάσος που εκτεινόταν στην πίσω πλευρά, αλλά και στην ακτή που φιδογύριζε τη θέα. Αυτή την ώρα της αμφιλύκης, τα βήματά τους πάντα κατέληγαν σε αυτό το ίδιο σημείο. Σαν να ήταν συγχρονισμένοι με το τράβηγμα της παλίρροιας. Άρεσε στον Τζακ να σκαλίζει τη βρεγμένη άμμο και να ανασύρει με τη μουσούδα του καβούρια, που είχαν εγκλωβιστεί στους μικρούς θύλακες νερού.

με σέρνει ακόμα πόση ώρα; οι ρίζες των μαλλιών στο κρανίο πονάνε
θ’ αποκολληθεί το δέρμα! με νύχια και με δόντια γραπώνω το πάτωμα να κρατήσω αντίσταση! δεν έχει πάτωμα μα πού είναι ο πάτος πιάνω βάλτο χώμα χύνεται μέσα απ’ τα δάχτυλα λάσπη μέσα στα μάτια νερό στα ρουθούνια ζάλη στα μέλη αφήνομαι

Χάρτινο το φεγγαράκι/κόκκινη η ακρογιαλιά/αν μ’ αγάπαγες λιγάκι/θα ‘ταν όλα αληθινά, σιγομουρμούριζε, ρυθμικά βηματίζοντας, εκείνο το τραγούδι. Κατάφερε να βγάλει το κακόμοιρο το καβουράκι μέσα από τα δόντια του Τζακ. Το πέταξε στο διπλανό αμμόλοφο. Την προηγούμενη φορά, οι δαγκάνες του, είχαν κόψει κομμάτι από το ένα το ρουθούνι. Έκανε μέρες να κλείσει το τραύμα. Α, δεν είχε διάθεση πάλι για αίματα στα χαλιά. Να μάθαινε πια κι αυτός ο Τζακ να μη χώνει τη μουσούδα του παντού

από μακριά έρχεται μια μελωδία παρά την παράλυση μ’ αρέσει χάδι στο πονεμένο μου κρανίο αγγίγματα στο κορμί αγαπημένα κλείνω τα μάτια πότε τα άνοιξα; τράβηγμα στον ώμο πέφτω πέφτω κάνω κύκλους στον αέρα;
ένα τράνταγμα στην πλάτη τίναγμα στα γόνατα
μαύρη σιωπή

Πέταξε το μολύβι στην άκρη. Έκλεισε με θόρυβο το τετράδιο. Επιτέλους! Τον είχαν κουράσει με τη γκρίνια τους. Κάθε φορά η ίδια ιστορία. Η υλακή του σκύλου. Τα βογγητά του ανθρώπου. Περίεργο όμως, τόσες νύχτες γράφω ξανά και ξανά, μέσα σε πυρετό, την ίδια σκηνή κι ακόμα δεν έχω καταφέρει να περιγράψω τα χαρακτηριστικά της μορφής. Το πρόσωπο του, μου είναι αξεδιάλυτο. Πυκνό. Θα είναι απ’ τα αίματα, σκέφτηκε. Και σκουπίζοντας με την ανάστροφη του χεριού, το πηχτό υγρό που κυλούσε απ΄ τα μάτια του, σηκώθηκε βαριανασαίνοντας απ’ την καρέκλα.

Τον παρακολουθεί από τη γωνία του δωματίου. Κάθε βράδυ το ίδιο σκηνικό. Σκιρτάει στα σκεπάσματα, βογκώντας. Πετιέται απότομα και σέρνεται, όπως όπως, στο μικρό γραφείο στη σκοτεινή γωνιά του κελιού του. Γράφει για ώρες πυρετικά πάνω από ένα τετράδιο. Αγωνιά μάταια να χύσει τους ζωντανούς εφιάλτες του στο χαρτί. Κάθε νύχτα. Πόσα χρόνια, έχασε κι αυτός το μέτρημα. Έχει καταντήσει μονότονο πια. Δεν του προσφέρει πλέον καμιά ηδονή. Καιρός να ψαρέψω άλλον κάβουρα! χαμογελά,
και μ΄ ένα ελαφρύ πήδο χάνεται
στη στροφή του τοίχου.

Θράκα 4/5/2017
http://www.thraca.gr/2017/05/blog-post_4.html

.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ

Νταν Αλμπεργκότι
ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΙΑ ΤΗΣ ΦΑΛΑΙΝΑΣ

Να μετράς τα τοιχώματα. Να αριθμείς τα πλευρά. Να σημειώνεις τις μεγάλες μέρες.
Να κοιτάζεις ψηλά για τον ουρανό μέσα απ’ το στόμιο. Να ανάβεις μικρές φωτιές
με τα σπασμένα σκαριά από ψαρόβαρκες. Να εξασκείσαι στα σήματα καπνού.
Να καλείς παλιούς φίλους, και να αφουγκράζεσαι την ηχώ από μακρινές φωνές.
Να οργανώνεις το ημερολόγιό σου. Να ονειρεύεσαι την ακτή. Να αναζητάς παντού
τη θαμπή ανταύγεια του φωτός. Να προχωράς στα γραπτά σου. Να ξανασκέφτεσαι
την καθεμία απ’ τις εκατομμύρια επιλογές της ζωής σου. Να αντέχεις τις στιγμές
της αηδίας για τον εαυτό σου. Να βρεις την απόδειξη για τους πριν από εσένα.
Να την καταστρέψεις. Προσπάθησε να κάνεις απόλυτη ησυχία, κι άκου τους ήχους
των μηχανών και της κίνησης των νερών. Να ακούς τον ήχο της καρδιάς σου.
Να ευχαριστείς που είσαι εδώ, που σε έχει καταπιεί με τις ελπίδες σου ολόκληρες,
εδώ όπου μπορείς να σταθείς και να περιμένεις. Να νοσταλγείς. Να σκέφτεσαι όλα
τα πράγματα που έκανες και που θα μπορούσες να είχες κάνει. Να θυμάσαι
στέκεσαι στο κέντρο της σιγαλής θάλασσας τη νύχτα, με τις μύτες των ποδιών σου
να δείχνουν ξανά και ξανά προς τα κάτω, κάτω στους σκοτεινούς βυθούς.

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΜΠΛΕ ΕΡΩΔΙΟΥ

Ο ποιητής προσπαθεί να κάνει τον ερωδιό θεό,
αλλά ο ερωδιός δεν ενδιαφέρεται. Ο ερωδιός
τσαλαβουτά καταμήκος της όχθης, ένα σκοτεινό σώμα
που απορροφά το φως, αναμονή που παύει το χρόνο.
Ο ποιητής βγάζει κάτι ήχους σαν προσευχή,
αλλά ο ερωδιός απλά ενοχλείται, και μ’ ένα βήμα
στον αέρα απομακρύνεται απλώνοντας τις φτερούγες.
Ο ποιητής προσεχτικά μνημονεύει ένα ιερό κείμενο,
αλλά ο ερωδιός έχει βρει μια κρυμμένη λακκούβα με νερό
ανάμεσα στα χαμόδεντρα και στέκεται εκεί
όλη τη μέρα, ατενίζοντας ψυχρά μέσα στο νερό,
πέρα από τα τραγούδια, πέρα από το αίμα,
πέρα απ’ όλες τις φωνές που ικετεύουν για έλεος.

http://frear.gr/?p=13599

ΤΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ ΜΕ ΑΚΡΙΒΕΙΑ ΡΟΛΟΓΙΟΥ

Για παράδειγμα, την ώρα που σταματάς το βήμα σου στον αέρα
και μετακινείς το πόδι σου στο πλάι για να μη συνθλίψεις
το γυαλιστερό πράσινο σκαθάρι στο πεζοδρόμιο,
που παραλίγο να το πετύχαινες. Το ρολόι του πύργου της σχολής
σημαίνει από μακριά μεσημέρι κι εσύ σκύβεις να δεις καλύτερα,
εκείνη τη μεταλλική λάμψη του εντόμου. Και τότε
συνειδητοποιείς ότι το φονικό σου βήμα θα ήταν περιττό.
Κάτι έχει ήδη συμβεί, κάτι συντελεσμένο.
Ήδη τα μυρμήγκια έχουν ξεκινήσει την ικανή τους εργασία,
στριφογυρίζοντας το σκαθάρι αργά απ’ τη μια πλευρά στην άλλη,
σαν κύματα που ταλαντεύουν μια κενή βάρκα. Οι καμπάνες
κρατούν το χρόνο, δώδεκα μουντές κινήσεις αργού χορού.
Κάτι κινεί τα μυρμήγκια για λίγο. Κάτι κινεί κι
εσένα να προχωρήσεις. Ο ουρανός είναι τραγικά ο ίδιος,
γεμάτος με μηχανοκίνητα, κελαϊδισμούς, στιγμιαία σύννεφα.
Και μετά βρίσκεσαι στην κουζίνα σου, και κόβεις κρεμμύδια
στον πάγκο καθώς δάκρυα πέφτουν απ’ τα μάτια σου που καίνε,
περιμένοντας τις βραδινές ειδήσεις ενώ το κοτόπουλο αποψύχεται
στον νεροχύτη, περιμένοντας για τα ατυχή ατυχήματα
που χωρίζουν σε διαστήματα τη μέρα και τη νύχτα με όλες τις ώρες
και τα δευτερόλεπτά τους, και σε βοηθούν να μετράς το χρόνο.

ΠΡΟΝΑΟΣ

Μερικές φορές εύχομαι να μπορούσα να βρω τη Σίντυ
να την ευχαριστήσω που είχε συμφωνήσει με την καλή μου ιδέα
να τρυπώσουμε κρυφά στο παρεκκλήσι του πανεπιστημίου
αργά ένα βράδυ το 1983 για να κάνουμε έρωτα.
Δε θέλω να την ευχαριστήσω μόνο επειδή μου χάρισε
τον άσσο που κρύβω στο μανίκι – «οίκος της λατρείας» –
για κάθε ανόητο παιχνίδι στα πάρτι που αρχίζει με
«Ποιο είναι το πιο παράξενο μέρος που έχεις κάνει ποτέ…;»
Όχι, θέλω να την ευχαριστήσω για την αλήθεια του.
Για το ότι έμαθα πως η καρδιά είναι αγία ακόμα και τότε που
οι δικές μας καρδιές ήταν τόσο εύθραυστες κι άπειρες.
Η αλήθεια: ήταν το 1983 ˙ ήμασταν δεκαεννιά χρονών ˙
πλαγιάσαμε κάτω απ’ το βωμό και κάναμε ένα σιωπηλό κήρυγμα
όχι μόνο για τη θεϊκότητα της σάρκας, αλλά για την χάρη
της καρδιάς κάτω απ’ αυτήν. Ήταν η μόνη ομιλία
που ξέραμε, και οι ψυχές μας ήταν μακάριες.
Συναισθηματισμοί και κλισέ, μπορεί να πεις, αλλά έτσι
λες εσύ. Αυτό που ξέρω εγώ, είναι αυτό που είναι ιερό.
Κύριε αυτού του άλλου κόσμου, άσε με να ανακαλέσω εκείνη τη νύχτα.
Άσε με να ακούσω ξανά πώς οι ψιθυριστές μας αναφωνήσεις
κοντά στο τέλος έμοιαζαν με ρυθμό ύμνου που ανυψώνεται,
κι άσε με να νιώσω πώς εκείνες οι λησμονημένες λέξεις έρχονταν
από κάποιον άλλον τόπο και σήμαιναν κάτι.
Κάτι, έστω και μόνο για τη μοναδική νυχτοπεταλούδα
που, μέσα στον σκοτεινιασμένο αέρα κείνου του παρεκκλησιού
πετάριζε τα σκονισμένα της φτερά γύρω απ’ τα κεφάλια μας.

(Τα ποιήματα είναι από τη συλλογή The Boatloads, 2008)

http://staxtes.com/2003/?p=9056

ΣΥΝΤΟΜΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ – ΝΤΑΝ ΑΛΜΠΕΡΓΚΟΤΙ

της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου

Ο Νταν Αλμπεργκότι, σύγχρονος Αμερικάνος ποιητής, εξέδωσε το 2014 την ποιητική συλλογή Millennial Teeth (Southern Illinois University Press), βραβευμένη στο διαγωνισμό Crab Orchard Series in Poetry Open το 2013, και το 2008 την ποιητική συλλογή The Boatloads (BOA Editions) που είχε βραβευτεί με το A. Poulin, Jr. Poetry Prize. Άλλες δυο συλλογές του, το Charon’s Manifest 2005, και το The Use of the World 2013, κυκλοφόρησαν σε περιορισμένα αντίτυπα. Έχει συμμετάσχει σε πολλά συνέδρια και ομιλίες στην Αμερική, και είναι μέλος του Virginia Center of the Creative Arts. Ίδρυσε το online περιοδικό Waccamaw στο Πανεπιστήμιο Coastal Carolina University στη Νότια Καρολίνα, όπου διδάσκει και έχει την έδρα Λογοτεχνίας.

Η ποίηση του Αλμπεργκότι, ταυτόχρονα ζοφερή και φωτεινή , χαρτογραφεί ένα αντιφατικό ταξίδι γεμάτο τρόμο αλλά και λαχτάρα, κυνισμό αλλά και ελπίδα. Περπατά σε ένα τεντωμένο σχοινί πάνω απ’ το κενό των διαψεύσεων αναζητώντας το δρόμο της λύτρωσης. Κινείται στη λεπτή γραμμή ανάμεσα στο αρχαίο και το νέο, στον θρησκευτικό σκεπτικισμό και την ανάγκη πίστης, στην υψηλή τέχνη και την λαϊκή κουλτούρα, το παραδοσιακό και το μοντέρνο. Αυτά τα στοιχεία είναι ορατά και στη γλώσσα και την ποιητική τεχνική του. Παραδοσιακά μορφικά συστήματα βρίσκονται δίπλα σε ελεύθερο στίχο, και νέους πειραματισμούς , όπως ένας δικός του τύπος σονέτου. Επιρροές από Βιβλικά κείμενα, ελληνικούς μύθους, Dante, Keats, Shakespeare, Albert Camus, Jack Gilbert, Philip Larkin , Wallace Stevens αναμειγνύονται με αυτές από τη σύγχρονη ροκ μουσική σκηνή, όπως Thom York, Radiohead και Joy Division.
Τα ποιήματα του Αλμπεργκότι πετυχαίνουν να παρασύρουν τον αναγνώστη στον κόσμο των δικών του εμμονών με το μυστήριο, την αμφιβολία, το εφήμερο των πραγμάτων, αλλά και το αιώνιο και ιερό, σε μια αποστολή αναζήτησης του νοήματος της ζωής για τη σωτηρία του κόσμου.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΕΞΩΤΙΚΑ ΕΙΔΗ
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΛΙΑΤΖΟΥΡΑ

CULTUREBOOK 24/6/2022

Ο μαγευτικός κόσμος των εξωτικών ειδών

Τα εξωτικά είδη είναι πολλά, είναι πολύχρωμα και σπάνια. Είναι είδη που ζουν και ευδοκιμούν και πολλαπλασιάζονται σε περιβάλλοντα μακρινά, ιδιαίτερα και προστατευμένα. Έτσι και η τέταρτη ποιητική συλλογή της καλής ποιήτριας Μαργαρίτας Παπαγεωργίου με τον μαγευτικό τίτλο Εξωτικά είδη που κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν, αποτελεί μια κατάθεση του εξωτικού κόσμου που περικλείει στην ψυχή της η ποιήτρια.

Έντονα τα χρώματα του εξώφυλλου -φούξια και λαχανί. Χρώματα φωτεινά και λαμπερά όπως και τα χρώματα των εξωτικών ειδών. Δυο φωτεινά τετραγωνισμένα πλαίσια που δεν περνάνε απαρατήρητα, και που μας παρασέρνουν νοητά σε κόσμους πολύχρωμους, ανεξερεύνητους και μαγικούς. Στη μέση ένα σύμπλεγμα οι δυο λέξεις του τίτλου στοιχισμένες έτσι ώστε να σχηματίζουν μια γωνία λεκτική. Μια γωνιά σε τέλεια αναλογία που ισορροπεί με τα δυο άλλα στοιχεία που αναγράφονται στο εξώφυλλο του βιβλίου, του ονόματος της ποιήτριας δηλαδή και της επωνυμίας του εκδοτικού οίκου.

Σύμπλεγμα αποτελεί και ο αριθμός των ποιημάτων που περιλαμβάνει τούτη εδώ η ποιητική συλλογή. Αρκεί να παρατηρήσει κανείς τον αριθμό 39 σαν απεικόνιση. Ωστόσο αυτήν τη φορά πρόκειται για ένα σύμπλεγμα λείο και στρογγυλεμένο. Σαν να θέλει η Παπαγεωργίου να παντρέψει τo αιχμηρό των γωνιών του τίτλου με την γλύκα της καμπύλης του περιεχόμενου. Το σχήμα των αριθμών εξάλλου δεν είναι καθόλου τυχαίο, αλλά αποτυπώνει έναν βαθύτερο συμβολισμό της συνειδητότητας. Δεν είναι τυχαίο που ο Πυθαγόρας, ως προπάτορας της αριθμολογίας, κατανόησε ότι τα σύμβολα που κρύβονται μέσα στους αριθμούς αποτελούν βάση για οτιδήποτε υπάρχει μέσα στο Σύμπαν. Και είναι γνωστό ότι την Παπαγεωργίου την απασχόλησαν και στις προηγούμενες ποιητικές της συλλογές, τα ζητήματα της ύπαρξης και των δυνάμεων του Σύμπαντος που ορίζουν και ίσως καθορίζουν τα συμβάντα της ζωής. Έτσι και ο αριθμός του συνόλου των ποιημάτων της συλλογής της Παπαγεωργίου 39. Το 3 δυο καμπύλες που δεν προσκολλώνται ούτε στη Γη ούτε στον ουρανό, αλλά που έχουν την ελευθερία να κινηθούν προς πάσα κατεύθυνση. Το 9 μια καμπύλη γραμμή να κινείται προς τον ουρανό, μετά από την επαφή με τη Γη και η εμπειρία να χαρίζει Σοφία και να ωθεί προς το επόμενο επίπεδο συνειδητότητας.

Αλλά γιατί αυτός ο τίτλος; Ποια η σημειολογία του; Αναμοχλεύοντας στα λεξικά, διαπιστώνει κανείς την πρόθεση της ποιήτριας. Ο Τριανταφυλλίδης για παράδειγμα δίνει στο επίθετο εξωτικό χαρακτηριστικά μακρινά, που συνήθως είναι τροπικά και σχετικά άγνωστα, που υπάρχουν ή προέρχονται από εξωτικές χώρες, που είναι σπάνια ή ασυνήθιστα. Ο Κριαράς ωστόσο δίνει μια επιπλέον ερμηνεία στο λήμμα, αυτή του ξωτικού, των πλασμάτων δηλαδή εκείνων της Σκανδιναβικής Μυθολογίας που απεικονίζονται ως μικρές πανέμορφες θεότητες της φύσης και της γονιμότητας, που ζουν σε δάση ή σε άλλες περιοχές της υπαίθρου, υπογείως ή σε κρύπτες και που διαθέτουν μαγικές ικανότητες. Και μάλλον η βούληση της ποιήτριας ήταν να αφήσει στην ευχέρεια του αναγνώστη | της αναγνώστριας να επιλέξει μεταξύ εξωτικού ή/και ξωτικού.

Σαν τους ρομαντικούς ταξιδευτές που θα ήθελαν να αναζητήσουν σε χώρες μακρινές και σε τοποθεσίες μαγευτικές, εμπειρίες ζωής, έτσι και η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου, επισκεπτόμενη νοητά τα Highlands της Σκωτίας στο αντίστοιχο ποίημα παραδέχεται ότι

Είχα κάνει σχέδια πολλά
Να ταξιδέψω
Σε μέρη μακρινά, εξωτικά
Εκεί πάνω στο Βορρά
Στα κρύα Χάιλαντς με τα ψηλά τα κάστρα
Να βρω τους κοκκινομάλληδες με το γιγάντιο ύψος

[…]

(A’ Ghaidhealtachd, σελ. 18)

Η ποιήτρια νοσταλγεί ένα ανεπιτήδευτο παρελθόν και ενδιαφέρεται με μια ενορατική δύναμη για δοξασίες που περιέχουν υπερφυσικά στοιχεία, αναζητώντας μακριά από την επιφανειακή πραγματικότητα του κόσμου την υπερβατική της αλήθεια. Σαν τους ρομαντικούς ταξιδευτές και η Παπαγεωργίου παλεύει συνεχώς με τη δαιμονική μορφή του χρόνου. Μοτίβο της η φύση και το εφήμερο της ζωής. Χαρακτηρίζεται από αισθήματα νοσταλγίας και μελαγχολίας. Μια νοσταλγία όμως και μια μελαγχολία που αφήνουν μια γλύκα. Και αυτή η γλύκα είναι που δίνει στην ποιήτρια Παπαγεωργίου την δύναμη να κάνει τις προαναφερόμενες προσωπικές της υπερβάσεις. Η ποιήτρια δεν είναι απελπισμένη. Στωικά αντιμετωπίζει τις υπαρξιακές της ανησυχίες.

Από το πρώτο κιόλας, το εναρκτήριο ποίημα της συλλογής, η Παπαγεωργίου αποκαλύπτει τις διαθέσεις της. Από την μία θέλει να αναδείξει την μοναδικότητα της ύπαρξης του εξωτικού της κόσμου και το εφήμερο των αισθήσεων και των παραισθήσεων, και από την άλλη να εκφράσει την παιχνιδιάρικη της διάθεση καθώς καλεί τον αναγνώστη | την αναγνώστρια να συμμετάσχει στο παιχνίδι που θα ακολουθήσει με τον παρακάτω στίχο

[…]

μπροστά σου είναι όλα. Έλα να παίξουμε

(Χαρμάνια Τροπικά, σελ. 9)

Και η αλήθεια είναι αυτή. Περιδιαβαίνοντας τα Εξωτικά Είδη αισθάνεσαι σαν να τα διαπερνά μια κλωστή παιχνιδιάρικη και αόρατη. Αόρατη στα μάτια, αλλά όχι στην καρδιά. Και όχι απαραιτήτως κόκκινη όπως αυτή των παραμυθιών. Πολύχρωμη είναι η κλωστή της Παπαγεωργίου, υφασμένη με όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Αυτή η πολύχρωμη κλωστή συνδέει το εξωτικό με το οικείο, το ονειρικό με το ρεαλιστικό, το άγνωστο με το γνωστό, το ουράνιο με το επίγειο.Σουρικάτες, χρυσόψαρα, φλαμίνγκο, υάκινθοι, γλαροπούλια και κρίνοι σαρκοφάγοι μας παίρνουν από το χέρι και μας ξεναγούν στον εξωτικό κόσμο της. Πλάθει εικόνες πολλές στα ποιήματα της με πρωταγωνιστές διάφορα είδη του βασιλείου επί Γης. Άλλοτε μια τίγρης και ένα σπουργίτι αποτελούν τον μέσα και τον έξω κόσμο της, άλλοτε μεταλλάσσεται η ίδια σε λευκή ή μαύρη πάνθηρα και άλλοτε ριζώνει φτερά στης πλάτες και γίνεται τζίτζικας τ’ αέρος για να επανέλθει στην πρότερη της μορφή, αυτή του καλοκαιριού

[…]

Τα χρώματα βουίζουν μέσα μου
Γι’ αυτό, απ’ την καρδιά του θέρος
ριζώνω φτερά στις πλάτες μου
και γίνομαι ο τζίτζικας τ’ αέρος
Ήμουν καλοκαίρι και πάλι

(Πως να γίνεις θέρος, σελ. 15)

Η παρουσία η ανθρώπινη ωστόσο παντού και πάντα αισθητή. Γιατί κι ο άνθρωπος εξωτικό είδος είναι εντέλει. Και είναι αυτός που μπορεί και βλέπει και αισθάνεται την ομορφιά του κόσμου, είναι όμως κι αυτός που, επιστρατεύοντας την λογική που διαθέτει σε αντίθεση με τα άλλα είδη του ζωικού βασιλείου, συνειδητοποιεί την ευθραυστότητα του κόσμου όλου και την δυσκολία των συσχετισμών και των ισορροπιών μεταξύ φύσεως και ανθρώπινου στοιχείου. Και πρέπει να διαθέτεις ευαισθησία και αγάπη και σεβασμό για όλα τα πλάσματα του κόσμου για να καταθέτεις με τόλμη πως

[…]

Αν το πιάσεις τελικά απ’ αλλού
ο μέγας πόλεμος των ειδών
έχει έναν και μόνο κοινό εχθρό
(Τουλάχιστον, προς ώρας, στον πλανήτη μας)

(Ο πόλεμος των κόσμων, σελ. 49)

Η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου εφορμάτε από τα εξωτερικά ερεθίσματα του κόσμου για να περάσει στην εσωτερική και πολύ μοναχική διαδικασία της ενδοσκόπησης και της κατάδυσης στον έσω κόσμο. Αυτή την κατάδυση κάνει η ποιήτρια και στο έξοχο ποίημα της συλλογής με τίτλο Πολυξένη. Στην ποιητική αυτή σύνθεση, που αποτελείται από επτά αυτοτελή ποιήματα, είναι υδάτινη η μορφή της γυναίκας που καταδύεται στο υδάτινο στοιχείο. Που γλιστράει στο βυθό και που ενσωματώνεται με την θάλασσα και μεταμορφώνεται σε ένα είδος θαλασσινό, σε ένα είδος εξωτικό, μια νεράιδα, ένα ξωτικό που εγκαταλείπει το γήινο, θνητό σώμα, που εξαϋλώνεται, μετασχηματίζεται, υπερβαίνει τον θάνατο και περνά στην αθανασία. Αλληγορικό το νόημα του ποιήματος. Όποιος ακούσει με προσοχή, θα ακούσει τις υπόγειες φωνές της Παπαγεωργίου μέσα από τα καλέσματα της γοργόνας της

IV.

Στην αρχή ένιωθε ξένη μέσα στο υγρό
όπως το σώμα που κυμάτιζε μέσα της
(δε σταματούσε να κυματίζει εντός της)
όπως το κορμί στο οποίο μεταμορφωνόταν
έγινε πόλη εξόριστη
-ω ξένε, φίλε μου, θεέ μου-
μ’ ένα αγκίστρι σφηνωμένο στο δέρμα
με το μάτι της να φιλοξενεί πλέον
όλον τον παρελθόντα και μέλλοντα κόσμο
έγινε
μια γοργόνα ξενιστής του σύμπαντος

(Πολυξένη, σελ. 26)

Αλλού πάλι ταυτίζει η ποιήτρια Παπαγεωργίου την ποίηση με τα Φλαμίνγκο. Εξωτικά κι εκείνα σαν την ποίηση, στο χρώμα της φωτιάς, σκαλίζουν βούρκους, τρώνε υδρόβια φυτά σε αποσύνθεση, είναι μονογαμικά και χορεύουνε όλα μαζί σε κοινό ρυθμό, όπως λέμε δηλαδή

Φλαμίνγκο, όπως ποίηση, ποιήματα, ποιητές, ποιήτριες

ωστόσο παρά την εξωτική τους όψη, τα Φλαμίνγκο-Ποιήματα δεν κατατάσσονται στα είδη προς εξαφάνιση αφού

[…]

Στο «Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων
Ειδών» στην Ελλάδα, λόγω της παρουσίας
μεγάλου αριθμού τους, το φλαμίνγκο κατά-
τάσσεται στα είδη «Μειωμένου Ενδιαφέ-
ροντος»

(Ποίηση ή Η Σύλληψη των Λέξεων-Φλαμίνγκο, σελ. 64)

Η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου γνωρίζει καλά τον κόσμο των εξωτικών ειδών της. Γνωρίζει πόσο εφήμερη και κάποιες φορές μάταιη είναι η ζωή. Γνωρίζει πόσο ψευδεπίγραφό είναι το κυνήγι ενός εξωτικού κόσμου αφού μας επισημαίνει στο τελευταίο ποίημα της συλλογής, σε μια ειλικρινή κατ’ ιδίαν εξομολόγηση, πως όλα είναι θέμα συνειδητοποίησης. Τόσο του εξωτικού, όσο και του εξωτ(ο)ικού μας κόσμου αρκεί να στρέψεις το βλέμμα.

Και κάποτε, αντιλαμβάνεσαι ξαφνικά
πως δεν χρειάζεται να πας μακριά
το εξωτικό βρίσκεται ακριβώς κάτω
απ’ τα ακροδάχτυλα των ποδιών σου
μόνο δέκα λεπτά δρόμος απ’ το σπίτι σου
αρκεί να στρέψεις το βλέμμα
Και κάποτε, καθώς στρέφεις το βλέμμα
αντιλαμβάνεσαι ξαφνικά
πως το εξωτικό προεκτείνεται
απ’ τα ακροδάχτυλα των ποδιών σου
μόνο δυο λεπτά δρόμος
στο υπόγειο μέσα στο σπίτι σου

(Εξωτ(ο)ικό, σελ. 70)

.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΨΥΧΟΓΥΙΟΠΟΥΛΟΥ

FREAR 8/8/2022

Ξεκλειδώνοντας τις πύλες του εξωτισμού

Η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου μετά από τρεις ποιητικές συλλογές επανέρχεται με τα Εξωτικά Είδη μια πρωτότυπη συλλογή αντάξια του τίτλου της. Η καλαίσθητη συλλογή εκδόθηκε από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν τον Μάιο του 2022 και περιλαμβάνει 39 ποιήματα σε γλώσσα εύρωστη, διεισδυτική η οποία λειτουργεί αρμονικά με τον ελεύθερο, νεωτερικό στίχο και τον ρυθμό. Η ποιήτρια φλερτάρει δημιουργικά με τον υπερρεαλισμό, όπως άλλωστε μας προϊδεάζει με τον τίτλο.

Ο αναγνώστης βυθίζεται στον εξωτισμό λέξεων και εικόνων με αρωγό τη χρήση της γλώσσας του υποσυνείδητου και των μυθικών εικόνων που συναντά σχεδόν σ’ όλα της τα ποιήματα. Με την πρώτη ανάγνωση, όμως, διαπιστώνει πως πίσω από το περίβλημα του εξωτισμού βρίσκεται μία βαθιά προσεγμένη ποίηση με διακειμενικές αναφορές, αμφισημίες και αλληγορική προσέγγιση. Κάθε ποίημα είναι και ένα πέταγμα ψυχής, μια ξεχωριστή παράδοξη ιστορία που μπορεί να αρθρωθεί ως ένα μικρό διήγημα με ήρωες (πρόσωπα ή ζώα) και δράση, η οποία διαδραματίζεται σε τόπους πραγματικούς ή φανταστικούς.

Η σημειολογία της ποιητικής συλλογής πυκνώνεται στον τίτλο της, αλλά διαχέεται μέσω αυτού στις τέσσερις ενότητες: τροπικά, ξωτικά, παραδείσια και οικόσιτα. Τα ποιήματα των τεσσάρων πολύσημων ενοτήτων της συλλογής, με τους μονολεκτικούς τίτλους, φανερώνουν τη μεταπλαστική και τη διεισδυτική ικανότητα της ποιήτριας, η οποία αναζητά και ανακαλύπτει το μυστήριο και τη σαγήνη των εξωτικών ειδών. Αυτά μπορεί να είναι τροπικά και ασυνήθιστα μα μερικές φορές τροπικά γίνονται τα πιο κοντινά μας πράγματα, τα οικόσιτα και καθημερινά αν τα κοιτάξουμε με το βλέμμα της ποίησης.

Η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου με τον αφαιρετικό χαρακτήρα αλλά και τη δυναμική τής εικονοποιίας, συνομιλεί δημιουργικά με θεμελιώδη διακείμενα από τη μυθολογία άλλοτε καταγράφοντας την επικαιρότητα και άλλοτε με κάποιες αυτοαναφορικές εκμυστηρεύσεις. Η μεγαλύτερη πρόκληση για τον αναγνώστη είναι ο εντοπισμός των διακειμενικών δανείων που διαρρέουν τα ποιήματα και ενέχουν το στοιχείο της προσωπικής σύνθεσης.

Το νερό και ιδιαίτερα η θάλασσα είναι η έκφραση της απεραντοσύνης, του μυστηρίου, της ισορροπίας, της μεταμορφωτικής ιδιότητας της φύσης και της ελληνικής ταυτότητας. Το ποιητικό υποκείμενο ταυτίζεται με τη θάλασσα και γενικότερα το υδάτινο στοιχείο και είναι φανερή μια συνεχής εσωτερική επικοινωνία που κυοφορεί μέσα της στίχους και εικόνες. Το υδάτινο λοιπόν, σε όλες τις μορφές του (θάλασσα, νερό, ποτάμια, δάκρυα, βροχή, λίμνες, ρυάκι, πηγάδι, αγκίστρι, αμμοθίνες, νησάκια, γλαρόπουλα, μέδουσα, υδρόβια φυτά, αρμυρίκια, βότσαλα, κοράλλια κ.ά.) ρέει θαρρείς ανάμεσα στους στίχους με την ονειρική, ανάρια, διάφανη υφή του από το εναρκτήριο ποίημα της πρώτης ενότητας με τίτλο «Χαρμάνια τροπικά» Στο ποίημα με το μοτίβο των έντεχνων παρομοιώσεων που εξελίσσονται σε εικόνες, την έξαρση και τη συμμετοχή των πέντε αισθήσεων εντείνονται τα συναισθήματα και έλκουν τον αναγνώστη ο οποίος αφουγκράζεται τον καταληκτικό στίχο με τα δύο μοναδικά ρήματα του ποιήματος «μπροστά σου είναι όλα. Έλα να παίξουμε» (σ. 9). Στίχος που άμεσα καλεί τον αναγνώστη σ’ ένα νοητικό παιχνίδι- παιχνίδι με τις λέξεις και ένα πνευματικό ταξίδι

Στο ποίημα «Κατώφλια» το ασύνδετο, τα πεζολογικά στοιχεία, η απουσία στίξης επιτείνουν τον ασθματικό, παραληρηματικό λόγο, ενώ στα σημαίνοντα των εικόνων διαφορετικά στοιχεία ενώνονται και συνθέτουν τοπία αστικά αλλά και τοπία ψυχής ερωτικά. Τα γεφύρια όπως και τα κατώφλια, οι δίοδοι, οι λεωφόροι και οι εθνικές οδοί όμως τελούν αναγκαία ένα διπλό έργο: ενώνουν και συνάμα διαχωρίζουν, συνδέουν, αλλά και απομακρύνουν δύο πλευρές μιας επιφάνειας εδάφους, μιας συνέχειας ή μιας σχέσης. Η παράθεση πολλαπλών και ανόμοιων εικόνων καθώς και συμβόλων εντείνει και διαχέει το μυστήριο. Η ποιήτρια, αξιοποιώντας στο έπακρο την αρχή της αντίφασης, ως σύζευξη αντιθέτων και λογικά ασύμβατων συναισθημάτων γράφει: Ό,τι είναι γύρω μου και μέσα μου/είναι τίγρης και σπουργίτι/στο κατώφλι μου (σ.10).

Σε κάθε κείμενο ρέει υπόγεια η μελαγχολία, προσδίδοντας εξομολογητικό τόνο και έντονα νοσταλγική διάθεση στην ποίησή της. Στο ποίημα «A’ Ghaidhealthacd» (σ. 18) αναφέρεται στα ταξίδια που είχε σχεδιάσει στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Οι εικόνες είναι καθαρές και αυτόνοµες σε κάθε στροφή. Καθαρές, γιατί πηγάζουν ολόκληρες και δομούνται από τις αισθήσεις. Και αυτόνοµες γιατί δεν “φιλοσοφούν” αλλά παραπέμπουν στη νοητή τους ενδοχώρα, την ιδέα και γίνονται φορείς μηνυμάτων. Στο υστερόγραφο του ποιήματος δηλώνεται η αγάπη, η ερωτική διάθεση αλλά και η ανάγκη της ποιήτριας για τη γραφή, και έτσι η ποίηση γίνεται η διέξοδος στο τραύμα της ύπαρξης.

A’ GHAIDHEALTACHD

[…] Είχα κάνει σχέδια πολλά
να ταξιδέψω
Σε μέρη μακρινά, εξωτικά
Εκεί κάτω στο νότο
Με το ψωμί το ζυμωτό και την ελιά
Το σαξόφωνο και τον χορό στους δρόμους
Τους πάγκους με τα πολύχρωμα μπαχαρικά
να βρω τις γυναίκες με το μαύρο μολύβι στα βλέφαρα

Την Ανατολή και Δύση τις άφηνα για μετά
ήθελα πρώτα την καρδιά
Το μυαλό και τα προγονικά ήταν κοντά
Αναζητούσα εσένα πια να βρω
Ταξίδια νέα να κάνουμε μαζί
Σε μέρη μακρινά και εξωτικά

Μα όπως πάντα ο θεός γελά
Κλειστοί πλέον οι δρόμοι κι οι αγκαλιές
Και αναρωτιέμαι τελικά
Αν το ταξίδι είσαι εσύ που δεν υπάρχεις

Υ.Γ.
Παρόλα αυτά/
Άρχισα να μαθαίνω γαελικά/
Για να σου γράφω

Το λογοτεχνικό ταξίδι συνεχίζεται με τη δεύτερη ενότητα ξωτικά, όπου μας παρουσιάζει κι ένα άλλο μονοπάτι της ποίησής της που αγγίζει κοινωνικά ζητήματα. Στηλιτεύει τη συνενοχή του κοινωνικού περιγύρου με τη συστηματική αποσιώπηση και ανοχή που επιδεικνύει στα φαινόμενα βίας κατά των γυναικών που δυστυχώς φαίνεται πως είναι διαχρονικό. Η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου σημαδεύει με την ποίησή της και παράλληλα αποτυπώνει την κραυγή κάθε γυναίκας είτε με τη μορφή της μυθικής Πολυξένης, είτε με το κορίτσι των υάκινθων, ποιήματα συνυφασμένα με την πραγματικότητα, τους μύθους, τις μνήμες, τις επιθυμίες και τις υπαρξιακές αγωνίες. Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα «Γυναίκα» (σ. 25):

Με δίχως γλώσσα πόσες φωνές
με δίχως πρόσωπα πόσες κραυγές
Ευπροσήγοροι, ευανάγνωστοι οι νέοι άγιοι
κι οι θεοί βαριεστημένοι χασμουριούνται
στα σινεμά
Πίσω από τα βλέφαρα
ροδαλές παιδίσκες θωπεύονται στα κρυφά.
Στο αντικριστό νησί μια γυναίκα διέταζε
τους κεραυνούς
να σχίσουν το βουνό στα δυο.
Ένας ζωγράφος ανακάλυψε
την εικόνα της στις ρίζες μιας μυρτιάς
την ανέσυρε και την ονομάτισε
Η γυναίκα από τότε περπάτησε
αν κι ο δρόμος για το λιμάνι δεν τέλειωσε
ποτέ

Το νησί στην υποτροπική ζώνη
παραμένει ακόμα σε αποκλεισμό
λόγω καταιγίδας καρχαριών

Η ποιήτρια ως θήλεια ύπαρξη με τη συναρμογή λέξεων και τη μεταφορική λειτουργία τους εκφράζει την επιθυμία να αγγίξει τον ουρανό με το ποίημα «Θα ήθελα να ήμουν χορεύτρια» (σ. 40) έτσι ώστε να έρθει η κάθαρση από τα επί της γης παθήματα της γυναίκας. Ο επουράνιος χώρος αποτελεί μια ποιητική σταθερά από τον οποίο πηγάζει η προσδοκία για το ονειρικό. Τα στοιχεία της φύσης αποκτούν ιδιότητες που αντιστρέφουν την πρωτογενή τους λειτουργία-κατάσταση, διαμορφώνοντας την εικονοπλασία ενός παράδοξου κόσµου µεταµορφώσεων και αντιφάσεων.

ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΗΜΟΥΝ ΧΟΡΕΥΤΡΙΑ

με τα χέρια απλωμένα
να αγγίζω τον ουρανό,
με τη βαρύτητα της λεκάνης
να δονώ το χώμα,
με τα πόδια ανοιχτά
να επιστρέφω στο νερό,

για το παράπονο
να γράφω στο δάπεδο,
για τον πόνο
να σχίζω τον αιθέρα,
για τη χαρά
να ενώνω τα δάχτυλα,

η πλάτη μου το πρόσωπό σου
η μέση μου τα αυτιά σου
το γόνατο μου το στήθος σου

τα μαλλιά μου να γνέφουν κοράλλια στον
ύπνο σου
κι οι βλεφαρίδες μου να ξετινάζουν τους
κάβους σου

Θα ήθελα να ήμουν χορεύτρια
κολιμπρί μες στη γύρη να συνηχώ
τα νέκταρ όλου του κόσμου

Η δημιουργός στην τρίτη ενότητα παραδείσια µε την ελευθερία της μοντέρνας γραφής και άντληση παραστάσεων από το χώρο του ασυνειδήτου, µε λιτότητα στα εκφραστικά μέσα μεταγράφει ποιητικά τη δύσκολη πραγματικότητα, εκφράζοντας την κρίση που χαρακτηρίζει τον σύγχρονο πολιτισμό και την αγωνία που συνεπάγεται αυτό. Ανακατασκευάζει την καθημερινή εμπειρία µε τον τρόπο αυτό, τη μεταμφιέζει με την ενεργή και ευεργετική συμμετοχή των στοιχείων της φύσης για να εκφράσει την ανησυχία της ως καλλιτέχνης και ως άνθρωπος. Η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου συμπλέκει τη δική της αγωνία µε το διάχυτο άγχος της εποχής, παρουσιάζοντας μέσα από εφιαλτικούς μύθους και αινιγματικά σύμβολα εικόνες και παράδοξες καταστάσεις, όπως στο ποίημα «Τραίνο Μέδουσα» (σ. 46).

Ο έρωτας, ο χρόνος, η φθορά, το σώμα και η αγάπη για τη γραφή είναι κύρια συστατικά της ποιητικής της παρουσίας. Η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου μιλά γι’ αυτά με τον δικό της ξεχωριστό τρόπο, αναπαριστά τον έρωτα σ’ ένα φυσικό και αστικό τοπίο, προσφέρει μια νέα πρόταση, ένα καινούργιο βλέμμα τόσο στο συνειδητό όσο και στο ασυνείδητο. Το τοπίο αλληλεπιδρά με το ποιητικό υποκείμενο και μεταβάλλεται μέσα από το βλέμμα του. Έτσι, η δημιουργός ατενίζει το παρελθόν και το φέρνει σ’ ένα δυστοπικό παρόν, όπου η φύση εκδικείται και το ποιητικό υποκείμενο μας εκμυστηρεύεται: Η άμμος παίρνει πάντα πίσω αυτό που της/ανήκει./(κι εγώ ακόμα γράφω ποιήματα για σένα) από την τέταρτη ενότητα οικόσιτα (σ.62).

Χαρακτηριστική στα ποιήματα είναι η παρουσία των ζώων και των πουλιών, παραδείσια ή οικόσιτα, δυνατά ή αδύναμα τα οποία συχνά έχουν έναν κομβικό ρόλο, καθώς γίνονται οι καταλύτες του ανθρώπινου ψυχισμού. Η ποιήτρια προσελκύεται από τον κόσμο των πουλιών και εμβαθύνει με αγάπη σ’ αυτόν προκειμένου να τον ερμηνεύσει. Κάθε εικόνα είναι ένα αντικαθρέφτισμα του κόσμου τους που δημιουργεί ποικίλα συναισθήματα στον αναγνώστη. Η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου με την ανεξάντλητη πένα της περιγράφει τα παραδείσια χρώματά τους, ακολουθώντας τα στις εντυπωσιακές πτήσεις τους αλλά και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, ζώντας στα πιο εχθρικά περιβάλλοντα του πλανήτη. Στο ποίημα «Ποίηση ή Η σύλληψη των λέξεων-φλαμίνγκο» (σ. 64) και αποφαίνεται για την ομορφιά του πετάγματος των φλαμίνγκο και ταυτίζει το πέταγμά τους με την ποίηση τα ποιήματα, τους ποιητές και τις ποιήτριες.

ΠΟΙΗΣΗ ή Η ΣΥΛΛΗΨΗ
ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ-ΦΛΑΜΙΝΓΚΟ

Φλαμίνγκο σημαίνει το χρώμα της φωτιάς
φοινικόπτερα στο πορφυρό του αίματος

Ισορροπούν στο ένα πόδι
Στο ένα πόδι τρώνε
με το κεφάλι τους ανάποδα
σκαλίζουν βούρκους
χώνουν το ράμφος τους στις λάσπες
Τρέφονται με γαρίδες, άλγες,
υδρόβια φυτά σε αποσύνθεση
καταναλώνουν δηλητηριώδη κυανοβακτήρια
στα οποία χρωστούν το φλογερό τους χρώμα
[…]

Ζουν στα πιο εχθρικά περιβάλλοντα του πλανήτη
Είτε ως κομμάτι τροπικής φύσης
ή σύμβολο εύθραυστης κομψότητας
ή παρασιτικής διακοσμητικής τέχνης κιτς
ή μαύρης κωμωδίας
ή σε επιδείξεις Μόδας Οίκων Υψηλής Ραπτικής

Τέλος, και αρχή, φανερώνουν την ομορφιά του
πετάγματος
φλαμίνγκο όπως ποίηση, ποιήματα, ποιητές,
ποιήτριες
[…]

Το ποίημα «Εξωτ(ο)ικό» βρίσκεται στην καταλληλότερη θέση –τελευταίο της συλλογής– για να αποκωδικοποιήσει τις προθέσεις της ποιήτριας. Το ποιητικό μήνυμα της συλλογής, μέσα από τον πλουραλισμό της, μπορούμε να το πυκνώσουμε, στο τελευταίο, αναφέροντας τη ρήση του Γερμανού ποιητή, συγγραφέα κα φιλόσοφου Νοβάλις «Πού πάμε στ’ αλήθεια; Πάντα στο σπίτι».

ΕΞΩΤ(Ο)ΙΚΟ

Και κάποτε, αντιλαμβάνεσαι ξαφνικά
πως δεν χρειάζεται να πας μακριά
το εξωτικό βρίσκεται ακριβώς κάτω
απ’ τα ακροδάχτυλα των ποδιών σου
μόνο δέκα λεπτά δρόμος απ’ το σπίτι σου
αρκεί να στρέψεις το βλέμμα
[…]

Συμπερασματικά εκτιμούμε ότι τα 39 ποιήματα του νέου ποιητικού βιβλίου της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου περιέχουν σημαίνοντα και σημαινόμενα, τα οποία ευαισθητοποιούν, γοητεύουν και προβληματίζουν συγχρόνως τον αναγνώστη. Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι το ποιητικό έργο της είναι ένας ζωντανός οργανισμός με εξαιρετική δυναμική και για αυτή τη θέση δεν συνηγορεί μόνο το περιεχόμενο του έργου αλλά και η τεχνική, με την οποία ισχυροποιεί τη δομή και τις εσωτερικές μεταβάσεις της ποιητικής της δημιουργίας.

.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΝ. ΛΥΜΠΕΡΗ

FRACTAL 15/11/2022

“…μπροστά σου είναι όλα. Έλα να παίξουμε”

Η ποιήτρια που μας άφησε θετική εντύπωση με την πρόοδο της στη δεύτερη ήδη συλλογή της, έρχεται τώρα με την τέταρτη συλλογή να συνεχίσει τα βήματά της, μακριά από καθημερινές και τετριμμένες διατυπώσεις -ακόμα και τότε που τα θέματα αφορούν την καθημερινότητα- και να υπηρετήσει έναν σχετικά αφηρημένο αλλά πλήρη εικόνων ωστόσο στοχασμό. Και ο λόγος μου δεν έχει να κάνει με τον τίτλο της συλλογής που είναι ΕΞΩΤΙΚΑ ΕΙΔΗ, αλλά με το πνεύμα της.

Γενικά η οπτική της, τόσο στα παλαιότερα όσο και στα νεώτερα έργα της, βασίζεται σε δυο πόλους, όχι κατ’ ανάγκην αντιτιθέμενους. Με τη μια πλευρά της οικειοποιείται έννοιες από επιστημονικές θεωρίες από τις οποίες ερανίζεται ασυνήθιστες εκφράσεις που εντάσσει στην ποιητική της, καταδεικνύοντας ένα πνεύμα θετικό και με την άλλη επιτελεί μια συνομιλία με το φυσικό περιβάλλον, τις σχέσεις και τα εσωτερικά συμβάντα, αποδείχνοντας μια ρομαντική ματιά και προαίρεση. Από τη μια υποσωματίδια, νηκτόν, πλαγκτόν, βένθος, κυανοβακτήρια, ινοκυστικά πλοκάμια, πυροκλαστικές ροές, λέξεις και εκφράσεις όχι τόσο συχνές στην ποίηση και ίσως και λίγο εξεζητημένες, αλλά που φανερώνουν την πολυμέρεια των ενδιαφερόντων της και την προσωπική της συγκρότηση, από την άλλη φεγγάρια, πτηνά, ηλιοβασιλέματα, ρεματιές, αγριολεβάντες, ηφαίστεια, τζιτζίκια, ο φυσικός κόσμος που εισέρχεται σε παραλληλία προς τα αισθήματα και τις σκέψεις προσδίδοντας μια εκλέπτυνση στα περιγραφόμενα. Μοιάζει σαν να εννοεί με τις παράλληλες αυτές διατυπώσεις ότι όλα έχουν τη σημασία τους για την οντότητα άνθρωπος, να επιχειρεί μια σύνθεση των κόσμων του πνεύματος και της ύλης.

Στο βιβλίο αυτό εκφράζει την επιθυμία να ταξιδέψει σε μέρη μακρινά του βορρά και του νότου, σε μέρη εξωτικά που θα τις προσφέρουν νέες εμπειρίες, ωστόσο στο τέλος καταλαβαίνει ότι το πραγματικό ταξίδι γίνεται μέσα από τα πρόσωπα, τα αισθήματα και μέσα από την εξέταση του εσωτερικού εαυτού. Παρατηρώντας τη φύση νοιώθει κάποτε να συμμετέχει βιωματικά στην ομορφιά της, μετατρέπεται σε ένα τζιτζίκι (η έννοια του ποιητή-τραγουδιστή) ή “κολιμπρί μές στη γύρη να συνηχεί τα νέκταρ όλου του κόσμου”. Ωστόσο η φύση δεν είναι μόνο μνημείο ομορφιάς, η ποιήτρια έχει γνώση της ευθραυστότητας των πραγμάτων, της φθοράς, του εφήμερου των όντων. Η ζαργάνα κυνηγάει το σμήνος τα αθερινάκια, ο γλάρος ο υψιπετής των ουρανών πολλές φορές γκρεμίζεται από τα ύψη του. Η φύση συχνά είναι σκληρή για τα πλάσματά της. Γι’ αυτό λοιπόν μοιάζει απαραίτητη η καταφυγή στα όνειρα “ένα φτερό λευκό κάτω απ’ το μαξιλάρι” ή αλλιώς η υπενθύμιση της πτήσης με την μορφή της ποίησης. Στο ποίημα “PANTHERA TIGRIS ή ΛΕΥΚΗ ΓΟΝΙΔΙΑΚΗ ΜΕΤΑΛΛΑΞΗ” το ζώο (ο άλλος δυναμικός εαυτός; η ποίηση η ίδια;) νοιώθει να την οδηγεί δια μέσου της αναζήτησης στην ελευθερία του πνεύματος. Αλλού όμως ο πάνθηρας, παρ’ όλη τη δύναμή του, διστάζει να βγει από την ανοιχτή πόρτα του κλουβιού, ή όταν το αποτολμήσει αυτοκαταστρέφεται. Μα και άλλα ζώα ή πτηνά χρησιμεύουν σαν υποδείγματα ανθρωπίνων ιδιοτήτων και συμπεριφορών. Τα φλαμίνγκο πχ. συμβολίζουν για την ποιήτρια την ποίηση την ίδια και τους ποιητές.

Αρκετά θέματά της συλλογής αυτής έχουν μυθολογικές αναφορές ή αλληγορικές σημασίες. Γενικά τα σύμβολά της ξεφεύγουν από τα συνηθισμένα, αυτό όμως στην ποιητική τέχνη προσδίδει στους στίχους μια γοητεία κι ας μην είναι πάντα εύκολη η πλήρης αποκωδικοποίηση. Στο ποίημα με τίτλο “ΛΑΒΡΥΣ”, γίνεται αναφορά στον διπλό πέλεκυ των Μινωιτών, λατρευτικό κατ’ αρχήν αντικείμενο συνδεδεμένο με θηλυκές θεότητες που λέγεται ότι στα κρητικά μυστήρια συμβόλιζε την ένωση ουρανού και γης, την ένωση των δυο δυνάμεων της φύσης, της παραγωγικής και της γονιμοποιού και για τους μύστες είχε τη σημασία της αποφυγή των λαθών και της ανόδου της ψυχής σε ανώτερες πνευματικές σφαίρες. Στους στίχους του τέλους του ποιήματος αυτού θα διαβάσουμε “κι ο διπλός πέλεκυς σταυρός ματωμένος/ πληρωμή για κάποιο λάθος· δε θυμάμαι/ τι πρέπει να κάνω/ να εξαγνιστώ ή να πεθάνω”. Μια πιθανή κατάδυση στα άδυτα του εσωτερικού εαυτού, μια αυτοτιμωρία ίσως για κάποιο παλιό συμβάν ή και ταυτοχρόνως ένας εξορκισμός του κακού. Ή και μια πορεία ολοκλήρωσης του εαυτού. Και πλήθος υπαινικτικές αναφορές στη σημειολογία των φύλων (“αρσενικός ή θηλυκός πάνθηρας”, “ήμουν μια κοπέλα, μια άνδρας”, “ένα αγόρι κοίταζε τον εαυτό του, εμένα”), θέλοντας όμως να τονίσει την πλευρά του γυναικείου ψυχισμού και των ποικίλλων δοκιμασιών του θήλεος, ή απλά να αποτυπώσει ίσως όλες τις θέσεις που λαμβάνει ο ποιητής για να διηγηθεί την ανθρώπινη κατάσταση. Στο ωραίο μακροσκελές ποίημα με τίτλο “ΠΟΛΥΞΕΝΗ” (μην ξεχνάμε την ομηρική αναφορά της γυναικείας θυσίας στην ιστορία της Πολυξένης), παρουσιάζεται μια γυναίκα-γοργόνα που, καταδυόμενη στα βάθη των νερών -ή στον εαυτό της ή στην ποίηση ή στο χρόνο- ζει τον έρωτα αλλά και μαθαίνει να συνδέει μέσα της όλον τον παρελθόντα και τον μέλλοντα κόσμο προσδοκώντας έναν τόπο ονειρικό, “έναν τόπο που δε γερνάς ποτέ”, “εκεί που όλα ζουν σταματημένα…στο εδώ και τώρα”. Διότι η πάλη με τον χρόνο είναι το μεγάλο στοίχημα του ανθρώπου και η δοκιμασία του.

Θα παρατηρήσουμε βέβαια ότι κάποτε η κατάχρηση του στοιχείου της παρήχησης ή της συνεχούς επανάληψης μιας λέξεως με όλα τα συνθετικά της συλλήβδην μέσα στο ίδιο ποίημα, οδηγεί σε αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Όμως δεν μπορούμε να μην εντοπίσουμε και πολύ ωραίους συχνά στίχους αποφθεγματικού τύπου μάλιστα, όπως “η ομίχλη των λέξεων η χειρότερη μοναξιά” ή “πώς ο θηρευτής του ανέφικτου γίνεται το θήραμα του εαυτού του” ή “η άμμος παίρνει πάντα πίσω αυτό που της ανήκει”. Η ποιήτρια δείχνει από την αρχή της ποιητικής της δημιουργίας μια τάση ρομαντική με όλη την ευγένεια της σημασίας και μία αύρα ερωτισμού διαποτίζει συχνά τους στίχους της (άλλωστε η τρίτη συλλογή της είχε εξ ολοκλήρου θέμα ερωτικό). Δείχνει να χρειάζεται ένα εσύ για να συνομιλήσει και από την πρώτη της ήδη σελίδα μας παρουσιάζει την πρόθεσή της: “…μπροστά σου είναι όλα. Έλα να παίξουμε”. Μας καλεί εμάς τους αναγνώστες ή απλώς τον κάποιον που επιθυμεί να συμμετάσχουμε στο νοητικό και συναισθηματικό της κόσμο. Το ταξίδι που επιχειρεί αυτή τη φορά θα ήθελε, όπως προείπαμε, να είναι σε μέρη εξωτικά, τροπικά και περίεργα. Ο εξωτισμός άλλωστε -ας θυμηθούμε- ήταν ανάμεσα στα προτάγματα του ρομαντικού κινήματος. Ο εξωτισμός των τόπων, των συμπεριφορών, των λέξεων. Και με αυτόν συχνά συγκινούνται οι ποιητές.

Ωστόσο, στον εξωτισμό κάποιος μπορεί να οδηγηθεί και μέσα από το δωμάτιό του χρησιμοποιώντας τη φαντασία του και τη σκέψη που ταξιδεύει με ταχύτητα υπερβολική. Το εξωτικό τελικά, επειδή στον κόσμο συμβαίνουν παρόμοια πράγματα, δεν είναι καθόλου μακριά, είναι η ζωή, φυτική, ζωική και ανθρώπινη, γύρω μας, δίπλα μας, μέσα μας. Τη μεγαλύτερη αξία την έχει ο διπλανός μας, η γειτονιά μας, το σπίτι μας. Τα πρόσωπα που σχετιστήκαμε, οι συγκινήσεις που ζήσαμε. Ακόμα και μέσα σε ένα κλίμα πόθων και προσδοκιών και των παράλληλων τους διαψεύσεων, που έτσι κι αλλιώς αποτελούν φυσικά συμβάντα ενός ανθρώπινου βίου.

.

ΚΥΡΙΑΚΗ (ΚΟΥΛΑ) ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ

ΠΕΡΙ ΟΥ 26/11/2022

Το εξωτικό βρίσκεται δυο λεπτά δρόμο από το σπίτι σου
Η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου μάς παρασύρει με εκρήξεις χρωμάτων, με την υγρασία του έρωτα, με την αιώρηση και το πέταγμα της επιθυμίας. Στην πρώτη ενότητα της συλλογής της «Τροπικά».
Νωρίς το φθινόπωρο/ μου είπες πως θα ’ρθεις,/ θα βάψω τα μαλλιά μου/ απ’ τους σπόρους του ίντιγκο/ με λουλακί τα μάτια μου,/ τα χέρια μου με αγριολεβάντες,/ το ηλιοβασίλεμα με το δικό μου μπλε,/ παράξενο φυτό σαν παραδείσιο πτηνό/ που στο άνοιγμα των φτερών του/ κουρδίζει τις χορδές του κόσμου/ και βομβαρδίζει το στερέωμα («Φθινοπωρινό πρελούδιο», σ. 12)
Στα «Παραδείσια» ωστόσο (τρίτη ενότητα) όπου θα περίμενε κανείς την αποθέωση των χρωμάτων, των σωμάτων και των αισθήσεων, χαμηλώνει ο φωτισμός, κάτω από την κυριαρχία της ομίχλης. Έχουμε ήδη καταλάβει ότι κάτι πιο βαθύ και πολύπλοκο κρύβεται πίσω από την αρχική ευωχία.
Οι μύθοι/ μόνο στην υγρασία της ομίχλης/ συντηρούνται/ σαν λεπτές θολές ψιχάλες/
[..] Η ομίχλη των λέξεων είναι η χειρότερη μοναξιά («ΝΗΚΤόΝ», σ. 53)
Παρεμβάλλεται η δεύτερη ενότητα «Ξωτικά» – παιχνίδι η λέξη ανάμεσα στα εξωτικά και στα ξωτικά, τις μορφές των παραδόσεων και των παραμυθιών. Η ύπαρξη-ον πότε γίνεται αμφίβια, πότε ρευστή, φύση συγκεχυμένη, δίδυμη, δίσημη. Ή πολύσημη.
Στην αρχή ένιωθε ξένη μέσα στο υγρό/ όπως το σώμα που κυμάτιζε μέσα της/ (δε σταματούσε να κυματίζει εντός της)/ όπως το κορμί στο οποίο μεταμορφωνόταν/ έγινε πόλη εξόριστη/ « –ω ξένε, φίλε μου, θεέ μου –»/ μ’ ένα αγκίστρι σφηνωμένο στο δέρμα/ με το μάτι της να φιλοξενεί πλέον/ όλον τον παρελθόντα και μέλλοντα κόσμο/ έγινε/ μια γοργόνα ξενιστής του σύμπαντος («Πολυξένη», σ. 27-28)
Και αλλού:
Εγώ έτρεχα, έτρεχα/ μια ήμουν κοπέλα/ μια ήμουν άνδρας/ Κι εγώ δίψαγα δίψαγα/ μια ήμουν ελάφι/ μια λύκος/ […] Μια πασχαλίτσα ladybird/ στα δυο μου ακροδάχτυλα/ δράκος έγινε/ με κόκκινη πλάτη («Ladybird ή Κατάσταση πολιορκίας», σ. 34)
Στην τέταρτη ενότητα, τα «Οικόσιτα», η οικείωση, το άγγιγμα σε ανθρώπους και πράγματα που είναι κοντά μας. Και ύστερα, η απομάκρυνση, κάποιο τέλος. Και τότε κυκλοφορούν φάσματα-φαντάσματα που θρηνούν και ουρλιάζουν. Ευτυχώς που υπάρχουν τα φλαμίνγκο, που φανερώνουν την ομορφιά του πετάγματος:
Τέλος, και αρχή, φανερώνουν την ομορφιά του πετάγματος/ Φλαμίνγκο όπως ποίηση, ποιήματα, ποιητές, ποιήτριες («Ποίηση ή η σύλληψη των λέξεων-φλαμίνγκο», σ. 64)
Στο ποίημα «Εξωτ(ο)ικό», το ποιητικό υποκείμενο διαγράφει μια πορεία συνειδητοποίησης: πρώτα ότι το εξωτικό βρίσκεται κοντά σου, δυο λεπτά δρόμο από το σπίτι σου, αρκεί να στρέψεις το βλέμμα σου, για να το δεις. Αρκεί να νιώσεις την επαφή του με τα ακροδάχτυλα των ποδιών. Και τότε περνάς στο επόμενο στάδιο, στρέφοντας το βλέμμα, απαραίτητη προϋπόθεση, ανακαλύπτεις ότι βρίσκεται μέσα, στο υπόγειο του σπιτιού σου.
Και κάποτε, καθώς στρέφεις το βλέμμα/ αντιλαμβάνεσαι ξαφνικά/ πως το εξωτικό προεκτείνεται/ από τα δάχτυλα των ποδιών σου/ μόνο δύο λεπτά δρόμος/ στο υπόγειο μέσα στο σπίτι σου (σ. 70)
Αυτό το υπόγειο είναι ένας χώρος μαγικός, όπου το ποιητικό υποκείμενο σκέφτεται να φιλοξενήσει περίεργα φυτά και έντομα και ψάρια, εξωτικά. Αλλά το βέβαιο είναι ότι η φωτογραφία του αγαπημένου βρίσκεται καδραρισμένη στον τοίχο, ενώ ο ίδιος λείπει. Ως ένας από τους πρώτους θαμώνες.
Η φωτογραφία σου όμως έχει καδραριστεί στον τοίχο ως ένας από τους πρώτους θαμώνες. Τον πυρετό μας δεν τον ξεχνώ. Τον πυρετό εκείνον, που τώρα νοσταλγώ (σ. 69)
Θεωρώ το ποίημα αυτό, το μόνο πεζό ποίημα, αποτελεί απόληξη του προηγούμενου, «Οικοσυστήματα». Γραμμένο με πλάγια γραφή, είναι σαν να συνδέει με το επόμενο, το «Εξωτ(ο)ικό», και να δίνει τη λύση σε μια ποιητική αφήγηση. Στην προσωπική μου ανάγνωση, τα ποιήματα αυτά διεύρυναν την οπτική στην ανάγνωση της συλλογής. Ο έρωτας κάνει τις αισθήσεις μας ικανές να ανακαλύψουν και τα πιο μακρινά, και τα πλέον παράξενα. Κι όταν ο έρωτας σβήσει ή απομακρυνθεί ή ατροφήσει, μένει πάντα εκείνη η εσωτερική παρουσία, σαν υπόμνηση της φλόγας, της εκτίναξης, του ονείρου και του πετάγματος, συχνά με την ομορφιά της ποίησης.
Έχω γράψει για τη συλλογή της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου Μεταπλάσματα (εκδ. Σαιξπηρικόν, 2017) ότι αγαπά τα εκτεταμένα αφηγηματικά ποιήματα. Που δεν είναι πεζά ποιήματα, κάθε άλλο. Το ίδιο συμβαίνει και στη συλλογή αυτή. Και όπως τότε, έτσι και τώρα, η Παπαγεωργίου κρατά τον εσωτερικό ρυθμό των ποιημάτων. Η νόμιμη αφηγηματικότητα, λοιπόν, όταν παραμένει ποιητική.
Στις συλλογές της Παπαγεωργίου υπάρχει αξιοσημείωτη διακειμενικότητα και σύνδεση με άλλες επιστήμες. Στη συλλογή Μεταπλάσματα υπήρχε ένα Επίμετρο με σημειώσεις για θεωρίες και έννοιες. Στην επόμενη συλλογή Φιλιά στο κενό (εκδ. Μελάνι, 2020) ο αναγνώστης θα πρέπει να αναζητήσει μόνος του κάποιες πληροφορίες, αν νιώσει την ανάγκη. Στην παρούσα συλλογή υπάρχει έμφαση στη διακειμενικότητα και ελάχιστες σημειώσεις, όσες η συγγραφέας θεωρεί απαραίτητες. Η ποιήτρια, με τους απόηχους άλλων επιστημονικών πεδίων και με τις διακειμενικές αναφορές που ενσωματώνει στους στίχους της, διαμορφώνει την ποιητική της γλώσσα. Και πραγματικά δεν είναι απαραίτητες οι πολλές σημειώσεις, γιατί η Παπαγεωργίου μεταπλάθει τις έννοιες, που αφομοιωμένες γίνονται αναπόσπαστο συστατικό του ποιήματος. Και ο αναγνώστης κερδίζει τις δικές του ερμηνείες.
Να αναφερθώ στο εξώφυλλο του βιβλίου. Με χρώματα διακριτικά έντονα, που να παραπέμπουν σε κάτι εξωτικό, παραδείσιο. Με τα γράμματα του τίτλου να σχηματίζουν ορθή γωνία, κοινό γράμμα το Ε. Οι εκδόσεις Σαιξπηρικόν άλλωστε είναι γνωστές για τα κομψά τους βιβλία.
Η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου με τα Εξωτικά είδη μάς σεργιανά σε χρώματα, σε εικόνες, σε άνθη που ευωδιάζουν, σε μουσικές και κινήσεις χορευτικές, και σε πετάγματα πουλιών. Και σε τόπους, άλλοτε μακρινούς κι άλλοτε πιο κοντινούς. Για να εκφράσει, μέσα από αυτές τις διαδρομές, την αναζήτηση, τον έρωτα με την έξαρση και το σβήσιμό του, τον χρόνο που σέρνει μαζί του όσα απωλέσθηκαν ή έμειναν ανεκπλήρωτα. Και, παράλληλα, την πεποίθηση ότι, με το μέσα κοίταγμα, το μακρινό μπορεί να γίνει πιο δικό μας. Κι εμείς, με μια τόση δα αφορμή, όπως το τερέτισμα ενός τζίτζικά που μας συντρόφεψε, να εκτινασσόμαστε, να αιωρούμαστε, να πετάμε με ένα πέταγμα ψυχής.
facebook sharing button Share

.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ Ι. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

www.staxtes.com 28/11/2022

«Τέλος και αρχή, φανερώνουν την ομορφιά του πετάγματος…»

Ηποιήτρια επιλέγει για την τέταρτη ποιητική της συλλογή τον ιδιαίτερο τίτλο ΕΞΩΤΙΚΑ ΕΙΔΗ, περιγράφοντας την πρόθεσή της να περιηγηθεί σ’ έναν κόσμο, εν είδη διαφυγής, πέρα από τα συγκεκριμένα και τα τετριμμένα. Η συλλογή αποτελείται από τέσσερις ενότητες με εξίσου συμβολικούς τίτλους: (τροπικά, ξωτικά, παραδείσια, οικόσιτα), δηλώνοντας εξαρχής το τέλος και την αρχή της νοητικής – εσωτερικής περιπλάνησης, αλλά και το επιτηδευμένα αφηρημένο πνεύμα του ποιητικού της στοχασμού.

Βαθιά συμβολικό το ποιητικό σύμπαν της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου, δεν στερείται εικόνων και περιγραφών, ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύεται η προσωπική της κατάρτιση. Πρόκειται για μια ρομαντική καταβύθιση η οποία, ωστόσο, τίθεται σε αντιδιαστολή με έναν υφέρποντα ρεαλισμό, ο οποίος αποτελεί και τη βάση της νοητικής της περιπλάνησης. Ο αναγνώστης καλείται, πρώιμα, με μια απεύθυνση, ως συμμέτοχος και συνταξιδιώτης, καθώς, το ποιητικό υποκείμενο δεν μένει αμέτοχο εμπρός στην κοινωνική ανησυχία και το εφήμερο του βίου. Του απευθύνεται, συχνά, στο β΄ πρόσωπο, «…μπροστά σου είναι όλα. Έλα να παίξουμε.» (Χαρμάνια τροπικά). Μία σύνθεση, την πρώτη της συλλογής, με πολλαπλές παρομοιώσεις, επισημαίνοντας τις προθέσεις της ποιήτριας, να τον οδηγήσει σε ένα νοητικό ταξίδι στα «…μεγάλα» και στα «…μικρά σαν στιγμές…».

Στα 39 ποιήματα της συλλογής τής Μαργαρίτας Παπαγεωργίου εισβάλλει ο φυσικός κόσμος ως αντίπαλο δέος, σε όσα σκληρά, συμβαίνουν στην πραγματικότητα, καθώς το αστικό τοπίο παραμένει, επιμένει και αντιδιαστέλλεται με φεγγάρια, ηλιοβασιλέματα, παραδείσια πτηνά, αγριολεβάντες, ρεματιές, ηφαίστεια, τζιτζίκια. Η γλώσσα της ποιήτριας διαχειρίζεται με την ίδια ευκολία την καταφυγή σε παραδείσιους κόσμους, υμνώντας και περιγράφοντας τη φύση σε ταξίδια μακρινά, τη στιγμή που η καλλιέργεια και τα πολλαπλά ενδιαφέροντά της διαχειρίζονται ως σύμβολα το νόημα λέξεων που καθορίζουν τη λειτουργικότητα των τίτλων ή το περιεχόμενο των στίχων της. Λέξεις όπως, κυανοβακτήρια, βένθος, υποσωματίδια, πλαγκτόν και αντίστοιχες εκφράσεις, όπως πυροκλαστικές ροές, ινωκυστικά πλοκάμια, επιχειρούν να συνδέσουν τον φυσικό με τον υλικό κόσμο.

Στο ποιητικό σύμπαν της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου, οι συμβολισμοί, έχουν διακειμενική και ιστορική αξία, καθώς η περιπλάνηση περιγράφει συχνά σημειολογικά το «Άλλο», καθώς αντιστρέφονται συχνά οι ρόλοι σε μια προσπάθεια να καταδειχθεί η ανθρώπινη υπόσταση πέρα από ταυτότητες που καθορίζουν το φύλο και την καταγωγή, «Εγώ έτρεχα, έτρεχα /μια ήμουν κοπέλα, μια ήμουν άνδρας / Κι εγώ δίψαγα, δίψαγα / μια ήμουν ελάφι / μια λύκος…», (Ladybird ή Κατάσταση πολιορκίας).

Στην ενότητα με τίτλο (ξωτικά) καταγγέλλεται η κοινωνική κατασκευή, καθώς το θηλυκό Άλλο επιχειρεί μια περιήγηση στον έσω κόσμο με διακειμενικές αναφορές στην Οδύσσεια του Ομήρου και στη θυσία της Πολυξένης. Στην ωραιότατη ποιητική σύνθεση με τον ομώνυμο τίτλο ΠΟΛΥΞΕΝΗ, το ποιητικό υποκείμενο παλεύει με τον χρόνο σε μια συμβολική καταβύθιση, όπου ο έρωτας, ο χρόνος, η ποίηση, το υγρό στοιχείο και ο ίδιος του εαυτός αποτελούν το περιβάλλον της εσωτερικής αναζήτησης. Μια αναζήτηση που θα καταλήξει στη βαθύτερη επιθυμία του ανθρώπου, εκεί που ξορκίζεται η φθορά και η ασχήμια των γηρατειών και καταργείται ο θάνατος. «…[…]στον τόπο που δεν γερνάς ποτέ / στον χώρο που ο χρόνος είναι ο μεγάλος ξένος / εκεί που όλα ζουν σταματημένα στη στιγμή της γέννας / στο εδώ και στο τώρα /μέσα στο δικό μου σώμα». Με μια αντίστροφη αναπτυξιακή φορά το ποιητικό υποκείμενο επιστρέφει στην αρχή. στη μήτρα.

Κάπως έτσι, τίτλοι όπως ο ΚΡΙΝΟΣ Ο ΣΑΡΚΟΦΑΓΟΣ επιχειρούν να περιγράψουν την αντίθεση. Ο φυσικός κόσμος περιγράφει συμβολικά τις συνέπειες της κοινωνικής κατασκευής και ο κρίνος καταλήγει θανατηφόρος για τα θηλυκά του σπιτιού «[…] οι γάτες μαθαίνουν να τον αποφεύγουν /ακόμα κι ένα γλείψιμο της γύρης του / είναι θανατηφόρο για τα οικόσιτα αιλουροειδή». Θηλυκά αιλουροειδή λοιπόν και οικοδέσποινες και «παλιές αγάπες» που «δεν πήγαν στον παράδεισο» μαθαίνουν να τον αποφεύγουν σε μιαν απεύθυνση: «[…] Μπορεί να μην το ξέρεις /αλλά αργότερα θα το γνωρίσεις κι εσύ: / Ο κρίνος είναι σαρκοφάγο είδος.»

Το εσωτερικό τραύμα, ωστόσο καταδεικνύεται συχνά, υπονοούμενο και αφορά καθολικά, χωρίς διακρίσεις, την ανθρώπινη υπόσταση, «[…] μια ήμουν ποταμός / και μια βωμός /Μα εγώ σκόνταψα / κι έσκυψα τον αυχένα», σε μια εσωτερική διαδρομή που αντλεί τις ρίζες της ακόμα και από τα ομηρικά έπη. «[…] Το 10ο έτος της πολιορκίας /συνεχίζεται για 3000 χρόνια τώρα./ Το τραύμα είναι ακόμα εδώ/ Η ρωγμή χάσκει ανοιχτή». Παρομοίως, εκφράζεται και η οικολογική μα και η κοινωνική ανησυχία της ποιήτριας για το μέλλον των ανθρωπότητας, και ως υπεύθυνο υποδεικνύει τον ίδιο τον άνθρωπο , «[…] Η πόλη της κολάσεως πλέον ξεπηδά / με νέα είδη πιο ζωντανά / μα από θηρία πιο θεριά, …/ Αν το πιάσεις τελικά απ’ αλλού / ο μέγας πόλεμος των ειδών / έχει έναν και μόνο κοινό εχθρό (Τουλάχιστον προς ώρας στον πλανήτη μας)», (Ο πόλεμος των κόσμων).

Ο φυσικός κόσμος και ο χρόνος για την ποιήτρια είναι ένας κύκλος που μιμείται τη ζωή. Κουρούνες, αηδόνια και σουρικάτες και νεφογράμματα στο έλεος του υγρού στοιχείου. Το τρένο της καταβύθισης με εικόνες γλαφυρές συνεχίζει το εσωτερικό του ταξίδι, «[…] Σε όλη τη διαδρομή / από το παράθυρο βλέπω / μια μέδουσα από πάνω / να λικνίζει το τρένο στα / λεπτά διάφανα ψευδόλευκα / ινωκυστικά πλοκάμια της», (Τρένο μέδουσα) και ξεκινά συμβολικά από την ωριμότητα, για να καταλήξει στο εσωτερικό κίνητρο, στην αναγέννηση, «Η ομίχλη το μεσημέρι /μια σουρικάτα στα δυο της πόδια / τρίβει τα δάχτυλα /…, Το ηλιοβασίλεμα…/ Το βράδυ, …/Η ομίχλη τις νύχτες / σκύλος με δυο κεφάλια /εγκυμονεί/ Η ομίχλη το πρωί / κι ο ήλιος τέλειος κύκλος φαίνεται / όλα καλά».

Η ανάμνηση μιας εσωτερικής φλόγας, ενός έρωτα ίσως, ενός πυρετού, οδηγεί και πάλι συμβολικά στην επιστροφή, στο σπίτι, όπου, «[…]Έχτισα και τρίτο και τέταρτο όροφο/κι από εκεί πλέον επέστρεψα για να σε βρω ξανά / να βρω ξανά τον πυρετό σου / τον πυρετό μου που θα γκρέμιζε κάποτε το σπίτι./…Τον πυρετό μας, δεν τον ξεχνώ. Τον πυρετό εκείνον, που τώρα νοσταλγώ.» Το εσωτερικό ταξίδι του ποιητικού υποκειμένου προς τις άκρες του κόσμου του οδεύει προς το τέλος. Το παρελθόν έρχεται να συναντήσει το παρόν στο τέλος ενός κύκλου, από εκείνους τους πολλούς που ανοίγουν και κλείνουν στα εσωτερικά ταξίδια των ανθρώπων, για να καταλήξει στη συνειδητοποίηση, ίσως και στην αποδοχή, και τέλος στην ωριμότητα.

ΕΞΩΤ(Ο)ΙΚΟ

Και κάποτε, αντιλαμβάνεσαι ξαφνικά
πως δεν χρειάζεται να πας μακριά
το εξωτικό βρίσκεται ακριβώς κάτω
απ’ τα ακροδάχτυλα των ποδιών σου
μόνο δέκα λεπτά δρόμος απ’ το σπίτι σου
αρκεί να στρέψεις το βλέμμα

Και κάποτε, καθώς στρέφεις το βλέμμα
αντιλαμβάνεσαι ξαφνικά
πως το εξωτικό προεκτείνεται
απ’ τα ακροδάχτυλα των ποδιών σου
μόνο δύο λεπτά δρόμος
στο υπόγειο μέσα στο σπίτι σου._

ΧΡΥΣΑ ΦΑΝΤΗ

ΑΥΓΗ Αναγνώσεις 30/7/2023

Η ομίχλη των λέξεων

Η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου, στα «Εξωτικά είδη», τέταρτη κατά σειρά ποιητική συλλογή της, εμφανίζεται συγκρατημένα λυρική, αποδεικνύοντας με τρόπο ευφάνταστο ότι στο παράδοξο κρύβεται συχνά η πιο βαθιά όψη του τετριμμένου: «Ό,τι είναι γύρω μου και μέσα μου / είναι τίγρης και σπουργίτι / στο κατώφλι μου.» (Κατώφλια, σ.10)».
Από το «Χαρμάνια τροπικά», πρώτο ποίημα της συλλογής, ο στίχος: «μπροστά σου είναι όλα. Έλα να παίξουμε» (σ. 9), φαίνεται να δηλώνει την κυρίαρχη πρόθεση της ποιήτριας να μην κρύψει τίποτα από τον αναγνώστη της, αφού η ουσία των πραγμάτων είναι από μόνη της αποκαλυπτική. Μοναδική προϋπόθεση, να μετέχει κι αυτός σε τούτη την αποκάλυψη, όπως ένα παιδί θα έπαιζε με τους βόλους του, ανακαλώντας τον στοχασμό του Ηράκλειτου: «Αιών παίς εστί, πεσσεύων. Παιδός η βασιληίη».
Στο ηρακλείτειο πνεύμα, άλλωστε, φαίνεται να κινούνται και οι στίχοι: «Όλα όμως αυτά δεν είναι δρόμοι/ βυθισμένα είναι/ συγκοινωνούντα δοχεία/ που ταλαντώνουν τα νεύρα μου» («Κατώφλια»), μέσ’ από μια σύλληψη αλλά και μια συναντίληψη που διαπερνά και τις τέσσερις ενότητες της συλλογής της (τροπικά, ξωτικά, παραδείσια και οικόσιτα), με τη δύναμη της αλληγορίας να ενισχύει και να εμπλουτίζει έναν πολύτροπο στοχασμό.
Οι αλλεπάλληλες μεταμορφώσεις, οι ζεύξεις του ήπιου με το θυελλώδες, και του ειρηνικού με το εμπόλεμο, ιδωμένα από τη μαγεία ενός ρευστού, υδάτινου κόσμου (στοιχεία τα οποία εξ αρχής καθόρισαν το ποιητικό στίγμα της Παπαγεωργίου), αναδύονται και αποδεικνύονται στον αιώνα κυρίαρχα, μεταπλάθοντας και συνδέοντας κοινωνικά προβλήματα και γεγονότα σύγχρονα, με μύθους αρχέγονους.
Στο πρώτο ποίημα της δεύτερης ενότητας (ξωτικά), ποικίλα εμπόδια σημαδεύουν την αγωνία και τη στέρηση της γυναίκας στην αναζήτηση μιας ταυτότητας: «Με δίχως γλώσσα πόσες φωνές/ με δίχως πρόσωπα πόσες κραυγές», αναγκάζοντάς την, για να αμυνθεί, να καταφύγει στη δύναμη μιας φωνής πικρά ειρωνικής, σουρεαλιστικής και παράλογης: «Το νησί στην υποτροπική ζώνη/ παραμένει ακόμα σε αποκλεισμό/ λόγω καταιγίδας καρχαριών» («Γυναίκα», σελ. 25).
Όπως και στα προηγούμενα ποιητικά έργα της, έτσι κι εδώ, ο στίχος της Παπαγεωργίου είναι οξύμωρος και συμπαντικός: «Η ομίχλη των λέξεων είναι η χειρότερη μοναξιά», («Νηκτόν», σελ. 53) − εξομολογητικός και διάχυτα ερωτικός: «Και αναρωτιέμαι τελικά/ Αν το ταξίδι είσαι εσύ που δεν υπάρχεις// Υ. Γ. Παρόλα αυτά/ Άρχισα να μαθαίνω γαελικά/ Για να σου γράφω.» («A’ GHAIDHEALTACHD», σελ. 19), όπου βέβαια, η λέξη «γαελικά», κάθε άλλο παρά τυχαία αναφέρεται στην παλιά, χαμένη Σκωτική Γαελική γλώσσα.
Η Παπαγεωργίου δεν διστάζει να παίξει με τις λέξεις, ή να επινοήσει άλλες φτιάχνοντας αιχμηρά φθογγο-φω(ο)νικά συμπλέγματα, όπως στον στίχο: «Ακραγγίζω με τα ακροδάχτυλα/ τα άκρα των κόσμων» («Ακρότητες», σελ. 63), αποκαλύπτοντας έτσι μιαν άλλη «γλώσσα» από την αναμενόμενη και μια πραγματικότητα κρυπτική, εσωτερική και πολυδιάστατη: «Και κάποτε, αντιλαμβάνεσαι ξαφνικά/ πως δεν χρειάζεται να πας μακριά/ το εξωτικό βρίσκεται ακριβώς κάτω/ απ’ τα ακροδάχτυλα των ποδιών σου […] μόνο δύο λεπτά δρόμος/ στο υπόγειο μέσα στο σπίτι σου» («Εξωτ(ο)ικό», σελ. 70).

.

.

ΦΙΛΙΑ ΣΤΟ ΚΕΝΟ
ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ

ΠΕΡΙ ΟΥ 16/7/2022

Η τρίτη ποιητική συλλογή της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου μεταφέρει τον αναγνώστη, ήδη από τον τίτλο της, Φιλιά στο κενό, ευθέως και ασυναίσθητα στο κλίμα και την ατμόσφαιρα της ερωτικής ματαίωσης, της ακύρωσης του ερωτικού αισθήματος, της διάθεσης αυτής που προκύπτει και απορρέει από την ίδια πηγή με το δημιουργικό ένστικτο, τη δημιουργική τάση και ορμή. Πραγματικά, από τα πρώτα κιόλας ποιήματα του βιβλίου μπορεί κανείς να διαμορφώσει την εντύπωση μιας ποίησης ξεκάθαρα ερωτικής, με τους στίχους να συνθέτουν, στην κυριολεξία, την εξύμνηση και την προσφορά της ποιήτριας στο καταλυτικό αυτό αίσθημα, την ακατανίκητη αυτή δύναμη που μοιάζει να υπερισχύει και να εξαφανίζει ο, τιδήποτε άλλο υπάρχει στον κόσμο, έτσι που να αναδεικνύεται μονάχα αυτό, να λάμπει και να καταυγάζει την ουσία και την αλήθεια του. Γιατί ακόμα και στην περιφέρεια ή το περιθώριο των ποιημάτων δεν φαίνεται να υπάρχει το παραμικρό «παράθυρο», η παραμικρή σχισμή ή χαραμάδα που να δημιουργεί την υποψία έστω ότι το ποιητικό σύμπαν της Παπαγεωργίου περιλαμβάνει κάτι άλλο πέρα από το ερωτικό στοιχείο ή, πιο σωστά, ότι όλος ο κόσμος δεν έχει μετουσιωθεί, δεν κινείται και δεν καθοδηγείται από την καταλυτική, τη μεταμορφωτική δύναμη του ερωτικού αισθήματος: Έλα κοντά μου/ Δες τη σιωπή/ Δες το αίμα/ Δες την αφή// Δεν είμαι εγώ/ Δεν είμαι εσύ/ Είμαι όλοι αυτοί («Στροβιλισμός αφής, ΙΙΙ»)
Ο ερωτισμός, ωστόσο, εν προκειμένω προσλαμβάνει μια διαφορετική απόχρωση. Δεν είναι μόνο η ματαίωση, η αίσθηση του ανεκπλήρωτου ή η βεβαιότητα της ερωτικής αδυναμίας. Είναι, πολύ περισσότερο, η ανατροπή της. Γιατί, αυτό που, στην ουσία, κατορθώνει η Παπαγεωργίου είναι να οικοδομήσει, να πλάσει, να ζωντανέψει την ερωτική παρουσία ακόμα και εκεί που μιλά ή θρηνεί την απουσία του αγαπημένου προσώπου. Αυτό ακριβώς το είδος της αντιστροφής ή, πιο σωστά, της ανατροπής που επιχειρεί και κατορθώνει η Παπαγεωργίου είναι που προσδίδει στην ποίησή της μια ένταση και μια δυναμική, έτσι που έχει κανείς την εντύπωση ότι η παντοδυναμία του έρωτα σαρκώνεται πράγματι σε ποίηση και στέλνει από εκεί το μήνυμά της. Είναι, μάλιστα, ενδεικτικό ότι η στιχουργία της δημιουργού δεν εκπίπτει ούτε στιγμή σε εύκολους συναισθηματισμούς και μελοδραματικές εκδηλώσεις, αλλά παραμένει πάντα ψύχραιμη, απόλυτα ελεγχόμενη και, κάποιες φορές, ιδιαίτερα αιχμηρή, σα νυστέρι που η ίδια η ποιήτρια εφαρμόζει στην ψυχή και την ψυχοσύνθεσή της έτσι όπως αυτή μορφοποιείται από την επιθυμία, τη φαντασίωση, την ερωτική κατάργηση και την ακύρωση. Η φαντασίωση ιδιαίτερα κατέχει ιδιαίτερα σημαντική θέση και λειτουργία όχι απλώς και μόνο στην ποίηση, αλλά κυρίως στην ποιητική της Παπαγεωργίου αφού, τις περισσότερες φορές καταλαμβάνει ολόκληρη την έκταση του ποιήματος έτσι όπως εκτυλίσσεται αργά, από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο στίχο, για να αποκτήσει τον χαρακτήρα και τα χαρακτηριστικά όχι πια μιας φαντασιωτικής εμπειρίας, αλλά μιας πραγματικής εμπειρίας που λειτουργεί αναπλαστικά και ανανεωτικά της ίδιας της ζωής: (μετά)/ Θα συναντηθούμε το μεσημέρι είπες/ στη γνωστή μας καφετέρια/ θα πιάσει καλοκαιρινή μπόρα ξαφνικά/ θα πίνουμε καφέ/ θα ερχόμαστε πιο κοντά ο ένας στον άλλον/ θα κουβεντιάζουμε ψιθυριστά/ θα ακούμε τις στάλες της βροχής στις ομπρέλες/ θα παρατηρούμε πώς πέφτουν στην επιφάνεια της/ θάλασσας/ θα γελάμε που πιτσιλάνε τα γυμνά μας μπράτσα/ κι έτσι απλά,/ όλος ο χειμώνας θα ξεπλένεται τρυφερά από επάνω μας («Καλοκαιρινή βροχή») Προκύπτει εδώ μια πτυχή από το πολυσυζητημένο ζήτημα της φύσης και της λειτουργίας της τέχνης και του βαθμού στον οποίο αυτή μπορεί να υποκαταστήσει τη ζωή και τις ποικίλες εκφάνσεις της. Ενώ, λοιπόν, η ρεαλιστική απάντηση στο ερώτημα αυτό θα ήταν αρνητική, εκείνο που θα μπορούσε να αντιτείνει κάποιος, με αφορμή τα ποιήματα της Παπαγεωργίου, είναι ότι ακόμα κι αν η ποίηση δεν μπορεί να αντικαταστήσει το βίωμα και την εμπειρία, τις πραγματικές στιγμές, μπορεί τουλάχιστον να τις αντισταθμίσει και μάλιστα τόσο επιτυχημένα, ώστε το αντιστάθμισμα αυτό να αποβαίνει λυτρωτικό και κατευναστικό, έτσι ακριβώς όπως θα συνέβαινε αν το ποιητικό υποκείμενο είχε ζήσει τη στιγμή την οποία φαντασιώνεται και τεχνουργεί.
Οι παραπάνω παρατηρήσεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι τα ποιήματα της Παπαγεωργίου προκαλούν και ενισχύουν την ψευδαίσθηση, αποτελώντας ουσιαστικά ψευδαισθητικές ποιητικές εμπειρίες στις οποίες ελλοχεύει ο κίνδυνος να παρασυρθεί ο αναγνώστης μέσα σε ένα κλίμα απόλυτου ψεύδους, απόλυτης πλαστότητας και πλαστοπροσωπίας. Αυτό όμως ουδέποτε συμβαίνει. Γιατί την ίδια στιγμή που η ποιήτρια πλάθει το παραμύθι της και το διηγείται μετερχόμενη τα μέσα και τους τρόπους της ποίησης, την ίδια εκείνη στιγμή έχει απόλυτη επίγνωση, απόλυτη συναίσθηση της ψεύτικης και ψευδούς ποιότητάς του, της προέλευσης και της κυοφορίας του μέσα στον κόσμο της φαντασίας και της νόησης. Γι’ αυτό και πολλές φορές το ποίημα καταλήγει στην αποκάλυψη και την αποδοχή της αλήθειας, της πραγματικότητας στις ακριβείς της διαστάσεις: (πριν)/ Ξύπνησα από την καλοκαιρινή βροχή/ είχε τη γεύση του φιλιού που δεν δώσαμε. («Καλοκαιρινή βροχή»). Αυτό ακριβώς το παιχνίδι που παίζει με τον αναγνώστη της η δημιουργός και το οποίο προσιδιάζει στο γνωστό κρυφτό, δημιουργεί ένα άκρως ενδιαφέρον πεδίο για τον αναγνώστη ο οποίος καλείται να αφεθεί και να απολαύσει το αναληθές και την αλήθεια ταυτόχρονα της τέχνης με τον ίδιο, μάλιστα, τρόπο και την ίδια λογική που ανακαλύπτει ότι υπάρχει και στον έρωτα. Γιατί, στην πραγματικότητα, η ερωτική απόλαυση και το ερωτικό δόσιμο προσομοιάζει με την καλλιτεχνική δημιουργία στο μέτρο και στο βαθμό που παρουσιάζει για αληθινό αυτό που εν τέλει αποδεικνύεται παροδικό, προσωρινό, αναληθές και επίπλαστο. Γι’ αυτό και η τέχνη μπορεί να προετοιμάσει τον άνθρωπο για τη ζωή και της περιπέτειές της με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που μπορεί να συμβεί και το αντίθετο, η ζωή δηλαδή να προετοιμάσει τον άνθρωπο για την τέχνη και της περιπέτειες της, ειδικά όταν οι δύο τους συμπίπτουν και συναντιούνται στον πυρήνα, το πεδίο και την έννοια του έρωτα.

.

ΧΑΡΑ ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

FRACTAL 28/9/2021

Μαργαρίτα Παπαγεωργίου, «φιλιά στο κενό» εκδ. Μελάνι 2020

Ξύπνησα από την καλοκαιρινή βροχή
Είχε τη γεύση του φιλιού που δεν δώσαμε.

Η ερωτική ποίηση έχει προσφέρει μία μεγαλειώδη παρακαταθήκη στην ελληνική λογοτεχνία. Από τον ομηρικό μονόλογο της Ανδρομάχης, το περίφημο χορικό της Αντιγόνης του Σοφοκλή, τους αρχαίους λυρικούς, τον μονόλογο της Αρετούσας στον Ερωτόκριτο, και τα δημοτικά μας τραγούδια, μέχρι τους λαϊκούς τραγουδοποιούς, και τους νεότερους και σύγχρονους ποιητές, ξετυλίγονται όλες οι πτυχές του ερωτικού συναισθήματος: παθιασμένος, ανεκπλήρωτος, ρομαντικός, απροσδόκητος, παιγνιώδης, ανιδιοτελής, αστείος, δολοφονικός, απαγορευμένος.

Συγγράφοντας ποίηση υψηλών προδιαγραφών, ιδιαίτερης καλαισθησίας, αισθησιακή και φινετσάτη, λεπτοδουλεμένη, που θυμίζει φευγαλαία σε κάποια σημεία τις καλές στιγμές του e.e. cummings και της Εμιλυ Ντίκινσον, όσον αφορά τη λιτότητα των εκφραστικών μέσων, την καθαρότητα των συναισθημάτων (και τη χρήση των σημείων στίξης) η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου έχει κατακτήσει αναμφισβήτητα το δικό της, εντελώς προσωπικό ύφος.

Μετά τον Αλίπλοο Ουρανό (2015, εκδόσεις Γαβριηλίδης) , και τα Μεταπλάσματα, (2017, Εκδ. Σαιξπηρικόν), η ποιήτρια, που ζει και εργάζεται στη Χαλκίδα, μάς παραδίδει μιαν ακόμα ποιητική συλλογή υψηλής αισθητικής.

Στα Μεταπλάσματα, η επιστήμη εμπεριείχε την ποίηση, και η ποίηση μπολιάστηκε από την μυστηριώδη γοητευτική ποιητική της επιστήμης.

Στην καινούρια της συλλογή φιλιά στο κενό, η ποιήτρια φαίνεται να συνεχίζει εν μέρει αυτή την μετα-φυσική θέαση των ερωτικών φαινομένων.

ΦΩΣΦΟΡΟΣ

Καθώς με αγγίζεις
Η άρνηση φορτίζεται
Προσκολλάται
στις θετικές πρωτεΐνες
των δαχτύλων σου
Τα αποτυπώματά σου
παραμένουν στο δέρμα μου
σπινθήρες μετά την τριβή

Ηλεκτρισμένο το σώμα μου
φωσφορίζει τις νύχτες
φωτίζει την κάματα πέρα ως πέρα
για να μπορώ να κυνηγώ
όλη νύχτα τη σκιά σου.

Κάποια ποιήματα προσποιούνται στην ουσία ότι είναι προσομοιώσεις πειραμάτων φυσικής, υποστηρίζουν δεν ξεκάθαρα αυτή τη θέση αυτής της όσμωσης ερωτισμού-φυσικών φαινομένων καθώς χρησιμοποιούν επί τούτου ορολογία της πειραματικής διαδικασίας (Έστω ότι έχουμε, έχει αποδειχθεί κτλ.)

Lazer ή το υπό διέγερση αντικείμενο

Έστω ότι έχουμε δύο καθρέφτες
Εγώ στο ένα άκρο
Εσύ στο άλλο άκρο
Κι οι δύο μαζί σε χωρική συμφωνία
Μέσα στου ονείρου την κοιλότητα
Αν προσθέσουμε
Μια βραδιά καλοκαιριού που θα
Λουστούμε στο φως του φεγγαριού
Και καυτερές πιπεριές που θα
Γευτούμε στην μπανιέρα του πρωινού
Έχει παρατηρηθεί ότι
Λόγω της διεγερμένης ακτινοβολίας μας
-παρά τη μικρή διάρκεια παλμών
Και το στενό φασματικό εύρος-
Για μια στιγμή στον χρόνο,
Εγώ κι εσύ θα ταξιδέψουμε
Στις πολιτείες των μύθων του κόκκινου.

Έχει αποδειχθεί ότι το φαινόμενο
Παίρνει πολύ γρήγορα
Διαστάσεις χιονοστιβάδας.

Άλλα ποιήματα δεν είναι παρά τα πολλαπλά κάτοπτρα που αντανακλούν και ανακαλούν το ίδιο γλυκόπικρο φάσμα του ανεκπλήρωτου έρωτα. Όπως ακριβώς δηλώνει ο τίτλος: Φιλιά στο κενό, φιλιά ανεπίδοτα, φιλιά σπαταλημένα στο φάντασμα της αγάπης, επιθυμία που δεν βρήκε αποδέκτη. Ματαίωση, είναι εδώ η λέξη κλειδί.

εκεί που επιστρέφω/δεν είσαι/γιατί διαρκώς να επιστρέφω/ενώ δεν είσαι εδώ;

Ξύπνησα από την καλοκαιρινή βροχή
είχε τη γεύση του φιλιού που δεν δώσαμε.

Άγγιξε με/ φίλησέ με/ πάρε με αγκαλιά/ Κι ας μην υπάρχω.

Γιατί διαρκώς να επιστρέφω/ ενώ δεν είσαι εδώ;

Το δεν και το μην, δύο αρνητικά μόρια, προσδιορίζουν το πεπερασμένο της ερωτικής πεμπτουσίας, το ανεκπλήρωτο της εσώτερης βασανιστικής επιθυμίας για πλήρη συγχώνευση με το αγαπημένο υποκείμενο, αδιάφορο αν αυτό είναι παρόν ή απουσιάζει. Υπό αυτήν την έννοια, τα φιλιά που δίνονται τα ερωτικά θα έχουν πάντα μία γεύση κενού.

Όμως πιο κάτω, εκεί που νομίζαμε ότι είχαμε μπει στο πνεύμα, η ποιήτρια ανατρέπει ξανά τους κανόνες του παιχνιδιού. Το κενό, μας λέει, είναι υψίστης σημασίας. Εκεί συναντιόμαστε ξανά και ξανά, στο κενό που έχουν δημιουργήσει τα τραύματα, στο χάσμα ανάμεσα στο είναι και δεν είναι, στο σχεδόν του φιλιού, στο δίχως της αγκαλιάς, στην αρνητική όψη της ύπαρξης, στον άδειο χώρο κρύβεται το μυστικό της συνάντησης με τον άλλον και με τον εαυτό μας.

Το κενό είναι υπαρκτό,/συνέχιζες-ω πάντα συνέχιζες- /στην ίδια την αρχή μας/ Από αυτό ξεπηδήσαμε/Το κενό είναι η γέννησή μας (Το κενό που κοχλάζει)

Βρες το αδειανό σου/Και μέσα εκεί/ Θα δεις την αγκαλιά του κόσμου

Αν ποτέ ανακαλύψουμε το κενό μας, τα παραμύθια που έχουν χαθεί στην αχλύ των μύθων, ίσως ξανάρθουν.

Όμως η πληθώρα των ποιημάτων της συλλογής της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου είναι ερωτικά ποιήματα. Αλλά και πάλι θα ξεγελαστούμε αν πούμε έτσι εύκολα ότι καταλαβαίνουμε τι ακριβώς σημαίνει αυτό.

Η ποίηση της Μαργαρίτας δεν βρίθει από κοσμητικά επίθετα, περίτεχνες λέξεις, λυρικό πνεύμα και ελεγειακούς τόνους. Καμία σχέση με όλα αυτά. Εδώ το ερωτικό υποκείμενο εκφράζει εκ βαθέων, τόσο ανεπιτήδευτα και ατόφια το ερωτικό συναίσθημα, την προσμονή του πόθου και της ένωσης, με τόσο άμεσο και συμπαγή και δυνατό τρόπο, όπου κάθε άλλο πιθανό στολίδι περισσεύει.

….το μόνο που θέλω να πω/το μόνο που θέλεις να κάνεις/ είναι να βάλεις τη γλώσσα σου πάνω στα δάχτυλά μου.

(σαν μακρόσυρτη νότα που παίζει ξανά και ξανά/ me gustas, te quiero, me amas, no?)

Εκείνα τα βράδια/ δίπλα στο ακροθαλάσσι/ καθώς έπεφτε απαλά το ηλιοβασίλεμα/ μέσα από το φιλί σου/προσπαθούσα να ληστέψω λίγο φως.

Με κοιτάς/ Σου χαμογελώ/ Ο χορός μας κύμα, λικνίζει τους δρόμους/ Ο χρόνος είναι όλος τώρα./Αυτό το τραγούδι. Αυτή η ζωή./Και ανεβαίνουμε κολυμπώντας στ’ αστέρια μαζί.

.

ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΘΩΜΑ

CULTUREBOOK.GR/5/9/2021

Tι παθαίνουν τα φιλιά στο κενό; Βουλιάζουν και χάνονται όπως στις μαύρες τρύπες του σύμπαντος; Γράφουν ανεξίτηλα σε απροσδιόριστες βάσεις; Ή δείχνουν απογυμνωμένη την πρόθεσή τους άσχετα με την πρόσληψη, ανεξάρτητα από την πρόθεση του παραλήπτη; Όπως και να ‘χει, την αγάπη τους δεν την χάνουν: είναι φιλιά και φιλιά παραμένουν. Ακόμα και όταν το αντικείμενο αδειάζει από περιεχόμενο, ακόμα και τότε που το αγαπημένο «Άλλο» απουσιάζει.
Μπορεί σε μια τέτοια λειτουργία να στηρίζεται και η ποίηση της Μαργαρίτας, μια τέτοια σχέση να φιλοτεχνεί ο στίχος της. Είναι η σχέση του λόγου με το αινιγματικό «Άλλο». Ένας μονόλογος αγάπης, ο μονόδρομος του αισθήματος που μας οδηγεί στην επικοινωνία, ρητός μαζί και άρρητος, ανέκφραστος στην άκρη της γλώσσας και μαζί εκφραστικός: τι άλλο λιγότερο ή περισσότερο από ένα φιλί; Κι όταν ο στίχος φύγει, θα αφήσει πάντα στο μυαλό το ανεξίτηλο χνάρι του, ένα άλλο φιλί κι αυτό:

«Ξύπνησα από την καλοκαιρινή βροχή
είχε τη γεύση του φιλιού που δεν δώσαμε» λέει ο στίχος.

Κάπως έτσι τα λόγια έρχονται να περιγράψουν τη ματαίωση – για να τη ματαιώσουν. Μια ποίηση εννοιολογική – στην κατηγορία της εννοιολογικής τέχνης – που γίνεται λόγος στοχαστικός και αντίλογος ξεχωριστός.
Διαβάζοντας τα ποιήματα του βιβλίου, παρατηρούμε για το καθένα μια ενιαία λίγο-πολύ δομή. Η ποιητική μορφή αλλάζει, το περιεχόμενο εμπλουτίζει τη θεματική του με ομόλογες αναζητήσεις, αλλά η δομή του κάθε ποιήματος έχει συνήθως πρόθεση συμπερασματική: το τέλος του ποιήματος αποκωδικοποιεί τα προηγούμενα και τα ολοκληρώνει. Πυκνώνει τα νοήματα και συμπληρώνει τη σημασία τους, καλύπτοντας τα κενά κι ό,τι μετεωρίζεται από στίχο σε στίχο, η κατάληξη το προσγειώνει.

Μέλη – μέρη του λόγου, του σώματος μέρη.

Η λέξη «ακροδάχτυλα» είναι αγαπημένη λέξη της συλλογής και ο αναγνώστης τη συναντά πολλές φορές (σελ. 10, 12, 34, 38). Αρκετά συχνές είναι και οι λέξεις «μαλλιά», «αυτιά», «μάτια», «δέρμα», «καρπός» «στέρνο», «χέρια», «καρδιά», «στόμα», «σώμα»: η ανατομία του σώματος γίνεται εδώ ανατομία του στίχου, τα μέρη του κορμιού γίνονται μέρη του λόγου. Σχετίζονται μεταξύ τους στο επίπεδο του λόγου και οι σχέσεις τους κάποιες φορές αποτελούν σχέσεις υποκατάστασης. Όπως για παράδειγμα στους στίχους:

«Το σώμα μου δεν θέλει να μιλάει πια
Το έχει πιάσει το παράπονο
Ό,τι και να λέει
Κανείς δεν το ακούει:
ότι δεν είναι σώμα
είναι καρδιά,
μια καρδιά από δέρμα.»

Οι σχέσεις και οι μεταθέσεις των όρων λειτουργούν σχεδόν σαν μεταμοσχεύσεις οργάνων, ενώ ένας θερμά αποστασιοποιημένος ερωτικός λόγος επιτρέπει συχνά την ειρωνεία ως σχήμα λόγου και αυτή. Διότι η ποίηση της Παπαγεωργίου είναι ποίηση βαθιά ερωτική. Η έγνοια της όλη είναι η αναζήτηση του Άλλου, με τη λακανική ενδεχομένως απόχρωση του όρου. Η αναζήτηση και το αίνιγμα του ερωτικού Άλλου πυροδοτούν τη γραφή και ανεβάζουν τη θερμοκρασία του λόγου. Είναι σαν να σκαρφαλώνουν οι λέξεις ένα κορμί, να το αγγίζουν και να το διώχνουν, να το αγαπούν και να το εγκαταλείπουν. Το κερματισμένο αυτό κορμί γίνεται ένα είδος συνέχειας ή ασυνέχειας του λόγου. Ίσως δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να περιγράψεις την ερημιά του κορμιού και τη δίψα της καρδιάς, παρά μόνο μέσα από μια τέτοια συνθήκη απουσίας. Που μας ξαναγυρίζει ευοίωνα στο «κενό».
Είναι πολλοί οι ομόλογοι όροι του κενού εδώ, η έκλειψη ή η «έλλειψη» (37, 38), το «τίποτα» και το «όλο» (39), ο λόγος που ανταμώνει με την αναίρεσή του (43), το «αδειανό» που πονάει (46,48). Κάποιες φορές, το ποιητικό υποκείμενο σπάζει στα δυο, μιλάει για τον Άλλο, κάποιες άλλες, έρχεται και το ίδιο στη θέση του Άλλου και μιλάει από τη θέση του. Οι πλάγιες γραφές και οι παρενθετικές φράσεις (σελ. 9, 24, 25, 26) σηματοδοτούν «παραλλαγές» της μίας φωνής που πολλαπλασιάζεται συγχωνευτικά και εκφράζεται ποιητικά, ακόμα και στο όνομα κάποιου άλλου. Το υποκείμενο σκίζεται στα δύο για να πάρει τη θέση του φαντασιακού Άλλου, επιστρέφοντας μ’ αυτό τον τρόπο στον εαυτό του βαθιά.
«Ο πιο σκληρός νόστος είναι ο νόστος του εαυτού», καταλήγει ο στίχος. Και ορίζει με τον τρόπο του μια αέναη επιστροφή. Να είναι αυτό το ανεξίτηλο ίχνος από τα φιλιά στο κενό; Στην άτοπη ή την ουτοπική αγάπη, μόνο τα λόγια που γίνονται ποιήματα πιάνουνε τόπο.

.

ΦΩΤΕΙΝΗ ΦΛΩΡΟΥ

ΠΕΡΙ ΟΥ 19/6/2021

¨Καθώς ξεπηδούν λέξεις
καμπύλες,
τετράγωνες, μυτερές…»
Με έντονη την αίσθηση των φιλιών στο πρόσωπο και μιας αγκαλιάς, που ακόμα αφήνει τη ζεστασιά της στο σώμα, ταξίδι για το Εδιμβούργο. Και τι αντίφαση, στα χέρια, συντροφιά στην πτήση, η ποιητική συλλογή της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου «Φιλιά στο κενό». Τέσσερις προσεχτικές αναγνώσεις, στις τέσσερις ώρες της μοναξιάς, της θύμησης, των συναισθημάτων που κατακλύζουν. Με έντονη την αίσθηση του τώρα και του μετά την προσδοκία. Έτσι, όπως η ποιήτρια διατυπώνει τα δικά της αισθήματα. Τρυφερότητα, απουσία- έλλειψη, κενό, μνήμες-εικόνες, παρουσία άϋλη, παρουσία μέσα στο κενό. Και ενώ κάτι τελειώνει τίποτε δε χάνεται, επανέρχεται ως νοσταλγία, ως ανάμνηση, ως βίωμα, έστω και ανολοκλήρωτο. Ό,τι δε βιώθηκε στις διαστάσεις του απόλυτα, ως επιθυμία διατυπώνεται, ως αίσθηση ανασύρεται « με κρότο με χαιρετά η μνήμη σου», ως βεβαιότητα για την ύπαρξη του άλλου εκδηλώνεται « Έρχεσαι μαζί με κάθε καταιγίδα/ είσαι η χρυσή κλωστή στο μωβ βελούδο του θόλου/ ο ψίθυρος στα νωπά φύλλα των δέντρων…/ Υπάρχεις. Έρχεσαι πάντα. Με περιμένεις…» Αλλά και η αβεβαιότητα για την παρουσία του ποιητικού υποκειμένου « Εύχομαι όσο ζω/ να βρίσκω τη δύναμη/ να έρχομαι και εγώ», είναι ο αγώνας της ψυχής να ορίσει τον νόστο της «Ο πιο σκληρός νόστος είναι ο νόστος του εαυτού». Σωματοποιούνται τα αισθήματα και τα συναισθήματα «Από το σώμα ξεκινάμε και στο σώμα επιστρέφουμε/ Εκεί είναι το τραύμα, εκεί είναι και το θαύμα» άλλοτε επώδυνα και άλλοτε ανακουφιστικά, σε μια αέναη ροή αυτών από την ψυχή στο σώμα, «Καθώς με αγγίζεις/ Η άρνηση φορτίζεται», «Σε κοιτάζω ώρα πολλή/…Οι παλμοί της καρδιάς μου επιβραδύνονται» «Η αγάπη και η προδοσία/..Όλα μετριούνται στο φιλί/ Η απόσταση είναι ένα σώμα δρόμος.» «Το σώμα μου δεν θέλει να μιλάει πια/ Το έχει πιάσει το παράπονο.» «Και δεν ένιωσα ούτε για μια στιγμή/τη ζεστασιά των χεριών που ονειρευόμουν/ γύρω από τον λαιμό μου» «Ασημένιες νιφάδες/περιδέραιο φορώ τα φιλιά σου/Στον πυρετό μου να λιώνουν/το κορμί μου να δροσίζεις» Τα φιλιά που δε δόθηκαν, τα χέρια που τα έκαψαν ωραία βεγγαλικά, το μετά που δεν υπάρχει, η αδυναμία να περικυκλωθούν τα όρια του άδειου, μια καρδιά από δέρμα που κανείς δεν ακούει, όλα που αρχίζουν και δεν τελειώνουν, το υπαρκτό κενό που δεν το πίστευε το ποιητικό υποκείμενο γιατί δεν ήθελε να πάψει να υπάρχει. Όλα αυτά εκφράζουν τη διάθεσή του γίνονται «λέξεις καμπύλες, τετράγωνες, μυτερές». Μονόλογοι που απευθύνονται σε ένα Εσύ, χωρίς αιτιάσεις και θυμό μα με έναν απολογισμό που γλυκό πόνο επιφέρει, νοσταλγία, αλλά και ελπίδα «Καθώς χρυσίζει η θάλασσα τον ορίζοντα/ σου χαρίζεται η ελπίδα κάποιας αναμονής», και τη συνειδητοποίηση πως το κενό υπάρχει και στον καθένα η πλήρωσή του εναπόκειται. Ως προς τον ποιητικό τρόπο, η γραφή ης Μαργαρίτας Παπαγεωργίου χαρακτηρίζεται από δύναμη πύκνωσης της σκέψης. Σκέψεις που εναλλάσσονται με εικόνες και συναισθήματα. Κυρίαρχη η εικόνα-φωτογραφία, ειδυλλιακή και πραγματική, εικόνα αίσθηση, εικόνα άκουσμα. Ο ποιητικός λόγος εμπλουτίζεται με μεταφορές και παρηχήσεις, συμβολισμούς και στίχους επεξηγήσεις ή και μικρά σχόλια σε παρενθέσεις. Ως προς τον ρηματικό χρόνο, εναλλαγή παρόντος παρελθόντος με φυγή στο μέλλον, που αντανακλά την επιθυμία ή και μια μικρή ελπίδα συνάντησης. Το ένα αθόρυβα εμπλέκεται στο άλλο, συνέχεια και απόληξή του. Ως προς τα πρόσωπα, κυρίαρχο το πρώτο, αποδέκτης συχνά το δεύτερο, ένα Εσύ, που μοιράζεται τη σκέψη και τον προσωπικό κόσμο του ποιητικού υποκειμένου, τα συναισθήματα και τις επιθυμίες. Σπάνιο το τρίτο, ως συμμετέχον στην πορεία, τα βιώματα, τις προοπτικές. Ο ποιητικός χώρος τέλος, ένα εκεί ή και εδώ, που το συνθέτουν το μέσα και το έξω, το δωμάτιο, το μπαρ, η θάλασσα η αμμουδιά, που σμίγουν αδιαχώριστα στη σκέψη του ποιητικού υποκειμένου, αφού συνεκτικό στοιχείο τους η μνήμη είναι και η αίσθηση του κενού που δε γεφυρώνεται. Βαθιά τέλος και η επίγνωση της ζωής, αποτέλεσμα, μια ευαίσθητη, τρυφερή, ερωτική, γοητευτική γραφή, ακόμη και όταν ο λόγος απώλεια και κενό αποκαλύπτει. Μια πορεία ενδοσκόπησης και αυτογνωσίας, μέσα από τον στέρεο δρόμο της μνήμης, η ποιητική γραφή της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου εντέλει.

.

ΧΡΥΣΑ ΦΑΝΤΗ

ΧΑΡΤΗΣ 26 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2021

Το κενό που τρέφει

«Εάν δεν υπάρχει αρκετός χώρος στο σώμα, / συνεχίστε σε συνημμένη κενή σελίδα, / ανασαίνοντας τον αριθμό αδείας των ονείρων σας».

Με μια σουρεαλιστική και ελαφρώς περιπαιχτική παραίνεση σε θέση προμετωπίδας ξεκινά η τρίτη κατά σειρά ποιητική συλλογή της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου, Φιλιά στο κενό, που κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 2020. Μια συλλογή με πενήντα δύο ποιήματα για τον έρωτα, την απώλεια, την αίσθηση του κενού και τη μνήμη τoυ σώματος. Στην ποίηση της Παπαγεωργίου το να δεις το γνωστό και το τετριμμένο μέσα από μιαν άλλη λειτουργική των μορφών και των λέξεων, αποτελεί sine qua non, προϋπόθεση και υπόστρωμα μιας απαράβατης λογοτεχνικής συνθήκης. Η ποίησή της αν και κινείται στον σκοτεινό χώρο του ασυνείδητου αποτελεί οντότητα που επιδρά καταλυτικά, συνομιλεί μαζί μας ακόμη κι όταν μονολογεί, αυτεξούσια αλλά και στενά εξαρτώμενη από το περιβάλλον και τις αισθήσεις, μόνη αλλά και σε διαρκή επαφή με τα πρόσωπα που μας κατοικούνε, ψυχές που παρά τη φασματική τους υπόσταση δεν σταματούν να ενεργούν ή να πάσχουν, να παλεύουν δυναμικά ή σιωπηλά να αποσύρονται.

Το δέρμα και η μνήμη του σώματος

Σώματα ρευστά, αέρινα, με τα σημαίνοντά τους δοσμένα δραματικά, παραμυθητικά ή απομυθοποιημένα, αντανακλάσεις ενός εσωτερικού και αόρατου δια γυμνού οφθαλμού πολλαπλασιαστικού καθρέφτη, σώματα με σάρκα και οστά, αφού και η γλώσσα με την οποία μας δεξιώνονται και μέσα από την οποία μας εξομολογούνται είναι μέσο κατ’ εξοχήν σαρκικό, διαχρονικό και ταυτόχρονα άχρονο. Στους στίχους της ποιήτριας η πιο βαθιά μνήμη βρίσκεται εκεί όπου «Η λευκότητα του δέρματος / Η λευκότητα των φτερών / αναμετριέται με το μαύρο των πλήκτρων / και κάθε που αγγίζουμε με τα ακροδάχτυλά μας «τις νότες του πιάνου / Ανασηκώνεται η άγγελος της μνήμης», υπάρχει εκεί όπου δεν την αντιλαμβάνεσαι, στο πιο βαθύ μυστήριο του εαυτού. Η μνήμη του σώματος είναι αθάνατη και το δέρμα μας το πιο δυνατό της σημείο∙ διόλου παράξενο αν συλλογιστούμε ότι η ενέργεια που μας απορροφά όταν διεγείρεται, είναι δεκάδες φορές μεγαλύτερη απ’ αυτή που θα απορροφούσε η μύτη, τ’ αφτί ή το μάτι. Η αίσθηση του ότι υπάρχουμε μεσ’ από αυτή τη διέγερση είναι ασύγκριτα πιο δυνατή, αμέτρητες φορές ισχυρότερη από κάθε άλλη αίσθηση.

Ο χρόνος ως ενδιάμεσο

«Εκτείνομαι /, Μα όσο κι αν ξετυλίγομαι / δεν μπορώ να περικυκλώσω τα όρια του άδειου μου». Το αόρατο και το εκκωφαντικά σιωπηλό, όπως και το κλεμμένο γράμμα στο έργο του Πόε, μας περιβάλλουν και μας κατέχουν με τα μάτια εκείνου που θα θελήσει να τα ψηλαφίσει. «[…] εκεί που επιστρέφω / δεν είσαι / γιατί διαρκώς να επιστρέφω / ενώ δεν είσαι εδώ;» Η έννοια του χρόνου και οι επιδράσεις από την αστροφυσική μετουσιώνονται εδώ σε καθαρή ποίηση, με τρόπο βαθιά αφομοιωμένο και εξόχως πρωτότυπο: «4½ υπερκαινοφανείς / μήνες αστέρες / στήνουν χορό / στη ραχοκοκαλιά της νύχτας μου / Με κρότο με χαιρετά η μνήμη σου // Πάντα με κρατά ξύπνιο / η στιγμή / που βγήκε έξω / για τσιγάρο // (Λυπάμαι, καρδιά μου, / αλλά χάνω έναν χτύπο, / χτυπώ στον ενδιάμεσο)». Είμαστε χρόνος και χρόνος δεν είναι τίποτα άλλο από το κενό που δημιουργεί η μετάβαση από το ένα συμβάν στο άλλο, αυτό το κενό που χαιρετούν με κρότο οι υπερκαινοφανείς μήνες αστέρες στήνοντας το χορό στη ραχοκοκαλιά της νύχτας που μας περιβάλλει.

Ο νόστος του άδειου και η χαρά της επιστροφής

Το άδειο μας τρέφει, μας πονάει και μας ξεδιψάει, μας προσφέρει το όνειρο ή μας κρατάει άγρυπνους, μας κάνει να νοσταλγούμε ή να κλαίμε, να ξεσπάμε, να ξεφωνίζουμε, να σιωπούμε, να ζούμε. «Βρες το αδειανό σου / Και μέσα εκεί / Θα δεις την αγκαλιά του κόσμου». Γιατί «ο πιο σκληρός νόστος είναι ο νόστος του εαυτού.» Και «εαυτός» είναι το πάθος για εκείνο που δεν υπήρξαμε, είναι η νοσταλγία για όσα δεν πραγματώσαμε, η γεύση της ματαίωσης από ένα φιλί που δεν δώσαμε όταν όλα γύρω έδιναν την υπόσχεση και παρηγορούσαν, σαν να μην ξέραμε ότι «η απόσταση είναι ένα σώμα δρόμος.» Η χαρά κρύβεται στην ελπίδα της αναμονής και «το να επιστρέφεις νωρίς είναι αγάπη.»

Η ελπίδα της αναμονής

Η ζωή βρίσκεται στην αναμονή. Υπάρχει στη βροχή, στο ποτάμι, στην αμμουδιά, στη λίμνη, στο χιόνι, στον ουρανό, στη θάλασσα, στις σκιές του ήλιου και στα φύλλα των δέντρων, στα κοχύλια και στις παπαρούνες της Άνοιξης. Η εμμονή της ποιήτριας να καταδεικνύει την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης μέσ’ από την έλλειψη, το όνειρο και τη μαγεία της φύσης, αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά της.

3.

«Xωρίς τον ερχομό / Ποιο νόημα έχει η φυγή; / Χωρίς τον πηγαιμό/ Ποιο νόημα έχει η επιστροφή;»

Στα Φιλιά στο κενό ο κόσμος της Παπαγεωργίου κινείται σε σύμπαν πραγματικό και ταυτόχρονα απολύτως διάτρητο, εσωτερικό τοπίο όπου το απεριόριστο των ενδεχομένων και των δυνατοτήτων καθιστά τις εικόνες του άλλοτε ευχάριστα δυσδιάκριτες και άλλοτε εφιαλτικά ανοίκειες και δυστοπικές, ου τόπος και τόπος χωρίς περίγραμμα, χώρος που ψάχνει εναγωνίως να βρει τι κρύβεται πίσω του και ποιες συνθήκες τον καθορίζουν και τον διέπουν, κόσμος που διαρκώς εκπλήσσεται, εξεγείρεται αλλά και συχνά συναινεί, μαθαίνει να δέχεται και να αποδέχεται το μοιραίο, ξέρει πώς να μοιράζεται αυτό που άλλοτε μοιάζει να συστέλλεται κι άλλοτε πάλι να διαστέλλεται ασυντόνιστα και έξω από κάθε λογική αλληλουχία, έξω από κάθε ανθρώπινο κανόνα ή έννοια διαδοχής. Μέσα σε έναν τέτοιο κόσμο, που δεν είναι άλλος από τον κόσμο που ζούμε, η ποιήτρια δεν διστάζει να εξακτινώσει το έργο της και να το αφήσει να περιπλανηθεί στη διάσταση του αιώνιου παρόντος και του χωρίς «πριν» ή «μετά τον χρόνο», εμμένοντας, παλιλλογώντας και σπρώχνοντας έτσι την αλήθεια της μέχρι τα έσχατα. Μια αλήθεια που δεν συγχύζεται από τα καινοφανή, αλλά αντίθετα, ξέρει πώς να τα διαχειρίζεται, να τ’ αναδεικνύει και να τα υπηρετεί. Άλλωστε: «Το καλύτερο φάρμακο για την ψευδαίσθηση / είναι μια γερή δόση πραγματικότητας.»

.

ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ

literature.gr 26/11/2020

Ο νόστος του εαυτού

ποίηση, κάθε ποίηση, είναι ένα τοπίο. Έχει αντήχηση από τους δικούς της ανέμους, φωτισμό, ανάλογα με το γεωγραφικό της μήκος και πλάτος, έγραφε ο Γιώργος Θέμελης.

Η ποίηση της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου, στη συλλογή Φιλιά στο κενό (Μελάνι 2020), έχει για αφετηρία τις αισθήσεις. Στη συνείδησή της δουλεύουν συνειρμοί που ανακαλούν εμπειρίες και αναδιπλώνουν μνήμες του παρελθόντος. Οι εισαγωγικοί στίχοι προαναγγέλλουν την πανίδα και χλωρίδα του δικού της ποιητικού κόσμου.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Οι πολλαπλές όψεις της ανθρώπινης φύσης στο διάβα της Ιστορίας
Περί έρωτος ως μόνου δαιμονίου, Μαρία Πατακιά, Εκδόσεις Μελάνι
Διαστάσεις κοσμογονικές, γράφει η Άννα Γρίβα [Περί έρωτος ως μόνου δαιμονίου, Μαρία Πατακιά]
Εάν δεν υπάρχει αρκετός χώρος στο σώμα, συνεχίστε σε συνημμένη κενή σελίδα, ανασαίνοντας τον αριθμό αδείας των ονείρων σας.

Πυρήνας της συλλογής είναι η ερωτική απώλεια, αυτός ο μικρός θάνατος που πυροδοτεί μελαγχολία και απογοητεύσεις, αυτομαστιγώματα και έλλειψη κυριαρχίας. Αλλά που σηματοδοτεί και μια νέα περίοδο αυτοσυγκέντρωσης, αναστοχασμού και επανεκτίμησης, απαιτεί ανασυγκρότηση, επάνοδο με νέα δεδομένα, πολλές φορές σκληρά και απαιτητικά. Το τέλος του μύθου και της ασφάλειας που προσδίδει η ερωτική αγκαλιά οδηγεί σε ατομικές συμπληγάδες. Είναι ένας νόστος προσωπικός.

Ο πιο σκληρός νόστος είναι ο νόστος του εαυτού, γράφει η ποιήτρια.

Το αίσθημα κενού πηγάζει από την απώλεια. Οι όμορφες στιγμές έχουν χαθεί. Τις νύχτες εμφανίζονται σκιές και όνειρα. Όμως διαψεύδονται με το πρώτο φως της μέρας. Το εγώ και το εσύ κοιτάζονται μέσα από τον διαθλασμένο καθρέφτη του κατακερματισμένου εμείς. Ο ερωτικός πόθος πνίγεται μέσα σε καπνούς τσιγάρων, σε νύχτες λευκές και μη ανταποδοτικές. Μια μακρόσυρτη νότα παίζει ξανά και ξανά στα χωρίς παράθυρα δωμάτια κι ένα ερώτημα πλανιέται: me gustas, te quiero, me amas, no?

NUNCA TE HE VISTO Ή ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ

Τις λευκές νύχτες
όταν το κορμί ξαπλώνεται μουδιασμένο
ορθώνεται η ψυχή
τρέχει μέσα σε δωμάτια δίχως παράθυρα
στοιχειό χτυπιέται στους τοίχους
21 γραμμάρια που περισσεύουν
πόθοι και πάθη
που μένουν πού;

Δεν υπάρχει μετά
Η ψυχοστασία γίνεται πάντα
μέσα σε καπνούς τσιγάρων
πάνω σε ζυγαριά ακριβή
πριν τον θάνατο.

(σαν μακρόσυρτη νότα που παίζει ξανά και ξανά
me gustas, te quiero, me amas, no?)

Στην ποίηση της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου υπάρχει ρυθμός και θεατρικότητα. Ο στίχος είναι πυκνός και στοχαστικός. Η μορφή δουλεμένη. Οι παρηχήσεις, οι αλλαγές χρωμάτων και τα ασύνδετα, οι λέξεις από τις φυσικές επιστήμες, τα ρήματα, αναδεικνύουν τη ρευστότητα των ανθρωπίνων σχέσεων, τις μεταβολές των συμπεριφορών. Αλλά και τη δύναμη του λόγου.

Αγάπη και προδοσία. Το μαζί και το πουθενά. Οι ουλές που μας κυνηγούν, όπου και αν πάμε.

Η ποίηση της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου αφομοιώνει την επίδραση μεγάλων ποιητών. Είναι ποίηση λυρική και ελεγειακή. Υποβλητική και σωματική. Έχει τη μυρωδιά της θάλασσας. Χρωματιστά κοχύλια τη στολίζουν. Οι στίχοι πλημυρίζουν φως και χρώμα (κόκκινο και μπλε). Σκηνοθετούνται βράδια καλοκαιρινά και φεγγαρόλουστα, με τη μέθη του έρωτα και του ονείρου. Έχουν αύρα και την ομορφιά του ηλιοβασιλέματος. Τους διακρίνει η φλόγα του πάθους και της συντριβής, που ωστόσο δεν χάνεται στον βάλτο της απώλειας. Ενδημεί στο όνειρο και στην ελπίδα.

Τα Φιλιά στο κενό της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου είναι ποίηση με πανιά που ανεμίζουν την ορμή της ζωής, την κατάφασή της. Είναι ποίηση ρωμαλέα και αξιανάγνωστη.

ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Ό,τι ήταν να δω το είδα
ό,τι ήταν να πω το είπα
ό,τι ήταν να πάρω το πήρα
Δεν έχω άλλο να σου δώσω.

Το αντίθετο της οδύνης δεν είναι η ηδονή
Το αντίθετο του πόνου δεν είναι ο πόθος
Από το σώμα ξεκινάμε και στο σώμα επιστρέφουμε
Εκεί είναι το τραύμα, εκεί είναι και το θαύμα.

Βρες το αδειανό σου
Και μέσα εκεί
Θα δεις την αγκαλιά τον κόσμου

.

ΤΟΥΛΑ ΡΕΠΑΠΗ

staxtes.com 23/10/2020

«Από το σώμα ξεκινάμε και στο σώμα επιστρέφουμε
Εκεί είναι το τραύμα, εκεί είναι το θαύμα».
(«Στην αγκαλιά του κόσμου»)

ΤοΦιλιά στο κενό είναι μια ποιητική συλλογή της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου, αποτελούμενη από σαράντα οκτώ ποιήματα. Μέσα σε αυτά η συγγραφέας, τοποθετώντας την ποίησή της στην υπαρξιακή κατηγορία, με λόγο ρέοντα μιλά για την παρουσία αλλά και την εκ των υστέρων απουσία ανθρώπων και στιγμών. Μνήμες και άγρυπνες νύχτες, νύχτες μισές έρχονται και κάνουν εμφανές, απτό στην ψυχή το άπιαστο κι όμως τόσο υπαρκτό κενό. Αποτέλεσμα μιας χαμένης εγγύτητας, συντροφικότητας, αγαπημένης παρουσίας.

Τα χέρια προσωποποιούνται αποκτούν υπόσταση και το σώμα γίνεται καράβι ενάντια στην τρικυμία της ζωής. Τα δάκτυλα μιλούν, αγγίζουν ενώνουν. Εκφράζουν την ανάγκη της αφής, της επαφής αλλά και της κτητικότητας του έρωτα. Η ψυχή, γίνεται η κραυγή στην απώλεια και τότε, ορθώνεται η ανάγκη να τα έχει όλα, ενώ βλέμματα και λέξεις, εκφράζουν τη νοσταλγία του πριν. Το δίπολο σώμα- λέξεις αλλάζει πρόσωπο συνεχώς, δημιουργώντας εικόνες και ήχους ψιθυρίζοντας συνεχώς μια ευχή: Να έχει τη δύναμη όσο ζει να ελπίζει!

Το στοιχείο του νερού- σε όλες του τις μορφές- δίνει στην ποίηση της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου το ρευστό, φευγαλέο και άπιαστο που είναι ο έρωτας και η κάθε στιγμή. Βροχή, νερό, θάλασσα, νιφάδες, το χιόνι που γίνεται σύννεφο, λέξεις με συγκρατημένο λυρισμό καθρεπτίζουν αυτό που χάνεται αποβάλλοντας τη θερμοκρασία του. Μόνο η ελπίδα της άνοιξης υπόσχεται πως όλα θα ξαναρθούν. Συγχρόνως, η ημέρα των νεκρών και η ημέρα των ζωντανών, υπενθυμίζουν την αέναη αλυσίδα της ύπαρξης με τα αντίθετα να προσδίνουν ισορροπία.

Εικόνες ποιητικές εμπνευσμένες, από τον ορίζοντα του ουρανού έως το βυθό της θάλασσας και από το βυθό του μυαλού στο βυθό της ανθρώπινης ψυχής, αφηγούνται την ύπαρξη του κενού, με το συναίσθημα νοσταλγίας και απώλειας να ορθώνεται σαν κύμα που σπάει, χάνεται και γίνεται αφρός σκιαγραφώντας επιθυμίες και αναμονή, ελλείψεις και εκλείψεις, τραύματα και ουλές της ζωής που μέσα τους κοχλάζει η έλλειψη. Η έλλειψη, που οδηγεί στον απολογισμό.

Η ποίηση της Μ.Π. είναι παντού και στο μπαρ, γιατί η ζωή είναι παντού. Στους στίχους της, μια φωνή γίνεται τραγούδι, ενώ στιγμές ζωής γίνονται η πόρτα που ανοίγει τη μνήμη. Πόρτα, θάλασσα, δάκτυλα, φως, λέξεις με πληθώρα νοημάτων ανοίγουν διάπλατα και το διαφορετικό παράθυρο στο μυαλό του αναγνώστη.

Η ποιητική συλλογή της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου Φιλιά στο κενό προβάλλει σαν πίνακας ζωγραφικής, με εικόνες κλασικής και μοντέρνας απεικόνισης. Η ποίησή της ακτινοβολεί, φορτίζεται, ηλεκτρίζει, φωσφορίζει με Lazer. Όμως, αυτός ο ψυχρός φωτισμός στους στίχους της μετατρέπεται σε ένθερμη ποίηση του σήμερα, κάνοντάς την να προβάλλει σαν μια ενδιαφέρουσα και «φωτεινή προσέγγιση» της πραγματικότητας. Ακόμη και στο ψυχρό και απόμακρο τώρα, υπάρχει η νοσταλγία, η τρυφερότης, η συντροφικότης, το άγγιγμα, το φιλί, το χάδι, η ελπίδα, η ομορφιά της φύσης και της ποίησης. Πρωταγωνιστής της ο άνθρωπος και η συνομιλία του με ζητούμενο την εγγύτητα της παρουσίας και της επαφής. Εμπνευσμένοι τίτλοι, (Η αρένα των δίδυμων βυθών, Στροβιλισμός αφής, κ.ά.) και ρέουσα γλώσσα καθρεπτίζουν αυτό που την εμπνέει. Με ισορροπία λέξεων, νοημάτων και εικόνων, άλλοτε μεγεθυμένες και άλλοτε εστιασμένες, φωτίζει τα ανθρώπινα συναισθήματα, αδιέξοδα και ερωτηματικά.

Προβλέπω, πως με το χρόνο θα δούμε την ποίηση της, όπως το παλιό κρασί, να πυκνώνει και να χώνει ακόμη πιο βαθιά τα νύχια της στο βάρος και το νόημα των λέξεων. Στο βάρος και το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης.

Έχει όλα τα προσόντα!

.

ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΪΤΑΤΖΗ – ΧΟΥΛΙΟΥΜΗ

culturebook.gr 21/9/2020

Τα «φιλιά στο κενό» μετασχηματίζονται σε καλή ποίηση και στραφταλίζουν το φως τους

Τα «φιλιά στο κενό» μετασχηματίζονται σε καλή ποίηση και στραφταλίζουν το φως τους.

Ο Φρόυντ πίστευε ότι γενεσιουργός αιτία της τέχνης και της λογοτεχνίας είναι η εξιδανίκευση της ανικανοποίητης λίμπιντο. Δηλαδή, θεωρούσε ότι οι καλλιτέχνες αποφορτίζουν τη βρεφική σεξουαλικότητά τους μετασχηματίζοντάς τη σε μη ενστικτώδεις μορφές. [[1]]

Στο τρίτο ποιητικό βιβλίο της η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου μάς προσφέρει φιλιά στο κενό, των εκδόσεων Μελάνι. Μια σπουδή στην ερωτική ματαίωση και απώλεια, μια σωματοποίηση της ερωτικής νοσταλγίας και της μνήμης του απολεσθέντος ερωτικού αντικειμένου.

Στο εξώφυλλο η φωτογραφία του Βασίλη Κολτούκη σε απόλυτη συνομιλία με το περιεχόμενο της ποιητικής συλλογής. Μια ανάστροφη γυναικεία μορφή ποδηλάτισσας αιωρείται στον κενό του εναέριου χώρου, από δίπλα και το ποδήλατό της, ενώ στο γιαλό μπρος στην απέραντη θάλασσα ένας ποδηλάτης κρυμμένος κάτω από ένα ψαθάκι με πλατύ μπορ απομακρύνεται αμέριμνος, και ανίδεος ενδεχομένως για τα τεκταινόμενα στον εναέριο χώρο.

Στην προμετωπίδα της συλλογής η ποιήτρια μας προϊδεάζει με την ακόλουθη παραίνεση:

«Εάν δεν υπάρχει αρκετός χώρος στο σώμα,
συνεχίστε σε συνημμένη κενή σελίδα,
ανασαίνοντας τον αριθμό αδείας των ονείρων σας», σελ. 7.

Η ποιητική συλλογή φιλιά στο κενό αποτελείται από 48 ποιήματα, κάποια ολιγόστιχα και κάποια μεγαλύτερα, με οικονομία λέξεων, πυκνά και διαυγή, πλούσια σε παρηχήσεις, μεταφορές και εικόνες, με βιωματικές αναφορές και συγκινησιακές εκφάνσεις, με παρρησία και βιωμένη αλήθεια.

Στην ποίηση της Παπαγεωργίου συνδιαλέγονται η συγκίνηση με την θέαση και τον στοχασμό, ο ορθολογισμός του επιστημονικού λόγου με τον λυρισμό του ποιητικού λόγου, η ψυχική οδύνη με την σωματοποίησή της σε εκφάνσεις σωματικού άλγους, το ονειρικό με το φαντασιακό, το πραγματικό με το υπερβατικό και αόρατο, για να εκφράσουν τον ερωτικό πόθο και τα αισθήματα ματαίωσης και στέρησης, την ερωτική νοσταλγία και την ονειροπόληση μέχρι να επιτευχθεί η βίωση της οδύνης και ο μετασχηματισμός της σε ποιητικό λόγο και φως, καθώς και η συμφιλίωση με το κενό για να φανερωθεί ενορατικά το βαθύτερο είναι του άδειου.

Τα φιλιά στο κενό αποτελούν μια ποιητική πραγματεία στην απώλεια και το κενό, μια ποιητική ελεγεία στην έλλειψη, μια σπουδή στην απόσταση, με αναπολήσεις και νοσταλγικές εκρήξεις της μνήμης, με έκδηλη και έντονη την σαρκική καταγραφή ως ερωτική εγγύτητα, ως «στροβιλισμός αφής» στο δέρμα, στα άκρα, στα ακροδάχτυλα, στα πόδια και γενικά στο σώμα. Ωστόσο, τα ποιήματα είναι διάχυτα από φωσφορίζουσες σταγόνες λύτρωσης που πετυχαίνεται μέσω της λεκτικής δημιουργικής έκφρασης, της ποιητικής γραφής, καθώς και μέσω της ενορατικής βίωσης της συμφιλίωσης με το κενό και το άδειο.

Το ποιητικό υποκείμενο επικαλείται την ελπίδα. Στο ομώνυμο ποίημα, συνομιλεί μαζί της με βεβαιότητα για την ύπαρξή και τον ερχομό της: «Έρχεσαι μαζί με κάθε καταιγίδα/ Είσαι η χρυσή κλωστή στο μωβ βελούδο του θόλου μετά»˙ όμως δεν είναι βέβαιο αν το ποιητικό υποκείμενο θα είναι εκεί, αφού το ποίημα τελειώνει με μια ευχή: «Εύχομαι όσο ζω/ να βρίσκω τη δύναμη/ να έρχομαι κι εγώ», σελ. 19. Ίσως αυτή η απουσία του εαυτού από την ελπίδα και ο ενδεχόμενος φόβος απώλειας του εαυτού να αιτιολογούν τον αποφθεγματικό στίχο:

«Ο πιο σκληρός νόστος, είναι ο νόστος του εαυτού.», σελ. 19.

Το λευκό σαν νιφάδες χιονιού επανέρχονται στην ποιητική συλλογή ως συμβολισμοί της απώλειας, του κενού και του άδειου. «Το λευκό δεν είναι χρώμα.» αλλά «Έχει τη γνώση μιας νιφάδας/ που μόλις έλιωσε στα χείλη σου.», σελ. 43. Και στο ομώνυμο ποίημα «Νιφάδες»:

«Μια νιφάδα στροβιλίζεται/ στο μεσοδιάστημα του κενού/ Μετά πέφτει/», σελ. 45.

Στα τελευταία τρία ποιήματα μέσα από τη στοχαστική βίωση του πένθους της απώλειας και το μετασχηματισμό του σε ποιητικό λόγο επέρχεται η συμφιλίωση και στην συνέχεια η ανατροπή και κάθαρση: «τώρα μπορώ πλέον/ να ακουμπήσω το στομάχι μου/ στο αδειανό που πονάει// να σε ζητάω απεγνωσμένα/ να σιωπώ /Να ζω, να ζω, να ζω./», σελ. 46. «Μου μήνυσαν χθες το βράδυ/ πως επιθυμούν να βρουν ξανά/ την ομίχλη των μύθων τους/ Κι αν ποτέ ανακαλύψουμε το κενό μας/να μας ξανάρθουν./», σελ. 47.

Στο υπέροχο τελευταίο ποίημα της συλλογής με τίτλο «Στην αγκαλιά του κόσμου» το κενό και το άδειο ξεδιπλώνονται. Αποκαλύπτεται η ουσία και το βάθος τους, που προϋποθέτουν το νέο, το ουσιώδες. Μέσα από υπέροχους αποφθεγματικούς στίχους η Παπαγεωργίου καταθέτει την στοχαστική της θεώρηση με την παρότρυνση να βρούμε το κενό μας για να μπορέσουμε να χουχουλιάσουμε στη μεγάλη αγκαλιά του κόσμου. Παραθέτω το ποίημα αυτούσιο, σελ 48:

ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Ό,τι ήταν να δω το είδα
ό,τι ήταν να πω το είπα
ό,τι είχα να πάρω το πήρα
Δεν έχω άλλο να σου δώσω.

Το αντίθετο της οδύνης δεν είναι η ηδονή
Το αντίθετο του πόνου δεν είναι ο πόθος
Από το σώμα ξεκινάμε και στο σώμα επιστρέφουμε
Εκεί είναι το τραύμα, εκεί είναι και το θαύμα.

Βρες το άδειο σου
Και μέσα εκεί
Θα δεις την αγκαλιά του κόσμου

Μπορεί η ποιητική συλλογή φιλιά στο κενό της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου να συνδιαλέγεται με το κενό και το ποιητικό υποκείμενο να μετεωρίζεται σ’ αυτό ως ανάστροφη ποδηλάτης, άλλοτε ονειροπολώντας και άλλοτε στοχαζόμενο, ωστόσο το σημαντικό είναι ότι δεν σταματά να στέλνει φιλιά, και μάλιστα φωτισμένα με ποιητικές αχτίδες. Και έτσι το κενό μάς ανταμείβει πλουσιοπάροχα καθώς μετασχηματίζεται σε καλή ποίηση.

Άλλωστε το ερώτημα σχετικά με το κενό είναι εύλογο και διαχρονικό. Τί είναι επιτέλους, τί σημαίνει το κενό. Πόσο κενό είναι το κενό, αλήθεια; Έτσι και στην ποίηση του σπουδαίου Τούμας Τρανστρέμερ, το κενό μας διαμηνύει πως δεν είναι κενό αλλά ανοιχτό. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από το ποίημα του «Βερμέερ»:

Ο ουρανός καθαρός έχει γείρει στον τοίχο.

Μοιάζει με προσευχή στο κενό.

Και το κενό στρέφει το πρόσωπό του σ’ εμάς
και ψιθυρίζει
«δεν είμαι κενό, ανοιχτό είμαι»

Τούμας Τρανστρέμερ, «Βερμέερ» (απόσπασμα), [[2]]

.

Κυριακή (Κούλα) Αδαλόγλου

Fractal Σεπτέμβριος 2020

Η έκρηξη του ιώδους συναισθήματος

Η ποιητική συλλογή Φιλιά στο κενό της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου έχει καταβολές στην προηγούμενη ποιητική συλλογή τα Μεταπλάσματα (εκδ. Σαιξπηρικό 2017). Αλλά προχωράει και βήματα παραπέρα, σε ύφος διαφορετικό, σε διαφορετικό τρόπο ποιητικής έκφρασης.

Συνοψίζω το άνοιγμα της έκφρασής της σε νέους δρόμους ως εξής: εμφανίζεται μια αυξανόμενη γείωση των ποιητικών αναφορών σε θέματα και σε πράγματα καθημερινά, που οδηγεί στην απελευθέρωση του συναισθήματος, ενός λυρικού συναισθήματος, το οποίο δίνει τον ιδιαίτερο τόνο στη συλλογή.

Να επισημάνω ότι η σύνδεση του ατόμου με το σύμπαν παραμένει ισχυρή και παραμυθητική, παρ’ όλη την ενδυνάμωση των γήινων αναφορών.

Η σύνδεση με τις φυσικές επιστήμες, τη φιλοσοφία και την ψυχολογία είναι παρούσα και σ’ αυτή τη συλλογή. Χωρίς σημειώσεις επεξηγηματικές στο τέλος – στην προηγούμενη συλλογή υπήρχε ένα Επίμετρο με σημειώσεις για θεωρίες και έννοιες. Εδώ ο αναγνώστης θα πρέπει να αναζητήσει μόνος του κάποιες πληροφορίες, αν νιώσει την ανάγκη. Και πράγματι, δεν είναι απαραίτητες οι σημειώσεις, γιατί η Παπαγεωργίου μεταπλάθει τις έννοιες και τις ενσωματώνει στου στίχους της. Όλα γίνονται γλώσσα ποιητική. Έγραφα και για την προηγούμενη συλλογή της:

Στο τέλος της συλλογής υπάρχει ένα επίμετρο με αρκετές πληροφορίες για τα διαβάσματα της συγγραφέως που επηρέασαν τη γραφή της. Όταν διαβάσει κάποιος τα ίδια τα ποιήματα, θα βρει έναν πολύ αφομοιωμένο απόηχο των διαβασμάτων.

Θα πρότεινα ότι μπορεί ο αναγνώστης να διαβάσει τα ποιήματα -και- χωρίς το επίμετρο, να το αφήσει δηλαδή στην άκρη μετά την ενημέρωσή του. Η ανάγνωση θα πάρει τους δικούς της δρόμους, και η ποίηση θα κερδίσει τις δικές της ερμηνείες.[1]

Υπάρχουν σταθερά σύμβολα στην ποίηση της Παπαγεωργίου: η Πανσέληνος, η θάλασσα, τα χρώματα ερυθρό και κυανούν.

Υπάρχει ο έρωτας,, που μετατρέπεται σε υπαρκαινοφανείς μήνες-αστέρες. Το πάθος μέσα στο οποίο ακτινοβολούν οι εραστές, σαν δέσμη λέιζερ. Και με την εκπληκτική αναφορά στις κόκκινες καυτερές πιπερίτσες του πρωινού μπάνιου, το κόκκινο χρώμα απογειώνεται.

Αν προσθέσουμε/ μια βραδιά καλοκαιριού που θα/ λουστούμε στο φως του φεγγαριού/ και καυτερές πιπεριές που θα/ γευτούμε στην μπανιέρα του πρωινού/ έχει παρατηρθεί ότι/ λόγω της διεγερμένης ακτινοβολίας μας/ – παρά τη μικρή διάρκεια παλμών/ και το στενό φασματικό εύρος –/ για μια στιγμή στον χρόνο/ εγώ κι εσύ θα ταξιδέψουμε/ στις πολιτείες των μύθων του κόκκινου. («Laser ή το υπό διέγερση αντικείμενο», σ. 11)

Βέβαια, σε τέτοιες περιπτώσεις ο έρωτας μπορεί να πάρει τη μορφή χιονοστιβάδας, που σημαίνει ένταση και κορύφωση, όμως είναι γνωστό ότι η χιονοστιβάδα μπορεί να τα παρασύρει όλα.

Πόσο ζυγίζει η ψυχή, και πότε γίνεται η ψυχοστασία; Τι σημασία έχει, πριν ή μετά, ο θάνατος είναι αναπόφευκτος. Και ο έρωτας που χάνεται θάνατος είναι. Η ψυχή χτυπιέται στοιχειό στους τοίχους. 21 γραμμάρια που περισσεύουν/ πόθοι και πάθη / που μένουν πού;

Θεωρώ πως η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου επιλέγει να μιλήσει για το έντονο συναίσθημα μέσα από τις λέξεις της επιστήμης. Με τον τρόπο αυτό, χωρίς υπερβολές σε περιγραφές και εικόνες, καταφέρνει να μιλήσει για πολύ δυνατά συναισθήματα. Καλύτερα, δημιουργεί νέες εικόνες, πρωτότυπες και ισχυρές, που οδηγούν σε άλλους αναγνωστικούς δρόμους.

Κάτω από την κρούστα της αποστασιοποίησης μέσω όρων και φαινομένων επιστημονικών, υπάρχει το έντονο συναίσθημα, που συχνά σπάζει την επιφάνεια και αναδύεται καθαρό.

Το συναίσθημα είναι λυρικό ελεγειακό. Κοντά στο χρώμα καραδοκούν οι σκιές, η απουσία, το κενό. Ερωτικό τραγούδι είναι τα περισσότερα από τα ποιήματα της συλλογής. Τα δάχτυλα, η αφή, τα άκρα είναι συχνά οι φορείς του ερωτισμού.

Καθώς με αγγίζεις/ Η άρνηση φορτίζεται/ Προσκολλάται/ στις θερικές πρωτεΐνες/ των δαχτύλων σου/ Τα αποτυπώματά σου/ παραμένουν στο δέρμα μου/ σπινθήρες μετά την τριβή («Φώσφορος», σ. 10)

Τα πόδια διπλωμένα σταυροπόδι, διπλωμένα στο τώρα, σε μια στάση αναμονής. Αλλά και πόδια που ξεδιπλώνονται, σώμα που ξετυλίγεται, αναδιπλώνεται, εκτείνεται, σε εναγώνια προσπάθεια να βάλει τα όρια της έλλειψης του άλλου.

Μα όσο κι αν ξετυλίγομαι/ δεν μπορώ/ να περικυκλώσω/ τα όρια του άδειου μου («Οι κόκκοι του καφέ», σ. 17)

Η ελπίδα της αναμονής, η πίστη ότι το αντικείμενο του πόθου έρχεται σε ένα ραντεβού αέναο, διαρκώς επαναλαμβανόμενο, αλλά πιθανότατα ανεκπλήρωτο. Αυτή η ανεπίδοτη χαρά της άφιξης γίνεται τότε έκφραση βαθιάς θλίψης, γιατί το να επιστρέφεις νωρίς είναι αγάπη. Αλλιώς, η επιστροφή είναι μοναχικός δρόμος, κενού.

εκεί που επιστρέφω/ δεν είσαι/ γιατί διαρκώς να επιστρέφω/ ενώ δεν είσαι εδώ; («Την Πανσέληνο θα επιστρέφω», σ. 21)

Ο καφές με τα βουτήματα, ο άνεμος που τραγουδάει, η αγάπη χρυσή κλωστή στο μοβ βελούδο του θόλου μετά την καταιγίδα, η μελωδία στο πιάνο, είναι μερικά παραδείγματα λυρισμού στην ποίηση της Παπαγεωργίου, και ταυτόχρονα αυτό το ιδιαίτερο άγγιγμα σε απλά καθημερινά πράγματα, η γείωση που προαναφέρθηκε. Τα οχτώ ολιγόστιχα ποιήματα στον «Στροβιλισμό αφής», σ. 40-41, καθώς και το ποίημα «Νιφάδες», σ. 45, αποτελούν εξαιρετικά δείγματα ελεγειακού λυρισμού και τρυφερότητας. Οι στίχοι Το δέρμα της μυρίζει σαν ώριμο ροδάκινο/ και το χαμόγελό της θυμίζει την πιο μεγάλη θάλασσα/ Έλα, άνεμε, Άνοιξε το παράθυρο/ Τραγούδησε, πάλι, για μένα («Ελπίδα», σ. 19) θυμίζουν στίχους της Σαπφώς.

Και όλη αυτή η ατμόσφαιρα είναι καμωμένη από απλά υλικά, από τη φύση που μας περιβάλλει, από μικρές καθημερινές συνήθειες, από μικρά ιδιαίτερα στιγμιότυπα.

Εντούτοις δεν είναι αυτό το κλίμα της συλλογής πάντοτε. Τα αγγίγματα και η στέρησή τους, η αναζήτηση, οι επιστροφές, η διάψευση αφήνουν ουλές. Το ποιητικό υποκείμενο ψηλαφεί τις ουλές αυτές.

Στις τραχιές αυτές ουλές/ προσφύονται οι μύες/ που ευθύνονται για την ανάσα./[…] Εκεί όμως μπορώ να σε αγγίζω/ να σε κρατώ/ μόνο δικό μου.

(«Απιστία ή ψηλάφηση», σ. 24)

Κι ενώ τέτοια σημάδια δηλώνουν την παρελθούσα σχέση, η καρδιά χάνει τον ρυθμό της, χτυπά σε έναν χτύπο ενδιάμεσο ή οι παλμοί επιβραδύνονται, δυσκολεύει η ανάσα, μεταλλάσσεται η καρδιά, γίνεται καρδιά από δέρμα, μήπως έτσι, ενδεχομένως, αντέξει τη μοναξιά και την απώλεια

Το σώμα μου δεν θέλει να μιλάει πια/ Το έχει πιάσει το παράπονο/ Ό,τι και να λέει/ Κανείς δεν το ακούει:/ ότι δεν είναι σώμα/ είναι καρδιά/ μια καρδιά από δέρμα.

(«Εξορία», σ. 28)

Το ποιητικό υποκείμενο επιλέγει παραλλαγές έκφρασης, για να μιλήσει για τα αισθήματά της. Από μια «Μελωδία μέσα στο μπαρ», σ. 26, που γίνεται αφετηρία για έναν απογειωτικό χορό, φανταστικό ωστόσο, προκύπτει η «Παραλλαγή στον ίδιο ήχο», στο ίδιο κλίμα, με την επιθυμά να συναντά τα αστέρια και στις δύο περιπτώσεις. Στις «Σελίδες λευκές», σ. 43, γίνεται μια μελέτη πάνω στο λευκό που δεν είναι χρώμα, το ίδιο, πιο περιληπτικά, στην «Παραλλαγή στο ίδιο χρώμα». Ακούω τις παραλλαγές να διαβάζονται χαμηλόφωνα.

Ωστόσο, το λευκό γίνεται χιόνι και νιφάδες χιονιού, αλλά και η άγγελος μνήμη που εμπνέει τη μελωδία στο πιάνο και αποφαίνεται:

Ο πιο σκληρός νόστος είναι ο νόστος του εαυτού. («Η άγγελος στο πιάνο», σ. 16)

Έτσι και το χρώμα μετατοπίζεται, χρώμα συνδεδεμένο με το πάθος, και το φάσμα ξεγλιστρά από το κόκκινο σε αποχρώσεις της κιγχόνης και στα παράγωγά της με τις θεραπευτικές ιδιότητες, όπως για παράδειγμα η αντιαρρυθμιακή τους δράση:

Το φως αναμειγνύεται με σκιές/ Το κόκκινο εκείνης της στιγμής κάποτε, απομακρύνεται/ Γίνεται ιώδες/ Το βαθύ μπλε της νοσταλγίας/ Ή το κυανό της κινίνης/ Οι παλμοί της καρδιάς μου επιβραδύνονται («Η γλυκιά γεύση της κιγχόνης», σ. 12)

Το ποιητικό υποκείμενο δένει το άτομο με το Σύμπαν, έτσι ώστε να εκτοξεύονται τα συναισθήματά του αλλά και να επέρχεται ενίοτε η ποθητή παραμυθία. Άλλωστε, και ο τίτλος της συλλογής, Φιλιά στο κενό, υποδηλώνει το άπλωμα της θλίψης στον ορίζοντα, στην ατμόσφαιρα, μια ιώδης έκφραση της έλλειψης, με μια κοκκινωπή ανταύγεια του ιώδους, ως ελπίδα.

Η γλώσσα είναι σημαντικό εργαλείο στην ποιητική έκφραση της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου. Καλύπτει ένα μεγάλο φάσμα, από τη λυρική αμεσότητα ως την υπαινικτικότητα του επιστημονικού μανδύα. Με πολλές και ποικίλες αποχρώσεις συναισθημάτων. Με μελωδίες, φεγγάρια, σώματα και νιφάδες που στροβιλίζονται, με κόκκινο πόθο και κυανή απουσία, με την ιώδη θλίψη, με την υφή του κενού και τη γεύση του άδειου. Με την επιμονή και τη ματαιότητα της επιστροφής. Κι με το αμείλικτο ερώτημα: me amas, no?

ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ

frear.gr 18/8/2020

Το φωσφορούχο σώμα της ποίησης

Υπάρχουν ποιήματα που εκρήγνυνται στο τέλος της ζωής τους και παράγουν φωτεινά σημάδια στο χαρτί. Ποιήματα σούπερ νόβα, αστερισμοί ολόκληροι, σχηματίζουν τον γαλαξία αυτής της συλλογής της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου, που έχει τίτλο Φιλιά στο κενό. Υπάρχουν υπερκαινοφανείς μήνες αστέρες γράφει η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου, σώματα που εκλύουν φώσφορο, θετικές πρωτεΐνες στα αποτυπώματα των δακτύλων και φιλιά πολλά που αιωρούνται μετέωρα σε ένα κενό αέρος, καταδικασμένα για πάντα σε μία τροχιά γύρω από το πουθενά.

Η ποιητική γραφή της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου όπως έχει εκφραστεί και στις τρεις συλλογές της έχει την ιδιομορφία να παντρεύει την ποίηση με την Επιστήμη, (τα Μαθηματικά, την Αστροφυσική, την Βιοχημεία, την Βιοφυσική, την Κβαντομηχανική σε όλο το φιλοσοφικό και ψυχολογικό τους βάθος).

Δεν πρόκειται όμως για ένα απλό δανεισμό λέξεων από την τεράστια και αχανή αποθήκη της Επιστήμης που η ποιήτρια απλώς χρησιμοποιεί συνδυαστικά με τις λυρικές λέξεις της Ποίησης. Ένα πλατύ, αναγεννησιακό πνεύμα διατρέχει τις συλλογές της, γιατί η ποιήτρια γνωρίζει πως η ποίηση και η επιστήμη είναι εκφάνσεις του γοητευτικού Απείρου, ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν ταμπέλες και διαχωριστικές λουρίδες κυκλοφορίας αφού όλα συνδέονται μεταξύ τους και αποτελούν μία Ποίηση, ή μία Επιστήμη, αυτή του ανθρώπινου πνεύματος. Η ψυχή για τη Μαργαρίτα Παπαγεωργίου μπορεί να ζυγίζει είκοσι ένα γραμμάρια στο επιστημονικό εργαστήρι, αλλά η ποιητική της έννοια είναι δυνατόν να αποδοθεί με είκοσι μία λέξεις.

Ναι ένα ερωτικό σώμα που εκλύει φώσφορο είναι εξόχως ποιητικό. Ναι, φιλιά που αιωρούνται περιστροφικά σε ένα κενό αέρος συγκινούν με την ομορφιά τους. Γιατί αυτό είναι το χαρακτηριστικό της καλής ποίησης, να επισημαίνει και να διακρίνει την ομορφιά στον Κόσμο, τον υλικό και τον άυλο.

Έτσι το σώμα της ποίησης ακτινοβολεί, γιατί φωτίζεται από την ενέργεια, τη διαύγεια, τον ερωτισμό και το πάθος της ποιήτριας.

Η συλλογή αυτή είναι αμιγώς ερωτική με διάρκεια παλμών και στενό φασματικό εύρος.

Μετατοπίσεις χρωμάτων συμβαίνουν συνέχεια, από το βαθύ κόκκινο του πάθους έως το κυανό της κινίνης, όμως το χρώμα που υπερτερεί είναι αυτό της νοσταλγίας.

Ο πιο σκληρός νόστος, γράφει η ποιήτρια, είναι ο νόστος του εαυτού.

Η συλλογή αυτή κολυμπάει σε ένα κενό. Είναι το κενό που αναφέρεται στον τίτλο της, αλλά και αυτό που μέσα αιωρούνται όλοι οι στίχοι της. Είναι τα απλωμένα χέρια των λέξεων που προσπαθούν μάταια να αγγίξουν η μία την άλλη. Αν κενό όμως είναι η απουσία ύλης, στη συγκεκριμένη περίπτωση το κενό της συλλογής αυτής είναι γεμάτο από συμπαγή, συμπυκνωμένη ποιητική ύλη και μάλιστα σε γνήσια και ατόφια μορφή. Γιατί η συλλογή διακατέχεται από μία απουσία, μία ερωτική διάψευση, μία ανικανοποίητη λαχτάρα, αφού στις ανθρώπινες σχέσεις ένα και ένα δεν κάνουν δύο, αλλά συχνά μηδέν. Η συλλογή λοιπόν είναι πλασμένη από την κυρίαρχη συστατική ύλη της ποιητικής κοσμογονίας, την διανυσματική απόσταση ανάμεσα στο θα και στο αν, ανάμεσα στο πότε και το ποτέ. Έτσι ο τρισδιάστατος χώρος των ποιημάτων καλύπτεται από την ανάσα και τον πόθο να, που όμως δεν πραγματώνεται. Εκεί που σε χάνω διαρκώς/εκεί θα με συναντήσεις γράφει η ποιήτρια στο ποίημα «Το κενό που κοχλάζει».

ΡΕΥΣΤΟ ΦΩΣ

Αν το βλέμμα σου ανακλαστεί
στο βλέμμα μου
στις λέξεις που σου γράφω
ίσως θα πάψω να πονάω
καθώς θα πλησιάζεις

Συμβαίνει κάποτε αναπάντεχα ο ήλιος
στην αποβάθρα ενός λιμανιού
ή στο κατάστρωμα πλοίου παραπλέοντος
να ζεστάνει γλυκά το απομεσήμερό σου
ρίχνοντας πίσω τις γραμμικές σκιές

Καθώς χρυσίζει η θάλασσα τον ορίζοντα
σου χαρίζεται η ελπίδα κάποιας αναμονής

Τα ποιητικά φιλιά συντελούνται πάντα στο κενό, γι αυτό παραμένουν τέλεια μέσα στην ανεκπλήρωτη, αμόλυντη ομορφιά τους, διαχρονικά και άθικτα από τη ρευστή προσωρινότητα των πραγματικών.

Ξύπνησα από την καλοκαιρινή βροχή/είχε τη γεύση του φιλιού που δεν δώσαμε, γράφει η ποιήτρια στο ποίημα «Καλοκαιρινή βροχή».

Στη συλλογή αυτή η ποιήτρια προχωράει λίγο περισσότερο τον συγκερασμό ποίησης και ανατομίας, μέσα από τη συγχώνευση αναδύεται η ποίηση.

Από το ποίημα «Eξορία»:

Το σώμα μου δεν θέλει να μιλάει πια/Το έχει πιάσει το παράπονο/Ό,τι και να λέει/Κανείς δεν το ακούει:/ότι δεν είναι σώμα/είναι καρδιά,/μια καρδιά από δέρμα

Σ’ αυτή τη συλλογή λοιπόν το μετάπλασμα, αυτό το νέο σώμα είναι καθαρά ποιητικό, τόσο που ακόμα και η καρδιά μπορεί να είναι από δέρμα, αφού στην ποίηση όλα επιτρέπονται.

Το σώμα, οι ουλές, τα τραύματα για την ποιήτρια είναι και το θαύμα.
Βρες το αδειανό σου/ γράφει/ Και μέσα εκεί/Θα δεις την αγκαλιά του κόσμου

Και έτσι μέσα από τις φωτοσκιάσεις και τις αντανακλάσεις στους ανύπαρκτους καθρέφτες, μέσα από τη φλόγα που δεν έχει ίσκιο, η ποιήτρια με ακρίβεια γεομέτρη εκτελεί μία πλήρη περιστροφή τριακοσίων εξήντα μοιρών και περικλείει όλη τη συλλογή σε έναν τέλειο κύκλο.

Μία πραγματικά όμορφη και βαθιά ποιητική συλλογή που συγκινεί με την ειλικρίνεια και την αμεσότητά της, την λυρική και φιλοσοφική της διάσταση και την φωτεινή της λύπη.

.

ΘΕΟΔΟΣΙΑ ΡΑΠΤΟΥ

CULTUREBOOK 13/11/2021

Στις εικαστικές τέχνες υπάρχει ο όρος «Τρόμος του κενού». Στην περίπτωση αυτή ο καλλιτέχνης καλύπτει το σύνολο της επιφάνειας του έργου του με αμέτρητα διακοσμητικά στοιχεία προκειμένου να αποφύγει το κενό. Η τελευταία ποιητική συλλογή της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου φέρει τον τίτλο «Φιλιά στο Κενό». Από τον τίτλο αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό το κενό δεν προκαλεί τρόμο. Ή καλύτερα δεν προκαλεί τρόμο πια. Είναι ένα κενό που μέσα και πάνω του έχει δουλέψει η ποιήτρια με ακρίβεια και έχει υφάνει τη διαδρομή που ξεκινάει από την ματαίωση, περνάει από την απώλεια, την παραδοχή, την επίγνωση και καταλήγει στην ελπίδα προσδίδοντας στο κενό πλέον, δημιουργικές ιδιότητες.

Η ποίηση της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου είναι μια ποίηση υπαρξιακή. (Διακινδυνεύω τον όρο χωρίς να μπορώ να πω με σιγουριά ότι είναι δόκιμος). Μια ποίηση με σημείο αναφοράς το Άτομο και τις σχέσεις του με το Άλλο. Σχέσεις που συμπληρώνουν, που δίνουν ουσία στην ύπαρξη, που υποστηρίζουν το όνειρο και που μοιραία κλείνουν τον κύκλο τους και αφήνουν πίσω τους προσμονή ή κενό.

Σ’ αυτό το κενό η ποιήτρια στέλνει φιλιά. Είναι φιλιά καλωσορίσματος, είναι φιλιά αποχαιρετισμού;

Η ποίηση της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου συντίθεται από λέξεις. Και όπως αναφέρει στο ποίημά της «Η αρένα των δίδυμων βυθών» αυτές οι λέξεις είναι λέξεις καμπύλες, τετράγωνες, μυτερές, λέξεις που περιστρέφονται στο διάστημα ανάμεσά μας, που φεύγουν από τα χέρια και πετούν, λέξεις που μας αγγίζουν, τις χάνουμε, τις ξαναβρίσκουμε αλλάζουν σχήματα, ιδρώνουν, πονάνε… Μας πονάνε, μας λυτρώνουν, καθώς κάτω από τις λέξεις αυτές υπάρχουν συναισθήματα που αποδίδονται με χρώματα όπως το κόκκινο των μύθων, το βαθύ μπλε της νοσταλγίας, το ιώδες ή το κυανό της κινίνης. Το λευκό, το χρυσό, το μωβ, το βυσσινί και το μαύρο. Λέξεις και χρώματα που μιλούν στην αφή συντάσσοντας τη γραμματική της.

Δανειζόμενη τις λέξεις της ποιήτριας από ανάκατους στίχους διάφορων ποιημάτων της συλλογής αυτής, θα επιχειρήσω να διανύσω τη διαδρομή από την ματαίωση μέχρι την ελπίδα δημιουργώντας την προσωπική μου ανάγνωση.

Ματαίωση

Μαύρο βελούδο…
Και δεν ένιωσα ούτε για μια στιγμή τη ζεστασιά των χεριών που ονειρευόμουν γύρω απ’ το λαιμό μου
Πόθοι και πάθη που μένουν πού;
Ξύπνησα από την καλοκαιρινή βροχή
Είχε την γεύση του φιλιού που δεν δώσαμε

Βηματίζω στην ακτή να ξεπλύνω
τις ματαιώσεις και τα σφάλματα
τις αμαρτίες και τα ανεπίδοτα

*

Απώλεια

Το σώμα μου δεν θέλει να μιλάει πια
Το έχει πιάσει το παράπονο
Το σώμα μου δεν θέλει να μιλάει πια
θέλει να κλείσει το στόμα

Κι εσύ, ωραίο μου βεγγαλικό,
με ηδονικά αθώα απαντοχή
έπεσες γελώντας στις δυο παλάμες μου.
Με δίχως χέρια πια πες μου,
τώρα τι να με κάνω;

*

Επίγνωση

Δεν υπάρχει μετά.
Η ψυχοστασία γίνεται πάντα
μέσα σε καπνούς τσιγάρων
πάνω σε ζυγαριά ακριβή
πριν τον θάνατο

Μετά στο κενό που ανοίγεται
κάτω απ’ τα πόδια μας
συνωστίζονται μορφές
αναδύονται οσμές
όχθες παραπονιούνται
σε ζευγαρωτές αν και μοναχικές διαδρομές

Το καλύτερο φάρμακο για την ψευδαίσθηση
είναι μια γερή δόση πραγματικότητας

Ποια νύχτα Ποιο φως Ποια αυγή
Ποιος πόλεμος Ποια ανακωχή
Μας άφησε στο δρόμο μισούς;

Το αντίθετο της οδύνης δεν είναι η ηδονή
Το αντίθετο του πόνου δεν είναι ο πόθος
Από το σώμα ξεκινάμε και στο σώμα επιστρέφουμε
Εκεί είναι το τραύμα εκεί είναι και το θαύμα

Όπου κι αν πας διακοπές
το μόνο που δεν ξεχνάς
στις αποσκευές σου
είναι οι ουλές σου

Κι ο πιο σκληρός νόστος είναι ο νόστος του εαυτού

Η φλόγα δεν έχει σκιά

*

Κενό

Μα όσο κι αν ξετυλίγομαι
δεν μπορώ να περικυκλώσω
τα όρια του άδειου μου

Υπάρχει μια έλλειψη στην έκλειψη
Λίγο πριν ήμουν ολόκληρη
Λίγο μετά θα αρχίσω
Σ’ αυτόν ακριβώς τον τόπο του χωρίς.

Το κενό είναι υπαρκτό…
Το κενό είναι η γέννησή μας…
η σιωπή στην ερώτηση

Μια νιφάδα στροβιλίζεται
στο μεσοδιάστημα του κενού

Στο αδειανό που πονάει

Βρες το αδειανό σου.
Και μέσα εκεί Θα δεις την αγκαλιά του κόσμου

Εάν δεν υπάρχει αρκετός χώρος στο σώμα, συνεχίζουμε σε συνημμένη κενή σελίδα, ανασαίνοντας τον αριθμό αδείας των ονείρων μας

Κι αν ποτέ ανακαλύψουμε το κενό μας
θα μας ξανάρθουν

*

Ελπίδα

Αποζητούσες να αποκοιμηθείς
στις πολιτείες των ονείρων

Μου μήνυσαν χθες βράδυ
πως επιθυμούν να βρουν ξανά
την ομίχλη των μύθων τους.

Όλα γύρω ψιθυρίζουν την υπόσχεση.
Σε παρηγορούν.
Η θεραπευτική ιδιότητα της Άνοιξης.
Είσαι η χρυσή κλωστή στο μωβ βελούδο του θόλου
Υπάρχεις. Έρχεσαι πάντα. Με περιμένεις.
Πιστή στο ραντεβού μας.
Εύχομαι όσο ζω να βρίσκω τη δύναμη
να έρχομαι κι εγώ.

Μετά το χιόνι λαμπερός ήλιος
σαν το χαμόγελο πριν από είκοσι χρόνια
Εγώ κι ο γιος μου στο πρώτο χιόνι

.

ΦΩΤΕΙΝΗ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ

FREAR.GR 19/7/2022

ΤΟ ΕΛΙΞΗΡΙΟ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

ΕΝΑ ΜΥΘΟ ΘΑ ΣΑΣ ΠΩ για το ΕΛΙΞΗΡΙΟ του έρωτα…

ΟΙ ΚΟΚΚΟΙ ΤΟΥ ΚΑΦΕ που ΧΤΥΠΩ στο παγωμένο κρυστάλλινο ποτήρι αντιστέκονται όπως οι ΣΕΛΙΔΕΣ ΛΕΥΚΕΣ σε ένα ποίημα που γράφεται με το αίμα ενός σφαγμένου παιδιού που δε βρίσκει τη θέση του ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ. ΟΙ ΑΦΡΟΙ ΑΠΟ ΤΟ ΓΑΛΑ φτάνουν σε ύψη δυσθεώρητα. Πνίγομαι σε μια λευκή παραίσθηση σΤΟ ΚΕΝΟ ΠΟΥ ΚΟΧΛΑΖΕΙ. Καταδύομαι στΗν ΑΡΕΝΑ ΤΩΝ ΔΙΔΥΜΩΝ ΒΥΘΩΝ, σχεδόν χάνοντας τις αισθήσεις μου. Τα κενά μνήμης έχουν τΗ ΓΛΥΚΙΑ ΓΕΥΣΗ ΤΗΣ ΚΙΓΧΟΝΗΣ κι εγώ καταδύομαι όλο και πιο βαθιά, όλο και πιο απελπισμένα στην κοράλλινη ΕΞΟΡΙΑ της άμμου.

Δεν έχω πια μάτια. Τυφλή, μόνο με τους αισθητήρες ενός σαπωνοποιημένου δέρματος, ψηλαφώ χωρίς ΕΛΠΙΔΑ καμιά την απουσία φωτός. ΑΠΙΣΤΙΑ Η ΨΗΛΑΦΗΣΗ. Στην πρώτη ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗ ΒΡΟΧΗ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ με ΤΗΝ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟ ΘΑ ΕΠΙΣΤΡΕΦΩ στο ΡΕΥΣΤΟ ΦΩΣ ενός έρωτα που άραξε στις ξέρες… NUNCA TE HE VISTO [Η ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ], ΩΡΑΙΟ ΜΟΥ ΒΕΓΓΑΛΙΚΟ, που εκτοξεύεσαι στον νυχτερινό ουρανό ματώνοντας τη νύχτα με τον ΦΩΣΦΟΡΟ[Σ] σου.

Η ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΤΟ ΠΙΑΝΟ…ΤΡΑΓΟΥΔΩΝΤΑΣ ΤΑ BLUES…του κάτω κόσμου σκορπά μιαν απόκοσμη ΜΕΛΩΔΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΜΠΑΡ και οι θαμώνες ΜΟΛΥΒΕΝΙΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΑΚΙΑ ανταλλάσσουν ΤΑ ΦΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ, όπως οι σφαγμένοι αμνοί κρέμονται στο τσιγκέλι τΗν ΗΜΕΡΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ.

Δεν είμαι ΤΟ ΥΠΟ ΔΙΕΓΕΡΣΗ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ. Είμαι η ΓΥΝΑΙΚΑ ΦΕΥΓΩ στην πρώτη άρνηση τρυφερότητας βλέμματος. Ακουμπάς τα δάχτυλά σου ΕΠΙ ΤΟΝ ΤΥΠΟΝ ΤΩΝ ΗΛΩΝ κι ύστερα τα φέρνεις στα χείλη, στη γλώσσα. Υγρός σίδηρος. Σιδηροπενία, θαλασσαιμία. Μου λες Η ΕΚΛΕΙΨΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΜΟΡΦΗ ΣΥΖΥΓΙΑΣ. Σε ποιον το λες αυτό; Μήπως στον ίδιο σου τον εαυτό; Το πιστεύεις; Δε θέλω PLACEBO. Θέλω σκληρά να μουδιάσει το στόμα, το σώμα, να μουδιάσουν τα άκρα στον ΣΤΡΟΒΙΛΙΣΜΟ[Σ] της ΑΦΗΣ σου.

Η ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΜΟΝΗΣ πάνω σε μαρμαρένιο κρεβάτι με τους βοηθούς, τους μαθητευόμενους γύρω μου για μια αφαίρεση πόθου με LASER αφήνει οστών ρινίσματα, ΝΙΦΑΔΕΣ σάρκας ακαταπόνητης. Με νήμα χειρουργικό, ατσαλένιο NOCTILUCENT θα φωσφορίζω τις νύχτες σΤΑ άδεια ΣΠΙΤΙΑ, τα χέρσα χωράφια, στα ερείπια. Στα βήματά μου θα ανιχνεύονται ίχνη λαγών, λύκων, ανήμερων ζώων, ανήμερων ζωών, χωρίς ούτε ένα δείγμα σωτηρίας στον ορίζοντα. Κάθε μέρα στα ίχνη της προηγούμενης, της πεθαμένης, κάθε μέρα το ίδιο ψοφίμι, κάθε μέρα Δευτέρα, ποτέ Κυριακή. Εξαιρούνται οι ΕΘΝΙΚΕΣ, ΣΧΟΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΕΟΡΤΕΣ. Εκείνες τις μέρες θα βάζω το καλό μου φουστάνι, το καλό μου κολάρο, τις καλές πατερίτσες, τον καλό κηδεμόνα, θα παίρνω την καλή νοσοκόμα. Θα βολτάρω περήφανη, στίλβουσα ανημπόρια. Το καινούργιο μου σώμα θα δείχνω στα ανήλεα πλήθη που διψούν για ελλείψεις, χάσματα και μαχαίρια, που κραυγάζουν τις ήττες, τους κομμένους ανθρώπους, θρύψαλα της αγάπης.

Στα ανήλεα πλήθη θα μοιράζω με πάθος… ΦΙΛΙΑ ΣΤΟ ΚΕΝΟ…

.

Μεταπλάσματα

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΚΟΚΚΙΝΟΣ

στίγμαΛόγου 28/6/2018

Μετά τον Αλίπλοο Ουρανό το 2015 η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου μας έρχεται στη Θεσσαλονίκη με τα Μεταπλάσματα, τη δεύτερη ποιητική της συλλογή η οποία έχει τόπο έκδοσης τη Θεσσαλονίκη. Η Μ.Π. γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα και εδώ και μια εικοσαετία ζει στη Χαλκίδα και εργάζεται σαν καθηγήτρια φιλόλογος στη Μέση εκπαίδευση. Η πρώτη της ποιητική συλλογή ο Αλίπλοος ουρανός είναι ένα ταξίδι σε «θαλασσεύουσες πολιτείες», όπου μας μεταφέρει από «τα βότσαλα στα βάθη» στον παφλασμό των κυμάτων κι από κει στον ουρανό με τα φτερά ενός γλάρου. Ένα ταξίδι που βλέπουμε «Τη θάλασσα και τον ουρανό να κουβεντιάζουν» με «λόγια ακατάληπτα» και «γραμμικά χαράγματα». Πολύ εύστοχα η Μαρία Λαμπαδαρίου Πόθου έγραψε για τη ποίηση της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου. «Ποιητικές εικόνες σαν μικροί φάροι μέσα στην ομίχλη της κοσμικής αμφιβολίας. Η ποίηση της είναι μαζί και συμβολισμοί μιας μεταφοράς ή και αναφοράς των κοσμικών στοιχείων και πλασμάτων σε έννοιες αρχετυπικές, σε μια ποιητική απαρχή των όντων.

Τα Μεταπλάσματα σε ένα διαφορετικό ύφος, εμπλέκουν τη ποίηση με τη φυσική, τα μαθηματικά και άλλες θετικές επιστήμες. Για τη ποιήτρια όλες οι εκφάνσεις της ζωής, ο έρωτας, το πάθος, ο θάνατος, ολόκληρη η κοινωνία εμπλέκονται με τη κβαντική θεωρία και τη θεωρία των fractal που όπως διαβάζουμε στο επίμετρο αναπαριστούν συναρτήσεις από τα μαθηματικά του χάους.
Οι θεωρίες αυτές γίνονται ποίηση και με μια δικιά της ξεχωριστή προσέγγιση της πραγματικότητας η ποιήτρια μας μιλά για τη μετάπλαση ενός κόσμου μετά από αυτόν. Ένα κόσμο, μια καινούργια κοινωνία, με κινητήρια δύναμη την επιθυμία, το «α» όπως το αναφέρει ο Γάλλος ψυχαναλυτής Jacques Marie Émile Lacan από τον οποίο είναι επηρεασμένη η Παπαγεωργίου όπως η ίδια αναφέρει στο επίμετρο.
Το «μετά» και το κάθε «μετά» μας οδηγεί σε ένα καινούργιο προορισμό σε μια καινούργια άγνωστη κατάσταση . Διαβάζοντας συλλαβιστά το τίτλο όπως αναγράφεται στο εξώφυλλο μετα-πλασ-ματ-α και ξεκινώντας από το τέλος έχουμε το «α» της επιθυμίας όπως το ορίζει ο Lacan, το «ματ» τη ματιά, το πώς βλέπεις τον κόσμο, το «πλασ» πως θα πλάσουμε το μέλλον «μετά» από αυτόν εδώ. Γι’ αυτή την ανάγκη να πλάσουμε ένα καινούργιο κόσμο, γράφει η ποιήτρια στο ποίημα «Κυάνωσης»

Ανάγκη είναι, λέει
Να πλάσω νέες λέξεις
Να εφεύρω τη νέα γραμματική
Το συντακτικό των ονείρων
Να διδάξω στο σχολείο σήμερα
Για να ανακαλύψω την τάξη του αύριο.

Και στο ποίημα Μεταπλάσματα μας προτρέπει:

Ελάτε να επαναπροσδιορίσουμε την ανθρωπότητα
τα πειράματα έως τώρα έχουν αποδώσει καρπούς
έστω και δια της εις άτοπον απαγωγής
Η επανεκκίνηση είναι στις ρυθμίσεις λογαριασμού
Αλλιώς το είδος μας δε θα είναι βιώσιμο
ούτε και κανένα χρέος ούτε και καμιά ηθική
Σε νέα είδη ας μεταλλαχθούμε
Για να εξελιχθούμε

Μέσα στη ποίηση της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου, βλέπουμε λέξεις και έννοιες από διάφορες σύγχρονες επιστήμες όπως η κβαντική φυσική αλλά και σύμβολα από το σώμα και τη φύση που συναντώνται αρμονικά και δένουν μεταξύ τους με ένα πρωτόγνωρο τρόπο..
Γράφει στο ποίημα «Ιόντα επιθυμίας»

«Δεν αναπνέω σε τροχιά/Πάλλομαι μες στα νερά/Δεν είμαι/προκαθορισμένη γραμμή/αλλά/μορφο/κλασματική διαδρομή/άλλοτε κύμα/άλλοτε σώμα/Αν θες να με βρεις/πρέπει να με δεις/αλλά/ εκείνο που οράς/αυτό και θηρεύεις.

και στο ποίημα «Η γεωμετρία του κογχυλιού στο σώμα σου» μας λέει:

«Επιφάνεια/ Φυσούσε τις ώρες στους μηρούς σου/χ κλάσμα θαλάσσης/Ξεφεύγει το μέτρημα/ Περίμετρος/Έψαχνα τον ιδρώτα στα στήθη σου/360 μοίρες κύματος/ Ξαναπράττεις το έγκλημα.»

Ένα άλλο στοιχείο της φύσης που έχει έντονη παρουσία στη ποίηση της Μ.Π. είναι το νερό, η ροή του, η θάλασσα. Γράφει στο ποίημα «Ρευστές αποκαλύψεις»

…τραγουδάω κάθε νύχτα/για εκείνες τις γαλάζιες στιγμές/που νομίζουμε πως/χορεύουμε πάνω στα ίδια κύματα/μιας θάλασσας π’ αλλάζει/ χρώματα ξανά και ξανά/καθώς νέοι θεοί απ’ την αρχή/δαγκώνουμε μαζί υγρή σοκολάτα

Η ποιήτρια είναι επηρεασμένη από το τόπο που ζει, τη Χαλκίδα, όπου βλέπει καθημερινά τη ροή του νερού να αλλάζει κατεύθυνση από το φαινόμενο της παλίρροιας. Έτσι βλέπει και τη ζωή, να κινείται στο νερό κυνηγώντας το όνειρο που κάπου χάνεται, επιστρέφει και ξαναγυρνά. Και η ποιήτρια ένα παιδί της παλίρροιας η ίδια, γράφει στο ποίημα «Το υστερόγραφο που δε σου έστειλα»

Εμείς τα παιδιά της παλίρροιας
Δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς,
Επιστρέφουμε για να φύγουμε
Ξανά και ξανά

Και στο ποίημα «Το τρίξιμο του πορθμού» μας λέει:

στο πάνω κάτω των νερών
στο στροβιλισμό των νεφουριών
εγκολπώνεται το όνειρο
ως κύμα που συστέλλεται και διαστέλλεται
για το ξεχείλισμα του
κατά πώς χύνεται η επιθυμία.

Παιδιά της παλίρροιας είναι όμως και οι νέοι άνθρωποι που αναζητούν το αύριο τους με τα δικά τους όνειρα. Και μάννα και δασκάλα η Παπαγεωργίου ζει αυτό το παλιρροιακό κυματισμό των παιδιών . Γράφει στο ποίημα «Η αριθμητική είναι γένους θηλυκού» για τη κόρη της. «Στο μεθύσι της μάχης και της νίκης/το σ αγαπώ απόγνωση αναρχική/παράπλευρη απώλεια το φιλί/με φόντο το ηλιοβασίλεμμα στο νησί.»

Και στο ποίημα «Πλωτές τάξεις» (από συνθήματα σε τοίχους σχολείων)
γράφει:

«Συνελήφθη μαθητής με μικροποσότητα βιβλίων»
Γκράφιτι στον πίσω τοίχο του σχολείου
Πίσω απ’ την καντίνα κρυφά οι μαθητές κι οι μαθήτριες
«Να κάνεις ό, τι σε κάνει να χαμογελάς»
Με το σάλιο τους στις γόπες που πετούν κρυφά
Στις ρίζες της αγριαπιδιάς που δεσπόζει
Αν και κανείς τους δεν την βλέπει
«Βαριέμαι γαμώτο»

Στίχοι που δείχνουν ότι η Παπαγεωργίου πραγματικά νοιώθει τα παιδιά, τα όνειρα τους, τη διάθεση τους καλή ή κακή, τη χαρά και τις απογοητεύσεις τους. Είναι κοντά τους είναι όμως και παράλληλα μέσα στη πραγματικότητα τους. «Να κάψουμε και το τελευταίο βιβλίο»/Κάθε πρωί βρίσκουν κι άλλο γκράφιτι (μα πως ξεπηδούν σα μανιτάρια).

Για την έννοια της επιθυμίας στην λακανική θεωρία η Ευαγγελία Κυβέλου Master of Science της Κλινικής Ψυχολογίας γράφει ότι η επιθυμία είναι η καρδιά της ανθρώπινης ύπαρξης και το κύριο ενδιαφέρον της ψυχανάλυσης.
Ο Lacan διαχωρίζει την επιθυμία από την ανάγκη και το εκφερόμενο αίτημα. Η ανάγκη είναι άμεσα συνδεδεμένη με την βιολογική υπόσταση του ανθρώπου και μπορεί να ικανοποιηθεί. Το αίτημα που εκφέρει το υποκείμενο έχει διπλή υπόσταση: από την μια είναι η έκφραση της ανάγκης και από την άλλη είναι πάντα ένα αίτημα για απεριόριστη αγάπη.

Κι η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου μας λέει στο ποίημα «Ρευστές αποκαλύψεις»

Είναι γιατί μετά απ’ αυτό
σε αγάπησα
που σου μιλάω και σε
τραγουδάω κάθε νύχτα
για εκείνες τις γαλάζιες στιγμές
που νομίζουμε πως
χορεύουμε πάνω στα ίδια κύματα
μιας θάλασσας π’ αλλάζει
χρώματα ξανά και ξανά
καθώς νέοι θεοί απ’ την αρχή
δαγκώνουμε μαζί υγρή σοκολάτα

Και στο ποίημα LETTRE D’ AMOUR γράφει:

Το πώς σκαλίζουν οι λέξεις σου
τις επιθυμίες των αρτηριών μου

Το πώς επαληθεύουν οι λέξεις σου
τις αρτηρίες των φαντασιώσεών μου

0ι λέξεις μας οργασμός
κι η θάλασσα εντός
αλλά το πέλαγος μεγάλο
Από ποια μεριά κολυμπώ;

Στίχοι που μας αποκαλύπτουν εικόνες μοναδικές, γεμάτες έρωτα, όπου το ερωτικό ζευγάρι χορεύει πάνω στα κύματα την αγάπη του. Και μαζί τους χορεύουν αγκαλιασμένες με τους στίχους της Σαπφούς λέξεις και έννοιες της φυσικής, ιόντα επιθυμίας-άλλοτε κύμα, άλλοτε σώμα, ένας παράξενος ελκυστής που στο έμπα των ματιών χάνει το ρυθμό και κβάντα στο κατώφλι και στα σκοτεινά όρια του έρωτα. Του έρωτα που στα «Θολά νερά» μας λέει:
Χαρτογράφησε τα σημάδια στο κορμί μου/Είναι καιρός πια/Βρες την εποχή μου τώρα»

Το α της επιθυμίας ,ο έρωτας, μέσα από τη ποίηση της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου είναι το κλειδί για να πλάσουμε ένα μετα- κόσμο
«έναν γενναίο καινούργιο κόσμο/για να χαράξει ένας νέος ήλιος πάνω»»
Μ’ αυτούς τη ξεχωριστούς, δυναμικούς στίχους και γεμάτες ομορφιά εικόνες η ποιήτρια μας προτρέπει «Κατεβείτε όλοι στις πλατείες και στα πάρκα/με ένα ποίημα ένα σύνθημα ένα τραγούδι/να κάνουμε νέες σχέσεις μεταξύ μας.» (από το ποίημα «Η πλατεία στο πέλαγος»)
Και μέσα από το ποίημα «Η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού» καταθέτει το όνειρο για τα μεταπλάσμα της

«Το αίτημα είναι καθαρά ερωτικό·
Στον κύκλο του ολόγιομου φεγγαριού
Να ανεβάσουμε ξανά τα αστέρια στο στερέωμα»

ΣΗΜ. Το κείμενο διαβάστηκε στη παρουσίαση του βιβλίου στις 29/3/2018 στη Θεσσαλονίκη.

.

ΧΑΡΑ ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

“Fractal”, Φεβρουάριος 2018

Γοητευτικές διασυνδέσεις κβαντικών και ερωτικών φαινομένων

Καλωσορίσατε στη Χώρα του Ποτέ μα Ποτέ
Στη Χώρα των Θαυμάτων

Μετά τον Αλίπλοο Ουρανό (2015, εκδόσεις Γαβριηλίδης) , η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου, που ζει στη Χαλκίδα, μάς παραδίδει μια συλλογή έκπληξη και πρόκληση μαζί. Η επιστήμη περικλείει την ποίηση, εμπεριέχει ιόντα επιθυμίας, και η ποίηση μπολιάζεται από την μυστηριώδη γοητευτική ποιητική της επιστήμης.

Μετα- φυσική, μετά- μοντέρνο, μετά τα πλάσματα τι; Κάθε ‘μετά’ περιέχει αναπόφευκτα και την έννοια του γοητευτικού, άγνωστου προορισμού. Τα Μεταπλάσματα της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου είναι τα καινούρια πλάσματα ενός νέου γενναίου κόσμου. Είναι τα εξελιγμένα όντα «υβρίδια ανθεκτικά στη νέα εποχή/ στο νέο κλίμα και ατμόσφαιρα/ σε καινούρια αισθητική/ πλάσματα του νου άφυλα/ διάφυλα ή ενδόφυλα» Το πείραμα της ‘κατασκευής’ τους ωστόσο παραμένει επισφαλές καθώς δεν είναι σίγουρο «αν θα δείξουν όλα τα υποκείμενα την ίδια αντοχή και προσαρμοστικότητα/ κάποια από αυτά μπορεί και να τερματιστούν.» Μεταπλάσματα όμως είναι ακόμα τα «κυβόργια ….άφυλον είδος κατασκευασμένο στην αστική μας φύση».

Φανερή είναι η επιθυμία της ποιήτριας να πλάσει έναν καινούριο θαυμαστό κόσμο με τα υλικά της ποίησης. Ο ποιητής γίνεται ο νέος πλαστουργός λέξεων και νοημάτων, μιας νέας γραμματικής του κόσμου, μιας καινούριας θέασης του ονείρου.

Ανάγκη είναι, λέει,
Να πλάσω νέες λέξεις
Να εφεύρω τη νέα γραμματική
Το συντακτικό των ονείρων
Να διδάξω στο σχολείο σήμερα
Για να ανακαλύψω την τάξη του αύριο. (Κυάνωσις)

Ο Εύριπος με τα παράξενα νερά και τα νεφούρια συνηγορεί στο λοξό βλέμμα της ποιήτριας πάνω στη φύση και στην ουσία των πραγμάτων και κάνει τη μέρα να τρίζει:

Η σάρκα των πραγμάτων/ αλλάζει σαν τα τρελά νερά/ σε φάσεις παλίρροιας/πλήμμη και ρηχία

Ή παρακάτω:

Στο ρίγος των ρευμάτων/ ακούγεται το τρίξιμο της μέρας/ καθώς μετά από λήθαργο καλοκαιριού

Συνακόλουθα με τα παραπάνω, κάποτε, οι σπασμένες λέξεις (ΣΥΧΝΟΤΗΤΕΣ) και το ‘νιο φεγγάρι’ ανασύρουν στον νου τον άλλον αιρετικό, αναρχικό της γραφής που έζησε και έδρασε στη Χαλκίδα. Οι ήχοι τραβάνε τον δικό τους δρόμο , κάνουν την επανάστασή τους και γίνονται υπέρηχοι, υπόηχοι και απόηχοι.

Οξείδωση μετάλλου, κβάντα, ιόντα, πολυεστιακό είδωλο, φράκταλ, μορφο/κλασματική διαδρομή: λέξεις ανοίκειες για την ποίηση κι όμως τόσο θαυμαστά ταιριασμένες. Το ερωτικό υποκείμενο γίνεται «άλλοτε κύμα / άλλοτε σώμα». Ακόμα και σε ένα καθαρά ερωτικό ποίημα υπεισέρχονται ιόντα, αλλά είναι ιόντα επιθυμίας.

Και τώρα έλα μου/ και στο σκοτεινό μου φάσμα σε απορροφώ/ ως κύμα φωτονίου αντιστοιχώ/ στην πρώτη διέγερση.

Παράδοξα φαινόμενα της κβαντομηχανικής για τη μεταφορά των φωτονίων βρίσκουν τη συνυποδηλωτική τους έκφραση και παντρεύονται με τα αντίστοιχα φανερώματα των ερωτικών φαινομένων.

Όση φαντασία όμως και να διαθέτει ακόμα και ο πιο υποψιασμένος αναγνώστης αδυνατεί να ταυτοποιήσει τα ονόματα Bob, Alice, Julia και Tom. Γι’ αυτό στο επίμετρο τον περιμένει μια ισχυρή έκπληξη.

Η θεωρία του χάους, η θεωρία των καταστροφών, τα σύνολα Τζούλια, οι παράξενοι ελκυστές, ονόματα ελκυστικά και θεωρίες δυσπρόσιτες για τον κοινό θνητό, παντρεύονται με στίχους της Σαπφούς (Το λικνιστό της βάδισμα ποθώ το φωτεινό της πρόσωπο να δω). Ο απόλυτος ντετερμινισμός και η τυχαία μεταβολή δύνανται να συνυπάρχουν στη φύση όπως και στον έρωτα άλλωστε. Μήπως οι καρδιές και οι επιδερμίδες δεν ταλαντώνονται σαν κύματα; Μήπως δεν δονείται το κορμί στην προσδοκία της ερωτικής ηδονής; Το σώμα δεν γίνεται κύμα ραδιενεργό «στο έμπα των ματιών σου»; Ερωτικές εξισώσεις, γεωμετρικές σχέσεις απρόβλεπτες, οι μαθηματικές αντιστοιχίες με την ερωτική επιθυμία είναι φανερές.

Άρα, ο λόγος των ακτίνων από κάθε πόρο του δέρματός σου ισούται με τη χρυσή τομή της έλξης μας. Η εξίσωση αυτή αποδεικνύεται στο σώμα σου. Και αυτοαναιρείται. Κάθε φορά.

Σημείο κλειδί μέσα στον πάλλοντα, μετά- φυσικό κόσμο της ποιήτριας αποτελεί το ‘αντικείμενο α’ «- στο α πάντοτε είμαστε/ κι έγινα τόσο χαρούμενη για αυτό».

Το «αντικείμενο μικρό α», διαβάζω στο άρθρο της Τόνιας Παντελαίου, πρωτοεμφανίζεται στη λακανική ορολογία το 1955. Είναι το σύμβολο που χρησιμοποιεί ο Λακάν για να παραστήσει σχηματικά την αφετηριακή σχέση του ανθρώπινου βρέφους με την εικόνα της ολότητας που εισπράττει από την οπτική σχέση με τον «άλλο». (“Το «αντικείμενο μικρό α» και η κοινωνική θεωρία”. http://www.pre.aegean.gr/revmata/issue3)

Και η Thérèse Tevenard στο άρθρο της ‘Το αντικείμενο α’ σημειώνει : «Ο Φρόιντ επικαλείται για πρώτη φορά την έννοια του αντικειμένου στο έργο του «Τρία δοκίμια πάνω στη θεωρία της σεξουαλικότητας» όπου εκθέτει τη λαϊκή μυθοπλασία σύμφωνα με την οποία η ανθρώπινη ύπαρξη χωρίστηκε σε δύο μέρη: άνδρας και γυναίκα, που τείνουν έκτοτε να ενωθούν μέσω της αγάπης. Απέχουμε πολύ από το αντικείμενο μικρό α του Λακάν και από το ήδη χαμένο αντικείμενο του Φρόιντ « (Τρία δοκίμια πάνω στη θεωρία της σεξουαλικότητας). Αυτό το αντικείμενο μπορεί να θεωρηθεί ότι χάθηκε μεταγενέστερα» και το «να συναντήσεις το σεξουαλικό αντικείμενο δεν σημαίνει τίποτα άλλο παρά να το ξαναβρείς».

«Άνδρας και γυναίκα, που τείνουν να ενωθούν μέσω της αγάπης» και «να συναντήσεις το σεξουαλικό αντικείμενο δεν σημαίνει τίποτα άλλο παρά να το ξαναβρείς.» Θα κρατήσω αυτές τις φράσεις για να τονίσω τον ατόφιο, πηγαίο ερωτισμό που αποπνέει η συλλογή, γήινο και την ίδια στιγμή υπεργήινο που πηγάζει από τα κατάβαθα της ύπαρξης και βρίσκει την έκφρασή τους στις γαλάζιες, διάφανες στιγμές των εραστών:

Είναι γιατί μετά απ’ αυτό
σε αγάπησα
που σου μιλάω και σε
τραγουδάω κάθε νύχτα
για εκείνες τις γαλάζιες στιγμές
που νομίζουμε πως
χορεύουμε πάνω στα ίδια κύματα
μιας θάλασσας π’ αλλάζει
χρώματα ξανά και ξανά
καθώς νέοι θεοί απ’ την αρχή
δαγκώνουμε μαζί υγρή σοκολάτα.

(ΡΕΥΣΤΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ)

Βαθιά ερωτική ποίηση, βρίθει από αισθαντικές και αισθησιακές εικόνες , από μικρές/ μεγάλες στιγμές ερωτικής πληρότητας:

Κάθε φορά περιμένω με λαχτάρα το άλλο πρωί
Να παρατηρήσω τα αγαπημένα σου δάχτυλα
Να μου κουμπώνουν ένα ένα τα κουμπιά
Απ’ το τσαλακωμένο πουκάμισο
Που ΄ταν ριγμένο στο πάτωμα
Χθες βράδυ

(ΕΓΚΥΜΑΤΙΣΜΟΣ)

Ποίηση πυκνή, πολυσήμαντη, απροσδόκητη, εν κατακλείδι, με όλα τα ουδετερόνια, τα πρωτόνια και τα ηλεκτρόνια να κάνουν το άλμα τους «ώστε να εκλυθεί το ερωτικό φως». Συνειρμοί τολμηροί, εικόνες σπάνιας δύναμης και εικαστικής ομορφιάς. Ποιητικός αναβρασμός των λέξεων και των συμβόλων που χορεύουν κυριολεκτικά σε τρελό κβαντικό ρυθμό και ταλαντώνουν ως το άπειρο την επιθυμία.

Δεν είναι άραγε η ποίηση, αλλά και ο έρωτας, «αντιγόνο ή αντίσωμα στην ασθένεια της ζήσης;»

Εν τέλει «το αίτημα είναι καθαρά ερωτικό¨ /στον κύκλο του ολόγιομου φεγγαριού / να ανεβάσουμε ξανά τα αστέρια στο στερέωμα.»

.

ΕΙΡΗΝΗ ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΥ

O ANAGNOSTIS 15/3/2018

Δύο πράγματα χαρακτηρίζουν τον ποιητή και τον καλλιτέχνη, επεσήμαινε ο Σίλερ: «Ότι υψώνεται πάνω από το πραγματικό και ότι παραμένει εντός του αισθητού».[1]

«Αυτά που είναι πρόσφορα σαν θέματα για τον ποιητή, είναι για τον άνθρωπο πρόσφορα σαν αντικείμενα και επειδή, ενόσω τα ανακεφαλαιώνει κανείς για τον ίδιο τον εαυτό του, δεν μπορεί να τους δώσει μια ποιητική μορφή, πρέπει να τους δώσει ως τούτου μια ιδεώδη, μια ανθρώπινη μορφή με την ανώτερη έννοια».[2]

«Τι γεύσεις έχουν τα χρώματα όταν ερωτεύονται;» τιτλοφορεί η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου ένα ποίημα από τη νέα της συλλογή «Μεταπλάσματα», για να προσθέσει αλλού: «Είχα ξεχάσει ότι ήμουν τυφλός, κουφός κι άλαλος / Χωρίς λόγους, γλώσσες, ομιλίες […] Λέξεις αναφωνήματα / λόγια ανάκατα / παιχνίδι βλέμματα / χορεύουν στις πτυχές του πουθενά. / Αν το πουθενά / γίνει εδώ / οι λέξεις καταρρέουν / Ξεγλίστρησε / το λαστιχάκι απ’ το μπαλκόνι / Τι ήχος ανεπαίσθητος κι αυτός!»

Σύμφωνα με τους Ρώσους φορμαλιστές, στην ποιητική γλώσσα, η λέξη γίνεται αισθητή ως λέξη και όχι ως απλό υποκατάστατο του ονοματισμένου αντικειμένου, ούτε ως έκρηξη της συγκίνησης – οι λέξεις και η σύνταξή τους, η σημασία τους, η εξωτερική και εσωτερική μορφή τους, δεν είναι ενδείξεις αδιάφορες της πραγματικότητας, αλλά έχουν το δικό τους βάρος και τη δική τους αξία. Αυτή η «αποαυτοματοποίηση», προκαλεί μια αισθητική πρόσληψη: το αντικείμενο ως όραμα και όχι ως αναγνώριση.[3]

«Αν προχωρήσουμε ακόμη περισσότερο σ’ αυτή την κριτική της πραγματικότητας, θα εξαγάγουμε εκ του αντιθέτου τη δική μας αντίληψη για το ιδεώδες. Για το σώμα μας θα θέλαμε, χωρίς να πάψει να είναι αυτό το σώμα, να είναι αυτό το σώμα σε τελειότητα. Για τη νεότητα θα θέλαμε, χωρίς να είναι κάποιο άλλο είδος νεότητας, να διαρκεί όπως είναι. Για την απόλαυση θα θέλαμε, χωρίς να τελειώνει ή να είναι διαφορετική, να μετατρέπει σε αιωνιότητα τη στιγμιαία, περαστική απόλαυση. Για την κατανόηση θα θέλαμε, χωρίς να έχει ανάγκη να πετάξει υψηλότερα για να κατανοήσει, να αγκαλιάζει με ένα μεγάλο φτερούγισμά της όλα όσα μπορούν να κατανοηθούν.

Εν κατακλείδι θα θέλαμε, όχι μια τέλεια ζωή, αλλά την τελειότητα της ζωής. Όμως η τελειότητα ενός πράγματος καθαυτό προκύπτει από την απόλυτη ταύτισή του με την ουσία του: με την ύλη, αν η ουσία του είναι υλική· με τη μορφή του αν η ουσία του είναι φορμαλιστική· με τον σκοπό του, αν η ουσία του είναι να έχει σκοπό. Και καθώς αυτό το τέλειο ταίριασμα ονομάζεται ισορροπία, αν είναι εσωτερικό, και αρμονία, αν είναι εξωτερικό, το όνομα που αρμόζει να δώσουμε στο ιδεώδες που αποτελεί το θεμέλιό του είναι αρμονικό ιδεώδες».[4]

Πρόκειται με άλλα λόγια για την ποιητική του αδιαμεσολάβητου οράματος, όπως αυτή υποδηλώνεται στον Μπερξόν και υπογραμμίζεται στον Μπασελάρ, που οδηγεί τη φαντασία και την ύλη στην όσμωση, όπως υπαινίσσεται και ο ίδιος ο τίτλος της εν λόγω ποιητικής συλλογής, σμίγοντας την ονειροπόληση με την αντίληψη στην πράξη θυσιάζοντας τις απαιτήσεις της συνείδησης στη φυσική πραγματικότητα του αντικειμένου.[5]

Με παρόμοιο τρόπο, η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου χρησιμοποιεί εδώ λεκτικές μεταφορές που βγάζουν τα αντικείμενα από το οικείο τους γλωσσικό πλαίσιο, κάνοντας τον ποιητικό ειρμό να τα εξιδανικεύει στην αισθητική τους σύνθεση, χωρίς ποτέ να τα απομακρύνει τελείως από την επικράτεια του νοητά ή φαντασιακά πραγματικού. Δεν πρόκειται πρωτευόντως για λογοτεχνικά εμβλήματα, αλλά για συνειδησιακές αναπαραστάσεις που αντλούνται από το ρεπερτόριο της φύσης: προσλαμβάνουν το νόημα και τη λειτουργία τους από το γεγονός ότι ανήκουν κατ’ αρχάς στον φυσικό κόσμο. Στη ρητορική τού στίχου ενδεχομένως δείχνουν εξαϋλωμένα ως το σημείο της αφαίρεσης, γενικευμένα ως το σημείο να φαντάζουν καθαρές ιδέες, εντούτοις ποτέ δεν χάνουν πλήρως την επαφή τους με τη συγκεκριμένη πραγματικότητα από την οποία πηγάζουν.

Στην ποιητική γλώσσα, οι λέξεις δεν χρησιμοποιούνται ως σημεία, ούτε καν ως ονόματα, αλλά με στόχο να ονομάσουν, έγραφε ο Paul de Man: «οι ποιητές γνωρίζουν ότι η πράξη του ονομάζειν υπαινίσσεται μια επιστροφή στην πηγή, στην καθαρή ενέργεια της αρχόμενης εμπειρίας» . «Και τώρα έλα μου», γράφει η ποιήτρια στα «Μεταπλάσματα», «και στο σκοτεινό μου φάσμα σε απορροφώ / ως κύμα φωτονίου αντιστοιχώ / στην πρώτη διέγερση». Η φράση έχει έτσι την πρόθεση να εκδηλωθεί σαν φυσικό παράγωγο μιας υπερβατικής αρχής, σαν επιφάνεια (epiphany – Paul de Man). Και με τη στενή έννοια του όρου, κατά την οποία μια επιφάνεια δεν μπορεί να αποτελέσει αρχή, αποκαλύπτει και φανερώνει κάτι το οποίο εξ ορισμού ποτέ δεν έπαψε να βρίσκεται εκεί. Πρόκειται μάλλον για την επανανακάλυψη μιας μόνιμης παρουσίας που επέλεξε να αποκρύψει τον εαυτό της από εμάς – εκτός αν είμαστε εμείς που έχουμε τη δύναμη να κρυφτούμε από αυτήν.

Η γραφή γεννιέται από το ψεύδος και την απάτη; Αυτό είναι το ερώτημα που γεννιέται εν γένει από την τέχνη της ποίησης. Μήπως αντίθετα είναι γέννημα της πραγματικότητας ή πάλι παράγει αυτή την πραγματικότητα; Κι αν η γραφή είναι ικανή να καθιστά την πλάνη αλήθεια και την αλήθεια μέσο εξαπάτησης και πλάνης υπενθυμίζοντας κάθε στιγμή πως βρίσκεται πέραν αυτών των εννοιών, μήπως αναγκάζεται κανείς να ομολογήσει πως εφόσον η αλήθεια επινοείται, οποιαδήποτε επινόηση ενδέχεται να αληθεύει;

«Είμαστε / στο χάσιμο του σφυγμού», απαντά η ποιήτρια, «στο θόρυβο πίσω από τη μελωδία / στα παράσιτα κάτω από τον ήχο / στο σφάλμα μετά την πρόσθεση / στο αχ! του σπασμού / στην αρχή πάντα – είμαστε». «Μεταγλωττίστε τις ακτές», μας παραγγέλνει, «και τα λιμάνια και τα αστέρια».

Πρόκειται στην ουσία για την αγωνία ότι ακόμα και μέσα από την γραφή τίποτα δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί. Το έργο παραμένει ημιτελές και ο δημιουργός του δεν θα πετύχει ποτέ, όσες διορθώσεις κι αν κάνει, την ολοκλήρωση. Η γραφή συνιστά μια ακραία σπατάλη που ωθεί τον γράφοντα να υπερβεί κάποιο σημείο οριακό σπαταλώντας, πέρα απ’ αυτό που έχει, εκείνο που δεν έχει, δεν είχε και δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει. Είναι η σπατάλη του εκ των προτέρων χαμένου χρόνου , του δανεικού χρόνου που ο συγγραφέας προσφέρει σε έναν απόντα αποδέκτη, του χρόνου αυτού που είναι η ζωή του. «Με τη ναυτία του χρόνου που έχει πρόσωπο», όπως γράφει και η Παπαγεωργίου, γίνεται ποίηση η έλξη του αισθητού και το ιεροποιημένο πένθος της απώλειάς του.

info: Για την ποιητική συλλογή της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου «Μεταπλάσματα», εκδ. Σαιξπηρικόν

[1] Σίλερ – Γκαίτε, Αλληλογραφία, σελ. 222.
[2] Αλληλογραφία, σελ. 206.
[3] Εισαγωγή στις σπουδές της λογοτεχνίας, σελ. 18. (Jakobson, Sklovskij)
[4] Fernando Pessoa, Λογοτεχνικά δοκίμια, σελ. 129.
[5] Βλέπε, Paul de Man, Περιοδικό «Ποίηση», τεύχος 4, Φθινόπωρο 1994, σελ. 125.

.

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ

Η ποίηση της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου έχει στιβαρό «σώμα», μοιάζει να γνωρίζει επακριβώς τον στόχο της, και αυτονόητα αναζητά τον συνοδοιπόρο της σε όσα εύστοχα ανακαλύπτει να υποφώσκουν αδιόρατα για τους πολλούς αλλά και σε όσα οραματίζεται σε έναν κόσμο καλύτερο. Η πολύ προσεγμένη γλώσσα που χρησιμοποιεί αναδεικνύει τον λεκτικό θησαυρό που θα μπορούσε να γίνει όχημα για τη συνειδητοποίηση του ζοφερού κόσμου, στον οποίο βρισκόμαστε, να γίνει όπλο κατά του σκοτεινού μέλλοντος, που διαγράφεται με όλα τα σημάδια του ήδη φανερά για όποιον έχει εναργή τη σκέψη του και ανοιχτά τα μάτια του. Η Μαργαρίτα μιλά με υπαινιγμούς, για να δηλώσει πολύ περισσότερα από όσα μια λέξη μόνη κουβαλάει μέσα της, χρησιμοποιεί σύμβολα, εκεί που απαιτείται μια συνολικότερη εκτίμηση των πραγμάτων, και τότε που οι απλές κυριολεξίες είναι ίσως αδύναμες να ενσωματώσουν το πλήρες νόημα της πραγματικότητας, εκεί έρχεται η μεταφορικότητα του ποιητικού λόγου για να λειτουργήσει αποτελεσματικά. Μια ενδιαφέρουσα ποιητική παρουσία με κύριο χαρακτηριστικό της τη δύναμη της φωνής της και το εύρος της αναζήτησής της.

https://meanoihtavivlia.blogspot.gr/2018/01/miroslav-hak.html?spref=fb

.

ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ

Άλλοτε κύμα άλλοτε σώμα. Πάντα ροή. Κβαντομηχανική και φιλοσοφία του Ηράκλειτου. Βιολογία, ψυχανάλυση, αστρονομία, ιατρική. Ένας πρωτέας ποίημα που αλλάζει μορφές και δημιουργεί νέα σωματίδια και μία καινούργια πρωτότυπη εντελώς ιδιαίτερη γραφή. Υπαρξιακή, ερωτική, αισθησιακή και (ένα καινούργιο επίθετο) επιστημονική ποίηση. Πενήντα δύο καράτια αλάτι, ένας κόκκος σύννεφου, χ κλάσμα θαλάσσης, τριακόσιες εξήντα μοίρες κύματος. Τα πρωτόνια είναι πιο όμορφα από τα ουδετερόνια, ο άξονας της γης συνέχεια μετατοπίζεται, σε τι συχνότητα είναι άραγε ο αναγνώστης; Υπέρηχοι, υπόηχοι και απόηχοι. Στην συλλογή αυτή η αριθμητική είναι γένους θηλυκού.
.
Στίχοι από ποιήματα της συλλογής.
Κάθε αφήγημα είναι και νόημα/Κάθε ποίημα είναι και ιστορία/Κάθε λέξη είναι σύμπαν.
.
Το ερώτημα παραμένει τώρα ακόμα πιο επιτακτικό/Πώς χτίζεται μια θάλασσα;
.
Το αίτημα είναι καθαρά ερωτικό∙/Στον κύκλο του ολόγιομου φεγγαριού/Να ανεβάσουμε ξανά τα αστέρια στο στερέωμα.
.
Ανάγκη είναι, λέει/ Να πλάσω νέες λέξεις/Να εφεύρω τη νέα γραμματική/Το συντακτικό των ονείρων.
Έτσι λέει η ποιήτρια Μαργαρίτα Παπαγεωργίου στην ποιητική της συλλογή “μετα πλασ ματ α” εκδόσεις ΣΑΙΞΠΗΡΙΚΟΝ 2017
Αυτό λέει και αυτό καταφέρνει βέβαια αφού πραγματικά η γραφή της αναδύεται καινούργια και φρέσκια, ένα μικρό καινούργιο πλάσμα-σύμπαν. Η συλλογή της.

.

ΤΑΣΟΣ ΚΑΡΤΑΣ

deepunctum.blogspot.gr Τρίτη, 27 Μαρτίου 2018

ΑΝ ΘΕΣ ΝΑ Μ’ ΑΓΓΙΞΕΙΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ Μ’ ΑΛΩΣΕΙΣ ΑΛΛΑ ΟΠΟΙΟ ΔΕΡΜΑ ΦΟΡΑΣ ΜΟΝΑΧΑ ΘΩΠΕΥΕΙΣ (μόνο έτσι η Ομορφιά θα έχει ίσο ζύγι με την αλήθεια):

Με κεφαλαία στίχοι από τα Ιόντα Επιθυμίας, 2ο ποίημα στη συλλογή Μεταπλάσματα και σε παρένθεση μια αποστροφή από τον Αλίπλοο Ουρανό, την πρώτη συλλογή της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου. «Ποιητικές εικόνες σαν μικροί φάροι μέσα στην ομίχλη της κοσμικής αμφιβολίας», ήταν το εύστοχο σχόλιο της Μαρίας Λαμπαδαρίδου-Πόθου για τον Αλίπλοο Ουρανό, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2015. Μια παράξενη κι άγνωστη ομηρική λέξη, αλίπλοος (= υπό υδάτων κεκαλυμμένος ή επί της θαλάσσης πλέων) με έντονη ποιητική χροιά, όπως κι άλλες παρόμοιες αρχαιοπρεπείς λέξεις -«ορίζοντας αλιπόρφυρος, πόντος αλίγλαυκος, πολιτεία αλίπεδος και αλιτενής, αλίπλαγκτες όχθες- ενσωματώνονται αρμονικά στο πλούσιο λεξιλόγιο της συλλογής, σαν να είναι λέξεις σημερινές και προετοιμάζουν άριστα τον αναγνώστη για θαλάσσιες και «υποθαλάσσιες» πλεύσεις, αναδύσεις-καταδύσεις, για «ροές ρευστών ειδώλων, κρουστά κύματα, ουράνια ύδατα ονείρων, εφήμερων και ατέρμονων». Απρόσμενες εικόνες – αλλόκοτοι ψίθυροι πλάι στο κύμα. Ο Ηράκλειτος ψαρεύει ψάρια παρέα με τον Ντώκινς, οι Ιδέες του Πλάτωνα ρεμβάζουν τα αστέρια παρέα με τα Φράκταλς της νεώτερης θεωρίας του Χάους, οι ορφικοί κάνουν βουτιές χέρι με χέρι με τους κβαντικούς φυσικούς και η Ψυχή, άλλοτε κάβουρας, άλλοτε αχινός, τη μια κοχύλι, την άλλη γλάρος λευκός κολυμπά, πετά, βουτά στα κόκκινα νερά του ηλιοβασιλέματος, στις αντιφάσεις τού είναι και του φαίνεσθαι στην αέναη αγωνιώδη προσπάθειά της να ανακαλύψει την Αλήθεια.
Μετά την έκπληξη/ πρόκληση του Αλίπλοου Ουρανού, η επιθυμία της ποιήτριας, να πλάσει έναν καινούριο θαυμαστό κόσμο με τα υλικά της ποίησης, βρήκε τη συνέχειά της στα Μεταπλάσματα: Μετα- φυσική, μετά- μοντέρνο, μετά τα πλάσματα τι; Κάθε «μετά» περιέχει αναπόφευκτα και την έννοια του γοητευτικού, άγνωστου προορισμού. Σχολιάζει η Χαρά Νικολακοπούλου: «Τα Μεταπλάσματα της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου είναι τα καινούρια πλάσματα ενός νέου γενναίου κόσμου. Είναι τα εξελιγμένα όντα «υβρίδια ανθεκτικά στη νέα εποχή… σε καινούρια αισθητική πλάσματα του νου άφυλα/ διάφυλα ή ενδόφυλα». Το πείραμα της «κατασκευής» τους ωστόσο παραμένει επισφαλές καθώς δεν είναι σίγουρο «αν θα δείξουν όλα τα υποκείμενα την ίδια αντοχή και προσαρμοστικότητα…» Η ποιήτρια, και στη νέα της συλλογή, γίνεται πλαστουργός λέξεων και νοημάτων, μιας νέας γραμματικής του κόσμου, μιας καινούριας θέασης του ονείρου. Ανάγκη είναι, λέει, «Να πλάσω νέες λέξεις Να εφεύρω τη νέα γραμματική Το συντακτικό των ονείρων Να διδάξω στο σχολείο σήμερα Για να ανακαλύψω την τάξη του αύριο. (Κυάνωσις, σελ. 45)
Στα ποιήματα της πρώτης συλλογής (ΑΛΙΠΛΟΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ), ανάμεσα στους στίχους συναντάμε πλάσματα της θάλασσας, με τον γλάρο πρωταγωνιστή να «περιίπταται» ανάμεσα θάλασσας και ουρανού. Κι όπως ο γλάρος Ιωνάθαν από τη φύση του ονειρεύεται την απεραντοσύνη τ’ ουρανού, έτσι και η ποιήτρια, θέλοντας να του μοιάσει, φαντάζεται πως βρίσκεται μέσα σ’ ένα διαυγές, φωτεινό όνειρο: ξεπηδά από μέσα της ο ίμερος και πιάνεται «απ’ του σύννεφου την άκρια», πασπαλίζεται «με αληθινή αστερόσκονη» και σπάζοντας «το τσόφλι του ουρανού» κατακτά τη Θεία Αρμονία, την Τέλεια Συμμετρία, την Ολική Ενότητα, την Αλήθεια της Πτήσης. Στα Μεταπλάσματα μάλιστα βρίσκει κι ένα κόλπο που την κάνει μοναδική: να μην ξυπνά από το όνειρο αλλά να συνεχίζει να ονειρεύεται και μέσα στο όνειρο να ζωγραφίζει με χρώματα για να ταξιδεύει διαρκώς «στα σημεία που αθωώνεται ο θεός κι ο θάνατος, εκεί άλλο τρόπο δεν έχει να θεραπεύεται απ’ τους εφιάλτες, κι έτσι ίπταται μέσα στη χίμαιρα μιας οιονεί λάμψης στο χείλος της εν εγρηγόρσει ονειρότητας…» (Lucid Dream σελ. 50)

.

ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΘΩΜΑ

ΦΡΕΑΡ 29/5/2018

«Με τη σαγήνη των ονομάτων»: εξερευνήσεις του λόγου
στα «Μεταπλάσματα» της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου (Σαιξπηρικόν, 2017)

Ορίζοντας το «μετά» ως πρωθύστερο κίνητρο γραφής, η ποιητική δημιουργία μάς φέρνει μπροστά στα πλάσματα της σκέψης: «πλάσματα» εκ του «πλάθω» και του «δημιουργώ», δίνω ζωή και παίρνω.

Τέτοιου είδους σχέση εκφράζει ο τίτλος του βιβλίου αυτού με το περιεχόμενό του. Τίτλος που ξαφνιάζει ακόμα και με το γράφημά του στο εξώφυλλο: ο αυθαίρετος συλλαβισμός ενός άλφα, που περισσεύει, μπορεί να μην είναι τυχαίος. Ένα τέτοιο καταληκτικό άλφα, που στηρίζει στις αδύναμες πλάτες του την κολόνα της λέξης, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι, για παράδειγμα, ωμέγα, το βιβλικό άλφα και ωμέγα, αν δεν σχετιζόταν και με την κωδικοποίηση στη γλώσσα των μαθηματικών ή με την έννοια του «άλλου» μέσα από ένα λακανικό συμφραζόμενο στη γλώσσα της ψυχανάλυσης: η ποίηση εδώ κάνει αναφορές σε όλα.

Θεωρίες φυσικής και μαθηματικών βρίσκουν εδώ έκφραση ποιητική, φιλοσοφικές έννοιες μετατοπίζονται αποκτώντας ποιητικά συμφραζόμενα, στο ξετύλιγμα της φράσης η ψυχανάλυση έχει κι αυτή τον λόγο της ή τους λόγους της να υπάρχει. Αποθησαύριση στίχων – αποθησαύριση και γνώσεων. Αυτή είναι μια ποιητική συλλογή με επίμετρο. Οι «σημειώσεις για τα ποιήματα» στο τέλος του βιβλίου περιλαμβάνουν ενημερωτικά σχόλια για την κβαντομηχανική, τη γεωμετρία της θεωρίας του χάους, τη θεωρία των καταστροφών και τα συναφή. Διαβάζοντας τα ποιήματα ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να αποκρυπτογραφήσει κώδικες μαθηματικούς, όρους φυσικής, εξισώσεις και διανύσματα λόγου, μοιρογνωμόνια σκέψεων, διαιρέσεις και πολλαπλασιασμούς ιδεών. Μια αριθμητική ποιητική που μετράει την πρώτη ύλη της έκφρασης: τη γλώσσα. Επιστράτευση των επιστημών, επιστράτευση της γλώσσας: από τον Αλίπλοο Ουρανό (Γαβριηλίδης,2015), την πρώτη ποιητική συλλογή της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου, μέχρι εδώ, η γλωσσική γευσιγνωσία γίνεται γλωσσική κατάρτιση, ο λόγος δουλεύεται συνεχώς, απλώνεται και βαθαίνει. Αγκιστρώνεται στα ίδια πάνω-κάτω σημεία, δρομολογούνται κοινές αναφορές, το αστροφυσικό σύμπαν και το φιλοσοφικό εκτόπισμά του, το βύθισμα στο αρχετυπικό ασυνείδητο και το παιχνίδι με την πραγματικότητα, πλεύσεις κοινές, διαρρήξεις στα όρια της γλώσσας, αλλά από τον Αλίπλοο Ουρανό ως τα Μεταπλάσματα η πορεία έχει γίνει.

Στην καινούργια αυτή συλλογή της Παπαγεωργίου, η ποιητική προβληματική διατρέχει μια ιστορία, το επεισόδιο της πραγματικότητας παρεισφρέει κρυφά, μυστικά, μια ερωτική σχέση σκιαγραφείται ως σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο, ανιχνεύονται τα όρια του εαυτού με το Άλλο, το εγώ αναδιπλώνεται και πάσχει στην επαφή του με τον κόσμο. Η ποίηση αποκτάει κορμί. Και όπως πάντα, πυροδοτεί την έκρηξή της στη λέξη πάνω:

«Η συνουσία δεν θα ολοκληρωθεί αν δεν μετέχουν
Όλα τα ονόματα που ακουμπούν στο μαξιλάρι»

λέει ο στίχος παρέλκοντας την ψυχαναλυτική του καταγωγή, ενώ παρακάτω:

«Τα σεντόνια του κρεβατιού τσαλακώνονται σε πολλά χρώματα.
Η μονοχρωμία τυφλώνει την κόρη που γεννά το μάτι.»
(«Τι γεύσεις έχουν τα χρώματα όταν ερωτεύονται»)

Είναι η κόρη, η οποία γεννά το μάτι; Με τη λέξη «κόρη» να μετέχει σε διπλό συμφραζόμενο το αναφορικό «που» διαβάζεται εδώ κι αυτό διπλά. Πρώτη ανάγνωση: «η κόρη, η οποία γεννά το μάτι», δεύτερη ανάγνωση: «η κόρη, την οποία γεννά το μάτι». Το παιχνίδι ανάμεσα στη σχέση υποκειμένου και αντικειμένου, όπως το διαπραγματεύτηκε η ψυχαναλυτική θεωρία, βρίσκει στην ποιητική αυτή φράση μια συντακτική ακολουθία, δημιουργώντας επίπεδα ερμηνειών πολλαπλά. Να πώς η θεωρία πυροδοτεί τη γλώσσα.

Κι επειδή η ποιητική γλώσσα εμπλουτίζεται μέσα από την πολυσχιδή της έκφραση, η διατύπωση που της ανοίγει το όριο της ερμηνείας έχει πλούτο και ομορφιά. Καθώς το υποκείμενο γίνεται αντικείμενο, όπως εδώ, και το αντικείμενο, υποκείμενο, ο προηγούμενος όρος προβάλλεται στον επόμενο μέσα από μια αντιστροφή – περιστροφή, μια περιδίνιση, για να χρησιμοποιήσουμε κι έναν οικείο όρο της Παπαγεωργίου. Από την ψυχανάλυση ολισθαίνουμε ίσως στη φιλοσοφία, μπορεί και στις θεωρίες του σύμπαντος. Όχι πως η ποίηση επιστημονικοποιείται, το ακριβώς αντίστροφο συμβαίνει: οι θεωρίες της επιστήμης ευθυγραμμίζονται με τα μέτρα και τα σταθμά της ποίησης, αποκτούν λόγο ποιητικό. Ένα παράδειγμα αυτό από τα πολλά που υπάρχουνε στη συλλογή.

Το άλλο παράδειγμα, που θα χρησιμοποιήσω, είναι ένα ολόκληρο ποίημα. Το επιλέγω, γιατί πιστεύω πως πυκνώνει στους στίχους του τον γενικότερο προβληματισμό του βιβλίου και γιατί με το παιχνίδι που κάνει -παιχνίδι γλωσσικό και νοηματικό σηματοδοτεί μια λειτουργία.

«Το μηδέν το άλφα και μια γάτα»

Το μηδέν ομοιάζει με όμικρον
στην ένωσή του με τη μάνα
Σαν η ουσία των πραγμάτων
να εγγράφεται σε κύκλο αρχής
Το μηδέν ενέχει το νόημα όλο.

Το όμικρον ως κύκλος της ρίμας
σε κάποιο ποίημα παλιό
που για να ενηλικιωθεί
απαιτείται η αποκήρυξή της
το κόψιμο με τον ομφάλιο λώρο,
Η καταγωγή του είδους του
από τραγούδι όμως
μόνο έτσι το ανάγει
στην ιάσιμη μελωδία
εντός της ευρρυθμούμενης κοιλίας
Εκεί όπου εγενήθη η ζωή
χέρι με χέρι με την εξουσία του θανάτου.

Σε αυτόν τον κύκλο εγγράφεται
το άλφα της ίασης κι όχι μόνο το ωμέγα
Γιατί τότε θα ξαναγυρίζαμε στο μηδέν
Μα αν ήταν τόπος θα ήταν ουτοπία
αφού δεν υπάρχει ως υπόσταση
Μα οι λαγόνες και οι μηροί
κι η μήτρα και το σπέρμα
είναι το ίδιο υπαρκτά
όσο εγώ κι εσύ.
Το ενδιάμεσό τους όμως
το κόκκινο χρώμα του αίματος
είναι ταυτόχρονα τόσο όμικρον
όσο και κύκλος
τόσο μηδέν όσο και άλφα.

Σαν εκείνη τη γάτα που μπήκε μέσα στο πείραμα
κι έδωσε μια και κίνησε το κουβάρι
της αμφιβολίας και της αμφισβήτησης
που είναι και η βεβαιότητα της αυταπάτης
στον έρωτα
γιατί σ’ αυτόν οφείλουμε και το άλφα
και το μηδέν
τη στιγμή που κυματίζουν τα κορμιά
που διαρκώς αναζητείται
κι ατέρμονα νοσταλγείται
σ΄ όλο το μήκος του κύκλου
της ζωής και του θανάτου
καθώς λιάζεται η γάτα κουλουριασμένη
πάνω στο περβάζι του παραθύρου σου
μαζεύοντας ήλιο με κλειστά μάτια.

Το κυκλοτερές αυτό ποίημα με τις ακρογωνιαίες αναφορές του στα σημαδιακά γράμματα της αλφαβήτου επικοινωνεί με τον κόσμο των επιστημών, παίζοντας και με το στοιχείο του τυχαίου, που είναι μια άλλη επιστήμη κι αυτό, ενώ μιμείται ρυθμικά το αέναο μετακύλισμα των πραγμάτων, μιμείται δηλαδή, αυτό που περιγράφει. Μέσο για την περιγραφή αυτή είναι η γλώσσα, να λέγαμε καλύτερα, μέσο και σκοπός.

Το ποίημα αποτελείται από τέσσερις στροφές, από τις οποίες οι τρεις πρώτες εγκαινιάζονται αντίστοιχα με την αναφορά στο μηδέν, το όμικρον και τον κύκλο, έχουν, δηλαδή, κοινή αφετηρία τους το κυκλικό σχήμα, ενώ η τελευταία στροφή βάζει ελεύθερα και ανεμπόδιστα μια γάτα στη σκηνή.

Η σκόπιμη αυτή «αυθαιρεσία» που παραπέμπει σε κάποιο επιστημονικό πείραμα συνάδει κι αυτή με την κυκλική κίνηση, αφού η αναφορά στο «κουβάρι της αμφιβολίας και της αμφισβήτησης» ανακαλεί το σχήμα του κύκλου που ξετυλίγεται σαν κουβάρι. Το παιχνίδι ανάμεσα στην έννοια της αρχής που ανταποκρίνεται στο γράμμα άλφα και του τέλους που αντιστοιχεί στο ωμέγα, αναδεικνύει το ζεύγος ζωή vs θάνατος που διατρέχει το ποίημα, ως κύκλος διαδοχής.

Αλλά η αρχή και το τέλος, έχουν και ενδιάμεσο: είναι «το κόκκινο χρώμα του αίματος» που «είναι ταυτόχρονα τόσο όμικρον όσο και κύκλος, τόσο μηδέν όσο και άλφα», σύμφωνα με τον στίχο. Το αίμα λοιπόν, ως σύμβολο ενώνει τα αντιδιαμετρικά στοιχεία της ζωής και του θανάτου, επικοινωνώντας μαζί τους σε επίπεδο διαλεκτικό. Γίνεται κύκλος – κρίκος μιας αλυσίδας, όπως «οι λαγόνες και οι μηροί κι η μήτρα και το σπέρμα που είναι το ίδιο υπαρκτά, όσο εγώ κι εσύ», αδιάψευστα στοιχεία μιας πραγματικότητας σωματοποιημένης.

Μέσα από τη συνεχή ροή των συμβόλων αντιδιαστέλλονται, λοιπόν, το ενδιάμεσο με το ακρογωνιαίο, το πρωταρχικό με το δευτερεύον, η βεβαιότητα με την αυταπάτη, και συμπλέουν όλα αρμονικά. «Η βεβαιότητα της αυταπάτης στον έρωτα» που αναμετριέται με το μηδέν «σ’ όλο το μήκος του κύκλου της ζωής και του θανάτου»: το σπιράλ μιας νομοτέλειας με αρχή, μέση και τέλος.

Ωραίο εύρημα η είσοδος μιας γάτας σε όλα αυτά. Είναι η αυθαιρεσία του τυχαίου που έρχεται να σπάσει τον φαύλο κύκλο, να ξελύσει το κουβάρι. Ίσως δεν υπάρχει άλλη αναγκαιότητα από το τυχαίο, τελικά. Το ποίημα κλείνει με την εικόνα της γάτας που λιάζεται και που θα ήταν μια εικόνα εκτονωτική και παιχνιδιάρικη, αν η ευθυγραμμισμένη γαλήνη της δεν έσπαγε ξανά από το σχήμα του κύκλου: η γάτα λιάζεται στο περβάζι «κουλουριασμένη». Το κουλούρι του μηδενός ξαναρχινά.

Τέτοιους εφευρετικούς και φαύλους κύκλους δηλώνει και υποδηλώνει η ποίηση της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου. Είναι μια ποίηση που θέλει να εξερευνήσει τη βαθύτερη ουσία των πραγμάτων, το εγγύτερο και το απώτερο, το σωματικό όσο και το άυλο, το εδώ και το πέρα. Κι όλο αυτό μέσα από την ίδια τη δομή της γλώσσας, την τεχνική του στίχου. Άλλωστε, η ποιητική δημιουργία δεν είναι τίποτε άλλο από γλώσσα: «Μεταγλωττίστε τις ακτές» ή «Ελάτε να επαναπροσδιορίσουμε την ανθρωπότητα» («Μεταπλάσματα»). Άλλωστε, όπως έχουν σημειώσει πολλάκις οι θεωρητικοί της λογοτεχνίας, η ποίηση δεν είναι τίποτε άλλο από μια επανεφεύρεση του κόσμου μέσα από τις λέξεις.

Με τέτοια αυτοαναφορική διάθεση και η ποιητική γλώσσα των Μεταπλασμάτων πλάθει τον κόσμο από την αρχή. Λέει: «Το πώς κυλούν οι λέξεις σου στο δέρμα του μυαλού μου/ Το πώς ποτίζουν οι λέξεις σου τα όνειρα του δέρματός μου» («Lettre d´amour»), ορίζοντας μέσα από το δέρμα το όριο του εαυτού και τις μεταμορφώσεις του στις μεταμορφώσεις του λόγου. (Ανάλογη προσέγγιση σε θεωρητική κατεύθυνση αυτή τη φορά, στο ψυχαναλυτικό δοκίμιο του Didier Anzieu, Le moi-peau, Dunod, Paris 1985.)

Και παρακάτω: «Ανάγκη είναι, λέει/ Να πλάσω νέες λέξεις/ Να εφεύρω τη νέα γραμματική/ το συντακτικό των ονείρων» («Κυάνωσις»). Κι ακόμα: «Κάθε λέξη είναι σύμπαν» («Σαλάχια, γοργόνες και ρομποτικά πλοία») ή «πώς να ονομάσεις τους οιωνούς/ σε μια γλώσσα επέκεινα της γλώσσας/ σε μια γλώσσα πάνω στα κύματα;» («Momentum στην κόψη του κύματος»). «εκείνο το άλογο που θα καλπάσει/ με τη σαγήνη των ονομάτων» («Εγκυματισμός»). Και άλλοι τέτοιοι στίχοι ταιριαστοί.

Τα «Μεταπλάσματα» είναι «Πλάσματα του νου άφυλα/διάφυλα ή ενδόφυλα». Γι’ αυτό και ο ποιητικός τους λόγος αναθεωρεί και εκπλήσσει, ανοικειώνοντας το καθιερωμένο. Ίσως δεν υπάρχει καλύτερο απόσταγμα, τελικά, από μια τέτοια ποιητικά εφευρετική γλώσσα.

.

ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ

bookpress.gr, 14.4.2018

«Ετούτη η λέξη κάποτε με παίρνει απ’ το χέρι»,

Να αρχίσουμε από τον τίτλο: Μεταπλάσματα, πολύ ιδιαίτερα γραμμένο στο εξώφυλλο. Σαν ψηφίδες, που θέλουν να ανατοποθετηθούν σε μια νέα ενότητα. «Μετάπλασμα», στον πληθυντικό κυρίως, σημαίνει ουσία χρήσιμη για τη βελτίωση των φυσικών και χημικών ιδιοτήτων του εδάφους, όπως είναι η άμμος, η άργιλος, ο ασβέστης, το λίπασμα κ.ά. «Μεταπλάθω»: μεταβάλλω κάτι σε κάτι άλλο, μετασχηματίζω, ανανεώνω (από λεξικό αρχαίων ρημάτων). Αυτή η συνεχής μεταβολή, ο μετασχηματισμός, πιθανότατα απεικονίζεται στο εξώφυλλο. Κομβικό ποίημα της συλλογής αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, το «Κυάνωσις». Το ποιητικό υποκείμενο χρειάζεται να βρει μια νέα γραμματική. Για να εκφράσει το «αλλάττω» και το «αρμόττω». Για να επαναπροσδιορίσει και να μετα-πλάσει. Για ένα συντακτικό των ονείρων που θα ήθελε να διδάξει στο σχολείο σήμερα, για να ανακαλύψει –ή να μεταπλάσει– την τάξη του αύριο. Αυτοί οι βελτιωτές των ιδιοτήτων, όπως είπαμε πιο πάνω. Και οι ελκυστές, που μπορεί να οδηγήσουν στη μεταβολή.
Βλέπεις, το αλλάττω δεν απέχει πολύ από το αρμόττω
όταν και των δυο η τετραγωνική ρίζα
είναι το ερωτικό τους άρθρο
Όπως πάντα όμως
η επιθυμία σκοτίζει το βλέμμα της αγάπης.
(«Κυάνωσις»)

Και, φυσικά, τα «Μεταπλάσματα», ένα άλλο κομβικό ποίημα.

Ελάτε να επαναπροσδιορίσουμε την ανθρωπότητα
τα πειράματα έως τώρα έχουν αποδώσει καρπούς
έστω και δια της εις άτοπον απαγωγής
Ωστόσο, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι όλα τα υποκείμενα του πειράματος θα δείξουν την ίδια προσαρμοστικότητα. Η αποτυχία καραδοκεί. Το ποιητικό υποκείμενο το γνωρίζει καλά πως ελλοχεύει το τέλος-θάνατος γι’ αυτά (Κάποια από αυτά μπορεί και να τερματιστούν), κάτι που δεν θέλουν να λάβουν υπόψη οι οργανωτές του πειράματος.

Στην αποδόμηση θα ανευρεθούν τα υλικά
Το ερώτημα παραμένει τώρα ακόμα πιο επιτακτικό
Πώς χτίζεται μια θάλασσα

(«Μεταπλάσματα»)
Τι γυρεύει η Σαπφώ μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο; Θα μπορούσε ίσως να πει κάποιος ότι δεν μπορούσε να λείπει η τρυφερή Σαπφώ από τους στίχους της μεγάλης επιθυμίας και του έρωτα, του πόθου-ίμερου, από εκεί που το ατομικό ενώνεται με το κοσμικό, η θάλασσα κι ο ουρανός, το σώμα με τα κοχύλια αλλά και με ελκυστές, κβάντα και φωτόνια, στη λακανική ένωση του μέρους με το όλον. Στίχοι της Σαπφώς ως μότο σε ποιήματα, αλλά και σε εσωτερική συνομιλία με το ποιητικό υποκείμενο, μέσα στο ποίημα:

Περιδινίζω το δέρμα
σε χορό ελλειπτικό
στροβιλισμός πυρήνα
σε κενό φως
δίχως αποδέκτη.
Στο έμπα των ματιών σου
χάνω το ρυθμό
ζαλίζομαι παραπατώντας
κύμα γίνομαι ρεύμα ραδιενεργό
– ηλεκτρική θάλασσα –

(«Παράξενος ελκυστής»)
Εκτός από τη σαπφώ-λυρική ποίηση, υπάρχει η αναφορά στον Εμπειρίκο, σε ένα από τα μότο της συλλογής. Και διακρίνω τον απόηχο της φωνής του Σεφέρη και κάτι από τη σκηνοθεσία της Σονάτας του σεληνόφωτος του Γιάννη Ρίτσου, και το ύφος και τον ρυθμό των ομηρικών επών. Μεταπλάσματατα, λοιπόν, τίτλος και ουσία. Και ποικίλα συνταιριάσματα φαινομένων-σωμάτων-συναισθημάτων-ερώτων με την ποίηση. Άξονες: Το πρώτο ποίημα φέρει τον τίτλο «Αιμάτινος πόντος», κι ανακαλεί έντονη χρωματική εικόνα. Ξύπνησα κι αυτό το πρωί / μ’ ένα τεράστιο κεφάλι. Ο σεφερικός απόηχος παρών εξαρχής [1]. Αμέσως αλλάζει το κλίμα: το κεφάλι κόκκινο από τη μια μεριά, κυανό από την άλλη. Οι λεπτομέρειες της περιγραφής οδηγούν στη σύνθεση, προς το τέλος του ποιήματος.

Ήμουνα μπλε! Ήμουνα μπλε!
έφτυνα σφαίρες αιμάτινες λέξεις
σε μια κάμαρα αιμάτινος πόντος
κι η στάθμη πάνω απ’ το κεφάλι
– εγκεφαλικός πνιγμός –
Για την «Κυάνωσι» μιλήσαμε ήδη, αλλά υπάρχει και το «Blue moon ή συμβαίνει τώρα». Απροσδόκητα μπλέκεται το χώμα, η ύπαιθρος με το υγρό στοιχείο, σε μια εποχή θέρους, Αύγουστος πιο συγκεκριμένα, και πανσέληνος. Οπότε, το ποιητικό υποκείμενο εξηγεί τη χρωματική επιλογή του, μέσα στο πλαίσιο αυτό, τη δική του οπτική γωνία.

Μην με παρεξηγείς,
Επιλέγω να σε ζωγραφίσω μπλε
Όχι το blue της σκόνης και του καπνού
Αλλά του μήνα με τα δυο φεγγάρια
Το μπλε φεγγάρι βέβαια συνδέεται και με τον άξονα του φεγγαριού, με το ποίημα «Η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού». Πάλι το γαλάζιο της θάλασσας αναμεμειγμένο με αίμα, μια προφητεία, η αγάπη και η Αφροδίτη αγοραία, οπότε το ζητούμενο είναι η ένωση του ανθρώπου με τον αστρικό κόσμο, σε μια ερωτική αρμονία που θα γίνει με ανα-δημιουργία, καθόλου εύκολο.

Το αίτημα είναι καθαρά ερωτικό.
Στον κύκλο του ολόγιομου φεγγαριού
Να ανεβάσουμε ξανά τα αστέρια στο στερέωμα

Το υγρό στοιχείο παίζει καθοριστικό ρόλο στην ποίηση της Παπαγεωργίου. Με περιγραφές, όχι τις τρέχουσες της θάλασσας και του καλοκαιριού και των κυμάτων, αλλά με μετατοπίσεις απροσδόκητες, όπως «Η πλατεία στο πέλαγος» και οι «Πλωτές τάξεις». Όπως τα υγρά όνειρα και ο εγκυματισμός, ο κλυδωνισμός και οι ρευστές αποκαλύψεις –τα παραπάνω αποτελούν και τίτλους ποιημάτων–, αφορμές για να στοχαστεί το ποιητικό υποκείμενο και να δέσει μεταξύ τους εικόνες, γνώσεις από ποικίλες πλευρές, ανιχνεύοντας τη σχέση των στοιχείων του σύμπαντος, ανιχνεύοντας τον έρωτα και τις ανθρώπινες σχέσεις. Και πώς αλλιώς, αφού το ποιητικό υποκείμενο ανακαλύπτει «(με απορία και θαυμασμό / θαυμάζεις κι απορείς) / πόσο το αίμα σου είναι αλμυρό» («Ρευστές αποκαλύψεις») Κι ακόμα περισσότερο αφού ξέρει πως «άλλωστε εμείς είχαμε πάντα τη θάλασσα στις φλέβες μας» («Momentum στην κόψη του κύματος»). Κι ο παρ’ ολίγον πνιγμός γίνεται αφορμή για έρωτα («Διπλή ανάσα μετά τον πνιγμό»). Και το κύμα μεταπλάθεται σε μια ερωτική ένωση

Τόσο λίγο
Αλλά τι ωραία που μυρίζει στο σώμα μου
το σώμα σου

(«Περί πτώσεων», Ι)
Εξάλλου, όπως και να το μετρήσεις το κύμα, από την κορυφή ή από την κοιλία, το σημαντικό του ύψος είναι το ίδιο.

Μήπως τελικά η απομάγευση
είναι αυτό που μας μελαγχολεί;
Πίσω από το θάμνο ένα ξωτικό μού έκλεισε το μάτι

(«Περί πτώσεων», ΙΙ)
Στο τέλος της συλλογής υπάρχει ένα επίμετρο με αρκετές πληροφορίες για τα διαβάσματα της συγγραφέως που επηρέασαν τη γραφή της. Όταν διαβάσει κάποιος τα ίδια τα ποιήματα, θα βρει έναν πολύ αφομοιωμένο απόηχο των διαβασμάτων. Θα πρότεινα ότι μπορεί ο αναγνώστης να διαβάσει τα ποιήματα –και– χωρίς το επίμετρο, να το αφήσει δηλαδή στην άκρη μετά την ενημέρωσή του. Η ανάγνωση θα πάρει τους δικούς της δρόμους, και η ποίηση θα κερδίσει τις δικές της ερμηνείες. Η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου, με τη φιλολογική της σκευή, διευρύνει τις δεξαμενές του λεξιλογίου της από τους χώρους των θετικών επιστημών, της φιλοσοφίας, της ψυχολογίας. Και όλα γίνονται γλώσσα, όπως επισημάνθηκε από την αρχή. Να προσεχθεί, για παράδειγμα, το ποίημα με τον παράξενο παιχνιδιάρικο τίτλο «Έλεγα σε ένα μπαλόνι αφού πέταξε μετά», στο οποίο το σπαρτάρισμα του μπαλονιού, όταν ξεφουσκώνει, πριν φτάσει στο τελικό σβήσιμο, αποδίδεται με ένα εκπληκτικό παιχνίδι των σημείων της στίξης με τα μέρη του λόγου, ένα ανακάτωμα και μια νέα υφή, όπου «οι άνω τελείες / μαγικά αληθεύουν», ώσπου

Ξεγλίστρησε
το λαστιχάκι απ’ το μπαλόνι
Τι ήχος ανεπαίσθητος κι αυτός!

(«Έλεγα σε ένα μπαλόνι αφού πέταξε μετά»)
Τον τελευταίο καιρό γίνεται πολύς λόγος για τη συντομία στην ποιητική έκφραση. Σίγουρα επιθυμητή, οπωσδήποτε δύσκολη, εφόσον απαιτεί άσκηση, λιτότητα και αφαίρεση. Υπάρχουν όμως πάντα και τα αφηγηματικά ποιήματα, που θέλουν να ξεδιπλώσουν μια ιστορία ή/και έναν συλλογισμό – όχι τα πεζά ποιήματα, αυτά αποτελούν άλλη κατηγορία. Είναι εύκολο σε τέτοια ποιήματα ο λόγος να κάνει κοιλιά, να γίνουν πλατειασμοί. Θεωρώ ωστόσο πως και αυτά έχουν οπωσδήποτε τη θέση τους στην καλή ποίηση, εφόσον δεν χάνεται ο εσωτερικός ρυθμός και άρα δεν χάνουν τον βηματισμό τους. Η νόμιμη αφηγηματικότητα, όταν παραμένει ποιητική. Όπως σε κάποια ποιήματα της Παπαγεωργίου.

Σε σχέση με τον ρυθμό του ποιήματος, θέλω οπωσδήποτε να αναφερθώ στο ποίημα «Συχνότητες». Ένας εσωτερικός μονόλογος του ποιητικού υποκειμένου, όπου οι παύσεις-κενά, οι λέξεις, τα σημεία στίξης, η μορφή με άλλα λόγια, δίνει και την ανάσα, ένα κυματισμό, μια ταλάντωση – και την πολυσημία στην ανάγνωση.

Πού εκείνη η λέξη τώρα που έχει σώμα
δεν έχει τέλος_
μόνο κύμα τώρα Ετούτη η λέξη που
Κάποτε με παίρνει απ’ το χέρι και Με περπατεί
Σ’ εσένα όχι Εσύ σιωπή εγώ αχ αν μ ποτε

(«Συχνότητες»)
Ποίηση με πρωτοτυπία, αισθαντικότητα, ομίχλη αλλά και σιγανό φως. Το φως των πανσελήνων, όταν καθρεφτίζονται στη νυχτερινή θάλασσα. Το φως του κύματος που σκορπάει και γίνεται αφρός πάνω στα αγκαλιασμένα σώματα. Το φως που πέφτει στα σκοτεινά νερά, για να φανεί ένα ξωτικό ή μια νεράιδα θαλασσινή. Από αυτές που βοηθούν τα καράβια να περάσουν τον πορθμό, και παραγγέλνει στους ανθρώπους να κλίνουν προς τον έρωτα.

.

ΘΕΟΔΟΣΙΑ ΡΑΠΤΟΥ

staxtes.com, 2.6.2018

Για να γνωρίσεις έναν δημιουργό πρέπει να δεις τα έργα του.

Κάθε αφήγημα είναι και νόημα
Κάθε ποίημα είναι και ιστορία
Κάθε λέξη είναι σύμπαν. («Σαλάχια, γοργόνες και ρομποτικά πλοία»).

Η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου με τα «Μεταπλάσματά» της μας συστήνεται μέσα από τους στίχους της και μας δηλώνει την αφετηρία της ύπαρξής της και το στοιχείο που τη γέννησε:

Δεν αναπνέω σε τροχιά
Πάλλομαι μεσ’ στα νερά

Δεν είμαι προκαθορισμένη γραμμή
αλλά
μορφο/κλασματική διαδρο
μή

άλλοτε κύμα
άλλοτε σώμα («Ιόντα επιθυμίας»)

Στροβιλισμός πυρήνα
σε κενό φως
δίχως αποδέκτη («Παράξενος ελκυστής»)

καταδύθηκα αντίρροα
[…] με δάκρυα οξείδωση μετάλλου
[…] Και τραγούδησα. («Αιμάτινος πόντος»)

Η ποίηση της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου δεν είναι συναρμογή λέξεων, είναι αποτέλεσμα φιλοσοφικού στοχασμού, διαποτίζεται από οντολογική ανησυχία και περιστρέφεται γύρω από τα αιώνια θέματα που συνιστούν την αγωνία του ανθρώπου

ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε και πού πάμε
τον έρωτα
τη ματαίωση
το όνειρο
την ελπίδα.
Μέσα από έναν χειμαρρώδη και ιδιαίτερο, για τις αναφορές του στη Φυσική και την Ψυχανάλυση, λόγο, ξεδιπλώνεται ο ποιητικός κόσμος της και ο αναγνώστης την ακολουθεί σε ουράνια άλματα και αλμυρές καταδύσεις, εισπράττοντας μια ιδιαίτερη ποίηση, πυρήνας της οποίας είναι ο άνθρωπος.

Η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου αντιλαμβάνεται τη ζωή ως παράγωγο φυσικού φαινομένου και μέσα από την ποίησή της, ο αναγνώστης, καλείται στην αυτογνωσία. Μια αυτογνωσία που είναι αφετηρία και άλμα ζωής προκειμένου να αντιμετωπισθεί η φθορά που έρχεται ως νομοτέλεια, και –εν τέλει- να κερδηθεί η ελπίδα και η ελευθερία

Είμαστε
στο χάσιμο του σφυγμού
στο θόρυβο πίσω από τη μελωδία
στα παράσιτα κάτω από τον ήχο
στο σφάλμα μετά την πρόσθεση
στο αχ! του σπασμού
στην αρχή πάντα – είμαστε-

Η έλξη μας άλμα σε γκρεμό
[…]
-στο α πάντοτε είμαστε-
κι έγινα τόσο χαρούμενη για αυτό («Παράξενος ελκυστής»)

Κι εμείς επιτέλους
Θα ανακαλύψουμε το φυτίλι
Για να κατασκευάσουμε το αύριο
Ή έστω να αντέξουμε το χτες («Προδομένοι εραστές»)

– άλλωστε εμείς
είχαμε πάντα τη θάλασσα στις φλέβες μας
– κυκλώνας σαρώνει το κατάστρωμα –
Μα πώς να ονομάσεις τους οιωνούς
σε μια γλώσσα επέκεινα της γλώσσας
σε μια γλώσσα πάνω στα κύματα; («Momentum στην κόψη του κύματος»)

Οι λέξεις μας οργασμός
κι η θάλασσα εντός
αλλά το πέλαγος μεγάλο
Από ποια μεριά κολυμπώ; («Lettre d’ amour»)

Στο στόμα της συκιάς
Σήπομαι
Στις στοές της πολιτείας
Συστρέφομαι
Στη γλώσσα του σώματος
Στέκομαι
Στη σάρκα της σκιάς
Ζαλίζομαι
Στράφηκα να σε δω
Κι ήσουν σύννεφο
Σε μια πνοή και
Σκορπίζει το σχήμα σου
Στην κλειδαρότρυπα της ζωής μόνο, να,
Κλυδωνίζομαι («Κλυδωνισμός»)

Στους στίχους της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου, όπως και στη ζωή, υπάρχει και ονομάζεται ένα διαρκές δούναι και λαβείν μεταξύ των όντων, που απογειώνει και συντρίβει. Ας το πούμε έρωτα…

Σκύβεις να περάσεις το κατώφλι
όχι την πύλη του ναού μου
κι εγώ ψηλώνω κι ας πονώ
γίνομαι καπνός που δέομαι σε βυθό

Στην προσευχή μας καθεύδει
όνειρο έναστρο πρωίας εκτυφλωτικής
στην ύστατη στιγμή της ένωσής μας
στο κλάσμα της απώλειάς μας
αναλίσκομαι σε ήλιο

Και στεκόμαστε κι οι δυο αγαπημένε
Τόσα πολλά μάτια Τόσα πολλά φώτα
Στα σκοτεινά όρια του έρωτος
Η υπερχείλιση σαγηνεύει σαν ομορφιά («Κβάντα στο κατώφλι μου μπροστά»)

Βάθος
Έκλεβα το σάλιο στα χείλη σου
φ σπείρα αφρού
Ξεγλιστράς την κατηγορία

Ύψος
Άκουγα την έκρηξη στη μασχάλη σου
δύο ∞ βυθού
Ξεχνάς την επιστροφή («Η γεωμετρία του κοχυλιού στο σώμα σου»)

.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΒΑΒΟΥΛΑΣ

vakxikon.gr, Φεβρουάριος 2019

Πιάνοντας στα χέρια τα «Μεταπλάσματα» της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου και διαβάζοντας τον τίτλο, στέκεται κανείς αμήχανος απέναντι σε μια λέξη άγνωστη, όπως λέμε. Μια λέξη μάλιστα που στο πρώτο άκουσμα παραπέμπει περισσότερο σε κείμενα επιστημονικού χαρακτήρα. Σε μια δεύτερη προσέγγιση η εξοικείωση επιτυγχάνεται μερικώς χάρη σ’ εκείνο το ρήμα «πλάθω» που ανακαλείται, ανοικτό σε εικόνες και συνειρμούς. Ρηματική ενέργεια, όπως και το δελεαστικό «μεταπλάσσω» που συνείρεται. Αλλά και το ουσιαστικό του τίτλου αποτέλεσμα ενέργειας παρουσιάζει παρά την αρχική στατικότητά του. Στη συνέχεια, οι συνειρμοί οδηγούν και στα «πλάσματα» βέβαια, με την πρόθεση «μετά» να σημαίνει την αλλαγή ή σε επιστημονικά κείμενα κάτι που «υπερβαίνει, ξεπερνά ή ασκεί κριτική σ’ αυτό που εκφράζει το β΄ συνθετικό». Η αμηχανία πια έχει ήδη ενεργοποιήσει την ποιητική επικοινωνία. Αν αργότερα ανατρέξει κανείς στο λεξικό, θα διαβάσει: «Μετάπλασμα (ΓΕΩΠΟΝ.): ουσία χρήσιμη για τη βελτίωση φυσικών και χημικών ιδιοτήτων του εδάφους».

Διαβάζοντας τα «Μεταπλάσματα», εκείνο που γίνεται γρήγορα αισθητό είναι ή έντονη, επίμονη θα μπορούσε να πει κανείς, παρουσία του σώμα-τος. Σώμα πάσχον ή εν εγρηγόρσει, θνήσκον ή εν έρωτι, ιδιωτικό ή δημόσιο. Σώμα που διεκδικεί τελικά, στον ποιητικό χώρο τουλάχιστον, μια θέση εμφανέστερη από αυτή που του έχει επιφυλάξει εδώ και αιώνες ο δυτικός πολιτισμός. Συνιστά ένα υποδόριο μοτίβο που διαπερνά όλα τα θέματα και γίνεται έτσι το κεντρικό θέμα της συλλογής. Κυριαρχεί στο ποιητικό σώμα όχι μόνο στο επίπεδο της επιλογής των λέξεων ως στατική ύλη ή ως χώρος έγχρονων βιωμάτων, αλλά και στο επίπεδο του συνδυασμού των λέξεων ως αφόρμηση για νέες νοηματοδοτήσεις.

Στον παραδειγματικό άξονα αρχικά, συχνότατη είναι η ίδια η γενική έννοια-λέξη «σώμα» και πιο συχνά βέβαια τα μέλη του και τα εσωτερικά όργανά του, τα υγρά του, αλλά και τα ενδύματα που το καλύπτουν ή το αποκαλύπτουν ή τα αξεσουάρ που το διακοσμούν ή του δίνουν μια κοινωνική ταυτότητα. Δεν υπάρχει σχεδόν ποίημα που να μην περιέχει τουλάχιστον μία σχετική λέξη. Για παρόμοια ποιητικά κείμενα, ο θεωρητικός λόγος χρησιμοποιεί τα τελευταία χρόνια τους ειδικούς χαρακτηρισμούς «σωματικότητα» και «σωματική ποίηση», γεγονός που μαρτυρεί την εντονότερη παρουσία του σώματος στη σύγχρονη ποίηση. Η ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ χρησιμοποιεί τον χαρακτηρισμό «σωματοκεντρική ποίηση» για την ποίηση νεότερων ποιητριών «όπου το σώμα ενδιαφέρει, φυσικά, σαν εσωτερική ορμή κι έκφραση προς τα έξω αυτού που γίνεται μέσα, κι όχι σαν είδωλο στον καθρέφτη.» Εντάσσει μάλιστα αυτή τη σωματοκεντρική ποίηση σε μια προσπάθεια επαναπροσδιορισμού της γυναικείας ταυτότητας πέρα από τους κοινωνικούς προσδιορισμούς αιώνων. Στα «Μεταπλάσματα» βέβαια η εσωτερικότητα υπονομεύεται από τη συνεχή παρουσία της επιστήμης και του β΄ γραμματικού προσώπου.

Εκτός από την παραπάνω στατικότερη παρουσία του σώματος στο γλωσσικό υλικό των «Μεταπλασμάτων», συχνότατος είναι και ο συγχρωτισμός του με άλλα σώματα στο χρόνο και το χώρο, ως σώματος κοινωνικού, αλλά και η αλληλεπίδρασή του με τη φύση. Ένας μεγάλος αριθμός λέξεων αναφέρεται στις αισθήσεις, τις διαδικασίες μέσω των οποίων επιτελείται αυ-τή η συνδιαλλαγή, αλλά και τα συναισθήματα, τα εσωτερικά αποτελέσματά τους.

Μερικές παρατηρήσεις για τις λεκτικές αναφορές στις αισθήσεις και την έγχρονη παρουσία του σώματος στα «Μεταπλάσματα»: Πρώτα-πρώτα, από τις πέντε αισθήσεις κυρίαρχη ως προς τη συχνότητα είναι η όραση. Ως κύρια πηγή της επιθυμίας αλλά και των αναπαραστάσεων του κόσμου, αναιρεί την περίκλειστη εσωτερικότητα και τον αυτάρεσκο περιορισμό του «εγώ». Έπειτα, ένα ευάριθμο και λειτουργικά διαφοροποιημένο λεξιλόγιο παρουσιάζει το αισθαντικό σώμα σε εξίσου ευάριθμες και διαφοροποιημένες στιγμές του κύκλου της ζωής.

Στο σημείο αυτό μπαίνει κανείς στον πειρασμό να ελέγξει τη γραμματική ιδιότητα των λέξεων που δηλώνουν τα παραπάνω: Κυριαρχούν οι ρηματικοί τύποι που αισθητοποιούν την κίνηση, την ενέργεια, τη δράση και την αλληλεπίδραση. Ακολουθούν τα ουσιαστικά, που δηλώνουν συνοπτικά, ή υποβάλλουν με σύνεση την κίνηση ή τη σωματική κατάσταση. Τέλος, πολύ σπανιότερα είναι τα επίθετα, που περιγράφουν με την ασφάλεια της χρονικής απόστασης ένα βλέμμα, μια στάση, ως κάτι τετελεσμένο και παγιωμένο.

Η γραμματική αυτή προσέγγιση της έγχρονης λεκτικής παρουσίας του σώματος στους στίχους της Μαργαρίτας αντιστοιχεί στη λυρική αίσθηση του χρόνου του Οδυσσέα Ελύτη. Και εκεί προτάσσεται η κίνηση, η δράση και η (ερωτική) αλληλεπίδραση σε παρόντα χρόνο, ακολουθεί η περισυλλογή και η ανασκόπηση, ενώ ένα μικρό χώρο καταλαμβάνει η επίγνωση, η παγιωμένη γνώση. Διαβάζω το δίστιχο από το «Λακωνικόν»:
Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο,
χειμώνα ελάχιστε

Από τη λυρική αυτή ποιητική του χρόνου, που έχει αναλύσει ο Δ. Ν. Μαρωνίτης , απουσιάζει βέβαια η κατ’ εξοχήν ή κατ’ έθος «λυρική» εποχή, η άνοιξη, η εποχή της συνάντησης, αφήνοντας ένα ανοικτό ερωτηματικό. Αυτό το ερωτηματικό που ενεργοποιεί τον αναγνώστη, τη συνάντηση δηλαδή του ποιήματος με τον δέκτη. Η συνάντηση αυτή παραμένει πάντα το αιτούμενο της ποίησης για τον Ελύτη και δεν συντελείται παρά μέσα από την επεξεργασία της γλώσσας. Κατά ανάλογο τρόπο και στη γραμματική της σωματικής παρουσίας στα «Μεταπλάσματα» η επιλογή και η συνδιαλλαγή των λέξεων είναι εκείνη κυρίως που προβάλλει επίμονα το αίτημα μιας περισσότερο ενσώματης βίωσης και συνύπαρξης.

Τελειώνοντας με τις παρατηρήσεις στο επίπεδο της επιλογής των λέξεων, τα συν-αισθήματα, οι κατ’ ιδίαν βιωμένες απολήξεις της συν-ύπαρξης και της αλληλεπίδρασης, λιγότερο δηλώνονται ρητά με τις αντίστοιχες λέξεις και περισσότερο υποβάλλονται με την επεξεργασία του γλωσσικού υλικού. Έχει ενδιαφέρον επίσης ότι σ΄ αυτή τη λεκτική παρουσία των συναισθημάτων η κίνηση των ρημάτων ισορροπεί αριθμητικά με τη σύνεση των ουσιαστικών.

Στο παραδειγματικό επίπεδο, λοιπόν, η συχνότατη και λειτουργικά διαφοροποιημένη παρουσία του σώματος στα «Μεταπλάσματα» είναι φορέας νοήματος. Εκεί μάλιστα που το σχετικό λεξιλόγιο πυκνώνει, εκεί και η ποιητική λειτουργία βρίσκεται σε ένταση. Στα σημεία, αντίθετα, όπου αραιώνει, εκεί χαλαρώνει και η συγκίνηση. Στο ποίημα π.χ. «Ο έφηβος του έκτου ορόφου», ένα από τα χαρακτηριστικότερα της συλλογής, κατά τη γνώμη μου, χρησιμοποιούνται 39 σχετικές λέξεις στους 43 στίχους του. Αλλού πάλι, κυρίως εκεί που ο λόγος γίνεται περισσότερο προγραμματικός ή ο φακός καταγράφει μακρινά πλάνα ή έρημα τοπία, εκεί και η ποιητική συγκίνηση δίνει τη θέση της στη ρητορική προτροπή ή τη χαλαρότερη περιγραφή αντίστοιχα.

Προχωρώντας τώρα στο συνταγματικό επίπεδο, στο κατεξοχήν ποιητικό υλικό, στη συνάντηση των λέξεων, συχνές είναι αρχικά οι προσωποποιήσεις της φύσης με έντονη την παρουσία του σώματος. Π.χ. στο ποίημα «Το τρίξιμο του πορθμού»: «Στο ρίγος των ονείρων / γεννιέται η ανατολή». Εδώ η πολυσύνθετη μεταφορική προσωποποίηση με έντονο τον ερωτισμό και με τη νοηματική απόσταση των συνδυαζόμενων σημασιών παραπέμπει στον ερωτικό Υπερρεαλισμό του Εμπειρίκου. Πολύ πιο ενδιαφέρουσα ερμηνευτικά είναι η προσωποποίηση του φωτός ως μιας ενέργειας ή ύλης απειλητικής που καραδοκεί να «καταπιεί» την ποιητική ηρωίδα Λουσίντα στο ποίημα «Lucid dream». Μόνη διέξοδος της Λουσίντα μια σωματική και ταυτόχρονα νοητική λειτουργία: «Ξέρει πως αν σταματήσει να μετρά / τη συχνότητα των αναπνοών της, / το φως θα την καταπιεί». Η θάλασσα πάλι, ως ρευστή αναγεννητική δύναμη, προσωποποιημένη στο ποίημα «Σε θολά νερά», γίνεται φορέας μιας επαγγελίας, όπως αποκαλύπτει το πρόσωπο που μιλάει στο ποίημα, μια… νεράιδα: «Η θάλασσα κουράστηκε να περιμένει τους νεκρούς / Είναι ανάγκη να φουσκώσει με νέα γέννα // (Σώπα, άκουσε / Η απάντηση θα έρθει / σα μουσική μεσ’ απ’ τα κύματα // Σσσσσσσςςςς)». Η μουσική αυτή θάλασσα θα μπορούσε να έχει καταγωγή από τον Σολωμό, αν δεν δήλωνε με τόση σαφήνεια τη θετική της πρόθεση απέναντι στον άνθρωπο και κυρίως αν για τη φανέρωση της επαγγελίας της δεν ήταν τόσο επιτακτικά απαραίτητη η συμμετο-χή του αναγνώστη.

Συνεχίζοντας με τις μεταφορές που εμπλέκουν το σώμα, εντοπίζω αρχικά τις πολύ ενδιαφέρουσες συνδιαλλαγές μεταξύ αισθημάτων και συν-αισθημάτων. Στο ποίημα «Το θέρετρο» π.χ. το ιδιωτικό αίσθημα της οσμής μεταφέρεται σε ένα επικοινωνητέο συναίσθημα, την απώλεια: «Η οσμή της απώλειας / Δε χάνεται ποτέ από το δέρμα που /Μυρίζει σαπιοκάραβο». Έπειτα, οι μεταφορές που υποβάλλουν μια αυτοσυνειδησία μέσω του σώμα-τος. Χαρακτηριστικά στο ποίημα «Κβάντα στο κατώφλι μου μπροστά»: «Πάρε μου ό,τι θες, / κι αν οι επιδερμίδες μου χαμένες / κύμα ταλαντώνομαι εντός».

Τέλος, πολύ χαρακτηριστικές είναι οι μεταφορές εκείνες όπου μια αίσθηση ή μια σωματική λειτουργία συνυφαίνεται με μια νοητική. Π.χ. «Άκου πώς ακούγεται ο ήχος της λέξης μου» από το ποίημα «Συχνότητες». Η λέξη ως ανάσα, ήχος αλλά και ταυτόχρονα επικοινωνήσιμη σημασία θεματοποιείται συχνά στα «Μεταπλάσματα» κυρίως για να υποβάλει την ανάγκη ανανοηματοδότησης του κόσμου. Ή «Το δυτικό μηνίγγι κύλαγε αίμα / λώρος άχρονος δια του χρόνου μου» από το ποίημα «Αιμάτινος πόντος», όπου η συνειδητοποίηση του χρόνου, μια νοητική διαδικασία, σωματοποιείται μέσω του ασυνείδητου.

Ενδιαφέρουσα επίσης είναι η σωματική παρουσία και στη ρητορική των «Μεταπλασμάτων». Αρχικά, το β΄ ενικό πρόσωπο με το οποίο κοινωνείται η ερωτική παρουσία ή μια υπερλογική επικοινωνία. Συχνά μάλιστα το «εσύ» αυτό δέχεται τις προτροπές του ποιητικού υποκειμένου, ακόμα και στον τίτλο του ποιήματος: «Φάε με / Πιες με», είναι ο τίτλος ενός από τα πιο αντιπροσωπευτικά «Μεταπλάσματα». Έπειτα το «εμείς», ως ανάγκη υπέρβασης της ατομικής εμπειρίας: «Για να μετεωρίσουμε την ναυν εις τα πελάγη / τους μεγάλους ορίζοντες μετατοπίζοντας / ας πετάξουμε στον αφρό των ημερών / απ’ τα αμπάρια το έρμα διαπιστώνοντας / βαρίδια που μας έφτασαν στον πάτο / κι ας χορέψουμε τα τραγούδια μας εδώ.» («Η πλατεία στο πέλαγος»)

Σχετικά με τον τρόπο που η στιχουργική των «Μεταπλασμάτων» δια-χειρίζεται το σώμα. Σε ένα περιβάλλον ελεύθερου αλλά όχι άμετρου στίχου, εκεί που η εμπειρία μένει αποσπασματική, η φράση τεμαχίζεται ακόμα και σε μονολεκτικούς στίχους, αισθητοποιώντας τον κατακερματισμό της εμπειρίας, της γλώσσας και του σώματος. Π.χ. στο πρώτο μέρος του ποιήματος «Περί πτώσεων», όπου το γραμματικό υποκείμενο είναι «το κορμί» (διαβάζω με παύσεις όπου υπάρχει αλλαγή στίχου): «κι εκεί / στην ύστατη στιγμή / στην κόψη επάνω / λυγίζει / σπάει / αναλίσκεται / σε μυριάδες μόρια / λευκού αφρού / σταγονίδια λευκής ύλης». Έπειτα, η ομοιοκαταληξία, ως απο-μεινάρι της παραδοσιακής ποίησης, ξένο σώμα συχνά στον ελεύθερο στίχο, χρησιμοποιείται σπάνια στα «Μεταπλάσματα» είτε για να εμβαθύνει μια ειρωνεία, είτε για να τονίσει μια παιγνιώδη διάθεση. Για την πρώτη περίπτωση πολύ ενδιαφέρον το σύντομο ποίημα «Κυκλογράφημα» που αρχίζει ως εξής: «Ας εστιάσουμε στο υπαρκτό / Σαρκώδη χείλη / Ουροβόρων εαυτών / Κατά τον ενιαυτόν». Και για την παιγνιώδη διάθεση: «Παράπλευρη απώλεια το φιλί / με φόντο το ηλιοβασίλεμα στο νησί, / ολοφώτιστη η αίθουσα αλλ’ ο γρίφος δε λέει να λυθεί / κι ο πόλεμος αιώνια χωρίς ανακωχή / πώς ο ιδανικός αριθμός 2 θα ενσαρκωθεί». (από το ποίημα «Η αριθμητική είναι γένους θηλυκού»)

Mερικές, τέλος, παρατηρήσεις για το επίπεδο ύφους στο λεξιλόγιο των «Μεταπλασμάτων». Κατά βάση το λεξιλόγιο είναι καθημερινό και προφορικό σαν για να ακούγεται η φωνή π.χ. του ανθρώπου της διπλανής πόρτας, ενός φίλου ή του ερωτικού συντρόφου. Από την καθημερινότητα αυτή δε λείπουν και λέξεις ξενόγλωσσες, ή λέξεις της νεανικής ιδιολέκτου, δίνοντας ήχο σε φωνές περισσότερες από αυτήν του ενός, μονοσήμαντου κοινωνικά, ποιητικού υποκειμένου.

Σε αντίστιξη με το παραπάνω ύφος, λειτουργεί ένα λεξιλόγιο είτε λογιότερο, είτε επιστημονικό και φιλοσοφικό. Για την πρώτη περίπτωση ανα-φέρω μερικές λέξεις που σχετίζονται με το σώμα: Ρήματα: εγκολπώνομαι, αναλαμβάνομαι, εμβαπτίζομαι, καθεύδω, θωπεύω. Ουσιαστικά: μειδίαμα (αντιστικτικά προς το «χαμόγελο»), αναπνοή (αντιστικτικά προς την «ανάσα»), επιδερμίδα (αντιστικτικά προς το «δέρμα» και τη «σάρκα»). Το επίρρημα επίσης: νωχελικά ή τα επίθετα: αιμάτινος και κυκλόθυμος. Κάποτε τα λόγια στοιχεία κορυφώνουν την αντίστιξή τους με το σώμα του υπόλοιπου λεξιλογίου εντείνοντας το ειρωνικό περιεχόμενο. Π.χ. η μετοχή «παρηκμασμένος» δίπλα στο ουσιαστικό «κοσμοπολίτης» ή μια λόγια κατάληξη, όπως στο δίστιχο «άφυλον είδος / κατασκευασμένο στην αστική μας φύση», από το ποίημα «Σαλάχια, γοργόνες και ρομποτικά πλοία». Εξίσου συχνό είναι και το ειδικό λεξιλόγιο, από τη φιλοσοφία, τη χημεία και τη φυσική, τα μαθηματικά, τη γλωσσολογία και την ψυχολογία. Αναφέρω χαρακτηριστικά μερικές φράσεις: «έφτυνα σφαίρες αιμάτινες λέξεις», «με δάκρυα οξείδωση μετάλλου», «ίσως τελικά καταφέρουμε να κάμψουμε το χρόνο».

.

Αλίπλοος Ουρανός

ΜΑΡΙΑ ΛΑΜΠΑΔΑΡΙΔΟΥ-ΠΟΘΟΥ

DIASTIXO 29/2/ 2016

Ες αεί περιιπτάμενος
Σκοτεινός ναυαγός του φωτός

Ποιητικές εικόνες σαν μικροί φάροι μέσα στην ομίχλη της κοσμικής αμφιβολίας. Η ποίηση της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου είναι μαζί και συμβολισμοί μιας μεταφοράς ή και αναφοράς των κοσμικών στοιχείων και πλασμάτων σε έννοιες αρχετυπικές, σε μια ποιητική απαρχή των όντων.

Ανάμεσα στα πλάσματα του βιβλίου της είναι ο κάβουρας, είναι ο γλάρος, είναι το ψάρι, είναι ο αχινός, το κοχύλι. Της θάλασσας πλάσματα όλα, με τον γλάρο να «περιίπταται» ανάμεσα στη θάλασσα και στον ουρανό. Ένας γλάρος Ιωνάθαν που ονειρεύεται τον ουρανό και, κάποιες φορές, η ποιήτρια τον ταυτίζει με το βαθύτερο Εγώ της. Νομίζω πως είναι από τα πιο σημαντικά της συλλογής τα δύο ποιήματά της «Γλάρος Ι» και «Γλάρος ΙΙ». Υπάρχει εκεί μια αγωνία ταύτισης του ποιητικού της Εγώ με την ανάγκη να ανυψωθεί, να αναταθεί, να ενωθεί με το ουρανικό μυστήριο που απλώνεται χρησμικό και αινιγματικό πάνω από τη θάλασσα, στο απέραντο γαλάζιο.

Δεν ξέρω γιατί, πες μου εσύ,
Που μου ’δωσες γλάρου μορφή
Στα χαμηλά για να πετώ

Σαν να επιζητεί να μεταμορφωθεί η ίδια σε γλαροπούλι, για να πετάξει ψηλά. Ζητά τη μοίρα του γλάρου για να ονειρεύεται πως μπορεί να σπάσει το «τσόφλι τ’ ουρανού».

Αχ! Έλα, γλάρε μου
Εγώ το χέρι μου το καψερό
Εσύ το φτέρωμα το ουρανικό
[…]
να σπάσω – επιτέλους
το τσόφλι τ’ ουρανού
τ’ ακούς, τ’ ακούς το σχίσμα του γλαυκού;

Έτσι περιμένοντας από αυτό το «σχίσμα του γλαυκού» να «ξεχυθεί η νοητή λάμψη», αυτή που θα φτάσει ίσαμε τα «σκιερά μύχια/ των βαθύσκιωτων βυθών μου», όπως γράφει, επισημαίνοντας και πάλι την ποιητική της ταύτιση όχι μόνο με τα φτερά του γλάρου, αλλά και με τους βυθούς της θάλασσας.
Ιδιαίτερο είναι και το ποίημά της «Θαλασσεύουσα πολιτεία», και εμένα μου έδωσε μια αναφορά στην προέκταση της Λήμνου που λεγόταν Χρύση και καταποντίστηκε από μεγάλο σεισμό.

Βούλιαξε η νήσος η χρυσή
καταποντίστηκε από σεισμό
ηφαίστειο άνοιξε ρήγμα βαθύ
στον υποθαλάσσιο φλοιό
[…]
Κι άξαφνα μέσα απ’ τη ρωγμή
αναδύθηκε κυανογέννητη νήσος ιερή
πυριγενής

Αν πας, σήμερα ακόμα, στο ακρωτήρι εκείνο της Λήμνου, θα δεις τις στέγες των κτισμάτων που βυθίστηκαν σ’ εκείνον τον μακρινό καιρό, κάπου δύο ή δυόμισι χιλιάδες χρόνια π.Χ. Και από τότε η Λήμνος ονομάστηκε πυρόεσσα ή πυριγενής. Ακόμα, θα βρεις εκεί γύρω πέτρες κόκκινες σαν αίμα, έτσι όπως βγήκαν από τη λάβα. Και η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου περπάτησε εκεί νοερά –ή και πραγματικά– με την ποιητική της ματιά.

Θέλω να επισημάνω την πλούσια γλώσσα και τις αρχαιοπρεπείς λέξεις που χρησιμοποιεί με μεγάλη άνεση, σαν να είναι λέξεις σημερινές, όπως «ο ορίζοντας γίνεται αλιπόρφυρος/ κι ο πόντος φέγγει αλίγλαυκος».

Να κι η Καμένη της Θήρας εκεί
Γράμματα αλλοτινής ζωής
Πολιτεία αλίπεδος και αλιτενής

«Η Καμένη της Θήρας» είναι μια άλλη ηφαιστειογενής περίπτωση, κάπως διαφορετική από αυτή της Λημνιακής Χρύσης. Και πιστεύω πως αυτός ο καταποντισμός, για την ποιήτρια, σημαίνει μια αλληγορική μεταφορά στον καταποντισμό της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα σε βυθούς σκοτεινούς και ανεξερεύνητους.

Η ποιητική συλλογή Αλίπλοος ουρανός της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου αξίζει να διαβαστεί και να εκτιμηθεί. Ο ποιητικός λόγος της είναι δουλεμένος και ώριμος, με μεταφορές και αναφορές σε σύμβολα και υπαρξιακές αγωνίες, και η μεγάλη της αρχαιοελληνική παιδεία δίνει μια ιδιαίτερη αξία στην πρώτη αυτή δυναμική παρουσία της.

.

ΒΙΚΥ ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ

Φρέαρ. 15/4/2016

«Στραφταλίζουν» οι λέξεις στον Αλίπλοο Ουρανό της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου χορεύοντας τον αναγνώστη μια στο βυθό και μια στον αφρό, μια στα κύματα και μια στον ουρανό. Ένα ταξίδι αρμύρας, όπου οι αισθήσεις ταξιδεύουν όχι στα γνωστά και τα τετριμμένα ενός τέτοιου ταξιδιού και σίγουρα μακριά από κοινοτοπίες και γραφικότητες. Η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου έχει αναμφισβήτητα τον δικό της τρόπο να μας μεταφέρει σε «θαλασσεύουσες πολιτείες», να μας ψιθυρίσει διακριτικά τα μυστικά και τα αφανέρωτα, τα μυστικιστικά και τα αρχέγονα που ζέουν στα μεγάλα βάθη ή αναδύονται με χάρη για να φτάσουν ψηλά, «να σπάσουν επιτέλους το τσόφλι του ουρανού», όπως αυτολεξεί λαχταρά και ο γλάρος των στίχων της.

Μια συνεχής παλινδρόμηση ανάμεσα στα ύψη και στα υδάτινα έγκατα, με στάσεις εκεί όπου η ματιά της ποιήτριας εστιάζει γι’ αυτό που αντιλαμβάνεται ως ξεχωριστό, ως πολύτιμο. Και δεν πρόκειται για κοράλια και μαργαριτάρια, αλλά για αγκαθωτούς αχινούς και ανάποδους κάβουρες, για γλάρους και αρμενάκια, ακόμα κι αυτοί οι λεμονανθοί κάτι απ’ το «λευκό του αφρού του κύματος» κρατούν, ενώ το ηλιοβασίλεμα «σιρόπι από νεραντζάκι γλυκό», αφήνοντας ενδεχομένως πέρα από την αδιαμφισβήτητη ομορφιά του και μια υπόρρητη πικράδα.

Πλέοντας ποίημα-ποίημα, η θάλασσα συνομιλεί με τον ουρανό στην αιώνια γλώσσα του σύμπαντος και της δημιουργίας, στο απλό αλφάβητο, το χαραγμένο στη γενετική μνήμη, παρωχημένο στους σύγχρονους πολύβουους κώδικες, αλλά αναπόφευκτα και νομοτελειακά οικείο. Όλα αυτά στο ποίημα με τίτλο «Αλφάβητο». Με παρεμφερές αλφάβητο φαίνεται να ψιθυρίζει και η νύχτα, στο ομότιτλο ποίημα, μόνο που εδώ οι φθόγγοι καλούνται να αποκωδικοποιηθούν στο βαθύ σκοτάδι, σε δύσκολα μονοπάτια, εναλλασσόμενα, «βουστροφηδόν» γραμμένα. Στο έκτο ποίημα της συλλογής το διαζευκτικό «ή» του τίτλου «Περσίδες ή πεφταστέρια» μοιάζει σαν να επισημαίνει το δικαίωμα της επιλογής της οπτικής. Για κάποιους είναι αστέρια που πέφτουν, μια χρυσή βροχή σε μια καλοκαιρινή νύχτα, προς τέρψη αποκλειστικά των αισθήσεων, ενώ για άλλους η άχρονη εκείνη στιγμή «όπου αρχή και τέλος ένα, πριν και μετά κανένα», που μόνο με τη δύναμη του νου μπορεί να συλληφθεί.

Η παρήχηση παρασύρει στο φειδωλό ποίημα με τίτλο «Όναρ», όπου το γράμμα «ρο» – «ρέουν ροές ρευστών υδάτων» – αποτυπώνει γλαφυρά την κινητικότητα των εικόνων, μέσα στην ακαθόριστη ατμόσφαιρα του ονείρου, μικραίνοντας κι άλλο την απόσταση ανάμεσα στο εφήμερο και το ατέρμονο, ενώ στο πρώτο ποίημα της συλλογής, τον «Παφλασμό» το ίδιο γράμμα, το «ρο», αναδεύεται μαζί με το «φι», το «ταυ», το «σίγμα» -«σφαδάζει στραφταλιστά το σφρίγος του σφυγμού», «το σκίρτημα σπαρταράει και στροβιλιστά σκάει»- για να μιμηθεί με σθένος το ρου του κυματισμού.

Το αποτύπωμα του χρόνου, η συνέχεια και το αιώνιο θίγονται με επιμονή και συχνά.

Το αποτύπωμα του χρόνου, η συνέχεια και το αιώνιο θίγονται με επιμονή και συχνά. Η θάλασσα κι ο ουρανός άλλωστε είναι δυο σύμβολα που εμπεριέχουν το άφθαρτο και το αιώνιο, ανταλλάσοντας και ανακυκλώνοντας την ενέργεια του κόσμου και η ποιήτρια τα χρησιμοποιεί περίτεχνα ώστε να θέσει και να αναδείξει αυτές τις έννοιες. Στο ποίημα με τίτλο «Ναυτίλος», ο χρόνος αποτυπωμένος στη σπείρα του όστρακου, κουβαλά τις αιώνιες μνήμες, αυτές που λειτουργούν ως εστία για τη λυτρωτική επιστροφή. Αντίθετα, στο ποίημα με τίτλο «Αλώνι» ο χρόνος εγκλωβίζεται στο τώρα, σε έναν φαύλο κύκλο άγονης προσπάθειας, εκεί όπου η μνήμη έχει χαθεί και τα φτερά μόνο μπορούν να λυτρώσουν, ενώ στο ποίημα «Ψαράδες» ο χρόνος ενώνεται σε «μιας στιγμής σταμάτημα».

Την υπαρξιακή αγωνία της ποιήτριας, όπως αυτή κορυφώνεται με απανωτά ερωτήματα και με μια λυτρωτική επίκληση στο θείο στο ποίημα «Έπεα Πτερόεντα», έρχονται να αποφορτίσουν δυο -γραμμένα λες από παιδικά ενήλικο χέρι- ποιήματα, που υπενθυμίζουν στον αναγνώστη ότι η αγωνία της ύπαρξης πηγαίνει χέρι-χέρι με την ελαφρότητά της, αντιπαραβάλλοντας στα αιώνια άλυτα τα απλά και παιδιόθεν κατακτημένα. Η θάλασσα, ένα τραμπολίνο για να φτάσει κανείς στα σύννεφα στο ποίημα «Συννεφάκι», ενώ στο έτερο με τίτλο «Αρμενάκι», οι απλές γραμμές ανάγονται σε δυσκολότερα σχήματα, οι απλές ομορφιές σε καθολικές.

Εκείνα για τα οποία η ποιήτρια δε θέλησε να μιλήσει με έννοιες αόριστες και συμβολικές, τα προσωποποίησε σε έμβια όντα με ξεκάθαρο ρόλο σε αυτό το αλίπλοο ταξίδι, μεταθέτοντάς τους εν μέρει ανθρώπινες αδυναμίες, αρετές και επιθυμίες. Ο γλάρος, πτηνό – σύμβολο των θαλασσινών ταξιδιών, εμφανίζεται δυο φορές στη συλλογή. Την πρώτη, ως ερωτικό πάθος, απόλυτο, μοιραίο, εξυψωτικό, και τη δεύτερη ως μύχια επιθυμία της απόλυτης ελευθερίας, απαλλαγμένης από τη μετριότητα και τη συνεχή μάταιη αναζήτηση ως «σκοτεινός ναυαγός του φωτός». Λιγότερες από τις ιδιότητές του φαίνεται να φέρει ο κάβουρας, στο ομότιτλο ποίημα, καθώς η χαρακτηριστική λοξοδρόμησή του ήταν αρκετή για να συνοψίσει τους παράδρομους της ψυχικής περιπλάνησης πέρα από το εμφανές και το αυτονόητο. Αντίθετα, η περιγραφή του αχινού, λεπτομερής όσο χρειάζεται ώστε να χτιστεί ένα ασφυκτικό και κλειστοφοβικό περιβάλλον, που ωστόσο αφήνει στιγμές φωτός ακόμη κι αν αυτές πηγάζουν από τα αιχμηρά αγκάθια του.

Και είναι οι μεμονωμένες λέξεις στη συλλογή της Παπαγεωργίου αυτές που κρατούν το ποίημα στο ύψος ή στο βάθος που επιθυμεί η ίδια. Άλλωστε, όλα τα υποκείμενα –μερικές φορές ακόμη και αυτές οι αισθήσεις- στο βιβλίο μοιάζουν να μην αντέχουν τη μετριότητα, επιθυμούν είτε το απόλυτο ύψος είτε το θαλάσσιο βάθος, την Ομορφιά αναπόσπαστη από την Αλήθεια, κι όταν δεν μπορούν να τα κατακτήσουν κυριολεκτικά, τα αναζητούν αέναα και τα κερδίζουν μέσα από την ψυχική ανάταση. Οι λέξεις μετουσιώνουν τις απλές εικόνες σε βιωμένες αισθήσεις, τα φωνήεντα παίζουν με τα σύμφωνα γεννώντας θαλασσινούς ήχους που φτάνουν ξεκάθαρα στα αυτιά μας. Και, εν τέλει, είναι αυτές οι επίλεκτες λέξεις που καθαρίζουν τους στίχους από τα περιττά και συμπυκνώνουν τις περιγραφές παίρνοντας επάνω τους την «ευθύνη».

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]

.

ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ

“Βακχικόν” τεύχος 32

Το πρώτο βιβλίο της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου φέρει τον τίτλο ”Αλίπλοος ουρανός” και αποτελεί ένα ποιητικό σύνολο, μια ποιητική σύνθεση κατά την οποία η φύση, το τοπίο είναι αυτό που ερεθίζει τη σκέψη και τις αισθήσεις και προκαλεί το υποκείμενο της γραφής να δράσει. Μικρές επιμέρους ποιητικές ενότητες, με τον δικό της τίτλο η καθεμία, στην ουσία όμως όλες σχετίζονται και συνηγορούν υπέρ της γενικής αίσθησης που θέλει να δώσει η Παπαγεωργίου και συμβάλουν στη δημιουργία ενός ενιαίου κλίματος γεμάτο λυρικά στοιχεία.

Μια αρμονική έκφραση που σε κατακλύζει από την αρχή, από τον ”Παφλασμό” και σε πάει μέχρι το τέλος. Έντονη εικονοποιία, γλώσσα ελκυστική, συχνές παρηχήσεις και ενίοτε ομοιοκαταληξία, στοιχεία που χαρίζουν αβίαστα μουσικότητα στον λόγο και ένα σκίρτημα στην έκφραση: […] Σφαδάζει στραφταλιστά /το σφρίγος του σφυγμού/-η σαγήνη του σουραυλιού-το σκίρτημα σπαρταράει/και στροβιλιστά σκάει […]

Προσδιορισμός τόπου από τη δεύτερη ποιητική ενότητα: η Καμένη της Θήρας. ”Γράμματα αλλοτινής ζωής, Πολιτεία αλίπεδος και αλιτενής.”

Η παρήχηση του λ (αλιπόρφυρος, αλίγλαυκος) και γενικότερα των υγρών συμφώνων συνεχίζεται και στη ”Θαλασσεύουσα Πολιτεία”. Εδώ γίνεται σύντομη αναφορά σε ένα πραγματικό γεγονός, στην έκρηξη του Ηφαιστείου της Θήρας που επέφερε τεράστια καταστροφή από όλες τις απόψεις στην περιοχή. ”Βούλιαξε η νήσος η χρυσή/καταποντίστηκε από σεισμό/,Ηφαίστειο άνοιξε ρήγμα βαθύ/στον υποθαλάσσιο φλοιό/-αστραποβόλησαν μες στον αέρα/γήινης σκόνης θραύσματα[…] Ενότητα με ιδιαίτερη βαρύτητα, αφού αφηγείται την ιστορία του τοπίου που ταλαιπωρήθηκε τόσο, αλλά συνεχίζει να υπάρχει κουβαλώντας τις πληγές του στο βάθος ([…]Κάτι σαν μελαγχολία /σαν αβάσταχτη νοσταλγία/στα μάτια καημού λυγμός…”[…]) Όταν έρχεται το βράδυ κάθε τι άλικο βυθίζεται στο σκοτάδι και στη σιωπή, σαν να κοιμάται το καμένο νησί, το οποίο στη συνείδηση της γράφουσας διαθέτει μια κάποια ιερότητα.

”[…]το μάτι ξεχωρίζει/ένα αμυδρά φεγγερό διάφανο δαχτύλιο,/μόλις ν’ απαυγάζει /πάνω από το καμένο νησί,σα θυμίαμα-φωτοστέφανο σε μαυρισμένη/εικα ξεχασμένου αγίου.” Σαν να αναπαύεται το βλέμμα του αναγνώστη στις εικόνες και τις λεπτομέρειες που τις κατοικούν. Μέσα σε μια τέτοια αυγουστιάτικη νύχτα ”με βροχή τα πεφταστέρια”, ο ”νους μπορεί ν’ αδράξει την αρχή/-με το βλέφαρο σφαλιστό-/τη στιγμή εκείνη την άχρονη κι αιδήν / όπου αρχή και τέλος ένα /πριν και μετά κανένα. ”Κι είναι μια γαλήνη vυχτερινή που κατακλύζει τη σκέψη και βυθίζει στη μαύρη θάλασσα τον νου. Αν και τα επίθετα δεν τα προτιμούμε στην ποίηση, γιατί αποδυναμώνουν τον λόγο, δεν ενοχλούν στο ”Όναρ” όσα υπάρχουν (εφήμερο κι ατέρμονο/Στιγμιαίο κι ατελεύτητο/Αείζωο κι αέναο) συνδυασμένα με μια σειρά παρηχήσεων ρ και κ. (”[..]Ρέουν ροές ρευστών υδάτων/Κρουστά κύματα κραίνουν/καθαρά νερά θάλλουν[…])

Χαριτωμένο, σαν παιδικό τραγουδάκι, με έντονο παιχνίδισμα το ”Συννεφάκι”, μα πιο ισορροπημένο από άποψη τεχνικής, αφού το ρήμα κυριαρχεί και είναι σαφώς πιο δραστικό απ’ ότι είναι πάντα ένα επίθετο: ”πάτησα/εκσφενδονίστηκα/πιάστηκα/τεντώθηκα/βυθίστηκα/γνωρίστηκα/πασπαλίστηκα”.

Η ψυχή της γράφουσας αναζητά ίσως την ανάπαυση, κάτι που θα τη γεμίζει και θα της προσφέρει την συμμετρία, την ενότητα, την ομορφιά. Είναι πλεονασμός να πει ”θεία’ ‘την Αρμονία, τέλεια τη Συμμετρία, ολική την Ενότητα και απόλυτη την Ομορφιά. Αλλά ίσως είναι το τοπίο εξαιρετικά μεθυστικό και της υπόσχεται πολλά, δημιουργώντας της έναν μεγάλο ενθουσιασμό και θαυμασμό, και ιδιάζουσα συγκίνηση μπροστά σε ένα φυσικό περιβάλλον που έχει γίνει γοητευτικό και θελκτικό, ακριβώς επειδή κουβαλά ”απίστευτα θραύσματα / άλλων καιρών-άλλων χρόνων;-/(11. Μαϊστράλι)

Πίσω από το αθώο τοπίο και τα σκηνικά της θάλασσας (με τους αχινούς, τους γλάρους, τους ψαράδες, την αμμουδιά, τα βότσαλα και άλλα παρόμοια) μια Μνήμη καιροφυλακτεί, από άλλους καιρούς βγαλμένη, που έχει σημαδέψει την περιοχή εκεί. Σαν αναγνώστρια θα ήθελα μεγαλύτερη αναφορά σε αυτή τη Μνήμη, να δω συνδέσεις πιο βαθιές. Να δω να συνδέεται ένα ισχυρό και μοιραίο παρελθόν με το παρόν του ποιήματος. Συνδέσεις που να υφαίνουν μια καθολικότητα που να με αφορά υπαρξιακά, ή διανοητικά, αν όχι μόνο συναισθηματικά. Να δω την ιστορική στιγμή να συνδιαλέγεται γόνιμα με τη λογοτεχνία. Δεν μου αρκεί μόνο ό,τι πετυχημένα γίνεται στο ”Αλφάβητο” ”που ερχόταν πριν απ’ τον Καιρό/Και πριν από τον Αιώνα”. Η Παπαγεωργίου με τη χρήση της Μνήμης ερεθίζει τη σκέψη και τις αισθήσεις, αισθάνομαι όμως ότι αυτό το στοιχείο, η Μνήμη του ιστορικού Συμβάντος, θα μπορούσε να γίνει πιο ουσιαστικό μέρος της ποιητικής αυτής σύνθεσης και να έχει μεγαλύτερη απήχηση στην ψυχή, αν η εμπλοκή του ήταν μεγαλύτερη και πιο λειτουργική. ”Μόνο έτσι η Ομορφιά θα έχει ίσο ζύγι/με την αλήθεια”.

.

ΠΑΥΛΙΝΑ ΠΑΜΠΟΥΔΗ

poeticanet 6/2016

«Καθώς η στοίβα των ποιητικών συλλογών που έχεις μπροστά σου ψηλώνει διαρκώς, την κοιτάς και, ξαφνικά, πανικοβάλλεσαι. Και μετά αναρωτιέσαι, όπως ο μελαγχολικός γαϊδαράκος στο Winnie the Pooh: «Γιατί;» Ή «Προς τι;» Ή «Έ, και;»
Και μετά δεν ξέρεις πια ούτε ο ίδιος τι αναρωτιέσαι. Και μετά ανακαλείς το του Σεφέρη: «Πού να μαζεύεις τα χίλια κομματάκια του κάθε ανθρώπου…», οπότε στενοχωριέσαι, ντρέπεσαι, και αποφασίζεις να τα μαζέψεις. Τις παίρνεις μια – μια με ευλάβεια, τις ξεφυλλίζεις, και ζητάς να σου αποκαλύψουν την αιτία ύπαρξής τους. Έχεις κάθε δικαίωμα να το ζητάς: υποτίθεται πως ένα βιβλίο εκδίδεται μόνο όταν είναι αρκετά βασανισμένο- τόσο βασανισμένο, που τα παίζει πια όλα για όλα, και αποφασίζει να εκτεθεί πηγαίνοντας στο τυπογραφείο και παίρνοντας το σχήμα μικρού, αβαθούς παραλληλόγραμμου κουτιού. Και μας καλεί να το ανοίξουμε και να εντοπίσουμε μέσα του, μαζί με τα μικρά του μυστικά και όνυχες- ή τουλάχιστον μυρωδιά- κάποιου κρυμμένου λέοντος…
Πάντα υπήρχαν –υπάρχουν και θα υπάρχουν – μερικοί αποκλίνοντες, σταθερά ή περιστασιακά. Από αυτούς λίγοι ήταν, είναι και θα είναι ποιητές. Οι περισσότεροι είναι, ήταν και θα είναι, ευαίσθητοι άνθρωποι – ή απλώς ερωτευμένοι, που θέλουν, ήθελαν, ή θα θελήσουν κάποια στιγμή να «εκφραστούν». Η αντίδραση αυτή είναι φυσιολογική και ανεκτή. Μέχρις εδώ, εντάξει. Αλλά, στις μέρες μας πλέον, οι αριθμοί των ατόμων όλων των κατηγοριών αυξάνονται ακατάπαυστα -κατά γεωμετρική πρόοδο […]
Επειδή λοιπόν πολύ με απασχολούν αυτές οι σκέψεις, στη «Στήλη Άλατος», που ακολουθεί, λέω να απευθύνω σε μερικές συλλογές (που έχω επιλέξει βάσει μιας διαφορετικότητας που διακρίνω), ερωτήσεις που έχουν λίγο-πολύ σχέση με τον προβληματισμό μου».


[6 Μαργαρίτα Παπαγεωργίου, Αλίπλοος ουρανός, Γαβριηλίδης
ΕΡ: ΤΙ ΒΛΕΠΕΤΕ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ;
ΑΠ: Αχ, τόσο κοντά στην αυλή του παράδεισος!
ΕΡ: ΣΤΟ ΑΝΘΟΣ ΛΕΜΟΝΙΑΣ ΤΙ ΒΛΕΠΕΤΕ;
ΑΠ: Ποια ιδιοφυία καλλιτέχνη / ευωδιάζει πιρουέτες αιθέριας μπαλαρίνας καθώς το διάφανο / πέπλο της ακολουθεί τη λεπτή γραμμή του χεριού της στον αέρα / τη στιγμή που ξεπηδά απρόβλεπτα / ο ίμερος στην κοιλιά, στο στήθος / στο κεφάλι
ΕΡ: ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ, ΤΙ ΒΛΕΠΕΤΕ;
ΑΠ: Αχ, έλα γλάρε μου / Εγώ το χέρι μου το καψερό / εσύ το φτέρωμα το ουρανικό
ΕΡ: ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ;
ΑΠ: Μετά από μια καλή ψαριά / πρέπει να νετάρουμε τα δίχτυα / ξεχωρίζοντας το θεμελιώδες από το ενδεχόμενο / μόνο έτσι / η Ομορφιά θα έχει ίσο ζύγι / με την Αλήθεια.
ΕΡ: ΘΕΛΕΤΕ ΝΑ ΜΑΣ ΠΕΙΤΕ ΚΑΤΙ ΣΠΟΥΔΑΙΟ;
ΑΠ: Όχι εδώ, όχι εδώ, στης ψυχής την ερημία / Όχι εδώ, όχι εδώ, στου κορμιού την εξορία // Ες αεί περιιπτάμενος / Σκοτεινός ναυαγός του φωτός.
Εντύπωση: Λυρική διάθεση άλλων καιρών, γλωσσοπλαστικές δεξιότητες, μακροσκοπική όραση με εστίαση στην λεπτομέρεια. ]
poeticanet τεύχος 26, Ιούνιος 2016

.

ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΘΩΜΑ

«το κοράλλι», τεύχος 9, Απρίλιος-Ιούνιος 2016

ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΙΠΛΟΟ ΟΥΡΑΝΟ

Η ποιητική συλλογή της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου τραβάει την προσοχή, κιόλας από τον τίτλο: τί μπορεί να σημαίνει «Αλίπλοος ουρανός»; Ποιο είναι το νόημά του; Ο ουρανός που ανοίγει δρόμο της θάλασσας; Η θάλασσα που κυματίζει τα σύννεφά της; Μια τρικυμία που αχνίζει, μια λέξη που νοτίζεται; Κι αν τίποτε από αυτά και όλα μαζί, μήπως είναι τότε μια φράση- καταφύγιο, ένα απάνεμο λιμάνι. Αφετηρία και προορισμός μαζί. Η πλεύση μιας σκέψης που ξωκείλει. Η δοκιμή της γλώσσας πού γαργαλάει τον ουρανίσκο:

«Σιρόπι από/ νεραντζάκι γλυκό το ηλιοβασίλεμα/ σου ‘ρχεται να το
γλείψεις./Ευωδιάζει βιολετί και μενεξεδί/ κι έχει γεύση αγιόκλημα και γιασεμί».

Από τον ουρανό της ποίησης, στον ουρανίσκο της γεύσης. Έχει κι άλλους δρόμους η ποίηση κι άλλους τρόπους ζωής. Γευσιγνωσία χρωμάτων, αισθήσεων, ήχων. Δοκιμασία και αντοχή των υλικών:

«Κρούουν τα βότσαλα στα βάθη/ ρέουν ροές ρευστών υδάτων»

Κατά συρροή χρώματα, ήχοι, αισθήσεις και αισθήματα, σύμβολα του νου, ανεμοδείκτες της ψυχής, μέσα από αυτά βγαίνει η ποίηση της Παπαγεωργίου. Ένα νησί με ήλιο, θάλασσα και τον καρπό του λόγου, τον λωτό του λόγου που σε κάνει να ξεχνάς αυτό που ξέρεις και να βυθίζεσαι σ’ εκείνο που θέλεις να μάθεις, την ουσία πίσω από το φαινόμενο, τη νόηση πίσω απ’ την επινόηση, την κίνηση πίσω από την ακινησία. Έτσι περιδινίζεται ο νους. Με τέτοια υλικά πλέκει νοήματα. Το νόημα, όπως το νήμα, ανεμίζει στο αδράχτι, δένεται και λύνεται στον κόσμο, φιλονικεί και φιλιώνει. Αντίτιμο; Η τιμή της μοναξιάς και της «έρημίας».

«Όχι εδώ, όχι εδώ, στης ψυχής την ερημία/Όχι εδώ, όχι εδώ, στου
κορμιού την εξορία/Ες αεί περιιπτάμενος/ Σκοτεινός ναυαγός του φωτός»

Επειδή το νησί της ποίησης έχει κι αυτό τους ναυαγούς του. Αυτό προκαλεί η τρικυμία της λέξης. Κι έπειτα, τί άλλο; Ένας κόσμος φασματικός που ρέει πυρίκαυστος και σκάβει την ύλη του για να φτάσει στο κουκούτσι της σκέψης, το μεδούλι της ύπαρξης. Από την όραση στη σκέψη κι από την αίσθηση στη γνώση, αρχαία τα υλικά μιας τέτοιας οντολογίας. Ηφαιστειογενή, απόκρημνα κι απόκρυφα. Ο Ηράκλειτος μειδιά από δίπλα. Πού βρίσκεται η αλήθεια, στην επιφάνεια ή στο βάθος, στον κανόνα ή στο ακανόνιστο, στο τυχαίο ή
στο αναγκαίο; Αυτό το σύμπαν των βυθών και των αφρών, των υπόγειων σπηλαίων και των αχανών εκτάσεων που έχει το τέλος και πού την
αρχή του; Μήπως υπάρχει μόνο και μόνο για να γίνει στίχος – παραφράζοντας εδώ τον Μαλλαρμέ; Κι αν όλα γεννιούνται και πεθαίνουν μέσα στη σκέψη μας, πόσο ξένοι και πόσο οικείοι είμαστε με ό,τι μάς περιβάλλει;

«Ο νους/ μόνο ο νους/ μιαν αυγουστιάτικη νύχτα/ στολισμένη με Περσίδες/ μια νύχτα με βροχή τα πεφταστέρια/Ο νους/ μόνο ο νους/ μια τέτοια νύχτα/ μπορεί ν’ αδράξει την αρχή/-μέ τό βλέφαρο σφαλιστό-τη στιγμή εκείνη/ την άχρονη και αϊδήν/ όπου αρχή και τέλος ένα/πριν και μετά κανένα.»

Ο νους λοιπόν οπλίζει τη λέξη πού σώζει; Από την όραση στη σκέψη κι
απ’ τη σκέψη μέχρι τη λέξη, πόσο δρόμο κάνει για να σωθεί;
«στιλπνός»- «παλμός»- «σαλπίζει»- «σφρίγος»- «σφυγμού»- «σφαδάζει»- «ύφαλα»- «ίσαλα».
’Αν αποθεώνεται κάπου η ποίηση της Παπαγεωργίου είναι εκεί: στή
σφυρηλασία της λέξης. Λες κι η ποιήτρια δοκιμάζει τα εργαλεία της στην
αντοχή των φράσεων, στα όρια των στίχων.

«Το μαϊστράλι τούς έδωσε/ μια μπάτσα και τα έσπρωξε/ μπατάρισαν
λοξά»

Λέξη και χτύπος, ήχος, ρυθμός, παλμός. Φράση – πηγή, γαλήνη, τρικυμία. Είναι κι αυτός ένας τρόπος πλεύσης, μια τεχνοτροπία της ζωγραφικής ποίησης που αποχτά λαλιά. Από την εικαστική ποίηση της γεύσης, στη γευστική ποίηση της λέξης, λοιπόν. Αλλά δεν είναι μόνο σύγχρονος ο
γλωσσικός αυτός κόσμος, έχει τη ρίζα του βαθιά μέσα στον ελληνικό
χρόνο. Κάπως έτσι ή δεξαμενή ενός πολιτισμού γίνεται δεξαμενή του νου.
Που θησαυρίζει:
«αλίπεδος»- «αλιτενής»- «κυανογέννητη»- «πυριγενής»- «αϊδήν»-
«αλιπόρφυρος»- «αλίγλαυκος»- «όναρ»- «αείζωο»- «αέναο»

Τέτοιες λέξεις αλιεύονται στα ποιήματα του αλίπλοου ουρανού, ομηρικά πετράδια, βότσαλα της σύγχρονης λαλιάς και μέσα από τη ρυθμική των παρηχήσεων και των αντηχήσεων ξεδιπλώνουν σύμβολα και ιδέες,
υφάδια μιας τέχνης που ανασκαλεύει. Γιατί οι λέξεις αυτές δεν είναι απλά
διακοσμητικές, εμποτίζονται στο αίσθημα τού λόγου, για να παραδοθούν
κατόπιν στο συλλογισμό και τη διερεύνηση της ψυχής, την εξερεύνηση
του κόσμου. Το ανθρώπινο υποκείμενο πάσχει, αλλά και χαίρεται, παλεύει με τα στοιχεία γύρω του και συμφιλιώνεται μαζί τους μέσα από μια
ευθυγράμμιση τόσο απόλυτη, όσο κι η ευθυγράμμιση ψυχής, σώματος
και νου. Να πώς ο στοχασμός αισθάνεται και το αίσθημα λογίζεται. Κι ο
λόγος βρίσκει το φυσικό του αντηχείο στην έκφραση της γλώσσας. Θέσεις και αντί-θέσεις, ήχοι και αντηχήσεις. Αντηχήσεις λέξεων που τρίβονται και πάλλονται, αλέθοντας το νόημα, τρυγώντας τον χυμό. «Αλίπλοος»
είναι ο ουρανός, «αλίπλοος» κι ο στίχος. Το εργαστήριο της λέξης, και οι
πολλαπλές οξειδώσεις της. Από το βίωμα ως το γραμματολογικό της αντηχείο: μια ομιλία που γίνεται συνομιλία με τον εαυτό και με τον κόσμο,
λέξη – γεύση, γνώση, σφραγίδα. Φιλότητα και νείκος, πάλη και εναρμόνιση, γαλήνη και ταραχή κι εδώ ξανά. Συμφωνία μορφής και περιεχομένου.

Να είναι μια ανάγκη εξισορρόπησης της «ομορφιάς» με την «αλήθεια»; Ακονίζοντας τα εργαλεία της γνώσης μέσα από την αισθητική αναζήτηση, είναι σαν να προσπαθείς να εξημερώσεις τα δύο θηρία: την επιστήμη και την τέχνη. Κι όσα αισθήματα και χρώματα έχει η παλέτα σου, άλλες τόσες νοηματοδοτήσεις, πατήματα σκέψης, ίχνη ιδεών. Έτσι ή δεξαμενή των αισθημάτων γίνεται δεξαμενή των ιδεών και οι μεταμορφώσεις της όλης, φωτοσκιάσεις του πνεύματος. Από τη μια μεριά (παραθέτω στίχους: «γήινης σκόνης θραύσματα ανάκατα μ’ αστεριών μαλάματα, το θαλάσσιο αιώνιο φώσφορο, το δέρμα, το μάτι, το αίμα») κι από την άλλη «το εφήμερο γίγνεσθαι, το καθαρό είναι, η ενατένιση του όντως όντος, η γνώση της πρώτης αρχής του Παντός».
«Έλαμψε ο ήλιος και επέστρεψε η ψυχή στον εαυτό της»: εξαίσιος στίχος. Αναρωτιέμαι, αν μπορεί να διατυπωθεί καλύτερα η σχέση πνεύματος και σώματος, αίσθησης και ιδέας μέσα από το αντηχείο της ψυχής. Η ζωγραφική τέχνη του αλίπλοου ουρανού δεν διεγείρει λοιπόν μονάχα την όσφρηση, τη γεύση, την ακοή Κάι τις αισθήσεις: προκαλεί και αναταράξεις του νου. Είναι ποίηση των κυμάτων, αλλά και στιχοπλοκία τ’ ουρανού. Αλληλουχία εννοιών, σύνθεση, αναγωγή. Αναγωγή στη ουράνιο, εκεί όπου κατοικεί ή Ιδέα; «Απ’ των αισθητών τη γοητεία, στων νοητών την πολιτεία», μάς λέει ή Μαργαρίτα Παπαγεωργίου. Και «-Ναι- ή Αλήθεια δεν είναι τυχαία».
Εκεί που καταλήγει η άβυσσος, το χάος, εκεί που θαμπώνει ο αιθέρας,
εκεί γεωμετρείται και ο νους, χαρακώνονται οι σκέψεις, χαράσσονται οι
στίχοι. Νι γιατί ο ουρανός γίνεται «αλίπλοος», κατεύθυνση και προορισμός μιας πορείας, ορίζοντας μιας προσδοκίας: Γιατί μπορεί να αλιεύσει τις ιδέες μας. Ό,τι μένει δηλαδή μετά από μια καλή ψαριά:

«Μετά/ από μια καλή ψαριά/ πρέπει να νετάρουμε τα δίχτυα/ξεχωρίζοντας το θεμελιώδες από το ενδεχόμενο/μόνο έτσι/ ή ’Ομορφιά θα έχει ίσο ζύγι/ με την Αλήθεια».

Είναι φανερό, λοιπόν: το καραβάκι του Αλίπλοου ουρανού έχει κερδίσει την ψαριά του.

.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΛ. ΜΠΑΪΡΑΚΤΑΡΗΣ

Ευβοϊκός Τύπος Χαλκίδα, 20 Αυγούστου 2015

Ευβοϊκές γραφές, ποιητικές
Μια σύντομη και υπαινικτική οδοιπορία στους εύτονους ευβοϊκούς ποιητικούς τόπους.
Μαργαρίτα Παπαγεωργίου
Η Λιμνιά στην καταγωγή και με την ελύμνια ομορφιά ευμφωλευμένη στο μεδούλι της ψυχής της Μαργαρίτα Παπαγεωργίου, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1964, σπούδασε Φιλολογία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά από εικοσαετίας στην παρά τον Εύριπο πολιτεία μονίμως διαμένει και εργάζεται.
Τον οριακά τριακονταετή εκπαιδευτικό της βίο τον ξεκίνησε σε σχολεία των Αθηνών και ακολούθως μετατέθηκε σε σχολεία της ευβοϊκής πρωτεύουσας, όπου στους μαθητές ένα μετ’ ήθους εύλαμπρο πνεύμα με επιμονή και φαντασία προσπαθεί να καλλιεργήσει και στα μυστικά της τέχνης με ζέση και πλησμονή να τους μυήσει.
Για την πέραν των στενών εκπαιδευτικών καθηκόντων της πολυποίκιλη δραστηριότητά της στους τομείς της βιβλιογραφικής παραγωγής, της λογοτεχνίας και του θεάτρου ενδεικτικά, αναφέρουμε πως ως εμψυχώτρια των μαθητών της Περιβαλλοντικής Ομάδας του 7ου Γυμνασίου Χαλκίδας – και μετά από επισταμένη και πολύπλευρη έρευνα – πρωταγωνίστησε στην παραγωγή έγκριτων συγγραμμάτων και στη διοργάνωση πολύ ιδιαίτερων πολιτιστικών εκδηλώσεων.
Όσον αφορά τα εκδοτικά ζητήματα του Σχολείου της, είχε την έμπνευση και τη φιλολογική επιμέλεια των λογοτεχνικών λευκωμάτων: Διονύσιος Σολωμός. 200 χρόνια από τον θάνατό του (1998), Ο κόσμος του Παπαδιαμάντη. Σκιάθος-Χαλκίδα-Αθήνα (2000), Βίκτωρ Ουγκώ (2002) και Τα τρελά νερά του Ευρίπου. Μύθος, ιστορία, κοινωνική και οικονομική ζωή (2005).
Όταν από τα προαναφερθέντα λευκώματα ο έγκριτος Παπαδιαμαντιστής Φιλόλογος Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος μελέτησε το περί τον Παπαδιαμάντη σύγγραμμα, δημοσίευσε άρθρο του στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (Οκτ. 2001), εκθειάζοντας το περιεχόμενο του πονήματος και το έργο της αρχιτεκτόνισσας του όλου εγχειρήματος, περί της οποίας σημείωνε:
«(…)Είναι Λιμνιώτισσα, ήγουν από τόπο δίδυμο της Σκιάθου, και ήθελε ξανά τον Παπαδιαμάντη! Φύσηξε, λοιπόν, σαν σαγανίδι, ταξίδεψε πάλι και πάλι στη Σκιάθο, κατέβηκε στην Αθήνα, χτύπησε επίσημες και ανεπίσημες πόρτες, κατάφερε να συνεπάρει Σκιαθίτες και Χαλκιδαίους και Αθηναίους.
(…)Υπενθυμίζοντας ότι ‘‘σαγανίδι’’ σημαίνει ξαφνική και βίαιη πνοή του ανέμου, ισχυρίζομαι πως η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου φιλόλογος του 7ου Γυμνασίου Χαλκίδας, η επιμελήτρια του Λευκώματος, και τσαγανό έχει και σαγανίδι είναι.»
Και παρ’ ότι χαμηλών τόνων άνθρωπος δείχνει, όντως δυναμική, φίλεργος κυρία και εξόχως αποδοτική με ό,τι καταπιάνεται είναι η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου, πράγμα που και μέσα από τις πολιτιστικές εκδηλώσεις του Σχολείου της με συνεργάτες άριστους παρουσίασε, πνεύμα των Μουσών καλλίεπο σε τόνους πανηγυρικούς στις ψυχές των μαθητών και των παρισταμένων φορές και φορές εμφύσησε.
Αξιομνημόνευτη αυτών των δράσεων αποτελεί και η βραβευμένη συμμετοχή της θεατρικής ομάδας του 7ου Γυμνασίου Χαλκίδας στο Φεστιβάλ εφηβικού Θεάτρου του Νέου Κόσμου με το έργο Ήβη.
Αξιοποιώντας έτι περαιτέρω τα τάλαντά της και προσφέροντας τα μύχια του είναι της σε απαιτητικότερους της τέχνης τομείς, τα τελευταία χρόνια στενή έχει συνεργασία με το Αεικίνητο Θέατρο Ευρίπου, φροντίζοντας τη μετάφραση και τη φιλολογική επιμέλεια θεατρικών έργων για τις ανάγκες των πάντα επιτυχημένων παραστάσεων του σχήματος και συνάμα αναλαμβάνοντας το τμήμα Δημιουργικής Γραφής, απευθυνόμενη σε:
«Όσους πιστεύουν στην ανάγκη της φαντασίας στη ζωή, στην αξία της δημιουργικότητας του νου και στην απελευθερωτική αξία που έχει η λέξη. Όχι γιατί όλοι είμαστε ή θα γίνουμε λογοτέχνες, αλλά για να επινοήσουμε μέσα από τις λέξεις παράθυρα ελευθερίας.»
Δήλωση, που η ιδία πολλάκις ως τότε και κυρίως μέσα από τον συντονισμό και τη φιλολογική επιμέλεια των μελετών της – για τον Βίκτορα Ουγκώ, τον Εθνικό μας ποιητή, τον Άγιο των Ελληνικών Γραμμάτων, αλλά και τον Εύριπο με την ερωτική του μούσα Χαλκίδα – ευκλεώς είχε κάνει πράξη, ενώ επί μία δεκαετία έπλαθε, απολέπιζε και κρησάριζε τα ποιητικά της γεννήματα, ώσπου μια του Μαγιού ολάνθιστη ημέρα δια των στίχων και των χρωμάτων του ωραίου και πολύσημου λόγου στα θεία της τέχνης πελάγη τον Αλίπλοο ποιητικό της ουρανό έσπρωξε τα άρμενά του ν’ ανοίξει.
Την ίδια περίοδο, το ξεδίπλωμα των φλόκων της συλλογής μέσω των σελίδων Κοινωνικής Δικτύωσης (facebook) ανήγγειλε:
«ΑΛΙΠΛΟΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ
Από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης κυκλοφορεί το πρώτο μου βιβλίο-ποιήματα: Αλίπλοος ουρανός
Καλοκαιράκι. Θάλασσα. Ιστιοπλοϊκά. Ήλιος. Αστέρια και φεγγαράδα.
Απρόσμενες εικόνες – αλλόκοτοι ψίθυροι πλάι στο κύμα.
Ο Ηράκλειτος ψαρεύει ψάρια παρέα με τον Ντώκινς*, οι Ιδέες του Πλάτωνα ρεμβάζουν τα αστέρια παρέα με τα Φράκταλς* της νεώτερης θεωρίας του Χάους, οι ορφικοί κάνουν βουτιές χέρι με χέρι με τους κβαντικούς φυσικούς
και η Ψυχή,
άλλοτε κάβουρας, άλλοτε αχινός,
τη μια κοχύλι, την άλλη γλάρος λευκός
κολυμπά,
πετά,
βουτά
στα κόκκινα νερά του ηλιοβασιλέματος, στις αντιφάσεις τού είναι και του φαίνεσθαι στην αέναη αγωνιώδη προσπάθειά της να ανακαλύψει την Αλήθεια.»
Στο λεπτόσαρκο του Αλίπλοου ουρανού σώμα ο ορίζοντας της σκέψης και η θάλασσα των αναζητήσεων συνενώνονται και συνταξιδεύουν στους δρόμους εύρεσης των θυρών της αληθείας των όντως όντων πραγμάτων, μα και των πραϋντικών βαλσάμων για την άμβλυνση του άλγους των υπαρξιακών βαρών, που από καταβολής νόησης την ανθρώπινη ψυχή έντονα ταλανίζουν και την πορεία της πολύτροπα τροχιοδρομούν.
«Σ’ αυτή την ποιητική συλλογή, όπως η ίδια διατείνεται, το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον, συμπλέκονται οργανικά σε μια μη οριζόντια αλληλουχία, όπου ο χωρόχρονος είναι δυναμικός, κάθετα εναλλασσόμενος, δεικνύοντας ότι στη ζωή του ανθρώπου το εδώ και το εκεί με το πριν και το μετά είναι αεί παρόντα.»
Από το τίτλο και εκ πρώτης όψεως επί της θαλάσσης η νεότευκτη της Λιμνιάς Φιλολόγου δημιουργία φαντάζει πλέουσα και ο λόγος της με σημαίες του τις εκ της αλός πλασμένες και καλώς στο ποιητικό σώμα κυματισμένες λέξεις αλίπλοος (ο επί της θαλάσσης πλέων), αλίπεδος (η πλησίον της θάλασσας επίπεδος επιφάνεια), αλιτενής (ο εκτεινόμενος στην ή παρά την θάλασσα χώρος, αλιπόρφυρος (η ερυθροβαμμένη θάλασσα), αλίγλαυκος (ο έχων την όψη της γλαυκής, της ανοιχτόχρωμης θάλασσας) φαίνεται διανθισμένος.
Εισδύοντας όμως στα βάθια της μαγιοφορεμένης πνευματικής της πλεύσης, βρίσκεις στα υποστρώματά της σμάραγδα πολλά να φύονται, πολύκλωνα να βλασταίνουν και σημαίνοντα σημαντικά να μηνούνε.
Και αυτό, όπως μια πραγματικά ποιητική το απαιτεί γραφή, χρειάζεται τουλάχιστο: πνευματική και αφαιρετική σμίλη οξεία, στοχαστική αναδημιουργία του εύκοσμου ή άκοσμου ορατού ή αόρατου σύμπαντος κόσμου, αξιοποίηση συμβόλων, ένταξη ευρηματικών μεταφορικών και παραβολικών σχέσεων, καθάριο και αρμονικά δομημένο λόγο, πύκνωση νοημάτων, κρυφόβλεπτων και με πολλαπλές αναγνώσεις λεκτικών συζεύξεων, εικονοπλαστική δεινότητα, νοηματική συνοχή, εκφραστική ευτολμία και κατά το δυνατόν πρωτόφαντη χρήση και αξιοποίηση του εύπλαστου και πολυάκτινου πατρώου λόγου.
Στοιχεία τα ως άνω, που ευκόσμως στην ποιητική της Παπαγεωργίου γραφή συναντάς και ένας Μύστης και καλοσμιλευτής του ελληνικού λόγου δημιουργός βρίσκεις να είναι, που έναντι της λεξιπενικής τύρφης και της αισθητικής καχεξίας της εποχής αντιλαμπικά ορθούται, φεγγοβολά και συγκινεί.
Προς τούτο, τον ασύμβατο για τους πολλούς και εν πολλοίς μοναχικό και πονετικό του δημιουργού πολυάκανθο δρόμο από ανάγκη εσώτατη έχει επιλέξει και παράλληλα εαυτόν με πέπλα ανοιχτά στο κοινωνικό σύνολο προσφέρει.
Έκδηλα, αυτή της η στάση ζωής στην τελευταία της κομψής της συλλογής σελίδα μέσα από τον Σταυρό του Νότου της αφήνεται να λαμπιρίζει ποιητικά και ως επιμύθιο του γλαυκού και ουράνιου πλόα της βέλη βλαρά μες στης καρδιάς το είναι πέμπει:
«Τώρα ξέρω γιατί/ Γιατί έζησα τα χρόνια μου με την κάμα της δίψας/ Ανύποπτος κι ακούσιος/ Εραστής της μοναξιάς της ρότας/ Με την πεθυμιά τ’ άστρου του Βορρά/ Τον πόθο του Σταυρού του Νότου/ Τη λαχτάρα της ανέσπερης καρδιάς/ Της καρδιάς στο κέντρο του Τοξότη.»

ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Ι. ΠΑΦΛΑΣΜΟΣ
Τα μάγουλα του σκάφους
θωπεύει ο παφλασμός
στιλπνός παλμός
ριγίζει σύγκορμος.

Σφίγγουν τα κύματα
τα στήθη και τα ίσαλα,
σκάζουν σα χίμαιρα
με σπασμούς στα ύφαλα.

Σφαδάζει στραφταλιστά
το σφρίγος του σφυγμού
– η σαγήνη του σουραυλιού –
το σκίρτημα σπαρταράει
και στροβιλιστά σκάει.

Στο ρίγος των ωρών
σαλπίζει αρχαία ηχώ.

ΙΙ. ΚΑΒΟΥΡΑΣ Μπατάρισε η ψυχή
σαν κάβουρας λοξοδρομεί
ψηλαφιστά εναντιοδρομεί γυρίστηκε τα έξω μέσα
απ’ των αισθητών τη γοητεία
στων νοητών την πολιτεία
απ’ το εφήμερο γίγνεσθαι
στο καθαρό είναι

Έρχομαι εκ καθαρών καθαρά

στην ενατένιση του όντως όντος
του αναλλοίωτου κι αιώνιου φωτός
στη γνώση της πρώτης αρχής του Παντός.

Έλαμψε ο ήλιος
κι επέστρεψε η ψυχή στον εαυτό της.

ΙΙΙ. ΓΛΑΡΟΣ (ΙΙ)

Δεν ξέρω γιατί, πες μου εσύ,
Πέταξες, γλάρε, στο νησί
Έφτασες, έπιασες λιμάνι
Να ξαποστάσεις απ’ το θαλασσομάνι.
Να ’ναι ο τόπος σου αυτός
Ή άλλος κάβος στο πέλαγος;

Δεν ξέρω γιατί, πες μου εσύ,
Που μου ’δωσες γλάρου μορφή
Στα χαμηλά για να πετώ
Πάνω απ’ της θάλασσας τον αφρό
Κάτω απ’ τ’ ουρανού την απλωσιά
Με την κρυφή λαχτάρα στην καρδιά

Να’ μουν αστέρι λαμπερό στον θόλο του τον απλωτό!
Να’ μουνα βότσαλο λευκό στον σκιερό του τον βυθό!

Ες αεί περιιπτάμενος*
Σκοτεινός ναυαγός του φωτός.

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΤΙΚΑ
Ντώκινς (Clinton Richard Dawkins): Βρετανός ηθολόγος, εξελικτικός βιολόγος του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και συγγραφέας βιβλίων εκλαϊκευμένης επιστήμης. Στη θεματολογία του περιλαμβάνεται και η περί των φράκταλς θεωρία.
Φράκταλ (μορφόκλασμα ή μορφοκλασματικό σύνολο): Στα Μαθηματικά, στη Φυσική αλλά και σε πολλές επιστήμες γίνεται λόγος για ένα γεωμετρικό σχήμα, που επαναλαμβάνεται αυτούσιο σε άπειρο βαθμό μεγέθυνσης κι ως εκ τούτου αναφέρεται ως “απείρως περίπλοκο” ον. Το φράκταλ παρουσιάζεται ως “μαγική εικόνα”, που όσες φορές και να μεγεθυνθεί οποιοδήποτε τμήμα του, θα συνεχίζει να παρουσιάζει ένα εξίσου περίπλοκο σχέδιο με μερική ή ολική επανάληψη του αρχικού. Χαρακτηριστικό των φράκταλ είναι η σε κάποιες δομές τους αυτο-ομοιότητα, η οποία εμφανίζεται σε διαφορετικά επίπεδα μεγέθυνσης.
Ες αεί περιιπτάμενος: Αυτός που πάντα περιίπταται, πετά γύρω από κάτι (αντικείμενο ή ιδέα).
Έρχομαι εκ καθαρών καθαρά: Έρχομαι από καθαρούς, καθάρια και των χθονίων βασίλισσα κι Αγία. (Η φράση προέρχεται από το 10ο βιβλίο της Πολιτείας του Πλάτωνα.)

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 18/10/2015
500 ΛΕΞΕΙΣ

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Μετά το πτυχίο της στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών, μετακόμισε στη Χαλκίδα σε αναζήτηση του ρυθμού ζωής της επαρχίας. Τα τελευταία είκοσι χρόνια διδάσκει ως φιλόλογος σε γυμνάσια και λύκεια. Εχει ασχοληθεί με πολλών ειδών δημιουργικές δραστηριότητες στα σχολεία της –και όχι μόνο– σχετικά με το βιβλίο, τη λογοτεχνία, το θέατρο και την εκπαίδευση. Το πρώτο της βιβλίο «Αλίπλοος Ουρανός» (εκδόσεις Γαβριηλίδη), συλλογή ποιημάτων, κυκλοφόρησε πρόσφατα.

Ποια βιβλία έχετε αυτόν τον καιρό πλάι στο κρεβάτι σας;

Πλάι στο κρεβάτι μου, πάνω στο κρεβάτι μου, κάτω από το κρεβάτι μου. Βιβλία βρίσκονται παντού. Ας αναφέρω κάποια ενδεικτικά. Την «Πολιτεία» του Πλάτωνα (έχει μόνιμη θέση). Τα «Κβαντικά Παράδοξα» του Τζιμ Αλ-Καλίλι. Τη «Θαλασσινή Ωδή του Αλβαρο ντε Κάμπος» του Φερνάντο Πεσόα. «Τα παράξενα που δεν ξεχνάμε» του Κωστή Γκιμοσούλη. Το «Κλινικά απών» της Χλόης Κουτσουμπέλη.

Ποιος ήρωας/ηρωίδα λογοτεχνίας θα θέλατε να είστε και γιατί;

Η Αλίκη της Χώρας των Θαυμάτων του Λουίς Κάρολ. Να περιδιαβώ πολλαπλές εκδοχές της πραγματικότητας, να ταξιδέψω στο αλλόκοτο και να επιστρέψω στο φως με το όνειρο ζωντανό.

Με ποιον συγγραφέα θα θέλατε να δειπνήσετε;

Με τον Οδυσσέα Ελύτη. Να μιλήσουμε στο «όνομα της φωτεινότητας και της διαφάνειας». Να πιούμε σαντορινιό κρασί στην αναγκαιότητα της ποίησης. Να αναζητήσουμε την αλήθεια που κρύβεται «όπως τα φύκια μέσα στους βυθούς των θαλασσών».

Ποιο ήταν το τελευταίο βιβλίο που σας έκανε να θυμώσετε;

«Ο Καθεδρικός Ναός», του Ρέιμοντ Κάρβερ, για το πνιγηρό της ματαιοπονίας του σύγχρονου ανθρώπου. Δεν κατάφερα να το διαβάσω μέχρι τέλους.

Και το τελευταίο που σας συγκίνησε;

Ο «Αγγελος της Στάχτης» της Μαρίας Λαμπαδαρίδου Πόθου, για το άχρονο της ανθρώπινης ψυχής και την απελευθερωτική δύναμη της αγάπης. Η συγκίνηση παραμένει ακέραια όσες φορές κι αν το διαβάζω.
Τα διαβάσματά σας πόσο έχουν επηρεάσει τον τρόπο γραφής σας;

Οι σχέσεις μου με τα βιβλία είναι πάντα σχεδόν ερωτικές. Τα ζω και τα αναπνέω, είτε θετικά είτε αρνητικά. Οι στιγμές μάλιστα που συνειδητοποιώ στα γραπτά μου τη συνομιλία μου με συγγραφείς άλλης εποχής ή σύγχρονης, είναι αποκαλυπτικές και συχνά διασκεδαστικές.

Η επαφή με τη νέα γενιά με ποιον τρόπο τροφοδοτεί τα προσωπικά σας γραπτά;

Ζω καθημερινά τη νέα γενιά, ως μητέρα εφήβων, καθηγήτρια γυμνασίων και λυκείων, και αναγνώστρια της νέας γενιάς λογοτεχνών. Συχνά νιώθω ότι οι απορίες, οι φόβοι και τα όνειρα της νεότητας της εποχής μου με συγκινούν και με προκαλούν. Με οδηγούν στην ανάγκη να ανταποδώσω το άγγιγμα είτε με εναλλακτικούς τρόπους θέασης, είτε θέτοντας ερωτήματα, είτε προσφέροντας δρόμους παραμυθίας μέσα από τον προσωπικό μου τρόπο γραφής.

Τι σας κάνει να χαλαρώνετε, να ονειρεύεστε και να ελπίζετε;

Η θάλασσα με χαλαρώνει. Η ποίηση μού δίνει το όνειρο. Η ελπίδα μού χαρίζεται μέσα από τα μάτια ενός εφήβου.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.