ΚΩΣΤΗΣ ΜΟΣΚΩΦ

.

Ο Κωστής Μοσκώφ γεννήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 1939 στη Θεσσαλονίκη, απ’ τον εκ Πόντου καπνέμπορο Ηρακλή Μοσκώφ και την εξ Ιταλίας Αμίνα Αριγκόνι. Οι σπουδές του στ’ αμερικανικά κολλέγια Αθηνών και Θεσσαλονίκης, στη Νομική Σχολή του Α.Π.Θ. και στην Ecole des Hautes Etudes της Σορβόνης θα συνοδευτούν απ’ τη συμμετοχή του στον χώρο της αριστερής διανόησης.
Διετέλεσε επί τρεις τετραετίες ο πλειοψηφών δημοτικός σύμβουλος και για ένα διάστημα (την άνοιξη του 1981) δήμαρχος Θεσσαλονίκης. Από το 1989 υπηρέτησε ως μορφωτικός σύμβουλος της ελληνικής πρεσβείας στην Αίγυπτο. Με παρεμβάσεις του λειτούργησε ως μουσείο το σπίτι του ποιητή Κ. Π. Καβάφη στην Αλεξάνδρεια, όπου και πραγματοποιούνταν επί επτά χρόνια το ετήσιο λογοτεχνικό συνέδριο για το έργο του Αλεξανδρινού ποιητή. Εξάλλου, το Ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού στη Μέση Ανατολή, του οποίου προΐστατο, πραγματοποίησε σειρά εκδόσεων (μεταφράσεις Ελλήνων λογοτεχνών στην αραβική γλώσσα, αλλά και αραβική ποίηση στα ελληνικά) και εκδηλώσεων με στόχο τη σύσφιγξη των σχέσεων των Ελλήνων με την κατά την προσφιλή του έκφραση “καθ’ ημάς Ανατολή”. Αν και μαρξιστής θ’ αναζητήσει τον Ορθόδοξο λόγο, συγγράφοντας ιστορία, γεωγραφία, πολιτική ιδεολογία, κι εν τέλει λογοτεχνία.

Ως δημοτικός σύμβουλος, υποψήφιος βουλευτής Κ.Κ.Ε., δήμαρχος, σύμβουλος Υπουργείου Πολιτισμού, διευθυντής του Κέντρου Μαρξιστικών Ερευνών, δημοσιογράφος, μορφωτικός ακόλουθος πρεσβείας στην Αίγυπτο κι εκπρόσωπος του Ιδρύματος Ελληνικού Πολιτισμού στη Μέση Ανατολή, ο Κωστής Μοσκώφ θα σφραγίσει την εποχή του.

Ιστορικός, ποιητής και δοκιμιογράφος έχει δημοσιεύσει σειρά εργασιών του σε περιοδικά και ημερήσιες εφημερίδες, ενώ έγραψε πλειάδα βιβλίων μεταξύ των οποίων “Η εθνική και κοινωνική συνείδηση στην Ελλάδα” (1972), “Η κοινωνική συνείδηση στην ποίηση της Θεσσαλονίκης” (1978), “Εισαγωγικά στο κίνημα της εργατικής τάξης στην Ελλάδα” (1978), “Η πράξη και η σιωπή – Τα όρια του έρωτα και της ιστορίας. Δοκίμια” (1983), “Για τον έρωτα και την επανάσταση – Ποιήματα” (1989). Το 1994 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις “Καστανιώτη” η επιλογή και μετάφραση που έκανε ο ίδιος σε έργα Αράβων ποιητών.
Πέθανε στις 27 Ιουνίου 1998.

.

.

.

ΠΟΙΗΜΑΤΑ  (1987)

Ενότητα Α’ Τα παλαιότερα

α’

«Σταμάτησε τούτη την Σιωπή
που ουρλιάζει»
πώς είμαστε Δύο.
Κουράστηκα χρόνους και χρόνους
να περπατώ στο ξέφωτο,
μόνος — ανάμεσα στο Έμενα
και στο Εμένα… 

***

Ο Λόγος πάγωσε,
μα Εσύ επιμένεις να γεννιέσαι,
Χρόνε, Σιωπή αυτών πού γίνηκαν,
και αυτών πού θα γίνουν,
και, ακόμα, αυτών που τώρα γίνονται,
— γρήγορα για να συντρίβουν…

«Γίνομαι Εσύ,
ψιθυρίζοντας τ’ όνομα Σου…»

***

Φώς παρόν και φως άδειο,
φως πέρα από την αγωνία,
φως πού ξέχασε την ελπίδα του,
«εσύ,
πού κατέχεις μιαν ελευθερία αρχαία»
και που από αυτήν κατέχεσαι,
ζώντας μέσα στον έρωτα που πηγάζει από την άβυσσο
στο κέντρο της Απουσίας,
φως πού κόβεις κάθετα τον Καιρό
και έτσι βλέπω τον Άλλο
και Τον αγάπησα… 

***

Ο χρόνος βρήκε πάλι το χρώμα της νιότης του,
ωχρός και γαλάζιος
αναβλύζει μέσα από το χάος
«χτες, ήμουν μια χώρα έρημη»,
κατοικημένη από τον θάνατο της,
σήμερα,
επληρώθη η γη πάσα της αγάπης σου
είμαι παρών σε όλα της κτίσεώς σου…

***

Σ’ αυτόν τον τόπο
ο άνεμος δεν κουράστηκε
τρεις χιλιάδες χρόνια
– η Ιστορία
τραυλίζει την ταυτότητά της
τα πράγματα
γίνονται πρόσωπα
– ματώνουν,
καθώς ενσαρκώνονται…
Σιωπή,
«Εσύ πού ψιθυρίζεις όλη νύκτα
μέσα μου την ροή σου»
—μυστικό αηδόνι μου—
δυό φορές και χίλιες
κελάρι
μιας αγάπης πεθαμένης…

***

Με ακούω
μες στην κοιλιά του χρόνου.
Υπάρχω
έγκλειστος στο μαύρο φως
χιλίων ετών μεσημεριού.
Είμαι
αυτός που θα γίνω
— Έννοια πού φυλάκισε το Διάχυτο
καταδικασμένη να είναι αιώνια…
***

Αυτό το είδωλο
θέλει να γίνει ζωή
αυτός ο χρόνος
πάσχει να γίνει Πράξη…
Πρέπει να διώξω τον Καιρό
πριν μιλήσει,
πρέπει να σταματήσω την Ιστορία
πριν γεννηθεί το Πρόσωπο
— έρημο μες στην μοναδικότητά του…

***

Τα βράχια αυτά, η θάλασσα,
φωτίζουν μυστικά την νεκρή ψυχή μας
είναι το σώμα μας που περιμένει να γεννηθεί
— διασχίζοντας τα έτη του φωτός
διασχίζοντας τις νύκτες του ανέμου
ζεσταίνοντας με το βλέμμα τους
αιώνες υπομονής τούς θεούς πού πέθαναν.
Ο έρωτας
που κάποτε κτίσαμε
έμεινε η μόνη μας μνήμη
ανάμεσα στο Τίποτα και στο πιο Τίποτα.

***

Πάλεψα με την παγωνιά του πλήθους,
όπως το αηδόνι
μυστικά ξεπέρασα την μνήμη μου,
λησμόνησα τί θα πει χτες
τί σήμερα, τί αύριο…
Μες στον ‘Ακίνητο
δύναμαι το Αιώνιο…

***

β’

«Ο έρωτας» είπες
«αυτός μόνο καρφώνει έξω απ’ τον Καιρό
την Μνήμη»
—- φτάνει στην Πάργα των τσιγγάνων,
φτάνει στην Παραμυθιά των ατίθασων
Τσάμηδων,
— φτάνει στους τσόγλανους του Σαββατόβραδου
στα Γιάννενα, στην λίμνη…
«Τα μάτια σου είναι δύο σύννεφα»
— δύο σύννεφα που δεν ξέρουν
πώς να γίνουνε βροχή…

***

Τον Νοέμβριο
«οι θεοί κρύβονται», είπες, «στον νου»,
περιμένοντας να τελειώσει ο Βαρδάρης
και συ
σαν αυτόν «που είχε φτιάξει καράβι το φεγγάρι»
περιμένεις να πέσει
«εκείνη η μισή βροχή πού ξεχάστηκε»…
Πετώ πάνω από την Ρούμελη,
πάνω από την Απουλία,
μαζί με την χώρα μου πεθάναν και οι Σεμνές,
κι ο Τειρεσίας, σαν τυφλός, είναι στον Άδη
— αμφίς πάντα και τίποτα,
μάντις του πουθενά και του ποτέ…
Κοιμάμαι μόνος, ξέρεις
είκοσι αιώνες τώρα,
στο παλιό διπλό μας κρεβάτι…

***

Γεννήθηκα την εποχή του χαλκού
τώρα
δεν με θυμάται πια κανένας
σκεπάσαν τους βωμούς μου δάφνες και φρύγανα.
Πικραμύγδαλο, συ έρωτά μου,
ήπια τρία βαρέλια ρετσίνα στην Δόμνα
χτες, για να ξεχάσω
ρούφηξα τον Αλιάκμονα, τον σφοδρό Βαρδάρη
– οι λιμναίοι οικισμοί της Θεσσαλίας
μείναν ξεροί για χάρη σου.
Περιμένω τρεις χιλιάδες χρόνια να πεθάνω,
αδύναμος να αποσυντεθώ τόσο που σ’ αγαπώ.

***

Δεν έφταιξε ο Σαγγάριος,
δεν έφταιξε το Βίτσι,
εδώ και η λάσπη είναι όμορφη
στην πηγή της Αρτέμιδος
ανάμεσα στο γρασίδι
εκεί οπού όλα ανθίζουν
και τίποτα δεν καρπίζει ποτέ…
Ό,τι αδράξεις λοιπόν
έτσι σαν άνεμος
«ταξιδιώτης στην χώρα των σοφών»
και δεν κρατάς έχθρα για κανέναν,
«και υπέρμετρο ζήλο για τίποτα»…

***

Παράξενα λόγια των ερτζιανών κυμάτων,
χρησμοί παλιών θεών
που τώρα ξεχαστήκανε
και γίναν «οι ψυχές των παγκοσμίων τραγουδιών».
Τα χείλη σου, τα χείλη σου,
Ερμή παλιοτόμαρο,
πάνδημη Αφροδίτη
— να πουλάς κάτω από τον Παρθενώνα
τρεις χιλιάδες χρόνια το ‘ίδιο εμπόρευμα,
το βράδυ
να μένεις ακίνητος,
στην αγκαλιά των Γαλαξιών,
αφουγκραζόμενος την Σιωπή,
το κρυφό νόημά τους… 

***

στον Βάσια Τσοκόπουλο

Όταν γύρισα στους βράχους της ‘Ιθάκης
είχες ξεχάσει πια ν’ αγαπάς
— κι εγώ να τρώω, για σένα,
δέκα χρόνους παξιμάδι
το αλμυρό κρέας των βοδιών του Υπερίωνα.
Φύγαν τώρα, φύγαν και οι σύντροφοι
φύγαν κι οι δούλοι, δεν είχαμε πια να τους θρέψουμε
πρώτος μπάρκαρε σ’ ένα γκαζάδικο ό Έλπήνορας,
μετά, μέσα σε λίγες μέρες, και οι άλλοι.
Μείναμε μόνοι
εσύ, εγώ και ο Τηλέμαχος,
μισός πικραμύγδαλο, μισός αγόρι… 

***

Στίς Βασσές ο Απόλλωνας έστησε στον ναό του
κολόνες
τα χλωρά αγόρια της Αρκαδίας.
Τριάντα μουλάρια ανέβαιναν τον δρόμο της Ανδρίτσαινας
φορτωμένα τα πλούτη των Δεληγιανναίων
τις κόρες τους πεσκέσι στόν Μπραήμ Πασά
τις δούλες τους για την Τρούμπα και την Θεσσαλονίκη
Κουράστηκα να περπατώ μες στις χιλιετίες
παρέα με τον τραγοπόδαρο Πάνα…
Που είναι ο Κατσίμπαλης και που ο Καραγκιόζης;
ο Τσίρκας ξέχασε στην Σκύρο την Ούμ Μιχάλη,
και ο Λάρυ,
Labour βουλευτής,
φυλά τον βασιλιά…

γ’

Μνήμες παλιές πριν την Άλωση διαδρομή
απ’ το Δορύλαιο μετά την μάχη του
Μαντζικέρτ… Καλπάζω σιδερόφρακτος.
Μαζί μου ο καημός της Ρωμιοσύνης, χλομός
Γανυμήδης… Όπιο του χρόνου πού μόλις άνθισε
πορφυρό απ’ το αίμα σου υψίπεδο της Φρυγίας.
Φεύγει μαζί μου, χάνεται η καθ’ υμάς ‘Ανατολή…
Σαγγάριος. Στην τσέπη μου ή προκήρυξη της Πρώτης
Επαναστατικής Επιτροπής. Υψώσαν λάθος,
ξέρεις, άλλη κόκκινη σημαία στην Σμύρνη. 

δ’

Τμηθείση τμάται πόντος,
—η Ερυθρά Θάλασσα—
«κυματοφόρος ξηραίνεται βυθός»,
και Συ διαβαίνεις,
στους πάντες τα πάντα υποσχόμενος,
δούλων εκπλύναι Πάθη.
Συ, ,ο εν χερσί πνοή όλων
— εν μέσω της καμίνου
να λες, σ’ ‘Αγαπώ… 

ε’

«Είμαι αυτός που αγαπάω
και αυτός που αγαπάω
είναι εγώ»
– είπε ο Μανσούρ άλ Χαλάλ, και τον σταυρώσανε…
Περπατούσα στους δέκα γαλαξίες
ανάμεσα σε εμένα και σε Εμένα,
όταν με φώναξες «συ, εγώ»
— και ξάπλωσα στα πόδια σου επτά χιλιετίες…
Είμαι ο Γιαζί Άλ Μπισταμί,
ο Μαβλανά Τζαλλαλουντίν Ρουμί,
ο Ισαάκ της Νινεβή,
— είμαι χιλιάδες
από το Στάλινγκραντ και την Καισαριανή,
το Κουτλουμούσι, την Μακρόνησο,
την Μονή του Σταυρονικήτα
και τον τεκέ των Μπεκτασί δερβίσηδων
στις όχθες του Πηνειού, στο Χασάν Μπαμπά…

Από την ενότητα: Β’ Τα καινούρια

α’ Σχόλια στον Ezra

Η ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΣΤΑ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ

«a gap in nature
echo and light unto eternity…»
Shakespeare, Antony and Cleopatra

στην Μάγδα Κοτζιά

Έτσι
που μέθυσες τα κύματα και τους ανέμους
παντού όπου πατάς
σκορπάς τον χαλασμό
τί συγκυρίες ανατρέποντας, ιστορικούς συμβιβασμούς
μπερδεύοντας προτσές,
αναποδογυρίζοντας την Ανάγκη,
να ξενυχτάμε όλοι για Χάρη Σου,
πλάθοντας, απ’ τα όνειρά μας,
την καινούρια Ύλη,
τινάζοντας το Τώρα Είναι Μπρος,
— φτιάχνοντας από τον Παρατατικό τον Μελλούμενο,
από τα συντριμμένα μέλη μας τον Καθόλου…

***

Πας, χάθηκες, ξέχασα πώς σε λένε,
Εσένα που μπρος σου τρεις χιλιάδες χρόνια γονάτιζα
και μου ήσουν πιο ακριβή απ’ τις Νύμφες
πιο ακριβή από τους Σάτυρους
— Δέσποινα, Μάγδα, Ιοφορφάτη —
και είχα μαζί μου τον Αλέξη,
τον Φώτη, και κείνον τον Κοσμαρά, τον λοχαγό
τσόλια όλους
τσανάκια σου να μας μεταχειρίζεσαι…
Και ωστόσο
— ακούω ακόμα την καρδιά μας
για σένα να κτυπάει
— μυρίζω το άρωμά σου
ν’ ανεβαίνει ψηλά, καπνός απ’ τα καμένα φύλλα
του φθινόπωρου.

***

Το δέντρο αυτό, η Μάγδα,
φύτρωσε μέσα μας από κτίσεως κόσμου,
και Συ, πρωί και βράδυ, μπρος της στα γόνατα..
Την άρπαξα πάλι γερά με τον θεό Πάνα
στην ντισκοτέκ, στα στεγνά Λαγγάδια,
και ο Παυσανίας μουγκός, να μην λέει τίποτα…
Και φέτος θ’ ανθίσουν οι μηλιές
και φέτος θα κολυμπούν στα πόδια σου τα
πικραμύγδαλα αγόρια
— τσογλάνια του Λαρισαϊκού
κόρες παχιές στο χρώμα τού αλάβαστρου,
Πόντιοι της Κατερίνης,
καπεταναίοι του Ολύμπου, χλωροί στα τρεις χιλιάδες
επτακόσια τους.

***

Τα δελφίνια πήραν από πίσω το φεγγάρι
τραγουδούν πάνω στις κορφές των καταρτιών
— αύριο
θα πάω να βρω την ματιά σου
εκεί που την άφησα
στο ακρογιάλι…

«Σέλινα τα μαλλιά σου μυρωμένα»,
η οψη σου σαν της Εκάτης χλομή,
να γυρεύω ολονυκτίς τα χείλη σου
και συ τον γιασεμί Έρμη…

Έρχεται, έρχεται η Διώνη
με το τσιτάκι της ν’ ανεμίζει στον Βαρδάρη
έρχεται, έρχεται ο Άδωνις
με φουσκωμένο το μπλουτζίν
με ανοικτό το μπλε πουκαμισάκι…
Πηδά χαρούμενη, σκοινάκι, η ψυχή της Τσιμισκή…

***

στον καπετάν Αποστόλη Σαρίδη

Τί κέρδισα είκοσι χρόνους τσανάκι του Οδυσσέα;
αυτός να πλαγιάζει με τις θεές
και εγώ να τρώω τ’ αλμυρό κρέας
— Ελπήνωρ πάντα
δίχως να μάθω να ερωτεύομαι
Ελπήνωρ, κάτοικος έτσι της Σιωπής…
«Πήξτε τ’ επί τύμβω ερέτμον»
το κουπί που στην ζωή κρατούσα όπλο μου
λάμνοντας στην γαλάζια έρημο του Ιονίου
«ανδρός δυστηνοίο» — έτσι που με οικτίρει αυτός ο Όμηρος!
Και όμως φάνηκε ποιος ήμουν
πολεμώντας στα περίχωρα τής Κυρήνειας…
— «άνθρωπος αδύναμος γι’ αυτό και γνήσιος…»

Ο ΕΛΠΗΝΩΡ ΤΗΣ ΛΙΑΡΙΓΚΟΒΑΣ

Αυτός ο έφηβος μες στο σβησμένο του μπλουτζίν
λες να ’ναι ο χαμένος μας Ελπήνωρ;
Λες ο Ελπήνωρ να μάς ήρθε πίσω
θρεμμένος απ’ τις παχυλές γοργόνες
και τον νόστο των πικραμύγδαλων αγοριών;
Λες να ’ναι ο χαμένος μας Ελπήνωρ
που προσπαθεί καθημερινά
εκείνη την αργοπορημένη Επανάσταση,
— ωχρός απ’ τον έρωτα ως το πρωί
κλείνοντας μες στα νιάτα του
τους σπόρους όλων των δυνατοτήτων
χαμογελώντας
καθώς αποσαρθρώνει
τον ’Ακίνητο…

***

στον Δημήτρη Κακουλίδη

Ο θειος Γιώργος ήτανε Σμυρνιός,
κουβαλούσε μες στο βλέμμα του
σταφίδες, αμύγδαλα και σύκα
— περπάτησε στον Σαγγάριο,
πολέμησε στο Βίτσι,
πίστευε ωστόσο πάντοτε
στην εκατόφυλλη άνοιξη…
Ό κύριος Τόμας —T.S.— από το Σαιν Λούη,
μάς έφερνε αρχαία βιβλία και φυλακτά·
τις νύκτες με φεγγαρόφωτο
έψελνε τροπάρια στην Κυρά της Λήθης
μάς μιλούσε συχνά, ακόμα,
για τούς τρεις παντελεήμονες πάνθηρες.
Ο γέρο Έζρα,
έχοντας ζήσει τρεις χιλιάδες χρόνια
παρέα με τον τραγοπόδαρο Πάνα
παγανός, μην πιστεύοντας τίποτα,
μάς έφερνε καλό κρασί και την Σιωπή…

β’

Σχόλια στον Σαλβατόρε Κουαζίμοντο

στη Νίκη της Λευκωσίας

Νύχτα — γαλήνιες σκιές
μ’ αδράχνει ο σφοδρός Βαρδάρης
όταν με κοιτάς…
Είμαι ένα βουνό, γυμνό,
«λιβάδια που περιμένουν»
να τα βοσκήσουν οι αιώνες…
Ζήτησα μια ζωή
«καμωμένη από ουρανούς και περιβόλια»
μα Εσύ
με σκάβεις…

***

στον Σάκη Χατζηζαμάνη

Λόφοι γυμνοί ωχρής βραδιάς σελήνης
την ώρα που ξυπνούν οι πρόγονοι
στο θρόισμα του ανέμου…
«Ο λαός μου κρατάει μαχαίρια που καιν»
η ζωή του έχει γίνει στάχτη
από τα χρόνια του Ομήρου
— «γυναίκες που ουρλιάζουν πασχίζοντας
να πουν τα λόγια του έρωτα»
άντρες που πολεμούν
πειθόμενοι στα ρήματα θεών
ή των δαιμόνων..
«Κλαίμε στα πανηγύρια γύρω από αρχαίους στοχασμούς…
Άφησα τους συντρόφους άταφους
πηκτός άνεμος σκεπάζει τώρα το κορμί τους
έμεινα μόνος
ολόκληρος για να σε σκέφτομαι…»
Κατεβαίνω τις στενές κοιλάδες του Γράμμου
— βιάζομαι
να σκεπάσω
με το πανωφόρι του Έρωτα
την άρρωστή μας Επανάσταση…

γ’

Τα Μυστικά του Βάλτου

Και να ‘ρχεται η στιγμή και να πίνουμε
και να πίνουμε, να καίμε τα σύνορα των
σωμάτων μας. Και Συ γρήγορα να νυστάζεις,
να τραβάς στο ήσυχο κρεβάτι σου.
Και να κοχλάζω εγώ, να σπάω σίδερα να
ανοίγω τις φλέβες μου.Αξιός πριν τον
δαμάσουν τα φράγματα, να σκεπάζω το
Ρουμλούκι -να πνίγω όλα όλα τα Μυστικά
του Βάλτου…

δ΄

ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΟΝ ΑΝΤΏΝΗ ΦΩΣΤΙΕΡΗ

Ψάχνω να βρω
«πού περπατά το σώμα μου»
μέσα σ’ αυτό το μέλλον
«οπού ο σπόρος σάπισε»
και όλα είναι ξερά…

Στις άγριες πόλεις του Νότου
τα όνειρα γίναν στάκτη
και τα βουνά του Βορρά
κρυφτήκαν στην άβυσσο…
Ποιος είναι αυτός που με φωνάζει
— δεν ξέρει ακόμα
πώς στέρεψε το γάργαρο νερό;
Χίλιες Γιαμάχες τρέχουν
πάνω στα σεντόνια σου
οί λέξεις σπαράζουν
— «σκοτωμένο αίμα»,
τα πράγματα ξέχασαν
πώς να βρουν το σχήμα τους
το Α και το Β και πάλι το A
και Εσύ…

***

έσχισε τα ποιήματα του, γιατί, λέει,
ήθελε ή ζωή του να είναι το ποίημα

στον Στρατή Ζαχαριάδη

Μου στέρησαν τις «ένοπλες ματιές σου»
και ο κόσμος έμεινε άδειος
σαν καφενείο του φθινόπωρου
μόνο «η βροχή παίζει χαμηλότονα»
«το μελαγχολικό της πιάνο»
Δέν θά υπάρξει, είπες, Έλεος…

***

ΑΝΑΚΡΕΟΝΤΙΑ ΨΗΓΜΑΤΑ

Με τον έρωτα για χάρη σου παίζω γροθιές
«ως δη προς Ερωτι πυκταλιζω»
«πανδοσιη, πολυμνηε, λεωφόρε»,
και πιο πολύ
«μηλινοκηπε…»
«Εγω δε μεθυων
μναμα του σώματος σου αρεταν»
στην μνήμη των αρετών του σώματός σου.

Ψυχής μου βαθύ χάραγμα
γράψε μου γρήγορα
«κατα φλογος τακησω»
— σαν φλόγα καίομαι από την αγάπη σου.

ε’

Χαρτοπετσέτες ανάμεσα μας
ν’ απορροφήσουν τα λόγια που δεν λέμε·
γνωσηποσηκαιβρώσησου…
Παίζω χοντρό παιγνίδι ξέρεις και πες μου
αν είσαι…
Πόσο μετριέται πόσο τό χιλιόμετρο
ταξί στον Άδη;
Πυρίκαυστο το δάσος χτες
τρις χαρακίρι
και ραντεβού στο Σύνταγμα
— μπάμ η Αθήνα να εκρήγνυται!
Έτσι,
και ούτε να ξέρω το γιατί σ’ αγάπησα,
αυτό το αλισβερίσι που θα πάει…
Είσαι εικόνα Του
ή το παιδί του Τίποτα
— ο μαύρος άγγελος της τελικής Σιωπής;

Για τον Έρωτα και την Επανάσταση (1989)

1

Ποιοι βγήκαν των Βαΐων
να με δεχτούν;
Ποιοι με άλειφαν μύρο τη ματιά τους
τις παραμονές των Αγίων;
Ριπές οι μνήμες — χαρακιές
και το μπλουτζίν αγριεμένο..

Αυτό το μήνα η πανσέληνος
είναι τυφλή·
στον τόπο μου ξένος
ούτε ’Αφέντης ο Θεός
ούτε ο Αγαπημένος…

«Λεμονάκι, λεμονάκι μυρωδάτο…»

Ποιος λοιπόν θα βάλει
τα παιδιά να κοιμηθούν;
Ποιος θα πυκνώσει τα όνειρα;
Η ποίηση,
Πράξη
καιρών
λυπημένων…
Βάζω στις λέξεις πυρκαγιά
να φωτίσω το σκοτάδι μου…

***

«Περίμενες
τους φανοστάτες
να ανάψουν».
Και κάποιον, τέλος,
«τοις κείνων ρήμασι πειθόμεναν»
«με ένα πουκάμισο καλοπλυμένο»
να περάσει
οδεύοντας
για το ικρίωμα…
«Όμως κανείς δεν πέρασε»
-— οι φανοστάτες δεν άναψαν
η πόλη δεν είχε κτιστεί
και Εσύ
δεν είχες ποτέ αγαπήσει…

***

Πέρασαν εκατό χρόνια μοναξιάς
να σ αγαπάω’
Γέρασα τώρα,
δε σκύβω στο πηγάδι,
μην αντικρίσω τον Καιρό…
Έβαλα
το μαχαίρι
στη θήκη του
τίποτα πια δεν περιμένω

***

Που ξέρεις,
μπορεί ό θάνατος και να νικήσει·
το Καράβι μας
αραγμένο αιώνες τώρα στο λιμάνι
—μέσα στην ιστορία νεκρό—
να σαπίσει,
φορτωμένο τόση μοναξιά…

Ίσως ωστόσο,
και αν πεθάνεις,
κάποτε να γεννηθείς πάλι,
μην αντέχοντας στη Σιωπή…

Βλέπω
τις νύχτες
το ίδιο αστέρι,
πού μέσα στο Έρεβος
μας φώτιζε…

***

Τά δέοντα τελέστηκαν λαμπρά,
κηδείες, μνημόσυνα,
γιορτές για την πρώτη χιλιετηρίδα,
και άλλες γιορτές
για τη δεύτερη…

Περίμενα αυτός ο θάνατος
να μάς ενώσει
— όμως εσύ δε φάνηκες·
ή Άβυσσο βυθίστηκε
είκοσι αιώνες ακόμα,
μέσα στην ’Απουσία…

***

Μου έλειψε ο αχνιστός καφές σου
από το όρος Χορτιάτη
αγναντεύω,
—σε ποιά γη κρύφτηκες,
Δίχως εσένα όλα Άβυσσος…
Θα βλαστήσεις πάλι, άραγε,
την άνοιξη τούτη;

***

Ο έρωτας δεν ήταν για μας γέφυρα·
τρόμαξες·
έμεινες μόνη στη σκοτεινή όχθη·
— και εγώ
σε περιμένω από την εποχή του χαλκού.

Ποιος σήκωσε τα κύματα
καί τούς ανέμους;
Ποιος γέννησε την ιστορία
δίχως πρόσωπο;
Ποιος σε έριξε
ακόμα ζωντανή μες στους νεκρούς;

Έχω ανάψει την πυρά
να ζεστάνω
τον κόσμο όλο
με την αγάπη μας.

Πότε θα έρθεις;

***

Κάτω από τη σελήνη
κοιμάται ωχρή
ή ’Επανάσταση…
Ο θόρυβος του δήμου κόπασε,
οίκαδε, οίκαδε οδεύει
τώρα
η ιστορία…
Μήπως δεν έρθεις —το πρωί—
ηγεμόνας
ο ήλιος;

***

«…το καράβι τοϋ Έρωτα
συντρίφτηκε ατά βράχια
της καθημερινότητας…»
ΒΛ. ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΥ

Μέσα στη σπηλιά του νεκρού Έρωτα
ΕΙΣΑΙ…
Ποιος θα μαζέψει τα συντρίμμια,
ποιος θα ετοιμάσει την πυρά
για να πυρποληθούμε;
Είμαι ακόμα μες στους ζωντανούς
τρεις χιλιάδες χρόνους
μετά την ’Απουσία…
Ποιος ουρλιάζει ότι ο Έρωτας
καρφώνει τον Καιρό στη Μνήμη;

***

στον καπετάν Αποστόλη Σαρίδη
που πυρπολήθηκε με το καράβι του
στη ρότα του Σεβάχ,,.

Πώς να κοιμάσαι ήσυχος
σε αυτή την όχθη;
—- Πρέπει να διαβείς τον ποταμό…
Σε περιμένει
όρθιος
πάνω στο καράβι του
ό θάνατος…
Σε περιμένει
Εκείνος,
ο γνήσιος,
ο Αδύναμος,
Αυτός που τόλμησε,
Αυτός που δεν τόλμησε,
η μυστική χοάνη·
— ο Αποστολής…

***

«Ποιος θα βρεθεί να κλάψει;»
Α. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, «Προχτές»

Αρχαίες φωνές πηγάζουν μέσα μου·
η Επανάσταση
κοιμάται
στα ανάπηρα σκέλη του χρόνου…
«Ποιος θα βρεθεί να κλάψει»
Το ταξίδι τέλειωσε,
το ταξίδι ποτέ δεν έγινε·
όλα από καιρό έχουν σιγήσει…
Είμαι μία σχισμένη ταυτότητα
κομματική
— ο έρωτας ανύπαρκτος
Σιωπή ή ιστορία…

***

Έδυσε
και η πανσέληνος
του Μάη…
Έμεινα μόνος,
στη σκοτεινή πλευρά
Εγώ και το βλέμμα Σου…
Σε ποιά χοάνη μυστική,
σε ποιο θάνατο
να Σε γυρέψω;
Ξέρεις,
δε φοβήθηκα ποτέ
την πυρκαγιά…
***

«Μα εσύ βέβαια σκοτώθηκες νωρίς»
’Άλλοι όμως επέζησαν
συγκατοικούμε χρόνια
— μαζί όσοι πάθαν και μάθαν
και όσοι
δεν πάθαν και δε μάθαν…
Η Επανάσταση
κρύφτηκε
Μέσα στην Άβυσσο
επέλεξα
να πορευτώ
ευθυτενής…

2

ΠΥΡΠΟΛΟΥΜΑΙ

Σε ποιάν ’Άβυσσο, σε ποιά χοάνη μυστική να ψάξουμε
να βρούμε τον Έρωτα πού τον οδηγήσαμε στο θάνατο,
για να μη μάς πυρπολήσει;
Και γιατί τελικά να μη μάς πυρπολήσει; Στην
Πράξη του λαού μας μες στον Καιρό, στη ζωντανή
διαχρονική μας παράδοση, όπως εκφράζεται στο Λόγο,
το κέντρο της ζωής, η «θεότητα», με τη θεολογική
συμβολική αυτής της παράδοσης, είναι η πυρπολούσα
το Εγώ μας αγάπη, η «καύση καρδίας», ο «μανικός
Έρωτας». Ευσεβιστές ωστόσο, ολοένα μέσα στη
μεταπρατική, εξαρτημένη κοινωνία μας πιο δυτικότροποι,
επιζητούμε στη ζωή τη μερικότητα, τα επί μέρους
προϊόντα της, όχι την ίδια την ουσία, της, την πιο
βαθιά της υπόσταση: ζητάμε τον πλούτο ή την επιτυχία,
απολησμονώντας πώς ο βασικός πλούτος είναι ο
μανικός Έρωτας, η πυρπόλησή μας για τον Άλλο,
ενσαρκωμένο στο κάθε Εσύ που αγαπάμε, προοίμιο
αναγκαίο για την πυρπόλησή μας για την ανθρωπότητα
ολόκληρη — το Όλο Σώμα μας…
Όπως λέει ό σύγχρονός μας Περουβιανός Αγιορείτης,
ο Συμεών Γρηγοριάτης — τα νυν Σταύρονικητιανός:
«…Νά μη χρησιμοποιείς την Πράξη ως λίπασμα,
για να καρπίσει ένας κόσμος αλλοτριωμένος,
αλλά να τη χρησιμοποιούμε για να ανατινάξει αυτό τον
αλλοτριωμένο κόσμο».
Μετουσιώνοντας τον κόσμο, από ύλη διασκορπισμένη,
ύλη απρόσωπη, ύλη διάχυτη, σε ενσαρκωμένο
Εσύ, απτό πρόσωπο του Καθόλου, ενσαρκωμένο πρόσωπο,
μέσα στο Όλο Σώμα μας, του Έρωτα, ενσαρκωμένο
πρόσωπο της ’Αγάπης, μόνου καταφατικού ορισμού
στην Ορθόδοξη παράδοση, για το επίκεντρο της
ζωής, το «Θεό»…
Ο Έρωτας, καύση καρδίας, πυρπολεί, διαρρηγνύει
το δερμάτινο χιτώνα του Εγώ μας, καταλύει τη μοναξιά
μας, τη βίωσή μας ως μοναχικά εμπορεύματα. Ό
Έρωτας διανοίγει το δρόμο στο Εγώ μας να καταλύσει
αυτή τη μοναξιά του, να βρει την ολοκλήρωσή του, την
πληρότητά του στο Όλο Σώμα μας, το «Εμείς»…
Ανοίγει το δρόμο, μέσα από την ενσάρκωση, τη
συγκεκριμενοποίηση του ’Έρωτα στη πρόσωπο που αγαπάμε,
στο «Εσύ», να διατρήσουμε το δερμάτινο χιτώνα
του Εγώ μας και να συναντήσουμε το συλλογικό
εαυτό μας.
Ωστόσο, μήπως αυτό το «Εσύ» κινδυνεύει να
γίνει αυτοσκοπός, κινδυνεύει νι γίνει «είδωλο», μήπως ο
’Έρωτας από ενοποιός του Εγώ μας με την ολότητα,
το συλλογικό σώμα μας, το Εμείς, κινδυνεύει, αντίθετα,
να γίνει το πάθος που μας χωρίζει, πού δια-βάλλει
από τον Όλο Άλλο; Μήπως αυτή η συγκεκριμενοποίηση
του Έρωτα, αναγκαίο στάδιο για να διατρήσουμε
το δερμάτινο χιτώνα μας και να βρούμε των ολότητα
του σώματός μας, μπορεί ωστόσο αντί θεϊκό, ενοποιό,
να τον αλλοτριώσει σε δια-βολικό, «δαίμονα πορνείας»,
όπως λέει η ασκητική εκφορά της παράδοσής μας,
Έρωτα που δε σε ενώνει αλλά σε χωρίζει -—για μια
προνομιακή διασύνδεση με κάποιο επί μέρους Έσύ- από
τον Όλο ’Άλλο;

3

ΕΝΝΕΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΟΝ ΣΕΦΕΡΗ

Η ψυχή
μάταια ανοιγοκλείνει
τα φτερά της·
ο ποιητής θρυμματισμένος
«σπασμένο κανάτι»

***

«Πάνω νερά»
που διάλεξες να λάμνεις·
τώρα,
σε τούτο τον καιρό,
βλέπω
το Τίποτα
του Πάντα…

***

Γδύσου το πουκάμισο των άστρων
φόρεσε το θνητό δέρμα σου
να σε πλαγιάσω…

***
Η σελήνη περίμενε μάταια ως το πρωί
λουσμένη στο πατσουλί
του έρωτα σου…

***

Γνώρισες το Καθόλου,
έμαθες τα «ναρκωτικά σεντόνια» του…

Ο καιρός,
Εσύ,
χλοερό μου λιβάδι…

***

Ο θόλος μαύρος
από το πολύ σου φως
0 θάνατος
«αναστάσιμη οδύνη»…

***

Το φως, και αυτό μελλοθάνατο,
ωστόσο,
ακόμα σπαράζει…

***

Ξάφνου η ελπίδα
χορτάρι χλωρό·
μην τη θερίσει.
το δρεπάνι.

***

Η φλόγα
τώρα
«δροσερή πικροδάφνη».
Εγώ, όμως, καίγομαι
— με πυρπολείς μες στον Καιρό…

4

ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΑΦΕΝΤΗ

Χαράχτηκες βαθιά στην ύλη μου
εκεί, στο Σπήλαιο,
ανάμεσα στο Κάστρο και στο Καράβι.
Δεν μπόρεσες να μείνεις,
δεν τόλμησες.
Και Εγώ
μοίρασα το σώμα μου
αντίδωρο
στα σκυλιά…

Ωστόσο τις νύχτες στα όνειρα,
αιώνες τώρα,
πάντοτε έρχεσαι…

Ποθώ πάλι να σαρκωθείς, Πατέρα,
να αγγίξω το πέλμα Σου
– το χώμα, απ’ όπου Εσύ, το Φώς,
έχεις βλαστήσει…

3.1.57-26.6.88

***

« Όχι δεν είμαι πια Εσύ. Το σώμα Μου δεν είναι πια
το σώμα Σου. Ό ’Έρωτας Σου», είπες, «σφοδρός, με
κατέλυσε, δεν αντέχω, ξέρεις, τα Μεγάλα…»
Και με άφησες, έτσι, να πλέω μόνος μες στη
συμπαντική Σιωπή. Και να ουρλιάζω πως μανικά ως
τα έσχατα σας αγάπησα. Και να θέλω να γίνω το κάθε
Εσύ…
Ότι κανείς δεν άντεξε το πυρ της αγάπης μου.
Και τρομαγμένος όλος ο κόσμος κρύφτηκε μέσα στο
δερμάτινο χιτώνα του. Και ο Καθόλου έγινε έτσι, δίνοντας
τέλος στην Ιστορία, πάλι ο Θάνατος. Το Τίποτα
ή το πιο Τίποτα…

Άφησε με να αγγίξω το δέρμα Σου Άφησέ με να φιλήσω
το πέλμα Σου. Εκεί απ’ όπου το Όλο Σώμα σου
έχει βλαστήσει. Και δέχομαι, υπόσχομαι σου λέω, να
βγάλω τα μάτια μου, να μην πυρπολώ έτσι πια τίποτα
με τη ματιά μου…

23 Αυγούστου 1988
—από τηλεφώνου—

5

ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ

«δε θα σε ξεχάσω ποτέ
Ιερουσαλήμ…»
(Υ. AMICAI — «Love Poems»)

Η πυρά σου
δυο χιλιάδες χρόνια τώρα
δεν έσβησε
—όμως, ξέρεις, δε βγάζει πια καπνό…

Σου έδωσα την Ποίηση,
όλα τα αντίδωρα της ζωής
—και του θανάτου.
Σου έδειξα τις επτά αβύσσους, μέσα μου,
και τις άλλες επτά, έκτος μου.
Και Εσύ μου έδειξες το περίπτερο
απ’ όπου αγοράζεις τα αντισυλληπτικά…

Υπάρχουν έρωτες που δε γνωρίζουν
τους τρόπους του θανάτου.
Πεισμώνουν, εμμένουν, δε σήπονται
διασχίζουν τούς αιώνες
—γίνονται ό Θεός
μέσα από τον πολύ πόνο Τους…

«ένα αρχαίο κλάμα
μας ενώνει…»
(Y. AMICAI — «Love Poems»)

Το χέρι σου μελετούσε όλη νύχτα
χειρονομίες που δεν τόλμησες
«από ένα τριμμένο εγχειρίδιο», ερώτων…

Η σελήνη μάς έδειξε και τα επτά της πρόσωπα∙
— με ποιο, άραγε, πάλι θα με αγαπήσεις;

Είχαμε περισσότερο απ’ όλα τα όνειρα∙
τώρα
πρέπει να αποδώσουμε δικαιοσύνη,
στοιβάζοντας
Πράξεις βαριές…

6

Αιώνες υπομονής
αιώνες επιμονής
— το δειλινό σκέπασε
τον κόσμο,
«ματωμένο σεντόνι…»
Τί θα παίξουμε
σήμερα
Καραγκιόζη;

ΛΑΙΚΙΣΜΟΣ ή ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑ; (1985)

Η ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Η φαντασία και το όνειρο – η επαναστατική και καθημερινή τόλμη, να τι λείπει ακόμα από το κίνημα μας, πιστοποιεί ο Βλαντιμίρ Λένιν στις τελευταίες σελίδες του. Τι να κάνουμε, που γιορτάζει φέτος τα 80 χρόνια της συγγραφής του. Να βάλουμε στην επαναστατική πρακτική την ποίηση και την αισθητική,
ζητά λίγα χρόνια αργότερα ο Μαξίμ Γκόρκυ. Και ο Μαγιακόφσκυ -επεξεργάζεται αισθητικά- σκηνοθετεί μαζί με τον Αϊζενστάιν στην Κόκκινη Πλατεία τις μεγάλες διαδηλώσεις της σοβιετικής εποχής.
Όλοι καλοδέχονται σήμερα τις γιορτές της προοδευτικής νεολαίας, στα πολλά της πρόσωπα, που ανθίζουν στην αθηναϊκή περιφέρεια, στη Θεσσαλονίκη και στην επαρχία αυτές τις πρώτες μέρες του φθινοπώρου. Πόσο όμως λείπει ακόμα από αυτές τις όμορφες στιγμές η αισθητική επεξεργασία, το όνειρο, η πρωτοποριακή φαντασία, η αισθητική έκπληξη που ζήτησε ο Λένιν, ο Γκόρκυ και που πραγματοποίησαν ωστόσο οι καλλιτέχνες της μεγάλης δεκαετίας που δέσανε την ποίηση με την επανάσταση;
Πόσο χρειάζεται λοιπόν ακόμα να παλέψουμε για να καταλυθεί ο λαϊκισμός, η μικροαστική αναπαραγωγή της αισθητικής του κατεστημένου από τη ζωή μας, που μαστίζει όχι μόνο τη συντήρηση αλλά πολύ συχνά και μεγάλο μέρος του προοδευτικού χώρου;

Ο ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΣ ΦΑΣΙΣΜΟΣ..

Φασισμός δεν είναι μόνο η ανοικτή δικτατορία του μεγάλου κεφαλαίου, που με τη δυνατότητα υπερεκμετάλλευσης των εργατών δίνει τη δυνατότητα παροχών -και έτσι στήριξής της- και στα μικροαστικά στρώματα χωριού και πόλης…
Φασισμός είναι και η καθημερινή πρακτική της αυταρχικής
συμπεριφοράς του Εγώ ως προς τον Άλλο, αυταρχικής συμπεριφοράς που βασίζεται στην υπερεκμετάλλευση της αδυναμίας του πλησίον του ‘Αλλου – του γονιού προς το παιδί αλλά και του παιδιού προς το γονιό, του άνδρα προς τη γυναίκα αλλά και της γυναίκας προς τον άνδρα, του καθημερινού δίπλα μας πιο καπάτσου, πιο ξυπνού, πιο αδίστακτου, που εκμεταλλεύεται την
αγαθότητα ή τη λογική του Άλλου. Φασισμός είναι η μονοδιάσταση και εμπαθής χρήση του Λόγου του Άλλου, είναι να είσαι αδίστακτος τη στιγμή που είσαι ο δυνατός, να συντρίβεις δίχως αγάπη τον Άλλο όταν δεν μπορεί να αμυνθεί ή δε θέλει… Και φασισμός είναι η εκμετάλλευση της πιο ανθρώπινης αδυναμίας – η εκμετάλλευση του απελπισμένα, παραδομένα, ερωτευμένου
Άλλου…

Η σάρκα σου όλη (1998)

Η ΣΑΡΚΑ ΣΟΥ ΟΛΗ

Το ταξίδι φαίνεται πως τελείωσε. Το καράβι μας πλέει τώρα στη Χοάνη Σου. Αιδοίο της Οικουμένης, Μήτρα του Καθόλου. Τα κύτταρά Σου ωστόσο κοχλάζουνε, αρνούνται να υποταγούν στις εντολές του Ενός — Εκείνου του Ολόκληρου. Αρνούνται να αποδεχτούν το τέλος του ταξιδιού: «Αδύνατο να αποσυντεθώ τόσο που σε αγάπησα», είπες…
Ανεβαίνω στο ανάντι του Μεγάλου Ποταμού, αντίστροφα στις αρτηρίες Σου. Οι ποταμοί, κάθε ροή, μεταμορφώνονται στο αντίθετό τους. Αδειάζουν τα ύδατα των ωκεανών. Μες στην αγκάλη σου γίνονται το νυν, το μέλλον και το παρελθόν. Οι ποταμοί, το παγκόσμιο αίμα Σου, χάνονται. Οι τόποι χάνονται για να φανερωθούν τώρα ως χρόνος. Μεταλλάσσεται ο χώρος σε Καιρό. Και ο Καιρός στο Μηδέν. Στο πιο Τίποτα από το Τίποτα κάθε απόλυτου. Ο Λόγος έγινε χρόνος. Ο Χώρος έγινε Καιρός για να εκμηδενιστούνε στην άρνηση της πράξης σου, στον έρωτά μας που μένει. Αυτός μόνο. Χάθηκε ο αιώνας ο πριν. Χάθηκε ο Μετά Αιώνας. Διασχίζω σιωπηλός τη μυστική ροή Σου, εσωτερικεύοντας τον θόρυβο του κόσμου, μεταποιώντας τον σε ήχους της καρδιάς μου. Συμπαντικές εκρήξεις. Τόσο εκκωφαντικές που δεν δύναται να τις ακούσει κανένας. Η ιστορία όλη, οι
λαοί, τα γεγονότα, Λόγος και Πράξη λησμόνησαν το βαφτιστικό τους όνομα. Είναι ο κανένας, είσαι ο κανένας, είμαστε το πιο τίποτα από το τίποτα — σου το λέω πάλι.
Έτσι το βλέμμα Σου. Τα κύτταρα του σώματός Σου καταργούν τα κύτταρα της μνήμης μου — που είναι και η δική Σου μνήμη. Είμαι ο Πριν, είμαι ο Τώρα, η καταργημένη μνήμη Σου. Ίσος με Εσένα —λοιπόν— ο αιώνιος τίποτα.
Πρέπει να γνωρίσου τον Πατέρα. Η Απουσία του καθορίζει κάθε Παρουσία. Φυσάει ξέρεις, σφοδρός Βαρδάρης. Και το φεγγάρι Πανσέληνος. Ποιος είναι κρυμμένος μέσα στο πιο βαθύ αμπάρι του χρόνου; Εκείνη που αγάπησες στον Κήπο Μπεχ Τσινάρι πέθανε ξέρεις τρεις αιώνες μετά, πλαντάζοντας και αυτή από μοναξιά.
Ανύπαντρη. Παρ’ όλη τη σπάνια ωραιότητά της. Τζεράρντο Φελίτσε Μαρκήσιος του Μόντε Φόρτε. Της Ναπολιτάνικης Αριστοκρατίας. Τον γνώρισε στα είκοσι της χρόνια. Της υποσχέθηκε αιώνια να την αγαπαει.
Με το καράβι Σου πάλι. Ανεβαίνουμε τ’ ανάντι του ρου. Ανατρέπω πάντα την ιστορία — κάνω δικό μου, χωρίς να τον ρωτήσω, βιάζω τον έφηβο Καιρό. Το ποτάμι έγινε τώρα το συλλογικό μας σώμα. Η Ελλάδα ως χρόνος. Ιστορία. Αρνούμαι την Ανταλλαγή. Οι πρόγονοί μου θα μείνουν πάντα στον Πόντο — ανάμεσα στην Μαύρη Θάλασσα και τις κορφές του Τσιάμπαζι.

ΟΙ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΗΣ ΣΑΡΚΟΣ

Οι ασίκηδες — οι εραστές του Θεού — γίνονται τώρα οι κυρίαρχοι. Οι άνθρωποι νομοθετούν τις εντολές του Ολόκληρου. Ο χώρος γίνεται ερωτικός παρά τα σκαμπανεβάσματα της ιστορίας. Θρέφουν οι πληγές της Σάρκας μας μέσα στον Καιρό. Θάλλει η βασιλίδα Κωνσταντινούπολη. Τόπος των τόπων. Αγλάισμα αναφοράς. Οι άγγελοι στριμώχνονται με τους διαβόλους. Τα Ταταύλα, το Κουρτουλούς. Η γειτονιά της πόλης. Το Ατταρίν, τα Λαδάδικά του. Κι εδώ αγγέλοι και διάβολοι, δηλαδή διπλά άγγελοι, περιδιαβάζουν. Ρευστό το μύρο. Ματζουράνα και πατσουλί. Πυροβολούν στα διψασμένα σκέλη — σφαίρες αδέσποτες καρφώνονται στη Σάρκα του Κόσμου. Το σπίτι της κυρα-Μάρως. Το σπίτι της Madame Morraine. Το σπίτι της Φάτμα της Τσερκέζας. Το καζίνο των Σουλαίων. Το μπιστρό της κυρίας Χριστίνας.
Το Τριανόν. Ο Ταμπάκης. Η ωραία Σταυρούλα που γενναία ετόλμησε. Ο αράπης άντρας της Λάζαρος ή Εφραίμ. Την κοίταζαν γλυκά οι πέντε Μακαριότατοι. 0 άλλος ο ξανθός — ο Σοφοκλής, ξάδελφος της
Λωξάνδρας. Ο Χατζησαμάνης που η ματιά του έκαιγε σαν κάρβουνο. Ο Θέμις γελάει ή κλαίει; Ο Μίμης. Έφυγα μόνος από του Δώρυ — δεν άντεχα τις
κακίες Κασταμωνίτη. Πόσος στοιβαγμένος πόνος για να γίνει έτσι;
Στην παραλία, ο μυχός του Κερατίου. Ναυπηγείο, ταρσανάς. Μαλτέζοι ναυτικοί, Λαζοί, Υδραίοι και Σπετσιώτες. Εδώ χτίζεται ο «Μεγάλος» — το
σκαρί που θα κάνει το δρομολόγιο Μαύρης — Άσπρης Θάλασσας, με ψηλή καρίνα ειδική για τα κύματα του πελάγους. Εκεί ο Μάρσιππος — σκούνα του Ισνίκ, της Νίκαιας, και η Αγία Μαρίνα των Φεσσαίων και η κυρα-Παναγιά των Ιμβριωτών. Ήμουν 17 — στα πιο υγρά νιάτα μου. Ο ξάδελφος Βλαστάρης. Ο Μικές Ράλλης. Ο Άγιος Σάββας της Ιερουσαλήμ.
Η Σάρκα πωλείται. Αγοράζεται η Σάρκα. Στην Αγορά του Έρωτα. Επίσημα. Ή ανεπίσημα. Στους γάμους. Το Μπορδέλο είναι γενική κατάσταση. Κάτω από διαφορετικά προσωπεία ή ονόματα μέσα στον Καιρό. «Σημασία έχει η ποιότητα», είπε η Μαντάμ Ορντάνς, γελώντας. Άλλο αγορά και άλλο
ξεπούλημα. Αγορά φτωχευμένη. Η Ανάγκη της Σάρκας. Η ανάγκη της Ασφάλειας. Η ένταση της Συνάντησης — αυτή μετράει. Μεταμορφώνει σε ποίηση την αγορασμένη ηδονή. Κάνει το στιγμιαίο να υπερβεί το θάνατο.
Τα Λαδάδικα — τα Ταταύλα της Θεσσαλονίκης. Τα Ψαμαθιά της, το Κουλεκαφέ και το Τσινάρι. Γειτονιά του λιμένος, εκτός των τειχών. Ως πρόσφατα στα ισόγεια καταστήματα — είδη ναυτιλίας και αλιείας. Οίκοι ανοχής στα πατώματα. Οι κατασκευές του τέλους του 19ου αιώνα — αετώματα στρογγυλεμένα με τούβλο πορφυρό στιλβωμένο. Όλα αναπαλαιώνονται τώρα. Αλλάζει ο στόχος του χώρου — η
λειτουργία του. Τα μπορδέλα και τα καταστήματα έδωσαν τη θέση τους σε ταβέρνες και πολυώροφα μπαρ. Άγγελοι και διάβολοι είπαμε — δηλαδή διπλά
άγγελοι περιδιαβάζουν. Με τις φτερούγες ανοιχτές. Με τυλιγμένες τις μακρουλές ουρές στο στενό μπλουτζήν. Οι κυρίες του επαγγέλματος έδωσαν τη θέση τους σε ανεπάγγελτες κυρίες. Ζουν απομυζώντας κι αυτές το βαλάντιο του εραστή. Ή του συζύγου.
Τη γειτονιά την έκοψε στα δύο η προέκταση της Τσιμισκή. Την πλήγωσε βαριά η άτακτη οικοδόμηση — οι φτωχικές παραδοσιακές κατασκευές τώρα έγιναν εξίσου φτωχικές πολυκατοικίες. Ένα κομμάτι
όμως της παλιάς γειτονιάς επέζησε.

ΙΣΤΟΡΙΑ – ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΦΟΡΑ-
ΟΙ ΝΕΟΙ ΜΠΟΛΣΕΒΙΚΟΙ

Η Επανάσταση του 1917 είχε μείνει μιας πρωτοπορίας. Οι μάζες ακολούθησαν αργόσυρτα. Στις τελευταίες εκλογές οι Μπολσεβίκοι είχαν πάρει μόλις το 10%. Και όμως η επαναστατική θέληση ανέτρεψε
τους αστούς. Πρώτη φορά έγινε απόπειρα να οικοδομηθεί μια κοινωνία Δικαιοσύνης. Η περικύκλωση από τον Ιμπεριαλισμό δεν άφησε να εξελιχθούν τα πράγματα.
Η Επανάσταση κράτησε 75 χρόνια. Έπεσε στα 199 1. Όχι από τις ελλείψεις στη δημοκρατία. Αλλά από τις ελλείψεις στην οικονομία. Βασικός ένοχος η εχθρότητα ως προς την Αγορά. Η αναγκαιότητα πολεμικής ισορροπίας με την επιθετική Δύση. Στα χρόνια αυτά η Επανάσταση έγινε η δεύτερη παγκόσμια δύναμη. Με εκατόμβες θυσιάζοντας το αίμα του λαού της νίκησε βασικά αυτή το φασισμό. Απελευθέρωσε τον υπανάπτυκτο κόσμο από την αποικιοκρατία. Έκτισε τρεις φορές από την αρχή το οπλοστάσιο
των Αράβων. Άλματα στην παιδεία και στον πολιτισμό.
Όμως και σφάλματα βαριά. Γεροντοκρατία. Γραφειοκρατία. Επαναστατική βία που για τρεις γενιές συνεχίστηκε. Όλο και πιο μεγάλη διείσδυση του οικονομισμού από τη Δύση. Επιβίωση μετά τα μεγάλα χρόνια στις μη εγρήγορες μάζες του μικροαστικού φρονήματος. Η κατάρρευση έγινε από τα εντός. Οι ήρωες κουράστηκαν.
Και το μεγάλο οικοδόμημα που ανεγείρανε με εκατομμύρια θυσίες οι λαοί κατέρρευσε. Και ουρλιάζουν απελπισμένοι οι λαοί-γιατί μάταια φάνηκε πως είχαν δώσει το αίμα τους και το ψωμί τους στους απόκληρους. Και προς ώρας έστω φάνηκε πως νίκησε η δίχως πνοή ύλη. Και βρήκαν τώρα τον τρόπο οι στο χρήμα και στα όπλα δυνατοί. Και ρουφούσαν όλο το αίμα των λαών. Και τους ταπείνωναν ακόμα βαθύτερα. Και ρημάξαν τον λαό του Ιράκ και τον λαό της Παλαιστίνης. Και η απελπισία των λαών έθρεψε και
γιγάντωσε τη βία, τη δίχως νου βία. Και η κλεισμένη γροθιά των λαών έμεινε αδρανής μέσα στην απελπισία και στο αδιέξοδο. Και ένα ωχ! ήταν ο θόρυβος της οικουμένης. Και οι 400 εκτελεσμένοι της Καισαριανής και ο Πλουμπίδης και ο Μπάτσης και ο Μπελογιάννης και οι χιλιάδες της λαϊκής αντίστασης ζητούν για το αίμα τους δικαιοσύνη. Ότι σκλαβώσαν πρώτα οι ντόπιοι μετά οι ξένοι φασίστες τον λαό, αλλά κατόπιν ήρθαν οι ξένοι και ντόπιοι, οι δεξιοί με το «ανθρώπινο πρόσωπο». Και υπήρχαν πολλοί από αυτούς που ξέραν ό,τι έκαναν. Και υπήρχαν και άλλοι που δεν ξέραν. Και λέγαν αυτοί «Πολεμάμε τον κόκκινο και το μαύρο φασισμό», βάζοντας όλους στο ίσο — και αυτούς που με τη βία τούς σκλαβώναν. Και δεν βλέπανε την τρομοκρατία των κρατών στο Αλγέρι, στο Βιετνάμ, στην κατεχόμενη Παλαιστίνη αλλά έβλεπαν μόνο την τρομοκρατία των απελπισμένων.

2 σκέψεις για το “ΚΩΣΤΗΣ ΜΟΣΚΩΦ”

  1. Παράθεση: Το ποίημα της εβδομάδας… « απέραντο γαλάζιο

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.