ΜΑΡΙΑ ΤΣΙΜΑ

.

Γεννήθηκε στην Κεφαλονιά. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Ιστορία – Αρχαιολογία. Από τα ιδρυτικά μέλη της ΘΕΣΠΙ (Θεατρική Συντροφιά Πανεπιστημίου Ιωαννίνων). Απόφοιτος της Δραματικής Σχολής Ωδείου Αθηνών (1990). Ιδρυτικό μέλος του Θεατρικού Οργανισμού Στιγμή. Εργάζεται στο θέατρο , στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση.

Διασκεύασε μαζί με τον Γιάννη Αναστασάκη το μυθιστόρημα του Τζέημς Θέρμπερ: «Τα 13 ρολόγια» (παραστάσεις στα ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου, Πάτρας και Ιωαννίνων) και την «Τρελοβγενιώ» της Ινές Κανιατί ( παραστάσεις στο Θέατρο Στοά – Θέατρο Βασιλάκου και Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος)

– «Κριστέλα», Γ’ Βραβείο Διηγήματος από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο». Κυκλοφορεί στη συλλογή: Ο φόβος του ξένου (2014).

– «Τα λεφτά είναι φτωχά» , διήγημα από τις εκδόσεις «Ταξιδευτής». Κυκλοφορεί στη συλλογή: Έλα στη θέση μου – 20 Ιστορίες για την αλληλεγγύη (2015).

– Β’ Βραβείο Διασκευασμένου Σεναρίου της Ένωσης Σεναριογράφων Ελλάδος για την Αιολική Γη του Ηλία Βενέζη (2014).

– Έγραψε το θεατρικό έργο Ίσια Δικαιώματα που παρουσιάστηκε στο θέατρο VAULT στην Αθηνα (2016-17).

.

.

ΒΙΒΛΙΟ

.

.

.

ΙΣΙΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ (2019)

Αλλοδαπές γυναίκες μιλούν

.

ΝΑΤΑΣΣΑ / ΛΙΘΟΥΑΝΙΑ

Δεν είμαι πάνω από έξι χρόνων. Κάθομαι στην κουζίνα. Έξω χιονίζει. Κάνω χάζι. Τα παιδιά ρίχνουν χιόνι στη λίμνη. Φοράω ένα πλεχτό σκουφάκι. Μου φωνάζει η μάνα μου
     ένας σκίουρος.
          να τον δω… να τον δω
     Με παίρνει αγκαλιά. Παγώνω από το κρύο, τουρτουρίζω αλλά η αγκαλιά της είναι ζεστή. Ακούμε τις κρυστάλλινες τρίλιες των αηδονιών. Θυμάμαι το κορμί της. Μύριζε ταλκ. Αλλά δεν έχω και καμιά φωτογραφία. Δεν πήρα. Κι η ηλικιωμένη κυρία εδώ μυρίζει ταλκ και sudocreme. Για τις πληγές. Δεν είμαι πάνω από έξι χρόνια στην Αθήνα. Στην Ιπποκράτους. Φροντίζω την κυρία Δώρα. Ενενήντα δύο χρονών. Έπαθε Εγκεφαλικό πριν από τρία χρόνια. Πού και πού ανοίγει στη σπονδυλική στήλη. Φαίνεται το κόκαλο. Είναι σχεδόν παράλυτη. Μόνο το αριστερό της χέρι δουλεύει. Το σηκώνει και πιάνει την πιτζάμα, τη διπλώνει και την ανεβάζει… να… έτσι (το αριστερό χέρι διπλώνει τη πιτζάμα μέχρι το γόνατο και την ξεδιπλώνει) Όλη μέρα το ίδιο. Το δεξί της χέρι το ακουμπάω σ’ ένα μαξιλάρι. Έχει μαυρίσει λίγο και είναι πρησμένο. Δεν μιλάει αλλά καμιά φορά αναστενάζει ή βογκάει —κυρίως τη νύχτα—, τα μάτια της είναι πάντα ανοιχτά μες στο σκοτάδι. Πότε κοιμάται; Πότε ξεκουράζεται; Κι οι φτέρνες της ανοίγουν. Τα νύχια ίσα που κρέμονται. Έχουν λεπτύνει πολύ οι γάμπες απ’ την ακινησία. Καμιά φορά φοβάμαι πως θα σπάσουν από μόνες τους. Κρακ. Την ταΐζω με το κουταλάκι. Νερό και πορτοκαλάδα με τη σύριγγα. Στην αρχή είχε αυτό το καλώδιο που έμπαινε απ’ τη μύτη αλλά το πέταξε. Όλα λιωμένα στο μπλέντερ. Από όρεξη άλλο τίποτα. Αυτό τη σώζει. Καμιά φορά η κόρη της τής φέρνει μια πάστα σοκολατίνα. Να τη δεις πώς γλείφεται! Με κοιτάει βαθιά στα μάτια και είναι σα να θέλει κάτι να μου πει. Αλλά δεν μπορεί. Το πρωί βρίσκω τσίμπλες. Σαν να κλαίει όλη νύχτα. Της πλένω τα μάτια με βαμβάκι. Το βουτάω στο νερό. Και το σώμα με πράσινο σαπούνι. Κάνει καλό στις πληγές. Κλείνουν πιο γρήγορα. Η κόρη της έφερε τις προάλλες ένα στρώμα που κουνιέται. Ηλεκτρικό.
αερίζεται καλύτερα
Τι να κάνει κι αυτή; Έρχεται όποτε μπορεί. Δουλεύει σε φαρμακευτική εταιρεία μέχρι αργά. Έχει τα παιδιά της, τον άντρα της. Τι να πρωτοκάνει; Δεν έχω παράπονο. Τα λεφτά πάντα στην ώρα τους και την Κυριακή στο ρεπό μού παίρνει τη θέση μου και δεν κάνει παρατηρήσεις, σαν κάτι άλλες που ακούω. Τα Χριστούγεννα φέρνει τον άντρα της και τα παιδιά. Μπαίνουν για λίγο στο δωμάτιο και φεύγουν. Η κυρία Δώρα βυθίζεται όλο και πιο πολύ στη σιωπή. Κι όταν την αλλάζω και της φοράω την πάνα κλείνει τα πόδια της από… ντροπή; Ποιος ξέρει; Το πρόγραμμά μου είναι πάντα το ίδιο.
Ξυπνάω εφτά. Της φτιάχνω γάλα. Κι εγώ τον καφέ μου. Άλλαγμα. Μετά κάνω το σπίτι. Ετοιμάζω φαγητό και για τις δυο μας. Εκείνης τής τ’ αλέθω. Τα δικά μου πάλι όχι. Στις έντεκα φρούτο λιωμένο με πιρούνι, ροδάκινο ή μπανάνα. Πάλι άλλαγμα. Πηγαίνω για λίγο μέχρι το σούπερ μάρκετ ή το φαρμακείο ή και τα δυο μαζί. Γάζες, πάνες, κωλοπλάστ. Αφού την ταΐσω για μεσημέρι βλέπω κάνα σήριαλ και μετά πέφτω λίγο. Άλλαγμα. Κάτι ελαφρύ για βράδυ. Πάλι άλλαγμα. Είναι πολλές οι ώρες μέχρι το πρωί. Μία φορά τη βδομάδα
λούσιμο και καθαρά σεντόνια. Ευτυχώς που μου έφερε η κόρη της κάτι κατωσέντονα με πλαστικό και δεν χρειάζεται να τ’ αλλάζω κάθε τρεις και λίγο. Το καλοκαίρι, άμα έχει πολλή ζέστη, την αφήνω μόνο με την πάνα. Κι είναι πολύ άσπρη. Σα μωρό. Όταν την κάνω μπάνιο χαίρεται. Κι όταν
τη χτενίζω κουνάει τ’ αριστερό το χέρι να πιάσει κι αυτή τη χτένα.
     ήτανε κοκέτα, λέει η κόρη της.
Όλη μέρα τσιμουδιά. Αλλά τη νύχτα, σα να φοβάται κι αυτή κι όλο φωνάζει, με ξυπνάει. Στην αρχή τη λυπόμουνα κι άφηνα την πόρτα μου ανοιχτή. Τώρα δεν αντέχω. Κλείνω και τη δική μου και τη δική της, μη μείνω ξάγρυπνη και την άλλη μέρα δεν αντέχω. Καμιά φορά με νευριάζει γιατί φτύνει άμα δε θέλει άλλο και με τ’ αριστερό το χέρι πετάει όλα τα σκεπάσματα. Της βάλαμε ένα σίδερο στο κρεβάτι μη μας πέσει. Φοβάμαι για την κυρία Δώρα γιατί χρόνο με χρόνο γίνεται όλο και πιο βαριά και καταπέφτει πιο πολύ κι εγώ μετά τί θα κάνω; Έξι χρόνια έχω εδώ, αλλά τα παιδιά στη Λιθουανία; Στέλνω, στέλνω, στέλνω, μα είναι πολλά τα έξοδα κι ο άντρας μου χωρίς δουλειά εκεί.
Ένα βράδυ μπαίνει στον Ευαγγελισμό. Ανέβασε ψηλό πυρετό και δεν μπορούσα να κάτσω μαζί της γιατί κάνανε ελέγχους για αλλοδαπούς.
     δεν πρέπει
          μόνο αποκλειστικές
               απαγορεύεται
Και πού να βρει τόσα λεφτά η κόρη της; Και να κρύβομαι πότε στην τουαλέτα και πότε πίσω από την πόρτα μη με βρούνε. Πάλι καλά που έπεσε ο πυρετός και γυρίσαμε γρήγορα σπίτι. Ξανά μανά τα ίδια. Τάισμα, πλύσιμο, αλοιφές. Απόψε ακούμε τις κρυστάλλινες τρίλιες των αηδονιών στην Ιπποκράτους
Χτυπάει το σταθερό. Είναι η κόρη μου μες στα δάκρυα και μου λέει:
πέσανε η γιαγιά, μαμά
Και κλαίει. Και κλεινό.. Πάω στην κυρία Δώρα και κλαίω! κι εγώ. Και είναι ο μόνος άνθρωπος που έχω να το πω. Και με κοιτάζει μ’ εκείνα τα μάτια τα ανοιχτά. Και με βλέπει πρώτη φορά στα τόσα χρόνια να κλαίω. Και παίρνει με τ’ αριστερό της χέρι το κεφάλι μου κοντά της. Και τότε αρχίζω να λέω μες στον λαιμό της:

               μάνα μου … μάνα μου

.

ΤΟΝΤΟΡΚΑ / ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ

(Skype… η φωνή πιο δυνατή από το συνηθισμένο)
ελα… πήγαινε λίγο πιο κει… δε σε βλέπω καλά… γιατί είσαι έτσι; είσαι κουρασμένη, αγάπη μου; διάβαζες; δεν σ’ ακούω… αλλά διαβάζω τα χείλια σου… κάτι έπαθε πάλι η σύνδεση… μην κλείνεις… να σε βλέπω λίγο… δεν
πειράζει που δεν σ’ ακούω… έτσι να σε καμαρώνω… κάνε μου νοήματα… καταλαβαίνω το ναι… το όχι… έδωσες μάθημα; πώς πήγες; καλά; το πέρασες; μπράβο! να κοιμηθείς όμως… να ξεκουραστείς… έλαβες τα ‘λεφτά; δεν μπορούσα άλλα… κι εδώ μου δίνουνε λιγότερα… εσύ μ’ ακούς; μπράβο! κάτι είναι κι αυτό! τι κάνει ο αδερφός σου; έχω πολύ καιρό να του μιλήσου… όλο δουλεύει… να του πεις να μην κουράζεται… κι εγώ θα ’χω τον νου μου… τίποτα να μη φοβάστε… τίποτα… δε σ’ ακούω… κάτι λες και δε σ’ ακούω… πιο αργά… μπορείς πιο αργά τα χείλια σου να καταλάβω; κάτι λες για το σπίτι… τι
έγινε με το σπίτι; ποιος ήρθε; κάποιος… ποιος; λεφτά; τι λεφτά; ααααα… το δάνειο… δεν έχω άλλα … ό,τι μου δίνουνε σας το στέλνω… αλλά κι εδώ δυσκολέψανε τα πράματα… δεν ακούτε; φτώχεια κι εδώ.. δεν μπορώ
να κάνω άλλη δουλειά… δεύτερη… αφού όλη μέρα μένω μέσα… κατάλαβες; μέεεεσα… και στο ρεπό δεν βγαίνω για να μη χαλάω τίποτα… και την Κυριακή εδώ έρχομαι στο καφέ… ίσα να σας μιλήσου… ο γέρος είναι στο κρεβάτι…
μέρα νύχτα…. παράλυτος… μου ’χουνε φύγει τα χέρια… να τον σηκώνω και να τον αλλάζω… μ’ ακούς; δε μ’ ακούς! αααα… μ’ ακούς… όχι δεν παραπονιέμαι… εγώ για σας… για σένα… τι άλλο να θέλω εγώ… μόνο να πας καλά… να γίνεις άνθρωπος… να σπουδάσεις … να φύγεις… όχι σαν κι εμένα… να φύγεις από κει… αλλά όχι σαν κι εμένα… δεν κλαίω… γιατί να κλάψω… είμαι ευτυχισμένη που έχω τέτοια παιδιά… τέτοια καμάρια… κάνε πιο κει… μετράω τις μέρες και τις νύχτες καρδιά μου… εφτά χρόνια και πέντε μήνες… δυο χιλιάδες εφτακόσιες έξι μέρες και νύχτες… σ’ έχασα… έτσι… τι βλέπω πίσω; αλλάξατε κουρτίνες; μπράβο! να το κάνετε όμορφο… να ζείτε καλά… έχεις φίλο; τι ντρέπεσαι; εμένα; τη μάνα σου; κουρασμένη; όχι, αγάπη μου! κουράστηκα να είμαι μόνη… κουράστηκα που δεν σας βλέπω… τι κουρασμένη; τώρα έτσι που σε βλέπω φτυστή ο πατέρας σου! έχεις φίλους; πολλούς; από το Πανεπιστήμιο; έτσι… να’ σαι κοινωνική… κάτσε… κάτσε… μην κουνιέσαι… τι έχεις στο χέρι σου; εκεί στον καρπό… τι έχεις; τι μαυρίζει; τατουάζ; είναι δυνατόν; τατουάζ; κάνουν κι εκεί; εδώ όλοι… γυναίκες άντρες σα
σημαδεμένοι… τι να πω; μα γιατί; τι γράφει;… δείξε μου το… τι γράφει… φέρε κοντά το χέρι σου… πιο κοντά… κοοοοντά… είναι θολά… τι γράφει; mama… mama γιατί μου το ’κάνες αυτό ψυχή μου; γιατί μου το ’κάνες αυτό μωρό μου; πώς να γυρίσω τώρα εγώ στον γέρο; μου λες; δε σε βλέπω καλά… σε χάνω… είσαι θολή… δε σε βλέπω
(σβήνει μόνη της τη σύνδεση. Ξεσπάει σε γοερά κλάματα)

.

.

ΤΟ ΛΙΘΟΣΤΡΑΤΟ (2017)

.

[1] ΜΙΑ ΝΑ ΠΑΣ ΜΙΑ ΝΑ ΓΥΡΙΣΕΙΣ

Περπατούσαν στο Λιθόστρατο και τρίζαν τα πλακάκια. Μανοθυγατέρα. Ψηλές κι αδύνατες. Η μάνα με μια κοτσίδα γκρίζα πλεγμένη αγανά μέχρι κάτω απ’ τη μέση κι η μικρή μ’ ένα καρέ μαύρο αυστηρό, λίγο κάτω απ’ τ’ αυτί. Η συνηθισμένη βόλτα τους εκεί γύρω στις 8.30 με φως τα καλοκαίρια και το χειμώνα πιο νωρίς. Λίγο πριν πέσει ο ήλιος. Τακα-τουκ, τακα-τουκ στο πλακόστρωτο. Μ’ ένα ρυθμό πάντα τον ίδιο, ούτε γρήγορο ούτε και αργό. Συντονισμένα τα τακούνια ν’ ακούγονται μαζί σαν ένα. Πάντα γόβες με λεπτό τακούνι. Πάντα μαύρες λουστρίνι. Τακα-τουκ, τακα-τουκ σαν να μιλούσαν μεταξύ τους γιατί οι γυναίκες δε λέγαν και πολλά. Να δεις πώς συντονίζονταν μπροστά απ’ τις βιτρίνες. Σταμάταγαν μαζί τα μαύρα τα λουστρίνια χωρίς άλλη συνεννόηση. Μόνα τους και ξαφνικά σταμάταγε ο χορός πάνω στις πλάκες για να κοιτάξουν τα καινούργια τα παπούτσια ή τα ρούχα. Χειμώνα-καλοκαίρι ανάλογα την εποχή. Οι άντρες τις καμάρωναν και κάποιοι τις νύχτες χαϊδεύανε στον ύπνο τους εκείνες τις γάμπες και προχωρούσαν και πιο πάνω. Κάτω από τα φουστάνια και ξυπνούσαν μουσκεμένοι. Κι οι γυναίκες τις ζήλευαν θανάσιμα και έκαναν πως δεν τις κοίταζαν, αλλά ξεσήκωναν όλες τις κινήσεις τους. Μα πού να φτάσουν αυτό το άφταστο συντονισμένο τακα-τουκ του Λιθόστρατου. Έτσι μεγάλωναν οι δυο τους. Όμορφες. Πάντα ντυμένες με φουστάνια μεσάτα κι οι γάμπες πότε γυμνές και πότε με καλσόν του δέρματος. Λεπτά — τόσο λεπτά που οι άλλες γυναίκες πίστευαν ότι ακόμα και το χειμώνα δεν φορούσαν τίποτα. Έδειχναν σαν αρχόντισσες. Αλλά όχι. Δεν είχαν λεφτά. Ήταν μόνο περιποιημένες. Κι αρωματιστές. Έτσι όπως περνούσαν δίπλα σου, άφηναν μια γεύση από βανίλια. Μοσχομυριστές. Σα να ’χαν μόλις βγει απ’ το μπάνιο τους. Δεν είχανε πολλά πολλά με τους άλλους. Κι ούτε κουβέντιαζαν πολλά πολλά και μεταξύ τους. Όρθια στητά κορμιά στη βόλτα τους που κοίταζαν μπροστά κι έκαναν πάντα την ίδια διαδρομή. Ο δρόμος με τους φοίνικες, η κεντρική πλατεία, το Λιθόστρατο και η πλατεία της Καμπάνας. Η πλατεία της Καμπάνας, το Λιθόστρατο, η κεντρική πλατεία και ο δρόμος με τους φοίνικες. Αυτό. Ένα πάνω κάτω. Μια να πας — μια να γυρίσεις. Χρόνια ολόκληρα. Κι αυτή η μια ώρα ήταν αρκετή. Ήταν αρκετή για να αναστατωθεί ολόκληρη η πόλη, για να ανοίγουνε τα στόματα των γυναικών και τα μάτια των αντρών, για να ακούγονται αλλόκοτες ιστορίες. Τους δαιμόνιζε ότι δεν ήξεραν γι’ αυτές περισσότερα απ’ όσα θα ’θελαν να μάθουν. Γιατί δεν έλεγαν πολλά και δεν μπορούσε κανείς να τους προσάψει κάτι. Δεν τους έμοιαζαν, γιατί δεν έπαιρναν μέρος στα κουτσομπολιά και δεν ασχολούνταν με τον ένα και τον άλλο. Μόνο όταν έβρεχε πολύ δυνατά δεν έβγαιναν. Αυτό δεν το άφηναν οι άλλοι ασχολίαστο: «Μόνο όταν ρίχνει καρεκλοπόδαρα τις χωράει το σπίτι τους» ! Πάντα με τον καλό λόγο στο στόμα ! Έβγαιναν — δεν έβγαιναν, αυτοί κάτι θα έβρισκαν να πουν. Εκείνο που τους ενοχλούσε πιο πολύ, ήταν αυτή η ορισμένη καθημερινή συνήθεια που δεν τη διέκοπτε ποτέ κάτι απρόβλεπτο. Μονάχα η δυνατή βροχή. Αυτό το ραντεβού των τακουνιών πάνω στα πλακάκια. Αυτά τα ηχηρά μαύρα λουστρίνια που δεν άφηναν κανένα ίχνος στο πέρασμά τους. Αυτό το θρόισμα των φουστανιών που δεν μπορούσε να τακτοποιηθεί μέσα στην λογική τους. Πώς γίνεται να μην τους δίνουν σημασία; Όμορφες, ναι, αλλά σιγά κιόλας —φτωχές— δεν έχουνε στον ήλιο μοίρα. Δεν είναι κι έξυπνες. Σνομπάρουνε τους πάντες. Θα την πληρώσουνε. Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά.

.

[9] ΠΕΣ ΜΟΥ ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Την τσάκωσε μια μέρα να μιλάει του γέρου στο τηλέφωνο. Όλο ψέματα. Πώς τάχα την είχε ανάγκη η μάνα της και την πιάσανε τα ψυχολογικά της. Πού να τη αφήσει. Δεν είναι καμιά άκαρδη. Κι όλο το σκέφτεται να γυρίσει αλλά τη μια τυχαίνει το ’να, την άλλη τυχαίνει τ’ άλλο. Ακουγότανε αυτός απ’ το τηλέφωνο θυμωμένος. «Μη με κοροϊδεύεις. Έχεις βάλει και τη μάνα σου στο κόλπο». Έλεγε … έλεγε … αλλά κι αυτή δεν έκατσε να τον ακούει. Δίνει μια στο τηλέφωνο και το ’κλείσε. Λίγο ακόμα και θα το ’σπαγε. Πολλά νεύρα. Κι ύστερα παίρνει την τσάντα της και τσουπ βγαίνει απ’ το σπίτι κι εξαφανίζεται. Πού την έχανες, πού την έβρισκες στην ιχθυόσκαλα πίσω απ’ το μαγαζί. Είχε γεμίσει τα γόνατά της μελανιές από το τρίψιμο στους τοίχους κι εκείνου η πλάτη ήταν οργωμένη από τα νύχια της και τίποτα μα τίποτα δεν τους σταματούσε. Είχανε μάθει τα σώματα να ζητάνε πεινασμένα. Κι ήθελαν πιο πολύ και πιο πολύ μέχρι να χορτάσουνε, λες και δεν είχαν ποτέ πριν ανατριχιάσει, κουραστεί και πέσει το ένα πάνω στο άλλο. Πόναγε παντού αλλά την ώρα που τη γύριζε στο σπίτι κι άκουγε το περπάτημά της αλαφρύ πάνω στα πλακάκια δεν μπορούσε να κρατήσει το χαμόγελο απ’ τα χείλια της, και σκεφτόταν: Είμαι η πιο καλογαμημένη γυναίκα του νησιού. Ποιου νησιού; Δεν υπάρχει πιο χορτασμένη γυναίκα σ’ όλην τη γη. Δεν με χωράει ο τόπος. Ας πεθάνω εδώ κι ας είναι και μαζί του. Να κοιμηθούμε μαζί και να πεθάνω. Τίποτ’ άλλο. Και την ίδια στιγμή φοβόταν για τις σκέψεις της. Πού θα πάει αυτό; Όλες οι φαρμακόγλωσσες παραμονεύουνε. Πρέπει να μιλήσει κάποια στιγμή και του γέρου και της μάνας της. Δε γίνεται. Ήταν να κάτσει ένα μήνα κι έχουν περάσει τρεις. Αλλά όχι, πίσω δεν ξαναπάει. Η μάνα της την έβλεπε να τρέχει εδώ κι εκεί και καθημό να μην έχει αλλά δεν μίλαγε. Θα της περάσει. Θα χορτάσει. Τι θα κάμει; Θα γυρίσει σπίτι της. Και μια μέρα εκεί που τρώγανε γεμιστά με φέτα κι έξω είχε κουφόβραση, μόλις πάει να βάλει στο στόμα μια πιρουνιά από τη μελιτζάνα, τη βλέπει να τρέχει σφαίρα στον καμπινέ και να τα βγάζει όλα. Έγινε κάτωχρη κι άσπρισε. Φοβήθηκε η μάνα της και «Λίγο νερό … τίποτα δεν είναι». Σε λίγο την ξαπλώνει στο κρεβάτι και «Ζαλίζομαι, μάνα. Δεν είμαι καλά». Μα δεν περνούν λίγα λεπτά, τινάζεται, αρπάζει γρήγορα την τσάντα της και τσουπ έξω απ’ την πόρτα. Να πάει να τον βρει. Να του το πει. Πως τέτοια αηδία δεν έχει ξανανιώσει. Πως ήθελε να βγάλει τ’ άντερά της. Τέτοια ορμή μέσα στα σπλάχνα της. Της δίνει αυτός ένα τσιγάρο να την ηρεμήσει κι έρχεται κι άλλο κύμα εμετού από τα σπλάχνα. Να μη μπορεί να το κρατήσει μες στο στόμα — σα ρουκέτα. Κάτωχρη. Την παίρνει αυτός και τη βάζει να κάτσει σε καρέκλα και με τις χούφτες της ρίχνει νερό στο πρόσωπο. «Τίποτα δεν είναι». Κι αυτή ήξερε. Πρώτη φορά το νιώθει αυτό. Πάει το βράδυ σπίτι πιο νωρίς. Βάζει ζεστό νερό απάνου της, να τρέχει με τις ώρες. Ξαπλώνει στην μπανιέρα. Καίει το νερό. Αυτό ναι. Την ξεκουράζει. Δεν θέλει τίποτ’ άλλο. Να μείνει εκεί. Να ζεσταθεί ενώ είναι καλοκαίρι. Μόνο να της πει ένα παραμύθι η μάνα της να κοιμηθεί. Πώς να το ζητήσει; Όταν της έφερε το μπουρνούζι να τυλιχτεί και στάζαν τα νερά κάτω στα δάχτυλα σ’ εκείνο το μικρό μικρό που σχεδόν δεν είχε νύχι, σε κείνο που της το χάϊδευε γλυκά και της το πιπιλούσε ο ανιψιός, της είπε: «Μάνα, θα μου πεις ένα παραμύθι να κοιμηθώ;» Κι η μάνα την πήγε στο κρεβάτι, την εξάπλωσε, παραμέρισε τις αφέλειές της από τα μάτια, κι άρχισε να μιλάει για τη χωριατοπούλα που έπιασε παιδί από τον γιο του βασιλιά, που είχε ντυθεί ζητιάνος για να τον αγαπήσει ένα κορίτσι αληθινά, κι όχι γιατί ήταν ο γιος του βασιλιά. Και του ’κάνε μια κόρη, όμορφη, αγγελούδι, ντυμένη πάντα γαλάζια μπλε … και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, κι έκλεισε τα μάτια της κι ονειρεύτηκε τον θηλυκό άγγελο —ξανθό— να την κοιτάει γελαστός και να χορεύουν γύρω της οι μπούκλες. Κι η μάνα την έβλεπε που χαμογελούσε μες στον ύπνο της. Κι ένιωθε. Ήτανε σίγουρη πως αυτός ο ύπνος κοιμότανε για δυο ζωές.

.

.

ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΡΙΑ ΤΣΙΜΑ ΕΓΡΑΨΑΝ:

.

ΜΑΡΙΑ ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ

ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ ΤΕΥΧΟΣ 112/9/2017

Έτσι, σαν παραμύθι

Με μία πρώτη, ευπρόσωπη νουβέλα, αρθρωμένη σε 33 εικόνες-σκηνές, πολλά υποσχόμενη και περισσότερα αποκαλύπτουσα, δίνει το παρόν η Μαρία Τσιμά. Έχει ασχοληθεί μέχρι τώρα με θεατρικό έργο, θεατρικές διασκευές
μυθιστορημάτων και έχει συμμετάσχει σε συλλογικούς τόμους με διηγήματα.
Η θεατρική και κινηματογραφική της παιδεία διοχετεύεται και στον αφηγηματικό της λόγο.
Χώρος, όπου εκτυλίσσονται τα γεγονότα, η Κεφαλονιά, με το Λιθόστρατο σε πρώτο πλάνο, γνώριμη σε πολλούς διαδρομή. Δύο ζευγάρια λουστρίνια παπούτσια πάνε κι έρχονται κάθε βράδυ την ίδια ώρα, «στις 8.30 με φως τα καλοκαίρια και το χειμώνα πιο νωρίς»· δυο γυναίκες όμορφες, μάνα και κόρη, περήφανες και καμαρωτές. Απόμακρες από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Τίποτε δεν προεξοφλεί τι τους επιφυλάσσει το μέλλον. Πώς θα πορευτεί η ζωή τους με την προσθήκη και μιας άλλης γυναίκας, της μικρής Ζωής, εγγονής και κόρης αντίστοιχα. Το όνομα του παιδιού δεν είναι βέβαια τυχαίο.
Ένα κομμάτι από τις Νύφες του Βούλγαρη, με σύγχρονη θέαση και παλαιικά υλικά, μια ιστορία από αυτές που ήξεραν να ιστορούν ο Παπαδιαμάντης, ο Θεοτόκης ή ο Καραγάτσης, και που μας πάνε κατευθείαν στην πηγή, στην αρχαία τραγωδία. Απλά, αβίαστα, κουβεντιαστά, χωρίς μεγαλοστομίες και υπερβολές. Με υλικά αρχαίου δράματος, όχι τόσο σε ό,τι αφορά το θέμα όσο στον τρόπο με τον οποίο ο αφηγητής βλέπει και αναπαράγει τη ζωή. Η αποκοτιά της Μήδειας αντεστραμμένη, με τον πατέρα
να εξοφλεί το τίμημα της άρνησης.
Χτες, σήμερα, αύριο, πάντα. Ο πόνος της ανυπαρξίας, του τίποτα, η ακύρωση των αισθήσεων: «ποια μυρωδιά, ποια αφή, ποια ακοή, ποια όραση; Όλα ματαιωμένα». Η μνήμη της αίσθησης χάνεται τις ώρες του άφατου πόνου, εκεί όπου βλασταίνει μόνον η σιωπή.
Ο λόγος της Τσιμά, σύντομος και μικροπερίοδος, άμεσος και πυκνός, δεξιοτεχνικά οικονομημένος, ξεδιπλώνεται σαν παραμύθι. Ενσωματώνει στη βασική αφήγηση ολοζώντανους διαλόγους, προωθητικούς της πλοκής. Συνεχώς ακροβατεί ή λοξοδρομεί σε σκολιά μονοπάτια, και ο αναγνώστης αναρωτιέται πού το πάει, πώς θα τελειώσει αυτή η τόσο δραματική εξιστόρηση. Ο έρωτας, η προδοσία, η μητρότητα, ο θάνατος, η εκδίκηση,
η απώλεια. Και η δικαίωση υπάρχει; Αν ναι, πού κρύβεται, άραγε; Κορύφωση
αποτελεί η ανατροπή του τέλους. Ο έρωτας και ο θάνατος, ο πόνος και η ηδονή σ’ ένα ανίερο σύμπλεγμα. Το άγαλμα της Κοιμωμένης του Φιλιππότη, στο νεκροταφείο του Δράπανου, που παρακολουθεί τα τεκταινόμενα· η τέχνη που απολαμβάνει τη ζωή και η ζωή την τέχνη. Διπλή κορύφωση το μοιρολόγι της μάνας, λίγο πριν από την έξοδο.
Και όλα τελειώνουν έτσι, σαν παραμύθι, με γοργόνες και φοβερά ψάρια
του βυθού, «Γιατί εκεί συναντιούνται οι άνθρωποι και ο μεγάλος πόνος. Στο
σκοτάδι ενός ύπνου που είναι ύπνος μαζί και θάνατος».

.

ΑΝΝΑ ΣΤΑΣΙΝΟΥ

Εφημερίδα των Συντακτών, 28.4.2017

Στο μεταίχμιο έρωτα και απώλειας

Όσοι προσέρχονται στη λογοτεχνία από άλλες τέχνες, φέρουν μαζί τους τις δεξιότητες και την εμπειρία τους από άλλα πεδία και μ’ αυτές εμβολιάζουν τη γραφή και την πλουτίζουν με ξέχωρη ποιότητα.

Σκέφτομαι, ας πούμε, τα διηγήματα του Λάκη Παπαστάθη, τα ονειρικά ενσταντανέ της Εύας Στεφανή, τα αφηγήματα του Γιώργου Καρυπίδη, τριών σκηνοθετών που καταπιάστηκαν επιτυχημένα με τη λογοτεχνία, του Αχιλλέα Κυριακίδη, βεβαίως (αλλά εδώ μιλάμε για έναν κατ’ εξοχήν πολυπράγμονα: συγγραφέα, μεταφραστή, κινηματογραφιστή και, εσχάτως, ηθοποιό).
Σκέφτομαι, επίσης, τον Νιλ Τζόρνταν και τα σκοτεινά του μυθιστορήματα, τα γραπτά του Γούντι Aλεν ή του Λουίς Μπουνιουέλ, ακόμη και τις λογοτεχνικές απόπειρες του Πάμπλο Πικάσο, που έδωσαν, ανάμεσα στα άλλα, τα αριστουργηματικά «Τέσσερα κοριτσάκια».

Αλλά δεν θέλω να μακρηγορήσω αναφέροντας και άλλα παραδείγματα – είναι πολλά. Θέλω απλώς να πω ότι δεν εξεπλάγην διαβάζοντας τη νουβέλα τής πολύ καλής ηθοποιού και σήμερα αναπληρώτριας καλλιτεχνικής διευθύντριας στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, Μαρίας Τσιμά, που δοκιμάστηκε πρόσφατα και στη θεατρική γραφή με τα «Ισια Δικαιώματα», ένα έργο που εκδραματίζει τη δύσκολη ζωή των μεταναστριών στην Ελλάδα.

Στο πρώτο της μυθοπλαστικό εγχείρημα, το «Λιθόστρατο», μια σκληρή ιστορία έρωτα και απώλειας, η εμπειρία της Τσιμά στο παλκοσένικο αποτυπώνεται στη σκηνική ένταση των αντιπαραθέσεων, στη θεατρική στίλβη κάποιων διαλόγων. Και όχι μόνο σ’ αυτά, αλλά και στην οικονομία, την ικανότητα της συμπύκνωσης και την αποφυγή του περιττού.

Μέσα σε τριάντα τρία σύντομα κεφάλαια παρακολουθούμε την ιστορία μιας νέας γυναίκας, μιας απλής γυναίκας από το Αργοστόλι, με «δύστηνο μοίρα». Τα βήματα του βίου της είναι κοινά: ανθηρή νιότη, ένας γάμος συμφέροντος με έναν ηλικιωμένο Ελληνα της διασποράς, ο εκπατρισμός, η επάνοδος για διακοπές, ένας ερωτικός πυρετός με κάποιον συνομήλικο που φέρνει ένα παιδί αλλά σβήνει πολύ σύντομα, η απώλεια, ο σπαραγμός.

Ενας σπαραγμός που γίνεται οργή κατά πάντων, αντιδικία ακόμη και με τον Θεό, βεβήλωση του ιερού, όπως κι αν αυτό εκφράζεται, αυτοκαταστροφή. Με μια τόλμη που αιφνιδιάζει, η συγγραφέας γράφει μερικές από τις πιο βίαιες σελίδες της νεότερης πεζογραφίας, όπου η βία στρέφεται ενάντια στην ίδια τη ζωή και η σεξουαλικότητα γίνεται το άλλο όνομα του ψυχικού θανάτου.

Το «Λιθόστρατο», που δίνει και τον τίτλο στο βιβλίο της Μαρίας Τσιμά, είναι η περατζάδα της μικρής κοινωνίας του Αργοστολιού: «Μια να πας, μια να γυρίσεις». Πάνω στις πλάκες του ηχούν τα τακούνια της ηρωίδας και της μάνας της προτού ξεσπάσει το κακό, πάνω στις πλάκες του σεργιανίζουν οι ντόπιοι, εκεί ανταλλάσσονται ματιές και σχόλια – ένα πανοπτικόν με δυο λόγια, τόπος αναψυχής, αλλά ταυτόχρονα τόπος επιτήρησης και εν τέλει τιμωρίας, αφού εκεί αποφασίζεται ο οστρακισμός από τη μικροκοινωνία της πόλης κάθε παραβάτη που αποκλίνει από τις νόρμες της.

«Αυτή» (η ηρωίδα της Τσιμά δεν έχει όνομα) θα γίνει αντικείμενο πόθου, καταδίκης και στο τέλος οίκτου. «Αυτή», που δεν θα βρει παρηγοριά πουθενά, ίσως μονάχα στη θέα ενός αγάλματος στο νεκροταφείο της πόλης. Είναι η περίφημη Κοιμωμένη του Φιλιππότη, η «πολύκλαυστος παρθένος», που η συγγραφέας τη φαντάζεται να σηκώνεται από το ανάκλιντρό της και να περιφέρεται στο κοιμητήρι. Τριάντα τρία βήματα, εξάλλου, χωρίζουν το επιτάφιο μνημείο της από την εκκλησία, όσα και τα χρόνια του Χριστού, όσα και τα κεφάλαια του βιβλίου.

Με σπάνια δύναμη στη χρήση της πλούσιας, ενίοτε ιδιωματικής, γλώσσας που αναπτύσσεται σε τόνο στακάτο, ασθματικό, με έξοχη εικονοποιία και δεξιοτεχνική δόμηση των χαρακτήρων, η Μαρία Τσιμά έγραψε ένα βιβλίο για το πένθος που είναι αδύνατον να βιωθεί, για τους νεκρούς που δεν αποχωρούν, αλλά μας στοιχειώνουν και μας καλούν κοντά τους.

Ένα βιβλίο για τη ματαιότητα του έρωτα. Και, κυρίως, ένα βιβλίο που αντηχεί σαν θρήνος για τη μητρότητα, αυτή τη συνθήκη που είναι χαρά και ολοκλήρωση και καταφυγή, αλλά και πόνος, πόνος οξύς και ανείπωτος.

http://www.efsyn.gr/arthro/sto-metaihmio-erota-kai-apoleias

.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΧΙΝΑ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ/ΒΙΒΛΙΟ /02.07.2017

Αβίωτο πένθος

Μια νέα γυναίκα ξεκινάει τη ζωή της με τις πιο ευοίωνες προοπτικές. Είναι όμορφη, επιθυμητή, αλλά απρόσιτη – ακριβώς επειδή είναι τόσο ξεχωριστή. Οπως και η χήρα μητέρα της, εξάλλου. Μάνα και κόρη ζουν μόνες, στενά δεμένες, αποκομμένες από την επαρχιακή μικροκοινωνία όπου βρέθηκαν να ζουν, μια κοινωνία που τις θαυμάζει αλλά δεν τις κατανοεί και τις αποξενώνει, ίσως γιατί φοβάται την ανεξαρτησία τους. Βαδίζουν πάνω – κάτω στο λιθόστρατο, τα απογεύματα, στην περαντζάδα του Αργοστολιού με τα δίδυμα τακούνια τους, λίγο παλιές, λίγο άχρονες, ξένες – «γιατί όταν νικάει η ομορφιά, δεν την αντέχουν οι άνθρωποι», όπως γράφει η Μαρία Τσιμά, γιατί η ομορφιά είναι ένα απόλυτο που «αστραποκαίει», σύμφωνα με την ωραία και δυνατή λέξη του Δημήτρη Χατζή.

Δεν την αντέχουν, όμως, ούτε οι θεοί. Η όμορφη αυτή κόρη, που θα την προξενέψουν σ’ έναν πλούσιο ομογενή με εστιατόριο στο Κουίνς, στην Αστόρια, στην αρχή θα θαφτεί ανάμεσα στις χωριάτικες και τα λαδόξιδα, αλλά, καθώς πολύ σύντομα θα γνωρίσει τη σωματική επιθυμία, συνυφασμένη με τη θαλερή της νιότη, θα εγκαταλείψει τον ανούσιο γάμο της με τον «γέρο» για χάρη του ανιψιού του, θα κάνει μαζί του ένα παιδί, θα τον εγκαταλείψει για να αφοσιωθεί ψυχή τε και σώματι στο κοριτσάκι της. Και ύστερα θα έρθει η τραγωδία, σαν αστροπελέκι από το χέρι ζηλόφθονων και εκδικητικών θεών.

Πράγματι, ο αναγνώστης μπορεί να διακρίνει μια φλέβα πανάρχαια να πάλλεται στο βάθος της αφήγησης της Μαρίας Τσιμά. Ολα τα πάθη των ανθρώπων είναι παρόντα: η ομορφιά πρώτα απ’ όλα, από τη φύση της αλαζονική, αφού στο άνθισμά της μοιάζει να εξομοιώνει τον άνθρωπο με τους θεούς, παραβιάζοντας την τάξη του κόσμου· ο έρωτας, που καταλύει επίσης τις κοινωνικές νόρμες· η ένταση με την οποία η ηρωίδα βιώνει τη μητρότητα, βάζοντας στο επίκεντρο το παιδί της και παραμερίζοντας οτιδήποτε άλλο από τον ορίζοντά της· η απελπισία του παραμερισμένου εραστή και πατέρα, που τον μετατρέπει σε αρσενική Μήδεια. Στο τέλος, η μητέρα θα οδηγηθεί στην αυτοκαταστροφή, τσακισμένη από την οδύνη, χωρίς «να αντέχει ούτε τη λύπη ούτε την παρηγοριά», παραλοϊσμένη, σαν την τρελή μάνα από τον «Λάμπρο» του Σολωμού. Εκείνο το σπαρακτικό «Πώς γίνεται να αφήνεις το αίμα σου κάτω απ’ το χώμα τόσο απροστάτευτο», που βάζει η Μαρία Τσιμά στα χείλη της μητέρας, φέρνει αμέσως στον νου τη «δύστυχη ξεφρενωμένη» του Σολωμού και την απελπισμένη της κραυγή: «Γιατί τινάζετε/ πάνω τους χώματα/ μη μη σκεπάζετε/ τα μικρά σώματα». «Μαύρη μητέρα» και η ηρωίδα της Μαρίας, δεν θα τα βγάλει πέρα με το πένθος και θα χαθεί με τον ίδιο τρόπο που χάθηκε το παιδί της – διαλέγοντας για μνήμα της το νερό.

Λύτρωση δεν υπάρχει, εδώ, παρηγοριά δεν υπάρχει. Το πένθος γίνεται ψυχοβόρο όταν δεν υποτάσσεται στον χρόνο, όταν αδυνατεί να μετουσιωθεί και να γαληνέψει, να φθαρεί (πράγμα σωτήριο για τον πενθούντα), να διευθετηθεί, όπως λένε οι ψυχαναλυτές, οδηγώντας σιγά σιγά στην αποδοχή του ανέκκλητου. Η ηρωίδα της Μαρίας αρνείται να ζήσει το πένθος – γιατί δεν θέλει να αφήσει το παιδί της να φύγει, να σβήσει στο φως της καθημερινότητας, να λιώσει μέσα στην ιαματική πλημμυρίδα των δακρύων. Και αυτή η άρνηση είναι που θα την τρελάνει στο τέλος. Γιατί ο νεκρός που δεν του επιτρέπουμε να εγκαταλείψει οριστικά τον επίγειο κόσμο μας, πεδικλώνει τις στιγμές και ποδηγετεί τον χρόνο, παρών και απών ταυτόχρονα σε ένα «ωσεί παρόν», το οποίο, στον ασφυκτικό εναγκαλισμό του, απειλεί με συμβολικό πνιγμό τους ζωντανούς. Ενα συμβολικό πνιγμό, που εδώ γίνεται πραγματικός.

Όμως, παρά την τραγικότητα του θέματος, παρά τη σχεδόν κανιβαλική αγριότητα κάποιων σκηνών, παρά τον αβάσταχτο πόνο της ορφανεμένης μητέρας που εκτρέπεται προς τη βλασφημία και τη βαθύτατη ασέβεια προς την ίδια ζωή, το βιβλίο αποτελεί έναν ύμνο στην ομορφιά, την τρυφερότητα, τη μητρική αγάπη και τον ανθισμένο έρωτα. Η συγγραφέας ξέρει να στήνει με μικρές λεπτομέρειες τον ιδιωτικό κόσμο των γυναικών, αρωματισμένο σαν ένα συρτάρι με ασπρόρουχα, χυτό σαν μεταξωτό ύφασμα, απαλό σαν πούδρα. Ξέρει να αφηγείται παραμύθια, ενσωματώνοντάς τα στην αφήγηση, ξέρει να αναδεικνύει την δραματικότητα των καταστάσεων παρεμβάλλοντας στην αφήγηση διαλόγους που αποπνέουν έντονη θεατρικότητα. Ενα βιβλίο για την αγιάτρευτη απώλεια, κρουστό, πυκνό, χωρίς ίχνος αισθηματολογίας και γι’ αυτό συγκλονιστικό.

http://www.kathimerini.gr/916200/article/politismos/vivlio/aviwto-pen8os

.

ΗΛΙΑΣ ΤΟΥΜΑΣΑΤΟΣ

http://eliaswords.blogspot.gr/2017/06/blog-post.html

Στο Λιθόστρατο της μικρής μας πόλης

Παρουσίαση στην Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη Αργοστολίου, 16/6/2017

Κάποτε λεγόταν «οδός Κράνης» από το όνομα της αρχαίας πόλης που βρισκόταν ψηλά, πάνω από τη λιμνοθάλασσα του Κούταβου. Χώμα, κιμιλιά, και αργότερα κυβόλιθοι. Το Λιθόστρωτο, ή «Λιθόστρωτο», ο κεντρικός εμπορικός δρόμος της μικρής μας πόλης. Μια μεγάλη περαντζάδα, από την παλιά, βενετσιάνικη πόλη με τα στενά δρομάκια, που περνούσε και περνά από την παλιά πλατεία Ελευθερίας, την Πλατεία Καμπάνας, εκεί που κάποτε κάηκε το λίμπρο ντ’ όρο.
Περνούσε από την παλιά μητρόπολη, απ’ όλα τα «εμπορικά». Τέλειωνε κάπου κοντά στο θέατρο της πόλης, τον «Κέφαλο». Ο δρόμος, όχι η περαντζάδα. Τα βήματα προχωρούσαν και προχωρούν στην «καινούρια πόλη», με τους μεγάλους ίσιους δρόμους που χάραξαν οι Άγγλοι. Και στην καινούρια, μεγάλη πλατεία, κι από κει, στο δρόμο με τις φιλύρες. Την Οδό Δικαστηρίων, που κι αυτή έφτανε σε μια άλλη, μεγάλη πλατεία. Την πλατεία του Μαίτλαντ.
Η πόλη άλλαξε. Μετά τους σεισμούς του 1953 ισοπεδώθηκε από τις μπουλντόζες. Κι όταν ξαναχτίστηκε, το Λιθόστρατο ήταν πάλι εκεί, στην ίδια θέση, σαν το φάντασμα των κυβόλιθων να είχε ριζώσει εκεί, κάτω από τα συντρίμμια. Πήρε το όνομα «Διαδόχου Κωνσταντίνου». Ο διάδοχος έγινε βασιλεύς, έχασε τον θρόνο του , το Λιθόστρωτο έμεινε. Για κάμποσα χρόνια άσφαλτος, με τ’ αυτοκίνητα να περνοδιαβαίνουν, ώσπου, έφυγαν κι εκείνα… κι οι πεζοί έκαναν πάλι ανενόχλητοι τις βόλτες τους, κι η άσφαλτος κρύφτηκε κάτω από πλάκες. Πλάκες, που κάνουν τα λουστρίνια των ηρωίδων του βιβλίου να ακούγονται πιο δυνατά. Λες κι ο δρόμος έχει καρδιά, και κάθε περαντζάδα δυναμώνει τους χτύπους της.
Δεν είναι τυχαίος δρόμος το Λιθόστρωτο. Δεν είναι ο δρόμος που πας να κάνεις τις δουλειές σου. Υπάρχουν κι άλλοι τέτοιοι δρόμοι στη μικρή μας πόλη. Δεν είναι ο δρόμος που πας να κάνεις τις βόλτες σου. Δεν είναι ο δρόμος που θα πας να ρομαντζάρεις. Είναι ο δρόμος που θα διαβείς για να δεις και να σε δουν. Σ’ όλο το μήκος του, σε κάθε του στιγμή, ένα μικρό tableau vivant, ένα μικρό στιγμιότυπο, τη στιγμή που διασταυρώνονται οι μικρές ζωές μας στη μικρή μας πόλη. Μικρές, αλλά δημόσιες. Όπως γινότανε παλιά παντού, σε πόλεις και χωριά.
Στην Άσσο, η πλατεία που συναντούσε ο ένας τον άλλο, λέγεται ακόμα «Ο φόρος», μια «αγορά», ένα μακρινό εγγονάκι του ρωμαϊκού forum. Στον Αγκώνα, το χωριό του πατέρα μου, ο δρόμος με τα μαγαζιά ήταν η «λόντζα». Όταν περνούσαν από κει οι γυναίκες του χωριού, κουβαλώντας το νερό με το λάτινο σταμνί στο κεφάλι, φορούσαν τα καλά τους παπούτσια και τα σκουλαρίκια τους. Μα το Λιθόστρατο ήταν, είναι αλλιώς. Οι λόντζες έσβησαν στα χωριά, και τώρα όλοι ζουν το δημόσιο βίο τους διαβαίνοντας πάνω απ’ αυτές τις πλάκες. Δε θα σβήσει ποτέ το Λιθόστρατο. Ό,τι και να γίνει.
Γιατί όλοι εκεί γίνονται αυτό που θέλουνε να γίνουν. Ή ίσως, αυτό που θέλουν να δείξουν στους άλλους. Εκείνο τον όμορφο εαυτό τους. Η μάνα κι η κόρη, κι οι δυο όμορφες. Τα καινούρια ζευγάρια της πόλης. Τα όμορφα μωρά στα καροτσάκια. Ακόμα και οι κουβέντες των ανθρώπων κρύβουν μέσα τους την επίγνωση ότι κάποιος τις ακούει.
Το Λιθόστρατο μοιάζει μ’ ένα αρχέγονο κοινωνικό δίκτυο. Είναι ένας δρόμος μαγικός, σαν το προφίλ μας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Μια όμορφη φωτογραφία που ίσως και να μας μοιάζει, κι άλλες χαμογελαστές φωτογραφίες από τις ίδιες παραλίες, το ίδιο καφέ, το ίδιο μπαράκι, τις ίδιες πάστες που φάγαμε. αποστάγματα κατεψυγμένης σοφίας, όλα όσα μπορούν να πείσουν τους άλλους ότι περνάμε καλά, ότι νιώθουμε όμορφοι.
Μια φετούλα αληθινής ζωής, πάντα φρέσκια, πάντα ζεστή και αφράτη. Μιας ζωής που το «τακ τακ» των παπουτσιών στις πλάκες δηλώνουν ότι, ναι, είναι ζωντανή, δηλώνουν και το χρόνο που περνάει.
Και πέρα απ’ αυτό το φυσικό σύνορο; Το σπίτι, κι όσα κρύβονται πίσω από τα παντζούρια, κάτω από το χαλί. Εκεί που δε χρειάζεται να είσαι αυτό που θέλεις να νομίζουν οι άλλοι. Εκεί που ο καθρέφτης σου δείχνει πάντα τον εαυτό σου, μόλις ξυπνάει το πρωί. Εκεί, που τα περίεργα μάτια των άλλων παλεύουν αλλά δεν μπορούν να φτάσουν. Γιατί, στη μικρή μας πόλη, σημαντική δεν είναι τόσο η αλήθεια. Σημαντικοί είναι οι άλλοι. Κι αυτό που βλέπουνε για μας με τα δικά τους μάτια.
Η ηρωίδα του βιβλίου της Μαρίας Τσιμά βρίσκει κάποτε το δρόμο προς την πολύ μεγάλη πόλη, μακριά, στην Αμερική, ονειρεμένο τόπο αποκατάστασης για πολλές κοπέλες. Τώρα, από το χέρι την κρατάει ένας γέρος. Μα εκεί δε βρίσκει κανένα Λιθόστρατο. Στην πρωτεύουσα ολόκληρου του πλανήτη, εκείνη είναι κλεισμένη σ’ ένα μαγαζί. Τα αρώματα της μικρής της πόλης σκεπάζονται από κάπνες και χαλασμένα τηγανόλαδα. Η μεγάλη πόλη δεν έχει ελευθερία.
Η μεγάλη πόλη δεν έχει ελευθερία. Η μικρή πόλη δεν έχει μυστικά. Αν θέλεις να έχεις μυστικά, πρέπει να τα θάψεις μακριά από το Λιθόστρατο. Δηλαδή, όχι και τόσο μακριά. Δυο δρόμους παρακάτω, η παραλία της πόλης, εκείνο το κομμάτι της που έχει καταφέρει να κρύψει ακόμα και τη θάλασσα. Ακούνητη κι εκεί η αγορά, όχι η λουσαρισμένη του Λιθοστρώτου. Ψάρια, χασάπηδες, ζαρζαβατικά, μαστόρια. Φασαρία, μακρινή από την ομορφιά. Φασαρία, που κρατάει μακριά τα μάτια και τα αυτιά των άλλων.
Μέσα σ’ εκείνη τη βουή, μπορεί να κρυφτεί η αλήθεια. Μπορεί να κρυφτεί κι ο πόθος, εκείνος που δεν πρέπει ποτέ να διαβεί το δρόμο, δεν πρέπει ποτέ να ακουστούν τα τακ τακ της καρδιάς του πουθενά. Εκεί που δεν περνάει κανείς, εκεί νομίζεις ότι μπορείς να κρύψεις την αλήθεια. Μα καμιά φορά, μέσα στο θόρυβο και τη ζάλη, εκείνη την αλήθεια την κουβαλάς μαζί σου. Κρυμμένη κι εκείνη, μυστική , καμιά φορά άγνωστη σε σένα.
Μα έρχεται η στιγμή που εκείνη την κρυμμένη μέσα σου αλήθεια, τη γεννάς. Και πάνω εκεί στους πόνους, η μικρή πόλη στρέφει τις κεραίες της, και τα μάτια της, και δυναμώνουν οι ψίθυροι, και το Λιθόστρωτο γίνεται ένα μουσικό κουτί γεμάτο από ψιθύρους, με τόση μαεστρία ενορχηστρωμένους, που δεν μπορούν ποτέ να φτάσουν ίσαμε τ’ αυτιά σου.
Η επιλογή σου είναι να συνεχίσεις να παριστάνεις πως τίποτα δε συνέβη. Να κατασκευάζεις μια ακόμη πραγματικότητα, μια ακόμη φτιασιδωμένη μάσκα, για να μπορείς να κυκλοφορείς στο Λιθόστρωτο και να σβήνουν οι ψίθυροι στο πέρασμά σου, κι όσο πιο πολύ κρατάει η περαντζάδα σου, τόσο εσύ να μην ακούς.
Κι όταν τελειώνει το περπάτημα και γυρίζεις εκεί, πίσω από τα παντζούρια, ή στο θλιβερό μαγαζάκι της αγοράς, ο ψίθυρος είναι τόσο δυνατός που νομίζεις ότι σε κρατάει από το χέρι. Όπως η μάνα σου, τότε. Και τώρα το «τακ τακ» είναι γεμάτο αγωνία.
Κι εσύ, έχεις γεννήσει δυο ακόμα μικρά λουστρίνια που η καρδούλα τους θα χτυπάει ρυθμικά στο Λιθόστρωτο. Κι η δικιά σου καρδιά θα χτυπάει διπλά… Για τα ψέματα που ειπώθηκαν κι εκείνα που θα ακολουθήσουν. Στη μικρή μας πόλη κανένα ψέμα δεν βαδίζει μόνο του. Μαζεύονται σιγά σιγά πολλά μαζί και κάνουν παρέλαση στο Λιθόστρατο. Μαζί με τα ψέματα των άλλων, που όσο δυνατή κι αν είναι η αλήθεια, δεν την αφήνουν ν’ ακουστεί.
Ίσως δεν είναι τυχαίο που αυτή η πόλη φοβάται τη θάλασσά της. Κάνει πως δεν τη βλέπει. Κι εκεί, πίσω από την αγορά της, όταν τα φώτα είναι σβηστά, όταν κανένας πια δεν περπατά, δεν ανασαίνει, δεν ακούει, τότε είναι που έρχεται εκείνη η αλήθεια και καθρεφτίζει το πρόσωπό της στα σκοτεινά ρηχά νερά του λιμανιού. Εκείνα που δεν θα δει κανένα μάτι. Η αλήθεια θα ορμήσει ξαφνικά, εκεί στη σκοτεινή πλευρά του λιμανιού, για δευτερόλεπτα θα αιωρηθεί στο κενό, κι έπειτα θα βυθιστεί στα σκοτεινά νερά. Πίσω από την αγορά της πόλης. Εκεί που το πρωί ένα πολύβουο μελίσσι θα επαναλάβει τη ρουτίνα μιας οποιασδήποτε μέρας.
Η μικρή πόλη ξέρει. Ξέρει ν’ ακούει πίσω απ’ τους τοίχους, να βλέπει πίσω από τις κουρτίνες. Οι αλήθειες δεν είναι δυνατό να παραμένουν για μεγάλο χρονικό διάστημα κρυφές σ’ έναν τόπο που όλοι γνωρίζουν όλους, όπου οι άνθρωποι είναι τόσο λίγοι που ο χτύπος της καρδιάς τους ακούγεται πιο δυνατά απ’ τον χτύπο των παπουτσιών τους πάνω στο Λιθόστρατο. Μα η μικρή πόλη ξέρει και να σωπαίνει. Εκείνη η αλήθεια που φανερώνεται την ώρα που βουλιάζει στα σκοτεινά νερά, τελικά μάλλον όλοι τη γνωρίζουν. Αλλά όλοι έχουν συμφωνήσει να σωπαίνουν. Όχι από συγκατάβαση. Αλλά με την ελπίδα ότι η ίδια σιωπή θα κυριαρχήσει κι όταν η δικιά τους αλήθεια φανερωθεί με κάποιο τρόπο.
Η αλήθεια είναι εκεί. Μα κανένας δεν τη βλέπει. Ακόμα και σ’ εκείνη την άλλη βόλτα, την μοναχική και θλιβερή, που περνάει από τη γέφυρα του Ντε Μποσσέ και φτάνει στο κοιμητήριο της πόλης. Στο κοιμητήριο με το άγαλμα του κοριτσιού που αναπαύεται. Σιωπηλό είναι το κορίτσι, όπως και η μικρή μας πόλη. Θλιμμένο, όπως κι οι αλήθειες που κρυβει η σιωπή. Πηγαίνεις στο κοιμητήριο μονάχη και σιωπηλή. Γυρνάς και βλέπεις την πόλη λουσμένη στο φως το ιλαρόν του σούρουπου. Κι εκεί, στο κέντρο της εικόνας, εκεί που το βλέμμα σου εστιάζει, είναι εκείνα τα νερά, πίσω από την αγορά, εκεί που βούτηξε κι αναδύθηκε, μισή, η αλήθεια. Κι εκεί, πάνω στη γέφυρα, νιώθεις πως η μισή σου αλήθεια είναι θαμμένη στα λευκά μάρμαρα του Δραπάνου, κι η άλλη μισή για πάντα ζωντανή στον σκοτεινό βυθό.
Κι εκεί, έξω από την πόλη, μακριά από τις πλάκες του Λιθόστρωτου, τα καφενεία, τις βιτρίνες, τις πόζες και τις πρόζες των περιπατητών, εκεί, που κανένας δεν βλέπει, που κανένας δεν μπορεί να μιλήσει, στο Δράπανο, εκεί που βρίσκεται όλο το παρελθόν της πόλης, εκεί πας να χτίσεις κι εσύ, μαζί με όλους τους σιωπηλούς κατοίκους του, το δικό σου αιώνιο μυστικό.
Ακόμα μια αγκαλιά κρυμμένη από τα βήματα των περαστικών, από τα βλέμματα που στρέφονται πάνω σου ξεχνώντας τον αχνιστό καφέ τους. Στη μικρή μας πόλη οι αγκαλιές είναι κρυφές, όπως κι η αγωνία για τη ζεστασιά τους. Κι εκεί, πιο κοντά στο θεό, απ’ ό,τι στους ανθρώπους, άλλη μια αλήθεια θα γεννηθεί, καταδικασμένη να χαθεί κι αυτή σε κάποιο μελλοντικό σκοτάδι. Καταδικασμένη να γίνει γνώση που θα μείνει στην άκρη των χειλιών. Γνώση που δεν θα ειπωθεί ποτέ.
Στο Λιθόστρατο ακούς πολλές φωνές. Βλέπεις πολλά πρόσωπα. Νιώθεις την αύρα πολλών ανθρώπων. Όταν δεν ξέρεις, πτωχός τω πνεύματι γαρ, μπορεί και να ξεγελαστείς. Μα όταν ξέρεις, και πάλι θα αναγκάσεις τον εαυτό σου να μη μιλήσει, να κάνει πως δεν ξέρει. Κι η παράσταση θα συνεχιστεί, ανάμεσα στις αλήθειες, στους ήχους των βημάτων, και στα σκοτεινά νερά.
Η Μαρία Τσιμά έγραψε Το Λιθόστρατο με αγάπη γι’ αυτή την πόλη. Για την ομορφιά, τα χρώματα, τα αρώματα και τους ήχους της. Αλλά και με βαθιά επίγνωση της αλήθειας της, που έχει πολλά πρόσωπα. Αποφάσισε όμως να μιλήσει γι’ αυτή την αλήθεια που εμείς οι άλλοι προτιμούμε επιμελέστατα να αφήνουμε κρεμασμένη στην άκρη των χειλιών. Όχι για να στηλιτεύσει τη δικιά μιας τη σιωπή. Αλλά γιατί συμπονά βαθιά αυτή την πόλη, με τις όποιες αλήθειες της, με τις όποιες σιωπές της. Δεν θέλει να μας δείξει κάτι που βλέπουμε. Όλοι βλέπουμε. Και την αγάπη, και την απόγνωση, και το συμφέρον, και την υποκρισία, και την πόζα, και το απαγορευμένο, και το πένθος. Θέλει να σπάσει αυτή τη μυστική μας συμφωνία σιωπής. Όχι για να αποκαλύψει την αλήθεια μας. Αλλά γιατί πονάει αυτή την πόλη. Τη δικιά της και τη δικιά μας.
Δεν ήταν εύκολη, πιστεύω, η συγγραφή. Ούτε ανώδυνη ακόμα και για την ίδια τη Μαρία. Γιατί δεν είπε να μας κοιτάξει από απέναντι, σαν πτηνά εξωτικά, απομεινάρια ενός παρελθόντος στο οποίο καμιά φορά μένουμε εγκλωβισμένοι. Μας μίλησε με πόνο για τον κοινό πόνο όλων μας. Με αγάπη, για την αγάπη όλων μας γι’ αυτό τον τόπο. Για την ομορφιά του, αλλά και για την αλήθεια του.
Θα ‘ θελα να κλείσω και να την ευχαριστήσω, με κάποια δικά της λόγια, που μου υπέδειξε μια συμμαθήτρια και φίλη της. Λόγια πιο παλιά, που κάποτε γίνανε τραγούδι. Τραγούδι που μιλά με την ίδια ευαισθησία, με την ίδια αγάπη για όσα μας προσφέρει με τούτο το βιβλίο.
Κοιμάται το πρωί στο μαξιλάρι της
Κι ονειρεύεται τα’ αμπέλι, το σταφύλι
Μάνταλο κόκκινο και κλειδωνιά τα χείλη της
Π’ ανοίγει η πόρτα του παράδεισου, το δείλι

Έχει βρεγμένο τ’ άσπρο μισοφόρι της
Εκεί που ο βράχος σμίγει με τη θάλασσα
Κόκκινο μήλο ανασαίνει το σεντόνι της
Κούκλα από χόρτο, παιδική κι εγώ τη χάλασα

Ξυπόλυτη γυρνά με την πλεξίδα της
Βαλανιδιά, μονάχη, Αχερουσία
Κολυμπάει ο ύπνος στα στήθια και τα χέρια της

Χρόνια προσμένει τον ψαρά, η Αναστασία…

.

ΔΗΜΗΤΡΑ ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ

Κεφαλονίτικα Νέα 13/6/2017

Πριν καμιά δεκαριά μέρες, περνώντας από τον πάγκο με τις νέες κυκλοφορίες γνωστού βιβλιοπωλείου της Αθήνας, το μάτι μου έπεσε στο «Λιθόστρατο» της Μαρίας Τσιμά.
Γύρισα γρήγορα στο οπισθόφυλλο να δω αν αναφέρεται στην Κεφαλονιά και, πράγματι, πρόκειται για μία νουβέλα που διαδραματίζεται στο Αργοστόλι. Αγόρασα το βιβλίο και αφού πέρασα μαζί του δύο γεμάτα απογεύματα, πήρε κι αυτό τη σειρά του στις δημοσιεύσεις του Ex Libris και προγραμματίστηκε να παρουσιαστεί κατά τα μέσα Αυγούστου. Πριν λίγες μέρες όμως, λάβαμε στα Κεφαλονίτικα Νέα μία πρόσκληση για την επίσημη παρουσίαση του βιβλίου στην Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη, παρουσία της συγγραφέως και της επιμελήτριάς της, και σκέφτηκα ότι πρόκειται περί ευτυχούς συγκυρίας: να παρουσιάσουμε ένα αρκετά ενδιαφέρον βιβλίο το οποίο την ίδια εβδομάδα θα παρουσιαστεί στο αναγνωστικό κοινό της πόλης μας.
Το «Λιθόστρατο», λοιπόν, είναι μία νουβέλα στην οποία πρωταγωνιστεί μία νεαρή γυναίκα που βιώνει μία ανείπωτη τραγωδία: την απώλεια του ίδιου της του παιδιού. Μέσα από τις τριάντα τρεις ενότητες της αφήγησης παρακολουθούμε από την αρχή την εξέλιξη της ζωής της ηρωίδας: πώς μικροπαντρεύτηκε στην Αμερική, πώς γύρισε στο νησί, πώς βρέθηκε στο επίκεντρο ενός τοπικού σκανδάλου, πώς έκανε την κόρη της, πώς χώρισε από τον πατέρα του παιδιού της… Μέχρι τη στιγμή που η τραγωδία χτυπά την πόρτα της: το μικρό κορίτσι πνίγεται στα νερά του Κουτάβου και η νεαρή μητέρα χάνει – αργά μα σταθερά – τα λογικά της…

Η αφήγηση ξεκινά με ύφος στακάτο και περιγραφικό αλλά όσο προχωρά η ιστορία γίνεται όλο και πιο εσωτερική: τα γεγονότα πλέκονται γύρω από μύθους και τοπικές παραδόσεις, λαϊκές αφηγήσεις, παιδικά παραμύθια και όνειρα του ύπνου και του ξύπνιου, επιθυμίες και πάθη που άλλοτε οδηγούν τους χαρακτήρες στα επουράνια και άλλοτε τους βυθίζουν στα πιο βαθιά ερέβη του μυαλού… Την κεντρική ηρωίδα πλαισιώνουν λιγοστοί αλλά «φροντισμένοι» λογοτεχνικά χαρακτήρες: κυρίως η μητέρα της και ο πατέρας του παιδιού της, που μετά την τραγωδία, θα είναι όλοι τους διαφορετικοί.

Εξίσου πρωταγωνιστικό ρόλο όμως στην αφήγηση παίζει και η Κεφαλονιά, και πιο συγκεκριμένα το Αργοστόλι. Όσοι ζουν εδώ ή γνωρίζουν την πόλη σίγουρα θα αναγνωρίσουν ή θα νοσταλγήσουν το Λιθόστρωτο, το δρόμο με τους φοίνικες, την πλατεία Καμπάνας, το Δράπανο, την πλατεία Βαλλιάνου. Επίσης θα αναγνωρίσουν τα αρνητικά χαρακτηριστικά της λεγόμενης «μικρής κοινωνίας»: το κουτσομπολιό, τον κενό καθωσπρεπισμό, τα μάτια που παρακολουθούν πίσω από τα παράθυρα και τα στόματα που ψιθυρίζουν. Η συγγραφέας εκθέτει όλες τις ομορφιές του Αργοστολίου αλλά δε διστάζει να μιλήσει και για το βάσανο του να ζεις σε έναν μικρό γεωγραφικά και κοινωνικά τόπο όπου όλοι σε ξέρουν, σε βλέπουν, σε κρίνουν (ένα θέμα το οποίο απασχόλησε και τον Κεφαλονίτη ηθοποιό και σκηνοθέτη Αλέξανδρο Λυκούρα στην εξαιρετική παράσταση που είδαμε φέτος στον Κέφαλο με τίτλο «Μάτια παντού»).

Η Μαρία Τσιμά όμως στην αφήγησή της κάνει έναν τέλειο κύκλο δένοντας το «Λιθόστρατο» ακόμα περισσότερο με τον τόπο του. Το άγαλμα στο μνήμα της Αγγελικής Λοβέρδου κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου και, κυρίως, με τα 33 του βήματα απόσταση «από την πόρτα της εκκλησίας» της Παναγίας της Δραπανιώτισσας, εμπνέει τόσο τη δομή της νουβέλας (τριάντα τρεις ενότητες, όπως προανέφερα) όσο και το βασικό θέμα που δεν είναι άλλο από την σκληρή, σχεδόν απάνθρωπη απώλεια: «Πώς αφήνουμε τον δικό μας άνθρωπο να κοιμάται μοναχός κάτω από το χώμα και μεις γυρνάμε σπίτι; Πώς γίνεται;» αναρωτιέται συνεχώς η χαροκαμένη μάνα. Αναρωτιέται και τρελαίνεται, σιγά-σιγά, βυθίζεται στο τίποτα…

Η «Κοιμωμένη του Φιλιππότη», 1886, Κοιμητήριο Δραπάνου
Παρά το βαρύ, υπαρξιακό θέμα το βιβλίο δεν είναι δακρύβρεχτο ούτε πέφτει σε εύκολα κλισέ. Μοναδική παραφωνία ως προς αυτό είναι ίσως η κρίση τρέλας που πιάνει την ηρωίδα προς το τέλος, όταν αρχίζει να βλέπει και να ακούει ανύπαρκτα πράγματα, να τα βάζει με δαίμονες και φανταστικούς εχθρούς… Η λογοτεχνική γλώσσα της Τσιμά, άλλοτε λυρική, άλλοτε ονειρική και άλλοτε αγοραία, υπηρετεί επιτυχημένα ένα ύφος γοητευτικό χωρίς λεκτικές ή περιγραφικές υπερβολές. Σε αυτό προφανώς έχει βάλει το χεράκι της και η έμπειρη Κατερίνα Σχινά που το επιμελήθηκε (και σε αυτό το σημείο δεν μπορώ να μην πω πόσο χαίρομαι όταν βλέπω ότι υπάρχουν πράγματι Έλληνες συγγραφείς που καταδέχονται να γίνει επιμέλεια στα έργα τους!)

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΟΥΛΑΣ

parallaxi 23/3/2017

Είναι κάτι μικρές ιστορίες που σπάνια γίνονται μεγάλες. Που δεν τις φωτίζουν οι προβολείς, παρά μόνο αν πέσει πάνω τους το φως μιας τραγωδίας. Ή η βαριά ανάσα του πένθους.

Ιστορίες ανθρώπων, πόλεων, χρόνων που συνήθως περνούν σαν ήσυχα ποτάμια, χωρίς κυματισμό. Σαν τις ζωές δυο γυναικών που μετριούνται με τα βήματα τους πάνω κάτω στο Λιθόστρατο του Αργοστολίου. Ντυμένες με όμορφα φορέματα, που ξεχωρίζουν μέσα τη γκριζάδα του τοπίου, όταν δεν είναι καλοκαίρι, πηγαινοέρχονται μαζεύοντας τα βλέμματα πάνω τους σαν μαγνήτης, σαν παγίδα του βλέμματος σε έναν κόσμο που διψά για σχόλια, για παρατήρηση.

Σε αυτό το Λιθόστρατο η ζωή των δυο γυναικών, μάνα και κόρη, περνά για χρόνια. Δεν μαθαίνουμε ούτε καν τα ονόματα τους. Είναι η μάνα και η κόρη. Δυο ρόλοι στο παιχνίδι της ζωής Όταν στη ζωή τους θα μπει μια πρόταση γάμου τότε ο κυματισμός του ποταμού θα αρχίσει να γίνεται έντονος. Και στη σκακιέρα στα δυο πρώτα πιόνια θα προστεθούν και άλλα τέσσερα, οι γυναίκες θα γίνουν τρεις και τρεις οι άνδρες, ώσπου να αρχίσει πάλι μετά την πρόσθεση, η αφαίρεση. Τραγικά. Και είναι αυτή η αφαίρεση, η Απώλεια, που γίνεται μετά ο άξονας της ζωής τους. Και είναι η ξεγνοιασιά της αρχής που γίνεται μετά ευθύνη και μετά οδύνη.

Η Μαρία Τσιμά επιστρέφει στην πατρίδα της την Κεφαλονιά και στήνει μια νουβέλα με 33 εικόνες, σύντομες σαν polaroid που ξέφτισαν σε ένα κουτί δίχως καπάκι, που το έβλεπε ο ήλιος και ξέβαψε τα χρώματα των εικόνων.

Οι δυο γυναίκες γίνονται τρεις και στη ζωή τους εμφανίζονται διαδοχικά τρεις άνδρες. Και όλοι μαζί σε ένα παράξενο μοιραίο χορό προς το χαμό, προς την απώλεια ενός παιδιού, που πάντα μοιάζει από τις δυσκολίες της ζωής η πιο αξεπέραστη, αυτή που δεν θα διαχειριστεί ποτέ κανείς με επιτυχία, όσες αφίξεις και αν έρθουν, όσες μικροχαρές, του μυαλού, της ψυχής ή του σώματος και αν καλοσωρίσει, από κει και έπειτα.

Η Μαρία γράφει κοφτά. Μετρημένα. Χειρουργικά. Σε αρπάζει από τα μούτρα. Νοιώθεις τις πτυχές των υφασμάτων αν απλώσεις τα δάκτυλα σου, γυρίζεις τα μάτια μακριά με αποστροφή στα βίαια σμηξίματα των σωμάτων, σχεδόν πνίγεσαι κάτω από το αλμυρό νερό μαζί με τη Ζωή.

Και γίνεται το βιβλίο της ένα προσευχητάρι για τις ζωές των ανθρώπων που ζουν αθόρυβα και φεύγουν αφήνοντας πίσω μια μικρή μαρμάρινη πλάκα σε ένα ησυχαστήριο, σημάδι πως κάποτε υπήρξαν. Σαν το κεφάλι από το ταφικό μνημείο της Αγγελικής Λοβέρδου που βρίσκεται στο νεκροταφείο του Αργοστολίου, το Δράπανο, την ωραία κοιμωμένη που βάζει συμβολικά η συγγραφέας στο εξώφυλλο και μπλέκει στην αληθινή ιστορία του πνιγμένου κοριτσιού της.

Το Λιθόστρατο είναι μια νουβέλα που τη διαβάζεις χωρίς να διακόψεις καθόλου, γιατί είναι οι λέξεις της που σε οδηγούν σε αυτή τη διαρκή χοάνη, που ξεκινά με τη ξεγνοιασιά στα τοιχώματα της, όσο εκεί πάνω έχει φως, για να σε οδηγήσει στο σκοτάδι του βυθού της. Μπράβο στη Μαρία από καρδιάς.

.

ΓΙΏΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ

bookpress.gr 4/4/2018

Μήδειες, θηλυκού κι αρσενικού γένους

Η έννοια της ερωτικής ζήλιας που οδηγεί σε ακραίες πράξεις, ακόμα και στον θάνατο των ίδιων της των παιδιών, βρήκε την πιο τραγική της έκφραση στο πρόσωπο της Μήδειας στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη. Η σύζυγος του Ιάσονα, όταν μαθαίνει ότι ο άντρας της θα παντρευτεί μιαν άλλη, τον εκδικείται με τον πιο παράλογο και μαζί τον πιο αληθινό τρόπο, σκοτώνοντας τα δυο τους παιδιά. Έκτοτε μια τέτοια απάνθρωπη πράξη, ποτισμένη από ανάλογα παράφρονα κίνητρα, οδηγούν τη σκέψη στη Μήδεια και συνάπτουν μια εμφανή ή αφανή διακειμενική σχέση με το ευριπίδειο πρωτότυπο.
Ο Ανδρέας Μήτσου ναι μεν χρησιμοποιεί αυτό το καλούπι, αλλά του δίνει μια εντελώς διαφορετική μορφή και το μυθιστορηματοποιεί με υλικά το συναίσθημα, τον έρωτα, αδιάφορο αν αυτός είναι ομόφυλος ή ετερόφυλος, και την εκδίκηση. Το τρίο που στήνει αποτελείται από τον πρώην ανθυπασπιστή της αστυνομίας Μπεκιάρη, την πανέμορφη ιατρό Ευτέρπη, την οποία αυτός έχει αγαπήσει, και την οικιακή της βοηθό Γκαλίνα, που κατάγεται, όπως κι η Μήδεια, από τα μέρη του Καυκάσου. Η τελευταία, προκειμένου να εξασφαλίσει πλήρη αφοσίωση από την αφεντικίνα κι ερωμένη της, δηλητηριάζει σταδιακά τον γιο της τελευταίας Ορέστη, με αποτέλεσμα να του προκαλέσει ανήκεστη διανοητική βλάβη.

Την ιστορία αφηγείται ο Μπεκιάρης στον συνάδελφό του κι αφηγητή της νουβέλας, τριάντα τόσα χρόνια μετά. Αυτός ο εγκιβωτισμός και το μυστήριο που περιβάλλει την εξιστόρηση δίνει αρχικά στο έργο χαρακτήρα αστυνομικού μυθιστορήματος, το οποίο συν τω χρόνω αποκτά διαστάσεις ήπιου ψυχολογικού θρίλερ. Τι είναι η ζήλια και πώς μπορεί να οδηγήσει σε ανίερες πράξεις; Είναι ο έρωτας ένα ένστικτο που λυσσομανά ανεξέλεγκτο και μεταστρέφει / διαστρέφει την ανθρώπινη ψυχή; Πόση ζωώδης δύναμη κρύβεται πίσω από αυτόν, όταν θεωρήσει ότι απειλείται η αποκλειστικότητά του, όχι μόνο από αντίζηλο εραστή αλλά και από την αφοσίωση του ερωμένου στο παιδί του;
Ανάλογα ερωτήματα, σε άλλο σκηνικό και σε άλλο ύφος, θέτει και η Μαρία Τσιμά. Η θεατράνθρωπος και συγγραφέας γράφει μια νουβέλα που ταλαντεύεται ανάμεσα στη σχέση της ηρωίδας με τον άντρα της, με τον εραστή της και τέλος με τον ιερέα που συνέδραμε στο πένθος της. Κι ανάμεσα σ’ αυτές τις προσπάθειες να βρει τη συζυγική και τη σεξουαλική της ευτυχία, βιώνει την απώλεια του κοριτσιού της, καρπού με τον εραστή της· ο τελευταίος, παράφρων από την αδιαφορία της και την μονόπλευρη προσκόλλησή της στο παιδί τους, ρίχνει το αυτοκίνητο, στο οποίο επενέβαιναν κι οι τρεις, στη θάλασσα, με αποτέλεσμα να πνιγεί η μικρή κοπέλα. Έτσι, αυτός μπαίνει στη φυλακή κι η μάνα μένει πίσω, μόνη, σταυρωμένη στο πιο βαρύ πένθος και για χρόνια παραιτημένη από οποιαδήποτε χαρά.

Πάνω σ’ αυτό το τραπέζιο διασταυρώνονται τα νήματα ποικίλων αισθημάτων και κοινωνικών αντιλήψεων. Καταρχάς, η γυναίκα ως ερωμένη και ως μάνα, αυτές οι δύο ασύμβατες και ασυμφιλίωτες πλευρές, που δεν μπορούν να ισορροπήσουν. Κι από εκεί ξεκινάνε παρακλάδια όπως ο γάμος κι οι ασφυκτικές συμβάσεις του, ειδικά στην επαρχία, η συζυγική απάθεια και η ειλωτεία στον ζυγό, η σεξουαλική διαφυγή, το πάθος που νικά τα πάντα, η αξεδίψαστη ορμή του σώματος… Ένζυμο-καταλύτης σε όλα αυτά είναι η μητρική συνείδηση, που βρίσκει στήριγμα στην ύπαρξη του παιδιού της και γι’ αυτό η μάνα θρηνεί αιώνια, όταν ο πατέρας χτυπήσει ακριβώς αυτή τη χορδή.

Το δίπολο έρωτας και εκδίκηση, πάθος και θάνατος, συναίσθημα και ένστικτο είναι μοχλός της λογοτεχνίας, αφού πάνω σ’ αυτό το εκκρεμές παίζονται οι ανθρώπινες σχέσεις και εκρήγνυνται τα αισθήματα. Η Μήδεια είναι ίσως η απόλυτη ενσάρκωση της μετατροπής του έρωτα σε μίσος και η εκδίκηση όχι στον ίδιο τον ένοχο, αλλά σε τρίτα πρόσωπα, κάτι που θα τα πληγώσει ακόμη περισσότερο. Η εκ Κολχίδος σύζυγος του Ιάσονα τον εκδικείται σκοτώνοντας τα κοινά τους παιδιά, με το να γίνει δηλαδή μητροκτόνος σε μια ακραία τραγική αποστροφή του μίσους. Η εκδίκηση με άλλα λόγια στρέφεται εναντίον του άλλου αλλά και εναντίον του ίδιου της του εαυτού, ξεσπώντας τη μανία της, αλλά και υφιστάμενη το πένθος που η ίδια προκάλεσε! Ανάλογο πάθος, σεξουαλικής φύσης, δείχνει η Μαρίνα στη Μεγάλη χίμαιρα του Μ. Καραγάτση, πάθος που παραγκωνίζει τη μητρική της συνείδηση, οδηγώντας στην παραμέλησή του το κορίτσι της στον θάνατο.
Έτσι, η Μαρία Τσιμά συναιρεί σε ένα μικρό σχετικά κείμενο το δραματικό με το βίαιο, το συναισθηματικό με το παραμυθιακό, το χαμηλότονο με το οξύ. Μεταξύ του αργού ρυθμού της περαντζάδας στο Λιθόστρατο του Αργοστολίου και της ραγδαίας και σκληρής αφήγησης μερικών κατοπινών σκηνών, ο αναγνώστης πυρώνει και ψυχραίνεται σαν σίδερο το οποίο λόγω της αυξομείωσης της θερμοκρασίας θα σπάσει.

Τόσο, λοιπόν, ο Ανδρέας Μήτσου όσο και η Μαρία Τσιμά πλάθουν από τον πηλό της εκδίκησης ερωτικά πάθη, αστυνομικά μυστήρια ή ψυχολογικά δρώμενα. Και οι δύο νουβέλες είναι γραμμένες θεατρικά, η μία πιο εξωστρεφώς, η άλλη πιο εσωστρεφώς, αλλά κι οι δυο ζωντανά και παραστατικά. Και στις δύο εμφιλοχωρεί η τραγωδία τόσο με τα συστατικά της όπως την ύβριν, όσο και με το πνεύμα της που φέρνει τον άνθρωπο μπροστά σε δυσθεώρητα ανθρώπινα δράματα.

.

ΣΟΦΙΑ ΔΙΟΝΥΣΟΠΟΥΛΟΥ

Fractal 06/06/2018

Μια συμφωνία για κρουστά, αυτοκίνητο και θάλασσα

Τέσσερα τακούνια – μία μελωδία . Δύο ωραίες και περήφανες γυναίκες- μία συμφωνία. Περπατούν σε απόλυτο συγκερασμό προκαλώντας τον πόθο, τον φθόνο. Μάνα και κόρη ένα σώμα. Μέχρι την πρώτη παραφωνία. Τότε που το ήμισυ αποσκιρτά για το αμερικάνικο όνειρο. Μέχρι που το όνειρο αποδεικνύεται εφιάλτης. Κι ύστερα έρχεται ο έρωτας. Η σάρκα που ξεσκίζεται δίπλα στα σκουπίδια. Ο εραστής που μυρίζει ψάρια. Και το παιδί που γεννιέται. Και η πτώση.

Η πτώση δεν είναι τίποτε άλλο από τη συνηθισμένη διάθεση της μητέρας να παραδοθεί στο παιδί, να λησμονήσει τον εραστή, να απορρίψει τον πόθο, να υποτιμήσει το βλέμμα, να επισκιάσει ακόμη και τον ρόλο του πατέρα. Αποκλεισμένος εκείνος βουβαίνεται, εισχωρεί όλο και πιο βαθιά στην άβυσσο και τέλος εκδιώκεται με μια μανία μαινάδας από το σπίτι όταν παραβαίνει τα εσκαμμένα σε μια ύστατη προσπάθεια να προσεγγίσει το αντικείμενο του πόθου. Και η ακύρωση γίνεται πένθος και το πένθος οδηγεί στο έγκλημα για να οδηγήσει σε ένα άλλο πένθος απ’ όπου η κόρη δεν θα βγει ποτέ. Ούτε τα ιερά και τα όσια τη σώζουν, ούτε τα νεκραναστημένα αγάλματα, ούτε η διψασμένη σάρκα που ξεσκίζεται και ξεσκίζει. Τίποτε, παρά μόνον η άβυσσος. Το κλείσιμο του κύκλου.

Χωρισμένο σε 33 κεφάλαια, σαν την ηλικία του Χριστού, με το πρώτο και το τελευταίο να φέρουν κατά το ήμισυ τον ίδιον τίτλο, το ευλαβικό και βλάσφημο αυτό βιβλίο είναι μια τραγωδία χωρίς βασιλιάδες και ήρωες, μια τραγωδία καθημερινών ανθρώπων, σε καμία περίπτωση όμως δράμα. Οι κώδικες είναι αντίστοιχοι, η καταπνιγμένη βία εκρήγνυται απότομα, η τελική απόφαση λαμβάνεται βουβά. Τέσσερα ηχηρά τακούνια που γίνονται έξι ακόμη πιο ηχηρά, που γίνονται δύο άηχα.
Η γραφή της κυρίας Τσιμά είναι άλλοτε στακάτη, άλλοτε ασθμαίνουσα, με κεφάλαια διαλόγων εξαιρετικής ελλειπτικότητας. Ο χρόνος που εκτυλίσσεται ανάμεσα στα κεφάλαια προσθέτει σε τραγικότητα και αφαιρεί σε περιγραφικότητα και γραμμικότητα. Η χρήση του παραμυθιού αποτελεί ένα επιπλέον δραματικό στοιχείο, το οποίο επανέρχεται στο τέλος μετά το «Καληνύχτα» που κλείνει την αφήγηση. Σαν ψυχή που πετά έξω από το σώμα-κείμενο.

Οι ισχυρές εικόνες, το ηχητικό περιβάλλον, η οικονομία του λόγου και ο χειρισμός του χρόνου προδίδουν τις θεατρικές καταβολές της κυρίας Τσιμά. Όσο για το γλωσσικό της κριτήριο και την αίσθηση του ρυθμού, είναι μια απόλαυση στα αυτιά.

.

ΜΑΝΟΣ ΜΠΟΝΑΝΟΣ

bookpress.gr, 27.3.2017

«Ένας κόσμος που να χωράει στο λίγο»

Η Μαρία Τσιμά με τη νουβέλα της Το λιθόστρατο (εκδ. Στερέωμα) αφηγείται μια ιστορία απώλειας και βαθύτατης οδύνης. Μέσα από τα τριάντα τρία κεφάλαια του βιβλίου σκιαγραφούνται οι χαρακτήρες και οι βαθύτερες πτυχώσεις της ψυχοσύνθεσης των ηρώων, μετά και από ένα τραγικό συμβάν που θα αλλάξει τη ζωή όλων. Η δυσκολία του να ξεχωρίζεις από τον κοινωνικό περίγυρο, είτε ως ιδιότυπη και αινιγματική προσωπικότητα είτε ως κάποιος που κουβαλά ισοβίως τη θλίψη από τον χαμό του παιδιού του είναι ένα από τα δυνατά στοιχεία του βιβλίου.

Τι απαντάτε σε όσους θα πουν: ακόμη ένας συγγραφέας; Τι το καινούργιο φέρνει;

Γράφω γιατί θέλω να πω μια ιστορία. Δεν ξέρω αν κομίζω κάτι καινούργιο. Ούτε είναι αυτοσκοπός. Αφηγούμαι αυτό που μου προκαλεί εντύπωση. Ο τρόπος μπορεί να έχει κάποια σημασία. Υπάρχει ένα δοχείο από διηγήσεις του τόπου μου, των παιδικών μου χρόνων και της μελέτης των λογοτεχνικών κειμένων. Και η ζωή που τρέχει με τον δικό της ρυθμό. Δεν ξέρω πραγματικά αν φέρνω κάτι καινούργιο. Αναρωτιέμαι ποιο είναι αυτό το καινούργιο. Αν το συγκρίνουμε με τι; Ποιο είναι το παλιό; Μεγάλη συζήτηση.

Με ποια λόγια θα συστήνατε το βιβλίο σας σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτα για σας;

Είναι μια ιστορία που έλκεται από την πραγματικότητα αλλά οι παραθλάσεις και τα δεδομένα αλλάζουν. Δύο γυναίκες κάνουν μια γνώριμη διαδρομή για χρόνια στην Κεφαλονιά. Τα γεγονότα θα είναι καταιγιστικά. Σημείο μηδέν ο θάνατος της εγγονής. Τι τους προκαλεί; Πώς μπορεί κανείς να αντέξει τον τρομερό πόνο;

Πείτε μας δυο λόγια για το νεότευκτο «συγγραφικό σας εργαστήρι».

Το εργαστήρι μου είναι: η αγάπη μου για τη λογοτεχνία, οι σπουδές μου στη Φιλοσοφική Ιωαννίνων με σπουδαίους δασκάλους όπως ο Ερατοσθένης Καψωμένος, ο Γιάννης Δάλλας, η Σόνια Ιλίνσκαγια, το θέατρο, οι διασκευές μυθιστορημάτων για το θέατρο και τον κινηματογράφο και ένα πλούσιο υλικό από το φυσικό και το ανθρώπινο τοπίο του νησιού που γεννήθηκα και μεγάλωσα. Μια σαφής προτίμηση μέσα στα χρόνια για την ακρίβεια, τη λιτότητα και την αμεσότητα της γλώσσας, τη λειτουργία της οικονομίας στην αφήγηση και τη χρήση του διαλόγου ως δομικό στοιχείο, δάνειο από το θέατρο. Μου αρέσουν οι μικρές φόρμες. Ένας κόσμος που να χωράει στο λίγο.

Έχουν επηρεάσει άλλες τέχνες -κινηματογράφος, εικαστικά, κόμικς, μουσική κ.ά- τη συγγραφική σας δουλειά; Αν ναι, με ποιους τρόπους;

Είμαι επηρεασμένη κυρίως από το θέατρο. Η ανάγκη να επικοινωνήσεις μέσω μιας ιστορίας. Να φανταστείς –αρχικά– και να δώσεις σάρκα και οστά στους χαρακτήρες. Πώς μιλάνε. Πώς κινούνται. Ποια είναι τα κίνητρά τους. Με απασχολεί και η λειτουργία της γλώσσας, βέβαια. Της αφήγησης. Των διαλόγων. Στο Λιθόστρατο υπάρχουν 33 σκηνές, όπου ξετυλίγεται η ιστορία με διάφορους τρόπους: Καθαρή αφήγηση. Παραμύθι. Διάλογος. Αλλά η νουβέλα έχει και μια κινηματογραφική αίσθηση. Σαν να παρακολουθεί μια κάμερα στιγμές από τη ζωή αυτών των γυναικών. Σίγουρα είμαι επηρεασμένη κι από την αγάπη μου για το σινεμά.

Ο δρόμος προς την έκδοση για τους νέους συγγραφείς συνήθως δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Ποια είναι η δική σας ιστορία;

Ήμουνα πραγματικά τυχερή. Είχα ολοκληρώσει τη νουβέλα και την έστειλα στην κ. Λίζα Σιόλα για να πάρω τη γνώμη της. Στο παρελθόν είχα διαβάσει σε διάφορες εκδηλώσεις σαν ηθοποιός αποσπάσματα από τα γαλλικά βιβλία που εκδίδει το Στερέωμα. Δεν είχα καμιά άλλη δεύτερη σκέψη μιας και ήξερα ότι οι Εκδόσεις Στερέωμα δεν έχουν σειρά ελληνικής λογοτεχνίας. Απρόσμενα η κ. Σιόλα ενδιαφέρθηκε αμέσως και η διαδικασία ήταν γρήγορη. Την επιμέλεια του βιβλίου ανέλαβε η κ. Κατερίνα Σχινά, τη φωτογραφία του εξωφύλλου ο ανιψιός μου… Τι άλλο να ζητήσει κανείς; Είμαι αληθινά ευγνώμων και χαρούμενη. Αγάπησαν το βιβλίο πολύ και το πρόσεξαν. Απομένει το ταξίδι του αναγνώστη.

www.bookpress.gr/sinenteuxeis/proto-bima/tsima-maria-stereoma-ekdoseis-ae-to-lithostrato2

Η Μαρία Τσιμά σε α΄ πρόσωπο

diastixo /24/2017

Το λιθόστρατο

Το λιθόστρατο είναι ο δρόμος της παιδικής και της εφηβικής μου ηλικίας. Μια να πας μια να γυρίσεις. Μια περατζάδα στον χρόνο και στον τόπο. Μέσα από την ιστορία δύο γυναικών (μάνας και κόρης) «περπατώ» στο γνώριμο μονοπάτι που δεν είναι ένας τυχαίος δρόμος. Σε όλο του το μήκος διασταυρώνονται οι μικρές ζωές. Στα τακούνια που ακούγονται στο πλακόστρωτο (τάκα τουκ) ρυθμικά… ο ήχος γίνεται χρόνος. Που περνάει. Και η κόρη γεννάει ένα κορίτσι. Την όμορφη Ζωή – παιδί ενός μεγάλου έρωτα. Και τα βήματα της ζωής οδηγούν στη μεγάλη απώλεια. Τον πνιγμό του παιδιού. Πόσα βήματα έχει ο χαμός, ο σπαραγμός, η αντιδικία, η τρέλα, το πένθος μέχρι την αυτοκαταστροφή; 33 βήματα κάνει η Αγγελική Λοβέρδου –το άγαλμα του Φιλιππότη– για να μπει στην εκκλησία του Δραπάνου (του νεκροταφείου) και να γίνει θεατής του μεγάλου δράματος. Μια ωραία κοιμωμένη που πέθανε κι αυτή νέα και παρθένα.

Ο τόπος

Το λιθόστρατο, το νεκροταφείο του Δραπάνου, το λιμάνι, η ιχθυόσκαλα, ο βυθός, τα Χοργοτά και τα τοπία της βόρειας Κεφαλονιάς. Άγρια και γεμάτα μύθους και παραμύθια. Μέχρι που έγινα 18 χρόνων περπατούσα σ’ αυτά τα μέρη. Άκουγα τους ψιθύρους, τις κρυμμένες αλήθειες πίσω από τα παντζούρια, παρακολουθούσα τα ψέματα να μαζεύονται όλα μαζί και να κάνουν παρέλαση. Αλλά άκουγα και τους θρύλους και τις παραβολές. Κι όταν νικούσε η ομορφιά, η μικρή αυτή κοινωνία την εξοστράκιζε. Αλλά πώς να βάλεις θηλιά στην ομορφιά; Μεγάλωσα σε έναν μικρό τόπο που οι άνθρωποι δεν κυριολεκτούσαν. Είχαν μια δεύτερη λοξή ματιά πίσω από την εικόνα, μια άλλη παρέα λέξεων για μία και μόνη λέξη. Ήθελαν να πουν καλός άνθρωπος και άκουγα: αυτός είναι το πουλί του θεού. Έτσι μεγάλωσα. Με παραθλάσεις της γλώσσας και των αισθημάτων.

Φωτισμένοι δάσκαλοι στο σχολείο (Αγάθη Καλαφάτη και Πέτρος Πετράτος) αλλά και αργότερα στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων με έκαναν να αγαπήσω τη λογοτεχνία. Η Σόνια Ιλίνσκαγια, ο Γιάννης Δάλλας, ο Ερατοσθένης Καψωμένος, ο Ευτύχης Μπιτσάκης και ο Κώστας Παπαγεωργίου την περίοδο των σπουδών μου στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών με βοήθησαν να αρχίσω τη δοκιμασία της γραφής. Το θέατρο και οι διασκευές με έφεραν πιο κοντά στην επιθυμία μου για οικονομία, αμεσότητα, ακρίβεια, λιτότητα και έδειξα μια προτίμηση στη μικρή φόρμα. Αλλά κυρίως είμαι επηρεασμένη από το θέατρο. Η ανάγκη να πεις μια ιστορία. Με χαρακτήρες, με δομή, με ακολουθία. Να δοκιμάσεις τη λειτουργία της γλώσσας. Την αφήγηση. Τον διάλογο. Το παραμύθι.

Ο χρόνος

Η ιστορία θα μπορούσε να συμβαίνει και σήμερα αλλά και στο παρελθόν. Είναι άχρονη. Όπως και οι γυναίκες και οι άντρες της νουβέλας. Βρίσκονται αντιμέτωποι με το πάθος, τη δύναμη του έρωτα αλλά και τον πόνο της απώλειας. «Πώς αφήνουμε το δικό μας άνθρωπο να κοιμάται μονάχος κάτω από το χώμα και μεις γυρνάμε σπίτι; Πώς γίνεται; Να αφήνεις το αίμα σου κάτω από το χώμα και συ να επιστρέφεις σαν να μην έχει συμβεί τίποτα; Εσύ να επιστρέφεις και να συνεχίζεις να ανασαίνεις;»Τώρα που ο χρόνος γεμίζει από ζωές και επιθυμίες και όνειρα που γίνονται μνήμη, τώρα που ο παρόντας χρόνος γεμίζει από φίλους, γονείς και συντρόφους που έφυγαν, είχα την ανάγκη να μιλήσω γι’ αυτό που χάνεται. Για πάντα. Αυτό που δεν μπορείς να το αλλάξεις. Τι δημιουργεί; Πώς διαχειρίζεται κανείς τον πόνο; Ένα παράθυρο στο άγνωστο της ψυχής είναι η γραφή αλλά και η ίδια η τέχνη. Κι όπως μια ιστορία είναι μια περιπέτεια, το έργο (λογοτεχνικό ή θεατρικό) πρέπει να είναι μια περιπέτεια για τον αναγνώστη ή τον θεατή. Κρύβουμε πολλά από τον ίδιο μας τον εαυτό και κρατάμε ολόκληρες περιοχές στο σκοτάδι. Αυτές πρέπει σιγά σιγά να φωτίζονται για να ανάψουμε ένα άλλο φως που μπορεί λίγο να μας ανακουφίσει.

Λέει κάτι υπέροχο ο Μίνωας Βολανάκης: «Δυο άνθρωποι κοιτάνε κάτω σε μια λακκούβα. Ο ένας βλέπει νερόλακκο, ο άλλος τον έναστρο ουρανό. Έτσι έχει γίνει η ζωή μας. Ένας νερόλακκος ή ένας πίνακας ζωγραφικής. […] γιατί η ομορφιά δεν ψεύδεται, μένει πάντα ομορφιά, δεν τσαλακώνεται από προθέσεις ακόμα και στα πιο δύσκολα χρόνια της πείνας και του λοιμού». Είναι κάτι που δεν πρέπει να ξεχνάμε αυτή την εποχή.

Η έκδοση

Ήμουνα τυχερή γιατί με εμπιστεύθηκε η κ. Λίζα Σιόλα από τις εκδόσεις Στερέωμα και το Λιθόστρατο κυκλοφόρησε τον Φλεβάρη και ήδη έχει κάνει και β’ έκδοση. Την επιμέλεια ανέλαβε η κ. Κατερίνα Σχινά και ήδη το έχουμε παρουσιάσει στη ΔΕΘ Θεσσαλονίκης, στο καφέ Ζώγια, στην Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη Αργοστολίου και στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Κιλκίς. Τον Οκτώβρη οργανώνουμε παρουσίαση στην Αθήνα.

Σχέδια

Επειδή εδώ και δύο χρόνια βρίσκομαι στη Θεσσαλονίκη στο ΚΘΒΕ, στόχος και του Γ. Αναστασάκη και δικός μου είναι να περιλαμβάνονται στο ρεπερτόριο έργα της ελληνικής και ξένης δραματουργίας παλαιότερων αλλά και νέων δημιουργών (Ταχτσής, Σεβαστίκογλου, Καμπανέλλης, Καζαντζάκης, Παπαμάρκου, Δήμου, Ναρ, Μπροντέ, Μπρεχτ, Φέκεμανς, Φασμπίντερ κ.ά.) αλλά και αναλόγια (Ανασκαφή 1, 2 και 3) βασισμένα σε κείμενα της νεότερης και της παλιάς γενιάς λογοτεχνών της Θεσσαλονίκης. Το διήγημά μου Το ηλιοτρόπιο βραβεύτηκε από το Πανεπιστήμιο του Παλέρμο και όταν θα βρω ελεύθερο χρόνο θα γράψω πάλι μια ιστορία για τον τόπο μου.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.