ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ

Γεννήθηκε το 1962 στις Μοίρες Ηρακλείου. Από το 1993 ζει και εργάζεται στη Βέροια. Έχει ασχοληθεί ερασιτεχνικά με τη μουσική και τη
ζωγραφική.

ΒΙΒΛΙΑ

Παράλληλη μνήμη, Εντευκτήριο (2017)
Προσομοίωση, Ενδυμίων (2013)
Διαδικασία αναβολής, Ενδυμίων (2011)

Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
Ποιητικός πυρήνας: Ανθολογία, Ενδυμίων (2012)

1-Untitled.FR12

ΠΡΟΣΩΜΟΙΩΣΗ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΝΑΒΟΛΗΣ

ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΜΝΗΜΗ (2017)

ΗΡΘΕ

με βρήκε γυμνό
απροστάτευτο
οι λέξεις άρχισαν να χοροπηδάνε
σαν κύματα σε πλώρη

με χτύπησε στον ώμο
σήκω
ήρθε η ώρα
να βαπτιστείς στις αλυκές

να ξεχάσεις τη ματιά σου
να πάρεις δρόμο ονείρου
να είμαι κύμα
να είσαι τρικυμία
να είμαστε ένα
αδιέξοδο
αντίδοτο
αντίδωρο
βροχή
πηγή
και εν τέλει
τέλος και αρχή
μέση άκρη
φωνή δόνηση δάκρυ
μαχαίρι μαυρομάνικο
μαντίλι
μαντιλίδα
ουσία άστρων

ΑΝΕΣΤΙΟΣ

έβαλα τη φορεσιά της λύπης
περπάτησα μέρες σε μονοπάτια
δρόμους σκοτεινούς, ήσυχους
φωταγωγημένους και θορυβώδεις

αρνήθηκα τη λάμψη της φωτιάς
όσο κι αν με τραβούσε

με τις καύσεις των ερειπίων
άλλαξε η ρότα της ανησυχίας μου

έζησα δύο αιώνες εξορία
μα ξαναγύρισα

ξέχασα, ναι
όμως η λήθη σμίλεψε τη φωνή μου
η μνήμη, α! ναι η μνήμη
μητέρα σκληρή
απροσπέλαστη ερωμένη
σπασμένος σκληρός δίσκος

ένα όστρακο
είναι η αμοιβή μου
κάθε καλοκαίρι

ΜΑΝΑ

όσο περνά ο χρόνος
κι οι μέρες κυλούν με ταχύτητα
μένει στην καρδιά ένα ημερολόγιο τοίχου
σκέφτομαι πόσοι ποιητές σε ύμνησαν
σε λάτρεψαν σε εξύψωσαν
τρομάζω με τον εαυτό μου
γιατί τάχα γράφω ποιήματα
(κι έναν στίχο για σένα δεν βρήκα)
κάποιοι λένε είναι καλά
κι άλλοι με λένε γραφικό
μα δε με νοιάζει μάνα
κοιτάζω τον χρόνο κατάματα και δεν μου λείπεις
κοιτάζω τον καθρέφτη και βλέπω τη μορφή σου
σε βλέπω
μαλλιά, χαμόγελο, μάτια, ίδια όλα
κλωνάρι σου είμαι

ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΔΙΑΔΡΟΜΗ

κοχύλι στο βαθύ το μπλε
είμαι λησμονημένο
αφέθηκα στην άνοιξη
και στον ξανθό Σεπτέμβρη

χορεύουν οι τουρίστριες
φλεγόμενες τα βράδια

στον βράχο που τον χάιδευε
ένα γλυκό αεράκι
μου στέλνει χαιρετίσματα
ο καπετάν Περδίκης

τσακίσαμε τα όργανα
χάθηκαν οι πυξίδες
κι η δόλια η αδερφούλα μου
μαζεύει μαντιλίδες

και στην κορφή του λιονταριού
κρυφός καημός ηκούσθη
είναι η αγάπη ακριβή
ξερή μα πλουμισμένη
σαν πέρδικα φεγγοβολά
και πάει στα ουράνια

ΥΛΟΤΟΜΙΑ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ

τόσο πολύ σ’ αγάπησα
που σε περιφέρω
σαν επιτάφιο

τόσο μου λείπεις που θαρρώ
πως άνοιξη δεν θα ’ρθει

ούτε φύλλο δεν ράγισε
ούτε ανάσα ακούστηκε
μόνο η ομορφιά κύλησε
δάκρυ διαμάντι

κι ο θρίαμβος;

μια νύχτα, οι νεωκόροι των εκκλησιών
θα σαβανώσουν και τις τελευταίες ελπίδες
και ο αόμματος αρχαιοφύλακας θ’ αποδράσει
μ’ ένα αντίγραφο της απτέρου νίκης

ΕΝ ΜΕΣΩ ΘΕΡΟΥΣ

χούντα
μουντά χειμέρια τα πάντα
κι ωστόσο Ιούλιος
κι ο Αύγουστος να απέχει αιώνες

η μάνα έχει βρει σκάρους

επιστράτευση
άλλοι σκαρώνουν την ιστορία
άρον άρον τ’ αφήσαμε όλα
και γυρίσαμε Μοίρες με τον Μύρο

αναψυκτικά Λέντας «κάνουν καλό»
κάτι ήξεραν οι ιερείς του Ασκληπιού
ψάχνω την πηγή
μεταμφιέζομαι σε ασθενή και οδοιπόρο
χάραξα τον δρόμο μου στην κακοτοπιά

παντού στον κάμπο επίστρατοι
περιμένουν πόλεμο
φθινόπωρο
θάνατο

δε φοβάμαι τη ρίζα μου
ανθίζει
κρυφίως και αενάως

ΗΡΘΑΝ

μας βρήκαν ανυποψίαστους
κάπνιζαν ξενικά τσιγάρα
τη θλίψη πάνε διακοπές
εμείς νομίζαμε πως ήταν αυθεντίες

θέμα οπτικής
εκείνοι στη διαφορετικότητά μου
και εγώ στα όνειρά τους
που ήταν γκρίζα
όπως οι ψυχές τους

why not με μια απόκλιση στο τέλος nor
ή κάτι σαν τρέλα

το είπε και μια γραμματέας υπουργείου:
εδώ οι άντρες μυρίζουν θυμάρι
και οι γυναίκες δενδρολίβανο

ΟΜΗΡΟΣ

παιδί κοίταζα ώρες
τον πατέρα ξαπλωμένο
να ακούει ραδιόφωνο

Νήπιο ακόμα
με ρώτησε η κυρία:
-τι δουλειά κάνει ο πατέρας σου;
-αγρότης απάντησα
-όχι, κυρία, φώναξε μια γειτονοπούλα
είναι τυφλός

Πρώτη φορά ένιωθα λυπημένος
ήξερα κι έκρυβα ό,τι γνώριζαν όλοι

Άρχισα να ψάχνω
τον άγνωστο άνθρωπο
που ζούσαμε
στο ίδιο σπίτι

Μιλούσε και έβγαιναν πουλιά πολύχρωμα
χειρονομούσε και διηύθυνε
αόρατες ορχήστρες

μια μέρα τον πλησίασα:
– πατέρα, πώς τόσα χρόνια στο σκοτάδι;
απάντησε:
-ίδωμεν το φως το αληθινόν

ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΜΝΗΜΗ

εν τοις όρεσι και ταις διαβάθραις των κλεισουρών

ο γενέθλιος τόπος μου
μια λιτή εικόνα
μη ρέον ύδωρ
άγρια τοποθεσία
απόκρημνα φαράγγια
άδενδροι βράχοι
δεν επροίκισεν το Βυζάντιο
με πρίγκιπες, αυλικούς, στρατηγούς
επιφανείς κληρικούς

ο κόσμος που γαλουχήθηκα περίκλειστος
μόνη διέξοδος η θάλασσα
το πνεύμα παγιδευμένο
η μνήμη στο αίμα
τα τροπάρια στα γονίδια
το φως στο σκοτάδι και στον φόβο
η ομοθυμία στο πέραν
οι ενιαυτοί στο παρόν

η ψυχή μου πορεύεται σε νέους τόπους

βηματιστής στη σκουριά των ημερών
αναλήφθηκα
ως αιχμή καπνού
στη φιλόξενη γη των Μακεδόνων

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ (2013)

Ημερολόγιο Εκπαίδευσης

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ

δεν προσποιούμαι
δε φοβάμαι
οι άγκυρές μου σε μια ξέρα ριζωμένες
σε παγερό κρεβάτι χειρουργείται
η ψυχή μου και η αναισθησιολόγος
ανήσυχη
χρόνος μηδέν ξανά
σμήνη αποδημητικών
των άλλων οι ζωές
ο πόνος ποντικός που βγαίνει απ’ τ’ αλεύρι
πυρ και μανία να ιριδίσει το φουρνάρικο
της νοσοκόμας η μορφή σκουραίνει ολοένα
αγγέλου μοιάζει σκοτεινού που κάνει χρέη θανάτου
φριχτό των φίλων το φιλί
ήσυχος ύπνος

ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΙΚΟ

προσοχή κύριε, θα μείνετε στείρος
βγάλτε τη βέρα και
βάλτε στην καρδιά το ρουλεμάν
βαθιά αναπνοή
ύστερα στύσις
ανάρπαστοι και παραγωγικοί
δημόσιοι υπάλληλοι
κύριε Καρυωτάκη
δώστε τη σφαίρα
και εμείς αναλαμβάνουμε τα υπόλοιπα

να πάρεις παραπεμπτικό
σφραγίδα στρογγυλή στη γραμματεία

αθέλητος συνωστισμός
σε σκοτεινούς διαδρόμους
με τους πλασιέ εταιρειών
και τα ετοιμοπόλεμα
γραφεία τελετών

Παρενέργειες Εκπαιδευομένου

ΣΟΥΡΟΥΠΟ ΣΤΟ ΛΕΝΤΑ

Γλυκά νυχτώνει απόψε
μια νοσταλγία με ξελογιάζει
πετώ τη μάσκα
ο τόπος μου
άδειος καθρέφτης

πόσες φορές να σε τραγούδησα αγαπημένη!

λυτό σούρουπο καλοκαιριού
υγρό φιλί στο στόμα

η φλογέρα φταίει για το λυγμό
του θυμαριού
που ακονίζει το τοπίο

ΑΝΑΝΗΨΗ

ρίγησα δέος με τον Κάλβο
μια νύχτα στο Λιβόρνο
ήμουν το σφάγιον
ένιωσα το βλέμμα του
το παγερό χαμόγελο
τον ήχο του καθαρτηρίου
φωνές –να τον προλάβουμε έλεγαν–
φωτάκια αναβόσβηναν
με λύσσα ενός πνιγμένου
στης Γόρτυνας το δίστρατο
είπα να πάω στα μέρη μου
μήπως και ξαποστάσω
να ξαναπάρω τα βουνά
τη άβολη χαρά μου να γιορτάσω
μια επιβίωση ακόμα ξεκινά

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΝΑΒΟΛΗΣ (2011)

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

Το αστρικό σώμα μου
χάνεται, στο φεγγάρι.

Φωνή μου
Πολιτεία αγέρωχη.
Τα λυτά σου μαλλιά
φτάνουν στις εκβολές του Ευφράτη.

Μαζί με το μύθο μου φεύγω…

ΑΡΙΑΔΝΗ

Έρπω χωρίς μίτο
ομιχλώδης
ακόρεστος ιέραξ ή
θαλάσσιος ίππος
να φεύγω πάμφτωχος.

Όμως στη γλώσσα μου
η αγάπη έχει χρώμα μπλε
και φεύγω πάμφωτος.

Είμαι βαρκούλα στο γιαλό
και συ μεθάς με άστρα.

ΑΝΑΜΝΗΣΗ

Σε μυθικές νύχτες
περιστασιακών αναστάσεων
ατενίζω το διάστιχτο
απ’ άστρα σώμα σου.

Κατακερματίζομαι στην Αχερουσία
φωνή μου πέτρινη!

Σπύρο πού είσαι;

ΝΕΚΡΟΦΑΝΕΙΑ

Το χάραμα, όταν ξεψυχούσα
το μισό στήθος γελούσε.
Τώρα, είπα, όλα πάνε πρίμα!
Το καράβι, στη ρότα
οι δουλειές θαυμάσια…

Και πώς θα φαίνομαι!
Σοβαρότατος στο φέρετρο.

ΘΡΟΙΣΜΑ ΣΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ

Οι λέξεις μου χάνονται
στο κόκκινο των χειλιών σου
γίνομαι μαγικός ήχος
γλιστρώ από τα χέρια σου

Και εσύ όλο να δραπετεύεις
σε πέλαγος θλίψης

Δεν αφήνω ίχνη
χωρίς ενοχές σε πλησιάζω
Όπως το ελάφι την πηγή

ΦΟΙΝΙΚΕΣ

Πολλές φορές η μουσική
ξυπνά εντός μου ένα μικρό ατίθασο γιατί
Θέλω να σέρνω το χορό
στην πίστα της αιώνιας νιότης
Ν’ ανοίξω τα φλογισμένα μου φτερά

Πολλές φορές η μοναξιά μου
τρυπούσε το ταβάνι
φαίνονταν μόνο ο ουρανός
Και συ να τραγουδάς:

Ουράνιοι ταξιδιώτες είμαστε
του κόσμου…

ΓΛΥΚΑΝΙΣΟΣ

Μια νέα συνταγή μαγειρέματος θα ακολουθήσω
Πρώτα να τσιγαρίσω πορτοκάλι με λεμονανθούς
Μετά να κόψω την καρδιά κομμάτια σε κύβους
Από αίμα θα πάρω άμεσα το μπλε
Βασιλικό και δυόσμο να δροσίσω τα μέλη μου

ΒΕΡΟΙΑ

Κάθομαι, παλεύω γελώντας
ροδάκινο αίμα
σταλακτίτες της μοναξιάς
στου Αλιάκμονα τις κοίτες

Χαμηλώνω, χαμηλώνω, ανάπαυση
ζωή τροχόσπιτο-σπιρτόξυλο

Γελώ, γελώ όταν πετώ
στις κερασιές
μίας όασης θανάτου…
0 κάμπος
οι σιδηροτροχιές
μια μελωδία

ΕΠΡΕΠΕ

Έπρεπε να περάσουνε τα χρόνια
να είναι η καρδιά μου άδεια.
Έπρεπε να κοιμάμαι σε χαρτόνια,
φυγάς του κόσμου αυτού, του άπιαστου.

Μια νέα τυραννία έρχεται από σκοτάδια.
Έπρεπε απλόχερα να ζω και να μη λογαριάζω
τις αντιφάσεις μου να καλοπιάσω.
Τη μοναξιά μου έπρεπε να βγάλω στα σκουπίδια.
Έπρεπε όλα να ‘ναι ίδια ή ν’ αλλάζουν
όπως τα χρώματα της ίριδας να μοιάζουν.
Έπρεπε να ‘σουν εδώ,
την αγωνία του αιώνα να ζήσουμε μαζί

ΞΕΚΙΝΗΜΑ

Ανιάτως ωραίος
χωρίς δέος για θεούς και ανθρώπους
εμφανίζομαι.
Με την ψυχή σπαρμένη
ψίχουλα αιωνιότητας.
Στη δίνη ενός ονείρου
φορώ τις μπότες του Ερμή.

Ω! ζωοδότρα πληγή κι αιτία
δεν θέλω άλλη να πάρω αναβολή.

ΑΠΟ ΤΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΕΝΔΥΜΙΩΝ
ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΠΥΡΗΝΑ (2012)

TURRITOPSIS NUTRICULA

Όποτε με κοιτούσες πέτρωνα!
Όταν με φίλησες ανάσταση
Αργότερα εξέπεσα αξιωμάτων
Διασπάστηκα ον πολυδιάστατο
Όντας Οβίδιος ανίδεος και εύχαρις
Αποδομήθηκα
Και με την Αλεξάνδρα δεν…

Δώδεκα παρά τέταρτο
Είμαι κομμάτια
Μες στα χαλάσματα του Ωκεανού
Να ονειρεύομαι ξανά τον κόσμο:
Απ’ την αρχή

ΨΕΜΑ

Ο βοσκός ήταν αληθινός
Τα πρόβατα υπήρξαν
Και ο λύκος και το χωριό
Η στάνη
Το μονοπάτι
Όλα
Οι μαζώξεις και οι λιτανείες
Τα ξόρκια και οι νεράιδες
Τα τραγούδια, οι φωνές, η φλογέρα
Το λουλούδι που άνθισε

Ακόμα και οι σιδηροτροχιές
Στον κάμπο μαρτυρούσαν:
Υπάρχει αίμα
Σιωπή
Και το κυριότερο
Οι ψυχές που ίπτανται αενάως
Στον Ουράνιο θόλο

ΜΑΓΕΙΡΙΚΗΣ ΕΓΚΩΜΙΟΝ

στο Γιώργη Δασκαλάκη

Άδειο τραπέζι
μου παίρνουν τον καφέ
παίρνουν το γλυκό και τα φρούτα
παίρνουν το κυρίως πιάτο
τα ορεκτικά
το απεριτίφ
μπαίνω στο εστιατόριο

Αυθάδης
Αναστήθηκα

Σούρουπο

Όλη μέρα σκεφτόμουν την ομορφιά
την επιθυμία να συνουσιαστώ με την ουσία του γεύματος
ή της προσδοκίας

Χαράζει

ΓΙΑ ΤΟ ΒΑΣΙΛΗ ΔΑΣΚΑΛΑΚΗ ΕΓΡΑΨΑΝ:

ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΜΝΗΜΗ

ΘΑΝΑΣΗΣ Θ. ΝΙΑΡΧΟΣ

ΤΑ ΝΕΑ / Βιβλιοδρόμιο/5/8/2017

Επιτέλους, ένα ποιητικό βιβλίο, η «Παράλληλη μνήμη» του Βασίλη Δασκαλάκη, χωρίς ημερομηνίες για το πότε γράφτηκε το κάθε ποίημα, χωρίς αφιερώσεις σε συναδέλφους ποιητές ή σε συγγενικά πρόσωπα, χωρίς ξένες λέξεις ή επεξηγηματικές σημειώσεις στις τελευταίες σελίδες και κυρίως χωρίς μότο – ούτε ένα! -, μην τυχόν και μας διαφύγει πόσο κατατοπισμένος είναι ο ποιητής σε αλλότριους ποιητικούς λειμώνες. Ετσι, τα είκοσι εννέα ποιήματα του βιβλίου επιτρέπουν να διακρίνεις και την εσωτερική βάσανο που τα υπαγόρευσε και την ποιητική μεταστοιχείωση της βασάνου αυτής. Οπως το καθένα ποίημα χωριστά (για παράδειγμα, τα ποιήματα «Εν μέσω θέρους» και «Ομηρος») αλλά και όλα μαζί κατατείνουν στη συγκρότηση ενός «ημερολογίου», αφού μια παράλληλη μνήμη των ανθρώπων και των πραγμάτων, σε σχέση με τη διαρκώς παρούσα και εκφρασμένη, μια μνήμη μυστική και αθέατη, που συχνά ακόμη και το ίδιο το ποίημα σαν να διστάζει να την αγγίξει, αναδεικνύεται σε μια μνήμη απείρως πιο επίμονη και ζωτικής σημασίας. Με τους στίχους «Ένα όστρακο / είναι η αμοιβή μου / κάθε καλοκαίρι», να υπαινίσσεται εύγλωττα πως η ποίηση τελικά είναι η μόνη επιβεβαίωση για το ότι υπήρξαμε.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΣΥΦΙΛΤΖΟΓΛΟΥ
ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ Τ. 112/ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2017

Παράλληλες σκέψεις σε καταγωγικά ποιήματα

Ο Βασίλης Δασκαλάκης γεννήθηκε το 1962 στις Μοίρες Ηρακλείου· από το
1993 ζει και δημιουργεί στη Βέροια. Μετά από δύο προσωπικές ποιητικές
συλλογές (Διαδικασία αναβολής, Ενδυμίων 2011· Προσομοίωση, Ενδυμίων
2013) και μία συμμετοχή στη συλλογική έκδοση Ποιητικός Πυρήνας (Ενδυ-
μίων 2012), επιστρέφει με αυτή τη νέα συλλογή.
Με λίγα λόγια, και για να μπούμε κατευθείαν στο ψητό των ποιημάτων, πρόκειται για μια επιστροφή στα πάτρια, στα καταγωγικά, στην κρητική
παιδική και εφηβική ηλικία, μαχαίρι μαυρομάνικο/ μαντήλι/ μαντιλίδα. Το
ποίημα σαν όστρακο μοιάζει, γιατρικό στον εξοστρακισμό και η μνήμη μητέρα σκληρή/ απροσπέλαστη ερωμένη/σπασμένος σκληρός δίσκος. Όποιος νιώθει ανέστιος, η ρίζα τον κρατά όρθιο —καρδιακή, μητρική, σαν την ποδιά της μάνας -, άλλοτε φωτεινή κι άλλοτε σκοτεινή.
Όλοι είμαστε “κλωνάρια” στην ποίηση του Δασκαλάκη, ο χρόνος πάλι είναι ένα ημερολόγιο τοίχου και η ζωή κάτι σαν τις τουρίστριες στην Κρήτη
που φλέγονται τα βράδια. Ο ποιητής συνεχίζει ανάμεσα στα δύο, κοιτώντας
τον εαυτό του στον καθρέφτη του ποιήματος — κλωνάρι κι αυτός, πέρδικα
και γλυκό αεράκι.
Αν οι λέξεις γίναν θρύψαλα, κομμάτια οι νευρώνες, το ποίημα-κάτεργο βαστά μέχρι ο πρώτος στίχος να ζευγαρώσει με τον τελευταίο, μέχρι ο ποιητής Β.Δ. να πετάξει από τη Βέροια στο Ηράκλειο, να πει στους παιδικούς του φίλους ένα “γεια χαρά”. Στους πρώτους έρωτες, ο ποιητής δεν συμμορφώνεται, ακρωτηριάζει το ποίημα και με τα άκρα του σχηματίζει
αφαιρετικά ερωτικά τέμπλα, μια νέα Πομπηία του έρωτα, πύρινη.
Ο ποιητής Β.Δ. “περιφέρει” την πατρώα παιδική ηλικία σαν “επιτάφιο”,
σαν ποίημα-επιτάφιο, και η ομορφιά κυλά σαν δάκρυ, σαν απόδραση. Οι στίχοι σαν “νεωκόροι” σαβανώνουν – πάντα ένα αντίγραφο απτέρου νίκης θα
είναι ο θρίαμβος του ποιήματος στο χαρτί.
Όταν θυμώνει ο ποιητής με τη θάλασσα ή με τα βουνά της παιδικής του ηλικίας, δεν θωπεύει ακριβώς τη μνήμη, αλλά την ταριχεύει με τεχνικές Αιγυπτίων – μούμια το ποίημα, δύο λέξεις αρκούν για να περιγράφει τη θλίψη του ο ποιητής.
Βαρύ φορτίο η οικειότης, είτε ημεδαπός είτε αλλοδαπός, τουρίστας ή εσωτερικός μετανάστης — στη ζωή και στο ποίημα, ο ποιητής θέλει δεν θέλει θα προσεύχεται σώσουν, Κύριε, τον λαό Σου.
Το ποίημα σαν τελετουργία, σαν αντίστροφη διαδρομή αποκαθήλωσης — η Αργυρώ, η Πηνελόπη, το καπνοπωλείο «Θεόδουλος». Σαν αγριοπερίστερο ο ποιητής Β.Δ., σαν σκυλί σγουρόμαλλο, επιστρέφει ευάλωτο στην παραθαλάσσια σπηλιά του.
Ο ποιητής Β.Δ. κάθε πρωί καπνίζει ένα τσιγάρο-ποίημα, σαν να βγαίνει
στην επιφάνεια του πατρικού του χωριού, σαν “ψάρι”. Το στεριανό ποίημα
δηλαδή, έξω από τα νερά του, επιστρέφει, έστω και νοερά, διά του καπνού
των στίχων, στην πατρική θάλασσα – εκεί ανάβει, εκεί και σβήνει.
Γιατί άδικο χρέος η σπατάλη της ομορφιάς, του έρωτα, της πατρικής ρίζας, γιατί κι ο ποιητής πότε Χριστός πότε Ιούδας, γιατί άλλη η αδελφοποίηση με την τρέλα και άλλη η ποιητική περίφραξη της καρδιάς.
Γιατί και η ποίηση είναι ένας τόπος, μία εξόδιος ακολουθία, όπως το βλέμμα της θλιμμένης γκαρσόνας στην Κρήτη, κύριε Βασίλη, μαύρη ζάχαρη;/ μαύρη κι η καρδιά μου/ψάρι σε δίχτυ.
Γιατί ο τυφλός πατέρας, ξαπλωμένος χρόνια, γνωστός-άγνωστος, έδειξε το φως το αληθινό, όπως το ποίημα κάτοπτρο — μίση αλήθεια φως, μισή σκοτάδι.
Γιατί λίγα λόγια το ποίημα. Μέσα στο πολύχρωμο ζόρι του κάμπου, τσακάλι πένθιμο ο ποιητής Β.Δ., θερίζει την πραμάτεια του, Ιούλιο μήνα, από
τον Βορρά μέχρι τον Νότο.
Γιατί εδώ, στον γενέθλιο τόπο, τόσο ανυποψίαστα, οι άντρες μυρίζουν θυμάρι και οι γυναίκες δενδρολίβανο. Γιατί πόσο πιο απλά να το ονομάσει Παράλληλη μνήμη ο ποιητής Β.Δ., αυτός που βηματιστής στη σκουριά των ημερών/ αναλήφθηκε/ ως αιχμή καπνού /στη φιλόξενη γη των Μακεδόνων.

ΓΕΩΡΓΙΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΟΥ
ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ Τ. 112/ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2017

Βενετία

Ο τίτλος Παράλληλη μνήμη στο εξώφυλλο, σε πρώτη ανάγνωση, είναι ασαφής. Διότι παραμένει ποιητικά αινιγματική η παραλληλία του. Παράλληλη με άλλη μνήμη; Ή μήπως μνήμη παράλληλη με τη ζωή; Το ταξίδι στη μνήμη αποτελεί μία συνάντηση με πράγματα και πρόσωπα πολύ παλιά, που είναι όμως ακόμη ζωντανά και συνυπάρχουν με το τώρα, μια διείσδυση, θα λέγαμε, στον αρχαϊσμό της παιδικής ηλικίας, της ίδιας της ύπαρξης: κρυβόμουν στην ποδιά της μάνας/ ύστατη προσπάθεια/ να επιστρέφω στη μήτρα/[…] κρυβόμουν στα πόδια της ιστορίας/στην αρχή της μνήμης/ όταν τα λουλούδια πρωτάνθιζαν/ στους πιο ψηλούς γκρεμούς.
Ο Βασίλης Δασκαλάκης χρησιμοποιεί την ανάμνηση ως βοηθητικό εργαλείο. Δεν βάζει τους περασμένους ανθρώπους να εκφράζονται απευθείας, αλλά θυμάται ο ίδιος τι έκαναν και τι έλεγαν. Κι ενώ περιμένεις ότι, δεν μπορεί, θα υπάρξουν δυσκολίες στην αξιοπιστία και στην εγκυρότητα τέτοιων δεδομένων που προκύπτουν είτε από την ανεπάρκεια της μνήμης είτε από την επιθυμία να παρουσιάσει κανείς ευνοϊκά τον εαυτό του, ο Β.Δ.
εντέλει δεν μεροληπτεί. Η ανάμνηση μοιάζει να είναι η κατάλληλη τεχνική
για να επανεξετάσει την πραγματική ζωή στον πραγματικό κόσμο, μέχρι να
αποβεί μνήμη παντοτινή: […] τρομάζω με τον εαυτό μου/ γιατί τάχα γράφω
ποιήματα/ (κι έναν στίχο για σένα δεν βρήκα) […] μα δε με νοιάζει μάνα. Ο
ποιητής δεν νοιάζεται γιατί φέρει την “ανάμνηση” της μάνας αποτυπωμένη
στο πρόσωπό του. Όταν κοιτάζεται στον καθρέφτη του, βλέπει ότι είναι ολόιδιος αυτή. Η μνήμη τότε εγκαθίσταται με σάρκα στα οστά του.
Το παρελθόν είναι πανταχού παρόν, σαν τη μαλακή λάσπη στον πυθμένα της θάλασσας που βρέχει ολόγυρα το νησί της καταγωγής του. Ο Κρητικός Δασκαλάκης γλιστρά μέσα της χωρίς να το καταλαβαίνει, και το παρόν βυθίζεται κι αυτό: κοχύλι στο βαθύ το μπλε/είμαι λησμονημένο – χορεύουν οι τουρίστριες – μου στέλνει χαιρετίσματα/ο καπετάν Περδίκης – τσακίσαμε τα όργανα – κρυφός καημός ηκούσθη – είναι η αγάπη η ακριβή. Οι παραπάνω στίχοι, αλιευμένοι από το ποίημα «Θαλάσσια διαδρομή», αποδεικνύουν τη χρονική ανάμειξη, την εναλλαγή ενεστώτα-αορίστου, το πισωγύρισμα από το παρόν στο παρελθόν μέχρι τη βεγγαλική ανάληψη της αγάπης, που σαν πέρδικα φεγγοβολά/ και πάει στα ουράνια.
Αλλού, οι εντυπώσεις που ξενίζουν δημιουργούν μία ατμόσφαιρα, μία γήινη συνθήκη, η οποία αναδημιουργείται ακατάπαυστα από τις επαναληπτικές εμφανίσεις των φυσικών στοιχείων που γεμίζουν τα μάτια και πλημμυρίζουν το μυαλό: παντού το νερό και η πέτρα. ω! αιώνια μάνα/—μητέρα θαλασσόβρεχτη —/συγχώρεσέ με/ ω! άνεμε, σπλαχνίσου με/ κάποτε έπινα τον ήλιο/η πέτρα έλιωνε στα χέρια μου.
Στο ποίημα «Θαλασσογεωγραφία» ο ποιητής λυχνίζεται και απολυχνίζεται, για να σχολιάσω παιγνιωδώς τους στίχους. Ένα ψάρι εξωπραγματικό και πραγματικό ταυτόχρονα κάνει την εμφάνισή του. Ένα χωριό γνώριμο και αγνοημένο. Εδώ ο γενέθλιος τόπος είναι τόσο διακριτικός, τόσο αποτελεσματικά κρυμμένος μέσα σε μια θάλασσα που κυριαρχεί χωρίς να ονομάζεται: κάθε πρωί/ ένα ψάρι βγαίνει/ και καπνίζει στη στεριά/ τ’ όνομά του/ Λύχνος/ κοντά στο χωριό μου/ είναι ένα μικρότερο χωριό/ που δεν καπνίζει κανένας/ τ’ όνομά του/ Απόλυχνος.
Η νέα ποιητική κατάθεση του Β.Δ. θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια Βενετία της μνήμης. Το νερό είναι η πρώτη ύλη, το υλικό των αναμνήσεων, το ερωτικό αίτιο ακόμα ακόμα. Για τα νερά της Κρήτης έρχονται οι βόρειες τουρίστριες και ο ποιητής σ’ αυτές καταφεύγει για τη σεξουαλική, καλοκαιρινή καταβύθιση: ήτανε οι τουρίστριες/ καύσιμο για τα βράδια/ βουτούσαμε φονικά στην παρακμή.
Κάποιος ποιητής της γενιάς του ’70 έγραψε το εμβληματικό δίστιχο «Όταν εγώ θυμάμαι, ιδρύω παλιές λεβάντες». Όταν ο Δασκαλάκης θυμάται, επανιδρύει μικρές ιστορίες, ασήμαντες φαινομενικά, σαν τα τελευταία διηγήματα του Σωτήρη Δημητρίου, όπου το θέμα είναι η απουσία συγκεκριμένου θέματος. Ο καθένας έχει τον δικό του τρόπο να αγαπά τη “Βενετία” του, που δεν μοιάζει με τον τρόπο του διπλανού. 0 χαμηλόφωνος είναι αυτός του Δασκαλάκη. Στη γενέτειρα ξαναβρίσκει τη χαρά της ζωής, το γήρασμα του θανάτου, μια ανάπαυλα, ένα άλλοθι, μια γοητευτική παραξενιά του τοπίου ή απλούστερα μια διαφορετική ζωή.
Η Παράλληλη μνήμη είναι ένα βιβλίο ειλικρινές για τη λειτουργία της
θύμησης, που άλλοτε σαν νερό κακότροπο και δόλιο απειλεί να καλύψει τα
πάντα —δεν γίνεται να θυμάσαι μόνο, πρέπει και να ζεις—, κι άλλοτε σαν
νερό που “τραβιέται” αφήνει να φανεί η εσωτερική αμμουδιά, το ψυχικό τοπίο. Είμαστε ό,τι θυμόμαστε. Ο Δασκαλάκης θυμάται με μια γλώσσα απαλλαγμένη από περιττά στολίδια και την ίδια στιγμή επηρεασμένη από την τραγουδιστή εκφορά των λέξεων, όπως συνηθίζεται στο νησί του. Γλώσσα μουσική. Αλλά κυρίως ζωντανή, πολύπαθη σαν το καρδιοχτύπι στο ποίημα «Η ποίηση είναι ένας τόπος»: μαύρη κι η καρδιά μου/ ψάρι σε δίχτυ. Ο Δασκαλάκης,
αναμφίβολα, τον επισκέφθηκε.

ΔΗΜΗΤΡΑ ΣΜΥΡΝΗ

faretra/21/5/2017

για να χωρέσει σ’ αυτόν το βάλτο
έχτισα τη δική μου
Αλεξάνδρεια…

Ο Βασίλης Δασκαλάκης χτίζει τη δική του Αλεξάνδρεια εδώ και χρόνια με τη «Διαδικασία αναβολής» (2011), την «Προσομοίωση» (2013) και τη συμμετοχή του στην Ανθολογία του Ποιητικού Πυρήνα της Βέροιας (2012), του οποίου είναι και ιδρυτικό μέλος.

Μικρές ή μεγάλες οι Αλεξάνδρειες του κάθε ποιητή, αποτελούν τόπο καταφυγής γι αυτούς, και ναό κατάθεσης του αγώνα τους στη διαδικασία της Ποίησης.

Η νέα ποιητική συλλογή του με τίτλο «Παράλληλη μνήμη», Εκδόσεις Εντευκτηρίου – με εξώφυλλό του ένα άγριο θυμάρι της Κρήτης, που προδιαθέτει ατμοσφαιρικά για το περιεχόμενο- είναι αποτέλεσμα όχι μόνο μιας τετραετούς γόνιμης εκδοτικής σιωπής, αλλά και μιας ουσιαστικής αναζήτησης και προσδιορισμού του ποιητικού του εγώ.

Η ποίηση είναι ένας τόπος

όπως η εξόδιος ακολουθία
η χάρη της Νάντιας Κομανέτσι

το βλέμμα της θλιμμένης γκαρσόνας
που νιώθει το δέος μου
και αδιαφορεί

τη στιγμή
που με συστολή με ρωτάει;
κύριε Βασίλη, μαύρη ζάχαρη;

Μαύρη κι καρδιά μου
ψάρι σε δίχτυ.

Αν συγκρίνει κανείς τα ποιήματα της προηγούμενης ποιητικής του διαδρομής με κείνα της τελευταίας συλλογής του, θα διαπιστώσει πως ο λόγος του έγινε πυκνότερος, ουσιαστικότερος και προπαντός περισσότερο προσεγγίσιμος στον αναγνώστη ως προς την κατανόηση της ποιητικής σύλληψης.

Το καλό χαρτί του Βασίλη Δασκαλάκη είναι εδώ και χρόνια ο μεμονωμένος στίχος ή το δίστιχο, φορτισμένος συναισθηματικά ή σημασιολογικά, που πολλές φορές όμως δε σώζει την ολότητα του ποιήματος από την αποσπασματικότητα.

Στην «Παράλληλη μνήμη» ο ποιητής περνά από το μέρος στο όλον δίνοντας, τις περισσότερες φορές, ποιήματα εννοιολογικά ολοκληρωμένα, με έκδηλο το σημαινόμενο. Τα ποιήματά του παραπέμπουν σαφώς στο συναίσθημα, χωρίς όμως να λείπει και η στάση της κριτικής απέναντι σε γεγονότα και καταστάσεις. Για παράδειγμα:

…επιστράτευση
άλλοι σκαρώνουν την Ιστορία…

και παρακάτω:

δε φοβάμαι τη ρίζα μου
ανθίζει
κρυφίως και αενάως

Σε πολλά, με ριπές λέξεων, ζυγίζοντας το βάρος τους και τη συναισθηματική τους εμβέλεια, περνά εκφραστικά από το μοντέρνο και ασύνδετο κάποιες φορές στο παραδοσιακό, χρησιμοποιώντας δοκιμασμένα σχήματα λόγου και κάποτε ακόμη και εμφανές μέτρο.

Όπως:

…να είμαι κύμα
να είσαι τρικυμία»
να είμαστε ένα
αδιέξοδο
αντίδοτο
αντίδωρο
βροχή
πηγή
και εν τέλει
τέλος και αρχή…

κι αλλού:

κοχύλι στο βαθύ το μπλε
είμαι λησμονημένο
αφέθηκα στην άνοιξη
και στον ξανθό Σεπτέμβρη
………………
είναι η αγάπη ακριβή
ξερή μα πλουμισμένη
σαν πέρδικα φεγγοβολά
και πάει στα ουράνια

Συχνά οι εικόνες του αναδίδουν το άρωμα της πατρίδας του, της Κρήτης
………………..

βουή
θαλάσσιος ίππος
κρυμμένος σε φιλί λιονταριού
…………….
σκόνη Σαχάρας πάνω μας
έρωτας
………………….

και κάποτε γεύσεις της νιότης των ξέφρενων απολαύσεων γίνονται νοσταλγία με κάποια δόση αυτοκριτικής

ήτανε οι τουρίστριες
καύσιμο για τα βράδια
βουτούσαμε ηδονικά στην παρακμή
………………
εκείνες
στους πειρασμούς μαθημένες
αγέρωχες και μεθυσμένες
ορμητικές σαν καταρράχτες
μας καταβρόχθιζαν

ζωοπανήγυρις με όλο το σεβασμό

Μορφές όπως του πατέρα ή της μάνας έχουν τη θέση τους με ευρηματικότητα που ξαφνιάζει ευχάριστα.

Για τη μάνα του:

……………………
τρομάζω με τον εαυτό μου
γιατί τάχα γράφω ποιήματα
(κι έναν στίχο για σένα δεν βρήκα)
κάποιοι λένε είναι καλά
κι άλλοι με λένε γραφικό
μα δε με νοιάζει μάνα
κοιτάζω το χρόνο κατάματα και δεν μου λείπεις
κοιτάζω τον καθρέφτη και βλέπω τη μορφή σου
σε βλέπω
μαλλιά, χαμόγελο, μάτια, ίδια όλα
κλωνάρι σου είμαι

Και για τον πατέρα, με τον τίτλο «Όμηρος», με την αμφισημία της λέξης:

Παιδί κοίταζα ώρες
τον πατέρα ξαπλωμένο
να ακούει ραδιόφωνο

Νήπιο ακόμα
με ρώτησε η κυρία:
-τι δουλειά κάνει ο πατέρας σου;
-αγρότης απάντησα
-όχι, κυρία, φώναξε μια γειτονοπούλα
είναι τυφλός

Πρώτη φορά ένιωθα λυπημένος
ήξερα κι έκρυβα ό,τι γνώριζαν όλοι

Άρχισα να ψάχνω
τον άγνωστο άνθρωπο
που ζούσαμε
στο ίδιο σπίτι

Μιλούσε και έβγαιναν πουλιά πολύχρωμα
χειρονομούσε και διήθυνε
αόρατες ορχήστρες

μια μέρα τον πλησίασα:
– πατέρα, πώς τόσα χρόνια στο σκοτάδι;
απάντησε:
-ίδωμεν το φως το αληθινόν

Και περπατώντας στα σοκάκια της μνήμης, με αναφορές σε τοπωνύμια και πρόσωπα αληθινά και όχι της φαντασίας, λέει για τον τόπο του, στο τελευταίο ομώνυμο με τη συλλογή ποίημα, κλείνοντας:
…………………
άγρια τοποθεσία
απόκρημνα φαράγγια
άδενδροι βράχοι
……………………
ο κόσμος που γαλουχήθηκα περίκλειστος
μόνη διέξοδος η θάλασσα
το πνεύμα παγιδευμένο
η μνήμη στο αίμα
τα τροπάρια στα γονίδια
το φως στο σκοτάδι και στο φόβο
η ομοθυμία στο πέραν
οι ενιαυτοί στο παρόν

Οι μνήμες-σφραγίδα, κληρονομιά πολύτιμη που προσδιορίζει μέσα από το χθες το σήμερα, μοιάζουν «κληρονομιά πειρατική/ καλά κρυμμένη», που τον οδηγεί πια στην καινούργια πατρίδα.

………………………
η ψυχή μου πορεύεται σε νέους τόπους

βηματιστής στη σκουριά των ημερών
αναλήφθηκα
ως αιχμή καπνού
στη φιλόξενη γη των Μακεδόνων

Μια συλλογή που καταγράφει τη σαφή ποιητική ωρίμανση του Βασίλη Δασκαλάκη, αλλά και την επιλογή από τη μεριά του μιας καινούργιας και περισσότερο ενδιαφέρουσας ρότας στον κόσμο της Ποίησης.

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΣΤΕΡΓΙΟΥ

Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο ενότητες, καθεμία εκ των οποίων αποτελείται από 24 ποιήματα, όλα αριστοτεχνικά δουλεμένα.
Στην πρώτη ενότητα που έχει τον τίτλο Ημερολόγιο Εκπαίδευσης, ο ποιητής μάς παίρνει μαζί του για να μας μυήσει σε μια μυστηριώδη δοκιμασία. Πρόκειται για μια ετοιμασία που όλοι μας, άλλος λίγο άλλος πολύ, την έχουμε γυροφέρει στο υποσυνείδητό μας αλλά σχεδόν πάντοτε την αφήνουμε για τις …ελληνικές καλένδες (ad calendas graecas) χτυπώντας ξύλο. Ο Δασκαλάκης όμως ως άλλος μύστης Ελευσινίων Μυστηρίων μάς βάζει σε ένα ιδιόμορφο cockpit και μας συστήνει απόκοσμες οντότητες και διαστάσεις, καθησυχαστικά ωστόσο, καθώς από τα μέρη που μας ξεναγεί υπάρχει επιστροφή με τον ασφαλή προσομοιωτή του.
Στην δεύτερη ενότητα έχουμε τις Παρενέργειες Εκπαιδευομένου. Η ύπαρξη ξανακερδίζει το βάρος της και την συνέχειά της στον γραμμικό μας χρόνο με ένα είδος τεχνητής ανάνηψης όμως οι επιταχύνσεις από το πρότερο ταξίδι ανακατεύουν τις αποστολές που υπήρχαν ως τα πριν καθώς και τις αναμνήσεις, μερικές από τις οποίες, αν και ουσιαστικές, είχανε θαφτεί στους λαβυρίνθους της μνήμης μα τώρα ανακτούν την σημασία τους ξεπλυμένες από τη σκόνη της λήθης. Η συγκίνηση είναι μεγάλη και η αίσθηση από το χνώτο του Κέρβερου που ένιωσε ο εκπαιδευόμενος στο παράδοξο ταξίδι του πρώτου μέρους ωχριά μπροστά της. Τώρα, χαμογελώντας θα πει ζωή και πάλι ζωή και είναι έτοιμος να ξεκινήσει μιαν ακόμη επιβίωση.

Συνέντευξη στη Δήμητρα Σμυρνή

faretra 8/2/2015

Ο ποιητής Βασίλης Δασκαλάκης μιλά για το «εγώ» και το «εμείς» της ποίησης
8 Φεβρουαρίου 2015

Ιδιαίτερα σεμνός, χαμηλών τόνων, με τη διάθεση να προβάλλει πάντα τους άλλους, ο ποιητής Βασίλης Δασκαλάκης μιλά στη “Φαρέτρα” για τη λυτρωτική δύναμη της ποίησης, το ρόλο του ποιητή και για τον “Ποιητικό Πυρήνα” της Βέροιας, την ομάδα που έδωσε το δικό της χρώμα στην πνευματική ζωή της πόλης.

Συνήθως μια συνέντευξη μ’ έναν ποιητή κλείνει με την ερώτηση: « Τι είναι, λοιπόν, για σάς η ποίηση;» Ας πρωτοτυπήσουμε κι ας ξεκινήσουμε έτσι.
Ευχαριστώ για την πρόσκληση και οφείλω, εδώ, να ευχαριστήσω και τη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη της Βέροιας, που παραχώρησε αυτόν τον ιδανικό χώρο για τη συνέντευξη.

Να μιλήσω για την ποίηση… Η ποίηση είναι το αναπάντεχο για μένα. Ορισμοί υπάρχουν πάρα πολλοί. Με το αναπάντεχο, όμως, τι εννοώ: Είναι το όχημα κυρίως που μας βοηθάει να μεταβούμε από τη ζωή, ομαλά, όχι σ’ έναν ήσυχο θάνατο, αλλά στη συμφιλίωση με την ιδέα του θανάτου. Βέβαια, αυτό είναι υποκειμενικό. Αλλά το αναπάντεχο του θανάτου ισχύει για όλους. Γράφει ο Βεροιώτης ποιητής , ο Δημήτρης Καρασάββας, στο «Ναυτικό φυλλάδιο»… «Κύριε, το πασπόρτι σας δε γράφει ημερομηνία θανάτου». Είναι, λοιπόν, κάτι, που για όλους είναι κοινό και αναπάντεχο. Έτσι, πρέπει, σιγά – σιγά, να συμφιλιωθούμε μ’ αυτήν την ιδέα. Η ποίηση, λοιπόν, για μένα, είναι ένα τέτοιο όχημα, που με κάνει να γίνω καλύτερος άνθρωπος, και πέρα από το δημιουργικό μέρος, που είναι ατομικό, να γνωρίσω κι άλλους ανθρώπους, που έχουν τα ίδια όνειρα, τις ίδιες αγωνίες. Γι αυτό υπάρχουν και συλλογικότητες μέσα απ’ αυτήν τη διαδικασία.

Έρχεστε από την Κρήτη, το γενέθλιο τόπο, στη Βέροια, και ριζώνετε εδώ. Πώς προσαρμόζεται ένας Κρητικός στη Μακεδονία; Πόσο η νοσταλγία του για τον τόπο που άφησε γίνεται ποίηση; Πώς βλέπει τη Βέροια με τις… « τόσες εκκλησίες, όσες και τα μπαράκια», όπως λέτε στην τελευταία σας συλλογή;

Η Βέροια είναι ένας τόπος, για μένα, ονειρικός, γιατί εδώ ήρθα εξαιτίας της γυναίκας μου. Ήταν μια ευκαιρία για μένα να δραπετεύσω από την Κρήτη, γιατί με πίεζε αφόρητα το « Χρέος» του Καζαντζάκη. Είμαι περήφανος για την καταγωγή μου ,αλλά η πίεση εκεί και ο κόσμος, που είναι σκληρός μάλλον για μένα, είναι πράγματα που δε θα μπορούσα ν’ αντέξω. Είναι δύσκολο το να ζεις σ’ ένα περιβάλλον όπου, συνεχώς και ανά πάσα στιγμή, μπορεί να βρεθείς εκτεθειμένος και να πρέπει να υπερασπίσεις τον εαυτό σου, ίσως και με το όπλο! Όταν πρωτοήρθα στη Βέροια, τον Απρίλιο του ’91, διαπίστωσα ότι υπάρχει ένας κόσμος ήρεμος, ευγενικός, πολιτισμένος και ήταν εντυπωσιακό αυτό.
Αποφασίζοντας να μείνω στη Βέροια, ήταν λογικό να με διακατέχει νοσταλγία, γιατί στην Κρήτη ήταν οι γονείς μου, τα αδέλφια μου… Επηρεασμένος από τον αγαπημένο μου ποιητή , το Γιώργο Μαρκόπουλο, φίλο και δάσκαλο – εξαιτίας του άρχισα να γράφω – έμαθα να μετουσιώνω τη νοσταλγία μου σε ποίηση . Ταυτόχρονα διαπίστωνα ότι, όσο ήμουν μακριά, είχα πολύ ωραίες εικόνες για την πατρίδα μου, όταν επέστρεφα, ήθελα να ξαναφύγω …

Μιλάτε σε κάποιο ποίημα για… «βαρβάρους των καλοκαιριών», τους τουρίστες εννοείτε, που αλλοτριώνουν το τοπίο και τους ανθρώπους;

Ακριβώς. Αντίθετα η Βέροια είναι μια ενδοχώρα , όπου υπάρχει ένα άλλο πνεύμα, μια ηρεμία, μια αμιγής ελληνικότητα. Ενώ είναι ένα πολυπολιτισμικό μέρος, απ’ όπου πέρασαν πολλές φυλές, δε νιώθεις, όταν έρχεται ο τουρίστας, σα να είσαι …γκαρσόνι!

Το 2011 εκδίδεται η πρώτη ποιητική σας συλλογή με τίτλο «Διαδικασία αναβολής», εκδόσεις «Ενδυμίων». Είναι μια συλλογή, όπου συμβιώνουν πολλά. Ο έρωτας, ο θάνατος, η απουσία, ο νόστος και πάνω απ’ όλα, σε κόντρα, ο λυρισμός με το σαρκασμό. Διαβάζω στίχους που αγαπώ, ιδιαίτερα λυρικούς: «Όμως στη γλώσσα μου/ η αγάπη έχει χρώμα μπλε» ή «το νυφικό σου έγινε από ανέμους τροπικούς/ κι όλη η προίκα σου τα μάτια σου». Και περνάω στο σαρκαστικό Δασκαλάκη: «χειρότερος χαφιές στη ζωή μας / είναι ο εαυτός μας», ή κάπου αλλού «για μάς δεν υπάρχει γη της επαγγελίας – είπες». Έτσι λοιπόν, τώρα, με την απόσταση μιας τετραετίας από την έκδοση εκείνης, της πρώτης συλλογής, πώς τη βλέπετε;

Πραγματικά, όταν ξαναδιαβάζω αυτήν τη συλλογή, διαπιστώνω ότι είναι μια συλλογή , που, αν και πρώτη, δεν είναι πρωτόλεια, αφού γράφεται από το 2000. Είναι ποιήματα δουλεμένα αρκετά, και το σημαντικότερο που έχω να πω γι αυτήν τη συλλογή είναι ότι, αν δεν υπήρχε ο φίλος και συνεργάτης Δημήτρης Παπαστεργίου, δε θα έβγαινε ποτέ. Όλα τα κείμενα ήταν χωρίς τίτλους, ατάκτως ερριμμένα και τα συμμάζεψε. Γιατί , πέρα από καλός ποιητής, ο Δημήτρης είναι και εξαιρετικός επιμελητής. Είναι κάτι που το ξέρουν ελάχιστοι. Είναι ένας εξαιρετικός εργάτης της ποίησης. Ουσιαστικά συμμάζεψε όλο αυτό το υλικό, με αποτέλεσμα να δώσει τίτλους στα κείμενα, που εγώ απέφευγα να δίνω, και να φωτίσει σαν προβολέας το κάθε κείμενο.
Τώρα, για το λυρικό μέρος, είναι ακριβώς τα έντονα συναισθήματα που βίωσα, και κυρίως ο έρωτας για τη μούσα μου, που λειτουργεί σαν διεγερτικό συστατικό, τη γυναίκα μου, την Κατερίνα. Χωρίς αυτό το συστατικό, τον έρωτα, δεν υπάρχει δημιουργία. Όσον αφορά το σαρκαστικό μέρος, σίγουρα υπάρχουν επιρροές από Καρυωτάκη, αλλά ο Καρυωτάκης είναι σκοτεινός. Άλλωστε και με τη ζωή του μάς το έδειξε αυτό. Εγώ πιστεύω ότι, μέσα από το σκοτάδι, πρέπει να δούμε και το φως .Κι αυτό προσπαθώ να πετύχω, να δώσω τις αποχρώσεις που έχει το φως, μέσα από το σκοτάδι.

Η δεύτερη συλλογή εκδίδεται το Μάρτιο του 2013, με τίτλο «Προσομοίωση». Εκδόσεις «Ενδυμίων» και πάλι. Ο λυρικός Δασκαλάκης υποχωρεί τώρα αισθητά και ο σαρκαστικός, και μάλιστα αυτοσαρκαστικός, με πιο έντονες επιρροές του Καρυωτάκη, επιβάλλεται και θεματικά και ατμοσφαιρικά. Διαβάζω αγαπημένους μου στίχους: «Ανάμνησή μας μόνο οι εκδορές / από την πάλη με τους χειμώνες» ή κάπου αλλού: «χτυπάει απ’ έξω ο θάνατος / μα εγώ δεν του ανοίγω». Ήδη, μιλήσατε για σκοτάδι και φως. Εγώ όμως ρωτώ : ποιες ψυχικές διεργασίες οδηγούν σ’ αυτήν την τελική ποιητική στάση; Γιατί ,ενώ στην πρώτη συλλογή μάχεται ο λυρικός ποιητής με το σαρκαστικό, εδώ επικρατεί ο σαρκαστικός;

Όταν η πρώτη συλλογή βγήκε, το 2011, ήδη ήμουν 49 ετών. Μάλλον, όταν άφησα τα 50, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση, γιατί ήμουν πλέον μεσήλικας. Επηρεασμένος βαθιά κι από μια περιπέτεια της υγείας μου, που με έστειλε στα νοσοκομεία , οδηγήθηκα στην « Προσομοίωση». Φιλόδοξο, βέβαια, κάτι τέτοιο, όπως μου είπε και ο φίλος μου ο Θανάσης Νιάρχος. Έτσι γράφτηκε η «Προσομοίωση» Ένιωσα ότι μπήκα για λίγο σ’ ένα δωμάτιο, ακούμπησα το θάνατο στον ώμο και ξαναβγήκα. Μόνο που εγώ στάθηκα τυχερός. Έμεινα απλά στην προσομοίωση, ενώ άλλοι, όπως ο ποιητής και Καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, Βαγγέλης Αθανασόπουλος, έκαναν βιβλίο τον επερχόμενο και μη αναστρέψιμο θάνατό τους.

Αυτές λοιπόν οι ψυχικές διεργασίες σάς οδηγούν εδώ, η προσωπική εμπειρία…

Ναι, έτσι. Να προσθέσω ότι κι εδώ είχα την πολύτιμη βοήθεια του Δημήτρη Παπαστεργίου. Από ένα υλικό 70-80 ποιημάτων, έμειναν τελικά 48. Είναι μια ποίηση φτιαγμένη από ψηφίδες. Σκέφτομαι κάποιες φορές, με λύπη, πως όχι μόνο το αναγνωστικό κοινό της ποίησης είναι μικρό , αλλά πως ούτε εμείς οι ποιητές διαβάζουμε πάντα τα ποιήματα των άλλων ποιητών…

Βλέποντας το ποιητικό τοπίο γενικά, τι παρατηρείτε, «σ’ αυτά τα χρόνια τα δικά μας, τα σακάτικα», που λέει κι ο Εγγονόπουλος; Τι απασχολεί την ποίηση και πώς το εκφράζει ;

Αυτό είναι δύσκολο ν’ απαντηθεί ,γιατί έχουν χωριστεί οι ποιητές δυστυχώς σε ομάδες και ομαδούλες, διαβάζονται μεταξύ τους και λένε… «τι ωραίοι που είμαστε»! Αυτό , όμως, το « τι ωραίοι που είμαστε» δε μάς αφήνει να δούμε ένα όραμα πανανθρώπινο. Αυτήν τη στιγμή, στη γενιά μου και τη νέα γενιά, δεν υπάρχει ένας μεγάλος ποιητής, που να τραβήξει μπροστά, κι αυτό είναι ένα πρόβλημα. Έχουν ειπωθεί όλα και ο καθένας τα βλέπει με τον τρόπο του. Αυτό που είναι σημαντικό είναι ότι στην ποίηση έχουμε δυο Νόμπελ, που, σαν φάροι , οδηγούν τους υπόλοιπους ποιητές. Ποιητές έχουμε… Αύριο μπορεί να βγει ένας ποιητής μεγάλος… Ποιος ξέρει…
Στην παρουσίαση της ποιητικής ανθολογίας του 1ου ΓΕΛ Βέροιας, ξεχώρισα δύο μαθητές- ποιητικά ταλέντα. Να, η ελπίδα. Πιστεύω στους νέους. Αυτό το αναφέρει από τη δεκαετία του ’80 η Μαριανίνα Κριεζή,… «Θα’ ρθουν νέα παιδιά, με μάτια λέιζερ και μαλλιά τυρκουάζ , για να κάνουν σαμποτάζ». Εμείς έχουμε το δικό μας όραμα, τα παιδιά το δικό τους.

Χτυπάει η καρδιά της ποίησης στην επαρχία;

Είμαστε πλούσιοι εδώ στην περιοχή μας. Πέρα από τον «Πυρήνα», διαθέτουμε ονόματα ποιητών και πεζογράφων, όπως του Θανάση Μαρκόπουλου, του Δημήτρη Καρασάββα, του Ηλία Τσέχου, της Αρετής Γκανίδου, του Γιάννη Καισαρίδη, του Γιώργου Λιόλιου, του Γιώργου Σιώμου…
Νομίζω τα τελευταία χρόνια, όχι επειδή είμαστε εμείς εδώ ως «Ποιητικός πυρήνας» , αυτό το διαπίστωσα και στη Δράμα και στη Λάρισα, έχουν αναπτυχθεί αντίστοιχα ομάδες, που κάνουν πράγματα. Εμείς και με τις δύο ομάδες είχαμε έρθει σε επαφή. Και μάλιστα το 2014, τον Ιανουάριο, παρουσιάσαμε για πρώτη φορά το ποιητικό περιοδικό «Θράκα», ως «Ποιητικός πυρήνας». Επικεφαλής της ομάδας αυτής είναι ο ποιητής Σωτήρης Παστάκας. Στη Λάρισα είναι η έδρα, με ποιητές νέα παιδιά και φιλόδοξα, όπως ο Στάθης Ιντζές, ο Θάνος Γώγος, ο Αντώνης Ψάλτης, η Χρύσα Αλεξίου…

Στη Δράμα βγάζουν το περιοδικό «Δίοδος» κι έχουν δημοσιεύσει επίσης δικά μας ποιήματα, του Δημήτρη και του Παύλου του Παρασκευαΐδη και δικά μου. Είναι και εξαιρετικοί φίλοι, γιατί, πέρα από ποιητές, είμαστε και φίλοι. Μεταξύ αυτών ο Γιώργος Κασαπίδης, ο Αλέξανδρος Αραμπατζής, ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου, ο Σπύρος Γαλήνης, ο Δημήτρης Πέτρου… Όλοι τους πολύ καλοί.
Το πρόβλημα που υπάρχει είναι ότι στη γενιά του 1970 έπεσε βαριά η σκιά της γενιάς του 1930. Εμείς έχουμε σαφείς επιρροές από τη γενιά του ’70, που τελικά είναι ο σάκος του μποξ και για τη γενιά του ’30 και για την επόμενη γενιά. Μια ποιήτρια φίλη από την Ξάνθη μου είπε: «Δασκαλάκη, είσαι ο καλύτερος ποιητής της γενιάς του ’70»(!) , ενώ, βέβαια, δεν ανήκω σ’ αυτήν τη γενιά. Δηλαδή, εν ολίγοις, έχω επιρροές και το δέχομαι. Όπως από το Γιώργο Μαρκόπουλο, τον Γκανά, τον Αναγνωστάκη, το Λειβαδίτη… βασικούς εκπροσώπους της γενιάς του ’70. Οπότε, μέχρι να βρούμε τη φωνή μας και την ταυτότητά μας, πρέπει να γίνονται πράγματα.

Ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για το δικό μας τόπο, τη Βέροια, και για το δικό μας «Ποιητικό Πυρήνα», του οποίου θεωρείστε η ψυχή από πολλούς, μαζί με τον αχώριστο σύντροφο, στο ταξίδι της ποίησης, το Δημήτρη Παπαστεργίου. Πώς ξεκίνησε ο «Πυρήνας»; Ποια ανάγκη κάλυψε; Ποιοι οι στόχοι του και ποιες οι δραστηριότητές του; Μάλιστα θεωρώ ότι το blog του «Πυρήνα», που κάνατε, είναι η πληρέστερη έκφραση των στόχων σας.

Δεν είμαι η ψυχή. Είμαι η αιχμή του «Πυρήνα». Η ψυχή και η καρδιά είναι ο Δημήτρης. Είναι ο εργάτης που τραβάει μπροστά κι εγώ φαίνομαι χωρίς να μού αξίζει. Ο «Πυρήνας» ξεκίνησε από ένα γεγονός τυχαίο, από τη «Λέσχη Ανάγνωσης» της Κυριώτισσας. Ήμασταν εκεί διάφοροι φίλοι, όπως ο Σούλης ο Λιάκος, ο συγγραφέας Γιώργος Σιώμος και ο Δημήτρης, αλλά δε γνωρίζαμε ο καθένας για τον άλλον τι γράφει. Το 2011 είχε την ιδέα ο Σούλης ο Λιάκος να καλέσουμε στη Λέσχη όλους τους ποιητές του Νομού, να μας πουν για το έργο τους και μέσα απ’ αυτήν τη διαδικασία, μάλιστα, βγήκε μια δουλειά. Τον Ιούνιο, στις φωτιές του Αη Γιάννη, ο Γιάννης ο Καισαρίδης πρότεινε να γράψει ο καθένας ένα ποίημα για τις φωτιές. Έτσι προέκυψαν «Οι φωτιές του Αη Γιάννη». Μια συλλογή, με το ανάλογο τευχίδιο.
Τον Αύγουστο του 2011, βρεθήκαμε με το Δημήτρη τυχαία, να πιούμε έναν καφέ στο McOza, κι από τότε είμαστε αχώριστοι. Διαπιστώσαμε την αγάπη μας για την ποίηση και είδαμε ότι μπορούμε να κάνουμε κάποια πράγματα. Ούτε καν σκεφτήκαμε ότι θέλουμε να εκδώσουμε ο,τιδήποτε. Μέσα στους καλεσμένους ήταν και ο Παύλος Παρασκευαΐδης
, ο οποίος αμέσως μάς πλαισίωσε. Στόχος μας βασικός ήταν να κάνουμε μια ανθολογία με τους ποιητές του Νομού. Εγώ, μάλιστα, βάφτισα την ομάδα «Ποιητικό Πυρήνα».
Προτείναμε σε όλους τους ποιητές να συμμετέχουν. Άλλοι αρνήθηκαν, άλλοι ήρθαν κοντά μας. Μεταξύ των γνωστών, που ήρθαν κοντά μας, ήταν κι ο Ιγνάτης Χουβαρδάς, που είναι και μέλος της συντακτικής επιτροπής στο blog του «Ποιητικού Πυρήνα». Μάλιστα, μάς στέλνουν απ’ όλη την Ελλάδα κείμενα φίλοι ποιητές, γνωστοί και άγνωστοι, τα συζητάμε και ό,τι μας αρέσει- προσπαθώντας να έχουμε πάντα μια ποιότητα- το βάζουμε. Δεν απορρίπτουμε κανέναν.

Επομένως, πρώτος στόχος να γνωρίσετε ο ένας τον άλλον, δεύτερος να επικοινωνήσετε με τους ποιητές της υπόλοιπης χώρας. Μετά;

Έτσι. Μετά υπήρξε το εγχείρημα της ανθολογίας , το οποίο πήγε πολύ καλά. Ήταν η ευκαιρία να βγούμε έξω από τα τείχη της πόλης. Η πόλη είναι πολύ περιορισμένη. Τώρα, από το Σεπτέμβριο, συνεργαζόμαστε με το «Καλντερίμι», έναν πολύ ζεστό και ιδιαίτερο χώρο στη Βέροια, που έχει και τις ομώνυμες εκδόσεις. Εκεί, κάνουμε αναγνώσεις και συζητήσεις γύρω από ανέκδοτα κείμενα ανθρώπων της πόλης αλλά και ξένων. Δυστυχώς, όμως, ελάχιστοι άνθρωποι ασχολούνται με την ποίηση. Το θεωρούν κάτι σαν πάρεργο.

Σχετικά με το blog του «Πυρήνα», που είναι εξαιρετικό, ως προς τη σοβαρότητα, την πληρότητα και την ενημέρωση, πείτε μας μερικά πράγματα.
Προσπαθούμε να το εμπλουτίσουμε, βάζοντας και εικόνες , που να έχουνε σχέση με το κείμενο. Φιλοξενούμε κυρίως νέους ποιητές . Ένα πνεύμα καινούργιο είναι οι μεταφράσεις. Κυρίως συνεργαζόμαστε και με ποιητές που είναι και μεταφραστές, όπως η Σοφία Γιοβάνογλου, και προσπαθούμε να βρούμε κείμενα που δεν έχουν δημοσιευθεί στο internet. Δηλαδή, δε θα βάλουμε ένα γνωστό ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη. Ανεβάζουμε , συνήθως , ανέκδοτα κείμενα.

Λέτε κάπου στην « Προσομοίωση» : «προσεύχεται στα καντήλια των ποιητών / ζώντων και νεκρών». Για σάς ποιοι ήταν οι «θεοί» της ποίησης, που σας διαμόρφωσαν; Μιλήσατε για το Γιώργο Μαρκόπουλο. Έχετε άλλες επιρροές;

Και στη «Διαδικασία αναβολής» και στην «Προσομοίωση», σαφώς και υπάρχουν. «Θεοί»- σύμβολα είναι ο Απόλλων με τη λύρα του και ο Ερμής, ο ψυχοπομπός. Για μένα ο κορυφαίος ποιητής όλων των εποχών είναι ο Όμηρος. Αμέσως μετά, στο DNA μου είναι ο Βιτσέντζος Κορνάρος. Συχνά το δέσιμό μου με την παράδοση αποδεικνύεται και με κάποιους κρυφούς ή φανερούς 12σύλλαβους ή 15σύλλαβους. Από εκεί και πέρα δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τους μεγάλους Ελληνες, Σολωμό, Καβάφη, Ρίτσο, Ελύτη, Σεφέρη… Πολύ μεγάλοι ποιητές! Εμείς δε μπορούμε παρά να τους θαυμάζουμε και να μας επηρεάζουν…

Η ποίησή σας είναι μια ποίηση που δεν παρακάμπτει τα γεγονότα, πολιτικά και κοινωνικά. Επηρεάζεται και δημιουργεί, ανασαίνοντας το παρόν και μετουσιώνοντάς το σε στίχους. Πάντα κριτικά. Μπορεί και πρέπει να είναι ενεργό μέλος της κοινωνίας ο ποιητής και να την μεταμορφώνει με τη στάση του; Έχει ανάγκη ο κόσμος και προπαντός η εποχή μας από τους ποιητές;

Απ’ ότι φαίνεται η εποχή μας δε χρειάζεται ποιητές, αλλά σαλτιμπάγκους! Αυτήν τη στιγμή οι ποιητές που γράφουν πολιτικά είναι στην Ελλάδα μετρημένοι. Γι αυτό λοιδορούνται ή θεωρούνται αποσυνάγωγοι. Πρέπει να ξεφύγουμε από τον επαρχιωτισμό και το εγώ μας και να μιλήσουμε για το συλλογικό. Όσοι μεγάλοι ποιητές έγραψαν με πανανθρώπινη λαλιά, είχαν αυτό το όραμα. Ο λόγος πρέπει να είναι πολιτικός. Γι αυτό αγαπάμε το Γιάννη Ρίτσο, επειδή έλεγε «τα σύκα – σύκα και τη σκάφη – σκάφη». Σαφώς και πρέπει ο ποιητής να είναι πολιτικό ον, και να ξεκαθαρίζει τη θέση του, τιμώντας το ρόλο του ως πνευματικού ανθρώπου.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.