ΝΙΚΟΣ ΑΛΕΞΗΣ ΑΣΛΑΝΟΓΛΟΥ

Ο Νίκος Ασλάνογλου (το ψευδώνυμο Αλέξης διάλεξε στα εφηβικά του χρόνια από τον ομώνυμο ήρωα του Ντοστογιέφσκι στο έργο του Ταπεινοί και καταφρονεμένοι) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 17 Σεπτεμβρίου 1931. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Τέλειωσε το πειραματικό σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1949), όπου στη συνέχεια σπούδασε γαλλική φιλολογία. Γύρω στο 1950 (μετά το θάνατο του πατέρα του) ανέλαβε συνδιευθυντής (μαζί με το γαμπρό του Βασίλη Φράγκο) στην εριουργία Μάκερ, που χρεοκόπησε λίγο αργότερα. Στη συνέχεια έφυγε στη Γαλλία και την Αίγυπτο και συνέχισε τις σπουδές του στα Πανεπιστήμια Καΐρου και Αιξ – αν Προβάνς. Εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, ως καθηγητής σε φροντιστήριο ξένων γλωσσών, ως επιστημονικός συνεργάτης στην Αρχιτεκτονική Σχολή Θεσσαλονίκης και μετά το 1980, οπότε εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, ως επιμελητής και λογοτεχνικός σύμβουλος στον εκδοτικό οίκο Ευσταθιάδη. Το 1951 ίδρυσε από κοινού με τον Κ.Κατσανό το περιοδικό Σκέψη, που κυκλοφόρησε ένα μόνο τεύχος, στο οποίο ο Ασλάνογλου δημοσίευσε το πρώτο του δοκίμιο, με τίτλο Θάνατος και γέννηση στην ποίηση του Γιώργου Θέμελη. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1952 με την πολυγραφημένη έκδοση του έμμετρου θεατρικού μονοπράκτου έργου Θάλασσα και συγχρονισμός, απόσπασμα του οποίου δημοσίευσε το 1953 στις σελίδες του φοιτητικού περιοδικού Πυρσός.
Πέθανε στην Αθήνα στις 6 Αυγούστου 1996

Ποιητικές συλλογές:
«Δύσκολος θάνατος», 1954
«Ο θάνατος του Μύρωνα», 1960
«Ποιήματα για ένα καλοκαίρι», 1963
«44 ποιήματα, Επιλογή 1946-1966», 1970
«Νοσοκομείο εκστρατείας», 1972
«Αργό πετρέλαιο», 1974
«Δύσκολος θάνατος» (συγκεντρωτική έκδοση), 1978
«Ωδές στον Πρίγκιπα», 1981
«Τρία ποιήματα», 1987

Πεζογραφία:
«Θάλασσα και συγχρονισμός» (ποιητικό μονόπρακτο), 1952
«Ταξιδεύοντας στη δροσερή νύχτα» (σύντομα κείμενα δημοσιογραφικού χαρακτήρα), 1991

Μελέτες:
«Θάνατος και γέννηση στην ποίηση του Θέμελη», 1959

Δύσκολος Θάνατος  (1954)

ΣΤΑΘΜΟΣ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ

Παράξενα φέγγει στη μνήμη μου η αρχή. Είναι το φέγγρισμα
πίσω απ’ το βράδυ, όταν το φως υποχωρεί απ’ τις γωνιές
όπως τα δίχτυα πού απλώνουν στα τηλέφωνα κι άκούς
ένα ασυνάρτητο κενό μέσα στις ανοιχτές γραμμές
μιαν έκσταση από άταχτες φωνές μεσ’ απ’ τα σύρματα
το βράδυ στο σταθμό πού συντροφεύει η θάλασσα
δυό τρία βράχια κι ό κόρφος ανοιχτός δίχως ορίζοντα
κι ο ήλιος σα λυπημένη Κυριακή κοντά στα Κάστρα

Δεν θα ξεχάσω αυτό το φέγγος στο σταθμό
το πάθος πού ξεπερνά την ευφροσύνη του κορμιού και από σάρκα γίνεται
πνευματική αγωνία
η αγωνία πού φέρνουν οι σβησμένες φωνές στο κατώφλι της νύχτας
η αγωνία πού φέρνει η μοναξιά δίπλα στον άλλο, η μοναξιά
μέσα στον άλλο, η μοναξιά μέσα στο πάθος του άλλου

Όλα τελειώνουν στο τελευταίο σύνορο
χαμηλώνουν τα φώτα στο θάλαμο και σβήνουν
οι σιγανές πατημασιές. Προσευχηθείτε
για τις σκοπιές που αγρυπνούν.

Η ΠΟΙΗΣΗ ΔΕ ΜΑΣ ΑΛΛΑΖΕΙ

Η ποίηση δε μας αλλάζει τη ζωή
το ίδιο σφίξιμο, ο κόμπος της βροχής
η καταχνιά της πόλης σα βραδιάζει

Δε σταματά τη σήψη που προχώρησε
δε θεραπεύει τα παλιά μας λάθη

Η ποίηση καθυστερεί τη μεταμόρφωση
κάνει πιο δύσκολη την καθημερινή μας πράξη

ΜΕΣ ΣΤΟ ΥΓΡΟ ΣΚΟΤΑΔΙ

Μες στο υγρό σκοτάδι
πολύ πλανήθηκα

Αγάπησα τις φωτοσκιές των δέντρων
τη γνώριμη νύχτα
τον ουρανό

Βροχή
μουσικές φωνές

Μες στο υγρό σκοτάδι

Έλα
θα βαδίσουμε σιγά μην ακουστούμε

Είμαστε παιδιά
κι αγαπούμε τα ωραία καράβια
είμαστε παιδιά
κι αγαπούμε τη θάλασσα

Λάσπες και νερά
ο άνεμος ταξιδεύει
τραγούδια που σβήνουν

ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ

Αυτό το βράδυ στάθηκε το πιο γλυφό. Το ήπια
σταλαματιά σταλαματιά καθώς σκεφτόμουνα
πως ό,τι δόθηκε δεν παίζει με τ’ αποσιωπητικά
δε μιλά τη γλώσσα της επιστροφής θα ξανάρθω με τα πρωτοβρόχια

Αυτό το βράδυ έφυγε ακόμα ένας. Χάθηκε
εκεί που σβήνεις ένα ένα τα φώτα σου στον ουρανό
και τίποτα δεν είναι πια να ξαναρχίσει

Κι εγώ να σκέφτομαι το βράδυ αυτό, να μη μπορώ να μιλήσω
τα μάτια υγρά, το στόμα υγρό, τα μαλλιά μουσκεμένα
σαν τα παράθυρα σ’ ένα βαγόνι τρίτης θέσης
και βλέπεις αόριστα πως τίποτε πια δεν ωφελεί
μες στα χαλαρωμένα χέρια και στα πεσμένα μαλλιά σου

ΑΘΗΝΑ

Πολιτεία γυμνή, πρωινό με τις άδειες καρέκλες
δεν είναι δω τόπος να μείνουμε
εδώ δεν έχει δρόμους δεν έχει μάτια
μέσα σ’ ερειπωμένα παράθυρα
μια μυρωδιά γκαζιού και κίτρινης λαδομπογιάς

Ο θάνατος του Μύρωνα  (1960)

ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ

Νύχτωσε στην Ελ Μίνα και πυκνή
σιωπή ανέβαινε απ’ τη μεριά της θάλασσας
κι αντάμωνε το κάστρο∙ ολημερίς
ξαπλώνονταν αμίλητο και σκυθρωπό
σα μουδιασμένο ζώο

Τότε ξεχώρισα ήχο πνιχτό καθώς το φύλλο
που τσαλακώνεται μέσα σε χέρια ανάρμοστα
γρατσούνισμα σε σώμα ακάθαρτο, αρρωστημένο

Κι είδα έναν Άραβα μικρό, σημαδεμένο
έφεγγαν χέρια, πρόσωπο, μάτια κι ήταν όλος
χιλιάδες που άφηναν τη γη τους κι επιστρέφανε
μέσα στην άμμο, σε σκηνές, στο άσπρο φως.
Κι όταν μιλούσε δάκρυζε η φωνή και όλο ικέτευε
για κάποια θέση στη ζωή ή έστω αντίσταση
στο θάνατο που ερχότανε αργά και τον ρουφούσε

Μα εγώ έπλενα τα χέρια μου. Άγρια μοναξιά
τα χρόνια που έφυγαν με είχανε ποτίσει

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΥΡΩΝΑ

Το ξέρω, δεν αξίζει τόση επιμονή
μέσα στην εκμηδένιση. Και όμως, χρόνια
μετά, ο Μύρωνας θα γίνει μουσική και φώτα
αίμα και γέλιο ενός παιδιού, σπαρμένοι
αγροί και θάλασσες, κι όλα τα μάτια των παιδιών
θα τον θυμίζουν γέρνοντας σα στάχυα
από ψιλή βροχή στα πεζοδρόμια. Εκείνος
ανεπανάληπτη φωνή μέσα μου θα σωπαίνει
ανάβοντας την ομορφιά στο σκοτωμένο νόημα
που η ζωή περιέχει. Γιατί τον είδα πόσο
καρτερικά φυτεύτηκε για πάντα ψιθυρίζοντας
ήμουν πολύ νέος για θάνατο, θα επιστρέφω πάντα
τα καλοκαίρια, όσο υπάρχεις, κι ύστερα
θα σταματήσουν όλα
Θεέ μου, ετοιμάζεις
κόσμο απατηλό, ατρικύμιστο για το χαμό μου

ARS POETICA

Το ποίημα θέλω να είναι νύχτα, περιπλάνηση
σε ξεμοναχιασμένους δρόμους και σε αρτηρίες
όπου η ζωή χορεύει. Θέλω να είναι
αγώνας, όχι μια μουσική που λύνεται
μα πάθος για την μέσα έκφραση μιας ασυναρτησίας
μιας αταξίας που θα γίνει παρανάλωμα
αν δεν τα παίξουμε όλα για όλα.

Όταν οι άλλοι, αδιάφοροι, με σιγουριά
ξοδεύονται άσκοπα ή ετοιμάζονται το βράδυ
να πεθάνουν, όλη τη νύχτα ψάχνω για ψηφίδες
αδιάφθορες μες στον μονόλογο τον καθημερινό
κι ας είναι οι πιο φθαρμένες. Να φεγγρίζουν
μες στο πυκνό σκοτάδι τους σαν τ’ αχαμνά ζωύφια
τυχαίες, σκοτωμένες απ’ το νόημα
με αίσθημα ποτισμένες.

ΕΡΕΙΠΙΑ ΤΗΣ ΠΑΛΜΥΡΑΣ

Όσο περνά ο καιρός και κάνω ένα προχώρημα
βαθύτερο μες στην παραδοχή, τόσο καταλαβαίνω
γιατί βαραίνεις κι αποχτάς τη σημασία
που δίνουν στα ερείπια οι άνθρωποι. Εδώ που όλα
σκουπίζονται, τα μάρμαρα κι οι πέτρες κι η ιστορία
μένεις εσύ με την πυρακτωμένη σου πνοή για να θυμίζεις
το πέρασμα ανάμεσα στην ομορφιά, τη μνήμη
εκείνου που εσίγησε ανεπαίσθητα εντός μου
σφαδάζοντας στην ίδια του κατάρρευση κι ακόμα
τους άλλους που ανύποπτοι μες σε βαθύν ύπνο διαρρέουν.

Όσο περνά ο καιρός και προχωρώ βαθύτερα
στο ακίνητο φθινόπωρο που μαλακώνει πλένοντας
με φως τα πεζοδρόμια, τόσο βλέπω
στη χρυσωμένη δωρεά του ήλιου μια εγκατάλειψη
για όσα περιμένω και δεν πήρα, για όσα
μου ζήτησαν κι αρνήθηκα μη έχοντας, για όσα
μοιράστηκα απερίσκεπτα και μένω
ξένος και κουρελιάρης τώρα
Μα όταν
μες στη θρυμματισμένη θύμηση αναδεύω
ερείπια, βρίσκω απόκριση βαθιά γιατί τα μάρμαρα
κι οι πέτρες κι η ιστορία μένουν για να θυμίζουν
το πέρασμά σου ανάμεσα στην ομορφιά – απόκριση
για όσα περιμένω και δεν πήρα

ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟ ΜΙΚΡΑΣ

Ομίχλη κατεβαίνει με τ’ απόγευμα κι ο δρόμος
χαρακώνει το φως κομματιαστά γυρνώντας
μέσα στο άλλο φέγγος, σαν ξεγύμνωμα
σ’ έναν απαίσιο αδυσώπητο βιασμό

Τότε λάμπουν για μας οι προβολείς, λάμπουν για σένα
ανάβουνε οι δυνατοί φακοί κι όλα φωτίζουν
το στόμα, τα μαλλιά, το νυχτωμένο σώμα∙
έτσι φέγγει βαθιά στον ουρανό η αγάπη μας
θρυμματισμένη μουσική στον αερολιμένα, φέγγει
για τη στιγμή που η φλόγα θα εγγίσει
γλείφοντας το δοσμένο χέρι, κι όμως τρέμει
σαν ανοιχτή πληγή στη μουσκεμένη ώρα

Ομίχλη κατεβαίνει με τ’ απόγευμα
μες στο μισόφωτο αλλάζουν όλα όψη, εξωραΐζονται
και ντύνονται το άλλο φως, το πιο δικό μας

Ποιήματα για ένα καλοκαίρι  (1963)

ΚΑΜΙΑ ΑΦΙΣΑ Η ΤΟΙΧΟΣ

Καμιά αφίσα ή τοίχος δε θα μαρτυρεί
το ελαφρό σου πέρασμα στη φλέβα.

Πέφτεις σα σιγανή βροχή ανύποπτη
ανάμεσα στα ξεραμένα φύλλα

Καμιά σκαπάνη μουσικού δε θα σε βρει
τόσο βαθιά στο αίμα.

ΜΟΝΑΧΟΣ ΜΟΥ ΝΥΧΤΩΝΩ

Βλέπω τη θάλασσα ν’ ανοίγεται για σένα
τρυφερέ περιηγητή του ουρανού
μες στις ακρογιαλιές μου που κουρνιάζεις

Βλέπω στον ουρανό μια κατασκήνωση για σένα
οργανοπαίχτη μιας σβησμένης εποχής
που ζωντανεύεις πάνω στην οθόνη
τη μνήμη μου ανάμεσα στα παιδικά σου χρόνια

Μονάχος μου νυχτώνω εδώ πέρα

ΟΙ ΚΕΡΑΣΙΕΣ ΑΝΘΙΖΟΥΝ

Οι κερασιές ανθίζουν πάλι. Πρόσκαιρες
έρχονται και περνούν με τη βροχή
βλασταίνουνε με το φιλί κι ύστερα σβήνουν

Γι’ αυτό τις ψηλαφίζω και πικραίνομαι
φυτοζωούν για λίγο κι ύστερα εξατμίζονται
μαζί με το φιλί σου, χάνονται
για πάντα μες στο ρεύμα του καιρού

ΚΙ ΑΝ ΕΙΣΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Κι αν είσαι άνθρωπος κι αν είσαι εργοστάσιο
κι αν είσαι μια ξανθή μοντέρνα πόλη

Είσαι για μένα κούραση το βράδυ
μια μηχανή που σώπασε
μια ετοιμόρροπη φωνή

Είσαι η στάμνα μου για ένα καλοκαίρι

Νοσοκομείο εκστρατείας  (1972)

Η ΠΟΙΗΣΗ ΔΕ ΜΑΣ ΑΛΛΑΖΕΙ

Η ποίηση δε μας αλλάζει τη ζωή
το ίδιο σφίξιμο, ο κόμπος της βροχής
η καταχνιά της πόλης σα βραδιάζει

Δε σταματά τη σήψη που προχώρησε
δε θεραπεύει τα παλιά μας λάθη

Η ποίηση καθυστερεί τη μεταμόρφωση
κάνει πιο δύσκολη την καθημερινή μας πράξη

ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑΣ

Άδειασε το στρατόπεδο η καντίνα
και τα παλιά μου πάθη μια συνήθεια

Σηκώνεται άνεμος, πέφτουν τα σάπια φύλλα
μας κουβαλούν κοπαδιαστά στα χειρουργεία

Τα σύνορα είναι κλειστά – τι περιμένω

ΚΙ ΑΝ ΥΠΟΘΕΣΟΥΜΕ

Κι αν υποθέσουμε πως όλα έρχονταν καλά
και ταξιδεύαμε μαζί κι η πόλη έφεγγε
και το κατάστρωμα πλημμύριζε στη μουσική
κι η θάλασσα ήταν δική μας κι η στεριά
λουλούδιαζε σαν ανθισμένο περιβόλι
αν υποθέσουμε πως ταξιδεύαμε παντοτινά
κι η αγάπη σου ανάβλυζε μέσα στα μάτια –

Τι κουβεντιάζουμε, κανένα γιατρικό δεν ωφελεί
καμιά αλλαγή στο αίμα δεν αντέχει

ΕΚΚΟΚΚΙΣΤΗΡΙΑ Α’

Βέροια, Ελασσόνα, Δράμα – πόλεις που αγάπησα, κλειστές
ανάμεσα σε υψώματα ή σε μικρούς καταυλισμούς
σπίτια που ανοίγονται κρυφά στον κάμπο

Σας γνώρισα τα δειλινά μέσα σ’ αυλές μοναστηριών
ή σε κρεβάτια παμπάλαια όπου έζησα πρόσκαιρα
με ανθρώπους που άφησαν κάποια σημάδια, λίγα κόκαλα
θητεία παράξενη, όλο αθωότητα, γεμάτη πίστη

Πίστη σε τι, ούτε ο ανθυπολοχαγός δεν έμεινε
ούτε όσοι φόρεσαν το ράσο κι αποκλείστηκαν
ένα παιδί αγαπήθηκε για να ξενιτευτεί
άνθρωποι που αγκάλιασα μες στους σταθμούς, άνθρωποι μόνοι

Πόλεις κλειστές σαν περιβόλια, που με ζήσατε
εκκοκκιστήρια μιας σοδειάς, βλέπω τι έχετε δώσει.

ΠΕΝΘΙΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΕΠΑΝΟΜΗΣ

Θυμήσου το στίχο της «Αν το παιδί μου γεννηθεί νεκρό
θα ’ναι δικό σου»

Αυτό που με θλίβει δεν είναι τα μάτια σου
σταλαματιές από φως παιχνιδίζουν στο τζάμι
μήτε πάλι τα χείλη σου
βάφουν με υδρόχρωμα τους αρμούς και περνούν σ’ άλλα χείλη
τα πολλά σου μαλλιά και οι ώμοι σου
υποφέρουν κι αυτά τη δική τους μακρόχρονη θλίψη

Αυτό που με τελειώνει στην άκρη μιας ήσυχης θάλασσας
κάτω απ’ τις κίτρινες λεύκες είναι η σκέψη σου
πως οι άνθρωποι θα γεννιούνται πάντοτε φρέσκοι
αυτό που με απελπίζει ολότελα είναι τα ποιήματα
γραμμένα από σένα υπακούνε στο μετάλλινο χτύπο τους
μέσα στην άσκοπη μηχανογράφηση της μνήμης
δε μου ανήκουνε, ούτε ανήκουν σε τούτη τη γη

Σ’ αυτή τη θάλασσα έχω ξανάρθει παιδί. Γυρίζω έρημος
ένα ποίημα προσμένω νεκρό
θα ’ναι δικό σου

Αργό πετρέλαιο  (1974)

ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΗ

Καθώς συνθλίβονταν σιγά σιγά το τσιμεντένιο πλέγμα
κι αιμορραγούσε απ’ τους προβολείς, δε μίλησα
για ολονύχτιο όργιο αίματος μες στα θεμέλια
για κρύσταλλα κι ασημικά της αίθριας νύχτας
για μουσική καθώς αργά το γλέντι ανάβει
σ’ ένα αναπάντεχο φιλί. Δεν τα αντέχω πια
παρόμοια παραμύθια. Ίσως τριμμένα κόκαλα
μες στα νερά που βρήκε ο εκσκαφέας
λευκότητας δήθεν αγγελικής. Τέχνη πιο βρόμικη
από το ποίημα δεν ξέρω άλλη τώρα

ΦΩΣ ΤΟΥ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ

Το φθινοπωρινό του φως λάμπει στα κρύσταλλα της πόλης
καθώς σιγά σιγά το καλοκαίρι λιώνει

Κι όμως ταξίδεψα πολύ κατά τις δυτικές ακτές
είδα τα σώματα των όψιμων κολυμβητών να φθίνουν
μέσα στο ηλιόγερμα, κάτω απ’ τις λάμπες του γκαζιού
Θε μου, τα είδα σε αμμουδιές από άσπρη πορσελάνη

Μα εγώ εκείνον θέλησα. Στην πόλη του ξαναγυρνώ
στους πολυέλαιους της νύχτας ξαναρχίζω

Ωδές στον Πρίγκιπα  (1981)

Ο ΧΩΡΙΣΜΟΣ

Και τώρα έρχεται η ατέλειωτη νύχτα

Το καλοκαίρι ξέφτισε τα πούπουλά του στις γωνιές του δρόμου
και στις ακρογιαλιές γυρίζεις ακόμα μισόγυμνος εσύ
πάνω στ’ αχνάρια των πουλιών που έφυγαν
σφίγγω τα χείλη μου, φιλώ ευλαβικά τα χέρια σου
αντίλαλος μες στα μαλλιά από σάπιο μήλο
το καλοκαίρι κύλησε κι εμείς χωρίζουμε

Πρίγκιπα, δε μιλάς και λέω η ώρα
αργεί ακόμα. Βάζω το χέρι στον ώμο σου
και λέω στ’ αποκαΐδια των ζεστών σπιτιών που υπήρξαμε
είσαι ακόμα ένας χτύπος αγάπης
στη μαλακή φωνή σου τρέμει η ελπίδα μου
για σένα ζω τη σκοτεινιά μιας άνοιξης που παραπαίει
λέω αυτό το σώμα είναι η καρδιά μου σωστή

Μ’ αφήνεις, Άρχοντα. Το καλοκαίρι έφυγε. Η βουή
της φθινοπωρινής θάλασσας αργά σταλάζει
το τέλος που είναι πάντα πνεύμα και δάκρυ
φωτεινός στρόβιλος, ήχος καθάριου νερού, εγκαρτέρηση
πως έτσι θα πάνε όλα ως το τέλος. Ιδωμένα
σ’ ένα καινούριο όραμα που μας μεθάει
εκβιάζει άσκοπα λόγια και μικρές κραυγές
μας κάνει αδέρφια

ΠΡΙΓΚΙΠΑ, Η ΜΕΡΑ ΑΡΓΟΣΒΗΝΕΙ

Πρίγκιπα, η μέρα αργοσβήνει στις χιονισμένες πλαγιές
κι εσύ οδεύεις ψηλότερα. Τα χέρια σου αγκάλιασαν
το τιμόνι. Τα μάτια σου πάγωσαν λίμνες και δάση
κοιτούν κουρασμένα τις άσπρες κορυφογραμμές
ώσπου ο ουρανός ν’ αστράψει τη νύχτα της Γέννησης
χρωματιστά παιδάκια στη δακρυσμένη σου σκέψη

Κι εμένα με στέλνεις στις λασπωμένες ακτές. Να εξάψω
τις φωλιές της αντίστασης στα χωριά και τα πνεύματα
μιας ηλιόλουστης χειμωνιάτικης μέρας. Μεθυσμένος
από μιαν ολονυχτία σε μισοφώτιστα μπαρ
να ορκιστώ πίστη κι ύστερα να πεθάνω
για σένα

Πρίγκιπα, γύρισα κι είδα τον άρρωστο ήλιο στις πορτοκαλιές
είδα τα νυχτολούλουδα στο παλάτι σου και τις κατάκλειστες γρίλιες
και τ’ άλογά σου συλλογισμένα να βόσκουν στη χλόη.
Γιατί τα κτήματα δόθηκαν για το τίποτα, τα οικόσημα
της αιώνιας βασιλείας σου στο εφήμερο αίσθημα.
Στις μαρμάρινες σκάλες, στα ανάκλιντρα μιας επίχρυσης δόξας με πήραν τ’ αναφιλητά
το αίμα σου μας δόθηκε, Πρίγκιπα, δε μας ανήκει

ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΜΟΥ ΑΝΗΚΕΙ

Καθώς πια τίποτα δεν μου ανήκει μέσα στ’ ανάκτορα
ούτε καν το χρυσάφι της οροφής και τα μάρμαρα
και οι κονσόλες παγώσανε και τα μαλλιά σου σέρνονται πίσω από τα σφιγμένα κρύσταλλα
και οι πλαφονιέρες σταλάζουν την τέφρα του χειμωνιάτικου ήλιου
καθώς οι λειμώνες δε βρίσκουνε πια την παλιά τους λαλιά

Βλέπω πως λάθεψα γυρίζοντας έξω από θέρετρα
στο πυκνό δάσος των πολυκατοικιών δίπλα στη θάλασσα
όπου βυθίζομαι για να σ’ αγγίξω μόλις
επειδή σ’ αγαπώ περισσότερο απ’ όλα τα κτίσματα
και αν δε σε γνώριζα θα ’ταν όλα εφήμερα
γιατί οι βιτρίνες είναι μια λάσπη, τα εργοστάσια μια θλίψη και η πόλη
αφήνει να πέσουν οι κάλυκες της πλαστικής μου καρδιάς
πάνω σε φύλλα από δάκρυα

Τίποτα δεν μου ανήκει, καμιά παλινόρθωση
τα μάγουλά σου στο χιονισμένο αυχένα των βουνών
καθώς η ματιά μου βυθίζεται στην άπειρη έκταση
αφήνοντας πια τ’ αυτοκίνητα στα δικά τους τραγούδια

Γιατί η δίψα για το ατόφιο χρυσάφι είναι τα μάτια σου
και η πείνα για καθαρό αλουμίνιο τα χέρια σου
φιλιόμαστε σε σκοτεινές δισκοθήκες και σου εξηγώ
Κι όταν χαράζει πως τάχα θα πάμε αντίθετα
θα γυρίζουμε με ρούχα παλιά στα νεόχτιστα
μια άσπρη κορνίζα, βιβλία και θέρμανση στις γωνιές

Ω, ΔΙΟΡΙΣΜΕΝΕ ΠΡΙΓΚΙΠΑ, ΠΟΣΟ ΣΕ ΝΙΩΘΩ

Ω, διορισμένε Πρίγκιπα, πόσο σε νιώθω
δεν υποφέρω το ραγισμένο χαμόγελο σε κατάπληκτα πλήθη
υπογράφεις διαγγέλματα που δε διάβασες, απαγγέλλεις τα ποιήματα που δεν θέλησες, προφασίζεσαι τύψεις
οι πεθαμένοι σού υπαγορεύουν τώρα τη δική τους φωνή

Καλέ μου Άρχοντα, τώρα ισχυρίζεσαι πως δήθεν δεν ένιωσες
το δάκρυ του μικρού οικοδόμου Δευτέρα πρωί
καθώς θα πεθάνει εργάτης, τάχα δεν πρόσεξες
το αίμα του λαβωμένου στις μισόφωτες αυλές
πάλι δεν έτρεξες
στο βογκητό του μουσικού λαού σου σε υπόγεια κτίσματα
και προφασίστηκες αιώνια άνοιξη, αυτό τ’ ορκίζεσαι

Παιχνίδι αυτών που έσκυψαν στο πέρασμά σου ευλαβικά
Πρίγκιπα, πώς δεν άκουσες γέλια ή ψιθύρους των παιδιών
τώρα τις αποφάσεις τους δε γίνεται, πια δεν μπορεί
να τις εγκρίνεις

ΠΗΓΗ: https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=6787.0

Για τον Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου ο Θανάσης Μαρκόπουλος στο βιβλίο του “Ένα πουλί στην άσφαλτο”, (2013) γράφει στο Πρόλογο

Τα δοκίμια που περιλαμβάνονται στο βιβλίο αυτό εκπονήθηκαν στα χρόνια 1994-2008 και πραγματεύονται όψεις της ποίησης και της ποιητικής του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου, ενός από τους πιο γοητευτικούς και μοναχικούς ποιητές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς.
     Το πρώτο δοκίμιο παρακολουθεί τη σχέση του ποιητή με τον ευρύτερο μακεδονικό χώρο και εστιάζεται σε δύο ποιήματα, στο κέντρο των οποίων βρίσκονται, ως σύμβολα διάλυσης της ερωτικής κατά βάση σχέσης, τα εκκοκκιστήρια βάμβακος, σήμα κατατεθέν άλλοτε μιας επαρχιακής μακεδονικής πόλης σαν τη Βέροια («Τα εκκοκκιστήρια»). Το δεύτερο αποκαλύπτει πόσο δεσμευτικά μπορεί να λειτουργήσει ακόμα και για έναν ποιητή σαν τον Ασλάνογλου η πρόθεση απόκρυψης, η οποία με την αλλαγή μιας και μόνο λέξης καταστρέφει ένα ωραίο ποίημα («Οι κερασιές και οι
μελανιές»). Στην επόμενη εργασία επισημαίνονται και σχολιάζονται οι διαφορετικές γραφές των ποιημάτων που αναφέρονται στο Μύρωνα, πρόσωπο κεντρικό στην ενλόγω ποίηση και σύμβολο της ευτυχούς ερωτικής σχέσης («Τα ποιήματα του Μύρωνα»). Το τέταρτο δοκίμιο παραθέτει και σχολιάζει 20 πρωτόλεια ποιήματα, που γράφτηκαν στα χρόνια 1946-1949, όταν ο ποιητής ήταν μόλις 15 έως 18 χρόνων, και καταδεικνύουν το υψηλό επίπεδο της καλλιτεχνικής του συνείδησης, καθώς μάλιστα 8 από αυτά πέρασαν, μέσω συλλογής ή απευθείας, στην οριστική έκδοση του 1978 0 δύσκολος θάνατος («Πρωτόλεια»). Η τελευταία και πιο εκτεταμένη εργασία διερευνά τον αναθεωρητικό χαρακτήρα της γραφής του ποιητή, καταγράφοντας και σχολιάζοντας τις αλλαγές που αυτός επιφέρει σε τίτλους, μότο, αφιερώσεις, φράσεις και λέξεις, στίχους, ενότητες ή και ολόκληρα ποιήματα («Το ζήτημα των επεξεργασιών»). Η διερεύνηση αποκαλύπτει ότι ο ποιητής επεμβαίνει στα κείμενα άλλοτε δραστικότερα και άλλοτε ηπιότερα, επιστρέφοντας συχνά σε προγενέστερες επιλογές, γεγονός που δείχνει την ακοίμητη λαχτάρα του για αισθητική τελείωση αλλά και μια καλλιτεχνική ανασφάλεια, η οποία για ένα βιωματικό ποιητή σαν τον Ασλάνογλου δεν μπορεί παρά να συναρτάται και με ανασφάλεια ζωής.
      Αξίζει τέλος να επισημανθεί το γεγονός ότι στις δύο τελευταίες εργασίες παρατίθενται συγκεντρωμένα 70 ποιήματα, 20 πρωτόλεια, από τα οποία τα 12 δεν εντάχτηκαν σε καμιά έκδοση, και 50 δημοσιευμένα ήδη σε περιοδικά ή συλλογές, τα οποία, έχοντας αποκλειστεί από το corpus των 122 ποιημάτων της οριστικής έκδοσης, είναι σήμερα δυσεύρετα, αν και τόσο χρήσιμα, για να σχηματίσει κανείς μια πληρέστερη εικόνα της συγγραφικής ιδιοπροσωπίας του Ασλάνογλου.

Δεκέμβρης του 2012

Μεταφέρω δυο αποσπάσματα από τα δοκίμια

ΤΑ ΕΚΚΟΚΚΙΣΤΗΡΙΑ

Πόλεις κλειστές σαν περιβόλια, που με ζήσατε
εκκοκκιστήρια μιας σοδειάς, βλέπω τι έχετε δώσει.
(«Εκκοκκιστήρια Α’», Ο δύσκολος θάνατος, 1978)

     Πόλεις κλειστές σαν περιβόλια, που με ζήσατε εκκοκκιστήρια μιας σοδειάς, βλέπω τι έχετε δώσει. («Εκκοκκιστήρια Α’», Ο δύσκολος θάνατος, 1978) 0 Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου (Θεσσαλονίκη, 1931-Αθήνα, 1996) είναι ένας από τους πιο ενδιαφέροντες ποιητές τόσο της γενέθλιας πόλης του όσο και της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς. Στο πλαίσιο της ποιητικής Θεσσαλονίκης των χρόνων 1930-1960 συγκροτεί, μαζί με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και το Γιώργο Ιωάννου, τον ερωτικά ιδιότυπο κύκλο των ποιητών της Διαγώνιου (1958-1983), ο οποίος αντιδιαστέλλεται συνήθως από τους άλλους τρεις κύκλους: των φιλοσοφικών ποιητών (Γιώργος Βαφόπουλος, Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Ζωή Καρέλλη), των λυρικών (Γιώργος Θέμελης, Τάκης Βαρβιτσιώτης, Γιώργος Στογιαννίδης) και των κοινωνικών (Μανόλης Αναγνωστάκης, Κλείτος Κύρου, Πάνος Θασίτης). Στο χώρο πάλι της δεύτερης γενιάς του μεταπολέμου ο ερωτικός κύκλος της Διαγώνιου συνιστά τον πυρήνα της βασικότερης τάσης ύστερα από την ομάδα των ποιητών που επιδεικνύουν ιδιαίτερη ευαισθησία στον κοινωνικό πόνο, όπως οι Βύρων Λεοντάρης, Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, Μάριος Μαρκίδης, Τάσος Πορφύρης, Μάρκος Μέσκος, Πρόδρομος X. Μάρκογλου κ.ά.
     Ο Ασλάνογλου εκδίδει την πρώτη του συλλογή Δύσκολος θάνατος το 1954 κι από κει και πέρα ακολουθούν άλλες έξι συλλογές και δύο συγκεντρωτικές εκδόσεις: Ο θάνατος Μύρωνα (1960), Ποιήματα για ένα καλοκαίρι (1963), 44 ποιήματα. Επιλογή 1946-1964 (1970), Νοσοκομείο εκστρατείας (1972), Αργό πετρέλαιο (1974), Ο δύσκολος θάνατος (1978, συγκεντρωτική έκδοση οριστική), Ωδές στον Πρίγκιπα (1981), Τρία ποιήματα (1987).Έχει εκδώσει ακόμα το ποιητικό μονόπρακτο Θάλασσα και συγχρονισμός (1991, πρώτη έκδοση πολυγραφημένη 1952), * μια σειρά από σύντομα κείμενα δημοσιογραφικού χαρακτήρα, με τίτλο Ταξιδεύοντας στη δροσερή νύχτα (1991), και τη μελέτη Θάνατος και γέννηση στην ποίηση του Θέμελη (1959), ενώ μετέφρασε τα ποιήματα του A. Rimbaud Εκλάμψεις (1971,1981) και το μυθιστόρημα του Ε. Zola Η ταβέρνα (1988). Αυτό είναι όλο κι όλο το έργο και τα ποιήματα μόνο 141, πολύ λίγα για μια θητεία σαράντα τόσων χρόνων. Ο Ασλάνογλου συμβαίνει να είναι ένας από τους λίγους εκείνους, γνήσια αστούς, ποιητές που συχνά δραπετεύουν από το κέντρο, για να περιπλανηθούν στην περιφέρεια.
Πολύ σπάνια, είναι αλήθεια, οι πόλεις της ελληνικής επαρχίας απαντούν στα κείμενα αναγνωρισμένων ποιητών, πράγμα που αντανακλά τον περιφερειακό έτσι κι αλλιώς ρόλο που τους έχει επιφυλάξει η συγκεντρωτική δομή της μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας. Το γεγονός δεν είναι ανεξήγητο. Οι ποιητές, απ’ ό,τι φαίνεται, ευδοκιμούν σε πυκνοκατοικημένες ερήμους. Η συνάρτηση κοινωνικού περιβάλλοντος και μορφωτικού επιπέδου δεν μπορεί παρά να έχει και στην περίπτωση αυτήν την εφαρμογή της. Η ανάδειξη του ποιητή απαιτεί ένα χώρο επιρροών και ερεθισμάτων που του επιτρέπουν να εμπλουτίζει το βιωματικό του υλικό και να διαμορφώνει ισχυρό τον αισθητικό του λόγο, προϋποθέσεις που δεν καλύπτουν τα μικρά πληθυσμιακά κέντρα της ελληνικής περιφέρειας. Από την άποψη αυτήν κατεξοχήν προσφέρεται το μεγάλο αστικό κέντρο, η Αθήνα πρώτα, η Θεσσαλονίκη ύστερα. Κάποτε ούτε και η τελευταία, όπως δείχνουν ορισμένες μετοικήσεις λογοτεχνών της στην πρωτεύουσα.
     Το τοπίο κατέχει μια ιδιαίτερη θέση στην ποίηση του Ασλάνογλου. Δείχνει τη θέληση του ποιητή να γειώσει, από τη μια, τις μνήμες στο χώρο, διαιωνίζοντας το βίωμα, κι από την άλλη, να υπερβεί τα όρια μιας κοινωνίας που με τις προκαταλήψεις της συνθλίβει τη ζωή του. Ο χώρος στον οποίο κινείται ο ποιητής εκτείνεται από τους δρόμους και τις πλατείες της γενέθλιας πόλης ως την Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Πολύ συχνά, επώνυμο ή ανώνυμο το τοπίο, προβάλλεται στους τίτλους των ποιημάτων: «Αθήνα», «Κέρκυρα», «Κόρινθος», «“Πεταλούδα” 51», «Σταθμός Λιτοχώρου», «Μες στ’ αυτοκίνητα», «Πρατήριο βενζίνης», «Θάλασσα της Ελσινόρης», «Αεροδρόμιο Μίκρας», «Θάλασσα της Τεργέστης», «Μες στο δωμάτιο», «Γεθσημανή», «Πρόσφυγες στην άμμο», «Ερείπια της Παλμύρας», «Γήπεδο στο Κιέρι», «Πένθιμο τραγούδι της Επανομής», «Μια πολυκατοικία άδεια», «Η βεράντα», «Στ’ ακρογιάλια», «Στη βροχερή αποικία», «Μασσαλία», «Στο φθινοπωρινό ξενοδοχείο», «Καρπάθια όρη», «Salon d’ auto», «Φροντιστήρια», «Τάφοι της Αγίας Παρασκευής», «Στο καρνάγιο», «Στους κήπους της έπαυλης», «Περαία», «Νοσοκομείο εκστρατείας». Μέσα στα κείμενα βέβαια οι αναφορές στο τοπίο είναι πολύ συχνότερες, ιδίως οι ανώνυμες: Βορράς, Αθήνα, Ελσινόρη, Αφρική, Αδριατική, Πειραιάς, Ελ Μίνα, Βέροια, Ελασσόνα, Δράμα, Κάλυμνος, Καστέλλα, Γλυφάδα, Μόλυβος, Σαρωνικός, Καλαμαριά, Μεσόγειος, Ρήνος, Μπάαλμπεκ, Μπεκάα, Χαλκιδική, Βαρσοβία, Πασαλιμάνι, Κάβο ντ’ Ορο, πλατεία Ναυαρίνου, «Δελφίνια», «Οι Καλαμιές», πόλη, προάστια, δρόμοι, άσφαλτος, πλατείες, καφενεία, βεράντα, δωμάτιο, συνοικιακά φροντιστήρια, αερολιμένας, προκυμαία, λιμάνι, ακτές, θάλασσα, πόλη, εργοστάσια, επαρχία, κωμοπόλεις, αγροικίες, κάμπος, τρένα, σταθμοί, νοσοκομείο, θάλαμοι, υψώματα, κάστρα, ορεινά εργοτάξια, σκοπιές, ορεινά φυλάκια, τάγματα προκάλυψης.

Για τη λειτουργία του τοπίου στην ποίησή του ο Ασλάνογλου θα πει σε μια συνέντευξη:

Πιστεύω πως ο χώρος είναι ο πρωταγωνιστής του δράματος. Τοπωνύμια, τοπία, χώρες, πλατείες και δρόμοι, πόλεις ολόκληρες θα ’λεγε κανείς πως είναι τα υπεύθυνα πρόσωπα, οι πρωταγωνιστές μιας τραγωδίας, οι πέτρες μέσα στο χρόνο. Καμία σχέση με τη ρομαντική φθορά. Το πρόσωπο είναι ένα, ομοιογενές, αδιαίρετο. Ο χώρος όμως το σπάζει, όχι ο χρόνος. Από κει αρχίζει, νομίζω, η κινηματογραφική αντίληψή του.

[περ. Το Δέντρο 41 (Νοέμβριος 1988) 38]

Και για τον πιο κοντινό χώρο μέσα στον οποίο προτιμά να κινείται, το μακεδονικό, επισημαίνει σε άλλη συνέντευξη:

Οι εφτά ενότητες του Δύσκολου θανάτου είναι μια νωπογραφία του ερημικού μακεδονικού χώρου ή άλλων περιοχών μεταφερμένων σ’ αυτόν. Είναι ένας πίνακας των βορινών επαρχιών, των εργατουπόλεων και της υπαίθρου, των συνοριακών φυλακίων και της προκάλυψης. Μέσα σ’ αυτήν την ερήμωση καταυγάζει ή πεθαίνει η ομορφιά, δίνει το νόημα και το περιεχόμενο που αυτή θέλει στο νεκρό τοπίο.

[περ. Διαβάζω 118(8-5-1985) 70]

Κοντά στη Θεσσαλονίκη η Βέροια, είναι επόμενο να εμφανίζεται ενίοτε στην τοπογραφία των ποιητών της, καθώς αποτελεί κι αυτή τμήμα του ευρύτερου μακεδονικού χώρου, ο οποίος έχει την αφετηρία του στο ισχυρότερο αστικό κέντρο. Η παρουσία της Βέροιας σε δύο ποιήματα του Ασλάνογλου δεν είναι καθόλου ηθογραφική. Αντίθετα, είναι κατεξοχήν λειτουργική και οφείλεται στα εκκοκκιστήρια βάμβακος, που μεταπολεμικά διέθετε η πόλη, καθώς αυτά εύστοχα εντάσσονται στο βασικό προβληματισμό που απασχολεί τον ποιητή και δεν είναι παρά το αναπόφευκτο τέλος της σχέσης με τον άλλο ή, όπως είπε κάποτε ο ίδιος ο Ασλάνογλου στο Δημήτρη Καλοκύρη, «η αδυναμία να ολοκληρωθεί κανείς σε μια ανθρώπινη σχέση» [περ. Το Τραμ 11-12 (Μάρτιος 1979) 513].
Το πρώτο ποίημα στο οποίο εμφανίζεται η Βέροια επιγράφεται «Εκκοκκιστήρια A’» και ανήκει στην ενότητα «Νοσοκομείο εκστρατείας» της έκδοσης του 1978 Ο δύσκολος θάνατος. Πρωτοδημοσιεύτηκε το 1967 με τίτλο «Εκκοκκιστήρια» στο περιοδικό της Θεσσαλονίκης Διαγώνιος [12 (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1967) 185], ενώ τον οριστικό του τίτλο πήρε στη συλλογή του 1972 Νοσοκομείο εκστρατείας (με αφιέρωση: Στον Φαίδωνα Πολίτη). Το ποίημα:

Εκκοκκιστήρια A’

Βέροια, Ελασσόνα, Δράμα – πόλεις που αγάπησα, κλειστές
ανάμεσα σε υψώματα ή σε μικρούς καταυλισμούς
σπίτια που ανοίγονται κρυφά στον κάμπο

Σας γνώρισα τα δειλινά μέσα σ’ αυλές μοναστηριών
ή σε κρεβάτια παμπάλαια όπου έζησα πρόσκαιρα
με ανθρώπους που άφησαν κάποια σημάδια, λίγα κόκαλα
θητεία παράξενη, όλο αθωότητα, γεμάτη πίστη

Πίστη σε τι, ούτε ο ανθυπολοχαγός δεν έμεινε
ούτε όσοι φόρεσαν το ράσο κι αποκλείστηκαν
ένα παιδί αγαπήθηκε για να ξενιτευτεί
άνθρωποι που αγκάλιασα μες στους σταθμούς, άνθρωποι μόνοι

Πόλεις κλειστές σαν περιβόλια, που με ζήσατε
εκκοκκιστήρια μιας σοδειάς, βλέπω τι έχετε δώσει.

Οι τρεις πρώτοι στίχοι συνθέτουν την τοπογραφία του ποιήματος, ενώ εισάγουν λαθραία, με μια εξαρτημένη πρόταση (που αγάπησα), το πρόσωπο του αφηγητή. Τα γνωρίσματα των τριών πόλεων: η επωνυμία, η γεωφυσική τους εκδοχή και η συναισθηματική τους συνάρτηση με το ποιητικό υποκείμενο· κι ακόμα, ο τρόπος με τον οποίο προσφέρονται στον επισκέπτη. Η στατικότητα των δύο πρώτων στίχων σπάει από τη δυναμικότητα του τρίτου, ο οποίος, παραπέμποντας σε οικεία ανθρώπινη συμπεριφορά, βάζει σε κίνηση τα σπίτια, ενώ δεν είναι παρά ο επισκέπτης που κινείται, φτάνοντας στην πόλη. Εδώ σταματά η περιγραφή, τόσο σύντομη, κι αρχίζει η κατάδυση. Η γέφυρα έχει ήδη ριχτεί. Είναι η αγάπη του ποιητή γι’ αυτές τις πόλεις. Μόνο που κανείς δεν αγαπά μια πόλη γυμνή, χωρίς τις συνδηλώσεις που αυτή αποχτά από τα δικά του βιώματα.
Ο δύο ενδιάμεσες ενότητες του ποιήματος κατακλύζονται από αναμνήσεις αγάπης, που τις διακόπτει κάποια στιγμή ένα φιλοσοφικό σχόλιο, κι αυτό αρνητικό, της διάψευσης, μια και είναι η πίκρα του χωρισμού που εξέχει στη μνήμη, η τελική ερήμωση. Ο φωτισμός προτιμά το δειλινό, ενώ το κλίμα είναι της ερημιάς ( αυλές μοναστηριών, κρεβάτια παμπάλαια) και της εγκατάλειψης ( άφησαν, δεν έμεινε, αποκλείστηκαν, ξενιτευτεί). Ενδιαφέρουσα η αντίθεση με το κρυφό παράπονο: παμπάλαια κρεβάτια vs έζησα πρόσκαιρα. Η πρώτη ενότητα στηρίζεται στις εικόνες και ανήκει στην εποχή της πίστης με το θετικό υπόλοιπο της σχέσης: κάποια σημάδια, λίγα κόκαλα. Η δεύτερη στηρίζεται στο ρήμα, για να απορρίψει απερίφραστα το όποιο θετικό υπόλειμμα της προηγούμενης. Τα ολόκληρα πρόσωπα χάθηκαν, ενώ η μοναξιά του ποιητικού υποκειμένου αντικατοπτρίζεται στη μοναξιά των άλλων, που σαν το ίδιο πάνε κι έρχονται στους αγαπημένους χώρους των σταθμών. Οι δύο τελευταίοι στίχοι ξαναβρίσκουν την αρχή. Το ποίημα ανοίγει η Βέροια και κλείνουν τα εκκοκκιστήρια. Τίποτε δεν είναι τυχαίο. Οι πόλεις επανέρχονται κλειστές, ενείδει περιβολιών. Οι πόλεις είναι χώροι της ευτυχισμένης συνάντησης, της θετικής εμπειρίας, περιβόλια, είναι όμως και μέρη χωρισμών, τοπία λύπης, εκκοκκιστήρια. Τα εκκοκκιστήρια ευστοχούν ιδιαίτερα στην περίπτωση της ερωτικής σχέσης. Γι’ αυτό και επιλέγονται όχι μόνο ως τίτλος αλλά και ως αφηγηματικός σκελετός στο επόμενο ποίημα.

Το ποίημα αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε επίσης στη Διαγώνιο δυο χρόνια αργότερα με τίτλο «Τα εκκοκκιστήρια» [20 (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1969) 170] και εντάχτηκε στη συλλογή του 1972 Νοσοκομείο εκστρατείας με τον τίτλο «Εκκοκκιστήρια Β’», τον οποίο κράτησε και στην ενότητα «Νοσοκομείο εκστρατείας» της οριστικής έκδοσης του 1978. Το κείμενο:

Εκκοκκιστήρια Β’

Προχωρούσαμε με το Δημήτρη αμίλητοι προς το μικρό σταθμό.
Αφήναμε τη Βέροια πίσω μας στην καταχνιά και κοιτάζαμε
άφωνοι τους καπνούς στο μισοφώτιστο βράδυ

Εκεί, μες στην ερημωμένη έκταση, ακούγαμε τα εκκοκκιστήρια
να κελαϊδούνε. Υπόκωφη στην αρχή, η βουή δυνάμωνε με τον καιρό,
μας είχε σχεδόν παρασύρει. Φώτα και μηχανές μεσ’ απ’ τα τζαμωτά
μάς άφηναν να ιδούμε τον αποχωρισμό. Ο καθαρός καρπός
γλιστρούσε και σωριάζονταν δίπλα μας μέσα σ’ ένα σύννεφο σκόνης.
θυμάμαι τα μάτια του, σα να είχαν δακρύσει.

Τότε κατάλαβα πως πέρασε πια η εποχή της συγκομιδής. Και πως
ό,τι μπορούσαμε να δώσουμε το είχαμε σχεδόν σκορπίσει.

Εδώ το ποίημα, αφηγηματικό στην οργάνωση, συντίθεται από τρεις στίχους-παραγράφους και είναι περισσότερο πεζό· λογικό, χωρίς γι’ αυτόν το λόγο να είναι και λιγότερο ποιητικό,· Σε πρώτο πλάνο τα πρόσωπα αυτήν τη φορά και σε δεύτερο το σκηνικό: ο ανώνυμος αφηγητής και ο επώνυμος σύντροφος, ο σταθμός των τρένων, η Βέροια, η καταχνιά, η σιωπή, το μισοφώτιστο βράδυ. Στο δεύτερο στίχο προβάλλονται τα εκκοκκιστήρια, που θα επενδυθούν συμβολιστικά. Η ανάδειξη του εργοστασίου σε πρώτο πλάνο συμβαδίζει με την κλιμάκωση του θορύβου, που κι αυτός με τη. σειρά του παρακολουθείτο βηματισμό της προσέγγισης. Φώτα, μηχανές, σκόνη κι ανάμεσα ο αποχωρισμός του καρπού από την ίνα. Επίσης, η βαθιά εντύπωση των ματιών στη μνήμη: Ακόμα θυμάμαι τα μάτια του. Στον τελευταίο στίχο το σχόλιο-συμπέρασμα.
Το τέλος της σχέσης προοικονομείται από την αρχή. Δεν έχει παρά να προσέξει κανείς ορισμένες λέξεις: αμίλητοι, καταχνιά, άφωνοι, μισοφώτιστο βράδυ. Η ατμόσφαιρα μοιάζει νεκρή παρά την κίνηση (Προχωρούσαμε). Η σιωπή επανέρχεται (αμίλητοι, άφωνοι), επιβαρύνοντας τις στιγμές, καθώς η βαθύτητά της θεωρείται προάγγελος συμφορών. Στο δεύτερο στίχο, μαζί με τα ρεαλιστικά στοιχεία της περιγραφής, σημάδια του τέλους: η ερημωμένη έκταση, παρά το θόρυβο των μηχανών και το ξαστόχημα της στιγμής (μας είχε σχεδόν παρασύρει), και η αντίδραση του συντρόφου (σα να είχαν δακρύσει). Δάκρυ υποθετικό βέβαια, όπως δείχνει το ομοιωματικό σα να. Πρόκειται ασφαλώς για προβολή της υποκειμενικής διάθεσης του αφηγητή. Συχνά δε βλέπουμε στους άλλους παρά αυτό που θέλουμε να δούμε.
Η κατακλείδα έρχεται να εκφράσει την πρόωρη συνειδητοποίηση του τέλους της ερωτικής σχέσης, το οποίο συναρτάται με το αλόγιστο ξόδεμα, ένα άλλο βασικό μοτίβο στην ποίηση του Ασλάνογλου. Τα εκκοκκιστήρια σπάζουν το σφιχτό εναγκαλισμό κόκκου και ίνας, όπως ο καιρός τα δύο σώματα του έρωτα. Ενώ ο χωρισμός αφηγητή-Δημήτρη δεν έχει ακόμα εκδηλωθεί, ωστόσο τα εκκοκκιστήρια, αγγίζοντας τον ενδόμυχο φόβο, τον υποβάλλουν. Με δεδομένο τον περιστασιακό, παλιότερα τουλάχιστον, χαρακτήρα της ομοφυλόφιλης σχέσης, ακόμα και οι πιο όμορφες στιγμές νοθεύονται από τη σκοτεινή υποψία του επερχόμενου τέλους. Ο ποιητής, πέρα από άνθρωπος της αίσθησης, είναι κατεξοχήν άνθρωπος της διαίσθησης. Δεν περιμένει, δεν μπορεί να περιμένει, την τυπική επικύρωση του τέλους. Διαβλέπει την παρουσία αυτού του τέλους στην αναξιοποίητη ευκαιρία και παραείναι ανυπόμονος, για να δρέψει τον καρπό στη διαπίστωση της ματαιωμένης προσδοκίας. Ξέρει πως πίσω από την αρχή ενεδρεύει το τέλος, στη συνάντηση ο χωρισμός, στο φως το σκοτάδι, όταν προπάντων συντρέχουν και δυσμενείς κοινωνικοί παράγοντες, όπως εν προκειμένω. 0 ποιητής, έγκαιρος και έγκυρος εκφραστής των κοινωνικών σχέσεων και του ανθρώπινου πεπρωμένου, κατοικεί μονίμως εκεί που λιμνάζει το πένθος, η βαθύτερη πάει να πει ουσία της ζωής.
0 Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου συνθέτει πράγματι τη «νωπογραφία του ερημικού μακεδονικού χώρου», η οποία συνάδει με τη δική του ψυχική ερημιά και την αδυναμία του να ελέγξει την αναπόφευκτη καταστροφή της σχέσης με τον άλλο. Έτσι η Βέροια με τα εκκοκκιστήρια περνάει οριστικά στην ελληνική ποίηση χάρη στο καίριο σύμβολο που προσφέρει στην ευαισθησία του ποιητή.

Ο αναθεωρητικός Ασλάνογλου
θεωρητικές και πρακτικές προϋποθέσεις

Αν χρέος της κριτικής είναι να θέτει τα προβλήματα ενός λογοτεχνικού έργου, τότε και στην περίπτωση του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου, ενός από τους πιο ενδιαφέροντες ποιητές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, πρέπει να πούμε πως δεν ανταποκρίθηκε σ’ αυτήν την υποχρέωση. Και προφανώς δεν ευθύνεται γι’ αυτό η «συνωμοσία σιωπής» που περιέβαλε τη γενιά αυτή ή, έστω, ο παραγκωνισμός της. Βέβαια παίζει το ρόλο της κι αυτή η αντιμετώπιση, ωστόσο φαίνεται πως υπάρχουν και εγγενείς αδυναμίες, καθώς η κριτική συνηθίζει να εμμένει στις πιο ορατές πλευρές του ποιητικού σώματος, όπως είναι η θεματογραφική, και αποφεύγει άλλες, οι οποίες δεν είναι λιγότερο ενδιαφέρουσες, στο βαθμό που συμβάλλουν στη σφαιρικότερη θεώρηση και συνεπώς στη βαθύτερη κατανόηση «λογοτεχνικού έργου. Ορισμένες όψεις αυτής της μορφής συναρτώνται με τους τρόπους ανάπτυξης του ποιήματος, τις επιδράσεις του παραδοσιακού έμμετρου λόγου στον ελεύθερο στίχο κι ακόμα, τη στάση που τηρεί ο ίδιος ο ποιητής απέναντι στο προγενέστερο έργο του, στάση που κυμαίνεται ανάμεσα στην απάλειψη ενός κόμματος ή μιας αποστρόφου και στην αφαίρεση ή προσθήκη λέξεων, φράσεων, στίχων ή και ολόκληρων ποιημάτων.
Είναι ασφαλώς συνηθισμένο το φαινόμενο να αποκηρύσσουν οι ποιητές, ρητά ή σιωπηρά, ένα μέρος του έργου τους, σπανιότερο όμως είναι να επεμβαίνουν στα ήδη δημοσιευμένα ποιήματά τους ή να προσθέτουν καινούρια σε συλλογές που διαμορφώθηκαν κάτω από άλλες συνθήκες. Έτσι βιάζεται αναμφίβολα η ιστορική διάσταση των κειμένων, αλλά αυτοί λίγη σημασία έχει για τους ίδιους, καθώς η ελευθερία τους θεωρείται, και είναι, αξιωματική. Δημιουργεί ωστόσο προβλήματα μια τέτοια στάση κυρίως στους μελετητές, που θα ήθελαν να παρακολουθήσουν εκτενέστερα την πορεία εξέλιξης ενός ποιητή, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτόν στην πληρέστερη προσέγγισή του. Ζητήματα τέτοιας τάξης θέτει και η περίπτωση του Ασλάνογλου, ο οποίος, αντιμετωπίζοντας το έργο του σαν ένα ποίημα εν προόδω, δε διστάζει στις επανεκδόσεις του έργου του όχι μόνο να αφαιρέσει ολόκληρα ποιήματα ή να προσθέσει καινούρια αλλά και να επέμβει σε άλλα, αφαιρώντας ή προσθέτοντας στίχους, φράσεις ή και απλώς λέξεις. Η πλευρά αυτή δεν απασχόλησε ως τώρα την κριτική, αν και ορισμένες φορές στον έναν ή τον άλλο βαθμό, δεν πέρασε απαρατήρητη.
Πρώτος ο Βάσος Βαρίκας αντιμετωπίζει με αμηχανία, από την άποψη που εδώ ενδιαφέρει, την πρώτη συγκεντρωτική, αν και επιλεκτική, έκδοση που επιχειρεί ο Ασλάνογλου το με τίτλο 44 ποιήματα. Επιλογή 1946-1964 (από δω και πέρα Επιλογή). Ο καλός κριτικός διαπιστώνει πως, παρόλο που πρόκειται για ποιήματα της νεανικής περιόδου, κατά την οποία διαπλάθεται το πρόσωπο του δημιουργού και συνεπώς θα περίμενε κανείς αναπόφευκτες τις επιδράσεις από καθιερωμένους ποιητές, ωστόσο «οι στίχοι του Ασλάνογλου κάθε άλλο παρά σε βοηθούν, για να χαράξεις τη γραμμή μιας πορείας». Ακριβέστερα: «Θα έλεγες ότι το “κλίμα” της ποιήσεώς του, περισσότερο το αισθητικό παρά το “ιδεολογικό”, παραμένει αναλλοίωτο». Ο Βαρίκας έχει δίκιο. Η αισθητική της Επιλογής δεν είναι αισθητική μιας πορείας όσο η αισθητική μιας στιγμής, του 1970. Ο ποιητής, με το μηχανισμό της επιλογής αλλά και με την επεξεργασία των επιλεγμένων κειμένων, καταφέρνει να προσδώσει ενότητα στο αισθητικό του ύφος αλλά και στο ιδεολογικό του στίγμα, που έτσι κι αλλιώς δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες μεταπτώσεις ή αντιφάσεις.
Την επεξεργασία των κειμένων επισημαίνει ρητά, ένα χρόνο αργότερα, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, σχολιάζοντας κι αυτός την Επιλογή. Γνώριμος του ποιητή από το 1947 ο Χριστιανόπουλος, που πρώτος ασχολήθηκε με τον ποιητή, ενώ από το 1959 τον αριθμούσε ανάμεσα στους βασικούς συνεργάτες της Διαγωνίου αποφαίνεται ότι το ξαναδούλεμα των κειμένων βελτίωσε την ποίηση του Ασλάνογλου, καθώς την κατέστησε εναργέστερη, πράγμα που φαίνεται να τον ικανοποιεί ιδιαίτερα, μια κι έτσι προσεγγίζεται περισσότερο η δική του άποψη για τον απροκάλυπτα εξομολογητικό χαρακτήρα της ποίησης. Είναι γνωστές εξάλλου οι μόνιμες αιτιάσεις του για την ποίηση «Ασλάνογλου, «θεληματική σκοτεινάδα», «συσκότιση», έκφραση πιο στριμμένη και θολή», χαρακτηρισμοί που αναφέρονται βέβαια στους υπαινικτικούς τρόπους αυτής της ποίησης Γράφει λοιπόν, συνοψίζοντας, για την Επιλογή:

Η ποίηση του Ασλάνογλου, ιδίως με την τελευταία σειρά ποιημάτων [Ποιήματα για ένα καλοκαίρι, 1963], καθώς και με την τελική της διάρθρωση και επεξεργασία, απαλλάχτηκε αρκετά από κάτι το θεληματικά μπερδεμένο που τη χαρακτήριζε στην παλιότερή της μορφή. Μονάχα που η επίμονη κατεργασία και οι αντικαταστάσεις στίχων ή λέξεων αποκαλύπτουν κοντά στη λαχτάρα για το τέλειο, και την έλλειψη υποδομής. Πίσω από τη γοητευτική έκφραση κρύβεται κάποια στιχουργική σπασμωδικότητα, σημάδι πως οι ρίζες δεν είναι βαθιές. Μας αποζημιώνει ωστόσο το γεγονός ότι όλα σχεδόν τα ποιήματα είναι ένα κι ένα, σημάδι πως προέρχονται από καλό τεχνίτη.

Από ένα άλλο βιβλίο του Θανάση Μαρκόπουλου ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΝΙΚΟΥ-ΑΛΕΞΗ ΑΣΛΑΝΟΓΛΟΥ  (1996) μεταφέρω ακόμα ένα απόσπασμα.

Δυο απαντήσεις – συνεντεύξεις

Τις απαντήσεις – συνεντεύξεις πήρε από το Νίκο – Αλέξη Ασλάνογλου η δημοσιογράφος Ελένη Λαζαρίδου στα πλαίσια δύο ερευνών που έκανε ανάμεσα στους λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης, με θέμα “Η στάση του ποιητή απέναντι στο έργο του. Το πέρασμα του χρόνου” η πρώτη (I) και “Για ποιον γράφετε. Για ποιον και γιατί γράφετε;” η δεύτερη (II). Και οι δυο δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα της Θεσσαλονίκης Δράσις στις 25-7-1966 και στις 8-1-1968 αντίστοιχα. Τα κείμενα εδώ προσαρμόζονται απλώς στα σημερινά ορθογραφικά δεδομένα.

Ι

Ο ΧΡΟΝΟΣ ΕΠΗΡΕΑΖΕΙ ΤΗ ΘΕΣΗ ΣΑΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΑΣ ΕΡΓΟ;

Και βέβαια την επηρεάζει. Και μάλιστα αποφασιστικά. Πώς θα μπορούσε τα
πράγματα να είναι διαφορετικά, τη στιγμή που μεταβαλλόμαστε αδιάκοπα
και η αλλαγή αυτή σφραγίζει ανεξίτηλα την ποιητική μας εργασία. Κανείς
βέβαια δεν μπορεί να αρνηθεί τη βαθύτερη ενότητα ενός ποιητικού έργου
που απορρέει από το ιδιαίτερο πρόσωπο του κάθε δημιουργού. Διανύουμε
όμως μια τροχιά που μας επιβάλλει κάθε τόσο την κριτική θεώρηση του έργου μας. Είναι γνωστό πως τελικά ο χρόνος αποτιμά ένα έργο, ότι το ποίημα
δίνει μια μάχη αδιάκοπη με την φθορά και πως μονάχα αν τελικά επιβιώσει,
μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για την αξία του. Πώς λοιπόν να αγνοήσουμε
ένα παράγοντα που μας βοηθεί να αποτιμήσουμε το έργο των άλλων; Το
ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τη δουλειά μας. Έχω πρόχειρο ένα παράδειγμα. Εις την πρώτη ποιητική συλλογή που εξέδωσα το 1954, τον Δύσκολο
θάνατο, υπάρχουν δύο σειρές ποιημάτων. Η πρώτη γράφτηκε όταν ήμουν
ακόμη μαθητής, η δευτέρα στα πρώτα μετεφηβικά μου χρόνια. Όταν τύπωσα το βιβλίο είχα την πεποίθηση ότι η πρώτη σειρά αποτελούνταν από συμπαθητικά πρωτόλεια, ενώ η δεύτερη περιείχε ποιήματα με ιδιαίτερες αξιώσεις. Δέκα χρόνια αργότερα διαπιστώνω ότι απατήθηκα οικτρά, ότι τα
πρώτα αυτά ποιήματα γραμμένα σε ηλικία δεκαπέντε και δεκάξι χρόνων
ήταν μικρά διαμάντια ενώ η κατοπινή σειρά, όταν πια είχα ανακαλύψει τους
μοντέρνους, δεν άξιζε και πολλά πράγματα. Τώρα πια καταλαβαίνω πως η
χρονική απόσταση είναι αναγκαία για να δω κριτικά τη δουλειά μου. Ο χρόνος δεν μπορεί να ασκεί, παρά ευεργετική επίδραση πάνω στο έργο, ισχυρίζεται ο κ. Βαρβιτσιώτης. Ποιος όμως δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει ακριβώς το αντίθετο, ότι ο χρόνος σαρώνει ό,τι θεωρούμε συχνά ακατάλυτο; Ο κ. Βαφόπουλος λέει πως τα παλιά μας έργα είναι ανεπανάληπτες καλλιτεχνικές εκφράσεις που δικαιώνονται από τα ειδικά και ανεπανάληπτα περιστατικά που τις προκάλεσαν. Θα μπορούσε όμως ο καθένας να υποστηρίξει ότι
η δικαίωση από τα περιστατικά δεν αρκεί και ότι η αισθητική δικαίωση μόνο βαραίνει. Διαφορετικά ένα ποίημα θα εύρισκε τον λόγο υπάρξεώς του,
μόνο στο γεγονός ότι εγράφη. Δίνουμε μια αδιάκοπη μάχη για να επιτύχουμε την ποιότητα. Θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι η ποιότητα αυτή κινδυνεύει από την στιγμή που θα φανούμε αυτάρεσκοι, αν αρνηθούμε να δούμε κριτικά το έργο μας. Έτσι αφήνουμε στους άλλους τον ρόλο που θα έπρεπε να
παίξουμε πρώτοι εμείς.

ΙΙ

– Εάν σήμερα ένα παλιό σας έργο δεν σας ικανοποιεί αισθητικά, θα το δεχθείτε, θα το διορθώσετε ή θα το απορρίψετε;

– Αν ένα παλιό μου ποίημα δεν με ικανοποιεί απολύτως, θα προσπαθήσω να το σώσω, δουλειά που προϋποθέτει έμπνευση. Η διόρθωση είναι τελείως
διαφορετικό πράγμα. Πρόκειται για μια εργασία εργαστηρίου, αφαιρούμε
λέξεις ή στίχους, μεταθέτουμε άλλους, μεταβάλλουμε τη δομή. Πρόκειται
για μια δουλειά που γίνεται εν ψυχρώ και είναι πολύ λεπταίσθητη. Δεν πρέπει να προδοθεί η επέμβαση του τεχνίτη. Σε περίπτωση όμως που το ποίημα
είναι ανεπίδεκτο διορθώσεως, θα πρέπει, έστω και με βαριά καρδιά, να το
θυσιάσουμε. Αυτό ισχύει τόσο για τα ανέκδοτα ποιήματα που θα απαρτίσουν μια καινούργια ποιητική συλλογή, όσο και για τα ήδη τυπωμένα εν όψει μιας επανεκδόσεως. Πολύ σωστά γράφετε στο εισαγωγικό σας σημείωμα ότι το ποίημα είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Με το να τυπωθεί δε σημαίνει πως πήρε και το οριστικό του σχήμα. Θα πρέπει πάντα να το βλέπουμε δυναμικά, δηλαδή μέσα στις δυνατότητες της εξελίξεώς του και ποτέ κατά τρόπο στατικό ή μουσειακό.

Σε περίπτωση επανεκδόσεως όλου του έργου σας, θα κάνετε μια απλή ανατύπωση ή μιαν αυστηρή επιλογή;

– Μετά απ’ αυτά είναι ευνόητο ότι αποκλείω την ανατύπωση, που δεν εξυπηρετεί, εδώ που τα λέμε και κανένα σκοπό. Συχνά η συγκέντρωση του έργου ενός ποιητή μου δίνει την εντύπωση ενός ετερόκλητου συνόλου όπου για λόγους ιστορικούς, ο ποιητής τύπωσε δίπλα στην ώριμη δουλειά του και τα πρωτόλεια. Έτσι τα καλά ποιήματα χάνονται σ’ ένα πλήθος μέτριων και,
φυσικά, διαστρέφεται η φυσιογνωμία του δημιουργού. Αυτά τα πράγματα
μπορεί να ενδιαφέρουν μόνο τους φιλολόγους κι επ’ ουδενί λόγω τους φίλους της καλής ποίησης. Χρειάζεται λοιπόν επιλογή που δεν σημαίνει ανθολόγηση αλλά συγκέντρωση των καλών ποιημάτων με βάση την αυτοκριτική.
Έχω την εντύπωση ότι όσο αυστηρότερος είναι κανείς με τον εαυτό του τόσο και το κέρδος του θά ’ναι μεγαλύτερο. Πράγμα που δυστυχώς το αγνοούν
οι περισσότεροι.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.