ΞΑΝΘΙΠΠΗ ΖΑΧΟΠΟΥΛΟΥ

H Ξανθίππη Ζαχοπούλου γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Έχει κάνει σπουδές παιδαγωγικής , μουσικής ( μονωδία) και φιλολογίας. Εργάζεται στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Έχει συμμετοχή και σε συλλογικά έργα. Ποιήματά της, βιβλιοκριτικές, μεταφράσεις και διηγήματα έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Μάρερμα (Πηγή, 2016) με ζωγραφική του Γιάννη Μητράκα
Βαθύς ουρανός βυθός θάλασσας (Το Ροδακιό, 2020)
Στύβοντας Παπαρούνες  (Το Ροδακιό 2022)

.

.

ΣΤΥΒΟΝΤΑΣ ΠΑΠΑΡΟΥΝΕΣ (2022)

Α’ ΡΑΝΙΔΕΣ ΦΩΣ
ΣΤΑΓΟΝΕΣ ΠΑΠΑΡΟΥΝΕΣ

Χάραξε
ένα μικρό πέταλο τριαντάφυλλου
και θα δεις
το αίμα τής γης ν’ αναβλύζει
Τότε θα καταλάβεις
πως το αίμα ζητάει αίμα
και πως αναίμακτα τίποτα δε γεννιέται
Ίσως τότε
το πάρεις πίσω
στύβοντας τις παπαρούνες τής περασμένης σου ζωής
μέχρι που στο τέλος αυτή
να αίμορ
ραγή
σει

ΓΥΜΝΙΑ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΟΣ

Η γύμνια στο σκοινί
ισορροπεί στις ξύλινες πατούσες
Είναι γυμνή
και ψάχνει ρούχο
εκεί που υφαίνονται αποβραδίς τα όνειρα
κι οι Πηνελόπες τα ξηλώνουν το πρωί
Γιατί οι μνηστήρες μπήκανε στη σάρκα μας
και πίνουνε κρασί το αίμα μας
και θέλουν να παντρευτούνε την ανάσα μας

Γύμνια
συνήθισες το κρύο, το σκοτάδι
ξιπόλητη στα χιόνια μπαινοβγαίνεις
όμως χωρίς να ξέρεις
βαθιά κι απέραντα
σε βιτρίνα λευκό ένδυμα
περιμένει
να τη σπάσεις

ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΜΝΗΣΙΑΣ

Τον χρόνο σπαταλούσε
να γλείφει το σώμα της σαν γάτα
να καλλωπίζεται με σκεύη παλιά που μάζευε απ’ τον δρόμο
να σέρνει πίσω άχρηστες σκέψεις
να υφαίνει κασμίρια για μεταξωτή τη γύμνια

Τώρα ου κόπια ουδέ νήθει
Στρέφει το βλέμμα στους ηλίανθους
Τρώει τους ηλιόσπορους που πέφτουνε μπροστά της

Ντύνεται πέταλα ανοιξιάτικα
Οι σκέψεις της ζυγίζουν δευτερόλεπτα
Κουβέντα ανοίγουνε με τη σιωπή

Χτίζει το σπίτι της στους βράχους
Λούζεται με αχτίδες αστεριών
Κοιμάται στις φωλιές των πουλιών
Πεθαίνει αγκαλιάζοντας το φως

ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΟΝΕΙΡΟΥ

I

Το κίτρινο ποδήλατο που έγινε βαθυκόκκινο
Το μικρό κίτρινο ποδήλατο
την τροχιά του περιέγραψε
Πως ήταν μικρό και πως μεγάλωσε
Έγινε κόκκινο
γιατί φύτρωσε με τις τριανταφυλλιές
Οι ακτίνες
με του ήλιου ενώθηκαν
Τιμόνι αλάνθαστο και το καλάθι γέμισε πουλιά

Κι όταν το βρήκα
γονάτισε για να ανεβώ
και κάλπαζε ως το μεσημέρι
Έγινε βαθυκόκκινο
μέχρι τα όνειρα που έκανα παιδί
και τώρα ίδια απαράλλαχτα
να σφύζουν μες στην ήβη τους

ΜΥΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΦΩΣ

Ι

Φως θυμαρίσιο
μυρίζεις καλοκαίρι
ξαπλώνεις στους κήπους με τα μύρτιλλα
προσεύχεσαι να κρατηθείς σ’ ένα φύλλο
Αλλάζεις τους κορμούς με σώματα
τα μάτια με πυρσούς
τα δάχτυλα με φυτίλια αναμμένα
Νικάς τους ίσκιους
και ντύνεσαι χλόη αυγουστιάτικη
Παίζεις τη νύχτα με μεταμεσονύχτιες αστραπές
Κι είσαι εσύ πάντα
που μας ξυπνάς με τα σείστρα
μας φέρνεις βόλτα γύρω απ’ τους ηλίανθους
μας κυλάς σ’ αναμμένα κύματα
Μας αντέχεις στο ολονύκτιο αναφιλητό του φιλιού σου
στη χαμένη εσάρπα των ψυχρών ονείρων
στην κατεβασιά του πόνου απ’ της ζωής την απουσία

Κι είσαι εσύ πάντα που μας έλε-φτερώνεις

ΕΡΩΤΟΣ ΑΤΑΣΘΑΛΙΕΣ

I

Σ’ αγαπώ

Η κυρία με τα λιλά γοβάκια
δρασκέλισε τη σιωπή
στο ηχόχρωμα φτάνοντας μιας φράσης
Ύστερα έβγαλε τα παπούτσια της
και χόρεψε στο γυαλιστερό πάτωμα
ολισθηρών ονείρων

Κανείς δεν της είπε ότι μετά
θα βάδιζε στ’ αγκάθια ξιπόλητη

VII

Ρανίδες φως

Καίγεται ο ωκεανός
τ’ αποκαΐδια ψαροκόκαλα
μ’ επιμονή στέκονται στον λαιμό
Η ακτινογραφία έδειξε ζωή
έτσι ο περασμένος χρόνος
σε ρανίδες μεταφράστηκε φωτός

Β’ ΑΛΗΘΕΙΑ χ 3

Η Αλήθεια της Ζωής είναι ένα πέταλο.
Αν η γέννησή του συμπέσει με το φύσημα του ανέμου
δε μαραίνεται ποτέ.

*

Αν χαράξεις πάνω τα αρχικά σου θα μεθάς για πάντα από
τη μυρωδιά της γέννησής σου. Οι χειμώνες θα μαραίνονται
απ’ το χρώμα του. Και τα δέντρα θα μοιράζουν τα φύλλα τους.

*

Όταν ένα βότσαλο πέσει στο νερό σχηματίζει τους κύκλους
των ματιών μας να βλέπουν στην άλλη όψη τ’ ουρανού.
’Εκεί που ο Θεός βαστά εν’ άστρο. Και δείχνει.

*

Αν αγκαλιάσεις τον κορμό ενός δέντρου σαν να βαστάς όλη τη γη
αισθάνεσαι τη ζωή να βουίζει μέσα σου, χρυσό ποτάμι.
Η σκιά των φύλλων σου χαρίζει τη δροσιά των αιώνων.
Παρόν, παρελθόν, μέλλον, ένα, εσύ.

*

Η σημασία της βροχής βρίσκεται στον ρυθμό της.
Ξεπλένει τον ήχο και τον δίνει καθαρό. ’Εκεί που όλα
ακούγονται κάθε φορά για πρώτη φορά. Ένα τραγούδι
από υδάτινους ήχους. Όλων των ήχων των νερών της γης.

Γ’ ΣΤΥΒΟΝΤΑΣ ΠΑΠΑΡΟΥΝΕΣ
ΜΝΗΜΗ Ι

Χθες βράδυ σχημάτισα
το περίγραμμα του κορμιού σου στο σεντόνι
Όταν σ’ αγκάλιασα σηκώθηκες και είπες
«Θα ήμουν δικός σου
αν οι νύχτες εξείχαν των ημερών
όπως η αγάπη από τον Έρωτα»
Ύστερα προφασίστηκες τη σιωπή των ονείρων
κι έφυγες

*

Κάποτε σε είδα
εγκλωβισμένο σε μια σταγόνα
σαν το έμβρυο στον αμνιόσακο της μητέρας
Μου είπες ότ’ ήθελες να ξαναγεννηθείς ως δελφίνι
ή στην καλύτερη περίπτωση ως πολύχρωμο γιούσουρι
Ύστερα έπεσες στο χώμα
και σε κατάπιε η γη

ΜΝΗΜΗ ΙΙ

Βότσαλο-βότσαλο
έχτισες τη φυλακή σου
Και, σ’ το χα πει από παιδί.
να τα πετάς στη θάλασσα
να τα λευτερώνει το κύμα

*

Ένα τετράγωνο ουρανού
απ’ το κλειστό παράθυρο
έφτασε για να φτιάξω τα φτερά μου
Έστω μια υποψία φωτός
φτάνει για να πετάξεις

ΜΝΗΜΗ ΙΙΙ

Ήρθες
αλλά νόμισα πως ήταν το στεγνό καλοκαίρι
Άνοιξες στη χούφτα σου δυο στάχυα
Μοίρα αλλοτινή, περασμένη
Μου πέρασες ένα σταυρουδάκι θάλασσα
Θα σε φυλάει απ’ τις φουρτούνες
Ύστερα άνοιξες το κύμα
ρούφηξες τον βυθό σου

*

Φίλα με στο στόμα
φίλα με στο στόμα φίλα με στο στόμα
Οι άνθρωποι χάσαν τα φιλιά
Ανεβαίνουν τη μέρα
με την πίκρα μιας ζωής που δε διάλεξαν
Διαλέγεις τη ζωή η σε διαλέγει;
Κοιμήσου στα πόδια μου
κοιμήσου στα πόδια μου κοιμήσου στα πόδια μου
Το βάρος τους μου ελαφρώνει τις νύχτες
κι είναι τα καλοκαίρια φτερά που ανεβαίνουν
ύπνος ελαφρύς που όλα τα ακούει
Δώσ’ μου τα μαλλιά σου
δώσ’ μου τα μαλλιά σου δώσ’ μου τα μαλλιά σου
κύματα να ταξιδέψω

.

ΒΑΘΥΣ ΟΥΡΑΝΟΣ ΒΥΘΟΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ (2020)

ΒΑΘΥΣ ΟΥΡΑΝΟΣ
ΒΥΘΟΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

ΑΝΥΠΟΠΤΗ ΑΓΑΠΗ

Έστιν ανθρώποις άνεμων ότε πλείστα
χρήσις
Πίνδαρος

Βαθύς ουρανός
Βυθός θάλασσας
Λησμονημένος
Στέλνει τα μελτέμια της
Σε σύννεφα, πανιά
Φτερά και κόμες
Έτσι ώστε να αναζητούν
Το Αιώνιο
Θαμπώνοντας τα μάτια
Στα εκτυφλωτικά φώτα
Τα Πάθη
Φωτιές που αφήνουν
Μόνο στάχτη
Δεν καθαρίζουν
Κει στην άκρη του πόνου
Ουρανός λησμονημένος
Στις τέσσερις άκρες του σεντονιού του
Να ζεσταθούμε
Στο ξύπνημα των μελτεμιών μας
Περιμένει
Να ανεμίσει η κόμη
Ευλαβικά αγγίζοντας
Το προσκέφαλο τής προσδοκίας
Τα όνειρα στους θόλους μας
Αναζητούν τον ουρανό μας
Να τον φωτίσουν
Στα δέντρα
Κρέμεται η εκπλήρωση
Φρούτο να το κόψουμε
Στο βελούδινο άγγιγμα των καρπών
Κρύβεται η οικουμένη
Ανύποπτη αγάπη
Πώς να αποκαλυφθείς;
Ίπτασαι
Περιμένοντας τον χρόνο και τις ζωές μας
Να συγκλίνουν
Στην πλήρωση

ΥΠΕΡΒΑΣΗ

Φωτιά στο ηλιοβασίλεμα
θα ’ναι το άρμα τής μέρας
με την ταχύτητα φωτός
που έτρεξε τις στιγμές μας
Αυτές που γύρεψαν το φως της Εφηβείας
το φως μιας άλλης εποχής
Μ’ αυτούς που κάναν την Αγάπη
ακρογιαλιά για να ’χει νόημα ο ήλιος
Τα χέρια τους κλαδιά
για να ακουμπάνε τα πουλιά
Το πρόσωπο ουρανό
να καθρεφτίζεται η Οικουμένη
και τη ζωή τους θάλασσα
να ταξιδεύει ο καιρός

ΘΑΛΑΣΣΑ ΔΡΟΜΟΣ

Οι δρόμοι τρελάθηκαν
και σηκωθήκανε
να μην τους βρουν τα πόδια μας
να μην τους περπατήσουν
Μια θάλασσα μας δόθηκε
εκεί να ισορροπήσουμε
με τις πατούσες κύματα
με τους ανέμους πίστη μας
και με τους βράχους στήριγμα
Οι γλάροι ν’ ανεβαίνουνε
ψηλά ως την αλήθεια μας
και μέσα στους ορίζοντες
να χάνεται ο κόσμος μας

ΜΑΣΚΑ ΕΥΤΥΧΙΑ

Η ευτυχία την Απόκρεω
μας παραπλανά
Μπαίνει, στο πάρτυ με λοφίο
μ’ έξωμη τουαλέτα αμπιγιέ
Μαργαριτάρια που εικάζεις αληθινά
και είναι fake
Μωβ μακιγιάζ ατυχές
που σβήνει τα μάτια και τα χείλη

Δε χάνει το γοβάκι τα μεσάνυχτα
γιατί δεν έχει σχέση με τη Σταχτοπούτα
Μοιράζει βασιλόπουλα με ατίθαση κόμμωση
καλοθρεμμένα
Ποτέ της δε μιλά
παρά μόνο με νεύματα
αμφίσημα, για να μπορεί να ξεγλιστράει
Το όνομά της δύσβατο δυσβάσταχτο δυσκοίλιο
αφήνει δυσωδία όταν προφέρεται

ΝΑΥΑΓΙΑ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΜΟΥ

Κάθε βραδιά ένα παιδί γυμνό
καταπίνει κύμα-κύμα το Αιγαίο
και μετά ξερνάει σπασμένες πλώρες, ξεβρασμένες
πάνω στο τρικυμισμένο μου μαξιλάρι

Ύστερα γεμίζω το δωμάτιο με νερό
και γίνομαι ναυαγός
πλημμυρισμένης νύχτας
και τακτοποιημένης μέρας

Κάθε πρωί ανοίγω το φως
και φυλάω στο σύνορο της συνήθειας
με λάβωμα κρυφό κι ανοίκειο

Σε ρηχές μέρες βαθαίνει το Αιγαίο
βαθύς κρατήρας ηχώ του εαυτού μας

ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ TO ΑΓΙΑΤΡΕΥΤΟ

Κρεμασμένοι οι στίχοι στην οροφή
όπως οι πέτρες που αιωρούνται
στη στάση Δουκίσσης Πλακεντίας
ιριδίζουσες πάνω απ’ τα κεφάλια των περαστικών

Σαν πλανήτες που ταξιδεύουν
λίγο πιο ψηλά από τη ζωή μας
ελεύθερες και όμηρες
σε μια ζωή που θέλαμε να είναι
παραληρώντας για του κόσμου το αγιάτρευτο

ΠΤΕΡΩΤΑΣ

ΕΡΩΤΙΚΟΝ

Με την ταχύτητα του έρωτα
πετάω στους κόσμους σου
στο κορμί κουκουβάγιας

Μιλάω στα λόγια σου
σαν να ’ταν από πριν
οι σκέψεις σου μέσα μου

Μεθάει το κύμα σου
γουλιές από αρμύρα
τρελαίνει τις θάλασσές μου

Η βροχή μου βαθαίνει
το χώμα σου που ασάλευτο
περίμενε το βάθος της

Κοχύλια βεντάλιες
κοχύλια σπείρες
γυρίζουν τους ανέμους σου

Η θάλασσα απλώνει
πάνω στο δέρμα της
τ’ ουρανού το καθρέφτισμα

Μιλάω με κύματα
μήπως χωρέσουν
οι θάλασσές μου μέσα σου

Τα χείλη σου ζήτησα
να βάψω τα χείλη μου
με βάμμα φιλιού

Στους κύκλους σου γύρισα
τον παρθένο μου έρωτα
κι έπεσα στο κέντρο τους

Με δάκρυα εξατμίστηκαν
οι πόνοι που υπέφερα
γιατί ήταν οι πόνοι σου

Ανοίγω τις θάλασσες
και πέφτουν τα ψάρια μου
στη γη σου που βάθυνε

Μιλάω με βροχές
μήπως κι ανθίσει
η γη σου που δίψασε

Στην παλάμη σου έσπειρα
με αστέρια τα όνειρα
και κάρπισε το κορμί σου

ΑΛΛΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ

Έτσι, καθώς
ο έρωτας σκεπάζεται τα σεντόνια του
αργεί να περιγράφει τη γη
των γυμνών σωμάτων

Μπορεί να ανήκει
σε μιαν άλλη γεωγραφία
εποχής αθώων πλεύσεων
σε ακύμαντες από τα πάθη θάλασσες

ΒΡΟΧΗ

Το σύννεφο επέστρεψε στα μάτια σου
βρέχει βλεφαρίδες κι όνειρα
που άντεξαν κάπου στη σχισμή του ύπνου

Κι η Πηνελόπη
σκεπασμένη το υφαντό της
προσομοίωση του αρμυρού Οδυσσέα
το ξεφτίζει κάνοντας θηλιές
του υπομονετικού πιστού έρωτα

Έβρεξε πάλι απόψε λιωμένους χάρτινους μνηστήρες

Θα σε περιμένω
όπως υποσχέθηκα στα κλαδιά σου
που με τύλιγαν για να τ’ ανθίσω

Θα σε περιμένω
όπως όταν διψούσα και με πότιζες
στιγμές αλκοολικού έρωτα

’Έβρεξε πάλι απόψε
κάτι ροζ μεταξωτά ανθάκια

ΑΥΓΟΥΣΤΙΑΤΙΚΟ ΦΙΛΙ

Σαν αυγουστιάτικο φιλί
χιλιάδες χείλη προσευχή
και μια φτερούγα για πληγή
Σε περιμένω

Βάφω ουρανούς με προσευχές
γιατί η αγάπη σου νικήθηκε στο χθες
και λογαριάζω τη ζωή μου σε στιγμές
σαν εκκρεμές

Σαν ταξιδιάρικο πουλί
στημένοι ορίζοντες φυγή
και ένα ψέμα για φωνή
Σε περιμένω

ΜΙΚΡΗ ΚΑΤΕΡΓΑΡΑ ΑΝΟΙΞΗ

ΑΣΤΕΓΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Άστεγα τα ποιήματά μου
αναζητούν ουρανό
στις τρίλιες των πουλιών
Χρώμα ακατοίκητο
βάφεις με την έρημό σου
αυτά που δε θέλεις να ανθίσουν

Τι κοιτάς;
Ξέρω ένα αγόρι
που άλλοτε ντύνεται Έρμης του Πραξιτέλη
κι άλλοτε βουτά στους βυθούς
για να τον ξεχάσουν οι αιώνες

Θέλω τα τζάμια μου
να γεμίσουν με σταγόνες
για να τρέξουν οι δρόμοι μου
σε κατηφοριστά ποτάμια

Πως λένε αλλιώς την ντροπή;
Κόκκινο του απριλιάτικου ψέματος

Που πας αγόρι με το μασκαρεμένο πρόσωπο;
Εκεί που όλα είναι γυμνά από τους καθρέφτες
Άγγιξε τον τύπο των ήλων
Ίσως εκεί βρεις αυτό που έψαχνες
Αιώνες κρυμμένο

ΠΟΙΗΜΑ ΔΟΣΜΕΝΟ

vers domes
Paul Valery

Ποίημα μωρό
γεννήθηκες άπό τα έγκατα
τα σκοτεινά δάση
κουκκίδα φως

Κρεμάστηκες απ’ τη θηλή
θραύσμα μακρινού γαλαξία
σταγόνες σταγόνες κράτησες
να τις μοιραστείς

Ποίημα δώρο
χρυσού φόντου
σε πίνακα ουράνιο
με τα φτερά αγγέλων

Χιτώνες φως
ντύμα παραδείσιο
στις μέρες της Εδέμ

ΣΙΓΗ ΣΟΦΙΑΣ

Μαραθώνιος
Αφής
Απόκρυφων τόπων

Κορμί
Ελάχιστο φόβων
Μέγιστο ερώτων

Στιγμή
Αστραπή γνώσης
— αύτο-

Ποίημα
Ίαμα
Ζωής ασθμαίνουσας

Τηρείς
Σιγή σοφίας
Στον βυθό ιχθύων

.

ΜΑΡΕΡΜΑ (2016)

ΜΑΡΕΡΜΑ

Μάρερμα
Παλιό ξεχασμένο φυλαχτό των Ίνκας
Μάρερμα
Χάδι βαμμένο με βερνίκι λατρείας
Μάρερμα
Αρμύρα που καίει το βράδυ τα χείλια
Στενεύω τον κόσμο να γίνει ευθεία
να τον ταξιδέψω με μία ταχεία
Αέρας η ζωή

Ώρα την ώρα χάνουμε χρόνια
Φιλί φιλί γινόμαστε παλιοί

Μάρερμα
Γεύση κορμιού στο χώμα
Μάρερμα
Γραμμή πρωινού στου πόνου το χρώμα
Μάρερμα
Χρυσό δαχτυλίδι με πέτρα την τύχη
Σκαλίζω τον κόσμο να γίνει δυο στήθη
ν’ ακουμπήσω μια νύχτα τα χείλη
Δωσ’ μου ζωή.

ΙΣΟΠΕΔΩΣΕ

Ισοπέδωσε τον ουρανό
να γίνει ένα με τα πέλματα
για να πλέουνε τ’ αστέρια
σε πελάγη παραπατήματος

Ισοπέδωσε τα χείλη
για ν’ αποκτήσει το φιλί
την αιωνιότητα του παρθένου
και την αγνότητα του πρώτου

Ισοπέδωσε τον μαστό του ηφαιστείου
να μη χαθεί το γάλα της γης
στην έκρηξη της λίμπιντο
και τη μητρότητα της πέτρας

Ισοπέδωσε τον έρωτα
να γίνει ένα με το χώμα
για να μείνει ο πόνος ξεχασμένος
κάτω από τις πέτρες.

ΤΗΣ ΓΗΣ ΤΑ ΜΠΛΕ

Ποιος άρπαξε τη θάλασσα απ’ τα φύκια
όταν χανόταν στον βυθό του ουρανού;
Ποιος χώρισε τον χρόνο από το κύμα
για να μη βρίσκει ακρογιάλι το πρωί;

Ποιος χαμήλωσε τα μάτια στο βλέμμα τ’ ουρανού
και του έρωτα το στόμα έγινε υγρό φιλί;
Ποιος ξεψύχησε μια νύχτα στη φωνή του παγονιού
για να δώσει στο αηδόνι το φτερό του γυρισμού;

Δέσμη ψυχής ελευθέρωσε τη λάμψη
νήμα φυγής ξετύλιξε τις ώρες
που αντέχει ένα σώμα να θυμάται την αρχή
πριν χωρίσει με τον θάνατο η ψυχή

Ένωσε μες το κορμί σου όλα της γης τα μπλε
περίγραμμα αξεθώριαστο στη μνήμη του καιρού
Για να γίνουνε κοράλλια τα αστέρια τ’ ουρανού.

ΣΚΟΥΡΙΑΣΜΕΝΑ ΛΕΩΦΟΡΕΙΑ

Τα χέρια μου βασανίζουν οι εικόνες της χειρολαβής
σε σκουριασμένα λεωφορεία παγωμένης ασφάλτου

Την εκατοστή φορά που μέτρησα τα δέντρα
από τα τζάμια
ήταν για να μοιράσω τη ζωή μου
σε στοιχίες Σεπτέμβρη και Απρίλη

Την τελευταία φορά που μέτρησα βιτρίνες
ήταν για να δω αν η ζωή μας
χωράει σε μπλε και πράσινους λαμπτήρες

Τα χέρια μου βασανίζουν εικόνες
από ρόζους κουρασμένου τιμονιού
σε σκουριασμένα λεωφορεία παγωμένης ασφάλτου

Την εκατοστή φορά που βγήκα από τον δρόμο
ήταν για να δω αν η ζωή μας
αντέχει στην ολισθηρότητα της πέτρας

Την τελευταία φορά που γύρισα τιμόνι
ήταν για να δω αν η ζωή μας
μετριάζεται στη δύναμη της πέτρας.

ΗΡΕΜΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Οι μέρες ανοίγουν τη σιωπή τους σαν βεντάλιες
και ημερεύουν τους ήλιους τους

Τα μαλλιά σου ρυτιδώνουνε τα κύματα
και ξορκίζουνε τον χρόνο

Ένα όστρακο βυθισμένο στη σιωπή σου
ψάχνει μαργαριτάρια μουσικής

Ένα λουλούδι στην καρδιά σου
άνθισε στα φυλλοκάρδια της

Από κει χαρίζει τα πέταλά του
στον χειμώνα

Κοιμήσου και την ανάσα σου
δε θα την ασπρίσει το χιόνι

Κοιμήσου και τη σιωπή σου
δε θα τη σχίσουν αστραπές

Ένα κύμα ακούμπησε τον ήλιο
και εξατμίστηκε σε δάκρυα

Ένα σύννεφο ακούμπησε τα βότσαλα
και τα έκανε βροχή

Μη βρέχεις τη ζωή σου σε κύματα αφρισμένα
παρά σε ούριο άνεμο

Γιατί η ήρεμη θάλασσα νικά τον χρόνο
και οδηγεί τη στιγμή σε απάνεμο λιμάνι

Κοιμήσου και τη στιγμή σου
θα την περάσουν μουσικές

Κοιμήσου και τη ζωή σου
θα τη ζήσουνε στιγμές

Μακριά από δείχτες φθινοπώρου
που δείχνουν κίτρινα ρολόγια

Μακριά από νύχτες φθινοπώρου
που αργήσαν να έρθουν οι αυγές τους

Δεν έχει πόνο η αγάπη
μόνο μια βάρκα με πανάκι.

ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ

Πίσω από τα κινούμενα σύννεφα
προβάλλει ένα χέρι
που κουβαλάει τα δάκρυα των αιώνων
και τα ρίχνει στη γη βροχή

Για να καθαρίσει αυτός ο τόπος
χρειάζεται λυγμούς
και χέρια πονεμένα να τον ζωγραφίσουν
αναπαρθενεύοντας τα χρώματα και την έκφραση

Η γη χρειάζεται ζεστή φωλιά
για να κρύψει τα νεογνά της
μέχρι το πέταγμά της να αγγίξει τον ουρανό

Θυμάμαι κρύες σελίδες χειμωνιάτικου βιβλίου
να ζητούν τον έρωτα μιας περασμένης εφηβείας
αλλά όχι χαμένης
μέσα από άυλα σώματα
που ‘ χαν μονάχα ένα φως στο κέντρο

Δάχτυλα να αντιστέκονται στην ορμή του
και να αφήνονται

Αυτό το ποτάμι χρειάζεται Έρωτα
για ν’ αγκαλιάσει τη θάλασσα.

ΑΚΑΡΙΑΙΑ

Δάκρυσα στον ύπνο των κυμάτων
Στέγνωσαν τα κύματα
από τους βοριάδες που χτυπάνε τις νύχτες μας

Δυο χορδές η ζωή μου
επάνω τους ακροβατώ
ανάλογα τη μουσική λικνίζομαι

Ανήφορος στον ουρανό
Οι αέρηδες εξανέμισαν
το χώμα της γης που πατούσες

Γρήγορα στα πανιά
Οι θάλασσες δεν περιμένουν
στερεύουν αν δεν τις ταξιδέψεις

Στις στέγες των πουλιών
φωλιές σημαδεμένες
από σφεντόνες που δε στοχεύουνε ποτέ

Φτερό ο χρόνος
που αν δεν το σημαδέψεις
πάντοτε θα σου φεύγει

Σήμανε η ώρα
Να ημερέψεις τους δείκτες σου
με τη σοφία της περασμένης σου ζωής

Τα φύλλα των δέντρων
σου διδάσκουν τον άνεμο
που πέρασε και δεν τον πρόσεξες

Αν αγκαλιάσεις τον κορμό
θα αισθανθείς το αίμα της γης
να κυλάει μέσα σου ποτάμι

Αν γράψεις το όνομά μου με νερό θαλασσινό
θα δεις σε λίγο να κρατάω
μικρό πολύχρωμο γιούσουρι

Να σου στολίσω τα μαλλιά
ή να ταξιδέψω στους βυθούς
για να βρω την κατοικία μου;

Στους χρόνους μου ταξίδεψες με μαγικό χαλί
Πάντα εκεί ψηλά
να μη σε βλέπω ποτέ

Γι’ αυτό κοιτάς το βλέμμα της καμήλας;
Εκείνες κουβαλούν την έρημο
εσύ την ερημιά

Ακόμα μετράς τους κόκκους της ερήμου σου;
Οι κλεψύδρες τελειώνουν
ο χρόνος σου ζητά οάσεις

Μέσα στα νερά συμφιλιώθηκα με τον ουρανό
Γιατί πάντα προς τα κει
είναι στραμμένο το βλέμμα τους

Πάνω από τα σπίτια μιαν ακροβασία
Να φτιάξουμε τη ζωή μας όπως θέλουμε
και δεν τη φτιάξαμε ως τώρα

Πάνω στο σκοινί ένα ουράνιο τόξο
δίχως τον ουρανό του
Ισορροπεί ψάχνοντας ουρανό

Εκεί που ψάχνεις ουρανό
έρχεται η γη και σε διεκδικεί
Πώς να φιλιώσεις αυτά τα δυο;

Στα δίχτυα των καιρών οι ονειροβασίες μας
Θα τα σπάσουν
ή θα σπαρταρήσουν τη ζωή τους;

Το φεγγάρι κινείται στην ακινησία του
Σαν τους Κούρους
με το ένα πόδι μπροστά

Δε θέλω να χάσω αυτό το μαβί της θάλασσας
Είναι σαν να έπεσαν
τα κυκλάμινα από τον ουρανό

Πού μας πάει η βάρκα;
Εκεί που γυρέψαμε
ή εκεί που μας πάει η ζωή;

Να γυρέψετε και η ζωή θα σας πάει
Εκτός αν δε μετρήσατε σωστά
το βάθος του νερού.

Ο ΕΡΩΤΑΣ

Ο έρωτας
Μικρό κοχύλι ψημένο από την άρμη
Κλεψύδρα που της κλέψανε τον χρόνο
Κόκκοι που καθρεφτίζουν την οικουμένη
Ηχώ που λησμονάει τον εαυτό της

0 έρωτας
Λιοπύρι από παρθενικά τζιτζίκια
Τραγούδι από μήτρα ξεχασμένη
Πορφύρα από ξυπνημένο αίμα
Φλέβες σχηματισμένες στις ρίζες της γης.

ΜΝΗΜΗ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

Είχες ένα σπίτι ασβεστωμένο μπροστά στο πέλαγος
ένα μικρό ξωκλήσι που ακουμπούσες τα γόνατα
Όμοιο η αγάπη σου γονατιστή στα πόδια ταπεινού Αυγούστου
μπροστά σε κύματα, μπουνάτσα, καταιγίδες
και τον μαΐστρο που ξυπνά τη μνήμη
Όμοιος με το φτερούγισμα της μνήμης σε ηλιοστάσια θερινά
εκεί που η μέρα άγγιζε τους αιώνες
Κι ύστερα κυλούσε να ξανάβρει το σκοτάδι

Είχες ένα σπίτι με γλάστρες τενεκέδες ασβεστωμένους
ένα ξωκλήσι με αγιογραφίες μεσαιωνικές
Επιστρώσεις ασβέστη από τα χάσματα των εποχών
από τα χάσματα της μνήμης
Άνθισε η αγάπη μου στα ασβεστωμένα σπίτια
ανάμεσα στο πέλαγο και τις αγιογραφίες μεσαιωνικές

Άσπρισε η αγάπη μου στους ασβεστωμένους τοίχους
και τις αγιογραφίες μεσαιωνικές
Είχες ένα σπίτι μ’ ένα δέντρο ασβεστωμένο στην αυλή
ένα ξωκλήσι μ’ ένα δέντρο στη σκεπή του
Ρίζωσε η αγάπη μου στη γλυκιά νοσταλγία των πελάγων
Ρίζωσε η αγάπη μου στη γλυκιά μνήμη Αυγούστου.

ΟΤΑΝ ΚΟΙΜΑΜΑΙ

Όταν κοιμάμαι,
χάνω κάτι
από το μισό του φεγγαριού,
το καθαρό πρόσωπο της Οικουμένης
από το άλλο μισό που κρύβει τα σκοτάδια της
από τις γραμμές των αστεριών
που δρομολογούν τις ευχές μας
από το λυκαυγές που χαράζει στα μάτια των ελαφιών

Όταν κοιμάμαι
ξυπνούν μέσα μου οι σταματημένες μέρες
και πιάνονται μαζί στο γαϊτανάκι
ακτίνες στον κύκλο των καθαρών μου χρόνων

Όταν κοιμάμαι
κινούν οι άσπροι καβαλάρηδες
ν’ αφήσουν τα χνάρια τους στη γη μου

Όταν ξυπνήσω την έχουν διατρέξει όλη
και τώρα,
χαρίζουν τ’ άσπρα τους άλογα

Στο σήμερα.

ΚΥΡΙΑΚΗ 11/1

Στο στέρνο της μέρας
το ανάγλυφο των στιγμών της
Χρόνος επιούσιος
μιας αιωνιότητας φαεινής
Στίλβη των δυς
Νίκη των ευ

Στα δάχτυλα της μέρας
ζυγιάζονται οι αετοί της
Λίγο πιο ψηλά στις ασίκικες βουνοκορφές της
λίγο πιο βαθιά στον στόχο του κέντρου της

Στο μέτωπο της μέρας
λιώνουν οι πυρετοί της
Καημοί μιας αργοπορημένης ευτυχίας
λιοπύρια μεσημβρινού πόθου

Στα χείλη της μέρας
διψούνε οι λέξεις της
αναζητώντας την αρμονία της σύζευξής τους
στα σημαινόμενα των ονείρων μας.

 

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΣΤΥΒΟΝΤΑΣ ΠΑΠΑΡΟΥΝΕΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΚΟΚΚΙΝΟΣ

ΠΕΡΙ ΟΥ 22/7/2023

Χάραξε/ένα μικρό πέταλο τριαντάφυλλου/και θα δεις/
το αίμα της γης ν’ αναβλύζει/Τότε θα καταλάβεις/
πως το αίμα ζητάει αίμα/και πως αναίμακτα τίποτα δε γεννιέται/
Ίσως τότε/το πάρεις πίσω/στύβοντας τις παπαρούνες της περασμένης σου ζωής/μέχρι που στο τέλος αυτή/να αιμορραγήσει.

Είναι το ποίημα «Σταγόνες παπαρούνες» το πρώτο της συλλογής «Στύβοντας παπαρούνες» που παρουσιάζουμε σήμερα, και το οποίο μας προϊδεάζει για τη συλλογή. Στύβοντας άραγε τις παπαρούνες της περασμένης ζωής, και γυρνώντας πίσω τις σελίδες του χτες τι θα ανακαλύψουμε;
Άραγε το στύψιμο αφήνει μόνο αίμα ή υπάρχουν και «Ρανίδες φως»
όπως ονομάζει η ποιήτρια το πρώτο μέρος της συλλογής.

Στύβοντας τις σελίδες του χτες βλέπουμε τις πρώτες ρανίδες έρωτα να αφήνουν το φως τους.

«μικρά τοπία του Έρωτα/ξεφεύγουν απ’ τα κάδρα τους/κι έτσι ελευθερωμένα/πυρπολούν τα σώματα»

μας λέει η ποιήτρια στο ποίημα «Τοπ(ι)ογραφiα του έρωτα».

Και στα ποιήματα του «Έρωτος ατασθαλίες» μας λέει στις «Λέξεις»

«να συλλαβίσουμε τον Έρωτα με ρότα/ταξίδι στον τρυφερό πυρήνα της ζωής μας»
Και στο ποίημα «Σ’ αγαπώ θα πει» συνεχίζοντας το λόγο της για τον έρωτα, γράφει:

«Αθροίζω τις μέρες μου/και περισσεύει παράδεισος»

Ένας ύμνος για τον έρωτα, που η ποιήτρια τον εξιδανικεύει σε μια πηγή δημιουργίας η οποία αναγεννά τη ζωή και της χαρίζει ομορφιά, ανανέωση και δύναμη ψυχής.

Αναζητώντας ρανίδες από το φως γράφει στο ποίημα «Μυρίζοντας το φως».

«Κι αυτό λυγίζει/Ματώνει/Συστέλλεται/Διαστέλλεται/Αλλά είναι το φως/
και θα σπάσει κάποτε/το, βαρύς καθρέφτης, σκοτάδι μας»

Και συνεχίζοντας το ποιητικό της λόγο για το φως μας λέει:

«Νικάς τους ίσκιους/και ντύνεσαι χλόη αυγουστιάτικη/»…
Μας αντέχεις στο ολονύκτιο αναφιλητό του φιλιού σου/στη χαμένη εσάρπα των ψυχρών ονείρων/στην κατεβασιά του πόνου απ’ της ζωής την απουσία/
Κι είσαι εσύ πάντα που μας ελε-φτερώνεις»

Το φως για τη ποιήτρια είναι αυτό που θα κάνει τη γραμμή του ορίζοντα και των ημερών που έρχονται να λάμψουν, να γίνουν ορατές και η λάμψη τους να ξεπλύνει το χτες φωτίζοντας το αύριο. Και όπως γράφει στη συνέχεια στο ποίημα Το φως ανάμεσά μας

«αστραφτερά τους δρόμους καθαρίζει/ένα-ένα ανεβαίνοντας τα σκαλιά/των λευκών απλωμένων χεριών μας»

Ο τρόπος ζωής που επιλέγουμε στο σήμερα είναι αυτός που θα μας φέρει ρανίδες φωτός. Στο ποίημα «Τεχνοτροπία ζωής» μας δίνει το στίγμα αυτής της ζωής.

«Ο σπόρος/τεχνοτροπία της ζωής/Να καταπίνει ουρανό μ’ αδέσποτες αχτίδες/Ανάσες από τις στάλες του φωτός/Ύστερα να φορά τα γιορτινά του»

Ο δρόμος για το φως περνά μέσα από «Παιγνίδια ονείρου» μας λέει στην ομότιτλη σειρά ποιημάτων και στο ποίημα «Κασταλία» γράφει:

«Ξυπνάω σε μιαν άλλη γη που είναι η γη τους/Με την πραγματικότητα να λησμονάει τον εαυτό της»

Και στο ποίημα «Επιμύθιο» καταλήγει ότι

«Έχουμε ακόμη εαυτό πολύ να βαδίσουμε/μέχρι η αγάπη να πιάσει ανηφόρα»

Στο δεύτερο μέρος της συλλογής «Αλήθεια επί 3» η ποιήτρια μας απλώνει τη σκέψη της για την αλήθεια λέγοντας από την αρχή ότι:

«Η Αλήθεια προσεγγίζεται με κινήσεις. Κινήσεις παλινδρομικές.
Κινήσεις μπροστά προς το φως, κινήσεις πίσω στον πόνο που είναι όμως πάλι μπροστά.»

Και η Ξανθίππη με ολιγόστιχους φιλοσοφικούς στίχους ξεδιπλώνει τις σκέψεις της για την Αλήθεια. Την αλήθεια της για τη ζωή, τον έρωτα, το χρόνο, τη δύναμη της ψυχής. Αναφέρω μερικούς στίχους-σκέψεις της ποιήτριας

«Η Αλήθεια της Ζωής είναι ένα πέταλο.
Αν η γέννησή του συμπέσει με το φύσημα του ανέμου
δε μαραίνεται ποτέ.»

«Ο χρόνος του έρωτα δείχνει καλοκαίρι.
Στα χρυσά στάχυα ωριμάζει η αλήθεια. Και στο στήθος
ένα τριαντάφυλλο. Για σένα.»

«Αν αντέξεις τις νύχτες με κατολισθήσεις, με τις πέτρες θα
χτίσεις πιο στέρεα τον οίκο της μέρας.»

«Αυτή η ρίζα αναζητά τη ρίζα μας. Στο όνειρο. Στο όνειρό μας.
Εκεί θα τη βρει. Αρκεί να ακούσουμε τη φωνή του. Κάτω
από τη βουή του κόσμου. Μέσα στους ψιθύρους της καρδιάς μας.»

Στο τρίτο μέρος της συλλογής που έχει και το τίτλο της συλλογής
«Στύβοντας παπαρούνες» η ποιήτρια μας μιλά για τη μνήμη.
Στύβοντας τη μνήμη, ρανίδες στιγμών του χτες φορτωμένες συναισθήματα
θα κυλίσουν στο σήμερα και κάποιες από αυτές ίσως καθορίσουν το αύριο.
Γράφει για τις ρανίδες μνήμης που έρχονται:

Μνήμες όταν «οι νύχτες εξείχαν των ημερών/όπως η αγάπη από τον Έρωτα/
Ύστερα προφασίστηκες τη σιωπή των ονείρων/κι έφυγες»

Μνήμες όταν «κατάλαβες/ πως ο κόσμος στο βάθος του/είναι μια μικρή διάφανη σταγόνα»

Μνήμες όταν «Βότσαλο-βότσαλο/έχτισες τη φυλακή σου»

Μνήμες όταν κατάλαβες ότι « Το αύριο είναι άδηλο/και το κορμί καλπάζει με τον χρόνο και αλλάζει»

Οι μνήμες όσο κι αν είναι βαθιά κρυμμένες στη ψυχή του κάθε ανθρώπου έρχονται όταν χρειάζεται να αφήσουν ρανίδες φως στα αδιέξοδα μας και όπως γράφει η Ξανθίππη στις μνήμες να μας πούνε
«Γνώρισε τη ζωή/Γνώρισε τον εαυτό σου»

Η γραφή της Ξανθίππης Ζαχοπούλου στη ποιητική συλλογή «Στύβοντας παπαρούνες» είναι ώριμη με λόγο μοντερνιστικό και φιλοσοφημένο χωρίς να της λείπει ο λυρισμός. Ανοίγει αρμονικά τις σελίδες του χτες αναζητώντας ρανίδες από φως να φωτίσουν το σήμερα και το αύριο, το δικό της το δικό μας. Και κατευθύνοντας το βήμα μας προς το φως όπως το περιγράφει η ποιήτρια μας θα βρούμε τις αλήθειες και τις ομορφιές της ζωής Ο λόγος της είναι λόγος ψυχής που αγγίζει τον αναγνώστη γιατί κι ο ίδιος θα δει δικές του ρανίδες.

Ανδρέας Καρακόκκινος: Ξανθίππη Ζαχοπούλου, Στύβοντας παπαρούνες. Εκδ. Το ροδακιό, 2022

.

ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ

ΦΡΕΑΡ 08/02/2023

Η πρόσφατη ποιητική συλλογή της Ξανθίππης Ζαχοπούλου, τρίτη κατά σειρά, σχηματοποιεί με μεγαλύτερη καθαρότητα και ευκρίνεια το δημιουργικό της στίγμα, το οποίο παραμένει να κινείται και να εκτυλίσσεται μέσα στο ευρύτερο πεδίο της υπερρεαλιστικής ποίησης και ποιητικής, όπως αυτή έχει σήμερα προσλάβει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και την ξεχωριστή της ιδιοπροσωπία και σύσταση. Πρόκειται για μια ποίηση φωτεινή, χρωματιστή, μια ποίηση εξωστρεφή που επιδιώκει και ψάχνει να εικονίσει την εντύπωση της δημιουργού για τον περιβάλλοντα κόσμο, εντύπωση η οποία αποτελεί ουσιαστικά ένα κράμα σκέψης και αισθήματος. Αντιλαμβάνεται δηλαδή κανείς τη διάθεση και τη ροπή της ποιήτριας προς τη λεκτική αποτύπωση αυτού που ουσιαστικά παραμένει ανείπωτο και άφθαστο ή, πιο σωστά, της άυλης εκείνης ύλης που προσφέρεται σε διάφορες γλωσσικές εκδηλώσεις με τη μια εξ αυτών, αυτήν της Ζαχοπούλου εν προκειμένω, να επιχειρεί να την αποτυπώσει μέσα από την ανοίκεια, παράδοξη και, πολλές φορές, ασύμβατη ή αταίριαστη με τους γλωσσικούς κανόνες και τη νόρμα έκφραση που οδηγεί τον αναγνώστη σε ένα πεδίο όπου το συνεχές ξάφνιασμα αποτελεί την κυρίαρχη μέθοδο και στόχευση. Το ξάφνιασμα, ωστόσο, αυτό δεν προκύπτει ούτε απορρέει μονάχα από τα λεκτικά σύνολα και τις συνάψεις, αλλά από την ίδια τη μέθοδο και τη διαδικασία της ποίησης που έχει την ιδιότητα να εναγκαλίζεται το σύνολο, να αποστάζει από αυτό το καίριο και το ουσιαστικό και, έτσι όπως το τεχνουργεί, να μπορεί ακόμα και από το λίγο να αποκαλύπτει το πολύ, ακόμα και από το ένα στοιχείο να αφήνει να φανεί το σύνολο, ο κόσμος και οι διαστάσεις του. Μέσα στο πλαίσιο αυτό κεντρική αναδεικνύεται η λειτουργία και η καταλυτική επενέργεια της φαντασίας, της λεκτικής φαντασίας που έχει τη δύναμη να φανερώνει τις σχέσεις ακόμα και ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα αντιφατικά και αντιθετικά μεταξύ τους στοιχεία ή δεδομένα και να τις προβάλλει κατά τέτοιον τρόπο, ώστε αυτές να καθίστανται όχι μόνο αντικείμενα προς θέαση αλλά, στην κυριολεξία, κατευθυντήριες δυνάμεις της ζωής και του ανθρώπου. Γι’ αυτό και πολύ συχνά οι στίχοι της Ζαχοπούλου προσλαμβάνουν τη μορφή συμβουλής ή κεντρίσματος προς τον αναγνώστη να βιώσει την άκρα απόλαυση της γνώσης του κόσμου, να γνωρίσει βαθιά και να εκτιμήσει όλη αυτή την ουσία που αποτελεί τη ζωή του είτε μεταφράζεται σε έμψυχο, είτε σε άψυχο υλικό και εργαλείο: Ζήσε με τη μορφή/ στραμμένη στο φως/ Το αύριο είναι άδηλο/ και το κορμί καλπάζει με τον χρόνο και αλλάζει// Πρόλαβε/ τις μυστικές συναντήσεις των κυμάτων στη θάλασσά σου/ Είναι αυτή που περιμένει/ τους βυθούς της να σε γνωρίσουν/ Γνώρισε τη ζωή/ Γνώρισε τον εαυτό σου.

Παρά τους δεσμούς της ωστόσο με τον υπερρεαλισμό, η ποιήτρια εμφανίζει μια υπόγεια, οπωσδήποτε όμως αισθητή διάθεση και τάση προς την οικοδόμηση των ποιημάτων της με βάση μια λογική, μια αναδυόμενη και αναφυόμενη από τους στίχους της λογική που τα κάνει να προσιδιάζουν σε μικρές ιστορίες της σκέψης και της συνείδησης, σε νοητικά ή νοερά στιγμιότυπα που έχουν συνεκτικότητα και συνοχή ακόμα κι όταν μοιάζουν να συναποτελούνται από στοιχεία φαινομενικά ανεξάρτητα ή ακόμα και αταίριαστα μεταξύ τους. Αυτή η κατεύθυνση που προσλαμβάνει η στιχουργία της Ζαχοπούλου αποτελεί ίσως μια φυσική και αναμενόμενη εξέλιξη για έναν ποιητή που δοκιμάστηκε στην κατάρρευση ή την υπονόμευση της συμπαγούς δομής, όπως την αντιλαμβάνεται και την πραγματώνει η παραδοσιακή θεώρηση της γλώσσας, και θέλει τώρα να διατηρήσει βέβαια την απόκλιση, αλλά ταυτόχρονα να τη χωνέψει με μια πιο γήινη ενατένιση και προσέγγιση του θεματικού της υλικού. Γι’ αυτό και τα ποιήματά της γίνονται ένα άκρως ενδιαφέρον πεδίο περιήγησης για τον σύγχρονο αναγνώστη, ο οποίος όχι μόνο αναζητά τον εαυτό του μέσα στην τέχνη, αλλά και τα πατήματά του, τους θύλακες εκείνους μέσα στους οποίους θα εναποθέσει την ουσία του για να τη διαφυλάξει και, παράλληλα, να την ανανεώσει. Η ουσία μάλιστα αυτή, κατά την ποιήτρια, δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεξάρτητη και ξένη από τον έρωτα που αποτελεί άλλωστε το απαύγασμα της ζωής και της τέχνης. Ο έρωτας, όπως παρουσιάζεται στην εξιδανικευμένη του μορφή από την Ζαχοπούλου, προσλαμβάνει τον χαρακτήρα και τα χαρακτηριστικά ενός ύμνου στη δύναμη και τη δυναμική του να αποτελεί πηγή της δημιουργίας, ερέθισμα και πρόκληση μαζί για τον λογοτέχνη να τον θέσει στον πυρήνα του ποιήματος για να αντλήσει από αυτόν την ομορφιά και την αλήθεια, την δυνατότητά του να αποτελεί φορέα της ανανέωσης, της αναγέννησης, της αναδημιουργίας.

Αυτή ακριβώς η κατεύθυνση που δίνει η Ζαχοπούλου στην ποιητική της σκέψη και έκφραση αποτελεί και μια πολύ καλή αφορμή για να έρθει εγγύτερα στον αναγνώστη και να ψαύσει με τις λέξεις της τις εσωτερικές του περιοχές, τις διαδρομές του ψυχισμού και του αισθήματός του κατά τρόπο ώστε την ίδια στιγμή που φαίνεται ότι τις ακολουθεί, ως προϋπάρχουσες, να τις τεχνουργεί, επικυρώνοντας ουσιαστικά τη δυνατότητα της τέχνης να δημιουργεί, να μορφοποιεί και να καθοδηγεί τη ζωή. Με αυτήν ακριβώς την πτυχή συνυφαίνεται και συναρτάται στενά η τακτική που εφαρμόζει η ποιήτρια να απευθύνεται ουσιαστικά στον άλλον και στον εαυτό της μέσα από το δεύτερο ενικό που κυριαρχεί σε πολλά από τα ποιήματα και δίνει την αίσθηση μιας αμεσότητας, ταυτόχρονα όμως εμπλέκει τον δημιουργό και τον αποδέκτη σε ένα ενιαίο σύνολο έτσι που να μην ξέρει κανείς με βεβαιότητα να πει ποιος είναι αυτός που εμπνέει και ποιος αυτός που εμπνέεται, ποιος είναι αυτό που προκαλεί και ποιος αυτός που προκαλείται, ποιος, εν τέλει, είναι αυτός που γράφει και ποιος αυτός που διαβάζει. Πρόκειται, καταπώς φαίνεται, για την ικανοποίηση μιας ανάγκης του σύγχρονου αναγνωστικού κοινού, αλλά και μιας ανάγκης της ίδιας της ποίησης να διατηρήσει την ιδιότητά της ως η ενέργεια του πεποιημένου, του πλαστού, του πλασματικού, αλλά και ως η τέχνη του προσιτού, του εφικτού, του οικείου, του ανθρώπινου.

,

ΑΡΙΣΤΟΥΛΑ ΔΑΛΛΗ

ΠΕΡΙ ΟΥ 15/4/2023

Η ποιήτρια Ξανθίππη Ζαχοπούλου, με τη νέα ποιητική συλλογή της « Στύβοντας παπαρούνες», ξαφνιάζει ευχάριστα μέσα από τις εναλλαγές του προσωπικού ταξιδιού της αυτογνωσίας στο χρόνο, ενώ παράλληλα επώδυνα προβληματίζει με τη βύθιση στο ασυνείδητο και το πέρασμα από το ένα επίπεδο συνειδητότητας στο άλλο, αγγίζοντας παράλληλα το συλλογικό ασυνείδητο με φιλοσοφική, ψυχολογική και λογοτεχνική προσέγγιση. Ο λόγος της πετάει με τα φτερωτά πέδιλα της ποίησης, στα τρία επίπεδα του κόσμου, της ύλης, του πνεύματος, της ψυχής.

Από την πρώτη σελίδα της ποιητικής συλλογής, η ποιήτρια με τον ζωγραφικό πίνακα-τίτλο «Στύβοντας παπαρούνες», μας μεταφέρει στο συμβολικό κατακόκκινο ανθισμένο λιβάδι, όπου τα πέταλα της παπαρούνας στάζουν και βάφουν με το αίμα τους τη γη, την ποτίζουν, την τρέφουν, μετουσιώνουν τη φθορά της ύλης σε νέα γέννηση, τον θάνατο σε ζωή σ΄ ένα αέναο κύκλο δημιουργίας.

Η Ξανθίππη Ζαχοπούλου με διακριτή σεμνότητα, ως ποιητικό υποκείμενο, στη προμετωπίδα της συλλογής μας καλεί με την φωνή από βάθους χρόνου του Ηράκλειτου, να ακούσουμε από καρδιάς το μήνυμα του ορθού Λόγου, «Όχι εμένα αλλά τον Λόγο…ακούστε» και μας εισάγει με αυτό τον τρόπο στη φιλοσοφική σκέψη και την αναζήτηση της πνευματικής ανθρώπινης ύπαρξης.

Με τον στίχο, γραμμένο ΠΡΟΤΟΓΛΩΣΣΑ «ΧΡΟΝΟΣΑΨΕΓΑΔΙΑΣΤΟΣΜΕΤΟΜΙΚΡΟ ΝΥΣΤΕΡΙΤΟΥΝΑΡΑΜΦΙΖΕΙΑΙΩΝΙΟ», ξεδιπλώνει το χρόνο, ανοίγει δρόμο για το πέρασμα της, με ανοιχτά μάτια ψυχής βαδίζει και χαράζει με το νυστέρι της γραφής τα ίχνη της, άλλοτε υπαινικτικά, αλληγορικά και άλλοτε με ευθύ λόγο, διαγράφοντας κύκλους που απλώνονται στο νερό όπως με την πτώση μιας πέτρας στην επιφάνεια του.

Έτσι, πέτρες οι λέξεις στο χρόνο, ανοίγουν κύκλους που φτάνουν στη σοφία των ιερών κειμένων και μας θυμίζουν τη ρήση του πρώτου εδαφίου στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, «Εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος είναι παρά τω θεώ και Θεός ην ο Λόγος». Εξεγερμένοι του ονείρου και της ζωής, όπως γράφει με στοχασμό η ποιήτρια, ταξιδεύουμε μαζί της στο γαλάζιο του ουρανού, διανύουμε αποστάσεις φωτός στην αναζήτηση της υπαρξιακής μας οντότητας, ακολουθώντας τη φιλοσοφική έννοια « περί της αρμονικής ενότητας των όλων» που πηγάζει από την ένωση των αντιθέτων. Είναι σοφό, λέει ο Ηράκλειτος, αφού ακούσουμε τον Λόγο, να ομολογήσουμε ότι «το ΈΝΑ είναι τα πάντα και τα πάντα είναι ΈΝΑ ».

Το σώμα της συλλογής απαρτίζουν τρεις ενότητες: Α) ΡΑΝΙΔΕΣ ΦΩΣ, με υποενότητα «Παιχνίδια ονείρου». Α) ΑΛΗΘΕΙΑ x 3. και Γ) ΣΤΥΒΟΝΤΑΣ ΠΑΠΑΡΟΥΝΕΣ.

Κάθε μία ενότητα αφορά στην αναζήτηση του Φωτός, της Αλήθειας και της Ζωής και μας παραπέμπει στο σύμβολο της Τριαδικής θεότητας.

Η δημιουργός ανοίγει την αυλαία της ποιητικής σκηνής με το ποίημα της συλλογής «Σταγόνες παπαρούνες»:

« Χάραξε/ένα μικρό πέταλο τριαντάφυλλου/ και θα δεις/το αίμα της γης να αναβλύζει/ Τότε θα καταλάβεις /πως το αίμα ζητάει αίμα/και πως αναίμακτα τίποτε δεν γεννιέται/ ίσως τότε /το παίρνεις πίσω/στύβοντας παπαρούνες της περασμένης σου ζωής/ μέχρι που στο τέλος αυτή/ να αιμορ/ραγή/σει». (σελ.12)..

Ανακαλεί μνήμες, κινείται ανάμεσα σε παρόντα και παρελθόντα χρόνο, «Μ΄ αρχαίους ναούς/Κιονόκρανα χορταριασμένο ουρανό/Μια πύλη με λωτούς για τις ατασθαλίες του χρόνου». Συνειρμικά αφήνει τη γραφίδα της και ζωγραφίζει με λέξεις τοπία χλωρίδας και πανίδας, όπου «ενδημούν» ο έρωτας, το φως, η θάλασσα, ο ουρανός, τ΄ αστέρια, οι μέλισσες, οι πυγολαμπίδες, τα πουλιά, οι άνθρωποι, οι πόλεις, διατρέχοντας όλες τις εποχές του χρόνου, όπου αδιάλειπτα η μία εποχή ακολουθεί την άλλη σε ένα αέναο κύκλο ζωής και θανάτου.

Γράφει στο ποίημα « ΕΥΟΙ ΕΥΑΝ »:

« Κόκκοι της άμμου/σε απέραντη έρημο/ όμως γυαλίζοντες/κάτω απ΄ τον ήλιο/ και τη χάρη/αρδεύοντας σμήνη φωτός/μεθυστικά πίνοντας/μια ζωή που χωράμε μόνο σ΄ αυτήν/κι έτσι όπως η κλεψύδρα κυλάει/κυλάμε σε ανύποπτες αγκαλιές/που κρατάνε/το σχήμα του αρχαίου αγγείου/και χωράνε/ το κρασί μεθυστικών χρόνων/ Ευοί ευάν/και μία πόρπη που λύνεται» ( σελ.14)

Η Ξανθίππη Ζαχοπούλου παλινδρομεί στον παρελθόντα χρόνο, σε αυτόν που ενυπάρχει μέσα μας απ΄ αρχής της ύπαρξης μας, σε αυτή την ύπαρξη που αναδύθηκε από το σκοτάδι και διέτρεξε αποστάσεις φωτός, αυτή που αφυπνίστηκε από το όνειρο και με οδηγό τον έρωτα περπάτησε στα σύννεφα, σε υπερπόντια ταξίδια φωτός περιπλανήθηκε, φυτίλι ήλιου στο στέρνο φύλαξε και « Εξεγερμένος της ζωής/γονυκλινής της γης/ κερδισμένος της ζωής», συνεχίζει την αναζήτηση της δικής της πατρίδας.

«Σμιλεμένο το δάκρυ» από την εμπειρία, το μικρό κορίτσι τρέχει ανέμελο στους αγρούς, ύστερα γίνεται « γυναίκα με ανθέμια στα μαλλιά» και φτιάχνει την δική της πολιτεία.

Μέσα από το προσωπικό ταξίδι της αυτεπίγνωσης η ποιήτρια ξετυλίγει τις δοκιμασίες που η ψυχή βιώνει, σαν αυτές που η θεά Αφροδίτη τής επέβαλλε, προκειμένου να κερδίσει τον αγαπημένο εραστή Έρωτα.

Φέρνει στο προσκήνιο μνήμες της βιωμένης σκιάς, την συναισθηματική γύμνια, τη χρόνια κατάληψη του νου από τους δόλιους μνηστήρες της ψευδαίσθησης, την εκχώρηση και υποδούλωση του εαυτού στην εξουσία, τη φτώχεια της άδειας πόλης με τα κέρινα ομοιώματα, την θλίψη για την απώλεια της χαράς, του ονείρου, της «μυρωδιάς του φωτός».

Η αναφορά σε εικόνες προσομοίωσης μιας καθημερινότητας βασανιστικής, ακολουθούν μία επανάληψη, όπως και στην ζωή, στα ποιήματα «Γύμνια απογεύματος», «Ζερο-τονίνη», Σαν Φάουστ», «Η μπότα», «Ίνα παραδείσου», «Ενύπνιο», «Της αμεριμνησίας»,(σελ. 19-25),

Το ποιητικό υποκείμενο περίτεχνα μας τυλίγει με στίχους στο πέπλο της ομίχλης με τον ίδιο τρόπο, όπως η ύπαρξη βιώνει την «Σκοτεινή νύχτα της ψυχής». Σαν σπόρος που θυσιάζεται για να υπάρξει πάλι στο φως με άλλη ένδυση και πρόσωπο.

Και ύστερα ανάδυση από το σκοτάδι και τον φόβο, μετάβαση στην απέναντι όχθη, υπόσχεση και προσμονή ενός άλλου κόσμου, φτιαγμένου από τα θραύσματα και τα απομεινάρια του παλιού .

Γράφει στο ποίημα « Τεχνοτροπία της ζωής» ( σελ.26)

« Ο σπόρος/τεχνοτροπία της ζωής/Να σκάει το βλέμμα του στον ήλιο/ Να ξεδιπλώνει το τσαλακωμένο του πουκάμισο/Να πρασινίσει η καρδιά του/Να καταπίνει ουρανό μ΄ αδέσποτες αχτίδες /Ανάσες από τις στάλες του φωτός/Ύστερα να φορά τα γιορτινά του/σημάδι ερωτοτροπίας/Να ιδρύει με τη μέλισσα κόσμους απερίσπαστους/Να μαραζώνει υπέρ του καρπού/και εντέλει να αφήνεται στην παραδείσια χαρά/του θανάτου της αυτοτέλειας».

Καινούργιο δρόμο ζωής χαράζει μετά «τον θάνατο της αυτοτέλειας» και με παιάνα καλεί τον νέο εαυτό να βαδίσει σε χαρτογραφημένους τόπους, σε αρχέγονες πηγές ύδατος, σε σχέσεις δημιουργικής αγάπης.

Στην υποενότητα «Παιχνίδια Ονείρου», με νοσταλγία μοιράζεται τη χαρά της μεταμόρφωσης, τη συνάντηση με το Φως, τη βύθιση στην Κασταλία πηγή, την επίγευση ενός άλλου κόσμου της αιωνιότητας. Τώρα ο αναγεννημένος εαυτός βιώνει την ολοκλήρωση στη ρήση « Το ΕΝΑ είναι τα πάντα και τα πάντα είναι το ΕΝΑ»

Η δεύτερη ενότητα « Αλήθεια x 3» είναι ένας ύμνος στη Ζωή, ένα απαύγασμα σοφίας και εμπειρίας. Α-λήθεια, αφύπνιση και έξοδος από την Λήθη. Η ποιήτρια μας μεταφέρει με παλινδρομικές κινήσεις πέρα από τον τρισδιάστατο κόσμο, σε ένα κόσμο τεσσάρων διαστάσεων, σε χωρόχρονο όπου όλα προϋπάρχουν, όπου το κέντρο της ύπαρξης μας είναι Ενέργεια, Φωτιά, Ζωή. Εκεί όπου η κίνηση αέναα μας επιστρέφει στο γαλαξιακό σύμπαν, εκεί από όπου ξεκινήσαμε, από το σκοτάδι στο φως και τανάπαλιν.

Γράφει:

« Η αλήθεια αναλύεται σε άσπρο και μπλε όταν ενώνονται για να πάρουν το χρώμα του ουρανού και στάζει στην ψυχή με ολόγιομα φεγγάρια. Αν είσαι τυχερός και βρεθείς εκεί τη μία και μοναδική στιγμή που οι ακτίνες συγκλίνουν στο σημείο της Ζωής, έχεις κερδίσει την αιωνιότητα. Αλλιώς, αν δε χαθείς στ΄ απολιθωμένα δάση, δοκιμάζεις ξανά. Πάλι με κινήσεις. Κινήσεις παλινδρομικές. Μία κίνηση μπροστά στο φως και μία πίσω στον πόνο, που είναι πάλι μπροστά».

Το τέλος είναι και η αρχή, μία αιωνιότητα « φτάνει να το αισθανθείς», τονίζει με καυτό ζωντανό λόγο η ποιήτρια, ικανό να «εξεγείρει» τον αναγνώστη σε μία αναζήτηση του δικού του Ουρανού. « Μέσα στους ψιθύρους της καρδιάς μας».

Στην Τρίτη ενότητα « Στύβοντας παπαρούνες», η ποιήτρια επιστρέφει από το ταξίδι και τη βύθιση στη προσωπική της Νέκυια και αναζητά να βιώσει τον «καθαρμένο εαυτό» μέσα στις ανθρώπινες σχέσεις. Αναζητάει στη δυαδική σχέση του « Εγώ και του Εσύ», να ξεπεράσει τα τραύματα και να γευτεί την ηδονή του έρωτα και της αγάπης. Με την αναδρομή στις μνήμες, την ανάκληση των εμπειριών, την μετάβαση από το σκοτάδι στο φως, από τον πόνο στην γεύση του γλυκού φιλιού, η ποιήτρια βάζει στα χέρια μας ένα μπουκέτο παπαρούνες και μας καλεί να τις στύψουμε στα δάχτυλα μας. Τα χλωμά του θανάτου χέρια να βαφτούν κόκκινα, οι αισθήσεις να ξυπνήσουν το παγωμένο σώμα για να γνωρίσει και να ζήσει τη ζωή μέσα από τον αναγεννημένο εαυτό.

Γράφει:

« Η νύχτα ραγίζει/ και τα κομμάτια τα μοιράζονται/ αυτοί που τρώνε το μήλο με το κουκούτσι/. Αύριο πάλι/θ ενώσουμε την αλήθεια μας/γιατί ο χειμώνας δεν αντέχεται/

Ζήσε με τη μορφή/ στραμμένη στο φως/Το αύριο είναι άδηλο/κι το κορμί καλπάζει με τον χρόνο κι αλλάζει/ Πρόλαβε /τις μυστικές συναντήσεις των κυμάτων στη θάλασσα σου/ Είναι αυτή που περιμένει/ τους βυθούς της να σε γνωρίσουν/ γνώρισε την ζωή/γνώρισε τον εαυτό σου.( σελ.66-67).

Η ποιητική συλλογή της Ξανθίππης Ζαχοπούλου είναι ένα « Άσμα Ασμάτων» που υμνεί την ενότητα των πραγμάτων στη φύση, την ένωση των αντιθέτων, τον συνεκτικό κρίκο του έρωτα και της αγάπης, της Ύλης και της Ψυχής.

Δώρο στον αναγνώστη-μία ευχή- το τελευταίο τρίστιχο ποίημα της.

« Μίλησες με το χελιδόνι
Βρήκες την Ποίηση φωνή σου
Η φύση σου διδάσκει την αρχέγονη γλώσσα».

.

ΑΘΗΝΑ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ

www.alterthess.gr 21/2/2023

Η Αλήθεια της ζωής είναι ένα πέταλο

ΣΤΑΓΟΝΕΣ ΠΑΠΑΡΟΥΝΕΣ

Χάραξε
ένα μικρό πέταλο τριαντάφυλλου
και θα δεις
το αίμα της γης ν’αναβλύζει
Τότε θα καταλάβεις
Πως το αίμα ζητάει αίμα
και πώς αναίμακτα τίποτα δε γεννιέται
Ίσως τότε
το πάρεις πίσω
στύβοντας τις παπαρούνες της περασμένης σου ζωής
μέχρι που στο τέλος αυτή
να αιμορ
ραγή
σει

ΕΥΟΙ ΕΥΑΝ

Κόκκοι της άμμου
σε απέραντη έρημο
όμως γυαλίζοντες
κάτω απ’ τον ήλιο
και τη χάρη
αρδεύοντας σμήνη φωτός
Μεθυστικά πίνοντας
Μια ζωή που χωράμε
Μόνο σ΄αυτήν
κι έτσι όπως η κλεψύδρα κυλάει
κυλάμε σε ανύποπτες αγκαλιές
που κρατάνε
το σχήμα του αρχαίου αγγείου
και χωράνε
το κρασί μεθυστικών χρόνων
Ευοί ευάν
και μια πόρπη λύνεται

«Τὸν ἐπινίκιον ὕμνον ᾄδοντα, βοῶντα κεκραγότα καὶ λέγοντα». Με ποίηση αρχαία, με ύμνο δοξαστικό απάντησε αυθόρμητα το θυμικό μου καθώς διάβαζα τους στίχους της τελευταίας και τρίτης κατά σειρά συλλογής της συμπολίτισσάς μου Ξανθίππης Ζαχοπούλου. Γιατί αυτό είναι η ποίηση της Ξανθίππης. Ένας αρχέγονος δοξαστικός ύμνος στη ζωή, στη φύση, στον έρωτα, στα οικοδομικά υλικά της μνήμης.

Μια ωδή που αναβλύζει από το στύψιμο της άλικης παπαρούνας, ένα ποτάμι που τα αιμάτινα νερά του πηγάζουν από τα βάθη των παιδικών χρόνων, σε κείνη την ανύποπτη, καθοριστική και μυστηριακή στιγμή που ο άνθρωπος αποκτά συνείδηση της ύπαρξής του στον χρόνο και στον τόπο. Οι λέξεις της υμνούν τα γήινα και προκαλούν εσωτερικές εκρήξεις, «κεγραγότα» θραύσματα μιας βαθιά θρησκευόμενης (όχι θρησκόληπτης) φωνής που μας καλεί σε δέηση ένωσης με τον συμπαντικό λόγο. Χαρακτηριστικό ως προς αυτό το ποίημα με τίτλο το όνομα του Ρώσου αγιογράφου Α. Ρουμπλιώφ που ενέπνευσε και τον μέγιστο σκηνοθέτη Α. Ταρκόφσκι και κοσμεί το οπισθόφυλλο του βιβλίου.

«…Ξεγύμνωσες τις ώρες
φτάνοντας στον πυρήνα των λεπτών
κι από κει σ’ εκείνο που κρέμεται
μέσα βαθιά μας
από τον χρόνο μακριά
Αυτό που γύρεψες
Ένα σακούλι χώμα
Να χτίσει η ζωή όπως αξίζει
Μ’ αγγεία ερυθρόμορφα ως τον πηλό μας…»

Η Ξανθίππη Ζαχοπούλου εκθέτοντας τα ποιήματά της σε τρεις ενότητες με τους τίτλους ΡΑΝΙΔΕΣ ΦΩΣ, ΑΛΗΘΕΙΑ, ΣΤΥΒΟΝΤΑΣ ΠΑΠΑΡΟΥΝΕΣ μας προσκαλεί με πλοηγό το υλικό των ονείρων και των στοχασμών να φτάσουμε στον «πυρήνα των λεπτών» να γνωρίσουμε το νόημα της ύπαρξής μας, να καταδυθούμε στην πρώτη φυσική ύλη της δημιουργίας μας, το υδάτινο στοιχείο, παραπέμποντάς μας και στη σκέψη των πρώτων Ιώνων φυσικών φιλοσόφων. Η θάλασσα προπάντων κυριαρχεί, κρατώντας το σκήπτρο της αρχαίας μήτρας μας ήδη από την προηγούμενη συλλογή της «Βαθύς ουρανός, βυθός θάλασσας» ( Το Ροδακιό 2020)

Επιστροφή στη μήτρα σημαίνει επιστροφή στη ρίζα μας. Γράφει:

«Αυτή η ρίζα χρειάζεται το νερό μας. Τους λυγμούς μας. Τις εκμυστηρεύσεις μας. Τα βαθιά μας μυστικά. Αυτή η ρίζα αναζητά τη ρίζα μας. Στο όνειρο. Στο όνειρό μας. Εκεί θα τη βρει. Αρκεί να ακούσουμε τη φωνή του. Κάτω από τη βουή του κόσμου. Μέσα στους ψιθύρους της καρδιάς μας»

«…Πρόλαβε
τις μυστικές συναντήσεις των κυμάτων στη θάλασσά σου
Είναι αυτή που σε περιμένει
Τους βυθούς της να γνωρίσουν
Γνώρισε τη ζωή
Γνώρισε τον εαυτό σου»

Δεν είναι τυχαίο ότι το αρχικό μότο της είναι η φράση του φιλόσοφου Ηράκλειτου «ουκ εμού αλλά του λόγου ακούσαντας». Ο Λόγος προσωποποιείται όπως στα φιλοσοφικά και βιβλικά κείμενα. Και η κατακλείδα της συλλογής τον φυσικό λόγο επικαλείται ως μούσα και δάσκαλο της γνώσης. Ο άνεμος, η θάλασσα, ο ήχος των κυμάτων στις επιλογικές φράσεις από την Ιλιάδα και το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, επιβεβαιώνουν την γόνιμη τύρφη όπου η ποιήτρια έριξε τον σπόρο και της δικής της εικονοποιητικής γλώσσας.

«Ο σπόρος τεχνοτροπία τα ζωής
Να σκάει το βλέμμα του στον ήλιο
Να ξεδιπλώνει το τσαλακωμένο του πουκάμισο
Να πρασινίζει η καρδιά του
Να καταπίνει ουρανό μ’ αδέσποτες αχτίδες…»

Οδεύοντας προς το φως με τους στίχους της, θα περιπλανηθούμε «Η Αλήθεια προσεγγίζεται με κινήσεις. Κινήσεις παλινδρομικές. Κινήσεις προς το φως, κινήσεις πίσω στον πόνο που είναι πάλι μπροστά…»,
θα ερωτευτούμε,

«…Στη γεωγραφία σου σταμάτησα στα ποτάμια,
έτσι καθώς αναβλύζουν ύδωρ νεαρόν
Μια άλλη γεύση του ιδρώτα σου
όπως στεγνώνει στη θηλή μου»
θα μνημονεύσουμε,
« Θυμάμαι το όνομά σου όταν το σβήσει η σκόνη της ερήμου…»,

εντέλει θα στύψουμε στα χέρια μας παπαρούνες και θα ματώσουμε αφού «τίποτε αναίμακτα δε γεννιέται»,

όμως στο τέλος θα φτάσουμε στη Γνώση που χαρίζει τη γαλήνη, έστω κι αν « Έχουμε ακόμη εαυτό πολύ να βαδίσουμε μέχρι η αγάπη να πιάσει ανηφόρα»

και θα κερδίσουμε το δώρο της φωνής μας όταν η Ποίηση με κεφαλαίο θα είναι πλέον η οικουμενική δημιουργία, η οικουμενική Γλώσσα όλων των αισθήσεων και των αισθημάτων

«Μίλησες με το χελιδόνι
βρήκες την Ποίηση φωνή σου
Η φύση σου διδάσκει την αρχέγονη γλώσσα»

Εκτός από την απόλαυση της ανάγνωσης, ένα είναι βέβαιο. Αν δίδασκα σήμερα φιλοσοφία και ποίηση θα είχα δίπλα μου αυτή τη συλλογή.

.

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ

ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ Τ. 198 ΙΟΥΛΙΟΣ-ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2023

Έχουμε ακόμη εαυτό πολύ να βαδίσουμε/ να φτάσουμε ως τις πηγές/εκεί που το νερό ακύμαντο/γεμίζει τις στέρνες τ’ ουρανού. («Επιμύθιο»). Οι στίχοι αυτοί θα μπορούσαν να αποδώσουν εν συνόψει τα υπόλοιπα ποιήματα, εκφράζοντας τη βασική, κατευθυντήρια ιδέα που τα διεμβολίζει νοηματικά. Μια διάθεση προ τροπής προς τον άλλο, τον έτερο, να «συμβαδίσει» με την ποιήτρια προς το φως εκείνο (το φως εκ φωτός/ να στιλβώνει την πλάση) που ενώνει την ταπεινή θνητότητα με την ουσία του κόσμου, το ένα και ενιαίο όλον. Χωρισμένη σε τρία μέρη η συλλογή (Ρανίδες φως, Αλήθεια Χ3, Στύβοντας παπαρούνες), με το δεύτερο (και πιο ενδιαφέρον) μέρος να επιχειρεί μια εν ποιητικώ λόγω ανάλυση της Αλήθειας, όπως οι άνθρωποι πασχίζουν να την εννοήσουν, όπως η ποίηση αναλαμβάνει να την αποκαλύψει: Οι ζωές των ανθρώπων πετούν πάνω από τη θάλασσα αλλά δεν την αγγίζουν. Ούτε στη γη ούτε στον ουρανό. Εκεί ανάμεσα, στο κενό είναι. Ίσως το πιο σημαντικό βήμα για τη μια και μόνη, την ενιαία Αλήθεια του σύμπαντος κόσμου, να βρίσκεται στη συνειδητοποίηση αυτού του χώρου «ανάμεσα», εκεί
που ούτε θηρίο ούτε θεός, παρά μόνον άνθρωπος μόνος και αδαής. Μια ποίηση που κινείται, όμως, σε ένα τέτοιο χώρο (που να μη βρίσκει πού να ισορροπήσει) επινοεί και τα μέσα της για να αποδοθεί εκφραστικά στο «ανάμεσα», ανάμεσα στο λογικό περίβλημα που της προσφέρει τις αφορμές και στο υπερβατικό που την απογειώνει. Αυτό, επομένως, το δεύτερο μέρος είναι που καθοδηγεί την ποίηση της Ζαχοπούλου σ’ αυτή την ποιητική συλλογή. Με την αναζήτηση της πηγής του φωτός, ώσπου να στάξουν μόνον ελάχιστες ρανίδες του, με την Αλήθεια, μία και μόνη να ψάχνει τις ρίζες της στην καρδιά των ανθρώπων, με την επιστροφή στα μικρά, γήινα, ίσως τα μόνα που προσφέρονται κατανοητά στην ανθρώπινη προσέγγιση (ο κόσμος στο βάθος του/ είναι μια μικρή διάφανη σταγόνα, «Μνήμη II»), Η Ζαχοπούλου γράφει μια ποίηση που, παρά τα όρια που θέτει στην ανθρώπινη αναζήτηση, μπορεί να θεωρηθεί αισιόδοξη, καθόσον είναι εν τέλει ανθρωποκεντρική. Έτσι, θα αφεθεί στην καθοδήγηση των Ομηρικών στίχων, θα πιει μια δόση μαντικής αθανασίας από την Κασταλία πηγή, θα προτρέψει σε μια πίστη στο όνειρο: Ένα τετράγωνο ουρανού/ απ’ το κλειστό παράθυρο/έφτασε για να φτιάξω τα φτερά μου/ Έστω μια υποψία φωτός/ φτάνει για να πετάξεις («Μνήμη II»). Με γνώμονα την αρχέγονη γλώσσα και πίστη στη δύναμη της ποίησής της, η ποιήτρια τολμά να ανοίξει δρόμο (έστω με ρανίδες φωτός) στο σκοτεινό λαγούμι τα ύπαρξης.

.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΤΕΡΓΙΟΥΛΑΣ

ΠΕΡΙ ΟΥ 15/7/2023

ΑΜΦΙΒΟΛΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Όπως τα εξώφυλλα των βιβλίων δεν μπορούν συνήθως να δώσουν κάτι περισσότερο από μια αμυδρή εικόνα του περιεχομένου, έτσι και τα εξώφυλλα της ζωής, το επιφανειακό βλέμμα, οι επιφανειακές σκέψεις και οι επιφανειακές σχέσεις, δεν αρκούν ούτε ως απλά σημεία αναφοράς για όσους αναζητούν περαιτέρω απαντήσεις στα αιώνια και άλυτα μυστήρια του καθημερινού βίου. Σε ανάλογες περιπτώσεις είναι απαραίτητη η ενδοσκόπηση. Η ποιήτρια εδώ συζητά με τον εαυτό της, με τις απορίες της, με τα αδιέξοδά της, διερευνώντας πιθανές οδούς διαφυγής από ένα ασφυκτικό και προβληματικό πλαίσιο, που ωστόσο μοιάζει παγιωμένο και αρραγές. Και τότε πού πάμε; Επισημαίνει απλώς η ποίηση αυτήν την κατάσταση ή μας αποκαλύπτει και τα αίτια – προϋπόθεση απαραίτητη για την ανατροπή;

Στην ποιητική συλλογή Στύβοντας παπαρούνες οι διατυπώσεις είναι απλές, το εκφραστικό ιδίωμα ιδιαίτερο, τα νοήματα αρκετά σύνθετα, η παρατήρηση επίμονη και τα συμπεράσματα απαισιόδοξα. Οι απόψεις διατυπώνονται ως ποιητικές εικόνες και, αν και σε μεγάλο βαθμό κατασταλαγμένες, επιτρέπουν τη συνέχεια της αναζήτησης. Τί είναι ο έρωτας; Ποια είναι τα μυστικά του; Πώς θ’ ανοίξουν οι κλειστές πύλες της χαράς και της εσωτερικής αρμονίας; Γιατί η ζωή δεν μοιράζει απλόχερα τα δώρα της; Μπορούν λίγα «ψίχουλα φως» να δώσουν ελπίδα και προοπτική; Όταν το φως δυναμώνει, μεγαλώνουν και οι σκιές; Τελικά είναι η διαρκής αναζήτηση η ουσία του βίου;

Λέξεις που δημιουργούν την αναπαράσταση μιας αμφίβολης πραγματικότητας, λέξεις που άλλοτε αναφέρονται σε δομές και εικόνες της φύσης και άλλοτε σε έννοιες της ψυχής, σε σκέψεις, σε νοητικά τοπία, στη βύθιση σε έναν συναισθηματικό λαβύρινθο. Η ποιήτρια ψάχνει τις απαντήσεις όχι μόνο στον πραγματικό κόσμο, αλλά κυρίως σε ένα υποκειμενικό πλαίσιο συναισθημάτων και ιδεών. Ακόμη και στοιχεία της φύσης, όπως ο ήλιος, το φεγγάρι και η θάλασσα, μπορεί να αφορούν έννοιες ή την προβολή εννοιών στη φύση.

Η χώρα της γραφής είναι φιλόξενη αλλά δύσβατη. Με τα παράδοξα και συχνά καταθλιπτικά της τοπία αποσπά την προσοχή ακόμη και των συνεπών περιηγητών από τους αρχικούς τους στόχους ή από τις επίμονες σκέψεις τους. Τότε γράφονται οι καλύτεροι στίχοι. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η Ξ. Ζ. δεν χρησιμοποιεί τη γραφή ως μέσο ή εργαλείο. Αφήνεται να χαθεί μέσα στη γραφή. Κι ενώ παρασύρεται από το ρεύμα των λέξεων, βρίσκουν την ευκαιρία να απελευθερωθούν εγκλωβισμένες εικόνες, αρχέγονοι φόβοι, αισθήματα που δεν είχαν εκφραστεί όταν έπρεπε.

ΜΑΡΙΑ ΛΑΤΣΑΡΗ

FREAR 21/11/2023

Τεχνοτροπία ζωής

Όλα τα είδη φωτός που χρησιμοποιούμε σήμερα ακτίνες γ, ακτίνες χ, υπεριώδεις, υπέρυθρες, μικροκύματα, ραδιοκύματα, ορατό φως, εκτός των άλλων, είναι τρόποι εξερεύνησης του διαστήματος που μας οδηγούν να μάθουμε τι συμβαίνει μέσα στις μαύρες τρύπες και στα άλλα κρυφά σημεία που συνθέτουν το σύμπαν.

Χρησιμοποιώντας το φως με τελείως διαφορετικό τρόπο αφού η κινητήρια δύναμη στην ποίηση είναι το συναίσθημα, και όχι ο ορθολογισμός, η Ξανθίππη Ζαχοπούλου στην τρίτη ποιητική της συλλογή με τίτλο Στύβοντας παπαρούνες μας προτείνει έναν τρόπο εξερεύνησης του εαυτού και μας καλεί να προσεγγίσουμε τη φανερή και αφανέρωτη αλήθεια της ζωής.

Τη λέξη «φως» τουλάχιστον τριάντα έξι φορές τη συναντούμε στη συλλογή. Το φως δεν ενσαρκώνει μόνο την αναμενόμενη όραση -Κουκκίδα-κουκκίδα φῶς/ ἔφτιαξες τὸ ξημέρωμα– αλλά και τις πέντε αισθήσεις: την όσφρηση –φῶς θυμαρίσιο/ μυρίζεις καλοκαίρι-, την αφή –πεθαίνει ἀγκαλιάζοντας τὸ φως-, τη γεύση –Ἐκεῖ κοιμᾶται τὸ φῶς/ ἀϐυσσαλέα πεινασμένο– , –Μποροῦν νὰ τσιμποῦν ψίχουλα φῶς ἀπ’ τὸ τραπεζομάντιλο τῆς μέρας-, την ακοή –Ἀλλὰ εἶναι τὸ φῶς / καὶ θὰ σπάσει κάποτε τὸ βαρὺ καθρέφτη σκοτάδι μας.

Στις φλέβες μας κυλάει φως ενώ ο πόνος μας είναι κόκκινος σαν αίμα όταν αποστάζονται παλιές προσευχές όπως λέει η ποιήτρια στο ποίημα «Σταγόνες παπαρούνες»:

Χάραξε/ ἕνα μικρὸ πέταλο τριαντάφυλλου/ καὶ θὰ δεῖς/ τὸ αἷμα τῆς γῆς νὰ ἀναϐλύζει/ Τότε θὰ καταλάϐεις/ πὼς τὸ αἷμα ζητάει αἷμα/ καὶ πὼς ἀναίμακτα τίποτα δὲ γεννιέται/ Ἴσως τότε/ τὸ πάρεις πίσω στύϐοντας τὶς παπαροῦνες τῆς περασμένης σου ζωῆς/ μέχρι ποὺ στὸ τέλος αὐτὴ /νὰ αἱμορ/ ραγή/σει.

Στοχαστική και στέρεη φωνή που δείχνει τις καταβολές της αλλά καταθέτει τις δικές της προβολές. Εξάλλου το έργο δεν κρύβει τα κοιτάσματα π.χ. τα «ελυτικά», που εκμεταλλεύεται με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτελεί φόρο τιμής για τον μεγάλο ποιητή. Μεστή και καθάρια φωνή που εκπέμπει φως διάφανο, χωρίς λάμψη, γιατί με τη λάμψη η ποιητική φωνή θα έχανε το κέντρο, το πυρηνικό της στοιχείο και θα έβλεπε μόνο το περίγραμμα. Στη συλλογή της Ζαχοπούλου τα ποιήματα χτίζονται από μέσα, από τον εσωτερικό της κόσμο προς τα έξω και σωρευτικά όπως οι μέλισσες χτίζουν τις κυψέλες τους. Με τον ίδιο στερεομετρικό τρόπο που οι μέλισσες προσελκύουν άλλες μέλισσες για τον σχηματισμό του «Όλον».

Το αρχικό μότο της είναι η φράση του φιλόσοφου Ηράκλειτου «ουκ εμού αλλά του λόγου ακούσαντας». Ο Ηράκλειτος θεωρούσε ως ουσία της ειμαρμένης τον λόγο, ο οποίος διαποτίζει την ουσία του σύμπαντος. Πρέπει ν’ ακολουθήσουμε τον κοινό (καθολικό/ κοσμικό/ συμπαντικό) λόγο. Διακήρυττε ότι το «Έν είναι τα πάντα και τα πάντα είναι ένα». Ο ιδιωτικός λόγος της Ζαχοπούλου αντλεί από τον κοινό, αφήνοντας, όμως, το προσωπικό της αποτύπωμα.

Η ποίησή της ανατρέχοντας και στις δύο προηγούμενες συλλογές Μάρερμα και Βαθύς Ουρανός Βυθός θάλασσας διαπνέεται από αισιοδοξία. Η Ζαχοπούλου επικεντρώνεται στην ομορφιά και την αγνότητα των πραγμάτων. Κι αυτό το τρίτο βιβλίο θα το χαρακτήριζα κατά βάση ελπιδοφόρο και ιαματικό, αλλά κάποιες στιγμές καταδεικνύεται η πορεία προς την αυτογνωσία ως δύσβατη, ακόμη και δηλητηριώδης, όπως στο ποίημα με τον ευφάνταστο τίτλο ZERO-ΤΟΝΙΝΗ:

Ζῶ τὸ κέλυφός μου/ ἀκούω μόνο ἐμένα/ μισοσπασμένη ἠχὼ στοῦ δέρματος τὰ τοιχώματα/ Μιὰ ἄσπρη βούλα στοῦ λαιμοῦ τὴν ἐγκοπὴ/ Ἴσως τελεία/ Χορεύει τὰ κύτταρα καὶ τοὺς ἱστοὺς / Εἶμ’ ἄδειο βαγόνι/ ποὺ ξέφρενα τρώει τὶς ράγες/ καλπάζουν ὅλα ἔξω/ πιὸ ἠχηρὰ ἀπ’ τὸ χρόνο μου/ Εἶμαι ἕνας κύκνος/ μὲ σπασμένο αὐχένα/ ἀπ’ τὸ ἴδιο του τσεκούρι/ Τετραπληγικὸς/ Διανύω ἕρποντας ἕνα χωμάτινο ἑκατοστὸ/ κρύϐοντας ἐπιδέξια κι ἀνάλγητα;/ βαθιὰ στὸ χρόνο μου/ τὰ ἑκατομμύρια ἔτη φωτός.

Με τα ποιήματά της η Ζαχοπούλου, επίσης, μας φανερώνει πως ότι αναζητά στην ποίηση, αυτό αναζητά και στη ζωή. Πώς συνδέεται η ζωή με την ποίηση; Είναι σαν τα λόγια του Εγγονόπουλου, ότι «δε γράφω ζω, τα ποιήματα γράφονται με τη ζωή μας» ή σαν την αναφορά του Ρεμπώ: «Η ποίηση πάντα θα προπορεύεται απ’ την πράξη».

Η λυρική φύτρα της Ζαχοπούλου είναι, ίσως, η πιο γερή ρίζα της ποίησής της: «Αυτή η ρίζα χρειάζεται το νερό μας. Τους λυγμούς μας. Τις εκμυστηρεύσεις μας. Τα βαθιά μας μυστικά. Αυτή η ρίζα αναζητά τη ρίζα μας. Στο όνειρο. Στο όνειρό μας. Εκεί θα τη βρει. Αρκεί να ακούσουμε τη φωνή του. Κάτω από τη βουή του κόσμου. Μέσα στους ψιθύρους της καρδιάς μας».

Κι ο έρωτας, μια από τις βασικές θεματικές της, δεν αποτελεί έναν από τους κατεξοχήν τρόπους αυτογνωσίας; Στην ενότητα Έρωτος Ατασθαλίες παρουσιάζεται ως τρυφερός, ηδονικός, εξιδανικευμένος, ως η πεμπτουσία της δημιουργικότητας στη ζωή και την τέχνη. Θα διαλέξω, όμως, το ποίημα Σ’ αγαπώ που διακρίνεται και ο πόνος της ερωτικής αγάπης και η άλλη, η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού.

Σ’ ἀγαπῶ

Ἡ κυρία μὲ τὰ λιλὰ γοϐάκια/ δρασκέλισε τὴ σιωπὴ/ στὸ ἠχόχρωμα φτάνοντας μιᾶς φράσης/ Ὕστερα ἔϐγαλε τὰ παπούτσια της/ καὶ χόρεψε στὸ γυαλιστερὸ πάτωμα/ ὀλισθηρῶν ὀνείρων/ Κανεὶς δὲν τῆς εἶπε ὅτι μετὰ/ θὰ βάδιζε στ’ ἀγκάθια ξιπόλητη.

Αυτά είναι τα υλικά – σύμβολα της ποιήτριας, ο άνεμος, η θάλασσα, ο ήχος των κυμάτων, όπως μας το ξεκαθαρίζει και στις επιλογικές φράσεις από την «Ιλιάδα» και το «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο», για να είναι σίγουρη ότι αντιλαμβανόμαστε τι πρεσβεύει, ποια είναι η κοσμοθεωρία της και ποιους δρόμους ανοίγει για να φτάσει και ο αναγνώστης στη γαλήνη της αυτογνωσίας: Ζήσε με τη μορφή/ στραμμένη στο φως/ Το αύριο είναι άδηλο/ και το κορμί καλπάζει με τον χρόνο και αλλάζει// Πρόλαβε/ τις μυστικές συναντήσεις των κυμάτων στη θάλασσά σου/ Είναι αυτή που περιμένει/ τους βυθούς της να σε γνωρίσουν/ Γνώρισε τη ζωή/ Γνώρισε τον εαυτό σου.

.

ΣΕΒΑΣΤΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ

FRACTAL 13/2/2024

Η τρίτη ποιητική συλλογή της Ξανθίππης Ζαχοπούλου κυκλοφορεί ήδη από τις εκδόσεις Το Ροδακιό. «Στύβοντας παπαρούνες», λέει ο τίτλος της και μας βάζει απευθείας σε μια εν ενεργεία διαδικασία, σε ένα συνεχόμενο γίγνεσθαι, σε μια ανολοκλήρωτη κατάσταση. Ήδη από τον τίτλο, η έμφαση δίνεται στη δημιουργία, στην πράξη που απομένει κυρίαρχη χωρίς να μαρτυρείται σε πρώτη φάση ο σκοπός ή η αιτία της. Η συλλογή αποτελείται από τρία τμήματα τα οποία συνδέονται άμεσα μεταξύ τους και αποτελούν ίσως σκαλοπάτια μιας ανάβασης προς ένα στόχο ή μιας καθόδου, αν θέλετε, προς τον εσώτερο εαυτό μας.

Από την πρώτη λευκή σελίδα ακούμε τον Ηράκλειτο να ψιθυρίζει «Ουκ εμού αλλά του λόγου ακούσαντες» και με τη φράση αυτή δίνει το στίγμα της η ποιητική φωνή. «Αφού ακούσετε όχι εμένα αλλά τον λόγο» κι αν αναζητήσουμε τη συνέχεια της φράσης, θα συμπληρώσουμε «τότε είναι σοφό να ομολογήσετε ότι το Έν είναι τα πάντα και τα πάντα είναι ένα». Θεωρώ ότι η ποιητική συλλογή της Ξανθίππης αυτό ακριβώς αποτυπώνει, μια ενότητα που προκύπτει μέσα από τον χρονικό συνταυτισμό του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος. Ο λόγος επομένως κυριαρχεί, άλλωστε η ίδια η ποίηση είναι μια κατάθεση μέσω του λόγου. Μας θυμίζει το ευαγγελικό «Εν αρχή είναι ο Λόγος» και θα συναντήσουμε πάλι τον λόγο λίγο παρακάτω στο ποίημα «Η μπότα» όταν διαβάζουμε τα λόγια της Κασσιανής «μισώ τη σιωπή ότε καιρός του λέγειν».

Προτού φτάσουμε στη γλώσσα την ποιητική μια ακόμη ρήση ως απόφθεγμα γραμμένο με μεγαλογράμματη γραφή, τιτλοφορούμενη ως πρωτογλώσσα, μας κρατάει στο αρχέτυπο περιβάλλον και μας ομολογεί «Χρόνος αψεγάδιαστος με το μικρό νυστέρι του ραμφίζει αιώνιο». Κι έτσι μπαίνει στους στίχους και ο χρόνος, ο οποίος θα παίξει καθοριστικό ρόλο μέσα στα ποιήματα της συλλογής.

Στοιχεία που καθηλώνουν από τα πρώτα ποιήματα και ο αναγνώστης τα αντιλαμβάνεται άμεσα είναι η έντονη εικονοποιία, η παρουσία της φύσης, το λυρικό στοιχείο, το όνειρο, η ανεπιτήδευτη γραφή, η ειλικρινής καταγραφή χωρίς βουητά και απόπειρες εντυπωσιασμού, η επιλογή της κάθε λέξης με φροντίδα περισσή.

Αναζητώντας τα μέρη της συλλογής παρατηρούμε μια τριμερή διάκριση. Το πρώτο μέρος τιτλοφορείται «Ρανίδες φως» και στους στίχους των ποιημάτων του διαχέονται δέσμες φωτός, ωστόσο στο πρώτο ποίημα που διαβάζουμε μάς γίνεται σαφές ότι «αναίμακτα τίποτα δε γεννιέται» και στο ταξίδι που καλούμαστε να κάνουμε μέσα στις λέξεις θα χρειαστεί να αιμορραγήσουμε τακτοποιώντας λογαριασμούς της περασμένης μας ζωής, απαραίτητη προϋπόθεση για τη γέννηση του νέου. Το φως συνδέεται με τη γέννηση, τη χαρά, τον Έρωτα. Θα έλεγε κανείς ότι εδώ έχουμε έναν ύμνο στη ζωή, μια ωδή χαράς. Εξάλλου ο τίτλος από το ποίημα «Ευοί Ευάν» (να υγιαίνετε, να χαίρεστε) επιβεβαιώνει αυτή την αίσθηση:

«γυαλίζοντες κάτω από τον ήλιο/ και τη χάρη/ αρδεύοντας σμήνη φωτός. Ευοί ευάν και μια πόρπη που λύνεται.»

Το φως διαχέεται στον Έρωτα, στο όνειρο, στην Αγάπη καθώς εξέρχεται ο άνθρωπος του εαυτού του και ανοίγεται, δίνεται στον άλλον, αφού κατανοήσει τα ενδότερα της ψυχής του.

«Και το φως εκ φωτός να στιλβώνει την πλάση», στο «Μυρίζοντας το φως» καταλήγει ως επιστέγασμα όλων, θυμίζοντας μας την εντόνως εικονοπλαστική εκκλησιαστική γλώσσα. Αυτό κρατώ ως βασική γραμμή πλεύσης στους στίχους του πρώτου μέρους. Ενδεικτικά αναφέρω, διαλέγοντας με δυσκολία κάποιους στίχους:

«Έχουμε ακόμη εαυτό πολύ να βαδίσουμε/μέχρι η αγάπη να πιάσει ανηφόρα» από το «Επιμύθιο»

ή

από την «Ίνα Παραδείσου» «Θα δεις πώς γίνεται / ένα ανήλιαγο μακρινό προσωπείο/ πρόσωπο/ Ένα ξεφτισμένο βλέμμα/ ρούχο για να ντυθούν/ οι απανταχού γυμνοί/ που γύρεψαν να ζεσταθούν/ μια ίνα παραδείσου.»

Σε αυτό το ταξίδι συνομιλεί η ποιητική φωνή με τον Ηράκλειτο, την Κασσιανή, τον Φάουστ, τον Όμηρο, τον Μισέλ Ουέλμπέκ, τον Ρουμπλιώφ, τον Ταρκόφσκι, τον Δον Κιχώτη, τον ευαγγελιστή Ματθαίο, την Καινή Διαθήκη∙ με ένα δημιουργικό και απολύτως προσωπικό λόγο.

Το δεύτερο τμήμα της ποιητικής συλλογής τιτλοφορείται «Αλήθεια x 3» και παρατίθεται σε πεζή μορφή. Η αναζήτηση όλων αυτών που κρατάμε μακριά από τη λήθη, αξίζουν να προσεγγιστούν με κινήσεις παλινδρομικές, «κινήσεις μπροστά στο φως, κινήσεις πίσω στον χρόνο που είναι όμως πάλι μπροστά» μας λέει η Ξανθίππη, είναι αυτές οι κινήσεις που τακτοποιούν το μέσα μας κι όταν αυτό επιτυγχάνεται, τότε μάς εκμυστηρεύεται η ποιήτρια:

«μένει ένα καθαρό αεράκι να γυρίζει τους ανεμόμυλους και να σου παίρνει τα μαλλιά. Κι όλη σου την ύπαρξη». Κι αυτή η προσέγγιση πραγματώνεται με την αίσθηση,

«φτάνει να το αισθανθείς», μας λέει,

φτάνει να αφεθείς, συμπληρώνω εγώ.

Στο δεύτερο μέρος της συλλογής κυριαρχεί το δεύτερο ενικό πρόσωπο, η ποιήτρια απευθύνεται στον αναγνώστη χτίζοντας μια προσωπική σχέση και επενδύοντας στην αμεσότητα∙ ταυτοχρόνως, όμως, έχω την αίσθηση ότι απευθύνεται και στον εαυτό της ομολογώντας μια γνώση, μια α-λήθεια, μια διάσωση από τη λήθη, που αποτελεί προσωπική κατάκτηση και την οποία επιθυμεί να μοιραστεί και να κοινωνήσει. Γιατί, αν αυτά που γράφουμε δεν φτάνουν στον άλλον, δεν κοινωνούν κάτι, ακόμη κι αν αυτό είναι τελείως διαφορετικό από τις δικές μας προσδοκίες, τότε όλα είναι «έπεα πτερόντα», λόγια να τα παίρνει ο άνεμος.

Το φως διατηρεί κι εδώ την ισχύ του:

«Τα λουλούδια ξημέρωσαν σήμερα χωρίς φως. Είναι η μέρα του μαρασμού τους.»

ή

«Η ταχύτητα της ψυχής αγγίζει τον ήλιο. Εκεί που τα πλάσματα ενώνονται με μια χρυσή κλωστή και ζουν όχι για να υπάρχουν αλλά για να είναι μαζί».

Ωστόσο, ένας ακόμη πρωταγωνιστής κάνει την εμφάνισή του τώρα, η θάλασσα και το υγρό στοιχείο, θέματα ιδιαίτερα προσφιλή στην ποιήτρια και από τις προηγούμενες συλλογές της. Το νερό ως στοιχείο πρωτογενές στη δημιουργία της ζωής, της γένεσης, θα μας πάει πάλι πίσω στους φυσικούς φιλοσόφους της Ιωνίας αλλά και στη «Γένεση» της Βίβλου. Το νερό συνδέεται με το φως και διεκδικεί μερίδιο στη δημιουργία.

«Η θάλασσα κοιτάζει την πρώτη της ρίζα, την καταγωγή της. Το σκοτάδι της εξομολογείται. Πώς είναι οι ζωές των ανθρώπων όταν εισδύει σε αυτές; Πόση είναι η ανάγκη για φως στα άδυτά τους», αναρωτιέται η ποιητική φωνή.

Κι εδώ διεισδύει ακόμη ένα στοιχείο, η ρίζα.

«Εκεί που οι μνήμες όλων των ανθρώπων ενώνονται. Στην πρώτη τους ρίζα. Άραγε το φως θα μιλήσει στις καρδιές των ανθρώπων; Θα τους ελευθερώσει; Αυτή η ρίζα κουβαλά το όνειρο», θα μας πει η ποιήτρια και θα συμπληρώσει: «αυτή η ρίζα χρειάζεται το νερό μας. Τους λυγμούς μας. Τις εκμυστηρεύσεις μας. Τα βαθιά μας μυστικά. (…) Κάτω από τη βουή του κόσμου, Μέσα στους ψίθυρους της καρδιάς μας».

Βάζοντας τώρα στο παιχνίδι τη ρίζα, τη μνήμη και τα μυστικά μάς εισάγεται πλέον η τρίτη ενότητα της συλλογής που δίνει και τον τίτλο όλης της ποιητικής αυτής φωνής. «Στύβοντας παπαρούνες» και αρχίζει να κλείνει ο κύκλος που άνοιξε το πρώτο ποίημα. Εδώ κυριαρχεί η κατάδυση στη μνήμη την προσωπική αλλά και τη συλλογική ως ουσιαστικό στοιχείο συμφιλίωσης με το εσώτερο εγώ μας. Κυριαρχεί ξανά το δεύτερο ενικό πρόσωπο, σε ένα προσωπικό μοίρασμα, όπου το φως και το νερό, αρχέγονα στοιχεία, μάς ταξιδεύουν μέσα στη φύση, πίσω στη ρίζα μας και στη ρίζα του κόσμου:

«Όταν σε πιάνει η συνήθεια/ πάρε λίγους στίχους του Ομήρου/ και διάβασέ τους μπροστά στο κύμα/ Θα δεις τα πάντα να ξαναγεννιούνται απ’ την αρχή»

ή

«Κάποτε σάστισες/ με τα αθώα μάτια μιας χελώνας …/ όταν την ξανακοίταξες κατάλαβες/ πως ο κόσμος στο βάθος του/ είναι μια μικρή διάφανη σταγόνα».

Κοιτώνας μέσα μας, θα γνωρίσουμε τη φωνή μας, τον εαυτό μας και τότε όλα θα μερέψουν. Η φύση αποκαλύπτει το φως, τη ζωή, τη δική μας αλήθεια που κάπου συναντιέται με την αλήθεια των άλλων. Εκεί προς το τέλος, διαβάζουμε:

«Πρόλαβε τις μυστικές συναντήσεις των κυμάτων στη θάλασσά σου. Είναι αυτή που περιμένει/ τους βυθούς της να σε γνωρίσουν/ Γνώρισε τη ζωή/ Γνώρισε τον εαυτό σου/ Μίλησες με το χελιδόνι/ Βρήκες την Ποίηση φωνή σου/ Η φύση σού διδάσκει την αρχέγονη γλώσσα».

Άλλο ένα βήμα ολοκληρώνεται, η πρωτογλώσσα της αρχής γίνεται τώρα γλώσσα κι εμείς φτάνουμε στην ποθούμενη κατάσταση όπου το πολυηχές κύμα της ψυχής μας ή της θάλασσας του Ομήρου ηρεμεί και γίνεται γαλήνη μεγάλη, όπως κλείνει στην τελευταία σελίδα η εξαιρετική αυτή συλλογή με τις αναφορές στον Όμηρο και στο Κατά Ματθαίον ευαγγέλιο.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΕΛΙΟΠΟΥΛΟΣ

Περιοδικό “Χάρτης” 60 Δεκέμβριος 2023

Στύβοντας λέξεις

Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και διδακτικό –όχι μόνο γι’ αυτόν που γράφει αλλά και γι’ αυτόν που απολαμβάνει την ανάγνωση της ποίησης– να παρατηρεί τη σταθερή ωρίμανση του ποιητικού λόγου ενός δημιουργού από συλλογή σε συλλογή, καθώς η ποίησή του από εκεί που καταγράφει απλώς το ξάφνιασμα της έμπνευσης, σταδιακά εξελίσσεται σε ένα πιο σύνθετο, υπαινικτικό, πολυεπίπεδο, τολμηρό και συναισθηματικά δραστικό μέσο έκφρασης. Αυτό συμβαίνει μελετώντας κανείς και την ποιητική πορεία της Ξανθίππης Ζαχοπούλου από την πρώτη της ποιητική συλλογή (Μάρερμα, εκδ. Πηγή, 2016) μέχρι την τρίτη και τελευταία ώς σήμερα (Στύβοντας παπαρούνες, εκδ. Το Ροδακιό, 2022).

Στη Μάρερμα η γραφή της Ζαχοπούλου είναι λυρική, με μια ρομαντικής καταβολής αισθαντικότητα και μια διάχυτη αισιοδοξία, μια αθώα εδεμική ματιά, λουσμένη στο άπλετο φως, που θυμίζει τις πρώτες συλλογές του Ελύτη ή την ποιητική προσέγγιση του Βρεττάκου. Τα ποιήματα της συλλογής δοξάζουν τον έρωτα και τη φύση, με έντονο το θαλασσινό στοιχείο, όπως και στις μετέπειτα συλλογές[1]. Σ’ αυτή την πρώτη συλλογή η ποιήτρια αποτυπώνει περισσότερο το προσωπικό της μάγεμα από τον κόσμο: «Χάλκινη μέρα / πού είναι το ρόπτρο / ν’ αφουγκραστώ το πρωί; / Ναέ ετοιμόρροπε / πού είναι ο Θεός σου / να λύσω τα μάγια;».

Από την επόμενη συλλογή (Βαθύς ουρανός βυθός θάλασσας, εκδ. Το Ροδακιό, 2020) ο ποιητικός της λόγος –χωρίς να χάνει το λυρικό του κυμάτισμα– γίνεται πιο εσωτερικός, στοχαστικός, με εντονότερο υπαρξιακό προβληματισμό. Η ποιήτρια αξιοποιεί πιο τολμηρές μεταφορές και παρομοιώσεις (λ.χ. «Γράφω για να μην πέσω στα τέσσερα / Άλλλος ρινόκερος του εαυτού μου»[2]), αντιθετικά σύμβολα που ξαφνιάζουν και περισσότερες διακειμενικές αναφορές, ενώ η έκφρασή της γίνεται πιο λιτή, ακριβής και ουσιαστική[3]. Ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι τα ποιήματα δεν προκύπτουν ως ενστικτώδεις καταγραφές της έμπνευσης και της παρατήρησης, αλλά αποτελούν το αποτέλεσμα μιας πιο σύνθετης διεργασίας και επιλογής εκφραστικών μέσων, σαν να τα κτίζει η ποιήτρια λέξη τη λέξη, εξερευνώντας την εκφραστική δύναμη και επιδραστικότητα κάθε φράσης και σχήματος λόγου[4].

Στην τρίτη της συλλογή, Στύβοντας παπαρούνες, αρθρωμένη σε τρεις ενότητες (ΡΑΝΙΔΕΣ ΦΩΣ, ΑΛΗΘΕΙΑ x 3[5], ΣΤΥΒΟΝΤΑΣ ΠΑΠΑΡΟΥΝΕΣ), η Ζαχοπούλου συνεχίζει το ποιητικό νήμα από εκεί που το άφησε στην προηγούμενη. Ο ποιητικός της λόγος μοιάζει αρκετά δουλεμένος ως προς τη λιτότητα, τη διακειμενικότητα[6] και την πρωτοτυπία των εκφραστικών της μέσων: «Αν κόψεις τα μαλλιά σου σε κουπ θαλασσινή θα δεις τον Σαμψών να γίνεται Ιώβ και τη Δαλιδά μια φάλαινα που έμαθε την υπομονή εντέλει» («Αλήθεια x 3, ΙΙ» σ. 51). Μέσα από τη στίξη και τη σύνταξη αναδεικνύει το ρυθμικό και νοηματικό δυναμικό των λέξεων που επιλέγει (λ.χ. «Κι είσαι εσύ πάντα που μας ελε-φτερώνεις»), ενώ σε αρκετά σημεία κατορθώνει μια μοναδική αποφθεγματικότητα και συμπύκνωση: «Έχουμε ακόμη εαυτό πολύ να βαδίσουμε / μέχρι η αγάπη να πιάσει ανηφόρα» («Επιμύθιο», σ. 27)[7]. Εκείνο που διαφοροποιείται εμφανώς σε σχέση με τις προηγούμενες συλλογές είναι ότι η οπτική της είναι πιο επιφυλακτική, διερευνητική και γειωμένη στη σκληρή πραγματικότητα. Μάλιστα, σε κάποια σημεία ο λόγος της γίνεται ειρωνικός και σαρκαστικός: «Κοιμηθείτε ήσυχα, καλά μου παιδιά, / σας προστατεύει ο πατερούλης / Άλλωστε ποιος δε θέλει να τραφεί / με όνειρα ύπνου ανέμελου / ποιος δε ζητά να ακούει ωραία παραμυθάκια / για όμορφα ανύποπτα αυτάκια» («Η μπότα», σ. 22). Ακόμη και ο έρωτας ή το φως, στα οποία η ποιήτρια αναφερόταν δοξαστικά σε προηγούμενες συλλογές της, τώρα παρουσιάζονται ρυτιδωμένα και θρυμματισμένα, όχι κυρίαρχα: «Η ακτινογραφία έδειξε ζωή / έτσι ο περασμένος χρόνος / σε ρανίδες μεταφράστηκε φωτός» («Έρωτος ατασθαλίες, VII», σ. 44). Επίσης, ο έρωτας, από μια υπερβατική, εξιδανικευμένη και ονειρική κατάσταση σε παλαιότερα ποιήματα, γίνεται τώρα πιο γήινος, αισθησιακός και σάρκινος: «Σεντονιών σχήματα / ανάγλυφο κορμιών // Στη γεωγραφία σου / σταμάτησα στα ποτάμια / έτσι καθώς αναβλύζουν ύδωρ νεαρόν / Μια άλλη γεύση του ιδρώτα σου / όπως στεγνώνει στη θηλή μου» («Έρωτος ατασθαλίες, ΙV», σ. 41). Όλα αυτά μαρτυρούν ότι το ποιητικό βλέμμα της Ζαχοπούλου ακολουθεί την ταραγμένη κοινωνική πραγματικότητα και τη μεταγράφει ποιητικά, χωρίς σπαραξικάρδιους τόνους και υπερβολές.

Για τη Ζαχοπούλου, ο τρόπος αντίστασης στον οδοστρωτήρα των καιρών είναι η άρνηση της σιωπής και ο λόγος της αλήθειας: «Η σιωπή δεν είναι χρυσός. Είναι μάρμαρο που παγώνει. Κάποτε δεν μπορείς να κινήσεις τα δάχτυλά σου.» («Αλήθεια x 3, ΙΙ» σ. 50). Ο λόγος της αλήθειας είναι η «ΠΡΩΤΟΓΛΩΣΣΑ» του εναρκτήριου ποιήματος της συλλογής, που ραμφίζει το αιώνιο, η αρχέγονη δηλαδή γλώσσα της Ποίησης, που δηλώνεται και στους ακροτελεύτιους στίχους της συλλογής: «Μίλησες με το χελιδόνι / Βρήκες την Ποίηση φωνή σου / Η φύση σού διδάσκει την αρχέγονη γλώσσα» (σ. 68). Αυτή η αρχέγονη γλώσσα συλλαβίζεται «Κάτω από τη βουή του κόσμου. Μέσα στους ψιθύρους της καρδιάς μας.» («Αλήθεια x 3, ΙΙΙ» σ. 53), ενώ για την κατάκτησή της απαιτούνται χρόνος, μελέτη, τόλμη και εκφραστικοί πειραματισμοί. Παραφράζοντας τον τίτλο της συλλογής και συνοψίζοντας την ποιητική πορεία της Ζαχοπούλου, θα λέγαμε ότι ο ποιητής πρέπει να στύψει –επίμονα και επαναληπτικά– πολλές λέξεις, για να βγει το ποίημα.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΟΥΣΚΑΣ

FRACTAL 28/11/2023

Με τη μορφή στραμμένη στο φως

Έχοντας παρακολουθήσει από την αρχή την ποιητική πορεία της Ξανθίππης Ζαχοπούλου (αυτό είναι το τρίτο της βιβλίο) έχω την αίσθηση ότι κινείται προς μια κατεύθυνση όλο και λιγότερο συγκινησιακή, όλο και περισσότερο στοχαστική, προχωρώντας ολοένα και βαθύτερα προς τη συμπύκνωση, τη διαπλοκή των εννοιών, τη διακειμενική συνομιλία, τη θεώρηση της συσχετισμένης λειτουργίας των όντων και τη ρεαλιστική απεικόνιση. Όλα τους, σε απευθείας σύνδεση με το ψυχολογικό πεδίο.

Το ερωτικό, μαζί με το υγρό στοιχείο, είτε ξέχωρα είτε ως εν, εξαρχής καταλυτικά, πάντοτε ενεργά και παρόντα. Με την έξαψη του ερωτικού ειδικότερα, το σώμα αρχίζει να συμμετέχει δειλά-δειλά όλο και πιο πολύ, ιδίως γυμνό, ώσπου στον πίνακα με τις παπαρούνες, μπαίνουν στο κάδρο πασιφανείς –επιτέλους– και οι ερωτικές λεγόμενες ζώνες και τα κέντρα τους, όπως εδώ τουλάχιστον δις η «θηλή».

Ελεύθερος στίχος και σύγχρονη γλώσσα –με επιλογή όμως πολυτονικού–, έντονη χρήση συμβόλων, παλέτα κατά κανόνα χωρίς έντονα χρώματα με γήινες, θαλασσινές και ουράνιες αποχρώσεις, εξακολούθηση του χαρακτηριστικά ήπιου τόνου στη γραφή και του χαμηλής έντασης ρυθμού, καθορίζουν το ίδιον της ποιητικής της χροιάς–, με όλο και αυξανόμενη ποιότητα, εύρος, θεματική.

Ο τρόπος εξακολουθητικά αμετάβλητος: λόγος εφαπτομενικός, κυλιόμενος χωρίς αιχμές. Τα βράχια στη θάλασσα της γραφής της Ζαχοπούλου είναι λειασμένα από την τριβή, την αρμύρα της εμπειρίας, την επαφή, το φιλί. Η χωρίς βιασύνη πορεία στον χρόνο, τους προσδίδει ένα στίγμα καμπύλο. Το νερό γλιστράει στο κορμί τους αφήνοντας μία αίσθηση «γυαλάδας», παρέχοντας συνάμα και τη δυνατότητα να καθίσεις επάνω τους και να αφεθείς στην περισυλλογή, ακόμα και να στύψεις τις δικές σου παπαρούνες.

Αυξημένη η διακειμενικότητα στο Στύβοντας παπαρούνες και εκτεταμένη: μυθολογία, Όμηρος, Ηράκλειτος (και το μότο του βιβλίου), Ευριπίδης, Διόνυσος, Βίβλος (π.χ. ου κοπιά ουδέ νήθει, σ. 25, από το κατά Ματθαίον, στ΄28), Καβάφης, Λειβαδίτης (Κοιμήσου στα πόδια μου, σ. 64), Ουελμπέκ, Γκέτε, Ταρκόφσκι, κλπ.

Στο χαρτί ασταμάτητος ο χορός Ιδεών-Εννοιών-Συμβόλων: Έρωτας, Σάρκα, Τέχνη, Χρόνος, Αλήθεια, Φως, Αυτογνωσία, Θάλασσα.

Θάλασσα, δηλαδή και μνήμη, όπως έχει στη μεσαία Ενότητα καταγραφεί:

«Η θάλασσα δακρύζει στις μνήμες της» (σ. 52).

Σε αυτή τη Μνήμη, αν προσθέσουμε και τα Σύμβολα Μέλισσα, Φύλλα, Νερά, Βουνά, Καλοκαίρι, θα έχουμε όλο το εύρος των λέξεων «κλειδί» της σύνθεσης, διότι περισσότερο συγκλίνει προς τη σύνθεση το όλον παρά προς ποιητική συλλογή.

Ενδεικτικά:

Έρωτας σ. 13 με ολόκληρο το ποίημα γι’ αυτόν, σ. 15, 37, 42, 43, 49, 57 και

έμμεσα: σ. 31.

Φως: σ. 15, 20, 25, 26, 30, 31, 32, ολόκληρο ποίημα σ. 36, 43, 44, 52, 53, 58, 62, 67.

Μέλισσα: σ. 17, 26, 29.

Όνειρο: σ. 15, 28, 29, 37, 57, 61.

Φιλί: σ. 30, 32, 64.

Αγάπη: τρία ποιήματα γι’ αυτήν (σ. 37, 38, 40), σ. 57.

Προσεγμένη η γλωσσική εκφορά (οι υπογραμμίσεις δικές μου):

αναφιλητό του φιλιού σου (σ. 30)

μας ελε-φτερώνεις (σ. 30), αντί ελευθερώνεις (θυμίζω την πολεμική ιαχή “ελελεύ”, τα δε τα “φτερά” ενδεχομένως να παραπέμπουν σε πτήση).

Άφθονα τα φιλοσοφικά ζητήματα με τη μορφή ρήσεων, όπως:

«ο θάνατος της αυτοτέλειας» [προκαλεί ή είναι] «παραδείσια χαρά» (σ. 26)
«Οι λέξεις / μάς ανοίγουν το κορμί τους / μέλη να γίνουμε στο ίδιο σώμα» (σ. 43), με το ερωτικό στοιχείο υποφώσκον
«Αν αντέξεις τις νύχτες με κατολισθήσεις, με τις πέτρες θα χτίσεις πιο στέρεα τον οίκο της μέρας» (σ. 51)

Αυτά χτίζουν πιο στέρεα τον οίκο της ποιητικής της, ο οποίος μεταφέρεται στο χαρτί με τη γνωστή, υποδειγματική τυποτεχνική αρτιότητα των Εκδόσεων το Ροδακιό.

Το βιβλίο απαρτίζεται από τρεις ενότητες. Η πρώτη επιγράφεται «ρανίδες φως», προτιμώντας να υπονοηθεί η πρόθεση «από» αντί να γραφεί ρανίδες φωτός, δείχνοντας μία τάση αποφυγής της γενικής πτώσης. Η Είσοδος γίνεται με μία δήλωση, μία επιγραφή γραμμένη με τον αρχαιοελληνικό αλλά και βυζαντινό τρόπο, αφιερωμένη στον χρόνο. Ακολουθεί το πρώτο ποίημα, το οποίο φέρει επάνω του δύο δερματοστιξίες, καθοριστικές για το μήνυμα που εκπέμπει το ποιητικό σώμα.

Η μία είναι ματωμένη:

… το αίμα ζητάει αίμα / … αναίμακτα τίποτα δεν γεννιέται (σ. 12)

η άλλη προϊδεάζει για αυτό που θα ακολουθήσει:

Ίσως τότε / το πάρεις πίσω [το αίμα] / στύβοντας τις παπαρούνες της περασμένης σου ζωής / μέχρι που στο τέλος αυτή / να αιμορ / ραγή / σει (σ. 12)

με το «αιμορραγήσει» γραμμένο με ήτα μεν αλλά έτσι ώστε να παραπέμπει ηχητικά στο «ραγίσει».

Ποιες είναι όμως οι «παπαρούνες της περασμένης σου ζωής»;

Το τι θέλει να πει η ποιήτρια ή το τι εννοούσε, αυτό αφορά εκείνη. Εμάς αφορά η οιαδήποτε από εκεί αφορμώμενη πρόσληψη του αναγνώστη και ο δρόμος στον οποίο ενδεχομένως θα βρεθεί ο αναγιγνώσκων το βιβλίο. Στην Πολιτεία της Ποίησης, οι δρόμοι όχι μόνο είναι άπειροι, αλλά διαρκώς μεταβάλλουν θέση και μορφή, άρα και φως.

Χαρακτηριστικά της παπαρούνας: κόκκινη, αιμοφόρος, μαύρο κέντρο και σπόροι. «Μήκων η υπνοφόρος», Papaver Somniferum η επιστημονική ονομασία της, ή Papaver rhoeas, παπαρούνα η κοινή, πρώτη ύλη για παρασκευή παραισθησιογόνων με πρώτο το αφιόνι.

Σημαδιακή η αναφορά της στον Όμηρο, όπου ο Τεύκρος, στη Ραψωδία Θ της Ιλιάδας, τοξεύοντας τον Έκτορα, αστοχεί αλλά πετυχαίνει τον γενναίο και όμορφο Γοργυθίωνα (306-308):

μήκων δ’ ὡς ἑτέρωσε κάρη βάλεν, ἥ τ’ ἐνὶ κήπῳ
καρπῷ βριθομένη νοτίῃσί τε εἰαρινῇσιν,
ὣς ἑτέρωσ’ ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν.
Και δίπλα ο νιος την κεφαλή γυρνάει, σαν παπαρούνα
π’ άνοιξης άθια και καρπό σε κήπο φορτωμένη
λυγάει, σαν πιάσει δυνατός νοτιάς και τη φυσήσει·
έτσι έγειρε την κεφαλή που βάραινε απ’ το κράνος.

(γλωσσική επικαιροποίηση Ιακώβου Πολυλά)

Γιατί κατέφυγα στον Όμηρο; Γιατί και εκείνος, πέρα από την τραγική, θεσπέσια περιγραφή, εκτοξεύει ακόμα ένα μεταφορικό βέλος, το οποίο τρυπώντας τον εφησυχασμό, μπορεί να στάξει αντί αίματος μία αφορμή για διερώτηση: μήπως πριν με βρει σε ανύποπτη στιγμή το βέλος του τέλους και γείρω τελεσίδικα το κεφάλι σαν παπαρούνα, να δω ξανά τη ζωή μου από την αρχή, να στύψω τα πιο βαθιά μου θέλω και να πράξω αναλόγως, μη αφήνοντάς τα για αύριο;

Στύβονται οι παπαρούνες; Στύβονται τα λουλούδια; Στύβω, στύβω πορτοκάλια, βγάζω τον χυμό, όσο περισσότερο μπορώ, αλλά και στύβω ρούχα, αφαιρώ το νερό, όσο περισσότερο μπορώ, και έχει σημασία το “όσο περισσότερο μπορώ”.

Αφαιρώ συγκεκριμένο νερό, όχι εκείνο το ζείδωρο, ερωτικό νερό από τα ποτάμια εκείνα τα οποία:

…αναβλύζουν ύδωρ νεαρόν

Μια άλλη γεύση του ιδρώτα σου

όπως στεγνώνει στη θηλή μου (σ. 41)

Άρα

«στύβοντας τις παπαρούνες της περασμένης σου ζωής / μέχρι που στο τέλος αυτή / να αιμορ / ραγή / σει»

μήπως για να βγάλουν το αίμα που έχουν μέσα τους, μήπως στύβοντας τα σεντόνια της ψυχής μας, τις πτυχές του υποσυνείδητου τόσο όσο να αιμορραγήσουν, να στραγγίξουν το εκεί καταχωνιασμένο ή απωθημένο της ψυχής μας αίμα;

Πού μπορεί να παραπέμπει το σύμβολο της παπαρούνας; Στις μνήμες; Και σε ποιες μνήμες, αφού όλες μεταβάλλονται, ακόμα και οι παιδικές, όπου

το μικρό κίτρινο ποδήλατο /…/ έγινε βαθυκόκκινο (σ. 28);

Στις εμπειρίες-βιώματα; Στις πράξεις; Στις επιλογές; Στις ανθρώπινες σχέσεις; Στις κορυφαίες αυτών, στους έρωτες; Αλλού; Ή μήπως παπαρούνες είναι το όπιο των μνημών, των εμπειριών-βιωμάτων, των πράξεων, των επιλογών, των σχέσεων, των ερώτων, ή των οιονδήποτε ερμηνειών του κάθε αναγνώστη; Και επειδή κατά τη Βίβλο αλλά και κατά τη Ζαχοπούλου: «αναίμακτα τίποτα δεν γεννιέται», τι θα γεννηθεί μετά από την αιμορραγία; Σοφία; Αυτογνωσία, όπως αργότερα στη σ. 27 δηλώνεται (έχουμε ακόμη εαυτό πολύ να βαδίσουμε); Κατανόηση; Αλλαγή πορείας; Και αν μιλάμε για γέννα (ποιος μας εμποδίζει άλλωστε; οι προσλήψεις μπορεί να είναι τουλάχιστον όσες και οι αναγνώσεις), γιατί να προκαλέσουμε αιμορραγία και να μην αφήσουμε τον χρόνο να κυλήσει, προς έναν φυσιολογικό τοκετό; Γιατί ο χρόνος κρατάει νυστέρι, στην εισαγωγική δήλωση; Μήπως γιατί αν δεν προκαλέσουμε εμείς τη συγκεκριμένη επώδυνη «αιμορραγία», αν δεν στύψουμε το έσω είναι, αυτή είτε δεν θα γίνει ποτέ, οπότε η «γέννα» όλο και θα αναβάλλεται, ή κάποτε θα γίνει αίφνης, καισαρική τομή με το νυστέρι του χρόνου;

Όπως διαπίστωσα αργότερα, αρκετοί ποιητικοί οδοδείκτες είναι αποθηκευμένοι στην 3η και τελευταία ενότητα.

Πώς βλέπει τον άνθρωπο το ποιητικό υποκείμενο; Πιθανότατα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα (σ. 14):

κόκκοι της άμμου [είμαστε] / σε απέραντη έρημο
όμως γυαλίζοντες / κάτω από τον ήλιο
μεθυστικά πίνοντας / μια ζωή που χωράμε / μόνο σ’ αυτήν
κυλάμε σε ανύποπτες αγκαλιές

Έχουμε γνώση όμως και της διονυσιακής προτροπής, όπως αυτή δίδεται στις Βάκχες του Ευρυπίδη (να ζείτε όμορφα), οπότε εβίβα, δηλαδή αρχαιοελληνιστί ευοί ευάν

και η Ζαχοπούλου συμπληρώνει «ευοί ευάν / και μια πόρπη που λύνεται», αφήνοντας τη φαντασία αχαλίνωτη να καλπάσει και τον έρωτα να αρχίσει τα τερτίπια του.

Όσο και αν κάθε άνθρωπος οράται ως κόκκος άμμου, δεν παύει από τη φύση του να είναι στο επόμενο ποίημα (σ. 15):

«εξεγερμένος του ονείρου /…/ εξεγερμένος του φωτός /…/ εξεγερμένος της ζωής».

Όταν όμως στύβει τις παπαρούνες των ματιών του, προκύπτει στο ποίημα της σ. 16, το «σμιλεμένο δάκρυ».

Όπως κι αν δούμε στον κάθε άνθρωπο (άρα και στον εαυτό μας) τις δύο φύσεις του:

Στη μέλισσα / πάντα κοιτούσες το κεντρί / ποτέ το μέλι (σ. 17)

όσο και αν η παραπάνω «κατηγορία» κατηγορηματικά μας παρασύρει στο απόλυτο:
οι άνθρωποι δεν αλλάζουν (σ. 18)

όσο και αν ελάχιστοι ενεργοποιούν αυτό που:

… πάντα ήξερες από παιδί / βαθιά στο κύτταρο / τον κώδικα της αλλαγής (σ. 18)

όσο και αν υπάρχουν μέσα

βαθιά στον χρόνο μου / τα εκατομμύρια έτη φωτός (σ. 20)

όσο και αν με προτρέπεις:

Ελευθέρωσε το σώμα / τη μνήμη /…/ Σκύψε στον πεσμένο άγγελο / σήκωσε τις φτερούγες του /…/ θα δεις πώς γίνεται / ένα ανήλιαγο μακρινό προσωπείο / πρόσωπο (σ. 23)

όσο και αν η μνήμη αυτή μπορεί να είναι μία φυλακισμένη παπαρούνα,

κοινή η μοίρα μας, κοινός ο πόνος, και κατ’ εμέ (βλ. βιβλίο μου Πεντάγραμμο Φεγγάρι) και κατά την Ζαχοπούλου:

Γιατί τα φύλλα είναι ιστορίες πονεμένες

που γέρνουν το αποκούμπι τους στο χώμα

κι αφράτα καταπίνουνε τον εαυτό τους (σ. 17)

Κι «ο περασμένος χρόνος» (σ. 44);

σε ρανίδες μεταφράστηκε φωτός (σ. 44)

Μετάφραση ή μετασχηματισμός, μεταφορά πάντως ή μετατροπή σε ρανίδες φωτός. Θα μπορούσε και σε ρανίδες μνήμης ή ονείρου συλλογίστηκα, κάτι που ενισχύθηκε-επιβεβαιώθηκε πολύ αργότερα από τους στίχους:

Έστω μια υποψία φωτός

φτάνει για να πετάξεις (σ. 62).

Πετάς με το όνειρο, τον έρωτα, τον πόθο, με τόσα άλλα, γιατί όχι και με τη μνήμη;

Όλα τους, όπως και το φως, είναι μέσα, δίαυλοι ασώματης κίνησης-μεταφοράς.

Η κατακλείδα της ενότητας «ρανίδες… φωτός» είναι και η αρχή της, ο τίτλος της, με την κατορθωμένη όμως τώρα, όσο και ποθούμενη γενική. Φωτός. Όπως το ευαγγελικό: «Φως εκ φωτός».

Η επόμενη (2η) Ενότητα επιγράφεται «Αλήθεια x3», όπου 3, οι τρεις υποενότητές της. Ίσως να είναι λεκτικό αίμα και μάλιστα πεζόμορφο, από τις στυμμένες παπαρούνες της ποιήτριας. Στύψιμο:

Πάλι με κινήσεις. Κινήσεις παλινδρομικές. Μια κίνηση μπροστά στο φως και μια πίσω στον πόνο, που είναι πάλι μπροστά. Φτάνει να το αισθανθείς. (σ. 47)

Κι ανάμεσα στο φως και στον πόνο, η σκιά των δέντρων το καλοκαίρι, αν είσαι τυχερός:

Η σκιά των φύλλων να σου χαρίζει τη δροσιά των αιώνων.

Παρόν, παρελθόν, μέλλον, ένα, εσύ. (σ.48)

Φύλλα που έρχονται από το παρελθόν, δρουν στο παρόν, ονειρεύονται το μέλλον (γνωρίζουν άραγε την τελική τους κατάληξη;). Ρουφάνε φως (φωτοσύνθεση) από τη μία πλευρά, από την άλλη σκιά. Σκιά μετακινούμενη καθώς κινείται ο ήλιος, υπήρχε πριν από λίγο (παρελθόν), υπάρχει τώρα (και χαρίζει τη δροσιά), στο παρόν, θα υπάρχει και σε λίγο, στο μέλλον, όσο υπάρχει φως. Άπιαστη, αλλά υπαρκτή. Όπως το όνειρο. Όπως ο άνθρωπος, θα έλεγε ίσως ο Πίνδαρος: «σκιάς όναρ άνθρωπος».

Η Τρίτη και τελευταία Ενότητα «Στύβοντας Παπαρούνες», αρχίζει δυναμικά με μία τριλογία Μνήμης (Μνήμη Ι, ΙΙ, ΙΙΙ) και τελειώνει απότομα με ένα τρίστιχο, το οποίο σφραγίζουν συμμετρικά με το εισαγωγικό μότο του Ηράκλειτου, δύο αποσπάσματα, από την Ιλιάδα και το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, κατεξοχήν θαλασσινά, ή δύο μότο αν το βιβλίο αναγνωστεί ανάποδα.

Το βιβλίο αρχίζει με φως (ρανίδες φως) και τελειώνει με θάλασσα, με υγρό φως δηλαδή. Η ιδιαίτερη και στενή σχέση της Ζαχοπούλου με τη θάλασσα είναι ολοφάνερη ήδη από τα δύο προηγούμενα βιβλία της (Μάρερμα, Εκδ. Πηγή, 2016 και Βαθύς ουρανός βυθός θάλασσας, Εκδ. Το Ροδακιό, 2020), όπου η θάλασσα είναι και ουρανός, όπως και σε ετούτο το βιβλίο:

«εκεί που το νερό ακύμαντο / γεμίζει τις στέρνες τ’ ουρανού» στη σελ. 27.

Σχέση εντεινόμενη με τη χρήση ρήματος (γεμίζει), το οποίο έχει στενή σύνδεση με το υγρό στοιχείο. Δεν διευκρινίζεται –και καλώς– αν οι παπαρούνες στο λιβάδι του βιβλίου έχουν ποτιστεί με βρόχινο νερό ή αν έχουν δεχθεί ριπές μεταφερμένου από τον αέρα θαλασσινού, πέρα από τα δάκρυα που προκαλούν οι μεταφερμένες πονεμένες μνήμες. Θάλασσα συνδηλούται και συμβολικά με τη χρήση ενός φυτού το οποίο συχνά φύεται κατά χιλιάδες, δίνοντας την εντύπωση ότι δεν πρόκειται για “λιβάδι με”, αλλά για “θάλασσα από” παπαρούνες.

Η παπαρούνα είναι κόκκινη, συγκίνηση προκαλούσα, έντονη, αιματηρή, ερωτική, του πόνου, του ονείρου, της παραίσθησης και του θανάτου, άρα πληροί τις προδιαγραφές για την ανάδειξή της σε σύμβολο Μνήμης αλλά και Ονείρου. Μόνο που τις μνήμες μπορείς να τις στύψεις άμεσα και να βγάλεις τον χυμό τους, τα όνειρα όμως έμμεσα, μέσω των επιλεκτικών αποσπασμάτων που θυμάσαι, άρα πάλι μέσω της μνήμης. Εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα στύβει το υποσυνείδητο και μας αφήνει εκείνη την ασαφή, γλυκόπικρη αίσθηση όταν ξυπνάμε.

Όλα, άρα και οι μνήμες, τα όνειρα, ακόμα και εμείς, ίσως να είμαστε σταγόνες:
… ο κόσμος στο βάθος του
είναι μια μικρή διάφανη σταγόνα (σ. 59)

Ίσως η ποιήτρια αφήνει να φανεί καθαρότερα εδώ ότι παπαρούνες είναι κυρίως οι μνήμες, οι οποίες εκτίθενται:

σε μορφή τρίπτυχου, με το δίπολο μνήμης #Έρωτα-Ονείρου# στη Μνήμη Ι,
ως δύο τρίπολα #Ψυχή-Θάλασσα-Φως# και #Αλήθεια-Ποίηση-Όνειρο# στη Μνήμη ΙΙ και
ως σωματικό τρίπολο #στόμα-πόδια-μαλλιά# στη Μνήμη ΙΙΙ, σε απευθείας διάλογο με το ρηματικό τρίπολο προστακτικής-ευκτικής (αναλόγως την πρόσληψη) #φίλα με-κοιμήσου-δώσ’ μου# και μάλιστα με επανάληψη τριπλή, για να ενισχυθεί είτε η επιτακτικότητα, είτε η παρακλητικότητα είτε η τραγικότητα του αιτήματος, ώσπου να πέσει η ένταση, με μια σταγόνα απόσταγμα στυμμένης παπαρούνας:
«υπομονή, τα ποιήματα έχουν υπομονή» (σ. 65).

Ακολουθεί απολογισμός ζωής (σ. 66-67) ο οποίος κορυφώνεται πάλι με προστακτική:

Γνώρισε τη ζωή

Γνώρισε τον εαυτό σου (σ. 67)

ενισχύοντας ίσως το σκεπτικό: στύψε τις παπαρούνες που έχεις ως τα τώρα εντός σου (μνήμες, εμπειρίες-βιώματα, πράξεις, επιλογές, ανθρώπινες σχέσεις, τις κορυφαίες αυτών, τους έρωτες, ή ό,τι άλλο εσύ θεωρείς φυτρωμένες παπαρούνες στο χωράφι της Ολότητάς σου), βγάλε τον πολύτιμο χυμό τους, το αίμα της ζωής σου, «ελε-φτερώσου» και προχώρησε με νέα οπτική, με νέο προσανατολισμό.

Σκέφτομαι, πηγαίνοντάς το ακόμα παραπέρα, γιατί όχι και παπαρούνες άλλων –ανθρώπων, ιδεών, μορφών, προσλήψεων, πράξεων κλπ.–, επιλεγμένες από όσα έχουν με οιονδήποτε τρόπο έρθει σε επαφή με εσένα, όπως βιβλία, μελωδίες, πίνακες ζωγραφικής, θεατρικά, παπαρούνες τέχνης γενικότερα, γνώσης, φιλοσοφίας, επιστήμης, παπαρούνες ειρήνης, αγάπης, ομορφιάς, αρμονίας, έρωτα, αγκαλιάς, αλλά και παπαρούνες αδικίας, πολέμου, εγκλήματος, βίας, διακρίσεων, εγωισμού, κι αυτές δεν έχουν στο ζωτικό τους χυμό διαλυμένο ένα μήνυμα να σου δώσουν;

Όλα τούτα, σε συνδυασμό με τα του βιβλίου, λες και μιλάνε: δράσε, προχώρησε την αυτογνωσία σου παραπέρα, σμίλεψε την πολιτεία σου με το δάκρυ σου:

ένα δάκρυ / μια πολιτεία φτιάχνει / όταν είναι σμιλεμένο (σ. 16)

και ζήσε.

Η Ξανθίππη Ζαχοπούλου προτρέπει να εστιάσουμε σε έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής:

Ζήσε με τη μορφή

στραμμένη στο φως (σ. 67)

.

ΒΑΘΥΣ ΟΥΡΑΝΟΣ ΒΥΘΟΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ (2020)

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΑΡΤΖΗΣ

FRACTAL 22/12/2020

Μετά την ποιητική συλλογή Μάρερμα (2016) χαιρετίζουμε τη νέα αισθαντική εμφάνιση στους αιθέρες της ποίησης της Ξανθίππης Ζαχοπούλου, με τον αινιγματικό τίτλο Βαθύς ουρανός Βυθός θάλασσας. Μοντέρνα γραφή, ρυθμικός λόγος, υπαινικτικοί στίχοι που προσλαμβάνονται με ιδιαίτερες εσωτερικές φωνές από τους αναγνώστες, πλημμυρίδα εικόνων από θάλασσες και ερωτικό γαλάζιο…

Η συλλογή είναι δομημένη σε τρεις ενότητες: την πρώτη που ονοματίζεται από τον τίτλο του εξωφύλλου, τη δεύτερη με το υπέροχο λεξιπλαστικό «Πτέρωτας», και την επιλογική, όπου η ποίηση χαριέστατα χαρακτηρίζεται πολύ πρωτότυπα ως «Μικρή κατεργάρα άνοιξη».

Η θάλασσα και ο ουρανός έχουν ένα κοινό στοιχείο, που εμπνέει την ποιητική της Ξανθίππης Ζαχοπούλου: το βαθύ μπλε. «Το μπλε της θάλασσας χύθηκε στο μελάνι μου» αποκαλύπτει ένας στίχος της. Είναι το χρώμα που απλώνεται στην ανά χείρας συλλογή σε ποικίλες διαβαθμίσεις, εικονογραφώντας συναισθήματα, ιδέες, έννοιες και πάθη. Η αγάπη, η απογοήτευση, το όνειρο,ο ρεμβασμός, η φυσική ομορφιά, κυριαρχούν στο πρώτο μέρος. Το κατωτέρω ελάχιστο απάνθισμα μαρτυρεί ότι η ποιήτρια έχει κατακτήσει πλήρως τους κώδικες της ποίησης και η εκφραστική της ποιότητα αγγίζει κορυφές: «Τα πάθη / Φωτιές που αφήνουν / Μόνο στάχτη»… «Μ’ αυτούς που κάναν την Αγάπη / ακρογιαλιά για να ’χει νόημα ο ήλιος»… «Η ζωή / Πονά με τη σιωπή μας»… «Οι άνθρωποι / βουβές σχεδίες σε θάλασσες / ακατάσχετες από ανέμους»… «Σε είδα δίπλα στους βράχους/ να δίνεις νόημα στις πέτρες»… «Βροχή φεγγαριών ξέπλυνε το σκοτάδι / Ξύπνησαν οι πυγολαμπίδες»… «Φτηνή η αλήθεια σου / την πήραν στο παζάρι / και με τ’ αργύρια αγοράσαμε / ένα δόντι χρυσό / Έτσι για να θυμόμαστε / όταν χαμογελάμε».

Στον «Πτέρωτα» παίρνει την πρώτη θέση ο ποιητικός έρωτας, που εμφανίζεται και νοηματοδοτεί θερινές αναμνήσεις αγκαλιάς και φέρνει μαζί του ένα άλλο παθιασμένο χρώμα:«Τα χείλη σου ζήτησα / να βάψω τα χείλη μου / με βάμμα φιλιού»…Η θάλασσα πάντα παρούσα: «Μιλάω με τα κύματα / μήπως χωρέσουν / οι θάλασσές μου μέσα σου»…

Στο τρίτο μέρος της συλλογής η ποιήτρια παίζει με το παράλογο, με τις μεταστοιχειώσεις των λέξεων, με το συνταίριασμα αταίριαστων, κι όπως δηλώνει αυτοκριτικά: «Γράφω / για να ξύσω το χρώμα στους τοίχους / να φανούν οι μορφές στις ψηφίδες»… «Γράφω / για να ρίξω στάχτη στα μάτια της συνήθειας»…

Η ποίηση είναι αναγνωστική απόλαυση και ξάφνιασμα ομορφιάς. Η συλλογή της Ξανθίππης Ζαχοπούλου το επαληθεύει επάξια. Επιπροσθέτως θα λέγαμε ότι δύο τουλάχιστον ποιήματά της μπορούν να γίνουν σπουδαία τραγούδια. («Κυματιστά» και «Αυγουστιάτικο φιλί»).

Τη συγχαίρουμε και ευχόμαστε να αγαπηθεί και να διαδοθεί ευρέως η νέα της συλλογή, συναντώντας ανοιχτές καρδιές να απαγγιάσουν τα ποιήματά της. Γιατί όπως λέει η ίδια: «Άστεγα τα ποιήματά μου / αναζητούν ουρανό στις τρίλιες των πουλιών»…

.

ΑΡΧΟΝΤΟΥΛΑ ΔΙΑΒΑΤΗ

FRACTAL 22/12/2020

Παραληρώντας για του κόσμου το αγιάτρευτο

Παρθενικότητα, διαφάνεια, απαλότητα, νεανικότητα, αθωότητα, ονειρικότητα. Ένας κόσμος που έρχεται από την παιδική ηλικία ενός άλλου καιρού να συναντήσει την ομορφιά της Λογοτεχνίας , της φύσης, του έρωτα και της ελευθερίας – γράφω για να καταπιώ τον βόα του μικρού Πρίγκηπα/ και να γίνω ελέφαντας, αλλά και – γράφω για να ρίξω στάχτη στα μάτια της συνήθειας /στην καθημερινή απληστία της / αράχνη με υφαντά χρυσοποίκιλτα/ ουρανός φως σκοτάδι.

ΒΑΘΥΣ ΟΥΡΑΝΟΣ ΒΥΘΟΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ, με την παρήχηση στον τίτλο και με αφιέρωση σ’ αυτούς που παλεύουν / ν ’αγγίξουν έστω μια ίνα ουρανού, μήπως δεν το ξέρουμε – ας μην το κρύβουμε, διψάμε για ουρανό, κατά τον ποιητή .

Η ποιήτρια λέει τη ζωή «συλλαβιστά μ’ ένα ποτάμι» μέχρι να δει «τον κόσμο ν’ αστράφτει/ στολίδι στέρεο στο στερέωμα», σε δύσκολους καιρούς, «γονατιστά χρόνια». Γιατί αυτό είναι η ποίηση, «Ένα ελάχιστο βήμα πέρα απ ’τη λογική μας και την παραφθαρμένη μας όραση..». «Στιγμή/ αστραπή γνώσης/ – αυτό». «Και να ζητάς, εσύ, πόσο να ζητάς /την αποκατάσταση της ομορφιάς στον κόσμο». Η φύση, η τέχνη, ο εαυτός είναι η ομορφιά που θα σώσει τον κόσμο – έχει ειπωθεί εξάλλου από το αγαπητό στόμα του πρίγκηπα Μίσκιν.

.

ΑΝΝΑ ΓΡΙΒΑ

LITERATURE.GR 29/12/2020

Εκφραστική λιτότητα και τόλμη

Στην πρόσφατη ποιητική της συλλογή η Ξανθίππη Ζαχοπούλου μάς συστήνει το ιδιαίτερο ποιητικό της σύμπαν: ένα σύμπαν αιθέριο, αρμονικό και γεμάτο με τα μυστικά της φύσης. Το βιβλίο αρθρώνεται σε τρεις ενότητες. Στην πρώτη ενότητα που δίνει μάλιστα τον τίτλο της στο σύνολο του βιβλίου, τα ποιήματα δοκιμάζουν να ατενίσουν τα λεπτά όρια της ζωής και τις αόρατες διαστάσεις της φύσης: είναι σε αυτή ακριβώς την ενότητα που αξιοποιείται η ισορροπία μεταξύ του στοχασμού και των εικόνων, οι ανατροπές του μύθου και η τρελή ελευθερία της φαντασίας. Έτσι, ο λαβύρινθος γίνεται «ιεροτελεστία γνώσης/ Με τον Μινώταυρο/ Κάθε μέρα να μικραίνει/ Μέχρι να γίνει σπόρος/ Στη μήτρα της Πασιφάης» («ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ»), ενώ στο ποίημα «ΘΑΛΑΣΣΑ ΔΡΟΜΟΣ» «Οι δρόμοι τρελάθηκαν/και σηκωθήκανε/ να μην τους βρουν τα πόδια μας/…/ Μια θάλασσα μας δόθηκε/ εκεί να ισορροπούμε/ με τις πατούσες κύματα». Η θάλασσα και ο ουρανός γίνονται το διαρκές πέπλο όπου πατά ο άνθρωπος, γίνονται το ένδυμά του, το σπίτι του, οι δυνατότητες των ονείρων του, οι ενοράσεις του για τη μεταμόρφωση των υλικών πραγμάτων: «Ένας αστερίας δραπέτευσε στον ουρανό/ Η θαλασσινή μνήμη δεν τον άφησε να λάμψει» («ΔΡΑΠΕΤΕΥΣΗ»).

Στη δεύτερη ενότητα (ΠΤΕΡΩΤΑΣ), καταγράφεται με ευφυείς συλλήψεις η φύση και η οργιώδης δύναμη της ερωτικής ένωσης, αλλά και η κοσμογονική δύναμη του έρωτα. Ο έρωτας είναι εκείνος που πλάθει νέους εαυτούς, αναθεωρεί τα όρια και φέρνει πιο κοντά τον άνθρωπο στο μυστικό της ομορφιάς του κόσμου: «Πίσω από τις αισθήσεις/ κρύβεται ένα λαγωνικό/ που ξυπνάει μόνο/ όταν τρίζει η πόρτα/ από άνεμο ερωτευμένο» («ΛΑΓΩΝΙΚΟ»). Είναι χαρακτηριστικά στην ενότητα αυτή τα ποιήματα ιδιαίτερης εκφραστικής λιτότητας και τόλμης, όπως το ποίημα «ΤΑΥΤΙΣΗ», που κλείνει με μιαν απρόσμενη κορύφωση και μετάβαση από τον «τόπο» των σωμάτων στους ιερούς, αθάνατους τόπους: «Τα στήθια σου/ Οι βράχοι μου/ Ο ομφαλός σου/ Οι Δελφοί μου».

Η τρίτη ενότητα του βιβλίου (ΜΙΚΡΗ ΚΑΤΕΡΓΑΡΑ ΑΝΟΙΞΗ) περιλαμβάνει ποιήματα ποιητικής. Τα ποιήματα αυτά μοιάζουν με την κατακλείδα μια ποιητικής σύνθεσης που στο σύνολό της αποτελεί την προσπάθεια ανίχνευσης της δημιουργίας, ως κοσμικής αρχής και ως ανθρώπινης στάσης, ως πεδίου ανατροπής των ορατών και εισόδου στον κόσμο των δυνατοτήτων: «μια μικρή κατεργάρα άνοιξη που ζητά να ψαύσει τα πρόσωπά μας, να μεταμορφώσει τη χλωμή όψη του χειμώνα». Το ποίημα είναι πάντα μέρος ενός υπεραισθητού κόσμου, ένα «δώρο/ χρυσού φόντου/ σε πίνακα ουράνιο/ με τα φτερά αγγέλων».

Κλείνοντας, θα συμπύκνωνα την αξία του βιβλίου αυτού στην αξιοποίηση μιας ουσιώδους κληρονομιάς που προέρχεται από τον ελληνικό μοντερνιστικό λόγο –από τον στοχαστικό λόγο του Σεφέρη έως την επαναστατική δύναμη των εικόνων του Ελύτη– αλλά και από τον προαιώνιο ελληνικό λυρισμό, που πρώτοι μας συνέστησαν οι Έλληνες λυρικοί, εκεί όπου ο κόσμος και ο άνθρωπος, η ομορφιά και η εσωτερική αναζήτηση γίνονται πτυχές μιας κοσμοθεώρησης που διαρκώς εμπνέει και δημιουργεί.

.

ΜΑΚΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ

FREAR.GR 15/1/2021

Με τα πανιά της αισιοδοξίας

Αν μπορούσα να μείνω σε ένα μόνο χαρακτηριστικό της ποιητικής συλλογής της Ξανθίππης Ζαχοπούλου, θα επέλεγα την αισιοδοξία. Η πρώτη ύλη της λογοτεχνίας είναι, κατά κανόνα, η αγωνία, ο πόνος και το κακό. Σπάνια διαβάζουμε τόσο αισιόδοξη ποίηση, η οποία τόσο ως προς τον γενικό τόνο που τη διαπνέει όσο και στα θέματα είναι ελυτικής καταγωγής.

Πρόκειται για μια λυρική ποίηση με την αθωότητα που έχει το λευκό πανάκι που πλέει στη γαλάζια θάλασσα και αναζητά τη διαφάνεια και την ομορφιά του κόσμου.

Η τρίπτυχη δεύτερη συλλογή της Ζαχοπούλου περιλαμβάνει τις ενότητες «Βαθύς ουρανός βυθός θάλασσας», «Πτέρωτας» και «Μικρή κατεργάρα άνοιξη» με σαράντα ποιήματα και την εναλλαγή από ολιγόστιχα σε πολύστιχα ή ακαριαίο λόγο, συν ένα μικρό πεζό δίκην συνοπτικής ομολογίας πίστεως και προσωπικής ποιητικής ηθικής. Της ποίησης, δηλαδή, ως βήμα πέρα από την αγοραία λογική, ως αναβαπτισμένη όραση στην παρθενικότητα των πραγμάτων. Αυτό το αισθητικό της πιστεύω κωδικοποιείται και εκφράζεται εμπράγματα με τα ποιήματα της παρούσας συλλογής.

Ο έρωτας είναι μια από τις βασικές θεματικές. Έρωτας μεθυστικός, καλοκαιρινός, που ανιχνεύει με την αφή τη γεωγραφία των γυμνών σωμάτων και τη θέρμη των σεντονιών.

Οι ποιητές συνήθως διεκτραγωδούν, με πλησμονή και χωρίς οικονομία, τον πόνο του ιδιωτικού τους βίου. Αντίθετα, στην παρούσα συλλογή υπάρχει μια αθωότητα του υποκειμένου της γραφής, πνέει ένας ούριος άνεμος που πασχίζει να συλλαβίσει την «αόρατη των λουλουδιών γεωμετρία». «Λευκό πανάκι θα ανοίξω/ και θα σου στείλω/ το πιο γαλάζιο σ’ αγαπώ/ ταξιδεμένο/ Στεριά ν’ απλώσεις/ και να μου στρώσεις/ λευκό νησί σ’ ένα κορμί/ αγαπημένο».

Θα έλεγα ότι η γραμματική της γλώσσας της είναι θαλασσινή. Ακριβέστερα, χτίζεται με τα σύμβολα της φύσης, η παρουσία της οποίας είναι κυριαρχική στη συλλογή, με μια εικονοποιία που εξαντλεί τα σύμβολα του θαλασσινού κόσμου, όπως σηματοδοτείται ήδη από τον αντιπροσωπευτικό τίτλο. «Μια θάλασσα μας δόθηκε/ εκεί να ισορροπήσουμε/ με τις πατούσες κύματα/ με τους ανέμους πίστη μας/ και με τους βράχους στήριγμα/ Οι γλάροι ν’ ανεβαίνουνε/ ψηλά ως την αλήθεια μας/ και μέσα στους ορίζοντες/ να χάνεται ο κόσμος μας».

Ο ποιητικός λόγος ελέγχει το υλικό του και κατορθώνει να εκφράσει αυτό που επιδιώκει με τη μεταφορική γλώσσα και τα σύμβολα της ποίησης. Πρωτοπρόσωπος όταν υπερχειλίζει η ένταση του ερωτικού συναισθήματος, σε δεύτερο ενικό για τον αποδέκτη, αλλά και ως προσωπείο, σε πρώτο και τρίτο πληθυντικό όταν εκφράζει το κοινό αίσθημα: «Μ’ αυτούς που κάναν την Αγάπη/ ακρογιαλιά για να ’χει νόημα ο ήλιος/ Τα χέρια τους κλαδιά για να ακουμπάνε τα πουλιά».

Παρ’ όλο που ο έρωτας είναι βασική θεματική στη συλλογή, το «Με αφορμή το Υπόγειο» –του Ντοστογιέφσκι– υποδεικνύει μια άλλη κατεύθυνση στην ποίησή της. Μια φλέβα ανεκμετάλλευτη, που εδώ εμφανίζεται ελλειπτικά. Δεν είναι μόνον η διακειμενικότητα και μια φιλοσοφική κατεύθυνση που αρδεύει το ποίημα, αλλά ότι κατέχει τα γλωσσικά εργαλεία να παίξει σε όλη την ποιητική κλίμακα. Εν προκειμένω, στον αντίποδα της αισιοδοξίας και της ομορφιάς: να εκφράσει τον ανθρώπινο πόνο με μεταφορές χωρίς να ξεπέσει στην αισθηματολογία, με τη δύναμη και την ακρίβεια των εικόνων, να εκφράσει το στοχασμό της και να ανοίξει διάλογο με ένα από τα πιο σημαντικά έργα της παγκόσμιας πεζογραφίας χωρίς να παραβιάσει την ποιητική συνθήκη.

Η ποιητική συλλογή της Ξανθίππης Ζαχοπούλου –κόντρα στο ποιητικό ρεύμα της εποχής– είναι μια δροσερή ανάσα στους δύσκολους καιρούς που ζούμε, μια νησίδα αισιοδοξίας στο πέλαγος του φόβου και στο ζόφο των ημερών.

.

ΑΘΗΝΑ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ

FRACTAL 16/02/2021

Η Άνοιξη της Ποίησης

ΓΡΑΜΜΙΚΗ Β

….Γράφω
για αυτά που δε θα ειπωθούν
παρά με δύο λέξεις ή τη σιωπή
που βρίσκει ο Έρωτας ανοικτή για να γλιστρήσει
εκεί ανάμεσα στα στήθη της Αθωότητας

ΠΑΝΔΑΜΑΤΩΡ

Άνοιξα το ποτάμι μέσα μου
Κι έτρεξαν κελαηδισμοί από λέξεις
Σακατεύοντας τον χρόνο
Έτσι που στο τέλος να υποκλίνεται
Φτιάχνοντας μια ιστορία από την αρχή
Πώς ήταν εξ απαλών ονύχων η άνοιξη
Πριν γυρίσει κουρασμένος Νοέμβρης

Σακάτεψε τον χρόνο
Ετσι κι αλλιώς από το αίμα του ζεις
Γίνε πανδαμάτωρ με τη δημιουργία

ΥΠΕΡΒΑΣΗ

Φωτιά στο ηλιοβασίλεμα
θα’ ναι το άρμα της ημέρας
με την ταχύτητα φωτός
που έτρεξε τις στιγμές μας
Αυτές που γύρεψαν το φως της Εφηβείας
το φως μιας άλλης εποχής
Μ’ αυτούς που κάναν την Αγάπη
ακρογιαλιά για να ‘χει νόημα ο ήλιος
Τα χέρια τους κλαδιά
για να ακουμπάνε τα πουλιά
Το πρόσωπο ουρανό
να καθρεπτίζεται η Οικουμένη
και τη ζωή τους θάλασσα
να ταξιδεύει ο καιρός

Η ΖΩΗ

Η ζωή
Κουβαλάει την αλήθεια της
Στα καλντερίμια κερνάει τα ποτήρια της
Τσουγκρίζει στην υγειά της

Δακρύζει με τα μάτια μας
Αντέχει με τις λύπες μας
Φιλά με τα φιλιά μας

Μιλάει με τη φωνή μας
Ακούει με τα τραγούδια μας
Ταξιδεύει με τις ανάσες μας

Η ζωή
Τρεμοπαίζει την αλήθεια της
Ψάχνοντας τα καντήλια της
Για κάθε ζωή

Ανοίγει με τα βλέφαρά μας
Δειλιάζει με τους φόβους μας
Πονά με τη σιωπή μας .

ΠΟΛΕΙΣ

Πόλεις τσίγκινα δοχεία στη φωτιά
Πόλεις σημάδια από ρόδες φορτηγού στον δρόμο
Πόλεις συριγμός από άρρυθμες αναπνοές
Κοιτάζεις τον πηγαιμό σου και το έλα σου
Μια σκλαβιά αλυσοδεμένη στα πεζοδρόμια
Ποτήρια μισοάδεια που δε μέθυσες
Άσπροι πάτοι κώνεια βλέμματα

Πόλεις πατούσες θυμωμένου ελέφαντα
Πόλεις αναμμένα αναστενάρια μπούλμπερη
Πόλεις κρυφές νοσταλγίες ανόητων
Κοιτάζετε με τα γυάλινα μάτια ρινόκερου

ΟΛΟΓΙΟΜΟΣ

Η καρδιά οιστρά
στα νεφελώματα των αστεριών
Απόψε είσαι ολόγιομος
όσο μπορεί να φωτιστεί το σώμα
την καθαρότητά του αναζητώντας
Απόψε τα φωτεινά μονοπάτια σου
χορεύεις της θάλασσας
μπήγοντας το φως στον κάθε πόρο της νύχτας

ΛΑΓΩΝΙΚΟ

Πίσω από τις αισθήσεις
κρύβεται ένα λαγωνικό
που ξυπνάει μόνο
όταν τρίζει η πόρτα
από άνεμο ερωτευμένο
Φαίνεται πως ο φτερωτός
παίζει με τα δελτία καιρού
έτσι που στο τέλος τα αισθήματα
γίνονται ραγδαία εξαγνιστική βροχή.

Η ποίηση, γράφει η ποιήτρια Ξανθίππη Ζαχοπούλου στη δεύτερη συλλογή της « ΒΑΘΥΣ ΟΥΡΑΝΟΣ ΒΥΘΟΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ» ( εκδ. ΤΟ ΡΟΔΑΚΙΌ, 2020) δίνοντας μας με τον ορισμό τη δική της οπτική και τις δικές της προσδοκίες από την ποιητική τέχνη,

«δημιουργεί τον κόσμο από την αρχή ή καλύτερα τον αναβαπτίζει κι έτσι αποκαθαρμένος αγγίζει το πιο λεπτό μας αίσθημα, τη διαφάνεια και την παρθενικότητα που χάσαμε μαζεύοντας υλικά που μας ήταν άχρηστα….Είναι μια μικρή κατεργάρα άνοιξη που ζητά να ψαύσει τα πρόσωπά μας, να μεταμορφώσει τη χλωμή όψη του χειμώνα»

Και πράγματι, σε αγαστή συμφωνία θεωρίας και πράξης, από υλικά φυσικά και διάφανα, λαμπερά και πολύχρωμα σαν τα γυαλάκια και τα βότσαλα που ξέπλυνε στην ακτή η αρμύρα της θάλασσας, φτιάχτηκαν και τα ποιήματα αυτής της συλλογής κι αναβαπτίζουν τον κόσμο μας με τη δύναμη που δίνει η εσωτερική μεταμόρφωση, καθώς αυτή στηρίζεται σε μια νέα θέαση του κόσμου.

Η ποίησή της ένας ύμνος στη Ζωή, τον Έρωτα, τη Νεότητα, την ομορφιά μιας Φύσης που δεν έχει λαβωθεί ολότελα ακόμη από τον άνθρωπο, προσκλητήριο για δημιουργία με το βλέμμα αναπεπταμένο στον ουρανό και την ψυχή να γεμίζει με χρώματα, με ήχους, με λέξεις που έχουν τη μεταφυσική ικανότητα να συνθέτουν εικόνες, λέξεις που μιλούν όπως τα πουλιά στις δημοτικές παραλογές και είναι τα όπλα που μας χαρίζει η ποιήτρια για να νικήσουμε τον χρόνο, να υπερβούμε τον χειμώνα και τον θάνατο που οικονομεί, ώστε να περάσουμε στην αναγέννηση της Άνοιξης.

Κυρίαρχα στοιχεία σ΄αυτόν τον αγώνα και συχνά μοτίβα των στίχων της είναι αυτά του τίτλου: ο Βαθύς Ουρανός, σύμβολο και όριο της ανύψωσης, της πνευματικής και ψυχικής ολοκλήρωσης, της επίτευξης του οράματος κι ο Βυθός της Θάλασσας, το υπόστρωμα, το λησμονημένο υποσυνείδητο, τα πάθη κι οι στάχτες από τις φωτιές τους όπως γράφει στο πρώτο ποίημα της συλλογής ΑΝΥΠΟΠΤΗ ΑΓΑΠΗ, το γήινο του εαυτού μας που αναδεύεται με το πρώτο μελτέμι και θέλει να αναδυθεί από τα βάθη, να πετάξει ψηλά, να συναντήσει το Αιώνιο. Αυτή δεν είναι άλλωστε κι η βαθύτερη ανθρώπινη επιθυμία; Μια διαρκής πάλη με τον χρόνο και τη φθορά προσδοκώντας την αθανασία.

Η Τέχνη είναι αυτή που διαρρηγνύει το εφήμερο της ανθρώπινης υπόστασης. Η ποίηση το πετυχαίνει με τις λέξεις που καταγράφουν την εσωτερική γλώσσα και περιμένουν την προσωπική μας αποκρυπτογράφηση, το σπάσιμο του κώδικα μιας ιδιωτικής Γραμμικής Β. Η ποιήτρια χαρίζει τα κλειδιά. Γύρω σας είναι οι απαντήσεις, μας λέει χαμηλόφωνα, αρκεί να απλώσετε τη ματιά σας, να αφουγκραστείτε τον άνεμο, να ψαύσετε τα πράγματα και τα σώματα, να αφεθείτε στο ρεύμα του ποταμού, να ακούσετε το κελάηδισμα της γλώσσας.

Αυτές είναι οι πρώτες ύλες της συμπαντικής δημιουργίας κι η Τέχνη το φως που πέφτει πάνω της.

«Ποίημα μωρό γεννήθηκες από τα έγκατα τα σκοτεινά δάση κουκκίδα φως….δώρο χρυσού φόντου σε πίνακα ουράνιο με τα φτερά αγγέλων, χιτώνες φως ντύμα παραδείσιο στις μέρες της Εδέμ»

Μια γέννα κι η ποίηση, καθόλου εύκολη, έχει ωδίνες: «Τα ποιήματα έχουν πέτρινο σταυρό κι όλο γυρνάνε με τα χέρια πληγωμένα μα δεν τα νοιάζει ξέρουνε καλά πως αύριο θα ‘ναι πάλι αναστημένα». Η ποιήτρια δε φοβάται μήπως πληγωθεί, θαρραλέα προχωράει στην έκθεση του κόσμου της και μας παρασέρνει με το ιδίωμά της, που δεν είναι άλλο παρά η κινητήρια δύναμη όλων, ο αρμός των υλικών της και κάθε δημιουργίας, η θεμελιακή αρχή όλων, η Αγάπη: « Τα ποιήματα είναι πύργοι της Βαβέλ που όμως όλες τις γλώσσες τις μιλάνε μα ένα ιδίωμα γνωρίζουνε καλά πως ήρθανε στη γη για να αγαπάνε».Διακρίνεται, νομίζω, μια βαθιά θρησκευτικότητα στους στίχους της, όχι με την έννοια της θεοκρατικής ντεντερμινιστικής ερμηνείας της ζωής και του νοήματος της αλλά σαν μια Σπινοζική ανίχνευση αυτού, στην ομορφιά των πραγμάτων, των λεπτών αισθημάτων, στο οικολογικό Ρουσοϊκό πρόταγμα επιστροφής στην αρχική παρθενική απλότητα της φύσης. Ας μου επιτραπεί μια δεύτερη ανάγνωση, η ποιήτρια ανανεώνει ποιητικά και με το εντελώς δικό της ύφος τον Ανθρωπισμό της ποίησης του Νικηφόρου Βρεττάκου.

Η Ξανθίππη Ζαχοπούλου επιτυγχάνει τον στόχο της χειριζόμενη με αξιοθαύμαστη ευκολία τις νόρμες της παραδοσιακής και της μοντέρνας ποίησης, αφού ομοιοκαταληξία και μέτρο εναλλάσσονται με τον επικρατέστερο ελεύθερο στίχο. Ο εσωτερικός ρυθμός κυριαρχεί στα ποιήματα της συλλογής με τη χάρη του κυματισμού της θάλασσας που εμφανώς αγαπάει η ποιήτρια.

Εσωτερική ποίηση, πηγαία λυρική. Συνομιλεί διαρκώς με τις αισθήσεις,

αφομοιώνει τα αισθητηριακά δεδομένα τους και τα μετουσιώνει σε λέξεις ικανές να χαρίσουν όχι μόνο την αναγνωστική απόλαυση αλλά και την ανύψωση που κι η ίδια επιθυμεί: από τον Βυθό της Θάλασσας στον Βαθύ Ουρανό.

.

ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ “ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ” Τευχος 64 Απρίλιος 2021

Η δεύτερη ποιητική συλλογή της Ξανθίππης Ζαχοπούλου κυκλοφορεί υπό τον δίπτυχο τίτλο Βαθύς ουρανός Βυθός θάλασσας που διαμορφώνει έναν άκρως ενδιαφέροντα λεκτικό αντικατοπτρισμό και κατορθώνει, με τέσσερις και μόνο λέξεις, να δώσει την εικόνα του σύμπαντος κόσμου, όχι μόνο στην επιφάνεια, αλλά και στο βάθος της. Το βιβλίο συγκροτούν ελευθερόστιχα, κατά κανόνα, ποιήματα στα οποία, όμως, λανθάνει μία διάθεση και τάση «ζευγαρώματος» των ήχων, όχι εν είδει ομοιοκαταληξίας, όσο παρηχήσεων, οι οποίες
προσδίδουν μία χροιά μουσικότητας και καθιστούν πιο εύληπτο, καίριο και καταλυτικό το νοηματικό αποτύπωμα του ποιήματος.
Η ποίηση της Ζαχοπούλου είναι ενταγμένη σε ένα πλαίσιο μάλλον υπερρεαλιστικό, υπηρετούμενο όμως με μετριοπάθεια και με σαφή την ανάδυση ενός αισθήματος νοσταλγίας, τρυφερότητας και ποιητικής ενατένισης της ζωής. Ο υπερρεαλιστικός προσανατολισμός αναδεικνύεται και προβάλλει, μεταξύ άλλων, και από την σχεδόν πλήρη απουσία σημείων στίξης, επιλογή που παραπέμπει με ευθύτητα στο συγκεκριμένο ποιητικό κίνημα
και η οποία στοχεύει στην απόλυτη απελευθέρωση τόσο του ποιητή, όσο και του αναγνώστη να αποτολμήσει ο ίδιος τις παύσεις και τον σχολιασμό και, έτσι, να νοηματοδοτήσει με τον δικό του τρόπο το ποίημα. Η ποιήτρια κλείνει μέσα στις συνθέσεις της τα στοιχεία του κόσμου, με σαφή προτίμηση σε εκείνα που είναι φορείς του φωτός και του χρώματος, και τα καθιστά φορείς της δικής της ψυχοσύνθεσης και ιδιοσυγκρασίας. Αυτό, όμως, δεν συνεπάγεται απαραίτητα την αυτοαναφορικότητα της ποίησής της. Αντίθετα, το κέντρο βάρους εναποτίθεται στην ανθρώπινη ζωή, σαν γενική συνθήκη, και την ένταξη και ενσωμάτωση του εαυτού μέσα στο «όλον» της ανθρώπινης
ύπαρξης. Η Ζαχοπούλου στοχάζεται ποιητικά ή, αλλιώς, στιχουργεί στοχαζόμενη και αυτή ακριβώς η πρακτική οδηγεί ευθέως στην πρωταρχή της ποιητικής τέχνης που λειτουργεί απελευθερωτικά των διερωτήσεων και των προβληματισμών και δημιουργικά ή διαμορφωτικά της σχηματοποίησης και της αποτύπωσής τους: Η ζωή/ Τρεμοπαίζει την αλήθεια της/ Ψάχνοντας τα καντήλια της/ Για κάθε ζωή// Ανοίγει με τα βλέφαρά μας/ Δειλιάζει με τους φόβους μας/ Πονά με τη σιωπή μας («Ζωή»).
Στενά συνυφασμένο με την ανθρώπινη ύπαρξη και παρουσία είναι το αίσθημα του έρωτα στο οποίο η ποιήτρια αφιερώνει μια σειρά ποιημάτων που έχουν τον ρόλο και τη λειτουργία ενός ύμνου απέναντι στην καταλυτική του επενέργεια. Η ποιήτρια εξυμνεί τον έρωτα ακριβώς γιατί αναγνωρίζει
σε αυτόν μια μεταμορφωτική δύναμη που δεν αγγίζει μόνο τον άνθρωπο, αλλά και τον κόσμο. Διαμορφώνεται, δηλαδή, πάνω στο θέμα αυτό μία ποιητική άποψη που βλέπει στον έρωτα τη μορφοποιό ενέργεια του σύμπαντος κόσμου, κυρίως όμως της τέχνης μέσα στην οποία εναποτίθεται η ουσία και τα χαρακτηριστικά του. Η περιγραφή του έρωτα γίνεται με τους όρους μίας θεϊκής παρουσίας που εμποτίζει τον άνθρωπο και τον κόσμο και ενυπάρχει σαν σύμβολο μέσα σε κάθε πτυχή της εγκόσμιας πραγματικότητας: Μικρό καλοκαιρινό αγόρι/ σε είδα να πίνεις απ’τις πηγές του αιώνιου/ σταλαγματιές από αλήθεια, από θάλασσα/ να φιλάς τον ήλιο και να μην καίγεσαι/ να δαγκώνεις τη μέρα και να μην αντιστέκεσαι («Μικρό καλοκαιρινό αγόρι»).
Ο έρωτας, ως δύναμη πλαστουργός και δημιουργός του ανθρώπου και του κόσμου, βρίσκει το αντίστοιχό του στην ποίηση η οποία, κατά μία έννοια αποτελεί την πεμπτουσία της ζωής, την ύψιστη και ουσιωδέστερη εκδήλωσή της. Με μια ομάδα ποιημάτων που είναι αφιερωμένα στην ποιητική τέχνη, η Ζαχοπούλου διερευνά και ανατέμνει το ποιητικό φαινόμενο αντικρίζοντάς το ως το θαύμα της ζωής που μετεωρίζεται και ακροβατεί ανάμεσα στην απτή πραγματικότητα των λέξεων και στο ανέκφραστο της ψυχής. Η ποίηση
είναι ταυτόχρονα, λοιπόν, η σχηματοποίηση του ανέκφραστου, είναι όμως και το ίδιο το ανέκφραστο, γι’ αυτό ακριβώς και η αποτύπωσή του γίνεται με διάθεση αφαιρετική, εξπρεσιονιστική, συνειρμική: Μαραθώνιος/ Αφής/ Απόκρυφων τόπων//Κορμί/ Ελάχιστων φόβων/ Μέγιστο ερώτων// Στιγμή/
Αστραπή γνώσης/-αυτό-/ Ποίημα/ Ίαμα/Ζωής ασθμαίνουσας// Τηρείς/ Σιγή σοφίας/ Στον βυθό ιχθύων («Σιγή σοφίας»)
Η συλλογή της Ζαχοπούλου διατηρεί μία επιτυχή ισορροπία ανάμεσα στην αναγνωστική απόλαυση που επιδιώκει και προκαλεί και στη διείσδυση που πραγματοποιεί μέσα στα ενδότερα της ύπαρξης, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο αυτή προσλαμβάνει και εναρμονίζεται με τον περιβάλλοντα χωροχρόνο. Είναι δε εξαιρετικά σημαντικό ότι η εναρμόνιση αυτή συνδέεται στενά με τα φυσικά στοιχεία του αέρα, της θάλασσας, του ήλιου, της σελήνης, στοιχείο που ενώνει σε έναν πολυσύνθετο οργανισμό τον άνθρωπο, τον κόσμο και
την τέχνη.

.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

FRACTAL 8/4/2020

Με τα φτερά του έρωτα

Η ποίηση που σέβεται τον εαυτό της κι έχει λόγους ύπαρξης, υψώνεται στα μάτια του αναγνώστη σαν κάστρο ψηλό κι επιβλητικό. Ο αναγνώστης γνωρίζει πως κάπου υπάρχουν πύλες, όμως δεν τις διακρίνει με την πρώτη ματιά. Γνωρίζει ότι δεν πρέπει να έχει την αξίωση να τις βρει ορθάνοιχτες. Άλλωστε, πολύ συχνά, ό,τι προσφέρεται απλόχερα και χωρίς κόπο, γρήγορα κατατάσσεται στο μυαλό μας δίπλα στα ανούσια και βαρετά. Δε θέλω να πω μ` αυτό πως η ποιοτική ποίηση είναι κατ` ανάγκη ακατανόητη. Επιτρέψτε μου πάντως την άποψη πως η ποιοτική ποίηση δεν είναι εύπεπτη. Ακόμα κι αν δείχνει λεξιλογικά απλή, έχει πάντα βάθος δυσθεώρητο. Ό,τι γέννησε το πνεύμα κι η καρδιά ενός ανθρώπου δεν μπορεί να προσφερθεί με ρηχότητα, μόνο και μόνο για να μην κοπιάσει ο αναγνώστης. Η ποίηση της Ξανθίππης Ζαχοπούλου καλοδέχεται τον αναγνώστη και τον ταξιδεύει. Ηρεμεί το νου και την ψυχή. Είναι, όμως, ποίηση απαιτητική και βαθιά.

Η Ξανθίππη Ζαχοπούλου στη νέα της ποιητική συλλογή “Βαθύς ουρανός, βυθός θάλασσας”, μιλά για έναν έρωτα που δεν τρίβεται και δεν ξεφτίζει, αλλά παραμένει πάντα λαμπερός, ζωντανός, καθαρός, σχεδόν διάφανος. Είναι ο έρωτας της ψυχής που ποθεί να επιστρέψει στην ευτυχία που γνώρισε στον Κόσμο των Ιδεών, πριν επισκεφτεί τον φθαρτό και μάταιο κόσμο μας. Σύμφωνα με τις φιλοσοφικές θεωρίες του Πλάτωνα, αυτός ο έρωτας οδηγεί την ψυχή σε μια διαρκή αναζήτηση, σε μια διαρκή ανάταση, πάνω από τη σκόνη της ύλης, σε όσα αξίζουν πραγματικά, γιατί είναι αιώνια. Είναι μια ποίηση ανθρωπιστική, βαθιά φιλοσοφική, που αποφεύγει όμως να γίνει εγκεφαλική και στεγνή. Πλημμυρίζει από εικόνες που ρέουν γύρω, από φωνές που καλούν, από φώτα που σαγηνεύουν, καθώς η ψυχή αναζητά διαρκώς τον δρόμο της προς την άφθαρτη ομορφιά του “αιώνιου”.

Το βάθος του ουρανού και το βάθος της θάλασσας σύμφωνα με την ποιήτρια μάς βοηθούν να θυμηθούμε τη λησμονημένη μας καταγωγή. Τα πάθη, όμως, θολώνουν την όραση. Ο φθαρτός κόσμος μόνο σκόνη και στάχτη αφήνει. Η αγάπη, άπιαστη κι άφαντη, εξώκοσμη και μαγική, σαν ανεξάντλητη πηγή ενέργειας, γίνεται η δύναμη που μας στηρίζει στην αναζήτηση. Έτσι η φύση γίνεται ξαφνικά φιλική κι η ζωή κερδίζει ξανά αξία και νόημα. Ο έρωτας της ψυχής μας πλημμυρίζει γαλήνη κι η αρμονία μας διασώζει από το χώμα κι απ` τη φθορά του. Οι στιγμές μας περνούν με ταχύτητα φωτός. Μας σκεπάζει η λάμψη κι η φωτιά του ηλιοβασιλέματος. Η εφηβεία πόθησε το φως και την αγάπη. Τώρα ο καιρός ταξιδεύει σαν καράβι στη θάλασσα. Όσα μας πόνεσαν πέρασαν. Ακόμα κι αν η ζωή μάς λιθοβόλησε, υπάρχει πάντα περιθώριο για αναζήτηση της ομορφιάς. Μια στέγη να προσφέρει στη ζωή μας ασφάλεια και σταθερότητα είναι πάντα εφικτή. Μια στέγη που υψώνεται σε “αέρηδες ευωδιαστούς”:

Σπασμένοι καθρέφτες

Τώρα που μετράς
τις πέτρες που πέσαν στο κορμί σου
λιθοβόλια χρόνων χαλεπών
γυμνά στην άκρη των κυμάτων
τώρα μπορείς να χτίσεις τη σκέπη σου
με μύρτο και κανέλα και μυριστικά
να αναδύσεις τη ζωή σου
σε αέρηδες ευωδιαστούς χωρίς σταματημό

ταξίδια που λάτρευες
στο χέρι που λάτρεψες

Τώρα που μοιάζουν με παγόνια οι στιγμές
να μείνουνε τα μάτια ανοιχτά
με τα φτερά να πάνε σε εικόνες φωτεινές
εκεί που είναι σπασμένοι οι καθρέπτες
κι η μέρα είναι πάνω απ’ τους αιώνες
και το φεγγάρι καίει μες στις πυγολαμπίδες
κει που φλέβες της γης είναι τα δέντρα

και οι καρποί το αίμα για να ζούμε.

Η ζωή μάς προσφέρει γνώση κι η γνώση νικά τα παραμύθια και τον τρόμο που κρύβουν. Ο Μινώταυρος μικραίνει ολοένα. Γίνεται τόσο αδύναμος κι ανίσχυρος! Ο φόβος παύει να υπάρχει. Ίσως κάποτε ξαναγεννηθεί, αφού κατέληξε να γίνει σπόρος στη μήτρα της βασίλισσας. Η Αριάδνη, αχρείαστη πια, ξεκουράζεται στο μουσείο κι ο μίτος δεν είναι παρά το κουβάρι του ήλιου που ξετυλίγεται:

Ο Λαβύρινθος

Ο Λαβύρινθος
Μια ιεροτελεστία γνώσης
Με τον Μινώταυρο
Κάθε μέρα όλο να μικραίνει
Μέχρι να γίνει σπόρος
Στη μήτρα της Πασιφάης
Η Αριάδνη μια κόρη
Με βοστρύχους και πτυχές
Στο Μουσείο της Ακρόπολης
Κι ο μίτος μια ακτίνα
Που ξετυλίγει γρήγορα
κουβάρι του ήλιου.

H ψυχή πετά πέρα απ’ τη φθορά. Το αιώνιο αντιφεγγίζει τη λάμψη του στα μάτια μας, για να βρεθεί η ώθηση, η δύναμη, ο άνεμος που θα φουσκώσει τα πανιά στο ταξίδι:

Στολίδι στέρεο στο στερέωμα

Αυτό που χρειάζεσαι
μια νύχτα να περπατήσεις
με τα αστέρια να γυαλίζουν
τα μάτια σου κόψη ξυραφιού
να κόβουν τους δρόμους σε χάσματα
κενά και άλματα πέρα από τη φθορά
Ζητάς μια πρύμνη για να σπρώξεις το καράβι
να γίνεις ο άνεμός του
να γίνει το ταξίδι σου στον κόσμο […]

Β΄ πρόσωπο λοιπόν, κι ένας ζεστός εμπιστευτικός – συμβουλευτικός τόνος, χωρίς δογματική αυστηρότητα. Τι θα απογίνουμε -λέει- αν χαθεί για πάντα η ομορφιά, αν πάψουμε να την προσέχουμε γύρω μας στα μικρά κι ασήμαντα της ζωής; Τι θα απογίνουμε αν τα μάτια μας πάψουν να την αποζητούν; Είναι πολύ σημαντικό να μην ξεχάσει ποτέ ο άνθρωπος την αναζήτηση της ομορφιάς:

Αποκατάσταση της ομορφιάς

Ακόμα υπάρχουν πεταλούδες
Φαντάσου να λείψουν οι πεταλούδες από τον κόσμο
Τα εύθραυστα στον άνεμο φτερά
Το αλαφρό πέταγμα
Η ομορφιά

Φαντάσου να λείψει
το τριγωνικό σχήμα της σιωπής
στην αόρατη των λουλουδιών γεωμετρία […]

[…]

Και να ζητάς εσύ, πόσο να ζητάς
την αποκατάσταση της ομορφιάς στον κόσμο.

Λουλούδι ξεχωριστό

[…]

όμως να ανθίζεις
γιατί έτσι μας θέλει η ζωή
λουλούδι ξεχωριστό ο καθένας.

Θα έλεγα πως η ποιήτρια επιθυμεί ο κόσμος να αποκτήσει την ομορφιά που του αξίζει, σύμφωνα με την ετυμολογία της λέξης, από το ρήμα «κοσμώ». Να γίνει ξανά ένα στολίδι! Βροχή φεγγαριών, πυγολαμπίδες, κι ανάμεσά τους φλόγα άσβηστη η αγάπη. Οι αναμνήσεις μας φέρνουν πίσω στα ήρεμα παιδικά μας χρόνια, με τα ανοιχτά παράθυρα στο φως. Ας μένουν ανοιχτά τα παράθυρα, «κι ας γίνονται έρμαιο των ανέμων», συμπληρώνει η ποιήτρια. Κι έπειτα δυναμικές υπέρ-ρεαλιστικές εικόνες παρμένες από τη θάλασσα: Η γλώσσα των ανθρώπων είναι απέραντη σαν τη θάλασσα και το να αναζητάς λέξεις μοιάζει σαν να αναζητάς βράχους σπαρμένους στα μακρινά πελάγη. Τα μαλλιά σου γίνονται φύκια, το κορμί διάφανο σαν το νερό κι ένας αστερίας δραπετεύει και γίνεται αστέρι στον ουρανό. Παντού το ωραίο ταξίδι κι η αναζήτηση της ομορφιάς με όλες τις αισθήσεις, όπου κι αν κρύβεται. Η ποίηση σπέρνει τριαντάφυλλα εκατόφυλλα, για να ματώσει με τα κόκκινα πέταλά τους τη νωχελική πλήξη των ανθρώπων. Η ποίηση πολεμά την πλήξη. Φέρνει ξανά στη ζωή μας την ευαισθησία του ονείρου. Η ποιήτρια τονίζει διαρκώς την ανάγκη για ανάταση ψυχής, αλλιώς θα καταντήσουμε να έρπουμε στο χώμα, νικημένοι από τη ματαιοδοξία της ύλης και της φθοράς:

Ακαριαία

[…]

Ο ουρανός μιλά
με αλφαβήτα ακατάληπτη
Γι’ αυτούς που έρπουν
με τις σαλαμάνδρες

Η ποιήτρια δε ζει στον δικό της προστατευμένο χώρο. Δε βρίσκεται εγκλωβισμένη σε κάποιο παράλληλο σύμπαν, σε μια εικονική πραγματικότητα ομορφιάς και αρμονίας. Τη βλέπει την ασχήμια, όταν μιλάει για «του κόσμου το αγιάτρευτο». Την ώρα που η πόλη καίει σαν σκεύος πάνω στη φωτιά και τα τροχοφόρα περνούν με κρότο, αναρωτιέται αν μέσα στις ανούσιες μηχανικές επαναλήψεις, στα τόσα δρομολόγια, σε τόσο καταναγκασμό, είναι δυνατό να ανακαλύψει κανείς την ψυχή του. Κρότοι, φως εκτυφλωτικό, ζέστη, αποχαύνωση και γυάλινα ψυχρά μάτια παντού. Τα «κώνεια βλέμματα» την ενοχλούν και τη θλίβουν:

Πόλεις τσίγκινα δοχεία στη φωτιά
Πόλεις σημάδια από ρόδες φορτηγού στον δρόμο
Πόλεις συριγμός από άρρυθμες αναπνοές
Κοιτάζεις τον πηγαιμό σου και το έλα σου
Μια σκλαβιά αλυσοδεμένη στα πεζοδρόμια
Ποτήρια μισοάδεια που δε μέθυσες
Άσπροι πάτοι κώνεια βλέμματα
Πόλεις πατούσες θυμωμένου ελέφαντα
Πόλεις αναμμένα αναστενάρια μπούλμπερη
Πόλεις κρυφές νοσταλγίες ανόητων
Κοιτάζετε με τα γυάλινα μάτια ρινόκερου

Το ποίημα που ακολουθεί στηρίζεται στο “Υπόγειο” του Ντοστογιέφσκι, έργο ολιγοσέλιδο και βαθιά φιλοσοφικό, που πραγματεύεται τη σύγκρουση ανάμεσα στη λογική και το συναίσθημα. Η αναφορά της ποιήτριας περνάει αθόρυβα το μήνυμα ότι αυτοί οι προβληματισμοί σημαδεύουν και τη δική της σκέψη. Αμείλικτο το ερώτημα στο τέλος του ποιήματος: Πολλοί άνθρωποι γύρω μας ζουν, αλλά είναι βέβαιοι πως ζουν τις δικές τους ζωές;

Με αφορμή το ‘’Υπόγειο’’

Το βλέμμα σου
Δεν είναι βλέμμα σου
Αλλά το στέγνωμα μάσκας
Στο ραγισμένο πρόσωπο του κόσμου

Μια σιδερογροθιά όμως
Να ματώνει ζητά
Τα δόντια που ροκανίζουν
Τον τρυφερό του άνθους μίσχο
Που δεν την άνοιξη πρόλαβε

Αυτό που ντύθηκες
Μισοτελειωμένης ρούχο ζωής
Που άγγιξε την ανάσα της
Αλλά που δεν την ένιωσε
Τη θαλπωρή της να σε καίει

Φωτιά Ζωής

Που μάστοροι δε βρέθηκαν
Για να τη χτίσουν
Σε κάποιο υπόγειο
Να ξεχαστεί απ’ τους αιώνες
Αλλά να ζήσει τη ζωή της

Άραγε ζωές πολλές υπάρχουνε
Που ζούνε τη Ζωή τους;

Για τους λόγους αυτούς, η ποιήτρια ετοιμάζει την απόδρασή της εκεί που ο αέρας είναι καθαρός, εκεί που οι ήχοι γίνονται μελωδικοί, εκεί που είναι τα ανοιχτά ακρογιάλια. «Μ` έναν λόγο δραπέτη», γεμάτη έρωτα και δίψα για ζωή, ακολουθεί τα πουλιά που ταξιδεύουν μαζί της, ενώ γύρω της, εκρήξεις πυροτεχνημάτων γεμίζουν τον δικό της ουρανό. Είναι μια ποίηση εκλεπτυσμένη κι ακριβή που χτίζει λέξη τη λέξη έναν κόσμο γαλήνης κι αρμονίας. Αυτή τη γαλήνη, η ποιήτρια τη μοιράζεται γενναιόδωρα με τον αναγνώστη.

Ερωτικόν

[…]

Μιλάω με κύματα
μήπως και χωρέσουν
οι θάλασσές μου μέσα σου

[…]

Μιλάω με βροχές
μήπως και ανθίσει
η γη σου που δίψασε

Ο έρωτας φορά λευκά. Γίνεται άγγελος να φέρει το μήνυμα της άνοιξης. Η φωνή του ανοίγει τα φύλλα της καρδιάς και τα μυστικά γίνονται ήχοι. Ο έρωτας ανοίγει πανιά, ταξιδεύει και τα κορμιά γίνονται γνώριμα νησιά. Πάνω απλώνονται τα νεφελώματα των άστρων και κάτω τα πρόσωπα μοιάζουν σαν φεγγάρια ολόγιομα. Ο έρωτας χαρίζει φως και τα σώματα γίνονται διάφανα. Ποια είναι η άποψη της ποιήτριας για το έργο της; Ας δούμε πώς περιγράφει η ίδια τα ποιήματά της:

Τα ποιήματα έχουνε χορδές που παίζουνε τις μουσικές των ερώτων.

[…]

Τα ποιήματα έχουν αστραφτερά σπαθιά κι όλο χαράζουνε βαθιά λέξη τη λέξη

Το κάθε ποίημα είναι:

«Ποίημα μωρό»
«ποίημα δώρο»
Τα λόγια της έχουν:
«Συλλαβές απόκοσμες»
«Κόκκους αστεριών»
«Ανύποπτα σκοτάδια»
«φίλημα ανέμου»

Η ποιήτρια εξηγεί τους λόγους για τους οποίους γράφει. Ξέρει καλά πως χωρίς την ποίηση είναι εύκολο να την ισοπεδώσει η ανούσια- πεζή καθημερινότητα:

Γράφω για να μην πέσω στα τέσσερα
Άλλλος ρινόκερος του εαυτού μου.

(Σημείωση: Η ορθογραφία με τα τρία “λ” ανήκει στην ποιήτρια).

[…]

Για να ρίξω στάχτη στα μάτια
Στην καθημερινή απληστία της συνήθειας.

Η ποίηση της Ξανθίππης Ζαχοπούλου λάμπει σαν ολόγιομο φεγγάρι. Είναι ποίηση γοητευτική που εξευγενίζει την ψυχή. Δεν είναι ποίηση δύσκολη κι απρόσιτη. Δεν είναι όμως και “ξεκλείδωτη!” Αναζητώντας λοιπόν “τα κλειδιά” για να μπω στα ενδότερα, διάβασα προσεκτικά το κείμενο με το οποίο αρχίζει η Τρίτη ενότητα που έχει τίτλο «Μικρή κατεργάρα άνοιξη». Η ποιήτρια σημειώνει πως η ποίηση καλείται να υπερβεί την πραγματικότητα, να υπερβεί τη λογική, να αναδημιουργήσει τον κόσμο και να μας δώσει πίσω ένα μέρος της χαμένης μας αθωότητας. Μπορεί να παίζει κρυφτό, το κάνει όμως γιατί είναι πολύτιμη και σκοπεύει να ενδώσει μόνο σε όσους αναγνώστες διαθέτουν εξασκημένα αισθητήρια. Είναι μια “Μικρή κατεργάρα άνοιξη” που παίζει και γελά και που νικά τη χειμωνιά στην καρδιά μας.

Νιώθω πως είναι αδύνατο να περιγράψει κανείς ένα αξιόλογο ποιητικό βιβλίο, όσες σελίδες κι αν του αφιερώσει. Σ` αυτή την λεπτή κι αιθέρια ποίηση βρήκα κόσμους απερίγραπτης ομορφιάς. Δεν είναι γραμμένη με μελάνι. Είναι καμωμένη από φως! Έτσι είναι πάντα η αληθινή ποίηση!

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΟΥΣΚΑΣ

PASPARTOU 03.03.2021

Με κύκλους διαστέλλοντες των αισθημάτων

Σε μία προσπάθεια να ανοίξει όσο περισσότερο γίνεται ο κύκλος με την κιμωλία της Ποίησης, τούτο το κλειδί, από την αρμαθιά του Paspartou.gr, ξεκίνησε ήδη να δοκιμάζει το ξεκλείδωμα της αυλόπορτας ενός μόνο ποιήματος από ένα επιλεγμένο βιβλίο (παραθέτοντάς το ολάκερο), αφήνοντας (και προκαλώντας συνάμα) τους αναγνώστες να ανακαλύψουν μόνοι τους τα υπόλοιπα.

Στη δεύτερη τούτη απόπειρα επελέγη το ποίημα ΤΟ ΒΟΤΣΑΛΟ από το βιβλίο της Ξανθίππης Ζαχοπούλου, ΒΑΘΥΣ ΟΥΡΑΝΟΣ ΒΥΘΟΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ, εκδόσεις Το Ροδακιό, 2020, του οποίου το εξώφυλλο κοσμεί μία άκρως ερωτεύσιμη ζωγραφιά του Emil Nolde, με την τυποτεχνική του αρτιότητα να αγγίζει τα όρια της τελειότητας (χαρακτηριστικό των συγκεκριμένων εκδόσεων). Η επιλογή έγινε έχοντας υπόψη το σύνολο του έργου της ποιήτριας, του οποίου θεματικοί κύριοι άξονες θεωρώ πως είναι δύο: ο έρωτας και η θάλασσα.

ΤΟ ΒΟΤΣΑΛΟ

Το βότσαλο
Σημάδι του καλοκαιριού
Εισχώρησε στις μέρες μας
Του χειμώνα

Άλλοτε πέφτει στις λίμνες μας
με κύκλους διαστέλλοντες των αισθημάτων
Άλλοτε πολύτιμο πετράδι
κρέμεται στον λαιμό μας
Άλλοτε γεννάει βράχους
και μας συνθλίβει

Το βότσαλο
της ακτής που ξαπλώσαμε τα σώματά μας
με γυμνό τον έρωτα
κουβαλά τα μυστικά της Μεσογείου
τα μυστικά των ερώτων

Κατοίκησε τις μέρες μας
κυλάει ανάμεσα στις στιγμές μας
αναζητώντας τη σχισμή επίμονα
για να γλιστρήσει για πάντα στη Ζωή μας

Μόνος. Χειμώνας.

Έρχεται πυκνή σαν θάλασσα η αλήθεια σου1 και με πνίγει. Στα χέρια μου το βιβλίο. Ξέρεις ποιο. Εσύ πάντα ξέρεις. Εγώ; Προσπαθώ. Αβέβαιο όμως το αποτέλεσμα.
Η ποίηση … είναι μια κατεργάρα άνοιξη που ζητά να ψαύσει τα πρόσωπά μας, να μεταμορφώσει τη χλωμή όψη του χειμώνα2, έτσι διάβασα κάπου.
Κι οι λέξεις;

Οι λέξεις βότσαλα / κοράλλια, μέδουσες3.

Θυμήθηκα, το βότσαλο που μου έδωσες την πρώτη φορά που πήγαμε μαζί στο ακρογιάλι, λείο, στιλπνό σαν τον έρωτά μας, καλοκαιρινό, υγρό ακόμη, λαμπυρίζον. Μνήμης ορόσημο, το έχω πάντοτε μαζί μου,

Το βότσαλο
Σημάδι του καλοκαιριού
Εισχώρησε στις μέρες μας
Του χειμώνα

και ζεσταίνει τη μοναξιά, γεφυρώνει την απομάκρυνση, μαγικό,

Άλλοτε πέφτει στις λίμνες μας
με κύκλους διαστέλλοντες των αισθημάτων

περνά με ευκολία από το νόστο στο άλγος, ταράζει τη στασιμότητα, τη λογική, ξυπνά τα ναρκωμένα μας αισθήματα, αυτά που μόνοι μας πνίξαμε στα τοξικά νερά της κοινωνικής συμβατότητας και τα φουντάραμε στο βυθό της δήθεν αναγκαιότητας, αυτά που νικήθηκαν από το φόβο και την υπεραξία που δώσαμε στους άλλους, τα διαστέλλει, αρχίζουν να φουσκώνουν, μεγαλώνουν τόσο που μας ξεπερνούν, μας τυλίγουν σαν να θέλουν να μας προστατέψουν, μας περιέχουν, όπως το μπαλόνι την πνοή μας, είμαστε μέσα τους, με το βότσαλό μας στο κέντρο να ακτινοβολεί ομόκεντρους διαστέλλοντες κύκλους, να αναβοσβήνει,

Άλλοτε πολύτιμο πετράδι
κρέμεται στον λαιμό μας

σαν να θέλει να πει

«είμαι εκεί, με πρωτακούμπησαν τα χέρια εκείνης, μετά και των δυο σας καθώς φίλησες τα δικά της όταν με έδινε σε σένα και τώρα, να ’μαι, ακουμπώ ξανά στο σώμα σου, κατάσαρκα, κομμάτι της, μνήμη μαρμαρωμένη, στέκομαι εδώ, απορροφώ μέρος της φωνής σου, πάλλομαι με τους παλμούς σου, μην έχεις αυταπάτες, κάθε σου λέξη σε εκείνη απευθύνεται, όπως και κάθε σου εκπνοή»,

το βότσαλο νιώθει, μιλάει:

Φωνή θα γίνω / και θα φυσήξω / μέσα στα φύλλα της καρδιάς / κι αν κινηθούμε / θα πει πως ζούνε / τα πιο βαθιά μου μυστικά4

το ξέρεις καμάρι μου, ζούνε, εντός μου, κειμήλια ιερά, άλλο αν τώρα γίναμε έτσι, άλλο που τον κανόνα ακολουθήσαμε, σου έλεγα θυμάμαι

Οι άνθρωποι / βουβές σχεδίες σε θάλασσες /…/ Στεγνώνουν / μόνο όταν ημερεύουν / Λιθάρια δύσκολων καιρών / Γυμνά στην άκρη των κυμάτων5

χωρίς να συνειδητοποιώ πως προφήτευα και για μας το ίδιο, φυσιολογικό, όταν είσαι ερωτευμένος δεν βλέπεις αντικειμενικά, δεν θέλεις να ακούσεις καν για αλλαγές, θέλεις τον άλλο έτσι για πάντα, όμως ιδού, ως και το βότσαλο κάποιες φορές αλλάζει,

Άλλοτε γεννάει βράχους
και μας συνθλίβει

πάνω στο απόκρημνο των αποφάσεων, της υποταγής, της παραίτησης, της ατολμίας, της μοίρας θα μου πεις, έχω ενστάσεις, δεν ξέρω πια —υπάρχει μοίρα;— μετά από σένα δεν μου απέμειναν και πολλές βεβαιότητες, ένα μόνο νομίζω πως γνωρίζω καλά,

Το βότσαλο
της ακτής που ξαπλώσαμε τα σώματά μας
με γυμνό τον έρωτα
κουβαλά τα μυστικά της Μεσογείου
τα μυστικά των ερώτων

όλων όσων ευοδώθηκαν από αυτούς οι οποίοι ενώθηκαν δίπλα ή μέσα στη θάλασσα, λες και η θάλασσα είναι Θησαυροφυλάκιο Ερωτικής Μνήμης, κρυμμένο στα έγκατα της Τράπεζας της Ζωής, και τα φυλάει με ασφάλεια, ανέγγιχτα από το χρόνο, μαζί με τα δικά μας μυστικά,

όλη την ηδονή, την εμπειρία, την απογείωση, το σμίξιμο κάτω από τον ουρανό, όπως ήμασταν γυμνοί, βρεγμένοι από τα νερά της, κρατώντας το βότσαλο ανάμεσα στα μπλεγμένα δάχτυλά μας, ψηλαφώντας την αγνότητα της στιγμής, την ιερότητά της, χαμένοι στην απεραντοσύνη του να αγναντεύουμε το πέλαγο μαζί, γιατί

διάφανο το κορμί / σταγόνα που κλείνει μέσα της την οικουμένη6

και πώς αλλιώς,

θυμάμαι όταν μου έλεγες

«Τα πόδια σου / Τα σύνορά μου /…/ Το μήκος σου / Η σκάλα μου // Τα στήθια σου / Οι βράχοι μου //Ο ομφαλός σου / Οι Δελφοί μου7»

κι εγώ επαναλάμβανα ψιθυριστά στο αυτί σου τα ίδια,

«Τα πόδια σου / Τα σύνορά μου /…/ Το μήκος σου / Η σκάλα μου //Τα στήθια σου / Οι βράχοι μου // Ο ομφαλός σου / Οι Δελφοί μου»

εκεί ένιωσα για πρώτη φορά την αμοιβαιότητα ως προϋπόθεση του αληθινού έρωτα, αυτού που φούντωνε ακόμα και την ώρα που σε έβλεπα να κοιμάσαι, την ώρα που σε έβλεπα ανήσυχη να ξυπνάς και σου μουρμούριζα:

«το σύννεφο επέστρεψε στα μάτια σου / βρέχει βλεφαρίδες κι όνειρα / που άντεξαν κάπου στη σχισμή του ύπνου8»

κι εσύ περιπαίζοντας με κοίταγες στα μάτια, μου χάιδευες τα μαλλιά και μου έλεγες

«με κόκκους αστεριών / θα φυσήξεις τη μέρα / σε αμμουδιά καλοκαιριού9»

αχ!,
γιατί να μην κρατά η ευτυχία για πάντα, γιατί

Οι νύχτες κάποτε ξεχνούν / ότι ο έρωτάς τους είναι το σκοτάδι10

και έρχεται η ώρα που ένα βότσαλο —όχι όμως οποιοδήποτε βότσαλο, αλλά το βότσαλό μας—, τρυπώνει,

Κατοίκησε τις μέρες μας
κυλάει ανάμεσα στις στιγμές μας
αναζητώντας τη σχισμή επίμονα
για να γλιστρήσει για πάντα στη Ζωή μας

λες και δεν έχει ήδη γλιστρήσει, λες και δεν είναι πάντα εκεί, λες και εγώ δεν πηγαίνω συνέχεια στη δικιά μας παραλία, λες και δεν

μιλάω με κύματα / μήπως χωρέσουν / οι θάλασσες μου μέσα σου11

λες και δεν προσπαθώ γράφοντας να αντέξω το βάρος,

ναι, εσύ τουλάχιστον από την αρχή το είχες καταλάβει,

γράφω / για αυτά που δε θα ειπωθούν / παρά με δύο λέξεις ή τη σιωπή / που βρίσκει ο Έρωτας ανοικτή για να γλιστρήσει / εκεί ανάμεσα στα στήθη της Αθωότητας12

όπως τότε, που έβαλα το βότσαλο ανάμεσα στα στήθη σου και συμπλέκονταν με τόση αθωότητα οι άκαμπτες καμπύλες του με τις εύκαμπτες δικές σου,

γιατί αθώος είναι πάντοτε ο Έρωτας καλή μου,
οι άνθρωποι γίνονται πονηροί,
ο δικός μας, αθώος κι αυτός,
όσο για τα αισθήματά μου, κοχύλια δίπλα στο βότσαλό σου,

κοχύλια βεντάλιες / κοχύλια σπείρες / γυρίζουν τους ανέμους σου13

ψάχνοντάς σε στο κάθε τι, συνέχεια, όσο πιο μαλακά γίνεται αφού

η σκληρή όψη των πραγμάτων / είναι αυτή που δεν συγχωρούμε14

κι εγώ,
προσπερνώντας και συγχωρώντας, αρχής γενομένης από τον εαυτό μου, προσπαθώ να ανήκω

σ’ αυτούς
που παλεύουν ν’ αγγίξουν
έστω μια ίνα ουρανού15.

Αναρωτιέμαι,
έχεις κρατήσει άραγε το βότσαλο που σου χάρισα τότε;

Αναφορές

1-14: στίχοι ποιημάτων από τη συλλογή
15: μότο του βιβλίου

.

ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ

ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ 10/10/2021

Στον βυθό της γλώσσας

Η νέα ποιητική συλλογή της Ξανθίππης Ζαχοπούλου υπερασπίζεται μία γλώσσα πειραματική. Ο υπερρεαλισμός προσφέρει το κατάλληλο υπόβαθρο για τέτοιους πειραματισμούς, που τελικά φέρνουν σε σύγκρουση την ποιητική της Ζαχοπούλου με τον λόγο της μαζικής κουλτούρας. Προσπαθεί να βρει τα «όρια» της γλώσσας, να την επανακαθορίσει ως περιγραφική ένταση και να προσπεράσει τι φατική λειτουργία της καθημερινότητας. Η «αυθαιρεσία» δημιουργεί την αίσθηση της υπέρβασης των ορίων της πεζής γλώσσας. Δημιουργεί ένα αλληγορικό σύμπαν παραλλήλων μηνυμάτων ενεργοποιώντας τη φαντασία του ακροατή/αναγνώστη.

Με την επίταξη του υπερρεαλίζοντος πειραματισμού η δημιουργός αντιτάσσεται στη δεσποτεία του ορθού λόγου και την εργαλειοποίηση της γλώσσας με τη συνθηματική λειτουργία που κυριαρχεί στον δημόσιο λόγο. Προάγει μία αισθητική που συμπλέκει τον πειραματισμό με την εικόνα και τον προβληματισμό. Ο μεταμοντέρνος υπερρεαλισμός δεν επιδιώκει να αποδομήσει το νόημα, αλλά –σε αντίθεση με το μεσοπολεμικό κίνημα– αναζητά να το ανασυνθέσει με τρόπο ευφάνταστο. Το παράλογο συμπλέει με το μήνυμα (εκ των πραγμάτων μία λογική διεργασία) και ο πειραματισμός με την άσκηση ενός δημιουργικού κριτικού λόγου.

Τα μεταμοντέρνα υπερρεαλιστικά χαρακτηριστικά της ποιητικής της γλώσσας ανοικειώνουν το κείμενο. Ο γλωσσικός πειραματισμός της Ζαχοπούλου αφαιρεί την αυτοματοποιημένη αντίληψη για το νόημα και τη λέξη, ακριβώς μέσα από τη φωνητική και λεκτική δομή τους, δημιουργώντας νέες νοητικές δομές. Η λέξη γίνεται αισθητή όχι ως αναπαράσταση του αντικειμένου (σημαινόμενο) αλλά ως μια ειδικού βάρους μορφή με τη δική της σχεδόν αυθύπαρκτη αξία μέσα στον στίχο. Απομακρύνει τις λέξεις από την αυτοματοποιημένη χρήση τους και το συνηθισμένο νόημα, εισάγοντας νέους συνδυασμούς, εξωτερικεύοντας το βίωμα μέσα από ένα συγκινησιακό πρίσμα. Οι τολμηρές λεκτικές συνενώσεις, ισορροπώντας μεταξύ εικονοπλασίας και αλληγορίας, διανθίζουν με διπλά νοήματα τον στίχο.

Η Ζαχοπούλου αφήνει ένα ανοιχτό στην αναγνωστική πρόσληψη κείμενο. Ο μεταφορικός λόγος στη σύζευξή του με το άλογο καθιστά τον ακροατή ενεργητικό δεκτή, ταξιδεύοντας τον σε ένα παζλ εικόνων. Η κατασκευή των εικόνων υπηρετεί τη σύνθεση του υπαρξιακού (κυρίως) προβληματισμού της. Το λυρικό βάθος των εικόνων αποτελεί τη βάση και τη λογική/νοηματική παρέκκλιση της σύνθεσης. Οι τολμηρές μεταφορές και αλληγορίες ενίοτε αυτονομούνται σε βάρος του προβληματισμού. Οι υπερρεαλιστικές γλωσσικές επιλογές αποτελούν μία μετεξέλιξη της ποιητικής σε αισθητικό επίπεδο. Ο στίχος σφυρηλατείται στο αμόνι του πειραματισμού με υλικά τη φαντασία και το όνειρο. Έτσι αναδύεται μία γλώσσα που συγκρούεται με την πεζότητα απελευθερώνοντας τελικά τη γραφή.

Η ποίηση όμως είναι μία δραστηριότητα συλλογική. Έχουμε ανάγκη να επιστρέψει η ποίηση στο κοινόν, από όπου ξεκίνησε. Η ποιητική της Ζαχοπούλου προτείνοντας μία υπερρεαλίζουσα γλωσσική αισθητική, θέτει τις βάσεις για κάτι τέτοιο. Αναζητά ακόμη τον δρόμο που θα προάγει τον γόνιμο προβληματισμό για τα πάθη της κοινότητας, το εφήμερο και το απρόβλεπτο του ανθρώπινου βίου. Και η μόνη λύση βρίσκεται στην καλλιέργεια της γλώσσας και τον πειραματισμό. Η ποιήτρια θα μας γοητεύσει στο μέλλον, όχι μόνο με τον υπερρεαλίζοντα λυρισμό της, αλλά με πιο ολοκληρωμένες προτάσεις, όπως ορισμένες αξιόλογες συνθέσεις αυτής της συλλογής (βροχή φεγγαριών, κυματιστά, δραπέτευση, φύλλα αγριοκέρασο σου, μάσκα ευτυχία, με αφορμή το υπόγειο, πόλεις, ναυάγια στο Αιγαίο και στο δωμάτιό μου).

.

ΜΑΡΕΜΑ (2016)
ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΗΤΡΑΚΑΣ

Ομιλία στην παρουσίαση της ποιητικής συλλογής ‘’Μάρερμα’’

Ήταν Νοέμβριος του 2014. Στο Βαφοπούλειο Πολιτιστικό Κέντρο Θεσσαλονίκης λειτουργούσε η έκθεση ζωγραφικής « Ο βυζαντινός κόσμος του Μητράκα». Ένα ήρεμο βράδυ μια ομάδα επισκεπτών ξεναγήθηκε από τον ζωγράφο και κουβέντιαζαν για ποίηση και ζωγραφική που ουσιαστικά είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Μεταξύ των παρευρισκομένων ήταν και η κυρία Ξανθίππη Ζαχοπούλου, η οποία στο τέλος της συζήτησης έδωσε στον ζωγράφο μερικά χειρόγραφα ποιήματα μιας συλλογής που δεν είχε εκδώσει ακόμη. Ο ζωγράφος έβαλε τα ποιήματα στον χαρτοφύλακά του όπου έμειναν ξεχασμένα. Μετά από καιρό άνοιξε την τσάντα, πήρε τα ξεχασμένα ποιήματα και έκπληκτος διάβασε το ποίημα « Αυγουστιάτικη προσευχή».
Έπλεξες κομποσκοίνι τα μαλλιά κάθε τους τούφα προσευχή κάθε ανταύγεια και Χριστός
Ασήμωσες τα μάτια με βροχή κάθε ψιχάλα Παναγιά κάθε σταγόνα θαύμα
Φτερούγισες τα χείλη σαν πουλιά κάθε τραγούδι και φτερό κάθε φωνή και πνεύμα
Έβγαλε ένα χαρτί από την τσάντα του και ζωγράφισε μία γυναίκα ποιήτρια, με κομποσκοίνια στα μαλλιά, που κάθε κόμπος συμβόλιζε και μία ιδέα. Αυτή ήταν η απαρχή για να γίνουν συνταξιδιώτες του βιβλίου «Μάρερμα» που παρουσιάζουμε απόψε και που είναι προσφορά πνευματική, ποιητική της ποιήτριας στο αναγνωστικό κοινό που ευελπιστώ να την αγαπήσει πολύ. Ο Σιμωνίδης ο Κείος λέγει:
«Ποίησις εστί ζωγραφία λαλούσα και ζωγραφία εστί ποίησις σιωπώσα».
Αυτό είναι αλήθεια και το βλέπουμε στην ποιητική συλλογή ‘’Μάρερμα’’ της Ξανθίππης που βρίθει εικόνων αλλά και συμβολισμών με τα οποία πλάθει την προσωπική της μυθολογία. Μέσα στην πλούσια εικονοπλασία, η φαντασία διεισδύει στην πραγματικότητα και μεταπλάθεται ο κόσμος αναπνέοντας σε μια μεταφυσική κατάσταση. Η κοσμοαντίληψή της γίνεται δύναμη του δικού της γαλαξία, του δικού της αιθέρα, του δικού της ιδεατού κόσμου που μεταπλάθεται σε ποίημα γεμάτο σοφία. Ο χώρος της τελειούται στην ποίηση. Με τις συγκεκριμένες ζωγραφιές και σχέδια ήθελα να εκφράσω τη ψυχή των ποιημάτων της Ξανθίππης, δηλαδή να δώσω το κλειδί για να ξεκλειδώσει τον ποιητικό της θησαυρό ο αναγνώστης. Στο εξώφυλλο. Η ποιήτρια τον ουράνιο κόσμο των ιδεών της τον ενώνει με της γης το μεγαλείο. Ο ζωογόνος αέρας των υιών του Αιόλου, που βλέπουμε στις δύο επάνω γωνίες, δροσίζει τη γη και κάνει πιο άνετο το ταξίδι ζωής στις δικές της ποιητικές θάλασσες , μέσα στις οποίες υπάρχει και το αιώνιο ταξίδι των ιχθύων, αλλά βλέπουμε ταυτόχρονα να ταξιδεύει και ο έρωτας με τη βάρκα «ερώτων ζωής». Σε αυτόν το άπειρο ποιητικό – ζωγραφικό καμβά η γη ενώνεται με τον ουρανό, ένα στοιχείο που συναντάμε πολύ συχνά στην ποίηση της Ξανθίππης, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο ποίημά της « Της γης τα μπλε» ή « Η προσμονή», θέλοντας ίσως να τονίσει τα γήινα και ουράνια στοιχεία του ανθρώπου που κρύβει στον πυρήνα της ψυχής. Όλα μα όλα, κινούνται σε μια ουρανομήκη κλίμακα επικοινωνίας.
Της γης τα μπλε
Ποιος άρπαξε τη θάλασσα απ’ τα φύκια όταν χανόταν στο βυθό του ουρανού; Ποιος χώρισε τον χρόνο από το κύμα για να μην βρίσκει ακρογιάλι το πρωί;
Ποιος χαμήλωσε τα μάτια στο βλέμμα του ουρανού και του έρωτα το στόμα έγινε υγρό φιλί; Ποιος ξεψύχησε μια νύχτα στη φωνή του παγονιού για να δώσει στο αηδόνι το φτερό του γυρισμού;
Δέσμη ψυχής ελευθέρωσε τη λάμψη νήμα φυγής ξετύλιξε τις ώρες που αντέχει ένα σώμα να θυμάται την αρχή πριν χωρίσει με τον θάνατο η ψυχή
Ένωσε μες στο κορμί σου όλα της γης τα μπλε περίγραμμα αξεθώριαστο στη μνήμη του καιρού για να γίνουνε κοράλλια τα αστέρια του ουρανού.
Επανέρχομαι στο εξώφυλλο όπου βλέπουμε την ποιήτρια να υπάρχει στο νυν αλλά και στο αεί. Το δεξί της πόδι δρασκελίζει στο μέλλον, όμως η στροφή της κεφαλής της προς τα πίσω, όπου καρφώνεται η ματιά της, δείχνει ότι είναι δεμένη με την παράδοση. Η ποιήτρια κρατά ένα κάνιστρο γεμάτο άνθη ποιημάτων και σε μια αέναη κίνηση προσφοράς τα μοιράζει, πατώντας στέρεα στη δική της πνευματική γη γνωρίζοντας ότι αυτά τα μυρίπνοα ποιήματα τα έχει ανάγκη ο κόσμος που βιώνει καρτερικά τις ημέρες της πολλαπλής κρίσης. Προσφορά ευχαριστιών του δικού της θεσπέσιου κόσμου αγάπης, ενός κόσμου που λάμπει με τους υπέροχους ποιητικούς χυμούς ζωής για να ιερουργήσει τελικά ως ιέρεια του θεού Απόλλωνα στον ποιητικό κόσμο του ωραίου που βιώνει.
Τα κυπαρίσσια αποδεικνύουν τη γέννα των ποιητικών ιδεών και υψώνονται και αυτά αργά και σταθερά να ενώσουν γη και ουρανό και αστέρια. Αυτή τη γη που αιματοδοτεί την ποιήτριά μας και ηθελημένα μπολιάζεται με των ουρανών την αγλαότητα σε ποιητική δημιουργία.
Ο τόπος της, η γη της, εντοπίζεται στον Βόσπορο της βασιλεύουσας Κωνσταντινούπολης όπου η Ξανθίππη βίωσε την τέλεια ομορφιά και όπου εντοπίζονται οι ρίζες πατρός και άλλων προγόνων. Έχω την γνώμη ότι ο δικός της χώρος είναι και η χερσόνησος της Χαλκιδικής, η γενέθλια γη του Αριστοτέλη, όπου ζει και δημιουργεί τα καλοκαίρια της και εμπνέεται από τα χρώματα των καλοκαιρινών οραμάτων φωτός και της ωραιότατης φύσης.
Η Ξανθίππη, όπως φαίνεται στην ποίησή της, βιώνει τη ζωή ως σχέση, μια σχέση βαθιάς αγάπης. Αυτή η βαθύτατη προσωπική ανάγκη οδηγεί στον ιδανικό τρόπο ζωής, στην τελειότητα της αρμονικής ύπαρξης. Αυτή η θεσπέσια σχέση είναι ο ιδανικός τρόπος να φτάσουμε στη γνώση και όχι απλώς στη σύλληψη. Μόνον έτσι γίνεται ποιητικός ο τρόπος ζωής και τοιουτοτρόπως γίνεται ποίημα η ίδια η ζωή. Έτσι κατανοούμε καλύτερα πως η γλώσσα του σώματος, η έκφραση των ματιών της ψυχής, είναι δυνατότερα από το φυσικό βλέμμα, τα φυσικά μάτια. Άλλωστε γνωρίζουμε ότι: « Νους ορά και νους ακούει» και το ένστικτο είναι η φωνή του Θεού.
Στο οπισθόφυλλο βλέπουμε ένα σμήνος πουλιών. Κινούνται στο ίδιο πνεύμα, αναζητώντας την ακριβή άνοιξη, περιμένοντας την ανθισμένη εφηβεία, όπως επισημαίνει στο ποίημά της « Όλα στη ζωή είναι διάφανα». Εκεί σηματοδοτεί την έκφραση της ποιητικής εφηβείας που είναι ονειρική, οραματική. Για να επικοινωνήσουμε οφείλουμε να ακολουθήσουμε τα ίχνη που άφησε το πέταγμα των πουλιών στο πέρασμά τους.
Τα αθώα μάτια της ποιήτριας βλέπουν τον κόσμο των ποιητικών ιδεών αλλά και τον κόσμο του Θεού Παντοκράτορα. Σε αυτό τον κόσμο η ποιήτρια αναζητά τα αρχέτυπα, όλα να ευφορούνται της ποιητικής αλήθειας, να μεταπλαστούν, να μεταμορφωθούν, να γίνουν ένας άλλος εαυτός, ένας κόσμος ποιητικός. Η ποιήτρια αναζητά την αυθεντική ύπαρξη και ενδιαφέρεται να εκφράσει μια γενική προσωπικότητα που να αφορά όλους τους αναγνώστες της.
Ξανθίππη, αγαπημένη, καλοτάξιδο το βιβλίο σου. Οι άνεμοι να είναι ούριοι και οι καιροί αγιοσυνάτοι στην πορεία προς τον κόσμο του πολιτισμού. Σε ευχαριστούμε εκ βαθέων « για την ποιητική προσφορά ».]

.

ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ

Μακριά από τη σκόνη της καθημερινής ζωής, μα με τη γεύση της αλμύρας και τις ανάσες της αλμύρας, κινείται η ποιητική της πρωτοεμφανιζόμενης Ξανθίππης Ζαχοπούλου «μάρερμα» (Πηγή, 2016).
Η ποιητική της Ζαχοπούλου εκπέμπει μία αγιογραφική πνοή μέσα από την υπαρξιακή με μεταφυσικές αποχρώσεις στιχουργία της. Ένα φως μυστικιστικό και μία θαλασσινή αύρα διαχέεται σε όλες τις συνθέσεις που έρχεται σε πλήρη ισορροπία τόσο προς τη λιτή -μα διαρκή-παρουσία του θρησκευτικού στοιχείου όσο και της υπαρξιακής θεματικής.
Μόλο όμως που το θρησκευτικό στοιχείο δεν είναι κυρίαρχο, εντούτοις αποτελεί πυρηνικό τμήμα της εκφραστικής της. Μα τούτο δεν κατέχει ομολογιακό χαρακτήρα, ούτε υμνωδίας. Εντάσσεται με εκφραστική άνεση στο περιεχόμενο, προσφέροντας μία διέξοδο που επεκτείνει την υπαρξιακή αναζήτηση σε έναν τομέα εύληπτο συναισθηματικά και νοηματικά από το κοινό.
Και η ποίηση της Ζαχόπουλου ενσωματώνει όλο το ελληνικό στοιχείο στη στιχουργική της,όπως το προσέγγισε η ποιητική παράδοση μεταπολεμικά. Η θάλασσα, η μαγική δύναμη του ελληνικού φωτός, το θρησκευτικό στοιχείο και η μυθολογική ή ιστορική παράδοση εμφανίζονται σε κάθε σχεδόν σύνθεση.
Με αυτά τα στοιχεία λειτουργούν ως εκφραστικές οδοί μιας ώριμης στιχουργικής που πλησιάζει στο μέρος τον λυρισμό, δίχως όμως να τον αφήσει να κυριαρχήσει. Λίγες λέξεις σε επιλεγμένη θέση αρκούν για να αλλάξουν το ύφος και να μετατρέψουν σε υπαρξιακό μήνυμα το λυρισμό. Έτσι, και όροι εκκλησιαστικοί ή μυθικές/ιστορικές αναφορές αρκούν για να αλλάξουν τη ροή του μηνύματος και του συναισθήματος.

.

ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΜΠΑΡΤΖΗΣ, PhD
Πρόεδρος του ΔΣ της «Εταιρείας Κορινθίων Συγγραφέων».

Στην πρώτη της επίσημη εμφάνιση με έκδοση ποιημάτων της η Ξανθίππη Ζαχοπούλου, με τη συλλογή της Μάρερμα, έρχεται να μας υπενθυμίσει ότι η ισχυρή ποιητική παράδοση στη συμπρωτεύουσα εξακολουθεί να ανθεί και να ξεχωρίζει. Καλαίσθητο βιβλίο, κοσμημένο με εξώφυλλο και εσωτερικά σκίτσα του αγιογράφου Ιωάννη Μητράκα, φιλοξενεί επιλεγμένα ποιήματα, διαλεγμένα με περισσή ευαισθησία και φροντίδα από τη δημιουργό τους, η οποία από χρόνια ήταν γνωστό ότι υψιπετούσε με τα φτερά του μυθικού Πήγασου.
Αέρινοι στίχοι, αρωματισμένοι με ελληνική αρμύρα, χρωματισμένοι με αύρα αισιοδοξίας και μιας ανεπαίσθητης προσμονής, συνθέτουν ένα ψηφιδωτό ομορφιάς αισθημάτων, αγνότητας ανθρώπινων σκέψεων και ωραιότητας οικείων μας παράλιων τόπων. Άλλωστε ο πρωτότυπος τίτλος, αν και σε αρχικό ποίημα ονοματίζεται ως «ξεχασμένο φυλαχτό των Ίνκας», στέλνει το νου σε θάλασσα (mare) και σταθερότητα πλεύσης των καραβιών (έρμα).[Οι ανωτέρω ερμηνείες είναι προσωπικές του γράφοντος και οπωσδήποτε αυθαίρετες].
Κάθε ένα από τα 33 ποιήματα της συλλογής αποτελεί ολοκληρωμένη σύνθεση με αχνοδιάκριτο ενιαίο περιεχόμενο, ενώ όλα μαζί υπακούουν στη γενική εντύπωση μιας λεπτής εσωτερικής κοσμογονίας αισθήσεων και αισθημάτων σε πλαίσιο ηλιοφώτιστης θάλασσας, με ουρανό, με ασβεστωμένα σπίτια, με πουλιά, με φύλλα, με νερό, με άμμο, με πέτρα…
Ανάμεσα στους στίχους της Ξανθίππης Ζαχοπούλου διακρίνονται ορισμένοι με βαθύτατη σοφία, που θα μπορούσαν κάλλιστα να λειτουργήσουν ως παραινέσεις ζωής… με ποίηση. Κρατώ και θα θυμάμαι πάντα ένα τρίστιχο από τα πολλά που ξεχώρισα, το οποίο ελικρινά πολύ με άγγιξε:
«Γρήγορα στα πανιά / οι θάλασσες δεν περιμένουν / στερεύουν αν δεν τις ταξιδέψεις».
Συγχαίρω την νεοεμφανιζόμενη στον ποιητικό εκδοτικό χώρο, πλην από καιρό έτοιμη και ώριμη ποιήτρια, Ξανθίππη Ζαχοπούλου. Εύχομαι καλή πορεία στη Μάρερμά τηςκαι οπωσδήποτε άφθονη και υψηλής ποιότητας ποιητική συνέχεια.

.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

FRACTAL 27/07/2016

«Με τη γεύση της αλμύρας»

Σκέψεις πάνω στο ποιητικό βιβλίο “Μάρερμα” της ποιήτριας Ξανθίππης Ζαχοπούλου, (φιλοτεχνημένο από τον διακεκριμένο αγιογράφο κ. Ιωάννη Μητράκα) την εκδόσεων “ΠΗΓΗ”.
Στο βιβλίο-κόσμημα της Ξανθίππης Ζαχοπούλου δυο διαφορετικές μορφές τέχνης συνυπάρχουν και συνομιλούν. Το μισό βιβλίο φιλοξενεί σκίτσα φιλοτεχνημένα από το χέρι του διακεκριμένου αγιογράφου κ. Ιωάννη Μητράκα κι απέναντι από το καθένα, η ποιήτρια Ξανθίππη Ζαχοπούλου παραθέτει τον όμορφο ποιητικό της λόγο.
Τι σημαίνει “Μάρερμα”; Είναι συμφυρμός από τη λέξη mare (= θάλασσα) και τη λέξη αρμύρα. Σημαίνει λοιπόν “Αρμύρα της θάλασσας”και μπορεί ο καθένας μας να φέρει στο νου μια γνήσια ελληνική εικόνα, αφρισμένα κύματα που χτυπούν πάνω στα βράχια με ορμή…H ποιήτρια μας καλεί σε μια όμορφη ξενάγηση στον δικό της μαγικό κόσμο!
Πρόκειται για ποίηση λεπτή, αισθαντική που ξεχειλίζει από παντού αισιοδοξία, χαρά κι ελπίδα. Η ποιήτρια, βαθιά ερωτευμένη με τη ζωή, τη χαίρεται, την ερμηνεύει και την εμπιστεύεται. Ακόμα κι η μοίρα δεν αποτελεί σκοτεινή απειλή. Η μοίρα οδηγεί στη χαρά και την ευτυχία και γι`αυτό, η ποιήτρια αφήνεται στα χέρια της με απόλυτη εμπιστοσύνη:

“Αναπνέω από τους ασκούς της μοίρας
πότε στροβιλίζοντας το φτερωτό κορμί μου
πότε βαθιανασαίνοντας στο θρόισμα των φύλλων”.

Ο έρωτας είναι μαγικός! Διώχνει τη μοναξιά, αλλάζει τη ζωή, γκρεμίζει όλα τα εμπόδια, γιατί στον έρωτα υποτάσσεται ακόμα κι ο θάνατος νικημένος ολοκληρωτικά:

“Αγγίζω τη ζωή με το ραβδάκι του έρωτα
μεταλάσσοντας την ερημιά σε παραμύθι
υποτάσσοντας τον θάνατο στο αθάνατο”.

Τα λόγια της αγάπης είναι ικανά να διαλύσουν τις πιο κρυφές μαύρες σκέψεις, είναι ικανά να γεμίσουν με φως τη ζωή:

“Από τα χείλη σου πετούν καλώδια ηλεκτροφόρα
που εκπέμπουν φως
και στα πιο βαθιά και σκοτεινά φύλλα
που δεν τα βρίσκει η άνοιξη”.

Ο ουρανός γίνεται ξάφνου πολύ προσιτός. Χαμηλώνει και τ`αστέρια πέφτουν πάνω στη γη, δίπλα στα πόδια μας. Ο έρωτας δίνει στο καθετί την έννοια της αγνότητας και της αιωνιότητας. Έτσι μεταλάσσεται ο φθαρτός κόσμος μας. Η αγάπη είναι η μεγάλη γενεσιουργός δύναμη της φύσης:

“Ισοπέδωσε τον ουρανό
να γίνει ένα με τα πέλματα
για να πλέουνε τ`αστέρια
σε πελάγη παραπατήματος.

Ισοπέδωσε τον μαστό του ηφαιστείου
μη χαθεί το γάλα της γης
στην έκρηξη της λίμπιντο
και τη μητρότητα της πέτρας”.

Τα λουλούδια, τα πουλιά, οι πεταλούδες, τα δέντρα, οι πέτρες, τα αστέρια της νύχτας, ο ήλιος, οι ακρογιαλιές και τα κύματα, ζωντανεύουν, συνυπάρχουν σε απόλυτη αρμονία, συνομιλούν, μέσα στην ποίηση της Ξανθίππης Ζαχοπούλου. Ακόμα και τα άψυχα αποκτούν ζωή και δική τους βούληση. Η ποιήτρια με το αφτί στο χώμα, με απίστευτη ευαισθησία και λεπτότατες αισθήσεις, νιώθει τον κάθε παλμό της καρδιάς τους, ακόμα κι αν είναι τόσο μα τόσο ανεπαίσθητος:

“Χάλκινη μέρα
πού είναι το ρόπτρο
ν`αφουγκραστώ το πρωί;
………………………………………

Ναέ ετοιμόρροπε
πού είναι ο Θεός σου
να λύσω τα μάγια;”

Η ποιήτρια διδάσκει πως η ευτυχία είναι εφικτή, γιατί εξαρτάται από τις δικές μας επιλογές. Η ευτυχία είναι μια στάση ζωής, μια συνειδητή απόφαση. Ακόμα κι αν η μορφή των ανθρώπων απέναντί μας είναι σκοτεινή και δυσερμήνευτη σαν τη γραμμική Β΄, βρίσκει ξανά σταθερό έδαφος να πατήσει με στιβαρό βήμα και με σιγουριά.

“Ζήτησες να σου μάθω τον χειμώνα
μα εγώ προτίμησα την άνοιξη.
Σε μικρά απριλιάτικα πέταλα
χάραξα τη μορφή σου
σε γραμμική Β΄
Ώσπου ξύπνησαν μέσα μου
οι κούροι στιβαρά”.

Η ποίηση είναι η καλοκαιρία της ψυχής, σύμφωνα με τα λόγια της ποιήτριας, που νιώθει ότι η τύχη την ευλόγησε με πολύ φως. Ο κόσμος γύρω της κάποτε απειλείται, κάποτε παραπαίει και γλιστρά, κάποτε πορεύεται στα τυφλά σαν να είναι ο τυφλός κύκλωπας που είχε ένα μόνο μάτι και το ‘χασε. Αυτή όμως βρίσκεται μέσα στον κήπο της Εδέμ και με πρωτόγνωρη χαρά γεύεται όσα μήλα θέλει, είτε αυτό είναι επιτρεπτό, είτε όχι. Γιατί ο παράδεισος χάθηκε όταν ο άνθρωπος έπαψε να ονειρεύεται με τη φαντασία ενός ποιητή, όμως μέσα από τα μάτια ενός ποιητή ο παράδεισος ξανακερδίζεται.
Στο υπέροχο βιβλίο της Ξανθίππης Ζαχοπούλου ανακάλυψα μια ποίηση ευφάνταστη, πηγαία, ισορροπημένη που εκφράζει με χιλιάδες εικόνες μια βαθιά φιλοσοφία για τον κόσμο και τη ζωή. Η ποιήτρια γεύεται κάθε ομορφιά με παιδική αγαθότητα. Αφήνει να περάσει το φως του ήλιου από κάθε πόρο του κορμιού της. Αλήθεια, είναι τόσο μα τόσο εντυπωσιακή η γαλήνη που διακατέχει την ψυχή της! Δεν υπάρχουν πουθενά πληγές που αιμορραγούν, παλιοί ανεκπλήρωτοι πόθοι, βαριές σκέψεις ικανές να σκιάσουν το φως που τόσο αγαπά.
Στο ποίημα “Αναγέννηση” μιλά για “τον έρωτα μιας περασμένης εφηβείας, αλλά όχι χαμένης”. Τίποτα δεν ξοδεύεται λοιπόν άσκοπα και τίποτα δεν πάει χαμένο. Όλα γίνονται για κάποιο λόγο και γι`αυτό πρέπει να εμπιστευόμαστε το μεγάλο κι ορμητικό ποτάμι του χρόνου.
Στο ποίημα “Αυτοβιογραφικό”, ένα ποίημα με τη μορφή λυρικού πεζογραφήματος, η ποιήτρια ζητά από τον ίδιο της τον εαυτό να θυμηθεί “τις πέτρες που σου σπάσανε τα τζάμια, τις πέτρες που σου σπάσανε το σώμα”. Παρόλα αυτά, ούτε εδώ εκφράζει πόνο. Ούτε εδώ εκφράζει οργή. Οι αναμνήσεις της δεν είναι καν οδυνηρές! Ο παλιός πόνος είναι απόλυτα γιατρεμένος μέσα της, απόλυτα εκλογικευμένος και αδρανής. Καταλήγει στη σκέψη πως δε χρειάζεται λύπη για τίποτα: “Μ  αυτές τις πέτρες χτίστηκε η ζωή σου”. Και δεν έχει άδικο! Ό, τι μας πόνεσε παλιά, έπαιξε κάποιο ρόλο στο να γίνουμε ό,τι είμαστε σήμερα. Άρα, είναι κομμάτι της προσωπικής μας ιστορίας αγαπημένο. Είναι συστατικό του ίδιου μας του κορμιού.
Μ εμπιστοσύνη στέκεται απέναντι στον Θεό:

“Έχει ο Θεός να δώσει στις κουρασμένες ζωές. Μοιράζει.
Εσύ δε βλέπεις”
Αυτή η σιγουριά φέρνει στο νου μου κάτι από την ευλάβεια του Νικηφόρου Βρεττάκου στον γνωστό στίχο του: “Αν δε μουδινες την ποίηση Κύριε, δε θαχα τίποτα για να ζήσω”.
Διακρίνω ανάμεσα στα 33 ποιήματα αυτής της όμορφης συλλογής το ποίημα με τίτλο “Ακαριαία”, για την ιδιαίτερη τεχνική του. Το ποίημα αποτελείται από πολλά ανεξάρτητα τρίστιχα που χωρίζονται μεταξύ τους από ένα σύμβολο σαν αστεράκι. Με την πρώτη ματιά υπέθεσα πως είναι haiku! Τελικά δεν είναι. Αξίζει να αντιγράψω εδώ μερικά, για να πάρει ο αναγνώστης μια γεύση:

“Σήμανε η ώρα
Να ημερέψεις τους δείκτες σου
με τη σοφία της περασμένης σου ζωής”

“Τα φύλλα των δέντρων
σου διδάσκουν τον άνεμο
που πέρασε και δεν τον πρόσεξες”

“Αν αγκαλιάσεις τον κορμό
θα αισθανθείς το αίμα της γης
να κυλάει μέσα σου ποτάμι”.

Πρόκειται λοιπόν για έξυπνα τρίστιχα που κρύβουν μέσα τους ένα μικρό δίδαγμα, μια μικρή εμπειρία ζωής, με συντομία και αμεσότητα.
Αντί επιλόγου:
Η ενασχόληση με αυτό το βιβλίο ήταν για μένα μεγάλη τιμή. Ελπίζω να μπόρεσα σε κάποιο βαθμό να αποδώσω το πνεύμα και τις ιδέες του. Αποτελεί έναν νέο λαμπερό κόσμο που καλεί τον αναγνώστη σε ένα μαγικό ταξίδι εξερεύνησης. Εδώ τα πάντα είναι παρθένα, ανέγγιχτα, πρωτόγνωρα, διάφανα, καμωμένα από φως. Εδώ η αρμύρα της θάλασσας καθαρίζει τα πάντα και χαρίζει στην πλάση την πρωταρχική της αγνότητα. Εδώ η ποίηση γνήσια, δυναμική, καθαρό ορμητικό ποτάμι, ντύνει τα πάντα με το φως που δε δύει και το μπλε που δεν ξεθωριάζει…

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΟΥΣΚΑΣ

θράκα 1/9/2017

Προσέγγιση στην ποιητική συλλογή «Μάρερμα» της Ξανθίππης Ζαχοπούλου

Δείγμα γραφής. Ποίημα: «Ισοπέδωσε»

Ισοπέδωσε τον ουρανό
να γίνει ένα με τα πέλματα
για να πλέουνε τ’ αστέρια
σε πελάγη παραπατήματος

Ισοπέδωσε τα χείλη
για ν’ αποκτήσει το φιλί
την αιωνιότητα του παρθένου
και την αγνότητα του πρώτου

Ισοπέδωσε τον μαστό του ηφαιστείου
να μη χαθεί το γάλα της γης
στην έκρηξη της λίμπιντο
και τη μητρότητα της πέτρας

Ισοπέδωσε τον έρωτα
να γίνει ένα με το χώμα
για να μείνει ο πόνος ξεχασμένος
κάτω από τις πέτρες.

Τουλάχιστον τα μισά από τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται η συλλογή, είναι στο ποίημα αυτό. Ουρανός, αστέρια, χείλη-φιλί-έρωτας-λίμπιντο, γη-πέτρα, πόνος. Αν προσθέσουμε: κορμί, μνήμη, χρόνο, χρώμα μπλε, φως, θάνατο, ζωή, μπορούμε να ισχυριστούμε πως αυτά είναι τα βασικά θέματα που απασχολούν την υπόψη πρώτη συλλογή της Ξανθίππης Ζαχοπούλου. Σε αυτήν περιλαμβάνονται τυπωμένα 34 ποιήματα στις μονές σελίδες, έχοντας αντικριστά στις ζυγές, σχέδια-ζωγραφιές του Ιωάννη Μητράκα, έργο του οποίου κοσμεί και το εξώφυλλο του βιβλίου. Εκεί, μας καλωσορίζει μια ΚΟΡΗ με Δίσκο Προσφοράς στα χέρια, ενταγμένη σε χωρικό σύστημα αναφοράς που αποτελείται από Θάλασσα, Ανέμους, Γη, Στάχυα, Ιχθύες και ένα Πλεούμενο, χρωματισμένα με Γαλάζιο-Μπλε-Κίτρινο-Κόκκινο. Ένα εξώφυλλο άκρως καλοκαιρινό, όπως υποδηλώνουν τα χρώματα της θάλασσας και του ουρανού, τα έντονα χρώματα στα ψάρια αλλά και τα στάχυα που είναι κίτρινα, άρα είναι προχωρημένος Ιούνιος, τουλάχιστον. Σημειώνω ιδιαίτερα την (καθόλου τυχαία) παρουσία ιχθύων, του παγανιστικού αυτού συμβόλου με τα δυο τεμνόμενα τόξα, που στη συνέχεια έγινε σύμβολο του χριστιανισμού. Το εξώφυλλο άκρως συμβολικό, καθαρά ελληνικό.
ΜΑΡΕΡΜΑ. Τι να σημαίνει άραγε; Στο ομότιτλο ποίημα που ανοίγει την συλλογή, εμπεριέχονται οι λέξεις-φράσεις κλειδιά:
φυλαχτό / χάδι / αρμύρα / γεύση κορμιού / γραμμή πρωινού / χρυσό δαχτυλίδι. Μήπως η Ξανθίππη Ζαχοπούλου, πήρε τα υπογραμμισμένα γράμματα και έφτιαξε τη λέξη; Συνέθεσε τη λέξη άραγε από τη θάλασσα (mare) και την αρμύρα; Ή έπαιξε με το ίδιο το mare θέλοντας να το κάνει να διαβάζεται καταρχήν το ίδιο και δεξιόστροφα και αριστερόστροφα, με το e να αποτελεί σημείο διέλευσης του άξονα συμμετρίας της λέξης: mar e ram, mareram αλλά προτίμησε τελικά να ακολουθήσει πιο στιβαρό δρόμο αλλάζοντας την σειρά στα 3 τελευταία γράμματα σε rma, κάνοντάς το τελικά mar e rma; Ή το συνέθεσε από τη θάλασσα και το «άρμα»; Άρμα του ήλιου, άρμα της Μοίρας, της Ζωής ή της Ποίησης; Ή από τη θάλασσα (mare) και το έρμα; Έρμα ποιο; Αυτό που κουβαλάει το πλοίο για να έχει ευστάθεια ή αυτό που σημαίνει το ηθικό σύστημα, τις αξίες και τα κριτήρια, ώστε να παραμένει κάποιος ακέραιος; Άρα, μήπως συνδύασε τη θάλασσα και συγκεκριμένα την πλεύση στη θάλασσα της ζωής, την φιλοξενία στην παγκόσμια μήτρα, με το σύστημα αξιών του κάθε ανθρώπου ως πυξίδα, που ταυτόχρονα αποτελεί και πολύτιμο φορτίο ευστάθειας (έρμα) της προσωπικότητάς του;
Σημασία έχει μετά την ανάγνωση της συλλογής, τι εκδοχή θα δώσει ο κάθε αναγνώστης ξεχωριστά. Ποίησης ιδιότητα: όσοι αναγνώστες, τόσοι δρόμοι, τόσα ταξίδια.
Η ίδια, κάτω από μια υπέροχη προμετωπίδα του Διονυσίου Σολωμού, προσπαθεί να δώσει το στίγμα, χωρίς όμως να μας φωτίζει επαρκώς (σκόπιμα βεβαίως).
Λέει, Μάρερμα ως:
…η τέλεια ομορφιά, … ο τρόπος της μη λήθης, … ο τρόπος του φωτός.
Μια λέξη γέννημα θρέμμα δικό της. Λέξη με δική της υπόσταση και αξία, ελεύθερη σε ερμηνείες, αξιολογήσεις, προσλήψεις.
Πώς έφτασε ως εδώ; Το ομολογεί με λυρικότητα σε άλλο ποίημα, αργότερα η ίδια:
Το κύμα της Ποίησης
μ’ έριξε στην Εδέμ
και χαίρω μήλων και νερών.
Τα νερά, ποτίζουν τις σελίδες και τις κρατάνε νωπές:
-η θάλασσα από κρύσταλλα ουρανού
-η ήρεμη θάλασσα νικά τον χρόνο
-μέσα στα νερά συμφιλιώθηκα με τον ουρανό.
Τι υπονοείται όμως με τα «μήλα»; Σε μια έντιμη προσέγγιση, δεν δίνονται μονοσήμαντες απαντήσεις, διότι αυτές είναι προσωπικές επιλογές του γράφοντος. Αλίμονο αν ο προσεγγίζων προβάλλει τον εαυτό του ή μόνο τις ερμηνείες του. Δίνει την δική του χροιά ανάγνωσης, αλλά παράλληλα προσπαθεί να δείξει δρόμους, μονοπάτια, ρυάκια, ποτάμια. Μπορεί κάποτε να δώσει μπαστούνια για τη στεριά ή και μονόξυλα για τα νερά, για να επιλέξει ο αναγνώστης αν, πού και πώς θα ταξιδέψει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, για τα «μήλα», αν κάποιος μελετήσει προσεκτικά το βιβλίο, θα ανακαλύψει την άποψη της ποιήτριας, αν και αυτή πάλι (ευτυχώς) δεν είναι απόλυτα σαφής. Αυτό άλλωστε είναι μέρος της ομορφιάς της ποίησης:

Το μισό του μήλου
είναι η αμαρτία
που διυλίζει τα υπομονετικά κουκούτσια

Από κει και πέρα η Αύξηση
ενώ πολύ πριν, έχει ήδη η ίδια αναφερθεί πάλι στο μήλο, ως σύμβολο προπατορικό:

Από τα χείλη σου στάζει παράδεισος
και το μήλο αφάγωτο
διαλέγει στόμα αγνό
για να τελειώσει στην ουρά του όφι.

Η αμαρτία; Πώς την αντιλαμβάνεται;

Και το φρούτο της αμαρτίας
έχει άγουρη γεύση.

Από την Εύα και τον Αδάμ ως σήμερα, συνδετική ουσία είναι ο χρόνος. Το έχει αντιληφθεί:

Ώρα την ώρα χάνουμε χρόνια
Φιλί φιλί γινόμαστε παλιοί.

Οι ζωές μας, δοκιμάζονται στον χρόνο και στην πέτρα. Διερωτάται:

… αν η ζωή μας
αντέχει στην ολισθηρότητα της πέτρας

… αν η ζωή μας
μετριάζεται στη δύναμη της πέτρας.

Τι σόι πέτρες είναι αυτές; Λέει:

Μέσα στις πέτρες που ριγούν κρύβεται η φωνή μας.

Στην ζωή του ανθρώπου εδώ, κυριαρχεί η αγωνία της συμφιλίωσης κορμιού και ψυχής, όπως έξοχα περιγράφεται στο ποίημα με τίτλο «Χάλκινη μέρα»

πού είναι ο ήλιος
να δω το κορμί;

Ψυχή μου που έφυγες
πού είναι ένα σώμα
να νιώσω το θαύμα;

Το σώμα δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς μνήμη, άρα έχουμε γάμο Μνήμης-Σώματος:

Η γεωγραφία του σώματος
ταξιδεύει στις μνήμες

ενώ επισημαίνεται η αξία της στιγμής, ως χρονικής υποδιαίρεσης, σε μια σχέση
Στιγμής-Ζωής:

Όσο αντέξει η στιγμή στον χρόνο
τόσο πιο πολύ ζωή αντέχουμε.

Η ψυχή τότε, αναλαμβάνει πρωτοβουλίες και τολμά:

Ανεβαίνω τη βροχή
για να φτάσω τον ουρανό.

Όταν γίνουν τα πρώτα βήματα συμφιλίωσης, έρχεται μια βαθύτερη θεώρηση για την ίδια τη ζωή:

Σκαλίζω τον κόσμο να γίνει δυο στήθη
ν’ ακουμπήσω μια νύχτα τα χείλη
Δωσ’ μου ζωή.
Επακόλουθο, η έλευση -αν είσαι τυχερός (-ή)- του μεγάλου, μοναδικού, σαρωτικού Έρωτα. Αντλώ ελεύθερα από την ποιητική της δεξαμενή, από 5 διαφορετικά σημεία:

Ζεστό κορμί
Άμμος στην έρημο
Κλεψύδρα έρωτα
/
Αυτό το ποτάμι χρειάζεται Έρωτα
για ν’ αγκαλιάσει τη θάλασσα.
/
Σε περιμένω να έρθεις
να ντυθώ με φως
στη χρυσή μέρα της καρδιάς σου.
/
Ο έρωτας
Φλέβες σχηματισμένες στις ρίζες της γης
/
Ζωή με σένα
Σε απριλιάτικα πέταλα να χαράξει.

Οι πεποιθήσεις βέβαια καραδοκούν, η εσωτερική πάλη είναι αέναη, η δισυποστασία της «ύπαρξης» που εκδηλώνεται φανερά κάποιες φορές, ομολογείται ευθαρσώς στο ποίημα «Ακαριαία»:

Δυο χορδές η ζωή μου
επάνω τους ακροβατώ.

Ο φόβος της μοναξιάς, καλά ριζωμένος, ανεξάλειπτος, υποβόσκει:

Η άλλη όψη του έψιλον είναι τρία

Η άλλη όψη της σιωπής είναι μοναξιά

προστιθέμενου και του φόβου του γήρατος:

Η άλλη όψη του καθρέφτη
είναι πάλι καθρέφτης
δείχνοντας το είδωλο γυμνό
από τη συνουσία του γήρατος.

Ένα ακόμη συγκεντρωτικό ποίημα, που καταπιάνεται με το φως – ήλιο, τη μοίρα, τον έρωτα, τον θάνατο και την αθανασία, είναι αυτό με τίτλο «La forza della luce» («Η δύναμη του φωτός» σε μετάφραση δική μου).

Τα σύμβολα αφθονούν. Τα άστρα:

Τα άστρα ξεχειλώνουν το φως τους
Η μακρινή γιορτή των αστεριών
Τα άστρα κομματιάζουν το φως τους.

Το φεγγάρι κυρίαρχο και μόνο του:

Το μισό του φεγγαριού
Φεγγάρια άλογα
Ζεστό φεγγάρι

και σε συνάρτηση με τον χρόνο:

Φεγγάρια σήμαντρα
σημάντε την έναρξη
της άμυνας των στιγμών μας
στον ισοβίτη χρόνο

αλλά και με το νερό:

Οι λίμνες από νερό του φεγγαριού.

Τα μάρμαρα, οι πέτρες, επίσης σύμβολα ποιητικά. Η βροχή (και το νερό); Το ίδιο:

Ασήμωσες τα μάτια με βροχή
κάθε ψιχάλα Παναγιά
κάθε σταγόνα θαύμα.

Όσο για τον Ουρανό; Άμεσα είτε έμμεσα, υπάρχει σχεδόν σε κάθε σελίδα. Δεν χρειάζεται η δική μου συνδρομή.

Φως και σκιές, χρόνος και στιγμές, δυο δίπολα. Ιδού:

το φως που πολεμάει τις σκιές μας
ο χρόνος που αντέχει τις στιγμές μας.

Τα σύμβολα «άνεμος», «πέτρες», «δέντρα», «χώμα», χορεύουν όλα μαζί έναν τσάμικο αργό:

Ο άνεμος ανάσα των βουνών
οι πέτρες ασπίδα της γης
τα δέντρα το σημάδι της ζωής
το χώμα η αγκαλιά της βροχής.

Πώς το προσέλαβα εγώ την ώρα που το διάβαζα; Ιδού μια υποκειμενική ανάγνωση (πριν αναγνωστεί η δικιά μου, καλό θα είναι καθένας να κάνει την δική του):

«Το όνειρο ανάσα του συμπαγούς
οι ελπίδες και η πίστη, της Ύπαρξης ασπίδα
οι πράξεις, αποτύπωμα της ζωής
το σώμα; η αγκαλιά της ψυχής».

Κάποια άλλη στιγμή, σε μια μελλοντική ανάγνωση, τίποτε δεν με εμποδίζει να το προσλάβω αλλιώς. Η Ποίηση, έχει και αυτή τη μαγική ιδιότητα.
Συνεχίζουμε. Ο θάνατος, γίνεται τραγούδι στο ποίημα «Τραγούδι περιπλανώμενο»:

Λοξοδρομώντας ο θάνατος
ξεκίνησε από τη ζωή

Παραπατώντας άπλωσε
το χέρι στην τύχη

Και τώρα ισορροπεί
ανάμεσα σε ευ και δυς

μέχρι να κυλήσει στο άγνωστο

ενώ το παιχνίδι με το «ευ» και το «δυς», συνεχίζεται και σε άλλο ποίημα παρακάτω

Στίλβη των δυς
Νίκη των ευ.

Ευ-πρώτο συνθετικό για να δηλώσει το καλό σε αντιδιαστολή με το δυς=δυσ- πρώτο συνθετικό για να δηλώσει το κακό, το άσχημο, τη δυσκολία. Θέλει να μας παραπέμψει στην ύπαρξη του καλού και του κακού, στην Αρετή και στην Κακία, αν θυμηθούμε τον μυθικό ήρωα Ηρακλή; Ή τα δυο τους, συνθέτουν μια διπολική διαταραχή που ισορροπεί με την έμμεση υπόμνηση της «ευδίας», του αίθριου καιρού;
Για να αλλάξουμε κλίμα, ας πάμε από τον θάνατο στη ζωή, στην κούνια ενός μωρού. Πώς «μου ήρθε»; Κάποιοι στίχοι, μου θύμισαν εντονότατα νανουρίσματα. Της μάνας, της γιαγιάς. Ηπειρώτικης προέλευσης και χρώματος. Ας δούμε:

Κοιμήσου και την ανάσα σου
δε θα την ασπρίσει το χιόνι

Κοιμήσου και τη σιωπή σου
δε θα τη σχίσουν αστραπές

Κοιμήσου και τη στιγμή σου
θα την περάσουν μουσικές

Κοιμήσου και τη ζωή σου
θα τη ζήσουνε στιγμές

Δεν έχει πόνο η αγάπη
μόνο μια βάρκα με πανάκι.

Σε ώρα που δεν το περιμένεις, έρχεσαι αντιμέτωπος με ένα πεζόμορφο ποίημα (ποιητικό πεζό άραγε;) με τίτλο «Αυτοβιογραφικό». Ξεχωρίζω τα τέσσερα σημεία του ορίζοντά του:
-Αυτό που έχεις μέσα σου κάποτε ξυπνάει (για εμένα Ανατολή). Το ξύπνημα της Αλήθειας (Α+λήθη): Ελευθερία, Έρωτας, Ποίηση, άλλο;

-Όσο περισσότερο θελήσεις ελευθερία τόσο θα σου κόψουν τα φτερά (Δύση σύμφωνα με την ιδιοσυγκρασία μου). Τα εμπόδια και οι τρικλοποδιές από τους άλλους, πανταχού παρόντα.
-Θέλεις να ξεχάσεις τις πέτρες που σου σπάσανε τα τζάμια, τις πέτρες που σου σπάσανε το σώμα. Μ’ αυτές χτίστηκε η ζωή σου (Βορράς, κατά τη δική μου πρόσληψη). Οι πληγές και οι εμπειρίες, αλλά και η αποδοχή τους ως κομμάτι του Είναι. Σε άλλο ποίημα λέει ενδυναμώνοντας την εδώ άποψή της: Να ημερέψεις τους δείκτες σου / με τη σοφία της περασμένης σου ζωής.
-Ίσως με ξυπνήσει κάποιο πάτημα ελαφιού. Ίσως μια δική σου καλημέρα (Νότος, στην δική μου οπτική). Η προσδοκία. Μεγάλη υπόθεση. Της επιστροφής στη Φύση, του Έρωτα, και των δυο; Άλλη; Σαφώς επιθυμεί η αυτοβιογραφούμενη το «μαζί», αφού παραπονιέται: Ως πότε θα ονειρεύομαι σε άδεια μαξιλάρια;
Εν κατακλείδι, πρόκειται για μια ποίηση με ιδιαίτερο λόγο.
Τι εντύπωση μου άφησε με μια πρόταση; Ενός ταξιδιού μέσα στη χαοτική θάλασσα της ζωής, προς το πρώτο λιμάνι της αυτογνωσίας, με ιστιοφόρο το σκαρί της ποίησης, επιβάτες διαλεχτές λέξεις-σύμβολα, πανιά τις επιθυμίες και αστρολάβο τη σωρευμένη εμπειρία, σοφία και γνώση, από προηγούμενες παράκτιες πλεύσεις.
Ως πρώτη απόπειρα, κατά τη γνώμη μου (ως αναγνώστης ομιλώ), κρίνεται επιτυχής και επαρκής. Η συνολική της εικόνα, έχει τη δυναμική να καλύπτει τις όποιες επιμέρους αδυναμίες. Έχει ακόμη και εκείνες τις προδιαγραφές, ώστε να σχηματίζεται ισχυρή η εντύπωση της πολλά υποσχόμενης ποιήτριας, πράγμα που διαισθάνθηκα από την πρώτη ανάγνωση και εύχομαι ολόψυχα.
Άφησα για το τέλος δυο διαπιστώσεις δικές της. Η μια, μπορεί άνετα να γίνει και ταφικό επίγραμμα:

Ο ουρανός πληρώνεται με ζωή.

Η άλλη, λυρική, μπορεί να γίνει πόστερ, αφίσα, μότο:

Ένωσε μες στο κορμί σου όλα της γης τα μπλε
περίγραμμα αξεθώριαστο στη μνήμη του καιρού
για να γίνουνε κοράλλια τα αστέρια του ουρανού.

Ευχόμενος από καρδιάς να είναι καλοτάξιδο αλλά και πολυτάξιδο το βιβλίο, κλείνω την ανάγνωσή μου, αφήνοντας να πλανάται στον αέρα ένα ερώτημα από ένα τετράστιχο του ποιήματος «Με τη δύναμη της πέτρας»:

Τι είναι αυτό που μέρα νύχτα πάλλεται
σε ήχους άνεμους δίχως βαρύτητα
νύχτα διαστέλλεται
και δε χαρίζεται στον ουρανό;

.

ΤΑΣΟΣ ΚΑΡΤΑΣ

ΔΥΟ ΧΟΡΔΕΣ Η ΖΩΗ ΜΟΥ: ΕΠΑΝΩ ΤΟΥΣ ΑΚΡΟΒΑΤΩ ΚΙ ΑΝΑΛΟΓΑ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΛΙΚΝΙΖΟΜΑΙ

Δάκρυσα στον ύπνο των κυμάτων. Στέγνωσαν τα κύματα απ’ τους βοριάδες που χτυπάνε τις νύχτες μας… Ανήφορος στον ουρανό. Οι αέρηδες εξανέμισαν το χώμα της γης που πατούσες… Γρήγορα στα πανιά. Οι θάλασσες δεν περιμένουν, στερεύουν αν δεν τις ταξιδέψεις… Στις στέγες των πουλιών φωλιές σημαδεμένες από σφενδόνες που δεν στοχεύουνε ποτέ… Φτερό ο χρόνος που αν δεν τον σημαδέψεις πάντοτε θα σου φεύγει… Σήμανε η ώρα να ημερέψεις τους δείκτες σου με τη σοφία της περασμένης σου ζωής. Τα φύλλα των δένδρων σου διδάσκουν τον άνεμο που πέρασε και δεν τον πρόσεξες… Αν αγκαλιάσεις τον κορμό, θα αισθανθείς το αίμα της γης να κυλάει μέσα σου ποτάμι… Αν έγραψες το όνομά μου με νερό θαλασσινό, θα δεις σε λίγο να κρατάω μικρό πολύχρωμο γιούσουρι… Να σου στολίσω τα μαλλιά ή να ταξιδέψω στους βυθούς για να βρω την κατοικία μου; (επιλογές από τα ΑΚΑΡΙΑΙΑ της Ξανθίππης Ζαχοπούλου, μικρά τρίστιχα ποιήματα από τη συλλογή ΜΑΡΕΡΜΑ, εκδόσεις Πηγή 2016 Ο τίτλος Μάρερμα είναι συμφυρμός από τη λέξη mare (Θάλασσα) και τη λέξη αρμύρα. Σημαίνει λοιπόν ΑΡΜΥΡΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ, δηλαδή, κάλεσμα της ποιήτριας στο πανηγύρι γεύσεων της θάλασσας, πρόσκληση για το ταξίδι στα κύματά της με το ιστιοφόρο της Ποίησης. Γιατί η Ποίηση, γνήσια, δυναμική, είναι ορμητικό ποτάμι που εκβάλει στη θάλασσα ενός κόσμου όπου τα πάντα είναι παρθένα, ανέγγιχτα, πρωτόγνωρα, διάφανα, καμωμένα από φως.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.