ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΤΑΣΙΟΠΟΥΛΟΣ

.

Ο Βαγγέλης Τασιόπουλος γεννήθηκε στο Μελιγαλά της Μεσσηνίας. Σπούδασε παιδαγωγικά, ειδική αγωγή και ελληνικό πολιτισμό και εργάζεται στην εκπαίδευση. Έχει εκδώσει 8 ποιητικές συλλογές, 9 βιβλία για παιδιά και έχει μεταφράσει γύρω στα 60 παιδικά βιβλία.

Ποιητικές Συλλογές: (10)

Η εποχή της Άνοιξης, 1983
Το Νέον της Οδού, 1987
Το δάκρυ του Πολύφημου, 1992
Η μνήμη της σιωπής, 1995,
Οι Λάμιες του θολού βυθού, 1999
ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1979-1995, (Σύγχρονοι Ορίζοντες 2000)
Γράνα, (Σύγχρονοι Ορίζοντες 2007)
Οι μπαλάντες των εύχρηστων πραγμάτων (Ρώμη 2017  β’ 2022)
Αχερουσία η θάλασσα (Γκοβόστη 2019)
Η συμμιγή  (Ρώμη 2022)

Βιβλία για παιδιά: (9)

Δρακοντομυστικό, 1997
Κόσμο λένε την αυλή μας, 2000
Χίλιοι μύθοι ένα μαρούλι, 2000
Ο καλικάντζαρος που έχασε το δρόμο, 2000
Μύθοι από τους μύθους του Λαφονταίν 2001
Ο Τούφας στο Μεγάλο Δάσος, 2003
Η συμμορία του ΠΟΥΡ ΠΑΣ, 2006
Γιατί απέναντι; 2013
Τα καινούρια μου πόδια, 2015

Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2003) Ο Τούφας στο μεγάλο δάσος

Μεταφράσεις παιδικών (60)

.

.

Η ΣΥΜΜΙΓΗ (2022)

ΟΙ ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΓΡΑΦΕΣ
ΤΟΥ ΔΟΚΙΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΙΕΡΕΜΙΑ
ΣΤΟ ΝΕΡΟ TOΥ ΟΥΡΑΝΟΥ
(Η ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ)

Έρχεται πάλι απόψε καταιγίδα μα τούτη τη φορά
δεν θέλω να κρυφτώ
μένω μαζί σου στις λαμπερές σχισμές του ουρανού
ακούω τις ριπές τού ανέμου και τής βροχής
το αδυσώπητο παρόν
φυγαδεύω την οκνηρία τής ψυχής
έτσι καταλαγιάζει ο πόνος με τον πληθυντικό
των συναινέσεων
στο γαλάζιο πού κάποτε ομνύαμε
καπνίζοντας το μέρισμα τής χορηγίας
χαιρόμαστε
στη μηχανική του κόσμου απαντούσαμε.

ΚΟΚΚΙΝΑ ΦΥΛΛΑ ΑΙΜΑΣΣΟΝΤΑ

Κι εσύ εκεί να βλέπεις με τα μάτια μου
κυκλάμινα
σιωπές
άγονους δρόμους
ξερολιθιές κτερίσματα
ανθρώπων τρόπους.

Τής ιστορίας το επέκεινα
γαλάζιο συνώνυμο
όπου αποδημούν οι κάλυκες των λουλουδιών
κι η όμορφη εταίρα
συγυρίζει τα ασπρόρουχα
του ντόπιου αστυνόμου.

Εξόκειλε απόψε η πανσέληνος
κοίτα
πώς τής πληγώνει η γη το φως
σαν
πονεμένου όνειρο που απόκαμε μες στην ψυχή του
ξυπόλητο αλατάκι στα προάστια.

Κόκκινα φύλλα αιμάσσοντα
λοιδορούν
σωρείτες στις αβλαβείς διελεύσεις τους
και ρίχνει αθόρυβα ο Τηλέμαχος
το σκάφος στο νερό
ευχή στο αύριο
καντήλι αναμμένο στο ξωκλήσι
να ησυχάσει ο πειρασμός
να δείξει η θάλασσα την ξέρα.

ΑΝ ΣΟΥ ΜΙΛΗΣΩ ΚΟΤΣΥΦΑ

Αν σου μιλήσω κότσυφα
νύχτα θολή που σβήσανε στα χέρια μας
σακάτες κουπαστές κι ανεμολόγια
ταξιδεμένοι εωσφόροι,
άγρια σκυλιά
θα συναθροίζονται στις λεύκες
«πατώ το φως» να λες
και θα σκιάζει ο κόσμος στα επιμέρους.
Παραλλαγές λυγμών
οι ηδονές…
Έπαρση αμαρτία κι εγκαρτέρηση στις πιο μικρές
αθώες ιστορίες μας.
«Πού είναι ο δράκος;» θα ρωτάς.
«Τι σας πικραίνει ένας δράκος;» θα επιμένεις.
Μετά, κραδαίνοντας το σημαιοστολισμένο σου ραβδί
καρύδια θα σκορπάς.
Η θυγατέρα τότε θ’ αληθεύει στον καθρέφτη
πίσω από το όνειρο
σέ λασπωμένους χωματόδρομους με τα αργύρια
να προδίδουν τις συναλλαγές.
Αν σου μιλήσω θα χαθείς.
– Φόβοι αδιάθετοι εκκολάπτονται στα ημερήσια
κλέη μας.
Έ, λοιπόν
σ’ όσα γνωρίζω υστερώ
θύτης θνητός και θύμα ωριμάζω
κοτσύφι χώνομαι στις λόχμες
ταξίδια επόμενα αγνοώ
κι ένα τρελό το νου σπαράζει αντίο.

ΤΑ ΥΠΑΡΧΟΝΤΑ /
ΣΤΙΣ ΠΑΡΥΦΕΣ ΤΟΥ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΕΠΟΥΣ –

(ποιήματα, ένα σημείωμα και μια επιστολή από
τις μεσοδυτικές πολιτείες της Ευρώπης)

Η ΘΛΙΨΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Τα απογεύματα τής Κυριακής παρελαύνουν συνήθως
οι σωρείτες
σε σχηματισμούς
πρέπει το άγημα να έχει πειθαρχία
όπως στην υποστολή τής σημαίας:
Παρουσιάστε, άρμ!
δίνει το σύνθημα ο λοχίας
κι αστράφτει η σάλπιγγα στο χέρι του φαντάρου.
Έχει μια θλίψη η Κυριακή
ιδιαίτερα όταν σουρουπώνει.
Θυμάμαι, παιδί που άκουγα ποδόσφαιρο
με το μικρό τρανζίστορ στο αυτί
ν’ αφήνω γκολ φανταστικά
να μπαινοβγαίνουν στα σκεπάσματα
στον τοίχο
να υπολήπτομαι τούς ποιητές
τούς έρωτες τους
να ζηλεύω, την οδύνη τους.
Αγαπημένη… να γράφω κι ύστερα
να σιωπώ στα ανεπίδοτα.
Λευκά χαρτιά παντού σπαρμένα
σαν Κυριακές μακάριες
μ’ αντίδωρο, καφέ κι υποκρισία.
Μόνιμη επωδός γύρω από το τραπέζι
η εντολή:
Δεν θα το βγάλεις εσύ το φίδι από την τρύπα.
Κι εγώ να ψάχνω αγαπημένη στα χαρτιά
στις χαραγές π’ αφήσαν οι σεισμοί.

ΣΥΛΛΟΓΙΖΕΤΑΙ Ο ΑΣΤΕΓΟΣ, ΚΡΥΩΝΕΙ
– Ποιος κρατά το μήλο Sali;*

Το απόβραδο
επιμένει απειλεί
υγρή η πόλη μυρίζει καταιγίδα
και το γαλάζιο σπαράζει
στα δανεισμένα σύννεφα.
Η θάλασσα χορταίνεται
στον έρωτα που αναπλάθει τις πληγές.
Σ’ ό,τι παράφορο
διεκδικεί το απρόσμενο
με τις ριπές του ανέμου
και τις ελλείψεις των πτηνών που κρώζουν.

Το μαγικό βουνό πώς να μοιράσεις
στη διάρκεια;
Καθώς ο ποταμός φουσκώνει
αναζητάς τις εκδοχές τής ιστορίας
και τότε,

Εκείνη, λευκή και όμορφη
ανάμεσα στους γηγενείς
κρατά το μήλο.

ΟΙ ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ ΤΑΡΙΧΕΥΟΥΝ
ΤΙΣ ΨΥΧΕΣ ΤΟΥΣ ΣΤΑ ΧΑΛΑΣΜΑΤΑ
ΠΥΡΓΟΣ ΕΓΚΟΣΜΙΟΣ*

Καθώς το μεσημέρι θησαυρίζει
Χαμόγελα ευπρέπειας τυραννούν
Τα κλέη των εφήβων.
Δεν την ορίζεις τής πεταλούδας τη σιωπή στο Επταπύργιο
Και τούς συναγερμούς που τα χρυσάνθεμα εκπέμπουν.
Εκεί, η Θυσία σε τοίχους χαραγμένους
Ιστορίες και σαύρες πανικόβλητες.
Χωρίς περιστροφές
Η ακηδία των μανάδων.
Φυλλορροούν τις εποχές
Συγκλίνουν
Στα περιττώματα και τα δειλά σκουλήκια.
Έρωτες αναδιατάσσουν το τοπίο.
Οι μορφές χαμένες στην αχλή
Κρατούνε τα πλεούμενα
Τής Κυριακής.
Ανάβουνε ευλαβικά κεράκια
Στα χαλάσματα για τούς νεκρούς στρατιώτες.
Σκύβουν για να συγκινηθούν σαν υλοτόμοι που
Μετάνιωσαν για το κενό και όχι για το δέντρο.

Πόσες μοιραίες συναντήσεις
Πόσα θαύματα.

Πέτρες βαλμένες στη σειρά
Έργα, έργα ανθρώπων
Τείχη, οχυρά, αίμα και θάνατοι βεβαίως
Να εκλιπαρούνε για ζωή.

* ΠΥΡΓΟΣ ΕΓΚΟΣΜΙΟΣ του Σταύρου Ζαφειρίου

ΑΓΝΟΗΣΕ ΤΙΣ ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ

Κάποτε το χάρτινο καράβι θ’ ανεβεί εκεί
που πρόσκαιρα
Ο Όλυμπος χτιστός ταξιδεύει εκτινάσσοντας
το ασήμαντο
Στα μηρυκαστικά των οριζόντων
Κι η λύπη γίνεται δική σου
Καθώς το γέλιο σου σκιάζει ο λυγμός
Σαν να αποσβένεσαι σε ό,τι χρήσιμο υστέρησες –
Λαγού μιλιά ο κόπος σου.
– Κρυώνει.
– Έρχεται.
Μιλάς για ν’ ακουστεί το δόλωμα
στο αγκίστρι του υπάτου
Σ’ εκείνο το απαστράπτον ανεμόπλοιο
Έχεις εναποθέσει τις ελπίδες σου.
Ν’ αφαιρεθείς στου ουρανού το άθροισμα
Ήταν τής τύχης εύνοια, θ’ αποφανθούν οι αδέκαστοι
Να μη φανεί το τρένο στο σταθμό
Κι ο γκιώνης
Να μην καλέσει σέ βοήθεια.
Όμως εσύ
Το νεύμα του κυκλάμινου δεν πρόσεξες
Δεν είδες τις ορδές
Αγνόησες τις αυταπάτες
Ξοδεύοντας ενέχυρα πολιτεύτηκες
Στις αγορές
Τα μάτια που λογάριαζαν για σένα ονειρεύτηκαν
Βρήκαν τα ίχνη στο σκοτάδι
Κι ευλαβικά ακολούθησαν

ΠΡΟΑΣΤΙΑ

Ο ουρανός είχε τη συνηθισμένη γκρίζα απόχρωση
τα πρώτα χελιδόνια μετρούσαν τις στιγμές του ορίζοντα
και το αεράκι στριφογύριζε στο πάρκο τα φυτά.
0 δρόμοι χώνονταν άτακτα ο ένας στον κόρφο του άλλου
κι οι άνθρωποι κρατώντας τα λεπτά τους πανωφόρια
βιάζονταν.

Για που; συλλάβισε, προς τι;

Οι έφηβοι που παρέλαυναν αγκαλιασμένοι κάτω
από τα λερά παράθυρα,
ενθύμια του συντελεσμένου χρόνου
λόγος επαρκής για αναμνήσεις.
Όμως προέχει η ανάγκη:
Ο γέροντας αδημονεί σε χρόνο ακατάλληλο
τα ξύλα να μαζέψει.
Δεν έχει ασφαλώς καιρό στην κρύα νύχτα.

Στα προάστια οι εποχικοί περίπατοι έχουν μια θλίψη
κι εκείνος δεν της αρνήθηκε ποτέ μερίδιο
ήξερε τους δρόμους της, μεγάλωνε μαζί της, ονειρευόταν.
Απ’ το μισάνοιχτο παράθυρο παρατηρούσε
την εξαίσια διαδοχή:
ν’ ανθίζει, να ωριμάζει, να ερωτεύεται, να ομορφαίνει…

Ό,τι είχε πιά ήταν μονάχα η φωνή κι οι ηδονικές
κραυγές της.

Περπάτησε στα βήματά της σαν να δοκίμαζε
την απουσία της,
αθέτησε την υπόσχεσή του να είναι λιγότερο
επιρρεπής στη νοσταλγία.
Βυθιζόταν ολοένα στο σκοτάδι
έκρυβε έτσι τη γλυκιά του ταραχή
το δάκρυ που επέμενε πως δεν την είχε.

Οι δρόμοι της πλημμύριζαν κι οι σώφρονες
επέστρεφαν στα σπίτια τους
που να γνωρίζουν πόση μοναξιά, πόση σιωπή
τους άφησε.

ΟΙ ΜΑΣΚΕΣ

Φόρεσε τη μάσκα κι έγινε πριγκίπισσα με μιας
υστέρα δράκος, μέδουσα, φιλήδονη εταίρα,
ώσπου ξημέρωσε
και βγήκαν οι εποχούμενοι τυχαία να αλώσουν τον καιρό.
Εκείνος βρέθηκε με τις μάσκες και τα τούλια στα χέρια,
– η νυχτερινή κραιπάλη βλέπετε.
Ήτανε μόνος στην πολύβουη ερημιά, μια κούκλα
πεταμένη στα απόβλητα.
Μύριζε αλκοόλ και τα σημάδια του έρωτα πονούσαν,
– η βία μια συνήθεια παλιά κι ο εξευτελισμός.
Μίλησε, που λέει ο λόγος, προσπάθησε να καλημερίσει
τον πρώτο άνθρωπο, έκανε να πιαστεί από κάπου,
τι ειρωνεία ό,τι είχε χτιστεί ήταν σαθρό
με πρόχειρα υλικά αμφιβόλου ποιότητος.
Σκέφτηκε τη μεγάλη λεωφόρο
τις κατοικίες των φιλεύσπλαχνων
τα σύντομα νανουρίσματα της μάνας του, θυμήθηκε.
Τίποτα.
Τον πονούσε ακόμα η περασμένη ηδονή
τα ιδρωμένα δέρματα και η αχλή είχαν αρχίσει
να κακοφορμίζουν
στα πλούσια ελέη.

– Είμαι… ένας πλάτανος μικρός
με ρίζες μες στο παρελθόν σας.
Είμαι ό,τι δεν θέλετε να είστε εσείς
η μοίρα και το υλικό σας, σπάραξε
η γλυκιά ανεμώνη.

.

ΑΧΕΡΟΥΣΙΑ Η ΘΑΛΑΣΣΑ (2019)

Η ΜΕΛΙΣΣΑ ΣΤΟ ΟΡΥΓΜΑ

Βρήκε μαβί λουλούδι και το φόρεσε
τον καιρό της ανομβρίας το συνήθιζε
ν’ ακούει τη σιωπή
ήταν ανώφελο να του το συγχωρέσουν.
Όταν διαπίστωσαν πως ο τρόπος του να γράφει
ρευστοποιούσε όλες τις υπόνοιες,
έστειλαν τους υποτακτικούς
τράβηξαν τις κουρτίνες
κι έβαλαν ηδύποτα στο τραπέζι.
Η τάξη ήτανε παροιμιώδης
όπως και η ευγένεια,
ώσπου το δειλινό δοκίμασε τη νεότητά του
καθώς το δέντρο τίναζε τα περιττά του φύλλα
στον καθρέφτη επέστρεφε η μέλισσα απ’ την αντίπερα όχθη.

ΤΟ ΑΝΘΑΚΙ

Ήταν ανθάκι πατημένο στους τροχούς
κι εμείς υπομονετικά μοιράζαμε τη θλίψη του.
Άφρονες σύμμαχοι και ταλαντούχοι αρδευτές
ησύχαζαν κρυμμένοι στην αδράνεια.
Τα παραμύθια γίνονταν μικρά
και δε χωρούσαν λέξεις.
Στα πέταλα τίς αναλογίες υπολογίζανε
σαν να αφαλάτωναν τη θάλασσα
Έσκυψε τότε το μικρά πουλί πού ήξερε από θάλασσες
«μαζί θ’ αποδημήσουμε» ακούστηκε να λέει
μα πού ν’ ακούσει ο ρεπόρτερ το λυγμό,
άλλωστε το ρεπερτόριο είναι συγκεκριμένο
πώς να μιλήσεις για πουλιά και μοναξιά στα ξένα.

Ν’ ΑΚΡΟΒΑΤΕΙΣ ΣΤΙΣ ΡΑΓΕΣ

Ήταν η τέχνη της ποιήσεως, όπως ομολόγησε
ν’ ακροβατείς στις ράγες πρόθυμος για τα μεγάλα αστεία
δίπλα στην πίσσα που ανθοφορεί τα ροζιασμένα ξύλα
και τη σκουριά απλώνει στα χαλίκια
αδιάφορος για τα μικρά προσηλωμένος στα μεγάλα.
Οι φλυαρίες πια ας σταματήσουν
το τρένο έχει χρόνια να φανεί
μόνο πλατάνια απελαύνουν τη σιωπή
λήγουνε του ουρανού τα σύννεφα
με τίς ευχές του μετανάστη
που ξεκίνησε για τίς πολύβουες στέπες.
Η τέχνη της ποιήσεως
σ’ αυτή τη γεωγραφία, μυροφόρα ασθενική
σκύβει και λογαριάζει τα οικήματα
στις ράγες ποιος θα κερδίσει άραγε
ποιος θα χριστεί ακροβάτης;
Αφού εσύ δεν περπατάς κι ούτε συντρέχουν λόγοι
ομολογώ η τεχνική σου είναι ακαταμάχητη
η τέχνη σου όμως διακόνημα λειψό,
έρωτας διαθέσιμος στο μοίρασμα τής επαγγελίας.

ΑΧΕΡΟΥΣΙΑ Η ΘΑΛΑΣΣΑ

Εκτός κειμένου προσπαθεί ν’ ανασυντάξει στο χαρτί
το παλιό εκείνο παραμύθι που γοήτευε τίς γάτες του:
Ονόμαζε περιστατικά σέ μέρες ίδιες
κρατούσε τούς τύπους πάντοτε
κι όταν λαθροκοιτούσε
ορμούσαν τ’ άγρια σκυλιά απ’ το παράθυρο
υπενθυμίζοντάς του πως έχει χρόνο ακόμη για τα θυρανοίξια
-μια μόνιμη απειλή.
Αναιδείς καλούνταν έκτοτε να θριαμβεύσουν σε ατραπούς
όπου το αίμα άχνιζε – φαρμάκι
κι ή κοκκινοσκουφίτσα αψήφιστα
άφηνε ανοιχτή την πόρτα επίτηδες,
όταν δυσκολευόταν παραμόρφωνε τα σιωπηλά εμβατήρια
κι υστέρα λεύκαινε τα λίθινα πεζούλια,
φυλλορροούσε η άνοιξη
μέστωνε η ηδονή στους δρόμους,
όμως η θάλασσα κουκίδα
ό,τι κρατούσε στον ορίζοντα
ψυχές χαμηλωμένες
τσεμπέρια και σωσίβια ανάκατα,
Αχερουσία στολισμένη με λωτούς,
μαύρη σταφίδα κι αρμυρό ψωμί για πρώτη ανάγκη
-Καβάλα το άλογό σου Κωνσταντή και φέρε πίσω τη Γιασμίν,
ούρλιαζε ανάμεσα στα ερείπια η μάνα.
Γονυπετής παρακαλούσε εκείνος, μην ακουστεί
του λιβανιού το μυστικό μη πικραθεί η Αράβισσα.
Εδώ σταματούσε
η ελπίδα είχε αποτρέψει με σοφία τη συνέχεια
κι ο έρωτας στη μοιραία αποστολή,
«Αχερουσία η Θάλασσα» σημείωσε κι ανοίχτηκε
στο γκρίζο πέλαγο…

ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ

Κρατώντας το χέρι της σιγούρευε τον φόβο στην ανάμνηση
πρόσεχε σε κάθε βήμα να μην εκδηλωθεί η απελπισία της
έτσι πυρωμένη με μάτια στην άβυσσο έβλεπε
τα παράθυρα να κλείνουν
κι άκουγε το σαράκι σε μια νεκρή γραμμή.
Το σύρσιμο για τόσο θάνατο, σκέφτηκε.
Η πολιτεία λούφαζε στ’ ασθενικά της φώτα
καθώς εκείνη φώλιαζε στην τρυφερή φωλιά του.

Ο ΚΟΚΚΙΝΟΛΑΙΜΗΣ

Μπροστά στο ανοιχτό παράθυρό μου
παίζει με τις πευκοβελόνες ο μικρός κοκκινολαίμης
ακκίζεται στα εκκρεμή φύλλα και προκαλεί την πτώση τους.
Από το νυχτερινό ναυάγιο διεσώθησαν…
-Σιωπή! μαθαίνει τώρα το πουλί για ποιο γαλάζιο του μιλάμε. 

ΤΟ ΒΑΓΟΝΙ

Στους πρόποδες του ουρανού είχαν ξεχάσει
ένα βαγόνι όλο σκουριά και ξύλο ανεξίθρησκο
σκήνωμα φωτιά κι απελπισία
του έρωτα τρωτό διάδημα που
μέσα του χάθηκε ο πόλεμος.
Στάγδην χυνόταν το αίμα του Γκαλίπ
και πάνω στη βροχή τού άχνιζε το χώμα
ολοφυρμοί, χλαίνες, σωσίβια διάσπαρτα παντού
η κωμωδία τού ενεδρεύοντος θριάμβου:
-ψυχή μου, ο παράδεισος σαν όρυγμα βαθύ ψεύτικη λέξη
το δόλωμα στην άκρη του σκοινιού
συσκευασμένη προσευχή και αμαρτία πάντα.

ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ

«Μή όν ήγάπησεν ή ψυχή μου είδετε;»
Άσμα ασμάτων

Το γράμμα έφτασε ασυνόδευτο αλλά
στην απέναντι ακτή δεν βρήκε παραλήπτες
-πώς να εμπιστευτείς τον έρωτα σέ ξένους.
Ξεχείλισε από το σωσίβιο
να βγει νωρίτερα στην ξέρα
ψυχή σταλμένη στο χαμό
για να διαδώσει το προνόμιο του θεού
εφόδιο στα κάτεργα
παρηγοριά στο παραμύθι του Μιλήσιου
τόσο κοντά ο κόσμος μας,
δυο ποταμοί και δύο θάλασσες,
τί είναι να φτάσει το γράμμα ασυνόδευτο;
«…αγαπημένη μου…»
Κρατώντας το πολύτιμο εύρημα ο ψαράς
ευλαβικά στην τσέπη το ασφαλίζει
συλλαβίζει τα κύματα υπολογίζει το θυμό τους
σταυρώνει έπειτα τα χέρια και δακρύζει
ψάχνει ψηλά για το θεό
-ούτε κι εσύ θα το ‘θελες…
εωθινό ανάγνωσμα
μες στη χερσαία λήθη.

ΤΑ ΧΥΜΟΤΟΠΙΑ ΤΗΣ ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑΣ

Προχωρούσε κραυγάζοντας.
Μετρούσε την αδράνεια τού χρόνου
απολαμβάνοντας το πηγαινέλα της αιώρησης,
ώσπου τα συνοδευτικά της νύχτας
από την επήρεια των αφρωδών να σιγουρέψουν
το δέος της γαληνοτάτης.
Ικέτιδες σαπίζαν στις φωλιές τους
σε μιαν αδέσποτη σειρά από ιχνηλάτες.
Αυτός ο πόλεμος εχθρός και ίδιος
σαν αλυκή του ουρανού στο βλέμμα του ανθρώπου
συνέχιζε απαρέγκλιτα την εγκατάσταση.
Εκείνος, θριαμβευτής απωθούσε τα σφυρήλατα έντομα.

Η ανθοφορία στα χυμοτόπια της ευδαιμονίας είναι διαρκής.

.

ΟΙ ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ ΤΩΝ ΕΥΧΡΗΣΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ (2017)


Η ΕΠΙΝΟΗΣΗ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ

Γάτοι τυμβωρύχοι τα παράθυρα μοιράσανε και
κάθε τόσο ξύνουνε τις ιστορίες τους οι αυτόχθονες·
είχαν αναχωρήσει προ πολλού κι οι μνήμες
ασθενούσαν, θάλασσες στεριές κι αιώνες η απόσταση.
Κράτησαν ζωντανή την εμφύλια διαμάχη,
τους διωγμούς, το χρέος, τη νίκη, αναγεννηθέν
το έθνος μ’ ασβέστη μπόλικο υποκρισία και
παιάνες σε πανηγύρια στέναζε, δεκαδικά μιας
ζωής που αναστέλλεται με προεξάρχουσα την
ακέραια βία. φυλά το νυχτοπούλι τα ερείπια στα
όνειρα: το ανάθεμα πληγή/ λύσις της συνέχειας,
ακούω το λαχάνιασμα του έμπειρου λαγού και
ταξιδεύω την αγρύπνια μου στο χάος, «οι έφοδοι
πάντα στις ρωγμές κι η καταβύθιση στην πρώτη
αρχή μ’ απελευθέρωναν, ήταν το βάθος η ηλικία
της αθωότητάς μου» ομολογούσε ο σοφός
πρίγκιπας με τα γαλάζια μάτια μελετώντας το βουνό
που άφηνε την ηδονή στη θάλασσα. Ήρεμα
γλιστρούσε τότε η βάρκα στα νερά απόθετε ο
ψαράς τις προσδοκίες κοιτάζοντας το έρημο φεγγάρι
και ξαναγύριζε στη σπουδή της ερωμένης
του η ηδονή του, βρεγμένα χείλη, αφρόψαρα
και ταραχή μεγάλη, γυναίκα εφήμερη ξοδεμένη
σε μια νύχτα ο καημός του.

ΑΠΟ ΣΥΝΗΘΕΙΑ

Με την πεποίθηση πως ήταν τυχαία όλα αυτά
άναψε το τσιγάρο.
Η οχλοβοή του δρόμου ανακατευόταν με το
ξάφνιασμα της συνάντησης.
Τα τελευταία ψιλά χύθηκαν στα βήματα και
χάθηκαν.
Όσο μπορώ επιστρέφω, σκέφτηκε.
Είχε τρυγήσει το αμπέλι από τότε που είδε να
χάνεται σκιά στον παρακείμενο λίβα
κι έπειτα να ταπεινώνεται στ’ αθόρυβα
με τις επιμειξίες.
Το στολισμένο μπαλκόνι, τα γαλάζια παράθυρα
κι ο οργασμός της βουκαμβίλιας.
αυτή αναρριχόμενη.
Κάθε νύχτα που ανοίγεις την εφημερίδα για τα
μπαγιάτικα νέα,
κάποιος χτυπά το ρόπτρο
κι εσύ αποφασίζεις: από συνήθεια.

ΟΙ ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ ΤΩΝ ΕΥΧΡΗΣΤΩΝ
ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ

Εύκολα λες ειδήσεις για τα πράγματα
μιλάς για την ποιότητα των υλικών
τις επιστρώσεις του μετάλλου
το άχρηστο μέρος των αισθήσεων.
Η αδεξιότητά σου φυσικά περιορίζεται
σε κάθε απόπειρα του νου να φανταστεί
και μένει αξόδευτη
ώσπου να τρέξουν τα φουγάρα μαύρη λάσπη
κι οι εορτοφόροι αθίγγανοι
να υποψιαστούν της ιστορίας το τέλος.

Έτσι λοιπόν
τις μέρες που ξεχνούσανε τα σύννεφα
οι σαλτιμπάγκοι αρπάζαν τα σκοινιά
κι ασκούνταν στη σιωπή
ανέβαιναν τις κλίμακες της μουσικής
με τις μπαλάντες τους
αντάλλασσαν οιμωγές και χάχανα ενίοτε.
Το πλήθος τους επευφημούσε —πόσο κοντά
η χαρά κι ο θάνατος—
όσα σκαρφίζονταν παράτολμα για λίγη δόξα.
Ύστερα τρύπωναν στα σπίτια τους
έπαιρναν θέση στο τραπέζι και πριν αρχίσει καν
η προσευχή αποκαλύπτονταν.
Ρουφούσαν το κρασί των θεατών τους
κατασπάραζαν τα πλούσια ελέη τους
μοιράζονταν τον πλούτο τους για λίγο κίνδυνο.
Ικανοποίηση πουλούσαν ακριβά
στο αποτρόπαιο μέλλον τους
με βασκανίες και θαύματα
κέρδιζαν το ψωμί τους.
Ήξεραν πια οι προμηθευτές
πως ό,τι ζητήσουν θες από φόβο
θες από ντροπή θα τους το δώσουν.
Θλιμμένοι αστακοί οι ονειροβάτες
δόξαζαν πάντοτε την ευτυχία της στιγμής,
κυρίως για τους άλλους,
εφόδιό τους η ηδονή
σε ό,τι αντίκειται στη φύση των πραγμάτων.

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΩΡΑ (μονόλογος)

2.

Γιατί τόσες γυναίκες; Φαίδρα, Ανδρομάχη,
Ερατώ, Ευρύκλεια, Μελπομένη, Διοτίμα… Δεν
είναι δίκαιο ν’ αναζητούν με τους ραβδούχους το
υλικό που αιφνιδιάζει την αγάπη. Ώσπου οι
ακίδες να εισχωρήσουν στο κορμί να φωτοσυνθέσουν
πάλι τα φυτά κι οι ξένοι ν’ αφουγκραστούν
τον κρότο του συνδέσμου που διαλύεται εν όψει.
Είναι ένα θέμα μολονότι η κάθε μια τους, και
πώς θα ήταν άλλωστε εφικτό, ιδέα δεν είχαν για
ό,τι επακολούθησε. Οι μαρτυρίες το βεβαίωσαν
κατά την περίοδο της αστυφιλίας, έως τότε άλλα
πίστευαν οι αδαείς. Οι εξελίξεις ήσαν ραγδαίες,
όπως τότε που η βροχή αλλοίωνε το τοπίο κι εσύ
έγραφες με τον ποιητή και τον Νέκαρ στα
δάχτυλά σου ανάμεσα: Διοτίμα. Νομίζω πως τότε
έπρεπε να δώσω τη δέουσα προσοχή παρόλο
που οι συνθήκες δεν είχαν ωριμάσει. Σκαλίζω πολύ.
Νοθεύω τα όνειρα. Συνθέτω γραφές αναβάλλω τη
φθορά, ψιθυρίζω. Έχω την ψευδαίσθηση πως
κάποτε σε κάποιο μπαρ ίσως ταπεινωθούμε.
Καταφεύγω μοιραία στις προβολές γιατί δεν έχω άλλο
τρόπο να απαντήσω στο αρχικό ερώτημα.

Ευρύκλεια

Κάθε πρωί διαλέγει το καλάθι της και διαμελίζεται
στη φρικτή αγορά. Κυρτή ανάμεσα στο αδηφάγο
πλήθος αναζητά σε σαπισμένα είδη και ελέη το
χρώμα της ελονοσίας που ήρθε από μακριά
—έτσι της είπαν. Βουίζει ο πανικός. Αλλόφρονες
πελάτες κατέχουν τις ιδιότητες σ’ αυτή
την περιδίνηση. Οι ειδήσεις επιστρέφουν στο
ηχείο: η εποχή της σφοδρότητας πέρασε. Και
τότε, ο μανιακός λαχειοπώλης έσκυψε στο βάθος
της. Μίλησε για τη θάλασσα και το ψηλό βουνό
με το γαλάζιο. Είπε πως αφαιρέθηκε στο δείπνο
και δεν κατάλαβε ότι στις τσέπες του ο Αχμέτ
έκρυβε το νερό, τον έρωτά της. Παρακάλεσε,
γυμνώθηκε, εξέθεσε την παρακμή της για ένα
κάτι. Ώσπου, ικέτισσα έπεσε στη μέση της ορχήστρας.
Το παρακείμενο θέατρο είχε καταλειφθεί
από αιλουροειδή και αρπακτικά που καμιά μα
καμιά διάθεση δεν έδειξαν να περιθάλψουν έστω
το ενοχικό κορμί
— Σύντροφοι, προσοχή στα σκαλάκια, φώναξε ο
αγενής λαχειοπώλης, δεν πάει από ’κει στο
μαυσωλείο με τα σύμπαντα.

Η ΦΙΛΑΥΤΙΑ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ

Συμμέτρως εχορεύσαμεν
Ανδρέας Κάλβος

Είχε κοπάσει το ερύθημα
τα φύλλα ανεπαισθήτως στρώνονταν στη γη
υποκλέπτοντας τα μυστικά της σάπιζαν μαζί
το χρόνο της
ο φυτευτής εξέταζε ενεός τις παρακαμπτήριους
των εντόμων
σχεδίαζε από καιρό το ατόπημα
κι ένοιωθε τους κόπους του χαμένους
χιλιάδες οι μέρες που μεσολάβησαν, σώπασαν
οι τροβαδούροι και στις αυλές
δεν σαγηνεύονταν γυναίκες πια
τόξευαν μόνο το λεπρό πουλί δίχως επιτυχία
και στις αγχόνες οι εφεδρείες τους
νωχελικά επιτηρούσαν τα γατιά
να λιάζονται στις πέτρες του σκοπού
-το κάστρο είχε πια καταληφθεί
και στη μεγάλη πύλη ανάμεσα
σε ρόζους και φθορές
στέγνωνε το περίσσιο αίμα
των πολεμιστών— πόση ιστορία…
τα έντομα είχαν το σκοπό τους
κι εκείνος στη λογική του έξαρση μεθόδευε
το αποτέλεσμα:
ήταν ο ένοικος, ο δυνατός, ο ενδυμίων
και στο χορό και στο θεό
σκέφτηκε πως είναι μάταιο να κρύβονται
αφού οι έρωτές του έτσι κι αλλιώς ευδοκιμούνε
στο σκοτάδι
ακολούθησε ο κύκλος του χορού το ευτελές
και υπερούσιο σε αγαστή συνέργεια
χωρούσαν τους λυγμούς της αναχώρησής του,
ήταν ανώφελο και περιττό να υπερίπτανται οι
γλάροι κρώζοντας
την αλήθεια
ο νόστος καθαγιάζει το ταξίδι, εξήγησε,
φυγαδεύοντας τους σπόρους με τον άνεμο,
εγώ ήμουν πάντα φυτευτής δεν με γλυκαίνει
τούτη η γέφυρα
ούτε ασφαλώς κι η νοσταλγία.

Η ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ

Τραβάς κλαδιά από τη θάλασσα υποτροπιάζεις
στο ασθενές αεράκι
Φιλίες δυνάμεις επεμβαίνουν και
σου παραχωρούν
Το εμβαδό που σου ανήκει
Και τότε αναρωτιέσαι για το μέγεθος
Καθώς πρηνείς εξολοθρεύουν τα πουλιά
Στις απέραντες λεωφόρους που καίγονται
Σφυρηλατούν ταχύτητες.
Ηδυπαθείς στα όρια θεατές
Ονοματίζουν τις λεηλασίες.

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ

Ανέβαιναν σε τριάδες τα σκαλιά
οι γλάροι απ’ έξω στάθμιζαν
το υλικό της ευημερίας τους
έσκαβαν στην ομίχλη για περάσματα
εκείνο το ανυπέρβλητο της ομορφιάς
τους συγκινούσε
το διαμπερές της ηδονής
που μόχλευε τα σύμπαντα με τους πληθυντικούς
πάντοτε σε πτώση κλιτική

Τα κορίτσια με τα βεγγαλικά στα χέρια
συνέχιζαν να ανεβαίνουν απροκάλυπτα
από εποχή σε εποχή στη διαδρομή
κρατούσαν ό,τι ήθελαν
πλήθαιναν με μιαν ιδιαίτερη έφεση στο κίτρινο
είχε γίνει πια ο χειμώνας
και πλησίον μας ευωδίαζε στο φούρνο το ψωμί.

ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ

Παλιά, το πανηγύρι ήταν όλο άνθρωποι και ζώα.
Ανακατεμένες μυρωδιές με προεξάρχουσα
εκείνη της τσίκνας. Είχαν εφεύρει τρόπους να
υποσκάπτουν την ασέβεια και να χωρούν εμπρόθεσμα
στην εκκλησιά για το αντίδωρο. Με τα πολλά
άνοιγαν οι κρουνοί κι έβλεπες τις βιαστικές
συναλλαγές και τα αιφνίδια νεύματα στο αλλόκοτο
της απρονοησίας. Τότε τα κύμβαλα έπαιρναν
φωτιά μήπως κάτι διασώσουν. Οι άρχοντες
περιέφεραν το σκοτάδι τους ανάμεσα στους πιστούς
κι έτειναν χείρα φιλίας στα εμβρόντητα
θύματά τους. Ευκάλυπτοι, σιωπή και γαλάζιο εγώ.
Εξέταζα τις ξέχειλες γούβες, τις γράνες, τα
απόρρητα της ευημερίας. Αιώνες πριν κρατούσε η
προίκα- η βεβαιότητα για την αναφυλαξία ήταν
πιο πρόσφατη, δημιούργημα των καιρών. Ο
ασβέστης έκρυβε τα ίχνη απ’ τις θυσίες κι ήταν
ρητή η απαγόρευση: πατάς, αφού στεγνώσει.
Κι όλο να μένει στο λευκό η ιδέα
Να θέλεις να ξύσεις μήπως βρεις
Το χάος και την αμφιθυμία
Αυτό που γίνεται κι όχι ό,τι φτιάχνεις
Όπως τα σκυλάκια στις ρωγμές ανάμεσα στις
πέτρες
—Στους τοίχους έβρισκα πάντοτε με την αφή
Το παρελθόν μου και το μέλλον.

(Πανηγύρι λοιπόν, εωθινή ανάμνηση.
Ο λίβας ακούστηκε πως έρχεται
Μετανοιωμένος στην ηδυπαθή του άπνοια.)

.

ΓΡΑΝΑ (2007)


Μόλις το τρένο σφύριξε
Γράνα

Κάποτε σε κυκλώνει η άβυσσος
κάργες πετούν θαμπώνοντας τα περισσεύματα της υστεροβουλίας
κι οι πιο μικροί
φθόγγοι απείραχτοι ταιριάζουν τ’ ανομήματα
εταίρες στα παράθυρα στίγματα στης ιστορίας τα μανικετόκουμπα
θυρεοί και άλλα σχετικά
αποπληρώνουν τους εκ γενετής
γράνες παντού
γράνες θανάτου
γράνες ανθρώπων
σύνορα της ακεραιότητας
με τον ευκρινή αντίλαλο πέρα στο βάθος
ισχύουν οι αντίπαλοι έτσι

στο γυρισμό τις Κυριακές
αποδημητικές γυναίκες συντρέχουν τους απότακτους
εφαρμόζουν στα λίγα που τους έμαθαν πώς ο ορισμός της ευημερίας
έχει να κάνει με το εφημερεύον άλγος
του φθόνου
του αύριο

οι θυγατέρες τους στις νυκτωδίες ερωτεύονται αλλάζουν σώματα
και περπατούνε στα τυφλά
μαθαίνουν τη γεωγραφία
ακυρώνουν το έρεβος
την ευσέβεια
το φόβο
στις γράνες τα υποκοριστικά συνθλίβονται και μένει το περίγραμμα
στης μνήμης τους ορίζοντες
οπού οι θύσανοι κι οι ύπεροι

απόρροια της συντριβής της άλλης ήττας.

Το σμήνος

Το σμήνος επανέρχεται αγέρωχο,
η τρυφερή ευθεία υποφέρει
     τυλίγει τα εξανθήματα του ερπετού.
στις αυλές η νηνεμία ανατρέπεται:
     εδώ ή αιδώς
και δεν μπορείς να δεις ψηλά
πως επανέρχεται το σμήνος.

ανάπηρος Οιδίποδας η προσευχή σου
ηδυπαθές συνώνυμο του τέλους.

Κατόπιν εορτής

Δεν ήταν απαραίτητο ο διακαής σου πόθος
να εναρμονιστεί
χιλιάδες πράγματα μένουν μετέωρα
υψιπετώντας άλλοτε ή έρποντας.
όταν συνθλίβεις το κενό
κενό σού μένει.

οι πράξεις σου
θα μηρυκάζουν εν κενώ
όπως ορίζουν οι συντμήσεις και οι περιορισμοί
άλλωστε δεν υπάρχει αγωνία διαιρεμένη
έχουν τη σοφία τους τα μαθηματικά.

το βλέπεις όταν οι απέναντι
συγγενείς προστρέχουν
φτάνοντας πάντα κατόπιν εορτής.

Οι λάμιες του θολού βυθού
Αυτό το πλοίο δεν πάει πουθενά

Αυτό το πλοίο δεν σας πάει πουθενά
μένει στη χαίτη του νερού
σαν κάτοικος αιώνων
ενδεχομένως στην αταραξία του να οφείλεται
η τόση αυτοπεποίθηση καθώς
πλούτισε χιλιάδες ενιαυτούς
δοκίμασε τα ήθη και τα είδη
καλλίνικο και εωσφόρο
απέδρασε σε όνειρα, σε συλλαβές, σε κήπους

μα τώρα κάθε κίνησή του υστερεί
τα μάτια το απαλλάσσουν υποφέρει
συνοδικοί με αρτοφόρια έχουν κληθεί
να συνεισφέρουν στη φθορά
κι οι σκύλοι αλυχτώντας τα μεσάνυχτα μαζεύουν
πιο πίσω οι εξαπατητές —εξ αγχιστείας συγγενείς—
το άγριο βλέμμα τους φορούν στις αποστάσεις

κι όμως αυτό το πλοίο δεν πάει πουθενά
κρατώντας τη διάρκεια επανέρχεται
σφυρίζει όπως πάντα
και καραδοκεί.

Η κλητική των αρσενικών

Πάντα με γοήτευε των αρσενικών η κλητική
εκείνο το έψιλον που ευημερούσε στην κατάληξη
άνθρωπε, θάνατε…
σαν δυο ερωτευμένες ημισέληνοι που αγρυπνούν
συλλέγοντας τις προσευχές της νύχτας

η ευρυχωρία κι ο ψόγος του δηλωτικού
της ευγένειας δωρεά και υποψία

θα πρέπει κάπου να ευνοήθηκε αυτή η πτώση
                         —δεν εξηγείται αλλιώς—
με τ’ αριθμητικά του παραδείσου,
της υπερφύσης την ασέλγεια
με τα φθαρμένα ενώτια και την αχλή
περισπωμένη τ’ ουρανού θηρεύει
τη φωτοσκιά των λυπημένων.

Εξομολογήσεις β’

(ανάπηρο άγαλμα
μες στο φεγγάρι)

Καβάλα στο άλογο η Μαξιμώ ανασαίνει
λες γερασμένη όσο ποτέ φυλάει
το στασίδι του Αυγούστου
κι είναι ο Νότος, το εισόδημα:
τα μάτια που αγρυπνούν
στους μαύρους βράχους
κι οι πέτρες
           οι πέτρες μου συνθήκες
           των αγοραίων παιχνιδιών.

Επιστρέφω γι’ αυτό
δήθεν τις τελευταίες λεπτομέρειες να ρυθμίσω
όμως εντελώς ειλικρινά
να συνοψίσω
τη διαφορά του γινομένου ορέγομαι.

Μελιγαλάς

Χρόνια
περιφερόταν μ’ ένα καλάθι σαρπηδόνες·
καθώς κοιτούσε νωχελικά κι αδιάφορα το δρόμο
ύφαινε το μαντίλι με τις δώδεκα λεπρές
που ανηφόριζαν τα μεσημέρια το τετράζι.

                                            κατά δω, ψιθύρισε
ο Θηβαίος στρατηγός, ενώ γυρνούσε το μαγκάνι
η Μαρία.
πέρασαν γύπες με το γέρο ανάμεσα τους
σαν άλλοτε πού φύτευαν ελιές κι ατένιζαν
τον κάμπο.

μίκρυνε η γη κι ο κερασφόρος δεκανεύς
κρατάει ακόμη το σκοινί για τις θυσίες

                                           —έτσι μεγάλωσες εσύ
σε αίματα Κάι φρίκη περπατώντας διάστικτος
από αρπαγές και ευφυείς αλλοδαπούς
γονυπετείς ικέτες και τιτλούχους.

Ακόμη και τώρα
ιεροφάντες παραπαίουν στα περάσματα, νυχθημερόν ασκούμενοι
για κάθε ενδεχόμενο,
υπήκοοι της μνήμης:
η απόσβεση
το κρώξιμο των πελαργών που δεν θα επιστρέφουν
τα ερείπια, μια πιθαμή απ’ το θάνατο, βήχουν
τη ηδυπάθεια της ιστορίας
ώσπου οι κύκλοι του νερού να εκτοπίσουν
την ορφανή μητέρα που σφαδάζει δι’’ ευχών

τα κόλλυβα του μίσους
και τον ίδρωτα του μακάριου.
                                                    —έτσι μεγάλωσες

σαι νουνεχείς πού υστέρησαν στα όπλα.
κι όπως τρυπάει η υγρασία τό κορμί
αφήνει τω εκχύλισμά του στη λυκία:

νύχτα ό βασιλιάς κοίτα πώς λάμπει

οι λάμιες του θολού βυθού
η ασβεστωμένη περιουσία…

λίγος ήταν ο ύπνος εκεί
σαν τη διάρκεια του χθόνιου νότου.

 

Αποχαιρετιστήριο

Έφυγες με το φεγγάρι
μα ήταν μικρό να σε χωρέσει
γι’ αυτό μάς μοίρασες
τι τελευταίο σου βλέμμα

η ύστερη ανάσα, σου αντίδωρο
ευχή μαζί κι αντίο.


Οι συγγενείς μας

Κι, όμως δεν τελειώσαμε εδώ
ακούς; ακούς; τους ποδηλάτες που ανεβαίνουν
ασθμαίνουσα την προσευχή των μοναχών
ερίζουν για τον πόνο που υπέθαλψαν
και τους βαραίνει η σιωπή

κοιτάς ψηλά κι η Λάχεση σου γνέφει
πιστοποιεί το χρόνο
τα μυστικά της διαδρομής εγκυμονεί
μα έχει θάρρος η συνήθεια
και πώς να φύγεις

οι συνομήλικοί μας δυστυχώς αποστρατεύτηκαν
δεν έχει συγγενείς αυτός ό δρόμος.

Η ρητορική των αναμνήσεων


α’

στα πρανή ενηλικιώνεται η θαλπωρή. κάποτε ήταν η αξόδευτη
πείρα, ήμερες δύσκολες συναντιούνταν προορισμένες για τους ανθρώπους
κι όσο μετρούσες καταλάγιαζε το σύμπαν σαν να συμμεριζόταν
τον απίθανο εργολήπτη.

στ’

από παιδιά επιδείξαμε μιαν έφεση στην υπακοή. ως εκ τούτου
η αναστολή ήταν αναπόφευκτη.
κι εκείνη την επιμονή στο λήθαργο, πώς να την πάρεις;
αφού ευθαρσώς δηλώσαμε κι ενυπογράφως:
δεν θα κινηθούμε εναντίον κανενός

θ’

περάσανε χρόνια από τότε που μια βασίλευε ο κύκλωπας και δυο ο
εωσφόρος, έτσι παραδόθηκαν στη φθορά τα επιμελητήρια της ηλικίας,
με τον καιρό πάνε κι οι αφέτες λούφαξαν ασήμαντοι και ξεχασμένοι.
πλήθυναν τα πλίνθινα ερείπια.

ιδ’

0ι γέφυρες θαλασσινό νερό και μαύρες πέτρες αγρυπνούνε
ντυμένες αξημέρωτα γυρνούν ολονυχτίες
παγιδευμένες και μακάριες στις δύο όχθες.

Το περιστέρι

και ξαφνικά στις φυλλωσιές ανάμεσα ένα άγριο περιστέρι
με φωταγωγημένο περιδέραιο έλαμψε.
το πολύκαρπο φυτό μεσουράνησε
ανεφοδιάζοντας τ’ αστέρια
ώσπου κατρακύλησε στη δύση,
εκεί στάθηκε
κοίταξε πίσω
οι πρώτες του λέξεις αφορούσαν το ταξίδι
ύστερα ήρθε ή έρημος κραταιά και απέραντη,
τυλίχτηκε στις φτερούγες του σε λίγο
κι αποκοιμήθηκε.
οποία νύχτα κι αν διαλέγει από τότε
βρίσκει ερπετά στον ύπνο του να κυνηγούν
στίφη ρακένδυτα.
ως διγενής ανέστιος σ’ όλους τους κόσμους
επιστρέφει νικητής.

.

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1979-1995

Η ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ (1983)


ΦΕΓΓΑΡΟΣΥΜΒΑΝΤΑ

Η σελήνη θα ξαπλώσει το βράδυ
πάνω στην ξανθή αμμουδιά
θα ’χουνε σβηστεί τα αρχικά, οι καρδιές
τα παλάτια

Τα χόρτα
του τοπίου φύλακας
Θα ησυχάσουν
θα χύσουνε το νυχτερινό τους δάκρυ
και ξανά για το τοπίο κόσμημα

Όταν ξαπλώσει το βράδυ η σελήνη
θα κατηφορίσουν οι άνθρωποι
να πάρουν ένα κομμάτι φως
να κάνουν έρωτα
κι ύστερα να δώσουν ένα τέλος στη φωνή που τους ακολουθεί:
Δε θέλουμε προστάτες, δε θέλουμε οδηγούς.

ΠΑΤΗΣΙΩΝ

Σε περπατούσα
μες στη βροχή δεχόμουν τα ραπίσματα
των ανθρώπων σου
Γύρευα τη στροφή
να σε αφήσω
και δεν έλεγες να τελειώσεις
Μου χαμογελούσες
κι ήταν η βροχή σου θάνατος

Κρυώνω τσιμεντένιε οχετέ
διώξε με άδειασε με
με την οργή και τη θλίψη
που κρύβεις στα σπλάχνα σου.

Μ’ ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Μ’ ένα παλιό τραγούδι στα δυο χείλια
αραχνιασμένο στο ύψος της ψυχής
σαν την ευχή που αδίκησε και έρπει
Έτσι κι εμείς
αδιάκοπα σερνόμαστε στο χώμα
την τύχη επιθυμώντας των πτηνών.

ΛΕΥΚΟ A’

ψιθύρισε
τη μυστική σου απελπισία
δεν υπάρχει φόβος πια
μονάχα ό φάλτσος ήχος
μιας λυπημένης προσευχής.

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ

Λησμονημένε βράχε
καθώς πάνω σου ξεσπά
το μανιασμένο κύμα
ακούω
τ’ ανέδεμα της σκέψης.

Στου έμβροντου ουρανού τα παραπήγματα
νιώθω αιωρούμενο το ασκί των αποβλήτων
και σαν τις φωνές
πού υψώνονται τις νύχτες
επιστρέφω.

ΥΠΗΡΕΣΙΑ

Ατέλειωτη η νύχτα
Παρηγοριέμαι
βλέποντας
την ανταρσία των δέντρων
την ελευθερία των πουλιών
την Άνοιξη

Θα τελειώσει η νύχτα
θα τελειώσει.

.

ΤΟ ΝΕΟΝ ΤΗΣ ΟΔΟΥ (1987)


ΚΟΚΚΙΝΑ ΠΑΙΔΙΑ

Η τάξη μου έχει χρόνια κόκκινες
κουρτίνες
ξεθωριασμένες σαν το παρελθόν
του ήλιου
μ’ όλους τους τόνους της γραμματικής
και τα σημεία

Κάθε πρωί ο ήλιος κατεβάζει ένα
διάλειμμα
στις χούφτες των παιδιών μου
κι αστράφτουν μπάλες ολοκαίνουριες
τα μάτια τους
Ύστερα χτυπά το χρώμα τα μαλλιά τους
πηδούν σ’ ακίνητα πλακόστρωτα
με το μολύβι ξίφος
έτσι να κόβουν όπου βρουν
όλους τούς γόρδιους δεσμούς
και τούς θανάτους

Μέχρι πού νιώθω πώς καμιά φορά
θα πιάσουν μέσα μου λιμάνι
θα βγουν μεσάνυχτα στις φλέβες μου
μονόφθαλμοι κουρσάροι.

ΕΙΣΑΙ ΜΑΡΙΑ Ή ΕΥΧΗ

σταγόνα έκλεισε το φως
μια ρώγα της ανάσας μου
το έλκος

— είσαι Μαρία ή ευχή του καθενός

τρέλα της βροχής και των θανάτων

ατέρμονο χαμόγελο
στο νύχι του Θεού

βράδυ αρπαχτικό
τί είσαι πες μου
στις κόγχες των υγρών ματιών

σκοινί
εφαλτήριο των αιώνων.

*

Όταν τρελάθηκε η βροχή
απόψε είπε θα χορέψω
κι αν σας γαυγίσει το σκυλί
μη φοβηθείτε

απόψε το σημάδι μου θ’ ανοίξει
από τις τρύπες του
θεοί χαμογελώντας

ένας μικρός ο θάνατος

κι οποίος αντέξει

ΟΙ ΓΑΤΟΙ

Οι γάτοι των πόλεων
δεν ψάχνουν ξέρετε στους δρόμους
για νομίσματα
ούτε δηλώνουν νηστικοί ή ευδαίμονες

ιχνηλατούν στα οχήματα
διογκωμένοι εκτελούν τα σπέρματα
του ψύχους
έχουν μιαν έλλειψη αδιαφορίας
που σκορπάει στον καθένα μας.

TO NEON ΤΗΣ ΟΔΟΥ

στον Γιάννη Τζανετάκη

Σπάσαν κάτι τζάμια τα παιδιά
της Ελπινίκης
κρυφά με τις αρβύλες του
Βαρνάβα

απόδειπνο τραβούσαν
βιαστικά για τον προφήτη
κλωτσούσαν τις φλέβες
των λασπόνερων
κι υγίαιναν
ώσπου τα διάλεξε
η σκιά των κωνοφόρων

χόρεψαν ζεϊμπέκικο
μια σπιθαμή
απ’ τα σύννεφα
και γλίστρησαν
το ρίγος των δεκάξι
ως …τήν κλαγγή
και το πρησμένο νύχι
του στρατιώτη

_Κλείσε το φως και βγες
προτού να φέξει
η νικοτίνη σου ’χει νίψει
την προβιά
ηρέμησε μικρέ μου αποσπερίτη
Κυλούν από το μάτι τού προφήτη
τα παιδιά

Η πόρτα δείχνει δώδεκα
Γίνε το μαύρο τώρα
και αύριο ξανά.

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ

Όταν επιστρέφουν τα πουλιά
σε δυο κυνόδοντες το φως
                                             η λάσπη
των γομφίων διαλέγοντας ρυτίδες
ή οφειλές
μυρωδικά και ίχνη αρουραίων
μες στη νύχτα που ερημώνει
αναζητά
τον τρομερό Σιμούν
στα κιονόκρανα
τού ερέβους
τρία σκαλάκια στην ψυχή
του εξόριστου και του μπακάλη
της πόρνης που αναδεύεται
-αναιμικό αιδοίο του κόσμου-

όταν επιστρέφουν τα πουλιά
σε δυο κυνόδοντες
το φως.

Η ΗΛΙΚΙΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

Έχω δυο χέρια που μαστίζουν επιρρήματα
άκρη της νύχτας σου μιλώ
με τις απώλειες των εντόμων

* *

Στις φλέβες
η ηδονή της Κυριακής

* *

Κατοικώ σαν θλίψη
στο σταχτόμορφο νύχι σου
είμαι ο αυλός
η μουσική των περίοικων

Δεν έχω τέλος
μοιάζω της σκόνης που μασάς
καθώς σκληραίνει μέσα σου
η λάσπη.

* *

ναι
σάς μιλώ στα
όμικρον
της λεωφόρου

οπές ολοφυρόμενες

που πατούν καθημερινά
οι χειλικές σας συνήθειες
τα αδηφάγα όνειρα
και η στάχτη σας.

* *

Τις νύχτες
με τις κάθετες
τα υπόλοιπα των δρόμων
και το ιώδιο στα παράθυρα
που χύνουν το τσιγάρο του εραστή

πόρνες βήχουνε καρπούς ευημερίας

ανοίγει το παιχνίδι των έφηβων

η κυρτωμένη έξαψη
δυο παιδιά σε μια πρόχειρη στέγη
παράλληλο χαίρε
στων ιστιοφόρων την αίρεση.

ΤΟΠΙΟ

Κρατάς ένα απέραντο
τοπίο
στις αρθρώσεις σου:

ταλαιπωρημένα ψαροκάικα
περίεργες αποχρώσεις
σκουριάς
και μαύρα όντα
εντοιχισμένα στο βυθό

φωνές
συνηχούν
και αχρηστεύουν

όστρακα ημίθεων βράχων
χαμογελούν
το λίγο

αδέξια λάσπη
σιγουρεύει
τον πόνο της ευχής
και την καληνύχτα

αύριο πάλι
στις στάχτες
θα αιωρούνται εσπεριδοειδή
και αλεσμένα
μισοτράγουδα

αύριο
τρισάγιος καιρός
θα κυματίζει στο πηλήκιο
των πόλεων.

ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ

Εδώ οι πέτρες έχουν το χρώμα
της πληγής
κρατούν ένα μυστήριο ακονισμένο
στο πάνω χείλι της στεριάς

δίνουν στα σάλτα τους σκουριά
κι ευγνωμοσύνη οι ποιητές
αλλόφρονες κι εχέγγυοι των ονείρων

μιλώντας με τις προσευχές
στα γερασμένα καφενεία
λεηλατούν αναίτια περιττώματα

κρατώντας ένα δειλινό
μετρούν θανάτους
υπαινίσσονται θριάμβους
νύχτες τσακισμένες στο γόνατο
πρωινά που σπέρνουν καταιγίδες
στα χαμόσπιτα και στις αυλές
των κοριτσιών πού κράτησαν το χέρι

όμως χτυπάει αγέρι το σοκάκι
μαζεύονται τα χρώματα
όπου πατήσεις αίμα.

.

ΤΟ ΔΑΚΡΥ ΤΟΥ ΠΟΛΥΦΗΜΟΥ (1992)

Ο,ΤΙ ΑΝΑΒΛΥΖΕΙ ΑΠ’ ΤΗ ΣΙΩΠΗ ΕΙΝΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ;

τότε
ανάβλυζε απ’ το καύκαλο
ιδρώτας…

ποιά λέξη μαγική να ορίσει το θείο αγκάλιασμα
ενός τρύπιου ερπετού

τον ουρανίσκο μας δεν κατοικούνε λάμιες
μόνο απόκοσμες κραυγές
και παφλασμοί θανάτου

μην περιμένεις απ’ το φόβο μας ελπίδα

στην τελευταία στροφή σφραγίζουν οι νεκροί
τα καλοκαίρια
θυμίαμα και Φώς
ως ν’ αγαπήσει ό νόστος τις πληγές μας.

ΤΟ ΧΕΡΙ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ

στις μεμβράνες τού ήλιου
αφήνει τα χεράκια των εντόμων
το χέρι της βροχής
κι απ’ το μαστό της νύχτας αναβλύζει
η ηχώ μιας πεταλούδας
που φεύγει
σπαράζοντας τρελά ποιήματα
και το φθαρμένο γέλιο της ελπίδας

       «σε λέξεις ταπεινές ναυτολογούμε
       όλοι μας το θάνατο» μου είπε
κι άπλωσε νευρικά
τη θάλασσα πάνω στις λεύκες
σκεπάζοντας όνειρα και πάθη

μόνο ένα άλογο ξεγλίστρησε από τούτο το βυθό
σήκωσε στη χαίτη του τις αποτρόπαιες μνήμες
το άλλο πρόσωπο
της Κυριακής     με τα θλιμμένα λουλουδάκια
του άμβωνα
     κι ανέμισε το είδωλο στον κάμπο
     πλοίο μισό με φωτοστέφανο.

ΤΑ ΔΑΝΕΙΑ

οι χαμένες προοπτικές
καλλιεργούν στα όνειρα τις μύχιες επιθυμίες

αυτές που άντεξαν
επίσημες και θορυβώδεις
σαν επελάσεις ιππικού
ή δώρα άχραντα
του κόσμου.

ΤΟΤΕ… Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΣΩΠΑΙΝΕ

μες στο λευκό ριγμένη από έναν ψίθυρο
αιθέριο πλάσμα
διπλωμένο στον υμένα του

με το δίκοχο του παραδείσου
τις νύχτες δάκρυ στο λευκό της ώμο
τα βήματα των ποιητών
μολυσμένα εξανθήματα
σώπαινε

όπως σωπαίναν τα πουλιά της
ανεβασμένα στο φεγγίτη του χεριού μας
κι αγνάντευαν τη θάλασσα

τότε

ό,τι δεν μπορούσανε τα μάτια μας
το κάναμε φόβο.

ΤΟ ΑΥΛΟ ΣΩΜΑ ΚΙ Η ΨΥΧΗ

εκείνη την άνοιξη
το άυλο σώμα δεν κατέβηκε
στα πρόσωπα των γηγενών
άφησε το διάστικτο μήνυμα στη θάλασσα
έτσι τις νύχτες ανεβαίνει
απ’ το ακρωτήριο η Σαπφώ
κρατά το μήλο τού παιδιού και το μοιράζει

στην εξώθυρα χαϊδεύει ή γριά το τραύμα
κι ό φλοίσβος το νήμα της μουσκεύει

«Είσαι θεά ή άγγελος;
στο κάτω φώς πού ορκίζεσαι με βλέπεις;»

τα εξαγνισμένα χέρια
δε μιλούν

μετρά κι ή γριά:
οχτώ σταγόνες αίμα η ψυχή.

ΙΘΑΓΕΝΗΣ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ

άγγελοι σέρνουν το βράχο
με το αλέτρι του πόνου

στο αναφιλητό της νύχτας
οι εκατόμβες της σελήνης καρφώνουν τα μάτια
πυρώνουν τα πέλματα

άπειρα είδη απειλούν
τραβώντας τη δυστυχία από τα δάχτυλα

κάθε πυρετός
στο λυκόφως του ταξιδεύει…

Κι έτσι όπως άπλωνε ο καπνός
άνοιγε τη φθονερή καταπακτή του ο ύπνος
στη σιγουριά των ένθεων βουτούσε
η πεμπτουσία των πουλιών
και βύζαιναν οι μέλισσες θυμάρι
ύστερα πατούσαν οι νεκροί
εκεί που φύτρωναν
γλυφίδες κι άσπρα μάρμαρα

χαλίκια αιώνων σπαρτά
στην άγια μήτρα

(Χρειάζομαι ένα σάβανο για τους αμαρτωλούς
στίχους
να διακινήσω
ό,τι πριν και μετά

τη σιωπή ή το λόγο

Τα όνειρα μου στέγνωσαν τα μάτια)

Και πάγωσαν οι ηλικίες των θεών
στο εντελώς
και στο επίθετο:
η μύγα
επιτίθεται στο τζάμι
χτυπούν τις πέτρες
κάποιος
επιτέλους πλησιάζει

— Ή καλοσύνη σου
περαστική λαγνεία
όταν τελειώσει ή περιπλάνηση
πανηγυριώτη χορευτή
στο θηλυκό σου χέρι

ίσως
ίσως
ό λόγος λειψυδρία εγκυμονεί

οι Κυριακές που επικίνδυνα χαμήλωσαν
σιωπούν

Κι είναι ένας δρόμος μ’ οριζόντια κενά
Ιθάκη υποβρύχια
μοιράζει
γάλα συκιάς
σε τεφροδόχους και κλεψύδρες

ερημιά και λάσπη
στα πλακόστρωτα

από μια πόρτα
συμμαχεί η Ελευθερία

(Έλκος της μνήμης μου
που έθαψες τα βλέφαρα του νάρκισσου
στον πειρασμό του βάτου
χύσε
το αίμα της Άρνισσας
σε βόρειους μαστούς

σφάγιο χορού
στη δίνη του βάλτου
ανοίγω συρματόπλεγμα και χτυπώ
τα μελανά οστά
των ελαιώνων

είμαι νότιος
και θέλουν ήλιο τα όνειρά μου)

γι’ αυτό λοιπόν
μην καταριέσαι
τα κίτρινα φύλλα μου
την επάρατη έξη του δέντρου
τους βρυχηθμούς
της μνήμης

στα παράθυρα
ο εωσφόρος
ιθαγενής του πόνου
φυτρώνει
στις ρωγμές
της νύχτας.

.

Η ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ (1995)


Πρέπει κάτι να σου πω

να μοιραστώ μαζί σου
αυτόν τον τρόμο
με οποίον τρόπο
μ ’ όποιο τίμημα
πρέπει

η διαγωγή της μοναξιάς μου είναι άμεπτη
και μου είναι πια από καιρό γνωστό
πως δε διαθέτω τα εχέγγυα για βελτιώσεις

ΤΑ ΚΕΝΑ

Είναι τα κενά ένα δελτίο σιωπής
μία παρένθεση
στο σεβασμό αυτών που υψιπετούν
αόριστο διάνυσμα και χτύπος
όπως το μέγεθος του ουρανού
η οιμωγή και το παράθυρο του ξεχασμένου.

απόψε
κι αν μετρηθείς με το ζυγό ή τη στάχτη
θα σε κουρσέψουν τα παράσιτα του χτες
χρώματα κι αειθαλή αετώματα
στο λίκνο που μεγάλωσες:
δεν έτρεξες δεν πάλεψες
έχασες μ’ ένα λόγο –
τραβά ο αρκουδιάρης το χαλκά
και στ’ όνειρό σου περπατά ο Παλαιολόγος

– ήτανε όμορφες οι νύχτες εκεί –

κάθε φορά πού ό λίβας έσερνε το ήθος της έρημου
πυρακτωμένη η ελιά έγερνε
τόσο βαθιά που έβλεπες το αίμα,
τις δράκαινες,
τούς σταυραετούς,
τις λυγερές φελάχες να δροσίζουν τον Σιμούν και τη Μαρία

– ήτανε όμορφα εκεί –

ως την πυρίτιδα έφταναν τα σύνορα
δεν είχε, όπως δεν έχει έδαφος
απόψε.

ΑΠΟΥΣΙΕΣ

– διότι αυτό πού λείπει συνήθως ημερεύει
φυλάγεται κι ανθίζει θηλυκά –

εκεί… χαλάς τον ίσκιο του πτηνού
οι δρόμοι σου ακουμπούν σε άλλους δρόμους
δανείζεσαι κι αναζητάς την επιείκεια

σήμερα, να σου δοθεί η χάρη, επιθυμούσες
την πιο γλυκιά ισημερία να επιστρέφεις
στα χέρια που λυτρώθηκαν
και βάθυναν μες στην ανάπαυλα

πάντα θα λείπεις και το ξέρεις
αυτή η διάρκεια είναι που μας συντηρεί
κι αν σου μιλώ, μιλώ σ’ εμένα
ακούω τα λόγια που υστερείς
απλά σαν σιγουριά κυματισμού κι αγγέλων θρόισμα.

ΛΕΥΚΟ Β’

να μένεις μόνος με το άσπρο
στα υψίπεδα της ευφροσύνης
κι όταν η σαγήνη πορευτεί στο αίμα σου
ενάντιο κύμα να θριαμβεύει το κορμί σου
όπως ένα φιλί που χώρεσε τη μνήμη
ερείπιο σε βάλτο ασβεστωμένο
να συγχωρεί το επέκεινα.

ΟΤΑΝ ΟΝΕΙΡΕΥΕΣΑΙ ΚΙ ΑΚΟΥΣ

…έχεις να κάνεις επιπλέον με σκατά
και είναι νύχτα να το ξέρεις
όλος αυτός ο συρφετός, τ’ αγλάισμα των ημετέρων
σου δόθηκαν – θα σου δοθούν
τους πρόδωσες – να τους προδώσεις

συνήθειες παλιές ανθρώπινες θα πεις
δεν εξαλείφονται εύκολα

πρόσκαιρη σιωπή η ηδονή
μια κατευναστική είναι περιπέτεια
χωρούν οι εκμαυλιστές, οι μάγοι, οι αντιπρόσωποι
όλοι οι λεκέδες με της συνουσίας το μύρο
ό,τι διορθώσεις απ’ αυτούς, αφήνει ίχνη
κάτι αποστήματα λιμνάζουν

διότι αυτό που έλειψε από μάς
κανείς δεν το ’χε
γι’ αυτό κρυφτήκαμε, γι’ αυτό σιγήσαμε
δεν είχαμε το θάρρος μόνοι
κι εγκαταλείψαμε νωρίς τα λείψανά μας
κι άλλοι βαλθήκαν να διορθώσουν τα οστά
σαν κάτι να ’ξεραν καιρό από σκατά.

Η ΟΜΙΧΛΗ ΚΑΤΕΒΑΙΝΕΙ ΣΤΙΣ ΦΟΥΧΤΕΣ ΣΑΣ

Σκύβουμε στου γαλαξία την απορία
μόνοι κοιτάζοντας την ερημιά
δεν έχει πολλά να δεις εκεί
εδώ τουλάχιστον ο καιρός σιγουρεύει
την επαύριον του όρκου
τα μηρυκαστικά τεντώνουν το λαιμό τους
κι οι αυλές κοκκινίζουν
έρχεται ό ήλιος
να συννεφιάσει τον ύπνο μας.
ντύνομαι και βγαίνω
στο απέναντι πορνείο
οι ναύκληροι, οι έφηβοι κι οι ερινύες
κραδαίνουν τα κορμιά τους
κι η ομίχλη κατεβαίνει στις φούχτες σας
η ομίχλη κατεβαίνει στις φούχτες σας.

ΜΕ ΚΑΘΕ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑ

είχαν υπόψη τους την ιστορία
με κάθε λεπτομέρεια περιέγραφαν τον καλπασμό
της ίλης
επικουρούμενοι απ’ τούς ακροατές

εκτός απ’ τη βροχή
τυχαία εντελώς
μίκρυνε ο φόβος

επειδή είχαν κρίνει πως οτιδήποτε συνέβαινε
υπήρχε ένοχος να υπαγορεύσει τη λύση
αφέθηκαν σε ακολασίες
– όχι σπουδαία πράγματα –
προσποιήθηκαν τους γηγενείς
που ανέβαιναν σε κάλυκες ανθέων
και πίκραιναν τη γύρη τους.

ΠΙΚΡΑΙΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΣΟΦΟΙ ΕΠΙΒΑΤΕΣ

Ομολόγησε το λοιπόν
πως αυτό το χαμόγελο σπέρνει το χρόνο
με τις ανεξερεύνητες πτυχές.

η κίνηση που απειλεί
δεσμεύτηκε
στις οριζόντιες των ματιών σου.
μην είσαι φιλική
με όνειρα πικραίνονται οι σοφοί επιβάτες.
όταν τινάζεται η ερημιά
και φεύγει ο νότος
χάνεται η διάθεση να ισοφαρίσεις
το αναπότρεπτο
κι ας ελλοχεύουν οι δυναστείες της τιμής.

τα μάτια ορίζουν
ό,τι καθόρισε η μοίρα
ευγενικά και χθόνια
όταν συναντάς το χέρι του άλλου
στο άγνωστο
δίχως πορεία.

ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

συνηθισμένοι απ’ τις μετεγγραφές
πότε από ’δω πότε από ’κει
στέκονται στο παραπληγικό τους παράθυρο
νυχτώνουν ότι βρουν πρόχειρο
μήπως και καταφέρουν να το αναστήσουν εγκαίρως
– το υπόλοιπο των συνεχών αφαιρέσεων.

ΙΣΤΙΟΦΟΡΑ ΣΥΛΛΕΓΟΥΝ
ΤΟΥΣ ΚΡΩΓΜΟΥΣ ΤΩΝ ΓΛΑΡΩΝ

Να λείψει από τους αμφορείς ο χρόνος
και η καρποφορία του χειμώνα, αυτό ζήτησε

τί άλλο να περίμενε κανείς από άνθρωπο
που πολλά ιστιοφόρα είδε να συλλέγουν
τους κρωγμούς των γλάρων

όμως την εκδοχή της αμαρτίας δεν την προέβλεψε
και φάσκιωσε τη διάρκεια
με δήθεν ιστορίες κολασμένων
που λοιδορούσαν το κορμί

πιθανόν
οι νύχτες να παρέλειψαν πολλούς
ίσως δανείστηκαν τις έλξεις της σελήνης
κι οι θεατές αυτού τού ονείρου
ξέχασαν.

ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΓΥΡΙΖΕΙ ΠΑΝΤΑ
ΣΤΟ ΔΙΑΘΕΣΙΜΟ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ ΜΑΣ

…δέν ήξερε αν η παράσταση
ήταν του καιρού ή αγωνία ή το πείραμα
που θα διαδεχόταν τη μικρή του περιπέτεια

όταν κοιτούσε την Ελένη έκλαιγε
το παραμύθι του γεννούσε άλλες μνήμες

η Τροία που αγάπησε παράφορα
ήταν σημάδι του ανέμου
δίφθογγος χωρίς ουσία.

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ, Η ΘΥΣΙΑ ΤΩΝ ΦΥΛΛΩΝ

Απέναντι μου η συκιά,
παρατηρώ τη σωφροσύνη της

πτωχεύει, γδύνεται
ξέρει καλά
γριά σπουδαγμένη, σοφή
της παρουσίας της το μέρισμα

δε διακονεί υστερίες
υπομονετικά αφοπλίζεται.

Τί θαύμα!
Φθινόπωρο
θυσίες δίχως υπονοούμενα όνειρα ή ελπίδες.

ΠΡΟΣ ΥΙΟΥΣ

Μάθατε πιο καλά το όχι από το ναι
κι αυτό με κάνει υπερήφανο – ας μη το δείχνω.
όχι μόνο γιατί αντιδράτε κι αφήνεστε
σ’ ό,τι η ψυχή υπαγορεύει
αλλά επειδή εγώ δεν μπόρεσα
πολλές φορές το όχι να εκστομίσω
– όσες τουλάχιστο θα έπρεπε –
και τώρα αναζητώ στου ναι τα λύματα
εκείνες τις χαμένες ευκαιρίες.

ΚΑΠΟΤΕ ΕΠΡΕΠΕ ΑΥΤΗ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ


επιτέλους
κάποτε έπρεπε αυτή ή ιστορία να τελειώσει
όσο κι αν κόστισε
είχαμε δικαίωμα σε ένα τέλος
κάτι όμως μας κρατούσε
κάπου η διάθεσή μας ήταν ανεπαρκής
ίσως ο απροσδιόριστος ήχος του γραμμοφώνου
η βροχή που λίγωνε την υπεροψία μας…

αυτή τη νύχτα ποιος θα μπορέσει να βιάσει
τ’ ανομήματα και τις υποχωρήσεις

είναι που δε διακρίνουμε τα πρόσωπα
κι έχουμε πια φτωχύνει
ντυμένοι το εξαιρετικό
και την ανακούφιση.

.

Ο ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΤΑΣΙΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ

ΠΟΙΗΣΗ Ή ΜΗΠΩΣ Ο ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΣ ΜΑΣ ΘΑΝΑΤΟΣ;

Η Λογοτεχνία ως μοναχική και οδυνηρή εμπειρία διατηρεί τα χαρακτηριστικά
της εμπράγματης ζωής, παρ’ όλα αυτά παραμένει ένας αθέατος καθημερινός
θάνατος ή αλλιώς ένα παιχνίδι θανάτου, καθώς η κυριαρχία της συνήθειας και της τάξης καθορίζουν εν πολλοίς το μέγεθος της ήττας του άνθρωπου. Εκτεθειμένος ό άνθρωπος, σήμερα όσο ποτέ άλλοτε, υφίσταται τις υπαγορευμένες προσδοκίες, στιγματίζεται από το προσδιορισμένο του μέλλον και θυσιάζεται εξαντλώντας όλα τα αποθέματα ανθρωπιάς στο κυνήγι μιας ευημερίας δήθεν. ’Από την άλλη ό,τι μελετά τα ανθρώπινα, τα ταπεινά είναι έφοδοι στην ψυχή, είναι τα θαύματα που σ’ εξορίζουν κι έπειτα βλέπεις, λυμένη την εξίσωση χαμόγελου και προσευχής, φιλιού κι ανάσας ή αν σου δοθεί η χάρη μπορεί ακόμη και να διακριθείς στης αγάπης το μέτρημα. Το να δεις όμως, κάτι πού προϋποθέτει και επιβάλλει η λογοτεχνία και δη η ποίηση, εγκυμονεί κινδύνους. Η βαρβαρότητα που επικυριαρχεί, οι νόμοι της αγοράς που εκδηλώνουν την εξουσία τους και η τιμωρία που επικρέμαται, καθορίζουν το τίμημα: Η εξορία, το περιθώριο, η σιωπή αναζητούν τροφίμους. Ο δρόμος γίνεται σκληρός κι ο χώρος στενεύει, τη θέση της ελπίδας την καταλαμβάνουν αυτοδίκαια οι μεγάλοι διευθυντές και τα πρανή των ονείρων μένουν χέρσα. Τί θάρρος, Θεέ μου! Να μετρηθείς, να μη διστάσεις σε όποιο όνειρο με όποιο τίμημα. Ν’ αντιπαρατεθείς στη λαίλαπα, να αναβάλεις τη λεηλασία της ψυχής με τη μαγεία των λέξεων, να φυγαδεύεις στην αθανασία μορφές αγαπημένες, να υπερασπιστείς τον άνθρωπο εν τέλει. Σήμερα, πού είναι διάχυτη ή αίσθηση πώς όλα έχουν ειπωθεί, όλα έχουν γίνει, ή αναμένεται να γίνουν, η ζωή εκδηλώνεται στο χώρο της παρασκιάς και τα υπόλοιπα των ανθρώπων αναλίσκονται σε εναγώνιες προσπάθειες να ισορροπήσουν ιό χρόνο και το χρέος, πού καιρός για μαλάματα. Ανοίκεια προσταγή το carpe diem! για τον φιλάργυρο επαίτη άνθρωπο πού μηχανεύεται τρόπους να απολαύσει νομίζοντας την ελευθερία… Όμως, αν κάποτε η ελευθερία υπήρξε ιδανικό, σήμερα, ασχημονεί με την κυριολεξία της. Ο «ποιητής», άθυρμα στα χέρια όσων κραδαίνουν την ανάπηρη σωτηρία με μια γεύση αηδίας στο αίμα συναλλάσσεται, καλλιεργεί στις στάχτες και αιθεροβατεί αμβλύνοντας τις συγκρούσεις. Καταναλώνει έτσι το χρέος του, απεμπολώντας δικαιώματα και εκχωρώντας εδάφη στην κοσμογονία των ύβρεων, ανταλλάσσει με ποίηση τη ζωή, ικετεύοντας για λίγη ανεξιθρησκία, δυστυχώς. Αναρωτιέμαι αν είμαστε εμείς οι τελευταίοι, ποιος θα μιλήσει για το θάνατο επαρκώς;

Υστερόγραφο α’ Η ποίηση μου μοιάζει με τη θεία Νέμεση: Μια σιωπηλή πανέμορφη γυναίκα που κρατάει τα σύμβολα του μέτρου, της τιμωρίας και της ταχύτητας.

Υστερόγραφο β’: ’Αναγνωρίζω την ποίηση μόνο ως αποκάλυψη, που κινείται στην ευθεία του ονείρου και συναλλάσσεται με τη ζωή – μαρτυρία του απέραντου τοπίου της μνήμης και της σιωπής, του φωτός και του σκότους, τα όποια επανέρχονται ανάλογα με τη διαγωγή του καθενός.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Η ΣΥΜΜΙΓΗ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΚΟΖΗΣ

www.bookpress.gr 13/11/2022

Από τα ομηρικά έπη στην Ανάσταση

Ήρθε η στιγμή όπου εκτός από τους συμμιγείς αριθμούς, εκείνους δηλαδή που περιλαμβάνουν και λέξεις, μας συστήνεται η Συμμιγή του Βαγγέλη Τασιόπουλου ως ποιητική συλλογή. Η δική μου συμβολή στην ανάγνωσή της θα είναι δισυπόστατη.

Η πρώτη αναγνωστική υπόσταση αφορά τη συνομιλία της σε ευθεία γραμμή με τα ομηρικά έπη και συγκεκριμένα με την Οδύσσεια.

Εναρκτήριο στοιχείο ο ίδιος ο τίτλος, ο οποίος ανακαλεί τον ορισμό της μίξης, της σύγκρασης των υδάτων, την ομηρική λέξη μισγάγκεια. Ακολουθούν οι καρποί της λήθης που προσέφεραν οι κάτοικοι της χώρας των λωτοφάγων στους συντρόφους του Οδυσσέα προκειμένου εκείνοι να λησμονήσουν την πατρίδα τους και οι λωτοί της Συμμιγής ως αναφορά στο εισαγωγικό ποίημα «οι λέξεις μας ακολουθούν», όπου «η γριούλα παραληρεί, να μην ξεχάσω το κλειδί να αφήσω». Έπεται ο μυθολογικός βασιλιάς της Ιθάκης, πατέρας του Οδυσσέα Λαέρτης ως υπόμνηση και ο δωδεκαετής Λαέρτης της συλλογής ως βιωμένη μνήμη, ο σύνδεσμος των ανταρτών του βουνού με τους κατοίκους της πεδιάδας της Μεσσηνίας, ο οποίος λουφάζει κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου σε γούβα από τεράστιες χωματόπετρες. Κατόπιν ο ίδιος ο Όμηρος ως ραψωδός σε σχέση με τον δόκιμο μοναχό Ιερεμία – γράφει κι εκείνος στίχους, αλλά κρυφά και τους ράβει στο στρίφωμα του ράσου του. Ύστερα ο πανταχού παρών πόλεμος, τότε τρωικός, εδώ εμφύλιος αδελφοκτόνος:

«Ο Λαέρτης σκέφτηκε πως είχε χυθεί πολύ αίμα κι ο ουρανός ξέπλενε τις πομπές των ανθρώπων».

Μετά ο Πόντος και οι ναυτικοί, η Μεσόγειος και οι σύντροφοι του Οδυσσέα ως πλήρωμα να πελαγοδρομούν επί δεκαετία στα νερά της εν πλω προς Ιθάκη σε αντιπαραβολή με τους στίχους «είναι ψηλά η θάλασσα, λεηλατήστε την που επιμένει να διαπομπεύει»· η έννοια του Ικέτη στη χώρα των Φαιάκων και εκείνοι του ποιήματος «πειρασμών συνέχεια: σε συμφραζόμενα αναζητούν ικέτες, εποίκους κι αναχωρητές»· τα τηλεμάχεια, ο κορμός δηλαδή των πρώτων τεσσάρων ραψωδιών της Οδύσσειας και ο χαρακτήρας του Τηλέμαχου στο ποίημα «κόκκινα φύλλα αιμάσσοντα, να ρίχνει αθόρυβα το σκάφος στο νερό». Τέλος, η τυφλότητα του ίδιου του ραψωδού με την τυφλότητα του ποιήματος «Υ.Γ.», που «αφήνει το χιόνι στα βουνά, δοκιμάζει όλες τις παραλλαγές, όλους τους τόνους».

Η δεύτερη αναγνωστική υπόσταση έγκειται στη θεολογική της διάσταση ερήμην ίσως του δημιουργού της.

Η αναφορά της Υπαπαντής. Η Υπαπαντή ως Δεσποτική και Θεομητορική γιορτή εννοεί την υποδοχή του βρέφους Ιησού στον ναό του Σολομώντα και την αποκάλυψη της μεσσιανικής του ιδιότητας από τον γέροντα Συμεών και την προφήτιδα Άννα. Στον ίδιο προθάλαμο του ναού της Συμμιγής του ο Τασιόπουλος επιλέγει ευθύς εξαρχής την υπαπαντή του αναγνώστη του:

«Χαράματα παραμονή της Υπαπαντής ο νεαρός δόκιμος μοναχός Ιερεμίας αντίκρισε για πρώτη φορά τον μεσσηνιακό κάμπο».

Ακολουθεί η Διακαινήσιμος εβδομάδα, η εβδομάδα δηλαδή αμέσως μετά την Ανάσταση, περίοδος βαπτίσεων των μέχρι τότε κατηχουμένων της πρώτης χριστιανικής εκκλησίας και πνευματικής ανακαίνισης των νεοφώτιστων. Στο ποίημα «ο ουρανός της Διακαινησίμου» ο ποιητής γράφει: «χωρίς φωνή οι εκθέτες της […] μιλάνε γλώσσες ακατάληπτες», θυμίζοντας ακροθιγώς και τη βιβλική Βαβέλ.

Η αναφορά, επίσης, του «μέσα έρωτα» του Τασιόπουλου είναι ευθέως ανάλογη του θείου έρωτα που στις ακραίες του μορφές απαντάται στον μοναχισμό, δηλαδή σε συνθήκες εκούσιας μοναξιάς κι ενδοσκόπησης. Ο κοσμικός σαρκικός έρωτας από τη μια και ο κατά Θεόν έρωτας του μοναχού από την άλλη συνιστούν τη διαρκή πάλη του Ιερεμία μέσα του. Κι αυτό γιατί ο Ιερεμίας είναι ακόμα δόκιμος, άρα ακόμα δεμένος με τη σάρκα και οι κοσμικοί ενοχικοί στίχοι της ποίησής του σε αντίθεση με την αυστηρή καλογερική του υπακοή είναι υποχρεωμένοι να ράβονται στο ράσο του.

Για ποιο λόγο άραγε η σημερινή ηθική των δυτικού κόσμου ή της δικής μας αλλήθωρης εκδυτικισμένης κοινωνίας επομένως και η δυτική ή ελληνόφωνη ποίηση υποβάλλει τον έρωτα σε πάμπολλα δίπολα; κοσμικός ή θρησκευτικός; σαρκικός ή πνευματικός; χαμερπής ή υψιπετής; Τότε ποιο το αντίκρισμα του ευαγγελικού στίχου «ίνα πάντες έν ώσιν;». Από την άποψη αυτή πιστεύω ότι ακριβώς αυτήν την ενότητα των πάντων αποζητά, αν δεν έχει ήδη σκόπιμα εξ αρχής συλλάβει ως αναγκαιότητα, η Συμμιγή ως ονοματοδοσία του τίτλου της συλλογής, όπως κατά κυριολεξία δηλώνει κι η λέξη, δηλαδή τη σύμμειξη του παντός: εμφύλιος και καταλλαγή, ομηρική μνήμη και λήθη, τυφλότητα και φως του ουρανού, όλα ευχετικά να ενωθούν σε ένα.

Τέλος, θεωρώ πως η Συμμιγή υιοθετεί ενστικτωδώς ως στοιχείο του γενετικού της κώδικα τη θεολογία της Ανάστασης, ίδιον ορθοδοξίας σε σχέση με τη θεολογία του πένθους: δεν επιλέγει τη Μεγάλη Εβδομάδα για να στεγάσει «αυτά τα γκρίζα πρωϊνά στο έρεβος», αλλά τον ανοιξιάτικο ουρανό της Διακαινησίμου. Με αυτή την οπτική, ο Τασιόπουλος παραμένει συνεπής με τον τίτλο του έργου του, έχει δηλαδή συγκεράσει επί τω αυτώ τη φαινομενική αντίθεση να παραμένει ο κόσμος του ατόφια κι ερήμην του ορθόδοξος ακόμα κι αν δεν τον αισθάνεται ο ίδιος ο ποιητής καν χριστιανικό.

ΓΕΩΡΓΙΑ ΜΑΚΡΟΓΙΩΡΓΟΥ

ΠΕΡΙ ΟΥ 15/10/2022

Η συμμιγή του Βαγγέλη Τασιόπουλου, (εκδ. Ρώμη 2022), είναι μια ποιητική αφήγηση με πρωταγωνιστή τον Λαέρτη, ένα παιδί του Εμφυλίου, που αποκαλύπτει τις μυστικές γραφές του δόκιμου μοναχού Ιερεμία και τις κρατάει φυλακτό στην πορεία της ζωής του, ενώ ζει, μεγαλώνει και γράφει φροντίζοντας για την οδυνηρή επιστροφή του στα χαλάσματα και τους ανθρώπους του.
Το πρώτο μέρος είναι αφιερωμένο στην παιδική ηλικία, το δεύτερο στον έρωτα και το τρίτο αφορά την ωριμότητα.
Το βιβλίο μας υποβάλλει σε μια διαδρομή αναζήτησης νοήματος στην πορεία προς την απέναντι όχθη, με όλα τα μελανά της ζωής να αλληλεπιδρούν με την ομορφιά. Πάνω απ’ την καμένη γη απλώνεται ένας πεντακάθαρος, γαλανός ουρανός ενώ ο έρωτας βάφεται με αποχρώσεις του θανάτου. Μέσα και έξω όλα συγκλίνουν. Ακόμα και το ποιητικό υποκείμενο σμίγει με τις βαθιές του αλήθειες.
Το σκηνικό στήνεται στο ζοφερό τοπίο της ανθρώπινης κατάστασης. Πολεοδόμοι, συνωστισμένοι υπάλληλοι, λεηλασίες, φιλοδωρήματα, προβάλλουν στο κάδρο. «Μια ιστορία ανεξόφλητη ο καθένας τους αναχωρούν απαρηγόρητοι». Τα ερωτήματα αναπάντητα. Πώς φτάσανε ως εδώ; Δεν υπάρχει δικαίωση. Μόνο ταπείνωση.
Σε χαμηλόφωνους τόνους, ο ποιητής θα μιλήσει για τον κόσμο μας μέσα από εικόνες που μοιάζουν με ελαιογραφίες του Γκόγια, ή με πίνακες του Ελ Γκρέκο, ενώνοντας το τώρα με το χθες, το φως με το σκοτάδι, χρησιμοποιώντας αναφορές από τις θρησκείες, τη μυθολογία, τη φιλοσοφία. Η χρυσαλοιφή των άστρων λούζει το καμένο Ευαγγέλιο κάτω από το φως της Πλατυτέρας κι ο άνθρωπος θαυμάζει.
Τα έργα των ανθρώπων στη γη είναι γεμάτα «αίμα και θάνατο». Και μέσα στο γκρεμισμένο σύμπαν, μόνο ο έρωτας ο ζωογόνος «αναδιατάσσει το τοπίο».
Η συνειδητοποίηση του εφήμερου της ύπαρξης προσθέτει μια γλυκιά θλίψη. Κι ενώ οι νεοσσοί στα τείχη προτιμούν την εσοχή για ασφάλεια ένας γρύλος αντιστέκεται, τα θέλει όλα. Ωστόσο η διαδρομή του είναι σύντομη. Το τέλος είναι κοντά και κάθε αντίσταση είναι πεπερασμένη.
Γιατί ενώ πασχίζουμε για την ειρήνη, η ζωή μας είναι γεμάτη μάχες; Γιατί ενώ θαυμάζουμε την ομορφιά, τη φυλακίζουμε μέσα σε «λίθινα παραπετάσματα»; Γιατί υποχωρούμε και εναρμονιζόμαστε με το έρεβος της «οικοδομικής ευθανασίας»;
Και ποιος είναι ο ρόλος του πνευματικού ανθρώπου; Ο καθηγητής στο αμφιθέατρο γνωρίζει ότι ο λόγος του έχει βαρύτητα στη διαμόρφωση συνειδήσεων, ωστόσο ο ίδιος πρέπει να πληρώσει το τίμημα της φιλοδοξίας του. Και καθώς θα πλησιάζουν οι γερανοί του Ιβύκου, αποκαλύπτοντας τα εγκλήματά του, καθώς θα κοιτάει ψηλά, θα διακρίνει τα δάκρυα να παίζουνε κρυφτό στα μάτια μιας γυναίκας, με το συμβολικό όνομα Σοφία.
Σε όλα τα ποιήματα, οι τελευταίοι στίχοι μοιάζουν με μικρές εκρήξεις κι ο αναγνώστης-κοινωνός, βιώνει μιαν αίσθηση ευθραυστότητας μέσα στη ματαιότητα. Ακολουθεί τις κινήσεις ενός εντόμου που λικνίζεται στο φύσημα του ανέμου, τον χορό του κυκλάμινου, το τρεμούλιασμα των φτερών μιας πεταλούδας.
Η φωνή μεταλλάσσεται αποκτώντας άλλοτε αυστηρά προσωπική κι άλλοτε συλλογική χροιά με εναλλαγή των προσώπων, υποβάλλοντάς μας σε μια διαδικασία ψυχανάλυσης, κάνοντάς μας ν’ αναγνωρίσουμε οικεία κακά. Ο μεσήλικας Λαέρτης βλέπει να περνούν μπροστά του μνήμες της ματαιοδοξίας του. Μπήκε στο παιχνίδι της εξουσίας και του κέρδους, «ξοδεύοντας ενέχυρα πολιτεύτηκε», «αγνόησε τις αυταπάτες» απομακρύνθηκε από την πραγματική του φύση, εθελοτυφλώντας μπροστά στον ανθρώπινο πόνο.
Στον αντίποδα υψώνεται η ποίηση. Όσο αυτή θα εξυμνεί τον έρωτα, εμείς θα νιώθουμε ζωντανοί και θα παρασυρόμαστε σε αποδημητικές περιπλανήσεις με κυανούς ποιητές που κρατούν τους παφλασμούς στα διάφανα χέρια τους. Και θα υπάρχουμε, «στην αφροδίσια λεπτότητα των κραδασμών», στο λάγνο κύλισμα, στην ταραχή που τα πλεγμένα σώματα επιδίδονται, στη «δόξα του ιδρώτα». Κι όταν περάσουν τα χρόνια, ανήμποροι πια, θα μένουμε με τις εικόνες της συνενοχής, με τα ωραία ηλιοβασιλέματα και θα κρατάμε στη συλλογή μας «κειμήλια και συμπτώσεις που αφήνονται παρηγοριά».
Η συμμιγή είναι γεμάτη συμβολισμούς και εικόνες που αγγίζουν όλες τις αισθήσεις. Υπό τον ήχο της βροχής στο σκουριασμένο ποδήλατο «ακουμπούν χρόνια χιλιάδες οι εκδορές». Κι εκεί μες στο βροχερό, κρύο τοπίο, η ένταση αυξάνεται. Το ποιητικό υποκείμενο, ομολογεί και υπό το βάρος των τύψεων ζητάει να εκτίσει ποινή φυτεύοντας δέντρα αειθαλή «κισσούς πυκνούς και νάρκισσους στα μουσκεμένα κράσπεδα της έρημης πλατείας». Μετά αφήνεται. Γυρίζει μόνος στη βροχή κι εμείς υπακούμε στο κάλεσμα ν’ αφεθούμε στην αγκαλιά της φύσης. Η φύση μοιράζει την ευλογία της μέσα από τις σταγόνες κι εμείς βιώνουμε «τη χαρά του παραλήπτη».
Η διαδοχή των ποιημάτων μοιάζει σαν κυματισμός της θάλασσας με ανέμους διαφόρων εντάσεων και κατευθύνσεων. Άλλοτε τα κύματα σκάνε μανιασμένα στα βράχια κι άλλοτε συλλαμβάνουμε τον χαμηλότονο φλοίσβο της ενδοσκόπησης. Στο ποίημα με τίτλο «Στα χαλάσματα οι αυτόχειρες έχουν ταριχεύσει τις ψυχές τους», η φωνή μας καλεί να συγκλίνουμε, να ενωθούμε μπροστά στο μεγαλείο της φύσης και να ζήσουμε το παρόν. Γιατί είναι σίγουρο ότι: «Κάποτε οι μέρες δείχνοντας του φεγγαριού την άλω/θα συγκλίνουν… από του μύθου την ευχέρεια/στη συστολή του ενεστώτα».
Και όσο πλησιάζουμε στην απέναντι όχθη, είτε με το λεωφορείο της γραμμής, είτε με πλοίο, κάρο, είτε με ανεμόπλοιο απαστράπτον, το τοπίο θα γίνεται όλο και πιο πολύχρωμο, θορυβώδες και θα γεμίζει με κωμικοτραγικές εικόνες με ανθρώπους-καρικατούρες να παρακαλούν για ένα θαύμα, να συνειδητοποιούν τη μικρότητά τους. Σ’ ένα πανηγύρι γεμάτο μνήμες, σκέψεις, αμαρτίες, θυσίες, παρεκκλίσεις και παρακλήσεις για εξιλέωση. Όλα τα αντίθετα αγκαλιασμένα. Μια συμμιγή. Ένα σμίξιμο. Τα συμβατικά οικογενειακά τραπέζια δίπλα στην πόρνη και τα ρυπαρά πρόσωπα δίπλα στα αγγελούδια. Κοντά στην απέναντι όχθη είναι και οι ύστατες προσπάθειες για ζωή λίγο πριν το τέλος, με έρωτες φθαρμένους με βοηθήματα και αλκοόλ. Κι εκεί, στις ιδρωμένες κραιπάλες, σαν από θαύμα θα προβάλλει ξαφνικά μια γλυκιά ανεμώνη που μιλάει, υπογραμμίζοντας την αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι μας.
Ο Βαγγέλης Τασιόπουλος επιλέγει να κλείσει με τη συγκλονιστική εικόνα της γύφτισσας που ενσωματώνει όλα όσα έχουν ειπωθεί, με όλα τα στοιχεία να σμίγουν κραυγαλέα στην παρουσία της, ανακεφαλαιώνοντας και δίνοντας μορφή στο παράδοξο της ανθρώπινης ύπαρξης. Επί πλέον, στο υστερόγραφο, μια άλλη εικόνα εντυπώνεται στο μυαλό και υψώνεται σαν λάβαρο σηματοδοτώντας το νόημα της ζωής: Είναι το αντίτιμο που πληρώνει ο κυνικός φιλόσοφος Μένιππος για το πέρασμα στην απέναντι όχθη: μια παπαρούνα στον γαλάζιο φόντο του ουρανού.

ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ

frear.gr 9/10/2022

Η στοχαστική αλήθεια του τέρματος

Αυτό το υβριδικό βιβλίο, μισό πεζό, μισό ποίημα που ζει στον Μεσσηνιακό Κάμπο, τρέφεται από τις σάρκες του. Βυθίζει γερά τα πόδια του στη γη, όμως τα μάτια του στρέφονται συνέχεια μέσα του, αφού τα μεγαλύτερα ερωτήματα που το βασανίζουν είναι καθαρά υπαρξιακά. Το βιβλίο έχει μία ερωτική διάσταση που συνδέεται με την πορεία των χαρακτήρων του, όμως αυτό που το εμποτίζει είναι ο μέσα έρωτας, ένας έρωτας καθαρά μοναχικός και στοχαστικός, που ως ουροβόρος όφις τρώει την ίδια την ουρά του. Κάθε χαρακτήρας δηλαδή που εμφανίζεται στο βιβλίο αυτό, διαλύεται μέσα στην ίδια του την ερωτική διάθεση.

Στο πρώτο μέρος που οργανικά θα λέγαμε ότι τελειώνει με το υστερόγραφο της σελίδας 30, ο δωδεκάχρονος Λαέρτης βρίσκει κάποια ποιήματα κατά τον Εμφύλιο, που εμφανίζονται ή του αποκαλύπτονται χρόνια μετά στο στρίφωμα του ράσου του ιερομόναχου Ιερεμία. Εδώ η μαγική λέξη είναι αποκαλύφθηκαν. Είναι η λέξη που εκφράζει την ιερή μυσταγωγία της γραφής, αφού ιερομόναχος είναι άλλωστε ο κάθε ποιητής, όπως σίγουρα θα συμφωνούσε ο Ιερομόναχος ποιητής Διονύσιος Σολωμός. Στο πρώτο λοιπόν μέρος του βιβλίου ξεχειλίζει το φως και ταυτόχρονα η νοσταλγία αυτού που δεν υπάρχει.

Το δεύτερο μέρος, σύμφωνα με την επισήμανση του ποιητή, κινείται στις παρυφές του επίσημου έπους. Περιλαμβάνει τα υπά-ρχοντα, υπα-ρξιακές αγωνίες του καθηγητή και τις εμπειρίες του από τις χώρες της Ευρώπης όπου έχει ζήσει. Αν ο Λαέρτης έμενε στον τόπο του, δεν θα μπορούσε να είχε γράψει ποτέ αυτό το μέρος του βιβλίου. Επομένως ποιήματα, ένα σημείωμα και μία επιστολή από τις μεσοδυτικές πολιτείες της Ευρώπης, αποτελούν όπως μας ενημερώνει ο Βαγγέλης Τασιόπουλος στον υπότιτλο της ενότητας, το περιεχόμενο αυτού του μέρους του βιβλίου.

Ο μικρός δωδεκάχρονος Λαέρτης που είχε βρει τα ποιήματα-επιστολές στο ράσο του ιερομόναχου Ιερεμία του πρώτου μέρους του βιβλίου, έχει ενηλικιωθεί πια και έχει αποκτήσει πραγματικές εμπειρίες από έναν ξένο τόπο. Αστός ταπεινής καταγωγής με σκληρή μελέτη και αφού απέκτησε μία σφαιρική γνώση του κόσμου και μυήθηκε στα Μαθηματικά και στη Φιλοσοφία στη Βιέννη και στο Τύμπιγκεν, έχει γίνει ο διαπρεπής καθηγητής Δημήτρης Αναγνωστόπουλος ή Μήτσος Ντουνιάς. Γυρνά πίσω λοιπόν στην Ιθάκη-Μεσσηνία του, ως σύγχρονος Οδυσσέας, και επαναπατρίζεται με το πρόσχημα ότι πρέπει να επιμεληθεί το πατρικό του σπίτι που είχε να το δει από τότε που ξενιτεύτηκε στον Εμφύλιο. Παίρνει ένα λεωφορείο και ξεκινά το ταξίδι του μέσα στο έρεβος ώσπου ο οδηγός του φωνάζει τη λέξη «τέρμα». Τι να σημαίνει άραγε πραγματικά αυτή η λέξη; αναρωτιέται ο καθηγητής. Τι να σημαίνει για τους αποίκους; Τι να σημαίνει για κάθε ανθρώπινο πλάσμα; Τι να σημαίνει αυτή η λέξη για τον ποιητή; Τι τελειώνει και τι αρχίζει για τον Λαέρτη, καθηγητή Δημήτρη Αναγνωστόπουλο ή Μήτσο Ντουνιά;

Ο καθηγητής φθάνει στο έρημο και σκοτεινό σπίτι, ανάβει μία γκαζόλαμπα και ανοίγει τα χαρτιά του στο τραπέζι. Και μας αποκαλύπτει τη ζωή του στη ξενιτειά, τη θλίψη που του προκαλεί η Κυριακή, τον πόνο του τέλους μίας ερωτικής ιστορίας, τις μικρές ατέλειες της αγαπημένης που όμως συγκροτούν την τέλεια αλήθεια, αφού έτσι απομυθοποιείται από είδωλο και γίνεται πραγματικός άνθρωπος.

Το ζευγάρι Ντόροθυ Πάσκελερ και Γκάρυ Ουίλλιαμς είναι αγαπημένοι φοιτητές του καθηγητή, τόσο οικείοι μαζί του που τον έκαναν μύστη του έρωτά τους και των επιστολών εξομολόγησής του. Μέσα στα αποσπάσματα των επιστολών-ποιημάτων τους τίθενται σοβαρά φιλοσοφικά ερωτήματα όπως η αλήθεια της θνητής ατέλειας ή ο καπνός του έρωτα που αναθρώσκει, ή το άυλο και ονειρικό σώμα του έρωτα που μπορεί να είναι και ψευδαίσθηση.

Ο ποιητής φροντίζει να μας δώσει πληροφορίες γι’ αυτό το ζευγάρι στο τέλος του βιβλίου. Μας επισημαίνει δηλαδή ότι η Ντόροθυ Πάσκελερ χάθηκε στα 22 της χρόνια ανεξήγητα, όπως ανεξήγητα είχε χαθεί και ο Ιερομόναχος Ιερεμίας αφήνοντας πίσω το άδειο ράσο του, όπως αφήνει το φίδι το δέρμα του και ότι ο τελευταίος ερωτικός της σύντροφος ήταν ο Gary Williams. Στο σημείωμα της Ντόροθυ αλλά και στην επιστολή που απευθύνει στον καθηγητή του ο Γκάρυ, βλέπουμε όλο το φάσμα και το φάντασμα της απουσίας ενός έρωτα που διαθλάται, που γίνεται «αμυχή στα χείλη, σημάδι στο κορμί» αλλά και προσευχή, προσήλωση, ιεροτελεστία, μυσταγωγία και συμμετοχή στο Ιερό και Θείο.

Ο έρωτας, κάθε έρωτας για τον Τασιόπουλο είναι αυτογνωσία, στροφή στον μέσα εαυτό και παράλληλα μία επικοινωνία με αυτό που είναι πλατύτερο και βαθύτερο από μας, που μας περιέχει αλλά και που το περιέχουμε. Ο ποιητής φορά προσωπεία, αφού ιερομόναχος, παιδάκι, καθηγητής, Gary Williams είναι ο ίδιος, ο ένας, το ποιητικό υποκείμενο.

Και Ντόροθυ, Έμμα, Τζάστιν ή Εύα είναι η anima, η γυναικεία μορφή του χαμένου Παραδείσου μας. Κρατά στα χέρια της το μήλο, το μήλο αυτό που είναι ο εαυτός μας που πάντα διαφεύγει, η μόνιμη απουσία του ανέγγιχτου, η προσμονή της επαφής που όμως είναι ανέφικτη αλλά πάντα κυριαρχεί στα όνειρά μας.

Η ενότητα αυτή τελειώνει με ένα υστερόγραφο. Το δεύτερο υστερόγραφο του βιβλίου. Η μαγική φράση αποτυπώνεται σε οκτώ λέξεις και δίνει όλη τη διάσταση αυτού του εξαιρετικού βιβλίου: «Το εφήμερο που αποκτά διάρκεια, αιώνες πριν ερχόταν.» Αφού το εφήμερο χωρίς τέλος, το προσωρινά αιώνιο, η στιγμή αλλά και η διαχρονική ιστορία που συνέχεια επαναλαμβάνεται είναι πάντα η ουσία της καλής Ποίησης.

Η τρίτη ενότητα του βιβλίου έχει τον τίτλο «Οι αυτόχειρες ταριχεύουν τις ψυχές τους στα χαλάσματα». Ο χαρακτήρας του βιβλίου, ο μικρός Λαέρτης, ο καθηγητής Δημήτρης Αναγνωστόπουλος ή Μήτσος Ντουνιάς ή Οδυσσέας λουφάζει στα πίσω καθίσματα του λεωφορείου, έχει φθάσει πια στην ωριμότητα, στα χαλάσματα μίας Ιθάκης όπου πλανιούνται οι φασματικές ψυχές των άλλοτε στρατιωτών, στα γηρατειά. Το μυθιστόρημα-αφήγηση μίας διαδρομής ενηλικίωσης που κρύβεται μέσα στην ποιητική αυτή συλλογή, έφθασε στο τέρμα του, σε μία πικρή συνειδητοποίηση ότι ο ουρανός δεν έχει να προσφέρει τίποτε, ότι ο άνθρωπος είναι για τον άνθρωπο λύκος, ότι οι άνθρωποι είναι «ανεξόφλητες ιστορίες που απαρηγόρητοι φεύγουν από τον κόσμο». Μόνη διέξοδος ένα σύντομο φιλί από τη Περσεφόνη, ο έρωτας δεν είναι γέφυρα αλλά μόνο στιγμή. Οι γυναικείες μορφές Διοτίμα, Ελεονόρα, Βεατρίκη, Μαρία, Σύλβια, Αιμιλία εκφράζουν μόνο την παροδική δόξα ενός ανυπόστατου έρωτα. Οι υλοτόμοι, σύμφωνα με τον Τασιόπουλο, μετανιώνουν για το κενό και όχι για το δένδρο. Η διαδρομή αποδεικνύεται πολύ σύντομη και οι δρόμοι γίνονται δρόμος, για να μιλάμε σύμφωνα με τον ποιητή, για τον Ενικό των πραγμάτων.

«Στο δάκρυ του Πολύφημου ματώνουμε και υπάρχουμε
σαν της ισημερίας την ευγένεια (ούτε από δω ούτε από κει)
ζούμε τη διάρκεια του επέκεινα
κρύβοντας τα τεράστια φτερά μας
που δεν συναντιούνται στο γαλάζιο
αλλά θρυμματίζονται στα όνειρα
του άλλου ουρανού» (απόσπασμα από το ποίημα στη σελ. 59)

Έτσι μεταγράφει ο ποιητής την Οδύσσεια, την αρχετυπική περιπέτεια της ανθρώπινης ύπαρξης, την τραγική ειρωνεία της ανθρώπινης μοίρας. Το παλαιό λεωφορείο σκούριασε, οι απόντες καταλαμβάνουν τις θέσεις των παρόντων, η θλίψη, η νοσταλγία, η σιωπή και η μοναξιά διαχέονται, «από του μύθου την ευχέρεια, περνάμε στη συστολή του Ενεστώτα» όπως γράφει ο ποιητής και η γλυκιά ανεμώνη σπαράζει:

«είμαι ότι δεν θέλετε να είστε εσείς, η μοίρα και το υλικό σας».

Αυτό το βαθύ, λυρικό, υπαρξιακό και ασκητικά ερωτικό βιβλίο θα κλείσει με ένα υστερόγραφο παπαρούνα. Ο Μένιππος έχει επιστρέψει από την βραχύχρονη παραμονή του στο ασυνείδητο του κάτω κόσμου και γυρνάει γεμάτος στίχους και αριθμούς. Η παπαρούνα σε φόντο γαλάζιο, το αντίτιμο του πόνου και του σκοταδιού δεν μπορεί, διαχρονική και αιώνια, να είναι παρά μόνον η ποίηση.

.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ

ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟ 25/4/2023

Με την όγδοη ποιητική κατάθεσή του που τιτλοφορείται Η Συμμιγή, ο Βαγγέλης Τασιόπουλος συγκροτεί έναν πολυσήμαντο και βαθύ ποιητικό, αλλά και εσωτερικό χώρο στο δομημένο πλαίσιο μιας ευφάνταστης και υβριδικής ποιητικής σύνθεσης που διαλέγεται δημιουργικά και κριτικά με την ποίηση της γενιάς του. Κι αυτό γιατί, παρά το γεγονός ότι το ανά χείρας καλαίσθητο εκδοτικά βιβλίο εντάσσεται αφενός στο γραμματολογικό πλαίσιο της Γενιάς του ’80 ή αλλιώς Γενιάς του ιδιωτικού οράματος, την ίδια στιγμή εντοπίζουμε αρκετά στοιχεία που απομακρύνουν το όλο εγχείρημα από την ποιητική περιχαράκωση στο ιδιωτικό πάθος-δράμα. Πιο συγκεκριμένα, η υβριδική αυτή ποιητική σύνθεση (πεζή και ποιητική), δεν αποτελεί μόνο μια σύνοψη συναισθημάτων και ιδεών που αναπηδούν από ιδιαίτερα προσωπικά βιώματα απώλειας, αλλά εξακτινώνεται θεματικά στον ευρύτερο πολιτικοκοινωνικό και ιστορικό χώρο, αποκαλύπτοντας μια γενικότερη θέαση του συλλογικού. Παράλληλα, η τριμερής και φιλόδοξη δόμηση του βιβλίου, καθώς και οι σαφείς ιστορικές και μυθολογικές αναφορές, απομακρύνουν αισθητά την ανά χείρας ποιητική σύνθεση από τη μορφολογική δεσπόζουσα της μικρής σύνθεσης, που κυριαρχεί στη Γενιά του ’80.

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά. Όπως ορθά έχει επισημάνει η Χλόη Κουτσουμπέλη,[1] στο πρώτο μέρος του βιβλίου ο δωδεκάχρονος Λαέρτης βρίσκει κάποια ποιήματα κατά τον Εμφύλιο κρυμμένα μετά από χρόνια στο στρίφωμα του ράσου του ιερομόναχου Ιερεμία. Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου ο ενήλικας πια Λαέρτης και διαπρεπής καθηγητής Δημήτρης Αναγνωστόπουλος ή Μήτσος Ντουνιάς, επιστρέφει μετά από χρόνια στο πατρικό του στη Μεσσηνία-Ιθάκη, το οποίο αποχωρίστηκε στον εμφύλιο. Στο καταληκτικό μέρος ο ήρωας βιώνει την τραγική αντιστροφή του ομηρικού νόστου, καθώς η ποθητή επιστροφή του ήρωα στην πατρίδα-ουτοπία της παιδικής ηλικίας συντρίβεται κάτω από ένα εκφυλισμένο και αλλοτριωμένο παρόν. Η καταγωγική μνήμη, επομένως, τραυματίζει διπλά. Στην τρυφερή παιδική ηλικία από τη μια, ο Μελιγαλάς, όπου ο κόσμος λειτουργούσε ως μία ενότητα, ως μια ασφαλής κοιτίδα, χαρακώθηκε βίαια από το μαχαίρι του Εμφυλίου και τραυμάτισε ανεξίτηλα το ποιητικό υποκείμενο. Στην ενηλικίωση από την άλλη, ο διάσημος καθηγητής, παρά τις γνώσεις, εμπειρίες και τα ταξίδια που μεταφέρει, δεν επιτυγχάνει ούτε να θεραπεύσει τη ματωμένη μνήμη ούτε να ευτυχήσει σε ένα μεταλλαγμένο και αλλοτριωμένο παρόν. Παραμένει, λοιπόν, αποσπασματικός και μάταιος τόσο πολιτικά, κοινωνικά και εθνικά όσο και υπαρξιακά, ερωτικά.

Λαμβάνοντας τα πιο πάνω στοιχεία υπόψη, κατανοούμε σαφώς ότι ο Τασιόπουλος δεν επιχειρεί να φωτίσει μόνο το υπαρξιακό, ιδιωτικό δράμα, που αποτελεί, νομίζω, μόνιμο κλίμα και μοναδικό πυρήνα της ποίησής του, αλλά ταυτόχρονα να μιλήσει με θάρρος για τα σύγχρονα οικολογικά, πολιτικοκοινωνικά και ιστορικά αδιέξοδα σε μια χώρα που ο εμφύλιος ακόμα δεν έχει ξεχαστεί. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ερμηνείας ο στοχασμός γύρω από τη φθαρτή ανθρώπινη φύση, το πεπερασμένο και το εφήμερο, η συναίσθηση του θανάτου, η έννοια του χρόνου, το απροσπέλαστο και μεταφυσικό του θείου κόσμου, η δυναστευτική εμφύλια μνήμη ως εφιάλτης της σχέσης με τον εαυτό μας και τους άλλους, η μοναξιά, υπαρξιακή και οντολογική που προέρχεται από το αδύνατο της ανθρώπινης επικοινωνίας, η σιωπή αλλά και η κραυγή αγωνίας, είναι ουσιαστικοί άξονες που διαπερνούν τη συλλογή και αποκαλύπτουν, εν τέλει, ένα ποιητικό σύμπαν διαποτισμένο από μια πίκρα συλλογική-εθνική βίαια καταχωνιασμένη στα ενδότερα. Ακόμη και η ποίηση ή ο έρωτας, άλλα βασικά και επίμονα θέματα της ποίησης του Τασιόπουλου, αν και δρουν προς στιγμήν εξισορροπητικά στην έντονη παρουσία του θανάτου, προβάλλουν, εντούτοις, αντιθετικά τις περισσότερες φορές, από τη μια το τυραννικό δράμα του συχνά ανικανοποίητου, ανεκπλήρωτου έρωτα και από την άλλη το δράμα της αναπόφευκτης φθοράς του τελειωμένου.

Μια σημαντική, κατά την άποψή μου, μηχανή της ανά χείρας συλλογής αποτελεί η έντονη θεατρικότητα-κινηματογραφικότητα, η οποία διαδραματίζει καθοριστικό σκηνοθετικό ρόλο στην ανάπτυξη των ποιημάτων. Η συλλογή, με άλλα λόγια, θα μπορούσε να γίνει μια σπονδυλωτή ταινία ή ένα μυθιστόρημα. Η αντίληψη, βεβαίως, ότι η ζωή μοιάζει με θεατρικό έργο με λίγο ή καθόλου νόημα, επανέρχεται σε έργα μεγάλων συγγραφέων, παλαιότερων και νέων (William Shakespeare, Tennyson, Thomas Mann κ.ά.) και εκφράζει μια γενική ειρωνεία, μια εκδοχή της οποίας είναι η κοσμική ειρωνεία, το γεγονός δηλαδή ότι ο άνθρωπος, ενώ επιθυμεί την αιωνιότητα, καλείται να ζήσει έχοντας επίγνωση του τέλους του. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η συνεχής ροή των ποιητικών εικόνων σε συνδυασμό με έναν απρόβλεπτο, μεταφορικό και σκοτεινό λόγο, ξετυλίγονται πάντα επεισοδιακά και αποκαλύπτουν στον αναγνώστη ότι τίποτε δεν είναι περισσότερο παρόν από την ψεύτικη βεβαιότητα της ύπαρξης.

Ο γυμνασμένος αναγνώστης αντιλαμβάνεται, ωστόσο, ότι μέσα σε αυτό το ποιητικό και θεατρικό δρώμενο το ποιητικό υποκείμενο δεν είναι απλά και μόνο μια προσωπίδα. Το αληθινό πρόσωπο του ποιητή, με άλλα λόγια, δεν έχει αφανιστεί κάτω από αυτήν, καθώς ο ποιητής κατά διαστήματα ανοίγει οπές προκειμένου να υπάρξει, να ανασάνει και να εκπληρώσει τον ρόλο του. Κι αυτό συμβαίνει, κατά τη γνώμη μου, γιατί απαραίτητη προϋπόθεση της ποίησης του Τασιόπουλου είναι η κρυμμένη βιωματικότητα, αλλά και μια προσπάθεια αναγωγής του προσωπικού βιώματος σε μια καθολική αισθητική εμπειρία. Ο ποιητής, δηλαδή, από τη μια μεταμφιέζεται και την ίδια στιγμή αίρει τις μεταμφιέσεις του· από τη μια καλύπτει το πραγματικό του πρόσωπο και ταυτόχρονα από την άλλη το επικαλείται. Κάτω, λοιπόν, από αυτό το ερμηνευτικό πρίσμα, η ανά χείρας ποιητική σύνθεση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια προσωπική βιωματική εποποιία, τα ποιήματα της οποίας εκκινούν από την καθημερινότητα, τροφοδοτούνται από τις οικείες και ταπεινές όψεις της, για να αναχθούν όμως στο επίπεδο της αποκαλυπτικής και συλλογικής εμπειρίας, όπου ο φθαρτός κόσμος μεταμορφώνεται μέσα από το φαντασμαγορικό πρίσμα της ποιητικής αίσθησης. Κι έτσι το βιβλίο ισορροπεί ανάμεσα στο ιδιωτικό και στο συλλογικό, που συμπλέκονται συνεχώς αδιάλειπτα και οργανικά δημιουργώντας ένα αισθητικά λειτουργικό ποιητικό σύμπαν που, παρά τη δεσπόζουσα παρουσία της φθοράς, αποπνέει αγάπη για τον άνθρωπο και την τέχνη.

Συνοψίζοντας, η τελευταία ποιητική συλλογή του Βαγγέλη Τασιόπουλου Η συμμιγή αποτελεί φυσιολογική συνέχεια μιας ώριμης πορείας, καθώς διευρύνει τα οικεία θέματά του σε μεγαλύτερους κύκλους, δημιουργώντας νέες συλλογικές περιοχές αναζήτησης. Και για τούτο ο αναγνώστης της ανά χείρας συλλογής ανακαλύπτει ξανά τις αρετές ενός προσωπικού ύφους, που βασίζεται στην πυκνή εκφραστική, τον πολυσήμαντο ποιητικό λόγο, αλλά και την έντονη βιωματικότητα και την ψυχική ταπεινότητα. Έτσι, η ποίηση του Τασιόπουλου, υπερβαίνοντας τα θεωρητικά στεγανά της γενιάς του, αποπνέει δραματική ένταση και κυριαρχείται από τραγική αυτογνωσία.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ

.

ΑΧΕΡΟΥΣΙΑ Η ΘΑΛΑΣΣΑ (2019)
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΚΟΚΚΙΝΟΣ

Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΑΣ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑΣ

FRACTAL 04/02/2020

Ο αχθοφόρος λατρευτής συντάσσει έγγραφα, απορεί:
«Τόσοι πολλοί;»
Η βάρκα νυχτώνεται σαν τα πουλιά κουρνιάζει
όμως εκείνοι στη βεβαιότητά τους ματαιοπονούν
καπνίζουνε αδιάκοπα
κοιτούν με μαύρα μάτια την απέναντι στεριά
τούς παίρνει ο πόνος
καθώς βουβός πάνω στις γυάλινες στέγες
καλπάζει ο εσταυρωμένος.

Είναι ένα απόσπασμα από το ποίημα «Καλπάζει ο εσταυρωμένος» της συλλογής του Βαγγέλη Τασιόπουλου «Αχερουσία η θάλασσα» που όπως γράφει στο οπισθόφυλλο, η συλλογή αποτελείται από μια σειρά ποιητικών αφηγήσεων ανθρώπων που διέπλευσαν τη θάλασσα ή χάθηκαν στα σπλάχνα της με σκοπό να φτάσουν στην αυλή μας.
Πόσες φορές άραγε, έχουμε ακούσει αυτό το ερώτημα; «Τόσοι πολλοί;» Μέτρησε ποτέ κανένας πόσες φορές διαβάσαμε στις ειδήσεις για βάρκες γεμάτες πρόσφυγες που χάθηκαν στα νερά της Μεσογείου προσπαθώντας να φτάσουν στο τόπο μας;

Γράφει στο ποίημα «Το γράμμα»

Το γράμμα έφτασε ασυνόδευτο αλλά
στην απέναντι ακτή δεν βρήκε παραλήπτες
-πώς να εμπιστευτείς τον έρωτα σε ξένους.
Ξεχείλισε από το σωσίβιο
να βγει νωρίτερα στην ξέρα
ψυχή σταλμένη στο χαμό
για να διαδώσει το προνόμιο του θεού
εφόδιο στα κάτεργα
παρηγοριά στο παραμύθι του Μιλήσιου
τόσο κοντά ο κόσμος μας,
δυο ποταμοί και δύο θάλασσες,
τί είναι να φτάσει το γράμμα ασυνόδευτο;
«…αγαπημένη μου…»
Κρατώντας το πολύτιμο εύρημα ο ψαράς
ευλαβικά στην τσέπη το ασφαλίζει
συλλαβίζει τα κύματα υπολογίζει το θυμό τους
σταυρώνει έπειτα τα χέρια και δακρύζει
ψάχνει ψηλά για το θεό
-ούτε κι εσύ θα το ’θελες…
εωθινό ανάγνωσμα
μες στη χερσαία λήθη.

Η χώρα του Άδη, η Αχερουσία αν και αποστραγγίστηκε, ξαναγεννήθηκε τις μέρες μας κι’ έγινε θάλασσα, και όπως τη περιγράφει ο ποιητής «Αχερουσία, στολισμένη με λωτούς,/μαύρη σταφίδα κι αρμυρό ψωμί για πρώτη ανάγκη»

Κι έγινε η θάλασσα μας πέρασμα της προσφυγιάς και τάφος υγρός μικρών παιδιών γιατί αυτή είναι η μοίρα δυστυχώς χιλιάδων αθώων ανθρώπων που προσπαθώντας να σωθούν από το πόλεμο, από τη πείνα, τους αναίτιους σκοτωμούς, αναγκάζονται να εγκαταλείψουν όλα όσα μπόρεσαν να φτιάξουν μια ζωή, το σπίτι τους στη Δαμασκό, το καλύβι τους κάπου στην Αφρική, ή το χωριό τους σε κράτη της Ασίας. Φεύγουν για να σωθούν και χάνονται στην Αχερουσία θάλασσα, τη θάλασσα της Μεσογείου.

Και είναι και οι άλλοι αυτοί που καταφέρνουν να αποβιβαστούν αναζητώντας
μια άλλη ευκαιρία ζωής στη χώρα που κάποτε πίστευε στο Ξένιο Δία. Κάποτε.
Φτάνουν με αποσκευή μονάχα την ελπίδα για ένα τόπο ειρηνικό όποια κι αν είναι η αιτία του ταξιδιού της προσφυγιάς.
Ποτέ μου δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω αν υπάρχει διαφορά σ αυτούς τους ανθρώπους που φτάνουν εδώ λόγω πολέμου, λόγω θρησκευτικών διώξεων, λόγω πείνας στο τόπο τους. Έχει μήπως σημασία η αιτία της στήριξης που αναζητούν;

Γράφει, ο Τασιόπουλος στο ποίημα ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ

Κρατώντας το χέρι της σιγούρευε τον φόβο στην ανάμνηση
πρόσεχε σε κάθε βήμα να μην εκδηλωθεί η απελπισία της
έτσι πυρωμένη με μάτια στην άβυσσο έβλεπε
τα παράθυρα να κλείνουν
κι άκουγε το σαράκι σε μια νεκρή γραμμή.
Το σύρσιμο για τόσο θάνατο, σκέφτηκε.
Η πολιτεία λούφαζε στ’ ασθενικά της φώτα
καθώς εκείνη φώλιαζε στην τρυφερή φωλιά του.

Κάποιοι όμως ξεχνάνε την Αλληλεγγύη, ξεχάσαν πως αυτός ο τόπος κάποτε δέχτηκε τους χιλιάδες πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Κάποιοι ξεχνάνε πως αυτοί που συντηρούν το πόλεμο στη Συρία είναι εκτός από την Αμερική και τη Ρωσία είναι και οι Τούρκοι, υπεύθυνοι εκτός από τους χιλιάδες πρόσφυγες του 1922 από τη Μ. Ασία και για τη κατοχή στη Κύπρο με το 1/3 του πληθυσμού πρόσφυγες. Και το χειρότερο ακόμα είναι που ευρωπαϊκά κράτη κλείσανε τα σύνορα και δεν δέχονται ούτε ένα πρόσφυγα. Δεν τους ενοχλεί όμως που φιλικά και συμμαχικά κράτη συμμετέχουν στους βομβαρδισμούς στη Συρία. Η υποκρισία σε όλο της το μεγαλείο.
Και όπως γράφει ο ποιητής «Από λεκέδες άλλο τίποτα η ζωή»
Όλα αυτά είναι αρκετά πιστεύω να μας κάνει να είμαστε αλληλέγγυοι σ’ αυτούς τους ανθρώπους και όχι να διαδηλώνουμε εναντίον της εγκατάστασης τους.
Η συλλογή του Βαγγέλη Τασιόπουλου δεν είναι μόνο το ταπεινό αντίδωρο του ποιητή στους πρόσφυγες. Είναι μια ελεύθερη και καθαρή φωνή αφύπνισης γι’ αυτούς τους ανθρώπους που διωγμένοι από το τόπο τους έχουν την ανάγκη να νοιώσουν τον ανθρωπισμό και την αγάπη μας για να μας πουν και να μας ιστορίσουν όπως μας λέει ο Μαξίμ στο ομότιτλο ποίημα πως έγινε «ταξιδευτής, για πάντα πρόσφυγας». Και όπως γράφει ο ποιητής στο ποίημα «Το ευαγές άγημα της παλιγγενεσίας»

Ο Ευφράτης χυμένη προσευχή
στ’ άδεια παπούτσια λυμαίνεται το κράσπεδο
όπου κοιτάξεις το φθινόπωρο στάζει τα χρώματα
μαζί με τη βροχή.
«Εμείς ήρθαμε από απέναντι!»
ιστορούν με τρύπιες λέξεις τα καθέκαστα.
Ό βρόγχος δε λέει να κοπεί σφίγγει γίνεται φόβος
ρόγχος πριν απ’ το τίποτα
κι η προσευχή ευφράτης πια στη μνήμη.

Η στρατευμένη φωνή του Βαγγέλη Τασιόπουλου, γίνεται μέσα από τους στίχους του η φωνή των προσφύγων, των εκτοπισμένων, των ξεριζωμένων και μεταναστών λόγω πολεμικών συγκρούσεων, των πνιγμένων της Μεσογείου και των αθώων παιδιών.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΙΤΕΝΗΣ

20/1/2020/ BOOKPRESS

«Είναι οι άνθρωποι ερημιά κι ο τόπος κρύος»

Απ’ άκρη σ’ άκρη μια γριούλα το νυφικό της περιφέρει,
κρατά τα ξεφτισμένα στέφανα
τα δίνει δώρο, λέει, ψάχνει για κάποια
ανύπαντρη φτωχιά να το προσφέρει.
«Η λευκή της ιστορία»
(Αχερουσία η θάλασσα)
Το απόσπασμα που παραθέτουμε από τη νέα ποιητική συλλογή του Βαγγέλη Τασιόπουλου Αχερουσία η θάλασσα είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα του προβληματισμού και της ανησυχίας που κατακλύζουν τον ποιητή για τα όσα συμβαίνουν γύρω μας, δίπλα μας, στις δικές μας θάλασσες, στις δικές μας ακτές, με πρωταγωνιστές χιλιάδες ανθρώπους που προσπαθούν να ξεφύγουν απ’ την όποια κακή τους μοίρα. Ενός προβληματισμού που ξετυλίγεται και εκφράζεται μέσα από τα τριάντα οκτώ ποιήματα της συλλογής που είναι εικόνες τού σήμερα, οι οποίες, όμως, συνδέονται με το χθες και το πιθανότερο είναι πως θα τις δούμε και αύριο.
Η ποίηση του Τασιόπουλου γεμάτη σωσίβια επιπλέοντα, απομεινάρια από τσακισμένες βάρκες, άδειες βαλίτσες, σώματα χωρίς ζωή κι ελπίδα, υγρά και σκληρά χώματα που από πάνω τους πασχίζουν να γαντζωθούν τρυφερά χέρια παιδιών ή ροζιασμένα δάχτυλα γερόντων. Ποίηση που εμπνέεται από ειδήσεις της σημερινής μέρας, αλλά τροφοδοτείται και από τις ειδήσεις της χθεσινής προαναγγέλλοντας ταυτόχρονα και εκείνες της επόμενης.
Αχερουσία η θάλασσα» μας λέει ο ποιητής συνδέοντας ένα σκληρό παρόν για πολλούς συνανθρώπους μας με το μυθικό παρελθόν της αποξεραμένης απ’ τη δεκαετία του ’60 αχερουσίας λίμνης, θέλοντας να δείξει πως, αν σε κάτι εξελίχθηκε η ανθρωπότητα, δεν είναι στο να διαμορφώνει τις ίδιες, ή περίπου τις ίδιες, συνθήκες διαβίωσης για όλους, αλλά στο να εξολοθρεύει όλο και περισσότερους. «Αχερουσία η θάλασσα» του Τασιόπουλου κι αν αφορμή είναι η δική μας θάλασσα, ή οποιαδήποτε άλλη θάλασσα κοντά μας, ως «αχερουσίες» λειτούργησαν από κτήσεως κόσμου –και, δυστυχώς, θα συνεχίσουν να λειτουργούν– τόσες θάλασσες.
Ο ποιητής φυσικά διαμαρτύρεται, κραυγάζει, μοιρολογεί. Λέει αυτό που βλέπει στις μέρες του και άλλον τρόπο δεν έχει απ’ το να το αποτυπώσει στο χαρτί. Και λοιπόν; Δεν έχει λοιπόν. Αν σιωπήσεις την κρίσιμη ώρα, αν αντί να σταθείς στο ύψος των περιστάσεων περάσεις σερνάμενος από κάτω, πώς θα κοιτάξεις το πρόσωπό σου στον καθρέπτη; Μια λύση είναι να τον πετάξεις ή να τον σπάσεις, αλλά πόσους καθρέπτες θα σπάσεις τελικά και από πόσους θα κρυφτείς; Τα ποιήματα του Τασιόπουλου γροθιά. Στο στομάχι, στο πρόσωπο. Όπου σε βρουν. Ακόμα και αν γυρίσεις να φύγεις θα στοχεύσουν στην πλάτη σου και θα σε πετύχουν. Ξένος πόνος, γιατί να τον κουβαλάς; Είναι μια άποψη κι αυτή. Μα και πώς να διαλέξεις τις εικόνες που θέλεις να βλέπεις, τις φωνές που θέλεις ν’ ακούς;
Οι λέξεις που επιλέγει –ή τον επιλέγουν– στα ποιήματά του δεν είναι λειασμένες, βγαλμένες από κάποιο καλούπι έτοιμες προς χρήση. Είναι τραχιές, γεμάτες εξογκώματα και αιχμηρές άκρες. Σκαλώνουν στη γλώσσα, «τρυπούν» το μυαλό, σε κάνουν να αισθάνεσαι πως περπατάς ξυπόλυτος πάνω σ’ ένα χαλικόστρωτο δρόμο που δεν πατήθηκε ποτέ από κάποιο βαρύ μηχάνημα για να τον «μαλακώσει», που δεν τον εξομάλυναν άλλα πόδια. Κι όμως είναι ο ίδιος δρόμος που βαδίζει ο κόσμος μας από την ημέρα που ο πηλός έγινε ζωή. Που τα μάτια είδαν το φως και άρχισαν έκτοτε να αναζητούν την ελπίδα.
Με τα ποιήματα του Τασιόπουλου δεν ξεμπλέκεις εύκολα και η ανάγνωσή τους δεν είναι προς τέρψη και εφησυχασμό. Ούτε εξαντλούνται με την πρώτη φορά. Σε κάνουν να νιώσεις οδοιπόρος, καταδιωκόμενος, ανέστιος, απελπισμένος, λες κι είσαι και συ «Στον καταπέλτη όρθιος προσδοκά ό,τι του έταξαν», όπως λέει στο «επιμύθιό του», πριν διαπιστώσεις πως «είναι οι άνθρωποι ερημιά κι ο τόπος κρύος» (από το ποίημα «Είναι στο χώμα να πατάς το διαυγές μια διέξοδος»). Θα γίνει κάτι; Θα αλλάξει, άραγε, η μοίρα τόσων ανθρώπων; Απαισιόδοξος ο ποιητής που κρίνει ως «θεριό ανήμερο του ανθρώπου τη βουλιμία». Και πώς να του δώσεις άδικο; Δαμάζεται αυτό το «θεριό»; Γι’ αυτό γαντζώνεσαι απ’ τις λέξεις του κι ελπίζεις μήπως και με τη δική σου κραυγή δυναμώσει η ποίηση κι η ευαισθησία της, αν δεν αλλάξει αυτόν τον κόσμο, τουλάχιστον να τον μαλακώσει λίγο.
«Βελτιωμένος απόψε ο καιρός. Μίκρυναν οι αποστάσεις κι ο ουρανός αρκέστηκε στην επιτήρηση. Εκτός απροόπτου θα βγω από το θυμό να περπατήσω τα βήματα του κόκκινου αετού. Επενδύοντας στην τρυφερότητα παραπλανάς ευκολότερα και το αποτέλεσμα είναι επιτυχές συνήθως. Εξ όνυχος τον δράκοντα λοιπόν. Θεριό ανήμερο του ανθρώπου η βουλιμία. Στους τοίχους το σύνθημα σαν πόθος αναμάρτητος κρύβει τα μάτια των αγγέλων. Κι έτσι, με το κενό στην όραση κάνεις ό,τι βρεις. Από λεκέδες άλλο τίποτε η ζωή».
(«Πράξεις αναμονής»)

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΟΥΣΚΑΣ

FRACTAL 08/01/2020

Αχερουσία η θάλασσα (είναι η οδύνη που κρατάει τις σκιές στα εγκόλπια των γλάρων)

Πώς από την Αχερουσία (όνομα) λίμνη φτάσαμε στην αχερουσία (επίθετο) θάλασσα; Θάλασσα λαμπερή, στραφταλίζουσα, ιδωμένη Ελυτικά. Άλλοτε μαύρη, αχερουσία, θανατηφόρα, σκοτεινή, αφού στο βυθό της κείτονται πολύτιμα πολιτισμού μνημεία και έχουν χωνευτεί αμέτρητα σώματα πνιγμένων. Θάλασσα κόκκινη και μαύρη, από το σκούρο αίμα των νεκρών στις ναυμαχίες, στις πειρατείες, στα ατυχήματα και τώρα στις ανεπιτυχείς προσπάθειες εξόδου των προσφύγων. Πρόκειται κυριολεκτικά για θάλασσα ή μεταφορικά, με εκείνη την άλλη της σημασία, που είναι τόσο ισχυρή, ώστε να της αλλάζει γένος; Μιλάω για τη θάλασσα-χρόνο φυσικά. Τον χρόνο στην ολότητά του αλλά και επιμερισμένο, ως χρόνο ιστορικών περιόδων. Ή είναι αφηρημένα εκείνη η θάλασσα του Οδυσσέα, που σε χωρίζει απ’ όσα θέλεις και ποθείς; Μήπως θάλασσα είναι η ίδια η κοινωνία; Το κοινωνικό-πολιτικό-οικονομικό σύστημα; Ο «πολιτισμός»; Ή μήπως η ίδια η ζωή;
Ό,τι κι αν είναι, γιατί αχερουσία; Γιατί να την προσδιορίζει αυτή η λέξη, η οποία προέρχεται από το αρχαίο «αχέω» που σημαίνει λυπάμαι, θλίβομαι, θρηνώ, πονώ, εξ ου και το «άχος»; Η θλίψη του θανάτου; Της απώλειας; Των εμποδίων; Της αναγκαστικής στασιμότητας; Του αμείλικτου χρόνου; Του φόβου πως αν επιχειρήσεις να τη διαβείς, θα εξαφανιστείς στα σαγόνια της; Του πόνου της ύπαρξης; Των χαμένων ονείρων; Των κάθε λογής ανεκπλήρωτων; Της θανατερής παγωνιάς, του εγκλωβισμού;
Το παζλ δυσκολεύει αν σταθείς στο υπέροχο εξώφυλλο. Μια σφαίρα, η γη (ή η σφαίρα της διάρκειας μιας ζωής), στροβιλίζεται με ομόκεντρους κύκλους οι οποίοι μπορεί να είναι και σπειροειδείς περιφορές, κάτι που επίτηδες παραμένει ασαφές. Χρώματα θερμά, ελπιδοφόρα, γήινα και θαλασσινά. Συμπαρασύρεται περιστροφικά η τάξη των πραγμάτων, έξω από καλοκαμωμένα περιγράμματα σπιτιών. Κλειστών. Περιχαρακωμένων. Χωρίς παράθυρα και πόρτες. Διακριτικά ακίνητη η φιγούρα ενός σκυφτού ανθρώπου, πιθανότατα γυναίκας, η οποία πιθανόν να αναλογίζεται τα τακτοποιημένα και ασφαλή σπιτικά που υπάρχουν γύρω της. Κι ας τα σημαδεύει η μοναξιά, η σιωπή. Είναι αυτά που καλείται να εγκαταλείψει ή αυτά που προσδοκά να βρει, διαβαίνοντας την αχερουσία θάλασσα; Ούτως ή άλλως, το εμβληματικό εικαστικό του εξωφύλλου, χαράσσεται ευθύς εντός σου.
Πολλά τα ερωτήματα ήδη κι αυτά μόνο από τον ευρηματικότατο τίτλο της πρόσφατης, όγδοης κατά σειρά ποιητικής συλλογής του Βαγγέλη Τασιόπουλου, από τις ιστορικές εκδόσεις Γκοβόστη. Το ενδιαφέρον αυξάνει λαμβάνοντας υπόψη και την πολύχρονη πορεία του ποιητή στην εκπαίδευση αλλά και το χάρισμα της ευαισθησίας, το οποίο του έχει δοθεί και το αντιδωρίζει με τη διδασκαλία του, τον ποιητικό του λόγο αλλά και με τα εννέα βιβλία για παιδιά που έχει εκδώσει ως τώρα, πράγμα αξιομνημόνευτο.
Τι τρέχει λοιπόν με τη συλλογή αυτή; Μήπως είναι σύνθεση (εκεί προσανατολίζομαι) και όχι συλλογή; Τι μυρωδιά έχουν οι λέξεις της; Πώς ακούγονται στη βραδινή σιγαλιά του μυαλού μας; Λυρικά, υπάρχει από τα πριν υπαινιγμός, και μάλιστα αποφθεγματικός*:

[Οι στέρνες κρατούν στο φιλιατρό τις μυρωδιές και την ηχώ της νύχτας].

Τούτη η στέρνα, τούτο το βιβλίο, είναι γεμάτο από ποιητικό νερό, στο οποίο είναι καλά διαλυμένα πάρα πολλά σύμβολα. Κάποια από αυτά, αποκαλύπτονται μόνο μετά από το σπάσιμο του κρυπτογραφικού τους κώδικα, με τον οποίο τα έχει θωρακίσει ο ποιητής. Τα ποιήματα, αποτελούνται ακόμα από ρευστή, άυλη αγγέλων σάρκα, η οποία προηγείται χρονικά της ίδιας της ύπαρξής της, κάτι που ομολογείται ακρυπτογράφητα:

[Με αφορμή ένα στίχο που δεν γράφτηκε ποτέ,
αλλά εκκρεμεί από πάντα
στο δισυπόστατο εκμαγείο αναταράζω τα επικείμενα υλικά
κι απομυζώ τη σάρκα των αγγέλων].

Βαθιά κοινωνική, ανθρωπιστική ποίηση, μπαίνει στα έγκατα της ψυχής του ανθρώπου. Στην αχερουσία θάλασσα, η οποία εκτείνεται από τις ακτές του συνειδητού ως τον αχαρτογράφητο βυθό του υποσυνείδητου, αναδυόμενη στη συνέχεια, με κόπο μεν λόγω του βάρους της αποκτηθείσας γνώσης, αλλά με αποφασιστικότητα, για να μιλήσει μετά τις πρώτες εισπνοές και να μοιραστεί, τις εμπειρίες της.

Δεν είναι μόνο «το ταπεινό αντίδωρο, η οφειλή του ποιητή στους πρόσφυγες», καθώς αναγράφεται στο οπισθόφυλλο. Δεν είναι μόνο η φωνή των διωγμένων, των ξεριζωμένων, των πνιγμένων. Ούτε μόνο η φωνή των παιδιών που ρωτάνε «γιατί». Μήτε μόνο η φωνή των απογοητευμένων, καθώς αντικρίζουν για πολλοστή φορά την κόλαση, στη γη της πλασματικής επαγγελίας.
Είναι το «ταπεινό αντίδωρο» των λέξεων, στης Ποίησης τα γυμνά, ματωμένα πόδια. Είναι οι ανάσες του ποιητικού υποκειμένου στο παγωμένο της κορμί. Το χέρι του, στη βιασμένη της κοιλιά. Το φως των ματιών του, που μετουσιώνεται από λέξεων φως, σε ποίησης άχραντο φως.
Οι ποιητικές εκπνοές, ζεστές. Αφορούν στον θάνατο, στον πόνο, στη μοναξιά, στη μνήμη, στον χρόνο, στα αδιέξοδα, στο ψεύτικο πρόσωπο του λεγόμενου πολιτισμού, στη φτώχια, στα δήθεν, στην προσφυγιά, στην υποκρισία, στην αδίστακτη εξουσία. Γιατί ο διωγμός και ο πόλεμος, δεν γεννιούνται από μόνα τους. Αλυσίδες γεγονότων, αιτίων, επιδιώξεων, αστοχιών σε βάθος χρόνου, έχουν οδηγήσει στην καταστροφή. Παρθενογένεση, ούτε εδώ υπάρχει.

Τα ποιήματα; Είναι φιλιά ζωής, στον σχεδόν πνιγμένο αναγνώστη.
Σπορά ελπίδας. Αναζωπύρωση της υποψίας ότι δεν πρόκειται για χίμαιρα, αυτό που ορισμένοι ποιητές και κάποιοι μοναχοί, βλέπουν καθαρά:

[Η ανθοφορία στα χυμοτόπια της ευδαιμονίας είναι διαρκής].

Είναι η υπόσχεση ότι

[Στα ανοιχτά παράθυρα πάντοτε πρωταγωνιστεί η ευτυχία].

Η προσμονή της ώρας όπου επιτέλους

[Η ομορφιά παρελαύνει και δεδικαίωται].

Είναι η αντίσταση, η απόδραση, η δύναμη ν’ αντέξεις, με τη βοήθεια του «μαζί»:

[Η πολιτεία λούφαζε στ’ ασθενικά της φώτα
καθώς εκείνη φώλιαζε στην τρυφερή φωλιά του].

Όλα από τη θάλασσα της ζωής, στη στέρνα μιας ποιητικής (και όχι μόνο) θεώρησης της ζωής και από κει, πάλι για τη θάλασσα, ώσπου το αλάτι να διαλύσει τα πάντα και όλα να γίνουν αλάτι.
Εν τω μεταξύ εμείς,

[Χαμένοι έτσι κι αλλιώς, διαθέσιμοι τραγανίζουμε τα ξύσματα
της παλαιάς ευημερίας των ανθρώπων]

γιατί σφυρίζοντας αδιάφορα, ξεχνάμε πως

[Κανείς δεν σκέφτηκε ποιοι μένουν στις καλύβες,
ποιος θάνατος τους έχει χρεωθεί
κι ο δίγαμος εταίρος αδημονεί για το φαιδρόν
της εικασίας].

Η ένδεια, η ανέχεια, παντού. Για κάποιους, πουθενά. Με Ελιοτικό τρόπο, συγκλονίζει η διαπίστωση ότι

[είναι οι άνθρωποι ερημιά κι ο τόπος κρύος].

Τι έμεινε;

[Μείνανε τ’ αρχαία μάρμαρα
κοιτώνες ακριβοί των ερπετών].

Για όσους κάνουν το λάθος να επιστρέψουν, εκτός από τα μάρμαρα, μόνο το φως, η θάλασσα, τα ξωκλήσια και οι πέτρες έχουν μείνει ίδιες. Η επιστροφή; Επώδυνη:

[Ό,τι κερδίσαμε απ’ τα έργα μας οι γηγενείς που
σπάζανε τ’ αγάλματα στο φως του ήλιου
ευγνώμονες κι υποτελείς μη ξέροντας.
Η επιστροφή ποτέ δεν είναι ανώδυνη].

Ίσως μόνο ορισμένες λέξεις, έμειναν πιστές του (ελληνικού) φωτός θεματοφύλακες*:

[Κάπου εκεί οι φανοστάτες
παραφυλάνε το δίκαιο των τρένων].

Οι αβεβαιότητες πολλαπλασιάζονται

[γιατί αυτός ο δρόμος δεν έχει επιστροφή
και τα δελφίνια λίγα]

και παρά τη ντυμένη με στρας εικονική πραγματικότητα, όταν σβήσουν οι προβολείς αποκαλύπτεται ότι

[… τα μεσάνυχτα οι μπαλάντες είναι σκοτεινές
δεν λάμπει ο βούρκος].

Κι εσύ; Στον τόπο σου, στον ξένο πια αυτόν τόπο, θυμάσαι τα λόγια του παππού σου, σε δεκαπεντασύλλαβο, και κλαις:

[πώς να μιλήσεις για πουλιά και μοναξιά στα ξένα];

Το σύστημα σε προτιμά νεκρό. Με κάθε τρόπο. Κυριολεκτικά ή ζωντανό νεκρό, έτσι σε θέλει. Γιατί

[Οι νεκροί
πιάνουν καλύτερες τιμές στην αγορά
δεν έχουν βάρη κι επιπλέον δεν διεκδικούν].

Δεν σταματά φυσικά εκεί. Παρεμβαίνει πρώτα πρώτα στην πληροφόρηση.

Η είδηση, είναι επιλεκτική, φιλτραρισμένη, χειριστική. Μετά, καταστρέφει την ιστορική μνήμη ή τη μεταλλάσσει κατά το εκάστοτε δοκούν:

[Είναι παιδιά τι να θυμούνται
Από τα κρεματόρια].

Αλλοιώνει την Ιστορία και τη φυλάσσει σε κονσέρβες με συντηρητικά, τα οποία είναι ταυτόχρονα και αδρανοποιητικά:

[Η ιστορία δεν ευτύχησε τις μέρες μας
αποστειρώθηκε, αποστεώθηκε, συντηρήθηκε και
Προστατεύτηκε για το μέλλον].

Πώς να αμυνθείς, όταν σου εμφυσήθηκε να

[έχεις τη διάθεση να ζεις με βεβαιότητες
τις πυκνές συνταγές του ορισμένου];

Η πραγματικότητα τραγική

[Ευάλωτος στο χρόνο των άλλων
καλλιεργείς νυχθημερόν
σε συνθήκες συνομηλίκων
εξετάζοντας παράλληλα
το ενδεχόμενο της διαφυγής].

Εκείνοι, αδίστακτα συντηρούν και θωρακίζουν την παραμονή τους στην εξουσία, με κάθε τρόπο. Οι μάσκες τους, είναι προϊόντα λεσβιακής συνεύρεσης τέχνης και επιστήμης. Τους ξεγελούν σχεδόν όλους (εκτός από κάποιους ποιητές, καλή ώρα):

[Μικρό παιδί και ήξερε πως λίγο πιο κει η άλλη άκρη
με μάρμαρα ντυμένη κι αρμυρίκια γαλήνευε το νόθο τέλος
όταν νεκρά κρατούσανε τα πρόσωπα οι μάσκες].

Για να βγάλεις νόημα, μπορείς να καταφύγεις στη συσχέτιση του προσωπείου που κάποιος έχει επιλέξει (ή έχει από εκείνο επιλεγεί), με το τι θέλει να κρύψει. Μπορείς ακόμη να προβλέψεις κάποιες κινήσεις του, βάσει των χαρακτηριστικών της μάσκας που καλύπτει το πρόσωπό του. Ο ποιητής προτρέπει:

[Τις μάσκες, όχι τα πρόσωπα που συνωστίζονται
στα καταστρώματα να βλέπεις].

Γιατί, οι πράξεις των ανθρώπων, πηγάζουν από τις εκάστοτε προσωπίδες (που φορούν) και οι συμπεριφορές τους, είναι πάντοτε σύμφωνες με τους ρόλους που εκείνες επιβάλλουν, αφού με το που τις βάζουν, ευθύς τους αναλαμβάνουν.
Η εξοικείωση με τα χαρακτηριστικά της μάσκας, μπορεί να είναι τόσο πειστική, τόσο παραπλανητική, που εκτός από αυτούς τους ίδιους που τη φοράνε, πείθει ακόμα και τους απελπισμένους, οι οποίοι πέφτουν στην παγίδα, ενώ οι μασκοφορεμένοι, ασυγκίνητοι και παγεροί (πλουτοκράτες, στρατοκράτες, κυβερνώντες, πολιτικοί, ιερατεία, εξουσιαστές, …),

[έτσι διαλέγουνε τις συνιστώσες, μαθαίνουν τα περάσματα,
γίνονται κληρονόμοι, φροντίζοντας το τι θα πουν γιατί
ακολουθούν απελπισμένοι…
Το κραταιό απότοκο τους κυνηγά, η περιουσία τους
ό,τι εκτιμήθηκε και προσαρτήθηκε στο ευγενές αξίωμα].

Ιδού η σημασία της ύπαρξης των ποιητών. Μόνο εσύ ποιητή, μόνο εσύ

[Κρατάς στο φως συντρίμμια της ιστορίας το εφήμερο κλέος ό,τι υποψιάζονται και δεν ομολογούν οι μιθριδάτες].

Όπως ο Κάλβος, αξιώθηκες κάποτε να πατήσεις τον βράχο, τον προορισμένο για σε:

[Φιλεύσπλαχνε ιερέα, ακροατή στο
Ερέχθειο που κράτησες της
Ερωμένης σου το χέρι και τώρα
Παίζουν κρυφτό τα χελιδόνια στο σηκό.
Έτσι πλουτίζεται ηδυπαθώς
Το αμάλθειον της μοίρας].

Εσύ ποιητή, στη γλώσσα στρατευμένε, αδέσμευτε, με τόλμη κι αρετή (κατά πώς δίδασκε Εκείνος), σημαίνεις. Δίνεις κουράγιο. Αψηφάς ακόμα και το ότι εσύ κι ο διπλανός σου, έχετε να περάσετε τη θάλασσα, να βγείτε απέναντι, με τον θάνατο να καραδοκεί. Θ’ αντέξετε να βγείτε στην ακτή; Μετά, ψωμί και νερό, το ξέρετε, σας φτάνει. Το δύσκολο είναι να περάσετε την άβυσσο, που στέκει

[Αχερουσία στολισμένη με λωτούς,
μαύρη σταφίδα κι αρμυρό ψωμί για πρώτη ανάγκη].

Αρχικά

[ελπίζεις την επιείκεια του κρύου εύχεσαι]

μετά προσεύχεσαι:

[Προσευχήσου. Το ρήγμα θα καλοδεχτεί τους νέους έρωτες. Στο αφράτο χώμα οι ηδονές, η λήθη κι η συνέχεια].

Ακολουθεί η συναυλία της σιωπής:

[σκέφτεσαι πως ό,τι έπαιξες δεν ήταν μες στις εξαιρέσεις
αλλά το λίγο της σιωπής το απερίγραπτο]

η οποία σε καιρούς δύσκολους, μιλά δυνατότερα:

[τον καιρό της ανομβρίας το συνήθιζε
ν’ ακούει τη σιωπή
ήταν ανώφελο να του το συγχωρέσουν].

Ψάχνεις, κάνεις απολογισμό και βλέπεις κι άλλους γύρω σου να προβαίνουν σε αποτιμήσεις απωλειών:

[ο ούτις, πολύφημοι, εταίρες και σοφοί στα εκκοκκιστήρια
επεξεργάζονται τα απολεσθέντα].

Έτσι, πορεύεσαι και περιμένεις. Εγκολπώνεις την οδύνη, γιατί έτσι προφυλάσσεις τη μνήμη, αφού

[Είναι η οδύνη που κρατάει τις σκιές
στα εγκόλπια των γλάρων]

και δέχεσαι κάποτε ταπεινά τη βοήθεια που σου δίνεται. Από ποιόν; Από έναν άστεγο, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Έναν πρόσφυγα του χρόνου. Από έναν σαν κι εσένα, από κάποιον που η προχωρημένη ηλικία τον προικίζει με άλλη όραση, ώστε να μπορεί να βλέπει καθαρά, πέρα από τη στάχτη που για δεκαετίες, του πέταγαν στα μάτια:

[… δυτικά της επαιτείας ομονοούν γύρω από φωτιές…
Απ’ άκρη σ’ άκρη μια γριούλα το νυφικό της περιφέρει,
κρατά τα ξεφτισμένα στέφανα
τα δίνει δώρο λέει, ψάχνει για κάποια
ανύπαντρη φτωχιά να το προσφέρει…
Η γριά μιλάει στον ουρανό σταυροκοπιέται,
έπειτα πλησιάζει τη φωτιά αφήνει τα καλούδια
«Να ζεσταθείτε, αυτά. Ο γάμος μπορεί να περιμένει»].

Ο Βαγγέλης Τασιόπουλος, όχι μόνο είναι συμφιλιωμένος με τη σιωπή, αλλά τιμά τη μνήμη της (βλ. ποιήματα ιδίου: Η μνήμη της σιωπής, εκδ. Ανατολή, 1995). Έχει αναπτύξει μηχανισμούς για να λειαίνει όχι μόνο την τραχύτητά της αλλά και τη λεπίδα της. Την ακονίζει για να κόψει (και να απαλλαγεί από) τα καρκινώματα που ο θόρυβος της έχει φορτώσει. Το φανερώνει, δανειζόμενος έναν στίχο του Mallarme, τον οποίο παραθέτει στα γαλλικά, θέλοντας να δείξει ότι η Ποίηση δεν έχει σύνορα:

[Έχω τον τρόπο να λειαίνω τη σιωπή,
ή μήπως aimai –je un reve* / αγάπησα ένα όνειρο;]

Ευτυχώς, έχει τον τρόπο να σπάει τη σιωπή με το σφυρί των στίχων του, να ακολουθεί τα όνειρά του, να ελλιμενίζει σε βιβλιακούς κόλπους πλεούμενα από την αχερουσία θάλασσα της ψυχής του, να ποιεί λεκτικές μπαλάντες* και να γεμίζει τις κάθε είδους γράνες (βλ. ποιήματα ιδίου: Γράνα, εκδ. Σύγχρονοι Ορίζοντες, 2007) με αχερουσία θάλασσα, στο νερό της οποίας, καταλήγει υπεργείως και υπογείως, το πικρό νερό του Αχέροντα.

Ως άλλος κυνηγημένος, αντί να βολευτεί σε μια κατεστημένη πια αδράνεια,

[«Αχερουσία η θάλασσα» σημείωσε κι ανοίχτηκε
στο γκρίζο πέλαγο…]

.

ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ

ΦΡΕΑΡ 30/12/2019

Αν στην Αχερουσία Λίμνη βρίσκονταν οι Πύλες του Κάτω Κόσμου, ο Βαγγέλης Τασιόπουλος με αυτήν την ποιητική συλλογή μάς ναυσιπλοεί στη θάλασσα των πνιγμένων μεταναστών. Στην Αχερουσία Θάλασσα, όπως πολύ πετυχημένα την ορίζει ο τίτλος της συλλογής. Ο οβολός στο στόμα του αναγνώστη είναι το ποίημα που δεν γράφτηκε ποτέ, το ποίημα που εκκρεμεί. Το ποίημα που γράφει σε όλη αυτή την συλλογή ο Βαγγέλης Τασιόπουλος είναι αυτό το μακρύ, οδυνηρό, ατέλειωτο ποίημα της ανθρώπινης δυστυχίας.
Αν ο ποιητής, κάθε ποιητής, οφείλει να καταγράφει τα δραματικά γεγονότα του καιρού του, μετατρέποντάς τα στην αιώνια μορφή της τέχνης ώστε να εγκιβωτιστούν στην συλλογική μνήμη, ο Τασιόπουλος εκπληρώνει το χρέος του στο ακέραιο. Δεν είναι μόνο ένα ρέκβιεμ η συλλογή αυτή, είναι και μία καταγγελία. Ο ίδιος διαφοροποιείται από την γενιά του ιδιωτικού οράματος στην οποία ανήκει και διαμορφώνει τη δική του άποψη για τη χρησιμότητα της ποίησης. Στο ποίημά του «Να ακροβατείς στις ράγες» εκφράζει την αδυναμία της ποίησης όσο άρτια τεχνικά και αν εκφράζεται, να περιέξει και να περιγράψει τον ανθρώπινο πόνο, στο τέλος παραμένει διακόνημα λειψό. Όμως ο ποιητής έστω με λέξεις τρύπιες, έστω ακροβατώντας στις ράγες ενός τρένου που χρόνια τώρα δεν περνά, οφείλει να μιλά για το σκοτάδι των καιρών του. Και οι δικοί μας καιροί είναι πολύ σκοτεινοί.
Ο Βαγγέλης Τασιόπουλος σ’ αυτή του τη συλλογή διακονεί την ποίηση με έναν υποδειγματικό τρόπο και ζωγραφίζει με πινέλο μαύρο στον καμβά του τον πόνο του Άλλου, του Ξένου, του Αλλότριου. Γράφει για να γαληνέψει την ψυχή του, για να μνημονεύσει τους νεκρούς, για να ευαισθητοποιήσει. Γράφει για να κινητοποιήσει την ενσυναίσθηση του αναγνώστη.
Ταλαιπωρημένες μορφές σε καραβάνια, ένας πλάτανος που νεκρώνει από τις ρίζες του, μία αέναη πορεία προς μία καλύτερη ζωή, προς μία βιώσιμη ζωή, δίψα, βουνό, ξενιτειά και μία θάλασσα λύπης που συνέχεια αφαλατώνεται, κρωξίματα μαύρων πουλιών που αντηχούν, συνθέτουν λοιπόν το μακάβριο σκηνικό στο οποίο εκτυλίσσονται τα ποιήματα. Τα μεσάνυχτα, «κάθε Μεσάνυχτα οι μπαλάντες είναι σκοτεινές», γράφει ο Τασιόπουλος. Και περιγράφει το σκηνικό της φρίκης. «Πού είναι το λάθος;» αναρωτιέται σε έναν στίχο του ο ποιητής. Μία γιαγιά αλλόφρων ακολουθεί την φάλαγγα των προσφύγων κρατώντας ένα λευκό νυφικό, την λευκή της ιστορία όπως λέει ο ποιητής. Πού είναι λοιπόν το λάθος;
Όπως γράφει ο ποιητής, Χορτασμένοι εφησυχασμένοι αστοί, εταίρες, πολύφημοι, ο ούτις, άφρονες σύμμαχοι και ταλαντούχοι αρδευτές, ευλαβείς και ανυστερόβουλοι επεξεργάζονται τα απωλεσθέντα.

Ενώ στο μεταξύ Οι λέξεις τρύπιες,/ ο βρόγχος δε λέει να κοπεί σφίγγει γίνεται φόβος /ρόγχος πριν απ’ το τίποτα/κι η προσευχή ευφράτης πια στη μνήμη.

Τα δελφίνια είναι λίγα, δεν μπορούν να ακρωτηριάσουν το κακό, ο δρόμος δεν έχει επιστροφή

Οι στίχοι του αποπνέουν άλλοτε τρυφερότητα όπως στο ποίημα «Κρινάκια απομεσήμερο»:

η αυγή πιο γρήγορα να φθάσει/μήπως οι ξένοι δούνε τα κρινάκια απομεσήμερο/και η μικρή το δώρο της να δώσει έγκαιρα στο ανθάκι/ που απελάθηκε στις αμμουδιές με τα κρινάκια. και άλλοτε γίνονται καυστικοί και σαρκαστικοί και καυτηριάζουν την καλοζωισμένη ευημερία των κρατούντων που αδιαφορούν για το δράμα που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια τους. Καταγγέλλει την υποκρισία των γηγενών. Στο ποίημα «Η επιδημία της νύχτας» γράφει:

ύποπτοι γηγενείς προστάτες που μηρυκάζουν επιτάφιους
ευγενείς καθ’ όλα κι ευυπόληπτοι αδειάζουν το σακί
περιποιούνται κι έπειτα λοξοδρομούν για τα πορνεία.

Ο Τασιόπουλος με μία γλώσσα σχεδόν βιβλική, πολυδιάστατη, σύνθετη και πολύ ενδιαφέρουσα δημιουργεί ένα ύφος γραφής καθαρά προσωπικό, οι αφηγήσεις του δεν έχουν πεζολογική υπόσταση, χρησιμοποιεί εικόνες ζοφερές ολέθρου και σπαραγμού για να ζωγραφίσει τον πόνο. Η ποίησή του είναι εύστοχη, παραβολική, συμβολική, ατμοσφαιρική. Η ποιητική του ματιά είναι ευαίσθητη, ανθρώπινη και βαθιά. Η όλη ποιητική συλλογή είναι μία Νέκυια, ένα ταξίδι στον Άδη. Εφιαλτικά αερικά μιας Δαντικής Κόλασης με τα υπάρχοντα στην πλάτη, ξεριζωμένοι και ταλαίπωροι, ξένοι ανάμεσα σε ξένους οι πρόσφυγες ξεβράζονται συνέχεια στις ακτές των στίχων του. Βουβά πλήθη από σκιές αργοσαλεύουν. Ένα ολόκληρο σύμπαν με αντικατοπτρισμούς, μία απέραντη έρημο, μία ερειπωμένη Παλμύρα, με γέρους σοφούς που αργοπεθαίνουν με ένα κλειδί κρυφό στην τσέπη και με γερασμένους Δον Κιχώτες, αφού και τα παραμύθια δεν αντέχουν στην τόση αλήθεια.

Ενώ ακούγεται η αρχαία φωνή του μουεζίνη, χτυπούν οι καμπάνες των Χριστιανών και ο Εσταυρωμένος Ιησούς καλπάζει πάνω από τις στέγες. Η ανθρωπιά για τον Βαγγέλη Τασιόπουλο δεν φοράει άμφια, ούτε έχει φυλετική ταυτότητα.

Ιστορίες πολλές, του Ασίμ, του Μαξίμ, των ξένων, των πνιγμένων, των καταδιωγμένων.

Για τον Βαγγέλη Τασιόπουλο αλλά και για όλους εμάς, είτε το γνωρίζουμε είτε όχι Το γαλάζιο πια ποτέ δεν θα είναι το ίδιο.

Από το ποίημα «Ο κοκκινολαίμης»:

Μπροστά στο ανοιχτό παράθυρό μου
παίζει με τις πευκοβελόνες ο μικρός κοκκινολαίμης
ακκίζεται στα εκκρεμή φύλλα και προκαλεί την πτώση τους
…από το νυχτερινό ναυάγιο διεσώθησαν…

-Σιωπή! μαθαίνει τώρα το πουλί για ποιο γαλάζιο του μιλάμε.

.

ΖΩΗ ΣΑΜΑΡΑ

DIASTIXO 17/4/2020

Με αφορμή ένα στίχο που δεν γράφτηκε ποτέ,
αλλά εκκρεμεί από πάντα
στο δισυπόστατο εκμαγείο αναταράζω τα επικείμενα υλικά
κι απομυζώ τη σάρκα των αγγέλων. (σ.11)

Τι κρύβει ο στίχος που δεν γράφτηκε ποτέ ή ποιος κρύβεται πίσω από αυτόν; Ίσως είναι ο ιδανικός ή ο δυνάμει στίχος που καταγράφει το αβέβαιο μέλλον, η λευκή σελίδα που προκαλεί την έμπνευση και ζωντανεύει αναμνήσεις, μας επαναφέρει στη γνησιότητα των πρώτων λέξεων, στις πρωτόγονες ρίζες τους. Ίσως πάλι να είναι η αδυναμία που νιώθει ο ποιητής μπροστά στη λέξη και στη ζωή, ο τρόμος μπροστά στην άγραφη σελίδα, το μπλοκάρισμα, αλλά και το βάθος της θάλασσας, το πεπρωμένο του σύγχρονου ανθρώπου, όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας και αφήνουν τον ποιητή άλαλο. Και τότε το χέρι γίνεται κλαδί που δεν έχει τη δυνατότητα να γράψει, γιατί ακινητοποιείται από το δημιουργικό εγώ, «το αδηφάγο κενό» (σ.11), του συγγραφέα-πλάτανου.

Ο τίτλος Αχερουσία η θάλασσα ταυτίζει τη θάλασσα με τον θάνατο, δύο λέξεις που επανέρχονται, με την πρώτη τους συλλαβή να δίνει υποσχέσεις αλλά για ένα δυσοίωνο μέλλον. Ήρωας του Τασιόπουλου ο ξένος, ο πρόσφυγας. Η έννοια της ξενότητας μας ακολουθεί σε όλο το βιβλίο. Είμαστε όλοι ξένοι, τελικά, και πρόσφυγες: «ταξιδευτής, για πάντα πρόσφυγας» (σ.46), η ζοφερή αλλά και δυναμική εικόνα της ανθρωπότητας. Γλάροι διασχίζουν τον ουρανό του Αιγαίου και κρατούν την αμφισημία τους. Πετούν ψηλά, βοηθούν τον πρόσφυγα να πετάξει, επιστρέφουν κοντά στη θάλασσα και στα πλεούμενα, για να έχουν πρόσβαση σε τροφή. Μια γαλάζια, ουράνια εικόνα γίνεται αυτομάτως ερεβώδης. Όταν η θάλασσα μεταβάλλεται σε κοιμητήρι των προσφύγων, οι γλάροι του Αιγαίου μεταμορφώνονται σε αγγέλους ανάμεσα σε θεούς (σ.32) αλλά και σε αγγέλους θανάτου. Στην ερώτηση για τον επαναπατρισμό των προσφύγων που θέτει προφανώς στον εαυτό του ο ποιητής, απαντά:

αυτός ο δρόμος δεν έχει επιστροφή
και τα δελφίνια λίγα. (σ.21)

Θάλασσα, ακτή, όχθη, απέναντι, αντίπερα – λέξεις που συνδέουν το Αιγαίο με την Αχερουσία. Τη μετάβαση επικουρεί η αντανάκλαση: «στον καθρέφτη επέστρεφε η μέλισσα απ’ την αντίπερα όχθη» (σ.13). Και όταν ο ποιητής γράφει: «κοιτούν με μαύρα μάτια την απέναντι στεριά» (σ.31), ξέρουμε ότι, με κυριολεξία και μεταφορά, συνομιλεί με τους μελαμψούς-απέλπιδες πρόσφυγες, με «τους πλάνητες ξένους» (σ.44). Κι εκείνοι φωνάζουν: «Εμείς ήρθαμε από απέναντι!» (σ.20). Στην άλλη όχθη ο Ευφράτης (οι Σύριοι πρόσφυγες) και ο Άδης (η μυθολογία μας), το ταξίδι των προσφύγων ταυτίζεται με τον θάνατο.

η άλλη άκρη
με μάρμαρα ντυμένη (σ.41)

μαρμάρινη ταφόπετρα κάθε παγκόσμιο μνημείο που θα επισκεφτούν. Πανάρχαιες, απέραντες οι λέξεις μας δεν χωρούν στα παραμύθια, καθώς ο παράλογος πόλεμος συρρικνώνει την ανθρώπινη φαντασία:

Τα παραμύθια γίνονταν μικρά
και δε χωρούσαν λέξεις (σ.15)

Οι λέξεις νεκρές, όπως σε «ποιήματα νεκρά» (σ.56), δεν μπορούν να αφηγηθούν, θνητές, καθώς ρέουν από στόματα θνητών, σκοτώνονται με τις σφαίρες που κυνηγούν τους άμαχους (σ.20). Όσο για μας, βγαίνουμε απ’ τον βαθύ μας ύπνο, ως γηγενείς (σ.22), οι άγριοι μιας άλλης χώρας, και όχι από την ήπειρο που γέννησε τον Διαφωτισμό:

Ο πρόσφυγας και ο ξένος ανάγονται σε μετωνυμίες που καταδεικνύουν την πορεία του βίου μας.

θα απαιτήσεις την αλήθεια κι εγώ θα έχω μονάχα
ένα κίβδηλο ανθρωπάκι να σου δώσω (σ.50)

Δεν αντιλαμβανόμαστε καν την οικουμενικότητα της προσφυγιάς. Είμαστε πολιτισμένοι, αλλά ασήμαντα ανθρωπάκια, όπως ο Κρέων στην Αντιγόνη του Ανούιγ. Αφού δηλώσει ότι «η Θήβα τώρα δικαιούται ένα βασιλιά χωρίς ιστορία», άρα χωρίς οντότητα, εκλιπαρεί την Αντιγόνη να μην επαναστατήσει, χρησιμοποιώντας τις λέξεις «λυπήσου με, ζήσε».

Αύριο η νέα μέρα, ιππήλατη γαλέρα στα νερά
πρόσφυγες γεμάτη (σ.51)

γράφει ο Τασιόπουλος στο ποίημα «Οι νέοι γείτονες». Ιππήλατη γαλέρα; Ύστερα από λίγες σελίδες αναφέρεται σε «ποιήματα νεκρά». Άρα, η ιππήλατη γαλέρα είναι ο Πήγασος που πνίγεται στη θάλασσα και μαζί του η ποίηση. Στον νου μου έρχεται η ρήση του Τέοντορ Αντόρνο: «Είναι βαρβαρότητα να γράφεις ποίηση μετά το Άουσβιτς». Ο ποιητής ζητά συγγνώμη από τους πρόσφυγες, ακριβώς γιατί γράφει ποίηση, τη στιγμή που επιχειρείται η εξόντωσή τους.

Όσοι πρόσφυγες επιζήσουν, άνθρωποι αναλώσιμοι, ζουν με τη νοσταλγία των ευχάριστων στιγμών που χάθηκαν για πάντα, τον καφέ στο τζάκι που χάνει τη γεύση του, όταν εγκαταλείπουν την πατρίδα τους (σ.26), αφηγούνται την έξοδό τους από την κόλαση με σκηνές Αποκάλυψης. Ο ποιητής γίνεται εξωτερικός παρατηρητής και παρακολουθεί τους εμιγκρέδες που προορίζονται για θυσία. Στο ποίημα «Πρόσωπο στο άσυλο», το εγώ δεν είναι ποιητικό υποκείμενο αλλά εγώ του αφηγητή –ακροατή ή ήρωα της αφήγησης– ή, καλύτερα, το εγώ του ποιήματος.

Ο στίχος που δεν γράφτηκε ποτέ και ο ποιητής που δεν τον έγραψε θα μπορούσαν να ήταν το ταξίδι που έγινε αποκλειστικά στον εξωτερικό κόσμο, ποτέ μέσα στην ψυχή του ταξιδιώτη, ή ακόμη το προδιαγεγραμμένο ταξίδι στη θάλασσα (Αιγαίο, Μεσόγειο) και στην αδελφή της θάλασσας, τη λίμνη (Αχερουσία), που βρίσκεται μέσα στα γονίδιά μας. Ο πρόσφυγας και ο ξένος ανάγονται σε μετωνυμίες που καταδεικνύουν την πορεία του βίου μας. Ίσως γι’ αυτό και οι πολλές αναφορές στην αντίπερα όχθη. Ίσως γι’ αυτό και ο τίτλος Αχερουσία η θάλασσα, που συνδέει την Ήπειρο της μυθολογίας με το σύγχρονο Αιγαίο. Ο ποιητής γνωρίζει ότι, αν γράφει την αλήθεια, κάποιοι στίχοι, όταν θα διαβαστούν, θα τρομάξουν τον αναγνώστη του, ενώ την ίδια στιγμή θα χάσουν την ποιητική τους αξία, την ικανότητά τους να γεννούν όνειρα, να μετατρέπουν τον αναγνώστη σε ποιητή, αλλά στον κόσμο που θα ήθελε να ζήσει ο ποιητής. Γι’ αυτό εξομολογείται στο κλείσιμο του βιβλίου ότι αγάπησε ένα όνειρο. Ουτοπία, ωστόσο, ο κόσμος που ονειρεύεται. Μάλλον στον αναγνώστη απευθύνεται στο πρώτο ποίημα της συλλογής, όταν λέει:

– Κράτα το χέρι μου, φοβάμαι
τον πλάτανο που νεκρώνει τα κλαδιά του. (σ.11)

.

ΟΙ ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ ΤΩΝ ΕΥΧΡΗΣΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ

ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ

diastixo 25/2/2018

Ένας μακρινός πρόγονος, μια σάπια βάρκα, μια ξεχασμένη τεχνική για την απόλυτη λήθη, που αποδεικνύεται αναποτελεσματική. Μπαλάντες για άχρηστα, για χρήσιμα, για εύχρηστα πράγματα. Δηλαδή ποιήματα.

Μια καταιγίδα, για παράδειγμα, υποκινούμενη, όπως λέει ο ποιητής, από τις ανομοιογενείς πτήσεις των πουλιών. Βροχή που απειλεί να εισβάλει στο σπίτι, που μπορεί να θεωρηθεί αιτία ή πρόφαση κατάρρευσης. Και ένα σπίτι κουκλόσπιτο του Ίψεν, με τραπεζάκια στρωμένα με δαντέλες, λικέρ σε κρυστάλλινα ποτήρια, οχυρωμένος κατασκευασμένος οικογενειακός μικρόκοσμος ασφαλείας, οι έντιμοι οικογενειάρχες γύρω από το τραπέζι του φαγητού, ενώ ένας εμφύλιος μαίνεται έξω από τα σφραγιστά παραθυρόφυλλα. Και ένας έφηβος που ψάχνει για αστέρια νάνους στο σύμπαν και γράφει.

Εμφύλια διαμάχη, διωγμοί, χρέος, νίκη, αναγεννηθέν έθνος με μπόλικο ασβέστη υποκρισία και παιάνες σε πανηγύρια. Μια δικτατορία παράλληλη με μια ηλικία αθωότητας, μια ίσως πρώτη εμπειρία μύησης στο εφήμερο και στη γυναικεία φύση.

Μια μπαλάντα για το τέλος του κόσμου ή για την αρχή του. Μια γυναίκα, ένας άντρας, μια περίπολος. Ένας αρχέγονος πόλεμος, η πολεμική των φύλων. Φυλές σε σύγκρουση, εμφύλιος. Μια γυναίκα και ένας άντρας σε χρόνο άτοπο και σε χώρο άχρονο. Ό,τι κερδήθηκε ποτέ δεν αναιρείται.

Κάτι φεύγει, κάτι χάνεται, κάτι θάβεται, κάτι ανταλλάσσεται. Κάτι κρύβεται. Το χώμα σκεπάζει, το χώμα αποχαιρετά, το χώμα έχει ρωγμές.

Στο αφράτο χώμα οι ηδονές, η λήθη και η συνέχεια.

Μαθήματα ποιητικής.

«Κοιτάζω το χέρι μου / βρίσκω τα υλικά / το νήμα, τη γλυφίδα, το αλφάδι, το μυστρί».

Σκαλίζω πολύ. Νοθεύω τα όνειρα. Συνθέτω γραφές, αναβάλλω τη φθορά, ψιθυρίζω. Ποιος είναι ο Επιτετραμμένος-υπερεγώ που κατασκευάζει τις συνθήκες και γράφει με το μολύβι του τη συνταγή; Το ποιητικό εγώ χτίζει το πλίνθινο σπίτι με ρωγμές, πολλές ρωγμές για να μπορεί να αναβλύζει το ασυνείδητο, γιατί η γραφή προέρχεται από τον πόνο των ρωγμών, γιατί δεν υπάρχει ζωή στην ακύμαντη επιφάνεια. Και μέσα ο λακανικός καθρέφτης, απαραίτητο εργαλείο του δημιουργού. Γιατί σβήνονται οι αποδέκτες από την ευχετήρια κάρτα; Γιατί τίποτε δεν είναι πραγματικά προσωπικό, γιατί η ευχετήρια κάρτα έχει έναν μόνο πραγματικό αποδέκτη, τον αναγνώστη.
Γυναικείες μορφές. Γιατί τόσες γυναίκες; αναρωτιέται ο ποιητής.

Φαίδρα, Ανδρομάχη, Ερατώ, Ευρύκλεια, Μελπομένη, Διοτίμα. Έχουν ρυτίδες, ή κοριτσίστικη χάρη, φορούν λινά ανάλαφρα ή τυλίγονται στα μαύρα, απογυμνώνονται, περιφέρουν τη γύμνια τους ως παραίτηση ή ως κόσμημα. Κάποιες είναι εξοικειωμένες με το σκοτάδι, κάποιες προσφέρουν σε άντρες το κορμί τους ή διαμελίζονται στην αγορά. Είναι όλες λυπημένες, πουλιούνται ή προσφέρονται, ικετεύουν ή προδίδουν, κουβαλούν την καταγωγή και τον πόνο, η Φαίδρα για τον πλαδαρό πια πόθο, η Ανδρομάχη για το πένθος του έρημου θρόνου, η Ερατώ για την ανταλλαγή του εραστή με το δώρο των λέξεων, η Ευρύκλεια για τον χαμένο Οδυσσέα και τις ιδεολογίες που ξεθώριασαν, αφού οι σύντροφοι μνηστήρες μπήκαν στο μαυσωλείο με τα σύμπαντα. Η Μελπομένη ανακηρύσσεται παράξενη και αγία και περιορίζεται λευκή φιγούρα στα όνειρα, παρά ή εξαιτίας της νεανικής της χάρης που σκανδαλίζει τους νουνεχείς απόμαχους. Όσο για την Διοτίμα, ιέρεια και πεταλούδα που απεκδύθηκε το φως, μέσα από τη λάσπη των νοικοκυραίων που δεν αγάπησαν ποτέ, στην έρημο ενός εμφυλίου, συντηρεί έναν αλαφροΐσκιωτο έρωτα που δεν μετουσιώνεται ποτέ.

Σύνθετη και ερμητική η γραφή του Βαγγέλη Τασιόπουλου.

Στα ποιήματά του καταφέρνει τον εγκιβωτισμό ενός συλλογικού βιώματος, μιας ολόκληρης εποχής αγώνων και αγωνιών, προδοσίας και ελπίδας. Ο ποιητής που μεγάλωσε στον Μελιγαλά, έζησε τη μεταπραγματικότητα του Εμφυλίου, μέσα από τις συζητήσεις, την έμμεση συλλογική μνήμη, τις διηγήσεις, τις αναφορές, τον απόηχο των τουφεκισμών που ακόμα αντιλαλούσε στα στενά καθώς και τις ιστορίες που έλεγαν οι πελάτες στο κουρείο του πατέρα του. Όπως γράφει και ο ίδιος:

«Οι μέρες του διασπάστηκαν για να χωρέσουν έτσι τεμαχισμένες τις ιστορίες του».

Όλα αυτά λοιπόν μεταμφιέζονται σε έναν εικονοποιητικό, αλληγορικό, κρυπτικό, ποιητικό λόγο – τρένο που όλα του τα βαγόνια ξεχειλίζουν από μεταφορές και σύμβολα. Είναι κοινωνική η ποίηση του Βαγγέλη Τασιόπουλου, γιατί είναι παράθυρο και οθόνη και καλειδοσκόπιο, στα οποία προβάλλεται ο νυχτερινός περίπατος ενός ναύτη, ένα ναυάγιο, η φέτα ενός δρόμου σε μια επαρχία, σεκάνς από την ιστορία ενός λαού, ενός εφήβου, ενός ενήλικα. Και είναι υπαρξιακή η ποίηση του Βαγγέλη γιατί είναι ο ίδιος «τυμβωρύχος», γιατί ψάχνει «τα οικόσιτα λαμπάκια που τις νύχτες υποφέρουν στο σκοτάδι». Και είναι ερωτική «αφού οι έρωτές του έτσι κι αλλιώς ευδοκιμούνε στο σκοτάδι».

Συμπερασματικά, λοιπόν, η ποίηση του Βαγγέλη Τασιόπουλου είναι ερωτική, υπαρξιακή, κοινωνική και ανατρεπτική ως οφείλει να είναι πάντα η ατόφια και γνήσια ποίηση.

Υπάρχει κάτι που θέλει να επουλωθεί, κάτι που επουλώνεται. Ο ποιητής αναζητά κάποια συνέχεια, ένα έρμα, έναν συνδετικό κρίκο, μια απάντηση. Κυρίως όμως μπορεί να διαισθανθεί κάποιος διαβάζοντας τα ποιήματα αυτής της συλλογής την ανάγκη του Τασιόπουλου για την αλήθεια. Το αντίθετο της λήθης. Η ηθική αλήθεια. «Η ιστορία, έλεγε ο άστεγος παππούς, διαλέγει εραστές και ακροβάτες».

Ο ποιητής είναι κατά βάθος «ένας ευπατρίδης». Θέλει να θυμίσει τη λαιμητόμο, τις σφαγές, τα ακέφαλα σώματα με το σημείωμα δεμένο στο μεγάλο δάχτυλο για αναγνώριση, τις λεηλασίες, τα κρεματόρια. Τον πόλεμο, τους πολέμους, τις άχρηστες χοές, το ιερό και το ανίερο, τη βεβήλωση, την έκπτωση των αξιών, την απαξίωση της ανθρώπινης οντότητας.

Ο θυρεός του έχει επάνω μόνο στίχους. Η ποίησή του διασχίζει τον χρόνο, ενώνεται με το αιώνιο, από την αρχαιότητα ως τώρα. Από τα ανάκτορα και τα αίθρια με τα πορφυρά αγγεία ως το υπόγειο ψιλικατζίδικο στη γωνία. Είναι αυτόπτης μάρτυρας, όπως γράφει και ο ίδιος, της αποδημίας των πράσινων πουλιών που η μία και μοναδική εμμονή του είναι να τα συναντά.

Υ.Γ. Σύσταση. Αυτή η συλλογή να διαβαστεί με τη συνοδεία σέρτικου τσιγάρου. «Γι’ αυτό σου λέω. Μην ανάβεις σέρτικο στην παραλία οι ευδαίμονες θα συνασπιστούνε στην παραλία και οι διωγμοί δεν θα ’χουν έλεος».

.

ΓΡΑΝΑ (2007)
ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΗΤΤΑ

«Η ευρυμάθειά του της στέρησε τη δυνατότητα να συγκρουστεί
Ώ Περσεφόνη μοιρασμένη οπτασία, βλέμμα και αίμα των ερώτων που εξέπεσαν»

Τα ποιήματα που περιλαμβάνονται στη συλλογή Γράνα με μια πρώτη ματιά θυμίζουν πίνακες αφηρημένης ζωγραφικής, στους οποίους εκείνο που έχει σημασία δεν είναι το θέμα αλλά η ικανότητα του καλλιτέχνη να συνεπαίρνει τη ματιά του θεατή με τη σύνθεση. Χρώματα και σχήματα εντέχνως ερριγμένα, με τον δημιουργό να διαμορφώνει ένα σύμπαν, το όποιο κρίνεται αυτό καθαυτό, όχι στη σχέση του με ένα άλλο σύμπαν, όχι ως μίμηση πραγματικότητας αλλά ως πραγματικότητα καθαυτή. Σε αντίστοιχες αναγνώσεις, και μάλιστα φωναχτές, καλούν τα ποιήματα τού Β. Τασιόπουλου, ώστε ο αναγνώστης να νιώσει στο στόμα του τους ήχους αταίριαστων μεταξύ τους λέξεων που ταιριάζονται όμορφα, ανεξάρτητα από το νόημα που μπορεί να έχουν ή να μην έχουν, που μπορεί να γίνεται κατανοητό ή όχι: κι οι πιο μικροί/φθόγγοι απείραχτοι ταιριάζουν τ’ ανομήματα/εταίρες στα παράθυρα στίγματα στης ιστορίας τα μανικετόκουμπα.
Πρόβλημα πρώτο: Τί σημαίνει ή λέξη γράνα πού είναι και ο γενικός τίτλος της ποιητικής συλλογής; Γράνα, γένους θηλυκού, είναι το βαθύ χαντάκι, το αυλάκι. «Γάρδο» η «γράνα» λέγονται, πιο συγκεκριμένα, και τα αυλάκια βάθους ενός μέτρου, τα οποία έσκαβαν οι αγρότες για να φυτέψουν κλήματα. Γράνα σε χωριά λένε τον δρόμο που χωρίζει το χτήμα στη μέση, τον χωματόδρομο που μπαίνει μόνο τρακτέρ. Γράνα ονομάστηκε ολόκληρη η τοποθεσία όπου, σύμφωνα με σχέδιο τού Κολοκοτρώνη, χωρικοί έσκαψαν τάχιστα περιφερειακή τάφρο γύρω από την πόλη της Τριπολιτσάς κατά την άλωσή της. Με τις πυρκαγιές στην ’Ηλεία πληροφορηθήκαμε την ύπαρξη των ποταμών ’Ακίδα και Γράνα, κοντά στους οποίους, πάνω σε δέντρα, οι τοπικές αρχές τοποθέτησαν σύστημα με αισθητήρες, το όποιο θα ενεργοποιηθεί μόλις το ύψος του νερού στα δυο ποτάμια ξεπεράσει τα 2,5 μέτρα -ο κίνδυνος είναι πια από το νερό, όχι από τη φωτιά, γράνες παντού/γράνες θανάτου/γράνες ανθρώπων/σύνορα της ακεραιότητας. Κι ωστόσο, ανεξάρτητα από τη σημασία της λέξης, παραμένει η ίδια η λέξη και η εκφορά των συμφώνων της, ενός ουρανικού δίπλα σε ένα υγρό και ενός ένρινου, με το μεσαίο άλφα να συνθλίβεται ανάμεσα τους. Κι όσο προφέρεις τη λέξη καλά καλά, ξεκινώντας βαθιά από τον ουρανίσκο, τόσο το αρχικό γρ δυναμώνει σε ένταση (1)
Πρόβλημα δεύτερο: Τί να σημαίνουν άραγε αυτά; Τί διεγείρει και κατευθύνει τη γραφίδα τού ποιητή; Ποιά μνήμη; Ποιοί Κύκλοι της αβύσσου και υποτείνουσες εμπεριέχονται θρυμματισμένοι στους στίχους της Γράνα, στους στίχους που δίνονται με μία γλώσσα κάποιες φορές ερμητικά κλειστή, μη επικοινωνιακή, κι ας πρόκειται για ποίηση βαθιά εξομολογητική; Έχω την αίσθηση ότι η ποίηση τού Τασιόπουλου είναι βαθιά πολιτική και ότι εφαλτήριό της, πέρα από τις μνήμες των προσωπικών βιωμάτων, είναι η ιστορία και τα κοινωνικά της συμφραζόμενα, οι ιδεολογικές επαναστάσεις, οι προσδοκίες από αυτές και οι απογοητεύσεις. Τότε ακούστηκε το σφύριγμα Βαρύ ξενυχτισμένο βρυχήθηκε εκείνο ταράζοντας τούς προεστούς. […] Κρατά σημαία κόκκινη ο σταθμάρχης. Και αλλού: φιλεύοντας την προδοσία αίμα. Εδώ και το παρόν, με μετανάστες και αλλοδαπούς, με περιγραφές που θυμίζουν εσωτερικά καφενείων σε πίνακα τού Βαν Γκογκ, καημός παράλυτος από τα υπόγεια αναδύεται όλο καπνούς, με κυρίαρχη τη μοναξιά -δεν έχει συγγενείς αυτός ο δρόμος. Το ταξίδι -οι πρώτες του λέξεις αφορούσαν το ταξίδι-, με όποιο μέσο, τρένο ή καράβι, ματαιώνεται, το ίδιο και η προσδοκία για ανάταση της ψυχής, το φως που μάς ενώνει κατακλίθηκε και αλλού: δεν υπάρχει αγωνία διαιρεμένη. ΑΣ μην παραβλέπουμε όμως ως πηγή έμπνευσης αναπηρίες -’Ανάπηρος Οιδίποδας η προσευχή σου/ηδυπαθές συνώνυμο του τέλους’ και αλλού: η ανάπηρη μελωδία σαν μοιρολόι απλώνεται- και τραύματα, τα ιστορικά -τα κόλλυβα του μίσους- και τα προσωπικά -έχω κλείσει όσο κι αν το αρνούμαι,/το τραύμα εκείνο/που κάνει πτήσεις τις απόπειρες, και αλλού, με μια ωραία μετατόπιση του χρονικού συνδέσμου: Δεν σας ζητώ την επιείκεια, σε μια λεηλασία επιμένω αφού.
Όσο για τη στάση τού ποιητή και τις δικές του προσδοκίες, αυτές συνθλίβονται σε ένα περιβάλλον πού με τον λόγο και το κλίμα αποπνέουν καρυωτακική ατμόσφαιρα πνιγμού -κάργες πετούν θαμπώνοντας τα περισσεύματα της υστεροβουλίας-, καβαφική αξιοπρέπεια – Ενδεδυμένοι ευπρεπώς ιδιοτελείς και πικραμένοι ίσως-, καβαφική ειρωνεία -είναι κι αυτό μια λύση ασφαλώς. Ό λόγος ενίοτε γίνεται καταγγελτικός, ειδικά όταν πρόκειται για νουνεχείς που υστέρησαν στα όπλα, για αρπαγές και ευφυείς αλλοδαπούς/γονυπετείς ικέτες και τιτλούχους. Η γενέτειρα τού ποιητή, ο Μελιγαλάς της Μεσσηνίας, προκαλεί τον ποιητικό «Μελιγαλά», συμπύκνωση τού δράματος τού πολέμου και των ιδεολογικών παραμέτρων και προεκτάσεων του, όπως αυτά εισχωρούν στο αίμα των παιδιών μαζί με τη γέννησή τους.
Στο ποιητικό περιβάλλον τού Τασιόπουλου κυριαρχούν η άβυσσος, τ’ ανομήματα, το εφημερεύον άλγος, η συνήθεια -τα ιστιοφόρα εντέλει φρυγμένα σε κόσμους έχτισαν σπίτια πολλά εντός μου- η γείωση, η απογοήτευση για την επανάσταση που δεν έγινε ποτέ -δεν θα κινηθούμε εναντίον κανενός-, η προσκόλληση στην έξωθεν καλή μαρτυρία ανεξάρτητα από ικεσίες και […] αναφιλητά, στην κοινωνική εικόνα και όχι στην επιθυμία και την εσωτερική ανάγκη· και από την άλλη αναφαίνεται μια επιθυμία για πάταξη τού ερέβους, των συνηθισμένων κανόνων ηθικής, του φόβου, μέσα από τον έρωτα και το θηλυκό στοιχείο, είτε αυτές είναι εταίρες και ιερόδουλες, είτε αποδημητικές γυναίκες είτε θυγατέρες είτε μία γύφτικα ’Αλλά ο έρωτας μένει μάλλον ως ανάμνηση και όχι ως εμμένουσα πραγματικότητα: […] μένει το περίγραμμα στης μνήμης τους ορίζοντες/όπου οι θύσανοι και οι ύπεροι//απόρροια της συντριβής της άλλης ήττας. ’Ανάμνηση μένει και ό,τι υπήρξε δομικό στοιχείο του τόπου, ο βοσκητής κι ο τρυγητής, ο Πάνας, απόκληροι και ανέστιοι πια, αδέσποτοι, μια διαρκής παρουσία της απουσίας -κι ήσουν εκεί, ήταν εκεί, ποιος ξέρει;- η με παρουσία πληρωμένη -πλήρωσε κανονικά […] τις υπηρεσίες που του προσφέρθηκαν καθ’ οδόν, και αλλού: αρκέστηκε σ’ ένα αγοραίο φιλί. Τη θέση τους παίρνουν κάθε είδους θάνατοι, ου έξοδοι προς το λευκό, τα εξιτήρια του χρόνου, και η απουσία της έκπληξης: ένα τέλος στις λεωφόρους με τους φοίνικες, εκεί που ο έρωτας/καθημερινά αναβάλλεται και αλλού: όπως το χτες/που εμφιλοχωρεί στο προσδιορισμένο μας/μέλλον ή: Στο έλκηθρο ΣΑΡΚΙΑ που μας μοιάζουν/την ιστορία συνοδεύουν που τους έγραψαν. Μένουν μόνο οι αποδράσεις σε όνειρα, σε συλλαβές, σε κήπους, οι αναπολήσεις των ηδονών και της αίσθησης της αθανασίας. Και η ανησυχία του ποιητή για το θηλυκό στοιχείο, για τον φορέα της ζωής: τις αφύλακτες διαβάσεις πώς περνούν τα θηλυκά του δρόμου;
Μαζί με την ιστορία κυρίαρχο είναι το ζήτημα τού χρόνου: στον τηλεφωνικό θάλαμο τρεις ηλικιωμένες/διεκδικούσαν το ελάχιστο του πρόσθετου χρόνου η αψιμαχία δεν ανέδειξε νικητή. Αυτός ο χρόνος που στην κοσμική του διάσταση είναι άχρονος -κάτοικος αιώνων-, για τη γη κυκλικός -κρατώντας τη διάρκεια επανέρχεται-, για τον άνθρωπο απελπιστικά ευθύγραμμος με το τέλος αναπόφευκτο και μπροστά -Βαρκούλα σε νηοπομπές ανάμεσα ΕΓΩ τονούμενος στη λεωφόρο του χρόνου-, κάτι που καθορίζει και τη στάση του απόκληρου φαλλού: Δόξαζαν το παρελθόν τις περιούσιες εταίρες και της ζωής τους τα επείγοντα. Εμπόριο του χρόνου. Και άλλου: Πιάσανε τότε τα παλιά. Ξέρετε τώρα τα ανθρώπινα: κουβέντες μικρές, κοφτές ανάσες, για τόπους μακρινούς, πλούτη, γυναίκες όμορφες κι απαίσια ξωτικά. Μένει μόνο προκλητική η νιότη να επιδεικνύει… τη νιότη της: […] μια έφηβη επιδεικνύοντας τις ομολογουμένως άψογες θηλές της.
Παραμένει εμμένουσα η γοητεία της σύνθεσης πέρα από νοήματα: κοντά τους
/ένα καμένο απομεσήμερο με ακρωτηριασμένα υλικά/περπατούσε στις μασχάλες τ’ ουρανού/εξίσου ωραίο. Παραμένει και η διαρκής παρουσία στοιχείων όπως το τρένο -«Ό άλλος», «Εμπορευόμενοι το χρόνο», «Ο Μέγδοβας ψιλή γραμμή στο χάρτη», «Η λύπη των αχθοφόρων»-, πρόσφορο μέσο για ταξίδια στον χρόνο, στις ιδεολογικές αναζητήσεις, στη νιότη, ταξίδια κυρίως προς τα πίσω.
Ο Τασιόπουλος είναι φειδωλός στα σημεία στίξης, για παράδειγμα τα κόμματα μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού: τα κεριά της Ανάστασης, τα υπόλοιπα του ύπνου,/οι υγρές στέγες, η ακόρεστη φλυαρία τα κόμματα έχουν υποκατασταθεί από μεγάλα κενά στον στίχο, ενώ τα κεφαλαία γράμματα φυλάσσονται μόνο για τον πρώτο στίχο, κι ας υπάρχουν διάσπαρτες τελείες. Αυτό, ωστόσο, οδηγεί σε πολλαπλές αναγνώσεις σε σημεία, θυμίζοντας τον τρόπο παράδοσης των αρχαίων κειμένων -μεγαλογράμματη γραφή, συνεχές κείμενο. Για παράδειγμα, πώς διαβάζονται οι παρακάτω στίχοι; […] ο ορισμός της ευημερίας/έχει να κάνει με το εφημερεύον άλγος/του φθόνου/του αύριο: είναι του φθόνου του αύριο ή του φθόνου, τού αύριο. Κάθε φορά ένα διαφορετικό νόημα. Σε ορισμένες περιπτώσεις ο ποιητής κρατά το πεζό στοιχείο στα κύρια ονόματα της ιστορίας, κι ας προέρχονται από τη μυθολογία μας -κι αυτή κομμάτι της ιστορίας είναι. Μήπως είναι ένας
τρόπος για να δείξει ότι το κύριο έχει γίνει δεύτερο; («’Αποκριές»)
Πολύ άμορφη η έκδοση τού εκδοτικού οίκου Σύγχρονοι “Ορίζοντες της Θεσσαλονίκης. Τέσσερα παιδικά σκίτσα, τού Κωνσταντίνου Τασιόπουλου, κοσμούν το εξώφυλλο. Σπίτια, ένα ξωκλήσι στην οξυκόρυφη μύτη ενός βουνού, λουλούδια και το καράβι για το ταξίδι. Ο πρόλογος του παιδιού.

(1)Με έναν περίεργο τρόπο ή λέξη μου θύμισε την Γκραγκάντα του Ρίτσου και φοιτητικές αναγνώσεις

.

ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ

Μάς ξάφνιασε ευχάριστα και πάλι ο Βαγγέλης Τασιόπουλος με το έβδομο κατά σειράν ποιητικό βιβλίο του (υπάρχουν και άλλα επτά βιβλία με λογοτεχνία για παιδιά), το όποιο μάλιστα εξέδωσε υστέρα από γόνιμη αναμονή οκτώ ετών.
Το νέο του βιβλίο, με τίτλο τη δυσκολοθήρευτη λέξη «γράνα» (=βαθύ αυλάκι,χανδάκι, αγωγός ύδατος), που παραπέμπει στην αγροτική Πελοπόννησο, στο γενέθλιο λίκνο του ποιητή, έρχεται να επικυρώσει την εμφανή του πρόοδο, σε ό,τι έχει σχέση με την πύκνωση και τη διάρκεια της ποιητικής εντύπωσης που περικλείει μέσα του ένα ποίημα
Στις τρεις ενότητες της ποιητικής συλλογής (Μόλις το τρένο σφύριξε/Οι λάμιες του θολού βυθού/Η ρητορική των αναμνήσεων) φαίνεται προοδευτικά η αποφόρτιση της ποιητικής γραφής από το βαρύ φορτίο του υλικού και η πορεία προς μία κατακτημένη φόρμα συμπύκνωσης, όπου η λυρική απογύμνωση, ο αποφθεγματικός λόγος και η ευστοχία κατάδειξης του συγκεκριμένου μηνύματος παίζουν τον πρώτιστο λόγο.
Τελικά αυτό πού κυλάει μέσα στη γράνα και χάνεται άδοξα και αυτό πού ψάχνει να βρει και να συγκροτήσει ό Τασιόπουλος είναι η αδικαίωτη ανθρώπινη καθημερινότητα, που φεύγει βορά στις σύγχρονες ψυχωτικές συνθήκες διαβίωσης, με την αφόρητη πίεση των ημερών. Το ασφυκτικό περικάλυμμα του βίου μας οδηγεί πάντα σε απρόσμενους βυθούς. Ο ποιητής ανασκάπτει τους βυθούς αυτούς χωρίς να βρίσκει περιεχόμενο. Προσδιορίζει μόνο τις δραματικές παραμέτρους και αποφαίνεται βαθύνους και επιγραμματικός:

«όταν συνθλίβεις το κενό
κενό σου μένει»

Ωστόσο, με εργαλείο τη μνήμη και τις αιφνίδιες αναδρομές της ο Τασιόπουλος λαξεύει τον χρόνο με δεξιοτεχνία, προσθέτοντας εχέγγυα στο παρελθόν και αφαιρώντας προοπτικές από το μέλλον. Το παρόν παρηγορείται πάντα με μικρά παραμύθια, πού προέρχονται από αγλαϊσμένες παλιές εικόνες (π.χ. το πατρικό χωριό, τα παντοειδή σημεία εκκίνησης, οι ερωτικές αναφλέξεις) και από δομημένες εσωτερικά επιθυμίες, που απευθύνονται εκβιαστικά προς το μέλλον.

«στο υπόγειο έκτος από τις λεηλασίες σχεδιάζαμε
και τη μεγάλη απόδραση στο μέλλον»

Ο Βαγγέλης Τασιόπουλος κατορθώνει να δίνει το προσωπικό του στίγμα μέσα από ενσταλάξεις ενός διηθημένου πικρού λόγου που καταλήγει σε καταδείξεις παγίων αποχωρισμών. Αποχωρισμούς από φιλίες, από πατρίδες, από ιδέες, από την ίδια τη ζωή. Που σημαίνουν βέβαια σαρκαστικές καταδείξεις (όχι καλωσορίσματα) της άτεγκτης έλευσης του θανάτου.

.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ

Περιοδικό “Index”, τχ. 39, Απρίλιος 2010

ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ

Ημέρα ποίησης η σημερινή και διαβάζω για πολλοστή φορά το βιβλίο του Βαγγέλη Τασιόπουλου με τον παράξενο τίτλο Γράνα, προσπαθώντας να διεισδύσω στο ερμητικό κέλυφος της γραφής του. Γιατί ο Βαγγέλης Τασιόπουλος. που εκτός από ποιητής (έχει εκδώσει μέχρι τώρα επτά ποιητικές συλλογές) είναι και δάσκαλος στην ειδική εκπαίδευση, δεν είναι ποιητής που τον «ξεπετάς» με ένα-δύο διαβάσματα ερμηνεύοντας τους κώδικες και τα σύμβολά του. Είναι δύσκολος ποιητής υπό την έννοια ότι γράφει όχι για να εκτεθεί και να αποκαλύψει ούτε για να επιδείξει τον τρόπο που τιθασεύει τη γλώσσα, αλλά γράφει για έναν απαιτητικό αναγνώστη θέλοντας να τον κάνει κοινωνό της προσωπικής του αγωνίας, δίνοντάς του όμως ελάχιστα εργαλεία για να σκάψει στον πυρήνα των ποιημάτων του. Οι δυσκολίες αρχίζουν από τον τίτλο κιόλας της συλλογής, Γράνα. Τι σημαίνει η λέξη: Έχει κυριολεκτικό ή μεταφορικό νόημα; Η γράνα. είναι λέξη της Πελοποννήσου και σημαίνει το μικρό ή το μεγάλο χαντάκι. Μέσα στο βιβλίο υποδηλώνει το χάσμα, το κενό, το ανυπέρβλητο εμπόδιο, που συναντούμε παντού γύρω μας και που πάνω του σκοντάφτει η μνήμη, ο έρωτας, η ζωή, ο θάνατος, οι άνθρωποι, η γραφή εντέλει. (γράνες παντού / γράνες θανάτου ί γράνες ανθρώπων/σύνορα της ακεραιότητας / με τον ευκρινή αντίλαλο πέρα στο βάθος).
Το βιβλίο είναι διαρθρωμένο σε τρεις ενότητες. Όλα τα ποιήματα διαφέρουν σε έκταση και ύφος. Άλλα είναι μακροσκελή, άλλα σύντομα. Άλλα με ποιητική μορφή και άλλα με πεζή. Όλα τα ποιήματα της τρίτης ενότητας (Η ρητορική των αναμνήσεων) είναι ολιγόστιχα, πυκνογραμμένα, και με μια ηθελημένη παραβίαση των σημείων της στίξης στη γραφή τους, μια ελευθερία και ένα γραμματικό ατόπημα που συνδέει με αυτό που αποπνέουν κάνοντας το μάτι να εκλάβει αυτήν την παρέκκλιση σχεδόν αναγκαία. Κομβική έννοια και σημείο της πρώτης ενότητας, που τιτλοφορείται Μόλις το τρένο σφύριξε, είναι ο χρόνος. Συγκεκριμένα, ο Τασιόπουλος αναδεικνύει το δράμα του σημερινού ανθρώπου να μην είναι συμβιβασμένος με τον χρόνο, να μένει μετέωρος ή εκτός χρόνου, να κάνει εσφαλμένη εκκίνηση, να διστάζει ή να αργοπορεί. «Ήταν λέει κάποτε ένας άνθρωπος που όλο αργοπορούσε. /…. /Όταν εκείνος έφτανε τα τρένα είχαν φύγει/…/Το τρένο πάλι αναχωρεί κι ο άνθρωπος αργοπορεί», από το καταπληκτικό Ο Μέγδοβας ψιλή γραμμή στο χάρτη- ίσως το καλύτερο ποίημα της συλλογής. Και αλλού: «το βλέπεις όταν οι απέναντι/συγγενείς προστρέχουν/φτάνοντας πάντα κατόπιν εορτής» ή «ένα τέλος στις λεωφόρους με τους φοίνικες, εκεί που ο έρωτας/καθημερινά αναβάλλεται». Επίσης, το τέλος των περισσοτέρων ποιημάτων της ενότητας τα χαρακτηρίζει μια γεύση ματαίωσης ή μια πικρή διαπίστωση. «Μείναμε πια οριστικά επίνεια δίχως ν’ αποδώσουμε ευθύνες. Ενδεδυμένοι ευπρεπώς ιδιοτελείς και πικραμένοι ίσως», «απόρροια της συντριβής/της άλλης ήττας» «λόγια επίθετα/του φόβου σπέρματα και της φθοράς».
Η δεύτερη ενότητα (Οι λάμιες του θολού βυθού) ξεκινάει με το κορυφαίο Αυτό το πλοίο δεν πάει πουθενά, όπου αποτυπώνεται ένα
αίσθημα φθοράς και στασιμότητας, Το πλοίο που δεν πηγαίνει πουθενά είναι σύμβολο της ασάλευτης ζωής, αντίστοιχο με το τρένο της πρώτης ενότητας. Στίχοι που αποπνέουν απραξία και στασιμότητα, έχοντας στο κουκούτσι τους σαχτουρικές επιδράσεις: «κι όμως αυτό το πλοίο δεν πάει πουθενά/ κρατώντας τη διάρκεια επανέρχεται/ σφυρίζει όπως πάντα /και καραδοκεί». Άλλες εμμονές του ποιητή που αξιοποιήθηκαν ποιητικά: η έννοια του κενού: «εξυπακούεται πως τα κενά δεν θα διανύσεις έφιππος», «όταν συνθλίβεις
το κενό/κενό σου μένει», η αποξένωση: «οι συνομήλικοι δυστυχώς αποστρατεύτηκαν/ δεν έχει συγγενείς αυτός ο δρόμος», η πικρή διαπίστωση της προσωπικής μας αναπηρίας: «τόσο πολύ υστερήσαμε /κι όλο σ’ ανάπηρους πλανήτες διαρκώς παραληρούμε», η θλίψη της απώλειας: «η ύστερη ανάσα σου αντίδωρο /ευχή μαζί κι αντίο», και πάλι ο χρόνος και η μνήμη: «σαν άνοιξη το χρόνο/αιφνιδιάζει η μνήμη», Τέλος, στο Η ρητορική των αναμνήσεων , ο Τασιόπουλος νοσταλγεί, ερμηνεύει το παρόν με υλικά του παρελθόντος, ανατρέχει στην παιδική ηλικία, αναζητά γέφυρες του παρελθόντος με το άγονο σήμερα. Το «υπόγειο», «το παλιό στασίδι» και «η παλιά φυσαρμόνικα» της οποίας «η ανάπηρη μελωδία σαν μοιρολόι απλώνεται», αναδεικνύονται σε σύμβολα νοσταλγίας.
Ο Βαγγέλης Τασιόπουλος, μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ποιητικές φωνές της νέας γενιάς, συνεχίζει να γράφει ποίηση, υπερπηδώντας με τους στίχους του τις γράνες της ανυπόφορης ζωής μας.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.