ΕΙΡΗΝΗ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ

.

Η Ειρήνη Ιωαννίδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το Μαίο του 1967 στην οποία και ζει. Είναι απόφοιτος του Τρήματος Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ. Ποιήματα και κείμενά της έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα ηλεκτρονικά περιοδικά και στα περιοδικά Εντευκτήριο, Εμβόλιμον, Αίτιον, Οροπέδιο, Παρέμβαση και Intellectum, όπως και σε διάφορες ποιητικές ανθολογίες. Συμμετείχε το 2014 στην 4η Λογοτεχνική Σκηνή που διοργάνωσε το περιοδικό Εντευκτήριο και το 2021 στο 5ο Συμπόσιο Λογοτεχνίας του λογοτεχνικού περιοδικού Παρέμβαση σε συνδιοργάνωση με τον Δήμο Κοζάνης.
Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές: Σώμα Δρομολόγιο (2016 εκδόσεις Σαιξπηρικόν) Τα ρόδα κόβονται στα 2/3 (2023 εκδόσεις Σαιξπηρικόν)

.

1-σωμα δρομολογιο εξ

.

ΤΑ ΡΟΔΑ ΚΟΒΟΝΤΑΙ ΣΤΑ 2/3 (2023)

ΑΝΘΡΩΠΟ ΝΑ ΜΥΡΙΣΕΙ

Το στήθος δεν έλεγε να μεγαλώσει, χλωρό
σαν στάχυ νήστευε το κορμί. Πάντα απ’ το
χέρι μια κούκλα την κρατούσε. Χανόταν
στους καθρέφτες με τα ψηλοτάκουνα.
Ξέφτιζαν οι σοβάδες στο πατάρι, σαν έπιαναν
τα κρύα, μύριζαν υγρασία τα προικιά της.
Κάτι σκιές έκρυβε με επιμέλεια στα
ποιήματα.
Τα απογεύματα, φορούσε γάντια κι έβγαινε
στον κήπο. Είχε μια συκιά πιο κει, ξερή –
να χάσκει από κάτω ο γκρεμός. Κοντά της
πήγαινε δειλά δειλά κι από παντού την
κοίταζε η θάλασσα. Άγλυκος ο καρπός της
– τον είχε πνίξει η αρμύρα.

Το χώμα με μανία έσκαβε, άνθρωπο να
μυρίσει.

ΜΕ ΧΕΙΛΗ ΤΡΑΓΑΝΑ

Αποβραδίς, με λόγια τρυφερά να πιάσεις το
προζύμι – το χάραμα, ψωμί αφράτο να
φουσκώσει. Να το πλανέψεις το κορμί, να σε
ταΐσει. Κι όπως θα ρέει το κρασί σε στόμα
λαίμαργο, της μάνας το βυζί να καταργεί.

Για δες, για δες, η θάλασσα στη μέση πώς
το σχίζει.

Την ώρα που νυχτώνει, με χέρια βουτηγμένα
μεσ’ στο μέλι, δώσε πλευρό αριστερό
να σε κλαδέψω –
πλαγιές να σπείρω με μαστίχι.

ΝΥΧΤΟΛΟΥΛΟΥΔΟ

Τραβάς απ’ το θηκάρι – «ψεύτικο το σπαθί»
μου λες, «μη σε τρομάζει». Στην τροχιά μου,
πάντα εκεί σε ξαναβρίσκω, στο λευκό των
:οστών. Εγκρατή και στο φως και στο θαύμα.
Μυρίζουν νυχτολούλουδο και αντισηψία τα
δάχτυλα, ένα χαλίκι στα παπούτσια μας η
αλήθεια.

«Αδύναμοι» σου απαντώ. «Άνθρωποι όμορφοι»
επιμένεις.

ΤΑ ΡΟΔΑ ΚΟΒΟΝΤΑΙ ΣΤΑ 2/3

Φοβόταν τον καθρέφτη – το χέρι που έβγαινε
από μέσα και την τραβούσε. Τον ρώτησε
μια δυο φορές. Μα εκείνος μόνο κοίταζε.
«Τα ρόδα κόβονται στα 2/3, για να δώσουν»
της είπε μια νύχτα «ούτε πιο χαμηλά
ούτε και πιο ψηλά. Τα αραιώνεις να αναπνέουν
τα κλαδιά, να τα μυρίζει ο αέρας,
να γλείφει τον βλαστό μετά την παγωνιά,
Μήνα Φλεβάρη τα καλείς, να ‘ρθει η
άνοιξη να σε φιλέψει χρώμα κι άρωμα».

ΦΛΟΓΟΚΡΤΠΤΗ

«Παρουσιάστε!» ακούγεται το σούρουπο,
ανοίγεις βήμα, να προλάβεις. Μια βάρκα
χάρτινη μες το νερό αγκομαχά, ακαθαρσίες
των πουλιών – των τεθνεώτων η σπορά
πάνω στο χώμα. Στην αυτοψία σε φωνάζουν
ύστερα, να πεις για τις πληγές, σου
ρίχνουν φώτα, σε τυφλώνουν. Τη μαντική
σου τέχνη επικαλούνται, να πεις το πώς
και το γιατί, και όλα τ’ άλλα.
«Τέτοια εποχή στρώνουμε χαλιά» τους λες,
«ανοίγουμε παράθυρα, να μπει στο σπίτι ο
αέρας».

Στο ύψος των ματιών – η φλογοκρύπτη,

ΚΛΗΜΑΤΟΒΕΡΓΑ

Έξω απ’ το σκάμμα του ουρανού, ερίφιο
βελάζει τη σφαγή.
«Λίγο φεγγάρι φέρτε μου» προστάζεις,
«Κρατώ τα ρούχα σας τα παιδικά στα
χέρια και με καίνε»,

Πες μου το τραγούδι, σε μυρίζω τώρα δα,
σε κληματόβεργα πάνω σε μνημονεύω.

Το βλέμμα πώς απίθωσε ο χρόνος στις άκρες
των ποδιών.

ΚΥΠΑΡΙΣΣΟΜΗΛΟ

Ένας καπνός ψηλά ορθώνεται, σκύβεις,
μαζεύεις το κυπαρισσόμηλο απ’ το χώμα.
Τρίζει, μόλις φυσήξει, το ξυλόσπιτο. Ανοίγουν
οι ραφές, με το μπαμπάκι τα σφαγμένα τα
χαϊδεύεις. Το βράδυ, στην παράκληση,
χύνεται μέταλλο βαρύ ο ουρανός από τον
θόλο.

Χτυπάς ξανά το ρόπτρο στο κατώφλι. Πού
θα με πας απόψε; Μη μου πεις.

ΑΣ ΚΟΙΜΗΘΟΥΜΕ ΤΩΡΑ

Ανάγκη δεν υπάρχει τώρα πια λόγια να
μας χωρέσουν. Αγέρωχη δεσπόζει στη μέση
των μαχών η χρυσαφιά σου πολυθρόνα. Τα
ξίφη απιθώσαμε πίσω απ’ τη ράχη της.
Κι εκεί που λες ότι ο πόνος μετριέται με
αναλώσιμα – ένα λευκό μαντίλι κεντημένο,
ένα τασάκι με αποτσίγαρα, μια δύση
σκουριασμένη.
Όπως ανοίγεις το συρτάρι – ποιος σου το
έπλυνε το άσπρο φανελάκι; Σκαλώνεις
πάνω του. Αρχίζεις να αιμορραγείς
απελπισμένα. «Σου κράτησα ένα μελτέμι στο
λιμάνι» λες, καθώς το τελευταίο βέλος της
φωτιάς μου σου χαρίζω.

Ας κοιμηθούμε τώρα, τι φλύαρα ξοδέψαμε
τις ώρες μας.

.

ΣΩΜΑ ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΟ  (2016)

ΒΡΑΔΙΝΟ

Με κρύο νερό
ξεπλένω χλόη για βραδινό
Σ’ ένα μεγάλο μπολ
κόβω καρδιά, μαρούλι, δυόσμο
Στην άκρη του δωματίου
σε βλέπω να με τρως
Εγώ
μικρές μπουκιές
αμάσητα φιλιά
να κατεβαίνω στο λαιμό
Στις σκοτεινές γωνιές σου
Να κρύβομαι
Με καταπίνεις
Σε κατοικώ –
Ποιήματα ανθολογούνται τώρα
πάνω στο σώμα σου

ΣΤΙΓΜΗ

Το σώμα γλιστράει
στον υγρό δρόμο
Τα γκάζια πατημένα τέρμα
Στη στροφή
οι κορυφές των δέντρων
αδυνατούν να ρυμουλκήσουν
το φαιό
Τοξικές εκκενώσεις
Παιδικά δάχτυλα
Διαμπερή τραύματα
Στο τραπέζι χορεύουν φράσεις
κάτω απ’ τα μάτια
κάτω απ’ το βάρος
απειλούν, ικετεύουν, σκοτώνουν
Η στιγμή είναι κάθετη και περιεκτική
χωράει μια αιωνιότητα
κορεσμού
Αύριο θα χρησιμοποιώ και πάλι λέξεις
φθόγγους
Θα λέω
Βγάλτε μου τις χειροπέδες
Εξημερώθηκα

ΦΟΒΟΥ ΤΟΥΣ ΛΩΤΟΦΑΓΟΥΣ

Η μνήμη απωλέσθη
ως καρπός ώριμος και γευστικός.
Έγκαιρα από κυνόδοντες θρυμματίστηκε και κοπτήρες επιδέξιους
και μόνο ως ανάμνηση πλέον
ως τοξικό απόβλητο
στο παχύ έντερο περιφέρεται
Η γνώση και αυτή θα υποκύψει,
αργά ή γρήγορα, ακολουθώντας•
και η γλώσσα θα πλαταγίζει άσκοπα
αναζητώντας τα τείχη της εκφοράς των λέξεων
εκεί που τώρα άνθη φύονται

ΣΥΜΠΑΝ

Κάθε που το μάτι στρέφεται στο πλάι
μη και χαθεί το στίγμα το αυθαίρετο της ύπαρξης
ίσαμε να πιεις μια γουλιά και να αφουγκραστείς
από πού αυτές οι αχτίνες φωτός…
Το Σύμπαν καταγράφεται
Το συναίσθημα της πρόωρης διεκπεραίωσης
καταγράφεται
με κάτι σκούρα πέταλα τριαντάφυλλου
εκφυόμενα τώρα στο τραπέζι, σκληρό υλικό
με ρίζες στο υπέδαφος

ΩΡΑΙΑ ΚΟΙΜΩΜΕΝΗ

Κοιτάς το ηλεκτρονικό ξυπνητήρι
είσαι η ωραία κοιμωμένη
σ’ ένα δάσος με τριανταφυλλιές
Ακουμπάς το πόδι σου στο δάπεδο
Διαπιστώνεις ότι το χώμα είναι
ένα σκούρο καφέ [λάμινεϊτ το λένε]
ασορτί με τις πόρτες
Καμία που να γράφει
Έξοδος Κινδύνου
Μόνο ένα αντίγραφο του Γκογκέν στον απέναντι τοίχο
Άλλωστε, και η δική του Ταϊτή ψεύτικη ήταν

ΚΥΛΙΟΜΕΝΕΣ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ

Λάνσελοτ σου φωνάζω
ρίχνοντας σκάλες τα μαλλιά
Σε άλλη εποχή
θα έπρεπε να ζούμε –
Οι κυλιόμενες εμπορικού
δεν βοηθάνε στην απαγγελία
των προϊόντων ομορφιάς
Σήμερα φοράω όλη μέρα
νεότητα κατάσαρκα
Κοιτάζω στον καθρέφτη
όλα τα σημάδια είναι ακόμη εκεί:
ένα πόδι χήνας,
μια σκιά στα κάτω βλέφαρα,
χρόνια αϋπνίας
και ήλιου
Κι η αγάπη μαζεμένη
σε ένα χαμόγελο
– Μάζεψες αρκετή ζέστη τα καλοκαίρια,
μου ψιθυρίζω στο ταμείο
(δικαιούστε δώρο μια κρέμα νυκτός)

ΙΕΡΗ ΝΟΣΟΣ

Ανοίγεις την σελίδα –
ένα ποίημα
Δεν θα το διαβάσεις
η απόσταση θα το σβήσει
ο χρόνος θα θέσει τα όρια
Ένα ποίημα
δεν διαβάζεται
σε καταβροχθίζει
σαν ιερή νόσος
σου τρώει τα σωθικά
σε κάνει δικό του
Όπως το σκοτάδι ακουμπάει
στη στέγη του σπιτιού
και οι τοίχοι σε συνθλίβουν
με αγάπη λευκή και ακατέργαστη –
κλείνεις τη σελίδα έξω
από το μυαλό σου

ΑΙΘΟΥΣΑ ΘΕΑΤΡΟΥ

Μια ανάσα ή δύο
η απόσταση ανάμεσα
Ίσαμε τέσσερα ζευγάρια μάτια
αλλά τα χέρια δεν φτάνουν
ούτε ο χρόνος
Η υγρασία επικάθησε σε φύλλα
Τα ίχνη καλύφθηκαν
οι γερανοί στην αποβάθρα
δεν ερωτεύτηκαν
Στο στήθος
η ορατότης μηδέν
Τα μάτια εκείνα Στεγνά δεν υπήρξαν

ΠΑΡΑΛΙΑΚΗ ΛΕΩΦΟΡΟΣ

Παγωμένη λίμνη κάτω από τα πόδια
πάλι από μανίκι γραπώνεσαι
Δείξε μου τώρα
εκείνη την πιρουέτα
Θα σε ακολουθώ όπως πάντα στις μύτες
πρώτα όμως
κατέβασε κάτω τα σκουπίδια –
η σκάλα γλιστράει Είμαστε μιούζικαλ τελικά

ΔΕΙΠΝΟ

Ένα τραπέζι στρωμένο
Δυο στόματα καθηλωμένα
στο ερώτημα της τροφής:
και τώρα που τελείωσε η επιθυμία;
τι προς βρώση; τα οστά μήπως;
Και τα μέλη αυτά που τόσο εξαίσια μαζί,
επί ξύλου κρεμάμενα
Και το μαρτύριο εις σάρκα μία
εσαεί και εις τους αιώνας ανυπόστατο –
Τι και αν τον χυμό με ζήλο ρούφηξαν
Τώρα η ερώτηση καθηλωτική:
Πόσο το μαχαίρι εις βάθος
θα λάμψει την αλήθεια των σπλάχνων;

ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ (ΜΠΛΕ)

Στον Πάνο Σταθόγιαννη
Αν μπορείς να καταπιείς τόσο μπλε
που να κυματίζει η ανάσα μεσίστια
εν είδει προφητείας
Να βάφει μπλε το ήδη μπλε
τόσων χρόνων
Ωκεανός Αιθέρας Ουρανός
Τότε η χρωστική του λόγου σου
θα γεννήσει τον τόπο
τον ύστατο της θαλπωρής
εναέριο και επίγειο
ώστε
τα πέλματα μέσα του
να κυοφορούν άλματα θεσπέσια
και εγώ να χρειαστώ κι άλλο μπλε
για να βάψω τα τείχη μου

ΠΙΝΑΚΑΣ

Να υπνωτίζεις εαυτόν δύσκολο
Τα προβατάκια
στη χλόη αμέριμνα
ατελέσφορα
Το σκληρό προσκεφάλι ίσως να φταίει
Θα του ανοίξω τη ραφή
μέσα θα ζωγραφίσω τοπία ήσυχα
με γάργαρα νερά και δείπνους μυστικούς
Με πίνακα του Καραβάτζιο
στα φωτεινά του δέρματος
θα μοιάζει

ΣΩΜΑ

Σε υφαίνω
με λέξεις
σε φοράω
Ανίσχυρο
έτσι σε θέλω
απ’ τα μαλλιά να κρέμεσαι
Σε εκείνο το δωμάτιο
επί πληρωμή
Δεσμό γόρδιο
να σε λύνω
να σε κόβω

ΕΡΩΤΩΝ ΑΡΧΗ

Ερώτων αρχή, ερώτων τέλος
Μεσούσης της επιθυμίας
Αναρωτιούνται και οι δύο:
ουκ εκ του ασφαλούς το ευ
και ύδωρ αρκετό για να αποσβέσει
τις πληγές ημών
και ευθύτητα αρκετή
όση χρειάζεται
για να μπεις ολόκληρος στο φως
και θάρρος
για να απωλέσεις το προσωπείο αυτό
γιατί το κρυφό
ουδέν φανερότερον του φανερού
και η σφαγή παρούσα και αμετάκλητη

ΥΔΑΤΟΓΡΑΦΙΑ

Κάποτε ξύπνησα μετά από χρόνια
δίχως πόδια και χέρια
Ανάλαφρη σαν παιδική υδατογραφία
με κόκκινα χείλη από τα βυσσινάδα
Είχα μια σιδηροδρομική γραμμή
για σπονδυλική στήλη
Είχα ρυάκια πάνω μου
ήχους κελαριστούς
Όταν λέω «στάση»
θα ανταμώνουμε
εγώ θα αλλάζω χρώματα
στο ουράνιο τόξο
την ώρα που θα περνάει
το τρένο από πάνω μας

ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΠΙΑΝΟ

Το πιάνο στην εσοχή του τοίχου
κάτω από το παράθυρο
Εγώ με την ράχη στητή
Τα χέρια διατρέχουν την λευκή
κοιλάδα των ήχων
Το μαύρο φόρεμα γλιστρά απ’ τους ώμους
στην επιθυμία.
Μια λεπίδα φωτός διχοτομεί
την αριστερή κόρη του οφθαλμού,
καθώς τα δάχτυλα πετάνε με ταχύτητα
Στην άλλη άκρη του δωματίου
-κάπου στην μέση της κλίμακας-
ακούγεται το σφύριγμα του πλυντηρίου
να υπενθυμίζει ότι η πλύση
συντελέστηκε επιτυχώς
Ανοίγω την πόρτα:
Ένα τοπίο πορσελάνης και γυαλιού λάμπει
Μ’ ένα μαλακό πανί καθαρίζω
τους υδρατμούς του απογεύματος
-Το στιλβωτικό έκανε καλά την δουλειά του-
Μια σχεδόν καινούργια προοπτική
στο ξέφωτο του χρόνου με κοιτά κατάματα
Στο επόμενο ημιτόνιο,
ένα δάχτυλο εκτινάσσεται στον αέρα
η κλίμακα περιμένει

ΤΟΙΧΟΣ

Τοίχος σε καθιστικό
-δεν τρώγεται αλλά μπορεί
και να συμβεί-
είναι βαμμένος σε μια ώχρα κακιά,
που θυμίζει ίκτερο
Εκείνη καθότι ρομαντική
με ένα Stucco Veneziano,
ύστερα από χρόνια
τον κάνει να μοιάζει
με απόδραση στη Τοσκάνη
Να σας τρατάρω ένα κομμάτι,
θα σας ταξιδέψει όπως και ο Proust !
Έχει και φωτογραφίες πάνω του
από το τελευταίο ταξίδι περιφρούρηση
οικογενειακής ευτυχίας
– Θα ανέβει η θερμοκρασία απόψε,
το δήλωσε εκείνος και το δελτίο καιρού
Τον κόβει σε τετράγωνα
Τοίχος Επιδόρπιο προς ψύξη
Προσεχώς έχουν επέτειο φιλίας

ΒΑΖΟ

Έβγαλε ένα μεγάλο βάζο από το ντουλάπι
Τα χρυσάνθεμα την κοίταζαν λιγόθυμα
πάνω στο μικρό σεκρετέρ
αγορασμένο πρόσφατα
-σ΄ένα λευκό κρεμ ανγκλέζ-
Έπρεπε με κάθε τρόπο να επιζήσουν
όπως οι μεγάλοι έρωτες στις ιλουστρασιόν ταινίες
Το γέμισε με νερό,
τα τοποθέτησε ανάλογα με το ύψος τους,
σήκωσε μερικά απείθαρχα κεφάλια
και έκοψε όσα έφεραν αντίσταση.
Η δύση συνεργάστηκε δημιουργώντας
μια νεκρή σύνθεση σχεδόν ζωντανή
στο ημίφως
Ξάπλωσε στον καναπέ ακριβώς απέναντι,
η διάρκεια έχει να κάνει με την αντοχή σκέφτηκε
Τα χρυσάνθεμα συμφώνησαν
καθώς το επίχρισμα της γύρης
άλλαζε το χρώμα του τοπίου
μέσα στο σαλόνι
Μια έρημος, ένας άγγλος ασθενής
και ένα παράφορος έρωτας γεννιόταν
-στις δώδεκα ακριβώς μπροστά στη οθόνη-
Ναι, ο θάνατος θέλει να αντέχεις την ζωή,
ύστερα εκείνη κυλάει ήσυχα σε συνέχειες

ΕΝΑ ΜΕΣΗΜΕΡΙ…

Ενηλικιώνεσαι ξαφνικά
όπως ακούγεται -το ασθενοφόρο σε δρόμο ταχείας κυκλοφορίας-
Το σώμα υπερίπταται ήδη
πάνω από την πόλη της αθωότητας
με το σφρίγος της γνώσης
Επιθυμώ
τώρα η σωστή λέξη
ως την στιγμή
που κάποιος θα σου δέσει πάλι τα κορδόνια
Παιδί
Με ψίχουλα στα χέρια
σημαδεύεις την διαδρομή
σαλόνι – κουζίνα
ψάχνεις την λέξη
για να πεις σ’ αγαπώ
Το βλέμμα καταγράφει την απώλεια-
Ο Όλυμπος έξω από το παράθυρο
συνεχίζει να σε προκαλεί

ΑΤΙΤΛΟ Ι

Γύρω σου κάστρα φωτισμένα,
πλανόδιοι δεξιοτέχνες να σε αλώσουν
καρτερούν
μα εσύ αγέρωχη, σαν το αρπαχτικό
που λεία οσφρίστηκε,
καμώνεσαι σαν την γλυκιά παρθένα
με σκέλια ανοιχτά
Στις παρυφές σου τώρα,
δάση αργοσάλευτα αποκοιμούνται,
έτοιμα, σε κάθε αχνιστή κραυγή σου
να ενδώσουν

ΑΤΙΤΛΟ ΙΙ

Αποδείξεις
κοστολογούν τις στιγμές
Ένα κολάζ
των κατά συρροήν εγκλημάτων
μετά θα σε αποκαθηλώσω
από τις λέξεις
όπως το καρφί από τον τοίχο

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΤΑ ΡΟΔΑ ΚΟΒΟΝΤΑΙ ΣΤΑ 2/3
ΑΡΙΣΤΟΥΛΑ ΔΑΛΛΗ

ΠΕΡΙ ΟΥ 28/10/2023

Ειρήνη Ιωαννίδου, «τα ρόδα κόβονται στα 2/3», εκδ. Σαιξπηρικόν, 2023.
Post author:Αριστούλα Δάλλη
Post published:28 Οκτωβρίου 2023
Post category:Βιβλιοπαρουσιάσεις / ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ
Η Ειρήνη Ιωαννίδου μετά την πρώτη ποιητική της συλλογή «Σώμα Δρομολόγιο», (2016), συνεχίζει με κρυπτική γραφή να προσεγγίζει τις αισθήσεις του σώματος (αισθητό και ψυχικό κάλλος), τις αποθεώνει με ελεγειακό και δοξαστικό στίχο, δρομολογεί διαχρονικά τις ποικίλες καταγραφές του στη νέα συλλογή ποιημάτων της «τα ρόδα κόβονται στα 2/3»,εκδ. Σαιξπηρικόν, 2023.

Αφαιρετική και λιγόλογη η εικόνα του εξωφύλλου, υπαινικτικός και συμβολικός ο τίτλος της συλλογής αναφερόμενος στο τρόπο κλαδέματος των ρόδων.

Η ποιητική της γραφή, με την μορφή πεζό-ποιήματος, επιτρέπει την απόκρυψη του πρωταρχικού νοήματος και σκοπού. Οι λεκτικές εικόνες κυριαρχούν και με συνθετική τεχνική κωδικοποιούν και καθιστούν αδιαχώρητα το σημαίνον από το σημαινόμενο, τον πραγματικό από τον συμβολικό φαντασιακό χώρο.

Σε χρόνο κυκλικό κινείται από την ηδονή έως τον θάνατο, από την πραγμάτωση της επιθυμίας έως την ματαίωση, από την ανύψωση έως την πτώση, από την στασιμότητα έως την περιπλάνηση.

Η Ειρήνη Ιωαννίδου αξιοποιεί όλες τις στιγμές του χρόνου. Δεν τον αφήνει να περάσει χωρίς να εισχωρήσει στο σώμα του, με νοσταλγία, πόνο, πάθος, αγάπη, έρωτα, επιθυμίες και προσδοκίες. Με λιτό και πυκνό ποιητικό λόγο, με μεταφορές και αλληγορίες ξεδιπλώνει τις μνήμες, σαν μπουγάδα τις απλώνει σε ταράτσες και λουλούδια σε θερμοκήπια μπαλκόνια. Με ψαλίδι κόβει σύννεφα, ζωγραφίζει στην ανάρια λευκότητα τους αυτά που δεν ειπώθηκαν ποτέ παρά μόνο χαράχτηκαν λαβωματιές στους τοίχους, όμοιες με ζωγραφική των βράχων στο σπήλαιο της Αλταμίρας.

Σε όλη τη συλλογή η ποιήτρια ανασκαλεύει τα στάδια της πορείας του βιωμένου χρόνου, (ατομικού και συλλογικού), τις αντιθέσεις και τις ομοιότητες, τις συνηχήσεις και αντηχήσεις με συνδετικό κρίκο τις ενορμήσεις της ζωής και του θανάτου.

Ο άνθρωπος είναι μία μικρογραφία της φύσης του Κόσμου που τον περιβάλλει. Ευφάνταστος ο τρόπος χρήσης της γλώσσας και η ανιμιστική χροιά με τον οποίο η ποιήτρια συνδιαλέγεται και προσομοιάζει τις ψυχοβιολογικές ανθρώπινες ανάγκες και πάθη με την κοσμική φύση, έτσι όπως εμφανίζεται στο μυθολογικό κόσμο θεών και ανθρώπων.

Η Ειρήνη Ιωαννίδου από την προμετωπίδα ορίζει τα χνάρια του δρόμου που θα ακολουθήσει ο ποιητικός λόγος με τον συμβολισμό, την μεταφορά, την αλληγορία, τον μαγικό ρεαλισμό χωρίς να χαρίζεται στις επώδυνες αλήθειες ή να τις ωραιοποιεί.

Μας γνωρίζει την Αγγελική, σύμβολο της διαχρονικής αγγελικής φύσης του ανθρώπου στην εξελικτική πορεία της, είτε είναι η αγγελικούλα της γλάστρας, είτε είναι η δική της/μας ελεύθερη αγγελική που απελευθερώνεται και πετάει μεταμορφωμένη σαν ελεύθερη πεταλούδα. Σπόρος τρελός ο λόγος του ποιητή, εύγλωττο το σώμα ρωτάει: « Πως να στεριώσει ο ουρανός μόνο με υποσχέσεις, μ΄ένα καϊκι σάπιο απέναντι πως να βγώ;».

Σαπίζει το πεπερασμένο στο φως του πρωινού, το σκοτάδι συρρικνέται, το κουλουριασμένο λάστιχο (φίδι) αφυπνίζεται, διαρρηγνύεται η πρώτη σχέση, ο απογαλακτισμός βροχή που ποτίζει με θλίψη το άδειο κουκούλι.

Η μετάθεση και ο συμβολισμός βοηθούν την ποιήτρια να αγγίξει τα συναισθήματα της απώλειας που την κατακλύζουν στην πορεία του χρόνου. Της επιτρέπουν να τα επικοινωνήσει διακριτικά με στίχους στον αναγνώστη, σαν αυτά να συμβαίνουν σε άλλο οντολογικό χώρο, όπου όλα συμβαίνουν ( γέννηση και θάνατος) και έχουν θέση στη θεατρική σκηνή του γίγνεσθαι. Όλα τα στοιχεία της φύσης γίνονται μέσον συναισθηματικής έκφρασης με τον συμβολισμό τους. Η βροχή, οι εποχές του χρόνου, τα δένδρα, τα λουλούδια, τα φύλλα το νερό, ο αέρας, όλα έχουν ζωή στο φαντασιακό χώρο και αλληλεπιδρούν με τον υπαρκτό κόσμο της ποιήτριας.

Το ποιητικό υποκείμενο πασχίζει να είναι παρόν σε όλους τους αλλεπάλληλους υπαινιγμούς και αναταράξεις του ανατρεπτικού βιωμένου λόγου.

Αναγνωρίζεται στη συλλογή της ποιήτριας το κοινό θέμα που αφορά στο μυστήριο της φύσης, το συσχετισμό του σώματος και της ψυχής, της φαντασίας και του Νου, τις δυνάμεις του Εγώ που επιτρέπουν τη μυστική ένωση με το μυστήριο της φύσης του Κόσμου.

Τα θέματα που την απασχολούν είναι τα εξελικτικά στάδια του χρόνου, οι παράλληλες αλλαγές που επέρχονται στις διυποκειμενικές σχέσεις, οι αναβαθμοί του έρωτα και οι μεταμορφώσεις του, έτσι όπως εμφανίζονται στη συλλογή με ηρωίδα τη γυναίκα, την ομορφιά και την απώλεια στη φθορά του χρόνου, το ρόλο της ως μητέρα, ερωμένη, σύντροφος, ποιήτρια ενός μετουσιωμένου κόσμου.

Γράφει στο ποίημα « Τα όμορφα κορίτσια »,σελ 9.

«Τα κορίτσια δεν λένε ποτέ την αλήθεια, κυρίως τα όμορφα.[…] Μετά από χρόνια με κομμένα τα μαλλιά, για να λυθούν τα μάγια, πηδάνε κάτι φωτιές μεσοκαλόκαιρο […] Κάποιοι τις λένε μέδουσες/ κάποιοι τις λένε γοργόνες/ όμως εκείνες π΄αγαπούν/ δεν ξέρουν πως τις λένε/.

Τα όμορφα κορίτσια δεν έχουν στόμα, όταν μεγαλώσουν, μόνο φωνήεντα και κάτι χέρια, κάτι χέρια».

Με ή χωρίς ιστορία όνομα και ταυτότητα, χωρίς αρθρωμένο λόγο, μόνο με αυτά τα εναπομείναντα χέρια η τραυματισμένη γυναίκα πασχίζει να σώσει την γυναικεία φύση της, αναγνωρίζει την δημιουργική της δύναμη όταν λογχίζει το πλευρό του ποιητή, θλίβεται για την απώλεια και την έλλειψη χώρου και χρόνου, απαραίτητοι παράγοντες για να αναπτυχθεί από την εφηβεία ως την μεσότητα της ωριμότητας και το κλείσιμο του κύκλου της ύπαρξης της.

Γράφει στο ποίημα «τα σπαράγγια», σελ.10.

« Ήταν ένα μπαλκόνι στο στενό της Αριστομένους-σκέτο θερμοκήπιο, σ΄έπνιγε. […] Το μπαλκόνι μαραινόταν ιπτάμενο, το καημένο».

Κραυγάζει το σώμα της στερημένης γυναίκας, καθηλωμένο σαν κούκλα στην πρώιμη συμβιωτική σχέση με τη μητέρα, αβίωτο από ανθρώπινη σχέση, άρωμα αγάπης και έρωτα. Σπαραχτική η κραυγή της σαν έπιαναν τα κρύα και μύριζαν υγρασία τα προικιά της.

Γράφει στο ποίημα « άνθρωπο να μυρίσει» σελ.11.

« Το στήθος δεν έλεγε να μεγαλώσει, χλωρό σαν στάχυ νήστευε το κορμί.[…] άγλυκος ο καρπός της –τον είχε πνίξει η αρμύρα.[…] Το χώμα με μανία έσκαβε, άνθρωπο να μυρίσει».

Η σημασία του χρόνου διατρέχει με γλαφυρές προσομοιώσεις όλες τις εμπνευσμένες ιδέες, σκέψεις και στοχασμούς της ποιήτριας. Ονοματίζει και υπογραμμίζει την ξεχωριστή σημαντικότητα των ωρών, με ιδιαίτερη προσοχή και νόημα για το ρόλο που παίζουν στο συναισθηματικό κόσμο του ερωτευμένου με τη ζωή, μούσες που η ύπαρξη του ποιητή είναι ο αυτοσκοπός τους.

Λέξεις όπως, κάθε πρωί, τα μεσημέρια, το φως του πρωινού, τα χαράματα χωρίς ανάσα, αποβραδίς, την ώρα που νυχτώνει, το σούρουπο, βάζεις τον σύρτη τις νύχτες που φυσάει, ζυγώνει το απόβραδο, λάμπει η σελήνη στο μαχαίρι και πληθώρα συναισθηματικών στιγμών που ξεδιπλώνουν το χρόνο σε γραμμική διάταξη και συνέχειες χωρίς αναπαμό.

« Ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω πως τόσο φως μαζεύτηκε σε μία σφαίρα γυάλινη και γύρω όλο χιονίζει»(σελ..41) Και «είναι κάτι έρωτες αγέρωχοι μέσα στην παρακμή των ποιητών, μόλις φτάσει η καύτρα τους στα χείλη, τους ξορκίζεις»,(σελ,25)

Η ποιητική συλλογή της Ειρήνης Ιωαννίδου είναι μυστικιστικός ύμνος στη ζωή, στον έρωτα και στους αναβαθμούς, την αγάπη, το πνεύμα, την θεότητα.

Πρώτα το σώμα, η ομορφιά του, η ερωτική-σεξουαλική έλξη ορμώμενη από τον ενστικτώδη εγκέφαλο της επιβίωσης. Την επιθυμία να αφεθεί κανείς στην ηδονή του σώματος με όλα τα ρίσκα που συνεπάγεται η απώλεια των ορίων και του ελέγχου.

Γράφει στο ποίημα « Ερωτευμένοι», σελ,18.

« Συχνά σ΄ένα σχοινί ακροβατούν, με γόνατα δεμένα. Τα μάτια τους κρατάνε σφαλιστά, μην τύχει και πειρατικό ακροβολίσει μέσα τους. Κάποτε πέφτουν στο κενό. Σαν τους δρυοκολάπτες σκαλίζουν με το ράμφος τις πληγές, βαθιά ως το σκουλήκι. Το πάθος τους μετά χαρτογραφούν, πάνω στο ξύλο, με μαχαίρι. Ορθώνουν το ανάστημα λευκή σημαία».

Μία ανακωχή στους μονομάχους του έρωτα, πριν χαθούν. Να σωθούν περιμένοντας να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους στο καθρέφτισμα με τον « σημαντικό άλλον» και την έμφυτη διυποκειμενικότητα. «Εγκρατή και στο φως και στο θαύμα», μας λέει η ποιήτρια και συμπληρώνει με την αναγνώριση της αλήθειας λέγοντας, «Αδύναμοι» σου απαντώ. « Άνθρωπο όμορφοι» επιμένεις.

Κερδίζει η επιμονή και αναβαθμίζει τον έρωτα σε αγάπη.

Γράφει στο ποίημα «Προκρούστεια κλίνη» σελ.19.

«Κοίτα τα χρόνια πως πληθαίνουν» σου λέω παρηγορητικά, «τα μονοπάτια που δεν περπάτησες και συσσωρεύτηκαν εκεί». Συχνά είναι τα βλέμματα που παίζουνε κρυφτό, συχνά, χρειάζεσαι τα δάχτυλα μόνο και μόνο για να ψηλαφήσεις τη συνήθεια. Με σύμφωνα συριστικά η σιωπή επικαλείται την αγάπη.

Και στο ποίημα « υπάρχει ένας ήλιος», σελ 16.

« Πρέπει να ρίξω προσανάμματα» λες κι αποσύρεσαι. Έναν αθώο πάντα εξορίζεις- θα ξεδιψάσει, σκέφτεσαι με τη βροχή. Μόλις τον δεις απ΄τα νερά να ανατέλλει, στον τελευταίο στίχο αγάπη επικαλείσαι».

Κι ύστερα η συνάντηση της ατομικότητας με την ετερότητα σε μια συνύπαρξη του Εγώ και του Εσύ, σ΄ ένα υπαρξιακό επίπεδο του «συν-Είναι» πέρα από τις ενορμήσεις της απόλαυσης και της ηδονής, το φόβο της απώλειας και της μοναξιάς. Στο τέταρτο αυτό στάδιο του έρωτα, μέσα από την εξέλιξη και τις δοκιμασίες αναδύεται σχέση πνευματικότητας, μία συνάντηση του φυσικού και του υπερφυσικού κόσμου.

Διαβάζουμε στο ποίημα« Από τη μνήμη ολοφύρομαι», σελ.38.

« Από τη μνήμη ολοφύρομαι, που επί πίνακι ζητάει την οφειλή. Γι΄ αυτό το φως που θρυμματίζεται ανάμεσα στα δάχτυλα, γι΄ αυτή την εκδορά στο γόνατο που΄χει το σάλιο σου. Όσο περνούν τα χρόνια στρογγυλεύουν οι αιχμές, νηστεύει ο πόνος. Μεγαλύνεται η χάρις. Όπως ο σπόρος που φυτρώνει στο τσιμέντο και με χορταίνει , με χορταίνει».

« Η νύχτα δεν λέει πια παραμύθια . […] Ξυπνάς με ασήμι στα μαλλιά. Ζητάει χώμα η μοναξιά, με κουταλάκι του γλυκού σκάβεις τον τοίχο.[…] φλεγόμενο δάσος το δωμάτιο με τα ρεσό. Και που θα πας ελάφι; Σου χαμογελώ και τραβάω τη σκανδάλη».

Τα παραμύθια τελειώνουν. Ωστόσο η Ειρήνη Ιωαννίδου μας επιφυλάσσει ένα ποιητικό δημιουργικό τρόπο της αντιμετώπισης της φθοράς στο χρόνο και της φθίνουσας ευδαιμονίας στη ζωή. Προσομοιάζοντας τον έρωτα και την αγάπη με τα ρόδα, προτείνει τρόπους καλλιέργειας και διάσωσης τους.

Στο ποίημα «τα ρόδα κόβονται στα 2/3» ακούμε τη φωνή της , υποβολέας που μας θυμίζει αυτό που ξέρουμε και ξεχάσαμε, σαν ένας καθρέφτης που ξαφνικά απαντάει στην υπαρξιακή αναζήτηση της ταυτότητας μας.

« Τα ρόδα κόβονται στα 2/3 για να ανθοφορήσουν, ούτε πιο χαμηλά ούτε πιο ψηλά. Τα αραιώνεις για να αναπνέουν τα κλαδιά, να τα μυρίζει ο αέρας, να γλείφει τον βλαστό μετά την παγωνιά. Μήνα Φλεβάρη να το κάνεις , να΄ρθει η άνοιξη , να σε φιλέψει χρώμα κι άρωμα».

. Ώριμος ο αφηγηματικός ποιητικός της λόγος, σε ελεύθερο μέτρο και εσωτερικό ρυθμό συγκινεί τον αναγνώστη που πορεύεται μαζί της σε όλες τις διαδρομές της έμπνευσης και της αναζήτησης του εαυτού στο χρόνο.

Κλείνει την συλλογή της με το ποίημα «Γύρω όλη του κόσμου η σοδειά να καίγεται» όπου συνομιλεί με τον ποιητικό της πυρήνα, η ψυχή της κινεί τον τροχό της έμπνευσης,. Κρατιέται από το μεσοφόρι της, βλέπει τις πλεξούδες της, κρατάει ένα ρόδι και μαζί της ο αναγνώστης, της θυμίζει τους στίχους που αναφώνησε στον εαυτό του ο Ουώλντ Ουίτμαν:.

« Είμαι ο ποιητής του σώματος και ο ποιητής της ψυχής μου».

.

ΜΑΚΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ

bookpress.gr 28/9/2023

Η αθέατη καθημερινή σφαγή

Βασικός θεματικός άξονας στο «Σώμα δρομολόγιο», την πρώτη ποιητική συλλογής της Ιωαννίδου, όπως σηματοδοτούνταν και από τον τίτλο, ήταν ο έρωτας με τις κόκκινες παπαρούνες του πάθους, αλλά και τις ξεθωριασμένες διαψεύσεις του. Μια γραφή σωματική με έντονη λειτουργία του βλέμματος, όπου το ποιητικό εγώ μεγέθυνε τη στιγμή.

Στη δεύτερη συλλογή ο λόγος της, πολύ πιο ώριμος, έχει γίνει πεζόμορφος διατηρώντας, ωστόσο, τον ρυθμό και ακέραια την ποιητικότητά του. Η αφήγηση μεταμφιέζεται ελισσόμενη ανάμεσα στο δεύτερο και τρίτο πρόσωπο. Οι λέξεις άλλοτε δαγκώνουν και το μαχαίρι της εξορύσσει την πραγματικότητα από τα σπλάχνα της ζωής φανερώνοντας μιαν αλήθεια ενοχλητική που μας πατάει σα χαλίκι στο παπούτσι, κι άλλοτε ακούγονται σα μια γλυκιά μουσική ανάμεσα στους στίχους.

Η ποίηση της Ιωαννίδου δεν είναι αφηρημένη, έχει εικόνες και το βάρος της υλικότητας. «Εύγλωττο σώμα», με «χείλη τραγανά», σαν «το νερό που κυλάει στο στέρνο» και για αυτό μένει στη μνήμη. Ο λόγος παρακολουθεί την εξέλιξης της γυναίκας εκκινώντας με το παιδικό χέρι μέσα στο χέρι του πατέρα, όπως στο τρυφερό ποίημα «Λεωφόρος Νίκης», αργότερα με τα όμορφα κορίτσια εγκιβωτισμένα στην οικιακή αυτοκρατορία της μοναξιάς που δεν έχουν στόμα και δεν λένε ποτέ την αλήθεια, ανιχνεύει τις σιωπές του λόγου και τις μεταποιεί σε μια διαχρονική ανάγνωση της γυναικείας παρουσίας –Ανδρομάχη Ελένη, Πηνελόπη– μέχρι την ωριμότητά της με τις ελπίδες και τις ήττες.

Τα μαρτύρια ερώτων συνεχίζονται και στην παρούσα συλλογή. Πληθαίνουν τα μονοπάτια που δεν πάτησες. «Είναι κάτι έρωτες αγέρωχοι μέσα στην παρακμή των ποιητών, μόλις φτάσει η καύτρα τους στα χείλη, τους ξορκίζεις». Ωστόσο, η διστακτικότητα ανεπαισθήτως χτίζει τα τείχη μιας εγκλωβισμένης συμβατικής ζωής, «ενυδρείο» με οικόσιτη μελαγχολία και τα σύμβολά της: τα δωμάτια, τη λάτρα του σπιτιού, τις γλάστρες στο μπαλκόνι. Το υποκείμενο αιχμαλωτισμένο σε ένα ασφυκτικά περίκλειστο σύμπαν και χωρίς οδούς διαφυγής, ναυαγός σε γιορτινά τραπέζια με λευκά τραπεζομάντηλα, σκάβει τον τοίχο να ξεφύγει, όπως συμβαίνει στο πολύ ωραίο ποίημα «Φωτιά στο δάσος». Η πληγή που υποστυλώνει τη μεταφορικότητα διακρίνεται κάτω από τις λέξεις, ο λόγος γίνεται δραματικός και του δίνει βάθος. Δεν είναι ένας παφλασμός ωραίων φράσεων και εικόνων. Το νόημα σε καταλαμβάνει αργά και υποδόρια σαν βραδύκαυστο φιτίλι μέχρι την έκρηξη του τέλους: «Και πού πας ελάφι; Σου χαμογελώ και τραβάω τη σκανδάλη». Ή όπως συμβούλευε και ο Φλωμπέρ στην αγαπημένη του Λουίζ Κολέτ: «Δεν πρέπει να ονειροπολείς με στίχους, αλλά να δίνεις γροθιές».

Αν έπρεπε να επισημάνω μία από τις ωριμότερες αλλαγές από την πρώτη στη δεύτερη ποιητική συλλογή, εκτός από τον πεζόμορφο λόγο και την εκφραστική οικονομία, θα επεσήμανα την κατάκτηση της οργανωμένης μεταφοράς –με ενότητα και συνοχή– με χαρακτηριστικό παράδειγμα το ποίημα «Μες στον αγρό καλπάζει μαύρο άτι».

«Χαράματα, στην έξοδο του ποταμού σέρνεις τη βάρκα. Για δες πόσα πουλιά κρυμμένα στους σωρείτες τιτιβίζουν. Μα εσύ, στου χρόνου τις προστακτικές, ειρωνικά χαμόγελα, δρέπεις πικρά στις δάφνες.

Έρχονται νύμφες των δρυμών να ανοίξουν μονοπάτια, κι οι παιδικές σου μνήμες – κάτι πεντόβολα με αίμα πληρωμένα. Μες στον αγρό καλπάζει μαύρο άτι. «Θέλω απ’ το όνειρο να βγω» σαν ψίθυρος ακούγεται. Σφίγγεις το χαλινάρι.

Γύρω, φωτιά ψηλή κλαδεύει τη γενιά σου, κι εκεί, στην κορυφή, το φέγγος ατενίζεις των μαρμάρων.
Αυτό το μπλε το άχραντο των μυστηρίων, που ακόμη σε πληγώνει».

Τα ρόδα κόβονται στα 2/3Στο ποίημα συναιρούνται και αντιπαρατίθενται οι παιδικές μνήμες και οι προσδοκίες, ως μεταφορική ειδυλλιακή εικόνα της φύσης, με την ατομική αγωνία και τις διαψεύσεις του παρόντος χρόνου με τις προστακτικές, τα ειρωνικά χαμόγελα και τις πικρές δάφνες.

«Η πραγματικότητα είναι ένα κλισέ από το οποίο δραπετεύουμε με τη μεταφορά. Μόνο στη χώρα της μεταφοράς είμαστε ποιητές» παρατηρούσε ο Wallace Stevens, ενώ ο Harold Bloom επεσήμανε για τον αμερικανό ποιητή πως είναι σε θέση να αποσύρει τον εαυτό του από τα φθαρμένα σχήματα αντίληψης της πραγματικότητας και να ζήσει εντός του κόσμου μεν, αλλά εκτός των δοσμένων αναγνώσεων. Πιστεύω πως η μεταφορά, είναι ιστορικά μια από τις μεθόδους της λογοτεχνίας για να ανανεώσει τα φθαρμένα σχήματα του ποιητικού λόγου. Δεν είναι μια απλή και ρητή αναφορά στην πραγματικότητα, αλλά αξιώνει να συλλάβει πίσω από τις μάσκες και τα σύμβολά της την περίσσεια, το βάθος των πραγμάτων και το πάντα διαρρέον νόημα της αλήθειας.

Η ποίηση της Ειρήνης Ιωαννίδου είναι ένα χρονικό που καταγράφει με πρωτότυπο τρόπο την αθέατη σφαγή που εκτυλίσσεται καθημερινά πίσω από το παρασκήνιο του εφησυχασμού και του καθωσπρεπισμού.

ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ

FREAR.GR 17/7/2023

Εφτά χρόνια μετά το Σώμα δρομολόγιο, με τη σκευή μιας προστιθέμενης ωριμότητας, μιας μεγαλύτερης αίσθησης οικονομίας της γλώσσας και συνθετικής τεχνικής, η Ειρήνη Ιωαννίδου προχωρά στο δεύτερο βιβλίο της, ένα βιβλίο κυρίως με πεζοποιήματα, με τον τίτλο Τα ρόδα κόβονται στα 2/3.

Τι σημαίνει: «Τα ρόδα κόβονται στα 2/3»; «Τα ρόδα κόβονται στα 2/3, για να δώσουν», της είπε μια νύχτα «ούτε πιο χαμηλά ούτε και πιο ψηλά». Υπάρχει η ερωτική νύξη εδώ, υπάρχει όμως και το τραύμα της κοπής· υπάρχει το δόσιμο, υπάρχει και το κόστος.

Λένε πως στην πραγματικότητα όλη η γλώσσα είναι μια μεταφορά και ως τέτοια ερμηνεύεται. Ας την ερμηνεύσουμε, λοιπόν, ως τέτοια κι εμείς και ας υποθέσουμε επιπλέον ότι το ρόδο είναι το ίδιο το ποίημα, που πρέπει να κοπεί και να κλαδευτεί στο σωστό σημείο, για να μπορέσει ν’ αναπνεύσει ο λόγος, ν’ αναδυθούν όλες οι μυρωδιές του.

Λένε ακόμη πως η γλώσσα, ή μάλλον, για να γίνω συγκεκριμένος, το λέει ο Στάινερ στο Μετά την Βαβέλ, «είναι ένα τρίτο σύμπαν», αυτό που βρίσκεται ανάμεσα στη φαινομενική πραγματικότητα τής εμπειρίας και στην εσωτερίκευσή της στους χώρους τής συνείδησης, αυτό το παν που διαμεσολαβεί ώστε ν’ αναπτυχθεί μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα στις χρονικές ορίζουσες της εμπειρίας και της ανάκλησής της από τη μνήμη, ανάμεσα στο γεγονός και στην ανάπλασή του. Θέλω να πω, για να απλοποιήσω το θεωρητικό πλαίσιο, ότι η γλώσσα είναι χρόνος μαζί και μνήμη, ότι το ποίημα είναι χρόνος και μνήμη, ότι ορίζει τα, και ορίζεται από τα στοιχεία αυτά.

Θα έλεγα ότι υπάρχουν δύο τρόποι για να προσεγγίσει κάποιος τα ποιήματα αυτού του βιβλίου. Ο ένας είναι να τα δει σαν λυρικά στιγμιότυπα· σαν ποιητικές εικόνες δηλαδή, άλλοτε δυνατές, άλλοτε τρυφερές, εικόνες τού τώρα και εικόνες-μνήμες μιας νοσταλγίας κεντημένης ψιλοβελονιά, εικόνες που αρδεύουν από πραγματικότητες και αισθήματα και μεταπλάθονται από τη φαντασία. Αναρωτιέμαι, ωστόσο, αν αυτές οι εικόνες θέλουν να μου πουν, θέλουν να μου δείξουν κάτι πέρα από την ικανότητα του τεχνίτη να τις δημιουργεί. Αναρωτιέμαι αν αρκεί να είναι η ποίηση μια αυτάρεσκη επίδειξη δεξιοτεχνίας, μιας μαστοριάς, που ασφαλώς χρειάζεται τρόπο κι αυτή, εξαντλείται όμως στην αυταρέσκειά της· αν η ποίηση χάνει, εντέλει, στο όνομα αυτής της μαστοριάς, την ουσία της, την έκταση της ανάπτυξης εκείνου του επιφωνήματος, όπως το λέει ο Πωλ Βαλερύ, του επιφωνήματος που μπορεί να είναι έκφραση χαράς ή θρήνος ή ολολυγμός· του επιφωνήματος που μπορεί να είναι δοξολογία της ύπαρξης ἠ η κραυγή της μπροστά στο πεπρωμένο. Με δυο λόγια, αναρωτιέμαι: ποια είναι στ’ αλήθεια η ουσία τής ποίησης; Πόση και ποια αλήθεια υπάρχει σ’ αυτά τα ποιήματα;

Ας δούμε ένα παράδειγμα:

Αποβραδίς με λόγια τρυφερά να πιάσεις το
προζύμι ‒το χάραμα, ψωμί αφράτο να φουσκώσει.
Να το πλανέψεις το κορμί, να σε ταΐσει.
Κι όπως θα ρέει το κρασί σε στόμα λαίμαργο,
της μάνας το βυζί να καταργεί.

Για δες, για δες, η θάλασσα στη μέση πώς το σχίζει.

Την ώρα που νυχτώνει, με χέρια βουτηγμένα
μες στο μέλι, δώσε πλευρό αριστερό
να σε κλαδέψω ‒
πλαγιές να σπείρω με μαστίχι.

Τι θέλουν να μου πουν αυτοί οι στίχοι; Εικόνες όμορφες, ένας μάλλον εξιδανικευμένος ερωτισμός, μια αίσθηση σωματικής προσδοκίας. Έχει όμως κάτι παραπάνω να μου δώσει, να με κατευθύνει σε ένα άλλο, πιο στοχαστικό περιβάλλον, σε κάτι βαθύτερο νοηματικά ή πρέπει να αρκεστώ σ’ αυτή καθαυτή την ομορφιά των στίχων και στην, ομολογουμένως πρωτότυπη, μεταφορική σύλληψή τους; Η απάντηση εναπόκειται στον τρόπο που αντιλαμβάνεται ο καθένας την ποίηση, στο τι προσδοκά από αυτήν, στο τι τον ικανοποιεί σε αυτήν.

Ή μήπως όχι;

Ή μήπως κάνω τον δικηγόρο του διαβόλου, ίσα-ίσα για να φτάσω στον δεύτερο τρόπο με τον οποίο μπορεί κάποιος, ή τουλάχιστον εγώ, να διαβάσει αυτά τα ποιήματα;

Ο άλλος τρόπος λοιπόν: Βρίσκεσαι στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή και ανακαλείς τη γραμμή τού αίματος, εν είδει θυσίας, που σχηματίζει μέσα στον χρόνο η θηλυκή σου φύση. Το παιδί που γίνεται κορίτσι (αίμα περιόδου), το κορίτσι που γίνεται γυναίκα (αίμα παρθενίας), η γυναίκα που γίνεται μητέρα (αίμα λοχίας). Η σελήνη, βέβαια, και οι φάσεις της, σαν αρχετυπικό σύμβολο της θηλύτητας, ακολουθεί αυτή τη γραμμή, όπου οι εικόνες γίνονται πλέον οι παλμοί της, αλλά και τα αιμοφόρα αγγεία που την τροφοδοτούν.

Και ξαφνικά όλα αποκτούν νόημα, υπάρχει και αποκαλύπτεται ένα, ενδεχομένως και ασυνείδητο, σχέδιο, υπάρχει μια βάσανος. Το αίμα και το κόκκινο των ποιημάτων παύει να είναι απλώς ένας χρωματικός τόνος αισθητικής επινόησης ή μια νότα δραματική, γίνεται η ανοιχτή πληγή μιας γυναίκας που κοιτάζει πίσω της το παιδί που ήταν, το κορίτσι που ήταν, τον έρωτα που ήταν. Και θέλει, όχι να της επιστραφούν όλα αυτά στο τώρα, αλλά η ίδια να επιστρέψει σ’ αυτά. Θέλει να γίνει ξανά το κορίτσι που δεν λέει ποτέ την αλήθεια, που φοράει αϊλάινερ, που καβαλάει άγρια άτια σε αγρούς, που άλλοι το λένε μέδουσα, άλλοι το λεν γοργόνα.

Έτσι, το ντιβάνι του ψυχαναλυτή γίνεται η λευκή σελίδα μπροστά σου, η εξομολόγηση γίνεται στίχος, η νοσταλγία γίνεται ανάγκη ζωής. Επιστρέφεις στο παρελθόν, για να μπορέσεις να υπάρξεις στο τώρα.

Και το τώρα; Τώρα

Τα πρωινά περνώ δήθεν απρόσεχτα από δίπλα του στην είσοδο. Ἕνα γιούκα μεσαίου μεγέθους ‒το αφήνω να με χαράξει. Οι εκδορές είναι προσωπική υπόθεση.

Η μέρα αστάθμητη αιωρείται, με πτήση χαμηλή. Περίπου στο ύψος των επιθυμιών. Φοράει υποδήματα κατάλληλα, κάθε που λοξοδρομεί. Μια οσμή γης, για να δει πόσο απέχει από το αναπάντεχο.

Προσθέτω λίπασμα. Έτσι διαφυλάσσω τη συνέχεια της ιστορίας για τις μέρες που θα ’χω την ανάγκη σου.

Η Ειρήνη Ιωαννίδου καταφέρνει και στήνει ένα θάλπον, σπιτίσιο, οικογενειακό, θα έλεγα, σκηνικό, με λευκά τραπεζομάντηλα, με κεντήματα και δαντέλες, γλάστρες με λουλούδια στο μπαλκόνι, με μυρωδιές ψημένου ψωμιού, με τις καθησυχαστικές μορφές του πατέρα και της μητέρας, με το ραδιόφωνο που παίζει Βιβάλντι· ένα σκηνικό μέσα στο οποίο θέλει να προστατεύσει ‒να διατηρήσει καλύτερα‒ εκείνο το παιδί με τις κούκλες και το λινό φορεματάκι· φορεματάκι όμως (να άλλη μια ωραία μεταφορά), που έχει στενέψει πια από τις τόσες φορές που έχει πλυθεί.

Ωστόσο, αυτό είναι μονάχα σκηνικό. Είναι οι εικόνες που περιβάλλουν και υποβάλλουν τη δραματική διακύμανση του ποιήματος. Αν και, όπως συμβαίνει και σε μια θεατρική παράσταση, και το σκηνικό συμμετέχει στα δρώμενα, είναι κομμάτι τους.

Οδηγούμαι, λοιπόν, στον αρχικό μου, δίκην διαβόλου, συλλογισμό, ότι υπάρχουν δυο τρόποι ανάγνωσης αυτών των ποιημάτων, και διαπιστώνω ότι οι δύο αυτοί τρόποι είναι στην πραγματικότητα ένας ή ότι, για την Ειρήνη Ιωαννίδου, ο ένας δεν μπορεί να υπάρξει δίχως τον άλλο. Ο ένας είναι ο αναγκαίος χώρος τού άλλου. Η γραμμή τού αίματος, στην οποία έχω αναφερθεί, η άτροπος δηλαδή γραμμή τής ενηλικίωσης, με όσες και με όποιου είδους απώλειες κουβαλάει στη διαδρομή της, έχει ανάγκη να στεγάσει την τραγικότητά της στην επιστροφή και αναγνώριση του οικείου, σ’ αυτό το αναβιωμένο σκηνικό, που χάρη στη γλώσσα παραμένει ανέπαφο από τον χρόνο, που χάρη στην ποίηση διατηρεί την παραμυθητική του λειτουργία.

Το Σώμα δρομολόγιο του προηγούμενου βιβλίου, το σώμα όχημα και διαδρομή, με το οποίο η Ιωαννίδου έδειχνε ότι αντιλαμβάνεται τον κόσμο, γίνεται εδώ σώμα που σπαράσσεται και αιμορραγεί, γίνεται σώμα που φοβάται τον καθρέφτη μην το τραβήξει μέσα του, γίνεται ρόδο που πρέπει να κοπεί εκεί που πρέπει, για να φιλέψει χρώμα και αρώματα, να συνεχίσει να ανθοφορεί.

Κατά τη γνώμη μου, Τα ρόδα κόβονται στα 2/3 είναι ένα βιβλίο βαθιά εξομολογητικό, μιας γυναίκας που ακολούθησε όλη τη συμβατικά προδιαγεγραμμένη πορεία του φύλου της, και που τώρα, μεταξύ αισθημάτων και αισθήσεων, ερωτικών ιεροτελεστιών και της «βεβήλωσής» τους, συμβόλων και μεταφορών, ζητά πλέον χρησμούς για τα μελλούμενα, έναν τυφλό για να την οδηγήσει. Και πόσο προσιδιάζουν τούτοι οι στίχοι, πόσο κουμπώνουν στον Τειρεσία του Έλιοτ, από την Έρημη Χώρα, τον γέροντα με τα γυναικεία στήθη, που δονείται ανάμεσα σε δύο ζωές, που αν και τυφλός μπορεί να δει τον χρόνο που αγωνίζεται να επιστρέψει.

Εν κατακλείδι: Η Ειρήνη Ιωαννίδου γράφει ένα βιβλίο άλλοτε ξόρκι και άλλοτε λυγμό, άλλοτε ανάγκη, «μίλα μου για φεγγάρια, πες κι άλλα ψέματα», κι άλλοτε παραδοχή, «με μάτια άδεια σε θωρώ, φεγγάρι, μάγια πόσα μου ’λυσες, κι ούτε μια κόψη πάνω σου δεν έχω να πιαστώ». Και γράφει ένα βιβλίο, για να μας πει ότι εντέλει «στο ποίημα παρηγοριά ποτέ δεν βρίσκω», ότι εντέλει «από τη μνήμη ολοφύρομαι που επί πίνακι ζητάει την οφειλή».

.

ΣΩΜΑ ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΟ
ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΑΦΕΙΡΊΟΥ

ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ ΤΕΥΧ. 111 /2017
Το σώμα ως όχημα Και ως δρομολόγιο
Υπάρχουν ποιητικά βιβλία τα οποία προσφέρουν γόνιμο έδαφος να μιλήσεις γι αυτά και πέραν του προφανούς. Ένα τέτοιο βιβλίο είναι το Σώμα δρομολόγιο της Ειρήνης Ιωαννίδου, η δεύτερη μόλις ποιητική της συλλογή, σε απόσταση μάλιστα μιας εικοσαετίας από την πρώτη.
Ξεκινώντας από τον τίτλο, κι αν θέλουμε να αναζητήσουμε σε αυτόν κάποια ίχνη του περιεχομένου, οφείλουμε να σταθούμε στα σημαίνοντα των λέξεων που τον συνθέτουν: Σώμα και Δρομολόγιο. και να επισημάνουμε τη μεταφορική έννοια του σώματος και ως όχημα, αλλά και ως ένα δρομολόγιο, όπου το φαντασιακό συναντάται με το φυσικό-πραγματικό, σε μία διαρκή κίνηση. Ή ακόμη να χαρτογραφήσουμε τη διαδρομή του, από το ερωτικό σώμα σε ένα σώμα πιο συμβατικό, αυτό της μητέρας-νοικοκυράς, και αντίστροφα, με τούτη τη δεύτερη εκδοχή να υποβαθμίζεται, μιας και το ποιητικό υποκείμενο δείχνει να νιώθει άβολα στην πραγματικότητά της.
Ως πρώτη διαπίστωση, φαίνεται ότι τα σημεία αφής, τα άκρα, η γλώσσα, τα χείλη, το δέρμα γενικά, είναι η αφετηρία των αισθημάτων, ή αποτελούν προϋπόθεσή τους. Η Ιωαννίδου δείχνει να αντιλαμβάνεται τον κόσμο με το σώμα, να αγγίζει πρώτα τα αντικείμενα ή τα υποκείμενά του –τους άλλους–, προκειμένου να φτάσει στον πυρήνα της ύπαρξής τους. Το τι σημαίνει ο άλλος ξεκινά από το τι σημαίνει η επαφή με το σώμα του, από το ποιές αισθήσεις δοκιμάζονται και ποιες κινητοποιούνται, μέχρι σε ποιο βάθος, ώστε να ανιχνευθούν, να αναταραχθούν, να βγουν στην επιφάνεια τα πιο αφώτιστα σημεία του άλλου. Μια προσέγγιση ωστόσο που μπορεί να αποσταθεροποιηθεί από διαφορετικές ερμηνείες.
Επειδή η Ιωαννίδου, τουλάχιστον καταγωγικά, μετέχει και αυτή στη μυθολογία του φύλου της: από τη γονιμότητα της αρχετυπικής Μητέρας Τροφού και την ερωτική βεβαιότητα της Αφροδίτης, από την αγνότητα της Αρτέμιδος μέχρι την πρωτόπλαστη λαγνεία της Λίλιθ.
Τούτη η πολλαπλότητα είναι που αντανακλάται στα ποιήματα αυτού του βιβλίου, και κρυσταλλώνεται στη μεταφυσική μιας μετουσίωσης, μιας αλληλομετάληψης των σωμάτων, μιας αλληλοκατοίκησής τους. Αλλά ακόμη και αν τον ορίσουμε (τον έρωτα) στην πιο ακραία του μορφή, το ανεξέλεγκτο πάθος, το στοιχείο της ιερότητας που υποβάλλεται, ως τελετή μιας Το οιονεί στοιχείο της ιερότητας που υποβάλλεται , ωσάν τελετουργία μιας θυσίας, καθώς τα σώματα αλληλοσπαράσσονται, γίνονται κομμάτια σάρκας και γεύση αίματος, υπαγορεύει και έναν άλλο τρόπο ανάγνωσης.
Διαβάζουμε:
Εγώ/μικρές μπουκιές/αμάσητα φιλιά/να κατεβαίνω στο λαιμό/[…]Με καταπίνεις/Σε κατοικώ. Και αλλού: Να κατασπαράξουμε/Να φάμε σάρκες/
Εγώ θα σου χαρίσω τα χέρια μου/αιμοσταγή[…]
O φόβος περισσεύει, διαβάσουμε σε άλλο σημείο. Να ένα ακόμη συναίσθημα που έρχεται να προστεθεί στη γυναικεία πολλαπλότητα, στην μαιανδρική πορεία ενός δρομολόγιου όπου οι πιο ανοίκειές στάσεις του είναι το ίδιο το σώμα. διαφορετικά: Είτε ως κυνηγός είτε ως θήραμα, η ποιήτρια μετέχει στο ίδιο κυνήγι. Γλείφοντας τις πληγές του άλλου, πληγές που η ίδια προκάλεσε, μαρτυρώντας παράλληλα το μαχαίρι του άλλου στα βάθη της. Όμως ποιός είναι ο άλλος, που και για εκείνον είμαστε άλλοι; Πρόσχημα της ανάγκης τάχα, αλλά και πραγματική παρουσία; Σωματικός ερεθισμός, αλλά και συνθήκη της φαντασίωσης; Η μέθεξη που προφυλάσσει από την ύβρη; αλλά και η βέβηλη διείσδυση της φύσης του στην υποκείμενη φύση; Τούτη η διαλεκτική, που ορίζει τους κανόνες του παιχνιδιού δύο σωμάτων, παραμένει, ωστόσο, αμήχανη μπροστά στην επόμενη στιγμή., τη στιγμή των φοβικών ερωτημάτων: Και τώρα που τέλειωσε η επιθυμία / τί προς βρώση; Τα οστά μήπως;,
Είναι προφανές ότι, καθώς το σώμα δοκιμάζεται μέχρι, ή πέρα από τα όριά του, εισέρχεται σε έναν χώρο γεμάτο μεταβλητές, όπου τα παραπάνω ερωτήματα φαντάζουν άτοπα. Η «επόμενη στιγμή», όταν η επιθυμία τελειώνει και κατασιγάζει η έξαψη, είναι η στιγμή όπου ο άλλος μεταβάλλεται σε τέρμα της διαδρομής, το σώμα του νοείται πλέον απλώς ως φαινόμενο, αφού η ουσία του έχει μεταληφθεί και έχει ήδη εκμηδενιστεί μέσα στον πόθο.
Υπάρχει, ωστόσο, η ίδια η ποίηση, η ίδια η πράξη της γραφής και οι δυνατότητές της. Σε τούτες τις δυνατότητες ασκείται η Ιωαννίδου, επιδιώκοντας να ελαχιστοποιήσει την απόσταση που χωρίζει τη δεδομένη εκφραστική της ανάγκη από τη μετουσίωσή της σε ποίηση. Τότε που οι λέξεις επιχειρούν να σφετεριστούν το κενό ανάμεσα στην τεντωμένη χορδή και τη χορδή που χαλάρωσε μετά την εκτόξευση του βέλους. Ή τότε που αναμετριέται το βλέμμα με αυτό που αρνείται να δει, παρά μονάχα φαντασιώνεται στον καθρέφτη, και το περίγραμμα αποσύρεται για χάρη ενός μεσσιανικού, θα έλεγα φετιχισμού. Για χάρη μιας παιδικής μπούκλας ή ενός φτερού παγωνιού, για χάρη μιας κόκκινης ζακέτας: Την έχω χρόνια αυτή την κόκκινη ζακέτα […] Ξυπνάω και κοιμάμαι μαζί της […] Μόνο τώρα τελευταία πρόσεξα κάτι κόμπους μικρούς, ανεπαίσθητους […]
Όμως, όσο και αν το περίγραμμα αποσύρεται, ο χρόνος αρνείται να αποσυρθεί. Ο δαίμονας της επιθυμίας που μεσιτεύει είναι πρόκληση και ειρωνεία μαζί. Καθώς ξετυλίγεται το ποιητικό νήμα που συνδέει τα θραύσματα της μνήμης με το επισφαλές, διαπιστώνεις οι μικροί, ανεπαίσθητοι κόμποι της αρχής, γίνονται ολοένα πιο εμφανείς, ολοένα και περισσότεροι, και πια δεν μπορείς να τους αγνοήσεις. Το σώμα που φλέγεται να υπάρξει, το σώμα που ενδίδει κι εξημερώνεται, το σώμα που εξακολουθεί να πεινάει, όσο και να ξορκίζει τον χρόνο, θα ακολουθήσει το δρομολόγιό του. Προς εκείνο το μη μετρήσιμο […] / καθόλου κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν / μόνον ως ύπαρξη / της οποίας ουκ έσται τέλος.
Προσπάθησα, να τοποθετήσω το Σώμα δρομολόγιο σε ένα στοχευμένο πλαίσιο. Ίσα-ίσα για να δείξω ότι το σώμα δεν είναι ένας τόπος κοινός αλλά ένα τοπίο άγνωστο, που η εξερεύνησή του, και η οικείωσή του, είναι εξίσου δύσκολη, αν όχι αδύνατη, με την εξερεύνηση του μέρους εκείνου του ανθρώπινου ψυχισμού που ο Φρόυντ ονομάζει «Id – το Εκείνο», και βρίσκεται στο ασυνείδητο μέρος του νου. Στο πιο σκοτεινό και απρόσιτο κομμάτι της φύσης μας, αυτό που προέρχεται από τα ένστικτα και παράγει τον αγώνα για την ικανοποίησή τους. Έναν αντίστοιχο αγώνα, αγωνιά να μετασχηματίσει σε γλώσσα η Ιωαννίδου, μέσω μιας διαδρομής από το σώμα προς το πιο κρυφό της σημείο, -το σώμα της-, και κυρίως: μέσω μιας ποιητικής κατάθεσης που αναζητά τα μονοπάτια της φυγής, από την αρχή της πραγματικότητας προς μια αρχή ανάλαφρη, όπως μας λέει η ίδια, σαν παιδική υδατογραφία.

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΓΚΙΤΣΗ

vakxikon
Καταφύγιο πυρπολημένο
το μισό πρόσωπο
τοπίο εντός των τειχών
Η διαδρομή έξω από τα τείχη αποπειράται το βράδυ. Ιεροτελεστία λεπτομερειακά περιγραφόμενη σε λειτουργική θέση εισαγωγής με κατάληξη την ανθολόγηση ποιημάτων πάνω σε σάρκα.
Στην άκρη του δωματίου / σε βλέπω να με τρως / Εγώ / μικρές μπουκιές
/ αμάσητα φιλιά / να κατεβαίνω στο λαιμό /
Ποιήματα ανθολογούνται τώρα / πάνω στο σώμα σου
Καμία τελεία δεν διακόπτει τη ροή των 45 ποιημάτων παρά μόνο στο ποίημα “Τζοκόντα” που σκαλώνει στον στίχο
Στο κομοδίνο, ένα ποτήρι με γάλα κάθε βράδυ /
σου σκοτώνει τις σκέψεις.
Η ποιήτρια περιγράφει στιγμές καθημερινής εξοικείωσης αλλά και εξόντωσης με τα αντικείμενα του σπιτιού και τις κινήσεις του σώματος, αιωρούμενη συχνά μέσα σε δύο χώρους. Ο εσωτερικός χώρος προεκτείνεται κι ο εξωτερικός περιβάλλεται, συνέχονται κι αλληλοφωτίζονται μέσα σε λέξεις που γεννούν εικόνες
Πέφτει σκοτάδι / Τώρα το πλατύσκαλο φαντάζει χάρτινο
/ Αιωρείσαι / φιγούρα ανυπόστατη / στο φύσημα του ανέμου
Με ύφος άλλοτε επιτακτικό, άλλοτε αποφθεγματικό η Ειρήνη Ιωαννίδου στην ποιητική της συλλογή μοιάζει με την θεατρική εκείνη persona που στέκεται στο ημισκότεινο σημείο της σκηνής πίσω από τους ανθρώπους ηθοποιούς και τους ψιθυρίζει χαμηλόφωνα εκκωφαντικές αλήθειες, τόσο της ημέρας όσο και της νύχτας, μιας ζωής που θυμίζει θεατρική παράσταση. Με διάθεση περιπαιχτική προσεγγίζει την τραγικότητα της όποιας αλήθειας κάθε σπιτιού και κάθε σχέσης.
Δεν χρειάζεται θόρυβος σε αυτό το σπίτι /
Δεν στήνεται έτσι ένα σπίτι / Οι ένοικοι απουσιάζουν /
(όπως συνήθως γίνεται) / Δεν έχει σημασία να περπατάς στις μύτες /
να κλείνεις την πόρτα, ενώ πλένεις τα πιάτα /
Αυτό που πρέπει είναι να καταπίνεις λόγια / σοκολατάκια—
Οι λέξεις έχουν την διαδρομή τους στο ποιητικό δρομολόγιο της Ειρήνης Ιωαννίδου, επαναλαμβάνονται πολλάκις στα ποιήματα προφανώς επειδή έφτασε η στιγμή τους να παραστούν εκτός του ασφαλούς (βασανιστικού ωστόσο) πεδίου μιας χρόνιας σιωπής με αλυσίδες σε λαιμό και πόδια
έτσι είναι η ζωή / δεν γλιστράνε τα βήματα / αλυσίδες σέρνουν /
χλιμιντρίζουν μόλις τεντωθεί το σχοινί
Η διαδρομή γίνεται αντιληπτή αν την παρατηρήσει κανείς, σαν το τρίτο μάτι που παραμένει εσαεί άγρυπνο ακόμη κι όταν ο άνθρωπος κοιμάται. Πρώτα η παραδοχή της πληγής, κατόπιν η επούλωση. Η εσωτερική φωνή γίνεται λέξη και οι συλλαβές στόμα που άλλοτε καταπίνουν άλλοτε ξερνάνε την πικρή γεύση της ζωής
Παράξενο πράγμα η επούλωση / με ένα τσάι και μια κουταλιά δάκρυα /
Οι λέξεις γνωρίζουν να κολυμπούν / κι ας μην σώζονται
Με την συλλογή αυτή των εκδόσεων Σαιξπηρικόν η ποιήτρια μας συστήνεται σε 45 διαδρομές σταυροβελονιά με σώματα και στόματα μπερδεμένα, με την ίδια όμως πάντα φωνή στο ημισκότεινο σημείο της σκηνής να μουρμουρίζει ακατάπαυστα πως όλα τα υψηλά σαρκικά πάθη στο πέρας τους στο ίδιο σημείο καταλήγουν
Όμως, το δέρμα και στάχτη να το κάνεις / από τα περιγράμματα πάντα θα διαρρέει /
θα ματώνει, όπως το δάχτυλό σου στα κεντήματα
που τα χαράματα στις τέσσερις / τα ξηλώνεις και τα ξανακεντάς /
κάθε φορά με άλλο χρώμα στην κλωστή.
Όσο κι αν αλλάζουν τα χρώματα στις ανθρώπινες επαφές και στις υπαρξιακές διαδρομές, όσο και αν ο εραστής/ερωμενη ορέγεται την πολυγλωττία της επιθυμίας και του πάθους, η αρχή επιφέρει το τέλος ενώ στο πίσω μέρος των backstage η σφαγή δηλώνει την παρουσία της χωρίς φώτα και προβολείς
Ερώτων αρχή, ερώτων τέλος
[…]
γιατί το κρυφόν
ουδέν φανερότερον του φανερού
και η σφαγή παρούσα και αμετάκλητη.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.