ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΤΖΟΓΛΟΥ

Ο Γιάννης Καρατζόγλου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1946. Αποφοίτησε από το Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου (Μ.Β.Α.) από το Brunei University της Μεγάλης Βρετανίας. Εκπονεί διδακτορική διατριβή στο Α.Π.Θ (1971). Έχει εργαστεί ως διευθυντικό στέλεχος επιχειρήσεων στον ιδιωτικό τομέα και ως ανώτατο στέλεχος σε Οργανισμό του Δημοσίου. Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε ανθολογίες, αφιερώματα, περιοδικά, εφημερίδες και έχουν αναρτηθεί στο Διαδίκτυο. Έχει συστηματικά δημοσιεύσει κείμενα λογοτεχνικής, πολιτικής και κοινωνικής παρέμβασης και κριτικής στα περ. Αντί, Διαβάζω , Νέα Εποχή (Λευκωσίας), Ο Πολίτης, Εντευκτήριο, Νέα Εστία και Ποίηση. Δημοσίευσε μελέτες για τη λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης, αντικείμενο με το οποίο έχει εκτενώς ασχοληθεί. Από το 2002 είναι τακτικός συνεργάτης του περ. Θεσσαλονικέων Πόλις, όπου έχουν δημοσιευθεί πολλές μελέτες του για την ιστορία της Θεσσαλονίκης.
Υπήρξε συνιδρυτής και μέλος του προεδρείου της Λέσχης Γραμμάτων και Τεχνών Βορείου Ελλάδος, μετά το 1975. Είναι μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΟΙΗΣΗ
ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ (1970)
ΔΕΛΤΑ-ΞΙ-ΘΗΤΑ (1975)
ΠΡΑΤΗΡΙΟ ΚΑΥΣΙΜΟΝ (1982)
ΑΠΟΣΒΕΣΕΙΣ (1987)
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΧΡΗΣΕΩΣ (2006)
ΠΗΓΑΙΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ, Ποιητική Διαδρομή 1964-2009 (2009)
ΕΓΓΡΑΦΕΣ ΚΛΕΙΣΙΜΑΤΟΣ (2017)

ΑΛΛΑ ΒΙΒΛΙΑ
Η Αυτοκρατορική Οθωμανική Τράπεζα στη Θεσσαλονίκη- Τα πρώτα 25 χρόνια, [1864-1890] (2001)
Ο αφανισμός των Θεσσαλονικέων Εβραίων της Γαλλίας 1942-1944 (2014)
Ένας αιώνας εμπιστοσύνης» [Η ιστορία των 100 χρόνων του ΕΒΕΘ] (2016)

ΕΓΓΡΑΦΕΣ ΚΛΕΙΣΙΜΑΤΟΣ (2017)

ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΤΗΣ ΩΜΟΠΛΑΤΗΣ

Όσο γερνάει κάνει το ακριβώς αντίθετο απ’ αυτό που υποδεικνύουν οι γιατροί.
Καπνίζει σαν φουγάρο, πίνει ούζα και τσίπουρα βουστροφηδόν
τραβάει τις νύχτες ως το χάραμα διαβάζοντας αδηφάγες διηγήσεις
δεν περπατάει το καθημερινό χιλιόμετρο, δεν ανεβαίνει σκάλες με τα πόδια
τους μετρητές χοληστερίνης, πίεσης , σακχάρου αγνοεί…
Όσο παλιώνει πράττει το ακριβώς αντίθετο απ’ αυτό που λέει η λογική.
Θυμάται τα πρόσφατα, δεν προσφεύγει στα παλιά, τα καλοκαίρια αγνοεί
απολαμβάνει τη βροχή, το χιόνι, τις λασπουριές και τους ανέμους
ακούει τραγούδια με γερασμένους τραγουδιστές της εποχής του
ξοδεύει άναρχα όσα του απομείνανε, οι καταθέσεις του τελειώνουν,
δεν ασχολείται με διαθήκες, ψιλές κυριότητες και επικαρπίες…
Όσο γερνάει καλυτερεύει η υγεία μέσα του, εκτός από κάτι πόνους,
στις κλειδώσεις της ωμοπλάτης, δεν είναι τίποτα του είπαν οι γιατροί,
είναι που φύονται φτερά, λιγάκι ακόμα θα πονάς μέχρι να μεγαλώσουν
αλλά τη μέρα εκείνη θα πετάξεις άνετα με μεγάλες απλωτές…

ΕΡΩΤΑΣ ΜΟΥΣΑΦΙΡΗΣ

Μουσαφιραίοι ερχόμαστε παιδί μου,
μουσαφιραίοι φεύγουμε από τον ντουνιά
έλεγε η μάνα για τη ζωή κι εγώ δεν καταλάβαινα.
Ερχόμαστε και φεύγουμε για έναν λόγο
μου εκμυστηρεύονταν όταν μεγάλωσα,
για το ένα και μοναδικό τρατάρισμα της ζωής,
τον μέγα έρωτα, τον εξοντωτικό,
τον ανάριθμο, τον μέγα αμαρτωλό.
εκείνον που, θρύψαλα απ’ τον πόθο προσκυνάμε
τον χουβαρντά, τον ασίκη, το αλάνι,
αλλά κι αυτός, δεν είναι παρά ένας ακόμα μουσαφίρης.

ΤΟ ΠΡΟΣΔΟΚΙΜΟΝ

Είμαι Βουδιστής επειδή πιστεύω στις αδυναμίες μου.
Χριστιανός, επειδή ομολογώ τις αδυναμίες μου.
Εβραίος, επειδή κοροϊδεύω τις αδυναμίες μου.
Μουσουλμάνος επειδή πολεμώ τις αδυναμίες μου.
Ατίκ Ραχίμι (Αφγανός συγγραφέας)

Ξέρω, το λογικό είναι να φύγω εγώ πρώτος.
Κάτι το της ζωής προσδόκιμον, κάτι η στατιστική,
οικογενειακά ιστορικά, οι σπατάλες της νεότητας, οι υπερβολές,
εκεί οδηγούν με ακρίβεια , εκεί θα καταλήξουν.
Όμως σε όνειρο, ευτυχώς μεσημεριάτικο, είδα πως εσύ έφυγες
κι εγώ είχα κατακλυστεί στο κλάμα και με δάκρυα ωκεανό
σε ξεπροβοδούσα.
Ξύπνησα κάθιδρος , κατάλαβα τι είχε γίνει, κι άρχισα να παρακαλάω
τον Βούδα στην αρχή, τον Γιαχβέ, ύστερα τον Χριστό,
κατόπιν τον Μωάμεθ, τον Δία τον νεφεληγερέτη, τις μάνες τους
και τις γυναίκες τους, κι ύστερα κάτι Αγίους της πατρίδας μου,
οσίους, μάρτυρες και νεομάρτυρες, ντερβίσηδες και σεβαστούς ραβίνους,
εγώ να φύγω πρώτος, όταν έρθει η ώρα, στιγμή μη μείνω με την απουσία σου
μετέωρος μη μείνω με την ανάσα σου να αιωρείται γύρω μου, τη ματιά σου
να με χαρακώνει όταν κάνω ζαβολιές, τη μνήμη σου που θυμάται
τα πάντα όταν σου λέω ιστορίες παλιές, μη μείνω τέλεια, απέραντα,
απόλυτα,
έρημος.

ΠΑΡΤΙ ΤΟΥ 1970

Σκαλίζοντας παλιά τεφτέρια ανακαλύπτω ένα βράδυ κρυμμένο σε ημερολόγιο
εποχής ιδιόχειρο σημείωμα σχεδόν σαράντα χρόνια πριν, ποιους θα καλέσουμε
στο πάρτι. Γράμματα της Έλλης στρογγυλά, δικιές μου δυσανάγνωστες
σημειώσεις στο πλάι: να αγοράσουμε ουίσκι, κιμά, μπριζόλες και διάφορα
τυριά.
Τέσσερις χιλιάδες διακόσιες πενήντα ο προϋπολογισμός. Και φυσικά, δραχμές.
Στα 
είκοσι περίπου χρόνια μας όλοι στην παρέα, ζευγάρια ερωτευμένα άπαντες. Προσκαλεσμένοι, ο Μάρκος με την Αλίκη, ο Σωκράτης με την Κική, ο
Μανώλης και την Μιράντα, ο Δημήτρης με τη Ντίνα, ο Νίνος με την Τασούλα
και σίγουρα θα έρχονταν αργότερα κι ο Κώστας με την Τίλντα, η Σόφη και ο
Σάββας….
Πρώτος έφυγε ο Δημήτρης, το ΄84. Καρκίνος καθολικός. Λίγο πριν φύγει πήγα
να τον δω, τελείως αγνώριστος. Ο Νίνος καρδιακή προσβολή πριν δέκα χρόνια,
πάρ’ τον κάτω. Μετά ο Μανώλης από έμφραγμα μια νύχτα του 2000. Ο
Μάρκος με καρκίνο στον εγκέφαλο το 2003. Η Κική χώρισε τον Σωκράτη ένα
εξάμηνο μετά το πάρτι για έναν ποδοσφαιριστή. Χώρισε κι ο Κωστάκης την
Τίλντα, ή αντίστροφα. Ο Σάββας παντρεύτηκε σε λίγα χρόνια αλλά όχι τη
Σόφη. Ούτε κι εγώ την Έλλη, τριάντα τόσα χρόνια τώρα παντρεμένη με έναν
εργολάβο.
Πάει εκείνη η παρέα του 70, γεμάτη νιάτα, δίψα για όνειρα, ζωή και
ομορφάδα. Διαλύθηκε, έγινε μνήμη και στάχτη με αρρώστιες , θανατικά και
χωρισμούς κι άλλες τακτοποιήσεις.

 PRINT ΚΑΤΕΥΘΕΙΑΝ ΑΠ’ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

Ξύπνησα μες στη μαύρη νύχτα από ένα υπέροχο όνειρο. Στον ύπνο μου είχα
γράψει, λέει, ένα τέλειο ποίημα που το διάβαζα ανεβασμένος σε μεγάλη εξέδρα
μέσω μικροφώνου σε χιλιάδες ακροατές κι ο κόσμος το χειροκροτούσε ώρα
πολλή ζητωκραυγάζοντας. Λίγο πριν να ξυπνήσω το επαναλάμβανα από μέσα
μου διαρκώς ,ανάμεσα σε ύπνο και σε ξύπνιο, μην το ξεχάσω. Όμως σαν
ξύπνησα, το ποίημα και το όνειρο είχανε γίνει αγέρας. Και τότε άρχισε να με
βασανίζει η απορία, γιατί να μην μπορεί να κάνω print ή έστω save κατευθείαν
μέσα απ’ το όνειρο, να σώσω ότι μπορεί να απομείνει…

ΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ

«Απονομή Συντάξεως λόγω Γήρατος» έλεγε το επίσημο έγγραφο κι όταν το
διάβασε έσφιξε η καρδιά του. Από τη μέρα εκείνη ο χρόνος του είναι άφθονος,
οι ώρες περνάνε αργά με βιβλία, ραδιόφωνο, τηλεόραση, λίγο μαγείρεμα,
συχνό 
πότισμα λουλουδιών, καθημερινή βόλτα στη γειτονιά, αγορές στην λαϊκή,
ψωμί 
απ’ τον φούρνο και ζαρζαβάτια απ’ το μπακάλικο, ύπνο το μεσημέρι και
τα 
συναφή. Κάθε φορά όμως που έρχεται η Κυριακή το βράδυ τον πιάνει ένα
σφίξιμο, καμιά φορά ταχυπαλμία, ένας τρόμος ενδόμυχος, συχνά ένα τρέμουλο
υποδόριο ενόψει της αυριανής Δευτέρας. Συχνά τη νύχτα που πέφτει να
κοιμηθεί βλέπει σε πανοραμική οθόνη του ονείρου πως είναι τελείως
αδιάβαστος και ξαφνικά τον «σηκώνει» ο καθηγητής για να πει το μάθημα κι
αυτός τραυλίζει έντρομος μην έχοντας διαβάσει, οπότε ο καθηγητής τον
ξεφτιλίζει σε ολόκληρη την τάξη αναφωνώντας «πάλι αδιάβαστος μας ήρθες;»
Και καταλήγει αυτό το φριχτό όνειρο να είναι, υποτίθεται, Δευτέρα, να τον έχει
σηκώσει συνοφρυωμένος ο Μέγας Καθηγητής και να τον ταπεινώνει: «γιατί
μας 
ήρθες πάλι απροετοίμαστος εδώ πάνω, παιδί μου;»

Ο ΑΠΡΟΣΚΛΗΤΟΣ

Ήρθε μια Κυριακή βροχερή απόγευμα, τη δυσκολότερη ώρα της εβδομάδας,
απρόσκλητος όπως καταφθάνει παντού και πάντα και κάθισε στον άβολο
καναπέ. Ο ζωγράφος πάλευε να δώσει πνοή και χρώματα αστραφτερά στον
πίνακα που φιλοτεχνούσε με έμπνευση με θέμα την παγκόσμια οικονομική
κρίση. Από τη μπαλκονόπορτα ακουγόταν φωνές παιδιών που έπαιζαν μπάλα
στην πλατεία. Ο ζωγράφος δεν του έδωσε σημασία, δεν ξέρουμε αν τον
πρόσεξε 
καν, βασανιζόταν για το ποιά πινελιά του θα συμβόλιζε τη φτώχια,
ποιο χρώμα 
την κατάπτωση των ηθικών αξιών, με πάθος έπαιρνε απ’ την
παλέτα κύρια και δευτερεύοντα χρώματα για να αποδώσει την απαισιοδοξία,
τη δυστυχία, την 
απογοήτευση, αναμίγνυε πινελιές με γραμμές ευθείες και
καμπύλες για να 
υπαινιχθεί το χαμένο κουράγιο, το φόβο, την ανημποριά, τις
συμφορές… Τότε 
εκείνος σηκώθηκε αμίλητος και έφυγε. Το άλλο πρωί, ο
ζωγράφος βρήκε στον 
καναπέ απλωμένη τη μαύρη μπέρτα του απρόσκλητου,
υποτίθεται ξεχασμένη κι 
ένα σημείωμα που έγραφε «δεν προλαβαίνεις να
ικανοποιήσεις τις 
ψευδαισθήσεις σου, τέλος χρόνου».

 ΣΤΑ ΠΑΤΡΙΑ ΕΔΑΦΗ

Μια που βρέθηκα στα πάτρια εδάφη, είπαμε με τον Βασίλη να βγούμε, να
διασκεδάσουμε. Σκεφτήκαμε αρκετή ώρα πού να πάμε και καταλήξαμε στην
Πάνω Πόλη γεμάτη μνήμες της νεότητας μας, στην ταβέρνα του Σαΐτη. Αφού
ήρθε η ρετσίνα και τα φαγητά, πιάσαμε να ρωτάμε ο ένας τον άλλον για τους
παλιούς κοινούς μας φίλους. Τότε άρχισε το πατατράκ. Τον Νίκο, τον
Γιαννάκη, τον Παύλο; τους βλέπεις καθόλου στην Αθήνα; με ρώτησε. Μπα,
εξαφανισμένοι από προσώπου γης. Ο Τζάκ; ρώτησα εγώ, τι κάνει; Δεν τόμαθες;
Πέθανε πέρσι, μου απάντησε ο Βασίλης. Ο Γιώργος; Ρώτησα. Α, έχει καρκίνο
στον προστάτη, αλλά είναι καλύτερα τώρα. Μία ρετσίνα ακόμα παρακαλώ,
παράγγειλε ο φίλος μου. Για πες μου λίγο, η παλιά παρέα της Χαβάης πού
βρίσκεται; Ρώτησα με ενδιαφέρον. Τα αδέρφια οι Παπαδόπουλοι πτώχευσαν,
περνάνε μαύρες μέρες, ο τάδε και ο τάδε βγήκαν στη σύνταξη, ο Χρήστος πήγε
και ζει μόνος του σ’ ένα μικρό νησί, θαρρώ στην Αντίπαρο, ααα, ξέχασα να σου
πω, πέρσι πέθανε κι ο Δημήτρης σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Τον Μιχάλη
είδα τις προάλλες στον δρόμο, κούτσαινε λιγάκι, αλλά βαδίζει ακόμα, ξέρεις, ο
γιός του έμπλεξε με ναρκωτικά, αλλά τώρα μάλλον βγήκε απ’ το λούκι. Μία
ρετσίνα ακόμα, ζήτησα τώρα εγώ. Και οι συμφοιτητές μας; Όλοι πια, όσοι ζουν, συνταξιούχοι στο καβούκι τους, ολόκληρη μέρα μπροστά στην τηλεόραση
περιμένουν. Δεν μπορώ να θυμηθώ, ο Νίνος από τι έφυγε; Έμφραγμα ή από
καρκίνο; Αρχίσαμε τις ψαλμωδίες, χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών, ανώδυνα ανεπαίσχυντα και ειρηνικά, πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν και παρόμοια,
όταν ο ταβερνιάρης μας κέρασε την επόμενη ρετσίνα.
Ράκη γυρίσαμε σπίτια μας, βάλαμε κατά μόνας λίγο τηλεόραση και πέσαμε, ο
καθένας σ’ έναν βαθύ ύπνο μισό θάνατο.

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ

Γιατί στην ξενιτιά γράφεις συνέχεια για την μικρομέγαλη πατρίδα σου, ρώτησε
κάποια στιγμή φωναχτά τον εαυτό του. Τι είναι αυτό που σε προκαλεί να
βασανίζεις εμμονικά τη μνήμη σου κάθε ώρα και στιγμή; Η θύμηση της
υγρασίας της παραλίας, οι απρόβλεπτες καταιγίδες της, τα μουντά της
απογεύματα, οι πηχτές της ομίχλες πάνω από τον κόλπο ως τον Όλυμπο, η
θάλασσα που παγώνει σαν γιαούρτι τις μέρες του χειμώνα; Δεν θυμάσαι την
ακινησία της εκατό χρόνια τώρα, τους σφιχτούς ανθρώπους της, τους
μπαγιάτηδες, τους εκμεταλλευτές, τους νεόπλουτους, τους θρησκόληπτους,
τους Παυλοκαταραμένους;
Και ένα πρωί του ήρθε φώς εξ αποκαλύψεως. Δεν γράφει για την πόλη: τα
παιδικά του χρόνια αναμιμνήσκεται, τώρα που αναχωρεί σιγά-σιγά. Γιατί στο
κάτω-κάτω, τα παιδικά μας χρόνια είναι η μεγάλη μας πατρίδα. Το ωάριο και
το σπέρμα της ύπαρξης, τα χρόνια της αιτίας τα αθώα του λαβυρίνθου, τα
βότσαλα της μοναδικής μας ακμής, ο χώρος του χρόνου του πρώτου λόγου και
η θητεία στο απλό, το ήρεμο, το ύφος μιας ανεξερεύνητης ποίησης μέσα στον
Κλύδωνα της πλατείας Δικαστηρίων, τις συμμορίες του πετροπόλεμου με την
απέναντι Μητσαίων, τα χρώματα της κάτω πλατείας και των μεγάλων δρόμων.
Πατρίδα μεγάλη κι απαράμιλλη και αποκλειστική εκείνα τα χρόνια τα
μοναδικά, τα ανεπανάληπτα, και η μεγαλύτερη αλάνα η μνήμη τους….

ΜΗΤΡΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Έφτασα πια σε τέλεια σημεία, να φτιάχνω καταλόγους με το τι θα πάρω μαζί
μου στο ταξίδι. Κυρίως ήχους, άσματα πονετικά για έρωτες και σφαγές , εικόνες
από τα μέρη που είδα και τις είχα απωθημένες εδώ κάτω, χρώματα κι αρώματα
από εγκαταλειμμένα καπνομάγαζα, συμπιεσμένα αρχεία στιγμών αισθηματικών
με πρόσωπα που ίσως εκεί πέρα συναντήσω, αποθηκευμένα στοιχεία με
γειτονιές και δρομίσκους, ήχους και ψίθυρους…
Να δω αν όλα αυτά θα χωρέσουν μαζί με μένα στη μήτρα σου Θεσσαλονίκη..

ΕΓΓΡΑΦΕΣ ΚΛΕΙΣΙΜΑΤΟΣ

Καιρός για σύνταξη του τελικού Ισολογισμού. Ημερολόγια και συναλλαγές με
επιμέλεια να καταχωρηθούν, να συνταχθεί πραγματική Απογραφή για όλα τα
αποκτήματα (μακρινές αγάπες, ξαφνικοί έρωτες, χείλια ενωμένα σ’ ένα
ατέλειωτο adagio, απρόσμενοι χωρισμοί, ανεξίτηλες φιλίες, μεθύσια
ξημερώματα σε λάγνες αμμουδιές), να τακτοποιηθούν έτσι τα έσοδα και έξοδα
μιας ολόκληρης ζωής, να επανεξεταστούν οι Αποσβέσεις της (λέξεις που έγιναν
λόγια, φράσεις που καταλήξανε ποιήματα), να συλλεχθούν τα απραγματοποίητα
όνειρα, να υπολογιστούνε έτσι με λεπτομέρεια τα Αποτελέσματα Χρήσεως, οι
τελευταίες υποχρεώσεις και απαιτήσεις, κάτι λιγοστές προβλέψεις να εγγραφούν
με τίτλο «Εγγραφές προσαρμογής», να υπολογιστεί επακριβώς το Υπόλοιπο
Ταμείου – αν υπάρχει- καθώς και τα εναπομείναντα Αποθέματα και τέλος όλα
αυτά να αποτελέσουν πλέον τις Εγγραφές Κλεισίματος, χωρίς να προσδοκάται
άνοιγμα Νέας Χρήσης….

ΠΗΓΑΙΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ (2009)

ΑΛΛΑΖΕΙ ΠΟΛΗ

Στο γέρμα τώρα, αλλάζει σπίτι, αλλάζει πόλη, μετακομίζει.
Τι νόημα έχει τώρα πια η εμμονή στις αναμνήσεις
τι απογίνανε εκείνες οι ανεπιστρεπτί παλιές δεκαετίες
τα ραντεβού στο Πεϊνιρλί της Εγνατίας με τη Μαρία
οι νυχτωδίες οι καντάδες της οδού Σαχτούρη
τα ψιλικά του μπαρμπα-Ιωακείμ, οι πάστες στου Λίγδα
της Βενιζέλου η τάβλα με τα καβούρια του κυρ-Παντελή…
Τα μαγαζάκια εκείνα τώρα κλείσανε. Κλείσαν οριστικά.
Καινούρια μεγαθήρια πουλάνε μέρα νύχτα
χορδές με το κιλό και βιομηχανικό πεϊνιρλί κιθάρες γιαπωνέζικες.
Οι γωνιές των δρόμων δεν κρύβουν πια στις κόχες τους παιδιά ερωτευμένα.
Φώτα αναιμικά της Τσιμισκή που φώτιζαν την ατελείωτη βόλτα
το συνεχές πηγαινέλα από τη Διαγώνιο στου Τερκενλή
γίνανε τώρα προβολείς χιλιάδων βατ για αμέτρητα αυτοκίνητα.
Κι οι φίλοι γίνανε τω είδει αγνώριστοι ή φύγαν ένας ένας.
Οι κούκλες συμμαθήτριες σταφίδιασαν και σκέβρωσαν
κίτρινα μάτια ο Στέλιος από τη χοληστερίνη
ο Λάμπρος δύο εμφράγματα, ο Μίμης πέντε μπαϊπάς
ο Μάρκος και ο Νίνος χρόνια τώρα αγέρας.
Λέξεις μόνο για λεξικά: ο πετροπόλεμος οι καταβρεχτήρες
η σκαλομαρία τα σλόου στα πάρτι με βερμούτ,
τόποι που γίναμε άνδρες και γυναίκες πια ανύπαρκτοι: το Σέιχ-Σου
η Ρέμβη η Χαβάη η Κουίντα το Water Lilly η Romantica.
Άλλαξε πρόσωπο η πόλη, δεν είναι πια εκείνη η δικιά του.
Κι αν η Κυψέλη ήταν τόπος αλλωνών, αν η Φυλής
δρόμος μακρύς και άλλων ερώτων κόχη γέννησης
τώρα τις προσεγγίζει δισταχτικά, ψαύει των άλλων τα πάθη
διαβάζει νύχτες και πρωινά τον πηγαίο τους κώδικα
τώρα στο γέρμα τα φαντάζεται δικά του, τα ασπάζεται
σαν νέα πίστη, τα υιοθετεί στη νέα του βρεφοδόχο.

ΟΙ ΓΛΑΡΟΙ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ

Δεν ήμασταν εμείς που φεύγαμε, μα η ακτογραμμή απέναντί μας: το πλοίον ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ έμενε σταθερό ενώ όλοι ατενίζαμε ανεβασμένοι στο άλμπουρο τση πλώρης, πώς μια πατρίδα χάνεται, πώς κρύβεται μες τους καπνούς και ξεθωριάζει η Άγια-Φωτεινή, πώς τα τραγούδια γίνονται βουβές κραυγές κι οι γλάροι της Σμύρνης περιστρέφονται ακολουθώντας τους αφρούς της έλικας για λίγο κι ύστερα επιστρέφουνε στο Quais τους, πώς σβήνουνε στις στάχτες τα αρώματα απ’ τις τριανταφυλλιές, πώς οι αυλές κι οι ταράτσες όπου γλεντήσαμε ανέμελα μια κούφια προσωρινή ελευθερία, γίνονται ίσκιοι, στίγματα και ίχνη, φανταστικά οράματα στην καταχνιά…
Την ίδια ώρα πίσω απ’ τα βουνά, σε ατέλειωτη πορεία ο θείος Αναστάσης για πάντα αιχμάλωτος αμίλητος να τρώει τα χιλιόμετρα της πέτρας, να υπομένει σιωπηλός τη μεγάλη των αιωνίων εχθρών εκδίκηση και να πορεύεται στα βάθη της Ανατολής, δίχως καμιά ελπίδα επιστροφής, με μόνη βεβαιότητα εκείνη του τέλους.
Στην άλλη άκρη της θάλασσας πια, στην άλλη Ελλάδα, στις νέες πόλεις που χτίστηκαν πάνω σε έρημα χωράφια, τη Νέα Σμύρνη, τη Νέα Φιλαδέλφεια, τη Νέα Μενεμένη, το Νέο Κορδελιό, κάθε σπίτι είχε έναν θείο Αναστάση που τον σταύρωναν κάθε πρωί και κάθε βράδυ οι γιαγιές με τα μαύρα τσεμπέρια μες σ’ ένα σύννεφο καπνών του λιβανιού κάτω απ’ το εικονοστάσι, μπας και γυρίσει, μπας και τις φανερώσει κάποιο σημείο ζωής… μα οι Αναστάσηδες αφανέρωτοι.
Δεκάδες χρόνια αργότερα διοργανώνονται εκδρομές με πούλμαν πολυτελή στα «μέρη μας», τα σύνορα ανοιχτά για κάθε «ξένο» με δολάρια, ξενοδοχεία πέντε αστέρων θεμελιωμένα πάνω στα χωνεμένα κόκαλα των Αναστάσηδων, δρόμοι ταχείας κυκλοφορίας πατάνε στα παλιά τους κουρασμένα βήματα και οι γιαγιές εκείνες οι μαυρομαντιλούσες χους ήσαν και εις χουν απήλθαν, προ πολλού.

 Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΓΩΝΙΣΤΗ

Ο αγωνιστής πέθανε, επιτέλους, στα 93 του κι οι δικοί του, ψάχνοντας σ’ όλα τα πιθανά κι απίθανα μέρη του σπιτιού και του κήπου του να βρούνε τίποτα λίρες από τις ρίψεις των Εγγλέζων στην Κατοχή, ανακάλυψαν ένα τετράδιο με κιτρινισμένα χαρτιά του γέρου που στην πρώτη σελίδα, δίκην εξωφύλλου, έγραφε με τα ορνιθοσκαλίσματά του, «Απομνημονεύματα».
Ο αγωνιστής κατέγραφε στα πύρινα χρόνια συστηματικά, σαν σε ημερολόγιο, πόσους καταδίκαζε το κόμμα κάθε μέρα για ανυπακοή πόσους για μειωμένη επαναστατική συνείδηση πόσους για υποψία πιθανής παράδοσης στον εχθρό πόσους εκτελούσε κάθε νύχτα πόσοι αυτομολούσαν κάθε χάραμα πόσοι σύντροφοι κοιμόντουσαν με το όπλο αγκαλιά απ’ το φόβο των άλλων συντρόφων, περιέγραφε με κάθε λεπτομέρεια την αγωνία του θανάτου παιδιών κι εφήβων ανταρτών πριν απ’ τη μάχη, την άγονη προσπάθεια των στελεχών να τους πείσουν να σκοτώσουν τα απέναντι αδέλφια ή να σκοτωθούν, για να καταλήξει στις τελευταίες σελίδες στο συμπέρασμα πως τζάμπα γίνονταν τότε όλα αυτά, αίσχος, βρε παιδί μου, το κόμμα κάπου ΕΦΤΑΙΞΕ…
Κι εμάς, ρε αγωνιστή, που τη νιότη μας δώσαμε στους θρύλους και στα φαντάσματα, ποιος θα μας δώσει την ψυχή της νιότης μας πίσω;
Και, άιντε, χαλάλι εμείς… στο κάτω-κάτω επιζήσαμε…
Όμως, τα τόσα πτώματα στον «άπαρτο» τον Γράμμο, στο «φρούριο» Βίτσι, στο Ουζμπεκιστάν και στην Τασκένδη, πέσαν στο χώμα για ένα απλό «φταίξιμο»;
Κι αυτό τυχαία να το πληροφορηθούμε με το θάνατό σου, πενήντα χρόνια μετά;
Κι αν ήσουν μωρέ, αθάνατος;

ΔΙΑΘΗΚΗ

Ηχογραφήστε με, γυρίστε με σε βίντεο
γράψτε κάθε φωνή μου, κάθε μου κίνηση
κάθε τραγούδι που τραγούδησα κάθε
τοπίο που είδα κάθε εκδρομή κάθε
φιλί που έδωσα κάθε φιλί που πήρα
κάθε μου στίχο ερωτικό κάθε χαμόγελο.
Κρατήστε σε σκληρούς δίσκους τις μνήμες μου
τις μουσικές που άκουγα ξαναγράψτε
φωτογραφίστε τις φωτογραφίες μου
την ιστορία μου ιστορήστε σε φυλλάδια
χαρίστε μου μια ψεύτρα αιωνιότητα…
Να με θυμάστε…

Ο ΧΡΟΝΟΣ

Με την ταχύτητα μιας φαιάς αρκούδας μες στο δάσος
με τη σβελτάδα του χαμένου αγριογούρουνου στο βουνό
την αστραπή κυνηγημένης καμηλοπάρδαλης στη στέπα
την τρομαγμένη βιάση ζαρκαδιού για να ξεφύγει απ’ το θεριό
ορμάει τραχειά ο χρόνος προς τα σύννεφα, τα διαπερνάει
ανεβοκατεβαίνει όγκους ορεινούς και άβατες βουνοπλαγιές
χυμάει να τερματίσει σαν δρομέας ντοπαρισμένος προς το νήμα
της ζωής, κάθε ρεκόρ να σπάσει.
Και τελικά, να δεις, κάθε φορά το καταφέρνει…

 Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ

M’ εγκαταλείψατε όλοι, κραύγαζε ο γέρων μες στη νύχτα
ούτε έρχεστε να με δείτε ούτε με παίρνετε τηλέφωνο
δεν πλησιάζετε το θάνατο, θαρρείτε πώς είναι μεταδοτικός
πως, επειδή αυτός με τριγυρίζει, μ΄ ακουμπάει και με κλώθει
θα μολυνθείτε και εσείς με το υπέρτατο άρωμά του.
Δεν σας ζητάω φάρμακα κλύσματα κι εξετάσεις
από την τσέπη μου πληρώνω τους γιατρούς και τα νοσοκομεία.
Λίγη παρέα θέλω, λίγη ζεστασιά, ιδίως τα βράδια.
Δεν υποφέρεται η μοναξιά του τέλους, δεν μολογιέται…
Έτσι εγκαταλείψανε τον γέροντα παππού τους να φύγει μόνος στο ταξίδι
κόρες αγόρια εγγονές νύφες γαμπροί ξαδέρφες και ξαδέρφια.
Και τούτα βλέποντας η μόνη του γυναίκα
που ‘χε φύγει καιρό στον ουρανό
του ’δωσε χέρι και τον τράβηξε ψηλά, κοντά της…

ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

Πέρασε πάλι κάμποσος καιρός χωρίς να έχει γράψει τίποτε
εκτός από κάτι σκόρπιους στίχους περιαστικούς
ασύνδετους ανίσχυρους ανέκφραστους…
Οι μέρες τώρα σπεύδανε τρέχοντας αενάως
ώσπου να ξυριστεί, έφτανε ήδη μεσημέρι
ώσπου να γευματίσει, ο ήλιος έδυε κι άιντε πάλι ερχόταν
η άλλη μέρα, όμοια φευγαλέα και κενή.
Εκείνος διάβαζε πολύ άκουγε το ραδιόφωνο πήγαινε βόλτες
στους κήπους κάθονταν σε καφενεία απόκεντρα
πέρναγε ήσυχα ήρεμα ακύμαντα ακίνητα.
ενώ τώρα και οι νύχτες τρέχανε πιο γρήγορα
ώσπου να δει το πρώτο όνειρο γινότανε μεσάνυχτα
ώσπου να απολαύσει το μεγάλο, το καλό, ερχόταν το πρωί
κουτρουβαλώντας έφευγε πια ο χρόνος απ’ τα χέρια του
κι όλο και πιο κοντά σίμωνε το μεγάλο γεγονός.

Η ΥΣΤΑΤΗ

Κι ενώ γέρνει στη δύση του ο ήλιος της ζωής του, της έρχεται έρωτας.
Έρωτας ύστατος, τραυματικός, παράξενος ωσάν οστεοπόρωση,
ξέφρενος σαν σουίνγκ
περνάει μέσα από το μεδούλι του αφιονισμένος,
πέρα ως πέρα ναρκωτικό
τον περιγράφει ολόκληρο, τον γυροφέρνει όλη τη μέρα εναγωνίως
μια παιχνιδιάρα δύση, εκστατική και γιορτινή σαν αίμα.
Ενώ λοιπόν γέρνει η ζωή του, ορμάει στην αρένα της καρδιάς του
ταύρος έρωτας.
Και ξαφνικά ο μπάτσος του κορμιού του εκτινάσσεται ως πολυέλαιος,
η όραση γίνεται οξύτερη στου χαλασμού την ώρα,
η αφή από καπνός αναθρώσκων
σπίρτο που καίει το πρωινό του εγερτήριο,
μέχρι που στύσεις πρωινές επανέρχονται
πάθος ξεχασμένο, αρχεία ερείπια που αναστηλώνονται υβριδικά.
Όπως στα ματς, που τελευταίο λεπτό γίνεται φάση,
ένα αναπάντεχο μελέ και
«παίζετε» λέει ο διαιτητής, ο σεντερφόρ παίρνει την μπάλα και σουτάρει
κι ελάχιστα πριν λήξει ο αγώνας μπαίνει το γκολ
ενώ οι κερκίδες της ζωής του
σηκώνονται και αλαλάζουν με φρενίτιδα
που η ομάδα σώθηκε από τον υποβιβασμό
των γεραμάτων χωρίς νόημα, με την υστάτη αγαπημένη.

ΘΕΛΩ ΕΝΑΝ ΣΤΙΧΟ

Θέλω μια σάρκα αδιάφθορη, ξεσκούριαστη
και χείλια αφίλητα στον ήλιο
για να φθείρω.
Θέλω ένα σώμα ολάνθιστο, ξεκούραστο
να ζωγραφίζει τις πτυχές του
στα σεντόνια.
Και όλα αυτά να γίνουν στίχοι σαν καρκίνωμα γεροί
να συμβολίσουν τα βραχνά σου καλοκαίρια.

ΤΟ ΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΟ

Ήσουν το καλοκαίρι που τέλειωνε, η ακρογιαλιά
με τα υπαίθρια σινεμά και τα εξοχικά κεντράκια.
Ήσουν η βόλτα που επέμενε ανέμελα να ξεφτίζει
όπως η τσόχα τραπεζιού σε υπόγειο σφαιριστήριο.
Ήσουν η παρέα που ταλαντευόταν τα βράδια
με τους καλαθοσφαιριστές, τις γκόμενες, τα ζαχαροπλαστεία.
Ήσουν το μαγνητόφωνο που δεχόταν να περιμένει…

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΧΡΗΣΕΩΣ (2006)

ΣΕ ΕΙΔΑ, ΑΝΕΣΤΗ

Στο έκτο πάτωμα του πρώτου μου σπιτιού στην Καρμπολά
τα ασημένια σου μαλλιά να τα χαϊδεύει ένα υγρό αεράκι
στους ώμους τα φτερά σου να ‘χουν θρέψει λυπημένα
(κοντεύουν δέκα χρόνια που ανέβηκες εκεί στο δώμα)
με απλωτές κινήσεις να πετάς, να με φωνάζεις.
Παρόντες άπαντες, μου είπες. Πατέρες μάνες φίλοι συγγενείς
έρωτες ανεκπλήρωτοι, παλιοί σου γείτονες συμμαθητές,
καλή παρέα κάνουμε, τα λέμε κάθε τόσο και μας λείπεις.
Σιγά σιγά κι εγώ ετοιμάζομαι, φίλε, σου ψιθύρισα. Λίγο ακόμα χρόνο θέλω
κάτι σελίδες να τελειώσω που άρχισα ένα χωράφι να πουλήσω
εκεί στη Νάουσα να μην πνιγούν στα χρέη τα παιδιά
επίγεια δάνεια να ξοφλήσω φόρους κληρονομιάς να προπληρώσω
μια υποχρέωση που έχω σε μια αγάπη να διευθετήσω
θ’ αρχίσω κι εγώ λίγο λίγο ν’ ανεβαίνω στην ταράτσα.

ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ

Όλο το απόγευμα έβλεπα σε βίντεο τη ζωή του.
Χριστουγεννιάτικες γιορτές Αϊ Βασίληδες φέρνουν δώρα
παιδάκια κρέμονται απ’ τα χείλη του στο πάλκο
εργάτες και υπάλληλοι αναμένουν ένα νεύμα
ακόμα κι οι εχθροί λουφάζουν μ’ ένα στυφό χαμόγελο…
Πρωτομαγιές μοιράζοντας βραβεία στην άνοιξη
όλοι πίνουν στην υγειά του γλεντούν ευτυχισμένοι,
εύφορο το γρασίδι θρεμμένα λουλούδια, φίλοι χορεύουν
ο κήπος μια αγκαλιά μακεδονίτικα τραγούδια…
Ποιος τότε θα του το ‘λεγε πως όλες οι χαρές τα πανηγύρια,
τ’ αγέρια κι οι Πρωτομαγιές οι φίλοι τα φιλιά κι οι ρεβεράντζες
σκόνη θα γίνονταν στα τέσσερα σημεία των οριζόντων
καπνός τσιγάρου οι εξουσίες και τα νεύματα κι οι προσταγές
αποκαΐδια και στάχτη πως θα γινόταν η ζωή κοντά τα λόγια
λιγοστές οι καλημέρες ασέληνες όλες οι γιορτές αιματηρά Χριστούγεννα
προσφυγιά η ψυχή κι αυτός κάθε χαράματα να κάνει καταμέτρηση
κάτι μετζίτια που έσωσε κρυμμένα κολλητά πάνω στις σάρκες.

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΠΑΝΑΓΙΑ

Τι όμορφη που ήσουν Σαλονίκη, μα δεν το ‘βλεπα…
Κλέβοντας ώρες απ’ το Χαρμάνκιοϊ στο Αγγελοχώρι
Λαδάδικα Ταμπάκικα Μαρτίου Αρσακλή
χειμώνες πέντε διαδρομή στην ευλογημένη Αρετσού
ανοίξεις πέντε στα Ξυλάδικα στους γερανούς Ματράκα
Σάββατα ταβερνιάρικα σε κόχες στο Καπάνι
και Κυριακές αφράτα χιόνια στους προσκόπους στον Χορτιάτη
ή σε γρασίδια ήμερα πίσω απ’ τους Χορτατζήδες
γεμάτοι τύψεις στις μπουκαδούρες πέντε καλοκαίρια
πέντε ένοχους βαρδάρηδες χειμώνες παγωμένους.
Μετά από τόσες στάσεις τόσα χιλιόμετρα σφηνώθηκε ο χειμώνας
μακριά η πατρίδα λίγα τα ποιήματα κι αυτά προσφυγικά
και πίσω τους ο χώρος που ήτανε ο θόλος της Ιστορίας
κι εγώ δεν το ‘χα καταλάβει.
Πατρίδα Σαλονίκη, πέντε χρόνους μας προστάτεψες παναγία
και ύστερα έκρυψες τη φοβερή σελήνη σου για άλλα ζευγάρια.

ΣΚΑΛΟΜΑΡΙΑ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ

Μία η ώρα Κυριακή είχε κοκκινίσει στο φούρνο το ψητό.
Δυο φράγκα ψηστικά ένα η «Μακεδονία» ρέστα από τάλιρο δικά του∙
κατέβηκε δυο δυο τις σκάλες για να προκάνει το ταψί
να πει στο μεταξύ ένα γεια στον Γιάγια τον Καλαμπαλίκη.
Τρέχοντας στο λιθόστρωτο γιατί θα άρχιζε του Μαμάκη η εκπομπή
σήμερα θα ‘χε Πεγκ, καρδούλα μου με τη Λαμπέτη.
Όλη η χωμάτινη πλατεία λουζόταν φως και ακινησία
η Κόκκινη Εκκλησία σχόλασε νωρίς χωρίς βαφτίσια.
Κόκκινος Σεπτέμβρης της πόλης μας γλυκός, Κυριακή κοντή γιορτή
το βράδυ θα παγαίναμε όλοι Έκθεση, είχε πει ο πατέρας.
Πενήντα χρόνια αργότερα ποιητής μεσήλικας, ανασύρει γεύσεις
οσμές ανάσες και τοπία άλλης εποχής που έρχονται και φεύγουν
σαν τραμ ορμητικά της Εγνατίας σε μια σκαλομαρία στη μνήμη.

Η ΑΠΟΣΥΡΣΗ

Δεν έχω να πω πια τίποτα.
Σιγά σιγά απομακρύνομαι και απ’ το φως και απ’ τον λόγο
έφυγαν όλα μες στο μισοσκόταδο και στις νεροφαγιές
η επανάσταση πουλήθηκε στα δυτικά κομφόρ
το έργο-απάτη παίχτηκε σε όλα τα θέατρα του κόσμου
στα σινεμά και στα πορνεία και στη διαφθορά.
Δεν έχω να μιλήσω πια για τίποτα.
Βλέμματα κοιτάζουν αδιάφορα, πνιγμένα στα αγχολυτικά
στιγμές κατασκευάζουν δολοφόνους στη σκηνή
ζούμε πια τρώγοντας τα περιττώματα της ιστορίας
αλήθειες συμπεριφέρονται σαν ψέματα, η βία σαν βροχή.
Δεν έχω τίποτα να θυμηθώ τίποτα πια να γράψω.
Φεύγουμε δίχως να νιώθουμε πως το καράβι έχει σαλπάρει –
χρόνια γεμάτα απογοήτευση νεκρές φαντασιώσεις και σιωπές∙
τίποτα δεν έχει διασωθεί, ούτε συγκίνηση ούτε πάθος
παγιδευμένοι αρουραίοι προσπαθούν να βγουν απ’ το οχυρό…
Γι’ αυτό κι εγώ δεν έχω τίποτα να πω
σ’ ένα παγκόσμιο τίποτα δηλώνω άφθογγος αρούρης
και αποσύρομαι.

 ΤΟ ΚΥΚΝΕΙΟ ΔΩΡΟ

Μεσόκοπος μετράει άστρα στη βεράντα ακούει τυραννικά
ώρες που περπατάν βαριεστημένα φεύγοντας αθόρυβα
καταναλώνει τιμολόγια υπερκαταστημάτων πολυσέλιδες εφημερίδες,
βλέποντας με τα κιάλια αφίσες γυμνών πτωμάτων διαφημίσεις μοναξιάς.
Ταμπέλες φωτεινές αναβοσβήνουν ήχοι τσαλακωμένες λαμαρίνες
νυχτερινές μοτοσυκλέτες διαπερνούν την ευλογία του σκότους
διαλύοντας την πλήξη του οινοπνεύματος με την εξάτμισή τους.
Εκείνος, μόνος του, εκλιπαρεί για έναν έρωτα, μια τελευταία ευκαιρία.
Γνωρίζει, φυσικά, πόσο ευνοήθηκε στο παρελθόν, τι δώρα πήρε,
κι αν σήμερα πια δεν δικαιούται κύκνεια δώρα, ζητά μιαν εξαίρεση.
Δεν κάνει πια παζάρια, δεν εξετάζει χρώμα, δέρμα και αφή,
δεν συζητά ηλικία, χρώμα δακρύων, επάγγελμα, θρησκεία.
Δεν απαιτεί πια, δεν αξιώνει, δεν έχει πλέον υπεροψία.
Σχεδόν ζητιάνος. Τι σχεδόν; Εκλιπαρεί έναν τελευταίο έρωτα, ζητιάνος,
επαίτης, για ένα κύκνειο θείο δώρο πριν φύγει σαν το σκυλί.

ΤΩΡΑ, ΜΑΖΕΥΕΙ ΛΕΞΕΙΣ

Για να εκφράσει το κενό, τώρα μαζεύει λέξεις.
Ψάχνει σε πάπυρους παλιούς, σε ξεχασμένα αρχεία
σε άριες, σε ορατόρια και πινακοθήκες
να βρει τη λέξη την πιο στενή, την πιο λιτή
τη λιγότερο φωτεινή, την άλλη μια ιδέα πιο μπεζ
την παραπέρα που την έχουν στην παλιά Ελλάδα
εκείνη που κάποτε αγκάλιασε, την πιο αχρησιμοποίητη
λέξεις σχισμένες λέξεις σαν κουβάρια, εργονομικές
και μ’ όλες αυτές να μιλήσει για το τίποτε που τον περιβάλλει.

ΜΙΑ ΦΟΡΑ, ΣΕ ΚΑΘΕ ΖΩΗ

Μία φορά μες στη ζωή, σε κάθε ζωή, μονάχα μία
η φοβερή στιγμή τού ερχομού, ο πρώτος λόγος
η τρυφερή τής εφηβείας αυγή, η εφεύρεση του κόσμου
το πρώτο φιλί, το πρώτο σπίτι, το πρώτο αφεντικό
και η σκοπιά δύο με τέσσερις στους ποταμούς τής νύχτας.
Μία φορά μονάχα στη ζωή θα ’ρθει ένα πάθος εξολκέας
να κάνει αίμα την αναπνοή και μουσική τη δύση
τα καλοκαίρια ερμαφρόδιτα στου πόνου τα σκληρά πουκάμισα
θα ’ρθει σαν τον αετό ο ένας έρως ξάφνου απ’ τα πέρα μέρη
ο άπαξ, ο μοναδικός, θ’ αφήσει στην ψυχή εγκοπές ως το τέλος.
Μονάχα μία φορά, σε κάθε ζωή, θα ’ρθει η ευκαιρία
του κτίζειν και ανοικοδομείν στα πέλματα του ουρανού
η θέα τής εξουσίας, η μάχη τής χαράς, το πέταγμα προς τα άνω.
Και μία φορά, μία πάλι μονάχα, νύχτα που φεύγεις
μ’ ένα μικρό τίναγμα του ονείρου, πέταγμα στη σιωπή.

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ

Δεν είναι ο ίδιος πια για τους παλιούς του φίλους
ή μήπως είναι, αλλά παρατημένος σαν τους ανάπηρους πολέμου
που όλο ζητούν κάτι, ενοχλητικά, σαν να το δικαιούνται.
Άλλαξε οικογένεια συνήθειες και ντυσίματα
χτένισμα στα μαλλιά τηλέφωνα και διευθύνσεις
μένει σε γειτονιές απίθανες στα παλιά στέκια δεν συχνάζει
χρόνια και χρόνια δεν έστελνε κάρτες και χαιρετίσματα
έρχονταν κι έφευγαν γιορτές κι ούτε μια υπόμνηση
αν ζει αν πέθανε τι γράφει ή αν στέρεψε.
Στο μεταξύ άλλοι γινόντουσαν πατέρες άλλοι πεθεροί
καθηγητές εκδότες βουλευτές και συγγραφείς
κι ο λόγος του ο καλός χαμένος όπως τα χρόνια του.
Χρόνια του τίποτε, νωθρά μέσα στην κίνησή τους
χρόνια κούφια, αλκοολικά, σε μια οθόνη απέναντι
με τσούλες να του τρων το βιός και να παράγει αδιάλειπτα
χρήματα μετοχές και σπίτια κι αυτοκίνητα και καταθέσεις
για να τα τρώνε πάλι.
Και τώρα έρχεται να ξαναζητήσει τα χνώτα τους
να μπει ξανά στους χώρους και στα σαλόνια τους
να παρεισφρήσει ξαφνικά στη σκέψη και στο λόγο τους
να παίξει με τους όρους τους παλιούς τους ξεχασμένους.
Έχασε όμως. Όσοι μπορούσαν να τον ξαναβάλουν στο παιχνίδι αποδήμησαν
στο στρώμα που άπλωσε εκεί πια θα κοιμηθεί ως την ανάσταση
από το σπόρο το μεταλλαγμένο που έσπειρε
μεταλλαγμένη πραγματικότητα τώρα θερίζει
χωμένος ως τα μπούνια στο μικρόκοσμό του ο διευθυντής
που ήταν ποιητής των ασημάντων, ο ποιητής που ήταν
διευθυντής του μηδενός.

Ο ΑΙΦΝΙΔΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

Όπως του Πάνου λευκή, μυρτώ του Ανέστη και
του Δημήτρη ελένη, εσύ κι εγώ.
Στα ίδια πάνω κάτω μέσα χρόνια, λίγο πριν , λίγο μετά
δεν έχει τόσο σημασία, όσο ο αιφνιδιασμός τής άνοιξής σου:
η τελευταία μου πράξη πριν την έξοδο οριστικά
οι τελευταίες απόκριες, το έσχατο Πάσχα της χαράς
η μαγική αυλή με το μαγγανοπήγαδο στου Αγίου Συμεών.
Λίγο πριν τον βαθύ χιονισμένο επερχόμενο χειμώνα
ανάμεσα σε απέραντες πια ευνούχες σιωπές
λίγο πριν διασπαρθώ στους υδροφόρους ορίζοντες του κόσμου.
Και γίνουν όλα στη μνήμη, όπως του Πάνου και του Ανέστη οι καημοί
ένα σπάνιο αναφιλητό, ένας αιθέριος ψίθυρος χωρίς εικόνες.

Η ΠΑΛΗΟΜΑΝΑ

Δυο τρία μίλια ευθεία μπροστά απ’ το Όλυμπος-Νάουσα
βαθαίνει απότομα η θάλασσα δέκα οργιές, όπου σαπίζουνε
χιλιόχρονα φύκια, βυθισμένες γαλέρες, τόνοι οργανικά
και το Φετχί Μπουλέντ ακόμη, οξειδωμένο.
Εκεί ακριβώς αναδύονταν μέσα στη νύχτα, κάθε νύχτα, ένας ύφαλος
που μεγεθύνονταν κατόπι και γινότανε νησί επίπεδο, πλατύ
κι ύστερα άλλοι ύφαλοι φύτρωναν ο ένας μετά τον άλλο
σχημάτιζαν μία λεπτή λωρίδα γης με γκρέμια γύρω τους και βράχια.
Και μες τον ύπνο μου ξεκίναγα από κει κι ακροβατούσα πάνω τους
ισορροπώντας με μικρές παραλλαγές τού τρόμου
συχνά με κίνδυνο να πέσω στις καταβόθρες τού ονείρου
προχωρώντας να σε βρω μαγνητισμένος απ’ των κυμάτων τις σκιές.
Ώσπου μια χαραυγή μετά από χρόνια, αφού βάδισα ώρες πολλές
και προφανώς κουράστηκα, ξυπνώντας με μια κράμπα βασανιστική
είδα στο φως ξεκάθαρα όλα τούτα τι σημαίναν.
(Πώς στην αρχή, τον πρώτο καιρό δεν το ένιωσα, πώς
βαθμιαία εισέρχονταν η αρρώστια μες στο αίμα μου
αλλοίωνε τους ιστούς, διέλυε το συκώτι και τη σπλήνα
σαπίζοντας τα γάγγλια τους αδένες και τις υποφύσεις.
Πώς βαθμιαία τα εύκολα γέλια κατρακύλησαν σε δύσμορφα χαμόγελα
και γρήγορα φεύγανε οι γιορτές χωρίς να γιορτάζω τίποτα
δίχως σκοπό επέτειοι, αμήχανα καρναβάλια, χαράμια Πάσχα
και πέρναγε η άνοιξη χωρίς τις φουσκοθαλασσιές
τα καλοκαίρια πέφτοντας διαρκώς μια γκρίζα μουσική.)
Ήταν εσύ που χρόνο με χρόνο απομακρυνόσουν αλλά εδώ πάντα είχες ρίζες
να παρακολουθείς, να ελέγχεις, να ρυθμίζεις για να μπορείς να τιμωρείς
μικρό νησάκι σκαιής εκδίκησης στις εκβολές του ποταμού, στην Παληομάνα
που μια στενή στεριά το ενώνει με τη μήτρα του, την πόλη και εμένα
για να περνάνε βάναυσα οι εποχές αφήνοντας πίσω διάλυση και όζους.
Όχι μόνο με χάλασες , με γκρέμισες ,σακάτεψες,
αλλά έφτιαξες και μια υπόγεια ενύπνια γραμμή να μας ενώνει
για να γεμίζει τη ζωή μου κατάρες και αναθέματα, ως το τέλος.
Γιάννης Καρατζόγλου
από τη συλλογή Αποτελέσματα χρήσεως, 2006
στις 4:10 μ.μ. Δεν υπάρχουν σχόλια:
Ετικέτες Καρατζόγλου Γιάννης, Το πρόσωπο του θανάτου

ΝΟΜΙΜΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΣ

Αλλιώτικες οι Κυριακές μας τότε.
Από το βράδυ πριν ευωδίαζε ο ερχομός σου
μέσα στον ύπνο μας πετούσαν αυριανά ανθάκια
κι όλο το πρωί λουζόταν μ’ ένα φως αναμονής.
Κι εκεί, κοντά στο μεσημέρι, φιλιά καμένα, γκολ μες σε κουβέρτες
τοίχοι που τρίζαν, γάλα το κορμί σου, κρινοδάχτυλα
φύσαγε πάντοτε νοτιάς βαθιά στο πάπλωμα
τα στήθη σου πρώιμο χιόνι, μουσική στο κραγιόν σου
ύστερα πάστες που παχαίνουν, πιο γρήγορα φιλιά
η ώρα χάθηκε.
Το σούρουπο βαραίνοντας στα κραυγαλέα μάτια σου
σε παρέδιδα ευτυχή και πλήρη στον νόμιμο δικαιούχο.

ΑΠΟΣΒΕΣΕΙΣ (1987)

Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΨΗΦΟΣ

Είσαι κι εσύ μέσα σ’ εκείνη τη φωτογραφία.
Φοράς ρεπούμπλικα καφέ κοστούμι άσπρη καμπαρντίνα
χαμογελάς τη λευτεριά σίγουρος στη δύναμή σας
κοιτάς προοπτικά τις έγχρωμες μέρες που έρχονταν
τις παρελάσεις κάθε χρόνο τις λαμπαδηφορίες της νίκης
τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια.
Μετά βέβαια ήρθανε μέρες πονηρές
πρώτα είπες: μας μάζεψε εκβιαστικά το Γραφείο Συνοικίας
έπειτα έκαψες προσεχτικά ένοχες αλληλογραφίες
προκλητικά στην τσέπη εφημερίδες μετριοπαθείς κυκλοφορούσες
φειδωλός στις καλημέρες κοντά τα λόγια με την πελατεία
με την παρέα τ’ απολύτως απαραίτητα.
Πέρασαν χρόνια, υποτίθεται ξεχάστηκαν εκείνα
κέρδισες τίμια τριάρι κεντρικό εξηλεκτρισμό στο σπίτι
σκρίνιο τηλεόραση Opel Cadet χοληστερίνη
ο γιος πτυχίο νομικής – βολεύτηκε κι αυτός
κι εσύ στο παλιό άλμπουμ ξεθάβεις κάθε τόσο ευλαβικά
μνήμη τής νιότης μνήμη τής δύναμης, του αγώνα:
σμπαράλια, λες, τα κάναμε, σμπαράλια…
(Του κάκου ψάχναν ποια την ενορία σου σπίλωνε ψήφος
από τότε ως τώρα, η ίδια πάντα, μόνη, κατακόκκινη.)

Η ΘΑΛΑΣΣΑ

Σ’ όλη μου τη ζωή ήθελα ένα σπίτι
που να βλέπει στη θάλασσα, έλεγε
να βλέπω θάλασσα να κοιτώ να φεύγω.
Και σκύβει απ’ το μπαλκόνι, ανάμεσα σε κάτι
φυλλωσιές και δυο πελώρια μέγαρα φαίνεται ένα κομμάτι θάλασσα
δύο επί τρία στην όρασή του
αγορασμένο με το εφάπαξ και χιλιάδες συντάξιμα ημερομίσθια.

ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΜΑΣ

Στην οικογένεια δεν είχαμε νεκρούς:
ούτε από δυστυχήματα
όλοι ανεβαίναμε σιγά σιγά τις σκάλες
προσεκτικά απ’ τα πεζοδρόμια στα ψώνια
και οδηγώντας συνετά στις εκδρομές
ούτε από άλλες αιτίες, κι αυτές συνηθισμένες:
στο κίνημα του ’35 ήμαστε μικροί
στην Αλβανία νοσοκόμοι ή συσσιτιάρχες
αμέσως ύστερα υπάλληλοι εκ των μη αναμειχθέντων
και όταν ήρθαν οι ασύρματοι κι οι νόμοι κατασκοπίας
εισηγητές πια, ή τμηματάρχες με δύο τριετίες.
Στην οικογένεια είχαμε μόνο πεθαμένους.

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Αντέχονται βέβαια σχεδόν όλες οι δοκιμασίες,
αυτό δα έλειπε, από τέτοιες περιπέτειες
να μη βγαίνεις ζωντανός, κι ίσως στο τέλος πάλι ολόρθος.
Όμως να, θα ’ρθουνε πάλι Χριστούγεννα και φέτος
ταψιά, χαμόγελα, βιτρίνες, επισκέψεις, έλατα φορτωμένα…
(πέρσι σου αρνήθηκα ένα στολισμένο δέντρο,
αρνήθηκα τα κάλαντά σου, μπαχτσίσι σου αρνήθηκα)
Δεν υπάρχουν Χριστούγεννα. Τα παιδιά με τα τριγωνάκια
φέτος πεθαίνουν οι μάνες φουρνίζουν μπακλαβάδες
δηλητήριο παππούδες της παράδοσης χαρίζουνε στα εγγόνια
πληρωμένους δολοφόνους ως και η θάλασσα κοχλάζει –τέτοιον καιρό.
Πέρσι φαινότανε ρουτίνα, φέτο κατάληξε κραυγή
όλα εδώ πληρώνονται, κι οι αρνήσεις στα μπαχτσίσια και στα κάλαντα.

ΠΡΑΤΗΡΙΟ ΚΑΥΣΙΜΩΝ 1982

ΠΑΛΙΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ

Μπήκα ένα βράδυ στο παλιό μας σπίτι
στις δέκα και μισή ύστερα από απογευματινή κραιπάλη:
ήσουν πάντα στην ίδια θέση μπροστά στην τηλεόραση
ντυμένη στο ίδιο πενιουάρ.
Έλα, μου είπες, παίζει εκείνη τη συνέχεια
κι εγώ πλησίασα όπως τότε, σε φίλησα στο μέτωπο απαλά
και τότε ξεβάφτηκε η αλλαγή:
κάτω απ’ τη ρόμπα τα πόδια σου σε αγκύλωση
οι σάρκες σου κιμάς το αιδοίο τρυπανισμένο,
τα χείλη σου βαλσαμωμένα τα χέρια σου προχωρημένη σήψη.
Τώρα καταλαβαίνω πιο καλά όταν μου λεν
για την καταστροφή της Μικρασίας∙
το ξεσπίτωμα το ξεχαρβάλωμα τους βιασμούς
τα βάσανα τους κρεμασμένους.

ΤΟ ΑΝΤΙΣΚΗΝΟ

Ξέρω, δεν θα περιληφθείς, Αγάπη, στα αναγνωστικά
έτσι που υπολείπεσαι ευψυχίας εθνικής
άχρηστη στα ΟΧΙ των πάσης φύσεως επιδρομέων
στην πίστη την αγία και στους αδούλωτους αδελφούς.
Ξέρω, ακόμα, πως και το Κίνημα δεν θα σε τραγουδήσει
δεν αναφέρεσαι στην εκμετάλλευση του ανθρώπου
στις θυσίες του Λαού τις ματωμένες του Πρωτομαγιές,
πολύ συχνά άλλωστε, λεν, αποπροσανατολίζεις.
Και στο φινάλε όλοι ντρέπονται την αναγνώρισή σου, Αγάπη
εθνικούς ποιητές δεν διορίζουν χωρίς «το μεγαλείο της φυλής»
βάρδους λαϊκούς χωρίς «τον πόνο του εργάτη».
Να γιατί, Αγάπη μου, θα μένει πάντα ένα αντίσκηνο
η ποίησή σου για τους πληγέντες απ’ τις θεομηνίες
της αορτής…

ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΙΣ ΧΑΡΑΜΑΔΕΣ

Να ‘ρχόσουν, λέει, άυλη, κάτω απ’ τις χαραμάδες
να ‘μπαινες μυστικά την ώρα που κλείνουν τα φώτα
να προχωρούσες ψηλαφιστά μες στο σκοτάδι
να μ’ έβρισκες και να ‘μπαινες κάτω απ’ τα σκεπάσματα…
Να ‘τανε, λέει, η πρώτη αύρα του όρθρου, της αρχής
βρέφος η μέρα να μας συναντούσε παλεύοντας
κι ύστερα οι ρόδες της σαν σύγχρονο μοτοσακό
να μας γυρίζαν στην παλιά, την καθημερινή ζωή μας…
Άσ’ τα. Μην τα γυρεύεις. Δεν γίνονται πια θαύματα.
Καινούργιες λέξεις δεν υπάρχουν να περιγράψουνε τον θάνατο.
Μόνο βροχές από απραγματοποίητα όνειρα
κατακλυσμός από άχρηστα αν, ίσως, μήπως αν – και τέτοια.

ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ

Έτσι που φεύγω με συλημένες σάρκες από σένανε
ηττημένος κι ανίκανος πια κι ανάπηρος
τσιγαρισμένος επιστρέφοντας σ’ εκείνη
που βρίσκει ακριβά τα κοινόχρηστα του μηνός
και θέλει ντε και καλά τα μαλλιά της να βαφτήκαν θαύμα
όμως έχει έτοιμο γάλα ζεστό κι ένα φιλί μαγιάτικο
και υποφέρει η καημένη απ’ την τόση μου κούραση
παίζοντας παλιά ρεμπέτικα να με καλοκαρδίσει
αναρωτιέμαι εσύ
που ’μαι για σένα ο θεός-φαλλός, όταν θα το διαλύσουμε
τι θα ’χεις διδαχτεί απ’ αυτή τη ζήση-σμπαράλι
αν θ’ άντεχες συνέχεια δέκα βράδια
να επιστρέφω σκοτωμένος στη δουλειά
κι εσύ να κοιμάσαι απ’ τις εννιά χωρίς άλλη λύση
ή να γυρνώ σπίτι πονώντας κι εσύ να μου αλλάζεις
όλη τη νύχτα κρύα πανιά για τις αιμορροΐδες…

ΣΑΝ ΤΟΝ ΚΛΕΦΤΗ

Ακόμα μια φορά , την τελευταία,
θα κάνω ντους μες στη δική σου την μπανιέρα
– προσεκτικά, μην πιτσιλίσω κι αποκαλυφτώ –
θα σκουπιστώ αργά αργά απ’ το πεσκίρι σου
θ’ αγγίξω τα ενθυμήματα που θα σου μείνουν
– τις πρίζες, τα πλακάκια, τα σταχτοδοχεία –,
θ’ αγγίξω, την πιο αιμάτινη φορά, τα φερ φορζέ
τις ρωγμές των σεισμών, τις τρυπούλες των ξυλοφάγων
θα γείρω λίγο στα προικώα σου μεταξωτά σεντόνια
και στις επτά θα φύγω σαν τον κλέφτη
από το σπίτι που ως εχθές ήταν το δικό μας
με τη φράση «για πάντα» σαν έρπη στα χείλια.

ΠΡΑΤΗΡΙΟ ΚΑΥΣΙΜΩΝ

Κι εγώ που έλεγα θα σκότωνα δράκους
για χατίρι σου θα ’ζευα ποτάμια
και θα γκρέμιζα κάστρα για σένανε,
τη μέρα που παντρευόσουν κάποιον εργολάβο,
πούλησα επτακόσια λίτρα βενζίνης σούπερ
πούλησα είκοσι κιλά ορυκτέλαια έξτρα,
είχα, εν γένει, ένα τζίρο αρκετών χιλιάδων:
υπάρχουν βρε αδελφέ κι άλλοι μινώταυροι για σκοτωμό.

ΆΝΘΡΩΠΟΣ ΑΠΟ ΜΑΡΜΑΡΟ

Επειδή πρέπει
ν’ αρχίσω να παίρνω χαμπάρι πως
πάνε μάλλον οριστικά εκείνοι που ανυστερόβουλα συντρόφεψαν
τα βασικά χρόνια –τότε που το δεκάρικο ήταν δεκάρικο ακόμα–
και πάνε εξίσου οριστικά τα πρόσωπα της λευκότητας,
που, έστω, τραγουδούσαν ως το βράδυ τα ιταλικά,
οι γονείς όπου να ’ναι πάντα έρχονταν,
που περιμέναμε η παρέα ως αργά στο ινστιτούτο,
επειδή τώρα πρέπει
να πάρω πια χαμπάρι πως η οριζόντια ιδιοκτησία
επιβάλλει μιαν ημερήσια ατζέντα-φωτοαντίγραφο
των καθημερινών αγορών, των πιστώσεων, της αντοχής
της παραγωγικής διαδικασίας, του νόμου ακινήτου περιουσίας,
της ανόδου του κόστους και της τιμής
της χοληστερίνης,
μικρά παχουλά νησάκια που κατακλύζουν το αίμα,
γι’ αυτό κι εγώ γίνομαι μάρμαρο
και από δω και μπρος σωπαίνω.

ΜΕΤΑ ΤΟ ΤΕΡΜΑ

Εδώ που φτάσαμε θέλω κάτι να κρατήσω,
λίγο απ’ τα φιλιά μας, λίγο απ’ τα θραύσματα,
ας μείνει κάτι, έστω ανεπαίσθητο μες στην κοιλιά μου,
ή λίγα ζωντανά μικρόβια απ’ την παρουσία σου.
Λέω, και πιστεύω, πόσο ο ερωτάς μας ήταν ανώφελος:
δεν τα κατάφερε, ας πούμε, να μη στείλουν τον Γιάννη στα νησιά,
δεν είχε να κάνει με το ξύπνημα της εργατιάς,
δε βοήθησε καν σε επίπεδο τοπικής ανταρσίας.
Μα τι τα θες, τα κανόνια κανόνια κι η καρδιά καρδιά∙
και να ’μαι εγώ, ικέτης της μνήμης σου, προσπαθώντας
να κλείσω στη χούφτα μου λίγη τελευταία περιγραφή σου
να ανασυνθέσω παλιά παιδικά μας παιχνίδια
να βρω κανένα ξεχασμένο σου γραμμάτιο που έληξε
να το κρατήσω.

ΔΕΛΤΑ-ΞΙ-ΘΗΤΑ (1975)

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΣΕ ΔΕΙΠΝΟ

Ήταν όμορφο το βράδυ στο σαλόνι, σας, ανήμερα Χριστούγεννα,
εννιά ειδών τυριά ωραία κουβέντα καναδέζικο ουίσκι
πέπσι κόλα δυο δικηγόροι ένας γιατρός η αδερφή σας γλυκυτάτη
φώτιζαν βιεννέζικα κεράκια, καλοριφέρ στην πιο ειδική του θαλπωρή,
μέχρι και δίσκοι απ’ το εξωτερικό, εδώ απαγορευμένοι.
Δεν θυμάμαι ποιος άρχισε με το συντακτικό τού κυβερνήτη
για το νομοσχέδιο δείνα, για τον τάδε υφυπουργό
πώς εξελίχτηκε η συζήτηση για στέρηση ελευθερίας
πώς πήγε στους πολιτικούς κρατούμενους στις φυλακές το δι-ξι-θήτα…
Μα όταν ανοίξαμε το δεύτερο μπουκάλι, τι θέλαμε τις δικαιολογίες;
(Εσείς με τις ασφάλειες ζωής ο άλλος μια βιοτεχνία στα σκαριά
ο Πάνος δύο παιδιά, δυο αγγελούδια, εγώ πρωτίστως το πτυχίο
κι άλλοι άλλα: μητέρες καρδιακές πατεράδες με ζάχαρο τρία δέκα…)
Πώς χάλασε έτσι το γιορτινό σαν ξάφνου αναλογιστήκαμε όλοι
τι επιτέλους θα ‘χουμε να δείξουμε τι διαβατήριο τι βίζες…

Η ΡΕΤΣΙΝΙΑ

Μιαν απ’ αυτές τις μέρες θα χτυπήσει η πόρτα
θα ανοίξει η μάνα μου και θα βρει πανικόβλητη
έναν χωροφύλακα – πανικόβλητη
γιατί δεν θα ’ναι σίγουρη αν θα πρόκειται για το χαρτί
της αναβολής ή τίποτε άλλο…
Και τι τάχα άλλο; ούτε κροτίδες έριξα ούτε έντυπα μοίρασα
(κι ας μετανιώνω τώρα, τι νόημα έχει;)
το μόνο, που μιλούσα ανοιχτά σε λίγους φίλους
ίσως να επηρέασα πέντε έξι ανυποψίαστους
μα αυτό, αλίμονο, δεν ήταν «δράση αντιστασιακή».
Εξάλλου, πήρα πια το πτυχίο μου, έχω το μαγαζί μου
μέλος δακτυλοδεικτούμενο της αστικής μας κοινωνίας
με καλημέρα σας τι κάνετε σε πολλά γνωστά καθίκια
φαρισαίους υποκριτές, προαγωγούς και βιομήχανους μπιντέδων∙
δεν είναι, λέει, καιρός διά πολιτικολογείν.
Βάζουν όλοι κάποτε νερό στο κρασί τους,
λέει η μάνα μου, στο τέλος όλοι συμβιβάζονται.
Το ξέρω, μάνα, τους μένει μόνο η ρετσινιά.

ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ

Δεν μίλησα, Γιάννη, δεν φώναξα∙
κοιμόμουνα κι εγώ τη χειμερία νάρκη
ανώριμος στο χρέος – πλην του έρωτα.
Κι ενώ σίδερα κρύβαν τ’ αδέρφια μας
γνωστοί και φίλοι λιγοστεύαν ένας ένας
πάλι δεν μίλησα – ομολογώ φοβόμουν.
Αύριο μεθαύριο, δεν γίνεται, θα ξεδιπλώσουν οι σημαίες
θα μυρμηγκιάζουν οι πλατείες λευτεριά∙
εγώ ξανά δεν θα μιλώ – πάλι θα νιώθω μόνος.
Γιατί θα ξέρω πως δεν έσωσα κανένα πιστοποιητικό
παρά μόνο δικαιολογίες: πως όταν ξύπνησα ήταν πια αργά
δεν είχα βρει στο πλάι μου κανέναν…

ΑΠΟΛΟΓΙΑ

«Ο Παύλος πήρε το πτυχίο του, ο Βασίλης τέλειωσε το αγροτικό
όλοι οι φίλοι σου βολεύτηκαν κάπου, άλλοι παντρευτήκαν κιόλας
κι εσύ κοντεύεις τα τριάντα με τα ίδια μυαλά ως τώρα∙
ακόμα μας ποτίζεις πίκρες, πότε με τα αντίθρησκά σου
πότε μ’ αυτές τις ανέκαθεν επικίνδυνες ιδέες.
Άραγε, θα σε δω ποτέ μεγάλο και τρανό, αποκατεστημένο
υγιές και δημιουργικό μέλος της κοινωνίας, νοικοκύρη;»
Χολή και όξος, άλλαξε το αίμα, μάνα, σάπια
τα πεζοδρόμια, ετοιμόρροπες οι γέφυρες
όζουν απ’ το κεφάλι ως τα πόδια εμπόριο, συναλλαγές
ανθρώπινες σχέσεις, τέχνη, παραγωγή
ως και την επανάσταση τη μαγαρίζουν σερπετά
κρυμμένα στις μαύρες πόρτες, θλιβεροί χαφιέδες
πληρωμένος πράσινα νομίσματα ίσως ο φίλος απόψε σε καρφώσει
ο εργάτης μπορεί αύριο να ψηφίσει συντηρητικούς
ή η κοπέλα σου να σε πουλήσει για κάποιον εργολάβο.
Άσε με, μάνα, ακόμα να μην «ταχτοποιηθώ»
ώσπου να πάρουμε το φραγγέλιο στα χέρια…

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ

Γυρίζουν πίσω ένα ένα τα βιβλία που τους στέλνω,
«μετώκησεν», δικαιολογούνται, ο «παραλήπτης άγνωστος».
Κι εγώ ξέρω καλά τον λόγο που όλοι τους «μετώκησαν»
βάνω σημάδια πλάι στα ονόματα – τον πιάσανε και δαύτον.
Βραδιάζει ένας ακόμα χειμώνας μες στη σκέψη τους
ένα χρέος ανίκανο τους γράφει απόψε στίχους.
Τι να τα κάνουν, Άγι, αυτά τα ποιήματα οι λεβέντες
μες στις βροχές, τον βούρδουλα και την πολιορκία…

 ΜΙΑ ΕΛΠΙΔΑ ΓΙΑ ΤΟ 1968

Δεν θα πιστέψω ότι είναι η οιμωγή των νικημένων
όχι∙ κανείς δεν σάλπισε εντός του υποχώρηση
κι ας περπατάει σκυφτός με ζεμπίλι στο χέρι απ’ τον φούρνο.
Λέει: έχουνε βέβαια στα χέρια τους σχεδόν τα πάντα οι άλλοι
τηλεόραση, ραδιόφωνο, παγκόσμια ρεκόρ και παραγωγικά δάνεια
βγάλαν δικές τους μουσικές να νανουρίσουν συνειδήσεις
μα δεν ξέρουν πως τις νύχτες μέσα στις φτωχογειτονιές
Συκιές Καισαριανή Μπραχάμι Καλαμαριά, πόρτα με πόρτα
τριγυρνάει πάλι έστω κουτσή έστω με δεκανίκια
ο εχθρός τους ο αναπαλλοτρίωτος, η ελπίδα

ΟΙ ΣΗΜΑΙΕΣ

Ώρες εγκατάλειψης, στιγμές για ποίηση
θα λέγαμε παλιά
μα έχουν τόσα ειπωθεί για μοναξιές
πώς να δακρύσει η λέξη για τις μνήμες…
Πάντως, φορτώνομαι εγώ όλες μας τις ευθύνες
σε παραδίδω άσπιλη, ακέραια στην «κοινωνία»
ξανά παρθένα, με χέρια καθαρά σαν πρώτα.
Και τα δικά μου χέρια που ξέραν μόνο ν’ αγκαλιάζουν
τώρα θα τα μάθω να βαστούν σημαίες.

ΠΑΛΙ ΑΠΩΝ

Την ώρα που πιάνονταν η ανάσα στις αυλές από την τόση τόλμη
κι ο αδερφός μου διέγραφε τόσα χρόνια με μιας πράξης εξιλέωση
όταν οι πράσινες οχιές εξακόντιζαν αισχρά το δηλητήριο βλήμα τους
κι όλης της χώρας τη δειλία την ξέπλεναν εικοσάχρονες αρτηρίες και φλέβες
ο αιθέρας ορμώντας στα δωμάτια με τα ερτζιανά μοίραζε κραυγές
μιας από καιρό ξεχασμένης ρωμιοσύνης — μπουρλότα ψαριανά
νταλιάνια ρουμελιώτικα και σκουριασμένους γκράδες της αυτοάμυνας
ενώ ο διατεταγμένος χάλυβας γκρέμιζε τα τείχη
την ώρα που έκθαμβες στην τόση θυσία άνοιγαν οι πόρτες νοικοκυραίων
να δέσουν πάλι τις αιώνιες πληγές του Μπότσαρη, του Μελά, του Άρη
να φέρουν ιώδιο στοργή επίδεσμο, να καταμετρήσουν τα νέα θύματα
να φυγαδεύσουν κλαίγοντας μες στον όρθρο μυστικά τους δυναμένους
όταν, πρωί πια, γεμίσαν αγγελτήρια οι τοίχοι τα ονόματα των μαρτύρων
πάλι απών, μίλια μακριά, ρωτούσα τι έγινε τη νύχτα
στις δεκαεφτά Νοέμβρη.

ΣΙΩΠΗΤΗΡΙΟ

Νότα νότα τραβάει τα σωθικά, αλέθει την οδύνη
όσων μπορούν ν’ ακούσουν, κάτω απ’ τις πέτρες, το τρυφερό
αεράκι που ξεγελάει τις κοιμισμένες επαρχίες κι αλλού
τη γαλατένια ομίχλη που κυλάει στους μαύρους φράχτες
τρυπάει με υπόηχους μια τρομπέτα το τελικό σιωπητήριο.
Αμέτρητοι οδοστρωτήρες περνούνε πάνω απ’ τις ελιές
ισοπεδώνουν τις πεδιάδες που φυτρώνει το τριφύλλι
ρίχνουν λιωμένη άσφαλτο στα εξοχικά δρομάκια
χτίζουν παντού στρατόπεδα, αποθήκες εφοδίων
προκεχωρημένα φυλάκια τα γεμίζουν φαιοπράσινα κοπάδια.
Για όσους μπορούν ν’ ακούσουν τη μουσική απ’ τα κράνη
γι’ αυτούς η ηχογραφημένη τρομπέτα παίζει το τελικό σιωπητήριο.

Δ Ξ Θ

Η εφημερίδα αύριο τύλιγε ψάρια ή κιμά – όσο για σήμερα
το ίδιο θέμα πάλι, πρωτοσέλιδο και τρίστηλο, θέμα ρουτίνας:
η δικαστική διαδικασία, οι ανώνυμες πληροφορίες διά το ποιόν των
από τι ο καθείς ενεφορείτο, πώς θα «ανέτρεπε τα βάθρα του εθνικού μας πολιτισμού»
σε ποιο οινομαγειρείο έτρωγε τα μεσημέρια, πόσες εκτρώσεις έκανε με κάποια Μαίρη
έπειτα δημοσιογραφικά κλισέ κι η αγόρευση του συνηγόρου
κι η θαρραλέα απολογία, τα σχόλια «ωραία, μωρέ, τους τα ’παν…»
Όμως Αυτοί, την ίδια ώρα έπαιρναν βουβά την άγουσα για το Γεντί
το Κορωπί την Αίγινα τον Κορυδαλλό, δυνάμει του δέλτα-ξι-θήτα ψηφίσματος
την ίδια στιγμή που εμείς πουλούσαμε προϊόντα γελάγαμε
κάναμε βόλτα στην παραλία πειράζαμε κορίτσια
και βλέπαμε στην τηλεόραση ένα ψωριάρικο λιοντάρι να αλυχτάει
ότι «προέχει η έννομος τάξις και ουχί αι αναμοχλεύσεις των παθών»
πηγαίναμε οδοντίατρο τρώγαμε σουβλάκια αγοράζαμε προικιά σεντόνια μαξιλάρια
ήταν μακριά από μας το δι-ξι-θήτα, αν και γνωρίζαμε καλά, πολύ καλά
πώς μεταφράζονταν «η υποχρέωσης πατάξεως των ολίγων αρνητών του θαύματος
που αποτελεί το σύγχρονόν μας κράτος»…
Τώρα, τι μας ήρθε και τα θυμόμαστε αυτά πρωί-πρωί στο μαγαζί μας
ή βράδυ, όταν ρωτάει η γυναικούλα μας τρυφερά πού πάμε πάλι απόψε,
ανάμεσα σε σαββατιανές πληρωμές και εισπράξεις –
αραιά και πού και καμιά Ρόζα Λούξεμπουργκ για προσωρινή αυταπάτη
τι τ’ αναφέρουμε όλα αυτά, αφού γνωστοί είναι οι ρόλοι που υποδυθήκαμε
όλα αυτά τα χρόνια κι έτσι τουλάχιστον δεν αμφιβάλλουμε ποιοι είμαστε
εγώ, ας πούμε, ο hypocrite poète κι εσύ ο hypocrite lecteur,
μικροί ασήμαντοι χυδαίοι figurantes στη μέση της πιο μεγάλης τραγωδίας.

ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ

Για αυτούς
που φθίνουν στα μπουντρούμια για τα δικά μου δικαιώματα
που θα γράψουν τα μεσάνυχτα στους τοίχους την ελευθερία
που τους δέρνουν απόψε γιατί φωνάξαν ό,τι δείλιασα εγώ
που σηκώνουν στους ώμους τους την ίδια τη ζωή μου
εγώ, ο ελάχιστος, θα κλείσω δυο λεπτά την τηλεόραση
θα νιώσω πόσο βάρβαρη είναι αυτή η μουσική μας
θ’ απαρνηθώ τυρόπιτες μεγάφωνα και ζαχαροπλαστεία
θ’ αντέξω απόψε για χάρη τους να μη σε αγκαλιάσω;

ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ (1970)

ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ

Θα περάσουνε μήνες και χρόνια στη μνήμη
ροζακιά καλοκαίρια στις πεδιάδες
βραχνοί σιωπηλοί χειμώνες
κι εγώ θα γυρίζω στη δική σου φωνή.
Θ’ αναβοσβήσουν ήλιοι στη ζωή μου
αιμορραγία σε λέξεις και αισθήματα
σωματικό απεγνωσμένο πήγαιν’-έλα
μα εγώ θα γυρίζω στα δικά σου χείλη.
Θα ξυπνήσω μια νύχτα μες στον πυρετό
για να θερίσω ό,τι χρόνια έχω σπείρει
και δεν θα βρω παρά τα βήματά σου
να με γυρίζουν στην δικιά μας αγάπη.

ΧΝΟΥΔΙ

Δεν θέλω να θυμάμαι
άφησες έκπληκτη τη νύχτα με το σώμα σου
τρυφερό, σαν χνούδι από ροδάκινο.
Δεν θέλω, μα θυμάμαι:
γιατί δεν είναι αφή χωρίς να σε ματώνει
φωτιά να μη σε υπαινίσσεται
και η νύχτα ακόμη είναι δίχως προορισμό.
Χνούδι, γδύσου ξανά σ’ αυτό το καλοκαίρι.

ΕΛΛΗ

Ύστερα έπεσε στη χούφτα μιας θάλασσας
που οι γενιές την είπανε Ελλήσποντο∙
από τότε δίνω τ’ όνομά της στη δίψα
τον έρωτα υπογράφω με τ’ όνομά της
και τη μετά σιωπή, που μας μαραίνει.
Χέρι με χέρι γράφουν οι παράνομοι στους τοίχους
Έλλη, Ελλήσποντος, Ελλάς, Ελευθερία.

ΜΥΣΤΙΚΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ

Σε Kodak φιλμ το σώμα σου στην άμμο
μετά από καιρό το ξαναβλέπω: πρωί
πίσω απ’ τα βράχια ερωτευτήκαμε, δυο, τρεις…
Από κείνη την ένταση –και τόσες άλλες– τι έμεινε
τι έσωσαν οι φωτογραφίες κι η ποίηση
από τις μυστικές στιγμές ενός καλοκαιριού;

ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Εκείνο το καλοκαίρι που άναψε
όταν τα φιλιά μας ήταν κατακόκκινα
και τα χωράφια που σμίγαμε
απλώναν στα ματωμένα μαντίλια τους λεκέδες τους
τις μικρές ασυλλόγιστες ομορφιές της ζωής μας
κούρνιασε στα κλαριά μας και καραδοκεί
να κρύψει λίγη εφηβεία— δεν ξεχνιέται.

ΤΑΝΙΑ

Μου ’ρχονται δάκρυα: τόσες και τόσες ώρες ηδονής
τέλεια γνώση κάθε κυττάρου του άλλου
σχήμα του στήθους, μικροατέλειες στις ίνες
και τα χρόνια δεν αφήσαν τίποτα στη γεύση
η μνήμη δεν σώθηκε μες στην αφή
κοιτάω μέσα μου, δεν έμεινε έρωτας.
Μου ’ρχονται δάκρυα: μισή ώρα τώρα προσπαθώ
να αποθέσω στο δέρμα μου το σχήμα των χειλιών σου
το μήκος των μηρών σου, τον λύκο του αιδοίου σου
Τάνια.

Ο ΑΟΡΙΣΤΟΣ

Ο αόριστος είναι χρόνος που παιδεύει∙
πυρακτωμένη νύχτα, βλήμα τροχιοδεικτικό
ένα καλειδοσκόπιο: ανθισμένα χείλια
έρμες πλατείες μετά από εκλογικές συγκεντρώσεις
ταξιδεύοντας συνέχεια στο αιώνιο αιδοίο
γλιστρώντας μια εφηβεία ανέμελα παράλληλη
στα ερπυστριοφόρα.
Αόριστος θα πει βασιλεύοντας, σα μαυρισμένη
παρθενιά απ’ τον καπνό της φάμπρικας, να μένεις
σβηστός πολυέλαιος μετά από λειτουργία.

ΦΑΡΜΑΚΙ

Εκείνοι που σε χάρηκαν πριν από μένα
όσοι χορτάσαν το κορμί και την καρδιά σου
έρχονται κάθε βράδυ και μου τρων τα σωθικά.
Ξέχασα λίγο χθες, μέσα σε λαϊκά τραγούδια
χόρεψαν όλα μου τα βάσανα ζεϊμπέκικο
μα αργά η ρετσίνα ξανάγινε φαρμάκι.

ΕΠΑΝΑΠΑΤΡΙΣΜΟΣ

Κρυφά κρυφά ανθίζω πάλι στη σκέψη σου
παίρνω ξανά λίγη επαφή με το στίγμα της καρδιάς σου∙
η εποχή που έκλεισε αρκεί
δεν θα μπορέσει βέβαια ξανά να αγρυπνήσει
τα κύτταρά σου σβήσαν στο κορμί μου
φύγαν κι οι πιο μικρές εστίες επαφής σου
–στοργή που είχα μυστικά αποταμιεύσει–
μα εσύ σιγά σιγά ακονίζεις τις τύψεις μου
περνάει καιρός – μαχαίρι και λαβωματιά.

ΘΕΛΩ ΕΝΑΝ ΣΤΙΧΟ

Θέλω μια σάρκα αδιάφθορη, ξεσκούριαστη
και χείλια αφίλητα στον ήλιο
για να φθείρω.
Θέλω ένα σώμα ολάνθιστο, ξεκούραστο
να ζωγραφίζει τις πτυχές του
στα σεντόνια.
Και όλα αυτά να γίνουν στίχοι σαν καρκίνωμα γεροί
να συμβολίσουν τα βραχνά σου καλοκαίρια.

ΔΕΝ ΚΑΝΩ ΓΙΑ ΚΑΝΕΝΑΝ

Πάρε τα μάτια σου από μένα, μην κοιτάς
ένας θεός ξέρει αν το βλέμμα σου θ’ αντέξω.
Δεν έκανα για σένα εγώ, δεν ήμουν για στήριγμα
γιατί εγώ δεν κάνω για κανέναν.

ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ

Το καλοκαίρι είναι παράθυρο που φέρνει
φώτα πιο δυνατά απ’ τον ήλιο και καπνούς
από φωτιές που καίγονται στ’ αλώνια.
Το καλοκαίρι σκόρπισε στη νύχτα
για ν’ ανέβει τις σκάλες του κορμιού σου
και σαν χαρτόσημο επάνω να κολλήσει
σαν μέδουσα σε φθινοπωρινό κολυμβητή.
Για να δοθείς αχόρταγα, να πυρπολήσεις
τη θάλασσα, τα δάση, τις αφές.
ΠΗΓΗ ΓΙΑ ΠΑΛΙΕΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ: https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=8471.0

ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΕΓΡΑΨΑΝ:

Πέτρος Γκολίτσης,
Γράμμα στον ποιητή Γιάννη Καρατζόγλου,

Τετάρτη, Ιανουαρίου 03, 2018 
http://www.thraca.gr/2018/01/blog-post_3.html
Θεσσαλονίκη, 3/1/2018
Αγαπητέ κ. Καρατζόγλου, έλαβα σήμερα το νέο βιβλίο σας και πολύ σας ευχαριστώ. Το διάβασα μονομιάς και με πολύ ενδιαφέρον. Θα έλεγα πως η θεματολογία της απεικόνισης του ισόβιου τοπίου, που προτιμήσατε, στις “Εγγραφές κλεισίματος”, είναι μια σχεδόν “πιστή” μετα-ιμπρεσιονιστική αναπαράσταση λεπτομερειών, με τη χρήση της μνήμης που ξαναπαίζει την κασέτα προ του τέλους. χωρίς μάλιστα “να προσδοκάται άνοιγμα νέας χρήσης…”, γεγονός που καθιστά το βιβλίο πολύ ανθρώπινο και συγκινητικό. Ο ίδιος ο τίτλος μάλιστα είναι επίσης πολύ συγκινητικός και ιδιαίτερος, μεταστοιχειώνοντας την λογιστική ορολογία σε ποιητικό κατόρθωμα. Η λεπτομερειακή καταγραφή, ανθρώπων, βιωμάτων, καταστάσεων, συναντήσεων, ροών, ροπών και αντι-ροών σε ανάλογη κλίμακα του συναισθηματικά φορτισμένου παρόντος στον ποιητικό καμβά, επίσης εντυπωσιάζει και αγγίζει πολλές χορδές του “ψυχισμού” του αναγνώστη, τον οποίο και μεταθέτει προ του δικού του τέλος, εφόσον κατορθώσει να διασχίσει ένα αντίστοιχα “ικανοποιητικό” μέρος της βιο-γραμμής του.
Πρόκειται θα έλεγα, για να συνεχίσω, για μια ποίηση που υπογραμμίζει τη σημασία των έργων μικρής κλίμακας, αντί των έργων μνημειακού χαρακτήρα που φαντάζουν ξένα στην εποχή μας. Ενδεικτικά ξεχωρίζω και παραπέμπω στα ποιήματα “Υπνοβασίες”, “Ο χρόνος”, “Μετά την καταστροφή” [τα οποία και παρατίθενται στο τέλος]. Οι «κλειδώσεις της ωμοπλάτης» που πονούν και υπόσχονται φτερά, μας περνούν σε μια ονειρική διαδρομή όπου όντως αξιώνει το “print κατευθείαν απ’ τον όνειρο”, και από εκεί με τα λίγα κέρματα που επαρκούν μόνο για να αγοράσει ο ομότεχνος των Δημουλά, Μέσκου και Κουγιουμτζή, Γιάννης Καρατζόγλου, τα λογοτεχνικά τους βιβλία, περνάμε στο ντοστογιεφσκικό, αλά Ιβαν Καραμαζώφ αδιέξοδο, στο “Σύνδομο της Δευτέρας” όπου διαβάζουμε:
«Και καταλήγει αυτό το φριχτό όνειρο, να είναι, υποτίθεται, Δευτέρα, να τον έχει σηκώσει συνοφυρωμένος ο Μέγας Καθηγητής και να τον ταπεινώνει: “γιατί μας ήρθες πάλι απροετοίμαστος εδώ πάνω, παιδί μου;”
Αν δεν έχετε δει την ταινιά “Lucky” του Τζον Κάρολ Λιντς, την παίζει αυτές τις μέρες στο σινεμά, θα σας πρότεινα να την δείτε. Κινείστε στο ίδιο κλίμα. Mε τρόπο συμπληρωματικό. Με αγάπη και εκτίμηση. Όλα τα παραπάνω τα έγραψα μονομιάς. Πατάω enter, δηλ. σας τα στέλνω, και έπειτα τα διαβάζω.
Δικός σας.
Πέτρος

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.