ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΑΤΖΗΠΑΠΑΣ

Ο Χρίστος Χατζήπαπας γεννήθηκε το 1947. Σπούδασε Κτηνιατρική στη Σόφια όπου αργότερα έκανε μεταπτυχιακά. Εξέδωσε τρεις ποιητικές συλλογές, τρία μυθιστορήματα και πέντε συλλογές διηγημάτων.
Δύο μυθιστορήματα και δύο συλλογές διηγημάτων του τιμήθηκαν με Κρατικό βραβείο. Ένα βιβλίο του με διηγήματα από όλες τις συλλογές διηγημάτων εκδόθηκε στα Αγγλικά με τον τίτλο Like a discus thrower, εκδ. Αρμίδα.
Ξεχωριστά ποιήματα και διηγήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες
Ο Χρ. Χατζήπαπας διετέλεσε για πολλά χρόνια Πρόεδρος της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου και είναι μέλος της συντακτικής επιτροπής του λογοτεχνικού περιοδικού Νέα Εποχή. Το 2017, του απονεμήθηκε το Βραβείο «Γ.Φ. Πιερίδης» της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου για τη συνολική προσφορά του στα κυπριακά γράμματα.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Ενδοσκόπιο, Ποιήματα, Λευκωσία 1969
Εισαγωγή στην τραγωδία, Ποιήματα, Λευκωσία 1979
Το μεγάλο ψέμα, Διηγήματα, Σύγχρονη Εποχή, 1981
Εντελώς Φυσιολογικός, Διηγήματα, Λευκωσία, 1984
Το χρώμα του γαλάζιου υάκινθου, Μυθιστόρημα, (Καστανιώτη), 1989
Στην Ολκό του μαύρου φεγγαριού, Μυθιστόρημα, (Δελφίνι), 1993
Στο μάτι του φιδιού, Μυθιστόρημα, (Καστανιώτη) 2000
      Βουλγαρική έκδοση, (Μπαλκάνι), 2003
Έρως εν καμίνω. Διηγήματα, (Λιβάνη), 2001
Like a discus thrower, short stories, (Armida), 2009
To ασταθές βήμα, Διηγήματα, (Γαβριηλίδη)ς, 2009
      Βουλγαρική έκδοση, (Πλάμακ), 2010
      Τουρκική έκδοση, (ISIK KITAVEVI), 2013
      Γαλλική Έκδοση, (Kallimages), 2014
Τα πηγάδια της ιστορίας, Ποιήματα (Γαβριηλίδης) 2012
Αλλόφυλοι εραστές, Διηγήματα, (Γκοβόστη) 2018
Το χρώμα του γαλάζιου υακίνθου, Μυθιστόρημα  (Γκοβόστη) 2019
Λύπη τις νύχτες, ποίηση  ( Γκοβόστη 2021)
Καλύτερα να μην συναντιόμασταν  ( Γκοβόστη 2023)

.

.

ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΜΗΝ ΣΥΝΑΝΤΙΟΜΑΣΤΑΝ… (2023)

ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ
ΤΑΚΗΣ ΧΑΤΖΗΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
συγγραφέας, ερευνητής

Ο Χρίστος Χατζήπαπας στο «Καλύτερα να μην συναντιόμασταν» λέει πράγματα που καμιά ιστορία, καμιά μελέτη, καμιά επιστημονική έρευνα
δεν μπορεί να πει, να εκφράσει. Απλώνει τη γραφή του στο πέλαγος της ψυχής του ανθρώπου και των αισθημάτων του όταν συναντώνται με τα
συμβάντα. Ξεκινά απλά με μια ανθρώπινη παρουσία για να την κάνει ιστορία, έρωτα, μέσα σ’ ένα κόσμο που γίνεται όλο και πιο σκληρός και
πιο αδυσώπητος… Ο έρωτας; Ναι, μέσα από τον έρωτα ευαισθητοποιείται ο άνθρωπος, εκτίθεται, γίνεται ευάλωτος και ζει πιο έντονα όσα
συμβαίνουν γύρω του. Χωρίς έρωτα θα ήταν απλά μια θλιβερή πορεία. Με τον έρωτα γίνεται τραγωδία. Κινητοποιούνται τα πάντα στα πιο
ακραία σημεία της ύπαρξης του ανθρώπου.
Έζησα έντονα τους ήρωές του. Τους έκανα δικούς μου συντρόφους, πλάσματα υπαρκτά της δικής μου ζωής. Καταφέρνει ο Χρίστος Χατζήπαπας, να τους δώσει υπόσταση, πνοή και ζωντάνια. Να τους συνδέσει εξελικτικά με τον τόπο και τη μοίρα του. Να τους κάνει από απλά πλάσματα, εκφραστές του τόπου και ενός λαού. Το μυθιστόρημά του είναι το μυθιστόρημα της Κύπρου και του λαού της… Νιώθω τυχερός που είμαι ανάμεσα σε αυτούς που πρωτοδιάβασαν το βιβλίο που θα γίνει βιβλίο της Κύπρου.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΛΕΣΚΗΣ
ποιητής

[…] Δυνατοί έρωτες με τη βιωμένη Ιστορία μπλεγμένη στα πόδια τους. Έπιασα τον εαυτό μου να συμμετέχει ως ήρωας στη δράση. Ως νεαρός
ποιητής στην Κερύνεια, αργότερα με την εισβολή, ως στρατιώτης στο τάγμα του Αλευρομάγειρα, από τους ελάχιστους έλληνες αξιωματικούς που
αντιτάχθηκαν στην προδοσία και κράτησαν τη Λευκωσία. Τέλος ως αυτόπτης μάρτυρας μιας τρομαχτικής λεηλασίας. Ένα κλεμμένο κυπριακό λεωφορείο να περνά μπροστά στα μάτια μου στην Κωνσταντινούπολη ενώ μέσα μου την ίδια στιγμή να κυκλοφορεί το ποίημά μου «Ταξιδεύοντας προς την Οδησσό»…

ΜΕΡΟΣ I    0 ΕΡΩΣ

(Σελ. 203-209)

Η Ελπίς χαιρόταν τον καρπό της κοιλίας της που κατέβηκε στον κόσμο αποφασισμένος να διεκδικήσει. Δεν είχε αποφασιστεί το όνομα, Στάθης ή Αδριανός. Τελικά χάσαμε και οι δύο, αν κρίνω από κάτι ψιθυρίσματα της μάνας του. Ορθώς! Επικροτήσαμε και οι δυο, αφού προτίμησαν να δώσουν στον μικρό το όνομα του χαμένου αδερφού του. Μια μέρα ο Αλέξης το πρόβαλε στην παρέα χωρίς δισταγμό. Το υποδεχτήκαμε με χαρά. Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Αρίστου.
Τον ρώτησα αν θα ήθελε να έρθει μαζί μου στην κηδεία του ξαδέρφου μου στην Παρεκκλησιά, εκείνο το απόγευμα.
Πριν από τρεις μέρες δυο άνδρες της ΕΟΚΑ Β’, ντυμένοι αστυνομικοί, ανέκοψαν το αυτοκίνητο του Αντώνη κοντά στο χωριό. Συνεπιβάτες η Ι6χρονη κόρη του, η Λευκή κι ο πεθερός του. Τους ανάγκασαν να κατέβουν στη μέση του δρόμου και τον διέταξαν να τους μεταφέρει ο ίδιος στο χωριό. Χάθηκαν τα ίχνη του. Μετά από δύο μέρες, βρέθηκε από ένα βοσκό σε ερημική τοποθεσία με το σώμα του διάτρητο από σφαίρες. Η ΕΟΚΑ Β’ δολοφόνησε τον ξάδερφο, γιατί υποψιαζόταν πως είχε δώσει στην αστυνομία πληροφορίες για τις αντάρτικες ομάδες που είχαν κυριολεκτικά διαλυθεί από το Εφεδρικό, πριν από κάποιους μήνες. Τότε που ο Γρίβας είχε κιόλας διατάξει την εξόντωση του «αποτυχημένου» τοπικού αρχηγού τους, θυμάσαι. Μόλις που τη γλίτωσε, με την παρέμβαση του υπαρχηγού του, του Καρούσου.
«Θα ήθελα να είμαι κοντά στην Έλπις. Ανησυχεί», δικαιολογημένος ο Αλέξης.
«Καταλαβαίνω. Δεν μπορώ να φανταστώ τη Λευκούλα να κλαίει. Ένα κορίτσι που δεν έκλαψε ποτέ στη ζωή της. Πάντα γελούσε».
«Θες να ρωτήσω τον Φίλιππο;» και βάλθηκε να σχηματίζει τον αριθμό.
Δεν ήταν σπίτι. Το σήκωσε η Αδριανή. Της είπε τον λόγο που τον ήθελα. Ζήτησε να μου μιλήσει εκείνη.
«Δεν μπορώ να φανταστώ τη Λευκή, να κλαίει. Ένα κορίτσι που δεν έκλαψε ποτέ. Πάντα γελούσε». Ούτε καν έκανα προσπάθεια να προσαρμόσω αυτά που μόλις έλεγα στον Αλέξη. Εκείνη φάνηκε να μην καταλαβαίνει. Πήρε ξανά το ακουστικό ο Αλέξης κι άρχισε να εξηγεί τα λόγια μου.
«Αν δεν έχει ένσταση, να πάω εγώ μαζί του. Και εξηγείς εσύ στον Φίλιππο, όταν επιστρέφει. Δεν θ’ αργήσει».
Βυθομέτρησα την καλή της πρόθεση. Δεν ήθελε να με αφήσει μόνο. Ο Αλέξης με κοίταξε πάλι με μια υποψία στο βλέμμα, όπως τότε. Ευχαρίστησα και τους δύο κι έφυγα. Η Έλπις μου χαμογέλασε γλυκά, συγκρατημένα.
«Κουράγιο!» είπε, κλείνοντας την πόρτα πίσω μου.
Η Λευκή είναι το αγαπημένο μου ανιψάκι. Πανέμορφη, γλυκιά, πανέξυπνη. Άριστη μαθήτρια. Συχνά έλεγε πως θα ακολουθούσε τα βήματά μου κι αυτό με κολάκευε. «Να ξέρω όσα κι εσύ, θείε. Θα γίνω φιλόλογος».
Η Αδριανή χαιρόταν με όσα άκουγε για την ανιψούλα μου, περίμενε να τη δει, αλλά με την προσμονή της ανείπωτης θλίψης. Ήθελε να την κρατήσει στη σκέψη της με όσα καλά απαριθμούσα γι’ αυτήν. Αδυνατούσε συνειδητά να τη φανταστεί αλλιώς.
«Μα γι’ αυτό ζήτησα βοήθεια».
Κόσμος πολύς γύρω από την εκκλησία. Κάποιοι καταριόντουσαν φωναχτά τους δολοφόνους και τον Γρίβα. Η γυναίκα του, ξαδέρφη μου, τους κατονόμαζε κιόλας. Οδυρμός πολύς. Έκλαιγε κι η Λευκή. Βουβά. Απίστευτα πράγματα. Ενώ προχωρούσα προς το μέρος της με είδε κι έτρεξε κατά πάνω μου, άρχισε να με φιλά κλαίγοντας. Γοερά.
«Σε περίμενα, θείε μου. Δεν θα τον θάβαμε, αν δεν ερχόσουν…» Κάποτε με προσφωνούσε θείο και συχνά με τ’ όνομά μου, σκέτο.
«Πώς να μην έρθω, Λευκούλα μου;» Κι άρχισα κι εγώ να φιλώ τα δάκρυά της, που σμίγανε με τα δικά μου.
Σαν σήκωσα το βλέμμα είδα και την Αδριανή να δακρύζει. Μ’ έζωναν τύψεις. Θα της κάνω κανένα κακό, πέρασε από τη σκέψη μου. Η καθυστέρηση, που είχε παρατραβήξει αυτή τη φορά, ποιος ξέρει τι να σήμαινε; Μπορεί να ήταν και η ποθούμενη. Η Λευκή την κοίταξε κάποια στιγμή περίεργα, κι αμέσως εμένα.
«Είναι φίλη, γυναίκα ενός καλού φίλου».
Η απορία της κατευνάστηκε κι άρχισε πάλι το βουβό κλάμα. «Είναι άδικο, Στάθη μου», κι αφέθηκε με λυγμούς στην αγκαλιά μου. Δεν ξεκόλλησε απ’ εκεί μέχρι που τέλειωσαν όλα. Μέχρι τη ζιβανία και το χαλούμι της παρηγοριάς. Η ίδια μου πρόσφερε και δεύτερο ποτήρι. Ζήτησα και τρίτο. Σ’ εκείνη και στην Αδριανή πρότεινα εγώ κρασί. Καμιά παρηγοριά, όμως. 0 πατέρας, ο άντρας της ξαδέρφης μου, είναι τώρα στο χώμα. Με σταυρωμένα τα χέρια, τον φαντάστηκες, προσεύχεται για την πατρίδα που κινδυνεύει όσο ποτέ άλλοτε.
Με φίλησε ξανά, ήξερε πως δεν μπορούσα να μείνω άλλο. Το ίδιο κι η μάνα της, στο εξής χήρα πολέμου. Χήρα τρομοκρατίας. Κοίταξε και την Αδριανή και
ευχήθηκε και στους δυο «καλό ταξίδι».
«Σου υπόσχομαι, θα έρχομαι πιο συχνά. Λευκή!» απευθύνθηκα και στη μάνα της.
Δεν με άφηνε να φύγω. Μου κράτησε ξανά το χέρι. Η Αδριανή δάκρυσε πάλι.
Στο αμάξι σκεφτόμουν το λάθος μου. Γιατί έπρεπε να έρθει μαζί μου; Γιατί δεν την εμπόδισα; Μαύρες σκέψεις μπαινόβγαιναν στο κεφάλι μου. Κάποιες απ’ αυτές ρωτούσαν, άλλες μένανε βουβές.
Κάποιες φορές ήμουνα προφητικός. Τις προάλλες έλεγα πόσο δύσκολο μου ήταν να έρχομαι στο χωριό. Είχα δίκιο. Ο τόπος έχει γίνει κόλαση. Και πού θα μας βγάλει αυτό;
Της έπιασα το χέρι. «Γιατί έπρεπε να έρθεις μαζί μου;»
«Γιατί το είχες ανάγκη, άγγελέ μου. Το ένοιωσα. Αλλά, ας πούμε κάτι πιο ευχάριστο, ίσως ξεφύγουμε. Η Έλπις χαίρεται με τον… Άριστο».
«Χάσαμε και οι δυο. Μάλλον θα είσαι εσύ η νονά»
«Ο Αλέξης ήθελε πολύ να του δώσει το όνομα του αδερφού του. Του Άριστου».
«Nomen est omen! Και καλά κάνει».
«Δηλαδή;»
«Το όνομα είναι πεπρωμένο… Σε σένα ταίριαξε απόλυτα».
«Τι θες να πεις;»
«Φαντάστηκες να μη λεγόσουν Αδριανή, να μην μπλεκόταν κανένας Αδριανός στα πόδια μας, με τα Ελευσίνια Μυστήριά του; Ίσως και να μην φτάναμε πουθενά εμείς οι δυο… Να μην συναντιόμασταν καν. Να μην είχαμε συνέχεια. Τώρα, μας καθορίζει. Και τους δύο».
«Πόσο αληθινό ακούγεται…» έφερε το χέρι της στο δικό μου. Το τράβηξε κοντά της και το φίλησε.
Πλησιάζαμε.
«Πάντως η ανιψούλα σου είναι πολύ γλυκιά. Όσο μπορεί να είναι ένας απαρηγόρητος άνθρωπος», προσθεσε.
«Θα την καλέσω ένα Σαββατοκύριακο. Ποτέ δεν έχει έρθει στην Κερύνεια. Να ξεσκάσει λίγο».
«Και πού θα την βολέψεις;»
«Είναι ένα δωμάτιο στον ξενώνα που μένει συχνά άδειο. Μπορεί να το αγκαζάρω».
«Πάντως στο σπίτι υπάρχει δωμάτιο. Είναι ευπρόσδεκτη».
Φτάσαμε.
«Ελπίζω να μην σου προκάλεσα κανένα κακό. Θέλω να μπω. Να ευχαριστήσω τον Φίλιππο. Είναι χρυσό παιδί…» Τη φίλησα για ευχαριστώ. Το φιλί τούτο διαφέρει από άλλα… Το δέχτηκε με κατανόηση και ανταπέδωσε.
Να είσαι καλά, Στάθη μου. Όλα θα περάσουν… Ο πόνος ξεθωριάζει με τον χρόνο».
Ο Φίλιππος μας καλοδέχτηκε.
«’Ελα, καλή μου!» της πρόσφερε καρέκλα να καθίσει. Τη φίλησε στο μάγουλο.
«Κάθισε», μου έδειξε τον καναπέ του χολ. απέναντι της. «Θα μπορούσα να έλθω μαζί σου, μα δεν πρόλαβα. Και θα απάλλασσα την Αδριανή. Που πρέπει να αποφεύγει τις δυνατές συγκινήσεις…»
Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Είχε δίκιο.
Είναι αυτά που γυρόφερναν στο μυαλό μου σε όλο τον δρόμο. Η Αδριανή, όμως, συνοφρυώθηκε. Τον κοίταξε αμήχανα και χαμογέλασε. Δεν μπόρεσα προς στιγμή να ερμηνεύσω εκείνο το χαμόγελο.
Λες και ήταν έγκυος, την πρόσεχε από βροχή και ήλιο. Κι άλλες φορές είχε καθυστέρηση και μπήκε στην κλινική, τάχα, για αποβολή. Μια σκέτη απόξεση, δηλαδή.
«Από πού κι ως πού περιμένω παιδί;» μου είπε αργότερα η ίδια, μια μέρα που συναντηθήκαμε «τυχαία» κάτω στο λιμανάκι. Το «τυχαία» αυτοδιαψεύδεται,
αφού την είδα από το μπαλκόνι μου και την ακολούθησα. Δεν είχε επιστρέφει στον «καθορισμένο χρόνο», όπως κάθε φορά, τελευταία. Κατάλαβα. Κατέβηκα εγώ να τη βρω. Ήταν με τον άντρα της.
«Τι θες να πεις;» Τη ρώτησα, όταν εκείνος αντάμωσε τυχαία κάποιο φίλο κι απομακρύνθηκε.
«Μα δεν έχουμε συνευρεθεί εδώ και δύο μήνες».
Δεν είπα τίποτε. Έμεινα σιωπηλός. Την περίμενα να συνεχίσει.
«Είναι πολύ καλό παιδί και τον αγαπώ», είπε απρόκλητα. «Σαν μεγάλο αδελφό. Ξέρεις πως δεν έχω αδελφό, ούτε αδελφή. Είμαι μοναχοκόρη. Κι αυτός μ’ αγαπά».
Και τι παιδί περίμενε; Σκεφτόμουν μόνος. Η δική μας συνεύρεση ήταν τόσο κοντά για ν’ αφήσει αποτύπωμα. Η επέμβαση μια απλή απόξεση. Για να προετοιμαστεί για την επόμενη φορά που θα μου πέταγε μακριά το πλαστικό… Βιαζόμουν, όμως, να κλειστώ στο δωμάτιο με το ραδιοφωνάκι μου. Είχα ακούσει μια συνομιλία από δίπλα. «Παγαίνετε κι εσείς ν’ ακούσετε.
Κάτι συμβαίνει στην Αθήνα. Πέφτει η Χούντα». Ο Φίλιππος δεν κρατιόταν, περισσότερο από μένα.
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου κράτησε κάποιες μέρες. Πολλά θύματα. Ευτυχώς, μήτε εγώ μήτε ο Αλέξης είχαμε κάποιον κοντινό φίλο ανάμεσά τους. Μα η κατάσταση ήταν τραγική και λυπηρή. Σαν κάποιο αόρατο και παντοδύναμο χέρι να προγραμμάτισε αυτόν τον ξεσηκωμό, σαν άνεμος επακμάζων, (χρησιμοποίησα τον μετεωρολογικό όρο), που κόπασε σε λίγο κι άφησε πίσω του συντρίμμια – ανάμεσά τους, σαν φύλλο φθινοπωρινό, τον πανίσχυρο δικτάτορα Παπαδόπουλο.
«Φαίνεται πως κρίθηκε ανίκανος να παίξει το αιματηρό παιγνίδι του Κίσινγκερ και της CIA», είπε ο Φίλιππος.
«Παρόλο που είχε μιλήσει για την οδαλίσκη, που θα τη μοιραζόντουσαν φιλικά με την Τουρκία», τους το θύμισα. «Άλλαξε, φαίνεται, ρότα, γι’ αυτό τον φάγανε».
«Την οδαλίσκη την προέβλεπε και το Σχέδιο Άτσεσσον, που είχε απορρίψει κάποτε ο Μακάριος», κατέληξε ο Αλέξης.
«Σε λιγότερο από μια βδομάδα όλοι κάθισαν στον πάγκο τους», είπε ο Αλέξης, κάνοντας χιούμορ, επειδή το γέλιο ευδοκιμεί στις τραγωδίες, «Το φύλλο το φθινοπωρινό χάθηκε στο διπλανό χαντάκι, μ’ ένα απλό σημείωμα
του Ανατέλλοντος Ηλίου, του Δικτάτορα Ιωαννίδη». Που διόρισε κιόλας πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Στρατηγό Γκιζίκη. 0 οποίος διαβεβαίωνε κιόλας τον Μακάριο, ρίχνοντάς του στάχτη στα μάτια, για τη βαθιά εκτίμηση
που έτρεφε στο πρόσωπό του. Το κεφάλι του, όμως, θα ήθελε να του αποσταλεί κάποιαν ώρα, κι ας μην βιαζόταν, σ’ ένα δίσκο, όπως το κεφάλι του Ιωάννη του Βαπτιστή που το είχε ζητήσει η Ηρωδιάς. Κάναμε πλάκα οι τρεις φίλοι, με τις γυναίκες, όμως, παράμερα, για λόγους ευνόητους, μακριά από τις μακάβριες προβλέψεις μας.

ΜΕΡΟΣ II   0 ΠΟΛΕΜΟΣ

(Σελ. 283-285)

Πέρασαν άλλες δυο μέρες. Τι να έκανα εκεί, μύγα χωρίς κεφάλι; Γύρισα στο χωριό. Ένα-δυο μπλόκα που συνάντησα τα φύλαγαν ένοπλοι πραξικοπηματίες.
Αυτοί έλεγχαν τα μετόπισθεν. Εκεί στα μπλόκα συνάντησα κι έναν τύπο, που, γιατί όχι, μετά από χρόνια θα αναρριχείτο στα ύψιστα δώματα του τόπου. Περίμεναν τη δεύτερη εισβολή με τη λήξη της εκεχειρίας. Για να διώξουν πίσω όσους τυχόν λιγοψυχήσουν. Είχαν ασκήσει αυτόν τον ρόλο και με την πρώτη εισβολή. Τους είπα πως ο πατέρας μου ήταν στα τελευταία του και
πως πήγαινα να φέρω το φύλλο πορείας. Με άφησαν να περάσω. Περνώντας μπροστά από τον τηλεφωνικό θάλαμο του χωριού σταμάτησα. Όταν μπήκα μέσα, θυμήθηκα πως δεν υπήρχε κανένας που θα απαντήσει στο τηλεφώνημά μου.
Η Κερύνεια πρέπει να είχε ήδη βομβαρδιστεί, μπορεί όμως και όχι αφού ο κόσμος όπου φύγει φύγει. Τι κάνεις, τρελάθηκες; Ευχόσουν μόνο η Αδριανή να το είχε σκάσει με τους γονείς της μετά και την προειδοποίηση της Μαύρης Τουλίπας, με τις πληροφορίες που είχε από τον άνδρα της.
0 πατέρας μας άφησε χρόνια. Τον θάψανε πριν από δυο μέρες. Πέρασα κι από την ξαδέλφη. Είπε πως οι ένοπλοι περνούσαν τακτικά, για να… επιθεωρήσουν
τον νεκρό άντρα της, που είχε δολοφονηθεί πριν από δύο χρόνια.
Πήρα τη Λευκή από το χέρι και μια δέσμη από ροζ, άσπρο και κόκκινο γεράνι από την αυλή της και τραβήξαμε για το νεκροταφείο. Της θύμισα τους τραγικούς κολοκυθανθούς. Αν τους είχα, θα τους έβαζα στον τάφο του πατέρα. Άρεσαν και σε κείνον τα γεμιστά.
Με ρώτησε ποια ήταν η τύχη τους. Απάντησα πως του είχα ρίξει κάτω και τους τσαλαπάτησα σαν αγριόχοιρος. Αφού πρώτα είχα πει στην Αδριανή πως εσύ του έστελνες, για να τους γεμίσει.
«Και τι σου είπε;»
«Πως στην Κερύνεια γιόρταζαν την πτώση του… τυράννου».
Στην επιστροφή από το κοιμητήριο φίλησα τη μάνα, της είπα πως τώρα αρχίζει ο πόλεμος. «0 Θεός βοηθός, γιε μου, όπου παν οι νέοι ούλλου του κόσμου να πάει.,τζι’ εσού… η πατρίδα χρειάζεται σε…»
Δεν ήξερε ποιοι μας είχαν φέρει τον πόλεμο, για να τους καταραστεί. Ούτε ήξερε πως δεν θα «παν οι νέοι ούλλου του κόσμου». Κάποιοι θα κάθονταν στα
μετόπισθεν να επιτηρούν τους άλλους. Πού βρήκε τέτοια λόγια η μάνα, απορούσα κι εγώ και η Λευκή, που με κοιτούσε κι αυτή παράξενα. Παρόμοια κουβέντα μου είχε πει και τότε που θα εκστρατεύαμε μαζί με τον Γρίβα στην Κοφίνου και τον Άγιο Θεόδωρο, το ’67. Και το έβρισκα δικαιολογημένο τότε. Επειδή οι Τούρκοι είχανε ψηλά ένα φυλάκιο με ένοπλους κι απειλούσαν κάθε τόσο να κλείσουν τον δρόμο Λευκωσίας Λεμεσού. Τότε κάναμε τα έξι πέντε, που λέει ο λόγος, διώξαμε την ελληνική μεραρχία από την Κύπρο. Αυτό που επεδίωκαν κι οι Αμερικάνοι. Ένιωσα και μια ενοχή προσωπική, αυτήν που μου αναλογούσε. Και για την εκδίωξη, επίσης, του αρχηγού Διγενή από την Κύπρο.
Θα ήταν τη μεθεπόμενη χρονιά που θα γνώριζα την Ιζόλδη, εκείνη ήξερε: Πως δικτατορία θα πει προδοσία. Θα πει καταστροφή. Τα θυμήθηκα αυτά μπροστά στη Λευκή, πικρογελώντας με τον εαυτό μου.
«Μα θείε, ήσουνα τόσο αφελής;»
Τι να της πω. «Όλοι περνάμε κάποτε κάτω από την ομπρέλα της αφέλειας, κορίτσι μου, έθνη ολόκληρα κι η ανθρωπότητα ακόμη». Δεν ήμουνα σίγουρος αν η ερμηνεία μου εμπεριείχε κάποιο ελαφρυντικό ή ήταν απλώς φτηνή δικαιολογία. 0 θάμνος φιλοξενούσε ακόμη τη στολή και τα γυαλισμένα παπούτσια μου. Τα πήρα μαζί μου. Δεν συνέχισα προς τον κύριο δρόμο.
«Μην ξαναγελαστείς», είχε πει η Λευκή. «Στον ερχομό παρά τρίχα γλίτωσες. Μην ξαναπεράσεις μπροστά από το φυλάκιό τους. Κάτι ακούστηκε για τη
δολοφονία τεσσάρων αντιστασιακών». Μου είπε για τους ψιθύρους στο χωριό, που είχαν ξεκινήσει από τη δυσοσμία της πτωμαΐνης.
Υπάκουσα. Πήρα ένα χωματόδρομο που με έβγαλε μακριά από το φυλάκιο των… πατριωτών. Μπορεί όντως η Λευκούλα να μου είχε γλιτώσει τη ζωή.

(Σελ. 302-304)

Μας πέρασαν από το κέντρο, πλατεία Σεραγίου, για ν’ απολαύσει το πλήθος το θέαμα. Ή άφησαν κάποιους εκεί από τους αιχμαλώτους για… άλλη χρήση. Ένας νεαρός μας κοίταξε με ξεκάθαρη ικανοποίηση. Κι εγώ τον είδα από μια χαραμάδα που άφηνε η μαντήλα στα μάτια μου.
«Ππάλα, ρε, ππάλα», που θα πει «τσεκούρι σας πρέπει!» κι έκανε και τη σχετική χειρονομία, πώς κόβουν ένα κεφάλι… Φανταστική στιγμή εκδίκησης.
Πάλι πίσω, μέσα από το Καϊμακλί, στις Χαμίτ Μάντρες, τουρκοκυπριακό χωριό. Εκεί θάψανε και κάτι δικούς μας, το ’64. Σ’ ένα τεράστιο χωράφι περιφραγμένο με χαμόκλαδα πολλοί αιχμάλωτοι. Ήρθε να μας μιλήσει ο πιλότος του ελικοπτέρου που προσγειώθηκε δίπλα.
«Εσείς, που θέλατε να εξοντώσετε τους αδελφούς μας Τούρκους στην Κύπρο, τώρα είσαστε αιχμάλωτοι πολέμου και θα σας ανταλλάξουμε με δικούς μας. 0
πόλεμος τέλειωσε!» ακούστηκε ευφρόσυνα ο μεταφραστής. Και στη συνέχεια κατέληξε:
«Όταν τελειώσουν αυτά, που εσείς τ’ αρχίσατε, επειδή θέλατε την Ένωση, θα είμαστε πάλι φίλοι. Ελλάδα και Τουρκία θα πρέπει να γίνουμε ξανά καλοί
γείτονες».
Όπως μας συμβούλευαν πάντα οι Καραμανλής, Παπανδρέου και λοιποί σώφρονες, αλλά εμείς ακούγαμε την ανεγκέφαλη Εθναρχία και τον Γρίβα.
Δεν θα ξεχάσω την αφήγηση του Μίκη Θεοδωράκη που πήγε ως προσκεκλημένος του Σαμψών να δει τα… θαυμαστά έργα του στην Ομορφίτα. «Την άλλη μέρα ήμουν με τον Μακάριο και του λέω: Γνώρισα τον Σαμψών. Έμαθα ότι αυτός έχει τον στρατό, αλλά τρόμαξα, γιατί αυτός είναι τουρκοφάγος. Μου είπε να πάμε μαζί να φάμε έναν Τούρκο, μετά μου έδειξε τα “ανδραγαθήματά” του. Τι είναι αυτά; Πού πάμε;»
«Δυστυχώς», μου λέει ο Μακάριος, «είμεθα τελείως απροστάτευτοι. Από την άλλη μεριά οι Τούρκοι οπλίζονται, ενώ εμείς δεν έχουμε κανέναν. “Τι θα κάνουμε;” Ήταν φοβερό. Πήρα τότε στο τηλέφωνο τον πρωθυπουργό Παπανδρέου και του λέω: “Σας παρακαλώ πολύ, εδώ έχουμε αυτές τις προκλήσεις των Τούρκων, κατεβαίνουν τα αεροπλάνα και μας κάνουν πόλεμο
νεύρων. Στείλτε μας και εσείς δυο τρία αεροπλάνα ελληνικά, για να αναθαρρήσει εδώ κάτω ο ελληνισμός”.
Και τι μου λέει ο Παπανδρέου; “Θα ήθελα πάρα πολύ, αλλά τα κλειδιά όπου φυλάσσονται τα καύσιμα των αεροπλάνων τα κρατάνε οι Αμερικανοί, δεν μπορώ να σας στείλω αεροπλάνο!” Με τα παρακάλια μου έστειλε τελικά ένα εκπαιδευτικό, εμφανίστηκε το εκπαιδευτικό και βγήκαμε όλοι στους δρόμους… είχε τα χρώματα της Ελλάδας και πανηγυρίζαμε. Ξαφνικά, όμως, εμφανίστηκαν τα τουρκικά αεριωθούμενα και πέρασαν δέκα μέτρα από πάνω του κι αυτό διαλύθηκε στον αέρα. Αυτή είναι η κατάσταση, ·μόνο ο Σαμψών μάς μένει, αυτόν έχουμε ». Τους διακόσιους κοκκινοσκούφηδες του Λυσσαρίδη, τους είχε παραλείψει.
Έπεσε πολύ χειροκρότημα. Προφανώς από εμάς. Κάποια ανακούφιση φύσηξε από τον αέρα των ελίκων που ακόμη γύριζαν. Μας φόρτωσαν και μας ξυλοφόρτωσαν άγρια στα καμιόνια. Μας ξεφόρτωσαν και πάλι μας ξυλοφόρτωσαν στο γκαράζ Παυλίδη, όπως μας το ονόμασαν οι άλλοι αιχμάλωτοι. Σε ειρηνικές εποχές πρέπει να χρησίμευε ως αποθήκη και μηχανουργείο αυτοκινήτων με Έλληνες ιδιοκτήτες. Βρώμα και δυσωδία, παντού λάδια. Ευτυχώς, κάποια στιγμή κατέφτασε ένα κτηνοτροφικό βυτιοφόρο, έβαλε νερό σε κάτι βαρέλια και μας είπανε πως μπορούμε να πιούμε από ένα τενεκεδάκι μόνο. Με τέσσερις ελιές και μισή φέτα ψωμί την ημέρα. Τουρκοκύπριοι αστυνομικοί άρχισαν μια ατέλειωτη καταγραφή. Σημάδι καλό, χωρίς να ξέρουμε γιατί. Γραμμένος, θα πει πως υπάρχεις.
Ένα αποχωρητήριο για 700 άτομα. Πηλοβατούσαμε για να πλησιάσουμε. Οι διάρροιες μάς καθόριζαν ως ανθρώπους. Και τις φάτσες μας ακόμη.
Ποιος από πού έρχεται, ανταλλάζαμε πληροφορία για την έκταση της κατοχής, το μακελειό στην Άσσια και τον εγκλωβισμό της Καρπασίας από τον εισβολέα. Τη χερσόνησο που θα τους χάριζε ο Άτσεσσον με το σχέδιό του. Αυτά συνιστούσαν το παζλ της καθημερινότητάς μας. Και κατέφθαναν συνεχώς νέες φουρνιές, κάποιοι… εγκαταλείπανε χωρίς επιστροφή. Όπως κάτι Ασσιώτες, που είχαν, φαίνεται… προηγούμενα με τους Τουρκοκύπριους. Άλλοι πάλι ερμήνευαν τις θηριωδίες ως προειδοποίηση, ώστε τα υπόλοιπα χωριά προς την Αμμόχωστο να εκκενωθούν και να εγκαταλειφθούν χωρίς αντίσταση, όπως κι έγινε.
Έκανε την εμφάνισή του κι ο Ερυθρός Σταυρός, χαρά μεγάλη, κάποιοι κατάφεραν να στείλουν ένα ολιγόλογο μήνυμα. Κι η απάντηση σε λίγες μέρες δώρο ζωής. Το όνομά μας θα περνούσε ίσως στον κατάλογο των ζωντανών. Των μελλο-ζωντανών, αντί μελλοθάνατων. Όχι, όμως, και αυτών που αναζητούσαμε εις μάτην, αυτών που υπήρχαν μέχρι χτες κάπου γύρω μας
και τώρα «γιοκ»… Τίποτα. Έγραψα ένα μηνυματάκι για την Αδριανή. Το ξέσχισα. Πού να το έστελνα; Το έστειλα στη Λευκή. Δεν θυμάμαι αν δεν το ξέσχισα κι εκείνο.

ΜΕΡΟΣ III   H ΑΓAΠΗ

(Σελ. 329-334)

Η Λευκή άφησε τη μάνα της να επιστρέφει με το ημιφορτηγάκι της και έγινε συνεπαβάτιδά μου, με μια ασυνήθιστη ευφορία. Προέβλεπα τη δίψα της για ερωτήσεις, ειδικά πάνω στα… επικίνδυνα θέματα. Τα τηρούμενα ως μυστικά ακόμη… και μετά από ένα τέτοιο χαλασμό, μια τέτοια Αποκάλυψη, έναν Αρμαγεδδόνα… Τίποτε δεν είχε μείνει όρθιο. Καμιά αγάπη, κανένας έρωτας. Μέσα σε κείνη την ανυπεράσπιστη από αλήθειες στιγμή. Πώς θα πορευόμασταν από δω και μπρος;
«Θείε, την αγαπάς την Αδριανή;» σκάει μύτη μέσα από τη σιωπή της η Λευκή.
«Μα και βέβαια», της απαντώ σχεδόν ανέκπληκτα κι αφήνοντας τη σιωπή να συρθεί μέσα στον δρόμο μπροστά μας. Εσύ περίμενες άλλου είδους ερωτήσεις.
Αλλά μάλλον, ψέματα λες. Αφού για τα άλλα, τα της αιχμαλωσίας, το είχες κόψει από την αρχή στη μάνα της πως θα βγαίνανε όλα σιγά σιγά κι αβίαστα, το καθένα στον χρόνο του. Αυτό είχες απαντήσει κατά τη διαδρομή Φιλοξένια-Μέσα Χωριό, μένοντας σχεδόν σιωπηλός. Άλλα σκεφτόσουν, πως ούτε καν ζήτησες κάποιο τηλέφωνό της. Κι είπατε με τον πατέρα της πως θα τα λέτε. Πού βολεύτηκε, πού ζει; Αν και το υποψιαζόμουν. Στο κονάκι του Χατζηγιωργάκη Κορνέσιου, όπως το είχατε αποκαλέσει τότε αστειευόμενοι. Τότε που η χαρά έλεγε ό,τι της κάπνιζε, αφορολόγητα. Ούτε καν για τον
Αλέξη ρώτησες, που δεν τον είχες συναντήσει πουθενά στα πεδία των μαχών… και της αιχμαλωσίας. Σαν μείνεις κάπου για καιρό σε έξαλλη κατάσταση, γεμίζεις το κενό με φαντάσματα που σμίγουν το ευφυές με το
ανόητο, μένεις άναυδος, ακαθόριστος, μέχρι να τα διώξεις με το καλό σιγά σιγά.
Σου επέβαλλε προς στιγμή το μυαλό να περιορίσει, τις ερωτήσεις της σε… ανώδυνα θέματα. Μα είσαι σίγουρος πως θα σε ρωτούσε; Ποια είναι, αλήθεια, το ανώδυνα θέματα; Εσύ την είχες διδάξει πως η ερώτηση είναι η βάση της γνώσης. Γι’ αυτό και παρέτεινες τη σιωπή που απλωνόταν μπροστά σου σαν το φίδι της ασφάλτου. Ευτυχώς δεν διαχώρισε το είδος της αγάπης. Παρόλο που ήταν έτοιμη από καιρό να σε ρωτήσει το πιο καίριο. Και πριν από τον πόλεμο. Οι ανθοί της κολοκυθιάς ενείχαν, υποψιάζεσαι, την έννοια μιας
ανθοδέσμης που μιλά από μόνη της. Σμήνος από λουλούδια που πετούν, το είχες σκεφτεί σε μιαν ανύποπτη στιγμή στις φυλακές των Αδάνων. Όπου κάτι αγριομέλισσες πίνανε νερό γύρω από τη βρύση. Τσεσμά τη λέγατε. Τη θυμήθηκες μεταμφιεσμένη σε αγριολούλουδο. Έστω κι αν δεν γέμισαν ποτέ οι ανθοί με νόστιμη γέμιση από ρύζι και κιμά, παρά ποδοπατήθηκαν άγρια έξω από κάποιον τηλεφωνικό θάλαμο.
Μέσα στη σιωπή της ασφάλτου, η Λευκή, αμήχανη μπροστά στη σχεδόν μηδαμινή απάντησή μου, θυμήθηκε το ραδιόφωνο. Ήμουν έτοιμος να της πω, αν δεν της ήταν τόσο απαραίτητο, καλύτερα να το έκλεινε. Οι τελευταίες μου αναμνήσεις από αυτό ήταν η πρωινή προσευχή, οι ψεύτικες ειδήσεις για τα κατορθώματά μας, οι καταρρίψεις εχθρικών αεροσκαφών, το ρίξιμο
των Τούρκων στη θάλασσα…
Μου κίνησε, όμως, την προσοχή. Εκείνη την ώρα μετέδιδαν ανακοινώσεις του Ερυθρού Σταυρού. Ποιος, ποιον δικό του αναζητεί, αν κάποιος τον είχε δει και πού. Οι αγνοούμενοι ήταν πολλοί, ειδικά μετά την παραλαβή εκείνη τη μέρα και της προτελευταίας φουρνιάς από την Τουρκία. Που σημαίνει πως όσοι δεν επέστρεψαν μαζί μας και όσοι αύριο δεν φανούν, είναι αγνώστου
τύχης. Στις πλαγιές του Πενταδάκτυλου, που κοιμήθηκαν κι αυτοί ομαδικά κατά την Κοίμηση της Θεοτόκου, ή στις ακτές της Κερύνειας, τη Λάπηθο, τον Καραβά, τον Άη Γιώργη, τον, και στην πράξη τώρα, Καθαιρέτη
των Ελλήνων. Κι η Καρπασία, η Ακραία Αφροδίτη, ξεχασμένη εκεί που με βάση το Σχέδιο Άτσεσσον οι Αμερικανοί θα εκχωρούσαν επί μισθώσει μια βάση στους Τούρκους. Με αντάλλαγμα, λέει, την Ένωση. Ισότιμο μοίρασμα ανάμεσα σε δυο νατοϊκά κράτη… 0 Μακάριος δεν δέχτηκε. Οι Τούρκοι επίσης. Την ήθελαν από τότε ολόδικιά τους την Καρπασία, τι θα πει επί μισθώσει; Θα τους την προσφέραμε εμείς οι ίδιοι… «τότε θα την πάρουμε…» Κι οι αγαθοί μέχρι βλακείας Κύπριοι ακολούθησαν τις εθνικές επιταγές της Χούντας
ως εθνικά αρνιά, κατά τον εθνικό μας ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη, που έλεγε πως «Δακάτω τούτ’ εν σαν τ’ αρνιά πων χώρκα μαντρισμένα ». Και νυν επί σφαγή, να σαπίζουν στον Πενταδάκτυλο σε άγνωστες χαράδρες και χώματα φιλόξενα.
«Να το κλείσω, Στάθη; Σ’ ενοχλεί; Μεταδίδεται κάθε μέρα από τις δύο μέχρι τις τρεις…»
«Όχι, όχι!» απάντησα εμφαντικά κι έβαλα μπροστά από το κουμπί το χέρι μου να το προστατέψω.
«Με συγχωρείς, Λευκή μου, ήμουνα αλλού. Αναπολούσα ένα νοητό περίπατο, γνωστό και στους δυο μας, πριν από κανένα χρόνο. Τότε που είχες έρθει μαζί
μου στην Κερύνεια και σου είχα κάνει ξενάγηση στη Λευκωσία για την πρόσφατη Ιστορία μας…»
«Και τη μελλούμενη, θείε… Τα έλεγες όλα από τότε!»
Η απάντησή της φύσηξε σαν δροσερό αεράκι από το μισάνοιχτο παράθυρο.
«Καμιά σοφία των ολίγων δεν μας έσωσε, Λευκή. Έπρεπε να γνωρίζει ο κόσμος πως εκείνοι οι Έλληνες, δεν ήταν Έλληνες, ήταν εντεταλμένοι τυφλοί καταστροφείς, που είχαν ξεπηδήσει από τον εμφύλιο. Και να φανταστείς, ένας δικός μας Κύπριος, ένας διαφωτιστής, τα είχε προβλέψει από τότε και τα έγραφε στην εφημερίδα του, τα «Καθημερινά Νέα».
«Ποιος ήταν αυτός; Παράξενο!»
«0 Λουκής Ακρίτας! Συγγραφέας, διανοούμενος, είχε διατελέσει Υφυπουργός Παιδείας επί Γέρου, του Παπανδρέου. Τα έγραφε για να προλάβει τον εμφύλιο. Τον αλληλοσπαραγμό επιδίωκε η δεξιά και βεβαίως ο Γρίβας… Με προσάναμμα των Άγγλων». Και μετά από διακοπή… «Καλωσορίζοντάς τον ξανά ως… καλοδεχούμενο αντίπαλό τους στην Κύπρο».
«Στάθη! Τότε που μου έλεγες παρόμοια, θυμάμαι πως μου είχες ζητήσει συγγνώμη ή κάπως έτσι. Να μη με… δηλητηριάζεις, να με παρασύρεις στις δικές σου ατραπούς σκέψης. Ν’ ανακαλύψω μόνη μου τις αλήθειες, έλεγες! Και τώρα, να, όλα βγήκαν στη φόρα!»
«Ούτε κι αυτό να το δεχτούμε, Λευκή. 0 χρόνος θα αποκαλύπτει κάθε μέρα πράγματα που συντελούνταν κάτω από τη μύτη μας, κάτω ακόμη κι από το δέρμα μας, νιώθαμε τη φαγούρα τους σαν υποδόριο παράσιτο, μα δεν το ανακαλύπταμε…»
«Θείε μου, νιώθω να βρίσκεις τον εαυτό σου. Στην αρχή είχα φοβηθεί… Πως στην Τουρκία είχες αφήσει μέρος από τον εαυτό σου».
Στο ραδιόφωνο ο Αλέξης Κομνηνός ζητούσε πληροφορίες για τον Στάθη Ευσταθίου και τον Φίλιππο Πετρίδη. Για τον πρώτο λέγεται ότι κάποιοι τον είδαν στον Πενταδάκτυλο κι είναι τώρα πιθανότατα αιχμάλωτος στην Τουρκία, και για τον δεύτερο πως ήταν φυλακισμένος στο Κάστρο της Κερύνειας. Παρέθετε και το τηλέφωνό του ο Αλέξης.
Τούτα τα λόγια ακούστηκαν στ’ αυτιά μου σαν ζουζουνητό παγιδευμένου εντόμου. «Ωχ, Άδη!» ψιθύρισες. «Σου κάνει κάτι εντύπωση, Λευκούλα;»
«Ναι, πως ο φίλος σας, δεν έπαψε να σας αναζητεί… Πρέπει να τον πάρεις αμέσως τηλέφωνο. Θα χαρεί!»
«Σίγουρα. Μόλις φτάσουμε στο χωριό! Στο κάστρο τούς είχαν κλείσει μέσα οι πραξικοπηματίες, όχι οι Τούρκοι… Δεν τους παρέδωσαν τότε στους δικούς
τους;»
«Μπα, άκουσα πως μόλις κατάφεραν να ξεφύγουν. Κι ακολούθως, ο καθείς και η μοίρα του. Δεν ξέρουμε αν τους κυνήγησαν κιόλας μετά, όταν οι Τούρκοι ήταν όχι προ των πυλών, αλλά εντός. Αυτό που ξέρω είναι πως από καιρού εις καιρόν οι πραξικοπηματίες κάνουν τη βόλτα τους κι από το χωριό. Για να θυμίζουν πως έχουν ακόμη το απάνω χέρι. Κι ας είναι ο Κληρίδης νόμιμα Πρόεδρος».
«Νόμιμα Προεδρεύων, θέλεις να πεις…»
«Το ΡΙΚ συχνά πυκνά τον λέει και Πρόεδρο, λες και δεν το αποφάσισαν ακόμη… Κατάλαβα, Στάθη, κατάλαβα».
«Και να μου το θυμάσαι, Λευκή. Πολύ σύντομα θα γίνει προσπάθεια αυτό το “δηλητηριώδες όνομα” της ΕΟΚΑ Β’ να εκλείψει από προσώπου γης, “ως τήκεται κηρός από προσώπου πυρός”. Να εξωραϊστεί. Να ξεχάσουμε την ενοχή της. Για όλα… φταίει η Χούντα».
«Στάθη, σου το έχω πει ξανά. Χαίρομαι που έχεις βρει τον εαυτό σου. Να, και ο τηλεφωνικός θάλαμος!» είπε κι άνοιξε το τσαντάκι της. «Ψιλά έχεις;»
«Ναι, έφερα πολλά από την Τουρκία». Γελάσαμε μαζί.

Το ακουστικό το σήκωσε η Έλπις. Σε ήχο πλάγιο ακουγόταν και η φωνούλα του Άριστου. Σου ήρθε ένα δάκρυ μα το συγκράτησες, έξω από τον θάλαμο ήταν η Λευκή που περίμενε νέα. Σου πέρασε τον φίλο σου στο τηλέφωνο.
«Στάθη μου!» ακούστηκε. Η Λευκή μισάνοιξε την πόρτα.
«Αλέξη μου, είμαστε ζωντανοί!»
«Είμαστε!» βεβαίωσε από απέναντι και σίγησε. Κι ύστερα σ’ έπιασε κάτι σαν κλάμα. Όχι, κάτι άλλο θα ήταν. Μια συγκίνηση ανείπωτη. «Πότε θα βρεθούμε;» ακούστηκε σαν λυγμός.
«Μα βρεθήκαμε», του είπες. «Σε αυτή τη ζωή!»
Από την άλλη άκρη πάλι σιωπή…
«Δώσε μου την Έλπις. Μαζί σου δεν θα συνεννοηθούμε!»
Μπήκε στη γραμμή η Ελπίς. «Είναι πολύ συγκινημένος», πρόφερε κι εκείνη με ραγισμένη φωνή…
«Έλπις, για δώσε μου τον Άριστο!» αστειεύτηκες κι άνοιξες την πόρτα του θαλάμου για να καταστήσεις κοινωνό και τη Λευκή. «Μαζί του θα εξηγηθούμε καλύτερα. Τον άκουσα που κελαηδούσε…»
Η Λευκή κατάλαβε. Είπε ένα «γεια» στην Ελπίδα και ξανάκλεισε την πόρτα. Δεν ήθελε να μοιράζεται πόνο τηλεφωνικώς.
Επανήλθε κι ο Αλέξης. «Πότε θα έρθεις Λευκωσία; Πρέπει κάποτε να πιάσεις και καμιά δουλειά. Να διευθετήσεις τον διορισμό σου. Καλά την τσακρούσες, λούφα, τρεις μήνες στην εξοχή…»
Κατάλαβα πως μπορούσα πια να μιλώ μαζί του στα σοβαρά. Άμα βρήκε και το χιούμορ του, θα πει πως μπορεί να με δεχτεί ως ίσο.
«Πού μένετε;»
«Στο διαμέρισμά μας. Το δικό μας διαμέρισμα».
Στην αρχή ξεχάστηκα. Μετά το έπιασα. Στην κυρία Σοφία, την πρώην σπιτονοικοκυρά μας, με τον Ταρζάν που έκανε την έφοδό του, όποτε του φάνταζε κάτι ύποπτο…
«Ναι, αυτόν που μου θύμωνε κάποτε, θυμάσαι;»
Θυμόσουν εκείνη την αόρατη πληγή της τύψης. Που ο Ταρζάν παραβίαζε κάθε σαβουάρ βιβρ, φτάνει να υποψιαζόταν την ενοχή μου… Ακόμη και από το τι σχεδίαζα να γράψω στα βιβλία-δώρα.

.

ΛΥΠΗ ΤΙΣ ΝΥΧΤΕΣ (2021)

ΓΕΛΩΣ

Τότε χαμογελούσαμε ακόμη
το θυμάμαι –
οι μυς του προσώπου το επέτρεπαν
τα ψυχικά μας

κι η Ιστορία
μας έκλεινε το μάτι πονηρά
αισιόδοξα
καμιά φορά.

Ενίοτε μας χρειάζονται ανέκδοτα λυσιτελή
από κάποιον φίλο ζωτικό
στην άκρη της γραμμής –
τροφό Ζωής.

Μόνο που στις μαύρες μας
ούτε οι μυς του γέλιου παραστέκονται

στο ομιχλώδες μας τοπίο
μένουμε αγέλαστοι και σοβαροί
σκίτσα ταριχευμένα
ενώπιος ενωπίω…

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Του Α. Χ

Μια νύχτα με ψιλόβροχο
και γλιστερούς δρόμους
χτύπησε η πόρτα
ανοίξαμε
μπήκε σιωπηλός
εγκαταστάθηκε στη μήτρα της μάνας του
τράβηξε μια κουβέρτα από τον καναπέ
χωρίς άδεια χωρίς μιλιά
κρύφτηκε στο σκοτεινό της μέρος.

Είχε επιστρέψει από αλλόκοτο ταξίδι.

Ανοίξαμε μικρά παράθυρα
να παίρνει αέρα
κατασκευάσαμε έναν οισοφάγο
να κατεβάζει το φαγητό της μάνας του
κι ένα ονειροκρίτη
να εξηγούμε τα εφιαλτικά όνειρά του

15/11/2018

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΔΩΡΟ ΛΟΪΖΟΥ

0 τόπος δεν πάει καλά. Δώρο.
Οι ελιές στο όνειδος συστρέφονται

αφότου ο Πολυέλεος
δώρο προσέφερε τον κλάδο τους
στους ολετήρες, Δώρο!

Δέντρα αιώνια
σε αιώνιο μαρασμό –

αντηχούν οι κουφάλες
της ψυχής το κενό
τον θρήνο
από το επερχόμενο κακό.

ΛΕΞΗ ΧΑΜΕΝΗ 

Εδώ και μέρες κυνηγώ
μια λέξη μου χαμένη
παντού
και στα σκουπίδια ακόμη
όμορφη πολύ, αναγκαία
σε ποίημα έτοιμο ν’ ανέβει στη σκηνή –
λέξη
αίφνης σε χαρτομάντιλο γραμμένη
νύχτωρ
χνάρι σαλιγκαριού.

Όπως ο Κακριδής ψηλαφητά
τη λέξη «πολλοπάητος» ηύρε
τον Οδυσσέα να μεταπλάσει
τον πολύτροπον*
στα Νέα Ελληνικά.

Ευτυχώς που δεν την είχα βρει
με σφαίρα έμοιαζε θυμάμαι
γυαλισμένη
έτοιμη να μου τινάξει τα μυαλά.

Ιούνης 20/2020

*Από προσωπική μαρτυρία του φίλου φιλόλογου Ανδρέα Παναγίδη, που συνόδευε τον Ιωάννη Κακριδή κατά το ταξίδι του στην Κύπρο το 1982, όπου και η ομολογία του τελευταίου πως αν μετάφραζαν ξανά με τον Καζαντζάκη την Οδύσσεια, δεν θα βρίσκανε καταλληλότερη λέξη για τον «πολύτροπο» από την κυπριακή «πολλοπάητος». Τούτο έκανε, άλλωστε, πρόσφατα και ο κύπριος μεταφραστής της Οδύσσειας στην Κυπριακή Διάλεκτο, ο ποιητάρης Άκης Σπανούδης: «Μούσα, τον πολλοπάητον άντραν να τραουδήσεις / τα όσα είδεν τζι έπαθεν να μας τα ιστορήσεις…»

.

ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ

Οι καθρέφτες
στα ασανσέρ πολυτελών ξενοδοχείων
δεν ξέρουν από κολακείες
ποσώς –
βοούν αλήθειες

μα γιατί να τις εμπιστευτείς;

Εσύ δεν είσαι διόλου
πολυτελής πελάτης
παρά ταξιδευτής
που ξέμεινε σε λάθος.

Δερματοστιξίες –
σαν μόδα εποχής…
Μένεις και τις κοιτάς
ιδιωτικώς
στο υπόγειο σαν βρεθείς.

ΤΩΝ ΔΥΟ ΜΕΓΑΛΩΝ* 

Η ξισταρκά Άνοιξη **
μόλις που άνοιξε
της ρίξανε βενζίνη και την κάψανε
οι άξεστοι.

Στο Δίκωμο
φθινοπωριάζει ανεύθυνα η Άνοιξη
τραβά μέχρι τον Νιόβρη
την πέτυχαν βαθιά στη ρίζα της
οι άθλιοι βυθοκόροι.

Από τότε
οι δυο εποχές δεν ξέρουν
πότε φυλλοροούν
πότε ανθούν
πότε πεθαίνουν.

1.4.2020

.
*Ο Γρηγόρης Αυξεντίου, υπαρχηγός της ΕΟΚΑ, κάηκε ζωντανός στο κρησφύγετό του
στα βουνά του Μαχαιρά από τους Άγγλους στρατιώτες στις 3 Μαρτίου 1957, μετά από προδοσία.
*Ο Κυριάκος Μάτσης, τομεάρχης της ΕΟΚΑ, σκοτώθηκε στο Δίκωμο με βόμβα στο κρησφύγετό του
από τους Άγγλους στρατιώτες στις 19 Νοεμβρίου 1958, μετά από προδοσία.

**Ξισταριά – κισθαρέα (αρχ), λαδανιά, από τους ωραιότερους θάμνους στα βουνά της Κύπρου

NICOTIANA EROTICA*

Αφότου το ‘κοψα
παίρνω τη νικοτίνη μου
από τις βλεννογόνους σου. Ρουφώ
από τα χείλη σου –
τις δυο σου γλώσσες.

Μην το κόβεις
προς θεού –
είμαι εθισμένος
στ’ αλμυρά σου
σε χαρακιά τού ιδρώτα σου κυλώ
μυρμηγκάκι πνιγμένο
στα σμηγματικά σου.

*Από το ανέκδοτο μυθιστόρημά μου Ας μην συναντιόμασταν

ΕΝ ΑΡΧΗ ΗΝ Ο ΛΟΓΟΣ

Εν αρχή ην ο λόγος, κύριε,
ο λόγος των ανθρώπων!
Μη μου κουνάτε απειλητικά
το δάχτυλο
λες και έχω παρεκκλίνει αμαρτωλά
από την πρώτη τους σοφία –
του Δευκαλίωνος
και του Δαρβίνου
τη μετέπειτα του πηλού
ιστορία
που γέννησε την πρώτη ζύμη
και ζωή
την πρώτη μου ομιλία.

Οι δέκα εντολές μου
Δελφών παραγγέλματα.
Ουδέν πέραν αυτών
Φρόνει θνητά.
Άρχε σαυτώ! Προχώρα!

ΚΟΡΩΝΟΪΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΣ.

Να περπατήσω τον δρόμο μου νοστάλγησα –
Συμπλήρωσα έντυπο, έστειλα SMS.

Λίγο παρακάτω τη συνάντησα.
Έκπληξη!
Δεν σήκωνε φιλιά.

Κατεβάσαμε τις μάσκες –
αραχνιασμένες
μνήμες φόβου και καιρών
ρυτιδωμένες.

Μαύρη γάτα
χαμογέλασε
στην αμηχανία μας

είχε χάσει κι αυτή τον μπούσουλά της.

ΣΤΟΝ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑ ΠΑΠΑΛΑΖΑΡΟ

Στον ιερομάρτυρα Παπαλάζαρο
που δεν καταδέχτηκε να ονοματίσει
τον γνωστό δολοφόνο του έφηβου γιου του
πριν αποφανθεί προς θεού
η Δικαιοσύνη

που χέστηκε η άτιμη
πανηγυρικά
στη λησμοσύνη.
Αφού ο φόνος διαπράχτηκε
μπρος στον επισκοπικό θρόνο

ο αποσχηματισθείς δεσπότης
είχε ήδη φυγαδευτεί
στων προδοτών την Εδέμ –

εκλεχτός δεσμώτης.

ΕΠΙΦΑΝΗΣ ΔΗΜΟΤΗΣ ΑΓΛΑΝΤΖΙΑΣ

Στον Νέαρχο Γεωργιάδη

Δεν κρίθηκες επιφανής δημότης
Αγλαντζιάς και πάσης κηδεμονίας
αγράμματων
δημάρχων
κι επαγγελματιών πολιτικών.

Μεταλλωρύχος ήσουν στις στοές των Αρχαγγέλων
του τραγουδιού
του λόγου
και του σαρκασμού, ένας αχμάκης, δηλαδή
και γυρολόγος.

Τέτοια τερτίπια δεν τους παν
δεν είναι του ύψους και τους βάθους των
δεν τα νοούν.

Γι’ αυτό και στα εντόσθια της γης
σε έταξαν με τους θνητούς
σ’ εκείνη την πλευρά που δεν ανθούν
κήποι επιφανών –
εκεί που απολαμβάνουν τον καφέ τους
με τα σκουλήκια χαχανίζοντας

με το να πόδι πάνω στ’ άλλο
κοιτώντας σε, όπως και στη ζωή,
αφ’ υψηλού.

Πέντε ποιήματα λύπης

Για την Κύπρο

Η ΠΟΛΗ ΜΑΣ

Στις φλέβες της
φάλαγγες πάφλαζαν
φωνασκώντας
σε βουβή διαδήλωση
μη αρθρώνοντας λέξη
για τη σφαγή
που συντελούνταν στα μυστικά σφαγεία
πιτσιλίζοντας εν είδει γκράφιτι τους τοίχους

μόλις που κρατιόταν το αίμα
στις κιστέρνες
πριν ξεχυθεί
στους οχετούς της Ιστορίας.

Αναμασούσαν το αδιανόητο
κορδωτοί εκατόνταρχοι
εντέχνως στίλβοντες

λαλίστατοι
σε συναθροίσεις ευθυμίας
και χαύνωσης.
Άνθρωποι τελευταίας εποχής –
προτού σιγάσει η ποίηση
από προσώπου γης.
Σκασίλα τους!

Άνθρωποι, του σιωπηλού
ωχρού αίματος

γλιστρούσαν σε τσουλήθρα σαν δουκάνη
κανείς δεν πρόσεξε
τον Ιερώνυμο Μπος σκυφτό
ζωγραφίζοντας
το Πλοίο των Τρελών
στο λιμάνι

η πόλη
με σκέλια ανοικτά αιμορραγεί
αλλοπαρμένη
στον διάβολο παραδομένη
σχεδόν ευτυχής.

Βερολίνο
Δεκέμβρης 2018

.

.

ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΟΥ ΓΑΛΑΖΙΟΥ ΥΑΚΙΝΘΟΥ (2019)

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

“Το χρώμα του γαλάζιου υάκινθου” επανεκδίδεται τριάντα χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση (εκδ. Καστανιώτη). Έτυχε τότε τιμητικής διάκρισης από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου. Από ορισμένους μελετητές κατατάσσεται στα σημαντικότερα βιβλία της Κυπριακής Λογοτεχνίας. Σε κλίμα μαγικού ρεαλισμού απεικονίζεται η τοιχογραφία μιας εποχής και καταγράφονται τα αίτια και αιτιατά ενός τρελού ορυμαγδού που σημάδεψε ανεξίτηλα το νησί. Αιτία ένα εγχώριο κουτόχορτο τρέλας και τυφλότητας. Συνεπαίρνει ανθρώπους, πολιτικούς, αυτόκλητους οπλαρχηγούς. Μεγαλοπαπάδες τελούν με ευλάβεια την εξόδιο ακολουθία σκύλων ράτσας, αριστοκρατικής καταγωγής, ακολουθούμενης από κηδείες ανθρώπων. Παράλληλα, η αριστοτεχνικά στημένη προδοσία χούντας και εισβολέων παίζει ταμπούρλο ακόμη και στο πεδίο της μάχης, όπου τα δήθεν στρατιωτάκια θερίζονται σαν στάχυα στις πλαγιές του Πενταδάκτυλου. Κείτονται εκεί, άταφα ακόμη. Έτσι πήγε η Αϊσέ διακοπές και καμαρώνει… Η Νιόβη ξυπνά τον νεκρό φίλο του γιου της για να μάθει για την τύχη του. Ο Πέτρος που, σύμφωνα με στίχο του ποιητή αδερφού του, κάπνισε πρώτη φορά καπνό από όλμο, δραπετεύει από το νοσοκομείο, εποχούμενος τα δεκανίκια του, ψάχνοντας εις μάτην χαμένους φίλους σε παλιά σοκάκια και λαβυρίνθους ονείρων. Ο έρωτας, όμως, σωτήριο ένζυμο πάντα, κυκλοφορεί υποδόρια της ζωής. Από το λιμανάκι της Κερύνειας στη “Νήσο των Εχιδνών” με τα κρινάκια του Αυγούστου στην άμμο, στο ανώγειο δωματιάκι της οδού Ανεξαρτησίας, στο πάρκο του καυτού καλοκαιριού με σιντριβάνια πόθου και μιας άτακτης φυγής… Και τέλος, πίσω στο νοσοκομείο, για να ανακάμψει από την πιο βίαιη ήττα του, τον βιασμό… Έρως ανίκατε μάχαν!

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 1
Οι προσλήψεις και οι απολύσεις του Τάσου

Τον έψαχνε ο Πέτρος εδώ και μέρες. Έβαλε λυτούς και δεμένους να τον βρούνε. Η μάνα του ανησυχούσε κι εκείνη, γιατί χασιμιός ήταν για μια βδομάδα, μα και σπίτι σαν ήταν, πάλι φευγάτος έμοιαζε. Αδημονώντας τον
κυνηγούσε, για να ενσωματώσει στην υπό έκδοση συλλογή το «Αίνιγμα της Μαρίας». Γιατί απαξάπαντες οι ποιητές θεωρούν το τελευταίο τους έργο σαν το πιο τέλειο και ίσως μοναδικό. Αν κυκλοφορούσε χωρίς αυτό,
θα την απαρνιόταν, τη συλλογή, όπως αρνήθηκε τους γονιούς του εκείνο το βράδυ με την απρόσμενη επίσκεψή τους στο μυστικό άντρο του. Όπως τον άλλο Πέτρο πριν αλέκτορα φωνήσαι.

Η Μαρία ήταν δική μας.
Μπορούσε να ήταν
ένα κοχύλι μικρό
την ώρα που γελούσε
για να μας το χαρίσει.

Η Μαρία δεν ήταν
μια παλάμη της θάλασσας
την ώρα που κοιτάζαμε τον ορίζοντα
ούτε μια μελωδία των χυμών
τις ανοιξιάτικες ώρες
στην πλάτη του ήλιου.

Η Μαρία δεν ήταν καθόλου
συνεχεία της αυγής
ούτε έχει τη μορφή του σκοταδιού
στα μάτια της.
Μόνο κρατά μια δέσμη ψίθυρου
στα δυο της χείλη
κι ένα κλωνάρι σιωπής
και μια αγάπη.
Μην συλλογιστείτε
πως η Μαρία φυτρώνει
με το χάδι της μέρας
που επαναλαμβάνεται.
Η Μαρία
έχει μια λιτή περπατησιά
πάνω στη διαγώνιο του σκοτωμένου ανθρώπου
και στην υγρή γραμμή ενός σύγνεφου.

Κι όλο επιμένουμε
στη διάγνωση της Μαρίας.
Μα ουσιαστικά η Μαρία
είναι μια κραυγή
κι ένα αίνιγμα.*

* Από την πρώτη ποιητική συλλογή του συγγραφέα Ενδοσκόπιο 1969

0 Τάσος βέβαια ήταν ένα παρακατιανό αρχίδι, σύμφωνα με τον λοχαγό των επίλεκτων ΛΟΚ, γιατί σε μια άσκηση στον Πενταδάκτυλο παράτησε το σκοινί, να πάει προς νερού του, και παραλίγο να σκότωνε τον λοχία εκπαιδευτή του.
Βέβαια αυτό ήταν πλημμέλημα που θα μπορούσε να διαπράξει κάθε δεκαοχτάρης, που τον αναγκάζουν σώνει και καλά να κάνει μαλακίες και τον αφήνουν τέσσερεις ώρες ακατούρητο έτσι για το πείσμα.
Ο πραγματικός λόγος που αποπέμφθηκε από τους εκλεκτούς ήταν το σήμα που πήρανε ένα απόγευμα στο τάγμα, που έλεγε πως ο πατέρας του έπινε κονιάκ ΛΟΕΛ, αριστερό δηλαδή, κι ήταν οδοκαθαριστής στον Δήμο. 0 γέρος ήταν στ’ αλήθεια αυτό που υποψιάζονταν, καθώς όλοι που ξεβρομίζουν τ’ ακάθαρτα, όσοι τάχθηκαν να καθαρίζουν τον στάβλο του Αυγείου – οι Ηρακλείς της Ιστορίας, όπως ονόμαζε ο Σωτήρης την εργατική τάξη.
Στον γιο του, όμως, δύσκολα κατάφερε να σπείρει λίγα φύτρα των απλοϊκών του ιδεών, γιατί εκείνος προτιμούσε τις πιο δύσκολες και περίπλοκες.
Καπάκι σ’ όλ’ αυτά η απρονοησία του να ζητήσει το «Δυο γιους είχες, μανούλα μου» από το εξωτερικό συνεργείο του ραδιοφώνου που επισκέφθηκε τη μονάδα τους. 0 λοχαγός, κομμένο, είπε, Θεοδωράκη, αποκλείεται.
Εκείνος επέμενε, αυτό θέλω ν’ αφιερώσω στη μάνα μου για τα Χριστούγεννα.
Τον πέταξαν σαν χαλασμένη πατάτα απ’ το σακί. Γνώρισε τόπους εξορίας ανεπιθύμητων, μέχρι Ακράδες κι Απόστολο Αντρέα ν’ ανάβει κεριά ν’ απολυθεί. Απολύθηκε στην Πάφο, στο άλλο άκρο, αφού έχτισε δεκάδες
φυλάκια από μπετόν, εκεί που γεννήθηκε η Αφροδίτη από τ’ αρχίδια τ’ Ουρανού. Ιδέα φαεινή του στρατηγού Γρίβα, αρχηγού παλιά της εθνοφρουράς, νυν αρχιτρομοκράτη, που γέμισε τις παραλίες με υπόγεια τέρατα μάτια τριγωνικά να τηράνε τον γιαλό και τα εχθρικοί καράβια. Που κατάντησαν όμως ερωτοφωλιές, τουριστικά αποχωρητήρια, άλλο προορισμό δεν είχαν, αφού ο ίδιος λίγο αργότερα κατασκεύασε το τσιμεντένιο μονοπάτι
απ’ όπου ο Εφιάλτης θα οδηγούσε τους Πέρσες στα μετόπισθεν χωρίς να σκουντουφλάνε. Κατά τους μεν πατριωτισμό χαμηλής νοημοσύνης, κατά τους δε, θέλεις είκασε.
Με το που πληρώθηκε το «Νυν απολύεις τον δούλο σου, Δέσποτα», για κανένα τρίμηνο περιδιάβαζε ο Τάσος ολομόναχος σαν μαντρόσκυλο στα στενορύμια και κάτω στο λιμάνι. Στον στρατό έμαθε και το τσιγάρο, γιατί οι
εταιρείες τα χορηγούσαν δωρεάν, μοιραζόταν το κουτί με τον γέρο του. Εκείνος διαολιζόταν, να κρεπάρει ήθελε, όσο έβλεπε τον γιο του να βγάζει δαχτυλήθρες καπνού, τηρώντας τα λεία πόδια των τουριστριών ως απάνω στο βρακί, τ’ αναποδογυρισμένα μέσα στα ήσυχα νερά της αποβάθρας. Εκεί τον συνάντησε ο Πέτρος μια μέρα κι επειδή χρειάζονταν εργάτη, βρέθηκε ο Τάσος μεροκαματιάρης στα βελτιωμένα συστήματα άρδευσης, κάτι σαν
βοηθός του Αντρέα.
Από τις πρώτες κιόλας μέρες φάνηκε πως τα βρήκαν με τον Πέτρο, που με τον καιρό, όμως, του επέτεινε τη ροπή προς τα ανώφελα επαγγέλματα: Την ποίηση, το θέατρο, τον ρεμβασμό. Άλλωστε κι ο Μπρεχτ έκανε μεσάνυχτα από βελτιωμένα συστήματα άρδευσης. Δεν το ’χε, λοιπόν, ούτε ο ίδιος να βελτιωθεί. Κατάπινε στίχους του Πέτρου, όπως λαίμαργα ρουφούσε τον στίχο του Ελύτη, ανοίγω τις φλέβες μου και κοκκινίζουν τα όνειρα. Ύστερα ώρες πολλές ήταν φευγάτος στη ράχη του Κάστρου, στα Φύκια. Ευλαλία, επαναλάμβανε σαν κουρδισμένος, στωμυλία, και προσκυνούσε το μειλίχιο κύμα του έρημου κόλπου. Σου πάνε και τα λόγια σου όπως και οι πληγές σου, έλεγε, έχουνε και τα δυο τη γέψη της τιμής, ίδιος ο βασιλιάς Ντάγκαν στον Μάκμπεθ.
– Να τόνε πάτε στους γιατρούς, συνέχιζε.
Διάβαζε την «Αγρύπνια» του Ρίτσου ολονυχτίς, πιστεύοντας πως έπρεπε κι ο ίδιος ν’ άγρυπνά, ερχόταν το πρωί με πρησμένα μάτια, ίδια κυδώνια με χνούδι από αφηρημάδα.
Όταν πια η συλλογή του Πέτρου ήταν έτοιμη και δεν άντεχε άλλο τα σκοτάδια του συρταριού, ο Τάσος προσφέρθηκε να επιμεληθεί της έκδοσης – εκδόσεις Τάσου, να πούμε. Τα ποιήματα έγραψε στη μηχανή η Κούλα, πριν τη μεταμόρφωσή της σε κόκκινη κηλίδα… 0 Τάσος επιτηρούσε τον πολύγραφο καθώς ξερνούσε τις κόλες και τους στίχους που μύριζαν πετρέλαιο. Τις ταξινόμησε και πήγε στη Λευκωσία σ’ ένα τυπογραφείο για το εξώφυλλο. Ανάσυρε κατά το δοκούν έναν στίχο, σας συλλάβαμε να χασμουριέστε, θεοί και τον έχρισε υπότιτλο.
Απολύθηκε στο μεταξύ απ’ το γραφείο και βρήκε μια αεριτζίδικη δουλειά στη Λευκωσία, που του επέτρεπε να φοιτά το απόγευμα στη Σχολή Θεάτρου. Τα βράδια συχνά κοιμόταν εκεί, γι’ αυτό και τελευταία διατελούσε σε ανυπαρξία, κατά το πρότυπο του Αλκιβιάδη που εκκόλαπτε τον «Στρατηγό Ιησού». Με μια διαφορά. 0 Τάσος επιχειρούσε το απονενοημένο άλμα, να πηδήξει
έξω απ’ τη ζωή του, ο Αλκιβιάδης με υποχονδριακή εμμονή σχεδίαζε στον ίδιο κύκλο, γύρω από μια φθίνουσα ιδιαιτερότητα.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 2
Η ασφυξία της μνήμης

ΣΠΑΝΙΑ Η ΛΕΥΚΩΣΙΑ έχει, υγρασία και αυτός είναι ο λόγος που ανέχεται κανείς τη ζέστη του πυρέσσοντος καλοκαιριού. Το βράδυ πάλι τη δροσίζει μια ηδύπνους αύρα που πηγάζει από τον κόλπο της Μόρφου κι εκβάλλει στην
Αμμόχωστο. Μπορείς έτσι ήρεμα ν’ αποκοιμηθείς ακόμη και δίπλα στ’ ανοιχτό παράθυρο του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας. Εκτός κάποτε που σπάει ο διάβολος το ποδάρι και μια ζεστή γλίτσα σταλιάζει στην ατμόσφαιρα, τα ρουθούνια, τους πνεύμονες. Κι άμα συμβαίνει να ’χει κανείς τρία με τέσσερα παΐδια σπασμένα, μ’ αποτέλεσμα πνευμοθώρακα, έστω και σε ανάρρωση, πνίγεται, δεν μπορεί να επωφεληθεί από τ’ οξυγόνο που ακόμη δικαιωματικά του ανήκει.
0 Αντρέας είχε κρίσεις εκείνο το βράδυ. Ένας άηχος ύπνος τον πήρε κατά τις δέκα, μα γύρω στα μεσάνυχτα τον τύλιξε ένα σύννεφο έξαψης. Άρχισε ν’ αναπνέει γοργά, να ιδρώνει και να παραμιλά – λέξεις του παρελθόντος καπακωμένες πίσω από τους γύψους. Ο πυρετός του ανέβαινε.
«Θα τους ρίξουμε στη θάλασσα!… Ναι, και γελάς!… Λοίζο, πού ’σαι, βρε ψηλέ;»
Στο κατόπι λες στέρευε η αναπνοή, το λαχάνιασμα κόπαζε κι οι λέξεις. Σε λίγο πάλι από την αρχή·
«Λόίζο… το νου σου! Θα τους ρίξουμε…» ακούστηκε χθόνια η φωνή. Ξάφνου έδωσε μια κλοτσιά στα στρωσίδια, ανασηκώθηκε με φλύκταινες ιδρώτα στο πρόσωπο, ξύπνησε για καλά και τον Πέτρο. Κατάφτασε αλαφιασμένη μια νοσοκόμα, προσπαθούσε κάτι να επινοήσει, χωρίς να ξέρει τι. Δοκίμασε να του πιάσει τον καρπό, «φύγε», της είπε, «μην με σταματάς…, Λοίζος, πώς γελάς έτσι σαν χαζός!»
— Δεν υπάρχει κανένας Λοίζος εδώ, πρόφερε λαχανιασμένα η αδερφή, αναλογιζόμενη τα ελάχιστα μέσα που διαθέτει κανείς μπροστά στο απροσδόκητο. Τον κοίταξε για λίγο ίσια στα μάτια… Γυάλιζαν στο φεγγαρόφωτο σαν μάτια ζεστής ακόμη σκοτωμένης γάτας στο μαύρο φόντο της ασφάλτου.
— Εκεί ’ναι, νά τος! είπε τώρα δυνατά δείχνοντας με το ακρωτηριασμένο χέρι προς την πόρτα. Γελάς, γαμώτο… είπε και κατάπεσε σαν να πέθανε.
Η αδελφή κράτησε γύρω ένα πεντάλεπτο τον σφυγμό τού, ώσπου είπε τέλος μ’ ανακούφιση «επανήλθε»… 0 Πέτρος κοιτούσε πετρωμένος, όσο εκείνη σκούπιζε το πελιδνό μέτωπο του φίλου του.
— Ποιος είναι αυτός ο… είπε σχεδόν άηχα, στρέφοντας το κεφάλι προς τον Πέτρο.
— Ήταν μαζί μας, αποκρίθηκε εκείνος σαν φευγάτος, που τώρα πια τον τρόμαζε η βεβαιότητα του ανεπίστρεπτου, του απευκταίου.

.

ΑΛΛΟΦΥΛΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ (2018)

ΜΕΡΟΣ Α’
αν έλειπε εκείνη η μέρα από το ημερολόγιο

ΑΝ ΕΛΕΙΠΕ ΕΚΕΙΝΗ Η ΜΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ.. .

ΑΝ ΕΛΕΙΠΕ εκείνη η μέρα από το ημερολόγιο κι εκείνη η γρουσούζικη ώρα, το παιδί θα ζούσε σήμερα…» είπε ο Ερόλ κι έχωσε τα δάκτυλα του δεξιού χεριού στα γκρίζα, μακριά μαλλιά του. Διέκοψε απότομα την προηγούμενη διήγησή του. Σαν να τον είχε αρπάξει ρεύμα μικρής τάσης· μια ηλεκτροπληξία μνήμης… «Μπορεί τώρα να ήταν σήμερα ένας ακτιβιστής της ειρήνης και της επανένωσης. Όπως εμένα, εσάς…» συνέχισε, σαν να απευθυνόταν μακριά, σε κάποιον αόρατο άγνωστο.
Κατάλαβα πως η αρχινημένη κουβέντα μας, για τους «Αλλόφυλους εραστές», θα έμενε στη μέση…
«Μα, ναι, θα πρέπει πρώτα να πω αυτό! Ήρθε ξαφνικά και δεν φεύγει απ’ εδώ!» είπε ο Ερόλ, πιέζοντας και στρίβοντας τον δείκτη σαν αρίδα στον κρόταφο.
Ήθελε να πει πως εκεί κατοικούσε η μνήμη. Που αδημονούσε…
0 μεταφραστής και φίλος μου, ο Αζίζ, ένιωσε και ο ίδιος ένα τράνταγμα. Κοιτούσε μια εμένα, μια εκείνον.
Δεν ήθελε να του ξεφύγει λέξη:
«Μεσούντος του Αυγούστου, λοιπόν, και της δεύτερης εισβολής… Δεν θα ξεχάσω τους αιχμάλωτους που είχανε εγκλωβιστεί σε αγροικίες του Γεωργικού Γυμνασίου, στις παρυφές της Μόρφου. Στις εκκαθαρίσεις που ακολούθησαν την επέλαση του στρατού, λάβαινε μέρος κι ο Γιουσούφης. Φανατικός, δολοφόνος κατά συρροή, ορκισμένος της Τ.Μ.Τ. Γνωστός σ’ όλους στο χωριό σαν Γιουσουφάκι. Φοβού όσους έχουν και επεξηγηματικό παρατσούκλι…» είπε και χαμογέλασε, παρακολουθώντας αν πιάσαμε τον υπαινιγμό του. Θα του έλεγα εγώ, πως κι εμείς απ’ εδώ συνηθίζουμε κάτι ανάλογο, για ανθρώπους που, λόγω πλούσιου ποινικού μητρώου, δεν αρκούνται στ’ όνομά τους και χρήζουν διευκρίνισης. Αλλά, γιατί να διακόψω;
«Μόλις που είχε καταφέρει το Γιουσουφάκι, πριν από κάνα μήνα, να ξεφύγει, δυστυχώς, από την Εθνική Φρουρά και τους πραξικοπηματίες που, με το που μπήκαν στο χωριό, μάζεψαν τους άντρες και τους στείλανε
πακέτο στη Λεμεσό. Το Γιουσουφάκι έκανε επάγγελμα το φονικό. Yirtici hayvan, ύαινα! Κυκλοφορούσε μ’ ένα αυτόματο, δίπλα στους Τούρκους στρατιώτες, αγρίμι που οσμιζόταν το ζεστό αίμα από μακριά». Οι αιχμάλω-
τοι, καμιά εικοσαριά, κρατούνταν στην αυλή του σχολείου. Τυχαία, στη σκηνή βρέθηκε ένας Τούρκος γιατρός, απ’ αυτούς που είχε φέρει μαζί του ο στρατός. Στους ώμους του πολλά σιρίτια. Οι βοηθοί του τον φώναζαν
αρχίατρο. Πάνω στην κουβέντα τού ξέφυγε πως, ευτυχώς, χρόνια τώρα στον στρατό, δεν του έτυχε ποτέ να δει να θανατώνεται άνθρωπος μπροστά στα μάτια του. Δεν θα το άντεχε… Πιθανότατα, μέσα στην κόλαση των
ημερών, να είχε νιώσει ξαλαφρωμένος με κάποια καινούργια διαταγή από το αρχηγείο…
»Τι ήθελε να το πει, αυτό, ο γιατρός!
»Αυτοστιγμεί, το Γιουσουφάκι, βγήκε μπροστά, σαν κακομαθημένο παιδί, κουνιστός λυγιστός, κοντός, μια σπιθαμή, και παρίστανε λες, πως επιθεωρούσε την ομάδα των αιχμαλώτων. Εκείνοι στάθηκαν προσοχή μπροστά του. Στη φάτσα του κόλλησε μια μάσκα με κάτι δόντια που της λείπανε».
Ο Ερόλ άγγιξε μηχανικά, δυο τρεις φορές, το χέρι στη θέση της καρδιάς. Εκεί που οι καπνιστές βάζουν συνήθως το κουτί με τα τσιγάρα… για να την προστατέψουν. Άναψε ένα. Πρότεινε αφηρημένα και σ’ εμάς, αν και ήξερε
πως δεν καπνίζουμε.
«Το Γιουσουφάκι», συνέχισε ο Ερόλ, «απευθύνθηκε χλευαστικά σ’ έναν από τους αιχμαλώτους, δυο φορές το μπόι του: ‘Έλα εδώ εσύ, καλός μου φαίνεσαι! 
>>Ήταν ένα ψηλό, λιγνό παιδί, γύρω στα είκοσι πέντε. Του μίλησε στα ελληνικά. Χωρίς να χάνει χρόνο, τον έστησε σαν δίσκο σκοποβολής στα είκοσι μέτρα, μέσα στην πλατεία του σχολείου. 0 γιατρός σαν κατάλαβε τις σατανικές προθέσεις του, έμπηξε τις φωνές.
»“Τουρ, τουρ! Μη, μην το κάνεις αυτό! Υπάρχει διαταγή! ”
»Πριν τελειώσει όμως τα λόγια του, είδε τα αίματα να πιτσιλίζουν τη μικρή πλατεία, και τον αιχμάλωτο να σωριάζεται σακί κάτω.
»0 γιατρός έκανε εμετό και λιποθύμησε.
»“Αμ’ τέτοιοι είναι οι Τούρκοι αξιωματικοί;” ακούστηκε η ύαινα να βρίζει, φτύνοντας κάτω με θόρυβο τη θερινή σκόνη που είχε ζυμωθεί με τον ιδρώτα στις γωνιές των χειλιών του. “Γιαζίκ, για αξιωματικοί! φτου, για
αξιωματικοί…”»
«Πιθανότατα ο δολοφόνος γνώριζε για τη διαταγή, η οποία είχε φτάσει κατά το απομεσήμερο από το Κεντρικό Αρχηγείο. “Να μην δολοφονούνται οι αιχμάλωτοι, για να ανταλλαγούν με δικούς μας! ”
»Και να φανταστείς, δεν είχαμε μέχρι τότε σοβαρά επεισόδια με τους Έλληνες συγχωριανούς μας. Τα μάζεψαν, βέβαια και φύγανε το ’58, με την ΕΟΚΑ και τις φασαρίες. Ήτανε οι λίγοι. Μετακόμισαν στην Πέτρα, το κεφαλοχώρι δίπλα. Όπως είχε γίνει και με δικούς μας σε άλλα χωριά, όπου ήταν μειονότητα. Κράτησαν όμως οι πιο πολλοί τα κτήματά τους, ερχόντουσαν και τα δουλεύανε, πίναμε μαζί τον καφέ μας στα καφενεία. Και στους γάμους μας έρχονταν και στους δικούς τους πηγαίναμε. Διατηρούσαμε καλές σχέσεις μέχρι το ’74. Τον Γιουσόυφη τον τραβούσε το αίμα. Μέσα στην τρέλα του
πολέμου, που η ευθύνη δεν βαραίνει προσωπικά κανένα, ο καλός χάνει τα νερά του κι ο κακός, γίνεται θηρίο ανήμερο. Yirtici hayvan, ο Γιουσούφ!
Με την τελευταία λέξη, ο Ερόλ πέταξε οργισμένος το τσιγάρο μακριά, σαν να σημάδευε κάποιον. Αμέσως, όμως, σηκώθηκε, πήγε και τον πάτησε, λιώνοντάς τον με το τακούνι του.
Επιστρέφοντας, είπε: «Αν έλειπε εκείνη η μέρα του Αυγούστου από το ημερολόγιο, εκείνη η γρουσούζικη ώρα, το παιδί θα ζούσε σήμερα…»

.

ΣΤΟ ΑΙΘΡΙΟ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

Στη μνήμη του Νέαρχου Γεωργιάδη

Τον συνάντησα στο αίθριο, δεν ήθελα όμως να του μιλήσω. Να μου τη βιδώσει αίφνης και να φτάσουμε στα άκρα. Εκείνος άλλωστε έχαιρε ασυλίας, το πιο πιθανό, θα βρισκόμουν εγώ στο κλουβί. Ένας ταπεινός κυλικειάρχης. Όχι, όχι, θα προτιμούσα να τον φτύσω εμπιστευτικά, χωρίς μάρτυρες. Ή τουλάχιστον στην τηλεόραση, όπως κάνω με κάποιους πολιτικούς… «Προδότες», κατά την άποψή μου. Άκου, πού έχω μάθει εγώ τέτοια βρομόλογα; Μα αφού τους ακούω στο γυαλί κάθε μέρα να σκυλοβρίζονται; Εδώ στην καντίνα, όμως, φιλαράκια πρώτης…
Τι με εξάπτει, όμως; Η Μόρφου θα επιστρεφόταν στους κατοίκους της σύμφωνα με όλα τα σχέδια λύσης του Κυπριακού. Κάποια κόμματα διαφωνούσαν με αυτά και η πόλη έπεφτε κάθε φορά θύμα, όπως και η Αμμόχωστος, πόλη φάντασμα, περιφραγμένη με συρματόπλεγμα. Χωρίς κατοίκους, αφημένη στον χαλασμό του χρόνου, πεδίο μάχης ανάμεσα σε ερπετά και ποντίκια. Παιγνιδάκι του Αίσωπου ανάμεσα στο ποντίκι και το λιοντάρι που βρυχάται. Η Μόρφου, τουλάχιστον, κατοικείται. Από Τουρκοκύπριους του νότου, οι οποίοι με το σχέδιο εθνοκάθαρσης του τουρκικού στρατού το ’74, ξεριζώθηκαν από τα σπίτια τους, τους εγκατέστησαν εδώ. Κράτησαν και τ’ όνομά της. «Όμορφο» τη λένε. Σ’ αντίθεση με τόσα άλλα ονόματα που η κατοχή, για λόγους μνημοκτονίας, τους άλλαξε τα φώτα. Νοσταλγούν όμως την πόλη τους. Ένας μου ’λεγε τις προάλλες πως θα πάρει τυρί στο Νότο, να του φτιάξουν πασχαλινές φλαούνες οι Λεμεσιανοί, παλιοί γείτονες του, όπως κάνει κάθε χρόνο, αφότου άνοιξαν τα οδοφράγματα το 2003. Γι’ αυτό, άλλωστε, σαν τους δόθηκε η ευκαιρία, ψήφισαν να τη δώσουνε πίσω. Παρότι την αγάπησαν πια, ξέροντας όμως πως η ψυχή της δεν θα τους δοθεί ποτέ, έπαψε και να καρπίζει όπως πριν- η συνείδησή τους υπαγόρευε πως η πόλη εξακολουθεί να ανήκει στους παλιούς ιδιοκτήτες της. Αυτοί όμως, γαϊδούρια, σκέτα. Όχι συλλήβδην, βεβαίως! Σημειωμένους έχω μόνο κάτι επιφανείς άνδρες και γυναίκες, που βολεύτηκαν μέσα σε γλυκές κομματικές μυλόπετρες, βουλευτιλίκια και άλλες μπανανόφλουδες· ξεχάστηκαν. Παρ’ όλα αυτά, σε μένα δεν αρέσουν οι διαπληκτισμοί. Στο κάτω κάτω, η πόλη τους στάθηκε για μένα μονάχα μητριά. Τα έξι χρόνια που φοίτησα εκεί στο γυμνάσιο.
Ένας συγγραφέας(1), καταγόμενος επίσης από τη Μόρφου, είχε διαπληκτιστεί μαζί τους, έμαθα, με αφορμή ένα διήγημά του για τα παιδικά του χρόνια στη γενέτειρά του. Κι όλοι πέσανε απάνω του , να τον φάνε• πέθανε ο άνθρωπος, τους έκανε το χατίρι. Εδώ και τρία χρόνια. Όπως κι ο μικρός ήρωας του πριν από σαράντα χρόνια. Και οι δυο από καρδιά. Όχι, βέβαια, επειδή πέσανε πάνω τους να τους φάνε. όχι. Γραμμένους τους είχανε. 0 θάνατός τους επήλθε σε διαφορετικούς χρόνους. Στην κηδεία τους δεν πάτησε σχεδόν κανένας συμπολίτης, τέτοιο σκορποχώρι που κατάντησαν. Ή τουλάχιστον κάποιος επίσημος ή επώνυμος, ή πώς αλλιώς τους λένε αυτούς που επαγγέλλονται τον πατριωτισμό. Ούτε βουλευτής. ευρωβουλευτίνα ή ο εν κατοχή δήμαρχός τους• αυτών που η αντίστασή τους συνίσταται στο να επιδίδουν κάθε χρόνο, στην επέτειο της κατάληψης της πόλης, ένα ψήφισμα σε κάποιον λοχία της Ειρηνευτικής Δύναμης. Αυτοί που ξέχασαν πως η γενέτειρά τους είχε γεννήσει έναν καλό συγγραφέα (2) . Η προσφυγιά, μην ακούτε λόγια, τα μεγάλα λόγια «δεν ξεχνώ», όλα τα ξεχνά, όλα τα μαχαιρώνει, προπαντός σαν πέσουν οφίτσια και καλό φαί… Αυτά τους έσουρνε, πώς να αγαπήσουν έναν τέτοιο νεκρό!
Το διήγημά του «Η τελευταία επιθυμία του Μεμέτη»(3) αναφέρεται σ’ ένα τουρκάκι, γείτονά του, το οποίο οι Έλληνες ομήλικοί του δεν το θέλανε, φυσικά. Αντιθέτως, το περιλούζανε με βρισιές από το πλούσιο υβρεολόγιο ενάντια στους σύνοικους, όπως εμπλουτίστηκε στη διάρκεια του ένοπλου αγώνα κατά των Άγγλων, όταν ο φανατισμός χτύπησε κόκκινο εναντίον των Τούρκων γειτόνων τους· ως επίσης και των αριστερών γειτόνων τους. Επειδή και οι δυο δεν στήριξαν, λέει, τον ένοπλο αγώνα τους για Ένωση. Μόνο ο Φοίβος, ο μικρότερος αδερφός του, έκανε παρέα τον Μεμέτη, το γειτονόπουλό τους. Αχώριστοι φίλοι. Ο συγγραφέας, θυμάται το παιδί εαυτό του διαποτισμένο και το ίδιο από μισαλλοδοξία, μαζί με άλλους συμμαθητές του. Ένα βράδυ τα κάνανε γυαλιά καρφιά στο τουρκικό σχολείο. Υψώνοντας την ίδια νύχτα την ελληνική σημαία στο δικό τους σχολείο, ενθαρρυμένοι προφανώς από τους δασκάλους τους. Για να ακολουθήσει και η επίθεση ενάντια στο τζαμί. Πράξη αποδιδόμενη στο διήγημα, σε κύκλους της ΕΟΚΑ, που εξισώνεται στα μάτια του συγγραφέα περίπου με την τουρκική τρομοκρατική οργάνωση ΒΟΛΚΑΝ. Όλ’ αυτά αναγκάζουν τους λίγους Τουρκοκύπριους να εγκαταλείψουν την πόλη τους και να εγκατασταθούν στη Λεύκα, γειτονική κωμόπολη όπου πλειοψηφούσαν οι Τούρκοι.
Είχε περάσει χρόνος αφότου οι γείτονές τους, ο παπλωματάς με τη γυναίκα του και τον μικρό Μεμέτη εγκατέλειψαν την πόλη. Η μάνα του Φοίβου στεναχωριόταν που είχε χάσει την καλή γειτόνισσα και ο γιος της τον φίλο του. Και μια μέρα μπροστά στην πόρτα τους καταφτάνει ένα ταξί. Μέσα είναι η κυρία Μουκατές και ο γιος της, που ήρθε για να δει τον φίλο του. Άρρωστος
με την καρδιά του. Δεν του έμενε πολλή ζωή. Αγκαλιάστηκαν με τον Φοίβο, τους άφησαν για λίγο μόνους στο δωμάτιο. Όταν βγήκαν, ήταν και οι δυο κλαμένοι. Δεν είχε κλείσει μήνας και ο Μεμέτης έφυγε απ’ αυτή την άχαρη ζωή. 0 φίλος του πήγε στην κηδεία, μαζί με τη μάνα και τον πατέρα του, ο οποίος έμοιαζε πιο στεναχωρημένος κι από τον γιο του. Στο δρόμο της επιστροφής χτύπησε μια στο τιμόνι θυμωμένος: «Αχ, φτωχέ κοσμάκη!
Αν είχαν τα ριάλια, μπορεί και να το παίρναν Αγγλία το παιδί…»
Τον είδα να βγαίνει από τη Βουλή. Ήταν ένας από τους 76%, που δεν θέλησαν να πάνε πίσω, το 2004, επειδή το σχέδιο λύσης δεν το ενέκρινε ο αρχηγός… παρότι αυτός ο ίδιος το συζήταγε για δυο χρόνια. Η Μόρφου, πάλι στα αζήτητα. Ποιος ξέρει, αν θα προταθεί και πάλι για επιστροφή. Πάλι! Πάλι με χρόνια με καιρούς… Ένιωθε μήπως κάποια ενοχή; Πάντως ήταν λίγο σκυφτός ο βουλευτής και κουρεμένος γουλί- του φταίξανε οι τρίχες. Πλησίασε. Θα πρέπει να τον έκοβαν λόρδες, ερχόταν φουριόζος κατά πάνω μου. Δεν το είχε ξανακάνει και δεν ήξερα πώς να σταθώ στο ύψος των περιστάσεων. Όλοι οι συνάδελφοί του και το προσωπικό ξέρανε τα νόστιμα και προσεγμένα σάντουιτς μας. Μετρημένα σ’ αυτά, με θεία αναλογία, το αλλαντικό, το τυρί, το λαχανικό. Το ζέσταμα επίσης, αυστηρά καθορισμένο σαν ήπιος πυρετός, το ίδιο κι η μουστάρδα σε καράτια, και η πίκλα, σε δόση ακρίβειας. Το αγγούρι μόλις που ξεμύτιζε στο κάθε δάγκωμα, η ντομάτα, λόγω χρώματος και ειδικής ευαισθησίας, απέφευγε να εμφανιστεί. Εν κατακλείδι, η κατανάλωση ενός τέτοιου γεύματος, ισοδυναμούσε, σύμφωνα με κάποιους πελάτες, με κορυφαία πανδαισία! Πρόσφυγας όντας, είχε δουλέψει ένα διάστημα στα καράβια. Στην Αμβέρσα είχε γνωρίσει αυτά τα σάντουιτς, δίπλα στον σταθμό του τρένου, με τα πολλά χρυσοχοεία… Μόνο ο βουλευτής δεν τα ήξερε. Για μεσημεριανό πεταγόταν σπίτι, ήταν κοντά. 
Γνώριζα και τον πατέρα του εν λόγω βουλευτή. Ποτίζαμε κάποτε από κοινό αυλάκι τα περβόλια μας. Πορτοκάλια εκείνος, γκρέιπφρουτ εγώ. Εκείνος με δίδασκε τη δική του αιώνια πείρα του περβολάρη, έμοιαζε σχεδόν πατέρας μου, αλλά και μάθαινε από μένα τα πιο καινούργια, μιας που ήμουν απόφοιτος του Γεωργικού Γυμνασίου της κωμόπολης. Δεν αναφέρω τ’ όνομά του για να μην προσβάλω τον γιο του. Πέθανε κι αυτός με τον καημό του γυρισμού. Το μυαλό μου τον… συγκράτησε κάπως ωχρό, ή καλύτερα τεφρό, κάτω από το φως του φεγγαριού· να πλατσουρίζει στο νερό, μ’ ένα φτυάρι στον ώμο. Μολονότι στην αρχή τα βρήκε σκούρα, στο τέλος με αναγνώρισε κι εκείνος. Αρκετά γερασμένος από τον νόστο της επιστροφής. Του εξήγησα, όμως, πως και οι δυο τσαλαβουτούσαμε σε όνειρο. Εξ ου και οι φάτσες μας σαν αρνητικά φωτογραφίας· κατάλαβε.
Τρεις μέρες πριν ανοίξουν τα οδοφράγματα είχα επισκεφτεί το Γυμνάσιό μου, όπως άλλωστε έκανα συχνά στα όνειρά μου. Ήθελα να ξαναδώ το τεράστιό του χολ, όπου παίζαμε ντόμινο, σκάκι και ντάμα. Παίρναμε από τη βιβλιοθήκη βιβλία, ακόμη και του ερωτικού Γρηγορίου Ξενόπουλου και τα διαβάζαμε, ανεξέλεγκτα και ακατασχέτως, ακούγαμε από το ραδιόφωνο τις Κυριακές τους ποδοσφαιρικούς αγώνες, κάναμε τις γιορτές μας, παίζαμε θέατρα, απαγγέλλαμε ποιήματα και καθόμασταν τις τελικές εξετάσεις της χρονιάς. Δίπλα ο κοιτώνας της έκτης τάξης και στην άλλη πλευρά, η γραμματεία του σχολείου. Πιο μέσα το γραφείο του διευθυντή με το βούνευρο της τιμωρίας. Από την πίσω μεριά ο αμπελώνας όπου κάναμε τα πειράματά μας και στο βάθος ο απέραντος πορτοκαλεώνας. Προς τα ανατολικά ξεκινούσε ο δρόμος που οδηγούσε στη μεγάλη δεξαμενή. Αριστερά και δεξιά της «ιεράς οδού», όπως την ονομάζαμε, ήταν οι κοιτώνες της τάξης μας, τα καινούργια ατομικά λουτρά, όπου εκσφενδονίζαμε, χωρίς συστολή πια, τα σπερματοζωάριά μας, υποχρεωτικά δις εβδομαδιαίους. Ενδιάμεσα της ιεράς οδού το δωμάτιο ενός θεολόγου ντόπερμαν, επίσημου ελεγκτή των οργασμών μας, το ξομολογητάρι και στη συνέχεια, λαχανόκηποι και αγροί με αμέτρητες φανταχτερές πεταλούδες. Πόσες πεταλούδες, σαν τρυφερές μαθητριούλες σε παρέλαση από το διπλανό λύκειο, δεν είχαμε καρφώσει πάνω στον αιμοσταγή κι ανόητο πίνακα των συλλογών μας! Η δεξαμενή χρησίμευε και για κολυμβητικούς αγώνες που κάναμε το καλοκαίρι πριν από τις εξετάσεις. Από δίπλα περνούσε ο καινούργιος υπεραστικός δρόμος προς Ξερό και Λεύκα. Κάποιοι τυχαίοι σταματούσαν, περνούσαν μέσα από την περίφραξη και μας παρακολουθούσαν να σχίζουμε σαν κοκκινόψαρα το νερό.
Δεν ήταν όμως κανένας εκεί. Λες και οι αγώνες είχαν εγκαταλειφθεί από τον καιρό του Μεγάλου Θεοδόσιου, που τον είπανε τέτοιον, αυτόν τον θεομπαίχτη, αφού μεταξύ άλλων θεάρεστων, έκλεισε τις ακαδημίες και κατάργησε τους Ολυμπιακούς αγώνες. Προσπάθησα να τρυπώσω μέσα από τα τέλια. Πιο κάτω ήταν στρατιώτες, κατάφερα όμως ν’ ανεβώ στο τείχος της δεξαμενής. Άδεια! Στο βυθό της λάσπη και μέσα βατράχια με λερά ματοτσίνορα. Με το που με πήραν είδηση άρχιζαν να κοάζουν εκνευριστικά. Σ’ αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην πραγματικότητα, όπου τα βατράχια σιωπούν στο άκουσμα ξένων θορύβων. Εκείνα όμως, συνέχιζαν το δαιμονικό κόασμά τους, μες στο όνειρο. Δοκίμασα να φωνάξω, με την ελπίδα πως θα άφηναν τα σπαστικά τους και θα συμπεριφέρονταν επιτέλους, ανθρώπινα, σύμφωνα με τις φυσικές τους συνήθειες. Τίποτε! Η φωνή μου δεν έβγαινε και τ’ αυτιά μου κουδούνιζαν από τα ψηλά ντεσιμπέλ. Αποφάσισα να του δίνω. Οι βάτραχοι μεγάλωναν σε μέγεθος, το ένιωθα ξεμακραίνοντας. Κοίταξα πίσω κάποια στιγμή, με φόβο, να το επιβεβαιώσω. Συντελούνταν κάτι χειρότερο. Οι τεράστιοι βάτραχοι, μεταμορφωμένοι τώρα σε μεγάλες χελώνες, βάρκες αναποδογυρισμένες, τρέχανε το κατόπι μου, με απειλητικές διαθέσεις. Ήξερα από τα παιδικά παραμύθια πως οι χελώνες κινούνται αργά, ιδιαίτερα ανταγωνιζόμενες το λαγό, έξυπνες όμως, τον είχαν κερδίσει μερικές φορές, κόντευαν να δρέψουν το ιδρωμένο πουκάμισό μου από πίσω. Ξαναγύρισα. Να βρω κάποια κατεύθυνση που θα τους ήταν δύσκολο να ακολουθήσουν. Αμέσως όμως στ’ αυτιά μου ήχησε αλλιώτικος ο θόρυβος της κίνησής τους, έμοιαζε μεταλλικός σαν εκσκαφέων, δεν ήταν πια ορδές από χελώνες, αλλά ίλες στρατιωτικών αρμάτων. Την πατήσαμε τώρα, λέω στον εαυτό μου αγκομαχώντας.
Μα γιατί τόλμησα να διακινδυνέψω ένα τέτοιο ταξίδι, ακόμη και στον ύπνο μου; Οι κάννες των πολυβόλων τους με ακολουθούσαν κατά πόδας! Τότε σκέφτηκα πως αυτές κοιτούν μακριά, οι κάννες δεν βλέπουν τι συμβαίνει ακριβώς κάτω από τη μύτη τους. Σχεδίαζα με ελπίδα τη διαφυγή μου. Κι ακριβώς τότε, μέσα από τις πρασιές των πορτοκαλιών, ακούω μια σιγανή φωνή:
«Κρύψου αμέσως κάτω από το δέντρο κι ακολούθα με!»
Το φεγγάρι πυρπολούσε τη νύκτα. Στην αρχή νόμιζα πως ήταν από τα τροχιοδεικτικά και τα βεγγαλικά της μάχης. Μιας μάχης με στόχο εμένα, που είχα τολμήσει να πλησιάσω τη δεξαμενή, άντρο ως φαίνεται, των πολεμικών επιχειρήσεων του εχθρού.
«Έλα μην χάνεις τον χρόνο!» άκουσα ξανά τη φωνή μπροστά μου.
Ακολούθησα. Στο ξέφωτο, εκεί που χώριζαν κάποτε μεταξύ τους τα περβόλια μας, στάθηκε κατάφατσα μπροστά μου. Έμοιαζε βέβαια γερασμένος από τον καημό της προσφυγιάς, όμως αμέσως τον αναγνώρισα. 0 πατέρας του βουλευτή.
«Δίπλα ακριβώς, πέρα απ’ αυτό τον όχθο, είναι το περβόλι της αδερφής σου, δεν το θυμάσαι;»
Ήταν το περβόλι που ποτίζαμε μαζί πριν από χρόνια. Η αδερφή κι ο γαμπρός μου, που καταγόταν από τη Μόρφου, ζούσαν για πολλά χρόνια στην Αυστραλία. Δυο χρόνια προ της εισβολής είχαν αποφασίσει να επαναπατριστούν. Με τις οικονομίες τους αγόρασαν ένα μεγάλο κτήμα που το εμπιστεύτηκαν σε μένα μέχρι την επιστροφή και την επανεγκατάστασή τους. Δυστυχώς δεν κατάφερα να το κρατήσω. Μείνανε με άδεια χέρια και στα ξένα, για πάντα. Στα γράμματά μου προσπαθούσα να εξηγήσω στην αδελφή μου πως το πάλεψα με τα τανκς, αλλά, δυστυχώς, η πάλη ήταν άνιση. Εκείνη αντιλαμβανόταν βέβαια, όπως και ο καλότατος σύζυγός της, πως δεν το είχα παλέψει καθόλου, κούφια λόγια ήταν. Όμως, δοκίμασαν να μπουν στη θέση μου, την ώρα που τα άρματα με κυνηγούσαν. Και οι δυο κατανοούσαν πως δεν ήταν δυνατό να τα βάλω μαζί τους, σιωπούσαν, όμως, συνωμοτικά. Ή μάλλον γράφανε κάποτε, πως «δεν πειράζει, εσύ έκανες ό,τι περνούσε από το χέρι σου… Καμιά φορά η δειλία σώζει τον άνθρωπο!» Ίσως και να υπονοούσαν, στον ύπνο μου πάντα, πως το ότι είχα καταφέρει εγκαίρως να διαφύγω, ήταν κι αυτό θετικό. Και, εν πάση περιπτώσει, σαφώς καλύτερο από του να διάγω σήμερα σαν αγνοούμενος, όπως άλλοι χίλιοι πεντακόσιοι, να αγνοούμαι μέσα στο περβόλι τους. Πράγμα που δεν συμμεριζόμουν, αφού άθαφτος καθώς θα ήμουν, θα με τρώγανε τα όρνια και θα έμενε ο σκελετός μου σαν σασί τρακτέρ, σκιάχτρο. ν’ ασπρίζει στον ήλιο. Κι όταν θα άρχιζε η διαδικασία της αναγνώρισης των χαμένων πτωμάτων και το κυνηγητό των οστών, με τη μέθοδο του ντι εν έι, κανείς δεν θα ψυλλιαζόταν να πάρει γενετικό υλικό από ένα σκιάχτρο. Και θα έμενα εσαεί στη μέση του χωραφιού να φυλάει το μποστάνι από τα κοράκια. Κι όταν κάποτε απελευθερωθεί η πόλη κι επιστρέψουν με το καλό, ζωντανοί να ’ναι, θα βρουν τα καρπούζια, τα πεπόνια, τα φασολάκια και τις ντομάτες, άθικτες. Μόνο που, στο μεταξύ, η ετεροθαλής αδερφή μου έπαθε πάρκινσον και θα της ήταν αδύνατο, μου έλεγε, να περπατήσει μέσα σε ανώμαλο χωράφι, με πολλούς σβόλους, έλεγε. Οπότε θα έστελνε τις δυο της κόρες, τη μια που διακρινόταν ως γιατρός στη Μελβούρνη και την άλλη, μεγαλοδικηγόρος αυτή, για να μαζέψουν ντοματίνια από το χωράφι τους. 0 γαμπρός μου είχε γεράσει κι αυτός ανεπανόρθωτα. Και παρόλα αυτά έκανε κι ο ίδιος κρυφά όνειρα. Τους έκρυβα επιμελώς την υπόθεση της υπεραγοράς…
«Τώρα», μου λέει ο πατέρας του βουλευτή, «θα σε περάσω απέναντι στο κτήμα της αδελφής σου. 0 κίνδυνος είχε περάσει, μόνο ο μεταλλικός θόρυβος των εκσκαφέων ακουγόταν ξεθωριασμένος. «Μέσα έχουν κτίσει τελευταία ένα σούπερ μάρκετ, ανήκει, νομίζω, στον συμπέθερο του Ντενκτάς. Εκεί δεν θα σε πειράξει κανείς. Θα μπεις, απαρατήρητος, μέσα σε μια μεγάλη κάσα, θα ξαπλώσεις σαν νεκρός, και αύριο πρωί πρωί, θα σε μεταφέρουν Λευκωσία».
«Και τι μ’ αυτό του λέω, θα με πάνε στην κατεχόμενη μεριά! Θα με γραπώσουν εκεί και αιωνία μου η μνήμη, για τα καλά! Δεν με συμβουλεύεις σωστά, θείε!» τόλμησα να πω. Πρώτη φορά του έμπαινα έτσι, αφότου τον θυμάμαι.
«Όχι, σου λέω!» είπε κάπως θιγμένος, «το φορτηγό αυτό ακολουθεί χρόνια τώρα μια μυστική διαδρομή. Περνά για λίγο στην ελεύθερη Λευκωσία, κάνει στάση ενός δευτερολέπτου μπροστά από τη Βουλή και θα πρέπει εκείνη ακριβώς τη στιγμή να προλάβεις να πεταχτείς. Μετά περνά πάλι, μέσω του φυλακίου Λήδρα Πάλας, στην κατεχόμενη Λευκωσία. Όμως, το τελευταίο, στην ουσία, δεν σε αφορά».
Έμεινα λίγο σκεφτικός. Ακόμη και στο όνειρο, θεωρούσα παράλογη μια τέτοια διαδρομή. Γέλασα κιόλας, οικτρά βέβαια, παραλληλίζοντας τον εαυτό μου με τυφλό ή λεπρό που θα έπρεπε, μέσα σε δέκατα δευτερολέπτου, όταν ο άγγελος ταράξει τα νερά, να πηδήξω στην κολυμβήθρα…
Θα πρέπει να κατάλαβε την οικτρότητα της σκέψης μου και είπε: «Μη σκέφτεσαι οικτρά! Πρώτα πρώτα δεν είσαι νεκρός. Αυτό θα πρέπει να το συνειδητοποιήσεις και να το χωνέψεις καλά. Διαφορετικά!… Στη Βουλή,
λοιπόν, θα σε περιμένει ο γιος μου. Μόλις φανείς στην πόρτα του φορτηγού, αυτός θα σε αρπάξει, οπότε αυτομάτως τερματίζεται κάθε δικαιοδοσία του οδηγού και των ένοπλων φρουρών, επάνω σου».
Το επιχείρημά του μου φάνηκε πειστικό. Από τη στιγμή που θα κρατιόμουν από το χέρι του βουλευτή, αποκτούσα κι εγώ ασυλία, ακόμη κι απέναντι στις σφαίρες.
Αυτό ήταν το όνειρο που είχα δει τρεις μέρες πριν από το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, του οποίου είχαν προηγηθεί οι μαζικές διαδηλώσεις των Τουρκοκυπρίων, ενάντια στο καθεστώς. Σημαντικό ρόλο, βέβαια, θα έπαιξε
και η πολιτική οξυδέρκεια του Πρωθυπουργού της Τουρκίας που, με το άνοιγμα αυτό, αποσυμπίεζε μια βαλβίδα πριν από τη μεγάλη έκρηξη του καζανιού.
Σε τρεις μέρες παρακάλεσα ένα φίλο Τουρκοκύπριο και με πήρε με το αμάξι του μέχρι το Γυμνάσιό μου. Από την πλευρά του δρόμου προς Ξερό, κάπου εκεί στη δεξαμενή, όντως υπήρχε στρατόπεδο. Πλησιάσαμε από άλλη πλευρά. Το μεγάλο χολ ήταν ισοπεδωμένο, άχρι θεμελίων, όπως τους ελληνικούς ναούς που είχαν κατεδαφιστεί με μανία από τον Ιουστινιανό για να κτιστεί ο Ιππόδρομος και κυρίως το Υδραγωγείο της Κωνσταντινούπολης.
Στη στάση της Βουλής δεν με περίμενε κανένας βουλευτής. Αυτός ήταν μέσα, στα ενδότερα, που λέμε, και μηχανορραφούσε πάντα, μαζί με άλλους σχέδια για επιστροφή στη Μόρφου. Εάν και εφόσον πετυχαίναμε, όπως λέει, την ιδεατή λύση. Την προ της ταπεινωτικής ήττας, λόγω προδοτικής βλακείας, την προ της καταστροφής, την προ του εποικισμού από εκατοντάδες χιλιάδες έποικους που συνέρεαν κατά σμήνη σαν μύγες πράσινες, κατά τον Jenan Selchuk(4) . από την Ανατολία. Και κυρίως, αν δεν επέστρεφαν όλοι οι πρόσφυγες στα σπίτια τους. Και όλοι οι αγνοούμενοι στα σπίτια τους. Στα νεκροταφεία του νότου. Με τα μικροσκοπικά τους φέρετρα! Έτσι περνούσαν τα χρόνια. Και πάνω σ’ αυτές τις άπεφθες θέσεις είχε κτίσει τέτοια καριέρα που δεν είχε πια ανάγκη την επιστροφή…
Παρόλα αυτά πετάχτηκα σβέλτα στη στάση και ανέλαβα το κυλικείο. Τον περίμενα σαν τα χιόνια από καιρό, να πεινάσει και να απευθυνθεί σ’ εμάς. Είχα προειδοποιήσει τα παιδιά, τα οποία στην κρίσιμη στιγμή χτύπησαν ρέστα· αρνήθηκαν να τον εξυπηρετήσουν. Έμεινε εμβρόντητος! Και διαμαρτυρόμενος που ρεζιλεύεται μεταξύ των συναδέλφων του, οι οποίοι στο μεταξύ κατασπάραζαν, σαν… κύριοι, τα σάντουιτς Αμβέρσας. Στράφηκε προς εμένα, αγριωπός, και ξιφουλκώντας ένα απόσπασμα του νόμου εναντίον μου.
«Είναι εντολή από τον πατέρα σου! αντέτεινα, ήμασταν ψες μαζί…» Μολονότι ο πατέρας του ήταν νεκρός εδώ και μια δεκαετία, ασκούσε όμως ακόμη νεκρική επιρροή πάνω του, …ελέω αλύτρωτης Μόρφου.
Θα πρέπει να το κατάλαβε και ο ίδιος πως κάτι δεν του έβγαινε. Το έδειχνε ο τρόπος που είχε μαζέψει την ουρά στα σκέλια κι απομακρύνθηκε.
1) Σε μια προσπάθεια δημιουργίας συνείδησης ειρηνικής συνύπαρξης, επί διακυβέρνησης Χριστόφια, έγινε μια πρόταση συμπερίληψης στη σχολική ύλη λογοτεχνικών κειμένων που ενδεχομένως θα βοηθούσαν προς αυτή την κατεύθυνση. Ουαί και αλίμονο! Οι γνωστοί εθνικιστικοί κύκλοι κατάφεραν, για άλλη μια φορά, να ακυρώσουν κάθε προοπτική. Στην περίπτωση, θύμα λιντσαρίσματος ήταν και το διήγημα του Νέαρχου Γεωργιάδη.
2) 0 Νέαρχος Γεωργιάδης, συγγραφέας αρκετών βιβλίων με διηγήματα και πολλών άλλων με έρευνες για το ρεμπέτικο τραγούδι που γίνανε γνωστά στο πανελλήνιο, πέθανε τον Ιούλιο του 2013. Στην κηδεία του δεν είδα κανένα επώνυμο Μορφίτη, για να τον ευχαριστήσει που διέσωσε εις τον αιώνα τη μνήμη της Μόρφου μέσα από το διήγημά του «0 Αβράμης ο Κύριος», που διαδραματίζεται στην πλατεία του πολιούχου Αγίου Μάμα, ούτε και για το διήγημα «Η τελευταία επιθυμία του Μεμέτη» που σώζει την τιμή των Ελληνοκυπρίων απέναντι σε ό,τι κακό διέπραξαν για τη διαίρεση της πατρίδας…
3) Φαίνεται πως η υπόθεση του εν λόγω διηγήματος είναι πέρα για πέρα αληθινή. Τριάντα χρόνια από την τουρκική εισβολή και με το μερικό άνοιγμα των οδοφραγμάτων, η Ένωση Λογοτεχνών Κύπρου διοργάνωσε με τους Τουρκοκύπριους συναδέλφους δύο βραδιές διηγήματος με έργα τεσσάρων διηγηματογράφων από κάθε πλευρά. Το διήγημα του Νέαρχου Γεωργιάδη διαβάστηκε μεταφρασμένο στην κατεχόμενη Λευκωσία. Με το πέρας της ανάγνωσης, ένας ηλικιωμένος Τουρκοκύπριος, κατασυγκινημένος, ανέβηκε στη σκηνή και
ασπάστηκε τον συγγραφέα. Ήταν ο πατέρας του Μεμέτη, ο κύριος Μουζαφέρ, ο παπλωματάς του διηγήματος.
4) Jenan Selchuk: Τουρκοκύπριος νεαρός ποιητής. Έγραψε το ποίημα Αμμόχωστος, όπου κατακεραυνώνει την κατοχή και τον εποικισμό: «Με μια στρατιωτική επιχείρηση / της αφαίρεσαν τις ωοθήκες… / Σμήνη από μύγες πρασινωπές / γεννοβολούν στο λιμάνι / κάμπιες σε σαλβάρια τυλιγμένες…»

.

ΜΕΡΟΣ Β’
αφρός ονείρου η ζωή

ΘΙΝΕΣ ΑΓΑΠΗΣ ΚΑΙ ΦΟΒΟΥ

ΤΑ ΧΑΛΑΣΑΝ ΑΔΟΞΑ εδώ και μερικά χρόνια. Από μια επιπολαιότητα, χωρίς να έχει εξαντληθεί μέσα τους η ιξώδης έλξη της αλλοτινής μέθης. Αυτό ίσως ένιωθε εκείνη και πιθανόν εκείνος. Γι’ αυτό σαν τύχαινε κάποτε να συναντηθούν στο ανέμελο της σύμπτωσης, υπήρχε τρέμουλο και ξηρασία στα χείλη του. Κι εκείνης η φωνή κολλούσε. Δύσκολα τούς έρχονταν λέξεις· έμεναν στον ουρανίσκο. Λέξεις που άλλοτε σάλιωναν με υγρά του σώματός τους. Ένδειξη τού πόσο είχαν αφεθεί στην ξηρασία της ιδιότυπης τρέλας.
Ένα δείλι τον είδε να πλησιάζει από μακριά πάνω στο κύμα. Πήρε θέση άμυνας, όπως μια φορά, στα ξηρά χρόνια: την είχε ακουμπήσει με ασύνειδη τρυφερότητα στο μπράτσο κι εκείνη τινάχτηκε λες και την άγγιξαν δόντια κοφτερά. Ξανοίχτηκε στα βαθιά. Είδε μέσα από τη μάσκα της μια σμέρνα. Έμοιαζε με τυλιχτό κατιμέρι στη σκιά ενός βράχου. Υπέθεσε πως καραδοκούσε το θύμα
της. Η ίδια, λεία της. Κι αμέσως μέσα της φόβος: πως το κεφάλι της εκτοξεύεται και της δαγκώνει τη ρώγα. Μα το ζώο απλώς αμυνόταν. Εκείνος πλησίαζε. Το κολλώδες του θυμικού του ξεπρόβαλε σαν κρυμμένη χαρά. Εκείνη το σημείωσε, ανταπέδωσε, κι ένιωσε αίφνης άλγος γλυκύ στο υπογάστριο. Όπως τότε, που γάτες ηδονής γρατσούνιζαν τα έγκατά της μετά την ιεροπραξία της συνουσίας.
Έμοιαζε σαν να είχε βρεθεί σε δύσκολη θέση. Στο παγκάκι της παραλίας κάθονταν μαζί της μια κυρία με τον γιο της. Τους σύστησε. Ξάφνου μια εντύπωση πως η κυρία ήθελε να της πασάρει τον μορφονιό της. Να του μάθει τον αντρισμό. Πρόσχαρη, ύπαρξη γενναιόδωρη και αφειδής. Και άλλοι πιθανόν, με την ίδια λογική, θα μπορούσαν να φανταστούν πως ήταν η κατάλληλη να τους μάθει τον αντρισμό. Ήταν όμως παντρεμένη και διόλου διατεθειμένη να μάθει στον οποιονδήποτε το οτιδήποτε. Εκτός από Φυσική στους μαθητές της. Πιο πέρα βρισκόταν ο άντρας της. Έφτιαχνε παιγνίδια στην άμμο με τις κορούλες του. Πίσω από μια θίνα που τους έκρυβε. Αν φώναζε δυνατά, θα την άκουγαν. Δεν φώναξε. Αντίθετα, σαν να απολάμβανε την πολιορκία της. Το αγόρι ήταν
συνάδελφος στο γυμνάσιο, δέκα χρόνια νεότερος. Μαθηματικός. Πολύ κοντά στη Φυσική. Έμοιαζε όμως αναποφάσιστος. καθόλου φανατικός της διεκδίκησης. Κι
αυτό πίκραινε τη μάνα του, που καλοκρατούσε την πρόσχαρη συνάδελφό του. Ήλπιζε, ποιος ξέρει, σε κάποια ευγενική ατιμία. Να διδάξει στον προκομμένο της, για τον οποίο ψυχανεμιζόταν πως κι εκείνος τη λιμπιζόταν, να κατανοήσει πως, σάρκα και ψυχή πάνε πλάι πλάι. Αγκαλιάζεις την ψυχή, αγκαλιάζεις τη σάρκα. Κι ανάποδα. Αυτό, μάλλον, θα ήταν το αίτημα της μάνας προς την καταδεκτική καθηγήτρια, όμορφη τριανταπεντάρα να μάθει στον γιο της πως, άμα αγκαλιάζεις τη σάρκα, αγκαλιάζεις την ψυχή. Δεν ήξερε πώς να το πετύχει.
Έβλεπε τον γιο της, λεβέντη μέχρις απάνω, ωραίο αναλόγως, αλλά με μια ανυπαρξία στο πρόσωπο. Έλιωνε. Ή, δεν έλιωνε ακριβώς, αφού έμοιαζε χαρούμενη και απολάμβανε την παρέα της κοπέλας, απλώς ήταν σκεφτική. Σκεφτόταν κι αυτή τη σμέρνα, κουλουριασμένη στη σκιά του ύφαλου, έτοιμη να ριχτεί στο θύμα της. Δεν Φοβόταν όμως, η ίδια ήταν θύτης, με το να ζητάει ό,τι ζητούσε από την καθηγήτρια. Και θύμα, ίσως. Χαμογελούσε σ’ ό,τι εκείνη έλεγε, το πιθανό θύμα της. Και ήλπιζε. Και θα ήλπιζε ακόμη μέχρι τέλους, αν δεν προέκυπτε εκείνος, που είχε κολλώδεις ουσίες στο αίμα του. Το ψυχανεμίστηκε αμέσως. Από τη θλίψη του που μπερδευόταν με ευτυχία.
Κρατούσε στα χέρια ένα αόρατο ψαροντούφεκο. Στη θέα του η σμέρνα, επίσης αόρατη, παρέλυσε από φόβο. Κανείς δεν υποπτεύθηκε τον δικό του φόβο. Την έχανε οριστικά. Από τα δόντια του παλληκαριού, που τον περνούσε μισό κεφάλι κι είχε το στόμα κλειστό όλη την ώρα. Είδε πίσω από τα σαρκώδη χείλη του τα δόντια της. Κουλουριασμένη σαν κατιμέρι. Πάει, την έχανε. Ξεχνούσε πως εδώ και καιρό ήταν χαμένη για πάντα, στην αγκαλιά του άλλου πίσω από τις θίνες.
Η καθηγήτρια, που αυθαιρέτως και αδίκως θεωρήθηκε, πως μπορούσε να διδάξει πράγματα σε άλλους, ένιωσε αίφνης ένα τρέμουλο και ξηρασία στα χείλη. Κι αντί να κάνει κάτι να τα υγράνει, όπως το αντικαθρέφτισμά του με νόημα της ένευε, σε μια προσπάθεια καθέλκυσής της πάλι στα νερά του, εκείνη, φοβισμένη, σύρθηκε μ’ ευλυγισία φιδιού και χάθηκε στη σχισμάδα του βράχου. Ένιωσε ασφαλής πίσω από τον εαυτό της. Κι ας ήταν η θλίψη της, αδελφή μιας θλίψης φόβου. Καταπώς το λέει το τραγούδι «από φόβο χάσαμε… δεν μας συγχωρώ!»
Εκείνος, έκανε μεταβολή, προς την κατεύθυνση των βράχων με την αλισάχνη στις γούβες και τα αιχμηρά δόντια. Φυσιολογικά, με το αλάτι στην πληγή, θα έπρεπε να σφαδάζει. Κανένας, όμως μορφασμός δεν ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του, το γυάλινο λες και ονειρικό. Για να βυθιστεί σχεδόν αμέσως και ολοκληρωτικά, πίσω από τον αφρώδη λόφο της λύπης του. Πράγμα που πιθανόν να σήμαινε πως δεν θα επιπόλαζε ποτέ. Μέχρι τέλους. Και να, πώς έρχονται κάποτε τα πράγματα! Από καιρό είχε μια άποψη πως μια μέρα θα τον συναντούσε. Για πρώτη φορά, ξανά… Όπως τον άγγελο της Αγίας Θηρεσίας, θα κατέβαζε τη ρομφαία μέσα της. Σφαδάζοντας, θα τον αποκαλούσε τρυφερά «άγγελέ μου!» κι εκείνος, «γλύκα μου» κι ακόμη πιο πεζά, «γλυκό του κουταλιού». Κάποτε κιόλας έπιανε τον εαυτό της πεπεισμένο πως αυτό θα συνέβαινε μια μέρα που η ζέστη θα της περόνιαζε τα κόκαλα. Υπήρξαν όμως, και άλλες εκδοχές στις φαντασιώσεις της, όπως αυτή σήμερα, πως θα ερχόταν από τη θάλασσα σαν στήλη νερού, περιδινούμενη στήλη νερού, που έλιωνε από ζέστη σαν κύμα, χύνοντας τα δάκρυά του, σταγόνες χοντρές στο σώμα της, αδιάβροχο, φτερά κύκνου, από τα αντηλιακά λάδια καρύδας και μαντζούνια λησμονιάς.
Θα έφευγε, ναι. Αφρός ονείρου. Μέρα μεσημέρι. Παίρνοντας μαζί του και τη φαντασίωση της μάνας που είχε πασάρει το γιο της για μαθητεία στον έρωτα.

.

Η ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΗ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Ή
ΕΠΕΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΚΑΤΟΥΡΙΑΣΗ

Το επεισόδιο άρχισε σε μια στιγμή αφηρημάδας, ενώ κοιτούσε το στήθος της ωραίας Ντιόν, που τους φρόντιζε με ευρωπαϊκή φιλικότητα και προσεγμένη θηλυκότητα τις μέρες του συμποσίου. Τα βυζάκια της, προσεγμένα κι αυτά με μέτρο, είχε φροντίσει να τα θωρακίζει με μια ροζ φανελίτσα, κάτω από το ελαφρώς ανοικτό πουκάμισο. Δεν έδινε, επομένως, την ευκαιρία, που συνήθως παραχωρούν ευχαρίστως οι δικές μας των εύκρατων κλιμάτων και των οψίμως χειραφετηθεισών, που με το παραμικρό σκύψιμο, ανοίγουν παραδείσους αναμονής, ξέροντας πως προκαλούν τις έγκαυλες προθέσεις του επιτήδειου παρατηρητή. Κείνη τη στιγμή ακριβώς ένιωσε θιγμένη μα και κολακευμένη από το… περιεκτικό βλέμμα του και του έκανε νεύμα να το μετακινήσει εσπευσμένως προς την κατεύθυνση όπου ένας άνθρωπος, ύψους τουλάχιστον τριών μέτρων, ερχόταν κατά πάνω τους. Κοψοχόλιασε. Αμέσως όμως κατάλαβε πως επρόκειτο για τον ξεναγό τους ο οποίος περπατούσε μέσα στην άμμο που περιέβαλλε το περίπτερο ή πώς αλλιώς να ειπωθεί, το παρατηρητήριο μάλλον, από το οποίο ατένισαν μόλις απ’ άκρη σ’ άκρη, μέχρι το βάθος του ωκεανού, στο εξαιρετικό «Πανόραμα Mesdag» του ομώνυμου ξακουστού ζωγράφου. Τρικ οφθαλμαπάτης, προφανώς. 
Κάπου εκεί τελείωνε και η περιήγηση στο μουσείο και την προσκάλεσε να πήγαιναν ένα περίπατο μέχρι το Διεθνές Δικαστήριο, το οποίο έπεφτε σχετικά κοντά, όπως η ίδια του είχε εξηγήσει. Ήταν πολύ περίεργος να δει αυτό το επίγειο θαύμα, όπου ο θεός, με ανθρώπινο χέρι απονέμει δικαιοσύνη, πολύ πριν από τη Δευτέρα παρουσία. Και μετά να κάθονταν κάπου για ένα ολλανδικό σναπς genever και γιατί όχι, να δειπνούσαν μαζί. Τρεις μέρες ήταν αρκετές για αυτού του βαθμού εξοικείωση. Εκείνη προφασίστηκε δουλειές, μπορεί, όμως, να μην ήταν πρόφαση, και γιατί, δηλαδή, να ήταν; Του εξήγησε απλώς τον δρόμο κι αποχαιρετίστηκαν. Το χαμόγελό της πάντα φιλικό κι αινιγματικό, άφηνε και στον ίδιο μια γεύση ατελείωτου, δεν του επέτρεψε να κοιτάξει ξανά το στήθος της, έστω, τελευταία φορά. Το στήθος της χανόταν για πάντα… Αυτό το τελευταίο χάρηκε που του ήρθε στο μυαλό κι έκανε την παλαβή σκέψη να την πάρει το κατόπι, να την προφτάσει, για να της πει ειδικά αυτό. Εκείνη, όμως, πιθανό να μην το έβρισκε καθόλου κομψό και αστείο, λέξεις με τις οποίες χαρακτήρισε ένα από τα διηγήματά του στο βιβλίο που της είχε χαρίσει δυο μέρες πιο πριν. Ναι, κάπως έτσι εκφράστηκε. Και σαν το έλεγε, κουδούνιζαν ήχοι γλυκοί στα λόγια της. Κι ανυπομονούσε να διαβάσει και τα υπόλοιπα. Γι’ αυτό βιαζόταν, να πάει σπίτι και να στρωθεί στο διάβασμα.
Το βράδυ ερχόταν συνεχώς στον ύπνο του. Μια αυτή, μια ο άλλος, ο υπεράνθρωπος που περπατούσε στην άμμο. Ο οποίος, του προσήψε την κατηγορία της αφηρημάδας, οπότε κάποια στιγμή, απρόκλητα, απείλησε πως θα τον άρπαζε και θα τον πετούσε στο ποτάμι που διέσχιζε το απέναντι ψαροχώρι. Μέσα στον πανοραμικό πίνακα μεν, αλλά αρκετά βαθύ με υποσχόμενο πνιγμό και με τις πολυπληθείς κεραίες των καραβιών σαν βελόνες, με διάθεση η κάθε μια να τρυπήσει κι από ένα κύτταρό του. Τόσο σοβαρό το αμάρτημα. Η Ντιόν έμοιαζε να ανησυχεί, ξέροντας πως αιτία για όλα αυτά ήταν τα στήθη της, σε λίγο, όμως, έμοιαζε να το ξεπερνά και χαμογέλασε με τον διφορούμενο τρόπο της. Μετά τον πλησίασε, τον κάλυψε σαν προστασία και ο υπεράνθρωπος απομακρύνθηκε σταδιακά σε σύννεφο σκόνης που σήκωναν τα βήματά του στην άμμο. Εκείνη στήθηκε όρθια, κοίταξε προς το μέρος του κι έκανε μια αόριστη χειρονομία, σαν να τον κατευόδωνε με ανακούφιση. Του χαμογέλασε ξανά με το διφορούμενο χαμόγελό της. Λες, όπως το ψεύτικο χαμόγελο της Τζοκόντα, για το οποίο μια ζωή διερωτόταν τι του έβρισκαν, επιτέλους; Είναι δυνατόν να προσποιούνται όλοι κατά συρροή, ότι εκείνη η λαγόχειλη γυναίκα είναι όμορφη; Δεν πιάνει μπάζα μπροστά στο σχεδόν ντροπαλό χαμόγελο της Ντιόν. Παρόμοια και με τα τραγούδια του Μητροπάνου, που απαξάπαντες τα έχουν για απαύγασμα ομορφιάς, μελωδικά ναι, μα οι στίχοι, εκτός ελαχίστων, είναι σκέτες ανοησίες. Μεταφρασμένα σε μια άλλη γλώσσα, γερμανικά ή αγγλικά, θα είναι για τα πανηγύρια. Κι όμως το χαμόγελό της, κάθε άλλο παρά εξεζητημένο, αποδείχτηκε το πιο γνήσιο από το πρώτο κιόλας βράδυ που την είχε συναντήσει στη ρεσεψιόν της γνωριμίας. Ακολούθως τον κράτησε από το χέρι και σχεδόν χορεύοντας, τον κατέβασε στον μόλο κι απ’ εκεί γλίστρησαν συνωμοτικά σε μια γολέτα του 18ου αιώνα. Ο καπετάνιος του θύμισε τον υπερμεγέθη τύπο στην άμμο, παραδόξως, όμως, είχε εκπέσει στις κανονικές του διαστάσεις κι έδειχνε εξαιρετικά καλοπροαίρετος. Η Ντιόν δεν του έδωσε ιδιαίτερη σημασία, ήταν απλώς ευγενική με το μοναδικό αυτό μέλος του πληρώματος, που είχε φροντίσει να τα βρουν όλα στην εντέλεια. «Τράβα στ’ ανοικτά!» του είπε. Η συμπεριφορά της φανέρωνε κυριαρχία στο σκάφος, ενώ η ελαφρά υπόκλισή του στη δεσποινίδα την επιβεβαίωνε. 
Μπροστά σ’ όλα αυτά τα απρόσμενα, είχε ξεχάσει τη βόλτα που εκείνη του είχε αρνηθεί μα και την πρόθεσή του να επισκεφτεί το Διεθνές Δικαστήριο, το οποίο, οι Ολλανδοί ονομάζουν Vredespaleis, «Παλάτι της Ειρήνης», του εξήγησε. Μετά η Ντιόν άνοιξε το ψυγειάκι και τον κάλεσε να υποδείξει το ποτό της προτίμησής του. Μινιατούρες ουίσκι, βότκα, τζιν, μα εκείνος προτίμησε το ντόπιο genever, στο οποίο είχε εθιστεί τις τελευταίες μέρες. Στεκόταν από πάνω της όσο εκείνη σκυφτή εξερευνούσε το περιεχόμενο ψάχνοντας κάτι για συνοδευτικό. Τότε πρόσεξε πως το ροζ φανελάκι απουσίαζε και τα βυζάκια της ήταν τώρα πιο εκτεθειμένα στο αχόρταγο βλέμμα του. Εκείνη το κατάλαβε και δεν έκανε τίποτε να σταματήσει τις ριπές του βλέμματός του. Την πήρε από τις μασχάλες και την τράβηξε πάνω του. Τη φίλησε. Εκείνη ανταπέδωσε με κλειστά μάτια. Με κλειστά μάτια τη βρήκε όταν εκείνος ξεκόλλησε τα χείλη του από τα δικά της, για να προχωρήσει με τα φιλιά στον άσπρο γκρεμ λαιμό κι ακολούθως πιο κάτω. Ένιωθε το σώμα της να ριγεί κολλημένο στο δικό του σ’ όλο τους σχεδόν το ύψος. Έμεναν ακάλυπτες μόνο κάτι χαραμάδες χαμηλά στα πόδια. Κατέβασαν το σναπς μονορούφι. Μετά τη φίλησε στα βυζιά, που πια δεν διέθεταν θωράκιση. Οι ρώγες πάλλονταν στο στόμα του. Δεν ήθελε να απατήσει τη γυναίκα του που περιπολούσε τριγύρω, σε κανένα μουσείο, καμιάν εκκλησία, όμως δεν άντεξε στον παλλόμενο πειρασμό. Θυμήθηκε κιόλας μια φράση της, που τον ενοχοποιούσε κάποτε δικαίως ή αδίκως: «Ξέρω, ο άγγελός σου είναι αδύνατος». Που θα πει πως είναι επιρρεπής σε πειρασμούς. Κι ακριβώς στην πιο κρίσιμη στιγμή ένιωσε το πέος του κατατεμαχισμένο. Δεν ήξερε τι να το κάνει, ο καπετάνιος πέταξε το μαχαίρι στη θάλασσα, εξαφανίζοντας κάθε ίχνος. Εκείνη κάθισε δίπλα του περίλυπη. Σκεφτόμενη, όμως. Για να την ευθυμήσει, και σαν καλός συγγραφέας, άρχισε να της διηγείται το παραμύθι για τον θεό Όσιρι που δολοφονήθηκε από τον αδελφό του Σεθ, ο οποίος τον έκοψε σε κομμάτια που τα διασκόρπισε σε ολόκληρο τον κόσμο. Η Ίσις, η αδελφή και σύζυγός του, ξεκίνησε ένα ατέρμονο ταξίδι προκειμένου να μαζέψει όλα τα κομμάτια του θεού και να τον ξαναφέρει στη ζωή. Και όντως, κατάφερε να τα συγκεντρώσει όλα, εκτός από το πέος του. Μη θέλοντας να αφήσει νεκρό τον εραστή της, έφτιαξε ένα άλλο από πηλό και του χάρισε ξανά τη ζωή με πεολειχία.
Η ονείρωξη αυτή, ανάμεσα τρόμου και ηδονής, μπορεί να ήταν κι από τις τελευταίες της ζωής του. Ήταν κοντά πενήντα. Η γυναίκα του στη διπλανή καμπίνα δεν είχε αντιληφθεί το παραμικρό. Πάλευε κι εκείνη με τους δικούς της εφιάλτες. Με τον τρίμετρο γίγαντα που εγκατέλειψε κάποια στιγμή τον οίακα στο έλεος του θεού και πήγε κοντά της, αφήνοντας ακυβέρνητο το σκάφος. Μόλις κατάλαβε ότι εκείνη δεν ανταποκρινόταν, άρχισε να της ψιθυρίζει στο αυτί πως ο άντρας της είναι ένοχος και σε λίγο θα έρθει η αστυνομία για να του πάρει κατάθεση.
-Κατάθεση για τι;
-Κάποιος κατούρησε το Διεθνές Δικαστήριο.
Μόνο αυτό δεν περίμενε ν’ ακούσει. Της φάνηκαν τρελά όλα τούτα και αποφάσισε στα σοβαρά να τερματίσει το όνειρο. Δεν μπορούσε όμως! Στη γλώσσα της ξανά ερωτήσεις και στ’ αυτιά της ξανά οι απαντήσεις. Έστω κι αν είχε ξυπνήσει μια δυο φορές κι υποσχέθηκε στον εαυτό της πως θα ονειρευόταν στο εξής κάτι άλλο, για να επικαλύψει το όνειρο εφιάλτη. 
-Και γιατί να αφορά τον άντρα μου αν κάποιος κατούρησε το Διεθνές Δικαστήριο; Ήξερε, ναι, πως κατέβαζε κάποτε κάτι τέτοιες ιδέες που τις εκσφενδόνιζε σαν αστεία, όχι όμως πως θα έφτανε ίσαμε την πράξη.
-Μα αυτό λέω, εκείνος τον έβαλε πάνω. Είναι, δηλαδή, ο ηθικός αυτουργός.
Θα πρέπει να ήταν η ώρα που ο άντρας της απολάμβανε τον ονειρικό οργασμό του. Λες κι είχε φυσήξει ένα δροσερό αεράκι από το φινιστρίνι και της χάιδεψε το πρόσωπο. Μάλλον θα είχε μόλις ξυπνήσει και η ίδια. Σ’ ένα δωμάτιο του ξενοδοχείου Novotel στο κέντρο της πόλης.
-Σε λίγο θα κτυπήσει το τηλέφωνο από την ρεσεψιόν. Οι αστυνομικοί περιμένουν κάτω. Αυτό το άκουσε στα σίγουρα. Ήταν ήδη ξύπνια. Στο μπάνιο ακουγόταν το νερό να πέφτει. Ο άντρας της. Βγαίνοντας την πληροφόρησε πως είχε ένα ευχάριστο όσο και δυσάρεστο βράδυ ονείρων, αλλά, τώρα κάτι συμβαίνει κάτω και θα πρέπει να κατεβαίνουμε, της είπε. Εσύ πώς πέρασες, το βράδυ σου; Πριν εκείνη απαντήσει χτύπησε το τηλέφωνο.
Κάτω τους περίμεναν δυο αστυνομικοί, τους είπανε όμως πολύ ευγενικά να προγευματίσουν πρώτα και μετά θα υπέβαλλαν «κάποιες ερωτήσεις στον κύριο!». Πάνω στην ταραχή ξέχασαν να πιουν το ποτό τους από κρύο νερό με λεμόνι και δυόσμο που προσφερόταν στην ρεσεψιόν κάθε πρωί. Τούτο μπορούσε να αλλάξει τα δεδομένα της μέρας. Και όντως, τον είχε προσέξει στη διπλανή passage, δίπλα από την τραπεζαρία, ένα μέτρο από κοντά τους. Πρόσεξε τις χειροπέδες κάτω από το μπουφάν, σε σχήμα συγκοινωνούντων δοχείων με το χέρι του αστυνομικού. Πανύψηλου επίσης, δεν συγκρινόταν όμως, με τον χτεσινό ξεναγό στο μουσείο. Η ταραχή κυριάρχησε, τους είχε κοπεί η όρεξη. Μετά τον καφέ η γυναίκα του, παρά την έντονη περιέργειά της, προτίμησε ν’ ανέβει στο δωμάτιο. Ευτυχώς δεν είχε προσέξει τον «διακριτικά» κρατούμενο. Άλλωστε, ένα νεύμα των ανακριτών τής είχε δώσει να καταλάβει πως δεν ήταν επιθυμητή. 
-Θα πρέπει να μας ακολουθήσετε για λίγο. Εσείς είστε ο ηθικός αυτουργός όλων όσων έχουν διαδραματιστεί το ψεσινό βράδυ. Ο φίλος μας απ’ εδώ τα έκανε γυαλιά καρφιά. Παραβίασε τη μεγάλη καγκελόπορτα του Δικαστηρίου, πλησίασε το κτίριο και το κατούρησε πατόκορφα. Είχε και ροή, φάνηκε, μετά από τόσες μπίρες…
Ο συγγραφέας κοιτούσε μια εκείνους και μια τον λεβέντη του, που κρυφογελούσε κάτω από τα μουστάκια του που δεν διέθετε, και δεν αποφάσιζε ποια υπερασπιστική γραμμή να ακολουθούσε. Να απ αρνηθεί τον καλό υπηρέτη, τον πιστό του φίλο;… Που ήταν πάντα όλος αυτιά, σ’ όσα τρελά έλεγε και δεν έλεγε, κι απλώς τα σκεφτόταν, κι αυτός αντιδρούσε συχνά σ’ αυτά. Ήταν το χέρι του, εκτελούσε. Ε, κάποτε και βίαια, όπως ψες. Που είχε πλακωθεί στις μπίρες και στα σναπς κι ακολούθως ξεσάλωσε κατουρώντας τα θεία της ανθρωπότητας.
-Έβαλε και φωτιά στο δέντρο Anna Paulowna μπρος από την είσοδο, μετέτρεψε σε στάχτη τις επιθυμίες του πολιτισμένου κόσμου για ειρήνη και δικαιοσύνη… Πως τάχα δεν δικάστηκαν οι Μπους και Μπλερ αλλά μόνο οι Μιλόσεβιτς και Κάρασιτς.
Α, τώρα άρχισε να μπαίνει στο νόημα για το μέχρι πού είχε φτάσει ο τύπος. Όχι δεν μπορούσε να φορτωθεί μια τέτοια ευθύνη. Αρνήθηκε τα πάντα. Οπότε, αλά μπρατσέ τον οδήγησαν πεζό απέναντι, στο Binnenhof, στο σύμπλεγμα των κυβερνητικών κτιρίων. Απ’ εκεί περνούσαν τις τελευταίες μέρες για την αίθουσα του συνεδρίου. Ο ήρωάς του δεν φαινόταν να είχε θιγεί από την προδοσία του, απεναντίας, κι άμα έβρισκε ευκαιρία του έριχνε και κανένα κρυφό χαμόγελο. Αυτή ήταν συχνά η τακτική τους. Τους χώρισαν, όμως, εκεί. Ο συγγραφέας βρέθηκε μονάχος σ’ ένα δωμάτιο με ψηλά παράθυρα, να διαβάζει την ολονύκτια κατάθεση του ήρωά του: Έναν απολογισμό ή και τις σκέψεις του για όσα του επεφύλαξε η άσχημη εκείνη νύκτα. Σκοπός και η δική του παραδοχή. Μπρε τους παμπόνηρους…
«Ωραία πόλη η Χάγη!», για κοίτα τον τώρα, τους αρχίζει στα κομπλιμέντα. «Αν και στιγματισμένη από ένα άντρο, απ’ όπου παρελαύνουν όλοι οι διεθνείς εγκληματίες. Κατά τα άλλα, ωραίοι άνθρωποι οι Ολλανδοί», μα, για κοίτα τον, πώς συνεχίζει το καλόπιασμα! «Τολμώ να πω και οι γυναίκες τους, όπως η ελκυστική Odin, που γνώρισα στα πλαίσια της διεθνούς σύναξης με θέμα ‘Η ψευδαίσθηση στη λογοτεχνία’. Λες και δεν έχει με τι άλλο να ασχοληθεί ο κόσμος, ειδικά αυτές τις μέρες που η Ευρώπη κατακλύζεται από πρόσφυγες και βραδυφλεγείς βόμβες από την ανατολή… 
»Μου έδειξε το Δικαστήριο από το παράθυρο. Κατεβήκαμε στην επόμενη στάση. Τραμ Νο 1. Θα ερχόμουν την επαύριον, είχε ήδη σουρουπώσει. Μου υπέδειξε, όπως της ζήτησα, ένα εστιατόριο, εκεί κοντά, με καλό ολλανδέζικο stake. Βιαζόταν, αλλά ήπιε μαζί μου ένα genever, μη με απογοητέψει. Καλό απεριτίφ, είπε, παραδεχόμενη, όμως, πως σπάνια πίνει. Την πρόλαβα όμως, και υστεροβούλως παράγγειλα ένα δεύτερο πριν σηκωθεί. Εξαιρετικό, είπα, ρουφώντας το μονοκοπανιάς, επιβραβεύοντας την επιλογή της. Το αρνήθηκε ευγενικά, οπότε το κατέβασα κι εκείνο. Η γλώσσα μου αμολήθηκε., Μπροστά στη θέα του Διεθνούς Δικαστηρίου το συνέδριό της είχε αλλάξει μέσα μου θεματική. «Η ψευδαίσθηση της Δικαιοσύνης!» Το σιγοψιθύρισα, μα δεν κατάλαβε. Χαμογέλασε με κατανόηση εστιάζοντας στο άδειο σφηνάκι στο χέρι μου. Και ξάφνου, ‘θα αποφασιζόταν σήμερα στις Βρυξέλες ο καταμερισμός των προσφύγων’, είπε η Οντίν, δοκιμάζοντας με κάποια καθυστέρηση να μπει στο πετσί μου. Τι να ΄καναν αυτοί οι κατατρεγμένοι στην κρυόκωλη Ευρώπη, σκέφτηκα εγώ, μα το κράτησα μέσα μου. ‘Θυμήθηκα τον πατέρα μου, τότε με την εθνοκάθαρση του τουρκικού στρατού από τα χωριά μας στην Καρπασία. Άνθρωπος που δούλευε σκληρά τη γαλαντόμα γη, τον αέρα, τη θάλασσα; Τι γυρεύουμε εμείς στους καταυλισμούς της Λευκωσίας, παραπονιόταν η μάνα μου; Να σπέρνουμε σιτάρι, να φυτεύουμε καπνά, να μαζεύουμε χαρούπια, ελιές; Και πεταγόταν από την άλλη παραλογιζόμενος ο πατέρας. Ή να πιάνουμε ψάρι στις πισίνες της αριστοκρατίας; Δέκα χρονών ήμουν τότε, μα βελόνιαζα κάθε τρελή λέξη τους. Η θεία από δίπλα θρηνούσε δυο γιούδες. Ένα σκοτωμένο κι ένα αγνοούμενο. Τον Κίσιγκερ και τον Ετζεβίτ, τους δικούς μας δολοφόνους, ποιος θα τους δικάσει; Πήγαινε κι ερχόταν στην αυλή και ρωτούσε μέρες, μέχρι που έπαθε τον κόλπο κι έμεινε σε μια καρέκλα αμίλητη.
»Μιλούσα μόνος, εκείνη είχε φύγει. Έφτασε το στέκι και το γύρισα στις μπίρες. Ρούφηξα μερικές Stella Artois. Προτού εγκαταλείψω επισκέφτηκα σαν κύριος την τουαλέτα. Πριν διανύσω διακοσαριά μέτρα η κύστη μου ξανακτύπησε. Δεν μπορούσα να το ρίξω εν μέση οδώ. Σέβομαι τις συνήθειες των πολιτισμένων ανθρώπων, σαν κι εσάς! Νάτος πάλι, με τις κολακείες του! Άλλωστε, θα με μαζεύατε και θα με κλείνατε μέσα. Ήταν η στιγμή που θα εισέβαλλα για να απαιτήσω εξηγήσεις από την Κάρλα ντελ Πόντε, για την τάξη του κόσμου… Η Οντίν δεν με ήξερε καλά. Τα κάγκελα κλειστά κι επενδυμένα στο πάνω μέρος με μυτερά καρφάκια, μόλις διακριτά, πολιτισμένα. 
»Πριν λάβω την τελική απόφαση να πεταχτώ και να βρεθώ μ’ ένα σάλτο στον κήπο, κατευθύνθηκα ενστικτωδώς προς το περίπτερο της εισόδου, όπου ένα δεντράκι πατόκορφα στολισμένο με χαρτάκια. Ευχές κι επιθυμίες, εξήγησε η ωραία μουλάτη φύλακας, για την ειρήνη και τη δικαιοσύνη στον κόσμο. Όπως στα παλιά χρόνια, οι παρακλήσεις στη δική μας Αφροδίτη και τη μετέπειτα αντικαταστάτριά της, τη θεά Παναγία. Συντηρούν κι αυτές μέχρι σήμερα από ένα δέντρο, όπου οι πιστοί, βίρα, κρεμούν τα παρδαλά λουριά τους. 
»Διάβασα ένα, διάβασα δεύτερο, τρίτο! Κανένα δεν έλεγε να μαζέψουν και όσους προστάτεψε η τσιμπίδα του νόμου τους… Μου ήρθε στο μυαλό το κορίτσι της Καλύμνου, που αντικρίζοντας στην ακτή πνιγμένο το αγόρι στην αγκαλιά του πατέρα του, αναφώνησε: ‘Αν για το Παρίσι πρέπει να κάνουμε ενός λεπτού παγκόσμια σιγή, για τη Συρία θα πρέπει να βγάλουμε τον παγκόσμιο σκασμό για δέκα χρόνια’. Αυτή η θύμηση μου τη βίδωσα απότομα.
»Δεν χρειάστηκαν πάνω από πέντε λεπτά, όση ώρα, δηλαδή, ήταν αναγκαία στη νεαρή μελαψή υπάλληλο, να κατεβεί τα σκαλιά της τουαλέτας αριστερά της, να εισέλθει στο ουρητήριο γυναικών, να καθίσει στη λεκάνη, να ουρήσει ό,τι τη φούσκωνε μέχρι πριν από λίγο, να σκουπίσει το ουρητικό της όργανο μην λερώσει την κιλότα της, και να επιστρέψει ανακουφισμένη. Έτοιμη να κλειδώσει τους πάντες έξω από την παγκόσμια δικαιοσύνη και να του δίνει. Τότε ήταν, που είδε με φρίκη το απογυμνωμένο, από ευχές, χαρτάκια κι ελπίδες, δέντρο απέναντί της κι εμένα να ποδοπατώ τα ασυνάρτητα χαρτάκια. Στη συνέχεια, τους έβαλα φόκο, πριν βρεθεί κοντά μου, πριν προλάβει να μιλήσει στο κινητό της. Και όχι μόνο. Πήδηξα σε χρόνο μηδέν τον φράκτη με τα ευγενικά αιχμηρά καρφάκια, αφού προηγουμένως ανέβηκα σ’ ένα τριγωνικό γεροντικό τρολεάκι. Αυτό που χρησιμοποιούν οι ηλικιωμένοι σας σαν μέσο κίνησης και αθανασίας, για να περιδιαβάζουν στην πόλη, αλλά και στην άλλη ζωή. Παίζει ρόλο Φιλιπινέζας καθ’ ημάς. Γίνεται και κάθισμα για κουρασμένους χρήστες. Κι αν κάποιος, μες στην άνοιά του το ξεχάσει, πράγμα που έγινε μπρος στα μάτια μου, επωφελούμαι και πηδώ χωρίς πρόβλημα στον χλοερό κήπο του Διεθνούς Δικαστηρίου. Κι αρχίζω να τρέχω προς την είσοδο. Κανένας δε με σταματά. Το νόστιμο στέκι που καταβρόχθισα πριν από λίγο, όχι well done, αλλά medium, με πολύ αίμα, τώρα εκδικείται. Διψώ για αίμα, εκδίκηση. Το ίδιο και οι μπίρες Stella Artois που αναλαμβάνουν τη δική τους δράση.
»Ωστόσο, κύριοι, ανακριτές, πρέπει να ξέρετε, πως αυτές οι απαισιότητες περί αίματος είχαν εισχωρήσει στο μυαλό μου τότε, εν βρασμώ ψυχής. Η αλήθεια είναι πως ποτέ μου δεν δίψασα για αίμα. Ποτέ, μα ποτέ. Εκτός από την περίπτωση του ολλανδικού στέικ, που τόσο όμορφα το φτιάχνουν οι μάγειροί σας εδώ στη Χάγη. (Πάλι οι κολακείες του!) Μα και στο Άμστερνταμ πάνω στα κανάλια το φτιάχνουν ωραία και στην Ουλτρέχτη, απ’ όσο θυμάμαι. Μα ναι, και στο Νάιμεγκεν, είχα φάει κι εκεί μια φορά στέκι με αίμα, πάνω στον Ρήνο. Αυτό το αίμα επιθυμώ.
»Η κύρια είσοδος του Δ.Δ άρχισε να μουλιάζει από το κάτουρο, οπότε και βρέθηκα στην αγκαλιά δυο συναδέλφων σας, φρουρών, του παγκόσμιου δικαίου. Έψαχναν τους καρπούς των χεριών μου για έναν ανεξήγητο λόγο. Αμέσως πρόσεξα τις χειροπέδες. Κρατούσα ακόμη το πουλί μου, σείοντάς το για εκροή και των τελευταίων σταγόνων. Και μου φάνηκε προς στιγμή να το διασκεδάζουμε οι τρεις μας. Τους έθεσα εντούτοις προ των ευθυνών τους, ως εκπροσώπους της διεθνούς νομιμότητας, πως δεν είμαι ο όποιος τυχών, και θα έπρεπε να κάνουν λίγη υπομονή ακόμη. Μέχρι να ανασύρω από την τσέπη μου λίγο χαρτάκι τουαλέτας, να σκουπίσω τις τελευταίες ρανίδες της ούρησής μου. Συνήθεια που χρονολογούνταν σαν προσωπική επιταγή υγιεινής. Θα έπρεπε να τη σεβαστούν, όσο το ένα μου χέρι βρισκόταν ακόμη εκτός χειροπέδης. Μου φάνηκε να δείχνουν κατανόηση. Κοίταξαν κιόλας αλλού όσο εγώ το τίναζα ακόμη. Αν ήταν οι δικοί μας αστυνομικοί, θα ήμουν κιόλας ανάπηρος. Μέσα σ’ εκείνο το κενό απορίας, πώς να συμπεριφερθούν σ’ έναν τρελό για δέσιμο, επωφελήθηκα για να κοιτάξω με ενδιαφέρον το αυλακάκι που διατηρούσε την αφρώδη ροή του όσο κυλούσε ανάμεσα στα μικρά λεπτεπίλεπτα τουβλάκια, που σκέπαζαν ολόκληρη την παλιά πόλη. Πριν ο γάντζος περισφίξει και τον αριστερό μου καρπό, πρόλαβα να χώσω στην τσέπη το διηθητικό χαρτάκι για την επόμενη επίσταξη. 
»Όντως, το χαρτάκι που μόλις πρόλαβα να τακτοποιήσω, το ένιωσα συμπαραστάτη σ’ ό,τι θα ακολουθούσε. Αλλιώτικα θα κατέρρεε όλη μου η άμυνα, όπως εκείνη του Λούζιν* και, βεβαίως, το σκεπτικό μου. Ήταν όλα στο τραπέζι, ακόμη και μια άτακτη υποχώρησή μου. Ευτυχώς σεβάστηκαν την άποψή μου πως η μπίρα Stella Artois, είναι υπέρ του δέοντος διουρητική. Η κύστη μου και η επίκτητη ακράτεια, προειδοποιούσαν και πάλι. Και το είχα παρατηρημένο, όταν έχεις γεμάτη κύστη, παραδίνεσαι άνευ όρων. Έδειξαν υπομονή. Τους βάραινε, καλά το κατάλαβα, η ενοχή του παγκόσμιου ψέματος; 
»Με οδήγησαν ευγενικά στις τουαλέτες δίπλα από την έξοδο.. Εκεί που πριν από λίγο το μελανούρι φύλακας είχε ξαλαφρώσει από τα υγρά του. Έμοιαζε, αναστατωμένη που το όμορφο δεντράκι της έμοιαζε με μαδημένη κότα. Τα χαρτάκια κάπνιζαν ακόμη. Ευτυχώς που δεν τους πρότεινα να τα σβήσω με την κάνουλά μου, επειδή ξεκάπνιζαν άσχημα. Μου είχε περάσει από το μυαλό.
»Μόλις στράγγισα τις τελευταίες σταγόνες, με γράπωσαν, όπως ήδη ξέρετε, οι δύο πράοι Ολλανδοί με τις τανάλιες τους και, χωρίς άλλη συνθηκολόγηση, με μετέφεραν στην αστυνομική κλούβα που περίμενε απ’ έξω. Επιτέλους, κάποιος με ρώτησε κάτι. Ο αξιωματικός της κλούβας. Τα θυμωμένα λόγια του έμοιαζαν με σπασμένα Γερμανικά με πολλά χριτς χρατς, που μου ενέπνευσαν φόβο. Κατάλαβε αμέσως το λάθος του κι επανέλαβε σε μια πιο κατανοητή γλώσσα. Τι γύρευα εκεί; Σας παραθέτω, λοιπόν, αυτολεξεί τον διάλογό μας. Όσο, βέβαια, μου επιτρέπει η μνήμη και η διαύγειά μου.
-Ζητώ, παρακαλώ, συνάντηση με την εισαγγελέα Κάρλα ντελ Μπόντε!
-Τι; Έμεινε άφωνος. Και τι θα την κάνεις, τέτοια ώρα; Είπε πάλι θυμωμένα, με πολλά χρ-χρ.
-Να ρωτήσω, αν έχει ήσυχη τη συνείδησή της…
Κι ενώ έκανε νόημα στους συνοδούς του να με μαζεύουν, είπε ακόμη: ‘Δεν είν’ εδώ. Αυτή έχει φύγει με σύνταξη’. Μην καταλαβαίνοντας εγώ, πόσο σοβαρά ή όχι, το είπε.
-Γέρασε, δηλαδή; συνέχισα την απορία μου.
-Πάρτε τον, είπε. Αν και στη γλώσσα του, από τα πολλά χρ-χρ κατάλαβα, πως την είχα βαμμένη. Τόσο το καλύτερο, σκέφτηκα. Οι εφημερίδες αύριο κάτι θα πουν για την περίπτωσή μου… Καλό αυτό, τίποτε δεν πάει χαμένο. Φτάνει να μην ξαναχτυπήσει η φούσκα μου.
-Τότε, θα ήθελα να δω τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου. Τον κύριο… Φον… Λες και τ’ όνομά του ήταν στη μύτη της γλώσσας μου κι οι μπίρες το κατέπνιγαν.
-Κλείστε τον! είπε πιο αποφασιστικά και αμετάκλητα. Χρρ… Μ’ έσπρωξε κιόλας λιγάκι, να πιάσω τη θέση μου στην κλούβα. Κατάλαβα πως ήδη απομακρυνόμασταν από την περιοχή του ευγενικού και αστείου. 
»Πριν με μαντρώσουν, οι κύριοι συνάδελφοί σας, είχαν ζητήσει και αρπάξει το πορτοφόλι μου. Με την ταυτότητα μέσα, που μου χρησίμευε για διαβατήριο στην Ενωμένη Ευρώπη, τα λεφτά, πεντακοσαριά ευρώ, τις δύο πιστωτικές κάρτες, την ευρωπαϊκή κάρτα ασθενείας, την κάρτα του American Heart Center με τα δύο στεν, ακόμη και μια λανθάνουσα δημοσιογραφική ταυτότητα, ό,τι, δηλαδή, γενικώς με συνιστούσε. Μου κόπηκαν τα πόδια. Όσες φορές είχα ονειρευτεί έναν τέτοιο εφιάλτη, ξυπνούσα σχεδόν προ της ανακοπής. Τους προειδοποίησα. Θα έφερναν ακεραία την ευθύνη… Μέχρι που να φτάσουμε στο κελί και πριν κλείσουν την πόρτα πίσω τους, μου τα επέστρεψαν όλα. Ένιωσα ανακουφισμένος. Και θα ένιωθα ακόμη και ευτυχής αν δεν κτυπούσε πάλι επιθετικά η κύστη μου. Βρέθηκα ξανά μπροστά στον κίνδυνο να απολέσω κάθε πλεονέκτημα εξ αιτίας της. Κοίταξα ένα γύρο στο κελί, δεν είδα το φωτεινό γυαλί κάποιας τουαλέτας. Κατάλαβα πως αυτό ήταν μέρος της ανακριτικής τακτικής τους, που μόλις άρχιζε. 
»Πριν μπήξω τις φωνές για να διεκδικήσω μέχρις εσχάτων τα δικαιώματά της φούσκας μου, άνοιξε την πόρτα μια νεαρή κυρία. Αν δεν βρισκόμουν κάτω από την πίεσή της , θα την έβρισκα κιόλας ωραία. Της εξήγησα. Χαμογέλασε. Με οδήγησε δίπλα. Θα πρέπει να γνώριζε από το ιστορικό μου και μου έδωσε επιπρόσθετο χρόνο για να σκουπίσω στο διηθητικό χαρτί τις τελευταίες σταγόνες. Μπορεί κιόλας η σκηνή της ούρησής μου, να προβαλλόταν στο σχεδόν διάφανο γυαλί της πόρτας κι εκείνη να παρακολουθούσε. Μα τα παπούτσια μου δεν είχαν καν κορδόνια. Μην κάνω καμιά τρέλα, πράγμα που δεν ήταν καθόλου στις προθέσεις μου. Αλλά εσείς, δεν το ξέρατε και λάβατε τα μέτρα σας. Καλώς!» Να τον πάλι, τον κόλακα.
»Η ωραία λοχίας κάθισε απέναντί μου και μου υπέβαλε, με καλή διάθεση, μερικές ερωτήσεις. Μόνο αν ήθελα τις απαντούσα. Γλυκιά. Ίδια η Odin, με αστυνομική στολή. Μα, και η φωνή της. Κι όσο η φούσκα μου άδειαζε και άφηνε τη σκέψη μου απερίσπαστη, καταλάβαινα πως αυτά τα πράγματα, απίθανης κατασκοπίας, θα μπορούσαν να συμβούν μόνο στις χώρες του τέως σοσιαλισμού. Που με τέτοια κολπάκια δέκα αστυνομικοί στη Μόσχα μου υφάρπαξαν εκατό μάρκα πολύτιμα, φοιτητικά. Όχι, όχι, εδώ είμαστε στην πολιτισμένη Ευρώπη, σκεφτόμουν, όσο εκείνη έμπαινε στην πρώτη ερώτηση: 
»Αν αυτό που έχω κάνει απόψε μου έτυχε να το έχω ξανακάνει. Δεν εννοούσε προφανώς αν έχω ξανακατουρήσει Διεθνές Δικαστήριο. Ούτε αν έχω ξαναφάει ολλανδέζικο στέικ, αν έχω πιει απανωτά τρία σναπς και ρουφήξει κάποιες μπιρίτσες Stella Artois. Δεν εννοούσε αυτό, αλλά κι αυτό να εννοούσε, μπορούσα να απαντήσω ευθαρσώς όχι. Είστε απόλυτα σίγουρος; μου λέει και με κοιτά με τα γλυκά μάτια της. Ωχ, η Odin! Ήθελα να της πιάσω το χέρι. Όχι πως με την Odin το άγγιγμα των χεριών παρέπεμπε σε κάτι παραπάνω από χειραψία. Δεν ξέρω αν χαμογελούσε σ’ όλους και καθηκόντως με αυτή την έλξη. Ή είχε ξεχωρίσει κάτι σ’ εμένα, που θα ήθελε να μου το δείξει. Πως με είχε θυμηθεί από το συνέδριο. Ή από το περιστατικό στο μουσείο και το πανόραμα Mesdag. Διέκοψε ξανά τη σκέψη μου:
-Ρώτησα αν έχετε ξανακάνει κάτι τέτοιο. Παύση. Αν έχετε σκεφτεί να προβείτε σε μια παρόμοια βιαιοπραγία;
»Αυτή τη λέξη δεν τη συμπαθούσα. Με άφησε άφωνο η ξαφνική σκληρότητά της. 
-Εννοείτε, αν έχω κατουρήσει δημόσιο κτίριο ή τέλος πάντων, κάτι αξιοσέβαστο, που δε θα έπρεπε; 
– Που να εμπεριέχει το στοιχείο της διαμαρτυρίας…
-Ναι, απαντώ, ναι! Ο χρόνος που είχα κερδίσει πριν είχε αποτέλεσμα. Την πρώτη φορά κατούρησα ένα παπούτσι συμμαθητή μου, της λέω, το είχα γεμίσει μέχρις απάνω. Ζούσαμε σε οικοτροφείο. Κοιμόμασταν σε κοινό θάλαμο στον πρώτο όροφο. Τα παπούτσια μας παρκαρισμένα στον διάδρομο σαν κατσαρίδες… Γέλασα, ανιστορώντας κάτι από την παιδική μου αθωότητα. Χαμογέλασε κι εκείνη. Ίδια η Odin! Ξεθάρρεψα. Έπρεπε να κατεβαίνουμε ολόκληρο όροφο και τα ουρητήρια ήταν κάτω στην αυλή…
– Ναι, όντως ήταν μια διαμαρτυρία, είπε τώρα σοβαρά. Σκέψου όμως και κάτι από την ενήλικη ζωή σου.
Για να ανακτήσω ξανά το θάρρος της, είπα να ξανοιχτώ και σε μια περίπτωση που θα την έκανε να γελάσει. Πριν χρόνια είχα επισκεφτεί τον γιο μου στο Κίελο, όπου σπούδαζε. Πέσαμε πάνω στο Κίλε Βόχε, το φεστιβάλ μπίρας. Καταλαβαίνετε. Την πρώτη φορά πήρα το δρόμο για τις δημοτικές τουαλέτες, μπροστά στη λίμνη. Μεγάλη ουρά, μόλις που άντεξα. Τη δεύτερη ξανά, αλλά ο κόσμος πολύ λιγότερος. Την τρίτη φορά έκανα κι εγώ ό,τι και οι άλλοι. Κατουρούσαμε τους τοίχους της εκκλησίας. Όλοι. 
»Δεν γέλασε. Ρώτησε μόνο: Η τρίτη;, λες κι ήταν σίγουρη και για μια τρίτη που να επιβεβαίωνε τη διάγνωσή της περί Εκδικητικής Κατουρίασης. 
»Με εντυπωσίασε η διάγνωσή της. Μόνο μια επαγγελματίας εγκληματολόγος ψυχολόγος, θα μπορούσε να τη θέσει με τόση ακρίβεια. 
-Το είχα σκεφτεί, αλλά δεν το πραγματοποίησα. Ήταν τότε που η Βουλή μας κάτω, σε μια βδομάδα είχε πάρει δυο αλληλοαναιρούμενες αποφάσεις. Στη μια χαρακτήριζε έναν ολετήρα της χώρας, που ανατίναζε αστυνομικούς σταθμούς κυβερνητικά κτίρια, ως επικίνδυνο εγκληματία και στη δεύτερη, που στο μεταξύ ο περί ου ο λόγος τα είχε τινάξει, τον ανακήρυξε άξιον τέκνον της πατρίδος!
-Τρομερό, όντως! Και γιατί δεν το πραγματοποίησες;
-Πρώτα απ’ όλα κείνη την εποχή δεν έπινα μπίρες. Πάνω από μια μικρή, δηλαδή! Κάποτε. Δεν είχα λεφτά, σπούδαζα τότε, θα έπρεπε να κόψω εισιτήριο να κατέβω κάτω. Πού τέτοια λεφτά; Άσε που κάτι τέτοιο μπορεί και να μου στοίχιζε τη ζωή. Οι νυχτοβάτες, χάριν της πατρίδος, ήταν πολλοί εκείνες τις ολέθριες μέρες.
-Τώρα καταλαβαίνω πλήρως τα κίνητρά σου. Η ποινή μπορεί να κυμαίνεται από μερικούς μήνες μέχρι και ενός έτους φυλάκιση.
-Μα πώς, της λέω, με πίκρα στη φωνή, που την είχα εμπιστευτεί. Σ’ αυτή την περίπτωση απλώς περνούσα απ’ εκεί και η φούσκα μου πλήρης, έκανε κουμάντο. Καταδικάζετε μία ουροδόχο κύστη σε ενός έτους φυλάκιση;
Αυτές ήταν και οι τελευταίες λέξεις από την επεισοδιακή κατάθεση του alter ego, του συγγραφέα, ο οποίος είχε λάβει μέρος στο συνέδριο με θέμα «Η ψευδαίσθηση στη λογοτεχνία». Αυτή ήταν και η εισήγησή του, που καταχειροκροτήθηκε. 
Μόνο ένας σηκώθηκε πάνω και τον κατακεραύνωσε: Μα τι θέλει, κύριε, ο ιδεατός σου ήρωας; Έχει καταβροχθίσει τον αγλέουρα, έχει πιει του σκασμού και γνοιάστηκε τώρα τους πρόσφυγες… Δεν είχε, δηλαδή, κατανοήσει, ο κύριος αυτός, τη δικτατορία της φούσκας. Δεν είχε γευτεί ποτέ του μπίρα. Ήταν και ο ίδιος πρόσφυγας από το Αφγανιστάν. Τις τρεις μέρες του συνεδρίου ο νους και τα μάτια όλων περιπολούσαν διακριτικά γύρω από τη ζώνη του.
*Η άμυνα του Λούζιν – μυθιστόρημα του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ

.

ΤΑ ΠΗΓΑΔΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ (2012)

ΥΠΝΟΣ ΑΝΤΙΠΟΙΗΤΙΚΟΣ

Κάποτε νιώθω τόσο κουρασμένος
θέλω να πάω να κοιμηθώ
με διάθεση
πέραν του ύπνου.
Να κοιμηθώ
βαθιά
να μην ακούω.

Η κενότητα των λόγων σας
η ματαιότητα των πράξεών σας
υπνηλία μου φέρνουν
θανατερή.

Να κοιμηθώ χωρίς όνειρα
τα όνειρα
αντίγραφο όσων ζω
καθρέφτισμα των λόγων σας
της θρασύτητάς σας
εγώ τα έχω σιχαθεί.

Δε θέλω να βλέπω
μέσα σε συμπληγάδες βλακείας
επηρμένης
οιδηματικής
σαν πτώμα με μύγες πράσινες
να γυροφέρνουν
την πατρίδα μου την ίδια.

Θέλω να κοιμηθώ`
νομίζοντας πως κοιμάμαι
να συνεχίσω.

ΝΟΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗ

Στην πατρίδα πάλι και στους πολιτικούς της
Τέλεψαν τα πανηγύρια
του ανερμάτιστου Λόγου
οι κρίνοι
της αειπαρθένου κυήσεως
οι θρήνοι
το έλαιο στους λύχνους
των μωρών παρθένων
οι μαστιγώσεις
οι εμπτυσμοί των ηλιθίων
τ’ ακάνθινα στέφανα
των εμπαθών

τετέλεσται όλα
με την αλήθεια του νου.
Η τρέλα στους υπονόμους
τα κεφάλια μέσα

πολιτικοί της πεντάρας
αρχιερείς γυμνοί από φαιλόνια
και χρυσά
άσπρα βρακιά όλοι
μηδενός εξαιρουμένου
βρακιά χεσμένα.

Τα πλυντήρια των λέξεων
αρνούνται να στραγγίσουν το νόημα
της ρυπαρότητας
τ’ απορρυπαντικά σήκωσαν τα χέρια
και με την Ανάσταση του νου
ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του.

Είτε, δηλαδή, αφαιρούμε
τον ακάνθινο στέφανο
από την κεφαλήν Αυτής –
μπήγοντας στην καρδιά ο καθένας τ’ αγκάθι
μοιραζόμενοι τους εμπτυσμούς που μας αναλογούν
τα ραπίσματα
χάριν Αυτής -,
είτε κρινόμαστε ανάξιοι κάθε Σταύρωσης
κι από δω και μπρος
ο καθείς τον Γολγοθά του,
μπαγάσηδες.

Τρίτη Διακαινησίμου, Απριλίου έκτη, 2010, εν Λευκωσία

ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΠΑΣΙΑ

Στον Λευτέρη Παπαλεοντίου

Ψες δεν έκλεισα μάτι.
Έβλεπα όνειρο παιδικό
έναν εφιάλτη
πως εκδρομή πηγαίναμε
στην Καρπασία
γιαλό γιαλό.

Περάσαμε κι απ’ το χωριό
καποιανού φίλου.
Που έμοιαζε άλλοτε μικρός
και άλλοτε μεγάλος
κι έκλαιγε γοερώς.

Ήτανε τούτη η σατανική εναλλαγή
που με ξυπνούσε κάθε τόσο.

Έκλαιγε λέγοντας πως το χωριό του
δεν το γνωρίζει πια.
Μα δεν το ξέρω, έλεγε
νυκτοβατώντας σαν αγγελούδι
αρπαγμένος στο καπό
και έλεγε πως όλοι μας
κανονικά έχουμε ένα χωριό
μια μήτρα που αγαπάμε.

ΧΙΟΝΙ ΣΤΟΝ ΠΕΝΤΑΔΑΧΤΥΛΟ

Άσπρη μέρα, επιτέλους, 
σαβάνωσε την ημισέληνο 
στο αμίλητο βουνό. 
Αναίσθητος όμως ο ήλιος 
βούρτσισε στο πι και φι 
το αθώο χιόνι
δεν είχε αίσθηση του τι ποιεί.

ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

ΟΝΕΙΡΩΔΥΝΙΑ

Κείνα τα κόκκινα μυρμήγκια
τα υπερμεγέθη
που τρέχουν σαν μηχανές
παίρνουν και φέρνουν στα όνειρά μου
καβαλάρηδες

χωρίς κράνος 
μήτε κεφάλια

που γελούν όμως 
μαρσάροντας 
ξέρω πως γελούν.

Κι εγώ να φοβάμαι 
πως έρχεσαι

με το κεφάλι κομμένο

να με ασπαστείς.

Καίτοι
στο διηνεκές
η απουσία σου.

ΕΥΤΥΧΕΙΣ ΗΜΕΡΕΣ

Οι ευτυχείς Ημέρες της ζωής του
έρχονται κάποτε
μάγισσες
αναμαλλιάρες
του θυμίζουν καγχάζοντας
την ελαφρότητά του
όταν τις είχε
γυναίκες στο κρεβάτι
με στήθη ηφαιστειακά.

Να, μαλάκα, του κάνουν
μουντζώνοντάς τον,
γιατί δε φύλαγες
κάποιες μας
για τα καλά στερνά;

Κι’ εκείνος
να τις κοιτά καχύποπτα
θαμπές
μέσα από το γυαλί του ονείρου.

Ξυπνώντας,
να μετρά απλώς την πίεσή του
που έχει ανέβει αισθητά

ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΕΙΝΟΥΜΕ ΚΙ ΕΤΣΙ

Βρεθήκαμε
να ζούμε μιαν κατάσταση,
να την υπερασπιζόμαστε,
καθώς λεν, με το αίμα μας
και να τη μισούμε
με κρύα σοφία
και κοσμιότητα.

Περικυκλωμένοι σ’ ένα
κιγκλίδωμα σιωπών
που θα μιλήσουν
με την αηδία του σκύλου
που κροταλίζει το βρασμένο κρέας
και τη θαλπωρή.

Μπορεί να μείνουμε κι έτσι
ως τη συντέλεια
πρότυπα υποταγής
μαζικής τρέλας
σαν είδος ζωής.

Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΟΥ

Η θάλασσά μου
δύστροπη σήμερα
γι’ αυτό δεν μπήκα μέσα της
μέχρι να κατευνάσουν τα νευράκια της
να’ ναι καλή μαζί μου
να μου φιλά το σώμα
εγώ να γλιστρώ στο βυθό της,
έμβρυο
να με περνά απ’ τον κόλπο της
να με αναγεννά
στα ιαματικά της ξεπλένοντας
τη θλίψη μου.

ΕΝΥΠΝΙΟ

Την ανακαλεί στον ύπνο του
από το διαδίκτυο παλιών καιρών
όπως φακίρηδες τα πνεύματα
και παπάδες από την Ωραία Πύλη
την Πλατυτέρα των Ουρανών.

Αυτή
παγιδευμένη στο μαγνητικό πεδίο του
νιώθει νευρικότητα
διστάζει
μα δεν μπορεί παρά
να καθελκυστεί σαν καραβάκι
κάποτε
στ’ ονειρικό επίνειό του.
Αν και αναποφάσιστη
ενίοτε εχθρική
περιμένοντάς τον
να πατήσει τη σκανδάλη του enter.

Αυτός,
καίτοι χαρούμενος
για τη λυσιτέλεια της πονηριάς του
αδρανεί.

Μάγος καλός
μα διόλου πια
τεχνίτης.

ΔΙΚΗ

Θα ‘πρεπε να ‘χε τελειώσει 
από χτες η δίκη 
για την κλοπή του χαμόγελου 
στη δυναστεία της θλίψης• 
όπου ξεπουλάν 
παράνομες χαρές 
ως να ήταν περιττές 
επαίσχυντες
ως να μην ήταν πετράδια
αιωνιότητας
κι αθανασίας, έστω
μες στη γενική ψευδαίσθηση
και την απόλυτη λήθη.

Αν βγάζαμε την ψυχή μας 
τη μουλιάζαμε 
στη χλωρίνη του πένθους 
τη στεγνώναμε 
στ’ αγκάθια 
και στους ίσκιους μας 
θα μπορούσαμε ίσως 
να μιλάμε με παρρησία 
στους δικαστές

που μας χέζουν ολοσχερώς 
λες κι οι ίδιοι δεν κακούργησαν ποτέ
στον έρωτά τους – 
την τυφλή τους δικαιοσύνη.

ΑΓΕΝΝΗΤΑ ΒΡΕΦΗ

Πόσα διηγήματα
χάθηκαν μέσα στον ύπνο
σαν αφύλακτα παιδιά του δρόμου
πόσες ποιήσεις
καταβρόχθισε
και δεν έφτασαν ως το πρωί.

Διαφορετικοί κοιμόμαστε
αλλιώτικοι ξυπνάμε
μην ξέροντας σε ποιο κρεβάτι
μένει έγκυος η μνήμη
με ποιον μας απατά μες στο σκοτάδι

σε ποια κλινική
ή κάδο απορριμμάτων
τ’ αποβάλλει

χωρίς ένα χάδι
ανάγνωση νηφάλια
πρωινή.

ΠΡΟΔΟΣΙΕΣ

Κατόρθωσες κ ι αυτό ,
συγγραφεύ μέγα,
να προδίδεις φίλους
με τόση ευκολία.
Μετά από ενδελεχή προπόνηση,
εννοείται.
Ξεκινώντας από τον εαυτό σου
που κρυβόταν χρόνια
παριστάνοντας τον ρέμπελο
γράφων επιτηδείως –
ακόμη και άσιτος έμεινες
επί μακρόν.

Ώσπου συνήλθες
πρώτα οικόσιτο
σε πισινές αυλές,
εν συνεχεία
ορθά κοφτά τα είπες
–όπως τα ήθελαν–
έγινες δεχτός στα σαλόνια τους
που

«να, προς τα κει πέφτουν!»
έλεγε ο Σκαρίμπας
μουντζώνοντάς τα–
μα κι ο Βάρναλης,
θαρρώ.

.

ΕΡΩΣ ΕΝ ΚΑΜΙΝΩ, Διηγήματα, (2001)

Από το διήγημα «Να ντρεπόμαστε να πούμε τ’ όνομά μας»
…Οπότε μια Κυριακή πρωί με αποσπά από το σπίτι και πηγαίνουμε να με ξεναγήσει σ’ εκείνο το «υπέροχο και φανταστικό καταφύγιο, το τόσο μακρινό μα και τόσο μέσα μας, όπως η ψυχή μας!»
Η γυναίκα μου δυσφορούσε βλέποντάς με ν’ ανεβαίνω στο αυτοκίνητο και να φεύγουμε μαζί. Δικαιολογημένη κάπου. Λαμβάνοντας κανείς υπόψη πως άλλοι συνάδελφοι στο σχολείο κάπου τον απέφευγαν, εκτός βέβαια από τη Μνημειάδου . Την Έλλη Μνημειάδου, που είχε κι εκείνη μέσα της μια δίδυμη αδελφή να την κυνηγά. Εκείνη δεν είχε αγνοούμενο πατέρα, όπως εκείνον, αλλά έναν άλλο, πολύ δικό της άνθρωπο – κι ας μην τη συνέδεε μαζί του καμιά συγγένεια αίματος ή καταχωρισμένη, τέλος πάντων, σε χαρτί επίσημο, και κυρίως το παιδί του που δεν συνέλαβε ποτέ…
Τρέχα τώρα βρες άκρη με τα πονεμένα, σαλεμένα μυαλά.
Όλοι όμως, κουτσομπόληδες και μη, γνωρίζαμε με πάσα λεπτομέρεια γιατί η Έλλη Μνημειάδου δεν είχε συλλάβει ποτέ το μοναδικό παιδί της, που θα πρέπει τώρα να κυκλοφορεί γύρω στα δώδεκα με τελειωμένο το δημοτικό, κι ωστόσο δεν το έχει δει κανείς, παρά μόνο εκείνη σε κάτι φευγαλέες στιγμές, παρασυρμένη από οπτασίες και εμμονές… Γνωρίζαμε ακόμη, κουτσομπόληδες και μη, πως τη μέρα εκείνη, της μοιραίας σύλληψης –στο μυαλό ή στο σώμα;- είχαν σβουρίξει πάνω από την ερωτική φωλιά τους, στο ρετιρέ του «Σαλαμίς Μπέι» στην Αμμόχωστο, τα αεροπλάνα του Αττίλα. «Μη» του είπε, «μη! Μιαν άλλη φορά που τα πράγματα θα είναι καλύτερα!» Το σπέρμα του κύλησε κάπου γύρω στον αφαλό της. Τώρα ζωντανεύει κάποτε και θέλει να μπει μέσα της. Οπότε ένας γαλαξίας από σπυράκια φυτρώνει στο σώμα της, αλέα εφιαλτική στην παλιά διαδρομή. Τον Νίκο δεν τον ξαναείδε από τότε. Και παρόλο που το όνομά του φιγουράρει στον κατάλογο των αγνοουμένων, εκείνη ξέρει… Στην αρχή δεν θέλησε να στερήσει την ελπίδα από τους δικούς του, τους «πραγματικά» δικούς του. Ύστερα, όσο περνούσαν τα χρόνια, της φαινόταν ακόμη πιο δύσκολο κι έτσι τα πράγματα μείνανε στο διφορούμενο του θανάτου. Η ίδια στο μεταξύ είχε φροντίσει να διασταυρώσει επαρκώς κάποιες πληροφορίες, που προέρχονταν από παλιό φίλο και τέως, ας πούμε, ερωτικό αντίζηλο του Νίκου. «Άς πούμε», έλεγε κι εκείνη και γελούσε κάποτε μέσα από ξεσπάσματα αυτοσαρκασμού. «Ένα “ας πούμε” έχει καταντήσει η ζωή μας, ας πούμε πως ζούμε, ας πούμε πως γεννήσαμε παιδιά, που όταν όμως βαράνε το κουδούνι της εξώπορτας κι αλαφιασμένοι τρέχουμε, αυτά γίνονται άφαντα, ροβολώντας τις σκάλες». Μεγαλώνουν όμως, μεγαλώνουν τα παιδιά που δεν γεννήσαμε… Μεγαλώνουν και μας κυνηγούν… σκέφτεται κάποτε, σαν είναι στις πολύ πολύ μαύρες της.
Ο Θεός να βάλει το χέρι του.

.

ΣΤΟ ΜΑΤΙ ΤΟΥ ΦΙΔΙΟΥ (2000)

(Απόσπασμα)
…. Θα πρέπει, εν τέλει, να ήταν κανένας τριχοφάγος από τους γάτους, γιατί αυτός είχε άλλο βίτσιο. Αντί για σκυλί κι εκείνο το εσταυρωμέρο ρίφι, αυτός κουβαλούσε πάντα μαζί του ένα γάτο. Γάτο υψηλής περιωπής, που άμα βαριόταν κι ήθελε να βγει, πεταγόταν στο χερούλι της πόρτας μια δυο και κατάφερνε ν’ ανοίξει. Και σαν δεν γινόταν ούτε αυτό, έπαιρνε φόρα και πηδούσε από το παράθυρο κι όποιον πάρει ο χάρος. Μπορούσε να προσγειωθεί από το ύψος του πρώτου ορόφου στο κεφάλι κάποιου ανέμελου περαστικού, που θα κατουρούσε στο εξής κόμπο κόμπο από τον φόβο του. Ο Θεός, όμως, μας γλίτωσε από μιαν τέτοιαν εκδοχή και είχε προτείνει κάτι άλλο: αντί στο κεφάλι του περαστικού να προσγειωθεί στην οροφή ενός διερχόμενου λεωφορείου. Οπότε τα κάνει, φαντάζομαι, λίμπα τα ζεμπίλια των επιβατών, επιθεωρώντας σ’ αυτά κάθε τι γατοφαγώσιμο… Κάνει και την εξοχή του στα ορεινά και μας κατεβαίνει με αναρρωτική, πηδώντας πάλι από ψηλά, ακριβώς μπροστά από την πόρτα μας, και με σπασμένο το κεφάλι από το ξύλο.
Έτσι, ο Κωστής προτιμούσε να τον κουβαλά μαζί του για να ‘χει το κεφάλι του ήσυχο. Μια φορά τον είχε πάρει κιόλας μαζί του στην εκκλησία. Και πάνω στη βιάση του μην σφετεριστούν άλλοι τα ρούχα των εξαπτέρυγων που ήταν ωραία και φανταχτερά σαν άμφια δεσποτάδων, παράτησε τον γάτο σ’ ένα μπαούλο εκεί δίπλα. Και φυσικά κάποιαν ώρα άρχισε να νιαουρίζει ο διάβολος. Τρέχει ο παπάς ν’ ανοίξει, πετάγεται από μέσα σαν σαΐτα και σκαρφαλώνει ο καταραμένος στο εικονοστάσι. Κάμποση ώρα περιπατούσε πάνω από τα κεφάλια των αγίων, όπως έναν απελπισμένο που ανεβαίνει στον τρίτο όροφο κραδαίνοντας την απειλή πως θα ριχτεί στο κενό – που τελικά όμως κάνει δεύτερες σκέψεις: «Τέτοια ζωή, κάλλιον ζωή παρά θάνατος». Εξακολούθησαν να τον προκαλούν βεβαίως, μ’ ένα κηροσβέστη, πως θα τον κατέβαζαν άδοξα. Οπότε εκείνος πετάγεται στο χρυσό καντήλι που κρέμεται απευθείας από τον ομφαλό του Παντοκράτορα ψηλά στον θόλο. Κι αρχίζει να ανεβαίνει. Όσο πλησιάζει όμως προς τον πάντων Κτίστη, κάτι του λέει πως τα πράγματα άρχισαν να σκουραίνουν, αφού από κάτω βάζει τις φωνές ο παπάς και μαζί του συνολικώς το ποίμνιον. Οπότε γυρίζει τον κώλο κι αρχίζει να κατεβαίνει, κι ακούει τότε το γέλιο του Θεού. Του νιαουρίζει κι αυτός με τη σειρά του και μ’ ένα σάλτο ακαριαίο πηδάει στο κενό. Ακριβώς πάνω στη γενειάδα του μοιχού ιερέως. Θεέ μου, πώς τα σκαρώνεις κάτι τέτοια, με τι νόμισμα πληρώνεις εσύ; Γελούσες, όμως, σε είδα, Παντοκράωρ!
Να γιατί αρρώστησε ο Κωστής. Και τον άφησαν εκεί να λειώνει, πρώτη η δασκάλα του τον είχε παρατημένον. Και να τώρα. Τώρα είναι αργά. Απλώς τραβούμε ο καθένας τον δρόμο του που όλο και στενεύει… Αχ, εκείνη η «στενή πύλη», «ολίγοι εισίν οι ευρίσκοντες αυτήν», έγραφε η Ρέγγα, η αδερφή του, σε μιαν υποσημείωση υπεροπτικής ειρωνείας.
Και ο Θεολόξ να παραφυλάει την πράσινη πινακίδα με τις επιστολές των μαθητών και να επιμένει σε μερίδιο βλεψία σε όλα τούτα, που είναι ανάξια λόγου, πόσο μάλλον Θεού λόγου…

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΜΗΝ ΣΥΝΑΝΤΙΟΜΑΣΤΑΝ…
ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ

Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 8/5/2023

Η κριτική λογοτεχνίας, εκτός από συγκροτημένη, οφείλει να είναι και συγκρατημένη, κυρίως όταν αναφέρεται σε έργα σύγχρονά της. Πάντα τηρώ αυτή την αρχή όταν καταπιάνομαι μ’ ένα νέο λογοτεχνικό έργο. Αφήνω περιθώρια να κάνω λάθος, να έχω αστοχίες, να υπερεκτιμώ ή να υποτιμώ ένα έργο, απέχοντας από την πραγματική αισθητική του αξία. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, με το νέο ογκώδες μυθιστόρημα του Χρίστου Χατζήπαπα «Καλύτερα να μην συναντιόμασταν», νιώθω ότι είναι επιβεβλημένο να χρησιμοποιήσω υπερθετικούς βαθμούς στην αξιολόγηση μου. Διακατέχομαι από μια ακλόνητη βεβαιότητα γι’ αυτά που θα πω στην συνέχεια.

Αυτό το μυθιστόρημα είναι ό,τι καλύτερο, ό,τι ανώτερο, ό,τι πληρέστερο και αρτιότερο έχει γράψει ο Χρίστος Χατζήπαπας μέχρι τώρα. Μια ωδή και μια ωδίνη, μια κραυγή και συνάμα μια ιαχή, για την μοίρα της Κύπρου, της πατρίδας μας και του λαού μας.

Το νέο έργο του Χρ. Χ. σηματοδοτεί μια ολόκληρη εποχή. Όπως σηματοδότησε τον 15ο αιώνα και την Φραγκοκρατία η «Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου», το περίφημο «Χρονικό» του Λεόντιου Μαχαιρά. Όπως σηματοδότησε τη νεότερη κυπριακή ιστορία η εμβληματική «Τετραλογία των καιρών» του Γιώργου Φιλίππου Πιερίδη. Όπως σηματοδότησε τα πρώτα μετανεξαρτησιακά χρόνια το ρηξικέλευθο και νεωτερικό μυθιστόρημα «Ανατολική Μεσόγειος» της Ήβης Μελεάγρου. Έτσι και το νέο βιβλίο του Χρ. Χ. σηματοδοτεί μίαν εποχή, την αρχή των δεινών του λαού μας, εξ ιδίας υπαιτιότητας από το 1964 μέχρι και τις μέρες μας, στις παρυφές της οριστικής διχοτόμησης της πατρίδας μας.

Ο κεντρικός μύθος του έργου αφορά τα βιώματα, – πολιτικά, ερωτικά, κοινωνικά αλλά και πολεμικά – μιας παρέας νέων ανθρώπων, από την προ πραξικοπηματική περίοδο μέχρι την εποχή μας. Το μυθιστόρημα είναι πολυδιάστατο, πλούσιο και πληθωρικό σε όλα. Θα επικεντρώσω την προσοχή μου σε τρεις διαστάσεις, την πολιτική, την ερωτική και την αισθητική διάσταση.

Μέσα από το βιβλίο η πολιτική ιστορία του τόπου μας φωτίζεται πρωτίστως στα σκοτεινά και δυσάρεστα σημεία της. Σε αυτά που ουδόλως περιποιούν τιμή στην ελληνοκυπριακή κοινότητα και την ηγεσία της.

Ο συγγραφέας επικεντρώνεται στα τραγικά λάθη του παρελθόντος. Η κριτική ανάλυσή του αρχίζει από την Διασκεπτική, διατρέχει τον ένοπλο αγώνα, την εσφαλμένη αφετηρία και τους μοιραίους προ αποκλεισμούς του και καταλήγει με όλες τις αστοχίες και την ανοχή της προ πραξικοπηματικής περιόδου.

Όλος ο κεντρικός μύθος είναι διανθισμένος με μικρές, βδελυρές και αποτρόπαιες ιστορίες βίας. Όπως το συγκλονιστικό έγκλημα του ιερέα, που μεσούσης της λειτουργίας, βγήκε έξω από το ιερό και με κυνηγετική καραμπίνα σκότωσε εν ψυχρώ τον Τ/κ συγχωριανό του, που άκουε ο έρμος, με κατάνυξη και ενδεχομένως με σαγήνη, τις ψαλμωδίες από μέσα!

Και στην κορύφωση του δράματος, στο φευγαλέο συναπάντημα Ε/κ και Τ/κ αιχμαλώτων πολέμου στην περιοχή του Λήδρα Πάλας, ο κεντρικός ήρωας μονολογεί πικρά: «Κανένας από εμάς δεν ήθελε πια τη Διχοτόμηση, ούτε την Ένωση. Θέλαμε μια πατρίδα όπως ήταν πριν από το κακό». (σελ. 321).

Ώρα όμως να περάσω και στην ερωτική διάσταση του μυθιστορήματος που δεν υστερεί ποσώς από την πολιτική του διάσταση. Και δεν υστερεί κυρίως σε ένταση, ζέση, πάθος, οργή και δυναμική. Ειδικά σε ό,τι αφορά το πάθος ο Χρ. Χ. είναι πάντα ένας πληθωρικός συγγραφέας. Η ερωτική σχέση του Στάθη με την Αδριανή, που ξεκίνησε προπολεμικά ως ηθικά μεμπτός δεσμός με μία ύπανδρη γυναίκα από το στενά φιλικό περιβάλλον του ήρωα, μετά την τραγωδία του ‘74, απολήγει σε μια βασανιστική και τραυματική διασύνδεση, γεμάτη πόνο και απώλεια, με τη σύζυγο ενός αγνοούμενου.

Με το που επέρχεται η κάθαρση της τραγωδίας, ο καρπός αυτού του έρωτα, από γιος αγνοουμένου, αποκτά το επώνυμο του πραγματικού του πατρός. Ο έρως, σε ώριμα πια χρόνια, επανέρχεται το ίδιο δριμύς, μα μεστός και με απροσμέτρητο βάθος. Αυτό όμως είναι μόνο το εξωτερικό περίβλημα των γεγονότων που περιβάλλουν αυτό τον μεγάλο έρωτα. Η όλη ουσία έγκειται στις πολύχρονες εσωτερικές, βασανιστικές μα και εξαγνιστικές διεργασίες στον ψυχισμό των δύο ερωτευμένων. Ένα ταξίδι γεμάτο πόνο, πάθος, θαλπωρή μα και αγωνία.

Η ερωτική αφηγηματική γραμμή του μυθιστορήματος δεν είναι έωλη και μετέωρη, αλλά άρρηκτα συνδεδεμένη με την πολιτική και την αισθητική διάσταση του βιβλίου. Στάθης και Αδριανή αλληλοτροφοδοτούνται με πολιτικά και αισθητικά ερεθίσματα από τον χώρο των γραμμάτων και των τεχνών, γεγονός που ισχυροποιεί και εμβαθύνει αφάνταστα τον δεσμό τους. Αφού η σχέση τους εκτείνεται σε όλα τα επίπεδα στα οποία μπορεί να αναπτυχθεί μια βαθιά ανθρώπινη σχέση.

Σε ό,τι αφορά την αισθητική διάσταση του βιβλίου, αλλά και την ποιητική που αυτό εμπεριέχει, αρκεί μόνο ν’ αναφερθώ στα διάσπαρτα μικρά δοκίμια περί λογοτεχνίας, τα οποία και απαντώνται ως ένθετα στον κεντρικό μύθο. Ο συγγραφέας μυεί το αναγνωστικό του κοινό στα αριστουργήματα της ελληνικής μα και της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Κι αυτή η μύηση αποτελεί το αισθητικό-θεωρητικό υπόβαθρο του μυθιστορήματός του.

Ο Χρ. Χ. παντρεύει με μαεστρία τα πραγματικά ιστορικά γεγονότα με αυτά που πλάθει με τη φαντασία του και τα ενσωματώνει στις ζωές των ηρώων του. Από την άλλη, υπάρχει πραγματολογική, ιστορική, ακόμα και στρατιωτική τεκμηρίωση σε όλα όσα αναφέρονται στο βιβλίο.

ΚΩΣΤΑΣ ΤΡΑΧΑΝΑΣ

FRACTAL 22/03/2023

Το μυθιστόρημα της Κύπρου και του λαού της

…στους ήρωές μας που «είναι τόσο πολλοί/μετρημό δεν έχουν,/ νέοι γεννιούνται κάθε μέρα./ Που θα χωρέσουν στο στενό καλύβι/ τόσοι αδριάντες, τάφοι. Δόξα!/ Που θα σταθούμε εμείς/ να τους τιμούμε;». Κώστας Κύρρης

«Που να ήξερε τι σοδειά ηρώων μαζευόταν στην κρεατομηχανή του πολέμου, την ίδια στιγμή που ήσασταν εκεί…»

«Να μην υπήρχαν τα τόσα εμπόδια στο να αγαπούμε…»

«…ηλίθιε των χαμένων, ανείπωτων, αδιέξοδων, ακαταμάχητων ερώτων».

«Η Ιστορία δεν δέχεται τα κενά και τα γεμίζει με ό,τι μπάζα βρει στο διάβα της…»

«Δεν ξέρω γιατί θα έπρεπε να διασταυρωθούν οι δρόμοι μας, αφού τα πράγματα θα εξελίσσονταν τόσο άγαρμπα μεταξύ μας. Ποιος διάβολος ή άγγελος δεν είχε δουλειά εκείνη τη μέρα κι ήρθε να παίξει παρτίδα στο τραπέζι μας;»

«Γελοιοποιημένη Ιστορία».

Το βιβλίο αυτό είναι ένα βιβλίο έρωτα, αλλά και πόνου μέσα στο ιστορικό πλαίσιο της σύγχρονης τραγωδίας της Κύπρου (η προδοσία της Χούντας το ‘74 με σύμμαχό της τον Γρίβα και την ΕΟΚΑ Β΄, η διχοτόμηση της Κύπρου και η οσονούπω, τουρκοποίησή της).

Προσπάθησε ο Χρίστος Χατζήπαπας, στο μέτρο του εφικτού, να καταγράψει την ιστορία της Κύπρου τα τελευταία 50 χρόνια και τις αναμνήσεις ενός προδομένου λαού, ελπίζοντας να ξυπνήσει την μνήμη και το θυμικό των ανθρώπων. «Διδάξω οὐδέν, ὑπομνήσω» (του Επίκουρου). Δηλαδή, τίποτε δεν θα διδάξει, θα ξυπνήσει την μνήμη, την Μνημοσύνη, την μητέρα των Μουσών.

Αυτή η μνήμη, η μητέρα των Μουσών και των πάντων, δεν έχει καμιά σχέση με τη μηχανική καταγραφή κάθε κόκκου της σκόνης που ανεμίζει γύρω μας ούτε με την έμμονη και εκδικητική μνήμη, που ανακινεί τι έχει υποστεί η Κύπρος εδώ και χρόνια, για να μπορέσει να τις ανταποδώσει μνησίκακα. Η αυθεντική μνήμη δεν κοιτά προς τα πίσω, επειδή το να κοιτάμε προς τα πίσω είναι θανατηφόρο…

O Χρίστος Χατζήπαπας στο βιβλίο αυτό ξεκινά απλά με μια ανθρώπινη παρουσία για να την κάνει ιστορία, έρωτα, μέσα σ’ ένα κόσμο που γίνεται όλο και πιο σκληρός και πιο αδυσώπητος… Ο έρωτας; Ναι, μέσα από τον έρωτα ευαισθητοποιείται ο άνθρωπος, εκτίθεται, γίνεται ευάλωτος και ζει πιο έντονα όσα συμβαίνουν γύρω του. Χωρίς έρωτα θα ήταν απλά μια θλιβερή πορεία. Με τον έρωτα γίνεται τραγωδία. Κινητοποιούνται τα πάντα στα πιο ακραία σημεία της ύπαρξης του ανθρώπου.

Δυνατοί έρωτες με τη βιωμένη Ιστορία μπλεγμένη στα πόδια τους.

Το μυθιστόρημα είναι πρωτίστως ερωτικό, αλλά και πολιτικό. Ιδιαίτερα μ΄ αυτά που συντελούνται στην Κερύνεια (νυν κατεχόμενη), όπου έζησαν οι βασικοί ήρωες τα ωραία χρόνια της νεότητας. Πάνω της επικρέμεται ο Πενταδάχτυλος, αιώνιος προστάτης της, που της γίνηκε εφιάλτης. Εκατοντάδες τα προδομένα άταφα θύματα στις πλαγιές του. Με τους ήρωες του βιβλίου να ζουν τη ματαιότητα της μάχης πάνω στις κορφές του και να θυμούνται το «Κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου. Ενώ απέναντι από μια φραγκοσυκιά, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, ανακαλούν το επίγραμμα του Επίκουρου πως «ο θάνατος δεν μας αφορά». Στιγμές πραγματικές επώδυνες.

«Απέναντι στον κατεχόμενο Πενταδάκτυλο, όπου λες κι είχαμε εμείς κουβαλήσει το “Κιβώτιο” του Άρη Αλεξάνδρου, άναψαν χιλιάδες λαμπιόνια πάνω στην Τουρκική σημαία των εικοσιπέντε γηπέδων…»

«Μητέρα, αν το βρεις βαρύ το γράμμα μου,
είναι που σκύβει απάνω του ο Πενταδάκτυλος φορτωμένος
Τούρκο,

(…)

Είναι ένα μεγάλο πρόβλημα ο Πενταδάκτυλος, μητέρα.
Στο κάτω -κάτω το Μόρφου δεν το βλέπουμε,
στο κάτω-κάτω την Κερύνεια δεν τη βλέπουμε,
την Αμμόχωστο δεν τη βλέπουμε,
όμως αυτός είν’ εκεί απέναντί μας,
όμως αυτός είναι διαρκώς εκεί απέναντί μας,
και μας κοιτάζει, και μας κοιτάζει μ’ έναν τρόπο (…)» Κώστας Μόντης

Καταφέρνει ο Χρίστος Χατζήπαπας, να δώσει στους ήρωές του υπόσταση, πνοή και ζωντάνια. Να τους συνδέσει εξελικτικά με τον τόπο και τη μοίρα του. Να τους κάνει από απλά πλάσματα, εκφραστές του τόπου και ενός λαού.

Η κλωστή αίματος στον πίνακα του εξωφύλλου, της Σοφίας Χατζήπαπα, χωρίζει τους εραστές αλλά και την Κύπρο στα δύο. Είναι η 15η Ιουλίου 1974, μέρα του πραξικοπήματος της Χούντας και της ΕΟΚΑ Β΄ (…δεν περίμενα ποτέ πως εκείνη η αποφράδα Δευτέρα του Ιούλη θα άφηνε τόσα χαλάσματα στις ζωές μας… εκείνον τον καταραμένο Ιούλη του μεγάλου χωρισμού…). Είναι «Το κονβόι του έρωτα και του θανάτου» (η αυτοκινητοπομπή προς Κερύνεια μέσα από τουρκοκυπριακό θύλακα που δημιουργήθηκε πριν το ‘74, με συνοδεία των Η.Ε.) Και οι σκύλοι από δίπλα, οι τύψεις του ερωτικού τριγώνου. Που ίσως καταλαγιάσουν με την ανεύρεση, μετά από πολλά χρόνια των οστών του … τρίτου προσώπου, αγνοούμενου της τουρκικής εισβολής.

Παράλληλα, στις Σημειώσεις του βιβλίου γίνεται ονομαστική αναφορά, ως ένδειξη ελάχιστης τιμής, προς τους Έλληνες καταδρομείς των οποίων το αεροπλάνο καταρρίφθηκε από φίλια πυρά και ενταφιάστηκε (!) αύτανδρο… Μια από τις μεγαλύτερες ντροπές του Ελληνισμού, όπως και η προδοτική δράση των Ελλήνων Αξιωματικών, με ονόματα και αποδείξεις. Μόνο ελάχιστοι εξ αυτών τίμησαν το όνομά τους.

«… ώσπου την άλλη μέρα γούρλωσαν τα μάτια οι
Σόλοι και το Κούριο
κι οι αγχόνες της Λευκωσίας
γιατί η Ελλάδα δεν ήρθε…»

Ο Χατζήπαπας έχει στόχο ζωής, χτυπάει στο κέντρο και τα βέλη του είναι και ευθύβολα και έξυπνα, βρίσκουν δρόμο πρόσφορο και συχνά παρθένο. Το κείμενο του βιβλίου του Χατζήπαπα λειτουργεί ως ύλη ενός δημόσιου ανοιχτού σχολείου, χωρίς ο δάσκαλος να καπελώνει τη διδασκαλία. Είναι εκεί που προτείνει γωνίες λήψεων και ελευθερία αποστάσεως.

«Η Κύπρος βρίσκεται μακράν» του Κωνσταντίνου Καραμανλή και «είχε ξεχάσει και την πρόταση του δικτάτορα Παπαδόπουλου για την κορούλα Κύπρο που θα την πηδούσαν από κοινού οι επίδοξοι εραστές της, σαν πόρνη της Μεσογείου, κατά Κυριάκον Μητσοτάκη…»

«Το αίμα είχε κρυφτεί επιμελώς πίσω από την πρώτη ανάπτυξη που την είπανε και οικονομικό θαύμα, οι πουστάρες… οι ξεδιάντροποι. Ενώ τα δεκαπέντε εκατομμύρια δολάρια ετησίως θα επούλωναν πληγές και μνήμες ανώφελες».

Το βιβλίο αυτό είναι ένας αφηγηματικός τυφώνας, ταυτόχρονα ερωτικός, πολιτικός και κοινωνικός στις συνιστώσες του, εν τέλει αυστηρά προσωπικός και ανθρώπινος, που εξελίσσεται με καταιγιστικό ρυθμό, φέρει δε, το χάρισμα της νοστιμιάς της ανάγνωσης.

Αν μένει κάτι αλώβητο, γνήσιο, αληθινό και αιώνιο, αν κατανικάει τον χρόνο, αν κάτι κερδίζει την αθανασία, αυτό είναι η γραφή, ο λόγος, η λογοτεχνία. «Έχουμε την Τέχνη για να μην πεθάνουμε από την αλήθεια», έγραψε ο Νίτσε. Στο «Καλύτερα να μην συναντιόμασταν» έχουμε την τέχνη της γραφής, για να αντέξουμε μαζί με τον δημιουργό τις αλήθειες μας, για την προδοσία της επιβίβασης, όχι της απόβασης στην Κύπρο, να δούμε τις μέσα σελίδες των δικών μας τετραδίων να ξεδιπλώνονται πλέον στο λυτρωτικό φως. Αυτή άλλωστε είναι κι η λογοτεχνική αξία του βιβλίου και το ειδικό βάρος του.

Ο Χρίστος Χατζήπαπας υποστηρίζει: «Δεν συγχωρούμε. Θυμόμαστε», και «Κάποτε μας κατέστρεψε η ύβρις των πράξεών μας, τώρα μας κατατρύχει η ύβρις της απραξίας μας για λύση του Κυπριακού. Πάντα βρισκόμαστε σε ζώνη υψηλού κινδύνου…».

«Μη με διαβάζετε όταν δεν έχετε / παρακολουθήσει κηδεία αγνώστων/ ή έστω μνημόσυνα./Όταν δεν έχετε/μαντέψει τη δύναμη/ που κάνει την αγάπη/εφάμιλλη του θανάτου…» Νίκος Καρούζος

Το μυθιστόρημά αυτό είναι το μυθιστόρημα της Κύπρου και του λαού της…

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΒΒΙΝΙΔΗΣ

Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 21/2/2023

Η Ιστορία μας δεν αντέχει τον εαυτό της

Ο Χρίστος Χατζήπαπας, σε στιγμές παράξενης συνειδητοποίησης, θεωρεί το τέταρτο μυθιστόρημά του «Καλύτερα να μην συναντιόμασταν», που έχει μόλις κυκλοφορήσει, ως το «κύκνειο άσμα» του. Με σημείο εκκίνησης ένα ερωτικό τρίγωνο και όχημα τη βιωμένη ιστορία, το magnum opus του βραβευμένου λογοτέχνη εκφράζει πράγματα που καμιά μελέτη δεν μπορεί να εκφράσει. Ίσως γι’ αυτό να χαρακτηρίζεται ως το βιβλίο της Κύπρου και του λαού της.

– Γιατί θα ήταν «καλύτερα να μη συναντιόμασταν»;

Μιλάμε για ένα ερωτικό τρίγωνο ανάμεσα σ’ ένα νεαρό άντρα και μια νιόπαντρη γυναίκα στην Κερύνεια, το οποίο εμπεριέχει ηδονικό πόνο. Στην αρχή και πριν από τη σαρκική πραγμάτωσή του, οι τύψεις με τη μορφή σκυλιών, παρακολουθούν άγρυπνα, πλέκονται απειλητικά στα πόδια τους. Με τη φανταστική δολοφονία τους, στα πλαίσια της αντιεχινοκοκιακής εκστρατείας που ήταν εκείνα τα χρόνια στο απόγειό της, οι εραστές περνούν σε μια φάση ανεμελιάς, προσωρινής, ωστόσο. Είναι οικογενειακοί φίλοι. Η 15η Ιουλίου 1974 χωρίζει τον έρωτά τους στα δύο, όπως και την Κύπρο. Κι όταν ακόμη μετά τον χαλασμό ξαναβρεθούν, κουβαλώντας τις τραυματικές εμπειρίες τους, ο έρωτας, αν και δυνατός όσο ποτέ, δεν τολμά να προβάλει καθαρά το πρόσωπό του, παρά λαθροβιεί αφού εκείνη δηλώνει πως θα περιμένει τον άντρα της, που είναι πια αγνοούμενος. Ζουν κι οι δύο τον ερωτικό τους πόνο. Πάντως ο σχεδιαστής του εξωφύλλου φροντίζει στον τίτλο να θέσει σε… συσκότιση το «μην», αν δεν το ακυρώνει κάποτε ανάλογα με τον φωτισμό, λες κι αφήνει ένα παράθυρο ανοικτό…

– Τι συμβολίζει η κλωστή αίματος στον πίνακα του εξωφύλλου, της Σοφίας Χατζήπαπα;

Η γραμμή αίματος είναι ένα ωραίο εύρημα της ζωγράφου, αφού συμβολικά χωρίζει όχι μόνο τους δυο εραστές αλλά και την Κύπρο.

– Ποια θέση κατέχει αυτό το μυθιστόρημα στην εργογραφία σου;

Στην ψυχή μου κατέχει την πρώτη θέση, ενώ στη σειρά των έργων μου την τελευταία. 13η, νομίζω, πέραν από τις μεταφράσεις. Σε στιγμές παράξενης συνειδητοποίησης το ονομάζω ως κύκνειο άσμα μου, παρόλο που στα συρτάρια υπάρχει ένα παλαιότερο μυθιστόρημα και μερικά διηγήματα, τα οποία, όμως, δεν αδημονούν να βγουν στην πιάτσα. Λες και φοβούνται μετά απ’ αυτό.

– Τελικά, θα έλεγες ότι τη μεγάλη ιστορία τη συνθέτουν οι μικρές;

Ναι, οι μικρές ιστορίες συνωθούνται στο ενιαίο, ενίοτε ερωτικά κι άλλοτε με την κακεντρεχή Ιστορία μας, που θέλει να φρυάξει. Δεν αντέχεται, δεν αντέχει τον εαυτό της. Έτσι, από κοινού συνθέτουν ένα αδιάσπαστο σύνολο, δουλεύουν μαζί στη σύνθεση του μυθιστορήματος. Την ερωτική ιστορία διαδέχεται συχνά ένας θυμός αναμνήσεων, απ’ αυτές που χάραξαν για πάντα τη μνήμη μας ως λαού.

– Πού συναντά ο έρωτας τη μεγάλη προδοσία;

Ο έρωτας είναι εξαρχής προδομένος από τα ίδια τα γεγονότα τα οποία τον απωθούν ή καλύτερα τον εξορίζουν, αφού οι συντελεστές του βρίσκονται σε «διωγμό» από την πρώτη μέρα του πραξικοπήματος αλλά στη συνέχεια και από την Τουρκική εισβολή, αφού ο άντρας στην υπόθεση βρίσκεται αιχμάλωτος την Τουρκία, η δε κοπέλα, εκτοπισμένη από την Κερύνεια, μα και από την ψυχή της, αφού ο σύζυγός της παραμένει αγνοούμενος.

– Η διαδικασία έρευνας και συγγραφής αυτού του βιβλίου σε ώθησε να δεις διαφορετικά τα γεγονότα σε σχέση με τη σύγχρονη ιστορία και τις ερμηνείες τους;

Η νοητική διεργασία στο να ειπωθεί η προδοσία με το όνομά της, ξεκίνησε όταν ο κύριος Αναστασιάδης εξελέγη για δεύτερη φορά. Στην πρώτη του θητεία τον υμνούσα για τη διάθεσή του να λύσει το Κυπριακό, να απαγκιστρωθούμε από την κακουχία του τόπου και να προχωρήσουμε μπροστά. Στη δεύτερή του εκλογή ένιωσα ακόμη και στο σώμα μου, τον δηλητηριώδη ιστό αράχνης που άπλωσε πάνω από την Κύπρο. Το ένιωσα σαν το φαρμακερό πουκάμισο του Κένταυρου Νέσσου που είχε τυλίξει την Κύπρο, μα και το ίδιό μου το σώμα. Η έρευνα για την προδοσία της Χούντας και της ΕΟΚΑ Β, διήρκεσε καιρό, μέσα από θύμησες οδυνηρές, βιβλία, το διαδίκτυο αλλά και αφηγήσεις φίλων. Οι Χρ. Αναστασίου και Απόλλωνας Κουμίδης με «συνταξίδεψαν» στην αιχμαλωσία τους στην Τουρκία. Σημαντικές και κάποιες μαρτυρίες του Χρ. Ζάνου, τις οποίες ήλεγξα επί του πεδίου, όπως η περίπτωση δολοφονίας ενός Τουρκοκύπριου από τον ιερέα έξω από την εκκλησία, διακόπτοντας τη λειτουργία. Σημαντικότατη τροφή πληροφόρησης στάθηκαν τα εκδομένα βιβλία του διαφωτιστή Τάκη Χατζηδημητρίου αλλά και το ανέκδοτο ακόμη έργο του «Κυπριακή Δημοκρατία: Λειψή και ευάλωτη. Αλυτρωτισμός εκτός τόπου και χρόνου», που είχε την καλοσύνη να μου δώσει. Τον ευχαριστώ από βάθους ψυχής.

.

Λύπη τις νύχτες

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ

Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 17/2/2021

Αναστατώθηκα κυριολεκτικά καθώς, διαβάζοντας, βυθιζόμουν στο κλίμα των ποιημάτων του Χρίστου Χατζήπαπα, λύπη τις νύχτες (Γκοβόστης 2021), ποιήματα προϊόν εσωτερικής αναστάτωσης, ανήσυχη φυσιογνωμία που είναι ο ποιητής, όπως βγαίνει σε όλο το έργο του.
Από το πρώτο κιόλας ποίημα, γέλως, η ανάμνηση από το παρελθόν που «τότε γελούσαμε ακόμη» χάνεται μέσα «στο ομιχλώδες μας τοπίο» όπου «μένουμε αγέλαστοι και σοβαροί / σκίτσα ταριχευμένα / ενώπιος ενωπίω». Η «σύγχρονη θλίψη» του πρώτου ποιήματος κλιμακώνεται σε εσωτερική αναστάτωση στο δεύτερο ποίημα, επιστροφή. «Μπήκε σιωπηλός / εγκαταστάθηκε στη μήτρα της μάνας του / τράβηξε μια κουβέρτα από τον καναπέ / χωρίς άδεια χωρίς μιλιά / κρύφτηκε στο σκοτεινό της μέρος». Και πιο κάτω, «περιμένουν όσοι πήγανε νωρίς/ χωρίς επιστροφή. / Με γράπωσε αγκαλιά και φύγαμε. / Η τέφρα μου δεν μπορεί / περαιτέρω να ιστορήσει / καθώς αιωρείται…». Κι αμέσως μετά, «Κοιτάει για μια στιγμή στα μάτια / τον δολοφόνο του / […] Η κηλίδα του αίματος / στην καρδιά / και στο καρώ πουκάμισο / […] το βλέμμα του όμως / εκείνο το βλέμμα». Και στο γράμμα στον δώρο Λοϊζου που ακολουθεί «οι ελιές στο όνειδος συστρέφονται / […] αντηχούν οι κουφάλες / της ψυχής το κενό / τον θρήνο / από το επερχόμενο κακό».

Το κλίμα αυτό της εσωτερικής αναστάτωσης το επιτείνει από τη μια η μνήμη εικόνων του παρελθόντος κι από την άλλη η συναίσθηση του κενού στο παρόν που βιώνει ο ποιητής –που βιώνουμε όλοι μας- και η προαίσθηση του ζοφερού μέλλοντος. Η ψυχική αναστάτωση στιγμές κορυφώνεται σε οργή καθώς η απειλούμενη απώλεια της Αμμοχώστου ανακαλεί την προδοσία. «Σακί από άχυρα / αναρριχάται κάθε βράδυ στα τείχη / […] η γδαρμένη τιμή / του Μαρκαντώνιου Βραγαδίνου / που βρυχάται / από τον Πύργο του Οθέλλου / την παραδώσατε αμαχητί κοπρίτες». Τη συνωμοσία της σιωπής γύρω από την προδοσία σπάζει, αποδρώντας από τη λογική, η γυναίκα που «κάποιοι / αλλοπαρμένη τη βαφτίζανε / σαν έλεγε / πως τους φονιάδες είδε από κοντά του Καραϊσκου / πως ήταν Έλληνες προδότες τα σκυλιά / που δώσανε στον Κιουταχή τη νίκη / όπως και του ανεψιού της ο φονιάς / που έφερε τους Τούρκους / καταμεσής του Ιούλη».

Ο Χρίστος Χατζήπαπας, ως γνήσιος καλλιτέχνης, παραμένει αγέραστος καθώς φυλάει ζωντανό μέσα του τον έρωτα, πράγμα που τον κρατά όρθιο μέσα στη βαθιά κρίση των πάντων που βιώνει. «Αφότου κατέπεσε / ο έρωτάς μας / το μαύρο κουτί της ψυχής μου / δεν βρέθηκε / [..] Έκτοτε / θρηνώ τον χαμό μας». Ή αλλού, «πηγαίνει κι έρχεται / η φωνή σου / αχολογώντας / τον πιο γλυκό ψιθυρισμό / των μυστικών ερώτων / πηγαίνει κι έρχεται / ο γλυκός σου φλοίσβος».

Μέσα απ’ αυτά τα ποιήματα, ο Χρίστος Χατζήπαπας πιάνει τον σφυγμό της εποχής μας, ως ο Αλεξανδρινός, «η μυστική βοή του έρχεται των πλησιαζόντων γεγονότων», και μεταφέρει τις δονήσεις της ψυχής του σε όσους έχουν τους ορισμένους δέκτες να συγχρονιστούν.

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ

Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 7/6/2021

Ποιητής που δεν κιοτεύει μπροστά στη θλίψη

Ακόμη μια ποιητική συλλογή άρρηκτα δεμένη με τη σύγχρονη κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα της Κύπρου έδωσε πρόσφατα στο αναγνωστικό κοινό ο καταξιωμένος συγγραφέας του τόπου μας Χρίστος Χατζήπαπας. Πρόκειται για τη συλλογή «Λύπη τις νύχτες», που είναι η τέταρτη στη σειρά, αφού έχουν προηγηθεί οι συλλογές: «Ενδοσκόπιο» 1969, «Εισαγωγή στην τραγωδία» 1979, και «Τα πηγάδια της ιστορίας» 2012.

Το νέο ποιητικό βιβλίο του Χρ.Χ. διακρίνεται από ένα λόγο έντονα κριτικό, χλευαστικό, σαρκαστικό, διαπομπευτικό για όλα τα δεινά που μαστίζουν την πατρίδα και το λαό μας. Πρόκειται για ποιητικό λόγο κρίσης και επίκρισης για τους κρατούντες, αλλά και όλα τα κέντρα λήψης αποφάσεων, αυτά που αποφασίζουν εν ονόματι του λαού, αλλά ερήμην του.

Ο Χρ.Χ. αποτελεί, εδώ και δεκαετίες, πρότυπο συγγραφέα – αφυπνιστή της συλλογικής συνείδησης των πολλών απλών ανθρώπων τούτου του τόπου. Και επιτυγχάνει αυτή τη στόχευση του σε μεγάλο βαθμό, τόσο στο πεζογραφικό, όσο και στο ποιητικό του έργο, τόσο στο ε/κ, όσο και στο τ/κ κοινό. Γιατί τα πλείστα έργα του έχουν μεταφραστεί και στα τουρκικά. Και γιατί ο Χρ. Χ. δεν διαχωρίζει τον κυπριακό λαό σε Ε/κ και Τ/κ. Η συλλογή «Λύπη τις νύχτες» αποτελεί συνέχεια όλου του συναφούς έργου που έχει προηγηθεί. Είναι ακόμη ένας κρίκος στην αλυσίδα του οράματος που υπηρετεί ο συγγραφέας κοντά μισό αιώνα, του οράματος της ολικής, επανενωμένης Κύπρου, πατρίδας όλων των παιδιών της.

Στο εναρκτήριο ποίημα της συλλογής ο ποιητής αναπολεί εποχές που το μέλλον φάνταζε πιο φωτεινό για τον τόπο μας. Εποχές που μπορούσαμε βάσιμα να προσδοκούμε ένα καλύτερο αύριο για μας και τα παιδία μας. «Τότε χαμογελούσαμε ακόμη / το θυμάμαι / οι μυς του προσώπου / το επέτρεπαν / τα ψυχικά μας / κι η ιστορία / μας έκλεινε το μάτι πονηρά / αισιόδοξα / καμιά φορά» (σελ. 11). Γενικά όλη η συλλογή αναδίνει μια γεύση απαισιοδοξίας και πίκρας, μια γεύση απογοήτευσης.

Η πίκρα και η ειρωνεία του ποιητή διαπερνούν καθέτως, ως δίκοπο μαχαίρι, όλη τη σύγχρονη πολιτική ιστορία του τόπου μας. Ο ψόγος του ευθύβολος και σκληρός, δεν κομπιάζει να πει πράγματα δυσάρεστα μα πέρα για πέρα αληθινά. «Της επηρμένης δόξας τους / δεν παραιτούνται / οι επιζήσαντες ήρωες… / …νικητές μιας ηττημένης χώρας». (σελ. 28)

Ωστόσο, ως την καλύτερη στιγμή του βιβλίου, το πιο βαθύ ποίημα της συλλογής, θεωρώ το ποίημα «Επιστροφή» (σελ. 12). Πρόκειται για ποίημα πολύ ωραίο, πολύ συγκινητικό και πολύ προσωπικό, το οποίο και αναφέρεται σε πρόσωπο του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος του ποιητή. Είναι ένα ποίημα που γράφτηκε για να στηρίξει ένα παιδί, αλλά στην ουσία αποτελεί ωδή στη γονική μέριμνα. Κι είναι γραμμένο με τόση μέριμνα, τόση στοργή και τόση τρυφερότητα.

Γενικά ο ποιητής δεν κιοτεύει μπροστά στην θλίψη. Την αντιμετωπίζει κατάματα. Στέκεται αντίκρυ της με θάρρος, με βαθιά επίγνωση των καταστροφικών, των συνθλιπτικών συνεπειών της. Αυτή η στάση, βέβαια, τον καθιστά πιο ενδοσκοπικό ποιητή. Έτσι, ειδικά σ’ αυτές τις περιπτώσεις, τα κλειδιά του γίνονται πιο δύσβατα, παραπέμπουν σε αμφισημίες και πολυσημίες. Ακόμη, ίσως και να είναι ενδεικτικά μιας θολούρας που επικρατεί στο κοινωνικοπολιτικό τοπίο, το οποίο περιβάλλει τον ποιητή και όλους μας.

Σ’ ένα ποίημα – αναφορά στο γενεαλογικό του δέντρο, ο Χρ. Χ. μιλά για το μακρινό πρόγονό του, Γιάννη Σταυρινό, αγωνιστή του 1821, που σύμφωνα με κάποια μαρτυρία είδε τους δολοφόνους του Καραϊσκάκη, οι οποίοι όμως δεν ήταν Τούρκοι αλλά Έλληνες. Ο ποιητής μιλά για τη μητέρα του, αναπαράγοντας τα λεγόμενα της και καταλήγει: « …μα εκείνη σαν μεράκλωνε / γύριζε ξανά στου Καραΐσκου / τα βρομόλογα / και στον παππού της τον Γιάννη / που είδε την αλήθεια / καταντίκρυ στον ήλιο». (σελ. 26) Παρά την εκτενή αφηγηματικότητά του, το ποίημα διατηρεί αισθητικό σφρίγος, χάρις στη συγκίνηση αλλά και την περηφάνια του ποιητή.

Ιδιαίτερη μνεία θα ήθελα να κάμω και στα «βλάσφημα» ποιήματα του Χρ.Χ. με καλύτερο από αυτά το «Της κοιμήσεως». (σελ. 34) Πρόκειται για ένα τολμηρό ποίημα που αναφέρεται στα δεινά που βρήκαν την πατρίδα μας ανήμερα της Παναγιάς, σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις: α) Τον βομβαρδισμό της Τυλληρίας από τουρκικά πολεμικά αεροσκάφη το 1964, β) τη ρίψη βόμβων ναπάλμ και πάλι από την Τουρκία το 1974 στον Πενταδάκτυλο και γ) τη δολοφονία του Τάσου Ισαάκ και Σολωμού Σολωμού 1996 στην Δερύνεια. Το ποίημα ορμάται από μια ημερολογιακή συγκυρία, αλλά απολήγει σ’ ένα δριμύ κατηγορώ κατά της θεογεννήτορος, γεμάτο σπαραγμό και ορμή.

Γενικά, ο ποιητής ειρωνεύεται, σαρκάζει, χλευάζει, ενίοτε και διαπομπεύει, όχι μόνο τους ανθρώπους και τα ανθρώπινα, αλλά και τους θεούς και τα θεία. Αποδίδει τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του θεού τω θεώ, όπως αυτός τα αντιλαμβάνεται, χωρίς να διστάζει, χωρίς να κομπιάζει και χωρίς να αμφιταλαντεύεται. Κατά την άποψή μου, αυτό συμβαίνει και στα ποιήματα «Συνάντηση με το Θεό» (σελ. 36), «Εν αρχή ην ο λόγος» (σελ. 38) και «Θεία φάτνη» (σελ. 39).

Ολοκληρώνω αυτή την παρουσίαση μ’ ένα ποιητολογικό ποίημα άκρως εκφραστικό για την ποιητική του Χρ.Χ. και το ποιητικό του credo. Ο Χρ.Χ. θέλει την ποίηση πρωτ’ απ’ όλα και πάνω απ’ όλα δηκτική, δηλαδή να δαγκώνει, να έχει δόντια. Εξ ου και η μεταφορά: «Σε ενυδρεία οι στίχοι τους / κτυπιούνται σαν ψαράκια… /…δεν έχει επέλθει δα της ιστορίας το τέλος / να γίνουν στίχοι καρχαρίες / να γράψουνε με δόντια / ό,τι έχουν να πουν. / Έξω απ’ τα δόντια… / Αλλά πού / Το γυαλί, το γυαλί…» (σελ. 48).

.

Το χρώμα του γαλάζιου υάκινθου

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ

Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 20 Ιουλίου 2020, 7:07 πμ

Χρίστος Χατζήπαπας: «Το χρώμα του γαλάζιου υάκινθου» εκδόσεις Γκοβόστη, 2019.

Ένα έργο εποποιία μιας εποχής

Η χρονική απόσταση από τη συγγραφή ενός λογοτεχνικού έργου, κατά τεκμήριο, συμβάλλει ουσιαστικά στην όσο το δυνατό πιο αντικειμενική αξιολόγηση και κατάταξή του. Ως εκ τούτου, είμαι βαθύτατα πεπεισμένος ότι το μυθιστόρημα «Το χρώμα του γαλάζιου υάκινθου» του Χρίστου Χατζήπαπα – που πρωτοκυκλοφόρησε το 1989 και επανεκδόθηκε το 2019 – θα λάβει την πλέον αρμόζουσα, την πλέον περίοπτη θέση που του αξίζει στη σύγχρονη κυπριακή λογοτεχνία. Και δεν υπαινίσσομαι ότι όταν πρωτοκυκλοφόρησε πέρασε απαρατήρητο. Κάθε άλλο. Αλλά, όπως συμβαίνει και με το παλιό καλό κρασί, στο βάθος του χρόνου φαίνεται το πραγματικό μέγεθος της αξίας του, σε όλη την έκτασή του.

Επειδή πρόκειται για ένα έργο εμβληματικό, ένα έργο εποποιία μιας εποχής, πιστεύω πως ο παράγων χρόνος συνεχώς θα το ευεργετεί, θα το ευνοεί και θα το αναδεικνύει περαιτέρω. Βέβαια, το βιβλίο δεν επανεκδόθηκε απλώς. Στην ουσία ξαναγράφτηκε από τον ίδιο τον συγγραφέα του. Και ασφαλώς ο Χατζήπαπας του 1989 δεν είναι ο ίδιος με τον Χατζήπαπα του 2019. Και δεν έχει απλώς άλλα τριάντα χρόνια στην καμπούρα του. Έχει και στο λογοτεχνικό του πορτφόλιο, άλλα δύο μυθιστορήματα έκτοτε, άλλες τρεις συλλογές διηγημάτων και άλλη μία ποιητική συλλογή. Φυσιολογικά, της παρόρμησης υπερισχύει πλέον η ωρίμανση.

Έχοντας διαβάσει τόσο την πρώτη όσο και τη δεύτερη, αναθεωρημένη και σαφώς βελτιωμένη, έκδοση του μυθιστορήματος, θεωρώ πως η βασική ειδοποιός διαφορά έγκειται στο εξής: Η πρώτη γραφή κατατάσσει το έργο ως μυθιστόρημα κοινωνικοπολιτικής καταγγελίας. Η δεύτερη γραφή το μετατάσσει σε μυθιστόρημα εθνο-ψυχικής οδύνης. Το κείμενο είναι πλέον πιο συμπαγές αλλά και πιο πλούσιο σε τεχνικές μεθόδους μα και σε υποδομικό υλικό.

Το έργο έχει στο επίκεντρο του την κυπριακή τραγωδία του 1974, αλλά όχι στατικά και μονοσήμαντα, όχι μονοδιάστατα και εθνοκεντρικά. «Το χρώμα του γαλάζιου υάκινθου» ανιχνεύει με επάρκεια όλα όσα προλείαναν το έδαφος για να οδηγηθούμε στο 1974, όλα όσα συνέθεσαν το σκηνικό αυτής της τραγωδίας. Οι ήρωες του είναι απλοί καθημερινοί άνθρωποι που ωριμάζουν μέσα από τα βιώματα τους, που μεταπλάθονται συνειδησιακά ελέω αυτών των βιωμάτων, που αλλάζουν γιατί αλλάζει και η ζωή τους.

Ένα έργο είναι σημαντικό αν εκφράζει την εποχή που το γέννησε και τους ανθρώπους της. Και γίνεται ακόμα πιο σημαντικό αν καταφέρει να μιλήσει και στις επόμενες γενιές, να τις συγκινήσει, να τις εμπνεύσει και να τις προβληματίσει. Αυτό το στοίχημα «Το χρώμα του γαλάζιου υάκινθου» το κέρδισε. Συμπερασματικά, με βεβαιότητα λέω πως θα κερδίσει και το παιγνίδι του χρόνου, της διαχρονικότητας.

Τα μυθιστορήματα – σταθμός στη νεότερη και σύγχρονη ιστορία της κυπριακής λογοτεχνίας δεν είναι πολλά. Αντιθέτως, μετριούνται στα δάκτυλα. Ένα ενδεικτικό παράδειγμα είναι η «Ανατολική Μεσόγειος» της Ήβης Μελεάγρου, που αποτέλεσε την απαρχή της νεωτερικής γραφής στην κυπριακή πεζογραφία. Αναντίλεκτα, «Το χρώμα του γαλάζιου υάκινθου» συγκαταλέγεται σε αυτά τα λίγα μυθιστορήματα – σταθμούς, που γράφτηκαν στον τόπο μας. Έχω την πεποίθηση πως αυτό το έργο του Χατζήπαπα, συνδιαλέγεται, συμβαδίζει, επικοινωνεί με το επίσης μυθιστόρημα σταθμός «Στυλιανού ανάβασις» του Γιάννη Κατσούρη. Αμφότερα αποδομούν επίσημα αφηγήματα της σύγχρονης ιστορίας μας. Αμφότερα συνιστούν εγχειρήματα ίασης βαθιών πληγών στη σύγχρονη ιστορία μας. Ο μεν Κατσούρης ψέγει, καυτηριάζει, σαρκάζει τη σήψη, τη διάβρωση, τη φθορά των κοινωνικού ιστού στα πρώτα μετανεξαρτησιακά χρόνια και λίγο πριν από αυτά. Ο δε Χατζήπαπας κάνει ακριβώς το ίδιο πράγμα για την περίοδο λίγο πριν έως και λίγο μετά τα γεγονότα του 1974. Τα μυθιστορήματα – και τα δύο – πέρα από την αδιαμφισβήτητη αισθητική ρώμη και επάρκεια τους, συνιστούν και πολιτική παρέμβαση στα δρώμενα της πατρίδας μας. Επιπρόσθετα, η «ένοχη αθωότητα» για την οποία μιλά ο Χατζήπαπας, ιχνηλατείται και στα δύο βιβλία.

Ο λόγος του Χατζήπαπα είναι κατά βάση ρεαλιστικός, ευθύς, ανεπιτήδευτος, ακομπλεξάριστος και αφοπλιστικός. Ωστόσο, συχνά – πυκνά, αυτός ο στέρεος ρεαλισμός διαβρώνεται τεχνηέντως μ’ ένα λόγο μεταφορικό, αλληγορικό και κάποτε μαγικό, διαποτισμένο με πλούσια φαντασιακά στοιχεία. Αυτό συμβαίνει όταν ο συγγραφέας επιστρατεύει τον κόσμο των ονείρων ή την τρέχουσα ειδησεογραφική επικαιρότητα της εποχής στην οποία αναφέρεται. Για παράδειγμα, η εκστρατεία κατά του εχινόκοκκου είναι πραγματική, αλλά την ίδια ώρα είναι και μεταφορική – αλληγορική. Αφού ο Χατζήπαπας αναφέρεται στα σκυλιά με τέτοιο μαεστρικό τρόπο, που ο αναγνώστης του οδηγείται στο να σκεφτεί και τα σκυλιά της ΕΟΚΑ Β΄, που τόσα δεινά επισώρευσαν στην πατρίδα μας.

Κεντρικό θέατρο των δρωμένων του μυθιστορηματικού παρόντος στο βιβλίο είναι ένας θάλαμος του γενικού νοσοκομείου Λευκωσίας. Ο ίδιος χώρος αποτελεί και την αφηγηματική αφετηρία για όλες τις επιστροφές στο παρελθόν, της νεότητας, της εφηβείας ή και της παιδικής ηλικίας του κεντρικού ήρωα, που είναι ο Πέτρος. Τα δυο αφηγηματικά επίπεδα, του παρόντος 1974 αλλά και του παρελθόντος που είναι τα προγενέστερα χρόνια, εναλλάσσονται αρμονικά, με ροή, ρυθμό και δυναμική που κρατούν το αναγνωστικό ενδιαφέρον σε συνεχή εγρήγορση.

«Το χρώμα του γαλάζιου υάκινθου» είναι ένα μυθιστόρημα αφυπνιστικό, διδακτικό, ένα μυθιστόρημα σάλπισμα, όχι μόνο για εκείνους που βίωσαν τα γεγονότα αλλά και για τις νεότερες, τις επερχόμενες γενιές. Γιατί λαός που δεν ξέρει, δεν μαθαίνει, δεν διδάσκεται την ιστορία του, δεν διδάσκεται από αυτήν, είναι καταδικασμένος να την ξαναζήσει.

Προσωπικά, διαβάζοντας αυτό το μυθιστόρημα, ένιωθα συχνά το στόμα μου να στεγνώνει και αναζήτησα νερό ουκ ολίγες φορές. Αυτό το στέγνωμα, αυτή η δίψα, αυτή η κάψα στο στόμα που μου προκάλεσαν τα λόγια του Χατζήπαπα, είναι για μένα η πλέον αψευδής μαρτυρία ότι αυτό το βιβλίο ήρθε για να μείνει.

.

ΤΑΚΗΣ ΧΑΤΖΗΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 12 Φεβρουαρίου 2020

Κανένας δεν μπορεί να μονοπωλεί το νησί

Το μυθιστόρημα «Το Χρώμα του Γαλάζιου Υάκινθου» του Χρίστου Χατζήπαπα έχει ιστορία, ευρύτερη αποδοχή και γενικότερη αναγνώριση. Αυτός είναι και ο λόγος που η επανέκδοσή του έχει ιδιαίτερη σημασία και νόημα. Κι ακόμη περισσότερο, γιατί εξακολουθεί να είναι και σήμερα επίκαιρο. Κάνει την έκδοσή του αναγκαία η αίσθηση ότι η πολύπλευρη κρίση που ενέπνευσε τη συγγραφή του εξακολουθεί να περιβάλλει την Κύπρο. Μπορούμε ακόμη να πούμε ότι με την πάροδο του χρόνου βαθαίνει και γίνεται πιο ζοφερή.

Ναι, δεν ακούγονται πυροβολισμοί, όμως ούτε ειρήνη έχουμε και ο κίνδυνος μιας νέας σύρραξης δεν φαίνεται απίθανος. Η ρητορική, τα όπλα και τα συμβάντα στο έδαφος και στη θάλασσα της Κύπρου, όπως και τα γεγονότα στην περιοχή δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικά.

Ο συγγραφέας που βλέπει το ψεύδος και τη δημαγωγία να κυριαρχούν στην πιο δραματική περίοδο της ιστορίας της Κύπρου δεν μπορεί να το ανεχτεί, δεν μπορεί να σιωπήσει και αντιδρά με το δικό του τρόπο. Δεν έχει εξουσία. Είναι όμως μάρτυρας της ιστορίας. Είναι συγγραφέας. Με το «Χρώμα του Γαλάζιου Υάκινθου» μας υπενθυμίζει όσα πάνε να ξεχαστούν και ξαναφέρνει στην επιφάνεια όσα αρχές και θεσμοί θέλουν να αποσιωπηθούν.

Στο μυθιστόρημα του Χρίστου Χατζήπαπα περιγράφεται η ζύμωση και η πάλη μεταξύ της εθνικιστικής δημαγωγίας και των πανανθρώπινων αξιών της δικαιοσύνης και της δημοκρατίας. Περιγράφεται, ακόμη, η αναμέτρηση μεταξύ των φασιστικών και μισαλλόδοξων χουντικών φαντασιώσεων και των αντιλήψεων των νέων ανθρώπων με δημοκρατική συνείδηση. Μια σύγκρουση και μια αναμέτρηση μέσα από την οποία οι νέοι ανακαλύπτουν τους εαυτούς τους και που πληρώνουν στο τέλος την αποκάλυψη της προδοσίας με την ίδια τη ζωή τους.

Το μυθιστόρημα μας παρουσιάζει τον κόσμο που πριν το 1974 εννοούσε και αντιλαμβανόταν την καταστροφική πορεία να βρίσκεται στο περιθώριο των εξελίξεων. Όταν κυκλοφορούσε το βιβλίο το 1989, ο συγγραφέας έβλεπε τις δυνάμεις που ευθύνονταν για τη συμφορά να επανέρχονται σταδιακά στο προσκήνιο.

Κι ερχόμαστε, τώρα, το 2020, με την επανέκδοσή του, να αντιλαμβανόμαστε ότι εκείνοι που θέλουν να ξεπεραστεί το νοσηρό παρελθόν και που προσπαθούν ν’ ανοίξουν τους νέους δρόμους του μέλλοντος, να βρίσκονται και πάλι στο περιθώριο. Ενώ, ταυτόχρονα, απειλητικά προβάλλουν τα μαύρα πουκάμισα, με τις συντεταγμένες παρελάσεις και τα συνθήματα μίσους. Επίγονοι του Γρίβα και του χιτισμού.

Υπάρχουν και κάποιες αναφορές στο βιβλίο στις οποίες θέλω να σταθώ ιδιαίτερα: Η πρώτη εκεί που λέγει «Ας καεί το χέρι που ΄φέρε το πρώτο όπλο σε αυτό το νησί». Ήρθε το πρώτο όπλο και το νομίσαμε καλό και ηρωικό. Εκείνο που δε λογαριάσαμε ήταν τη συνέχεια.. Την πορεία και τη χωρίς όρια κλιμάκωση της βίας, που στο τέλος αγκάλιασε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους. Έγινε διχαστική, εμφυλιοπολεμική και εγκληματική. Αφήσαμε την ειρήνη και τη συνεννόηση και προσαρμοστήκαμε στη βία και στη σύγκρουση. Κι οι δημοκρατικοί πολίτες; Ένα περιθώριο. Μοναξιά και πόνος, πένθη και χάσματα γύρω μας και εντός μας.

Η δεύτερη αναφορά αφορά τις πέτρες. Μήνυμα δυνατό οι λαξεμένες πριν χιλιάδες χρόνια πέτρες, μπηγμένες πια σε σπίτια, εκκλησίες και μιναρέδες . Και η διαπίστωση του συγγραφέα ότι είμαστε ένα συναπάντημα Ανατολής και Δύσης. Μήνυμα μεγάλο του βιβλίου ειπωμένο απλά και απέριττα, όπως ταιριάζει σε κάθε μεγάλη ιδέα. Σπορά για όποιον θέλει να καταλάβει. Πέτρες, άνθρωποι και ιστορία μπλεγμένα αξεδιάλυτα. Κανένας δεν μπορεί να μονοπωλεί το νησί. Η Κύπρος ανήκει σε όλους μας. Είναι πολυπολιτισμική και πολυεθνική. Αν αρνηθείς τον άλλο, θα σε αρνηθεί και εκείνος με τη σειρά του. Αν τον αναγνωρίσεις, θα σε αναγνωρίσει και εκείνος. Όλοι είμαστε Κύπριοι πατριώτες, όλοι αγαπούμε τον τόπο μας. Εκεί υπάρχει ο κοινός στόχος, εκεί υπάρχει η ειρήνη, η συμπόρευση. Κι αν αυτό δεν το καταλαβαίνουμε με όσα μας συμβαίνουν, μας το διηγείται η γη μας, τα μνημεία μας. Οι πέτρες. Η ιστορία του κάθε μνημείου και του κάθε ανθρώπου χωριστά. Και όλες μαζί η αληθινή ιστορία του τόπου. Υπάρχει μέσα σε όλη αυτή τη δοκιμασία και το ενθαρρυντικό, έστω και ως υποψία. Το σπίτι του Χασάν και της Νεσιέ που γύρω από τις διακοινοτικές ταραχές δέχεται κι αγκαλιάζει τον Τάσο και τον Πέτρο.

Και ένα τελευταίο για τον συγγραφέα, τον Χρίστο Χατζήπαπα. Ο Χρίστος με το βιβλίο αλλά και με τη ζωή του δίνει ένα μεγάλο παρόν στην εποχή του. Δεν λοξοδρομεί, δεν είναι φανατικός, δεν σιωπά. Μάχεται με σθένος και με πίστη. Καταγράφει εκείνα που οι άλλοι, οι κρατούντες, θέλουν να παραγραφούν, να λησμονηθούν. Ε, λοιπόν ο Χρίστος τα κρατά ζωντανά, τα θυμίζει με τρόπο δραματικό και ριζοσπαστικό. Ο Χρίστος είναι διανοούμενος. Με τη δύναμη του πνεύματος, της ψυχής και της γραφής του υψώνεται πάνω από τους συρμούς, τους συμβιβασμούς και τις φαύλες εξουσίες. Γίνεται μαχητής και οδηγός.

* Ομιλία του Τάκη Χατζηδημητρίου στην παρουσίαση του μυθιστορήματος «Το χρώμα του γαλάζιου υάκινθου», που έγινε στην αίθουσα Αρχείου του ΡΙΚ στις 16 Φεβρουαρίου 2020.

.

ΑΡΙΣΤΟΣ ΤΣΙΑΡΤΑΣ

www.oanagnostis.gr 20/3/2020

Στα δύσκολα μονοπάτια της μνήμης και της ιστορίας

Ως ποιητής και πεζογράφος, ως ενεργός πολίτης, ο Χρίστος Χατζήπαπας συναναστρέφεται συνεχώς την ιστορία της Κύπρου. Επιμένει να ακουμπά σε διαστρεβλωμένες, συσκοτισμένες και αποσιωπημένες πτυχές της και να ενσωματώνει στη λογοτεχνία του στοιχεία από κοινούς συλλογικούς τόπους και εμπειρίες με ευρύτερο ιστορικό νόημα και βάρος. Το μυθιστόρημά του Το χρώμα του γαλάζιου υάκινθου (Γκοβόστης, 2019), το οποίο επανεκδίδεται 30 χρόνια μετά την αρχική έκδοσή του, δεν αποτελεί παρά μία ακόμα ψηφίδα σε ένα συνολικό έργο 50 χρόνων που αντλεί από τη μνήμη και την ιστορία του τόπου.

Στο επίκεντρο της αφήγησης βρίσκεται ο Πέτρος, τραυματίας καθηλωμένος στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας μετά το πραξικόπημα και την εισβολή του 1974. Με νωπές ακόμα τις πληγές του πολέμου και του διαχωρισμού, αγγίζει τις αιτίες, τις στάσεις και τις αντιλήψεις που οδήγησαν στη μισαλλοδοξία, το διχασμό, το πραξικόπημα και την εισβολή. Ο σοβαρός τραυματισμός του, οι τεράστιες εσωτερικές, συναισθηματικές και ψυχολογικές επιπτώσεις του δεν αποτελούν μόνο παράγωγο ενός πολέμου. Σηματοδοτούν, επίσης, την οδυνηρή συνειδητοποίηση μιας πολλαπλά και μόνιμα πληγιασμένης ύπαρξης, που έχασε όλα τα σταθερά σημεία αναφοράς της. Καθώς, μάλιστα, ο Πέτρος αναρρώνει και ανακτά σταδιακά την όραση και την επαφή του με τον κόσμο, συνειδητοποιεί ότι οι συνέπειες του πολέμου παραμένουν ανυποχώρητες στην ψυχή, το σώμα και τη συνείδηση του. Αγωνιά να βρει ξανά τον προσανατολισμό του σ’ ένα κατακερματισμένο κόσμο, γεμάτο από πολλαπλά τραύματα, απώλειες και αβεβαιότητες.

Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, η αφήγηση, μέσα από τη μνήμη και τον συνειρμό, μας μεταφέρει στα παιδικά χρόνια του Πέτρου και στην πορεία της ενηλικίωσής του στην Κερύνεια, στην οποία εργάζεται ως νεαρός δημόσιος υπάλληλος. Στη μικρή «καμοματούσα πόλη», λίγο πριν τον πόλεμο, έχοντας εξασφαλίσει τη μονιμότητα μιας δημοσιοϋπαλληλικής θέσης, ζει τους νεανικούς του έρωτες, περνά μια περίοδο ταξικής και ιδεολογικής επαγρύπνησης και ωρίμανσης και διασταυρώνεται με το διχαστικό κλίμα της εποχής.

Η Κερύνεια στο μυθιστόρημα του Χατζήπαπα είναι ένας χώρος διαμόρφωσης ταυτότητας, αλλά και προβολής και δοκιμασίας της ατομικής και κοινωνικής του μοίρας, η οποία συμπλέκεται με την πολιτική και την ιστορία του τόπου. Είναι τεράστιο το φορτίο των λεπτομερειών που κουβαλά η αφήγηση για την ιστορία της πόλης, την πολυμέρεια της τοπικής κοινωνίας, τους ανθρώπους, την τοπογραφία της. Η μικρή πόλη στα βόρεια του νησιού είναι ένας χώρος συμβίωσης Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων που δοκιμάστηκε έντονα σ’ ένα κλίμα αβεβαιότητας, άγχους και φόβου που, προϊόντος του χρόνου, άρχισε να κυκλώνει επικίνδυνα το νησί.

Η καθημερινότητα των ηρώων του είναι ο καμβάς στον οποίο στήνεται η μυθοπλασία του και το πολιτικοκοινωνικό σκηνικό της περιόδου λίγο πριν το 1974. Η αδιέξοδη πορεία του τόπου διασταυρώνεται με τις ατομικές τους διαδρομές, δημιουργώντας τους μια μόνιμη υπαρξιακή κρίση: μια κρίση που εκβάλλει στο συλλογικό, ενώ την ίδια στιγμή αντλεί από αυτό την παθολογία της. Είναι τότε που η καυτή ύλη της ιστορίας εισβάλλει ορμητικά στις ζωές τους, με το βάρος της ύπαρξης να μοιράζεται ανάμεσα σε δύο αντιθετικούς πόλους: στον ένα βρίσκεται η ακατάλυτη δύναμη του έρωτα και της ζωής και στον άλλο η αναπόδραστη κίνηση του αλληλοσπαραγμού, της βίας, του πολέμου και του θανάτου.

Το φάσμα της βίας και της μισαλλοδοξίας ανατρέπει τις ζωές των ηρώων, οι οποίοι παραμένουν εν πολλοίς γαντζωμένοι σε μια πλασματική, όπως αποδείχτηκε, ανεμελιά και αμεριμνησία. Στις συνθήκες αυτές μοιάζουν με δραματικές υπάρξεις που σπαράσσονται από τις περιπέτειες του τόπου, ανήμποροι, απορημένοι και παραζαλισμένοι να παρακολουθήσουν, πολύ περισσότερο να συμβιβαστούν, με τη βίαιη επιτάχυνση της ιστορίας. Τα πρόσωπα του μυθιστορήματος δεν υπήρξαν ήρωες αλλά θύματα του αλληλοσπαραγμού και του πολέμου. Ανεξάρτητα από την κοινωνική ή ιδεολογική τους ταυτότητα, έχουν αποκτήσει θυματική ταυτότητα, λόγω της διασταύρωσής τους με την ιστορία.

Εκείνο που ενδιαφέρει πρωταρχικά τον συγγραφέα δεν είναι να ανασυνθέσει χαρακτήρες σε σχέση μόνο με τα ειδικά γνωρίσματα της εποχής, αλλά να παρακολουθήσει στενά και την εσωτερική ζωή και τους συνειδησιακούς τους κραδασμούς. Η σημαντική αυτή ανθρωπολογική διάσταση της λογοτεχνίας του Χατζήπαπα προσδίδει διαχρονικότητα και βάθος στο έργο του, το οποίο υπερβαίνει τα όρια της κουλτούρας και της εποχής μέσα στην οποία γεννήθηκε. Πέρα δηλαδή από την πολιτική και ιδεολογική ερμηνεία μιας σκοτεινής εποχής, πέρα από την άμεση πρόσληψή της από τα πρόσωπα της μυθοπλασίας, η ιστορία στο έργο του Χατζήπαπα υποβάλλει ένα στοχασμό γύρω από την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη, λανθάνουσες πλευρές της οποίας έρχονται στην επιφάνεια σε οριακές συνθήκες που ονομάζουμε ιστορικές.

Σ ένα τέτοιο κλίμα οι απλοί άνθρωποι βρέθηκαν ανήμποροι να ανακόψουν μια ολέθρια πορεία που δεν την υπαγορεύαν μόνο το πολωτικό κλίμα της εποχής, αλλά και η αδυναμία των δύο κοινοτήτων του νησιού να σφυρηλατήσουν μια ταυτότητα κοινή και ισχυρότερη των όποιων διαφορών ή των μισαλλόδοξων κηρυγμάτων. Με αυτή την έννοια το βιβλίο του Χατζήπαπα εισάγει και ένα άλλο χρήσιμο, σύνθετο και διαρκώς επίκαιρο προβληματισμό: Στο μισαλλόδοξο και διχαστικό κλίμα πριν από το 1974 τον τόνο έδιναν οι πρωταγωνιστές της πόλωσης και της βίας. Όμως η κοινωνία της εποχής αποτελείτο και από απλούς και ανίσχυρους ανθρώπους, οι οποίοι, ενώ υφίσταντο τις ηθικές και υπαρξιακές συνέπειες μιας μισαλλόδοξης περιόδου, εντούτοις δεν τυφλώθηκαν από τα εθνικά και διχαστικά πάθη και τις δαιμονοποιήσεις. Υπέστησαν όμως τις παρενέργειες της ιστορίας. Η πολυφωνική αφήγηση του συγγραφέα φωτίζει τα διαφορετικά κίνητρα των χαρακτήρων αυτών, δείχνοντας έτσι το πολυφασματικό της ατομικής και ιστορικής ευθύνης, εγρήγορσης, αλήθειας και ηθικής. Αυτή η σύνδεση προσωπικής και συλλογικής ευθύνης γίνεται μακριά από απλουστεύσεις και γενικεύσεις, καθιστώντας το βιβλίο μια σύνθετη έκθεση πολύπλευρων και δυσερμήνευτων χαρακτήρων, που δεν είναι εύκολο ούτε να τους εκθειάσεις ούτε να τους καταδικάσεις, αλλά ούτε και να τους κατατάξεις στην πλευρά των νικητών ή των ηττημένων.

Το έργο του Χατζήπαπα έχει πολλές εστίες ενδιαφέροντος. Προφανής είναι η διασύνδεση της αφήγησης με θέματα ταμπού, όπως οι παραδοσιακοί οικογενειακοί και κοινωνικοί ρόλοι, η πατριαρχία, η ομοφυλοφιλία και οι σχέσεις που προκύπτουν από τη σύγκρουση των ατόμων με κοινωνικά προκαθορισμένους ρόλους. Η λογοτεχνική διαπραγμάτευση σχέσεων που βρίσκονται σ’ ένα σπιράλ διαρκούς έντασης ανάμεσα στην παράδοση, τους επιβεβλημένους κοινωνικούς ρόλους, την πατριαρχικά ιεραρχημένη οικογένεια και την κατακτημένη ανεξαρτησία και χειραφέτηση συμπυκνώνουν το πνεύμα, τις αντιλήψεις και τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της εποχής αμέσως μετά την κυπριακή ανεξαρτησία. Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι η ανάδειξη ζητημάτων όπως η ομοφυλόφιλη ταυτότητα που προβάλλεται ως μια ταυτότητα αποσιωπημένη, ενοχοποιημένη και περιθωριοποιημένη αυστηρά στη σφαίρα του ιδιωτικού.

Συστατικό στοιχείo της λογοτεχνίας του Χρίστου Χατζήπαπα αποτελεί η χρήση πολλαπλών τρόπων μετουσίωσης των λογοτεχνικών του ιδεών: η χρήση του φανταστικού, οι πυκνοί συνειρμοί της σκέψης και της μνήμης, η αλληγορία και η πολυσημία της γραφής αποτελούν σταθερή και διαχρονική παράμετρο στους καλλιτεχνικούς του τρόπους. Γιατί άραγε ένας πεζογράφος που πατά τόσο γερά στην κυπριακή ιστορία και κοινωνική πραγματικότητα, παλαιότερη και νεότερη, ενδιαφέρεται για τα στοιχεία αυτά; Αφενός, επειδή το φανταστικό και η αλληγορία επιτρέπουν στην αφήγηση να αποκτήσει μεγαλύτερη εσωτερικότητα, προσθέτοντας στα κείμενα βάθος πεδίου, και, αφετέρου, επειδή επιτρέπουν στον πεζογράφο να αντικρίζει τον κόσμο σύμφωνα με μια τάξη ποιητική. Εξάλλου ο Χατζήπαπας ενσωματώνει στο μυθιστόρημά του στοιχεία της ποιητικής του διαδρομής, είτε χρησιμοποιώντας εμβόλιμα στην αφήγηση ποιήματά του είτε χρησιμοποιώντας μεταφορές, σύμβολα, αρχέτυπα, τρόπους έκφρασης, με άλλα λόγια, που πιο πολύ από το να κατονομάζουν κάτι προτιμούν να το δηλώνουν πλαγίως.

Στο Χρώμα του γαλάζιου υάκινθου ο συγγραφέας πραγματεύεται και καταγράφει την κοινωνική, ηθική και πολιτική διάβρωση μιας εποχής, που οδήγησε στη μοιραία ώρα του πραξικοπήματος, της εισβολής, του πολέμου και του διαμελισμού της Κύπρου. Με τόνο προσωπικό και εσωτερικό, καθόλου όμως ατομικό και ιδιωτικό, μας δίνει μια καλοδουλεμένη και λογοτεχνικά προωθημένη έκφραση, που υπερβαίνει τον διανοητικό ορίζοντα της εποχής του. Κρίσιμες έννοιες με δραματικό φορτίο, συνώνυμες με την πρόσφατη κυπριακή ιστορία, όπως η ανεκτικότητα, η μισαλλοδοξία, η συνύπαρξη, η ρευστή και τεταμένη σχέση ταυτότητας – ετερότητας, η προσφυγιά, καθώς και η βία που ασκήθηκε από πολλούς και σε πολλαπλά επίπεδα, δοκιμάζονται σ’ αυτό το μυθιστόρημα. Πρόκειται για κρίσιμα ζητήματα που σε μια εποχή που, όπως λέει ο συγγραφέας, «θωρούμε την κουφή (φίδι) τσιαί γυρεύκουμε τη κολοσυρμαθκιά (ίχνη)» ή όταν «η φωλιά του ερπετού είναι ακόμα μέσα μας», θέτουν δύσκολους και επίκαιρους προβληματισμούς που αναζητούν να βρουν απάντηση από τη συνείδηση όλων των Κυπρίων. Με την έννοια αυτή, το Χρώμα του γαλάζιου υάκινθου, ένα μυθιστόρημα σταθμός στη σύγχρονη κυπριακή λογοτεχνία, αν και μιλά τόσο πολύ για το παρελθόν ανοίγει ένα διάλογο με το παρόν και το μέλλον του τόπου.

.

ΑΛΛΟΦΥΛΟΙ ΕΡΑΣΤΈΣ

ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΥ

Diastixo 23/7/2018
Ο Χρίστος Χατζήπαπας κλείνει σχεδόν πενήντα χρόνια στα γράμματα. Η πρώτη του ποιητική συλλογή, Ενδοσκόπιο, εκδόθηκε το 1969. Έκτοτε εξέδωσε συλλογές ποίησης και διηγήματος, αλλά και τρία μυθιστορήματα. Παρά τη μακρά διαδρομή στη λογοτεχνία, εξακολουθεί να πειραματίζεται. Αυτό αποδεικνύει η τελευταία συλλογή διηγημάτων του, Αλλόφυλοι εραστές. Αντιθετικοί άξονες διαπερνούν όλη τη συλλογή, έτσι που το βιβλίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί διπολικό, κάτι που έδωσε την ευκαιρία στον συγγραφέα να αναμετρηθεί με πολύ σημαντικά θέματα. Ήδη ο τίτλος παραπέμπει σε αυτή τη διπολικότητα – και δεν είναι μόνο τα δύο μέρη του βιβλίου τα οποία κινούνται σε διαφορετικό ύφος και θεματολογία. Είναι και οι δύο αφηγηματικές φωνές σε ορισμένα διηγήματα, αλλά και οι αντιθετικές σχέσεις θάνατος/ζωή-έρωτας, παρελθόν-παρόν, νεότητα/γήρας-ομορφιά/φθορά, Ελληνοκύπριοι-Τουρκοκύπριοι. Παρά τη διπλότητα αυτή, η αίσθηση της ενότητας και της σύγκλισης διατηρείται χάρη στην επιδέξια τεχνική του συγγραφέα, αφού υπάρχουν οι άξονες και οι συνδετικοί αρμοί που τέμνουν κάθε φορά τους δύο πόλους: π.χ. έρωτας και θάνατος, κυπριακό, αυτοαναφορικότητα, διακειμενικότητα.
Το πρώτο διήγημα, το πρώτο μέρος και όλη η συλλογή τιτλοφορούνται Αλλόφυλοι εραστές. Τα διηγήματα έχουν να κάνουν με τις σχέσεις ανάμεσα σε Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους κυρίως στα κρίσιμα χρόνια μέχρι το 1974, αλλά και σήμερα. Ο συγγραφέας επιστρατεύει την τεχνική της πρωτοπρόσωπης μαρτυρίας, της αποκαλυπτικής εξομολόγησης, κι άλλοτε τον δημοσιογραφικό λόγο, όπως στο διήγημα «Τα σκυλιά του Κουτλού Ανταλί», αλλά και τη συμβατική τριτοπρόσωπη αφήγηση. Σε αρκετά διηγήματα, όπως στα «Αλλόφυλοι εραστές», «Αν έλειπε εκείνη η μέρα στο ημερολόγιο…», «Ο Ντελι-Γιωρκής», «Ειδική αποστολή», υπάρχει πάντα μια φωνή πίσω από τη φωνή, ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του αποκαλυπτικού λόγου. Ένας πρωτοπρόσωπος Τουρκοκύπριος αφηγητής καταθέτει τη μαρτυρία του για τα γεγονότα που έζησε τη δεκαετία του 1960 μέχρι το 1974, τον παραλογισμό που οδήγησε στην τραγωδία της Κύπρου. Ο επίσης πρωτοπρόσωπος αφηγητής-συγγραφέας ελάχιστα επεμβαίνει. Ανάμεσά τους μεσολαβεί ένας διερμηνέας. Ο αφηγούμενος τα περιστατικά ζει μια δραματική στιγμή κατά την εξομολόγηση, με κορυφώσεις δραματικής έντασης.
Το ιστορικό, πολιτικό και χωροχρονικό πλαίσιο, και γενικά η ανθρωπογεωγραφία μέσα στην οποία εγγράφεται η μυθοπλασία, είναι το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα με εστίαση στη δεκαετία του 1960 έως την εισβολή: ΕΟΚΑ, τα σχέδια του Ντενκτάς για taxim-διχοτόμηση, ΤΜΤ, η Βολκάν και δολοφονίες Τουρκοκυπρίων, ΕΟΚΑ Β’, διακοινοτικές ταραχές, οι εκατέρωθεν δολοφονίες και ο εξτρεμισμός, το πραξικόπημα, η εισβολή. Η δράση τοποθετείται κυρίως σε τουρκοκρατούμενες περιοχές, π.χ. στην περιοχή της Μόρφου.
Στο πρώτο διήγημα, «Αλλόφυλοι εραστές», και στο δεύτερο, «Αν έλειπε εκείνη η μέρα στο ημερολόγιο…», πρωτοπρόσωπος αφηγητής είναι ο Ερόλ. Αναφέρεται σε γεγονότα που συνέβησαν στην περιοχή της Μόρφου. Ο Ερόλ μιλά για δολοφονίες Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων, αλλά και διαταγές για μαζικές δολοφονίες. Ωστόσο, υπήρξαν άνθρωποι εκατέρωθεν που αρνήθηκαν να εκτελέσουν τέτοιες εντολές, όπως ο Ερόλ και ο Δημήτρης, οι οποίοι έσωσαν αντίστοιχα Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους. Μέσα σε όλα αυτά, παρά τη φωτιά και τον πόλεμο, ο έρωτας βρίσκει τον τρόπο να ανθίσει και να στεριώσει. Έτσι, ο Ερόλ στην αφήγησή του εγκιβωτίζει προσωπικές ερωτικές ιστορίες, τη δική του με την Αλέφ, του Παντελή με την Ντενίζ, του Δημήτρη με την Αντιλέ.
Στο διήγημα «Ειδική αποστολή», ο Νιχάτ αποκαλύπτει την αποστολή που ανέθεσε σε αυτόν και τον Χασάν ο κατοχικός στρατός στην Ελιά· να θάψουν μια φρικτά δολοφονημένη, βιασμένη και γυμνή Ελληνοκύπρια. Στο διήγημα «Στα Καλυβάτζια», ο Τουρκοκύπριος Μουράτ, παλιό στέλεχος της ΤΜΤ, εκφράζει την παράξενη επιθυμία να γνωρίσει ένα από τα μέλη της ΕΟΚΑ Β’. Στο διήγημα «Τα αγαπημένα σκυλιά του Κουτλού Ανταλί», ο συγγραφέας αναφέρεται στη δολοφονία του Τουρκοκύπριου δημοσιογράφου, υπέρμαχου της φιλίας και της ειρηνικής συνύπαρξης με τους Ελληνοκυπρίους. Στο διήγημα «Ο Ντελι-Γιωρκής», στο οποίο εγκιβωτίζεται και η αφήγηση του Ζεκί, εξιστορεί τα γεγονότα των διακοινοτικών συγκρούσεων στα Καζιβερά. Στο διήγημα «Στο αίθριο της Βουλής», ο συγγραφέας θυμάται το συγκινητικό διήγημα του Νέαρχου Γεωργιάδη «Η τελευταία επιθυμία του Μεμέτη» για τη φιλία ενός Τουρκοκύπριου παιδιού με συνομήλικό του Ελληνοκύπριο, σε μια δηλητηριασμένη ατμόσφαιρα μίσους και εθνικισμού. Η «Καύση» αποτελεί φόρο τιμής στον Εμίν. Σε αυτό εξιστορείται η φιλία του αφηγητή με τον Εμίν, ο οποίος παρά τις αντιξοότητες και την πολεμική του Ραούφ Ντενκτάς επέλεξε, μετά την εισβολή, να ζήσει με τους Ελληνοκυπρίους. Στο «Σαν μια στιγμή η ζωή», ο ετοιμοθάνατος Ελληνοκύπριος Βήτα, ανάμεσα στο παραμιλητό και τα ενύπνιά του, αφηγείται μνήμες της ζωής του που σχετίζονται με τα τραγικά γεγονότα της Κύπρου.
Όλα όσα αναφέρονται είναι θεματικές που ο Χρίστος Χατζήπαπας ανέπτυξε και σε άλλα έργα του (διηγήματα, μυθιστορήματα, ποίηση). Οι εξομολογήσεις και οι μαρτυρίες στόχο έχουν να αναδείξουν την αλήθεια που η επίσημη Ιστορία αρνείται να καταγράψει. Με όχημα τη μνήμη, ο συγγραφέας φτάνει με τόλμη στο βάθος των πραγμάτων, στηλιτεύει τις ακρότητες και τον εθνικισμό. Αυτό που τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα είναι τα φωτεινά παραδείγματα, οι εξαιρέσεις, οι άνθρωποι που μέσα στον παραλογισμό της εποχής τους πήγαν ενάντια στο ρεύμα και διέσωσαν την ανθρωπιά και τον άνθρωπο. «Μπορεί και να μας βγει σε καλό. Η γνώση της Ιστορίας δεν έβλαψε ποτέ κανέναν…» θα σχολιάσει η Αϊσέ στο διήγημα «Στα Καλυβάτζια».
Παρά τα όσα τραγικά περιγράφονται, η εντύπωση που αφήνει ο συγγραφέας είναι πως υπάρχει ακόμα ελπίδα. Είναι ο έρωτας, η αγάπη, η ομορφιά και η φιλία που θριαμβεύουν μέσα στη φωτιά, υπερνικώντας το μίσος και ξεπερνώντας κάθε εθνοφυλετικό, θρησκευτικό ή γλωσσικό περιορισμό. Πολύ χαρακτηριστική είναι η παραδοχή των δύο πρώην ορκισμένων εχθρών, του Τουρκοκύπριου Μουράτ (ΤΜΤ) και του Ελληνοκύπριου Παναγιώτη (ΕΟΚΑ Β’) στο διήγημα «Στα Καλυβάτζια». Στη συνάντησή τους, καθώς αναλογίζονται το παρελθόν, παραδέχονται: «Γελαστήκαμε, Μουράτ, μας ξεγέλασαν!» «Bokettik! Σκατά τα κάναμε!».
Τα ζητήματα ταυτότητας απασχολούν τον συγγραφέα σε πολλά από τα διηγήματα. Ο έρωτας ανάμεσα σε έναν Ελληνοκύπριο και μια Τουρκοκύπρια του δίνει την ευκαιρία να εξετάσει τέτοια θέματα, όπως η θρησκεία (οι Τουρκοκύπριοι δεν είναι ιδιαίτερα θρησκευόμενοι) και η γλώσσα (πολλοί Τουρκοκύπριοι μιλούν την ελληνοκυπριακή διάλεκτο και αρκετοί μέχρι το 1974 δεν ήξεραν τούρκικα).
Ο τίτλος του β’ μέρους της συλλογής δίνει τη βασική θεματική των εννιά διηγημάτων: «Αφρός ονείρου η ζωή». Αναφέρονται στο πεπερασμένο και το εφήμερο της ανθρώπινης ύπαρξης. Τα πολιτικοϊστορικά γεγονότα και η κριτική που ασκείται υποχωρούν σε δεύτερο επίπεδο. Αυτό που κυριαρχεί είναι η κοινωνική κριτική για το σήμερα, η αλλοτρίωση και κυρίως τα αντιθετικά σχήματα νεότητα-γήρας, θάνατος-έρωτας. Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στο α’ μέρος της συλλογής, στο οποίο, παρά τα φαινομενικά ανυπέρβλητα εμπόδια, εθνικά, θρησκευτικά ή άλλα, ο έρωτας ευοδώνεται, εδώ ο συγγραφέας επιστρέφει σε ένα χαρακτηριστικό θεματικό μοτίβο της τέχνης του: ο πόθος υπάρχει, αλλά ο έρωτας σπάνια θα ολοκληρωθεί, καθώς θα παραμείνει στη σφαίρα της επιθυμίας, του ονείρου, των ονειρώξεων και της φαντασίας. Το ύφος επίσης αλλάζει: αντί του τραγικού-δραματικού, εδώ κυριαρχεί το χιούμορ, η ειρωνεία, ο σαρκασμός και ο αυτοσαρκασμός. Επιπλέον, τα διηγήματα αυτά συνδέει ένας πρωτοπρόσωπος, ομοδιηγητικός αφηγητής, ο οποίος διανύει τη μέση ηλικία ή βαδίζει προς την τρίτη ηλικία.
Το τελευταίο διήγημα του β’ μέρους έχει τίτλο «Η ψευδαίσθηση στη λογοτεχνία ή Επαναστατική κατουρίαση». Είναι ένα διήγημα για την ποιητική του διηγήματος. Ο συγγραφέας επισκέπτεται τη Χάγη για ένα συμπόσιο λογοτεχνίας. Όμως, θα βρεθεί υπόλογος ενώπιον της δικαιοσύνης, γιατί ο ήρωας της ιστορίας του, alter ego του συγγραφέα, κατούρησε το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Η πρόθεσή του είναι προφανής: να ξεσκεπάσει την υποκρισία της διεθνούς δικαιοσύνης (σε αυτό συμβάλλουν οι αναφορές στην Κύπρο και στον εμφύλιο στη Συρία). Κι εδώ ο ερωτικός πόθος του αφηγητή για τη συνεργάτιδά του Ντιόν γίνεται πράξη μόνο στις ονειρώξεις του. Όμως, όλη αυτή η ιστορία δεν ήταν παρά η εισήγηση του συγγραφέα στο συμπόσιο με τίτλο «Η ψευδαίσθηση στη λογοτεχνία ή Επαναστατική κατουρίαση». Στο διήγημα αναπτύσσεται το μοτίβο του ανεκπλήρωτου έρωτα, του ερωτικού πόθου που βρίσκει διέξοδο μόνο στη φαντασία του ήρωα. Το όνειρο γενικά διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο έργο του Χρίστου Χατζήπαπα. Είναι ο χώρος στον οποίο πραγματώνεται το απραγματοποίητο, εκεί που γεφυρώνεται το συνειδητό με το ασυνείδητο.
Οι ήρωες υποφέρουν, λοιπόν, από έναν βασανιστικό έρωτα, έναν Έρωτα εν καμίνω, για να θυμηθούμε τη συλλογή που ο Χατζήπαπας εξέδωσε το 2001. Η θεματική αυτή, σε παραλλαγές, συναντάται στα διηγήματα «Παραγωγικός έρως», «Αυτοί που τρέχανε σαν άλογα», «Το εισιτήριο», «Δεν πίστευε στον θάνατο», «Οι καημένοι» και «Θίνες αγάπης και φόβου». Ακόμα, όμως, κι εκεί που ανθίζει ο έρωτας, η αιφνίδια αλλαγή της τύχης, ο θάνατος ή μια αρρώστια έρχονται να ανακόψουν απότομα την ερωτική πληρότητα. Αυτή η ματαίωση δίνει την ευκαιρία στον συγγραφέα να ψυχογραφήσει σε βάθος τους ήρωές του, να δημιουργήσει την κατάλληλη δραματική ένταση, να πειραματιστεί με τη φαντασία και να υπονομεύσει το ρεαλιστικό στοιχείο.
xatzipapasΈνα από τα βασικά χαρακτηριστικά της συλλογής είναι η διακειμενικότητα. Ο συγγραφέας δημιουργεί ένα πυκνό δίχτυο τέτοιων αναφορών, καθώς συνομιλεί με δικά του έργα ή με έργα άλλων συγγραφέων και την παράδοση. Αλλά, όπως σε όλα τα έργα του Χρίστου Χατζήπαπα, έτσι κι εδώ μια από τις σημαντικότερες αρετές είναι η γλώσσα. Είναι, πράγματι, ιδιαίτερα γοητευτική η μείξη τύπων της καθαρεύουσας, της δημοτικής, της εκκλησιαστικής γλώσσας, της προφορικής γλώσσας στις αφηγήσεις ή στους διαλόγους, της κυπριακής διαλέκτου και η συχνή παράθεση τούρκικων λέξεων. Πότε απλή και λιτή, σε ρεαλιστικό ύφος, άλλοτε περίτεχνη και ποιητική, μεταφορική, ενίοτε λυρική και πότε σκληρή και τολμηρή, σε μακροπερίοδο λόγο ή κοφτή, ανάλογα με το αφηγηματικό ύφος κάθε φορά, η γλώσσα είναι ένα στοιχείο που πρωταγωνιστεί στο βιβλίο.
Η συλλογή Αλλόφυλοι εραστές διακρίνεται από αφηγηματική πολυμορφία. Η μετατόπιση του χρόνου από το παρόν στο παρελθόν και αντίστροφα είναι συχνή και επιτρέπει στους αφηγητές να δουν από απόσταση τα γεγονότα και να τοποθετηθούν με νηφαλιότητα. Η ρεαλιστική αφήγηση πολλές φορές υπονομεύεται με ονειρικά, μνημονικά και φαντασιακά στοιχεία ή συνειρμούς και εγκιβωτισμούς. Ο πλάγιος λόγος τρέπεται, κατά διαστήματα, σε ελεύθερο πλάγιο λόγο και ο διάλογος ή και ο αφηγηματικός μονόλογος είναι συχνός. Η αφήγηση, ιδιαίτερα στο πρώτο μέρος, είναι πολλές φορές κυκλική, η αρχή συχνά φορτίζεται με δραματικό τόνο όπως και το τέλος, που σχεδόν πάντα αφήνεται ανοιχτό σε προβληματισμό. Γενικά, δεν υπάρχει τίποτα μονοδιάστατο στα διηγήματα του Χρίστου Χατζήπαπα, ούτε στη γλώσσα, ούτε στην αφήγηση, ούτε στη θεματική του. Κάτι που καταδεικνύει τη διαρκή έγνοια του και την ενσυνείδητη πάλη με τη γραφή. Αυτό καθιστά το έργο του εξαιρετικά ενδιαφέρον.

.

ΠΕΡΣΑ ΚΟΥΜΟΥΤΣΗ

FRACTAL 03/10/2018
Με τα μάτια του Άλλου
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Κύπριος λογοτέχνης Χρήστος Χατζήπαπας καταπιάνεται με θέματα που αφορούν στη σύγχρονη ιστορία του τόπου του. Τα άλγη και τα πάθη της Κυπριακής ψυχής, που παραμένει τρωτή, και συναισθηματικά ευάλωτη μετά τα τραγικά γεγονότα του ‘74 . Η συλλογική κι ατομική μνήμη, η βιωματική εμπειρία, η Ιστορία, μαζί με το ιδεολογικό υπόβαθρο του συγγραφέα και την αντικειμενική του στάση απέναντι στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν και σημάδεψαν ανεξίτηλα την Κύπρο, πάντα έπαιζαν καθοριστικό ρόλο, τόσο στο πεζογραφικό, όσο και στο ποιητικό του έργο, όπως πιστεύω παίζουν πρωτεύοντα ρόλο στο έργο των περισσοτέρων Κυπρίων λογοτεχνών της γενιάς του. Έτσι και σε αυτό εδώ το βιβλίο με τον ευρηματικό και αντιπροσωπευτικό τίτλο «Αλλόφυλοι εραστές», ο συγγραφέας επιστρέφει με μια συλλογή διηγημάτων όπου κύριοι πρωταγωνιστές- εκτός από τα πρόσωπα που σκιαγραφεί- είναι ο τόπος, ο χρόνος, η μνήμη και η Ιστορία. Μόνο που εδώ υπογραμμίζεται και ένα ακόμα σημαντικό θέμα που, αν και δεν είναι εντελώς νέο για το συγγραφέα, παρουσιάζεται με μεγαλύτερη ευκρίνεια και τολμηρότητα: και αυτό διότι στο μεγαλύτερο μέρος της συλλογής, ο συγγραφέας δίνει έμφαση τις διαπροσωπικές σχέσεις ανάμεσα σε Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους, κυρίως εκείνες που αναπτύχθηκαν κατά τις τελευταίες δεκαετίες, μετά την εισβολή. Με αφηγηματική δεινότητα, συναισθηματική συγκρότηση, ενίοτε πρόκληση ή σαρκασμό, κι απαλλαγμένος όπως πάντα από την προκατάληψη του παρελθόντος, την εκατέρωθεν παραποίηση της ιστορίας, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει σε μια από τις ιστορίες του, συνθέτει διηγήσεις που εμβαθύνουν στην ανθρώπινη ψυχή, διεισδύουν στην ουσία των ανθρώπινων σχέσεων και σχολιάζουν τα κοινωνικά ήθη και τις νοοτροπίες του σήμερα, με ένα τρόπο που πιστεύω ότι αντιτίθεται σε μεγάλο βαθμό στην αρνητική προδιάθεση μιας μεγάλης μερίδας ανθρώπων απέναντι στα γεγονότα και προπάντων στις στερεότυπες αντιλήψεις της.
Ο Χ Χ ανατέμνει και σκιαγραφεί ανάγλυφα τη σημερινή πραγματικότητα στην Κύπρο, αναπαριστώντας την αλήθεια γυμνή, κι αναδεικνύοντας πολλές από τις άγνωστες (σε πολλούς από εμάς) πτυχές της, διατηρώντας, όπως ανέφερα μια αμερόληπτη κι απροκατάληπτη στάση. Κι ανάμεσα σε όλα αυτά παρεμβάλλει διακριτικά τα υπαρκτικά ζητήματα που είναι φανερό ότι τον απασχολούν, ερωτηματικά και προβληματισμοί γύρω από δίπολα της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως είναι η ζωή και ο θάνατος, η νεότητα και το γήρας ή ακμή και η φθορά, αλλά κι ο έρωτας στις διάφορες εκφάνσεις και εκδοχές του, ενώ η φιλία, η κατανόηση, η ελπίδα, είναι θέματα τα οποία διαχειρίζεται με ευαισθησία, θέλοντας έτσι να υπογραμμίσει τη δύναμη της ζωής και τον θρίαμβό της πάνω σε ότι επαπειλεί τη φυσική της ροή, όπως ο πόλεμος, τα μίση και η εχθρότητα. Ένα ικανό αντίβαρο κι αντιστάθμιζα για τη μισαλλοδοξία, τον φανατισμό τους εθνο-φυλετικούς, θρησκευτικούς φραγμούς που γεννά ο πόλεμος. Ικανά να θεριεύουν ακόμα και μέσα στον παραλογισμό του πολέμου, τον κυκεώνα και την τραγικότητας που επιφέρει. Και μαζί με την ψυχογραφία των ηρών, αναδύεται ο τόπος, ενώ ο χρόνος όπου διεξάγεται η δράση των ιστοριών, αν και δεν είναι ποτέ σταθερός, αφού μετατοπίζεται διαρκώς ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, παραμένει ένα αποτελεσματικό όχημα, πάνω στο οποίο αναπτύσσει τις ιστορίες του, δίνοντας έτσι στον αναγνώστη μια έκτυπη εικόνα για το χθες και το σήμερα. Και το πετυχαίνει επιστρατεύοντας άλλοτε τον ρεαλισμό κι άλλοτε τον μύθο, άλλοτε όνειρο, κι άλλοτε τη μνήμη. Σε κάθε περίπτωση όμως με ένα τρόπο που αντιβαίνει ή και καταρρίπτει τις στερεοτυπικές αντιλήψεις μας για τα γεγονότα.
Ο αφηγηματικός τρόπος ανταποκρίνεται με τη σειρά του στα πολλαπλά επίπεδα της συλλογής αφού και αυτός αλλάζει διαρκώς, έτσι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση δίνει τη σκυτάλη στη τριτοπρόσωπη, ενώ από τα προτερήματα του βιβλίου συγκαταλέγεται και ένα είδος ‘αμοιβαίας ανταλλαγής’ του αφηγηματικού προσώπου. Ο συγγραφέας Χρήστος Χατζήπαπας δίνει φωνή στον «Άλλο», καταγράφει δηλαδή τα γεγονότα από την ‘άλλη’ σκοπιά ή ματιά. Έτσι δανειζόμενος τη φωνή ενός Τουρκοκύπριου καταθέτει τη δική του μαρτυρία για τα γεγονότα που έζησε ο ίδιος από πρώτο χέρι τη δεκαετία του 1960, διατηρώντας έτσι μια ισορροπία και μια ισονομία στον αφηγηματικό ιστό. Κατά αυτόν τον τρόπο αναδύεται ‘ακέραιη’ ή σχεδόν η αλήθεια και της άλλης πλευράς, και κατά επέκταση το ευρύτερο ιστορικό, πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό υπόβαθρο της σύγχρονης πραγματικότητας στην Κύπρο.
Οι ιστορίες που παρελαύνουν η μια μετά την άλλη 19 στον αριθμό απλώνονται σε δυο μέρη και δημιουργούν ένα πολύχρωμο καμβά, πάνω στον οποίο ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με πλείστες πτυχές της σύγχρονης ιστορίας που αν και αναγνωρίζει σε κάποιο -μεγαλύτερο ή μικρότερο -βαθμό, είναι βέβαιο ότι αγνοεί λεπτομέρειές της, τις λεπτεπίλεπτες εκείνες αποχρώσεις του συναισθηματικού και ιδεολογικού κόσμου των ανθρώπων που την έχουν βιώσει από πρώτο χέρι, ή που καλούνται να ζήσουν με το βάρος της μνήμης που την αφορά, ένα θέμα που γίνεται πιο έντονα απτό κι ‘ανάγλυφο’ στο δεύτερο μέρος του βιβλίου. Και μέσα σε όλα αυτά τα τραγικά και τα παράλογα, συνυφαίνεται η φιλία κι ο έρωτας ανάμεσα σε «Αλλόφυλους».
Η τολμηρότητα του Χρ Χατζήπαπα είναι εμφανής και σε άλλα επίπεδα του βιβλίου, επιλέγει να τοποθετήσει κάποιες από τις ιστορίες του σε τουρκοκρατούμενες περιοχές, ενώ μιλά ανοικτά μέσω των πρωταγωνιστών του, για ζητήματα οδυνηρά και ευαίσθητα όπως τις εκατέρωθεν δολοφονίες, τον φανατισμό, τη μισαλλοδοξία αλλά και στον αντίποδα όλων αυτών, το γεγονός ότι κάποιοι είχαν αρνηθεί να εκτελέσουν τέτοιες εντολές κι από τις δυο πλευρές και να σώσουν ζωές ανεξαρτήτως εθνοτικής ταυτότητας. τονίζοντας έτσι τον ανθρώπινο παράγοντα που η ιστορία τείνει φανατικά να αγνοεί ή να προσπερνά. Άξια λόγου είναι η ιστορία του Τουρκοκύπριου, ο οποίος επέλεξε, μετά την εισβολή, να ζήσει με τους Ελληνοκυπρίους.
Από τα βασικά χαρακτηριστικά της συλλογής είναι επίσης η χρήση του συνειρμικού λόγου και μιας ιδιαζόντως ποικιλόμορφης γλώσσας, αφού οι λιτές περιγραφές συχνά εναλλάσσονται με τον λυρισμό και την ποιητική διάθεση του συγγραφέα, ενώ ακόμα συχνότερα εντάσσει στους διαλόγους φράσεις της Κυπριακής διαλέκτου και τουρκικές λέξεις. Τέλος η «ζοφερότητα των θεμάτων, η κοινωνική κριτική που ασκεί, άλλοτε υποδόρια και άλλοτε ευθαρσώς, εξισορροπούνται έντεχνα με την χιουμοριστική διάθεση του συγγραφέα, αφού το χιούμορ και ο αυτοσαρκασμός δεν απουσιάζουν από τις ιστορίες του Χ. Χατζήπαπα. Τραγελαφικές καταστάσεις συνυπάρχουν με την πικρή /θλιβερή πραγματικότητα, δημιουργώντας έτσι ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον, γοητευτικό και συγκινητικό βιβλίο.

.

ΑΡΙΣΤΟΣ ΤΣΙΑΡΤΑΣ

OANAGNOSTIS.GR 15/1/2019

Με φόντο τις οδύνες της ιστορίας

Όσα δεν τολμά να πει ή να τεκμηριώσει η επίσημη ιστορία ή ακόμα όσα παραγνωρίζει ή αποσιωπά, φωτίζει χάριν της θεμελιώδους ελευθερίας και των δικών της κανόνων η λογοτεχνία. Ο Χρίστος Χατζήπαπας στη συλλογή διηγημάτων του “Αλλόφυλοι Εραστές” ( Eκδόσεις Γκοβόστη) ανασυστήνει την ατμόσφαιρα μιας εποχής με αυθεντικά ιστορικά στοιχεία και λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής των ηρώων, ιδίως όταν αυτή διασταυρώνεται με μείζονα ιστορικά γεγονότα. Ο συγγραφέας εντάσσει στην αφήγηση του, σε μεγάλη μάλιστα έκταση, ιστορικά ντοκουμέντα, αυτοβιογραφικά στοιχεία και μαρτυρίες καθώς και γεγονότα ανερμήνευτα, σκοτεινά ή αινιγματικά.

Τόπος αλλά και ουσιώδης πρωταγωνιστής σε πλείστα διηγήματα η ταραγμένη Κύπρος του δεύτερου μισού του προηγούμενου αιώνα. Ο συγγραφέας διαβαίνει τις διαφορετικές χρονικές περιόδους με αφηγήσεις που μπλέκουν το βιωμένο παρελθόν με το παρόν που δεν έχει κλείσει τους λογαριασμούς με την ιστορία. Οι αφηγηματικές του φωνές προέρχονται από πρόσωπα που βούτηξαν στο καμίνι της ιστορίας. Πρόκειται για φωνές ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων με καθόλου στέρεη εκφορά και έντονα δραματικό και εξομολογητικό τόνο. Ο καθένας είναι φορέας μνήμης βίαιων και τραυματικών γεγονότων, τα οποία σφράγισαν μόνιμα και βασανιστικά τις ζωές τους. Αν και τα πάθη που έθρεψαν τις συγκρούσεις και τις θηριωδίες της εποχής έχουν πια καταλαγιάσει, άφησαν εντούτοις βαθιές πληγές στη ψυχή των ανθρώπων. Πολύ περισσότερο ένα κατακερματισμένο εαυτό που προσπαθεί μάταια να ανασυνταχθεί και ένα μόνιμο αίσθημα θλίψης και απώλειας να τους κατακλύζει.

Στο βιβλίο είναι ευδιάκριτη η επέλαση της δυναμικής του διχασμού στην καθημερινή ζωή, ιδίως του κόσμου του μόχθου και της φτώχιας που παρουσιάζεται ως ένα κόσμος αρραγής, αρμονικός και ανθρώπινος. Θρυμματίστηκε, όμως, από τη λαίλαπα του πολέμου, της βίας και της προσφυγιάς. Καθόλου τυχαία ο συγγραφέας χρησιμοποιεί το φορτωμένο με ειρηνικές σημάνσεις όνομα του χωριού Ελιά στην περιοχή της Μόρφου. Η έκρηξη της βίας κατέστησε το χωριό μια χωροχρονική δραματική σκηνή πάνω στην οποία παίχτηκαν τα πλέον αδυσώπητα παιχνίδια της σύγχρονης κυπριακής ιστορίας.

Σε μερικά διηγήματα της συλλογής η ιστορία υποβάλλει έναν στοχασμό γύρω από τον ίδιο τον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης, πτυχές της οποίας έρχονται στην επιφάνεια σ’ ένα κλίμα βίας και φανατισμού. Οι έκτακτες αυτές συνθήκες σε συνδυασμό με την εναλλαγή των ρόλων θύτη και θύματος καθίστανται πεδίο δοκιμασίας και αλλοτρίωσης του ανθρώπινου υποκειμένου. Καθώς μάλιστα οι ήρωες εμπλέκονται, ακούσια ή μη, σε καταστάσεις που δεν μπορούν να ελέγξουν, τους εξαναγκάζουν σε συμπεριφορές ασύμβατες με τις ιδέες τους ή τους οδηγούν στην ακύρωση του ρόλου τους, ακόμα και της ίδιας της υπόστασής τους. (Μέσα στην τρέλα του πολέμου, που η ευθύνη δεν βαραίνει κανένα ο καλός χάνει τα νερά του και ο κακός γίνεται θηρίο ανήμερο).

Χωρίς μονομέρειες ο Χατζήπαπας προσεγγίζει από χρονική απόσταση και με συγκινησιακή φόρτιση μια εποχή και ανιχνεύει την επίδραση που άσκησαν τραυματικά συλλογικά γεγονότα στην ατομική ζωή και συνείδηση των ανθρώπων. Συνθέτει ένα στοιχειωμένο ιστορικό τοπίο με ήρωες του είναι βγαλμένοι από το καμίνι της ιστορίας και των κοινωνικών συνθηκών χωρίς όμως να χάνουν την ατομικότητα και το χαρακτήρα τους. Τροφοδοτεί την αφήγηση του με εικόνες απίστευτης αγριότητας όπως η σκηνή με την εκτέλεση αιχμαλώτου στην πλατεία ενός σχολείου (Αν έλειπε εκείνη η μέρα από το ημερολόγιο) και με τη βιασμένη και εκτελεσμένη γυναίκα (Ειδική αποστολή). Σκηνές που προσλαμβάνονται ως στιγμιότυπα συμπύκνωσης του δράματος του πολέμου και της μισαλλοδοξίας.

Η αφηγηματική αυτή προσέγγιση ενισχύεται με τη χρήση της κυπριακής διαλέκτου που αποδίδει τις πιο λεπτές αποχρώσεις του συγγραφικού στοχασμού. Αναδεικνύει, μάλιστα, με το ιδιαίτερο εκφραστικό της ύφος, την καθημερινή κουβέντα έναντι του λόγου, την εξομολόγηση και την ανάμνηση. Η προφορική ομιλία φέρνει στο προσκήνιο τη μαρτυρία των απλών ανθρώπων που μιλούν με βάση την προσωπική τους εμπειρία και γνωρίζουν τη μικροϊστορία του τόπου τους. Τέτοιες μαρτυρίες διασώζουν την ανεπίσημη βιωματική ιστορία των απλών ανθρώπων που με κίνδυνο ζωής μετασχηματίζουν την εμπειρία της μισαλλοδοξίας και του πόνου σε πράξη αλληλεγγύης και υπέρβασης του εαυτού προκειμένου να διασωθεί ο γείτονας, ο φίλος ή ο συγγενής που ανήκει στην άλλη κοινότητα του νησιού.

Δεν είναι λίγες οι φορές που ο συγγραφέας καταφεύγει στη χρήση λογοτεχνικών συνειρμών η συμβόλων στα οποία εδράζονται η ατομική εμπειρία, η ιδεολογία και η κατανόηση του εξωτερικού κόσμου. Στο αυτοβιογραφικό διήγημα Στο αίθριο της Βουλής, τριάντα χρόνια μετά την τουρκική εισβολή επισκέπτεται το κατεχόμενο γεωργικό του Γυμνάσιο. Η δεξαμενή που άλλοτε έσφυζε από ζωή είναι άδεια, στο βυθό υπάρχει μόνο λάσπη, ένα τέλμα, με βατράχια με λερά ματοτσίνορα τα οποία κοάζουν εκνευριστικά. Όσο ξεμακραίνει από το κατεχόμενο γυμνάσιο οι βάτραχοι μεταμορφώνονται σε μεγάλες χελώνες με απειλητικές διαθέσεις, αποκαλύπτοντας με το συμβολικό αυτό τρόπο τόσο τα αδιέξοδα της στασιμότητας και του συνεχιζόμενου διαχωρισμού του τόπου όσο και την ανησυχητική πορεία του προς άγνωστες και άδηλες κατευθύνσεις .

Με τόλμη και περισσή αυτεπίγνωση, με διαρκή και γνήσια αγωνία για τον κόσμο και το μέλλον της Κύπρου, ο Χρίστος Χατζήπαπας, στα πλείστα διηγήματα του, συνδιαλέγεται με άβολες αλήθειες και ανέγγιχτες σκοτεινές πλευρές του εαυτού και του τόπου. Ανοίγει διάλογο με το μέλλον, ακουμπώντας σε ταραγμένες περιόδους της ιστορίας, οι οποίες σηματοδοτούνται από τη βία και τη μισαλλοδοξία.

Σ’ ένα από τα πιο καλοδουλεμένα διηγήματα (Καλυβάτζια) , ένας τουρκοκύπριος, παλιό στέλεχος της ΤΜΤ, επιδιώκει και γνωρίζει, μετά το άνοιγμα τον οδοφραγμάτων το 2003, ένα από τα μέλη της ΕΟΚΑ Β. Οι δυο σκοτεινοί πρωταγωνιστές συναντιούνται στην άκρη μιας προβλήτας και μονολογούν: «Γελαστήκαμε Μουράτ, μας ξεγέλασαν!» «Bok ettik!-σκατά τα κάναμε», απαντά ο Μουράτ. Η συνομιλία τους αποτελεί ένα εμβληματικό, για το δράμα του τόπου, διάλογο στον οποίο περισσεύουν οι επώδυνες περιπλανήσεις της συνείδησης και λείπει η ανάληψη ευθύνης. Προβάλλει μάλιστα ένα πολυεδρικό και δραματικά επίκαιρο προβληματισμό , αφού ανατέμνει δραστικά το καταστροφικά διχαστικό κλίμα μιας εποχής και τις δονήσεις που καταγράφει στη συνείδηση των πρωταγωνιστών η κατάρρευση των ζωτικών τους μύθων και προσδοκιών.

.

ΤΑ ΠΗΓΑΔΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΛΕΥΤΕΡΗ ΠΑΠΑΛΕΟΝΤΙΟΥ

http://www.oanagnostis.gr, 13.5.2013
Σάτιρα και ρεαλισμός
Με δυο ποιητικές συλλογές εμφανίστηκε στον χώρο της λογοτεχνίας ο Χρ. Χατζήπαπας (γενν. 1947): Ενδοσκόπιο (1969) και Εισαγωγή στην τραγωδία (1979).
Στα χρόνια που μεσολάβησαν αφοσιώθηκε σχεδόν αποκλειστικά στην καλλιέργεια της πεζογραφίας: εξέδωσε τέσσερις συλλογές διηγημάτων και τρία μυθιστορήματα, δίνοντας τον καλύτερο εαυτό του στα πιο πρόσφατα βιβλία διηγημάτων του και βελτιώνοντας σταδιακά τα μυθιστορήματά του.
Ειδικά η πρώτη ενότητα της πρόσφατης συλλογής του, ίσως η πιο συγκροτημένη και η πιο δραστική ενότητα του βιβλίου, θα μπορούσε να διαβαστεί παράλληλα με ορισμένα περίπου ομόθεμα διηγήματα της τελευταίας συλλογής του (Το ασταθές βήμα, 2009), αλλά και συνδυαστικά με παλιότερα διηγήματα κυπριακής θεματικής. Η επιγραφή με την οποία εξαγγέλλονται τα πρώτα δεκατρία ποιήματα («Της γλυκείας χώρας Κύπρου / που μισή και σερνάμενη την καταντήσαμε») μας προδιαθέτει για το στίγμα των κειμένων αυτών: α) είναι ποιήματα που εντοπίζονται καταρχήν στον κυπριακό χώρο, με έμφαση στις πιο πρόσφατες ιστορικές περιπέτειές του· β) αν και δεν λείπουν οι λυρικές πινελιές, οι ονειρικές διαφυγές και οι νοσταλγικές αναπολήσεις μιας παλιότερης ζωής, κατά κανόνα δεσπόζει στα περισσότερο κείμενα η ρεαλιστική ματιά, που απολήγει συχνά και βρίσκει τις καλύτερες στιγμές της σε μια δριμεία, καταλυτική σάτιρα, κάποτε και στον (αυτο)σαρκασμό.
Ήδη στο πρώτο, ομότιτλο ποίημα της συλλογής («Τα πηγάδια της ιστορίας») τα ξεροπήγαδα της ανομβρίας εξελίσσονται σε σύμβολα φανατισμού και εθνικισμού, αφού κατέληξαν να μπαζώνονται με πτώματα δολοφονημένων Τουρκοκυπρίων ή Ελληνοκυπρίων από τα χρόνια τα πρώτων διακοινοτικών συγκρούσεων ώς τις μέρες της Εισβολής. Αντιδιαστέλλοντας την ομορφιά και την ασχήμια, τα χρόνια της αθωότητας ή την πίστη στο «υπέροχο της ουτοπίας» με τη σύγχρονη εποχή της έρημης χώρας και της ιδεολογικής ή άλλης διάψευσης, ο ποιητής εξαπολύει δριμεία σατιρική κριτική σε κούφιους, ματαιόδοξους και θρασείς πολιτικούς και πολιτικάντηδες που καπηλεύονται το πολιτικό πρόβλημα του τόπου και την πατρίδα γενικότερα. Η ιστορική μοίρα της Κύπρου συνδέεται με την τραγική κατάληξη της Αροδαφνούσας του γνωστού δημοτικού τραγουδιού: «Άνου να πάμεν, Ροδαφνού, τζ’ αφταίννει το καμίνιν…» («Αροδάφνες στον αυτοκινητόδρομο»).
Η σκληρή σάτιρα συνεχίζεται και σε ποιήματα όπως το «Νοός ανάσταση», που στρέφεται ενάντια σε πολιτικούς και εκκλησιαστικούς ηγέτες: «πολιτικοί της πεντάρας / αρχιερείς γυμνοί από φαιλόνια / και χρυσά / άσπρα βρακιά όλοι / μηδενός εξαιρουμένου / βρακιά χεσμένα». Με ανάλογη αντικομφορμιστική και απομυθοποιητική γλώσσα, που θυμίζει κάποτε τη γραφή και άλλων ποιητών της «Γενιάς του 1974», αποκαθηλώνεται ο «τρισχόγλαστος» «Ολετήρ», ο γνωστός ιδρυτής της ΕΟΚΑ Β΄, που οδήγησε με μαθηματική ακρίβεια τον τόπο στην καταστροφή του ’74, αλλά εξακολουθεί να τιμάται ως ήρωας.
Αξίζει να αναφερθεί εδώ και το καταληκτικό ποίημα της ενότητας αυτής («Δε μ’ ενδιαφέρει»), που φαίνεται να είναι ένα από τα πιο δυνατά και ανατρεπτικά ποιήματα του βιβλίου. Ο ποιητής απαξιώνει και σαρκάζει για άλλη μια φορά τους πολιτικούς, αλλά απαρνείται και επώνυμα πρόσωπα της Ιστορίας (όπως τον συμπαθή «μάγκα» Ιουλιανό και τον «γάιδαρο» Ιουστινιανό), δηλώνοντας την προτίμησή του στις μικρές χαρές της ζωής και υποβάλλοντας με μαύρο χιούμορ την έγνοια του για την έλευση του θανάτου: «Μ’ ενδιαφέρει να είμαι ωραίος / στο φέρετρό μου / για το βασίλειο των σκουληκιών».
Σε μια μεγαλύτερη ενότητα με τον γενικό τίτλο «Της ύπαρξης, του έρωτα και του θανάτου» στεγάζονται άλλα 38 ποιήματα ποικίλης θεματικής, με έμφαση στα μεγάλα θέματα της ζωής και της λογοτεχνίας. Η σκιά του θανάτου, ο έρωτας ως απουσία ή προσμονή, η επέλαση του χρόνου και η παρακμή της ζωής και της σάρκας, ο διαχωρισμός του σώματος και της ψυχής, ονειρικές διαφυγές, υπαρξιακές ανησυχίες, τρυφερές εικόνες και νοσταλγικές επιστροφές στην παιδική αθωότητα, η αντιπαράθεση της ομορφιάς και της ποίησης απέναντι στην ασχήμια και τη φθορά, ποιήματα ποιητικής, σατιρικές και ανατρεπτικές θεωρήσεις θεσμών και αξιών είναι από τα θέματα και τα μοτίβα που δεσπόζουν στα κείμενα της ενότητας αυτής.
Ανάμεσα σ’ άλλα, ξεχωρίζει το αξιόλογο ποίημα ποιητικής «Ξέρω ένα ποιητή», στο οποίο σατιρίζεται ο επίδοξος ποιητής «που δεν αγαπά τις λέξεις / τα φορτία τους / τις συμφορές που σέρνουν / άλογα ανυποψίαστα / αφηνιασμένα», αλλά «κυνηγά προχείρως / λέξεις καταντημένες / επί χρήμασι / ήχους κυμβάλων». Μέσα από την αρνητική αξιολόγηση ενός τέτοιου συγγραφέα («Ένα ποιητή / που δεν κοιμάται με τις λέξεις του / μην τον λογαριάζεις / τον ανέραστο») ο Χρ. Χατζήπαπας υποβάλλει έμμεσα την άποψη ότι ο ποιητής αντιμετωπίζει ή πρέπει να αντιμετωπίζει τη λέξη ως ένα ζωντανό και ερωτικό σώμα, με ποικίλες συνδηλώσεις, αμφισημίες και αποχρώσεις, ώστε να αποτυπώνει τον σπαραγμό του αφυπνισμένου σώματος και της απογυμνωμένης ψυχής, την αλήθεια και τον θάνατο.
Στις καλύτερες στιγμές του βιβλίου ο Χρ. Χατζήπαπας μάς ξαφνιάζει με την ετοιμότητά του να σατιρίσει και να σαρκάσει με οξυμένη ή αμφίθυμη γλώσσα πρόσωπα και καταστάσεις της σύγχρονης κυπριακής ζωής, την κενότητα και την αλαζονία της πολιτικής ή της εκκλησιαστικής εξουσίας, την έκπτωση των ιδεολογιών, τη διαφθορά και την παρακμή, προμηνύοντας, θα λέγαμε, τη σημερινή κατάντια της Κύπρου. Με ρεαλιστική ή αφαιρετική γλώσσα αγγίζει αποτελεσματικά και άλλα μεγάλα θέματα της ζωής και της λογοτεχνίας, την έλξη του έρωτα και τον φόβο του θανάτου, το μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης και τις μικρές ή τις μεγαλύτερες χαρές της ζωής. Η σατιρική, ανατρεπτική γλώσσα και η λιτή, ευθύβολη γραφή είναι, κατά την άποψή μου, τα πιο ισχυρά εφόδια στα καλύτερα ποιήματα της συλλογής.

ΠΕΡΣΑ ΚΟΥΜΟΥΤΣΗ

«…Τα πηγάδια μας
πολλών χιλιάδων χρόνων
τα μπαζώσαμε
με κουφάρια εχθρών
ανεπάρκειες
και βλακεία.
Τώρα αφυδατωμένοι
ρακένδυτοι
χωρίς δυνάμεις
προχωράμε
ασθμαίνοντας
κι αυτάρεσκα
στο μέλλον»
*****
«Έλα, μη καθυστερείς,
εξαντλείται ο χρόνος
εξαντλείται γενικώς
σέρνοντάς μας από το χέρι
μας εξαντλεί.
Όλα πωλούνται δύο σε ένα
κι αυτός ο κερατάς
σε δέκα, είκοσι
και βάλε.»
Αν οι ιστορίες του Χρίστου Χατζήπαπα στη συλλογή διηγημάτων του με τίτλο «Το ασταθές βήμα» (εκδ. Γαβριηλίδη, 2009) με εντυπωσίασε, η τελευταία αυτή ποιητική του συλλογή, που τιτλοφορείται «Τα πηγάδια της ιστορίας», κατάφερε να με συγκινήσει και να με συναρπάσει.. Αλλά ποιες ιστορίες αφηγείται ο ποιητής και σε ποια πηγάδια αναφέρεται;
Η συλλογή αυτή των ποιημάτων του Χρίστου Χατζήπαπα ουσιαστικά χωρίζεται σε δυο ενότητες. Στην πρώτη, ο πολιτικοποιημένος ποιητής παραμένει συνεπής στη θεματογραφία που ανέκαθεν τον απασχολούσε: το αδιέξοδο της Κύπρου, και το μέλλον της. Υψώνει με θάρρος τη φωνή ενάντια στην υποκρισία, την αδιαφορία, τη διαφθορά και το λήθαργο των πολιτικών. «Της γλυκείας χώρας Κύπρου που μισή και σερνάμενη την καταντήσαμε», ονομάζει το πρώτο μέρος, αδιαφορώντας για τις συνέπειες ή την οργή των… εγκαλουμένων. Ο Χ.Χ. δε θα μπορούσε να μείνει αδιάφορος απέναντι στα όσα συμβαίνουν στον τόπο του, δεν αποστασιοποιείται, ούτε εθελοτυφλεί. εξάλλου ανέκαθεν αντλούσε την έμπνευσή του από τα πηγάδια της ιστορίας του, τα πηγάδια του πόνου και των βασάνων, τα πηγάδια της συλλογικής και ατομικής μνήμης. Με περίσσια ειρωνεία που αγγίζει τα όρια της καυστικότητας, αλλά και διάθεση αυτοσαρκασμού ασκεί δριμεία κριτική στην πολιτική ηγεσία του τόπου του την οποία ευθαρσώς καθιστά υπαίτια για τις ανεπούλωτες πληγές, τη λήθη και την αμεριμνησία σε ότι αφορά το ζήτημα της πατρίδας του αλλά και το μέλλον της, που φαντάζει στα μάτια του αβέβαιο: «Η κενότητα των λόγων σας, η ματαιότητα των πράξεών σας… πολιτικοί της πεντάρας…» Για να μεταφέρει το μήνυμα του ο ΧΧ καταφεύγει σε μια γλώσσα ρεαλιστική- χωρίς να απουσιάζουν οι μεταφορές και οι συμβολισμοί- άμεση, αιχμηρή τις περισσότερες φορές, κοφτερή σαν μαχαίρι που συγκαλύπτει εύσχημα, ένα σπάνιο λυρισμό και την τραγικότητα που υποβόσκει σε όλα του ανεξαίρετα τα ποιήματα.
Όσο για το δεύτερο μέρος της συλλογής (Τα της ύπαρξης, του έρωτα και του θανάτου), έχω την εντύπωση πως σε αυτό ο Χ. Χ. αφηγείται τη δική του ιστορία, αλλά αφηγούμενος την ιστορία του, στην ουσία αναγεννά την ιστορία του καθενός από εμάς, καθώς όλα του τα ποιήματα είναι στην πραγματικότητα περιπλανήσεις της ψυχής σε παλαιότερα ταξίδια της, που είναι όλα ισχυρά ελκόμενα από την ίδια την ουσία της: τα πάθη της, τις διαψεύσεις της, το ανεκπλήρωτο του έρωτα, την απώλεια και την προδοσία, κυρίως του χρόνου και της φθοράς που προκαλεί στο πέρασμά του.
Η ομορφιά δεν ξεφεύγει από την ασχήμια
και τη σήψη
μένει όμως σκέψη αισθησιακή μες τον αέρα
……
ανασεμιά σε στίχο
να τη οσμίζονται οι ειδήμονες οι τολμηροί
κι οι εμποδισμένοι
Η μελαγχολία του, έρχεται σε αντίθεση ή μάλλον σε σύγκρουση με το σαρκασμό ή την ειρωνεία που, που δεν είναι άλλη, από το πετυχημένο προσωπείο αυτής της τραγικότητας. Και εδώ πρωταγωνιστής του έργου του, ο χρόνος! Απανταχού παρών, πανίσχυρος και αδέκαστος, συχνά άτεγκτος για τα όσα μας επιφέρει. Τα πάντα υπόκεινται σε αυτόν και την ανελέητη φθορά, τη σήψη που αφήνει πίσω του. Κανείς δεν μένει ανεπηρέαστος, κανείς μας δεν γλιτώνει. Γιατί αυτός, ο ‘κερατάς’, σαν ένας επιτήδειος μαστροπός, μας τραβά μακριά από το αντικείμενο του πόθου μας: την ίδια τη ζωή, αρνούμενος να μας δώσει μια άλλη ευκαιρία. Δεν αφουγκράζεται την οδύνη μας και δε μας συμπονά, μόνο κωφεύει στις εκκλήσεις, ενώ μας σέρνει άτσαλα (σαν σε ένα φρενιασμένο χορό), για να μας εξαντλήσει οριστικά και αμετάκλητα.
Έπειτα, ο ποιητής καταλήγει και πάλι στο όνειρο, σαν μια πράξη λύτρωσης από την ωμή αλήθεια, γιατί ίσως μόνο το όνειρο και ο ύπνος μας ανακουφίζουν από τον πόνο της απώλειας.
‘Να θυμάσαι τα όνειρα
να τα ξεχωρίζεις
από τοπία και γυναίκες
όπου πέρασες
αλαφιασμένο ζαρκάδι
τα σώματα που άγγιξες
κι αυτά που δεν άγγιξες
έχουν ένα σύνορο
έξω από τον ύπνο’
Μέσα από μια ποίηση που η αισθαντικότητα της αφυπνίζει τις αισθήσεις και ενεργοποιεί όλα μας τα συναισθήματα, κυρίως τη θλίψη και την πικρία μας για όλα όσα πέρασαν, για όλα όσα εξαντλήθηκαν με το χρόνο, για όλα όσα χάσαμε, η φθορά περνά τη σκυτάλη της στην παντοδυναμία του θανάτου, την παραδίδει στον άρχοντα και εμπνευστή της ποίησης του Χατζήπαπα, είτε αυτός είναι πραγματικός, είτε θάνατος μεταφορικός, κυρίως όμως ο επιβεβλημένος θάνατος του έρωτα και των συναισθημάτων, είναι αυτός που εξουσιάζει τη σκέψη του και καθορίζει πάντα το ύφος και τα θέματα που επιλέγει. Η αδυναμία της ανθρώπινης φύσης να επιβληθεί στο χρόνο και κατά συνέπεια στο θάνατο, είναι αφόρητη. Ο Χ. Χ δεν την αντέχει και, επιστρατεύοντας το σαρκασμό, γελά σκωπτικά στην προσπάθεια του να την ευτελίσει. Ο σαρκασμός, δεν είναι παρά η συγκάλυψη του πόνου, οι πληγές που ματώνουν κάθε φορά με την ανάκληση των εικόνων από το παρελθόν, που ενεργοποιούνται με τη μνήμη. Κάπου διάβασα πως, όταν η ποίηση συναντάει το ρεαλισμό, σκιαγραφεί πιο εύκολα τις ψυχές των ανθρώπων.. Έτσι θα χαρακτήριζα την ποίηση του Χ Χ,
Ο ποιητικός στοχασμός κορυφώνεται, όταν το ερωτικό στοιχείο που υποβόσκει ακόμα και κάτω από τις σκηνές του ψυχικού θανάτου συναντά το ανεκπλήρωτο. Κάποιες στιγμές η αλήθεια σε σχέση με το φανταστικό, σχεδόν τέμνονται ή συμφύρονται συνεχώς, ενώ οι αντιθέσεις προσδίδουν στην ποίησή του μεγαλύτερη τραγικότητα και σπαραγμό, αλλά επίσης ισχυροποιούν τα νοήματά του. Η ποίηση είναι το καταφύγιο του Χρ Χατζήπαπα, και είναι μια ποίηση που μας οδηγεί στην αλήθεια, όσο και αν αυτή είναι οδυνηρή, στο αμετάκλητο του έρωτα, της ίδιας της ζωής. Ο έρωτας, ο χρόνος και ο θάνατος δεν συνυπάρχουν μόνο αρμονικά σε αυτή τη συλλογή, βρίσκονται πάντα σε παράλληλες τροχιές και στο τέλος πάντα συναντιούνται, για να γίνουν η επιτομή της ποίησής του.
Τώρα που έκλεισε, είπε
οριστικά το παράθυρο
στην άπλα του πράσινου
το μονοπάτι
που μας ροβολούσε στην ευτυχία
με τα σμηγματικά υγρά του
πάχνη του αχαλίνωτου
απομένει μόνο η σύνεση
η αλλόκοτη σύνεση του θανάτου.
Η παρούσα σύνθεση του Χ.Χ δίνει την αίσθηση ενός δραματοποιημένου έργου, όπου κάθε ποίημα αποτελεί μια ξεχωριστή σκηνή, σαν μια κινηματογραφική ταινία, όπως εκείνες του Φελίνι, όπου ο ρεαλισμός συναντά την ποιητικότητα, με ένα θαυμάσιο και μοναδικό τρόπο. Και ενώ η ονειρική ατμόσφαιρα συγκρούεται με την ωμή πραγματικότητα κάθε φορά, μια παράξενη αίσθηση ανακούφισης, λύτρωσης αναδύεται μέσα από όλα αυτά που νομίζω ότι προέρχεται από την ταύτιση του αναγνώστη μαζί τους.
Τέλος, πρέπει να σημειώσω, ότι η συλλογή αυτή ποιημάτων μου θύμισε έντονα τους στίχους του Καρυωτάκη
«Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε. 
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις 
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.»
Στα αλήθεια ποιο άλλο καταφύγιο να βρούμε;;;

.

ΤΟ ΑΣΤΑΘΕΣ ΒΗΜΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Πέρσα Κουμούτση

Fractal 23/12/2015
Τράνζιτο επιβάτες
Το «Ασταθές βήμα» του Κύπριου συγγραφέα Χρίστου Χατζήπαπα, κάθε άλλο από ασταθές είναι. Βήμα σταθερό, στιβαρό που αφήνει ξεκάθαρο το αποτύπωμα του στο έδαφος της σύγχρονης ελληνοκυπριακής λογοτεχνίας που τα τελευταία χρόνια αναζητά νέα θέματα, νέους ορίζοντες και νέους τρόπους προσέγγισης και γραφής. «Ό,τι κερδίζεται από τη ζωή χάνεται από την τέχνη;» αναρωτιέται ο συγγραφέας σε μια από τις ιστορίες του, αναφερόμενος στη ρήση του Όσκαρ Ουάιλντ. Αλλά έρχεται να διασώσει την τέχνη μέσα από την δική της αλήθεια, μέσα από την αληθοφάνεια της γραφής του, μέσα από την ανασύσταση της πραγματικότητας και το μεθοδικό ξεγύμνωμα των καταστάσεων, όπως και τη βαθμιαία αποκάλυψη των προσώπων στα διηγήματά του. Πνευματώδης, καυστικός, τολμηρός, δηκτικός περισσότερο με τον εαυτό του, συγκινητικός επίσης, αλλά σε κάθε περίπτωση αποκαλυπτικός. Η γραφή του νυστέρι που τέμνει και ξεσκεπάζει ώστε να δούμε βαθύτερα σε όλες σχεδόν τις ιστορίες του τον μέσα εαυτό του κόσμου του αλλά και του κόσμου μας. Το οξύμωρο ανταγωνίζεται τον πικρό ρεαλισμό, αναδεικνύοντας με ένα μοναδικό τρόπο τις απόψεις του συγγραφέα για τη ζωή, τον έρωτα, το χρόνο, τη φθορά που επιφέρει στις ανθρώπινες σχέσεις , αλλά και στον ίδιο μας τον εαυτό. Η βαναυσότητα του κωμικού, ο ερωτισμός και η ομορφιά της ασχήμιας, oι πόλεις των όμορφων και άσχημων πλασμάτων. Το οξύμωρο αποκτά τη δική του διάσταση στις ιστορίες του Χατζήπαπα και λειτουργεί καταλυτικά, εντούτοις ο ρεαλισμός δεν απουσιάζει στιγμή από το βιβλίο και είναι πάντα συνυφασμένος με το φαντασιακό, ενώ οι περιπλανήσεις του νου και της ψυχής αντιπαραβάλλονται με τα πραγματικά ταξίδια της ζωής , και τα οδοιπορικά των ηρώων. Τα φανταστικά-ονειρικά στοιχεία -παρότι δεν υπάρχουν παντού – συγκαταλέγονται στα προτερήματα του βιβλίου, χαρίζοντας ποιητικότητα και λυρισμό στις περιγραφές των τόπων και των ηρώων.
Σπάνια διαβάζει κανείς στις μέρες μας τέτοια πολυδιάστατα βιβλία, όπως Το ασταθές βήμα του Χρίστου Χατζήπαπα. Βιβλία που εμβαθύνουν στην ανθρώπινη ψυχή, διεισδύουν στην ουσία των ανθρώπινων σχέσεων και σχολιάζουν με τέτοια σοφία, αλλά και με διάθεση αυτοσαρκασμού και διακωμώδησης τα κοινωνικά ήθη και τις νοοτροπίες ορισμένων δημόσιων λειτουργών. Εκτός λοιπόν από την ευαισθησία με την οποία χειρίζονται τα θέματά τους οι ιστορίες αυτές αποδίδουν με ακρίβεια και παραστατικότητα τα τοπικά χαρακτηριστικά, χωρίς όμως το γεωγραφικό στίγμα, η Βουλγαρία, η Ιταλία ή η Κύπρος να δεσμεύουν με τις ιδιομορφίες τους τη φαντασία του αναγνώστη. Οι ιστορίες του Χατζήπαπα, επειδή αποτελούν περιπλανήσεις στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου μπορεί να έχουν συμβεί οπουδήποτε. Θα έλεγα μάλιστα ότι το ύφος και η γραφή του κύπριου πεζογράφου είναι πολύ κοντά σε αυτό που θέλω εγώ να διαβάζω στα βιβλία της ελληνόφωνης λογοτεχνίας, θέματα και τρόπους που αναζητώ και δεν βρίσκω εύκολα. Παρά μόνο, ίσως, σε ελάχιστους συγγραφείς, μιας άλλης εποχής και με μια αύρα ποιητικού ρεαλισμού που σήμερα απουσιάζει.
Κλείνοντας θα ήθελα να παραθέσω από το βιβλίο μια φράση που περιγράφει τα συναισθήματα που ένιωσα ολοκληρώνοντας τις ιστορίες του Χατζήπαπα: «οι τράνζιτο επιβάτες παρακαλούνται να περάσουν από το όνειρο στην πραγματικότητα, οι αποσκευές τους θα διαμετακομιστούν στην επόμενη πτήση, πραγματικές επίσης!»

.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟ ΙΝΤΖΕΜΠΕΛΗ

diastixo.gr /18/7/2018

Κύριε Χατζήπαπα, ποια ήταν η αφορμή για να εκδοθεί η συλλογή διηγημάτων σας Αλλόφυλοι εραστές (Εκδόσεις Γκοβόστη);

Πριν από κανένα χρόνο, το τελειωμένο μυθιστόρημά μου Οι θλιμμένοι έρωτες της Φρύνης προτίμησε να αποσυρθεί στη σκήτη του. Μέχρι που να λογαριαστώ ξανά μαζί του, τράβηξα από ένα άλλο συρτάρι τα διηγήματα που περίμεναν εναγωνίως. Κάποια τελειωμένα, άλλα καλούσαν για την τελευταία πινελιά, κάποια τρίτα στα σπάργανα. Το διήγημα χαρίζει στον δημιουργό ψυχική ανάταση, διορθώνει τον κόσμο των συναισθημάτων του, σκοτώνει το κακό κι όταν ακόμη οι ήρωές του πάσχουν ή οδηγούνται κακήν κακώς στην ανεραστία και στον θάνατο. Είναι κι αυτό είδος κάθαρσης. Σαν χρειάζομαι τη σεροτονίνη μου, ανασύρω κάποια από τη φαρέτρα μου κι αρχίζω να παίζω μαζί τους. Δεκαοκτώ από τα τριάντα τόσα έκοψαν το νήμα. Είναι αυτά που εκδόθηκαν από τον Γκοβόστη ως Αλλόφυλλοι εραστές. Τα υπόλοιπα ας περιμένουν. Επειδή έχω κι άλλες έγνοιες συγγραφικές και το γνωρίζουν…

Τα διηγήματα της συλλογής αναφέρονται σε ιστορικές εποχές που έχουν περάσει. Γιατί γυρίζετε πίσω τη μηχανή του χρόνου;

Με ενδιαφέρει η μνήμη, όχι βέβαια η όποια μνήμη. Ο εγκέφαλος σβήνει τις ανούσιες μνήμες, για να μπορεί να διασώζει τις ουσιαστικές. Και η λογοτεχνία αυτό κάνει, συντηρεί τη συλλογική μνήμη, κατ’ αντίθεση κάποτε προς την Ιστορία. Στην Κύπρο, τουλάχιστον, που δεν έχουμε τα κότσια να την καταγράψουμε ως έχει. Την πρόσφατη Ιστορία μας την έγραψαν οι νικητές μιας ηττημένης χώρας. Για μένα, λοιπόν, η λογοτεχνία θεραπεύει την Ιστορία, είναι το ίαμά της. Και τούτο γαργαλίζει ευχάριστα τη γραφίδα του συγγραφέα.

Παιδικές μνήμες, νοσταλγία αλλά και δύσκολες καταστάσεις. Ποια ήταν πιο δύσκολη, η εποχή της δεκαετίας του 1950 που μεγαλώσατε ή η σημερινή εποχή;

Στην ιδιαίτερη πατρίδα μου ζούσαμε πάντοτε και μέχρι σήμερα επί ξηρού ακμής, συχνά εν ευφορία, επειδή δεν ξέραμε τι κρυβόταν πίσω από τα φαινόμενα. Παραδείγματος χάριν, με τη λήξη του αντιαποικιακού αγώνα, επιστρέφοντας ο Μακάριος στην Κύπρο κι έχοντας στον χαρτοφύλακά του τις Συμφωνίες Ζυρίχης, αναφώνησε με στόμφο μπροστά στο παραληρούν πλήθος το γνωστό: «Νενικήκαμεν!». Η επιλογή του ένοπλου αγώνα προδίκαζε τα δεινά που ακολούθησαν, αφού έμπασε στο παιγνίδι την Τουρκία. Χαρήκαμε πολύ εκείνη τη νίκη. Σύντομα, όμως, στην οικογένεια θα βιώναμε εκείνο που ψαλμωδούσε και στην εκκλησία ο πατέρας: «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν…». Από μια αδικία είχαμε χάσει ως οικογένεια σχεδόν τα πάντα κι η Δικαιοσύνη του νεοσύστατου κράτους, τζίφος! Ζούσαμε, δηλαδή, Το μεγάλο ψέμα. Αυτός ήταν κι ο τίτλος της πρώτης μου συλλογής διηγημάτων (Σύγχρονη Εποχή, 1981). Δύσκολα χρόνια, όπως και τώρα. Ύστερα από επιχώσεις λαθών, δεν ξέρουμε κατά πού τραβούμε…

Μέσα από τα διηγήματα ακτινογραφείτε με συγκινητικό τρόπο την κυπριακή ψυχή, τη φορτισμένη από την Εισβολή και την Κατοχή και τα «εμφύλια» πάθη. Γιατί αυτή η πληγή δεν έχει ακόμη κλείσει;

Επιτρέψτε μου να απαντήσω με λόγια ενός σημαντικού Κύπριου πολιτευτή και διανοητή, του Τάκη Χατζηδημητρίου, από το πρόσφατο βιβλίο του, Κύπρος 1950-1959, Το τέλος του αλυτρωτισμού: «Ήρθε κάποτε η ώρα να πάρουμε κι εμείς τη θέση μας στον κόσμο. Δεν ήταν εύκολο. Πονέσαμε και προκαλέσαμε πόνο ο ένας στον άλλον. Ο φίλος και ο εχθρός ήταν μέσα μας. Αίμα, θύματα και συμφορές, ήρωες και ήττες, θλίψη και πάθη και άλλοι κύκλοι αίματος. Ήταν όλα αυτά αναγκαία; Δεν υπήρχε άλλος τρόπος πιο ανθρώπινος, για να εννοήσουμε ότι όλοι είμαστε παιδιά της Κύπρου, ότι όλοι είμαστε κληρονομιά του τόπου, με τις συνήθειες και τις παραδόσεις μας; Μέσα από αυτές τις περιπέτειες του καιρού μας, ένα πια είναι το ζητούμενο: Να εννοήσουμε τους εαυτούς μας και τους άλλους και όλοι μαζί να χαρούμε αυτόν τον πανέμορφο τόπο, που η τύχη και η ιστορία μάς παρέδωσαν. Όλοι είμαστε παιδιά της Κύπρου που αγαπούμε το ίδιο την πατρίδα μας». Καταλήγω πως αυτή η πληγή θα… κλείσει, έστω κι αν η ουλή θα είναι εκεί, με τη λύση του Κυπριακού και την επανένωση της χώρας, χωρίς την παρουσία τουρκικών στρατευμάτων.
Με ενδιαφέρει η μνήμη, όχι βέβαια η όποια μνήμη. Ο εγκέφαλος σβήνει τις ανούσιες μνήμες, για να μπορεί να διασώζει τις ουσιαστικές. Και η λογοτεχνία αυτό κάνει, συντηρεί τη συλλογική μνήμη, κατ’ αντίθεση κάποτε προς την Ιστορία.

Σε κάποιες από τις ιστορίες είσαστε συγκλονιστικός. Ιδίως όταν περιγράφετε το 2003, όταν είκοσι εννιά χρόνια μετά την Εισβολή επισκεφτήκατε τα κατεχόμενα μέρη. Αναλογίζομαι τη συγκίνησή σας. Αλήθεια, ποια ήταν τα αισθήματα των Κυπρίων τότε;

Το μερικό άνοιγμα των οδοφραγμάτων υπήρξε μια έξυπνη κίνηση του Ερντογάν, άνοιγε τη βαλβίδα αποσυμπίεσης μετά τις μεγάλες διαδηλώσεις των Τουρκοκυπρίων. Κατ’ ανάλογο τρόπο λειτούργησε και για τους Ελληνοκύπριους. Για πολλούς θύμισε τον Σεφέρειο «Γυρισμό του ξενιτεμένου», όπου οι στέγες τούς έρχουνταν ως τους ώμους… Οι ανατολίτες έποικοι είχαν αφήσει τα σπίτια στο έλεος της φθοράς. Μα και οι πλείστοι Τουρκοκύπριοι ποτέ δεν τα θεώρησαν δικά τους. Πολλοί Ελληνοκύπριοι, βέβαια, είχαν αφήσει πίσω τους τεράστιες περιουσίες. Τα συναισθήματα εκείνων των ημερών ήταν συγκλονιστικά. Συχνά, μέσα από τους εναγκαλισμούς και τα… κυπριακά ελληνικά των Τουρκοκυπρίων, δεν ξεχώριζες ποιος ήταν τι. Το πανηγύρι όμως τέλειωσε και η Κατοχή είναι εκεί. Μετά το 2004, με την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν, οι Τουρκοκύπριοι βίωσαν τη μεγάλη τους απογοήτευση, ενώ τα τετελεσμένα επί του εδάφους πήραν να αλλάζουν ραγδαία. Για μένα, σύμβολα νοσταλγίας στάθηκαν η Μόρφου των γυμνασιακών μου χρόνων και η όμορφη Κερύνεια, όπου έζησα για λίγο και έγραψα τα πρώτα μου ποιήματα. Πόλεις που συνιστούν τους μεγάλους μου έρωτες. Βρίσκονται στα πρώτα μου μυθιστορήματα και σε πολλά όνειρά μου, που έχουν γίνει διηγήματα. Αυτά στα οποία κι εσείς αναφέρεστε.

Μέχρι το 1974 ζούσατε ειρηνικά μαζί με τους Τουρκοκυπρίους σε ένα νησί με κοινή διοίκηση. Υπάρχει ελπίδα στο μέλλον να αλλάξει κάτι πολιτικά στην Κύπρο προς το καλύτερο;

Αλίμονο αν δεν αλλάξει. Η Κύπρος χάνεται. Πριν απ’ αυτό, όμως, μια διόρθωση: Η ομαλή συμβίωση με τους Τουρκοκυπρίους, που ήταν διαχρονική πριν από την ανεξαρτησία, κράτησε ύστερα απ’ αυτήν μονάχα τρία χρόνια. Αφού και οι δυο πλευρές από την πρώτη στιγμή είχανε τη δική τους ατζέντα, τους αλυτρωτικούς τους στόχους. Συνδαυλιζόμενους, παντοιοτρόπως, εκατέρωθεν. Με αποτέλεσμα τις ένοπλες συγκρούσεις του ’63-’64, με πολλά θύματα, κυρίως Τουρκοκυπρίους. Των οποίων η σοβινιστική ηγεσία τούς απέσυρε τότε από την ενιαία διοίκηση και τους ενέκλεισε σταδιακά σε θύλακες. Ήταν μια «μίνι» διχοτόμηση. Κι εμείς πάλι χαιρόμασταν… Με το πραξικόπημα της χούντας και του Γρίβα το’74, και με απογυμνωμένη κάθε άμυνα, η Τουρκία εισέβαλε ανενόχλητη στην Κύπρο, επέβαλε τη διχοτόμηση και τον εθνοτικό διαχωρισμό με μαζικές δολοφονίες, εθνοκάθαρση και βίαιες μετακινήσεις πληθυσμών. Οι επαφές μεταξύ των δύο κοινοτήτων έπαψαν, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων και με τη βοήθεια της ειρηνευτικής δύναμης των Ηνωμένων Εθνών. Πρωτοπόροι σ’ αυτή την επικοινωνία ήταν οι λογοτέχνες, με επικεφαλής την Ένωση Λογοτεχνών Κύπρου.

Μου αρέσει που μιλάτε με θάρρος για τα πολιτικά πράγματα και στις ιστορίες σας έχετε δυναμική θέση. Συμβαίνει κάτι ανάλογο και στους Κύπριους φίλους μας;

Κάποιοι χαρακτηρίζουν το έργο μου ως κατεξοχήν ερωτικό, ενώ άλλοι ως πολιτικό. Παραδόξως, ισχύουν και τα δύο. Ναι, καλά παρατηρήσατε, μιλώ με πάθος για τα πολιτικά πράγματα στη χώρα μου, γιατί με νοιάζει προς τα πού βαδίζει ο τόπος. Προσπαθώ να γνωρίζω Ιστορία για να είμαι αντικειμενικός στους προσανατολισμούς μου. Άλλωστε η γενιά μου βίωσε την Ιστορία, δεν μπορεί να μένει εκτός. Το θέμα είναι πώς η πολιτική και η Ιστορία ενσωματώνονται στη λογοτεχνία. Ο Λευτέρης Παπαλεοντίου γράφοντας για το μυθιστόρημά μου Στο μάτι του φιδιού λέει πως η Ιστορία ενσταλάζεται σε μικρές δόσεις, ακόμη και εκεί που ο έρωτας είναι κυρίαρχος. Οι νεότεροι συγγραφείς στην Κύπρο είναι οιονεί αποστασιοποιημένοι από την πολιτική.

Ποια είναι η κατάσταση στην κατεχόμενη Κύπρο;

Οι Τουρκοκύπριοι βρίσκονται σε απόγνωση. Κατακλυσμένοι από Ανατολίτες έποικους ενός άλλου πολιτισμού και βαθιά θρησκεύομενους, σ’ αντίθεση με τους ίδιους, που είναι Ευρωπαίοι και καθόλου θρήσκοι. Η ισλαμοποίηση των κατεχομένων είναι στόχος της κυβέρνησης Ερντογάν. Τζαμιά ξεφυτρώνουν παντού. Οι Τουρκοκύπριοι αντιστέκονται με κάθε μέσο, αλλά μέχρι πότε; Μπορεί ήδη να αποτελούν μειοψηφία. Η κρίση στην τουρκική οικονομία μεταφέρθηκε και στα κατεχόμενα. Κάποιοι απ’ αυτούς λένε πως αυτοί είναι υπό κατοχή, σ’ αντίθεση με εμάς… Μόνο η λύση Ομοσπονδίας θα γλιτώσει τον τόπο από τον αφανισμό.

Ο τίτλος της συλλογής σας είναι Αλλόφυλοι εραστές. Αλήθεια, έγιναν ποτέ γάμοι ανάμεσα σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους;

Αραιά και πού, και με τάσεις απόκρυψης. Ο Τουρκοκύπριος συγγραφέας Ιμπραχίμ Αζίζ στο βιβλίο του Το αίμα της μνήμης παραθέτει ένα διήγημα που στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα: Ο Αχμέτ και ο Μιχάλης είναι αδέλφια από Ελληνοκύπριο πατέρα και Τουρκοκύπρια μητέρα. Ο Αχμέτ βρίσκεται εγκλεισμένος σε γκέτο, το ’64-’65, και ο Μιχάλης τού πάει με το ποδήλατο διάφορες λιχουδιές, αφού τον… πρήξανε στα βραστά ρεβίθια και στις φακές από την Τουρκία. Τον σταματά και τον αποπέμπει ο εκ Τουρκίας διοικητής του θύλακα.

Στη δική σας τη γενιά, οι Τουρκοκύπριοι μιλούσαν την ελληνική γλώσσα. Τι θα γίνει στο μέλλον; Θα πάψουν οι Τουρκοκύπριοι να μιλούν ελληνικά;

Ναι, οι πλείστοι μιλούσαν ελληνικά. Μάλιστα, σε ένα διήγημά μου περιγράφεται μια νεαρή Τουρκοκύπρια που μιλούσε μόνο ελληνικά, το ίδιο και οι γονείς της. Η Εκκλησία είχε παίξει, δυστυχώς, χείριστο ρόλο σπρώχνοντας μεγάλη μερίδα των λεγόμενων «λινοπάμπακων» στην αγκαλιά της Τουρκίας. Αυτό είχε γίνει κοντά στο 1900 με το πέρασμα από την Τουρκοκρατία στη Βρετανοκρατία, που οι εξισλαμισθέντες δεν έγιναν δεκτοί ξανά ως Έλληνες. Μετά το 1974, η κατάσταση χειροτέρεψε. Οι Τουρκοκύπριοι, ξεκομμένοι από τους Έλληνες –και κυρίως οι νέοι– αποκόπηκαν από τα ελληνικά. Με το άνοιγμα, ωστόσο, των οδοφραγμάτων πολλοί Τουρκοκύπριοι μαθαίνουν ξανά ελληνικά. Με μια λύση, οπωσδήποτε θα αλλάξουν πάλι τα πράγματα.

Έχετε γράψει πέντε συλλογές διηγημάτων και τρία μυθιστορήματα. Μπορεί κάποιος συγγραφέας να γράφει με την ίδια επιτυχία στη μικρή φόρμα και στο μυθιστόρημα;

Πρώτιστη σημασία έχει για μένα η απόφαση, ο σχεδιασμός, η οργάνωση του χρόνου και ο καταμερισμός του. Τα διηγήματα γράφονται συνήθως στα διαλείμματα των μυθιστορημάτων.

Σήμερα εκδίδονται ογκώδη μυθιστορήματα. Αλήθεια, υπάρχουν αναγνώστες που να έχουν ελεύθερο χρόνο για να τα διαβάσουν;

Μάλλον μιλάτε για έργα συνήθως χαμηλότερης λογοτεχνικής πνοής. Ναι, υπάρχουν αναγνώστες για όλα τα γούστα κι αυτοί/ες πλειοψηφούν. Αν και υπάρχουν και οι εξαιρέσεις μεγάλων και σημαντικών μυθιστορημάτων με εκλεκτικούς αναγνώστες. Πάντως, ο χρόνος του σύγχρονου ανθρώπου για διάβασμα όλο και λιγοστεύει.

Είσαστε μέλος της συντακτικής επιτροπής του λογοτεχνικού περιοδικού Νέα Εποχή. Διαβάζει σήμερα ο αναγνώστης τα έντυπα περιοδικά;

Το υπό αναφορά περιοδικό κυκλοφορεί απ’ όσο ξέρω σε πάνω από 600 αντίτυπα και οι συνδρομητές από μόνοι τους ανανεώνουν κάθε χρόνο τη συνδρομή τους. Αυτό μπορεί να είναι κάποια ένδειξη.

Σας θυμάμαι ως πρόεδρο, επί σειρά ετών, της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου. Ποιες είναι οι δραστηριότητες του λογοτεχνικού αυτού σωματείου;

Κύριο μέλημα της ΕΛΚ είναι να φέρει την ντόπια λογοτεχνία πιο κοντά στον Κύπριο αναγνώστη με παρουσιάσεις βιβλίων, ημερίδες, εκδόσεις, κ.ά. Παραλλήλως, πολλοί Ελλαδίτες συγγραφείς παρουσιάζουν το έργο τους στην Κύπρο μέσα από παρόμοιες εκδηλώσεις. Παλαιότερα είχε συμβολή στο να μπει η ντόπια λογοτεχνία στην εκπαίδευση, πράγμα που δεν ίσχυε, δεδομένης και της πενιχρής εκπροσώπησής της στα σχολικά βιβλία προερχόμενα από την Ελλάδα. Συχνά επίσης εκφέρει δημόσιο λόγο για θέματα και πολιτικές που έχουν σχέση με τον πολιτισμό, και όχι μόνο. Η πρόσκληση, ας πούμε, το 1990 και η επίσκεψη του μεγάλου Τούρκου συγγραφέα Αζίζ Νεσίν στην Κύπρο ήταν πρωτίστως πολιτική πράξη. Επέφερε την πρώτη μεγάλη ρωγμή στο τείχος του διαχωρισμού, ο δε κατοχικός ηγέτης Ραούφ Ντενκτάς έφυγε τότε στο εξωτερικό, εξαπολύοντας μύδρους κατά της επίσκεψης που είχε φέρει κοντά τους διανοούμενους από τις δυο πλευρές του συρματοπλέγματος. Ή η κοινή διαμαρτυρία στα κατεχόμενα, πριν από μερικά χρόνια, των συγγραφέων εκατέρωθεν, κατά της ληστρικής λατόμευσης του Πενταδακτύλου ήταν επίσης πράξη αντίστασης. Οι κοινές εκδηλώσεις, οι διαγωνισμοί για νέους συγγραφείς και οι κοινές εκδόσεις, πέραν από την αντιστασιακή υφή τους απέναντι στην Κατοχή, προάγουν και την ίδια την ντόπια λογοτεχνία. Να φανταστείτε, η αντίστοιχη οργάνωση των Τουρκοκυπρίων Συγγραφέων και Καλλιτεχνών έχει απαλείψει το συνθετικό Τουρκο- από την ονομασία της. Αρκετοί Τουρκοκύπριοι λογοτέχνες είναι ήδη μέλη της. Η ΕΛΚ εδώ και πολλά χρόνια είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας Συγγραφέων (EWC) με δραστήρια συμμετοχή. Οι νεοεμφανιζόμενοι λογοτέχνες θεωρούν ως πρώτο τους σκαλί το να καταστούν μέλη της. Η προσφορά της ΕΛΚ στην κοινωνία γενικότερα καταγράφεται, νομίζω, ως θετική.

Ποια είναι η σχέση σας με την τεχνολογία; Διαβάζετε ειδήσεις ή άρθρα στο διαδίκτυο; Διαβάζετε e-books;

Μπορώ να πω πως είμαι από τους πρώτους στην Κύπρο που έθεσε τον υπολογιστή στη διάθεση της συγγραφής. Το διαδίκτυο επίσης μου προσφέρεται ως βοήθεια. Δεν έχω, ωστόσο, εξοικειωθεί με το ηλεκτρονικό βιβλίο.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.