ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΤΣΙΡΗ

.

Η Κατερίνα Κατσίρη γεννήθηκε στο Ελαιοχώρι Αρκαδίας και ζει στην Αθήνα.
Έχει εκδώσει εννιά ποιητικές συλλογές. Ασχολείται επίσης με τη ζωγραφική και τη μουσική.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Αιώρηση, (Αθήνα 2005)
Μικρές Σκιές, (Αθήνα 2006)
Παγιδευμένοι Κύκλοι, (Αθήνα 2006)
Αόρατα Τοπία, (Α.Α. ΛΙΒΑΝΗΣ 2007)
Αόρατα Τοπία Φωτός και Σκιάς, (ΒΙΟΓΡΑΦΟΣ 2007)
ΖΟΖΕΤ Αθώο Μαύρο, (Α.Α. ΑΙΒΑΝΗΣ 2008)
Αναγκαία λήθη, (Οδός Πανός 2009)
Αν είσαι λέξη, (Οδός Πανός 2012)
Ηλίβατος Πέτρη (Γκοβόστη 2018)

ΗΛΙΒΑΤΟΣ ΠΕΤΡΗ (2018)

ΗΡΘΕ Ο ΚΑΙΡΟΣ

Η πανικόβλητη φυγή των γλάρων σαλπίζει ανάμεσα στις πέτρες, που
βυθίζουν ορθή την πρύμνη των αποστάσεων
Οι θάλασσες πνίγονται σε μια νύχτα
Κοντά κοντά στριμώχνονται σκυλιά ύπουλα
άλλα τρώνε και πίνουν την απόσταση ξερνώντας πνιγμένους
άλλα αραδιάζουν διά της αναπνοής μικρές λιμνούλες αίμα
και μέσα ζωές, πολλές ζωές
έτσι οικοδομώντας την έρημο της Ιστορίας
Ήρθε ο καιρός
που μέσα στις θάλασσες αυτές
μόνο το βάρος του θανάτου θα κρατά σε αναμονή την Ιστορία

ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΓΕΡΙΚΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

Ήταν αργά, πολύ αργά στο χώμα και στην όλη
με τ’ αλλήθωρα σκυλιά της επιβίωσής μου
να φέρνουν καταστροφή στα διορατικά ποιήματα
που μοιάζουν κάποτε πιο αιχμηρά, αντιφεγγίζοντας
τον θάνατο ολάνοιχτο
Ποτέ δε μπόρεσα να με λυτρώσω στο κρανίο
εγώ που μιλώ καμιά γραφή
τα τραγούδια μου νάρκες αμείλικτες σέρνουν την πένα
και διαρκούν μιαν επανάσταση στα δάχτυλα
Τι θ’ απογίνω; Εντεινόμενος ο βόμβος
στις αγωνίες
και στη μνήμη του γέρικου ποιητή

ΗΛΙΒΑΤΟΣ ΠΕΤΡΗ

Μέσα σ’ αυτή τη φωνή, μόνο πέτρες φυτρώνουν
άγριες, καυτερές
που διεγείρουν τραύματα της μνήμης
σαν ηφαίστεια κεκραμένων ψυχών
προπαντός τη δυσκολότερη συνείδηση
λύοντας όλους τους τοκετούς της γυναικός
Δεν υπάρχουν πέτρες
Γλώσσες γεννήτορες που αλαλάζουν
σφίγγοντας αινιγματικά τη μοναξιά του ιερού κενού
Μέσα σ’ αυτή τη φωνή δεν έχω τίποτε άλλο
μια πέτρη ηλίβατος
θρέφει ζεστό το αίμα κόκκινο
στα χέρια που έχω κρύψει κάτω απ’ το ρόδο

ΑΝ ΕΙΣΑΙ ΛΕΞΗ (2012)

ΜΗ ΜΕ ΔΙΑΨΕΥΣΕΙΣ ΓΥΝΑΙΚΑ

Μόνο ένα ποίημα γεννιέται και ξαναγεννιέται στο στήθος
με λόγια όχι θηλυκά
Ποίημα σχοινοβάτης, μοναξιά και επαγρύπνηση
Α, λέει, θα σου μάθω την πιο μικρή απόσταση ανάμεσα
στα δάχτυλα
Γυναίκα,
που επινοείς ονόματα τριαδικά για την ανάμνηση
των αδελφών σου
για το θεό που ειπώθηκε πως είναι της ανάστασης
και όλο πεθαίνει
και πεθαίνει
Για τις φωτιές που μεταφέρουν ζεστά τα δώρα
στον θεό
και σβήνουν κάθε μέρα θάλασσες
χρόνους
Εμάς
Έχω τους ωκεανούς σχεδόν ευλογημένους
Το χώμα
μην πεις πως είναι του θεού σου
Γεννιέται επί τέλους από μήτρες και από σταυρό
για να παντρεύονται οι άγνοιες της μοναξιάς
Γυναίκα
Μη με διαψεύσεις
Το ποίημα του άπειρου σου δίνω

ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ Τ’ΟΥΡΑΝΟΥ

Καταμεσής του σώματος ο βράχος
με την οδύνη οι άλλες πέτρες
βαθύτερη απ’ του καιρού την πτώση
Ιδρός
τόσο λεπτός νεκρός
εξαϋλώνοντας το χέρι μέρα μεσημέρι
Μόνο το αίμα
μυρωδιά τοπίου
σαν έτοιμο να σπάσει τη φορητή συνείδησή μας:
Καθάρματα, μαζέψτε το Θεό απ’ τα σκατά

ΟΤΑΝ Ο ΑΝΕΜΟΣ ΚΟΠΑΣΕΙ

Όταν ο άνεμος κοπάσει στη γέφυρα του τρίτου χρόνου
η σιωπή που θ’ ακολουθάει τις θάλασσες και τα φεγγάρια
θα ’ναι βαριά, βαριά και η φωνή των γέρων
από του ήλιου το μέτωπο
Και το αίμα του παιδιού, που άνοιξε το στόμα του
να χτυπήσει τα θηρία
στο τέλος απαρηγόρητο θα σκοτώσει το παιδί
Και ούτε καν θα ψιθυρίσουμε γιατί
Που άγγιξε στα χρόνια του τόσο φαρμάκι
Άλλοι θα λεν πως τα παιδιά
δεν πρέπει να μεγαλώνουν τόσο μέσα στους δρόμους
αφήνοντας το στόμα ανοιχτό
και μια στάλα αίμα
στο λιόγερμα
Άλλοι θα χαμογελούν γαβγίζοντας με τα παιδιά
που συναντήσαμε, όταν ακόμα είχαμε τα κουπιά μας
σε μέρες ολόκληρες
και το χαμόγελο θα μένει δηλητήριο πηχτό
στις ρίζες και στα φύλλα
Οι περισσότεροι, θα κλείνουν μόνο τα μάτια
για να ξεχνούν πού οδηγούν οι ρίζες
κι οι ώρες στα φύλλα της καρδιάς
θα κλαίνε από μνήμης τα παιδιά
Μα δεν θα τελειώσει έτσι ο κόσμος
Τα παιδιά, οι ψυχές τους
θα κατέβουν ίσως πολλές φορές
πίσω από τα κουρασμένα μέτωπά μας
εκεί θα γυρέψουν
τη σάρκα τους
σαν πληγή
Και τότε θα σωπάσει ο καθένας

ΑΣΦΑΛΗΣ ΣΤΗΝ ΑΠΟΥΣΙΑ

Ποια μάτια, να ξυπνήσεις μ’ ένα ρόδισμα το δέντρο
να κατοικήσεις στον εαυτό σου
ή ένα κλάμα καθαρό να στάξει την ελπίδα στα ξερά πηγάδια
Ούτε καινούργια χείλη να γελάσεις, σαν να ήσουνα θεός
στο νόημα που διοχετεύει ο εαυτός σου
Να παγιδεύσεις με το νου όλες αυτές τις θεϊκές σκιές
να δώσεις ένα σύμπαν στη ζωή
Για κάτι μικρές βαμβακερές αναγκαιότητες γράφεις μονάχα
μουρμουρίζοντας
που σβήνουν-ξεριζώνουν τ’ αγριολούλουδα χαράματα
Είσαι εν τέλει ασφαλής στην απουσία

ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ

Τόσες διαύγειες φύτρωναν κάποτε στις ρώγες
της κοιλιάς
υλοτομώντας τις μελαγχολίες του αφαλού
και τις σκιές στο χαμηλό
που σε κατάτρωγαν φθείροντας τη γέννα
Έδωσες, όμως, σφραγισμένο σώμα και σπασμένο μάτι
που μέτραγε με ακρίβεια τα χώματα
Έλυσες και τα ρούχα ως τον αστράγαλο
Έχε το νου, οι λαίμαργες των πηγαδιών ot πέτρες
με την ωορρηξία αναρριχώνται και το βάρος της
Τη μνήμη και την υγρασία της φοβάσαι
Και φεύγεις κολυμπώντας στη σιωπή
Ωστόσο δε μπορείς ν’ απαλλαγείς τελείως
από το διάνυσμα που έχει η υγρασία
Φοβάσαι να τα πεις μαζί του
Σαν τότε που ταξίδευες τις έρημους ως σμήνος
Μπορεί να μπει παντού σαν άνθρωπος
με χέρια
με κουπιά
με στόμα
Κι οι άνθρωποι σε γδύνουν αναίδεια στις λεπτομέρειες

ΘΕΑΤΡΟ ΠΡΩΤΟ

Η σάρκα αγαπούσε το λαιμό, αυτή την αθώα τρυφερότητα
των φθόγγων και των χρησμών
Νύχτες και νύχτες την αγαπούσε ως τα σπλάχνα
βαθιά
των βράχων και των ρωγμών
που φορούσαν μελανό τρίξιμο από μέσα
όταν φυσούσε η θλίψη
Ο άντρας τους δαιμόνιους δεσμούς
Και θάνατο αρρίζωτο πάνω απ’ τις γυναίκες
Όλη τη νύχτα παραφυλάς
το στήθος που περίσσευε αθώο στο μητρικό το στήθος
Θα ’λεγες, πως ο αέρας φοβάται, ως τον Αύγουστο των προγόνων
Αναγνωρίζει τη στιγμή που ελλοχεύεις στη φλέβα των ματιών
Ω! Γυναίκα σώμα μελισσών
αθώα βάθη τα αρτεσιανά μαλλιά σου!
Καθώς βυθίζει στην ψυχή της δίχως τύψη μέλισσα βασιλική
γέμισαν πια τα μάτια της πολύστιχο μελίσσι

ΘΕΑΤΡΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Η μάνα συνέχεια
Κατέβαινε
Πιωμένη κλειστές πεταλούδες
Μάτια γεμάτα
Μέλισσες
Και πελεκούσε με το πάθος
Κερί λιωμένο στα μαλλιά της
Μέλισσες χιλιάδες απ’ τη θάλασσα
Διψασμένες
Και μια μεγάλη
-θε να ’ναι ο θάνατος;—
Σα μαχαιριά χαϊδεύοντας
Το κρύο μας πλευρό
Ω Μέλισσα, Μέλισσα αγαπημένη!
Απόσχισε απ’ τα φτερά σου αίμα
Στο άπειρο μιας μάνας να διαιρεθώ
Απόσχισε κι από το θάνατο μια λέξη
Λέξη προς λέξη να ξεσκεπάσω το θεό
Έπειτα, μια παράξενη -η πλέον άγρια-
ξέφυγε από τα στήθη της Αρχής
Ανοίγοντας με τέχνασμα
Διαφυλαγμένη φαντασία
Να με τσιμπά στις παρυφές
Του σώματος, αναρτημένη αγωνία
Και μόλις ύψωνα το στήθος συναρμολογημένο
Στην πράξη μέσα θάνατος
Έσχατος του θανάτου
Και ας με χάιδευε στις εσοχές
Ηδονικά
Της μέλισσας η γλώσσα

ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΟΝΕΙΡΕΥΤΩ

Δεν Θέλω να ονειρευτώ. Δε θέλω μέσα στον ύπνο
κάθε τόσο να μπαίνω γυμνή και να θυμάμαι τον τόπο
των παιδικών μου χρόνων
Κάθε τόσο να θυμάμαι έναν άνθρωπο
ένα παιδί
ή τη μάνα τριγυρισμένη φράχτες του σπιτιού
να γελά μαζεύοντας από τα περιστέρια φτερουγίσματα
Και τις μέλισσες που πετούσαν παραληρώντας
και δάγκωναν σφιχτά τα δάχτυλά της
να τις ζωντανεύει στη γλώσσα της, κρυστάλλινες, χρυσές
Δεν Θέλω να ονειρευτώ τ’ όνομα του κοριτσιού
στο χωριό με την εκκλησία πέτρινη στην ανηφόρα
και τις καμπάνες που φωλιάζουν σ’ όλα τα ξωκλήσια
Θεέ μου, σάμπως να στάθηκε αίμα από χιόνι στις φλέβες μου
και το μοναδικό κομμάτι πορφυρό
οι προεκτάσεις που τρέχουνε τα λόγια μου
Κι εγώ, που δε μπορώ να τα κρατήσω
δροσερά, στον ύπνο που ζεσταίνομαι
Δεν Θέλω να ονειρευτώ. Όλα τα όνειρα
ορθάνοιχτα του αίματος

ΣΙΔΕΡΟΧΡΩΜΗ ΓΥΝΑΙΚΑ

Στα μάγουλά μου ανθίζει μια σκληρότητα
α, σ’ αγαπώ, ύπαρξη με το μέταλλο
στρογγυλό στο πνεύμα να παρουσιάζεσαι
Ίσως να φταίει ο Αύγουστος
που ακολουθεί το δρόμο των πνευμόνων σου
και φεύγετε μαζί
Ίσως να φταίει πάλι ο Νοτιάς
όταν σαλεύει το φουστάνι πάνω κάτω
αλλάζοντας τον αέρα που ’χα σκεφτεί
στα ένστικτά μου
Ένα κλαδί
πεθαίνει στο κυμάτισμα της ύπαρξης
Με σκληραίνει θαρρώ μ’ αυτά τα ξερά κλαδιά
το φουστάνι μου
Κλαδιά τσακισμένα αράδα
Σαν προκηρύξεις τα σκορπάω τώρα πια
τζάμπα τα δίνω με το στόμα μου

ΣΤΟ ΔΙΑΒΟΛΟ ΤΑ ΠΛΑΣΤΑ ΧΑΡΤΙΑ ΣΑΣ

Μαχαίρια. Ανάμεσα στο φαγωμένο μου φουστάνι
ως κάτω το λευκό δέρμα
Απ’ το φθινόπωρο μ’ ακολουθούν, ίσως και από πάντα
να κόψουν τα δυο μου χέρια
χωρίς συγγνώμη
για τη γυναίκα
Μαχαίρια, βουλιάξτε λίγο ακόμα σε τούτη τη φαντασία
που σταμάτησε ανεπαίσθητα ένα ναυάγιο του χρόνου
σφίγγοντας την κόμμωση των χεριών
Του χεριού μου τα χέρια
τσακίστε
χάμω
δεν θα φωνάξω
τσακίστε τσούρμο δάχτυλα
που ’ναι φτιαγμένα να σχηματίζουν τον σταυρό
βάφοντας τα χαρτιά σας
Στο διάβολο τα πλαστά χαρτιά σας

28-1-2010

ΝΑ ΜΑΘΕΙΣ ΤΟ ΑΝΤΙΟ

Το πέρασμα της θημωνιάς
Όπου μπορείς να κοιτάξεις τις μνήμες
που αναπηδούν κάθε στιγμή, καθώς η γη μπαίνει μέσα τους
Η γη κάτω απ’ τη σκιά σου
παίρνεις το πρόσχημα της λησμονιάς
Ω να μάθεις το αντίο
πες ζωή μου αντίο, δεν υπάρχει πέρασμα του κορμιού

ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ

Γυναίκα, της σιωπής διολισθαίνεις, στάλα-στάλα τον ιδρώτα
όπως ξεχύνεται
άλλοτε με τη φύση σου, άλλοτε με χέρια πιστά, πολύ πιστά
των λυγμών
θανάσιμος κίνδυνος πληγή μου
αυτές οι αντιλήψεις των ψιθύρων
αίμα στο μάγουλο
Τη βλέπω την πληγή μου
-εύθραυστη κίνηση της φύσης
δεν είμαι τυφλή
Μια γυναίκα μου δένει τα μάτια

ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΛΗΘΗ (2009)

ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

τα σήμαντρα δε μιλούν,
μ’ ένα νταν τρεμάμενο ριγούν
ανεπαισθήτως τη σιγή
Κι απόμεινα βαθιά διψασμένη μιλώντας
για κρινολούλουδα Αγγέλων, όλη νύχτα ύψωνα φωνή
εκφωνώντας ολάκερη σύλληψη στην απόλυτη ματαιότητά μου
Και φοβόμουν να τα φιλήσω, που έφτιαχναν μπάλες χιονιού
στρογγυλές πάνω στους φανοστάτες
αργότερα στο πάτωμα που κοιμάμαι μ’ ένα μικρό φακό
στον εγκέφαλο στριμωγμένο
Απόμεινα μια έρημος φριχτή, δίχως την έρημο των αγριμιών
ήξερα πως ήταν αργά ξετυλίγοντας αυτόν το στίχο για παιδιά
Πού είναι αλήθεια τα δικά μου παιδιά
δε στέκονται μήτε σε δρόμο, μήτε σε ουρλιαχτό γυναίκας
Καραδοκώ σα φάντασμα
μπροστά σε όλα τα κυρτώματα
αν γινόταν να πλημμύριζα το σπίτι που επιστρέφουν
με ύμνους ζωντανούς απ’ τις αλλόκοτες χορδές της λύρας μου
να μην τα βρει λυγμός φλογώδης
Κι απόμεινα ένα δάχτυλο διαβάζοντας στίχους προφητικούς
για την εποχή της άνοιξης και του καλοκαιριού
που δε φάνηκαν επάνω σε ταράτσες
Βλέπεις εκείνη η ελπίδα, συχνά επιστρέφει μόνη
συχνά γκρεμίζει όλα τα στηθαία
αναζητώντας τα παιδιά τη νύχτα
Τα παιδιά μεταξοσκώληκες σε τρίσβαθο τρόμου
καθώς σκυλί ουρλιάζει βόσκοντας τις αυλές μας
Πού βρίσκεις ήρεμα ύδατα υδάτων
να ζευγαρώσουν τα παιδιά με κρυσταλλένια νύχτα;
Αλλά τα μάτια τους εξάπαντος
που ερωτεύονταν μόλις πρασίνιζε τη χλόη
διδάσκοντας στο πρόσωπό μας τον τρόπο που αντέχει
τις οχιές μες στο χορτάρι
δεν μπορώ να καληνυχτίσω
Τα μάτια των παιδιών φοβάμαι ύστερα στα χρόνια
Δεν τα ψηλάφισα με φίλημα τα περασμένα βράδια
Τα παιδιά, αγέρηδες ονείρων στου τόπου την Ιδέα
κρατούν πια στην κραυγή μαχαίρι
παίρνοντας τη συνείδηση της ενοχής μας
Παιδιά που μοιάζουν βρέφη από της θάλασσας τη μήτρα
Ω ανήσυχοι ουρανοί, με τι Πλειάδες ν’ αναφτερώσω
τον ολόλευκο τους μίσχο
σε όραμα λιγότερο χαμένο;
Τα είδα τα σώματα των παιδιών – μερικές φορές
να πεθαίνουν την πρώτη τους αλήθεια, παλεύοντας
με άγριο τον κίνδυνο
Όχι στο χρώμα της σημαίας μήτε στο μεγαλείο μιας συγκίνησης
που ψεύτικα σχεδιάζαμε να τ’ αποχαιρετήσουμε
Διάφανα καθώς ήταν, διαπερνούσαν ουρανό
γελώντας για τον πόνο
Σκοτωμένα παιδιά στην ηλικία που φορούν τη μάνα
χωρίς αίμα να φυτρώσει το χορτάρι
Είδα και τη γυναίκα!
Κατέβαινε σαν το σκυλί, κλαίγοντας το φουστάνι της,
για να θερίσει τον κισσό και το μέρος όπου οι φτερούγες των
παιδιών
ανατριχιάζουν κάθε μέρα
Αλλά την περιστοίχιζαν πράγματα που μεγαλώνουν κόκαλα
σκιώδη και άστατο τον άνεμο στη μνήμη
Κοίταζα πώς πάλευε τις ηλικίες του πόνου με θειάφι
και δεν ανέβαινε ψηλότερα από το χέρι των παιδιών
Τι δύναμη χρειαζόταν
ν’ αφήνει ένα βλέμμα σχίζοντας το χώμα, κόπηκε εκείνη
σαν πέρασε το σώμα της να μείνει ως το θάνατο
μέσα κανείς, ένα κενό. Διόλου δεν πέθαναν τα παιδιά

2008 μ.Χ. – ΑΘΗΝΑ

Ευτυχώς που ακόμα γεννιούνται
παιδιά ζωντανοί ποιητές
και γκρεμίζουν εμάς που χυδαία ποιούμε
Ο Μαέστρος έγραφε το χρονικό των αδύναμων ημερών
μεγαλώνοντας τον πόνο από ώρα σε ώρα
με ρέκβιεμ και μικρές ωδές
Όχι για τους απλούς ποιητές, που έσβησαν τριάντα τριών ετών
με βήματα αυτόχειρα
– εκείνοι πήγαν σε πρώιμο θάνατο, αξεχώριστα
ερμηνεύοντας το θάνατό τους
Παραδίπλα οι μπάτσοι μπήγουν στην άσφαλτο μια φυλακή
– μπορεί να εκραγεί ως τα κόκκινα τούβλα της
αν μετρήσω τα μουχλιασμένα νοήματα της τάξης
με ωριμότητα διαίσθησης
Ένα παιδί άγουρο ύστερα χτυπά της πέτρας την επιθυμία
παίζοντας με τους σπιούνους ως το κόκαλο
Τόσο αλλόκοτα ωραίο στην αρχή και μετά λύπη
αδυσώπητη, κρυμμένη στ’ αναπάντητα
Καημένο παιδί, αγανακτείς διδάσκοντας συνείδηση
στο τσιμέντο και στη μοναξιά της οδού Ακαδημίας!
Βίασε στο μυαλό τους την αιτία, καθώς πετά σκουριές
στ’ αγάλματα και σπάζει τα μικρά τους δαχτυλάκια
Δυο ολόξανθα άλογα τουλάχιστον
ακολουθούν και το παίρνουν αγκαλιά στα στενά και στις πλατείες
Όμως τώρα το παιδί ξετέλειωσε με τα χτυπήματα στα χάσματα
Ζωγραφίζει, αχ πως ζωγραφίζει με σωστή γραφή τίμιους πεθαμένους
να τυλίγουν σαν ένδυμα σφιχτά το ρέκβιεμ, τα χέρια
σε κανέναν και λίγο πιο ψηλά μέλισσες
Δεν έχουν μάτια, μόνο χείλη υγρά, που απειλούν
θαρραλέα το θεό
Η τελευταία μάλιστα ξεχώριζε απ’ το ρυθμό στα πόδια
Γυμνά χτυπούν τον αέρα, αλλάζοντας στα κεφάλια ψυχές
και στα μάρμαρα τις άγνοιες των αιμάτων
Αέρας δε φυσούσε να μείνει στενός ο δρόμος
κι οι μέλισσες, στο φόβο προσπερνώντας το θεό
με πήραν παιδί μαζί τους
Μάζευαν οι φίλοι την ψιλή βροχή
που έπαιρνε το χώμα από τα πόδια του ύπνου
μα εγώ έτρεχα στους ανθρώπους που μάζευαν σκόνη
κάτω απ’ τον καιρό
με ξεγυμνωμένες ανάσες
Βγήκα χιλιόμετρα, τα χείλη μου αγγίζοντας στ’ αγάλματα το δέρμα
με πολλά άγουρα μυρμήγκια να τριγυρνούν για το στέγνωμα καιρού
Κι είχανε μαζευτεί φύλλα υγρά στην κοιλιά
κι όλη η γύμνια της ζωής που δε βαστούσε πια
τον κόσμο που γλιστρούσε
Κάτω στις πικροδάφνες ό,τι άφησα
να στεγνώνει τα φύλλα του φεγγαριού
Τούτο το φεγγάρι με στάζει κιόλας αίμα στα νερά
*
Πέτρινη η βροχούλα στον κήπο
γυρόφερνε το σπίτι με τις σκάλες που κοιμόταν ήσυχα
στα μικρά νυχτωμένα χεράκια σου
Εκείνο το βράδυ
ως αργά ακουγόταν μέσα στην κάμαρη
– η κάμαρη ολότελα δική σου
στο ίδιο σημείο πάντα βρέχοντας ανάσα
Πέτρινη η βροχούλα, επίμονη στα σταρένια γόνατα
Αέρα δεν είχε να πετάξεις
*
Πότε πότε τις νύχτες, ένα έρημο σοκάκι
έρχεται στον ύπνο μου με σύρσιμο παιδιού και με ρωτά:
«Είσαι η γη;»
Εκατό αντάμωσα στα χέρια που κινιέται το κορμί
– αυτά τα χέρια που κρύβονται στ’ αδειανά μου
φορέματα και σχεδόν νιώθω ντροπή
που μπορεί να ’ρθουν κι εκείνα που δεν έχουν συνηθίσει
τις ματαιότητες από το μαλακό μου ρούχο
Η πιο μικρή τους κίνηση πνίγεται σε μεταξένια πτώση
Σώζεται ένα μικρό σοκάκι που τα παιδιά τραβούν
από φύλλο σε φύλλο με τα ελαφρά τους πόδια
μετά πέφτει χάμω στη λάσπη ή το χειρότερο κλεισμένο
στη μεγάλη κιτρινισμένη μου ντουλάπα;
Σώζεσαι κι εσύ αίμα
-κοίτα πώς στέκεις σαν αράχνη στο βάθος των οδοφραγμάτων
ποτέ στα ίδια μου τα χέρια—
με το χώμα μεταφερμένο κάπως να μοιάζει τόπος να βουίζεις;
Μα, απείραχτο έρχεται στον ύπνο μου, πλαγιάζει
διακόπτει μάλιστα τα όνειρα, παίζοντας με το χώμα του στο νου
Απείραχτο έρχεται μες στο βλέμμα
σπάνια να ’ναι και παιδιά γυρωτριγύρω σε παιγνίδι
*
Θα καεί ετούτο το μεσημέρι που σπέρνει βρέφη προδοσίας, είπες
Όλα θα καούν με λιωμένο χειμώνα κι ένα λεπτό ρετσίνι
Στάλες θα κυλούν στο χώμα
σχεδόν εκεί στο κέντρο της κοιλιάς ζυμώνοντας κρυφά
τα βρέφη, που μεγάλωσαν μ’ ατσάλινα τα βλέφαρα
Ίσως αφήσουν το νανούρισμα στο τέλος
να ζωντανέψει η καμπάνα πέφτοντας
τους αγριεμένους
Σε λίγο θα μιλήσουν οι πληγές της μνήμης
*
Υπήρχε θάνατος στο τραγούδι
Και τι μ’ αυτό;
Η φωνή ως το πρωί πότιζε της αυλής του
το πηγάδι
Υπήρχε θάνατος στη φωνή
Και τι μ’ αυτό;
Με μια περίεργη ιδέα του Σοπέν
τον εμπνευσμένο θάνατο χορεύει
*
Από τη μια δύση ως την άλλη χαμήλωνε το φως
κι ο τόπος που γυρίζουν τα χελιδόνια
έμοιαζε απεγνωσμένα με θάλασσα
Όμως βραδιάζει στα ευαίσθητα βράχια
που λιώνουν σα λουλούδια
βλέποντας στο βάθος ένα κόκκινο άγαλμα
γερμένο να μιλάει στο κενό
Το φως χαμήλωσε
κι ένας κόμπος κλαίει τους γερανούς που έφυγαν
*
Ποιος είδε καταμεσήμερα το δέντρο
της συνομωσίας και δεν ήθελε να το πιάσει μια φορά
απ’ τα κλαδιά του, να το φυτέψει
στου μαχαιριού την παρθένια
Μια φορά να το λύγιζε μακριά από τις σάρκες των νηπίων
που παίζουν σφίγγοντας το χώμα
Έτσι όπως λυγίζουν τα γόνατα
σαν αρχίζει να βρέχει εμβατήρια η βροχή
ή μεροκάματα οι σκοτωμοί
Ποιος δεν έσφιξε μια φορά ολάκερο το δέντρο
με φλέβες απ’ το στήθος του
γιατί είναι ο μόνος τρόπος
να το πεθαίνεις με θηλιά

2008 μ.Χ. – ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ

Τώρα που το φεγγάρι
βάρυνε ανεξήγητα
κι ο ήλιος συμπλέκεται στο χώμα
με γραμμική σύμπτωση
ας στοιχηθούμε στο χάος
Όταν μπήκε ο ουρανός στο μικρό πόνο
το κρασί έλειψε απρόβλεπτα σε πολιτείες ολόκληρες
και το νερό κρύφτηκε απ’ τα πολλά θαύματά του
Δύσβατη η άμμος των λάμψεων
γιατί αλίμονο, εκείνοι που δεν πέθαναν ακόμα
επιστρέφουν τα ουρλιαχτά στο μυαλό, τυλιγμένα γύρω
απ’ το μυαλό μου τα παιδιά τους, θέλουν να με συλλάβουν
Το γνωρίζω, από το άλογο που έρχεται αθόρυβο οχτώ η ώρα το πρωί
ντυμένο άραβας Παλαιστίνιος, να παίξει μαζί μου
Θα με λιώσει, στο υπόγειο που θάφτηκα καλλιεργώντας
προέδρους και τοξικά μικρόβια, σύντομα να κρυφτώ
στα κάγκελα του δικού μου Εβραίου, όχι μην του ανοίξει κανείς
ανατινάζοντας την πόρτα που επιμελώς λαδώνω
Γαβγίστε με στοιχειά της ποίησης
καθώς προσπερνώ τους μολυσμένους αιχμαλώτους
και στεγνώνω τα λεφτά που πήρα με το μεγάλο μου στόμα
οφείλω να ταΐσω ψέματα τα παιδιά μου
ίσως κόψω και το χέρι επικίνδυνα από τα γένια των παιδιών
το ίδιο χέρι που στο παρελθόν δολοφόνησε το μωρό της Ιντιφάντα
με «καλοκαιρινή βροχή»
Τώρα παίζω χτενίζοντας το Θεό
εκατομμύρια θεούς που χρειάζομαι για προστασία
Θεέ μου, είμαι πολύ κουρασμένος
γλέντησα για τα καλά ανατινάζοντας όλα τα βιβλία της Γένεσης
Πήρανε τον ήλιο πάνωθέ τους και σπηλιές σεπτές της στεριάς
για το πνεύμα που ξεριζώθηκε μ’ εξαπατήσεις
πηγαίνοντας αόριστα ανατολικά
Τα ρόδα τ’ άφησαν ολάσπρα στις καλύβες, μα οι βιολέτες ιερότατες
κάτω απ’ τα βλέφαρά τους
Έτσι πήρανε και το νερό, γονατιστοί πέσανε και το κρατούσαν
πότε ήρθε η σκόνη ρημάζοντας το πέρασμα;
Το παιδί, με πόνο και ιδρώτα
συμμαζευόταν στο κορμάκι του
θαρρείς εκατοντάδες ήττες πυροβολώντας το στην πλάτη
μια μέρα κόκκινη που σας μιλώ, για την πρόθεση
που άνοιξε ήττες η σκόνη πάνω απ’ τον κόσμο
*
Σκόνη περίφοβη και ίσκιοι που εκτόξευαν τον οφθαλμό
του θεού με θάνατο χωρίς αθανασία
Τώρα θα ορμήσουν πάνω τους, σκέφτηκα
σχηματίζοντας σκιάδες ως τις γαίες της γονιμότητας
θα τσακίσουν με μαστίγια και αλυσίδες
τα φορτωμένα κύματα
-όμορφες γεννήσεις για να περνά το μάτι του θνητού-
Άλλαξε δρόμο, είπα σιγανά, μοιάζουν πολύ στο κοίταγμα
με τις κόρες των προγόνων, δεν είναι ιστός λείος ζωντανός
κι ας μιλούν σωστή τη νύχτα
Σκέπασε το παιδί, θα ξεραθεί αν καταπιεί τη δική τους μάνα
Ύστερα πνίγηκαν, ξημέρωνε η κόλαση
*
Ξημέρωνε. Κανείς δεν ήξερε πώς
– μόνο νύχτες έβλεπαν ουρανό να υπερασπίσουν με το θάνατο αίμα
Ποτέ δε χόρτασαν αυγές
Ερχόταν κάθε φορά μια πικρή πατρίδα
και μαύρα κομμάτια βασιλικό προδίδοντας το στήθος τους
Έξω οι πυρκαγιές άναβαν οιμωγές από το ένα παιδί στ’ άλλο
δέκα ακούς με τις καμπάνες συναγερμού
ποιος να φέρει νερό τα σώματα να σβήσει…
Ξημέρωνε. Με οδοφράγματα τις σάρκες
Εμείς προσευχόμασταν σε κύπελλα κρασιού
κρύβοντας μέσα μας τον εχθρό
Φοβόμασταν να κοιτάξουμε το κρασί
το ρίχναμε στα σωθικά, κοιτάζοντας το πάτωμα
Εκρήξεις αγριεύουν στο κρανίο
προσπερνώντας πληγές και οδοφράγματα
στο πάτωμα χυμένο το κρασί
ο θεός καταχωνιασμένος βαθιά στο μισόγυμνο δωμάτιο καίγεται
Ξημέρωνε. Την ακόλουθη ημέρα
Οι πληγές της Γάζας δεν μας κοιτούν, καρπίζουν άνθη με το αίμα
Το αίμα κλαίει μέσα μας
ο θεός κλαίει άρρωστος μέσα μας
*
Ένας ένας σίμωνε την κάμαρη και λυγούσε
με το κυματιστό πουκάμισό σου, στη θέση που κανείς δεν κοίταζε
Των δεκαεννιά ετών αγόρι με το σκισμένο αμπέχονο
και τα μαλλιά που αιμορραγούσαν ανεπαισθήτως
ρόδα πορφυρά κι ας ήταν ο θάνατος βαρύς
Έσκυψε το φεγγάρι και φώναζε στα κορίτσια να κρατήσουν
την πληγή ανάμεσα στον πόνο που γεννήθηκαν
για την υπερήφανη άνθιση της φυλής
πονώντας έτσι, ολόκληρη την οδύνη που αντίφεγγε σμιλεύοντας
τη μορφή σου
Ποιος να φωνάξει να φύγουν οι σφήκες με τα μήλα
της επιστροφής;
Στα πεταμένα χάμω χέρια σου εγώ ώρες βροντοχτυπούσα θυμωμένη
να τις κουμπώσεις δίχως συγχώρεση στον κόσμο της ταραχής
Ω Φραντζέσκο, οι σφήκες αμφισβητούν τα πόδια του χρησμού
πώς να ξεκολλήσω από πάνω σου τα λουλούδια τους
που με δαγκώνουν άγρια
με δαγκώνουν και τα σκυλιά της σημαίας
στην ανοιγμένη μπλούζα μου της επανάστασης
Ένας ένας έμπαιναν στην κάμαρη, για μια στιγμή
Σε τέτοιες κάμαρες, μόνο οι καμπάνες στα στηρίγματά τους
όλες μαζί χτυπούν
*
Σηκωνόταν σιγά και γδυνόταν την οργισμένη του γροθιά
εκείνο το μεσημέρι, που ο ίδιος χρόνος
σκέπαζε τις βιολέτες με ήλιο
και στην πόλη της Γάζας ζητούσε ο χρόνος να εξατμιστεί
Είχε μια ελπίδα, ετούτο το χέρι που έλουζε τα παιδιά του
να βρεθεί κοντά στην αμμουδιά
και με τα σπλάχνα του να σταματήσει το αίμα
στα θεμέλια της γης του
– κάποτε τον έβλεπες να χτυπάει τις ακτές του κορμιού
κι ο πόνος οξύς ως το γόνατο της στυλωμένης κάλτσας του
Φορές φορές, ανηφορούσε τον πόνο στο κρανίο
και άρχιζε να κλαίει ετοιμοθάνατα π’ ανάθρεψε παιδιά
Τον περίμεναν το δίχως άλλο
στο σχήμα της καμπάνας
που άκουε τη νύχτα και λαχάνιαζε
Λίγο πιο οδυνηρά έκλαιγε στο αύριο που σκότωσαν
το δέντρο της αυλής του
Ποιος να γράψει για τούτο το δέντρο
που γλίστρησε απ’ τις ομίχλες
Ίσως και πάει χάθηκε
*
Είναι τόσο ήσυχα πάνω. Όχι στον ουρανό
στο χέρι σου που άφησα να ζεσταθεί
– τρέμοντας λιάζεται στην ανοιγμένη φλέβα του
μα δεν πονά, ας το ζώνουν δυο φόβοι στο αίμα κλεισμένοι
Μόνο όταν βραδιάζει σιωπή, το βρίσκω
να μεγαλώνει φωτιά
και στην άλλη γέλιο κανονικό για να μπορούν
να κοιμηθούν παιδιά
Θα σ’ άφηνα και δυο σταγόνες νερό
-όσο να ’ναι από τη μία άκρη ως την άλλη τ’ ουρανού διψάς
όλες οι πυρκαγιές διψούν—
αλλά μαζί μ’ εσένα κι εγώ το κλάμα μου έχω χάσει
Ποιος ζει λοιπόν
για τα παιδιά στη γη της Παλαιστίνης;
Έναν ολόκληρο θεό περπατήσαμε
στους κεντρικούς δρόμους του γκρεμισμένου σπιτιού
προτού να τραβήξουμε τις κάμαρες
απ’ τα ντουβάρια
και τα πνιγμένα λουλούδια πέντε δέκα χρόνια παραπέρα
Νιφτήκαμε το χώμα και τις πέτρες
μετρώντας τα δευτερόλεπτα που απλώνονταν
στο μυαλό μας πραγματικά επικίνδυνα, έως μέσα στα βάθη
κολνώντας το αίμα, που μύριζε τρία σκυλιά και δύο βόμβες
Ξαπλώναμε ανάσκελα
και ζυγιάζαμε τις πόρτες, όλες καμωμένες από πράξεις
ρητές. Εμπόδιο στέκονταν στη μνήμη, ξερνώντας σπέρματα
εξαρθρωμένα, σχεδόν ανεπαισθήτως καταπίνοντας
του βίου μας τη σκόνη
Αλλά θεέ, τα βήματα του σπλάχνου σου
δε βρήκαμε, ανάμεσά μας δε βρισκόσουν θεέ της βεβαιότητας

ΗΔΟΝΙΚΗ ΠΛΗΓΗ ΤΟΥ ΚΑΘΕΝΟΣ

επισκέπτες όλοι μας
στα μάτια της…
Όλοι καίγονταν στο μέσον
από μια ιδιοτροπία όμορφης γυναικός
που έβαφε τα σεντόνια της χάραμα
των πόθων
Διότι έτσι μόνον οι άγκυρες
και τ’ άλλα σύνεργα του λιμανιού
αρμάτωναν καράβι και κατάρτι
Εκείνη άλλωστε
σειρές τις άγκυρες παρθένες
με τα νοήματα κινούσε
Το σπίτι παλιό, κατασκότεινο που λαχταρούσες
να το λυτρώσεις κάμποσα χρόνια πριν, αυθάδικα
συνωμοτώντας στη σοφίτα
Η πόρτα γεμάτη ισορροπία, αλλά τα σκαλοπάτια
με κάμψεις ως το έδαφος
Κάποτε, ένα ξεκόλλησε για μια ολόκληρη μέρα και στην κάμαρη
η γυναίκα να φλογίζεται
να βροντά τον άνεμο που ξεκόλλησε το ανέβασμα του στήθους
παρηγορήσου να γελούν οι απέξω
αργότερα τυλίχτηκε σαν ένδυμα επάνω του, να ξεχνάει
όλο να ξεχνάει τους καβαλάρηδες που έσκαψαν
τα νύχια των ποδιών της
Είναι και τα παράθυρα, βλάφτουν πολύ τον άνεμο του σπιτιού
Το χρώμα τους μισό της μοναξιάς
-ποιος να τους φέρει λουλούδια το χρώμα να συλλάβουν-
κι απ’ το στεφάνι τους ξεφεύγει μια λεκιά
λες να σκοτώσει νιότη
Μόνο το φουστάνι του κορμιού της, πάντα δεκαοχτώ χρονών
σαν κατεβαίνει από τη σάρκα στους μηρούς
υγραίνοντας τα φωτοστέφανα του έθνους
*
Ήταν πολύ πρωί και η πόρτα χανόταν στο δρόμο
που ίσως να πονούσε, με το κλειδί γυρίζοντας
εκείνον το διεστραμμένο τρόπο
να την ερεθίσει μέρα μεσημέρι
Πονούσε και η γυναίκα ανασαίνοντας την κίνηση
ανάσαινε και κρατούσε τα περίστροφα στήθη της γεμάτα
– πόσο πείσμωνε όταν τα πλήθη σφύριζαν στο κορμί της
με ένοπλα ξερολίθαρα και κανένα αλαφρό άγγελο
Ήταν πολύ πρωί, ωστόσο τα σημάδια
στο τρίξιμο της σκάλας
Ακίνητη στο δώμα η γυναίκα
Τα στήθια δεν αντέχουν όταν ξεντύνονται να τρίζουν απειλές
Πάνω στο χέρι ενδεχόμενα –το μόλεμα στο αίμα της πονά–
κρατά την κίνηση σιγά, στο τελευταίο ενδεχόμενο
περίστροφα γελά με το τσιγάρο μαστιγώνοντας
την άδεια τους κοιλιά
*
Ένας τοίχος με κλειστά παράθυρα
-δε δείχνει παρά μόνο τη μαύρη κάμαρη από πίσω-
και μια γυναίκα
που δεν μπορεί να ξεπεράσει τα γεράματα
Κι ένα στρώμα, που ήθελε πάντα στη συνωμοσία
να ζυγίζει το σώμα, ακόμα και την απόδειξη του στήθους
Ο τοίχος αγαπούσε τη γυναίκα
κι ας την τραυμάτιζε με ρωγμές καμιά φορά
ξυπνώντας τα παράθυρα ανοιχτά
Αγαπούσε να λείπουν τα τετράγωνα ανοίγματα
της πίκρας της
Την αγαπούσε χτες, αύριο
στο λησμόνησέ με, αγκάλιασέ με
τρυφερά ως τη εικόνα της γέννησης
Την αγαπούσε πολύτιμα με την αρχή των υδάτων
Σαν κλειδί σοφίας του έρωτα

ΝΑ ΓΡΑΨΕΙΣ ΚΑΠΟΤΕ

Να γράψεις κάποτε πως ονειρεύτηκα μια μικρή βροχή
να ‘σπαγε τα χέρια μου, την ονειρεύτηκα πολύ σκαλίζοντας
τις λέξεις, οι λέξεις μου δυόμισι βήματα απ’ το θεό
που σύρθηκε στη σκόνη
και θάμπωσε τα λαμπερά μου μάτια
Να γράψεις και για τη σιωπή, ζεσταίνει όσο και να πεις τις λέξεις
που ’χουν μείνει, μίτρες από τη μήτρα τις αντέγραψα
δύσκολα ξεχνιούνται την ώρα του επισκεπτηρίου
Έτσι να το γράψεις στους τοίχους
Μόνο μην κλάψεις χαμηλώνοντας τα γράμματα
και χαρακώσουν θάνατο οι σκουριές
Να γράψεις κάποτε σαν χάδι, μυρίζοντας τις τσέπες μου
έτσι να γράψεις και ας ανάβει νύχτα η βροχή

Η ΝΥΧΤΑ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ

Η νύχτα είναι πόλεμος
Σηκώθηκες του σκοταδιού ελπίζοντας
το αίμα που σκορπίζεται
να κρατηθώ μόνο λέω μακριά
το σώμα, από τα πράγματα που κατεβαίνεις
να κρυφτώ απ’ το κλειδί της πόρτας με μια σκόνη
ή μια φωνή απέξω
Άκουσα τη φωνή, μάρτυρας εγώ τη νύχτα αυτή
με τη στροφή του αγέρα παντού
πιασμένη απ’ το αίμα
τι ν’ απομείνει φώναξα
τις άλλες ώρες την ακούω
να μετράει κόκαλα
Η νύχτα είναι θάνατος
Αν είχα ένα χάος
αγέννητο στο αίμα
νύχτα είμαι η νύχτα θα σου φώναζα
στήθος με δαίμονα του χάους

ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ

Η μάνα πεσμένη στο πάτωμα
έπλενε και καθάριζε αίμα από τους απεργούς της ποίησης
Κι ο Μάλντερ -έχετε ακούσει για το γαλανομάτη έφηβο
που μόλευε ποιήματα
σφάζοντας τα υγρά τους «λ»-
να γελά, αχ πως γελούσε το γκρίζο του αυτί
γραπώνοντας φωνήεντα από τα σαπφικά χειρόγραφα
Έτριβε ξανά και ξανά τις απολήξεις τους
μέσα σε στεγνωτήρια, έτσι ώστε να πίνει ολωσδιόλου
μόνος τρισένδοξους ποιητές
Δυο φορές έξυσε με θυμό ολόκληρη βιβλιοθήκη
ο διεστραμμένος!
Δεν άντεχε τόσους ποιητές κρυμμένους στο μυαλό της
Ο Μάλντερ πέθανε αργότερα
Καθ’ υπαγόρευση της γραφομηχανής του

ΜΙΚΡΕΣ ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΕΣ

Εξαρχής έφτιαξα τα οστά μου πεινασμένα
Τους δίνω λίγη ζωή να ξεκινούν τη γέννηση
και μία λέξη σύμβολο στο αίμα
Εξαρχής μ’ έφτιαξα πεινασμένη
Κοίτα πόσο ικανοποιώ
τη λιγοστή σας προσμονή
με την έξαψη που δοκιμάζει η φαντασία
καθώς διηγούμαι το κορμί μου τυλιγμένο σε λέξεις
*
Η μικρή εμμονή με χρειαζόταν
Εξαιτίας της δουλεύω πάλι ανάμεσα στις πέτρες
Γνωρίζετε τι σημαίνει εμμονή σ’ έναν τοίχο άρνησης
που μου γελάει κατάμουτρα τη λέξη που τον χτίζω;
Γνωρίζετε πόσες σκέψεις ήσυχα ψιθυρίζω
στο πέτρινο βάρος του
πριν η τελευταία πέτρα γυμνό τον χτίσει
όπως ήταν;
*
Είναι ώρες που απομένω στις παλάμες
βαριά άνθρωπος και τίποτε άλλο
Όλα τ’ άλλα στο δρόμο κοιμούνται και ξυπνάνε
Δεν τα ορίζω εκείνα τ’ άλλα που ξεφεύγουν σε μια μορφή
με αχτένιστα μαλλιά και μια βάρκα ξεχασμένη στον ώμο
Κάτω κάτω οι ρυτίδες
-θα μου ’φτάνε να τις δείξω απλωμένες
για να πω πως δεν πέθανα-
κι η μνήμη που βάρυνε στο νωρίς
Είναι ώρες π’ απομένω στο νωρίς
κι ο αέρας αλλάζει όλο αλλάζει την ιστορία μου
Έτσι ξέχασα το θάνατο
*
Με τρία στήθη κάθε βράδυ καταπίνω ενδοφλεβίως
αίμα
φωτιά
και το νερό της μάνας μου
Ως ένα σημείο, έτσι οσφραίνομαι και τον ετοιμοθάνατο
θάνατο, που βγάζει κρυφά το καρφί
καταναλίσκοντας αέρα απ’ τη σκέψη μου
Όλες οι διαιρέσεις μου σε τρεις χειρονομίες κρεμασμένες
Κι αυτός ο ουρανός να τις ταιριάζει ανάποδα
να τις βάζει έτσι του φόβου
που να ασθμαίνει όλο μου το αίμα
σε μια εξέλιξη μυαλού
*
Ποιος θα το πίστευε πως η μοναξιά μου συνέχεια γελάει
καθώς με παίρνει ο ύπνος
Κάθεται πάνω στο στόμα μου μ’ ένα κόκκινο χαρτί
-κόβω μια ειλικρίνεια ανάμεσα-
κι ο εαυτός της γελάει κάτω απ’ την ειλικρίνεια
κάτω απ’ το δικό μου στόμα
Τούτη η αλαφρότατη μοναξιά λεπτομέρεια είναι
για να αποκαλύψω τα παλιά μου μάτια
και μέσα τους βαθύτερα εμένα
*
Με τα μάτια περπατάω τη βροχή
με τα μάτια γράφω πίνοντας τις αποστάσεις της
και δεν ησυχάζω
Για σένα λυπάμαι, που καίγεσαι σε καθίζηση καιρού
την όραση του αίματος άχρηστη-άχρηστη
Και πού να πηγαίνεις άραγε μυρίζοντας συνείδηση
σ’ ενδιάμεσα νερά
Ο θάνατος βλέπεις δεν είναι θάνατος που ψηλαφείς
στη φωνή με αέρα
Στο αίνιγμα του κύματος μετριέται με βροχή
Μ’ αυτήν μετριέται και στις αποστάσεις
*
Επειδή έχτισα το σπίτι μου
στο κέντρο του στήθους
κάποιοι γελάτε με τα κόκκινα παράθυρα
όλων των προθέσεων μου
Ευτυχώς που εγώ δεν μπορώ να σας ακούσω
ευτυχώς που μετακόμισα το σπίτι
λιγάκι πιο βαθιά
με δίχως τα παράθυρα
Σκότωσα όλα τα σκυλιά σας
τουλάχιστον στις ραφές του κρανίου με τ’ αγάλματα
κι ακόμα μ’ ακολουθείτε μυρίζοντας αίμα βαριά
Για ποιο λόγο δεν ξέρω
Κι ούτε κατάλαβα πώς γαβγίζετε
άνθρωποι εσείς
και τα σκυλιά σας άχρηστα τα βρήκα
*
Θέλω να βγω από το παραλήρημα
που με υπονομεύει κάτω κάτω της πέτρας
και με μπερδεύει στους νεκρούς
Χρειάζομαι απλώς μια μικρή αγράμματη αναρχία
αστράφτοντας την εξαγρίωση
στα παιδικά μου βρέφη
Και ύστερα αντίθετα να δοκιμάσω μοιρολόγια
ουρλιάζοντας:
Τυχάρπαστοι θάνατοι
σας πλήγωσα με άνθρωπο
*
Κάποια μέρα
θα ζωγραφίσω σκοτωμένα ποιήματα
με μέλη του σώματός μου
Έτσι, με σκίτσα κομματιασμένα
θ’ αραιώνω το κενό του δέρματος
*
Όταν πήρε την κατηφόρα
Σ’ εκείνη την ανελέητη σιγανή φθορά
είπε: θέλω να κατοικήσω τώρα
Έσκυψε και μίκρυνε-μίκρυνε ως το σάπισμα
κι αυτό το τελευταίο το ανέβασε
εφηβικό στο πρόσωπο
Ο θάνατος άλλωστε ήταν δικός του

ΘΕΑΤΡΟ ΔΡΟΜΟΥ

(για τον Κωνσταντίνο
που μάτωσε στη σκόνη του δρόμου
τα όνειρά του και το θέατρο)

Άγνωστο ήταν το σχήμα της πληγής
με την πτώση ακριβώς στη σκόνη του δρόμου
και το δαχτυλίδι ασυμβίβαστο να τρέχει αίμα
στο μισό του δάχτυλο
Αίμα και ουρανός και άλλα όνειρα
επικίνδυνο ρυάκι της πτώσης
Τα όνειρα δεν είναι γεννημένα για την πτώση
είναι το ύψος που σ’ αρπάζει
-βάλε τα όνειρα σε νύχτα ζωντανή
βάλε τα όνειρα στο μέτωπο-
Ύστερα, τρύπωσαν και δάκρυα
μικρές αιμάτινες πτώσεις
στο δρόμο πέντε παρά κάτι
Πού είναι το αγόρι;
Μόνη ακούω στο θέατρο την απουσία του
Πού είναι το αγόρι;
Όλοι Απόντες…

ΔΕ ΜΕ ΒΟΗΘΑΝΕ ΠΙΑ ΤΑ ΛΟΓΙΑ

Θαρρώ πως δε με βοηθάνε πια τα λόγια
να μαντεύω τον καιρό
Δεν ακούω μήτε τη φωνή μου
μήτε των ήλιων που παλεύαμε στις πλαγιές να γεννήσουν
μήλα. Τοπία πάνε κι έρχονται άσκοπα
στα βουνά και τα δίκια που γυρέψαμε τάχα να κρατήσουν
τον καιρό ανοιχτό, ανατολικά και αριστερότερα
βουρκόνερα σαπίζοντας τη βλάστηση. Τελευταία φορά
που ξάπλωσα σιγανά
κουβεντιάζοντας για τη θάλασσα, τ’ αγριόχορτα,
τελευταία φορά σ’ ένα χωμάτινο λιθάρι, που γίνηκε αίμα
πίσω απ’ τον άγκωνα πολέμου

ΕΝΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΠΕΘΑΝΕ

Βραδιάζει στα πολύχρωμα ποιήματα
και τα λεπτά δάχτυλα που σκαρφάλωναν ανεπαίσθητα
μελισσοφάγους έρωτες από το στήθος της ψυχής
-παράφοροι έρωτες-
θα λιώσουν δίχως όπλο για τη λησμονιά
Ένας ποιητής πέθανε
Που οι φίλοι, οι γνωστοί σαν από καιρό κρέμασαν
σε κλειστό παράθυρο να ξημερώνει τις φαντασίες του
Που θα μπορούσε να φυτέψει
και στο θάνατο λησμονιά

ΖΟΖΕΤ ΑΘΩΟ ΜΑΥΡΟ (2008)

ΑΠΕΛΠΙΔΑ ΒΡΕΦΗ

I.
Μήνες τώρα
βλέπω μιαν άγνωστη μάνα
να διασχίζει την αυλή της φυλακής
στάζοντας του καρπού της βρέφη
Κλειστή από φεγγάρι η φυλακή μου
κι όμως κινώντας φλέβα έρχεται
από την πύλη των φρουρών
και ανεβάζει κίτρινα πουλιά
Την ακούω
σαν τα φανάρια που μπαίνουν κρυφά
στον πάγο αυτής της φυλακής
κι ανοίγει νοσταλγίες στα κελιά
και με κοιτάζει στους βοστρύχους λέγοντας:
ξανάρθα, γιόκα μου,
ξανάρθα
Δεν μπορεί,
αυτή η άγνωστη πια σ’ όλους από χρόνια
δεν είναι για μένα εδώ
στα γόνατα εκλιπαρούσα
δεν είναι
σας παρακαλώ
Αχ Μάνα γερασμένη,
με πόσο θρήνο δάκρυα καυτά
η μνήμη να σβηστεί

ΕΓΩ ΚΙ ΟΙ ΠΕΤΡΕΣ

Όλη μέρα παίζω με το σπίτι
Κάθομαι στην απαλή ζέστη του
και κυλώ τις πέτρες
που συγκρατούν τους τοίχους
Οι τοίχοι
έχουν παιδιάστικες πέτρες
που τους αρέσει να ταλαντεύονται
με το παράθυρο ανοιχτό.
Καμιά φορά έχω την αίσθηση
ότι τρυπώνουν βαθιά στο μυαλό μου
και με ρωτούν ποια είμαι
Αυτή η ταλάντευση
δεν έχει τελειωμό
Κάποτε τέντωσα το παράθυρο
και τις ακούμπησα στην πάνω ελευθερία
με τρία σύμφωνα από τη δύναμή μου
Ο άνεμος γέμισε πέτρες
κι ας ήταν η πόλη ανηφορική
Κοίταξα ψηλά
τον τοίχο που κουνιόταν
Ο τοίχος άσπρος
κι εγώ αποκοιμήθηκα
δίχως κενά τριγύρω 
***
Έχω πολλές πέτρες
Συνήθως τις φορώ προτού ξαπλώσω
και κλείνω τις αιμορραγίες
στα πέτρινα πατώματα
Έχω και μετρημένες ανεικόνιστες
που ανεβαίνουν λοξά όλη νύχτα
με πρόσωπο καλυμμένο
στην πλάτη
Εξόντωση τις ονομάζω
Για τους πολλούς νεκρούς
μέσα μου που ξυπνούνε
***
Καμιά φορά κουλουριάζομαι στο σπίτι
και κατεβάζω τους τοίχους
τον ένα μετά τον άλλον
με δυνατούς προβολείς
Καταπίνω τη μισοφωτισμένη σκόνη
κι έπειτα μ’ ένα τίναγμα
ανοίγω τον ανεμοθώρακα
και ρέω τις διαφάνειες μιας λήθης
Μεταμορφώνομαι σιγά σιγά
ξέρεις
διαμπερής αθωότητα
και γεμίζω τα κενά στο σπίτι
Αν σταματούσα
και μεγάλωνα στους τοίχους
το βλέφαρο που αποσφραγίζει το μηδέν
το σπίτι μισοτελειωμένο θα πνιγόταν
μ’ ένα τεράστιο κενό αγρύπνιας
***
Εγώ και οι πέτρες,
σ’ αυτό
ή σ’ άλλο σπίτι αδειανό
συγκατοικούμε χρόνια
εις τ’ όνομα του αρραβώνα μας
κι ακόμα
η μνήμη,
που ουρλιάζει λοξά του κρεβατιού
σε ποιο θεό να σε γυρέψει
Πού ξέρεις,
μπορεί με τον καιρό
τα σκόρπια μέλη μας
να ενωθούν με έρωτα
***
Συλλογιέμαι, τι ψάχνω άραγε
ραμφίζοντας τους τοίχους
με τα χειροποίητα συμπτώματα της αμαρτίας
και τις άσωτες ασυνέπειες της ύλης
που βλασφημούν του χρόνου την αιωνιότητα
Πράγματι, τι γυρεύω
ανοίγοντας τα πάθια τους
που άλλοτε αδειάζουν
ολάνοιχτο το ευαγγέλιο στο δέρμα
και άλλοτε αοριστία του θανάτου στο σταυρό
Εγώ, μια λέξη νήστις
στις κλειδώσεις του νερού
πώς να ξεριζώσω με απλά σκαψίματα
των τοίχων την παραφροσύνη…

ΕΠΤΑ ΑΠΕΙΛΕΣ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ

1.
Τον ακολούθησε κατά κάποιον τρόπο
ως το αίτιον της σκιάς
αλλάζοντας του σώματος
την αγωνία
Τον ακολούθησε ολάκερη ως το σημείο
των φοβουμένων την αγάπη
η κόρη απ το μόχθο των αγίων
που σώμα για το θάνατο
δεν εζωγράφισε στους τοίχους
Τον ακολούθησε
ως δωδεκάτειχη σάρκα
αλλ’ όμως έτρεμεν η όραση
από τον τρόπο που τα τρυφερά της μέλη
συντρίβονταν στο μοβ
Επτά οι φλέβες που υπέκυψαν
Επτά κι οι απειλές
από το νόημα της ύλης
2
Άνθιζαν οικειότητα οι κτύποι
στο ενδόμυχο Άλφα
Τους ένιωθες να πατούν με τις ώρες
στην αναπνοή
και να ροδώνουν του βραδιού τους οίνους
Και οι κραυγές απ’ τις κραυγές μου
να τρίζουν άγριο κοντσέρτο εντός
κι εγώ να πίνομαι ως το αίμα της σπονδής
σβήνοντας το λευκό της θλίψης
Αχ, αθώα μου γραπτή σιγή
που ξύπνησες με πρόκληση στα λόγια
πάρε τα χείλη της αγάπης
να πούμε ψέμα στους θεούς

ΑΧ, ΔΕΝΤΡΟ ΜΟΥ

Πάντα σε φανταζόμουν
να μεταμορφώνεσαι σε δέντρο
λίγο πριν φέξει
Να εφάπτεσαι κάτω απ’ το δέρμα
μ’ εκείνη την ανταύγεια της τέχνης
και να μιλάς στων πόλεων
την αστική συνήθεια
Βέβαια το ξέρω
πως τα συναισθήματά σου εγκλωβίζονται
στις εισόδους της πόλης
κι η προσευχή σου
κινείται αργά και παγωμένη
στα αδιέξοδα των τοίχων
Ακόμα και τώρα
που δεν υπάρχουν άνθρωποι
να στηρίζονται στα δέντρα
κατά κάποιον τρόπο σε φαντάζομαι
να υπερβαίνεις τα όρια στα μάτια τους
και ν’ αλλάζεις τη γεύση που τα ναρκώνει
με ρίζες απ’ τις λέξεις σου
***
Το ταξίδι κατάκαιε τώρα το καράβι
Με σπάραχνα, όπως οι άνθρωποι
άνοιξε τον αέρα
και φύσηξε το αίμα ηδυόνειρο
στα σπέρματα των ημερών
και γέννησε μακριά και μακρύτερα
ελάφια που ’τρεχαν
και γέννησε αστραπές
που ’διναν όλη τους την αγάπη στο νερό
και ρίζες πράσινες της μοίρας
στα ποταμίσια του μαλλιά
Αγγελικό μου ταξίδι!
Τώρα που ο αέρας πάλλει
όλο πηγαίνω
πηγαίνω
ώσπου ν’ αδειάσω με συγχώρεση
το βάρος στο νερό

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΜΙΑΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

α.
Η μέρα τελείωνε στην αφή της ακρόπολης
κλαίγοντας σαν αμαρτία
Τόσο χρυσάφι λουλουδιασμένο
να βυθιστεί στην ταπείνωση
και στο δρόμο
ένα φεγγάρι βουνίσιο
που αγριεύει από ψηλά τα κάστρα
Φτωχά τρίφτωχα κάστρα
με την πλάτη
δυο τρία μέτρα φυλακή έξω από τη θάλασσα
και μπόλικο νερό στην πανάρχαια σκάλα
της περηφάνιας
Κι αυτός ο ήχος του άλλοτε
που πότιζε τον ιδρώτα φιλότητα
και πλούτιζε το πάθος της φυλής
τις μήτρες μεγεθύνει δυο φορές
με τον αέρα που μισεί τις θύμησες
και φτιάχνει στήθη με το Δεν
Γι’ αυτό και φούντωσε άγριο το σούρουπο
στα πέντε κάστρα των Ελλήνων
και εξελίσσεται σε κίνδυνο
καθώς βάφει μ’ αλάτι μονόφθαλμο το χώμα
και ξηλώνει τις ηλιόλουστες πέτρες των ονείρων
Έχουμε βέβαια παρηγοριά τη θάλασσα
που καρπίζει τα μάτια
με θεούς
και τα χείλη μ’ Αγγέλους τ’ Απρίλη
Μέρα και νύχτα δε λυγίζει
κι ας βρέχεται στα σωθικά της
από φεγγάρι των νεφών
β.
Και ήρθαν κάποτε τόσοι νεκροί
μέσα απ’ τους αιώνες
να ζητήσουν τους όρκους που δώσαμε
και δεν κρατήσαμε
Και ήρθαν άνεμοι λαβωματιές
από την ανοιχτή παλάμη του χεριού
-τόσοι γυναίκες άντρες
π’ αναστήθηκαν-
κι η θάλασσα
μια μαύρη λάσπη
εμπόριο για την ψυχή που χτίσαμε
Κάποτε
σύρθηκαν τόσοι νεκροί
στην επίσημη πρόσοψη του σπιτιού μας
και ψάλλανε για την ακρίβεια
εφτά σκοπούς
Και ήταν τότε
που νιώσαμε το κρύο απερίγραπτο
στο πρόσωπο της μνήμης
Όχι γιατί αρχίναγε η θυσία
των νεκρών
Παρά γιατί η μνήμη μια αποτυχία
να δώσει πρόσωπο στη μνήμη
γ.
Και τίποτα δεν έμενε
να θυμίζει τα μάτια των κοριτσιών
που σχεδίασαν τα βουνά ένα ένα
μες στη χλόη
και τα ρυάκια
με τη φωνή τους
Τίποτα και στα χέρια των δέντρων
που φυτεύτηκαν από αγκαλιές νηπίων
σ’ αυτούς τους τόπους
για να κλείσουν τη βαθιά
ανάσα των ψυχών
Αριστερά
πάνω στο γέλιο του παράθυρου
να διαλύεται ένα φεγγάρι τρομαγμένο
προς τη λευκή σκόνη της μοναξιάς
κι ένα φιλί βαθύτερα
να ψιθυρίζει στα μαλλιά σου
για τα προσχήματα
που μετακίνησαν τον ουρανό

ΑΛΛΟΚΟΤΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ

I.
Εκείνη τη νύχτα
που δεν υπήρχε στάλα φεγγάρι
να κρατηθείς
έσταξε το σκοτάδι εγκαύματα
Γύρω η μαύρη γη ν’ ανατριχιάζει με το πάτημα
κι ύστερα πέτρες που μετατοπίζανε τον ήχο
κι ύστερα φόβος και σιωπή
κι εγώ να κρυώνω βυθισμένη
σε τόσες καταχνιές
Κρυώνεις κι εσύ
πηχτό Σκοτάδι, φώναξα,
που στάλαξες την αγωνία στη φωνή;
Κρυώνεις κι εσύ Άγγελε θανατερέ
που στάλαξες μια θλίψη
κι ανατριχιάζει η ψυχή;
Εκείνη τη νύχτα
όλο πάθος ούρλιαζα:
νύχτα, νύχτα, νύχτα
μήτε λουλούδι για νεκρό
ξανά δε σου χαρίζω…

Ο ΧΑΛ, Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Όλο χαμήλωνες τα μάτια εντός
και άνοιγες
τι δρόμους θε μου
μ’ ένα μαχαίρι γράμματα
Κι αναρωτιόσουν:
αν σχίσω το δικό μου στήθος
θα μ’ αγαπήσεις ύστερα σιωπή
ακέραιο στη μοναξιά μου;
Όλο χαμήλωνες τα μάτια
χανόσουν
και λέγαμε:
θα σωθεί, δεν μπορεί
πάντα η ψυχή από τη μοναξιά της σώνεται
Κι έπειτα
εσύ γυρνούσες με το φευγάτο της σαρκός
και φώναξες μέσα στο πνεύμα:
κλείστε τα τζάμια
ω άνθρωποι
ξόδι θεού τα μάτια
***
Ο Χαλ! Σπέρμα του χρόνου
που έκαιγε τα αινίγματα με φως
Μονάχα στα ποιήματα υπάρχω,
μου ‘λεγε,
μονάχα
μες στη μνήμη του φωτός!
***
Ω, έτσι ταξίδευε ο Χαλ,
μονάχος ολομόναχος δάγκωνε τον αέρα
κι ο ήλιος έσκυβε
μες στο κορμί του να χωθεί
Ω, έτσι τον έφεραν στη γη τα πόδια του
έτσι και στην αυγή της απουσίας
***

Στον Μίλτο Σαχτούρη

Πολλά βράδια ερχόταν σιγά
στη μεγάλη εξώπορτα
τακ τακ τακ
κι άρπαζε απ’ το τασάκι μου
ένα τσιγάρο
κι έλεγε:
αυτό θα κάψει ζωντανούς
και γελούσε σαν τρελός
και γέμιζε τα σεντόνια μου
μελάνι
τους τοίχους με ποιήματα
Μου μιλούσε τότε
καθώς μ’ έπιανε στο χέρι
για βαπόρια
και ναύτες
για τις τωρινές άδειες θάλασσες
και το μικρό πουλί
που κελαηδούσε στο μπαλκόνι του
αλλά στα μαντίλια του κάτι άσπριζε από μέσα
και μου πάγωνε την καρδιά…

ούτε που ξαναφάνηκε
η τελευταία του διεύθυνση…

Στον Αλέξη Τραϊανό

Κρύφτηκε το φεγγάρι
κι ούτε μια λέξη
για σένα
εδώ κάτω
ακούς;
ούτε μια λέξη
μισοσβησμένη
σε τούτη την πολιτεία
με τα βαθιά υπόγεια
και τα μπορντέλα
χτες
αυτοκτόνησες…
επνίγηκαν
ακόμα
κι οι κουβέντες σου
μες στις φτυσιές

8-6-2007 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Το φως γυάλιζε
πάνω στα φορέματα των ηθοποιών
και στα σώματα
που είχαν το σχήμα των γεφυριών
και μ’ έκαναν όλο να γελάω και να κλαίω
Τα σώματα
όλα λογισμένα απ’ το πάθος
όλα μελαγχολικά κι ελεύθερα
να βγαίνουν στα σκαλοπάτια της σκηνής
με τα μπράτσα
κι οι ίσκιοι ξετρελαμένοι
ανάμεσα στη γραμμή ελευθερίας
και στη φυλακή της τσέπης μας
Ήταν τα κορμιά πάνω στη σκηνή
που ξέχναγαν τα χέρια
και τα πόδια
κι έκοβαν το σκοτάδι μ’ ένα βιολί
κι εγώ
με τα κλάματα στη νύχτα
της μεταμόρφωσης
εγώ αδέξια
και γερτή
να σκοντάφτω στα χλιαρά μου χέρια

ZOZET

Κατά το χάραμα ξαναγύρισα
επάνω στο τραπέζι
εγώ η Ζοζέτ, που πάντα αποκοιμιέμαι
με το βάρος ενός μεγάλου άνεμου
στο ξύλινο σώμα
και με το θλιβερότερο καρπό
στο ρόλο του προσώπου
ούτε καν ένα αντικείμενο ξεχασμένο
να με περιμένει
να προσποιηθεί πως γλείφει τα σκόρπια μου κόκαλα
να φορέσει έστω το χρώμα μου
το κεντημένο με τη λέρα ετών
να διακοσμήσει κάποια του γωνιά
Ένας γύρος
και ξαναγύρισα εδώ κοκκινωπή
στο τραπέζι με το τέλειο σχήμα των τιποτένιων πραγμάτων
και δεν έχω πια ύπνο
στη μυρωδιά της πατούσας μου
στ’ αλήθεια είμαι η Ζοζέτ
ν’ αφήσω ίχνη
κι αλλάζω θέση στο τραπέζι
και παρακολουθώ όλη νύχτα κάποιον
που ίσως καθόταν δίπλα του
ναι, ναι
ίσως κάποιο φυτό δηλητηριασμένο
π’ αναρριχάται τον ύπνο μου που δεν ήρθε
να ξυπνήσει
το τραπέζι είναι ωραίο μέρος
έστω κανέναν δεν πειράζει
αχ η επιθυμία μου κάθε βράδυ
να με ξαναπιεί
να στραγγίσει μέσα μου
το παιδί που πέθανε και βρέθηκε λειψό
κάτω από τη σάρκα της Ζοζέτ
II.
Θα πουλήσω μια διαμονή
στις καθημερινές συνήθειες
την πιο βαθιά εξορία
στων ημερών μου τη σάρκα
Θα φορέσω
και τ’ άσπρο μου λινό
εκείνο που χαϊδεύει την καρδιά
με δίχως δαχτυλίδια
και θα κατέβω στα σταυροδρόμια του πλήθους
που επινόησα
Ξέρω πως η Ζοζέτ
σιγανόφωνα θα με δεχτεί στα γεύματα
χωρίς να μου ζητά μια σάρκα αθωότερη
στο παιδικό μου πρόσωπο
το σφαγμένο 
Όμοια κι η ψυχή στο μάκρος του κορμιού της
γεμάτη μαστιγώματα παλιά
και υπογραφές από αγκώνες αρπαγμένους
Ω! Ναι, θα κατέβω πολύ κοντά
ως την άσπρη μου στιγμή
και θα καθίσω στα χείλη μου απάνω
μια αστιγμή
και κανείς θνητός τη γεύση της
δε θα μπορεί να σπάσει
III.
Ο αέρας
κινιόταν ύπουλα στο δωμάτιο
με τις δύο γυάλινες πόρτες
και τον άσπρο τοίχο
που χιόνιζε όλο το βράδυ
Έβλεπα την ανάσα του
ν’ αγγίξει τις λίγες κουβέντες
που αιωρούνταν
στο λυγισμένο χέρι της Ζοζέτ
Μπορεί να τη σκοτώσει, σκέφτηκα
Ο άντρας
που σηκώθηκε σαν αέρας
επιθυμιών
θα τη σκοτώσει
αν αγγίξει την καρδιά της

ΤΕΜΝΟΝΤΑΣ

Ανακαινίζω στα φωναχτά τελευταία
μια νύκτωρα αιώρηση με στεγανές διάρκειες
τέμνοντας ανελέητα το «Κ»
που λαγνεύει τη φθαρμένη μου αιτιότητα
και ουρλιάζω «αθεότης»
Βέβαια!
Λίγη αθεότητα χρειάζομαι στο κλειστό μου άζωτο
να βλέπω κι απ’ τις δύο όφεις
την οξυνόμενη δίεση
που με θνήσκει
Να αναπαύομαι με την αφή μου ως γυναίκα
κι οι χορωδιακοί παπάδες
να μην ακούγονται πως ψάλλουν
το οξυγόνο φαλλικά
Βέβαια,
ούτε ερώτηση αιφνίδια
δε θα σπουδάσω
απ’ τα μάτια σας
Ολισθηρή θα υπερβώ τα διάφωνα
π’ αναρριχήθηκα
Ύπαρξη στις αρθρώσεις μην ακούω

ΤΗΣ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑΣ

Ο δρόμος
άεργος έμοιαζε
να μπλέκει με τα χέρια
του θεού
Δρόμος μακρύς
στου σώματος το σώμα
να τον βλέπεις δίχως άνθρωπο
δίχως άγγελο μνηστήρα
από το αύριο της προφητείας
Κι ύστερα
το κορίτσι
ο μόνος θάνατος π’ άλλαζε τη φωνή
να βγαίνει συχνά στο χώμα
και να ζυγίζει την αγάπη
απ’ τις ανάγκες
των θεών
Όμορφο κορίτσι
των ανθρώπων
να τραγουδά τώρα μονάχη
με θάνατους κι αθόρυβους θεούς
και ποια φωνή της ταπεινώσεως
το αίμα της να σώσει;
Ατέλειωτος ο δρόμος στο κορμί
του κοριτσιού
Έρωτας
Θάνατος
Αμάρτημα

ΕΙΔΩΛΑ

Κάποτε
τρεις εποχές θα ψάλλω
περιζωσμένη πάγο
και φωτιά
κι απ’ τους θεούς
κύμβαλα χαλκοπάρια τ’ ανέμου
Η μια,
κόρη βαρύτονη του σώματος
με την οργή λυμένη
Η δεύτερη,
παρθένα ακροχορεύτρια
στ’ αριστερά κρατώντας μου τα νώτα
Κι η τρίτη
πιο κακότροπη
ίσως και πιο θλιμμένη
Γιατί σε τρέμω δαίμονα
τριγύρω μου φθινόπωρα
εσέ
αγροίκε άντρα 

ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ

Εσένα πώς σε λένε;
είπε η φωνή
κουβαλώντας ήλιο
από μαύρο αίμα
Πώς λεν τα μάτια σου
θάλασσα
ή φωτιά;
Πες μου αλήθεια
πώς σε λένε
νύχτα μου χθεσινή…

ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ

1.
Θα ‘πρεπε να ξεχύσουμε κάτι
στην κατάληξη του ποιήματος
Όχι βέβαια το άλφα
του άγιου θανάτου
που φουσκώνει και ξαναφουσκώνει τις φωτιές
και παίζουμε μελόδραμα
Ίσως κάτι ανάερο της τρυφερότητος
ανάμεσα στο άλφα και στο ρο
Θες με δική σου λεπτομέρεια
θες με δικό μου καταγόμενο
Όμως,
να λησμονήσουμε κατάληξη
τώρα που είμαστε
2.
Τώρα που το κορμί σου
δεν απέχει καθόλου από την ύλη
της δωροδοκίας
θα τάξω την άβυσσο στο παιγνίδι
Την ερωμένη άβυσσο της αποκάλυψης
δίχως τη μήτρα της να βγάλω
Αγάλλομαι, θυμήσου
όταν με δελεάζουν στο κορμί
δολοφονίες σπλαχνικές
Για το κακό του έρωτα αρκεί!
3
Να βγω στους δρόμους
με κυκλοφορία αίματος
προς όλες τις κατευθύνσεις
να βγω μια πολύωρη γυναίκα
κι εσύ που αγαπάς τόσο πολύ
τα πράγματα που ερωτεύεσαι
ν’ αποστηθίσεις πεταλούδας την αφή
Να βγω με σταγόνες έρωτα
στα γόνατα
να κατηφορίσουν πάνω μου
μεγάλες χηρείες της ζωής
και το χειρότερο
μία βαρύτητα
από το δαίμονα της νίκης
Αλήθεια, θα ‘θελα να βγω
έτσι ανάποδα
στα σκληρά σας πορνεία
δεν είναι παράξενο;
έτσι ανάποδα επάνω σας
τον έρωτα να ξεχειλώσω

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Όλες οι μνήμες πια θε να πάρουνε τέλος
Καθώς προβάλλουν όπου κοιμούμαι
και υποφέρω ανωφέλευτα
απ’ τη φρικτή μου ποίηση
Ας τελειώσουν και οι γλώσσες του φαντάσματος
Που νομίζουν πως είμαι η ίδια εγώ
και πλάγιασα μαζί τους με νωχέλεια
χαϊδεύοντας
το χνούδι του σκεπάσματος
Παράξενο που δεν το συλλογίστηκα
να χαμηλώσω ολοένα στο πλευρό μου
τίποτα
κι από κοντά του να περνώ γυναίκα
να χάσει πια το χρώμα της
η μνήμη,
πίνοντας νύχτα απ’ τη γυναίκα

ΑΟΡΑΤΑ ΤΟΠΙΑ (2007)


ΔΡΟΜΟΙ

I
Με καίνε οι δρόμοι
με τα ξερά τους όρια
που ξετυλίγονται
και ξετυλίγονται
σαν μακριές πεθαμένες ψυχές
και προσπαθούν τη γέννα μας να πιάσουν
και καταπίνουν τους λεπτούς μας ήχους
Πήρα μαζί μου
ένα δρόμο μια φορά
κι η πείνα του σαν προδοσία
ρουφούσε το λευκό τραγούδι μου
και η πρησμένη σκόνη του
κρύωνε τη ζωή μου
Καχεκτικοί δρόμοι
που θρέφετε τη γύμνια σας μ’ εμάς
Κατευθείαν στηθήκατε
στ’ αλώνι
και καρτερείτε
μέχρι να γίνει θρύψαλο
η γέννα που φυλάγω στο μυαλό
IΙΙ
Ω αγαπημένε μου,
αν έσφιξα στα χέρια μου τη νύχτα
είναι γιατί χάνομαι
ανάμεσα στους δρόμους
που τρέχουν στο μάγουλό μου
ωραία μπλε δάχτυλα
και ύπουλα χαϊδεύουν την καρδιά
Το ξέρω
πως τα γκρίζα δευτερόλεπτα
δεν έχουν στις αντανακλάσεις τους
λευκό
μα τόσοι ψίθυροι του πλήθους
έγιναν βάρος κι απειλή
μες στις σκληρές μου φλέβες
Δε με βαραίνει η νύχτα,
αγαπημένε μου,
και η κραυγή μου
που ξανάρθε πίσω
Ένας νεκρός που αναδίπλωσα
σε σχήμα ατιμώρητο
αυτός ανεβαίνει και κατεβαίνει
τις προσόψεις του σπιτιού μου
και με το βάρος του
λερώνει τις κραυγές μου
IV
Πάνω στο δρόμο
οι δυο σου μνήμες
κρεμασμένες από λυγμό
και από θάλασσα
και τα χέρια σου
που τρίζουν υπόκωφα
ψάχνοντας για ένα χρώμα
για μια λέξη
για ένα κάτι
ετούτα τα χέρια που αφέθηκαν να φθαρούν
φτιάχνοντας τόνους σάρκας ακόρεστης
V
Χτες βράδυ
τι γέλιο πέταξα ψηλά
στην καρδιά των μαύρων δρόμων
που παγιδέψανε τη γη
Η τήβεννός μου αμολημένη
αγγέλους έβρεχε τρελούς
το ίδιο κι η μαντίλα μου
στοιχειώνοντας σοκάκια και θεούς
Χτες βράδυ
μες στης νυχτός τα σάπια
με παράχωσα
λεκιάζοντας στο μάκρος
το κορμί της
με αίμα απ’ το γέλιο μου

ΑΟΡΑΤΑ ΤΟΠΙΑ

I
Μια κηλίδα με κουκούλα ήταν
που αποτύπωσε η μηχανή μου
εκεί στη στροφή της οδού Ακαδημίας…
Βρισκόμουν πολύ κοντά της
και μου ’δώσε την ιδέα
να τη μεγαλώσω δοκιμαστικά
εγώ μία ασήμαντη φωτογράφος
σαν πόρνη να ψάξω την άλλη πλευρά
να μαντέψω που έκρυβε το φόβο
Κείνη την ώρα έτρεμα θαρρώ
ωστόσο οι φλέβες μου σκληρές πάλλονταν
και ξεγύμνωναν τις ράφτρες
που φιλούσαν κοιλιές
και σκαρφάλωναν στα ραβασάκια
που έμπαιναν στις εκκλησιές
κι έβαζαν υποψηφιότητα
να ονοματίσουν της μάγισσας τα πανιά
που έδεσαν τα μάγια στο εσωτερικό
Κι ήμουν παρακινημένη
από μια ιδέα μέγιστης αλήθειας
καθώς κύλησα μέσα στην ύφανσή της
και πλησίασα το θρέμμα της
Τι σκηνικό!!!
Εγώ και τα μαλλιά μου
στριμωγμένα λίγο
στο μαύρο λάφυρο
να ονοματίζουμε στη διαπασών
την πανούργα καπέλου
και η κηλίδα σκόρπια κάτω απ’ το τραπέζι
να χειροκροτεί την τιμή που πουλήθηκε
στην ώρα του αθεϊσμού
ΙΙ
Η ώρα ήτανε για δαίμονες
λένε,
που σφάζουν με τα χέρια
την κηδεία του θεού
όταν το κορμί της γυναίκας πύκνωσε
τον αέρα
με την αγγιγμένη της σινδόνη
όταν μες στην ανάγκη του
ξετυλιγμένη χύθηκε
κι ο τόπος γέμισε
της ήβης της το μαύρο
και μολεμένα σωθικά
Έτσι
ξανά
στα χέρια του
ανέβηκε
ο θάνατος

ΜΕ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΕΡΩΤΑ

I
Είναι πολύ πιθανό
αν συνεχίσεις να μου μιλάς
σαν μια ολοζώντανη αγαπημένη
θα τυλίξω το κορμί μου
στα όνειρά σου
να γίνω της νύχτας σου καρπός
Θα μεταμορφωθώ κι εγώ
σε κοχύλι
να τρυπώ τους κακοήθεις ασβεστόλιθους
με έρωτα
και έρωτα
Είναι πιθανό
να φτάσω με ακρίβεια
ως το τέλος
αναβιώνοντας
μέρες
νύχτες
όνειρα
με έρωτα
και έρωτα
Κι η μια φούχτα άμμος
που θα σταματά
σε μάκρη
και σε πλάτη
με την καρδιά σου που χτυπά
μέσα σε όμορφη γυναίκα
ανώφελους θησαυρούς θα φυλά
γιατί ο έρωτας μας
με άλλο χρόνο θα εκφράζεται…
Αν συνεχίσεις
να μιλάς
με έρωτα
και έρωτα…
IV
Μ’ αρέσεις
έτσι ακριβώς
π’ ανεβαίνεις σιγά σιγά
με την ιδανική ομορφιά σου
στα μύρια της γης
έτσι ακριβώς
αόρατε άνεμε
όταν ψάχνεις
μες στην ανάσα του κόσμου
να με βρεις
Ω!!!
Αληθινά σου λέγω
μ’ αρέσεις
έτσι που γίνεσαι
σιωπή
μέσα στο σμάλτο
των ονείρων μου
V
Αλλά εγώ θα σβήσω
τη δίψα μου
σε μια σταγόνα σου
βροχής
έρωτά μου
θα με ταξιδέψω
με τη φωνή σου
στα πέλαγα
ολόκληρη θα με χτίσω
με την κραυγή
της γέννησής σου
τη μοίρα μου
γυμνή θα περπατήσω
σε πορφυρή χαρά
ετούτη τη φωτιά σου
δοκιμάζοντας…

Ο ΑΤΙΜΩΡΗΤΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ

I
Τι με ρωτάς, ω Κύριε,
για τη ματωμένη πολιτεία του Μάλντερ
για το κάθε σταυροδρόμι που προβάλλει δισταχτικά
γεμάτο σκούρες κηλίδες
για τους κακούς ανέμους
που ήρπαγαν τ’ αγαθά της
Ομίχλη παγερή δοκιμασίας η νέα βλάστηση
ενώ εμείς πίνουμε και γευόμαστε
πικρούς καρπούς στα χείλη
και όστια απ’ του θάνατου το σώμα
Τι με ρωτάς για τα σύννεφα
που κυλούνε τα δάκρυά μας
και σέρνουν φθόνους πίσω απ’ τα νερά
και τις κλειστές γροθιές
παράτολμα στο φως
Ω Κύριε,
οι πεθαμένοι δύσκολα ανασαίνουν εδώ
με τον άγγελο ατιμώρητο
που ’κόψε με δρεπάνι σκουριασμένο
τα βλαστάρια,
σαν αμαρτίες τάχα για τη σωτηρία μας
Αν είχε τη μοίρα του ανθρώπινη
θα τον είχαμε συγχωρήσει
Κύριε,
θα λησμονούσαμε τη χάλκινη καμπάνα
Αλλά μεταμορφωμένος παραμόνευε
να μη βλέπουμε
να μην ακούμε
και γύρισε του τάφου τη σειρά
Και σαν έπαιρνε τη μεγάλη στροφή
της αρνησιάς οι προφητείες
το δαίμονα ξαναγέννησαν
IV
Τυλιγμένοι τη νύχτα, το σκοτάδι
ας παίξουμε, άγγελε.
Ας παίξουμε σταυρούς
και κρεμάλες
και τον ίδιο το θεά
στη φωνή
ίσως και μια ανάσταση
έτσι ταπεινά
σε διδαχή καινούρια καρτερίας.
Ας παίξουμε,
άγγελε ατιμώρητε,
προτού η αστραπή
το δαίμονα στο πρόσωπό σου αποκαλύψει

ΕΤΩΝ ΔΕΚΑΤΡΙΩΝ

A’
Τα σημάδια στην κορνίζα
σκέπαζαν παντού τα ρίγη
από οίκτο σταύρωναν τους δυο μαστούς
και κλείδωναν στο εσωτερικό
τον ορίζοντα των διαρροών
δεν έμενε τίποτα από το μηρό της
παρά μια αρωματισμένη ντροπή
στα σεντόνια
κι οι καταμετρημένοι έρωτες
να διευρύνουν
το σκορπισμένο φόρεμα,
Ετών Δεκατριών
όμως η έβδομη εικόνα της
αυτή που προκάλεσε την οργή της φαντασίας
είχε διπλασιαστεί στων λουλουδιών
το πουδραρισμένο λευκό

ΠΕΡΙΦΡΑΓΜΕΝΗ ΜΟΝΑΞΙΑ

Η κάμαρη χλιαρή
μα ο πίνακας μισανοιγμένος
χρωμάτιζε την περιφραγμένη μοναξιά
μ’ ένα κόκκινο παντού
το κρεβάτι απέναντι
με την τύψη στο κέντρο
το τραπέζι
το τυλιγμένο με κουρέλια
την μπολιασμένη
μ’ ανατριχιάσματα ξεθωριασμένα νύχτα
Ποτέ τόσο πολύπλοκο κόκκινο
δεν εκρεμάστηκε σε τοίχο
φουντώνοντας τη δίψα
στις ρωγμές…
ποτέ τόσο γεμάτο χρώμα
στα μάτια μίας πόρνης…

Η ΕΝΑΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ

Αίφνης
εκεί στη δύση
επόθησα
την όρασή μου να θυσιάσω
βρεγμένος από σπέρμα
έφηβης πορφύρας
Εκεί στ’ ολίγον του γκρεμού
ωσάν πόθος νηπίου
να γείρω
να χυθώ
να πριονίσω τους πυθμένες
και τις σταγόνες που μοιρολογούνε
στην άκρη της οδύνης
Ω Αγαπημένη των λόφων,
άλλαξα φως
στο πρόσωπό μου
και ανεβαίνω το ζωγραφισμένο άπειρο
πιο πέρα
ως την αιμάτινη καμπύλη σου
Επάνω σου γράφομαι
ως άσημος ποιητής
τον αθωότερο πόθο μου
στο σώμα σου γλιστρώ
πυρπολημένο με φυτρώνω
μες στη δική σου ύλη

ΣΑΝ ΠΡΑΞΗ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ

Ένας μακρύς διάδρομος
με άγαρμπη οροφή
οι τοίχοι φαγωμένοι απ’ το σκόρο
και το δέρμα που στριφογυρνά
ανεβοκατεβαίνει τους τέσσερις τοίχους
σπρώχνεται πάνω στην πόρτα
-μια σκούρα δαχτυλιά-
και παχύρρευστο αρχίζει να χύνεται
πίσω από την κλειδαρότρυπα
Αγωνίζομαι
-σαν μια πράξη τελευταία-
την πόρτα ν’ ανοίξω
μα βρίσκομαι κιόλας κλειδωμένη μέσα μου
και κάποιος
το γυμνό μου φόρεμα
πάνω στο πέρασμα π’ απότυχα σηκώνει
Έτσι το είδα
για πρώτη φορά
να φουσκώνει ορθάνοιχτο
κρεμασμένο
φανερώνοντας πως εγώ απομακρύνθηκα
από τις σκόνες που το δαγκώνουν 

ΑΚΡΙΒΟΘΩΡΗΤΟ ΤΟΠΙΟ ΜΟΥ

Τι χρώμα να ’χεις άραγε
στη φωνή
όταν στάζεις φεγγάρια
στη φαντασία των δέντρων
και αρραβώνα με τον ήλιο
Χρόνους μακραίνω την προσμονή μου
και με γδέρνουν οι βράχοι
κάθετοι
στήνοντας πέρασμα
μα στης κορφής σου τη στοργή
τα μάτια μου δε φτάνω
Τι χρώμα να ’χεις άραγε
στα χέρια
όταν στάζεις ελεημοσύνες
στις σιωπές
κι όλες τις ηδονές σου στα φαράγγια;
Ακριβοθώρητο τοπίο μου
έτσι που στέριωσες τις πλάτες σου
στο χέρι των θεών
πως να σε φτάσει
τ’ ανθρώπινό μου ριζικό…

ΠΑΡΑΧΑΡΑΚΤΕΣ

Μια μέρα
τούτη η θάλασσα θα μιλήσει
με το σωστό της χρώμα…
θα μιλήσει παραβλέποντας
συνήθειες
τόπο
χρόνο
ξαφνικά αποκαλύπτοντας
παραχαράκτες
που πλένουν τις ελλείψεις τους
με παραγράφους
από τη χάση του φεγγαριού
και γεμίζουν κυκλικές συφορές
τα βήματά της
Μια μέρα
κάθε σταγόνα της θα ξοδεύει
στα φύλλα των βιβλίων
το θάνατό τους να πιστοποιεί
τις σκουριασμένες φλέβες τους
αδειάζοντας
μέσα σε υπονόμους
Ω!Η Ναι… Μια μέρα παραχαράκτες
από το ίδιο σας καρφί
θα κρεμαστείτε…

Η ΩΡΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΩΝ

I
Όλοι φυτεύανε δέντρα.
Με τα δάχτυλα ψηλαφούσανε τη γη
και μοιράζανε χιλιάδες ρίζες
με φύλλα πράσινα
και άσπρους κλώνους
Δεν ξέρω αν είχαν και του νερού τη δύναμη
στις ρίζες γαντζωμένη
εμένα με γήτευε
που θρέφανε τη γη με δέντρα κύκλους
με γήτευε π’ έσκαβαν με τα νύχια
άλλες φορές ως το νύχτωμα
Στο μεταξύ εσύ
αφουγκραζόσουν ως εκεί που έφταναν τα χέρια τους
κι έσφιγγες στην παλάμη με χτυποκάρδι
κάτι φωτογραφίες κιτρινισμένες
Έσφιγγες και τις ρίζες
μέσα στην ίδια την καρδιά τους
γιατί δεν άντεχες τα δέντρα ζωντανά
Εσύ
που δεν μπόρεσες να φυτρώσεις
ούτ’ ένα χέρι
στο νερό
IV
Το ’θελε να φύγει
κι εγώ επίσης σκεφτόμουν
Να με χωρίσω
από τον τόπο της κόλασης
γιατί απόκαμα να χασομεράω
οτων ημερών του την τρέλα
Το ’θελες να φύγεις
κι εγώ επίσης σου φώναξα
Ω!Π Πόσο γρήγορα ακούω
άλλων περιστεριών τον ήχο

ΣΥΜΒΑΝΤΑ

Ι
Δικές μου όλες οι βροντές, τους είπα.
Δική μου και η φωτιά,
που καπνίζει σχεδιασμένη από αδάκρυτο βλέμμα.
Να τελειώνουμε,
αφού ο βρομερός σανιδότοιχος
βιδώθηκε για πάντα στην πόρτα του νοτιά
Ω τρέμουλα των παντζουριών, μη φοβάστε!
Η μοίρα σας απόξω διπλομετρημένη
όπως κι οι ώρες των αστείων
Ανάμεσά μας κοιμήθηκε ο προθάνατος,
το ‘νιωσα
από τον όγκο του αέρα.
Αγκάλιασε την πόρτα μας
σε όλες τις αισθήσεις
δεν ακούτε το κραυγαλέο φευγιό
στο αίμα και τις φλέβες της;
Ω, ας τελειώνουμε
ας πάψουμε τις πόρτες
στα σχήματα
στα λόγια
ας ανοίξουμε τα παραθύρια
προς ανατολάς
Ας περάσουμε τις τελευταίες λέξεις
αυτού του πνεύματος
μία γραμμή πιο πέρα
από τους σανιδότοιχους

2007 ΑΟΡΑΤΑ ΤΟΠΙΑ ΦΩΤΟΣ ΚΑΙ ΣΚΙΑΣ
(Ζωγραφική Άννα Κανατά)

Σφυρίζουν σταυρωμένα τα χρώματα
σε μια νύχτα αλλόκοτη
που τα δάχτυλα ζυγίζονται σαν άγγελοι
ως απάνω στο στήθος
τη μνήμη σου να ζωγραφίσουν
Ανοίγουν
διπλώνονται κι ανοίγουν
και μακραίνουν
κι εδώ με βρίσκουν
εδώ μ’ αφήνουν να μαλώνω με το μαύρο 
Σφυρίζουν γύρω μου κι οι φλόγες
οι κόκκινες ακολουθώντας
την ψυχή
οι κόκκινες
φορές μου καίγοντας το χρώμα
Και πως να σε ζωγραφίσω
με γυμνό σπαθί
που βρέχεις ήχο ελαφιού
στα μυστικά σου ύψη
και στο νερό
ανοιχτό γέλιου το παράθυρο;
Πως μεσοφέγγαρο
που ανεβοκατεβαίνεις κύκλο
το σώμα σου
στο μοβ
πως να σε αναγγείλω στη ματιά
θάνατο
πόνο
ή αγάπη;
Πες μου
νερό ζωγραφισμένο
στα δάχτυλα τα χρώματα
πως να μετρήσω;
Untitled.FR12 - 0002

***

Μας μετρούσε όλους
ξανά και ξανά απ’ την αρχή
με μια λάμψη στα μάτια
βλέποντας πως λείπει δέντρο ένα
Μας μετρούσε δέντρα πολλά
δέντρα για το χειμώνα
και για τις ώρες που γελάς
δέντρα που κοιμούνταν στην άμμο
που μιλούσαν
που διάβαζαν
που ………. δεν έχει σημασία τι
αλλά μας έβλεπε και μας μετρούσε
και στο χλωμό της πρόσωπο, το φοβισμένο
φώναζε η στιγμή:
Έφυγε… το δέντρο το δικό μου λείπει…
Έλειπε δέντρο Ένα…
Untitled.FR12

***

Ω! Άγγελε των Αγγέλων
που πληθαίνεις τον καιρό των φύλλων
με άνεμους ελευθερίες
και όρκους απ’ τον ήλιο
Εδώ που η νύχτα άνεμος πνέει στο σώμα
και τ’ άνθη μυρίζουν χώμα
και μεγάλες σκιές
εδώ
στ’ ανθρώπινα στάξε
τον ήλιο ανθισμένο
Εδώ
στα τέρματα της ψυχής
σαν την πηγή κοιμήσου
κι είμαι θνητός
που μοιάζει των αγγέλων
Untitled.FR12 - 0003

***

Όλη νύχτα
πάλευε με τ’ αλάτι των χεριών του
να δέσει τις πληγές
Τα χέρια του
ανεστραμμένα
να γελούν πολύ μες στις πληγές
κι οι ήχοι
να γεμίζουν αίμα
Τι μοναξιά, τι μοναξιά!
Η νύχτα γέμισε ρωγμές
κι απάνω τους
δυο χέρια σταυρωμένα
Untitled.FR12 - 0004

***

Ύστερα το φεγγάρι ξέφυγε
από τη νύχτα
και γαντζώθηκε στο πρόσωπο
της γυναίκας
μεταμορφώνοντας τα μάτια της σε κίνδυνο
Έτσι,
προτού να γεννηθεί η μέρα
δύο σταλαγματιές φεγγάρι
τίποτε άλλο
τον κάψανε μες στο κορμί
Έτσι,
σε δυο σταλαγματιές φεγγάρι
κρέμασε το λυγμό της
κι η γυναίκα…
Εκείνη.
με τα τρία δέντρα
και τα αινίγματα απ’ τα βουνά
Untitled.FR12 - 0005

***

Όλο τύλιγε το κορμί του
στην ανηφόρα
και σφύριζε
μ’ εκείνο το πράσινο
από τις ρίζες των φύλλων
σφύριζε και στις πέτρες
που στρίβανε λαχανιασμένες
με πόδια ριζωμένα στο ρυθμό του
κι η ανηφόρα
όλο να τον τυλίγει
ούτε μια δύναμη ευθεία
δεν ήθελε δική του
Untitled.FR12 - 0006

***

Το φεγγάρι!
Αυτό έστριψε τις ρίζες του δέντρου
κατά το νότο
και τις κατάπιε η πέτρα
που σκοντάφτω
Το φεγγάρι που μου ‘λεγες
πως αν κατέβει χαμηλά
στο δέντρο που είναι σπίτι μου
θα λάξευε φως σε όλα τα παλιά χαρτιά
και δίπλα ο ίσκιος θα χανόταν
Και το μυαλό,
που φτιάχνω τα ποιήματα.
Θα πνίξει μέσα του
ένα κάμπο πέτρες
και ίσως την πείνα που κρέμεται στο σφυγμό
και ζωντανεύει τις φωνές
που καίνε
Μ’ αυτό το φεγγάρι
διάβασα στην άδεια κάμαρη
και φαγώθηκα στο πρόσωπο
κι ήμουνα
αίμα φως
Untitled.FR12 - 0007

***

Και χυνόταν
αχ, έρημος στο εικονοστάσι
με μοβ βαθύ συντετριμμένο
κι απάνω στην καρδιά
με λίγο-λίγο θάνατο
αρχαία προφητεία
Δεν είχε καύμα
η γυμνότη
τα χρώματα
κινούμενα ψυχής
Αχ, Άγγελε Τιμωρημένε
για σένα ο Πρώτος
θάνατος
αντίλευκος γυρίζει
Untitled.FR12 - 0008
Άνοιξε τα μάτια, ξεδιπλώνοντας ένα χιόνι
που μας κάρφωνε όλους, όλους
ανάμεσα στον άπιστο καιρό
Εμάς
που ξεκινήσαμε τον κύκλο
τυφλά στριφογυρίζοντας
τον άλλο φόνο
Η πέτρα
η ριζωμένη στη σιωπή,
και είναι πια δική μου
Untitled.FR12 - 0009

***

Έτσι όπως άρχισε
να σ’ ερωτεύεται το φεγγάρι
έμπασες ολόκληρη την ψυχή στον
ουρανό
και πίσω
να μην ακούγεται τίποτα πια
φιλί κανένας να μη βλέπει
Έτσι έμαθε ο κόσμος
Ασημιά μου
πως σκαλιστή απάνω στα νερά
κι από νερό τίποτα
Και το δέντρο της μηλιάς
μόλις πήγες ν’ αδράξεις τη σελήνη
να ρίχνει στο κατώφλι κόκκινο
που το ξεχάσανε στη ρίζα του ξερό
Έτσι Ασημιά μου
έτσι σ’ έφτασες εκεί ψηλά
Untitled.FR12 - 0010

ΠΑΓΙΔΕΥΜΕΝΟΙ ΚΥΚΛΟΙ 2006


ΠΡΑΞΗ ΑΟΡΑΤΗ

Δεν είναι ο φόβος
που παρατείνει τις βροχάδες
και νοσεί η όρασή μου
μια πράξη αόρατη
αναγυρίζει συνεχώς
και αριθμεί απεγνωσμένα
οπτικά ζητήματα… 

ΩΣ ΝΑ ’ΤΑΝ ΑΠ’ ΤΗ ΘΥΕΛΛΑ…

Μέρες τώρα
σαν πουλιά κρέμονται
κινήσεις απ’ το στήθος μου
και η αφή μου
αργά αργά τανιέται
στην άβυσσο βουβών πεζοδρομίων
ως να ’ταν
από τη θύελλα
την πολλή
μες στου θεού τους κάμπους
σάμπως
από ιζήματα ψιθύρων
της πιο οικείας προσευχής
μέρες τώρα
γίνεται πάταγος
πολύ κοντά σου
γείτονα θεέ,.. 

Σ’ ΑΒΕΒΑΙΟ ΥΨΟΣ

I.
Καρτερικά ανέβαινε ανέβαινε
με τη μικρή ξύλινη σκάλα στους ωμούς
και τα φτωχά του χέρια μαραμένα
και τα μάτια θολά
σημάδευαν την ψυχή
στ’ αβέβαιο ύψος
και πέρα
το στήθος του
δεν περίμενε τη σκάλα
ούτε τον άνθρωπο
γιατί στο βάθος ήξερε
πως οι άκρες των καμένων του χεριών
θα προδώσουν τα μάτια
και τη σκάλα…

Το σημάδι
τόσο ζεστό πλησίαζε τη σκάλα
χυνόταν μαζί της
αγνοώντας τη σιδερένια της στροφή
κι έφτανε σωστά στη ρίζα του
κι έπειτα
σκαρφάλωνε ψηλά
χωρίς ίχνος αίμα σκοτωμένο
και κατοικούσε διάπλατα ανοιχτό
ως πάνω στο σώμα
κοκκινίζοντας τις μνήμες της καρδιάς
μα εσύ
που κυλάς τα άκρα σου ανάσκελα
στ’ απέναντι μπαλκόνι
για ένα μέταλλο υγρό
εκολυμπούσες μέσα στις αποχρώσεις
του νοήματος
με άλιωτο το χρώμα των δοντιών σου
και τα νύχια σου έσπαγαν
στη φωνή που έχασκε απ’ το στόμα σου
μονολογώντας,
Ω!!! Σάπιο μου Σημάδι
να αίμα
να αίμα
βύζαξε…
VI.
Όχι πως δε θυμάμαι τη σκάλα
π’ ανέβαινε στο νερό ακατανόητη ξένη
να σπάσει τα δίχτυα
με πόση απληστία σάλευε το κύμα
δίπλα στην πηγή
εκείνα τα ξύλινα σπλάχνα της
που ήθελαν να φορέσουν σταυρό
στου πέλαου το πόδι
στα βράχια π’ άχνιζαν ολόλευκα
δυσοίωνα μαντεία
κι ούτε λόγος
για τα χέρια που ξοδεύουμε τη ζωή μας
δάχτυλα βιασμένα
από το δίχτυ της φθοράς της…

ΡΩΓΜΕΣ

I.
Κάθισα σήμερα στη γυμνή πλαγιά
σαν ένας βράχος περήφανος
που τεντώνει το πρόσωπό του
ξέσκεπο
στη μήτρα της γης
και την καρφώνει με χίλιες ρωγμές
στεκόμουν ασάλευτη
ανάμεσα σε μια λάμψη
που ταυτίστηκε με τις γραμμές μου
ανάμεσα σε μια στιγμή
που ο χρόνος όλος
πήδησε στο στήθος μου
κι έκλεισα θαρρώ
στο μέσο της γης
τη μια ρωγμή
π άνοιγε το περίγραμμά μου…
ΙΙ.
Και θα περνούσε τάχα
κατά το σούρουπο
σάμπως για να γνέψει
πως έχει χρόνο ακόμα
με αίμα να γεμίσει τις ρωγμές του
θα περνούσε
σάμπως ολότελα ανοιξιάτικη
στο στόμα του να συρθεί
μέσα του να εισρεύσει
σα να ’ταν τ’ όνομα κυκλάμινου
Ω!!! Βράχε του ακρογιαλιού
Στ’ αλήθεια
ίσως ο θάνατος σου γερασμένος
μα η ελπίδα όλη
απάνω στις ρωγμές
έχει κολλήσει ..
IV
Ο νωπός θάνατος
σε μια φιάλη σφραγισμένος
αφηγείται για τη γυμνή σκουροπρόσωπη
γυναίκα
που κάλυψε τη στιγμή της
μ’ ένα Ω
Κι εσύ
ένα πόντο παραπέρα
ρωγμές ανοίγεις στα πλευρά μου
να δεις πως έθαψα
τα στοιχειωμένα ρούχα
και τον τάφο της… 

ΜΙΑ ΚΙΝΗΣΗ Ν’ ΑΠΛΩΣΕΙΣ

Αν μπορούσες να γίνεις έκλειψη
θα το ’βλεπες
πως ‘γυραν οι πλάτες
και γιόμιζαν το φεγγάρι
θα ’βλεπες έναν αγέρα στήθος
που ξύπνησε φαίνεται
μ ένα μυρτόκλαδο στο χέρι
και άδειαζε τις φλέβες του
να πέσει χρώμα ρουμπινί
Θα ‘σκυβες κιόλας στον τοίχο
βαθύτερα να φτιάξεις ένα τίποτα
την πράξη του
από κοντά να δεις
Αν μπορούσες μια κίνηση
στις παρθένες πλαγιές
ν’ απλώσεις
το τίποτα να ρέει ίσα προς τα έξω
θα σαστίζαμε κι οι δυο ακίνητοι
που μία πλάτη
χώρεσε ολόρθη στο στερέωμα
και τους αρμούς από το φως
στρέφει κατά τον κόσμο…

ΛΥΜΕΝΗ ΘΥΕΛΛΑ

Σώπασε για μια στιγμή
το βούισμα στο χρόνο
μα στο χέρι μου μοιάζει
σα να ’χει μόλις
θύελλα ανάψει
μια θύελλα κρύα
στην παλάμη μου
σαν την αφή που έχουν τα χείλη σου
όταν τον ήλιο ξεριζώνουν
Η μαύρη σου θύελλα λυμένη
άραγε πόσους ύπνους
αύριο
θα κρεμάσει.,. 

ΜΝΗΜΕΣ ΦΥΛΑΚΗΣ

Η μέρα κινιόταν σιδερωμένη
στις πύλες της εισόδου
μα στο λόφο
οι αναχωρήσεις των πλοίων
όλο μεγάλωναν προς τα μέσα
και στα σπασμένα
πόδια χέρια
εκείνα που πονούσαν
απ’ τη φύση τους
κυλούσαν ρόδες
μνήμες φυλακής
κινιόταν και το «σημάδι»
και δημιουργούσε την ψευδαίσθηση
πως κάτι θα συμβεί
και διπλωνόταν μ’ όλο του το βάρος
στο στόμα που γευόταν
το δείπνημα της μποτιλιαρισμένης
πλήξης
πικρό το στόμα
και το σημάδι κόλλησε
στους σκελετούς των ρολογιών
αντίς για χρόνο
κλεμμένα κόκαλα γυρνούσε…

{ΑΤΙΤΛΟ}

Κανείς δεν υποψιαζόταν
το μικρό τεντωμένο χέρι
στο piano
όταν σταμάτησε ξαφνικά
κι έσπρωξε αέρα κοφτερό
στη φωτογραφία
μπήκε με πόνο φοβερό
στα δυο σου μάτια
αλίμονο
καρφώνοντας το μπλε
που ζωγράφισαν τα παιδιά
κοίτα…
είσαι νεκρός
σαν το νεκρό βιβλίο μας
επάνω στη σοφίτα…

ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ

Ονειρεύεσαι τους νεκρούς
κοιτάζοντας το τριαντάφυλλο κρεμασμένο
στον αντιλυρικό ορίζοντα
και το κορμί σου
φευγάτο αύριο στην ολόιδια φορά
πιάνεις κουβέντα για τον καιρό
περιγράφοντας το θόρυβο της βροχής
των πουλιών
της πεταλούδας
μα οι δυο νύχτες
σιγοκαίουν στη μνήμη μου
ότι για τους νεκρούς
μπορώ να θυμηθώ
Ω!!! Ας ορίσουμε τα υπόλοιπα
ολότελα διαφορετικά
πάνω απ’ όλους τους κανόνες
Ας μιλήσουμε
πριν την εξάπλωσή σου στους νεκρούς
γιατί το «κενό»
δεν θα μας λύσει τα κενά…

{ΑΤΙΤΛΟ}

Πυκνά σύννεφα
βροχή
και νεκροί
όλο τ’ απόγευμα στην αυλή
αδιάκοπα το χώμα ροκανίζουν
πάνω στα πράσινα φύλλα
στο πρόσωπό μου
που γύρευε νερό
και το παίρνουν τα κλάματα
να μη στερέψει η μέρα…
Αχ… δέκα χειμώνες
που ερημώσατε τα υγρά χείλη
κι αφήσατε τους αγγέλους γυμνούς
τυλίγω το μέτωπό μου
όλο κλειστό
κι έπειτα ξεψυχώ
’γγίζοντας κάποιες δροσοσταλίδες…

ΜΕ ΤΑ ΦΩΤΑ ΣΒΗΣΤΑ

Αυτό ήσουν πάντα
χαρτί που γλιστρούσες σιγά σιγά
σε σκουριασμένη εικόνα
απ’ το πολύ συννέφιασμα
που είχες μέσα
να τραβάς έτσι
στην ερημιά
λυπόμουνα
κυρίως
τα τελευταία σου χρόνια
που ποτέ δε βρήκα
Έτσι ήσουν πάντα
φωτογραφία
με τα φώτα της σβηστά
στη λάσπη να ματώνει… 

ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΣΟΥ

Τα σεντόνια
τα χέρια
ο ύπνος σου
απόλυτα στολισμένα
μ’ άσπρο χρώμα
που εμποδίζουν
να φτιάξεις ένα θάνατο
ευπρεπή
Είναι τρομακτικό
να στολίζεσαι με τόσα γραμμάρια
κενότητας
και στη μισογυρισμένη της πλευρά
τους σπόνδυλους του μυαλού σου
να τυλίγεις
Άξαφνα
ενώ εγώ αναρρώνω
να γλιστράς μόνο μ’ αυτά τα πέπλα
στον πυθμένα της μεταμόρφωσης
και να ορίζεις των μολυβιών σου το ατύχημα
γύρω απ’ το λαιμό μου
Ω!Π Επίδεσμε
λευκής Σελήνης
πόσο ελεύθερος
νοιώθεις έτσι;

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΙΚΕΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ

Και να ’μαι τώρα
στ’ ανάστροφα κράσπεδα
που μελανιάζουν μέχρι πρωίας
τη μαλακότερη άβυσσο
να σκάβω με το βελόνι μου
και να κατατρώγω με σοβαρότητα
το σκοτάδι π’ ακροπατεί
στο κάτασπρο δέρμα
Μες στο τυχαίο
να τέμνω μονάχα με την ανάσα
μια την αγκύλωση της νύχτας
μια ολάκερο το μέλλον
που κομίζει ποιήματα τρισκόταδα
και να τα σύρω στ’ αρχεία
του αιμάτου
Το ποίημα
που μοιάζει με σύνολο του μυαλού μου
και αξόδευτη με διώχνει
σε κατακόμβη βουβαμάρας
Και να ‘μαι τώρα
μια σχέση που αιωρείται μ’ αλαζονεία
στο μέλλον των χρωμάτων
για να εξουσιάσω κάποτε
του θανάτου τη στίξη
***
Τι να την κάνεις
τόση Άνοιξη
με το φόβο των φιδιών
να πληθύνεται
σ’ απόσταση ενεστώτα πανικού
Παρθένα φίδια
που αναπτύσσονται όρθια
στην άκρη της πραγματικότητας
σαν ιώδη αλληλούια
επάνω σ’ άγιου επίθετα
κι εκείθε στα λιθόστρωτα
μια σύνθετη κόλαση
να λύνει το θεό από τα ύψη
Ω!!! Κραυγή
πεσμένη στο χώμα
σ’ ετούτο τον τόπο
των χρεών
ποτέ δε φτούρησε ο ψαλμός…
***
Απόψε ονειρεύτηκες
εσένα
μόνον εσένα
στον πίνακα του Λερτ
ζωγραφισμένο αλληγορικά
Σκληρότατο το μέγεθος
του πίνακα
με μία αποκάλυψη-
στ’ αχτένιστο μυαλό σου
μια παύλα σκόνη
Τι κουράγιο ξένο
να μοιάζει άνθρωπος
αυτό το σχήμα
το τυλιγμένο
με το σκελετό σου… 
***
Εικόνισες
τα πρώτα σου γράμματα
μ’ αλλόκοτο κόκκινο
ετοίμασες επίσημους σωρούς
στης οικογένειας
τη βίβλο
μα θυμωμένο το περίγραμμα
που έκτισες τόσο βιαστικά
τα χέρια του προσώπου τους…
θυμωμένο
που έκτισες τη σάρκα τους
από ζητιάνους
κι από πένητες
λες
και το λίγο νεύρο
στο πρώτο αμάρτημα
θα οδηγούσε…
έκτιζες
κι έγραφες
Κεφάλαιο Πρώτο
μα θε μου
σε τούτο το πυρρό βαφής
στένεψες τόσο την ψυχή… 
***
Με κόκκινο ερευνούσε
τις στιγμές του
λησμονώντας
το χώμα
τους ανθρώπους
το μοβ
απέναντι στη θάλασσα
κι η κραυγή του
επτά αμαρτήματα
ανοιχτά
κι όλη η μνήμη
απ’ τη χυμένη μας
καρδιά
με κόκκινο έσυρε τα σημάδια
πολλές φορές
πριν η ψυχή
στα ρούχα των αγγέλων
κλειδωθεί…

ΜΙΚΡΕΣ ΣΚΙΕΣ (2006)


Μεσημεριάζει θε μου

και η γυναίκα
θα ’πρεπε κιόλας να ’χε χαράξει
το γράμμα
που τη γέννησε
θα ‘πρεπε κιόλας
να χει σβήσει
και τα εφτά γδαρσίματα
στη μνήμη
Ω!!! Θε μου
πως να το πω στους άλλους
για το κομμένο χέρι της
* * *
Εφτά παλίρροιες έπινε
τους φύλακες
που φορούσαν αποκλειστικά
το σκούφο του
και μασούσαν αδιάγνωστες λεπτομέρειες
Μετά
πήρε έναν ήλιο
υστερικό στη μοίρα του
κι άρχισε να πουλά
τους αγγέλους της συλλογής
πολύ μετά
σ’ ένα προσάρτημα της
μνήμης
μαύρους δαιμόνους κρέμασε
σαν το γαμπριάτικο κοστούμι του
Και στον εξώστη
ανεκτέλεστο το νυφικό
να σπάζει
το λευκό κλειδί του
* * *
Ω Δέντρο μου
έτσι π άφησες ρίζες
ίσαμε τα δόντια
ο καθένας νομίζει
σαν τους ανθρώπους
δε μιλούμε
* * *
Ω!!! Εσύ…
θα μπορούσα και να σ’ αγαπήσω
-αυτά τα λευκά χείλη
ανάμεσα
στις προκυμαίες των στοιχειών
ο δαίμονας
που καίει στο πρόσωπό σου
αλίμονο
μου παραλύει την αγάπη
* * *
Είπαν πως δεν είσαι σχήμα
δέκατο τρίτο τρόμου
που χωνεύει ανά πάσα στιγμή
των ματιών μου τις κόρες
και τα μάτια που κρατώ
σπαραγμένα
χλωμά
αλήθεια
για μολόχες τα μετράνε;
* * *
Σε στήσαμε
στο δρόμο
ν’ ανασάνεις
και σωρός
κόκαλα και σκουπίδια
στην εξώπορτα
* * *
Πίστεψε
πως αν έσωνε στο τζάκι
δυο φωτιές
τα μάτια του
δεν θα σβηστούν
ποτέ
* * *
Ήπιος ο καιρός
αφηρημένος
στο πλαίσιο του σπιτιού
στο κέντρο των ανθρώπων
μια χυδαιότητα
ήπιας ησυχίας
* * *
Χρόνια τα μάτια προσηλωμένα
στο σημάδι
Άσε τουλάχιστον
τις φλέβες ζωντανές
πριν το μελάνι λιγοστέψει
* * *
Αυτό το πράσινο σκουλήκι
στο αίμα σου
μεταξύ μας
μια αηδία είναι
όπως κι η μούχλα
στον πυρήνα της καρδιάς σου
* * *
Κρεμόταν πάνω
απ’ το πορτρέτο σου
δίνοντας ολοκαίνουργιο φως
παρ’ όλα αυτά
το πάτωμα μύρισε θάνατο
* * *
Υπάρχουν άνθρωποι
ακατοίκητοι
που σχεδόν λιποθυμούν
στη θέα της αγάπης
φτάνει να δεις
στα μάτια τους τον τρόμο
καθώς τον ουρανό κοιτάζουν
σκέφτονται τι θα κάνουν
αν κι άλλο χαμηλώσει
* * *
Πιο πέρα απ’ τα βουνά
λυπημένος ανέβαινε
ο ίσκιος
κάθε φορά μικρότερος
από τη γεύση
των χεριών μας
* * *
Και να τώρα
δεν ξέρω αν είσαι Εσύ
η Άνοιξη
στο χέρι μου
ή μόνο ένα ναρκωμένο
λούλουδο
που γίνηκε ζωή
από τον Έρωτα
* * *
Εκ γενετής
στο στήθος της
κόκκοι πορφύρας
δάκρυζαν
οι φίλοι
και ο θάνατος
ποτέ
* * *
Λένε
εκεί ψηλά
στο Κάστρο τ’ Αναπλιού
νεκρώσιμο φεγγάρι
ρίζωσε
όπως κι ο ύπνος
στις πέτρες της Ασίνης
ερημία
να σφάξουμε ένα θάνατο
η νύχτα να γεμίσει αίμα
* * *
Αίφνης
γέμισε το κορμί του
κίτρινα αινίγματα
όλοι το ’κλαιγαν
το μάρμαρο απάνω στις Μυκήνες
Εκείνο πάλι
με λαμπερά ξυράφια
ακόνιζε κατάλευκα ποιήματα
* * *
Έδεσε τις πληγές του
με δέρμα ξεραμένο
για να ’ναι η μαχαιριά
ολάκερη
ο ψυχοπαθής
που μάζωνε στη φούχτα του
αδερφούς
και σκότωσε το στήθος του
* * *
Ήρεμα διαιρούσε τον έρωτα
με τη σπονδυλική του στήλη
για να τραφεί το κέντρο
της αποτυχίας του
αίφνης
έμεινε με το δάχτυλο
νεκρό
να δείχνει στην ψυχή του
τρύπες
* * *
Κι ύστερα τάχα
δερνόταν
πάλευε
ξερίζωνε του πρωτομάστορα
χέρια
πρώτα ετσάκισε
τον ίσκιο του θανάτου της
πάνω στα βρώμικά του
χρόνια
* * *
Την τελευταία στιγμή
δεν άντεξε το φως
Πρήστηκε
Μισοτιμής την όραση
αγορασμένη
* * *
Πώς να πεθάνει
κανείς δεν ήξερε
σ’ αυτήν την πόλιν
μονάχα η γυναίκα
με το παράξενο κακό
εκπλήρωσε τον έρωτα στην πράξη
* * *
Ξοπίσω του πάντα έσερνε
το σκοινί
να δένει τάχα
τις κραυγές της ρίμας του
στο τέλος
εκρεμάστηκε
από τον ψεύτικο του θρήνο
* * *
Είχε όλο το χρόνο
φορτωμένο
ν’ ανάψει μες στα χέρια του
μιαν Άνοιξη
ώσπου οι σκώροι της συνήθειας
κατάφαγαν τις φτέρνες του
* * *
Ω αν είχα το κρασί που φιλεύει
τη θάλασσα
νερό
στο θεό θα το πουλούσα
για το βαθύ χορό του χρόνου μου
έτσι άγρια να μ’ έπαιρνε
και να με σφράγιζε
σε δυο σταγόνες του
το θάνατο στα δυο
να κόψω
* * *
Μια μέρα
θ’ ακουμπάμε το χέρι στη γη
και θα μαζεύουμε συνωστισμούς
πτωμάτων
και λίγους αγνοούμενους
από συντροφική σιωπή
* * *
Σε τούτη την Πολιτεία
πόσα αγριόσκυλα
με λύσσα
ανοίγουνε πληγές
δεν επαρκούμε να χορτάσουν
* * *
Ω αγάπη μου
πόσο πελιδνή είσαι
της είπε
μετρώντας στη σελίδα
πνιγμένη τη γυναίκα
που έφτυσε τον έρωτα
* * *
Ένα μαρτύριο το πρόσωπό του
ξερό και ανοιχτό
στο κράσπεδο γλιστρούσε
ποιος ξέρει
με πόσες πόρνες έτοιμες
αντάλλαξε τις λεπτομέρειες
* * *
Ω θαρρώ πως αν αιφνίδια μεταλάβω
τα λουλούδια
που γεννούν ύπουλες σουβλερές
φωτιές
ίσως έρθουν τα περιστέρια
γιομάτα
με κινήσεις βλάστησης
* * *
…συνήθειο που το ’χουνε
οι θάμνοι
ν αλλάζουνε το σχήμα και το χρώμα τους
μ’ ένα αιδοίο…
* * *
Πλήθος ολάκερο
τραβηγμένο στη στεριά
και τίποτα πράο γύρω τους
μόνο
η αναχώρηση που κρέμεται
από το χέρι
το χέρι
λεπτό σαν του παιδιού
εκείνο που έπρεπε
να μένει πίσω
* * *
Έπειτα
νοσταλγώντας κόκκινη βοή
τα ρόδα έσφαξε
κι έστρωσε ποίημα στη γη
έπειτα
το κόκκινο ξεχύθηκε
με την ηχώ
της ίδιας της ζωής
Εμείς που ψηλαφίσαμε
τα ίχνη της
νοιώσαμε τη φλεγόμενη στιγμή
* * *
Σκέπασες κι εσύ τις αμαρτίες σου
τόσο προσεχτικά
που κανείς δεν το κατάλαβε
πως σ’ έλιωσαν
και σ’ έφαγαν
κάτω απ’ τα παπλώματα
* * *
έτσι στο βούρκο
που ακούμπησε
επίμονος
έτσι ακριβώς
αναποδογυρισμένος
πιάστηκε σ’ ένα θάνατο
πνιγμό
* * *
Κατόπιν
η στροφή βγήκε απ’ το λεωφορείο
κι αυτό ήταν όλο
ένας δρόμος που πνιγόταν
κρεμάστηκε σαν τρόπαιο
μες στα κρανία μας
* * *
0 μικρός Άγγελος
είχε γράψει στο βράχο:
Πλήθος πουλιά
μεταφέρουν στα πόδια τους
το θάνατο
ωστόσο
ένα ζευγάρι μοβ περιστέρια
αντανακλούν στο αίμα μου
το θρήνο
 * * *
Ω Θεέ μου
δεν έχει τίποτε άλλο
να πιει
επτώχευσε η σάρκα του
από χλιδή

ΑΙΩΡΗΣΗ (2005)

ΘΥΜΑΣΑΙ???

Σε μια νύχτα αγάπης
στεκόμασταν ποιητές
στεκόμασταν στο κέντρο της
κόκκινοι
και σπάζαμε με λέξεις μας
χρόνο
και ήχους ήχων…
θυμάσαι???
το κορμί μας
έκαιγε
μόλις η βιόλα
ανάσαινε
και μεθούσε τον αέρα της γης
και σιγοτρέμαμε
στ’ άρωμα δίπλα
της μελαγχολίας της…
θυμάσαι τι μου είπες???
για τον έρωτα
να γράφεις…
για τον έρωτα…
για μας
ποτέ
να μη μιλάς…

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ

Αχ… αυτά τα μάτια σου με
με την παράξενη θελκτική
γεύση
που τα δανείζεις
σε κάθε ουρανό
παραφορτωμένο με πόνο
που τα κάνεις να βρέχουν
συγνώμες
για κάθε γη που σκοτώνει…
όμοια μ’ ανθρώπου
μπλε
ή μαύρα
ή πράσινα
-άγνωστο-
πιο φωτεινά
διάφανα
καθαρά…
αυτά τα μάτια σου
που γλιστρούν
σε ακτίνα λευκή
άραγε
σε άγγελο αθάνατο
ή στο βαθύ
του έρωτα σημάδι μου
ανήκουν??? 

ΟΠΩΣ ΠΑΝΤΑ

Πέρα δώθε
όλη νύχτα
έτρεχε
όλη νύχτα
σα να φοβόμουν
στο γυμνό μου στήθος μέσα
που σε φυλάω…..
πως ήταν άλογο
έλεγα
που πηδά τις ράχες
των βουνών
και σκοντάφτει
στις τυφλές νυχτερίδες
πως ήταν κύμα
απόμαχο
θαλασσινό
που βγήκε στη στεριά
μα του ‘λειπαν τα χέρια
κι έκπληκτο με κοιτά
απ’ τον αγέρα
κρεμασμένο…
κι ήταν
λάσπη
μου πες
και κακός καιρός
κι ήταν βροχή
π’ άνοιγε
στο σκοτάδι τρύπες
όπως πάντα
είπες
ετούτος ο καιρός
αλόγατα γεννά
ετούτος ο αγέρας
περπατεί βροχή
του κόσμου
πως λαβώνει
τον πόνο τον πολύ…

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΜΙΑΣ ΑΝΕΜΩΝΗΣ..

Είπες
πως δε σε νοιάζει
η βροχή
άμα στα χέρια σου
κρατάς μιαν ανεμώνη…
το κόκκινο της
αγαπάς
μα ξέχασες
πόσο το αίμα σε φοβίζει…
Αχ… μάτια μου…
η ανεμώνη
έχει ολάνοιχτες
πληγές
και τ’ ακροδάχτυλα
στο αίμα
πλημμυρίζει…

ΑΙΩΡΗΣΗ…

Άνεμος
Πέλαγος
και στο κέντρο
η σιωπή
της βαθιάς σου
ύπαρξης
πάνω της
να πλαγιάζει
ο στεναγμός…
αν σου πουν
πως γεννήθηκε
από ανθρώπου στέγη
αν σου δείξουν
κάτω απ’ τη στέγη
εσένα
ν’ ανεβαίνεις
σαν άνεμος να τραγουδάς
μήτε πως λένε
ψέματα
να χαμογελάσεις…
το χορό σου
μες στην αιώρηση
για κάθε χείλι
άσε
συντροφιά…

…ΚΑΤΙ ΕΛΕΙΠΕ..

Σ’ ένα κύκλο κόκκινο
δίπλα – δίπλα με το φως
γυάλιζες
τ’ αληθινό σου σώμα…
σα να μην το ‘ξερες
πως κάτι έλειπε
έλειπαν τα δυο σου
μάτια
ναι
έλειπε κάτι από το πρόσωπό σου…
απορείς που το προσέχω
μα σ’ αυτόν τον τόπον
με τα λίγα δέντρα
ξεχνάς
πως το χαμόγελο
είναι το μόνο φως
ακόμα που μιλάει…

…ΣΑΝ ΑΛΛΟΤΕ…

Το ίδιο όπως άλλοτε
Φύγανε
εκείνη
μαύρη σαν το μελάνι
ν’ ακολουθεί τεράστια πουλιά
των θαλασσών
να σέρνει τα χέρια της
στο πλάι σαν κουπιά
κι η Θάλασσα να γίνεται εβένινη…
εκείνος
σ’ αυτό το μαύρο ωκεανό
τ’ άρωμά της ν’ ακολουθάει
μέσα στον ήχο του να πνίγεται
κι αλάθητα
τη σπάνια ομορφιά της ν’ αγαπάει..
σαν άλλοτε
φύγανε
ποιος ξέρει
αν θα βρουν
και πάλι
τη στεριά…

ΤΕΜΠΗ

…ο χρόνος απόψε
πολύ βαρύς
σε κάθε μητέρας
ανάσα…
κι εσύ Αγγελούδι μου
σ’ εκείνη την πλαγιά
με τσακισμένα τα όνειρά σου
στο χώμα μισοσκορπισμένα…
Άσε με
Άγγελε μου
τη μυρωδιά της γης σου
ν’ ασπαστώ
και πες μου
πως δε θα πας μακριά…

ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ…

Η βροχή
στο τέλος του δρόμου
άστραφτε
ξυπόλητη στο τέλος του δρόμου
και στα μάτια της…
είδα τα μάτια της…
τι εύθραυστη που ήταν
μάτια του έρωτα
και του θανάτου…
έκλαιγα
εγώ
που υπήρξα κάποτε
πληγωμένη
σε μακρύ φθινόπωρο
σα δάκρυ
ή βροχή
μέσα του που ‘χε
πέσει…

ΕΙΜΑΣΤΕ ΛΙΓΟΙ…

…βλέπαμε πως είμαστε λίγοι
λίγοι εμείς
που ονειρευόμαστε
στις όχθες του αιώνα
όμως
έπρεπε να πετάξουμε
να πετάξουμε έστω και επικίνδυνα
και χωρίς προμήθειες
μας περίμεναν όνειρα τρυφερότητας…
έπρεπε να πετάξουμε
να ελευθερωθούμε
να ξυπνήσουμε προπαντός
έστω εμείς οι λίγοι
οι μαζεμένοι
σε τούτη την ακτή…

ΕΑΡ

Ω !!! Εαρ
αιθρία όντως
έως την δύσιν
η κόρη
και τηκόμενοι
εν άστει
οι πάγοι…
αιθρία όντως
λέξεων
επί του στερεώματος
των ήχων
και η μόνη επείγουσα
αποστολή
ανάφλεξης χειλιών…
Ω Φως…
οσάκις τα φύλλα
των ματιών σου
ατενίζω
εκ των ένδον
ανύποπτοι εφορμούν
ποταμοί αγαλλιάσεως
χρώματος έρωτος
φλογούντος…

ΑΤΙΤΛΟ

…είναι παράξενο
πάνω απ’ την πόλη να βρέχει
κι. εσύ
με κομμάτια ήλ,ου
στα μάτια σου
να τρέχε ς το γέλιο
να τρέχεις
ώσπου τα σύννεφα να σκεπάσεις…
…κι είναι αλήθεια παράξενο
να στέκεσαι
κάτω απ’ αυτό τον ουρανό
και οι σταγόνες
να ξεκολλούν από τα φύλλα
να ψιθυρίζουν στην καρδιά σου
σ’ αγαπώ…

…ΕΝΑΝ ΑΝΕΜΟ…

Μ’ αρέσει στο κορμί μου
να νοιώθω τον άνεμο
το νοτιοδυτικό άνεμο
που μυρίζει ξανθό κύμα
και ήλιο
και άνθη βερικοκιάς
ξάφνου
να γεμίζει τα μανίκια μου
να παίρνει το σχήμα
των χεριών μου
και μες στο στόμα μου
η ανάσα του
ν αδειάζει μονομιάς…
μ’ αρέσει
έτσι που σκίζει
και κόβει βαθιά
τις λέξεις μου
γεμίζοντάς τε πυρές
και αίμα
και πτήσεις
αρμυρών πουλιών
έτσι που κάποια μέρα
έναν άνεμο
στο μέρος της καρδιάς
να ‘βρουν…

ΝΥΧΤΕΡΙΝΕΣ ΠΕΡΙΠΟΛΙΕΣ…

Ι.
Ο δρόμος μύριζε δεντρολίβανο
μύριζε μυστικά
και πάνω πάνω
μυρωδιά
απ’ το νυχτερινό κορμί σου…
Ταΐζεις το δρόμο
μ’ εσένα
και γεμίζεις τους πόρους
της νύχτας
με αίματος ταραχή
κι εγώ
παραπατώντας
να βρικολακιάζω
στη νύχτα των ματιών σου
που ξεχάστηκα…
ΙΙ
Έλεγα από μέσα μου
δε μπορεί
οι δυνατές φασκομηλιές
απόψε
θα σπάσουν τα σκοτάδια
την καρδιά σου που τρώνε
δε μπορεί
το λυπημένο απόβραδο
θα λυγίσει
απ’ τα γαλήνια περιβόλια
π’ ανθούν ρόδα
στα χείλη σου γλυκάδα
θα σταλάξουν…
κι ως έβανα στο χέρι μου
μια στάλα
χρώμα της αυγής
την άδεια σου ψυχούλα
να γεμίσω
στο φεγγάρι εσύ
κρυφάναβες κερί
κατάκαρδα τη λύπη
αγαπούσες…
ΙΙΙ
Δεν θα φύγει κάποτε
η θλίψη που μας πύρε
προχτές
τους άνθους
από τα βράδια τ’ Αττικά???
έτσι ανώφελα
να μη δινόμαστε
σε νυχτοπούλια που κρατούν
τραγούδια
και αραδιάζουν
καημό μεσονυχτιού ψυχής…
αχ… καρδούλα μου
οι στίχο, μου αλλόκοτοι
κι αλλόκοτα
μου σιγοτραγουδώ
κοιτώντας το σκοτάδι
μα δεν υπάρχει
φεγγάρι
απόψε
τα μάτια
π’ αγαπήσαμε…

...ΣΦΡΑΓΙΔΕΣ ΤΟΣΟ ΨΕΥΤΙΚΕΣ…

Να σε ξεκουράσω
έλεγε
το σπασμένο τζάμι
να σε ξεκουράσω
να μην έχεις ανάγκη
τη θάλασσα
στα μάτια σου
να μπορέσεις να στοιχειώσεις
κι η σύζευξή σου με τη γη
να σφραγιστεί…
το φεγγάρι
το φεγγάρι δεν είναι πια εκεί
φώναζε
στους εφτά ουρανούς-
δες
πίσω μου απλώνεται
λίγο τυφλό
μα δες
κοκκινισμένο απ’ τα κρύσταλλα
αδιάκριτα
που έγραψαν στα χέρια του…
και μην κοιτάς
το λερωμένο χρώμα
μέσα μου
τη γκρίζα πείνα
που διαβάζεις στην ψυχή μου…
σφετεριστές σου λέω
σφετεριστές
κατακαθίζουν ξοδεμένες στάχτες
στη μορφή μου…
Ω !!! Θαρρώ
μεγίστη η απώλεια
μικρή Σαχραζάτ
μέγιστη
άμα τα μάτια σου
σε τούτα τα σπασμένα κρύσταλλα
αδιάκριτα αφήσεις…
θαρρώ
απ’ τα μηνύματα που στέλνουνε
ταράζεσαι
θαρρώ πως είν’ απώλεια
κραγιόν
από σφραγίδες
τόσο ψεύτικες
να ντύνεσαι…

ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΠΟΙΗΤΗ…

Άνοιξη που με πληγώνεις
χίλιες ακτίνες σαν πετάς
και τρυπάς
τον καθρέφτη του μυαλού μου
σβήσε τα μάτια μου
καθώς τους στίχους μου
ανάβω
πάνω στην τρυφερή αλήθεια
τ’ ουρανού
μ’ αυτούς
μονάχα
να κρατήσω
τ’ όνομά μου ζωντανό…

Ω !!! ΓΥΝΑΙΚΑ…

Η ακτή
έδινε κομμάτια από χρυσό
και γαλανό
καθώς πλησίασε
η κόρη της φωτιάς
φλογίζοντας τα μονοπάτια
με τα γυμνά της πόδια
μ’ έναν ερωτισμό
που μόνον χορευτές τυμπάνων
ξέρουν..
το κορμί της
λάμποντας νότιζε το χώμα
με ιδρώτα
και η εικόνα της
ως τον άνεμο έφτανε
αναπηδούσε στα νερά
γλιστρούσε
ανάμεσα στις όχθες
διαχέοντας αντανακλάσεις
οι κινήσεις της…
Ω !!! Γυναίκα
γενιών και γενιών
στα πνεύματα ν’ απευθυνθώ
να περιλούσει μ’ ευχές
τη φυλή σου… 
Ω !!! Γυναίκα
που σημαδεύεις μονοπάτια
καθώς τα πόδια σου
γυμνά χορεύουν
τη μορφή σου
με χρώμα μου μοναδικό
θε να χαράξω
για το πάθος των κυμάτων
μορφή με χρώμα
Golden Blue…

…ΤΟ ΗΞΕΡΕΣ…

Ερημη έστεκε η θάλοσσα
το ήξερες
πως κάθε δειλ
σπασμένη της η εικόνα
κι ας ήμουν κι εγώ
εκεί…
το ήξερες πως
φεύγοντας τόσο
δρόμο
το φως
δεν έφτανε
ως αυτήν
κι ας έγερνες
πέρα
να σε θωρήσει ολόκληρο
στα νερά…
το ήξερες
πως οι κύκλοι
όπου
τα κύματά της
πλανιούνταν
χύνονταν σε χλωμούς
αφρούς
και η στεριά
με ίσκιους θύμησης
την κάμαρή της
τυραννούσε…
a !!! Ναι
το ήξερες
πως λέξη
όπως
σύννεφο
δεν έπρεπε
στου δρόμου τα μισά
ν’ αφή σεις…
…το ήξερες
κι όμως
στα μπράτσα της
ολόκληρη
βροχή
εκύλησες…

ΕΙΣΑΙ ΝΑ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ???

Οι δυο τους
-εκείνη τρελλό κορίτσι
εκείνος με φόβο στο σύνολό του
ωστόσο το ίδιο τρελός-
ανταμώσανε στο αύριο
κάτω απ’ τη μεγάλη πυραμίδα
με το συνταίριασμα
του οικείου
σαν γράμματα π’ αναγνώρισαν
τη σωστή λέξη…
Είσαι να μιλήσουμε για τα σύννεφα???
τη ρώτησε…
εκείνος το ‘θελε πολύ
ν’ ακούσει το στεναγμό της
τ’ όνομα εκείνης
ώρες συννεφιασμένες
μέσα του να σβήσει
ίσως και να ομολογούσε
πως χρόνια με το φιλί του έσπερνε
το άρωμα μελαγχολίας
στα σκοτεινά δάση
εκείνη να το δει
απ’ τα δικά του σύννεφα
το άρωμα βροχής του ν’ ανασάνει… 
είσαι να μιλήσουμε για τη βραχύ???
τη ρώτησε…
εκείνος
ο πιο θλιμμένος
από τα μαύρα σύννεφα
είσαι
ν’ αγαπήσουμε
τη βροχή μαζί???
Οι δυο τους
-εκείνος ποιητής
όλο πάθος
εκείνη μια φωνή
που σιγοτρέμει-
αποκοιμήθηκαν
για σύννεφα μιλώντας
για βροχή
γι’ αγάπη…

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΡΙΜΠΑΣ

Μία από τις σημαντικότερες σύγχρονες ποιητικές φωνές.
Η γραφή της χαρακτηρίζεται από έντονα συμβολικά στοιχεία
χωρίς να διστάζει να μας προσφέρει και έξοχα,
συνήθως μικρά, ποιήματα με έμφαση
στην άμεση καταγραφή των συναισθημάτων της.

Αναγκαία λήθη

ΠΑΝΟΣ ΑΪΒΑΛΗΣ

Αρκαδικό Βήμα
«Αναγκαία λήθη», Πρόκειται για την έβδομη ποιητική συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη, όπου καταφέρνει με όλα τα «άλγη της» να προβάλλει μια μορφή ποίησης που κινείται πέρα από τα «γνωστά» όρια. Μια ποίηση διαρκούς εσωτερικής συντριβής, τα θραύσματα της οποίας αναγεννώνται με τέτοια ταχύτητα, ώστε: όρια παρασύρονται, παραμορφώσεις νομιμοποιούνται, συμβατικότητες καταργούνται, απελευθερώνοντας δυνάμεις αρχέγονες άλλοτε καταστροφικές, άλλοτε αναγεννητικές, πάντοτε όμως με τον ρυθμό αυτόν, που μας παραπέμπει σε λουτρό εξιλασμού

ΣΟΦΙΑ ΣΤΡΕΖΟΥ

Από τις “Εκδόσεις Οδός Πανός” τον Οκτώβριο του 2009 κυκλοφορεί η ποιητική συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη, “Αναγκαία λήθη”.
Μια ευτυχισμένη στιγμή για την ποιήτρια,
που με επίγνωση, ωριμότητα, ανασκευάζει τις λέξεις στις οάσεις της γραφής, περνά μέσα από σφυρήλατες διαδρομές, με την φωνή υψωμένη, να επιτάξει μέσα στην σοδειά των βιωμάτων που έχουν προηγηθεί, το ταξίδι στα χρόνια, με εκτελεσμένες πράξεις για να φθάσουν ως την “αναγκαία λήθη”.
Πόσο αναγκαία είναι τελικά μια λήθη που όμως δεν καταργεί, αντίθετα γεμίζει και ξαναγεμίζει τον ασκό της ψυχής, με όλα εκείνα που έπρεπε να ξεχαστούν κι όμως σε σιγαλιές, αναπλάσσονται κι επανέρχονται βασανιστικά, για να λυτρώσουν την μνήμη, από άλυτο αίνιγμα, συλλέγοντας μια-μια τις πράξεις και τα γεγονότα που καθόρισαν πληγές του χτες.
Δίχως οίκτο αφήνει τις άκρες να περιπλανηθούν στα περιθώρια των γραμμών.Κάθε ανάγνωση στα σώματα των ποιημάτων, έχει να κάνει με τον πόνο και τις αιμορραγούμενες πληγές, που πληρώνονται με καταθέσεις στα κυρτώματα, επαναλαμβάνοντας την ματαιότητα, θέλοντας να ερμηνεύσει την αυτοχειρία των ποιητών,σε πρώιμους θανάτους με μεταξένιες πτώσεις.
Είναι η γυναίκα σε επιθανάτιες σιωπές, με το αίμα να πονά πάνω στο στρώμα, σε αναπόδεικτες συνωμοσίες, κρύβοντας σκοπούς προδοσίας, με την οδύνη στο στήθος να ξεντύνεται την απειλή μιας πληγής, που δεν σταματά στο ανεξόφλητο ρωγμών ονείρων, με ενσώματες ενστάσεις στην αφηγηματική των ποιημάτων.
“Να γράψεις κάποτε
Να γράψεις κάποτε πως ονειρεύτηκα μια μικρή βροχή
να ‘σπαγε τα χέρια μου, την ονειρεύτηκα πολύ σκαλίζοντας
τις λέξεις, οι λέξεις μου δυόμισι βήματα απ’ το θεό
που σύρθηκε στη σκόνη
και θάμπωσε τα λαμπερά μου μάτια
Να γράψεις και για τη σιωπή, ζεσταίνει όσο και να πεις τις λέξεις
που ‘χουν μείνει, μίτρες από τη μήτρα τις αντέγραψα
δύσκολα ξεχνιούνται την ώρα του επισκεπτηρίου
Έτσι να γράψεις στους τοίχους
Μόνο μην κλάψεις χαμηλώνοντας τα γράμματα
και χαρακώσουν θάνατο οι σκουριές
Να γράψεις κάποτε σαν χάδι, μυρίζοντας τις τσέπες μου
έτσι να γράψεις και ας ανάβει νύχτα η βροχή”
Στη γεωγραφία της γραφής, διδάσκεται ποιητικά η ανατομία της γυναίκας, σε όλες τις περιόδους της ζήσης της.
Κορίτσι- Γυναίκα-Μητέρα στις γενέθλιες εμπειρίες, σε κατευθύνσεις και προσανατολισμούς που άλλοτε συναρμολογεί κι άλλοτε συναρμολογείται στο κενό, με σώμα κατάλληλο να δεχθεί ουρανό και λησμονιά φορτίου, γεννημένου όχι απαραίτητα από την ίδια, με την ψυχή σύννεφο που ταξιδεύει και θρηνεί θανάτους.
Παραπαίει και μιλά στο φτερό της ανάστασης εκείνου του χρόνου, με την αγωνία του πολέμου της νύχτας, τότε που το αίμα σκορπά και κρύβεται στη σκόνη, διώχνοντας όσο μπορεί σκιές και φαντάσματα, φώτα και ήλιους, επιμένοντας στο ατελείωτο που τρυπά την ψυχή κι αφήνει σημάδια σε μνήμη ένοχη.
“ΑΤΙΤΛΟ (Ι)
Πενήντα τρία χρόνια με συναρμολογούσες
δίχως να σέβεσαι τα στήθια μου
που δεν έχουν πατέρα να ζητιανέψουν το αίμα ακόμα νωπό
στα χρόνια της εμμηνόπαυσης
μήτε παιδί αχόρταγο να μουρμουρίσει μια συγνώμη
‘λαφρώνοντας το εκφραστικό μου γάλα
Πενήντα τρεις μορφές τσαλάκωσες την τρυφερή μου σάρκα
να λαμπυρίζουν ιδρώτα που με διαψεύδει
κι εγώ ολόγυμνη να ξερνώ το παιδί που πούλησα
και σου ‘μοιαζε
Ερεθιζόσουν να συναρμολογείς τα μάτια μου που έλιωναν
πέφτοντας σαν χαρτοπολτός στο πάτωμα
κακόμοιρε, τούτα τα μάτια υπομονετικά περίμεναν τις βαθιές
υποκλίσεις κάθε 08.15΄ που γαντζώνεσαι και κλαις
στους κόσμους των θεών
και σε φοδράρισαν σε μοναστήρι εξωσμένο”
Δεν υπάρχει χώρος για δάκρυα, αν κι όλα αιμάτινα αναβλύζουν πόνο κι άλλες φορές οργή και πίκρα στην συνένωση του κύκλου.
Ξεπερνά όσο μπορεί εκείνο που δεν τελειώνει, καθώς σκίζουν κι αγριεύουν ώρες περίεργες, συναισθήματα ματωμένα που βάφονται και ξαναβάφονται και βαφτίζονται και ξαναβαφτίζονται στου μυαλού την εκδίκηση ενός γυρισμού, σε κείνο το παίδεμα με λέξεις φωτιάς, στον πόλεμο του αναπότρεπτου και ταυτόχρονα ανατρεπτικού.
Διάμετροι τέμνονται στην διχοτόμηση του κρυπτού μιας αντοχής που όμως δεν φταίει, δεν ορίζει συναισθήματα στους άγνωστους χάρτες σημαντικών ερώτων.
Με δοκιμασίες απόστασης από το όνειρο, σε χρόνο με ποιήματα να καταγράφουν την ανασφάλεια ύμνων στο κρυφτό με τον παιδεμό μιας υποκρισίας αφημένης, θυσιασμένης στον βωμό, που φρενάρει αισθήσεις σε ατελεύτητες προσμονές.
“Το ποίημα επάνω στο τραπέζι
Έτσι ακίνητη δεν μπορώ. Να σε φτάσω που μιλάς προπάντων του μυαλού
Παράξενο που διάλεξες τα ποιήματα του ύπνου
να συναντηθούμε, μέρα που τα ενδεχόμενα κολυμπούν σιωπηλά
δεν είμαι σίγουρη αν το σώμα που ‘βαλες
αντίκρυ στο φως, έχει τη μυρωδιά του πόνου στο κορμί
ή το αλάτι που μοιράζαμε στα ίχνη της θάλασσας
Το ποίημα επάνω στο τραπέζι, το άγγιξες, το ξέρω
δεν υπάρχει στάλα νερό μέσα του να παλέψω το φως, να ξαναγυρίσεις
στο πρόσωπο, όλο κοιτάζεις κάτω, το πάτωμα μου ‘λεγες δεν τρομάζει
αν μια γυναίκα όμορφη το εμπιστεύεται γυμνή
Δεν μπορώ ούτε να σου φωνάξω,τούτο το σπίτι δεν ακούγεται
στο ξύλο που μυρίζαμε παιδιά, ούτε στο ποίημα να παραμερίσω το σάπισμα
που έρχεται τρίζοντας στο κεφάλι, όλα έρχονται τρίζοντας
στον καθημερινό μου ύπνο, χέρια, πόδια, βουνά, επιμένω να σε φτάσω
φοβάμαι που χάνονται όλα μαζί, το ποίημα επάνω στο τραπέζι”
Η ποιήτρια μας καλεί, να ακολουθήσουμε στων ματιών τους καθρέφτες τις αντανακλάσεις, πούναι κρυμμένες οι λέξεις και ν’ αποκωδικοποιήσουμε όλα εκείνα στ’ αστρονήσια της γραφής της, που δεν κοιμάται η μνήμη στην αγράμματη αναρχία, καθώς υψώνεται στων ποιητών τη χώρα.
Καλοτάξιδοι καθρεφτισμοί στο όνειρο…

Αόρατα Τοπία

ΕΛΕΝΗ ΚΟΤΙΝΗ – ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ

«Δύο καυτές σταγόνες αίμα»
Σε μια αποπροσανατολισμένη εποχή η ποιήτρια, κ. Κατερίνα Κατσίρη, βγαίνει, αυτή την φορά, στο προσκήνιο με την ποιητική της συλλογή, που φέρει τον τίτλο : «Αόρατα Τοπία». Οι πολύχρωμες ομπρέλες, οι οποίες αποτελούν την συναρπαστική φωτογραφία του εξωφύλλου με την αδιαφάνειά τους, καλύπτουν τα ορατά τοπία και τα μετατρέπουν σε αόρατα. Όπως ένα αραχνοΰφαντο πέπλο καλύπτει, πολλές φορές, και τα όμορφα και τα άσχημα στοιχεία, έτσι ακριβώς και η ψυχή του ανθρώπου, που βιώνει καταστάσεις παντός είδους, τις καταγράφει στα τρίσβαθά της. Όμως, η Κατερίνα Κατσίρη, με την δυναμική της τέχνης της, ξέρει να τις αποκαλύπτει με πλήρη διαφάνεια και αχαλίνωτη εκφραστικότητα.
Με τόλμη και δυναμισμό εισβάλλει μέσα στα «αόρατα» τοπία και εκφράζει το πέρασμα από τη ζωή με τους παρακάτω στίχους της, όπως :
«Με καίνε οι δρόμοι / με τα ξερά τους όρια / που ξετυλίγονται / και ξετυλίγονται / σαν μακριές πεθαμένες ψυχές»,
«Πήρα μαζί μου/ ένα δρόμο μια φορά»,
«….χάνομαι / ανάμεσα στους δρόμους»,
«Ανεβαίνω στη μέση των δρόμων»,
«… στην καρδιά των μαύρων δρόμων»,
«Πάνω στο σιωπηλό μου Κ ανεβαίνω / κι απλώνομαι σαν νύξη σκέψης / και να το Κ αλλαγμένο / των δρόμων τα περάσματα ματώνει…».
Είτε από Έρωτα είτε από Θάνατο το καυτό αίμα της καρδιάς, από όπου περνάει, βάφει τα πάντα κόκκινα. Είναι ο πόνος δυνατός. Και όσο πιο δυνατός είναι ο πόνος της καρδιάς, τόσο πιο σιωπηλός ο κτύπος της, τόσο πιο αόρατα τα συναισθήματα. Συναισθήματα που ξεχειλίζουν σαν ποτάμια, σαν το πλούσιο νερό μιας ξεχασμένης ανοιχτής βρύσης. Συναισθήματα δυνατά και ποικίλα, που πλημμυρίζουν το είναι της, ενώ προσπαθεί η ίδια να τα καταπραΰνει, να τα τιθασεύει. Αγωνίζεται να περιχαρακωθεί γύρω από τον εαυτόν της, να σώσει ό,τι θα μπορούσε να σώσει και να σωθεί, συνάμα, και η ίδια. Βλέπομε να κυλάει άφθονο το καυτό αίμα της καρδιάς της και να ξεχειλίζει μέσα στους διάσπαρτους στίχους της :
«… έτσι απ’ την καρδιά / να στάξει αίμα ζωηρό / το καρφωμένο στόμα να γεμίσει»,
«ενώ το αίμα έβρεχε τα σούρουπα…»,
«εγώ το αίμα άδειασα»,
«και χυνόταν ως το φεγγάρι / πάλι το αίμα»,
«… μέσα στο αίμα της κόρης χυμένη / που ίδρυε αγάπη»,
«λεκιάζοντας στο μάκρος / το κορμί της / με αίμα απ’ το γέλιο μου»,
«… έτσι για να ’χει / όπλα, αίμα / χωρίς εντόσθια παιδιού»,
«πάνω σε τούτη την τροχιά / ένα τριαντάφυλλο μαύρο / χυνόταν σε αίμα / και αποχαιρετούσε / το λυγερό κορμί σου…».
Τόσο το αίμα όσο και οι δυνατοί κτύποι της καρδιάς συγχρονίζονται με τις κραυγές της, όπως διαβάζομε χαρακτηριστικά : «… και η κραυγή μου / που ξανάρθε πίσω» ή «ένας νεκρός…/ με το βάρος του / λερώνει τις κραυγές μου».
Αλλά, η ακουστική του ποιητικού οίστρου της συμπληρώνεται, ταυτοχρόνως, με την ηχώ των λυγμών και των δακρύων της. Τα δάκρυά της είναι αιματηρά και πύρινα, γιατί είναι «η γλώσσα της καρδιάς» και το «αίμα της καρδιάς». Η ηρωίδα των δακρύων, με πάμπολλες παρομοιώσεις και άλλους τόσους συμβολισμούς, εκφράζει τους πόνους και τους καημούς της στους παρακάτω στίχους :
«και κλαίγω στα μουλωχτά / με προσποιητή ανάπαυση / ανακαλύπτοντας / σκουριασμένα λουλούδια»,
«… και θα καμώνεται / ένα πνιχτό κλάμα / απ’ των αγγέλων τη σιωπή»,
«Α… φλάουτα / που θρηνείτε / φλάουτα που δακρύζετε / τυλιγμένα / στο σκοτεινό κουβάρι / της ομίχλης…»,
«… ακόμα και στο ρουμπινί αίμα / του λαιμού / επίμονα ρέοντας κλάμα βιολετί».
«… τις πύλες σπάζοντας / και σχηματίζοντας βωμούς δακρύων / στο όνειρό του να υποκλιθούν».
«… κυλούνε τα δάκρυά μας / και σέρνουν φθόνους…».
«… κι έκλαψα για το δάκρυ μου / στα μάτια του που ζούσε…».
Η Κατερίνα Κατσίρη σκύβει στο βιβλίο της αυτό με τρυφερότητα και σοφία και το μετατρέπει σε ένα ποτάμι από δάκρυα, διότι είναι ο πόνος της, που μετουσιώνεται σε δάκρυα. Και τότε ακριβώς τα δάκρυα έχουν την δυνατότητα να ανακουφίσουν την καρδιά, που πονάει. Τρέχουν τα ποτάμια των δακρύων της, όταν βυθίζεται σε πικρή απόγνωση χωρίς την παρηγοριά της ελπίδος. Άλλοι είπαν, ότι «τα δάκρυα είναι η σιωπηλή γλώσσα της θλίψεως» και άλλοι πάλι «η βουβή διάλεκτος του πόνου». Άλλωστε, η πορεία μας στη γη είναι δακρύβρεκτη. Από τον πλανήτη της γης δεν πέρασε κανείς, που να μην ανάβλυσαν λίγα ή πολλά δάκρυα στους κανθούς των ματιών του.
Οι δακρύβρεκτοι στίχοι της μας παραπέμπουν άμεσα στα λόγια του Αισχύλου: «επικουφίζεται γαρ τοίς δακρύοις η συμφορά», καθώς επίσης και του Επίκτητου : «Οι δυστυχισμένοι έχουν για παρηγοριά τους τα δάκρυα, την θλιβερωτάτη αυτή ηδονή». Ο δε Jean Jaque Rousseau γράφει, ότι «Δεν άναψε ποτέ πυρκαγιά στο βάθος της καρδιάς μου, που να μην μπόρεσε ένα δάκρυ να την σβήσει», ενώ η Ιφιγένεια, όταν πληροφορείται την τραγική είδηση, πως πρέπει να θυσιασθεί, προσφεύγει στα δάκρυά της.
Στο τόσο πλούσιο υγρό στοιχείο, το οποίον διαπερνά τις περισσότερες σελίδες της ποιητικής της συλλογής, η Κατερίνα Κατσίρη συμπεριλαμβάνει και το νερό σε διάφορα σχήματα και ποικίλες μορφές της φύσης, σύμφωνα με τις παρακάτω εκφράσεις : «στ’ αδάκρυτα νερά», «στην όχθη του ποταμού», «τις σταγόνες που μοιρολογούνε», «μεσ’ απ’ την βροχή», «πάνω στη λίμνη», «ο βυθός στο νερό», «τη δύναμη του νερού», «τούτη η θάλασσα». Το νερό, ως βασικό στοιχείο της ζωής, συνδέεται με αυτήν από την πρώτη κι όλας στιγμή της γέννησης. Ο Οδυσσέας Ελύτης μας θυμίζει την αρχέγονη λατρεία του νερού, με την οποίαν συνδέονται οι Ελληνικές Παραδόσεις, με τους γνωστούς στίχους του : «… ήπιαμε νερό… φρέσκο που
ξεπήδαγε από τους αιώνες».
Βλέπομε, λοιπόν, ότι με τον ποιητικό της λόγο, η Κατερίνα Κατσίρη σπάει την σιωπή, οδοιπορώντας ακούραστα μέσα στον ψυχοφθόρο ρυθμό της αστικής ζωής και αποκαλύπτοντας τον πλούσιο εσωτερικό της κόσμο. Και όταν η σιωπή σμιλεύεται από τον λόγο, η αποκάλυψη γίνεται, σιγά – σιγά, απόλυτα συνειδητή, όπου την θέση του παίρνει το αληθινό και όχι τα υποκατάστατα του αληθινού. Ο λόγος της είναι άμεσα σχετικός με την πραγματικότητα, ενώ, αντίθετα, ο λόγος του Τύπου είναι, σε πολλές περιπτώσεις, μια ασύστολη βιομηχανία ψυχολογικών εντυπώσεων, προσπαθώντας να καθηλώσει τον άνθρωπο και, εν συνεχεία, να τον παραπέμψει σε πλασματικά και φαντασιώδη υποκατάστατα του πραγματικού. Μέσα, λοιπόν, σ’ αυτή την αφθονία του δημοσιοποιημένου λόγου, έχομε μπροστά μας τον ζωντανό λόγο της πνευματικής δημιουργίας, της ρεαλιστικής αποτίμησης και της καλής εννοουμένης επαναστατικής και ανατρεπτικής έκφρασης, άρα και σκέψης της Κατερίνας Κατσίρη.
Όντως ασυμβίβαστη δεν θεωρεί την ποίηση υποκατάστατο της ζωής. Τουναντίον, στέκεται απέναντί της και ανοίγει διάλογο μαζί της, διότι γι’ αυτήν η ποίηση είναι κάτι αναγκαίο στη ζωή και δίνει την αίσθηση, ότι η ποίηση είναι μία μοίρα, από την οποία η ίδια δεν θα μπορούσε ποτέ να ξεφύγει. Ξέρει δε, πολύ καλά, ότι η ζωή είναι προϊόν επιλογών και συμπτώσεων, τις οποίες χορογραφεί πολύ έντεχνα, για να λειτουργήσουν και να φέρουν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα στη σκέψη και την ψυχή του αναγνωστικού κοινού.
Με τους παρακάτω επιλεγμένους στίχους της ποιητικής της συλλογής :
«… να τρυπώ τους κακοήθεις ασβεστόλιθους»,
«… μα εγώ πήρα το κάστρο και έτρεχα»,
«… πάνω στις λαβωματιές του κάστρου»,
«Ακόμα και οι πόθοι / που κούρνιαζαν στων βράχων τις ρωγμές»,
«τις πέτρες των πληγών»,
«γλώσσες κομμένων βράχων»,
«και με γδέρνουν οι βράχοι / κάθετοι»
η Κατερίνα Κατσίρη αναρριχάται, άλλοτε θαρραλέα και άλλοτε αποθαρρυμένη, στα ανεμοδαρμένα και θαλασσοδαρμένα ύψη. Χαίρεται λυπούμενη και λυπάται όντως χαρούμενη. Είναι ο δρόμος της ζωής, που περνάει μέσα από τις δυσκολίες και τα προβλήματα. Είναι η πορεία, που οδηγεί στο αδιέξοδο, σε μια κατάσταση χωρίς χαρά, χωρίς ελπίδα, χωρίς ευτυχία. Γράφοντας στο πρώτο πρόσωπο, το εγώ, θλιμμένη και απαισιόδοξη, απαντά, ότι το μέλλον του κόσμου υπόσχεται απογοητεύσεις, προβλέπει άπελπεις προσπάθειες και διαβλέπει ατέρμονους αγώνες και αγεφύρωτες τραυματικές καταστάσεις.
Η ποιήτρια δεν παραμένει σε ένα καλά οχυρωμένο μεσαιωνικό κάστρο, ούτε ενδίδει σε παντός είδους κλισέ, ούτε τρέφει ψευδαισθήσεις. Έχει την αίσθηση της πραγματικότητος. Στα «αόρατα τοπία» των στίχων της θέτει, με τον δικό της τρόπο, το θέμα της αναζήτησης του φωτός, δηλαδή της Αλήθειας και του προορισμού της ανθρώπινης ζωής. Γράφει χαρακτηριστικά :
«θ’ ανέβω στο μεγάλο παιχνίδι / απ’ το πλατάγισμα ιστίων / και θα πνίξω αυτό τον ουρανό / που κωπηλατεί τόνους βαριάς ομίχλης / στων σύννεφων τα χείλη»,
«Νύχτα ήταν», «Εμπρός ίσκιοι πίσω κάτι ημισέληνες γέφυρες»,
«… τυλίγοντας την σιωπή ως τη μέση – σιωπή που ενεδρεύει πίσω από τους χυμούς τω δένδρων»,
«Ομίχλη παγερή. Κι ο κόσμος αλαφιασμένος στους δρόμους».
Εδώ, θίγει το μεγάλο διαχρονικό και υπαρξιακό ερώτημα σ’ αυτούς, που ψάχνουν για την Αλήθεια. Άλλωστε, ο άνθρωπος υπήρξε αναζητητής της Αλήθειας και του φωτός. Αναζητητής του υψηλού και του θείου, του ωραίου και του μεγάλου, του υπερκόσμιου και ουράνιου. Είναι φοβερό, την ίδια στιγμή, που νοιώθεις κατάκοπος από την πορεία, να βρίσκεσαι, ταυτοχρόνως, στο σκοτάδι. Μας θυμίζει το κλασσικό έργο του Βερίτη : «Ζητώντας το φως». Οι οδοιπόροι της ζωής τι ψάχνουν ολημερίς και ολονυχτίς; Οι διαβάτες τι ζητάνε; Ζητάνε το Φως. Αυτός είναι ο βαθύς πόθος κάθε ανθρώπινης ψυχής, διότι ο άνθρωπος είναι πλασμένος για το φως. Το σκοτάδι το απεχθάνεται. Λένε, ότι ο Goethe, τις τελευταίες στιγμές της ζωής του, έλεγε : «Φως, περισσότερο φως».
Η Κατερίνα Κατσίρη γράφει για το κεκαλυμμένο ψέμα, γιατί επιζητεί την αλήθεια, γράφει για την αποσιώπηση της βίας και του μίσους, γιατί οραματίζεται την αλληλεγγύη και την αγάπη. Είναι γεγονός, ότι οι κοινωνίες των ανθρώπων, μεγαλύτερες ή μικρότερες, έχουν ως χαρακτηριστικά τους την αγριότητα, την αδικία, την εγκληματικότητα, την αδιάκοπη αναταραχή, την απέραντη αβεβαιότητα και την αγιάτρευτη ανασφάλεια. Η αντικοινωνική συμπεριφορά, ο αμοραλισμός και η διαφθορά στο έσχατο σημείο και η ξεδιάντροπη στάση επιθετικότητος είναι τα αποτελέσματα μιας τέτοιου είδους κοινωνίας, που επέρχονται αναπότρεπτα. Τότε, οφείλουμε να ομολογήσουμε, ότι, όταν εξευτελίζονται οι αξίες της ζωής, διερχόμαστε από τα διάφορα στάδια μιας μαρτυρικής παρωδίας. Εδώ ακριβώς, η κραυγή της Κατερίνας Κατσίρη «ω Κύριε», σε επαναληπτικό tempo, δεν απευθύνεται παρά μονάχα στον ταπεινό διδάσκαλο της Τιβεριάδος, που παρουσίασε στους ανθρώπους την Αλήθεια σε όλο της το μεγαλείο. Η ποιήτρια θέλει να μας υπογραμμίσει, ότι δεν πρέπει να τρέφομε ψευδαισθήσεις και μας ρωτά έμμεσα τι άλλο θα μπορούσαμε να περιμένουμε, για να απογοητευθούμε;
Μα η ευθύνη του δημιουργού σε έναν δύσκολο κόσμο διαμορφωμένο και βασισμένο στο ψέμα, την τρομοκρατία, το μίσος, την αδιαφορία, την προχειρότητα και την δυστυχία, είναι προφανής. Ποιητής και αφηγητής η ίδια, επιχειρεί την ρεαλιστική καταγραφή των παθών του σύγχρονου ανθρώπου. Οι επιλεγμένες λέξεις και εκφράσεις, που απηχούν φρικαλέες έννοιες με κυρίως αρνητικό υπόβαθρο, βγαίνουν και καταγράφονται αυθόρμητα και απροκάλυπτα, χωρίς ντροπή και δειλία, χωρίς καθυστερημένο δισταγμό, χωρίς περιελίξεις και περιστροφές. Με αυτό το επιλεγμένο λεξιλόγιο διαγράφει τα ιδανικά και την συνειδητή εκφραστικότητα του «νέου ανθρώπου» με ό,τι αυτό συνεπάγεται, δηλαδή του ανθρώπου, που αναπτύσσεται και προβάλλεται, σιγά – σιγά, στο κατώφλι του καινούργιου αιώνα, που μόλις έχει ανατείλει. Στην πραγματικότητα, θέλει να δώσει το αντίθετο, διότι θέλει τον άνθρωπο ευτυχισμένο, χαρούμενο, γαλήνιο, αλληλέγγυο, ειρηνικό.
Μέσα σ’ αυτή την τραγωδία και την πτώση η ωμή ειλικρίνεια της Κατερίνας Κατσίρη σοκάρει και, συγχρόνως, προκαλεί ποικίλες σκέψεις και πρωτόγνωρα συναισθήματα, ενώ η τέχνη των καιρών μας βασανίζεται και εμπνέεται από την αναζήτηση των ορίων του εαυτού μας, των σημείων επαφής με τον άλλον και της αυτονόητης εξάρτησής μας από την Δημιουργία. Η Δημιουργία, με τα ποικίλα στοιχεία της, δεν είναι παρά το φυσικό περιβάλλον με την τόση ομορφιά, την θεϊκή σοφία και παντοδυναμία. Αυτό χρησιμοποιεί η ποιήτρια ως σκηνικό, μέσα στο οποίον γεννιέται, αναπτύσσεται και πεθαίνει ο άνθρωπος, το τέλειο δημιούργημα του Θεού. Η ποίησή της έρχεται σε επαφή με την μητέρα – γη, το άγγιγμα του χώματος, τα χρώματα και τα αρώματα των λουλουδιών, τα μπουμπούκια που σκάνε, ξαφνικά, ένα πρωϊνό, τα φύλλα που μαραίνονται το Φθινόπωρο. Το θαύμα της γέννησης και η σιγουριά του θανάτου. Είναι, με άλλα λόγια, ο κύκλος της ζωής, που επαναλαμβάνεται καθημερινά μπροστά στα μάτια μας, η αίσθηση του φθαρτού και, συνάμα, του αιώνιου.
Η Κατερίνα Κατσίρη αισθάνεται έντονα την παρουσία της θεϊκής δύναμης και καθοδήγησης, όταν είναι στη φύση και βαδίζει μόνη σε τοπία ερημικά. Εκεί, κάθε εικόνα, κάθε ήχος, κάθε μυρουδιά της θυμίζει τον Δημιουργό. Όταν μάλιστα περιορίζει τον νου της στην ωραία πραγματικότητα, στην ομορφιά της φύσης, η καρδιά της ανοίγει και ξεπηδούν από μέσα της τα όμορφα λόγια από το ποίημα με τον τίτλο : «Μια θάλασσα». Εδώ την ποιητική της τέχνη την μετατρέπει σε ζωγραφικούς πίνακες αναρτημένους σαν μέσα σε πινακοθήκες, ενώ, σε άλλα σημεία της ποιητικής της συλλογής, την μελοποιεί και την προβάλλει μεγαλόφωνα σαν μέσα σε αίθουσες συναυλιών.
Η ποιητική της συλλογή «Αόρατα Τοπία» σηματοδοτεί την πορεία μιας νέας εποχής. Το όλο ποιητικό της οικοδόμημα φέρει, αναμφισβήτητα, την πατέντα μιας ποιήτριας, η οποία υπόσχεται πολλά εις το μέλλον. Αλλαγές εις το ποιητικό της οπλοστάσιο, όπου θα υιοθετήσει, ενδεχομένως, άλλους τρόπους έκφρασης και δομής, που θα εκπλήξουν το αναγνωστικό της κοινό και θα το ανταμείψουν, οπωσδήποτε, πλουσιοπάροχα. Η Κατερίνα Κατσίρη είναι μία δυνατή φωνή του 21ου αιώνα με έντονη ποιητική προσωπικότητα ήδη διαμορφωμένη από την νεαρή της κι όλας ηλικία. Εκτιμώ, ότι συνεχίζει και θα συνεχίσει να διευρύνει τον ποιητικό της λόγο τόσον ως προς την θεματική όσον και ως προς το ποιητικό ιδίωμα.
Η ποιήτρια, απόλυτα συνδεδεμένη με το παρόν και έχοντας σχέσεις, στενές ή απόμακρες, με τους ανθρώπους και με τα αντικείμενα γύρω της, δεν πιστεύει, ότι πλάθει έναν άλλο ιδεατό κόσμο. Η ποίησή της ούτε διακοσμεί ούτε ωραιοποιεί. Αντίθετα, είναι οδυνηρή, διότι δείχνει την ουσία, που χάνουμε εμείς οι άνθρωποι μέσα από την καθημερινότητα. Είναι η βαθύτατα ειλικρινής κατάθεσή της προς την κατεύθυνση της ανασύνθεσης των αληθινών πραγμάτων.
Ο ποιητικός της λόγος την οδηγεί να ανοιχθεί προς τον έξω κόσμο και να στήσει γέφυρες αισθαντικές με αυτόν. Έτσι, τον βλέπομε, μέσα από τα «αόρατα» και «αθέατα» τοπία, άλλοτε να φέρει, με ένα ειρωνικό χιούμορ, επί σκηνής τις απόκρυφες αχίλλειες πτέρνες των ανθρώπων και να εκθέτει τα κακώς κείμενα της σημερινής εποχής και άλλοτε, πάλι, να εμφανίζεται οργισμένος, προκαλώντας, προτρέποντας ή σαρκάζοντας. Ο σαρκασμός ως ανθρωπόμορφη ιεροτελεστία, η σιωπή ως πρελούδιο έκρηξης, η κραυγή ως μέσον επανάστασης, το αίμα ως σύμβολο πικρόγλυκης αίσθησης, το νερό ως πηγή ζωής, το κλάμα ως τρόπος αποφόρτισης και λύτρωσης, η θάλασσα ως εργαλείο οραματισμού και η πυκνή σκιερή βλάστηση ως στοιχείο σκεπτικισμού είναι μερικά από τα υλικά, που συσσωρευτικά επιστρατεύει η Κατερίνα Κατσίρη για να μας περάσει τα μηνύματά της, στην πραγματικότητα, χωρίς προσχήματα και αγκυλώσεις, χωρίς επιφυλάξεις και υπαινιγμούς.
Η Κατερίνα Κατσίρη γράφει για τον εαυτόν της, γιατί γι’ αυτήν η ποίηση είναι λύτρωση και, τελικά, στέκει αμήχανη, προς στιγμήν, μπροστά σε ό,τι πρόκειται να ακολουθήσει. Πέραν, όμως, αυτού, κάνει την ποίησή της ιαχή μας και παιάνα μας, διότι δροσίζει την ψυχή μας και φωτίζει τον νου μας. Είναι ένας ποιητικός πλούτος με συναίσθηση ευθύνης βγαλμένος από τα βάθη της καρδιάς της, διαμορφωμένος μέσα από τα όνειρά της και ακουμπισμένος επάνω στα οράματά της.
Δοκίμιο της Ελένης Κοτίνη – Παναγοπούλου
Φιλολόγου – Δοκιμιογράφου – Κριτικού

Μικρές σκιές

ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

04-07-2012
Ας υποθέσουμε ότι βρισκόμαστε στη μέση της ερήμου, κάτω από τον καυτό ήλιο και ψάχνουμε για μια σκιά, που θα μας δροσίσει και θα μας ξεκουράσει. Ας μεταφέρουμε τώρα αυτή την εικόνα και ας βάλουμε στη θέση της ερήμου την πεζότητα της σύγχρονης κοινωνίας. Η σκιά είναι μια όμορφη ποιητική συλλογή και εδώ έχουμε το βιβλίο της Κατερίνας Κατσίρη: «Μικρές σκιές», που δικαιολογεί απόλυτα τον τίτλο του καθώς πρόκειται για αρκετές μικρές σκιές, που ξεφεύγουν από την πεζότητα και μας περιβάλλουν με την ποιητική δροσιά τους. Ποίηση λιτή, με έξυπνα νοήματα, που έλκουν τον αναγνώστη χωρίς να τον κουράζουν. Γνήσια, ποιητική γραφή, εμπνευσμένη τόσο από τα αδιέξοδα της σύγχρονης κοινωνίας όσο και από τον κοινωνικό εκφυλισμό του σύγχρονου ανθρώπου: «Υπάρχουν άνθρωποι / ακατοίκητοι / που σχεδόν λιποθυμούν / στη θέα της αγάπης / φτάνει να δεις / στα μάτια τους τον τρόμο / καθώς τον ουρανό κοιτάζουν / σκέφτονται τι θα κάνουν / αν κι άλλο χαμηλώσει».
Σε ορισμένα ποιήματα της ποιητικής συλλογής «Μικρές σκιές» η Κατερίνα Κατσίρη μας εκπλήσσει με το τελείωμα των ποιημάτων της, όπου υπάρχει ένα ξάφνιασμα, μια συγκλονιστική στιγμή, που έρχεται να ταρακουνήσει το νου και να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά της κοινωνικής μας πεζότητας: «Σε στήσαμε / στο δρόμο / νʼ ανασάνεις / και σωρός / κόκαλα και σκουπίδια / στην εξώπορτα» και αλλού: «Χρόνια τα μάτια προσηλωμένα / στο σημάδι. / Άσε τουλάχιστον / τις φλέβες ζωντανές / πριν το μελάνι λιγοστέψει».
Σε άλλα σημεία της συγκεκριμένης ποιητικής συλλογής της Κατερίνας Κατσίρη, παρατηρούμε τη φιλοσοφία της για τη ζωή και το θάνατο, μια φιλοσοφία, που δίνει έναν σχετικά μακάβριο τόνο και μια συνειδητοποίηση της ματαιότητας, ιδιαίτερα όταν όλα τα παραπάνω συνδυάζονται με τη ματαιοδοξία: «Κρεμόταν πάνω / απʼ το πορτρέτο σου / δίνοντας ολοκαίνουργιο φως / παρʼ όλα αυτά / το πάτωμα μύρισε θάνατο» και αλλού: «Εκ γενετής / στο στήθος της / κόκκοι πορφύρας / δάκρυζαν / οι φίλοι / και ο θάνατος / ποτέ».
Ο έρωτας, στην ποιητική συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη «Μικρές σκιές», είναι τρόπος ζωής και θανάτου, ερώτηση και απάντηση μαζί, πρόβλημα, που τη λύση καλείται να βρει η ποιήτρια και σε τελευταία ανάλυση ο ίδιος ο αναγνώστης: «Και να τώρα / δεν ξέρω αν είσαι Εσύ / η Άνοιξη / στο χέρι μου / ή μόνο ένα ναρκωμένο / λούλουδο / που γίνηκε ζωή / από τον Έρωτα» και αλλού: «Πώς να πεθάνει / κανείς δεν ήξερε / σʼ αυτήν την πόλιν / μονάχα η γυναίκα / με το παράξενο κακό / εκπλήρωσε τον έρωτα στην πράξη».
Υπάρχουν, όμως και ορισμένα ποιήματα, όπου η κοινωνική αδικία και η προδοσία των φίλων, παρουσιάζονται με μελανά χρώματα. Η ποιήτρια ξεσπαθώνει ενάντια στα συντροφικά μαχαιρώματα και αγανακτεί με τα αγριόσκυλα, που οι σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες επιβάλουν στον σημερινό άνθρωπο: «Μια μέρα / θʼ ακουμπάμε το χέρι στη γη / και θα μαζεύουμε συνωστισμούς / πτωμάτων / και λίγους αγνοούμενους / από συντροφική σιωπή» και αλλού: «Σε τούτη την Πολιτεία / πόσα αγριόσκυλα / με λύσσα / ανοίγουνε πληγές / δεν επαρκούμε να χορτάσουν».
Θα κλείσουμε αυτή τη μικρή κριτική προσέγγιση στην ποιητική συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη «Μικρές σκιές», παραθέτοντας ένα ακόμα συγκλονιστικό ποίημα: «Πλήθος ολάκερο / τραβηγμένο στη στεριά / και τίποτα πράο γύρω τους / μόνο / η αναχώρηση που κρέμεται / από το χέρι / το χέρι / λεπτό σαν του παιδιού / εκείνο που έπρεπε / να μένει πίσω».
Θεοχάρης Παπαδόπουλος

Αιώρηση

ΗΛΙΑΣ ΓΙΑΝΝΙΚΟΠΟΥΛΟΣ

Η Συμβολή των Αρκάδων στη Νεοελληνική Ποίηση
Υπάρχουν πολλοί νέοι ποιητές, που υπόσχονται πολλά για το μέλλον, όπως, για παράδειγμα, η νέα ποιήτρια Κατερίνα Κατσίρη, από το Ελαιοχώρι, που με την πρόσφατη, πρώτη ποιητική συλλογή της «Αιώρηση», τη γεμάτη από λυρική δύναμη, εκφραστική στιβαρότητα και κρουστή εικονοποιητική ευχέρεια, δείχνει πως διαθέτει πηγαίο ταλέντο, αρκετή τεχνική δεξιότητα, και σίγουρα την αναμένουν ψηλότερες κορφές.
http://www.arcadians.gr/
Κωνσταντινίδης Νεκτάριος
Κωνσταντινίδης Νεκτάριος 2
17
18 εφ Αρκαδία

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.