ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΑΝΑΓΙΩΤΟΣ

.

Ο Κυριάκος Αναγιωτός γεννήθηκε το 1958 στη Λεμεσό. Το 1976 απεφοίτησε από το Λανίτειο Γυμνάσιο. Την περίοδο 1978 – 1986 σπούδασε στο Πολυτεχνείο του Άαχεν της Γερμανίας, από όπου πήρε το πτυχίο του Αρχιτέκτονα. Τα τελευταία δώδεκα χρόνια εργάζεται στις Τεχνικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού.
Ασχολείται με τον φιλοτελισμό, με εξειδίκευση στην Ταχυδρομική Ιστορία της Κύπρου. Στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της Φιλοτελικής Εταιρείας Κύπρου, έδωσε διαλέξεις με θέμα: «Ιστορία των Ταχυδρομικών Συνθημάτων και Αναμνηστικών Σφραγίδων της Κύπρου».
Με την συλλογή του «Τα Ταχυδρομικά Συνθήματα της Κύπρου υπό Αγγλική Κατοχή, 1931-1960», έλαβε μέρος σε έξι φιλοτελικές εκθέσεις στην Κύπρο και δύο στο εξωτερικό, όπου και βραβεύτηκε.
Για τις επετειακές εκδόσεις του Δήμου Λεμεσού “Η Γιορτή του Κρασιού 45 Χρόνια” και “Η Γιορτή του Κρασιού 50 Χρόνια, 1961 – 2011, Οινόχρυσο Ιωβηλαίο” συνέγραψε το κεφάλαιο με θέμα: «Ταχυδρομικά Συνθήματα και Αναμνηστικές Σφραγίδες για τη Γιορτή του Κρασιού».
Διατηρεί προσωπική συλλογή παλαιών και νέων Κυπρολογικών εκδόσεων, με έμφαση στη σύγχρονη Κυπριακή Ιστορία και Πολιτική.
Διατηρεί επίσης προσωπική συλλογή εφήμερων με θέμα τη Λεμεσό, παλαιών κυπριακών εφημερίδων και περιοδικών, καρτών, νομισμάτων και τηλεκαρτών.
Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές:
“Ως άνεμος επακμάζων ”, Λεμεσός, 2012.
“Ανέστιος και λιθοξόος”, Λεμεσός, 2015.
“Ιπποστάσιο” Λεμεσός 2020.

.

1-%ce%b1%ce%bd%ce%b5%cf%83%cf%84%ce%b9%ce%bf%cf%83-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%ce%bb%ce%b9%ce%b8%ce%bf%ce%be%ce%bf%ce%bf%cf%83
scan_pic0048

.

ΙΠΠΟΣΤΑΣΙΟ (2020)

Ιπποστάσιο

Το σπίτι πήρε μιαν παράξενη κλίση.
Υπόνοιες για αστοχίες
στη θεμελίωση και στην ανωδομή
είχαν αποκλεισθεί.

Οι ολονυκτίες
οι περισχοινισμοί και οι πίτες του Αγίου Φανουρίου
δεν το παλινόρθωσαν.

Μ’ ένα τελευταίο τσιγάρο αποχαιρέτησα
το καχεκτικό γεράνι
και την ολόδροση φτέρη
του βορεινού μπαλκονιού.

Δεν έψαξα για σπίτι
αλλά για ιπποστάσιο
στις παρυφές της πόλης.

Επειγόντως έπρεπε να στεγάσω
τα τρία μου άτια.

Το ευσταλές
με το γενναίο βλέμμα
που μαζί διαβήκαμε
σήραγγες και δύσβατα πεδία.
Το φτερωτό
με τον λευκό καλπασμό
που για λίγο με ανύψωνε
από το καθημαγμένο μου σαρκίο.
Το τρίτο, το ξύλινο
με την κρύπτη
που μόλις και με χωρούσε
με αυτό που πάσχιζα
να δραπετεύσω από μιαν ρωγμή
του καταθλιπτικού τείχους.

Τα λιόδεντρα και τ’ αμπέλια

Από τότε
κάθε Δευτερογιούνη
την ώρα ακριβώς
που ο ήλιος δεν πρόλαβε
να δρασκελίσει τον μαντρότοιχο
και το φεγγάρι άρον άρον
αλειτούργητο το ‘θαψαν
βλέπω
τα ιερά δέντρα
να γονυπετούν.

Στο χώμα βυθίζουν
τον ζείδωρο καρπό τους
τον στύβουν στους διψασμένους σβώλους.

Λάδι σταλάζουν
στα καντήλια
των αδικοσκοτωμένων
κρασί γεμίζουν
τα δισκοπότηρα
να μεταλάβουν
οι αδικοχαμένοι.

Ο δρόμος

Οι παλάμες μου αγγίζουν τους απέναντι φανοστάτες
τα πέλματά μου πατάνε στ’ αντικρινά κράσπεδα.

Σ’ επιγραφές γερτές ακροβατούν οι μνήμες.
Σε μαγαζιά ερημωμένα συνωστίζονται σκιές.
Καπνίζουν το πρώτο τους τσιγάρο
κατεβάζουν το πρώτο τους σφηνάκι
με πάθος συζητούν κι ερωτοτροπούν.

Τώρα οι σκιές ράθυμες κι ανέραστες φυραίνουν
σταμάτησαν το κάπνισμα
πίνουν αφέψημα.
Οι συζητήσεις χλεμπονιάρες κρατούν μπαστούνι.

Κι όμως
αυτό το στενό
ήταν κάποτε λεωφόρος πλατιά
με συστάδες ανθοφόρων.

Η κασέλα

Η εξόδιος ακολουθία βρισκόταν σε εξέλιξη
έμφορτο θλίψης το εκκλησίασμα
και οι επίσημοι έμπλεοι υπερηφάνειας
όταν αθόρυβα άνοιξε η κασέλα.

Αδιόρατος στάθηκε
μπροστά στο ασπρόμαυρο πορτρέτο.
Εφάρμοσε προσεκτικά το μετωπικό του οστούν
κάτω απ’ τον μπερέ με το εθνόσημο
τη γνάθο πάνω απ’ το μεταξωτό φουλάρι
έσιαξε το χνουδωτό μουστάκι
με τ’ απομεινάρι του δεξιού δείκτη.
Τέλος, αφού κρέμασε στον λαιμό
το σταυρουδάκι με το μονόγραμμά του
έτρεξε περιχαρής στο διοικητήριο
για τη δεκαήμερή του άδεια.

Την επαύριον θα λογιαζόταν
με την καλή του.

Φωνή ’πού το χώμαν

στη Νένα Φιλούση

«Εφέρασιν τζ̆’ εβάλαν δίπλα μου πέντ’ έξι κόκ-
καλα τζ̆’ είπαν μου ήσουν εσού. Eγι̮ώνη, πάντως,
εννά σηκωστώ ’πού το πουρνόν, να πυρώσω τον
φούρνον, να σου σιερώσω το πουκάμισόν σου το
καλόν τζ̆αι να σου βράσω νερόν να λουθείς. Εννά
σου βάλω πά’ στο τραπέζιν, σ̆σ̆επασμένα, ψουμίν
βραστόν, χαλλούμιν ’πού το δικόν μας τζ̆αι τομάτες
’πού την βραχτήν μας, να μπουκκώσεις. Τζ̆ι ακού-
εις; Ύστερις, που ’ννά πάεις στον καφενέν, έπαρε
μαζίν σου τζ̆αι την φωτογραφίαν, τζ̆είνην που ’χα
μες στον κόρφον σαράντα γρόνι̮α, γι̮α να σε αγρω-
νίσουν. Τζ̆ι άμα στραφείς, φέρ’ μου την πίσω, να
σ’ αθθυμούμαι τζ̆’ εγι̮ώνη, σγοι͜αν τότες πὄφυες ’πό
’σσω, παλληκάριν ίσ̆ι̮α με τζ̆ει πάνω.» Είπεν, τζ̆αι το
χώμαν γυρόν της εμύρισεν ροδόστεμμαν, ’πό τζ̆εί-
νον που τον ένιφκεν τότες που ’τουν μιτσής, πριχού
τον καπνίσει, γι̮α να μεν τον πκι̮άννει τ’ αμμάτιν.

.

ΑΝΕΣΤΙΟΣ ΚΑΙ ΛΙΘΟΞΟΟΣ (2015)

Ανέστιος

Ούτε μία σπιθαμή ρωγμής
κατάφερα να συρράψω
τόσα χρόνια.
Ούτε κατά μία μοίρα
κατάφερα να περιστρέψω
το ανεστραμμένο μου πρόσωπο.
Ακόμη,
ούτε μίαν κλωστή
κατόρθωσα να ξηλώσω
απ’ το χοντρό, μάλλινο παλτό,
που μου φόρεσαν κατακαλόκαιρα.
Μοιραία,
περιφέρομαι
εις τας οδούς των άστεων
ως άστεγος επαίτης
και στις ρύμες των χωριών
ως γραφικός μουρλός.
Από τις τρύπιες μου τσέπες
πίπτουν
ήχοι και οσμές.
Από την ξεσχισμένη φόδρα
στάζουν
εικόνες.

Γόρδιος Δεσμός

Πώς καταφέραμε
να δέσουμε
έναν τόσον δυσεπίλυτο κόμπο;
0 Γόρδιος Δεσμός
μοιάζει μπροστά του
με απλό, προσκοπικό παιχνιδάκι.
Τώρα
ποιος Αλέξανδρος
θα τον κόψει,
έστω
με το σπαθί του;
Ποιος Χριστός
θα τον λύσει,
έστω
μ’ ένα άγγιγμά του,
αφού
ακρωτηριάζουμε
τους τριαντατριάχρονους;

Οι σάλπιγγες

Ουρανομήκεις και κατ’ επανάληψην
ήχησαν οι σάλπιγγες.
Όμως,
αρμός δεν ράγισε,
πέτρα δεν σάλεψε,
έστω μία ζεματίστρα να κυρτώσει.
Άθικτα και ακέραια
παρέμειναν τα γιγάντια τείχη.
Μειδιώντας
και νωχελικά ξύνοντας τον θυρεό του
το απόρθητο οχυρό
λοξοκοίταξε τα χάλκινα όργανα.
Σαρδόνια κάγχασε πρώτα,
μετά βρυχήθηκε.
Τα απαστράπτοντα πνευστά,
ακαριαία, απώλεσαν την στιλπνότητά τους
μετά ζάρωσαν
και συστάλθηκαν σε κόρνες.
Κόρνες άρρυθμες, βραχνές και θορυβώδεις,
ως των νυκτερινών αυτοκινητοπομπών
σε επινίκιους πανηγυρισμούς.

Σπονδές

Κούφωσε το χώμα
στα δύο μέτρα.
Λαγούμια γιόμισε στενά,
ίσα που να χωρούν τα χέρια τους.
Τα βράδια, οι μάνες,
σαράντα τόσα χρόνια,
προτού δειπνήσουν
με το κουτάλι του καημού,
το πιρούνι της προσμονής
και της αμφίστομης αγωνίας το μαχαίρι
έσκαβαν
χωρίς ανασασμό.
Να κανακέψουν ήθελαν
τα παλληκάρια τους
με το γλυκό που λαχταρούσαν,
το φαγητό που επιθυμούσαν,
ένα κομμάτι αχνιστό ψωμί
ή έστω
με τα ακροδάχτυλα
την στερνή τους ανάσα να κορφολογήσουν
και τον πόνο τους να γητέψουν.
Πριν ξεψυχήσουν.

Τελευταία γραμμή αμύνης

στον ποιητή Μάριο Αγαθοκλέους

Να κρατήσουν έπρεπε
το διάσελο,
πάση θυσία.
Βήμα
δεν έκανε πίσω
για ώρες πολλές.
Άξαφνα,
η ανάσα του αναπέταξε
κι άδραξε απ’ τον ώμο
το τελευταίο αλαφιασμένο σύννεφο.
Τα μάτια του ανάβλυσαν
κι έβαψαν πράσινο
τον αποτεφρωμένο λόγγο.
Το μπόι του διαστάληκε
κι έσκιασε
τ’ απόκρημνα βράχια.
Χρόνια μετά,
το βόλι στο στήθος του
μολύβι καυτό όπως τότε –
τ’ απέθεσε
κάτω απ’ τη μαύρη μαντήλα της μάνας,
που μεσίστια πλατάγιζε.
Την τρύπια του καρδιά
φλογισμένη όπως τότε –
την άφησε
κάτω απ’ την ξώπορτα της αγαπημένης,
την ώρα που ιστορούσε για Ακρίτες
στα εγγόνια της.

Στα βράχια

Άξαφνα,
τα όργανα
πέτρωσαν
στα χέρια των κιθαρωδών.
Στα κρεματόρια
των αυτόματων ταμιακών,
αποτεφρώθηκε
το δείπνο της τυροφάγου.
Μεσίστια κυμάτιζαν
οι χαρταετοί,
ανήμερα των κουλούμων.
Ποια η γύμνια
και ποια η μεταμφίεση;
Ποιο το πρόσωπο
και ποιο το προσωπείο;
Στα βράχια,
μονάχα τα αυτοφυή κυκλάμινα,
δεμένα πισθάγκωνα,
αρνούνται να προδώσουν την Άνοιξη.

Περί νήσου πάθη

Αγανακτισμένη
επούλωσε
την λογχισμένη της πλευρά,
ξεκάρφωσε
τις μαντεμένιες πρόκες
και βρόντηξε χάμω
τον ακάνθινον στέφανον.
Μετά,
αφού περιτυλίχθηκε
έξαλλη
την λευκή σινδόνα,
αποκαθηλώθηκε.
Δεν άντεξε
στις προκλήσεις
των δύο εκατέρωθέν της ληστών,
που όχι μόνον
το πνεύμα δεν παρέδωσαν
μα και γλέντι τρικούβερτο έστησαν
με οίνο
σε χρυσά κροντήρια.
Όσο
για την ανάσταση,
περίσκεπτη διείδε,
ότι δεν είναι θέμα
τριών ημερών.

Απόδραση

Δεν είναι
ήχος περιδεραίων
στα στήθη λικνιζομένων γυναικών.
Ούτε
κομπολογιού ήχος
στα χέρια αργόσχολων γερόντων.
Σύρσιμο
αόρατων αλυσίδων
είναι αυτό που ακούμε,
που όλο δυναμώνει,
όλο και σιμώνει.
Πώς να με πιστέψετε;
Πώς να τις δείτε;
Πώς να τις ψηλαφίσετε;
Αφού,
αόρατοι είναι και οι κατάδικοι.
Όπως,
αόρατα ήσαν τα εντάλματα,
αόρατες και οι συλλήψεις.
Αόρατες οι δίκες,
αόρατα και τα κελιά.
Πριονισμένοι καιροί.
Οι λοστοί σκούριασαν.
Φλυαρούν οι βαριοπούλες. 

Μνήμες

Την τρίαινά τους
έσεισαν
οι αποκαρωμένες μου μνήμες.
Η θάλασσα εσχίσθη
το βένθος ανεδύθη.
Τα κογχύλια άρπαξαν τα όργανα
άρχισαν τραγούδι τα ψάρια
έστησαν χορό τα κοράλλια.
Σίγησε το γραμμόφωνο.
Παντού πάλι πέλαγος.
Καταχώνιασα ξανά τις φωτογραφίες
και καταβυθίστηκα στο παρόν.

Της πόλης μου I

Ηδονοβλεψίας
παρελθόντων παραστάσεων.
Με μάτι καρφωμένο σε κλειδαρότρυπα
παλαιού επιστολικού δελταρίου,
σε είδα, Σαλώμη,
λικνιζομένη ν’ αποσείεις ένα ένα
και τα επτά σου πέπλα.
Τα πλινθόκτιστα ισόγεια,
τα αστικά δίπατα
και τα αρχοντικά σου τρίπατα.
Τους λιθόκτιστους ναΐσκους
και τα νεοκλασικά σου εκπαιδευτήρια.
Τα ανατολίτικα σαχνισιά
και τις δυτικότροπες αγιογραφίες σου.
Όταν η εκστατική μουσική σταμάτησε,
οι οιστρήλατες κραυγές καταλάγιασαν
και η ηδονική αχλή διαλύθηκε,
δεν είδα
το λάγνο σου κορμί.
Έντρομος αντίκρισα
το σκέλεθρο σου
σε κάλπικα τιμαλφή περιπλεγμένο.
Αλγεινοί κύκλοι των εξαφανίσεων.
Βρυχηθμοί εκσκαφέα, που με καρατόμησαν.
Επί της επίχωσης
σου προσφέρω τις μνήμες μου
επί πινάκι.

Ταξίδι στο πουθενά

Ευτυχείς και ευδιάθετοι
επιβιβάστηκαν εγκαίρως στο καράβι
οι ταξιδιώτες.
Με τα ψάθινά τους καπέλα,
τα σκούρα τους ματογυάλια,
τα πολύχρωμά τους φανελάκια.
Με πλήρεις τις αποσκευές.
Όμως,
άδεια ήσαν τ’ αμπάρια,
παγωμένοι οι ατμολέβητες.
Στη γέφυρα ερημιά.
0 ήλιος τενεκεδένιος,
ξύλινοι οι γλάροι.
Μολυβένιο το πλήρωμα.
Μήτε βοριάς
που φύσηξε,
μήτε νοτιάς.
Ούτε το βίρα
ακούστηκε,
ούτε το μάινα.
Ονειρικό ήταν το ταξίδι.
Χωρίς όμως ένα θυμητάρι,
δίχως έστω μιαν ανάμνηση. 

Ο εξουθενωμένος άγγελος

Καταπονημένος ο αρχάγγελος,
από τον άχαρο ρόλο του διαμεσολαβητή,
πέταξε σε ακτή ερημική.
Παρατώντας χάμω
την πύρινή του ρομφαία
έπλασε
μ’ ένα ξεχασμένο κουβαδάκι
έναν δικό του άγγελο,
από άμμο.
Μ’ ένα φύσημα
τον ζωντάνεψε
και διάδοχο του τον ώρισε
επί της γης,
αφήνοντάς τον
δίπλα από έναν ερειπωμένο
τηλεφωνικό θάλαμο.
Για τις επείγουσες κλήσεις.
Μετά,
χάθηκε.

Λιθοξόος

στον ποιητή Ανδρέα Μακρίδη

Αστείρευτα χέουσες
από μαρμάρινο μαστό.
Με ικμάδα εφηβική
αγκιστρωμένες
από το εκκρεμές του χρόνου.
Αφειδώλευτα δανεισμένες,
αιώνες τώρα,
με μηδενικό επιτόκιο.
Λέξεις
που σας θήλασα,
που με απογειώσατε,
που μία μία
σας άντλησα
από πηγάδια μυστικά.
Ζωσμένος
την αλφαβήτα.
Θωρακισμένος
με τ’ αλεξίσφαιρα σύμφωνα.
Εξοπλισμένος
με τα εκρηξιγενή φωνήεντα
κι έχοντας την περόνη των διφθόγγων
τραβηγμένη,
ακούραστα σας υπερασπίζομαι
εκ του πρηνηδόν,
εκ του γονυπετώς
και εκ του ορθίως.
Άγρυπνος λιθοξόος
περιφρουρώ,
σε βάρδιες εικοσιτετράωρες,
με στίχους πέτρινους
και τα εικοσιτέσσερα γράμματα.

.

Ως άνεμος επακμάζων (2012)

Γνώση

Με μάθανε να αριθμώ
μέχρι το δέκα.
Θέλησα να προχωρήσω
πιο πέρα.
Μου κόψανε τα δάχτυλα.

Σταύρωση

Γιατί μου φορτώσατε
στους ώμους
εκτός απ’ τον σταυρό
και τον Σίμωνα τον Κυρηναίο;

Παλιννόστηση

Επιπλέω.
Στον βυθό η σκιά μου
σκιάχτρο του πυθμένα.
Στο βάθος ένα πεφταστέρι
διαγράφει τροχιά ελπίδας.
Πέλαγος.
Στο βάθος ο ορίζοντας,
πιο πέρα δεύτερος
μετά άλλος
κι άλλος.
Στο τέρμα
η ισόβια κάθειρξή μου.
Πάντα ήθελα να ήμουν
ένας γλάρος.
Μου έλειπαν το λευκό
και τα φτερά.
Ένα κομμάτι ξύλο κι ένα πανί
την πιο απλή σχεδία
αυτό θέλω.
Η γραμμή πλεύσης
και τ’ αζιμούθια
είναι δική μου υπόθεση.
Δεν με τρομάζουν
οι τραμουντάνες κι οι τυφώνες.
Με φοβίζει μόνο η άπνοια.
Πιότερο τώρα που γνωρίζω ότι
οι ναυπηγοί και οι ναύκληροι
ψάχνουν κι αυτοί
για σχεδία.

Τα πρώτα δώρα

Μόλις
άνοιξα τα μάτια μου
στον θάλαμο νεογνών
της μαιευτικής κλινικής
αντίκρυσα
επιμελώς στοιβαγμένα
χιλιάδες κιβώτια
με αντιοφικούς ορούς
αντί για
κουδουνίστρες,
αρκουδάκια και
πολύχρωμα παπιά.
Αυτό
ήταν το δώρο των γονέων μου.
Ένα για κάθε μέρα
της ζωής μου,
όπως εκμυστηρεύθηκαν
στον κλινικάρχη.

Νηνεμία

Τα βράχια δημιουργήθηκαν,
για να τσακίζουν τα κύματα ή
τα κύματα για να ραπίζουν τα βράχια;
Αδιαφορώ.
Εγώ τα βότσαλα ζηλεύω
που αγκαλιάζονται
με τον φλοίσβο της θάλασσας.

Ζεϊμπέκικος

Κάθε φορά
που περιστρέφομαι
σε ρυθμό εννέα όγδοα,
αγναντεύω
τα βράχια
του Ζαλόγγου.

Αποφυλάκιση

Σταμάτα επιτέλους να υπολογίζεις
στους μουχλιασμένους τοίχους
τη μέρα της αποφυλάκισής σου.
Η αρίθμηση, σου έγινε συνήθεια
το κελί βολετό
και ξέχασες
ότι απελευθερώθηκες
προ πολλού.

Αντίστροφη μέτρηση

Στα τριάντα του
απέκτησε
το ρολόι
που ονειρευόταν.
Ένα πανάκριβο ρολόι
μεγάλης ακριβείας.
Πραγματικό κομψοτέχνημα
της σύγχρονης ωρολογοποιίας.
Με κατράν από λευκόχρυσο,
με γυαλί από κρύσταλλο,
με χρυσούς ωροδείκτες,
με δώδεκα διαμάντια.
Στα σαράντα του
έφαγε το κατράν.
Στα πενήντα του
μάσησε το κρύσταλλο.
Στα εξήντα του
κατάπιε τους ωροδείκτες.
Στα εβδομήντα του
καταβρόχθισε τα διαμάντια.
Στα ογδόντα του…
ο χρόνος
τον έκανε χρυσόσκονη
και τον σκόρπισε
στους πέντε ανέμους.

Ο ποδηλάτης

Στις σκοτεινές στοές
της μνήμης
βρήκα
σκονισμένο, σκουριασμένο
το παλιό μου ποδήλατο.
Το καβάλησα.
Ποδηλατούσα μόνο
με ανάποδες πεταλιές.
Παράξενο ταξίδι.
Απ’ το θαμπό παράθυρο
της λήθης
διέκρινα
τις ατελείωτες αλάνες,
τα πελώρια πετρόσπιτα,
τα θεόρατα θερινά σινεμά.
Ασπρόμαυρη διαδρομή.
Σε κάθε μου πεταλιά
μίκραινα
όλο και μίκραινα.
Μέχρι να φτάσω
στο κοιμητήρι
έγινα μια σταλιά.
Μπροστά από την πύλη
με σήκωσε στα χέρια της
η μαία.
Φασκιωμένο μ’ εναπόθεσε
στην αγκάλη
της μάνας μου.
Μάταιες όμως
όλες
οι προσπάθειές μου
να επιστρέψω
στη μήτρα της.
Την βρήκα
πετρωμένη.

Αγωνία

Μπροστάρηδες.
Γιόμισε ο τόπος
μπροστάρηδες.
Κάποιοι επιτέλους
πρέπει ν’ ακολουθούν
για να μαζεύουν
τα πτώματα.

Ζατρίκιον ΙΙ

Παράξενη
ετούτη η παρτίδα,
που παρακολουθώ.
Με ανορθόδοξη στρατηγική.
Ο λευκός Βασιλιάς,
η λευκή Βασίλισσα,
οι λευκοί Πύργοι
να τρώνε
τα λευκά πιόνια.
Ο μελανός Βασιλιάς,
η μελανή Βασίλισσα,
τα μελανά Άλογα
να τρώνε
τα μελανά πιόνια.
Κι αυτά εναγωνίως
να πασκίζουν
να συνεννοηθούν
προς αποφυγήν
της συντριβής.

Οι τέσσερεις εποχές

Φθινόπωρο
κι αυτό
που μας ήλθε!
Αντί
για κιτρινισμένα
φύλλα,
γιόμισαν οι δρόμοι
κίτρινες προκηρύξεις.
Μετά
από τέτοια Άνοιξη
όπου στα κλαδιά
ανθούσαν τηλεβόες,
αντί
για μπουμπούκια
και
τέτοιο Καλοκαίρι
όπου θερίζαμε όνειρα,
αντί
για σπαρτά,
έπρεπε να ήταν
αναμενόμενη
η έλευσή του.
Τον επερχόμενο
βαρύ, μακρύ
Χειμώνα
πώς θα τον διαβούμε;
Όπου, αντί
για λευκές νιφάδες,
θα ρίχνει
μαύρα κοτρόνια;

Τα ξεροπήγαδα

Τόπος
διάσπαρτος
από υδατοφράχτες
υψηλών προδιαγραφών.
Τα χείλια μου όμως
παραμένουν
αφυδατωμένα
εδώ και μισό αιώνα.
Εγώ
από τα ξεροπήγαδα
θέλω να ξεδιψάσω.
Απ’ όπου
αντίς για νερό
αντλούμε
θλιμμένες οπτασίες νέων
που τους σφραγίσανε
το βλέμμα
και το στόμα.
Λίγο απ’ το δάκρυ
και το σάλιο τους
θέλω να δροσιστώ.
Προτού μας
φτύσουνε.

Νησί στο κενό

Ψάρια
κολυμπούν
στο κενό.
Βότσαλα
κροταλίζουν
στο κενό.
Κύματα
παφλάζουν
στο κενό.
Άνεμοι
φυσάνε
στο κενό.
Καράβια
αρμενίζουν
στο κενό.
Άνθρωποι
αγναντεύουν
το κενό.
Πού χάθηκε
η θάλασσα;
Ποιος λαβύρινθος
την κατάπιε;
Τι νησί
λογίζεται τώρα
χωρίς το γαλάζιο της;
Τι νησί
λογίζεται
χωρίς τη μυρωδιά της;
Νησί
που όζει
χνώτα
Μινώταυρου
νησί
δεν λογιέται.

Πλησίον του τέρματος

Πλησιάζοντας
στο τέρμα του δρόμου,
αντίκρυσα
ένα ασύνηθες οδόφραγμα,
φτιαγμένο
από τεράστιους σωρούς φύλλων
των ετήσιων ημερολογίων
όλων των παρελθόντων χρόνων.
Μοναδικός φρουρός
η συνείδησή μου.

Μίζερες μέρες

Κουρελιασμένες,
ρακένδυτες,
μίζερες
που έγιναν
οι μέρες μας
σαν τυφλοί επαίτες
στα προαύλια εκκλησιών.
Εις βάθος τα ερωτήματα.
Ρηχές οι εξηγήσεις
σαν μουγκά τύμπανα
ανίκανα να αναχαιτίσουν
τα επελαύνοντα
σμήνη των ακρίδων.
Τρύπιοι αναλυτές.
Κούφιες αναλύσεις.
Οι μέρες
άρχισαν ήδη
να αιμοπτύουν.
Τις πταίει;
Γιατί
πάψαμε πλέον
να σκάβουμε
τη γη
για χρυσό
και πολύτιμα πετράδια
και ψαχουλεύουμε
σ’ αραχνιασμένες γωνιές
για κίβδηλα
κοσμήματα;

Ως σύγχρονος ΄Οσιρις

Συναρμολόγησα
το κομματιασμένο μου κορμί.
Έλειπε ο εγκέφαλος.
Επανασύνδεσα
το διαμελισμένο μου σώμα.
Έλειπε η καρδιά.
Άθροισα
τις εξασθενισμένες μου αισθήσεις.
Έλειπε η έκτη.
Αμέσως αυτοπυροδοτήθηκα
και γίνηκα αστέρι.

Ως άνεμος επακμάζων

Η ψυχή μου
ως άνεμος επακμάζων
δεν μπορεί
να κλειστεί
σε ασκί,
Οδυσσέα,
αδελφέ μου.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΙΠΠΟΣΤΑΣΙΟ

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΥΡΗΣ

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ 26/2/2021

Ποίηση που περιέχει στο μέγιστο βαθμό συγκινησιακή φόρτιση!

Στην καινούργια ποίηση που μάς προσφέρει ο Κυριάκος Αναγιωτός με την Τρίτη εκδομένη ποιητική συλλογή του (προηγήθηκαν οι συλλογές ΄΄Ως άνεμος επακμάζων΄΄ (2012) και ΄΄Ανέστιος και Λιθοξόος΄΄ (2015), που τιτλοφορείται μονολεκτικά και υπαινικτικά ΄΄Ιπποστάσιο΄΄ (2020) και περιέχει μόνο 20 ποιήματα, όλα σχεδόν ολιγόστιχα, κυριαρχούν λέξεις απλές, επομένως κατανοητές, όμως άτρωτες, με ψηλή θερμοκρασία, δραστική ένταση, συμπυκνωμένη δύναμη, κοφτερή αλήθεια και ακριβής στο εννοιολογικό περιεχόμενό τους, όπως είναι π.χ. οι λέξεις «μνήμες» (σελ. 17, 18, 19), «αίμα» (σελ. 12, 16) «σκιές» (σελ. 17, δύο φορές), με αποτέλεσμα να παράγει μία ποίηση αρκετά ενδιαφέρουσα, προσιτή και εύληπτη, στηριγμένη γερά σ’ ένα πλατύ ποιοτικό βάθρο. Μια ποίηση που πλημυρίζει από ευαισθησία, ριζωμένη στη μνήμη και τη σύγχρονη Ιστορία, που αρδεύεται συνεχώς από το σπαταλημένο, το προδομένο αίμα και τον αφόρητο πόνο! Η λιτότητα στην έκφραση και η περιεκτικότητα του λόγου, είναι κάποια άλλα σταθερά γνωρίσματα αυτής της ποίησης.
Περιέργως όμως, σε κάποια καινούργια ποιήματά-του, εμφανίζονται και μερικές λέξεις – σύμβολα, όπως π.χ. οι λέξεις «άτια» και «πλήκτρα», αλλά και η λέξη «κλωστή», που τη συναντούμε στο ομώνυμο ποίημα (σελ. 22) η οποία, όπως μάς πληροφορεί, τον έχει και αυτόν κατασπαράξει. Είναι ποιήματα που κτίζονται, όπως αντιλαμβάνομαι, με τον κρυπτικό βιωματικό λόγο και τα οποία χρειάζονται ιδιαίτερη μελέτη και βυθοσκόπηση, καθώς και κάποια απαραίτητα κλειδιά που πρέπει να έχεις στη διάθεσή-σου, για να μπορέσεις να τα κατανοήσεις σωστά. Εννοώ να καταφέρεις να οδηγηθείς στη βαθύτερη σημασία και έννοια που θέλει να αποδώσει σε αυτά τα σύμβολα ο ποιητής, χωρίς βέβαια ν’ αγνοούμε, επαναλαμβάνω, πως τις πλείστες φορες αυτά τα ποιήματα εκπηγάζουν από εντελώς προσωπικές καταστάσεις και βιώματα, πράγμα πιστεύω νόμιμο, εφόσον εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικου δικαίου, και χωρίς βέβαια να υπονοώ πως τα ποιήματα αυτά δεν έχουν την χάρη και την αξία-τους. Τέτοιας κοπής ποιήματα, όπως το τιτλοφορημένο «Της κλωστής», είναι και το «Απόλυτη σιγή», «Το βουβό δάσος» κ.α. Δίνω στη συνέχεια το ποίημα «Η κλωστή», από τα καλύτερα, κατά την άποψή-μου, σε αυτή την ομάδα:
Εκείνο το ξέφτι στο στρίφωμα/ της μεταξένιας-σου νυχτικιάς/ εκείνη η αδιόρατη κλωστή/ που μού χάιδευε τα πέλματα/ κι εγώ μακαρίως ονειρευόμουν/ είχε σιδερένια δόντια./ Αφού κατέφαγε/ τα λινά σεντόνια/ την ξύλινη κλίνη/ και το τρεμάμενο φως των κεριών/ μετά κατασπάραξε κι εμένα. Σελ. 22

Μεγαλύτερη εντύπωση στον αναγνώστη, και εδώ αναφέρομαι ασφαλώς στον επαρκή, τον βαθιά μυημένο στα μυστικά της ποίησης, προκαλεί ο έξυπνος τρόπος με τον οποίο ο Κ. Αναγιωτός προσπαθεί να μάς εισαγάγει στα πεδία που καθορίζουν τον χωροχρόνο-του, που δεν είναι άλλα από τα πεδία που επενεργεί η σκέψη και η έμπνευσή-του, και κατ’ επέκταση ξεδιπλώνεται η όλη ποιητική-του, από το πρώτο κιόλας ποίημα της συλλογής, που τιτλοφορείται «Ιπποστάσιο», ένα πολυεδρικό ποίημα, το οποίο έδωσε και τον τίτλο της συλλογής .
Για να γίνω πιο σαφής, στο ποίημα αυτό , η έμπνευση του Κ. Αναγιωτού, όπως αφήνει να διαφανεί, κινείται σε τρία επίπεδα ή, καλύτερα, σε τρεις κατευθύνσεις, τις οποίες μάς καλεί σιωπηρά να ακολουθήσουμε ή να τις παρακολουθήσουμε, βαδίζοντας νοερά πάνω στ’ αχνάρια που αφήνουν τα πέλματα των τριών αλόγων-του (ο ποιητής τα αποκαλεί «άτια», που είναι αρχαία, ομηρικής προέλευσης, λέξη) τα οποία μάς κατευθύνουν, το μεν πρώτο, το «ευσταλές», όπως το χαρακτηρίζει, στη στέρεη γη, το δεύτερο, το «φτερωτό», στον φωτεινό ουρανό και το τρίτο, το «ξύλινο», «με την κρύπτη/ που μόλις και με χωρούσε», υποθέτω πως είναι αυτό που κατεβαίνει στον σκοτεινό Άδη. Γράφει ο ποιητής, ανάμεσα σε άλλα, σε αυτό το ποίημα:
«Επειγόντως έπρεπε να στεγάσω/ τα τρία-μου άτια./ Το ευσταλές /με το γενναίο βλέμμα/ που μαζί διαβήκαμε σήραγγες και δύσβατα πεδία./ Το φτερωτό/ με τον λευκό καλπασμό/ που για λίγο με ανύψωνε/ από το καθημαγμένο-μου σαρκίο./ Το τρίτο, το ξύλινο/ με την κρύπτη/ που μόλις και με χωρούσε/ με αυτό πάσχιζα /να δραπετεύσω από μιαν ρωγμή/ του καταθλιπτικού τείχους» Σελ. 9-10

Από πλευράς θεματολογίας, ο Κ. Αναγιωτός, στην καινούργια συλλογή-του παρουσιάζεται αρκετά φειδωλός. Θέλω να πω πως τα θέματά-του είναι αρκετά περιορισμένα. Για την ακρίβεια, ο ποιητής συνθέτει τα 20 ποιήματά-του πάνω σε δύο τρία θέματα, με κυρίαρχο το μεγάλο θέμα της τραγωδίας του 1974, ενώ αντικρίζονται ακροθιγώς άλλα, όπως είναι η μανία που διακατέχει τους περισσότερους Ελληνοκύπριους για γρήγορο και άκοπο πλουτισμό, η οικολογική καταστροφή και η ανεξέλεγκτη οικοδομική ανάπτυξη, που μαζί αυτά τα δύο συμβάλλουν σταθερά στην καταστροφή της Πολιτικής Κληρονομιάς και Παράδοσής-μας (σελ, 18, 20). Λέει στο ποίημα «Της Πεντάμορφης»: «Κάτασπρα/ τ’ αλίπεδα και τα πετροβούνια/ με μαύρα, λευκά, κίτρινα κι ερυθρά/ κουφάρια./ Πάντα ίδιο κόκκινο το αίμα./ Το ίδιο γαλαζοαίματες οι προσταγές».
Βέβαια, μεγαλύτερη έμφαση, και πολύ σωστά έπραξε, δίνει στο θέμα της κυπριακής τραγωδίας του Ιούλη, του 1974, με όλα τα συνεπακόλουθά-της, όπως είναι ο αβάστακτος πόνος για τους «ανέξοδους» νεκρούς-μας, η συντριβή από το ατέλειωτο μαρτύριο των αγνοουμένων-μας αλλα και το ασήκωτο μαρτύριο των συγγενών-τους, που για πέντε σχεδόν δεκαετίες περιμένουν με αγωνία την επιστροφή των αγαπημένων προσώπων-τους. Ο Κ. Αναγιωτός όμως, δεν είναι ιδιοτελής άνθρωπος αλλά ούτε και καριερίστας ποιητής. Απεναντίας, έχω διαπιστώσει πως εμφορείται από αγνά ελατήρια όταν καταπιάνεται με αυτό το πολύ λεπτό, στο έπακρον τραγικό, πένθιμο και θλιβερό, θέμα. Εννοώ πως το διαχειρίζεται με μεγάλη προσοχή, θρησκευτική ευλάβεια και κυρίως με ανιδιοτέλεια. Γι’ αυτό και μάς δίνει υπέροχα ποιήματα, που περιέχουν στο μέγιστο βαθμό συγκινησιακή φόρτιση, που κατά τα λεγόμενα του Νάσου Βαγενά μόνο αυτά τα κείμενα μπορούν να καταχωρηθούν στην χορεία της μεγάλης ποίησης. Τέτοια ποιήματα είναι «Τα λιόδεντρα και τ’ αμπέλια», «Η κασέλα», «Το παραθύριν» και «Φωνή ’που το χώμαν».
Είναι, τονίζω, ποιήματα ολοκληρωμένα, που βγαίνουν κατευθείαν από την καρδιά-του, κεντημένα με τα γνήσια αισθήματα και τον υγιή στοχασμό-του, σε αντίθεση με κάποιους άλλους τυχοδιώκτες, δήθεν ποιητές, που άξαφνα τα τελευταία χρόνια, για να υφαρπάξουν κανένα λογοτεχνικό βραβείο στην αλλοδαπή, ανακάλυψαν ή θυμήθηκαν την τραγωδία του 1974 (σήμερα για να εξυπηρετήσουν τους απαίσιους σκοπούς-τους την αποκαλούν με τον όρο «τραύμα»), όπου τώρα, όπως λένε, βρίσκονται συγκλονισμένοι, χωρίς να θυμούνται οι άθλιοι πως πριν μερικά χρόνια έγραφαν Χάι – Κου για το κρασί που παράγει ή για τα αγρέλια που μαζεύει ο παππούς-τους στις βουνοκορφές της Πιτσιλιάς. Ελπίζω όμως, πως κάποιες δυνάμεις εδώ στην Κύπρο θα αντιδράσουν και θα σηκώσουν φωνή, για να μην επιτρέψουν να γίνει, το άγιο θέμα της τραγωδίας του 1974, το καταφύγιο του κάθε τυχοδιώκτη, που θέλει να παριστάνει τον πνευματικό άνθρωπο.
Το θέμα της Πολιτιστικής Κληρονομιάς και Παράδοσης μπορεί να περνάει σε δεύτερη μοίρα στην εν λόγω συλλογή-του, όμως τον ποιητή, όπως διαπιστώνω, ανέκαθεν τον κατατρύχει και τον προβληματίζει, αφήνοντας μάλιστα τον προβληματισμό-του να διαχέεται, κάποιες φορές και με μία λεπτή ειρωνεία, σε μερικά καινούργια ποιήματά-του. Γιατί ο Κ. Αναγιωτός γνωρίζει πολύ καλά, λόγω και της επαγγελματικής ενασχόλησής-του, πως «δεν μπορούμε να χτίσουμε το μέλλον παρά με το υλικό της Παράδοσης», ακριβώς έτσι, όπως μάς το υποδεικνύει με τα σοφά λόγια-του ο Τ. Σ. Έλιοτ.
Βέβαια, τον Κυριάκο Αναγιωτό, ως αληθινό ποιητή, που θέλω να πιστεύω πως είναι, τον απασχολεί περισσότερο η αλλοτρίωση των ψυχών και των χαρακτήρων των ανθρώπων που επιβιώνουν σε αυτόν τον πλανήτη, στιγματίζοντας δραστικά την κυριαρχία του χρήματος που ισοπεδώνει τόσο τον άνθρωπο όσο και τις αρχές και τις αξίες-του. Δηλαδή, η αυστηρή κριτική-του απευθύνεται σ’ εκείνα τα απάνθρωπα όντα που θεοποίησαν το χρήμα και εκμηδένισαν τον αγαθό άνθρωπο, επιδιώκοντας να τον εντάξουν ως σκλάβο στις βολεμένες κοινωνίες που ονειρεύονται και επιποθούν αλλά και με περισσή σπουδή και αφοσίωση σχεδιάζουν στα πολυτελή μέγαρά-τους. Συνεπώς, δεν είναι τυχαίο που στην ποίηση του Κ. Αναγιωτό συναντάμε άλλοτε θλιβερούς και πένθιμους στίχους και άλλοτε φωτεινούς και χαρούμενους, που είναι πιστεύω σημεία απτά, αποτυπωμένα τώρα στο χαρτί, της ψυχοσύνθεσης-του. Κατά βάθος όμως, πιστεύω πως αυτοί οι στίχοι, με τα πανανθρώπινα μηνύματα που περιέχουν, διασαλπίζουν ανάσταση και ζωή. Δίνω ενδεικτικά ένα απόσπασμα από το ποίημα «Η δεξίωση»:
«Η αίθουσα απαστράπτουσα/ αντάξια των υψηλών προσκεκλημένων.
Επαλειμμένη με αντηλιακό η μουσική/ βγαλμένα από τον καταψύκτη τα χαμόγελα. /Με ρυθμό στροβιλίζονται τα ποτήρια/ με χάρη περιφέρονται οι χρυσήρεις δίσκοι.
Από τα ντεκολτέ αναβλύζει σαγήνη/ από τα μπατζάκια ρέει αδρεναλίνη/ τραπεζογραμμάτια σταλάζουν τα χείλη»
Σελ. 28

Οφείλω, ακόμη, να σημειώσω πως για μένα σημαντική πράξη, η οποία πρέπει να προβάλλεται και να επαινείται, είναι η ευγένεια και το ήθος με την οποία ο ποιητής Κ. Αναγιωτός αντιμετωπίζει την ελληνική γλώσσα, την οποία σέβεται και προστατεύει, επιδιώκοντας ν’ ανακόψει τη διάβρωση και τον μαρασμό-της, γενικά τον διασυρμό-της, αποφεύγοντας να εμβολιάζει ή να εντοιχίζει στον ποιητικό-του λόγο ξένες λέξεις ή να τον τροφοδοτεί με ακατέργαστες και ακατανόητες φράσεις. Αντιθέτως, ο Κ. Αναγιωτός, όπως διαπιστώνω, συνειδητά επιδιώκει να φρεσκάρει και ν’ αναζωογονήσει, γενικά να απονεκρώσει, την ελληνική γλώσσα, μέσω του ποιητικού-του λόγου, εντάσσοντας και επενεργώντας μέσα-του ωραίες και σπάνιες λέξεις, κάποιες μάλιστα άγνωστες στο πλατύ κοινό ή αδρανοποιημένες εδώ και αρκετά χρόνια. Λέξεις όπως άτια, σκέδασαν, αλίπεδα, καταράχι, ζείδωρο, ασβόλη, παλάσκες, ρωγματώνουν κ.α. Σπάνιες λέξεις που προέρχονται απ’ όλο το φάσμα της ελληνικής γλώσσας.
Ολοκληρώνοντας αυτό το κείμενο, θέλω να τονίσω πως η ποιητική διαδρομή του Κ. Αναγιωτού μπορεί να μην είναι μεγάλη, σε σύγκριση με άλλους ομότεχνους-του, είναι όμως σταθερά ανοδική και βαθιά ποιοτική, που τον έκανε να ξεχωρίζει ως έναν από τους πιο αντιπροσωπευτικούς ποιητές της πολυάριθμης ομάδας που εμφανίσθηκε αμέσως μετά τη «Γενια της Εισβολης». Κατόρθωσε με τρεις μόνο συλλογές, και αυτό είναι το σπουδαιότερο, να δώσει αξιοθαύμαστο ποιητικό έργο, που τον αναδεικνύει ως μία από τις πιο διακριτές και διακεκριμένες ποιητικές φωνές της Κύπρο!

**Ο συγγραφέας του κειμένου ακολουθεί κανόνες του μονοτονικού που εφάρμοζε ο Αντώνης Μυστακίδης-Μεσεβρινος

.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ

Ο Κυριάκος Αναγιωτός με δύο ποιητικές συλλογές στο ενεργητικό του [Ως άνεμος επακμάζων (2012), Ανέστιος και λιθοξόος (2015)] και με ευδιάκριτη ποιητική φωνή επιστρέφει στην ποίηση με μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και ώριμη συλλογή που φέρει τον τίτλο Ιπποστάσιο (Λεμεσός 2020). Ο πολύσημος και πρωτότυπος τίτλος της ανά χείρας συλλογής, αλλά και του εναρκτήριου ομώνυμου ποιήματος αποκαλύπτουν εξαρχής και αναφανδόν το υπαρξιακό δράμα που γίνεται μόνιμο κλίμα και μοναδικός πυρήνας της ποίησης του Κυριάκου. Πρόκειται για το δράμα της αναπόφευκτης φθοράς (όχι μόνο υλικής, αλλά και συναισθηματικής – όχι μόνο κυριολεκτικής, αλλά και μεταφορικής), η οποία εξακτινώνεται και διαπερνά αποδυναμώνοντας την κάθε στιγμιαία πρόσδεση σε συμβατικές καταστάσεις ζωής, προσωπικής και συλλογικής.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο στοχασμός γύρω από τη φθαρτή ανθρώπινη φύση, το πεπερασμένο και το εφήμερο, η συναίσθηση του θανάτου, το ανεπούλωτο τραύμα της εισβολής, η έννοια του χρόνου, το απροσπέλαστο και μεταφυσικό, η μοναξιά, υπαρξιακή και οντολογική που προέρχεται από το αδύνατο της ανθρώπινης επικοινωνίας, η σιωπή αλλά και η κραυγή αγωνίας, είναι ουσιαστικοί άξονες που διαπερνούν την ποίησή του και αποκαλύπτουν, εν τέλει, ένα ποιητικό σύμπαν διαποτισμένο από μια πίκρα καταχωνιασμένη στα ενδότερα. Ακόμη και η ποίηση (το δεύτερο, φτερωτό άλογο του ποιήματος «Ιπποστάσιο») ή ο έρωτας (το τρίτο άλογο, το ξύλινο με την κρύπτη, που αποτελεί αλληγορία της ίδιας της ποίησης), άλλα βασικά και επίμονα θέματα της ποίησης του Αναγιωτού, αν και δρουν προς στιγμήν εξισορροπητικά στην έντονη παρουσία του θανάτου-φθοράς, προβάλλουν, εντούτοις, αντιθετικά τις περισσότερες φορές, από τη μια το τυραννικό δράμα του συχνά ανικανοποίητου, ανεκπλήρωτου έρωτα και από την άλλη το δράμα της αναπόφευκτης φθοράς του τελειωμένου.
Επισημαίνω εμφατικά την κριτική που ασκεί ο ποιητής σε ένα βαθύτερο επίπεδο, στο συμβατικό, κοινότυπο και το κοινωνικά και ποιητικά καθιερωμένο, συστήνοντας τον αντίλογο του ποιητικού προσώπου στην καθημερινή φθορά, στο σαθρό πολιτικό και πολιτισμικό κατεστημένο και στη γενικότερη έκπτωση της νεοκυπριακής πραγματικότητας. Μιας πραγματικότητας που ο Αναγιωτός αρνείται, βέβαια, την ποιητική ωραιοποίησή της μέσα στα φωτεινά φυσικά τοπία, αλλά επιμένει πεισματικά να θέτει το άστυ ως κυρίαρχο σκηνικό της ποίησής του. Πολύ σημαντική είναι, επίσης, η πιο έντονη αναφορά του ποιητή σε αυτή τη συλλογή στο τραύμα του ’74, σε πείσμα, μάλιστα, εκείνων που θέλουν τη νέα γενιά ποιητών να αποστρέψει αδιάφορα το βλέμμα από την ανοικτή αυτή πληγή. Άλλο διακριτό στοιχείο της συλλογής αυτής αποτελεί η αισθητικά δικαιωμένη παρουσία της κυπριακής διαλέκτου, με ποιήματα όπως «Φωνή ’που το χώμαν» να κρατούν στα ύψη τον υδράργυρο της ποιητικής συγκίνησης.
Συνοψίζοντας, η τελευταία ποιητική συλλογή του Κυριάκου Αναγιωτού αποτελεί φυσιολογική συνέχεια μιας ώριμης πορείας, καθώς διευρύνει τα οικεία θέματά του σε μεγαλύτερους κύκλους, δημιουργώντας νέες περιοχές αναζήτησης. Και για τούτο ο αναγνώστης της ανά χείρας συλλογής ανακαλύπτει τις αρετές ενός προσωπικού ύφους, που βασίζεται στην πυκνή εκφραστική, τον πολυσήμαντο ποιητικό λόγο, αλλά και την έντονη βιωματικότητα και την ψυχική ταπεινότητα. Και όλα αυτά με μια ποιητική γλώσσα που είναι προσωπική, διαφανής, με λογική διάρθρωση και μελετημένη αρχιτεκτονική.

Ιπποστάσιο
Το σπίτι πήρε μιαν παράξενη κλίση.
Υπόνοιες για αστοχίες
στη θεμελίωση και στην ανωδομή
είχαν αποκλεισθεί.
Οι ολονυκτίες
οι περισχοινισμοί και οι πίτες του Αγίου Φανουρίου
δεν το παλινόρθωσαν.
Μ’ ένα τελευταίο τσιγάρο αποχαιρέτησα
το καχεκτικό γεράνι
και την ολόδροση φτέρη
του βορεινού μπαλκονιού.
Δεν έψαξα για σπίτι
αλλά για ιπποστάσιο
στις παρυφές της πόλης.
Επειγόντως έπρεπε να στεγάσω
τα τρία μου άτια.
Το ευσταλές
με το γενναίο βλέμμα
που μαζί διαβήκαμε
σήραγγες και δύσβατα πεδία.
Το φτερωτό
με τον λευκό καλπασμό
που για λίγο με ανύψωνε
από το καθημαγμένο μου σαρκίο.
Το τρίτο, το ξύλινο
με την κρύπτη
που μόλις και με χωρούσε
με αυτό που πάσχιζα
να δραπετεύσω από μιαν ρωγμή
του καταθλιπτικού τείχους.

Φωνή ’πού το χώμαν
στη Νένα Φιλούση

“Εφέρασιν τζ̆’ εβάλαν δίπλα μου πέντ’ έξι κόκ-
καλα τζ̆’ είπαν μου ήσουν εσού. Eγι̮ώνη, πάντως,
εννά σηκωστώ ’πού το πουρνόν, να πυρώσω τον
φούρνον, να σου σιερώσω το πουκάμισόν σου το
καλόν τζ̆αι να σου βράσω νερόν να λουθείς. Εννά
σου βάλω πά’ στο τραπέζιν, σ̆σ̆επασμένα, ψουμίν
βραστόν, χαλλούμιν ’πού το δικόν μας τζ̆αι τομάτες
’πού την βραχτήν μας, να μπουκκώσεις. Τζ̆ι ακού-
εις; Ύστερις, που ’ννά πάεις στον καφενέν, έπαρε
μαζίν σου τζ̆αι την φωτογραφίαν, τζ̆είνην που ’χα
μες στον κόρφον σαράντα γρόνι̮α, γι̮α να σε αγρω-
νίσουν. Τζ̆ι άμα στραφείς, φέρ’ μου την πίσω, να
σ’ αθθυμούμαι τζ̆’ εγι̮ώνη, σγοι͜αν τότες πὄφυες ’πό
’σσω, παλληκάριν ίσ̆ι̮α με τζ̆ει πάνω.” Είπεν, τζ̆αι το
χώμαν γυρόν της εμύρισεν ροδόστεμμαν, ’πό τζ̆εί-
νον που τον ένιφκεν τότες που ’τουν μιτσής, πριχού
τον καπνίσει, γι̮α να μεν τον πκι̮άννει τ’ αμμάτιν.

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ

Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 04/1/2021

Ο Κυριάκος Αναγιωτός, με μόλις τρεις ποιητικές συλλογές στο ενεργητικό του, α) Ως άνεμος επακμάζων» (2012) β) «Ανέστιος και λιθοξόος» (2015) και γ) «Ιπποστάσιο» (2020) μπορεί να θεωρηθεί ένας ολοκληρωμένος, ένας πλήρης ποιητής του τόπου μας. Κι αυτό με την έννοια της συνολικής επάρκειας και τα όσα αυτή εμπερικλείει σε αισθητικό, υφολογικό αλλά και θεματικό επίπεδο. Το ποιητικό credo του Κ.Α. είναι πλέον διακριτό, ευκρινές, αναγνωρίσιμο και αναγνωστικά ολοένα και πιο ευρέως αποδεκτό∙ πάντα με σχόλια κολακευτικά για τον ίδιο.

Θέλω να σταθώ ιδιαίτερα στο πρώτο ποίημα της συλλογής απ’ όπου αντλήθηκε και ο τίτλος του βιβλίου που παρουσιάζεται με αυτό το σημείωμα, το «Ιπποστάσιο». Πρόκειται για ένα ποίημα υπαρξιακό, επιβλητικό, υποβλητικό, προγραμματικό και πλήρες. Τρία άτια, τρία άλογα σημαδεύουν τη ζωή του ποιητή. Το «ευσταλές» που αφορά τα βιώματά του, το «φτερωτό» που αφορά τη φαντασία και το πνεύμα του, και το «ξύλινο» που αφορά την υπαρξιακή του αγωνία. Ο στίχος του Κ.Α. παραμένει στέρεα δομημένος σε ουσιαστικά θεμέλια όπως η ωριμότητα, η σοβαρότητα, το συγκινησιακό ρίγος και η ενοραματική προσέγγιση του μέλλοντος. Την ίδια ώρα, η κρυπτικότητα των στίχων του, συλλογή με συλλογή, εδραιώνεται. Το γεγονός καθιστά την ποίησή του ακόμα πιο ενδιαφέρουσα και πιο γεμάτη με προκλήσεις και προσκλήσεις για τον αναγνώστη.

Τα ποιήματα του Κ.Α. διακρίνονται και για την άρτια σκηνοθετική δόμησή τους, που επιτυγχάνεται με την αρωγή της αλληγορίας, της μεταφοράς, της παρομοίωσης. Πρόκειται για ποιήματα γεμάτα πλούσιες, εμφαντικά ευφάνταστες εικόνες, έμπλεες χρωμάτων, αρωμάτων, γεύσεων και συναισθημάτων. Εικόνες που ενεργοποιούν όλες τις αισθήσεις του αναγνώστη.

Οι ποιητολογικές αναφορές του Κ.Α. είναι διαυγείς και διάχυτες σχεδόν παντού. Ο ποιητής ξηγιέται στα ίσα με τον αναγνώστη του για το πως βλέπει ο ίδιος τους στίχους του: «Μόλις νυχτώσει / οι στίχοι μου / τινάζουν κάπνα και μπαρούτι. / Νίβονται με ανθόνερο / σιάζουν τα μαλλιά τους / και βγαίνουν απ’ το όρυγμα». (σελ. 12)

Μιλώντας πάντα για την ποιητική του Κ.Α., θα ήθελα ν’ αναφερθώ ειδικά στο ποίημα «Γραφική απόπειρα». Εδώ ο ποιητής, αξιοποιώντας αισθητικά την ορολογία της σεισμολογίας, καταθέτει ένα ποίημα ποιητικής έμπλεο μεστών μηνυμάτων, παραστατικών εικόνων και διάφανων ιδεωδών: «Επικίνδυνα ολισθαίνουν / οι τεκτονικές μου πλάκες / επιχειρώ εκτόνωση / της σεισμικής δραστηριότητας / σε λευκό χαρτί». (σελ. 26) Ο Κ.Α. παρομοιάζει την ποιητική πραγμάτωση με τη σεισμική δραστηριότητα. Και η παρομοίωσή του θεωρώ πως είναι εύστοχη, εκφραστική, αισθητικά πλήρης και λειτουργική: «Όμως θα επιμένω. / Με λέξεις αντισεισμικές σε γρανιτένια πλάκα / με γραφίδα από ατσάλι». (σελ. 27)

Αυτό που συνηθίσαμε συμβατικά να αποκαλούμε κυπριακή τραγωδία απασχολεί τον Κ.Α. σε όλα τα βιβλία του. Και τον απασχολεί μέσα σε μια γόνιμη ζύμωση με τις οδύνες του σήμερα και όχι ως μια πικρή ανάμνηση μέσα στη συλλογική μνήμη. Π.χ. τα ελαιόδεντρα και τα αμπέλια, στο ομώνυμο ποίημα, προσκυνούν τους νεκρούς κάθε επέτειο της εισβολής, καθώς είναι η εποχή που καρπίζουν και γέρνουν τα κλαδιά τους προς τη γη: «Λάδι σταλάζουν / στα καντήλια / των αδικοσκοτωμένων / κρασί γεμίζουν / τα δισκοπότηρα / να μεταλάβουν / οι αδικοχαμένοι». (σελ. 14) Ο Κ.Α. βάζει τη φύση να μετέχει στα ανθρώπινα, όπως ανέκαθεν έπρατταν οι ποιητές από την αρχαιότητα. Όπως έπρατταν οι ανώνυμοι δημιουργοί των δημοτικών τραγουδιών, όπως μεγαλούργησαν ο Δ. Σολωμός και ο Β. Μιχαηλίδης.

Επίσης, το δράμα των αγνοουμένων που επιστρέφουν ως λείψανα σε μικρά ξύλινα κασελάκια, συγκινεί και εμπνέει τον ποιητή. Αυτό καταγράφεται τόσο στην προηγούμενη όσο και στην παρούσα ποιητική συλλογή του. Ο Κ.Α. πραγματεύεται τη συγκεκριμένη υποθεματική με φαντασία και υπερβατικότητα, με δέος μπροστά στη θυσία αυτών των ανθρώπων, αλλά και με σεβασμό σε όσους άφησαν πίσω τους. Στο ποίημα «Η κασέλα» περιγράφει συγκλονιστικά την εξόδιο ακολουθία μέχρι πρότινος αγνοούμενου. Στη φαντασία του ποιητή, ο κηδευόμενος εξέρχεται ως λείψανο από το κασελάκι και επιστρέφει στο σημείο που είχε μείνει πριν επισυμβεί το μεγάλο κακό: « …έτρεξε περιχαρής στο διοικητήριο / για τη δεκαήμερη του άδεια. / Την επαύριον θα λογιαζόταν / με την καλή του». (σελ. 24)

Η νέα συλλογή του Κ.Α. ολοκληρώνεται με τέσσερα δημιουργήματα στην κυπριακή διάλεκτο, τρία πεζοτράγουδα και ένα ποίημα. Το πρώτο, «Το παραθύριν» (σελ. 30) θα το χαρακτήριζα ενδοσκοπικό ποίημα εσωτερικού χώρου. Τα επόμενα δύο μιλούν για την κυπριακή τραγωδία, ένα για τους αγνοούμενους και ένα για τους πρόσφυγες. Στο πρώτο, η σύζυγος μέχρι πρότινος αγνοούμενου, απευθυνόμενη στον πεσόντα άντρα της, μονολογεί: «Εφέρασιν τζ΄εβάλαν δίπλα μου πεντ’ έξι κόκκαλα τζ’ είπαν μου ήσουν εσού. Εγιώνη, πάντως, έννα σηκωστώ ‘που το πουρνόν, να πυρώσω τον φούρνον, να σου σιερώσω το πουκάμισόν σου το καλόν τζαι να σου βράσω νερόν να λουθείς. Έννα σου βάλω πα’ στο τραπέζιν, σσεπασμένα, ψουμίν βραστόν, χαλλούμιν ’που το δικό μας τζαι τομάτες ‘που την βραχτή μας, να μπουκώσεις». (σελ. 31)

Στο ύστερο ποίημα της συλλογής ο Κ.Α. βάζει έναν αετό να λέει σε αυτούς που αναζητούν τον τάφο του Βασίλη Μιχαηλίδη: « …‘που τα’ ψη άμαν πετώ / τ’ αγνάρκα του θωρώ τζαι τες πατημασιές του / τζ’ άμα φυσίσουσιν ανέμοι κρυφοί γροικώ / τους αναστεναγμούς του». (σελ. 33) Το δημιούργημα αυτό, ασφαλώς, είναι εμπνευσμένο από ένα πραγματικό γεγονός, την αμφισβητούμενη από πολλούς ανεύρεση του χαμένου τάφου του εθνικού μας ποιητή. Ο Κ.Α. δεν αρκείται βέβαια στο γεγονός αυτό καθαυτό. Μεταπλάθει αισθητικά το όλο συμβάν μεταθέτοντας το στο χώρο και το επίπεδο της ποιητικής, στην ουσία καταθέτοντας ένα ποιητολογικό ποίημα.

.

Ανέστιος και λιθοξόος

Ανδρέας Μακρίδης

Παρουσίαση ποιητικής συλλογής Κυριάκου Αναγιωτού
«Ανέστιος και λιθοξόος»
Πολιτιστικό Κέντρο Ελληνικής Τράπεζας – Λεμεσός
Παρασκευή 18 Μαρτίου 2016
Τον Ιούνιο του 2012 ο Κυριάκος ή Ράκης Αναγιωτός εξέδωσε και παρέδωσε στην Κυπριακή και στην πανελλήνια Γραμματεία, την πρώτη ποιητική του συλλογή, με τίτλο «Ως άνεμος επακμάζων». Παρουσιάστηκε στη Λεμεσό τον Νοέμβριο του 2012.
Η συλλογή εκείνη απέσπασε πολύ ευμενή σχόλια από τους κριτικούς και το ποιητικό σώμα της Κύπρου, όπως και τις δικές μου εγκωμιαστικές κριτικές εκτιμήσεις, κατά την παρουσίαση του βιβλίου. Κατά συνέπεια, προ τετραετίας, ο Ράκης πήρε το βάπτισμα του πυρός, εισήλθε στο καθαρτήριο των κολασμένων και φορτώθηκε τον βαρύ σταυρό των ποιητών.
Η δεύτερη ποιητική παρουσία του Ράκη Αναγιωτού «Ανέστιος και λιθοξόος», που εκδόθηκε στα τέλη του 2015, πέραν της αυτονομημένης και ξεχωριστής αξιολόγησής της, αναπότρεπτα εγείρει και θέματα συγκριτικής αποτίμησης και κριτικής στάθμισης. Το ερώτημα είναι ακαριαίο και κρίσιμο. Έμεινε ο ποιητής σταθμευμένος στο πρώτο εκείνο σκαλί του Κωνσταντίνου Καβάφη ή συνέχισε την αναμέτρησή του με τον στίχο και την ποιητική; Αποτελεί η νέα του δημιουργία μιαν προοδευτική εξελικτική ποιητική καινοτομία ή αποτελεί μιαν στάσιμη επανάληψη της προηγούμενης συλλογής του; Εν ολίγοις, μας δίνει κάτι το καινούριο ή αυτοεπαναλαμβάνεται;
Η προσωπική μου εκτίμηση στα ερωτήματα αυτά είναι σαφώς καταφατική και υπερθετική. Ο Ράκης συνέχισε απ’ εκεί που σταμάτησε στην πρώτη του συλλογή και επέκτεινε τις ποιητικές του πραγματώσεις.
– Νέες θεματολογικές προσεγγίσεις.
– Βαθυστόχαστη κοινωνιολογική φιλοσόφιση.
– Ιδεώδη κοινωνικά και ανθρωπιστικά οράματα.
– Δριμύτερη και διαφανέστερη στηλίτευση των κοινωνικών και πολιτικών
πεπραγμένων.
– Καθαρότερος και σταθερότερος πολιτικός προσανατολισμός.
Αυτά είναι μερικά από τα καινούρια στοιχεία με τα οποία εμπλούτισε ο ποιητής τα στιχουργικά του δρώμενα. Ορθώτερα, οι συνιστώσες αυτές ενυπήρχαν εγκιβωτισμένες και στην πρώτη του ποιητική συλλογή, τώρα όμως ενηλικιώθηκαν, ενισχύθηκαν και απέκτησαν δυναμικώτερη παρουσία στους στίχους.
Ακόμη πιο ισχυρή και με πληθώρα νεωτερικών προσκτήσεων παρουσιάζεται η ποιητική της νέας συλλογής του.
– Σκόπιμη εκλογίκευση του έντεχνου παράλογου.
– Επίπλαστη, στοχευμένη σοβαροφάνεια, που εκβάλλει στην εσκεμμένη
ειρωνεία.
– Δραματοποίηση και σκηνική μεταφορά ονειρικών εμπειριών.
– Αύξηση και εκμετάλλευση των καινοτομιών του νεωτερισμού.
– Εκτενέστερη αξιοποίηση των κατακτήσεων του υπερρεαλισμού.
– Επιτυχής αξιοποίηση των λεξιλογικών “μεταλλείων” της καθαρεύουσας και
του γλωσσικού πλούτου της γλώσσας μας.
Την μετεξέλιξη αυτήν της ποίησης του Ράκη παρατήρησαν ομοθύμως και οι κριτικοί ή οι ομότεχνοι του, που έτυχε να διαβάσουν την συλλογή του.
Ο Γιώργος Κεχαγιόγλου σημειώνει πως η συλλογή περιέχει συγκλονιστικά κείμενα. Ο Αντώνης Πιλλάς στέκει στην σύγχρονη θεματική και στο προσωπικό ύφος. Ο Λεωνίδας Γαλάζης εντοπίζει την στάση διαμαρτυρίας και την εγρήγορση του ποιητή.
Ο Ανδρέας Κούνιος δηλώνει εντυπωσιασμένος από τους εμπύρετους στίχους, τον σπαραγμό και την ακμάζουσα ποίηση του Αναγιωτού.
Η αρχή έγινε με το «Ως άνεμος επακμάζων», η συνέχεια κατατίθεται με τον «Ανέστιο και λιθοξόο» και ο Ράκης οδεύει στον δρόμο της ποίησης. Μένει το δύσκολο μετά, και το σκοτεινό τέρμα, γιατί όπως έγραψε κάπου ο Λόρδος Βύρωνας: «τίποτε δυσκολότερο από την αρχή στην ποίηση, εκτός, ίσως, από το τέλος».
Πολλοί, επίδοξοι ποιητές, αγκυροβολημένοι στην εποχή του … κάρβουνου νομίζουν, αυταπατώμενοι, ότι μια δυνατή ιδέα, ντυμένη με δυο-τρεις λυρικές λέξεις και λίγο μετρικό σουβά, δίνει ένα καλό ποίημα. Δυστυχώς ματαιοπονούν επαναλαμβάνοντας την ποίηση άλλων εποχών, που προ πολλού ξεπέρασε την ημερομηνία λήξης της, και φορτώνουν το ήδη βεβαρυμμένο κάρρο της ποίησης με σκουπίδια και άχρηστη σαβούρα.
Αντίθετα, η ποίηση πρέπει πάντα να είναι πολιτιστικός αρχηγέτης και μπροστάρης. Πρέπει να πηγαίνει μπροστά και όλα τα άλλα να την ακολουθούν. Ο ποιητής ανοίγει δρόμους, φωτίζει τους δρόμους από όπου θα περάσουν οι άλλοι. Συνεπώς κάθε ποιητής αξιολογείται από την συμμετοχή και την προσφορά του στο καινούριο, θεματικά και αισθητικά, αν δηλαδή έχει να δώσει κάτι το νέο και συνάμα σπουδαίο. Η ποίηση του Ράκη έχει, πιστεύω, να δώσει νέα πράγματα, είναι νεωτερική, έχει το προσωπικό της ύφος και βαδίζει στις γραμμές του καλού λόγου και του ευ ποιώ.
Ο Νάσος Βαγενάς, σ’ ένα σημαντικό έργο του, με τίτλο «Για έναν ορισμό του μοντέρνου στην ποίηση», μας αποκαλύπτει με σαφήνεια τα εμφανέστερα χαρακτηρίστηκα της μοντέρνα ή νεωτερικής ποίησης, αυτά που ξεκολλούν ένα ποίημα από τις παρωχημένες εποχές του νατουραλισμού και του λυρισμού και το εντάσσουν στην σύγχρονη ποίηση. Κατά τον Βαγενά τα χαρακτηριστικά αυτά είναι:
1ο ) Ο ελεύθερος στίχος.
2ο) Η μεγάλη ανάπτυξη της δραματικότητας σε σύγκριση με τη λυρικότητα της
παλαιάς ποίησης
3ο) Το καθημερινό λεξιλόγιο – άμεση, ως ένα βαθμό, συνέπεια της δραματικότητας – σε αντίθεση προς το «ποιητικό» λεξιλόγιο της παλαιάς, που κάνει τη νέα ποίηση να πλησιάζει προς το λεξιλόγιο της πεζογραφίας και τον τόνο της προφορικής ομιλίας, και
4ο) Η σκοτεινότητα∙ μια σκοτεινότητα διανοητικής φύσεως, που κάνει δύσκολο να περιγράψουμε το νόημα ενός ποιήματος.
Και επεξηγεί ο Νάσος Βαγενάς:
« Από τα χαρακτηριστικά αυτά μόνο το πρώτο και το τέταρτο διακρίνουν τη νέα ποίηση από ολόκληρη την προηγούμενη ποίηση. Το δεύτερο και το τρίτο τη διακρίνουν κυρίως από την ποίηση των προηγούμενων εποχών. Γιατί και στο μακρυνότερο παρελθόν υπήρξαν εποχές ή στιγμές που η ποίηση πλησίαζε το καθημερινό λεξιλόγιο ή εξέφραζε καταστάσεις λιγότερο λυρικές και περισσότερο δραματικές.
Τα τέσσερα αυτά χαρακτηριστικά είναι ο,τι μας χτυπά περισσότερο στο μάτι όταν διαβάζουμε μοντέρνα ποίηση. Βέβαια δεν είναι απαραίτητο, για να θεωρηθεί ένα ποίημα μοντέρνο, να τα περιέχει όλα. Απαραίτητο είναι να περιέχει τα κύρια. Με τα όσα είπαμε παραπάνω έχουμε ήδη κάνει μιαν ιεράρχηση. Ο ελεύθερος στίχος και η σκοτεινότητα, ως εντελώς καινούρια, είναι τα κύρια χαρακτηριστικά.»
Η ποίηση του Ράκη, φρονώ, έχει και τα τέσσερα αυτά χαρακτηριστικά του μοντέρνου και νεωτερικού. Ελεύθερο στίχο, δραματικότητα, καθημερινό λεξιλόγιο και προπαντός σκοτεινότητα.
Στα πλαίσια της σκοτεινότητας του στίχου μπορούν να ενταχθούν μια σειρά άλλα χαρακτηριστικά, που πλουτίζουν τον μοντέρνο ή νεωτερικό ποιητικό λόγο, όπως
– Η έντεχνη εποικοδομητική ασάφεια.
– Τα στοιχεία του παραλόγου.
– Το εξωπραγματικό ή συμβολικό.
– Η γητεία του μυστηριώδους και μεταφυσικού.
– Τα κεκτημένα του υπερρεαλισμού.
Στον λιγοστό χρόνο που έχουμε θα επιχειρήσω να ψαύσω αδρομερώς μερικές μόνον από τις όψεις αυτές της νεωτερικής γραφής στην ποίηση του Ράκη.
Το εξωπραγματικό και παράλογο
Το εξωπραγματικό και παράλογο σε μεταφέρει πέραν της τετριμμένης και άχαρης καθημερινότητας στον χώρο του μυστηρίου και της μαγείας, εξάπτει και την φαντασία, εξαϋλώνει τον κόσμο των αισθητών και παράγει υπερκόσμιες και υπερβατικές εικόνες και όψεις των αισθητών. Εν ολίγοις οδηγεί τον ενεργοποιημένον νουν στον πραγματικό κόσμο της ποίησης, δηλαδή στον εκθαμβωτικό κόσμο του ονείρου και της ενόρασης, όπου τα πράγματα αποκτούν χιλιάδες διαστάσεις και έννοιες. Γι’ αυτό η παράδοση θέλει τον Όμηρο – τον μέγιστο ποιητή – τυφλό, γιατί χωρίς τα μάτια μπορεί να βλέπει στον υπερθεατό και υπέρλαμπρο κόσμο της πεμπτουσίας. Αυτό εννοούσε και ο Μαρκίς Ντόναλντ, όταν έλεγε ότι … «ποίηση ήταν αυτό που είδε ο Μίλτων όταν τυφλώθηκε». Μερικές τέτοιες στιγμές στον «Ανέστιο και λιθοξόο» :
– Από τις τρύπιες μου τσέπες/πίπτουν/ήχοι και οσμές
– Το απόρθητο οχυρό/λοξοκοίταξε τα χάλκινα όργανα
– Άξαφνα ή ανάσα του … άδραξε το τελευταίο … σύννεφο
– Μόνον έτσι (σαν σκέλεθρο) θα τον αναγνώριζαν τα λείψανα των συμπολεμιστών του
– Τα θρύψαλα έγιναν πουλιά
– Τρύπιες νύκτες που πλημμύρισαν ομίχλη
– Κατέβασε προσεκτικά τις σκιές από τους τοίχους
Βεβαίως, όλοι αυτοί οι προικισμένοι στίχοι, πέραν του εξωπραγματικού τους φορτίου, κινούνται και προς άλλες ενδιαφέρουσες διαστάσεις της ποίησης, όπως τον συμβολισμό, την αλληγορία, την αφηρημένη μεταφορά, που ενισχύουν το εξωπραγματικό και το μετατρέπουν σε αληθινή όψη της υποσυνείδητης πραγματικότητας ή όπως την αποκαλεί ο ίδιος ο Ράκης στους στίχους της αφιέρωσης της συλλογής στον αδελφό του Μπάμπη … «στις υπόγειες διαδρομές» μας.
Η σκοτεινότητα
Η σκοτεινότητα, παράλληλη διάσταση του εξωπραγματικού και παράλογου, σε εγκλωβίζει σ’ ένα νυχτωμένο και μεταβλητό κόσμο, όπου τα πράγματα χάνουν την υπόσταση τους, όπου όλα είναι τα πάντα και δεν είναι τίποτα, όπου τίποτε δεν προσφέρεται έτοιμο και σίγουρο, ως τροφή σε κονσέρβα. Αντίθετα, ο νους, περιβαλλόμενος από το άγνωστο και ακατανόητο του σκοταδιού, οφείλει να αυτενεργήσει, να ψηλαφήσει, να ανακαλύψει και να πάρει όχι όσα του προετοίμασε ο ποιητής, αλλά όσα του υποβάλλει ο ίδιος εαυτός του ως συνειδητό και υποσυνείδητο. Η σκοτεινότητα υποχρεώνει τον αναγνώστη να φωτίσει τους στίχους με το δικό του δαδί και να αντιληφθεί, ότι το ποίημα είναι το δικό του σπίτι, ο δικός του ναός, όπου αναζητά τον δικό του χαμένο εαυτό. Μερικοί σκοτεινοί στίχοι του Ράκη ως παράδειγμα:
– και βηματίζοντας στον ρυθμό του θανάτου/αντιστρόφως πορεύτηκε
– στα βράχια, μοναχά τα αυτοφυή κυκλάμινα, δεμένα πισθάγκωνα αρνούνται να προδώσουν την Άνοιξη
– Εξάλλου, σίγουρες ήσαν οι κερασφόρες έχιδνες
– μονίμως ευνουχισμένα έκπαγλα αγάλματα
– Πριονισμένοι καιροί
– Αλγεινοί κύκλοι των εξαφανίσεων
– Καλαφάτισα τις χαραμάδες τις άγνοιας
– διασπάστηκε σε χιλιάδες μέλισσες
Βεβαίως, η σκοτεινότητα δεν περιορίζεται στους πιο πάνω παραδειγματικούς στίχους. Διαχέεται και περιλούζει από την αρχή ως το τέλος ολόκληρη την συλλογή.
Υπερρεαλιστικά στοιχεία
Χωρίς να γράφει υπερρεαλιστική ποίηση ο Ράκης αξιοποιεί τα κεκτημένα του υπερρεαλισμού, τα οποία σήμερα, ως ένα είδος ποιητικής κληρονομιάς εισήλθαν και ενσωματώθηκαν στους νέους ποιητές, ως τμήμα, πια, της ποιητικής παράδοσης.
Ο υπερρεαλισμός δεν είναι μια κακόγουστη ασυναρτησία, όπως νομίζουν μερικοί αφελείς, αλλά μια απαράμιλλη ποιητική έξαρση, που παράγει εικόνες μεγαλείου και θαύματος, που απογειώνει τον νουν σε υπερκόσμιες πολιτείες εκεί όπου θριαμβεύει το μυθικό φως, η μαγική όψη των πραγμάτων και η αποκάλυψη των μυστηρίων. Ο ποιητής Ράκης Αναγιωτός αξιοποιεί με μέτρο τον υπερρεαλισμό προς εμπλουτισμό και εξωραϊσμό των στίχων του, για να δώσει στους συλλογισμούς του συνταρακτικές και θαμβωτικές διαστάσεις. Μερικά παραδείγματα, κυρίως της υπερρεαλιστικής εικονοποιίας του.
– η αρμάδα των κυμάτων
– η λευκή στρατιά των γιασεμιών
– από το μέτωπο μου στάζουν κάθιδροι οι στίχοι
– Με καράβι αποδήμησε στο μέσο πολύβουης ερήμου
– στον προθάλαμο της υπεροψίας τους
Οι στίχοι αυτοί αν και δεν πληρούν τα σταθερά χαρακτηριστικά του υπερρεαλισμού κινούνται σίγουρα σ’ ένα κλίμα υπερρεαλιστικό, όπως και όλοι οι στίχοι της συλλογής, που συνδυάζουν: την μεταφορά, το υπονοούμενο, το παραβολικό, το συμβολικό και το παραλογικό με το υπερρεαλιστικό.
Θέλω να επισημάνω και δυο τρία πράγματα για το λεκτικό συγκείμενο των ποιημάτων. Είναι η πάγια γνώμη μου ότι κάθε λέξη, που έπλασε ο άνθρωπος είναι ένα ανεπανάληπτο μνημείο της ανθρωπότητας. Είναι μια υπέρβαση του ανθρώπινου νου και μια μνημειακή κατάθεση στην ιστορία της τέχνης. Η αρχαία Ελληνική, η βυζαντινή και η Νεοελληνική μας γλώσσα “κατασκεύασαν” χιλιάδες λέξεις μνημεία. Καμία απ’ αυτές δεν αξίζει τον θάνατο. Δεν υπάρχουν αρχαίες και νεκρές λέξεις, χρήσιμες και άχρηστες. Ο Ράκης, πιστεύοντας στην γλωσσική αυτήν αλήθεια, επιλέγει και αξιοποιεί, λέξεις και φράσεις από όλες τις μορφές της γλώσσας μας, με τις οποίες κοσμεί τους στίχους του, με τις λεπτές έννοιες των οποίων εκφράζει τα νοήματα και τα συμφραζόμενά του. Ο ποιητής, ως φρουρός των λέξεων, δεν πετά στα σκουπίδια τύπους και λέξεις όπως: επακμάζων, ανέστιος, ο θανών, οι κληθέντες, χέουσες, εν τάχει, επί μακρόν, έκπαγλος, συχνάκις, ακηδία, ελάσσων, ουδόλως κ.ά. Αντίθετα τις συνταιριάζει αρμονικά με τις νεώτερες, νεοελληνικές, παράγοντας ένα διαχρονικό, διαιωνίως επίκαιρο έκπαγλο λόγο.
Την γλωσσική του αυτήν στάση την μαρτυρεί ο ίδιος στο ποίημά του «Λιθοξόος», όπου πλέκει το εγκώμιο των ελληνικών λέξεων, και τραγουδά την ηχητική και νοηματική αξία των φωνηέντων και των συμφώνων, των 24 γραμμάτων του αλφάβητου μας.
Με τον σεβασμό και την αξιοπρεπή στάση του απέναντι στην λέξη, επαναλαμβάνει ουσιαστικά την ρήση του μεγάλου Εμπεδοκλή, που δίδασκε ότι «η ποίηση μάς μαθαίνει πόσην αξίαν έχουν οι λέξεις».
Σ’ ένα κριτικό του σημείωμα για την συλλογή, ο Χρυσόστομος Περικλέους ορθά παρατηρεί, ότι: «εκείνο που ενώνει και καθιστά άρρηκτα δεμένα μορφή και περιεχόμενο στα ποιήματα της συλλογής είναι το ύφος. Το λόγιο αφηγηματικό ύφος, με λόγιες λέξεις και εκφράσεις και λόγια σύνταξη πολλές φορές, προσιδιάζει στη θεματική της συλλογής σε τέτοιο βαθμό, που έχεις την αίσθηση ενός χρονικού». Πράγματι το ύφος του αφηγητή ποιητή, οι αλληγορίες και οι παραβολές του, οι στηλιτεύσεις του συνθέτουν το χρονικό του ίδιου του ποιητή, αλλά και του κάθε ανθρώπου σ’ ένα σεισμόπληκτο άστυ κατερειπωμένο, όπου όσα έμειναν όρθια καταρρέουν το ένα μετά το άλλο από τις μετασεισμικές δονήσεις μιας σάπιας κοινωνίας.
Ουσιαστικά, τα ποιήματα του Ράκη συνθέτουν ένα πραγματικό πολιτικό διάλογο με τον αναγνώστη ή τον ακροατή, που θέτει στο ανατομικό τραπέζι όλες τις στρεβλώσεις και τις ανομίες, όλα τα κρίματα και τα κακώς έχοντα, ενός κόσμου που προ πολλού έχει αυτοχειριαστεί, που έχει ολοκληρωτικά καταρρεύσει και τώρα ψυχομαχεί χωμένος στο βούρκο των σμπαραλιασμένων αρχών και αξιών του.
Πρωτίστως, πρόκειται για ένα σπαρακτικό εσωτερικό διάλογο, όπου ο ποιητής συγκρούεται αδυσώπητα με τον εαυτό του, αυτομαστιγώνεται και αυτοσφάζεται, αναζητώντας μέσα στα ερείπια και τις πυρκαγιές του κόσμου, την δική του, προσωπική αλήθεια, το δικό του «γνώθι σαυτόν». Έτσι, το εκούσιο μαρτύριό του μετατρέπεται σε αιμάτινη καθαρτήρια τελετή, που κατά το Αισχύλειο «παθείν το έρξαντα», θα οδηγήσει στην αυτεπίγνωση, στην κάθαρση και την λυτρωτική ανάνηψη.
Τον ενδοψυχικό διάλογο ή τον σπαρακτικό μονόλογο του ποιητή, τον παραδέχονται και τον αποκαλύπτουν οι ίδιοι οι στίχοι του …
επί ώρες
και εις βάθος
συσκέπτομαι μετ’ εμού.
Αλλά και ο τίτλος της συλλογής είναι ενδεικτικός της θεματικής του έργου, αποκαλύπτει τόσο το περιεχόμενο όσο κα την μορφή, τα “κατά ποσόν” και τα “κατά ποιόν” μέρη του δράματος.
Το «ανέστιος», δηλαδή αυτός που δεν έχει δική του εστία, δικό του σπίτι και κατ’ επέκταση δική του πατρίδα, παραπέμπει στον περιπλανώμενο, αυτόν που περιφέρεται ανά τας οδούς και τας ρύμας των άστεων, βλέπει και στηλιτεύει με δριμύτητα τα ειδεχθή εγκλήματα της εξουσίας, των ισχυρών και όσων κατέχουν δύναμη, καταγγέλλει και ελεεινολογεί τα πταίσματα. Ταυτόχρονα, μετέχει στο μαρτύριο και υποφέρει, χωρίς να μένει ρήτορας και κριτής εξ αμάξης Την δυναμική αυτήν του ανέστιου την περιγράφουν επαρκώς και μόνον οι τίτλοι των ποιημάτων:
Ανέστιος – περί μεταλλάξεως και εγκληματικής αμελείας – το τελευταίο δείπνο – γόρδιος δεσμός – ανακομιδή – παγίδευση – ο θρίαμβος των οχετών – τελευταία γραμμή αμύνης – θλιβερή μετάπτωση των γάτων – οι δράκοι – οι αυτόπτες μάρτυρες – περί νήσου πάθη – ο εφιάλτης του Ιάσωνα – πόρισμα – η νύκτα της μεγάλης καταιγίδας – αναχώρηση – απόπλους – φυγή κ.τ.λ.
Το «λιθοξόος», ο πελεκητής της πέτρας, αυτός που δίνει μορφή και ζωή στην πέτρα, παραπέμπει στο επίπονο πελέκημα των στίχων, την σωστή επιλογή και λείανση των λέξεων, το πάθος για την αυστηρή σμίλευση της αισθητικής των συμφραζομένων.
Ο Ράκης Αναγιωτός στην συλλογή του αυτή συμπεριφέρεται ως προϊστορικό τέρας, κάτι σαν την Σκύλα ή την Χάρυβδη, τις Εριννύες, τον Ερυμάνθιο κάπρο ή τον νεοελληνικό δράκο. Παγιδεύει με ποιητικές γητειές τον αναγνώστη, τον μεταφέρει δεμένο στην φωλιά του και τον “αναγκάζει” να κοινωνήσει από το μαρτύριο του, να καθαρθεί και να ξυπνήσει εν συνεχεία, γιατί … «ονειρικό ήταν το ταξίδι», «ένα ταξίδι στο πουθενά» και σε όλα.
Δεν μπορώ να κλείσω, χωρίς να σημειώσω την εξαίρετη εικαστική δουλειά του Άκου Αβραάμ, που συνοδεύει και διανθίζει τα ποιήματα.
Αν όλα αυτά τα βρίσκετε λίγο υπερβολικά και ίσως νοσηρά, τότε να είστε σίγουροι, ότι ο Ράκης Αναγιωτός μπήκε και εγκαταστάθηκε ως μόνιμος δημότης στο αναρρωτήριο της ποίησης, αφού όπως έλεγε ο Μακώλεϋ «κανένας δεν μπορεί να γίνει ποιητής, χωρίς να έχει αρρωστημένο μυαλό» και όπως επεσήμαινε ο Σέλλεϋ «οι περισσότεροι δυστυχισμένοι γίνονται ποιητές».

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΛΕΟΝΤΙΟΥ

Άνευ 58 (Άνοιξη 2016) 84-91
Τρία χρόνια μεσολάβησαν από την έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής του αρχικτέκτονα Κυριάκου Αναγιωτού. Και όμως, με το δεύτερο βιβλίο του κατορθώνει να κάνει τη μεγάλη έκπληξη. Η γραφή του φαίνεται τώρα σαφώς πιο εξελιγμένη και αποκρυσταλλωμένη, αν και δεν λείπουν τα στοιχεία του πειραματισμού, με την επιστράτευση διδαγμάτων από την ποιητική του υπερρεαλισμού. Στα ποιήματά του επανέρχονται υπερρεαλίζουσες εικόνες και εκφράσεις και εξωλογικές καταστάσεις, που συνθέτουν ένα παράδοξο, συχνά εφιαλτικό σκηνικό, που μας αναγκάζει να ξαναδούμε τα πράγματα μέσα από μια αντεστραμμένη ή διογκωμένη απεικόνισή τους.
Στο επίκεντρο αυτού του παράδοξου και εφιαλτικού σκηνικού χώρου βρίσκεται ο ποιητής / ομιλητής, που αναλαμβάνει συχνά πρωταγωνιστικό ρόλο σε ένα Θέατρο του Παράλογου: Πότε «άστεγος επαίτης» και «γραφικός μουρλός», πότε αφοσιωμένος λιθοξόος και υπερασπιστής των λέξεων και της αλφαβήτας· άλλοτε αδέσποτο σκυλί, που αλυχτά μέσα στα χαλάσματα συνθέτοντας στίχους, και άλλοτε ένα μεταλλαγμένο τρωκτικό, ένα πουλί ή διάττων αστέρας, παλαιός πολεμιστής ή εξουθενωμένος άγγελος, που απογοητεύονται από το περιβάλλον τους και φεύγουν για άλλους κόσμους.
Παρόλο που ο κόσμος της Κύπρου δεν κατονομάζεται ρητά, σε αρκετά ποιήματα αναγνωρίζουμε πράγματα και καταστάσεις του κυπριακού χώρου, που παρουσιάζονται συνήθως με αρνητικές και απομυθοποιητικές εικόνες και επιτρέπουν στην κριτική να δράσει υποδόρια και αποτελεσματικά. Για παράδειγμα, η γενέθλια Λεμεσός παραβάλλεται με τη βιβλική Σαλώμη, που αποβάλλει ανενδοίαστα τα πέπλα-μνημεία της και την παραδοσιακή αρχιτεκτονική της: «Έντρομος αντίκρισα / το σκέλεθρό σου / σε κάλπικα τιμαλφή περιπλεγμένο». Αλλού οι γάτες της αγίας Ελένης μετατρέπονται σε άπρακτους σπιτόγατους. Ανατροπή μύθων επανέρχεται και σε άλλα ποιήματα: «Οι δράκοι», «Περί νήσου πάθη», «Ο εφιάλτης του Ιάσονα».
Σε γενικές γραμμές, ο Κυρ. Αναγιωτός χρησιμοποιεί μια πλούσια και ουσιαστική ποιητική γλώσσα, εμπλουτισμένη με αρκετές λόγιες εκφράσεις. Κατορθώνει να διαπλάσει μια ανοίκεια και λειτουργική γραφή, που μας επιτρέπει να δούμε με διαφορετικό μάτι τα θέματα που αγγίζει. Έχω την εντύπωση ότι η χρήση λόγιων εκφράσεων ή ακόμα και υπερρεαλιστικών καταβολών θα μπορούσαν να ελεγχθούν περισσότερο. Επίσης θα έπρεπε να προσεχθούν μερικά ορθογραφικά λαθάκια και κυρίως η χρήση και κατάχρηση κομμάτων, που δυσκολεύει την ανάγνωση. Αξίζει, τέλος, να σημειώσουμε την πολύ εύστοχη εικονογράφηση του Άκου Αβραάμ.

ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΥ

Κυριάκος Αναγιωτός, Ανέστιος και λιθοξόος
Ποίηση που ξαφνιάζει. Που σε αρπάζει από το λαιμό, ένα πιστόλι στον κρόταφο. Διαφαίνεται ένα χάσμα ανάμεσα στην ποιητική φωνή και την κοινωνία. Αναδεικνύεται η παγίδευση του ατόμου στη σύγχρονη πραγματικότητα, μια σχεδόν καφκική, εφιαλτική ατμόσφαιρα και ασκείται αμείλικτη κριτική στο πολιτικοκοινωνικό και θρησκευτικό κατεστημένο. Ταυτόχρονα διακρίνονται υποδόρια και σχεδόν υπαινικτικά πτυχές της κυπριακής τραγωδίας και οι συνέπειές της όπως το δράμα των αγνοουμένων, οι μάχες, οι νεκροί, ο θάνατος. Αν και φαίνεται μια έντονη απαισιοδοξία, μια ποίηση χωρίς φως, χωρίς ελπίδα που οδηγεί στην ασφυξία, εντούτοις ο ερωτισμός, η συχνή παρουσία της θάλασσας και το ταξίδι απαλύνουν αυτή την εντύπωση. Ανάμεσα στη θεματολογία της συλλογής παρεμβάλλονται και ποιήματα ποιητικής. Οι παραβολές, οι συμβολισμοί, το καυστικό χιούμορ, οι υπερρεαλιστικές εικόνες, οι πειραματισμοί καθιστούν ιδιαίτερα πλούσια τη συλλογή και αξίζει πραγματικά να διαβαστεί. Εξαιρετικά τα σχέδια του Άκου Αβραάμ που συνοδεύουν τα ποιήματα. Ο Κυριάκος Αναγιωτός ήδη με αυτή τη δεύτερη ποιητική του συλλογή κατακτά ένα αξιοζήλευτο ποιητικό ύφος και ποιητική ωριμότητα.
Η νύκτα της μεγάλης καταιγίδας
Λίγες ξαγρυπνισμένες λέξεις,
χαραγμένες σε στίχους πέτρινους,
κύλισαν στο πάτωμα
από τα κουρασμένα μου δάκτυλα.
τη νύκτα της μεγάλης καταιγίδας.
Ξύπνησα το χάραμα.
Στον ορίζοντα, όμως,
δεν είχαν φανεί
οι πρώτες ακτίνες.
Πουθενά το λυκαυγές.
Ακόμη,
ούτε λέξεις,
ούτε στίχους,
ούτε δάκτυλα
αντίκρυσα.
Τα δάκτυλά μου γίνηκαν ιστοί,
οι λέξεις πανιά
και οι στίχοι άνεμος,
για να αναπετάσουν
μιαν έναστρη νύχτα με πανσέληνο.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ

Η πρώτη συνολική διαπίστωση που μπορεί να κάνει κανείς, ολοκληρώνοντας την ανάγνωση της δεύτερης ποιητικής συλλογής του Κυριάκου Αναγιωτού «Ανέστιος και λιθοξόος», αφορά τη μεγάλη πρόοδο που έχει σημειώσει ο ποιητής, στα τρία χρόνια που μας χωρίζουν από την έκδοση της πρώτης του συλλογής. Μάλιστα, έχω την άποψη ότι η πρόοδος αυτή είναι καθολική, αφορά τόσο τις υφολογικές προσεγγίσεις και τα εκφραστικά του μέσα, όσο και τις αισθητικές του κατακτήσεις και τους ρητορικούς του τρόπους. Θεωρώ πως το θετικό βήμα που έχει συντελεστεί εκτείνεται προς τρεις κατευθύνσεις, που έχουν να κάμουν με το βάθος, την πυκνότητα και την ωρίμανση της ποίησης του Κ.Α.
Ο ποιητής αρχινά και τελειώνει τη νέα του συλλογή μ’ ένα ποίημα ποιητικής, διακηρυχτικό, μεστό, έμπλεο μηνυμάτων και νοημάτων, για την τέχνη της ποίησης. Στο πρώτο και το τελευταίο ποίημα του βιβλίου οφείλεται και ο τίτλος της συλλογής «Ανέστιος και λιθοξόος». Στο εναρκτήριο ποίημα ο Κ.Α. νιώθει τον εαυτό του γεμάτο από ποιητικές ορμές, εμπνεύσεις, ερεθίσματα και ιδέες. Και σπεύδει, δικαίως, να το διακηρύξει: «Από τις τρύπιες μου τσέπες / πίπτουν / ήχοι και οσμές. /Από την ξεσχισμένη φόδρα / στάζουν / εικόνες». (σελ. 11)
Στο τερματικό ποίημα της συλλογής έχω την αίσθηση ότι ο Κ.Α. μάλλον υπεραμύνεται της μαχητικότητας ως βασικού ειδολογικού χαρακτηριστικού της προσωπικής του ποιητικής: «Ζωσμένος / την αλφαβήτα. / Θωρακισμένος / με τ’ αλεξίσφαιρα σύμφωνα. / Εξοπλισμένος / με τα εκρηξιγενή φωνήεντα / κι έχοντας την περόνη των διφθόγγων / τραβηγμένη, / ακούραστα σας υπερασπίζομαι / εκ του πρηνηδόν, / εκ του γονυπετώς / και εκ του ορθίως. / Άγρυπνος λιθοξόος / περιφρουρώ, / σε βάρδιες εικοσιτετράωρες, / με στίχους πέτρινους / και τα εικοσιτέσσερα γράμματα». (σελ. 85-86)
Τα ποιήματα του Κ.Α. έχουν εξελικτική δομή, αρχή, μέση και τέλος. Είναι ποιήματα με συνέπεια, συνέχεια, συνοχή και λογική. Ποιήματα ατμοσφαιρικά και διαλεκτικά. Κι αυτές οι αρετές είναι ευδιάκριτες σχεδόν σε όλο το βιβλίο. Αναφέρω ενδεικτικά το ποίημα «Οι σάλπιγγες» (σελ. 25) όπου, κατά τη γνώμη μου, ο ποιητής πραγματεύεται, με θλίψη και οδύνη, το αμετάκλητο και αμετακίνητο της πανίσχυρης καθεστηκυίας τάξης. Σε όλο το ποίημα διαχέεται και μια στυφή γεύση απογοήτευσης.
Εδώ θα ήθελα να σημειώσω ότι στα πλείστα ποιήματα της συλλογής λειτουργούν εύρυθμα, παραγωγικά και αποτελεσματικά η αλληγορία και η μεταφορά, γεγονός που καθιστά την ποίηση του Κ.Α. ακόμα πιο υποβλητική. Αυτό συμβαίνει π.χ. στο ποίημα «Περί μεταλλάξεως και εγκληματικής αμέλειας» (σελ. 12) όπου σε μια καίρια και ισχυρή μεταφορά–αλληγορία βλέπουμε τα πουλιά να εξαφανίζονται αστραπιαία από τον πλανήτη και στη θέση τους να αυξάνονται ραγδαία τα τρωκτικά. Αλλά και στο αμέσως επόμενο ποίημα «Το τελευταίο δείπνο» (σελ. 14) ο ποιητής πραγματεύεται την εξαφάνιση του ανθρώπου, ως όντος λογικού, σκεπτόμενου και συναισθανόμενου.
Θέλω να επανέλθω όμως στην ατμοσφαιρικότητα των ποιημάτων του Κ.Α. Ενδεικτικά αναφέρω τα ποιήματα «Ο παλιός πολεμιστής» (σελ. 34) και «Η θλιβερή μετάπτωση των γάτων» (σελ. 38), που είναι ποιήματα καταστάσεων εν εξελίξει. Και με έμφυτο το στοιχείο της ανατροπής, της αποδόμησης και της έκπληξης. Ο ποιητής έχει ιδιαίτερα γόνιμη φαντασία. Πράγματα που όλοι είδαμε, καταστάσεις που όλοι βιώσαμε, καταφέρνει να τα δει διαφορετικά, καινοτόμα, ευφάνταστα και ανατρεπτικά. Και αυτό συμβαίνει με διαρκή κριτική διάθεση και καυστική προσέγγιση. Η κριτική του Κ.Α. αφορά, κατά κύριο λόγο, το αστικό τοπίο, όπως το διαμορφώνουν ή όπως το στρεβλώνουν οι ανθρώπινες συμπεριφορές και νοοτροπίες.
Ο Κ.Α. θεματοποιεί συχνά τη διάψευση των προσδοκιών, την ακύρωση των ονείρων, τη ματαίωση στόχων και σκοπών. Ένα αίσθημα πίκρας, πικρίας και απογοήτευσης διαπνέει συχνά τους στίχους του.
Στο ποίημα «Ο παλιάτσος», (σελ. 57) ακόμα ένα ποίημα καταστάσεων –ευσύνοπτο, άρτιο δομικά, ευθύβολο και εύστοχο νοηματικά– ο Κ.Α. ψέγει νοοτροπίες και συμπεριφορές που υπαγορεύονται ή εκπορεύονται από την ευκολία ή τη συνήθεια: «Στην κηδεία / του παλιάτσου / μονάχα οι ομότεχνοί του / δάκρυσαν. / Οι υπόλοιποι / θορυβωδώς καγχάζανε / και ενθέρμως χειροκροτούσαν. / Τραγικώς / το εξέλαβαν / ως μέρος της ατραξιόν του». Όπως το λέει ο Πλάτωνας στο περίφημο «Συμπόσιό» του: «Ομοίως ομοίω αεί πελάζει». Ή για να το πούμε πιο απλά, μόνο η εγγύτητα μπορεί να δώσει ορθές κρίσεις.
Στα ποιήματα «Της πόλης μου Ι» (σελ. 60) και «Της πόλης μου ΙΙ» (σελ. 62) έχω την εντύπωση ότι ο Κ.Α. συνομιλεί με τον επίσης ποιητή αδελφό του Μπάμπη Αναγιωτό και τα ομόθεμα ποιήματα του τελευταίου, που περιλαμβάνονται στη συλλογή του «Μνήμες μιας πόλης», 2013.
Γενικά, στα ποιήματα του Κ.Α. μιλούν οι εικόνες, τα χρώματα, οι γεύσεις και τα αρώματα. Ενεργοποιούνται όλες οι αισθήσεις. Με απώτερο στόχο βέβαια, τη νόηση και τον προβληματισμό. Π.χ. στο ποίημα «Ο παλαιός εμιγκρές», (σελ. 66) ανάμεσα σε άλλα, διαβάζουμε: «Όταν κατάκοπος / άναβε τσιγάρο / κι έπινε το πρώτο ποτήρι, / στα λοβία του / φώλευε η αλμύρα, / αδιάλειπτα οσφραινόταν ιώδιο. / Υπεράνω του / ίπταντο γλάροι».
Θα ήθελα όμως να ολοκληρώσω αυτή την παρουσίαση με μια από τις καλύτερες, κατά την άποψή μου, στιγμές του βιβλίου. Πρόκειται για το ποίημα «Τελευταία γραμμή αμύνης». Εδώ ο ποιητής πραγματεύεται την κυπριακή τραγωδία από το ύψος και υπό τα δεδομένα του σήμερα. Η αναφορά έχει να κάμει με τα ταυτοποιημένα οστά μέχρι πρότινος αγνοουμένων: «Χρόνια μετά, / το βόλι στο στήθος του / – μολύβι καυτό όπως τότε – / τ’ απέθεσε / κάτω απ’ τη μαύρη μαντήλα της μάνας, / που μεσίστια πλατάγιζε. / Την τρύπια του καρδιά / – φλογισμένη όπως τότε – / την άφησε / κάτω απ’ την ξώπορτα της αγαπημένης, / την ώρα που ιστορούσε για Ακρίτες / στα εγγόνια της» (σελ. 33).

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΥΡΗΣ

Κυριάκος Αναγιωτός, «Ανέστιος και Λιθοξόος», Λεμεσός 2015
Μπήκε στον χώρο της Κυπριακής λογοτεχνίας με ποιοτικά άλματα
“Κυπριακή Βιβλιοφιλία”. Ιούνιος 2016
«Ανέστιος και λιθοξόος» τιτλοφορείται η δεύτερη ποιητική συλλογή του Κυριάκου Αναγιωτού, που κυκλοφόρησε προς το τέλος του 2015 και η οποία από πλευράς ποιότητας είναι σαφώς ανώτερη από την πρώτη συλλογή του, που έφερε τον τίτλο «Ως άνεμος επακμάζων» και η οποία κυκλοφόρησε το 2012.
Η δεύτερη συλλογή του Κυριάκου Αναγιωτού, που αρχίζει με το ποίημα ‘Ανέστιος’ και τελειώνομε το ποίημα ‘Λιθοξόος’, αποτελείται οπό 44 ποιήματα
τα οποία στο σύνολό τους περιέχουν υψηλού επιπέδου ποίηση. γεγονός που
εντυπωσιάζει το μεγάλο στ έκταση έδαφος που έχει κατορθώσει να κατακτήσει ο ποιητής στον χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας της Κύπρου και μάλιστα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα!
Φυσικά, ο Κυριάκος Αναγιωτός δεν είναι ουράνοκατέβατος στον χώρο της λογοτεχνίας, εφόσον η προπαίδεια του σε αυτή χρονολογείται εδώ και δεκάδες χρόνια, άσχετα αν ο ποιητής εισήλθε στην εκδοτική δραστηριότητα μόλις πρόσφατα.
Ποιήματα όπως τα Γόρδιος Δεσμός, Προς αναστενάρηδες, Περιοδικής κυκλοφορίας, Παγίδευση, Δελτίο καιρού ή ο θρίαμβος των οχετών, Σπονδές, Τελευταία γραμμή αμύνης, Ο παλαιός πολεμιστής, Οι αυτόπτες μάρτυρες, Απόδραση, Ταξίδι στο πουθενά, Ημέρα, Ο εξουθενωμένος άγγελος κ.άλ. είναι κατασκευασμένα από γνήσια και στέρεα υλικά, που συγκροτούν μία αληθινή ποίηση με αποτέλεσμα να συγκινεί και συναρπάζει τον
αναγνώστη τους Δίνω στη συνέχεια το ποίημα «Ο εξουθενωμένος άγγελος» που είναι κατά την άποψή μου, ένα από τα καλύτερα ποιήματα που υπάρχουν στην εν λόγω συλλογή
Καταπονημένος ο αρχάγγελος,
από τον άχαρο ρόλο του διαμεσολαβητή,
πέταξε σε ακτή ερημική.
Παρατώντας χάμω
την πύρινή του ρομφαία
έπλασε
μ’ ένα ξεχασμένο κουβαδάκι
έναν δικό του άγγελο,
από άμμο.
Μ’ ένα φύσημα
τον ζωντάνεψε
και διάδοχο του τον όρισε
επί της γης,
αφήνοντάς τον
δίπλα από έναν ερειπωμένο
τηλεφωνικό θάλαμο.
Για τις επείγουσες κλήσεις.
Μετά,
χάθηκε.
Ιδιαίτερη εντύπωση όμως προκαλεί στον αναγνώστη η γραφή που χρησιμοποίησε ο ποιητής για να φτιάξει τα ποιήματα του! Μια ποιητική γραφή που είναι εμποτισμένη σε όλες τις φάσεις της
ελληνικής γλώσσας (περιέχει στοιχεία από την καθαρεύουσα, τη δημοτική αλλά και την κυπριακή διάλεκτο) αλλά και σε όλα τα είδη της λογοτεχνίας με προεξέχουσα την τάση του προς την υπερρεαλιστική γραφή. Αξίζει εδώ να αναφέρω πως ο Κυριάκος Αναγιωτός χρησιμοποιεί σπάνιες και άγνωστες (σχεδόν νεκρές)
λέξεις τις οποίες αφού εντοπίσει, τις επαναλειτουργεί αρμονικά, με ένα υπέροχο τρόπο, μέσα στα ποιήματα του. .λέξεις όπως π.χ. βένθος λύμη ρύμες μερομήνια, περίνοια και άλλες.
Στον αναγνώστη που διαβάζει σήμερα γενικά ποίηση προκαλεί αίσθηση το γεγονός ότι η έμπνευση των νεότερων
Κυπρίων ποιητών δεν έχει ερεθίσματα από τα τραγικά γεγονότα (πραξικόπημα και τουρκική εισβολή το 1974), όπως συνέβη με τους παλαιότερους ποιητές που ανήκουν στις γενιές του 1970 και
I960. Στην ποιητική συλλογή «Ανέστιος και Λιθοξόος» όμως ο Κυριάκος Αναγιωτός έστω και ακροθιγώς, έστω και υπαινικτικά καταπιάνεται με την πρόσφατη εθνική τραγωδία που βρήκε το νησί μας. Δίνω ένα μικρό δείγμα από το ποίημα “Το πουλί με το τσακισμένο ράμφος “, που βρίσκεται στη σελ. 17.
«Την πρωίαν της Δευτέρας
στις οκτώ και δεκαεπτά ακριβώς
το πουλί
φορώντας, όπως όπως
το θαλασσί του πουκάμισο,
με το ράμφος ακόμη περιδεμένο,
τράβηξε για άλλες πολιτείες»
Ο Κυριάκος Αναγιωτός παρόλο που εμφανίστηκε, όπως ανάφερα ήδη αργά στα εκδοτικά πράγματα της Κύπρου, κατά περίεργο τρόπο, διαπιστώνω πως έχει στενή συγγένεια με την ομάδα εκείνη των Λεμεσιανών ποιητών που ήταν συσπειρωμένοι αρχές της δεκαετίας του ’80, γύρω από το λογοτεχνικό περιοδικό «Άμαξα» (Κώστας Μακρίδης, Ανδρέας Μακρίδης, Μάριος Αγαθοκλέους, Χρίστος Μελιδης, Δέσπω Μιχαηλίδου ) και οι οποίοι προσπάθησαν διακαώς ανεπιτυχώς όμως ν’ αναβιώσουν το υπερρεαλιστικό
κίνημα στην κυπριακή λογοτεχνία.
Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να κάνουμε και στα σχέδια του Άκου Αβραάμ που κοσμούν το εξώφυλλο του βιβλίου αλλά και τις εσωτερικές σελίδες του. Είναι σχέδια απλά, όμως εμπνευσμένα και λειτουργικά, που συνταιριάζουν και συμβαδίζουν αρμονικά με τους στίχους της συλλογής
Και μια λεπτομέρεια: Εδώ και λίγο καιρό έχω παραλάβει από την Αθήνα την τελευταία ποιητική συλλογή του Μανώλη Πρατικάκη ενός από τους κορυφαίους ποιητές της Γενιάς του 1970, η οποία
ονομάζεται και αυτή μονολεκτικά Λιθοξόος. Δεν ξέρω αν λέει κάτι αυτή η σύμπτωση. Απλώς καταγράφω το γεγονός.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ

Μετά το Ως άνεμος επακμάζων (2012), ο Κυριάκος Αναγιωτός επανέρχεται με νέα ποιητική συλλογή υπό τον ευρηματικό τίτλο Ανέστιος και λιθοξόος [2015).
Με το που αρχίζεις να διαβάζεις τα ποιήματα της συλλογής νιώθεις ένα σφίξιμο στην καρδιά, που εντείνεται όσο προχωρείς καθώς αισθάνεσαι -μαζί με τον ποιητή- να καταρρέουν όλα γύρω σου, να διαρρηγνύεται η τάξη του κόσμου· αμετάκλητα καθώς,
όπως ομολογεί ο ποιητής από τον πρώτο κιόλας
στίχο «ούτε μια σπιθαμή ρωγμής /κατάψερα να συρράψω / τόσα χρόνια».
Κι ενώ περιφέρεται «εις τας οδούς των άστεων /ως άστεγος επαίτης». ανέστιος, και «ματαίως /αγναντεύ(ει) τον ουρανό/ για την έλευση των αποδημητικών πουλιών» κι «εναγωνίως / παρατηρ(εί) την εξαφάνιση / και των ενδημικών», «στο χώμα / κάτω από τα πέλματά (του) / αγέλες τρωκτικών/κινούνται ατάκτως» και «ραγδαίως/στο σώμα (του) / αυξάνεται η τριχοφυΐα» κι «αλματωδώς / ο κόκκυγάς (του) / αναπτύσσεται σε ουρά». Σαφής αναφορά σε μιαν αρνητική -μάλλον αντίστροφη- μετάλλαξη από τον άνθρωπο ξανά στο ζώο, μάλιστα σε κατώτερης μορφής ζώο, τρωκτικό που βυθίζεται στον υπόνομο. Κι αμέσως πιο κάτω, στο «τελευταίο δείπνο», η φρικιαστική αίσθηση εξαφάνισης της ζωής. Με τους αρχαιολόγους, σε ένα νέο κύκλο ζωής -αν υπάρξει- να «ψάχνουν απεγνωσμένα / για τον εντοπισμό / ενός έστω τεκμηρίου /που να συνηγορεί / για την ύπαρξή μου». Σε μια έκδηλη παραπομπή στο πρόσφατο οικονομικό
κραχ που, μέσα στη μακαριότητα μας. δεν βλέπαμε τη ρωγμή που χρόνια πριν άνοιγε διαρκώς, μέσα σε 25 μόνο λέξεις, αποτυπώνει το αίσθημα της ευρύτερης κατάρρευσης: «Άξαφνα τα όργανα πέτρωσαν στα χέρια των κιθαρωδών / Στα κρεματόρια
των αυτόματων ταμειακών αποτεφρώθηκε το δείπνο της τυροφάγου / μεσίστια κυμάτιζαν οι χαρταετοί ανήμερα των κουλούμων».
Τα μόνα που αντιστέκονται στη γενική κατάρρευση, τα φυτά, για την ακρίβεια και καθόλου ανεξήγητα, τα αυτοφυή φυτά: «Στα βράχια/μονάχα τα αυτοφυή κυκλάμινα/δεμένα πισθάγκωνα/αρνούνται να προδώσουν την άνοιξη», ενώ τα πουλιά μάταια προσπαθούν προειδοποιήσουν. Στο «πτηνό με το τσακισμένο ράμφος» το πουλί «σημασίας μείζονος/εκόμιζε μήνυμα/ γι αυτό απεγνωσμένα ράμφιζε/ των τηλεπικοινωνιών
τα πηνία και τα καλώδια». Με τα μάτια των πουλιών «από ψηλά / το χώρο επισκοπώντας» ο ποιητής ευκρινώς διακρίνει την αλήθεια. Αλλά μόνο με τη φωνή των πουλιών – τη φωνή της ποίησης- μπορεί να μιλήσει, μια φωνή που δεν λέει αλλά «σημαίνει», και που, ως τέτοια, «δεν προσμετράται» ως μαρτυρία, «στις αίθουσες των δικαστηρίων».
Εκείνο που ενώνει και καθιστά άρρηκτα δεμένα μορφή και περιεχόμενο στα ποιήματα της συλλογής είναι το ύφος. Το λόγιο αφηγηματικό ύφος, με λόγιες λέξεις κι εκφράσεις και λόγια σύνταξη πολλές φορές, προσιδιάζει στη θεματική ι ης συλλογής
σε τέτοιο βαθμό που έχεις την αίσθηση ενός χρονικού αναπόδραστων γεγονότων να οποία, με τη λιτότητα και την πυκνή λακωνική αφήγηση, ενεργούν άμεσα και καταλυτικά στη συνείδηση του αναγνώστη. Ο οποίος, μαζί με τον ποιητή, αποκτά συνείδηση της κατάρρευσης αλλά, όμοια όπως ο ποιητής, δεν βγάζει την ουρά του απ’ έξω γενόμενος κριτής από καθέδρας. Όπου το πρώτο ενικό πρόσωπο, εκεί ο ποιητής/αναγνώστης μέτοχος κι ένοχος στην πορεία της καταστροφής. Καθώς η επίγνωση από μόνη της δεν οδηγεί στην πράξη («ούτε μια σπιθαμή ρωγμής κατάφερα να
συρράψω τόσα χρόνια»), αισθάνεται πρώτα στον εαυτό του τα συμπτώματα της αντίστροφης μετάλλαξης προς το τρωκτικό. Κι ο ίδιος υφίσταται τις συνέπειες της απαθούς θέασης της καταστροφικής πορείας όσο νόμιζε πως δεν άγγιζε τον ίδιο.
«Απαθής διέκρινα/στη γωνία του δώματος/ τη μικρή φαιά αράχνη / […} αδιαφόρησα / για την προδιαγραφόμενη πλεκτάνη / του επιδέξιου θηρευτή». Τελικά όμως ο ίδιος ο ποιητής/αναγνώστης καθίσταται το πρώτο θύμα της καταστροφής καθώς
«μειδιώντας/και με προτεταμένες τις δαγκάνες/ προκλητικά μου επιδείκνυε/ την τεφροδόχο μου / η Μεγάλη Μελανή Αράχνη». Συνέκδοχα, κι όπου το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, ο ποιητής/αναγνώστης συμμέτοχος και συνένοχος στα όσα συμβαίνουν. «Αν και παιδιόθεν διδαχθήκαμε / για τ ην αναβροχιά / αν και συχνάκις δεηθήκαμε […] αδιάφορους μας άφηνε / η (απερχόμενη στάθμη των αποβλήτων/ Ουδόλως ανησυχήσαμε / όταν τα λύματα μούσκεψαν τα πέλματά μας /ακόμα και όταν ανήλθαν/στον αστράγαλο και την κνήμη …». Εδώ, σε μια καταπληκτική αλληγορία, αναστρέφεται η ιδέα του νερού. Αντί που πέφτει από τον ουρανό «ως εξαγνιστική βροχή, ανεβαίνει
απειλητικά όχι η επιφάνεια του ωκεανού όπως συμβαίνει στην πραγματικότητα αλλά το νερό με τη μορφή των λυμάτων. Άλλο να ’ναι το νερό του ωκεανού «στην κάτω μας γνάθο» κι άλλο να ‘ναι «ο βόρβορος». Ανατριχιαστική γι’ αυτό και αποτελεσματική η εικόνα.
Σε παρεκβάσεις από το κυριολεκτικό ύψος του χρονικού ο ποιητής εισάγει ενίοτε το μύθο. Τον οποίο όμως η δημιουργική του φαντασία ανασκευάζει εντάσσοντας τον στη θεματική του χρονικού. Στον Εφιάλτη του Ιάσονα, για παράδειγμα, ο μύθος
παίρνει μιαν αντιηρωική τροπή όπου οι ήρωες τσακίζονται με τρόπο που ευτελίζει τα, κατά τον μύθο, ηρωικά τους κατορθώματα. Στο ποίημα οι δράκοι (του Αιήτη;)
-λέγε οι καλόγεροι- ως και τον Άη Γιώργη θα τον εξοντώσουν με απάτη και με τρόπο που απομυθοποιεί και τον Άγιο, ο οποίος εσφαλμένα εξέλαβε «τα μελανά μορφώματα των βράχων / ως ιερές εγκλείστρες / αντί για δρακοφωλιές». Σε μιαν άλλη αλληγορία στο περί νήσου πάθη η ανασκευή του μυθικού σχήματος
σταύρωση-ανάσταση υποδηλώνει την επί μακράν συνεχιζόμενη και με άδηλο τέλος εκκρεμότητα του πάθους στο οποίο οι δύο εκατέρωθεν της ληστές όχι μόνο δεν συμμετέχουν «μα και γλέντι τρικούβερτο έστησαν/με οίνο σε χρυσά κροντήρια»( το ποιοι
είναι οι ληστές μένει ανοικτό, παρότι η εικόνα παραπέμπει στο «οικονομικό θαύμα»).
Ωστόσο, του στρατιώτη που σκοτώθηκε το 74, όχι <ως μυθικού ήρωα αλλά ως συγκεκριμένης ατομικής συνείδησης, του διαστέλλει το μπόι δίνοντας του όμως μια πνευματική μάλλον παρά ηρωική διάσταση. Η ανάερη εικόνα «άξαφνα / η ανάσα του αναπέταξε / κι άδραξε απ’ τον ώμο / το τελευταίο αλαφιασμένο σύννεφο»-κατά
που θα ‘λεγε ο Ελύτης στον Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας- σπάζει τον φραγμό των υλικών σωμάτων και δίνει στον σκοτωμένο στρατιώτη ιδεατή μορφή.
Ενώ ο ανέστιος του τίτλου παρουσιάζεται από τον πρώτο κιόλας στίχο και πορεύεται διαλεγόμενος με τον αναγνώστη, τον λιθοξόο κρατιέται μετέωρη η απορία σου ως τον τελευταίο στίχο της συλλογής για να τον βρεις. Είναι το σημείο όπου ο ποιητής καταθέτει την ποιητική του ταυτότητα, αυτήν του λιθοξόου, αφού πρώτα παραθέσει τα υλικά της δουλειάς του «λέξεις που τις θήλασ(ε) / από μαρμάρινο μαστό / […] που μία μία τις άντλησ(ε) από πηγάδια μυστικά», τα «αλεξίσφαιρα σύμφωνα» και τα «εκρηξιγενή φωνήεντα». Είναι μια ποίηση που καίει καθώς «από κλίβανον αποτέφρωσης ονείρων / μία μία έσταζαν στο χαρτί/ από τα πυρωμένα μου δάκτυλα / φλεγόμενες οι λέξεις» [η διαδικασία της τήξης). Είναι μια διαδικασία κατά την οποία τήκεται το σώμα από τη φλόγα που καίει μες στην ψυχή του ποιητή,
και μέσα από τον διάφανο πλέον θώρακά του αποκαλύπτονται «πορφυρές οι πύρινες γλώσσες», η ποιητική δημιουργία. Η αποτέφρωση των ονείρων» και πιο κάτω στο ίδιο ποίημα οι «απανθρακωμένες προσδοκίες» αποτελούν δομικά στοιχεία του
ποιητικού κλίματος μέσα στο οποίο κινείται ο ποιητής, ένας ανέστιος λιθοξόος.
3 Ιανουάριου 2016

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΓΑΛΑΖΗΣ

Περιοδικό Διόραμα τ. 4 1-2/2016
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΕ ΠΡΟΣΦΑΤΑ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΕΣ ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ
Πώς αποτυπώνεται σε τέσσερις ποιητικές συλλογές Κυπρίων που εκδόθηκαν το 2015 η σχέση των ποιητικών υποκειμένων / ενδοκειμενικών ποιητών με την ποίηση και ποιοι προβληματισμοί διατυπώνονται γύρω από τον ρόλο τής ποιητικής τέχνης στην εποχή
μας.
Τα επίθετα στον τίτλο της ποιητικής συλλογής Ανέστιος και λιθοξόος του Κυριάκου Αναγιωτού (γ.1958) παραπέμπουν στις ιδιότητες του ενδοκειμενικού ποιητή-ομιλητή που βιώνει, αφενός, την ποιητική δημιουργία ως μία δύσκολη και επίπονη διαδικασία (με τη λανθάνουσα παρομοίωση
του ποιητή με τον τεχνίτη που επεξεργάζεται καλλιτεχνικά το μάρμαρο) και που βασανίζεται, αφετέρου, από την αίσθηση της αποξένωσης από την κοινότητα, τη συλλογική ζωή, την ομαδικότητα. Συνεπώς, στη συλλογή αυτή ο ενδοκειμενικός ποιητής είναι τοποθετημένος στο περιθώριο απ’ όπου σχολιάζει πότε με ειρωνεία πότε με σαρκασμό ό,τι τον προβληματίζει και τον
ερεθίζει. Ο ποιητής στη νέα συλλογή του Κυρ. Αναγιωτού περιγράφεται ως «άστεγος επαίτης ή γραφικός μουρλός» («Ανέστιος», σ. 11) και παρουσιάζεται να καυτηριάζει την προκλητική αδιαφορία των πολιτικών απέναντι στην ποίηση και τους ποιητές: «Ισχνή η φωνή μας/για να διατρυπήσει/την κάψουλα της αλαζονείας σας, / εστεμμένοι των εξωστών» («Μονόλογος ή διάλογος με απάντα συνομιλητή» (σ. 64). Στο ίδιο ποίημα είναι ευδιάκριτη η αντίθεση ανάμεσα στη στηλίτευση της υπεροψίας των πολιτικών και της κολακείας των παρακοιμωμένων και στην πικρία για το γεγονός ότι τα έργα της ποιητικής τέχνης περνούν απαρατήρητα, «οξειδώνονται από τον χρόνο»
και «λεκιάζονται από την ακηδία» (ό.π.). Η διάσταση ανάμεσα στον ποιητή και στην κοινότητα των αναγνωστών εντοπίζεται και στο ποίημα «Ταυτότητα» (σσ. 72-73), όπου το ποιητικό υποκείμενο εμφανίζεται με τις ιδιότητες του ορειβάτη και του ταξιδευτή και φυλάσσει τα μηνύματα του σ’ ένα μυστικό δισάκι, ενώ οι δυνητικοί αναγνώστες («ηνίοχοι και χαλινωτές») κατηγοροάνται με ειρωνεία ότι δεν γνωρίζουν- ούτε επιδιώκουν να μάθουν την τέχνη τής αποκωδικοπιησης των μηνυμάτων («περί αυτών,/ ούτως ή άλλως/νυχτωμένοι ήσασταν […]). Εξάλλου, στο ποίημα «Αδέσποτο σκυλί» μέσω της λανθάνουσας παρομοίωσης του ποιητή με αδέσποτο σκυλί
αποδίδεται η επιμονή του ποιητικού υποκειμένου να δημιουργεί και να εκφέρει τον ποιητικό του λόγο «πάνω απ’ τα χαλάσματα», να ψάχνει για επιζώντες και να ελπίζει για καλύτερες μέρες (σσ.83-84).Τέλος, στο ποίημα «Λιθοξόος», η άγρυπνη ποιητική συνείδηση του ομιλητή αγωνιά
και αγωνίζεται για την προστασία της μοναδικής της περιουσίας, που είναι η γλώσσα, ως μέσο της ελεύθερης σκέψης, του στοχασμού και της αμφισβήτησης όλων εκείνων των στοιχείων που αντιστρατεύονται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια: «Άγρυπνος λιθοξόος / περιφρουρώ / σε βάρδιες
εικοσιτετράωρες /με στίχους πέτρινους /και τα είκοσι τέσσερα γράμματα» (σ. 86) Επομένως, στην ποίηση του Κυριάκου Αναγιωτού η ποιητική δημιουργία προσλαμβάνει τις διαστάσεις μιας υπεύθυνης και πολιτικής (με την ευρύτερη σημασία του όρου) πράξης, μιας διαδικασίας επώδυνης αλλά και λυτρωτικής, που το πρώτο υλικό της συνιστούν τα όνειρα, οι προσδοκίες, οι διαψεύσεις, οι ελπίδες και άλλες ψυχικές καταστάσεις που ο ποιητής-δημιουργός μεταποιεί σε τέχνη. Στο ποίημα «Η διαδικασία της τήξης» η ποιητική δημιουργία εξεικονίζεται ως αποτέλεσμα της αποτέφρωσης των ονείρων και της απανθράκωσης των προσδοκιών του ποιητικού υποκειμένου , που επίσης φλέγεται, με αποτέλεσμα τα οστά του να μετουσιώνονται σε «γυάλινα παραπετάσματα». Επομένως, από την ποιητική γραφή – τήξη δεν μορφοποιείται μόνο το νέο ποίημα αλλά και ο ίδιος ο ποιητής, στοιχείο που παραπέμπει στη σύζευξη ποίησης και ηθικής, που εντοπίζεται σε πολλά από τα ποιήματα της συλλογής Ανέστιος και λιθοξόος του Κυριάκου Αναγιωτού.

Ανδρέας Κούνιος

Εφ. “Η Αλήθεια”  19.1.2016
critic_ak-01-1

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.