ΜΑΙΡΗ ΚΛΙΓΚΑΤΣΗ

.

Η Μαίρη Κλιγκάτση (Φλώρινα, 1985) είναι διπλωματούχος Μηχανικός Παραγωγής και Διοίκησης, τελειόφοιτος της Θεολογικής Σχολής του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και του μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Το 2011 ίδρυσε το ηλεκτρονικό πολιτιστικό περιοδικό ΝΤΟΥέΝΤΕ Magazine, ενώ από το Μάιο του 2015 διευθύνει τη λογοτεχνική πλατφόρμα litart.gr. Το ”Πλευρικά” αποτέλεσε το πρώτο της βιβλίο. Ζει πια στη Θεσσαλονίκη.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

(2018) Νυμφώνας, Γαβριηλίδης
(2015) Πλευρικά, Γαβριηλίδης

.

.

ΝΥΜΦΩΝΑΣ (2018)

.

Εύα/ Μαρία

.

[γη μία και τάφος]

Αυτοεξορίστηκαν, διώχτηκαν, φυγαδεύτηκαν,
κατηγορήθηκαν για πόρνες και μοιχαλίδες, τα πλευρά τους
έσχισε αίμα. Στις αφηγήσεις που τις αφορούν αναφέρεται
ή υπονοείται το ρήμα «γνωρίζω». Υπάκουσαν,
συνευρέθηκαν, κάποτε γέννησαν άνδρες μεγάλους και
σοφούς. Τα έμμηνά τους πλήρωσαν τη λίμνη της Φυλής.
Έπειτα άδειασαν. Ντύθηκαν γάζες, λούστηκαν νάρδο,
κατέβηκαν ορθές την κατηφόρα, κολύμπησαν σε
τάφους, υποδέχτηκαν ήδη θαμμένους.
Οι έξι τώρα λαθροκοιμούνται
τη χαρά της νυφικής παστάδας.
Πάνω στα χόρτα, πάνω τους
άνδρες θρηνολογούν το θάμα.
[άνοιξη βράδυ στη Ρωμαϊκή Αγορά]
Τα κλειδιά δυο περιστέρια που φιλιούνται
πάνω στη ζυγαριά του Γόνατά —
ίσα που φαίνεται στο κάδρο,
τμήμα της κεφαλής του
και τα χέρια.
Δεν έτυχε να μάθω μουσική
—ποιος είναι ο φρύγιος, ο λυδικός ο δρόμος—
ούτε τα σύγχρονα που λένε κι εξηγούν αναγνωρίζω.
Τα κλειδιά, όμως’
τα περιστέρια που φιλιούνται πάνω
στα χέρια κι εξαιτίας του,
η κεφαλή που κλίνει στον ρυθμό,
αυτή του η μεσιτεία, λέω,
ίσως να είναι η δική μου μουσική.
Αυτός ο άνδρας με το μισό κεφάλι φανερό μέσα στο κάδρο,
αυτός ο άνδρας με τα πουλιά πλάι στους δύο άλλους
προσευχόταν καθώς έπαιζε.
Κάθε τριγμός και κόμπος στο βραχιόλι του,
κάθε δοξάρι του ζύγι στο τελωνείο.
Σας λέω είναι φανερό:
Κάθε που παίζει μουσική προσεύχεται.

.

[αυτός που δεν έγραψε ποιήματα]

Θυμάμαι να έραψα ξανά επάνω μου την πτώση.
Ας πούμε πως βαφτίστηκε
«Η βαρύτητα και η χάρη».
Κι ας πούμε πως τώρα εσύ αγγίζεις το βαρύ σου κεφάλι,
Και πέφτουμε και οι δυο κουρασμένοι
στα χέρια που
τώρα αγγίζουν το χρυσό σου κεφάλι.
Πώς ήταν έξι και δώδεκα και βούιζε, κόχλαζε, έτρεμε
η πίστα φωτός, το μελίσσι που γίναμε.
Και σκόρπισες, έφυγες, πρόλαβες τελικά.
Ας πούμε — ότι ξέρεις πως ξέρω:
«Μα υπάρχει προφανής διαφορά σε ένα ποίημα που νομίζει
πως γράφεται,
σε ένα μυθιστόρημα που είναι ήδη γραμμένο».
Και ας πούμε επιτέλους για τις πόλεις, τα φώτα,
το ζώο που είναι ο λαιμός σου.
Ας πούμε επιτέλους για αυτά και για εσένα.
Αφού εμείς- εσύ δηλαδή,
άλλον προορισμό απ’ το να πέφτεις στα χέρια δεν έχεις.
Κι ας πούμε τελικά για σημεία αντιλεγόμενα,
για κείνες τις γραμμές που οι δυο συναντιέστε.
Για ό,τι κάποτε διαβάσαμε στην απόσταση
και για τη μεγάλη της λίμνη,
που μέσα της πνίγομαι, που μέσα σε κρύβω
εσένα που μ’ είδες. 

.

Θάμαρ/Ραχάβ

.

Παρέδωσα τότε το ερώτημα στον Μεγάλο Ύπνο.
Ξημέρωνε Μεταμόρφωση του Σωτήρος κι εγώ λευκή,
οστράκινη, εύθρυπτη, ανάμεσα σε δύο σκοτεινά φεγγάρια,
δεν αντιστάθηκα. Σαν ψεύδισμα ακούγονταν από το
βάθος της παιδικής μου κάμαρας επιθαλάμιες
συγχορδίες και μοιρολόγια της χαράς:

Τις μικροκόρες τις φυλούν σε δυτικά κονάκια,
Που ’χουν κρεβάτια ρόδινα, σεντόνια μυρωμένα
Καρδιά συντονισμένη σε εθελούσιο, προσωρινό χαμό
αποκοιμιέται πάνω σε ψαλίδι και βαμβάκι. Ο Δωρητής
τής επιστρέφει το ερώτημα, γνωρίζει πια καλά εκείνη
πως φεύγει άδοξα ο καιρός σαν παίζει με αινίγματα:
Πρέπει να θυμηθείς ποια είσαι
Κι αμέσως μετά, ξανά μετά, οι ίδιες συγχορδίες:
Έχουν το δέρμα τους λευκό, πανσέδες στα μαλλιά τους
Και ήλιος δεν ακούμπησε τ’ ακροτσίνορά τους

.

[Λευκή]

Χορεύει τώρα με το χέρι υψωμένο, το χέρι διαβαστής
του χρόνου και δερβίσης της, κατάστικτο μαχαίρια,
ψαλίδια, τραύματα. Εδώ χορεύει τώρα τις γραμμές
στην απαλάμη της κι απάνω στο φτερό του ώμου της
φτερά μιας πεταλούδας πλευροκοπούν τους αντιπάλους.
Αφού ο κόσμος δεν είναι ιπτάμενος, δεν είναι
χορευτής. Ο κόπος, ξέρεις, δεν είναι κόσμος. Ο κόπος
γράφει πάντα στην κοιλιά, πάνω στο χέρι. Στον ώμο
φυτεύεται μόνο η ψυχή που αμύνεται το ράμμα, το
τραύμα, το φτερό του κόσμου. Πολύ φοβάται, πολλά
θυμάται εκείνη τότε: Πως κάποτε τελειώνουν τα
μαχαίρια, τα ψαλίδια- κυρίως όμως τα χέρια, οι γραμμές
και οι άμυνες. Αυτό είναι, βεβαίως, ο κόπος κι ο κόσμος.
Και ρέει τότε η ψυχή, ολόκληρη και δοξασμένη
από το μεγάλο ακράτητο σύμπαν του χρόνου. Και
κυλάει.
Και λέει τότε το χέρι τίποτα λέει. Τίποτα.

.

Ρουθ/Βηρσαβεέ

Θα πρέπει να πήγες να ήρθες, να είπες κυρίως ό,τι
θυμάσαι να είσαι / σου είπαν και εκείνοι πώς μοιάζεις, τι
χρώμα στα δάχτυλα έχεις εσύ και ποιο τα μαλλιά σου /
σου δείζαν πώς βράζει ο γέρος παππούς στο τσουκάλι
τα φρέσκα του ζώα, πώς κλείνει ο άνδρας τα μάτια
κοιτώντας τον ύπνο, πώς κλαίει η γυναίκα με γέλιο το
γέλιο / μας είπες σελίδες γραμμένες για εκείνες για
εκείνους, για σένα που νομίζεις πως ξέρεις / και τάισες,
έφαγες, χώνεψες στρογγυλό μαύρο / σ’ ανοίγει σπασμένη
το τώρα στο κρύο τραπέζι, σε ψάχνει, βουλιάζεις.
Μα, πες μου, τι είναι αυτό το κουτί που κρατάς για
κεφάλι / πόσα ονόματα κρύβεις / σου λένε, μιλάνε
χιλιάδες κεφάλια, τα χέρια σού λέω, τα χέρια που πιάνουν
το κρύο κεφάλι, σε αφήνουν, σε δέρνουν, χιλιάδες σου
χέρια μες στο κεφάλι / σε πήραν σε φάγαν δική τους πια
τώρα / και πήγες και ήρθες και είπες αυτά που θυμάσαι,
ωραία μην κλαις, μην φοβάσαι, δεν πρέπει, αφού δεν
θυμάσαι το πριν το μετά το παρόν σου /μα πρέπει μπροστά
σου να δεις εκείνη μπροστά στον καθρέφτη, κι εκείνον
στην άλλη του άκρη σπασμένο, σπασμένοι κι οι δύο.
Ο άνθρωπος μόνος μονάχος μπροστά στον καθρέφτη,
η μάχη το σώμα, εκείνο που ανήκει / σε ποιον το δικό
μου κι ο Ξένος ως τι πια δικός μου, σου λεν δεν σε
ακούω, δεν βλέπω πού είσαι, μα είσαι
εδώ ώς εδώ που με φτάνεις. Με φτάνεις.

.

[η λίστα]

Είμαι
οι λέξεις που λένε
εκείνοι
το άσθμα
το χάσμα στο ποίμα
η κουβαρίστρα τους
είμαι
το υφάδι
το σπίτι
κι ο κήπος τους
το χώμα
και το κινούμενο κτέρισμα
του σώματος μνήμη
και τα ονόματά τους τα κρυφά
είμαι
ό,τι αιμορραγεί
πάνω στους τάφους

.

[τα δηλόπορτα]

Υπάρχει ένα σημείο δεξιά στο στήθος
απ’ όπου μπαινοβγαίνει ο φόβος.
Η πύλη μου αυτή
ταΐζει τους συζύγους, τους πατέρες, τα μικρά μωρά μου
γάλα πάλλευκο χιόνι.
Αψηλάφητη είναι απ’ τους πολλούς
μυστική και ωραία,
ολοστρόγγυλο φεγγάρι, διάτρητο στην έβδομή του ώρα
στέκεται εκεί και μου θυμίζει:
«το σώμα τι ωραίο φως, τι φονικό μεγάλο, δες!»
Υπάρχει ένα σημείο δεξιά στο στήθος
απ’ όπου μπαινοβγαίνει ο θάνατος.
Θα ζήσω όσο ακόμη ανοιγοκλείνει.
Τι έξοχος γάμος αυτή μου η προθεσμία.

.

[γη μία και τάφος]

Εδώ παρέδωσα προφυλαγμένα τα ολίγιστα θάματα
που αξιώθηκα: άνδρες οκτώ, σοφούς και παραστάτες,
άκλαυτους κι άθαφτους, φοβισμένους και γενναίους,
άγιους και παρθένους. Σ’ αυτόν τον τόπο που κυκλώθηκε
από λέξεις, με χωρίς παράθυρα, μόνο με χέρια, οι
άνδρες μου προσήλθαν αυτοβούλως και καταγράφηκαν
με λεπτομερείς περιγραφές. Ονομάτισαν και άγγιξαν
και είδαν πώς μπλέκεται ο σταυρός και ο θάνατος
μέσα στο ίδιο σώμα. Πώς όνομα και ονομαστής
διαφέρουν.
Σ’ αυτόν τον τόπο που με κύκλωσε, μένω τώρα πια
ανουθέτητη.
Σ’ εμένα που δεν μπορώ να κοιμηθώ από τις ενοχές
του γυναικείου μου παραπτώματος, δεν θα μάθω ποτέ
τι μου οφείλω.
Σ’ αυτούς γνωρίζω. Οφείλω τα ονόματά μου τα
χρυσά, το αίμα μου και τις σελίδες που γράφτηκαν πριν
απ’ τα χειρουργεία.
Χωρέσαν όλοι. Τι θαύμα.

.

.

ΠΛΕΥΡΙΚΑ (2015)

.

μη μου τις πράξεις ελέγξεις

.

[ψυχρά κοτεργάσου]

Η χοάνη που γεμίζει και αδειάζει χωρίς σχήμα να
δώσει η χοάνη είναι σκεύος αχειροποίητο, τόπος
είναι, εκεί νόημα και νόηση συμβιούν, εκεί μόνο
υπάρχουν και διαμορφώνονται ατελώς, αφού πάντα
ατελώς όλα ερμηνεύονται απ’ την ανεπάρκεια της
σημασίας τους. Το μόνο πρωτογενές, το άχρονα τέλειο
είναι η λέξη. Το αιώνια πάσχον και το εσαεί ποιούν
είναι η λέξη. Αυτή είναι η δύναμη. Είναι αυτή η
ρώμη που θρυμματίζει τον όγκο, το χώρο, κάθε
έννοια διάστασης και έλλειψης συνθλίβει· είναι μόνο
αυτή η παντάνασσα που έχει ευλογία σχήμα να πάρει
από κάτι που δεν έχει.
Η λέξη, η λέξη η άγια, η χαριτωμένη λέξη, που
μεγαλώνει σεπτά, που βγάζει φύλλα στο στόμα, στο
κεφάλι, μέσα στο μαξιλάρι, στο μνήμα κάτω· είναι η
λέξη αυτή η αγία μητέρα.
Ψυχρά κατεργάσου την, ψυχρά να της αλλάξεις
το σχήμα· την κατάληξη· τη μοίρα της την ίδια.
Ξέχνα όσα έκανα. Ξέχνα τα.
Άκου τη λέξη μόνο μέσα σου. Άκου πώς σου μιλά.
Γίνε χοάνη.
Γίνε της, και μη μου τις πράξεις ελέγξεις.

. 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

Αυτή (και) η φωνή

.

Η Γυναίκα ζωή και Άνδρας ο λόγος
και η Γλώσσα πρωτόπλαστη κι άκοπη

.

[verba volant]

Το χωνί του χρόνου ρουφάει έτσι ή/και αλλιώς
όλα τα λόγια.
Γυναίκα, μίλα τα.
Μην τα φυλάς. 

.

[μεταγλώσσα]

Κατοικεί μια γλώσσα κάτω απ’ τη γλώσσα της. Είν’
Αυτή η γλώσσα κι είμαι Εγώ τ’ αμίλητο νερό που πίνει,
το νερό που Ξεδιψάει τ’ αμίλητο της. Κι είναι το
στόμα της Βαβέλ και οι φωνές χιλιάδες: Λευίτες,
Σαμαρείτες, Αρχαίοι, Βυζαντινοί κι Έλληνες. Κι είν’
η αυτοαναφορά Ζωή που γράφεται στο περιθώριο
της παλάμης μας, και γίνονται οι γλώσσες τότε,
γίνεται Αυτή και το Εγώ ψαλίδι ένα, ακονισμένο κι
έτοιμο να κόψει πια αυτό που ενώνει.
Αυτό που ενώνει ό,τι είναι μ’ ό,τι περιγράφει.

.

[πλευρικά]

Η Εύα είχε κάποτε μια μάνα. Ποτέ δεν τη γνώρισε
μα ούτε και ποτέ αίτησε να τη δει. Λογαριασμός δικός
της. Παρ’ όλα αυτά και για να συνεχίσω, έχω
μιαν απορία: τι όνομα συζύγου δηλώνει στην ταυτότητα
και ποιος είν’ ο πατέρας;
Λέει μόνα μόνο μάνα λέει και δείχνει πλευρό.

.

μη μου την ανημπόρια ελέγξεις

.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II
γενηθήτω

.

Έπειτα η Αυτή, που Εύα ονομάστηκε
από τον Άντρα, δηλαδή Ζωή,
κλείνει το βιβλίο της Γένεσης και
κουλουριάζεται γύρω απ’ τα πλευρά
της. Χωρά έτσι στο χέρι το δεξί μιας
Άλλης που όνομα δε φέρει, μόνο
μύθο και μήτρα.

.

[αστική υπόθεση]

Η πόλη αυτή δεν μοιάζει με καμία άλλη. Την κατοικούν
άντρες και γυναίκες που υποστηρίζουν πως
θυμούνται το όνομά της. Και το δικό τους. Κήποι
γλείψουν τους δρόμους της φυτεμένοι κυπαρίσσια,
ελιές και νεράντζια: όλα λουσμένα χημικό και τάχα
γυαλισμένα. Κανείς από τους παροικούντες δεν
μπαίνει στον κόπο να κοιτάξει έστω και κάτι από αυτά,
κάπως να Ζωντανέψει η μακρινή εκείνη Εδέμ.
Απ’ τα πλευρά τους όλοι κάθε στιγμή νερό ξερνάνε
σαν κακοποτισμένες γλάστρες.
Φρέσκιοι νεκροί.

.

[γυναίκα]

Αυτή που κάποτε ήταν Εύα, όταν κοιτάζει τον καθρέφτη
αισθάνεται πως είναι καθρέφτης του καθρέφτη
της. Όταν πλεξούδες πλέκει τα μαλλιά της θυμάται
τη μητέρα της κι όταν ο άντρας της έρχεται σπίτι τού
λέει πέρασε, πέρασε να σε χαρώ, όμως για πες
μου, η Κυριακή είναι πριν την Πέμπτη ή μετά την
Τρίτη;
Γυναίκα ή Εύα, Τρίτη, Πέμπτη ή Κυριακή: κάτι
ψελλίζουν για το χρόνο. 

.

[η βαρύτητα και η χάρη]

Η Σιμόνη κατοικεί στο ίδιο διαμέρισμα με μένα. Της
δίνω μολύβι, μου δίνει χαρτί. Η λέξη, μου εξηγεί,
ισούται με το πηλίκο της χάρης προς τη βαρύτητα.
Μόνο τη χάρη ψάξε, λέει η Σιμόνη. Η βαρύτητα
μέγεθος απροσδιόριστο, λέει. Τις νύχτες δεν μιλάμε
καθόλου. Επιλέγει ένα βιβλίο και μου δείχνει πού να
ψάξω: αντικειμενικό -υποκειμενικό, αποφατικό-
καταφατικό, ιερό-βέβηλο, ενδιάμεσα γκρίζες ζώνες.
Αυτή με το μολύβι κρατά το ίσο.
Τις νύχτες δεν μιλάνε οι άνθρωποι. Μόνο
δείχνουν.
Σαν τις λέξεις.

.

[σαββατισμός]

Μυστήριο τρένο η κοινή ανάσα
Ποτέ δεν ξέρεις ποιος πρώτος θα κατέβει
Ποιος οικειοθελώς θ’ αποχωρήσει ή διά της βίας
Είναι κι επώδυνη σπουδή
Ιδίως τότε που την εκτελείς και για τους δύο
Τότε ιδίως που η Ζωή μένει χωρίς τον βαφτιστή της
Και περιμένει Σαββατισμό κι Ανάσταση σωμάτων.
Τις ψυχές δεν τις υπολογίζω και πολύ.
Των σωμάτων και των ουλών τη νεκροφάνεια θέλω
να πάψω.
Αιώνες και αιώνες περίμενα πλήρη συναρμογή
Κι όταν τ’ όνομα άκουσα στη χειραψία
Είπα:
θεέ μου,
Τι δρόμο να του σκάψω να περάσει;
Είν’ αυτός κι είμ’ αυτή
Ή με πειράζει ο Πονηρός;
Τότε δεν τόλμαγα να φανταστώ πόσο πονάει η Ανάσταση.
Τότε δεν τόλμαγα να φανταστώ
Τι θάνατο κι αντίο προϋποθέτει ο Σαββατισμός μας.

.

μη μου τις λέξεις ελέγξεις

.

[επίλογος]

Μια γυναίκα πάντα
Όνομα διαφορετικό
Τόπος και χρόνος αμφίβολοι
Ενδογλωσσικοί
Πάντα μια γυναίκα χωρίς πατέρα
Δίχως απόγονο
Η ίδια ο τόκος της
Άλλοτε Εύα
Ζωή άλλοτε
Αυτή ή εγώ
Πρόσωπα ιστορικά ή/και μυθικά
Γεννιούνται και αφηγούνται
Αναζητούν
Γλώσσα πρωτόπλαστη
Λέξη ταυτότητα
Γίνονται και γεννιούνται

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

.

Πλευρικά

.

ΕΥΤΥΧΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ

“Η Αυγή”, 21.2.2016
Το βιβλίο της Μαίρης Κλιγκάτση θα μπορούσε να λέγεται «Εύα». Πληροφορίες μού λένε πως ήταν, πράγματι, ο αρχικός τίτλος. Η επιλογή να μετονομαστεί εντέλει σε «Πλευρικά» επηρεάζει την ανάγνωσή του καίρια, αυξάνοντας τις αναγνωστικές προσδοκίες. Τη μεταθέτει από το βεβαρυμένο από συμβολισμούς θεολογικό πρόσωπο της Εύας στη συνθήκη της γραφής σήμερα, που συνεπάγεται την αναμέτρηση με κληροδοτημένους ηγεμονικούς μύθους, ισχυρά λογοθετικά σύμβολα και ενδεχομένως τον κίνδυνο ασύνειδης γλωσσικής αναπαραγωγής τους ως δομών αντίληψης. Θα ήθελα να μιλήσω για τις δομές αυτές.
Στα Πλευρικά τίθεται εξαρχής το ερώτημα: Πώς μπορεί να γράψει μια σύγχρονη «απόγονος» της Εύας όταν η γλώσσα της εκπορεύεται, όπως υποτίθεται και η ίδια, από τα πλευρά του ανδρός της; (Εξαιτίας του κληροδοτημένου οντολογικού και κοινωνικού χωρισμού μας σε άντρες και γυναίκες και σε έμφυλους ρόλους, αισθάνεται κανείς την ανάγκη να διασαφηνίζει, προτού καν αναπτύξει τη σκέψη του, αν τα βιβλία που γράφουν γυναίκες είναι όντως «γυναικεία».) Η ενασχόληση της Μ.Κ. με το φύλο σχετίζεται με τη διαπίστωση της Τζ. Μπάτλερ στην Αναταραχή φύλου ότι προτού γίνουμε πρόσωπα είμαστε έμφυλα προσδιορισμένοι.
Το έμφυλο υποκείμενο που πρωταγωνιστεί στα Πλευρικά γνωρίζει ότι, προτού γίνει οτιδήποτε άλλο, στο συλλογικό ασυνείδητο θα είναι πάντα κάποια αμαρτωλή «Εύα». Με την αφήγησή του αποπειράται ωστόσο να αποδράσει από τον λογοθετικό ετεροκαθορισμό του για να γίνει, όπως επιθυμεί, ο «εαυτός» του. Ποιες οι προϋποθέσεις να συγκροτηθεί αυτός ο «εαυτός»; Η προγραμματική επιλογή ενός θεολογικού συμβόλου συναρθρωμένου με την ιδιοκτησία, καθιστά δυσχερές το εγχείρημα της απόδρασης από πανάρχαιες, στεγανοποιημένες αρνητικές ταυτότητες, εφόσον το υποκείμενο στα Πλευρικά δεσμεύεται συναισθηματικά από την προφανή του επιθυμία να παραμείνει ένθεο, να μην προδώσει την πίστη του απέναντι σε έναν νέο «Αδάμ», ερωτικό σύμβολο και πρόσωπο, αλλά και απέναντι στον Θεό.
Η Μ.Κ. θέτει τις δομές για την απόδραση της πρωταγωνίστριάς της από την παραπάνω αντίφαση με δύο τρόπους: ο ένας είναι η συνάρθρωση του θεολογικού μύθου με τα (βιβλικά) κείμενα, έμμεσος ισχυρισμός ότι ο θεολογικός μύθος διαχωρίζεται από την πίστη στον Θεό, εφόσον αποτελεί γραπτή και έμφυλη κατασκευή. Έτσι, στο πρώτο κεφάλαιο τοποθετεί το υποκείμενό της στη θέση της αναγνώστριας της Γένεσης που μας ξαναλέει το μύθο όπως τον καταλαβαίνει, συγχρόνως υπονομεύοντάς τον. Η «Εύα», μαθαίνουμε, αποτελεί κληρονομιά «μύθου» και «μήτρας», δηλαδή μια συμβολική αφήγηση περί βιολογίας. Στο πρώτο κεφάλαιο μαθαίνουμε επίσης ότι η γυναίκα ονομάστηκε «Εύα» από τον Αδάμ, ότι ο λόγος ανήκει μόνο σ’ εκείνον και ότι η μόνη κληρονομιά της Εύας είναι το πλευρικό «σύνδρομο»:
Η Εύα είχε κάποτε μια μάνα. Ποτέ δεν τη γνώρισε μα ούτε και ποτέ ζήτησε να τη δει. […]
Λέει μάνα μόνο μάνα λέει και δείχνει πλευρό.
(21)
Εφόσον ο λόγος δεν ανήκει στη γυναίκα, η συγγραφέας, από το πρώτο κιόλας κείμενο, ζητά από την ηρωίδα της ν’ αλλάξει τη μορφή της αφήγησης ώστε ν’ αλλάξει η δήθεν «μοίρα» του έμφυλου –γλωσσικού και συμβολικού– ετεροκαθορισμού της. Η Μ.Κ. ακολουθεί μια μεταδομιστική στρατηγική: μητέρα-καθρέφτης του «εαυτού» δεν είναι πια ένα πρόσωπο (ούτε καν η συγγραφέας) αλλά η πρώτη/πρωτόπλαστη λέξη:
Η λέξη, η λέξη η αγία, η χαριτωμένη λέξη, που μεγαλώνει σεπτά, που βγάζει φύλλα στο στόμα, στο κεφάλι, μέσα στο μαξιλάρι, στο μνήμα κάτω∙ είναι η λέξη αυτή η αγία μητέρα.
Ψυχρά κατεργάσου την, ψυχρά να της αλλάξεις το σχήμα∙ την κατάληξη∙ τη μοίρα της την ίδια.
(13)
Η τοποθέτηση στην αρχή του βιβλίου ενός κειμένου με τον τίτλο «μεταγλώσσα» (18) πριν από το κεφάλαιο «γέννηση» αποτελεί ένδειξη ότι η γλώσσα είναι εκείνη που θα γεννήσει τη σύγχρονη Εύα. Η μετάβαση στη συμβολική λειτουργία της και στις λογοτεχνικές πρακτικές κειμενοποίησης εξυπηρετεί θεωρητικά την απόδραση του έμφυλου υποκειμένου από το οριοθετημένο σύμβολο της «Εύας», που σημαίνει και Ζωή, αλλά και γενικά από την ιδέα της ανδρικής κτήσης και κυριαρχίας, όπως την εννοούσε ο Μπουρντιέ.
Ό,τι διαβάζουμε πια είναι η ζωή του κειμένου συναρθρωμένη με το μύθο της Εύας και την αρνητική διαμεσολάβησή της στο σήμερα, κάτι που υπαινίσσεται η Μ.Κ. στο «εργόχειρο» της αφηγήτριας:
Μπέρδεψα τις κλωστές σου στο εργόχειρο, Κύριε (45)
Η Μ.Κ. αναπαριστά με το «έργοχειρο» ένα φουκωικά εννοούμενο δίχτυο λόγων, εξουσιών, γνώσεων και επιθυμιών που δεν ανήκουν ξεκάθαρα στην αφηγήτρια. Ο δυσεπίλυτος κόμπος, το εννοιολογικό μπέρδεμα, δεν προέχεται κατ’ ανάγκην ή μόνο από τις πράξεις του υποκειμένου, αλλά από το γεγονός ότι η ταυτότητά του έχει προσδιοριστεί πριν από τη γέννησή του και δεν υπάρχουν λέξεις-κλωστές δικές του. «Ποια είναι εκείνη η συνθήκη που προφυλάσσει και γεννά τον εαυτό;» (37) ρωτά η αφηγήτρια, δίχως να παίρνει απάντηση.
Η απόπειρα απόδρασης από ένα λογοθετικό δίχτυο επιτελείται και με έναν δεύτερο τρόπο, και αφορά τη σχέση του συμβολικού (πρότερου) με τον κοινωνικό (ύστερο) κόσμο. Η Μ.Κ. αποσταθεροποιεί την αξιολογική τάξη, που θέλει τον κληροδότη αξιολογικά ανώτερο από τον κληρονόμο, ανοίγοντας τα Πλευρικά στην πιθανότητα να λένε μεγαλύτερες «αλήθειες» για την Εύα από ό,τι οι μυθοποιημένες και κληροδοτημένες. Η υπονόμευση της αξιολογικής τάξης επιτυγχάνεται με τη διασάλευση της χρονικής τάξης, στο κείμενο που φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο «γυναίκα»:
Γυναίκα ή Εύα, Τρίτη, Πέμπτη ή Κυριακή: κάτι ψελλίζουν για το χρόνο
(38)
Η «γυναίκα» της μετααφήγησης αναλαμβάνει να επιτελέσει στο δεύτερο κεφάλαιο το σύγχρονο πρόσωπο του έμφυλου υποκειμένου, τη «διαφορά» του, όχι μόνο από τον άνδρα, τον νέο Αδάμ, αλλά και από τη βιβλική Εύα.
Αυτή που κάποτε ήταν Εύα, όταν κοιτάζει τον καθρέφτη αισθάνεται πως είναι καθρέφτης του καθρέφτη της.
(38)
Η αφηγήτρια επιθυμεί να τροποποιήσει τους συμβολικούς συσχετισμούς που την ταυτίζουν με την Εύα γράφοντας ένα νέο ποίημα (νέα δημιουργία) αλλά αυτό έχει επιπτώσεις, όπως καθετί που επιδιώκει την αυτονόμησή του από το παλιό: στο βιβλίο αναπαρίστανται και κειμενοποιούνται οι επιπτώσεις μιας κακής κληρονομιάς: ο βιασμός της γυναίκας, η υποταγμένη προσευχή, η κτήση, το έμφυλο σώμα, και αναζητούνται συγγραφείς-σύμμαχοι –νέοι συγγενείς– στην προσπάθεια συγκρότησης λόγου (ενδεικτικά: Νίκος-Γαβριήλ Πεντζίκης, Τζένη Μαστοράκη, Σιμόν Βέιλ). Στο «εργόχειρο» της η αφηγήτρια κεντά την «πελεκημένη Εύα», ως διδακτικό παράδειγμα και ως ευάλωτο λόγο, για να συγκινήσει τον ίδιο τον Θεό (45).
Οι ιερές μητέρες-λέξεις, όσο κι αν συναρμολογούνται και μορφοποιούνται στα Πλευρικά, δεν αρκούν να αναδομήσουν γλωσσικά μια κοινωνία ήδη ατομικιστική, λυπημένη και μεταπτωτική:
Απ’ τα πλευρά τους όλοι κάθε στιγμή νερό ξερνάνε σαν κακοποτισμένες γλάστρες.
Φρέσκοι νεκροί.
(35)
Η Μ.Κ. αναψηλαφεί με γλωσσική άνεση το σημείο της έμφυλης τομής, προβληματοποιεί το λόγο της έμφυλης διαφοράς και θέτει το ερώτημα της χειραφέτησης. Στα Πλευρικά, η έμφυλη πληγή σκάβει μέχρι τα κόκαλα της γλώσσας επιθυμώντας περισσότερο μια «χαμένη» και ενωτική Εδέμ και λιγότερο την αναμέτρηση με το τραύμα ως κοινωνική κληρονομιά. Η Μ.Κ. εμμένει, με τον τρόπο της Τζ. Κρίστεβα ίσως, στην αναζήτηση της απαρχής των πραγμάτων: αναζητά μια προϊστορική χώρα άκοπη από το χρόνο. Σωσμένη, όπως γράφει, από το προπατορικό «αμάρτημα». Μεταθέτει τη συζήτηση από το πρόσωπο ως κοινωνία, από την πλευρική επικράτεια ως Ιστορία, στο λόγο ως ουσία. Ζητά μια γλώσσα που δεν έχει ζήσει, άρα που δεν μπορεί πια να κατακτήσει: την ανδρόγυνη και πρωτόπλαστη γλώσσα. Μήπως όμως το έμφυλο και ένθεο υποκείμενο θα έπρεπε τελικά να βγει και όχι να μπει στο «ιερό» της γλώσσας;
Η αναζήτηση μιας ουσιοκρατικής καθαρότητας πριν από το προπατορικό αμάρτημα μοιάζει να είναι ο λόγος που η συγκρότηση ενός ιστορικά προσδιορισμένου υποκειμένου στα Πλευρικά διαρκώς αναβάλλεται. Το βιβλίο επιτελεί γνωστικά τη χειραφέτησή του από το μύθο και την ένταξή του στην κοινωνική πραγματικότητα, και η συνείδηση είναι στραμμένη όχι απλώς στη «γυναικεία» αλλά ευρύτερα στην ανθρώπινη κατάσταση, μάλιστα ασκώντας κριτική στο νεωτερικό αφήγημα του ανθρωπισμού, αλλά η αφηγήτρια δεν μας επιτρέπει να φανταστούμε μια ευτυχισμένη «μετα-Εύα». Η Μ.Κ. συνθέτει και επιτελεί τη ζωή της σε μια γλώσσα-χώρα χαροποιού πένθους που αρνείται να δεχτεί ότι ενδέχεται και να μη γίνουμε ποτέ πρόσωπα. Αρνείται να πενθήσει το πρόσωπο ως προορισμό, άρα και την καταγωγική πίστη σε εκείνο: η Εύα, παρότι στην πραγματικότητα σύμβολο, παραμένει στην ψυχική συνείδηση της αφηγήτριας πρόσωπο, μητέρα, στην οποία συχνά απευθύνεται:
Τι νομίζεις ότι κάνεις, έτσι ανδρόγυνη που στέκεσαι και μας παρατηρείς στο αιώνιο μπαλκόνι;
Πώς να μας εννοήσεις, αφού ούτε εσύ η ίδια ακόμα δεν εννόησες αν είν’ η γλώσσα σου πρωτόπλαστη ή αν εσύ;
(29)
Στα Πλευρικά (κρίνοντας από τους δέκτες της απεύθυνσης: πρωτόπλαστοι, γονείς, νέος Αδάμ, γλώσσα, ποιητές) φαίνεται η προτεραιότητα της αφηγήτριας αλλά και της συγγραφέα να ξεκαθαρίσει τη σχέση της με αμφιλεγόμενους προγόνους (μυθολογικούς, συμβολικούς, εξ αίματος, κοινωνικούς, λογοτεχνικούς και άλλους), χωρίς να κοπεί βία ο ομφάλιος λώρος, χωρίς να επέλθει η πτωτική ρήξη.
Τι διδάσκει όμως η Εύα στην αφηγήτριά της Μ.Κ.; Ότι η νέα γνώση κατακτάται με απειθαρχία του παιδιού έναντι των όποιων προγόνων. Κι εφόσον μιλάμε για συμβολικό λόγο και όχι για ιστορική πραγματικότητα, ότι η αφηγήτρια δεν θα αποδράσει ως έμφυλο υποκείμενο, αλλά από το ίδιο το «έμφυλο υποκείμενο» ως δομή αντίληψης. Η αφηγήτρια των Πλευρικών αυτό δεν μας ζητά να κάνουμε; Να σκεφτούμε την αφήγηση εν κινήσει, όταν λέει (54):
Μην μου τις λέξεις ελέγξεις.
Μην μου.

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΛΛΗΣ

«Ήρθε ο καιρός πια να πω τις προσευχές μου φωναχτά
και άρρυθμα,
Να σηκωθώ ενώπιον όλων σας,
Κύριοι Ποιητές, Κύριοι Ένορκοι,
Μαμά μπροστά σου να σταθώ, απ’ τον μπαμπά να μην κρυφτώ,
Φίλες μου, φίλοι καρδιάς, και άντρες μου αγαπημένοι
και ν’ απαγγείλω τα λόγια από στήθους, σαν σε ποίημα.
Θα πω:
Κύριε, πολύ μ’ αγάπησες
Κι όταν είπες το Γενηθήτω μου
Μου ’σπειρες τη μελαγχολία τη νηφάλια μεσόστηθα,
Και μ’ άφησες αμάντρωτη, όπως βέβαια συνηθίζεις
μ’ όλους».

Διαβάζοντας τους παραπάνω στίχους της Μαίρης Κλιγκάτση από το ποίημα η μαμά ο μπαμπάς και οι ποιητές αισθάνθηκε εκείνο το ρίγος που μόνο η αληθινή ποίηση μπορεί να σου μεταδώσει. Με μια αμεσότητα που σε καθηλώνει η Κλιγκάτση με αυτό το πρώτο της ποιητικό βιβλίο αποδεικνύει πως σήμερα μπορεί να γραφτεί σπουδαία ποίηση ερήμην των συνθηκών, αρκεί κάποιος να μπει στην ποίηση καθαρός, όπως στα παγωμένα νερά ενός ποταμού. Τα Πλευρικά, δεν είναι μια συλλογή ποιημάτων, αλλά μια ολοκληρωμένη σύνθεση. Πρωταγωνιστές η Εύα, (η γυναίκα) και ο Αδάμ, (ο άντρας), σε ένα γλωσσικό ταξίδι που ξεκινά από το κεφάλαιο Αυτή και η φωνή, (η Γυναίκα ζωή και Άνδρας ο λόγος και η Γλώσσα πρωτόπλαστη και άκοπη), για να καταλήξει στο Γενηθήτω και την ρίζα του Ιεσσαί, όπου η ποιήτρια συνομιλεί κατά την γνώμη μου με το Γλωσσικό πλέγμα του Πάουλ Τσελάν, μιας κι εκείνος αναζητούσε απεγνωσμένα την βαθύτερη έννοια των λέξεων. Η Κλιγκάτση σε αυτό το πρώτο της βιβλίο αναζητά την ουσία της επικοινωνίας, επιθυμώντας να της δοθεί το θάρρος να μιλήσει αληθινά. Το ότι χρησιμοποιεί τα πρόσωπα των πρωτόπλαστων δεν θέλει να εντάξει στην ποιητική της μια θρησκευτική χροιά, αλλά νομίζω πως επιθυμεί να πιάσει το νήμα από την αρχή, στις απαρχές του ανθρώπινου λόγου και έκφρασης, στην εποχή ενός συμβολικού παράδεισου, πριν εκδιωχθούμε και χάσουμε την αθωότητα και την αμεσότητα που τόσο πολύ επιδιώκει να επαναφέρει στο έργο της. Δεν είναι εύκολο εγχείρημα. Απαιτεί από τον δημιουργό την θέληση και την δύναμη να σταθεί μπροστά στους αναγνώστες του χωρίς στολίδια. Γι΄ αυτό τον λόγο λέω ότι η Κλιγκάτση είναι θαρραλέα. Δεν φοβάται να αναμετρηθεί με τις λέξεις όταν αυτές είναι έτοιμες να σε ξεγυμνώσουν, να σε εκθέσουν. Και γι΄ αυτό η ποίηση της δεν είναι απλά λέξεις, αλλά δυνατές στιγμές αλήθειας:
Έχει καρφωμένη μια λέξη στα πόδια. Ορίζει το νευρικό της σύστημα, διατρέχει στήλη σπονδυλική, στήλη άλατος μένει Αυτή μετά, άρρητο σχήμα. Σαν περνά η ώρα και δεν κάνει βήμα, φωνάζει στο Θεό της. Καταλαβαίνει σε σύντομο χρόνο πως ο μόνος που ακούει και αντιδρά είναι η λέξη της η αξεστόμητη, η σωσμένη από το προπατορικό αμάρτημα.
Τι ποιο όμορφη ποιητική εξομολόγηση από αυτή! Θαυμάζω την ταπεινότητα της δημιουργού όταν έρχεται αντιμέτωπη με τις άδειες λέξεις που προφέρονται χωρίς να κουβαλούν κανένα βαθύτερο νόημα και που επιθυμεί να αντλήσει από μέσα τους την ουσία τους, έστω κι αν καλά κρυμμένη. Επκαλείται με μανιχαϊστικό τρόπο τον θεό της, κραυγάζει για ένα της δοθεί ένα σημείο αναφοράς μέσα σ΄ αυτό τον κόσμο που τόσο δύσκολο πια είναι μιλάμε αληθινά, χωρίς υπεκφυγές. Τα Πλευρικά είναι ένα βιβλίο αναζήτησης, ένα βιβλίο προσκόλλησης στην βαθύτερη ουσία του ποιητικού λόγου, ένα ποιητικό μανιφέστο όπου η ποιήτρια στωικά εξορύξει από μέσα της τα υλικά που σίγουρα στο μέλλον θα αποτελέσουν μια σπουδαία ποιητική παρακαταθήκη. Ίσως μιλώ υπερβολικά εγκωμιαστικά για το πρώτο βιβλίο μιας ποιήτριας, αλλά η Κλιγκάτση κατάφερε να γράψει ένα πολύ δυνατό έργο. Με έναν λιτό, λυρικό και συνάμα θεατρικό τρόπο, μας προσφέρει την αλήθεια της, έτσι όπως έρχεται αντιμέτωπη με την λευκή κόλλα χαρτί και με τις λέξεις που έχουν τόσο πολύ φθαρεί στις μέρες μας που χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να διατηρήσεις την αυθεντικότητά τους. Η δική της προσευχή είναι και δική μας:

Ρωτάς να μάθεις γιατί γράφω. Άκου, λοιπόν, αφού
τόσο το θες:
Γράφω για να θυμάμαι όσα δεν άρθρωσα
από συστολή μπροστά στ΄ ανομήματά σου.
Κατάλαβες, Κτήνος του Ουμανισμού με τα Επτά
Κεφάλια;
Από μια κλωστή κρατιέται η Ζωή σου κι ακόμα
αυνανίζεσαι.

Η Κλιγκάτση αναζητά τα ουσιώδη ερωτήματα της ύπαρξης. Προσκολλάται στον άνθρωπο, όχι όμως στην αμαρτωλή του φύση, δεν δογματίζει, αφήνετε ελεύθερη να πλανηθεί στην ψυχική ένωση με το υπερπέραν, όντας σαρκική, αναγνωρίζοντας τους περιορισμούς της. Παρακαλεί να μην ελέγξει κανείς τις πράξεις και τις λέξεις της. Που σημαίνει πως εκλιπαρεί να μιλήσει ξεκάθαρα και αληθινά για την αγωνία της έκφρασης. Δεν είναι τυχαίο που η σύνθεση κλείνει με το υπέροχο ποίημα Ρίζα του Ιεσσαί. Με τον όρο ρίζα του Ιεσσαί φέρεται γενικά η γνωστή συμβολική αγιογραφική παράσταση, αρχικά στη βυζαντινή αγιογραφία, που εικονογραφείται το γενεαλογικό δένδρο της ενσάρκωσης του Ιησού Χριστού. Η εν λόγω αγιογραφική παράσταση συνήθως παρουσιάζει ξαπλωμένο τον Ιεσσαί, όπου εκ του σώματος του αναφύεται κορμός δένδρου, στη κορυφή του οποίου «εν είδει» άνθους παρίσταται η βρεφοκρατούσα Θεοτόκος. Στους δε κλάδους του δένδρου απεικονίζονται κατά γενεαλογική σειρά, εκ των κάτω προς τα πάνω οι επίγειοι προπάτορες του Ιωσήφ, παρεμβάλλοντας ενίοτε, ανάλογα της έμπνευσης των διαφόρων αγιογράφων, και άλλα βιβλικά πρόσωπα, κυρίως Προφήτες. Η Κλιγκάτση στρέφεται στην ρίζα του Ιεσσαί συμβολικά, ποιητικά θα έλεγα, κι όχι με τον θρησκευτικό τρόπο των αγιογράφων. Αναζητά τις ρίζες της ανθρώπινης έκφρασης. Και γι΄ αυτό η ποίησή της γίνεται προφητική και συνάμα απαραίτητη για όλους εκείνους που αναζητούν την ουσία:
κάθε ιστορία πρέπει στο τέλος να κρατά έναν όμηρο, αυτόν τον όμηρο που έπειτα από χρόνια θα βρει την ρίζα την πανάρχαια μες στο δικό του ιερό και θα την ξαναπεί την ιστορία όπως την άκουσε, όπως την έζησε ή όπως την φαντάστηκε…

.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΘΗΝΑΚΗΣ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ/ΒΙΒΛΙΟ 26.09.2015
Μιλώντας απλά για τα «δύσκολα» και προαιώνια
Η μεταφυσική λαμβάνει πολλάκις τον ρόλο του μόνου οδηγού κατανόησης της φυσικής, των πραγμάτων που γίνονται απτά μέσα από τις ανθρώπινες αισθήσεις. Είναι φορές που οι άνθρωποι κατανοούν εαυτούς και αλλήλους μέσα από μία θεολογία του σώματος, μέσα από μία σωτηριολογική κατανόηση των δυνατοτήτων και των αδυναμιών του καθενός.
Η Μαίρη Κλιγκάτση, με τα «Πλευρικά» της (εκδ. Γαβριηλίδης, 2015), διατηρώντας μια πεντζικική ατμόσφαιρα, καταθέτει την πρώτη της ποιητική συλλογή, προσπαθώντας –και καταφέρνοντας– να μιλήσει για το σώμα ως ιερό ναό, όπου το συναίσθημα και η εγκεφαλικότητα γίνονται υποδοχείς του έρωτα που γεννιέται πλευρικά, απ’ όπου προήλθε η πρωτόπλαστη Εύα (Αυτή, στη συλλογή): από τα πλευρά του Αδάμ.
Πολλά –θεολογικά, ασφαλώς– μπορεί κανείς να αναφέρει για το ζήτημα της προέλευσης της γυναίκας, ωστόσο η Κλιγκάτση επιτυγχάνει να «καταβιβάσει» το μεταφυσικό σε πραγματικότητα. Η γλώσσα της ακολουθεί τους κραδασμούς των σωμάτων, ενώ τα σώματα γίνονται αγίες τράπεζες όπου μπορεί κανείς ν’ ακουμπήσει το ευαγγέλιό του.
Εκεί, νομίζω, είναι η ομορφιά της πρώτης συλλογής της Κλιγκάτση: μεταφέρει όσα το ανθρώπινο πνεύμα δημιουργεί στον εμπράγματο κόσμο, συνθέτοντας μία αμφίδρομη σχέση – ένα γαϊτανάκι με τα πάθη νου και σώματος. Αλλά, όπως μάλλον υπονοούν τα ποιήματα, αυτό είναι το τίμημα που οφείλει να πληρώσει ο άνθρωπος, εκείνος που θεώνει το σώμα και σωματοποιεί το θείο: να βρίσκεται μονίμως σκοινοβάτης στο τεντωμένο σκοινί που ενώνει την προσδοκία με την πραγματικότητα και τη δυνατότητα με την αδυναμία – τη σκέψη, τελικά, με την πράξη του έρωτα, την ίδια την ύπαρξη.
Τα «Πλευρικά» είναι η πρώτη προσπάθεια μιας ποιήτριας που τόλμησε, εν μέσω μεταμοντέρνας ομίχλης, να επιστρέψει στην καθαρότητα των συναισθημάτων, στην απλότητα της γλώσσας, μιλώντας για τα «δύσκολα» και τα προαιώνια. Και τα κατάφερε.

.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΤΙΟΧΟΥ

http://literature.gr, 12.7.2015
Η Αυτή, η Ζωή, η Εύα, η Α-ρ-γία και η Αγία, του
Μέσα σε αυτόν τον Ιούλιο, που η χώρα μας παρομοιάζεται με ακυβέρνητο ιστιοφόρο σε φουρτουνιασμένη θάλασσα, αυτό που πιο πολύ φοβούμαι, δεν είναι μια ευθεία καταβύθιση του ιστιοφόρου, μια σύγκρουσή του ευθύβολη
στα βράχια, όσο ένα ξέσχισμα στα πλευρικά του, ρωγμές στους χόνδρους, πόνος οδυνηρός, αν μη τι άλλο εφάμιλλος κατά πως διηγούνται οι γυναίκες
με τον πόνο της γέννας, πληγές στο σκαρί, βαθιές στα πλευρικά του.
Κι έτσι έρχομαι σε επαφή με ένα κομψό βιβλιάριο ποίησης, με μια αφαιρετική σήμανση των τυπογραφικών στοιχείων του και το όνομα της ποιήτριας, δυσκολοπρόφερτο για μένα.
Μαίρη Κλιγκάτση, θα σε συνηθίσω, γιατί σε θαυμάζω από την πρώτη λευκή σελίδα του βιβλίου σου. Θα σε συνηθίσω κι εγώ και οι Έλληνες αναγνώστες, γιατί είσαι ολότελα αυτάρκης. Η φωνή σου έρχεται από τόσο παλιά και φτάνει σε ύστερα για το μυαλό μου σημεία, που αυτά δεν θα μπορέσω να τα διαφωτίσω πλήρως.
Η ποιητική σύνθεση «Πλευρικά» έχει σαν κύριο motto το χωρίο από την Γένεση: “Και εκάλεσεν Αδάμ το όνομα της γυναικός αυτού Ζωή, ότι αύτη μήτηρ πάντων των ζώντων”(Γένεσις,3,20). Δηλώνοντας εξαρχής αυτή τη θεία αναμέτρηση που έχει κληθεί η ποιήτρια να κάνει αποδεχόμενη το φύλο και το ρόλο της. Και για έναν ποιητή (ας μου επιτραπεί να μιλώ με το ουσιαστικό ως αρσενικό) τέκνο του κατά πνεύμα, είναι το ποίημα. Περαιτέρω μια και η Κλιγκάτση θα διαπραγματευτεί στην ποιητική αυτή σύνθεση την επίρρωση του γενεσιουργού λόγου, όλη αυτή η σκηνοθετημένη μεταφυσική, με βρίσκει θιασώτη του έργου της «Πλευρικά».
Η ποιητική αυτή σύνθεση, αποτελείται από τρεις ενότητες: «μη μου τις πράξεις ελέγξεις», «μη μου την ανημποριά ελέγξεις» και «μη μου τις λέξεις ελέγξεις» όλες αρνούμενες εμφατικά τον έλεγχο και από δύο κεφάλαια, τα οποία εμπλέκονται μεταξύ πρώτης και δεύτερης ενότητας. Σαφώς και δεν θα ερμηνεύσω τι ήθελε να κάνει η Κλιγκάτση οριοθετώντας έναν τέτοιον ιστό και δεν είναι και χρήσιμο για μένα να ακροβατήσω σε συμπεράσματα, που η ίδια η ποιήτρια θεωρεί πεπερασμένα, γιατί αυτό κατανοώ από το παραδομένο ποιητικό της σώμα.
Το όλο σώμα του βιβλίου είναι ενδιαφέρον, περισσότερο ενδιαφέρον το μέρος, δηλαδή το ποίημα ένα-ένα, έτσι όπως πρακτορεύει το χάος της θείας διχοτόμησης της ποιήτριας. Η Κλιγκάτση μας παρουσιάζει την διχοτόμηση της στο ποίημα «Ο Μεριστής κι η ασπαρτάμη». Είναι ένα ποίημα συγκλονιστικό, ένα ποίημα από αυτά που οι ποιητές θα ζηλεύουν πάντα, γιατί θα ήθελαν να το γράψουν κι οι ίδιοι. Είναι αυτός ο εφιάλτης των ανθρώπων που ζωντανεύουν τους μονολόγους τους και υπνοβάτες σχεδόν εγκατοικούνται από τον μετατοπισμένο τους πόνο, από μια πληγή που καταπίνει ολόκληρο το σώμα και έπειτα το ξερνάει πήγματα διαιρεμένα, αμέτρητα πήγματα, όμοια το ένα με το άλλο. Κι έτσι έρχεται το αίμα και οι χοές του, ζωοποιούν τον Μεριστή, έτσι μόνο αυτή για να του πει:

«Αδάμ, που εί; Νύχτωσε, κατέβηκαν στόρια στη γειτονιά,
τα σκυλιά γρατζουνάνε πόρτες, σκίζουν σίτες,
τους τελευταίους άγρυπνους δεν αφήνουν σε ησυχία,
ελπίζοντας σε μια βόλτα, μ ί α μ ό ν ο β ό λ τ α.
Στο πάρκο φώτα δεν καίνε, οικονομία, οικονομία
δυνάμεών μου το «δεν σε βλέπω».
Αδάμ που υπάρχεις, αγάπα με αν τολμάς.»

Δεν ξέρω, ούτε είναι δική μου εργασία, ούτε τελικά για να είμαι σαφής, μπορώ να διακρίνω ένα κάποιο είδος μαθητείας και συγγενειών στην Μαίρη Κλιγκάτση. Μπορώ να διακρίνω μόνο μια πολύ καλά εδραιωμένη μεταφυσική εμπειρία, μια απονενοημένη σύγχρονη ερωτική απαγγελία, έτσι όπως αυτή θα γινότανε στον 21ο αιώνα, π.χ στις νερατζιές της Σοφοκλέους, έξω από το κτίριο του Χρηματιστηρίου, Απρίλη μήνα, κατάφορτες ανθών οι νεραντζιές, η Μαίρη εγκαλείται στην αγκαλιά ενός νεαρού δανδή· και μια οικονομία εσωτερικής αμφισβήτησης, που την τοποθετεί σε κάποια παλιά σύμβολα και εικόνες της γενιάς του 30 και της ακμής του ελληνικού υπερρεαλισμού και βέβαια πολύ καλά εμπεδωμένος Έλιοτ και Πάουντ.
Ξέρω όμως, πως έχει τη δύναμη να αρθρώσει λόγο καίριο και σοβαρό, έχοντας καταλάβει ήδη από το πρώτο της βιβλίο, τι και ποιος είναι ο ποιητής που γράφει, τι μοναξιά ανασκάπτει και σε τι ορύγματα θα αρχίσει πλέον να κατοικεί, αυτό το ξανθό κορίτσι που γεννήθηκε το 1985.
Το ποίημα της «η μαμά, ο μπαμπάς κι οι ποιητές», ένα δηλωτικό curriculum vitae, μας πληροφορεί για την ίδια ενδελεχώς:

Ήρθε ο καιρός πια να πω τις προσευχές μου φωναχτά
και άρρυθμα,
Να σηκωθώ ενώπιον όλων σας,
Κύριοι Ποιητές, Κύριοι Ένορκοι,
Μαμά μπροστά σου να σταθώ, απ’ τον μπαμπά να
μην κρυφτώ,
Φίλες μου, φίλοι καρδιάς, και άντρες μου αγαπημένοι
και ν’ απαγγείλω τα λόγια από στήθους, σαν σε ποίημα.
Θα πω:
Κύριε, πολύ μ’ αγάπησες
Κι όταν είπες το Γενηθήτω μου
Μου ’σπειρες τη μελαγχολία τη νηφάλια μεσόστηθα,
Και μ’ άφησες αμάντρωτη, όπως βέβαια συνηθίζεις
μ’ όλους.
Το τετράδιο και το μολύβι κάτω απ’ το στρώμα το
παιδικό τα φύτεψες,
Στην πιπίλα τη ροζ στάλαξες μέλι των γκρεμών –
πρόσκαιρα να γλυκαίνομαι,
Νύχτα μού άπλωσες για προσκέφαλο, μέρα ακάματη
για υποπόδιο
Διάστημα ενδιάμεσο εμπιστεύτηκες στην άγνωρή
μου κρίση
Κάνε ό,τι συμφέρει, είπες
Πορεύσου κι εσύ και πράξε όμοια, είπες
Ποιο είναι το όμοιο, Κύριε;
Πού να στραφώ;
Πώς τα κοιμάμαι τα βράδια με την αγωνία σου αγωνικότερη
μέρα τη μέρα;
Προοικονομία της φράσης που
ψάχνω μα δεν είμαι ο δρόμος που
εγχάραξες στο χέρι μου τ’ αριστερό.

Δρόμε που ακόμα ακολουθώ
Πες μου πώς να σταθώ
Εγώ η τελευταία Εύα πριν την επόμενη σοδειά σου
Εγώ που σ’ ερωτεύομαι μεθώντας σε και
Ψάχνοντας σε εικόνες ανθρωπομορφικές,
Εγώ που μεταξύ αγνώστων ανακαλώ
Τη δόξα σου την απροσμέτρητη.
Κοίτα με πού προσπαθώ.
Κοίτα με πώς παλεύω.
Πες Α-μ-ή-ν, Εσύ, αντί για μένα.
Πες το,
Τέσσερα γράμματα είναι,
Λόγε Αδαπάνητε.
Κάνε κάτι σύντομα.
Ξοδεύω άσκοπα τα δώρα.

Και λέω γεμάτος έκπληξη, πως αυτή η ποιητική βιογραφία δεν ξοδεύτηκε άσκοπα, ίσα ίσα σκοπίμως σημαίνει τα ιερά σήμαντρα μιας νέας τελετουργίας, ανανεώνοντας τη γλώσσα, τη φόρμα, τον ρυθμό και τα σύμβολα.
Η ποιήτρια εισάγει παλαιούς κανόνες και τους ανανεώνει. Δε νομίζω να την ενδιαφέρει διόλου το σύνολο των αναγνωστών, την ενδιαφέρει ίσως ο ένας ή οι λίγοι αναγνώστες που θα ανακαλύψουν αυτή την δεύτερη γλώσσα κάτω από τη γλώσσά της, την μεταγλώσσα όπως λέει και η ίδια στο ομότιτλο ποίημα. Αφού για την ποιήτρια: …
Κι είν’ η αυτοναφορά Ζωή που γράφεται στο περιθώριο της παλάμης μας, και γίνονται οι γλώσσες τότε, γίνεται Αυτή και το Εγώ ψαλίδι ένα, ακονισμένο κι έτοιμο να κόψει πια αυτό που ενώνει.
Αυτό που ενώνει ό,τι είναι μ’ ό,τι περιγράφει.
Η Ζωή της Γένεσης, είναι η Εύα, είναι η Αγία, είναι η Α-ρ-γία, είναι το γενηθήτω της στο κεφάλαιο ΙΙ και δηλώνει την μοίρα και το φύλο της. Η Ζωή, η Εύα, η Αγία, η Α-ρ-γία, η Αυτή χωρά έτσι στο δεξί μιας Άλλης που όνομα δε φέρει, μόνο μύθο και μήτρα.
Θα ήθελα πολύ να επεκταθώ σε αυτό το μαγικό βιβλίο ποίησης και να αποκαλύψω πολλά από τα κλειδιά της κρυπτικής αυτής ποιήτριας. Δεν είναι όμως δίκαιο να σας στερήσω αυτό που εγώ αναγνωρίζω στους ποιητές, δηλαδή αυτά τα μικρά παραθυράκια, φωταγωγούς στις σκοτεινές σοφίτες των ποιημάτων, που οι ίδιοι τοποθετούν, για να ξεκλειδώσει ο εκάστοτε αναγνώστης το δικό του σημαίνον και το δικό του σημαινόμενον.
Κι αν μοιάζει ο έπαινος μου απόκοσμος και απρόσμενος για μια ποιήτρια που μας παραδίδει το πρώτο της βιβλίο, έχω υπομονή να ζήσω μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό και περιμένω και το δεύτερό της βιβλίο. Αλλά δηλώνω, πως γράφω μόνο για αυτά που μου αρέσουν, για αυτό άλλωστε και γράφω τόσα λίγα κείμενα για την ποίηση. Μαίρη Κλιγκάτση να είναι ευτυχείς αυτοί που τους προσέφερες «αντίδωρο» και όποιος διαβάσει τα «πλευρικά» θα κατανοήσει και τούτη την κατακλείδα του κειμένου μου.

[κλίμακα αττική]

Υπάρχουν μέρες που δεν αντέχω τίποτα· κανέναν.
Διαδρομές με το μετρό και τον ηλεκτρικό: στάση Αττική,
στάση Ομόνοια, άνθρωποι που τα χέρια τους δεν
ξέρουν τι να κάνουν, εγώ που ανάξια διαχειρίζομαι όσα
μου δόθηκαν, ο καφετζής και η λατέρνα με τ’ άδειο
πανέρι, η τσιγγάνα που με κυνηγά στην Κοραή να μου
πει κάτι που ξέρω ήδη (: πως είμαι απάντρευτη και με
ζηλεύουν), μια χροιά εκφωνητή που κάποτε αγάπαγα,
τα καλημέρα σας, τα καλησπέρα, τα ζώα πριν τη
σφαγή, τα σταυρωμένα πρόβατα κι οι φόλες, οι ψεύτες
ζητιάνοι, τα δακρυγόνα στις απεργίες, οι πορείες.
Χάνω την ασταθή μου ισορροπία.
Πέφτω στο κενό μεταξύ συρμού και αποβάθρας.
Mind the gap. Παρακαλώ, υπολόγισε καλά το κενό.
Υπολόγισε με. Αρπάζομαι από κλίμακα άχτιστη, μετέωρη.
Πρέπει να βγω στο φως. Αιτούμαι φως. Ανεβαίνω
ένα ένα τα σκαλιά της με μανία. Μπλέκονται τα κορδόνια
των παπουτσιών μου μεταξύ έκτου και έβδομου.
Οι ίδιες και οι ίδιες εξετάσεις κάθε μέρα: μνήμη
θανάτου/ πένθος χαροποιό -πένθος χαροποιό/
μνήμη θανάτου. Φωνή στο λαρύγγι: αξίωσέ με έ ν α
σκαλί ακόμα. Επίτρεψέ μου να τολμήσω πάλι κι ας
σωριαστώ. Πεθαίνω κάθε μέρα απ’ το πάθημά μου.

[Πλευρικά]

Η Εύα είχε κάποτε μια μάνα. Ποτέ δεν τη γνώρισε
μα ούτε και ποτέ ζήτησε να τη δει. Λογαριασμός δικός
της. Παρ’ όλα αυτά και για να συνεχίσω, έχω μ
ιαν απορία: τι όνομα συζύγου δηλώνει στην ταυτότητα
και ποιος ειν’ ο πατέρας;
Λέει μάνα μόνο μάνα λέει και δείχνει πλευρό.

.

ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ

Lifo”, τχ. 439, 9.7.2015
Το χαλί κάτω απ’ τα πόδια.
Σ’ έναν κόσμο που πόνταρε τα πάντα στη μεγιστοποίηση του κέρδους και στον άκρατο ταχύπλοο νεοπλουτισμό, θεωρήθηκαν μάταια, και λοιδορήθηκαν αγρίως τα δονκιχωτικά εγχειρήματα. Ό,τι δεν έφερνε χρήμα (η ποίηση, η φιλοσοφία, το σουλάτσο, τα μικρά αυτόνομα περιοδικά, οι λεπταίσθητοι εκδοτικοί οίκοι και ένα σωρό άλλα) έφαγε πόρτα, έφαγε ξύλο, έφαγε απόρριψη με τη σέσουλα. Ή (που είναι το ίδιο) στρεβλώθηκαν φριχτά. Ο ρομαντισμός ετέθη υπό διωγμόν. Φράγκα και φήμη, ιδού οι δύο πόλοι. Σιγά τα φράγκα! Σιγά τη φήμη! Ό,τι χτίστηκε βιαστικά και άσχημα, θα γκρεμιστεί εξίσου βιαστικά κι εξίσου άσχημα. Το χαλί τραβήχτηκε πια για τα καλά κάτω από τα πόδια των δήθεν. Η δονκιχωτική άλως φέγγει πάλι. Το παιχνίδι το κερδίζουν οι θεωρούμενοι losers. Ο χαμένος τα παίρνει όλα. «Τις νύχτες δεν μιλάνε οι άνθρωποι. Μόνο δείχνουν / Σαν τις λέξεις» γράφει η Μαίρη Κλιγκάτση (Φλώρινα, 1985) στο δυνατό ποιητικό βιβλίο Μαίρη Κλιγκάτση Πλευρικά (εκδ. Γαβριηλίδης). Πρόκειται για μια σύνθεση, ένα ορατόριο, μια ψαλμωδία για τη Γυναίκα, για τη Γραφή ως Γυναίκα, για τη Γυναίκα ως Γραφή. Με γλώσσα που πάλλεται από φιλοσοφική ένταση και θέλει να αντλεί από πολλές παραδόσεις, τόσο του στοχασμού όσο και της ποιήσεως, η Κλιγκάτση δείχνει τόλμη και διάθεση συνομιλίας με καθοριστικά, κομβικά κείμενα. «Νεράντζια σάπια — τα πατάω κάθε πρωί — πριν πάω στο σχολείο, μετά στο κοιμητήριο, σώνεται το λάδι κι ο παπαγάλος μιλάει, ο παππούς δεν μιλάει πια […] όταν μεγαλώσω μπορεί να γίνω στυλίτισσα, ως τότε άκου προσεχτικά: σώμα από σώμα γύρνα στο σώμα, κατάλαβες;, δεν πειράζει, γίνονται τόσα ταυτόχρονα, πού να τα εξηγώ, την ίδια ώρα που αυτά συμβαίνουν ο Πεντζίκης και ο Πόρτσια μούτρα κάνουνε στον Κίρκεγκωρ (κακή λέξη το μούτρο) […]».

.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ

“Fractal”, Ιούλιος 2015
Το μέλος της γυναίκας, το ανείπωτο
Στον «Κρητικό», τούτη την αινιγματική ποιητική σύνθεση του ώριμου, πλέον, Διονύσιου Σολωμού, ο αγώνας ανάμεσα στον Έρωτα και το Χάρο σκιαγραφείται μέσα από τη φυγή ενός ανώνυμου Κρητικού από το νησί του σε μια προσπάθεια να σωθεί από τις εκκαθαρίσεις του Χουσεΐν Μπέη στη Δυτική Κρήτη.
Έργο κρυπτικής μαγείας όπου ο Σολωμός ενθέτει τις μεταφυσικές, ηρωικές και ηθικές σημάνσεις τους σε έναν άνδρα που ομοιάζει με τον Αδάμ πριν από την κρίσιμη Πτώση. Πρόκειται για ένα παγανιστικό μεθύσι χριστιανικής μεταφυσικής, συμπαντικού έρωτα/θανάτου και προαιώνιας ένωσης με το όλον της φύσης, του Θεού, του έρωτα, της στιγμής, της αιωνιότητας.
Πόσο ενδιαφέρον είναι να διαπιστώνεις πως υπάρχει και η θηλυκή πλευρά – η τόσο αναλλοίωτη, η φέρουσα ζωή, η ζωφόρος του ανθρώπινου αρχιτεκτονήματος, η ματαιωμένη, πολλάκις στιγματισμένη γυναίκα που στο πρόσωπο της Εύας ξεφεύγει από το θρησκευτικό, ιστορικό περίγραμμά της και γίνεται ένα σημασιακό μοτίβο αυτοκαθορισμού. Τα πλευρικά του ανδρός από τα οποία προήλθε το θήλυ, τα «Πλευρικά» της Μαίρης Κλιγκάτση που συνθέτουν πολλά σώματα πολύκροτης έντασης σε ένα όλον πλαίσιο που ενοποιεί παρά αποσπά τα επιμέρους στοιχεία.
Ποιητική σύνθεση; Λυρική ενότητα; Μια ραψωδία με παραδειγματικό άξονα; Ό,τι και αν είναι, εδώ μιλάει η γυναίκα, μιλάει η λέξη και το άρρητό της, το σώμα που χρειάζεται να ξεκορμιστεί από τον γεννήτορά της, να αναζητήσει την αυτονομία και την αυθυπαρξία της, να ζήσει το αγέννητο και να γεννήσει εκείνο που του μέλλεται να ζήσει τον αγωνιώδη πυρήνα της πτώσης και του καθημερινού θανάτου.
Ερωτικές μνήμες, βαθύχορδες λαβωματιές, το κάλλος της λέξης, παλίνδρομες σκέψεις, ενατενίσεις φιλοσοφικής πρόληψης, ποιητικές καταβυθίσεις και ιερατικός μαγνητισμός, συνάζονται σε τούτο το τόσο ιδιαίτερο έργο που δίνει μια μάχη ωραία, κάτι σαν ένας σολωμικός ιδανισμός, μα και μια μάχη άνιση, όπως αυτή του ανθρώπου – της γυναίκας που είναι η αιτία του ανθρώπου. Είναι μια δοκιμασία να ανασταλεί ο δεσμευτικός δυισμός (άνδρας/γυναίκας), καθώς το δεύτερο μέλος του ζεύγους, δικαιωματικά, αποζητάει να αρθρώσει έναν Λόγο, να γίνει ο Λόγος, να θεοποιήσει τη σχέση με το άλλο φύλλο και ταυτόχρονα να την κατακρημνίσει σε μια μορφή ανθρώπινης βιωτής.
Τα «Πλευρικά» είναι το μέλος της γυναικός, το αβάδιστο και το ανείπωτο. Το από του στήθους της ζωής εκπορευόμενο. Η θυμική του μνήμη και το ζεστό του βλέμμα. Η Κλιγκάτση, με επαρκείς λογοτεχνικές συγγένειές (βλ.Μαστοράκη) και υποβόσκουσες αναφορές, δημιουργεί μια συνθετική ποιητική «δράση» που παρά τη συμβολική της εφόρμηση, αποζητάει την επικοινωνία, την προσωπική μαρτυρία, την εξομολόγηση, την ονειρική βάθυνση – είναι μια αναλόγια ανθρώπου με τον αφοπλισμό του από το Χρόνο, τις Έννοιες, την υποκειμενικότητά του, τη Ζωή του.
Η γυναίκα-ποιήτρια αναμετράται με την πυκνότητα και το βάθος του δώρου που δίνει και μέσω αυτού υπάρχει και η ίδια. Είναι η Ζωή, η Εύα, η αρχή των πάντων, η απροσωποποιημένη «Αυτή», η Α-ρ-γία και Αγία καταραμένη. Το θηλυκό υποκείμενο με την υπαρξιακή βάση του σε τούτα τα πεζολογικά πεδία καταβύθισης, λαμβάνει το χαρακτήρα ενός φωτός που απεικονίζει τη φθορά, το θάνατο, αλλά και το άγνωστο της γέννας. Ιδού άλλη μια συνάφεια με τον Σολωμό και την Μαστοράκη: η μυστηριακή τάξη, το φως, η μνήμη.
Μα, υπάρχει και μια λεκτική καταγωγή στις απόπειρες της Κλιγκάτση – μια μετάθεση της απώλειας, της κτίσης και της κτήσης, της οντολογικής κρίσης σε μια γλώσσα αισθητικής ανταπόκρισης που απαρνιέται τη ρητορικότητα προς χάριν του «σχήματος» και της τεχνικής που λειτουργεί ως άλλο υποκείμενο (χαρακτηριστικό παράδειγμα το «χαίρε, του πεσόντος Αδάμ η ανάκλησις – ένα πεζοποίημα ασθματικού αντίλαλου).
Η Κλιγκάτση στο πρώτο της προσωπικό έργο προσυπογράφει ένα υφολογικό σημείο εκκίνησης. Μια νότα δημιουργίας σαφούς καθαρότητας και συμβολικής πίστης. Η θεματολογία της είναι ένα περιβάλλον και όχι σπαράγματα τόπων και ανθρώπων. Η γραφή της είναι ένας διάλογος εσωτερικής αναζήτησης που αποδίδει την απώλεια μέσα από μια γέννηση. Από τα «Πλευρικά» γεννήθηκε παρ’ ημίν μια πολύ καλή ποιήτρια, έτοιμη για σημαντικά πετάγματα στο μέλλον.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.