ΑΝΝΑ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ

 

Η Άννα Λύμπουρα Παπαϊωάννου γεννήθηκε και μεγάλωσε σ’ ένα ήσυχο και όμορφο προάστειο της Λευκωσίας, την ’Έγκωμη. Το 1980 μετέβη στην Αθήνα για σπουδές στη σχολή Πολιτικών Μηχανικών του ’Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Μετά το πέρας των σπουδών της επέστρεψε στην Κύπρο, με κύρια επαγγελματική ενασχόληση έως και σήμερα, το τραπεζικό επάγγελμα. Το 2021 απόκτησε τον μεταπτυχιακό τίτλο Μάστερ στη Διοίκηση Επιχειρήσεων, μετά από φοίτηση ενάμιση έτους στο Μεσογειακό Ινστιτούτο Διεύθυνσης στη Λευκωσία. Παρακολούθησε στη Λεμεσό μαθήματα δημιουργικής γραφής και ανάγνωσης, με εισηγήτρια την ποιήτρια και δοκιμιογράφο Ευτυχία Αλεξάνδρα Λουκίδου. Απότοκο των μαθημάτων αυτών είναι η συλλογική έκδοση με τίτλο «Συν(γ)ραφές», η όποια εκδόθηκε από το Τεχνοδρόμιο, τον Απρίλιο του 2019 και στην οποία συμμετείχε με τέσσερα ποιήματα. Η ποιητική συλλογή “Το πράσινο ψυγείο και άλλες ιστορίες εσωτερικού χώρου” (ΑΦΗ 2023) είναι η πρώτη προσωπική της συλλογή.

.

.

 

ΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ ΨΥΓΕΙΟ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ (2023)

 

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ

 

Υπάρχω γιατί υπάρχεις

Είναι σέρτικος μου είπες ο δρόμος
και για δυνατούς λύτες το σταυρόλεξο
είναι σέρτικη ή ζωή
και για μάγκες αποκλειστικά
ο σταυρός

Το άγγιγμά σου με καθιστά ζωντανό. Το άγγιγμά μου
σέ καθιστά διττό. Προλαβαίνουμε δεν προλαβαίνουμε
ν’ ανταλλάξουμε πεντέξι ανάσες. Προλαβαίνουμε
δεν προλαβαίνουμε ν’ αλλάξουμε μια δυο ζωές. Κι ό
ίσκιος σου φανέρωση της εν δυνάμει ζωής μέ ό,τι περικλείει
και ό,τι περικλείεται. Με τη σφοδρότητα του πάθους
και την ήρεμη δύναμη τής ολότητας. Ακολουθώ το
μονοπάτι που χάραξες την ώρα τής στοργής.
Μισθώνω σαράντα αλόγα να κουμαντάρουν
τον παφλασμό και τη βουή των κυμάτων.
Μαθήματα συντήρησης χρωμάτων. Λεπτή τέχνη,
ονομαστική μα και δοτική. Όπως στρωμένη
ερημιά ή προπατορικό αμάρτημα. Σταφύλι
φθινοπωρινό ή πασχαλιάτικο τραπέζι. Συνωμοσία ή
καραμέλα πού τρεμοπαίζει ή γλύκα της στα σκοτεινά.
Δεν σέ χαϊδεύει πια ο αέρας τής ερήμου. Δεν σε τρομάζει η
πίκρα τού μετέωρου ιριδισμού. Η φωνή σου ακούγεται βαθιά,
γαλάζια, απαγορευτική. Καταπραΰνει.
Οι γραμμές των οριζόντων μου αναδεύουν γράμματα και
επιθυμίες. Βουνά και θάλασσες. Ανάμεσα και πέριξ των καρδιακών
τοιχωμάτων αψηφούν τις ένοχές. Θέλω να σου διαβάσω
τώρα τον δικό μου στίχο, απλά, μοναχικά και ήσυχα.

 

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ 
             Μνήμες

 

1. Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ ΜΕ ΤΟ ΠΛΟΥΜΙ.

Η δράση της είχε από καιρό θολώσει.
Κι όμως, την έβλεπες εκεί, σκυφτή πάνω από το πλουμί. Να κεντά με
πείσμα και τέχνη περισσή τα πλουμιστά της πετσετάκια. Με δυσκολία
βέβαια. Έτσι έβγαζε τα προς το ζην. Γι’ αυτήν και τα εγγόνια της, που
τα μεγάλωνε μόνη. Ερχόταν ο έμπορος και έπαιρνε τα πλουμιστά. Της
έδινε για τον κόπο της κάποια λεφτά. Δεν έχει σημασία πόσα, ήταν έτσι
κι αλλιώς πολύ λίγα για τον κόπο που έκανε. Ήταν έτσι κι αλλιώς πολύ
λίγα για την αγάπη της γι’ αυτά τα πλουμιστά. Ήταν πολύ λίγα για την
αγάπη της γι’ αυτά τα παιδιά. Έτσι κι αλλιώς ήταν πολύς ο κόπος και
λίγη η ζωή. Ανέκαθεν.

 

2.  ΤΟ ΠΑΤΡΙΚΟ ΜΟΥ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΕΓΚΩΜΗ.

Στην Αρχιεπισκόπου Λεοντίου 22
στην Έγκωμη της Λευκωσίας, όχι στην άλλη Έγκωμη την αρχαία της
Αμμοχώστου. Πολλές φορές το βλέπω ακόμα στον ύπνο μου ολόρθο
να μου χαμογελά. Κι ας σωριάστηκε ένα πρωί νεκρό, παραδομένο σε
μοίρα παράξενη δίχως αντιπαροχή. Μπαίνω στο περιβολάκι του με τις
πορτοκαλιές και τις μανταρινιές. Σκαρφαλώνω στις μεσπιλιές τις
φορτωμένες μέσπιλα να γλυκάνω την πίκρα στο στόμα. Οι κοτούλες
κυκλοφορούν ακόμα ελεύθερες στην αυλή μας κι εμείς τις κυνηγούμε με
γέλια. Ο σκύλος μας, ο Τίτος, τρέχει ξοπίσω μας και γίνεται πανηγύρι.
Το σπίτι δεν υπάρχει πιά. Μια άχαρη πολυκατοικία ξεφύτρωσε στη
θέση του. ’Εκεί όπου παλιά ήταν η ψυχή μας, τώρα είναι η πληγή μας.
Γιατί και τα σπίτια πληγωμένοι άνθρωποι είναι κι αυτά. Το σπίτι
σωριάστηκε, οι αναμνήσεις θάφτηκαν κάτω από τα ερείπια και τα όνειρα
αναλήφθηκαν στους ουρανούς. Δεν ξέρω σε ποιους, ακόμα τα ψάχνω.
Είναι μακρύς ο κατάλογος των ουρανών κι εγώ έχω μονάχα δυο γήινα
ποδάρια. Στην αγκαλιά μου έχω τώρα ένα μπουκέτο κρίνα. Είναι αυτά
που πρόλαβα να ξεριζώσω από την αυλή μου λίγο πριν το τέλος. Είναι
αυτά που ξερίζωσα από την αυλή μου λίγο πριν μου ξεριζώσουν την
ψυχή. Για πάντα.

 

5. ΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ. Η ΕΙΣΒΟΛΗ. ΤΑ ΑΕΡΟΠΛΑΝΑ,
0Ι ΒΟΜΒΕΣ 0Ι ΦΩΤΙΕΣ ΣΤΟΝ ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟ

«Το πουκάμισο το θαλασσί», τραγουδούσε ο Νταλάρας εκείνο το
πρωινό της Δευτέρας 15 Ιουλίου στο ραδιόφωνο. Τις Δευτέρες
το βράδυ βλέπαμε στο θερινό σινεμά της γειτονιάς καράτε. Περιμέναμε
πως και πως να έρθει η Δευτέρα. Αυτή η Δευτέρα όμως καλύτερα
να μην ερχόταν ποτέ! «Το πουκάμισο το θαλασσί» διακόπηκε. Μια ξερή
φωνή μας ανακοίνωσε πως ο Μακάριος είναι νεκρός. Σε λίγες μέρες το
πουκάμισο βάφτηκε κόκκινο. Από τη θάλασσα της Κερύνειας μέχρι το
Βαρώσι. Κι από τον Πενταδάκτυλο μέχρι τη Μόρφου. Και φωτιές
παντού. Μια ολόκληρη οροσειρά λαμπάδα αναμμένη. Βορά στις φλόγες
του πολέμου και της καταστροφής. Και σαν να μην έφτανε αυτό, μετά
έβγαλαν και τα σπλάχνα του Πενταδάκτυλου. Και κάρφωσαν στα στήθια
του βαριά την τούρκικη σημαία. Να μην ξεχνούμε την κατοχή. Νόμισαν
πως θα το συνηθίσουμε, μα γελάστηκαν. Συνηθίζεται η κατοχή;
Συνηθίζεται η σκλαβιά; Συνηθίζεται το έγκλημα; Όχι, δεν συνηθίζεται,
μόνο συνεχίζεται. Και δεν αντέχεται!

 

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ ΜΕΤΑΒΑΣΗ

 

Μάλλον δεν έγινε ποτέ η μετακόμιση

Σκονισμένα υποδήματα, ανάσες βαριές
ήταν κι αυτή η αλλεργία
κυρίως τα βράδια.
Η σκόνη στοίχειωνε το δωμάτιο
σαν πυρετός ανεξήγητος
και σαν τραγούδι προπολεμικό
που οι διασώστες ανέσυραν
απ’ τις σκιές των λέξεων.

Στα άγρυπνα πόδια σου η μελωδία
θύμιζε γιορτή και αργία.

Ανάμεσα στο σκότος και στη λήθη
όλα σου τα λευκώματα ανυπεράσπιστα.
Λιποταχτούν.

Δεν θα εμπιστευτούν ποτέ ξανά την τρυφερότητα
κι ας υπάρχει για όλα μια εξήγηση.

Δεν ταιριάζουν, είναι φανερό
τα σκονισμένα υποδήματα με το ταγκό.
Και τότε λοιπόν
τι γύρευαν τα ξυλοπόδαρα στην αποθήκη;
Και πως έγινε ξαφνικά
και όλα ζωντάνεψαν
σαν σήμαναν μεσάνυχτα;

Μάλλον δεν έφυγαν ποτέ.
Μάλλον δεν έγινε ποτέ η μετακόμιση.

Η Φυγή

Έχουν περάσει τόσα χρόνια
που δεν έχει σημασία πιά.
Βιβλίο πεταμένο στην μπανιέρα η ζωή
γράμματα ατάκτως ερριμμένα
φωνάζουν τρομαγμένα
ρίχνουν σκιές στο λιγοστό νερό
ανήμπορο κι αυτό να ξεδιψάσει
την τόση δίψα.

Ας πάρουμε τη γομολάστιχα
να σβήσουμε τα ’ίχνη μας
μια και η αυριανή μέρα
προπορεύεται του θανάτου μας
να κλείσουμε την πόρτα που οδηγεί
στο πεπρωμένο μας.
Η δική μας φυγή στην Αίγυπτο
των παιδικών μας χρόνων η συνήθεια
ουρλιάζει μαζί με τις σειρήνες
όχι του Οδυσσέα
μα τις άλλες
που τρυπούν αλύπητα
την ψυχή μας.

 

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ ΡΩΣΙΚΗ ΡΟΥΛΕΤΑ

 

Ο γύρος του θανάτου

Ένα παιχνίδι ζωής
ένα στοίχημα χωρίς νικητή
και έπαθλο η ανάσα σου.

Τηρουμένων των αναλογιών
τεράστιο το κόστος και δυσανάλογο
μα αξίζει
κι ας είναι τελικά μονάχα ένας γύρος.
Μία περιστροφή γύρω από το κενό
ένα αδιέξοδο που καταλήγει πάντα εκεί
στην αλήθεια του ανύπαρκτου
στη ματαιότητα του τίποτα.

Θα μου πεις
και η γη περιστρέφεται
αιώνες τώρα
δεν απογειώνει όμως
της ψυχής τα αναγκαία.

Παράσταση η αναπαράσταση
η τροχιά αυτή του θανάτου
ο κύκλος του φόβου
που με βεβαιότητα
και μαθηματική σχεδόν ακρίβεια κλείνει
κάθε που κλείνει η αυλαία
τόσο απλά
όπως δένει κανείς τα κορδόνια στα παπούτσια του
η όπως βάζει μια κορδέλα στα μαλλιά
η όπως φυλάει ένα μυστικό στον κόρφο του.

 

Ζεστά Χριστούγεννα

Όλοι θαρρούσαν πως μιλούσε μεταφορικά
όταν τους έλεγε «Ζεστά Χριστούγεννα»
της καρδιάς
της ψυχής
του μυαλού, έστω.
Κανείς δεν πρόσεξε τα δάχτυλά του
που είχαν στο μεταξύ μελανιάσει.

 

ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ
Το Ξεγέλασμα

Σηκώνουμε το άδειο μας ποτήρι
στην υγειά μιας ψευδεπίγραφης στιγμής
που δεν ξοδεύεται
και δεν ασπάζεται κανένα χείλι.

Ασήκωτο το βάρος της
θαρρείς και κουβαλά μισούς αιώνες λύπης.
Μια λάμψη αραιώνει τη σιωπή
σχίζει το τίποτα σε κάτι, το μετρά
λειψό το βρίσκει, προσπερνά
τον τυχερό αριθμό ακόμα ψάχνει.

Οι κόρες διαστέλλονται
οι ώρες αναστέλλονται
ο χρόνος επισημοποιεί
τη δική του εκδοχή
αργά, εμφατικά, μακρόσυρτα
η μουσική ανατέλλει κυανή
μες στην παλάμη του ήλιου τρεμοπαίζει
ώσπου οργίζεται το σούρουπο και φεύγει.
Τέτοια τερτίπια -πάει πολύ-
δεν τα σηκώνει πιά.

Είναι εκείνη
η ανεπαίσθητη στιγμή αιωνιότητας
που μας ξεγελά
και χάνουμε την αληθινή διάρκεια
για πάντα.

 

Θέλω να βγάλω τη θλίψη απ’ τα μάτια μου

και να την ξαποστείλω
εκεί που τα όνειρα
δεν έχουν ακόμα γεννηθεί.

Θέλω να βγάλω τις βοηθητικές
κι ας φάω τα μούτρα μου στον χωματόδρομο
κι ας χλευάζουν τις πληγές μου
άσπροι καπνοί συνθηκολόγησης
κι ας λένε πως οι πόλεμοι σπανίως ξεκινούν Τετάρτη.

Δεν παρακμάζει η επιχείρηση ψεμάτων
μα σαν τα ψέματα φανούν όλα μάξι
ανοίγουν διάπλατες οι πύλες της αλήθειας.

Όχι, δεν έκλαψα
κι ας στριφογύριζαν ξέφρενα οι τροχοί
στις ρίζες των ελιών.

 

ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ ΔΙΑΛΟΓΟΙ

 

Η αγκαλιά σου

Γιατί τα χέρια σου
πιο απαλά κι απ’ το μετάξι
που τη σκληράδα διώχνει
και με τη λύπη κάνει ανακωχή.
Κι όταν εσύ λείπεις
θέλω το αποτύπωμά τους μέσα μου βαθιά
σαν χάδι και σαν άνεμος να απαλύνει
τα μικρά και τα λειψά και τα χαμένα.
Κι όταν στον ύπνο μου καμιά φορά σε
συναντώ
να ραντίζεις θέλω με δροσιά τα όνειρά μου
κι άλλοτε γλυκά να με αιχμαλωτίζουν τόσο
που καμιά ελευθερία δεν έχει σημασία πιά.

 

Μπλουζ

Ένα μπλουζ να ροκάρει
τις νότες του αργόσυρτα, ηδονικά.
Τόσο όσο χρειάζεται για να καεί
και το τελευταίο τσιγάρο.
Κι εσύ, με το αποτσίγαρο στο χέρι
σαν λάφυρο από λεηλασία
να αναρωτιέσαι
που βρέθηκε τόσος κρυμμένος πλούτος
τόσα τρόπαια στην τιποτένια πλάτη του ανέμου
που βάσταξε χιλιάδες σώματα
και μύρια χρώματα ξεχύθηκαν απ’ τις ουλές του
σαν βάλσαμο
σαν θεραπεία χρόνιας πάθησης;
Θα πουν πως έφταιγε το DNA
πως ίσως ήτανε γενετικό.
Το κουσούρι πρέπει να πάρει όνομα
ταυτότητα και αριθμό
ένα ποσοστό στατιστικού λάθους η και αποτυχίας
Και φυσικά να είναι το τελευταίο
γιατί εκατό φορές το ίδιο λάθος δεν επιτρέπεται.
Να σβήσουμε πρέπει όλη την ντροπή
με σφουγγάρι και δάκρυα
η ακόμα και με αίμα.

.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ

Στο βιβλίο «συν(γ)ραφές» (εκδόσεις τεχνοδρόμιον 2018)

Η ΣΤΙΓΜΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ

Σηκώνουμε το άδειο μας ποτήρι
στην υγειά μιας ψευδεπίγραφης στιγμής
που δεν ξοδεύεται
και δεν ασπάζεται κανένα χείλι.

Ασήκωτο το βάρος της
θαρρείς και κουβαλά μίσους αιώνες λύπης.
Μια λάμψη αραιώνει τη σιωπή
σχίζει το τίποτα σε κάτι, το μετρά
λειψό το βρίσκει, προσπερνά
τον τυχερό αριθμό ακόμα ψάχνει.

Οι κόρες διαστέλλονται
οι ώρες αναστέλλονται
ο χρόνος επισημοποιεί
τη δική του εκδοχή
αργά, εμφατικά, μακρόσυρτα
η μουσική ανατέλλει κυανή
μες στην παλάμη του ήλιου τρεμοπαίζει
ώσπου οργίζεται το σούρουπο και φεύγει.
Τέτοια τερτίπια -πάει πολύ-
δεν τα σηκώνει πια.

Είναι εκείνη
η ανεπαίσθητη στιγμή αιωνιότητας
που μας ξεγελά
και χάνουμε την αληθινή διάρκεια
για πάντα.

 

.

ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΑΚΟΜΑ

Μου λες ότι είναι χειμώνας ακόμα
Ότι είναι νωρίς για να μαζέψω φύκια
και σταγόνες ήλιου μεσημεριάτικα
μα κοίτα,
ο ήλιος σπαργάνωσε δυο βοτσαλάκια
έτοιμα να ξεπετάξουν ρίζες
τα φάσκιωσε κι ύστερα τα ‘ριξε στο πέλαγο
με τη φουρτούνα να αναμετρηθούν και με τον θάνατο
αυτόν που κόβει τη θάλασσα στα δυο
και το μαράζι κάνει μοιρασιά δεξιά κι αριστερά
μην λείψει σε κανέναν

ΕΞ΄ΑΦΟΡΜΗΣ

Κάθισα και σκέφτηκα όλα τα παραμύθια
των παιδικών και όχι μόνο χρόνων
ήθελα κάπου να πιαστώ
και γιατί όχι; ακόμα και να εμπνευστώ
από στιγμές παραμυθένιας άφεσης αμαρτιών.

Χάθηκα,
στα μονοπάτια που οδηγούν στα ξέφωτα
μα ξέφωτα δεν βρήκα
Χώθηκα,
σε πύργους υψηλούς που κατοικούν πρίγκιπες ωραίοι
μα πρίγκιπες δεν είδα
Kι η κοιμωμένη βασιλοπούλα
άφαντη και αυτή.
Απογοήτευση…

Μα πού πήγαν όλοι;
Τόσα παραμύθια ζήσαμε
και ήρωας κανένας;
Ξαφνικά,
ξεπρόβαλαν από το πουθενά
η κοκκινοσκουφίτσα, η σταχτοπούτα κι η χιονάτη
πιασμένες χέρι-χέρι.

Παραμύθι ή πραγματικότητα
ή σύμπτωμα των καιρών
δύο συν ένα προσφορά
όλα τα παραμύθια στο σφυρί;

Η μικρούλα με την κόκκινη σκούφια
κι η άλλη μες στις στάχτες της
κι η τρίτη σαν τα χιόνια
Χρόνια τώρα ζούνε μαζί αγκαλιαστά
μες στο δικό τους παραμύθι.

Κόκκινο σαν τη ζωή
και μαύρο σαν το πένθος
αλλά και άσπιλο λευκό
της αθωότητας λευκό
της πρώιμα χαμένης
που μια ολόκληρη ζωή θα την πενθούμε.

ΧΩΡΙΣ ΦΩΝΗ

Καχύποπτα ρέει το αίμα στις φλέβες
μηρυκάζει λέξεις και χάδια περασμένα
αφήνεται στην ορμή της μνήμης
σαν πέφτει πυκνό το σκοτάδι
Κι έρχεται τότε η ίδια προσμονή
η ίδια εναγώνια προσευχή
σαν σε κήπο χωρίς ελιές
μια Μεγάλη Τετάρτη βράδυ
χωρίς θεατές, δίχως προσκυνητές.
Βουτιά στο κενό
Σαν από χαμένο παράδεισο να ξυπνά
Να αναζητά αποδείξεις
πως κάποτε υπήρξε
πως κάποτε υπήρξες
εδώ, κάτω από το φως της σελήνης
πάνω στα σκληρά βότσαλα
με το φιλί στο στόμα της αβύσσου
με τα κύματα να σπάνε χωρίς φωνή
να απλώνονται και να βυθίζονται ξανά
σαν ξωτικά πονετικά
χωρίς φωνή.

 

ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟΣ, ΜΙΑ ΠΛΗΓΗ ΑΝΟΙΚΤΗ

Τρύγησα το μέλι απ’ τη μορφή σου
σαν φυλακτό να διώχνει κάθε πίκρα
ήπια νερό απ’ την πηγή σου
παρηγοριά σε κάθε δίψα.
Κι από την απαλάμη σου
πήρα το αποτύπωμά της
τη νύχτα σφικτά να το κρατώ
για να μην φοβάμαι, για να μην πονώ.

Σκούπισα με δάκρυα την πληγή σου
και για αντίο, ένα φιλί
πήρα χρώμα και φως από τα πέταλά σου
να βρω το δρόμο μου, να μην χαθώ
για να θυμάμαι, για να μην ξεχνώ…

 

 

ΣΤΗ ΜΟΙΡΑΣΜΕΝΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ

Χλωμή
σε είδα να περνάς
πάνω από τις στέγες των σπιτιών
που χάθηκαν μες τη σιωπή
αγγίζοντας τα καμπαναριά
που βουβάθηκαν κι αυτά
πλάι στη μοναξιά των ίσκιων.

Πληγωμένη
σε είδα να κλαις
μες την ομίχλη που σε σκέπαζε
απόκοσμη οπτασία της παιδικής μου θύμισης.
Δεν έβλεπα τα μάτια σου
μα έβλεπα τα δάκρυά σου
χρυσά βόλια να σχίζουν την καρδιά μου
και να μετρώ στιγμή-στιγμή
τη μνήμη που πληγώνει.

 

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΜΕ ΤΑ ΣΠΙΡΤΑ

Μόλις συνήλθε από το τράνταγμα / έψαξε για σπίρτα,
να δει πού βρέθηκε / να εξηγήσει την αιφνίδια πτώση. […]
Τίτος Πατρίκιος

Το ήξερες από μικρός
πως οι δολοφόνοι πάντα γυρνούν
στον τόπο του εγκλήματος
μα τώρα που μεγάλωσες έμαθες
πως κάνουν το ίδιο ακριβώς και τα αθώα θύματά τους…
Ψάχνω ένα κοριτσάκι
που κάποτε πουλούσε σπίρτα
για να ζήσει
Απόκαμε όμως και κοιμήθηκε για λίγο
στο παραμύθι πέρασε την υπόλοιπη ζωή της …
Τώρα, βαδίζει αργά
σε δρόμο έρημο, μοναχικό
ζωσμένη τα εκρηκτικά
με στόχο μοναδικό τον εαυτό της
τη δική της συθέμελη επανάσταση.
Και η Κίρκη να παραμονεύει…
όχι σε θάλασσες
όχι σε βραχονησίδες
μα σε δρόμους πολύβουους, ερημικούς
μιας πόλης που συνθλίβει
χωρίς να σε αγγίζει…
Δεν είναι εύκολο
κάθε μας πτώσης τον λόγο να εξηγούμε
γιατί η κόλαση του καθενός
είναι υπόθεση προσωπική
καθώς κι η σωτηρία.
Ψάχνω ένα κοριτσάκι
που κάποτε πουλούσε σπίρτα
για να ζήσει
Απόκαμε όμως και κοιμήθηκε για λίγο
στο παραμύθι πέρασε την υπόλοιπη ζωή της…
Μα εσύ είχες πάντα τον θάνατο στο όνομά σου
Δεν σε τρόμαζαν οι λέξεις
ούτε οι στιγμιαίες αναφλέξεις της σιωπής
Μονάχα οι αναλαμπές
της μέρας που έσβηνε
σε φόβιζαν λιγάκι.
Μονάχα το βράδυ
όταν το φως δραπέτευε από τις στέγες
έπαιρνες το κοριτσάκι από το χέρι
κι ανάβατε μαζί τα σπίρτα
δραπετεύατε μαζί από τα παραμύθια…
«Ήσουν αναγκασμένη να βγεις στο φως.»

 

ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ 

Η ΒΑΛΙΤΣΑ

Είχα μόλις επιστρέψει από το εξωτερικό όπου είχα πάει για σύντομες διακοπές. Πλησίαζα προς το σπίτι όταν ξαφνικά βλέπω μπροστά μου μια παλιά μου γνωστή, που είχε χρόνια να την δω. Είχε κατεβασμένα τα μούτρα. Καθόταν σκυφτή και μελαγχολική στην άκρη του πεζοδρομίου κοιτάζοντας με απλανές βλέμμα τους περαστικούς. Μου φάνηκε αλλόκοτη, κάπως χαμένη. Και το δέρμα της ξεθωριασμένο και πολύ πιο ζαρωμένο από την τελευταία φορά που την είδα.

Σάστισα λίγο αλλά  προσπάθησα να μην δείξω τίποτα…

«Χαθήκαμε», της είπα. «Έχει χρόνια να σε συναντήσω, άλλαξες κάπως. Πώς είσαι, πώς περνάς; Με τι ασχολείσαι τώρα;».

«Αχ καλή μου, πού να στα λέω τώρα;», μού απάντησε μ’ ένα βαθύ αναστεναγμό. «Τα τελευταία χρόνια ταλαιπωρούμαι αφάνταστα με διάφορα θέματα υγείας, το χειρότερο όμως είναι στις κλειδώσεις μου. Τρίζουν οι έρμες, λες κι ανοίγουν οι καταπακτές της κόλασης κάθε φορά. Δεν αντέχω εγώ η ίδια να τις ακούω, πόσο μάλλον οι άλλοι! Και να΄ταν μόνο αυτό; Είναι βλέπεις και η ηλικία μου τέτοια, που όλα παίρνουν την κατιούσα. Ο φυσικός νόμος της φθοράς που οδηγεί εντέλει στον θάνατο και στην ανυπαρξία. Και τότε όλα θεραπεύονται, εκεί όπου δεν υπάρχει λύπη, οδύνη και στεναγμός αλλά ζωή ατελεύτητη, που λένε και στη νεκρώσιμη ακολουθία.

Το δέρμα μου από ζωηρό, μαλακό και φωτεινό, ξεθώριασε, έγινε θαμπό, σκληρό, πλαδαρό. Τα χέρια μου είναι πολύ ευπαθή, με το παραμικρό τράβηγμα βγαίνουν και με πονάνε πολύ. Είναι αυτό που έλεγε κι η γιαγιά μου η μακαρίτισσα, ότι αν μου τραβήξεις το χέρι θα μου βγει το πόδι. Τόσο ετοιμόρροπα είναι όλα. Αισθάνομαι πραγματικά σαν να είμαι υπό κατάρρευση.

Και συν τοις άλλοις, έχουν μειωθεί κι οι δυνάμεις μου. Παλιά άντεχα πολλά, στοίβαζα μέσα μου του κόσμου τα καλά. Δεν με πτοούσε το βάρος, δεν με πτοούσε η πίεση, δεν κουραζόμουν να μπαίνω και να βγαίνω, χειμώνες και καλοκαίρια, άνοιξες και φθινόπωρα, όλα τα άντεχα! Κι ακόμα παραπάνω. Κι όχι μόνο τα άντεχα μα και χαιρόμουν κιόλας γιατί ήμουν τόσο χρήσιμη σε κάποιους, ήμουνα εκεί γι’ αυτούς την ώρα που με χρειάζονταν, μου εμπιστεύονταν τη φύλαξη πολύτιμων γι’ αυτούς πραγμάτων! Κι εγώ πιστή στην αποστολή μου, χρόνια τώρα, φρόντιζα με περισσή στοργή για όλα και πρόσεχα να τα βρουν το ίδιο καθαρά και συγυρισμένα όπως και όταν μου τα εμπιστεύτηκαν. Ποτέ δεν παραπονέθηκα για κάτι, ήμουν ευχαριστημένη μ’ αυτό που είχα, δεν ζητούσα πολλά. Κι ας μην με πήρε ποτέ κάποιος ένα ταξίδι, όπως έκαναν με τις άλλες συγκατοίκους μου. Δεν βγήκα ποτέ μέχρι σήμερα έξω από το σπίτι…. Δεν έκανα ταξίδια μακρινά, ταξίδεψε η καρδιά κι αυτό μού φτάνει …

Ο χρόνος όμως κορίτσι μου είναι αδυσώπητος. Σήμερα είσαι κάποιος, αύριο δεν είσαι κανένας. Όταν παύσεις να είσαι χρήσιμος για τους ανθρώπους, αυτοί σε πετάνε στα σκουπίδια. Συναισθηματισμοί δεν χωράνε, υπάρχει μόνο η λογική και το συμφέρον. Δεν σε χρειάζομαι πια, έχεις γεράσει, είσαι και λίγο άσχημη, πιάνεις και αρκετό χώρο στο σπίτι, άντε πήγαινε στα σκουπίδια, ή στην καλύτερη των περιπτώσεων σε κανένα κάλαθο ανακύκλωσης.

Είναι οδυνηρή η στιγμή αυτή, γι’ αυτό με βλέπεις κάπως κατσουφιασμένη.  Αναπολώ τις ωραίες στιγμές που πέρασα στο σπίτι, κυρίως με τα παιδιά! Τα χαμόγελά τους, τα γέλια, οι χαρές, όταν αναζητούσαν κι έβρισκαν σε μένα τα αγαπημένα τους ρουχαλάκια, τα παιχνίδια και τα τετράδιά τους. Ακόμα αισθάνομαι τη μυρωδιά από τα ρούχα τους και το απαλό άγγιγμά τους στο δέρμα μου. Μα κι εγώ ήμουν όμορφη και με αγαπούσαν πολύ. Πολλές φορές ήθελαν να μένω μαζί τους στο δωμάτιο τα βράδια. Δεν ήθελαν να με αποχωριστούν!

Αλλά κι αυτά μεγάλωσαν, έκαναν τις δικές τους οικογένειες, έφυγαν από το σπίτι, πήραν και τα πράγματα μαζί τους. Κι εγώ άδειασα, έμεινα μόνη και έρημη, με έπιασε κατάθλιψη. Το συζήτησα με μια καλή φίλη και μου είπε πως αυτό λέγεται το «σύνδρομο της άδειας φωλιάς» (empty nest syndrome). Εμένα δεν με ενδιαφέρει τόσο το όνομα όσο το τι νιώθω. Και νιώθω πολύ μόνη και άχρηστη. Και δεν είναι μόνο ότι εγώ νιώθω αυτό το πράγμα, το ίδιο νιώθουν κι άλλοι μαζί μου. Γι αυτό με βλέπεις σήμερα εδώ. Με έδιωξαν από το σπίτι. Στην ψύχρα, εντελώς. Απλώς άνοιξαν την πόρτα και με έβγαλαν έξω, τόσο απλά. Δεν υπάρχει χώρος, είπαν. Μα ούτε και μας είναι πλέον χρήσιμη σε κάτι. Έφαγε τα ψωμιά της, αρκετά την ανεχτήκαμε, καιρός να καθαρίσουμε το σπίτι μας από κάθε τι άχρηστο, να κάνουμε χώρο για κάτι καλύτερο…».

Δεν είχα λόγια. Πραγματικά έμεινα άφωνη. Τόση αχαριστία, τόση απανθρωπιά τελικά; Από ανθρώπους που ευεργέτησες και εξυπηρέτησες τόσα χρόνια, δίνοντάς τους τον καλύτερό σου εαυτό; Αυτό είναι το ευχαριστώ; Είναι λυπηρό ένα τέτοιο τέλος… Κι εγώ που νόμιζα πως οι άνθρωποι έχουν καρδιά και συναισθήματα! Τζάμπα κουβαλούν φαίνεται έναν τόσο μεγάλο μυ μέσα τους.

Τελικά είναι πιο πιθανό στα σπλάχνα της να έχει αισθήματα μια βαλίτσα παρά ένας  άνθρωπος!

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΝΙΟ

Εφημερίδα ΑΛΗΘΕΙΑ 9/12/2023

Είχαμε κι εμείς ένα ψυγείο στο σπίτι. Λευκό, όμως, όχι πράσινο. Ο βόμβος του εξακολουθεί να αντηχεί στα αυτιά μου. Θαρρώ πως θα το ανοίξω και θα βουτήξω το παγωμένο αναψυκτικό και θα το πιω μονορούφι. Πηγαίναμε κι εμείς τακτικά στην Κερύνεια, μα πιο πολύ στον Καραβά και στη Λάπηθο. Παίζαμε κι εμείς ποδοσφαιράκι, στον πρώτο όροφο του συλλόγου, και κάθε φορά που χάναμε ξεφουρνίζαμε αστείες δικαιολογίες. Και για να φύγω από τον πληθυντικό και να έρθω στον ενικό, ίδιες ή παραπλήσιες εμπειρίες με αυτές που, τόσο γλαφυρά, τόσο εκφραστικά και τόσο αληθινά, σκιαγραφεί η Άννα Λύμπουρα Παπαϊωάννου, είχα κι εγώ, στη συνοριακή γραμμή που χωρίζει την παιδικότητα από την εφηβεία και τώρα, βεβαίως, διαβάζω και ξαναδιαβάζω τα ποιήματά της, συγκεντρωμένα σε μια πυρετώδη συλλογή όπου μάς ταξιδεύει από το παρελθόν στο παρόν και από το χτες στο σήμερα, ξεσηκώνοντας κύματα συγκίνησης.
Στον καθρέφτη της νοσταλγίας περνάνε, με λογοτεχνική και αισθητική τάξη, οι γονείς, η γιαγιά, οι συμμαθητές, οι συμμαθήτριες, οι φίλοι, οι καθηγητές, οι καθηγήτριες, ο Πεδουλάς, το Έξι Μίλι, η Λένα και ο Λένας, το πατρικό στην Έγκωμη, οι θείες, μια αγκαλιά, ένα χάδι, ένα φτερούγισμα, μια βουτιά, μια αναρρίχηση, επιθυμίες που πραγματοποιήθηκαν κι άλλες που τις ματαίωσαν οι αιφνιδιασμοί που, σαν βράχοι, κατρακυλούν στο διάβα μας, ο ηλικιακός κατακλυσμός, κι άντε να βρεις Νώε στις ημέρες μας να σου φτιάξει κιβωτό. Που και να βρες Νώε και να σου φτιάξει Κιβωτό, πώς θα φτάσεις στο Αραράτ;
Δεν είναι μόνο η αυθεντικότητά των στιγμών που φτάνει κοντά μας σαν θρόισμα, είναι κι η ανατομική ακρίβεια, είναι και οι υπέροχες αλληγορίες, είναι και το βάθος της σκέψης, είναι και η τρυφερότητα και η μουσικότητα των στίχων – συχνά και η κραυγή βοήθειας που εκπέμπουν – είναι και η κινητοποίηση των αισθήσεων και τα αχνάρια που αφήνουν πότε σε μια αμμουδιά, πότε σε ένα δάσος, πότε σε ένα σπαρακτικό μπλούζ στους ρυθμούς του οποίου χορεύουν σκιές και ψίθυροι, είναι και η μονότονη, σαν τις ζωές μας, βροχή:
Ας μείνουμε εδώ στη βροχή
να πούμε για τη θυσία
και για τη μεγάλη απώλεια
που φέρνει μια συντέλεια
του κόσμου και του τόπου αμετάκλητη.
Έτσι κι αλλιώς τα όνειρα δεν βρέχονται.
Έτσι κι αλλιώς οι ενοχές δεν πνίγονται.
Προς το παρόν τα πόμολα λέω να μείνουν αγυάλιστα
και άκλαφτα τα παρτέρια
ανάκατα μαλλιά στα χέρια μου
κι η αίσθηση του κενού ολοένα μεγαλώνει.
Ανάρπαστες κι οι αναμνήσεις
Άφαντες.
Ο θρήνος. Η βουή. Ο πάταγος.
Μια πολική αρκούδα μόλις ξύπνησε.
Σηκώνει λευκή σημαία και προχωρά.
Βαθιές πατημασιές χαράζουν την πορεία.
Έτσι κι αλλιώς
κανείς δεν φοβάται αυτό που αγαπά
και κανείς δεν αγαπά αυτό που φοβάται.
Κι εγώ τι κατάλαβα που φοβήθηκα τη χαρτορίχτρα;
Έτσι κι αλλιώς με δανεικές ανάσες ζω».

.

 

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΒΒΙΝΙΔΗΣ

Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 20/12/2023

Η ποιητική συλλογή της Άννας Λύμπουρα Παπαϊωάννου με τίτλο «Το πράσινο ψυγείο και άλλες ιστορίες εσωτερικού χώρου» κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Αφή, στη σειρά «Ποιητικές Φωνές».

Η έκδοση πραγματοποιήθηκε με εικαστική φιλοξενία έργων της ζωγράφου Φλώριας Μούσκου και λογοτεχνική επιμέλεια της ποιήτριας Ευτυχίας Αλεξάνδρας Λουκίδου.


Μέσα από το έργο της, η Άννα Λύμπουρα Παπαϊωάννου μάς παίρνει από το χέρι και μαζί της κατεβαίνουμε τα σκαλιά που οδηγούν στην υπόγεια γκαλερί της. Εκεί, μας αφήνει να περιηγηθούμε μέσα στις σελίδες της, όπου μια νοητή γραμμή κινείται ανάμεσα σε ποιήματα και πεζές ρίμες («poème en prose»).

Ιδιαίτερα στο πρώτο μέρος της συλλογής, κάποια «σπαράγματα» των ποιημάτων της, σαν νεογέννητα πουλιά, βρίσκονται να τα κρατά με στοργή κάτω από τις φτερούγες της, η μάνα τους. Όταν σιγά σιγά συνηθίσουμε το σκοτάδι, αρχίζουν να εμφανίζονται πολύχρωμες τοιχογραφίες, αιωρούμενοι πίνακες, σκοτεινές γωνιές που πεισματικά αντιστέκονται στην αποκωδικοποίηση.

«Και τι γύρευες εσύ σε μια διάβαση πεζών… να ψηλαφείς επί τον τύπον των ήλων… Βαρύ το ποινικό μητρώο της ασφάλτου… Για κάποιο άγνωστο λόγο, η άφιξη είναι πάντα πιο σύντομη από την αναχώρηση… Στη γλώσσα μου σε λένε Ελένη μα και Πίστη, Ελπίδα, Αγάπη». Ξαφνικά από το πουθενά, εμφανίζεται αιωρούμενος φωτεινός πίνακας, που προειδοποιεί τους αμετακλήτως επιρρεπείς σε ευαίσθητες αιχμαλωσίες:

Η ΑΓΚΑΛΙΑ ΣΟΥ

Γιατὶ τὰ χέρια σου
πιὸ ἁπαλὰ κι ἀπ’ τὸ μετάξι
ποὺ τὴ σκληράδα διώχνει
καὶ μὲ τὴ λύπη κάνει ἀνακωχὴ.
Κι ὅταν ἐσὺ λείπεις
θέλω τὸ ἀποτύπωμά τους μέσα μου βαθιὰ
σὰν χάδι καὶ σὰν ἄνεμος νὰ ἁπαλύνει
τὰ μικρὰ καὶ τὰ λειψὰ καὶ τὰ χαμένα.
Κι ὅταν στὸν ὕπνο μου καμιὰ φορὰ
σὲ συναντῶ
νὰ ραντίζεις θέλω μὲ δροσιὰ τὰ ὄνειρά μου
κι ἄλλοτε γλυκὰ μὲ αἰχμαλωτίζει τόσο,
ποὺ καμιὰ ἐλευθερία δὲν ἔχει σημασία πιὰ.

Και κάπου εκεί, στο «επιμύθιο», συναντούμε την Κύπρο, που «είναι η αγάπη και το όνειρο και η διάψευση των ελπίδων.» Εκεί, βρίσκεται και «η ελπίδα που ξαναγεννιέται, κι ας έχει υποφέρει τόσο πολύ».

 

 

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.