ΠΟΥΠΕΡΜΙΝΑ

Έργο της Πουπερμίνα – αυτοαπεικόνιση σε κλίμακα 1:3 σε πηλό

Η Πουπερμίνα (blogger) γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στο Πολυτεχνείο του Μονάχου και ασκεί μάχιμα την αρχιτεκτονική στην Ελλάδα.
Από μικρή παίζει γράφοντας και σκιτσάροντας με μαύρα και χρωματιστά μολύβια, μέχρι που ανακάλυψε το μηχανικό και συνέχισε μ’ αυτό.
Είναι συντάκτρια του ιστολογίου “Μηχανικό Μολύβι (αμήχανες ιστορίες διά δικτύου)”, όπου αναρτά αποκλειστικά δικά της κείμενα και στίχους, γραμμένα τη δεκαετία 2010- 2020. Συμμετοχές της έχουν δημοσιευθεί σε ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά και ιστολόγια, μεταξύ των οποίων τα: τοβιβλίο.net, Φρέαρ, Με ανοιχτά βιβλία, Diastixo και Bibliothèque.

.

DON QUIXOT IN NETHERLANDS

Για το έργο του Theo Jansen, Strandbeest Evolution

επείγει να σου μιλήσω
για δέκα αλήθειες μου
μα δεν τις εμπιστεύομαι
καθόλου

διαλέγω να σου πω λοιπόν
για κείνο τ’ όνειρο στη θάλασσα
τους σιαμαίους
καλαμένιους ραβδοσκόπους
πως σε σχηματισμό βαδίζανε
σπρωγμένοι μόνο από τον άνεμο
ωχροί, καμαρωτοί, καταραμένοι
τα άλογά τους σ’ ένα σώμα με τον ανεμόμυλο
σε μουδιασμένο τροχασμό κόντρα στον ήλιο
αλλοπαρμένα αναμεσίς σε γη και θάλασσα
από τα ασήμια του καιρού μαγνητισμένα
—σε ιβηρική άραγε ακτή συνέβησαν αυτά;
μήπως στις κάτω βόρειες θάλασσες
μακριά απ’ στη Μάντσα;—
άηχη μουσική ακούγονταν να δίνει το ρυθμό
για τα ρηχά, στιγμιαία τους άλματα αιώρησης
σε επίκληση ανύψωσης βουβού μαέστρου
κι ήταν απ’ το ίδιο γένος τα γιγάντια έντομα
με τις ουρές αδελφοποιητά
που νεύαν όρκους
συστρατευμένα με ερπυστριοφόρους
σαραντάποδους γενναίους σκώληκες
—με απρόθυμα, αντίθετα, αγήματα ελεφάντων—
και δράκους με πτερύγια γάζας
που κυμάτιζαν στη ράχη τους
σε ακτινωτά μπηγμένες μπαντερίγιας ∙

τα αλλόκοτα όντα με κεραίες και ουρές
και νήμα εφέλκυσης,
πλασμένα από μια παιδική ανάμνηση
ιπτάμενου Ολλανδού σαμάνου
(τότες που απορούσε πως κουβάριαζε το άχερο
ο άνεμος σε πατρικό χωράφι)
τα είδα, φερμένα να αυλιστούν
στο χείλος της στεριάς καθώς σουρούπωνε,
πως από πνοή αιφνίδιου ανέμου ζωντανέψαν
πάνω σε άμμο πλούσια νοτισμένη και
για χτίσιμο κατάλληλη
πύργων εφήμερων
όπως εφήμερη κείνων των ίδιων
—και όλων—
των πλασμάτων
η αίολη προσπάθεια
ν’ αποδράσουν

αυτά
ή να σιωπώ

Ο ΧΟΡΔΙΣΤΗΣ  

(flaneur-ώτων)

Μάθαινε να μη μένει εκτός νυμφώνος
Χορδίζοντας μεθοδικά εαυτόν εντός τυφώνος
Μέσα σε σπείρα λογισμών ωραίων
Δεν έμοιαζε να νοσταλγεί το αεράκι των ορέων
Στα σούρουπα τώρα της πόλης πάλι αργοσχολούσε
Τα λιγδερά της πεζοδρόμια αψηφούσε
Δυνάμεις τον μαγνήτιζαν απ’ τη σελήνη
(της πλάνης της ο πλάνης ξέρει τη μαγεία να πίνει)
Περιδιαβαίνοντας, παρατηρώντας
Μετά γραπτά διηγούμενος, αναπολώντας
Σε χάδι ήχων το ους συντόνιζε ανεπαισθήτως φίνων
Στις διασταυρώσεις έπεφτε σε σκιές τινών, μα τίνων;
Ό,τι ήδη ήξερε αναγνώριζε μονάχα
Αλλά δεν έκανε το λάθος να νομίζει τάχα
Πως ό,τι, δεν γνωρίζει δεν υπάρχει
Και έτσι έψαχνε ενδελεχώς, έδινε μάχη
Επέστρεφε ξεκούρδιστος για λίγο
Κι έλεγε πάλι για περπάτημα θα φύγω
Μ’ αυτό επισυμβαίνουν της επίγνωσης στοιχίσεις
Μέσα στο νου διευρύνονται οι περιτειχίσεις
It doesn’t take -all of a sudden-two to tango
Παύω να μένω αναπληρωματικός στον πάγκο

*
Αυτά μέχρι να ‘ρθει ξανά το καλοκαίρι
Μήπως κι ιδρώσουνε ξανά μαζί στα ίδια μέρη
Στις τραχιές πέτρες τάχα μη βρεθούν σώμα με σώμα
Κι αν πράγματι άδειες από βέλη οι φαρέτρες, πάλι λιώμα

ΤΟ ΓΕΝΟΣ MANIS

Κουρνιάζω
σαν κυνηγημένος
παγκολίνος
στη νύχτα σου∙
μεσ’ το σκοτάδι
πολλούς τους ξεγελώ
για αγκινάρα
χθες ξύπνησα
με χιόνι
μέσα μου
κρεμάστηκα
ψηλά
να αγναντέψω
τα μελλούμενα∙
ως αρμαντίλλο
θα έλπιζα
στο κράτημα
των χορδών ενός
βολιβιανού
τσαράνγκο
θα είχα
τέλος πάντων
μια προοπτική
τώρα τίποτα
δεν με συγκρατεί
το παραξήλωσα πάλι
με τα μυρμήγκια
κολυμπούν
στο αίμα μου παντού
οι Άνδεις
μακρυά

ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΣΙΩΠΗΣ

(εγώ θα σου μιλώ με τα τραγούδια)

Καλά λοιπόν
αφού το θες
ας παίξουμε τους πεθαμένους
και πιθανά εσύ
το παίρνεις και
τοις μετρητοίς,
όσο για μένα – εγώ
θα το τηρώ μόνο όσο
φέγγει η μέρα
τις νύχτες θα γλιστρώ
με τα ψηλά τακούνια
στα στιλπνά αργεντίνικα
πατώματα,
στεντόρεια πάλι
ξεσηκώνοντας
τα μαύρα χελιδόνια
απ’ το πεντάγραμμο
θα μένω ζωντανή

Αντί να εφεύρουμε
καινούργια γλώσσα
φρέσκια ειδικά για
την περίσταση
καταδικιά μας
κορακίστικη
– σαν τα παιδιά -,
ελόγου σου
έσπευσες να μου
σαλπίσεις
της αφωνίας το
πρόσταγμα με μιας
Ξέρω η σιωπή
από κοινού με την
απόσταση
ανυπαρξία
υπόσχεται
σ’ όποια συνδήλωση
αφόρητων
κείθε σινιάλων
πεθυμιάς

Δεν θα ξαναμιλήσουμε
οκ
θα παίζουμε τους πεθαμένους
σ’ άυλα για την ώρα
μνήματα βουβοί – εδώ -,
ωστόσο κοίτα
κάτι πλάι πρασινίζει
σα να φυτρώνει μία
μαργαρίτα της συγχώρεσης
να τη μαδώ

ΤΟΛΜΩ

Να κόβω τα μαλλιά μου
να κάνω δεμάτια που θα
σκορπίζω στους αγρούς
να ‘χουν τα που στέλνεις
να βοσκήσουν τα σύννεφα
Να κουβαλώ μπαούλο
αφοδράριστο να χώνεσαι κάθε
που κρύβεσαι απ’ το φως
με μαύρα τα φτερά και ζουληγμένα
να σε φυγαδεύω
Να ‘μαι κουκέτα σε αρχιπέλαγος
χωρίς διεύθυνση
να απαντάς μόνον αν θες∙ ποτέ
να μη το φέρνει η ώρα να θελήσεις
να μου απευθύνεσαι -να μην υπάρχω-
Ανίερο ν’ αντέχω προσκύνημα
απόλαυση ανάλεκτη κι ανέκκλητη
μεταξωτού υπογάστριου μιας
αναχώρησης λαθραίας
Να πλέω

Η ΚΑΛΛΙΓΡΑΦΟΣ

Ξέφραγη
ευεπίφορη σε
αποικίσεις ξενιστών
υπό συνθήκες
αθόρυβης λεηλασίας
εκκωφαντικής συνάμα
παραμέλησης
-μα εργώδους οίστρου-
από ένστικτο
μπλόκαρε τους τροχούς

Σε τελετές τσαγιού
μάθαινε έκτοτε να επικεντρώνεται
σε ουρές μπονσάι αλόγων που
ανάλαφρες όπως αγγίζουν
το χειροποίητο χαρτί
με ευγενή στροβιλισμό
ανασηκώνονται
και αμέσως με
βίαιη θεληματικότητα
αποτυπώνουν

Κείνη την ώρα ωστόσο αποσύρονταν
απαλά κλείνοντας τα ημιδιάφανα πανό
έχοντας οδηγούς τις τέλειες εντορμίες
και τα μόρσα του φέροντος κυπαρισσόξυλου
με καλά ξυσμένο ένα καλάμι
έντεχνα χαρακώνονταν
κι αυτό χρόνια πολλά
πριν απ’ την εποχή
της υπερπόντιας εμπόρευσης
της στυπτηρίας

ΦΘΟΓΓΟΣ ΗΛΙΟΥ

Επιμένω
κοιτάζοντας κατάματα
το ηλιοβασίλεμα
αποτραβώ το βλέμμα
ήλιοι λικνίζονται παντού
μελανοί στην ώχρα
του σκαμμένου αγρού
ρόδινοι στο φόντο
χλωρού καλαμιώνα
χρυσοί με το που
σμίγω τα βλέφαρα
αναπηδούν
αναγεννώνται
αντιστέκονται
στην έλξη μιας
φλεγματικής
κορυφογραμμής
απέναντι στην Πάρο
καθένας τους και
μια μόνο στιγμή
μια ανάμνηση
μια αποτζιατούρα
πριν από την επόμενη
κίνηση της νύχτας
που φτάνει

“Μιμείται κανείς,
όταν αποτυγχάνει!”

ΑΤΑΚΤΟ ΡΩ

Απ’ τη στιγμή που
έσπασε σαν γυαλί ο χρόνος
πελαγοδρομώ στα ανοιχτά
του λιμανιού με μαγκωμένη
άγκυρα σε ακατάδεχτης μιας
λησμονιάς γρανάζι
Με χίλιους κόπους
πελαργοδομώ
μέσα στα σύννεφα
βουβή φωλιά
Κύμα το κύμα από τον κάβο
απομακρύνομαι
άχυρο τ’ άχυρο το βλέμμα
ανασηκώνω στον ορίζοντα
μπας και φανείς

Πριν λίγο σε ανακάλυψα
τυχαία στο συκώτι μου
αργά – αργά
να το ξεσκίζεις
την προαιώνια πείνα
να χορταίνεις
να γελάς

ΓΛΩΣΣΕΣ ΞΕΝΕΣ

Θα ‘θελα να μιλώ
τις γλώσσες όλες
όχι για επικοινωνία
ή συνεννόηση, καθώς ετούτες
πιότερο από τη γλώσσα
χρειάζονται το σώμα –
χώρο και χρόνο

Θα ‘θελα να μιλώ
τις γλώσσες όλες
για τη στοχαστικότητα,
τις έννοιες, που συνέλαβαν
οι ποιητές σε λαλιές άλλες
κι εκφέρουν έκτοτε για
χώρο ή χρόνο

Θα ‘θελα να μιλώ
τις γλώσσες όλες
και για την μαρτυρία
της κάθε μιας στο ερώτημα
τί είναι άνθρωπος
τί ‘ναι να ζει σε
χωροχρόνο

Θα ‘θελα να μιλώ
τις γλώσσες όλες
για να διαλέγω
απ’ αυτές την πιο κατάλληλη
μ’ αυτή να εκφράζω
γραπτά, πώς μάομαι
χώρο το χρόνο

ΟΦΕΙΛΗ

Σου οφείλω τις λέξεις
Όταν σ’ είδα που μου άρπαξες
Και μ’ άφησες άλαλη

Κι εκείνες τις άλλες
Κραυγές μας κι ανάσες
Σα μ’ έστελνες άυλη

Τις αναντάριασες
Μετά με μάτωσες
Τις κέρδισα πίσω

Κι ως βγήκα απ’ το λόγο μου
Πια γράφω τα λόγια μου
Έγινα άλλη

ΓΥΜΝΟΙ ΒΑΣΙΛΙΑΔΕΣ

Στον κλειστό αλλ’ αχανή
του διαδικτύου το μικρόκοσμο
τους συναντάς να περιφέρουν
σφραγισμένα,
με πείσμα, μα και με μόχθο, θα πεις, κάποτε
ύψιστα μυστικά της τέχνης τους
– τη ρηχότητα του λόγου τους
τη γύμνια του ναρκισσισμού τους -,
με έπαρση προσποιούμενοι
– τόσο που το πιστεύουν –
πως κάποιος προσωπικά
τους έχει εμπιστευθεί
ένα «Κλεμμένο Γράμμα»

Κορδώνονται
πως κουβαλούν
παρέα με ταγμένο άγημα
– φίλους στο fb τάχα μπιστικούς –
ένα «Κιβώτιο»
Δε συσκευάζεται ωστόσο εύκολα
το άϋλο,
το ανυπόστατο
δε μορφώνεται σε αξία,
εξόν κι αν χρειάστηκε
να δώσεις θυσία πρώτα εσύ
τη σάρκα σου,
αν αίμα έχει χυθεί στο δρόμο,
όσων πλησιάζουν
προς το ελεύθερο άπλωμα
του βλέμματος
στην κορυφή

ΕΠΑΓΡΥΠΝΗΣΗ

Πώς το ‘θελε να βυθιστεί στη θολή λίμνη
να κολυμπήσει με τα μάτια ανοιχτά
να μην ακούει
να ψάχνει χωρίς να ξέρει τί
σε νερά ανοίκεια
γνώριμα νερά
νερά πράσινα
της αθωότητας
όπου ανέκαθεν
το συναντά
στιγμιαίο
απροσδιόριστο
το τίποτα
μιας νοσταλγίας
το μακρινό λυκόφως
μιας αναπόλησης
εκεί που κάθε φορά βουλιάζει
από την αρχή
κι έπειτα ξυπνά
πάνω σε υγρά βότσαλα
για να ξαναγυρίσει στη στεριά
όπου αντίκρισε
ορίων ταπείνωση
όπου
πνίγηκε
κι ενώ έχει τον τρόπο
να ξεχνά
τα τραγούδια
δεν το επιτρέπουν ∙

ήθελε να βυθιστεί
αλλά
τα φλάουτα
το ειδοποίησαν
της επαγρύπνησης
το ξωτικό

ΜΟΙΡΑΙΩΣ

Προσωρινά εκεί
κατοίκησα
τα αιώνια
χρόνια της νιότης
φωτεινά
μια καινούργια βέσπα
-του ωραίου-
στο κατώφλι
ζηλιάρα η απέναντι
-για τον ωραίο-
τραβεστί
Ταχτσής Σικάγο
πίσω στην αυλή
μίστερσελοφέν
θέλω να με λεν
με θυμάμαι όρθια
-στη μπανιέρα-
κεκλιμένα
τρίγωνο και ταυ
το σερβίτσιο
από χρόνια
σπασμένο
τίποτα
δεν μελέτησα
για τον Φωτήλα
ανηλεώς
καστανόξανθος
με μελετούσε∙

ωραίος

ΟΡΜΗΝΕΙΑ

Σα βροντήξεις σε κάποιον την πόρτα κατάμουτρα
και τον πάρουν τα αίματα
και κυλιστεί,
μη κι αρκεστείς αργότερα
να του την ξεκλειδώσεις

Άνοιξέ τηνε διάπλατα –
βγες αχάραγα να φέρεις γύρα,
πού παραδέρνει να τον βρεις

Άμα το φέρει η τύχη και ξαναμπεί και ζεσταθεί,
του μιλάς για σε,
σαν τί ζόρι τράβηξες
και ξέσπασες στην πόρτα –
αν το γνωρίζεις.

INDOOR ΟΠΩΣ INBOX

Την παρατηρεί
– έντομο εξωτικό –
και πλανιέται,
πως ξέρει, νομίζει,
τί σκέφτεται,
ποια είναι πως ξέρει ,
θαρρεί,
πως τάχα μπορεί
να την πιστέψει προβλέψιμη,
καθώς την παρακολουθεί
– με κράνος – στην πόλη
να γκαζώνεται,
καθώς τη διαβάζει
να καμώνεται,
καθώς τη βλέπει
στους ρυθμούς – Kosmos –
να λικνίζεται,
ανεξήγητα κι αδιάντροπα
να χαίρεται
κι έπειτα την ακούει
να φλυαρεί – γράφοντας –
Στη φαντασία του πλάθει
μιαν ανύπαρκτη άλλη
κι ούτε καν ψυχανεμίζεται
την πηχτή, τη σκοτεινή της
βουβαμάρα

Θυμώνει, τινάζεται,
απ’ αυτό το βλέμμα
που επιμένοντας ταξινομεί,
να ξεφύγει –
μετά πάλι στην πλάνη του
εναλλάξ, τρυφερά,
η Μάγια
τον συγχωρεί

ΑΥΤΑΠΑΤΟΧΩΡΑΦΟ

Καιρό τώρα φυτεύει
κάπου επιμελώς
ένα χωράφι
με τις καλύτερες
ποικιλίες αυταπάτες∙
Νάξου
της αρμονίας
διαπροσωπικές
Κύπρου
του επαναπατρισμού
σε κατεχόμενους
όπου γης τόπους
κι από το Νευροκόπ(ο)ι
σκέτο ένα δράμα
γραπτής συγκομιδής
στιγμών

Για χρόνια
δε ριζώνει
από δαύτες
τίποτα
ούτε φυτρώνει
δίκιο
μήτε ξανά
αρραγές
βλασταίνει
ό,τι πισώπλατα
ετρώθη∙
όλο και πιο συχνά
προδίδεται
– από μια στιγμιαία
ήλιου αντανάκλαση –
ν’ αδημονεί
απέναντι
στη ράχη
το δρεπάνι

ΜΗ ΚΡΑΤΗΘΕΙΣ

Βαδίζοντας στην όχθη
Τα φύλλα έτριξαν ∙
Σβήσου έχει πει ο ποιητής
– με γενναιοδωρία –
Ρυάκια δίπλα σου κυλούν
Κλωνάρια σπάζουν
Πέφτει η νύχτα απαλά
Χωρίς αρχή
Όλο αποκάμουν οι σκιές
Σε ύπνο βυθίζονται οι πόνοι
Ένα αεράκι μόνο ρυτιδώνει τα νερά
Γκρίζα κι αυτά
Κλειστά
Ανοίγονται καινούργια μνήματα
Χαράξου κάπου και μετά

Ο στίχος μένει

[“Χαράξου κάπου με οποιονδήποτε τρόπο και μετά πάλι σβήσου με γενναιοδωρία”, Οδυσσέας Ελύτης, Μαρία Νεφέλη]

ΑΝΑΣΚΑΦΗ

Ήταν κι εκείνο το
Σκουριασμένο συναίσθημα
Με την τρύπα να χάσκει στο
Δόξα Πατρί
Έτοιμο να πάρει ξανά
Να τριβουλιάζει
Χάμω -ρινίσματα-
Στα σκασμένα χώματα∙
Αμελούσε συστηματικά
Τη συσταθείσα αγωγή
Πόσο επίπονη
Μια ραδιοχρονολόγηση
Ξεκάθαρα
Προτιμούσε την ατιμία
Μιας ακόμη
Κατά απρόσωπον εξέμεσης
Κρυμμένο σε πτυχώσεις
Καλοδιπλωμένων
Στίχων
Σε αφηγήσεις όλο και πιότερο
Επισφαλείς – μόνο
Προσωρινά κι αυτές μια ιδέα
Αποτελεσματικές

Η ΓΟΡΓΟΝΑ

[Μνήμη Ε.Τ.*]

Το καμένο σουτιέν
μιας Cécile
έναν Μάη
νίκησε την εντροπία
της στάχτης του
ανασύστησε την
σομόν δαντέλα
πέταξε ψηλά και
κρεμάστηκε σε γυμνό κλαδί
-Γι’ αυτό, απόρησε,
καήκαμε εμείς;
Για τούτες τις ειδήσεις
σπάσαμε με τις ντουντούκες
της επιθυμίας τα δεσμά;
Με μιας τότε σηκώθηκαν
ανταριασμένες
η Έμιλυ
η Βιρτζίνια
η Καλλιρρόη
μα και η ίδια η καμία
η Cécile
πήγαν μαζί να βρουν
την πληγωμένη
στα νερά της Ρόδου
της δώσανε φιλί γλυκό
την αγκαλιάσαν
κι εκείνη λευκή
απ’ τον αφρό ξεπρόβαλε
και μίλησε
Κορίτσια,
Μη φοβάστε!

(*Ελένης Τοπαλούδη)

ΔΕΛΤΙΟ ΚΑΙΡΟΥ

(βαρομετρικό χαμηλό – ψιχαλιστοί οφθαλμοί)

Πες πως αγάπησες τρελά ένα σύννεφο
και τ’ ακολούθησες
κει στων βουνών ψηλά τις κορυφές
τα θες και τα παθαίνεις
κι ίσως ακόμα να είχες τον καιρό να φυλαχτείς
αν όμως το ‘φερε η τύχη και σε αγάπησε
για μια στιγμή μονάχα και εκείνο
άμα με την ακτίνα ενός χαμόγελου σε δώρισε
τότε είν’ που συννεφιάζουνε
για σε τα πράγματα
στα σοβαρά ∙
να εξηγηθώ
μακριά απ’ το βλέμμα πριν χαθεί
προτού μιας κι είν’ στη φύση του αραιώσει
αν μέσα σου έχει μπει ένα άσπρο σύννεφο
δύο τινά συμβαίνουν σου συγχρόνως
από τη μια οριστικά ελαφραίνεις
και στων νεφών
χωρίς καν έρμα
βρίσκεσαι να πετάς τις εσχατιές
και είν’ πια αδύνατον
– εξόν και αλυσοδεθείς –
το βάρος σου ξανά
στ’ ανοδικά τα ρεύματα
να αντιτάξεις
– τα πόδια σου να γειωθούν –
κι από την άλλη
λεπτά λεπτότατα υγροσταγονίδια
συνέχεια να που πλημμυράν
τα ικετικά ανασηκωμένα
προς τα ύψη
μάτια σου

[πρόγνωση]
Αιθρία
μιας κι έτσι έμαθες
πώς θαρρετά πλέον μέσα
να κοιτάζεις κι
υψηλά
το σύννεφο άλλωστε τον τράβηξε το δρόμο του

ΤΥΡΦΩΝΕΣ

Αναζητώντας έπειτα τις απαντήσεις στις γραφές
αιφνιδιάστηκε από την τρυφηλότητα
μιας αφανούς περισπωμένης
η στίξη μοίραζε τις παύσεις όλο νόημα
υποδηλώνοντας πως μουσική είναι
κι εκείνο που χορεύει αναπότρεπτο μέσα στη σκέψη
δεν πιάνεται, δεν σταματά, δεν προσγειώνεται
με άχραντο και άηχο έναν σαματά θεριεύει
το πόδι πάντα τρεις παλάμες απ’ τη γης απόσταση
γλεντάει κλαίγοντας θρηνεί γελώντας
τότε τρία πουλάκια μάχονται
διεκδικούν μια νύχτα -μέσ’ το σκοτάδι
να το μπορέσουν πάλι για λίγο μόνο να καθίσουν-
να πιάσει το μικρότερο να ιστορεί
το φονικό πως γίνηκε μίας απαρνημένης
πως διεκπεραιώθηκε η ταφή μιας περσινής
ν’ αναχαιτίσει έτσι το τραγούδι του
την πλημμυρίδα των υγρών και
χειλικών ασύμφωνων συμφώνων

ΚΑΜΙΑ ΦΟΡΑ

Τις νύχτες με φεγγάρι ανηφορίζω την πλαγιά
απέναντι από φώτα σκηνής βασιλικής
Στο θρόνο ακόμα γαντζωμένος
ο Ξέρξης παρακολουθεί τους στόλους
σε αέναη ναυμαχία
Ο χρόνος επιπλέει παγωμένος
στη γαλάζια σιγή
Κλείνω τα μάτια∙
Φρυκτωρίες
ζητώντας σήματα να στείλουν
– μα τί, συνθηκολόγησης; –
ανάβουν πάλι τις ανήμερες φωτιές
Τ’ ανοίγω∙
Κανείς

Ψηλά σε βωμό
μεταχρονολογημένης ανάληψης
καμία δεν είχε θέση η θεά στην τελετή
ούτε κι ελάφι κείνη την ώρα θα ‘στελνε
για να σκαντζάρει
Κι ενώ ο χρόνος όσο πάει και βυθίζεται
πλάι σ’ ένα κενό καβούκι
ένα φιδίσιο πουκάμισο μόνο θυμάται∙
θαμμένο τ’ άτυχο σκυλί το πιστοποιεί
Εδώ!
που ένα καλύβι δεν υπάρχει πια
Καμιά φορά που
ο χρόνος αντιστρέφεται
τότε ανεβαίνω
νύχτα κατά κει
Ποιος λέει
δεν υπάρχει;

ΔΥΟ

Κατασκηνώνεις
στο στομάχι μου
σιγή
σε κουβαλώ
-σιωπή-
στη πλάτη
βουβά
μπαινοβγαίνεις
στα σωθικά μου
ποδοπατάς κι
έπειτα άφωνα
το ξαναστήνεις
το δοβλέτι σου
ήσουν εκεί
-δεν το κουνάς-
σηματοδότης
σε διασταύρωση
βουβών-ων
καλά και δε μιλάς
θα ήμουνα δύο

ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΛΕΜΕ ΔΕΙΓΜΑ ΤΥΠΙΚΟ

Στην γύρα με το όνομα Βαξενεβιέτη Φλου
εξ εξελίξεως συγγενής των υιών της Γρίπης
πήρε να κολυμπάει ανάποδα στο ρου
μια ιστορία από κείνες που δεν πλήττεις
να κάνει κάτι άλλο ευχόταν απ’ τα ίδια
μήπως και πιάσει αυτόν τον Χάρο απ’ τ’ αρχίδια

Μπήκε λοιπόν σε τρένα σ’ αεροπλάνα
και υποδύθηκα ως και την πάπισσα Ιωάννα
σε κάθε χώθηκε λογής κρεββάτι
– κείνος δεν έπαψε στιγμή να παίρνει μάτι –
δε πέρασε άσχημα τα χρόνια της η Ξένια
κι είχε πολύ συχνά τα κτένια για τα γένια

Προσφέρθηκε ως σκεύος και ως είδωλο
Κοινό δονώντας διόλου απέναντί της φειδωλό
Είπαν και πως καβάλησε κάθε άγριο άτι
Είχε στα σκέλια βλέπετε κείνο το κάτι
Καραούλι, ώστε απέναντι να την περάσει, ο μάγκας
Μ’ αυτή ούτε που χαμπάριαζε – σ’ ερώτων πάμπας

Σε κάθε τι είχε πέσει με τα μούτρα
για όλα λέγοντας κατάλληλη μια σούτρα
δεν ήταν και πολύ υπέρ της τάξης
μόνο γαστέρας έπαιρνε τις προφυλάξεις
όταν στο τέλος όμως εγκαστρώθη
τότε ήταν που η ευχή της ευοδώθη

ΠΑΝΤΟΥ ΚΑΙ ΠΟΥΘΕΝΑ

Σε άδειες logistics αποθήκες στο Θριάσιο
και σε εργοστάσιο στα Πατήσια
εγκαταλελειμμένο
πολύχρωμων κάθε λογής κουμπιών
σε ευάλωτα τοπία του Ποδονίφτη
στου Υμηττού φαρδιές πυροφραγές
και πάνω κάτω τη λεωφόρο Αλεξάνδρας
πάνω σε σάρες
κάτω σε στοές
σε μυστικές
πίσω από κλειδωνιές
σοφίτες
σε φαρδυσάνιδα πατώματα
γεμάτα από
ληγμένα της λογιστικής βιβλία
πλάνης στα ρέστα της πόλης της
ρέστη στην πλάνη μιας σχόλης
μετρά
ξαναμετρά
και δεν της βγαίνει
θα χρειαστεί μια νέα θεωρία
ίσως την ονομάσει
των αχρείων

ΜΕΛΙΤΟΦΟΡΕΣ ΣΤ’ ΆΡΜΑΤΑ

Έζησε την υπόλοιπη ζωή του
Πράος σαν δέντρο
Νωρίς το σούρουπο
Συνομιλώντας
Στη γλώσσα των πουλιών
Το μέλι του
Αφάγωτο ζαχάρωνε
Μεσ’ τα πιθάρια
Κυλούσε αργά ο καιρός
Και μόνο εκείνος
Το καμάρωνε
Για αγνό για
Θυμαρίσιο για
Κουμαριάς
Και από ρείκι
Αυθεντικό του Μαίναλου
Όπως αυτό που επίμονα
Στα μονοπάτια
Φύτρωνε
Μεραρχίας ανταρτών νεκρής
Τα σμήνη ωστόσο, άκουγε,
Τρυγάνε μέχρι πέρα μακριά
Στα Αροάνια
Κοντά εκεί όπου μελανά
Αναβλύζουνε
Νερά της ξακουστής Στυγός
Μόνον αυτές του οι μέλισσες
-Το κουβεντιάζαν τα πουλιά –
Μπορούν και πίνουνε
Του Μεγαλέξανδρου
Το δηλητήριο
Κεχριμπαρένιο στη συνέχεια
Αποβάλλοντας πολτό
Όχι, τους έλεγε,
Δεν τις γνωρίσατε
Ήταν κι εκείνες τότε
Πάνω στο βουνό
Που όσες κουβέντες
Κι αν ειπώνονταν στυφά πικρές
Μύρο πάντα ο κόρφος τους
Και μέλι
Η τρυφερή ματιά τους
Ράμφιζαν τα πουλιά τα σπόρια
Απ’ την παλάμη του
Κι έπειτα μη απαντώντας του
Πέταγαν πάλι
Μακριά

ΧΑΛΑΛΙ

Αφού είναι εδώ ο φλοίσβος,
εδώ του δάσους η πάχνη χαράματα,
εδώ η πανσέληνος,
οι καταρράκτες,
οι δροσερές νεροσυρμές,
το δείλι·

ο βόμβος τρυγητών στον καύσωνα,
τα μυστικά στα ερείπια,
οι σμιλεμένοι βράχοι είν’ εδώ,
το φώς μέσα απ’ του πλάτανου τα φύλλα,
τα θροΐσματα,
υγρά τα πέταλα στο πρώτο ξύπνημά τους,
το γάλα,
ο ζέφυρος κι αντίκρυ του ο λεβάντες,
οι κρύπτες της νύχτας,
της πλημμυρίδας μια υπόσχεση,
το άνοιγμα των φτερών του αετού,
το νεογέννητο μιας αντιλόπης·

αφού εδώ είν’ και το χρώμα,
οι απερίγραπτες σκιές,
το βλέμμα του πιστού του σκύλου,
οι χοντρές στάλες του Νοέμβρη,
το φούσκωμα της ζύμης,
τα παιδιά

Πώς άραγε κι εμμένει
στο βύθος μιας ανάμνησης
ενώ έχει όλον τον καιρό,
τα μάτια του οριστικά σαν κλείσουν,
να της αφεθεί;

ΥΓΡΟΤΟΠΟΙ

Σ’ άλλους καιρούς κατέφευγαν
σε μαγεία -μαύρη-
σκυμμένοι πάνω από καυτούς ατμούς,
βοτάνια, τρίχες και σωματικά υγρά αναδεύοντας
επέμεναν ν’ αναστρέψουν τα αισθήματα,
να ανακατευθύνουν πάνω τους τα ξένα μάτια
Για τις ίδιες εκείνες επιθυμίες,
για ίδιους πόθους
βουτάνε σήμερα στα σκοτεινά θολά νερά,
πνίγονται στους βυθούς του διαδικτύου,
γράφουν και ξαναγράφουν τα ίδια ποιήματα
Να συναντήσουν επιδιώκοντας
εκείνο, που άγνωρο το περιμένουν μια ζωή,
ενώ το κουβαλάν’ σφιχτά κουλουριασμένο,
το είδωλο, μέσα… μας

ΔΕΝ ΑΝΘΙΣΑΝ ΜΑΤΑΙΩΣ

Κι ως ξύπνησα νωρίς
Διάπλατα αέρισα και στέγνωσα τις σκέψεις
Τίναξα τις σκιές του λογισμού
Μαντάρησα λίγο τα συναισθήματα
Και χύτρα έβαλα να δέσει σιγοβράζοντας μια ευχή

Μετά ξερίζωσα κάτι επίβουλα από γύρω μου αγριόχορτα
Παιδεύτηκα μήπως και συνεφέρω από καιρό απότιστες τις σχέσεις
Αφράτεψα απαλά τα σβολιασμένα ανάμεσά μας χώματα
Είδα πως δείλιαζαν στον ήλιο να ανθίσουν δυο κλειστοί ανθοί
(Η εποχή για φύτεμα ακατάλληλη)

Κύλησε η μέρα κι ήρθε γλυκό σούρουπο
Με βρήκε μ’ όλα σε ντάνα όσα πρώτα ζάρωναν σιδερωμένα
– Τις τσάκισες καλά κολλαρισμένες και κρουστές –
Είχα προλάβει ως και να γυαλίσω κάποια θαμπά στο λόγο μου νοήματα
Σαν σε συγυρισμένο έγειρα κλινάρι της νύχτας επισκέπτη να υποδεχθώ

Και μπούκαρες εσύ καβάλα σ’ όνειρο πέρα για πέρα ανοικοκύρευτο
Ανέγγιχτο από τα συνεργεία και σάρωθρα του έξω κόσμου
Μέσα σε αστραπιαία λάμψη πλάσης μακρινά ενδόμυχης
Όπου εντροπία βασιλεύει παιδικών σφοδρών ερώτων
Σε υγρή και γκριζογάλαζη αχλή

A(U)CTION ΧΑΡΑΜΑΤΑ

Σε αφετηρία περιμένοντας
ωχρών λεωφορείων
σε χρώμα νεραντζιού
να ‘ταν ξανά
προς τα αρχαία
μεταλλεία του Λαυρίου;
στιγμιαία καθρεφτισμένο
σε φιμέ γυαλιών
ανάποδα
τα κρύσταλλα
σε φαντάστηκα
κι έγνεψα, εδώ
– Είμαι εδώ! –
μετά από αιώνες
Ανάμεσα σε μαυροφόρους
παλιομοδίτες
χορωδούς,
βλοσυρούς
– σε αναχώρηση –
αργυραμοιβούς
διέφευγες
χαμογελαστός
πολυπράγμων
με καβούκι ένα βαρύ αμπέχονο
με τίγκα τσέπες
κι ένα τραπέζι σκαλιστό
από κοντά
απ’ το Μαρόκο
Μέσα άρχιζε μια δημοπρασία
αντικών
εσύ εκπλειστηρίαζες
παλιά βαρίδια σου
εγώ εμένα

ΜΕ Τ’ ΑΝΑΛΩΣΙΜΑ

Ώρα της μάνητας του θεριστή
ποιος θα ζητήσει τάχατες
διαπιστευτήρια ετυμολογικού
κι ορθογραφίας∙
φτάνει τα χείλη να ‘ναι αχνιστά
ασήμαντα να μεταγγίσουν
ζωογόνα ανάσα
γι’ αυτό και κράτα, λέω,
τη γλώσσα
στις αντιμέτωπες
υγρές σπηλιές
μη για τα μας τη βγάζεις
χαράμι
θα κρεμάσει

Κι όσο για όλων των άλλων
την απώλεια –
πώς και από μια στυφή ενοχή
ταυτίστηκες,
ποιος να την έχασε
ώστε ένα να βρεθεί με σε;

ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΟ

Κι όπως μοιράστηκαν οι κόλλες
Οι εκφωνήσεις της ζωής δείξαν βατές
Και όμως! Να που έκανε τις λάθος πράξεις
Δεν υπολόγισε σωστά
Το άθροισμα των γονεϊκών επιταγών
Τη διαίρεση της επιθυμίας
Τον πολλαπλασιασμό των ορμονών
Το υπόλοιπο μιας φρούδας έλλειψης
Το όριο κάθε πλέριας ολοκλήρωσης
Ατόμων τις εφαπτομενικές τροχιές
Τις χωροχρονικά ασύμβατες συντεταγμένες∙

Στράφηκε αισιόδοξα στα θεωρητικά
Αλλά κι εκεί παραπλανήθηκε με λάθος λέξεις
Έτσι έμειναν κενά κουτάκια πολλαπλών επιλογών
Κυρίως αυτών των κεφαλαίων ερμηνείας των ονείρων
Δεν άφησε κόλλα λευκή
Παρέδωσε μουτζουρωμένα πρόχειρα
Κι ίσα που πέρασε με τους πολλούς τη βάση

CHILLY (HOT PEPPER)

Με ξύπνησε
χάραμα
ο ήχος του κρύου
γόγγυζε μέσα
από σχισμές
ξεθώριαζε
τα χρώματα –
βλοσυρός
επέβαλε τα γκρίζα∙
κατέφθασε σέρνοντας
πελιδνά βαγόνια
μιας ξεχασμένης ένδειας
αρμάτωνε τους
περιλυπόμενους
πνιγόταν αυτόχειρας
στον αχνό μιας καυτής
σε μνήμη
ψαρόσουπας
τον χλεύασαν
εφτά κόκκοι πιπέρι
στερνά φιμώθηκε
από την πρώτη
ακτίνα
του ήλιου

ΣΩΜΑΤΟΦΥΛΑΚΕΣ

Ορθώθηκαν με μιας κυκλοτερώς πιστά βουνά
κι είπαν, εμείς! θα το φυλάξουμε το μυστικό τους
δικοί μας κρύψανε το Φιλοκτήτη
ξαδέλφια μας ανοίξανε το πέρασμα
στου Χάμελιν τον αυλητή
Δεν ήταν μακρινά βουνά, μυθικά μόνο
ο ράθυμος πανόπτης Υμηττός
το απαράμιλλο Ποικίλο
η πρώτη ως κι η τελευταία Πάρνηθα
τα πληγωμένα από μπουλντόζες της Πεντέλης
Κι από κοντά στρατεύτηκαν τα δάση
δάση ελάτης μα και ταπεινά του πουρναριού
όχι από τ’ απρόσιτα κι απάτητα αντιθέτως
εκείνα με τους κυριακάτικους λεηλάτες
που όλο ταράζουνε το βλέμμα του ελαφιού
Μαζί συντάχθηκαν τα κουκουνάρια κι οι βελόνες
κοτρόνια αιχμηρά, τα βρύα κι ένα στρώμα φυλλωσιάς
στο τέλος τ’ αποφάσισε το χιόνι
δεν δίστασαν ούτε οι παραμορφώσεις της δροσιάς
όλα μαζί απλώσανε τα πέπλα
κι άχραντη τότε επέβαλαν χρόνου σιωπή

Μόνο μια γαλανή διαφώνησε ανάμνηση
και απασφάλισε στη τσέπη σουγιαδάκι
σκαλίζει εδώ χαράζει εκεί κορμούς με σύμβολα
πάνω της στρέφεται στίζει να μη σβηστεί
σκοπό πιάνει έπειτα γιορταστικό κρούει τα κρόταλα
αγριοκοιτάζει την ο άνεμος μη μαθευτεί

.

ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ

ΕΠΤΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ ΜΕΤΑ

Πρώτη δημοσίευση  Μονόκλ

Έχουν περάσει ήδη επτά φεγγάρια μετά το τέταρτο κύμα. Κάθε που έσβηνε κι ένα, έβαφε μαύρο έναν καθρέφτη. Ευτυχώς κι είχε ξεμπερδέψει τώρα μ’ αυτούς. Να μην χρειάζεται να έρχεται αντιμέτωπη μ’ εκείνη την αλαφιασμένη όψη απέναντι. Ωστόσο το πάλευε ακόμα με τη φυσική της κατάσταση. Είχε πια μπουχτίσει να περπατάει μόνο πέρα δώθε και ήδη δοκίμαζε μήπως και καταφέρει ν’ ανεβαίνει σε τοίχους και οροφή. Αν δεν την ξεγελάει η μνήμη της, ίσως κάποτε να είχε παραγγείλει ανοξείδωτους γάντζους και ιμάντες να έρθουν με την επόμενη από αέρος παράδοση. Ή μήπως το είχε μόνο σκεφτεί να – και τότε ήταν που έλαβε την ειδοποίηση υπερχρέωσης. Έτσι δοκίμαζε δίχως – εδώ και μέρες. Σε μια απ’ τις πτώσεις είχε χτυπήσει άσχημα τον αγκώνα της.

Από καιρό έκαψε το ένα μετά το άλλο τα περιττά έπιπλα, ν’ ανοίξει ο χώρος. Να μπορεί να σχεδιάζει με το κάρβουνο στους τοίχους μορφές. Είχε παρατηρήσει, ότι άρχιζαν να της μιλούν περίπου στο δεκαήμερο της εποίκισης του τοίχου της. Κάθε τόσο προσέθετε και μια διαφορετική. Να, προχτές τον περιπατητή με τη ράβδο! Τη θέλησε να μοιάζει με γκλίτσα, τέτοια που έπαιρναν κοντά οι πατεράδες για τα φίδια, στην εξοχή. Δεν της βγήκε κι έμεινε μια μουτζούρα στο ύψος του πόμολου, ογδόντα ένα εκατοστά πιο δεξιά. Κι ο περιπατητής μουγγός. Πριν μέρες έκαψε και το τσέλο. Αρκετά κανάκεψε την ταστιέρα του, αυτό αμέτοχο στην κατάσταση την πλημμύριζε ήχους, που ο πλούτος τους δεν έβρισκε χώρο στα κλειστά όρια της ζήσης της. Το τιμώρησε. Άδειασε άλλωστε τελείως εκείνο το δωμάτιο και σκαρφάλωνε τώρα τέρμα πάνω στη σωλήνα του καλοριφέρ, να αγναντέψει. Στα δύο μέτρα κι ογδόντα δύο εκατοστά. Τραβούσε και τις κουρτίνες, να χαζεύει τα μικρά θερμοκήπια στα μπαλκόνια, δύο μέτρα και σαράντα επί ένα μέτρο και είκοσι, απέναντι. Κι εκείνη καλλιεργούσε κάποια στοιχειώδη για τροφή, ωστόσο σε πέντε μόνο γλάστρες, Φ39.

Τις νύχτες δοκίμαζε να κοιμάται στις ντουλάπες, ώστε να βγαίνει –έξω- το πρωί. Εκεί μέσα, με μαζεμένα τα πόδια στη κοιλιά, ένιωθε την παρουσία του Α. Μια φορά δοκίμασε και το κάτω συρτάρι της σιφονιέρας. Εκείνος δεν ήρθε. Ίσως μιαν άλλη φορά να -. Μήκος ένα μέτρο και δεκαπέντε εκατοστά, πλάτος μισό μέτρο. Μπαταρισμένο τουλάχιστον δώδεκα πόντους μπροστά κι ας ήταν τώρα δέκα κιλά ελαφρύτερη. Ξεγελούσε το κορμί, να νομίζει ότι πονάει από το άβολο στρίμωγμα κι όχι απ’ τη μοναξιά του. Για κάτι μισάωρα τον έπαιρνε αβέβαια, μέχρι που ξανάκουγε από κάτω τους γόους πεινασμένων τσακαλιών. Δεν χόρταινε ύπνο εδώ και μήνες. Παραφύλαγε μήπως ξαναπερνούσαν από κάτω κυνηγημένα εκείνα τα μπουλούκια των νεαρών παιδιών που προσπαθούσαν να ξεσηκώσουν τους λουφασμένους. Να πήγαινε κι αυτή. Ίσως μόνο τα παιδιά να -. Είχαν ωστόσο πολλές βδομάδες να φανούν, το πόσες, από δική της αμέλεια, δεν είχε καταμετρηθεί. Μήπως μήνες.

Τα μεσημέρια πελεκούσε με θραπίνα τις λείες επιφάνειες να γίνουν αδρές. Να μη πατινάρει ο Levid-27 με τα σόγια του. Όταν άρχιζε ο εγκλεισμός να την στενεύει αφόρητα, ξήλωνε κι από μια πλήρη πλευρά σοβατεπί. Είχε υπολογίσει, ότι στο σύνολο της επιφάνειας του σπιτιού θα κέρδιζε εξήντα ένα τρέχοντα μέτρα επί ένα εκατοστό του μέτρου – πάνω από μισό τετραγωνικό ζωτικό χώρο-. Οι υπολογισμοί εξυπηρετούσαν τον καθημερινό ρυθμό. Δούλευε έτσι το μυαλό, ώστε να -. Κατά τα άλλα αλωνίζουν στις σκέψεις της ακατάπαυστα και ασύντακτα τα ηχηρά μηνύματα απ’ τις πυκνά τοποθετημένες ντουντούκες στους στύλους ηλεκτροφωτισμού, δεκαεφτά οι στύλοι εντός οπτικού πεδίου, πενταπλάσιοι σήμερα οι θάνατοι, τέσσερα τα προκριθέντα ματαεμβόλια για την τελική φάση κατοχύρωσης της παγκόσμιας πατέντας, χθες τριπλασιάστηκαν τα κρούσματα, τουλάχιστον πέντε γλάστρες με τα χρειώδη, οι ταφές πλέον αδύνατες λόγω μόλυνσης του ογδόντα τοις εκατό των εδαφών, επταπλασιάστηκαν οι καύσεις, κέρδος μισό τετραγωνικό, οι στάχτες απορρίπτονται σε αναλογία ένα προς είκοσι έξι στις αμμουδιές. Ήδη πριν επτά μήνες κι εννιά μέρες ανακοινώθηκε, πως ήταν πολύ αργά πια για να -. Αριθμοί.

Ανατριχίλα κι ας μη φυσάει καθόλου. Μετά το δεύτερο κύμα επιδημιολογικού δείκτη Ρω μηδέν μεγαλύτερο του δώδεκα οι πολίτες χωρίστηκαν μέσα σε μια βδομάδα τελείως συγκυριακά, αν κι επιβεβλημένα, σε δύο ομάδες, εκείνους που αποσύρθηκαν -αφήνοντας σε μια νύχτα τα πάντα πίσω τους- σε μικρές, αραιές κοινότητες με αυτοσχέδια καταλύματα σε αγρούς και δάση και στους άλλους που παρέμειναν στα παλιά μεγάλα πολεοδομικά συγκροτήματα. Εδώ είχε επιβληθεί υποχρεωτικός εξοπλισμός όλων των –πλέον αποκλειστικά ατομικών- δωματίων με νιπτήρα-σκάφη και ειδικά δοχεία υγρού σαπουνιού, που ενεργοποιούσαν σειρήνα με φωτεινό σινιάλο στην κύρια όψη, αν τύχαινε να μείνουν αδειανά. Μεγάλο ρεζίλεμα. Μπορούσε να οδηγήσει και σε πογκρόμ. Η είσοδος στα κτήρια παρέμενε κλειστή για σαρανταπέντε λεπτά μετά την χρήση της από τον/την προηγούμενο/-η κι ας κυκλοφορούσαν όλοι άπαξ ανά δεκαήμερο, αλφαβητικά, μουμιοποιημένοι σε πλαστικές φασκιές από κορυφής μέχρις ονύχων. Δεν επιτρεπόταν τα ενιαία μπαλκόνια, κι όσοι διέθεταν, είχαν υποχρεωθεί σε τοπική καθαίρεση του ενδιάμεσου τμήματος, ώστε κάθε δωμάτιο να έχει το αποκλειστικά δικό του. Κατ’ εξαίρεση επιτρεπόταν και το δίδυμο κτιστό διαχωριστικό με ενδιάμεσο κενό μήκους κατ’ ελάχιστο ένα μέτρο και σαράντα πέντε εκατοστά. Μεικτό άραγε ή καθαρό; Μήπως αξονικά. Αρχικά απέτυχε, γιατί στους χαμηλούς ορόφους σκαρφάλωναν άστεγοι. Εν τω μεταξύ είχαν επιζήσει ελάχιστοι κι απ’ αυτούς.

Αυτή ωστόσο είχε μείνει μόνη στο αρχικό διαμέρισμα -είχε προλάβει κι είχε φυγαδεύσει σε ασφαλέστερο περιβάλλον ακόμα και το σκυλί-, τρία δωμάτια, κουζίνα, λουτρό και χολάκι εισόδου. Εξήντα έξι τετραγωνικά μέτρα και εβδομήντα οκτώ τετραγωνικά εκατοστά. Αν είχαν παραμείνει κι άλλοι συγκάτοικοι, θα έπρεπε πρώτον, να έχουν ξηλώσει την είσοδο και να αφήσουν το χολ ανοικτό, ως συνέχεια του διαδρόμου του ανά ημίωρο αυτοαπολυμαινόμενου κλιμακοστάσιου. Δεύτερον, να εγκαταστήσουν στην κουζίνα και το λουτρό σύστημα ελέγχου πρόσβασης, ώστε να απενεργοποιείται η κλειδαριά μόνον στον επιτρεπτό χρόνο μετά τον αυτόματο ψεκασμό απολύμανσης, σε συνέχεια της επίσκεψης του χρήστη που είχε μόλις προηγηθεί. Και τρίτον, να εξοπλίσουν με συσκευή ηχητικού σήματος τις πόρτες εισόδου στις υποχρεωτικά διαρκώς μανταλωμένες ατομικές κάμαρες. Κι ο καθένας να έχει στη διάθεσή του για ξήλωμα πολύ λιγότερα τρέχοντα μέτρα σοβατεπί. Μπορεί να ξεχνάει κάτι τέταρτον, μπορεί και όχι. Ήξερε πως ήταν καταγεγραμμένη στον κατάλογο των καταχραστών ατομικών δωματίων κι αργά ή γρήγορα θα της επέβαλαν συγκάτοικο. Θα ταμπουρωνόταν στο καθιστικό, είχε ήδη εγκαταστήσει στη δίφυλλη συρόμενη μια καλή κλειδαριά. Ο νιπτήρας του έκανε ανέκαθεν το πιο τρυφερό γουργουρητό.

Περίμενε γράμμα. Όταν αργούσε έδενε μια ζώνη και κρεμιόταν αργά το απόγευμα απ’ το μπαλκόνι της περιμένοντας μήπως φτάσει το πρωί. Την ίδια ήδη νύχτα μούδιαζε. Μαζεύονταν τότε ανακούρκουδα στη γωνία του στηθαίου και πέτρωνε σα γρύπας. Η ώρα περνούσε κάπως ευκολότερα. Το συνήθισε να στέκεται εκεί ασάλευτη και να στοχάζεται την πολυκατοικία, μιαν εκκλησιά ταμένη στην Παναγιά Καταφυγή. Καμιά φορά άκουγε να θροΐζουν τα φτερά του παλικαριού στον τρίτο. Έβγαινε κι αυτός καραούλι στο κιγκλίδωμα, αλλά δε μπορούσε με τίποτα να βολέψει τα φτερά του. Δεν την είχε ποτέ αντιληφθεί. Άναβε στη σκέψη της κεριά και τα στερέωνε κάθε τριάντα εκατοστά στην κουπαστή. Ήταν τυχερή, όταν επικρατούσε νηνεμία, τα κεριά φώτιζαν την εξασθενημένη μνήμη της. Κάθε φορά που ερχόταν μια δεκαοχτούρα στα μαλλιά της και τη λέρωνε, θυμόταν πως, αν έφτανε γράμμα, ίσως να έπρεπε να απαντήσει και κουρασμένα αναρωτιόταν, άραγε, θα ήταν πια ποτέ ξανά μπορετό να απαγκυλωθεί;

Πόσο το ‘θελε τώρα να θυμηθεί αύριο να ξαναμετρήσει κάτω στο ρείθρο εκείνα τα δειλά άγρια λουλουδάκια! Τις προάλλες τα βρήκε, όσο μπορούσε να διακρίνει από ψηλά, θαρρεί, τέσσερα. Κι ίσως αν ξεκουνιόταν, να τους ρίξει και μερικές σταγόνες νερό. Έτσι, για να –.

Πουπερμίνα (ΜηχανικόΜολύβι) | Επτά φεγγάρια μετά

.

ΑΝΑΓΟΜΩΣΗ ΜΝΗΜΗΣ

Πρώτη δημοσίευση  DIASTIXO

Ξυπνώντας σε περιβάλλον νοσηλείας, διέκρινε δύο μορφές να τριγυρίζουν άηχα φροντίζοντας λεπτομέρειες στον χώρο. Σ’ ένα διπλανό κρεβάτι, μια γυναίκα άφηνε έναν ρυθμικό συριγμό.
Άνοιξε τα μάτια. Οι μορφές ένευσαν, η μία πλησίασε τη γυναίκα και τη σκούντησε απαλά. Οροί τούς στάλαζαν ένα αβέβαιο πεπρωμένο. Όταν η γυναίκα ανταποκρίθηκε στο ερέθισμα, οι μορφές –δυο λευκοντυμένες γυναίκες με άκαμπτο κάλυμμα στην κορυφή της κεφαλής– πλησίασαν και κάθισαν συμμετρικά στα πόδια των κρεβατιών τους. Τον λόγο πήρε εκείνη που ήταν καθισμένη απέναντι. Προσπάθησε να διώξει μια διάχυτη ζάλη και να συγκεντρωθεί σ’ αυτά που είχε να τους πει.

«Βρίσκεστε, κυρία, κύριε, εδώ, γιατί αγνοήσατε τα προειδοποιητικά μηνύματα κατανάλωσης μνήμης», ήταν τα πρώτα της λόγια. «Οι συσκευές καταγραφής των δεδομένων, που όλοι φοράμε υποχρεωτικά στον αριστερό πήχη κάτω από τον αγκώνα, μας ειδοποιούν πότε η μνήμη μας κορέννυται κρίσιμα και δεν επιτρέπει την ενημέρωση δεδομένων και επιταγών, που αυτόματα υφιστάμεθα όλοι κατά τη διάρκεια του ύπνου μας. Εσείς οι δύο ανήκετε σε εκείνους που δεν φρόντισαν να πετάξουν εγκαίρως προσωπικές αναμνήσεις. Στην οθόνη της συσκευής σας ανεγράφη στις 17 Ιουνίου η φράση: Έχετε Καταναλώσει το Εκατό τοις Εκατό της Μνήμης Σας. Η συσκευή σάς χορήγησε επιτόπου αναισθητικό και ειδικά κλιμάκια νοσηλευτών σάς αναζήτησαν και σας μετέφεραν εδώ. Στο διάστημα 20 Ιουνίου έως 10 Ιουλίου λάβατε την κατάλληλη καθοδήγηση και καταγράψατε λεπτομερώς και χειρόγραφα τις δώδεκα πολυτιμότερες –για τον καθένα– προσωπικές αναμνήσεις. Βρίσκονται στα κομοδίνα σας, εδώ, στα δώδεκα λεπτά τετράδια που βλέπετε σε στοίβες».

Έστρεψε απαλά το κεφάλι και διέκρινε τα τετράδια τακτικά ντανιασμένα στα γειτονικά κομοδίνα του κεντρικού διαδρόμου ανάμεσα στα κρεβάτια τους.

«Κάθε στοίβα έχει τα τετράδια με ανάποδη από πάνω προς τα κάτω σειρά, η πολυτιμότερη ανάμνηση, που καταγράψατε πρώτη, βρίσκεται κάτω. Μετά την καταγραφή υπογράψατε ότι αποδέχεστε την εκκένωση της μνήμης σας, κάτι που έχει ήδη συντελεσθεί. Τώρα θα σας υπνωτίσουμε και θα σας διαβάσουμε – ενσταλάξουμε, με χρωματισμένη εκφορά –καθένας σας έχει την αναγνώστριά του– τις πολύτιμες αναμνήσεις σας, αυτές που διασώσατε. Στη συνέχεια, θα βρεθείτε να ξυπνάτε εκεί όπου η συσκευή έδωσε το σήμα της επιτακτικής αναμόρφωσης. Είστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε;»

Οι ασθενείς ένευσαν κουρασμένα και οι αναγνώστριες διοχέτευσαν ένα κυανό υγρό στους ορούς.

Πέρασαν δέκα λεπτά πριν ανοίξει η πόρτα και εμφανιστεί ένας ψηλόλιγνος άντρας ντυμένος με ιατρική ρόμπα με τεράστιες εξωτερικές τσέπες, από τις οποίες εξείχαν οι απολήξεις άγνωστων μετρητικών και διαγνωστικών οργάνων και μικροσυσκευών. «Μπορείτε τώρα να προχωρήσετε στο πείραμα», είπε βλοσυρά και έριξε μια ματιά στην κάμερα οροφής.

Οι αναγνώστριες έκλεισαν τις κουρτίνες, χαμήλωσαν τα φώτα, φόρεσαν από έναν φακό κεφαλής και κάθισαν ανάμεσα στα κρεβάτια σε διπλανές κολλημένες μπράτσο-μπράτσο καρέκλες. Εκεί στερέωσαν ένα μικροσκοπικό μικρόφωνο στην παρειά τους φροντίζοντας τα ακουστικά της άλλης απόληξης να εφαρμόσουν σωστά στο κεφάλι του ασθενούς τους. Στη συνέχεια, φόρεσαν τις ωτοασπίδες τους. Η καθεμία, εκτελώντας την εντολή του επικεφαλής Μεγάλου Πειραματιστή, πήρε το πρώτο τετράδιο της απέναντι στοίβας. Η ανάγνωση άρχισε παράλληλα. Στο δωμάτιο ακουγόταν –στο βρόντο– μια διπλή εγγραφή. Έπειτα από κάθε ανάμνηση κι αφού περίμενε η αναγνώστρια που τελείωνε πρώτη να ολοκληρώσει και η συνάδελφος, οι αναγνώστριες έκαναν ένα ολιγόλεπτο διάλειμμα και κατά περίπτωση αφαιρούσαν το μικρόφωνο και έπιναν λίγο νερό.

Η διαδικασία προχώρησε ομαλά. Η μνήμη του κάθε ασθενούς γέμιζε σταδιακά με τις πολύτιμες αναμνήσεις του ομοιοπαθούς του. Μετά το ενδέκατο τετράδιο, η κούραση ήταν εμφανής. Οι αναγνώστριες κοίταξαν η μία την άλλη, αφαίρεσαν τα μικρόφωνα, σηκώθηκαν, τα ακούμπησαν στις καρέκλες τους και έκαναν μερικά βήματα στο δωμάτιο για να ξεμουδιάσουν, χωρίς ωστόσο να ανταλλάξουν λέξη και να παραβούν έτσι τους αυστηρούς κανόνες του Ινστιτούτου Διαχείρισης Μνήμης και Εμπειριών. Άλλωστε, η μία επόπτευε έμμεσα τη συνέπεια και ευσυνειδησία της άλλης. Πολύ γρήγορα ξαναπλησίασαν στις κλίνες, έσκυψαν πάνω από τις καρέκλες τους, πήραν τα μικρόφωνα, τα φόρεσαν και ξεκίνησαν την ανάγνωση της πολυτιμότερης ανάμνησης.

Ο ελεγκτής στον διπλανό θάλαμο άφησε έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Όλα πήγαιναν σύμφωνα με τις εντολές. Δεν είχε μπορέσει να διακρίνει ότι καθώς έσκυψαν, οι αναγνώστριες πήραν στα χέρια τους και φόρεσαν το μικρόφωνο η μια της άλλης.

Όταν τελείωσε η ανάγνωση, οι αναγνώστριες αφαίρεσαν και τακτοποίησαν όλο τον εξοπλισμό, αέρισαν το δωμάτιο, άλλαξαν τους ορούς, έκαναν εντριβές στους κροτάφους και τις άκρες χειρός των ασθενών τους, χαιρετήθηκαν τυπικά με νεύμα της κεφαλής και εγκατέλειψαν τις εγκαταστάσεις του Ινστιτούτου προς αντίθετη κατεύθυνση.

Σε τρεις ημέρες θα συνομιλούσαν στις εσχατιές του διαδικτύου σε ομαδική βιντεοκλήση των μελών της μυστικής οργάνωσης Ασύνορες Εμπειρίες, τέτοιες που μόνο μια προσεκτική αλλά και προσεγμένη ανάγνωση μπορεί να προσφέρει σε σκοτεινούς καιρούς.

https://diastixo.gr/logotexnikakeimena/pezografia/13498-anagomisi-mnimis

.

ΛΑΟΙ ΤΗΣ ΓΑΛΑΖΙΑΣ ΜΟΙΡΑΣ

Δημοσιευμένο στο Μηχανικό Μολύβι 24/9/2020

Τον άλλο μήνα ήταν η σειρά τους να στείλουν απέναντι νερό. Αυτό σήμαινε για άλλη μια φορά εξοικονόμηση πέρα από τα όρια της εξάντλησης. Πριν δέκα μήνες είχε συγκληθεί το Παγκόσμιο Συμβούλιο Αντιπροσώπων∙ ήταν εκεί που αποφασίστηκε, οι χώρες των βορείων ακτών να στέλνουν κάθε τρίμηνο βυτία στις χώρες της παντοτινής ξηρασίας. Αμέσως μετά την εκεχειρία του πολέμου για τον έλεγχο του υδροφόρου ορίζοντα είχε συμφωνηθεί παύση εχθροπραξιών για εικοσιεννιά συνεχείς μήνες, δοκιμή στην πράξη του προγράμματος ανταλλαγής ειδών ζωτικής ανάγκης και με τη λήξη επανεξέταση των απαιτήσεων των διαφόρων πλευρών. Και οι ισχυροί με το δάκτυλο στη σκανδάλη, τον αντίχειρα στα διπλά κομβία απασφάλισης.

Κάποτε στις δύο αντικριστές ακτές ζούσαν οι λαοί της γαλάζιας μοίρας. Τώρα όμως είχε στερέψει το νερό. Τελείωνε γύρω στις αρχές Ιουνίου. Μετά η ζωή βασιζόταν στο υγρό που έφτανε από τις παγωμένες χώρες βορειότερα. Λιωμένο χιόνι. Με βαρύ αντάλλαγμα, το 65% των άνυδρων καλλιεργειών τους. Τροφή για τους αριθμητικά περισσότερους Βόρειους, εκτός από τα λιγοστά λιπόσαρκα ζώα της μαύρης αγοράς.

Τα πλοία βυτία ήταν τελευταίας τεχνολογίας. Έπλεαν ανακυκλώνοντας συγχρόνως τη θάλασσα πλαστικού και αδόκιμα ονομάζονταν πλαστικοθραυστικά. Το ανακυκλωμένο πλαστικό έπρεπε να συσκευάζεται καλά συμπιεσμένο και να αποστέλλεται στα πάσης φύσης εργοστάσια επαναπαραγωγής. Το περίσσευμα -απομονωμένο και αεροστεγώς σφραγισμένο μικροπλαστικό- εκτοξεύονταν κάθε τετράμηνο εκτός ατμόσφαιρας. Η σελήνη εδώ και πολλά χρόνια σε ρόλο χωματερής του φρικτού πλαστικού τους. Κόστιζαν όλα αυτά, τα ποσά της φορολόγησης σκαρφάλωναν σε δυσθεώρητα ύψη. Όσοι είχαν μπορέσει να πληρώσουν εγκαίρως σπίτια με κατάλληλα συστήματα, πλένονταν με τα φιλτραρισμένα τους ούρα και απόνερα. Οι άλλοι δεν πλένονταν ποτέ. Έτσι κι αλλιώς ζούσαν στη σκόνη και πότιζαν μόνο με λεκανάκια και τάσια γκρίζο νερό. Η αφαλάτωση είχε καταπιεί υπέρογκα κονδύλια∙ τελικά αστόχησε λόγω της πολύ δύσκολα αναστρέψιμης μόλυνσης των υδάτων. Κρίμα γιατί με το λιώσιμο των πάγων στους πόλους είχε ήδη πλημμυρίσει το 17% της παλιά στεριάς. Τέτοιο μόνο νερό περίσσευε.

Τα βλέμματα ήταν τώρα στραμμένα στον εξωπλανήτη d του Trappist-1. Ένα στα τετρακόσια εβδομήντα παιδιά που έκλεινε τα επτά περνούσε μετά από κλήρωση σε φαρμακευτική νάρκη και μαζί με τα άλλα της γενιάς του, κοιμισμένα σε δορυφόρους υπνωτήρια, έμπαινε σε τροχιά μέχρι οι σκαπανείς να ετοιμάσουν στοιχειωδώς την αποικία διάσωσης. Κατά τη διάρκεια του ύπνου μάθαιναν εσπεράντο και άκουγαν μουσικές της γης. Οι μανάδες ήδη εδώ και μια τριετία θήλαζαν βάσει νόμου τα μικρότερα παιδιά μέχρι τα τέσσερα. Κάθε τροφός αναλάμβανε επιπλέον να αποθηκεύει γάλα και από τους δύο μαστούς για το ημερήσιο δελτίο τριών αρρώστων. Οι θάνατοι από αφυδάτωση ήταν τετραπλάσιοι από τους θανάτους από καρκίνο. Τα τελευταία πενήντα χρόνια οι επιστήμονες κατάφερναν κάθε τόσο να αντιστρέφουν τα αφηνιασμένα κύτταρα, εν τούτοις όλο και κάτι συνέβαινε και νέοι παράγοντες τα τρέλαιναν αλλιώς. Λειτουργούσε πολύ επιβαρυντικά το διαρκές φάσμα της δίψας.

Στα σχολειά η πρώτη τάξη ήταν αποκλειστικά αφιερωμένη στην εκμάθηση της ορθής εξοικονόμησης του νερού, των πρακτικών ανακύκλωσής του, της ιστορίας της λειψυδρίας και της καλλιέργειας δασών μπονσάι και κατακόρυφων κήπων.

Οι συνειδήσεις είχαν από καιρό μετατοπισθεί.
Τώρα η ζωή κυλούσε αργά μαζί με το λιγοστό νερό τους.
Οι σπάνιες βροχές είχαν ονόματα, όπως παλιότερα οι τυφώνες.

Παράμ παράμ παράμ γυρνάω χορεύω
τη θάλασσα που αρρώστησε γιατρεύω

Παράμ παράμ παράμ παραμυθένιο
ναυάγιο μες στα σύννεφα η σελήνη

Θάλασσα μάνα αρμύρα μου εσύ
γαλάζια μοίρα
θάλασσα μνήμη μαύρο μου ασήμι
πάρ’ την καρδιά μου ..του ανέμου αγρίμι

……………..

[αποσπάσματα από στίχους-ποίημα της Λίνας Νικολακοπούλου]

https://technischerbleistift.blogspot.com/2019/09/blog-post_24.html?fbclid=IwAR3pNMxxP6JtqM20mKjSvkd5zOIlZusD86nYKysu99q5n1NUd2tjkNsT3Dg

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΗΒΑΙΟΣ

FRACTAL 5/5/2020

Το βάρος του Μολυβιού ή Δεν γερνούν τα παραμύθια Πουπερμίνα

να μου απευθύνεσαι
-να μην υπάρχω-

Το παρακάτω σημείωμα συνάντησε τυχαία κάποια ποιήματα. Ήταν κρυμμένα πίσω από βράχους, σε τοπία ηλεκτρονικά και σε ιστούς μπλεγμένα. Ducati Monster Dark, Bi–Sides και άλλα που επίτηδες τα ονόματά τους δεν συγκρατώ, για να μπορώ κάποτε να μην εξηγήσω ποια αιτία προξένησε την παρακάτω αυθαιρεσία, ήρθαν και μου μίλησαν. Δεν είχαν την έκδηλη ακαμψία, μήτε τις άτονες που συνηθίζεται, εκφράσεις. Υπήρξαν ζωντανά, επάνω τους έφεραν άλατα από το μπλε του κοβαλτίου και ίσως από των σωμάτων τους ιδρώτες. Κάτι σαν περίφημα mobiles που με τον άνεμο γεννούν την μουσική.

Πλάνο πρώτο, Ducati Monster Dark και ένα ωραίο αγόρι. Η μοτοσικλέτα φέρει χαρακτηριστικά αρπακτικού, πάει να πει φυγαδεύει τον αναβάτη της, ολοζώντανη, σε λαμπερό, κίτρινο χρώμα. Ένα κορίτσι με όνομα θαυμάσιο και γράμματα πλεγμένα σε ουράνιο τόξο μιλά. Στον ρόλο του αφηγητή. Φορά κράνος χαρτονένιο, ανήκει καλύτερα σε μια ιδιοφυή εποχή. Τίποτε σαν τον δικό μας, νικελωμένο αιώνα.

Τα κορίτσια στο βεστιάριο ζουν τα μικρά μυστικά τους. Σπασμένα τακούνια, παθητικοί αριθμοί και κάτι από χρόνο. Πάνω στον ψηλό πύργο Remedio Varo. Το όνομα αποπνέει λατινικά καινούριου κόσμου. Και άλλοτε μαχαιρωμένη κοπέλα, πισώπλατη προδοσία. Όλα είναι χρόνος, άγριοι βρυχηθμοί, κραυγές στα φανάρια, αλιείς εραστές, cowboys, ψεύτικες γιρλάντες, κινέζικες αγορές. Το μοντάζ της πόλης και της ζωής σου έχει από όλα. Και κάτι από χρόνο. Αυτός ο τελευταίος θυμίζει μηχανικό μολύβι, σπάει, διακόπτεται, επανάληψη ασκήσεων τροφοδοσίας, να παίζεις με τα χιλιοστά και τις δεκαετίες. Εκείνος που υπογράφει το ποίημα διαθέτει μια σπάνια ευαισθησία με το χρώμα. Είναι ο μόνος του τρόπος καθώς μέσα από τα αραβικά παράθυρα χύνεται μια κόκκινη, φολιδωτή υφάντρα με όλα σου τα χαρακτηριστικά και τις υπομνήσεις. Σε κοιτά ίσια στα μάτια, με απρέπεια και τρυφερότητα, κάπως διστάζοντας μα με το πεπρωμένο της γραμμένο. Όμως, κοίταξέ την, πάντα ο χρόνος και πάντα εκείνη. Νεανική, με αφοπλιστικά βλέφαρα, πιο μέσα από τα μάτια, στους μεσημβρινούς της Έμιλυ. Με χείλη και στίχους που κάτι απόψε είπαν.

Ξανά, πλάνο πρώτο. Γραμμένοι στίχοι στον άνεμο, με την ανάμνηση θαμπών χρωμάτων και εκφράσεων. Το κορίτσι με το θαυμάσιο όνομα, -ας πούμε το θερμό ανάλογο μιας Αλίκης-, κάνει ένα βήμα και προτάσσει μια ιδέα από στίχους ατλαζένιους, με αιχμηρές άκρες. Κορίτσι δηλητήριο, φόρεμα από λαμπιόνια. Κανείς δεν ξέρει τι πρόσωπο φορούν οι ποιητές.

Τα κορίτσια στο βεστιάριο ζουν τα μικρά μυστικά τους. Η τελετή της ετοιμασίας απαιτεί όλα τα σύνεργα. Πάει να πει, κόκκινες μπαλαρίνες, τσάρλεστον, μακρόταλο, γκοφρέ, το άλλο φουστάνι έχει τις πεταλούδες που μαλακώνουν γρήγορα την καρδιά. Και τις αντιστάσεις των αγοριών που δεν ξέρουν πως κάτω από αυτές τις μοντέρνες κούκλες κρύβονται ποιήματα και αδίστακτοι στίχοι. Όλα εκείνα τα λόγια, φίλε, τα κορίτσια του βεστιαρίου τα γράφουν στους καθρέφτες. Φαντάζεσαι, με κραγιόν σιένα και φθινοπωρινό καιρό. Όμως είναι πάντα ο χρόνος, άγριος πολύποδας, μεταξένιες ωοθήκες, μάτια κάρβουνο και ο φόβος για τα αποσυρμένα πράγματα. Δεν βρίσκουν καιρό, τα πρόσωπα αυτών των κοριτσιών είναι από καιρό σπαραγμένα μυθιστορήματα. Τα σπασμένα υαλικά, μες σε κάθε κορίτσι του βεστιαρίου περιμένουν να πεθάνουν τα σπασμένα υαλικά της θαμπής Μολφέση, ζωγραφισμένα με τα άλλα υλικά και έναν σπάνιο αυθορμητισμό. Παλιά Παρθένος με κατάμαυρο, τσαρουχικό πρόσωπο και φάρσες αντιγραφής. Το λιωμένο τους φουστάνι, συνιστά για τα κορίτσια του βεστιαρίου μια ανάμνηση κυκλώνα. Επάνω του ακούμπησαν βραδινές ιστορίες, τότε που έμοιαζαν με τα φεγγάρια του Λεοπάρντι και όλα ήταν πιθανά. Είναι όμορφο το τραγούδι των κοριτσιών και οι στίχοι του τα άυλα πέδιλα κάτι από έκπτωτους, νεαρούς θεούς. Τίποτε περισσότερο δεν αποκαλύπτουν και πρέπει να επιστρατεύσει κανείς όλη την ζωγραφική και μια ανοιχτή καρδιά, αν επιθυμεί να αντικρίσει δυο κοριτσίστικες μεγαλειότητες που συγκρούονται.

Ξανά, πλάνο πρώτο, πρέπει οι εκφορές να μεταχειρίζονται λεπτουργημένα σύρματα. Οι στίχοι διαθέτουν βαρύτητα, πάει να πει, κάθονται σαν βροχές, διαθέτουν φρεσκάδα, κάνουν, πάει να πει ζωντανή αυτήν την νύχτα. Το κορίτσι θα το λένε Πουπερμίνα. Το δράμα της δεν θα είναι γραμμένο στο πρόσωπο Λίζα μα στα ποιήματα, τα ποιήματα.

Τα κορίτσια του βεστιαρίου, όταν τελειώνουν την σπουδή τους, τρέχουν στην έξοδο του ποιήματος. Πρέπει να είναι εκείνη του κινδύνου, γιατί τα κορίτσια τρέχουν ως εκεί με διαλυμένη μέση, σωρούς υποσχέσεις στον κόρφο τους και ίσως το χαλασμένο μακιγιάζ του χρόνου. Γυρεύουν τα αγόρια τους, εκείνα ανάβουν τα μπροστινά φανάρια, ξαφνικές στριγκλιές μες στην νύχτα, ωραία που είναι να παίζει κανείς ετούτο το παιχνίδι. Και ύστερα, λίγο πριν φανούν τα δάκρυά τους, τα κορίτσια σκοτώνουν με χρωματιστές καρδιές και τα τακούνια τους το φίδι του κάδρου και σκαρφαλώνουν σε μια τερατώδη, ιταλική μοτοσικλέτα, κρατώντας από τα λαγόνια την ζωή, ξυπνώντας τα χιλιάδες, κοιμισμένα περιστέρια, αφήνοντας κατά μέρος τα πώς και τα γιατί. Τα κορίτσια στο βεστιάριο σιγοτραγουδούν σε πρώτο πρόσωπο, ενικό και ας μοιάζουν όλα τα πράγματα να έχουν την ίδια απόσταση. Είναι πνεύματα θεατρικά, χρειάζονται μια εικόνα και θα υπάρξουν, όπως τα σχέδια των κοχυλιών που αναδεικνύονται στο φως. Αυτά είναι τα κορίτσια του βεστιαρίου που απόψε, σαββατόβραδο, φορούν στρας και λυπούνται. Επειδή θα ήθελαν έναν Καίσαρ χρόνο, έναν τρελό που ξεσηκώνει φύλλα να έρθει κάτω από το παράθυρό τους. Και ακόμη, ένα κουδούνισμα κάπου στα μεσοδυτικά, για μια Ρόμπι που προσμένει κάποιον Μπεν. Τα κορίτσια του βεστιαρίου ανάβουν όλα τα φώτα και το μεγάλο πάλκο του χρόνου λάμπει. Εκείνες στο διάφραγμα ενός χρονικού, ίσια περνούν στους μεγάλους έρωτες και τους λαμπρούς κινδύνους. Με θάρρος πολεμούν τον καιρό, μυρίζουν το κυκλάμινο και δεν γερνούν ποτέ.

Τελευταίο πλάνο. Η Πουπερμίνα, μισή παραμυθένια, μισή χοϊκή διατρέχει σαν φλέβα τον καιρό. Επειδή δεν φοβάται, γράφει ποιήματα. Ίσως όταν κλαίει το μαγικό της πανέρι να γεμίζει με τα καλύτερα τραγούδια. Ίσως όταν είναι λυπημένη περισσότερο από το κανονικό να βρίσκει τον εαυτό της μες στο γύρισμα των έξαλλων στροφάλων. Μες στην καρδιά της κρύβει τον ίλιγγο του καιρού. Παντού και πουθενά οι στίχοι της Πουπερμίνα κυκλοφορούν πάνω από οδοφράγματα, κονβόι, σκηνές εγκληματικές. Σαν άλλη mrs milligram κερνά εκείνα τα ολόλευκα κεφάλια που κοιμούνται στο βάθος των αγωγών του Γιάννη Βαρβέρη. Εκείνοι και τα ποιήματα ξυπνούν. Δείχνουν έναν ορίζοντα, χέρσα χωράφια με παγωμένα σώματα, πολαρόιντ που δεν σώζονται με τίποτε. Πήραν φως και καίγονται. Ετούτη η επίγνωση ίσως πληγώνει την Πουπερμίνα, μα συνιστά μια ένδειξη επίγνωσης, μια εκστατική παραδοχή που μόνον οι ζωγραφιές και τα ποιήματα ομολογούν. Η φωνή της βγαίνει μέσα από τα ολόσωμα γλυπτά της Γουατεμάλας και τις αχνές, συριστικές μορφές της Remedia Varo που ντύνει με ένα δεύτερο δέρμα αυτές τις απότομα ποιήματα ψαλιδιές μες στον βόμβο του χρονικού. Δεν παίρνει πόζες συμβατικές η Πουπερμίνα, κρατά από τα χέρια τις πρόζες της που κάνουν όλη την βρώμικη δουλειά, βαδίζοντας σαν ψυχές κολασμένες πάνω στους τύμβους των ποιητών. Αφού ο αιώνας μας τίποτε δεν θυμάται, η Πουπερμίνα βρίσκει μια άκρη, μια Αριάδνη με γερασμένα μαλλιά και μέλη και ένα ρετάλι ουρανό. Λέξεις στακάτες, ρυθμός που βρίσκει την απάντησή του μες στην ανάγνωση, μυρωδιές των δρόμων, του φιλιού το στέγνωμα, στίχοι ιδιοφυείς, μια φίνα εσπεράντο που κάνει την εμφάνισή της μες στους στίχους, αρθρώνοντας ελεγείες την πιο αναπάντεχη στιγμή. Τα ποιήματα της Πουπερμίνα είναι τυφλά και για αυτό δίκαια, με μια αίσθηση τιμιότητας, μικροί, σαν να λέμε επιτάφιοι. Κάποτε φέγγουν μες στους ατσαλένιους δρόμους, κάποτε η παλιά μυθολογία και η δύναμη να βιογραφούν τα άφωνα. Όλα αυτά είναι η Πουπερμίνα. Ένας μικρός δρόμος που οδηγεί στα ποιήματα. Κάτι σαν το θαυμάσιο αδιέξοδο Ροσέν, κοντά στο Βοζιράρ που στέγασε κάποτε τον γλύπτη Μπρανκούζι. Η Πουπερμίνα ξέρει για τι πράγμα μιλώ, για τις λεπτές γραμμές και κυρίως, για τις λέξεις που ελπίζουν, ζουν, βάφονται, γερνούν. Μα με έναν μοιραίο και ειρωνικό τρόπο και με τον πάταγο της αλληγορίας τους πάντα εφικτό . Έναν τρόπο που καθιστά το στυλ της σύγχρονο, ενώ την ίδια στιγμή την φαντάζομαι με βαμμένα από πέταλα γερανιού χείλη και σπίρτο στα φρύδια. Να κοιτάζει με μάτι ελεφάντινο ζωγράφου τα βαθιά στρώματα, ενώ τα ποιήματά της περνούν, αναμμένα βαγονέτα με κολλαρισμένα μανεκέν. Το εξ αντικειμένου κάλλος καίγεται και η ίδια συνθηματολογεί κόντρα στην άβυσσο του δρόμου.

Η Πουπερμίνα δεν μεγαλώνει και το συγκολλητικό υλικό της δικής της συνείδησης είναι ο κύκλος της ζωής και το βάρος του μολυβιού που κρατά στο έδαφος τις πρόζες της. Κάνει πράξη την επωδό του γέρο Ουώλτ και πάντα κάπου στέκει και μας προσμένει. Σε ένα γλυπτό, σε μια ζωγραφιά, σε ολόσωμες φιγούρες και προτομές ενός νεαρού Τηλέμαχου. Τα καλοκαίρια, λένε κοιμούνται μες στα αγάλματα. Και στα ποιήματα, ψιθυρίζει η Πουπερμίνα και όσοι πιστοί ακούσουν. Ανάμεσα στα πένθη του Χ. Λιοντάκη και την λαμπρή προοπτική των κατά Στέλιο Λύτρα, αναβάσεων. Μες στην λαμπρή πεποίθηση πως ολάκερο το σύμπαν φτιάχτηκε για τους μικρούς θανάτους μας.

3 σκέψεις για το “ΠΟΥΠΕΡΜΙΝΑ”

  1. Παράθεση: Πουπερμίνα – Μηχανικό Μολύβι (mpencil)

  2. Παράθεση: Πουπερμίνα - Deyteros.com

Γράψτε απάντηση στο mariela Ακύρωση Απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.