ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ ΜΑΝΤΑ ΛΑΖΑΡΟΥ

Η Ευφροσύνη Μαντά-Λαζάρου γεννήθηκε στην Κύπρο. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε στη Μέση Εκπαίδευση και στην Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας του Υπουργείου Παιδείας της Κύπρου ως συντονίστρια προγραμμάτων Λειτουργικού Αλφαβητισμού. Από το 2003 μέχρι το 2011 υπηρέτησε στα σχολεία της Εντός των Τειχών Λευκωσίας, για τον σχεδίασμά και την υλοποίηση εκπαιδευτικών και κοινωνικών προγραμμάτων για
μετανάστες και πολιτικούς πρόσφυγες. Έχει εκδώσει επτά ποιητικές συλλογές κι ένα μυθιστόρημα, ενώ έχει ασχοληθεί και με την παιδική λογοτεχνία. Συνεργασίες της δημοσιεύονται σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά. Έργα της έχουν μεταφραστεί στα ιταλικά, σέρβικά και αγγλικά. Επίσης, τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης Κύπρου για το έργο της Ο Νώε στην πόλη (εκδόσεις Πλανόδιον 2012). Το βιβλίο Τα κόκκινα ελάφια είναι η πρώτη νουβέλα της.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΟΙΗΣΗ

2020 Ένα δέντρο λιβάνι και πάλι ο ξηρανθός, εκδόσεις Βακχικόν
2019 Κρανίο Κύκλωπα, εκδόσεις Εντευκτήριο
2014 Ναρκοσυλλέκτρια, εκδόσεις Γαβριηλίδης
2012 Ο Νώε στην πόλη, εκδόσεις Πλανόδιον (Κρατικό Βραβείο Ποίησης)
2011 Το μέσα φόρεμα, εκδόσεις Αφή
2005 .. .σε έρωτα ή θάνατο θα πάμε
2002 Οι Μέρες Υφάντρες Οι Νύχτες Γυμνές

ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ

2018 Mine Collector, CanCyp, Toronto (αγγλικά)
2017 Skupljacica mina, Treci Trg (σέρβικά) (Βραβείο Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών της Σερβίας)
2016 Noe in Citta, Argo (ιταλικά)
2015 Noje u Gradu, Treci Trg (σέρβικά) (Βραβείο Ljubisa Rajic από την
Ένωση Μεταφραστών Λογοτεχνίας της Σερβίας για την καλύτερη
μετάφραση ξένου βιβλίου από πρωτοεμφανιζόμενο μεταφραστή)

ΝΟΥΒΕΛΑ

2023 Τα κόκκινα ελάφια εκδόσεις Βακχικόν

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

2006 Χωρίς την Αριάδνη στη χώρα του αυτισμού παρέα με την ποίηση.
εκδόσεις Γκοβόστη

ΠΑΙΔΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

2006 Φίλε μου εγώ δεν είμαι σαν και εσένα, το γράμμα ενός μοναχικοί
παιδιού

ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ ΣΕ ΑΝΘΟΛΟΓΙΕΣ

2018 Ανθολογία Κυπριακής Ποίησης 1969-2018, εκδόσεις Κύμα
2015 Pane e poesia, La Vita Felice

.

.

ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΕΛΑΦΙΑ (2023)

ΕΓΩ ΔΕΝ ΗΜΟΥΝ ΟΜΟΡΦΗ  

(Απόσπασμα)

Εγώ δεν ήμουν όμορφη. Ούτε ράφτρα τόσο καλή σαν τις Σελεκοπούλες.
Η βάβω μου με μεγάλωσε. Αυτήν αγαπούσα πιο πολύ κι από τη μάνα μου. Τη βάβω μου έβλεπα κι άκουγα κι έμαθα να τηράω τον άντρα μου και τα παιδιά μου. Μαγέρεμα καλό από τη βάβω έμαθα. «Φαΐ θέλει ο άντρας να του πιαστεί κι όχι νεροπλύματα» μου έλεγε. «Φαΐ και καλοπιάσματα».
Βοηθούσα στο ραφτάδικο. Ήμουν πρόθυμη και συχνά με φώναζαν για δουλειά όταν είχαν πολλά φουστάνια και ποκάμισα να ράψουν. Κεφαλοδέματα έδιναν μόνο στη Βαγγιώ να τα πλουμίσει. Δεν έραβα τόσο καλά σαν τις Σελεκοπούλες. Εκείνες ήταν τεχνίτριες φημισμένες. Έπαιρναν το ρούχο, το ξεδίπλωναν, το άπλωναν, το κοίταζαν, το άγγιζαν, το μέτραγαν, φάρδος, μήκος, μίλαγαν αναμεταξύ τους. Μεταξωτό ήταν, βαμβακερό, λινό…
Κάθε πανί ράβεται με τον τρόπο του. Οι λεπτές ραφές, τα συγυρίσματα, μόνο από τα δικά τους χέρια πέρναγαν. Όταν έπιαναν στο χέρι τους το ψαλίδι κι έκοβαν το πανί, ήξερα πια σε πόσες μέρες θα ήταν έτοιμο το φουστάνι. Ήξερα και ποια θα το φορούσε.
Στο ραφτάδικο έρχονταν πολλές γυναίκες. Από όλες τις γειτονιές. Ούτε που γύριζαν να με κοιτάξουν. Μιλούσαν ασταμάτητα και χωράτευαν μεταξύ τους. Εγώ ήμουν ήσυχη.
Ναι, εκείνη ερχόταν πιο συχνά από όλες. Της άρεσαν τα ωραία φουστάνια. Ναι, ήταν όμορφη. Ωραία γυναίκα μα είχε τις παραξενιές της. Δεν γνοιάζονταν για όσα γίνονταν κι ακούγονταν. Διάβαζε στα βιβλία της κι ερχόταν και μας έλεγε άλλες ιστορίες. Παράξενα μου φαίνονταν, δεν είναι αυτά για εμάς.
Ήθελε τα φουστάνια της να είναι τα καλύτερα. Ποτέ δεν φορούσε ό,τι φόραγαν οι άλλες. Είχε επάνω της πάντα τη χρυσή καρφίτσα με τα μαργαριτάρια. Νά, εδώ στο στήθος. Παινεύονταν στις φίλες της για το έχος της. Πιότερο καμάρωνε για την ομορφιά της.
Ναι, το πιστεύω που λεν πως παινεύονταν και καμάρωνε ότι ήταν όμορφη. Την έβλεπαν που όλο γυαλίζονταν- ακόμη και στα νερά της λίμνης έσκυβε να δει και να θαυμάσει το πρόσωπό της. Κακιά δεν ήταν, ξεμυαλισμένη ήταν από τους άντρες. Μάγια τούς έκανε με τα φερσίματα και με τα λόγια της. Έτσι
έλεγαν. Ναι, το πιστεύω. Και ότι παρατούσε τα παιδιά της στη μάνα της και στη Χρυσή. Δεν πολυσκοτίζονταν. Δύο παιδιά είχε από τον άντρα της. Ύστερα από το κακό που έγινε, τα πήρε κοντά του ο Μητροπολίτης. Ήταν θείος της ο Μητροπολίτης. Ο άντρας της ήταν έμπορος. Μήπως και τον ξανάδα από τότε που έγινε ο γάμος; Πολύ πλούσιος. Το σόι το δικό της ήταν αρχοντικό. Θυμάμαι ώς τα σήμερα τη νυφική της σκούφια∙ ήταν πετρωμένη από φλωριά. Μικρή την πάντρεψαν. Ο άντρας της ήταν πιο μεγάλος. Ο Μητροπολίτης πήρε κοντά του το παιδί. Πήρε και το θηλυκό. Ήθελε να τα μορφώσει και να τα κάνει τίμιους, ηθικούς ανθρώπους. Ο άντρας της ούτε κι από όταν γίνηκε το κακό δεν φάνηκε στα μέρη μας. Άκουσα πως η κόρη
της παντρεύτηκε και ότι γίνηκε Ευρωπαία. Για τον γιο, τόσα χρόνια, δεν έχω ακούσει.
Ήταν όμορφη, ψέματα να πω; Όποιος είχε μάτια έβλεπε. Στεφανοφρυδάτη, μεγάλα μάτια ωραία, μέτωπο άσπρο, λαμπερό… Η ομορφιά είναι από τον Θεό. Καλή η ομορφιά μα να είναι και τιμημένη. Μήπως και δεν πλάστηκαν στον κόσμο άλλες όμορφες; Ήταν και άλλες, ομορφότερες, όμως το στεφάνι τους το σέβονταν. Και δεν ακούστηκαν ποτέ στην εποχή τους. Ο κόσμος την κακολογούσε. Εκείνη όμως δεν σκοτίζονταν. Ανέγνοιαστη. Ήταν και μερικές γυναίκες που τους άρεσαν τα φερσίματά της. Και αυτές ακούστηκαν με άντρες. Και με Τούρκους. Ακούστηκαν στον καιρό τους ότι δεν ήταν σόι
γυναίκες. Από αυτές έμαθα για το μοσκοσάπουνο, για τα φτιασίδια και τις αλοιφές. Τότε που δούλευα στο ραφτάδικο. Δεν τα δοκίμασα ποτέ μου.
Ήταν ψηλή και λυγερή. Τη θυμάμαι όταν της ράβαμε εκείνο το μεταξωτό πουκάμισο. Το φουστάνι της ήταν χρυσοκεντημένο. Είναι η χαρά της ράφτρας τέτοια φορέματα να ράβει. Εγώ λίγο τα έπιανα στα χέρια μου. Οι Σελεκοπούλες έκοβαν το πανί, εκείνες τα έραβαν, τα στόλιζαν… καμιά φορά μού ζήταγαν να βοηθήσω… όταν τα άγγιζα, ήταν σαν να τα έραβα για
εμένα… Εγώ το νυφικό μου φόρεμα το είχα μονοφόρι πολλά χρόνια· στις γιορτές. Ύστερα μπόρεσα να ράψω κάνα δυο καλά φορέματα. Εγώ δεν ήμουν όμορφη. Όμορφη ήταν η Ρίνα μας.
Κακιά κουβέντα δεν έλεγα ποτέ, για καμιά. Ούτε για εκείνη. Άκουγα μόνο. Όταν έφευγα από το ραφτάδικο, έτρεχα στα παιδιά μου και στον άντρα μου. Το κατοικιό μας το είχαμε κοντά στους Εβραίους. Εχούμενοι δεν ήμασταν. Δυο πήχες πανί να ράψουμε φουστάνι ή πουκάμισο με χίλια ζόρια το αγοράζαμε από το παζάρι. Ραχατλού όμως δεν ήμουν. Ζύμωνα το καλύτερο ψωμί. Το φαΐ δεν έλειψε από το σπίτι μας. Και στην ώρα του πάντα. Και τώρα που μαγειρεύουν οι νύφες μου, εγώ πάλι πιάνω τ’ αλεύρια, χαρά που έχουν τα χέρια της νοικοκυράς μέσα στ’ αλεύρι! Ζυμώνω καμιά κουλούρα.
Εγώ δεν ήμουν όμορφη. Ούτε ακούστηκα ποτέ. Όταν ήρθαν οι άντρες του Πασά και με πήραν μέσα από το σπίτι μου, ο άντρας μου αρχίνησε τα κλάματα σαν μωρό. Τα παιδιά μου σιώπησαν. Φοβήθηκαν. Τυλίχτηκαν στην ποδιά της βάβως τους, κι εκείνη μες στην απελπισιά της τα καλόπιανε, τους έταζε πανιά να φτιάξουν τόπι, μεγάλο τόπι σαν το κεφάλι τους, καρύδια πέντε δέκα στον καθένα να έχουν να παίζουν με τα άλλα παιδιά. «Τίποτε κακό δεν έκανα εγώ για να με φυλακίσουν» φώναζα. Απελπίστηκα για το κακό που γίνηκε στους δικούς μου. Άδικα με φυλάκισαν. Ο άντρας μου έκλαιγε σαν το μωρό.
Καλός άνθρωπος ήταν ο άντρας μου. Τσοπάνηδες ήταν οι δικοί του. Σε καλυβόσπιτα έμεναν. Κατέβηκε στα μέρη μας και πήγε μαθητούδι κοντά σε μάστορα. Δούλεψε πολύ. Έγινε κάλφας. Ισναφλής δεν έφτασε να γίνει.
Κι εμείς στης μάνας μας πλούσιοι δεν ήμασταν. Ο πατέρας ο καημένος είχε πεθάνει. Η μάνα μου τέσσερις κοπέλες είχε να παντρέψει. Πάντρεψε τις δύο. Η τρίτη πέθανε. Μέρες την τρυγούσε η θέρμη. Τι να σου κάμει το πικροβότανο, είχε ριζώσει μέσα της η αρρώστια. Η Λάμπρω. Αλιά στη Ρίνα μας …
Όταν τις είδα, τόσες γυναίκες στη φυλακή, είπα πάλι πως λάθεψαν οι άντρες του Πασά. Τι αμαρτία έκαμα εγώ; Δεν μιλούσαμε. Κοιταζόμασταν μόνο κάνοντας σκέψεις η μια για την άλλη. Τι φταίξαμε όλες εμείς; Ήμασταν δεκαοκτώ. Δεν ήμασταν όλες χριστιανός. Τρεις ήταν μουσουλμάνες. Ούτε και
γνωριζόμασταν όλες μεταξύ μας. Τι φταίξαμε;
Ναι, ήταν κι εκείνη μαζί μας. Στην ίδια φυλακή. Δεν ήταν φοβισμένη. Τι είχε να φοβάται αυτή; Πλούσια ήταν, όμορφη, την αγαπούσε ο Τούρκος, γιατί να φοβηθεί. Όπου να ’ναι θα έρθουν οι άντρες της, θα έρθουν τα φλωριά, θα έρθει ο θείος της, να την ελευθερώσουν.
Όταν μάθαμε τέλος πως μας φυλάκισαν επειδή ήμασταν τάχα πόρνες, μαλώναμε η μια την άλλη. Και έτσι μαθεύτηκαν πολλά. Ψέματα και αληθινά όλα θάφτηκαν στη λίμνη. Κι εγώ δεν τα μαρτύρησα ώς τώρα κι ούτε ποτέ θα μολογήσω. Πάει, τα ξέχασα. Αμαρτία, λυπούμαι τις πνιγμένες.
Εγώ ήμουν ήσυχη και δεν είχα ακουστεί ποτέ.
Στη φυλακή εκείνη έγραφε. Δεν μιλούσε. Τι έγραφε, σε ποιον, δεν μας φανέρωσε. Αυτά να μην έκανε.
Τη μίσησα. Εξαιτίας της αγρίεψε ο Πασάς. «Αυτή φταίει», ήμασταν πολλές που το λέγαμε μες στη φυλακή. «Ναι! Και η άλλη, ναι, αυτή που φωνάζει και λατζοδέρνεται» λέγαμε. «Κι αυτή έβαζε άντρες μες στο σπίτι της». Ελπίζαμε όμως, κι έλεγε η μια στην άλλη: «Γιατί να μας σκοτώσουν; Τι έχει να κερδίσει ο πασάς;» Τον ξέραμε πως ήταν θηρίο, είχαμε ακουστά τις αγριάδες του. «Φλωριά θέλει ο σκοτεινόψυχος. Περιμένει τους δικούς μας να πέσουν στα πόδια του, να ζητήσουν χάρη και να του προσφέρουν δώρα και φλωριά. Πού να βρεθούν όμως σε μας χρυσά φλωριά; Οι πλούσιες και οι όμορφες, αυτές μάλιστα. Αλιά σε μας τις φτωχές!»
Όταν φάνηκε πως κανένας δικός μας δεν θα ερχόταν να φέρει δώρα στον Πασά, να προσκυνήσει το θεριό, να μας γλιτώσει από τον χάρο, τότε απελπιστήκαμε. Δεν βλέπαμε πια η μια την άλλη με έχθρα. Αγκαλιαζόμασταν και παρηγορούσαμε η μια την άλλη. Και εκείνην τη νιόπαντρη που στηθοδέρνονταν, τη χαϊδεύαμε και την ημερέψαμε λιγάκι.
Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου όταν ο φύλακας με φώναξε. Δυνατά το είπε όμως, είπε το δικό μου όνομα. Όλες το ακούσαμε. «Πήγαινε» μου λέει «είσαι λεύτερη, πήγαινε στον κέρατά τον άντρα σου». Και χαχάνισε. Αλλά τι με ένοιαζε; Ήρθε ο άντρας μου. Ο πασάς τον ρώτησε: «Ώστε τη θέλεις; Δεν σε πειράζει που είναι πόρνη;» «Δεν με πειράζει» του απάντησε ο άντρας μου, κι έτρεμε από φόβο. «Τη θέλω». Ξαφνιάστηκε ο Πασάς. Ανατρίχιασε. «Τη θέλω». «Παρ’ την πουτάνα σου και σύρτε, φευγάτε πριν μετανιώσω» του φώναξε βρίζοντας, κι ούτε που γύρισε να κοιτάξει το δαχτυλίδι που έβγαλε και άφησε μπροστά του ο άντρας μου. Ένα χαρχάλι που είχα εγώ, ο άντρας
μου δεν το έδωσε. Στην ανάγκη θα το έδινε, το φύλαγε να το δώσει, αν χρειαζόταν, τελευταίο. Κι όταν γυρίσαμε στο σπίτι, το έβαλε πάλι στη θέση του, εκεί όπου το είχα φυλαγμένο.
Στράφηκα και τις είδα όλες βγαίνοντας από τη φυλακή μας. Σαν το δεντρί που ξεράθηκε και χάθηκε η χλωρασιά από τη λαγκαδιά, έτσι κι από το πρόσωπό τους. Τις λυπήθηκα. Η ψυχή μου το ξέρει πόσο τις πόνεσα. Ήμουν κι εγώ μια από αυτές για λίγο, όμως αυτό το λίγο δεν φεύγει από μέσα μου
μέχρι και τώρα που μιλούμε. Μα όσο και να τις λυπήθηκα, η καρδιά μου χαίρονταν. Σώθηκα.

.

ΕΝΑ ΔΕΝΤΡΟ ΛΙΒΑΝΙ ΚΑΙ ΠΑΛΙ Ο ΞΗΡΑΝΘΟΣ (2020)

ΜΕΡΟΣ Α’: ΕΝΑ ΔΕΝΤΡΟ ΛΙΒΑΝΙ
ΘΑΛΑΜΟΣ ΝΟΣΗΛΕΙΑΣ

Τον πήρε η βόμβα. Ξύπνησε μόνος. Ξύπνησε σε χωράφι σπαρμένο
νεκρούς κι είπε πως ήταν ζωντανός και έφερε ψηλαφητά το χέρι του στο
πρόσωπο. Του έλειπε μισό σαγόνι. Και τώρα, λέει, πως κατ’ εξαίρεση
ή κατά λάθος ήταν ζωντανός και κατά κάποιον τρόπο ευτυχώς που
του έλειπε και το μισό σαγόνι- ούτε με φρίκη να ουρλιάζει ούτε και να
καλέσει τους ανθρώπους. Με τόσους ενόπλους γύρω, ποιος ξεχωρίζει
ανάμεσά τους τον άνθρωπο; Έμεινε μόνος. Με τη σιωπή ανοικτή στο
θρυμματισμένο στόμα του. Την επομένη τον φόρτωσαν με όλα τα
άλλα πτώματα- μια πόρτα μόλις πριν το νεκροτομείο τον ξεχώρισαν
για το χειρουργείο.
Τώρα πέρασε σε μια τεκτονική στοά κι ακολουθεί περίεργα τελετουργικά.
Επιστρέφει μέσα από σπαθιά υψωμένα θριαμβικά, αφού πρώτα σε
εντάφιο θάλαμο σιωπά ασκούμενος στη γαλήνη αμετάδοτων μυστικών
θανάτου. Όπως σε πεδιάδα ειρήνης σβήνει ένα βουνό, έτσι τον ησυχάζει
κάθε επιστροφή.
Έξω από θαλάμους νοσηλείας γέρνει να κοιμηθεί. Δύσκολα. Γέρνει να
κοιμηθεί απόψε κι είναι ένα κουρέλι απλωμένο στο στήθος της νύχτας.
Ψες ήταν ένα κομμάτι κρέας.
Και οι νύχτες μένουν ανοικτές στη σιωπή ενός θρυμματισμένου στόματος.

ΜΕΡΟΣ Β’: Ο ΞΗΡΑΝΘΟΣ
ΕΝΑ ΔΕΝΤΡΟ ΛΙΒΑΝΙ ΚΑΙ ΠΑΛΙ Ο ΞΗΡΑΝΘΟΣ

Ένα δέντρο λιβάνι· ανάβει.
Μα η καρδιά νικιέται.
Επιμένει ν’ απλώνει τη χλόη της,
ένα επίπεδο, λείο, πεδινό σήμερα.
Ένα δέντρο λιβάνι και πάλι ο ξηρανθός.

ΠΕΘΑΜΕΝΑ ΠΑΙΔΙΑ

Παιδιά πεθαμένα,
όλες οι γλώσσες των ανθρώπων νεκρές.

Όμως εκείνα δεν είχαν πεθάνει
μέσα στη γλώσσα τους
κι εσύ δεν φτάνεις τους φθόγγους τ’ ουρανού τους
— νεκρός.

Παιδιά πεθαμένα,
όλα τα χείλη ξεκαρφώνουν λέξεις νεκρές.

Η σιωπή τους
φυσάει τον θάνατό σου
τίποτε, τίποτε δικό της
δεν ζητεί.

Ποιο το σώμα; Και το δέμας ποιο;
Ποιο το πτώμα, ποιο το σώμα;

Από ποια μεριά της
φέρνει η θάλασσα τους κρίνους
κι από ποια μεριά της φτάνει
το κερί και το λιβάνι;
Του ποταμού ποια η όχθη που ανθίζει
και ο θάνατος σε ποια όχθη ψαλμωδεί;

Τα παιδιά,
παιδιά πεθαμένα.
Ποιος το ρόδο,
ποιος τ’ αγκάθι;
Ποιος το σώμα,
ποιος το δέμας;
Ποιος το πτώμα,
ποιος το σώμα;
Ποιος η πόλη,
ποιος ο τάφος;

Ποιος φθέγγεται;
Ποιος θορυβεί;
Πάνω από μαύρα κύματα
μαύρος κι ο ουρανός πεθαίνει.
Παιδιά ιππεύουν τις πλάτες της νύχτας
αρπαγμένα μέσα στην άλογη χαίτη.
Ο νέος ποιητής, όταν γυρίσει
θα καλπάζει με χείλη κλειστά.

ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ

Καμιά ρωγμή ― στον πηλό φλέβες
ζεστές στο βάθος τους εδώ. Επιθυμούν.
Επάνω τους το γυαλί θα γυρίσει
τις αιχμές του στην άμμο
και άμμος θα χωθεί στον στεναγμό της θάλασσας.
Κάποιος από ψηλά δεν βλέπει.
Ανοίγει μια πόρτα πρωινή, ανοίγει μια πόρτα βραδινή.
Ρίχνει φως ― και το σκοτάδι του.
Ρίχνει νερό ― και τη φωτιά του.
Ρίχνει φωτιά ― και το χιόνι της.
Πέφτουν μαζί ― χωρίζουν μέσα σε δύο οφθαλμούς.

Η συμφιλίωση είναι μια λέξη δική σου
μέσα στις προθέσεις ενός ξένου.
Καμιά ρωγμή ― στον πηλό φλέβες ο χρόνος
ο χρόνος πυργώνει ό,τι ανάβει σαν άστρο το μέλλον.
Όμως με μια Βαβέλ ο χρόνος τελειώνει χωριστά
με τον καθένα. Καμιά ρωγμή.
Η Βαβέλ φέρνει ένα αηδόνι πάνω από τις χωριστές μας λέξεις.
Μια πρόθεση σε ένα ράμφος. Ακουμπάει.
Κοντά και πλάι πλάι.
Κοντά και πλάι πλάι δέντρα μνημονικά
και δεντρόσπιτα γεμάτα φίλους και καρπούς
τον ουρανό τρυγούν τη θάλασσα
τα ηλιοπότηρα υψώνουν στον αέρα
και ακούν το αηδόνι
το μεθυσμένο εδώ
εμείς ακούμε.

Η ΧΑΛΚΙΝΗ ΠΕΡΙΠΟΛΟΣ

Χριστούγεννα Καλά και Αναίμακτο το Πάσχα!
Άγνωστοι φίλοι στα παράθυρα
κολλούν τα χνώτα τους
μάζες αδιαπέραστες.
Ένας στρατώνας με τη μελαγχολία της μνήμης
και το σβησμένο κρεματόριο εκπέμπει:
― Άλλαξε δόντια για άλλα φαγοπότια ο αιώνας.
Μια χάλκινη περίπολος περνά αόρατη
ξυπνάει τη χλόη και το έντομο, ξύνει το χιόνι ―
στα μάτια τους τίποτε δεν τήκεται.
Όταν φυτέψεις ένα δέντρο θα φας καρπό.
Όμως το μέλλον και η επιβίωση μάχη αναίμακτη
πολύ μακριά, αλλού ο μόχθος κι αλλού η ρίζα που πονά.
Μέσα στο τίποτε για τίποτε δεν θα πεινάς
ήσυχος δεν θα ενοχλείς τα δείπνα και τους γάμους του Θυέστη.
― Άλλαξε δόντια ο αιώνας για άλλα φαγοπότια τρυφερά.

ΤΕΙΧΟΣΚΟΠΙΑ

Φαίνονταν τώρα επί γης,
Τροία, Κερύνεια, Αμμόχωστος,
η Αντιόχεια, η Βηρυτός, Παλμύρα, Δαμασκός,
Ραμάλα, Ιερουσαλήμ…
Χαμηλότερα ένα κομμάτι από Αφρική.
Ξημέρωνε σαν πάντα ωφέλιμο το φως
για εκείνους που είναι το χόρτο της ζωής.
Για τους άλλους μια τελευταία σφαίρα ο ήλιος,
η πιο οδυνηρή,
έξυσε την παγωμένη τους καρδιά.
Είναι νεκροί.

Κανένα τείχος.
Και μόνο ο στοχασμός μάς συγκρατούσε
σαν μέσα σε νεφέλη ελάχιστα πιο πάνω,
χώρια ακόμη από τους σκοτωμένους:

Χρυσό πουλί ανατολή, μαύρο φτερό στη δύση.
Και εν ανθρώποις η μελαγχολία:
ευδοκιμούμε ανάμεσα·
μονοπόδαροι
σε δύο όχθες ραβδιστές του χρόνου.

ΕΝΑ ΔΕΝΤΡΟ ΛΙΒΑΝΙ ΚΑΙ ΠΑΛΙ Ο ΞΗΡΑΝΘΟΣ

Ένα δέντρο λιβάνι και πάλι ο ξηρανθός.
Τοπίο της άνοιξης μες στις ερήμους.
Ό,τι περίσσεψε από το σφύριγμα του τρένου.
Αυτό που πάντα υπολείπεται μες στο λιμάνι.
Ό,τι σιώπησε μες στη φωνή οργανοπαίχτη.
Ποιήματα στα χείλη της αβύσσου.
Παιδιά γυμνά στον ήλιο αχόρταγα.
Την άλλη μέρα η χλόη τους κρυσταλλώνει.
Ξηρανθός μέσα στον πάγο τους.
Τρίμματα χρόνου.
Μια τελευταία λάμψη σκοτεινή.
Ο ξηρανθός, το έγκαυμα θανάτου.

.

ΚΡΑΝΙΟ ΚΥΚΛΩΠΑ (2019)

.

Σαρκοφάγοι πολιτείες
Ποιοι Κύκλωπες, ποια άντρα, ποια γη αγεώργητη;

Αλλά
Θα μυρίσει η ζωή σαν πούδρα δροσερή
σε πληγιασμένη σάρκα

*

Κρανίο Κύκλωπα

Ανεμελιά πλάι στην όχθη ποταμού ξαπλώνει το ζωάκι της,
την τρυφερή της γούνα
θα ακουμπήσει μια μέρα το χέρι στο αλέτρι και
θα ξυπνήσει τον κορυδαλλό.
Πάνω από το χώμα της. Αργότερα, αργότερα η ταφή.
Τώρα ο ποταμός να φεύγει.
Το μάτι πληγή.
Μέσα στο αίμα καίγεται σγουρό κοπάδι ο κόσμος.
Όλα η αυθάδεια τα πήρε στη φωτιά της.
Στη χαραγή του τέρατος-ανθρώπου
στο γύρισμα που παίζει με τη γλώσσα του
τους γρίφους, τα αινίγματα, την ήττα
ένα λεπίδι φως σχίζει και σχίζεται, πονά και προχωρεί.

Η νοσταλγία του τυφλού: αυτή
γεννάει τις λέξεις και τα όμορφα παιδιά.
Θα μυρίσει η ζωή σαν πούδρα δροσερή
σε πληγιασμένη σάρκα.

*

Κρανίο Κύκλωπα:
Εκεί που δίχως βλέμμα οι κουρσεμένοι του θανάτου
το μάταιο σου τάζουν, τον αφανισμό μέσα στις τρύπες των ματιών τους
εκείνο έχει το χάραγμα μιας αυγής που μέσα φέγγει.
Το μέσα του σκοτάδι υγραίνει τώρα με παράπονο:

Φεύγουμε — μένουμε
στο ίδιο δίχτυ η ζωή, όμοια μια ψαριά βαραίνει.

*

Γυναίκα και κοπέλα μου παλιά κι αγαπημένη,
στο φως σε κοίταξα μα στο σκοτάδι σε είδα.
Πιο τρυφερή από το αρνί λευκότερη από γάλα.
Θα σου χαρίσω έντεκα ελαφάκια για να παίζεις,
στα κυπαρίσσια και στις δάφνες να γυρνάς,
στα χλοερά λιβάδια.
Νερά θα έχεις και πηγές να λούζεσαι.
Θα μάθω και να κολυμπώ στη θάλασσα που αγαπάς.
Τα γελαστά δελφίνια της, τα σιωπηλά της ψάρια,
τα τριχωτά μου χέρια στη σάρκα τους τη νόστιμη.
Μην τα σκιαχτείς, ξέρουν να χαϊδεύουν.

Γλυκύ χειμώνα σου υπόσχομαι.

Χιόνια θα ρίχνουν έξω μοναξιά —
Μέσα φωτιά θα σε παρηγοράει

*

Κρανίο: Νοσταλγός.
Τα άστρα βοηθούν να γονατίζουμε.
Τα σπίτια συγκρατούν τη μνήμη.
Γλιστρά σε τζάμι το χιόνι του κόσμου.
Έξω μια νύχτα προχωρά μέσα στην άλλη νύχτα —
Μέσα ξεσπάει το φως της μια αυλή.
Χρειάστηκε φως,
πόσο φως, για να φανεί η νύχτα!
Είναι το στόμα του ήλιου.
Καταπίνει όσα αρνούνται να φανερωθούν.

*

Έτσι οι φοβερές των λέξεων κόψεις.

Αλλά

Θα μυρίσει σαν πούδρα η ζωή
σε τρυφερό κορμάκι.

Τώρα ο ποταμός να φεύγει.

.

.

ΝΑΡΚΟΣΥΛΛΕΚΤΡΙΑ (2014)

Μου ακουμπάνε κάποια μυστικά
και μου λένε κράτησέ τα!
κι εγώ τρομάζω
γιατί μου δίνουν να φυλάξω μια βόμβα
που επιθυμώ να εκραγεί.
Καρφώνομαι στον τοίχο μια πινέζα κατανόησης
Κι εγώ θέλω να εκραγεί σαν ήλιος
να κάψει κι άλλα μάτια
ν’ ανοίξει κι άλλες καρδιές
να μιλήσουν κι άλλα στόματα.
Να μην είμαι μόνη.

*******

Φίλια στρατεύματα οδοιπορούν
σε τακτικούς διαδρόμους.
Ανιχνεύουν έγκαιρα όσα αποφεύγουν οι φρόνιμοι.
Κι εγώ τους παροτρύνω
να μαζέψουν λαλέδες και κυκλάμινα.
Πράγμα που δεν το έσπειρε ανθρώπινο χέρι
φόβο δεν έχει.

*******

Ιχνηλατεί μόνος ουσίες χημικές.
Είναι δικός του ο πυρετός ή του ξένου ποταμού;
Γνωρίζει όλα τα στοιχεία μα καλού κακού
παίρνει τις προφυλάξεις του.
Ένα ένα ξέχωρα τα καταχωρεί μη δέσουν και καρπίσουν ένα σώμα
μην ονομάσουν ένα πρόσωπο γυμνές πληροφορίες να μένουν
τη θερμοκρασία του νερού τα ρεύματα και την ανατριχίλα του
το πέταγμα ενός πουλιού, το βύθισμα μιας πάπιας, τα υπολογίζει
το φως μιας φέτας φεγγαριού
μια φυσαλίδα τέτοιων αντιλήψεων,
μέσα της εισπνέει το παρόν. Μόνος.
Εκπνέει.

*******

Τα βράδια μεταφέρω τη σιωπή από τον τάφο μου
στο κρεβάτι μας. Εσύ δεν το νιώθεις ευτυχώς!
Κοιμάσαι όμορφα.
Κι εγώ δραπετεύω στη συλλογή με τα κτερίσματα,
(σ’ αγαπώ αλλά πιο πολύ κοιτάω τη θλίψη μου)
πήλινα πουλιά, ξύλινα αλογάκια, μυροδοχεία
και αγγεία χρήσιμα για τη δουλειά.

Έζησα όπως ο στρατιώτης το χαράκωμα.
Μια λεπτή σιωπή μας χωρίζει κι εσύ την αναπνέεις.
Μια λεπτή σιωπή μας ενώνει στο κρύο φυλάκιο μου.

*******

Όταν μου τελειώνουν τα δάση των ονείρων
μπαίνω στο ναρκοπέδιο
ελπίζοντας πως όταν βγαίνω
κουβαλώ κι ένα κομμάτι του εαυτού μου.
Κομμάτι το κομμάτι
μια μέρα θα βγω σώος.

*******

Μα εγώ θέλω να τραγουδώ
αλλά το κύμα της φωνής επηρεάζει
τα συρματόσχοινα στο ναρκοπέδιο
κι ένας μικρός, ελάχιστος κραδασμός
μπορεί να είναι και το τετέλεσται.
Μα εγώ θέλω να τραγουδώ σαν άνθρωπος
και να σφυρίζω καμιά φορά σαν αλήτης
μαζεύοντας λουλούδια και καρπούς από τους κήπους

*******

Ας είναι μια μέρα δίχως κίνδυνο
να ξεδιπλώσω τις αστραπές μου
όπως μια φωταψία καλοκαιρινή στον ουρανό
σαν να γιορτάζω αθώα το αναστρέψιμο.

*******

Ας είναι μια όμορφη μέρα.
Με τα πουλιά της, με τα δάση και τους δρόμους της,
με τα εργόχειρά της.
Ο μόνος συναγερμός ας είναι ο ήλιος της

*******

Ας είναι μια νύχτα δίχως κίνδυνο.
Να ξεδιπλώσω τη λύπη μου φοδραρισμένη
με τα ρετάλια του θυμού και του φόβου μου.

*******

Ας είναι μια όμορφη βραδιά
με τα αστέρια της, με τα φεγγάρια και τα μονοπάτια της,
με την ανάπαυση της.

*******

Την ώρα που μπαίνω στο ναρκοπέδιο
αφήνω απ’ έξω μια ψυχή•
πότε της μάνας μου πότε του παιδιού μου
πότε της γυναίκας μου ή μιας ερωμένης
που άφησα πριν χρόνια,
αφήνω απ’ έξω μια ψυχή,
την ψυχή μου.
Μπαίνω με όλη μου τη μοναξιά στο θάνατο.

*******

Ο ύπνος είναι μια παράκαμψη ακόμη.
Τα όνειρα αφήνουν στη φάτνη μου
τα φάρμακά τους:
πότε τα δώρα
πότε τα ξόρκια
πότε τα δηλητήρια.

*******

Έτσι όπως ξύπνησα ένα πρωί κι ήμουνα μια ψυχοσυλλέκτρια
έτσι βρέθηκα πάλι γεμάτη
σαν το λαγήνι πλήρης•
θέλεις τα δάκρυά μου ήτανε, θέλεις το αίμα της καρδιάς μου,
ή παίζει παιχνίδια ο νους αρπαγμένος σε όνειρα
πάντως γέμισα ξανά
φροντίδες, έρωτες, συντροφιές,
δουλειές και μεροκάματα.

*******

Ήρθε τέλος μια νύχτα μες στο ναρκοπέδιο
ο Άγιος Φωκάς ο Κηπουρός
κι εγώ τον βρήκα εκεί φτάνοντας πολύ πρωί
για να ριχτώ στη μάχη
με το λάλημα των πετεινών
έλαβα θέση στην ορισμένη γεωγραφική μοίρα
στη μοίρα μου
αλλά ήρθε εκείνος, είχε κιόλας σκαλίσει και φυτέψει,
και πριν ρωτήσω, πριν ζητήσω εξηγήσεις
μου είπε, πάρε τις λέξεις σου και φύγε,
να γλιτώσεις
πάρε και μια κούπα ωραίους καρπούς
και άντε στην ευχή μου.
Φύτευε τα κουκούτσια τους
και με τις λέξεις σου χάδευέ τα
άντε να δεις καλό, παιδάκι μου
κι εσύ και οι δικοί σου.
— Αμήν!

.

.

Ο ΝΩΕ ΣΤΗ ΠΟΛΗ (2012)

(ΚΡΑΤΙΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΟΙΗΣΗΣ ΥΠ. ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ)

.

Οι εφτά πληγές της γειτονιάς αιμάτινο

.

Κόκκινη πληγή

Κλείνει την πόρτα του κάθε αυγή. Τον διώξανε
απ ’ το χωριό, γιατί ξεμυάλιζε τους άντρες.
Έκθαμβος μένει τώρα, εδώ, όπου τον δέχονται,
με τις μελαγχολίες του και τα ξεσπάσματά του,
ζωγράφοι, ποιητές και φοιτητές. Όταν
οι άντρες τον παίρνουν στο κρεβάτι τους,
ανοίγουν κόκκινοι κρουνοί τα μάτια του, διψασμένα
γι αγάπες και τρυφερά συντροφέματα.

.

Άλικο τριαντάφυλλο

Είναι οι πέντε χλωμές γυναίκες κάτω από το
φώς του φεγγαριού σαν ιερό μυστήριο. Τα
τριάντα ροδοπέταλα ανοίγουν αίφνης σαν το
χάχανο, το φτύνουν κατάμουτρα και περιπαι-
κτικά, καθώς τις λούζει το φανάρι της μαύρης
λιμουζίνας. Τις μαζεύει και φεύγει. Μια κηλίδα
μαύρη απομένει, το βλέμμα της ηδυπάθειας,
ώσπου να το καταπιεί η ξαναμμένη ανάσα του
αέρα. Το άλλο πρωί εκεί στο ίδιο πεζοδρόμιο
πριν σωπάσει για πάντα κάτω από
τα πρώτα βήματα, ανθίζει κάτι, πού αν
προλάβαινε να γίνει αχός, θα ήταν η φωνή ζώου
πού πονάει κι αγνοεί την αίτια.

.

Μαύρα απόνερα

Απόβλητα της νοικιασμένης τρώγλης ραίνουν
τις πλάκες στο πεζοδρόμιο. Οι αλλοδαποί
εργάτες γυρίζουν έξω, όταν δεν εργάζονται,
και κλειδώνονται μέσα τις ελάχιστες ώρες
πού μοιράζονται με τη σειρά κρεβάτι, φώς,
νερό και κάθε πρώτη του μηνός το νοίκι.

.

Παρακμιακό καφενείο

Ξενυχτά μοναχικό. Κρυφοί παίκτες σε κρυφό
δωμάτιο. Σκληρότερο το πόκερ στις αμυχές
των πληγωμένων σπιτικών τους. Όμως άλλο
παιγνίδι από την μπλόφα δεν γνωρίζουν κι
έρχονται κάθε βράδυ εδώ. Οι ίδιοι πάντα παίκτες.
Καφέ-μπαρ σκάκι, βιβλία, πίνακες και
ποτά, λικνίζεται φωτισμένο. Ποιά μουσική ν’
ακολουθήσει και τι ταξίδι ν’ αρμενίσει; Οι
θαμώνες νυστάζουν, μα φοβούνται τον ύπνο,
που όταν έρχεται δεν φέρνει δώρα. Σαν
πεθαμένος Αϊ Βασίλης ενός άλλου αιώνα.

.

Ένα ζευγάρι

Πίσω από την κλειστή πόρτα ενός παλιού
σπιτιού γερνά τίμια κι άπλα με τούς ειλικρινείς
τρόπους της ρυτίδας. Στο αχνό φωτισμένο
παράθυρο φέγγουν οι δυο τους πλάι πλάι,
όπως οι λαμπάδες στο μανουάλι της γειτονικής
εκκλησιάς. Λιώνουν.

.

Γυναίκα παλαιάς κοπής

Ψιθυρίζει μέσα της σαν προσευχή πώς δεν
μπορεί, κάπου δύο άνθρωποι θα κοιμούνται
αγκαλιά, αιώνια ερωτευμένοι. Όλο και πιο
σπάνια συναντά ζευγάρια στους δρόμους.

.

Ούτε ένα μωρό δεν γεννήθηκε φέτος εδώ

Κανένα φαρμακείο δεν διανυκτερεύει. Μια
μέρα δεν θα υπάρχει και κανένας για να πεθάνει
εδώ σ’ αυτή τη γειτονιά.

 

 * * *

Όταν η πόλη χασμουριέται οι αυταπάτες της
απλώνονται όπως ο ουρανός

Η ίδια θλίψη κάθε βράδυ φέρνει τους χαρούμενους
νέους στα μπαρ, στα θέατρα, στα σινεμά,
στα καταγώγια ή στην πλατεία. Είναι η
αγάπη τους γι’ αύτη την εγκατάλειψη φιλί
της νεκρανάστασης κάποιου χαμένου ονείρου,
ξόρκι δικής τους λύπης.

Έρχονται οι ξέφρενες ερωμένες κι έχουν τα
χαϊδεμένα μαλλιά τους λυτά .Έρχονται να
εκδικηθούν τον προηγούμενο αιώνα για τις
αρραβωνιαστικιές και τις μικρές μανούλες, που
έγιναν σεπτές τοιχογραφίες, ξαφνικά στα
κλειστά τους δωμάτια. Πέθαναν πιστές στη
λάτρα των σπιτιών, υπηρετώντας άρρωστες
μητέρες και καρτερώντας αγαπημένους κι
αδελφούς από αρχαίες μάχες.

Τι όμορφα που ήταν τα νυχτέρια μας λέγανε
στα τελευταία τους κι ήταν σαν να λέγανε τι
όμορφα που ήτανε τα νιάτα μας . Έτσι καθώς
μέχρι προ τίνος έσβηναν το νέον και το
ηλεκτρικό και πήγαιναν ύστερα να ονειρευτούν
κοντά στο φως της λάμπας. Άλλες βυθίζονταν
μαλακά στη θάλασσα τού ύπνου κι άλλες
διώχνανε μακριά το πνιγηρό μαντίλι του.

Ό βόμβος της ανησυχίας έκανε φύλλο και
φτερό τα κεντημένα προικιά τους και τίποτε
δεν βρήκε. Θρυμμάτισε με κρότο τη γυάλα
τους όπου πολύ σπαρτάρησαν. Μια φουρκέτα
χρειάζεται το γυαλί της λάμπας πετρελαίου
κι αντέχει όλη τη νύκτα τη φωτιά ώσπου να
ξημερώσει.

Έφυγαν με τούς κεντημένους ήλιους, τα λουλούδια,
τα φεγγάρια, τα στεφάνια, τις υποσχέσεις,
φορτωμένα μπαούλα, και με τις λίστες
του μπακάλη, τα ορνιθοσκαλίσματα των παιδιών,
τη χλωρίνη στα σφουγγάρια, αχτένιστες
αφρόντιστα μαλλιά χωρίς φουρκέτες.

Δεν ήτανε σπουργίτια τα χρόνια που σκορπίσανε
με μία ντουφεκιά. Φορέσανε τή μαύρη
κάπα τους και πήγαν να αποικίσουνε τη χώρα,
όπου κάνεις δεν έχει ακουστά ούτε το
όνειρο ούτε τον εφιάλτη.

Ένα κορίτσι δεκαεφτά χρονών αγκίστρωνε
στον ουρανό το απόγευμα της πόλης. Βάδιζε,
μια φορά, ανάλαφρε, σαν ελαφίνα, στο
Μακρύδρομο, ανάμεσα σε κόσμο πού ψώνιζε ή
έκανε απλά έναν περίπατο. Στεκόταν κάθε τόσο,
άφηνε κάτω μια κούπα με χρωματιστό υγρό,
μ’ ένα λεπτό καλάμι έπαιρνε και φυσούσε
μπουρμπουλήθρες. Εκείνες έσκαγαν όμορφα
γύρω της έσβηναν στον αέρα. Πόσο να ζει
μια μπουρμπουλήθρα; Ανυποψίαστη συνέχιζε
τη μελέτη της.

Μα ποιος θα ερχότανε να αναστήσει τη ζωή
αν ό ίδιος δεν ήτανε βαρυπενθής;

Μικρά ξενοδοχεία μακιγιάρονται στο φώς
των φαναριών, συμμορφώνουν τις παλιές
δαντέλες τους στις πλάτες του αιώνα.
Προσφέρουν στα ζευγαράκια έρωτα δίχως όνειρα.
Εκεί παραπλεύρως σε διαμέρισμα πωλούνται
κι αγοράζονται γυναίκες, όπως άλλοι πουλούν
κι άλλοι αγοράζουν το κρασί ή το νερό,
γρήγορα αυτοκίνητα ή πίνακες και υπερτιμημένα
ένα επώνυμο παλτό. Εύκολα ρωτάει κανείς
κι εύκολα απαντά ποιός και γιατί αγοράζει
ένα παλτό, ποιός το πουλά και πόσο.

Φυλάκια φυτεμένα στη μεσοτοιχία των
συνοικιών, στρατιώτες που τους ξέχασαν από
τον τελευταίο πόλεμο. Ένοπλοι φοράνε τη
διεκδίκηση σαν τα φτωχά αποφόρια. Ένθετοι
σε τοίχους που συνορεύουν με σπίτια της χαράς
—θεραπευτήρια μελαγχολίας υπόσχεται
μια ταμπέλα— μπαράκια, μουσικές σκηνές,
και ξυλουργεία, τσαγκαράδικα, εργαστήρια,
παλιά τυπογραφεία. Το μαύρο αίμα των φονικών
σκεπάστηκε με κίτρινα ούρα μεθυσμένων
και εμετούς των μελαγχολικών. Οι γάτες
παίζουν με κάδους σκουπιδιών. Δίπλα τους
καταρρέει ο πλίνθος κι οι αιώνες. Ξύλινα
δοκάρια, αντιστηρίξεις. Απαγορεύεται η
διέλευση οριζοντίως και καθέτως, σταυρωτά, σε
όλους, δίχως εξαίρεση. Στην αποσύνθεση
όλοι και όλα γίνονται ένας πολτός, μια λάσπη,
και μέσα της δεν διακρίνεις τούς φόβους
χωριστά του καθενός.

Αν αύριο άνθιζε εδώ ένας τριανταφυλλόκηπος,
αν έτσι γίνονταν, τότε ό φαντάρος ορκίζεται
αδιαλείπτως να προσεύχεται. Τώρα
σφυρίζει σαν να κρατάει τσίλιες σε κόλπα
λωποδύτη. Αστείος τρόπος να περνά τις μέρες
και τις νύκτες του, αριθμεί τις βίζιτες άγνωστων
αντρών στο διπλανό μπορντέλο, χρονομετρεί
την κάθε μια τους, σημειώνει σε τοίχους
αριθμούς, συγκρίσεις, και διακόπτει σαν
έρχεται η έφοδος, το σύνθημα, τό παρασύνθημα.
Έχει μια μόνη αντίρρηση. Να του φέρουν
πάραυτα έμπροσθεν του μια έστω μόνη
ανυπεράσπιστη ζωή. Όμως δεν βλέπει άλλη εκεί
εξόν από τη δική του. Το βράδυ, αργά πολύ,
αφήνει κάτω το όπλο του και φεύγει μέσα σε
πηκτή καραβίσια μοναξιά ακολουθώντας
εθιστικούς καπνούς.

.

.

Το μέσα φόρεμα (2011)

.

ΤΟ ΜΕΣΑ ΦΟΡΕΜΑ

Καθόλου δεν μου μοιάζει
αυτή που συναντήσατε προχθές.
Εκείνη έφευγε.
Εγώ ερχόμουν.
Επέστρεφα με ένα χαμόγελο ασφοδέλους.
Μη μας τρομάζεις, είπατε όλοι σας.
Μα δεν υπάρχει πιο εγκάρδιο χαμόγελο
από τα χείλη πού πόνεσαν θανατηφόρα.
Έτσι καθώς ανοίγει η καρδιά και πάλι σαν πρώτη φορά.

.

ΕΠΙ ΤΟΥ ΥΦΑΝΤΗΡΙΟΥ
1

Με την αναπνοή της πάλλευκης σιωπής
στο φως ανεβαίνει το σώμα χρυσίζοντας
ανατολή μου ρόδινη, μεταξωτό σε τυλιγάδι.
Τον κόσμο τον υφαίνουνε τα μάτια
σαν γάτα πού κοιμάται στα λουλούδια μας
τεντώνεται ξυπνώντας από όνειρο ή ζωή.
Ο κήπος με τ’ αγάλματα γέμισε πεταλούδες.

Στο φώς ανεβαίνει το σώμα χρυσίζον
τσαμπί από μέλι που ο έρωτας πυκνώνει στις κηρήθρες του

και η ψυχή ψιχίον πέφτει στο δισάκι.

Είπα το σύννεφο που διασχίζω, χρόνο.

.

5

Όλοι καθόντουσαν φρόνιμα
κανένας δεν ήθελε
μία αταξία ακόμη στο κεφάλι του.
Αρκετός μπελάς ήταν κιόλας η νύχτα.

Όταν ξημερώσει…
Θα περάσω στη σάλα
με όλα τα φώτα αναμμένα
λαμπεροί πολυέλαιοι κρύσταλλα λόγια.

Πες μου για τα πράγματα.
Όχι πώς είναι, άλλα πώς απλώνουν το χέρι τους μες την ακίνητη ζωή μας.

Θα γλιστρήσω στην έναστρη νύχτα
που στρώνεις κρεβάτι
στην άφεγγη βραδιά των ματιών σου
γυναίκα ο πόθος σου
θα ξημερώσω το φώς σου.

Πες μου για τα πράγματα.
Όχι πώς είναι, άλλα πώς νιώθεις το αίμα τους όταν ξυπνάμε.

(Brighton, Αύγουστος 2006.)

.

6

Με χαράζουν οι μέρες
η ακτίνα του μέτρου τους
ήλιος ήλιος και φως.

Γυρεύω τον ίσκιο μου σαν παιδάκι πού παίζει
ατά μεγάλα τετράγωνα στης αυλής μας τις πλάκες
τοπία εγγεγραμμένα στα εμβαδά των ονείρων μου
τρέχουν με την ταχύτητα τρένου πού φεύγει.
Διπλώνομαι διπλώνομαι και πιάνομαι
κάτω από τον ειρμό των καπέλων μας συνημμένο
χαράζω τούς κύκλους
η ακτίνα του μέτρου μου με τρυπάει.
Έτσι, μάλιστα χωράει!

.

ΕΝΤΟΣ ΠΟΛΕΩΣ
II

Αύτη η πόλη μόλις που στέκεται στην όχθη της νεροσυρμής.

Καμώνεται πως είναι όμορφη και νέα
πως έχει το μέλλον λαμπρότατο
το τυχερό της, καμαρόπορτα μπροστά της.
Αδειάζει όλα τα σπίτια της σαν πρωινά απορρίμματα
που τα συνεργεία του δήμου μαζεύουν αδιάφορα.

Ερωτευμένη ταξιδιάρα
στέκεται σε σταθμό αναμονής ονείρων.

Ταχείας εκπληρώσεως συρμοί…
Εγκιβωτίζεται και σέρνεται σε σιδηροτροχιές.
Πραμάτειες οι έρωτές της και μηχανές
την εμπορεύονται προεκλογικά και άλλα συνεργεία.

.

IΙΙ

Στην πόλη αυτή θα ζήσουμε μοναχικά
καθένας με τους έρωτες του.
Καθώς τα λάβαρα και οι σημαίες αποσύρονται δια παντός
αφήνουν τον ουρανό ελεύθερο
να κοιτάξει στα μάτια
καθένα χωριστά
να σκύψει να ονοματίσει
όπως κοιτάζει η μάνα το νεογέννητο.

Μια νέα δόξα κυματίζει, αίφνης μεταξένια
στα σφριγηλά στήθη μιας γλυκιάς αγάπης νέας.
Μικρή μου πόλη, αγαπημένη Χώρα
δίχως συνθήματα θα ερωτευτούμε
στις στροφές των κλειστών δρόμων σου
παρατώντας ξόανα, ειδώλια, θεούς και δαίμονες
πρώτη φορά.

Δίχως συνθήματα θα ερωτευόμαστε εις τούς αιώνας
στην πόλη την κλειστή
ώσπου ν’ ανοίξει – επιτέλους – η δειλή καρδιά της

(Λήδρας, Μάιος 2006)

.

ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΩΝ ΕΛΑΧΙΣΤΩΝ
1

Με φυλακίζουνε τα όνειρα μου
τις νύχτες βγάζουν μάτια κλαδιά
περικοκλάδες αναφιλητά.
Αδύνατο, σου λέω, να γλιτώσεις από όνειρα
σχέδια ανεκπλήρωτα
που τα έκανες εαυτό σου.
Βγάλε το δέρμα σου αν χρειαστεί
να τα διαχωρίσεις.
Εκείνα όνειρα να σε ντύνουν
να ξορκίζουν το φόβο σου
κι’ εσύ…
Κοίταξα βαθιά στα μάτια σου
και σε είδα.

.

2

Μόλις συνάντησα τον εαυτό μου.
Τι κρίμα πού του αντιστέκομαι ακόμη.

Είμαι κοχύλι στην έρημο της κλειστής καρδιάς σου
γίνομαι κορυδαλλός στο κλαδάκι της αγάπης σου.

.

11

Γυναίκα στη θάλασσα.
Κοιτάζει -θαρρούνε- τον ορίζοντα,
καράβια και ναύτες φευγάτους.

Κλαίει- θαρρούνε- αποχαιρετισμούς.
Θανάτους.

Κι’ όμως αυτή κοιτάζει δίχως έγνοια
τον πλάνητα μοναχικό της εραστή.
Με το παραδεισένιο φως πού κόσμους
δεν χωρίζει στα μαγικά της μάτια
λούζεται σε αφρούς ψιθυρισμάτων,
παραδίνεται στην αύρα των ονείρων του.

Κι’ αγαπιέται αξόδευτη ομορφιά πάλι και πάλι.
Γυναίκα.

(Αμαθούς, 2006)

.

19

Μπορεί να είναι η αγάπη σου
αυτά τα πλαγιασμένα κρίνα των λέξεων σου
αυτά τα λινά και βαμβακερά πουκαμισάκια
για το καλοκαίρι μας.

Μπορεί να είναι η αγάπη σου αυτές οι ανθισμένες ομπρελίτσες
πού σφυρίζεις με ανεμελιά σκέπη τη σκέπη τους μες τη βροχή
καλά να μας φυλάξουνε στεγνούς από το παγωμένο αιφνίδιο.

Θα σου χαρίσω μια σφενδόνη, αν μάθεις να κελαηδάς.
Για να μπορείς να κυνηγάς μακριά μου,
τα όνειρά σου πού νυκτοπορούν.
Φορούνε κίτρινες κάλτσες, πράσινα ζεστά κασκόλ,
παπούτσια γεμενιά στις σκανταλιές τους
και πολιορκούν τις τρυφερές εκφορές της αγάπης μου.

Αλλά, αν μάθεις να κελαηδάς τα όνειρά σου που υπνοβατούν,
θα γίνουν ματοτσίνορα στα γελαστά μου μάτια.

.

21

Όταν ήμουν παιδί επινοούσα νέες χώρες
τούς έδινα μέσα μου ονόματα μυστικά
στη σιωπή του πλήθους απαντώντας
τραγουδούσα τούς φθόγγους τους.
Έτσι το έκανα, σας λέω, για παιγνίδι
για να έχει περιπέτεια το μάθημα της Γεωγραφίας.
Τώρα στη μοναξιά μου σκέφτομαι, καμιά φορά
πώς μια μέρα οι χάρτες μου θα σας φέρουνε κοντά μου.
Αν ταξιδεύονται τα όνειρα άλλων.

.

22

Όλα ταχτοποιούνται.
Ή σκόνη επικάθεται.
Ψηφίζω αναστάτωση

.

ΤΟ ΤΡΙΜΜΕΝΟ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ

Το τριμμένο πουκάμισο

(Έρχονται βροχές).
Στο κατώφλι μιας άνοιξης
προβάλλει ο κοκκινολαίμης τη γραφίδα
μιας μέρας που θα ζήσει στη φαντασία του ουρανοί).
Ακόμη κι’ αν σου λέει «καλημέρα»
με τη φωνή που έχουν τα πουλιά
μέσα από τή φωλιά πού έφτιαξε στον κήπο σου
εσύ πάντα θα προτιμάς το όνειρο.

(Έρχονται βροχές).
Σκεπάσου, αγάπη μου
με το τριμμένο πλεκτό της αδελφής σου.
Έχει ζήσει όλες τις ανάσες του πάνω στην πλάτη της
ζεσταίνοντας κόκκινο αίμα.
Κοιμήσου Έρχονται βροχές!

Όλως τυχαίως ό ουρανός μας πλαισιώνει.
Γιατί λοιπόν να μας εκπλήττει ή ιδέα
να ζούμε με τον ίδιο τρόπο
την απάτη της χλωροφύλλης
στα κεντημένα τετράδια και στην οθόνη.
Τα χέρια άφηναν το πλεκτό στην πλάτη
αφήναν το ψωμί στο φούρνο, το γλυκό στο κουτάλι
όπως αφήνον τώρα

τα γράμματα, τις συλλαβές και τις λέξεις.

.

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Κι’ όταν νυχτώνει όμορφα
ο ήλιος ξενυχτάει αθώρητος.
Το τρυφερό του φως ατό παραθύρι μου ακουμπάει
στρογγυλό σημάδι της αγάπης μου.

Το ζήτημα είναι αυτό:
Να αγαπώ αθάνατα και θαμμένη στο χιόνι της έρημου
να μπορώ ν’ αγαπώ κι’ εμένα κι’ εσένα χαρούμενα.
Το τι θα κάνεις και για ποιους είναι η δική σου νύχτα.

Δεν μπορεί κάτι θα έχει να σε ντύσει.

Γυμνός δεν έμεινε ποτέ κανείς
ούτε κι’ ο θάνατος ούτε και η αλήθεια.

.

.

ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΑΡΙΑΔΝΗ (2006)

(Απόσπασμα)

.

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΑΥΤΙΣΜΟΥ
ΠΑΡΕΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

ΣΙΩΠΗ… ΣΙΩΠΗ… Ακόμη μια φορά σιωπή…

— Να ήξερα τι σκέφτεσαι, τι κρύβεις μέσα στο νου σου!
— Μέσα στο νου μου έχω την ψυχή μου, τον εαυτό μου.
Δεν μπορώ να ολοκληρώσω ένα πεζό, αφηγηματικό έργο. Να γράψω την αληθινή ιστορία ή να πλάσω ένα μυθιστόρημα αντλώντας υλικό από τη δική μου ζωή και τη ζωή του παιδιού μου, από στοχασμούς, ιδέες και συναισθήματα που γεννιούνται, όταν βιώνεις καταστάσεις οριακές. Τέτοιες που σε φέρνουν στην ανάγκη να ισορροπείς κάθε λεπτό τις αντιδράσεις σου πάνω σ’ ένα τεντωμένο σχοινί. Αν μπορούσα να σας αποκαλυφθώ σε τέτοιο βαθμό, τότε τα συναισθήματά μου θα όργωναν την καρδιά σας.
Δεν με ενδιαφέρει όμως και τόσο η προοπτική αυτή, γιατί έτσι θα φωτίζονταν τα γεγονότα, τα περιστατικά, ο πόνος, οι δυσκολίες, οι σχέσεις, τα προβλήματα της ζωής μιας οικογένειας με ένα παιδί, που όσο μεγαλώνει, γίνεται όλο και πιο διαφορετικό. «Τρελό» ή αυτιστικό, ιδιαίτερο ή κάτι άλλο;
Εξάλλου έχουν γραφτεί τόσα βιβλία, έχουν γυριστεί ταινίες και στο μέλλον θα γραφτούν ακόμη κι άλλα τέτοια έργα και μάλιστα πολύ καλύτερα απ’ ό,τι θα μπορούσα με το φτωχό μυαλό μου να γράψω.
Σκέφτομαι λοιπόν το ταξίδι το βαθύτερο στην ψυχή και το νου -τον εαυτό- αφού, όπως λέει και το παιδί, ένα παιδί μόλις πέντ’ έξι χρονών, μέσα στο νου έχει την ψυχή και τον εαυτό του. Αυτό το ταξίδι γεμάτο πόνο και πάθος μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με την απόλυτη αγάπη, χωρίς όρους και ανταπόδοση. Καθαρή σαν την πρώτη ζύμη του παραδείσου, διαυγή, αμόλυντη σαν την πρώτη πρώτη βροχή στο νεογέννητο κόσμο, να ζυμώνει τα πρώτα υλικά του σύμπαντος, να πλένει αστρόσκονη. Λέω δηλαδή πως η αγάπη είναι συστατικό υλικό του σύμπαντος κι όχι επιπλέον στοιχείο, που αναπτύχθηκε αργότερα ως σχέση κι αλληλεπίδραση του υποκειμένου, του ανθρώπου δηλαδή με τον άνθρωπο και την ύλη.
Ούτε όμως κι αυτό το ταξίδι πρέπει να σας υπόσχομαι, γιατί δεν πρόκειται για μια ταξιδιωτική εντύπωση, περιγραφή, να σας την χαρίσω. Μακάρι να ήταν τόσο απλό, τόσο εύκολο. Είναι ταξίδι που δεν ολοκληρώνεται ποτέ. Υπάρχουν πάντα προορισμοί νέοι να εξερευνήσεις. Την ίδια στιγμή είναι παλιοί προορισμοί σαν λιμάνια της αρχαιότητας, αν ιδωθούν μέσα στο ερώτημα και την αγωνία για απάντηση: Από πού έρχεται το ανθρώπινο; Το μόνο που μπορώ, είναι κάπως να σας βάλω στη δική μου υποψία, πως επιχειρώντας ένα τέτοιο ταξίδι διατρέχεις μια διαδρομή, που είναι ήδη μια επιστροφή σε μια αρχή χαμένη μες την αχλή της μεγάλης περιπέτειας του ανθρώπινου γένους. Το κυρίαρχο συναίσθημα δεν είναι η χαρά, η φρεσκάδα από καινούρια πράγματα, που συναντάς σ’ ένα ταξίδι. Πιο έντονος είναι ο νόστος. Ένας νόστος, που πάει να σε ολοκληρώσει κι όλο σε αφήνει ακρωτηριασμένο. Είναι ο νόστος να γυρίσεις στην πηγή της ζωής απ’ όπου οντογενετικά ξεκίνησες ως μέλος της ανθρώπινης φυλής. Από αυτή την άποψη ιδωμένο το θέμα του αυτισμού προκαλεί το ενδιαφέρον γενικότερα – γι’ αυτό και τα βιβλία που γράφτηκαν, οι ταινίες που γυρίστηκαν και θα γυριστούν ακόμη.
Η ποιητική καταγραφή που ακολουθεί, είναι η πιο ταιριαστή, η πιο πιστή γραφή στη δική μου περίπτωση και δεν έχει κανένα φανταστικό στοιχείο. Τα πρόσωπα, ακόμη και τα όνειρά τους, είναι όλα πραγματικά. Το προσωπικό σύμβολο, ο σουρεαλισμός, η ποιητικότητα των εικόνων του παιδιού, είναι η περιοχή της όποιας «παθολογίας» του, ο μετεωρισμός του μεταξύ λόγου και προ-λόγου, ανάμεσα γλώσσας και σιωπής, μιας σιωπής που την προκαλεί αυτό, που είναι υπέρ -λόγο ή πλησίον, παράλληλο, κοντά, παρά- λόγο… Είναι το «σύμπτωμα» της όποιας παθολογίας και την ίδια ώρα σαν την άλλη όψη του νομίσματος στοιχείο της προσδοκώμενης υγείας. Είναι η άμυνά του και ταυτόχρονα η άρνηση του θανάτου. Η επίκληση προς τη ζωή.
Ευλόγησα πολλές φορές τη σύμπτωση να αγαπώ πολύ την ποίηση, από παιδί, και να την απολαμβάνω προσλαμβάνοντας την χωρίς τους «παθολογοανατόμους» της κριτικούς ή τη διαμεσολάβηση φιλολόγων στερημένων έμπνευσης κι ανοιχτοσύνης πνευματικής.
Η ποίηση στάθηκε ο μόνος δυνατός τόπος της συνάντησης με το παιδί μου, ο κώδικας επικοινωνίας, εκεί όπου κάθε άλλη επαφή απογοήτευε. Παίρνω λοιπόν κουράγιο να προχωρήσω το γράψιμο. Αυτισμός και ποίηση. Το σουρεαλιστικό στοιχείο ή/και το προσωπικό σύμβολο στον αυτιστικό λόγο. Δεν είμαι νηφάλια για να γράψω σε λόγο δοκιμιακό μια μελέτη. Έχω τόσο υλικό, που θα έκανε πανευτυχή οποιοδήποτε ερευνητή. Είμαι μέρος της ιστορίας. Ξαφνικά μετά από χρόνια ξαναδιαβάζοντας στίχους μου διαπιστώνω πως αλιεύω τις σκέψεις του γιου μου. Κλέβω
το γιο μου να γίνω ποιητής. Θα μπορούσε να γίνει ο τίτλος του βιβλίου.
— Φεγγάρι μου! Του είπα χαϊδευτικά με αγάπη, παίρνοντάς τον αγκαλιά.
— Φοβάμαι!… είναι μακριά. Απάντησε ξαφνιάζοντας με και τώρα που το ξανασκέφτομαι δεν ήταν καθόλου τυχαία η απάντηση του τετράχρονου παιδιού σε μια εποχή που το άγχος του χωρισμού το βασάνιζε πολύ περισσότερο από όσο γινόταν αντιληπτό μέσα στο περιβάλλον του.
Φοβάται να είναι το φεγγάρι, να είναι τόσο ψηλά, τόσο μόνο, εκεί έξω μέσα στο σκοτάδι. Γιατί κάτι τέτοιες δηλώσεις, όπως «φεγγάρι μου», τις έπαιρνε απολύτως κυριολεκτικά. Γύρισε κι είδε ψηλά το φεγγάρι. Ανατρίχιασε κι έπιασα πως σε κλάσματα δευτερολέπτου μέτρησε τρομαγμένος την απόσταση, το χωρισμό.
Ήταν όλα τόσο δύσκολα. Ακόμη και μια τόσο τρυφερή φράση γεμάτη λατρεία, «φεγγάρι μου», που θα έπρεπε να του έδινε χαρά, γινόταν για το παιδί πηγή άγχους, αγωνία. Σε μια ηλικία λίγο μεγαλύτερη το άγχος γινόταν πιο αποκαλυπτικό. «0 νους μου, ο νους μου, οι σκέψεις μου χύθηκαν έξω» έλεγε με αγωνία κι άδειαζε το νερό από το βάζο, το ράντιζε με πίεση από το τηλέφωνο του ντους, ξεχείλιζε από το νεροχύτη γυρεύοντας ανακούφιση με τρόπο ακατανόητο για μας και δημιουργώντας γύρω μας ακαταστασία και μέσα μας ένταση. Οι ειδικοί το έλεγαν στερεοτυπίες, ψυχαναγκασμό.
Υπέφερα μαζί του. Κι ένα βράδυ κλείνοντας κουρασμένη το παράθυρο και ατενίζοντας τ’ αστέρια, θέλοντας ν ανασύρω την παρήγορη ρομαντική γοητεία τους από κάποια άλλη εποχή, σχηματίστηκαν στο νου και στην καρδιά μου οι στίχοι. Και μου μίλησαν σαν συνέχεια του περίεργου φόβου του παιδιού για το φεγγάρι.
Τ’ αστέρια δεν τα κατεβάζει η νύχτα.
Κοντά του τ ανεβάζει το φεγγάρι
που σκιάζεται τη μοναξιά.
Ύστερα από μερικές μέρες μιας ασυνείδητης ψυχικής διεργασίας-μελέτης της μοναξιάς συμπλήρωσα οδηγώντας αλλού το θέμα.
Είπες και δεν εβρήκα νόημα κανένα
ή για τη σχέση μας υπαινιγμό.
Έφυγες χαιρετώντας ήσυχα…

.

ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

.

Μινύρισμα

Τρυγάει ο θάνατος τρυγάει και ο έρωτας
Τρυγάει ο έρωτας τρυγάει και ο θάνατος
Από τη Σκιάθο έφτανε το πουλί και ψαλμωδούσε
Θέλει να θυμιατίσει, να γυρίσει τον καιρό
Τρυγάει πολύ στις μέρες μας ο θάνατος
Την Ακριβούλα, τη γραία με τα ορφανά και το λιγόχρονο Ευθύμη
Τη Θεμιστούλα, τη Φατμά, τον Άχμετ
Το νήπιο το απαρηγόρητο με τα χειλάκια στην πιπίλα ακόμη
Το τρυγάει
Απτούλ, Φατμά, Ομάρ, Φατί
Τρυγάει πρώτα τον πρόσφυγα και τους ξενιτεμένους
Τρυγάει σήμερα τρυγάει, εξηκολούθει το πουλί
Να θυμιατίσει θέλει πάνω από τις θάλασσες
Όλα τ’ αφανισμένα

21/12/2017

.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΕΛΑΦΙΑ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ

ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ 31/3/2024

Ευφροσύνη Μαντά-Λαζάρου Τα κόκκινα ελάφια, Βακχικόν 2023

«ΑΟΡΑΤΕΣ ΠΕΡΑΣΑΝ»

Η νουβέλα Τα κόκκινα ελάφια της Ευφροσύνης Μαντά-Λαζάρου, ποιήτρας με εφτά συλλογές στο ενεργητικό της, δεν αποτελεί την πρώτη πεζογραφική απόπειρα της συγγραφέως, αλλά προϋποθέτει την εμπειρία συγγραφής ενός ακόμη μυθιστορήματος (Χωρίς την Αριάδνη στη χώρα του αυτισμού παρέα με την ποίηση, Γκοβόστης, 2006) και ενός παιδικού βιβλίου (Φίλε μου εγώ δεν είμαι σαν εσένα, το γράμμα ενός μοναχικού παιδιού, 2006). Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που στην ανά χείρας, καλαίσθητη εκδοτικά, νουβέλα, η συγγραφέας βασισμένη στο ιστορικό γεγονός του πνιγμού της κυρά Φροσύνης-Ευφροσύνης Βασιλείου και άλλων δεκαέξι γυναικών στη λίμνη Παμβώτιδα από τον Αλή πασά το 1801, κινείται με μαεστρία τόσο ανάμεσα στον μύθο και την πραγματικότητα όσο και ανάμεσα στον πεζό και τον ποιητικό λόγο, καθώς η αδιάλειπτη και παραπληρωματική συνύπαρξη του αφηγηματικού με τον λυρικό-ποιητικό τρόπο δημιουργούν ένα δυναμικό λογοτεχνικό σύμπαν όπου οι δύο αυτοί τρόποι συνυφαίνονται αρμονικά και γίνονται ένας.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Το βιβλίο δομείται σε έξι μέρη-κεφάλαια, στα οποία δεσπόζει η πρωτοπρόσωπη αφήγηση τριών γυναικών: Η κυρίαρχη, αλλά και εκτενέστερη αφήγηση της Ευφροσύνης Βασιλείου, υπό τη μορφή ενός σπαρακτικού γράμματος αφενός προς τον αγαπημένο της, αλλά και τους σύγχρονους ή και μεταγενέστερους κατακριτές της, αναπτύσσεται στο πρώτο και τρίτο κεφάλαιο («Έρως αντεθνικός», «Αιώνιο λίκνο της παρεξήγησης»). Στο μέσο της κυρίαρχης αφήγησης της Ευφροσύνης Βασιλείου, παρεμβάλλεται, όχι τυχαία, κατά την άποψή μου, ο μονόλογος της αδελφής του πασά των Ιωαννίνων˙ μονόλογος ο οποίος φωτίζει αφηγηματικά τόσο την οπτική μιας γυναίκας που τον αγαπά όσο και σημαντικές πτυχές της σκοτεινής προσωπικότητας και της παιδικής ηλικίας του βίαιου και αδίστακτου πασά, που έδωσε την εντολή για να δολοφονηθούν οι 17 γυναίκες είτε εξαιτίας του παράνομου δεσμού που διατηρούσε η Ευφροσύνη με τον γιο του είτε ακόμη γιατί η Ευφροσύνη απέρριψε τον ίδιο τον πασά ερωτικά.

Στο τέταρτο κεφάλαιο «Εγώ δεν ήμουν όμορφη» ακούμε την ιστορία της δέκατης όγδοης γυναίκας που, ενώ ήταν φυλακισμένη μαζί με τις άλλες, τελικά σώθηκε από τον πνιγμό, αφού ο Πασάς δέχτηκε την εξαγορά από τον άντρα της και την ελευθέρωσε. Βλέπουμε, με άλλα λόγια, το φριχτό αυτό γεγονός μέσα από μια ακόμη συμπληρωματική γυναικεία οπτική, η οποία είτε από γυναικεία ζήλεια και ταξικό φθόνο είτε γιατί θεωρούσε την Ευφροσύνη υπεύθυνη για τη φυλάκισή της χαρακτηρίζει την Ευφροσύνη Βασιλείου ως (καυχησιάρα, «ξιπασμένη», υπερόπτης). Καθώς, όμως, η συγκεκριμένη γυναίκα γλιτώνει τον θάνατο και φεύγει από το κελί, αισθάνεται, βεβαίως, ευγνωμοσύνη και χαρά γι’ αυτό, αλλά συμπονεί βαθιά τις συγκρατούμενές της και για τούτο δεν επιδεικνύει τη χαρά της. Αυτή η μετρημένη, βαθιά ανθρώπινη και συναδελφική στάση της γυναίκας αυτής που ένιωσε ξαφνικά «η ομορφότερη» από όλες, διατηρείται και μετά τον θάνατο των γυναικών, αφού:

«Και τη χαρά μου δεν την φώναξα. Μέσα μου βαθιά… Ούτε τότε ούτε και τώρα. Καμιά χαρά που παίρνω στη ζωή μου δεν τη φωνάζω, μην τη νιώσουν οι χαροκαμένοι και πιο πολύ πικραθούν. Αυτό το λίγο που ήμουν μαζί τους δεμένη, βλέπεις, δεν φεύγει από μέσα μου» (σ. 59).
Η νουβέλα κλείνει, όπως επισημαίνει η Δέσποινα Πυρκεττή, με ένα «Σημείωμα» και μια «Επιστολή» που, «ενώ ξεχωρίζουν από τις τρεις πρώτες ενότητες, καθώς είναι “γραμμένες” από άντρες, εντούτοις υπηρετούν την ίδια συγγραφική πρόθεση ως προς την πολυπλοκότητα της αλήθειας. Το έργο είναι με τέτοιο τρόπο δομημένο ώστε να αναστέλλει την ετυμηγορία και να σμιλεύει χαρακτήρες με ανθρώπινα υλικά, χαρακτήρες που υποθέτουν, ανασκευάζουν, παραμυθιάζονται».[1]

Το συγκλονιστικότερο, ωστόσο, μέρος του βιβλίου αποτελεί χωρίς αμφιβολία ο επιστολικός λόγος της Ευφροσύνης Βασιλείου, ένας βαθιά ερωτικός, ποιητικός και εξομολογητικός λόγος μιας δυναμικής, έξυπνης, πανέμορφης και αρχοντικής γυναίκας που βρίσκεται σε επαναστατική ασυμφωνία με το οικογενειακό και κοινωνικό της περιβάλλον, το οποίο προάγει τον βίαιο σπαραγμό της γυναικείας φύσης, του γυναικείου ερωτισμού και δημιουργικότητας. Μιας γυναίκας η οποία δεν ανασαίνει σωματικά και πνευματικά κάτω από το άγρυπνο πατριαρχικό και εξουσιαστικό, κοινωνικό βλέμμα και επιχειρεί να βρει έναν τρόπο να ζήσει τον αυθεντικό και απαγορευμένο έρωτά της με τον γιο του Αλή πασά, έρωτας ο οποίος δεν εγκρίνεται ούτε κοινωνικά ούτε εθνικά ούτε θρησκευτικά. Μέσα σε αυτό το ασφυκτικό κοινωνικό πλαίσιο, η Ευφροσύνη Βασιλείου ελπίζει ακόμη στην αυθεντική δύναμη του έρωτα, της ζωής και της ομορφιάς και διεκδικεί την ερωτική και ηθική της απελευθέρωση ακόμη και μέσα στο κελί πριν την εκτέλεσή της.

Για τούτο, ίσως, ο έγκλειστος επιστολικός λόγος της αρχόντισσας Ευφροσύνης αποτελεί μιαν εξαιρετική πράξη αντίστασης, καθώς αντικατοπτρίζει στην ουσία την αναζήτηση της ερωτικής, οντολογικής και πνευματικής της ελευθερίας και ταυτότητας. Ειρωνεία, πίκρα και σαρκασμός, αλλά ταυτόχρονα ελπίδα, αγάπη, έρωτας και ατόφιος λυρισμός αποτελούν τον ποιητικό της αντίλογο απέναντι στην παντοδύναμη ανδρική εξουσία, αλλά και στην κοινωνική καταπίεση και υποκρισία που επιβάλλονται, πολλές φορές, κι από τις ίδιες τις γυναίκες. Εισπράττουμε, με άλλα λόγια, ένα γυναικείο λόγο-αντίλογο στον παράλογο εξουσιαστικό λόγο˙ έναν λόγο που παραμένει διαχρονικά ενεργός και ζωντανός και ο οποίος, όχι τυχαία, συνδέεται συνειρμικά και αναχρονιστικά αφενός με τις μεταγενέστερες συλλήψεις των Εβραίων στα Ιωάννινα και την αποστολή τους στα κρεματόρια και αφετέρου με τις σχετικά πρόσφατες δολοφονίες των αλλοδαπών γυναικών στην Κύπρο από έναν κατά συρροή δολοφόνο:

«Στέκονταν κοντά στη λίμνη. Τις μάζεψαν εκεί κοντά με τους δικούς τους. Τους φόρτωσαν όλους με άγριες φωνές οι στρατιώτες στα φορτηγά για τα κρεματόρια της Ευρώπης» (σ. 50).
«Ήταν όλες ξένες. Αόρατες πέρασαν και αυτές από τους δρόμους και τα σπίτια σας. Έφτασαν στο νησί με μια βαλίτσα όλη κι όλη, τα απαραίτητα. Καθαρίζουν τα πλούσια σπίτια σας, φροντίζουν τους κατάκοιτους γονιούς σας. Χάθηκαν. Ποιος τις είδε; […] Γυναίκες και αλλοδαπές εργάτριες. Στα αζήτητα. Ιδανικά θύματα για έναν κατά συρροή δολοφόνο. Τις έπνιγε ανεμπόδιστος όσο κανείς δεν της αναζητούσε» (σ. 52).
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ερμηνείας, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι η συγγραφέας δεν επιχειρεί μόνο να αποτελέσει συλλογική εκπρόσωπο της γυναικείας ταυτότητας, αλλά ταυτόχρονα να εκφράσει το συγκεκριμένο άτομο-άνθρωπο-γυναίκα. Κι αυτό επιτυγχάνεται αφενός μέσω του μύθου και της ιστορίας της βασικής ηρωίδας του έργου και αφετέρου μέσω της υπόγειας διακειμενικής σύνδεσης του βιβλίου με τον δυναμικό σοφόκλειο μύθο της Αντιγόνης και το δημοτικό τραγούδι, όπου η γυναίκα αντιπροσωπεύει τον ηθικό νόμο της φύσης που αντιστέκεται στον πατριαρχικό νόμο και την εξουσία:

«Αμφιβόλου ηθικής –λένε- έκλυτου βίου, σκεύη ηδονής των αντρών κι αυτών των ιδίων των δικαστών μας. Ο νόμος τους καταδικάζει τη γυναίκα. Άντρες ορίζουν τι σημαίνει έκφυλη κι ανήθικη γυναίκα. Το σκεύος της πορνείας τους είναι το σιχαμερό. Το αμαρτωλό. Το βρώμικο. Και πώς βρομίζει αν ο χρήστης είναι καθαρός; Και πώς εκείνος μένει έξω και πέρα από την καταδίκη, ο άντρας ο βέβηλος; Πετούν στην άβυσσο το σκεύος φορτωμένο τη φρίκη που τους προκαλεί ο εαυτός τους. Μα δύστυχοι! Είναι μονάχα του μυαλού σας το σκοτάδι που σας τρομάζει σαν παιδιά. Κι έτσι ξέσπασε σαν σε τέρατα το μυστήριο της γυναίκας. Ξεσπάστε τιμωρώντας τις μόνες μάρτυρες που καταφάσκουν τη φύση και τους νόμους της» (σ. 19).
«Δίψασε η καρδιά μου, λένε, για εξουσία. Ναι, την εξουσία του έρωτα που καταλύει κάθε νόμο. Τέτοια εμπειρία σε οδηγεί να γνωρίσεις την ελευθερία. Και μόνο όριο είναι η αφοσίωση, η εθελούσια δέσμευση στον άλλο. Τέτοιες γυναίκες οι άνδρες τις φοβούνται. Και οι γυναίκες τις φθονούν» (σ. 20).
Αυτό που φωτίζει υπαινικτικά, με άλλα λόγια, η συγγραφέας του βιβλίου μέσω του μύθου και της ιστορίας της Ευφροσύνης Βασιλείου, αλλά και των άπειρων αθέατων, αποσιωποιημένων γυναικών μέσα στην ιστορία, είναι ότι η αντίσταση κι η αυτοθυσία τους προϋπήρξε κατά πολύ του φεμινιστικού κινήματος και του θεωρητικού του λόγου. Αυτή η ατέλειωτη στρατιά γυναικών, λοιπόν, δεν εκκινεί και δεν προϋποθέτει κανένα φεμινιστικό πλαίσιο. Αντίθετα πηγάζει από την έμφυτη και ανυπότακτη στάση της γυναίκας-μητέρας-τροφού-συντρόφου-ανθρώπου. Διαφαίνεται με σαφήνεια, επομένως, ότι η συγγραφέας επιστρέφει στον μύθο της Ευφροσύνης Βασιλείου, όχι μόνο για να φωτίσει τη διαχρονική καταπίεση της γυναίκας, αλλά και για να αναδείξει την διαχρονική δύναμη της γυναικείας φύσης, η οποία, παρά την ασφυκτική καταπίεση, δεν υποτάσσεται.

Για να κατανοήσουμε πληρέστερα το πιο πάνω σημείο, αλλά και για να φωτίσουμε περισσότερο τις αποκλίσεις της συγγραφέως από τη συγκρουσιακή πολλές φορές εκφορά του φεμινιστικού κινήματος, σημειώνω ότι η νουβέλα εντάσσεται ξεκάθαρα σ’ αυτό που ονομάζουμε γυναικεία λογοτεχνία, τη λογοτεχνία, δηλαδή, που γράφει μια γυναίκα που αντιστέκεται συνειδητά σε αυτές ακριβώς τις πατριαρχικές συμβάσεις. Εντούτοις, ο συγκλονιστικός επιστολικός λόγος της Ευφροσύνης Βασιλείου, η ραχοκοκαλιά, με άλλα λόγια, της ποιητικής εκτίναξης και αφήγησης του βιβλίου, δεν στηρίζεται πάνω στη συκρουσιακή συνειδητοποίηση της διαφοράς με τον άνδρα, αλλά αντίθετα πάνω στις αρχές του αληθινού έρωτα, της αγάπης και της ισότιμης εξομοίωσης με αυτόν.

Διαμορφωμένη εμπειρικά από το γεγονός ότι οι γυναίκες αποτελούν τα συχνότερα θύματα της ιστορίας, η Ευφροσύνη Μαντά Λαζάρου διαπραγματεύεται ξανά στο φως (όπως και η πρωτοπόρος της γυναικείας γραφής στην Κύπρο Έλενα Τουμαζή Ρεμπελίνα στην τελευταία φάση της ποίησής της)[2] αυτή την καταπίεση και τον διαχωρισμό του εαυτού της, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι πρέπει να βλέπει ξανά τα πράγματα με τον δικό της σωματοποιημένο, ερωτικό και ελεύθερο τρόπο και όχι μέσω ενός συγκρουσιακού φεμινιστικού φακού· έτσι η ηρωίδα του βιβλίου αποδέχεται το παρόν και το παρελθόν της και συλλαμβάνει την εικόνα μιας ερωτευμένης γυναίκας, που έχει αποφασίσει να ακολουθήσει τον δρόμο της πανανθρώπινης ελευθερίας και αυτοπραγμάτωσης, ακόμη κι αν αυτό θα την οδηγήσει στον φρικτό θάνατο.

«Αν ο έρωτας είναι μια αυταπάτη, ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν είναι ελεύθεροι κι ισότιμοι μεταξύ τους, είναι μια φρίκη. Μονάχα θάνατος κι εκμηδένιση για τον αδύναμο μπορεί να είναι» (σ. 51).
Δεν είναι καθόλου τυχαίο, επομένως, το γεγονός ότι η συγγραφέας αφιερώνει αγαπητικά τη νουβέλα στην ποιήτρια Έλενα Τουμαζή-Ρεμπελίνα «για την κατανόηση, για τις υπόγειες αναγνωρίσεις». Ούτε, βεβαίως, ότι η Έλενα Τουμαζή-Ρεμπελίνα αφιέρωσε προηγουμένως στην Ευφροσύνη Μαντά-Λαζάρου το ποίημά της «Το μέσα φόρεμα» (Marginalia, Έλενα Τουμαζή-Ρεμπελίνα και Μόνα Σαββίδου-Θεοδούλου, εκδ. Αφή, Λεμεσός 2015, σ. 98), που παραπέμπει ευθέως στην προγενέστερη ποιητική συλλογή της Ευφροσύνης Μαντά Λαζάρου Το μέσα φόρεμα (εκδ. Αφή, 2011). Παραθέτω αυτούσιο το ποίημα της Έλενας, καθώς και δύο αποσπάσματα από τη νουβέλα για να διαφανούν οι υπόγειες και φανερές συγκλίσεις τους και προπαντός η φιλία και η αμοιβαία εκτίμηση ανάμεσα στις δύο ποιήτριες.

«ΤΟ ΜΕΣΑ ΦΟΡΕΜΑ»
(αφιερωμένο στην Ευφροσύνη)
Εμείς οι αόρατοι,
εμείς οι χωρίς ιστορία,
εμείς που μας νομίζετε χωρίς πατέρα
μα που γνωρίζουμε τον πατέρα
βαθύτερα απ΄ όλους σας,
που μας αγαπά ο πατέρας
κρυφά απ’ όλους σας.
Εμείς που γεννήσαμε
αυτόν που μας γέννησε
που τον γεννούμε την κάθε στιγμή.

Εμείς που μας μεταχειρίζεστε
σαν ενοχλητικά φαντάσματα
στην επικράτειά σας.

Εμείς που μας αρνιέστε
κατάφωρα τη σάρκα
ξεσκίζοντάς μας με δόντια κοφτερά.
«Εμείς που τίποτα δεν έχουμε»
εξόν από το εσωτερικό μας όνομα,
«θα σας διδάξουμε»
την ελευθερία.

«Όπου περνούσαμε σφάλιζαν οι άνθρωποι τις πόρτες τους βιαστικά. Ούτε ένα παράθυρο δεν άνοιξε λιγάκι, να μας κοιτάξουν στα μάτια σπλαχνικά. Τόση σιωπή δεν ξανάζησα! Τόσος φόβος! Τόση ντροπή και καταφρόνια! Δεν ήμασταν ποτέ οι γυναίκες τους, ούτε κι οι αδερφές τους. Δεν υπήρξαμε οι κόρες τους. Δεν υπήρξαμε. Απαρηγόρητες ώς το τέλος» (σ. 48).
«Αν και φαντάζομαι πως μια μέρα λεύτερα και τολμηρά θα γράφουν, λεύτερα και χαρούμενα κι ισότιμα θα συνομιλούν οι άντρες κι οι γυναίκες, κι όλα αυτά που λέω τώρα, θα είναι μια ξεχασμένη ιστορία επανάστασης, ένας μύθος» (σ. 17).
Συνοψίζοντας, η νουβέλα της Ευφροσύνης Μαντά-Λαζάρου Τα κόκκινα ελάφια κινείται μέσα σε ένα εξαιρετικά εύθραυστο θεωρητικό και αφηγηματικό πλαίσιο. Η αφήγηση από τη μια παρέχει τον απαραίτητο σκελετό για να αναπτυχθεί το βιωματικό, ιστορικό, θεωρητικό και μυθολογικό υλικό, ενώ οι λυρικοί θύλακες, από την άλλη, με τις πολύσημες αντιθέσεις και ανατροπές, τον μεταφορικό λόγο, τις επαναλήψεις λέξεων και εικόνων, την έντονη ρυθμικότητα, τον κοφτό-ασθματικό λόγο και, τέλος, τη διασταύρωση ετερόκλητων φωνών, φορτίζουν γόνιμα και λειτουργικά την ποιητικότητα. Όλα αυτά πραγματώνουν, εν τέλει, έναν υβριδικό λόγο που αμφισβητεί τα ειδολογικά στερεότυπα, διαρρηγνύοντας τα στεγανά της ποίησης και της πεζογραφίας, της φεμινιστικής θεωρίας και της πραγματικότητας, επιτυγχάνοντας, εντέλει, την αλληλοδιείσδυση και τον μεταξύ τους διάλογο. Και αυτό δεν είναι ούτε αυτονόητο ούτε λίγο.

[1] Βλ. την ενδιαφέρουσα κριτική παρουσίαση της Δέσποινας Πυρκεττή στη διαδικτυακή επιθεώρηση ποιητικής τέχνης Ποιείν στις 11.12.2023.
[2] Παναγιώτης Νικολαΐδης, Έλενα Τουμαζή-Ρεμπελίνα, Εισαγωγή στο έργο της, Διόραμα, Λευκωσία 2020, σ. 45-54.
*

.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΗΒΑΙΟΣ

literature.gr 11/12/2023

Ένα Σπάνιο Είδος

Τέτοια εποχή τα Γιάννενα φορούν το χιόνι και λάμπουν μες στο μεσημέρι. Οι μύθοι ξαναζούν από την αρχή, στην επιφάνεια της λίμνης το φως σκίζει τα νερά. Ίσως να φθάνει ως κάτω στους πνιγμένους που είναι σπαρμένοι σε εκείνη τη λίμνη. Νιώθει στον κόρφο της τη ζεστασιά η κυρά Φροσύνη και ίσως να νιώσει ακόμη μια στάλα παρηγοριά που πνίγηκε η ομορφιά της μες στα νερά και γίνηκαν τα φρύδια της καμάρες να περνούν τα ψάρια και τα όνειρα. Στ’απέναντι νησί τα λιγοστά κόκκινα ελάφια κοιτάζουν τους ταξιδιώτες με έκπληξη και φόβο. Είναι τα πιο σπάνια είδη σε εκείνο το μέρος, κάτι σαν ακριβά ποιήματα, λέξεις πολύτιμες που αφήσαμε εκεί για να μην χαθούν ποτέ.
Είναι και μια στιγμή που κανείς δεν γνωρίζει πότε φθάνει. Τη σημαδεύουν εκείνα τα μεθυσμένα χελιδόνια που πετούν ξέφρενα και την αναγγέλλουν. Τότε όλα αποκτούν μια σημασία προστιθέμενη, στέρεη. Και είναι τότε στα χέρια λίγων, σπάνιων ποιητών να πουν την ιστορία τους που για πρώτη και τελευταία φορά φαντάζει ολοκληρωμένη, πέρα μακριά στα Γιάννενα, σε μια πληγωμένη πολιτεία. Ο πραγματικός χώρος τότε κομματιάζεται και εκείνο που απομένει δεν είναι άλλο από τον μύθο που σμίγει γόνιμα με όσα φέρνουν οι νέοι καιροί. Μονάχα τότε είναι που τα Γιάννενα ξαναγίνονται όλα όσα έχουμε ξεχάσει και ο έρωτας κουβαλά εντός του τον σπόρο της άγριας συμφοράς.

Απομένει στη δύναμη της γραφής να ψιθυρίσει τις ανεξάντλητες ιστορίες που φύονται γύρω από τα Γιάννενα, σμίγοντας τη φαντασία με την αλήθεια, ώσπου να φθάσει κανείς στην επικαιρότητα, τη μετάφραση που ξεκάθαρα αφήνει έναν υπαινιγμό για το δικό μας χρονικό, την έξαρση και την κατάπτωση της εποχής μας, μοιράζοντας τους ρόλους στο αιώνιο παιχνίδι της αγάπης, του θανάτου και της ομορφιάς. Απομένει στην ξεχωριστή γραφή της δημιουργού Ευφροσύνης Μαντά – Λαζάρου που κάνει την εμφάνισή της στα ράφια των βιβλιοπωλείων, πάντα από τις καλές εκδόσεις Βακχικόν με «Τα κόκκινα Ελάφια».

Η πρώτη νουβέλα της καταξιωμένης ποιήτριας ιχνογραφεί ανάμεσα στις μπαλάντες της Παμβώτιδας μια ιστορία για την «ερωτική τόλμη της γυναίκας, που ισοδυναμεί με κοινωνική και πολιτική ανταρσία», γράφει στο οπισθόφυλλο της έκδοσης που έρχεται από τις αθηναϊκές εκδόσεις για να φέρει στο προσκήνιο μια άξια δημιουργό με σημαντικό κοινωνικό και επιστημονικό έργο για την γενέτειρά της την Κύπρο και την ενίσχυση της εκπαιδευτικής διαδικασίας στα σχολεία εντός των τειχών της Λευκωσίας. Η αρθρογραφία της έχει κατά καιρούς φιλοξενηθεί στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό τύπο, επαληθεύοντας το ταλέντο που ανταμώνει την ασάλευτη χορδή της ανθρώπινης συγκίνησης, στοχεύοντας ίσια στον δικό μας καιρό, την περιβόητη επικαιρότητα που τοκίζεται και πάλι χρεοκοπεί και όλο προχωρεί και μας σαρώνει. ‘Ηχοι σκόπιμα παραχαραγμένοι, επιστολές που σμίγουν με την αφήγηση και την εξομολόγηση. Και πάνω από όλα η στυγερή γαστέρα, αυτή η ανθρώπινη επιθυμία που θέτει σε κίνηση την Ευφροσύνη Βασιλείου, την κυρά Φροσύνη που για πάντα αποκοιμήθηκε στην λίμνη. Μαζί της παίρνει το πάθος που κάνει την ψυχή να λιγώνεται και για πάντα ξεμακραίνει. Η συγγραφέας αλλάζει ύφος και καταφέρνει να συνθέσει την ιστορία της Φροσύνης που ήταν γραμμένη και εκείνη του θανάτου, όπως τα φύλλα της μηλιάς, τ’αηδόνι, η Ατλαντίδα και ο Αλδεβαράν το άστρο του αξεπέραστου Κωστή Παπαγιώργη.

Οι χίλιες και μία όψεις της γυναίκας, η Φροσύνη που αντιμάχεται την εποχή της, η Φροσύνη που τρελαίνεται από αγάπη και φλέγεται, η εποχή της που την καταδικάζει και η αναγωγή στην πραγματικότητα του αθεράπευτα λογικού μας αιώνα, συνθέτουν αυτή τη νουβέλα. Μια βουβή ταινία προβάλλεται στις σελίδες των «Κόκκινων Ελαφιών» ενώ η Φροσύνη μεταμορφώνεται σε κάτι περισσότερο από μια τραγική φιγούρα μες στους κόλπους της λαϊκής ιστορίας. Και δίχως χέρια ή καρδιά αυτή η ηρωίδα της αγάπης που πλήρωσε με τη ζωή της μια άρνηση, «όλες μαζί, με τις φωνές και τις σιωπές τους, συνθέτουν ένα τραγούδι ανυπέρβλητης συμπόνιας μέσα σε έναν κόσμο σκλαβιάς και βίας». Το σώμα και η αγάπη μεταμορφώνονται σε ένα δραματικό λεξιλόγιο που μεταφέρεται στις σελίδες αυτού του ξεχωριστού βιβλίου. Και εγώ θυμάμαι την Γκέμμα και τον Λιαντίνη όταν υποστηρίζει πως όλα τα φαινόμενα και οι δράσεις του κόσμου συνιστούν εκφράσεις, σαρκώσεις, μερικότητες , συντελεσμένα και ενδελέχειες του έρωτα και του θανάτου. Και στο μέσον η Φροσύνη, που παραδέχεται την αγάπη, η Φροσύνη σύγχρονη και την ίδια στιγμή παλιά, μια σύνοψη της εποχής μας, μια γυναίκα που δοκιμάζεται όπως τότε από τις απαιτήσεις της δικής της κοινωνίας. Η αδικοχαμένη Φροσύνη συνιστά εκείνη τη λέξη που λείπει από το ποίημα του καιρού μας. Πίσω από την υγρή ομίχλη η γραφή αποκαλύπτεται και το βιβλίο μεταμορφώνεται σε ένα ερώτημα που μας αφορά τόσο άμεσα, ένα ερώτημα και τίποτε λιγότερο για την εποχή μας που εξακολουθεί να πνίγει τα πιο όμορφα κορίτσια για το τραύμα της ομορφιάς που κουβαλάνε και τόσο απλόχερα μοιράζουν. Την εποχή μας που λατρεύει τους μύθους και μας επιτρέπει χάρη στην απόσταση να διαψευστούμε, να αυθαιρετήσουμε και να αντικρίσουμε με θάρρος τα χρόνια μας, τόσο μακριά από την αθωότητα πια. Πότε η Φροσύνη και άλλοτε εκείνες οι ανώνυμες γυναίκες που δεν τους επιφύλασσε η ιστορία μια θέση ξεχωριστή μα στοιχειώνουν τις ζωές μας, παίρνουν τον λόγο στη νουβέλα της Κύπριας δημιουργού που για το 2022 θα λάβει το Κρατικό βραβείο Ποίησης της Κύπρου. «Οι αόρατες γυναίκες μπαίνουν με το όνομά τους στο κάδρο της ιστορίας, σαν μια πολυφωνική χορωδία που αναδύεται μέσα από τα νερά της Παμβώτιδας μέχρι και τα νερά της Κύπρου, στην Κοκκινοπεζούλα» γράφει στο οπισθόφυλλο της έκδοσης, εκεί που θα ‘βρει κανείς μερικά από τα κλειδιά ετούτης της ιστορίας αλλά και όλα όσα έθεσαν σε λειτουργία τον λογοτεχνικό μύθο.

Στα ηχεία τα Γυάλινα Γιάννενα του Μιχάλη Γκανά. Πίσω πέφτει σαν απαλό χιόνι η μουσική των Κατσιμιχαίων. Νύχτα και συννεφιά, χωρίς άστρα πήγαινε το δρόμο δρόμο γράφει ο ποιητής. Ξημερώματα μπήκε στα Γιάννενα. Την είδε που ερχόταν μέσα από τη λίμνη. Πού βρέθηκαν τα χείλη της, ποιος τα φίλησε και δεν το ‘πε. Ήταν η κυρά Φροσύνη που στέκει απέναντι από τον καιρό τον δικό μας., η Φροσύνη, η γυναίκα που παίρνει τον δρόμο τον χλωμό της μνήμης και στο βιβλίο της κυρίας Ευφροούνης Μαντά – Λαζάρου πετάει σαν πεταλούδα πάνω από το βολάν της ιστορικής μνήμης. Σβήνει το κλαρίνο και πέφτει ξαφνική και αχαλίνωτη η παγωνιά πάνω στα νερά της Παμβώτιδας που αν προσέξεις, μες στη σιγαλιά βαριά αναστενάζει και πονά. Το τοπίο είναι ο άνθρωπος που βλέπει και η κυρία Μαντά – Λαζάρου στερεώνει το βλέμμα της πάνω στα Γιάννενα. Από εκεί αρχίζει το ανηφορικό μονοπάτι που βγάζει στην εποχή, από εκεί και οι Φροσύνες πνιγμένες ξανά και ξανά,μες στους κόλπους της δικής μας, αστικής ζωής.

ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΠΥΡΚΕΤΤΗ

.poiein.gr 11/12/2023

«Βρέχει απόψε επάνω. Κι όποτε βρέχει, πνίγομαι.»

Στην πρώτη νουβέλα που καταθέτει η Κύπρια ποιήτρια Ευφροσύνη Μαντά-Λαζάρου, τρεις γυναίκες μιλούν σε πρώτο πρόσωπο με άξονα το ιστορικό γεγονός του πνιγμού τής Ευφροσύνης Βασιλείου και άλλων δεκαέξι γυναικών στη Λίμνη Παμβώτιδα, μετά από εντολή του Πασά των Ιωαννίνων, το 1801. Οι γυναίκες είχαν κατηγορηθεί για μοιχεία. Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, η πραγματική αιτία της ομαδικής εκτέλεσης ήταν ο ερωτικός δεσμός που διατηρούσε η Βασιλείου με τον γιο του Αλή Πασά.

Ανάμεσα σε πρωτογενείς πηγές και τον πέπλο του μύθου, η συγγραφέας συνθέτει για την κεντρική ηρωίδα μια ασώματη φωνή έξω και πέρα από τον ιστορικό χρόνο, με την οποία αγγίζει διαισθητικά την ουσία πίσω από τα επιφαινόμενα. Ο λόγος της Φροσύνης, αγέρωχος όταν απευθύνεται σε κριτές, αλλά τρυφερός και παρακλητικός όταν γράφει στον εραστή της, είναι λόγος εκστατικός. Η φωνή της απεγκλωβίζεται από τη χρονική στιγμή της ζωής και του θανάτου της και προσλαμβάνει μεταφυσική διαύγεια. Με το πλεονέκτημα της ύστερης γνώσης, μεθερμηνεύει την ομορφιά, όχι μόνο τη δική της περιλάλητη καλλονή, αλλά τις ομορφιές του τόπου έξω από τους τοίχους του σπιτιού, και τη σαγήνη της νέας γνώσης που υπόσχεται η ανακάλυψη:

Έβραζα μέσα μου. Μα σώπαινα. Φώναζα όμως με την ανυπακοή, με τους ριψοκίνδυνους περιπάτους, με το επαναστατημένο μου κορμί. Ο κίνδυνος με ζωήρευε, με έκανε να νιώθω ζωντανή. Κάθε φορά που έφτανα σε καινούρια μέρη, ακόμη πιο μακριά, επέστρεφα στο σπίτι πιο δυνατή, πιο λεύτερη. (σ.11)

Η έκ-σταση στον λόγο της Φροσύνης, με την έννοια την αποΰλωσης, της αναχώρησης από τα στεγανά της εγκόσμιας ύπαρξης, της επιτρέπει να αμφισβητεί την τυραννία των αντρών – οικείων και ξένων – και να διεκδικεί το δικαίωμα να αγαπά εκεί όπου θέλει. Η τόλμη της είναι προκλητική, αχαλίνωτη· μ’ αυτήν αποσπάται από τα θέσμια και ανάγεται πάνω από τον ψόγο και την παρεξήγηση με όλες της τις ιδιότητες. Σαν να λέει, όπως η βασίλισσα του Σαβά στον ασκητή της ερήμου: «Δεν είμαι γυναίκα, είμαι ένας κόσμος. Άπαξ και πέσουν τα ρούχα μου θ’ ανακαλύψεις πάνω μου αλλεπάλληλα μυστήρια».[2]

.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΡΑΧΑΝΑΣ

FRACTAL 16/1/2024

Αόρατες γυναίκες στο κάδρο της ιστορίας

«…Όταν τις είδα, τόσες γυναίκες στη φυλακή, είπα πάλι πως λάθεψαν οι άντρες του Πασά. Τι αμαρτία έκαμα εγώ; Δεν μιλούσαμε. Κοιταζόμασταν μόνο κάνοντας σκέψεις η μία για την άλλη. Τι φταίξαμε όλες εμείς; Ήμασταν δεκαοκτώ. Δεν είμασταν όλες χριστιανές. Τρεις ήταν μουσουλμάνες. Ούτε και γνωριζόμασταν όλες μεταξύ μας. Τι φταίξαμε;

Να, ήταν κι εκείνη μαζί μας. Στην ίδια φυλακή. Δεν ήταν φοβισμένη. Τι είχε να φοβηθεί αυτή; Πλούσια ήταν, όμορφη, την αγαπούσε ο Τούρκος, γιατί να φοβηθεί. Όπου να΄ ναι θα έρθουν οι άντρες της, θα έρθουν τα φλωριά, θα έρθει ο θείος της, να την ελευθερώσουν.

Όταν μάθαμε τέλος πως μας φυλάκισαν επειδή ήμασταν τάχα πόρνες, μαλώναμε η μια την άλλη. Και έτσι μαθεύτηκαν πολλά. Ψέματα και αληθινά όλα θάφτηκαν στη λίμνη…

Ναι, ήταν ξιπασμένη. Όλη την ώρα θαύμαζε την ομορφιά της στο γυαλί. Παινεύονταν για τα φουστάνια, τα στολίδια της. Παινεύονταν για τον Τούρκο που έβαλε στο κρεβάτι της. Ναι, όμορφη ήταν. Άμυαλη. Είπαν πως δεν πνίγηκε, πέθανε πριν την πετάξουν στο νερό.

Ο κόσμος την κλαίει. Και όλοι την τραγουδούν. Οι άλλες Ψυχή δεν έχουν; Ποιος τις θυμάται; Ψυχή δεν είχαν αυτές; Τις πήρε στο λαιμό της. «Ζήτα συγχώρεση από τον Πασά, Φροσύνη». «Μόνο από τον Θεό» απαντούσε εκείνη. Πάνε οι καημένες…

Ο Αλή Πασάς ήταν ένας αδίστακτος τύραννος. Ο πρόξενός μας με βεβαιώνει πως γίνονταν φοβερά εγκλήματα στο σεράγι, απίστευτες θηριωδίες….

…Η Ευφροσύνη Βασιλείου ήτο μια καλλονή, όπως μου ελέχθη. Είχε μεγάλη μόρφωση και πνεύμα φιλοπρόοδον. Ψυχή και ζώπυρον της κοινωνίας την έχουν αποκαλέσει. Την εξυμνούν οι μορφωμένοι Έλληνες και οι Ευρωπαίοι γράφουν γι’ αυτήν. Δεν είμαι βέβαιος αν πρόκειται όντως για μία τόσο σπουδαία γυναίκα. Γνώρισα κάποιον Άγγλο ο οποίος συλλέγει ιστορίες της Ανατολής και μου διηγούνταν πως τέτοιες τραγικές ιστορίες για όμορφες γυναίκες είναι συνηθισμένες στην Ανατολή. Οι ρομαντικές ιστορίες και οι ηρωισμοί συγκινούν πολύ τους ντόπιους. Πάρε αν θέλεις όλη τη γη τους. Μπορούν να ζήσουν δίχως γη αλλά δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς μυθολογία…

…Τα κόκκινα ελάφια του Πασά, που είδα στο νησάκι, νομίζω λιγοστεύουν. Τα αρσενικά έχουν μια περηφάνια μελαγχολική. Με έχουν συγκινήσει έτσι όπως εμφανίζονται ξαφνικά και τρέχουν κοπαδιαστά. Κοιτάζουν πίσω από τις φυλλωσιές, κρυμμένα, με τα ωραία μεγάλα μάτια τους. Τα θηλυκά μου θυμίζουν τις γυναίκες της Ανατολής πίσω από καφασωτά παράθυρα. Δεν έχουν όνομα, και οι άντρες τους τις εξουσιάζουν και λίγο λίγο τις κατασκευάζουν σαν κούκλες κατά πως θέλουν. Άκουσα στα ταξίδια μου πολλές τέτοιες ιστορίες για όμορφες σαν αυτήν εδώ της λίμνης…»

Το αίτημα είναι διαρκές και σημερινό: οι γυναίκες ζητούν να αρθρώσουν τη δική τους φωνή στην κοινωνία, να εναντιωθούν στην πατριαρχική δομή της και να ορίσουν τον δικό τους -απρόσβλητο- χώρο. Η λογοτεχνία, ολοένα και περισσότερο, αφουγκράζεται αυτό το αίτημα και το μετατρέπει σε λόγο.

Στο νέο της βιβλίο «Τα κόκκινα ελάφια» η Κύπρια συγγραφέας Ευφροσύνη Μαντά-Λαζάρου δίνει φωνή και «όνομα» στις πρωταγωνίστριές της. Κάτι που τις διαφοροποιεί από την κατάσταση του «πράγματος», στην οποία θέλει τις ρίξει η ανδροκρατούμενη κοινωνία.

«Τα κόκκινα ελάφια» δίνουν φωνή στις γυναίκες, που οι προσωπικές τους ζωές συντρίβονται από τις συμβάσεις μιας ανδροκρατούμενης κοινωνίας σε μια περίοδο σκλαβιάς και δουλείας.

Στη νουβέλα της Ευφροσύνης Μαντά-Λαζάρου κυριαρχούν οι γυναίκες σε ένα ανδροκρατούμενο περιβάλλον. Ποιο είναι όμως το βασικό τους αίτημα; Το βασικό τους αίτημα είναι πρωταρχικά το «Όνομα» που τις διαχωρίζει από το πράγμα. Το «Όνομα» σε καθιστά πρόσωπο και γίνεσαι ορατή. Διεκδικούν το δικαίωμα ελευθερίας, προσωπικής έκφρασης και επιλογής για όλα όσα τις αφορούν. Διεκδικούν το δικαίωμα να αντισταθούν σε ό,τι τις προσβάλλει. Θέλουν να μιλούν και να ακούγεται η φωνή τους.

Η ερωτική τόλμη της γυναίκας, που ισοδυναμεί με κοινωνική και πολιτική ανταρσία, ξεσπά μπροστά στον αμήχανο άντρα ως απειλή. Αυτό συχνά γίνεται αιτία να καταδικαστεί ακόμη και σε θάνατο. Τρεις γυναίκες ανασκευάζουν αυτήν την παλιά ιστορία, που ωστόσο επαναλαμβάνεται με άλλα πρόσωπα και σε διαφορετικές συνθήκες μέχρι και σήμερα.

Η πρώτη γυναίκα θέλει να απαλλαγεί από μια κατασκευασμένη ταυτότητα και αρνείται τον ρόλο που της επέβαλε η επίσημη Ιστορία. Η δεύτερη κόβει τα νήματα που την κρατούν δεμένη με τον αδερφό της, νήματα γερά και ματωμένα από τον καιρό του βιασμού της από τους «άλλους». Η τρίτη γυναίκα, ζωντανή-νεκρή, καταθέτει τη δική της μαρτυρία. Δεν ήταν η όμορφη ούτε η ξεχωριστή. Κι όμως σε μια πιο δίκαιη στιγμή της Λογοτεχνίας και της Ιστορίας θα μπορούσε να είναι αυτή στο κέντρο της αφήγησης.

Μαζί τους είναι κι άλλες γυναίκες. Οι αόρατες γυναίκες μπαίνουν με το όνομά τους στο κάδρο της ιστορίας, σαν μια πολυφωνική χορωδία που αναδύεται μέσα από τα νερά της Παμβώτιδας μέχρι και τα νερά της Κύπρου, στην Κοκκινοπεζούλα.

Όλες μαζί, με τις φωνές και τις σιωπές τους, συνθέτουν ένα τραγούδι ανυπέρβλητης συμπόνιας μέσα σε έναν κόσμο σκλαβιάς και βίας.

.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ

bookpress.gr 28/11/2023

Ευφροσύνη Μαντά-Λαζάρου: «Στο βιβλίο μου οι γυναίκες διεκδικούν το δικαίωμα να αντισταθούν σε ό,τι τις προσβάλλει»

Συνέντευξη στον Διονύση Μαρίνο

Το αίτημα είναι διαρκές και σημερινό: οι γυναίκες ζητούν να αρθρώσουν τη δική τους φωνή στην κοινωνία, να εναντιωθούν στην πατριαρχική δομή της και να ορίσουν τον δικό τους -απρόσβλητο- χώρο. Η λογοτεχνία, ολοένα και περισσότερο, αφουγκράζεται αυτό το αίτημα και το μετατρέπει σε λόγο.

Στο νέο της βιβλίο Τα κόκκινα ελάφια (εκδ. Βακχικόν) η Κύπρια συγγραφέας Ευφροσύνη Μαντά-Λαζάρου δίνει φωνή και «όνομα» στις πρωταγωνίστριές της. Κάτι που τις διαφοροποιεί από την κατάσταση του «πράγματος», στην οποία θέλει τις ρίξει η ανδροκρατούμενη κοινωνία.

Είστε κυρίως ποιήτρια. Τι είναι αυτό που σας οδηγεί για δεύτερη φορά στην πεζογραφία;

Η ποίηση είναι γλώσσα και ρυθμός. Προσπαθείς να διευρύνεις τη γλώσσα, για να χωρέσει μια σύλληψη πέρα από την έως τώρα εκφρασμένη εμπειρία και αντίληψη της πραγματικότητας. Το θέμα, η ανάγκη και η έμπνευση, που με οδηγούν στη συγγραφή, καθορίζουν κάθε φορά και τη μορφή. Δεν είναι κάτι που σχεδιάζω και προγραμματίζω. Υπάρχουν κοινά σημεία στα δύο πεζά έργα μου. Στο Χωρίς την Αριάδνη – Στη χώρα του αυτισμού παρέα με την ποίηση (εκδόσεις Γκοβόστη), δίνω φωνή στο αυτιστικό παιδί και υπερασπίζομαι τη σιωπή του απέναντι σε έναν αυτισμό άλλου τύπου· την αυτιστική κοινωνία και πολιτεία στο μοιρασμένο νησί μου.

Τα Κόκκινα ελάφια (εκδόσεις Βακχικόν), δίνουν φωνή στις γυναίκες, που οι προσωπικές τους ζωές συντρίβονται από τις συμβάσεις μιας ανδροκρατούμενης κοινωνίας σε μια περίοδο σκλαβιάς και δουλείας. Η πεζογραφία επομένως, στη δική μου περίπτωσή, ανταποκρίνεται σε κάποιο κοινωνικό αίτημα. Στην ποίηση θέλω να κατανοήσω, στην πεζογραφία να μοιραστώ μια κατανόηση. Ο άνεμος της έμπνευσης, που με ξεβολεύει τόσο πολύ, ώστε να αρχίσω να γράφω, με βρίσκει σε διαφορετική ίσως θέση κι ανάγκη κάθε φορά. Οπόταν είτε με σπρώχνει να χορέψω είτε με βάζει να περπατήσω με ρυθμό.

Στη νουβέλα σας κυριαρχούν οι γυναίκες σε ένα ανδροκρατούμενο περιβάλλον. Ποιο είναι το βασικό τους αίτημα;

Το βασικό τους αίτημα είναι πρωταρχικά το «Όνομα», που τις διαχωρίζει από το πράγμα. Το «Όνομα» σε καθιστά πρόσωπο και γίνεσαι ορατή. Διεκδικούν το δικαίωμα ελευθερίας, προσωπικής έκφρασης και επιλογής για όλα όσα τις αφορούν. Διεκδικούν το δικαίωμα να αντισταθούν σε ό,τι τις προσβάλλει. Θέλουν να μιλούν και να ακούγεται η φωνή τους.

Στην ποίηση θέλω να κατανοήσω, στην πεζογραφία να μοιραστώ μια κατανόηση.

Η λογοτεχνία είναι αντίδοτο στη βία και στην πατριαρχική δομή της κοινωνίας; Είναι ικανή να «ανοίξει» τα μυαλά;

Θα μπορούσα να σας μιλήσω θεωρητικά. Δεν θέλω και να παραμείνω μόνο στον ιαματικό ρόλο της λογοτεχνίας. Προτιμώ να σας καταθέσω ένα παράδειγμα. Η Περβίν, υπήρξε μαθήτρια μου σε ένα σχολείο της Λευκωσίας. Μετά από μια μεγάλη περιπέτεια και κινδύνους έφτασε από την Τουρκία στην Κύπρο και γράφτηκε στο σχολείο μου. Συντόνιζα τότε ένα πρόγραμμα του Υπουργείου Παιδείας σε συνεργασία με την Υπηρεσία Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας. Στόχος μας ήταν η στήριξη των παιδιών και των οικογενειών τους, που έρχονταν ως μετανάστες ή ως πρόσφυγες.

Η Περβίν είχε κάθε δυνατή στήριξη από το σχολείο. Μάθαινε ελληνικά κι είχε μεγάλη θέληση να ολοκληρώσει τη μόρφωσή της. Μού περιέγραφε τις συνθήκες ζωής στο χωριό της και όσα την ανάγκασαν να φύγει. Μου έλεγε πως τα αγόρια στο χωριό της μετά το δημοτικό συνέχιζαν τη φοίτησή τους στο γυμνάσιο. Εκείνη ως κορίτσι έπρεπε να κλειστεί στο σπίτι και να παντρευτεί τον άντρα που θα επέλεγαν οι γονείς της. Γνώριζε όμως πως υπάρχουν χώρες, όπου οι κοπέλες ζουν ελεύθερες, κάνουν παρέα με όποιον θέλουν, σπουδάζουν, εργάζονται. Παντρεύονται αυτόν που θα αγαπήσουν. Με αυτό το όνειρο έφυγε από τη χώρα της.

«Πώς έμαθες γι’ αυτές τις γυναίκες», τη ρώτησα. «Από τα βιβλία», μού απάντησε. «Διάβασα κάποια βιβλία, που μου είχε δώσει ένας δάσκαλος». Ναι, είναι ικανή η λογοτεχνία και το βιβλίο γενικότερα να «ανοίξει» τα μυαλά και να σπρώξει κάποιον στο προσωπικό του ταξίδι, στην αναζήτηση, στην ελευθερία. Η Περβίν έγραψε μια αφήγηση για ένα κομμάτι της ζωής της, που αργότερα έγινε ένα μικρό βιβλίο. Το εικονογράφησε μια συμμαθήτριά της. Το σχολείο φρόντισε να εκδοθεί. Το διάβασαν πολλοί αναγνώστες, μικροί και μεγάλοι. Αντίτυπα υπάρχουν στην Κυπριακή Βιβλιοθήκη. Η Περβίν και η ιστορία της έχει καταγραφεί από τη Λουκία Ρικάκη στην ταινία της «Όνειρα σε άλλη γλώσσα». Ναι, είναι ικανή η λογοτεχνία να «ανοίξει» τα μυαλά των ανθρώπων, να τους ανοίξει δρόμους.

Πίσω από την επινόηση υπάρχουν αληθινά πρόσωπα και καταστάσεις. Αδυνατώ να αφηγηθώ τα πραγματικά γεγονότα και τις προσωπικές τους ιστορίες, συντρίβομαι από την Ιστορία – και τις ιστορίες τους.

Οι ιστορίες των γυναικών στο βιβλίο σας είναι επινοημένες ή έχουν στοιχεία από τη σκληρή πραγματικότητα;

Με την ιστορία της Περβίν, που μόλις ανέφερα, είναι φανερό πως η επινόηση είναι ένα σχήμα, ένα λογοτεχνικό τέχνασμα. Πίσω από την επινόηση υπάρχουν αληθινά πρόσωπα και καταστάσεις. Αδυνατώ να αφηγηθώ τα πραγματικά γεγονότα και τις προσωπικές τους ιστορίες, συντρίβομαι από την Ιστορία – και τις ιστορίες τους. Η επινόηση είναι ο άλλος τρόπος να μεταφέρω τα στοιχεία της σκληρής πραγματικότητας, να εκφράσω συναισθήματα, δυσκολίες, που θα ήθελα να τακτοποιήσω μέσα μου και να τα μοιραστώ με τον αναγνώστη.

Ολοένα και περισσότερο οι συγγραφείς και οι ποιητές από την Κύπρο έχουν αξιοπρόσεκτη παρουσία στα ελληνικά γράμματα. Βλέπετε να αναπτύσσεται έντονο λογοτεχνικό κλίμα στο νησί;

Χαίρομαι που το ακούω. Η λογοτεχνία στην Κύπρο από τις μεσαιωνικές «Ρίμες της αγάπης» έως και σήμερα έχει τις πολύ καλές της στιγμές. Έχει και τις κορυφές της. Μάλλον παραμένουν ακόμη άγνωστες στον ελλαδικό χώρο. Τώρα όμως πολλά έργα Κυπρίων δημιουργών εκδίδονται στην Ελλάδα. Η πρόσληψή τους από το ελλαδικό αναγνωστικό κοινό φαίνεται πως διευκολύνεται από μια τάση για αμφίδρομη σχέση των δημιουργών.

Αναπτύσσεται άραγε έντονο λογοτεχνικό κλίμα στο νησί; Το παρακολουθώ ως φαινόμενο. Βρίσκεται εν εξελίξει. Προσπαθώ να το διακρίνω διαχωρίζοντας το από την εντύπωση της εικόνας, τον θόρυβο του διαδικτύου, το life style εκδηλώσεων που η εποχή μας και τα μέσα της ευνοούν. Προσπαθώ και ξεχωρίζω βέβαια σημαντικά βιβλία. Ναι, είναι αισιόδοξο αυτό που βλέπω. Αν κρατάω μια επιφύλαξη, είναι γιατί δεν βλέπω στην Κύπρο ανάλογη παρουσία αναγνωστών και κριτικών. Εύχομαι όμως η ανάπτυξη να επιβεβαιωθεί με σημαντικά έργα που θα τα διαβάσει και θα τα αναγνωρίσει ένα απαιτητικό αναγνωστικό κοινό και θα τα συζητήσουν οι κριτικοί. Αυτό θα το περιέγραφα ως έντονο λογοτεχνικό κλίμα.

.

ΕΝΑ ΔΕΝΤΡΟ ΛΙΒΑΝΙ ΚΑΙ ΠΑΛΙ Ο ΞΗΡΑΝΘΟΣ 
ΣΤΕΛΛΑ ΠΕΤΡΙΔΟΥ

TEXNESONLINE.GR/ 25/10/2020

Ακόμα κι όταν όλα μοιάζουν νεκρά, η ζωή πάντα βρίσκει τον τρόπο κι ανασταίνεται. Τραυματισμένη μεν, αδύναμη, φοβισμένη, όμως, ακόμα κι εκεί, στην άκρη του γκρεμού, παλεύει με νύχια και με δόντια για να ορθοποδήσει, να σταθεί δυνατή και να σωθεί. Το ποια θα ’ναι η πορεία της στο μέλλον, άγνωστο. Η μοίρα δεν ορίζεται πάντα από κείνη. Θα λέγαμε πως τις περισσότερες φορές καθοδηγείται από μαύρα σκοτάδια, φθονερούς κυκλώνες, προαποφασισμένες καταιγίδες.
Η Ευφροσύνη Μαντά – Λαζάρου έχει επίγνωση της συνθήκης. Αναγνωρίζει το δέντρο που τολμά ν’ ανθίσει στη μέση του πουθενά. Απογοητεύεται από την ξεραΐλα του τοπίου που το εχθρεύεται. Και γράφει. Γράφει για το τώρα, το πριν, το μετά. Άραγε, θα ’ρθει; Θα υπάρξει μετά; Και πώς θα ’ναι;
Στην τελευταία της ποιητική συλλογή, την έβδομη κατά σειρά, που κυκλοφόρησε πρόσφατα, με τίτλο «ΕΝΑ ΔΕΝΤΡΟ ΛΙΒΑΝΙ ΚΑΙ ΠΑΛΙ Ο ΞΗΡΑΝΘΟΣ», από τις εκδόσεις «Βακχικόν», μιλάει για όλα όσα την στενοχωρούν και που έχουν άμεση σχέση με την ιδιαίτερη πατρίδα της, την Κύπρο.
Η συλλογή χωρίζεται σε δύο άνισα μέρη.
Το πρώτο μέρος φέρει τον τίτλο «ΜΕΡΟΣ Α’: ΈΝΑ ΔΕΝΤΡΟ ΛΙΒΑΝΙ». Σ’ αυτό η ποιήτρια αφιερώνει τέσσερα μόλις πεζοποιήματα. Εντελώς απότομα ο αναγνώστης μεταφέρεται σε ένα φρικιαστικό τοπίο, εκεί που δεσπόζει ο θάνατος, εκεί που η σιωπή επιβάλλεται, ακόμα κι όταν η ζωή επιμένει να του αντιστέκεται. Ο νόμος της επιβίωσης είναι νόμος σκληρός, που δεν επιτρέπει παρεκκλίσεις. Στην παρέκκλιση έρχεται ο θάνατος, που, ποιος, αλήθεια, δεν τον φοβάται, δεν τον απεχθάνεται; Μα όταν η ζωή βρεθεί στα χνάρια του, τότε γίνεται κι εκείνη εφιαλτική. Οι εικόνες της μαυρίζουν την ψυχή κι η σιωπή γίνεται κραυγή που ουρλιάζει τις νύχτες.

«Και οι νύχτες μένουν ανοικτές στη σιωπή ενός θρυμματισμένου στόματος» (Σελ. 9)

Ο στίχος αυτός, προκειμένου να αποτυπωθεί μοιραία στη μνήμη του αναγνώστη, επαναλαμβάνεται και στο επόμενο ποίημα της συλλογής, στη σελίδα 10.
Η αναφορά στον πατέρα επιβλητική. Οι μνήμες του παρελθόντος έρχονται και πάλι να ξυπνήσουν την ιστορία, ώστε να τιμηθούν οι ήρωες που χάθηκαν για ένα καλύτερο αύριο της πατρίδας. Υπάρχει στ’ αλήθεια; Ήρθε;

«Οι λέξεις δίχως το παλιό τους δέρμα σιωπούν.» (Σελ. 10)

Η ζωή πεισματικά συνεχίζεται, ακόμα κι αν περιβάλλεται από τον ίδιο, τον άγριο θάνατο, που έντυσε τις μέρες της με κάρβουνο.

«Καμένα σωθικά δεν κλαίνε, δεν γελάνε.» (Σελ. 11)

Κι όμως, γύρω από τη στάχτη, η φύση επιμένει να ντύνεται στο πράσινο, να λούζεται με φως, να βρέχεται με θάλασσα.

«Τα σπίτια ήταν εκεί: κτιστή της νύχτας σιγαλιά και ερημιά της μέρας. Σε ξενιτιά τα έπαιρνε το κρύσταλλο υγρής απόμακρης γαλήνης.» (Σελ. 12)

Τίποτα, πια, δε θυμίζει το ίδιο. Ο χρόνος επιβάλει τη σιωπή. Γιατί, όσο κι αν η φύση μας καλεί να γαληνέψουμε, η ψυχή παραμένει εγκλωβισμένη στην οδύνη της μνήμης.

«Τα σπίτια είναι εκεί. Φωλιάζουν άνθρωποι
εντός, όμως την ιστορία τους την έχει πια καταβροχθίσει καινούργια
ουσία.» (Σελ.12)

Το δεύτερο μέρος φέρει τον τίτλο: «ΜΕΡΟΣ Β’: Ο ΞΗΡΑΝΘΟΣ». Εδώ η ποιήτρια αλλάζει τη δομή των ποιημάτων της, παρότι το ποιητικό της ύφος παραμένει το ίδιο. Δε συναντάμε πια πεζοποιήματα, αλλά ποιήματα γραμμένα σε ελεύθερο στίχο, που ακολουθούν τις τάσεις της μοντέρνας ποίησης. Τα ποιήματα του μέρους αυτού στον αριθμό είναι δεκαεννιά, ολογόστιχα τα περισσότερα και με θεματική που λίγο ή πολύ ακολουθεί εκείνη του πρώτου μέρους.

«Ένα δέντρο λιβάνι` ανάβει.
Μα η καρδιά νικιέται.
Επιμένει ν’ απλώσει τη χλόη της,
ένα επίπεδο, λείο, πεδινό σήμερα.
Ένα δέντρο λιβάνι και πάλι ο ξηρανθός.» (Σελ. 15)

Πρόκειται για τους στίχους του ομότιτλου ποιήματος της συλλογής. Ακόμα κι όταν όλα έχουν χαθεί, ακόμα κι όταν ο θάνατος λυγίζει την ψυχή, η ζωή επιμένει ν’ ανθίζει, γιατί η άνθιση συνιστά τη συνέχεια της ύπαρξης.
Η ποιήτρια δεν εστιάζει μόνο στη δίνη που προξένησαν τα λάθη της ιστορίας του τόπου της. Μεταφέρεται εικονικά και στο παρόν, σ’ αυτό που καθόλου δεν έχει αλλάξει το τοπίο, καθώς πάλι ο θάνατος είναι εκείνος που δεσπόζει, ρουφώντας με μανία των αίμα των αδύναμων παιδιών.

«Παιδιά πεθαμένα,
όλες οι γλώσσες των ανθρώπων νεκρές.» (Σελ. 16)

Η ποιήτρια αναφέρεται, πια, στο θέμα της προσφυγιάς, στο λόγο που κάνει τους ανθρώπους αρκετών λαών να ξεριζώνονται από τους τόπους τους, αναζητώντας το αυτονόητο για τον εαυτό τους και για τους οικείους τους, να ζήσουν. Όμως, τίποτα, εν τέλει, δεν είναι αυτονόητο κι ο δρόμος για το όνειρο τραχύς. Ο θάνατος ξανά παραμονεύει.

«Σκύψε να σε φιλήσουν τα παιδιά.
Η σιωπή ράβει τα μάτια τους.
Δεν κοιμούνται! Δεν ξαγρυπνούν!
Δεν θα ξυπνήσουν σε πρωινούς παραδείσους.
Καμιά πνοή ποτέ
δεν θα ανοίξει τριαντάφυλλα στα χείλη τους.» (Σελ. 18)

«Παιδιά στον άνεμο.
Η μέρα καταβροχθίζει την απόγνωση.» (Σελ. 20)

«Τρυγάει πολύ στις μέρες μας ο θάνατος.» (Σελ. 28)

Τα παιδιά δεν είναι, πια, το μέλλον της ζωής, αφού το μέλλον βυθίζεται στο θάνατο. Ο θάνατος, λοιπόν, κυριαρχεί στα ποιήματα της Ευφροσύνης Μαντά-Λαζάρου, γεγονός που μοιραία σκοτεινιάζει την ψυχή του αναγνώστη. Όσο για την ίδια τη γράφουσα, τολμά να μας αποκαλύψει πως κι η ίδια χτυπήθηκε από τον εχθρό της ζωής. Στο ποίημα «ΑΜΦΙΒΙΟΣ», της σελίδας 22, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται μια πιο εξομολογητική διάθεση της ποιήτριας, μια κατάθεση ψυχής, αφιερωμένη στο πιο κοντινό της πρόσωπο, το ίδιο της το παιδί.
Αίσθηση μας προκαλεί η αφιέρωση του ποιήματος «ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΜΙΑΣ ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ» (Σελ. 23) στην επίσης κύπρια ποιήτρια Αγγέλα Καϊμακλιώτη. Καθόλου τυχαία θα λέγαμε, μιας και η κα Καϊμακλιώτη, στην επίσης πρόσφατη ποιητική της συλλογή «ΟΙ ΠΙΚΡΟΔΑΦΝΕΣ ΘΕΛΟΥΝ ΚΟΥΡΕΜΑ», των εκδόσεων «Βακχικόν», κάνει κι εκείνη λόγο για όλα τα εγκλήματα που προκάλεσε στον τόπο της η κατάρα του πολέμου και αλλοτρίωσαν τον άνθρωπο, μετατρέποντάς τον σε ένα τέρας δίχως συνείδηση, δίχως ψυχή.

«Αυτό δεν το ξεχώρισα ακόμη.
Φέρνει το αίμα η γραφή
ή αντίθετα ξεπλένει η γραφή τα ίχνη ενός φόνου.» (Σελ. 23)

Κι ο χρόνος οδεύει για το αύριο. Αλλάζει αιώνα και ντύνεται χαρμόσυνα, αφήνοντας πίσω το σακατεμένο παρελθόν του. Προτιμά να ζήσει στο κενό παρέα με το τίποτα, παρά να γυροφέρνει πληγωμένος στα παλιά του λημέρια. Άραγε, μπορεί να ζήσει κάποιος στρέφοντας την πλάτη του στην ιστορία; Η ποιήτρια επιχειρεί με όπλο της τον στίχο να προβληματίσει τον αναγνώστη, να τον ξυπνήσει από το λήθαργο μέσα στον οποίο βυθίστηκε ασυναίσθητα, προκειμένου να καταφέρει να επιβιώσει. Επιβιώνει, όμως, κανείς δίχως τον πλούτο της ιστορίας;

«Μέσα στο τίποτε για τίποτε δεν θα πεινάς,
ήσυχος δεν θα ενοχλείς τα δείπνα και τους γάμους του Θυέστη.
-άλλαξε δόντια ο αιώνας για άλλα φαγοπότια τρυφερά.» (Σελ. 26)

«Ξέρεις` δεν θα είναι ποτέ αρκετή στο μέλλον.
Αλλά να έχεις μια πατρίδα μες στον χειμώνα, είναι
ένας πλούτος ανάπαυσης.» (Σελ. 27)

Ποιος αλήθεια δε λυγίζει αντικρίζοντας τον πόνο του άλλου; Ποιος δε συγκινείται; Ποιος δεν αγανακτεί; Ο άνθρωπος έχει καταντήσει έρμαιο μιας ανυπόφορης δυστυχίας, στην οποία η ελπίδα δε βρίσκει χώρο ν’ απλωθεί.

«Ερχόμαστε από ρημαγμένες χώρες
σε πεθαμένους παραδείσους.» (Σελ. 31)

Ένας ξηρανθός κατάντησε η ζωή. Βρέθηκε να κολυμπάει σε θάλασσες νεκρικές. Ο θάνατος πάντα παρόν σε κάθε της βλέμμα κι οι ψυχές, δυστυχισμένες στα σπλάχνα της, να αναζητούν μια ακτή για να γείρουν κι από εκεί να αγναντέψουν και πάλι το θάνατο. Ως πότε; Το ποίημα της σελίδας 32 είναι αφιερωμένο στην επίσης κύπρια ποιήτρια Φροσούλα Κολοσιάτου κι όχι τυχαία. Στην ποιητική της συλλογή «Φοράει τα μάτια του νερού», των εκδόσεων «Γαβριηλίδης» γίνεται εκτενής λόγος για το νερό της θάλασσας, εκείνο που συνειρμικά παραπέμπει στο θάνατο, την απώλεια, τον πόνο, το φόβο, τον τρόμο, το κακό που δε λέει να εγκαταλείψει, την παράκληση, την κραυγή, την υποταγή.

«Τόσοι πνιγμοί!
Νερά δικά μας. Ανατολική Μεσόγειος.» (Σελ. 32)

Η ποιήτρια αρνείται την ελπίδα. Όσο κι αν την επιζητεί, βλέπει μπροστά της τον τοίχο της επιβλητικά να ορθώνεται και πάλι.

«Μια τελευταία λάμψη σκοτεινή.
Ο ξηρανθός, το έγκαυμα θανάτου.» (Σελ. 34)

Μια συλλογή με σκληρό περιεχόμενο, για γερά στομάχια, που, όμως, αξίζει οπωσδήποτε να διαβαστεί.

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:

Ποιος έχει μέσα στον χρόνο μια φωλιά;
Μέσα στο άπειρο του απείρου έναν κήπο;
Η απόκριση ζώο ερημικό·
όπως το σύννεφο μες στον χειμώνα,
όταν πηγαίνει αργοβάδιστο κατά την άνοιξη
ξεφορτώνοντας βροχή.
Αν δεν είσαι ο κήπος της,
πώς να βρεθεί μέσα στον χρόνο μια φωλιά
μέσα στο άπειρο του απείρου ένας κήπος;
Αν δεν είσαι ο κήπος της… Δεν είσαι ο κήπος της…
Είσαι το ερημικό ζώο που ερωτά και αποκρίνεται

.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ

Με την έβδομη κατά σειρά και άρτι αφιχθείσα ποιητική συλλογή της Ευφροσύνης Μαντά Λαζάρου Ένα δέντρο λιβάνι. Και πάλι ο ξηρανθός (Βακχικόν 2020), η ποιήτρια βαθιά επηρεασμένη από την τραγική διαχρονικά μοίρα της πατρίδας της, αλλά και από τα πρόσφατα τραγικά γεγονότα και βιώματα των σύγχρονων μεταναστών, ανοίγει χρονικά, χωρικά και ιστορικά έναν ευρύτερο μυθοποιητικό κύκλο. Πιο συγκεκριμένα το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο «Ένα δέντρο λιβάνι» είναι πιο αφηγηματικό και εστιάζει συγκλονιστικά στο ανοικτό τραύμα και δράμα της ιδιαίτερής της πατρίδας, ενώ το δεύτερο «Ο ξηρανθός», που είναι εκτενέστερο, συνδέει το προσωπικό, υπαρξιακό δράμα του θανάτου, αλλά και της κυπριακής προσφυγιάς με το διαχρονικό δράμα του πολέμου και της μετανάστευσης στη Μεσόγειο θάλασσα, η οποία παραμένει το υδάτινο λίκνο των μεγαλύτερων πολιτισμών και των μεγαλύτερων συγκρούσεων.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η δεσπόζουσα και αισθητικά λειτουργική παρουσία του δέντρου-λιβανιού, αλλά και του απονεκρωμένου και αποστραγγισμένου από ζωή ξηρανθού, που συμβάλλουν διαχρονικά στην πνευματική ανάταση και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος θρησκευτικών και κοινωνικών τελετών για χιλιετίες, αποτελούν δραστικά σύμβολα της ίδιας της ποίησης, η οποία επιχειρεί να επιτελέσει αφενός το μνημόσυνο του Γρηγόρη Αυξεντίου, αλλά και της κυπριακής προσφυγιάς και των αδικοχαμένων και προδομένων παλικαριών της τουρκικής εισβολής του 1974, και αφετέρου το μνημόσυνο όλων των αφανών και αδικοχαμένων μεταναστών που χάθηκαν και χάνονται καθημερινά στη Μεσόγειο, αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον. Έχουμε, δηλαδή, μπροστά μας ένα μυριστικό ποίημα- μνημόσυνο της προσφυγιάς (Τροία Κερύνεια, Αμμόχωστος, η Αντιόχεια, η Βηρυτός, Παλμύρα, Δαμασκός, Ραμάλα, Ιερουσαλήμ…», καθώς το διαχρονικό πουλί της ποίησης, όπως αποκαλύπτεται στο ποίημα «Μινύρισμα»=σιγανό κελάηδισμα, επιχειρεί «να θυμιατίσει πάνω από τη θάλασσα όλα τα αφανισμένα».
Συχνά στη συλλογή είναι, επομένως, τα αυτοαναφορικά σχόλια ή ακόμη και ποιήματα ποιητικής, τα οποία πέρα από την άμεση σύνδεσή τους με την προαναφερθείσα ιστορικοκοινωνική ή την υπόγεια υπαρξιακή θεματική, αναδεικνύουν αφενός τις λογοτεχνικές προτιμήσεις της ποιήτριας (Βασίλης Μιχαηλίδης, δημοτικό τραγούδι, Πάουλ Τσελάν, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Έλενα Τουμαζή Ρεμπελίνα, Φροσούλα Κολοσιάτου, Αγγέλα Καίμακλιώτη κ.ά.) και αφετέρου τονίζουν εμφατικά τη λυτρωτική δράση μιας ποίησης που φαίνεται να μπορεί να αντέξει το φάντασμα της φθοράς. Ο λυτρωτικός ρόλος, πάντως, της ανά χείρας συλλογής που αναλαμβάνει να επιτελέσει αυτό το ποιητικό μνημόσυνο, εστιάζοντας πάνω σε συγκλονιστικά γεγονότα βαμμένα με αίμα και θάνατο, προβληματίζει βαθιά την ποιήτρια, καθώς το φλέγον ερώτημα ποιητικής ηθικής «Φέρνει το αίμα η γραφή / ή αντίθετα ξεπλένει η γραφή τα ίχνη ενός φόνου» παραμένει διαχρονικά μετέωρο, αφήνοντας «στο χαρτί/ τα ίχνη ενός εγκλήματος ή πιο ποιητικά να πούμε μιας αναίρεσης». Μέσα σε αυτό το ασαφές και ρευστό πλαίσιο, ωστόσο, τόσο ο άνθρωπος όσο και η ποιήτρια Ευφροσύνη Μαντά Λαζάρου προσπαθεί εναγωνίως να αντισταθεί στην καταλυτική και αμετάκλητη επίδρασή της αδικίας και της φθοράς, να μην καταστεί έρμαιό τους, και μέσα από τη δημιουργική της κατάθεση να στίξει τον χρόνο και να τον σημαδέψει με τις λέξεις της.
Το ενδιαφέρον στην προκείμενη περίπτωση βρίσκεται στο γεγονός ότι τα απολύτως προσωπικά βιώματα που συνθέτουν και διατηρούν αρραγή τον βασικό θεματικό πυρήνα των ποιημάτων, τα ίδια αυτά βιώματα συμβάλλουν στη διαστολή του, δημιουργώντας με διαφορετικούς τρόπους (αφηγηματικότητα, δεκαπεντασύλλαβος στίχος, λυρισμός) ρωγμές και ανοίγματα επικοινωνίας, με συνέπεια τις περισσότερες φορές να επιτυγχάνεται καθολικότητα, χωρίς, όμως, να διακυβεύεται η ταυτότητά τους. Παράλληλα ο ευαίσθητος ψυχισμός της ποιήτριας, με την ειδική υφή της ενηλικίωσής της, μεταφέρει στο παρόν έργο έναν υπόγειο θρήνο· την ίδια την εύθραυστη υφή της υπαρκτικότητας που διαρκώς συνδιαλέγεται με το αναπόφευκτο όριο του θανάτου, δίνοντας έτσι στο βιβλίο την υπαρξιακή δύναμη και το βάθος του.
Κλείνω επιλέγοντας τρία δυνατά ποιήματα από το βιβλίο.

ΦΥΛΛΟΡΟΕΙ
Καμένα σωθικά δεν κλαίνε, δεν γελάνε. Η μέρα ωστόσο έφερνε. Έφερνε συντροφιές πουλιά, έδενε δάση αγκαλιασμένων τα κορμιά των δέντρων –τα ζώα ήσυχα– κι έραβε ο ήλιος το μετάξι των μωρών που ήσυχα ξυπνούσαν. Ο ποταμός κατέβαινε. Λιβάδια πράσινα ο ήλιος πήρε να κεντρίζει, σπινθήρες άναβαν μέσα στην καρπερή διέγερση οργάδος. Ο ποταμός κατέβαινε. Στα μαύρα φρύδια των γκρεμών όλα συντελεσμένα και το νερό ανέβαζε τη χλόη και τα θαμνόριζα έπλεκε –τα ζώα ήσυχα– οι αετοί στις κορυφές σιωπούσαν, διάφανα τα σύννεφα κι οι λογισμοί αγέρας, το φως σιροπιαστό στις λίμνες, όμοια στον μαύρο του βυθό ο νους τη γνώση βελονιάζει. Ανάλαφρα βλέφαρα σηκώνονταν τα υγροτόπια, παιχνίδι ήσυχων φερτών και η θάλασσα γαλάζιο απαστράπτουσα ανθό ανέβαινε από το βουβό, κρυφό βυθό της. Ο ποταμός κατέβαινε. Και στα ρηχά ρυάκια του έφερνε να ποτιστούν. Συγκαταβατικά νερά από βροχή συμποτική –τα ζώα ήσυχα– ξεδίψαγαν οι σαύρες και τα ερπετά και φτερωτοί αγγέλοι, συγκαταβατική βροχή –τα ζώα ήσυχα– πυρακτωμένος κι ανερμήνευτος ο κόσμος. Ο ήλιος το βελόνι του. Καίγεται με όσα σωθικά ακόμη διαθέτει. Ο ποταμός κατέβαινε. Βαθιά κατέβαινε φυλλοροή χλωμά παιδιά που δεν ξυπνούσαν.

ΤΕΙΧΟΣΚΟΠΙΑ
Φαίνονταν τώρα επί γης,
Τροία, Κερύνεια, Αμμόχωστος,
η Αντιόχεια, η Βηρυτός, Παλμύρα, Δαμασκός,
Ραμάλα, Ιερουσαλήμ…
Χαμηλότερα ένα κομμάτι από Αφρική.
Ξημέρωνε σαν πάντα ωφέλιμο το φως
για εκείνους που είναι το χόρτο της ζωής.
Για τους άλλους μια τελευταία σφαίρα ο ήλιος,
η πιο οδυνηρή,
έξυσε την παγωμένη τους καρδιά.
Είναι νεκροί.
Κανένα τείχος.
Και μόνο ο στοχασμός μάς συγκρατούσε
σαν μέσα σε νεφέλη ελάχιστα πιο πάνω,
χώρια ακόμη από τους σκοτωμένους:
Χρυσό πουλί ανατολή, μαύρο φτερό στη δύση.
Και εν ανθρώποις η μελαγχολία:
ευδοκιμούμε ανάμεσα·
μονοπόδαροι
σε δύο όχθες ραβδιστές του χρόνου.

ΑΜΦΙΒΙΟΣ
του Αντώνη

Αφήνω καμιά φορά την ακροθαλασσιά σου.
Σ’ αφήνω ήσυχο να φεύγεις μες στη σκοτεινή σπηλιά.
Τα μάτια σου πάντα μου φέρνουν μελί το φως,
μια κατανόηση γλυκό ψωμί που μαλακώνει μες στο δάκρυ.
Τεντώνεις πάντα ένα χέρι στη μάνα που σε γέννησε
– φάε ψωμί, πιες νερό, ζεις τόσο λίγο.
Κι εγώ σε υπακούω, φεύγω,
επιστρέφω χτυπώντας ελαφρά
τις παπαρούνες, κόκκινες μες στα σπαρτά
σαν μάνα της πρωτομαγιάς
και τους λαζάρους μωβ σαν μάνα από επιτάφιο
μήπως ξυπνήσω από όνειρο κακό.
Πώς θα ’ναι, αν πάλι δεν σε ξαναβρώ
στο ακρογιάλι σου να δοκιμάζεις:
να ζήσεις ξένος και δικός ή να μην ζήσεις,
αμφίβιο μωρό μου;

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ

Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 4/7/2021

Ευφροσύνη Μαντά Λαζάρου: «Ένα δέντρο λιβάνι και πάλι ο ξηρανθός», εκδόσεις Βακχικόν, 2020.

Η Ευφροσύνη Μαντά Λαζάρου έχει την ικανότητα να ανανεώνεται συνεχώς, τόσο θεματικά όσο και υφολογικά, ενώ κάποιες φορές οι αναζητήσεις της αγγίζουν και ειδολογικές παραμέτρους. Αυτό συμβαίνει με την τελευταία της συλλογή: «Ένα δέντρο λιβάνι και πάλι ο ξηρανθός», που θα επιχειρήσω να παρουσιάσω στη συνέχεια. Η Ε.Μ.Λ. από το 2002 μέχρι το 2020 έδωσε στο αναγνωστικό κοινό επτά ποιητικές συλλογές, που κάθε άλλο παρά από στατικότητα χαρακτηρίζονται. Η ευδιάκριτη εξελικτική πορεία, καθώς και η ευκρινής προσπάθεια συνεχούς ανανέωσης, πιστεύω πως είναι από τις κύριες συγγραφικές αρετές της ποιήτριας.

Η νέα συλλογή ξεκινά με τέσσερα ευσύνοπτα πεζά κείμενα, αυτοαναφορικά ως ένα βαθμό. Αφού, μάλλον ελαύνονται από τον ευρύτερο κύκλο των οικογενειακών της βιωμάτων. Δεν είμαι και βέβαιος αν αυτά τα κείμενα μπορούν να χαρακτηριστούν πεζόμορφα ποιήματα ή να καταταχθούν σε οποιαδήποτε άλλη παρεμφερή ειδολογική κατηγορία. Το βέβαιο είναι ότι διακρίνονται για το βάθος, την ευαισθησία και τη στοχαστικότητα τους. Το γεγονός, αν συνδυαστεί και με την ελλειπτικότητα του λόγου της Ε.Μ.Λ., διασφαλίζει και την ποιητική υφή αυτών των κειμένων.

Θέλω να σταθώ ιδιαίτερα στο δεύτερο κείμενο, που αρχίζει με σαφείς αναφορές στον πατέρα της ποιήτριας και στις θύμησες από τον βίο του, δοσμένες με μεγάλη τρυφερότητα: «Ο πατέρας έρχεται συχνά πότε στις αγορές, πότε στις εξοχές∙ τον παίρνω στη θάλασσα, τον βρίσκω στο βουνό και πάντα με το πρόσχαρο βιβλίο του, από στήθους ποιήματα και ιστορία, στοχαστικά βλέμματα σε δοκίμια φιλοσόφων, το συναξάρι της ζωής του και τραγούδια». Εκεί όμως που το κείμενο «απογειώνεται» αισθητικά και νοηματικά, είναι όταν οι μνήμες αυτές συμπλέκονται με τη νεότερη κυπριακή ιστορία και τον απελευθερωτικό αγώνα του λαού μας: «Στον δρόμο για τον Μαχαιρά σωπαίνει. Οσμίζεται βενζίνη και καμένη σάρκα. Κοίτα, κοίτα να δεις το αίμα τους που έγινε βασίλειο. Αφουγκράζεται. Ξύπνα, ξύπνα καημένη μου…». (σελ. 10) Η Ε.Μ.Λ., μ’ αυτό τον τρόπο, αιφνιδιάζει συγκινησιακά τον αναγνώστη της και τον κερδίζει.

Στο τελευταίο κείμενο αυτού του κουαρτέτου δεσπόζουν οι φιλοσοφικοί στοχασμοί, με μια επίγευση από ποιητολογικές νύξεις: «Ούτε νυχτώνει, ούτε ξημερώνει, καθώς παιδιά του θάβοντας, με το φθαρτό καρπό του φεύγει εξόριστος ο άνθρωπος, διωγμένος έξω από τις φυλλωσιές των λέξεων πέφτει μέσα σε πόρους, όπου δικός του ξένου και ξένο το δικό και πια δεν κατοικεί. Από παρόμοια χρεία κτίζουμε τα σπίτια μας, κτίζουμε και τις λέξεις μας, χρεία όμως για λέξεις πια καμιά…». (σελ. 12) Βεβαίως, το κείμενο αυτό αποπνέει επίσης τη θλίψη και την πίκρα της λογοτέχνιδας, κυρίως για τα δρώμενα στο σύγχρονο κοινωνικό γίγνεσθαι.

Περνώντας στο εκτενέστερο αμιγώς ποιητικό μέρος του βιβλίου, διαπιστώνουμε ότι τα προβλήματα που ταλανίζουν την ανθρωπότητα στις μέρες μας, όπως το μεταναστευτικό και τα παρεπόμενα του, απασχολούν έντονα την ποιήτρια. Το ποίημα «Πεθαμένα παιδιά» είναι αρκούντως ενδεικτικό. Παραθέτω χαρακτηριστικά αποσπάσματα: «Από ποια μεριά της / φέρνει η θάλασσα τους κρίνους / κι από ποια μεριά της φτάνει / το κερί και το λιβάνι; / Του ποταμού ποια η όχθη που ανθίζει / και ο θάνατος σε ποια όχθη ψαλμωδεί;». (σελ. 16) «Παιδιά ιππεύουν τις πλάτες της νύχτας / αρπαγμένα μέσα στην άλογη χαίτη. / Ο νέος ποιητής, όταν γυρίσει / θα καλπάζει με χείλη κλειστά». (σελ. 17)

Γενικά, η θεώρηση του μεταναστευτικού ζητήματος μέσα από τους στίχους της ποιήτριας, πραγματώνεται – εύστοχα, ακαριαία και καίρια – στο επίπεδο της τρυφερής παιδικής ηλικίας. Τα παιδιά μετανάστες ή καλύτερα τα παιδιά μεταναστών ενεργοποιούν τους ευαίσθητους αισθητήρες της Ε.Μ.Λ. σε απόλυτο βαθμό: «Παιδιά στον άνεμο. / Τα βλέπεις μες στον ζόφο των θορύβων να πηγαίνουν, / μια λύπη φαγωμένη από, θάμβη, αδιάφορα. / …Και δίχως λέξεις οι φωλιές της σιωπής / διώχνουν τα πουλιά στον άνεμο, / στον θάνατο του νόστου». (σελ. 20)

Το ίδιο μοτίβο, θεματικό μα και αισθητικό, έρχεται και επανέρχεται και στη συνέχεια: « Και παίρνει να φορέσει ένα σακάκι από τα πλούσια αποφόρια τους. / Και θυμάται πως του έχει λείψει πολύ η στοργή της φτώχειας. / Αυτή η θαλπωρή μιας ειδικής πολυτέλειας. / …Αλλά να έχεις μια πατρίδα μες στο χειμώνα, είναι ένας πλούτος ανάπαυσης. / Σαν να σε ντύνει η μάνα σου βασιλικά με ό,τι κατορθώνει». (σελ. 27) Εδώ οι αισθητικές κατηγορίες «πατρίδα» και «μάνα» συνταιριάζονται με μια ιδιαίτερα νεότροπη και καινοτόμα προσέγγιση, ουδόλως ειδυλλιακή αλλά καθ’ όλα πικρή, όπως και η στυγνή πραγματικότητα άλλωστε.

Θεωρώ το ποίημα «Μινύρισμα» ως την καλύτερη στιγμή του βιβλίου. Μένοντας πάντα στη μεταναστευτική θεματική, η ποιήτρια συνταιριάζει με αισθητική επάρκεια, φαντασία και υπερβατικότητα, παιδικούς ήρωες από τα έργα του Παπαδιαμάντη, παιδιά θύματα της τουρκικής εισβολής στην πατρίδα μας και προσφυγόπουλα που πνίγηκαν στη Μεσόγειο: «Τρυγάει ο θάνατος, τρυγάει και ο έρωτας. / Τρυγάει ο έρωτας, τρυγάει και ο θάνατος. / …Το νήπιο το απαρηγόρητο με τα χειλάκια στην πιπίλα ακόμη. / Το τρυγάει. / Απτούλ, Φατμά, Ομάρ, Φατί. / Τρυγάει πρώτα τον πρόσφυγα και τους ξενιτεμένους / Τρυγάει σήμερα, τρυγάει, εξηκολούθει το πουλί. / Να θυμιατίσει θέλει πάνω από τις θάλασσες / Όλα τ’ αφανισμένα». (σελ. 28)

Τέλος, στο ποίημα που η Ε.Μ.Λ. αφιερώνει στην επίσης ποιήτρια Φροσούλα Κολοσιάτου, επικαλείται το μεγάλο Αλεξανδρινό ποιητή για ν’ αναφωνήσει: «Νερά δικά μας, ποιητή! / Οι συγκινήσεις…Τι ρίγη, πυρετοί / και υγρασία μιας θερμής ζωής. / – Τόσοι πνιγμοί!» (σελ. 32) Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι και η τελευταία συλλογή της Κολοσιάτου: «Φοράει τα μάτια του νερού», εκδόσεις Γαβριηλίδη 2017, είναι περίπου ομόθεμη με την υπό αναφορά συλλογή της Ε.Μ.Λ.

.

«ΚΡΑΝΙΟ ΚΥΚΛΩΠΑ» Εντευκτήριο 2019
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΚΟΚΚΙΝΟΣ

Η μονόφθαλμη πλευρά της ανθρωπότητας

Ευφροσύνη Μαντά – Λαζάρου «ΚΡΑΝΙΟ ΚΥΚΛΩΠΑ» Εντευκτήριο 2019

Η Ευφροσύνη Μαντά- Λαζάρου γεννήθηκε και ζει στη Κύπρο, έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές και δυο πεζά: Στις δυο τελευταίες συλλογές της «Ο Νώε στην πόλη» (2012) που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης της Κύπρου και «Ναρκοσυλλέκτρια» (2014), η Μαντά, μιλά για τον άνθρωπο και τη διπλή του ιδιότητα, του θύτη και του θύματος ασκώντας μια κριτική απέναντι στην ανθρώπινη φύση, συμπεριφορά και νοοτροπία μέσα από μια υπαρξιακή αναζήτηση και κάνοντας χρήση συμβόλων.
Στο «Κρανίο Κύκλωπα» η ποιήτρια έχει σαν σύμβολο τους Κύκλωπες, που σύμφωνα με τη μυθολογία ήταν ένας λαός τερατόμορφων ανθρώπων, γιων του Ποσειδώνα, που έφεραν έναν και μοναδικό οφθαλμό στην μέση του μετώπου. Και όπως αναφέρεται στην Οδύσσεια ήταν άγριοι, χωρίς κάποια στοιχεία πολιτισμού και κοινωνικής οργάνωσης, που εξόντωναν, έτρωγαν, όσους πλησίαζαν στην περιοχή τους. Και μια και οι Κύκλωπες έχουν εξαφανιστεί η Φρόσω Μαντά χρησιμοποιεί ένα κρανίο κύκλωπα, μια και έχουν βρεθεί υπολείμματα, σαν συνομιλητή στη ποιητική της σύνθεση. Συνομιλητή σε ένα διάλογο ανάμεσα στη καλή και τη κακή πλευρά των ανθρώπων, της κοινωνίας, της ανθρωπότητας. Ένα σύμβολο της ανθρώπινης πλευράς μας, αυτής που εγωιστικά φερόμενη, χωρίς πνευματικότητα και αξίες, κοιτάζει μονόφθαλμα μονάχα τον εαυτό της, τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις της αδιαφορώντας για τον άλλον άνθρωπο. Και προεκτείνοντας αυτή τη μονόφθαλμη συμπεριφορά στη κοινωνία, στη κάθε εθνότητα ή το κάθε κράτος τα αποτελέσματα είναι οδυνηρά. Πόλεμοι από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, εθνοκαθάρσεις όπως των Αρμενίων, των Ποντίων και των Εβραίων, επεμβάσεις και κατοχή στη Κύπρο, τη Παλαιστίνη τη Συρία και αλλού.
Μια βία, προϊόν της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Λέει ο Κύκλωπας στη ποιητική σύνθεση.

«Εκεί που δίχως βλέμμα οι κουρσεμένοι του θανάτου
το μάταιο σου τάζουν, τον αφανισμό μέσα στις τρύπες των ματιών τους
εκείνο έχει το χάραγμα μιας αυγής που μέσα φέγγει.
Το μέσα του σκοτάδι υγραίνει τώρα με παράπονο:
Φεύγουμε — μένουμε
στο ίδιο δίχτυ η ζωή, όμοια μια ψαριά βαραίνει»

Και ο αντίλογος όπως μας το παρουσιάζει η ποιήτρια, ένα φως ελπίδας για το αύριο, μια αισιόδοξη ματιά για τα κακά που προκαλεί η ανθρωπότητα στον εαυτό της:

«Παιδί πλάι στην όχθη ποταμού.
Ας μένει εκεί να παίζει με το ψάρι στο νερό που φεύγει.
Κι η μέλισσα ας πληγώνει τον ανθό.
Τώρα κοιμάται προβατάκι κάτω από χέρι άγριου Κύκλωπα
Κύκλωπα σιτοφάγου.
Θα ακουμπήσει αύριο το χέρι στο αλέτρι και
θα γυρίσει ρολόι τον ουρανό ανοίγοντας
τους κατεβάτες, τα κλειδιά νερού στο οργωμένο χώμα.»

Η Φρόσω Μαντά, ζώντας στη Λευκωσία και βλέποντας απέναντι στο κατεχόμενο Πενταδάκτυλο ζωγραφισμένη την ημισέληνο, ερχόμενη σε επαφή με τους συμπατριώτες μας Τουρκοκύπριους λογοτέχνες, δεν μπορεί παρά να πιστεύει και να ελπίζει σε μια ειρηνική συνύπαρξη των ανθρώπων. Ο Κύκλωπας που κουβαλά η ανθρωπότητα μέσα της αιώνες τώρα θα πρέπει να κοιμηθεί ή να εξημερωθεί για να μπορέσει η ανθρωπότητα να ονειρευτεί ένα καλύτερο αύριο.
Και όπως γράφει η Μαντά στη «Ναρκοσυλλέκτρια»

«Όταν μου τελειώνουν τα δάση των ονείρων
μπαίνω στο ναρκοπέδιο
ελπίζοντας πως όταν βγαίνω
κουβαλώ κι ένα κομμάτι του εαυτού μου.
Κομμάτι το κομμάτι
μια μέρα θα βγω σώος.»

Και στο Κρανίο κύκλωπα να μας πει:

Νερά θα έχεις και πηγές να λούζεσαι.
Θα μάθω και να κολυμπώ στη θάλασσα που αγαπάς.
Τα γελαστά δελφίνια της, τα σιωπηλά της ψάρια,
τα τριχωτά μου χέρια στη σάρκα τους τη νόστιμη.
Μην τα σκιαχτείς, ξέρουν να χαϊδεύουν.
Γλυκύ χειμώνα σου υπόσχομαι.
Χιόνια θα ρίχνουν έξω μοναξιά —
Μέσα φωτιά θα σε παρηγοράει

Θα σταθώ και στα 8 σχέδια του Νικόλα Σιδέρη τα οποία δένουν απόλυτα με τη ποιητική σύνθεση της Φρόσως Μαντά, μιας ποιήτριας που τιμά τα Κυπριακά γράμματα , όχι μόνο με τη γραφή της αλλά και με τη παρουσία της σαν άνθρωπος στα λογοτεχνικά δρώμενα της Κύπρου.

.

ΝΑΡΚΟΣΥΛΛΕΚΤΡΙΑ
.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ

Κριτική ιδιωτικού και δημόσιου χώρου

Στην κριτική αποτίμηση -τόσο ενδοσκοπικά, όσο και κοινωνικά- ενδιατρίβει, με την τελευταία ποιητική συλλογή της, που φέρει τίτλο «Ναρκοσυλλέκτρια», η Ευφροσύνη Μαντά-Λαζάρου. Η κριτική προσέγγισ;h της είναι σχεδόν κατά κανόνα έμμεση, υπαινικτική, αλληγορική και υποβλητική. Ως εκ τούτου, κατά τη γνώμη μου, πρόκειται για μια κριτική υψηλής ισχύος και αναλόγου εμβελείας.

Η ποιήτρια παίρνει από το χέρι τον αναγνώστη της σε μια επικίνδυνη διαδρομή μέσα σ’ ένα ναρκοπέδιο, ένα ναρκοπέδιο ιδιωτικού χώρου, που συχνά-πυκνά μεταλλάσσεται ή μετεξελίσσεται σε ναρκοπέδιο κοινωνικού χώρου. Η ίδια επιφυλάσσει για τον εαυτό της το ρόλο της ναρκοσυλλέκτριας, άλλοτε μιλώντας ευθύβολα και άλλοτε αλληγορικά.

Η Ε.Μ.Λ. προλειαίνει το έδαφος για την κριτική στάση της απέναντι στους ανθρώπους, απέναντι στην ανθρώπινη φύση, συμπεριφορά και νοοτροπία, από την αρχή του βιβλίου: «Φίλια στρατεύματα οδοιπορούν / σε τακτικούς διαδρόμους. / Ανιχνεύουν έγκαιρα όσα αποφεύγουν οι φρόνιμοι. / Κι εγώ τους παροτρύνω / να μαζέψουν λαλέδες και κυκλάμινα. / Πράγμα που δεν το έσπειρε ανθρώπινο χέρι / φόβο δεν έχει». (σελ. 13)

Στη συνέχεια βέβαια η κριτική αποτίμηση αποκτά και ιδιωτικό χαρακτήρα, προσλαμβάνοντας προσωπικό και εξομολογητικό τόνο: «Μου φαίνεται πως όλοι οι άλλοι / ξέρουν να πολλαπλασιάζονται / κι εσύ να τεμαχίζεσαι». (σελ. 14)

Στην πορεία επιστρατεύεται και ο κυνισμός μαζί με την ειρωνεία και τον σαρκασμό για ακόμη πιο καίρια και απτά αποτελέσματα: «Αποστρέφομαι τις μέρες δίχως κίνδυνο. / Σπουδάζω πάντα πως να αχρηστεύω ύποπτες δοσοληψίες, / ληγμένες ιστορίες και αυταπάτες. / Τις πιο πολλές φορές / προλαβαίνω να μετρήσω ως το τρία». (σελ. 15)

Η μεγάλη αλληγορική εικόνα που συνθέτει η ποιήτρια σε όλο το βιβλίο εκτείνεται, διευρύνεται και αναπτύσσεται συνεχώς, κάνοντας χρήση όλων των σχετικών συμβόλων, ορολογιών αλλά και μικρών εικόνων που αναφέρονται σε νάρκες, ναρκοπέδια, ναρκαλιευτές κλπ. Υιοθετούνται παράλληλα και όλες οι σχετικές διαδικασίες και πρακτικές για αποναρκοθετήσεις, άρσεις ναρκοπεδίων κ.λπ. Σχεδόν κατά κανόνα όμως, το θεματικό επίκεντρο είναι άλλο από αυτό που εκ πρώτης όψεως φαίνεται: «Με τη μεταλλική του ράβδο προχωρεί ο ιχνηλάτης. / Αφήνει έξω απ’ τη δουλειά καλά δεμένο το σκυλί. / Στα ναρκοπέδια είναι επικίνδυνος ο φίλος. / Σε γνοιάζεται. / Θέλει την ανταπόκρισή σου». (σελ./ 21)

Ενίοτε η κριτική της προσλαμβάνει χλευαστικές, σαρκαστικές διαστάσεις, ψέγοντας με δριμύτητα αξιοκατάκριτες συμπεριφορές και νοοτροπίες. Το ειρωνικό ύφος προσδίδει ακόμα μεγαλύτερη ευστοχία στο στίχο της: «Ολίγη δημοσιότης επίσης δε θα έβλαπτε, / προωθεί τη συντεχνία, προσδίδει κύρος στον κλάδο. / Ελάτε τώρα!». (σελ. 30)

Οι νοηματικές προεκτάσεις των στίχων της Ε.Μ.Λ. είναι θεματικά ποικιλότροπες, αγγίζουν τη σφαίρα των υπαρξιακών και κοσμοθεωρητικών αναζητήσεων. Και είναι συνάμα περιβεβλημένες με έντονη φιλοσοφική διάθεση: «Άλλος αφήνει ένα κομμένο πόδι, / άλλος το χέρι του μες στον επίδεσμο / μετράει κανένα δάχτυλο λιγότερο / μα πιο συχνά αφήνει κόκκινο / το αίμα του μες στο τραχύ αλωνάκι, / λάφυρα της ζωής ή του θανάτου / μου φαίνονται τώρα το ίδιο. / Αυτά δηλαδή που οι άνθρωποι τα λένε / ματαιώσεις, απώλειες, επιτυχίες, κέρδη / και ευτυχίες που δεν άντεξαν, / όλα τους διπλοπρόσωπα νομίσματα». (σελ. 33)

Όπως προανέφερα η εναλλαγή μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου, κοινωνικού χώρου είναι συνεχής. Τους στίχους δημοσιολογικής κριτικής διαδέχονται στίχοι βαθειάς εσωτερικότητας ή και διαπροσωπικών σχέσεων: «…δεν μπορείς / τίποτα δικό σου να φυτέψεις σε ξένη καρδιά / μονάχα να μεγαλώσεις τα δικά της δέντρα». (σελ. 35)

Η ποιήτρια ενδιατρίβει με ευστοχία στην αυτοκριτική και τον αυτοσαρκασμό, επιτυγχάνοντας συνάμα αξιοπρόσεκτο αισθητικό αποτέλεσμα με την ευρηματικότητα αλλά και την ανατρεπτικότητα των εικόνων της: «Όταν μου τελειώνουν τα δάση των ονείρων / μπαίνω στο ναρκοπέδιο / επιλέγοντας πως όταν βγαίνω / κουβαλώ κι ένα κομμάτι / του εαυτού μου. / Κομμάτι το κομμάτι / μια μέρα θα βγω σώος». (σελ. 38)

Ευρηματικό θα χαρακτήριζα και τον τρόπο που βρίσκει η Ε.Μ.Λ. για να εξυμνήσει την ελπίδα, την προσδοκία, την προοπτική. Το πράττει αξιοποιώντας τα σύμβολα της πάλι με απρόσμενο τρόπο: «Κλειστά περίκλειστα κάστρα / κι εσύ πολιορκείς τα μυστικά τους / τις κρυφές εισόδους ψάχνεις. / Ούτε ψύχη! / Εκεί έξω μονάχος / πολιορκείς μια ενδεχόμενη παρουσία». (σελ. 49)

Παρά τις πολλές παρεκβάσεις, και υποθεματικές παρενθέσεις, η ποιήτρια επιστρέφει πάντα στον κεντρικό θεματικό κορμό της συλλογής της, στα σύμβολα και τη σημειωτική του. Πέραν της ειρωνείας και του σαρκασμού, επιστρατεύει και τον κυνισμό, προκειμένου να πει, κατά βάση, πικρές αλήθειες: «Αρουραίοι ναρκοσυλλέκτες / αναλαμβάνουν τώρα. / …Καλά κάνουν κι εκπαιδεύουν τώρα τους αρουραίους / φτηνά υλικά, στοιχίζει ελάχιστα / όλοι τους ίδια φάτσα / επομένως κανένας δεν θα νοιαστεί αν χαθούν μερικοί, / και αρουραίοι θα τους κλαίνε έτσι κι αλλιώς». (σελ. 62)

Οδεύοντας προς το τέλος του βιβλίου η Ε.Μ.Λ. επικαλείται και συνάμα προσκαλεί την έμπνευση. Και το πράττει με ένα ευφάνταστο, παραστατικό και ευρηματικό τρόπο: «Ας έρθει μια καινούργια ιδέα, ας έρθει! / μια έμπνευση καλοσήμαδη / όπως το πρωινό συναπάντημα με μια γειτόνισσα, / καλή ψυχή που φέρνει το καλό ξημέρωμα». (σελ. 70)

.

ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΑΧΡΗΣ

Ευφροσύνη Μαντά Λαζάρου “Ήρθε τέλος μια νύχτα μες στο ναρκοπέδιο”

ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΕΣ ΜΑΤΙΕΣ 24/8/2016

Ήρθε τέλος μια νύχτα μες στο ναρκοπέδιο
ο Άγιος Φωκάς ο Κηπουρός
κι εγώ τον βρήκα εκεί φτάνοντας πολύ πρωί
για να ριχτώ στη μάχη
με το λάλημα των πετεινών
έλαβα θέση στην ορισμένη γεωγραφική μοίρα
στη μοίρα μου
αλλά ήρθε εκείνος, είχε κιόλας σκαλίσει και φυτέψει,
και πριν ρωτήσω, πριν ζητήσω εξηγήσεις
μου είπε, πάρε τις λέξεις σου και φύγε,
να γλιτώσεις
πάρε και μια κούπα ωραίους καρπούς
και άντε στην ευχή μου.
Φύτευε τα κουκούτσια τους
και με τις λέξεις σου χάδευέ τα
άντε να δεις καλό, παιδάκι μου
κι εσύ και οι δικοί σου.
– Αμήν!

Σε τούτο το εξόδιο ποίημα από την τελευταία ποιητική συλλογή της με τίτλο «Ναρκοσυλλέκτρια», η Ευφροσύνη Μαντά Λαζάρου», αξιοποιεί επιδέξια την εκκλησιαστική βιογραφική παράδοση, για να αποπνευματώσει το σύμβολο του ναρκοσυλλέκτη (ή ψυχοσυλλέκτη, αν προτιμάτε · άλλωστε μέσα στα ποιήματα της συλλογής οι ψυχές λογαριάζονται για νάρκες), και μέσω της επαφής με το σεπτό και το πάναγνο της παρουσίας του Αγίου να «επικολλήσει» σε αυτό τις υπερχρονικές και υπερτοπικές ιδιότητες που επιδιώκει . Ο Άγιος Φωκάς, σύμφωνα με τη βιογραφία του, καταγόταν από τη Σινώπη και είχε ως μοναδική περιουσία του έναν κήπο, τον οποίο καλλιεργούσε με μεγάλη αγάπη. Ακολουθώντας μάλιστα έναν ολιγαρκή τρόπο ζωής, κατόρθωνε με τη σοδειά που του προσέφερε ο κήπος, να συντρέχει τους φτωχούς και τους πεινασμένους της περιοχής του. Κήρυσσε δε ότι και η ψυχή του ανθρώπου είναι ένας κήπος ,ο οποίος πρέπει να δέχεται την κατάλληλη περιποίηση, έτσι ώστε να απαλλάσσεται από τα αγκάθια και τα ζιζάνια, και να παραδίδει γερούς καρπούς. Η αφηγηματική φωνή συσσωματώνει το άυλο με το εγκόσμιο μέσα στο κυρίαρχο χωρικό πλαίσιο των ποιημάτων αυτής της συλλογής, το ναρκοπέδιο. Κι όπως στα περισσότερα ποιήματα αναθέτει στον εαυτό της το παράτολμο ,την περισυλλογή δηλαδή των εκρηκτικών συσκευών από το ατομικό και το πανανθρώπινο «είναι» ή έστω την ανώδυνη περιδιάβαση μέσα από αυτές, αντιστοίχως και εδώ είναι έτοιμη να υποδυθεί τη μοίρα της, να ριχτεί στο ίδιο επίμοχθο και ολέθριο αγώνισμα. Σα να ορίζει κάτι αόρατο τις γεωγραφικές συντεταγμένες της πορείας της, την «ορισμένη γεωγραφική μοίρα». Το ανέλπιστο, η τραγική συνειδητοποίηση της ματαιότητας του εγχειρήματος, έρχεται με την εμφάνιση του αγίου, η οποία θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως υποσυνείδητη παραδοχή του αδιεξόδου. Ο Άγιος, σαν ένα θρησκευτικής υφής άλλοθι, συμβουλεύει την αφηγηματική φωνή να περισώσει τις λέξεις της, τα αλεξίκακα όπλα της στον κόσμο του ναρκοπεδίου, και να φύγει, να γλιτώσει. Και, βεβαίως ως φιλεύσπλαχνος -και απολύτως συνεπής στην ταυτότητα που του προσέδωσε η εκκλησιαστική παράδοση – Άγιος, της προσφέρει το απαραίτητο παρηγορίας ανάγνωσμα, «μια κούπα ωραίους καρπούς», που για να ριζώσουν όμως τα κουκούτσια τους, χρειάζεται η θωπεία των λέξεων. Κι έτσι, στο τέλος του ποιήματος αντιλαμβάνεται κανείς ότι η παραίτηση από τον σκληρό μόχθο της περισυλλογής των ναρκών είναι μόνο μια προσωρινή ανακωχή με στόχο την ανασύνταξη των δυνάμεων.

http://filologikesmaties.blogspot.gr/2016/08/blog-post_21.html

.

ΠΑΥΛΙΝΑ ΠΑΜΠΟΥΔΗ

ΝΑΡΚΟΣΥΛΛΕΚΤΡΙΑ

Η Ευφροσύνη Μαντά Λαζάρου είναι μια ρωμαλέα ποιήτρια που έχει φορτωθεί αιώνες ιστορίας, όλο το παράλογο του πολέμου, της διχοτόμησης – την φοβερή περιπέτεια του τόπου της. Τα παίρνει όλα προσωπικά και προσπαθεί να τα διαχειριστεί παράλληλα με τις δικές της δοκιμασίες. Εξερευνά ένα βουνό ακατέργαστο πόνο που, πολύριζος και πολυπλόκαμος, απλώνεται σε δαιδαλώδεις υπόγειες διαδρομές υπονομεύοντας την όποια ήμερη καθημερινότητα, την όποια μικρή χαρά. Και αγωνιά καθώς νιώθει πως έχει μια αδιανόητη αποστολή:
«Μου ακουμπάνε κάτι μυστικά / και μου λένε κράτησέ τα!
Κι εγώ τρομάζω / γιατί μου δίνουν να φυλάξω μια βόμβα / που επιθυμώ να εκραγεί.»
Έτσι αρχίζει το βιβλίο της. Μιλάει για το παρόν, το γύρω και το μέσα της, αλλά μιλάει και εκ μέρους των νεκρών –για τους οποίους πάσχει δυο φορές περισσότερο, καθώς είναι παντού, και γι αυτό δύσκολα εντοπίζονται: «Και οι νεκροί ως να μην ήτανε ποτέ / δεν ήτανε στο χώμα τους / άφαντοι / και μες στο χιόνι του πένθους οι άλλοι»
Κινείται λοιπόν στα σκοτεινά, αθόρυβα, να μην ενοχλήσει τον ύπνο τους: «Μετρώντας βήματα, ελαφρά πατώντας, υπολογίζοντας ίχνη / σε μια ήπειρο διάσπαρτη νάρκες»
Ο δρόμος της, ουροβόρος, δαγκώνει πάντα την ουρά του, επιστρέφοντας συνεχώς στην αρχή του: «Τις νύχτες επιστρέφω στο σπίτι / στην πόρτα δεν με περιμένει κανείς / κάθονται μέσα οι δικοί μου άνθρωποι / υπερβολικά ήσυχοι για να είναι πιστευτό»
Βρίσκει τον εαυτό της και τον αναγνωρίζει ως σκεύος οδύνης: «Έμοιαζα με ξυσμένο πιθάρι εκατό χιλιάδες αιώνες αφημένο στον ήλιο»
Νιώθει πως: «Όταν πια οι μεγάλες κρίσεις τελειώνουν / σε έχουν ξεχάσει εκεί με τα πτώματα / με τα ερείπια, ποια φαντάσματα και πώς παλεύεις»
Συνεχίζει όμως, πείσμων, τον κυκλικό δρόμο της (που μικραίνουν ολοένα οι κύκλοι του), και χάνεται «στα δάση των ονείρων» – παρόλο που κι αυτά είναι γεμάτα παγίδες και ξόβεργες: «Μια ζωή χτυπάω και τσιμπολογώ την ξόβεργα / γύρω από τ’ ακίνητα πόδια μου». Κι όταν καταφέρει να ξεφύγει, πέφτει σε ναρκοπέδιο – ξόβεργες και ναρκοπέδια, κυκλώνουν από παντού αυτή την ελεύθερη ψυχή, η οποία, όμως, δεν πτοείται, προχωρά. Ξέρει πως οφείλει να αντιμετωπίζει τον κίνδυνο ξανά και ξανά, να τραυματίζεται και να νικά, προκειμένου να επιτελέσει τον σκοπό της: «Όταν μου τελειώνουν τα δάση των ονείρων / μπαίνω στο ναρκοπέδιο / ελπίζοντας πως όταν βγαίνω / κουβαλώ κι ένα κομμάτι του εαυτού μου / κομμάτι το κομμάτι / μια μέρα θα βγω σώος» γράφει.
Όμως, δεν της είναι καθόλου εύκολο να διασχίζει αυτά τα ρημαγμένα, κινούμενα τοπία όπου, κατά εντολή της αποστολής της, πρέπει να ψάξει, να βρει και να περισώσει ό, τι περισώζεται.
«…θέλω να τραγουδώ / αλλά το κύμα της φωνής επηρεάζει τα συρματόσχοινα στο ναρκοπέδιο / κι ένας μικρός ελάχιστος κραδασμός / μπορεί να είναι και το τετέλεσται»
Προχωρά λοιπόν μέσα στη σιωπή και εισδύει στα άφατα.
«Να συνεννοηθώ με τη μοναξιά μου» λέει, «και τη σιωπή του τάφου σας / ελπίζοντας πως τα κλεισμένα χείλη σας / ζούνε τη μυστική ζωή των λέξεων / εκατομμύρια λέξεις δις και τρις περάσανε από αυτά τα χείλη / ζούνε τη μυστική ζωή τους / στο βαθμό που και οι κήποι απ’ την άλλη / πάνω από τη γη ζουν φανερά την άνοιξή τους»
Η Ευφροσύνη Μαντά Λαζάρου στέκει για μια στιγμή αποστασιοποιημένη – όσο μπορεί -και συλλογίζεται, βαθιά, εκ μέρους θυτών και θυμάτων. Και συλλαμβάνει υπαινιγμούς αιωνιότητας: «Οι αισθήσεις είναι το μέρος / κι ο θάνατος το όλον / και το όλον το ταυτόχρονο των αισθήσεων / στιγμιαία ή για πάντα δε γνωρίζω … όπως απλώνει τα νοήματα η θάλασσα / όταν διεγείρεται από τους ρεμβασμούς / τις σκέψεις των ανθρώπων που την αγναντεύουν.»
Αμέσως μετά επανέρχεται στη φύση της και στα μεγέθη συνεσταλμένου, ταπεινού διακόνου της ζωής. Αναγνωρίζει το μέτρο της αδυναμίας και της δύναμής της:
«(…) δεν μπορείς / τίποτα δικό σου να φυτέψεις σε ξένη καρδιά / μονάχα να μεγαλώσεις τα δικά της δέντρα».
Καθώς οδηγεί προς το τέλος του το βιβλίο (χωρίς να το κλείνει, γιατί το βιβλίο αυτό γράφεται ισόβια) μας δίνει στίχους με ειδικό βάρος, που σαν να ξαλαφρώνουν λίγο το δικό της. Η ποιήτρια ανασυντάσσεται και συνεχίζει να πορεύεται ανάμεσα στους νεκρούς και τους ζωντανούς, προς τη δικαίωση τους– κι όχι πια μόνη.
(…) έτσι βρέθηκα και πάλι γεμάτη / σαν το λαγήνι πλήρης / θέλεις τα δάκρυά μου ήταν, θέλεις το αίμα της καρδιάς μου /
(…) πάντως γέμισα ξανά /φροντίδες, έρωτες, συντροφιές, δουλειές και μεροκάματα.
Φίλοι μου τώρα και συνοδοιπόροι/ έρχονται πλάι μου όσοι έχουν ξυπνήσει από πόλεμο».

.

ΜΑΡΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ
ΣΥΛΛΕΚΤΡΙΑ ΣΙΩΠΩΝ

ΣΤΟ BOOKPRESS 31 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2014

Ομολογώ ότι την ποιήτρια Ευφροσύνη Μαντά-Λαζάρου, ως όνομα και ως δημιουργό, την γνώρισα από τη βραβευμένη και όλως εξαιρετική ποιητική της συλλογή Ο Νώε στην Πόλη (Πλανόδιον, 2011). Παρουσία σεμνή γι’ αυτό και αθόρυβη, την πρωτοσυνάντησα στην Κύπρο, στην απονομή των εκεί κρατικών βραβείων λογοτεχνίας του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού.
Όταν πήρα στα χέρια μου τη νέα της συλλογή Ναρκοσυλλέκτρια (εκδ. Γαβριηλίδη, 2014) ξαφνιάστηκα. Πρώτα, ευχάριστα, για την τιμή που μου έκανε, να με συμπεριλάβει στους αποδέκτες μιας καθόλα ευγενικής χειρονομίας. Έπειτα, ένιωσα αμήχανα για τον ασυνήθη τίτλο της συλλογής, ίσως και εξαιτίας της επίτασης που προσέδωσε στη λέξη η μεγαλογράμματη γραφή, για την οποία φρόντισε ο επιμελητής της έκδοσης. Προσπάθησα να διασκεδάσω την αμηχανία μου, και σ’ αυτό με βοήθησε ο αυτοματισμός με τον οποίο ενεργεί ο συνειρμός, επιστρατεύοντας μνήμες από την στρατιωτική μου θητεία στο 70 ΤΜ. Ειδικότητα: ναρκοπόλεμος-καταστροφές!
Ο όρος «ναρκοσυλλέκτρια» είναι αφ’ εαυτού φορτισμένος με άκρως επικίνδυνες εμπειρίες. Οι δεξιότητες και τα υλικά στα οποία παραπέμπει είναι, αυτόχρημα, άκρως αντιθετικά και προς την ποιητική ιδιοσυγκρασία
Ο όρος «ναρκοσυλλέκτρια», ως προσδιοριστικό ιδιότητας, ακόμη και στην μεταφορική του σημασία και εκδοχή, είναι αφ’ εαυτού φορτισμένος με άκρως επικίνδυνες εμπειρίες. Ενώ, οι δεξιότητες και τα υλικά στα οποία παραπέμπει είναι, αυτόχρημα, άκρως αντιθετικά και προς την ποιητική ιδιοσυγκρασία. Και όχι μόνο τη γυναικεία. Προεκτείνοντας το νόημα της λέξης-τίτλου, ή μάλλον λογοπαίζοντας, σκέφτομαι ότι η ιδιότητα αυτή, του ναρκοσυλλέκτη, είτε ως κυριολεξία είτε ως μεταφορά, προϋποθέτει επαρκείς γνώσεις και ικανότητες, για τον εντοπισμό ναρκοθετημένων χώρων, που ισοδυναμούν με παγίδες θανάτου. Φυσικά, όσο πιο έμπειρος είναι ο ναρκοθέτης τόσο και δυσχεραίνεται το έργο του ναρκοσυλλέκτη.
Εκρητικά ευρήματα
Πολύ σύντομα, το ίδιο το ποιητικό σώμα με έπεισε ότι όφειλα να παραμερίσω τις όποιες ενστάσεις μου για τον τίτλο. Τώρα, μετά τη δεύτερη ανάγνωση, μπορώ να πω ότι οι πρωτοβάθμιες εκτιμήσεις μου για τη συλλογή ενισχύονται ακόμη περισσότερο. Δεν δυσκολεύομαι να πω ότι η μεταφορική σημασία όχι μόνο της λέξης-τίτλου, αλλά και του όλου ποιητικού λόγου που συναρτάται με αυτήν, είναι πρωτότυπη και ευρηματική. Και προσαρμόζοντας το ύφος μου στα συμφραζόμενα, χωρίς κανέναν ενδοιασμό σημειώνω ότι πρόκειται για «εκρηκτικό» εύρημα υψηλής ποιητικής ισχύος, τις δυνατότητες του οποίου, η ποιήτρια εκμεταλλεύεται με γόνιμο τρόπο. Κι αυτό, αντανακλάται στα 64 άτιτλα ποιήματα της συλλογής. Με αυτό το τελευταίο, μάλιστα, η κ. Μαντά-Λαζάρου κατορθώνει να δημιουργήσει μία ενιαία και αδιάσπαστη ποιητική αφήγηση, ή καλύτερα έναν, συχνά ασθματικό στην εκφορά του, εσωτερικό μονόλογο.
Στη συγκεκριμένη συλλογή έχουμε έναν πολύ ικανό ναρκοσυλλέκτη, γένους θηλυκού, που διαρκώς περιφέρεται σε παγιδευμένους χώρους, όπου παραμονεύει το αναπότρεπτο. Το «έξω» είναι μια πλήθουσα αγορά από τοπία θανάτου και επικίνδυνους ναρκοθέτες. Πρόσωπα επικίνδυνα, καταχραστές εμπιστοσύνης που τους δόθηκε απλόχερα, προδότες που δεν περιορίστηκαν μόνο σε αναιρέσεις υπεσχημένων και σε ένοχη φυγή, αλλά και τολμητίες που παγίδεψαν τα πάντα, ακόμη τα μυστικά περάσματα της σκέψης. Το «μέσα», τα τοπία της ψυχής, η ίδια μνήμη γίνεται παρόν και κατακλύζει τα πάντα. Πρόκειται για ανεξίτηλες καταγραφές στην πιο ευαίσθητη γι’ αυτό και αιμάσσουσα πλευρά, αυτήν της ποιητικής συνείδησης. Η ομιλούσα φωνή, εξαρχής δηλώνει την ταυτότητά της με τους κυρίαρχους, σε όλα σχεδόν τα ποιήματα, πρωτοπρόσωπους ρηματικούς τύπους: Πονούσα-σου μιλάω-τα θυμάμαι-Φαντάζομαι-Τινάζομαι-επιστρέφω-να ξεδιπλώσω. Ακόμη, και όταν απευθύνεται σε ένα δεύτερο πρόσωπο, σε ένα συμβατικό «εσύ» ή πάλι όταν αφηγείται σε τρίτο πρόσωπο, επικοινωνεί με το «εγώ».

Στα πρώτα ποιήματα της συλλογής, η ομιλούσα φωνή, με πεισιθάνατη μελαγχολία, καταγράφει την απουσία ζωής σε ένα τοπίο, όπου ακόμη και ο θάνατος φαίνεται να έχει δραπετεύσει. Και όταν τα ερείσματα της ζωής, οι άνθρωποι που πιστέψαμε αφανίζονται, τότε η ποίηση, το μόνο «καταφύγιο όπου πονάμε» ασθμαίνει και ακουσίως μεταβάλλεται σε τοπίο με φθόγγους νεκρούς (σ. 8):

δίχως εικόνες λέξεις/ έφευγαν/ ελάτε, πίσω τις καλούσα, ελάτε μέσα μου/ μιλήστε/ ο γδούπος τους κενός του πουθενά/ και δίχως λόγια πύκνωνε ο θάνατος […] (σ. 8)
Και η ζωή, μάταια ψηλαφεί στις εσχατιές του ακατανόητου ίχνη και ανάσες ανθρώπων που πέρασαν και χάθηκαν.
Και οι νεκροί ως να μην ήτανε ποτέ/ δεν ήτανε στο χώμα τους/ άφαντοι (σ. 9)
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, το ποιητικό υποκείμενο βιώνει το τετελεσμένο:

Πονούσε το άδειο μου οστέινο κουφάρι./ Το ακατοίκητο κενό του σφάδαζε […]
Έμοιαζα με ξυσμένο πιθάρι/ εκατό χιλιάδες αιώνες αφημένο στο διαρκή ήλιο
Στέγνωσα./ Όλα ρουφήχτηκαν […] Νυχτώνει μαύρο. (σ. 10)
Εδώ το ποίημα νοιώθεται όμοια με αυλαία που κλείνει. Και όταν ευθύς ξανανοίγει, βρισκόμαστε σε ένα παγιδευμένο εσωτερικό και συνάμα εξωτερικό τοπίο, με ύποπτους και προδότες –ορατούς και μη ορατούς, καταγεγραμμένους ωστόσο στη μνήμη– να φοράνε τη μάσκα του δόλου. Ή, μήπως, ο προδότης είναι το άλλο μας μισό…

[…] Από το παράθυρο μπαίνει κάθε πρωί μια μέρα/ κι ένας προδότης.
Μαζεύει τα σύνεργα σαν καλός φίλος που βοηθάει […]
Όσες φορές δοκίμασα να κλείσω έξω τον προδότη/ απέτυχα. (σ. 13)
Όμως, η ομιλούσα φωνή ομολογεί ότι είναι εθισμένη στους κινδύνους. Το ζην επικινδύνως τής είναι δευτέρα φύσις. Γι’ αυτό αναζητεί διαρκώς Λαιστρυγόνες, Κύκλωπες και άλλα δαιμόνια που ναρκοθετούν τα τοπία του έσω κόσμου. Στόχος μοναδικός, η απαγκίστρωση από σηψαιμίες και άλλα παρόμοια. Και, επιτέλους, ένα ταξίδι σε γάζες αιθέρος αλεύκαντες.

Αποστρέφομαι τις μέρες δίχως κίνδυνο./ Σπουδάζω πάντα/ πώς να αχρηστεύω ύποπτες δοσοληψίες,/ ληγμένες ιστορίες και αυταπάτες. (σ.15)
Η ναρκοσυλλέκτρια εκστρατεύει/ με όλη την ψυχή της./ Κατάφορτη./ Διαθέτει σύνεργα για τις καρδιές των άλλων μόνο./ Θέλει ένα βάρος να διασχίσει/ διάφανα τοπία ουρανού./ Και να μην είναι φυγή. (σ.52)

.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΙΕΡΗ

Η ποιητική ως τέχνη του κινδύνου. Σχόλια στη Ναρκοσυλλέκτρια

Αποδέχτηκα την πρόσκληση του Εκδοτικού Οίκου Γαβριηλίδης και του Βιβλιοπωλείου Ενδοχώρα να μιλήσω για τη Ναρκοσυλλέκτρια(Αθήνα: 2014),[1] τη νέα ποιητική συλλογή της Ευφροσύνης Μαντά-Λαζάρου, παίρνοντας ένα προσωπικό ρίσκο. Όταν είπα το ναι δεν είχα ακόμη διαβάσει με προσοχή τη συλλογή (εννοώ όπως μας δίδασκε ο Κ. Θ. Δημαράς: ότι «η πρώτη ανάγνωση είναι πάντα η δεύτερη»). Ήταν βέβαια μια συλλογή που τηνείχα ξεχωρίσει με την πρώτη ματιά και την είχα βάλει μαζί με τα βιβλία στα οποία λογάριαζα να επανέλθω. Είχα, άλλωστε, σε πολύ μεγάλη εκτίμηση την προηγούμενη συλλογή της Ευφροσύνης (Ο Νώε στην πόλη), κάτι που το είχα εκφράσει σε πολλούς φίλους πριν από τη δίκαια βράβευσή της.

Έτσι, λοιπόν, όταν άρχισα να διαβάζω το βιβλίο που μας έφερε απόψε εδώ, είχα ήδη απολέσει το προνόμιο του απροκατάληπτου αναγνώστη που διαβάζει ένα βιβλίο μόνο για το κέφι του, δίχως ίχνος ιδιοτέλειας, αντίθετα δηλαδή με ό,τι πράττει ο κάθε διαμεσολαβητής ανάμεσα στο κοινό και στο έργο τέχνης. Συνάμα ένιωθα ότι βρισκόμουν μπροστά σε μια παράξενη αναγνωστική εμπειρία. Ότι είχα αναλάβει ως αναγνώστης (και οιωνεί κριτικός )μιαν επικίνδυνη αποστολή: να μπω σ’ ένα “ναρκοπέδιο” του οποίου θα έπρεπε να αναγνωρίσω τους κινδύνους προσπέλασης αν ήθελα να βγω ακέραιος και, το κυριότερο, χωρίς να τραυματίσω πρόσωπα και πράγματα και νοήματα του συγκεκριμένου ποιητικού πεδίου.

Έπρεπε λοιπόν να βρω έναν τρόπο προσπέλασης κι αυτός δεν ήταν άλλος από την προσπάθεια αναγνώρισης των βασικών θεματικών μονάδων που ορίζουν την ποιητική περιοχή που συγκροτεί αυτή η συλλογή65 άτιτλων ποιημάτων ―θα έλεγε κάποιος βιαστικός αναγνώστης του βιβλίου. Προσωπικά δεν πιστεύω ότι πρόκειται για συλλογή ποιημάτων, αλλά για ένα, ενιαίο και συμπαγές ποίημα, στο ποίο μπορεί κανείς να ιχνηλατήσει ακόμη και οδόσημα από ένα σενάριο. Αν κοιτάξει κανείς τα σημεία όπου αρθρώνεται, σχεδόν ως σπονδυλωτή η σύνθεση, δηλαδή τα τέλη και τις αρχές των ποιημάτων, τότε θα διαπιστώσει ότι δεν είναι λίγα αυτά που συνδέονται μεταξύ τους με αρκετά εμφανή τρόπο.

Για παράδειγμα: το υπ’ αριθμό16 (σελ. 22) ξεκινά με τον στίχο «Ιχνηλατείς μόνος ουσίες χημικές» και το υπ’ αριθμό17 που ακολουθεί με τον στίχο «Ιχνηλατεί μόνος ουσίες». Το υπ’ αριθμό 21 (σελ. 27) τελειώνει με την εικόνα ενός πουλιού που είναι κολλημένο στην ξόβεργα («Κι είναι αλήθεια πως εγώ κολλάω / μικρό πουλί στην ξόβεργα») και το 22 (σελ. 28) ξεκινά με τους στίχους: «Να καθαρίσω πρώτα με το ράμφος / μόριο μόριο κολλώδεις ενοχές…»). Το υπ’ αριθμό 24 (σελ. 30) τελειώνει με την ειρωνική αποστροφή «Ελάτε τώρα!. και το 25 (σελ. 31) ξεκινά με τη φράση «Άσε με τώρα!.). Το υπ’ αριθμό 37 (σελ. 43) τελειώνει με τον στίχο «Μου χρωστάς κάτι φιλιά» και το ποίημα που ακολουθεί (το 38, σελ. 44) ξεκινά με τον στίχο «Ένα φιλί είναι ένα ποτήρι γεμάτο μοναξιά». Το ποίημα υπ’ αρ. 44 (σελ. 50) τελειώνει με το δίστιχο «Κι ούτε μια ελάχιστη μετατόπιση φορτίου / την ώρα που μπαίνει στο ναρκοπέδιο», και το ποίημα που ακολουθεί (το υπ’ αρ. 45, σελ. 51) ξεκινά με τον στίχο «Την ώρα που μπαίνω στο ναρκοπέδιο». Το υπ’ αριθμό 56 (σελ. 63) προβάλλει έντονα το μοτίβο της ψυχής, καθώς είναι το σημείο όπου έχουμε για πρώτη φορά τη μεταμόρφωση της λέξης (και της έννοιας) της «ναρκοσυλλέκτριας» σε «ψυχοσυλλέκτρια» (στ. 1).Το ποίημα αυτό κλείνει με την εικόνα:

«μαζεύονται παρέα σιγά σιγά οι ψυχές
στραγγισμένα φρύγανα και δείχνουν ολοφάνερα πως πονάνε
ένα κρακ και το τέλος τους φτάνει.»

Το ποίημα που ακολουθεί (57/64) ξεκινά με τον στίχο: «Αλλά πάλι παίρνουν να φέγγουν οι ψυχές».

Στο προτελευταίο ποίημα της σύνθεσης (το υπ’ αρ. 63, σελ. 70) υπερτονίζεται η ευχετική έναρξη, αφού οι πρώτες δύο τετράστιχες στροφές του μικρού αυτού ποιήματος (που συμπληρώνεται με μία ακόμη δίστιχη στροφή) ξεκινούν με την ευχή:

η πρώτη στροφή: «Ας έρθει μια καινούρια ιδέα, ας έρθει!»
και η δεύτερη: «Ας έρθει μια γενναία έκπληξη,»

ευχή η οποία βρίσκει θετική αντίστιξη στους πρώτους στίχους του υπ. αρ. 65 (σελ. 72), που είναι το τελευταίο ποίημα του βιβλίου και ξεκινάμε τους στίχους:

«Ήρθε τέλος μια νύχτα στο ναρκοπέδιο
ο Άγιος Φωκάς ο κηπουρός».

Η τακτική αυτή (μιας εσωτερικής τριαδικής κλιμάκωσης) που υπογραμμίζει τη συνοχή της ποιητικής σύνθεσης, είναι περίτεχνα δομημένη, καθώς από τη διπλή ευχή για μιαν αφηρημένη έννοια (την «καινούρια ιδέα»), περνάμε στην ευχή για κάτι που είναι θετικά προσδιορισμένο: τη «γενναία έκπληξη». Δύο αναβαθμοί στο θέμα του «ερχόμενου» που προετοιμάζουν την έλευση ενός προσώπου με δύο ξεχωριστές ιδιότητες (ως προς τη θεματική της ποιητικής σύνθεσης): αυτήν του Αγίου και αυτήν του κηπουρού. Θα δούμε στην καταληκτική ενότητα αυτής της εισήγησης τον καταλυτικό ρόλο που παίζει αυτό το δισυπόστατο πρόσωπο για την τελείωση και την έξοδο του ποιήματος.

.

Ο ΝΩΕ ΣΤΗ ΠΟΛΗ
.
ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΑΧΡΗΣ

13/10/2013

Ως Βιβλική φιγούρα ο Νώε συνιστά την περίπτωση του εκλεκτού εκείνου όντος που αναλαμβάνει να φέρει σε πέρας ένα υπερφυσικό αίτημα για την αποκατάσταση της κοσμικής ισορροπίας .Εκφράζει το πρότυπο της δικαιοσύνης και της ευσέβειας το οποίο ξεχώρισε ο Θεός μέσα από τον συρφετό της ακολασίας και του εμπιστεύτηκε το μοναδικό αλλά συνάμα τραχύ έργο της ανασύστασης του ανθρώπινου είδους .Έτσι , ο Νώε επιλέχτηκε να είναι ο επιζών ενός καθαρτήριου κατακλυσμού ,προορισμένου να επιφέρει τη θεραπεία της ηθικής κατάπτωσης των ανθρώπων .

Οι παραπάνω επισημάνσεις δεν είναι άσχετες με το εννοιολογικό υπόβαθρο της τελευταίας ποιητικής συλλογής της Ευφροσύνης Μαντά -Λαζάρου «Ο Νώε στην πόλη» . Το δίπολο «φθορά- κάθαρση » , τόσο εμφαντικά δοσμένο μέσα από την οικονομία της Βιβλικής ιστορίας του Νώε , ραβδοσκοπεί τα υπόγεια ρεύματα της έμπνευσης της ποιήτριας και συγκροτεί το θεμέλιο πάνω στο οποίο στηρίζεται η σύνθεση του έργου της «Ο Νώε στην πόλη». Κι αν η μία ορίζουσα στον τίτλο της συλλογής έχει Βιβλική προέλευση και ανάγεται στο πεδίο του υπερβατικού , η άλλη ορίζουσα , η «πόλη» , στρέφει το βλέμμα και τη σκέψη μας κατευθείαν στα δεδομένα της καθημερινής εμπειρίας . Αυτή λοιπόν η συγκρουσιακή συνάντηση του ιδεατού με το φθαρτό υφαίνεται ποικιλότροπα σε όλα τα ποιήματα της συλλογής και συμπληρώνεται με το στοιχείο της κάθαρσης . Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η πορεία της ανάγνωσης , η οποία θέτει στο κέντρο την πόλη , ακολουθεί μέχρι το τέλος εκείνους τους χρονικούς δείκτες που παραπέμπουν στη διαδικασία της λύτρωσης . Οι πολλαπλές εικόνες της πόλης τοποθετούνται αρχικά μέσα σε μία σχεδόν παρακμιακή νυχτερινή κορνίζα , με τους απόηχους συναισθητικών ακρωτηριασμών παντός είδους [ οι άνθρωποι «ακρωτηριάζουν» την πόλη , η πόλη είναι ήδη κομματιασμένη , οι γυναίκες αποκομμένες από τους άντρες τους] και με την περίπου επιτακτική απαίτηση κάθε πόλη να έχει το λιμάνι και τη γυναίκα της , για ν’ αποφεύγει τους οδυνηρούς ακρωτηριασμούς. Η ανάγνωση συνεχίζεται πλαισιωμένη πάντοτε με νυχτερινά σκηνικά .Η πόλη , ως κυρίαρχο ποιητικό υποκείμενο , πλασμένη από την ποιήτρια με μία ανθρωπομορφική αντίληψη , επιβεβαιώνει με κάθε της κίνηση την ατμόσφαιρα της αποσύνθεσης : χασμουριέται , βάζει στο λαιμό της σαν φθοροποιό κόσμημα τις εφτά πληγές όχι του Φαραώ αλλά της γειτονιάς , αυταπατάται , κρύβει τις ομορφιές της . Στο τέλος ωστόσο της ανάγνωσης ο χρονικός δείκτης της αυγής αποδίδεται ως ρηματική ενέργεια στην ίδια την πόλη , ακριβώς για να σηματοδοτήσει το πέρασμα στην αναγέννηση , για να γαλβανίσει μέσα μας την επιθυμία της επιστροφής στο φως . Η δε εμμονή στην εικόνα των εργατών του δήμου που καθαρίζουν τους δρόμους , επιβεβαιώνει εύγλωττα τον παραπάνω συμβολισμό .Οι εργάτες του δήμου μετατρέπονται σε ένα ποιητικό όχημα διευκόλυνσης της συνέχειας της ζωής . Κάπως έτσι κι αφού προηγουμένως έχει συντελεστεί ο εξαγνισμός , αποβαίνει εντελώς φυσική η βούληση της αφηγηματικής φωνής να συνενωθεί οριστικά με την αποκαθαρμένη πλέον πόλη [«Τότε στο τίμιο βλέμμα του πρωινού της πόλης μου θέλω να γίνω δάκρυ. Ή πάλι μια σταγόνα φως στο τζάμι του ύπνου της .Κι ύστερα να ξυπνώ τριανταφυλλιά στους κήπους»] . Και ξεπροβάλλει ο Νώε ,αφήνοντας πίσω του έναν κόσμο σκουριάς και μούχλας , για να ονοματίσει αυτά που τελικά πρέπει να σωθούν .

Η πόλη για την οποία μιλά στα ποιήματά της η Ευφροσύνη Μαντά- Λαζάρου , η Λευκωσία ,προσεγγίζεται από την ποιήτρια με μία κινηματογραφική διάθεση . Πρόσωπα , κινήσεις , χώροι , αντικείμενα και συναισθήματα μπαίνουν κάτω από το φακό της γραφής της σε μία ρέουσα γραμμή που τείνει προς κάποια διαρκώς αναβαλλόμενη διέξοδο. Το σημαντικότερο όλων όμως είναι ότι η ποιήτρια προσπερνά με μία σχεδόν γενναιόψυχη αποφασιστικότητα το στερεότυπο της δοκιμαζόμενης από την τουρκική κατοχή πόλης και αντιμετωπίζει τη Λευκωσία με την παράνοια και με την αγάπη που ταιριάζει σε κάθε μοιραία πόλη .Τραβάει απ’ τα σκοτάδια της τις πιο τρυφερές λέξεις ,όπως αντίστοιχα υφαίνει με τη μεγαλύτερη τρυφερότητα τις αφανέρωτες πτυχές της . Κι η πόλη στέκεται μετάρσια μεταξύ της νύχτας και της μέρας , μεταξύ του έρωτα και του κατακλυσμού , μεταξύ του ύπνου και της έκρηξης των ορμονών , ενώ η αφηγηματική φωνή της επιφυλάσσει εκλεκτές συγκινήσεις .Σε μια τέτοια στιγμή μάλιστα λυρικής έξαρσης ,όταν διαβάζει κανείς τους ακόλουθους στίχους «Σκεπάσου περιστέρα μου , σκεπάσου αηδόνα !Σκεπάσου αγαπημένη πόλη μου τον ανάλαφρο ύπνο τους , το βαρύ ξύπνημά τους , σκεπάσου τη ζωή τους και το θάνατο βάλε κορώνα στο κεφάλι σου τη λαμπερή σελήνη και μέσα από σκοτάδια φύγε αστέρι σαν ανάληψη στον ουρανό» , ο ερωτικός παλμός τον αιφνιδιάζει με τη δύναμη της εκφοράς του , με το απροσδόκητο της φλέβας μέσα στην οποία πάλλεται .

Από την άποψη της σύνθεσης , « Ο Νώε στην πόλη» διαρθρώνεται από επτά επιμέρους ποιητικές ενότητες , σε καθεμία από τις οποίες αναδεικνύεται συνήθως ένα κυρίαρχο μοτίβο .Στην πρώτη ενότητα με τον τίτλο «Όταν η πόλη γέρνει ράθυμη στο φίλημα του σκότους , ανοίγουν οι μαστοί πελώριας νύκτας» ,το ζευγάρι « γυναίκα» -«λιμάνι» ανασκαλεύει στη διάθεση του αναγνώστη την παράσταση μιας ανοχύρωτης πόλης που ψάχνει απελπισμένη ένα καταφύγιο [«Κάθε πόλη πρέπει να έχει το λιμάνι της και τη γυναίκα της»]. Το ποίημα «Τυχαίνει καμιά φορά ,όταν η πόλη χασμουριέται , να βρέχει συγχρόνως» διαπερνάται από το τρίπτυχο «βρώμικο»-«ψεύτικο»- «παλιό» .Από τη βρώμικη ανάσα της πόλης [«Τότε η παλιά πόλη βρωμάει σαν στόμα αρρώστου ή σαν χνώτα πεινασμένου» ] μεταφερόμαστε στα παλιά σπίτια που αναδύονται μέσα από το αμυδρό φως των αστεριών και των αυτοκινήτων [«τότε αναδύονται -σαν από θάλασσα ή στεριά -σπίτια παλαιικά , εμποτισμένα με το όπιο της νέας χρήσης»] , κι ύστερα σε μια διάσταση όπου τα πάντα μοιάζουν με πλατωνικές σκιές , με ψεύτικο υπόβαθρο στο οποίο στέκονται διάφορες μορφές [«να που στο τέλος όλα τους είναι σκηνικά»] . Στο «Οι εφτά πληγές της γειτονιάς αιμάτινο αλυσιδάκι στο λαιμό της πόλης» συνυπάρχουν ένας κατατρεγμένος κίναιδος , ένα μυστηριώδες άνθος ,οι αλλοδαποί εργάτες , οι θαμώνες ενός παρακμιακού καφενείου , ένα ζευγάρι ηλικιωμένων που λιώνουν μαζί ,μια γυναίκα με αντιλήψεις άλλων καιρών κι ένας κόσμος που θυμίζει την «Έρημη χώρα» του Έλιοτ [«Κανένα φαρμακείο δεν διανυκτερεύει . Μια μέρα δεν θα υπάρχει και κανένας για να πεθάνει εδώ σ’ αυτή τη γειτονιά»]. Με την ενότητα «Όταν η νύχτα χασμουριέται πάνω από τις στέγες , ανοίγουν οι αρμοί της πόλης επικίνδυνα» ετοιμάζονται τα γιατρικά για τις «εφτά πληγές»,όπως αυτά κρυσταλλώνονται στις λέξεις «φαρμακείο» , «ταρίχευση» , «φωτογραφία» .Έτσι , ο ταριχευτής -φαρμακοποιός και ο φωτογράφος καταλήγουν σύμβολα της επιθυμίας για τη συντήρηση αυτών που χάνονται . Στη σύνθεση «Όταν η πόλη χασμουριέται οι αυταπάτες της απλώνονται όπως ο ουρανός» κυριαρχεί η αντίθεση «νέοι» -«στρατιώτες» για να σημάνει την απόσταση που χωρίζει τη ζωή έξω από τα όρια από τη ζωή μέσα στα όρια . Στην προτελευταία ενότητα « Η πόλη κρύβει τα λουλούδια της σε ηλιακούς και μυστικές αυλές» ,ο κομβικός στίχος «Μα ποιος θα μπορούσε να δίνει το φιλί της ζωής αν δεν είναι ο ίδιος βαρυπενθής;» φέρνει στο προσκήνιο τη φιγούρα του ποιητή ως του τραγικού εκείνου όντος που έχει τη δύναμη να συναισθανθεί βαθιά την απώλεια της ζωής και ακολούθως να την εκφράσει στην πιο ζωντανή της όψη. Από την άλλη , το τηλέφωνο μετατρέπεται με παράδοξο τρόπο σε διακριτικό γνώρισμα της αδυναμίας επικοινωνίας σε μια εποχή δικτύωσης των πάντων . Στο εξόδιο κομμάτι της συλλογής «Όταν η πόλη ξημερώνει , επιστρέφουν οι μέρες σαν υπόσχεση» οι εργάτες του δήμου και ο Νώε φέρνουν μαζί τους τον αέρα της κάθαρσης .

Από την άποψη της έκφρασης πάλι , οι λέξεις της Ευφροσύνης Μαντά Λαζάρου , αν και ριζώνουν στα χωράφια της ποίησης , παρατάσσονται και συντάσσονται πάνω σε μία αφηγηματική φόρμα που συγγενεύει αισθητικά με εκείνη του μοντέρνου διηγήματος .Κι ενώ επιδερμικά το αφηγηματικό στοιχείο μοιάζει να αποτελεί το κυρίαρχο εκφραστικό μέσο , κάτω από αυτή την επίφαση παραμένει ζωντανός ο σφυγμός του ποιητικού λόγου. Το πιο χαρακτηριστικό είναι ότι σ’ αυτή την ποίηση δεν υπάρχουν ακριβώς στίχοι ή στροφές , αλλά συστάδες φράσεων που συγκεντρώνονται σε μικρές ή μεγάλες αφηγηματικές ενότητες και μεταφέρουν μία κυρίαρχη κάθε φορά διάθεση .Θα τολμούσα μάλιστα να πω ότι κάθε τέτοια ενότητα αποτελεί στην πραγματικότητα ανάπτυγμα ενός στίχου , έτσι ώστε να μεταλαμβάνουν περισσότερες λέξεις αυτό που συμπυκνωμένα αποδίδει μία μόνο φράση .Όταν λοιπόν η ποιήτρια γράφει «Οι άνθρωποι κόβουν την πόλη σαν ψωμί στα δυο , να πάρουν ο καθένας το κομμάτι του . Τα έχουν αυτά οι έρωτες τους ακρωτηριασμούς .Με τους πολέμους των φυλών εκτεταμένη μαχαιριά κατά μήκος μιας πράσινης γραμμής .Με τις αψιμαχίες των ανθρώπινων καρδιών , βαθιά , ως το μεδούλι της ζωής και του θανάτου το κόκκαλο» αισθάνομαι ως αναγνώστης ότι μέσα σ’ αυτή την αλυσίδα φράσεων διαβάζω την ανάπτυξη του στίχου «Τα έχουν αυτά οι έρωτες τους ακρωτηριασμούς». Κι είναι στην ουσία οι λέξεις που τριγυρίζουν αυτή τη φράση , εκείνες που την ανασηκώνουν στο ύψος του στίχου ,και συνακόλουθα της ποίησης .

Η ποίηση λοιπόν της Ευφροσύνης Μαντά Λαζάρου , «δραματική» και την ίδια στιγμή εσωτερική , συν-κινητική και ταυτόχρονα απόμακρη , το ίδιο ιμπρεσιονιστική και ρεαλιστική , λειτουργεί με τους δικούς της όρους , με την ένταση μιας εφηβικής έξαψης όπως αυτή αποτυπώνεται σ’ ένα σώμα που ανακαλύπτει στις απαρχές του τον Έρωτα .Κι αυτός ο έρωτας στη συλλογή «Ο Νώε στην πόλη» έχει τη φυσιογνωμία της Λευκωσίας , της πόλης που μεγαλώνει σαν εφηβικό στήθος στο κορμί της ποιήτριας .

.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

ΠΡΙΝ ΤΟΝ ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟ

Ευφροσύνη Μαντά-Λαζάρου: Ο Νώε στην πόλη (Πλανόδιον, 2012)

Ο μύθος του Κατακλυσμού απαντάται από το Έπος του Γκιλγκαμές και την αρχαία ελληνική μυθολογία, μέχρι το Κοράνι, τις Βέδες και τη σκανδιναβική μυθολογία, καθώς βέβαια και στην πλέον γνωστή του εκδοχή στο Βιβλίο της Γένεσης. Κοινός τόπος, σε κάθε περίπτωση, η τιμωρία που επιβάλλει μία ή περισσότερες θεότητες στον ανθρώπινο πολιτισμό, στέλνοντας πλημμύρα για να τον καταστρέψει.

Η ποιητική σύνθεση της Λαζάρου θα καταλήξει στον Κατακλυσμό, μια συνθήκη ωστόσο που διέπει τη δομή και των 7 επιμέρους κεφαλαίων που απαρτίζουν το βιβλίο. Καθότι εξαρχής η ποιήτρια προϋποθέτει ότι τελέστηκε ένας άλλος Κατακλυσμός («Στους δρόμους ρέει γάλα. Ο ουρανός μυρίζει ύπνο μωρού και ανάπαυση λεχώνας. Οι άνθρωποι βγαίνουν από κατώγια βήχοντας. Νικημένοι. Σταυρωμένοι σε δύο στήθη, που με τη θέρμη τους εκδικούνται τους χειμώνες.»), μια συντριπτική ήττα του ανθρώπινου Γένους, και στην περίοδο που μεσολαβεί της νέας καταστροφής –γιατί εν τέλει αυτή είναι η αμετάκλητη μοίρα του κόσμου– αποτυπώνεται εκ νέου η παρακμή των ανθρωπίνων, στο πλαίσιο του αστικού περιβάλλοντος που άλλοτε υπονοείται εμφαντικά ως η Λευκωσία κι άλλοτε λαμβάνει καλειδοσκοπικές διαστάσεις μέσω συμμετρικών εικόνων που θα μπορούσαν να αντικατοπτρίζουν οποιαδήποτε σύγχρονη πόλη.

Η καλειδοσκοπική αξιοποίηση του μύθου αποτελεί και το ιδιαίτερο στοιχείο της ποιητικής της Λαζάρου. Το κείμενο λειτουργεί ως ο σωλήνας που από τη μιαν άκρη του εφαρμόζει η ποιητική διάνοια και στην άλλη αποκαλύπτεται ο ανθρώπινος πολιτισμός με τη φθορά του. Τα κάτοπτρα του κειμένου αντανακλούν σκηνές από έναν παρηκμασμένο αστικό πολιτισμό που οδηγεί τον εαυτό του στην τιμωρία. Η δομή του ποιήματος ακολουθεί τη περιστροφική κίνηση του καλειδοσκοπίου εμφανίζοντας μικρά είδωλα που μετατίθενται στον χώρο και στον χρόνο, που συμπλέκονται και προσδίδουν καταιγιστικό τόνο στην εικονοποιία του ποιήματος, η οποία αν και μετέρχεται σχήματα του υπερρεαλισμού και εξπρεσιονισμού, εντούτοις εκφέρεται με την ορμή ενός απόλυτα συντεταγμένου Λόγου, δίχως γλωσσικούς ακροβατισμούς και χάσματα.

Η καταστροφή στην οποία οδηγείται ο άνθρωπος, όμως, δεν νοείται ως επιβολή από κάποιο ανώτερο Ον. Στο ποίημα της Λαζάρου δεν υπάρχει ο τιμωρός-Θεός που νουθετεί τον άνθρωπο διά της βίας. Η συντριβή του ανθρώπινου Γένους παρουσιάζεται σχεδόν ως φυσικό φαινόμενο που επαναλαμβάνεται. Αυτή η προοπτική εξηγεί πιθανώς και τη διάθεση συμπάθειας του ποιητικού υποκειμένου απέναντι στους ανθρώπους, που εγγενώς διαδραματίζουν τον διττό ρόλο του θύτη και του θύματος από τον ίδιο τον εαυτό τους στις πλέον καθημερινές τους πράξεις και συνήθειες.

Εδώ, η παρακμή κι η φθορά, η παραβατικότητα κι η περιθωριοποίηση δεν αποκαλύπτονται ως κάτι ξένο που ανάγεται σε αμαρτία κι υφίσταται τις τιμωρητικές συνέπειες των πιο πάνω καταστάσεων ή συμπεριφορών. Εδώ, ο μύθος του Κατακλυσμού επιβεβαιώνει τη φύση των ανθρωπίνων. Εδώ, ο Κατακλυσμός σηματοδοτεί το τέλος του μετα-Βιομηχανικού ανθρώπου, όπως ο Ωγύγιος Κατακλυσμός ολοκλήρωσε την «Αργυρή Εποχή» και ο Κατακλυσμός του Δευκαλίωνα την πρώτη «Χάλκινη».

* Πρωτοδημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, φ. 10/3/2013

.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

.

ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ

Η Ευφροσύνη Μαντά – Λαζάρου μας μιλά για την τελευταία της ποιητική συλλογή “Ναρκοσυλλέκτρια”, εκδ. Γαβριηλίδη

από τον Κωνσταντίνο Κοκολογιάννη

Ο Νώε έτυχε, δικαίως, μεγάλης αναγνώρισης. Αγκαλιάστηκε, βραβεύτηκε, ταξίδεψε. Αυτή η αποδοχή και αναγνώριση, δυσκόλεψε ή διευκόλυνε τα μετέπειτα βήματά σου;

Ο Νώε διαβάστηκε και συνεχίζει να διαβάζεται κι αυτή η αποδοχή του με γεμίζει χαρά. Το βραβείο βοήθησε να γίνει ακόμη πιο γνωστό και να μεταφραστεί στα Ιταλικά. Τώρα μεταφράζεται και στα σέρβικα. Δεν ξέρω ακόμη πώς θα μπορούσε να επηρεάσει το δημιουργικό μου κομμάτι, τη γραφή εννοώ επειδή ήδη όταν ανέλαβε ο εκδότης ο Γιάννης Πατίλης την έκδοση του Νώε κι ενώ δεν είχε ακόμη εκδοθεί άρχιζε η γραφή του νέου μου βιβλίου, της Ναρκοσυλλέκτριας. Το θεωρώ ως συνέχεια του ίδιου δημιουργικού κύκλου αν και μορφικά διαφέρει. Ο Κωνσταντίνος Γεωργίου εγραψε χαρακτηριστικά πώς αν ο Νώε είναι τραγούδι δρόμου, μπαλάντα, η Ναρκοσυλλέκτρια είναι άσμα δωματίου. Η δυσκολία ήλθε την ώρα της απόφασης να προχωρήσει σε έκδοση. Κι αν προχώρησε κι είμαστε έτοιμοι τώρα να το παρουσιάσουμε κι επισήμως οφείλεται σε αρκετό βαθμό και στη φίλη ποιήτρια Φροσούλα Κολοσιάτου που το πήγε στον εκδότη δια χειρός διαβλέποντας πως ίσως από έναν κάποιο φόβο μετά τη βράβευση του Νώε θα δίσταζα και θα καθυστερούσα αδικαιολόγητα την έκδοση.

Από το Νώε στη Ναρκοσυλλέκτρια. Ποια ήταν η πορεία στο χρόνο και στη δημιουργία;

Υπήρχε κάτι πυκνό πολύ σε σχέση με την Λευκωσία, μια μοιραίο πόλη, ως μια μοιραία ύπαρξη, ως μια γυναίκα αν θέλετε. Όπως την βίωσα και την βιώνω όπως την βιώνουμε όλοι κι αγωνιζόμουνα να το ονομάσω και να το θρηνήσω και να το τραγουδήσω και πένθιμα και ερωτικά και σε όλους τους τόνους και πάλι κάποια υπόλοιπα άρρητα ακόμη ακούγονταν μέσα μου, όταν τελείωσε η γραφή του Νώε. Έτσι είναι η ποίηση χωρίς τελεία. Η Ναρκοσυλλέκτρια έτσι ακολούθησε πιο εξομολογητική θέλοντας να αποπυροδοτήσει όλες τις νάρκες, τους κινδύνους, τις αγωνίες, τις ματαιώσεις, τους θανάτους…

Υπάρχει κάποιος κοινός άξονας ανάμεσα στο Νώε και στη Ναρκοσυλλέκτρια;

Κοινός αξονας στα δύο έργα: η ιδιοσυγκρασία της ποιήτριας , ο ψυχισμός της ίσως ή μάλλον η πολιορκία να φωτίσει πάντα τα ίδια για όλους μας ζητήματα έρωτας θάνατος από άλλη γωνία, κάνοντας έφοδο από άλλη είσοδο με άλλα μέσα.

Ναρκοσυλλέκτρια” εκδόσεις Γαβριηλίδη 2014, γιατί επέλεξες αυτόν τον τίτλο;

Από την αρχική σύλληψη του έργου, η Ναρκοσυλλέκτρια ως έμπνευση κυοφόρησε όλους τους στίχους. Την παρακολουθούσα ως παρουσία στο ναρκοπέδιο της καθημερινά, και την κατέγραφα, για πολλούς μήνες κι ήταν γυναίκα. Γι αυτό Ναρκοσυλλέκτρια με κάποιους μόνο στίχους για το Ναρκοσυλλέκτη.

Είναι η ποίηση τέχνη τόσο επικίνδυνη όσο ο τίτλος της τελευταίας σου συλλογής.

Με πολλούς τρόπους είναι επικίνδυνη τέχνη η ποίηση και ριψοκινδυνεύεις να χαθείς ή να σωθείς δηλαδή να παραπλανηθείς ή να παρηγορηθείς υπαρξιακά.

Από πού προέρχονται τα ερεθίσματα για να γράφεις;

Όλα όσα υπάρχουν και συμβαίνουν και σκεφτόμαστε και αισθανόμαστε και ελπίζουμε και κάνουμε και ζούμε οι άνθρωποι είναι θέματα για την τέχνη . Ερέθισμα για να γραφτεί κάτι είναι ο σπινθήρας που δημιουργείται εκεί που η προσωπική μου ιστορία και το προσωπικό βίωμα συναντιέται με κάτι από όλα αυτά.

Σου λείπει η επαφή με τα παιδιά και την εκπαίδευση;

Ένα πρωί μπαίνοντας στην αυλή του σχολείου, αισθάνθηκα πως δεν με αφορούσε πια αυτό που γινόταν στο σχολείο. Ότι υπάρχουν πολλοί νέοι και καλύτεροι που αναμένουν με το πάθος του σταυροφόρου έτσι όπως ήμουνα κάποτε κι εγώ για να υπηρετήσουν το όραμα της παιδείας. Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου να είμαι ειλικρινής με αυτό που έκανα τόσα χρόνια στο σχολείο -θέλω να πιστεύω δημιουργικά και γνήσια- κι έτσι την άλλη μέρα πήρα τις αποφάσεις μου. Εξ άλλου υπάρχουν άνθρωποι στη, ζωή μου που σε αυτή τη φάση της ζωής μου και της ζωής τους θέλω να είμαι κοντά τους. Δεν το μετάνιωσα εξ άλλου σε μερικά χρόνια θα έφευγα ούτως ή άλλως. Η σχέση με τους μαθητές μου ήταν κάτι που θα μου έλειπε. Αλλά ο εκπαιδευτικός ξέρει πάντα πως είναι εκεί για να συναντήσει νέα παιδιά να δουλέψει μαζί τους μακάρι να εμπνεύσει να βοηθήσει για να τα δει να φεύγουν και να χαίρεται. Όταν καμιά φορά τα συναντά και τον χαιρετούν βεβαίως χαίρεται γιατί σημαίνει πως κάτι σημαντικό παιδαγωγικά γινόταν τότε αλλά δεν νιώθει ερημιά έξω από την τάξη. Αν νιώθει ανύπαρκτος χωρίς μαθητές και επαγγελματική ταυτότητα πρέπει να το δουλέψει με τον εαυτό του. Έφυγα χαρούμενη γεμάτη από πολλά και καλά χρόνια με τα παιδιά.

.

ΠΕΝΝΥ ΓΙΩΣΑ

OXYGONO/4/5/2014

Ευφροσύνη Μαντά- Λαζάρου: «Καταδυθείτε στις αναμετρήσεις σας με την αλήθεια»

Την γνώρισα ένα καλοκαιρινό σαββατόβραδο του Ιούλη στη Λεμεσό στο σπίτι μιας κοινής μας φίλης. Ευφροσύνη στο όνομα και στη χάρη! Λιγομίλητη στην αρχή, σκεπτική και με τη μελαγχολία εκείνη που διακρίνει όλους τους βαθιά ρομαντικούς και σκεπτόμενους ανθρώπους της κοινωνίας μας. Γυναίκα καλλιεργημένη, προσιτή, που ξέρει να αγαπάει και να αγαπιέται. Κινείται με μια φυσική άνεση μέσα στο χώρο και στέκεται επάξια του καλού ονόματος που έχει χτίσει όλα αυτά τα χρόνια τόσο στον τομέα της δημόσιας εκπαίδευσης, τον οποίον υπηρετεί από το μετερίζι της φιλολογίας, όσο και στο χώρο της ποίησης. Το Νοέμβριο του 2013, η ποιητική της συλλογή «Ο Νώε στην πόλη» απέσπασε το κρατικό βραβείο ποίησης στην Κύπρο, ανταμείβοντας επάξια την ποιήτρια για τον πνευματικό της μόχθο. Σύζυγος και μητέρα δύο παιδιών, φιλόλογος και ποιήτρια, αγαπημένη φίλη κι αγαπημένος άνθρωπος που σαν φανοστάτης δείχνει το δρόμο στους αναγνώστες της προς την πνευματική λύτρωση και ψυχική ανάταση.

Κυρία Ευφροσύνη, προλογίζοντας την ποιητική σας συλλογή «Οι Μέρες Υφάντρες Οι Νύχτες Γυμνές» λέτε ότι ο κόσμος πρέπει να γεννήθηκε από μια έκρηξη Σιωπής. Ποια ανάγκη θεωρείτε ότι γέννησε την Ποίηση;

Ο κόσμος κι η γραφή κυοφορείται και γεννιέται μέσα από τη σιωπή. Ο άνθρωπος έρχεται στη ζωή από τη σιωπή, μια σιωπή που κουβαλάει ως σπέρμα όλες τις δυνατότητες. Στο σημείο ακριβώς που ο άνθρωπος εισέρχεται στο χωροχρόνο αρχίζει η ιστορία της τέχνης. Σε όλες τις μορφές της και φυσικά η ποίηση. Με τη γένεση. Δεν θα μπορούσε να γεννηθεί ζωή και να συνεχίζει χωρίς αυτή την πρώτη κίνηση. Κι ό,τι βαθαίνει και ό,τι ανυψώνει την ποίηση αιώνες τώρα και την ανανεώνει είναι το γεγονός πως κάθε στιγμή άνθρωποι συλλαμβάνουν με τρόμο σχεδόν την ύπαρξη τους στο σύμπαν. Για να γεμίσεις μια έρημο, για να αντέξεις ένα σύμπαν, θα βγάλεις την πιο δυνατή κραυγή, θα χορέψεις, θα ζωγραφίσεις, θα τραγουδήσεις… κι όλα με πάθος. Η ποίηση δεν προκύπτει από μια επιπρόσθετη ανάγκη που δημιουργείται στην πορεία και στην εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού. Γι’ αυτό δεν είναι ποτέ περιττή, ή μια κάποια πολυτέλεια σε οποιουσδήποτε καιρούς.

Αντιλαμβάνεστε την Ποίηση ως ταξίδι ή ως προορισμό και γιατί;

Το ταξίδι και ο προορισμός ως θέμα ενέπνευσε και εμπνέει τους ποιητές. Από τα κορυφαία ποιήματα η Ιθάκη του Καβάφη. Η ποίηση η ίδια όμως δεν είναι ταξίδι σε χώρες και προορισμούς που σου ετοιμάστηκαν από πριν και σε περιμένουν να τους συναντήσεις. Ή να τους φωτογραφίσεις. Παίρνεις από όγκους λέξεων που μπορούν να ονομάσουν άπειρα πράγματα, καταστάσεις, νοήματα κι αφαιρώντας από τη μια και δουλεύοντας τες από την άλλη προσπαθείς αλληλέγγυος με τον κόσμο και τη μοίρα του, να ονομάσεις σημεία στο χάρτη της ανθρώπινης περιπέτειας κι αναζήτησης.

Διακρίνω σε όλες τις ποιητικές σας συλλογές μια ιδιαίτερη αγάπη για τη Λευκωσία, με αποκορύφωμα την τελευταία σας ποιητική συλλογή «Ο Νώε στην πόλη» όπου την αποθεώνετε. Τι είναι αυτό που σας γητεύει τόσο σε αυτή την πόλη;

Δεν την αποθεώνω. Κάθε άλλο. Μιλώ για φθορά, για μια πόλη αιμάσσουσα, για καταστάσεις τραγικές… Η αίσθηση της αποθέωσης που αναφέρετε έχει να κάνει με την αποθέωση του έρωτα για αυτήν την πόλη. Ο έρωτας αποθεώνεται. « Σκεπάσου περιστέρα μου, σκεπάσου αηδόνα! Σκεπάσου αγαπημένη πόλη μου τον ανάλαφρο ύπνο τους, το βαρύ ξύπνημά τους, σκεπάσου τη ζωή τους και το θάνατο· βάλε κορώνα στο κεφάλι σου τη λαμπερή σελήνη και μέσα από σκοτάδια φύγε αστέρι· σαν ανάληψη στον ουρανό» Και δεν είναι για τη Λευκωσία μόνο ο έρωτας αυτός. Είναι για κάθε μοιραία πόλη και κάθε μοιραία ύπαρξη, για ό,τι είναι η πόλη. Γιατί και στο μυθιστόρημά μου « Χωρίς την Αριάδνη» εκφράζεται ένα παρόμοιο πάθος για την Κερύνεια.

Υπάρχουν κάποια πράγματα που θα θέλατε να αλλάξετε στη Λευκωσία και γενικότερα στην Κύπρο;

Όποιος ζει στη Λευκωσία και γνοιάζεται για την πόλη του, ένα πράγμα μπορεί να θέλει: να αναστρέψει την τραγική της μοίρα. Να την δει και πάλι να γίνεται πόλη. Τώρα είναι ένα σκέλεθρο. Κι οι πιο πολλοί δεν το βλέπουν. Κι άλλοι γοητεύονται από την εντός των τειχών Λευκωσία ως να είναι ένα μαγικό σκηνικό… « σπίτια παλαιικά εμποτισμένα με το όπιο της νέας χρήσης … παρακμιακά καφενεία,… διάβρωση, οξείδωση, σκελετοί παλιάς σκάλας, μια καμάρα που γέρνει δίχως συντροφιά… φυλάκια φυτεμένα στη μεσοτοιχία των συνοικιών…» Κι όμως είναι ένα τοπίο θανάτου απένθητο που το ξορκίζουμε με μπαράκια, καφετέριες, κάποτε και με κάποιο εργαστήρι καλών τεχνών, μια γκαλερύ… ελπίζοντας πως έτσι από την ακρωτηριασμένη πόλη θα γεννηθεί ένα σώμα ολόκληρο, γερό, ένας κόσμος άρτιος.

Στο ποίημα «Ξεπεσμός», θέτετε ως ρητορικό ερώτημα αν γυρεύει κανείς αετούς σ’ αυτό τον τόπο. Στη συνέχεια απαντάτε ότι τους αετούς εδώ, τους μάθαμε πώς να πετούν στα χαμηλά και αν δεν τα καταφέρνουν, τους κόβουμε και λίγο τα φτερά. Με αφορμή αυτό το ποίημα, θα ήθελα να μου σχολιάσετε εν συντομία την κυπριακή κοινωνία και νοοτροπία. Τι είναι αυτό που σας ενοχλεί περισσότερο σ’ αυτήν και αντιστοίχως τι σας κάνει να νιώθετε περήφανη που είστε Κύπρια;

Το ποίημα «Ξεπεσμός» ιδωμένο μέσα στη συλλογή «Οι Μέρες Υφάντρες οι Νύχτες Γυμνές» αποτυπώνει το αίσθημα της ματαίωσης και του συμβιβασμού. Είναι ποιήματα που κουβαλούν την αντίδραση του εφηβικού μου στήθους απέναντι στη βία της εισβολής. Ήταν το αίσθημα της ματαίωσης, της διάψευσης, η απόγνωση της μοναξιάς που κουβαλά η ιστορία των μικρών τόπων και η ανάγκη να συμβιβαστείς με τα «χαμηλά» και με τα όρια που σου επιβάλλονται. Δεν είναι λοιπόν περίεργο κάποια στιγμή για κάποιους η μετριότητα να φαίνεται ως κανονικότητα. Οπόταν μπορεί και να υπονομεύεται όποιος ξεφεύγει. Συναισθηματικά δεν αντέχω πια να μιλώ εύκολα για την κοινωνία μας και τη νοοτροπία μας. Ακούω συχνά να συζητούν επαναλαμβάνοντας μερικές συγκεκριμένες απόψεις με αυτιστική στερεοτυπία αλλά και με ύφος ως να έχουν δει και μελετήσει τα θέματα αυτά εις βάθος. Γενικεύουν προσωπικές εμπειρίες, αποστηθίζουν λόγια άλλων και τα ενστερνίζονται χωρίς να τα περάσουν από έλεγχο, συμπεραίνουν στη βάση μιας ελλιπούς γνώσης. Αισθάνομαι όλο και περισσότερο την ανάγκη να μας βρίσκω ελαφρυντικά. Η Κύπρος επαρχία και η Κύπρος κράτος. Να μια σημαντική παράμετρος για περίεργες θα λέγαμε τουλάχιστον καταστάσεις μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Μια κοινωνία όλο και πιο ζαλισμένη, σε ίλιγγο, μικρή κοινωνία με όλα τα χαρακτηριστικά που συνεπάγονται από αυτό και ταυτόχρονα πολύ εκτεθειμένη λόγω της γεωπολιτικής της θέσης. Με ενοχλεί που τόσο αργά αλλάζουν τα πράγματα κι η μόνη φορά που είδα να αλλάζουν ξαφνικά δεν έγινε από μια επανάσταση γνώσης κι επίγνωσης. Συνέβη κάτω από συνθήκες μιας βίαιης εισβολής και κατοχής που άλλαξε το κοινωνικό τοπίο μέσα σε λίγο χρόνο. Δυσκολεύομαι με τη λέξη περήφανη. Νιώθω ότι είναι πολύ αξιοπρεπές να είμαι μέλος της Κυπριακής κοινωνίας που δεν είναι η καλύτερη ούτε η χειρότερη κοινωνία.

«Μα δεν υπάρχει πιο εγκάρδιο χαμόγελο από τα χείλη που πόνεσαν θανατηφόρα» λέει ένας στίχος από το ποίημά σας «Το Μέσα Φόρεμα» στην ομώνυμη ποιητική συλλογή. Η εγκαρδιότητα του κυπριακού λαού, θαρρείτε πως οφείλεται στον πόνο που έχει βιώσει; Πώς βλέπετε να διαγράφεται η μοίρα αυτού του τόπου, ειδικά λαμβάνοντας υπόψη τις τελευταίες εξελίξεις για το κυπριακό ζήτημα;

Όταν έγραφα το στίχο αυτό, δεν είχα κατά νου την εγκαρδιότητα του κυπριακού λαού. Ξέρω όμως ανθρώπους που δοκίμασαν τέτοια ακραία μορφή πόνου και κινδύνου στη ζωή τους, που έμοιαζαν μετά ως να γύριζαν από το θάνατο. Κάποιοι τα καταφέρνουν να επιστρέψουν όντως στο φως και το σκοτάδι που αφήνουν πίσω τους, κάνει πιο φωτεινά τα πρόσωπά τους. Χαμογελούν από ένα άλλο βάθος μιας κατανόησης της τραγικότητας της ανθρώπινης ύπαρξης.

Οι φιλολογικές σας σπουδές και η επαφή σας με τον αρχαίο πολιτισμό έχουν επηρεάσει τον τρόπο γραφής σας;

Αναπόφευκτα. Κι αυτά και πολλά άλλα.

Είναι αποτρεπτικό ή τελικά πιο εύκολο για εκείνον που διδάσκει λογοτεχνία και ποίηση να ασχοληθεί με τη συγγραφή ανάλογων κειμένων;

Είναι δύσκολο έως επικίνδυνο να είσαι φιλόλογος και συγγραφέας. Την ώρα που γράφεις πρέπει να απεκδύεσαι την ιδιότητα του φιλολόγου, να την σβήνεις εντελώς.

Η τελευταία σας ποιητική συλλογή «Ο Νώε στην πόλη» απέσπασε θριαμβευτικά το κρατικό βραβείο ποίησης στην Κύπρο για το 2012. Πείτε μας λίγα λόγια για αυτή τη δουλειά και γιατί θεωρείτε ότι αγαπήθηκε τόσο από το αναγνωστικό κοινό και τους κριτικούς.

Το σκεπτικό της βράβευσης ήταν το εξής: «Η ποιήτρια χρησιμοποιεί την αλληγορία του κατακλυσμού του Νώε για να μνημειώσει το δράμα μιας χειμαζόμενης πόλης, υιοθετώντας το πολύμορφο είδος του «πεζού ποιήματος» που σπανίζει στην κυπριακή ποιητική παραγωγή. Η πόλη, στην οποία αναγνωρίζουμε την παλιά Λευκωσία, σπαράσσεται από τα πλήγματα που της επισώρευσε η ιστορία, όπως σε μια βιβλική καταστροφή: πόλεμος, προσφυγιά, οικονομική ανέχεια, γήρας, αποτυπώνονται στα ερειπωμένα κτίσματα όσο και στο ανθρώπινο τοπίο. Άνθρωποι του περιθωρίου, πόρνες, μετανάστες, φαντάροι, μοναχικοί, ανάπηροι, σκιαγραφούνται σε μικρά πορτραίτα που συγκεφαλαιώνουν τον πόνο και τον κατατρεγμό. Η ποιήτρια, στραμμένη σ’ αυτόν τον κόσμο των ταπεινών και καταφρονεμένων, αποτυπώνει σε χαμηλόφωνους λυρικούς τόνους την ανθρώπινη βάσανο απηχώντας τη συμβολική γλώσσα των Γραφών. Θρηνητική και δεητική, η συλλογή λειτουργεί μεταφορικά ως κιβωτός λέξεων στην οποία διασώζεται η ανθρώπινη ευαισθησία προς τον συμπάσχοντα.»

Η γραφή του έργου ως διαδικασία ήταν μια μοναδική εμπειρία, ως μια εσωτερική απελευθέρωση που με έφερνε σε επαφή με τα κατάβαθα του είναι μου. Έγραφα αβίαστα ακολουθώντας ένα εσωτερικό ρυθμό. Στο τέλος του έργου μέσα σε λίγες μόνο γραμμές εμφανίζεται ο Νώε. Είχα την αίσθηση όμως πώς ήταν εκεί πίσω μου στη σκιά ως να παράστεκε στη γραφή του.

Εκτός από ποίηση έχετε γράψει κι ένα μυθιστόρημα με τίτλο «Χωρίς την Αριάδνη», όπου αναφέρεστε στον αυτισμό. Μιλήστε μας για το εν λόγω εγχείρημα και τη σύλληψη της ιδέας.

Ο επεξηγηματικός υπότιτλος του μυθιστορήματος είναι «στη χώρα του αυτισμού παρέα με την ποίηση.» Είναι η ιστορία ενός αυτιστικού παιδιού φωτισμένη από τη σύνθεση του αυτιστικού του λόγου και άλλων κωδίκων που χρησιμοποιεί και η ιστορία αυτή κινείται σε μια αυτιστική κοινωνία και πολιτεία. Στα έργα μου γράφω για πράγματα, πρόσωπα, καταστάσεις που με έχουν αγγίξει βαθύτατα, που με αφήνουν άγρυπνη, που με κρατούν συγκινημένη.

Έχω πληροφορηθεί ότι ετοιμάζετε μια νέα ποιητική συλλογή. Θα θέλατε να μας αποκαλύψετε κάποια περισσότερα στοιχεία για αυτή;

Έχει τίτλο Ναρκοσυλλέκτρια και αναμένεται να κυκλοφορήσει το καλοκαίρι.

Κλείνοντας αυτή την όμορφη συνέντευξη που μου παραχωρήσατε απλόχερα, θα σας ζητήσω να απευθυνθείτε στα νέα παιδιά της γενιάς μου και να τους δώσετε μια ευχή-συμβουλή που θεωρείτε ότι θα τους είναι ωφέλιμη για τη ζωή τους. Επίσης, τι θα συμβουλεύατε όλους όσους έχουν ήδη, ή πρόκειται να ακολουθήσουν το δύσκολο μονοπάτι της ποίησης και της συγγραφής εν γένει, υπό την έννοια ότι αυτή η δραστηριότητα (σε αντίθεση με αυτό που υποστήριζε ο Ελύτης) δεν είναι η συνήθης ασκούμενη βιοποριστική ενασχόληση.

Να μου επιτρέψετε να σχολιάσω με δύο στίχους από τη συλλογή «… σε έρωτα ή θάνατο θα πάμε»

«Καταδυθείτε στις αναμετρήσεις σας με την αλήθεια»

«Ρωτήστε εκείνους που δεν υπόσχονται απαντήσεις»

Τι να πω στους νέους που επιλέγουν το δρόμο της ποίησης; Κι εγώ στο δρόμο είμαι, σε πορεία. Δεν έχει τέλος ο δρόμος αυτός και πάντα δοκιμάζεις ένα ακόμη βήμα … Προτιμώ να συνομιλώ και να μοιράζομαι με τους άλλους ελπίζοντας πως αυτό είναι πολύ πιο ωφέλιμο. Καμιά άποψη και γνώση που παίρνεις για να εγκιβωτιστεί ως πληροφορία στη μνήμη σου δεν έχει αξία. Μόνο αν καταστεί αντικείμενο συνομιλίας αποκτά νόημα και μάλιστα προσωπικό για τον καθένα από τους συνομιλούντες.

Τελειώνοντας τη συνέντευξη με την ποιήτρια Ευφροσύνη Μαντά-Λαζάρου, νιώθω πιο ανάλαφρη και συνάμα πιο ζωντανή. Ευθύς μου έρχονται στο νου τα λόγια του Οδυσσέα Ελύτη: «Δεν αρκεί να ονειροπολούμε με τους στίχους. Είναι λίγο. Δεν αρκεί να πολιτικολογούμε. Είναι πολύ. Κατά βάθος ο υλικός κόσμος είναι απλώς ένας σωρός από υλικά. Θα εξαρτηθεί από το αν είμαστε καλοί ή κακοί αρχιτέκτονες το τελικό αποτέλεσμα». Και η ποιήτρια Ευφροσύνη Μαντά- Λαζάρου απέδειξε και συνεχώς αποδεικνύει τόσο με το πνευματικό της έργο όσο και με το ήθος της ότι κατέχει πολύ καλά την τέχνη της αρχιτεκτονικής του λόγου…

http://www.oxygono.org/?wp=interview&article=1F9DCB64DC91620BB44AD579953A84CD

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.