ΕΛΕΝΗ ΒΑΡΘΑΛΗ

Η Ελένη Βαρθάλη γεννήθηκε το 1970 στην Αθήνα. Σπούδασε
Πολιτικές Επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Εργάζεται
στη Χαλκίδα όπου και διαμένει. Υπήρξε μέλος του Δ.Σ. του
Πολιτιστικού Συλλόγου Φίλοι τον Γιάννη Σκαρίμπα. Ποιήματά
της έχουν δημοσιευθεί στον Τύπο. Οι Χρονολισθησεις είναι η
πρώτη της ποιητική συλλογή.

.

.

ΧΡΟΝΟΛΙΣΘΗΣΕΙΣ (2020)

ΧΡΟΝΟΛΙΣΘΗΣΕΙΣ

Μ’ αρέσει η φυλλοβόλα μοναξιά του φθινοπώρου
εκείνη που αποδελτιώνει τις λεπτομέρειες
σε παλιά ημερολόγια
καθώς αχνίζουνε στα ρείθρα τα νερά
παίζοντας με το λυκαυγές του χρόνου.

Κάρβουνο κι αιθάλη μυρίζει η πολιτεία.

Ζούμε για την έκρηξη
της στιγμιαίας αιωνιότητας
ιερουργώντας πάνω απ’ τις στάχτες της λήθης.

Γενετήσια πείνα
αναμασώντας ένα σκοτάδι κι ένα θάνατο
κι αν στέρξει ο άνθρωπος τον ίσκιο του
θα χαράξει ο κόσμος.

Ουρανέ,
δείξε μου τη μυστική ατραπό των άστρων
να γίνω φως που καταργεί τα τέλματα
κι αθωώνει κείνους που ζυγίστηκαν
στην πλάστιγγα του κόσμου
μ’ επίγονους κυκλώνες.

Ίσως κάποτε μπορέσουμε
την τελευταία άνοιξη να υπερασπιστούμε
εισοδεύοντας στην εύρωστη φλέβα της γης,
ίσως, μπορέσουμε
και να αυτοπροσδιοριστούμε.

.

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ 

Ι

Σήμερα θα βουτήξω την πένα μου στους αφρούς
να σηκώσει η απουσία άγκυρα
να στραφταλίσουν οι λέξεις
με λιγότερο εσύ και πολλή θάλασσα.
Για να ‘χουν Λόγο τ’ αρμενίσματα
και τα ναυάγια φάρο.

ΙΙ

Τι θεατρικότητες,
τι διαστρεβλώσεις
σκαρώνει πάλι το υπνωτικό μας νεύρο.
Θα ‘ταν καλύτερα
μ’ ανοιχτά τα μάτια να κοιμόμαστε,
αφού το κάθε ξύπνημα
μαχαίρι κραδαίνει αιχμηρό
πάνω απ’ τα κεφάλια μας,
που κατεβαίνει ερμητικά
στη πρώτη ηλιαχτίδα
συνθλίβοντας κι εμάς
και τις νυχτερινές ονειροβασίες μας.

ΙΙΙ

Κάτω απ’ το δέρμα μας
σαν πευκόδεντρο να καιγόταν η πληγή.
Είμαστε η είδηση
που κυνηγά υπόρρητα το έκτακτο δελτίο.
Προς το παρόν, ανακοινωθέν κανένα.
Αλλού το δέντρο και η πληγή,
αλλού η φωτιά.

.

ΑΧΙΛΛΕΙΟΣ ΠΤΕΡΝΑ 

Μιλήσαμε πολύ χωρίς να μιλιόμαστε·
ασυναπάντητοι, απόλυτοι και μόνοι
στήνοντας προτομές
στο ανυποχώρητο εγώ μας.
Κάποτε τρομάξαμε,
τρόχισε η αλήθεια το πόδι της νύχτας
μας αποκαλύφθηκε
θαύμα μαζί κι αχίλλειος πτέρνα.
Να, τι μας απέμεινε·
η στυφάδα της χαρά
για την ήττα του ύπνου
κομίζοντας καινούργιες σφοδρότητες
σε μία κατάβαση
περιπλεγμένη με σιωπή
καμπυλωτή κι ασθμαίνουσα.

Πάσχουμε -προφανώς-
από θνησιγενείς πολλαπλασιασμούς.

.

ΟΛΟΝΥΚΤΙΑ 

Τα σκέπασε όλα η χιονοστιβάδα της λήθης,
η άρνηση που μουδιάζει τ’ αναβαλλόμενα.

Στα περάσματα
όταν ξεφλουδίζει το γκρίζο,
φωσφορίζουν οι ψυχές
σε μία ολονύκτια κατάνυξη
κι είναι ο καρπός της επίγνωσης
που λειτουργεί σαν παλινόρθωση
του ξεχασμένου εαυτού
αγκαλιάζοντας
μ’ αδυσώπητη τρυφερότητα
κείνο το υφαρπαγμένο
τ’ ουρανού παιδί μας,
που κάποτε αυτομόλησε
στις εντομές του νου.

Μ’ αναμμένο κερί,
κάτω απ’ το μεγάλο θόλο
βλέπω καθαρά
πόσο η ζωή πληθαίνει
δρασκελώντας το φόβο,
παγίδα στήνοντας στο χθες.

.

ΑΤΙΤΛΟ 

Οι πίκρες βρωμίζουν κάποτε
σαν σώμα σε αποσύνθεση.
Μυροφορείς την ανάμνηση,
κάθεσαι να πιεις καφέ να συγχωρέσεις.
Απ’ το φλιτζάνι τινάζεται ένας ήλιος
που λαίμαργα ρουφάς.

Έχουν και ζωές οι καθιζήσεις.

.

ΕΡΗΜΙΚΟ

Την μοναχική ώρα
η δροσερή αύρα με τυλίγει,
απούσα από τη συνείδηση του κόσμου
αποζητώ μια όαση
στη κυριαρχία του χάους
και της συναισθηματικής ακαμψίας.

.

ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΜΑ 

Στην πολιτεία με τα ερείπια οικήματα,
οι νεκροί ζούνε μ’ ανοιχτά μάτια
πίνουν κονιάκ εννιά αστέρων,
καπνίζουν αρειμανίως
και πάνω σε τσιγαρόχαρτα
γράφουν και σβήνουν στίχους.
Τα Σαββατόβραδα χορεύουν
φέρνοντας στροφές τον κόσμο,
σπάνε τα σερβίτσια με τα αζήτητα
και φλερτάρουν την αιωνιότητα
κρατώντας κατάσαρκα αποσκευές
με αυτοσχέδια όνειρα, αρτύματα
κι ουρανούς αγνότητας.

Γιατί έχουν κι αυτό το προνόμιο οι νεκροί.
Ναι! Αυτό που ψυχανεμίζεστε·
επιπλέον οι νεκροί ταξιδεύουν.
Αντιστάθμισμα για το δωρεάν σκοτάδι.
Παραδείγματος χάριν:
Ανηφορίζουν σε σηκωμένο θάνατο,
ξαστερώνουν στις Αναστάσεις
κι επιστρέφουν.

.

ΣΤΙΓΜΑ 

Στο λευκό άδειο
υπάρχει μια κουκκίδα
-μια τόση δα μαύρη κουκκίδα-
στίγμα στα συντελεσμένα.
Συμπυκνωμένη,
ευθυτενής
κι ανέστια
περιφέρεται αδεώς
απ’ το πάτωμα στο ταβάνι
απ’ το γέλιο στο δάκρυ
περιφρουρώντας
το άδειο.
Γυμνασμένη στην εξαίρεση
του λευκού κανόνα
εσύ και η μαύρη
-η μαύρη κουκκίδα

.

Ο ΓΥΑΛΙΝΟΣ ΑΚΡΟΒΑΤΗΣ 

Έλα, έλα να σου δείξω
τον γυάλινο ακροβάτη μου·
κατοικεί στο πρώτο συρτάρι,
πίσω από κάτι τσαλακωμένα ποιήματα.
Νυχθημερόν περπατά στις μύτες
να μην ξυπνήσουν οι ρωγμές
και τα νερά.

Δεν καίγεται…
Δεν πνίγεται…
Δεν σπάει…

Ο γυάλινος ακροβάτης,
οι ρωγμές,
τα νερά·
να θυμηθείς
να μην ξυπνήσουν
γιατί εδώ τα γυάλινα
πληρώνουν τα σπασμένα.

.

ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΡΜΟΥ

Ι

Όταν πέθανε απ’ το κρύο ο πλανόδιος κιθαρωδός,
στον υπόγειο σταθμό της πλατείας Βικτωρίας,
τον έσυραν απ’ το στεγασμένο αντηχείο του
αφήνοντάς τον έκθετο
στην άκρη της ξύλινης γέφυρας
με τα σιδερόφρακτα κάγκελα.
Μοναχά το ‘να χέρι του προεξείχε,
απ’ την αρχή πάλι
να χορδίζει τα παράφωνα,
να ισιώνει τους σκεβρωμένους τόπους.

ΙΙ

Κάθε φορά που πετάνε οι στέγες
και πόρτες δεν υπάρχουν,
σε υπόγειες σήραγγες των σιδηροδρόμων
με οδηγούν τα βήματά μου.
Κάθομαι κατάχαμα
στις πιο σκοτεινές ράγες
παρακολουθώντας το συρμό
και το απρόσιτο,
καθώς σπινθηρίζουν στο σκοτάδι.
Καμιά εξαπάτηση
παραδέχεσαι και προσπερνάς.
Τώρα θαρρώ ευκολότερα
είναι τα θραύσματα
της άλλης μέρας.

ΙΙΙ

Πάντα ο κόσμος
στους υπόγειους σιδηροδρόμους,
κάτι περιμένει
με τεντωμένο πρόσωπο
και μια γραμμή-εφημερίδα αδιάβαστη
στο χέρι.

Εσύ σε ποιο θα επιβιβαστείς βαγόνι
και ποιου θεού είσαι παιδί;

.

ΤΟ ΦΩΣ

Κλείνεις την πόρτα και φιλοξενείς τη νύχτα
Μια σχισμή αν βρει το φως τεντώνεται
και την διαπερνά.
Συνωμοτικά σε παρακολουθεί
σκιαγραφεί το περίγραμμα σου,
όμως κι εσύ ελέγχεις την κάθε του κίνηση.
Πέφτει πάνω στο τραπέζι
λαίμαργα πίνει το γάλα σου,
σέρνεται στα χειρόγραφα, τα σκορπίζει,
μετά με την δική σου συγκατάθεση
βάζει φωτιά και τα καίει.
Οι λέξεις σφαδάζουν στο πάτωμα.

Η σιωπή γεννάει τη σκέψη
κι η σκέψη τη σιωπή,
έτσι όπως ρίχνεσαι
στο πιο ακατοίκητο κενό της εξαΰλωσης.

Όχι τίποτα δεν χάθηκε.
Με τον τρόπο σου αγγίζεις τα πράγματα.
Λίγο πιο κοντά στην αλήθεια τους
αισθάνεσαι το πρωί
και τυχερός που υπάρχεις.

.

ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ 

Σημαιοστολισμοί και παρελάσεις
στην πνιγηρή αναζήτηση των εντυπώσεων.
Οι στρατευμένοι αναπαράγουν εύπεπτα τσιτάτα,
λαγωνικά του κέρδους με κάθιδρες ανάγκες
κατατρώγοντας τις ιδέες μας και τις ζωές μας,
ένας λαός που έλιωσε στο κάτεργο των προσδοκιών.

Αταξική σιωπή κι ο ήλιος να ασθμαίνει
στα συνδικάτα και στα πεζοδρόμια
άνεργος και ολολύζων.

.

ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ 

Διαδρομές σκονισμένες σε ανάμνησης τοπία
και κάπου εκεί εσύ να με κοιτάς
με τη μισή πλευρά του προσώπου σου.
Προσπάθησα να σε προλάβω
μες τον συνωστισμό των σκέψεών μου
κρατώντας στο χέρι ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή.
Δεν τα κατάφερα.
Έκαψε ο ήλιος το κύτταρο του πόθου μου,
στιγμάτισε το βλέμμα μου η άμμος
της καθημερινότητας
και η επικείμενη συνάντησή μας
χάθηκε απρόσμενα
ανάμεσα σε αφετηρίες και προορισμούς.

.

ΑΡΧΕΤΥΠΟ ΣΩΜΑ

Το πάθος της πλημμυρίδας ίσως να καταργεί την άμπωτη.
Κοιτάζω την ανακύλιση των νερών
συνάζοντας επίμονα
το φλοίσβο ενός διαφυγόντος κόσμου
καθώς αντιγυρίζει σπασμός σ΄ ηλιοδεμένη πέτρα.

Η αλισάχνη στα χέρια μου σπουδάζει τη θάλασσα.

Μαδώ τον κλειστό ορίζοντα
και φτιάχνω ένα αέναο ποίημα
μ΄ ό,τι περίσσεψε απ’ τη ρίμα του καιρού
θρέφοντας τις αισθηματικές απολήξεις μου.

Όσο μαθαίνω τόσο κατοικώ
αλιεύοντας τη φωνή μου.
Πλησιάζω σ΄ αυτό που πάντα υπήρξα
και διαδοχικά εισέρχομαι
στο αρχέτυπο σώμα,
της αγάπης σώμα.

ΕΡΩΤΙΚΟ 

Αγάπη λιόπυρη,
ταξίδεψέ με απόψε,
να γράψω απάνω σου
τις πιο ωραίες λέξεις,
να ζηλέψουν τα ποιήματα
των σωμάτων και των ψυχών
το ζύμωμα.

Τώρα που το ανώφελο
λιγόστεψε στο στόμα μου
και οι σιωπές έχουν
το συνειρμό της άνοιξης,
χρώμα γίνε κόκκινο βαθύ
σε Ανατολές και Δύσες.

Από το αγρίμι έως τον άνθρωπο
ταξίδεψέ με απόψε,
απόψε που η μοναξιά μου
αγρυπνά μες στο σκοτάδι
για να αφουγκραστεί καλύτερα
τον ερχομό σου.

.

ΜΠΟΡΟΥΜΕ 

Μπορούμε να κοιμηθούμε ήσυχα
τώρα που πιάσαν λιμάνι οι αποθυμιές,
που μια πατρίδα σημαδέψαμε στο χάρτη.

Τι κι αν οι πόθοι μας
συναθροισμένα ήταν δάκρυα.
Καλά γαλουχηθήκαμε
στο σκληρό πυρήνα της ματαιότητας,
στις μακρόσυρτες σιωπές.
Μα ήταν για το κέρδος
του ανταλλάξιμου χαμού.

Μπορούμε να κοιμηθούμε ήσυχα
καθώς το ηλιοβασίλεμα γέρνει
πάνω στο φύλλωμα των χρυσανθέμων
βυθίζοντας το δάχτυλό του
στους νευρώνες της γης.

Ξεφυσάνε οι αγέρηδες
κλειδώνουν ωραίες μουσικές
τα πλήκτρα της ψυχής.

Μπορούμε να κοιμηθούμε ήσυχα
με το μάτι μας στο φεγγάρι,
έτσι όπως βγαίνει ολόγιομο
μέσα απ’ τη θάλασσα
γλύφοντας τη γραμμή
π’ ακραγγίζει τ’ άπειρο.

Μπορούμε να κοιμηθούμε ήσυχα
εμείς οι τρυγητές τ’ ονείρου,
που αλλιώτικοι ξυπνήσαμε.

Η ΠΟΛΗ

Πέτρινη πόλη, δύσκολη,
σε είπαν Αρχαία Μοναξιά
πελώρια ιστορική εκκρεμότητα.

Με ευσπλαχνικά χέρια
ψηλαφώ την αισθηματική ηλικία σου,
ράβω με κόκκινη κλωστή ξηλωμένα παράθυρα
από σπίτια άδεια και κλειστά
απόλυτη κυρίαρχος της ακινησίας και της σιωπής.

Σε συμπόνεσα, πόλη
επειδή ήσουν ένα γκρεμισμένο τοπίο
παράταιρα κρυμμένο μέσα στην ακτινοβολία
του μεσημεριάτικου ήλιου
επειδή τα θεμέλιά σου ήταν μια θλίψη
στην εγκαρτέρηση ενός ιδεατού κόσμου,
επειδή από τότε που σε συνάντησα,
έμαθα γιατί τόσα παιδιά
κοιμήθηκαν μ’ ένα σύννεφο στο μαξιλάρι τους μια νύχτα
φεύγοντας γι’ άλλους ουρανούς.
Και ίσως περισσότερο σ’ αγάπησα
γιατί σου μοιάζω, πόλη.
Ψήλωσα και χαμήλωσα
κι έχασα και πήρα
και μίλησα ώρες ατέλειωτες με μυθικά πουλιά
σκοτώνοντας το ερειπωμένο νόημα
που τη ζωή υποσκάπτει.
Τώρα που η σκέψη μου καθαρίζει απ’ τη σκουριά της
κι ο χρόνος ξεχερσώνει αργά το χωράφι μου,
σε βλέπω πάλι να αναγεννιέσαι κάτω απ’ το πολύ φως
όπως φωτίζονται τ’ ανθρώπου οι πιο βαθιές νύχτες
εκείνων που απ’ το ρήγμα του καιρού ανέλκυσαν το φεγγάρι τους.

Ξεφορτώνουμε αιώνες λησμονιάς
το πνεύμα μας καλπάζει στις πλάτες του ορατού-απέραντου
κι είναι γι’ αυτό που λευκή σημαία ανεμίζω στα τείχη σου
κρατώντας έναν μικρό σταυρό για φυλακτό στη παλάμη μου
ενθύμιο απ’ τη γενοκτονία των άστρων.

Πόλη δύσκολη, πέτρινη και παράξενη.
Αρχαία, σε είπαν, Μοναξιά
Εγώ, σε φωνάζω Μοίρα.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.