ΕΥΡΥΔΙΚΗ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ – ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Η Ευρυδίκη Περικλέους Παπαδοπούλου γεννήθηκε στη Λευκωσία. Είναι Διευθύντρια Πολιτισμού και καθηγήτρια μουσικής στη Μέση Εκπαίδευση στο Grammar School Λευκωσίας. Δημοσίευσε ποίηση, θέατρο, διηγήματα , μυθιστόρημα, έρευνα.

Ποίηση :
«Κι η Κερύνεια μια ανοικτή πληγή», Λευκωσία 1982,
«Υστερόγραφα», Λευκωσία 1985.
«Χωρίς Ήρωες », Λευκωσία 1985.
«Ανακάλημαν τα Ποιητάρικα» Αθήνα, Εκδόσεις Νεφέλη 1999.
Et Kerynia, Une Plaie Ouverte, Nancy : Institut d’Etude Neo- Ηelleniques, Editions Praxandre France ,2002 και επανέκδοση 2003.
« Xώρας Ιστόρηση», Αθήνα, Εκδόσεις Νεφέλη 2005, Κρατικό Βραβείο Ποίησης 2005

Διηγήματα :
«Poemes et Recits» , Nancy : Institut d’Etude Neo- Ηelleniques, Editions Praxandre, France 2005.
Δημοσιευμένα σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά
Εκδόσεις Φιλελεύθερος 10+1 διηγήματα
Νέα Εποχή
Τα ρεύματα

Έρευνα
Ο Ζωγράφος Κώστας Στάθης, εκδόσεις Πολιτιστικές Υπηρεσίες Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού και Ίδρυμα Τηλέμαχος Κάνθος, Λευκωσία 2010

Μυθιστόρημα
« Ως αληθώς», η ζωή της Χαρίτας Μάντολες», εκδόσεις Νεφέλη Αθήνα 2014. Ήταν στη βραχεία λίστα βράβευσης των Κρατικών Βραβείων 2014

Θεατρικά :
«Το Άλλο Μισό Του Ουρανού», Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1994, Βραβείο Θεατρικού, Οργανισμού Κύπρου 1992.
« Φεγγάρι Μην Κλαις» Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα1996, έπαινος Θ.Ο.Κ. 1994.
«Η Σιωπή Είναι Παράξενη Απόψε», Αθήνα, Εκδόσεις Νεφέλη, 2003.
«Το Τρακτέρ», Βραβείο Διαγωνισμού Εβδομάδας Θεατρικής Γραφής Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού Πολιτιστικές Υπηρεσίες σε συνεργασία με το Θέατρο ΕΝΑ, 2004.
«Ανδρόνικος η ο Ζωγράφος», Έπαινος Θ.Ο.Κ. 2006.
«Φίλα Με Μην Ξημερώσει», Βραβείο Διαγωνισμού Εβδομάδας Θεατρικής Γραφής Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού Πολιτιστικές Υπηρεσίες, σε συνεργασία με το Θέατρο ΕΝΑ, 2008.
«Ο Καιρός Των Καταιγίδων», Έπαινος από τον ΘΟΚ 2009
«Τρεις Γενιές Θάλασσα» 2017, μέσα από το πρόγραμμα Θυμέλη, θα ανεβεί τον Σεπτέμβρη του 2018, στο θέατρο Χώρα

Θεατρικά έργα που ανέβηκαν στην σκηνή
«Φεγγάρι Μην Κλαις», Θέατρο ΕΝΑ Μάης 1996, σε σκηνοθεσία Αντρέα Χριστοδουλίδη
«Το Άλλο Μισό Του Ουρανού», Νέα Σκηνή Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου Mάρτης 2003, σε σκηνοθεσία Μαριας Καρσερά
«A Bar Called Lost Paradise», Warehouse Theatre 24th International Playwriting Festival 2010 Croydon Theatre Λονδίνο Μάρτη, 2010. Σε σκηνοθεσία Αντρέα Χριστοδουλίδη
Αντρόνικος ή ο ζωγκράφος στο Θέατρο Χώρα Οκτώβρης 2016, στην Λεμεσό στην ΕΘΑΛ και το Πατίχειο Θέατρο, από την ομάδα Σόλο για Τρεις σκηνοθεσία Μαρίας Καρσερά και μουσική Μιχάλη Χριστοδουλίδη
Αντρόνικος ή ο Ζωγράφος ανέβηκε τον Οκτώβρη του 2017 στο Ίδρυμα Μιχάλη Κακογιάννη στα πλαίσια της Εβδομάδας Θεατρικού Έργου στην Αθήνα που διοργανώνει το Κυπριακό Κέντρο του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου σε συνεργασία με την Πρεσβεία της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Αθήνα – Σπίτι της Κύπρου, το Ίδρυμα Κακογιάννη, και τη στήριξη των Πολιτιστικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου

Θεατρικό Αναλόγιο
«Το Τρακτέρ», Θέατρο Ένα ,2004
Φίλα με μην ξημερώσει”, Θέατρο Ένα, 2009.
Ο Αντρόνικος ή ο Ζωγκράφος, Αποθήκες ΘΟΚ, Play On 2015, στα πλαίσια του Play on 3

Έργα της έχουν βραβευτεί τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, την Αμερική, την Ασία και τον Καναδά

Το 2005 βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης η ποιητική συλλογή «Χώρας Ιστόρηση» Εκδόσεις Νεφέλη Αθήνα 2005, γραμμένη στην Κυπριακή
Διάλεκτο. Όλο το έργο μελοποιήθηκε το 2011 από τον καταξιωμένο μουσικοσυνθέτη Μιχάλη Χριστοδουλίδη

Δίσκοι: «Ανακάλημαν τα Ποιητάρικα», σε μουσική Σάββα Σάββα
«Το Άλλο Μισό του Ουρανού». Από το ομώνυμο θεατρικά έργο Παραγωγή ΘΟΚ 2003
Μουσική Σάββα Σάββα
Χώρας Ιστόρηση μελοποιήθηκε από τον Μιχάλη Χριστοδουλίδη, τραγουδά και ο Γιώργος Νταλάρας το ποίημα Πειθκιάς. Ο Μιχάλης Χριστοδουλίδης έγραψε και την μουσική για το θεατρικό έργο Αντρόνικος ή ο Ζωγκράφος.

Έχει λάβει μέρος σε δεκάδες λογοτεχνικά φεστιβάλ ανά τον κόσμο, το πιο πρόσφατο στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Βιβλίου New Delhi World Book Fair organised by the National Book Trust of India 20018 ,κάτω από την ομπρέλα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Έχει κάνει διαλέξεις για την κυπριακή ποίηση και τη δουλειά της σε Ελλάδα, Καναδά, Αφρική, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Ινδία, Ιρλανδία, Φιλανδία, Αγγλία, Γερμανία, Ζανζιβάρη και αλλού στον κόσμο.

Έχει κάνει δεκάδες συναυλίες υψηλού επιπέδου και με δύσκολες θεματικές με τους μαθητές του Grammar School και δημιούργησε μια παράδοση στον πολιτισμό του τόπου. Δουλεύει με ένα τεράστιο αριθμό παιδιών πέραν των 300 με ορχήστρα χορωδία, σολίστες ομάδα αφήγησης και χορού. Η πιο πρόσφατη συναυλία ένα ταξίδι με τον Διονύση Σαββόπουλο που του άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις η συνεργασία αυτή..

.

.

ΠΟΙΗΣΗ

KΙ’ Η KEPYNIA MIA ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΛΗΓΗ (1982)

Πατρίδα λυγερόκορμη κ’ ελευθεροθρεμμένη,
πήρα την απόφαση μου
εδώ και είκοσι δάκρυα,
εδώ και είκοσι αιώνων δάκρυα
να φιλέψω στη γη μας κρασί,
να μεταγγίσω στις φλέβες σου μέλι,
να μυηθώ μπρος στο βωμό σου
καθηλώνοντας μια-μια τις στιγμές
κ’ ύστερα μην αποτολμήσεις διακοπή.
Μην παρεμβάλεις παρενθέσεις.
Θα ‘ναι άδικο τόσων αιώνων προετοιμασία.

Όλα τα ‘φερα κοντά
μη με διακόψει η σύνθλιψη,
μην επαναστατήσει αυτό το χαρτί.
Τα σκλάβωσα κάτω απ’ τα δάχτυλα
μην του ξεφύγει κουβέντα,
μην του ξεφύγει αναστεναγμός.

Πατρίδα,
πρωτόβγαλτος ήλιος σε γέννησε,
παγωμένα τα στήθη πού βύζαξες.
Δεν έχεις στα πόδια σαντάλια
μη σκουντουφλήσεις στην Οδύσσειά σου
πού μπερδεύεται σ’ αναθυμιάσεις
αιώνων.

Πατρίδα,
θα σε πάω απόψε πολύ μακριά
εκεί που γεννήθηκε ο πόλεμος.
Εκεί που ξεγεννήσαμε τον πόλεμο
και τον ταΐζουμε
και του νίβουμε τα μούτρα
και τον έχουμε μη στάξει
και μη βρέξει.
Θα ξεκρεμάσω μπρός στα πόδια σου
την ιστορία
τραβώντας μονοπάτια πίσω
κι’ άνοιξες.
Τα ίδια μονοπάτια,
τις ίδιες άνοιξες
να λιβανίζουν
φάλαγγες ξέθαφτα κορμιά,
κουτσουρεμένα χαμόγελα παιδιών,
νεκρούς της Τροίας,
κλάμα της Μπιάφρας,
προσευχή του Βιετνάμ.

…/…

Ξυπόλητος Ιούλης
στα πόδια του Πενταδακτύλου
διέγραφε τη πορεία μας
διαισθανόταν τη συνέχεια.

Σε διαβάζαμε μερόνυχτα, Πατρίδα,
με το γέλιο στ’ ακρογιάλι
και τους ψαράδες στο κύμα
πιάνοντας δουλειά στην ποδιά σου,
αφήνοντας πισώπλατα τούτο το νησί.
Κ’ εσύ
σεργιάνιζες στον ουρανό
μουρμουρίζοντας στ’
τη μοίρα σου,
καλωσορίζοντας την Παναγιά
και την πίκρα σου.
Έπιανες κουβεντολόι
με τον άνεμο.
Μακρόσυρτο κουβεντολόι,
τόσο που δεν ξεχώριζες
αν ήταν μοιρολόι
ή πανηγύρι με βιολιά.

…/…

Πάντα την άνοιξη
έστηναν καρτέρι τα χελιδόνια
στ’ αλακάτι μας
ώσπου να ετοιμάσει η μάνα τους
τις φωλιές
κι’ απ’ την άλλη μέρα έπιαναν
δουλειά,
να τιτιβίζουν την άνοιξη και
τ’ αγριοπερίστερα
που χάνονταν στην άρνηση.

Κ’ εμείς τότε
λέγαμε πως έφυγε για καλά
ο χειμώνας,
φυλάγαμε τα ξύλα από το
τζάκι,
βάζαμε τα κοντομάνικα,
φυτεύαμε λαλέδες κι’ ανεμώνες
στη μια αγκαλιά μας
και στην άλλη ξετυλίγαμε τα όνειρα
που έγιναν μάτσο
και τρύπωσαν απ’ εκεί
στην καρδιά μας.
Κ’ εσύ
πάντα κάτι είχες να πεις
σα μαζευόμαστε τα παιδιά
της γειτονιάς να μιλήσουμε
για τη Ρήγαινα.

…/…

Καιγόταν ο Ιούλης
κ’ εμείς τραγουδούσαμε
το εμβατήριο της μοίρας μας,
Πατρίδα,
καιγόταν ο Ιούλης κ’ εμείς μαζεύαμε
σκιές
κ’ εμείς ψιθυρίζαμε σκιές
κι εμείς γίναμε σκιές
για χατίρι σου.

Μα πως ξηγείς
του Πενταδάχτυλου
πως όλα τούτα εσκεμμένα έγιναν,
πως ξηγείς πως ήταν
εκ προμελέτης
πως τούτος ο Ιούλης
ήρθε με ψευδώνυμο
κ’ ένα κρεσιέντο ενατένισης
στο θάνατό μας;
Πως τούτος ο Ιούλης
ήρθε απρόσκλητος,
ήρθε με λεκιασμένο μητρώο,
ήρθε παράκαιρα, τον έσπρωξαν
με το στανιό
κι’ όλο έκανε να φύγει
και το ανέβαλλε
κι’ όλο έλεγε να φύγει
μα δε βαστούσε τόση Κερύνια
η καρδιά του

…/…

Τούτα τα βουνά, Πατρίδα μου,
επιβεβαιώνουν την πίκρα μας
και δε μπορούμε να γυρίσουμε
το κεφάλι απέναντι.
Τρυπώνουν στην ποδιά μας,
τρυπώνουν στο γέλιο μας
(Τι σόι γέλιο γελούμε, Πατρίδα μου;).
Δωσ’ μου, Πενταδάχτυλε, εκείνη
τη δεκαεξάχρονη καρδιά π άφησα
στο ‘Έξη Μίλι
ν’ αναπολεί μερόνυχτα
τα μάτια του Πανίκου (που νάναι
τα μάτια σου, Πανίκο;).
Αγνοούμενα
σαν το Κερυνιώτικο κύμα,
ζωντανά σαν τη μέρα
και τον ήλιο π’ αναπνέουμε,
ολάνοιχτα σαν την αγκαλιά
της μάνας σου που περιμένει
και ζωγραφίζει λεύτερο
τον Καραβά με την καρδιά
και τη νιότη σου που μύριζε
αρμύρα.
Δε χωράει άλλο η φωτογραφία σου
στο συρτάρι μου.
Δε χωράει άλλη σιωπή η καρδιά μας,
δεν χωράει τόση λεβεντιά τούτο το χαρτί.

…/…

Πάει καιρός ν’ ακούσω
τραγούδι παιδιού,
μόνο πόνο παιδιού γευτήκαμε
κι’ ανοιχτή αγκάλη.
Τώρα η ζωή φυσά αντίθεση
κ’ εμείς ικετεύουμε
μια χούφτα ήλιο να στεριώσουμε
το μέλλο μας.

Δε μας συνήθισες, ζωή,
στη ζωή σου.
Δε μας προετοίμασες
να σε δεχτούμε.
Τουλάχιστο ένα υπαινιγμό
ας μας έκανες.

Πατρίδα,
σταυροκοπιόμαστε με τη βροχή
που χαζεύει έξω
απ’ τ’ αντίσκηνο μ’ εγερτήριο
για χειμώνα και νοσταλγία.
Γονάτισαν απόψε τ’ άστρα
για τον επίλογό μας.
Σεβάστηκαν, Πατρίδα,
τη δικαιολογία μας.

Έσκυψαν τ’ άστρα να γευτούν
τη ζωή μας
και τους ξομολογηθήκαμε
εκείνα π’ αθέλητα αφήσαμε
σ’ ένα δρομάκι κάπου εκεί
στην Κερύνια.

Πατρίδα,
δεν το κατάλαβες
πως δε βολεύεται
τούτη η Κερύνια όπως κι’ όπως;
Δεν ανέχεται να τη βολεύουν
όπως κι’ όπως;

ΑΤΙΤΛΑ

Αυτοί οι μιναρέδες
στο τέρμα της Λήδρας
δε σε ειρωνεύονται,
Πενταδάχτυλε,
τους ειρωνεύεσαι.
Δε σε κατέχουν,
τους κατέχεις.

Με ρωτούσαν τα παιδιά μου
πως ήσουνα.
Κ’ είπα
μάζεψαν οι θεοί
τη γύρη του Όλυμπου
και σ’ έφτιαξαν, Κερύνεια.

*  *  *

Αναστενάζει ανθό η Λάπηθος.

Ουδέν νεώτερο
από την πίκρα μας.

Διερωτάται η σιωπή
κι’ αποκοιμίεται

*  *  *

Απόψε θέλω να γράψω
για τη θάλασσα και την αμμουδιά σου
Για ένα δειλινό στον κόρφο
του Αυγούστου.
που αργοσβήνει με τον εσπερινό
της Παναγιάς
και το τελευταίο κύμα
στην αγκαλιά μου.

Αθέλητα και θελητά
σε σκέπτομαι, παλληκάρι μου.
Έτσι απλά με τα καστανά
μάτια
κ’ ένα σταυρό σ’ ανοιχτό
πουκάμισο.

*  *  *

Μέσ’ απ’ τον πόνο
συνυπάρχω με τη μοναξιά
πού ‘ναι ατέλειωτη
σαν την προσφυγιά μας.

Τούτη η πίκρα
είναι απάντηση στη πληγή μας
είναι επιβεβαίωση του λάθους.

Κι όμως ντύθηκα
την καλύτερη άνοιξη
για χατίρι σου,
Κερύνεια μου.

*  *  *

Κι’ απόμεινες μ’ ένα ερωτηματικό
να αιωρείται.

Βυζαίνουμε τον ίσκιο σου,
Πενταδάχτυλε,
μη λυγίσουμε μπρος στ’ αντίσκηνα

Λιβανίζει σκιές η Αχειροποίητος

*  *  *

Δε σ’ απαρνήθηκα, καρδιά,
μην κλαις.
Σε θυμάμαι πού και πού,
σε θυμάμαι και κλαίω.

Αυγουστιάτικο φεγγάρι,
μου θύμισε τόση Κερύνεια
η νύχτα σου,
τόσο ουρανό,
τόσο καλοκαίρι.

.

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΑ (1985)

AN…..

Είναι κάτι «αν»
που καλοκάθονται το σούρουπο
στην έγνοια μας
και μπερδεύονται στα λόγια
και μπερδεύονται στις κινήσεις μας.
Είναι κάτι «αν»
απρόσκλητα
μα τόσο καλοδεχούμενα.
Είναι κάτι «αν» παράσιτα
και μας παρασύρουν.
Είναι κάτι «αν» που
θα ευχόσουνα να
μην ήταν.

ΠΑΡΑΔΟΧΗ

Ένα πληγωμένο τριαντάφυλλο
η φυγή σου,
ένα κατάχλωμο τριαντάφυλλο.

Αλάθευτα συνεπής η Κυριακή
μ’ ένα σύννεφο χτες στα χείλη
ν ’ αναμετρά τα χρόνια που ‘χασα
σ’ ένα άδειο όνειρο προσμονής.

Κι’ η πίκρα
να σου καρφώνει
την καρδιά και το γέλιο
Κυριακάτικα.

Δε με πειράζει
η Κυριακή που περιμένει.
Οι Κυριακές που πέρασαν
χωρίς να με περιμένουν μ’ ενοχλούν.

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ A’

Ούτε να υποψιαστείς
δε θα ‘θελα,
ούτε καν να υπολογίσεις,
ούτε καν να λογαριάσεις
την απουσία σου.

Να δεις που δεν έπρεπε
να το επαναλάβω
και μου ξέφυγε,
να δεις τι είναι αυτά
τα κατά τύχην λάθη.

Να ‘ξερες πόση άνοιξη
συνωστίζεται στο χαμόγελό σου.

Αυτή τη μοναξιά
που μ’ έπνιξε κατάβαθα
δεν τη διαισθάνθηκες,
δεν την άγγιξες που περίμενε;

Αφήστε τη σιωπή μου μονάχη,
μην τη διεκδικείτε.

Δύσκολη που ‘γινες, ζωή,
στη μέση της ζωής μου!

Σε επαναλαμβάνω, στίχε μοχθηρέ
σέ επαναλαμβάνω ανώφελα,
καταλαβαίνεις;

Να ξέρες τί ζημιά κάνεις
σαν ξανάρχεσαι, άνοιξή μου.

Είναι ή νιότη που δικαιολογεί
τα όνειρά μας
κι ’ αυτά αδικαιολόγητα
ξανάρχονται.

Όσο αποφεύγεις να σε γράψω,
στίχε,
τόσο μπερδεύεσαι στα μάτια του.

Καλά όλ’ αυτά,
μα τη συνέχεια δε μου λες.

Έλα να ζεστάνουμε το φιλί μας,
ανάμνηση,
που κάθισε στο βράχο
τής περασμένης ακρογιαλιάς
να περιμένει.

ΔΕΚΑΤΡΙΑ ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ

Μήπως ήταν όνειρό
δεκαοχτάχρονο;
Μήπως μας ήταν μόνο όνειρο;

Διερωτήθηκες ποτέ
τί έγινε εις βάρος μας
εκείνο το βράδυ;

Κ ’ η Λευκωσία
να μας πληγώνει αλύπητα,
να μας καληνυχτίζει νωρίς
μη μας διακόψει μετά.

Μια άλλη φορά, είπες,
κ ήμουνα σίγουρη
πώς δε θα ‘ρθει η άλλη φορά

Θα ‘θελα να σου πω
για το φεγγάρι,
πού κρυφοκοίταζε πού και πού,
δεν το πρόσεξες;

Κι’ η νύχτα δεν κοιμόταν
και κοίταζε
το ξεδίπλωμα της καρδιάς
από τα παντζούρια.

Το βράδυ ανατρίχιαζε
Που ‘φευγε η ζωή μου
ανυπεράσπιστη.

Τι αποτυχία η νύχτα μας,
τι αρχιπέλαγο η μοναξιά.

Και ξεπουλάμε τα όνειρα
όσα – όσα,
φτάνει να μη μας ανήκουν πιά,
φτάνει να βρουν αλλού καταφύγιο.

Τα βράδια φοβούμαι να
κλείσω τα μάτια
μη γελαστούν σε στιγμή αδυναμίας,
μην εκδηλωθούν.

Ανυπεράσπιστη η σιωπή μου
οπισθοδρόμησε στην εξομολόγησή σου

Κλείστε έξω τη νύχτα
να μην επεμβαίνει
στο κρεββάτι μου
να μην επεμβαίνει
στις σελίδες του βιβλίου μου,
να μη θέλει αναφορά.

Καλά την ξέρουμε και μας ξέρει
η νύχτα.
Καλά πολύ καλά
μας κοίταξε ψες, προψές, πέρσι
από κάτι γωνίες που δεν τις
υπολογίζεις
από κάτι σκοπιές.

ΔΟΣΜΕΝΑ

Στα δεκαοχτώ μου να ‘ρχόσουνα
να ξεκούμπωνες τη μαθητική ποδιά.

Πες πώς δεν έγινε,
Θα ‘ναι απλό,
πώς ήταν όνειρο,
πες μόνο όνειρο.

Εν τάξει δε θα σε ξαναενοχλήσω
Δώσ’ μου μόνο κάτι δεκαοχτάχρονους στίχους
που σου χάρισα
να κλείσουμε τούς παλιούς λογαριασμούς.

ΟΜΟΛΟΓΙΑ A’

Γλυκόπικρη ανάμνηση
δεν κράτησες πιο πολύ
από ένα δάκρυ,
δεν κράτησες πιο πολύ
από ένα χαμόγελο,
μια τοσοδούλα τύψη.

Δε θα σου συγχωρέσω
για εκείνα τ’ ατέλειωτα βράδια
πού ‘κλαιγα ως το πρωί
στον κόρφο σου.

Τούτο το αντίο
σα να το περίμενα από πάντα
από μέσα μου,
σαν προαίσθηση, αν θες.

Καλά θα ‘ταν να μην τα είχα γράψει
μα τώρα πια…..

Κι’ η αγάπη μας;
Πώς την ξεγράφουμε χειμωνιάτικα
την αγάπη μας;

ΤΟΥΤΗ Η ΩΡΑ

Η ώρα που μας περιμένει
έγινε μαχαίρι,
έγινε πληγή,
έγινε αγάπη,
αγάπη μου.
Τούτη η ώρα της αναμονής
περιμένει μια βδομάδα
στημένη στην αυλόπορτα,
περιμένει,
υπομένει.
Δε σου ζήτα μερτικό,
δεν απαιτεί,
καλεί.
Τούτη η ώρα
είναι δική μου,
ολόδική μου,
δεν τη διεκδικείς.
Τούτη η ώρα
πότε σουρουπώνει νωρίς,
πότε καραδοκεί,
ακολουθεί.
Πότε άνοιξη
πότε καλοκαίρι
μα ’ναι πάντα χειμώνας,
βροχή.
Ένας μακρύς ατέλειωτος χειμώνας
και τον φορτώνομαι όλο.
Όχι εσύ,
ανυποψίαστος καθώς είσαι,
όχι εσύ,
δε μπορείς,
μόνο εγώ
και επιμένω
και περιμένω.

Τούτη την ώρα
τίποτα πιο πολύ,
τίποτα πιο λίγο
ένα χαμόγελο
ένα αφηρημένο άγγιγμα
κι’ είναι αρκετό
να ζήσω ως την άλλη ώρα,
ως την επόμενη ώρα
που με επαναλαμβάνει,
που κόβει τον ύπνο
και τον ξύπνιο μου,
πολεμά μέσα μου.
Μην τα ακούς όσα σου λέω.
Εμένα η έγνοια μου είναι να ’ρχεσαι
Μην ακούς τ’ άλλα,
δε σ ’ αφορούν,
δε μπορούν να σ’ αφορούν.
Λοιπόν ναι,
για την ώρα σου μίλαγα,
είναι δική μου,
κατάδική μου
μόνο δική μου.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ποια άνοιξη να περίμενε
τούτη η αγάπη
και της την αρνήθηκαν;
Ποια καλοκαίρια
και την προσπέρασαν
κι’ ήρθε έτσι ο χειμώνας
όχι όπως συνήθως,
πιο βαρύς
όχι όπως συνήθως
πιο φορτικός,
πιο αβέβαιος.
Ποια άνοιξη λες;

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

Κάποτε πρέπει να σου ξομολογηθώ
τούτη την ιστορία.
Δε θα ‘χει σημασία,
ποτέ δεν είχε σημασία
για σένα,
ποτέ δε θα ‘χει σημασία
για σένα.
Όμως εγω θα σ’ την πω.
Όμως εγώ θα σου την ξομολογηθώ
έτσι απλά.
Όταν τα χέρια
δε θα τρέμουν,
όταν τα χείλη
δε θα τραυλίζουν,
όταν η καρδιά,
δε θα θέλει ν ’ αποφυλακιστεί
τότε θα σου ξομολογηθώ
πόσο πολύ με πόνεσες,
πόσο πολύ.

.

ΧΩΡΙΣ ΗΡΩΕΣ (1985)

Στις μαρτυρικές μάνες
των αγνοουμένων
τής Κύπρου και της ‘Ελλάδας.

ΧΩΡΙΣ ΗΡΩΕΣ

Αυτή την απόπειρα τής μάνας
δικαιολογήστε τη.
Δε σήκωσε άλλο χειμώνα
το κουράγιο της
κι’ είναι βαρύς ο χειμώνας
κι’ η μοναξιά του
να κρατάς παραμάσκαλα
την ελπίδα
και ν’ ανεμίζεις στο θάνατο
τη μαντήλα σου
θα ‘ρθει,
δε θα ‘ρθει.

Πόσο θα κλάψουμε ακόμα θάνατο
πόσο αγνοούμενο
πόσο κυματόνησο;

Κ ’ η ανάσα του
να βαραίνει τη νύχτα μας
κι’ η ανάσα του
σταυροπόδι στα ματόκλαδά μας.

***

Πόσο μας πλήγωσε την άλλη
μέρα η Λευκωσία.
Ήταν τόσο μόνη
δεν είχε ουρανό
δεν είχε ανθρώπους
δεν είχε καφενέδες
δεν είχε δρόμους
Μόνο απουσίες
μόνο ερωτηματικά
κ εμείς η απορία.
Κι’ όλα να μένουν αμετακίνητα
απλώς
στο «θυμάσαι»;
Κι ’ εσύ με μια καρδιά άνοιξης
να μας καρφώνεις στο ίδιο σημείο
και να διερωτόμαστε γιατί
και να διερωτόμαστε πώς
και ν ’ αμφιβάλλουμε.
Ύστερα
σκύψαμε απάνω στη νύχτα σου
και κλάψαμε
και σκύψαμε απάνω στα γιατί σου
κ’ εκμηδενιστήκαμε.

***

Κάθε που αναπολώ τα μάτια σου
γεμίζει περιστέρια ο ουρανός
και παπαρούνες η αγκαλιά μου.
Πώς τολμά η μάνα
να κουβαλά ανάμνηση
υστέρα απ’ όλα αυτά;
Κι ’ αν γελαστεί
κι’ αν ξεστρατίσει σ’ ένα
χαμόγελο παιδικό σου
κι’ ανθίσει γιασεμί ή ματιά της;
Άθελα θα ‘ναι, γιέ μου,
άθελα.
Δεν ξαναπάει στην ανάμνηση σου.
Σκέφτηκες τι πληγή μόνη
στο ίδιο μέρος;

***

Πώς να δανειστεί τα δάχτυλά της
η μάνα να συμπληρώσει το μέτρημα
με τι θα σταυροκοπιέσαι,
με τι θα βλογάς
την παραγινομένη πληγή
των εγκλωβισμένων,
που αναπνέουν και δεν αναπνέουν,
που ελπίζουν και δεν ελπίζουν,
που ζουν και δε ζουν,
μα κρατούν μια χούφτα γης
κι’ είναι δική τους,
κρατούν μια αγκαλιά ουρανό
κ’ είναι δικός τους,
κ’ είναι δικά τους τα σπίτια,
οι εκκλησιές, τα νεκροταφεία,
και μπορούν ν ’ ανάψουν
ένα κερί στην ψυχή της μάνας τους,
και μπορούν ν ’ ανάψουν το καντήλι
της Αγίας Τριάδος,
κι’ είναι λεύτεροι μέσα στη σκλαβιά τους.
Συλλογίστηκες πόσο θα νοιώθουν
τη λευτεριά τούτα τα καμπαναριά;
Σκέφτηκες τι ύπαρξη μέσ’ στους
αντίχριστους;

***

Σκέφτηκες τί ευτυχία κρύβουν
τα κονίσματα του Ριζοκάρπασου;
Είναι τα μόνα που ευλογούνται.
Είναι τα μόνα που λειτουργούνται
είναι τα μόνα πού προσκυνούνται.
Σκέφτηκες τι ευτυχία ή δυστυχία τους;
Πικρό τ’ αντίδωρο στην εκκλησιά
Μα ‘ναι λεύτερο.
Μα ‘ναι Ρωμιό.

***

Σαν παραγίνουμε πληγή
η υπόσχεση σταυροκοπιέται
και περιμένει.

***

Και στερεύουν οι μαργαρίτες
στο ξεφύλλισμα,
γιατί δεν ξεφυλλίζει μόν’ η μάνα,
την ξεφυλλίζει κ’ ή κοπελιά
που περιμένει
κ’ έδωσε την υπόσχεση να περιμένει
την ξεφυλλίζει κι’ ό δάσκαλος
που τον επαίνεσε για την
πρόοδό του
κ’ ή γριά γειτόνισσα
που της πήγαινε τα ψώνια
που ‘ταν βαριά,
κι ’ οι φίλοι.
Τι παρουσία αυτά τα παιδιά γύρω μας.
Τι απουσία αυτά τα παιδιά γύρω μας.
Κι’ ο αδερφός
Κι’ ο πατέρας
πού κρύβει κάτ’ απ’ τα
χοντρά του φρύδια τον πόνο
πού δένει κόμπο την καρδιά
και περιμένει
που δένει κόμπο το δάκρυ
και περιμένει
και δε λυγά
και δεν έχει το δικαίωμα να λυγίσει.

Και πικραίνει το ψωμί στα χείλη του
Κι’ ίδιος θάνατος το κρασί στα χείλη του
στην υγειά σου,
γιέ μου,
ακριβέ μου.
Πικρόχαρη ευχή κι’ ανάμνηση
στην υγεία σου.

***

Θα ξανάρθεις
και θα βγάλει η μάνα σου
τη μαντήλα της
κι’ ήταν όμορφα τα μαλλιά της
πριν τη μαντήλα
κι’ ήταν φτερούγισμα αηδονιού
κατακαλόκαιρο
ο ήλιος του Αυγούστου μέσ’ στο
σπίτι μας το νοικοκυρεμένο
που μύριζε μεσημεριάτικο
φαΐ απ’ το ξωπόρτι
που μύριζε κατηφέ
και δειλινό καφέ
κάτ ’ απ’ το γιασεμί μας.
Θυμήσου, παιδί μας.
Για σένα ανθίζει και περιμένει
Για σένα στολίζεται και περιμένει
Και θα βγάλει η μάνα
που λες τη μαντήλα
που τη σφιχτόδεσε γύρω
στο σβέρκο της
όπως σφιχτόδεσε τα όνειρά της
όπως σφιχτόδεσε τα μαλλιά της,
που στρογγυλοκάθισε ασημί
το φεγγάρι
κι’ αποκοιμήθηκε το χιόνι.

Κι’ ανυποψίαστοι καληνυχτίσαμε, γιέ μου.
Κι’ ή μάνα σου έλεγε
καληνύχτα.
Κι’ είναι ή νύχτα δική μου
κι’ ό,τι θέλω την κάνω.
Κι’ ήταν ή καρδιά της κυπαρίσσι
κι’ έγινε θάμνος να σε κλείσει.
Κι’ έλεγα πώς δεν είχε τόλμη
η καρδιά
να την αγνοήσουμε
κ’ έλεγα πώς ήταν μόνο λόγια.

***

Αν ήταν μάνα του Γρηγόρη
αν ήταν μάνα του Καραολή
του Φώτη Πίττα
του Μάτση
Θα ‘ταν διαφορετικό.
Θα ‘λεγες,
ήταν ό γιος μου ό Γρηγόρης
ήταν ό γιος μου ό Μιχάλης
ήταν γιοι μας ήταν παιδιά μου.
Μα για σένα, γιε μου,
πώς να τούς, εξηγήσεις
πως ήσουνα παιδί μου
πως στο δικό μας μέτωπο
συγχίζεται η προδοσία και τ ’ άγνωστο.
Μπερδεύεται ή ζωή κι ’ ό θάνατος
και δε μπορώ να σέ πω ήρωα, γιέ μου,
δε θα το καταλάβουν
δε θ ά το νοιώσουν.

***

Θλιμμένα η μάνα κοντοστάθηκε
βάρυναν οι αναμνήσεις και δεν τις σήκωνε.
Σαν έφευγες είπες:
«Με τη νίκη», μάνα, ο Θεός μαζί μας.
«Με τη λευτεριά», γιέ μου.
κ’ η Παναγιά κοντά σου.
Κι’ αυτή το ‘δεσε σφικτόκομπο
να περιμένει.
Συγχωρέστε τη
δεν έχει άλλη δύναμη η καρδιά
που χρόνος πιά, το τέλος πλησιάζει
ούτε καν να δει από το ανοιχτό παράθυρο
αν έρχεται ο γιος της
σαν ερχόταν κάποτε απ’ το γήπεδο
και γέμιζε η γειτονιά απ’ το ξεφωνητό των φίλων
(τι παρείσακτοι που γίναν τώρα οι φίλοι, γιέ μου,
μας ενοχλούν).
Συγχωρέστε την
που το βράδυ ανατρίχιαζε
που άφηνε την υπόσχεση ανυπεράσπιστη
κι ’ άπλωνε τα χέρια
να πασπατέψει κάτι ξεχασμένα δάκρυα
πολέμου
κάτι ξεχασμένα δειλινά ξεριζωμού.

***

Μα πάλι
αν έρθει ξαφνικά και δεν τη βρει
σκέφτηκες τι πληγή
θ’ ανοίξεις στην πληγή του;
Όχι δε φεύγει
Θα ‘ναι εδώ να περιμένει
και θα ρθεις, γιε μου,
και θα μάθουμε να ζούμε
αυτό το τώρα,
τώρα.
Δε θα λέμε ήταν ωραίο μα έφυγε
δε θα λέμε λες να ξανάρθει;
Θα χαμογελούμε στη μέρα μας
κι’ αυτή θα το παίρνει απάνω της
και δε θα λέει να νυχτώσει.

***

Όχι, γιέ μου,
μην πιστέψεις.
Προς στιγμή λιγοψύχησε
μη νομίσεις
λανθασμένα υποψιαστήκαμε
λανθασμένα ξαγρυπνήσαμε.
Θα ‘ναι εδώ πάντα
στον πρωινό καφέ της
στο νοικοκυριό της
στην άγνοιά της.
Εδώ ακριβώς
στο ίδιο δάκρυ θα περιμένει
στο ίδιο αντίο θ’ αναπολεί
Δεν την έχουμε παραπανίσια
την καρδιά μας, γιέ μου.

.

ΧΩΡΑΣ ΙΣΤΟΡΗΣΗ (2005)

Στό έμπα τ’ άλλου ουρανού αναμεσόν του κόσμου…

«…πανσέληνος και γιασεμιά…»
Γιώργος Σεφέρης

To ριζικόν φεγγοροδεΐ μέσα ’ς το καταλιάδιν
Καταύτις ερεσίστηκεν το ουρανίν τ’ ονείρου
Ρέτινον βάλλει της σωπής ότι την δει τριγύρου
Γνέφει τ’ αέρα τών σειλιών βουττά μες το στιάδιν
Ο ουρανός παραστρατά φιλιά φιλά φιλώντα
Τ’ άβατον η πανσέληνος κατανικά νικώντα
Τες λέξεις που οι συλλαβές αρμύρισαν το σάλιον
Φωνές τα σώματα γροικούν ’ς έναν αέραν κάλλιον
Τό χάδιν γνούδιν μυστικόν θάρητα ορμηνεύκει
Στο μυστικόν του έρωτα μια ρύμη σαγηνεύκει
Γλοια μες την μετάξενην που δειλινιάζει Χώραν
Ανάφτει ο κόρφος πεθυμιάν τα πεθυμά ορπίζει
Νά ’βρέθετουν η αφορμή που να της το ’συγχώραν

Σπιλάζουνται ’ς τά ’σσώσειλα λόγια πού σπιουνιάζουν
’Σ τό ππάιν τους θαρούμενα ράστιν γιατ’ έχουν πέναν
Τζαί δι τζαι γιά μή κακόν προσάψιμον έμπαϊνναν
Άνότξαιρες οί συλλαβές παντέχουσιν σπιάζουν
Μακρά μακρά νά μέν νά μέν τές λέξεις ρουκανίσουν
Λελλέτσιν άθθισεν παντές τά σείλη πασαρτίζουν
Τό έσκιν δροσινόν φιλίν φιλά τα κιλιστίζουν
Ποιου ύπνου ύπνος μαρτυρά πκοιές νύχτες νά κανήσουν
Άξιππα που ’μεγάλωσεν πόψε η Λευκωσία
Βουττά τής νύχτας άυπνα τα πιο δικά δειλά της
Φιλίν φιλά φιλίν νικά σταφυλόσειλά της

Οι βούτσές της θκυό δειλινά κροκότσινα λαζούριν
Άρα τζαί πού ’ς την κόξαν της το βλαφουρίν μαντήλιν
Η βέρα της η μαρκουτζιά η όμορκιά τρισπίλιν
Κατύλην εις τα σέρκα της για να της φέρνη γούριν

Ήρταν σιλιάδες ουρανόν
Πουλλιά νά κουβαλήσουν
Τά τόσ’ απομεσήμερα
Πού ηύραν ’ς τήν αυλήν σου

Αντίς η νύχτα το βαθύν το πιο βαθύν χαττίριν
Να το κρεμμάση ’ς έρωταν καρκιά νά δή χαϊριν

Νά ψουψουρίση δίστιχα να μοιραστή την αχναν
Αντάμα ’ς τούς αστερισμούς του παραδείσου σπλάχνα

Ν’ άφήση πίσω την ωχράν που κόντρα πιλατεύκει
Να της κτενίση το φιλίν σγουρόν να κανατξεύκη

Νά ποπλανήση κατά τζει να την ξημονασιάση
Γλυκάνισσος ο ύπνος της μόλις την δει να σσιάση

Νύχτα γλυτζιά τού γιασεμιού κατάσαρκα μια λάψη
Λόγια λινά μεταξωτά μες τα βυζιά της ν’ άψη

Αδόνια μες τον τριχωτόν όρκον ν’ αναστενάξη
Εις το λευκόν νυχτερινόν όρωμάν της να τάξη

Μεσούρανα ’ς τό σώμάν της νά κατεβοΰν άντξέλοι
Πά νά χαρή τά πεθυμά γιά νά χαρή τά θέλει

Κλειδούχα εσού ’μισόκλεισες ’ς τ’ αμμάθκια τρυφεράδαν
Οι ώρες εβαφτίσαν σε ’φωνάξαν σ’ ανεράδαν

Ίντά ’παθες λευκή θεά πόψε τζαί χρονογράφεις
Λόγια ραΐζουν ουρανούς έμεινες καταμόνη
’Όφκαιρα σείλη άθκειανά ή νύχτα άξαμώννει
Σταξιά ’ς τ’ άμμάθκια π’ άγαπώ όπως μέ μεταγράφεις

* * *

«νεράιδα με χάριν ξαπλωμένη,
που σ’ έχει, ό Πιδιάς γειτόνισσά τον,
αρπάζεις, εις τό κοίλωμα κρυμμένη,
σαν μάγισσα τό βλέμμα τού διαβάτου…»

Βασίλης Μιχαηλίδης

‘Ωσπου νά φκή άνηφορκά, πού νιά ’φανίστηκέν μου
ρκά. Στάθου λαλώ της κόρη, καβαλλικα τά όρη, ’ππηδά
’που μέσα ’ς τους βραμούς γιά τής αγάπης τούς καμούς,
άπού τήν γην ’ς τον ουρανόν ’γίνην άστέριν μακρινόν. ’Φίν-
νει με διψασμένον, στομόσειλον καμένον, άλλωσπως άξα-
μώννει τζαί τοϋ Θεοϋ θυμώννει. «Ψέμαν ή άλλη φορεσιά
τξι ό όρκος σου ‘ς τήν εκκλησίαν».

Παίρνει σε ’ς άλλους ουρανούς παραδεισένιους μακρινούς
μ’ άν σοϋ γφυτίσει μιάν φοράν τήν άλλην ννά σού την
φτερά τζι άπού χαρά τζαί Τζερκατζή άξυππα γίνεται
κατζή τζι άπού τήν δύσιν ’ς τον βορκάν ή άσσελιά της μιά
όρκά. Ώς τζεΐ πού φτάννει ό νόμος της άλλάσσει τζαί ό
δρόμος της. Σγοιόν ήτουν τό άστέριν, τό αύκινόν άέριν, τά
χρώματα τό φως, ό πόθος ό κρυφός, φωνάζει εν κρυότη
στερνή μου γνώση πρώτη.
Γυρεύκω την ’ς τούς ουρανούς ξερνα κοντάρκα τζεραυνούς.
Γυρεύκω την μέ’ ’ς την αύκήν κρύφκεται δεν λαλεΐ νά φκή
«Έσ’ ή ζωή μας λϋπες γιατί δεν μοΰ τό είπες», λαλεΐ τζαί
φεύκει μανισή, άντάκωσεν πάλε βροσή. Λαλώ της πολο-
ήθου ώ! Παναγιά Ποδήθου, καλά επαρηόρησες, έκαμα δ,τι
μ’ ώρισες. Άέρηδες άγαπήσαμεν άερικά ’γινήκαμεν. Ήοΰ
τότες πκιόν κρατεί με, «πέ μου», λαλεΐ, «ποιά είμαι». Μέ ς
τον σκληρόν τξαιρόν έγίνηκεν νερόν.
Ουτ’ έναν λόον τζι έναν γιατί, άρπάξαν την άτοί. Ήτουν
καταθεόν γλυτζιά τζι οΰλλου τοΰ κόσμου τά προιτζιά
έκρέμμασέν τα λούσα, καληώρα πού ’φιλούσα. Έγύρευκεν
τήν γιατρειάν μέ’ ’ς τό σαράτζιν πού τρυά, εθάρεια ήτουν
ουρανός τζαί πούλια τζαί αυκερινός.

* * *

«.. .χρόνια σκλαβκιές άτέλειωτες…»

Κώστας Μάντης

’Στήν άλλην άκραν τοΰ καμοΰ, άσύντυση ή άπερπισιά, στα-
λώννει λόγια ’ς τήν δησιάν, σκάφτει ’ς τό φως τοΰ ποταμού
τζείν τοϋ μεγάλου της καμοΰ, ξεβαίννουν μονοπάθκια ’πού
μέσα της χωράφκια. Φτερούιν άνεμος βουττα, τής μέρας
της πού ξημουττά «ώρα καλή ώρα καλή», όποθθεν τζαί νά
ρέξη ’πού πόμακρα έννα φέξη. Πού κουβαλά ’ς τά φυλλο-
κάρκια άρκοτζυπάρισσους κατάρκια.

Μέ’ ’ς τά ρουθούνια ή σπατζιά νά ξεφυτρώννη ή λατζιά μέ’
’ς τά Πιτσιλλοχώρκα οί άμπελώνες χώρκα, ψήννουν τον
μούστον τό κράσήν, μέ’ ’ς τον τζαιρόν τον άθασίν, τζερ-
νοΰσιν ζιβανίαν κρατοΰσιν τά ηνία.

Βουνά γυρόν στεφάνιν ’πού μέσα άνεφάνην θωρώντα ό
Καραολής, μά ’γώ παιδίν τής εισβολής, έμέναν νά παρηορά
«νά ήταν άλλην μιάν φοράν νά στείλω ’ς τήν άγχόνην τζαί
τό δικόν μου άγγόνιν».

Ό Μάτσης π’ άναστήθην γροθκιά ’πού μέ’ ’ς τά στήθη,
«γειά τζαί χαρά σου όμορφονιά», βροντόφωνα δεν δείλια,
«πιστεύκω έξαφανίστην ’πού μέσα σας ή πίστη».
Κατάρτιν μέ’ ’ς τά ορη πού στέκεσαι Γληόρη, κάμε μας τόν
λοβαρκασμόν μέ τόν δικόν σας λοϊσμόν.

Οί τόποι άναστενάξασιν ούλλα γυρόν ’φωνάξασιν τοϋ
άγώνα παλληκάρκα πού ’λάμπασιν φεγγάρκα. «Σπαγγο-
ραμμένη ή σοθκειά σάπια ώς τό μεδούλιν πώς σε έκάμαν
δούλην;

Έ! καπετάνισσά μου εσύ πού ’σουν γλυκόποτον κρασίν,
έλα ώς πάνω νά σοΰ πώ ακόμα πόσον σ’ άγαπώ. Άπλώθου
μέ’ ’ς τούς κάμπους, μέ’ ’ς τήν νοθκιάν τοΰ θάμπους, μέσα
σε πέλαα σπαρτά μέσα σέ κάστρα άπαρτα, γίνου ψουμίν γί-
νου νερόν μέσα ’ς τόν άχαρον τζαιρόν, γιά τζείνους πού ’έν
έχουσιν τζαι πού καμόν κατέχουσιν. Μά μέ’ ’ς τό σπιτικόν
τους κρατούν τα φυλαχτόν τους. Μά θεμελιώννουν χτίζου-
σιν οί ξένοι πό ’ν τήν ρίζουσιν.

’Σ του σκοτωμοΰ τές γειτονιές έξαναθθίσαν τζυδωνιές. Τό
πέλαος τό θαλασσί φορείς τό ροΰχόν σου έσύ. Κάμε τζι άλ-
λον κουράγιον, ορίζει τα τό ‘Άγιον, τό Όρος πού άλίμονον
θωρεϊ τ’ άνελεήμονον. Τό δίτζιον μας τζαί τό πρεπόν κρα-
τούν μάς το ί’ντα νά πώ, πού ξεψυχά ή Μεσαρκά, άλέτριν ή
καρκιά ξαρκά, τό μισοφέγγαρον πατά πά’ ’ς τής καρκιάς τά
άβατα».

Παράπονον μεσάνυχτα, βρίσκει τ’ άμμάθκια όρθάννοιχτα
ό ύπνος βαρυνίσκει μ’ άκόμα πομεινίσκει, μέ’ ’ς τόν αέραν
τούς κρατεί φωνή Κυρίου δυνατή, δοξολογα πατρίδαν
καλλύτερην ’έν είδα. Εΰλοημένη άννοιξη μ’ έναν Θεόν κα-
τάννυξιν νά σβήνντ] άναστεναμούς τζαί νά σιονώννη
ποταμούς κουράγατν τζαί υπομονήν μέσα ’ς τόν τόπον πού
πονεί.

Τής μεγάλης συμφοράς…

α’ «…νεφέλη καλύπτει ήλιον και ομίχλη όρη καί βουνούς, όι ών
άπείργηται θάλφις καί φωταυγής ήλιου άκτίς χρόνφ τινί…»

Νύχταν τήν νύχταν ’χτίσασιν μέ’ ’ς τήν σωπήν τον ύπνον
Τά λόγια π’ άρνηθήκασιν τές συλλαβές ’ς την μέσην
Τήν συντυσιάν τους σταματούν λαλούν ·έν έχουν θέσιν
Έν μοιρασμένα σγοιόν ψουμίν ς τόν μυστικόν τους δείπνον

Άπού πλουμίν πού άπλωθεν έγίνην άερούδιν
Κλωστούα πράσινη θωρεΐς ό φράχτης άντικόφκει
Θαρκέσ’ έν εύκολον πολλά αντίστροφα συγκόφκει
Γίνου τής νύχτας άστρικόν ποσσέπασ’ αστερούδιν

”Αχ Χωραΐτικά μου εσείς Τρυπιώτικα φεγγάρκα
Σφαμένος μέσα της καμός τό φως άντιφεντζίζουν
Έσίγρασεν 5ς τήν άλλην γην ούτε πού τήν άντζίζουν
Τίνηκεν φύλλον τζαι φτερόν έν χασιμιά τζι άνάρκα

β’ «…νεφέλη και ομίχλη άλλεπαλλήλων δεινών των τη χώρα
σνμβεβηκότων…»

Ίνταλος γλώσσαν πκιόν λαλούν ί’νταλος συντυχάννουν
Πού ’γίνηκεν τό δίτζιον τους μαυροκαμένον χώμαν
Μά ζηοΰσιν μά όρπίζουσιν μά περιμένουν ’κόμα
’Πού με’ ’ς τά ποκαΐθκια τους πασκίζουν νά ξηάννουν
Τον Χάρον πού ’διπλόκατσεν κόντρα μέσα ’ς τ’ άγιάζιν
Τζαί σκοτωμένους ζωντανούς έναν τούς λοβαρκάζει
Τό σκότος ’καταντήθηκεν φόος μέσα ’ς τό στήθος
Σταχτός έγίνην ή ζωή ούλλα πού νά ’ταν μϋθος

γ «…ήτοι πόλεμοι ήτται σποραί διακενής υπεναντίων έδωδή καμάτων ημών…»

Διπλώννει το μαράζιν της ‘πού κάτω ‘ς την μασκάλην
Έσυρεν την καρκιάν ποξιάν ‘ς τόν νώμόν της μέν σπάση
Άρκοελιά τά σείλη της τα’ άμμάθκια πικραθάσιν
Οί τόποι που άγρώνιζεν τρανταφυλλούιν άλιν

Ένας καμπίτης άνεμος άπλώθει Μεσαρίτης
Χωρκάτης Θέ μου εύλόα τον γρουσόν Κωσταντινάτον
‘Σ τα γόνατα προππέφτει της λαλεί της έλα ννά τον
Τόν νήλιον πού ‘σκοτείνιασεν φέγγει σγοιόν ποσπερίτης

Που ν ό τξαιρός πού έρεσσεν έκουβαλούσαν Θέ μου
Τές μέρες νωστομέρωτες παρθένες κοπελλοϋδες
Σιτάρενες έλιόκλωνες ξημάσκαλες λουσούδες
Καλλιόττερες τής Μεσαρκάς Πλάστη αν είδες πέ μου

Έφτάζυμοι έσπερινοί του κάμπου θεριστάδες
Άσκομαχούσαν τραουδκιάν χρυσάφενες κουτσούλλες
Δρεπάνιν άστραφτεν καρπόν ευλοημένες ούλλες
Τρώαν άγγόνια τξαί παιθκιά ‘χορτάνναν οί μανάδες

Σοθκειά π’ άδροουντύχαννεν άξιος πάντα τέθκοια
Μέ’ ‘ς τό τξελλάριν σπιλαστόν χαρώ τό συμιλόριν
Έκόντεψεν του ουρανού ξφτασεν ώς τά όρη
Άνόρπιστα τόσες χαρές ‘γινήκασιν καντρέθκια

Πέτρενα πήλινα βυζιά σφίγγεις τα νά καρπίσουν
Σέ κούππαν άνεξίθρησκην πού προ Χριστού ‘ς την Λέμπαν
Φωνή πού φτάνν’ ώς σήμμερον ίνταλος την έπέμπαν
Νά ‘σης ‘πού τότες άξαμον οί τόποι νά όρπίσουν

η’ «…ξένα τινά καί δυσήκονστα τά rfj χώρα ταύττ] σνμβεβηκότα
δεινά…»

Έρεσσεν τζείν τό άχ όμπρός σκλερόττερον ’πού ράτσαν
Νά λλιοστέψη τον καμόν καμός πό ’ν λλιοστεύκει
Νά χοραττέψΐ] τον θυμόν θυμός πό ’ν χοραττεύκει
Περίτου άντζυλώννετουν έσσίτταν τον σγοιόν πρότσα

Λάμνουν οί βράχοι καππαρκές ς τήν μούττην κλώθουν
χτένιν

Τά γένια τών παππούδων μας ή ραχοκοκκαλιά τους
’Άχ ή άλήθκεια έχάθηκεν τό ψέμαν κοκκαλιά τους
Τραυοϋν τό πεΐσμάν τους βαθκιά τξεΐ μέσα πού ν
κτισμένοι

Άρμύρισεν ό ύπνος τους γλοια ό τξαιρός μιτά του
Πωρνόν γινίσκεται στρατίν τής θάλασσας κρεβάτιν
Μετρούν μά λείφκουντ’ άθρωποι λείπει τους τό ναν
’μμάτιν

Τό άλας τρώει τήν σωπήν τξαί τό κακόν γιουτα του

θ‘ «…διότι δεν ήκονετο άλλο παρά δάκρυα…»

Ο Γιαλουσίτικος καμός οΰλα πού νά τής νεύκει
Θαλασσινός έγίνηκεν ψαλμός πού θκιαφεντεύκει

Μέ’ ’ς τό κρεμμάμενον νερόν κάτω ’ς τό περιγιάλιν
Άντιφεγγα τό μαΰρόν της π’ άπλωσεν γιάλι άλι

Κώμα αγκάλη τού Γιαλού αφρίζει ή Γιαλούσα
Λιοπΰριν δίψα άθέριστη ’ς τά πρωτινά της λούσα

’Μπαινόφκαιννεν ό Χάροντας δίχα νά θκια άμάνταν
Πετρώσασιν τά πέλαα γινήκασιν μιά λάντα

ΔΙΑΦΟΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΘΑΛΑΣΣΙΝΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ

Θαλασσινές οι γυναίκες
Να στάζουν αλάτι
αγκυροβολημένες
στο μέσα καράβι της καρδιάς
Στα σαράντα διπλωμένο
Κάποτε ήταν ολόδροσες
Χαλικάκια
Αχινοί
Πεταλίδες και όστρακα
Στα μαλλιά ανέμιζαν
φύκια
Οι Παναγιές
Αχειοποίητες
Γλυκιώτισσες
Κερυνιώτισσες
Κάποτε θα επιστρέψουν πάλι
Παραθαλάσσιες
Σ ακρογιάλι αγαπημένο
Τώρα κωπηλατούν τη ζωή
Τώρα έριξαν θάλασσα πίσω τους
Σε ναυάγιο πνιγμένων
φουρτούνα η αντοχή
Οι λέξεις σωσίβια
Να τις βουλιάζουν
Μέδουσες
Τσούχτρες,
Καρχαρίες
Να γλιστρούν
Καταιγίδες
Στο κατάστρωμα
Οι αγαπημένοι
Απόντες
φωνάζουν θάλασσα
Αίμα θάλασσα
Προσφυγιάς θάλασσα
Κάποτε ήταν καπετάνισσες
Φαροφύλακες
παγοθραυστικά
Υπερωκεάνια
Κάποτε σαν άλλα σώματα
Αγγεία σώματα
Καράβια σώματα
Ανέμιζαν
Γιαλουσίτισσες
Αμμοχωστιανές
Ριζοκαρπασίτισσες
Τώρα έπεσαν σε καιρούς
Τώρα καΐκια
Μαούνες,
Ψαροκάικα
Κάποτε θα επιστρέψουν
Σ ακρογιάλι αγαπημένο

ΑΛΚΑΤΡΑΖ

Κακοποιοί και γκάγκστερ
Στα κελιά της κόλασης
Προς παραδειγματισμό
Προς αποφυγήν
Προς φρόνηση
Στο βράχο υψίστης ασφαλείας
1500 φυλακίστηκαν είπε ο φύλακας
Τώρα δεν υπάρχουν κακοποιοί
Γυρίσαμε όλοι στον διπλανό μας
Το γκρουπ των τουριστών πολύχρωμο
Πως είστε τόσο σίγουρος κύριε
Γιατί απλούστατα κανείς σας δεν μπορεί να αποδράσει
Όλοι τελείται υπό κράτηση
Τα ψυχρά ρεύματα της ζωής σας
Σας εμποδίζουν να αποπειραθείτε
να αποδράσετε στον κόλπο της ελπίδας
Θα αστειεύεστε μου φαίνεται κύριε
Καθόλου
Μπορείτε να δοκιμάσετε άλλωστε
Τρόφιμοι είσαστε της οικονομικής ύφεσης,
Της φοροδιαφυγής
Της ποτοαπαγόρευσης
Μάλλον τα σύγχυσε ο ανθρωπάκος
Τόσα χρόνια στο σωφρονιστήριο του Αλ Καπόνε
Του Αλβιν Κάρπις του Τζορτζ Κέλι του Ρόμπερτ Στράουντ Δήλωσαν οι τουρίστες
Αυτό νομίζεται
Προσέξτε δεν μπορείτε να βγείτε
Υπάρχει συρματόπλεγμα
Πύργοι φρουρούμενοι
Μπάρες χαλύβδινες στα παράθυρα
Ανοίγουν με τηλεχειρισμό
Από αυτούς που τηλεχειρίζονται τη ζωή
Την άνεση σας
Την φαινομενική καλοπέραση σας
Γύρω τα παγωμένα ρεύματα έως και εννέα κόμβοι
Σε μαντρότοιχους είστε
Και τους κτίσατε μόνοι
Αποδράστε
Μονάχα απαγορεύεται να μιλάτε μεταξύ σας
Στο μπλόκ Δέλτα είναι το δωμάτιο αερίου
Ένα κρεβάτι μια κουβέρτα ένα πτυσσόμενο τραπέζι
Μια καρέκλα μια τουαλέτα ένας νιπτήρας και δύο ράφια
Τι άλλο χρειάζεται τούτη η ζωή που την παραφορτώσατε
Στα καινούρια κελιά
Και για να σπάσει λίγο την ένταση ο φύλακας
Πρότεινε μια βόλτα στο Αγκάβι Τρέιλ
Ανάμεσα ευκαλύπτων, ερωδιών και αγαύης
Είδαμε τα θαλασσοπούλια
Το νησί ακολουθούσε ζωσμένο στην παλίρροια
Θα ζήσετε με το όνειρο της απόδρασης
Της όποιας απόδρασης
Προσωπικής κοινωνικής εθνικής
Το προνόμιο της εξόδου θα ανακληθεί επ αόριστον
Αποχαιρετήστε παρακαλώ το Σαν Φρασίσκο
Που χάνεται στην ομίχλη
Δεν προλαβαίνετε να το ξαναδείτε

Στην τιμή του εισιτηρίου περιλάμβανε
Μαγνητοφωνημένη ξενάγηση από πρώην τρόφιμους
Και σωφρονιστικούς υπαλλήλους

ΣΟΛΩΜΟΣ ΣΟΛΩΜΟΥ

Εν ελοβάρκασες ποττέ πόσον σε λοβαρκάσαν
είνταλος άλλωσπως ποτζεί τραβήσαν την σκαντάλην
είνταλος άλλωσπως ποδά με μια καρκιάν μεγάλην
Της ιστορίας μονομιάς σιωνώθην το μελάνιν

Εξηκλειδώσαν οι καρκιές που μείναν κλειωμένες
Που τζειν το μιάλον φονικόν, κούκκουφες, αγιωμένες
Πας΄ τον ιστόν χειρόγραφα που γαίμαν υπογράψαν
τα πάθη τούν του τόπου μας εξανακρούσαν τζ άψαν

Εν ελοβάρκασαν ποττέ τούν την παλλικαρκάν σου
ελάλεν το τζαι η ψυχιή είπεν το τζ η καρκιά σου
Τζεινούρκαν Σολωμέ εσύ άνοιξες μια σελίδαν
Θαρκούμαι μιαλύττερην μες την ζωήν εν είδαν

ΤΑΞΕΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ

Θέση για ένα;
Ρώτησε το κορίτσι με τα καλώδια στο κεφάλι
Κι έστειλε μήνυμα με τηλεκοντρόλ
Κοιτώντας ερευνητικά τις εξαρτήσεις μου
Έφερα ένα γύρω τον εαυτό μου
Εννοείται απάντησα
Φοβούμενη μη και χρεώσει μια δεύτερη θέση
Στο λογαριασμό τις δαπανηρές γαρνιτούρες της αυτοπροβολής μου.
Έκρυψα επιμελώς την επώνυμη ματαιοδοξία μου
Τσαλάκωσα τις επώδυνες συγκρίσεις, μιμήσεις,
Copy paste, της επιδειξιομανούς ανασφάλειας μου.
Μα και βέβαια τις κουβαλούσα μαζί μου
Τι εννοείς;
Γυμνή θα ταξίδευα;
Χωρίς τις εμφανείς συστάσεις;
Τέτοιο ρεζιλίκι;
Πώς να το διακινδυνέψω;
Κλειδάκι θυρίδας για εμμονές είπε
Και μου έδωσε ένα καλώδιο από το κεφάλι της
Ανήκετε στην περιοχή
Της επιμένουσας ματαιοδοξίας είπε
Υποκρίνομαι πως δεν κατάλαβα
Και πιάνω κουβέντα
δήθεν αδιάφορα
Με κάτι Γιαπωνέζους τουρίστες
Που περίμεναν υπομονετικά
Κι αυτοί να τοποθετηθούν.
Έλεγξα διακριτικά τα εκδρομικά τους μητρώα.
Κανένα καλώδιο δεν προεξείχε.
Περίεργο
Πού ήταν οι δικές τους εξαρτήσεις
Με θέα παρελθόντος;
Η θέση χρεώνεται ΦΠΑ παρελθοντολογίας
Είπε η προϊσταμένη.
Ήταν εμφανές πως την έστειλε εκείνη
Περνώ στην αντεπίθεση
Κάτι πιο κοντά στις προτιμήσεις μου;
Αυτόματη μεταγραφή ταξιδιωτικού κώδικα λόγου χάριν;
Λογότυπο υπαρξιακού χάρτη;
Τεχνολογικός έλεγχος εισερχομένων δευτεροκλασάτων μελαγχολιών;
Ήθελα να την εντυπωσιάσω
Βεβαίως είπε
Μόνο που χρεώνεται ως έξτρα υπηρεσία
Ανάλογα με τις επιλογές τροποποιούνται οι ταρίφες
Ο Γιαπωνέζος μου δίνει το σακίδιο του
Επιμένει
Τολμώ και το παίρνω
Ανάλαφροοο…
Πούπουλο
Χαμογέλασα στην καλωδιωμένη
Που με τοποθέτησε δίπλα στους Γιαπωνέζους
Που μου πρόσφεραν χάρτη
Ταξιδιωτικού κώδικα.
Από τότε το σακίδιο
Ως κόρην οφθαλμού διαφύλαξα
Ταξιδεύω πάντοτε
Ανάλαφρηηη, πούπουλο

.

ΔΙΗΓΗΜΑ

Ο ΜΗ ΓΕΝΟΙΤΟ (2014)

Εκδόσεις Φιλελεύθερος 10+1 διηγήματα

Τα καλύτερα bunnychow στην πόλη έφτιαχνε η Αθηνά στο φουρνάρικό της, στη διασταύρωση Umbilo και Bulwer Road γωνία, που ακόμα κι οι ίδιοι οι Ινδοί πελάτες της έλεγαν, «καλύτερα κι από μας φτιάχνεις misses Athena το
ινδικό φαγητό». Μπόλικο, χορταστικό, δεν γελούσε τον πελάτη η Αθηνά. Το παραγέμιζε ως πάνω-πάνω με κάρυ, μπαχαρικά και κιμά το καθαρισμένο σαν τσέπη ψωμί, την ψίχα την αφαιρούσε όλη, μα δεν την πέταγε. Έκανε παξιμάδια τη ζύμη, τα άλειφε με αυγό και τα πασπάλιζε με μπόλικο γλυκάνισο, όπως και η γιαγιά της η Ασημίνα η Σμυρνιά. Τα έβαζε σε σακουλάκια διαφανή, παράγγειλε αυτοκόλλητο με τη φωτογραφία των αρχοντικών της Σμύρνης και χάρτη Μ. Ασίας, το κολλούσε κάτω από το όνομα «Τα Σμυρναίικα της Ασημίνας» κι ύστερα τα πήγαινε η ίδια και τα πουλούσε στις υπαίθριες αγορές της πόλης.
Μια φορά τη βδομάδα, μόλις ξεφούρνιζε, γύρω στις τρεις το πρωί, φόρτωνε τα ζεστά bunnychow και κουλουράκια, στο φορτηγό αυτοκινητάκι της και τραβούσε δυο και μισή ώρες δρόμο να φτάσει στη μεγαλύτερη αγορά της περιοχής, στη Hillcrest Market που νοίκιαζε εκεί χώρο, να στήσει τραπέζια, να απλώσει άσπρα λινά τραπεζομάντιλα, να στολίσει με λουλούδια τον πάγκο της και να απλώσει το εμπόρευμα. Είχε τους φανατικούς της πελάτες η Αθηνά, οι Αφρικάανς κυρίες την προτιμούσαν για ’κείνες τις λεπτομέρειες του κατάλευκου τραπεζομάντιλου με τα κοφτά κεντήματα και τα φρέσκα αρωματικά φυτά και λουλούδια, τοποθετημένα μέσα σε ψάθινο καλάθι που έκανε τη διαφορά από τα άλλα τραπέζια της αγοράς.
Μιλούσε τη γλώσσα των Ζούλου η Αθηνά, περνούσε κι άφηνε στις γυναίκες του χωριού Phezulu, σμυρναίικα, «για τα παιδιά», έλεγε στις φίλες της Silindile, Zamile, Thandeka. Αγόραζε πάντα κάτι χειροποίητο δικό τους, όπως εκείνο το ξύλινο μαξιλάρι που ακουμπούσε για λίγο το κεφάλι της σαν έγερνε κατά γης να ξεκουραστεί. Τη Silindile, που τη φώναζε Σΐντη, την πήρε βοηθό στο φουρνάρικο. Μέχρι τις 10 το πρωί ξεπουλούσε, τα μάζευε και επέστρεφε, να προλάβει το μεσημεριανό, ήταν κι η ώρα που σχολνούσαν οι φοιτητές από το Πανεπιστήμιο της Kuazulu Natal, μια ευθεία η κατηφόρα και έμπαινε μπουλούκια εκείνος ο νεαρόκοσμος στο μαγαζί της να φάει το φτηνό, μα νόστιμο φαγητό.
Περισώθηκε το δεφτέρι με τις συνταγές μέσα στον μποξά με τα ρούχα, σαν τους φόρτωσαν στα καράβια να γλυτώσουν από την καταστροφή. Εκεί ήταν η διαφορά, στη συνταγή της γιαγιάς Ασημίνας, που έκανε τα bunnychow της Αθηνάς, της εγγονής της, τα νοστιμότερα από κάθε άλλο μαγαζί που πουλούσε το ίδιο φαγητό στην πόλη του Ντέρμπαν.
Δυσανασχέτησε στην αρχή, «μέσα σε αλεύρι τα χέρια μου γιαγιά Ασημίνα και θα καούν στους φούρνους», μα η γιαγιά επέμενε. Σαν σε παραμύθι άκουγε η Αθηνούλα τα λόγια της γιαγιάς, μεγάλη πια, κοντά εβδομήντα, λύγισε από στέρηση και πόνο, «όλα τα είχαμε στη χρυσή εποχή στην πόλη μας στη Σμύρνη και ο άνδρας μου, ο παππούς σου ο Ευάγγελος, δεν με άφησε πότες να αγγίξω το χέρι στο νερό. Υπηρεσίες, παραϋπηρεσίες Αθηνούλα μου, μα η δική μου μάνα, η Νιόνια, με είχε μάθει προτού παντρευτώ, παράλληλα με το πιάνο, να ζυμώνω, να κεντώ, να φτιάχνω κοφτά και να τα βάζω σε λινά τραπεζομάντιλα, να κρατώ νοικοκυριό, για «ο μη γένοιτο σε περίσταση», μου έλεγε.
Ανακάτευε η Αθηνά σε ένα μπολ τη μαγιά με χλιαρό γάλα, λίγο αλεύρι και την άφηνε όλη νύχτα να φουσκώσει. Το πρωί, ζέσταινε το γάλα, έβαζε λίγο νερό να λιώσει η μαγιά κι ύστερα έριχνε το λάδι ζεματιστό και λίγο-λίγο το αλεύρι. Υπογραμμισμένο στο δεφτέρι το λίγο-λίγο κι η Αθηνά κάθε που έφτιαχνε τη ζύμη για τα ψωμιά, ήταν σαν να έβλεπε τη γιαγιά Ασημίνα στο αρχοντικό της στη Σμύρνη να κάνει κι εκείνη το ίδιο, σαν έφευγε ο παππούς Ευάγγελος σε
ταξίδια. Μεγαλέμπορας μπαχαρικών ήτανε ο παππούς της Αθηνάς, που προμήθευε Δύση και Ανατολή μπαχαρικά με ιδιόκτητα καΐκια. Άρχοντας ο Ευάγγελος, δεν καταδεχόταν η γυναίκα του, η όμορφη Ασημίνα, που ήξερε τα πρελούδια του Μπαχ απ’ έξω και τα ερμήνευε σε βεγγέρες και φιλανθρωπικά τσάγια που έδιναν στο σπίτι τους για την αριστοκρατία της πόλης, να ανακατεύεται στην κουζίνα. Αρχόντισσα την ήθελε, πορσελάνη, ντυμένη στολισμένη να τη σεργιανίζει τα βράδια στις καλύτερες ταβέρνες της παραλίας, σε δεξιώσεις των πρεσβειών κι απ’ όπου περνούσε να θαυμάζουν
την ομορφιά, τα μεταξωτά φουστάνια, τα στολίδια της Ασημίνας που της αγόραζε από εμπόρους στην Πόλη, την Αλεξάνδρεια, το Λίβανο.

.

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

ΩΣ ΑΛΗΘΩΣ (2014)

ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ
Το οδοιπορικό καταγράφει από κει που κοιτάζεις Όρκα μια θάλασσα. Κάποτε ήταν ολάκερη δική της, σαν το πρώτο φως των λεμονανθών του Καραβά, τα φύλλα της ελιάς στο καπνιστήρι, η αλήθεια της μετάληψη, η αξιοπρέπεια αντίδωρο, να κρέμονται εικόνισμα στο στήθος, χρόνους τριάντα τέσσερις, οι λέξεις μυλόπετρες, εισβολή, θάνατος, αγνοούμενοι, προσφυγιά, συνοικισμός.
Μακραίνει η νύχτα, μα οι αντοχές της καταγράφουν τη σφαγή με την ίδια κραυγή, «πού είναι ο άντρας μου, Ραούφ Ντενκτάς;». Επιστρέφει στα ελιοχώραφα του χωριού της σκάβοντας με τα χέρια την ίδια ελιά για λείψανα του Αντρικού, του πατέρα της, των άλλων. Εναποθέτοντας, ως επίλογο, στεφάνι δάφνης στον Τύμβο της Λευκωσίας, την έφερε βόλτα τη ζωή η Χαρίτα. η Χαρίτα Μάντολες της Κύπρου, Ιούλης 1974.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

…/…
Επιστρέφοντας προς τη Λεμεσό μια από εκείνες Κυριακές βράδυ από το Οδόφραγμα η Χαρίτα με άλλες γυναίκες, πήρε και την Ελένη Φωκά μαζί
διαδρομή κυλούσε μέσα από τις διηγήσεις της Ελένης που βρήκε καταφύγιο στη μεγάλη αγκαλιά των γυναικών και τώρα πήγαινε να μείνει λίγες μέρες στο
προσφυγικό της Χαρίτας, να γνωρίσει και τη Μάρω.
«Εγκλωβισμένη ήμουν, δασκάλα για 23 χρόνια στο σκλαβωμένο σχολείο της Αγίας Τριάδας, της κατεχόμενης Καρπασίας», έλεγε σε όλες και σε καθεμιά χωριστά. «Δίδασκα στα εγκλωβισμένα παιδιά την ελληνική ιστορία, μα αυτό, φαίνεται, εκνεύρισε τα τουρκικά στρατεύματα κατοχής που μας διοικούν
και μου απαγόρεψαν να επιστρέφω πίσω στο σχολείο μου. Μου έκλεισαν για πάντα την είσοδο στα κατεχόμενα», εξηγούσε η Ελένη.
Τα πώς και τα γιατί των γυναικών μέσα στο αυτοκίνητο τα απαντούσε η δασκάλα, που ένιωσε ζεστασιά που κάποιοι άνθρωποι νοιάστηκαν γι’ αυτήν.
«Πονούσε το στομάχι μου και ήθελα να έρθω οε γιατρό στις ελεύθερες περιοχές, με σκοπό να επιστρέφω αμέσως πίσω. Δεν ήθελα να πάω στο νοσοκομείο της Αμμοχώστου. Το έκανα παλιά, μα με συνόδευαν Τούρκοι στρατιώτες, δεν ήθελα. Δεν τους εμπιστευόμουν. Φοβόμουν. Την τελευταία φορά που είχα πάει με άφησαν πολλές ώρες να περιμένω για να με εξετάσουν. Μια άλλη γυναίκα εγκλωβισμένη που πήγε στον Τούρκο γιατρό, μετά από λίγες μέρες πέθανε. Δεν ήξερα γιατί, αλλά φοβήθηκα».
«Έναν δικό σου να σε προστατέψει, να σου σταθεί, δεν είχες;», την ρώτησαν όλες κι αμέσως αναρωτήθηκαν μεταξύ τους αν κι αυτές ή τα παιδιά τους
είχαν κάποιον να τους νοιαστεί, να τις τρέξει σε γιατρούς, νοσοκομεία, φάρμακα και εγχειρήσεις. Ο πιο δικός τους άνθρωπος, ο άντρας τους, η μεγαλύτερη απουσία να τους μεγαλώνει το βάσανο.
«Ο πατέρας μου πέθανε γιατί τον κακοποίησαν έποικοι οργισμένοι, που πήγε να τους εξηγήσει μην και πλησιάσουν το πηγάδι που χάλασε το κτίσμα μέσα και ήταν επικίνδυνο. Τον έριξαν κάτω δίπλα στο πηγάδι, τον ποδοπάτησαν με μανία, μέχρι που ξεψύχησε λίγες μέρες μετά. Μάη 26 του 1997, του Αγίου Συνεσίου, με έφεραν στην ελεύθερη περιοχή και δεν μου επέτρεψαν
ποτέ να επιστρέψω ξανά στο σχολείο, στους μαθητές μου που με περιμένουν. Παρ’ όλα τα κακά και τις δυσκολίες που πέρασα από τον κατοχικό στρατό, θέλω να επιστρέψω, γιατί εκεί είναι η ζωή μου», επέμενε η Ελένη. Το πρόσωπό της αλλοιωνόταν σαν μιλούσε, διέκοπτε την κουβέντα της, πονούσαν οι αναμνήσεις τη δασκάλα, που ξόδεψε εκεί τα πολυτιμότερά της νιάτα.
…/…

.

ΘΕΑΤΡΙΚΑ

ΑΝΤΡΟΝΙΚΟΣ ή Ο ΖΩΓΚΡΑΦΟΣ (2006)

Σημείωμα της συγγραφέως Ευρυδίκη Περικλέους Παπαδοπούλου

Ήταν καλοκαίρι του 2000 όταν πρωτάκουσα για τον Κωστή που «ζωγκράφιζε». «Είπα του μεν με ζωγκραφίζεις ρε Κωστή, γιατί τα ρούχα
μου εν φτωσιηκά τζιαι έχουν πάνω τρύπες, μα τζιείνος εζωγκράφισεν τζιαι τες τρύπες του φουστανιού μου», μου είπε η Ελένη Παναγίδη, που είχε ξεπεράσει κατά πολύ τα ογδόντα, μια μέρα καθώς μιλούσαμε με άλλες
συγχωριανές στη βεράντα του σπιτιού μας στο ορεινό Φτερικούδι. Η Δεσπούλα, πολύ νεότερη από την Ελένη, θυμόταν κι εκείνη πολύ καλά τον Κωστή. Μου είπε πως έκοβε πάντα ένα λουλούδι από τον κήπο της όταν
περνούσε από εκεί, το έβαζε στο πέτο ή στο αυτί του κι άρχιζε να ζωγκραφίζει. «Έκαμεν μου τζαι το πορτραίτον μου. Εν αθθυμούμαι
αν μου το εχάρισεν. Εν το έχω. Αθθυμούμαι όμως πως ήμουν τέλεια η ίδια, σαν να έφκαλα φωτογραφίαν. Τα σιέρκα του επιάνναν, ήτουν σβέλτα». Η μια κουβέντα έφερνε την άλλη κι άρχισε να ξετυλίγεται κάτι παράξενα
μυστηριακό και γοητευτικό συνάμα. Κάτι έντονα επίμονο με έσπρωχνε να μάθω περισσότερα. Οι κουβέντες των γερόντων με γοήτευαν όλο και περισσότερο κι άρχισα να μαζεύω πληροφορίες για τον άγνωστο
ζωγράφο της Πιτσιλιάς. Δεν ήξερα που θα με έβγαζε αυτό αλλά άρχισα να γυρίζω τα γύρω χωριά Παλαιχώρι, Ασκά, Φτερικούδι, Άλωνα, με ένα μαγνητόφωνο στο χέρι, να καταγράφω ό,τι αφορούσε τον «ζωγκράφον», όπως επέμεναν να τον αποκαλούν. Εξ ου και ο τίτλος του θεατρικού έργου «Αντρόνικος ή ο ζωγκράφος». Όσα μου εκμυστηρεύονταν πήγαζαν από μια
βαθιά αγάπη για τον Κωστή, αλλά και ένα είδος μυστηρίου σαν μιλούσαν γι αυτόν, που τον ένοιωθαν δικό τους και κάτεχαν καλά το μυστικό του. Τους εντυπωσίαζε ο τρόπος που ζωγράφιζε με κείνα τα εκπληκτικά κομψά
δάκτυλα, το ίδιο μου αποκάλυψε και ο ποιητής Μιχάλης Πασιαρδής που τον γνώρισε. Ακόμα, τους εντυπωσίαζε η ευκολία και η ταχύτητα με την οποία ζωγράφιζε πορτραίτα, τοπία, ζώα, αλλά και η καλή γνώση της ελληνικής
και αγγλικής γλώσσας (άμαν επερνούσαν εγγλέζοι που το χωρκόν εξηγέτουν τους) και η καθαρεύουσα που μιλούσε πολλές φορές χωρίς να γίνεται κατανοητός από τους συγχωριανούς του.
Μα τι γινόταν; Ένας απλοϊκός άνθρωπος του χωριού θα μπορούσε να μιλήσει έτσι; Η απάντηση από όλους στερεότυπη. «Ήτουν μορφωμένος ο Κωστής. Μεν θωρείς ήνταν που έπαθεν ύστερης που αρρώστησεν». Τότε ήταν
που εντατικοποίησα την έρευνα μου γιατί ο ζωγράφος μου έγινε εμμονή κι επέμενε να τον αποκαλύψω.
…/…

ΘΕΑΤΡΙΚΟΣ ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ

ΑΝΤΡΟΝΙΚΟΣ:

Σσς… άμαν συντυχάννω εγιώ, εσού να σιωπάς.

Καρτζίν μου να σταθείς, να καρτζιλατιστούμεν. Κλειδώνω τζιέλης να μεν
ι-γλιάσεις.
Άμα θέλεις να φκαίννεις, να έρχεσαι κοντά σε χούντην τρύπα τζιαι να φωνάζεις τους φύλακες να σου ανοίουν. Ε… θάλαμος εικοσιένα …
Μα πρώτα τράβα τζιαι τούντα σύρματα που την τζεφαλήν μου. Σύρτα που το παραθύριν έξω στον βραμόν. Τζι αν έρτουν οι νοσοκόμοι, θκιώξε τους. Θκιώξε τους, γιατί εβασανίσαν με πολλά. Εβασανίσαν με γιατί έσφαλα. Γιατί επαράκουσα. Τζι ο παράκουος τιμωρείται για ούλλη του τη ζωήν.’ Εννεν έτσι; Έννεν έτσι;

‘Δέ, είμαι καλά. Είμαι πολλά καλά. Δκιάβας’ το χαρτίν. Εξιτήριον. Λαλεί το τζι ο γιατρός. Αποθεραπεύτηκα.

Κανεί. Που την Αθήναν ως δαπάνω εν είπες άλλην κουβένταν. Έτσι ένει, όπως το λαλείς. θωρείς, τούτα τα βουνά, τούτα τα όρη, εν εταράξαν που την θέσην τους. Ο δικός τους ο πατέρας γλέπει τα τζιαι σιέπει τα που τα ύψη. Μες στο φως τζιαι τα χρώματα. Επεθύμησα τούτον το τοπίον

Όντας σιονίζει στα βουνά, πας στα Πιτσιλοχώρκα … Δαπάνω που γεννήθηκα … δαπάνω πόν’… να… Μα έφερες με δαπάνω να… πεθάνω, πατέρα;

Δαπάνω πόν’ ο ήλιος δυνατός τζι αραιώνει το λάδιν της πογιάς, να μ’ έννεν λυπηρόν το φως άμαν το ζωγκραφίζεις;

Έν’ καλλύττερα έτσι. Πού να βουρώ να βρίσκω πεζίναν να την αραιώνω μανιχός μου; Έν’ καλλύττερα έτσι. Πουπανωθκιόν ο ήλιος να ρεμβάζει τα χρώματα του μεσημερκού στου Βαρταλή, στο Περβολούδιν, στο Μουσκάτον, στο Ατοφούλλιν, δαμέσα δα…

Δαμέσα δα., να επεκτείνεται προς το βάθος των αντικειμένων η θεωρία της προοπτικής … της ψευδαίσθησης… τεχνάσματα που συνειδητοποιάς.,.πολλά αργόττερα, αφότις τελειώσει η αναπαράσταση στον μουσιαμμάν.

Δαμαί, μέσα σε τούντην γωνιάν εγέννησέν με η μάνα μου.

Κάτω που τούτον το κρεβάτιν εχώννουμουν.Ήταν π χώστρα μου. Τζι εκουβάλησες με ξανά πίσω σε τούιην την χώστραν; Έμπαινες ιης πόρτας τζιαι ‘γιω αντελοσσιιάζουμουν. Εφώναζες, τώρα ενννά λοβαρκαστούμεν, ρε κοπελλούδιν. Ένεφκέν μου π μάνα μου, πέταξε τες μουζάρες στον βραμόν.
Μανά… είσαι τζιαι ‘σου δαμαί; ώστες, χωστές, τζι εννά χωστώ που κάτω που το κρεβάτιν πέρκι εν με εύρει. Τζιαι τα σιέρκα σου ετυλίουνταν γυρόν που τον λαιμόν μου. Εν εκατάφερα ηοττέ να τα ξησφίξω. Να μου τανύσεις να βάλω τες πογιές τζιαι τα ξύλα χαμαί; Μεν μου ντζίσεις. Μακριά τα σιέρκα. Μακριά τα σιέρκα σου που τες ζωγκραφκιές μου.Έλα μανά εσού, να σου τες δείξω. Μόνον εσέναν.

Να σου εξηγήσω τζιέλης να ξέρεις άμαν σ’ αρωτούν οι γειτόνισσες
για τα ψυχρά τζιαι τα θερμά χρώματα. Τα ψυχρά μανά,έν’ όπως ο σιονιάς, το χαλάζιν, μια νύχτα του Δετζέβρη δίχα ξύλα στην τσιμινιάν τζιαι η ψυσιή του πατέρα μου. Τα θερμά έν’ όπως την καρκιάν σου. Αγκάλιασ’ με νάκκον να συβράσω Μανά εσύ εκαταλάβαιννές με.
Μια γεναίκα αγράμματη έμπαινεν μέσα στην ψυσιήν μου. Τζιαι ‘γιω πάντα αρώτουν την, έννεν θεά; έννεν θεά; Τζι έδειχνα της την ζωγκραφκιάν μου.
«Ούλα την Παναγίαν, γιε μου. Δοξάζω το όνομάν της το μιάλον». Ό,τι τζιαι να σου έδειχνα μανά, πάντα έτσι μου ελάλες. Μπορεί να ήταν η δική μου θεά, μπορεί να ήταν τζιαι η Παναγία. Μπορεί να ήταν η αλήθκεια μιας τοπιογραφίας,
οι τονικές διαβαθμίσεις των χρωμάτων.
Μπορεί να ‘ταν το αχνόν μπλε μέχρι το απαλόν καφέ.
Να ‘ταν το νοητικόν υπόβαθρον.
Τα διαλείμματα φωτός.
Οι παρεκκλίσεις που την πραγματικότηταν.

.

Η ΣΙΩΠΗ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑΞΕΝΗ ΑΠΟΨΕ (2003)

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ TOΥ ΕΡΓΟΥ

ΤΖΙΜ: Νεαρός, ιδιοκτήτης μοτέλ στη Σουηδία.
ΜΠΙΡΚΙΤΑ: Μνηστή του Τζιμ.
ΑΝ ΧΕΛΕΝ: Αδερφή του Τζιμ.
ΑΚΕ: Φίλος του Τζιμ και της Μπιρκίτα.
ΣΟΥΝΕ: Παλιός φίλος της Μπιρκίτα.
ΤΡΕΙΣ ΑΝΔΡΕΣ: Οδηγοί νταλίκας, πελάτες στο εστιατόριο του μοτέλ.
ΤΡΕΙΣ ΑΝΔΡΕΣ: Μπάουνσερς (άνδρες της ασφάλειας νυκτερινού κέντρου). Μπορούν να είναι οι ίδιοι οι ηθοποιοί που υποδύονται τους πελάτες στο εστιατόριο του μοτέλ.

Το έργο διαδραματίζεται σ’ ένα επαρχιακό χωριουδάκι της Σουηδίας. Βόρεια. Σύνορα με τη Λαπωνία. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990.

ΣΚΗΝΙΚΟ

ΠΡΩΤΟ:
Το εσωτερικό ενός μοτέλ που επιδιορθώνεται σταδιακά σε κάθε σκηνή του έργου. Υπάρχει η τραπεζαρία του εστιατορίου, μπαρ, και τζάκι. Στο βάθος φαίνεται μέρος της κουζίνας. Συνεχόμενο με το μοτέλ είναι το εργαστήριο μηχανών μεγάλου κυβισμού. Μια πόρτα μεγάλη επικοινωνεί με το μοτέλ και το εργαστήριο.

ΔΕΥΤΕΡΟ:
Εσωτερικό δισκοθήκης. Ο πρώτος χώρος μπορεί να διαμορφωθεί εύκολα σαν δεύτερος χώρος.

ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ

ΣΟΥΝΕ
Ποια μέρα πήγαμε στην περιοχή των παγωμένων λιμνών Τζιμ;

ΤΖΙΜ
Την περασμένη βδομάδα.

ΣΟΥΝΕ
Ποια μέρα σε ρώτησα.

ΤΖΙΜ
Δεν θυμάμαι, Σούνε. Τι σημασία έχει; Ίσως να ’τανε Πέμπτη, Παρασκευή. Ποια μέρα δεν πήγες στο υαλουργείο; Εσύ ξέρεις καλύτερα.

ΣΟΥΝΕ
Εμένα μου φαίνεται πως ήταν Παρασκευή. Παρασκευή, είμαι βέβαιος.

ΤΖΙΜ
Μα γιατί;

ΣΟΥΝΕ
Τι ώρα ψαρεύαμε;

ΤΖΙΜ
Μεσημέρι. Δώδεκα, μία, εκεί κοντά. Μα τι;

ΣΟΥΝΕ
Διάβασε και καμιά εφημερίδα (του δείχνει μια εφημερίδα). Σκότωσαν δυο ελάφια εκεί κοντά. Ψάχνουν τους λαθροκυνηγούς. Οι τύποι που είδαμε και τους ξανάδαμε στην περιοχή των παγωμένων λιμνών… Τότε που ήταν και τα κορίτσια μαζί μας, η Αγκνέτα και η Μπιρκίτα. Από την ίδια στιγμή κατάλαβα πως ήταν ύποπτοι.

ΤΖΙΜ
Όχι, που να πάρει. Μην με κοιτάς. Αποκλείεται.

ΣΟΥΝΕ
Πρέπει να πάμε στην αστυνομία να πούμε πως τους είδαμε.

ΤΖΙΜ
Τι εννοείς;

ΣΟΥΝΕ
Εννοώ πως τραβήξαμε και κάτι φωτογραφίες…

ΤΖΙΜ
Δεν θέλω πάρε-δώσε με την αστυνομία. Κόφτο. Πολύ περίεργος είσαι.

ΣΟΥΝΕ
Κρίμα. Γιατί θα μπορούσες να φτιάξεις τόσο γρήγορα αυτή την άθλια κατάσταση.

ΤΖΙΜ
Ποια κατάσταση;

ΣΟΥΝΕ
Αυτό το ρημάδι που προσπαθείς τόσο καιρό να ανακαινίσεις. Πολλά λεφτά ανόητε, δεν θα ’χεις ανάγκη να μαστορεύεις από το πρωί μέχρι το βράδυ.
Μια και καλή θα το τελειώσεις.

ΤΖΙΜ
Μ’ αρέσει αυτό που κάνω κι όπως το κάνω.

ΣΟΥΝΕ
Μια απλή κατάθεση είναι όλο κι όλο.

ΤΖΙΜ
Απλό για σένα να παίρνεις κόσμο στο λαιμό σου;

ΣΟΥΝΕ
Ας μην το ’καναν. Μα είμαι εκατό τα εκατό σίγουρος ότι ήταν αυτοί.

ΤΖΙΜ
Επίτηδες τραβούσες φωτογραφίες παλιόπαιδο.

ΣΟΥΝΕ
Μπράβο που το κατάλαβες.

ΤΖΙΜ
Τι ανοησίες είναι αυτές; Πήγαινε πίσω στο εργοστάσιο, μην χάνεις το μεροκάματο. Δεν θα σε διευκολύνω.

ΣΟΥΝΕ
Μιλούσαμε για μια καινούργια μηχανή που ενδιέφερε και σένα. Σωστά; Μόνο μ’ αυτή την αμοιβή θα μπορούσαμε να την αποκτήσουμε ανόητε. Ο μισθός
στο υαλουργείο δεν φτάνει να την αγοράσω. Αλλά ούτε κι εσένα αυτό το αχούρι.

ΤΖΙΜ
Λάθος υπολογισμό, φίλε μου.

ΣΟΥΝΕ
Τι λες;

ΤΖΙΜ
Λάθος υπολογισμό.

ΣΟΥΝΕ
Είσαι με τα καλά σου; Λέγε ό,τι θέλεις. Εγώ θα πάω και θα πω πως ήσουν κι εσύ εκεί. Ένας ξένος μαυροκέφαλος.

ΤΖΙΜ
Άντε χάσου.

(Ο Σούνε γελά ειρωνικά. Όση ώρα μιλούσε έπινε κιόλας.
Εμφανίζεται η Μπιρκίτα. Την κοιτάζει βαθιά στα μάτια. Ύστερα φεύγει εκνευρισμένος).
Αδίστακτος είναι.

ΜΠΙΡΚΙΤΑ
Τι σου ’λεγε ο Σούνε;

ΤΖΙΜ
Σήμερα θ’ αγοράσω μπογιές, να τελειώνω το βάψιμο. Σ’ αγαπώ κούκλα. Ένα μοτέλ εδώ πάνω στο Lappland, δεν είναι λίγη υπόθεση. Εδώ κοίταξε, εδώ.
Ναι, ναι κι εκεί. Στο πάνω και στο κάτω μέρος. Ό,τι κάνω θα ’ναι δικό σου. Δικό μας Μπιρκίτα.

ΜΠΙΡΚΙΤΑ
Τι κουβεντιάζατε κι έφυγε τόσο αναστατωμένος ο Σούνε έτοιμος να εκραγεί;

ΤΖΙΜ
Δες το χιόνι εκεί έξω. Παρ’ όλο που μπαίνουμε στο καλοκαίρι, όλη τη νύχτα έριχνε. Δεν. είναι υπέροχα;

ΜΠΙΡΚΙΤΑ
Είναι που ’σαι ασυνήθιστος. Γι’ αυτό σου κάνει εντύπωση. Εγώ το βαρέθηκα.

ΤΖΙΜ
Έξι χρόνια ζω εδώ στη Σουηδία Μπιρκίτα και λες ακόμα πως είμαι ασυνήθιστος;

ΜΠΙΡΚΙΤΑ
Όχι ακριβώς εδώ, λίγο’ πάρα έξω ζούσες. Να σου υπενθυμίσω. Στο διπλανό χωριό. Στο Νάρβικ. Κι όχι μόνος σου…

ΤΖΙΜ
Μου φαίνεται έχεις κέφια. Τι είναι αγάπη μου, δεν καταλαβαίνω τι εννοείς.

ΜΠΙΡΚΙΤΑ
Ναι, αυτό εννοώ.

…/…

.

ΦΕΓΓΑΡΙ ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ (1996)

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

ΛΙΛΙΑΝ: Διάσημη ηθοποιός
ΙΑΣΟΝΑΣ: Σύζυγος της Λίλιαν. Ηθοποιός
ΑΘΑΝΑΣΙΑ: Ηθοποιός
ΑΛΕΞ: Σκηνοθέτης
ΘΑΛΕΙΑ: Νεαρή ηθοποιός

Το Φεγγάρι μην κλαις πρωτοπαρουσιάστηκε τον Απρίλιο
του 1996 στη Λευκωσία από το θέατρο ΕΝΑ. Στην παράσταση συνετέλεσαν:
Σκηνοθεσία: Αντρέας Χριστοδουλίδης
Φωτισμός: Αντρέας Χριστοδουλίδης, Κούλης Αλλαγιώτης
Βοηθός Σκηνοθέτη: Αλεξία Παπαλαζάρου
Διεύθυνση παραγωγής: Μαρία Μανναρίδου Καρσερά
Μηχανικός σκηνής: Νέστορας Στάθης
Ηχογράφηση: Suite Sixteen
Φωτογράφιση: Χρήστος Αβρααμίδης

ΗΘΟΠΟΙΟΙ
Κώστας Καζάκας: Ιάσων
Τάκης Καϊμακλιώτης: Άλεξ
Ζωή Κυπριανού: Αθανασία
Νόνικα Μελέκη: Θάλεια
Ιωάννα Σιαφκάλη: Λίλιαν
Νέστορας Στάθης: Φύλακας

Ανοίγει η σκηνή. Μέσα, στον κήπο της πίσω αυλής του ξενοδοχείου «Σφίγγα», όπου μένει ο θίασος, είναι τοποθετημένο ένα κρεβάτι με τέσσερις σιδερένιες κολόνες. Μόνο αυτό φωτίζεται. Είναι ο Άλεξ με την Αθανασία που κάνουν έρωτα.

ΑΛΕΞ
Το σώμα σου καίει, Αθανασία. Θα ’λεγες πως ένα ηφαίστειο μέσα σου είναι έτοιμο να εκραγεί.

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Περιμένω χρόνια αυτή την έκρηξη, Άλεξ. Πυριτιδαποθήκη. Πότε θ’ ανάψει επιτέλους το σπίρτο;

ΑΛΕΞ
Και το δέρμα σου έχει μια άλλη υφή. Μ αρέσει να σε χαϊδεύω.

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Μ’ αρέσει που με χαϊδεύεις. Ξεχνιέμαι!

ΑΛΕΞ
Από τι;

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Ω! Καλέ μου Άλεξ! Δε σ’ αφορούν αυτά. Έλα! Κράτησε με λίγο ακόμα κοντά σου. Να μπορούσαν μερικές στιγμές να κρατήσουν για πάντα…

ΑΛΕΞ
Θα σε ξαναδώ;

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Ίσως! Τώρα δεν ξέρω. Ίσως…

ΑΛΕΞ
Θα το ήθελα πολύ.

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Θα μου ήταν λύση, ξέρεις. Όχι! Αυτό! Όχι εσένα.

ΑΛΕΞ
Τι εννοείς;

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Αυτά τα δωμάτια… Είναι πληκτικά. Μονάχα καθρέφτες. Όσο θες να ξεχάσεις την ύπαρξή σου, τόσο στην υπενθυμίζουν.

ΑΛΕΞ
Δεν υπάρχουν παράθυρα! Μονάχα μια πόρτα!

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Ξερείς γιατί;

ΑΛΕΞ
Το υποψιάζομαι.

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Είναι τόσο αμαρτωλά, που σε προστατεύουν.

ΑΛΕΞ
Από τι;

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Από αυτό ακριβώς που κατάλαβες.

ΑΛΕΞ
Γιατί ν’ αυτοκτονήσεις, Αθανασία;

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Έτσι που δεν έχω τίποτε άλλο καλύτερο.

ΑΛΕΞ
Είσαι περίεργος άνθρωπος.

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Θέλω να κοιμηθώ.

ΑΛΕΞ
Θα σου κρατήσω συντροφιά.

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Ω! Άλεξ, μη γίνεσαι τόσο καλός. Δεν το αντέχω! Η καλοσύνη με κουράζει.

ΑΛΕΞ
Τ’ άρωμά σου είναι μεθυστικό.

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Εκείνος το διάλεξε.

ΑΛΕΞ
Τον αγαπάς;

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Δεν ξέρω.

ΑΛΕΞ
Τότε τι τον κρατάς;

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Είναι αργά για επαναστάσεις, Άλεξ.

ΑΛΕΞ
Ποτέ δεν είναι αργά. Άφησέ τον.

Την αγκαλιάζει.

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Τα μπράτσα σου φαίνονται έμπιστα. Ναι! Τον αγαπώ…

Φεύγει από τον Άλεξ.

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Με το πέρασμα του χρόνου συμβιώνω με τις αναρίθμητες φιλοδοξίες που μ’ εγκατέλειψαν. Έντρομη, προσπαθώ να κρατήσω ισορροπίες δυσνόητες. Σύγχυση. Μέσα μου, γονιμοποιείται το σπέρμα της εγκαρτέρησης και δεν είναι αυτό στη φύση μου, διάβολε. Όχι! Δεν είναι.

ΑΛΕΞ
Είναι όμως επιλογή σου.

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Ούτε αυτό.

ΑΛΕΞ
Τότε;

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Ψευδαίσθηση επικοινωνίας. Εξασφάλιση ή ανασφάλεια. Μεταβατική περίοδος και τα παρόμοια.

ΑΛΕΞ
Δε σε καταλαβαίνω.

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Μην το ψάξεις. Είσαι όμορφος άνδρας. Εντυπωσιακός. Και το μούσι σού προσθέτει μια νεανική γοητεία.

ΑΛΕΞ
Η μητέρα ήτανε Ελληνίδα κι ο πατέρας ξένος.

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Τι ξένος;

ΑΛΕΞ
Εννοώ δεν ήταν Έλληνας.

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Ναι αλλά τι ήτανε; Πού γεννήθηκες, Άλεξ;

ΑΛΕΞ
Ταξιδεύω ασταμάτητα και σκηνοθετώ. Ξέχασα ποια είναι η πατρίδα μου. Ο κόσμος δεν έχει σύνορα και κτητικές αντωνυμίες, Αθανασία. Πατρίδα
είναι όλη η γη κι όλος ο κόσμος.

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Ναι, αλλά πρέπει κάπου να γεννήθηκες.

Ο Άλεξ γελά.

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Γλυκέ μου μυθοπλάστη. Ποιος είσαι;

ΑΛΕΞ
Ας πούμε πως είμαι ένα πρώην παλιόπαιδο. Αυτό σε ικανοποιεί;

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Αυτό ερεθίζει περισσότερο! Ένα πρώην παλιόπαιδο, που στα έργα που σκηνοθετεί, τα εισιτήρια προπωλούνται από μήνες. Μια παγκόσμια πρεμιέρα στο O’Keefe Centre for the Performing Arts αποτέλεσε γεγονός στην περσινή σεζόν.

ΑΛΕΞ
Κι εσύ πώς το ξέρεις;

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Το διάβασα στις εφημερίδες. Τι ήταν αυτό που σε ώθησε μετά από τέτοιο θρίαμβο, που συνεχίστηκε στο Metropolitan Opera; Τι κρύβεις, άγνωστε
Άλεξ;

ΑΛΕΞ
Μα σου είπα. Η γιαγιά μου ήταν από δω. Η Ελλάδα πάντα με προκαλούσε.

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Τι συγκεκριμένα;

ΑΛΕΞ
Αθανασία, πάντα ρωτάς;

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Πάντα.

ΑΛΕΞ
Φιλάς όμορφα.

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Μη μιλάς.

Ακολουθεί ερωτική σκηνή με μουσική υπόκρουση όχι παρατεταμένη. Η Αθανασία πετάγεται πάνω διακόπτοντας.

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Είσαι γοητευτικός και φιλόδοξος.

ΑΛΕΞ
Είναι τ’ αμάρτημά μου.

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Μόνο αυτό;

ΑΛΕΞ
Και αυτό.

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Κρατάς σωστές αναλογίες.

ΑΛΕΞ
Γιατί φοβάσαι το πάθος στον έρωτα;

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Αποφεύγω την εξάρτηση. Το πάθος με παρασύρει.

ΑΛΕΞ
Εμένα εκείνο που με παρασύρει είναι η τέχνη. Ο έρωτας με ταξιδεύει σε περιπέτειες εντυπώσεων.

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Κι απόψε πού βρίσκεσαι, Άλεξ;

ΑΛΕΞ
Στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα των Δελφών, ανάμεσα στον Ηνίοχο και τη Σφίγγα, τη Νίκη του Παιωνίου και τον ακανθωτό κίονα των γυναικών που χορεύουν. Ανάμεσα σε Ιερομνήμονες κι Αμφικτίονες. Ανάμεσα στο Ιερατείο και την Πυθία. Κοντά σου, Αθανασία. Μαζί σου.

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Γιατί προσέχεις τόσο εκείνη;

ΑΛΕΞ
Ποια εκείνη;

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Τη Λίλιαν.

ΑΛΕΞ
Δεν την προσέχω περισσότερο από όσο τους άλλους ηθοποιούς. Είναι ο ρόλος της που τ’ απαιτεί. Μην ξεχνάς, έχει τον πρώτο λόγο σαν Μήδεια.

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Το ξέρω. Δεν είναι ανάγκη να μου το υπενθυμίζεις. Όμως στέκεις όρθιος σαν πρωτοετής φοιτητής μπροστά της.

ΑΛΕΞ
Την καθοδηγώ. Έχει ένα σπάνιο ταλέντο.

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Καλή είναι.

ΑΛΕΞ
Είναι σπουδαία! Είναι μοναδική. Έχει…

Ενώ ο Άλεξ μιλά με ενθουσιασμό για τη Λίλιαν, η Αθανασία τον διακόπτει απότομα.

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Δε με νοιάζει τι είναι και τι δεν είναι.

ΑΛΕΞ
Την εχθρεύεσαι, Αθανασία;

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Τη μισώ, Άλεξ, μακάρι να πέθαινε.

ΑΛΕΞ
Τόσο πολύ;

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Πιο πολύ απ’ ό,τι φαντάζεσαι.

ΑΛΕΞ
Μήπως αυτό είναι επικίνδυνο;

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Ω! Μα είσαι τόσο ξένος. Δεν ξέρεις σχεδόν τίποτε. Καλύτερα έτσι! Μείνε έξω από αυτά, σκηνοθέτη μου.

Χαμηλώνουν σταδιακά τα λιγοστά φώτα που προβάλλουν το κρεβάτι. Από κάθε γωνιά του κρεβατιού που τώρα είναι εντελώς σκοτεινό, ξεπροβάλλει μια φιγούρα που φωτίζεται μονάχα αυτή από έναν προβολέα. Όλοι οι ηθοποιοί φορούν από μια μικρή μάσκα στα μάτια.

ΛΙΛΙΑΝ
Μια ατέλειωτη θαμμένη οργή λειτουργεί βασανιστικά μέσα μου. Οι δυνάμεις μου ν’ ανταγωνιστώ αυτό που με πόνεσε βαθιά, μ’ εγκατέλειπαν την
τελευταία στιγμή τους. Ανέπτυξα μόνο μια ανε’^άρτητη σκέψη κι αυτή με κράτησε. Η προδιάθεσή μου για επιθετικότητα καταλάγιασε με τα χρόνια.
Είμαι η Λίλιαν. Γεννήθηκα από γονείς μετανάστες που είχαν τα κότσια και τη δύναμη να διώχνουν την κατάθλιψη της προέλευσής τους, να ευθυγραμμίζονται στους καινούριους νόμους, χωρίς να επιλέγουν ή να επιβάλλουν το κοινωνικό τους πρόσωπο. Κι όμως, εξέλαβαν ως παραβίαση αυτής της ευθυγράμμισης τις επιλογές μου. Θεατρίνα. Εδώ στη Νέα Γη έπρεπε να ριζώσω με κάθε τρόπο.

ΙΑΣΟΝΑΣ
0 όρος ψυχοθεραπεία με τρόμαζε. Ωστόσο τη χρησιμοποίησα για ν’ απελευθερώσω το μπλοκαρισμένο σε τέτοιο βαθμό σώμα και σκέψη μου. Τα
βαθύτερα συναισθήματα δεν απαλλάχτηκαν ποτέ από αυτή τη φόρτιση κι ούτε ένιωσα την ανακούφιση με όλες αυτές τις διαδικασίες. Δε συνθηκολόγησα με το βαθύτερο εαυτό μου. Η ζωή μου κύλησε μεταξύ του σπιτιού μου και της Πολυκατοικίας Αυγή διαμέρισμα 301, Αλιάκμονος και Λευκού Οίκου. Μα αργά το βράδυ επέστρεφα. Εδώ ανήκω. Και η Λίλιαν είναι η γυναίκα μου.

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Εκείνο που με έμαθε ο πατέρας από μικρό κοριτσάκι είναι να είμαι αυθεντική. Πιστή στον εαυτό και στις πράξεις μου. Η μάνα μου μιλούσε για τόλμη και πάθος κι ακόμα να μην αντλήσω ποτέ δύναμη από κανένα σύζυγο. Κανένας δεν μπορεί να σε κάνει ευτυχισμένο, έλεγε, εάν δεν κουβαλάς μέσα σου τα ζωντανά κύτταρα του λόγου ύπαρξής σου. Τα μαλλιά μου τα διατήρησα πάντοτε μαύρα, σ’ αυτό το μήκος. Του αρέσανε. Μένω στην οδό Αλιάκμονος και Λευκού Οίκου 26. Διαμέρισμα 301. Πολυκατοικία Αυγή. Με λένε Αθανασία.

ΑΛΕΞ
Το όνομα της τέχνης μου έφερνε από παιδί τη γεύση του αλατιού στα χείλη. Πολύ το μάσησα λοιπόν το αλάτι τούτο κι ήμουνα διατεθειμένος να
συγχωρέσω κάθε αδυναμία ανθρώπινη στ’ όνομά του. Μερικά πράγματα όμως δε χωράνε διαπραγμάτευση. Πολύ περισσότερο όταν αυτά εκτυλίσσονται στους Δελφούς. Η γεύση του αλατιού, που λέγαμε, αλλοιώνεται εδώ. Το παιχνίδι της φθοράς και της αναζήτησης μεταβάλλεται σε παιχνίδι δυνατοτήτων της ανθρώπινης τρέλας. Διάβασα κάπου πως ο γάμος είναι συμβόλαιο αλληλοεκτίμησης και συνισταμένη αμοιβαίων συμβιβασμών. Κι
ο έρωτας, η εξουσία.

ΘΑΛΕΙΑ
Εγώ είμαι η Θάλεια. Ο χαρακτηρισμός του Ευριπίδη σαν μισογύνη ποτέ δε με βρήκε σύμφωνη. Πώς αλλιώς θα δημιουργούσε τέτοιες μορφές, όπως η Φαίδρα, η Κρέουσα και στην προκειμένη περίπτωση η Μήδεια, αν δεν έσκυβε με σεβασμό στα μύχια της ψυχής και της συμπεριφοράς της γυναίκας; Τα πρόσωπα του έργου είναι τραγικά και τα συμφραζόμενα τραγικότερα.

Σβήνουν οι προβολείς που παρουσιάζουν τους πρωταγωνιστές και μένει ένα πολύ χαμηλό φως. Σηκώνουν το κρεβάτι, για να το μεταφέρουν πίσω από το σκηνικό οι πέντε ηθοποιοί. Γίνεται μια κίνηση σαν να χορεύουν το κρεβάτι και μια συνομιλία μεταξύ των ηθοποιών. Χορός. Φορούν ο καθένας μια μάσκα στο πρόσωπο. Όταν μιλούν, ένας ένας βγάζει αυτή τη μάσκα. Κινούνται σαν σε όνειρο μέσα σε ομίχλη.

ΛΙΛΙΑΝ
Φοβάμαι το χωρισμό. Τον φοβάμαι. Τον φοβάμαι. Τον φοβάμαι.

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Μια ανοικτή βαλίτσα που δεν έκλεισα ποτέ. Ποτέ. Ποτέ. Ποτέ.

ΙΑΣΟΝΑΣ
Όνειρο για εφιάλτης; Εφιάλτης. Εφιάλτης. Εφιάλτης.

ΑΛΕΞ
Για σένα ήρθα. Για σένα. Για σένα. Μόνο για σένα.

ΛΙΛΙΑΝ
Μάργκαρετ μη φεύγεις.

ΙΑΣΟΝΑΣ
Βαρέθηκα το παραμύθι σου, Μάργκαρετ.

ΛΙΛΙΑΝ
Δεν είναι παραμύθι.

ΑΛΕΞ
Είναι το ημερολόγιό της.

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Θα μας τρελάνει.

ΛΙΛΙΑΝ
Η Μάργκαρετ θα υπάρχει όσο θα υπάρχω.

ΙΑΣΟΝΑΣ
Η ψυχοθεραπεία με τρομάζει.

ΘΑΛΕΙΑ
Είναι η μόνη λύση.

ΛΙΛΙΑΝ
Χωρισμός. Χωρισμός. Χωρισμός. Αμάρτημα ο έρωτας.

ΙΑΣΟΝΑΣ
Κι εγώ πολύ αμάρτησα.

ΘΑΛΕΙΑ
Κι. εγώ πολύ θέλω να νιώσω την αμαρτία αυτή.

ΛΙΛΙΑΝ
Μουντές αποχρώσεις ονείρων. Ορατότητα καθόλου. Μα ίχνη βαθιά στην ψυχή σ’ αρρωσταίνουν.

ΑΛΕΞ
Ίχνη βαθιά.

ΙΑΣΟΝΑΣ
Στο σώμα.

ΑΘΑΝΑΣΙΑ
Στο μυαλό.

ΑΛΕΞ
Δεν υπάρχει διάλογος.

…/…

.

ΤΟ ΑΛΛΟ ΜΙΣΟ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ (1992)

ΠΡΟΣΩΠΑ
ΕΛΒΙΡΑ
Γεροντοκόρη, επιφυλακτική, αρνητική, χωρίς εμπιστοσύνη
στους γύρω της.
ΑΝΝΥ
Γλυκιά, τρυφερή, ευαίσθητη, σέρνεται στο προσωπικό της
μαρτύριο και της φίλης της. Καταδικασμένη στη μετριότητα.
ΜΥΡΤΩ
Προσπαθεί να συμβιβάσει τα πάντα.
ΔΑΦΝΗ
Κάτω από μια μάσκα κακίας κρύβει τις προσωπικές της
ανασφάλειες.
ΜΑΡΘΑ
Ωραία, γοητευτική κι αδιάφορη για όλα που προβληματίζουν
τις φίλες της.
ΟΑΓΗ
Χάθηκε σε ηλικία δεκαοκτώ χρόνων.

ΣΚΗΝΙΚΟ
Ένα αρχοντικό σπίτι στο νησί. Δείχνει να έχει ζήσει παλιές
δόξες. Απαραίτητα στοιχεία που συνθέτουν το σκηνικό, ένα
πιάνο, τρία πορτρέτα, της Όλγης, του Αλέξανδρου, της
Ισμήνης, σαλόνι, τραπεζαρία, τζάκι, σκάλα που ανεβάζει στα
πάνω δωμάτια, πόρτα προς την κουζίνα κι η εξώπορτα.

ΔΑΦΝΗ -Επιτέλους! Εδώ είμαστε.

ΜΥΡΤΩ -Ε, δεν ήταν και τόσο δύσκολο να φτάσουμε, Δάφνη.

ΔΑΦΝΗ -Πώς δεν ήταν, Μυρτώ; Είμαστε εμείς για τέτοια;

ΜΥΡΤΩ -Και τι έχουμε; Και γιατί δεν είμαστε για τέτοια εμείς;

ΔΑΦΝΗ -Περιπέτεια σκέτη.

ΜΥΡΤΩ -Τι, λες, καλέ Δάφνη; Ποια περιπέτεια, να περάσουμε απέναντι; Δυο βήματα είναι το νησί.

ΔΑΦΝΗ -Περιπέτεια, περιπέτεια. Πάνε οι παλιοί καλοί καιροί, που
πηγαινοερχόμαστε δεκαπέντε φορές τη μέρα. Μην ξεχνάς, Μυρτώ, πως η καθεμιά από μας έκανε ολόκληρο ταξίδι μέχρι να συναντηθούμε.

ΑΝΝΥ -Δεν ήταν άσχημη η θάλασσα.

ΕΑΒΙΡΑ -Θεριό ήταν, ύπουλη ήταν. Απ’ όλα ήταν. (Τα λέει πολύ νευρικά)

ΑΝΝΥ -Ερημιά η διαδρομή.

ΔΑΦΝΗ -Ποιος να ταξιδέψει τέτοια εποχή, Άννυ. (Ανοίγουν τα παράθυρα.)

ΕΑΒΙΡΑ -Προσέξετε μη μας τυφλώσει το φως (Ειρωνικά.)

ΜΥΡΤΩ -Έστω. Όση ώρα απομένει από τη μέρα ας το απολαύσουμε, Ελβίρα. (Ενοχλημένη.)

ΕΑΒΙΡΑ -Να ετοιμάσουμε καλού κακού τις λάμπες, τα κεριά, τα θυμιάματα …και προπαντός τα θυμιάματα… (Τονισμένα.)

ΜΥΡΤΩ -Καλά τι φοβάσαι, μη διακοπεί το ηλεκτρικό;

ΔΑΦΝΗ -Δε θα διακοπεί. Ο Καράλης είπε πως έκανε επισκευή στη γεννήτρια. Δε θα’ χουμε απρόοπτα.

ΑΝΝΥ -Ωραία, γιατί λογαριάζω να σας ετοιμάσω ένα θεσπέσιο γεύμα.

ΜΥΡΤΩ -Ας είναι καλά ο άνθρωπος. Όλα τα προβλέπει. Λες και προετοιμάζεται όλη τη χρονιά γι’ αυτή μας τη συνάντηση.

ΑΝΝΥ -Μέχρι φρεσκοκομμένα γεράνια έβαλε στα βάζα
μας (Τακτοποιεί τα λουλούδια στα βάζα.)

ΔΑΦΝΗ -Το ‘ζησε το σπίτι του νησιού. Προβλέπει τα πάντα, πάνω σ’ αυτό το βράχο ο γεροερημίτης.

ΑΝΝΥ -Κάθε απλή λεπτομέρεια.

ΜΥΡΤΩ -Κι έχει μια αγωνία μη μας λείψει τίποτε. Όλα τα άλλα όμως… (Χαριτολογώντας φτιάχνει τα διάφορα αντικείμενα που δεν είναι στη σωστή θέση.)

ΑΝΝΥ -Καλά είναι, Μυρτώ. Τί σ’ ενοχλούν; Αύριο θα τα χαιρετίσουμε πάλι. Γέρασε το πουλάκι μου. Σήκωνε με τόσο κόπο τις βαλίτσες.

ΔΑΦΝΗ -Δώσαμε νόημα στη μοναξιά του. Τι άλλο θέλει; Καλά τον πληρώνουμε. Τι θα’ κάνε με μια σύνταξη πενταροδεκάρες;

ΕΑΒΙΡΑ -Δεν είν’ αυτό. Πολύ που τον νοιάζει για τα λεφτά. Για χατίρι της το κάνει. Ακόμα ελπίζει ο ανόητος.

ΜΥΡΤΩ -Όλες ακόμα ελπίζουμε και δεν είμαστε καθόλου ανόητες.

ΕΑΒΙΡΑ -Τίποτα δεν άλλαξε. Όλα αμετακίνητα. Στην ίδια πάντα μελαγχολία. Σταθεροποίηση εξουσίας. Μόνο η γεύση της υγρασίας εντονότερη.
(Περιεργάζεται τον χώρο.)

ΔΑΦΝΗ -Και πώς την ένιωσες; Ακόμα δεν πατήσαμε το πόδι μας καλά καλά.

ΕΑΒΙΡΑ -Εμένα ήδη με θανάτωσε. (Κατηγορηματική.)

ΔΑΦΝΗ -Εσύ και οι φαντασιώσεις σου. Κράτησε τις

…/…

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Ζήνας Λυσάνδρου Παναγίδη Φιλολόγου,MSc

Δημοτική Βιβλιοθήκη Στροβόλου
21 Μαρτίου 2013

Το ποιητικό έργο της Ευριδίκης Περικλέους Παπαδοπούλου‏

«Κάθε φορά που μιλώ για τον ήλιο, νιώθω να μπερδεύεται στο στόμα μου ένα ολοκόκκινο τριαντάφυλλο»έγραψε ο Ελύτης.
Κι εγώ προσθέτω, παραφράζοντας τον αγαπημένο ποιητή:
«Κάθε φορά που μιλώ για την Ευρυδίκη Περικλέους Παπαδοπούλου, μου έρχεται στο μυαλό η ρήση του Μενάνδρου:
«Ως χαρίεν έστ’ άνθρωπος, αν άνθρωπος η».
Καταρχάς, δηλώνω ότι η Ευρυδίκη για μένα είναι ένας πνευματικός άνθρωπος με εξαίρετο ήθος, σεμνότητα, γλυκύτητα, ευαισθησία, ποιότητα και αρχοντιά ψυχής, σπάνια ευγένεια, έμφυτη, κι ένα τάλαντο που είναι «Θεία Δωρεά». Την Ευρυδίκη τη γνώρισα στα πρώτα νιάτα μας, όταν ήμουν καθηγήτρια των παιδιών της στο Λύκειο Ακροπόλεως, και υπήρξε σε εκείνα τα χρόνια της προσφυγιάς μας μια αδελφική φίλη που πάντα θα την αγαπώ και θα τη θαυμάζω.
Την ποίησή της τη γνώρισα πιο πριν, όταν, όντας συνεργάτης του ραδιοφώνου του ΡΙΚ, σε εποχές που ζητούμενο ήταν η ποιότητα και η άνοδος της πνευματικής στάθμης του λαού μας, έγραφα κείμενα για την Κύπρο μας και την ιστορία της, και τα διάνθιζα με ποιήματα συμπατριωτών μας.
Τότε έπεσε στα χέρια μου η πρώτη ποιητική συλλογή της «Κι η Κερύνεια μια ανοικτή πληγή» που εκδόθηκε το 1982, και εγκωμιάζει την αγαπημένη πόλη, αλλά ταυτόχρονα συμβολίζει όλη την κατεχόμενη γενέθλια γη μας. Ομολογώ ότι με συνεπήρε η ευαισθησία της και με ταξίδεψε με τα φτερά του λυρισμού της στην πόλη του Πράξανδρου. Από τότε μαγεύτηκα, ένιωσα ότι έχω να κάνω με μια σπουδαία ποιήτρια, που μέσω των στίχων της μεταλαμπαδεύει τις αρετές της ψυχής της, τα πιστεύω της, τις αξίες που πρεσβεύει, ντυμένες με το πέπλο της αγάπης, της ευαισθησίας, της ανθρωπιάς και της καλοσύνης, δοσμένες σε μια πλούσια και πολύ εκφραστική γλώσσα.
Αξίζει να τονιστεί ότι από την πρώτη στιγμή συνειδητοποίησα την επιρροή που είχε ο Κώστας Μόντης στην ποιητική της πορεία. Σταματώ στις επαναλήψεις, όταν αναθυμάται εκείνο τον μαύρο Ιούλη:

«Πατρίδα,
δεν είμαστε μάνες τούτο τον Ιούλη,
δεν είμαστε Παναγιές».
«Δε γινόταν αλλιώς, πατρίδα,
Θάνατος στα είκοσί τους χρόνια.
Ήταν λύση αυτή;
Ήταν διέξοδος αυτή;»(Σελ.32)

Αναντίλεκτα, την Ευρυδίκη Περικλέους Παπαδοπούλου απασχολεί η έλλειψη θρησκευτικής πίστης. Βλέπει τον λαό μας να απομακρύνεται από τον Θεό:

«Τότε δε γράφαμε, Πατρίδα,
Τότε νοσταλγούσαμε χωρίς Θεό.
………….
Τότε δειπνούσαμε χωρίς Σταυρό
Με ζωή να ζητά συγχώριο».

Η ποιήτρια, έχοντας υπόψη της ότι «Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν», ότι δηλ. «καιρός παντί πράγματι», με λίγα λόγια, μετά το σκοτάδι, έρχεται το φως, μετά τη Μεγάλη Παρασκευή, έρχεται η Ανάσταση, σκορπά την αισιοδοξία, γιατί πιστεύει ακράδαντα

«πως τούτ’ η θλίψη
δε θα κρατήσει πολύ.
.τούτη η θλίψη δεν μπορεί
να κρατήσει για πάντα».(Σελ.40)

Θα ήθελα να σταθώ στη στροφή που όλα αυτά τα χρόνια τριγυρνά στο μυαλό μου:

«Πατρίδα
Μύρισε Κερύνεια απόψε η σκέψη,
Μύρισε πατρικό σπίτι
κι αναλαμπές καρδιών,
μύρισε αυλή και τριαντάφυλλο». (Σελ. 44)

Η συλλογή «Κι η Κερύνεια μια ανοικτή πληγή» τελειώνει με κάποιους στίχους- γνωμικά:

«Πατρίδα,
δεν το κατάλαβες
πως δε βολεύεται
τούτη η Κερύνεια όπως κι όπως;
Δεν ανέχεται να τη βολεύουν
όπως κι όπως;». (Σελ. 46)

Συμπερασματικά, στην πρώτη ποιητική συλλογή της Ευριδίκης Περικλέους Παπαδοπούλου, μάς εντυπωσιάζει η πληθώρα των λυρικών εξάρσεων, των ποιητικών εικόνων και μεταφορών, των επαναλήψεων, η συντομία και η επιγραμματικότητα, οι αντιθέσεις, τα αγωνιώδη ερωτήματα, ο στιβαρός, επιβλητικός λόγος, γεμάτος με μεγαλοπρέπεια. Η γλώσσα είναι η πανελλήνια δημοτική, εκτός κάποιων ιδιωματισμών.

.

Παυλίνα Παμπούδη

ΠΕΡΙ ΟΥ 25 Ιουλίου 2019

…Τα φριχτά σηκώνει η γη κι η ψυχή τα φριχτότερα (…) Οδυσσέας Ελύτης

ΩΣ ΑΛΗΘΩΣ

Η Ευρυδίκη Περικλέους Παπαδοπούλου έχει γράψει ένα συγκλονιστικό βιβλίο. Το «Ως Αληθώς», μια μυθιστορηματική μαρτυρία, είναι ένα έργο ζωής, αφιερωμένο σε μια ζωή Η ηρωίδα της ιστορίας (πραγματική ηρωίδα της ζωής), η Χαρίτα, είναι μια απλή γυναίκα η οποία όμως μνημειώνεται στη συνείδηση του αναγνώστη ως σύμβολο πίστης, καρτερίας και δύναμης: είναι η ίδια η Κύπρος.
Το κείμενο ξεδιπλώνεται ζωντανό και ρωμαλέο, ακολουθώντας την Χαρίτα από τα παιδικά της χρόνια, στους ευτυχισμένους καιρούς μιας, έστω κατ’ επίφαση, ειρήνης.
Η Χαρίτα, ξεκινά τη ζωή της στο σπίτι με τις ροδιές, ψηλά, αντίκρυ στο πέλαγος. Σ’ αυτή τη μικρή, ευλογημένη πατρίδα, που ευωδιάζει ζέφυρο, λεμονανθούς, μυριστικά και φρεσκοφουρνισμένο σταρένιο ψωμί. Μεγαλώνει ελεύθερα και ξένοιαστα, μαζί μ’ ένα ολόκληρο κοπάδι αδέρφια, ξαδέρφια. Με γονείς και παππούδες, συγγενείς και φίλους καρδιακούς. Στο μικρό χωριό Ελιά, όλες οι γενιές σφιχτοδεμένες στηρίζουν η μια την άλλη, ψηλώνει και φουντώνει η ζωή.
Η Χαρίτα είναι ένα χαρούμενο, έξυπνο και υπεύθυνο κορίτσι. Θέλει να σπουδάσει, αγαπά τα γράμματα, αγαπά να μαθαίνει ολοένα καινούργιες λέξεις και το νόημά τους. «Κάθε λέξη έχει το κλειδάκι της» τους έλεγε ο δάσκαλος στο σχολείο, κι εκείνη ήθελε να τις ξεκλειδώνει όλες. Όλες, εκτός από μερικές που φοβόταν – όπως, «αγνοούμενος».
Σαν να το ψυχανεμιζόταν πως αυτή η λέξη θα την στοίχειωνε…
Δεν πρόλαβε η Χαρίτα να σπουδάσει. Δεν πρόλαβε να χαρεί τα νιάτα της, τον άντρα της, τα μωρά της. Από αυτό τον μικρό παράδεισο βρέθηκε ξαφνικά στην κόλαση. Έζησε το αδιανόητο. Είδε κτηνωδίες, βασανισμούς, σφαγές. Είδε το σπίτι της κουρσεμένο. Πνιγμένο στο αίμα το χωριό – ποιοι χάθηκαν, ποιος γλίτωσε;
Η Κύπρος κομματιάζεται, η Κύπρος σπαράζει.
Τα χρόνια που ακολουθούν, η Χαρίτα, ανέστια, πρόσφυγας στον τόπο της, παλεύοντας σκληρά να μεγαλώσει τα παιδιά της, βάζει σκοπό στη ζωή της να κινήσει γη και ουρανό, να μάθει για τους «αγνούμενους». Έχει μαυροφορεθεί για πάντα, όμως δεν θέλει να τους κάνει μνημόσυνα και τρισάγια: «οι αγνοούμενοι δεν είναι πεθαμένοι» λέει. Συνάζει γύρω της και τις άλλες γυναίκες και τις εμψυχώνει αδιάκοπα. Κι αυτές κατεβαίνουν μαζί της στους δρόμους με τις φωτογραφίες των αδελφών, των γιων, των συζύγων, των πατεράδων στο στήθος τους.
Η Χαρίτα μιλάει στα ραδιόφωνα, στις τηλεοράσεις, στους ανθρώπους της εξουσίας. Πρέπει να μάθουν οι γυναίκες για τις τύχες των δικών τους. Να μάθει όλος ο κόσμος. Πρέπει να σπάσουν το φράγμα της σιωπής. Να τους βρουν, ζωντανούς ή πεθαμένους.
Στο τέλος, ο αγώνας της φτάνει στην πικρή δικαίωση: 34 ολόκληρα χρόνια μετά την τούρκικη εισβολή, η σιωπή σπάει και μαθαίνουν όλοι. Μαθαίνει κι η Χαρίτα πως ο άντρας της δεν γέρασε ποτέ, πως έμεινε για πάντα νεαρό αγόρι 25 χρονών, όπως στη φωτογραφία του, όπως στη μνήμη της…
Τα λείψανα όλων, συγγενών και χωριανών, ταυτοποιημένα με τη μέθοδο του DNA, εντοπίζονται, κοκαλάκι κοκκαλάκι, και θάβονται επιτέλους στον Τύμβο, για να βρουν ανάπαυση ζωντανοί και σκοτωμένοι.
Θα βρουν όμως;
Κανείς δεν απολογήθηκε, κανείς δεν τιμωρήθηκε. Ανοιχτοί οι λογαριασμοί εκείνου του Ιούλη. Κι εκείνο το πέλαγος, τώρα μια θάλασσα δακρύων πάνω από τα βυθισμένα στη λήθη.
Η Χαρίτα, δεν δίνει άφεση. Θα δίνει όμως για πάντα δύναμη, καρτερία και πίστη -πως θα έρθουν καλύτερες μέρες, πως δεν θα ξαναγίνουν άλλα τέτοια φριχτά, που ούτε η γη ούτε η ψυχή μπορούν πια να σηκώσουν.
Ναι, η Ευρυδίκη Περικλέους Παπαδοπούλου έχει γράψει ένα συγκλονιστικό βιβλίο: παρόλο που αφηγείται στο τρίτο πρόσωπο, καταφέρνει να ταυτιστεί απόλυτα με την Χαρίτα, δηλαδή να ταυτιστεί απόλυτα με την Κύπρο – πετυχαίνοντας το ίδιο και για τον αναγνώστη της.

.

Στέλιος Παπαντωνίου

Ευρυδίκη Περικλέους Παπαδοπούλου

Κατά ένα περίεργο τρόπο έχω ακόμα την αίσθηση της ανάγνωσης της πρώτης ποιητικής συλλογής της, άγνωστη ακόμα μεταξύ αγνώστων, και όμως ο στίχος της γάργαρο νερό, μοναδική ροή λόγου, σαν να έβγαινε από τον κεφαλόβρυσο, να κατακλύζει τον αναγνώστη. Μπορεί να μη μένουν τα νοήματα ή οι εικόνες, μένει όμως αυτή η αίσθηση πως γεννήθηκε μια ποιήτρια πηγαία και ολοζώντανη.
Κι ύστερα από χρόνια, να γράφει η ίδια σε κυπριακή διάλεκτο για την ποίηση στο ποίημα «Κόρη ποίηση» Μην της πιστέψεις τζι έν φελά θκιαβάζει μας τζ αναελά τσας έτσι να της πιστευτείς τσας έτσι να της γυρευτείς ξηφκάλλει πουκουππίζει σε μπαίνει βαθκιά πορπίζει σε εν ημπορείς να της κρυφτείς ξηφανερώσει σε ευτύς.
Η βαθύτατη ειλικρίνεια της ποιήτριας στο έργο της, που παίρνει σταδιακά άλλες μορφές, θεατρικός λόγος, πεζός λόγος, με μια τέχνη μαστορική, πυκνό τώρα το κεντίδι, είτε στην κυπριακή γράφει και βραβεύεται είτε μυθιστόρημα γράφει και συγκινεί και αθανατίζει μια ζωή, την ζωή της Κύπρου, με τις χαρές και τους καημούς της.
Σημασία έχει πως αυτό που ήταν τόσο φυσικό στην αρχή έγινε με τη μεθοδικότητα, την εργασία και την τέχνη, στιβαρό έργο της μεγάλης πια Ευρυδίκης Περικλέους Παπαδοπούλου, της σεμνής και σημαντικής για τα Γράμματά μας ιέρειας της Τέχνης.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.