ΣΤΕΛΛΑ-ΛΟΥΙΖΑ ΚΑΤΣΑΜΠΗ

Η Στέλλα-Λουΐζα Κατσαμπή γεννήθηκε το 1995 στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει, από πατέρα Κύπριο και μητέρα Ελληνίδα. Σπούδασε στο Τμήμα Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές σπουδές της στο Τμήμα Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Δραστηριοποιείται επαγγελματικά στον χώρο τής προσχολικής αγωγής και ασχολείται με την παραγωγή ηλεκτρονικής μουσικής.
Η πρώτη της ποιητική συλλογή Σάρκινοι θεοί δημοσιεύτηκε στον τόμο με τον τίτλο Ανθρώπινα δαιμόνια από τις εκδόσεις Ρώμη το 2018, μαζί με τη συλλογή τού Σταύρου Γκιργκένη Στον ματιού το κέντρο. Συμμετέχει στη συντακτική ομάδα του δοκιμιακού-λογοτεχνικού περιοδικού Νόημα, του οποίου είναι και ιδρυτικό μέλος.
Ποιήματα και πεζά της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά και ιστοσελίδες. Τα 500 mg ωκυτοκίνης είναι η δεύτερη ποιητική συλλογή της.

.

.

500 mg ΩΚΥΤΟΚΙΝΗΣ (2020)

ΠΕΙΝΑΩ

ΠΕΙΝΑΩ

Στο ψυγείο,
την πείνα χορταίνουν τα ληγμένα γιαούρτια.
Στην ντουλάπα,
τα τρύπια,
γεμάτα χημικά ρούχα
σκεπάζουν το κρύο.
(Αυτά για το κορμί.)

Αναζητώ τώρα
λίγη απόγνωση,
για να θρέψω την ποίηση

όταν λιμοκτονεί
μου ροκανίζει το είναι.

ΦΟΒΑΜΑΙ

Μάνα,
εσύ μου ’λεγες να φοβάμαι
τις πουτάνες,
τα σοκάκια,
τους τρελούς.

Δεν μου είπες
όμως,
μάνα,
πώς να μη φοβάμαι
τους άνδρες,
τους ευσπλαχνικούς,
τους ιδανικούς συζύγους,
τους καλούς πατέρες,
τους περιποιητικούς.

Μάνα,
φοβάμαι πως κάποια μέρα
θα με αγαπήσουν
και δεν θα μπορώ να είμαι πια
μια τρελή πουτάνα σε σοκάκια.

ΟΡΜΟΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ

ΩΚΥΤΟΚΙΝΗ

Οι άνθρωποι του δράματος σε δηλητηριώδη
σιρόπια φράουλα εθίζονται.
500 mg ωκυτοκίνης για να σκληρύνει η αντοχή
στα καθημερινά τους θέατρα.
Της απώλειας την επίγευση
δεν βρίσκουν ποτέ λυρική.
Ποτέ βλαβερότερη από τη μοναξιά η θλίψη.

Στην απεξάρτηση
φυλάγονται από πουλιά πτωματοφάγα,
αυτά που τρέφονται με τους γλυκείς χυμούς,
όσων τον έρωτα ακατέργαστα βιώνουν.

Η θεραπεία ολοκληρώνεται,
κι αυτοί ακόμη να μάθουν ν’ αγαπιούνται,
να νιώσουν επιτέλους ασφαλείς,
και

διψασμένα τα όρνεα
πλησιάζουνε ξανά.

ΕΝΤΡΟΠΙΑ

Μέσ’ στο κάδρο τυλιγμένος
σε κουρτίνα από βελούδο ρόδινο
κρατιέσαι καλά κρυμμένος
από την αλήθεια,
τα συντροφικά απογεύματα
και όσα κάποτε
πονάνε τους ανθρώπους.

Αλλά,
στον αποφλοιωτή που λέγεται ζωή,
ο χρόνος
κάτι θα βρει να ξεφλουδίσει,
Ντόριαν,

να το ξέρεις.

ΙΣΤΟΣ ή ΖΩΗ ΑΡΘΡΟΠΟΔΩΝ

ΟΙ ΑΡΧΟΝΤΕΣ ΤΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ

Κρατάνε πάντα κάτι μικρό,
ένα κεράκι για τις προσευχές,
ένα δαχτυλίδι για τα γαμήλια εμβατήρια,
ένα χτενάκι για τα μαλλιά μιας κόρης.

Κάποιες φορές,
τους πέφτει κάτι μεγάλο στα χέρια.
Μία σελήνη ολόγιομη
ή ένα καρτερικό φιλί αποχωρισμού.
Τότε
λιώνουνε σαν χρυσός,
χύνονται μέσα σε καλούπια,
να φτιάξουν έργα τέχνης
από τον εαυτό τους,
που παραμένει άυλος,
για να βασιλεύει σε έναν κόσμο φτωχικό,
που δεν έχει χώρο
για αρχοντιά,
ιδέες μεγάλες

και μικρές απολαύσεις της ζωής.

ΑΝ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΥΠΑΡΧΩ

Αν ήθελα να υπάρχω,
θα φρόντιζα πρώτα την ύλη.
Πέντε κιλά λιγότερος εαυτός,
θα μπορούσαν να χτίσουν εντέχνως το φύλο: θήλυ.

Έπειτα,
θα αφαιρούσα τη γνώση.
Σίγουρα θα μπάλωνα τις τρύπες.
Η σιωπή είναι πάντα διαθέσιμη
να προφυλάξει τη νιότη.

Τέλος,
θα άφηνα το πνεύμα ελεύθερο,
για να μη φοβάμαι
πως κάποιος
θα το λιβανίσει,
θα το ξορκίσει,
στην προσπάθειά του
να τρυπώσει στην ύλη
ή να καλλωπίσει την άγνοια
ή και να μ’ αφανίσει.

ΦΑΝΤΑΖΟΜΑΙ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ

Φαντάζομαι τον θάνατο
σαν νυφικό σε ντουλάπα θαμμένο.
Η κόρη θυμάται τη μάνα της.
Ο γιος, την αγάπη του την πρώτη.

Φαντάζομαι τον θάνατο,
καραβόπανο τρύπιο
στου πατρικού τ’ αποθηκάκι.
Οι συγγενείς ξέχασαν
πως προσφάτως φορέθηκε
από μια μάνα,
μια νύφη,
μίαν αγαπημένη.

Υποψιάζομαι όμως
πως φαντάζομαι τον θάνατο
γιατί πολύ αμφιβάλλω αν
υπάρχει ζωή,
μάνα καλή,
νύφη ευτυχισμένη,
ή
αγάπη που να μη θάβεται
εξαρχής,
καταμεσής,
εντέλει,
σε έναν ορίζοντα πελάγους.

.

ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΑΙΜΟΝΙΑ (2018)

Α’ ΣΑΡΚΙΝΟΙ ΘΕΟΙ

ΕΝΑΣ ΑΛΛΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

Προσπάθησα να σε κάνω αθάνατο,
μα δεν έβρισκα λέξεις που να μην περιέχουν χρόνο.
Όλες στον αόριστο, και μετά,
Δραματικό Ενεστώτα.
Δεν έβρισκα μελάνι αρκετά ανεξίτηλο,
να χαραχτεί στο δέρμα μου ες αεί.

Πονούσα όμως.
Εκεί που με άγγιζες,
εκεί που δεν με άγγιζες
και κυρίως εκεί που άγγιζαν κάποιον άλλο τα χέρια σου.

Θυσίασα τη θνητότητα μου,
για να πλάσω τη δίκη σου αθανασία.
Στέρεψε κάθε χρώμα πορφυρό.
Όλα σαν από φωτογραφία ασπρόμαυρα.

Αυτή τη φορά νικήθηκα.
Κι αν νικήθηκα εγώ,
πώς να μην νικηθούμε εμείς;

ΠΑΡΑΠΟΝΟ

Ποτέ μου δεν πίστεψα σε τίποτα,
ούτε σε θεούς, ούτε σε δράκους.
Μόνη σέρνω το λίθο της ύπαρξής μου.

Ώρες πέρασα μπροστά σε εικόνες,
μήπως σαλέψει ο άγιος.
Κοίταζα το είδωλό μου στον καθρέφτη,
μήπως άγγελος Κυρίου κατεβεί.

Ψιθύρισα μάλιστα και προσευχές,
μπήκα μέσα σ’ εκκλησιές,
ύμνους αγάπης προσκύνησαν τα χείλη.
Εν τέλει αναλώθηκα σ’ αυτή την θαλπωρή.

Μάταιος κόπος.

Πέρασαν οι μέρες, χάνονται τα χρόνια
και θα έχω γεράσει πια.
Φοβάμαι μην πεθάνω
και δεν προλάβω να πιστέψω στον Θεό.

ΤΡΕΙΣ ΦΑΚΕΛΟΙ

Ξανά μόνη έμεινα να σκέφτομαι όσα έδωσα.
Αλλά περισσότερο αυτά που πήρα.
Ανοίγω λοιπόν τους καταχωνιασμένους φακέλους,
γεμάτοι αρχεία παλιά και σκονισμένα.
Βέβαια γράφουν τ’ όνομά σου απάνω.
Τρεις φάκελοι μόνο για σένα.

Ο πρώτος φάκελος: ο έρωτας.
Σκόρπια πράγματα.
Φράσεις στις οποίες έλειπαν γράμματα,
άδειες γραμμές και σελίδες, κομμένες λέξεις.
Υπήρχαν μάλιστα και λουλούδια,
έμπρακτες αποδείξεις στάσιμης αγάπης.
Γιατί θυμάμαι ποτέ δεν ήσουν καλός στα λόγια,
αλλά και στις πράξεις σαν να υστερούσες λιγάκι.

Ο δεύτερος φάκελος: το κορμί.
Πληθώρα πραγμάτων αυτή την φορά.
Τι ωραία που είναι όλα, συμμαζεμένα!
Όλα τακτοποιημένα, αριθμημένα και ζωντανά.
Άλλωστε θυμάμαι το κορμί σου
πάντα συνέθλιβε το δικό μου με τόση χάρη.
Πώς να μην είναι όλα εν τάξει;

Ο τρίτος φάκελος και τελευταίος: επικοινωνία.
Κενός, ή σχεδόν κενός.
Μόνο ένα σημείωμα που γράφει:
«Δες τον φάκελο δύο»
Αφού θυμάμαι πως όλο το ελάχιστο της επικοινωνίας μας
κρυβόταν πίσω απ’ τα κορμιά μας.

Ύστερα, έβαλα τους φακέλους στη θέση τους
και τους κλείδωσα καλά στο σκονισμένο συρτάρι της
μνήμης.
Σιωπηλή όπως πάντα,
όταν έχω να κάνω μαζί σου.

ΑΓΑΠΑ ΜΕ

Σε παρακαλώ, αγάπησε με σήμερα.
Αγάπα με,
όπως θα αγαπούσες κάποιον που πέθανε,
χωρίς φόβους, τέλματα και ασάφειες.

Θέλω την ασφάλεια του νεκρού ανθρώπου,
μόνιμη, σταθερή, γεμάτη από την μετάνοια
όσων τον αδίκησαν.
Την πλήρη απουσία συνείδησης.

Θέλω η αγάπη σου να είναι κρύα,
σαν το κορμί μου,
και πέρα από τη ζωή την ίδια,
άχρονη, σαφής και επιβεβλημένη.

Να με συγχωρέσεις για όλα,
σαν τους νεκρούς,
να εύχεσαι να μπορούσα να ζω
δίχως το αίμα στις φλέβες μου.

Αγάπα με σαν κάτι που δεν υπάρχει ή δεν ζει.
Ή απλώς, σε παρακαλώ, αγάπα με.
Αγάπα με.

ΑΠΟ-ΠΟΙΗΣΗ ΛΥΓΜΩΝ

Μακραίνω τα νύχια.
Μεγάλωσα πια.
Μονάχο χρώμα τους,
το ενήλικο κόκκινο.

Βαλβίδες ξεβιδώνει ο ποιητής.
Θέλει να ανακόψει το αίμα.
Πρέπει επειγόντως να χυθεί,
αποκαλύπτοντας κάθε γνώση κι οδύνη

Τα μικρά μου ποιήματα,
τα μεγάλα μου νύχια,
στο λαιμό του αυτόχειρα,
θηλιά.

ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΤΣΑΛΑΚΩΝΟΝΤΑΙ

Τ’ αλουμινόχαρτο.
Ο σκύλος που δεν χάιδεψες.
Ο άστεγος στο φανάρι.
-Εγώ στο πάτωμα σε στάση εμβρυακή-

Τα ρούχα σου πριν το μπάνιο.
Το στομάχι μου όταν δεν έρχεσαι.
Οι πεταλούδες στο κουκούλι.
-Εγώ κάτω απ’ το τραπέζι της κουζίνας-

Η μάνα μου όταν δεν συμμαζεύω.
Ο μπαμπάς μου όταν γυρνάω αργά.
Εσύ, όταν κλαίω μπροστά σου.
-Εγώ μέσα στην παιδική ντουλάπα-

Το πακέτο απ’ τα τσιγάρα μου.
Ο πελτές ντομάτας για τα μακαρόνια σου.
-Εγώ στη γωνία του καναπέ σου-

Όλα αυτά που τσαλακώνονται πάνε στα σκουπίδια.
Όλοι αυτοί που τσαλακώνονται,
πού πάνε,
πριν καταλήξουν στα σκουπίδια;

ΤΙ ΚΑΙΕΙ ΤΑ Λ(Ε)ΙΠΗ;

Λίπη έχουν οι πίτσες, το αλκοόλ και τα γλυκά.
Τρως χωρίς υπόλοιπα.
Στο νεροχύτη τα κατάλοιπα
καίγονται με καθαριστικά.

Λύπη έχει το δέρμα, τα χείλη και τα χέρια.
Αφέθηκαν ανέγγιχτα
ή αγγίχτηκαν οικτρά.
Καίγεται ως μελάνι σε χαρτιά.

Λείπει κάτι στο προσάναμμα.
Μια χόβολη κι ένα φανταχτερό πουκάμισο.
Να γίνω παρανάλωμα,
μα δεν ρίχνεις λάδι στη φωτιά.

Η λύπη, τα λίπη κι ό,τι λείπει
καίγονται με λιπαντικά.
Με ποίηση και ορθογραφικά.
Τα φχαριστιέσαι σε μονόπρακτα.

Όλα γινήκαν υγρά σωματικά.
Λύπης με δάκρυα,
λίπους με ιδρώτα
και τα λοιπά και τα λοιπά.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.