Ε. ΜΥΡΩΝ

Ο Ε.Μύρων γεννήθηκε το 1983 στην Αθήνα και κατάγεται από τη Λευκάδα. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή Απνευστί (2019) και την ποιητική σύνθεση Γράμμα στη μητέρα (Αρμίδα, 2019).
Διατηρεί το ιστολόγιο a-lektor.blogspot.gr

.

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ (2019)

Πρόλογος

Λένε πως αν διαβάσεις έναν ποιητή πολύ, αν ξενυχτήσεις
μαζί του πολλά βράδια και τον έχεις δίπλα στο μαξιλάρι
σου για καιρό, γίνεται καλός φίλος σου, γίνεται συγγενής.
Δε μιλώ για εκλεκτική συγγένεια, που λένε οι ειδικοί, μα για
συγγένεια πραγματική. Τόση ώστε μέσα στο παραμιλητό
σου να λες από καρδιάς στίχους του. Τόση ώστε να τον
έχεις στον νου σου καθημερινά, να τον σκέφτεσαι όταν
παίρνεις αποφάσεις, να μαθαίνεις από τη σοφία του.
Κάπως έτσι «συγγένεια» με τον Κώστα Μόντη και
έγραψα το «Γράμμα στη Μητέρα». Ο Κώστας Μάντης
δεν έγραφε ποίηση, είχε την ποίηση ως τρόπο ζωής.
Έτσι πήρα την απόφαση να γράψω αυτό το ποίημα ως
φόρο τιμής στον Κώστα Μόντη.

A.

Μάνα, τα χείλη σου στέγνωσαν από τα πολλά «πρόσεχε»
δε βλέπεις πώς είμαστε τόσο άβολα προφυλαγμένοι;
Αβάστακτες ανέσεις στρατοπέδευσαν
έγιναν τα βήματά μας ελιγμοί σέ ναρκοπέδιο,
άλλα ειν’ ασφαλές πλέον, μάνα, ως τό φράχτη –
αρκεί να μην ονειρεύεσαι, και δεν έχεις κίνδυνο.

Και μην ανησυχείς, δεν κάνει κρύο πια
βρέθηκαν λύσεις σέ όλα.
Δεν κάνει ψύχρα πια
μα δεν είναι ούτε ζεστά,
ένα περίεργο ενδιάμεσο κάνει
πού μάς ανακατεύει
πού μάς αποπροσανατολίζει.
Δεν ξέρουμε τί να φορέσουμε,
πώς να φερθούμε τού καιρού.
Ξεμείναμε κι από κρύο κι από ζέστη.

Β.

Εμείς δε βρήκαμε μια σημαία έτοιμη
ήταν όλες σκισμένες,
δε βρήκαμε μια ιδέα ζωντανή
να την πιστέψουμε για να την δούμε να καίγεται.
Ν’ αρπαχτούμε γύρω της για λίγο
να κουλουριαστούμε γύρω της για λίγο.
Ν’ αντρειέψουμε μ’ αύτη
ν’ αντρειέψουμε γι αυτήν.

Είναι καλό και το ψέμα, μάνα, χρειάζεται…

Ε.

Λένε τα ποιήματα χαμένο χρόνο
χόμπι τα λένε, μάνα.
Εκεί που γδυνόμαστε
εκεί που βάζουμε την ψυχή μας
το λένε απλή ασχολία, πάρεργο.
Όμως εμείς εκεί μέσα ανασαίνουμε
εμείς εκεί μέσα κρύψαμε το όνειρο
να μην το δουν βρώμικα μάτια.

Ό,τι δεν παράγει κέρδος το σκοτώνουν, μάνα,
σαν κουτσό άλογο της φέρονται της ποίησης.
Και πληγώνεται εκείνη
και μαζεύεται μόνη της
και αποσύρεται
και δε μας μιλάει.

I.

Κι είναι κι αύτη η ψευδοσυναίνεση, μάνα,
που κολλάει σαν βδέλλα στα στόματα όλων
κι αλλοιώνει τη φωνή
κι αλλοιώνει τη σύγκρουση
μέχρι να γίνει χειραψία ιδρωμένη,
και δεν ξέρεις αν υπάρχει ακόμα
ένα στόμα καθαρό να τ’ ακούσεις
ένα στόμα καθαρό να το φιλήσεις.
Σαν τρικυμίες μάς παρέσυραν όλους
τα νερά απ’ τα «νίπτω τας χείρας»…

Ν.

Εμείς δεν ζήσαμε πόλεμο, μάνα,
είδαμε όμως φίλους να καίγονται από κατάθλιψη,
φίλους να σμπαραλιάζονται από ναρκωτικά,
γονείς να πηδούν από τον έκτο
συνανθρώπους μας να τρώνε σκουπίδια.
Ανθρώπους που τούς εξόρυξαν απ’ τα μάτια το όνειρο.
Δεν ζήσαμε πόλεμο εμείς.
Ζούμε την εμπόλεμη ζώνη.

Ρ.

Ακόμα δεν μας υπέταξαν οι μηχανές, μάνα,
γίναμε εμείς μηχανές όμως
και υποτάξαμε τον άνθρωπο μέσα μας.
Πετάξαμε όλα τα φτερά μας
πετάξαμε όλες τις ιδέες μας
πετάξαμε όλο το αίμα μας
για να κερδίσουμε τις μηχανές
και μείναμε μια σιδερένια κούκλα
που αδιάκοπα πηγαινοέρχεται
που αδιάκοπα δουλεύει.

Ευχαριστημένες έφυγαν οι μηχανές.
Βαθέως καταψύξαμε τους εαυτούς μας,
προς επιβίωσίν…

Τ

Μας φόρτωσαν την κρίση
για να μας νοικοκυρέψουν, είπαν
για να μας βάλουν σέ τάξη
για να μας «οργανώσουν»
κι άλλα τέτοια,
κι έπεσε σα μολύβι στους ώμους
αυτή η νοικοκυροσύνη
κι έπεσε σαν ράπισμα δασκάλου στην παλάμη
αυτή η νοικοκυροσύνη.

Για πόσο θα παραπατάμε, μάνα,
για να ορθοποδήσουμε,
για πόσο θα παραπατάμε
με στρατιωτικό βηματισμό;

Μάθαμε το περπάτημα μ ’ ένα τραγουδάκι στα χείλη,
έτσι ξερό δεν περπατιέται,
το αρνούνται τα πόδια μας.

Ω

Μάνα, αυτό ίσως είναι το τελευταίο μου,
δεν ξέρω αν θα σου ξαναγράψω.
Γιατί μπορεί ποιητές να μην υπάρχουν πιά
και μανάδες να μην υπάρχουν πιά
και γιοι και κόρες.
Οι στίχοι είναι κούφιοι –
λόγια που δεν μάς λογαριάζουν.
Φωνές άδειες από αντίλαλο,
φωνές στεγνές από αντίλαλο.
’Ελπίζω να μην έρθει αυτή η ώρα
γιατί δεν θα ξέρω τί θα σου γράψω,
κι να αντέχεις κι άλλα τέτοια γράμματα…

.

ΑΠΝΕΥΣΤΙ (2019)

ΕΞΕΓΕΡΣΗ

Κάθε πρωί
ακόμα λίγη μέρα
χαράζεται στο δέρμα.
Ας ελπίζουμε σε μια ανατροπή-
να φτιάξουν τα παιδιά
μια βόμβα από παραμύθι
που θ’ αφανίσει τις ηλικίες.

LOUISE

Αυτή τη βάρκα πέρα ‘κει
που γδέρνεται στην ξέρα,
γι’ ατμόπλοιο την είχανε·
για πράγματα μεγάλα και σπουδαία.

Ήτανε κι ο πατέρας της
γνωστό πλοίο της γραμμής-
με τους επιβάτες του
νύχτα-μέρα συνεπής.

Εκείνη το πέλαγος δεν άντεχε.
Ξένη σε θάλασσ’ ανοιχτή,
έφτιαξε ποτάμι πέτρινο
δικό της, χωμάτινο κελλί.

Θα ‘χε πορεία καλή…
αυτή η βάρκα πέρα ‘κει
που ξέθωρη και μόνη
χάνεται στην ξέρα.

Αλλά η Louise έμεινε
απ’ τις γραμμές και τις γιορτές,
από καπεταναίων εντολές
κι απ’ όλους, πέρα…

Η ΠΟΛΥΘΡΟΝΑ

Αφού σχόλασε κι έβαλε
τα παιδιά για ύπνο, βούλιαξε
στην πολυθρόνα της
ακούγοντας Σούμπερτ.

Αναιμικές οι εξάρσεις
οι παύσεις πουθενά –
τα ηχεία θα φταίνε,
ή κάθισαν τ’ αυτιά της..

ΑΠΟΔΗΜΗ ΔΙΑΒΑΣΗ

Όσο πρωί κι αν σηκωθούμε μας προλαβαίνει η λύπη μας
Τάσος Ζερβός

Ο δείκτης αλαμπρατσέτα με το χερούλι του καφέ –
σκέτος απ’ όνειρα ημέρας -,
πικρό φθινόπωρο σφηνωμένο μες
την άνοιξη πριονίζει τα χρώματα απ’ τα φύλλα..

Δριμεία επίθεση στην ψυχή αγωνία δρόμου
χωρίς νικητή χωρίς προθεσμία.
Όλα στριφογυρίζουν θέλοντας να υπάρξουν
πριν τον τερματισμό τους –
καπνογόνο μες στο στήθος.

Σ’ αυτή την απόδημη διάβαση
οι γραμμές είναι χρόνια σβησμένες
κι απέναντι ο δίδυμος πόνος.

Οι ώρες ανατριχιάζουν στο παρελθόν,
σφυρηλατημένες απ’ της λύπης τα χέρια
πέφτουν στον γκρεμό του Απρίλη.
Πρέπει, με όσα νιάτα σου απέμειναν,
να εφεύρεις μια καινούργια εποχή.—

…Εφεδρείες στίχων χωλών λερώνουν τις σελίδες.
Έξω αγκομαχάει να νυχτώσει..

ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΙΜΟΙ

Άνθρωποι παντός καιρού·
ακαθόριστα σχήματα
ευμετάβλητες υπάρξεις
επίκαιρα οχήματα
της μάζας, του σωρού.

ΣΤΟ ΜΕΤΡΟ

Μια βιαστική ουρά δίχως σώμα
Επί το έργον, τεντωμένη ως το σκοτάδι:
καταχθόνιο τρίξιμο δοντιών
από ένα μονίμως ανοιχτό ακορντεόν
πάνω σε ράγες ηλεκτροφόρες.

Μια τζούρα κάθε στάση.-
Στριμωγμένοι στα σωθικά του,
μια ραχοκοκαλιά ανθρώπινη,
σέ ταχύρρυθμα μαθήματα κάτω
από το χώμα.

ΑΒΟΛΑ ΦΤΕΡΑ

Στον κ. Μάνο Τασάκο

Μόλις χτυπήσω κάρτα,
ρυτιδώνουν
το κυνηγητό
τα μήλα
η μακριά γαϊδούρα.

Στην έξοδο,
έχει μείνει
ένα παιδάκι
μόνο,
που ακόμα δεν τολμάει
να φτάσει
ως το εκατό..

ΔΡΟΜΟΚΑΪΤΕΙΟ

Το μυαλό ξυρισμένο απ’ το λεπίδι τής τρέλας
φαίνονται αχνά στις κόγχες τα μάτια
οι νύχτες τρεμοπαίζουν
συλλαμβάνοντας την κραυγή ολόκληρη.
Κάθε μέρα επέτειος χωρίς αναμονή
ο κόσμος σου ένα σύννεφο ξένο.
Γιατί πάντα η ξαστεριά μένει πίσω απ’ τον ώμο σου;

Άδειοι περίπατοι κουφάρια αναψυχής
Βιζυηνός, Μητσάκης, Φιλύρας
φύλακες άγγελοι στις πόρτες του κελιού
στις ακίνδυνές σου περιπέτειες.
Αρχαία συμπτώματα φάροι του αίματος
ζωή δεμένη στην αποβάθρα ζωή απόβλητη
το μέλλον έχει προ πολλού ραγίσει.
Οι έξαλλες καταιγίδες έγιναν κατοικίδιες σταγόνες.

ΧΑΡΑΜΑΔΑ

Στριμώξαμε πολλά μέσα στο σπίτι,
αβάστακτες ανέσεις στρατοπέδευσαν
ελιγμοί σέ ναρκοπέδιο τα βήματά μας.

Η νύχτα λούφαξε κάτω από λαμπιόνια·
οι ιαχές της, εξημερωμένες κι αυτές
πίσω απ’ τα χαρακώματα,
συνωστισμένοι σκοποί.

Στριμώξαμε πολλά μέσα στο σπίτι
κι έγινε μια χαραμάδα η πόρτα,
ούτε το δάκρυ μας πια δε χωράει –
περιττό της ποίησης το αίμα
κι η ζωή λιποτάκτη σε.

ΒΛΕΜΜΑ

Πώς μέρες γυμνασμένες απ’ όνειρα πυκνά
νύχτωσαν σε έγνοιες βαθύτερες
από ρυτίδες υπεραιωνόβιου;..
Κάθε τόπος νέος κόπος.
Σφυρηλατημένα υγρά μάτια.
Μια υπόκωφη αναστάτωση
μέσα σε κάθε κοφτερή ανάσα.
Το αργοπορημένο βλέμμα
του περιβάλλοντος τυφλό.
Ρούτερ κι αόρατες σημαίες
στα πόδια φίδια καλώδια.
Μέρες κατηφείς συρρικνωμένες
στους κροτάφους.

ΜΗΝ ΕΝΟΧΛΕΙΣ ΤΟΥΣ ΣΤΙΧΟΥΣ

Αν δεν είναι από εσωτερική κάψα και πυρετό,
αν δεν ξυπνάς με σκέψεις στο σάλιο,
αν το απόκοσμο σε έχει προσπεράσει,
αν δεν έχεις συγγενέψει με αυτοκτόνους,
μην ενοχλείς τούς στίχους, είναι τόπος μαρτυρίου..

ΙΣΟΒΙΩΣ

καταδικασμένοι
να κυνηγούμε καλοκαίρια
με μάτια χειμωνιάτικα.
Ν’ αλλάζουμε σύννεφα
με σπασμένα φτερά.

Θα μάς έλεγε κανείς
γεννημένους λιποτάκτες –
ή εξ αίματος δραπέτες.

ΤΥΧΟΔΙΩΚΤΕΣ

Στο πρακτορείο,
εκεί που μεταμφιεσμένη σε όνειρο
τριγυρνά η ήττα,
εκεί συχνάζουν όσοι ντύνονται
τυχοδιώκτες.

ΠΡΟΣΚΡΟΥΣΗ

Δε βρέχει, κι όμως
ακούω τις ψιχάλες
να χτυπούν
– όπως οι στίχοι –
στην πραγματικότητα
και να διαλύονται.

ΔΕΝ ΑΛΛΑΞΕ

με τα χρόνια το κυνηγητό,
τα μάτια μας σταμάτησαν
να τρέχουν..

.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ

ΒΗΜΑΤΑ ΑΠΟΡΙΑΣ

ακούω τις ληγμένες προσευχές
των περαστικών
να στάζουν
καμιά τους δεν περνάει
τον ηλεκτροφόρο φράχτη του μυαλού μου

γεμισμένος απουσία ως το μεδούλι
κατάκοπος από την αδράνεια
επιστρέφω με ξυπόλυτη σκέψη
σε μένα
όλο και λιγότερος

δεν κόλλησα σε κανένα λογοτεχνικό συνάχι
πονάνε τα χειροκροτήματα
πάνω στα πληγώματα

κρεμάω στην απλώστρα
το πρόσωπο μου να στεγνώσει
οι γείτονες ισιώνουν
τη σημαία με το σπέρμα τους
ένα λεμόνι σαπίζει στον υπόνομο
κιτρίνισε ο αέρας
στα πνευμόνια των μελλοθάνατων
έλα
πες μου πόσο ακρίβυνε
το γάλα στο σούπερ μάρκετ

2020

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

Κάθε μέρα σβήνω απ’ το ημερολόγιο
τις μέρες που περνάνε
εκτός απ’ τις μέρες που λείπεις
αυτές δεν τις σβήνω, δεν τις έζησα.

2020

ΒΑΛΙΤΣΑ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ

Μέσα στη βαλίτσα επιβίωσης
έβαλε αρκετά παιδικά χαμόγελα,
ένα περιδέραιο της άνοιξης,
ένα ειρηνικό φεγγάρι,
ένα ζευγάρι μυρωμένα φτερά
και τη λάμψη της αγκαλιάς.
Αυτά είναι τα απολύτως απαραίτητα, είπε.

2020

Ο ΧΕΙΡΟΤΕΡΟΣ ΞΕΝΟΣ

Ο εαυτός μου είναι ο χειρότερος ξένος.
Ένα άγαλμα λουσμένο σκόνη κι αγωνία
μ’ ένα αποκρουστικό πρόσωπο απ’ αλλού
να κρέμεται
να ψαχουλεύει στο χώμα – τι άραγε;..
Ξόβεργες παντού ανθισμένες.
Οι φωνές ξεραμένες, τα βλέμματα
δάση καμένα απ’ το σκοτάδι.
Μέρες παράλυτες, μέρες καρμπόν
νωχελικά ακολουθούν το ξόδι.
Είμαι ο χειρότερος ξένος εδώ..

2019

ΡΟΥΤΙΝΑ

εγώ το πληρώνω το αίμα μου, κύριοι
δεν το κληρονόμησα
κάθε μέρα το σκαλίζω
σταγόνα
σταγόνα.

μεταφράζω το κόκκινο στη γλώσσα μου·
φέρε τα πιο μάτια σου
να δεις μέσα στις φλέβες:

φτύνω θράσος στο φανάρι του θανάτου
περνάω με μαύρο.

2019

ΚΡΥΜΜΕΝΟΙ ΣΤΑ ΧΑΡΑΚΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΛΑΜΗΣ

αχρηστεύουμε το όνειρο
έτσι όπως μπαινοβγαίνουμε
καλοσιδερωμένοι

μην ψάχνεις
δεν έχει ζώνη ασφαλείας
η φλεγόμενη πραγματικότητα

όλη κι όλη μια ομίχλη
κι αυτή από νεκρά δάκρυα

άσε το ουράνιο τόξο να λέει
περπατάμε
πάνω σε κόκκινα χρώματα

2019

ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΚΕΝΟ

Είν’ έτοιμη η φωτογραφία σου, σχεδόν…
Το φίλτρο κάνει διαφορά: προσδίδει
λάμψη, ομορφιά, (στηρίζει και το φρύδι..).
Τα χείλη σου σαρκώδη, η ίρις των ματιών
γαλάζια, σβήσαν τα σημάδια από τα ράμματα.

Δεν μπορώ να καταλάβω όμως
γιατί ο ψαρομάλλης πίσω από τον ώμο σου,
που ‘χει στα χέρια πουλιά τσαλακωμένα,
φαίνεται πιο καθαρά από σένα –
μήπως δεν έχω τα καλύτερα προγράμματα;..

2018

ΩΡΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΝΟΙΑΣ

Ριζώσαμε στο παρελθόν· μαύρα αηδόνια
κάθησαν στα κλαριά μας, σα βαρίδια
που συγκρατούν τις άκρες μιας αμυγδαλιάς
και δεν αφήνουνε το χάδι της ελεύθερο
να ταξιδέψει, να γίνει σύννεφο,
το βαρύ πέπλο να σκίσει τ’ ουρανού.

Ώρα μαγεμένη, άγγιγμα ηλεκτρικό
που ζωντανεύεις μ’ ένταση τα όνειρα
από τον λήθαργο της έγνοιας,
κοσμώντας μ’ ένα φτέρωμα βαθύλευκο
τη χωματένια μας μιλιά –
ώρα λατρεμένη, φονιά του κόσμου αυτού,
έλα κοντά και δείξε μας πως μιλούν
με την ψυχή μπροστά..

2018

ΘΕΜΕΛΙΟΣ ΛΙΘΟΣ

Κοίτα πως σηκώνει στις πλάτες
ολόκληρο ντουβάρι ο πίνακας…
Σκυφτός, σαν άλλος Κουταλιανός
απ’ ένα καρφί κρατάει το σπίτι όρθιο.
Τούβλα, μπετόν, σοβάδες, πλήξη,
όλα τα φορτώθηκε ο δύσμοιρος…

2018

ΑΡΝΗΣΗ

Με τα δόντια κρατάω
εκείνη την παιδική ανάμνηση –
κι ας θυμίζουν όλα γύρω
εξαγωγή φρονιμίτη..

2017

ΦΘΟΡΑ

Σύγκρουση σφοδρή μια μέρα ο καθρέφτης.
Η εικόνα που χτίζεται με κόπο σταθερή
γκρεμίζεται με μια ματιά.
Γιγαντώνεται το παρελθόν τότε – αλλάζει,
αγριεύει κι άλλο τον αντικατοπτρισμό, θεριεύει
τις σκορπισμένες ώρες σε στρογγυλεμένα τραπέζια·
τη σιγουριά της μετριότητας· τη μονοτονία της ηρεμίας·
των πιο ιερών στίχων τη σπατάλη σε κανόνες και βεβαιότητες.-

Με πίστη τυφλή στα μύχια ξεσπάσματα κι όλη την αλήθεια
συνοδοιπόρο – άνεμο στα πάθη καθοδηγητικό -,
βουτώντας μες στο όλο κι αλλάζοντας θέση συνεχώς
με βήματα εκτός ρυθμού και προσποιήσεις λογισμών,
γίνεται ο χρόνος ακολουθών – τριγυρνά στον ορίζοντα,
αποζητά, κι έπειτα γλυστρά και κυλά σα συντροφιά..

2017

ΝΙΦΑΔΕΣ

Ξεκινά η φαντασμαγορία με κατάλευκους σπινθήρες
από τα πλατύστερνα στήθη των νεφών.
Κρύσταλλοι με ξέχωρη, απαράμιλλη γεωμετρία
και μορφή πλημμυρισμένη από υγρασία ονειρική,
ξεκινούν την κάθοδο στη γη –
ανάμεσα από θαμπώματα, ομίχλες, υδρατμούς…

Μόνο οι ισχυρότερα δεμένοι κρύσταλλοι δεν απειλούνται·
φθάνουν κουβαλώντας όλη τους την πλέξη ανέπαφη,
την κρατούν βαλσαμωμένη στην καρδιά τους
που πάλλεται περήφανη, μες τις λαμπυρίζουσες γωνιές.

Φθάνουν και στολίζουν την επιφάνεια της γης –
όμως αόρατοι καθώς είναι στ’ ανθρώπινο μάτι
φαίνονται σαν τις σταγόνες της βροχής,
που σχηματίζουν ρεύματα στους δρόμους.

2017

Ο ΕΝΟΙΚΙΑΣΤΗΣ

Στην πολυκατοικία όπου νοίκιασε το διαμέρισμα
επικρατούσε τάξη κι ασφάλεια.
Επαγγέλματα και ωράρια εντός νόμου,
χρώματα και διακόσμηση
φρονίμως σταθερά.
Στην αρχή τους συνεπήρε·
νέος άνθρωπος, ζωγράφος
με φρέσκες ιδέες κι ενδιαφέρουσες ιστορίες.
Μεθύσια του Μοντιλιάνι στο Παρίσι,
ο βίος του Βαν Γκόγκ στην Αρλ,
Ματίς, Μπράκ, Λεγέρ, Πόλοκ…
Γρήγορα τους κούρασαν όλα αυτά.
Τα φοβήθηκαν και
τα ‘θελαν μακριά τους.
Με συνοπτικές διαδικασίες
(σε λιγότερο από μήνα),
του ‘στειλαν δώρο
μια ωραία ασπρόμαυρη έξωση
με πολλές υπογραφές.

2016

ΝΑ ΒΡΩ ΕΝΑ (Σ)ΤΟΙΧΟ

Όταν βρω λευκούς λίθους
Θα γράψω δυο τρεις στίχους
όρθιους, δε θα πέσουν
στο πέρασμα του ψύχους
κι ατάραχοι θα συμπονέσουν
τη φθονερή ματιά του πλήθους

2016

ΧΑΡΑΚΙΕΣ

Άνοιξα το παράθυρο ένα πρωί
και βρήκα σκιές να παλεύουν
κουρασμένες απ’ το ξενύχτι και το αλκοόλ
μπερδεμένες με τις νότες του δρόμου
τρέκλιζαν, παραπατούσαν.
Κι από τον καυγά
ξόφαλτσες μαχαιριές
άφησαν χαρακιές στους τοίχους.
Βαθιά αποτυπώματα.
Και το παράθυρο πλέον
τρίζει κι ανοίγει με δυσκολία
τις ωραίες πρωίες.

2016

ΠΗΓΗ: a-lektor.blogspot.com  

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ 

ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΜΠΙΟΥ

Γράμμα στη Μητέρα. Ένας φόρος τιμής στον Κώστα Μόντη.

Όταν πήρα στα χέρια μου το βιβλίο του Ε. Μύρων με τον τίτλο «Γράμμα στη Μητέρα», ομολογώ πως ξαφνιάστηκα. Η σύνδεση με τον Κώστα Μόντη έγινε αμέσως. Μόλις διάβασα το οπισθόφυλλο, αναρωτήθηκα: Ποιος είναι αυτός που καταπατά τα χωράφια του Κύπριου ποιητή; Χρειάζεται φόρο τιμής ο Κώστας Μόντης;

Ταλαντεύτηκα για μια στιγμή. Να το διαβάσω;

Πρόλογος. Κατάλαβα αμέσως τον θαυμασμό για τον ποιητή. Σε όλους έχει συμβεί να ταυτιστούν και να αγαπήσουν έναν λογοτέχνη σε σημείο που να νιώθεις πλήρη ταύτιση…
Προχώρησα στο ποίημα. Το μυαλό προσηλωμένο σε κάθε λέξη, σε κάθε στίχο. Κατάπια λαίμαργα μέσα σε διάστημα λεπτών και τις τριάντα δύο σελίδες του βιβλίου. Όταν πήρα μια μεγάλη ανάσα, κατάλαβα. Κατάλαβα πόσο καλά έκανα τελικά που το διάβασα! Χωρίς να το θέλω, ήρθαν στο μυαλό μου οι «στιγμές» του Κώστα Μόντη. Σύγχρονες «στιγμές», σύγχρονα «γράμματα στη μητέρα».
Ξαναδιάβασα τα ποιήματα. Ένα αίσθημα θλίψης με πλημμύρισε. Κενό… Εικόνες διαδέχονταν ραγδαία η μία την άλλη σε όλο κείμενο. Εικόνες βγαλμένες απ’ την καθημερινότητά μας. Εικόνες που όλοι έχουμε ζήσει… που όλοι ζούμε καθημερινά και τις προσπερνούμε χωρίς να αναρωτηθούμε. Άνθρωποι «κούφιοι» γύρω μας, ρομπότ, δουλειά, πόλεμοι… Και η αγάπη; Και ο ανθρωπισμός; Πουθενά…
Παραλήπτης η μάνα… η μάνα που ακούει, που δέχεται, που δεν κρίνει, που προσπαθεί να καταλάβει, που νιώθει τον πόνο του παιδιού πριν καν τον ξεστομίσει.

Ένα βιβλίο που αξίζει ο κάθε ένας από εμάς να διαβάσει. Δεν θα μας πάρει πολλή ώρα. Μπορεί, όμως, να είναι η ευκαιρία μας να αναλογιστούμε σε ποια πραγματικότητα θέλουμε να ζούμε. Κι αν δεν θέλουμε, μπορούμε να την αλλάξουμε; Δεν αρκεί, παρά να δοκιμάσουμε.

Εγώ θα κάνω την αρχή, αρχίζοντας να ξαναγράφω γράμματα!

ΑΝΝΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ

«Γράμμα στη μητέρα». H νέα ποιητική συλλογή που σφραγίζει με αγωνία και αληθινή φωνή τον παλμό του σήμερα. Σκιαγραφεί την πραγματικότητα που βιώνει η ανθρωπότητα και που καλύτερα όλων ένας ποιητής μπορεί να παρατηρήσει και να αποδώσει με τη δέουσα ευαισθησία και καθαρότητα.

Με στίχο αφυπνιστικό ο Ε. Μύρων παίρνει τα «Γράμματα στη Μητέρα» του Κύπριου Κώστα Μόντη ένα βήμα πιο μπροστά, πετυχαίνοντας ακριβώς αυτό που η τέχνη και η ποίηση οφείλουν να κάνουν: να δημιουργούν νέα σχήματα, νέα πνοή, ανοίγοντας καινούργια αυλάκια σε συνέχεια αυτών που έφτιαξαν γνήσιοι ποιητές και δάσκαλοι.

Η βαθιά γνώση και η πραγματική αγάπη του Μύρωνα για την ποίηση του Μόντη είναι εμφανείς. Ο νεαρός ποιητής, αποκαλεί «συγγενή» του τον Κύπριο ποιητή στον πρόλογο του βιβλίου, εξηγώντας πως πέρασε πολλά βράδια μαζί με τους στίχους και το αίμα του δασκάλου. Στίχους που έγραψαν μέσα του ως οδοδείκτης και φάρος ζωής. Είναι βέβαιο πως ο Μόντης, όπως και κάθε αληθινός ποιητής, θα αισθανόταν βαθιά συγκίνηση βλέποντας το έργο ψυχής που κατέθεσε να προχωρά μέσα από μια νέα εκδοχή από καρδιάς γραμμένη.

«Ποίηση και ζωή είναι ένα» δηλώνει ο Μύρωνας στο βιογραφικό του. Και πως να μην είναι συγκάτοικοι σε ένα ανώτερο σύννεφο οι δυο ποιητές, όταν αυτό ακριβώς ήταν που εφάρμοσε κι ο αείμνηστος Μόντης στην πορεία της ζωής και της ποίησής του, κόντρα στους καιρούς και τους ανέμους;

Αλλά και ποιος ακούει πλέον τους ποιητές που με πόνο ψυχής μαρτυρούν πως η ποίηση δεν έχει πια χώρο στις καπιταλιστικές ζωές μας; Εκείνες που θεωρούν άξιο και σημαντικό αυστηρά και μόνον ό,τι αποφέρει κέρδος.

Λένε τὰ ποιήματα χαμένο χρόνο
χόμπι τὰ λένε, μάνα.
Ἐκεῖ ποὺ γδυνόμαστε
ἐκεῖ ποὺ βάζουμε τὴν ψυχὴ μας
τὸ λένε άπλὴ ἀσχολία, πάρεργο.
Ὅμως ἐμεῖς ἐκεῖ μέσα ἀνασαίνουμε
ἐμεῖς ἐκεῖ μέσα κρύψαμε τὸ ὄνειρο
νὰ μὴν τὸ δοῦν βρώμικα μάτια.

Ὅ,τι δὲν παράγει κέρδος τὸ σκοτώνουν, μάνα,
σὰν κουτσὸ ἄλογο τὴς φέρονται τῆς ποίησης.

(από το μέρος «Ε», Γράμμα στη Μητέρα, Εκδόσεις Αρμίδα 2019)

Ο ποιητής (αν όχι αυτός, τότε ποιος;) μας μιλά την αλήθεια γυμνή. Είναι, πράγματι, το ίδιο οδυνηρό πάντοτε να μας κατακρεουργεί τα όνειρα ο πόλεμος. Να παραμένει το ίδιο αδυσώπητος όσο κι αν στις μέρες μας προσπαθούν να «εξευγενίσουν» κάθε πεδίο μάχης

Ἐμεῖς δὲν ζήσαμε πόλεμο, μάνα,
εἴδαμε ὅμως φίλους νᾶ καίγονται ἀπὸ κατάθλιψη,
φίλους νὰ σμπαραλιάζονται ἀπὸ ναρκωτικά,
γονεὶς να πηδοῦν άπὸ τὸν ἔκτο
συνανθρώπους μας νὰ τρώνε σκουπίδια.
Ἀνθρώπους ποὺ τοὺς ἐξόρυξαν ἀπ ́τὰ μάτια τὸ ὄνειρο.
Δὲν ζήσαμε πόλεμο ἐμεῖς.
Ζούμε τὴν ἐμπόλεμη ζώνη.

(από το μέρος «Ν», Γράμμα στη Μητέρα, Εκδόσεις Αρμίδα 2019)

Είναι αρκετά τα σημεία που το Γράμμα μας θυμίζει πόσο σάπιο είναι το έδαφος πάνω στο οποίο ήρθαμε για να πατήσουμε και πόσο έντονη είναι η ανάγκη για ουτοπία ή για ευ-τοπία. Για έναν κόσμο αλλιώτικο, καθόλου απρόσφορο αλλά γεμάτο ζωντανά χρώματα κι ιδέες εξαίσιες. Αλλά, που φτερά για να πετάξεις; Που να βρεθεί μια ιδέα, ένα όνειρο με θάρρος καμωμένα για να τα εμπιστευτούμε, για «ν’ αντριέψουμε» μαζί τους;

Ἐμεῖς δὲ βρήκαμε μιὰ σημαία ἔτοιμη
ἦταν ὅλες σκισμένες,
δὲ βρήκαμε μιὰ ἰδέα ζωντανὴ
νὰ τὴν πιστέψουμε γιὰ νὰ τὴν δοῦμε νὰ καίγεται.
Ν’ ἀρπαχτούμε γύρω της γιὰ λίγο
νὰ κουλουριαστούμε γύρω της γιὰ λίγο.
Ν ́ ἀντρειέψουμε μ ́ αύτὴ
ν ́ἀντρειέψουμε γι αὐτήν.

Εἶναι καλό καὶ τὸ ψέμα, μάνα, χρειάζεται…

(από το μέρος «Β», Γράμμα στη Μητέρα, Εκδόσεις Αρμίδα 2019)

.

ΣΙΜΟΣ ΑΝΔΡΟΝΙΔΗΣ

epirusnow.gr/19/12/2019

Εάν η ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου με τίτλο ‘Πρωινό Άστρο’ ενσωματώνει την μορφή ενός αφιερώματος στη νεογέννητη κόρη του Έρη, τότε, δύναται να αναφερθεί ό,τι το ‘Γράμμα στη Μητέρα’ διακρατεί τα στοιχεία ενός ποιητικού λόγου που εκδιπλώνεται ενώπιον του αναγνώστη τείνοντας στη διαρκή ανα-συγκρότηση της μορφή της μητέρας: εξάλλου, σε αυτήν (και όχι στη Ριτσική ‘κόρη’) απευθύνεται ο ποιητής, επιδιώκοντας την αναφορά στο σημαίνον της ‘Μητέρας’ όχι ως ιδιαίτερο ‘δέκτη,’ αλλά ως πρόσωπο-υποκείμενο που καθίσταται έναυσμα μίας ποιητικής γραφής συνειδησιακής και παράλληλα συγχρονικής, που, εν προκειμένω, θέτει και ως πρόταγμα την ‘εκκαθάριση’ της ποίησης από τις αρνητικές επιστρώσεις που θέλουν την ενασχόληση μαζί της ως «χαμένο χρόνο».[1] Και είναι χαρακτηριστικός ως προς αυτό ο ποιητής: «Λένε τα ποιήματα χαμένο χρόνο, χόμπι τα λένε μάνα. Εκεί που γδυνόμαστε, εκεί που βάζουμε την ψυχή μας, το λένε απλή ασχολία, πάρεργο. Όμως εμείς εκεί μέσα ανασαίνουμε εμείς εκεί μέσα κρύψαμε το όνειρο να μην το δουν βρώμικα μάτια».[2] Σε αυτό το πλαίσιο, ο ποιητής ‘συνδιαλέγεται’ με τις θεωρήσεις που προσδιορίζουν την ποίηση ως χαμένο χρόνο (ακόμη και την τέχνη, ευρύτερα), σε έναν κοινωνικό βίο όλο και πιο έντονο και γρήγορο, θεωρήσεις που ενίοτε σχηματοποιούνται στην ‘ύποπτη’ ερώτηση ‘η ποίηση και η τέχνη, μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο;’ νοηματοδοτώντας μία ευρύτερη ποιητική συνθήκη που δύναται να συναρθρώσει τα χαρακτηριστικά της απο-κάλυψης μίας ποιητικής γλώσσας ρυθμικής (ας θυμηθούμε τον ‘ρυθμό’ της λέξης που δίδεται ως ανάσα στο ‘Γλωσσικό Πλέγμα’ του Paul Celan), που ισοδυναμεί με την ‘οικονομία’ της ανάσας και κατ’ επέκταση της ίδιας της ζωής (η ποίηση ωσάν ‘ζωτική πράξη’), με τους επι-γενόμενους όρους της ποίησης που διαφυλάσσει (σημαίνον όρος ύπαρξης), το «όνειρο»,[3] το όνειρο που εγγράφει πολλές σημάνσεις ώστε να μην το αντικρίσει η τεχνοκρατική γλώσσα της εποχής μας. Η ποίηση του δομεί ένα άλλο ‘εγώ’ ανοιχτό στα κελεύσματα του καιρού, διαμεσολαβεί τις όψεις μίας σχέσης μητέρας και υιού που καθίσταται αλληλο-τροφοδοτούμενη στο βαθμό που και ο ποιητής χρησιμοποιεί την ‘μήτρα’ της ποίησης για να επανερμηνεύσει τις διαστάσεις του κοινωνικού-πολιτικού γίγνεσθαι, εντάσσοντας την διάσταση, αφενός μεν του κοντινού θανάτου που έλαβε χώρα με διάφορες μορφές, αφετέρου δε, της πρόσληψης του ανθρώπινου και δη του μεταναστευτικού-προσφυγικού υποκειμένου ως λαθραίου. Στην ποιητική αφήγηση η απορία τίθεται και μεγεθύνεται: «Εἷπαν τὸν ἄνθρωπο λαθραίο, μάνα, πῶς γίνεται ἕνας ἄνθρωπος λαθραίος; Λαθραία ξέρω τα ἐμπορεύματα». Στη συγχρονική βιο-πολιτική της ‘διαφοράς’ το ανθρώπινο υποκείμενο υποπίπτει στην κατηγορία του ‘λαθραίου,’ ωσάν ‘εμπόρευμα,’ στο εγκάρσιο σημείο όπου προβάλλεται, ποιητικά, μία εικόνα ‘απο-ανθρωποποίησης’: ο ‘λαθραίος’ όπως και το εμπόρευμα, έρχεται από οπουδήποτε, μόνο που δεν φέρει συγκεκριμένο κάλεσμα, όντας ‘ανοίκειος’ και ‘ανέστιος,’ κοινωνικά-πολιτισμικά, δίχως όνομα παρά με την έγκληση του ‘λαθραίου’ που παραβιάζει. Αναδεικνύοντας το περιεχόμενο του ‘λαθραίου που πνίγεται στο Αιγαίο’ (εδώ αναδύεται και η αντίστιξη μεταξύ θανάτου στη θάλασσα και της υπερ-προβολής του τουριστικού υποδείγματος που κρατά για το Αιγαίο την ‘πρώτη θέση’), το ποιητικό ‘πράττειν’ καθίσταται ‘φορτισμένα’ πολιτικό (θυμίζοντας σε εμένα το ποιητικό εγχείρημα του Γιάζρα), παραγάγει μορφές μίας ανα-πλαισίωσης της πραγματικότητας, που, διαμέσου της έκθεσης στη φαντασμαγορία της βίας, δεν είναι παρά «εμπόλεμη ζώνη».[4] Ορθώς η Άννα Ιωαννίδου αναφέρεται στην επιρροή που δέχθηκε ο ποιητής από τα ‘Γράμματα στη Μητέρα’ του Κύπριου ποιητή Κώστα Μόντη. Πάνω σε αυτό το πλέγμα, επισημαίνετε ό,τι ο Ε. Μύρων ‘επικοινωνεί’ και με το βιβλίο του Φραντς Κάφκα ‘Γράμμα στον Πατέρα,’ έργο εξομολογητικής διάθεσης το οποίο και δεικνύει την γενεαλογία του Καφκικού τραύματος, ενώ παράλληλα, ένα σύντομο και έμμεσο δείγμα απεύθυνση στη μητέρα φέρει και η ποιητική συλλογή του Ηλία Τσέχου ‘Νόμοι Αφιερώσεων: «Η μάνα μου λέει-έλεγε “Δεν είναι πικρή η ζωή Μικρή Είναι».[5] Άλλοτε τρυφερός και άλλοτε κριτικά εκφραστικός, ο Ε. Μύρων, αρθρώνει μία ποιητική η οποία και διαπερνά το κοινωνικό για να επαναπροσδιορίσει, διαλεκτικά, το προσωπικό, ήτοι την σχέση με την μητέρα του, που φυλάσσει την λέξη και την ίδια την ποίηση ως πεδίο που συμβάλλει στη σύνθεση μίας ταυτότητας: της δικής του ταυτότητας όσο και κοσμοθεωρίας.

.

ΜΑΝΟΣ ΤΑΣΑΚΟΣ

tasakos.gr

Πέρασαν χρόνια από τότε που, (εντελώς τυχαία…), έφτασαν στο γραφείο μου κάποιοι στίχοι τού Μύρωνα. Ένα εξασκημένο βλέμμα, (και θέλω να πιστεύω ότι το δικό μου κατέχει πιά αυτό το ένστικτο μετά τόσα έτη), μπορεί αν διακρίνει σχεδόν αμέσως τον διάφορο στίχο, εκείνον που προσπαθεί να εμβαθύνει και το κυριότερο εκείνον που χαρακτηρίζεται από γνησιότητα. Σε παρόμοιες περιπτώσεις νιώθεις αυτήν την απόλαυση τού κειμένου, (μα πόσο σπάνιο πλέον!..), την υποψία ενός ταλέντου, το ακατέργαστο μέταλλο μιάς ποιητικής φυσιογνωμίας.

Έκτοτε ξεκίνησε μια αλληλογραφία, (θα τολμούσα να πώ μία διαδικτυακή φιλία…), με συζητήσεις για την ποίηση, την λογοτεχνία, την ουσία τού στίχου, μα και τα τεχνικά του ελαττώματα, την οικονομία τού κειμένου, τις ποιητικές συμβάσεις και άλλα πολλά και διάφορα. Όλο αυτό το υλικό, όλη αυτή η ενασχόληση, (μέσα δυστυχώς σε περιορισμένο ελεύθερο χρόνο), κατέληξε στο πρώτο μου αφιέρωμα στον Μύρωνα – ακόμη επάνω σε αδημοσίευτους στίχους, σε ακατέργαστο υλικό, σε πειραματισμούς, σε ανησυχίες, αμφιβολίες και προβληματισμούς.

Και ιδού που, μετά από όλο αυτό το βάσανο τού ποιητή, η πρώτη ποιητική του συλλογή είναι πια πραγματικότητα. Δυστυχώς δεν αμφιβάλλω για την τύχη της – η σκόνη σε κάποιο ράφι, (αν υπάρχει κι αυτό…), είναι πλέον η πιο φιλική συντροφιά για τις εκδόσεις ποιημάτων. Δεν αμφιβάλλω μήτε και για την ακρισία τού φιλότεχνου κοινού, που καιρό τώρα έχει εθιστεί στο φευγαλέο και το στερεότυπο, δηλαδή το ρηχό και το ανούσιο. Όμως όλα τούτα ελάχιστη σημασία έχουν στην ιστορία τής γραμματείας – η έντυπη έκδοση παραμένει ένα ντοκουμέντο για την συνείδηση τού συγγραφέα της, μία πρόταση αλλαγής, μια απόπειρα καταγραφής συναισθημάτων και στοχασμών, μια εξερεύνηση τής προσωπικής ουτοπίας. Η πρώτη συλλογή είναι πάντα ένα πυρηνικό τής συνείδησης απόσταγμα, μια διαφορετική ματιά στον κόσμο, στην πραγματικότητα μία πρόταση.

(Μικρή παρένθεση. Η ποίηση από την πλειονότητα αντιμετωπίζεται ως διάλειμμα, ως ανάπαυλα ενός κουραστικού βίου, στην καλύτερη περίπτωση ως δείγμα μιάς καλαισθησίας και ευγενούς απασχόλησης, περίπου ως πολυτέλεια. Μα είναι το εντελώς αντίθετο, είναι εκπαίδευση βίου και συνείδησης, στάση ζωής, οδοδείκτης πορείας, δοκιμιακή έρευνα τού οντολογικού ζητήματος, αναπόσπαστο μέρος τού καθημερινού στοχασμού. Φυσικά και αισθητική, οπωσδήποτε και τέχνη. Αντιλαμβάνομαι πως είναι κατά πολύ ευκολότερη η ανάγνωση τού Δροσίνη από τους στίχους τού Καρυωτάκη, αλλά με τον πρώτο στην καλύτερη περίπτωση έχουμε αισθητική απόλαυση, με τον δεύτερο σφυρηλάτηση συνείδησης μοναδικής και ασυμβίβαστης. Τυχαία φυσικά τα ονόματα.)

Φυσιολογική λοιπόν η κάποια συγκίνηση όταν η συλλογή «Γράμμα στη Μητέρα» έφθασε στο γραφείο μου, ταχυδρομημένη από τον ίδιο τον ποιητή και διακοσμημένη με μία όμορφη προσωπική αφιέρωση. Πριν δούμε τα ζητήματα ουσίας, ας ρίξουμε μια ματιά στα εξωτερικά χαρακτηριστικά τής έκδοσης.

Η συλλογή εκδόθηκε από τον οίκο «Αρμίδα», εκδότης με έδρα την Λευκωσία στην Κύπρο. Το εξώφυλλο διακοσμείται από ζωγραφικό έργο τού ίδιου τού Μύρωνα, ο τίτλος και το όνομα τού συγγραφέα είναι ευδιάκριτα επάνω στο λευκό φόντο, ενώ το κόκκινο λογότυπο των εκδόσεων αχνοφαίνεται στο κάτω μέρος τού εξωφύλλου, (ας πάρουν κάποιο μάθημα από αυτό ορισμένοι «δικοί μας»
εκδοτικοί οίκοι που υπερκαλύπτουν τα εξώφυλλά τους με την επωνυμία τους. Ακόμη και η τεχνική τής τυπογραφίας διαθέτει τους συμβολισμούς της και τις ιεραρχήσεις της).

Στο οπισθόφυλλο ελάχιστες γραμμές και είναι αλήθεια πως αυτό είναι προτιμότερο από ένα φλύαρο κείμενο γεμάτο από μεγαλοστομίες, κάτι που επίσης είναι σχεδόν κανόνας στις ελληνικές εκδόσεις των τελευταίων δεκαετιών. Μια παρατήρηση μόνο προς τον εκδότη, τους αναγνώστες, όλους μας – το όνομα Μύρων κλίνεται, έχει γενική, έχει αιτιατική. Είναι κρίμα να χαλά η συνολικά καλή εικόνα μιάς έκδοσης με κείνο το ακαλαίσθητο τής αιτιατικής «από τον Ε. Μύρων (α)…». Σε ό,τι αφορά το περιεχόμενα υπάρχουν κάποια μικρά, (τυπογραφικά κυρίως) λάθη που έχουν επίσης ξεφύγει από την επιμέλεια κειμένου και σχετίζονται κυρίως με τον τονισμό τού πολυτονικού.

Από την συλλογή απουσιάζει οποιαδήποτε εισαγωγή ή προλεγόμενα, εκτός από ένα σημείωμα τού ίδιου τού Μύρωνα για την πνευματική του σχέση με τον Κώστα Μόντη, σχέση που εν πολλοίς υπαγόρευσε την υιοθέτηση τίτλου ανάλογου με έργο εκείνου και ύφος πολύ συγγενικό με το δικό του. Είναι αλήθεια ότι πάντοτε ήμουν υπέρ των λιτών εκδόσεων, ιδιαίτερα των ποιητικών εκείνων. Όμως σήμερα με την άγνοια που επικρατεί περί ποιητικής, την απαιδεία γύρω από τα ουσιώδη τής ποίησης και την κατάργηση κάθε κρίσης και κριτικής, το θαρρώ πια ωφέλιμο κάθε αξιόλογη ποιητική έκδοση να συνοδεύεται από ένα κριτικό ή διερμηνευτικό έστω σημείωμα, προλεγόμενο ή επιλεγόμενο. Θα μπορούσε να υπάρχει και την παρούσα έκδοση, (ή μπορεί να υπάρξει σε κάποια μεταγενέστερη), αν και βέβαια η έλλειψή του δεν μειώνει την αξία τού έργου.

Σήμερα δεν θέλω να σταθώ επισταμένως στις αναλογίες τής συλλογής με τους στίχους τού Μόντη, κάτι τέτοιο θα καταντούσε συγκριτική και σχολαστική φιλολογία και δεν θα είχε κανένα νόημα. Το έχω γράψει πολλές φορές – οι επιρροές ή η μίμηση ενός ποιητή, (μα πόσες χιλιάδες οι «Καβαφιστές» και πόσα τα ανάλογα Καβαφικά ποιήματα!..για να μην μιλήσουμε για Καρυωτάκη που επιπλέον είναι και αδύνατον να τον μιμηθεί κανείς!..) δεν είναι πάντοτε επικριτέα, το γράφω γιατί στην κριτική μας οι επιρροές θεωρούνται πάντοτε δείγμα ποιητικής ατελείας και ατελέσφορης προσπάθειας. Και όμως δεν υπάρχει ποιητής στον ελληνικό χώρο, (με ελάχιστες εξαιρέσεις…), που να μην πέρασε τα ποιήματά του μέσα από τεχνικές προγενέστερων λογοτεχνών. Και αναφέρομαι σε ποιήματα γερά, αυτόνομα σε αξία περιεχομένου.

Βεβαίως οι αναφορές στον Μόντη είναι αναπόφευκτες, μα όχι σαν σύγκριση για βραβεία και επαίνους, αλλά μόνο και μόνο για να διαπιστώσουμε διαφορές εποχών, αντιλήψεων και ποιητικής τεχνικής.

Γράμμα στη Μητέρα λοιπόν, για να ξεκινήσωμε από τον τίτλο, και βεβαίως (όπως άλλωστε και ο ανάλογος τού Μόντη…), τίτλος προσχηματικός, σκηνικό θεάτρου, σκηνικό μονολόγου, που όμως έχει ανάγκη στις εξάρσεις του έστω και έναν ακροατή. Ποια είναι η Μητέρα, (με κεφαλαίο το αρχίγραμμα…) εν τω προκειμένω; Η φυσική αρχέγονη και πάντα σοφή στα παιδικά μας μάτια Μάνα του καθενός; Ένα παρελθόν εξιδανικευμένο στο οποίο δίνουμε αναφορά των παρόντων; Ένα καταφύγιο οικειότητας και ασφάλειας;

Μα δεν το πιστεύω τόσο απλό. Νομίζω ότι και στις δύο περιπτώσεις των ποιητών μας η Μητέρα σηματοδοτεί εκείνο που έχω ονομάσει «ζώσα ουτοπία», μια αντίληψη για τον κόσμο τόσο ελκυστική στην συνείδηση τού καθενός μας που την πιστεύουμε πια πραγματικότητα, κάτι που υπήρχε στο παρελθόν και δεν υπάρχει πια. Όλες μας οι αξίες, όλες μας οι ιδέες για μια καλύτερη κοινωνία, όλη μας η εικόνα για το πώς θα έπρεπε να είναι ο κόσμος, εμπερικλείονται μέσα στην λέξη «Μητέρα», σύμβολο πάντοτε τού ηθικού, τού βέλτιστου, τής αυτοθυσίας και τής προσφοράς, θα έλεγα υπέρτατο σύμβολο όλων των παρόμοιων ανθρωπιστικών εννοιών. Μητέρα λοιπόν είναι ο παράδεισος τού καθενός μας, ένας κόσμος οπού η συνείδησή μας δεν απαιτεί καθημερινές συγκρούσεις ή άμυνες για να επιβιώσει, ένα ποθούμενο που το έχουμε αγαπήσει τόσο ώστε να το θεωρούμε υπάρχον, λειτουργικό, ακοίμητο οδηγό μας.

Όσο και εάν φαίνεται περίεργο κάτω από αυτήν την οπτική, ένα γράμμα στην Μητέρα, είναι πρωτίστως ένα γράμμα προς την συνείδησή μας και φυσικά την συνείδηση όλων εκείνων προς τους οποίους απευθύνεται και για να το γράψω ορθότερα, ένα γράμμα προς τις καλύτερες πνευματικές στιγμές όλης τής ανθρωπότητας, (την άποψη πολλών κριτικών για την Μητέρα-Φύση στο έργο τού Μόντη δεν την θεωρώ ορθή, καθώς δεν νομίζω ότι καλύπτει αποκλειστικά την ερμηνεία τού τίτλου).
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία τού Μόντη, είναι η επανάληψη λέξεων και στίχων ολόκληρων μέσα στην ποίησή του. Η κλασική επανάληψη στην ποίηση, (για παράδειγμα επανάληψη τού πρώτου δίστιχου στην τελευταία στροφή…), θεωρείται φιλολογικά ελάττωμα τού στίχου, αλλά στον Μόντη ξεφεύγει κατά πολύ από ετούτη την στερεότυπη τεχνική, οι επαναλήψεις του είναι εντελώς φυσικές, (θα τολμούσα να πω μουσικές, ρυθμικές…) και στην πραγματικότητα είναι αυτές που καθιερώνουν ύφος και τονίζουν τα βασικά νοήματα στην ποιητική του.

Ο Μύρων, (όπως γράφει και ο ίδιος στο εισαγωγικό του σημείωμα στην συλλογή), έχει διαβάσει τόσο εμμονικά και πυρετικά τον Μόντη, έχει σε τέτοιο βαθμό «συγγενέψει» μαζί του, που κατάφερε να τον μιμηθεί, δίχως αυτή η μίμηση να γίνει αντιληπτή ή έστω ενοχλητική για τον αναγνώστη, δύσκολα μπορεί να συμβεί αυτό και πράγματι σπάνια έχει συμβεί στην νεοελληνική μας ποίηση. Η επανάληψη είναι παρούσα και στον Μύρωνα στις σωστές «δόσεις», λίγο παραπάνω και θα κούραζε, λίγο λιγότερο και θα φαινόταν παράταιρη με το υπόλοιπο ποίημα. Έχωμε λοιπόν ισορροπία και η επανάληψη επιτονίζει εκεί που πρέπει, αλλά θα τα δούμε όλα αυτά μέσα από τους καλύτερους στίχους τής συλλογής.

Μία διαφορά, κατά την γνώμη μου όχι ασήμαντη, είναι ότι ενώ ο Μόντης χρησιμοποιεί επαναληπτικά μέσα σε κάθε ποίημα την λέξη «Μητέρα», ο Μύρων επιλέγει την πιο λαϊκότροπη λέξη «Μάνα». Αμφιβάλλω ότι ετούτη η διαφορά εξηγείται μοναχά από τις διαφορετικές εποχές συγγραφής, (άλλωστε το τρίτο γράμμα τού Μόντη δεν γράφτηκε δα και τόσο παλιά), ή από τις διαφορετικές τοπικές συνήθειες. Σχετίζεται νομίζω με δύο στοιχεία που ήθελε συνειδητά ή ασυνείδητα να τονίσει ο Μύρων – το ένα είναι μία απόγνωση που έχει πλέον παγιωθεί, (το μάνα είναι πάντοτε πιο σπαρακτικό, πιο απελπισμένο από το Μητέρα) και το δεύτερο η πολυσημία, μάνα η δική μου, η δική του, η δική σου, μάνα όλου τού κόσμου, μάνα όλων των ανθρώπων.

Σε συνέχεια αυτής τής ερμηνείας, διαπιστώνω μία ακόμη διαφορά ανάμεσα στους δύο ποιητές που την νομίζω σημαντική, καθώς μπορεί να σταθεί αφορμή, (σε έναν άλλο κόσμο, σε ένα άλλο σχολειό οπού η ποίηση θα είχε πρωτεύουσα θέση…), για πολύωρες αναζητήσεις και συζητήσεις γύρω από την σημερινή λογοτεχνία.

Ο Μόντης σε πολλά ποιήματά του, (μα όχι τόσο στα Γράμματα στην Μητέρα), έχει ένα πολύ ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, από τα μοναδικά επίσης στην νεοελληνική ποίηση. Την ίδια στιγμή που ο στίχος του είναι βαθύς και ασχολείται με ζητήματα τραγικά, (και κυρίως τον θάνατο), την ίδια στιγμή δεν απελπίζει, μια έστω και αμυδρή αχτίδα αισιοδοξίας σού μένει στο τέλος τής ανάγνωσης, ένα ίχνος ελπίδας. Το πώς το καταφέρνει αυτό ο Μόντης είναι αντικείμενο μιας άλλης συζήτησης που δεν χωράει εδώ, (αλλά έχει πολύ ενδιαφέρον), όμως το στοιχείο αυτό απουσιάζει παντελώς από τον Μύρωνα. Εδώ ο πόλεμος είναι πόλεμος, ο θάνατος είναι θάνατος, τίποτε δεν θεωρείται φυσικό και οπωσδήποτε τίποτα δεν αντιμετωπίζεται στωικά ή έστω με ένα πικρό χαμόγελο. Από αυτήν την άποψη ο Μύρων είναι εγγύτερα στην γενιά τού μεσοπολέμου παρά στον Μόντη. Οι στίχοι του δεν έχουν παράθυρα, δεν έχουν φως, μήτε μια χαραμάδα να μάς δώσει μιαν ανάσα. Θάλεγε κανείς, (έστω και κάπως υπερβάλλοντας…), πως διαβάζει γράμματα που γράφτηκαν σε κελί φυλακής.

(Ακόμη μία παρένθεση – οι παραλληλισμοί πολλών τάχα ειδικών για Σεφέρη και Μόντη ως προς την μικρή έστω αισιοδοξία που επιτρέπουν στον στίχο τους, είναι πρόχειρη και άστοχη, παρά το ό,τι έχει επικρατήσει, {αρχής γενομένης από Κατσίμπαλη και Θεοτοκά}, η ποίηση τού Σεφέρη εν τη ουσία της είναι πλησιέστερα στον Καρυωτάκη παρά στον Μόντη ή οποιονδήποτε άλλον. Ακόμη ένα ενδιαφέρον ζήτημα και μύθος στην Ελληνική λογοτεχνία έως και σήμερα…).

Τέλος και για να τελειώνουμε με τα φιλολογικά – βρίσκονται όλα τα ποιήματα τής συλλογής στο ίδιο ύψος; Ή πρόκειται για εκείνο που η κριτική συνήθως ονομάζει «συλλογή άνιση»;

Φυσικά και δεν είναι και όλα τα ποιήματα τής ίδιας αξίας, σε κανέναν ποιητή δεν συμβαίνει αυτό. Ακόμη-ακόμη και μέσα στο ίδιο ποίημα υπάρχουν διαφορές ποιότητας, κάποιοι χειρισμοί τής γλώσσας που θα μπορούσαν να ήσαν καλύτεροι, ιδίως στα ρήματα και σε λίγα επίθετα. Κανείς δεν ισχυρίζεται, (και οπωσδήποτε θα ήμουν από τους τελευταίους), ότι εδώ έχωμε μία «ανυπέρβλητη συλλογή», «ένα αριστούργημα», ένα «μέγιστο ποιητικό ανάστημα» και άλλα τέτοια ανόητα που ακούω καθημερινά στις παρουσιάσεις των εκδόσεων ποίησης. Έχωμε απλώς στιγμές καλής και αξιόλογης ποίησης, έχωμε σοβαρή ενασχόληση με τον στίχο και ένα βλέμμα που αξίζει να παρακολουθήσωμε. Δεν ξεύρω εάν όλα αυτά είναι το πρώτο Καβαφικό σκαλί τής ποίησης, αλλά οπωσδήποτε είναι αρκετά και εν ανεπαρκεία στην σημερινή πραγματικότητα.

Με βάση όλα αυτά, (και πολλά ακόμη που θα μπορούσαν να ειπωθούν…), ας δούμε κάποιους στίχους τής συλλογής.

Έχωμε 24 ποιήματα χωρισμένα απλώς με τα γράμματα τού ελληνικού αλφαβήτου, δεν υπάρχει άλλο διακριτικό, δεν υπάρχει φυσικά τίτλος, καθώς όλο το έργο κατατίθεται ως μία ενότητα διαχωρισμένη απλώς θεματικά.

Ας ξεκινήσωμε από το Α που τυχαίνει να συγκαταλέγεται στα πολύ αξιόλογα τής συλλογής…

Α.

Απόσπασμα

[ ]

Και μην ανησυχείς, δεν κάνει κρύο πια
Βρέθηκαν λύσεις σε όλα.
Δεν κάνει ψύχρα πιά
μα δεν είναι ούτε ζεστά,
Ένα περίεργο ενδιάμεσο κάνει
που μάς ανακατεύει
που μάς αποπροσανατολίζει.
Δεν ξέρουμε τι να φορέσουμε,
πώς να φερθούμε τού καιρού.
Ξεμείναμε κι από κρύο κι από ζέστη.

Εξαιρετικά εύστοχη αποτύπωση τού μετεωρισμού μιάς ολόκληρης εποχής. Τεχνικά ένα από τα καλύτερα ποιήματα τής συλλογής κυρίως σε εκφραστικά μέσα – το μεσαίο τρίστιχο με πολύ απλό τρόπο δημιουργεί την αίσθηση ανθρώπου που κινείται ως άθυρμα στον άνεμο, επάνω σε ένα ενδιάμεσο δίχως προορισμό, δίχως σκοπό και στην ουσία δίχως κίνηση. Πολύ καλός επίσης και ο ρυθμός τού στίχου. Δεν ξεύρω γιατί, αλλά εδώ βρίσκω περισσότερες αναλογίες με το Σεφερικό «Θεατρίνοι Μ.Α», (φυσικά ώς αίσθηση και όχι ως τεχνική), παρά με τον Μόντη. Οπωσδήποτε είναι ατόφιος Μύρων και μάλιστα σε μία πολύ καλή στιγμή του.

Ε.

(απόσπασμα)

[ ]

Ό,τι δεν παράγει κέρδος το σκοτώνουν, μάνα,
σαν κουτσό άλογο τής φέρονται τής ποίησης.
Και πληγώνεται εκείνη
και μαζεύεται μόνη της
και αποσύρεται
και δε μάς μιλάει.

Φυσικά το «…δε μάς μιλάει» στην Ελληνική γλώσσα είναι αμφίσημο. Θα έλεγα μάλιστα πως αμφίσημο είναι ολάκερο το ποίημα. Εδώ μέσα είναι η πληγωμένη περηφάνεια των ποιητών που δεν έχουν άλλο τρόπο να προστατευθούν από την άγνοια τού πλήθους, εδώ μέσα είναι το χάσμα ανάμεσα στην ποίηση και την ζώσα κοινωνία, εδώ και η πλήρης απαξίωσή της στις συνειδήσεις. Ο Καρυωτάκης θα αντιμετώπιζε το ίδιο θέμα με σαρκασμό, ο Καβάφης με ένα μικρό θεατρικό, ο Μύρων φαινομενικά απλώς το καταγράφει ως γεγονός διαρκείας, πίσω όμως από τις λέξεις αναπηδά ένα «κατηγορώ», ο φόβος και η λύσσα μαζί ενός πληγωμένου ζώου. Και πού μάς παραπέμπει αλήθεια ένα κουτσό άλογο; Έτσι όπως σε ένα άλογο η αναπηρία ακυρώνει ολάκερη την ύπαρξή του και οδηγεί αναπόφευκτα στον θάνατο, έτσι και μια ποίηση μόνο για τους ποιητές είναι μια αναπηρία που αχρηστεύει, που ακυρώνει τον ίδιο τον σκοπό της. Ποίηση εξόριστη δεν είναι ποίηση, μα κραυγή εν τη ερήμω. Ένα καλό ποίημα που λέει περισσότερα με αυτά που παραλείπει, παρά με εκείνα που εκφράζονται.

Μ.

Έψαξα για την Λευκάδα μας
στο διαδίκτυο, μάνα,
δεν τη βρήκα πουθενά.
Στην αναζήτηση τού χωριού μας
«Δεν βρέθηκαν καταχωρήσεις».
Δεν δέχτηκε να κλειστεί σε λίγες ίντσες.
Είναι περήφανη η Λευκάδα,
πώς το ‘ λεγες; Είναι στραβόξυλο,
δεν επιτρέπει στη θέα της να κλειστεί σε μια φωτογραφία.
Δεν χωρά σε μια φωτογραφία.

( Στην έντυπη έκδοση στον δεύτερο στίχο υπάρχει τελεία αντί για κόμμα).

Εδώ πια έχωμε καθαρό το ύφος τού Μόντη – μα και τι σύμπτωση το αρχίγραμμα τής Λευκάδας, (τόπος καταγωγής τού Μύρωνα), να είναι το ίδιο με εκείνο τής Λευκωσίας!.. Όπως και στον Μόντη, έτσι και στον Μύρωνα μια πόλη δεν είναι απλώς οι γεωγραφικές συντεταγμένες της, ο πληθυσμός της και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά που μαθαίναμε στην σχολική γεωγραφία. Η πόλη προσωποποιείται ακριβώς γιατί εν τω συνόλω της κινείται ως πρόσωπο, δίνει και παίρνει συναισθήματα, ακμάζει και παρακμάζει, ελκύει και αποδιώχνει. Δεν είναι η Πόλη με την έννοια που είχε στην Αρχαία Ελλάδα (εκείνη στεκόταν πάνω από τα πρόσωπα), δεν είναι όμως και η πόλη η απρόσωπη, η στεγνή και η άχρωμη με τις μυρωδιές μιάς μεγαλούπολης. Είναι περισσότερο μια ζεστή και εύπλαστη αγκαλιά, ένα αποκούμπι για τα στερνά μας, ένα όνειρο που αφήσαμε πίσω. Και ακριβώς γιατί μέσα μας κατέχει τόσο μεγάλο μέγεθος και βάρος, είναι αδύνατον να χωρέσει σε πέντε αράδες και μάλιστα εγκυκλοπαιδικές. Παρά το σκωπτικό περιεχόμενο, πρόκειται για ένα τραγικό ποίημα, το οποίο εκτός από το κύριο νόημά του στραβοκοιτά και την τεχνολογία – των μαθηματικών και των τετραγώνων, εκείνη που όμως δεν ημπορεί να χωρέσει το αχανές τού συναισθήματος, αυτό μοναχά η ποίηση, (και αυτή όχι πάντοτε με επιτυχία) μπορεί να εκφράσει.

Ο.

Είπαν τον άνθρωπο λαθραίο, μάνα,
πώς γίνεται ένας άνθρωπος λαθραίος;
Λαθραία ξέρω τα εμπορεύματα…
Και το Αιγαίο πώς μπορεί και τους πνίγει
πώς αντέχει και τους πνίγει
κι έπειτα βάζει τα καλά του
και φρεσκολουσμένο
δεξιώνεται ιστιοφόρα τα καλοκαίρια,
κι έπειτα βάζει τα καλά του
και υποδέχεται τουρίστες τα καλοκαίρια;

Αλλιώς ζωγράφισες για μένα το Αιγαίο, μάνα…

Ένα από τα κορυφαία ποιήματα τής συλλογής, κλασικός Μόντης τής επαναλήψεως, μα και κλασικός Μύρων. Φυσικά δεν έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία εάν πρόκειται για την θάλασσα τής Κερύνειας ή το Αιγαίο εν τω συνόλω του ή για τον Ατλαντικό ωκεανό. Όπως έγραφα και σε ένα μικρό αφιέρωμα στον Μόντη, εδώ έχουμε μία πυρηνική μεταλλαγή, μία ανατροπή των πραγμάτων εν γένει. Ό,τι έχει σηματοδοτηθεί ως αγκαλιά, γαλήνη, απεραντοσύνη, ισορροπία με την φύση, τώρα ανατρέπεται, η φιλτάτη θάλασσα μεταλλάσσεται από αγκαλιά σε φονιά, από περήφανη μητέρα πάντων σε παράρτημα τού γραφείου τουρισμού, από σύμβολο γλυκιάς περιπέτειας σε τάφο. Η μεταλλαγή αυτή στον Μόντη είναι πιο σπαρακτική, (βεβαίως εισβολή, βεβαίως πόλεμος…), μα και στον Μύρωνα κάτω από τον πικρόχολο στίχο υπονοείται ο θάνατος μιάς ολάκερης εποχής με εξέχοντα θύματα τα προτάγματα τού ανθρωπισμού. Το ποίημα στην ουσία του είναι ένας πικρός αποχαιρετισμός στο φως τής παιδικής ηλικίας, στην ουτοπία τής νιότης, στο τελευταίο καταφύγιο που έχει ένας άνθρωπος ατενίζοντας το γαλανό απέραντο. Αυτή η θάλασσα δεν είναι πια καταφύγιο, έχασε για πάντα την παρθενικότητα τής φύσης, μολύνθηκε από θάνατο και ανθρώπινη εκμετάλλευση. Ένα-ένα τα σύμβολα καταρρέουν και, αλίμονο, ακόμη και τα σύμβολα έχουν την αξία τους ως οδοδείκτες τής συνείδησης.

Εξαιρετικός και ο τελευταίος στίχος, αποχαιρετισμός στην αθωότητα πολλών γενεών, που μετά τον πόλεμο πάλεψαν και μάτωσαν στην υπεράσπιση ουμανιστικών αξιών.

Για να έχετε μία εικόνα των αναλογιών, μα και τής πολύ επιτυχημένης αφομοίωσης τού Μόντη από τον Μύρωνα, δείτε ένα απόσπασμα από το αντίστοιχο ποίημα τού πρώτου…

Είναι δύσκολο να πιστέψω πως
μας τους έφερε η θάλασσα της Κερύνειας,
είναι δύσκολο να πιστέψω πως
μας τους έφερε η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας.

Πικρή θάλασσα της Κερύνειας
που πρέπει να αποσύρουμε πια
τους στίχους που σου γράψαμε.

[ ]
Διαφορετικές οι συνθήκες και οι πυροδοτήσεις, μα ίδιος ο στοχασμός. Και στο ένα και στο άλλο ποίημα, έχωμε μία από τις πλέον επιτυχείς προσωποποιήσεις στην Ελληνική ποίηση. Η επανάληψη τού στίχου λειτουργεί εξαιρετικά ισορροπημένα για τον επιτονισμό στην πραγματικότητα μιας τραγωδίας, (η επανάληψη ως εργαλείο χρησιμοποιείται και σε άλλες τέχνες, κορυφαίος στην χρήση της στο ελληνικό θέατρο υπήρξε ο Βασίλης Λογοθετίδης).

Οι διαφορές των δύο ποιητών που προαναφέραμε είναι εμφανείς και εδώ. Στον Μόντη επιβιώνει ακόμη μία τρυφερότητα, μία ελάχιστη ανοχή, θα έλεγα υπονοείται ακόμη και μία συγχώρεση για την αγαπημένη του θάλασσα που έγινε εργαλείο θανάτου. Στον Μύρωνα υπάρχει θυμός που σιγοβράζει, πρόσωπο συνοφρυωμένο, λόγος κατηγορηματικός. Και αυτή είναι μία διαφορά μόνιμη σε στο σύνολο τής συλλογής.

Υ.

Μάνα, δεν μάς αξίζει η ποίηση που μάς έδωσες
δεν μάς αξίζει τέτοια προίκα.
Δεν βλέπεις πώς δεν εμφανίζεται πουθενά
σαν το δάκρυ που ξέρει
πώς θα το περάσουν για σταγόνα βροχής
και κρύβεται μέσα απογοητευμένο.
Δεν βλέπεις πώς δεν εμφανίζεται
αντικρύζοντας όλα αυτά;
Αντικρύζοντάς μας να βαριόμαστε
να γινόμαστε κουφοί μάρτυρες
να γινόμαστε άβουλα στρατιωτάκια;
Την κάναμε αλλόγλωσση επειδή μάς βόλευε,
για να ησυχάσουμε από δαύτην.

Ας προσέξουμε λιγάκι εδώ τα υπονοούμενα. Πρόκειται για ένα πολύ καλό ποίημα, ένα σχόλιο για μία ακόμη κατάρρευση, για μία ακόμη μεταλλαγή – εκείνη τής ποίησης, (θυμηθείτε ότι η λέξη ποίηση στην ευρύτερη έννοιά της σημαίνει και δημιουργία, ατομική κατασκευή). Από την ώρα που καταργήθηκε η κρίση και επομένως η διάκριση, η καλή ποίηση, (η προίκα), βρέθηκε στην ίδια μοίρα με τις κακές απομιμήσεις της, με τις χειρότερες στιγμές της. Δεν υπάρχει λόγος πλέον να εκτίθεται, να συνομιλεί με τους αναγνώστες της, να διεκδικεί ερμηνεία και κατανόηση. Από την ώρα που όλοι έγιναν Καρυωτάκηδες και Καβάφηδες, η αξία τού αυθεντικού κειμένου έγινε αόρατη, συναθροίστηκε, έχασε τον παραλήπτη της.

Προσέξτε στο ποίημα την διάκριση ανάμεσα στην σταγόνα βροχής, (ίδια και απαράλλαχτη με όλες τίς άλλες, απλό νεράκι χωρίς κανένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό) και στο δάκρυ, (σύμβολο ατομικού συναισθήματος, νερό φορτισμένο με όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τού φορέα του), επιτυχημένη μεταφορά για την διάκριση ανάμεσα στην αδιάφορη και κακή ποίηση που δεν λέει τίποτα και τον άξιο στίχο.

Εξαιρετικά εύστοχο και το τελευταίο δίστιχο. Αλλόγλωσση η καλή ποίηση, καθώς μήτε καταλαβαίνουμε την γλώσσα της πιά, μήτε την κατανοούμε, άρα είναι πλέον έξω από την ζωή μας, από την σκέψη μας, από την συνείδησή μας. Διατηρώ την ίδια άποψη και το έχω ξαναγράψει – δεν έχωμε πλέον μία ποίηση δύσκολη που απαιτεί εκπαίδευση και κόπο η κατανόησή της, έχωμε αντιθέτως ένα χάσμα, μία οριστική ρήξη με ό,τι επί αιώνες αντιλαμβανόμασταν ως καλή ποίηση και γενικότερα ως λογοτεχνία.

Εάν οι στίχοι 9-11 ήσαν περισσότερο δουλεμένοι εκφραστικά, θα μιλούσαμε για ένα εξαιρετικό ποίημα, αλλά και χωρίς αυτό παραμένει ένα από τα κορυφαία τής συλλογής.

Αντί επιλόγου
Δεν θα παραθέσω άλλα ποιήματα, άλλωστε μπορείτε να αγοράσετε την συλλογή και να έχετε μία συνολική άποψη τού έργου. Λίγα λόγια μόνο ακόμη και, ας μού επιτραπεί η τόλμη, κάποιες ελάχιστες προτάσεις.

Η πρώτη συλλογή ενός ποιητή μπορεί να γεννήσει ελπίδες, μπορεί να περάσει αδιάφορη, μπορεί ακόμη, (και δυστυχώς αυτό συμβαίνει τις περισσότερες φορές), να συναθροιστεί με τις χιλιάδες των υπολοίπων, κυρίως γιατί περιέχει στίχους αδιάφορους, κακούς και στερεότυπους. Το ότι μπορεί ο καθείς πλέον να εκδίδει ποίηση, δεν είναι δείγμα δημοκρατίας όπως ισχυρίζονται οι αφελείς και επιπόλαιοι, αντιθέτως πλήττει καίρια κάθε έννοια ποιότητας και διάκρισης. Τα λίγα καλά και άξια χάνονται στον σωρό, οι ελάχιστοι καλοί στίχοι περνούν απαρατήρητοι και ανερμήνευτοι, οι αναγνώστες εθίζονται σ’ αυτό που ένας παλαιότερος ποιητής έχει εύστοχα γράψει – είμαστε όλοι σαν το γρασίδι που το κουρεύουν ομοιόμορφα.

Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι ο Μύρων στην πρώτη του συλλογή «προστατεύεται» πίσω από μία ξένη ποιητική φόρμα και ότι στην πραγματικότητα δεν εκτίθεται ο ίδιος με ύφος ξέχωρο και μοναδικό. Εκτός από όσα έγραψα στην αρχή τού σημερινού σημειώματος, θα ήθελα επάνω σ’ αυτό να πω τούτο – στα δικά μου μάτια αυτή η κίνηση είναι δείγμα προσοχής, πορείας που δεν βιάζεται, ποιητή που δεν αδημονεί για δόξα και αναγνώριση, συνείδησης χαμηλόφωνης. Το να περπατάς σε χνάρια γνωστά προσθέτοντας και το δικό σου αποτύπωμα σ’ αυτά, είναι κατ’ αρχάς σεβασμός στην «προίκα», συνέχιση μιάς διαδρομής, σύνδεση με ό,τι πιο ποιοτικό μάς έχει δώσει η νεοελληνική γραμματεία. Όμως το πραγματικό ερώτημα δεν αφορά την φόρμα, (όχημα άλλωστε…), αλλά το περιεχόμενο, το διαφορετικό βλέμμα, το βάθος και την οπτική.

Προσωπικά αντικρύζω την συλλογή «Γράμμα στη Μητέρα» ως έναν πολύ καλό πρόλογο, ως υπόσχεση για τα μελλούμενα. Εκείνο που αποδεικνύουν οι στίχοι της είναι πως ο Μύρων διαθέτει το κύριο τάλαντο για έναν ποιητή – δηλαδή την ικανότητα να διαμορφώνει ένα διαφορετικό βλέμμα για πράγματα κοινά, καθημερινά, για πράγματα τέλος πάντων που έχουν ειπωθεί σχεδόν τα πάντα, (ή έτσι θεωρούμε κάθε φορά…). Αυτό είναι το λεγόμενο ξάφνιασμα, εκεί που πιστεύεις πως δεν έχει τίποτα παραπάνω να γραφτεί για τον θάνατο, τον έρωτα, το προσφυγικό, την πολιτική και χιλιάδες άλλα ζητήματα, ιδού ένας στίχος νέος, φρέσκος, διαφορετικός, ίσως και βαθύτερος επάνω σε ουσία που δεν είχαμε ποτέ σκεφθεί.

Το δεύτερο είναι η παιδεία, η μελέτη, αυτή η ανεξάντλητη μελέτη επάνω στο χάος τής γραμματείας, ελληνικής και ξένης. Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω πως κάποιοι ξεκινούν να γράφουν δίχως να έχουν διαμορφώσει έναν όγκο γνώσης για την φιλολογία, την γλώσσα, την λογοτεχνία. Μα φυσικά είναι ο ρυθμός και η απαίτηση τής εποχής – συγγραφείς τής μίας νύχτας που με παρουσιάσεις, πληρωμένες καταχωρήσεις και εμπορικές προωθήσεις καθιερώνονται σαν γραφίδες σημαντικές. Στον Μύρωνα αυτό δείχνει να απουσιάζει sui generis, υπάρχει μία συστολή και αυτοσυγκράτηση, αποτέλεσμα τής επίγνωσης ότι ακόμη έχει δρόμο να διανύσει στα μονοπάτια τής ποίησης και συνολικότερα τής γραφής.

(Δυστυχώς εκεί έχουμε οδηγηθεί σήμερα, να χαρακτηρίζουμε sui generis το αυτονόητο, εκείνο που θα έπρεπε να είναι κοινό χαρακτηριστικό όσων ασχολούνται με την πνευματική δημιουργία.)

Βεβαίως είναι φυσικό να υπάρχει μία αμφιταλάντευση, δεν είναι καθόλου εύκολο να αντιστέκεσαι στην αντίληψη μιας ολόκληρης εποχής, στην απαίτηση για «επιτυχία» γρήγορη, δόξα, αναγνώριση. Γνωρίζω εξ’ ιδίων πόση δύναμη χρειάζεται για να αρνηθείς συνεντεύξεις σε ανόητες εκπομπές, τον διακοσμητικό ρόλο σε παρουσιάσεις βιβλίων, την σιωπή για συγγραφείς κακούς και ατάλαντους, με άλλα λόγια να επιβάλλεις τον βηματισμό σε δικό σου μονοπάτι σύμφωνο με την συνείδησή σου και την κρίση σου. Έως και σήμερα τουλάχιστον, ο Μύρων δείχνει να αντιμετωπίζει όλη αυτή την πίεση διατηρώντας ένα μετερίζι στην ελάχιστη δυνατή γραμμή άμυνας. Περισσότερο σκέφτεται και γράφει, παρά μιλά. Περισσότερο στοχάζεται, παρά φλυαρεί. Περισσότερο μελετά, παρά εμφανίζεται. Είναι μια καλή αρχή.

Όταν εμφανίζεται μία συλλογή πολλά υποσχόμενη για το μέλλον, θα ήταν παράλειψη να μην στοχαστούμε επάνω σ’ εκείνα που θα βοηθούσαν να εκπληρωθεί αυτή η υπόσχεση. Υπάρχουν αδυναμίες σ΄ ετούτη την πρώτη συλλογή; Περιθώρια βελτίωσης; Ζητήματα που πρέπει να συζητηθούν, σημεία που θα μπορούσαν να είχαν βασανιστεί περισσότερο;

Αλίμονο!.. τέτοιες ερωτήσεις μόνο ως ρητορικές μπορούν να χαρακτηριστούν. Δεν θα μπω σε φιλολογικούς σχολαστικισμούς, άδικη και ανώφελη κούραση για τους αναγνώστες αυτού τού σημειώματος. Θα μείνω μοναχά σε δύο ευρύτερα ζητήματα.

Το πρώτο είναι η γλώσσα. Κατά την γνώμη μου η επιλογή τού πολυτονικού από τον Μύρωνα είναι μία πολύ καλή επιλογή που θα πρέπει να συνεχιστεί. Έχω γράψει σε πολλά άλλα σημειώματα τους λόγους για τους οποίους υπερασπίζομαι την παλαιότερη ορθογραφία και στίξη, ότε δεν θα επεκταθώ περισσότερο. Για να μπορέσει όμως το συγκεκριμένο σύστημα να αναδείξει στον μέγιστο βαθμό την εργαλειακή και εννοιολογική του χρησιμότητα, πιστεύω ότι ο Μύρων θα πρέπει να συνεχίσει με ακόμη μεγαλύτερη ένταση την μελέτη τής γλώσσας στο σύνολό της. Παρά το ότι καλός χρήστης τής γλώσσας, παρά την απουσία σοβαρών λαθών, από ένστικτο πιστεύω πως έχει την ανάγκη ενός πλουσιότερου λεκτικού στην ποίησή του. Θα τον βοηθήσει να εκφράσει ακριβέστερα τον στοχασμό του, θα τον βοηθήσει όμως και στους λυρικούς του στίχους. Προς το παρόν έχω την αίσθηση ότι ο στοχασμός του βρίσκεται πρωτοπόρος με την γλώσσα να ακολουθεί. Αυτή η απόσταση έχω την βεβαιότητα ότι στο μέλλον θα μικραίνει ολοένα.

Το δεύτερο σημείο στο οποίο θα ήθελα να σταθώ, είναι η επέκταση σε βάθος, η φιλοσοφική διάσταση των στίχων, η διεύρυνση των θεματικών οριζόντων. Νομίζω πως είναι καιρός, έστω και με βήματα δειλά και πειραματισμούς, να ξεκινήσει την επεξεργασία μιάς βαθύτερης ματιάς σε ζητήματα οντολογικά. Υπάρχουν βεβαίως στιγμές στην ποίησή του που ο στίχος είναι βαθύτερος και πιο απαιτητικός, όπως για παράδειγμα στο ποίημα Ψ τής συλλογής – και εδώ το διαφορετικό είναι εμφανές, καθώς το ποίημα δείχνει ξέχωρο και κάπως μοναχό μέσα στην υπόλοιπη ενότητα -, αλλά νομίζω ότι πρόκειται πλέον για μία ανάγκη που ζητά εντονότερα να εκφραστεί στο μέλλον.

Αλλά ας μην επεκταθούμε περισσότερο.

Μητέρα πάντων η συνείδηση, ετούτο το απλό μα και τόσο δυσεύρετο δείχνει να φωνάζει ετούτη η πρώτη έντυπη συλλογή τού Μύρωνα. Οι αρετές της είναι πολλές, οπωσδήποτε τόσες ώστε να αξίζει η αγορά της και η τοποθέτησή της στα ράφια τής βιβλιοθήκη σας. Ακόμη περισσότερες οι υποσχέσεις της. Για τις οποίες ανυπόμονα περιμένουμε και ευλόγως ελπίζουμε στο μέλλον.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.