ΘΟΔΩΡΗΣ ΒΟΡΙΑΣ

Ο Θοδωρής Βοριάς γεννήθηκε το 1970 στη Θεσσαλονίκη. Ποιήματα των συλλογών του έχουν μεταφραστεί στα ιταλικά, στα ισπανικά, στα πολωνικά και στα ρουμάνικα.
Διατηρεί στο διαδίκτυο το ηλεκτρονικό περιοδικό «Λογοτεχνικά Επίκαιρα» (http://logotexnika-epikaira.blogspot.com) και την ιστοσελίδα «Το Εργαστήρι» (http://vorias.blogspot.com).
Υπήρξε υπεύθυνος σύνταξης του μηνιαίου ψηφιακού περιοδικού «Λογοτεχνικά Σημειώματα»
που κυκλοφόρησε ελεύθερα στο διαδίκτυο μέσω τής ιστοσελίδας «Λογοτεχνικά Επίκαιρα» από
τον Σεπτέμβριο τού 2010 μέχρι τον Ιανουάριο του 2012.
Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα περιοδικά, έντυπα και διαδικτυακά στην Ελλάδα
και το εξωτερικό καθώς και σε ποιητικές ανθολογίες.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

«Το τρύπιο ταβάνι» (Ερωδιός 2005),
«Νυχτερινές επιπλοκές» (Ερωδιός 2008),
«Πυγολαμπίδες» (Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου 2011),
«Χαμένες ψηφίδες» (ιδιωτική έκδοση 2012),
«Στιγμές από το ρεπερτόριο του θανάτου» (ιδιωτική έκδοση 2018)
«Ανιλίνες»   (Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου 2021)
«Χαμένες ψηφίδες 2»  (ιδιωτική έκδοση 2024)

Δύο βιβλία σέ ψηφιακή μορφή:
«Ευριπίδης [Ανδρομάχη]» (ιδιωτική έκδοση 2009) με
18 αποσπάσματα του έργου, και
«Ευριπίδης [Μήδεια]» (ιδιωτική έκδοση 2010) με 21 αποσπάσματα, σέ ελεύθερη απόδοση, διαθέσιμα στο διαδίκτυο.

.

.

ΧΑΜΕΝΕΣ ΨΗΦΙΔΕΣ 2 (2024)

ΑΠΟΤΟΜΕΣ ΣΤΡΟΦΕΣ
ΣΤΙΣ ΑΠΟΤΟΜΕΣ ΣΤΡΟΦΕΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Κάθε φορά που έρχεται
απροσδόκητα η νύχτα
κάποτε νυχτώνει κατά το χάραμα
η κατά το απομεσήμερο
στρέφουν κατά πάνω μου
τα μάτια σας,
οι προβολείς σας,
οι κάνες των τουφεκιών σας.

Ζήτημα προσχώρησης,
ζήτημα συμμόρφωσης,
ζήτημα υποταγής
ζητήματα ζωής και θανάτου
μου δένουν τον λαιμό.

Λίγες στιγμές μετά τη μέρα,
στις απότομες στροφές της ιστορίας
ξεκινάει πάντα το μαρτύριο

Η ΣΤΙΓΜΗ ΤΟΥ ΦΟΝΟΥ

Η μέρα βρέθηκε νεκρή.
Χαράματα οι κυνηγοί
μας ανακάλυψαν γυμνούς στο δάσος,
στους θάμνους που κρύβεται
κάθε πρωί η νύχτα.

Ας πέθανε η μέρα·
το μεσημέρι γυμνές κοπέλες
χαϊδεύονται στον ποταμό
και το νερό γλείφει τα στήθη τους
σαν να ’τανε νυχτερινά
τα χάδια εκείνα στο ποτάμι.

Το απόγευμα η πολιτεία βούλιαζε
μέσα στων δρόμων την πίσσα,
μ’ ένα μακρόσυρτο
μαρσάρισμα μοτοσυκλέτας
αντί για επιθανάτιο ρόγχο.

ΦΤΩΧΟΔΙΑΒΟΛΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ

Μας πιάσανε στα πράσα…
τηρήθηκε στο ακέραιο το έθιμο της διαπόμπευσης·
κουβαλητό με φέρανε στο σπίτι οι συμμαθητές
με αλαλαγμούς και …σταύρωσον,
να πούνε στη μάνα τα κατορθώματά μου.

Ήμουν ζωντανός·
αντάρτης στους αντάρτες, που κατέβαζαν
ρακένδυτους και ηττημένους στην Εγνατία.
Ήμουν νεκρός·
να φτύνουν διά της βίας οι περαστικοί
στο πτώμα ενός υποτιθέμενου προδότη.

Τώρα, συμμαθητές, σωπάστε,
γεννιούνται ποιητές.

Πετάξτε τα μαχαίρια σας μακριά
να μην τα βρουν οι καταραμένοι
και σφαχτούν μέσα στους στίχους.
Πετάξτε τα πιστόλια σας στη θάλασσα·
να γιατί αυτοκτονούν οι ποιητές:
της ζωής τα ποιήματα
είναι κάποτε θανατηφόρα.

Μέσα σε σκόνες γεννιέται ο ποιητής,
στον χωματόδρομο επιστρέφει,
καίγεται στις φωτιές του Αη Γιαννιού,
σαν τέφρα θα ξανάρθει
-αν ξανάρθει- με τον άνεμο.

ΛΑΘΡΕΠΙΒΑΤΗΣ

Ποτέ δεν έμαθα που καρτερούν
τα φαντάσματα και οι σκιές,
από που παίρνουν τα πρώτα όνειρα της νύχτας
κι αν χωρούν λαθρεπιβάτες
στ’ όνειρο της ζωής.

Κάποτε σου έγραψα
με τ’ όνειρο που νόμισα άσπρο σκοινί,
στα χέρια μου τ’ αδρά πως θ’ άρπαζα,
κρίμα, αδύνατο ν’ ανέβω
και πως δηλαδή.

Εκείνη η τριχιά πληγιάζει
ακόμα τις παλάμες μου.

Εκείνο το ταξίδι που δεν έκανα
ακόμα με στοιχειώνει
αλλά την καθημερινή ανοησία
δεν τη χώνεψα.

Και πόσο χώρο να πιάσει,
δίπλα σε σκιές και σε φαντάσματα,
ένας λαθρεπιβάτης δίχως συμπράγκαλα;

Να ’ρθω μαζί σας
φορέστε μου φτερούγες
ξεκαρφώστε με

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
ΣΚΟΝΗ, ΣΤΑΧΤΗ ΚΑΙ ΣΚΙΕΣ

Έρχονται νεκροί συγχωριανοί
με τα ζωνάρια και τις τραγιάσκες τους,
έρχονται τοίχο τοίχο, τα Ψυχοσάββατα.

Σπρώχνουν νυχτιάτικα το χέρι μου,
οδηγούν τη γραφίδα στο χαρτί.
Επιμένουν
με το τουφέκι και το άροτρο
να γραφτούν στο βιβλίο μου.

Ψιθυρίζουν λόγια από την εξόδιο ακολουθία
κι υπογράφουν με σταυρό

Που έστιν η του κόσμου προσπάθεια;
Που έστιν η των προσκαίρων φαντασία;
Που έστιν ο χρυσός και ο άργυρος;
Που έστιν των οικετών η πλημμύρα
και ο θόρυβος;
Πάντα κόνις, πάντα τέφρα, πάντα σκιά.

ΞΕΡΙΖΩΜΟΣ

Βογάζκιοι 13 Ιουνίου 1924

Έμαθε να γράφει ποιήματα,
να σφιχτοδένει τους στίχους
στις κομμένες ρίζες της γενιάς του,
στο στερνό θυμιάτισμα στα μνήματα,
στη γυμνωμένη εκκλησιά,
στων σπιτιών τις πόρτες
και τα παραθύρια
που έχασκαν ορθάνοιχτα.

-Πατέρα, σαν ανταμωθούμε κάποτε
θα σου πω για τις κουρτίνες μας,
ξεμακραίναμε κι ανέμιζαν
απ’ τα παράθυρα
όπως κουνάει στην προκυμαία
ο κόσμος τα μαντήλια
για καλό κατευόδιο.

Το ξεφτισμένο χαρτί
του ανταλλάξιμου,
εκείνο το κομμάτι ριζικού,
είναι κακιά πληγή
και στάζει ιστορία.

ΑΠΟΣΤΑΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ

Σαν θα ανηφορίσουμε στα σύνορα,
Αξιούπολη, Κοτζά-ντερέ, Φανό
μέχρι τα Πλάγια και την Ειδομένη

να ’ναι μέσα Νοέμβρη

θα σε πιάσει η κάπνα
απ’ τα καζάνια και τα ψησίματα

θα σε τυλίξει κι η φθινοπωρινή
καταχνιά παραλλαγής
με καφετί και ώχρα

να δεις πως χωρίς ενδοιασμούς
θα ζητήσεις να γευτείς
τ’ αποστάγματα της πατρίδας

να ’ρθεις στα γράδα σου
με ’κοσπεντάρι από Τσάπουρνο

με τ’ Άγιο Μύρο
της βάφτισής σου.

ΚΙ ΟΙ ΖΩΝΤΑΝΟΙ ΞΕΧΝΟΥΝ

Και να που κάποτε οι νεκροί θυμούνται
κι έρχονται
πεταλούδες της νύχτας
γύρω από τη λάμπα
κι έρχονται στα όνειρα,
στ’ ανοιχτά παράθυρα
όταν ο αέρας μετατοπίζει την κουρτίνα.

Και να που οι ζωντανοί ξεχνούν
ψελλίζουν
γαμώ την αγανάκτηση
κι αδειάζουν το μυαλό τους
στη λεκάνη με τ’ απόνερα.

Η άνοια, η άνοιά σου τόσα χρόνια
μ’ έκανε να ξεχάσω τη χροιά της φωνής σου.
Μονάχα κάποιες λέξεις σου επαρχιώτικες
προφέρω για να θυμάμαι τα λόγια σου
αράν’ τ’ αράν’
αλάκ μπουλάκ
αντίδερο.

Η άνοιά σου άρχισε
να κατατρώει και τα όνειρά μου
κι εκεί αμίλητη έρχεσαι.

ΑΝΝΑ

Το 1950 αλώνιζε Κιλκισιώτικα χωράφια
με το άλογο, στην Αλωνάρα.

Το ’70 αλώνιζε τα σοκάκια της Σαλονίκης
από τα Κάστρα ως το Καπάνι.

-Πάνε χρόνια που έχω να μιλήσω

Ύφαινε χαλιά στον αργαλειό της το ’80
σ’ ένα παλιό ψηλοτάβανο στην Άνω Πόλη.

-το κατάκοιτο ταβάνι με στοιχειώνει

Μέχρι το ’90 άσπριζε και χουσμέτευε
σπίτια και σπίτια.

-άσπρισα. Το κρεβάτι πληγιάζει το κορμί μου.
Θεέ μου, ποιος με ντύνει, ποιος με ταΐζει;
Δεν θυμάμαι,
άντρα, παιδιά αν είχα, δεν…
Έρχονται, φεύγουνε μορφές,
μάνα με λένε,
Άννα με φωνάζουν.
Τα μαλλιά μου,
έχω χρόνια να φτιάξω τα μαλλιά μου.
Δεν θυμάμαι αν με λέγαν Άννα.

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΣΕΙΡΗΝΩΝ
ΧΑΡΤΑΕΤΟΙ ΚΙ ΑΓΕΡΗΔΕΣ ΧΟΡΕΥΟΥΝ

Στη χωμάτινη αλάνα ελάτε,
θα βρείτε αλητάκια, καρναβάλια
κι αναρριχητές σε δέντρα.

Όσο ξηλώνεται η χάρτινη ουρά σου
τόσο πιο έξαλα λικνίζεσαι,
όσο δυνατά φυσάω στο κορμί σου
τόσο βουτάς κι ορθώνεσαι
γυμνή μες στους αιθέρες.

Πασχίζω να κόψω την καλούμπα
που σ’ εμποδίζει να φτάσεις στον ήλιο.

Αμέτρητοι μασκαράδες
μας κοιτάζουν από τη Γη.

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΣΕΙΡΗΝΩΝ

Αν θα ενώσεις τους ερωτικούς στεναγμούς
κάθε νύχτας, τότε θ’ ακούσεις
το τραγούδι των Σειρήνων

σπασμοί κι αρώματα της συνουσίας
νυχτέρια για κυνήγι και για όργωμα
μοσχοβολούν βροχή τ’ ανοιχτά σκέλια
της οργωμένης γης

πηγάδια που δεν έχασαν τη θέρμη τους
κραυγάζουν
έλα να βαφτιστείς στον οργασμό μας

κρυψώνες του κορμιού λυώνουν στον πυρετό

απόψε κάποιος πεθαίνει
πνιγμένος στ’ αρώματα του έρωτα
χουφτώνοντας της Αφροδίτης τους μαστούς

ΑΛΩΣΗ

Διψασμένα βλέμματα σκάβουν λαγούμια
στο κορμί σου, νύχτα να εισχωρήσουν.
Αναπότρεπτοι πολιορκητές
ρίχνουν τους γάντζους,
δυο δυο ανεβαίνουν λυσσιασμένοι Δωριείς.
Μια ποθητή λεηλασία
σαν όρκος ιερός, σαν τάμα αιώνιο.
Ξηλωμένες πανοπλίες,
ξεσκισμένες σημαίες ποδοπατήθηκαν
στον οργασμό των επιθέσεων.
Η δαγκωμένη σάρκα σου στάζει υγρά
της νεκρανάστασης των αισθήσεων.
Το οχυρό φλέγεται από το υγρό πυρ
που εκτοξεύσανε χίλιοι φαλλοί.

ΙΜΕΡΟΣ

Την ώρα που ξεπλένονται οι νεκροί στην Κασταλία,
την ώρα που ο Πήγασος
καλπάζει από τον Ελικώνα προς τον Σείριο,
την ώρα εκείνη φτερουγίζει ο Ίμερος.
Ψαύει τους κόρφους να κλέψει
θέρμη θηλυκότητας.
Εισβάλλει στων αιδοίων το μυστήριο,
στους λαβύρινθους στρέφει τους σπασμούς του
κι αναδύονται τ’ αρώματα της συνουσίας
στα σεντόνια ως το ξημέρωμα.

ΣΤΙΣ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΩΝ ΚΑΣΤΡΩΝ
ΣΤΙΣ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΩΝ ΚΑΣΤΡΩΝ

Να τρέξεις μια νύχτα
στους χωματόδρομους,
στις γειτονιές των κάστρων.

Ν’ αρπάζονται στα πόδια σου
τσαλιά και χέρια θαμμένων μπέηδων,
να σε τσιμπούν τσουκνίδες
ν’ ακούσεις τις γριές Σαλονικιές
να λένε πως να τρίβεις με μολόχα
τα τσουκνιδίσματα.

Να τρέξεις,
να κολλάνε άγανα στις κάλτσες,
με πληγωμένα γόνατα να ’ρθεις,
αίμα κι ιδρώτας να σε αναστήσουν,
να μη στεγνώσουν οι αναμνήσεις.

ΡΩΓΜΕΣ [α΄]

Πέρασε μέσα,
η πόρτα είναι ψευδαίσθηση
δεν έχουν ανάγκη φύλαξης
η σιωπή κι η εγκατάλειψη.

Κάποτε, όταν ξημέρωνε,
βολεύονταν η νύχτα
πίσω από τα έπιπλα.

Διαβάζονται εύκολα
τα περιγράμματα στον τοίχο:
Εδώ ήταν το στρογγυλό ρολόι,
εκεί ήταν η βαριά ντουλάπα
κι εκεί που ακουμπάς,
φαίνεται μια γυναίκα ξαπλωμένη
ανάμεσα στα σκέλια της χάσκει
στεγνή ρωγμή
από δυνατό σεισμό
η από τον θάνατο της προσμονής.

Τα ίχνη από παλάμες στον τοίχο
μυρίζουν υγρασία οργασμών.

Τα δωμάτια σ’ αφήνουν να δεις
μονάχα όσα αντέχεις.

ΡΩΓΜΕΣ [β΄]

Οι τρύπες στην παλιά ταπετσαρία
είναι ίχνη από σταυρωμένες φαμίλιες.

Κάποτε, με την πέτρα
κάρφωνα στο σπίτι μου καρφιά,
μα οι χτύποι δε λυπούνται,
επιστρέφουν σαν εμβοές στ’ αυτιά μου.

Όταν γερνούν τα σπίτια
καταριούνται.

Έρχονται οι τύψεις με τα όνειρα·
ντουβάρια με ματωμένες ρωγμές,
φαντάσματα νυχτερινών δραμάτων,
ξυλοδαρμοί και θρήνοι τα μεσάνυχτα.

Το καρφί και η πέτρα εκδικούνται·
πόνος από τσακισμένα δάχτυλα,
μαύρα νύχια από σκοτωμένο αίμα.

ΦΑΛΑΓΓΑ ΚΑΤ’ ΑΝΤΡΑ
ΑΤΣΑΛΕΝΙΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ

Φτιάχνουν ατσαλένιους στρατιώτες
που δε θα τους προσμένουν γονείς,
γυναίκες και φίλοι.
Την ώρα των παραγγελμάτων,
κάτω απ’ το λιοπύρι,
δεν θα χωράει στο μυαλό τους
η θάλασσα και τα πλατάνια του χωριού.

Κι εσύ κάποτε πολέμησες

η στολή σου σκίστηκε
από θραύσματα θανάτων
έκρυβες φυλαχτά καρφιτσωμένα
στη φανέλα
κομμάτια απ’ τους θεούς σου
στο μέρος της καρδιάς

έκανες τον σταυρό σου
πριν τη μάχη.

ΑΓΝΩΣΤΟΙ ΝΕΚΡΟΙ

Είχαν ακόμα στ’ άρβυλα
ξεραμένα τα στερνά τους βήματα.

Ένας είχε στο στόμα τσιγάρο μισοκαμμένο,
ένας είχε στη φούχτα ένα μάτσο στάχια
κι ένας είχε στα μάτια το φεγγάρι
και τρεις στίχους στην παλάμη
δεν έμαθα σε ποιόν πόλεμο
αιχμαλωτίστηκα,
ποιάς μάχης είμαι ηττημένος.

ΦΑΛΑΓΓΑ ΚΑΤ’ ΑΝΤΡΑ

Στα χνάρια του μπροστινού πατάμε,
τις νάρκες να μη βρουν τα πόδια μας.

Έτσι ζηλέψαμε τα δέντρα
και τις ρίζες τους.

Ποτέ άλλοτε τα βήματα δεν οδηγούσαν
τόσο
κοντά
στον θάνατο.

Την τραγωδία του πρώτου της γραμμής,
ποιος θα τη νιώσει
για να την κάνει ποίημα;

ΕΠΙΚΛΗΣΗ

Ω Ζαρατούστρα,
πες μας για τα βλέμματα των κουρασμένων,
για τις στρατιές
των άχρωμων ανθρώπων.

Φανέρωσέ μας
για πόσων αργυραμοιβών το γούστο
χτίστηκε κι η δική μας πολιτεία
πάνω σε γκρεμισμένα είδωλα.

στη φανέλα
κομμάτια απ’ τους θεούς σου
στο μέρος της καρδιάς
έκανες τον σταυρό σου
πριν τη μάχη

.

ΑΝΙΛΙΝΕΣ (2021)

ΚΑΤΑΡΡΙΧΗΣΗ

[α’]

Να στραφείς μέσα σου,
αν θες να γράψεις ποιήματα
να συρθείς στα βράχια σου
—καταρρίχηση στον γκρεμό
με το κεφάλι προς την άβυσσο.

[ε’]

Άφησε τη μέρα για το δρόμο,
για τον κόσμο
όμως τη νύχτα
κράτα τη για σένα.

Όταν βραδιάζει
μην κοιτάς απ’ το παράθυρο,
μέσα σου κοίταζε και σκάβε.

Το αίμα στερεύει στο σκοτάδι
—να γιατί τα ποιήματα
που γράφονται τη νύχτα είναι όνειρα
και μέρα μεσημέρι δεν διαβάζονται.

ΣΤ’ ΑΜΠΑΡΙΑ ΓΑΥΓΙΖΕ Ο ΚΕΡΒΕΡΟΣ

[β’]

Πέρασε το καράβι του θανάτου.
Από την πλώρη
σκιές μας χαιρετούσαν με μαντήλια
κι οι Άρπυιες πάνω στα κατάρτια
μας αγριοκοιτούσαν.

Στ’ αμπάρια γαύγιζε ο Κέρβερος.

[δ’]

Λίγο χαμηλότερα από τις κορυφογραμμές
αρχίζει ο Κάτω Κόσμος.
Μετατοπίστηκε μια νύχτα
που είχε αρρυθμίες η Ιστορία.
Μοναδικοί ζωντανοί οι ορειβάτες.

Καταντήσαμε έκθετα της μετατόπισης,
ψηφίδες ρουτίνας που ανατινάχτηκε.
Ας προσαρμοστούμε στα νέα ήθη,
ας μπούμε στη ρουτίνα των νεκρών.

Θα ’χει κι εδώ παπούτσια
που περπατάνε μονάχα τους στο δρόμο;

Κι οι νεκροζώντανοι πώς θα λέγονται;

Τώρα πια θα φοβόμαστε
τους ζωντανούς.

ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΕΙΝΑΙ ΣΦΑΙΡΕΣ

[δ’]

Κάποτε έγραφες ποιήματα
κι ούτε θυμάσαι που τα έκρυψες.
Μα οι στίχοι είναι σφαίρες,
τις ξεχνάς όταν γυρίσεις στη ρουτίνα
τής ειρήνης·
ξεδιπλώνεις κάποιο ρούχο
και ξεφεύγουν στο πάτωμά,
κοιτάζεις την καρδιά σου
και καρφώνονται στα μάτια σου.

Τις νύχτες οι σφαίρες
τρυπώνουν στα όνειρά σου
κι όταν δακρύζεις,
οπλίζει μέσα σου
το ποίημα ετοιμοπόλεμο.

[ε’]

Ρωτάς τι είναι τα αυτοάνοσα.
Στίχοι είναι σκαλισμένοι στο κορμί,
ποιήματα που γράφτηκαν μια νύχτα,
κακόβουλες ματιές, λέξεις μαχαίρια
κι ανεμοστρόβιλοι ψυχής…

όπως εκείνος ό βαρδάρης,
μισός βοριάς,
μισός αντάρτης
με δρασκελιές κατέβηκε το Σέιχ Σού.

Τη νύχτα μάζεψε ό,τι ήταν να μαζέψει
και το πρωί γυρεύαμε τα όνειρα
κάτω από τα σκόρπια φύλλα μας
και τα σπασμένα μας κλαδιά.

[στ’]

Σας γνωρίζω στρατιώτες,
ξέρω από φάλαγγες σκιών
σε νυχτερινές πορείες.

Τις νύχτες πάντα νικούσε το βουνό
—τα βήματά μας καταντούσαν ξένα,
η ανάσα μύριζε διψασμένα λόγια
και τα χαλίκια
γίνονταν σπασμένα κόκαλα
κάτω από τ’ άρβυλά μας.

Αν τύχαινε
να σ’ ακουμπήσει ό διπλανός σου
ήταν θαρρείς
και σ’ ακουμπούσε πεθαμένος.

ΚΡΥΦΤΗΚΕ Η ΜΕΡΑ ΣΤΟ ΚΡΥΦΤΟ ΜΑΣ

[α’]

Τα κάστρα, τα κάστρα κοίταξε…
σκύβουν πάνω στα χρόνια μας,
αφοπλίζουν τα παιδικά μας χέρια
κι οι βέργες μας, από σπαθιά,
έγιναν βάγια υποδοχής
για εμάς, τους άσωτους,
τους εξωμότες,
που απαρνηθήκαμε τις γειτονίες μας.

Κοίτα! ’Ανάμεσα στις πολεμίστρες
γδύνεται το φεγγάρι τα μεσάνυχτα.

[δ’]

Στων ερείπιων τα δωμάτια γυρίζεις
ψάχνεις ανάσες φαντασμάτων
μες στις σκόνες
οι άδειοι τοίχοι πλημμυρίζουν με εικόνες
κοιτάς κι αγγίζεις τη ραγισματιά του χρόνου.

[η’]

Ξαναγεννιέται μες στα παλιά σοκάκια
η Σαλονίκη.

[ι]

Να γίνω σκόνη, κάπως να συνηθίσω
τα ερείπια.

.

ΣΤΙΓΜΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΡΕΠΕΡΤΟΡΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ (2018)

ΑΝΙΛΙΝΕΣ

α’

Κάναμε ψυχή
το χαρτί και το μολύβι.

Πιστέψαμε πώς τα μοιραία
δε μένουν αναπότρεπτα
σαν πιάσεις και τα γράψεις
στην ψυχή σου.

Στον πρώτο στίχο
που σκαρώσαμε
γράψαμε για τον θάνατο.

β’

Πόσους θανάτους αποτρέψαμε απόψε
με τις συλλαβές των στίχων;

Οι σκιές που ξεγλιστρούσαν στο χαρτί
ήταν θάνατοι ντυμένοι μολυβιές.

Ήταν να κάψουνε το ποίημα,
για να νικήσουν, μα λιποτάχτησαν.

δ’

Κι απάνω που έθρεφε η πληγή στο στήθος
ξεπετάχτηκε από μέσα της το κεφάλι της οχιάς
για να ξαναδαγκώσει κάποιον ανύποπτο
και να επιστρέψει να φωλιάσει στην καρδιά.

Από την αρχή λοιπόν τις θεραπείες,
τα γιατροσόφια και τα βότανα.
Ούτε η χειμερία νάρκη φέρνει αποτέλεσμα
ούτε το δηλητήριο στερεύει.

ε’

Στο νοσοκομείο πεθαίνουν άρρωστοι
και στο προαύλιο η βλάστηση οργιάζει·
θαρρείς πως τα λουλούδια
με τις στερνές ανάσες μας ανθίζουν.

στ’

Επιστροφή στα χαλάσματα

Τότε, στο σπίτι μας, έπιανα ένα μεγάλο καρφί,
από τα «δεκάρια» κι ένα σφυράκι
κι αντέγραφα τα έργα των μεγάλων.
Είχα για εκσκαφέα το σφυρί με το καρφί·
λίγο λίγο χαλνούσα τον σάπιο σουβά του τοίχου μας
τις μέρες που γκρεμίζανε
κάποιο χαμόσπιτο στη γειτονιά.

η’

Το αυγουστιάτικο φεγγάρι
βγήκε σημαδεμένο, βγήκε ματωμένο.
Ποιος καρτεράει πίσω από τη νύχτα,
με θραύσματα πολέμων κι άδεια όνειρα,
ανακατεύοντας σκοτάδι με εκατόμβες σκοτωμένων;
Ποιος έσκαψε τους τάφους στο φεγγάρι;

θ’

Δρομολόγια με την πανσέληνο

Βλέπεις εκείνον με το πιστόλι;
Θέλει να πεθάνει.
Ψάχνει στις τσέπες του για σφαίρες
λες και ψάχνει γι’ αναπτήρα.

Βλέπεις τον άλλον;
Βάζει το χέρι του στη μέσα τσέπη του μπουφάν
και τραβάει την καρδιά του.
Την κοιτάζει προσεχτικά στο φεγγαρόφωτο,
την παραδίνει στον αστυφύλακα
για να εξακριβώσει τα στοιχεία.

ια’

Φύσηξε από τη μεριά της Παλαιστίνης.
Τα σύννεφα έφεραν πόλεμο
στη νυσταγμένη πολιτεία μας.
Πρώτα ψιχάλιζε δάκρυα
και τώρα βρέχει αίμα.
Αν το γυρίσει σε χαλάζι,
ο Θεός να φυλάξει
τους νυχτερινούς διαβάτες
που δε θα ’χουν
αλεξίσφαιρες ομπρέλες.

ιδ’

Μεταθανάτια καθαίρεση

Γονατισμένος
-με τον νεκρό στρατιώτη
ανάμεσα στα σκέλια σου-
μ’ εάν σουγιά ξηλώνεις
της στολής τα επιρράμματα
από τα μπράτσα
και το στήθος

Λάφυρα νίκης
κι αποδείξεις του θανάτου.

ιε’

Σιδερένιοι στρατιώτες

Είμαστε σιδερένιοι στρατιώτες,
οι χάρτες μας είναι χάρτες άλλης γης.
Εδώ ούτε γι’ αγάλματα μας θέλουν
ούτε για σκιάχτρα.

Φταίμε γιατί ήταν φτηνό το μέταλλό μας,
γιατί το σπέρμα μας σκουριά πλημμύρισε τις μήτρες,
γιατί πιο άγονο απ’ τη σκουριά δεν έχει σπέρμα.

ιζ’

Ραγίζει κι ο φλοιός της Ιστορίας

Την ώρα της εξέγερσης θέλεις να γράψεις
μα η Μούσα είναι δεμένη,
ξαπλωμένη στην κεντρική πλατεία
για να την ποδοπατήσουνε τα πλήθη.
Έτσι κι αλλιώς κανένας στίχος δε χωρά
τη δρασκελιά της Μοίρας,
τους τόνους αίματος
που χύνονται απ’ το ποτήρι της
και τους άλλοτε πανίσχυρους ηγέτες,
που ξεψυχούν κάτω από τη φτέρνα της.

ιθ’

Ξυπόλητοι χορεύουμε στο χώμα
-μυριάδες οι νεκροί
μας αφουγκράζονται ζηλεύοντας.

Γυμνοί στο φεγγαρόφωτο
μαζί με τις μορφές των θρύλων
κρυβόμαστε στα σύννεφα της σκόνης.

Χτυπάμε τα πόδια μας στη γη
κι οι πεθαμένοι απαντούν
με χτύπους στην καρδιά μας.

κ’

Το ρεπερτόριο του θανάτου

Κάθε εποχή ο θάνατος
έχει το δικό του ρεπερτόριο.

Είναι κι οι φιλόμουσοι,
που ξεχωρίζουν τη μουσική της κάθε σφαίρας.
Που ξεχωρίζουν το μοναδικό εμβατήριου
του δικού τους θανάτου
μέσα από τις χιλιάδες, πιστές
στο στόχο τους βολίδες.

Είναι κι οι άλλοι που αναστενάζουν,
ανασφαλείς για τη ζωή τους,
εξαρτημένοι από τις δειλές,
τις άστοχες σφαίρες,
εκείνες που προτίμησαν να εξοστρακιστούν
πάνω στο άψυχο μπετόν,
εκείνες τις παράφωνες
σφαίρες του οίκτου.

κβ’

Αδικαιολογήτως παρών στον κόσμο

Να ’ρθεις για λίγο
να μ’ αντικαταστήσεις
κι αντάλλαγμά σου το μπαλκόνι μου,
ο ήσυχος μικρός μου κόσμος
-τα σμήνη των περιστεριών,
ο δρόμος των περαστικών ζητιάνων,
οι ανέκφραστοι υπήκοοι
στη στάση των αστικών…

Να καθίσεις στη θέση μου,
να μου δώσεις τα πόδια σου
να σηκωθώ, να τρέξω.
Να μου δώσεις τα μάτια σου
κι ένα δρόμο αγαπημένο.
Να μου δώσεις την καρδιά σου
και μια μάχη, να μ ανάψει.

Για δυο τρεις ώρες
αδικαιολογήτως παρών
στον κόσμο σου.

κγ’

Διάλεξε μια σφαίρα, επιτέλους,
να σου διαβάσω
τους στίχους που ‘ναι πάνω της γραμμένοι.

ΧΑΙΚΟΥ

α’

Του νεκρού Ήρωα

Όταν έσβησε
η νεκρική πυρά σου,
τραγουδήσαμε.

β’

Στον ποταμό του Άδη

Αν δραπετεύσεις
από τον Κάτω Κόσμο,
κάψε τη βάρκα.

γ’

Τα βράχια κρύβουν
απόστρατους θανάτους
σε καραντίνα.

δ’

Πενθεί η νύχτα.
Πνίγηκε το φεγγάρι
στον Αχέροντα.

ε’

Αποστολή θανάτου
Άνοιξε φτερά,
αρχάγγελε, ξεκίνα…
νύχτωσε νωρίς.

στ’

Στη Σπιναλόγκα
οι μέρες σπέρνουν λέπρα,
οι νύχτες νέκρα.

ζ’

’Έχεις μετρήσει
τα πεσμένα αστέρια
της γειτονιάς σου;

η’

Εκεχειρία!
Η σπορά του ατσαλιού
αναβάλλεται.

.

ΧΑΜΕΝΕΣ ΨΗΦΙΔΕΣ (2012)

ΡΩΓΜΕΣ ΓΕΝΝΟΥΝ ΤΗ ΝΥΧΤΑ

Απόψε για σένα τρυπιέται
το σκοτάδι απ’ το φεγγάρι.
Οι δρόμοι της Σαλονίκης παραμονεύουν
κι εσύ μαραίνεσαι με μια ζωή στην ταμπακιέρα,
που σε κόφτει πως να τη στρίψεις άφιλτρο
κι αφήνεις να στη φουμάρουν τυχοδιώκτες.

Δεν είναι γι’ άλλον
τα φώτα των μακρινών χωριών
που τρεμοπαίζουν,
για σένα γεννήθηκε η νύχτα.

Αν ξεκολλήσεις απ’ τις σπασμένες πλάκες των πεζοδρομίων
-κι οι τοκογλύφοι χάσουν ένα σίγουρο χαρτί-
τότε θα δεις θεούς και δαίμονες
να τριγυρνάνε στ’ απόμερα σοκάκια.

Θα δεις τη νύχτα να ξεπετιέται
απ’ τις ρωγμές παλιόσπιτων διατηρητέων
και θ’ ανασάνεις, στα γεννητούρια,
τ’ αρώματα των νυχτολούλουδων.

ΚΑΡΦΩΜΕΝΟΣ ΣΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ

Το μεσημέρι γυαλίζουν τα καρφωμένα σου φτερά στα σύννεφα
-φεγγάρι που ξέφυγες από τις νύχτες-
κι όσοι μπορούν να ορθώνουν το κεφάλι
θα σε βλέπουν.
Ανυπεράσπιστος στη βαρβαρότητα της πόλης,
κατάληξες κι εσύ να αιωρείσαι
πλάι στον Προμηθέα.

Το δειλινό ματώνετε τον ουρανό.
Τη νύχτα αστράφτει η κρυμμένη φωτιά
απ’ τα καλάμια σας
κι οι ανυποψίαστοι λένε πως έρχεται βροχή.

ΣΤΙΧΟΙ ΑΠΟ ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΜΕ ΤΟΝ ΗΛΙΟ

Ξημέρωμα γαντζώθηκα στον ήλιο για να πετάξω.
Έμειναν κολλημένα τα παπούτσια μου στην άσφαλτο,
έκλεψα και το πρωινό τραγούδι
απ’ την κορφή μιας ακακίας
γιατί στο χωματόδρομο της γειτονιάς μας
παίζαμε ξυπόλητοι
κι είχα ακακίες στην αυλή
κι ένα τραγούδι
που το σκεπάσανε με άχαρο μπετόν.

Από το χθες ξεκόλλησα μια ζωγραφιά
-τρία παιδιά που σχεδιάζουν στο χώμα της αλάνας τη ζωή τους-

την έδειξα και στα πουλιά

…είχαμε κι εμείς φτερά
πριν μεγαλώσουμε.

Το μεσημέρι έσκισα τα ρούχα μου,
το φόβο κι όλες τις προσωπίδες·
εδώ ψηλά δεν έχει δρόμους για να ντρέπεσαι.
Το δειλινό ελευθέρωσα τα ποιήματα
να φτερουγίσουν πάνω από τα κύματα.

ΟΠΩΣ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ

Οι χτύποι της καρδίας σου
-απότομοι ήχοι νεκρών βαγονιών-
μέταλλα παροπλισμένης ατμομηχανής
που συστέλλονται,
που τρομάζουν
από εκτροχιασμούς ονείρων.

Τα χέρια σου βιδωμένα
στα έμβολα των ακίνητων τροχών
με το ρολόι, στ’ αριστερό, σταματημένο.

Τα πόδια σου μισοφαίνονται·
χορταριασμένες ράγες
-άνεμοι παίζουν με τα λυμένα σου κορδόνια.

Η σιωπή σου σκοτάδι,
σφιγμένο στομάχι,
κόμπος στο λαιμό.

Το πρόσωπό σου ανέκφραστο
φεγγάρι,
μάτι δακρυσμένο.

Διάσπαρτη κόκκινη σκουριά
σε ζωγραφιά
το βλέμμα σου.

Έφυγες από την πόλη
πριν να πεθάνεις εγκλωβισμένος,
τώρα κι από τον έρημο σταθμό
ζητάς να ξεκολλήσεις

όπως οι ποιητές

δε χώρεσες
ποτέ
πουθενά.

ΤΑ ΣΗΜΑΔΙΑ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ

Οι ποιητές που νιώθουν
τα. σημάδια των καιρών
γράφουν ποιήματα
ολόιδια με ρημαγμένα σπίτια,
μ’ ερημωμένα σοκάκια κι αλητοπαρέες.

Κάνουν τόπο στις λέξεις
να βρουν απομεινάρια ξεχασμένα
-κρυμμένα τσιγάρα
κάτω από τα κεραμίδια
του χαμόσπιτου.

Οι ποιητές που νιώθουν
τα σημάδια των καιρών
δε χωράνε στα σαλόνια.
Ψάχνουν στους δρόμους για στίχους
ολόιδιους με μπαλωμένα ρούχα
μιας μόδας που έσβησε.

Ψάχνουν στις τσέπες τους
για σκόρπιες συλλαβές,
για να πληρώσουν.

ΑΠΟΨΕ ΦΤΙΑΞΕ ΜΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ

Απόψε πέφτουν όλα τ’ άστρα,
πέφτουν τα κάστρα κι οι σημαίες.
Απόψε μάζεψε ό,τι είναι να μαζέψεις

τις αναμνήσεις
που θα στάξουν Ιστορία.

Σκύψε και κλέψε λίγο χρώμα,
σκύψε και κλέψε λίγο χώμα,
σμίξε τ’ απλόχερα και φτιάξε μια πατρίδα

σαν παραμύθι
να μαγεύει τα παιδιά μας.

ΙΣΩΣ ΓΙΝΕΙΣ ΠΟΙΗΤΗΣ

Μια μέρα ίσως πάρεις την απόφαση
να ξαναγίνεις εργάτης,
να ψάξεις σπασμένους στίχους
κάτω από τα συντρίμμια της πόλης.

Ίσως χρειαστεί να τραβήξεις
το νάιλον του καταποντισμένου ουρανού
και ν’ απελευθερώσεις
θεούς και θυμητάρια.

Ίσως ξεθάψεις
λέξεις με ανοιχτές πληγές,
λέξεις ακρωτηριασμένες.

Ίσως, μια μέρα,
με τα χέρια ματωμένα,
να γίνεις ποιητής
κι απ’ την ντροπή να μην αντέξει,
να τον ξεκάνεις τον πατέρα σου.
Κι ύστερα
να κλαις για τα στενά
που έρημα ξεμένουνε συχνά
από διαβάτες.

ΨΗΦΙΔΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

Της πόλης μια χαμένη ψηφίδα σου μιλά,
ένας ακόμη αιχμάλωτος
στων ήμερων την προπαγάνδα.

-Πότε προλάβανε και μαυροφόρεσαν
μ’ εφημερίδες όλους τους δρόμους;

Των αρπαχτικών οι κυκλικές πτήσεις
στενεύουν πάνω απ’ το κεφάλι μου.
’Άλλο δεν έχω,
δεκαετίες ληστεύουν την ψυχή μου.

Σωτήρες μάς δείχνουν σιδερένια κλουβιά
-παρέχουν κανναβούρι, νερό
κι οπωσδήποτε μια τηλεόραση-

μας ορμηνεύουν να μπούμε μέσα,
να σωπάσουμε
για να σωθούμε.

ΟΡΦΑΝΕΜΕΝΕΣ ΡΙΖΕΣ

Θέρισες ανεμώνες και τις έστησες στο βάζο
-αντίδοτο για την αγιάτρευτη κακογουστιά της πόλης.

Στο πανάκριβο σου βάζο, οι τελευταίες εκπνοές
καταντήσανε φυσαλίδες οξυγόνου
στα γυάλινα τοιχώματα.

Τα πόδια μου, ακρωτηριασμένα, κρέμονται ακίνητα μες στο νερό.
Στηρίζομαι απ’ τις μασχάλες στο χείλωμα του βάζου.
Τα χέρια μου άρχισαν να ξεραίνονται.
Το κεφάλι μου, αναίσθητο, ακουμπά στους ώμους μου.

Πλησιάζεις και μυρίζεις κάθε τόσο τα μαλλιά μου.

Κάθε δυο μέρες αλλάζεις το νερό, να μη βρωμήσει το πεθαμένο αίμα.

Θα ’ρθει κι η ώρα που θα με πετάξεις στα σκουπίδια.

Η γη της πατρίδας
είναι πιά ξερές, ορφανεμένες ρίζες,
είναι τα παραχωμένα παπούτσια
κι οι αστράγαλοί μου.

ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ

Τρέμεις μήπως βρεθεί το έλλειμμα
εκεί που αντικατέστησες με σκιές
τις κλεμμένες στιγμές,
εκεί που νόθεψες τη νύχτα
κι αποπλάνησες τ’ αστέρια.

Τρέμεις την ετυμηγορία.

Πάλι θα πεις για τους μεθυσμένους ξενύχτηδες,
για τα πλεγμένα κορμιά στο παγκάκι,
για τα σβησμένα φεγγάρια κάτω από το κρεβάτι σου.

Πάλι θα πεις για το τρύπιο ταβάνι
και τις νυχτερινές επιπλοκές της ζωής σου

μα τώρα υπήρξαν ξάγρυπνοι μάρτυρες,
βρέθηκαν κι αποδείξεις
στα χαρτιά σου με τα ποιήματα,
μην περιμένεις επιείκεια.

ΡΗΜΑΓΜΕΝΑ ΣΠΙΤΙΑ

Γ

Μοίραζε στον κόσμο προκηρύξεις
-ποιήματα που έγραφε στο δρόμο,
μεράκι σπασμένο σε στίχους,
συλλαβές γεμάτες ανθρωπιά.

Τον σχολιάζανε στην Εγνατία
ήτανε γνωστός και στο Ντεπό.

Έβγαινε μαζί με το φεγγάρι
κι ανηφορίζανε τη Βενιζέλου.
Τον αγαπούσε μια πόρνη στο Βαρδάρη.

-Όταν σχολάσεις, ποιητή, απ’ το νυχτέρι,
όταν μαζέψεις τα μυστικά των δρόμων,
να ’ρθεις από το «σπίτι» να σου ψήσουμε καφέ.

Φοβόταν τα κόκκινα φανάρια
που τον κοιτούσαν ύπουλα
πάνω απ’ τις εξώπορτες
και τους ξελιγωμένους θαμώνες στο σαλόνι
και την ξετσιπωσιά που μύριζε
βαριά αρώματα.

Απ’ όσο ξέρω,
σε τέτοια σπίτια
δεν πάτησε ποτέ.

ΤΕΛΟΣ ΕΠΟΧΗΣ

Α

Έξω από τις πολεμίστρες ακούγονται τα σύννεφα,
διηγούνται πειρατικές συνάξεις,
αιωρούνται κατακόκκινα,
καθρεφτίζουν το αίμα που είναι να χυθεί.

Η θάλασσα σκοτείνιασε,
έκλεψε το χρώμα
από το βλέμμα του βιγλάτορα.

Η γη,
προτού κρατήσει την ανάσα της
-λίγες στιγμές προτού τη μάχη-
μοσχοβολάει ρίγανη,
φωνάζει στην ψυχή του στρατιώτη

υπερασπίσου με!

Γ

Κάτω από τη σημαία,
στους πρόποδες του θανάτου,
στρατιώτες ζητούν το περίσσιο λίπος σου
ν’ αλείψουν τ’ άρβυλά τους
για να μην μπάζουν υγρασία
από τις ματωμένες λάσπες.

Κάτω από το σταυρό,
λίγο πριν τον παράδεισο,
καλόγεροι ζητούν το περίσσιο λίπος σου
ν’ ανάψουν τα λυχνάρια
για τις λιτανείες.

Ό,τι απόμεινε στο ζήτησε ο έρωτας.
Λάβα να χυθεί
από τ’ ανοιχτά ηφαίστεια της σάρκας.

-Ντιντή, δεν πρόκειται να πολεμήσεις
ούτε θα σε σταυρώσουν.
Μπουμπού, δεν πρόκειται να γίνεις
πόρνη πολυτελείας
στον αιώνα τον άπαντα.

.

ΠΥΓΟΛΑΜΠΙΔΕΣ (2011)

33 χαϊκού

1.

Η νύχτα ψάχνε!,
ερειπωμένες λέξεις
να ενεδρεύσει.

2.

Σκιές κρυφτείτε –
αιμόφυρτο φεγγάρι
λιώνει στις στέγες.

3.

Όταν νυχτώνει
τα μολύβια δε γράφουν,
γίνονται σφαίρες.

4.

Ξέρω πως κρύβεις
ένα κομμάτι νύχτας
μέσα στην τσέπη.

5.

«Οδός Ηρώων»
Στίχος εκτός θέματος
σε νεκρό τοίχο.

6.

Πνίγουν διά βοής
την ήρεμη μέρα μου
στη λεωφόρο.

7.

Μοιραίες έλξεις·
οδών, σπαθιών, βλεμμάτων
διασταυρώσεις.

8.

Στη διαδρομή
πέταξε τα πόδια σου·
είσαι του συρμού.

9.

[Νυχτερινές σκοπιές]

Απόψε πάλι
ξεσκίζονται βοριάδες
στις ξιφολόγχες.

10.

Αδιάλλακτη
σιωπή δρεπανηφόρος
σφάζει τίς νύχτες.

11.

«Ψηλά τα χέρια!»
…δυο φλεγόμενα κλαδιά
στην ανάταση.

12.

…σαν θυμητάρια·
λεκέδες μαύρης μνήμης,
πληγές στο χάρτη.

13.

Όταν ο ήλιος
ξεμένει από βέλη
στη γη νυχτώνει.

14.

Γλάροι ψαρεύουν
στης θάλασσας το μνήμα
πνιγμένα ψάρια.

15.

Χαμένες ψυχές
με φτηνές ανιλίνες
φτιάχνουν σκοτάδια.

16.

Χιόνι στις λάσπες
η χαλασμένη μέρα
που ξεψυχάει.

17.

[Αγιασμός]

Σώσον Κύριε…
αιμάτινες ρανίδες
στο βασιλικό.

18.

Έσταξε θλίψη,
το χώμα ήπιε νύχτα,
φύτρωσαν σκιές.

19.

[Πυγολαμπίδες]

Δράκοι της νύχτας
καταπίνουν αστέρια
και σκόρπιους στίχους.

20.

Τίναξες κλαδιά
έβγαλες και λουλούδια
μπηγμένο ξίφος.

21.

Αίμα στ’ αγκάθια
ο πόνος ξεγεννάει
τριαντάφυλλα.

22.

Πώς την κρέμασες
ανάποδα τη νύχτα
σαν νυχτερίδα.

23.

Το γυμνό κλαδί
αν δε γίνεται στίχος
ας γίνει σπαθί.

24.

Τα ξένα πουλιά
στο ξένο δέντρο τρέμουν
την καταφρόνια.

25.

Ξύπνα τον ήλιο,
μαλώσανε τ’ αστέρια
με το φεγγάρι.

26.

Μαύρες γαλέρες
στα σπλάχνα της θάλασσας
γεννούν γοργόνες.

27.

Δεν είσαι δάσος,
πευκοβελόνα είσαι
στο μανίκι μου.

28.

Σκιές των στίχων
πίσω απ’ τη σελίδα
ξεγυμνώνονται.

29.

Γδύσε τη νύχτα
ν’ ανάψει, στο σκοτάδι’
Γυναίκα! Φωτιά!

30.

Σκίσε τα ρούχα
-γυμνοί, με τα φτερά μας
ν’ αναληφθούμε.

31.

Για το ξενύχτι
αρκούνε τ’ άστρα;
Αρκεί το ξεγύμνωμα;

32.

Έσβησε το φως
– το σκοτάδι ασελγεί
στη φαντασία.

33.

Ημέρα χρωμάτων

Οι πεθαμένοι
σχεδιάζουν γκράφιτι
στις ταφόπλακες.

.

ΝΥΧΤΕΡΙΝΕΣ ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ (2008)

ΝΥΧΤΕΡΙΝΕΣ ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ
ΡΩΓΜΕΣ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ

Ξέρεις πώς κρύβω
ένα κομμάτι νύχτας
μέσα στην τσέπη μου.

Αν υπήρχαν παραθύρια,
τ’ άστρα θα σεργιανούσανε
τα κρεμασμένα όνειρά μου
σ’ έναν χάρτη.
Αν υπήρχαν πόρτες
ίσως ερχόταν κάποιος
μ’ ένα πρόσωπο φεγγάρι,
με λόγια νυχτοπούλια,
μαθημένος να τραγουδάει
με τα τριζόνια.
Ίσως ερχόταν μια γυναίκα
βγαλμένη από τ’ αρώματα
της φλαμουριάς.

Μαύρες μορφές κρυφοκοιτάζουν
απ’ τις ρωγμές της νύχτας μου.
Με τη σιωπή μου υφαίνουν όνειρα.
Με τις ανάσες μου
ξεγεννάνε τα μυστήρια τους.
Κλέβουν το άρωμα του ύπνου μου
για να ντυθούν.

ΘΙΑΣΟΣ

Στις έρημες καρδιές, στα καλντερίμια,
η νύχτα περπατάει σαν κλέφτης.

Αναζητάει γνώριμες μορφές του δρόμου
που ανάβανε πιο πριν στους έρωτες τους
και τώρα στροβιλίζουν στο σκοτάδι
στάχτες που τις σέρνει ο αέρας.

Ακουμπάει τους βρεγμένους τοίχους
κι η ώχρα ξεφλουδίζει,
περπατάει στους βρεγμένους δρόμους
και λασπώνουν οι λοξές σκιές,
ψάχνει για ιδρωμένα κορμιά που ν’ αχνίζουν
από τις εκπνοές του έρωτα.

Η νύχτα περνάει πάνω απ’ τα κορμιά μας
-χιλιάδες βυθισμένοι στα όνειρα
δεν καταδεχόμαστε ν’ ακούσουν
τους πλανόδιους νυχτερινοί θιάσους.

ΟΙ ΔΙΨΑΣΜΕΝΟΙ

Οι διψασμένοι για έρωτα
δεν κατεβαίνουν στο Βαρδάρη.

Πρώτα είχαν ξεκόψει απ’ την πλατεία
οι εξοδούχοι φαντάροι,
ύστερα έκλεισαν οι κινηματογράφοι
κι έσβησαν τα κόκκινα φανάρια.

Όσα χρωστούσαν τα σκοτάδια
στους νυχτόβιους της πιάτσας
πάνε χαμένα.

Οι διψασμένοι απόμειναν στα ποιήματα
εκεί που είναι γραμμένα
και τα χρέη κάθε νύχτας.

ΝΙΩΘΕΙΣ ΤΟΥΣ ΤΟΙΧΟΥΣ

Νιώθεις τους τοίχους στο δωμάτιο
να σε κοιτάζουν με τα μάτια μου.

Ακούς τις γάτες απέξω
να κλαίνε τους έρημους δρόμους,
τα δέντρα να βγάζουν βλαστάρια.

Πολεμάς τη μοναξιά με το μολύβι,
η ανάσα μου γιατρεύει τις πληγές σου.

Αν λιποθυμήσεις
θα σε πάρω στα χέρια
να σ’ απλώσω σ’ άλλο ποίημα.

ΠΑΝΩ ΜΟΥ ΚΡΥΒΩ ΤΑ ΚΛΕΜΜΕΝΑ

Πάνω μου κρύβω τα κλεμμένα κομμάτια
από ξένα ποιήματα που κάπου ξέπεσαν,
κλεμμένα κομμάτια από κρύα ίχνη
που κάποτε πύρωναν.

Θέλεις να σβήσεις το τσιγάρο σου
πάνω στις πιο κακές συνήθειες μου.

Με φοβούνται τα πεζοδρόμια,
οι γραμμένοι τοίχοι
κι οι μισοκολλημένες αφίσες
που προσκύνησαν.

Φοβάσαι να με κοιτάξεις στην καρδιά,
να μού τραβήξεις τα αγκάθια ένα ένα,

Ξέρεις καλά, αιμορραγώ εδώ και χρόνια.

Χάιδεψε τα κόκκινα μου αποτυπώματα
πάνω στα κλοπιμαία,
μουντζούρωσέ τα, να με νιώσεις.

ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΣΕΙΔΩΝΙΟ

Τις νύχτες οδηγούνται, ιδρωμένοι
οι αιχμάλωτοι του έρωτα
πίσω από το Ποσειδώνιο.

Μισόγυμνοι παραδίνονται
σε στεναγμούς κι αγκαλιάσματα,
στα σκοτεινά αποδυτήρια.

Τις στιγμές εκείνες ξεκολλάνε
από τις σκιές άλλες σκιές που τρέφονται
απ’ τα περισσέματα των πόθων.

Μεθούν τη μοναξιά τους με ψίθυρους,
με κάποιο πνιχτό φιλί, με μια πνοή βαριά
η ένα τίναγμα της έξαψης.

ΔΕ ΦΥΛΑΓΕΣΑΙ ΠΙΑ

Δε φυλάγεσαι πιά,
λες τις σκιές: σκιές

-κομμάτια νύχτας
που σέρνονται στα πεζοδρόμια,

απλές κι ακίνδυνες γωνιές
σπασμένου σκοταδιού-

δε φοβάσαι που σου αγγίζουν
το κορμί.

Δε φυλάγεσαι πιά,

σκύβεις χωρίς αναστολές
για να μαζέψεις του δρόμου
τα πεσμένα άστρα.

ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΡΙΟ

β’

Οι εφημερίδες κάποτε θα γράψουν πώς
οι μοναχικοί νιώθουν γυμνοί κόντρα στο βοριά.

Εδώ μέσα φυσάει μόνιμα βαρδάρης.
Τα χέρια μου ξέμαθαν τις χειραψίες,
έσβησαν από το πρόσωπό μου οι προσποιήσεις
-αν θέλεις άφησε την καθημερινή σου
προσωπίδα εκεί πάνω στο τραπέζι.
Συνήθισα το σπασμένο τζάμι, την ανοιγμένη
ρυτίδα στο μέτωπο που χωράει ακόμα μισό αιώνα
κατεδαφίσεων και τόση εσωστρέφεια μέσα στους
στίχους, στις στάχτες των άτυχων στιγμών μου.

Οι εφημερίδες κάποτε θα γράψουν για ποιήματα
και για δάκρυα. Τότε θα μου τις φέρεις
να τις απλώσω και να καλύψω τον τοίχο.

Οι εφημερίδες κάποτε θα γράψουν πως
οι στίχοι και τα δάκρυα μυρίζουνε σκοτάδι.
Οι ειδικοί θα μετράνε πόση φωτιά
σπαταλιέται απ’ την καρδιά τη στιγμή που
τη διαπερνάει μια λέξη
ή όταν ένα δάκρυ χαράζει το μάγουλο.

Οι εφημερίδες κάποτε ίσως γράψουν για τον άνεμο
που αρπάζει τα χαρτιά με τα ποιήματά μας
-αν κρυώνεις φόρεσε την προσωπίδα σου.

ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

Σαν να σε βλέπω,
βάφεις στον τοίχο κόκκινο κύκλο.

Ξεκολλάει η ώχρα,
χύνονται τα χρώματα
που ’χάνε βάψει με τα χρόνια οι νοικάρηδες.

Ρέει απ’ τον κύκλο
η γλουτολίνη της παλιάς αφισοκόλλησης
κι όλο το σπέρμα που γεννούσε τις ιδέες.

Ψάχνεις να καταλάβεις
τι του ’κάνες του τοίχου,

η ιστορία χύνεται συνέχεια
στο πεζοδρόμιο,
στην άσφαλτο.

ΜΠΑΤΑΡΙΕΣ

Χαρτιά στο τραπέζι
χαραγμένα με σκέψεις,
πουλιά που δοκιμάζουν
τα χάρτινα φτερά τους.

Όλα γύρω βαραίνουν στο δωμάτιο…
κι αυτή η μουσική στο «Τρίτο πρόγραμμα»!

Το ραδιόφωνο αργοσβήνει

βρήκε χαραμάδες ο αέρας
και σιγά σιγά δραπέτευσε,

ο καθρέφτης μου δε βλέπει
τίποτα πιά στο κενό,
αντανακλά το σκοτάδι του
στους τοίχους.

Αιωρείται το δωμάτιο,
τα φτερά κι ο καθρέφτης.
Οι μπαταρίες κερδίζουν ζωή
στο σιωπηλό ραδιόφωνο.

ΑΠΟΡΡΗΤΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Να μην ξεχάσεις, να τραβήξεις την κουρτίνα
οι δρόμοι απόψε κρύβουν βλέμματα παράξενα.

Ας συγυρίσουμε,
ας κρύψουμε πίσω απ’ τις κουρτίνες
τα παραμύθια που έχτιζαν
ως τώρα τη ζωή μας.

Ας συζητήσουμε για περιστατικά απόρρητα:
για την κραυγή των στίχων,
για τα υγρά υπόγεια διαμερίσματα,
για τα μυαλά που κόλλησαν στην τηλεόραση.

Έπιασε βροχή, μην πλησιάζεις το παράθυρο
άλλωστε ακούγονται οι ψιχάλες
πάνω στη λαμαρίνα του άστεγου της γειτονιάς.

Γιατί όταν σταθείς μπροστά στο τζάμι
μπορεί να δεις κάποιον να προσπαθεί
να διασχίσει τον πλημμυρισμένο δρόμο,
ίσως γελάσεις που θα γεμίζουν
τα παπούτσια του νερό,
ίσως θυμηθείς τα παραμύθια,
πίσω απ’ τις κουρτίνες,
και δε θελήσεις κι απόψε να μιλήσουμε.

ΦΕΓΓΑΡΙ ΘΕΡΙΝΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΝ

Αδειάζει το φεγγάρι
κι όλοι νομίζουν πως γίνεται στο έργο,
πως είναι σκηνοθετημένο.

Αδειάζει,
το φθονούμε για τη λάμψη του.
Αδειάζει,
το φοβόμαστε
έτσι που είναι σαν μάτι
και μας βλέπει.

Με ματιές τρυπάμε τα φεγγάρια.

Τόσο ασήμι πάει χαμένο.

ΔΥΟ ΩΡΕΣ ΜΕΣ ΣΤΟ ΚΡΥΟ

Αυτή τη νύχτα
δεν τρεμοφέγγει στον ουρανό
η μοναξιά των άστρων.

Απ’ το πρωί κι ο Λευκοπύργος
στην ομίχλη,
δεν ήθελε να δει τη θάλασσα.

Βγήκες για ένα τσιγάρο
και στάθηκες
δυο ώρες μες στο κρύο.

Γύρω ησυχία·
περιοχή κυκλωμένη
με χριστουγεννιάτικα φωτεινά
συρματοπλέγματα.

Αρραβωνιάζεται η δούλη της νύχτας ερημιά
τους σκόρπιους στίχους…
τους βλέπεις,
μαζεύτηκαν γύρω απ’ το χλωμό φεγγάρι
κι όλο το ζαλίζουν,
το μεθάνε
και θολώνει.

ΓΥΡΩ ΜΥΡΙΖΕΙ ΠΕΘΑΜΕΝΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Βρήκα την αλυσίδα που έβλεπα στα όνειρά μου
με τη βαριά της άγκυρα
περασμένη στην καγκελόπορτα
της πλαζ στην Αρετσού.

Μονάχος παρηγοράω
τα έρημα ερωτικά αποδυτήρια,
την αμμουδιά που ψάχνει για ιδρωμένα κορμιά,
για βρεγμένα ίχνη βημάτων που άλλαξαν πορεία.

Θα φωνάξω δυνατά
να σπάσει ένα κομμάτι από την εγκατάλειψη
και μια γωνίτσα από κοφτερό φεγγάρι,
να τα κάνω μαχαίρι
ολόιδιο με τις κραυγές των γλάρων,
να κόψω σε λουρίδες τα παιδικά μου χρόνια,
να τα ξαπλώσω εδώ κι εκεί πάνω σε ψάθες.

Γύρω μυρίζει πεθαμένη θάλασσα
σαν παλιά φωτογραφία.

ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΕΜΑΘΑ

Τώρα που έμαθα να κρύβω λόγια
κάτω από σωρούς ξεραμένων φύλλων,
συνήθισα το σκοτάδι.

Τώρα που έμαθα,
αγγίζω τη νύχτα κι αυτή πονάει,
αναπνέω μα δεν ζω με τ’ οξυγόνο
των γκρίζων δρόμων,
μήτε του σπασμένου λιθαριού
που ήταν κάποτε καρδιά.

Τώρα που έμαθα,
μπορώ ν’ ανοίγω την καρδιά μου,
τη θάλασσα που τη φοβόμουν,
να μαζεύω σκουριασμένες άγκυρες
τυλιγμένες γύρω από ευσυνείδητους καπετάνιους.

Τώρα που έμαθα
το μυστικό των λευκών χαρτιών
-που δεν είν’ άλλο
από τη μαύρη μολυβιά που ταξιδεύει-
τρέμω τους άσπρους τοίχους
που δεν έχουν πάνω τους σημάδια
κι όλο νομίζω βλέποντάς τους
πως ξεμαθαίνω πιά να γράφω.

ΑΝΙΛΙΝΕΣ

[α’]

Ήξερε απόψε
και δε βγήκε το φεγγάρι.
Κάθε αστέρι που δείχνεις
αυτοκτονεί μες στο σκοτάδι
-θ’ αφήσεις τη νύχτα δίχως μάτια-
γιατί δε θέλεις να μας βλέπει
κανείς που αγκαλιαζόμαστε.

[β’]

Δεν είναι τα ξωτικά
που διακόπτουν το χορό
των τριζονιών
κι ανεβαίνουνε στα δέντρα.
Είναι οι φλεγόμενες ανάσες
του ερωτά μας
που γλύφουνε, κλαδί κλαδί,
της νύχτας τη δροσιά
μέχρι να ξεθυμάνουν.

[γ’]

Φωτογραφία

Σκιές στο πρόσωπό σου,
σκοτάδια σου αγκαλιάζουνε τα μάτια
κι εγώ θέλω τ’ άστρα σου ν’ αγναντέψω.

Σε μια φωτογραφία
πως να χωρέσει λίγος έρωτας
κι απ’ το κορμί σου να στάξει
μια σταγόνα θηλυκότητας στα δάχτυλά μου;

[δ’]

Να ψηλαφίζεις τη σιωπή με τα δάχτυλα,
να κλείνεις τα μάτια σου
και ν’ αγκαλιάζεις το σκοτάδι.
Ν’ αγγίζεις τον τοίχο
την ώρα που ο παλμός της καρδιάς του
ταιριάζει με τον δικό σου παλμό,
υστέρα να σκίζεις το χρώμα του
να βυθίζεσαι στη σκόνη των αισθήσεων
και να ριγείς με τους χτύπους
άγνωστων μορφών, εγκλωβισμένων.
Κάθε λίγο ν’ απλώνεις τα χέρια σου,
ν’ ακούγεται απ’ το στήθος
η καρδιά σου σαν σεισμός.

[ε’]

Βγήκε στη βροχή
να γυρέψει στις ψιχάλες
τα δάκρυα
που έγιναν άγιασμα.
Πέταξε τα ρούχα να ξεπλυθεί
απ’ τα ξένα αποτυπώματα,
ν’ ανταλλάξει μοναξιά
με το θεό.

[στ’]

Άγγελοι φονιάδες

Άγγελοι φονιάδες, τις νύχτες του έρωτα,
τραβούν κάτω απ’ τα πόδια σου
τα πεταμένα ρούχα.

Γλιστράνε μέσα τους,
σκοτώνουν τις τελευταίες σου ανάσες.

Φλέγεσαι και λιώνεις
πάνω από τα νεκρά σου ρούχα,
στάζεις στα μάτια που σε κοιτάζουν
απ’ τα μανίκια τους,
απ’ τα διαρρηγμένα φερμουάρ.

[ιa’]

Οι άδειοι δρόμοι
μου ανοίγονται άφοβα
και μου μιλούν,
τ’ άστρα δυναμώνουν το φως τους
γιατί τους το ζητάω,
τώρα που κανένας δε ζητά
τίποτε πια απ’ το σκοτάδι.

[ιβ’]

Φωνές με έντονα χρώματα
κομμένες σε γράμματα,
άνοιξαν δικούς τους δρόμους
στους τοίχους.

Οι στάλες στο πεζοδρόμιο,
δεν είναι χρώματα,
είναι ρανίδες αγώνα,
περισσέματα οραμάτων,
δάκρυα από υψωμένα λάβαρα.

[ιγ’]

Η νύχτα δεν παρηγοριέται
με τ’ αδύναμα φώτα της πόλης,
θέλει στους δρόμους το θίασό της·

φλεγόμενοι κάδοι σκουπιδιών,
βόμβες μολότοφ
κι εκρήξεις δακρυγόνων
τη θεραπεύουν
απ’ το αδυσώπητο σκοτάδι της.

[ιδ’]

Στρατευμένος

Τις νύχτες ξαπλώνει κι ονειρεύεται
ανθρώπους που παραμένουν άνθρωποι,
κι ύστερα
-τόσα χρόνια το ίδιο όνειρο-
μαζεύει σκόρπια κουρέλια αξιοπρέπειας,
να ράψει μια σημαία για το τέλος,
για να σκεπάσει την καρδιά του
στην εξόδιο ακολουθία.

.

ΤΟ ΤΡΥΠΙΟ ΤΑΒΑΝΙ (2005)

Ηρωισμός 2004

Θαρσείν χρη…
Με την ομπρέλα ανοιχτή
κόντρα στον άνεμο.

ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ

Πήρα την πέτρα,
πήρες το αγέρι της αυγής.
Πήρα το ξερόκλαδο,
πήρες τη φλόγα του μεσημεριού.
Πήρα την ξεραμένη λάσπη,
πήρες το κοκκίνισμα του δειλινού,
κάθισα εγώ στην παραλία της Σκοτίνας
κι εσύ στην κορυφή του Ολύμπου,
να ονειρευτούμε,
να φτιάξουμε καινούργια Ελλάδα!

Κι ονειρευτήκαμε όλη τη νύχτα…
Κι ονειρευτήκαμε στην ξαστεριά…
Ακόμα εκείνη την Ελλάδα ονειρευόμαστε!

ΣΥΝΘΗΜΑΤΑ

Αυτός ο τοίχος χώρεσε απανωτά
του κόσμου τα έγχρωμα συνθήματα.
Πρώτα υπήρξε τετράδιο ιχνογραφίας
κι έπειτα λιμάνι έγινε απάνεμο
για αραγμένα ιδανικά
που μοναχά του ασπριτζή η βούρτσα
μπορεί να τ’ απειλήσει.

Μόνο στα μάτια των λαθραίων τοιχογράφων,
γυαλίζουν ζωντανά σε κάθε τοίχο
τα γράμματα, τα σύμβολα, τα χρώματα,
χωρίς να έχει δύναμη στο ξέφτισμα,
του χρόνου και του ασπριτζή η βούρτσα.

ΜΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ, ΕΝΑ ΞΕΦΑΝΤΩΜΑ

Μια Κυριακή, ένα ξεφάντωμα τρελό,
ήταν όλη η ζωή σου, ήταν η ανάμνησή σου
ένα ποτήρι κόκκινο κρασί.

Χρωμάτιζες τους τοίχους, τις καρδιές μας,
σαν το ηλιοβασίλεμα στο Λευκοπύργο,
μια Κυριακή, ένα ξεφάντωμα τρελό.

Παράθυρο ανοιχτό, όλο τον κόσμο έβλεπα
μες στην καρδιά σου και τον κερνούσα
ένα ποτήρι κόκκινο κρασί.

Ήταν όλη η ζωή σου, ήταν η ανάμνησή σου
το πανηγύρι στο χωριό, ένας ζεϊμπέκικος,
ένα στροβίλισμα στην πίστα.

Βάσταξε ο λεβέντικος χορός ένα ηλιόγερμα,
ένα ηλιοβασίλεμα στο Λευκοπύργο,
κι ύστερα… κι ύστερα ήρθε η Δευτέρα.

ΑΝΕΜΟΣ ΜΕ ΛΑΒΑΡΟ

Πήρα τους δρόμους μόνος στο πλήθος,
πήρες το λάβαρο, έγινες ουρανός.
Στους τοίχους διάβασα την ιστορία σου,
έγινες άνεμος, έγινες αητός.

Μόνος πλανιέμαι, ψηλά πετάς,
άλλοι τρομάζουν με τη σκιά σου,
άλλοι ζηλεύουν για τα φτερά σου.

Ήπια κρασί, έπινες νέκταρ,
σκόνταψα, έπεσα, τη γη αγκάλιασα…
τον ήλιο μάλωνες και το φεγγάρι…
ίδιος βαρδάρης, μ’ άγγιξες κι αναγάλλιασα.

Τα όνειρά μου καμαρώνω
στον καθρέφτη…
και σωπαίνω.

ΜΙΑ ΗΛΙΑΧΤΙΔΑ

Μια ηλιαχτίδα τον τοίχο να εμβολίσει,
να διαπεράσει και την μοίρα μας
που ξεχάστηκε στον πίνακα ανακοινώσεων.

Πόρτες και διάδρομοι είναι το τηλέφωνο.
Στοίχειωσε το κουδούνισμά του.

Μια ηλιαχτίδα να ελευθερωθούμε…
Μονάχα να περάσει μέσα μας,
να μας πυρώσει,
να λιώσει τον δεσμοφύλακά μας,
τη νοοτροπία μας.

ΤΟ ΤΡΥΠΙΟ ΤΑΒΑΝΙ

Όποτε βρέχει στάζει η σκεπή,
δεν μέτρησα ποτέ τις τρύπες.
Στάζει… πως έγινε διάτρητη!

Μέρα τη μέρα εξατμίζομαι
κι αναστατώνονται
τα έντομα και τα ποντίκια
που ανασαίνουν τη ζωή μου
στο τρύπιο ταβάνι.

ΞΕΦΥΓΑΝ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΜΑΣ

Ξέφυγαν τα όνειρά μας,
σκορπίστηκαν στον άνεμο.
Στους δρόμους
σβήστηκαν τα ίχνη μας,
ξεχάστηκαν οι μορφές μας,
χάθηκαν οι αφίσες.
Πίσω δεν έμεινε κανείς
η έμειναν πολύ λιγότεροι.

Ξέφυγαν τα όνειρά μας.
Τα παιδιά μας, δικαστές,
δε θα ’χουνε ν’ ακούσουνε πολλά,
θα μας καταδικάσουν

ΑΣΒΗΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ

Στην πλατεία Αριστοτέλους
τύπωνα τα ιδανικά μου σε αφίσες
-αφισοκολλούσα με γλουτολίνη
στις μαρμάρινες κολώνες·
νύχτα τη νύχτα
σιγόκαιγε η φωτιά τους.

Με ρωτάς αν ξεχωρίζω πιά το παρελθόν,
αν τη στάχτη του μαζεύω·
τις νύχτες ξεβάφουνε οι τοίχοι
και διαβάζονται,
οι κολώνες της Αριστοτέλους
προδίδουν τ’ όνομά μου,
οι δρόμοι φωνάζουνε
συνθήματα για την πατρίδα.

Στα όνειρά σου
μια «μολότοφ»
ξερνάει επαναστάσεις!

ΞΥΠΝΗΜΑ

Κάποιες αναπάντεχες σκιές
εισβάλουν στα όνειρα
μοιάζοντας με χτύπους μολυβιού στο τραπέζι
που γιατρεύουν τη σιωπή αλλά δολοφονούν τον ύπνο.
Σήματα μορς βγαλμένα
από τα φτωχά σύνεργα της μοναξιάς,
σταλμένα σ’ άγνωστους αποδέκτες.

Ξυπνώ μ’ ένα ταβάνι πάνω απ’ τα μάτια μου.
Συνέχεια ένα ταβάνι, λευκό σαν μάρμαρο,
ίδιο πάτωμα, σωστή ταφόπλακα.

Ανάπηρο όνειρο με λειψά πλοκάμια,
πρόωρα θανατωμένο,
τρύπιο από μια νεογέννητη ηλιαχτίδα,
αποσυντίθεται σκορπώντας
χρώμα – χρώμα τη χροιά του.
Σκληραίνει το φως κάτω από τα σκονισμένα τζάμια
της μυωπικής μέρας που προσηλώνει
το αδύναμο βλέμμα της στα νεκρά όνειρα
και λησμονάει στην τύφλα της τον κόσμο.

Το μεσημέρι πλαγιάζουν ν’ αποκοιμηθούν
γερασμένοι ο κόσμος κι η μέρα.

ΤΑ ΛΑΣΤΙΧΑ

Τα λάστιχα ξεσκίσανε τ’ απόνερα,
τινάχτηκε η καταφρόνια
στη μοναξιά ρομαντικού ποδηλάτη.

Στις στράτες με τις λησμονημένες καντάδες
οι θορυβώδεις και γυαλιστεροί χείμαρροι
σβήσανε τα πατήματα της αλητοπαρέας,
σταμάτησε στη διάβαση ο ρυθμός της καρδιάς μας,
ανέλαβαν σηματοδότες τη ρύθμιση.

Ψάχνω στις άσπρες γραμμές των διαβάσεων
να βρω τα μυστικά του τροχονόμου,
γίνομαι σφυρίχτρα κι αλλάζω τη ροή της κίνησης,
η πόλη σαπίζει στους στάσιμους χείμαρρους.
Νεόπλουτοι πνιγμένοι στο βρόχο της γραβάτας τους,
λαμποκοπάνε στο μποτιλιάρισμα
της αηδίας, της υπομονής, της σκέψης τους.
Γίνομαι χέρι τσιγγανόπουλου,
απλώνω στα τζάμια πίσσα,
οι οδηγοί μ’ ευγνωμονούν,
τους κρύβω το χάος, τον άρρωστο ήλιο
κι ο τροχονόμος χλώμιασε.

Τα λάστιχα τα πήραν διαρρήκτες πήραν,
τα πήγαν σ’ άλλες γειτονιές,
βγήκε στη σύνταξη ο τροχονόμος.

ΠΕΖΟΔΡΟΜΙΟ

Βρώμικα πεζοδρόμια καθορίζουν
τους άγριους δρόμους της πόλης
κι όμως πονάνε απ’ τη βρωμιά μας,
τρέμουν στην αγριότητα,
μέρα τη μέρα τρίζουν οι πλάκες τους,
ραγίζουνε και κομματιάζονται.

Κάθε Παρασκευή έχει πορείες με δεκάδες διαδηλωτές
κι άλλοι, χιλιάδες,
φτιάχνουν την απεργία τριήμερη αργία.

Στα πεζοδρόμια, πρώτα τα βήματά μας
σιχάθηκαν οι πλάκες,
ύστερα τη ζέστη των καθισμένων ζητιάνων
και τη σκιά του απλωμένου τους χεριού,
τέλος εκείνες τις αστικές συνήθειες μας
που τις παρκάρουμε ανέμελα όπου βρούμε.

Στην πορεία δε φωνάζουν όλοι τα συνθήματα,
έγινε πιά κι αυτό προνόμιο των καταξιωμένων,
των εκλεγμένων της πρώτης σειράς,
όσων κρατούν ψηλά τον τηλεβόα.

Τις νύχτες, στις έρημες συνοικίες
οι πλάκες κλαίνε,
μοιρολογάνε τα άσημα μυστικά
κάθε διαβάτη.

Νωχελικοί διαδηλωτές χαρίζουν
τα πλαστικά τους σημαιάκια
στους παραγεμισμένους κάδους του πολιτισμού μας
κι απλώνουνε τις τυπωμένες συνειδήσεις τους
κατάχαμα για να καθίσουν, μη λερωθούνε.

Τα πεζοδρόμια ψιθυρίζουν,
περιμένουν να περάσει η περίπολος,
ετοιμάζουν εξεγέρσεις.

ΣΤΗΝ ΕΞΟΡΙΑ

Πήρες τον κόσμο
να τον ρουφήξεις μονοκόμματα
και βρέθηκες εξόριστος
μ’ ένα τσιγάρο στο μπαλκόνι.

Όχι εδώ, κάτω μονάχα,
στους δρόμους τσακίζει η εξορία.

Το πετροβόλημα δεν τάραξε τις συνειδήσεις.

Οι γροθιές σε πόνεσαν, μεγάλωσαν το τείχος.

Ξεθώριασαν οι αφίσες, περίμενες να ξεφωνίσουν,
ούτε τα συνθήματα ξεφώνισαν στον τοίχο,
καλύφθηκαν με διαφημίσεις.

Οι στίχοι σε χάραξαν,
ρυτίδα – ρυτίδα μετράω τα ποιήματά σου.

Πήρες τα μάτια σου,
τα έκλεισες στο κουτάκι των γυαλιών.
Πήρες τα χέρια, τα δίπλωσες
μαζί με τη σημαία στο συρτάρι.
Πήρες τ’ αυτιά σου και τα σφράγισες,
στην εξορία, είπες, δε χρειάζονται πολλά.

Στην παχιά σκιά
όσο κι αν σε ποτίζουν
χλωμά θ’ ανθίζεις.

ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

Ξέφυγε το φεγγάρι
στα λασπόνερα του δρόμου,
ομόρφυνε η δημοσιά,
γλύκανε η σκοτεινιά της.

Οι καθρέφτες,
μεσάνυχτα προχωρημένα,
λακκούβες γίνονται
γεμάτες απόνερα,
θολωμένοι από τις βρώμικες
ανάσες μεθυσμένων.

Ξέρω καλά, και δεν κοιτιέμαι
στον καθρέφτη, ώρα που ’ναι.

ΩΡΕΣ ΚΟΙΝΟΥ

«Το γραφείο λειτουργεί ώρες κοινού».
Το ορίζει η επιγραφή στην είσοδο.

Αυτές τις ώρες θα φοράς μονόχρωμη γραβάτα
και με το ύφος το επίσημο θα δέχεσαι
τον πρώτο της ουράς,
γυρτός στο θλιβερό σου γραφειάκι.

Αυτές τις ώρες θα διαβάζεις τις αιτήσεις του κοινού
και ισάξια σπουδαίος με τη στρογγυλή σφραγίδα
της υπηρεσίας, θα υπογράφεις και θα σφραγίζεις.

Αυτές τις ώρες θα στριμώχνεις
σε φακέλους και συρτάρια,
σκονισμένα και ξέθωρα όνειρα αγνώστων,
πριν τ’ ανταλλάξεις με το μηνιάτικό σου.

«Το γραφείο λειτουργεί ώρες κοινού».
Εκτός υπηρεσίας, θα ’σαι λεύτερος
ν’ αναπολείς την αύξηση, την άδεια,
την προαγωγή και ν’ αναπαύεσαι.

ΠΑΓΩΜΕΝΗ ΛΙΑΚΑΔΑ

Βλέπεις, παιδί μου;
Στα χαμηλά πατώματα οι γείτονες,
πίσω από σιδηρόφρακτα παράθυρα,
κοιτούν τον κλέφτη που προσπέρασε.

Δέντρα κρυμμένα σε τσιμεντένιους τοίχους,
ποιος κεραυνός να τα ζηλέψει;
Η κόκκινη βροχή που πέφτει, χθες ήταν κίτρινη,
τα πλαστικά λουλούδια κοροϊδεύει που ξεβάψανε.

Μπροστά σου απλώνεται η γκρίζα πολιτεία.
Βασανιστής ο ήλιος το καταμεσήμερο
παίρνει εκδίκηση, πνιγμένος στην αιθάλη.

Τους δρόμους καίει μια λιακάδα παγωμένη
κι αν παραμένεις άνθρωπος ακόμη,
φύγε, παιδί μου, και μην ξαναγυρίσεις.

Κοίτα τις αδειανές φωλιές,
τα χελιδόνια ταξιδέψανε αγύριστα.

ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΑΛΛΑΞΕΣ

Σκόρπια μάτια και χέρια στην πλατεία
δείχνουν μια ανύποπτη κρυψώνα,
σ’ ένα κατάστημα, μια τηλεόραση.
Μέσα της, πλήθος μυαλά κοιμούνται ναρκωμένα,
στρυμωγμένα στην κονσόλα.

Απ’ την οθόνη φωνές διατάζουν:
«’Άλλαξε, άλλαξε, άλλαξε…
σώπασε, σώπασε, σώπασε…
άκουσε, άκουσε, άκουσε…».
Δεν είναι αντρικές φωνές,
δεν είναι γυναικείες,
είναι… είναι… τι είναι τούτοι;
Δεν ξεχωρίζουν οι μορφές τους.

«Ακούμπησε στο κεφάλι το κοντρόλ,
πάτησε το πλήκτρο 1,
μετά κλείσε τ’ αυτιά σου,
άνοιξε το στόμα,
χαμήλωσε τα μάτια,
και τώρα άλλαξες…
άκουσε, σώπασε!»

Τσαφ!!! Διακοπή…
πού πηγαίνεις, μείνε ακίνητος!

Κοιτάζω απ’ τίς τρύπες

Το φεγγάρι πέταξε
στη στέγη μας
μ’ ένα χαρταετό.

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ

‘Ένας χαρταετός περίμενε
στα ορθωμένα παιδικά μας χέρια.
Η ουρά του σκαλωμένη στα τριβόλια,
ο χάρτινος κορμός του
περηφάνια παιδική,
πολύχρωμο εξάγωνο
κι άπάνω ένα μονόγραμμα,
ίδιο σημαία, ολόιδιο η μοίρα μας.

Ένας χαρταετός περιμένει
σέ ορθωμένα χέρια
τον αγέρα να φυσήξει.
«Αμόλα καλούμπα», να μας πούνε,
να πάμε ψηλά τη μοίρα μας,
ψηλότερα απ’ τον κόσμο,
ψηλότερα απ’ τα τριβόλια κι ύστερα…
ας κόψουμε το σπάγκο
μια για πάντα.

ΤΟΙΧΟΙ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Λόγια καρφωμένα από παλιά στους τοίχους
συζητάνε χαμηλόφωνα για ιδέες.
Συνθήματα που ήταν κάποτε γραμμένα
φουντώνουν τη συζήτηση…
ανάσες αγωνίας, φανατισμού,
ανάσες ενθουσιασμού, πόνου.

Κάποιοι τοίχοι στη Θεσσαλονίκη ζωντανεύουν,
μαντρότοιχος του λιμανιού,
υδραγωγείο της Καλλιθέας,
μάντρα των μνημάτων της ‘Αγίας Παρασκευής.

Λόγια, συνθήματα, ανάσες στοιχειώνουν,
τρομάζουν τους ανυποψίαστους,
φωνάζουν το χθες στους πρωταγωνιστές.

ΑΝΑΝΗΨΗ

Κοιτάξτε, φανταχτερά τα όνειρα κατρακυλάνε
στις πλαγιές του μαξιλαριού
κι αλλάζουν χρώμα στο σεντόνι πεθαμένα.
Η νάρκωση στο χειρουργείο
κρατάει για ώρες, ίσως και για χρόνια.

Σαν θα ξυπνήσω κάποια μέρα
ίσως να θυμηθώ για ποια εγχείρηση
βρισκόμουν ξαπλωμένος.
Να θυμηθώ να πιάσω ένα όνειρο
προτού προλάβει να πνιγεί μες στη φορμόλη
κι όλες των νυστεριών τις λάμψεις
στο ταβάνι και στους τοίχους να ξεχάσω.

ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΑΛΛΑΖΕΙ

Είναι βραδιές που ξεφτίζει το φεγγάρι,
ασημιά ροκανίδια γεμίζει τον κάμπο
ο μακελάρης άνεμος.
Μικρό χαμοπούλι ριγμένο στο χώμα
η τελευταία λάμψη,
η τελευταία ελπίδα.
Το δέντρο μαράθηκε,
ο φίλος σκοτώθηκε,
το λάβαρο κάηκε…
κομμάτι – κομμάτι σκορπίζεις πατρίδα.

Είναι βραδιές που λιώνει το φεγγάρι,
σταγόνα – σταγόνα υγραίνει την πόλη,
υγραίνει τα μάτια μας.
Σκουριάζουν τα είδωλα,
σ’ ένα παλιό τουφέκι
σκούριασαν κι οι ιδέες.
Η αφίσα ξεθώριασε,
οι δρόμοι ησύχασαν,
το πλήθος κοιμήθηκε…
ταίριαξε στις ψυχές το «δε βαριέσαι, αδερφέ».

Είναι βραδιές που το φεγγάρι αυτοκτονεί,
αιμάτινες στάλες χαλάνε τον ύπνο μας,
χαλάνε τα όνειρά μας.
Μονάχα ρόδα και παπαρούνες
με ζωή πλημμυρίζουν
στο θάνατο του φεγγαριού.
Τα μάτια σκοτείνιασαν,
τα λόγια ξεθώριασαν,
τα στήθια πουλήθηκαν…
έριξαν την αγάπη στο κρεβάτι του μπουρδέλου.

Είναι βραδιές που το φεγγάρι ξενυχτάει,
παίζει στ’ αστέρια «τα μήλα»,
παίζει στα μάτια μου «αμπάριζα».
’Αηδόνια τρελαίνουν την αύρα,
την αύρα που χαϊδολογά
τον θηρευτή των ονείρων.
Ένα παιδί γεννιέται,
ένα στάχυ ξεφυτρώνει,
μια σημαία κυματίζει…
χίλιες φωνές τραγουδούν:
Αυτός ο κόσμος
δεν μπορεί παρά να ζήσει.

.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ [ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ] (2009)

Αποσπάσματα

Επιλογὴ – απόδοση: Θοδωρὴς Βοριᾶς

στιχ. 93 – 95

[Ἀνδρομάχη: …ἐμπέφυκε γὰρ
γυναιξὶ τέρψις τῶν παρεστώτων κακῶν
ἀνὰ στόμ᾿ ἀεὶ καὶ διὰ γλώσσης ἔχειν.]

Είναι απ’ τη φύση τους φτιαγμένες οι γυναίκες
να ευχαριστιούνται
φέρνοντας στο στόμα και τη γλώσσα τους
όσες τυράγνιες ρημάζουν τη ζωή τους.

στιχ. 100 – 103

[Ἀνδρομάχη: Χρὴ δ᾿ οὔποτ᾿ εἰπεῖν οὐδὲν᾿ ὄλβιον βροτῶν,
πρὶν ἂν θανόντος τὴν τελευταίαν ἴδῃς
ὅπως περάσας ἡμέραν ἥξει κάτω.]

Ποτέ μην πεις ευτυχισμένο κάποιον άνθρωπο
πριν τη στερνή του μέρα,
προτού τον δεις πως θα κατέβει
νεκρός στον κάτω κόσμο.

στιχ. 177 – 178

[Ἑρμιόνη: …ἂ μὴ παρ᾿ ἡμᾶς εἴσφερ᾿· οὐδὲ γὰρ καλὸν
δυοῖν γυναικοῖν ἄνδρ᾿ ἕν᾿ ἡνίας ἔχειν…]

Τέτοιες συνήθειες εδώ να λείπουν·
δεν ταιριάζει σ’ έναν άντρα
δυο γυναικών τα χαλινάρια να κρατά.

στιχ. 184 – 185

[Ἀνδρομάχη: Κακὸν γε θνητοῖς τὸ νέον ἔν τε τῷ νέῳ
τὸ μὴ δίκαιον ὅστις ἀνθρώπων ἔχει.]

Είναι συμφορά για τους ανθρώπους
το να ‘σαι νέος κι άδικος μαζί.

στιχ. 189 – 190

[Ἀνδρομάχη: Οἱ γὰρ πνέοντες μεγάλα τοὺς κρείσσους λόγους
πικρῶς φέρουσι τῶν ἐλασσόνων ὕπο.]

Το δίκιο δεν καταδέχονται ν’ ακούνε
οι ισχυροί από το στόμα των ανίσχυρων.

στιχ. 207 – 208

[Ἀνδρομάχη: Φίλτρον δὲ καὶ τόδ᾿· οὐ τὸ κάλλος, ὦ γύναι,
ἀλλ᾿ ἁρεταὶ τέρπουσι τους ξυνενεύτας.]

Γυναίκες, το βοτάνι που ευφραίνει τους συζύγους σας
δεν είναι τα κάλλη σας μα οι αρετές.

στιχ. 215 – 221

[Ἀνδρομάχη: …εἰ δ᾿ ἀμφὶ Θρῄκην χιόνι τὴν κατάρρυτον
τύραννον ἔσχες ἄνδρ᾿, ἵν᾿ ἐν μέρει λέχος
δίδωσι πολλαῖς εἷς ἀνὴρ κοινούμενος,
ἔκτεινας ἄν τάσδ᾿; εἶτ᾿ ἀπληστίαν λέχους
πάσαις γυναιξὶ προστιθεῖσ᾿ ἄν ηὑρέθης.
Αἰσχρὸν γε· Καίτοι χείρον᾿ ἀρσένων νόσον
ταύτην νοσοῦμεν, ἀλλὰ προύστημεν καλῶς.]

Αν παντρευόσουν κάποιον Θρακιώτη βασιλιά
που με πλήθος πλάγιαζε γυναίκες,
όλες θα τις σκότωνες;
Έτσι, εξαιτίας σου, θ’ ακούγονταν για όλες τις γυναίκες
πως είναι άπληστες στον έρωτα.
Είναι ντροπή·
Κι αν η αρρώστια της λαγνείας
μας τυραννάει περισσότερο απ’ τους άνδρες
εμείς ξέρουμε να μην τη φανερώνουμε δημόσια.

στιχ. 229 – 231

[Ἀνδρομάχη: Μὴ τὴν τεκοῦσαν τῇ φιλανδρίᾳ, γύναι,
ζήτει παρελθεῖν· τῶν κακῶν γὰρ μητέρων
φεύγειν τρόπους χρὴ τέκν᾿ ὅσοις ἔνεστι νοῦς.]

Γυναίκα, μη θες τη μάνα σου να ξεπεράσεις
στην προστυχιά, στο πάθος για τους άντρες.
Tα μυαλωμένα παιδιά ας αποφεύγουν
των κακών μανάδων τις συνήθειες.

στιχ. 269 – 273

[Ἀνδρομάχη: Δεινὸν δ᾿ ἐρπετῶν μὲν ἀγρίων
ἄκη βροτοῖσι θεῶν καταστῆσαί τινα·
ὃ δ’ ἔστ᾿ ἐχίδνης καὶ πυρὸς περαιτέρω,
οὐδεὶς γυναικὸς φάρμακ᾿ ἐξηύρηκὲ πω κακῆς…]

Για τα φαρμακερά φίδια
δίνουν στους ανθρώπους οι θεοί βοτάνια,
και για το χειρότερο,
κι απ’ την οχιά κι απ’ τη φωτιά,
για την κακιά γυναίκα
κανείς δε βρήκε μέχρι σήμερα το φάρμακο.

στιχ. 352 – 354

[Ἀνδρομάχη: …οὐ χρὴ ᾿πὶ μικροῖς μεγάλα πορσύνειν κακὰ
οὐδ᾿, εἰ γυναῖκές ἐσμεν ἀτηρὸν κακόν,
ἄνδρας γυναιξὶν ἐξομοιοῦσθαι φύσιν.]

Μη φέρνεις για τ’ ασήμαντα
την καταστροφή·
κι αν οι γυναίκες είμαστε κακό μεγάλο,
άντρες, μην κάνετε κι εσείς σαν τις γυναίκες.

.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ [ΜΗΔΕΙΑ] (2010)

Αποσπάσματα

Επιλογὴ – απόδοση Θοδωρὴς Βοριᾶς

στιχ. 34 – 35

[Τροφός: …ἔγνωκε δ᾿ ἡ τάλαινα συμφορᾶς ὕπο
οἷον πατρῴας μὴ ἀπολείπεσθαι χθονός.]

Στη συμφορά της ένιωσε, η δύστυχη,
πως της πατρίδας το χώμα δεν κάνει ν’ απαρνιέσαι.

στιχ. 85 – 88

[Παιδαγωγός: …τίς δ᾿ οὐχὶ θνητῶν; ἄρτι γιγνώσκεις τόδε͵
ὡς πᾶς τις αὑτὸν τοῦ πέλας μᾶλλον φιλεῖ͵
οἳ μὲν δικαίως͵ οἳ δὲ καὶ κέρδους χάριν͵
εἰ τούσδε γ᾿ εὐνῆς οὕνεκ᾿ οὐ στέργει πατήρ.]

Και ποιος απ’ τους θνητούς δεν έκανε τα ίδια;
-Άφησε τα παιδιά του γι’ αλληνής κρεβάτι.-
Μάθε πως πάνω απ’ όλους τον εαυτό μας αγαπάμε
άλλοι με χίλια δίκια κι άλλοι για το συμφέρον.

στιχ. 101 – 104

[Τροφός: …καὶ μὴ πελάσητ᾿ ὄμματος ἐγγύς͵
μηδὲ προσέλθητ᾿͵ ἀλλὰ φυλάσσεσθ᾿
ἄγριον ἦθος στυγεράν τε φύσιν
φρενὸς αὐθάδους.]

Να μη σας δούν τα μάτια της·
μπροστά της να μη βγείτε· μονάχα φυλαχτείτε
απ’ των σπασμένων νεύρων της την αγριάδα και το μίσος.

στιχ. 119 – 121
[Τροφός: …δεινὰ τυράννων λήματα καί πως
ὀλίγ᾿ ἀρχόμενοι͵ πολλὰ κρατοῦντες
χαλεπῶς ὀργὰς μεταβάλλουσιν.]

Φέρνουν δεινά οι αποφάσεις
όσων χωρίς να διοικούνται διοικούν
και δύσκολα η οργή τους μαλακώνει.

στιχ. 190 – 198

[Τροφός: …σκαιοὺς δὲ λέγων κοὐδέν τι σοφοὺς
τοὺς πρόσθε βροτοὺς οὐκ ἂν ἁμάρτοις͵
οἵτινες ὕμνους ἐπὶ μὲν θαλίαις
ἐπί τ᾿ εἰλαπίναις καὶ παρὰ δείπνοις
ηὕροντο βίου τερπνὰς ἀκοάς·
στυγίους δὲ βροτῶν οὐδεὶς λύπας
ηὕρετο μούσῃ καὶ πολυχόρδοις
ᾠδαῖς παύειν͵ ἐξ ὧν θάνατοι
δειναί τε τύχαι σφάλλουσι δόμους.]

Λάθος δε θα ’κανες αν έλεγες:
άμυαλοι άνθρωποι εκείνοι οι παλιοί,
που δε βρήκανε τραγούδι
να γιατρεύει των θνητών τα βάσανα
κι ας ανακάλυψαν τόσα τραγούδια
για τα γλέντια, τις γιορτές,
τα τραπεζώματά τους·
πάθη και θάνατοι,
ακόμα, τα σπίτια μας ρημάζουν.

στιχ. 215 – 221

[Μήδεια: …οἶδα γὰρ πολλοὺς βροτῶν
σεμνοὺς γεγῶτας͵ τοὺς μὲν ὀμμάτων ἄπο͵
τοὺς δ’ ἐν θυραίοις· οἱ δ’ ἀφ’ ἡσύχου ποδὸς
δύσκλειαν ἐκτήσαντο καὶ ῥᾳθυμίαν.
δίκη γὰρ οὐκ ἔνεστ᾿ ἐν ὀφθαλμοῖς βροτῶν͵
ὅστις πρὶν ἀνδρὸς σπλάγχνον ἐκμαθεῖν σαφῶς
στυγεῖ δεδορκώς͵ οὐδὲν ἠδικημένος…]

Ξέρω πολλούς ανθρώπους,
άλλους τους είδα και γι’ άλλους έχω ακουστά,
που απ’ το ήρεμο περπάτημα
τους χαρακτήρισαν τεμπέληδες.
Το δίκιο δε φωλιάζει στα μάτια των θνητών·
δίχως να μάθεις τι κρύβει κάποιος στην καρδιά του
τον μισείς μ’ ένα σου βλέμμα μοναχά,
χωρίς ποτέ κακό να σου ’χει κάνει.

στιχ. 235 – 237

[Μήδεια: …κἀν τῷδ᾿ ἀγὼν μέγιστος͵ ἢ κακὸν λαβεῖν
ἢ χρηστόν. οὐ γὰρ εὐκλεεῖς ἀπαλλαγαὶ
γυναιξίν͵ οὐδ᾿ οἷόν τ᾿ ἀνήνασθαι πόσιν.]

Η μεγάλη αγωνία της γυναίκας είναι
αν θα πετύχει άνδρα κακό η καθωσπρέπει.
Άτιμη θα την πουν αν τον αφήσει,
πιότερο οι χωρισμοί τις γυναίκες στιγματίζουν.

στιχ. 244 – 247

[Μήδεια: …ἀνὴρ δ᾿͵ ὅταν τοῖς ἔνδον ἄχθηται ξυνών͵
ἔξω μολὼν ἔπαυσε καρδίαν ἄσης·
ἢ πρὸς φίλον τιν᾿ ἢ πρὸς ἥλικα τραπείς·
ἡμῖν δ᾿ ἀνάγκη πρὸς μίαν ψυχὴν βλέπειν.]

Αν βαρεθεί ο άντρας μες στο σπίτι
θα βγει με τους συνομηλίκους του,
με φίλους θα ξεσκάσει,
μα εμείς βαστάμε ολημερίς
σε μια ψυχή τα μάτια καρφωμένα

στιχ. 263 – 266

[Μήδεια: …γυνὴ γὰρ τἄλλα μὲν φόβου πλέα
κακή τ᾿ ἐς ἀλκὴν καὶ σίδηρον εἰσορᾶν·
ὅταν δ᾿ ἐς εὐνὴν ἠδικημένη κυρῇ͵
οὐκ ἔστιν ἄλλη φρὴν μιαιφονωτέρα.]

Κι αν η γυναίκα με φόβο στέκεται
μπροστά στα όπλα και στον πόλεμο
όταν της γίνει στο γάμο αδικία
πιο φονική ψυχή δε γίνεται να υπάρχει.

στιχ. 292 – 299

[Μήδεια: …φεῡ φεῡ
οὐ νῦν με πρῶτον͵ ἀλλὰ πολλάκις͵ Κρέον͵
ἔβλαψε δόξα μεγάλα τ’ εἴργασται κακά.
χρὴ δ’ οὔποθ’ ὅστις ἀρτίφρων πέφυκ’ ἀνὴρ
παῖδας περισσῶς ἐκδιδάσκεσθαι σοφούς·
χωρὶς γὰρ ἄλλης ἧς ἔχουσιν ἀργίας
φθόνον πρὸς ἀστῶν ἀλφάνουσι δυσμενῆ.
σκαιοῖσι μὲν γὰρ καινὰ προσφέρων σοφὰ
δόξεις ἀχρεῖος κοὐ σοφὸς πεφυκέναι·]

Αλίμονο μου, Κρέοντα,
πολλές φορές η δοξασμένη φήμη
μ’ έχει βλάψει.
Όποιος γεννιέται μυαλωμένος
να μη μαθαίνει στα παιδιά του
να ξεχωρίζουν στη σοφία
γιατί δε θ’ αργήσει
ο φθόνος του κόσμου να τα βρει.
Αν τη σοφία προσφέρεις στους σκαιούς
άχρηστος πως γεννήθηκες θα πουν κι όχι σοφός.

στιχ. 319 – 320

[Κρέων: …γυνὴ γὰρ ὀξύθυμος͵ ὡς δ’ αὔτως ἀνήρ͵
ῥᾴων φυλάσσειν ἢ σιωπηλὸς σοφός.]

Απ’ την οξύθυμη γυναίκα κι απ’ τον άντρα
πιο εύκολα φυλάγεσαι
παρά απ’ το σοφό που ξέρει να σωπαίνει.

στιχ. 407 – 409
[Μήδεια: …ἐπίστασαι δέ· πρὸς δὲ καὶ πεφύκαμεν
γυναῖκες͵ ἐς μὲν ἔσθλ’ ἀμηχανώταται͵
κακῶν δὲ πάντων τέκτονες σοφώταται.]

Γνωρίζεις άλλωστε,
πως είμαστε οι γυναίκες απ’ τη φύση μας
αδέξιες για το καλό,
μα επιδέξιες, για το κακό, τεχνίτριες.

στιχ. 469 – 472

[Μήδεια: …οὔτοι θράσος τόδ’ ἐστὶν οὐδ’ εὐτολμία͵
φίλους κακῶς δράσαντ’ ἐναντίον βλέπειν͵
ἀλλ’ ἡ μεγίστη τῶν ἐν ἀνθρώποις νόσων
πασῶν͵ ἀναίδει’·]

Δεν είναι τόλμη και παλικαριά
στα μάτια να κοιτάζεις
τους φίλους που ’χεις βλάψει,
είν’ η χειρότερη αρρώστια των ανθρώπων,
η αναίδεια.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΑΝΙΛΙΝΕΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΡΑΣ

FRACTAL 7/7/2021

Η Ποίηση είναι κάτι σαν το «παραδοξόνιο» της Φυσικής

«Ουκ εν τω πολλώ το ευ», μοιάζει να πρεσβεύει ο εκδότης αυτών των λιλιπούτειων κομψοτεχνημάτων Κύριος Βασίλης Δημητράκος.

Γι’ αυτό και το δικό μου κριτικό σημείωμα θα είναι λακωνικό και (ευελπιστώ) ουσιώδες.

Μόλις ένα τυπογραφικό, θυμίζει τις παλαιές ποιητικές συλλογές που ήταν χειρόγραφες, δακτυλόγραφες, από πανεπιστημιακό πολυγράφο ίσως.

Ο ποιητής Θοδωρής Βοριάς είναι μάλλον πολυγραφότατος κι ενεργός στα πολιτιστικά μας πράγματα, εδώ όμως περιορίζει την έμπνευσή του στα στεγανά αλλά όχι ασφυκτικά περιθώρια μιας «ποίησης δωματίου», όπως θα έλεγα νεολογίζοντας (σε παραλληλισμό με το λεγόμενο «θέατρο δωματίου»).

Κι ο καλός ο ποιητής ξεκινάει με μία συμβουλή (προς εαυτόν και αλλήλους ομοτέχνους):

[α΄]

Να στραφείς μέσα σου,
αν θες να γράψεις ποιήματα
να συρθείς στα βράχια σου
– καταρρίχηση στον γκρεμό
με το κεφάλι προς την άβυσσο.

[Σοφόν το σαφές. Λατρεύω το πολυτονικό με βαρείες. Σχεδιάζω να βγάλω μια χειρόγραφη συλλογή με τα δικά μου τεράστια πνεύματα και τις λατρεμένες υπογεγραμμένες μου].

Νεορομαντική αντίληψη τού ποιητικού φαινομένου παραπέμπει εμμέσως κι υπογείως στο περίφημο κίνημα «Θύελλα και Ορμή» (“Sturm und Drang”), όπου η ενασχόληση με την γραφή είναι σχεδόν συνώνυμη της αυτοκαταστροφής. Κι αυτό συνεχίστηκε και μετά, διαποτίζει το σήμερα. Φυσιολογικό, αν σκεφτείς πως στην πρώτη βιομηχανική επανάσταση όποιο ανυπότακτο πνεύμα δεν δεχόταν την απόλυτη εξειδίκευση εθεωρείτο ελαττωματικό κοινωνικό εξάρτημα, μίασμα και στοιχείο προς αποβολήν. Σήμερα διάγουμε την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση με την ρομποτοποίηση της πληροφορίας και την μεταψηφιακή διάδοσή της, που δεν είναι όμως συνώνυμη τής Γνώσης (πόσω μάλλον της Αρχαίας Γνώσεως).

Ποιητές σαν τον Θοδωρή Βοριά και επιτεύγματα σαν αυτό εγγράφουν υποθήκες για ένα μέλλον καλύτερο από τους χειρότερους εφιάλτες μας. Η διάκριση της ευτοπίας από την δυστοπία δεν είναι θέμα εθελοτυφλίας αλλά μήκους κύματος της ταλάντωσης των πολλαπλών, ανεξιχνίαστων και αστάθμητων εκκρεμών που δίνουν περιεχόμενο στον αλγόριθμο της ζωής μας. Η Ποίηση είναι κάτι σαν το «παραδοξόνιο» της Φυσικής των υποατομικών σωματιδίων κι όσο κι αν δεν «πουλάει» στις μέρες μας, διαμορφώνει όμως τη Συλλογική Συνειδητότητα (και το Υποσυνείδητο βεβαίως).

Τέσσερα αρθρωτά ποιήματα στεγάζει αυτή η συλλογή: «Καταρρίχηση» (σε επτά μέρη), «Στ’ αμπάρια γαύγιζε ο Κέρβερος» (σε τέσσερα μέρη), «Οι στίχοι είναι σφαίρες» (οκτάπτυχο), «Κρύφτηκε η μέρα στο κρυφτό μας» (δεκάπτυχο).

Δεν θα παραθέσω άλλο για να μην τα προδώσω. Οι τίτλοι εξ άλλου είναι δηλωτικοί τού περιεχομένου, όμως η μορφή, η ποιητική μορφή πάντα θα διαφεύγει, γιατί εξαρτάται από την συνδημιουργική φαντασία τού επαρκούς (αν)αγνώστου.

Η αποσπασματική ανάγνωση βλάπτει σοβαρά τη σύνθεση. Κι εδώ πρόκειται για έργο συνθετικό με διακριτά μέρη, που καταλήγει σε έξι δίστιχα.

Κυνηγείστε το σπάνιο, ερωτευτείτε το αόρατο, αναζητείστε το αζήτητο. Έτσι μόνον μπορείτε να γευτείτε το Άρρητο.

.

ΣΤΙΓΜΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΡΕΠΕΡΤΟΡΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΣΟΦΙΑ ΣΤΡΕΖΟΥ

ΑΙΣΘΗΤΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΠΟΙΗΤΩΝ

Το 2018 κυκλοφόρησε η νέα ποιητική συλλογή του Θοδωρή Βοριά, ΣΤΙΓΜΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΡΕΠΕΡΤΟΡΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ, με ψηφιακή μορφή σε ιδιωτική έκδοση.

Αλυσιδωτές αντιδράσεις που μυρίζουν θάνατο είναι τα δομημένα ποιήματα, στη γεωγραφία της ποίησης.
Το μολύβι και το χαρτί από όργανα γραφής μετασχηματίζονται σε μέσο, που θα διαπλεύσει το σκοτεινό του μυστήριο, στα νερά του Άδη.
Έτσι, οι λέξεις μεταφέρουν με αξιωματική επιμονή το πένθος, στις αφηγηματικές του θανάτου.

Απεικονίζεται φωτογραφικά η αλήθεια του ή μήπως η ψευδαίσθηση, που αντικατοπτρίζεται στον φακό της ψυχής του δημιουργού;
Γιατί, ο ποιητής έμμεσα διατηρεί τον ρόλο του εντολοδόχου, που δεν αναλώνεται σε θρήνους, απλά παρατηρεί και ταυτόχρονα καταγράφει την μυστηριακή εκπνοή του αναπότρεπτου.

Είναι σχεδόν βέβαιο, πως κάποιες συγκεκριμένες συνθήκες παροτρύνουν τον δημιουργό να εμφανίσει ποιήματα που διαπερνούν το επέκεινα, αντανακλώντας το μάταιο.
Ο λόγος αποκρυσταλλώνεται για να κεντρίσει με τον λυρισμό του τα μελαγχολικά και πένθιμα μοτίβα, που συνθέτουν το φευγαλέο της ύπαρξης.

Έχω την αίσθηση, πως ο ποιητής παγιδεύεται σε μια κοινωνική πραγματικότητα που παράγει στρεβλές επαφές με τον θάνατο, επιδιώκοντας την απομυθοποίησή του. Συμφιλιωμένος με λέξεις που συνθέτουν στίχους, μετουσιώνει την ελεγειακή εικονοποιία σε ποιητική τέχνη.
Έτσι, αναπαράγει γεγονότα με σκεπτικισμό, προσπαθώντας να διαθλαθεί το ποιητικό φως σε κοσμικά σκοτάδια. Για τούτο και τα ποιήματά του ενέχουν ένα διαρκές δράμα, που εκκολάπτεται με αφοπλιστική αμεσότητα στους αρμούς των στίχων.

Σε τούτη την ποιητική ιχνογραφία, ο Θοδωρής Βοριάς φαίνεται πως διδάσκεται από την σοφή ρήση του Oscar Wilde «Το μυστήριο του κόσμου είναι στο ορατό και όχι στο αόρατο».
Τα ποιήματά του διατηρούν έναν ρεαλισμό και μια αφυδατωμένη υπερβατικότητα. Οι αναγνώστες καλούνται να διαμορφωθούν βαθμιαία σε αυτόπτες μάρτυρες, που προσλαμβάνουν πραγματικά γεγονότα, στην αστική τοπιογραφία.

Η αισθητηριακή αντανάκλαση της προσωπικής εμπειρίας, εγκιβωτίζεται και γίνεται έμπνευση.
Με όχημα τις λέξεις, ο βαθύς προβληματισμός, η ανησυχία, και ο φόβος μετατοπίζονται, για να κωδικοποιηθούν μετά σε αφηγηματική ποιητική ρητορική, με τους στίχους να λιποτακτούν στο ανείπωτο.

Ἀνιλίνες
α΄

Κάναμε ψυχὴ
τὸ χαρτὶ καὶ τὸ μολύβι.

Πιστέψαμε πὼς τὰ μοιραῖα
δὲ μένουν ἀναπότρεπτα
σὰν πιάσεις καὶ τὰ γράψεις
στὴν ψυχή σου.

Στὸν πρῶτο στίχο
ποὺ σκαρώσαμε
γράψαμε γιὰ τὸν θάνατο.

β΄

Πόσους θανάτους ἀποτρέψαμε ἀπόψε
μὲ τὶς συλλαβὲς τῶν στίχων;

Οἱ σκιὲς ποὺ ξεγλιστροῦσαν στὸ χαρτὶ
ἦταν θάνατοι ντυμένοι μολυβιές.

Ἦταν νὰ κάψουνε τὸ ποίημα,
γιὰ νὰ νικήσουν, μὰ λιποτάχτησαν.

Στα περάσματα των στίχων ο δημιουργός προσωποποιεί την νύχτα και τις ανυπεράσπιστες στιγμές της.
Γι’ αυτό και κάθε στιγμή εκτελείται αργά – βασανιστικά στη σκοτεινή διαδρομή της.
Στις ενύπνιες συναντήσεις με τα όνειρα ο θάνατος προσπερνά, στάζοντας το φαρμάκι του.

Ο ποιητής, εντέχνως διευθετεί την γοητευτική αινιγματικότητα του θανάτου, προσδίνοντας μια υλικότητα στις συμπυκνωμένες εκφράσεις του, για να φανεί η λακωνικότητα του άδηλου.

Ἄργησε ἡ νύχτα νὰ περάσει,
κάθε στιγμὴ ἐκτελέστηκε ἀργά.
Στράγγισε στὰ ὄνειρα
τὸ φαρμάκι του ὁ θάνατος
καὶ προσπέρασε.

Ο δημιουργός, ζώντας διαρκώς σε μια κατάσταση εγρήγορσης, παρασύρεται από ερεθίσματα, στις ταλαντώσεις της έμπνευσης!
Σε διαστέλλοντες χώρους και χρόνους αναστοχάζεται αλλοτριωτικές συμπεριφορές,
στις διαδραστικές θεάσεις.

Μέσα στην αγωνία να διασώσει τον Άνθρωπο, οι λέξεις μυρίζουν το αίμα του.
Ίσως γιατί, το δικό του παρόν είναι συνυφασμένο με το παρόν γύρω του, που δεν μπορεί να αγνοηθεί και να αγνοήσει.

Τί στέκεις σεργιανώντας τέτοια θάλασσα;
Κάθε βραδιὰ
ξερνάει αἷμα ὁ βυθός,
βάφει τὶς ἀμμουδιὲς καὶ τὰ λιμάνια.

-Γύρνα στὸ σπίτι
τὰ ματωμένα σου παπούτσια νὰ στεγνώσεις.

Η διεισδυτική ματιά του Θοδωρή Βοριά, με εμβόλιμα στοιχεία ρεπορτάζ που εμπεριέχουν επικαιρότητα, προσδίδουν στην γραφή το απαραίτητο
απέριττο ύφος, για να πει την αλήθεια του.

Συνοπτικά, μεταφέρει τα ερεθίσματά του με εικόνα, στους δέκτες των ματιών του αναγνώστη.
Άλλωστε, η οπτική ποίηση δεν επιδέχεται καμιά επεξεργασία, για να φανεί το φωτογραφικό στιγμιότυπο.
Το συγκρατημένο συναίσθημα του δημιουργού αφήνεται να παρασυρθεί από την θέαση του ποιήματος, που μπορεί να ξυπνά συνειδήσεις.

Δρομολόγια μὲ τὴν πανσέληνο

Βλέπεις ἐκεῖνον μὲ τὸ πιστόλι;
Θέλει νὰ πεθάνει.
Ψάχνει στὶς τσέπες του γιὰ σφαῖρες
λὲς καὶ ψάχνει γι’ ἀναπτήρα.

Βλέπεις τὸν ἂλλον;
Βάζει τὸ χέρι του στὴ μέσα τσέπη τοῦ μπουφὰν
καὶ τραβάει τὴν καρδιά του.
Τὴν κοιτάζει προσεχτικὰ στὸ φεγγαρόφωτο,
τὴν παραδίνει στὸν ἀστυφύλακα
γιὰ νὰ ἐξακριβώσει τὰ στοιχεῖα.

Όλη η νέα ποιητική συλλογή είναι ένα διαρκές ταρακούνημα στη συνείδηση του αναγνώστη.
Είναι η συνεχής εμφάνιση του θανάτου και η διαχρονική ισχύ του, στο σημείο που όλα λήγουν και όλα τερματίζουν στο αδιόρατο.
Γιατί, «κάθε ποίημα ένας επιτάφιος», θα πει ο T.S. Eliot.
Και πώς να καταλυθεί το αδιευκρίνιστο, όταν στη γη γεμίσαμε τάφους και σκάβουμε νέους στο φεγγάρι;

Αποσιωπημένες λύπες καρτερούν σε εκατόμβες σκοτωμένων από χρονικά πολέμων, στα ασύνορα των ονείρων.
Νύχτες εκτοπισμένων αντηχήσεων, θα ηχήσει του καθενός της μοίρας το αλάνθαστο πεπρωμένο.

Τὸ αὐγουστιάτικο φεγγάρι
βγῆκε σημαδεμένο, βγῆκε ματωμένο.
Ποιός καρτεράει πίσω ἀπὸ τὴ νύχτα,
μὲ θραύσματα πολέμων κι ἄδεια ὄνειρα,
ἀνακατεύοντας σκοτάδι μὲ ἑκατόμβες σκοτωμένων;
Ποιός ἔσκαψε τοὺς τάφους στὸ φεγγάρι;

Στον ποταμό του Άδη πορθμεύονται οι ψυχές στο αέναο το χρόνου.
Ποτέ κανείς δεν δραπέτευσε από εκεί.

Ωστόσο, ο άνθρωπος εξακολουθεί να πορεύεται με τον φόβο του θανάτου, υπενθυμίζοντας την θνητότητά του.
Για τούτο και η πρόταξη του δημιουργού σε εκείνον που θα δραπετεύσει να κάψει τη βάρκα, για να μην πλεύσουν άλλοι στα νερά του.

Ἂν δραπετεύσεις
ἀπὸ τὸν Κάτω Κόσμο,
κάψε τὴ βάρκα.

Κάθε που πενθεί η νύχτα είναι γιατί κρατά τον επίλογο του πνιγμένου φεγγαριού στον Αχέροντα.
Καμιά ελπίδα στο μυστήριο του σκοταδιού, που κρύβει τη λάμψη του.

Και πώς να συντηρηθούν χωρίς στέγη τα όνειρα, στην αθανασία του πένθους;

Ούτε παρελθόν ούτε μέλλον. Μόνον σκοτεινιά από το θλιμμένο παρόν – αινιγματικό και ανεξήγητο – κρατά έναν λυγμό στην αφανέρωτη όψη της σελήνης.

Πενθεῖ ἡ νύχτα.
Πνίγηκε τὸ φεγγάρι
στὸν Ἀχέροντα.

Τόσος θάνατος και πώς να αντέξει η καρδιά του ποιητή να σεργιανάει στις μυρωδιές του Άδη;
Αποφασίζει να δαμάσει σιωπές άσωτες και να κηρύξει Εκεχειρία, σε όλα εκείνα που παρατηρεί και σπέρνουν θάνατο.

Τα διόδια για την κόλαση ας παραμείνουν κλειστά!

Ἐκεχειρία!
Ἡ σπορὰ τοῦ ἀτσαλιοῦ
ἀναβάλλεται.

ΠΥΓΟΛΑΜΠΙΔΕΣ (33 ΧΑΪΚΟΥ)
ΣΟΦΙΑ ΣΤΡΕΖΟΥ

ΑΙΣΘΗΤΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΠΟΙΗΤΩΝ

Το περιοδικό «ΟΚΤΑΣΕΛΙΔΟ του Μπιλιέτου» για την περίοδο Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2011 φιλοξενεί τις ΠΥΓΟΛΑΜΠΙΔΕΣ του Θοδωρή Βοριά. Πρόκειται για 33 χαϊκού του ποιητή, με ακριβά αποστάγματα λέξεων και συναισθημάτων.

«Όταν νυχτώνει
τα μολύβια δε γράφουν,
γίνονται σφαίρες.»

Η ακριβοθώρητη ποίηση του Θοδωρή Βοριά διασταυρώνεται με την τεχνική των χαϊκού, για μας δώσει δείγματα υψηλής αισθητικής και συμπυκνωμένης γραφής με νοήματα που επιδιώκουν ν’ αφυπνίσουν αισθήσεις. Οι λέξεις γίνονται ξιφολόγχες που τρυπούν στίχους, αγιάζοντας τα ποιήματα.
Η νύχτα χωρά στη μνήμη που αναπλάθει πόνο και θλίψη, φως και σκοτάδι, για να επιστρέψουν σκιές και σιωπές στα περιθώρια σελίδων της ποιητικής γεωγραφίας.

«Ξέρω πως κρύβεις
ένα κομμάτι νύχτας
μέσα στην τσέπη.»

Στα χαϊκού ο λόγος γίνεται πυκνός, ελλειπτικός επομένως και πιο δύσκολος ώστε να συμπεριλάβει όλα εκείνα που θάθελε ο ποιητής να καταθέσει. Παρ’ όλα αυτά ο Θοδωρής Βοριάς αποδεικνύει την δυνατότητά του να γράψει το ίδιο καλά και στο συγκεκριμένο είδος. Αναδεικνύει την αλληλεγγύη της μιας γραφής προς την άλλη, δουλεύοντας αισθητικά τα νοήματα στο ρυθμό μιας άλλης τεχνικής, υπηρετώντας πάντα με σεβασμό την τέχνη του. Υποτάσσεται στην ανάσα και τον βηματισμό μιας εσώτερης ειλικρινής ανάγκης που εναρμονίζεται με χάρη, υπερασπιζόμενος τον Ποιητικό Λόγο.

«Αδιάλλακτη
σιωπή δρεπανηφόρος
σφάζει τις νύχτες.»

«Όταν ο ήλιος
ξεμένει από βέλη
στη γη νυχτώνει.»

Η υποσυνείδητη πηγαία πνοή κατακτά αβίαστα την μορφή του συγκεκριμένου είδους με τόλμη, καθώς ορίζεται μέσα στην ιστορία της προσωπικής ατομικότητας που αφορά όμως και την προσωπική ατομικότητα των αναγνωστών. Η έκταση του περιεχόμενου νοήματος ενός ποιήματος ακουμπά, σε κείνη την εξαϋλωμένη ευγένεια που αποπνέουν οι στίχοι, δίνοντας την δυνατότητα στην ψυχή να συλλάβει το ωραίο που της δίνεται. Έτσι απλά φτάνει και αναδημιουργεί λυτρωτικά το δημιούργημα. Υψώνεται μαζί με τον δημιουργό, αφού προηγουμένως έχει καταδυθεί ως την μυθική ενσυναίσθηση του ποιητή.

«Έσταξε θλίψη,
το χώμα ήπιε νύχτα,
φύτρωσαν σκιές.»

«Δράκοι της νύχτας
καταπίνουν αστέρια
και σκόρπιους στίχους.»

Ο Θοδωρής Βοριάς με την ποίησή του καταφέρνει να μας μεταφέρει εικόνες από αγνοημένους τόπους, που διατηρούν την οικειότητα με εύγλωττο και κατανοητό τρόπο, με πλήρη συγκίνηση. Διακρίνουμε μια αρετή μέτρου ,χωρίς υπερβολικά μεγέθη, θυσιάζοντας τα γιγάντια στα ανθρώπινα. Έτσι φθάνει να κερδίσει την πειθαρχία στον Λόγο, με ευλύγιστη ισορροπία στο οικοδόμημα της ποίησης. Μορφοποιεί και τιθασεύει τις λέξεις στις κανονιστικές αντιλήψεις του αυστηρού πλαισίου των χαϊκού (5-7-5), χωρίς να χάνει την αισθητική ουσία των ποιημάτων.

«Δεν είσαι δάσος,
πευκοβελόνα είσαι
στο μανίκι μου.»

Η φαντασία ακολουθεί τις δικές της διαδρομές στο ύφος και τις λεκτικές αποχρώσεις του ποιητή, γυρεύοντας ν’ αποκαλύψουμε την δική μας αλήθεια, μέσα από την αλήθεια του δημιουργού. Ας την αναζητήσουμε στις ΠΥΓΟΛΑΜΠΙΔΕΣ του Θοδωρή Βοριά και τα 33 χαϊκού που φιλοξενούνται στο ΟΚΤΑΣΕΛΙΔΟ του Μπιλιέτου, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2011. Καλοτάξιδο…

«Έσβησε το φως
-το σκοτάδι ασελγεί
στη φαντασία.»

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΡΙΜΠΑΣ

24grammata.com/ σύγχρονοι λογοτέχνες

Ο ποιητής Θοδωρής Βοριάς γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου μέχρι και σήμερα ζει με την οικογένεια του.

Η ποιητική συλλογή «Πυγολαμπίδες (33 χαϊκού)» που εκδόθηκε το 2010 από τις εκδόσεις Μπιλιέτο είναι η τρίτη του ποιητική συλλογή και η πρώτη αποκλειστικά με ποιήματα χαϊκού. Οι δυο προηγούμενες «Το τρύπιο ταβάνι» (2006) και «Νυχτερινές επιπλοκές» (2008) εκδόθηκαν από τον εκδοτικό οίκο Ερωδιός. Επιπλέον έχει κυκλοφορήσει σε ηλεκτρονική μορφή μέσω του διαδικτύου δυο e-books με αποσπάσματα από τις τραγωδίες του Ευριπίδη, «Ανδρομάχη» και «Μήδεια» σε ελεύθερη απόδοση.

Διατηρεί- το ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό «Λογοτεχνικά Επίκαιρα» [ http://logotexnika-epikaira.blogspot.com ] – την ιστοσελίδα «Το Εργαστήρι» [ http://vorias.blogspot.com ] και εκδίδει, μέσω της ιστοσελίδας των «Λογοτεχνικών Επικαίρων» το μηνιαίο ηλεκτρονικό περιοδικό «Λογοτεχνικά Σημειώματα».

Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε πολλά λογοτεχνικά περιοδικά είτε έντυπα είτε ηλεκτρονικά.

Ο Θοδωρής Βοριάς με αυτή του τη συλλογή καταφέρνει να μας προσφέρει 33 πολύ όμορφα 17σύλλαβα τρίστιχα (στη μορφή 5-7-5) και, κάτι που ελάχιστοι έλληνες δημιουργοί έχουν πετύχει μέχρι σήμερα, κάποια από αυτά να προσεγγίζουν το παραδοσιακό γιαπωνέζικο χαϊκού. Βέβαια το ζητούμενο είναι να διαβάζουμε ΠΟΙΗΣΗ και ο Θοδωρής Βοριάς συνεπής στη μέχρι τώρα πορεία του μας την προσφέρει και πάλι, αλλά όταν μια συλλογή τιτλοφορείται «χαϊκού» θα πρέπει, ο δημιουργός, να μην αρκείται στην παράθεση τρίστιχων 17σύλλαβων (5-7-5 ή 5-5-7) αλλά να προσπαθεί να μεταφέρει κάτι από τη «φιλοσοφία» που υπονοείται σε αυτά (στον ελάχιστο βαθμό που αυτό είναι δυνατό – αρκεί να συνειδητοποιήσουμε τη διαφορά του πολιτισμού που γεννήθηκε το χαϊκού και του δικού μας). Από τα τριάντα τρία ποιήματα της παρούσας συλλογής παρουσιάζονται τα εννέα και θεωρώ ότι το πέμπτο και το έκτο (κατωτέρω) είναι ποιήματα χαϊκού που αν τα συναντούσα τυχαία και δε γνώριζα το δημιουργό θα τα απέδιδα σε κάποιο ιάπωνα ποιητή πριν 2-3 αιώνες. Γιώργος Πρίμπας
(σ.σ. τα ποιήματα παρουσιάζονται στο μονοτονικό)

Η νύχτα ψάχνει
ερειπωμένες λέξεις
να ενεδρεύσει.

Όταν νυχτώνει
τα μολύβια δε γράφουν,
γίνονται σφαίρες.

Πνίγουν δια βοής
την ήρεμη μέρα μου
στη λεωφόρο.

Χαμένες ψυχές
με φτηνές ανιλίνες
φτιάχνουν σκοτάδια.

Χιόνι στις λάσπες
η χαλασμένη μέρα
που ξεψυχάει.

Πως την κρέμασες
ανάποδα τη νύχτα
σαν νυχτερίδα.

Ξύπνα τον ήλιο,
μαλώσανε τ’ αστέρια
με το φεγγάρι.

Έσβησε το φως
– το σκοτάδι ασελγεί
στη φαντασία.

(Ημέρα χρωμάτων)
Οι πεθαμένοι
σχεδιάζουν γκράφιτι
στις ταφόπλακες.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΡΑΣ

ΕΝΕΤ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 14/5/2011

Με το υπέροχο εξώφυλλο που επιμελήθηκε ο ζωγράφος Γιάννης Δημητράκης, εκδόθηκε άλλο ένα κομψοτέχνημα στην περίφημη σειρά «το ΟΚΤΑΣΕΛΙΔΟ του Μπιλιέτου» θυμίζοντάς μας ότι «ουκ εν τω πολλώ το ευ» και ποιητής γίνεσαι και με λίγα χαϊκού και με πολυσέλιδες συλλογές. Ο μάχιμος νέος ποιητής Θοδωρής Βοριάς ζει κι εργάζεται στη Θεσσαλονίκη, διατηρεί λογοτεχνικό περιοδικό στο Διαδίκτυο (http://logotexnika-epikaira.blogspot.com) και είναι υπεύθυνος σύνταξης του μηνιαίου ψηφιακού περιοδικού Λογοτεχνικά Σημειώματα, που διακινεί ελεύθερα μέσω της ιστοσελίδας Λογοτεχνικά Επίκαιρα. Δείγμα γραφής: 27. Δεν είσαι δάσος, / πευκοβελόνα είσαι / στο μανίκι μου. 28. Σκιές των στίχων/ πίσω απ’ τη σελίδα / ξεγυμνώνονται (σ. 7).

ΧΑΜΕΝΕΣ ΨΗΦΙΔΕΣ
ΗΛΙΑΣ Θ. ΠΑΠΠΑΣ

στίγμαΛόγου 14/12/2012

«» του Θοδωρή Βοριά

Δεν είναι εύκολο στη σημερινή εποχή να συναντήσεις ποίηση με συγκεκριμένο στίγμα. Ανάμεσα στα στιχουργικά φληναφήματα και στις όποιες «αυθεντίες», ποιητές σαν τον Θοδωρή Βοριά παρουσιάζουν ποιητικές προσπάθειες που χαράσσονται με ευκολία στη μνήμη, δίχως τυμπανοκρουσίες ή ανούσιες επάρσεις.

Στις «Χαμένες Ψηφίδες» ο αναγνώστης θα συναντήσει μια ηθελημένα στεγνή ποίηση, που στοχεύει στον εντοπισμό πηγών για να ξεδιψάσει. Κάποτε αυτές οι πηγές -αυτές οι ψηφίδες- εντοπίζονται και κάποτε όχι, καθώς ο Βοριάς παίζει με έναν λυρισμό που θέλει και δεν θέλει να κάνει δικό του, πότε αποκαλύπτοντας το πρόσωπό του και πότε κρύβοντάς το πίσω από προσωπεία.

Εντούτοις αυτή η (υπεκ)φυγή σε τρίτα πρόσωπα, αν και προκαλεί προβλήματα στον εντοπισμό του ίδιου του ποιητή μέσα στη συλλογή, δεν τον αποκρύπτει τελείως. Πόσο μάλλον όταν κάτι τόσο δικό του, όπως η Θεσσαλονίκη, φαίνεται να λειτουργεί όπως μία κεντρομόλος δύναμη, η οποία έμμεσα δηλώνεται (ενίοτε ψιθυριστά) ως βάση των ποιητικών του εξορμήσεων. Παρόλα αυτά ο Βοριάς δεν είναι -ευτυχώς- ποιητικός τοπικιστής και δεν τον απασχολεί να θρηνήσει για κάποιο χαμένο μεγαλείο της πόλης ή να αφεθεί σε φτηνούς, ανακλητικούς συναισθηματισμούς.

Αγόγγυστα έτσι αφήνει χώρο να πάρουν τα ηνία οι χαρακτήρες του που, αν και αναμενόμενοι, συνθέτουν μια εικόνα που επιβάλλεται με άνεση. Πόρνες, φαντάροι, τοκογλύφοι, αλήτες και ποιητές μπλέκονται μέσα στα σκοτάδια, στη βαρυχειμωνιά, στα σοκάκια και στα ρημαγμένα σπίτια. Σκοπός τους είναι η κατανόηση μιας πραγματικότητας στην οποία φανερά δεν έχουν θέση, ενώ λειτουργούν και σαν φερέφωνο του ποιητή που επίσης ψάχνει τη δική του, όχι απλώς σε ατομικό αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο.

Αξιοσημείωτες είναι οι αντιφατικές αναφορές που γίνονται σχετικά με την ταυτότητα του σύγχρονου ποιητή, που άλλοτε δεν χωρά πουθενά στο «Όπως οι Ποιητές», άλλοτε χωρά στους δρόμους και όχι στα σαλόνια όπως στο «Σημάδια των καιρών» και άλλοτε δεν έχει ακόμα δημιουργηθεί στο -πιθανά βιογραφικό- «Ίσως γίνεις Ποιητής». Οι αντιφάσεις αυτές στοιχειοθετούν έναν έντονο προβληματισμό πάνω στην τρέχουσα περιθωριοποίηση του ρόλου του σύγχρονου ποιητή, με την οποία ο Βοριάς προσπαθεί να συμφιλιωθεί.

Αυτή η προσπάθεια βασίζεται στις ξεπεσμένες περσόνες που αναφέρθηκαν παραπάνω, οι οποίες περιγράφουν επιθυμίες και μόχθους, μεταμορφώσεις και απώλειες καθώς προσπαθούν να κερδίσουν την επάνοδό τους στην καθημερινότητα.

Οι ελάχιστες στιγμές που ο Βοριάς φτάνει σε σκαιά μονοπάτια όπως στο «Ορφανεμένες Ρίζες» ή στο «Κατηγορούμενος», τότε δηλαδή που εξαντλεί το έλεος για τον εαυτό του, αντισταθμίζονται γλυκόπικρα με καταλύτη την παιδικότητα στο «Στίχοι από ένα ταξίδι με τον ήλιο» και στο «Αναστημένα Χέρια». Αποτέλεσμα αυτής της ισορροπίας είναι η αποκάλυψη ενός αυθεντικού παραπόνου, ενός ακόμα δηλαδή αισθηματικού παρακλαδιού στις «Χαμένες Ψηφίδες», που δεν αποκλείεται να είναι και ο πιο καίριος πυρήνας τους.

Σίγουρα βέβαια ο Βοριάς δεν είναι πάντα επιτυχής στις βλέψεις του. Υπάρχουν φορές που γίνεται θύμα του προσωπικού του μονολόγου και πέφτει στην παγίδα της απλούστευσης, όπως στο μερικώς ικανοποιητικό «Ανιλίνες», όπου οι εικόνες των εραστών στην άμμο και η ανάγκη για έρωτα χάνουν γρήγορα τη δυναμική τους. Άλλοτε, στο «Ψηφίδα της πόλης», η αναφορά στην κοινωνική καταπίεση από το πολιτικό μαστίγιο είναι πολύ εμφανής για να συναρπάσει και, άλλοτε, στο «Τέλος Εποχής» η φιλοδοξία των νοημάτων αποδεικνύεται κάπως βαριά για τις παραγόμενες εικόνες. Κάποιες φορές επίσης ο δισταγμός του να προσχωρήσει στον λυρισμό αφήνει ανεκμετάλλευτες ευκαιρίες, όπως στο «Μη σπαταλήσεις τα όνειρα» και στο «Απόψε φτιάξε μια πατρίδα», δισταγμός που δεν δικαιολογείται από τις επιτυχημένες του προσχωρήσεις, όπως στο «Χέρια».

Εντούτοις οι όποιες αδυναμίες (αν θεωρήσουμε ότι μπορούμε να τις αποκαλέσουμε έτσι) είναι απλά απόδειξη της ρυθμικής αρτιότητας της συλλογής, που είναι δομημένη με προσοχή και λεπτομέρεια και δεν αποδέχεται πρόσθετα βάρη ή ξένα σώματα (ακόμα και αν προέρχονται από τον ίδιο τον ποιητή).

Η γλώσσα ακολουθεί την ίδια μετρημένη χρήση αλλά, τόπους-τόπους, όπως στο τετραμερές «Ρημαγμένα Σπίτια» είναι εμφανές ότι ο Βοριάς βρίσκεται ήδη σε πιο εξελιγμένα λεκτικά μονοπάτια, που λογικά θα απολαύσουμε σε επόμενο έργο.

Εν τέλει οι «Χαμένες Ψηφίδες» πετυχαίνουν αυτό που επιδίωξαν, κατά την ταπεινή γνώμη του γράφοντος, την παραγωγή δηλαδή ειλικρινούς συναισθήματος, που δεν είναι επιτηδευμένο για να είναι φιλοσοφικό αλλά ούτε και υπέρ-αναλυτικό για να είναι εγκεφαλικό.

Ούτως ή άλλως, ποιητής που συνθέτει το σχεδόν ιδιοφυές «Το Παραθύρι» δεν μπορεί παρά να προέρχεται και -κυρίως- να κατευθύνεται προς κάπου αληθινά.

ΝΥΧΤΕΡΙΝΕΣ ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΡΙΖΩΝΗ

(http://karizoni.blogspot.com/2008/07/blog-post_25.html)

Η ποίηση με αναγκάζει να διακόψω τη σιωπή και να βγω απ’ την ευδαιμονία των καλοκαιρινών μου διακοπών. Διαβάζοντας το βιβλίο του Θοδωρή Βοριά, αισθάνθηκα την ανάγκη να γράψω γι’ αυτά τα ποιήματα που είναι γεμάτα τρυφερότητα ,ονειροπόληση και ερωτισμό, αλλά και ιδιαίτερα εντυπωσιακό ταλέντο. Απόδειξη το παρακάτω ποίημα : Οι διψασμένοι Οι διψασμένοι για έρωτα δεν κατεβαίνουν στο Βαρδάρι. Πρώτα είχαν ξεκόψει απ’ την πλατεία οι εξοδούχοι φαντάροι ύστερα έκλεισαν οι κινηματογράφοι κι έσβησαν τα κόκκινα φανάρια. Όσα χρωστούσαν τα σκοτάδια στους νυχτόβιους της πιάτσας πάνε χαμένα. Οι διψασμένοι απόμειναν στα ποιήματα εκεί που είναι γραμμένα και τα χρέη κάθε νύχτας. Έτσι ακριβώς είναι τα πράγματα Θοδωρή Βοριά. Οι διψασμένοι αυτού του κόσμου πίνουμε το νερό της ποίησης σ΄ όλη μας τη ζωή και δεν ξεδιψάμε ποτέ. Χαίρομαι που διαβάζω τόσο ωραία ποιήματα από ένα νέο ποιητή που <<στην σελίδα τριανταοκτώ της ζωής του , ρίχνει τις χλωμές του προσωπίδες του για να μας μιλήσει για τις βαθύτερες πληγές και τις σκιές , για τα λιωμένα φεγγάρια , το αίμα στη νύχτα και το αίμα στο χαρτί>>.Οι στίχοι του που έχουν κάτι από το ύφος Χριστιανόπουλου , λιτοί , αλλά κατά κανόνα αμφίσημοι και συμβολικοί κινούνται στο κλίμα της λογοτεχνίας και της ποίησης της πόλης. Μου αρέσει αυτό. Η πόλη είναι ορατή και ευδιάκριτη ως σκηνικό αλλά και ως περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Ο Θοδωρής Βοριάς μπορώ να πω ότι συνεχίζει την παράδοση της ποίησης της Θεσσαλονίκης κι αυτό είναι ένα πρόσθετο πλεονέκτημα στην ποίησή του γιατί της προσδίδει ιδιαίτερη ταυτότητα . Αλαφροΐσκιωτος, ονειροπόλος και ερωτικός ο Θοδωρής Βοριάς δεν διακρίνει την ποίηση μόνο στους ίσκιους και στα φεγγάρια αλλά και στους δρόμους , στα πεζοδρόμια, στην καγκελόπορτα της πλαζ της Αρετσούς, στην πεθαμένη θάλασσα.<<Η νύχτα δεν παρηγοριέται με τ αδύναμα φώτα της πόλης θέλει στους δρόμους το θίασό της φλεγόμενοι κάδοι σκουπιδιών, βόμβες μολότοφ κι εκρήξεις δακρυγόνων τη θεραπεύουν απ΄ το αδυσώπητο σκοτάδι της.>>Σκληρός και τρυφερός μαζί ο ποιητής υψώνει την δική του φωνή πάνω απ’ την πόλη , τις καθημερινές σχέσεις , τον έρωτα , αλλά και την ιδιαίτερα σκληρή κοινωνική πραγματικότητα. Τα ποιήματά του έχουν προσωπικό ύφος, έχουν μετουσίωση , αίμα και εικόνες από την πόλη που απ’ ό,τι φαίνεται τον στοιχειώνουν συνεχώς. Το κυριότερο όμως έχουν την σφραγίδα ενός ταλαντούχου και ευαίσθητου ποιητή. Εύχομαι να συνεχίσει την δύσκολη αυτή διαδρομή και να ξεδιψάει πάντα από το νερό των φεγγαριών της. Κατερίνα

ΣΠΥΡΟΣ ΑΡΑΒΑΝΗΣ

ΠΟΙΕΙΝ 7/18/2008

Δηλώνω απολογητικά πως την ποίηση του Θοδωρή Βοριά δεν την γνώριζα-είχα ανακαλύψει όσο έπρεπε- μολονότι και γνωστός στο χώρο του διαδικτύου είναι και “εργάτης” της τέχνης κυριολεκτικά (πολύτιμη η καθημερινή δουλειά του στα διαδικτυακά “Λογοτεχνικά Επίκαιρα” και μεταφορικά (όπως φαίνεται από τα ποιήματά του). Το βιβλίο του για μένα ήταν μια πολύτιμη έκπληξη και το λέω χωρίς ίχνος κολακείας. Λιτός, συμπυκνωμένος και καίριος στα λόγια και στα αισθήματά του. Περισσότερα όμως προσεχώς.. Προς το παρόν ένας στίχος που μου άρεσε ιδιαίτερα: “Κλέβεις ανύποπτες στιγμές για να τις κάνεις ποιήματα, εσύ, ένας ένστολος εν υπηρεσία!

* * *

ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΟΛΙΑΣ

Monody 18/7/2008

Ο Θοδωρής Βοριάς, είναι ένας σεμνός δημιουργός. Είναι ο ποιητής που διασχίζει με αθόρυβα βήματα τα δύσκολα τοπία των λέξεων. «…Ίσως έρχονταν μια γυναίκα Βγαλμένη από τ ’αρώματα της φλαμουριάς» και ακόμα «…Αν λιποθυμήσεις θα σε πάρω στα χέρια να σε απλώσω σ’ άλλο ποίημα» Ο Θοδωρής, είναι ο παρατηρητής που δεν περιγράφει απλώς αλλά ζωντανά αποτυπώνει « Τις νύχτες οδηγούνται, ιδρωμένοι, οι αιχμάλωτοι του έρωτα πίσω από το Ποσειδώνιο. Μισόγυμνοι παραδίνονται σε στεναγμούς κι αγκαλιάσματα, στα σκοτεινά αποδυτήρια…» και ακόμα «…Έσταζε από υγρασία το δερμάτινο μπουφάν σου. Έτρεμαν τα χέρια του άλλου την ώρα της συναλλαγής-έρωτας και λεφτά, υποταγή και θράσος. Τα αρρωστιάρικα φώτα στο πάρκο της ΧΑΝΘ δεν εμπόδιζαν την πράξη, ίσα ίσα έσβηναν μοναχά τους σαν τα έπιανε ντροπή.» Όταν φυλλομέτρησα για πρώτη φορά το βιβλίο του Θοδωρή το πρώτο που βιάστηκε να με χαράξει ήταν το ποίημα Γύρω μυρίζει πεθαμένη θάλασσα το οποίο θεωρώ το ψηλότερο κύμα του. Οι Νυχτερινές επιπλοκές είναι το βιβλίο που θα σας κρατήσει τρυφερά το χέρι και θα σας οδηγήσει… « Σε μια φωτογραφία πώς να χωρέσει λίγος έρωτας κι απ’ το κορμί σου να στάξει μια σταγόνα θηλυκότητας στα δάχτυλά μου; » Υ.Γ. Με σήμα Γ και εν ώρα υπηρεσίας, γράφονται τα πιο ωραία ποιήματα!

* * *

Ignis 7/19/2008

Εν ώρα υπηρεσίας Κλέβεις ανύποπτες στιγμές για να τις κάνεις ποιήματα, εσύ, ένας ένστολος εν υπηρεσία! Γέρνουν οι τοίχοι σ’ ελέγχουν κάθε νύχτα, σε υποπτεύονται γιατί έσκυψες στο δρόμο ή γιατί βρήκες κάτι και το έβαλες στη τσέπη σου. Ήξερες να κρύβεις τα κλεμμένα λίγα παλιόχαρτα τσαλακωμένα, κρυμμένα μες στην τσέπη ήταν τα όνειρα κι οι στίχοι σου. Όταν έσφιγγε το κρύο έχωνες εκεί τα χέρια και τα ζέσταινες. Αυτό είναι όχι μόνον ένα από τα ωραιότερα και δυνατότερα ποιήματα της δεύτερης ποιητικής συλλογής του Θοδωρή Βοριά, μα ένα από τα ωραιότερα ποιήματα που έχω διαβάσει. Και το έχω δει στις δυο εκδοχές του, ένα αυτό στο βιβλίο τώρα, κι άλλο λίγους μήνες πριν, αλλού, δεν ξέρω ποιο από τα δυο να προτιμήσω, ειλικρινά! Είναι που η εικόνα που καθρεπτίζεται σε αυτό, ξεφεύγει από μια συνήθη περιγραφή και γίνεται θερμή, τόσο θερμή που η συμπάθεια της ανάγνωσης κυριεύει. Οι στίχοι, σκόρπιοι στο νου μέχρι να μαζωχτούν μαζί και να χτίσουν το ποίημα, γίνονται κάρβουνα στα χέρια αναμμένα, όταν η ίδια η ζωή τού επιτάσσει να είναι αλλού. Και πυρώνει το ποίημα ως να βρεθεί χαρτί, κι εκεί να κατατεθεί. Μαγική διαδικασία επώασης. Τροφής ειλικρινούς ζωής, από όσα αναδύονται, από αυτά τα σπαράγματα καθημερινότητας που συλλέγει η ματιά του, περιδιαβαίνοντας. Η φλόγα του δημιουργού που δεν παύει, που ανθίσταται στα άλλα, και μένει εκεί, ανεμοδείκτης, ωροδείκτης, σελιδοδείκτης του Είναι του. “….Δεν σηκώνω τα χέρια ψηλά, δε σκύβω το κεφάλι, στα βιβλία που τυπώνω θα βάλω για σελιδοδείκτη τη φωνή μου, κομμένη σε πέντε γράμματα: ΦΩΤΙΑ. Ο τοίχος τους δεν θ’ αντέξει, χρόνια τρίβω πάνω του τα χέρια μου-έτσι μ’ έμαθαν ν’ ακονίζω το μαχαίρι.” Και γίνονται οι εικόνες, η νύχτα (που πάντα “κρύβεται στην τσέπη” ) τα ξεραμένα φύλλα, οι γκρίζοι δρόμοι, οι τοίχοι, λευκό χαρτί για να εγκατασταθούν επάνω τους οι στίχοι καθώς η μαύρη μολυβιά ταξιδεύει, και ταξιδεύει….ταξιδεύει την πορεία της μέσα στους χρόνους και την ζωή…για να μην τρομάζει τον ποιητή της αυτή η λευκότητα. Μια και πλέον την ορίζει. Δεν πρόκειται να ξεμάθει πια να γράφει. Έφτασε. Τώρα που έμαθα Τώρα που έμαθα να κρύβω λόγια κάτω από σωρούς ξεραμένων φύλλων, συνήθισα στο σκοτάδι Τώρα που έμαθα, αγγίζω τη νύχτα κι αυτή πονάει, αναπνέω μα δεν ζω με τ’ οξυγόνο των γκρίζων δρόμων, μήτε του σπασμένου λιθαριού που ήταν κάποτε καρδιά. Τώρα που έμαθα, μπορώ ν’ ανοίγω την καρδιά μου, τη θάλασσα που την φοβόμουν, να μαζεύω σκουριασμένες άγκυρες τυλιγμένες γύρω από ευσυνείδητους καπετάνιους. Τώρα που έμαθα το μυστικό των λευκών χαρτιών -που δεν είν’ άλλο από τη μαύρη μολυβιά που ταξιδεύει- τρέμω τους άσπρους τοίχους που δεν έχουν πάνω τους σημάδια κι όλο νομίζω βλέποντάς τους πως ξεμαθαίνω πια να γράφω. Δεν αντιγράφω κανένα άλλο ποίημα, μην χαλάσω την ευχαρίστηση και την αδημονία του να προμηθευτούν οι αναγνώστες του Ποιείν τις Νυχτερινές Επιπλοκές.(όλη η ενότητα Ανιλίνες εξαιρετική, αδιάσπαστη, μα το ιδ’-”Στρατευμένος”- κορυφαίο!) Από μένα, συγχαρητήρια.(και δεν είναι τυπική η λέξη) Και καλοτάξιδο.

* * *

ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ

Αυτό που εντυπωσιάζει στην ποίηση του Θοδωρή Βοριά και κερδίζει τον αναγνώστη από την πρώτη στιγμή, είναι η σεμνότητα και η λιτότητα λόγων και συναισθημάτων (όπως επισήμαναν οι προλαλήσαντες), η δυνατότητα της αποτύπωσης κι όχι της περιγραφής. Με άλλα λόγια η δημιουργία ενός κλίματος μέσα στο οποίο λαμβάνει τόπο η δράση των ηρώων κι από χειρονομίες είναι γεμάτα αυτά τα ποιήματα. Ο Θοδωρής Βοριάς είναι εδώ για να μας πει πως είναι ζωντανή η “σχολή της Θεσσαλονίκης”, με όλες τις αρετές που εξέθεσα πιο πάνω, και που την κάνουν ευκόλως διακριτή στην σύγχρονη ποιητική παραγωγή. Θοδωρή Βοριά, καλωσόρισες! 7/19/2008 8:05 pm

* * *

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΤΟΣ

7/19/2008

Ένας συνεπής και αξιόλογος τεχνίτης του λόγου. Μια γραφή ζωντανή, σε εξέλιξη.Μεστές ουσίας οι Νυχτερινές Επιπλοκές εμπλέκουν τον αναγνώστη τους στις βιωματικές, στις ξάγρυπνες νύχτες της Θεσσαλονίκης του Βοριά, όπου «Κανένας τοίχος δε φωνάζει ονόματα», όπου «Η νύχτα δεν παρηγοριέται με τ’ αδύναμα φώτα της πόλης». 8:12 pm

* * *Giwrgos Beis Symfwnw me ton Swtiri Pastaka. στις 7/20/2008 3:09 am * * * Dark Virtual Poetry Ήταν ο μόνος που αποφάσισενα πάει πιο νωρίςστο ραντεβού με τ’ όνειρο.Οι υπόλοιποι μείναμε εδών’ αναρωτιόμαστε πως κατάφερεκαι έχασε με τόση επιδεξιότητα το ρολόι του για τον Θοδωρή Βοριά που οι στίχοι του“μιλάνε” Καλοτάξιδο _Σκοτεινή Πριγκήπισσα_Ιούλιος 2008

* * *

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΥΡΓΑΡΗΣ

ΑΝΕΜΟΛΟΓΙΟ Αύγουστος 2008

Μια πρώτη επαφή με τις “Νυχτερινές Επιπλοκές” του Θοδωρή Βοριά Ίσως είμαι ο πιο ακατάλληλος να μιλήσω για το έργο του Θοδωρή Βοριά «Νυχτερινές επιπλοκές». Ακατάλληλος για δύο λόγους. Ο ένας ότι δεν είμαι κριτικός, αλλά ένας συνοδοιπόρος του. Ο άλλος , ότι είμαι συναισθηματικά δεμένος μαζί του και άρα προκατειλημμένος. Θυμάμαι φέτος που βρεθήκαμε Θεσσαλονίκη. Κι ήμουνα ιδιαίτερα συγκινημένος. Είχα να ανέβω δεκατέσσερα χρόνια στην αγαπημένη μου πόλη. Από τότε που σπούδαζα. Έφυγα νέος φοιτητής και γύριζα με τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Κάθε γωνιά και δρόμος, κάθε τοίχος και σοκάκι, μου θύμιζε κάτι απ’ τη φοιτητική ζωή και τη νιότη μου. Συγκίνηση που προσπαθούσα εντέχνως να κρύψω απ’ τους δικούς μου, μιλώντας λιγότερο. Ο Θοδωρής όμως, κατάλαβε τη φόρτισή μου από τη πρώτη στιγμή . Φάγαμε τη πρώτη μέρα στη Κρήνη όλοι μαζί. Γυναίκες και παιδιά. Περάσαμε ωραία αλλά δε μας έφτανε. Το άλλο πρωί, μια μουντή μέρα του χειμώνα, είχαμε δώσει ραντεβού σ’ ένα μικρό καφέ στην Αριστοτέλους. Οι δυο μας μονάχα. Να πούμε τα δικά μας. Με το Θοδωρή νιώθω σα να μαι με έναν μακρινό αδερφό που συναντώ αραιά και όσο είμαι μαζί του, οι ώρες δε θέλω να τελειώσουν ποτέ. Περάσαμε ένα υπέροχο πρωινό μαζί συζητώντας, ώσπου σχεδόν μεσημέριασε. Αποχαιρετισθήκαμε στη παραλία. Μπροστά στο Λευκό Πύργο. Ακόμα θυμάμαι τα βουρκωμένα μάτια του. Αυτός είναι ο Θοδωρής Βοριάς. Ένας ευαίσθητος άνθρωπος που πνίγεται από συναισθήματα και μετατρέπει αυτό που το πνίγει σε ποίηση. Γι’ αυτό, θα επιχειρήσω όχι μια κριτική, αλλά μια ανάλυση, έτσι όπως εγώ είδα τις «Νυχτερινές επιπλοκές» του. «Νυχτερινές επιπλοκές» λοιπόν που θα μπορούσαν άνετα να ονομαστούν και «Επίκληση στη Νύχτα» από τις εκδόσεις ερωδιός. Ποιήματα γραμμένα σε πολυτονικό σύστημα, που εδώ όμως θα μετατρέψουμε σε μονοτονικό και ζητάω συγνώμη από τον Θοδωρή γι’ αυτό. Σε αυτή τη συλλογή λοιπόν, πραγματικά ο Βοριάς επικαλείται τη «Νύχτα» να τον μυήσει στις μικρές ή μεγάλες αλήθειες της. Το μότο του Χριστιανόπουλου στην αρχή της συλλογής «Δε ξεριζώνονται οι νύχτες από μέσα μας» δίνει το σύνθημα για μια καταβύθιση στο «σκότος-φως» της νύχτας. Η Νύχτα λοιπόν, μια αυστηρή μάγισσα-γυναίκα στέκει αγέρωχα απέναντι από το ποιητή και κείνος τη πλησιάζει. Ξέρεις πως κρύβω ένα κομμάτι νύχτας μες στη τσέπη μου λέει ο ποιητής, μα δε μιλάει στον αναγνώστη. Μιλάει στην ίδια τη Νύχτα. Είμαι και γω δικός σου, της λέει, εμπιστέψου με, κάνε με να δω τα μυστικά σου. Είναι η ίδια επίκληση που κάνουν συνήθως οι ποιητές από την εποχή του Ομήρου στη Μούσα τους. Μόνο που η Μούσα εδώ είναι η ίδια η Νύχτα. Όχι το Απολλώνιο φως της ημέρας, αλλά το σκοτάδι. Τα κρυμμένα μυστικά. Ο Διόνυσος. Επίκληση στον Διόνυσο λοιπόν. Να τι είναι η συλλογή του Θοδωρή Βοριά «Νυχτερινές επιπλοκές» Και ο Διόνυσος γνέφει καταφατικά. Σηκώνει το μαγικό του ραβδί και οι πρώτες ρωγμές «Ρωγμές στη νύχτα» εμφανίζονται, αφήνοντας τον ποιητή να δει τα πρώτα φαντάσματα του θιάσου του Διόνυσου, που του γνέφουν να τους ακολουθήσει. Κάποιος που αντί για πρόσωπο, έχει ένα φεγγάρι και τραγουδάει με τα τριζόνια, μια γυναίκα βγαλμένη από τ’ αρώματα της φλαμουριάς, μαύρες μορφές που τον κρυφοκοιτάζουν, έτοιμες να ξεγεννήσουν μυστήρια και να υφάνουν όνειρα. Η Νύχτα-Διόνυσος, παίρνει από το χέρι το ποιητή και τον ξεναγεί. Μοιάζει σαν μια περιήγηση-απειλή μέσα στη πόλη, αλλά ο ποιητής δε φεύγει. Κουρασμένος από τις προσωπίδες της ημέρας, θέλει να μάθει. Και η Νύχτα αυστηρή και άφθαρτη μέσα στην αιωνιότητά της, τον ξεναγεί στα μυστικά της. Αφουγκράζεται τα ιδρωμένα κορμιά των ερώτων, προσπαθεί να αναγνωρίσει παλιές ανθρώπινες μορφές που και η ίδια αγάπησε κάποτε μα πουθενά. Οι παλιές μορφές που ήταν ολοζώντανες κάποτε και ίδρωναν μέσα της από έρωτα, είναι άφαντες στάχτες που τις σέρνει ο αέρας σα να πονάει και η ίδια η Νύχτα μαζί με τον ποιητή από την απουσία τόσων φθαρτών ανθρώπων που έζησαν μέσα της κάποτε και τώρα είναι στάχτη. Η φθαρτότητα των όντων μέσα στο χρόνο, τα αναπάντητα ερωτηματικά, το γιατί του τέλους και το αναπάντητο του προορισμού, σκόρπιες σκιές που κινούνται γύρω τους. Μα τα όντα δε χάνονται. Στη θέση τους αφήνουν χιλιάδες άλλα, που συνεχίζουν να θέλουν να ζήσουν απελπισμένα και να διαιωνιστούν. Συνεχίζουν να ιδρώνουν οι νέοι άνθρωποι και να κάνουν έρωτα μα ζουν επιδερμικά γιατί δε κοιτάνε μέσα στη νύχτα πραγματικά, μα περιφρονούν την αλήθεια της χιλιάδες βυθισμένοι στα όνειρα δε καταδέχονται ν’ ακούσουν τους πλανόδιους νυχτερινούς θιάσους Να πάλι ο Διόνυσος με τη κουστωδία του. Και να ένα κοινό σημείο (αόρατος θίασος να περνά) με το Καβάφη. Ο ποιητής ακολουθεί τον Διόνυσο, τη Νύχτα και τους θιάσους. Μα που συμβαίνει αυτή η περιήγηση; Σε μια πόλη. Γνωστή; Μα φυσικά. Είναι η πόλη του Θοδωρή Βοριά η Θεσσαλονίκη. Σταματούν σε μια πλατεία. Στο Βαρδάρη. Τα όργανα του θιάσου σιωπούν. Ησυχία. Ο ποιητής κοιτάζει αμήχανα τον Διόνυσο κοιτάζει γύρω και μεμιάς καταλαβαίνει. Το πέρασμα του χρόνου, η φθορά, έχει επηρεάσει και τη κραταιά πόλη. Ο Βαρδάρης δεν είναι πια ο ίδιος. (Ποίημα «Οι διψασμένοι) Ό, τι μέχρι τώρα τον χαρακτήριζε, οι αδρές πινελιές του, οι εξοδούχοι φαντάροι, οι κινηματογράφοι, τα κόκκινα φανάρια του αγοραίου έρωτα, έχουν χαθεί. Όλα. Το τέλος μιας μεγάλης εποχής. Ο ποιητής πονάει τόσο πολύ, που δε καταδέχεται να δει τι αντικατέστησε αυτό που χάθηκε. Δε το κοιτάζει και δε τον ενδιαφέρει καν. Για να πάρει εκδίκηση όμως για τους διψασμένους για έρωτα που χάθηκαν απ’ το Βαρδάρη, φωνάζει στον Διόνυσο και στη Νύχτα, πως οι ποιητές τουλάχιστον παραμένουν στη θέση τους. Άφθαρτοι και αναλλοίωτοι. Οι διψασμένοι απόμειναν στα ποιήματα εκεί που είναι γραμμένα και τα χρέη κάθε νύχτας Τουλάχιστον αυτό δεν άλλαξε στην αγαπημένη του πόλη. Οι ποιητές παραμένουν στις επάλξεις. Ένα σταθερό σημείο στο κλυδωνισμό και το γκρέμισμα του κόσμου του. Ο ποιητής και η Νύχτα δυο σταθερά σημεία στη πορεία του κόσμου. Το πρώτο μάθημα που παίρνει ο ποιητής, είναι η αντοχή του στη φθορά, το πέρασμα του χρόνου και τη καταστροφή. Ο θίασος ξαναρχινά τη μουσική του. Συνεχίζουν να προχωρούν μέσα στη πόλη, ενώ ο Διόνυσος ψιθυρίζει ανατριχιαστικά στο αυτί του ποιητή το ποίημα «Σκόρπιες σκιές»: Σκόρπιες σκιές στις κρεμασμένες σου κουβέρτες στο μπαλκόνι……………………………………………………………..Σκόρπιες σκιές, γαντζωμένες αιωρούνται……………………Σκόρπιες σκιές νοτίζουν υγρασία, τυλίγονται στην ομίχλη ακροβατούν στη πνευμονία του χαμάλη στο χαμένο γάντι που παράπεσε στων τραβεστί τα στέκια………………………………………………………………Σκόρπιες σκιές βρίσκονται και ζευγαρώνουν αλήθειες που πυρπολούν τα κεφάλια σας ακόμη και την ημέρα μα εσείς αρνείστε να τις δείτε Κάθε πρωί τινάζεις τις κουβέρτες και ξανεμίζεις ξεθυμασμένες ανάσες οργασμού Και αυτοί, που όλοι θεωρούν απόβλητους, οι χαμάληδες και οι τραβεστί και όλοι του κόσμου οι πονεμένοι, είναι οι δικοί μου άνθρωποι υπαινίσσεται ο Διόνυσος. Αλλά κι εσύ ποιητή αγαπημένε του Διόνυσου, πρέπει να αφουγκραστείς αυτές τις σκόρπιες σκιές και τα φαντάσματα. Να τα δείξεις. Να ακούσεις το κλάμα τη νύχτα από τις γάτες, να νιώσεις τα δέντρα που ακόμη και τη νύχτα βλασταίνουν, την ομορφιά και το πόνο όλων των πλασμάτων, γιατί όλα μαζί είστε ένα. Δεν έχεις ποιητή παρά να πολεμάς τη μοναξιά με το μολύβι (και γω πάντα θα είμαι δίπλα σου) η ανάσα μου (θα) γιατρεύει τις πληγές σου Νύχτα, ποιητής και Διόνυσος είναι σύμμαχοι. Τροφοδοτούν την ημέρα με στοιχεία που θα ανανεώσουν τον κόσμο. Γιατί τίποτε δε χάθηκε, έστω κι αν φεύγουν οι άνθρωποι, έστω κι αν άλλαξε ο Βαρδάρης, έστω κι αν αλλάζουν οι εποχές. Ο κόσμος πεθαίνει και ξαναγεννιέται. Και συ ποιητή, πρέπει να παρακολουθείς όλα αυτά όρθιος και δυνατός. Και να ξαναγεννάς τον κόσμο. Γιατί στο βάθος ο κόσμος παραμένει ίδιος. Αλλά πρώτα, πρέπει να ομολογήσεις. Να βγάλεις ποιητή τη καθημερινή σου προσωπίδα και να εξομολογηθείς χωρίς φόβο. Να απογυμνωθείς μπροστά μου. Το ποίημα «Κρυφτό» είναι η πρώτη εξομολόγηση του ποιητή, η πρώτη απογύμνωση και η πληρωμή για να συνεχιστεί ο διάλογος με τη Νύχτα και τον Διόνυσο. Η χλωμή καθημερινή προσωπίδα βγαίνει και ο ποιητής φανερώνει ένα μυστικό που έκρυβε χρόνια μέσα του. Το ανασύρει από τη προσωπική του κρύπτη. Στη σελίδα τριάντα οχτώ σε φίλησα με τ’ αληθινά μου χείλη σου μίλησα με τ’ αληθινά μου λόγιασε κοίταξα με τα μάτια της ψυχής μου Είναι ένα προσωπικό μυστικό που φαίνεται να τον εξουθενώνει. Δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η αθώα αγάπη. Η απέραντη αγάπη χωρίς φόβους και ενοχές. Το κουβαλάει μέσα του χρόνια αυτό το επικίνδυνο μυστικό, μα δε διστάζει να το ομολογήσει γαλήνια στη Νύχτα και να δώσει μια υπόσχεση στο Διόνυσο: σα φτάσουμε μια μέρα στον επίλογο θα εγκαταλείψω τη χλωμή μου προσωπίδα λάφυρο, στους περαστικούς γιατί δε μπορώ από τώρα να την βγάλω για πάντα, δε μπορώ να μείνω ανάμεσα στους ανθρώπους ολόγυμνος και χωρίς προσωπίδα μη τύχει και καταλάβουνε τη κρύπτη μας δεν είναι έτοιμος ακόμα ο κόσμος να ζήσει χωρίς προσωπίδες. «Είναι νωρίς ακόμη μέσα στο κόσμο αυτόν/δε έχουν εξημερωθεί τα τέρατα» έλεγε κι ο Ελύτης. Χρειάζονται ακόμα οι προσωπικές κρύπτες. Μα ο Διόνυσος και η Νύχτα, θέλουν κι άλλη πληρωμή. Κι άλλο ξεγύμνωμα. Γι’ αυτό ο ποιητής συνεχίζει την ομολογία. Το ποίημα «Πάνω μου κρύβω τα κλεμμένα» είναι η δεύτερη εξομολόγηση και πληρωμή. Πάνω μου κρύβω κλεμμένα κομμάτιααπό ξένα ποιήματα που δεν είναι άλλο, παρά μια ομολογία ενοχής για τις παγωμένες πληγές των αδερφών του ποιητών, που δε πρόσεξε κανένας. Κλέβει τα γραμμένα κομμάτια τους, που κάποτε πύρωναν και τα ξαναγράφει για να τα αναστήσει. Και να αναστήσει μαζί με αυτά, τους ξεχασμένους αδερφούς του. Μα θυμώνει με έναν σάτυρο που καπνίζει , δε τον ακούει και μοιάζει μάλλον να τον κοροϊδεύει Θέλεις να σβήσεις το τσιγάρο σου πάνω στις πιο κακές συνήθειες μου Και συνεχίζει θυμωμένος: (Εμένα που κοροϊδεύεις) Με φοβούνται τα πεζοδρόμια οι γραμμένοι τοίχοι κι οι μισοκολλημένες αφίσες που προσκύνησαν Φοβάσαι να με κοιτάξεις στη καρδιά να μου τραβήξεις τα αγκάθια ένα ένα Ξέρεις καλά, αιμορραγώ εδώ και χρόνια Οργή απέναντι στον σάτυρο. Ομολογία χρόνιας αιμορραγίας και πόνου. Μα και ομολογία δύναμης. Εμένα (τον ποιητή) με φοβούνται τα πεζοδρόμια και όσοι προσκύνησαν! Χάιδεψε τα κόκκινά μου αποτυπώματα πάνω στα κλοπιμαία μουτζούρωσέ τα να με νοιώσεις Θυμίζει τίποτα; Ο σάτυρος μεταμορφώνεται στον άπιστο Θωμά, που ο Χριστός-ποιητής τον καλεί να τοποθετήσει το δάχτυλό του πάνω στις πληγές των καρφιών. Επί των τύπο των ήλων. Πονάω! φωνάζει στην Νύχτα και τον θίασο του Διόνυσου ο ποιητής, ελάτε να δείτε τις πληγές μου! Βάλτε τα δάχτυλά σας πάνω τους! Ο θίασος με αρχηγό τον Διόνυσο, τη μάγισσα Νύχτα, τον ποιητή και τους σατύρους συνεχίζει τη περιήγησή του μέσα στη πόλη, όπου ακολουθούν τέσσερα ποιήματα «Πίσω από το Ποσειδώνιο» «Συναλλαγή» «Δε φυλάγεσαι πια» «Άλλοι τα λένε κύματα» με έντονες επιρροές από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Παράνομοι έρωτες στα σκοτεινά αποδυτήρια, ερωτικές συναλλαγές με λεφτά, μισόγυμνοι αιχμάλωτοι του έρωτα, αγρύπνιες και ερωτικός παροξυσμός κοντά στη θάλασσα. Ο Διόνυσος δείχνει τα πάντα στο ποιητή. Δε του κρύβει τίποτα. Δείχνει στο ποιητή τα παιδιά του. Από μία άποψη, είναι και μια ανταμοιβή για την απογοήτευση που ένιωσε ο ποιητής στο Βαρδάρη. Οι διψασμένοι για έρωτα, αν και τους στέρησαν την ιστορική τους πλατεία, συνεχίζουν να υπάρχουν μαζί με τη δίψα τους και βρίσκουν άλλα στέκια στη πόλη να ξεδιψάσουν. Στο ποίημα «Επιδημία» ο θίασος σταματά σε έναν πολυσύχναστο δρόμο γεμάτο βιτρίνες. Θα μπορούσε να είναι Τσιμισκή και Γούναρη ή κοντά στη Διαγώνιο. Ο ποιητής ξαφνικά συνειδητοποιεί ότι το σώμα του αρχίζει να κιτρινίζει. Και όλοι του θιάσου να κιτρινίζουν. Ο Διόνυσος τον παροτρύνει να γδυθεί για να δει το κίτρινο σώμα του. Βγάλε τα ρούχα σου να δεις πως σκαρφαλώνει στο κορμί σου το κιτρίνισμα Βγάλτα, δε θα τα σκορπίσω εδώ κι εκεί τώρα είμαστε μέσα στο κόσμο θα τα κρατήσω με επιμέλεια Πάμε πιο κάτω μας κοιτάζει κι ένας κατακίτρινος ζητιάνος Το κιτρίνισμα, αν δεν είναι επίγνωση αρρώστιας, είναι επίγνωση της αλήθειας και του πόνου. Επίγνωση που έχει όμως και ένας ζητιάνος. Παιδί του Διόνυσου κι αυτός -θα μπορούσε να είναι στο θίασό του- και φυσικά εκλεκτός συγγενής του ποιητή, γνωρίζει και κείνος τα μυστικά της νύχτας. Είναι συν-κοινωνός του κιτρινίσματος, της αλήθειας και των μυστηρίων. Η προτροπή του Διόνυσου να βγάλει ο ποιητής τα ρούχα και ειδικά ο στίχος «θα τα κρατήσω με επιμέλεια» παραπέμπει στον Μυστικό Δείπνο του Χριστού και στη σκηνή που ο Χριστός γίνεται υπηρέτης και πλένει τα πόδια των μαθητών του. Εδώ ο Διόνυσος, γίνεται υπηρέτης του ποιητή «κρατώντας με επιμέλεια τα ρούχα του» και βαδίζοντας πίσω του. Σκηνή που δηλώνει την «σημαντικότητα» του ποιητή στη πορεία του κόσμου. Δε του αρέσει όμως του Διόνυσου εκεί και δηλώνει εδώ την πρώτη του αδυναμία Πάμε πιο κάτω τα όνειρα της βιτρίνας μας σκοτώνουν Το εμπόριο, τα κέρδη και τα χρήματα είναι αρρώστια. Δε ταιριάζουν με το όραμα του ποιητή και του Διόνυσου. Πρόκειται για την δεύτερη εμφανή στιγμή σε αυτό το ποίημα, που ο Θοδωρής Βοριάς κάνει έμμεση αναφορά στον Χριστό. Στο νου μας, έρχεται η σκηνή στο ναό, που ο Χριστός έδιωξε τους εμπόρους και τις πραμάτειες με το μαστίγιο. Είναι επίσης η πρώτη υπόνοια, πως Διόνυσος και Χριστός είναι ένα. Και περνάμε στα τέσσερα ποιήματα του «Επισκεπτηρίου» Στα τέσσερα (α, β, γ, δ) ποιήματα του «Επισκεπτηρίου» οι ρόλοι αλλάζουν. Έχουμε μια αντιστροφή. Ξεναγός εδώ είναι ο ποιητής και καλεί τον Διόνυσο και τον θίασό του (αφήνει έξω την Νύχτα γιατί σε αυτά τα ποιήματα, όπως θα δούμε παρακάτω, την θεωρεί δεσμοφύλακα) να μετατραπούνε σε ακροατές για να τους ξεναγήσει στο κελί του. Υπάρχει έντονη η αίσθηση της φυλακής ή του φυλακισμένου, εξ ου και ο τίτλος «Επισκεπτήριο» Ο Διόνυσος-ακροατής λοιπόν, επισκέπτεται τον ποιητή στη φυλακή και το κελί του. Πρόκειται για ένα μονόπρακτο-μονόλογο του ποιητή και ο Βοριάς εδώ επαναφέρει το δυνατό του σύμβολο, που επανέρχεται συχνά στη ποίησή του και τείνει να τον χαρακτηρίσει. Και το σύμβολο αυτό δεν είναι άλλο από τους τοίχους. Οι ξεβαμμένοι τοίχοι που κρύβουν κάτω από τις στρώσεις των χρωμάτων, την ιστορία και την αλήθεια. Την αλήθεια, που η εξουσία με τα συνεχή βαψίματα, προσπαθεί να κρύψει. Ο ποιητής όμως, ταγμένος ενάντια σε τέτοιες εξουσίες, προσπαθεί να φανερώσει την αλήθεια. Σκάβει ακόμη και με τα νύχια το γυαλισμένο χρώμα για να ανακαλύψει την αλήθεια, την ελευθερία και αν είναι δυνατόν να δραπετεύσει. Ο ακροατής πια Διόνυσος, προτρέπεται από τον ποιητή μπαίνοντας στο κελί του, ν’ αφήσει τις φωνές και τα λόγια και με τη σειρά του τη προσωπίδα. Να απογυμνωθεί ο επισκέπτης, για να γνωρίσει την απελπισία του ποιητή. Το σουρεαλιστικό κελί του, είναι ένα παράξενο δωμάτιο, με ξεβαμμένους τοίχους απ’ τη προσπάθεια του ποιητή να ανακαλύψει την ιστορία που κρύβουν μέσα τους. Εκεί μέσα, φυσάει μόνιμα Βαρδάρης, τα τζάμια είναι σπασμένα και κυριαρχεί μια έντονη μυρωδιά απελπισίας και ένδειας. Ο ποιητής, χωρίς αυταπάτες, γνωρίζει ότι ο αγώνας του δεν είναι προσωπικός. Πιστός στο παραδοσιακό του ρόλο, γνωρίζει ότι είναι απελευθερωτής των ανθρώπων. Έχει αναλάβει χωρίς αναστολές αυτό το ρόλο και έχει επίγνωση της σπουδαιότητάς του. Γνωρίζει, ότι απ’ τις δικές του προσπάθειες, εξαρτώνται πολλοί. Είναι όμως ένας απελευθερωτής αντικοινωνικός. Τα χέρια μου ξέμαθαν τις χειραψίες Δεν χαίρεται, δεν ενθουσιάζεται με τίποτα. Χωρίς αυταπάτες. Αυτό που μπορεί να του δώσει μια αχνή χαρά, είναι κάποια μελλοντικά άρθρα εφημερίδων για το έργο του Τότε θα μου τις φέρεις να τις απλώσω και να καλύψω το τοίχο Το γ΄ επισκεπτηρίου είναι ποίημα αυτογνωσίας. Γιατί δε μπορείς να μιλάς για την ελευθερία κανενός, αν δε γνωρίζεις τον εαυτό σου. Ο ποιητής εδώ ομολογεί πως έχει δύο ζωές. Η μία είναι πρωτόγονη, Διονυσιακή, κατεβαίνει απ’ τα βουνά με άγανα στα πόδια και παίζει στα πάρκα και τις γειτονιές της πόλης με τα αγάλματα της Αφροδίτης και του Άρη. Η αληθινή φύση του λοιπόν, είναι ερωτική και άγρια, ο έρωτας και ο πόλεμος η αλήθεια του. Θέλει να βάλει φωτιές και να κάνει έρωτα. Γνωρίζει όμως ότι αυτή η ζωή του παρακολουθείται Την κοιτάζουν κρυφά οι φοβισμένοι την παρακολουθούν από το δορυφόρο οι τεχνοκράτες Η δεύτερη ζωή του είναι η τυποποιημένη καθημερινή, με τα κουστούμια, τους κανόνες και τα πρέπει. Δε του αρέσει όμως αυτή η ζωή και θέλει να σβήσει το αποτύπωμά της στο τοίχο. Και το κάνει με τόση δύναμη, που φορές νομίζει πως θα γκρεμίσει το τοίχο Ο τοίχος τους δε θ’ αντέξει χρόνια τρίβω πάνω του τα χέρια μου Είναι μία ψευδαίσθηση, που του δίνει όμως την απαραίτητη δύναμη και ελπίδα, για να συνεχίσει να ζει σε αυτό το κελί. Και φτάνουμε στη πιο συγκλονιστική στιγμή του «Επισκεπτηρίου» στο τμήμα δ΄ όπου ο ποιητής απευθυνόμενος στον επισκέπτη-Διόνυσο-ακροατή, φανερώνει το μεγάλο του μυστικό Περιμένεις να βγάλω απ’ το συρτάρι τη σημαία με τον άσπρο σταυρό, το σταυρό που κοκκίνισε απ’ τη ζωή, απ’ το κρασί και το αίμα. Βιάζεσαι να ψηλαφίσεις τα σημάδια απ’ τα καρφιά στα χέρια όλων των Ελλήνων. Πρόκειται για την μεταμόρφωση του Διόνυσου στον Χριστό. Η σημαία με το σταυρό που κοκκίνισε απ’ τη ζωή, το κρασί και το αίμα, είναι το κρυφό χαρτί που ο ποιητής κρύβει στο συρτάρι του. Εδώ δεν υπάρχει Θεσσαλονίκη, ούτε Βαρδάρης. Υπάρχει Ελλάδα και Έλληνες, που είναι όλοι τους μικροί Εσταυρωμένοι-Διόνυσοι. Το σύμβολο του χριστιανισμού για τον Βοριά, είναι σύμβολο του Διόνυσου. Το σύμβολο του μαρτυρίου που βιώνουν όλοι οι Έλληνες. Και οι άνθρωποι. Χριστός, Διόνυσος, ποιητής και λαός είναι ένα. Και προτού φανερώσει το επόμενο λυτρωτικό μυστικό του, διώχνει ευγενικά τον επισκέπτη, επισημαίνοντάς του, πως βρίσκεται στη φυλακή και θα ‘ρθουν σε λίγο οι δεσμοφύλακες να σημάνουν το σιωπητήριο των δέκα. Οι τόνοι πέφτουν, ο ποιητής δείχνει (φαινομενικά) κουρασμένος Ήρθε η ώρα και πρέπει να φύγεις …………………… Η νύχτα (δεσμοφύλακας) θα σταματήσει το βηματισμό της θα ρίξει μια κλεφτή ματιά…………………………. ………………………………………-σίγουρη πως δε θα δραπετεύσω-……………………….. και θ’ αποκοιμηθεί και τότε Θα ξεδιπλώσω τη σημαία και θα’ ρθω στους δρόμους! Τρομερή ενέργεια που εκπλήσσει, τη στιγμή ακριβώς που εκφράζεται. Ο Επισκέπτης είναι σχεδόν κουρασμένος κι αυτός, έτοιμος να φύγει αφήνοντας τον ποιητή στο κελί του, να παλεύει με τα δικά του φαντάσματα. Μα οι δύο τελευταίοι στίχοι, απελευθερώνουν μια καταπληκτική ενέργεια. Δε φτάνει η ποίηση, λέει ο Βοριάς. Ο ποιητής πρέπει να δραπετεύει κάποτε από το κελί του και να βγαίνει μαζί με το λαό του στους δρόμους. Θα βρεθούμε στους δρόμους, εκεί που ενώνονται όλοι με όλα. Αυτό είναι το επόμενο ραντεβού του ποιητή με τους επισκέπτες του. Και νομίζω πως κάπου εδώ, οι «Νυχτερινές επιπλοκές» έχουν εκπληρώσει το στόχο τους. Τα υπόλοιπα ποιήματα μέχρι τις «Ανιλίνες» θεωρώ ότι είναι ποιήματα ημέρας και όχι νύχτας. Δεν υπάρχουν σκιές και φαντάσματα. Ο ποιητής έχει εκπληρώσει το νυχτερινό του ταξίδι, γνωρίζοντας όμως πως τα φανάρια των δρόμων δε σταμάτησαν ν’ αναβοσβήνουν δεν έχασε την επαφή με τη πραγματικότητα. Τα επόμενα ποιήματα είναι ποιήματα περισυλλογής που ο ποιητής παλεύει πάλι με την ιστορία και τα συνθήματα στους τοίχους. Και μετά τη μοναδική αναφορά για Έλληνες που παραπέμπει στην σημειολογική Ελληνική πόλη, επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη μαγεμένος αιώνια απ’ αυτήν , σα να μη θέλει να τη προδώσει ποτέ. Περπατάει ξανά στους δρόμους της Βενιζέλου, Μητροπόλεως και Εγνατία, σε όλη τη πόλη, όπου πια κυριαρχούν τα νόμιμα γκράφιτι που τα κάνει ο καθένας μέρα μεσημέρι, ταπεινές εικόνες από το δρόμο, ακρόαση από το ραδιόφωνο που τον ενώνει με τις ειδήσεις του κόσμου, εμπόλεμες ζώνες, φωτιές στα δάση, η ομολογία σε έναν φίλο πως γράφει στίχους μ’ ένα στίχο χαράζονται οι διαχωριστικές γραμμές ο ένστολος που εν ώρα υπηρεσίας κλέβει ανύποπτες στιγμές για να τις κάνει ποιήματα, ενώ και γι’ αυτό ακόμη οι τοίχοι γέρνουν και τον ελέγχουν κάθε μέρα και η νίκη του λίγα παλιόχαρτα τσαλακωμένα κρυμμένα μες στη τσέπη ήταν τα όνειρα κι οι στίχοι σου μικρές ψυχές ελευθερίας όμως , υπερπολύτιμες γιατί Όταν έσφιγγε το κρύο έχωνες τα χέρια και τα ζέσταινες Τα ιδανικά είναι απαραίτητα για το Βοριά, αλλιώς η ζωή δεν έχει νόημα Πιστέψουν δε πιστέψουν κατέβα στο υπόγειο και διάλεξέ τους τα πιο λαμπρά ιδανικά κι αστέρια να τους φέρεις Δε θα μιλήσω εδώ για τις Ανιλίνες, γιατί πιστεύω ότι είναι κάτι διαφορετικό και αξίζει ιδιαίτερης προσοχής. Ίσως το κάνω κάποια άλλη στιγμή. Σε αυτή τη συλλογή ο Θοδωρής Βοριάς, συζητάει με τα φαντάσματα και εξομολογείται. Επικοινωνεί με την Νύχτα, τον Διόνυσο, τους σατύρους, τα ξωτικά και τις σκιές τις νύχτας, τον ίδιο το Χριστό που είναι εν τέλει ο ακροατής και ο αναγνώστης. Κεντρικό πρόσωπο στη συλλογή είναι ο ποιητής και η πόλη του. Ο ποιητής για τον Βοριά, είναι πιστός στις επάλξεις, ένας απελευθερωτής που σκαλίζει τη μνήμη να συνταιριάσει τις αλήθειες και τα γεγονότα για να τα χρησιμοποιήσει στο μέλλον για τους ανθρώπους. Ο ποιητής είναι συνάμα και ένας φυλακισμένος. Και πολλές φορές αντικοινωνικός. Γιατί μονάχα έτσι θα δοθεί ολόψυχα στο έργο του. Ποίηση όμως και πράξη, πάνε μαζί για το Θοδωρή Βοριά. Η σημαία με το σταυρό, είναι γι’ αυτόν το μεγάλο λάβαρο, το μεγαλύτερο ιδανικό που χρειάζεται για να πορευτεί η Ελλάδα, ενώ πιστεύει πως ο Χριστός είναι συνέχεια του Διόνυσου. Θα μπορούσε κανείς να πει πολλά μα θα ήθελα να μείνω σε αυτή τη πρώτη επαφή, χωρίς να επεκταθώ άλλο. Ας το αφήσουμε μόνο του να πετάξει. Καλοτάξιδο Θοδωρή

* * *

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ

Αύγουστος 2008

http://giannisrigopoulos.blogspot.com/

Η νύχτα είναι γεμάτη μυστικά, γεμάτη φαντάσματα, φόβους, έρωτες και αρνήσεις. Είναι μάγισσα. Με τις πολλές υποσχέσεις της σε φυλακίζει. Φυλακίζει τη σκέψη σου και τα όνειρα σου. Στην ποιητική συλλογή «Νυχτερινές Επιπλοκές» ο Θοδωρής Βοριάς αποτύπωσε τα σημάδια της νύχτας. Περπατώντας τους δρόμους της Θεσσαλονίκης, τα πάρκα της έκανε τη συγκομιδή των στίχων «κρύβοντας ένα κομμάτι νύχτας μες την τσέπη του», γιατί τη νύχτα τη νιώθει στο κορμί του. Τους έρωτες της νύχτας μέσα στην ποίηση τους βαφτίζει, να τους πιούν οι διψασμένοι μη και ξεδιψάσουν. «Οι διψασμένοι για έρωτα δεν κατεβαίνουν στο Βαρδάρι. Πρώτα είχαν ξεκόψει απ’ την πλατεία οι εξοδούχοι φαντάροι ύστερα έκλεισαν οι κινηματογράφοι κι έσβησαν τα κόκκινα φανάρια .Όσα χρωστούσαν τα σκοτάδια στους νυχτόβιους της πιάτσας πάνε χαμένα. Οι διψασμένοι απόμειναν στα ποιήματα εκεί που είναι γραμμένα και τα χρέη κάθε νύχτας.» «Οι διψασμένοι» Αλλά κι όταν πολεμάει τη μοναξιά στην ποίηση καταφεύγει «Νιώθεις τους τοίχους στο δωμάτιο να σε κοιτάζουν με τα μάτια μου. Ακούς τις γάτες απέξω να κλαίνε τους έρημους δρόμους τα δέντρα να βγάζουν βλαστάρια. Πολεμάς τη μοναξιά με το μολύβι η ανάσα μου γιατρεύει τις πληγές σου. Αν λιποθυμήσεις θα σε πάρω στα χέρια να σ΄ απλώσω σ΄ άλλο ποίημα.» «Νιώθεις τους τοίχους» Μέσα στη νύχτα ο έρωτας και η υποταγή – αδιέξοδο. «Ανάμεσα στα λιγοστά σου όνειρα έβρισκες και κανένα πάρκο, η νύχτα αγαπάει τέτοια μέρη. Έσταζε από τη υγρασία το δερμάτινο μπουφάν σου, έτρεμαν τα χέρια του άλλου την ώρα της συναλλαγής-έρωτας και λεφτά υποταγή και θράσος. Τα αρρωστιάρικα φώτα στο πάρκο της ΧΑΝΘ δεν εμπόδιζαν την πράξη, ίσα ίσα έσβηναν μονάχα τους σαν τα έπιανε ντροπή.» «Συναλλαγή» Τα ποιήματα έχουν προσωπικό ύφος, είναι λιτά και καίρια σε λέξεις και συναισθήματα. Είναι πολλές φορές γεμάτα αίμα, από όνειρα και αποχωρισμούς. «Αλλιώς η νύχτα δεν περνά πες τους για το υπόγειο του σπιτιού, για τη στοίβα τα σβησμένα αστέρια, για τις ιδέες που βρήκες τυλιγμένες σε μια σημαία μισοκαμένη, για τις παλιές αρβύλες που οι ξεραμένες λάσπες τους τραγουδάνε τις νύχτες εμβατήρια. Πιστέψουν δεν πιστέψουν κατέβα στο υπόγειο και διάλεξε τους τα πιο λαμπρά ιδανικά, κι αστέρια να τους φέρεις. Να τα προσφέρεις, «για να θυμάστε τον παππού…»να πεις. Ύστερα βάλε τις παλιές αρβύλες δίπλα στο κρεβάτι, σαν θα σηκώσουν το νεκρό μη τις ξεχάσουν.» «Αναθήματα» Και όταν ανακαλύπτεις την αλυσίδα που έβλεπες στα όνειρα σου «Γύρω μυρίζει πεθαμένη θάλασσα/ σαν παλιά φωτογραφία» Τώρα που έμαθε να κρύβει λόγια, ας μη φοβάται. Δεν ξεμαθαίνεις. «Τώρα που έμαθα να κρύβω λόγια κάτω από σορούς ξεραμένων φύλλων συνήθισα το σκοτάδι. Τώρα που έμαθα, αγγίζω τη νύχτα κι αυτή πονάει, αναπνέω μα δε ζω με τ΄ οξυγόνο των γκρίζων δρόμων, μήτε του σπασμένου λιθαριού που ήταν κάποτε καρδιά.Τώρα που έμαθα,μπορώ ν΄ ανοίγω την καρδιά μου, τη θάλασσα που τη φοβόμουν, να μαζεύω σκουριασμένες άγκυρες τυλιγμένες γύρω από ευσυνείδητους καπετάνιους. Τώρα που έμαθα το μυστικό των λευκών χαρτιών-που δεν ειν΄ άλλο από τη μαύρη μολυβιά που ταξιδεύει-τρέμω τους άσπρους τοίχους που δεν έχουν πάνω τους σημάδια κι όλο νομίζω βλέποντάς τους πως ξεμαθαίνω πια να γράφω». «Τώρα που έμαθα» Η νύχτα μας προστατεύει με τα μικρά και τα μεγάλα μυστικά. Με τα ψέματα και τις ονειροπολήσεις. Με τις κραυγές και τις σιωπές της. Με τη σημαία της, μαύρη, σαν την επανάσταση και κόκκινη, σαν το αίμα. «Τις νύχτες ξαπλώνει κι ονειρεύεται ανθρώπους που παραμένουν άνθρωποι, κι ύστερα-τόσα χρόνια το ίδιο όνειρο-μαζεύει σκόρπια κουρέλια αξιοπρέπειας να ράψει μια σημαία για το τέλος για να σκεπάσει την καρδιά του στην εξόδιο ακολουθία». «Στρατευμένος»

* * *

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΡΑΣ

Αύγουστος 2008

Το τρύπιο ταβάνι και Νυχτερινές επιπλοκές, εκδόσεις «ερωδιός», ποιήματα. Χαιρετίζω μία νέα ποιητική φωνή αυτούσια, αυτόφωτη και αυτεξούσια. Φωνή λυρική και διακριτικά μεταφυσική, μέσα στην παγιδευμένη, ανέκφραστη, σχεδόν πληγωμένη ευαισθησία της. Ποιήματα λιτά σαν μαχαιριές στο κορμί της αξημέρωτης νύχτας, εκσπερματώσεις φωτός στα μαύρα σκοτάδια της αστικής ζωής. Η Θεσσαλονίκη πρωταγωνιστεί στα καλαίσθητα αυτά βιβλιαράκια με τα καλοτυπωμένα – σε πολυτονικό με βαρείες – ποιήματα. Απόηχοι του νυχτερινού ερωτισμού του Ντίνου Χριστιανόπουλου, απόηχοι της «ατσαλάκωτης ζωής» του δημόσιου υπάλληλου Κώστα Καρυωτάκη, η ξεψυχισμένη αγωνία της Μαρίας Πολυδούρη που ένιωθε ότι είχε γεννηθεί σε λάθος τόπο, σε λάθος χρόνο, ή και τα δύο μαζί… Η Θεσσαλονίκη του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, η Ελλάδα και η γαλάζια σημαία με τον άσπρο σταυρό, έρημες πλαζ και ερωτικά αποδυτήρια, ένστολοι που γράφουν ποιήματα εν ώρα υπηρεσίας, φαντασιώσεις γυμνών γυναικών, και ονειρώξεις εις αναζήτησιν μίας χαμένης – ή ξεχασμένης – θηλυκότητας… Η επανάσταση ανέφικτη, αυτό-ακυρωμένη από την ανία και τα προσωπεία της αστικής ζωής. Τα συνθήματα στους στίχους, οι στίχοι στο λευκό χαρτί, τα αστέρια στο μαύρο σεντόνι του ουρανού… Ιδού ο κόσμος του «αστεροκλέφτη» ρομαντικού ποιητή Θοδωρή Βοριά. Και η νοσταλγία των βουνών, της άγριας φύσης, της μη εξημερωμένης και αξημέρωτης. Η νύχτα είναι καταφύγιο και πατρίδα για τον λυρικό ποιητή που συναντάει εκεί του ερωτισμού του τα οράματα, και τα αθανατοποιεί εξασθενίζοντας και καταγράφοντάς τα…

***

ΣΟΦΙΑ ΣΤΡΕΖΟΥ

ΑΙΣΘΗΤΙΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ Ιανουάριος 2009

Πως μας τυλίγει η νύχτα απαλά, τρυφερά αν και βοριάς; Πως μας αγγίζει εκείνη η περισπωμένη στο επίθετο του Θοδωρή Βοριά. Πως μας ξυπνάει μνήμες σαν σεργιανάμε στην ποιητική του συλλογή Νυχτερινές Επιπλοκές που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΕΡΩΔΙΟΣ τον Μάρτιο του 2008;Όλη η ποίηση είναι γραμμένη σε πολυτονικό σχήμα να μας θυμίζει πως κάποτε χρησιμοποιούσαμε μια γλώσσα πλούσια σε τόνους και πνεύματα. Κάθε του σκέψη, κάθε του αίσθημα πολύεδρα σώματα που αναζητούν συντροφιά στους δρόμους της πόλης. Γράφει απελευθερωμένος από επιρροές αλληλοσυγκρουόμενες, όχι απλά για να επικοινωνήσει με τους άλλους, αλλά για να καταγράψει κυρίως ότι συμβαίνει γύρω του και φυσικά μέσα του. Υπάρχει το άλογο στοιχείο της συνείδησης που τον διεγείρει και γίνεται ηθικός αυτουργός και δέκτης εικόνων και συγκινήσεων που τις μεταφέρει στην ποίησή του. Υπάρχει η έντονη συναισθηματική παρουσία την οποία και αντικαθιστά με μια αισθησιακή τάξη . Μέσα στο ομιχλώδες τοπίο του Λόγου ο Θ.Β. προχωρά με το βλέμμα στραμμένο στον ορίζοντα της αληθινής ποίησης, μιας ποίησης που είναι αμάλαγη στην αλήθεια της. Έμπνευση και κίνητρο γίνεται πολλές φορές η ίδια η πόλη του, η Θεσσαλονίκη και οι άνθρωποι που την κατοικούν. Αναζητά τις “ρωγμές στη νύχτα” και τα κομμάτια της κρύβει πολλές φορές. “Ξέρεις πως κρύβω ένα κομμάτι νύχτας μες στην τσέπη μου” Εκείνη γίνεται η μούσα του που περιπλανάται. Οι σκιές της ακουμπούν στον Βαρδάρη, στο Λιμάνι, στο Ποσειδώνιο κολυμβητήριο. Με τον έρωτα να αναζητά τις ανάσες του πότε αγοραία και πότε αιχμάλωτα να ξεψυχά, στα γνωστά στέκια της πόλης, στο πάρκο της ΧΑΝΘ. Γίνεται τρυφερός, λυρικός, μετέωρος στο ταξίδι του και μας παρασέρνει με την γλυκύτητα του λόγου του.” Αν λιποθυμήσεις θα σε πάρω στα χέρια να σ’ απλώσω σ’ άλλο ποίημα” Με λειψό φεγγάρι θα χτυπηθούν τα κορμιά για ν’ αγκαλιαστούν μετά στην άκρη μιας θάλασσας. Σπαράσσονται με βία. Δεν είναι κύματα, είναι οι σκιές που ξεσκίζουν με βία τα ρούχα κι ερωτεύονται. “Χτυπιούνται, αγκαλιάζονται, γίνονται πόλεμος, έρωτας και πυρετός της νύχτας” “Εχθροί και φίλοι οι δρόμοι που περπάτησες” . Μητροπόλεως-Βενιζέλου-Εγνατία. Δρόμοι γνωστοί σε όλους, οικείοι, αγαπημένοι μιας πόλης αγαπημένης. Πόσες φορές δεν τους περπάτησε ο ποιητής και μαζί του κι εμείς κουβαλώντας την μυσταγωγία της χαράς ή της σιωπής. Ακόμα κι οι τοίχοι αποκτούν τη σημειολογία με τα κάθε είδους μηνύματα που φιλοξενούνται σ’ αυτούς και βουλιάζουν. Γίνονται το θέατρο μορφών από γκράφιτι και συνθήματα που ζητούν την αφύπνιση των περαστικών. Μιλάει ο τοίχος κι ο ποιητής αφουγκράζεται. Ξεδιπλώνεται η γραφή του “κάτω από σωρούς ξεραμένων φύλλων” με φθινόπωρα και ζεστούς χειμώνες και τις νύχτες που δεν φοβάται ανοίγει τα φύλλα της καρδιάς του για να εισβάλλει όλο το φως μιας γραφής που μας αποκαλύπτει τα μυστικά του Λόγου του.

***

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΣΕΡΔΑΡΗΣ

Περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ τχ.12 Ιανουάριος 2009

“Ξέρεις πως κρύβωένα κομμάτι νύχταςμέσα στην τσέπη μου.”Το σκοτάδι με φόβιζε, τις επιπλοκές τις απέφευγα, η νύχτα μ’ άρεζε με τους φόβους της. Ποίηση νυχτερινή, ποίηση ερωτική. με προσωπικές στιγμές, με αναζητήσεις, με δυνατούς και ανεκπλήρωτους έρωτες, με πόθους που δεν ξεπερνιούνται και ταράζουν τη νύχτα του ποιητή. Ποίηση εξαιρετική, ο Βοριάς θα μπορούσε να γράψει καλό στίχο για καλό τραγούδι.

***

ΝΑΤΑΣΑ ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

http://www.lifo.gr/blogs/wwwlifogrblogsnatash/14866#comment
Θοδωρής Βοριᾶς, Νυχτερινές Ἐπιπλοκές

Ἔχω τήν αἴσθηση διαβάζοντας τήν ποιητική συλλογή «Νυχτερινές Ἐπιπλοκές», ὅτι ὁ Θοδωρής Βοριάς εἶναι ἕνας τρυφερός ἄνθρωπος, ἕνας ἔφηβος, πού ἡ νύχτα τόν ἐπιπλέκει καί τόν περιπλέκει μέ τίς καί στίς διαδρομές της.Ὅλα τά ποιήματα τῆς συλλογῆς εἶναι νυχτερινά ἐπεισόδια τῆς πόλης του, τῆς Θεσσαλονίκης, τά ὁποῖα ξετυλίγονται μπροστά μας, καθώς ἐπίσης καί στιγμιότυπα ζωῆς τοῦ ἴδιου τοῦ ποιητῆ πού συμπλέκεται μαζί τους, γι’ αὐτό ἴσως ἀκόμη καί στά πιό μικρά του ποιήματα ἐπιλέγει τήν ἀφηγηματική ἐξομολόγηση, παρά τήν ἀφαιρετική οἰκονομία τῆς ποίησης.Ἡ πόλη εἶναι, μέ τήν παραμικρή εὐκαιρία, πανταχού παρούσα (ὁ Λευκόπυργος, ἡ Ἀρετσού, Μητροπόλεως, Μπενιζέλου, Ἐγνατία, στό Βαρδάρι), λές κι ἀποτελεῖ μιά δικλείδα ἀσφαλείας, τήν ἀνάγκη ἑνός ριζικοῦ καταφυγίου, στή μελαγχολική ἐπαναστατικότητα, τή διαψευσμένη (…γερασμένα συνθήματα…/…περισσέματα ὁραμάτων…/… Ὅποιος μπορεῖ να στέκει ἤρεμος/σ’ αὐτή τήν πόλη/μπορεῖ ν’ ἀφουγκραστεῖ τίς φωνές/καί τά συνθήματα/πού δραπετεύουν κάθε μέρα/κι ἔρχονται πάλι τίς νύχτες/ να λουφάξουν/πίσω ἀπό τούς ξεφτισμένους τοίχους) τοῦ ἔφηβου ποιητῆ.Ἀκόμα καί στόν ἔρωτα ὁ Θ.Β., παρ’ ὅλη τή «συναλλαγή», «τῶν τραβεστί τά στέκια», «τίς ἀνάσες ὀργασμοῦ», τ’ «ἀγκαλιάσματα/στά σκοτεινά ἀποδυτήρια» παραμένει τρυφερός κι ὀνειροπόλος, «ἄν λιποθυμήσεις/θά σέ πάρω στά χέρια/νά σ’ ἁπλώσω σ’ ἄλλο ποίημα», λέει, καί γλιστράει στήν ἐσωτερική του κρύπτη, ὅπως «βρῆκε χαραμάδες ὁ ἀέρας/καί σιγά σιγά δραπέτευσε», πού τόν περιφυλάσσει ἁπαλό ἡ ποιητική του μοναξιά καί τόν περισώζει. Ἡ γλώσσα του, συνεπής στό ἀφηγηματικό της ὕφος εἶναι λιτή καί χωρίς ἐξάρσεις ἤ ἐξεζητημένες λέξεις, καθημερινή, κάποιες φορές γίνεται, κατά τή γνώμη μου, ἐπίμονη στό νά μεταβάλλει τό ξύλινο λεκτικῶς σήμερα (γκράφιτι, γλουτολίνη, ἀφισοκόλληση, μολότοφ) προσπαθώντας νά τό μεταβάλλει καί νά τό ἐντάξει στό ποιητικό περιεχόμενο.Στά σύν τῆς συλλογῆς ἡ ἐπιλογή τοῦ πολυτονικοῦ, σημεῖο ἀναφορᾶς τῆς γλωσσικῆς μας συνέχειας, πού ἐπιστεγάζει ἡ ποίηση.Ἐν ὥρᾳ ὑπηρεσίαςΚλέβεις ἀνύποπτες στιγμέςγιά νά τίς κάνεις ποιήματα,ἐσύ, ἕνας ἔνστολος ἐν ὑπηρεσίᾳ!Γέρνουν οἱ τοῖχοι,σ’ ἐλέγχουν κάθε νύχτα,σέ ὑποπτεύονταιγιατί ἔσκυψες στό δρόμοἤ γιατί βρῆκες κάτικαί τό ἔβαλες στήν τσέπη σου…Ἤξερες νά κρύβεις τά κλεμμένα᾿λίγα παλιόχαρτα τσαλακωμένα,κρυμμένα μές στήν τσέπηἦταν τά ὄνειρα κι οἱ στίχοι σου.Ὅταν ἔσφιγγε τό κρύοἔχωνες ἐκεῖ τά χέριακαί τά ζέσταινες.[Νυχτερινές Ἐπιπλοκές, Θοδωρής Βοριᾶς, ποιήματα, ἐκδ. Ἐρωδιός, Θεσσαλονίκη 2008]

ΤΟ ΤΡΥΠΙΟ ΤΑΒΑΝΙ
ΓΧΚ

Περιοδικό ΕΝΔΟΧΩΡΑ τεύχος 94, Δεκέμβριος 2005 – Απρίλιος 2006

Δυναμικός, ρηξικέλευθος και αφυπνιστικός ο ποιητικός λόγος του Θοδωρή Βοριά, έρχεται να ταρακουνήσει συνειδήσεις, να μετουσιώσει οράματα σε κατάθεση ψυχής, να δώσει κουράγιο σε απογοητευμένους και να ορθοδρομίσει γοητευμένους.Κοινός παρονομαστής στα ποιήματα της μικρής αυτής συλλογής, η συνειδητοποίηση ότι ο αγώνας μιας ολόκληρης γενιάς έμεινε αδικαίωτος. Κυρίαρχη η πίκρα από τη γεύση του ανεκπλήρωτου πόθου (Ξέφυγαν τα όνειρά μας/ σκορπίστηκαν στον άνεμο./ Στους δρόμους/ σβήστηκαν τα ίχνη μας/ξεχάστηκε η μορφή μας…) αντιπαλεύει πότε με την απαισιοδοξία (…σκοινί για αναρρίχηση ψάξε αλλού,/ χορτάσαν οι γκρεμοί κι οι τάφοι με θρήνους/ και άψυχα κουφάρια τ’ ονείρου νεκρών.) ή τη μοιρολατρία (…πήρες τα μάτια σου,/ τα έκλεισες στο κουτάκι των γυαλιών./ Πήρες τα χέρια, τα δίπλωσες/ μαζί με τη σημαία στο συρτάρι./ Πήρες τ’ αυτιά σου και τα σφράγισες,/ στην εξορία, είπες, δε χρειάζονται πολλά.) και πότε με το ψυχοτρόφο όραμα της ελπίδας και της αναγέννησης (Είναι βραδιές που το φεγγάρι ξενυχτάει/παίζει στ’ αστέρια «τα μήλα»/ παίζει στα μάτια μου «αμπάριζα». / Αηδόνια τρελαίνουν την αύρα,/ την αύρα που χαϊδολογά/ τον θηρευτή των ονείρων./ Ένα παιδί γεννιέται,/ ένα στάχυ ξεφυτρώνει,/ μια σημαία κυματίζει…/ χίλιες φωνές τραγουδούν:/ Αυτός ο κόσμος/ δεν μπορεί παρά να ζήσει.) Ο νέος αυτός ποιητής της Θεσσαλονίκης υπόσχεται πολλά για το μέλλον. Η πρώτη αυτή ποιητική συλλογή του αναδεικνύει λόγο εγερτήριο με στίχο δουλεμένο με ιδιαίτερη επιμέλεια, που σε παρασέρνει σ’ ένα κόσμο αισθημάτων και ονείρου, αναμνήσεων και προσμονής όπου η τρυφερότητα και το χρέος συμπορεύονται σε μια άγρια στράτα (Τα λάστιχα ξεσκίσανε τ’ απόνερα,/ τινάχτηκε η καταφρόνια κι αρπάχτηκε/ στη μοναξιά ενός ρομαντικού ποδηλάτη…) (Φίλοι αναθρεμμένοι,/ χωρίς τον πόλεμο/ δε θα στερήσετε/ απ’ τα λιοντάρια την τροφή,/ χωρίς τη μάχη/ δεν θ’ απαρνηθείτε την αγιοσύνη.) Η υπόσχεση που μας δίνει ο Θ. Βοριάς για το λογοτεχνικό του μέλλον διατυπώνεται ευθαρσώς από τον ίδιο αφού (…δέντρα κρυμμένα σε τσιμεντένιους τοίχους/ ποιος κεραυνός να τα ζηλέψει…)

***

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΥΡΓΑΡΗΣ

Μάρτιος 2006

“Η γενιά μεμβράνη” από την ιστοσελίδα ΑΝΕΜΟΛΟΓΙΟ Θοδωρής Βοριάς –Το τρύπιο ταβάνι Όποτε βρέχει στάζει η σκεπή,/δε μέτρησα ποτέ τις τρύπες, /Στάζει…πώς έγινε διάτρητη!/Μέρα τη μέρα εξατμίζομαι/ κι αναστατώνονται/ τα έντομα και τα ποντίκια/που ανασαίνουν τη ζωή μου/ στο τρύπιο ταβάνι. (ζητώ συγνώμη για το μονοτονικό, η συλλογή είναι με πολυτονικό σύστημα) Πρόσφατα, ο φίλος Θοδωρής Βοριάς από την όμορφη Θεσσαλονίκη, εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή, ‘’το τρύπιο ταβάνι’’. Να του ευχηθούμε λοιπόν, ό,τι καλύτερο και να συνεχίσει και με άλλες δημιουργικές συλλογές, το λογοτεχνικό του ταξίδι… Ο Θοδωρής Βοριάς, ανήκει σε κείνη την αναδυόμενη γενιά, που σε πρώτη φάση, θα την ονομάσω γενιά-μεμβράνη. Είναι η σπάνια εκείνη γενιά, που είχε την τύχη η την ατυχία, να ανδρωθεί σε ένα σημαντικότατο χρονικό σημείο. Στο τελείωμα του εικοστού αιώνα και στην αυγή του εικοστού πρώτου. Και αυτό, σημαίνει πολλά. Αυτή η γενιά-μεμβράνη βρίσκεται ανάμεσα σε δύο κόσμους. Στον θάνατο μιας μεγάλης εποχής και στην αυγή μίας άλλης. Το ευτύχημα για την ποίηση, ότι η συγκεκριμένη γενιά, δέχτηκε ερεθίσματα και από τους δύο αυτούς κόσμους έστω και αν αυτό για τους ίδιους τους ποιητές που την αποτελούν, είναι η παραμένει επώδυνο. Από τη μια πλευρά λοιπόν, πάνω της, έπεσαν τα τελευταία κύματα των μεγάλων οραμάτων του εικοστού αιώνα, μαζί με τη πίκρα και την απογοήτευση της μη πραγματοποίησής τους. Οι ορδές των κοινωνικών μαχητών, οι ήρωες της ουτοπίας, οι ηττημένοι αγωνιστές και ονειροπόλοι, φωνάζουν μέσα από τον εικοστό αιώνα και έρχονται να αποτυπώσουν το χνάρι τους στη τελευταία ευκαιρία. Να δικαιωθούν μέσα στους αιώνες, από την μοναδική γενιά, που μπορεί ακόμη να τους καταλάβει. Από την γενιά εκείνη που ανήκει και ο Θοδωρής Βοριάς. Αλλά δεν είναι σημαντική μόνο γι’ αυτό το λόγο. Δεν είναι σημαντική μόνο γιατί μπορεί να κατανοήσει το παλαιό αυτή γενιά. Είναι σημαντική, γιατί το χρονικό σημείο που ανδρώθηκε, την καθιστά ικανή να κατανοήσει και το καινούριο. Να συλλάβει και να κρίνει τον αναδυόμενο κόσμο, με τα μεγάλα τεχνολογικά επιτεύγματα, τον κόσμο του ίντερνετ (χαρακτηριστικό της πως αναδύεται αργά αλλά σταθερά και μέσα από το διαδύκτιο) τον κόσμο της κινητής τηλεφωνίας, την παγκοσμιοποίηση, την τρομαχτική γρηγοράδα της πληροφορίας, την αίσθηση πως ο κόσμος πια, είναι ένα μεγάλο χωριό και όλα τα τρομαχτικά που συνέβησαν την τελευταία δεκαετία η εικοσαετία. Το τρύπιο ταβάνι του Θοδωρή Βοριά, είναι μια τέτοια μεμβράνη, όπου το χνάρι του παλαιού κόσμου αποτυπώνεται και περνάει στην άλλη πλευρά. Διασώζεται. Ποίηση της πόλης. Ο Βοριάς ένας ποιητής παρατηρητής, περιφέρεται ανάμεσα στα χαλάσματα και τα καινούρια που ανεγέρθησαν, τα πεζοδρόμια, τα μπαλκόνια και τα παιδικά πλατάνια Σε κείνο το πλατάνι/ σε κείνο το κατάρτι μας/ τα όνειρά μας σεργιανούσαμε/ να κυματίζουνε περήφανες σημαίες./ Λαμπύριζε ο ήλιος στα μαλλιά μας,/κρυφοκοιτούσε από τις φυλλωσιές,/ τα χρόνια μας αλάνθαστα μετρούσε/ επτά, οκτώ, εννέα, δέκα…. Δε μένει φυσικά στη παιδική ηλικία. Τα παιδιά των πλατανιών μεγάλωσαν. Δεν μένουν μόνο στις βαθύσκιωτες παιδικές απλωσιές. Βυθίστηκαν μέσα στις πόλεις, διάβασαν, άκουσαν έμαθαν. Και μαζί τους, ένα μ’ αυτούς, ανδρώθηκε και ο ποιητής που αναπολεί, προσπαθεί να σκάψει τους ασβέστες από τους τοίχους για να βρει τα παλαιά συνθήματα και την αλήθεια. Μόνο στα μάτια των λαθραίων τοιχογράφων,/ γυαλίζουν ζωντανά σε κάθε τοίχο/ τα γράμματα, τα σύμβολα, τα χρώματα,/ χωρίς να έχει δύναμη στο ξέφτισμα,/ του χρόνου και του ασπριτζή η βούρτσα. Ο κόσμος για προφανείς λόγους, του φαίνεται πια ορφανός. Κάτι λείπει από το παρελθόν, κάτι λείπει από το στερέωμα που κάποτε το γέμιζε. Τα ιερά φαντάσματα ορθώνονται μέσα του κι ας ξέρει πως δεν υπάρχει τίποτα πραγματικά από αυτά. Πονάει, προσπαθεί να τους δώσει πάλι φωνή… Πήρα τους δρόμους μέσα στο πλήθος,/ πήρες το λάβαρο, έγινες ουρανός./ Στους τοίχους διάβασα την ιστορία σου/ έγινες άνεμος, έγινες αϊτός… Αμφισβητεί και κρίνει τους νικητές, αν και το τελευταίο, δεν είναι ακόμη τόσο εμφανές σ’ αυτή τη πρώτη του ποιητική συλλογή. Σ’ αυτήν τη συλλογή, το βάρος πέφτει σε κείνο που έφυγε. Σαν ένα ζωντανό μνημόσυνο. Σε ένα ηρωικό ρομαντικό παρελθόν που μας άφησε ανεπιστρεπτί. Όμως οι ποιητές είναι εδώ και τιμούν. Οι ποιητές είναι εδώ και θυμούνται. Οι ποιητές είναι εδώ και πονούν. Αυτή η αίσθηση μου δημιουργήθηκε διαβάζοντας το τρύπιο ταβάνι.Εκείνο όμως που με προβλημάτισε είναι για το αν ακόμη μπορούν να ονειρεύονται. Κάθε Παρασκευή έχει πορείες με δεκάδες διαδηλωτές/ κι άλλοι χιλιάδες/ φτιάχνουν την απεργία τριήμερη αργία. Μέσα στην δίνη του καταναλωτισμού δεν υπάρχουν ελπίδες για ουσιαστικό αγώνα. Η πίστη στον αγώνα έχει χαθεί. Ο άνθρωπος έχει χαθεί στην καταναλωτική μοναξιά του. Ιδιωτεύει, θα έλεγαν οι παλαιοί ρομαντικοί. Ξέφυγαν τα όνειρά μας,/ σκορπίστηκαν στον άνεμο./ Στους δρόμους σβήστηκαν τα ίχνη μας,/ ξεχάστηκε η μορφή μας,/ χάθηκαν οι αφίσες./ Πίσω δεν έμεινε κανείς/ ή έμειναν λιγότεροι./ Ξέφυγαν τα όνειρά μας./ Τα παιδιά μας, δικαστές,/ δε θα ‘χουνε ν’ ακούσουνε πολλά,/ θα μας καταδικάσουν. Εδώ μιλάμε και για χρέος πια. Το χρέος απέναντι στα παιδιά. Το φίλτρο του ποιητή κρατάει από τον παλαιό κόσμο την λέξη ‘’αγώνας’’ Έστω και υπόγεια προτρέπει σε αγώνα. Ο, τι κι αν χάθηκε για τον Βοριά, αυτό που θα αντισταθεί στα κακά του καινούριου κόσμου είναι η εξεγέρσεις. Τα άψυχα τοπία της πόλης το ξέρουν καλά. Και αν οι άνθρωποι έχουν κουραστεί να ονειρεύονται και να αγωνίζονται, τα άψυχα τοπία έρχονται χορηγοί του ονείρου… Τα πεζοδρόμια ψιθυρίζουν,/ περιμένουν να περάσει η περίπολος,/ ετοιμάζουν εξεγέρσεις. Η περίπολος των κραταιών; Η περίπολος των νικητών; Η περίπολος της μονοκρατορίας; Κάποιοι πάντως φοβούνται τα πεζοδρόμια και πάνω τους περιπολούν για να μην ανθίσουν οι εξεγέρσεις. Τα ίδια τα πεζοδρόμια όμως μυστικά συνομωτούν ενάντια στους κραταιούς και τις περιπόλους τους. Ετοιμάζουν μυστικά εξεγέρσεις, γιατί ο κόσμος είναι πλαστικός, γιατί αυτό που του δίνουν οι νικητές είναι κάλπικο, πλαστικό και κάλπικο… Ο Βοριάς όμως σ’ αυτή τη συλλογή, δεν είναι μόνο νοσταλγός του ονείρου. Τα μεγάλα αποτυχημένα πειράματα του εικοστού αιώνα, ασυνείδητα έχουν στάξει τη γιατρειά του ρεαλισμού Σχοινί για αναρρίχηση ψάξε αλλού,/ χορτάσαν οι γκρεμοί κι οι τάφοι με θρήνους/ και άψυχα κουφάρια τ’ ονείρου νεκρών… ή Πήρες τον κόσμο να τον ρουφήξεις μονοκόμματα/ και βρέθηκες εξόριστος/ μ’ ένα τσιγάρο στο μπαλκόνι… Αυτή είναι η προίκα αυτής της γενιάς μεμβράνης. Η ουσία ρεαλισμού. Η παραδοχή του ρεαλισμού, όχι μόνο του ονείρου. Παραθέτω ολόκληρο το ποίημα ‘’Φυλλοβόλο δέντρο’’ που μαζί με τον ‘’χαρταετό’’ εκφράζουν την ελπίδα, μόνο που στο φυλλοβόλο δέντρο, υπάρχει μέσα και αυτή η μαγική ουσία του ρεαλισμού… Στο φυλλοβόλο δέντρο μοιάσε,/ τίναξε στον άνεμο τα κιτρινισμένα φύλλα/ στο χώμα να σαπίσουν./ Κοίταξε το κυπαρίσσι και το πεύκο,/ γερνάνε μες στη σκόνη των καημών τους./ Τα λόγια φτιάχνουν φωλιά,/ σού τσιμπολογούν τα φύλλα,/ κρύβονται βαθιά σου./ Τίναξε τα φύλλα, άκουσε τον άνεμο/ κι ύστερα τα λόγια θα κρυώσουν, θα πετάξουν/ κι άλλα λόγια θα φωλιάσουν μέσα σου/ άλλες χαρές και λύπες θάρθουν με την Άνοιξη./ Εσύ θα στέκεις δέντρο περήφανο,/ μη λησμονήσεις όμως, φυλλοβόλο. Ποίημα, που το θεωρώ από τα σημαντικότερα της συλλογής. Εδώ ο Βοριάς προτρέπει σε ανανέωση και για πρώτη φορά κοιτάει χωρίς νοσταλγία το παρελθόν «τίναξε στον άνεμο τα κιτρινισμένα φύλλα» Να πεταχτούν τα άχρηστα. Το ηρωικό παρελθόν δεν είναι μόνο ένας όμορφος κήπος. Κουβαλάει σκόνες και κίτρινα φύλλα που πρέπει να φύγουν, να σαπίσουν για να ανθίσει το καινούριο. Χωρίς ψευδαισθήσεις όμως «…μη λησμονήσεις όμως, φυλλοβόλο» Εδώ το όνειρο δεν είναι αιώνιο. Έχει γίνει αντιληπτό από αυτή τη γενιά-μεμβράνη, ότι τα όνειρα ανθίζουν, αλλάζουν όσο γίνεται τον κόσμο και μαραίνονται πάλι. Οι σκουριασμένες ιδέες που σκούριασαν μαζί με τα όπλα, πρέπει να υποστούν κριτική, να φιλτραριστούν προτού ανθίσουν πάλι. Είναι ο πιο σαφής διαχωρισμός από τις μεγάλες γενιές των αγώνων του εικοστού αιώνα που πίστευαν ακράδαντα, πως έφτανε ένα όνειρο για να εγκαθιδρύσει τον παράδεισο στη γη. Η γενιά μεμβράνη όμως δείχνει να έχει πάρει το μάθημά της. Στέκεται πια κριτικά απέναντι στα μεγάλα όνειρα. Δεν αφήνεται… Προσωπικά έμεινα ευχαριστημένος με την συλλογή του Βοριά. Έδωσε το στίγμα της η γενιά μας. Κοινωνική ματιά, ανθρώπινη, χωρίς μεγάλα λόγια, βλέπει με ευαισθησία το παρελθόν και το μέλλον. Ενώνει δύο κόσμους. Κι αν ακόμη δεν είναι καθαρή η φωνή που θα μιλήσει πραγματικά για το σήμερα κι αν ακόμη παλινδρομεί και νοσταλγεί το παρελθόν, βρίσκεται σε καλό δρόμο. Κληρονομεί τον ουμανισμό του παρελθόντος και προσπαθεί να βαφτίσει το μέλλον. Στέκει ανεπηρέαστη από τη δύναμη των μονοκρατόρων. Απέναντί τους. Πονά για το σήμερα και αναλαμβάνει χρέος απέναντι σε αυτούς που θάρθουν, γιατί μπορεί να την καταδικάσουν. Σαρκάζει στο ‘’καμάρι’’ των τωρινών δυνατών… Ο ήλιος χαμηλώνει,/ οι σκιές μεγαλώνουν/ στο πλακόστρωτο της παραλίας/ κι έρχονται κάποιοι/ που ξέμειναν από καμάρι/ να ευφρανθούν και να κομπάσουν/ για τη μεγάλη τους σκιά./ Νάνοι με τη σκιά γιγάντων,/ με το σουρούπωμα θ’ αλλάξουν ρότα/ για ολόφωτες πλατείες/ προτού ξεπέσει το καμάρι τους. Αλλά και ατενίζει με αισιοδοξία και αγάπη το μέλλον στο τελευταίο ποίημα της συλλογής ‘’το τελευταίο φεγγάρι’’……Είναι βραδιές που το φεγγάρι ξενυχτάει,/ παίζει στ’ αστέρια τα μήλα/ παίζει στα μάτια μου αμπάριζα./ Αηδόνια τρελαίνουν την αύρα,/ την αύρα που χαϊδολογά/ τον θηρευτή των ονείρων./ Ένα παιδί γεννιέται,/ ένα στάχυ ξεφυτρώνει,/ μια σημαία κυματίζει…/χίλιες φωνές τραγουδούν:/ Αυτός ο κόσμος/ δεν μπορεί παρά να ζήσει. Ήταν μια πρώτη προσέγγιση στο ΄΄τρύπιο ταβάνι΄΄ του Θοδωρή Βοριά. Ίσως είναι πολλά να πούμε ακόμη. Προσωπικά θέλω να συγχαρώ τον φίλο και αδελφό Θοδωρή, που τώρα πια πήρε το βάπτισμα του πυρός, θεωρώ πως είναι ένας γνήσιος εκπρόσωπος της γενιάς μας. Να του ευχηθώ ό,τι καλύτερο από δω και μπρος…

***

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΤΣΙΡΗ

Ιστοσελίδα POETS 1/10/2007

Ήταν Δεκέμβριος του 2005, που είχε κανονιστεί η συνάντηση με το Θοδωρή Βοριά. Είχα τότε την αίσθηση πως θα συναντούσα έναν ακόμα ποιητή, που οδηγεί πάνω στον κόσμο των καλλιτεχνικών ψευδαισθήσεων το εσωτερικό των συνομιλιών του. Σ’ αυτή τη διάθεση σκεπτικισμού, επέλεξα το κεντρικό σημείο της πόλης μου να συναντηθούμε, που είναι συνήθως μια ασαφής αφετηρία εγχειρημάτων. Έτσι, ανεκτική και μη συνεκτική περίμενα το Θοδωρή, μάλιστα έχοντας διατηρήσει μια απροσδιόριστη υφή στην προσωπική μου έκφραση. Όσα και ότι μπορώ τώρα να θυμηθώ λοιπόν από εκείνη τη συνάντηση η προβολή της συνένωσης ποίησης κι ανθρώπου κι ο δρόμος προς τη δική του υπαρξιακή γραφή Μια γνώριμη απέναντι γραφή με εμφανή τα σύμβολα που ταράζουν τα δεδομένα του κόσμου. Μια αθώα σχεδόν πραγματικότητα που ωστόσο επάνω της συγκρούονταν ανελέητα τα “ποιητικά”. Ο ποιητής Θοδωρής Βοριάς δεν είναι ένας απλά ένας φορτισμένος με στοχασμό λόγος,που η άμυνά του μοιάζει εξασφαλισμένη με τη δημιουργία του πρώτου βιβλίου του “Τρύπιο Ταβάνι”. Ο Θοδωρής είναι ίσως ο άνθρωπος που υποβάλλεται ο ίδιος στους τραχείς “αγώνες” της ποίησης για να επιβιώνει. Στο χαρακτηριστικότερο ποίημα της συλλογής του “Τρύπιο Ταβάνι” αφηγείται: “Μέρα τη μέρα εξατμίζομαι/ κι αναστατώνονται/ τα έντομα και τα ποντίκια/ που ανασαίνουν τη ζωή μου/ στο τρύπιο ταβάνι” Τα ποιήματά του, όπως κι ο ίδιος, αποδίδουν καίρια συναισθήματα και μνήμες που τον βασανίζουν με ακρίβεια και πλούτο λέξεων δημιουργώντας απαρχής το γλωσσικό του κώδικα. Η ικανότητά του να αρπάζει τον εξωτερικό κόσμο την πόλη, τη φύση, τους ανθρώπους μ’ ένα στοιχείο στοχαστικού ρεμβασμού διακρίνεται αμέσως στη γραφή του. Φαινομενικά τα ποιήματά του μοιάζουν ακαριαίες συλλήψεις βηματισμών αλλά θα έλεγα πως η διάρθρωση και η μορφή των ποιημάτων συνδέονται με μεγαλύτερο βηματισμό από τούτο. Καθώς διαβάζουμε το Θοδωρή, μας δημιουργείται η εντύπωση ότι τα ποιήματά του χαράζουν ενδεικτικά εναγώνιας πορείας μια αμετάκλητα χαμένη παιδικότητα δημιουργούν ρωγμές στην άλλη συνείδηση. Η γραφή του άλλοτε προκλητική σχεδόν θραύει την ευθεία κοινόχρηστη γλώσσα. Μάλλον, καταθέτει την πίκρα της γενιάς του για το συγκαλυμμένο κακό αλλά με έντονη κριτική και διάθεση ανατρεπτική και αρκετά συχνά με στοιχεία αυτοσαρκασμού και ειρωνείας. Το εσωτερικό μέτρο των ποιημάτων του Θοδωρή επιβεβαιώνει ότι, εδώ δεν είναι απλά ένας ποιητής αλλά διαβάζοντάς τον μπαίνουμε στο “ναό” της Ποίησης.

***

ΤΑΣΟΣ ΚΑΡΑΜΗΤΣΟΣ

Ιστοσελίδα ΜΟΝΟΦΥΛΛΑ 4/11/2007

Πριν αρκετές μέρες μια ευχάριστη έκπληξη με περίμενε στο ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο: Ο φίλος- αν και τον γνωρίζω μόνο μέσω του blog – Θοδωρής Βοριάς, μου έστειλε « Το τρύπιο ταβάνι » του. Το διάβασα και μου άρεσε. Ήξερα ,βέβαια, τη δουλειά του Θοδωρή. Παρακολουθώ τις αναρτήσεις του – κι εκείνος τις δικές μου – Αυτές τις μέρες, που μια ίωση με περιόρισε στο σπίτι, το ξαναδιάβασα και το χάρηκα πάλι. Χαμηλόφωνος, χωρίς περιττά στολίδια αναζητά την ουσία και τη βρίσκει. Έχει κατακτήσει τον προσωπικό του τρόπο έκφρασης κι αυτό είναι πολύ σημαντικό. Επιτρέψτε μου να σας προσφέρω λίγους στίχους του Ελλάδα του ονείρου Πήρα την πέτρα,/ πήρες το αγέρι της αυγής/ Πήρα το ξερόκλαδο,/ πήρες τη φλόγα του μεσημεριού/ Πήρα την ξεραμένη λάσπη,/ πήρες το κοκκίνισμα του δειλινού./ Κάθισα εγώ στην παραλία της Σκοτίνας/ κι εσύ στην κορυφή του Ολύμπου,/ να ονειρευτούμε,/ Να φτιάξουμε καινούργια Ελλάδα./ Κι ονειρευτήκαμε όλη τη νύχτα/ κι ονειρευτήκαμε στην ξαστεριά/ ακόμα εκείνη την Ελλάδα ονειρευόμαστε. Ο προβληματισμός του για μια δίκαιη κοινωνία κυριαρχεί. Κάθε Παρασκευή έχει πορείες με δεκάδες διαδηλωτές/ κι άλλοι, χιλιάδες/ φτιάχνουν την απεργία τριήμερη αργία…… Τις νύχτες , στις έρημες συνοικίες/ οι πλάκες κλαίνε,/ μοιρολογάνε τα άσημα μυστικά/ κάθε διαβάτη… Ένα χάι-κου που πολλοί θα το ζήλευαν: Στην παχιά σκιά/ όσο κι αν σε ποτίζουν/ χλωμά θ΄ αθίζεις. Η ανθρωπιά και η ευαισθησία, ναι, γίνονται ποίημα: Πάρκιγκ Την ώρα που παρκάρεις το αμάξι σου/ στο πεζοδρόμιο, πάνω στη ράμπα/ για καροτσάκια αναπήρων,/ την ώρα εκείνη της μανούβρας/ ο ανθρωπισμός σου/ ζαλίζεται κι αποκοιμιέται. Είναι αισιόδοξη η κατάληξη του βιβλίου “Ένα παιδί γεννιέται/ ένα στάχυ ξεφυτρώνει,/ μια σημαία κυματίζει…/ χίλιες φωνές τραγουδούν:/ Αυτός ο κόσμος/ δεν μπορεί παρά να ζήσει.” Νοιώθω βαθιά συγκίνηση κάθε φορά που διαπιστώνω πως αποδίδει καρπούς η προσπάθεια επικοινωνίας με αυτούς που αγαπούν την ποίηση. Σε ευχαριστώ φίλε Θοδωρή

***

Ιστοσελίδα ΗΛΙΑΧΤΊΔΕΣ

Εδώ και καιρό το προγραμματίζω αυτό το «ταξίδι» στους στίχους του Θοδωρή… Τον διαβάζω στο Ανεμολόγιο στο μπλογκ του, πάει ένας μήνας που έχω στη βιβλιοθήκη μου και «Το τρύπιο ταβάνι» του, που διαβάζω και ξαναδιαβάζω. Μου αρέσει και με εκφράζει τόσο ο τρόπος που γράφει… Ξεκάθαρος, εύστοχος και πάντα τόσο ανθρώπινος… Ποιήματα που πηγάζουν κατευθείαν μέσα από την ψυχή του με εμφανή πρόθεση να εκφραστεί. Να μοιραστεί σκέψεις και συναισθήματα. Να επικοινωνήσει με τον αναγνώστη. Και όχι να υψώσει τοίχους χρησιμοποιώντας λέξεις δυσνόητες και νοήματα ακαταλαβίστικα, μπερδεμένα.Φοβάμαι όμως ότι όσα γράφω είναι πολύ “φτωχά” πλάι στα συναισθήματα που μου δημιουργούν τα λόγια του Θοδωρή… Γι΄ αυτό κάπου εδώ σκέφτομαι να σωπάσω… Και ας μιλήσουν για μένα δύο από τα αγαπημένα ποιήματα της συλλογής του…. ΜΙΑ ΗΛΙΑΧΤΙΔΑ Μια ηλιαχτίδα τον τοίχο να εμβολίσει,/ να διαπεράσει και τη μοίρα μας/ που ξεχάστηκε στον πίνακα ανακοινώσεων./ Πόρτες και διάδρομοι είναι το τηλέφωνο./ Στοίχειωσε το κουδούνισμά του./ …Μια ηλιαχτίδα να ελευθερωθούμε./ Μονάχα να περάσει μέσα μας,/ να μας πυρώσει,/ να λιώσει το δεσμοφύλακα,/ τη νοοτροπία μας. ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ Ποιος εξαφάνισε τους ανθρώπους/ απ΄το δρόμο;/ Στα πεζοδρόμια απόμειναν/ παπούτσια./ Από συνήθεια αντιγράφουν την κίνηση, περπατάνε./ Οδηγούνται στις διαβάσεις,/ σταματούν στο φανάρι/ κι ύστερα συνεχίζουν… / Ολόκληρη πόλη χραπ-χρουπ,/ χραπ-χρουπ…/ κατάπιε τη γλώσσα της βουής./ Κανείς δεν είχε τίποτε/ να πει προηγουμένως. Καλά ταξίδια στα μονοπάτια της ποίησης αγαπητέ Θοδωρή! Να είσαι καλά και πάντα να μας χαρίζεις τόσο όμορφα π ο ι ή μ α τ α…. 6/12/2006

***
AMANDA 24/1/2006

Ιστοσελίδα ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ

Κάθομαι αρκετή ώρα μπροστά στην οθόνη και σκέφτομαι τι να γράψω για το βιβλίο του Θοδωρή (συγγνώμη για τον ενικό -πιθανής- αγένειας αλλά μετά τόσον καιρό συναντήσεων εδώ μέσα τον νοιώθω οικείο.) Δεν το διάβασα ακόμα. Θα γράψω αργότερα για τα ποιήματά του. Θέλω να γράψω για τον Θοδωρή που με συγκίνησε και με συγκινεί ακόμα. Σαν το διακριτικό πολυτονικό σύστημα γραφής που χρησιμοποιεί το οποίο συνδιαλέγεται αρμονικά με τις δυνατότηες που μας παρέχει η τεχνολογία και το διαδίκυτο. Συγκινήθηκα όταν με σκέφτηκε να μου στείλει το βιβλίο του και συγκινήθηκα και σήμερα που το έλαβα και το χω στα χέρια μου. Είναι ένας μικρός θρίαμβος αυτό για μένα. Ένας συνοδοιπόρος εδώ μέσα κατάφερε να βρει μία δίοδο επικοινωνίας και έξω από τον διαδικτυακό κόσμο. Σαν να έμαθε δειλα δειλα να πετά και τώρα να βγήκε από το κλουβάκι της ευκολίας που είμαστε κλεισμένοι και δοκιμάζει να πετάξει χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Χαίρομαι ειλικρινά που τα κατάφερε! και του εύχομαο πολλές πολλές πτήσεις… Τον Θοδωρή τον γνώρισα εδώ μέσα και εδώ αγάπησα και την ποίησή του. Αυτό που τον κάνει ξεχωριστό είναι ότι η ποίησή του, για μένα, δεν είναι ένα συνοθύλευμα εντυπωσιακών λέξεων, ένας πολύπλοκος συγκερασμός ήχων και εικόνων αλλά ένα σκαλάκι. Ένα σκαλάκι πάνω στο οποίο πατάς απαλά και αυτό ανυψώνεται για να σε ταξιδέψει στους ήχους και τα χρώματα, που εσύ επιλέγεις. Ένα μαγικό χαλί, που είναι απλά η αφορμή για να ανθίσει η ποίηση που κρύβεις μέσα σου. Πάντα όταν διαβάζω ποίημα το Θοδωρή, το νοιώθω σαν ένα χέρι, που απλώνεται στην δική μου ποίση, προσδοκώντας μια ζεστή χειραψία, έναν α-λογο διάλογο, συνομωτικό και ταξιδιάρικο. Ένας στίχος του eros ramazzotti λέει: είναι χέρια όλα μου τα όνειρα και με τα χέρια θα τα πάρω πίσω… κάπως έτσι νοιώθω και τα ποιήματα του Θοδωρή. Πάω να διαβάσω το βιβλίο να συναντήσω ξανά μικρές συνομωσίες και θα επανέλθω σύντομα ΥΓ. Θοδωρή μου ευχαριστώ για την εφιέρωση θα σημειώσω τα δικά μου ποίηματα πάνω στα δικά σου. ελπίζω να μην σε πειράζει αυτή η μικρή ιεροσυλία. καλοτάξιδος…. πολυτάξιδος….

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΡΑΣ

Ηλεκτρονικό περιοδικό Critique.gr, 10 Δεκεμβρίου 2008

Θοδωρής Βοριάς, Το τρύπιο ταβάνι και Νυχτερινές επιπλοκές, εκδόσεις «ερωδιός», ποιήματα

Χαιρετίζω μία νέα ποιητική φωνή αυτούσια, αυτόφωτη και αυτεξούσια. Φωνή λυρική και διακριτικά μεταφυσική, μέσα στην παγιδευμένη, ανέκφραστη, σχεδόν πληγωμένη ευαισθησία της. Ποιήματα λιτά σαν μαχαιριές στο κορμί της αξημέρωτης νύχτας, εκσπερματώσεις φωτός στα μαύρα σκοτάδια της αστικής ζωής. Η Θεσσαλονίκη πρωταγωνιστεί στα καλαίσθητα αυτά βιβλιαράκια με τα καλοτυπωμένα – σε πολυτονικό με βαρείες – ποιήματα. Απόηχοι του νυχτερινού ερωτισμού του Ντίνου Χριστιανόπουλου, απόηχοι της «ατσαλάκωτης ζωής» του δημόσιου υπάλληλου Κώστα Καρυωτάκη, η ξεψυχισμένη αγωνία της Μαρίας Πολυδούρη που ένιωθε ότι είχε γεννηθεί σε λάθος τόπο, σε λάθος χρόνο, ή και τα δύο μαζί… Η Θεσσαλονίκη του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, η Ελλάδα και η γαλάζια σημαία με τον άσπρο σταυρό, έρημες πλαζ και ερωτικά αποδυτήρια, ένστολοι που γράφουν ποιήματα εν ώρα υπηρεσίας, φαντασιώσεις γυμνών γυναικών, και ονειρώξεις εις αναζήτησιν μίας χαμένης – ή ξεχασμένης – θηλυκότητας… Η επανάσταση ανέφικτη, αυτό-ακυρωμένη από την ανία και τα προσωπεία της αστικής ζωής. Τα συνθήματα στους στίχους, οι στίχοι στο λευκό χαρτί, τα αστέρια στο μαύρο σεντόνι του ουρανού… Ιδού ο κόσμος του «αστεροκλέφτη» ρομαντικού ποιητή Θοδωρή Βοριά. Και η νοσταλγία των βουνών, της άγριας φύσης, της μη εξημερωμένης και αξημέρωτης. Η νύχτα είναι καταφύγιο και πατρίδα για τον λυρικό ποιητή που συναντάει εκεί του ερωτισμού του τα οράματα, και τα αθανατοποιεί εξασθενίζοντας και καταγράφοντάς τα…

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.