ΓΕΩΡΓΙΑ ΜΑΚΡΟΓΙΩΡΓΟΥ

Η Γεωργία Μακρογιώργου γεννήθηκε το 1966 στη Νάουσα. Σπούδασε στο τμήμα Αγγλικής Φιλολογίας του Α.Π.Θ. και είναι κάτοχος μεταπτυχιακών τίτλων στη διδασκαλία των Αγγλικών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου και στη Δημιουργική Γραφή-Συγγραφή του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Ζει στη Θεσσαλονίκη, όπου και εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Τύχη στα τείχη (2017 εκδ. Γαβριηλίδης) Μυθιστόρημα
Το φως όταν μεταφυτεύεται (2019 εκδ. Βακχικόν) Ποίηση
Πικρακλίδες (2020 εκδ. Παράξενες μέρες) Νουβέλα
Με κάρβουνο Ροδίζει (2021 εκδ. Κουκκίδα) Ποίηση

.

.

ΜΕ ΚΑΡΒΟΥΝΟ ΡΟΔΙΖΕΙ (2021)

Α´ ΑΠΟ ΜΑΚΡΙΑ

ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΟΥ ΚΛΟΟΥΝ

χιονάνθρωπο έφτιαξα
μέσα στον εγκλεισμό
με σκουφί και κασκόλ
μη μου κρυώσει

με το καλό μου το παλτό
που το ’χα για τις δεξιώσεις
τον έντυσα
με κάρβουνο και ρόδι

χαμόγελο του κλόουν
του έδωσα

και τα παλιά μου τα γυαλιά
του χόλιγουντ ταινίες
απ’ το παράθυρο να βλέπει

αφτιά όμως δεν του ’βαλα
να μην ακούει τα παράπονα
και λιώνει

ΚΟΚΚΙΝΗ ΟΜΠΡΕΛΑ

μακριά εσύ απ’ την ακτή
από τις σημαδούρες πέρα
πιασμένη εγώ
στην κόκκινη ομπρέλα
σκιά να ρίχνω στα πολύτιμα
μη λιώσουν

κι όταν ο άνεμος
άρπαζε την ομπρέλα
αυτή ξεδιάντροπα
στα χάδια του αφηνόταν
μπρούμυτα ή κι ανάσκελα
μέχρι που πια χανόταν

κι έτσι τα καλοκαίρια μας
έλιωναν τα πολύτιμα

ΣΑΝ ΠΛΑΣΤΕΛΙΝΗ

λόγια από πλαστελίνη
στο κρεβάτι μου δίπλα
κάθε μέρα τα πλάθω

πολύχρωμα κάποτε
τώρα με χρώμα από χώμα

πολλαπλασιάζονται

στέκουν εκεί
τοτέμ του κόσμου που σπαράσσεται
κι απαντήσεις ψάχνουν

εγώ από ντροπή
χαμηλώνω τα μάτια

B´  ΕΞ ΑΡΧΗΣ ΤΟ ΜΑΧΑΙΡΙ

ΧΑΡΑΓΜΑΤΙΑ

το γκρίζο σύννεφο του δειλινού
με το μαχαίρι η νύχτα χάραξε
κι ανάσα πήρε ο ήλιος- τρύπωσε
έσμιξε με τη θάλασσα

μία γυμνή ημισέληνος
πήρε πόζα για φωτογράφιση ενώ
τα ναυάγια αναδύθηκαν
κι άρχισαν την αιώρηση

γλάρων το λίκνισμα
τα μάτια ακολούθησαν

χέρια σε χάδια αφέθηκαν
κι έπειτα έγραψαν
για το μαχαίρι

ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ

το πρόσωπό τους στο παζάρι το πουλούν
με φο μπιζού τις λέξεις τους στολίζουν
κόβουνε ράβουν γλείφουνε
ξιφομαχούν για την τιμή τους

αύριο θα πάρουν πάλι θέση
ανάμεσα σε μικροπωλητές
με τ’ άλλο πρόσωπό τους

αδύναμο κι αβέβαιο
ερμητικά βαμμένο

ΟΚΤΩΒΡΗΣ *

αμυγδαλιές φανήκανε
εκεί στα κυπαρίσσια

του σκοτωμένου του παιδιού
μ’ έναν λυγμό τ’ αδέρφια
πίσω απ’ τη μάνα διάβαιναν
στο σκοτεινό χωράφι

μαραζωμένη η σοδειά
το μάρμαρο ασπασμένο

κι ήρθανε κι άλλοι κι έγιναν
ανάστροφο ποτάμι
που βούιζε και γκρέμιζε
στέρνες των δολοφόνων

Οκτώβρη χαμογέλασε
για μια στιγμή
η μάνα

* Για τη Μάγδα Φύσσα

Γ´  ΧΡΩΣΤΙΚΗ ΦΩΤΟΣ

ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ

όταν σε τίμησαν με το χρυσό μπαστούνι
τη σκουριασμένη σου έσυρες ασπίδα
προς τα βουνά όπου πολέμησες

κάποτε βρύο πάνω της έγινες
μαράθηκες και χάθηκες

στον κόσμο εάν θα ξαναρθείς
ίδια θα βρεις
τα επίγεια των ανθρώπων
και στο ίδιο θα απαντήσεις δίλημμα:
καλύτερα να πολεμήσω πριν χαθώ

ΡΑΓΙΣΜΕΝΟΙ ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ

σπίτι ετοιμόρροπο
μέσα σου πάντα κουβαλάς
σπασμένα τζάμια και καθρέφτες
νύχτες υγρές κάτω από παπλώματα
ημέρες ήσυχες μες στα σφιγμένα χείλη

θαρρείς πως βλέπεις τους γονείς
σου γνέφουν από τη ρωγμή
-θέλουν να πλησιάσεις
μα δεν σε πείθουν τα φαντάσματα

κοστίζει η ανακαίνιση
είπες στους κατασκευαστές
και φύγανε

έν’ άλλο ψάχνεις να ’βρεις σπίτι
ολοκαίνουργιο
δίχως ρωγμές και θρύψαλα

στο πιο δειλό ποτάμι δίπλα
στην ίδια ωστόσο περιοχή
σε οδηγούν τα βήματα

ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

ο λύκος του παραμυθιού
μου ζήτησε μια χάρη:
να βάλω λίγο από καπνό
πάνω απ’ την καμινάδα
και έναν ήλιο χάρτινο

τη μάγισσα να φαρμακώνεται
με μήλο όταν βρήκα
μου ζήτησε τραγούδι
για δέντρο του χειμώνα
που άνθισε

στο στοιχειωμένο δάσος μια νεράιδα
κατάκοπη από τις καλοσύνες
ένα κοχύλι ζήτησε μονάχα
ν’ ακούει τη θάλασσα

με βρήκε χθες ο γίγαντας
κι αντί να με συνθλίψει
κάτω από την πατούσα του
με σήκωσε ψηλά
και απαλά σε παιδική
μ’ άφησε ζωγραφιά

κι εγώ γι’ αντάλλαγμα
από την ελαφρότητά μου
μία σταλιά του χάρισα

.

ΤΟ ΦΩΣ ΟΤΑΝ ΜΕΤΑΦΥΤΕΥΕΤΑΙ (2019)

ΦΥΛΛΟ ΚΙΤΡΙΝΟ Η ΦΩΝΗ

«Τα μάτια δεκατέσσερα!»
σ’ επιφάνειες λείες «μη σκοντάψεις!»
φύλλο κίτρινο η φωνή

πατούν γλιστρούν πόδια σε γύψο
ανοίγουν χέρια ισορροπούν

με φως κρυφτό φυλάει ο χρόνος
χορεύουν ασυντόνιστοι ιδρώνουν εξατμίζονται

σύννεφα πια ακούν τον ποιητή
«μόνο με την καρδιά βλέπεις καλά»

και τότε με μάτια κλειστά
ανοίγουν αγκαλιές και περιμένουν

ΙΣΩΣ ΣΟΥ ΠΑΕΙ

Παλτό
σε ναφθαλίνη
κάποτε κόκκινο
με ασπρισμένο πέτο.
Οι τσέπες ξηλωμένες
και οι λεκέδες ανεξίτηλοι
απ’ το κρασί, το αίμα
και τη στάχτη.

Βγάλ’ το από το μπαούλο,
δοκίμασέ το,
κοιτάξου στον καθρέφτη ·
ίσως σου πάει.

ΚΟΚΚΙΝΟ ΠΑΝΙ

Τον κόσμο για ν’ αλλάξεις,
σήκωσες κόκκινο πανί.
Πάλεψες με νύχια,
στόμα, μάτια.

Όταν είπες να ριζώσεις,
σε τοίχους γκρι κρέμασες
φωτογραφίες
με φάρους σε βουνά,
τρικυμισμένους κάμπους,
δέντρα ιστιοφόρα.

Τότε δεμένη
στο κατάρτι
αβέβαιη για όλα πια,
τα πουλιά κοίταζες
να φεύγουν για τον Νότο.

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Πυγολαμπίδες
δρόμο ανοίγουν
προς τη θάλασσα
και η μνήμη
τα πεζοδρόμιά σου
ασβεστώνει.
Άνεμος φυσάει.
Ομίχλη είναι
ή καπνός
αυτή η αντάρα;
Ζευγαρωμένες μοναξιές
πυρπολούνται
στη θάλασσά σου
το ηλιοβασίλεμα.

ΟΡΑΤΟΤΗΤΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗ

Σε συμπαγές σύμπαν οδηγείς τροχοφόρα.
Ορατότητα περιορισμένη.
Μες στην αιθαλομίχλη που δημιούργησες
με σπαθιά και πολυβόλα
προσπαθείς τα σκοτάδια να διαλύσεις.
Ορατότητα περιορισμένη.
Εκτροχιάζεσαι.
Σε βάλτο βουλιάζεις αγαλήνευτος-

αιφνιδιασμένος
από τη ρευστότητα του σύμπαντος.

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ ΣΗΜΑΔΙ

Αυτή κι αυτός
με τριαντάφυλλο σημάδι
στο μπράτσο
κλεμμένο από τον ίδιο κήπο
πριν τη γέννα
τυχαία καθισμένοι
δίπλα σε συναυλία
με τα μπράτσα γυμνά
ν’ αγγίζονται
και τις φωνές να σμίγουν
για μια στιγμή
τα μπουμπούκια τους
άνοιξαν ευωδιαστά
κοιτάχτηκαν
όμως τυχαία πάλι

δεν ξανασυναντήθηκαν

ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΗΣ

Αφαίρεση χαμόγελου.
Πρόσθεση κόμπου στον λαιμό.
Διαίρεση διά του αριθμού των κυττάρων σου.
Αίσθηση αμοιβάδας.
Πολλαπλασιασμός επί μηδέν
και ξανά αφαίρεση.

ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΜΕΤΑΦΥΤΕΥΣΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑΣ

Χαϊδεύεις τα πέταλα,
ποτίζεις με γλυκόλογα,
φροντίζεις να τη λούζει φως.
Πριν αρχίσει ν’ ασφυκτιά
στην πλαστική γλάστρα,
τη μεταφυτεύεις την κατάλληλη εποχή
σε ύψωμα, κατά προτίμηση
με θέα θάλασσα,
ώστε οι ρίζες
ν’ αγγίξουν τους βυθούς σου
και αυτή να βλέπει ηλιοβασιλέματα.
Ποτέ μην την αρπάξεις από τον μίσχο
γιατί θα ματώσεις
και τότε ο πλούτος του βυθού σου
θα μείνει ανεξερεύνητος.

ΣΠΙΤΙ ΑΠΟ ΠΗΛΟ

Θα ξεριζωθώ,
σπίτι από πηλό θα φτιάξω
με τριανταφυλλιές
κι όταν οι κορυφογραμμές θα χορεύουν,
με στάρι και κρασί
θα πάρω δύναμη να σκάψω,
να φτιάξω τάφο, με χρυσάνθεμα.

Μεθυσμένος,
θα δω ξανά γυναίκα και παιδιά
-μάτια ορθάνοιχτα.
Όλα ήσυχα θα είν’ εκεί
και των κυμάτων το λαχάνιασμα βουβό.

Μιλάω κοιτώντας γύρω μου
«να ξεριζωθώ,
ν’ αφήσω σπίτι από πηλό
με τριανταφυλλιές απότιστες
δεν το ’θελα».

Και περιμένω ακόμα απόκριση
στην ξένη πόλη
που κοιμάμαι.

ΕΚΕΙ ΑΝΑΜΕΣΑ

Δες με, ήμουν εκεί,
κάτω από σόλα αρβύλας
και φύλλο πικραλίδας.
Τώρα στο υγρό χώμα
κεραίες βγάζω.
Απογειώνομαι και φεύγω
από γραμμές ίσιες και οριζόντιες,
από τετράγωνα μάρμαρα
ευθυγραμμισμένα.
Νυχτώνει εκεί πάνω
με μια αναπνοή.
Άκου του γκιόνη τη φωνή
για τον χαμένο αδερφό.
Ακόμα αιωρούμαι στα σύννεφα
κάτω από τον γυμνό αστράγαλο
της Ανδρομέδας.

ΧΑΪΚΟΥ ΗΛΙΟΛΟΥΣΤΟ

Ήλιος μπλεγμένος
στο κατάρτι μετράει
τις απουσίες.

ΧΑΪΚΟΥ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ

Θαλασσογραμμές
ενώνουν καλοκαίρια
κι εξατμίζονται.

(HAPPY) END

Στάζει ήλιος από την ομπρέλα.
Παραλίγο να ξεχείλιζε το ποτήρι με το κρασί
κι αν μεθούσα θα ήταν η καταστροφή.
Θα φωτογραφιζόμουν σε παραλίες.
Στο κάδρο θα χωρούσαν
αποτσίγαρα, ξαπλώστρες, ομπρέλες κλειστές.
Θα φοβόμουν τις φωνές.
Τα μάτια θα κρατούσα ανοιχτά,
όμως οι λεπτομέρειες θα έμεναν κρυφές, σαν σκιές.
Παράξενο το γένος των ρομαντικών,
των αλαφροΐσκιωτων ποιητών
που όλη μέρα θα ίδρωναν μαζί μου
στα σεντόνια ξενοδοχείων
ή πίσω από αρμυρίκια.
Άβυσσος η ψυχή τους θα έλεγα
τη στιγμή που θα βούλιαζα
στη δική μου άβυσσο.
«Καλό βράδυ! Πάει και σήμερα».
Αύριο πάλι θα με πρόβαλλαν οθόνες.
Το μόνο να με παρηγορεί το φεγγάρι
τη νύχτα του Αυγούστου.
Κι έρωτες, ματαιώσεις,
ξεριζωμοί κι απώλειες
θα επαναλαμβάνονταν
-πάντα τα καλοκαίρια θα είναι
πιο ωραία απ’ τους χειμώνες.
Στάζει ήλιος από την ομπρέλα.
Θα ξεχειλίσει το ποτήρι με το κρασί.
Καλύτερα έτσι. Ας μεθύσω
κι ας είναι η καταστροφή.

.

ΠΙΚΡΑΛΙΔΕΣ (2020)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ της συγγραφέως

Τον Οκτώβρη του 2016, η Ηλιάνα σκοτώθηκε. Έπεσε από σκαλωσιά θεάτρου.
Βρέθηκε με το φεγγάρι στο κεφάλι και εικάζεται ότι σκαρφάλωσε να το κρεμάσει στο κέντρο της σκηνής. Στις παραστάσεις του παιδικού θεάτρου που έγραψε, σκηνοθετούσε κι έπαιζε, θα υποδυόταν ένα από τα ψαράκια που σώζουν το φεγγάρι. Που ξεπερνούν την αδυναμία της μνήμης και απελευθερώνουν το φεγγάρι από τα δεσμά του κακού μάγου. Γιατί δεν μπορούν να επιβιώσουν στο βυθό χωρίς το φως του φεγγαριού.
Κι ενώ όλα τα άλλα ψάρια αλληλοφαγώνονται, αυτά αντιστέκονται, μαζεύουν σκόρπιες νότες και φέρνουν πίσω το φως με τη μορφή ουράνιου τόξου.
Αν όλα πήγαιναν καλά, θα τελείωνε η παράσταση και μετά το ευτυχισμένο τέλος κανένας δεν θα μιλούσε για σπασμένα πτερύγια και ουλές. Το καλοκαίρι του 2017 προσκλήσεις για το ετήσιο μνημόσυνο στάλθηκαν μέσω messenger,από το λογαριασμό της νεκρής Ηλιάνας, σε επτά πρόσωπα. Παρέλαβαν τις προσκλήσεις κατά αλφαβητική σειρά οι: Αυγή, Βασιλεία, Γαλήνη, Δώρα, Ελένη, Ζωή και ο Παύλος .Οι προσκλήσεις περιείχαν τη φωτογραφία μιας πικραλίδας.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ του βιβλίου

Ηλιάνα, η εξομολογήτρια. Σ’ αυτήν έτρεχε να τα πει όλα. Για τις εξωσωματικές και την «αποκαθήλωση» του πρώην άντρα της, του Αλέξανδρου. Τότε που τον έπιασε με την κόρη της Βασιλείας, της φίλης της, που την είχαν πάρει στο λογιστικό γραφείο για πρακτική. Τότε που την είχε πιάσει μανία με την καθαριότητα, που δεν άντεχε τον εαυτό της, που ένιωθε από παντού να εισβάλλουν μύκητες και μικρόβια και αιωρούμενα σωματίδια, που ένιωθε την ανάγκη να τα εξολοθρεύσει. Και που αγόρασε τη σκούπα τη δυνατή, την πανάκριβη, που τραβάει ακόμα και τα ακάρεα από στρώματα, μαξιλάρια και χαλιά. Και της ήρθε να καθαρίσει τα πάντα. Να μην αφήσει το παραμικρό από την προηγούμενη ζωή. Και λίγο πριν τα πενήντα τα κατάφερε. Με κατεστραμμένο στομάχι, χοληστερίνη, θυρεοειδή. Γιατί, όπως λέει η παροιμία, «αγέρας και γυναίκα δεν κλειδώνονται».
-«Πικραλίδες και πυγολαμπίδες», λοιπόν ο τίτλος.
-Ναι, πυγολαμπίδες και πικραλίδες που λένε μια ιστορία. Για ουράνια τόξα, ήλιους που γελούν, σπίτια και κόκκινα μπαλόνια που πετούν. Θραύσματα των παιδικών χρόνων. (Χωρίς εικόνες αποτρόπαιες, όπως αυτή του πεθαμένου άντρα στην είσοδο του σπιτιού της Ηλιάνας και της Ζωής, που την έθαψε μαζί με άλλα πτώματα στιγμών στον τάφο της αμνημόνευτης μνήμης).
-Αίσθηση νοσταλγίας.
Για τα παιδικά χρόνια, της ξεγνοιασιάς. Η τέχνη απαιτεί να είμαστε παιδιά.

.

ΤΥΧΗ ΣΤΑ ΤΕΙΧΗ (2017)

Η Τύχη στα Τείχη είναι μια γυναικεία ματιά στον σύγχρονο κόσμο. Η κεντρική ηρωίδα, η Ευτυχία, φέρνει στο προσκήνιο προβλήματα και προβληματισμούς για τις σχέσεις γονιών-παιδιών, το χρόνο, τους στόχους, την τύχη. Στην προσπάθειά της να διεκδικήσει αυτά που ο χρόνος της στέρησε, ξεκινάει σεμινάρια δημιουργικής γραφής. Συνομιλεί με τον Φόσε και τον Κάφκα, ανακαλεί μνήμες, γράφει για εννέα γέφυρες, αλλάζει, αναθεωρεί. Τα πρόσωπα δίπλα της και οι παράλληλες ιστορίες τους ενισχύουν τον βασικό κορμό της αφήγησης. Αδιέξοδα, χωρισμοί, διλήμματα, ασθένειες, προσδοκίες, έρωτες, απογοητεύσεις, περιπλανήσεις στη Θεσσαλονίκη, τη Νάουσα, την Κωνσταντινούπολη, τη Νέα Υόρκη. Το πορτρέτο μιας γυναίκας με κόκκινο φόρεμα, μια φωτογραφία, μια γιαγιά που πλέκει, αποτελούν κρίκους της μυθοπλασίας, με φόντο ιστορίες ξεριζωμού. Στο τέλος, μια γνωριμία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου θα οδηγήσει σε απρόσμενες συναντήσεις. Η αφήγηση είναι κοφτή και συνοπτική, με εγκιβωτισμούς, δράση και ανατροπές. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Αποσπάσματα από το βιβλίο:

Νάουσα. Με τις ροδακινιές, τις μηλιές, τ’ αμπέλια, τα πλατάνια. Εκεί ο Αριστοτέλης δίδαξε στον Αλέξανδρο το «Ευ ζην» και του Ομήρου τα έπη. Εκεί οι σαββατογεννημένοι βλέπουν τις νύμφες της πηγής και του ποταμού. Και παρασύρονται και γίνονται αλαφροΐσκιωτοι. Εγώ νομίζω το ’παθα αν και Κυριακή γεννημένη.Το σπίτι. Μπροστά μια εκκλησία και μια πλατεία και βρύση. Το νερό της πηγής. Και η βρύση τρέχει συνέχεια, νανουρίζει και παγώνει το καρπούζι. Ο ήχος της σμίγει με τον ήχο του ζουρνά και του νταουλιού. Παίζει «Νιζάμικο». Οι Ναουσαίοι προσπαθούν να εξευμενίσουν τους Νιζάμηδες, τους Τούρκους φοροεισπράκτορες για να γλιτώσουν το χαράτσι. Παίρνω το μαντολίνο και παίζω τη «Μακρινίτσα». Γυναίκες πέφτουν στην Αράπιτσα για να γλιτώσουν από τη σκλαβιά κι εγώ κάνω παραλληλισμούς με το σήμερα.

…/…

Στο σπίτι στη Χαλκιδική η Ευτυχία κάνει ανασκόπηση. Μετράει τις γέφυρες της μυθοπλασίας. Δεν ξέρει αν υπολόγισε καλά. Μάλλον εννιά. Παίρνει το τεφτέρι και τις σημειώνει: Του Γαλατά, του Καρόλου, του Μιραμπό, του Θανάτου, του χωριού Γέφυρα, του πάρκου και της ρεματιάς στη Νάουσα, του Μπρούκλιν, των Αναστεναγμών. Μέτρησε και τις μεγαλοπρεπείς και τις ετοιμόρροπες. Χωρίς διακρίσεις. Και τις δικές της και των άλλων. Θυμήθηκε κι ακόμα μία, αυτήν του Σάιμον και του Γκαρφάνκελ πάνω από τα ταραγμένα νερά, και ανατρίχιασε. Όχι, δεν θα το πάρει για σημάδι. «Το τέλος της ιστορίας σου, Ευτυχία, δεν είναι και το τέλος της ζωής σου. Κι ας έχουν συμπληρωθεί και με το παραπάνω οι γέφυρες. Έτσι κι αλλιώς, με τους αριθμούς δεν τα πας καλά. Από την άλλη μεριά, με όσα έχεις περάσει, δεν μπορείς να αποφύγεις την υπόνοια ότι ο Σάμσα θα ξαναγυρίσει. Μαζί και η Χημιώ, οι Αμαζόνες σου και η γιαγιά με την πρόσκληση για τον Παράδεισο. Και τα κουβάρια της γιαγιάς δεν είναι σαν το μίτο της Αριάδνης. Μόλις φτάνεις στην άκρη του λαβύρινθου, ανοίγει η πύλη για έναν άλλο. Και σε κάθε πύλη είναι μια ταμπέλα νέον: “Το κούτελο καθαρό”, “Δεν έχεις ρίζες”, “Μπέρδεμα ή σκάλωμα;”, “Όλες οι ιστορίες μοιάζουν”, “Δεν έχεις ρέντα στις συμπτώσεις”».

…/…

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΜΕ ΚΑΡΒΟΥΝΟ ΡΟΔΙΖΕΙ  (2021)
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΙΚ. ΣΧΟΡΕΤΣΑΝΙΤΗΣ

VAKXIKON.GR/ ΝΟΕΜΒΡΗΣ 2021

Κρίνοντας από τα περιεχόμενα της νέας ποιητικής συλλογής της Γεωργίας Μακρογιώργου, (Με κάρβουνο ροδίζει. Εκδόσεις Κουκκίδα. Αθήνα, 2021), παρατηρούμε πως είναι χωρισμένη σε τρεις επί μέρους ενότητες με τίτλους ‘Από μακριά’, ‘Εξ’ αρχής το μαχαίρι’ και ‘Χρωστική φωτός’ αποτελούμενες από εννέα, δεκατρία και έντεκα, αντιστοίχως, ποιήματα. Εντυπωσιάζουν, ομολογουμένως, οι φωτογραφίες που προτίμησε η ποιήτρια να τοποθετήσει στην αρχή της κάθε ενότητας. Στην πρώτη, συγκεκριμένα, ένα πουλί ατενίζει με ηρεμία το φως πέρα μακρυά μέσα σε ένα απόκοσμο τοπίο, στη δεύτερη ένα ηλιοβασίλεμα με τον ήλιο να κρύβεται στο βάθος, πίσω απ’ τα νερά, και στην τρίτη μια ίδια εικόνα αλλά με μια γάτα να κάθεται ολομόναχη σε μια πολυθρόνα δίπλα στην παραλία. Κοινός παρονομαστής σε όλες, το φως μάλλον σε κατιούσα πορεία εξαφάνισης. Ίσως οι παρατηρήσεις αυτές να μην προκαλούν ιδιαίτερη εντύπωση, αν λάβουμε υπ’ όψιν μας την προηγούμενη ποιητική συλλογή της που ακούει στο όνομα ‘Το φως όταν μεταφυτεύεται’ που κυκλοφόρησε το 2019, από τις Εκδόσεις Βακχικόν. Στο βιογραφικό της συνάμα, ανευρίσκουμε το πεζό ‘Τύχη στα τείχη’ (Γαβριηλίδης, 2017) και τις ‘Πικραλίδες’ (2020) από τις εκδόσεις Παράξενες Μέρες του Ρεθύμνου. Επομένως από αυτής της σκοπιάς θα μπορούσαμε να πούμε πως η παρούσα συλλογή αποτελεί κατά κάποιο τρόπο την ποιητική της συνέχεια.

Τα ποιήματά της ολιγόστιχα περιστρέφονται γύρω από την καθημερινότητα. Σε κάποιες περιπτώσεις αναφέρονται σε μικρές λεπτομέρειες και ανθρώπινες συμπεριφορές όπως αυτές έκαναν την εμφάνισή τους και τις βιώσαμε τις πολλές ημέρες εγκλεισμού από την επελαύνουσα και ακόμη πανταχού παρούσα πανδημία του κορονοϊού.

«χιονάνθρωπο έφτιαξα, μέσα στον εγκλεισμό/με σκουφί και κασκόλ/μη μου κρυώσει…», γράφει στην αρχή του ποιήματος ‘χαμόγελο του κλόουν’, του πρώτου της συλλογής. Και συνεχίζει με έντονα βιωματικό και αποκαλυπτικό ύφος «…με το καλό μου παλτό/που το ’χα για τις δεξιώσεις /τον έντυσα/με κάρβουνο και ρόδι/χαμόγελο του κλόουν/του έδωσα/και τα παλιά μου τα γυαλιά/του χόλιγουντ ταινίες /απ’ το παράθυρο να βλέπει/αφτιά όμως δεν του ’βαλα/να μην ακούει τα παράπονα/και λιώνει».

Η Γεωργία Μακρογιώργου, αν κρίνουμε από την προηγούμενη ποιητική συλλογής της, αρέσκεται στη χρήση χρωμάτων στους στίχους της καθώς και αναφορά πινάκων ζωγραφικής με έντονο ύφος παίζοντας και μετακινούμενη ανάμεσα σε τεχνοτροπίες, απεικονίσεις και χρώματα. Στο ποίημα ‘πίνακας ζωγραφικής’, στην ποιητική της παλέτα βρίσκονται απλωμένα περίσσια χρώματα τα οποία και θα χρησιμοποιήσει ανάλογα με την ενδεδειγμένη περίσταση. Έτσι θα ζωγραφίσει «τους ζοφερούς καιρούς/με χρώματα της ίριδας… χρώμα από λουλάκι στα πονεμένα χέρια… «, ενώ με κόκκινο ερωτευμένους ήρωες/σε δειλινού απόχρωση τους ποιητές…», φέροντας πάλι στο νου μας τις φωτογραφίες που κοσμούν την αρχή των τριών ενοτήτων, και βεβαίως το τέλος του βιβλίου με τις ευχαριστίες της που φέρει την εικόνα ενός μοναχικού δέντρου σε μια μεγάλη πεδιάδα.

Με την πανδημία στην εποχή μας, η οποία δυστυχώς ακόμα βρίσκεται σε εξέλιξη, πολλές προσπάθειες αναφοράς σε αυτή έγιναν τόσο στο χώρο της ποίησης όσο και στον πεζό. Στην εν λόγω ποιητική συλλογή, η Γεωργία Μακρογιώργου επανέρχεται ξανά σε αυτή με το ποίημα ‘με κωδικό 6’ και μας υπενθυμίζει τον νούμερο που υποχρεωτικά χρησιμοποιήσαμε κατ’ επανάληψιν στις μετακινήσεις μας έως πριν λίγους μήνες. Εδώ τα χρώματα είναι πάλι παρόντα και αντικατοπτρίζουν την προσωπική της ψυχολογική διάθεση εκείνης της συγκεκριμένης στιγμής: «στης καραντίνας τις μετακινήσεις/για άσκηση σωματική με έξι κωδικό/τα πιο σπουδαία ρούχα επιλέγω/φόρμα στου δειλινού τα χρώματα/φουλάρι πλουμιστό και ανθοστόλιστο/παπούτσια αθλητικά με άμμο/της χθεσινής ακρογιαλιάς/τα χείλη μου κόκκινα βάφω/ν’ αστράφτει το άλικο χαμόγελο/ανυποχώρητο προς το παρόν/κάτω από τη μάσκα».

Τα ποιήματά της στην πραγματικότητα παριστούν πολύχρωμους πίνακες ζωγραφικής, αλλά σε μερικούς εμφιλοχωρούν τεχνηέντως οι βαθύτερες επιθυμίες και οι κρυφές ελπίδες της. Μέρες χειμωνιάτικες, χιονισμένες, παγωμένες νύχτες, θαμπωμένα τζάμια, αλλά κι’ ανθισμένες αμυγδαλιές ταυτόχρονα. Όμως, η αποστασιοποίηση του ενός από τον άλλο, η ακύρωση συγκεντρώσεων, συναθροίσεων, έρχεται σε παράλληλη πορεία με την απόσταση ασφαλείας την οποία δρομολόγησε ο παντοδύναμος χρόνος σε συγκεκριμένα άτομα, κοινωνία και εραστές. Έτσι λοιπόν, «… με σατέν πιτζάμες στον καναπέ εμείς/τηρούμε αποστάσεις ασφαλείας/ακούγοντας ραμφίσματα πουλιών /στο τζάμι του παραθύρου», καταλήγει στο ποίημα ‘αποστάσεις’ μέσα σε αιωρούμενες αθρόες μυρωδιές αντισηπτικού ώστε να κρατηθεί ο όποιος ιός σε απόσταση, μακρυά! Εθνικοί, πολιτικοί και προσωπικοί ανταγωνισμοί και έριδες, η αλλοτρίωση του ατόμου από την πολυπόθητη εξουσία τονίζονται με λίγους και ξεχωριστούς στίχους όπως στο ‘σαν χαϊκού’, όπου «δηλητήριο/ ήπιε της εξουσίας/κι έγινε τέρας». Δεν λείπουν, ωστόσο, οι αναφορές σε πρόσφατα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα που απασχόλησαν την επικαιρότητα επί μακρόν: «χωρίζουν απ’ τον άνεμο/αδέλφια θυμωμένα/ο κάμπος τρώει το μικρό/η θάλασσα το άλλο…», γράφει στο ‘σ’ έναν εμφύλιο’, ενώ στον ‘Οκτώβρη’, «… χαμογέλασε/ για μια στιγμή/ η μάνα», παραπέμποντας σε συγκεκριμένη πράξη που συντάραξε την πολιτική επικαιρότητα δια μακρόν.

Η Γεωργία Μακρογιώργου και σε αυτή τη συλλογή παρουσιάζεται ως μια έντονα βιωματική ποιήτρια, με ποιήματα καμβάδες πάνω στον οποίο βρίσκονται απλωμένα και ποιητικά χρωματισμένα τα βαθύτερα προβλήματα του καιρού μας αλλά και τα τόσο προσωπικά μας, ωσάν «…σπασμένα τζάμια και καθρέπτες/ νύχτες υγρές κάτω απ’ τα παπλώματα/ημέρες ήσυχες μες τα σφιγμένα χείλη…».

ΑΘΗΝΑ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ

FRACTAL 23/11/2021

Έντιμη ποίηση

Α. ΑΠΟ ΜΑΚΡΙΑ

αποστάσεις

φιάσκο η τελετή χρόνια που ετοιμάζαμε
μηνύματα ακύρωσης οι καλεσμένοι στέλνουν
κι οι μύγες γεύονται εδέσματα γκουρμέ

πλημμύρισε αντισηπτικό το γνώριμο σαλόνι
κι ο διάσημος πίνακας «ιπτάμενη μάσκα»
κρεμάστηκε σε θέση περιωπής

με σατέν πιτζάμες στον καναπέ εμείς
τηρούμε αποστάσεις ασφαλείας
ακούγοντας ραμφίσματα πουλιών
στο τζάμι του παραθύρου

Β. ΕΞ ΑΡΧΗΣ ΤΟ ΜΑΧΑΙΡΙ
σε άλλο πανηγύρι

σε ράφι ανάσκελα εβένινο λαούτο
κι ο οργανοπαίκτης άφαντος
πιασμένη από χορδή πετάω
στα ματωμένα χώματα
που ανθίζουνε ποιήματα
σπαρμένα με λυγμό

δίπλα στη βρύση τη βουβή
το πανηγύρι στήνεται
νύφη χτιστή σε γέφυρα
με τα κοράκια στον χορό
γαμπρός κινάει για πόλεμο
δίχως γυρισμό

σφάγια γυρνούν-σφόδρα λυγούν
ως και τα δέντρα τ ουρανού

Γ. ΧΡΩΣΤΙΚΗ ΦΩΤΟΣ

έκρηξη

όταν ο γλάρος άγγιξε του βάλτου τα νερά
θρύψαλα έγιναν οι άσπρες πορσελάνες
το στόμα σου φωτιά και λάβα γέμισε

έναρξη είπαν
σεισμικής δραστηριότητας
στο σπίτι οι πρώιμες ρωγμές
ο γαλαξίας με τους λυγμούς σου άλλαζε
κι ο πόθος στα χαλάσματα σκηνοθετούσε

Συχνά αναρωτιέμαι, ποια είναι τελικά η έντιμη ποίηση, αυτή που δεν ακκίζεται, που δεν επιδεικνύει με κομπασμό τα στολίδια της, δεν ουρλιάζει στ’ αυτιά μας το “εγώ” την ώρα που ξεγυμνώνει την ψυχή της;

Ποια έρχεται να προσθέσει με ειλικρίνεια και σεμνότητα τον δικό της ρυθμό και μέρος στο μακραίωνο τραγούδι των λέξεων και των αισθημάτων;

Ανάμεσα στις συλλογές που διάβασα τον τελευταίο χρόνο θαρρώ πως η συλλογή της Γεωργίας Μακρογιώργου

«Με κάρβουνο ροδίζει» (εκδ. ΚΟΥΚΚΙΔΑ) εντάσσεται σ΄ αυτές τις νέες, τίμιες, χαμηλόφωνες, ελπιδοφόρες ποιητικές παρουσίες.

Η συλλογή χωρίζεται σε τρία μέρη

ΑΠΟ ΜΑΚΡΙΑ, ΕΞ ΑΡΧΗΣ ΤΟ ΜΑΧΑΙΡΙ, ΧΡΩΣΤΙΚΗ ΦΩΤΟΣ.

Οι τίτλοι των τριών κεφαλαίων είναι και οι μόνοι σε όλο το βιβλίο με κεφαλαία γράμματα. Αισθάνομαι το μέτρο και την ταπεινότητα στην επιλογή των μικρών γραμμάτων ακόμα και στους τίτλους των ποιημάτων.

Καθένα απ’ αυτά αρχίζει με μότο τον στίχο ενός ποιητή που λειτουργεί εισαγωγικά και προϊδεάζει για τον εσωτερικό συνδετικό ιστό των ποιημάτων.

Στο πρώτο μέρος, με εισαγωγή τον στίχο του Ηλία Κεφάλα «Στις εσοχές του ύπνου τα πουλιά κρύβουν τον φόβο», η ποιήτρια καταγράφει την δυστοπία των νέων συνθηκών βίου, όπως αυτός ορίστηκε από την πανδημία.

Ο εγκλεισμός, η απομόνωση, η κοινωνική ερημία, ο φόβος, η σωματική απομάκρυνση ερμηνεύουν το «από μακριά» και επαναφέρουν αυτόματα στη μνήμη το παλιό συμπλήρωμα «κι αγαπημένοι».

Αυτή τη φορά η απόσταση ανάμεσα μας δεν χαράχτηκε αποκλειστικά με δική μας επιλογή, αλλά από κάτι απροσδόκητο και άγριο που βίαια επιβλήθηκε απ’ έξω κι ανέσυρε όλες τις θαμμένες δυσλειτουργίες. Βέβαια ο εγκλεισμός έφερε στην επιφάνεια και τα παλιά προβλήματα, τα καλυμμένα από την εξωστρεφή καθημερινότητα. Η Γ. Μακρογιώργου τα φωτίζει χωρίς εξάρσεις, τα ανασύρει με μια πικρή ειρωνεία.

Το «αγαπημένοι» υπονοείται διαρκώς όμως και συναντά το «από μακριά» χωρίς ειρωνική χροιά. Γίνεται επιτακτικό αίτημα, αναγκαίο θεμέλιο της σωτηρίας του κόσμου που αλλάζει δραματικά. Η αγάπη αιωρείται στους στίχους της σαν απώλεια, σαν υπόμνηση της πρώτης και βασικής ύλης που φτιάχνει τους στέρεους αρμούς της ανθρώπινης συνθήκης.

Οι στίχοι της Γ. Μακρογιώργου αναζητούν τις ψυχικές αντηρίδες στα υλικά που μέχρι τώρα όρισαν τον κόσμο της. Στον πλούτο των χρωμάτων της φύσης, στην Τέχνη (κινηματογράφος, ζωγραφική), στον έρωτα. Άλλοτε με απελπισία, άλλοτε με λεπτή ειρωνεία κι άλλοτε με αισιοδοξία, η ποίηση της καταγράφει τις εσωτερικές ψυχικές ταλαντώσεις που επέβαλλε ο εγκλεισμός κι ο τρόμος της σωματικής επαφής, συνθήκες ανοίκειες σε όλους μας, τραυματικές για την ισορροπία του ανθρώπου.

Στο δεύτερο μέρος «ΕΞ ΑΡΧΗΣ ΤΟ ΜΑΧΑΙΡΙ», κατά τη γνώμη μου το πιο δυνατό του βιβλίου, αλλάζει το ποιητικό τοπίο. Η ποιήτρια αντλεί την έμπνευση όχι από τα επίκαιρα αλλά από τα κοινωνικά θέματα. Το εισαγωγικό μότο είναι ο στίχος της Δήμητρας Κουβάτα «Κράτησα όλες τις κραυγές για τα ποιήματα»

Η ποίηση επιτελεί ρόλους, γίνεται δοχείο να διοχετευθεί ο παλιός πόνος, αγγείο να φωλιάσουν τα ουρλιαχτά, οινοχόη του αίματος που άφησε το μαχαίρι κι η ποιήτρια λέξη τη λέξη το σταλάζει στον αναγνώστη. Τίποτε δεν είναι καινούριο, όλα τα πάθη και τα παθήματα γνωστά από καιρό. Και το μαχαίρι χώνεται βαθιά.

Ο πόλεμος, οι εμφύλιοι, η ξενιτιά, ο θάνατος, η προσφυγιά, οι καταδιωγμένοι της γης, η θέση της γυναίκας, η ανηθικότητα της εξουσίας. είναι τα θέματα-πληγές της. Με αρωγούς τον λιτό λόγο και την αξιοθαύμαστη εικονοπλασία των λέξεων, η «κραυγή» μετ-αγγίζεται στον αναγνώστη.

Εκείνο που με συγκίνησε πολύ στα ποιήματα του δεύτερου μέρους είναι η εμφανής επιρροή του δημοτικού τραγουδιού, η οποία θα διατηρηθεί και σε κάποια ποιήματα του τρίτου μέρους. Σαν κλέφτικα και σαν μοιρολόγια, σαν τραγούδια της αντίστασης και σαν άσματα λαϊκά, κυλάνε τα λόγια κι ο ρυθμός τους. Η αφομοίωση του παραδοσιακού μέτρου στα μοντέρνα εκφραστικά μέσα είναι αξιοθαύμαστη.

Στο τρίτο και τελευταίο μέρος «ΧΡΩΣΤΙΚΗ ΦΩΤΟΣ» το μότο είναι ο στίχος του Κώστα Θ. Ριζάκη «ποιες λέξεις λαμποκόπαγαν σε λύπη γιορτινή»

Εδώ, αν και η λύπη είναι κυρίαρχη με την ηχηρή παρήχηση του λάμδα της, εντούτοις φως εισέρχεται από τα ποικίλα στρώματα. Από τα αναγνώσματα της ποιήτριας, από τους στίχους των ομοτέχνων της ποιητών/τριών, από παραμύθια, από γονικές εντολές και υποδείξεις ανατροφής, και αναδεικνύει τα τοπία που σκηνοθέτησε εντός της. Είναι ευρύτατο το οπτικό πεδίο της Γ. Μακρογιώργου και ενσωματώνεται με ευχέρεια στη συλλογή της. Οι στίχοι λειτουργούν ως παρατηρητές του μέσα και του έξω κόσμου, στήνουν διάλογο εναλλάσσοντας όλα τα ρηματικά πρόσωπα. Οι αναγνώστες γινόμαστε αποδέκτες και συνδημιουργοί εικόνων, όλοι συνομιλητές της. Το συναίσθημα εκλύεται αβίαστα και με μέτρο. Αξιοσημείωτη μια ιδιαίτερη ματιά, η έγνοια για τα βάσανα του γυναικείου βίου.

Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου μας άφησε η Γεωργία Μακρογιώργου το τελευταίο αισιόδοξο μήνυμα που έδωσε και τον τίτλο στη συλλογή: «με κάρβουνο ρόδισε με κάρβουνο ροδίζει».

Όταν αποχωρούν οι λέξεις, η ποίηση εκπλήρωνε πάντα και συνεχίζει να εκπληρώνει τον σπουδαιότερο ρόλο της. Δίνει φωνή στη μνήμη αφήνοντας το ροδαλό αποτύπωμα της ζωής, εκεί που το μαύρο κάρβουνο σκάλισε την απώλεια και το πόνο.

Σε σχήμα οξύμωρο το κάρβουνο ροδίζει. Το ρόδινο των λουλουδιών, το ρόδινο της αυγής, το ρόδινο της καρδιάς, φαίνεται πως είναι το αγαπημένο χρώμα της ποιήτριας. Γίνεται και δικό μας χρώμα καθώς χρωματίζει την απελπισία μας και χαράζει την ελπίδα.

Στον κόσμο που καίγεται, η αναγεννητική δύναμη είναι η μνήμη, η ποίηση η θεραπαινίδα της και το ρόδινο η πινελιά της αισιοδοξίας.

όταν ο κόσμος σου κάηκε
η μνήμη πήρε κάρβουνο
κι έγραψε για τη ζωή

οι λέξεις κοκκίνισαν
κι εξατμίστηκαν

με κάρβουνο ρόδισε
με κάρβουνο ροδίζει.

.

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ

ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ Τ. 194 Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2022

Δεύτερη ποιητική συλλογή για τη Μακρογιώργου που έχει δοκιμάσει τη γραφή της και σε πεζό λόγο. Τριμερής ο χωρισμός των ποιημάτων με προμετωπίδα σε κάθε μέρος ένα στίχο άλλου ποιητή ως αφορμή ή εν είδει θύρας εισόδου – ενδιαφέρουσες πάντοτε οι ποιητικές συνομιλίες. Η έννοια του φόβου στον στίχο του Ηλία Κεφάλα συνοψίζει την ατμόσφαιρα του αναγκαστικού εγκλεισμού στα ποιήματα του πρώτου μέρους (Από μακριά): γλιστρούν τα μάτια στο παράθυρο/ πληγή που αιμορραγεί το δειλινό, («για μιαν ανάσα»). Η κραυγή στον στίχο της Δήμητρας Κουβάτα ανοίγει το νοητό τοπίο και η ποίηση στο δεύτερο μέρος (Εξ αρχής το μαχαίρι) αποκτά κοινωνική διάσταση: μόνο ένα μικρό μνημείο με δάκρυα/ για τους κατατρεγμένους όταν δίψασαν/ κι εκείνους που τους έφεραν νερό. («μνημείο με δάκρυα»). Τέλος, στο τρίτο μέρος (Χρωστική φωτός) ο στίχος του Κώστα Θ. Ριζάκη επιτρέπει στην ποιήτρια να συνδέσει τον έσω με τον έξω χώρο των δύο προηγούμενων ενοτήτων, με σκοπό να χρησιμοποιήσει τις σωτήριες ποιητικές λέξεις για να δώσει ένα, ελάχιστο έστω, ψήγμα ελπίδας, τοποθετώντας το μάλιστα με πρωτοτυπία στο τελευταίο ποίημα της συλλογής, στο οπισθόφυλλο. Ολοκληρώνει έτσι μια ποιητική πορεία από το σκοτάδι στο φως με το εύστοχο οξύμωρο: με κάρβουνο ροδίζει, με το κόκκινο των λέξεων πότε να θυμίζει ό,τι στάχτη γίνεται και πότε ό,τι αισιόδοξα αφήνει το φως να περάσει, χρησιμοποιώντας διαφορετικούς ποιητικούς τρόπους, σε ελεύθερο στίχο ή σε μετρημένο ρυθμικά. Ποίηση με ειλικρίνεια, με αυθεντικότητα, που προκαλεί την αναγνωστική πρόσβαση και συμπόρευση, βάζοντας σε λέξεις όσα θα θέλαμε όλοι να πούμε. Στο εξώφυλλο έργο της ποιήτριας.

.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΖΟΛΕΑ

PERIOU.GR 30/11/2021

Μια ομπρέλα μπρούμυτα ανάσκελα

Ο τίτλος της ποιητικής συλλογής (που είναι ο τελευταίος στίχος του τελευταίου ποιήματος, το οποίο είναι τυπωμένο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης), δηλώνει εύστοχα το κυρίαρχο συναίσθημα του βιβλίου. Μιλά για όλα αυτά, στα οποία ο πόνος και ο βασανισμός προσθέτει ένα είδος ποιότητας ή διαφορετικής αξίας. Είναι η μοίρα της θνητότητας που παρελαύνει σαρωτικά.
Μιλώντας με απλή γλώσσα η Γεωργία Μακρογιώργου προσφέρει δυνατές εικόνες, που ακόμα κι όταν είναι χτισμένες με υλικά της συνήθους καθημερινότητας, ακινητοποιούν το στιγμιότυπο και το φορτίζουν με συγκίνηση και τραγικότητα.
Τα τριάντα τρία ποιήματα της συλλογής κατανέμονται σε τρεις ενότητες. Η πρώτη ενότητα με τίτλο «Από μακριά», σύμφωνα με το επιλεχθέν εισαγωγικό μότο του Ηλία Κεφάλα, αναφέρεται σε κρυμμένους φόβους. Όλοι στην αρχή θέλουν να τους παραμερίσουν και τους κρύβουν βολικά.
Στην δεύτερη ενότητα με τίτλο «Εξ αρχής το μαχαίρι» σκάβει βαθύτερα, αφουγκράζεται παραδοσιακούς ρυθμούς και αποδίδει έμμετρα, αλλά πάντα με τον λιτό ποιητικό τρόπο της, παλιές συμφορές, τραγικές μοίρες και βίαιες συμπεριφορές που αποτελούν δυστυχώς μέρος της ανθρώπινης κατάστασης.
Στο τρίτο μέρος, την «Χρωστική Φωτός», προσπαθεί να διακρίνει φως, προσπαθεί να ανακαλύψει το σημείο που ελαφρώς ροδίζει, μετά από τραγωδίες και εγκλήματα. Αναζητά βάλσαμο, όπου λίγο βρεθεί, είτε στο βλέμμα του ηλιόσπορου προς το ισόβιο φως του ήλιου, είτε στην τυφλόμυγα των ανυποψίαστων παιδιών, που δεν μπορούν να φανταστούν τη ζημιά που τούς κάνουν «τα μη τα πρέπει τα ποτέ».
Αναλυτικά: Η πρώτη ενότητα της συλλογής καταγράφει συναισθήματα εγκλεισμού και αναζήτησης διεξόδου σε όσα απέμειναν. Όταν οι συνήθεις χαρές καταργούνται ακολουθεί η απεγνωσμένη αναζήτηση της χαραμάδας. Κάποιας χαραμάδας φωτός που θα αναπληρώσει τα απολεσθέντα. Όπως συμβαίνει και με το πέρασμα της ηλικίας που στενεύει τις δυνατότητες.
Εδώ ανήκει το «χαμόγελο του κλόουν». Ζωγραφισμένο, γιατί είναι ψεύτικο. Γιατί είναι το αντίθετο της πραγματικότητας και η πραγματικότητα είναι η θλίψη. Δεν ξέρω εάν γελά ποτέ ειλικρινά ο κλόουν. Αλλά σίγουρα οι συνθήκες περιορισμού που επέβαλε η πανδημία πάγωσαν το χαμόγελο της ανθρωπότητας. Γι αυτό «το καλό παλτό που το’ χα για τις δεξιώσεις» φορέθηκε τώρα στον χιονάνθρωπο του κήπου ή του μπαλκονιού, που του φορέθηκαν «και τα παλιά γυαλιά για να βλέπει ταινίες του χόλυγουντ απ’ το παράθυρο».
«Με κάρβουνο ροδίζει», είναι ένας τίτλος που περιέχει όλο το πικρό χαμόγελο, την ειρωνεία και την τραγικότητα, τη ματαίωση και τη συντριβή.
Εικόνες εύγλωττες, που ενώ είναι καθημερινές, γίνονται μαγικές. Ποιος δεν έχει δει μια ομπρέλα που την πήρε ο άνεμος και την στριφογυρίζει; Όμως το «μπρούμυτα και ανάσκελα μέχρι που πια χανόταν» αποκτά άλλες διαστάσεις μες στα χάδια του αέρα. Γράφει: «μακριά εσύ απ’ την ακτή / από τις σημαδούρες πέρα / πιασμένη εγώ / στην κόκκινη ομπρέλα / σκιά να ρίχνω στα πολύτιμα / μη λιώσουν» και η φράση γίνεται η ίδια η ζωή απ’ την οποία κρατιόμαστε σφιχτά, μην μάς την πάρει ο αέρας και γίνει το μπρούμυτα ανάσκελα, κι έπειτα χαθεί. Η αγωνιώδης προσπάθεια να γαντζωθούμε από κάτι, από μια ομπρέλα, από ένα καλοκαίρι, από κάτι πολύτιμο.
Και συνεχίζει: «κι όταν ο άνεμος / άρπαζε την ομπρέλα / αυτή ξεδιάντροπα / στα χάδια του αφηνόταν / μπρούμυτα ή κι ανάσκελα / μέχρι που πια χανόταν /κι έτσι τα καλοκαίρια μας / έλιωναν τα πολύτιμα».
Τα στριφογυρίσματα της ομπρέλας με το καμπύλο, κυρτό και κοίλο σώμα της, λειτουργούν αρχικά σαν υπέροχη ερωτική αναφορά κι έπειτα γλυκά ο έρωτας φλερτάρει με το δίπολό του, τον θάνατο, γιατί κάτι που το άγει και το φέρει ο άνεμος είναι φύλλο που αποκόπηκε. Τον υπερασπίζεται εδώ τον έρωτα η Γεωργία ως οιονεί ταυτόσημο με την ζωή, ως βασικό κίνητρο ζωής.
Θα επιμείνω στη μεταφορά της ομπρέλας που αφήνεται στον άνεμο μπρούμυτα ανάσκελα, που κάτι τόσο σύνηθες γίνεται σύμβολο μιας ζωής που χάνει το στήριγμα, το κράτημά της και γίνεται έρμαιο. Όπως ένας άνθρωπος αδύναμος, άρρωστος ή ηλικιωμένος παραδίδεται σε άλλους να τον γυρίζουν μπρούμυτα ανάσκελα με την τελική κατάληξη στο ανάσκελα. Τα παλιά χρόνια θεωρείτο σωστό και επιβεβλημένο τα μωρά να τα βάζουν να κοιμούνται μπρούμυτα, το άγγιγμα του μπροστινού κορμού με το κρεβάτι τους έδινε αίσθηση ασφάλειας, ένα κράτημα από τη γη, σαν γάντζωμα. Κι έπειτα όλοι ξέρουμε την τοποθέτηση του νεκρού ανάσκελα στο ξύλινο κουτί.
Η ομπρέλα είχε πολύ επιτυχημένα χρησιμοποιηθεί και στην προηγούμενη συλλογή της Γεωργίας Μακρογιώργου, («Το φως όταν μεταφυτεύεται», εκδόσεις Βακχικόν, 2019). Εκεί στο σύντομο ποίημα «ψευδαίσθηση» η ομπρέλα χρησιμεύει ως προστασία για ήλιο, για βροχή, αλλά δυστυχώς και για ουράνια τόξα. Και στο τελευταίο ποίημα εκείνης της πρώτης συλλογής βλέπει να «στάζει ήλιος από την ομπρέλα. Θα ξεχειλίσει το ποτήρι με το κρασί.»
Αποτυπώνονται σκέψεις του εγκλεισμού της πανδημίας, η προσπάθεια να διατηρηθεί η ομορφιά και ο καλλωπισμός ακόμα και όταν το πρόσωπο κρύβεται κάτω απ’ τη μάσκα, ακόμα και αν το κραγιόν μοιάζει περιττό. Αφού τα αθλητικά παπούτσια φέρουν ακόμα την άμμο της χθεσινής ακρογιαλιάς.
Μιλά για την έναστρη νύχτα του Βαν Γκογκ, που κόβει την ανάσα, κι έτσι κάποιος πολύ ανήσυχος θα μπορούσε να ξεκουραστεί μπροστά της.
Στην «μάλλινη ζακέτα» ένας κύκλος παγωνιάς προσπαθεί να θερμανθεί, χωρίς να τα καταφέρνει. «Κάποιοι εραστές», παλιοί, κοιτάζουν τώρα άλλους να αγαπιούνται στην θέση τους. Το εφήμερο του έρωτα, που ενώ είναι πρωταγωνιστής έξω στης άνοιξης την αγκαλιά και τη μοίρα, καταντάει με τα χρόνια μες στην σκοτεινή αίθουσα του σινεμά θεατής και θαυμαστής των ξένων ερώτων. Γρήγορα αλλάζουν οι άνθρωποι θέση. Με μια ντουζίνα στενούς στίχους η Γεωργία Μακρογιώργου κατορθώνει να αφηγείται ολοκληρωμένες ιστορίες, να διανύει ζωές και να τοποθετείται σε εκ διαμέτρου αντίθετη θέση.
Στις «αποστάσεις» η γιορτή, που χρόνια ετοιμαζόταν, τελικά ακυρώθηκε. Λόγω των συνθηκών. Αντί για τα γκουρμέ μυρωδιά αντισηπτικού, κι οι αποστάσεις τηρούνται ακόμα και στον καναπέ.
Στην «πλαστελίνη» τα εύπλαστα λόγια της ποίησης στερεοποιούνται σε ένα τοτέμ ερωτήσεων χωρίς απάντηση. Δεν είναι πια πολύχρωμα. Έχουν χρώμα από χώμα.
Περνώντας στο δεύτερο μέρος, με τους απόηχους από τη ζωή στην ύπαιθρο, φτάνουμε, με έμμετρο τρόπο, στη γέφυρα με τη χτισμένη νύφη, αφού ο γαμπρός κίνησε για τον πόλεμο, χωρίς να επιστρέψει.
Συγκλονιστικό το «καλοκαίρι του χαμού» με την εικόνα το δέντρου, που κατέκλυσε ένα σπίτι μέχρι που το έπνιξε κι εκείνο και τη μάνα μαζί, αφού δεν γύρισε ο γιός της απ’ τα ξένα.

«… κι άνοιξαν τα πατώματα
και γείρανε οι τοίχοι
το καλοκαίρι του χαμού
όταν ο γιός δεν ήρθε
μαυροντυμένη βρέθηκε
ανάμεσα σε ρίζες»
Τα έμμετρα ποιήματα φέρουν μνήμες από βαθειά βιωμένη λαϊκή παράδοση.
Στη «χαραγματιά» δίνει την εξαίσια εικόνα ενός δειλινού, διάφανου από μεταφυσική ελαφράδα, σε μια μαγική στιγμή, όπου καθώς ο ήλιος τρυπώνει στη θάλασσα τα ναυάγια αναδύονται κι αιωρούνται.
Έπειτα στήνει ένα πανηγύρι γάμου, πριν απ’ τον πόλεμο, τόσο πικρό τόσο σπαρακτικό, αφού όλοι ξέρουν πως είναι πανηγύρι περάσματος στον άλλο κόσμο.
Όλες οι χαρές ματαιώνονται, σαν το εβένινο λαούτο, που παροπλισμένο χάσκει στο ράφι, ανάσκελα και αυτό.
Αισθανόμαστε την αγωνία του ζωντανού να στηρίξει αυτό που φεύγει και χάνεται, να το κρατήσει λίγο σε μια εικόνα, πριν το αποχαιρετήσει. Ένας αποχαιρετισμός είναι αυτή η ποιητική συλλογή εν τέλει. Στα όμορφα που χάνονται, στα παλαιά που ενσωματώθηκαν μες στα καινούργια, και στην αμυδρή ελπίδα φωτός, απ’ την οποία ψάχνει κανείς να κρατηθεί απεγνωσμένα.
Η «ζώνη ασφαλείας» είναι ένα εξαιρετικό ποίημα για τις ανασφάλειες και τους αυτοπεριορισμούς που δεν επιτρέπουν να ζήσει κανείς τις μεγάλες περιπέτειες.
Το «έργο του Κάφκα» και το « μνημείο με δάκρυα» είναι επίσης γεμάτα συγκίνηση για την ματαιότητα.
Μιλάει για την καταστροφική διχόνοια δυό αδελφών, παραπέμποντας «σ’ έναν εμφύλιο». Μιλάει για την υποκρισία, την προσποίηση και την έπαρση, όσων αλλάζουν μάσκες στην αγορά, στα ποιήματα «κριτής» και «προσωπεία».
Για τους φαύλους κύκλους στους οποίους εγκλωβίζονται οι άνθρωποι, στο «ίδιο το έργο».
Για τον Μάκμπεθ, που από τον εαυτό του νικήθηκε.
Ο «Οκτώβρης» ένα συγκλονιστικό ποίημα για την Μάγδα Φύσσα και τον αγώνα της, που όταν δικαιώθηκε δικαστικά, η ανακούφιση κρατάει μονάχα μια στιγμή για την τραγική μάνα.
Στο τρίτο μέρος «Χρωστική φωτός», η «καρέκλα σκηνοθέτη» καταθέτει μια αλλόκοτη τραγική ιστορία με γάτες, που αμβλύνεται από τους ηλιόσπορους που κοιτάζουν το φως.
Η «Σταχτοπούτα» είναι ένα παραμύθι χωρίς καλό τέλος. Γιατί τα παραμύθια στην πραγματικότητα είναι πιο σκληρά.
Στις «θυσίες» πολύ ενδιαφέρουσα η διττή όψη της γέφυρας. Από μύριες υποσχέσεις παντοτινής αγάπης, στα λουκέτα του έρωτα, μέχρι το χτίσιμο -μες στο τσιμέντο της- μιας ανθρώπινης ζωής. Που μπορεί να θυσιάστηκε για να ασφαλίζουν με λουκέτα την αγάπη τους οι περαστικοί. Και μήπως το λουκέτο και το «για πάντα» τσιμεντώνουν τον έρωτα;
Ο αντίλαλος του αναπόδραστου είναι εκπληκτικά σαφής. Στην γέφυρα, που είναι ένα πέρασμα, εστιάζει με εκπληκτικό τρόπο στην αντίφαση της γυναίκας που χτίστηκε για να ‘ναι στέρεη η γέφυρα και στις κλειδαριές των ερωτευμένων που θέλουν τον έρωτα σφιχτοδεμένο και παντοτινό. Μάταιες οι κλειδαριές, μάταιες κι οι θυσίες, αφού κάθε κύτταρο θα οδηγηθεί στη σκόνη.
Στο «δίλημμα» η συγκλονιστική εικόνα ενός πολεμιστή που γίνεται βρύο πάνω στην ασπίδα του.
Στο «σε πλάνη» η μάταιη προσπάθεια για όλο και περισσότερη ομορφιά που μπορεί να τα καταστρέψει όλα. Που μπορεί να σε πνίξει στη λίμνη.
Η Γεωργία Μακρογιώργου γράφει μια ποίηση με υπέροχες εικόνες. Στο ετοιμόρροπο σπίτι με τα σπασμένα τζάμια και τους καθρέφτες, οι νύχτες είναι υγρές κάτω απ’ τα παπλώματα και οι γονείς-φαντάσματα από τη ρωγμή γνέφουν να πλησιάσεις.
Στην «τυφλόμυγα», το παιχνίδι παραλληλίζεται με την τύφλωση που μάς γέμισαν με «τα μη τα πρέπει τα ποτέ», και που έρχεται ένας καιρός όπου καθένας τα πετάει στα σκουπίδια.
Το «ένα παραμύθι» έχει την πιο αισιόδοξη διάθεση, με τρυφερές εκδοχές παραμυθιών.
Θέλει και προσπαθεί να τελειώσει αισιόδοξα με κάποιες θετικές συμβουλές ωστόσο όλα υπονομεύονται αφού εν τέλει οι ναύτες πιθανόν να φαγώνονται, ενώ τα αηδόνια πάλι και πάντα θα θυσιάζουν το αίμα τους για το καλό κάποιας μαργαρίτας, που της μέλλει να μαδηθεί.
Λιτή γραφή αλλά πυκνή και περιεκτική εικόνων και ιστοριών.
Μια ήρεμη και υποβλητική φωτογραφία κοσμεί την έναρξη κάθε ενότητας.
Στο «Από μακριά» είναι το βλέμμα ενός πουλιού στο σύρμα. Που βλέπει ήλιους και φεγγάρια να ανεβοκατεβαίνουν.
Στο «Εξ αρχής το μαχαίρι» η οριζόντια γραμμή ενός δειλινού σφάζει τον καμβά του ορίζοντα, σαν μαχαιριά, και ξεχύνονται τα αίματα. Είναι όμως ασπρόμαυρες φωτογραφίες και τα πιθανά χρώματα αφήνονται στο πεδίο της φαντασίας του αναγνώστη.
Στην «Χρωστική φωτός» μια γάτα κάθεται στην καρέκλα του σκηνοθέτη, σε μια παραλία, μπροστά στην ανοιχτή θάλασσα και στον ήλιο απέναντι.
Το εξώφυλλο έχει φιλοτεχνηθεί από την ίδια την συγγραφέα. Η Γεωργία ζωγραφίζει και φωτογραφίζει πολύ επιτυχημένα. Τόσο σε αυτήν όσο και στην προηγούμενη ποιητική συλλογή της οι φωτογραφίες είναι δικές της λήψεις. Οι φωτογραφίες της έχουν κοινά σημεία με την ποίησή της. Με το ελάχιστο, το αποσπασματικό και τις ψηφίδες συνθέτουν μια ολόκληρη ιστορία.
Από τις στυφές αντιφάσεις του κόσμου, που εξιστορούνται, η συγγραφέας καταλήγει στην πεποίθηση πως ο πόνος, το ψήσιμο και το τσουρούφλισμα τουλάχιστον θα αφήσουν κάτι όμορφο, μια συνειδητοποίηση για της ζωής τα σπουδαία, μια αφύπνιση, πως δεν είναι εις μάτην η ταλαιπωρία. Πως θα απομείνει πίσω μια φίνα ομορφιά. Κάτι ρόδινο μέσα απ’ τα αποκαΐδια.
Η Γεωργία Μακρογιώργου αναμετριέται με τις απώλειες και τις μελαγχολίες με ψυχραιμία, αποδοχή και εγκαρτέρηση. Αφήνει την συγκίνηση για τον αναγνώστη. Ισορροπεί ανάμεσα στην ήπια θλίψη, την τρυφερότητα και την αποστασιοποιημένη ειρωνεία, κάποιες φορές πικρή, κάποιες τραγική. Το εξωτερικό τοπίο με την διαμεσολάβηση του στοχασμού μετατρέπεται σε εσωτερικό τοπίο, και σε ανοχή-αντοχή απέναντι στα δεδομένα και τις προοπτικές της ανθρώπινης συνθήκης.
Είναι μια ποίηση σύντομη, πυκνή και σφιχτοδεμένη, που πρέπει να της αφιερώσει χρόνο και τις δικές του ανάσες ο αναγνώστης, για να του χαριστεί η λύτρωση που περιέχει.

.

ΤΟ ΦΩΣ ΟΤΑΝ ΜΕΤΑΦΥΤΕΥΕΤΑΙ (2019)

ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ

literature.gr 7/7/2020

Οι νεωτερικές τεχνικές στην ποίηση της Γεωργίας Μακρογιώργου

Η Γεωργία Μακρογιώργου εμφανίστηκε στη λογοτεχνία ως πεζογράφος με το βιβλίο της Τύχη στα τείχη (Γαβριηλίδης 2017). Στο μεταμοντέρνας τεχνοτροπίας αυτό έργο, ο μυθιστορηματικός λόγος μπλέκεται με την ποίηση, τη μουσική, τον κινηματογράφο, τη ζωγραφική και το θέατρο, σε μια έντονη και διαρκή διακειμενικότητα.

Το φως όταν μεταφυτεύεται (Βακχικόν 2019) είναι η πρώτη ποιητική συλλογή της Γεωργίας Μακρογιώργου στην οποία ασπάζεται έναν επίσης νεωτερικό λόγο με έργα επί το πλείστον υπερρεαλιστικής ανοικείωσης. Από τις κορυφογραμμές ως τις θαλασσογραμμές και αντίστροφα τονίζει στο μότο της εισαγωγής. Με τον τρόπο αυτό ανοίγει την ποιητική της σε θέματα ποικίλα.

Αυτό που από την πρώτη στιγμή παρατηρεί ο αναγνώστης στη συλλογή της Μακρογιώργου είναι ο διάλογος του ποιητικού σώματος με τη φωτογραφία. Τα ποιήματα συνοδεύονται από φωτογραφικό υλικό, έργο της ποιήτριας. Το παιχνίδι που αναπτύσσεται ανάμεσα στη γλώσσα και την εικόνα οδηγεί σε φωτογραφική αναπαράσταση των θεμάτων. Ο στίχος προβάλλεται και σε άλλο επίπεδο, όχι μόνον λεκτικό. Δημιουργείται πολυσημία, ενώ ο λόγος αποκτά δραματικότητα.

Ο υπερρεαλισμός εξάλλου συνδέεται με τη ζωγραφική και τη φωτογραφία. Ο Αντρέ Μπρετόν είχε εκδώσει βιβλίο (Ο υπερρεαλισμός και η ζωγραφική –Le Surréalisme et la peinture- 1946) όπου εκδήλωνε μεγάλο ενδιαφέρον για τις φωτογραφίες του Μαν Ρέυ και τη ζωγραφική των Ερνστ, Μαγκρίτ, Μασσόν, Μιρό και Τανγκί.

Η τεχνική του παραλληλισμού της ποίησης με τη φωτογραφία στη συλλογή Το φως όταν μεταφυτεύεται θυμίζει τα κολλάζ των υπερρεαλιστών, ενώ παράλληλα ανοίγει την ποίηση στο θέατρο. Ο υπερρεαλιστικός στίχος σπάζει την τάξη του λόγου. Δημιουργεί συνθέσεις που αφήνουν το ασυνείδητο ελεύθερο και φέρνουν στην επιφάνεια τις δυνάμεις της επιθυμίας.

ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ ΣΕ ΠΑΙΔΙΚΗ ΧΑΡΑ

Κάθε φορά που ελέφαντας
προσγειώνεται σε τραμπάλα
και εκτοξεύει μικρά ζωντανά στη λίμνη,
βλέποντας τις φυσαλίδες ν΄ ανεβαίνουν,
αναρωτιέμαι
αν φαίνομαι πνιγμένη στη σονάτα
του μεγάλου ποιητή
ή σαν δύτης που ανιχνεύει βυθούς.

Όταν αλλάζει το φεγγάρι
με αυτιά γεμάτα σπόρους πικραλίδας,
καμώνομαι τον ρήτορα
ψελλίζοντας βατράχια αντί για λέξεις.

Κι όταν εκρήγνυνται οι νύχτες,
οι ερωτήσεις φωλιάζουν
στα γκρίζα μου μαλλιά
διωγμένες από απαντήσεις.

Έτσι αργά εξατμίζομαι
με τον ελέφαντα
στην παιδική χαρά.

Η Γεωργία Μακρογιώργου στη συλλογή Το φως όταν μεταφυτεύεται παίζει με τα χρώματα και το φως. Ο τρόπος είναι ιμπρεσιονιστικός. Οι ιμπρεσιονιστές ζωγράφοι ενδιαφέρονταν για την εντύπωση (impression) που δημιουργεί το αναπαριστώμενο αντικείμενο και χρησιμοποίησαν το πινέλο με τρόπο ώστε η τελική σύνθεση να ολοκληρώνεται στη συνείδηση του θεατή, όχι στον πίνακα.

ΙΣΩΣ ΣΟΥ ΠΑΕΙ

Παλτό
σε ναφθαλίνη
κάποτε κόκκινο
με ασπρισμένο πέτο.
Οι τσέπες ξηλωμένες
και οι λεκέδες ανεξίτηλοι
απ΄ το κρασί, το αίμα
και τη στάχτη.

Βγάλ’ το από το μπαούλο,
δοκίμασέ το,
κοιτάξου στον καθρέφτη·
ίσως σου πάει.

Επίταση του ιμπρεσιονισμού είναι ο εξπρεσιονισμός, με έμφαση στην έκφραση συναισθημάτων κυρίως δυσάρεστων, αγωνιωδών ή τρομακτικών. Η Κραυγή (Skrik, 1893) του Νορβηγού Έντβαρντ Μουνκ (Edvard Munch 1863-1944) είναι το πιο γνωστό εικαστικό παράδειγμα εξπρεσιονιστικής τέχνης. Το ποίημα Κινούμενη άμμος της Γεωργίας Μακρογιώργου παρουσιάζει εξπρεσιονιστικά χαρακτηριστικά. Σε αυτό, με όρους κινηματογραφικούς καταγράφεται ο ρόλος της γυναίκας από την αρχαιότητα έως σήμερα.

ΚΙΝΟΥΜΕΝΗ ΑΜΜΟΣ

Σε κάποια σπίτια παλιά ταινία προβάλλεται με πρωταγωνίστρια Ελένη, Κλυταιμνήστρα, Μήδεια, κάτι τέτοιο. Έναρξη. Πουκάμισο φρεσκοπλυμένο σε γκρο πλαν εκτοξεύει χούφτα άμμου που φωλιάζει στην κουζίνα, εισχωρεί σε μύτη, μάτια, δυναμώνει, ξηλώνει κέντημα πουλιού, φωτογραφίες ξεθωριάζει. Επιβάλλεται. Λόγια κλειδώνει. Αποσιωπά την κραυγή του Μουνκ.

Αλλαγή πλάνου. Φώτα. Κλάμα μωρού, μυρωδιά από γάλα, τα πρώτα βήματα τα παιδικά. Ανοίγει η πόρτα. Η ηρωίδα σε ρόλο μάνας με ηλεκτρική σκούπα πασχίζει να μαζέψει την κινούμενη άμμο από το σπίτι. Η ταινία κόβεται πριν το τέλος. Οι θεατές φεύγουν αγανακτισμένοι με την έκβαση του ανεκπλήρωτου.

Η Γεωργία Μακρογιώργου συνθέτει επίσης το εικονιστικό ποίημα Στη θάλασσα, στο οποίο αναπαριστά το ρήμα βουλιάζω μέσα από την κατωφερή κλίμακα των στίχων.

ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Βλέπεις τη θάλασσα πέρα εκεί;
Θα χορέψω με τον ιππόκαμπο.
Σ’ ένα κοχύλι θα χωθώ ή μάλλον
στου γλάρου τα φτερά θ’ ανεβώ.
Βλέπεις τη θάλασσα πέρα εκεί;
Νομίζω ναι.
Πάμε μαζί.
Βουλιάζω.
Πιάσε το χέρι μου.
Πού είσαι;
Εδώ.
Σ’ έπιασα.
Κράτα με.
Μη φεύγεις.
Προσπαθώ.
Πού είσαι;
Βουλιάζω
κι εγώ.

Το ρεύμα του εικονισμού με ηγέτη τον Έζρα Πάουντ (Ezra Pound, 1885-1972) προσπάθησε να δημιουργήσει εικόνες άμεσες, συχνά αντιθετικές. Ενδιαφέρθηκε για τη συμπύκνωση και επηρεάστηκε από τα γιαπωνέζικα χαϊκού, κατεξοχήν βραχυλογική ποίηση. Η ποιήτρια ασπάζεται την τέχνη των χαϊκού.

ΧΑΪΚΟΥ ΗΛΙΟΛΟΥΣΤΟ

Ήλιος μπλεγμένος
στο κατάρτι μετράει
τις απουσίες

ΧΑΪΚΟΥ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ

Θαλασσογραμμές
ενώνουν καλοκαίρια
κι εξατμίζονται

Η Γεωργία Μακρογιώργου χρησιμοποιεί τις νεωτερικές τεχνικές. Στη συλλογή της Το φως όταν μεταφυτεύεται κυριαρχεί το αίσθημα της απογοήτευσης και της αβεβαιότητας. Το ποιητικό υποκείμενο παρουσιάζεται μελαγχολικό, θραυσματικό, με τάσεις φυγής. Διερευνά τις αντινομίες της ανθρώπινης ύπαρξης και στοχάζεται σε θέματα που αφορούν την καθημερινότητα, την ποίηση, τους πρόσφυγες. Δίνει συμβουλές για success story, διαβλέπει την περιορισμένη ορατότητα του ανθρώπου σε σχέση με το σύμπαν και εκθειάζει το μαζί. Παράλληλα, στηλιτεύει τον εθνικισμό, την ξενοφοβία και τάσσεται υπέρ του διεθνισμού.

Ο λιτός λόγος της Γεωργίας Μακρογιώργου, συνδυασμένος με την εικονοποιία και τον λυρισμό, κατασκευάζουν μια αμήχανη πραγματικότητα, ένα αγωνιώδες συναίσθημα, που αντικατοπτρίζει τον μετέωρο άνθρωπο του καιρού μας. Όμως το φως υπάρχει. Είναι εκεί και μεταφυτεύεται είτε ως μεταφορά πολιτισμικών στοιχείων, είτε ως ιδέες που γεμίζουν το κενό.

ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΜΕΤΑΦΥΤΕΥΣΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑΣ

Χαϊδεύεις τα πέταλα,
ποτίζεις με γλυκόλογα,
φροντίζεις να τη λούζει φως.
Πριν αρχίσει ν’ ασφυκτιά σ
την πλαστική γλάστρα,
τη μεταφυτεύεις την κατάλληλη εποχή
σε ύψωμα, κατά προτίμηση
με θέα θάλασσα,
ώστε οι ρίζες
ν’ αγγίξουν τους βυθούς σου
και αυτή να βλέπει ηλιοβασιλέματα.
Ποτέ μην την αρπάξεις από τον μίσχο
γιατί θα ματώσεις
και τότε ο πλούτος του βυθού σου
θα μείνει ανεξερεύνητος.

.

ΑΘΗΝΑ Ν. ΜΑΛΑΠΑΝΗ

FRACTAL 25/3/2020

Μια ποιητική συλλογή με ποικίλα μηνύματα

Η ποιητική αυτή συλλογή αποτελεί ένα δείγμα μιας εξαιρετικά ταλαντούχος ποιήτριας που κάνει την εμφάνισή της στα νεοελληνικά γράμματα μέσα από τον καινοτόμο εκδοτικό οίκο, Βακχικόν. Πρόκειται για ένα σύνολο ποιημάτων που μεταλαμπαδεύουν πολλά και ποικίλα μηνύματα, τόσο ατομικά όσο και συλλογικά, για τον σύγχρονο άνθρωπο και τη σημερινή κοινωνία.

Η γλώσσα της ποιήτριας είναι μεστή και καλοδουλεμένη, λειασμένη θα λέγαμε, καθώς καταφέρνει χωρίς βερμπαλισμό να μεταφέρει βαθιά μηνύματα και συναισθήματα. Ειδικά τα ποιήματα χαϊκού της συλλογής της, αποδεικνύουν το ταλέντο της να μεταχειρίζεται άρτια τον λόγο. Μερικά από τα κοινωνικά ζητήματα που θίγει μέσα από τα ποιήματά της είναι η ανάγκη για προστασία και αγάπη που όλοι οι άνθρωποι έχουν ανάγκη σε κάθε ηλικία (αν και κάποιες φορές μπορεί να είναι και απατηλή, όπως δηλώνεται μέσα από το ποίημα, Ψευδαίσθηση), η νοσταλγία και η ανάμνηση για όσα χάσαμε ή δεν τολμάμε να ζήσουμε (ξανά), όπως μαρτυρείται στο ποίημα Ίσως σου πάει, η ανυπακοή και η καταπάτηση των στερεοτύπων (Έξω από τα παραμύθια, Κόκκινο πανί), τα όνειρα, ο έρωτας (Ζευγαρωμένες μοναξιές πυρπολούνται στη θάλασσά μου το ηλιοβασίλεμα, όπως διαβάζουμε στο ποίημα Θεσσαλονίκη), η ισορροπία σε όσα επιλέγουμε και ζούμε (Tips Success Story), ο ρόλος της τύχης (Το τριαντάφυλλο σημάδι), ο ρατσισμός και ο εθνικισμός (Παράφωνα συναισθήματα), η αισιοδοξία (Οδηγίες για τη μεταφύτευση τριανταφυλλιάς, Πομπή).

Η ποικιλία αυτών των μηνυμάτων που μπορούν να προβληματίσουν και να αγγίξουν την ευαισθησία κάθε σύγχρονου αναγνώστη, σε συνδυασμό με τις όμορφες εικόνες του βιβλίου, αποτελούν δύο -από τους πολλούς- λόγους για να διαβάσετε αυτήν τη συλλογή! Διαβάστε την!

.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΒΟΥΖΗΣ

“Η Αυγή” 6/6/2020

Το νόημα του έργου

Η πομπή ξεκίνησε από την ακτή / με κατεύθυνση τον ήλιο. / Το νεκρό κορμί παιδιού / ακολούθησαν / σωσίβια που σχημάτιζαν το σήμα της ειρήνης, / ανοιχτά πορτοπαράθυρα, / ποιήματα, τραγούδια, δάκρυα, ζωγραφιές, / ναΐφ εκπρόσωποι των τεχνών / με πολυεργαλεία που γκρεμίζουν τείχη, / οι κατατρεγμένοι και οι ευαίσθητοι των χωρών / και τα πονεμένα ζωντανά της φύσης. / Νεράιδες και ακτιβιστές, / οικολόγοι, ανθρωπιστές, / η επίγνωση και η ενσυναίσθηση αγκαζέ. / Μπροστά-μπροστά, / η αλληλεγγύη μ’ ανοιχτή αγκαλιά. // Ο φωτογράφος / που απαθανάτιζε το γεγονός / άρχισε ν’ απογειώνεται. («Πομπή»)

Η «Πομπή» κινείται επάνω σε δύο ευθείες. Η πρώτη εκτείνεται από την ακτή προς την ανατολή. Η δεύτερη από κάτω προς το ύψος. Πρόκειται, όπως δείχνει και η αναφορά στα σωσίβια, για την κηδεία ενός πνιγμένου προσφυγόπουλου. Το ποίημα διαστρωματώνεται σε δύο επίσης επίπεδα, ένα ρεαλιστικό και ένα ονειρικό, με το δεύτερο να εισχωρεί στο πρώτο και να επικρατεί. Η προηγούμενη διαπίστωση αποδεικνύεται με βάση το στοιχείο της διευρυνόμενης πληθυντικότητας, δηλαδή το γεγονός ότι στην πομπή προστίθεται ένας εκθετικά αυξανόμενος αριθμός αληθινών και φανταστικών συμμετεχόντων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται καλλιτέχνες, κατατρυχόμενες μειονότητες, βασανισμένα ζώα, παραμυθικές υπάρξεις, ακτιβιστές και αφηρημένες έννοιες. Η προχωρητική κίνηση του πλήθους εξασφαλίζει την ανοιχτότητα και την ευόδωση της προσδοκίας. Το ποίημα εκπέμπει το αίσιο μήνυμα μίας μεγεθυνόμενης ανθρωπιστικής συσπείρωσης. Ο ποιητής, ταυτισμένος εδώ με τον φωτογράφο, όταν απογειώνεται, απογειώνει το ίδιο το συμβάν το οποίο καταγράφει.

Η προσέγγιση των κειμένων ξεκινά, στην αρχαιότητα, με την Ερμηνευτική. Η συγκεκριμένη προσέγγιση διαμορφώνει την αντίληψη για τη διττή σημασία ενός έργου: για το κυριολεκτικό νόημά του, τον sensus litteralis, και το αλληγορικό του νόημα, τον sensus spiritualis, το οποίο χρειάζεται να αποκαλυφθεί, επειδή εκεί περιέχεται η αλήθεια. Τις βασικές συνέπειες της ερμηνευτικής μεθόδου αποτελούν, λοιπόν, η αναγωγή των κειμένων σε αλληγορίες, σε δίσημες, διεπίπεδες συνθέσεις, και η συνακόλουθη αναγωγή τους –αφού αντιμετωπίζονται ως φορείς της αλήθειας– σε σύμβολα εξουσίας. Αυτές οι συνέπειες διατηρούν την ισχύ τους, ώστε, ακόμη και στη σύγχρονη εποχή, συντελούν στη φαντασιακή θέσμιση της λογοτεχνίας, ιδιαίτερα της ποίησης.
Το φως όταν μεταφυτεύεται εμπίπτει στο πιο πάνω πλαίσιο, καθώς τα ποιήματα τα οποία περιλαμβάνει αναφέρονται σε δύο επίπεδα. Το ένα σχετίζεται με την πραγματικότητα ως συλλογικότητα: Εδώ η καθολίκευση γίνεται το κύριο χαρακτηριστικό της πραγμάτευσης. Εκδηλώνεται δηλαδή μία διάθεση απόλυτης συζυγίας με όσο το δυνατόν περισσότερα πρόσωπα και πράγματα. Στα μικρά δράματα της καθημερινότητας συναριθμούνται οι μεγάλες τραγωδίες της ζωής και διατυπώνεται με ένταση η μέριμνα για τους ευάλωτους και τους κατατρυχόμενους. Το άλλο, το αλληγορικό, επίπεδο συνιστά η ουτοπία, η οποία συγκροτείται χάρη στις μεταμορφωτικές ιδιότητες της αγάπης και της παιδικότητας. Το πιο σημαντικό όμως είναι το γεγονός ότι τα ποιήματα της Γεωργίας Μακρογιώργου απεκδύονται τον ρόλο των συμβόλων εξουσίας και αυτό συμβαίνει γιατί, αντί της επιλογής ενός υποβλητικού ύφους, το οποίο θα προκαλούσε την αναμονή για την αποκάλυψη κάποιου συγκλονιστικά αληθινού νοήματος, προτιμάται ένα μέσο, λυρικό, εξωστρεφές ύφος, για να περιγραφεί η τόσο αυτονόητη και τόσο σκόπιμα ανεφάρμοστη αλήθεια της απλής, ευτυχισμένης, συλλογικής ζωής.

.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΗΒΑΙΟΣ

“Athens Voice” 3/2/2020

Ο μυστικός κήπος

Η ποίηση ευλογεί τον αναγνώστη και όχι τον ποιητή, σημειώνει ο Ντέρεκ Γουόλκοτ. Και είναι αλήθεια, αφού τα ποιήματα της Γεωργίας Μακρογιώργου ζητούν το προσωπικό και το καταθέτουν σε στίχους μ΄ολοφάνερη την πληγή. Όσα η μετάφραση από το θυμικό ως το χαρτί λησμονήσει ή χάσει, όσα δεν πει η κραυγή τα συμπληρώνουν οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Φιλμ που τα καίει το χρώμα ωραίος και τρυφερός αγωγός του βιώματος, της παρατήρησης. Και στον ρυθμό, λέξεις καλά βαλμένες προκειμένου να σφραγίζεται ο κύκλος δίχως να μένει εκφορά ανείπωτη. Όλα φθάνουν από τον καιρό μετά τα ποιήματα, η ατμόσφαιρα παραμένει και τα ποιήματα της Μακρογιώργου κάτι αναδεύουν στις στάχτες εντός μας.

Οι εκδόσεις Βακχικόν παρουσιάζουν κατά καιρούς ποιητικές συλλογές νέων και πρωτοεμφανιζόμενων δημιουργών που άλλοτε ξεχωρίζουν για την εικονοπλαστική τους δεινότητα και άλλοτε με τα απλούστερα συστατικά σηματοδοτούν την διάδοση ενός λόγου κρυπτικού που όμως στοχεύει στην επικοινωνία. Η Γεωργία Μακρογιώργου και τα ποιήματά της αθροίζονται στην ποιοτική επιλογή εργασιών που πραγματοποιείται από τις εκδόσεις Βακχικόν και άλλους νέους, εκδοτικούς οίκους που γέννησε η περίοδος της κρίσης. Το φως όταν Μεταφυτεύεται, ο τίτλος της πρώτης, ποιητικής συλλογής της Γεωργίας Μακρογιώργου που ήδη έχει εμφανιστεί στα ελληνικά γράμματα με το μυθιστόρημά της Τύχη στα Τείχη.

Ο καθορισμός των ορίων που πραγματοποιείται στην αφετηρία των ποιημάτων της περιέχει όλους τους ορίζοντες, η έκτασή τους αγγίζει ολόκληρο τον ορατό και τον αόρατο κόσμο. Χρόνια πριν, κάποιος μίλησε για ένα παράθυρο μες στην σκιά που ανοίγει και χάνεσαι. Η ποιήτρια σε αυτόν τον κόσμο εισέρχεται ευλαβική, με μέτρο και οικονομία, γυρεύοντας το βάδισμά της σε αυτές τις τόσο απέραντες εκτάσεις. Όσα προφυλάχτηκαν από τον χρόνο, πράξεις, γεγονότα, πρόσωπα, έρωτες, μυστήρια, τώρα επανέρχονται με άλλο ρούχο, άγρια με μια σιωπή που πάντα ακολουθεί στους στίχους της κυρίας Μακρογιώργου. Δεν είναι από σύνεση φτιαγμένος ετούτος ο κόσμος, όμως τα δομικά υλικά του, όσα αποκαλύπτουν την ομορφιά του, είναι χρώματα, βλέμματα, φωνές, στιγμές. Ο ίδιος φωτογράφος που συλλαμβάνει την έκπληξη σε μια αφάνταστη επαρχία, το ίδιο θαυμαστικό γεννά το ωραίο ρίσκο της γλώσσας όταν κάνει λόγο για λογικούς που πετρώνουν. Εκπυρσοκροτήσεις την κρισιμότερη ώρα, σπασμένα γυαλιά στα πρόσωπά μας, σκιάχτρα που χορεύουνε και το τσίρκο ή μόνον η μνήμη των ματιών που γαλούχησε ο Γιώργος Χειμωνάς.

Η Γεωργία Μακρογιώργου σβήνει με τα ποιήματά της, αργά νωχελικά, με την φυσική κόπωση των ανθρώπων με πολύ πάθος, που πίνουν και μεθούν και εξοργίζονται. Φθάνει στην ωραία, θερινή ανάμνηση. Όσα ο φακός και τα ποιήματά δεν θα κατορθώσουν ποτέ, συλλαμβάνει ο λαμπρός διάδρομος στο πέλαγο. Στον τόπο μας, μικρή πατρίδα και θέατρο ευρύτερο του παραμυθιού που θέλει Φως όταν Μεταμφυτεύεται, η ποιήτρια αποκαλύπτεται με το δέρας ενός αργοναύτη, με την τόλμη που χρειάζεται κάποιος για να φθάσει εκεί που άλλοι αδυνατούν.

Τα σκαλοπάτια μας μικρά, όπως το είπε ο ποιητής. Όμως καμιά φορά, μερικοί από εμάς, με την φαντασία τους ακέραια, εργάζονται πυρετωδώς στα ροδάνια, να μετρούν τους χτύπους λέξη προς λέξη, παύση προς παύση. Διαθέτουν καθαρότερο αίσθημα, πετυχαίνοντας την αγωνία ή την καλοσύνη μιας παρατήρησης. Κρατούν αδέσμευτες φόρμες, κυρίως από μια προδιάθεση ελευθερίας που μόνον στην ποίηση μπορούν και πετυχαίνουν. Ποιήτριες και ποιητές, όπως η Γεωργία Μακρογιώργου και η συλλογή της Το φως όταν Μεταμφυτεύεται που συστήνεται στο ελληνικό κοινό μέσα από τις εκδόσεις Βακχικόν. Την ευχαριστούμε από καρδιάς για τον μυστικό της κήπο, για την καλοσύνη της, που την μοιράζεται όπως ακριβώς το είπε ο Τάσος Λειβαδίτης.

«Πηγή: https://www.athensvoice.gr/culture/book/618284_o-mystikos-kipos»

.

ΠΙΚΡΑΛΙΔΕΣ  (2020)

ΚΑΤΕΡΙΝΑ Ι. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

CULTUREBOOK.GR 21/5/2021

«Το καλοκαίρι του 2017 προσκλήσεις για το ετήσιο μνημόσυνο στάλθηκαν μέσω messenger, από το λογαριασμό της νεκρής Ηλιάνας, σε επτά πρόσωπα. Παρέλαβαν τις προσκλήσεις κατά αλφαβητική σειρά οι: Αυγή, Βασιλεία, Γαλήνη, Δώρα, Ελένη, Ζωή και ο Παύλος .Οι προσκλήσεις περιείχαν τη φωτογραφία μιας πικραλίδας.»
Η Γεωργία Μακρογιώργου μ’ ένα έξυπνο εύρημα ξετυλίγει το κουβάρι της αφήγησης από χαρακτήρα σε χαρακτήρα, εξ αφορμής ενός ξαφνικού και αδόκιμου θανάτου, ενός ψηφιακού μηνύματος το οποίο αναφέρεται σ’ ένα μνημόσυνο, όπου θα συναντηθούν όλοι οι χαρακτήρες της. Ο λόγος της ρεαλιστικός, εναλλάσσεται μεταξύ τριτοπρόσωπης και πρωτοπρόσωπης αφήγησης, ενώ το ύφος της μιμείται συχνά την προφορικότητα των χαρακτήρα της, […] «Η κόρη μου σαν την Ηλιάνα μοιάζει στα ταλέντα, αλλά ο προσανατολισμός της είναι αντίθετος.», θα παραδεχτεί η Βασιλεία.
Έντεκα ενότητες, εφτά χαρακτήρες, έξι γυναίκες κι ένας άνδρας και ο κυρίαρχος γυναικείος λόγος παρών σε κάθε λέξη. Η νέα συλλογή της Γεωργίας Μακρογιώργου τραγωδεί, σε μια συνέχεια του προηγούμενου βιβλίου της παραδίδοντας τη σκυτάλη της αφήγησης σε έντεκα νέα κείμενα, εσωτερικής εστίασης, διαπλέκοντας μυθοπλαστικά ένα «βιογραφικό» αφήγημα. Με όχημα, συχνά, την ανάδρομη αφήγηση οι σκέψεις έξι γυναικών του σήμερα, παλεύουν να περιγράψουν ρεαλιστικά τα κοινωνικά στερεότυπα, όπως αυτά διαμορφώνονται ζυμωμένα με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Ωστόσο, στην αφήγηση της Μακρογιώργου εμπλέκονται και ψήγματα ενός αδιόρατου μαγικού ρεαλισμού, καθώς στις λέξεις της συγγραφέως απαντάται και το ονειρικό, […] «Μετά βρεθήκαμε να πετάμε πάνω από ένα λιβάδι… […] Τότε έσκυψε κι έκοψε ένα φυτό «κλέφτη». Το φύσηξε με δύναμη κι έκανε ευχή. Το βουητό καταλάγιασε κι ήθελα να προστατευτώ,… […] Τότε το κεφάλι μου γύρισε σαν το κεφάλι του «Εξορκιστή» και μετά αυτή εξαφανίστηκε.[…] Ούτε κάμπος ούτε βουνό. Κάτι ενδιάμεσο. «Στο ενδιάμεσο ζω» άκουσα τη φωνή», θα περιγράψει στο πρώτο κεφάλαιο με τίτλο «Υψοφοβίες».
Ο λόγος της συχνά ασθμαίνων, περιγραφικός, με έντονη την αίσθηση του χιούμορ και του αυτοσαρκασμού, ηχεί στο σήμερα. Το διακείμενο διεκδικεί συχνά το δικό του μερίδιο στις σελίδες της Μακρογιώργου, καθώς το ίδιο το μοτίβο της πικραλίδας, το οποίο επαναλαμβάνεται συχνά σε όλο το σώμα του βιβλίου και αποτελεί και το κύριο σημαινόμενο, συνδέεται με τον φιλόσοφο Claude Levi Strauss και τη γένεση του Δομισμού – Στρουκτουραλισμού, αφού το “dandelion” ή «ταραξάκο», ή «κλέφτη» και η άψογη συμμετρία του, έγιναν η αιτία να αναλογιστεί την οργάνωση του λόγου αλλά και τις αιτιακές σχέσεις που τον ορίζουν. […] «Το “dandelion”, λοιπόν, ή «ταραξάκο» ή «αγριοράδικο» ή «δόντι του λιονταριού», ενέπνευσε τον Γάλλο ανθρωπολόγο και φιλόσοφο, Claude Levi Strauss στο να συλλάβει την ιδέα του Δομισμού ή Στρουκτουραλισμού…». Μα οι αναγνώσεις της συγγραφέως υπηρετούν και έμμεσα το διακείμενο, καθώς παραπέμπουν σε κείμενα του Ταχτσή, της Έλλης Αλεξίου, της Γαλάτειας Καζαντζάκη, όπου οι ζωές ανθρώπων αναδιπλώνονται ρεαλιστικά.
Στις σελίδες της Μακρογιώργου ζουν τρεις γενιές γυναικών όπου τα διακείμενα, διαμορφώνουν και διαμορφώνονται. Το Άλλο στις σελίδες της υφίσταται άλλοτε υπηρετώντας τα κοινωνικά στερεότυπα, άλλοτε ισάξια, και αρκετές φορές ως δεύτερη επιλογή. Πρώτα οι σπουδές και η καριέρα, […] «Πάρε κόρη μου τα ανεκπλήρωτα όνειρά μου δώρο και ζωντάνεψέ τα.» Εγώ θα σε κοιτώ και θα περιμένω.» Αυταπάτες.», θα εξομολογηθεί η Βασιλεία. Οι γυναίκες της Μακρογιώργου διδάσκονται από τα λάθη τους, αναγνωρίζουν τις δυνατότητες και τη δύναμη της φύσης τους μέσα από τη δύναμη των στερεοτύπων. Ωστόσο, μαθαίνουν και να τα αποδομούν, […] «Μακάρι να υπήρχαν παραμυθάκια αποφυγής λαθών. Μες στην αναμπουμπούλα, όταν αποφάσισα να χωρίσω, έκανα τα αδύνατα δυνατά να πάρω τα παιδιά μου με το μέρος μου. Τα ήθελα με το μέρος μου, να βγάλουμε τον «ψωριάρη» έξω. Και τα κατάφερα.», θα ομολογήσει η Ζωή ενώ προηγουμένως θα παραδεχθεί, […] «δεν της έμοιασα της μάνας μου. Για μένα το κέντρο του κόσμου τα παιδιά μου.» Το Άλλο πότε εχθρός και πότε φίλος υπηρετεί τα στερεότυπα με έναν τρόπο ρεαλιστικό.
Η Ζωή, η αδερφή της Ηλιάνας, λοιπόν συνδέει τα κομμάτια του ανθρώπινου ιστού που έχει στήσει η συγγραφέας, καθώς μέσα από τη δική της πρωτοπρόσωπη αφήγηση ξετυλίγει το πορτραίτο της Ηλιάνας. Σε κάθε πτυχή της προσωπικότητάς της κρύβεται το σποράκι της κάθε πικραλίδας, αλλά και οι αιτιάσεις, σε μια προσπάθεια να συνδέσει το πολύπλεγμα των ανθρώπινων σχέσεων, αλλά και της ίδιας της ζωής. Όνειρα, αναμνήσεις, καριέρες, οι ζωές που δεν έζησαν έχουν συμβολικά τη γεύση της πικραλίδας και αντλούν σπουδαία επιχειρήματα από το υπερκείμενο. Στις λέξεις της Μακρογιώργου κατοικούν συχνά θυμοσοφίες, όπως αυτές κληροδοτήθηκαν από την αμέσως προηγούμενη γενιά και συγκατοικούν με τον σημερινό λόγο, […] «Μη φυσάς τους κλέφτες. θα μπουν στ’ αυτιά σαν τις δοσίλογοι, τις διαβόλοι.», μέσω του οποίου οι γυναίκες της φρέσκες, σημερινές, δεν καταδέχονται να κληροδοτήσουν στην επόμενη γενιά ό,τι τις πλήγωσε.
Η πολυσύνθετη προσωπικότητα της Ηλιάνας μετατρέπεται ευφυώς σε καμβά όπου κάθε σποράκι θα κεντήσει μια νέα πικραλίδα για να καταλήξει στο alter ego της, την Πολυξένη […] «Είναι κι αυτή ένα σποράκι από αυτές τις πικραλίδες». Τα μέσα μαζικής δικτύωσης, το Facebook, η πρόσφατη οικονομική κρίση, η μουσική, τα κοινωνικά ιατρεία, οι άστεγοι, οι σχέσεις, η καθημερινότητα, οι ζωές που δοκιμάζονται καθημερινά, θα συναντηθούν στις αφηγήσεις των χαρακτήρων της με τα γλυκά, τα τρίγωνα Πανοράματος, τα τσουρέκια Τερκενλή, το καζάν ντιπί από τον Χατζή.
Κάπως έτσι θα συναντηθούν οι ζωές των ανθρώπων της Μακρογιώργου και στο «Μνημόσυνο», όπου […] «Στήθηκαν και βγήκαν φωτογραφίες με κινητό. Παρατάχτηκαν με αλφαβητική σειρά, από τ’ αριστερά προς τα δεξιά, σαν ένας στίχος με έξι λέξεις κι ο Παύλος στην άκρη, σημείο στίξης. […] «Περισσότερο έμοιαζε με θαυμαστικό», κι ο Παύλος θα τις ενώσει σ’ έναν ζωγραφικό πίνακα. Επτά γυναίκες, ένας άνδρας, ένα ψηφιακό μήνυμα, το ημερολόγιο της Ηλιάνας, ένας εφηβικός ανεκπλήρωτος έρωτας, ένα τέλος και μια αρχή. Ο Παύλος και η Αυγή, τα αντίτυπα της πρώτης ποιητικής της συλλογής της Δώρας, η Βασιλεία, με σπασμένο πόδι της από το τάγκο, η Ζωή, και τα αγαπημένα αντικείμενα της Ηλιάνας, η Ελένη, και το ημερολόγιο της Ηλιάνας.
Η Μακρογιώργου δεν επιτρέπει στον ρεαλισμό να αλλοιώσει την ελπίδα για ένα καλύτερο κόσμο. Έναν κόσμο όπου η αγάπη νικά και ζουν αυτοί καλά κι όλοι καλύτερα. Το παραμύθι που αναζητά η Ζωή στην αφήγησή της τελειώνει με την ελπίδα ότι η αγάπη δεν πεθαίνει καθώς οι σπόροι της πικραλίδας ανθίζουν. Η Δώρα ένα από τα σποράκια της πικραλίδας «γράφει» τον «Επίλογο» με ένα ακόμα μήνυμα, […] «…από αγκάθι βγαίνει ρόδο και το ρόδο έστειλε ένα απόσπασμα από τη Σονάτα του Σεληνόφωτος του Ρίτσου: σωριάζομαι και βλέπω τις φυσαλίδες απ’ την ανάσα μου ν’ ανεβαίνουν, και προσπαθώ να διασκεδάσω κοιτάζοντάς τες κι αναρωτιέμαι τι θα λέει αν κάποιος βρίσκεται από πάνω και βλέπει αυτές τις φυσαλίδες, τάχα πως πνίγεται κάποιος ή πως ένας δύτης ανιχνεύει τους βυθούς;»
Κι ο άνεμος παρασέρνει το βλέμμα της Ελένης και βλέπει τα σποράκια να «…πολλαπλασιάζονται», […] «Πέρα εκεί, προς το Σέιχ Σου, στο Βέρμιο, στο Stonehedge, στα Κερδύλλια, σε παραλία της Χαλκιδικής στις όχθες μιας λίμνης, στο ρέμα. Το καθένα με τη δική του προσωπικότητα. […] Τόσο απλά και δεδομένα, αλλά όλα μαζί τόσο εναρμονισμένα.

.

ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ

VAKXIKON.GR ΜΑΙΟΣ 2021
Το νέο πεζογράφημα της Γεωργίας Μακρογιώργου (Πικραλίδες, Παράξενες Μέρες, Ρέθυμνο 2020), δεύτερο κατά σειρά μετά το μυθιστόρημά της Τύχη στα τείχη, που κυκλοφόρησε το 2017, παρουσιάζει ιδιαίτερο ειδολογικό ενδιαφέρον, καθώς προβληματίζει σχετικά με την κατάταξή του σε ένα συγκεκριμένο αφηγηματικό είδος, στο μέτρο και στο βαθμό που, ενώ παρουσιάζει στοιχεία και χαρακτηριστικά εγγενή του μυθιστορήματος, θα μπορούσε ταυτόχρονα να διαβαστεί ως μία συλλογή διηγημάτων με κοινό θεματολογικό και αφηγηματικό προσανατολισμό. Η διττή αυτή κατεύθυνση και προοπτική μπορεί να συνδυαστεί και να εκβάλει σε αυτό που θα όριζε κανείς ως σπονδυλωτό μυθιστόρημα, ως ένα εκτεταμένο, δηλαδή, αφήγημα που πλέκεται γύρω από μία πυρηνική ιστορία η οποία παρουσιάζεται σε «δόσεις», σε διαχωρισμένες και διακριτές μεταξύ τους διηγήσεις που, από τη μία πλευρά, διακρίνονται για την αυτοτέλειά τους, και από την άλλη, αναπτύσσουν σχέσεις εξάρτησης με τις προηγούμενες και τις επόμενες, συναποτελώντας και συνθέτοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, μία συνέχεια και μία αλληλουχία.

Κοινή, σε όλες αυτές τις επιμέρους αφηγήσεις, είναι η αφόρμηση και η αφορμή. Πρόκειται για έναν θάνατο ξαφνικό και απροσδόκητο, τον θάνατο της Ηλιάνας, με την οποία συνδέονταν στενά οι λοιπές ηρωίδες του βιβλίου, καθεμία από τις οποίες αναλαμβάνει και τον δικό της αφηγηματικό ρόλο, το δικό της μερίδιο στην ιστορία, και ένας ήρωας, ο Παύλος. Το γεγονός αυτό, λοιπόν, άκρως καταλυτικό για όλα τα πρόσωπα του βιβλίου, αποτελεί το σημείο εκκίνησης για να ξετυλίξει καθένας τους την προσωπική του ιστορία τόσο σε σχέση με το πρόσωπο της Ηλιάνας, όσο και σε σχέση με τα άλλα πρόσωπα του βιβλίου ή και εκτός αυτού. Οι αφηγήσεις αυτές πλέκουν και τεχνουργούν ουσιαστικά την πορεία της ζωής καθενός από τους ήρωες, από το μακρινό παρελθόν μέχρι το παρόν της συγγραφής, μια πορεία που έχει συμπυκνωθεί και αποδίδεται στους βασικούς της σταθμούς. Στο σημείο αυτό αναδεικνύεται και η αφηγηματική ικανότητα της Μακρογιώργου. Γιατί η συγγραφέας κατορθώνει να επιτύχει τη μέγιστη δυνατή ισορροπία ανάμεσα στην αναπαράσταση, νοούμενη ως απόδοση των βασικών πτυχών, στοιχείων, γεγονότων της πραγματικότητας κάθε ήρωα, και στην απόδοσή της, όπως νοείται η λεκτική της αποτύπωση.

Ο αφηγηματικός λόγος της συγγραφέως είναι ζεστός. Η ζεστασιά του αυτή απορρέει από τον ιδιαίτερο τρόπο της να προσεγγίζει τους ήρωές της και να σκηνοθετεί την εξομολόγησή τους. Διότι περί εξομολόγησης πρόκειται. Καθένα από τα πρόσωπα του βιβλίου προσέρχεται στην αφήγηση συγκλονισμένο από το θάνατο της Ηλιάνας και αποφασισμένο να μιλήσει για όλα όσα οριοθετούν τον περιβάλλοντα χωροχρόνο του, αλλά και όλα όσα το στοιχειώνουν. Από αυτήν την άποψη, μπορεί κανείς κάλλιστα να φανταστεί ότι οι διηγήσεις αυτές προσιδιάζουν σε κείμενα απολογητικά, κείμενα απολογισμού ζωής, σε αυτό που θα όριζε κανείς ως «βίους ανθρώπων», κατ’ αναλογία και αντιστοιχία με τους βίους αγίων. Είναι τέτοια, μάλιστα, η αντιστοιχία αυτή που υπηρετείται και αναδεικνύεται περίτρανα από το γεγονός ότι οι ζωές των γυναικών αυτών, οι οποίες αποτελούν και την πλειοψηφία των ηρωίδων του βιβλίου, σφραγίζονται ανεξίτηλα από τον πόνο, τη δυστυχία, τη ματαίωση, την απογοήτευση. Μέσα από τις αφηγήσεις τους αναδύεται και αναβλύζει κατά τρόπο σχεδόν αβίαστο και φυσικό το πάθος μιας ζωής που δεν εκπληρώθηκε, των ονείρων που δεν έγιναν πραγματικότητα, των σχεδίων που έμειναν μόνο σκέψεις. Δεν είναι τυχαίο που η πλειοψηφία είναι γυναίκες. Η επιλογή αυτή καθρεφτίζει και καταδεικνύει τη μέριμνα της Μακρογιώργου για τον τρόπο με τον οποίο η παλαιότερη και η σύγχρονη κοινωνία προσδιόρισαν το ρόλο της γυναίκας και οριοθέτησαν το πλαίσιο της δράσης και της συμπεριφοράς της. Ο κοινωνιολογικός αυτός προβληματισμός και προσανατολισμός του βιβλίου, βέβαια, δεν περνάει σε πρώτο πλάνο. Αντίθετα, χωνεύεται πολύ επιδέξια στην αφήγηση έτσι ώστε να μοιάζει στενά, απόλυτα συνυφασμένος με τις προσωπικές ιστορίες και τα περιστατικά που τις συγκροτούν και τις συνθέτουν.

Η όλη αφήγηση, άλλωστε, έχει σαν σταθερό σημείο αναφοράς την λογοτεχνία και τη λογοτεχνικότητα όχι μόνο ως μέσο και τρόπο μετουσίωσης του υλικού της πραγματικότητας σε τέχνη, αλλά και ως μέσο και τρόπο ύπαρξης και εξεικόνισης των ανθρωπίνων μέσα από την τέχνη και την τεχνική του λόγου. Η μετουσίωση και η μεταστοιχείωση αυτή λειτουργεί και διαφαίνεται από την αρχή του βιβλίου, στο τέλος όμως κορυφώνεται και αναδύεται ξεκάθαρα με την μετατροπή της προσωπικής ιστορίας σε λογοτέχνημα, όπου τα γεγονότα της πραγματικότητας μπολιάζονται με τα αποκυήματα της φαντασίας για να εκβάλουν σε αυτό που είναι γνωστό ως μυθοπλασία. Πρόκειται δηλαδή για κάτι ανάλογο ενός εκκρεμούς που εκκινεί από την ζωή για να καταλήξει στην τέχνη και το αντίστροφο. Μέσα από αυτή τη διαδικασία ο αναγνώστης εμπλέκεται και καθοδηγείται σε μία κατανόηση του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί η λογοτεχνία, νοούμενη όχι ως αντιγραφή, αλλά ως αναπαραγωγή της πραγματικότητας με απώτερο στόχο να προξενήσει αισθητική απόλαυση μέσα από το αντίκρισμα του κακού, του απεχθούς, του βίαιου ή του βάναυσου που οδηγεί στον περίφημο αριστοτελικό έλεο και φόβο και, κατ’ επέκταση, στην κάθαρση, τη λύτρωση, την αποσυμφόρηση. Η λογοτεχνία, δηλαδή, του ρεαλιστικού ή ακόμα και του νατουραλιστικού οφείλει τη λειτουργικότητα και τη δραστικότητά της ακριβώς σε αυτό, στο γεγονός δηλαδή ότι εκθέτει την άσχημη πλευρά της ζωής ακριβώς για να μπορέσει να την αναστρέψει.

Το αφήγημα της Μακρογιώργου είναι ρεαλιστικό στο μέτρο και στο βαθμό που πείθει για την αλήθεια των προσώπων και των περιστατικών που συγκροτούν τον βασικό κορμό της ιστορίας. Δίνει δηλαδή την εντύπωση του πραγματικού χωρίς όμως ποτέ να απεκδυθεί την λογοτεχνικότητα του, την πλαστότητα και την πλαστοπροσωπία των πρωταγωνιστών του. Με τους τελευταίους να αποτελούν την πεμπτουσία της αφήγησης πλάθεται ουσιαστικά ένα μυθιστόρημα χαρακτήρων ή, καλύτερα, τύπων, γυναικείων κατά βάση, καθεμιά από τις οποίες αντιστοιχεί και σε ένα πρότυπο ή τρόπο ζωής και κοσμοαντίληψης. Όλες όμως οι γυναικείες αυτές μορφές συνέχονται από την μοίρα και το πεπρωμένο των επιλογών τους. Η τελευταία αυτή φράση, με το οξύμωρο που περιέχει, μιας και η έννοια του προδιαγεγραμμένου και του αυτοπροσδιορισμού είναι εκ διαμέτρου αντίθετες, σχηματοποιεί και εικονίζει – σε μια τολμηρή ίσως σύλληψη, οπωσδήποτε όμως ενδιαφέρουσα και ελκυστική – τη συνύπαρξη και τη συλλειτουργία της ίδιας της ζωής, ως μιας πορείας που διαγράφεται με τους δικούς της νόμους, και της τέχνης, εν προκειμένω της λογοτεχνίας, που έχει τη δύναμη και τη δυναμική να αποτελέσει μια παράπλευρη πραγματικότητα που γεννιέται και πραγματώνεται από τον καλλιτέχνη.

.

ΜΙΧΑΛΗΣ Ζ. ΠΙΤΕΝΗΣ

PERIOU.GR 27/3/2021

“Η ζωή μέσα από πολλαπλούς καθρέπτες”

Ο ξαφνικός και απρόσμενος θάνατος της Ηλιάνας αναμοχλεύει τις αναμνήσεις, ανοίγει την πόρτα στο παρελθόν. Τα υπόλοιπα μέλη της παιδικής παρέας των «υπέροχων επτά» κοριτσιών και το ένα και μοναδικό αγόρι βρίσκονται αντιμέτωπα με ό,τι ήθελαν να μην θυμούνται. «Η πραγματική μας πατρίδα είναι η παιδική μας ηλικία», έγραψε ο Αμερικάνος σημειολόγος Ρολάν Μπαρτ, και τα μέλη της παρέας ζουν ως απάτριδες σχεδόν όλη την ενήλικη ζωή τους, αρνούμενα να αποδεχτούν ό,τι πραγματικά συνέβη, φοβούμενα πως θα δυσκολευτούν, ή μπορεί και να μην τα καταφέρουν να το ξεπεράσουν. Να το νικήσουν.
«Ο άνθρωπος είναι το προϊόν των τραυμάτων της παιδικής ηλικίας» αποφάνθηκε ο πατέρας της ψυχανάλυσης Σίγκμουντ Φρόιντ και πάνω σ’ αυτή την διαπίστωση κινείται το μυθιστόρημα της Γεωργίας Μακρογιώργου «Πικραλίδες» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Παράξενες Μέρες. Οι ήρωες της, τα επτά κορίτσια που πλέον συναντάμε ως γυναίκες, το ένα αγόρι που συμπλήρωνε την παρέα που ανδρώθηκε πια και η ανιψιά της εκλιπούσης συνθέτουν έναν κύκλο ανθρώπων που τους συνδέουν οι «παλιές καλές μέρες», οι οποίες ωστόσο μόνο καλές δεν ήταν στην πραγματικότητα καθώς για τον καθέναν τους έκρυβαν κάτι σκοτεινό και δυσάρεστο. Έκρυβαν ένα «προϊόν» που σε σημαντικό βαθμό λειτούργησε διαλυτικά στη συνοχή και την συνέχεια της παρέας, αλλά το κυριότερο και το χειρότερο είναι πως καθόρισε σε σημαντικό βαθμό τις επιλογές όλων και τελικά προσδιόρισε τις ίδιες τους τις ζωές.
Αυτό το ταξίδι στην παιδική ηλικία και τις μνήμες της που επιχειρεί με συγγραφική επιτυχία η Μακρογιώργου συνθέτουν τα μέρη και τα γεγονότα που το σημάδεψαν. Η Θεσσαλονίκη, βασικός τόπος της δράσης, το δάσος του Σέϊχ Σου, ο Λευκός Πύργος, τα Κάστρα, ο μεγάλος και φονικός σεισμός του 1978 κ.α. Πάνω απ’ όλα όμως το συνθέτουν τα μικρά και τα μεγάλα όνειρα αυτών των παιδιών που είδαν και έπαθαν από τις αμαρτίες των ενήλικων, κάποιες απ’ τις οποίες τις υιοθέτησαν κάνοντας τες εν τέλει δικές τους, ως μη όφειλαν, με αποτέλεσμα να πληρώσουν αυτοί τις συνέπειες.
Παιδιά που στην εποχή της τρυφερότητας τους βρέθηκαν πολύ κοντά, το ένα δίπλα στο άλλο, σαν τα πέταλα ενός μίσχου μιας Πικραλίδας, και μόλις άρχισαν να ωριμάζουν, σκόρπισαν όπως οι ξεραμένοι πια σπόροι του φυτού που πετούν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα με το πρώτο δυνατό φύσημα του ανέμου.
Εύστοχος ο τρόπος με τον οποίο η συγγραφέας επιλέγει να αφηγηθεί τις ιστορίες όλων, πότε δίνοντας απευθείας τον λόγο στους πρωταγωνιστές, πότε παρεμβάλλοντας τις αναμνήσεις της θανούσας μέσα απ’ το ημερολόγιο της και πότε καταφεύγοντας στην τριτοπρόσωπη αφήγηση. Έτσι, το κείμενο πυκνό και καλογραμμένο, κυλάει απρόσκοπτα κρατώντας το ενδιαφέρον και την προσοχή του αναγνώστη, καθώς η Μακρογιώργου καταφέρνει να συνδέει την μία ιστορία με την άλλη, που αν και λειτουργούν ως ένα σημείο και αυτόνομα, τελικά η κάθε μια τους είναι ένα μέρος ενός μωσαϊκού, μιας μεγάλης εικόνας. Μιας εικόνας που σε κάνει να προβληματιστείς, να μελαγχολήσεις καθώς συναντάς πράγματα οικεία και γνωστά που αν δεν σε αφορούν άμεσα και προσωπικά κάπου, κάποτε τα έχεις δει ή ακούσει. Ωστόσο, υπάρχουν και σημεία όπου χαμογελάς αφού από το κείμενο δεν λείπει και το λεπτό χιούμορ, κάτι που η συγγραφέας το χρησιμοποιεί με πολύ μεγάλη ευαισθησία όταν αναφέρεται σε πράξεις και καταστάσεις που αφορούν άτομα μεγαλύτερης ηλικίας.
Κοντολογίς, η Γεωργία Μακρογιώργου με τις «Πικραλίδες» κατάφερε να μας προσφέρει ένα έργο που μπορεί να μας αφορά όλους καθώς μοιάζει και είναι βγαλμένο μέσα από την καθημερινότητα μας, που θυμίζει δικούς μας ανθρώπους και που μας βάζει, όπως τον ήρωα της τον Παύλο, να βλέπουμε τον εαυτό μας σε έναν ή περισσότερους καθρέπτες, που άλλοι δείχνουν την πραγματική μας εικόνα και άλλοι την παραμορφώνουν. Ή μπορεί και να είναι η πραγματική μας εικόνα που εμείς την βλέπουμε παραμορφωμένη, αποδίδοντας το φταίξιμο στον καθρέπτη.

.

ΕΛΕΝΗ ΛΟΠΠΑ

LITERATURE.GR 6/3/2021

Ένα είδος σκυταλοδρομίας

Το βιβλίο της Γεωργίας Μακρογιώργου, με τον παράξενο τίτλο και την εικόνα του εξωφύλλου, Πικραλίδες, είναι εξαιρετικά πολυσύνθετο, πολυπρισματικό και πολύ ενδιαφέρον και ως σύλληψη και ως σύνθεση και ως γραφή. Είναι στημένο σαν ένα θεατρικό έργο, όπου ο ένας ρόλος χτίζεται μέσα στον άλλο. Τα πρόσωπα θυμίζουν τις ρωσικές μπάμπουσκες, όπου η μία βγαίνει από την άλλη.

Όπως αναφέρεται στην εισαγωγή, έναν χρόνο μετά τον θάνατο της Ηλιάνας από τη σκαλωσιά του θεάτρου, για το ετήσιο μνημόσυνό της, στάλθηκαν μέσω messenger από τον λογαριασμό της προσκλήσεις σε επτά πρόσωπα. Έξι γυναίκες: Αυγή, Βασιλεία, Γαλήνη, Δώρα, Ελένη, Ζωή και έναν άνδρα, τον Παύλο. Οι προσκλήσεις είχαν τη φωτογραφία μιας πικραλίδας, που ήταν το σήμα κατατεθέν αυτής της παρέας από τα παιδικά τους χρόνια, αλλά και το σταθερό μοτίβο της αφήγησης.

Στο πρώτο κεφάλαιο, «Υψοφοβίες», κάποιο πρόσωπο που δεν κατονομάζεται, μάλλον θα πρόκειται για την ανιψιά της, Πολυξένη, το Alter ego της Ηλιάνας, μας δίνει τα πρώτα στοιχεία του χαρακτήρα και των ενδιαφερόντων της Ηλιάνας, από τα παιδικά της χρόνια ως το θάνατό της και μια προσήμανση για το τι πρόκειται να ακολουθήσει: «Κι αυτό που παίζουμε τώρα, σαν θεατρικό παιχνίδι είναι. Αυτή το ετοίμασε. Μοίρασε ρόλους κι έφυγε. Και είναι σαν από εκεί ψηλά να περιμένει την ανακοίνωση της παράστασης. Η πρεμιέρα θα είναι στο ετήσιο μνημόσυνό της. Στο μεταξύ αυτή θα πετάει στο ενδιάμεσο,σαν σε ελικόπτερο αθόρυβο, θα έχει ξεπεράσει την υψοφοβία της, θα λαμπυρίζει η θάλασσα από μακριά {…}Στο τραπέζι της κουζίνας φωτογραφίες λιβαδιών, με το φυτό «κλέφτη» ή dandelionη πικραλίδα. Και σημειώσεις-προσχέδια για τις προσκλήσεις. Για το ετήσιο μνημόσυνο στο χωριό. {…} Σαν να τη βλέπω να μειδιά από εκεί ψηλά, μιας και ο στόχος είναι κοντά. Μου κλείνει το μάτι. Συνωμοτικά». (σελ. 10, 11).

Τα κεφάλαια που ακολουθούν, έχουν ως τίτλο, τα ονόματα των φίλων της παρέας, κατά αλφαβητική σειρά. Μέσα από αυτά τα κεφάλαια, ο θάνατος της Ηλιάνας είναι ιδωμένος από επτά διαφορετικές οπτικές γωνίες. Ένας παντογνώστης αφηγητής παρακολουθεί τις ιστορίες τους, κάνοντας διαρκώς flash back στα παιδικά χρόνια που τους σημάδεψαν, στις γειτονιές της Τούμπας, στο Σέιχ Σου, στο Δημοτικό, στα χρόνια της δικτατορίας και των εξοριών και τον φόβο του χωροφύλακα, στα παιχνίδια τους στο ρέμα και στο δάσος, στην εποχή του σεισμού του ’78, και φτάνοντας στην ηλικία της ωριμότητας, γύρω στα πενήντα τους χρόνια. Ιστορίες πολυκύμαντες, με συγκλίσεις και αποκλίσεις, δραματικές συνήθως, αλλά και κάποιες με εντυπωσιακές ανατροπές, όπως στην πρώτη ιστορία, της Αυγής, που μετά την απιστία του άντρα της: «μια ωραία πρωία, πήρε μαύρες σακούλες σκουπιδιών κι έριξε μέσα γάμους, έρωτες, προικιά, σπουδές, σκούπες θαυματουργές. Ανθρώπους και χρόνο πεταμένο. Επιλογές. Επενδύσεις σε μετοχές που πάτωσαν. Έδεσε καλά τη σακούλα και την πέταξε στον κάδο. Όχι της ανακύκλωσης. Μαζί με τα σκουπίδια που πάνε στη χωματερή και καίγονται. Reset του υπολογιστή. Δουλειά, φιλίες, γειτονιά, χώρα. Κι έφυγε στην Αγγλία, γιατί ήξερε τη γλώσσα. Δούλεψε, όπου βρήκε» (σελ. 17).

Η μια αφήγηση εισχωρεί μέσα στην άλλη και προσημαίνει στοιχεία για την ιστορία του προσώπου που ακολουθεί. Ένα είδος σκυταλοδρομίας. Χρησιμοποιείται μια πληθώρα προσώπων στην αφήγηση. Συνήθως η ιστορία κάθε ατόμου παρουσιάζεται σε γ’ ενικό ή α’ πληθυντικό πρόσωπο, όταν γίνεται αναφορά στην ομάδα των φίλων, και σπανιότερα σε α’ ενικό, ενώ σε κάποια άλλα πρόσωπα εναλλάσσεται το γ’ με το β’ ενικό, ή το γ’ και το α’ ενικό, όταν το ίδιο το πρόσωπο αφηγείται τα γεγονότα π.χ. του σεισμού, ή σκέψεις προσωπικές σε ημερολόγια ή όταν μιλά σε συνέντευξη. Σε κάποιες αφηγήσεις υπάρχουν και διαλογικά μέρη, οι περισσότερες όμως μοιάζουν με δραματικούς εσωτερικούς μονολόγους.

Το στοιχείο του χιούμορ εμφανίζεται επίσης σποραδικά, ως πικρό όμως χιούμορ: «Πήρε το χάπι για τον θυρεοειδή. Χασιμότο. Πλάκα έχουν αυτές οι ονομασίες. Στα σαρανταπέντε την επισκέφτηκε ο Γιαπωνέζος φίλος Χασιμότο. Και κάποια στιγμή θα εμφανιστεί και ο Γερμανός Αλτσχάιμερ. Είναι σίγουρο.Ο Γιαπωνέζος είναι ανώδυνος, αλλά αυτός ο Γερμανός τρομαχτικός. Θυμίζει ναζί. Που λιώνει τη μνήμη και την κάνει σαπούνι» (σελ. 13).

Η ιστορία της ζωής και του χαρακτήρα κάθε προσώπου αποκαλύπτει ένα κομμάτι, ένα μόνο μερίδιο από την όλη ιστορία της παρέας και μόνο στο τέλος, όλα τα κομμάτια ενώνονται και συμπληρώνεται το παζλ, με τις τρομερές αποκαλύψεις και την κάθαρση. Σε μερικά σημεία όμως υπάρχουν προσημάνσεις που προμηνύουν τις δραματικές αποκαλύψεις, π.χ: «Η Ηλιάνα πέρσι ήταν αποφασισμένη να σου αποκαλύψει μια πλευρά. Το’ φερε από δω, το ‘φερε από κει, δε μίλησε. Κι εγώ που τη θεωρούσα δυναμική, σ’ αυτό λάκισε. Ίσως δεν ήθελε να σε πληγώσει. {…}Και δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα ήταν αν τολμούσε. Ίσως να ήταν καλύτερα. Ίσως να σε ανάγκαζε να ξεκλειδώσεις κι εσύ το δικό σου κουτί και να σ’ έκανε να ξαλαφρώσεις. Κι έτσι μαζί να δημιουργούσατε μια πιο ολιστική αντίληψη της δικής σας αλήθειας. Όμως σας κατέλαβε και τις δυο η ανησυχία και ο φόβος για σενάρια που ίσως ήταν ανεξέλεγκτα.{…} η ίδια η ψυχή σας έστησε τους φόβους σας, «ανεπαισθήτως» υψώσατε τείχη και μείνατε μέσα, κουφές και μουγκές» (σελ. 54).

Το ύφος και ο λόγος της αφήγησης είναι συνήθως μικροπερίοδος και κοφτός. Ωστόσο, υπάρχουν σημεία που η αφήγηση γίνεται πιο ονειρική, πιο περιγραφική, διανθίζεται με φιλοσοφικές σκέψεις και ρήσεις, αναπολήσεις ακόμη και θεωρίες οικολογικές (σελ. 83-84) ή πληροφορίες όπως, όταν αναφέρεται στο σταθερό μοτίβο του μυθιστορήματος, την πικραλίδα: «Το “dandelion”, λοιπόν, ή «ταραξάκο» ή «αγριοράδικο» ή «δόντι του λιονταριού», ενέπνευσε τον Γάλλο ανθρωπολόγο και φιλόσοφο, Claude Levi Strauss στο να συλλάβει την ιδέα του Δομισμού ή Στρουκτουραλισμού. Μια Κυριακή, το Μάη του 1940, ήταν ξαπλωμένος στο γρασίδι και κοιτούσε μια πικραλίδα. Ένιωσε ότι η φανταστική συμμετρία στη δομή αυτού του φυτού, δεν ήταν αποτέλεσμα εξέλιξης ανεξάρτητων αιτιών, αλλά ακολουθούσε ένα πρότυπο οργάνωσης» (σελ. 56). Η πικραλίδα εμφανίζεται και στην αρχή του βιβλίου, ως καλλιτεχνικό δημιούργημα, στην έκθεση φωτογραφίας της Αυγής, με τον τίτλο “Dandelion” (σελ. 21), αλλά και στο τέλος, στην έκθεση ζωγραφικής του Παύλου, με τίτλο: «Πικραλίδες και πυγολαμπίδες», «Θραύσματα των παιδικών χρόνων», όπως τις χαρακτηρίζει στην πολύ ωραία, εξομολογητική συνέντευξη που δίνει, με την ευκαιρία της έκθεσής του. Έτσι, τα δύο πρόσωπα του βιβλίου, η Αυγή και ο Παύλος, που από παιδί ήταν ερωτευμένος μαζί της, σμίγουν στο τέλος. Η πικραλίδα όμως υπάρχει διάσπαρτη σε πολλά σημεία του βιβλίου, όπως στην αφήγηση της Ζωής: «Σαν τις πικραλίδες είναι η οικογένειες. Ένας σπόρος να φύγει διαταράσσονται οι ισορροπίες», λέει για τον θάνατο της αδελφής της, της Ηλιάνας (σελ. 66).

Με ένα πολύ έξυπνο εύρημα, η Γεωργία Μακρογιώργου, παρουσιάζει συνοπτικά το μυθοπλαστικό αφήγημα της ζωή της, μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση της Ζωής, την οποία προσκάλεσε στην παρουσίαση του βιβλίου της, «Τύχη στα Τείχη» (σελ. 63). Όπως είναι φυσικό, η αφήγηση της Ζωής είναι η πιο εκτεταμένη (σελ.63-84), αφού μιλάει για την ανταγωνιστική σχέση της με τη μεγαλύτερη αδελφή της, την Ηλιάνα, την άπιστη μητέρα τους, τον θάνατο του κυρ-Λάμπρου, που γκρεμίστηκε από τις σκάλες του σπιτιού τους, το ημερολόγιο της Ηλιάνας και την πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξή της για το νέο θεατρικό έργο που ετοιμάζει, την αγάπη της για τις κόρες της και την αγωνία της για την αντικομφορμίστρια Πολυξένη, την αγαπημένη ανιψιά της Ηλιάνας, το Alter ego της: «Είναι κι αυτή ένα σποράκι από αυτές τις πικραλίδες» (σελ. 96). Η θεία μετέδωσε στην ανιψιά την αγάπη για το θέατρο και τελικά «έγιναν πανομοιότυπες». Μέσα και από αυτό το κεφάλαιο, το Alter ego, ολοκληρώνεται σχεδόν το πορτρέτο της πολυσύνθετης προσωπικότητας της Ηλιάνας. Το τελευταίο θεατρικό της έργο ανέλαβαν να το παρουσιάσουν στο ετήσιο μνημόσυνό της, η φιλόλογος Ελένη και η Πολυξένη, που έστειλε και τις προσκλήσεις στα μέλη της ομάδας.

Στο τελευταίο κεφάλαιο, «Μνημόσυνο», όπου έχουμε και τη λύση του δράματος, ήρθαν όλοι: Η Αυγή, με τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες των πικραλίδων, ο Παύλος, με τον πίνακα που απεικόνιζε επτά γυναίκες, «έτοιμες να πετάξουν», η Γαλήνη υπερβολική, όπως πάντα, με γλυκά, τρίγωνα Πανοράματος, τσουρέκια Τερκενλή, καζάν ντιπί από τον Χατζή, η Δώρα, με αντίτυπα της πρώτης ποιητικής της συλλογής, η Βασιλεία, με σπασμένο πόδι από το τάγκο, η Ζωή, που έστησε σε πάγκο τα αγαπημένα αντικείμενα της Ηλιάνας, η Ελένη, που έβαλε δίπλα το φυτολόγιο και το ημερολόγιο της Ηλιάνας. «Στήθηκαν και βγήκαν φωτογραφίες με κινητό. Παρατάχτηκαν με αλφαβητική σειρά, από τ’ αριστερά προς τα δεξιά, σαν ένας στίχος με έξι λέξεις κι ο Παύλος στην άκρη, σημείο στίξης. {…}Περισσότερο έμοιαζε με θαυμαστικό» (σελ.101). Όλα έμοιαζαν ειδυλλιακά, ως το σημείο που άρχισε να ξετυλίγεται η παράσταση, με μουσική υπόκρουση από το «Αμελί», τη «Σονάτα του σεληνόφωτος» του Μπετόβεν και ενδιάμεσα τραγούδια των Doors, και τους μονολόγους της Ελένης και της Ηλιάνας, σε κρεσέντο, που έφεραν την κάθαρση.

Στον «Επίλογο», Η Ελένη βρίσκεται το χειμώνα στο χωριό με τη γάτα της, τη Μαγδάλω, και βλέπει τις νιφάδες του χιονιού να χορεύουν, σαν τα σποράκια της πικραλίδας. «Το καθένα με τη δική του προσωπικότητα. Με επίγνωση της καταγωγής του. Τόσο απλά και δεδομένα, αλλά όλα μαζί τόσο εναρμονισμένα. Ολόκληρη η έννοια της ενότητας σε ένα τόσο δα φυτό. Με τους σπόρους να φεύγουν και να γυρνούν, να παίζουν, να γίνονται αντιληπτοί μόνο από τα παιδιά, μόνο από αυτούς που πιστεύουν στις νεράιδες» (σελ. 110).

Τα σποράκια της πικραλίδας του αξιόλογου αυτού βιβλίου, που θυμίζει αρχαία τραγωδία ή τον Ταχτσή, δεν είναι παρά οι ήρωές του, ο καθένας με τη δική του φωνή, τη δική του προσωπικότητα, με την πολυτάραχη ζωή του, «με επίγνωση της καταγωγής του. Αλλά και όλα μαζί τόσο εναρμονισμένα. Ολόκληρη η έννοια της ενότητας», σ’ αυτή την ομάδα των ανθρώπων.

.

ΦΩΤΕΙΝΗ ΧΡΗΣΤΙΔΟΥ

FRACTAL 19/1/2021

Η «συμμορία» με τις Πικραλίδες

‘’Είμαστε όμηροι των αναμνήσεών μας’’, Φρήντριχ Άνι

Αφετηρία στο πεζογράφημα της Γ. Μακρογιώργου με το συμβολικό τίτλο Πικραλίδες είναι ένα δυστύχημα που συμβαίνει κατά τη διάρκεια προετοιμασίας μιας παράστασης το Φθινόπωρο του 2016 στη Θεσσαλονίκη, με αποτέλεσμα το θάνατο από πτώση της Ηλιάνας, συγγραφέως θεατρικών έργων, σκηνοθέτιδας και ηθοποιού. Το καλοκαίρι του 2017 από το λογαριασμό της εκλιπούσης στο messenger αποστέλλονται προσκλήσεις σε επτά πρόσωπα για το ετήσιο μνημόσυνό της. Τις προσκλήσεις κοσμεί η φωτογραφία μιας πικραλίδας. Το μυστήριο που περιβάλλει τα μηνύματα συντηρείται και τελικά αποκαλύπτεται στα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου. Οι Πικραλίδες αφηγούνται μνήμες και βιώματα της πρώτης εφηβείας, των φοιτητικών χρόνων και της διαδρομής ως την ωριμότητα μιας συντροφιάς στη Θεσσαλονίκη που αποτελείται από τις ‘’Υπέροχες επτά’’ και ένα αγόρι. Η παρέα έγινε αχώριστη το καλοκαίρι του 78, όταν η πόλη και οι κάτοικοί της δοκιμάστηκαν με το μεγάλο σεισμό. Στη συνθήκη αυτή τα μέλη της συντροφιάς είχαν την ευκαιρία να συνδεθούν περισσότερο, να παίξουν και να ερωτευτούν στους ανοικτούς χώρους, όπου κατέφευγαν όλοι τότε για να προστατευτούν από την απειλή του Εγκέλαδου.

Η αφήγηση είναι κατά κύριο λόγο τριτοπρόσωπη. Η αφηγήτρια ωστόσο είναι δραματοποιημένη, συμμετέχει δηλαδή στα γεγονότα ως μέλος της συντροφιάς, όπως μαρτυρεί η σποραδική χρήση πρώτου προσώπου, όμως η ταυτότητά της δεν αποκαλύπτεται εξ αρχής. Η νεκρή Ηλιάνα αποτελεί πρόσωπο αναφοράς στο ξετύλιγμα της αφήγησης. Όχι μόνο επειδή με τον τραγικό, πρόωρο θάνατό της γίνεται η αιτία για να ξανασμίξει η συντροφιά, μετά από απομάκρυνση αρκετών ετών σε ορισμένες περιπτώσεις, αλλά και επειδή αναμοχλεύει, αναπόφευκτα, στα υπόλοιπα μέλη της συντροφιάς μνήμες, γίνεται η αφορμή για ένα ταξίδι νοσταλγικό στις εποχές του παιχνιδιού, των ιδεαλισμών και των ονείρων, αλλά και τραυματικό λόγω οδυνηρών βιωμάτων ή δραματικών μυστικών που έρχονται στο φως.

Μετά τη σύντομη Εισαγωγή που ενημερώνει τον αναγνώστη για το τραγικό συμβάν, προσδιορίζει τον τόπο, το χρόνο, ονομάζει τα πρόσωπα, υποβάλλει ατμόσφαιρα μυστηρίου, ακολουθεί το πρώτο κεφάλαιο με τίτλο Υψοφοβίες. Σ΄αυτό η αφηγήτρια παρουσιάζει το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας, την Ηλιάνα, που λάτρευε από μικρή το διάβασμα, το χωριό της γιαγιάς και τη θάλασσα, και αργότερα, ώριμη πια, αφιερώθηκε στο θέατρο. Με εσταντανέ από συναντήσεις, συζητήσεις, περιπάτους των δυο τους με φόντο κυρίως δύο εμβληματικά τοπόσημα της Θεσσαλονίκης, το Λευκό Πύργο και τον Πύργο του Τριγωνίου, όπου συνήθιζε να καταφεύγει η Ηλιάνα, προκειμένου να ξορκίσει την υψοφοβία της, ο αναγνώστης αρχίζει να συνθέτει τη μορφή και την προσωπικότητα της απούσας-παρούσας ηρωίδας, ‘’της γυναίκας που κινείται στο ενδιάμεσο’’, μεταξύ ουρανού και γης, ονείρου και πραγματικότητας, τέχνης και ζωής, ιδεών και πράξης.

Ακολουθούν τα κεφάλαια Αυγή, Βασιλεία, Γαλήνη, Δώρα, Ελένη, Ζωή και Παύλος, στα οποία πληροφορούμαστε στοιχεία της ζωής και της προσωπικότητας των υπόλοιπων προσώπων. Τονίζεται ιδιαίτερα η επιρροή του οικογενειακού περιβάλλοντος στη ζωή τους, όπως στις επιλογές σπουδών, επαγγέλματος, συντρόφων. Στα κεφάλαια αυτά παρουσιάζεται και το πλέγμα των σχέσεων μεταξύ των ηρώων και φωτίζεται η σχέση καθενός με την Ηλιάνα. Η εικόνα της κεντρικής ηρωίδας όμως εμπλουτίζεται δραστικότερα από την αφήγηση της μικρότερης αδελφής της, Ζωής, τις σελίδες του ημερολογίου της νεκρής και το προσχέδιο ενός βιβλίου που σκόπευε να εκδώσει.

Ακολουθεί το κεφάλαιο Alter ego, στο οποίο εμφανίζεται ένα νέο πρόσωπο, η Πολυξένη, η μικρότερη από τις τρεις κόρες της Ζωής, που ήταν ιδιαίτερα συνδεδεμένη με τη θεία της Ηλιάνα και ακολουθεί τα βήματά της στο θέατρο. Το μνημόσυνο, που τελείται παρουσία όλων, όπως διαβάζουμε στο ομώνυμο κεφάλαιο, πολύ απέχει από μια τυπική τελετή. Γίνεται δρώμενο ανατρεπτικό σε ατμόσφαιρα χαρμολύπης. Αλήθειες έρχονται στο φως, καλυμμένες σ’ ένα βαθμό με περίβλημα υπερβολής, ικανές ωστόσο να άρουν τις βεβαιότητες. Για τα μέλη της συντροφιάς είναι πλέον μονόδρομος η αποδοχή και η συμφιλίωση, που σε βάθος χρόνου οδηγούν στη λύτρωση και τους ωθούν να χαράξουν μια πιο συνειδητή πορεία στη μετέπειτα ζωή τους.

Οι Πικραλίδες της Γ. Μακρογιώργου σφύζουν από Τέχνη. Οι περισσότεροι ήρωες ασχολούνται επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά με τον πολιτισμό, γεγονός που φανερώνει ευαισθησία και ανάγκη για έκφραση. Κάποιοι επιλέγουν την κοινωνική προσφορά ή αφιερώνονται στην οικογένεια. Άφθονες είναι οι παραπομπές σε λογοτεχνικά παραθέματα, μουσικά κομμάτια, ταινίες, εικαστικές αναζητήσεις που συνυπάρχουν με πλειάδα παροιμιακών εκφράσεων, λαϊκών δοξασιών, αφηγήσεις ονείρων, αναφορές σε ήρωες παραμυθιών, νεανικά αναγνώσματα, συνεντεύξεις με αυτοαναφορικό χαρακτήρα και ημερολόγια.

Τα θέματα που θίγονται είναι πολλά. Οι οικογενειακές, φιλικές, ερωτικές σχέσεις με τα πάνω και τα κάτω τους ( παρεξηγήσεις, ανταγωνισμοί, ζήλειες, ανεκπλήρωτοι έρωτες, προβολές, καταπίεση, αλλά και συμπαράσταση, αγάπη, νοιάξιμο, δόσιμο, έμπνευση ) τα ανεξίτηλα τραύματα της παιδικής ηλικίας, οι νοοτροπίες που ενσταλάζει κάθε προηγούμενη γενιά στην επόμενη και πολλές φορές μετατρέπονται σε τροχοπέδη εξέλιξης, η θέση της γυναίκας στην οικογένεια και την κοινωνία, ο ρόλος της τέχνης στη ζωή μας, η αναζήτηση ταυτότητας, η ανάγκη για αυτοέκφραση, η έμπρακτη αλληλεγγύη και άλλα.

Η συγγραφέας επιλέγει την προφορικότητα στο λόγο για να επικοινωνήσει πιο άμεσα με τον αναγνώστη. Η γλώσσα είναι καθημερινή, οικεία, διανθισμένη με ποιητικό λυρισμό στις περιγραφές των εικόνων και χρήση συμβόλων, ειδικά σε ό,τι αφορά το ταπεινό και ταυτόχρονα μαγικό φυτό πικραλίδα, αγριοράδικο, κλέφτη, δαντέλιον, ταραξάκο ή όπως αλλιώς λέγεται.

Ευρηματικός, επιτυχής, ο τίτλος με πολλές αναγνώσεις. Παραπέμπω στο κείμενο για κάποιες από αυτές:

‘’ Σαν τις πικραλίδες είναι οι οικογένειες. Ένας σπόρος να φύγει διαταράσσονται οι ισορροπίες ’’. Σελ. 66

‘’ Η εικόνα του αγριοράδικου στην όλη ιστορία ερμηνευόταν πολλαπλώς και πυροδότησε μια σειρά συζητήσεων και διχογνωμιών. Άλλοι το συνέδεσαν με τις αρχές του στρουκτουραλισμού και τον Λεβί Στρος, δίνοντας έμφαση στην αρμονία του σύμπαντος, που αντανακλά σε όλες τις μορφές ζωής. Άλλοι τόνισαν το μεταφυσικό στοιχείο, με τις νεράιδες και τα ξωτικά, που φυσώντας τους σπόρους κάνουν τις ευχές να πραγματοποιούνται. Σύμφωνα με άλλες εκτιμήσεις, όπως οι πικραλίδες ανθίζουν εκεί που δεν τις σπέρνουν, η μνεία σε αυτό το φυτό, συμβολίζει την έμφυτη τάση του ανθρώπου για επιβίωση ’’. Σελ. 109

‘’ Η Ελένη σηκώθηκε, πήγε στο παράθυρο, κι έβλεπε το χιόνι να πέφτει και καθεμιά νιφάδα χόρευε σαν τα σποράκια της πικραλίδας που αρνούνται να προσγειωθούν και παρακαλάνε να κρατήσει ο άνεμος, για να ταξιδέψουν λίγο πιο πέρα……………….Και να απελευθερώνονται, να συναντιούνται και να απομακρύνονται, να βρίσκουν πρόσφορο έδαφος, να πολλαπλασιάζονται. Το καθένα με τη δική του προσωπικότητα. Με επίγνωση της καταγωγής του. Τόσο απλά και δεδομένα, αλλά όλα μαζί τόσο εναρμονισμένα. Ολόκληρη η έννοια της ενότητας σε ένα τόσο δα φυτό. Με τους σπόρους να φεύγουν και να γυρνούν, να παίζουν, να γίνονται αντιληπτοί μόνο από τα παιδιά, μόνο από αυτούς που πιστεύουν σε νεράιδες. Από όποια πλευρά και να τους δεις, υπέροχοι: και ως κίτρινα λουλουδάκια πικραλίδας, που μοιάζουν με αστεράκια στου γρασιδιού τον πράσινο ουρανό, και ως σποράκια ενωμένα και ταυτόχρονα ανεξάρτητα ’’. Σελ. 110

Οι Πικραλίδες αφηγούνται ρεαλιστικές, συγκινητικές ιστορίες και ταυτόχρονα αφήνουν χώρο στο όνειρο και τη φαντασία να λειτουργήσουν ως πηγές έμπνευσης και έκφρασης, αποθεώνοντας τον παραμυθητικό και απελευθερωτικό ρόλο της Τέχνης.

.

ΤΥΧΗ ΣΤΑ ΤΕΙΧΗ

ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ

FRACTAL 3/10/2018

«Αλήθειες σε ελεύθερη πτώση»

Η Γεωργία Μακρογιώργου εμφανίζεται για πρώτη φορά στην πεζογραφία με το έργο Τύχη στα τείχη, από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη. Μιλά για τις συμπτώσεις, το χρόνο που φεύγει, τους στόχους και την πραγμάτωσή τους. Την απασχολούν επίσης οι κοινωνικοί περιορισμοί – τείχη συχνά αδιαπέραστα που συνθλίβουν τις προσδοκίες μας, αλλά και «οι γέφυρες που χτίζουμε πάνω στα ποτάμια πεποιθήσεων, αναθεωρήσεων, τύχης, κακοτυχίας, στόχων, ακυρώσεων».

Σε πρώτο πλάνο βλέπουμε την Ευτυχία με τη Μαρία, την κόρη της. Η Μαρία, μέσα σε σκηνικό πρωινού καφέ στην κουζίνα, ανακοινώνει στην Ευτυχία τη ρηξικέλευθη απόφασή της να εγκαταλείψει τις σπουδές της στην αγγλική φιλολογία και να δώσει εξετάσεις για τη Σχολή Καλών Τεχνών. Η Ευτυχία, στη συνέχεια του έργου, θα μάθει ότι πάσχει από καρκίνο και θα παλέψει για να επιβιώσει.

Σε δεύτερο πλάνο ο Φώτης, ο πρώτος έρωτας της Ευτυχίας, καταξιωμένος ζωγράφος που ζει στις Ηνωμένες Πολιτείες και η σύζυγός του Άλις, ο Κώστας, ο σύζυγος της Ευτυχίας με τη Χαρά, τη μικρή τους κόρη, ο Βόσνιος Φίλιπ, παιδί βιασμού στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας και η μητέρα του Γιασμίνα. Η πλοκή αναδεικνύει τις απαιτήσεις των γονέων από τα παιδιά, το χάσμα των γενεών, την πολυπλοκότητα του έρωτα, το βάρος της ασθένειας, τη σκληρότητα του πολέμου.

Η γραμμική αφήγηση αποφεύγεται. Τα γεγονότα παρουσιάζονται μέσα από την οπτική γωνία του εναλλασσόμενου κάθε φορά αφηγητή. Η θέαση του γεγονότος με αυτό τον τρόπο συνεχώς αλλάζει, ενώ προβάλλεται η σχετικότητα της αλήθειας. Η γραφή πρωτοπρόσωπη, εξομολογητική, αλλά και τριτοπρόσωπη, αφηγηματική.

Μέσα σε κορύφωση διακειμενικότητας ο μυθιστορηματικός λόγος εμπλέκεται με το θέατρο, την ποίηση, τη ζωγραφική, τη μουσική, τον κινηματογράφο, σε μια πλέξη μεταμοντέρνας αισθητικής. Τα όρια του πεζού λόγου δοκιμάζονται, ενώ το κείμενο βρίθει από αναφορές στο σινεμά, πίνακες ζωγραφικής, στίχους τραγουδιών, στίχους της συγγραφέως για τις ανάγκες του έργου. Η δομή είναι θεατρική. Εκτίθενται τα ονόματα των ηρώων (πρωταγωνιστών, δευτεραγωνιστών) στην πρώτη σελίδα και στη συνέχεια εκτυλίσσεται η αφήγηση με βάση τα ονόματα αυτά, αλλά και με υπότιτλους ενοτήτων, όπως στο μυθιστόρημα.

«Θέατρο και λογοτεχνία κάνουν καλύτερη δουλειά από τους ψυχολόγους», ισχυρίζεται ο διάσημος νορβηγός συγγραφέας Γιαν Φόσε. Έτσι και η Ευτυχία• στην προσπάθειά της να υπερβεί την ασθένεια και να στηριχτεί ψυχολογικά συνομιλεί διαρκώς με το Φόσε και τον Κάφκα.

Έτερο γνώρισμα του βιβλίου η αυτοαναφορικότητα. Η συγγραφέας επικαλείται αρκετές φορές την πράξη της γραφής, που γίνεται κι αυτή μέρος της μυθοπλασίας, ιδιαίτερα στο κλείσιμο του έργου. «Αν συνεχίσεις έτσι, δεν πρόκειται να βρεις ένα ηχηρό τέλος για το βιβλίο σου», λέει ο Κώστας.

Η αφήγηση παίζει με τα χρώματα, το φως, το αστικό τοπίο, τα συναισθήματα, τις ψυχολογικές μεταπτώσεις, σε μια αληθοφανή αναπαράσταση της κοινωνίας μας. Οι συμπτώσεις στη ζωή των ηρώων καταγράφονται με εικονοπλασία ζωηρή, με κοφτό, ρέοντα λόγο.

Την 4η Ιουλίου του 2014, Ημέρα Ανεξαρτησίας, στις 9 μ. μ., στη Νέα Υόρκη, η Ευτυχία με τον Κώστα και τη Χαρά έβλεπαν τα πυροτεχνήματα της μεγάλης γιορτής από την Αποβάθρα 1 στο πάρκο της γέφυρας του Μπρούκλιν.

Την 4η Ιουλίου του 2014, ημέρα Ανεξαρτησίας, στις 9 μ. μ., ο Φώτης με την Άλις έβλεπαν τα πυροτεχνήματα της μεγάλης γιορτής από την αποβάθρα 3 στο πάρκο της γέφυρας του Μπρούκλιν.

Την 4η Ιουλίου 2014, Ημέρα Ανεξαρτησίας, στις 9 μ. μ., η Έλεν δεν ήταν σε καμία αποβάθρα.

Το ίδιο συμβαίνει και με τις γέφυρες που χτίζονται στα ποτάμια των αναθεωρήσεων. Ο λόγος είναι άμεσος, ζωντανός.

Στο σπίτι στη Χαλκιδική η Ευτυχία κάνει ανασκόπηση. Μετράει τις γέφυρες της μυθοπλασίας. Δεν ξέρει αν υπολόγισε καλά. Μάλλον εννιά. Παίρνει το τεφτέρι και τις σημειώνει: Του Γαλατά, του Καρόλου, του Μιραμπό, του Θανάτου, του χωριού Γέφυρα, του πάρκου και της ρεματιάς στη Νάουσα, του Μπρούκλιν, των Αναστεναγμών. Μέτρησε και τις μεγαλοπρεπείς και τις ετοιμόρροπες. Χωρίς διακρίσεις. Και τις δικές της και των άλλων. Θυμήθηκε κι ακόμη μία, αυτήν του Σάιμον και του Γκαρφάνκελ πάνω από τα ταραγμένα νερά, και ανατρίχιασε. Όχι, δεν θα το πάρει για σημάδι.

Το λεξιλόγιο γεμάτο από λέξεις λαϊκές, της αργκό, του υπολογιστή, αλλά και ξενικές, αρκτικόλεξα που έχουμε υιοθετήσει και χρησιμοποιούμε κατά κόρον, ιδιαίτερα η νεολαία. Η γλώσσα ακριβής, μεστή, λιτή.

Μαρία:

OMG και τρία LOL! Κι ούτε μπάφο κάπνισα, ούτε βότκες ήπια. Δεν μπορεί! Τι ήταν κι ήρθα; Έκθεση «must to see». Του διάσημου Φώτη Χ. Θα το πάθω το εγκεφαλικό στα είκοσι ένα! Τρίβω τα μάτια. Κι όμως δεν είν΄ η Τζοκόντα, είν΄ η μάνα μου. Με κοιτάζει μέσα απ’ τον πίνακα και μου λέει το αίνιγμα. Το ξέρω. Γιατί έχει μια φωτογραφία με την ίδια πόζα στο συρτάρι της, στα νιάτα της, με κόκκινο φόρεμα. Πλησιάζω, διαβάζω: «Ευτυχία: Πορτρέτο πρώιμης περιόδου του καλλιτέχνη. Λάδι σε καμβά».

Οι σκηνές χαρακτηρίζονται από λυρισμό και χιούμορ. Η αντιμετώπιση των αντιξοοτήτων στωική. Ο αναγνώστης συγκινείται από τα παθήματα των ηρώων. Η στάση ζωής όμως που προσλαμβάνει είναι ο αγώνας, δεν είναι η μοιρολατρία. Εξάλλου η πρωταγωνίστρια είναι ενεργός πολίτης που συμμετέχει στα δρώμενα.

Η πλοκή εκτυλίσσεται με φόντο τη Θεσσαλονίκη, την όμορφη παραλία και τα μαγικά της δειλινά που βάφονται με χρώματα, σαν πίνακες ζωγραφικής. Ο τρόπος δόμησης του έργου συνδέει τη ζωή με το θέατρο. Θέατρο είν΄ ο κόσμος όλος, είχε πει ο Σαίξπηρ. Το λέει ευθέως και η Λένα, φίλη της Ευτυχίας, κάποια στιγμή στο έργο. Η εισβολή του κινηματογράφου στη μυθοπλασία συνδέει τη ζωή με την εικόνα, κυρίαρχη στη μετανεωτερική εποχή. Η ζωή σε στιγμιότυπα, όπως οι φωτογραφίες, η ζωή σε εικόνες, με την Άλις, την Αμερικανίδα γυναίκα του Φώτη να τις κινηματογραφεί.

Από τη μια, η Θεσσαλονίκη, η Νάουσα, η γενέτειρα της πρωταγωνίστριας και το εξοχικό σπίτι στη Χαλκιδική, στη θάλασσα. Από την άλλη, η Νέα Υόρκη, η Κωνσταντινούπολη, το Σεράγεβο. Η πολυπολιτισμική εποχή μας. Ένα χανγκόβερ δρόμος. Όσα φέρνει ο χρόνος, και η Ευτυχία με το κόκκινο φόρεμα της νιότης να νοσταλγεί τα φοιτητικά χρόνια, ενώ αγωνίζεται να υπερβεί την ασθένεια με τη γραφή.

Σε backgraound, η θέση της γυναίκας, η σκληρότητα του πολέμου, οι πρόσφυγες. Και φυσικά το τεράστιο ζήτημα των γεννημένων από βιασμό παιδιών του πολέμου που οι μητέρες – θύματα τα εγκαταλείπουν, πληγή αιμάσσουσα γι΄ αυτές.

Οι συμπτώσεις στις ζωές των πρωταγωνιστών διαδέχονται η μία την άλλη. Δένονται με τρόπο αρμονικό που προκαλεί το ενδιαφέρον.

«Τελικά, Τύχη, είσαι μαζί μου;»

«Ήμουν σε ένα από εκείνα τ΄ αστέρια. Δεν ξέρω αν με είδες».

«Ίσως. Κι όταν έρχομαι, πάμε στα τείχη και παίζουμε κρυφτό. Μαζί με το στόχο και το χρόνο».

«Τύχη στα τείχη», το στόχο πώς θα τον πιάσω;»

«Αυτόν πρέπει πρώτα να τον βρεις. Μοιάζει λίγο σαν τον υδράργυρο. Όσο τον πλησιάζεις, θα απομακρύνεται. Κι αν πάλι καταφέρεις και τον πιάσεις, μη μείνεις μαζί του και δηλητηριαστείς».

«Και το χρόνο;»

« Το χρόνο να τον καλοπιάνεις γιατί έχει την τάση να εξαφανίζεται».

Η πρώτη συγγραφική παρουσία της Γεωργίας Μακρογιώργου Τύχη στα τείχη αποτελεί δείγμα γραφής που την τιμά. Ο ελάχιστα επιτηδευμένος σε ορισμένα σημεία λόγος χάνεται μέσα στη συγκίνηση που προκαλεί η πλοκή και το χιούμορ που χαρακτηρίζει το βιβλίο. Αναμένουμε και συνέχεια.

.

ΝΙΝΑ ΧΑΡΙΤΑΤΟΥ

WWW.OANAGNOSTIS.GR 1/3/2018

«Γέφυρες ζωής μέσα από την τέχνη του λόγου»

Διαβάζοντας το βιβλίο της Γεωργίας Μακρογιώργου «Τύχη στα Τείχη» συνειδητοποίησα ακόμα μια φορά πως η μνήμη και η εμπειρία συνυφαίνονται με την καλλιτεχνική δημιουργία. Ακόμα περισσότερο είναι αξιοπρόσεχτο το πως η μνήμη αναδημιουργεί δίνοντας διαφορετική ερμηνεία σε εμπειρίες του παρελθόντος. Και όλη αυτή η ανασύνθεση εμπειριών, εικόνων και ιδεών φαίνεται να στοχεύει στην αναμόχλευση, τι άλλου, της ανθρώπινης ψυχής που πάντα αποτελούσε το άβατο της ανθρώπινης φύσης.

Απέχοντας από το ψυχογράφημα , η Γεωργία Μακρογιώργου επιχειρεί αυτό το δύσκολο ταξίδι: μια ματιά στην θηλυκή (και όχι μόνο) σκέψη και ψυχή. Φτάνει εκεί που ξεκινά ο αέναος κύκλος της ανθρώπινης εμπειρίας και του ανθρώπινου πάθους, εκεί που το άγνωστο συναντά το οικείο, η γνώση την άγνοια, η ηδονή της παραβατικότητας την ικανοποίηση της σωφροσύνης. Μέσα σε αυτά τα άγνωστα- γνωστά σταυροδρόμια περιδιαβαίνουν όλοι οι πρωταγωνιστές της ιστορίας αρσενικοί και θηλυκοί. Η Μαρία που πειραματίζεται, η Ευτυχία που παρατηρεί, ο Φώτης που ξενοερωτεύεται, η Ελπίδα που αναθεωρεί, η Άλις που δημιουργεί. Η πλοκή του μυθιστορήματος της Γεωργίας Μακρογιώργου ξετυλίγεται μέσα στα τείχη της ζωής του καθένα και της κάθε μίας από εμάς. Σε αυτή την πορεία η τύχη είναι ή αόρατη συνοδός, αυτή που την αισθανόμαστε να μας ακολουθεί και να μας παρακολουθεί άλλοτε γελαστή, άλλοτε κακόκεφη, κλαίουσα ή μειδιούσα, αυστηρή ή ανάλαφρη, με βήμα βαρύ ή εντελώς αθόρυβη.

Οι ήρωες και οι ηρωίδες της ιστορίας μας ονειροβατούν στο μεθύσι του κόσμου. Τυχοδιώκτες, αμετανόητοι εραστές του άπιαστου, συμβιβασμένοι αλλά με ψυχή ασυμβίβαστη, μοιάζουν να αδυνατούν να ενηλικιωθούν παρόλο τον ρομαντικό αγώνα που δίνουν, όχι τόσο να καταλάβουν το σκοπό της ύπαρξης τους ή να ελέγξουν τη ζωή τους ή να επιβιώσουν, αλλά μάλλον να γλιστρήσουν μέσα από αυτή, ανακαλύπτοντας ένα άλλο εναλλακτικό μονοπάτι που θα μπορούσαν να ακολουθήσουν ασχέτως που οδηγεί. Δεν τους ενδιαφέρει η κατάληξη αλλά η πορεία. Πολλές φορές η ίδια αυτή πορεία διακλαδίζεται. Το μέλλον φτιάχνεται στη φαντασία, οι πιθανότητες να συμβούν τα πάντα είναι πολλές. Η μικρή Μαρία ζει την περιπέτεια της με τον Φώτη σε δύο εκδοχές, η Ευτυχία δημιουργεί εκδοχές στις συγγραφικές της απόπειρες. Ο/Η αναγνώστης/στρια δεν χρειάζεται να επιλέξει ούτως ή άλλως δεν έχουν μεγάλη σημασία τα γεγονότα γιατί εδώ δεν καθορίζουν και σπουδαία πράγματα. Αυτό που εκπλήσσει δεν είναι το γεγονός αλλά η πιθανότητά του να συμβεί ή να μη συμβεί. Όλες οι στιγμές που απλά δεν υπήρξανε, λέξεις που δεν ειπώθηκαν, χαμένα συναισθήματα, έρωτες και πάθη που δεν εκδηλώθηκαν, η άλλη ζωή που αποτελείται από τις επιλογές πολύ μικρές ή πολύ μεγάλες που τελικά δεν έγιναν είναι εκείνη η σιωπηρή, άφαντη ζωή που δεν ζήσαμε και που η συγγραφέας υπαινίσσεται μέσα στο μικρό της διήγημα.

Στα μεγάλα πλεονεκτήματα του βιβλίου είναι η ιδέα της δημιουργικότητας μέσα από την τέχνη. Εδώ η τέχνη γίνεται σημείο αναφοράς και μερικές φορές ο στυλοβάτης των ονείρων των χαρακτήρων. Ο Φώτης ερωτεύεται το ζωντανό είδωλο των δημιουργιών του. Η ένταση των εικόνων και των στιγμών υπογραμμίζεται μέσα από αυτοσχέδια ποιήματα. Μελοποιημένοι στίχοι κρατούν συντροφιά στα συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα και στα πάθη των ηρώων και των ηρωίδων ενώ ακόμα και η απειλή της αρρώστιας γίνεται κινητήριος δύναμη για αστείρευτη δημιουργικότητα κάνοντας το θάνατο να φαντάζει σαν μια ακόμα πιθανότητα. Η Ευτυχία δραπετεύει από την αγωνία του θανάτου μέσα από τη διέξοδο που της προσφέρουν οι λέξεις. Τα μαθήματα δημιουργικής γραφής γίνονται σανίδα σωτηρίας και αφορμή για ενδοσκόπηση. Καφκικοί ήρωες την καταδιώκουν ενσαρκώνοντας τον τρόμο της αλλά οι μαγικοί συνδυασμοί των λέξεων έρχονται να τον εξαλείψουν. Μέσα από αυτούς τους συνδυασμούς εισχωρούμε στις σκέψεις των ηρωίδων και των ηρώων αλλά από την άλλη πλευρά ποτέ καμία σκέψη δεν είναι τόσο σύντομη και περιεκτική όπως η γλώσσα που χρησιμοποιεί η συγγραφέας για να τις εκφράσει. ‘Άλλωστε θα αναρωτιόταν κανείς ποια είδους γλώσσα μπορεί να δαμάσει το φευγαλέο της σκέψης και να το στριμώξει στα όρια της διατύπωσης. Ωστόσο η Γεωργία Μακρογιώργου μέσα από αυτό το λιτό λόγο καταφέρνει να χτίσει μια γέφυρα που οδηγεί τον/την αναγνώστη/στρια σε απόσταση αναπνοής από τα σύνθετα αδιέξοδα και τα διλήμματά των χαρακτήρων δημιουργώντας όμως παράλληλα την αίσθηση της αναγνωστικής απόλαυσης και της χαλάρωσης ώστε να μπορέσει να τους ακολουθήσει και στο ταξίδι αυτογνωσίας που επιχειρούν.

Ένα ακόμη στοιχείο που ξεχώρισα στο βιβλίο είναι η αφθονία του σε αναφορές. Με αγαπημένα τραγούδια, γνώριμους στίχους, ονόματα δημιουργών (σκηνοθετών, συγγραφέων) το μυθιστόρημα μας ταξιδεύει νωχελικά ως την τελευταία σελίδα ακόμα και εάν τα γεγονότα που περιγράφονται είναι επιφανειακά έντονα. Ο αργός αυτός ρυθμός συμπαρασύρει τον/την αναγνώστη/στρια καθώς δίνει την πολυτέλεια στη σκέψη να υπολειτουργεί και στα συναισθήματα να γεννιούνται ενώ η μνήμη ενεργή, διαρκώς αναπαράγει και αναπολεί. Τα Βαλκάνια, η Νάουσα, η Θεσσαλονίκη, η απομονωμένη επαρχία ευωδιάζουν αστικά αρώματα, αντηχούν φωνές φοιτητών και νανουρίσματα γιαγιάδων, φιλοξενούν καλλιτεχνικές ανησυχίες, θρηνούν θύματα και αγκαλιάζουν ερωτευμένους. Ένα συνονθύλευμα ήχων, εικόνων, χρωμάτων που υπογραμμίζουν τις εικόνες του μυθιστορήματος.

Κλείνοντας το βιβλίο μετά την ανάγνωση της τελευταίας σελίδας ένιωσα ότι άφησα ένα μικρό κόσμο πίσω μου όπως συνήθως συμβαίνει με τα αληθινά λογοτεχνικά έργα. Γραμμένο σε ένα απλό ύφος , χωρίς κορυφώσεις και εξάρσεις, το διήγημα της Γεωργίας Μακρογιώργου κατακλύζει τον/την αναγνώστη/στρια με ένα τρυφερό κύμα νοσταλγίας μιας εποχής που δύει αφήνοντας τις αναθυμιάσεις μιας γενιάς, που όπως και οι παλαιότερες, παντρεύεται τη συμβατικότητα χωρίς να παύει ποτέ να φλερτάρει με την αναζήτηση και τα ερωτηματικά.

.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

ΣΤΟ ΣΕΛΙΔΟΔΕΙΚΤΗ  (http://bibliodiktis.blogspot.com)

Ποια ήταν η πηγή έμπνευσης για το βιβλίο σας;

Οι ιστορίες που βίωσα άμεσα ή έμμεσα, όπως και αυτές που μου αφηγήθηκαν αγαπημένα πρόσωπα, σταθήκανε για μένα οι πιο σημαντικές πηγές έμπνευσης. Όσα με συγκίνησαν και με συγκλόνισαν, εικόνες, γεύσεις, μουσικές, που είχαν φωλιάσει στη μνήμη για χρόνια, ανασύρθηκαν στην επιφάνεια, για να επηρεάσουν καθοριστικά τη μυθοπλασία.

Θέλετε να μεταφέρετε κάποιο μήνυμα με το βιβλίο και ποιο είναι αυτό;

Στόχος μου είναι το βιβλίο να καθρεφτίσει στάσεις που υιοθετούμε στη ζωή μας και να γεννήσει σχετικούς προβληματισμούς. Τα μηνύματα στα οποία εστιάζει ο κάθε αναγνώστης είναι διαφορετικά ανάλογα με τα προσωπικά του βιώματα και τη συναισθηματική του κατάσταση. Δε στοχεύω σε έτοιμα συμπεράσματα. Θέλω να δημιουργώ συνθήκες, ώστε να οδηγείται ο καθένας στη δική του ερμηνεία. Ωστόσο, ως κεντρική ιδέα θα ξεχώριζα την ανάγκη για αυθεντικές ανθρώπινες σχέσεις, ως βασικό εφόδιο για να αντιπαρέλθουμε προβλήματα, να ανασυγκροτηθούμε, να προχωρήσουμε.

Ποια ήταν τα συναισθήματα που νιώσατε, όταν πήρατε τυπωμένο το πρώτο σας έργο;

Η στιγμή αυτή για κάθε άνθρωπο που καταγίνεται με τις λέξεις είναι μαγική. Όταν πήρα τυπωμένη την ‘Τύχη τα Τείχη’, παρά τον ενθουσιασμό μου, ήρθα αντιμέτωπη με ανασφάλειες και φοβίες για την υποδοχή του από τους αναγνώστες. Ένιωθα σαν να έθετα τον ίδιο τον εαυτό μου και όχι μόνο το δημιούργημά μου σε βάθρο προς κρίση. Το άγχος της προσωπικής έκθεσης σιγά σιγά υποχώρησε μετά από την εκλογίκευση που έκανα. Τώρα, κάποιους μήνες μετά, άρχισα να ισορροπώ. Βοήθησαν και τα θετικά σχόλια και η ενθάρρυνση που έλαβα από γνωστούς αλλά και άγνωστούς μου αναγνώστες.

Τι συμβαίνει στους ήρωες των βιβλίων σας, όταν τελειώνει η συγγραφή;

Οι ήρωες μου όταν τελειώνει η συγγραφή, έχουν διαγράψει μια πορεία. Έχουν περάσει γέφυρες, έχουν συνθέσει αντιθέσεις, έχουν διευθετήσει εκκρεμότητες, έχουν συμφιλιωθεί με το χρόνο, έχουν προχωρήσει, έχουν γκρεμίσει τα προσωπικά τους τείχη. Πάντα ελπίζω οι αναγνώστες να γίνονται κοινωνοί αυτής της εξέλιξης και οι ήρωες μου, αυθύπαρκτοι πια , να αποκτούν τη δική τους ζωή στις σκέψεις των αναγνωστών. Ίσως οι ίδιοι ήρωες να επανέρθουν σε άλλες συνθήκες, σε κάποιο άλλο βιβλίο και να λειτουργήσουν διαφορετικά. Όπως έλεγε και ο Σαίξπηρ, όλος ο κόσμος είναι μια σκηνή κι οι άνθρωποι βγαίνουν και μπαίνουν και παίζουν ρόλους πολλούς.

Ποιος είναι ο πρώτος αναγνώστης των κειμένων σας;

Ο σύζυγός μου, ο Πέτρος, που έχει πολύχρονη εμπειρία στην επιμέλεια δημοσιογραφικών κειμένων είναι ο πρώτος αναγνώστης των κειμένων μου και ο πιο αυστηρός κριτής τους. Επίσης, κάποιοι οικείοι με αγάπη και γνώση για τη λογοτεχνία στέκονται κριτικά στα κείμενά μου.

Γράφοντας, έχετε ανακαλύψει πράγματα για τον εαυτό σας;

Η διαδικασία της γραφής προϋποθέτει συστηματική ενασχόληση με τη σκέψη, με το εσωτερικό βίωμα, ενώ πηγάζει από μια διάθεση επικοινωνίας. Κάθε νέα σκέψη, κάθε νέο βίωμα που μετασχηματίζεται μέσω της γραφής με στόχο την επικοινωνία, φέρνει νέα στοιχεία στον ίδιο το δημιουργό. Μέσα από το γράψιμο, καλλιέργησα δεξιότητες που συχνά μένουν στο παρασκήνιο της καθημερινότητας. Όπως, την παρατήρηση, την ενδοσκόπηση, την αλληλεπίδραση με τον κόσμο.

Υπήρξε κάτι στη διάρκεια της συγγραφής που σας ανέτρεψε κάποια πεποίθηση;

Η ανατροπή των πεποιθήσεων είναι μια πραγματικότητα στη ζωή και όχι μόνο στη συγγραφή. Τη ρήση του ποιητή Τίτου Πατρίκιου, ότι στη ζωή του κυριαρχεί η βαθμιαία απόρριψη των βεβαιοτήτων, τη θεωρώ πολύ σοφή. Στη σύγχρονη κοινωνία της κρίσης υπάρχει ένας συνεχής κλονισμός των καταστάσεων, μια αβεβαιότητα. Κάθε τι συμπαγές φαίνεται να εξατμίζεται και οι άνθρωποι αναπροσαρμόζουν τους ρόλους και τις σκέψεις τους. Στο βιβλίο μου αυτή η αβεβαιότητα και οι αναθεωρήσεις έχουν κυρίαρχο ρόλο. Εκφράζονται ως διαφορετικές οπτικές γωνίες αφήγησης, διλήμματα, διπλές εκδοχές. Μέσα από αυτά, βγαίνουν στην επιφάνεια ερωτήματα για τη ζωή αλλά και για τη λογοτεχνία, όπως: Ποιος καθορίζει τη ζωή μας, οι επιλογές, ή οι συγκυρίες; Ή τι προηγείται στη συγγραφή, οι ήρωες ή η πλοκή; Στην ‘Τύχη στα Τείχη’ δεν εκφράζω ισχυρές πεποιθήσεις, δε μου αρέσει ο διδακτισμός.

Σας αρέσει να συνομιλείτε με τους αναγνώστες σας;

Πάρα πολύ. Το μοίρασμα σκέψεων και συναισθημάτων με τους αναγνώστες μού δίνει χαρά. Είναι μοναδικό συναίσθημα να μαθαίνω ότι το βιβλίο ‘μιλάει’ με διαφορετική φωνή στον καθένα. Με τους φίλους αναγνώστες επιδιώκω μια συνομιλία. Αν ξέρω ότι έχουν προμηθευτεί το βιβλίο μου, περιμένω να μου πουν τις εντυπώσεις τους. Βέβαια, μου αρέσει να ακούω θετικά σχόλια, αλλά την ουσιαστική κριτική από ανθρώπους που αγαπάνε την καλή λογοτεχνία, τη χρειάζομαι, για να βελτιωθώ.

Σε συζητήσεις με αναγνώστες, έτυχε να σας «υποδείξουν» πτυχές του έργου σας, που εσείς δεν είχατε φανταστεί ότι υπάρχουν;

Ναι, βρέθηκαν άνθρωποι με εξειδικευμένες γνώσεις που έσκυψαν με αγάπη πάνω στο βιβλίο και φώτισαν πλευρές που δεν είχα φανταστεί. Για παράδειγμα, μια φίλη φιλόλογος μού ανέλυσε τον τρόπο που λειτουργούν τα δίπολα και οι αντιθέσεις των ηρώων στον κορμό της μυθοπλασίας, ενώ άνθρωποι που αγαπούν το θέατρο και τον κινηματογράφο, μου είπαν ότι το φαντάστηκαν σαν θεατρική παράσταση ή ταινία.

Υπάρχει κάποιος συγγραφέας που θεωρείτε ότι σας επηρέασε;

Θεωρώ ότι με επηρέασαν όλοι οι συγγραφείς που αγάπησα. Θα αναφέρω το Λουντέμη, τον Μαρκές, τον Κάφκα, τον Κούντερα, τον Έρμαν Έσσε, τη Ζυράννα Ζατέλη. Στον τρόπο γραφής έχω επηρεαστεί από τον Θανάση Βαλτινό, που ήταν καθηγητής μου στο Μεταπτυχιακό Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Προσπαθώ ο λόγος μου να είναι μεστός, λιτός, κυρίως με ρήματα και ουσιαστικά, χωρίς πολλά επίθετα και επιρρήματα.

Είναι εύκολη ή δύσκολη διαδικασία η συγγραφή και τι είναι το γράψιμο για σας;

Το γράψιμο για μένα είναι ψυχοθεραπεία, ταξίδι, απόδραση αλλά και επίπονη διαδικασία. Είναι μια κατάσταση σκληρής δουλειάς και μονομανίας, που το μυαλό δεν ησυχάζει και σηκώνεσαι στη μέση της νύχτας, γιατί σου ήρθε μια σκέψη. Που έχεις πάντα την αμφιβολία για το αν είσαι στο σωστό δρόμο. Που ζεις σε ένα παράλληλο σύμπαν. Ωστόσο, όσο βασανιστική κι αν είναι αυτή η κατάσταση, από τη στιγμή που τη γνωρίζεις, δύσκολα την αποχωρίζεσαι.

Αν και είναι πολύ νωρίς ακόμη, το βιβλίο κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες, ετοιμάζετε κάτι άλλο;

Έχω σκεφτεί τους χαρακτήρες. Τους έχω συναντήσει στο λεωφορείο, σε σταθμούς τρένων, έχουν καθίσει μαζί μου στην ουρά της τράπεζας. Παρατηρώ και κρατώ σημειώσεις. Σε βιβλία, στο σημειωματάριο του κινητού, σε αρχεία στον υπολογιστή, σε χαρτάκια post-it.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.