ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΛΙΕΝΤΖΙΔΗΣ

O Γιώργος Καλιεντζίδης γεννήθηκε το 1960 στο χωριό Κορυφή του Κιλκίς. Εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1974, όπου και τέλειωσε το Η΄ Λύκειο. Είναι πτυχιούχος μαθηματικός του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και παρακολούθησε μαθήματα δημοσιογραφίας και διοίκησης επιχειρήσεων μέσων ενημέρωσης. Εργάζεται ως δημοσιογράφος στον 9.58 fm της ΕΡΤ3 από το 1994. Έχει συνεργαστεί με εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά. Μετά από πρότασή του δημιουργήθηκε η Λέσχη Ανάγνωσης της ΕΡΤ3, τον Σεπτέμβριο του 2011, την οποία και συντονίζει.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΟΙΗΣΗ

(2008) Η ένδοξη αναχώρηση του Αϊ-Φωτιά, (Μεταίχμιο)
(1994) Το άλλοθι, (Κώδικας)
(1989) Εσωτερική έφοδος, (Κώδικας)
(1986) Ανεμόεσσα, (Κώδικας)
(1981) Μικρές σιωπές, (Ιδιωτική Έκδοση)

ΑΛΛΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ

(2005) “Το πέρασμα στην άλλη όχθη”
            Μια ραδιοφωνική συνομιλία με τον Γιώργο Καλιεντζίδη (Εκδόσεις Άγρα)
(2001) Κλείτος Κύρου, Οπισθοδρομήσεις, Αναδρομή ζωής (Άγρα)
(1998) Κώστας Λαχάς, Πλούς ονείρου, Απ’ τον Εχέδωρο στον Θερμαϊκό (Ιανός)
(1977) Νίκος Μπακόλας, Ατέλειωτη ιστορία, (Ιανός)

.

.

Η ΕΝΔΟΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΑΪ-ΦΩΤΙΑ (2008)

Ένα χωριό μεταμορφώνεται σε πόλη.
Η χωροθέτησή του γνωρίζει ποικίλες εκδοχές:
στο Κιλκίς, την Ανάπα, την Τσιάπα.
Ο Μήτος και η Νιούρκα, ο Αναστάσης
και η Συμέλα, η Σοφία και ο Βάνιας εκεί:
από το Κιλκίς μέχρι την Τσιάπα,
με άλλα ονόματα,
με άλλες λέξεις να ορίζουν το αύριο,
με άλλο χώμα στα νύχια τους. Αλλά εκεί.

ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ I

Στις παρυφές του χωριού κυλούσαν τα ποτάμια και αλυχτούσαν
τα σκυλιά, πληθαίνανε οι ίσκιοι, σφίγγανε τις λαβές των μαχαιριών.
Το είχαν πει οι γεροντότεροι πως όλα θα γίνουν νύχτα του
Γενάρη φεγγαρόφωτη, τότε που το κρύο δε συμπονά τα τρυφερά
χέρια και το φως του φεγγαριού γυμνώνει τις πίκρες.
Οι χωριανοί στα μονοπάτια κρύβανε την ανάσα στις φούχτες
τους και κοίταζαν ως εκεί που μαύρο σκοτάδι μόνο. Κακότυχοι
όσοι δεν ήρθαν, ψιθύριζαν αυτοί που πίσω τους άφησαν
ζεστό κορμί, φιλήδονο, έτοιμο να γευτεί τις θωπείες των αιώνων
αφρισμένο ποτάμι να ξεχειλίζει, αψηφώντας νουθεσίες και
απαγορεύσεις, γιατί το κορμί, το κάθε κορμί, έχει άλλα μέτρα
για να νικά το χρόνο και να δίνει νόημα στις ανατολές
που έφυγαν κι εκείνες που θα έρθουν.

ΣΟΝΑΤΑ I

Ήρθε μες στη βροχή. Ποιο ήταν τ’ όνομά της;
Τα στήθη της στο ύψος των χειλιών μου
κι εκείνη -πώς να εξηγήσεις τα θαύματα;-
με κράτησε κρυφά στην αγκαλιά της
και σμίξανε τα χείλη μας στα σκοτεινά,
δίπλα σ’ ανάσες βρομερές, σε μια γιορτή
σα φύσηξε και πλάκωσε σκοτάδι.
Και έτρεχα ξοπίσω της
σε πανηγύρια και γιορτές
κι όλοι μαντέψανε απ’ το θολό μου βλέμμα.

ΑΝΑΔΡΟΜΗ I

Οι θεοί ζητούσαν θυσίες κι εκδίκηση στα μέτρα και σταθμά
των ανθρώπων, που, ερμηνεύοντας κατά πώς τους βόλευε της
φύσης τα καμώματα, ρίζωναν τις ημέρες με προσταγές και νουθεσίες.
Κι ήρθαν άλλοι στη θέση τους με τα ίδια πάθη. Δικαστές
στήθηκαν ψηλά στους θώκους, χαράζοντας όρια στου κόσμου
τα περάσματα. Μα εκείνα μεγάλωσαν σαν ήρθαν οι θεοί που
αγαπούσαν το κορμί, αλλάζοντας όψη κατά περίσταση. Το αίμα
περίσσεψε, όπως κι εκείνοι που μιλούσαν για δικαιοσύνη
γιατί ο λόγος αντάμωνε την κόψη του σπαθιού και το στόμωνε.
Μαζεύτηκαν, τότε, όλοι οι προύχοντες κι αναθεμάτιζαν
τους κονδυλοφόρους, που σπέρναν την αμφιβολία στον ήσυχο
ύπνο των υπηκόων τους.

ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ II

Νύχτα ήταν και οι μορφές των δέντρων, γυμνά χέρια, ξόρκιζαν
το κακό που πλησίαζε. Πάγωνε το αίμα στη λάμψη των
μαχαιριών, σαν ακούγονταν ολοένα και πιο σιμά τα γρυλίσματα
των σκύλων.
Τότε φάνηκε ο καπετάνιος, ο Αϊ-Φωτιάς, καβάλα στο άσπρο
του άλογο.
Γη και ρίζα μου, είπε, δίχως να ξεπεζέψει, και ύψωσε το
σπαθί κατά τον Αποσπερίτη. Τότε τη φλόγα του ήλιου έβγαλε
το φεγγάρι και τον φώτισε, και φωτοστέφανο ζυγιάστηκε τριγύρω
στο κεφάλι του, και λαμπυρίσανε τα γένια τα πυρόξανθα
και τα χυτά μαλλιά του. Έφτυσε καταγής και μέτρησε τον
άνεμο που γέννησε το Μπέλλες. Κι ύστερα χίμηξε προς την
Ανατολή κι έσυρε ξωπίσω του συντρόφους τρομαγμένους.

ΣΟΝΑΤΑ IV

Είναι πιο εύκολο να σ’ αγαπώ σαν ξεμακραίνεις.
Όταν σιμώνεις έρχονται πουλιά,
ανθίζουν τ’ αγριόχορτα
και ξεχειλίζουν τα στεγνά ποτάμια
σε πείσμα των προβλέψεων.

ΠΟΡΕΙΑ II

Μπροστά τραβούσε αλαφιασμένος κι ούτε σημάδια άφηνε
στο δρόμο του, δίχως να λογαριάσει τα κρωξίματα της νύχτας
και τα μηνύματα: πως ήταν αμέτρητοι αυτοί κι είχαν τη μυρωδιά
της θάλασσας. Σαν έρχονταν θανατικό ξύριζαν τα κεφάλια
τους, έτσι λέγαν, φορούσανε λευκά και γλένταγαν σιμά στον
κοιμισμένο. Τα πιάτα έσπαγαν να φύγει το κακό, και άλλα
πράγματα αλλόκοτα του λέγανε πως κάναν. Πως είχαν όπλα
όλο φωτιά και ως τα τώρα δεν τους σίμωσε κανείς.
Βούιζαν οι σύντροφοι του. Μόνον εκείνος στη σιωπή
αναμετρούσε τον αχό του φόβου τους και την απάντηση σε μιαν
υπόθεση π’ αναζητούσε τέλος.

ΣΟΝΑΤΑ VI

Ν’ ακούω τη φωνούλα σου
σιμά ’πό το αυτί μου
να μου ιστορεί το όνειρο
που μ’ άδραξε το βράδυ.

ΠΟΡΕΙΑ III

Πολλοί σύντροφοί του λησμόνησαν από πού ξεκίνησαν, γιατί
προχωρούσαν μέρες και νύχτες, κυνηγώντας τους ήχους που
ξεμάκραιναν.
Θυμήθηκε τις νεράιδες, βράδυ ξυπόλυτες να περπατούν
στο χιόνι και γλυκά να του χαμογελούν. Κανείς δεν τον πίστευε.
Κι όμως αυτές του κράτησαν το χέρι και τον κρύψανε
απ’ τα ουρλιαχτά των λύκων, και έτσι φτάσανε τα μηνύματα
και γλίτωσαν οι σύντροφοι απ’ το καρτέρι.
Κανείς δεν τον πίστευε και τώρα. Κι ας ήταν εκείνος που
έδινε τις προσταγές και τα παραγγέλματα. Κι εκείνοι, θαρρείς
υπνωτισμένοι, έσπρωχναν τον ήλιο να προχωρήσει, για να
φωτίζει το δρόμο τους.
Λευκοντυμένα ήρθανε τα χρόνια και χιόνι σκέπασε τα
μαλλιά τους.

ΣΟΝΑΤΑ IX

Τα όνειρα ξεφεύγουνε απ’ τις ρωγμές.
Ποια θα ’θελες να σου φυλάξω,
να τα κρατήσω αγκαλιά, σα να ’τανε παιδιά μου

ΑΝΑΔΡΟΜΗ IV

Ξεπάγιασε η ψυχή του, ψάχνοντας ήχους και εικόνες από τα
χρόνια που έφυγαν. Να ’ρχεται, λέει, δυνατός άνεμος και να
σαρώνει τα πεσμένα φύλλα, τ’ αγαπημένα πρόσωπα, με
στυλωμένα τα ονόματά τους στις κρύες πλάκες, και το χιόνι που
ξορκίζει το θάνατο. Αλλά, σαν έκλεισε την πόρτα, ακούστηκε η
φωνή της θείας, της Παρέσας. Όλα τέλειωσαν. Αυτό ήταν. Κι
εσύ, που κάτεχες τη γνώση της λέξης όμορος, διάβηκες τα
σύνορα, και λίγο πριν στο στερνοπαίδι σου είπες: κρύο κάνει,
σήμερα θα φύγω. Κι έφυγες, σφίγγοντας τα δόντια, όπως τότε
που ξύνανε δίχως αναισθητικό το σαπισμένο, από βόλι,
κόκαλό σου. Γι’ αυτό κοντοστεκόσουν κάθε τόσο, σαν τρέχαμε
μικροί να σ’ ανταμώσουμε, ν’ ακούσουμε τα λιγοστά σου λόγια
και να γλυκάνει η ψυχή μας με τα λουκούμια και τις καραμέλες.

ΣΟΝΑΤΑ XI

το μέσα μου, να προχωρήσω πιο πέρα.
Το εγώ στο εσύ ν’ αντιστρέφω
και τότε να μετρήσω το μπόι μου.

ΠΟΡΕΙΑ IV

Να εξασφαλίσεις το όνειρο κι εκείνα τα κομμάτια του, που
γυροφέρνουν στην καθημερινή διαδρομή, γιατί τα μάτια της
γάτας φωτίζουν τη νύχτα και έρχεται η ομίχλη και σκεπάζει τα
μελαγχολικά απογεύματα και τα άστρα που κάποτε ονόμαζες
φίλους, όμως ξέμεινες, δίχως να ’χεις σύντροφο ν’ ακουμπήσεις
την ταπεινότερη επιθυμία σου και τότε η φωνή αποκτά την
τραχύτητα των στιγμών, και κρύβεις μ’ επιμέλεια το γκρίζο τ’
ουρανού στα γαλάζια μάτια των παιδιών σου.

ΣΟΝΑΤΑ XIII

Τα λόγια σου γεννούν πουλιά,
βγάζουν φτερά, πετούν πάνω απ’ τα κύματα
και βάφουν μ’ ασβέστη τον ουρανό.

ΠΟΡΕΙΑ V

Να γυρίσει πίσω στα πλατάνια, στον ίσκιο τους που τόσο αποζητούσε
σαν έσκαβε τη γη, εκεί στο γερο-πλάτανο να πίνει τη
ρακή του και να ’ρχεται λαχανιασμένη απ’ τη λαχτάρα εκείνη,
και τα ξανθά της τα μαλλιά σύννεφο που τον παίρνει.
Έχει ο καιρός γυρίσματα και ποιον να συμπονέσει;
Σε προσπερνά αδιάφορα και χάνεται μακριά.
Τα μάτια των γονιών του έφτασαν στις άκρες του καιρού, κι ας
νόμιζε πως πάντα εκεί θα τον προσμένουν. Κι όσα δεν πρόλαβε,
δεν τόλμησε να πει, κι όσα δε θέλανε να πουν να γίνονται
λυγμός, κι ας έχει πια αμέτρητα βουνά και κάμπους μπρος του.

ΠΟΡΕΙΑ VI

Γυρνούσε ολομόναχος ο Αϊ-Φωτιάς στα σκοτεινά και μάζευε
δαγκωματιές που άφηνε ο χρόνος στους συντρόφους. Κι εκείνοι
με υγρά μάτια αποχαιρέταγαν το κάθε δειλινό, γιατί εχθρό
δεν έβλεπαν, γιατί το δρόμο πια δε γνώριζαν, μήτε και τις φωνές
που έφταναν σα φύσαγε ο αέρας.
Και μια βραδιά είδε να παίζει ο μικρός του γιος και σαν τον
κοίταξε γένια φυτρώσανε στα μαγουλάκια του.
Τότε ήταν που στο χωριό τα μουρμουρητά γίνανε λέξεις δυνατές.
Πως άφησε αφύλαχτα τα μονοπάτια, πως τους λησμόνησε,
πως γεύεται τα ελέη του θεού σε τόπους μακρινούς, πως
άλλαξε τ’ όνομά του κι άλλους θεούς πως προσκυνάει.
Φωτιές απ’ τα παράθυρα πρόβαλαν του σπιτιού του. Κι ήταν
δικοί του οι άνθρωποι που σπείραν το κακό. Κανείς δεν έπινε
γουλιά στο όνομά του, μόνο σιωπή και άδεια βλέμματα.

ΣΟΝΑΤΑ XVIII

Θα βρεις εκεί μικρές φωτιές που σιγοκαίν’ αιώνες.
Πάρ’ τες στα χέρια τρυφερά και φέρ’ τες στην πατρίδα,
και φύτεψέ τες στις κορφές των λόφων που σε ζώνουν.
Αυτές θα σε κρατούν σιμά στον άλλον.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ

Εκείνη ήρθε στα μάτια τον,
βαρδάρης απ’ το Μπέλλες και τα σφάλισε.

Στην πολύβουη πόλη παιδιά την ακολουθούν, με σφιγμένα
στόματα και χέρια απλωμένα. Στις γειτονιές τη ραίνουν με
νερό. Στις πλατείες τα περιστέρια κουτσουλάν το άγαλμά του.
Η βροχή έχει μήνες να φανεί. Το σύννεφο, που φάνηκε στην
άκρη τ’ ουρανού, έτυχε θερμής υποδοχής. Η μπάντα του δήμου
παιανίζει εμβατήρια. Αλαλάζοντας το πλήθος την περιφέρει
στους δρόμους. Τα βρεγμένα κουρέλια της αφήνουν το σώμα
της στο φως του φεγγαριού· σημαία ξεσκισμένη.

ΣΟΝΑΤΑ ΤΕΛΟΥΣ

Εκείνη στέκει απόμακρα
με το πικρό αντίδωρο να φράζει τη μιλιά της
και τριγυρνά στις μπαζωμένες ρεματιές
με ξυρισμένη κεφαλή,
ντυμένη στα λευκά,
και ψάχνει για νομίσματα
με τ’ Αϊ-Φωτιά την όψη.

.

ΤΟ ΑΛΛΟΘΙ (1994)

ΤΟ ΑΛΛΟΘΙ

Μα οι φωτιές δε σιγοκαίνε
στις αφρισμένες άκρες των ονείρων
τώρα που όλοι σε θυμηθήκαμε
υψηπετή και γοηφόρο
να στέκεις στην άκρη της σκηνής
και να υψώνεις το χέρι σου
σε σκυλευτές και ασελγούς
δικούς σου ανθρώπους
που μυρίστηκαν ψητό και τρέξαν όλοι
σοδομιστές κι οσφυοκάμπτες.
Στις παρυφές των παραμυθιών στέκεις
και δώσ’ του κλώτσου να γυρίσει…

Η γιαγιά μου, η μπάμπουσκα Νιούρκα, η Ρωσίδα
αν και Ρωσίδα ως το κόκαλο
μου μίλαγε για σένα.
Μα εγώ μεγάλωσα,
σε είπα στρατηλάτη, ιμπεριαλιστή, στρατοκράτη και άπατρη που πέθανες
ανάμεσα σε περσικά χαλιά, παλλακίδες και τεκνά.

Πώς αντιστάθηκες στο κύμα του Ηρόδοτου και του Αριστοτέλη;
Σε κοιτώ εγκλωβισμένο
με ματιά ακαθόριστη
όπως τις αγαπημένες ημέρες και τα σώματα που σ’ αγάπησαν
κατά τον πύργο μεριά το Λευκό
με πικρές γουλιές καφέ και τσιγάρου,
κι εκείνα τα λόγια του Κώστα του συντοπίτη μου
που με φλόγα στα μάτια και τα χρυσαφένια γένια του
μού ’λεγε για τα γριβάδια της Δοϊράνης
ανάμεσα σε δυο φέτες ψωμί ολικής -κατ’ ανάγκην- αλέσεως.

Πέρασαν ανεπιστρεπτί ή θα επιστρέφουν
εκδικούμενα τους επιλήσμονες;

Μη με λησμόνει.

Και σύ ο διαβάς το Σαγγάριο
πώς κι εγκλωβίστηκες σ ένα περίγραμμα κυκλικό
που το μαγαρίζουν χιλιάδες χέρια;
Ας έμενες άγιος
αναχωρητής
στρατοκράτης ως το τέλος
ας επέμενες απελευθερώνοντας ερινύες
κατά των κεφαλών όσων σε κατάντησαν
βαπτιστικό βιομηχανιών,
εδωδίμων και αποικιακών.

Τώρα η μπάμπουσκα Νιούρκα
δεν υπάρχει, όπως και σύ,
να μου μιλήσει σιγανά νανουρίζοντάς με.
Τώρα στο θέατρο των Αιγών
μετρώ τα βήματα του δολοφόνου
ανήμπορος να προφυλάξω το ανύποπτο θύμα του
που η μορφή του φωλιάζει μέσα μου.
Εσένα; Ποτέ μου δε σε συμπάθησα
άλλωστε.

Υπήρξες, απλώς, ένα άλλοθι.

Η ΑΝΕΠΙΔΟΤΗ ΕΚΔΙΚΗΣΗ

Χαμένοι στην άκρη της θάλασσας
ούτε τη μαστοριά του Οδυσσέα είχαμε
για να βρούμε
το δρόμο του γυρισμού.

Βυθιστήκαμε κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον
κατάματα
χωρίς να απαντήσουμε στα τόσα γιατί,
ούτε ποτέ μάθαμε αν η δική μας Πηνελόπη
πλάγιασε με τους μνηστήρες της
μήτε εκδίκηση πήραμε.

ΚΑΠΝΟΧΩΡΑΦΑ

Τί απέγινε εκείνη η μικρή επανάσταση;

Έξαψη του προσώπου μπρος στ’ αμήχανα σώματα
με τις ασφαλιστικές δικλείδες τιναγμένες
είδα τα μελλούμενα
βουλιαγμένος στη μπερζέρα μου
κάνοντας ζάπινγκ.

Έλεγες πως ,δεν μπορεί,
κάτι θ’ αλλάξει.
Τόσες κατανύξεις, τόσες ψηλαφήσεις
σε κόσμους άγνωρους
με νύχια και δόντια
να ξεπηδούν ολοζώντανα στα πρωινά.

Οι γονείς φευγάτοι από ώρα στα καπνοχώραφα
φέρναν στο καταμεσήμερο την ευωδιά
στα μαυρισμένα από την πίσσα
χέρια και ρούχα τους.

Το απόγευμα
μπροστά στο τζάκι
τα χαψία ν’ αχνίζουν στα όνειρα.
Παραμύθι που ξεμάκραινε.

ΜΕΤΑΜΕΛΗΜΕΝΟΣ ΑΡΙΣΤΕΡΟΣ

Ταξίδι δίχως νόημα
σε άδειους δρόμους
με άδειες σύριγγες
αγάλματα πεσμένα
τσακισμένα
στις ιαχές
για ένα καθημερινό βόλεμα.

Γύρισε πίσω τον καιρό
να σ’ ανταμώσω
ξανά στους γκρίζους τοίχους
με τα τσιγάρα συντροφιά
και να σε σώσω
να σωθώ
μακριά από τα μοναστήρια
που γίναν καταφύγια
για μεταμελημένους αριστερούς
και για ροκάδες.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΒΛΕΜΜΑ

Όταν έρχεται η στιγμή
σωπαίνεις
στην αταίριαστη όψη των πραγμάτων
κι ας γνωρίζεις
την αστάθεια της ισορροπίας τους.

Κοιτώντας το νεκρό
που γαλήνεψε αναπαμένος
στους τόσους θανάτους αναζητώντας
το τελευταίο τρυφερό βλέμμα.

ΚΗΡΥΚΕΣ ΤΗΣ ΑΓΝΟΤΗΤΟΣ

Αυτή τη νύχτα πέσαν τα προσωπεία
όπως είχαν ορίσει από τα πριν
θεατές
ηθοποιοί
σκηνοθέτες.

Γυμνοί
σε πάλλευκο σκηνικό
ανακηρύσσονται κήρυκες της αγνότητας
κωλόπαιδα του κέρατά
γιάπιδες ξεπεσμένοι.

Η ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ

Ταξιδεύω για τις μακρινές απαντήσεις
της ημέρας που δε λέει να ξημερώσει
σαν νά ’χω από τα πριν συντηρήσει
στης μοναξιάς τον αλώβητο χάρτη
λέξεις και σύμβολα
το φασίστα λαχειοπώλη
τον αριστερό επιχειρηματία
τον μπάτσο του μεροκάματου.

ΑΨΑΔΑ

Ίσως δεν είμαι παρά μια παράξενη παρένθεση
σε μια πρόταση χωρίς αρχή και τέλος
με αποσιωπητικά
αχαλίνωτου έρωτα και πίκρας
μιας και το κορίτσι που αγαπώ
ακόμη δε μ’ αρνήθηκε.

Στη νύχτα που φεύγει
απορώ για τις ανταύγειες του πρωινού
γυρεύοντας μιαν απάντηση
στα τόσα ερωτήματα.
Θα απαλύνω τη σιωπή μου
μ’ ένα ποτήρι σκληρό ποτό
για να ’χω την αψάδα της ζωής
σαν σ’ ανταμώσω.

ΤΑ ΡΗΓΑΣ

Πατέρα,
τα «ΡΗΓΑΣ» που σου έφερνα
δε με λυτρώνουν
από την πίκρα της νικοτίνης και της πίσσας
μιας ζωής.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Στο σχεδίασμα και τον προγραμματισμό
της εκδρομής είμασταν σχεδόν άψογοι.

Εκείνο που δεν υπολογίσαμε
ήταν το κενό της επιστροφής.

.

ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΕΦΟΔΟΣ (1989)

1.

Υποταγή των αισθήσεων
σε ανερμάτιστη εικόνα.

Είσαι ολομόναχος
καθώς πρόσταζαν οι πέντε Μυροφόρες·
ύστερα είδες, ρομφαία φωτός
και αφέθηκες
χειρονομώντας ακατάπαυστα
γιατί όλα συντελέστηκαν
γιατί…
τα κίτρινα χέρια της νύχτας,
ο ιδρώτας στ’ αδιέξοδα.

Τόση νύχτα στα μάτια σου!
η περίπολος πέρασε πριν από ώρα
και στο «βιβλίο εφόδου» έγραψε
ΚΑΚΩΣ.

2.

Στα νυχτωμένα μάτια σου
είμαι
το ξόμπλι του θανάτου.

Σ ’ αυτή την πνιγερή νύχτα
χωρίς τίποτα δικό μου
χάνομαι
στα ηχοφθόνα ακούσματα της ημέρας
και στην περιφερόμενη θλίψη των φαντάρων.
Σύντροφοι της μόνωσης
αντίδικοι στην εναλλαγή των πρωινών
σας καλώ,
ψίθυροι της νύχτας που πέρασε,
που θα ’θρει, με το γνώριμο προσωπάκι της αγρύπνιας.
Απόψε,
ας καιγόταν το κορμί μου
δίχως τον οίστρο της Άνοιξης
και την αλαζονεία της νίκης.
Πρέπει κάποτε να τελειώνω
μ’ αυτό το «νούμερο».*

*Νούμερο: Στη γλώσσα των φαντάρων η σκοπιά.

4.

Ολομόναχοι μέσα στη νύχτα,
ο καιρός βροχερός
με τα χέρια ορθάνοιχτα σ ’ απόγνωση.

Ταξίδι ατέλειωτο
με τα μάτια υγρά στο «γερμανικό» νούμερο *
Λέξεις λίγες, πικρές
και κορμί ξεκομμένο απ’ τις κινήσεις του.

Τα δέντρα μού γνέφουν απ’ αντίκρυ.

Πόσο με πίκρανε ο φετινός χειμώνας, γαμώτο!

*«Γερμανικό» νούμερο: Η σκοπιά 0200:400 το ξημέρωμα.

5.

Το φόβο μου γνώρισα
τη μοναξιά που αγκιστρώνει
και σπαρταράς σιμά στο όνειρο,
στην τρέλα του νου.
Εκεί υπήρχα,
ένα περιφερόμενο σύννεφο θλίψης.

Είναι νωρίς να σου μιλώ
μ αυτό τον τρόπο.
Αφήνομαι στην άκρη της ημέρας,
ζηλεύοντας τ αεροπλάνα που πετούν προς την πόλη μου.

6.

Στον απέναντι τοίχο αναζήτησα
τα ίχνη της φευγάτης νύχτας.
Νοέμβρης και το χώμα κοκκινίζει.
Αμφιβολία του γιασεμιού
με την απόσταση να κρύβει την όψη των βουνών,
με τους φαντάρους χαμένους στην επανάληψη
κινήσεων και γεγονότων,
με το χακί να πυρπολεί τη θύμηση -το μόνο
όπλο που απόμεινε στα χέρια μου.
Ύστερα η άρνηση του νου
τα γυμνά δάση κι ο βοριάς να ξεκουφαίνει
τις σκοπιές και τα περίπολα.
Αλτ! Τις ει;
Το όπλο μού φράζει την όραση κι
ο προβολέας κατάματα· εύκολος στόχος στις νυχτερινές
επιθέσεις της μνήμης.
Λαβωμένος στην τόση αθωότητα αλώνομαι
ανυπεράσπιστος ως ήμουν για το αύριο.

Νοέμβρης, τα χέρια μου λευκά·
υποψία θανάτου με κυκλώνει.

Ένα πακέτο τσιγάρα, αποτσίγαρα και στάχτες.
Η «αναφορά» εκείνου που έφυγε.

10.

Κράτησα την απόσταση σαν με ορμήνεψαν.
Γύρω μου άμμος, βότσαλα και μια χούφτα
θάλασσα για να θυμίζουν όσα σκοτώσανε.
Έπρεπε κάποιος να ζωγραφίσει τις αρχαίες κολόνες,
τις κόκκινες καρδιές των γυναικών.
Αυτός που συλλαβίζει τις σιωπές των σωμάτων.

Πάντα τα δύσκολα μου αναθέτεις.
Ποτέ δε φανταζόμουν πόσο μακρύς ήταν
ο δρόμος, ούτε και πως υπήρχαν τόσες
ασώματες φωνές.

11.

Μεσημέρι. Με την έξαψη στο πρόσωπο πυρπολώ
τις κρυφές ελπίδες του νου μου. Στους κόλπους
τους τρυφερούς τής μνήμης μπαινοβγαίνουν
ροδόχρωμα έμβολα ακατέργαστου πόθου.
Λειτουργία σε άγονη μέρα, δίχως πιστούς και ιέρειες.
Οργώνω το σώμα μου κι ανήμπορος συλλογίζομαι
τη νύχτα που έρχεται.
Απόψε θα ‘χουμε εσωτερική έφοδο.

13.

Καπνός στα μάτια μου. Τόνοι εκρηκτικών συσσωρεύονται
στα άκρα, καθώς πηγαινοέρχομαι, κουρεμένος,
άγρυπνος, μονήρης, πώς να σιάξω το κορμί για να
περάσουν τόσες ερπύστριες από επάνω μου;
Στα περίπτερα ματωμένες εφημερίδες.

Στις έγχρωμες σελίδες τους τα κομμάτια
του κορμιού μου.

15.

Φωτιές που στα σπλάχνα μου μέρωσαν
τρώγουν τις σάρκες μου και μένω
ξέμπαρκος μ’ ένα βυζί στα δάχτυλα
να παίρνω τη χαρά του κόσμου
και να περνώ αντίκρυ.

Λαγαρή καλημέρα των ημερών
που πέρασαν, που θα έρθουν.

Πόσο δύσκολα μαντεύεις την Άνοιξη,
σ’ ένα στρατόπεδο που ζώσαν
τα συρματοπλέγματα;

16

Γέρνουν τα φύλλα στο χώμα
και σιωπούν.

Είναι Άνοιξη και ποτάμια φρέζες
κατεβαίνουν
αφηνιασμένα τρώγοντας σάρκα και μνήμη.

Έτσι εξηγούνται τα άδεια χιτώνια
μετά από κάθε επιθεώρηση.

17

Εγκαταλείπω τη φωνή μου σε μια σχισμή
και περιφέρομαι ακάλυπτος χαϊδεύοντας γυναίκες
που αγαπήθηκαν. Κουρασμένες, σιγοφωτίζουν δρόμους
για να διαβούμε άκαπνοι αλλά ωραίοι, καθρεπτίζοντας
ήλιους στην αντικρινή όψη των γεγονότων.

Τώρα η ζωή μού θυμίζει τη θάλασσα με φόντο
προσωπεία αγουροξυπνημένων φαντάρων
που έχουν το χρόνο απόχη στα μέλη τους.
Κι εγώ, ένα σημάδι που χάνεται στα άνυδρα τοπία
κεφαλοκυνηγών. Σας έχω ξεφύγει από καιρό.

Δε φανταζόμουν πως ήμουν πιο εύκολος στόχος
ξεμακραίνοντας.

18

Την απόσταση ποιος τη νικά;
Ο ήλιος σκόρπιος αγκυλώνει το χρόνο
και οι πόρνες επέστρεψαν σε ιερά θεών.
Εσύ που γυροφέρνεις τους καιρούς
κι αλλάζεις μορφές και αγαπιέσαι
μ’ όποιον διαλέξεις, αγάπησέ με.
Αφήνω το νου και τα χέρια μου
προσφορά στο ναό σου. Κρατώ
το όπλο μου και σου μιλώ μ’ αυτό
τις νύχτες.

Καθώς χαιρετώ για τελευταία φορά
τον σκοπό της πύλης
θαρρώ, πως όλα αυτά
σε άλλον
όμοιό μου
συνέβησαν.

20.

Όσοι γύρισαν από τη θάλασσα
αλμύρα και φύκια η προίκα τους·
για μας τους στεριανούς
σιωπή και χώμα.

Απόκτησα μιαν άλλη απόσταση
κοιτώντας ολοένα μέσα μου
κι ανάστρεψα τα εντός μου έξω.
Πρέπει να σου μιλήσω για τη θάλασσα
με τις απαλές καμπύλες και τους αιμάτινους
κόλπους να με παίρνει στα χέρια της
διάφανη γκόμενα νερένια.

Δεν προλαβαίνω· ήδη
τα βήματα
βαριά
πλησιάζουν.

21.

Μια γεύση πικραμύγδαλου με ορίζει
αλαφρωμένος απ’ τη φωτιά του νου
πορεύομαι ψηλαφώντας σώματα που θ’ αγαπήσω
και ήχους που κρατούν το ίσο.
Πίνοντας κρασί θα δω κι αυτό που ήμουν
με ξεκοιλιασμένα τα κλείστρα των όπλων
ελεύθερος απ’ το βάρος των σπλάχνων μου
και τη βαρύτητα των κινήσεων.

Ενώ εσύ στο λίκνισμα της σιέστας
ορίζεις την άλλη διάσταση του κόσμου.

.

ΑΝΕΜΟΕΣΣΑ (1986)

1

Χαράζω
στο σώμα μου
το όνομά σου Σταυριανή.

Ζωγραφίζω το πρόσωπό σου
στη νύχτα μου.
Προβολείς λαμποκοπούν στα σκέλια σου,
φωτίζουν το έρεβος του μυαλού μου
κι αναδύομαι γυμνός μες στα δάκρυα
κρατώντας τρυφερά την καρδιά μου.

2

Στους πυρήνες των ανθών
κατοικείς.

Σκάβω στη ρίζα,
περνώ ενδόριζες L.S.D.

Τότε,
τ’ άνθη χαμογελούν
κι αφήνεσαι στο πέταγμα της μέλισσας.

3

Μίλησες για την Άνοιξη μες στον Χειμώνα.
Κάποιος κρύφτηκε πίσω απ’ το φύλλωμα.
Η ματιά σου
άνοιξε την άσφαλτο,
φύτεψες δέντρα,
γυμνά χέρια για οδοδείκτες,

να μην ξεχνώ τη μορφή σου.

4

Λευκό
το χρώμα που σου αρέσει.
Και εγώ
κεντώ με το αίμα μου
λουλούδια
στις κατάλευκες παλάμες σου.

8

Τώρα
που φυτρώνω εδώ
στάξε αίμα από το δάχτυλό σου
ν’ ανθοβολήσω.

9

Σ’ αγαπώ.
Το χέρι μου ρίζωσε
στο στήθος σου.
τα μάτια μου ανθίζουν.

10

Στις ατέλειωτες φιγούρες των ανθρώπων
ασφυκτιώ.
Περνώ στην επίθεση
μεθυσμένος και βρίζοντας.
Η ομίχλη στο στήθος μου
και εσύ
το κενό που βυθίζομαι.

Λευκολούλουδο της νύχτας μου.

13

Αύριο
νέοι θα κουβαλούν στους ρόδινους ώμους
πανέρια με θαλάσσιο νερό,
νιες στις λευκές παλάμες τους
κομμάτια ήλιο.

Οι δρόμοι έχουν χαραχτεί από καιρό.
Καθημερινό δρομολόγιο Βότση – ΧΑΝΘ
μισοτελειωμένες λέξεις σε… βε…

Εκείνο το βατράχι στο δρόμο
τι γύρευε;
Μόνο μια σκιά,
ένα περίγραμμα στην άσφαλτο.

Κάνω έναν πήδο
και βρίσκομαι στα γυμνά χείλη
στα ολόστητα στήθη σου.

14

Κάτι ψάχναμε στην άκρη της λίμνης.

Τα νερά βρώμικα.
Λάσπη στα γυμνά σκέλη
και οι άνθρωποι συναγμένοι
αναρωτιούνται αν θα βρέξει.

Μισανοιγμένη η κοιλιά της βάρκας.
Οι ημέρες της σοδιάς τέλειωσαν,
ήλιος και κύμα οι μόνοι σύντροφοι.
Χάθηκαν οι φωνές των τρατάρηδων.

Το σπέρμα βλάστησε
στην τρυφερή κοιλάδα σου.
Ο ποταμός σου
άγιασε τη λίμνη.

15

Η μοναξιά μου αλώθηκε.
Τώρα μπαινοβγαίνω σε λαβύρινθους.
Τα πράγματα πια δε βολεύονται.
0 χώρος που πάντα περίσσευε,
ελάχιστος ν’ αντικρίσει τα γεγονότα,
καθώς γεννιούνται και πεθαίνουν
μ’ εκείνη τη γεύση του ατέλειωτου.

Ο φαλλός αργοσαλεύει, απονεκρώνει τα όνειρα
κι εκείνη την αγωνία του κορμιού
για το κύμα της εκμηδένισης.

Αν μιλώ για το τώρα είναι που τ’ αύριο
φλογίζει τις φλέβες μου.

Γελώ πίσω απ’ τη θολή βιτρίνα
με τις αυλακιές σιμά στα χείλη μου,
με τη βρώμικη αίσθηση πως κατέχω
το τι μου μέλλεται.
Βυζαίνω τα στήθη σου,
φωνές με καλούν
για το πριν, το μετά.
Χάνομαι στην υγρή σου σπηλιά
με τα νούφαρα
κι εκείνον τον ρόδινο μαντατοφόρο της Άνοιξης
στο έμπα της.

Αίσθηση του προσώπου στα υγρά σου σκέλη
με το ροδί να με καλεί
να γίνω θεός
κι εγώ γλιστρώ απαλά μέσα σου.
Μυρίζεις τότε στάρι και θάλασσα.

Ο χώρος διαστέλλεται
και τα πράγματα βολεύονται.

17

Το σημερινό απόγευμα
με τα χρώματα,
το βούρκωμα των ματιών,
εκείνη την ακαθόριστη θλίψη.

Αναζητώ λέξεις να γεννηθούν
στο φως που χωρίστηκε στα δυο, στα τέσσερα
κι ήρθε και σφηνώθηκε στο μέτωπό μου.
Κάθε που έστρεφα το πρόσωπο
άλλος χώρος φωτίζονταν
μου ’δείχνε γωνιές και κοίλα.

Τη βλέπω την όψη σου σε κάθε γωνιά,
σε κάθε καμπύλωμα.
Στις γωνιές οξύθυμη είσαι,
πυρωμένη,
στις καμπύλες απλόχωρη,
νωχελική.

Το φως κουράζει.

Μήπως είσαι αυτός
που έχει το φως στο μέτωπο
ή εκείνη
που γωνιάζεται και καμπυλώνει;

Κάποιος μιλούσε για δυο γένη.

20

Το άνοιγμα των κλαδιών
που αγγίζουν το φως
κόρφος για ν’ ακουμπώ
το μουσκεμένο πρόσωπο απ’ τα ποτάμια
του κορμιού σου.

Παρασέρνομαι
με μελανιασμένο κορμί
κι άχρωμο βλέμμα.
Τους ακαθόριστους εχθρούς σημαδεύω,
αυτούς που μ’ έσβησαν
από τους κωδικούς των γεννηθέντων.

Ανήκω πια στο αύριο
και κουρδίζω το ρολόι του σπιτιού σου.
Ένας σωρός κόκαλα
δίχως προορισμό και όνειρα
σου γνέφουν στο χτες.

23

Αρμάδα άστρων
κεντημένη στο μάγουλό σου.
Κατέχεις την αφή
κυριαρχείς στο θόλο τους.

Η απρόσκλητη εμφάνιση
κάποιου αστέρα
δε μεταβάλλει το χώρο σου
και τις αστρικές του αποστάσεις.

Άλλωστε το άθροισμα των απείρων
είναι άπειρο.

27

Περπατάς στη νύχτα
ακολουθώντας τα σημάδια.
Οι σκιές μπαινοβγαίνουν στο φως
φτιάχνοντας μαιάνδρους
και θερμομετρικές κλίμακες.

Υπάρχει δυνατότητα να μιλήσεις,
πιθανότητα ν’ ακουστείς.
Στην καληνύχτα σου
δεν θα έβρεις απόκριση.

30

Αφήνω εδώ μια μικρή γωνιά ζεστή.

Να ξεκουραστώ κάθισα λίγο.
Στ αυτιά μου λύρα τρίχορδη.
Στα πόδια μου οι δρόμοι
κινούνται αδιάκοπα.
Και τώρα είμαι αφημένος
σ’ ένα δωμάτιο,
σ’ ένα τετράγωνο τραπέζι
με τις γωνιές του να πληγώνουν.

Έξω στο μπαλκόνι
το πρωινό δίχως καλημέρα.
Στα λιγοστά φυλλώματα
μια πίκρα μεθυσιού.

Όχι, δεν φύτεψα εγώ
εκείνη την πέτρα π’ άνθισε.

36

Τα κορίτσια κλαίγανε
και δεν μιλούσαν.

Τις λέξεις τούτες γράφω
για όσους δεν ένιωσα
πως γιγάντωνε μέσα τους
το μυστήριο της εξομολόγησης.

Τα κορίτσια αργοπεθαίνουν
στις γκρίζες κορνίζες των καφενείων.

Η γενιά μου σωπαίνει
καθώς γελώ
καθώς κινούμαι
καθώς μεθώ.

Τα κορίτσια ατάραχα
αντίκριζαν τον κόκκινο Ιούνη.

Βυθισμένος
στις ενοχές του πρωτόπλαστου
ΣΙΩΠΩ
για τα κορίτσια της Χαμένης Γης
με τα παραμορφωμένα σκέλια,
για τα μικρά παιδιά
με αγκιστρωμένο το πρόσωπο
στο στεγνό στήθος της μητέρας.

Στη Χαμένη Γη είναι καλύτερα,
μου είπες.
Μικρά παιδιά μαζεύουν
τ’ άδεια μπουκάλια από τις μπύρες μας,
με την ελπίδα να κλείσουν μέσα
τον θάνατο.

37

Τα όνειρα στρυμωγμένα
ανάμεσα σε πέτρες κίτρινες -δολοφόνοι.
Κάθε νωχελική κίνηση σημαδεύεται
και η γραμμή αφημένη
πάνω στους ξερούς βάλτους
βρίζει τον ουρανό που φεγγοβολά σπάταλα.
Η ευτυχία μας πνιγμένη -ατμοί λάβας-
στο βασίλειο των σαλιγκαριών
γουργουρίζει,
χειμωνιάτικης νύχτας νωχελική γάτα.
Ο πρωινός ήλιος αργεί.
Η βρισιά μένει πίσω, μοναδικός σταυρός
μιας σταύρωσης που έμεινε στη μέση.
Έλειπε ο Ιούδας.

38

Κρέμασαν τη γη.
Ο επιτάφιος θρήνος τελείωσε.
Γυρισμένοι ανάποδα χαμογελούσαμε.
Ο ήλιος μετέωρος,
σαν πρώτα,
κοίταζε -πελώριο μάτι
Πολύφημου.

39

Μόλις άρχισε να βρέχει, αναρωτηθήκαμε μήπως
επρόκειτο να συναντήσουμε τους κατατρεγμένους της γης,
γιατί εξαρχής παρεξηγήσαμε τα δάκρυα
που προορίζονταν προς κατάσβεση της πυράς.
Αλλά φεύ, πορευτήκαμε μερόνυχτα κι όμως
ούτε κάμινος, μήτε μάρτυρες.
Μόνο μικρές φωνές από τα βάθη γαλάζιων κήπων
άγγιζαν τους ίσκιους μας.
Όνειρα που πέρασαν
και τώρα αναδύονται κόκκινες γλώσσες
μέσα από μισάνοιχτα στόματα και μας κοροϊδεύουν.

Που πάει να πει: φιλώ τα χείλη σου κι αν-ίσταμαι.

40

Κι όμως δε νιώθω την ανάγκη ν’ απολογηθώ. Οι
βροχές θα ξεπλύνουν τις σκιές μου και έτσι
καθάριος θα κυριεύσω τη μνήμη σου.
Ωριμάζει ο καρπός που δεν γεύομαι.
Ανέραστος ικέτης.
Αρχή του μίσους για την αγάπη που σου ’δωσα.
Αρχή της φωτιάς που μ’ έκαψε.
Αρχή των δακρύων.
Το πρωινό μια σφαίρα στο μυαλό μου αιμορραγεί,
φωτίζει το μέσα μου.
Ύστερα αναδύεσαι άλικη και παίρνεις το σχήμα αιδοίου.
Τώρα εκλιπαρώ να με δεις σαν που είμαι.
Σκληρή στην αρχή είσαι
κι ύστερα λυγερό κλαδί που μ’ αγγίζει και λιώνει.
Εικόνες στοιχειώνουν το μυαλό μου.
Τώρα θέλω να σβήσω ήσυχα, δίχως κλάμα, σαν να
γυρνώ από μακριά με το φέρετρο της μνήμης στα
χέρια μου και νεκρές τις θύμησες όλες.

.

ΜΙΚΡΕΣ ΣΙΩΠΕΣ (1981)

1

Σαν μια σιωπή που ξετυλίγεται
ήρθε η νύχτα.
Η μορφή σου μόνη, περίμενε
μες στη βροχή. Τώρα η βροχή πέρασε.
Μόνο η δροσιά της ανεβαίνει
μεσ’ απ’ τα χώματα και σε κυκλώνει.

Είναι τόσο όμορφα τα χείλη σου
και τα μαλλιά σου ξέπλεκα.
Το φεγγάρι παλεύει με τ’ άστρα
κι οι ακτίνες του αντανακλούν στο πρόσωπό σου.

Τα μάτια σου δυο σπίθες χωρίς ταίρι,
ψάχνουν μέσα στη γκρίζα γαλήνη,
ακουμπούν πάνω στην κυματιστή γραμμή
της σκιάς κι αλλάζουν ολοένα πορεία.

Με κούρασε η νύχτα, το φως των ματιών σου
κι η σιωπή.

2

Όλα τριγύρω αφουγκράζονται
και οι ανταύγειες της ημέρας
δίνουν μια άλλη κίνηση στη γη.
Τα βουνά, που έχουν αγνάντεμα τον ήλιο
εκεί στο βάθος, όπου κολλάει η θάλασσα
στον ορίζοντα, πρασίνισαν.

Η μορφή σου δίνει μια άλλη διάσταση
στο χώρο, που με συνεπαίρνει.
Σπάει τη σκέψη μου σε μικρά μικρά μόρια
που σκορπίζονται χωρίς
να ‘χουν τη δύναμη να σε φράξουν.
Είσαι απέραντη.
Δε σε γνωρίζω.

3

Ψάχνω, τυφλός από τη νύστα,
ανάμεσα σε ανθρώπους
κάποιο ομοίωμά σου.

Στα λεξικά είσαι μια σιωπή.
Σβησμένες λέξεις, ίσως απ’ το χρόνο,
ίσως απ’ τη χρήση,
στη θέση εκεί που σ’ ερμηνεύουν.

Κατεβαίνω στην αγορά. Βρέχει κιόλας.
Τόμοι βιβλία, λεξικά
στοιβαγμένα στο πεζοδρόμιο
– εκατό δραχμές το κιλό.
Ψάχνω τόσα χρόνια. Ακόμα ψάχνω.

6

Στις λέξεις αντιγράφω τη φωνή σου,
το φως της πυγολαμπίδας που τρεμοπαίζει τη νύχτα
αμφισβητώντας τους νόμους,
τα ηλιοτρόπια που μένουν γερμένα στην ανατολή,
ενώ ο ήλιος δύει χρυσίζοντας
το φως των αστεριών.

Μια νύχτα τα βλέμματά μας συναντιόνται
κάπου εκεί που η λογική και η αρίθμηση
χάνουν τον έλεγχο και ξεδιπλώνονται άπραγες
σαν πόρνη πάνω στο κρεβάτι.
Εκεί που η σιωπή μιλά χωρίς ν’ ακούγεται
καθώς οι καρδιές μας χτυπάνε.

Είμαστε φτιαγμένοι όλοι σε μιαν άσημη μέρα
που κανείς δεν την πρόσεξε. Ο πόνος της μάνας
και ίσως η αγωνία του πατέρα, μοναδικοί
μάρτυρες μιας επανάληψης.

’Επαναλαμβάνω τη σιωπή μου.
Κάθε μου επανάληψη μια αόρατη πεταλούδα.
Κόκκινη αυγή που χαράζεις σήμερα,
μάρτυρας μιας εικασίας που βρίσκεται
στο τέλος της.
Όλα μαζί με πολιορκούσαν. Τώρα το κενό.

7

Πάνω στα κύματα σου η σάρκα μου έχει μουδιάσει
οι αρμοί των δαχτύλων τρίζουν απειλητικά.
Το περιστέρι πετάει σ’ άγνωστη πορεία.
Δεν βρίσκω εύκολα τις κινήσεις
που ταιριάζουν στο κορμί σου.
Μιλώ ελεύθερος δεσμώτης.
Όλα μου σου ανήκουν,
κι αυτές οι λέξεις οι άτεχνες.

8

Σε άγγιξα. Υγρό το σώμα.
Ο κόσμος σου μετουσιώνεται σε ιδρώτα
Τ’ άψυχα βλέμματα και η σιωπή.
Νιώθεις όπως και κείνα φεύγοντας.

Οι μετασχηματιστές του κόσμου
ανύψωσαν την τάση μιαν εκατοντάδα
με χαραγμένη την προσμονή.

9

Ήμουν ο ήλιος σου.
Τώρα τρεμοπαίζω άστρο μικρό.
Αύριο θα με νιώθεις σκόνη
στη στιγμιαία μου πυροδότηση
μες στην ατμόσφαιρα σου.

10

Σαν όνειρο σε συνάντησα
στις φωνές των ρεμπέτικων.

Σμιγμένος με τον ιδρώτα της αναπνοής
κοίταζα κλεφτά τα μάτια σου,
την ατέλειωτη νευρικότητα
ως τ’ ακροδάχτυλα,
την κίνηση του χαμόγελου
πλημμυρισμένη στο φως.

Σε χαιρετούσα κι όλο ξεμάκραινα,
ώσπου σηκώθηκα και χόρεψα
ζεμπέκικο.

11

Κάτω στον ίσκιο που πέρναγε από μπρος μας
βρήκαμε λίγο αναπαμό, λίγη γαλήνη,
έτσι καθώς τραγούδαγαν πιο πέρα
κάποιο σκοπό της κατοχής.
Ο ίσκιος άγγιζε τα σπίτια εκεί,
εκεί που ένωναν τη δύναμη
φύση κι άνθρωποι.

Σαν έφεξε ο ήλιος, όλα φύγαν
και θαμπωμένοι δεν βλέπαμε πιά τώρα
όσα μπορέσαμε να δούμε μια στιγμή
κι ας πέρναγε από πάνω τους αιώνας.

13

Είμαστε μια παρέα μονότονη
παραδέξου το.
Περιφερόμαστε στην περιφέρεια
κι αγναντεύουμε ονειρικές εκστάσεις,
αναπολώντας τις χαμένες μέρες.
Οι μάχες τέλειωσαν. Οι νεκροί βλαστημούν.
Το τουφέκι σφιγμένο στα ιδρωμένα δάχτυλα
σημαδεύει τον ουρανό κι η σάλπιγγα
έχει σημάνει καιρό τώρα
οπισθοχώρηση!

14

Περνούσαμε τις μέρες μας ανάμεσα
σε φλυτζάνια του καφέ, σε κόκα κόλες.

Τα χέρια μας μέναν λευκά,
ερχόταν η μέρα κι έφευγε,
ο αγώνας ανάμεσα στις λέξεις
δίχως νικητή ή νικημένο.

Τα σύννεφα μια ευκαιρία για ονειροπόληση
Τα όνειρα των παιδιών στοιβαγμένα
κάπου ανάμεσά τους.
Θέση δεν είχαν εδώ
στα αργόσχολα χέρια μας,
στους ξερούς καφέδες
και στ’ άδεια μπουκάλια.

15

Αφουγκραζόμαστε τον έρωτα της νύχτας
μες απ’ τον ξύλινο μπουφέ.
Κοντά στο ξημέρωμα
κρόταλα θορυβούν,
ο κόσμος γελά αναπαμένος
καρτερικά υπομένοντας
τα ερτζιανά κύματα
της παραμόρφωσης.

17

’Εκμεταλλεύεσαι την υγρή επιφάνεια,
ακουμπάς τη μορφή σου – γνωρίζεις
το νόμο της επιφανειακής τάσης.

Κυματιστή εικόνα, θολή.
Γυρνάς, αντιστρέφεσαι. Μόνο
το στόμα σου χάσκει μετέωρο
κυνηγώντας τον χρονοδείκτη.
Η αναδίπλωσή σου πλαστή,
τα μάτια σου παραβολικά κάτοπτρα.

Καθρεφτίζομαι μέσα τους,
αέναος ως την τελείωση.

21

Μπρος στο παράθυρο περνούσαν άνθρωποι
– τυλιγμένα σώματα – μες στη φθινοπωρινή εσθήτα
Τα βήματά τους αφημένα στη λάσπη
μπερδεύονταν ολοένα καθώς
έπεφτε η νύχτα και πολιορκούσε την πόλη.

Σκοντάφταν πάνω στις πέτρες
που ’ριξαν χτες βράδυ τα παιδιά.
Χτες είχε ήλιο και παίξαν ξένοιαστα,
σήμερα η σιωπή τους μόνο.

Οι ανώνυμοι βιαστικοί μου φίλοι χάθηκαν
εκεί στο φράξιμο της πολυκατοικίας.
Πλάκωσε το βράδυ. Η πολιορκία τέλειωσε,
μα το παράθυρο έμεινε εκεί.

22

Φοράς τη μπλε Lacoste μπλούζα
και το στήθος σου δείχνει πιο όμορφο.
Το περπάτημά σου μες στο στενό Levi’s
είναι μια κίνηση ιεροτελεστίας.

Συγκρατιέσαι, λες και περπατάς πάνω σε σχοινί
κοιτάς δήθεν αδιάφορα πίσω απ’ τα Ray-ban
τα βλέμματα που σε χαζεύουν,
σιάχνεις τις κοτσίδες σου άλα Ντέρεκ.

Το βράδυ όμως μια γκρίζα εικόνα,
γυμνή, μες σε δωμάτιο πολυτελείας.

Έχουνε βάρος τα φτιασίδια.

23

Τα όμορφα κορίτσια δεν βρίσκονται
μέσα στ’ αναγνωστήρια και τις φθαρμένες
λέξεις, μήτε στους ανθισμένους κήπους
και στα σύννεφα που χρυσίζουν.

Οι λάγνες ματιές τους σπαρταρούν,
συντρίβονται μέσα στις κρύες νύχτες της απόγνωσης,
στους κατάλευκους τοίχους,
ξοστρακίζονται πάνω σε βρώμικα τραπέζια,
σε άδεια ποτήρια και ο καφές
χυμένος απ’ τα φλυτζάνια,
αναζητώντας την αίσθηση
της δυαδικής αρίθμησης.

24

Τα χρόνια που πέρασαν
άφησαν λίγες ζάρες στο μέτωπο.
Λευκό λουλούδι
η μορφή μου πλάθονταν στα χέρια σου
και το πηγάδι έμεινε στημένο στην ίδια γωνιά.
Οι χρυσολαμπίδες, μικρά άστρα προσγειωμένα,
κι η νύχτα μια προέκταση της μέρας,
ξέφτι στον καιρό.
Όλα ταιριασμένα, άγγιχτη η μονοτονία
σμιλεύει τις απρόσκλητες ευαισθησίες.
Πράσινα υγρά μάτια.
Οι γλάροι πέταξαν πριν λίγο.
Το σημάδι απλωνόταν
ομόκεντροι κύκλοι που χάνονταν,
Γαλήνη. Κανένα σημείο.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Η ΕΝΔΟΞΗ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΑΪ ΦΩΤΙΑ

ΠΑΝΟΣ ΚΑΪΣΙΔΗΣ
Δημοσιογράφος-Συγγραφέας.

28/6/2014

Ο Γιώργος Καλιεντζίδης έχει σχετικά μακρόχρονη προσφορά στην ελληνική ποίηση. Πρωτοπαρουσιάστηκε το 1981 με τις «Μικρές σιωπές», που δεν πέρασαν απαρατήρητες. Το τελευταίο του βιβλίο με ποιήματα και τον ασυνήθιστο για ποίηση τίτλο «Η ένδοξη αναχώρηση του Αι — Φωτιά», κυκλοφόρησε, σε πρώτη έκδοση, τον Νοέμβριο του 2008, από τις Εκδόσεις «Μεταίχμιο»
Η πρωτοτυπία σε αυτήν την ποιητική σύνθεση έγκειται στην αλληλουχία ποιητικών πεζογραφημάτων — σε μορφή διήγησης, που παραπέμπουν στους πρόσφυγες της Μικρασιατικής καταστροφής – και καθαρά ποιητικών σονέτων, που παρουσιάζονται, μάλιστα, με αρίθμηση, για να θυμίζουν διαρκώς ότι πεζά και ποιήματα αποτελούν μια άρρηκτα δεμένη ενότητα.
Επειδή και ο ίδιος ο Γιώργος Καλιεντζίδης αναφέρεται στο χωριό καταγωγής του, χωρίς να αναφέρει το όνομά του, έχει σημασία να αναφερθεί ότι το χωριό αυτό που δέχτηκε τους πρόσφυγες είναι η Κορυφή Κιλκίς, σε έναν λόφο απέναντι από τη λίμνη Δοϊράνη, γενέτειρα και ενός άλλου σημαντικού ποιητή, του αξέχαστου Νίκου Γρηγοριάδη, φιλόλογου, που τον παρουσίασε, το 1963, ανάμεσα σε άλλους Μακεδόνες ποιητές, το περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» και που ήταν συγγενής του Γιώργου Καλιετζίδη.
Προσωποποιώντας επιτυχημένα ο ποιητής την αναμενόμενη από τους πολλούς επαναστατική κοινωνική αλλαγή στον καπετάνιο Αι Φωτιά, που εμφανίζεται καβάλα στο άσπρο του άλογο, αγνός και παντοτινά δεμένος με τη «γη και τη ρίζα του», με το φωτοστέφανο τριγύρω στο κεφάλι του,. «Κι ύστερα χύμηξε προς την Ανατολή κι έσυρε ξωπίσω του συντρόφους τρομαγμένους».
Ο Γιώργος Καλιεντζίδης με σφιχτά δομημένο στίχο συνδυάζει το κοινωικό αγωνιστικό στοιχείο με το λεπτά ερωτικό, χρησιμοποιώντας ελάχιστα τυποποιημένες στη σύγχρονη ποίηση ή εντυπωσιακές λέξεις και εκφράσεις.
Το γεγονός αυτό συντελεί στο να μην ξενίζει τον αναγνώστη — μύστη της ποίησής του, αλλά, αντίθετα, να τον κερδίζει και να τον οδηγεί στους δικούς του κόσμους, αυτούς που βρίσκονται στα εσώβαθα κάθε σύγχρονου ανθρώπου, που δεν κλείνει τα μάτια του.

ΠΟΡΕΙΑ I

Τα ποτάμια σιγότρωγαν τις κοίτες.
Με χέρια απλωμένα στον καιρό
ένα σύννεφο ακόνιζε το αύριο,
για να ’ρθει ο Αι Φωτιάς,
με μυρωδιές και μουσικές της Ανοιξης,
να μας γνέψει, όπως η μάνα τον πατέρα
σαν έφευγε στην ξενιτιά,
βαστώντας δύο βαλίτσες πάνινες,
με το λουρί στη μέση τους δεμένο,
κρατούσε μιαν ανείπωτη υπόσχεση,
πως τάχα τ’ αύριο δικό μας θα ’ναι.

Κι εκείνο να κυκλώνει το χρόνο
και να καρφώνει τα δόντια του στο χθες.
Να ερμηνεύει με το σάλιο του τις μνήμες,
π ’αναζητούν μικρές χαραματιές,
να δώσουν χρώματα στο γκρίζο που περίσσευε.

ΣΟΝΑΤΑ III

Ένας κόμπος να πνίγει το αύριο.
Ποιος άνεμος φωλιάζει στα όνειρά σου
και παίρνει μαζί του τόσους καημος
και τόσα μικρά και μεγάλα

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.