ΜΑΡΙΑ ΚΑΝΤΩΝΙΔΟΥ

Η Μαρία Καντωνίδου γεννήθηκε στην Κύπρο. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Σπούδασε αγγλική και ελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου και ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές της σπουδές στην Παιδαγωγική Επιστήμη. Εργάζεται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Κείμενα και φωτογραφίες της έχουν δημοσιευθεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά καθώς και συλλογικούς τόμους.

.

.

STANZA (2021)

ΕΥΘΑΡΣΩΣ

ευθαρσώς και στα ίσα

Κι άξαφνα εσιώπησε κι άρχισε να μιλά – ωραίο πρόσωπο,
ευρυγώνιο, με χτιστάδες, ραγάδες και λυγερά τεμάχια πέτρας
(τι χαράκια κι αυτά για την ποίηση). Λίγο πιο πριν και πιο
έξω το αρχαίο νταμάρι και οι αμαξωτοί.

Χρόνε ανίκατε μάχαν, δεν έχω πλέον χρόνο για μυθιστορίες,
του είπε ευθαρσώς και στα ίσα.

αυτός ο Ονήσιλος

Λοιπόν
αυτός
ο Ονήσιλος,
όταν κανείς δεν τον θυμάται ολοσχερώς,
τακτοποιεί τις τριήρεις στις τσέπες του
και επιδίδεται σε βόλτες ακίνητος

ενίοτε σταματά για ένα ρακόμελο

είναι ο τρόπος του να επιστρέφει,
θα σχολιάσει ο ανταποκριτής.

.

Ονήσιλος
Θεσσαλονίκη 2018

.

 

επιλαθού

Ωστόσο
Όλο και πιο συχνά ξυπνώ με τα μάτια και τα πόδια πρησμένα.
Είναι που στον ύπνο μου βλέπω ταινίες με λάμπουσα πόλη εμένα.

Δεν είμαι του αλεξανδρινού η πόλη εγώ, δεν είμαι του πολύτροπου.
Αεν είμαι του περίπτερά, σόλωνος και ασκληπιού γωνία.
Είμαι απλά μια πόλη με μεγάλη οθόνη από άσπρο χασέ.
Από τις δίπλες του εμφανίζεται ένας κένταυρος σε σχήμα πουλιού.
Τον λεν επιλαθού και έρχεται για να αναγγείλει.

Γυμνοί αλλάζουμε σταθμούς, μα εις μάτην.

.

Η μεγάλη οθόνη
Βάμος Αποκορώνου, 2018

.

ΠΕΡΙΠΑΘΩΣ

να πληθαίνεις στη χάση του

Λίγο πιο κάτω λαχανιάζει ένα φεγγάρι.
Ξεφορτώνει κασόνια με λύκους και άλλα ασπόνδυλα
πλένει σε γούρνα τις οπλές τους – κόκκινα

Έτσι ακριβώς θα σε αλώσω.
Με ένα φεγγάρι στον τοίχο σου.

Σχεδόν πανσέληνο.
Σχεδόν αύταρκες.
Σχεδόν προσοδοφόρο.
Να πληθαίνεις στη χάση του

.

Αστικό φεγγάρι
Κηφισιά, 2018

.

στην Επταχάλκου

Φορές που φιληθήκαμε πολύ στην Επταχάλκου
με ημίπαλτο, λυκόφως και βροχή πλάι στον βράχο με τα δίφυλλα παράθυρα και τις κορνίζες στα καθιστικά και τα υπνοδωμάτια και την άσπρη πινακίδα παραδίπλα, “Διατηρείτε τον βράχο καθαρό” έγραφε, μέναμε ν’ αναρωτιόμαστε γιατί μόνο τον βράχο και όχι όλο τον ωραίο δρόμο Επταχάλκου
με τα γκρενά περβάζια του και τις φωτογραφίες γάμων στις κορνίζες.

Κρίμα να μέναμε με τέτοιες απορίες, άλλοτε πριν, ή και εν μέσω, κι άλλοτε αμέσως μετά τις τρυφερές μας περιπτύξεις.

.

Στην Επταχάλκου
Θησείο, 2021

.

γουαδαλκιβίρ

Βρέχει ή
είν’ η αγάπη μου που ολοφύρεται και πλέχει
στον δρόμο για τη θάλασσα και την αυλίδα και το μακρινό γουαδαλκιβίρ
(χοντρές σταγόνες, ασυντόνιστες, φούγκα).

Λούζεται, αποφαίνονται οι ειδικοί
και παραπέμπουν στον Λόρκα.

Σηκώνεται λίβας.

.

Βρέχει
Amsterdam, 2017

.

ΚΑΙ ΕΜΠΥΡΕΤΑ

τρυφερά και εμπύρετα

Όμως όχι σε αυτό το ενδεχόμενο, διατείνεσαι,
όχι σε αυτόν τον ανούσιο θάνατο και, χραπ, μου τραβάς τα
σεντόνια και, χραπ, μου σηκώνεις το σώμα και, χρατς, μου
σκίζεις το στέρνο, το τραβάς, το ανοίγεις, του αδειάζεις το άδειο
και χώνεις μέσα του μια πεταλούδα – πρέπει να ήτανε λευκή,
ίσως με λίγες κίτρινες πιτσίλες, ίσως με χλοερές, ίσως με
τίποτε, φτεροκοπάει πάντως καθώς πρέπει, τόσο βιαίως
τρυφερά, τόσο εμπύρετα – κορνάρουν σε λωρίδες τ’ αυτοκίνητα

είναι κι οι μάχες μας που μάχονται το ίδιο,
τόσο βιαίως τρυφερά, τόσο εμπύρετα.

.

Εμπύρετα
Μοναστηράκι, 2016

.

δεν φεύγουν τα τρένα, αλλά οι σταθμοί

Δεν φεύγουν τα τρένα, αλλά οι σταθμοί.
Και οι σταθμοί δεν έχουν θάνατο.
Να αποδειχθεί.

Έξω λαμπυρίζει ένα περίπτερο κι εσύ μου μιλάς
για γιουκαλίλι,
πες το μου, γύρω καρέκλες και χειρολαβές
σε εξαιρετική επί του παρόντος κατάσταση
όπως ακριβώς και οι ράγες στα πόδια σου –

τι άλλη απόδειξη θέλεις;
Καμία.

.

Σταθμός, ΗΣΑΠ, 2018

.

λάμπα εδάφους

Ώρα τρίτη νυχτερινή. Επιμένει ο Κάφκα ο Φραντς.
Παραγγέλνει ένα φεγγάρι και το πίνει.
Γίνεται λάμπα εδάφους 27 ημερών
κι αμέσως αρχίζει να φθίνει.
Σκιάχτηκα, θα χλευάσει.

Τόσο πολύ αισιόδοξος.
Τόσο άπελπις.

Στο μπαρ ακούγονται κέρματα
κι ένας διακόπτης που κλείνει.

.

(ΥΠ)ΑΚΟΥΕΙ ΤΟ ΣΩΜΑ

τοπίο με στιλπνότατο μαύρο

Τοπίο με στιλπνότατο μαύρο, ενδοτικό,
ανυποχώρητο
κι ένα σπαρματσέτο στο χέρι –
κράτησέ με, μου λες, χωρίς ρούχο κανένα,
χωρίς αιδώ, χωρίς σώμα,
χωρίς καν μηλόσχημο στόμα.

Και βάλε τη γλάστρα στο περβάζι.
Έτσι ξανά να ευδοκιμήσω.
Σαν τρυφερά τετελεσμένο.

Στην αυλή ανασαίνει ένα άλογο.
Τα εσώρουχα στο σχοινί
έχουν στεγνώσει προ πολλού
και ο Χορός ετοιμάζει την πάροδο.

ω, ναι, χαμογέλασα η Οδύσσεια

Ω, ναι, χαμογέλασε η Οδύσσεια.
Υπήρξα φιλάρεσκη. Εμένα λιμπίστηκε ο ραψωδός, εμένα ο
πολύτροπος, για μένα τα όποια προσχήματα και τα ευφάνταστα δόρατα και τα ντούρα καράβια της γραμμής. Τα χρόνια
που ακολούθησαν, χρόνια τάχατες ή ώρες ή ακλάδευτα
δέντρα, αγνόησα την Τροία και απλώθηκα.

Ω, ναι, γελάω καμιά φορά και το γέλιο μου ανεβαίνει
από τα δικά μου μισάνοιχτα χείλη,
από το δικό μου σώμα το γεμάτο.

κάτω από τα δόντια του μεσημεριού

Ξέρω πως
αν τεντώσω τα χέρια μου θα σ’ ακουμπήσουν
και
το χιόνι στις σόλες μου και στο γιακά μου
και
στις στέγες των σπιτιών με το ωραίο φινίρισμα
και
σ’ εκείνα τα φασαριόζικα πουλιά στα βουλεβάρτα,
το χιόνι, λέω, θα λιώσει
και τότε ιθύνοντες και περαστικοί θα μαγευτούν
και θα στήσουν ψιλή κουβέντα με το σώμα τους
και ποια μέρη τους υπάρχουν αυθύπαρκτα
και ποια μέσα από τα σώματα
που έχουν αγγίξει με τα χέρια τους

κάτω από τα δόντια του μεσημεριού και αλλού.

.

ΕΝ ΑΓΝΟΙΑ ΚΑΙ ΓΝΩΣΕΙ

ένας φλεβάρης είναι πολλοί φλεβάρηδες

Ένας φλεβάρης είναι πολλοί φλεβάρηδες, επαίρεσαι,
και ξαναπαίρνεις τη θέση σου στην αφή, τη ραφή και
τα ανυπόστατα έπιπλα.

Παρεμβαίνουν ημέρες.

Φήμες μιλούν για ένα φλεβάρη δούρειο και μια κάνουλα
με ρακόρ και κλειδί ασφαλείας.

Τώρα μπορώ να στο πω:
Γρηγορότερη από την ωφέλιμη μνήμη σου,
η ωφέλιμη λήθη σου – πιο αρτιμελής, πιο αθυρόστομη.

ιούλης

Κι όμως!
Αν η θέα δεν έχει, παράθυρο με συρόμενη σίτα ανοιγόμενης
κίνησης, δεν θα μπορέσεις ποτέ να καυχηθείς πως είδες
κάτι αξιόλογο να γίνεται και να ξεγίνεται (κυρίως αυτό) – τον
Ιούλη, ας πούμε, να παρεμβαίνει χιονάτος, σπέρμα λευκό στο
τζάμι.

.

Χιονάτος
Διπλάρειος Σχολή,  2017

.

un/lock me down

Αργότερα θα μάθω
πως το πρόσωπο του δράματος
είναι η πόρτα και όχι ο τοίχος

και τότε

θα χαϊδέψω το σώμα και τις απολήξεις σου
και θα χρησιμοποιήσω τις λέξεις μου απλά

και θα σου πω

πόρτα πολύτροπη από καρυδιά και σημύδα πυράντοχη,
μονή ή διπλή ή πολύφυλλη, να εύχεσαι νά ’ναι γερός ο τοίχος
και οι αρχαίοι χτιστάδες του και οι κρυφοί μεντεσέδες του,
χωρίς αυτούς δεν θά ’χες ρήματα να κλίνεις.

.

un/lock me down
Γιούχτας, Κρήτη, 2020

.

ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΟΞΥΑΙΧΜΑ

γεννήθηκα Λολίτα

Με σύμφωνα υγρά και σκέλια κάθυγρα –
και πως σημαντρίζουν τα φωνήεντα

ΛΟ oh my lord τι μωρό το εδώ και ωστόσο
ΛΙ τι φιλί το εκεί το πολύ και το λίγο
ΤΑ στο διά ταύτα ανέκαθεν

Ανέκαθεν έλεγα της μάνας μου, διψώ, έστυβε το πορτοκάλι
και μου τό ’δινε μα εγώ τα νύχια έμπηγα κρυφά στο
περγαμόντο, μέχρι τις φτέρνες το ξύσμα να κατέβει, έτσι να με
μυρίζεις θέλω, έτσι να σε πλανέψω, έτσι να παίξουμε όποιος
φοβάται χάνει κι εσύ, δυο μέτρα πορτραίτο φαγιούμ με γκριζάκι
κουστούμι και κρόταφους, να χάνεις τη μιλιά σου, μια
λευκή κιμωλία σφιχτά να κρατείς, μια κιμωλία να λιώνεις,
τίναζες τη σκόνη από πάνω σου, έπαιρνες άλλη απ’ το κουτί,
από τα ωραία δάχτυλα την άφηνες να πέσει, κι όλο προς
το μέρος μου την κλώτσαγε το μαύρο σου λουστρίνι, εκεί στο
πρώτο θρανίο το μεσαίο, εκεί καθόμουνα, εκεί να μου γλυτώσεις
δεν μπορείς, στα τέσσερα με κόντευες, τάχατες να τη
βρεις, δάσκαλε, έχει καινούργια στο κουτί, δάσκαλε σήκω,
γόνατα θα κάνουν τα μπατζάκια σου, μα εσύ εκεί, θεριό στα
τέσσερα, αν είχες ουρά, με λύκο θα ’μοιαζες θλιμμένο, μύριζες
τη λαχτάρα μου, μύριζες τα σοσόνια μου, στο στόμα σού
’βαζα το στρογγυλό μου γόνα, έτσι, μαζί να παίξουμε τα
μήλα, κι ύστερα άνοιγες την πόρτα κι έφευγες, όποιος
φοβάται χάνει, δάσκαλε, πού πας, δεν χτύπησε ακόμα το
κουδούνι, μάνα, χέλια αναδεύουν μέσα μου, της έλεγα σαν
γύρναγα στο σπίτι, πανάρχαια φίδια, κι αυτή με μπούκωνε
βασιλικό πολτό, τάχα να μου περάσει, κόλλαγε στην άκρη της
αμυγδαλής, μισάνοιγα τα χείλη μου να λυώσει, τα έγλυφα
μη και στο πηγούνι τρέξει σταγόνα και χαθεί, μη και σε
φάνε τα μυρμήγκια, μου ’λεγες, πάρτο χαμπάρι, μάνα, με
γέννησες λολίτα.

φόρεσέ με, φωνάζει με γόο

Πουθενά στη Γη δεν υπάρχει ένας τόπος που δεν υπάρχει,
σκέφτηκα μετακινούμενο αποφασιστικά προς το τζάμι του
διαστημικού σταθμού του Gemini IV τριανταπέντε ημερολογιακά
έτη πριν το τέλος της 2ης μετά χριστόν χιλιετίας, και
νά που φτάσαμε ως εδώ και πουθενά ένα μαντήλι να κουνιέται,
ένα λουλούδι φαντεζί, ένας, τέλος πάντων, μικροπωλητής
για την περίσταση. Πουθενά και διόλου και τίποτε.
Πάρεξ η αδημονία στο βλέμμα του Edward White, καθώς
ετοιμάζεται να βολτάρει δεμένος και ντυμένος στην τρίχα
– σχεδόν τον ζηλεύω, και αυτή στο δικό μου, καθώς ετοιμάζομαι
να βολτάρω δεμένο και άδειο επί τόπου στη θέση
μου. Καθότι εφεδρικό. Γιατί αυτό ήμουν. Το εφεδρικό γάντι
αριθ. 1 του αστροναύτη Edward White που στο εξής και εγώ
θα ονομάζω Eddie, έτσι τον είπε ο κολλητός του όταν τον
αποχαιρετούσε – και μη ξεχύσεις να γυρίσεις στη Γη, Eddie,
του είπε, χτυπώντας τον στην πλάτη, ούτε Edward, όπως
τον έγραφαν οι εφημερίδες ούτε Ed, όπως τον έλεγε η δεύτερη
του γυναίκα στο τηλέφωνο. Ίσως και η πρώτη, δεν ξέρω,
τους πήρε επτά μήνες να με φτιάξουν και να με πουν
ρεζέρβα. Που σημαίνει ότι εγώ, θα επέστρεφα, αν επέστρεφα,
χωρίς ούτε μία φωτογραφία για τη wiki-pedia με το χέρι
του Eddie να εκπλήσσεται μέσα μου. Χωρίς ούτε ένα βαλσάκι
μαζί του στο κενό – καταμεσής της ουτοπίας ήταν η
φράση που του ψιθύριζα στ’ αφτάκι. Εκτός αν τα πράγματα
δεν έβαιναν καλώς, μια στρέβλωση, ας πούμε, στον αντίχειρα
ή στη μέσα τιτανιούχα κόπιτσα, μια μη προαναγγελθεί-
σα ισότητα στους χειρισμούς – θα δώσεις και σε μένα το
χέρι σου Eddie; Μπα.

Mayday, Mayday τον ακούω να φωνάζει απεγνωσμένα,
καθώς με βλέπει να γλιστράω με αποφασιστικότητα από το
ρόγχος του Gemini IV, είναι ήδη αργά και το ξέρει – “το
γάντι το ’σκάσε”, αναμεταδίδεται από τον πύργο ελέγχου και
τους δημοσιογράφους στη Γη, “το γάντι ρεζέρβα”,
διευκρινίζουν ανακουφιστικά, κόσμος μαζεύεται για να με δει. Οι
γυναίκες του Eddie εμφανίζονται στο γυαλί. “Πες τους πους
αν με ξαναπούν ρεζέρβα, θα πάψω να σε λέω Eddie”, του
κάνω και του κλείνω το μάτι με νόημα καταμεσής της ουτοπίας.
Αναρωτιέμαι, χωρίς να χολοσκώ, αν είμαι πάνω από
τη Νέα Τερσέη, ή τη Νέα Γουινέα ή τη Νέα Ιωνία Αττικής.
Χωρίς να χολοσκώ για την απάντηση, αφού ουδόλως
πλέον με αφορά. Ανέκαθεν τις λάτρευα τις ερωτήσεις που οι
απαντήσεις τους δεν με αφορούσαν, όπως, για παράδειγμα,
πόσα κιλά ήταν η δεύτερη γυναίκα του Eddie πριν ή κατά
τη διάρκεια των δοκιμών και των προσομοιώσεων – έβαλε
βάρος τελευταία, τον άκουσα να λέει στον κολλητό του. Ήταν,
όμως, και οι άλλες, όπως για παράδειγμα πόσα κιλά έπρεπε
να είναι ο ίδιος με ή χωρίς τα γάντια του, που και με αφορούσαν
και με έλιωναν. Διότι η απάντησή τους είχε εκ των
πραγμάτων αντίκτυπο πάνω μου – ακολουθούσαν δοκίμια
και δοκιμές. Το καλό είναι ότι ούτε αυτές με αφορούν πλέον.
Η μόνη εν προκειμένω ανησυχία μου είναι, ότι η έλλειψη
βαρύτητας μού προκαλεί έναν αυτισμό στις κινήσεις και στους
όποιους προβληματισμούς μου, που, όπως ήδη δήλωσα, δεν
με απασχολούν. Η δε εξόδιος έξοδός μου ένα πονάκι στο πάνω
μέρος της παλάμης μου, το πιο λοφώδες – υπάρχουν λόφοι
στο διάστημα; αναρωτιέμαι χωρίς να χολοσκώ, φόρεσε
με, φωνάζει ο Eddie με γόο.

.

Θα δώσεις και σε μένα το χέρι σου;
Κηφισιά, 2020

.

με λένε Μήδεια Τάδε και

… αύριο δεν θα φάω μαζί σας πρωινό, καλές μου. Όχι, το
ξέρετε άλλωστε καλά. Να καταπιώ δεν θα μπορώ, θά ‘χει
ο λαιμός μου κλείσει, θά ’χουν κρεμάσει τα άκρα μου απ’
τον πολύ χορό. Ένα τριπάτ ποντιακό θά ’χω στο νου μου –
όποια κλωτσήσει το σκαμνί να το γνωρίζει, μη και
σκιαχτεί όταν το τρέμουλο αρχινίσει, μη και τα χέρια μου
νεκρά σαν πέσουν την χτυπήσουν, μη και ρυθμό δεν καταφέρω
να κρατήσω, γόνατα και αστράγαλοι έχουν μαζέψει λίπη,
μη και καμιά σας να σκεφτεί τι δευτεράντζα είν’ αυτή,
μη τι ντεκλασέ η παιδοκτόνος. Ένα χορό μοναδικό θά ‘χω
στο νου μου. Ούτε Θεό ούτε Χριστό ούτε τον γκομενιάρη
Χάρο. Παρόλο που για πάρτη του βρακί απόψε δεν θα βάλω.
Μόνο ένα φουστάνι γλιστερό, φαρδύ, μεσάτο, κλειστό
μπροστά μέχρι τη ρίζα του λαιμού, κουμπιά μεταξωτά στην
πλάτη, αυτό φορούσα όταν βολεύτηκα στο μαξιλάρι απάνω,
το άσπρο, το ολοκέντητο που σού ‘στρωσα προσεκτικά στο
σωματάκι ολούθε, τόσο αφημένη, τόσο δοσμένη, τόσο πολύ
στους τραγωδούς μελετημένη, μόλις που οι πατούσες σου
ξοδεύανε στην άκρη, κι αυτές τριπάτ χορεύανε πριν το
νανούρισμα τελειώσει – παράπονο δεν πρέπει νά ’χεις, σωστά σ’
ετοίμασα, μ’ ανθόνερο σε έπλυνα, σε στέγνωσα με χνουδωτό
σεντόνι, πούδρα σου έβαλα στις χωρισιές μη και συγκάψεις
στο ταξίδι, αφάγωτο δεν έφυγες, ένα βυζί ολόκληρο μου
’χες αδειάσει μόλις, πέτσα μου τό ’κάνες, κι αυτό και την
κρουστή κοιλιά μου, πού να με δει ο μορφονιός, πού να με
πάρει, ξυνίλα μύριζε η θηλή, πού να μου το φιλήσει, πού στο
παλκοσένικο μαζί του να με βγάλει, τ’ όνομα απ’ τη μαρκίζα
μού ’βγάλε, και τι γκρεμός σαν την ξεκρέμασε και τι
φόβος, σε φορτηγό τη φόρτωσε, ανάποδα την άδειασε να
λιώσει – ήταν μαζί κι οι πάνες σου μιας χρήσης – και τι
σημαδιακό το κλάμα σου τις νύχτες, καλά τ’ ορμήνεψα, σώσε
με μου ζητούσες, τώρα που φόβος τι πάει να πει ακόμα
δεν γνωρίζω, κι άσε εσένα να σωθείς από αλλουνού τα χέρια
μη και σε πουν αυτόχειρα κι άκλαυτη σε αφήσουν, στον
ύπνο σου έρχομαι και σε ρωτώ, καλά δεν έκανα, ποια είσαι
εσύ, μου απαντάς, ποια είσαι εσύ, βρυχάσαι, πολλά ειπώθηκαν
για το συμβάν, μπλέχτηκαν οι εποχές κι οι φόνοι, πολλά
μιλιούνται στον προαυλισμό, αυτή η κουβέντα άλλη αναβολή
δεν τη σηκώνει.

Βάγγο, απόψε το κελί ξεκλείδωτο ν’ αφήσεις – μη φωνασκείτε,
να τους πεις, θέλω ν’ ακούω το ρυθμό. Κι εγώ για
πάρτη σου θά χω κουμπώσει μέχρις απάνω τα κουμπιά, νά
’χεις να ξεκουμπώνεις όταν μου λύσεις τη θηλειά. Θα μού
χουν φύγει ούρα κι έμμηνα, σ’ αυτά το φταίξιμο το ρίχνω.

.

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ Δ.Χ.

συλλέκτης στιγμών

Ο Δ.Χ., αν και μόνος, μοναχός και μονήρης,

[τουρλωτά “μη μου άπτου” στην πλάτη του]

επιμένει, να συλλέγει, στιγμές επί χάρτου και τάπητος. Τις
απλώνει στο μαύρο τραπέζι, τις στύβει, τις πίνει, “σας ακουμπώ”,
διατείνεται, και τις αρχειοθετεί. Τις Κυριακές και τις
άλλες αργίες τις κρεμάει σε φωσφοριζέ συρματόσχοινο από
τοίχο σε τοίχο και αναμένει. “Αυτό το συρματόσχοινο
προσφέρει στο χώρο μου έναν άλλον ουρανό”, ακούστηκε να λέει
ικανοποιημένος.

.

Ένας άλλος ουρανός
Geneva, 2016

.

ο ψαράς

Φύτρωσέ με,
είπε ο Δημήτριος Χους στον βράχο που στάθηκε
(τον πιο μειλίχιο, τον πιο δραματικό, τον
πιο γυμνό από όσα οι άνθρωποι φοράνε)
κι έμπηξε τα πόδια του στα φαγωμένα και φαγώθηκαν

και τότε,
φύτρωσέ με, του είπε,

είμαι ψαράς με πτυχίο και δόρυ ανάρπαστος,
θα μπορούσε να με αγαπήσει ένα κύμα ή και
να το καρφώσω παράφορα.

Θέμα υψηλής εποπτείας, θα αποφανθεί
ο ψηλούτσικος βράχος αργότερα. Άρα;

.

Ο ψαράς
Γεωργιούπολη Αποκρώνου, 2020

.

περίμενέ με

Περίμενέ με,
[ακολουθούν τροπικά επιρρήματα σε -ως,
όπως: περιπαθώς, σεμνώς και εναγωνίως]

καθώς ταιριάζει σε μια πράξη συνάντησης. *

Μπορεί και να μην εμφανιστώ.
Θα με θυμάσαι, όμως, να έρχομαι.
Καθοδόν θα χαράξω τα αρχικά μου στην άσφαλτο.

* Παραλλαγή του στίχου της Μαρίας Λαϊνά “καθώς ταιριάζει σε μια
πράξη θανάτου”.

.

Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Ε Σ

ΚΑΤΕΡΙΝΑ Ι. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

CULTUREBOOK 09 Ιουλίου 2021

Ευθαρσώς και στα ίσα

[…] Χρόνε ανίκατε μάχαν, δεν έχω πλέον χρόνο για μυθιστορίες,
του είπε ευθαρσώς και στα ίσα.

Η Μαρία Καντωνίδου, με το ψευδώνυμο Καντ, παρουσιάζει την πρώτη της ποιητική συλλογή με τον αγγλόφωνο τίτλο Stanza (στροφή) – διακειμενική αναφορά στην ομώνυμη συλλογή του Γ. Σεφέρη – από τις εκδόσεις GUTENBERG, με λόγο συχνά ρεαλιστικό με πλούσια αρχαιοπρεπή στοιχεία, κάνοντας πράξη όσα υπόσχεται. δεν έχει πλέον χρόνο για μυθιστορίες. Στηλιτεύει το σήμερα, σε εφτά ενότητες που περιγράφουν επιρρηματικά κι εμπρόθετα με τους ακόλουθους τίτλους: Ευθαρσώς, Περιπαθώς, Και εμπύρετα, (Υπ)ακούει το σώμα, Εν αγνοία και γνώσει, Και άλλα οξύαιχμα, Ιστορίες του Δ.Χ. Οι υπερρεαλιστικές περιγραφές της, η συνειρμική γραφή -στενά συνδεδεμένη με την εικόνα και το πλούσιο φωτογραφικό υλικό που εμπεριέχεται- ο υπαινικτικός λόγος, η αισθητική συμπύκνωση και η ουσιαστική λειτουργία των επιθέτων, είναι στοιχεία που υπογράφουν καίρια την ποιητική της.
Ο αριθμός εφτά, μοτίβο που επαναλαμβάνεται και διατρέχει όλο το σώμα της συλλογής, καθορίζει και καθορίζεται, καθώς η ποίηση της Καντωνίδου συνομιλεί μαζί του και στις εφτά ενότητες που απαρτίζουν την υπαινικτική της κατάθεση, όπως ο τίτλος του ομώνυμου ποιήματος, («εφτά παιδιά έχω φωνάζει»), στην πρώτη ενότητα με τίτλο («ΕΥΘΑΡΣΩΣ»). […] «Ένας επισκέπτης με κοντή καπαρντίνα τον κοιτά με συμπάθεια και καταγράφει τις τρύπες. Στο μεταξύ ο κούρος σε ασκήσεις εσωστρέφειας, …[…] Την ίδια στιγμή ο ίσκιος του επιδίδεται σε ασκήσεις βιοπορισμού.»
Εφτά ενότητες οι οποίες στοιχίζονται, επικοινωνούν, συνομιλούν, συνεπάγονται, οικοδομούν τη ραχοκοκαλιά της ανθρώπινης ύπαρξης. Η αφήγηση εναλλάσσεται μεταξύ και των τριών προσώπων, προεξάρχοντος του τρίτου, ωστόσο ο εσωτερικός μονόλογος, η επιτάχυνση, […] «Πώς φεύγεις πριν φύγεις;/Πώς ήρθες πριν νάρθεις;/ (έχε μαζί σου σακ- βουαγιάζ και επιρρήματα)», συχνά μέσω της απεύθυνσης στο β΄ ενικό, […]»Όμως όχι σε αυτό το ενδεχόμενο, διατείνεσαι, όχι σε αυτόν τον ανούσιο θάνατο και χραπ, μου τραβάς τα σεντόνια και, χραπ, μου σηκώνεις το σώμα και χρατς, μου σκίζεις το στέρνο, το τραβάς, το ανοίγεις, του αδειάζεις το άδειο και χώνεις μέσα του μια πεταλούδα- πρέπει να ήτανε λευκή, …» είναι από τα στοιχεία που διακρίνονται, κυρίως, στη συλλογή της.
Συχνά, οι τίτλοι της ποιήτριας αποτελούν την εισαγωγή του κειμένου της κι αυτό αποτελεί μια ιδιαίτερη σύλληψη, όπως στο ποίημα με τίτλο: («το τίποτε είναι τίποτε»), […] «-Το τίποτε δεν είναι κενό. Το τίποτε είναι τίποτε, λέω.», η επωδός συνομιλεί με την εισαγωγή του επόμενου («γι’ αυτό στον ακάλυπτο»), […] Γι’ αυτό και στον ακάλυπτο δεμένη τη σκάλα/την κρατάω. Με ζύγια κι ένα χοντρό λουρί…», ενώ στην ενότητα με τίτλο («ΕΜΠΥΡΕΤΑ») η συνομιλία αφορά το εγώ και το ασυνείδητο, καθώς αναδύεται ανάμεσα στους ίσκιους και τ’ αδιέξοδα, [..] «Τι κρότος κι αυτός ο ίσκιος/βραδιάτικα, και τι αυτάρκης/(και τι ταμπούρλο μνησίκακο, ράπα-παπάμ, ράπα παπάμ)/Στο ξαναλέω για πολλοστή φορά,/θα σβήσω το φως και θα σε σβήσω/ή θα σου πάρω την οθόνη προβολής.»
Πλούσιος λόγος, διακειμενικές συνδέσεις, συνθέτουν ένα υπερρεαλιστικό «τεριρέμ», («τι φωνασκούν τ’ αγάλματα στην αγορά»), αναρωτιέται ο τίτλος του ομώνυμου ποιήματος, κάνοντας σαφή αναφορά στον Κ. Π. Καβάφη. Κι άλλες φορές, («επέστρεφε»), καλεί […] «Ώρα εβδόμη πρωινή,/Επιμένεις να σε διεκδικούν προστακτικές…», και άλλες ως υπόμνηση, η καθαρεύουσα «τι άνθρωποι τ’ αγάλματα εις τα μουσεία.» Φ. Κάφκα, Γ. Σεφέρης, Μ. Λαϊνά, Λ. Μπόρχες, Φ. Γκ. Λόρκα, Βλ. Ναμπόκοφ, ακούγονται σαν μουσική στους στίχους της ποιήτριας.
Η ποίηση της Μαρίας Κάντ επιζητεί μία συνέχεια. Τα κείμενά της, συχνά σχεδόν χωρίς στίξη, πασχίζουν να διατρέξουν τον χρόνο, […] «Είπε ο χρόνος:/Ψάχνω να γεννήσω τ’ αυγά μου. Ή και τοπίο “άλλοθι που”, έχω τους κοιλιακούς γυμνασμένους. Εξ αρχής αποκλείω τις φωλιές, το χιόνι και το άσπρο σεντόνι….», να μαγέψουν με τις πλούσιες μεταφορές τους, […] «φιλιά και μουσικά κουτιά με μανιβέλες κάτω από τον ίσκιο ενός κυριακάτικου βουνού ή ενός βράχου, απαραιτήτως ιερού, ή έστω, μιας εμπριμέ τέντας στα πέριξ.», και ιδιαιτέρως με τα ρήματα κίνησης, να συνοψίσουν ό,τι υποσυνείδητα συσσωρεύτηκε.
Το ονειρικό και οι ψυχαναλυτικές ψηφίδες παραπέμπουν σε σαφείς υπερρεαλιστικές επιρροές, όπως εκείνη του Α. Εμπειρίκου, καθώς επιχειρείται συνειρμικά, σχεδόν χειρουργικά, η βαθιά τομή στη γλώσσα και στο ασυνείδητο. μα και ο Μ. Μητσάκης τι χαρά θα ένιωθε για το («Παράπονο του μαρμάρου») του…, «Τι άνθρωποι τ’ αγάλματα εις τα μουσεία,/δεν σιωπούν, δεν κλαιν, δεν ξεκαρδίζονται, δεν χαιρετιούνται μεταξύ τους, δεν αποχαιρετούν/Αργότερα θα μάθουν ότι καιρός δεν ήταν πια./Α, τι λύπη, όταν το μάθουν.»
Οι θεματικές της Καντωνίδου σπονδυλωτά αναπτυγμένες διαπραγματεύονται τις ωδίνες του βίου, το απαράλλαχτο γαϊτάνι του, έρωτας, η μοναξιά, η μάχη με την ωριμότητα, τα κοινωνικά στερεότυπα, οι ανθρώπινες σχέσεις, η κοινωνική δικαιοσύνη, και ο θάνατος. Κείμενα με πλούσιες αρετές, οι οποίες αντλούν, αρκετά συχνά, την έμπνευσή τους τόσο συμβολικά όσο και γλωσσικά και από την αρχαία ελληνική γραμματεία. Ο Ονήσιλος, ο Ίκαρος, «Στις Σκουριές του λαυρίου αριθ. 7/βότσαλα πετροβολούν έναν Ίκαρο/(κανείς δεν αμφισβητεί τις προθέσεις τους να παίξουν)/- ανώδυνα πέσε, τον ορμηνεύουν./ Έχει προηγηθεί ο ήλιος.», η Μήδεια, ο δούρειος ίππος είναι κάποια από τα σύμβολα που συναντώνται και ως τίτλοι.
Το δίπολο άντρας – γυναίκα αποτελεί κεντρικό θέμα διαπραγμάτευσης για την ποιήτρια. Η Μαρία Καντ είναι μια σύγχρονη «ανατόμος» των ποιητικών πεπραγμένων, ωστόσο από τους στίχους της, τις καλογραμμένες πρόζες, μα και τα κείμενα μικρής φόρμας που εμπεριέχονται στα δύο τελευταία κεφάλαια, αναδύεται αριστοτεχνικά η ένωση της αστικής αντίληψης με το διακείμενο. Η Μήδεια, «Με λένε Μήδεια Τάδε και…/ αύριο δεν θα φάω πρωινό μαζί σας καλές μου. Όχι το ξέρετε καλά. Να καταπιώ δεν θα μπορώ και θα έχει ο λαιμός μου κλείσει…», η Λολίτα, […] «Με σύμφωνα υγρά και σκέλια κάθυγρα – /και πώς σημαντρίζουν τα φωνήεντα/ ΛΟ oh my lord τι μωρό το εδώ και ωστόσο/ ΛΙ τι φιλί το εκεί το πολύ και το λίγο/ΤΑ στο δια ταύτα ανέκαθεν…»,το αντικείμενο του πόθου του Λόρκα, η γυναίκα της διπλανής πόρτας, το αέναα στερεοτυπικά μεταδιδόμενο γυναικείο πρότυπο της Σαλώμης, στο πρόσωπο της Λίτσας, της Λήδας. τα εφτά πέπλα, οι εφτά πληγές του Φαραώ, υπαινίσσονται αιχμηρά από τη συγγραφέα, καθώς αναδύεται το κοινωνικό στερεότυπο που διαιωνίζει τη διακοσμητική θέση της γυναίκας.
Η γυναίκα ως παράπλευρη απώλεια, η σύγχρονη, η θυμωμένη, […] «Γιατί μου έρχεται στο νου η εικόνα με έξω τα μέσα της; αναρωτήθηκε ο άντρας. Πέταξε χάμω το φουστάνι της και το πάτησε. Γιατί μου έρχεται στο νου ετούτη η εικόνα με τα έξω μέσα του; αναρωτήθηκε η γυναίκα. Τράβηξε το σίδερο από την πρίζα και του το πέταξε στο μέτωπο. Ακούστηκε ένα τζάμι να σπάει. Το βράδυ κοιμήθηκε με το φουστάνι της.», η γυναίκας μπιμπελό, η υπάκουη, η αναπαραγωγική, η γυναίκα ως δοχείο ηδονής, […] «Οι οδηγίες ήταν σαφείς – επτά είδη ένδυσης και υπόδησης (συμπεριλαμβανομένων φο μπιζού στον λαιμό), όνομα με ένα τουλάχιστον υγρό σύμφωνο (Λίτσα, Λήδα, Σαλώμη και άλλα)…».
Μα πόσο άδικη θα ήταν η ζωή, και η Μαρία Καντωνίδου το γνωρίζει, αν δεν υπολόγιζε και την πλευρά του «Άλλου». του καλλιτέχνη, του συνθέτη, του ψαρά, του «ελάσσωνος», με το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα, […] «Το πρώτο βράδυ της νέας δεκαετίας χωρίς τη μητέρα του, ο Δ.Χ. πέφτει στο ημίδιπλο κρεβάτι του και την ονειρεύεται. Είναι ανάσκελα και τον έχει γεννήσει. Γύρω του πηχτά νερά – γιατί με γέννησες, θυμάται να της λέει, ήμουν καλά εκεί μέσα.»,τη μάχη με τα στερεότυπα που του δίδαξε το ίδιο το αντίθετό του, την πορεία του προς την ενηλικίωση και την ωριμότητα, […]Στο κάτω – κάτω είκοσι χρόνια είναι πολλά, είπε ο Δ.Χ. και άρχισε να καταβαίνει τη κυλιόμενη σκάλα που ανέβαινε….[…] “Πρέπει πάση θυσία να επιστρέψω προτού επιστρέψω”, της είπε. Πιο αμυχή αλλιώς η επιστροφή μου.», τη μάχη του με τις στερεοτυπικά κοινωνικά επιβεβλημένες σιωπές. […] «Η σιωπή είναι πολλά πράγματα, κατέληξε ο Δ.Χ./Κυρίως είναι ένα πράγμα – χαμαιλέων.»
Άραγε υπάρχει ελπίδα για το τόσο βασανισμένο δίπολο; Εκείνος κι εκείνη, άνδρας – γυναίκα. Η ποιήτρια επιχειρεί να δώσει μια απάντηση στην επωδό της ποιητικής της συλλογής:

Περίμενέ με,
[ακολουθούν τροπικά επιρρήματα σε –ως]
όπως: περιπαθώς, σεμνώς και εναγωνίως

καθώς ταιριάζει σε μια πράξη συνάντησης

Μπορεί και να μην εμφανιστώ.
Θα με θυμάσαι όμως να έρχομαι

Καθ’ οδόν θα χαράξω τα αρχικά μου
στην άσφαλτο.

.

ΧΡΥΣΑ ΚΑΚΑΤΣΑΚΗ

20/7/2021

Τη γνώρισα εδώ μέσα ως Μαρία Καντ. (Δεν ήξερα στην αρχή το πλήρες επίθετό της). Παρακολουθώντας τις αναρτήσεις της, το μυαλό μου πήγε ασυναίσθητα στον φιλόσοφο Καντ. Λογική οργάνωση, υπαρκτός αλλά ελεγχόμενος συναισθηματισμός, ενορχηστρωμένα κάτω από την μπαγκέτα ενός σύγχρονου στοχασμού για τις ανθρώπινες σχέσεις, το χθαμαλό του βίου που αγιοποιείται και το υψηλόν που αποδομείται.
Όταν πήρα στα χέρια μου τα ποιήματά της, μου προέκυψε ένας άλλος συνειρμός. Τα είδα σαν θεατρικά μονόπρακτα ή μάλλον σαν τα «Στιγμιότυπα» του Όλτμαν. Κάθε σελίδα και μια μικρή ή μεγαλύτερη ιστορία. Αφήγηση και ποίηση αλά μπρατσέτα. Cut. Παρεμβαίνει ο Σολωμός. Είδος μεικτό αλλά νόμιμο. Cut. Σε απόλυτη ισοτιμία με τον λόγο και η εικόνα. Και λέω επίτηδες εικόνα και όχι φωτογραφία, γιατί η δεύτερη αναπαριστά την πραγματικότητα, ενώ η πρώτη εικάζει. Αφήνει δηλαδή το περιθώριο στον αναγνώστη- θεατή να μαντέψει τη συνέχεια, μια άλλη αρχή ή ένα άλλο τέλος. «Στις Σκουριές του λαυρίου αριθ. 7/βότσαλα πετροβολούν έναν Ίκαρο/(κανείς δεν αμφισβητεί τις προθέσεις τους να παίξουν)/- ανώδυνα πέσε, τον ορμηνεύουν./ Έχει προηγηθεί ο ήλιος».
Πατρίδα της η γλώσσα. Στον ομηρικό πολύτροπο ή το όναρ, στο Χρόνε ανίκατε μάχαν του Σοφοκλή, στο Επέστρεφε ή στην αιδώ και περίσκεψι του Καβάφη, στο Γουαδαλκιβίρ του Λόρκα, στα λογοπαίγνια της Δημουλά που αναφλέγονται ακαριαία, στην λεξιπλασία του Ελύτη με τα φωνήεντα που σημαντρίζουν, στην κατάργηση των ορίων μεταξύ του λόγιου και καθημερινού κατά Τζόις, στα αγάλματα στο Μουσείο του Σεφέρη, ώρες ώρες και στην ανορθόδοξη σύνταξη του Χειμωνά που παίζει με τα ζάρια στα άκρα του νοήματος. Δεν πρόκειται για επιρροές, αλλά για μια καλά χωνεμένη συμπύκνωση του μοντερνισμού που με υπαινιγμούς και έμμεσες αναφορές και με πρόσχημα προσωπικές εμπειρίες (αληθινές ή επινοημένες) προετοιμάζεται ή μάλλον προοικονομείται η ελεγεία για την πτώση του ανθρώπου στην ψυχική ασιτία. «Γιατί μου έρχεται στο νου η εικόνα με έξω τα μέσα της; αναρωτήθηκε ο άντρας. Πέταξε χάμω το φουστάνι της και το πάτησε. Γιατί μου έρχεται στο νου ετούτη η εικόνα με τα έξω μέσα του; αναρωτήθηκε η γυναίκα. Τράβηξε το σίδερο από την πρίζα και του το πέταξε στο μέτωπο. Ακούστηκε ένα τζάμι να σπάει. Το βράδυ κοιμήθηκε με το φουστάνι της».
Η θέση της Μαρίας Καντ δεν είναι ούτε αποφατική ούτε καταφατική. Ούτε αισιόδοξη ούτε απαισιόδοξη. Μοιάζει περισσότερο με μια πράξη απελευθέρωσης εσωτερικών κοιτασμάτων που διεκδικούν την οντολογία τους. Η γυναίκα, Λολίτα και Μήδεια, αγωνιά να ξεφύγει από το πεπρωμένο της. Είχε κι αυτή έναν ομφάλιο λώρο. Κι ο Αντρας που μπορεί να έχει τα αρχικά Δ.Χ ή απλά να είναι ένας Άλλος. Το εγώ είναι ένας άλλος.
Σε αυτή τη φαντασμαγορία από εκρήξεις και τολμηρές σκηνοθεσίες δεν ξεχωρίζει το φασματικό από το πραγματικό, το όνειρο του ύπνου από το όνειρο του ξύπνιου. Η Μαρία Καντ μας προειδοποιεί από την αρχή ευθαρσώς και στα ίσα. «Δεν έχω πλέον χρόνο για μυθιστορίες». Έχει όμως για ιστορίες. Ο λόγος της και η δυνατή-συχνά υπερρεαλιστική – εικονοποιία βάζει τάξη στο χάος. Γιατί αυτό κάνει η ποίηση. Δημιουργεί ένα κόσμο όπου συνυπάρχει η Φιλότης και το Νείκος σε μια ατέλειωτη περφόρμανς.
Υ/Γ Η Μαρία Καντωνίδου κατάγεται από την Κύπρο και συγκεκριμένα από την περιοχή της Κερύνειας που βρίσκεται υπό τούρκικη κατοχή. Δεν το διατυμπανίζει. Το υπαινίσσεται στον Ονήσιλο, τον αρχαίο βασιλιά του νησιού, «στο ρήμα εάλω ως πόλη, ως χύτρα ταχύτητας και ως λάμπουσα λύπη οξύαιχμη», στην φυγή και την επιστροφή που συχνάζουν στους σταθμούς και τα λιμάνια.

.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΖΑΜΠΑ

FRACTAL 12/10/2021

Τα ποιήματα βρίσκονται πάντα σε δύσκολη ισορροπία

Η ποιήτρια Μαρία Καντωνίδου έχει πλήρη επίγνωση της τραγικότητας της ανθρώπινης ύπαρξης και τα ποιήματά της, όπως και η ζωή, βρίσκονται πάντα σε δύσκολη ισορροπία, έτοιμα να πέσουν και να τσακιστούν. Η ποιήτρια γράφει μια σειρά από ποιήματα σε συνεχή κρίσιμη καμπή νοήματος – turning point – λογοτεχνίας, όπου η ίδια κινείται με χαρισματική άνεση. Όπως η ζωή, τα ποιήματα κρέμονται επικίνδυνα πάνω από βάραθρο με τις λέξεις περασμένες σε εύθραυστη εκεχειρία. Στο βιβλίο stanza η ποιήτρια συστεγάζει διαφορετικές σημασίες κάτω από την ίδια μορφή και κάθε λέξη της συσχετίζεται με περισσότερες από μια σημασίες:

Απο-θανάτισε με, είπες,
σαν μόλις γεννημένο πουλάρι με βρεγμένες οπλές
και γέλιο τιγρένιο,
σαν άλμπατρος, ίσως, που γνωρίζει και κλαίει
και σαν διαρκώς.
*
Όλο αυτό σε λευκό φως και λίγο σεπτέμβρη.
Φίλα με, είπες, κοντεύω να γεμίσω σταγόνες. (σελ.89)

Η κύπρια ποιήτρια ονομάζει το πρώτο της βιβλίο stanza

Στην ποίηση, stanza (δωμάτιο), είναι ένα μέρος μιας μεγάλης σύνθεσης, ένα ολοκληρωμένο μέρος μιας συνεχόμενης συλλογής. Stanza είναι το ποίημα μέσα στη ποίηση, είναι μια έννοια μέσα στην έννοια του ποιήματος, όπως κάθε εικονικό δωμάτιο συνομιλίας του Facebook, όπως θεωρούνται Stanza, Le Messenger Rooms. Αυτό το βιβλίο είναι πράγματι συνοχή δωματίων είναι ο λαβύρινθος όπου υπάρχει κάποιο φως στην αγωνία του σκότους που μας πολιορκεί, μια ιερότητα στο διάβα του συλλαβισμού των ποιημάτων:

Φύτρωσε με,

είπε ο Δημήτριος Χούς στο βράχο που στάθηκε
(τον πιο μειλίχιο, τον πιο δραματικό, από όσα οι άνθρωποι φοράνε)

και έμπηξε τα πόδια του στα φαγωμ σελ 104﷽﷽ξε τα πόδια του ονένα και φαγώθηκαν (σελ.164)

Όπως ο ποιητής του θεάτρου Σάμουελ Μπέκετ, η Μαρία Καντωνίδου εμφανίζεται μετεμφιεσμένη σε αλλεπάλληλη σειρά μορφών θεατρικού λόγου. Προσεγγίζει τους αναγνώστες της σε σημασιολογική παράβαση. Με ιλιγγιώδεις και φανταστικές λογικές, πλάθει ποιήματα σε ιπερρεαλιστικό πλάνο παραλόγου κινούμενα από ρυθμιστικές σταθερές τυφλού μηχανισμού· θα έλεγα ότι είναι “ποιήματα σε μεταφορική διάθλαση της πραγματικότητας”. Εξάλλου, η ίδια η ποιήτρια σε πολυσημικό σχήμα λόγου και χιούμορ, γεννημένη Καντωνίδου, φοράει αυτοκόλλητο το επιλεγμένο πολυσημικό επίθετο Καντ!

“Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή” έγραψε ο ποιητής Γιώργος Παυλόπουλος και προχώρησε στο λαβύρινθο των ονείρων γυρεύοντας αντικλείδια για να ανοίξει τη πόρτα που έκλεισε πίσω του. Η Καντωνίδου μπαίνει στο δικό της λαβύρινθο με φανταστική οπτική και με διηγηματική δεξιότητα, γίνεται η ελλειπτική τροχιά, του πλανήτη- ποίημα. Το βιβλίο Stanza, είναι γαλαξίας ποιημάτων. Το καθένα κινείται συνδεδεμένο με τα άλλα στην ίδια τροχιά, όμως ελεύθερο στη ψυχοσύνθεσή του. Δημιουργείται ένας λαβύρινθος ελκυστικός στο διάβα του, αποτελούμενος από 7 συνεχόμενα δωμάτια, δίχως ταβάνι με πολύ ουρανό• ο αριθμός 7 σαν τον ιερό αριθμό του Απόλλωνα και τον τέλειο αριθμό των Πυθαγορείων στεγάζει 7 ενότητες, εν είδει κεφαλαίων. Η ποιήτρια ανοίγει τη πόρτα τους με προκλητική διάθεση και με ανήσυχο το πνεύμα, κοιτάζει μέσα!

Τα ποιήματα είναι προσωπογραφία του ποιητή

Το φως μου νέμεται ένα φως
(πλατύ, ιλαρόν, πεφιλημένον)
και ένα ενδέχεται – λεμόνια
κοιμούνται στα περβάζια μου.

Επιμένω: Άσε τα φώτα στο ρήμα τους.
Ενδέχεται να σε ταξιδέψω ερήμην μου. (σελ. 118)

Η ποιήτρια δημιουργεί ένα βιβλίο οίκημα, χτισμένο μετέωρο. Το κλειστό πρίσμα κυριαρχεί μεταβάλλοντας τους κανόνες και η ποιητική διαδικασία γίνεται εξαιρετικά δυναμική. Διαβάζοντας τα ποιήματά της έχεις την εντύπωση ότι το κάθε ποίημα δεν προέκυψε από κάποιο σχέδιο το οποίο εκπονήθηκε αρχικά και στη συνέχεια ακολουθήθηκε κατά γράμμα, αλλά υπήρξε αποτέλεσμα συνεχών αλλαγών και προσθαφαιρέσεων. Η Καντωνίδου καθ΄οδόν της γραφής, καταστρέφει την προοπτική του ποιήματος δημιουργώντας περίεργα οράματα. Ό,τι γράφει αναπτύσσεται σε σφηνοειδές σχήμα, όλο παράδοξα, και ενώ ο αναγνώστης ανεβαίνει το ποίημα όπως σε σκάλα, η αρχική του εντύπωση καταρρίπτεται εντυπωσιακά. Η ποιήτρια τοποθετεί τον αναγνώστη σε μια περίοπτη ιλιγγιώδη θέση με τρόπο που το ποίημα βιώνεται ως προσωπική εμπειρία επικίνδυνης αποστολής. Ο αναγνώστης ανεβαίνει λυόμενες σκάλες, ενώ κάποιος τις κατεβαίνει βιαστικά, διότι για να κατέβει πρέπει να τρέχει πιο γρήγορα από τη σκάλα. Ένα από τα κύρια φιλοσοφικά ερωτήματα του Σάμουελ Μπέκετ ήταν: σε έναν κόσμο χωρίς νόημα, πώς μπορεί ένας συγγραφέας να εκφράζεται χρησιμοποιώντας λέξεις; Η Καντωνίδου φαίνεται να απαντά στη πρόκληση, ένα παράδειγμα το ποίημα στη σελίδα 156:

Οδυσσέας ο Ά λ λ ος

Στο κάτω κάτω είκοσι χρόνια είναι πολλά, είπε, και άρχισε να κατεβαίνει την κυλιόμενη σκάλα που ανέβαινε. Κάποιοι βιαστικοί τον έβρισαν, κάποιοι μετακινήθηκαν ώστε να αποφύγουν ενδεχόμενη σύγκρουση ή και στραμπούληγμα και ένα παιδάκι ξέφυγε από τη μάνα του και τον μιμήθηκε. (…)

Το ποίημα είναι η ανάμνηση μιας ασύλληπτης ιστορίας

Η Καντωνίδου μπαίνει σε δωμάτια, τα οποία είχαν κατασκευαστεί πριν αιώνες, στο Νεκρομαντείο του Αχέροντα λαβύρινθος και κρυψώνας. Ακροπατώντας, συνθέτει ρυθμούς με χρήση όλων των πιθανών συνδυασμών γραμμάτων και συμβόλων. Γράφει στη σελ. 27:

Ούτε κατάλαβα ποτέ πως βρέθηκα να τρέχω (εγώ, το σκαρί μου, η τροχήλατη σκέψη μου, ο μισθός μου και αυτός ο ορθός λογισμός μου) σε δρόμους με κλίσεις και κόμβους και μικρές λακουβίτσες – τι θα γίνετε όταν μεγαλώσετε, μας ρωτά η δασκάλα της πρώτης, τι θα θέλατε, διορθώνει- και στηθαία και στοπ και λωρίδες εκτάκτου ανάγκης για τυχόν ατυχήματα ή και ευτυχήματα, έκτακτα, πάντως και ετούτα,

εφόσον υπάρχει το κύμα. (…)

Αλλού γράφει:

Είναι φορές που ξυπνώ με δυο γκέμια στους ώμους,

μαυρόσγουρα, στιλπνά, τσαλακωμένα, λες και δεν ξέρω τι γυρεύω νύκτωρ στην πόλη τους. Κι ένα σφάχτη στη μήτρα. Τότε παριστάνω τον δούρειο και κατεβαίνω χαρωπά στο λιμάνι. Εξάλλου είμαι υπάλληλος γραφείου.

*

Στο δρόμο στριγγλίζουν τρομπέτες και άμαξες. Όπως τότε που φτηνά τη γλίτωσα στην Τροία. (σελ. 28)

Η Καντωνίδου γράφει διττά, με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή που αποτυπώνει σύμβολα και με τη φωτογραφία που αποτυπώνει την εικόνα με το φως. Κρύβει μέσα στα ποιήματά της την εμπειρία της υπαρξιακής οδύνης, προσπαθώντας να δημιουργήσει με το έργο της τη διαλεκτική του πόνου που φτάνει στην αλήθεια. Την παραληρηματική της γλώσσα πλαισιώνουν οι δυνατές, πρωτοφανείς μεταφυσικές φωτογραφίες της που βγαίνουν υπό τον έλεγχο του σκοτεινού θαλάμου (δυστυχώς στο βιβλίο δεν αποδίδεται πάντα η σωστή ένταση των φωτογραφιών της ποιήτριας φωτογράφου).

Ο αναγνώστης βρίσκεται σε πεδία παράλογου, μπροστά σε έργα που παίρνουν μια εξαιρετικά ασυνήθιστη, πρωτοποριακή μορφή. Στη σκέψη της ποιήτριας ανθίζει το ακατανόητο:

ιούνης

Εν τω μεταξύ

πυκνώνει κατά τόπους ο Ιούνης

(λίγος, ολοένα λογότερος, συμβαίνει)

ας συνοψίσουμε. (σελ.105)

Μια σειρά από λέξεις, μικρές, απλές που επεκτείνονται ασύνδετες με τη συγκίνηση να κυνηγάει τη στίξη στην παράδοξη γραφή. Η πρώτη λέξη του ποιήματος, ο τίτλος του, αρχίζει με μικρό και αμέσως η επόμενη λέξη με κεφαλαίο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διάκριση μικρών/κεφαλαίων αρχικών είναι από τα πιο συμβατικά ζητήματα της γλώσσας και η Καντωνίδου δεν ανέχεται τη σύμβαση!

Να ένα τόπι / είπε
aνέβηκε κατέβηκε πιομικό μοτίβο
άγνα στη μνήμη /το πρώτο σκαλί /
ανέβηκε, κατέβηκε, ποιος ξέρει. (σελ.30)

Ο αναγνώστης διερωτάται: από πού φτάνει το τόπι αν όχι από τον κήπο των πρώτων παιδικών εμπειριών και αναγνώσεων; Διαβάζουμε από το παλιό Αλφαβητάριο Α΄ Δημοτικού:

“Τόπι, τόπι, Έλλη./– Πέτα, Άννα, τό τόπι./Άννα, πέτα τό τόπι. “

Ένας απλός συλλαβισμός, μια επανάληψη, το ανεβoκατέβασμα της μνήμης πάνω στη σκάλα της ζωής. Βρίσκουμε τη μνήμη να ανεβαίνει και να κατεβαίνει τα σκαλιά. Μα ποιος διηγείται; Δεν είναι η μνήμη που θυμάται, μα το πρώτο το σκαλί, τότε που ένιωσε την παιδική αποφασιστικότητα, το πείσμα και την επιμονή να τολμήσει το πρώτο σκαλί σε μια άγνωστη σκάλα. Ανεβαίνοντας, το κάθε σκαλί τού φανερώνει μια νέα πραγματικότητα, τον κατακλύζουν απορίες και προβλήματα που θα παραμείνουν για πάντα άλυτα. Και όπως ανεβαίνει, ο κόσμος φαίνεται αλλιώτικος, μακρινός και ασύλληπτος.

Ανάμεσα στα ποιήματα που παρουσιάζονται με εξαιρετική λιτότητα αφαίρεσης, υπάρχουν ποιήματα με λέξεις καρφιά, λέξεις με γυναικεία, αποκαλυπτική έξαρση για το τσαλακωμένο σώμα από τις ανδρικές παραβιάσεις:

[…] Γιατί μου έρχεται στο νου η εικόνα με έξω τα μέσα της; αναρωτήθηκε ο άντρας. Πέταξε χάμω το φουστάνι της και το πάτησε. Γιατί μου έρχεται στο νου ετούτη η εικόνα με τα έξω μέσα του; αναρωτήθηκε η γυναίκα. Τράβηξε το σίδερο από την πρίζα και του το πέταξε στο μέτωπο. Ακούστηκε ένα τζάμι να σπάει.

Το βράδυ κοιμήθηκε με το φουστάνι της. (σελ. 129)

Μια αιματηρή εξομολόγηση το ποίημα:

γεννήθημα Λολίτα // Με σύμφωνα υγρά και σκέλια κάθυγρα-/και πώς σημαντρίζουν τα φωνήεντα/ΛΟ oh my lord τι μωρό το εδώ και ωστόσο/ ΛΙ τι φιλί το εκεί το πολύ και το λίγο/ΤΑ στο διά ταύτα ανέκαθεν// (…) (σελ. 123)

Τα ποιήματα της συλλογής stanza ανάγονται σε επίπονη διείσδυση• μέσα από την πολυσημία των λέξεών τους, φανερώνονται με ένταση, τάξη, ρυθμό και αρμονία.

.

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΧΛΙΒΑΝΗ

CULTUREBOOK.GR 31/1/2022

Δεν είναι τυχαίο που η πρώτη βιβλιοπαρουσίασή μου για το 2022 αφορά ένα εντυπωσιακό βιβλίο ποίησης: Το stanza της Μαρίας Καντ (κατά κόσμον Μαρίας Καντωνίδου), εκδόσεις Gutenberg, 2021. Ένα βιβλίο εκατόν εβδομήντα σελίδων, εξαιρετικά επιμελημένο ως προς τον σχεδιασμό, τη στοιχειοθεσία και τη σελιδοποίηση, με εκατόν δεκαπέντε ποιήματα, κατά κανόνα μικρής έκτασης και εβδομήντα οκτώ φωτογραφίες δια χειρός της ίδιας της ποιήτριας, η οποία είναι και ερασιτέχνης φωτογράφος. Η Μαρία Καντ, που κατάγεται από την κατεχόμενη Κερύνεια (χωρίς αυτό να δηλώνεται ή, έστω, να λανθάνει στα ποιήματά της– γεγονός που την απεγκλωβίζει από έναν λόγο εθνικοπολιτικό που θα μπορούσε πολλαπλώς να αξιοποιηθεί), χωρίζει τη συλλογή της σε επτά μέρη. Ο συμβολικός/μυστικιστικός αριθμός επτά– από την Παλαιά Διαθήκη και όλες τις μονοθεϊστικές θρησκείες, μέχρι τον Πυθαγόρα και την κινεζική φιλοσοφία –επανέρχεται στην ποίησή της. Όσον αφορά τον τίτλο της συλλογής, stanza, είναι τουλάχιστον δίσημος. Αφενός σημαίνει, στα ιταλικά, την στροφή ενός ποιήματος, αφετέρου το δωμάτιο, ένα δηλαδή εντελές και αρτιωμένο μέρος από το όλον. Σαν να μας αφήνει η ποιήτρια μια παρακαταθήκη ή μια υπόσχεση με αυτόν τον δυναμικό τίτλο: ότι αυτή η ποιητική κατάθεσή της είναι μόνο το μέρος, ένα εξαιρετικό μέρος, ενός σημαντικού όλου που επίκειται.
Η ποίηση της Καντ λες και είναι αυτοφυήςˑ δεν κατατάσσεται σε ρεύματα και κινήματα εύκολα. Πέρα από την πρόδηλη μοντερνιστική της αφετηρία, όλοι οι ποιητικοί τρόποι είναι στη διάθεσή της προς αξιοποίηση – ακόμα και η μεταμοντέρνα συνθήκη του”anything goes”. Δεν νοηματοδοτείται με σαφήνεια από τα κλασικά θέματα της ποίησης (έρωτας, χρόνος, μοναξιά, θάνατος, ελευθερία…), όμως τα αποπνέει. Και αυτό συμβαίνει διότι δεν αναφέρεται στο νόημα, στη σημασία, αλλά, με ένα μοναδικό τρόπο συγκερασμού των στοιχείων, εστιάζει σε μια κατάσταση της ύπαρξης που υφέρπει ως ατμόσφαιρα.

Κύμα
τι κούραση κι αυτό το πήγαινε-έλα.
Στο βυθό αποσύρεσαι και ξανά.
Κύμα σε είπαν, το ‘χες πει.

Χαρακτηρίζεται από τη συνειρμική ροή και τα υπερρεαλιστικά στοιχεία. Ωστόσο θα έλεγα ότι είναι ιλιγγιωδώς ρεαλιστική (σαν να τρέχει ένα αυτοκίνητο με 220 χλμ και να εμφανίζεται η παράπλευρη πραγματικότητα εντελώς παραποιημένη), με μια υλικότητα τραγανή και γήινη που αγγίζει την φωτογραφική αναπαράσταση (δεν είναι τυχαία η επιλογή των φωτογραφιών που συνοδεύουν πολλά από τα ποιήματα).

δεν φεύγουν τα τρένα, αλλά οι σταθμοί
Δεν φεύγουν τα τρένα, αλλά οι σταθμοί.
Και οι σταθμοί δεν έχουν θάνατο.
Να αποδειχθεί.

Έξω λαμπυρίζει ένα περίπτερο κι εσύ μου μιλάς
για γιουκαλίλι,
πες το μου, γύρω καρέκλες και χειρολαβές
σε εξαιρετική επί του παρόντος κατάσταση
όπως ακριβώς και οι ράγες στα πόδια σου –

τι άλλη απόδειξη θέλεις;

Καμία.

Η εμπρόθετη παραδοξότητα των ποιημάτων της Μαρίας Καντ – που ενίοτε αγγίζει τα όρια της σκοτεινότητας, αλλά ποτέ του ψυχογραφικού παραληρήματος– αφενός συναρθρώνεται σε οξύμωρα σχήματα, φράσεις “κινητικές” διά της αντιθέσεως (να πληθαίνει στη χάση του, σκιές-ολόφωτα φώτα, κι ύστερα πάλι ησυχία. Λένε γι’ αυτήν πολλά …) και στο έλασσον, ακόμα και το χθαμαλόν (μια καρέκλα, μια κουρτίνα, μια σκάλα, ένα ντεκ…), αφετέρου σε λέξεις που προέρχονται από βαθιά κοιτάσματα της ελληνικής γλώσσας, αντισυμβατικές και “οξύαιχμες”, καθώς και πολλά επιρρήματα, ιδίως τροπικά.

Ευθαρσώς και στα ίσα
Κι άξαφνα εσιώπησε κι άρχισε να μιλά – ωραίο πρόσωπο,
ευρυγώνιο, με χτιστάδες, ραγάδες και λυγερά τεμάχια πέτρας
(τι χαράκια κι αυτά για την ποίηση). Λίγοι πιο πριν και πιο
έξω το αρχαίο νταμάρι και οι αμαξωτοί.

Χρόνε ανίκατε μάχαν, δεν έχω πλέον χρόνο για μυθιστορίες,
του ευθαρσώς και στα ίσα.

Τα ποιήματά της από τη μια έχουν αναφορές στην αρχαία ελληνική γραμματεία (Ονήσιλος, Μήδεια, Ίκαρος, Δούρειος Ίππος…), δημιουργώντας τοιουτοτρόπως ένα συμβολιστικό ερμηνευτικό υπόστρωμα και από την άλλη συνομιλούν και διαδρούν με προγόνους (Καβάφης, Εμπειρίκος, Δημουλά, Λόρκα, Μπόρχες, Κάφκα, Ναμπόκοφ, Πόε…), εκφράζοντας την αγωνία της επίδρασης – αλλά και της ύπαρξης –μέσα σε ένα διευρυμένο διακείμενο.

Λάμπα εδάφους
Ώρα Τρίτη νυχτερινή. Επιμένει ο Κάφκα ο Φραντς.
Παραγγέλνει ένα φεγγάρι και το πίνει. Γίνεται λάμπα
εδάφους 27 ημερών και αμέσως αρχίζει να φθίνει.
Σκιάχτηκα, θα χλευάσει.

Τόσο πολύ αισιόδοξος.
Τόσο άπελπις.

Στο μπαρ ακούγονται κέρματα
και ένας διακόπτης που κλείνει.

Αυτό το υπερρεαλιστικό, μετασυρρεαλιστικό, αποδομιστικό, χαώδες και ανυπάκουοσύμπαν της ποιήτριας, που διακόπτεται από παύσεις και μικρές θεατρικές σιωπές μέσω της συχνής χρήσης της παύλας (εμφανής η μαθητεία στη Ντίκινσον και τον Καβάφη),είναι διαποτισμένο από έναν ειρωνικά λυπημένο τόνο, μια ημι-φωτισμένη – για αυτό και ποιητική – σεξουαλικότητα, μια παιγνιώδη απελπισία και, κάποτε, πεσιμιστική καταγγελία. Ενίοτε, δε, συνεπικουρείται από ρυθμικούς ιάμβους.

[…]δώσε στους δρόμους βάφτιση, δώσε μυθιστορίες, μη και το σόι χαλαστεί,
μη και το σόι λείψει, τέτοια πολλά του ορμήνεψε πριν θρονιαστεί και κλείσει[…]

και

Νόμιζες πως θα σε άφηνα να αφανιστείς στο χιόνι;[…]

Πολλά ποιήματά της έχουν έντονη θεατρικότητα, όχι μόνο λόγω των προαναφερθεισών σιωπών μέσω στίξης, του εσωτερικού μονολόγου και, κάποιες φορές, ενός τύποις διαλόγου– ουσιαστικά το ποιητικό υποκείμενο απευθύνεται στον εαυτό του – που μετέρχεται η Μαρία Καντ, μα και λόγω μιας σκηνογραφικής ακρίβειας που προδίδει σκηνοθετική πρόθεση. Υπό την έννοια αυτή η ποίησή της είναι δυνάμει επιτελεστική και θα μπορούσε να “παρασταθεί”.

[…]Σκηνή σε δωμάτιο με ασβέστη και άμμο:
-Κάρμεν Κοζίμα, Νίνα, Σαλώμη,
τα αφτιά μου σου προσφέρω επί πίνακι.
Και το στόμα μου.
Τι θες να μου πεις, τι ν’ αποσπάσεις;
τον πρωινό μου καφέ και το 7ο πέπλο σου.

Επιπλέον, οι κατά κανόνα ασπρόμαυρες φωτογραφίες που συνοδεύουν τα κείμενα (άλλοτε αφαιρετικές άλλοτε πιο περιγραφικές, συχνά αναποδογυρισμένες ή υπό ανορθόδοξη γωνία λήψης, εστιασμένες σε πτυχές της πραγματικότητας που θεωρούνται ασήμαντες) κινητοποιούν συνειρμούς, φιλτράρουν στίχους και λειτουργούν ανασχετικά στην πανσημία. Μολονότι, όμως, τα περισσότερα ποιήματά της διακρίνονται από μια ιμπρεσσιονιστική οπτική, αιχμαλωτίζοντας φωτογραφικά το στιγμιότυπο, είναι σαφές πως η ποίηση της Καντ επιζητεί τη διάρκεια ή έστω την διάταση της στιγμής, του εφήμερου.

Η Μαρία Καντ δεν είναι ποιήτρια της νεότηταςˑ ως εκ τούτου τα ποιήματά της δεν γράφονται εν θερμώ – κι ας το νομίζουμε, κάποιες φορές, δεδομένου ότι δεν πάσχει από το ενδημικό ποιητικό μας φαινόμενο, αυτό της “ποζάτης” σοβαρότητας (λέγε με σοβαροφάνεια). Υπόκεινται σε επεξεργασία, είναι “απελευθερωμένα” από ποιητικούς κομφορμισμούς και κανονικότητες, δημιουργούν υψηλές θερμοκρασίες και συγκίνηση. Αφορούν κι άλλους πέραν του εαυτού της. Ο μόνος φόβος είναι μήπως αρχίζει να ακκίζεται με τους παράδοξους –αλλά νόμιμους– ποιητικούς της τρόπους, παγιδευμένη στο απαστράπτον ταλέντο της και την ποιητική της ευφυΐα. Για αυτό θα πρέπει να σκεφτεί τη σοφή συμβουλή (που κάπου διάβασα αλλά δεν θυμάμαι πού…) για την ποίηση και εν γένει τη λογοτεχνία, “kill your darlings”. Και τότε θα αναμετρηθεί με τον χρόνο που ψάχνει τόπο να γεννήσει τ’ αβγά του –και θα τον νικήσει.

.

ΜΑΡΙΑ Ε. ΜΑΡΑΓΚΟΥΔΑΚΗ

Περιοδικό “Χάρτης” Νοέμβριος 2021

Είναι και οι λέξεις ντροπαλές και κοκκινίζουν

Πώς φεύγεις πριν φύγεις;
Πώς ήρθες πριν έρθεις;
(έχε μαζί σου σακ-βουαγιάζ και επιρρήματα)

(Πώς φεύγεις, σελ. 80)

Διαβάζοντας τον παραπάνω στίχο από την ποιητική συλλογή stanza, είχα ολοκάθαρα μπροστά μου την εξής εικόνα: Τη συγγραφέα Μαρία Καντ (Καντωνίδου), να εισέρχεται στο χώρο της λογοτεχνίας κουβαλώντας ένα βαρύ σακ-βουαγιάζ ξέχειλο με φωτογραφίες και κυρίως με λέξεις, απ’ όλα τα μέρη του λόγου, με μια ιδιαίτερη προτίμηση στα επιρρήματα.
Ξεκινώ από τον τίτλο: stanza. Δηλαδή στροφή. Σκέψη πρώτη: Σεφέρης με την περίφημη πρώτη του ποιητική συλλογή Στροφή το 1931. Δεύτερες σκέψεις: Στροφή σε τι; Στροφή προς τα που; Στροφή ποιήματος; Στροφή- αλλαγή πλεύσης; Στροφή εντός; Στροφή ανοιχτή ή κλειστή; Πολλά τα ερωτήματα. Στροφή λοιπόν. Λέξη, ανεξάρτητα από τις όποιες δεύτερες σκέψεις, πολυσήμαντη, με τη δυναμική μιας παρεκτροπής ή μιας προσμονής, λέξη που απαντάται συχνά και ως συνθετικό με πληθώρα προθέσεων, όπως ανα-στροφή, περι-στροφή, κατα-στροφή, δια-στροφή, μετα-στροφή, αντι-στροφή, απο-στροφή, επι-στροφή. Λέξεις με ιδιαίτερο βάρος στον συλλογικό μας λόγο.
Η ποιητική συλλογή Stanza αν και χωρισμένη σε επτά διακριτές ενότητες (με τίτλους κλιμακούμενης εσωτερικής έντασης, Ευθαρσώς, Περιπαθώς, Και εμπύρετα, (Υπ)ακούει το σώμα, Εν αγνοία και γνώση, Και άλλα οξύαιχμα, Ιστορίες του Δ.Χ.), αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο με ισχυρό συνδετικό κρίκο τη γλώσσα. Οι ιστορίες, είτε διάφανες είτε σκοτεινές, εσαεί ντελικάτες, φέγγουν στις χαραμάδες των λέξεων.

Τι διαφάνεια, είπες, και τι φαίνεσθαι
Είναι και οι λέξεις ντροπαλές και κοκκινίζουν
(Διαφάνεια, σ. 75)

Η ποιήτρια έχει απόθεμα λέξεων απ’ όλο το εύρος και το ιστορικό βάθος της Ελληνικής γλώσσας, δημοτική, λόγια, γραπτή, ομιλούμενη. Ενίοτε παρεμβάλλονται λέξεις λατινικές, αγγλικές (ενσωματωμένες σχεδόν στο ελληνικό λεξιλόγιο), λέξεις ιδιωματικές, ακόμη και ιδιόλεκτες, συχνά και ηχομιμητικές. Από αυτό το απόθεμα ανασύρει προσεχτικά με τη λαβίδα της θραύσμα το θραύσμα, λέξη τη λέξη, για να την τοποθετήσει στην κατάλληλη θέση.
Η Μαρία Καντ, με βλέμμα εικαστικού καλλιτέχνη ρίχνει διακριτικά το φως στη λεπτομέρεια, Στο μεταξύ ίσως χρειαστεί να τινάξουμε την άμμο/από τα μεσοδάχτυλα.(σελ.31), και στήνει ένα θεατρικό σκηνικό υψηλής αισθητικής και απαράμιλλης κομψότητας, με στοιχεία τόσο ακραία ρεαλιστικά, λες και μάχεται το ρεαλισμό. Η σκηνοθεσία των λέξεων έχει άξονες τη λιτότητα, τον υπαινιγμό, το λακωνίζειν, το ημιτελές, την καθαρότητα στις γραμμές και τη στακάτη σύνταξη, τις παρενθέσεις (όπου ενδεχομένως πέφτει και το κέντρο βάρους του ποιήματος), το απρόσμενο.

Στην αυλή ανασαίνει ένα άλογο.
Τα εσώρουχα στο σχοινί
έχουν στεγνώσει προ πολλού
και ο Χορός ετοιμάζει την πάροδο.
( σελ. 86)

Οι στίχοι είναι φωτογραφικά κλικ. Καθόλου τυχαίο. Η ίδια ασχολείται και με την τέχνη της φωτογραφίας. Οι φωτογραφίες, άλλωστε, στο εσωτερικό του βιβλίου είναι δικές της, καθώς και αυτή του εξωφύλλου. Δεν είμαι το κατάλληλο πρόσωπο να μιλήσω για φωτογραφίες. Αυτό που μπόρεσα να παρατηρήσω είναι πως και με το φως σκηνοθετεί και οριοθετεί καρέ ζωής. Δημιουργεί καρέ ρεαλιστικά, ενάντια στο ρεαλισμό, όπως ακριβώς κάνει και με τις λέξεις.
Ο λόγος της Μαρίας Καντωνίδου έχει σωματικότητα, είναι υπαινικτικός, ελλειπτικός, ενίοτε (ψευδο)διαλογικός, ενώ οι συχνές επαναλήψεις λειτουργούν ως μουσικά μοτίβα σε επανάληψη.

— Μίλα μου.
— Να σε φιλήσω θέλω. Να σε φιλήσω φιλώντας σε.
— Μίλα μου ακόμα.
— Να με φιλήσεις θέλω. Να με φιλήσεις φιλώντας με.
— Λευκό το μαύρο μου στο σώμα σου.
— Πάμε τώρα. Πάμε. Είναι ήδη νωρίς.
(Είναι ήδη νωρίς, σ. 97)

Η Μαρία Καντωνίδου με λόγο πολύ καλά αρθρωμένο και προσεχτικά ζυγιασμένο, αντλεί από τον υπερρεαλισμό, χωρίς να τον υπηρετεί. Υφολογικά συγγενεύει κυρίως με τον Ε. Χ. Γονατά, όσο αφορά τη σύνθεση εικόνων με σχήματα οξύμωρα, την υπονόμευση του πραγματικού, το ξάφνιασμα χρωμάτων και αποχρώσεων. Ποτέ δεν ξέρεις τι σε περιμένει στην επόμενη λέξη. Ακόμη συνομιλεί άμεσα ή έμμεσα μ’ ένα πλήθος ποιητών. Λόρκα, Πόε, Κάφκα, Μαρία Λαΐνά, Μπόρχες, Γιάννης Κοντός, Εμπειρίκος, ζωντανεύουν στους στίχους της Stanza είτε ως απτές παρουσίες είτε ως αναφορές.

Ώρα Τρίτη νυχτερινή. Επιμένει ο Κάφκα ο Φράντς./Παραγγέλνει ένα φεγγάρι και το πίνει/ Γίνεται λάμπα εδάφους 27 ημερών/ κι αμέσως αρχίζει να φθίνει.… , ( Λάμπα εδάφους, σ. 76)
Βρέχει ή /είν’ η αγάπη μου που ολοφύρεται και πλέχει /στο δρόμο για τη θάλασσα και την αυλίδα και το μακρινό/ γουαδαλκιβίρ /(χοντρές σταγόνες, ασυντόνιστες, φούγκα).
Λούζεται, αποφαίνονται οι ειδικοί/ και παραπέμπουν στον Λόρκα./ Σηκώνεται λίβας. (Γουαδαλκιβίρ, σ. 49)

Η ποιήτρια εισάγει τον αναγνώστη σε μια ατμόσφαιρα μαγείας, στο μεταίχμιο φως-σκοτάδι, είναι-μη είναι, τόπος-μη τόπος, συνειδητό-ασυνείδητο. Δεν υπάρχει αντικειμενική πραγματικότητα. «Υπάρχουν πολλών ειδών ‘αλήθειες’, άρα δεν υπάρχει αλήθεια», ισχυρίζεται ο Νίτσε. Ο λόγος της Μαρίας Καντωνίδου με το να δημιουργεί ρωγμές στην πραγματικότητα, επιτρέπει διαφυγές για ανοιχτές ερμηνείες, για πολλαπλές αναγνώσεις, για αναζήτηση σε βαθύτερο επίπεδο προσωπικής αλήθειας

Να ένα τόπι
Είπε λάγνα στη μνήμη
Το πρώτο σκαλί
Ανέβηκε, κατέβηκε, ποιος ξέρει.

(Μνήμη, σ. 30)

Οι δύο τελευταίες ενότητες της Stanza, (Και άλλα οξύαιχμα, Ιστορίες του Δ.Χ) αν και διαφοροποιούνται, ως προς την έκταση, από τις προηγούμενες πέντε, εντάσσονται ομαλά σ’ ένα ενιαίο σύνολο. Η Μαρία Καντωνίδου αφηγείται, πρωτοπρόσωπα ή τριτοπρόσωπα μια ιστορία, όπου ο στοχασμός συμπλέκεται με την παραδοξότητα, το παράλογο αντλεί στοιχεία από το λογικό, το οικείο συμπλέει με το ανοίκειο. Η ιστορία ή θραύσματα μιας ιστορίας άλλοτε επιπλέουν, άλλοτε βυθίζονται στην ονειρική διάσταση της ποίησης.
Ιστορίες, που ανήκουν στην αχαρτογράφητη περιοχή πρόζας-ποίησης, μοιάζουν με όνειρο βγαλμένο από μια πραγματικότητα ή και το αντίστροφο, μια πραγματικότητα βγαλμένη από ένα όνειρο. Δύσκολη η διάκριση.
Η 7η και τελευταία ενότητα είναι η πλέον συμπαγής. Ο αφηγητής, ο ήρωας Δ.Χ. σε όλες τις επί μέρους ιστορίες, ως alter ego της ποιήτριας έχει επωμισθεί το πολύτιμο σακ-βουαγιάζ της.

Ο Δ.Χ., αν και νεαρός και νοήμων, δεν πάει πουθενά χωρίς τις αναμνήσεις του. Τις καταχώνει σε ένα σακ-βουαγιάζ με θήκες και όμορους τοίχους και τις κουβαλάει μαζί του. […]. Όταν τον ρωτούν γιατί δεν κυκλοφορεί χωρίς αυτές, απαντά με τον εξής υποθετικό λόγο: ‘Εάν τις αφήσω στο σπίτι, θα έχω πρόβλημα ισορροπίας’. Είναι σαφές ότι ο Δ.Χ. εκλαμβάνει τη συγκεκριμένη υπόθεση ως κάτι εφιαλτικά πραγματικό./ Μπορείς να μη μου λες τι να θυμάμαι;/ Έξω τσιτσιρίζει ένας ήλιος, ένα λεπιδόπτερο/ και το λάβρο συκώτι μου- πες μου μπορείς; (Σακ-βουαγιάζ, σ. 150).

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ

Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ 21/2/2022

Με κύριο δομικό υλικό την εικονοποιία

Ομολογώ πως δεν είχα διαβάσει στο παρελθόν ποίηση της Μαρίας Καντ, (Καντωνίδου) παρόλο που στο διαδίκτυο απαντάται πληθώρα ποιημάτων της. Ωστόσο, η αρκετά ογκώδης ποιητική συλλογή της, “Stanza”, είναι το πρώτο εκδομένο έργο της. Έχω εντυπωσιαστεί από την πολυποικιλότητα των θεματικών της οριζόντων, αλλά και από τον πλουραλισμό των υφολογικών και στιλιστικών της προσεγγίσεων. Αξιοσημείωτη θεωρώ επίσης τη διακειμενικότητα πολλών ποιημάτων της.

Η ποίηση της Μ.Κ. χαρακτηρίζεται από πανδαισία χρωμάτων, εικόνων και συλλογισμών. Διακρίνεται ακόμη για την πλούσια φαντασία και την ευρηματική εικονοποιία της, που αφυπνίζουν και ενεργοποιούν όλες τις αισθήσεις του αναγνώστη. Παρατήρησα ακόμη ότι σχεδόν κατά κανόνα, σε όλες οι κατακλείδες των ποιημάτων της Μ.Κ., αφήνεται στον αναγνώστη το περιθώριο, η δυνατότητα, η ευχέρεια, να ταξιδέψει περαιτέρω τη σκέψη του, να δώσει περαιτέρω προεκτάσεις και ερμηνείες σε αυτό που μόλις διάβασε. Στην προκειμένη περίπτωση, θεωρώ πως η γεύση του ημιτελούς είναι η επίγευση της αναγνωστικής ελευθερίας: «Από τα μάτια σου τρέχουνε χρώματα και βάφουν / τους απέναντι τοίχους, τα περβάζια και τα κιγκλιδώματα. / Περαστικοί και ουρανοί αυτοκινήτων επιστρέφουν κατάστικτοι. / Έχει αέρα». (σελ. 48)
Συχνά στην ποίηση της Μ.Κ. συνυφαίνεται το σουρεαλιστικό με το αλληγορικό στοιχείο, έτσι που τα μηνύματα και τα νοήματα της καθίστανται δύσβατα. Ομολογώ πως δεν μπόρεσα να «ξεκλειδώσω» αρκετά ποιήματα στο βιβλίο. Με την ίδια συχνότητα της σύζευξης σουρεαλισμού – αλληγορίας, στη συλλογή απαντώνται αμφισημίες και πολυσημίες. Όλα αυτά πιστεύω ότι συνθέτουν ένα μυστηριακό πνεύμα για το σύνολο της ποίησης της Μ.Κ.

Πίσω από τους στίχους της έχει κανείς την αίσθηση ότι ελλοχεύει ή παρεπιδημεί μια αλληγορία. Οι εικόνες και τα πράγματα υπονοούν ανθρώπινες σχέσεις, ανθρώπινες ιστορίες και συμπεριφορές. Από εδώ απορρέουν συναισθήματα. Συναισθήματα ρίγους, τέρψης, ανάτασης, αγαλλίασης αλλά και πόνου, λύπης ή σαγήνης και δέους μαζί: «Αργότερα θα μάθω / πως το πρόσωπο του δράματος / είναι η πόρτα και όχι ο τοίχος… / …πόρτα πολύτροπη… / …να εύχεσαι να’ ναι γερός ο τοίχος και οι αρχαίοι χτιστάδες του και οι κρυφοί μεντεσέδες του, χωρίς αυτούς δεν θα ‘χες ρήματα να κλίνεις». (σελ. 120)

Ειδικά στην πρώτη ενότητα του βιβλίου, η ποιήτρια αντλεί τα σύμβολά της από την αρχαιοελληνική γραμματεία. Η ποίησή της είναι γεμάτη από αγάλματα, κίονες, θεούς και ημίθεους της ελληνικής μυθολογίας. Μπορεί ωστόσο οι συμβολισμοί της να είναι αρχαιοελληνικοί, αλλά οι προβληματισμοί της είναι σύγχρονοι: «…τι φωνασκούν τα αγάλματα στην αγορά, να λες, / τι τα φτενά τους δόρατα, τι τα καλοθρεμμένα / ουτ’ ένας αίας καταγής, ουτ’ ένας τεύκρος κάτω, / τέτοιοι ψηλοί αστράγαλοι εμένα με λιγώνουν». (σελ. 19)

Το αρχαιοελληνικό ένδοξο παρελθόν προβάλλει διάφανα μαζί με το σύγχρονο πολυδαίδαλο ελληνικό στοιχείο. Συνδετικός κρίκος ένας αέναος δημιουργικός οίστρος, η οικοδόμηση έργων, ιδεών και κάλλους: «Χα! Συνεχίζεις λοιπόν. / Ένας χτίστης ο ίδιος, ένα χτίσμα ο ίδιος, / που μέσα του σκάβει που μέσα του τάζει,… / /..Στο πάτωμα σβησμένες καύτρες και γυαλόχαρτα. / Και μια μικρή αναστάτωση για τους θεούς σου». (σελ. 22)

Θεωρώ ότι όλα τα ποιήματα και όλα τα πεζοτράγουδα της συλλογής έχουν εικαστική διάσταση, ζωγραφική ή φωτογραφική. Ενίοτε η εικόνα αποτελεί ερέθισμα για το ποίημα και άλλοτε συνιστά μια απεικόνιση της ιδέας ή του συναισθήματος που καταγράφηκαν με λέξεις. Συχνά, ερωτισμός και εικονοποιία συνταξιδεύουν: «Εν πάση περιπτώσει, / στα ντεκ υπάρχουν βανίλια, πηδάλια και πρύμνες, / πιθανότατα δε και μια σκούρα καταιγίδα στην ακρούλα, / σίγουρα, πάντως, μια αρμαθιά κλειδιά οξειδωμένα / και το στόμα σου. / Λούφαξε κύμα, θα πει». (σελ. 44)

Συνήθως, οι στίχοι της Μ.Κ. είναι αναλυτικοί, επαγωγικοί, ενίοτε και αφηγηματικοί. Υπάρχουν όμως και στιγμές ιδιαίτερης συμπύκνωσης και αποφθεγματικότητας: «Τόσο τρυφεροί μεταξύ μας. / Τόσο καιόμενοι βάτοι». (σελ. 65) Εδώ θαρρώ υμνείται και η αυτοθυσιαστική αξία του έρωτα. Έρως, που σημαίνει και προσφορά εαυτού στον άλλο.

Υπογραμμίζω ξανά την άποψή μου ότι η εικονοποιία είναι το κύριο δομικό υλικό στην ποίηση της Μ.Κ. Απάνω σε αυτό το υλικό στηρίζονται όλα τα άλλα, η αισθητική υπέρβαση, ο νοηματικός φόρτος, το συναισθηματικό ρίγος: «Πλάνο με ομπρέλα θαλάσσης από μετάξι και δίμιτο. / Και φασκιωμένο κοντάρι αγγέλου. / Κάτω της, γύρω της, μέσα της, / τα κορμιά μας πανέτοιμα». (σελ. 93)

Η έφεση στην ανατροπή των καθιερωμένων, των τετριμμένων, των συνηθισμένων, σκέψεων και προβληματισμών, πάντοτε παράγει ενδιαφέρον αισθητικό αποτέλεσμα. Οι πλείστοι δημιουργοί τη μνήμη πραγματεύονται, όχι τη λήθη, πόσο δεν μάλλον τη λειτουργική χρησιμότητα της τελευταίας: «Γρηγορότερη από την ωφέλιμη μνήμη σου, / η ωφέλιμη λήθη σου – πιο αρτιμελής, πιο αθυρόστομη». (σελ. 104)

Στα πολλές καλές στιγμές του βιβλίου συγκαταλέγω και κάποια διαλογικά μέρη, γεμάτα με υπαινιγμούς, σαρκασμούς, σκωπτική αλλά και φιλοσοφική διάθεση. Και στο αχνό φόντο να προβάλλει ένας έρως νηφάλιος, γνώστης και γνωστικός: «-Το τασάκι θέλει τις γόπες του, λέει. / – Και τις στάχτες του, λέω. / Το κενό να γεμίσει, λέει. / Το τίποτε δεν είναι κενό. Το τίποτε είναι τίποτε, λέω». (σελ. 72)

Συνοψίζοντας θα έλεγα ότι η Μ.Κ. γράφει ποίηση του έρωτα, πεπερασμένου και μη, αλλά και της μοναξιάς που είναι, ούτως ή άλλως, παρούσα ή ωσεί παρούσα. Γράφει ακόμη ποίηση της μνήμης, της νοσταλγίας, της αφοσίωσης και της αγάπης.

.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ

CULTURE BOOK 12/3/2022

«(Υπ)ακούει το σώμα»: σχόλια πάνω στην ποιητική συλλογή της Μαρίας Καντ Stanza

Με την πρώτη της, καλαίσθητη εκδοτικά, ποιητική συλλογή Stanza (δηλαδή στροφή) από τις εκδόσεις Gutenberg, η Μαρία Καντ-Καντωνίδου συγκροτεί έναν πολυσήμαντο και βαθύ ποιητικό, αλλά και εσωτερικό χώρο, ο οποίος, ωστόσο, δεν αποκλείει την όραση ή τον έμμεσο σχολιασμό της σύγχρονής μας πολιτικοκοινωνικής πραγματικότητας. Το ανά χείρας ποιητικό βιβλίο αποτελεί, κατά την άποψή μου, μια σύνοψη ιδεών που αναπηδούν από ιδιαίτερα, προσωπικά βιώματα και συμπυκνώνουν αισθητικά όχι μόνο τη συναισθηματική και καλλιτεχνική ωρίμανση της ποιήτριας, αλλά και μια γενικότερη θέαση, δηλωτική της ανθρώπινης περιπέτειας. Παρατηρούμε, λοιπόν, μιαν ωριμότητα, υπαρξιακής και βιολογικής υφής, στην οποία ο έρωτας συνοδεύεται από τον σωματοποιημένο φόβο του θανάτου. Το γεγονός, μάλιστα, ότι η ποιήτρια εκδίδει σε ώριμη ηλικία, αλλά και τιτλοφορεί σεφερικώ τω τρόπω τη συλλογή Stanza-στροφή δεν είναι κατά τη γνώμη μου καθόλου άσχετο.

Πιο συγκεκριμένα, η συλλογή χωρίζεται σε επτά (περίπου ίσες) ενότητες «Ευθαρσώς, Περιπαθώς, Και εμπύρετα, (Υπ)ακούει το σώμα, Εν αγνοία και γνώσει, Και άλλα οξύαιχμα, Ιστορίες του Δ.Χ.», στις οποίες αναπτύσσονται αντιστικτικά τα θέματα α) των προσωπικών και συλλογικών αδιεξόδων της μεταπολεμικής, ελληνικής πραγματικότητας, β) της σωματικής και ψυχολογικής φθοράς σε έναν κόσμο που κυριαρχεί η γραφειοκρατική απονεύρωση και ο τεχνοκρατικός ορθολογισμός, γ) της γενικότερης ηθικής, πολιτικής, κοινωνικής και πνευματικής έκπτωσης, δ) της αλλοτριωμένης ενηλικίωσης σε σύγκριση πάντα με την ανόθευτη παιδική ηλικία και ε) της αίσθησης της εγγύτητας του θανάτου και της σπαρακτικής απώλειας. Τα πιο πάνω θέματα, ωστόσο, δεν καταδεικνύουν μόνον έναν κόσμο αλλοτριωμένο με διαβρωμένο τον κοινωνικό ιστό, βυθισμένο στον ζόφο της καθημερινότητας και στην πνευματική καταβαράθρωση, αλλά αποκαλύπτουν ταυτόχρονα και έναν κόσμο δοξαστικό, ποιητικό, ερωτικό και αόρατο, που κείται πέρα από το προφανές και που ορίζεται από το απροσδόκητο και το θαύμα.

Μέσα σε αυτό το αντιθετικό-συνθετικό πλαίσιο ανάγνωσης, οι συνεχείς αντεγκλήσεις ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, τη μνήμη και τη λήθη, το ψεύδος και την αλήθεια, την άγνοια και τη γνώση, τη σιωπή και τον λόγο, τον πόθο και το πάθος, την ευτυχία και τον πόνο, την αποδημία και την απώλεια, την ύβρη ως υπέρβαση των ανθρώπινων ορίων και την κάθαρση, το άρρητο, το παράλογο και τον ορθολογισμό, την απόκρυψη και την αποκάλυψη, το φως και το σκότος, συναρμολογούν διαλεκτικά και εν προόδω μια μονίμως ενεργητική, ποιητική συνείδηση, η οποία δεν διστάζει, μάλιστα, να απομυθοποιήσει κριτικά το σήμερα ή να μιλήσει τολμηρά για τον έρωτα ως γυναίκα. Μέσα σε αυτό, λοιπόν, το συγκρουσιακό και συχνά τραυματικό πλαίσιο, η ποιήτρια αναδεικνύει μέσα από την καθημερινότητα ένα αρχέτυπο, ένα ποιητικό, γυναικείο πρόσωπο, που εξακτινώνεται σε όλα τα μείζονα και ελάσσονα νοήματα του βιβλίου, το οποίο, ενώ εκφράζει από τη μια την άρνηση της γυναίκας να αποδεχτεί την αντρική οπτική και ονοματοθεσία του έρωτα και της γυναικείας ταυτότητας, από την άλλη δεν οδηγεί σε γυναικεία επαναστατική γραφή, αλλά σε μια ποίηση εσωτερική και καθολική.

Η γυναικεία αυτή όραση, επομένως, δεν μας μετατρέπει μόνο σε κοινωνούς στις υπαρξιακές αναμοχλεύσεις της ποιήτριας, αλλά ταυτόχρονα και της εξωτερικής πραγματικότητας, αποκαλύπτοντας έτσι το σκηνικό της όλης διαλεκτικής, ποιητικής διαδικασίας· μιας διαδικασίας που χτίζεται παράλληλα και ταυτόχρονα αφενός μέσα στην οδύνη και στην πικρή συνειδητοποίηση ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί, εντέλει, να κρατηθεί αλώβητος από την παντού και πάντα υφέρπουσα φθορά και αφετέρου μέσα στην πίστη, στην ελπίδα του έρωτα και του θαύματος. Και, βέβαια, μέσα στη διαλεκτική δομή του κειμενικού σύμπαντος, όπως αυτή η δομή αποτυπώνεται στη συλλογή ως συνδυασμός ορατού χώρου και αθέατης ή βαθιάς εσωτερικής διαστρωμάτωσης των εσωτερικών τοπίων, η φύση από τη μια, αλλά και το αστικό τοπίο και καθημερινά αντικείμενα από την άλλη επιλέγονται για να αποδίδουν καταστάσεις του υποκειμενικού κόσμου, ενώ ο θάνατος ανεξέλεγκτος διασχίζει κάθετα και οριζόντια όλη τη συλλογή με ποικίλα προσωπεία.

Η συνολική εντύπωση, μάλιστα, που αφήνει η συνανάγνωση των περισσοτέρων, αν όχι όλων, των ποιημάτων της συλλογής σε συνδυασμό πάντα και με το οπτικό-εικαστικό πλαίσιο στο οποίο αναφέρονται, είναι ότι θα μπορούσαν ίσως να χαρακτηριστούν ως μικρά θεατρικά ή κινηματογραφικά μονόπρακτα. Καθένα ξεχωριστά θα μπορούσε να γίνει ταινία μικρού μήκους και όλα μαζί μια σπονδυλωτή ταινία ή ένα πολυφωνικό αστικό μυθιστόρημα. Με άλλα λόγια μια πολυφωνική σύνθεση που θα στηριζόταν στην εναλλαγή φωνών και πρισμάτων, σε μιαν καλλιτεχνική απόπειρα απόδοσης όλων των διαφορετικών και ενίοτε αντιθετικών πλευρών της συγκεκριμένης θεματικής.

Εστιάζοντας τώρα στα εκφραστικά μέσα της Μαρίας Καντ, παρατηρούμε ότι φιλοτεχνεί το ποιητικό της σκηνικό βασισμένη τόσο σε αφηρημένες έννοιες όσο και στην υλικότητα των πραγμάτων, αλλά κυρίως στη βαθύτατη γνώση της ελληνικής γραμματείας και γλώσσας στη διαχρονία τους. Ουσιαστικά, μάλιστα, στοιχεία της ποιητικής της αποτελούν α) η υπερρεαλιστική ευρηματικότητα, σε συνδυασμό με το παιχνίδι και την ανατρεπτικά γόνιμη ανοικείωση-έκπληξη που χαρακτηρίζουν τη δομική σύσταση τουποιητικού της λόγου, β) η έντονη μουσικότητα που επιτυγχάνεται τόσο με ποικιλόμορφους, γόνιμους και αισθητικά δραστικούς συνδυασμούς ελεύθερων στίχων -με ποικίλα μήκη και παρηχήσεις-όσο και με τη χρήση του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου, αλλά κυρίως γ) ο πλούσιος διακειμενικός διάλογος με τη νεοελληνική και παγκόσμια ποίηση (Όμηρος, αρχαίοι μύθοι, δημοτικό τραγούδι, Δάντης, Σολωμός, Κάλβος, Έλιοτ, Πάουντ, Καβάφης, Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος, Σαχτούρηςκ.ά.).

Μια πιο εστιασμένη ματιά θα μπορούσε, ίσως, σε μερικά σημεία της συλλογής να ξεχωρίσει το άγχος για την ακρίβεια και τη δραστικότητα του σημαίνοντος συνυφασμένη πάντα με μιαν υπέρμετρη τάση για σκοτεινότητα του ποιητικού λόγου, στοιχεία που διασαλεύουν ενίοτε την αναγνωστική συγκίνηση. Δεν μπορούμε, ωστόσο παρά να συμφωνήσουμε ότι τα ποιήματα της ανά χείρας συλλογής αποτελούν κείμενα παλλόμενα από αυθεντική, βιωματική συγκίνηση και πρωτογενή, ψυχική ένταση.

αυτός ο Ονήσιλος

Λοιπόν
αυτός
ο Ονήσιλος,
όταν κανείς δεν τον θυμάται ολοσχερώς,
τακτοποιεί τις τριήρεις στις τσέπες του
και επιδίδεται σε βόλτες ακίνητος

ενίοτε σταματά για ένα ρακόμελο

είναι ο τρόπος του να επιστρέφει,
θα σχολιάσει ο ανταποκριτής.

Ίκαρος

Στις σκουριές του λαυρίου αριθ. 7
βότσαλα πετροβολούν έναν Ίκαρο
(κανείς δεν αμφισβητεί τις προθέσεις τους να παίξουν)

-ανώδυνα πέσε, τον ορμηνεύουν

Έχει προηγηθεί ο ήλιος.

.

ΕΛΕΝΗ ΓΟΥΛΑ

ΠΕΡΙ ΟΥ 18/6/2022

Η γνωριμία μου με την περίπτωση της Μαρίας Καντ, ξεκίνησε από τις φωτογραφίες, που συναντούσα στο φβ . Απρόσμενες, ιδιαίτερες και πολύ δημοφιλείς. Συνοδεύονταν από κείμενα ελλειπτικά, πυκνά και ολιγόστιχα.
Προμηθεύτηκα το βιβλίο από την έκθεση στο Ζάππειο, όπου συνάντησα και την ίδια την δημιουργό. Εδώ ωστόσο δεν θα μιλήσω για τη δημιουργό, αλλά θα ασχοληθώ με το έργο, που μου αντιστάθηκε για καιρό. Ολόκληρο τον Χειμώνα και σχεδόν όλη την Άνοιξη, το είχα δίπλα στο κομοδίνο, το ξεφύλλιζα που και που, αλλά δεν με σήκωνε να με κουβαλήσει εκεί που υποψιαζόμουν ότι αγναντεύει.
Καθώς τελείωνε όμως η Άνοιξη με άφησε να το εξερευνήσω. Είχε ζεστάνει πια ο καιρός κι εγώ είχα αρχίσει τα …θειαφίσματα, για να συστήσω το «θειάφι» μου στο κοινό. Και τότε ήταν που ήρθε η ίδια η ποιήτρια να μου θυμίσει πάλι το κλειδί. Αυτό που κι εγώ δίδασκα χρόνια στους μαθητές μου. Μην προσπαθείς να καταλάβεις την ποίηση.
Τότε, ανάμεσα στα θειαφίσματα και την ηρεμία της επαρχίας, πήρα πάλι τη Stanza στα χέρια μου. Έξω ήλιος και ανθισμένα τριαντάφυλλα πλήθος. Ακόμη και πάνω στους πέτρινους τοίχους και στους φράχτες των χωραφιών φουντώναν και μοσχοβολούσαν. Με αυτό το εξωτερικό πανηγύρι, έφτασα στη σελ 25 του βιβλίου:
«Στις σκουριές του λαυρίου αριθ. 7
βότσαλα πετροβολούν έναν Ίκαρο
(κανείς δεν αμφισβητεί τις προθέσεις τους να παίξουν)
-ανώδυνα πέσε, τον ορμηνεύουν.
Έχει προηγηθεί ο ήλιος.»
Στην ίδια σελίδα με το ποίημα και η ασπρόμαυρη φωτογραφία που φέρει τον τίτλο: «Ίκαρος, Λαύριο, 2018» και απεικονίζει ένα φτερό (πιο πολύ με φτερωτή ομπρέλα μοιάζει) άσπρο, τη στιγμή που πέφτει στη θάλασσα. Από πάνω η σκιά του μαύρη στην αμμουδιά.
Άγνωστο πώς, άγνωστο γιατί, σ’ αυτή τη σελίδα, έγινε η επαφή. Δειλά στην αρχή διστακτικά, αλλά κάτι συνέβη. Το ένιωσα καθώς ο ήλιος έμπαινε ανεμπόδιστος από το παράθυρο και η θάλασσα στο βάθος λαμπύριζε.
Η ποίηση της Μαρίας Καντ, το διαπιστώνει εύκολα ο αναγνώστης, είναι πυκνή και απαιτητική. Δεν επιτρέπει βιαστική ή επιπόλαιη προσέγγιση. Περιστρέφεται γύρω από την ανατροπή και την αντίφαση. Αυτές φωτίζει και αναδεικνύει συστηματικά. Χωρίς βάρος, χωρίς μιζέρια, χωρίς διδακτισμό ή ευκολίες. Ας πάρουμε για παράδειγμα το ποίημα που ήδη ανέφερα στη σελίδα 25 και ας προσέξουμε τα ζεύγη: Σκουριές-ήλιος, πέσε-ανώδυνα, ενώ στη φωτογραφία τονίζεται η αντίθεση άσπρο – μαύρο. Δεν είναι όμως μόνο αυτά. Η απρόσμενη αναφορά στον αριθ 7 (ιερός ή μήπως κάτι άλλο;) συνδέεται με το λαύριο, το οποίο γράφεται με μικρό γράμμα. Επίσης η ελαφράδα που δηλώνεται με το φτερό συμφωνεί με τη διάθεση για παιχνίδι, αλλά δεν παίζουν τα παιδιά όπως θα περίμενε κανείς. Παίζουν τα βότσαλα.
Ο απροσδόκητος συνδυασμός λέξεων και λεκτικών συνόλων δεν είναι κάτι καινούριο στην ποίηση. Ο υπερρεαλισμός τον εισήγαγε και τον καλλιέργησε συστηματικά. Εδώ όμως δεν πρόκειται μόνο γι αυτό. Το ποίημα εκμεταλλεύεται όλα τα σύγχρονα εργαλεία για να υπάρξει. Το προφανές ανατρέπεται από συνδυασμούς λέξεων, στίχων και εικόνων, τα οποία όλα εμπεριέχονται στο ίδιο ποίημα. Θα προσπαθήσω να το κάνω πιο σαφές αυτό, που εννοώ, παίρνοντας για παράδειγμα το ποίημα στη σελ 27: «το αυτοκίνητο που ζήλευε τα πλοία», κάτι σαν το τραγούδι του Μίλτου Πασχαλίδη «κάποτε γνώρισα μια λίμνη που ‘θελε να ‘ναι θάλασσα».
«Ούτε κατάλαβα ποτέ πώς βρέθηκα να τρέχω (εγώ, το σκαρί μου, η τροχήλατη σκέψη μου, ο μισθός μου και αυτός ο ορθός λογισμός μου) σε δρόμους με κλίσεις και κόμβους και μικρές λακουβίτσες – τι θα γίνετε όταν μεγαλώσετε, μας ρωτά η δασκάλα της πρώτης, τι θέλετε, διορθώνει – και στηθαία στοπ και λωρίδες εκτάκτου ανάγκης για τυχόν ατυχήματα ή κι ευτυχήματα, έκτακτα, πάντως, κι ετούτα,
εφόσον υπάρχει το κύμα.
Όπως αντιλαμβάνεστε, πρόκειται για την συνήθη περίπτωση ενός αυτοκινήτου μικρού κυβισμού που ζηλεύει τα πλοία αφόρητα, σχολίασε ο ειδικός.
-Συνήθη, είπε;
-Συνήθη.»
Η φωτογραφία στην ίδια σελίδα, μέρος κι αυτή του ποιήματος, είναι ένα τμήμα από πλεούμενο που μοιάζει με αυτοκίνητο σε φόντο επίπεδο ίσως αμμουδιά και στο βάθος η θάλασσα.
Εδώ δεν μπορώ να αποδώσω όλο τον πλούτο της σύνθεσης αυτής. Ο τίτλος, οι λέξεις, τα κενά ανάμεσα, η φωτογραφία, η τοποθέτησή της μέσα στη σελίδα, η σημείωση, η λεζάντα, η γραμματοσειρά, όλα επιλέγονται για να συντείνουν στον ίδιο στόχο. Και επίσης ο αναγνώστης μένει με την αίσθηση ότι και όσα δεν αντιλαμβάνεται κι αυτά είναι μελετημένα ώστε να προκαλούν το άρρητο.
Όλα συνομιλούν. Λέξεις, φωτογραφία, κείμενα που συμπληρώνουν, φωτίζουν, επεκτείνουν, αναιρούν…
Σε όλα τα ποιήματα παρατηρούμε αυτή την επιτυχή συνομιλία, όπως για παράδειγμα στις σελ 108 -9 «όλα σωστά τα πρόβλεψες» και «επιτέλους μετακινούμαι». Τίποτα δεν αφήνει στην τύχη η ποιήτρια, δημιουργώντας πολυτροπικά κείμενα με βάθος. Ακόμη και όσα δεν συνοδεύονται από φωτογραφία, οδηγούν τον αναγνώστη να προσέξει την απουσία της φωτογραφίας και να εστιάσει σε όσα οι λέξεις δείχνουν.
Το βιβλίο, όπως ανέφερα δεν είναι εύκολο. Όσο κι αν έχει καλαίσθητα οργανωθεί σε πέντε ενότητες κ σε προκαλεί να το φυλλομετρήσεις, όμως αντιστέκεται. Προσωπικά πέρασαν μήνες, για να μου ανοιχτεί. Και έφτασα στη σελ 95 για να βουρκώσω.
«Έξω από το σώμα το σώμα μου
Έξω από το σώμα το σώμα μου
Τρελαίνει τους τουρίστες
«Έκλειψη. Έκλειψη» φωνάζουν.
Κλικ.
Γύρω το τοπίο ειδυλλιακό.
Ωστόσο στον παρυδάτιο δρόμο της λίμνης Leman, Louise ή και των Κύκνων μια φοιτήτρια της δραματικής κρατάει ένα άδειο ποτήρι νερού και προβάρει ένα κείμενο που τελειώνει με τη φράση «Απέβαλα πάλι»».
Παραθέτω ένα ακόμη ποίημα, από την ίδια ενότητα, (ΥΠ)ΑΚΟΥΕΙ ΤΟ ΣΩΜΑ, σελ. 99. την ενότητα που με άγγιξε πολύ:
«Τι θα φιλούν με το σώμα τους τώρα;
Ήταν ένα ωραιότατο κενό – κενό αέρος, κενό μνήμης, κενό μνημείο, κενό δωμάτιο, κενό κρεβάτι, κενό απόγευμα, κενό γράμμα, κενό επιχείρημα, κενό ανάμεσα στα δόντια, κενό ανάμεσα στα πόδια, κενό μεταξύ συρμού και αποβάθρας, κενό σύνολο, κενό ανάμεσα σε πόρτες στις δημοσιές (φήμες θέλουν ζευγάρια και άλλους αυτόχειρες να περνάν από κει για θωπείες και άλλα ηδύποτα), ένα ωραιότατο επαναλαμβάνω,
κενό,
που γέμισε.
Κάποιοι ανίδεοι
(ιστορικοί, ποιητές και άλλοι δεξιοτέχνες),
Θα βλαστημήσουν την ώρα και τη στιγμή.
Τι θα φιλούν με το σώμα τους τώρα;»
Η φωτογραφία εδώ είναι μέρος από συρματόπλεγμα σε χωράφι και μια πόρτα σιδερένια με τον τίτλο: «Πόρτες σε δημοσιές, Σκύρος, 2018».
Το εγχείρημα της Μαρίας Καντ είναι εξαιρετικό και αποτελεί νομίζω, σπουδή για την ποίηση στην εποχή της εικόνας. Η αποκωδικοποίηση απαιτεί σίγουρα δεξιότητες οπτικού γραμματισμού, τον οποίο και καλλιεργεί, ενώ τα πολυτροπικά κείμενά της, προσφέρονται για τη μελέτη του είδους.
Άλλωστε, Stanza θα πει στροφή. Και ο συνειρμός με μια άλλη «Στροφή» του 1931, που σηματοδότησε την αρχή του μοντερνισμού, όπως λένε οι γραμματολογίες, είναι αναπόφευκτος.

.

ΒΑΡΒΑΡΑ ΡΟΥΣΣΟΥ

www.oanagnostis.gr 28/5/2022

Ποίηση και εικόνα στην Μαρία Καντ

Ένας διάλογος της ποίησης με την εικόνα, με άλλα ποιήματα/άλλους δημιουργούς, με μοτίβα, φόρμες, με ένα εσύ άλλοτε παρόν άλλοτε απόν είναι η πρώτη συλλογή της Μαρίας Καντ (Καντωνίδου- αναρωτιέμαι αλήθεια για την σύντμηση του ονόματος-υπόμνηση στον Καντ, πάντως όχι παρόντα στη συλλογή). Διάλογος για τη νοσταλγία, την απώλεια, τον έρωτα, την περιπλάνηση, με τρόπους ενδιαφέροντες και τρόπους κοινούς, δηλαδή ένα διακειμενικό και διακαλλιτεχνικό εγχείρημα.

Η διαλεκτική λόγου-εικόνας.
Στις επτά ενότητες της συλλογής (το επτά είναι αριθμός με μυστικιστικό φορτίο που πολλοί αξιοποίησαν όπως επανειλημμένα και ο Ελύτης) η βασική ιδέα στηρίζεται κυρίως στη σχέση ποίησης- εικόνας/φωτογραφίας, πρακτική όχι νέα. Καθώς λογοτεχνία και φωτογραφία στοχεύουν στη μορφοποίηση της εμπειρίας έχουν δηλαδή κοινή βάση, ορισμένα στοιχεία της φωτογραφίας μεταγράφονται ώστε όχι απλώς να προκύπτει η απόδοση της εικόνας, η μεταγραφή της σε λόγο, αλλά η επανακωδικοποίησή της, η προέκτασή της στο λόγο. Είτε η διαλεκτική εικόνας-λόγου γίνεται ένα-προς-ένα (μια εικόνα ένα ποίημα) είτε μια φωτογραφία ξεκινά το νήμα περισσότερων ποιημάτων (π.χ. το καβαφικό-σεφερικό «τι άνθρωποι τα αγάλματα εις τα μουσεία» και «εφτά παιδιά έχω, φωνάζει» σαν την ελυτική «Μάγια»). Μερικές φορές το προφανές αυτής της μεταποίησης («σκιάς όναρ ή όνειρον») προβάλλει τη σύγκλιση των δυο διαφορετικών κωδίκων, άλλοτε η φωτογραφία είναι η αφόρμηση και μόνον και το ποίημα με τις δικές του συνάψεις λέξεων παγιώνει νέες εικόνες. Φαίνεται πάντως η απόπειρα το ποίημα να λειτουργεί αυτόνομα και αυθύπαρκτα ώστε η εικόνα να μην εγκλωβίζει τον αναγνώστη. Οπότε αναρωτιέται κανείς προς τι η παρουσία της και η χρονοτοπική αναφορά της λήψης που περιορίζει (π.χ. «να πληθαίνεις στη χάση του» όπου η πρόκληση επικέντρωσης στη φωτογραφία μετατοπίζει την προσοχή από το ποίημα).

Η γλώσσα και η φόρμα
Αντιθέσεις-αντιφάσεις, συχνά επαναλήψεις λέξεων, απροσδόκητες προσωποποιήσεις και μεταφορές: «…τ’ ασημικά, λέω, αυτά τα απαστράπτοντα,/ χάνουν τη γη κάτω από τα πόδια τους.» («οξείδωσέ μας»), προσεγμένη χρήση του επιθέτου, συγκροτούν στίχους σφιχτά δεμένους μεταξύ τους ενώ φράσεις και λέξεις γνωστές αναπλαισιώνονται: «Καθόταν ανεπαίσχυντα και ειρηνικά «καρέκλα») ή άλλες πλάθονται: «στο χώμα χ α μ ώ γ ε λ α (όχι χαμόγελα)», «γέλιο τιγρένιο» (από-θανάτισέ με»). Η γλώσσα που αντλεί από ποικίλα πεδία σε μεγάλη γκάμα -«εδωνά τα μορτάκια», «φλεβίδια bloody mary», «καλλικέλαδοι λύκοι», «λάμπουσα λύπη οξύαιχμη»- δημιουργώντας ένα φορμαλιστικό γλωσσοκεντρισμό, προβάλλοντας το υλικό-γλώσσα, αφήνει ωστόσο θετικό αποτύπωμα. Η εναλλαγή μορφών συνήθως συνδέεται με νοηματικό φορτίο: από το πεζό (ή πεζό ποίημα; ) σε σύντομα ποιήματα άλλοτε με ρυθμικότητα (και ορισμένα έμμετρα τμήματα) άλλοτε προκύπτει χωρίς εμφανή σχέση με αυτό.

Ο κρυπτικός τρόπος
Η ερμηνεία λοιπόν της εικόνας παράγει ένα λόγο που χαρακτηρίζεται από συνειρμούς ορισμένοι από τους οποίους μπορεί να θεωρηθούν άλογοι. Ωστόσο δεν πρόκειται για υπερρεαλισμό αφού είναι ευδιάκριτη η πρόθεση στη δόμηση των περισσότερων ποιημάτων, συχνά και ο βασικός θεματικός άξονας, με την τελική κορύφωσή τους (κάποτε σε ένα μικρό διάλογο), την επιλεγμένη χρήση της γλώσσας και τη φόρμα. Τις απρόσμενες συνδέσεις παράγουν τόσο οι λέξεις που αναδύονται για να επιβληθούν, όσο και η διαχείριση της εμπειρίας που σπάνια βρίσκεται εμφανής, σε πρώτο πλάνο (ίσως το πρώτο πλάνο το παρέχει η εικόνα) και «αλλοιώνεται» ώστε να μοιάζει μη λογική η ακολουθία. Ωστόσο δεν είναι όλη η συλλογή ερμητική, αντίθετα όπου το βίωμα του έρωτα τροφοδοτεί άμεσα τους στίχους ο λυρισμός περισσεύει: Ένα μέλι στο χώμα μου, δύο μέλια στα σκέλια/ [λαίμαργα, λαίμαργα με ανατρέφουν, τα ανατρέφω κι εγώ]/και μια πιρόγα στην τσέπη ad libitum. // Λεπτόκοκκη η επίγευση, θα διαπιστώσω αργότερα.

Η επιλογή του παραπάνω ποιήματος συγκεντρώνει βασικά γνωρίσματα της συλλογής όπως παρουσιάζονται στο κείμενο αυτό.

Το διακείμενο
Το εξαιρετικά ευρύ διακείμενο, με πλήθος λέξεων ή εικόνων, συνήθως άμεσα αναγνωρίσιμο -προφανώς εμπρόθετα- είναι συχνά υπερβολικό και η παρουσία του δεν ενισχύει αλλά αποδυναμώνει τη δυναμική κάποιων ποιημάτων λειτουργώντας ως υπόμνηση στίχων/ποιημάτων και όχι ως οργανικό στοιχείο. Δίνεται εντέλει η εντύπωση ότι τα 115 ποιήματα στοχεύουν στον οφθαλμοφανή διάλογο με άλλα ποιήματα και εικόνες αδικώντας τη συλλογή. Έτσι, προς το τέλος της ανάγνωσης, διακείμενο και 78 φωτογραφίες, το διανοητικό αυτό παιχνίδι, δε συντελεί στη μεταφορά της ποιητικής συγκίνησης στον αναγνώστη-θεατή. Τέλος, αν και οι επτά ενότητες έχουν κοινούς άξονες ώστε να θεωρούνται πράγματι μέρη ενός όλου, η τελευταία «Ιστορίες του Δ.Χ.» θα μπορούσε να αυτονομηθεί αποτελώντας μια ακόμη συλλογή.

.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Χ. ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΣ

http://www.staxtes.com 21/4/2022

Προς έναν καλειδοσκοπικό εξπρεσιονισμό

ια απλή πρώτη επαφή με τα ποιήματα της Stanza οδηγεί στην επιγραμματική παρατήρηση ότι πρόκειται για εξαιρετικής πύκνωσης και συναισθηματικής φόρτισης επιδραστικά κείμενα με υψηλή ποιητική αξία. Αν αφεθούν κάμποσο καιρό να ωριμάσουν μέσα σου διαπιστώνεις ότι η επίγευση που σου αφήνουν φέρει το αίμα, την ένταση και το περιεχόμενο επαναληπτικών πυροβολισμών. Λες και πυροβολείται ο αναγνώστης με στακάτες φράσεις, λέξεις, συλλαβές, εικόνες κι όλες αυτές οι σφαίρες, στην πορεία τους προς την καρδιά, μετατρέπονται σε μια οντολογία από πρόθεση. Που θα σε κατευθύνει να συλλογιστείς επί της φθοράς, της απώλειας, του θανάτου, μα και ταυτόχρονα θα σε κάνει να εκτιμήσεις κάθε φλεβίτσα σου που πάλλεται από ερωτικό πόθο, στο παρόν στο παρελθόν και στο μέλλον των αιώνων αμήν. Ο συνδυασμός αυτών των αδιάσειστων και αιωνίων ποιητικών τεταγμένων με τις φωτογραφικές τετμημένες τους, οι οποίες είναι επίσης εξαιρετικές, καθιστά σίγουρα τον καλαίσθητο ετούτο τόμο με τη σταθερή διχρωμία σε όλο το εύρος του, τις γλυκές γραμματοσειρές και το ποιοτικό χαρτί, ένα πόνημα απαραίτητο να διαβαστεί από τον οποιονδήποτε ενδιαφέρεται σοβαρά για την ποίηση μα και για την ακόμη παλλόμενη και επιδραστική τέχνη της φωτογραφίας. Θα επιχειρήσω τώρα μια δειλή μα πιο αναλυτική αποτίμηση της ποιητικής της ποιήτριας, όπως μας συστήνεται μέσα από τη συλλογή Stanza, τοποθετώντας την στο πλαίσιο ενός εντελώς προσωπικού καλειδοσκοπικού εξπρεσιονισμού με οφειλές λογοτεχνικές και αισθητικές που ξεκινούν από τον Γκέοργκ Τράκλ και τον Πάουλ Τσέλαν και φτάνουν ως τον Γκόγια, τον Έγκον Σύλε, τον Κοκόσκα και τον Μουρνάου. Και στα καθ’ υμάς στον Σαχτούρη, στον Χρήστο Μπράβο, στην Τζένη Μαστοράκη ή και στον Αλέξη Τραϊανό.

Οι τρόποι

Η ποιήτρια χειρίζεται τη γλώσσα με σεβασμό και γνώση, πραγματοποιεί ασυνήθιστους συνδυασμούς και μεταφορές που επανορίζουν τις σημασίες των λέξεων, εκτείνει τη δράση τους, κι ακροβατεί υποσκάπτοντας το νόημά τους. Αυτές οι λεκτικές ανατροπές που προκαλεί είναι -φυσικά- ένα από τα πιο σημαντικά ποιητικά ζητούμενα.

Σε αντίθεση με την υποψία της δυσαρμονίας που προκαλεί η συνθετότητα του λεκτικού εγχειρήματος, η ποίησή της προκύπτει ουσιαστικά γεμάτη όμορφα μέτρα τα οποία ενίοτε γλιστρούν προς τον ιάμβους, κι αποκαλύπτουν την ευρύτητα του πνεύματος, την εξοικείωση με την παράδοση και την απέραντη ικανότητα ενσωμάτωσης όσων έχουν προηγηθεί. Παραθέτω για παράδειγμα απόσπασμα από το κείμενο

«Ωστόσο ένας ΜΥΘΟΣ σε οίστρο»

[…] ίσως και το απείθαρχο χνουδάκι στο στηθαίο που φύτρωνε αμέριμνο και τόνε γαργαλούσε, το είχε δει η μάνα του στη σκάφη τις προάλλες, γιε μου, του είπε η ένθρονη, ώρα κι εγώ να κλείνω, όλο το σόι έπλυνα, βαρύ πολύ το ανέκαθεν και το αεί πολύ, ώρα κι εσύ να κουνηθείς και να με ξεγεννήσεις, κι ύστερα μη ξεχαστείς, δώσε στους δρόμους βάφτιση, δώσε μυθιστορίες, μη και το σόι χαλαστεί, μη και το σόι λείψει,[…]

Αυτή η ικανότητα της ενσωμάτωσης και της «μεταμοντέρνας» διαχείρισης διαφαίνεται σε ολόκληρη τη συλλογή για πλείστα όσα «αντικείμενα», δάνεια η μη, όχι μόνο ποιητικά μα και αισθητικής, και από άλλες τέχνες, κυρίως από το θέατρο και τον κινηματογράφο, χρησιμοποιούνται. Ταυτόχρονα παρατηρούνται πολλές αρχαιογενείς αναφορές – κατά το καβαφικό σχήμα -που οδηγούν σε μια περιγραφική παράθεση ικανή να επιτύχει το γνωσιακό άλμα με την αλλαγή του χώρου και του χρόνου (ή του πλαισίου τους εν συνόλω), λειτουργεί στο απαραίτητο βάθος (για τον αναγνώστη) και κατά το δοκούν (για την ποιήτρια, ως εργαλείο) και ταυτόχρονα υπαγορεύει ή επιβάλλει τη συνοδευτική φωτογραφία που παρατίθεται και τη χρησιμοποιεί αντιστικτικά. Το τελευταίο όχι κατ’ ανάγκην εκ προθέσεως, και θα εξηγήσω αργότερα τι εννοώ.

Στις ενότητες ΕΥΘΑΡΣΩΣ, ΠΕΡΙΠΑΘΩΣ, ΚΑΙ ΕΜΠΥΡΕΤΑ, (ΥΠ)ΑΚΟΥΕΙ ΤΟ ΣΩΜΑ και ΕΝ ΑΓΝΟΙΑ ΚΑΙ ΓΝΩΣΕΙ, στα περισσότερα ποιήματα παρατηρείται μια προτίμηση -ως επί των πλείστων- στο δευτεροπρόσωπο ποιητικό υποκείμενο που υπογραμμίζει μια -χρησιμοποιώ τη λέξη που αρέσει και στην ίδια την ποιήτρια ως αυτοπροσδιορισμός – θεατράλε ταυτότητα και η οποία ρυθμίζει την έκαση ενός προσωπικού ή κοινωνικού «θυμού» ανάλογα με την ένταση της απεύθυνσης. Ταυτόχρονα γίνεται έντονη χρήση της προστακτικής και τον επιρρημάτων (όπως άλλωστε φαίνεται και από τους τίτλους)

Διαμορφώνεται έτσι μια κοφτή, επικοινωνιακή, ποιητική γλώσσα, όπου παρατίθενται απειράριθμες εικόνες ή εντυπώσεις καλειδοσκοπικής υπόστασης που συγκολλούνται ακριβώς επί της απότομης εκφοράς του λόγου ενισχύοντας αυτήν τη θεατράλε ατμόσφαιρα η οποία ουσιαστικά ελευθερώνει ένα ποτάμι αιχμηρού διαλόγου με τη συνείδηση του αναγνώστη, το ποτάμι όμως αυτό πηγάζει από τη συνείδηση της ποιήτριας αποκλειστικά και θυμίζει ή και παραπέμπει – ως ευθεία αναφορά – τον εξπρεσιονισμό. Ένας υπερβατικός – βέβαια – εξπρεσιονισμός, και της φόρμας μα και της εικόνας, καμωμένος με θραύσματα που φαινομενικά δεν αρμόζουν μεταξύ τους. Έτσι προκύπτουν και οι κατασκευές της που φέρουν την τραγικότητα μιας θρυμματισμένης τελειότητας, την τέχνη της στιγμής, ζωντανά μνημεία του εφήμερου της έμπνευσης, που θα τα οδηγήσει στο μουσείο πριν ακόμη καταναλωθούν ως αντικείμενα τέχνης κι είναι ένα επίτευγμα και μια νίκη του προσωπικού της ύφους το πως προκαλεί και εγκαθιστά μια διαχρονικότητα από τόσο ανομοιογενή υλικά.

Η ποίηση της Μαρίας Καντ δεν είναι παρόλα αυτά μια ποίηση της έκθεσης παρά μια ποίηση της απόκρυψης. Και η διαχρονικότητά της είναι που καθοδηγεί τον αναγνώστη να την ανακαλύψει. Αν το δούμε εικαστικά για παράδειγμα, ενώ μας δίνει την εντύπωση ότι είναι φτιαγμένη σαν μια απαστράπτουσα πορσελάνινη προτομή του Άγγελου Παπαδημητρίου, στην πράξη οδηγούμαστε προς μια κατάκρυψη του Δημήτρη Αληθεινού που επιθυμεί να ανακαλυφθεί (διακαώς και εν τω άμα).

Κατά συνέπεια όλος αυτός ο σχηματοποιημένος λεκτικός πλούτος, όπως αρθρώνεται, φέρει την αγωνία του επιτεύγματος και της μεταφοράς του νοήματος, που είναι περισσότερο μια αποφθεγματική οντολογική δήλωση ή υπογράμμιση και λιγότερο ένα συντριπτικό συναίσθημα. Έτσι ο αναγνώστης σαρώνεται από την τέχνη που αντιμετωπίζει υποχρεωτικά διότι ο λόγος της δηλώνεται ως τέτοιος: πρέπει να διαβάσει με τεταμένη προσοχή – προστάζεται άλλωστε παντοιοτρόπως – αλλά αξίζει τον κόπο, διότι από το αιθέριο σχήμα του τίποτα με τη μορφή νεφελώματος πριν τη βροχή θα προκύψει το ποίημα. Όπως λέει κι ο Ελύτης -«Οι κακοί ποιητές τρέφονται από τα γεγονότα, οι μέτριοι από τα αισθήματα, και οι καλοί από τη μετατροπή του τίποτε σε κάτι. Το εκ του μη όντος ον λογαριάζει. »[1]

η εργαλειοκρατική σεξουαλικότητα

Στις ενότητες ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΟΞΥΑΙΧΜΑ και ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ Δ.Χ. φαίνεται να κατασταλάζει ο καλειδοσκοπικός χαρακτήρας και η συγκολλητική, και το συνειδησιακό ποτάμι εκβάλλει πλέον σε μιαν αφηγηματική λίμνη συνεχίζοντας να καταγράφει τα ίδια θεματικά και αισθητικά προτάγματα, συνεχίζοντας να καταγγέλλει με πιο ολοκληρωμένη – λιγότερο αποσπασματική – δομή αλλά εντείνοντας το ερωτικό στοιχείο ως υπόβαθρο μέσω του οποίου διατυπώνει ένα δίπολο διαβολικού και αθώου, μείγμα αθωότητας και υπερφωτισμένης γκροτέσκ παραβατικής σεξουαλικότητας που παραπέμπει στην εμπειρία, υποκαθιστά ή υπερσκελίζει την αθωότητα και παρέχει εργαλεία αυτοφυή και ταυτόχρονα μία ενδιαφέρουσα συνειδησιακή απομάκρυνση η οποία όλα αυτά τα χωνεύει και τα κατευθύνει προς ένα εξαιρετικό ποιητικό απόσταγμα.

Η καταπιεσμένη ή καλύτερα η στρεβλή ή δυσλειτουργική σεξουαλικότητα, αποτέλεσμα της αυτοκρατορίας της απόλαυσης του εαυτού ως διαχειρίσιμου σκεύους, που διέρχεται μέσα από το δάσος ως κοκκινοσκουφίτσα για να καταλήξει να αντρωθεί ως λύκος, ως Λολίτα ή ως παραβατικός μα και αναπόφευκτος Άγγελος του Θανάτου, αποτελεί έναν οδηγό του ποιητικού corpus ολόκληρης της συλλογής, ορισμένες φορές θυμίζει την Κασσάνδρα και τον Λύκο της Καραπάνου, άλλοτε -προφανώς- την Αλίκη στη Χώρα των θαυμάτων του Λιούις Κάρολ αλλά και το Μαγικό βουνό του Τόμας Μαν και τον Θάνατο στη Βενετία καθώς και την αιμοσταγή – αλλά ερωτικά υπερφορτισμένη – αντίθεση του Νοσφεράτου του Μουρνάου. Όλα τούτα συνοψίζονται στο εμβληματικό Γεννήθηκα Λολίτα, που είναι ένα μνημείο αισθησιασμού και ταυτόχρονα ψυχικός χάρτης και πλοηγός του ορισμού της θηλυκότητας εντός ενός διαστελλόμενου πατριαρχικού σύμπαντος ασφυκτικής πίεσης και επικυριαρχίας. Εκεί συνυπάρχουν ταυτόχρονα ο Φρόιντ κι ο Εμπεδοκλής, καθώς ο Θάνατος υποχωρεί έναντι ενός ατμίζοντος οίστρου. Ταυτόχρονα οι παρηχήσεις του λάμδα και του ταυ, βρίσκονται σε οργασμό:

«γεννήθηκα Λολίτα»
Με σύμφωνα υγρά και σκέλια κάθυγρα –
και πως σημαντρίζουν τα φωνήεντα
ΛΟ oh my lord τι μωρό το εδώ και ωστόσο
ΛΙ τι φιλί το εκεί το πολύ και το λίγο
ΤΑ στο διά ταύτα ανέκαθεν […]

Σε αυτές τις δυο ενότητες η ποιήτρια φαίνεται να απομακρύνεται από την εργαλειοκρατική της μανιέρα – δίχως να εγκαταλείπει τον εξπρεσιονισμό – φτάνοντας σε στιγμές λυρικής κορύφωσης, εκτείνοντας τον ερωτισμό της σε άλλα επίπεδα όμως ταυτόχρονα υποδαυλίζοντας το πάθος και τον πόθο. Στο αφήγημα Επί Κολωνώ παραδείγματος χάρη η πένα της φτάνει σε μία εντυπωσιακή κορύφωση καθώς υπογράφει ένα συγκλονιστικό coming of age tale ενώ στον Συλλέκτη Κυμάτων επανέρχεται στο θέμα του ανδρικού οίστρου με έκδηλες κινηματογραφικές αναφορές (Τζέιμς Ντιν) και η αισθητική της δείχνει να πλησιάζει τις προηγούμενες προσπάθειες να χαρτογραφηθεί ο αρσενικός πόθος με εμβληματική αφετηρία κι αρχή του συστήματος συντεταγμένων της το Λεωφορείο ο Πόθος και μια ωμή αντρίλα τύπου Κοβάλσκι.

Οι κινηματογραφικές αναφορές βρίθουν άλλωστε σχεδόν παντού καθώς οι εραστές συναντιούνται σε ενσταντανέ που μοιάζουν με σκηνές από θεματικές ταινίες, φορώντας παλτό όταν παραπέμπουν στη νουβέλ βαγκ, φορώντας λευκά Τ-σερτ ή πιπιλίζοντας ένα γλειφιτζούρι όταν πλησιάζουν τον νεορεαλισμό του Καζάν, γεμάτοι βαμπιρικές προθέσεις και φωτοσκιάσεις σαν ταινία του Μουρνάου.

Έχει ενδιαφέρον που η επιστροφή της στα οιδιπόδεια συμπλέγματα πραγματοποιείται με το δίπολο Ιοκάστη – Οιδίπους πολύ περισσότερο από το δίπολο Ιφιγένεια – Αγαμέμνων, η οιδιπόδεια ρίζα της ποίησής της δηλαδή είναι στην πραγματικότητα μία ρίζα αρσενική.

Τέλος η τραγικότητα της Φούγκας, που είναι κείμενο μετρημένης και αποτελεσματικής αφηγηματικής ροής και της οποίας ο τίτλος παραπέμπει στη Φούγκα του θανάτου του Τσέλαν (μα και στην αυτοχειρία του), μάς επιβεβαιώνει την κινηματογραφική αίσθηση, τη ροή των εικόνων, το σασπένς, την εκπλήρωση και υπογραμμίζει την ωμή δυναμική τηςποιήτριας. Και αισθητικά αλλά και ως προς το συγκλονιστικό περιεχόμενο.

Οι φωτογραφίες κι η αντίστιξη

Με αυτά και με αυτά οδηγούμαστε στο οξύμωρο να καθίσταται εικαστικά εκρηκτικό το κομμάτι της ποίησης που γράφεται με λέξεις ενώ αντιθέτως οι – πρωτογενείς – φωτογραφίες (οι εικαστικοί εντολοδόχοι) εκεί όπου η συγγραφέας λειτουργεί εικαστικά, να χαρακτηρίζονται από μία ηπιότητα, μια τρυφερή νοσταλγία και μια γλυκύτητα, ακόμη και σε θέματα πιο αιχμηρά από τον νόστο, την ερημιά, τη μοναξιά την απώλεια, έως και σε θέματα όπου η φωτογράφος ορίζει και περιγράφει το περιβάλλον όπου ζει, παρατηρεί, θαυμάζει επιθυμεί και ερωτεύεται.

Οι εικόνες που μου ανακαλεί η ανάγνωση της ποίησης της Μαρίας Καντωνίδουπροσωπικά, παραπέμπουν πολύ περισσότερο σε σκίτσα του Έγκον Σύλε και του Όσκαρ Κοκόσκα, (σε παραμορφωμένες φιγούρες με λαμπερά αλίζαριν γεννητικά όργανα που φλεγμαίνουν) και πολύ λιγότερο στο αγαπημένο της θέμα των πρώτων ενοτήτων δηλαδή τα αγάλματα και το αρχαιοελληνικό κάλλος. Σχέδια και πίνακες τα οποία εκτός από το μουσείο Λέοπολντ της Βιέννης, είχα δει και στην πτέρυγα με έργα Ερωτικής Τέχνης της Πινακοθήκης του Βατικανού. Έτσι ακριβώς (με το θεϊκό στοιχείο να επικρέμεται) παρουσιάζεται κι εδώ η κάψα ενός ενοχικού ερωτισμού που δεν ξορκίζεται. Αυτός ο ερωτισμός, έμπλεος της απόλαυσης, της ηδονής μα και της ενοχής της, ξεχειλίζει από την ποίηση της. Είναι ένας ερωτισμός χειραγώγησης, ένας ερωτισμός πολύ κοντύτερα στο ένστικτο και στη ζωώδη απόλαυση, ένας ερωτισμός που καταλήγει άλλοτε γονιδιακός (σαν αυτοάνοσος) κι άλλοτε, ίσως άθελά του, αιμομικτικός. Έτσι λοιπόν, εικαστικά, η αρμονία και το κάλλος του 5ου αιώνα παρακάμπτονται και τη θέση τους λαμβάνει μία στρεβλή σύλληψη της Αναγέννησης που διαδέχεται έναν μεσαίωνα γεμάτο με πίνακες του Ιερώνυμου Μπος και οδηγεί σε ένα ιδιότυπο Διαφωτισμό. Που θα εκβάλλει με τη σειρά του στους Μαύρους Πίνακες του Γκόγια, την Αιώρηση των Μαγισσών ή τον Κρόνο που καταβροχθίζει τον Γιό του. Κι είναι σαφές ότι ο ερωτισμός της αυτός καθαυτός ορίζει έναν εξπρεσιονισμό του σώματος πολύ περισσότερο από ότι ορίζει ένα μεταμοντέρνο υπερρεαλιστικό απότοκο ή έναν κούφιο νεωτεριστικό συμβολισμό (χωρίς να σημαίνει αυτό ότι δεν υφίσταται ταυτόχρονα παλλόμενος ο υπερρεαλιστικός χαρακτήρας της γραφής της, ως συνιστώσα). Έτσι λοιπόν αν μιλούσαμε για ζωγραφική σίγουρα την ποίησή της θα τη χαρακτηρίζαμε εξπρεσιονιστική όμως μιλάμε ταυτόχρονα και για φωτογραφία: η φωτογραφία της, αντιθέτως, στις περισσότερες από τις φωτογραφίες που συνοδεύουν τα κείμενα παραπέμπει σε μια διάχυτη φιλοσοφική νιρβάνα με αποτέλεσμα να συμβαίνει επί της ουσίας (ή να καταδεικνύεται) η αντίστιξη που έχουμε ανάγκη για να προσέξουμε το περιεχόμενο της ποίησης (εφόσον έχουμε αποδεχτεί ότι η δυο τέχνες μπορούν να συνομιλούν στα πλαίσια ενός μεικτού βιβλίου) εκτονώνοντας την ένταση που δημιουργεί η κατακερματισμένη εκφορά του λόγου.

Ούτως ή άλλως αυτή η αντίστιξη ενδεχομένως δεν είναι εκείνη που επιθυμεί να επισύρει πάνω στα κείμενα της η ποιήτρια είναι όμως μία αντίστιξη η οποία εξασφαλίζει σε δεύτερο χρόνο την «επιστημονική», εντός εισαγωγικών, αποστασιοποίηση από το αντικείμενο μελέτης ώστε να ανακληθεί η ουδετερότητα μιας υποκειμενικής αυθεντίας – επιστασίας. Συνεπώς, και παρότι στο παρελθόν ήμουν αντίθετος στην παράθεση των φωτογραφιών σε πρώτη σκέψη, κατέληξα, μέσω της διαπίστωσης της αντίστιξης αυτής, να αποδεχθώ τις φωτογραφίες εξετάζοντας τες πάντα ως ένα διαφορετικό concept στο βιβλίο που διαβάζω μη θεωρώντας τες απαραίτητες για την κατανόηση του κειμένου αλλά και μη χρησιμοποιώντας τες ως οδόσημα προς την επίτευξη αυτού του στόχου.

Τελειώνοντας, θέλω να ευχαριστήσω τη Μαρία για την τιμή να μου εμπιστευθεί τη συλλογή της προς εκτίμηση, θεωρώντας με δικό της άνθρωπο, έναν πνευματικό και ποιητικό συνοδοιπόρο. Δίχως να ταυτίζομαι απόλυτα ποιητικά μαζί της – καθώς τα αυτοφυή μανιφέστα μάς τέλειωσαν εκεί στον μεσοπόλεμο- θέλω με τη σειρά μου να την καλωσορίσω στον κύκλο των ανθρώπων που εκτιμώ, στους οποίους προσβλέπω για να συγκινηθώ, και των οποίων το ποιητικό αίτιο εμπιστεύομαι, και να δηλώσω ότι θα την παρακολουθώ με προσοχή κι αγάπη αδημονώντας για το επόμενο βιβλίο της και το μεθεπόμενο. Αναγνωρίζοντας κι εγώ με τη σειρά μου στο πρόσωπό της μια λαμπρή ποιήτρια και συνοδοιπόρο.

.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.