ΝΙΚΗ ΠΑΠΑΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ

Γεννήθηκα στη Μηλιού, ένα μικρό χωριό της επαρχίας Πάφου στην Κύπρο.
Από παιδί αγάπησα τις λέξεις: τη σημασία, την πλοκή τους. Ταξίδεψα μαζί
τους τις σκέψεις και τις συγκινήσεις μου. Ευτύχησα να σπουδάσω βυζαντινή και νεοελληνική φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών (ΕΚΠΑ) και να υπηρετήσω ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση, στην Κύπρο και στην Ελλάδα.
«Θάλασσες τα πρωινά μυστικές (Σμίλη 2020) είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή.

.

.

ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΤΑ ΠΡΩΙΝΑ ΜΥΣΤΙΚΕΣ (2020)

ΚΛΩΘΩ

Αναδεύονται τα πρωινά, γεύση φασκόμηλου
και στυφίζουν οι λέξεις.
Αυτός ο Δεκέμβρης ξέρει μόνο από λύπη.

Οι ώρες που μας χαρίστηκαν
γλίστρησαν μες στο νερό·
σπονδή του ελάχιστου
στον βωμό μιας οδύνης.
Μνήμη που με αφαιμάσσει η μνήμη σου.

Υπάρχει πάντα η άμπωτη και η παλίρροια – ξέρω.
Κι η γριά με τ’ αδράχτι
που κλώθει το νήμα τυφλή
αδιάφορη για τις ρωγμές μας.

Επιστρέφεις αυγή μες στον ύπνο μου
με αινίγματα έφηβα – και νομίζεις πως αυτό είναι αγάπη,
οι γρίφοι.
Βυθίζεις με μες στους χρησμούς.

Τα στυφά πρωινά που γλιστρά η απουσία
βότσαλο μες στο νερό, όλα γίνονται κύκλος·
άγνωστο σήμα σε παραλία χειμερινή.
Σώμα που χάθηκε μες στην αλμύρα.

Έρχεται πάλι Δεκέμβρης στον κήπο
τοπίο της λήθης, βροχή
άλικο χρώμα πληγή η απουσία απλώνει.

ΣΑΓΗΝΗ

Δειλινό που αναμοχλεύει σιωπές
και χρησμούς αξεδιάλυτους·
μες στα τριανταφυλλιά των νεφών, καλοκαίρι που σβήνει.

Κι έρχεται ένα φθινόπωρο άδειο – στυφό
που ανασαίνει αόριστους· και παρατατικούς μες στη δίνη
παροξυσμών και λαθών.

Θάλασσες τα πρωινά μυστικές
αντιστίξεις φωτός και αισθήσεις που τρέμουν
το πάθος που φθίνει.

Άλλο φθινόπωρο φέτος, κρυφό,
που μετρά γιασεμιά. Και γυρεύει οδύνη
παλιών ενοχών.

Εσύ, που μακραίνεις αστόχαστα- μια αέναη σαγήνη.

Η ΡΟΔΙΑ TOΥ ΚΗΠΟΥ

Έχασα φέτος την ανθοφορία της ροδιάς.
Πέρασε η άνοιξη κυνηγημένη
και δεν σταμάτησε· εγώ τυφλή –
χρόνια πικρά. Ακυρωμένη.

Αύγουστος τώρα. Ακούω ρόδια μέσα στον ύπνο μου
σπαργώνουν νύχτα και χαρακώνονται
τα μεσημέρια ανοίγουν σπυριά πορφυρά,
και πικραίνομαι.
Είμαι μακριά.

Με τη ροδιά είμαστε πια φίλες αμήχανες
που απαντήθηκαν κάπου τυχαία.
Ανάμεσά μας χρόνια σιωπής –
κι όλο διστάζουμε ν’ αγκαλιαστούμε.

Κοινή μας μνήμη ένας νεκρός· μεταβολίζεται
μέσα στο μνήμα του
θρέφει τη μια με αποσύνθεση
τρέφει την άλλη με απουσία.

Η μαντζουράνα μες στον πηλό
δεν μαρτυρεί καμιά ταυτότητα
δεν έχει μνήμη.
Σιωπηλή μόνο μαραίνεται.

Η μυρωδιά της θρύμματα, πράσινο
της αμνησίας.

ΜΝΗΜΗ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΥ

Ήσουν σκυφτός κι είχες στη χούφτα σου σπυριά σιτάρι.
Μετρούσες και ξαναμετρούσες –
αύριο των ψυχών.

Πράσινα μέσα στ’ όνειρο. Κήπος.
Δεν γύρισες να με δεις.

Άνυδρο χώμα, λόγια δυσπρόφερτα.

Στα μαύρα η μάνα μες στ’ άλλο όνειρο
κρατά στο χέρι της κόσκινο
διαλέγει σπυριά.
Αρνιέται πως είναι για σένα.

Το μνημόσυνο υποθέτω θολά
του νεκρού αδελφού· δεν ρωτώ.
Πιο πολλά ξέρουν στον Άδη.

Γυρνώ στον ύπνο μου· πάλι εσύ: μονολογείς
κάτι για σήψη, για αναγνώριση –
αιμορραγείς;

Εγκιβωτισμένη σιωπή· των θανάτων.

Καθημαγμένη δεύτερη άνοιξη χωρίς συγχώρεση·
ένα κλαδί της ελιάς ακουμπώ ασημί
στο περβάζι της θύμησης
και μνημονεύω σας- πήλινο καπνιστήρι παλιό
η μάνα ανακατεύει τα κάρβουνα ασώματη.

Στης γιαγιάς το αδράχτι κλωστή κρατερή
ξετυλίγονται οι μνήμες· φεύγουν οι μέρες μου σαν το νερό.

Πάντα Θα μνημονεύω σου.
Χωρίς ελπίδα.
Έπεσες, είπαν, κοντά στα περβόλια μας.

Μπαίνοντας της Κερύνειας.

ΣΕΦΕΡΙΚΟ

Λαδιά ασημιά τα λιόδεντρα και μόνα
ένας αγέρας σιωπηλός πριν τη βροχή
έρμο το πέλαγο κλειστό κι η μέρα ξένη.
Κείνος ο βράχος που καθρεφτίζονταν μες σε
νερά πρασινογάλαζα
πώς τόνε λέγαν; Κάτι σαν Πέτρα του Ρωμιού,
σαν Αφροδίτη;
Ήταν πρωί σαν ήρθε ο φόβος του χαμού
οι επιτύμβιες στήλες σιωπηλές
κατάρτια κι άρμενα μπαταρισμένα.
Ναύτης ανάερα μάς χαιρετά
μα δεν μας κρένει.
Ήτανε δείλι όταν απόσωσε το φονικό.
Κουνήσαμε μονάχα το κεφάλι·
μάτια στεγνά κι άλαλα χείλη, φθισικά.
Και τι να πούμε;
Τότε που η Άτροπος πεισματικά γύρευε το μαχαίρι
κανείς δεν μίλησε·
εσύ δεν ήθελες επιστροφή
ήθελες μόνο τη σιωπή και τις σειρήνες.
Έρημος βράχος μες σε νερά πρασινογάλαζα.
Αυγή οι Ερινύες ολολύζαν.
Είδα τον ίσκιο τους τον αποτρόπαιο, τη συντριβή.

Είδες κι εσύ – μα το αρνιέσαι.
Ο γλάρος πέταξε γι’ άλλα νησιά κρώζοντας Θάνατο.
Εδώ εμείς να επιμένουμε μες στην απόγνωση.
Παλιά πληγή η ιστορία μας.
Μνήμη και πόνος.
Μες στη φωτιά μας καίνε ξερόκλαδα
λιγνά ασημιά
πάλι γιορτής παραμονή – και συντριβής·
δέντρα που ξέμειναν στην ερημιά
και δεν ανθούν και δεν καρπίζουν.
Της συντριβής πριν την απάτη,
ήταν κι ο άνεμος πριν τη βροχή.
Κι αυτό που κόπηκε στα δυο, ένα νησί
τέφρα νωπή, μνήμη θολή, εμείς ανεύθυνοι
στα φαιοχώματα- μνήμη και λήθη.

ΤΟ ΠΕΝΘΟΣ ΤΩΝ ΕΡΕΙΠΙΩΝ

Τα ξέρω καλά αυτά τα ερείπια· τα περπάτησα κάποτε.
Μπορεί και να τα προκάλεσα
για μιαν επερχόμενη οδύνη.

Το φως μες στις ρωγμές τους μοίρα επαμφοτερίζουσα·
άνεμος Θαλασσινός
που μετρά τους σφυγμούς μου.

Φέγγει ο Κύνθος ψηλά·
οι Κυκλάδες χορός
τραγωδίας με δρώμενα άδηλα·
ώσπου φτάνει το βλέμμα γαλάζιο κι αφρός
και γκρεμοί κοφτεροί της αγάπης.

Το βαθύ μυστικό πάντα εκεί –
στον άδειο βωμό σιωπή –
ο χρησμός δεν αντέχει ερμηνεία.

Οι καιροί μάς ακύρωσαν τη διαλεύκανση.

Οι μέρες της δοκιμασίας εδώ
ακρωτηριασμένα ιερά
τελετές λιτανείας.

Μια πανσέληνη νύχτα μονάχα μου δόθηκε
να ξεθάψω το τάλαντο·
στην πομπή των λεόντων σιγή – δίχως χάρτη.

Βλέμμα στην ανατολή των ρυθμών και μετρώ τις ανάσες μου·
ανήλεοι θεοί, σκοτεινοί
επιβλέπουν.

Μια ανάσα πριν την ανασκαφή, ο σεισμός
κι η φωτιά που τα πρόλαβε όλα.

Στη Δήλο την είδα τη μοίρα μου άσκεπη.

Η μοναξιά και η Ποίηση· διαμαντικά στο κουτί της Πανδώρας.

ΤΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ ΠΟΥ ΦΥΛΛΟΡΡΟΗΣΕ

Αυτό το φως
που διαλύει κάθε ψευδαίσθηση,
που διαπερνά,
ήρθε στο μερτικό σου αργά·
αποκατάσταση άνευ λόγου.
Το τριαντάφυλλο που φυλλορρόησε,
την ομολόγησε την αδικία.
Θάλασσα μια χαραμάδα
πίσω από πεύκα και σύννεφα·
όλα τα πέταλα μοσχομυρίζουν το λάθος.
«Πού είν’ η αγάπη; Που κόβει τον καιρό στα δυο…»
Τη μικρή άρκτο, τη φίμωσες.
Μόνη μάς γνέφει η Καλλιστώ· παραδομένη.
Η ιστορία όπως άρχισε τελείωσε. Με ξένο στίχο.
Μόνο τα πέταλα τα πορφυρά μες στο πιατάκι
μυρίζουν έρωτα· όμορφα ακόμη.
Μυρίζουν θάνατο.
Ως κεφαλή επί πίνακι. Του Προδομένου.
Πίσω από σύννεφα και πεύκα η θάλασσα
γκρίζο βαθύ. Μια ταραχή και μια συγγνώμη.

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 1974

Το δράμα δεν μας ήξερε ακόμα·
κατέβαινες το ποτάμι γυμνός πλέοντας μ’ ένα χέρι
στ’ άλλο τ’ αγριοπερίστερα· παιδί ακόμη – αρπακτικό,
ανίδεο για τον τρόμο που σ’ ακουμπούσε.

Από τον έρωτα απείχες μιαν αστραπή.

Ύστερα οι εχθροί μιλημένοι περάσανε
μια εφηβεία πατρίδα μισή.
Τίποτε να διαφεντέψεις.

Οι μνήμες
φτερά στην όχθη του παλιού ποταμού, στοιχειωμένα.

Κάπου κάπου τ’ αναζητάς με τη σκέψη
ή τα νιώθεις μες στ’ όνειρο να σου στερεώνουν τους ώμους
και ξυπνάς μες στην έκσταση.

Μετά, η ανάσα της πλάνης.

Δεν μπορούμε, θαρρείς, άλλο πόνο σ’ αυτήν τη μεριά
ψευδαίσθηση ή ομηρία – αδιάφορο·
βουτούμε το κεφάλι στο έρεβος
αρχαϊκά μεγάλα πουλιά μες στην άμμο.

Γραφή μελανόμορφη στους αμφορείς των μουσείων.
Σφραγίς δωρεάς πυρωμένη ο τόπος μας·
την αποδέχεσαι –
έγκαυμα·
αρνιέσαι — σέπεται το πρόσωπό σου.

Είναι κι οι άλλοι, μου λες,
που τελειώνουν τις μέρες τους μες στην τρυφή
και δηλώνουν αμέτοχοι.
Το δικό μας γιατί, το κενό τους.

Και να πω – τι να πω·
Παρελθόν που γκρεμίστηκε
όταν έφηβοι συλλαβίζαμε όνειρα
και παρόν άνομβρα χρόνια. Με εξορύξεις σε θάλασσες
που εγκυμονούν όλβιο μέλλον – και δύσοσμο.
Ποταμοί σκοτεινοί, με ανάποδο ρέμα
που εκβάλλουν τις νύχτες στα όνειρα·
μια δροσιά παιδικής ηλικίας, μια φόβος.
Διωγμοί του Ιούλη,
του Αυγούστου.
Καλοκαίρι ανήλεο.

Η Κύπρος μνήμη που εξαντλείται.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Επειδή
δεν θα γυρίσεις ποτέ λασπωμένος από το χωράφι
στο σπίτι
να ξυπολυθείς στην αυλή
και ν’ αφήσεις στα χέρια μου ό,τι κρατάς:
άγρια χόρτα ή μόσφιλα,
μυριστικά των αγρών,
ένα απολιθωμένο κοχύλι που βρήκες οργώνοντας
και στοργικά το καθάρισες από σκόνη αιώνων.

Αρνιέμαι
να πω την αλήθεια με ρήματα άστοχα·
αντέχεις εσύ την πυρά:
λιποτάχτησες.

Κυνηγός
που αρνήθηκε τα πουλιά και τα δάση
άφησε το όπλο στο δίχωρο
και πήρε τον δρόμο του Οιδίποδα.

Κι εγώ, η Ιοκάστη που ξέρει.

.

Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Ε Σ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ

CULTUREBOOK 22/1/2021

Με την πρώτη ποιητική κατάθεσή της Θάλασσες τα πρωινά μυστικές, η Νίκη Παπαξενοφώντος συγκροτεί έναν πολυσήμαντο και βαθύ ποιητικό, αλλά και εσωτερικό χώρο. Πιο συγκεκριμένα, το ανά χείρας καλαίσθητο εκδοτικά βιβλίο αποτελεί μια σύνοψη ιδεών, εμπειριών και αισθημάτων που αναπηδούν από ιδιαίτερα προσωπικά βιώματα ερωτικής πλήρωσης, αλλά κυρίως μοναξιάς και απώλειας και συμπυκνώνουν αισθητικά όχι μόνο τη συναισθηματική ωρίμανση της ποιήτριας, αλλά και μια επώδυνη στροφή στο υπαρξιακό της υπέδαφος. Πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, για μια αξιέπαινη πρώτη προσπάθεια, η οποία διαθέτει αφενός εσωτερική βιωματική συγκίνηση και αφετέρου πρωτοτυπία και δύναμη. Κι αυτό γιατί τα ποιήματα της εν λόγω συλλογής τείνουν να συνθέσουν το λυπημένο ημερολόγιο μιας προσωπικής, γυναικείας οδύσσειας, με κορυφαίες στιγμές, εικόνες επιβεβαιωτικές μιας προφανούς ή υφέρπουσας μοναξιάςˑ παράλληλα αποβλέπουν στη λογοτεχνική αποτύπωση μιας περιοχής του περιθωριοποιημένου γυναικείου εσωτερικού κόσμου και λόγου.

Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι η υπαρξιακή αναζήτηση με παρούσα την ποιητικά γόνιμη αγωνία της φθοράς, του χρόνου και του θανάτου προοικονομεί με διαύγεια τον πυρήνα του ποιητικού στοχασμού, που αναπτύσσεται πολύτροπα στη συλλογή και εδράζεται στη σχέση τους με τον έρωτα, τη θνητότητα και τη γλώσσα. Πιο συγκεκριμένα α) τα θέματα της διάψευσης των ονείρων, καθώς και των προσωπικών και συλλογικών αδιεξόδων, β) της σωματικής και ψυχολογικής φθοράς, γ) της γενικότερης ηθικής και πνευματικής έκπτωσης, δ) της αλλοτριωμένης, τραυματισμένης ενηλικίωσης σε σύγκριση πάντα με την ανόθευτη ερωτικήπαιδική-νεανική ηλικία, η οποία, ωστόσο, δεν αποτελεί λυτρωτική ουτοπία, αλλά επιβαρύνει τον ενήλικα με συναισθήματα άγχους, χρέους και ενοχής και τέλος ε) της αίσθησης της εγγύτητας του θανάτου και της σπαρακτικής απώλειας, δεσπόζουν στο βιβλίο και καταδεικνύουν αφενός έναν κόσμο αλλοτριωμένο με διαβρωμένο τον κοινωνικό ιστό, βυθισμένο στον ζόφο της καθημερινότητας και στην πνευματική καταβαράθρωση και αφετέρου έναν κόσμο δοξαστικό, εσωτερικό, ποιητικό, ερωτικό και αόρατο (κάτι που υποδηλώνει ο επιθετικός προσδιορισμός «μυστικές» στον τίτλο της συλλογής), που κείται πέρα από το προφανές και που ορίζεται από το απροσδόκητο και το θαύμαˑ θαύμα, μάλιστα, το οποίο σε αρκετά ποιήματα συντελείται με φόντο τη πολύσημη και πολύβαθη θάλασσα και ειδικότερα το μυστηριακά φωτεινό και συνάμα αναζωογονητικά ερωτικό Αιγαίο.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο επιτυχής, τις περισσότερες φορές, συνδυασμός της διαλεκτικής γλώσσας με τη δεσπόζουσα νεωτερική φόρμα του ελεύθερου στίχου (μοντερνιστικά πρότυπα της Παπαξενοφώντος είναι κυρίως ο Σεφέρης και ο Ελύτης), καθώς σε πολλά ποιήματα της συλλογής, γραμμένα στη νεοελληνική κοινή, η ποιήτρια δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει, στα σημεία που κρίνει ότι αυτό είναι απαραίτητο, διαλεκτικές λέξεις ή και φράσεις, επιχειρώντας να απελευθερώσει, να υποβάλει και να συγκινήσει. Σημειώνω, επίσης, εμφατικά τη λειτουργική αίσθηση της γλώσσας, την επίμονη γλωσσική επεξεργασία, τη συγκρατημένα αισιόδοξη ενατένιση της ζωής σε συνδυασμό με μια θυμοσοφική διάθεση, την ποιητική ενάργεια, αλλά και τη διάχυτη ερμητικότητα και σκοτεινότητα, τον βαθύ ερωτισμό σε ποικίλες εκφάνσεις και τέλος την εκδοτική αρτιότητα του βιβλίου, το οποίο κοσμείται στο εσωτερικό με έργα του Χαμπή Τσαγγάρη και στο εξώφυλλο με έργο της ίδιας της ποιήτριας.

Συνοψίζοντας, η πρώτη ποιητική κατάθεση της Νίκης Παπαξενοφώντος Θάλασσες τα πρωινά μυστικές αποκαλύπτει μια ποιήτρια που παρά το γεγονός ότι εκδίδει σε ώριμη ηλικία -ή ίσως ακριβώς γι’ αυτό- διαθέτει και ευαισθησία και ταλέντο. Επιμέρους ενστάσεις για μερικά αναφομοίωτα ποιητικά δάνεια και για υπέρμετρη σε κάποια σημεία σκοτεινότητα και αοριστία υπάρχουν, ωστόσο, η συλλογή αυτή αποτελεί μια αξιόλογη και ειλικρινή ποιητική κατάθεση, η οποία μας αναγκάζει να περιμένουμε τη συνέχεια.

.

ΑΝΝΑ ΓΡΙΒΑ

Fractal 8/12/2020

Το τρίτο ποιητικό βιβλίο στο οποίο θα αναφερθώ είναι η συλλογή Θάλασσες τα πρωινά μυστικές (Σμίλη) της Νίκης Παπαξενοφώντος. Η ποίηση της Παπαξενοφώντος δονείται από έναν γνήσιο λυρισμό, ο οποίος μετουσιώνει σε πολλά σημεία του το ιστορικό τραύμα της εισβολής στην Κύπρο σε ποίηση μεγάλου συγκινησιακού βάρους, που δεν μπορεί παρά να αγγίξει βαθιά τον ψυχισμό του αναγνώστη. Η Κύπρος είναι η πληγωμένη γη που βρίσκει κάθαρση στους μύθους της, στη φύση, στον παφλασμό των κυμάτων. Το νησί είναι ένα καράβι που πλέει μέσα στις δίνες της ιστορίας, ενώ μέσα του φωλιάζουν αμέτρητες «μικρές ιστορίες»: έρωτες, διαψεύσεις, απώλειες, αλλά και ελπίδες και μια βαθιά πίστη στη δύναμη της ζωής: «Πίσω από σύννεφα και πεύκα η θάλασσα/γκρίζο βαθύ. Μια ταραχή και μια συγγνώμη». Κι όταν συναντάμε στα ποιήματα τόπους όπως η Δήλος, οι Δελφοί, η Αθήνα, νιώθουμε πως ακολουθεί πάντοτε ο μακρινός άνεμος της Κυθερείας, που έρχεται να χαρίσει την ομορφιά της ακόμη και μέσα στις πιο σκοτεινές ώρες. Παντού υπάρχει η Κύπρος, ως σύμβολο και απόσταγμα όλων των μεσογειακών αντιθέσεων αλλά και όλων των πολιτισμών: «Όλα τα νησιά έχουν Πάνορμο,/Μακρύ Γιαλό, Μικρήν Άμμο/να πλανηθούν οι αγέρηδες-/ κι έρωτες ήλιους πάνω απ’ τη μοίρα».
Κριτική της Άννας Γρίβα στο περιοδικό Fractal 8/12/202

.

ΑΝΝΑ ΤΕΝΕΖΗ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΑΝΕΥ» 7/2021

Ήδη από τον τίτλο φανερώνεται πως η ποιητική συλλογή της Νίκης Παπαξενοφώντος δεν είναι κάτι το συνηθισμένο, κάτι το αναμενόμενο. Γιατί: θα μπορούσε να πει «Θάλασσες τα πρωινά» και θα παρέπεμπε σε πρωινές θάλασσες, φουρτουνιασμένες, χρωματισμένες, ήρεμες, ειδυλλιακέςή όπως αλλιώς θα μπορούσε να τις φανταστεί κάποιος. Θα μπορούσε να πει «Θαλασσινά πρωινά», που και πάλι θα παρέπεμπε σε κάτι, που ο καθένας μας έχει βιώσει, έχει αντικρίσει σε μια περιδιάβαση ή έχει εμπειραθεί, ακόμα και ονειρευτεί.
Όμως, η Νίκη προσθέτει κι ένα επίθετο «μυστικές». Το οποίο προσθέτει ρυθμό στον στίχο και μας, κάνει να τον ακούμε σαν απαλό βηματισμό πλάι στη θάλασσα, σαν άηχο – μαντευόμενο – βηματισμό, όχι σαν του γάτου, γιατί ο γάτος έχει νύχια, όχι σαν της μπαλαρίνας, γιατί η μπαλαρίνα έχει σκληρή πειθαρχία στη μακροχρόνια εξάσκησή της, παρά σαν τον ανεπαίσθητο, ακροπάτητο βηματισμό του αρλεκίνου, που πατάει στα νύχια, προσέχοντας μην ταράξει, μη στραβοπατήσει, μη και χάσει την ισορροπία του και γκρεμοτσακιστεί.
Παράλληλα όμως, πλάι στην οπτική και ακουστική προϊδέαση, προσθέτει και μια ψυχολογική διάσταση στον τίτλο: μυστικές, που σημαίνει αφανέρωτες. Που σημαίνει καλά κρυμμένες, προσεκτικά φυλαγμένες, αθέατες, αλλά υπαρκτές.
Ήδη λοιπόν έχει προετοιμάσει το – ψυχολογικό – (υπ)έδαφος του αποδέκτη, ώστε αφημένος πια στη γλυκιά γοητεία της ποίησης, να αφουγκραστεί όσα ο ίδιος μπορεί μέσα από την κρυπτικότητα, όσα η ευαισθητοποίησή του και η ψυχολογική του δεκτικότητα τον βοηθήσει να γευτεί. Γιατί έτσι διαβάζεται η ποίηση της Νίκης Παπαξενοφώντος: σαν μια καραμέλα, που τη γλείφεις, για να ξεχάσεις μια πίκρα, να εξιλεώσεις ένα παράπονο, να αφήσεις να φύγει μια κραυγή.
Δεν κραυγάζει η ποίησή της με την αγωνία να την ακούσουμε, να την προσέξουμε, να δούμε πόσο βαθιά ή μεγάλη ή ακόμα και οργισμένη είναι. Η ποίηση της Νίκης είναι σαν ένα νανούρισμα, που λέει μια τρυφερή μάνα στο παιδί της, για να κοιμηθεί, σαν την κουβερτούλα, που θα σύρει απαλά επάνω του να το σκεπάσει, όταν εκείνο κοιμηθεί, σαν την έγνοια και τη φροντίδα, που θα συνεχίσει να έχει μήπως ξυπνήσει και αναστατωθεί.
Απαλή, κρυπτική, αλλά και το φανερωτική, όσο η ευαισθησία του προσλαμβάνοντος του επιτρέπει να δει, να αφουγκραστεί και να γευτεί, φέρνοντας στο προσκήνιο όσα ο ίδιος έχει εμπειραθεί.
Θα αναλύσω μόνο μερικούς στίχους από το πρώτο μόλις ποίημα:
ΚΛΩΘΩ (που μπορεί να διαβαστεί κλώθω ή Κλωθώ. Αλλά πόσο ωραίο λογοπαίγνιο για το πώς η δικιά μας «μοίρα», το δικό μας μερτικό/συμβολή στη μοίρα, αυτήν που μας έχει κλώσει η Κλωθώ στην άγνοιά μας!)
Αναδεύονται τα πρωινά, γεύση φασκόμηλου
Και στυφίζουν οι λέξεις (έχω πάψει προ ετών να πίνω φασκόμηλο, ακριβώς γι’ αυτή του τη στυφή γεύση. Αλλά, πόσο ωραίο να στυφίζουν οι λέξεις!)
Αυτός ο Δεκέμβρης ξέρει μόνο από λύπη (πόσο ταιριαστό για τον (κάθε) Δεκέμβρη που ζούμε! Για τον Δεκέμβρη που μόλις ζήσαμε, για τους Δεκέμβρηδες που πέρασαν πικροί για τον ιδιαίτερο λόγο για τον καθένα μας, για τον Δεκέμβρη, που είναι η αποκορύφωση του έτους και θα έπρεπε να είναι η αποκορύφωση της χαράς…)
«Ξέρει μόνο»: δε μας ποτίζει λύπη (που προσπαθούμε να την κρύψουμε με τους εορτασμούς, τους στολισμούς, τα πυροτεχνήματα), γιατί δεν είναι κάτι περαστικό, που θα διαβεί και θα αντικατασταθεί από κάτι άλλο. «Ξέρει μόνο».
Οι ώρες που μας χαρίστηκαν γλίστρησαν μες στο νερό (άνω τελεία, που δεν ξέρω πώς να τη βάλω στον υπολογιστή μου και η οποία ατυχώς έχει σχεδόν απαλειφθεί από τη γραφή μας. Άνω τελεία, γιατί εδώ δεν τελειώνει το παράπονο.) σπονδή του ελάχιστου στον βωμό της οδύνης. (Εδώ η τελεία. Να λοιπόν γιατί. Γιατί η λύπη δεν είναι απλά «λύπη», έχει μετουσιωθεί σε οδύνη, η οποία έχει μετατραπεί σε βωμό, όπου η ομιλούσα (γιατί «ομιλητική» είναι η ποίηση της Νίκης) προσφέρει σπονδή του «ελάχιστου». (Ελάχιστο είναι; Ή το ελαχιστοποιεί η γράφουσα;)
Μνήμη που με αφαιμάσσει η μνήμη σου. (Ε, λοιπόν όχι! Δεν μπορεί να είναι «σπονδή του ελάχιστου» η μνήμη που αφαιμάσσει, που αφαιρεί δυνάμεις.) Υπάρχει πάντα η άμπωτη και η παλίρροια – ξέρω. (Αυτό το κάθετο «ξέρω»! Αποκομμένο από την άλλη πρόταση. Εκεί όπου θα έπρεπε να ανήκει, αλλά είναι κοφτή απάντηση σε κάποιον που θα έλεγε «θα περάσει» ή άλλα λόγια παρηγοριάς.)
Κι η γριά με τ’ αδράχτι που κλώθει που κλώθει το νήμα τυφλή αδιάφορη για τις ρωγμές μας. (τυφλή = ελαττωματική. Πόση πικρή περιφρόνηση στη δραστηριότητά της!)
«Αδιάφορη για τις ρωγμές μας.» (Τελεία, όπως τελειωτικό είναι ό,τι αυτή κλώσει. Ο στίχος με παραπέμπει στο πολύ γνωστό του Σαββόπουλου «η ζωή αλλάζει, δίχως να κοιτάζει τη δικιά σου μελαγχολία». Μόνο που εκεί πρόκειται για μια – ίσως απλή, ίσως και όχι – μελαγχολία για τις αλλαγές που έρχονται στη ζωή μας και που αργά ή γρήγορα θα τις αποδεχτούμε, έστω κι αν αυτό δημιουργεί ένα ίζημα μελαγχολίας. Εδώ όμως, στην ποίηση της Νίκης, δεν πρόκειται για μια απλή μελαγχολία ούτε για το πώς εμείς θα διαχειριστούμε αυτή τη μελαγχολία. Πρόκειται για τη σκληρή, όσο κι αν δεν κατονομάζεται ως τέτοια, αδιαφορία της μοίρας για τις (βαθιές και κατά βάθος αθεράπευτες) ρωγμές του εσωτερικού μας κόσμου. Τις οποίες μάλιστα (δεν το λέει η ποιήτρια, αλλά τι σημασία έχει;) δεν μπορούμε να μοιραστούμε με κανένα, γι’ αυτό και δεν μπορούμε να τις γλυκάνουμε με μια γλυκιά και πολλές φορές ναρκισσιστική μελαγχολία!)
Επιστρέφεις αυγή μες στον ύπνο μου (και όχι «την αυγή επιστρέφεις στον ύπνο μου. Επιστρέφεις αυγή, στο μισοϋπνι, λίγο πριν τον ξύπνιο, τότε που όλες οι αντιστάσεις έχουν αναιρεθεί, τότε που ο κοιμώμενος έχει ολότελα αφεθεί, αλλά και τότε που αρχίζει να ξυπνά ο πόνος, αφρούρητος πλέον και αδέσποτος σουλατσάρει στο μεσοσυνείδητο.)
Με αινίγματα έφηβα (αυτή η ανωριμότητα κάποιων, που γίνεται τόσο βασανιστική για τους άλλους, για μια σχέση που ζητά να είναι ώριμη και ανταποδοτική, να μην τρέφει ο ένας τον εγωισμό ή την ανωριμότητα του άλλου).
(παύλα, διαχωριστικό) – και νομίζεις πως αυτό είναι αγάπη (τι κραυγή απόγνωσης, Θεέ μου! Το τι νομίζει ο ένας και θέλει ή απλώς το επιβάλλει στον άλλο, μη λογαριάζοντας τον πόνο από το πλήγωμα με το βαμβάκι: «μα εγώ σε αγαπώ! Σ’ αγαπώ, δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα!» «Και λοιπόν; Πώς το δείχνεις;) οι γρίφοι. (οι γρίφοι, τελεία. Αχ αυτοί οι γρίφοι, τα αμίλητα λόγια, τα μισοειπωμένα, τα αποκρυφισμένα, τα ατέλειωτα, με τις σκιές ανάμεσά τους, με στραβοπατημένες λέξεις, με ήχους-νοήματα παράταιρα.)
Βυθίζεις με μες στους χρησμούς (Βυθίζεις εμένα μες τους χρησμούς κι εσύ μένεις με τις ασάφειές σου ή όπως εσύ τις αντιλαμβάνεσαι. Η αβεβαιότητα εκεί που θα έπρεπε να υπάρχει αμοιβαιότητα.)
Και ο κύκλος αρχίζει να κλείνει με την ποιήτρια να επανέρχεται στα της αρχής:

Τα στυφά πρωινά που γλιστρά η απουσία
Βότσαλο μες στο νερό, όλα γίνονται κύκλος (όχι για να κλείσει ο κύκλος, αλλά κύκλος που επανέρχεται, κύκλος που επιμένει, κύκλος που απλώνεται, όπως όταν ένα βότσαλο πέφτει μες στο νερό.) Για να καταντήσει:
Άγνωστο σήμα σε παραλία χειμερινή. (Σήμα – σχήμα.)
Σώμα που χάθηκε μες στην αρμύρα. (Αρμύρα, που φορές είναι πικρή.)

Έρχεται πάλι Δεκέμβρης στον κήπο τοπίο λήθης, βροχή (τοπίο λήθης όχι αυτού που θέλει να λησμονήσει, αλλά αυτού που έχει λησμονηθεί. Βροχή = μονοτονία, μελαγχολία.)
άλικο χρώμα πληγή η απουσία απλώνει. (εξαίρετος στίχος η συστοιχία των λέξεων. Προσωπικά θα έβαζα αποσιωπητικά, αλλά αν αυτά έχουν την έννοια της συνέχειας, και η τελεία έχει την έννοια του αμετάλλαχτου και του ολοκληρωτικού, άρα εδώ του διαρκώς ή κάθε τόσο επαναλαμβανόμενου, αφού αυτό συμβαίνει τα πρωινά και όταν έρχεται πάλι Δεκέμβρης.)
Δεν ξέρω ή δε θυμάμαι να έχω αγγιχτεί τόσο πολύ/βαθιά από ποίημα και ποιητική συλλογή εδώ και δεκαετίες. Ίσως, θα μπορούσα να πω, από τότε που διάβαζα Σεφέρη και Ελύτη και είχα γράψει αφελώς σ’ ένα τετράδιο «αν ήμουν ποιητής και ήξερα ότι αγγίζω τόσο βαθιά τους ανθρώπους, θα αυτοκτονούσα!
Μπορείτε λοιπόν να φανταστείτε για ποια ηλικία μιλάμε.
Μετά από κει, ψάχνω ψήγματα να εκτιμήσω και ας με συμπαθάνε οι φίλοι ποιητές. Κάτι αναλαμπές, κάτι μικρό φωτεινό, αλλά αυτό είχα καιρό να το πάθω.
Θα ήθελα να γράψω πολλά ακόμη: για το πόσο μαστορικά είναι δομημένο το ποίημα, για το τι σημασία έχει ο βηματισμός των λέξεων – ποια πάει μπροστά, ποια πίσω και γιατί, γιατί το νόημα αναδύεται πολύ πιο όμορφα με αυτή τη διάταξη και όχι με κάποια άλλη, που θα ήταν ασφαλώς πιο πεζή, και τέλος πως όλα αυτά δεν είναι αποτέλεσμα εκζήτησης – πράγμα που με ενοχλεί σε άλλους ποιητές, ακόμα και σ’ αυτόν τον Ελύτη – ή κι αν είναι (που εξακολουθώ να πιστεύω πως όχι) έχει χωνευτεί τόσο καλά, που δε γίνεται αντιληπτό.
Θα ήθελα να πω και άλλα πολλά, αλλά είμαι υποχρεωμένη να σεβαστώ τον χώρο των φιλοξενούντων, τους οποίους και ευχαριστώ.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.