ΟΥΡΑΝΙΑ ΚΟΥΝΑΓΙΑ

Η Ουρανία Ε. Κουνάγια γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει. Εργάστηκε ως υπάλληλος στο δημόσιο. Με την ποίηση ασχολείται από το 1980. Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά Εμβόλιμον, Εντευκτήριο, Νέο Επίπεδο, Νέα Ευθύνη, Πάροδος, Η Παρέμβαση και Ο Σίσυφος.

 

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Μεσίστιες ημέρες, Αυτόχειρας πόθος, (Νέος Αστρολάβος/Ευθύνη 2012)
Δυσανάγνωστα απογεύματα (Κίχλη 2015)
Δώρα με αναστολή (Κίχλη 2021)

 

.

 

 

 

.

ΔΩΡΑ ΜΕ ΑΝΑΣΤΟΛΗ (2021)

ΣΑΝ ΤΑΙΝΙΑ

Εκείνο το καλοκαίρι
— τί παράδοξο!
Είχε χιονίσει Ιούλιο μήνα:
χριστουγεννιάτικη ταινία
με τον Σπένσερ Τρέισι.

Εγώ αγαπούσα εσένα
και τον Τζέιμς Ντίν.
Όλοι τώρα πια
παρανάλωμα ενός μύθου.

Χρόνια αργότερα,
ένας άγγελος μαύρος
με μακρύ παλτό
τάιζε τα πουλιά στα πάρκα.

 

ΔΩΡΑ ΜΕ ΑΝΑΣΤΟΛΗ

I

Δεν έχω τίποτε να δώσω.
Τα δώρα μου δόθηκαν με αναστολή και,
παρά τον πρότερο έντιμο βίο,
σε κάθε ολίσθημα μου αφαιρούσαν κάποιο.

Χάθηκαν και αυτά τα ωραία καθημερινά αυτονόητα.

 

II

Γενναιόδωρα σου δόθηκαν τα δώρα.
Ήταν με αναστολή.
Το αγνοούσες.
Σέ κάθε ολίσθημα του χρόνου σου αφαιρούσαν κάποιο.
Τώρα φοβάσαι:
Μη χαθούν και αυτά τα ωραία
καθημερινά αυτονόητα.

 

ΚΟΚΚΙΝΗ ΠΑΠΑΡΟΥΝΑ ΓΕΛΟΥΣΕ

τής Ιωάννας

Όχι πώς δεν είχε όνειρα,
απλώς δεν άντεχαν στο τρέξιμο.
Συχνά στέκονταν να ξεκουραστούν.
Τότε, εκείνη πουλούσε γυάλινες χάντρες
στον ιθαγενή εαυτό της.

Ήταν κι άλλα όνειρα, τής νύχτας.
Αυτά με την ορθάνοιχτη πόρτα
χωρίς φρουρό
όπου μπορούσε να την επισκεφτεί
το γειτονόπουλο τής διπλανής αυλής.

Τότε, κόκκινη παπαρούνα
γελούσε στο μαξιλάρι της.

 

ΘΕΑΤΡΙΚΟ

Το σπίτι όμορφο, χωρίς ρωγμές.
Πίσω από τα παράθυρα
πλάσματα των σιωπηλών υδάτων οι πρωταγωνιστές.

Ο χρόνος σε πράξεις τρεις.
Η μία με τα στολίδια της Οφηλίας έπαιζε
κι ο άλλος την έξοδο κινδύνου αναζητούσε.
Τέλος!

Νήπια και τρελοί οι θεατές.
Η Αμαρυλλίς του έκτου ορόφου
μέσα από την εφήμερη δόξα της
χειροκροτεί.

 

Η ΘΛΙΨΗ ΤΟΥ ΚΟΜΠΑΡΣΟΥ

Στη φτερωτή του μύλου το σπίτι σου.
Παντού και πουθενά.
Ποιόν πόνο τάχα περιφέρεις
με το θηρίο συντροφιά;
Κι έχεις στα μάτια σου
τη θλίψη του κομπάρσου,
λίγο πριν κλείσει η αυλαία,
γιατί εσύ καλά γνωρίζεις:

το χειροκρότημα
είναι για άλλους.

 

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΣΑΛΙ

Αγκάλιαζε στοργικά το σώμα
τις νύχτες της αγρύπνιας
το κόκκινο σάλι,
όταν δαγκώνουν οι ώρες της προσμονής.

Ιστορημένο με πουλιά και αγγέλους
ανίσχυρο να κάνει το θαύμα,
ήχο βημάτων να φέρει.

Γαμήλιο ρόδι αμίλητο,
στην πόρτα σπασμένο ακόμη.
Οι σκέψεις πουλιά χωρίς ταξίδια.

 

ΣΙΩΠΗ

Αφήσαμε τα χρόνια μας
κλειδωμένα στο πατρικό σπίτι.
Μόνο ή γοργόνα
στο υπέρθυρο τής μνήμης τα φυλάγει.
Και το αγιόκλημα στην πίσω αυλή
στάλα στάλα η σιωπή το ποτίζει.

— Μη μιλάς! Όταν η Γοργόνα
και η Σφίγγα ανταμώνουν,
και τα πουλιά
σιωπούν στα κυπαρίσσια.

 

ΚΡΥΦΤΗΚΕΣ ΠΑΛΙ

Στον Σείριο και στην ’Ανδρομέδα.
Εκεί, στον μύθο κρύφτηκες
που χρόνια έχτιζες σκληρά
με αίμα και μ’ αγρύπνια.
Και όταν στο αδιέξοδο
είπες: — ’Ιδού, αυτό είναι!
ήρθε Σεπτέμβρης μοχθηρός
και σ’ άρπαξε με βία.

 

ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

Αναΐς στα Πυρηναία
Αφροδίτη στη Μεσόγειο
Σύνευνος του Ενδημίωνα. Εγώ,
αγαπημένη άλλων εποχών,
την εύνοια των θεών και
τον φθόνο των ανθρώπων γνώρισα.

Γυναίκα πάντα.

Τώρα, χορό λυτρωτικό ανοίγω
μπροστά στη φλεγόμενη εστία
της μνήμης την τροφή να πυρπολήσω.

 

.

 

ΔΥΣΑΝΑΓΝΩΣΤΑ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΑ (2015)

ΕΝΥΠΝΙΟ

Ακροβασία
ανάμεσα σε μνήμη και εικόνα.
Πλάσματα του τίποτε
αθύρματα τυχαία της φθοράς.

 

ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ ΜΕ ΤΑ ΧΡΟΝΟΜΕΤΡΑ

μνήμη Ανέστη Ευάγγελου

Απ’ το σεντούκι
έβγαζε κάθε μέρα τόσο Χρόνο
όσο χρειαζόταν η Ανάγκη.

Φτερούγισμα πουλιού τα πρωινά
η Άνοιξη τυφλή.
Στο δάσος με τα χρονόμετρα
χωρίς δροσιά
και έξω αεράκι.

Πόσο είχε γεράσει
μετά τον τελευταίο
όβολό.

 

ΖΗΤΙΑΝΕΥΑ ΛΕΞΕΙΣ

στην Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Μη μου μιλήσεις πάλι
για το καράβι.
Κάιρο το πάλευα
στης θάλασσας την άκρη.
Κατάρτια κι άλμπουρα
κι έναν εξάντα στ’ όνειρο.

Το ξέχασα στο κύμα
γιατί λέξεις ζητιάνευα.

Λέξεις που πιάνουν πάτο στα βαθιά
με οδύνη πληρωμένες.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΠΑΙΖΟΥΜΕ

Τοποθετήσαμε τα πιόνια στη σειρά.
Φορούσαμε ακόμη τα γαμήλια ρούχα.
Εξάλλου, για την αγάπη παίζουμε

ίσως και μέχρι το τέλος.

Τη βασίλισσα
όμορφη και εύπιστη
στο αφύλακτο κάστρο τοποθετώ.

Με στρατηγική ασάφειας
τα δικά σου πιόνια κινείς.
Κι έτσι τελειώνεις το παιχνίδι

αιφνίδια.

Εγώ ακόμη παίζω
και συχνά συναντώ
τη χοντρή βασίλισσά σου στους δρόμους.


ΔΥΣΑΝΑΓΝΩΣΤΑ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΑ

Αφαιρούν συλλαβές και προσδοκίες
από τα ονόματα τους
και
έτσι ανάπηρες παρακολουθούν
τηλεοπτικά μαθήματα μαγειρικής.

Τα τρυφερά χεράκια
των αγέννητων παιδιών τους κρατούν
και
ψιθυρίζουν τραγουδάκια.

Είναι πολλά για να χωρέσουν όλα.
Περισσεύουν και γι’ άλλα ακόμη
δυσανάγνωστα απογεύματα
.
Ανοίγουν την πόρτα της τηλεόρασης:
μια μαϊμού εισβάλλει
να διασκεδάσει το μπλε της βραδιάς.

 

ΤΟ ΝΥΦΙΚΟ

Μετά την τελετή
δίπλωσε προσεκτικά σε ρυζόχαρτο
το νυφικό της φόρεμα,
τη λαμπρότητα του λευκού να διαφυλάξει.

Χρόνια μετά τη μεγάλη φυγή
σκέφτηκε να το διαμελίσει,
κάτι χρήσιμο να κάνει:
μαξιλαράκια ίσως
τη μοναξιά του καναπέ για να σκεπάσει

 

Η ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ, Η ΣΕΜΙΡΑΜΙΣ ΚΑΙ Η ΘΕΟΔΩΡΑ

Όταν αποχαιρέτησα τη Μις Χάβισαμ και την Εστέλλα
εμφανίστηκε ο Κύριος Ντάρσυ.
Και ίσως έτσι να κυλούσε ο χρόνος,
αν δεν μου έδινες το χέρι
και μια φτερούγα.

«Να πετάξουμε», είπες.
«Όλη η γη — στρωμένο τραπέζι για τα πουλιά.

Τον παράξενο της Χαλκίδας να συναντήσουμε
Μπορεί και η Κλεοπάτρα, η Σεμίραμις και η Θεοδώρα
Στο ερωτικό κρεβάτι μας ν’ αράξουν κάποια ώρα».

 

ΤΗΝ ΒΡΗΚΑ ΒΑΦΤΙΣΜΕΝΗ

στην κόρη μου, Ιωάννα

Στο σπίτι επιστρέφω το παλιό
με τη γοργόνα στο υπέρθυρο.
Τα μπλε μποτίνια μου φορώ
τ’ όνομα παίρνω που αγαπώ:

Μιράντα, δίχως τρικυμία.

Την κούκλα βρίσκω με το κομμένο χέρι
(πονούσα πάντα —γιατί ανάπηρη;)
Έμιλυ τ’ όνομά της.
Την βρήκα βαφτισμένη.

Έμιλυ ίσως Μπροντέ;
ή κόρη της Λουΐζας Άλκοτ;
Δεν θυμάμαι.
Την βρήκα όμως βαφτισμένη.

Ξέρουνε άραγε αυτοί που περιμένουνε αμίλητοι
και μ’ αναμμένα φώτα;

 

ΔΥΟ ΔΑΚΡΥΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Ούτε πουλί
μα ούτε και δελφίνι…
άνθρωπος είσαι, Ιφιγένεια.
Κάτω από επίθετα στεγασμένη
σε σκοτεινά συρτάρια ταξινομημένη.
Μόνο στα όνειρα ελεύθερη!

Άργησες να εννοήσεις
πώς τα φιλιά αντιστρόφως ανάλογα
του χρόνου είναι, Ιφιγένεια.
Κι αν το μαύρο σου φόρεμα αόρατο
τα χείλη σου τα κόκκινα
ανώφελος αντιπερισπασμός.

 

Η ΑΝΤΑΜΟΙΒΗ

Επισκέφτηκε πολλούς γιατρούς.
Η διάγνωση πάντα ίδια:
«Κακοήθης έλλειψη παραμυθιών».
Και στην αγωγή — καμία διαφορά.

Ένας κύβος ζάχαρη καθημερινά
όπως τα άλογα στο τσίρκο
ύστερα από δύσκολα γυμνάσματα.

 

ΚΙ ΟΜΩΣ ΠΑΖΑΡΕΥΕ

Έστησε το μαγαζάκι
σε προϊούσα άγνοια και
άνυδρα χρόνια.
Έπαιζε κάθε μέρα για να κερδίσει.
Αγνοούσε την υπεραξία κάποιων στιγμών
κι όμως παζάρευε τα τιμαλφή,
για να ρεφάρει.

Τέτοια χρεωκοπία!

.

 

ΜΕΣΙΣΤΙΕΣ ΗΜΕΡΕΣ * ΑΥΤΟΧΕΙΡΑΣ ΠΟΘΟΣ (2012)

ΜΕΣΙΣΤΙΕΣ ΗΜΕΡΕΣ
ΠΑΙΔΙΚΟ

Παιδί πετάει στις κάμαρες
με κόκκινο μπαλόνι.
Και με τον φύλακα άγγελο
παίζει τρελά παιχνίδια.
Μετράει τον χρόνο σιωπηλά
με άνεμους και με φρούτα.

Αγιόκλημα και αγιασμός
και
Απουσία θανάτου.

 

ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ

Των ωρών τις οξείες γωνίες
φοβάμαι.

Δώδεκα παρά πέντε,
δώδεκα και πέντε.

Εγχειρίδια τέλεια,
ατέρμονη συνωμοσία
σε κυκλικό παιχνίδι.

 

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Για τις γυναίκες που φύτευαν
τη θλίψη τους
σε φθινοπωρινές αυλές:
ροδοδάφνες με φύλλα πικρά
για κάθε απώλεια.

Ξέχασαν το όνομά τους
μέσα σε κάμαρες, και
θήλασαν γκρίζες ημέρες.

Για τις καλώς αθλήσασες
και μη στεφανωθείσες.

 

ΗΧΟΣ ΣΤΑΓΟΝΑΣ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ

Νούφαρα και μαργαρίτες
κάτω από τα φορέματα του κοριτσιού.
Ολόχρυσο πρίγκιπα τα σπλάχνα της υποβαστάζουν.

Η περιχώρηση είχε συντελεστεί την προτεραία

Την άκρη του νήματος
ο Τειρεσίας κρατά και
ωραίο ταξίδι ετοιμάζει.

Τον ήλιο έχουνε μπροστά και είκοσι δυο φεγγάρια πίσω

Δυο σφαγμένα περιστέρια στην ποδιά της
και ο υμέναιος μουσικό απολίθωμα.
Δάχτυλο σημαδεμένο από την υπόσχεση.

Και οι τοκετοί σιωπηλοί σε κιβωτούς μαρτυρίου

Ασπάλακες με τα στολίδια του γάμου
χαίρονται
σέ ακρωτηριασμένο παραμύθι.

Ήχος σταγόνας μοναχικής ο μισθός της

 

ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΝΤΙΑ

Την καρδιά της
με κόκκινα γάντια κρατά.
Πειστική παραλλαγή
σε στιγμές τεντωμένες.
Ισορροπεί ανάμεσα
σε βλέμματα ασώματα.

Την καρδιά της
με κόκκινα γάντια κρατά.

Πρόσχημα υπερηφάνειας πικρής.

 

Ο ΑΓΡΟΣ ΤΩΝ ΤΡΙΑΚΟΝΤΑ ΑΡΓΥΡΙΩΝ

Αυτόν τον αγρό
των τριάκοντα αργυρίων
πολύ αγάπησε.

Με φόρεμα λευκό και
τα σύμβολα της υποταγής στα χέρια
άνθη με χρώματα ιαματικά φύτεψε:

το κόκκινο της πλησμονής με περισσή φειδώ
μα το γκρενά της μοναξιάς πολύ
λιγάκι κίτρινο, εδώ κι εκεί,
για τις ημέρες των κορυδαλλών.

Τις νύχτες
ερπετά σκότωναν
τούς μικρούς της αγγέλους.

Χωρίς πρόσωπο τη μνήμη
τού κορμιού βαθιά έθαψε,
θυσία αλαζονική στον Μύθο.

 

ΠΡΟΣΜΟΝΗ

Εμέτρησα τα γλαστράκια του μπαλκονιού
-από αυτόν τον τιποτένιο αριθμό
πάντα λείπει ο εαυτός μου
Μάτση Χατζηλαζάρου

Έξι γλαστράκια στο μπαλκόνι
κρινάκια και αστρομέλιες.
Όμορφα άνθη χωρίς μνήμη
αθώα του επερχόμενου τέλους.

Στο σπίτι τα φορτία επιμελώς κρυμμένα.
Τοίχοι λευκοί χωρίς σκιές απόντων.

Έξι αιώνες το φόρεμα της προσμονής κεντούσε
στην ίσαλο γραμμή παραπατώντας.
Και άλλους δώδεκα νυχτέρι
με τα καράβια κρεμασμένα στο λαιμό.

Στον κλήρο το κορμί του Έκτορα το αγαπημένο.

Τα φύλλα τής ιτιάς με επιμέλεια μετρούσε
την τρέλα να αποφύγει.

Συνοδοιπόρος αριθμών τυχαίων το κορμί της.

 

ΑΝΑΠΗΡΕΣ ΛΕΞΕΙΣ

Συντηρητής λέξεων.
Συγκομιδή ημερών.
Χαμένα γράμματα και συλλαβές.
Ανάπηρες περιμένουν αποκατάσταση.

Μια τυφλή γάτα γνωρίζει
την ισορροπία των νοημάτων.
Τις νύχτες με γλυτώνεις
από τον φθόνο της.
Στα νύχια της με σπρώχνεις την ημέρα.

 

ΧΑΜΟΓΕΛΑΣΤΕ!

Με ντύσανε στα γιορτινά
με την παλίρροια στα μάτια.
Και το κουτσό πουλί στον ώμο
με το χαρτάκι της τύχης στο στόμα.

Ύστερα, περάσαμε στις γυάλινες πλάκες του χρόνου.

Το αρνητικό της ανυπαρξίας:
χαμόγελα ναρκοπέδια,
η αυταπάτη των λογαριασμών.

Τόσα έτσι… μείον αλλιώς.
Πάλι μηδέν.

 

 ΑΥΤΟΧΕΙΡΑΣ ΠΟΘΟΣ  
ΑΚΡΗ

Πόσο αντέχει ο θεός σου
Στην άκρη του γκρεμού,
μαχαίρι η ήμερα.
Πες μου, πόσο αντέχει;

 

ΑΥΤΟΧΕΙΡΑΣ ΠΟΘΟΣ

Πάσχιζε να ανθίσει
κάτω από κωνοφόρα.
Την ήμερα τον άνεμο φυλάκιζε
μέσα στο σώμα -και
πορευόταν με τους μικρούς της μύθους.
Το βράδυ λαμπάδα άναβε
στο μισό πρόσωπο Εκείνου.
Λευτέρωνε τον άνεμο —καί
κρυμμένη στα σκοτάδια περίμενε.

Πάσχιζε να ανθίσει
κάτω από κωνοφόρα.
Με πείσμα κατάφερε:
ένα λουλούδι άνθισε,
μετά από χρόνια.

 

Η ΜΙΚΡΗ ΕΛΕΝΗ

Το ραδιόφωνο με τις λυχνίες
σταμάτησε να παίζει μουσική,
όταν τα κορίτσια άφησαν το σπίτι.

(Οι γονείς τα απογεύματα
διαβάζουν ήσυχα την εφημερίδα)

Πρώτη έφυγε η μεγάλη,
έπειτα η μικρή Ελένη,
έβαλε τό φόρεμα με τους ήλιους και πέταξε.

(Το κόκκινο της αζαλέας
εισβάλλει ορμητικό τα πρωινά από τις γρίλιες)

Το ραδιόφωνο με τις λυχνίες,
σε ράφι παλαιοπωλείου σκονισμένο,
περιμένει.

 

ΧΩΡΙΣΜΟΣ

Ζύγισαν τα βλέμματά τους
και σιωπηλά μοιράσαν τους θεούς.
Κλείδωσαν τη μνήμη
στην τιμή της ημέρας.
Και βγήκαν κολυμπώντας
σε διαφορετικές ακτές.
Με τους δραπέτες των κάδρων συντροφιά
και φίλους λιγοστούς.

 

ΜΗ ΧΤΥΠΑΤΕ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Μη χτυπάτε την πόρτα.
Μετακομίσαμε σε άλλες εποχές.
Τακτοποιήσαμε τα χρέη μας.
«Τα δούναι» οργάνων, όπως η καρδιά.
Για «τά λαβείν» ούτε λόγος.
Πακετάραμε με επιμέλεια τις στιγμές.
Μένει σε εκκρεμότητα το κιβώτιο της μνήμης.
Οι επιστολές γραμμένες με σαφήνεια στους τοίχους.

Ίσως,
αργότερα,
οι επόμενοι ενοικιαστές σάς ανοίξουν.

ΟΙ ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ

Κάθε βράδυ, βάζω στοργικά
τις λέξεις μου να κοιμηθούν:
Χρόνος, Μνήμη, Αφοσίωση, Φόβος.
Το πρωί ξυπνούμε πάντα την ίδια ώρα.

Πιστές, επίμονες, και έτοιμες
να συντροφεύσουν την ημέρα μου.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Σπασμένος καθρέφτης τα μάτια σου:
αντανάκλαση πολλών ειδώλων.

Είπα να φύγω.

ΑΛΛΗ ΓΛΩΣΣΑ

«Έλεος»
φώναξε με τα μάτια.
Όμως
ο θύτης μιλούσε άλλη γλώσσα.

 

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

 

ΔΩΡΑ ΜΕ ΑΝΑΣΤΟΛΗ
ΣΜΑΡΑΓΔΑ ΜΑΝΤΑΔΑΚΗ

CULTUREBOOK 4/8/2021

Επέλεξα να γράψω για την ποίηση της Ουρανίας Κουνάγια γιατί αντιπροσωπεύει κατά την άποψή μου και ήθος και τρόπο με άρτια αισθητική παρουσία. Παρακολουθώ την πορεία της από τις πρώτες της ποιητικές συλλογές ΜΕΣΙΣΤΙΕΣ ΗΜΕΡΕΣ και ΑΥΤΟΧΕΙΡΑΣ ΠΟΘΟΣ (Νέος Αστρολάβος/Ευθύνη 2012) αλλά και την ιδιαίτερη για εμένα ποιητική της συλλογή με τίτλο ΔΥΣΑΝΑΓΝΩΣΤΑ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΑ (Κίχλη 2015). Θα αναφέρομαι συχνά σε αυτές προκειμένου να παρουσιάσω την νέα της ποιητική συλλογή με τίτλο ΔΩΡΑ ΜΕ ΑΝΑΣΤΟΛΗ (Κίχλη 2021) γιατί η ποίησή της είναι μια αφήγηση από την μία συλλογή στην άλλη και φυσικά ο ίδιος άνθρωπος πίσω από τα ποιήματα αλλά με διαφορετική ανατρεπτική όψη στην οποία κάθε δορά τολμά να εκτεθεί. Η ποιήτρια ως παρατηρητής και αυτοπαρατηρούμενη στον χρόνο τολμά μία πιο συνειδητή έκφραση στην τελευταία της συλλογή σε σχέση με τις δυο πρώτες συλλογές που έχουν εκδοθεί. Ο πανδαμάτωρ χρόνος συνιστά το απόλυτο μέτρο της καταβύθισης και της άνωσης του έργου στην εσωτερική ζωή των δώρων όπως τα βιώνουμε ως αναγνώστες. Για να μιλήσουμε με όρους φυσικής, βρίσκει το ύφος της γραφής το χώρο του για να ανασάνει, σε άλλο πλαίσιο.

Η σφραγίδα της γραφής, το σώμα των αισθήσεων, των λέξεων αλλά και η ισορροπία των εικόνων της ποιητικής αυτής έκφρασης νοσταλγικά και ακριβοδίκαια μάς ταξιδεύουν, από σελίδα σε σελίδα σε έναν ρεαλιστικό κόσμο ιδανικής απόδοσης του παρόντος.

Αυτό που υπάρχει ή δεν υπάρχει στον άνθρωπο είναι η εσωτερική ζωή.

Η ελληνική ποίηση στην εποχή μας εκλείπει ως ήθος και ως τρόπος (ως modus), παρά το γεγονός ότι ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι εκδίδουν ποιητικές συλλογές ηλεκτρονικά ή με έντυπη μορφή.

Η συλλογή εκδόθηκε όντως με ανασταλτικά μέτρα λόγω πανδημίας και θα έλεγα ότι μάλλον ως προφήτης κι ο ποιητής: η ποιήτρια Ουρανία Κουνάγια στην περίπτωσή μας, διαισθάνθηκε τα όποια μέτρα επιβίωσης μάς κυκλώνουν χαρίζοντάς μας τα δώρα που δεν μπορεί να μάς στερήσει κανείς και είναι αυτό που υπάρχει ή δεν υπάρχει στον άνθρωπο η εσωτερική μας ζωή.

Ευτυχής συγκυρία για τη συλλογή δεδομένων της παρούσας μελέτης στο έργο της Ουρανίας Κουνάγια είναι ότι μπορέσαμε να συνομιλήσουμε με την ποιήτρια εν μέσω πανδημίας με τηλεδιάσκεψη και να αποθησαυρίσουμε για το έργο της ποιήτριας στοιχεία- κλειδιά που από ήθος και αυθεντικότητα του Τρόπου (modus), όπως προαναφέραμε η Ουρανία Κουνάγια δεν θα ανέφερε, δεν θα προβάλλει ποτέ από μόνη της εξαιτίας εκείνης της οικείας συστολής των ευαίσθητων δημιουργικά ανθρώπων.

Π.χ. στο ποίημα «Αγρυπνία «σ. 14) στο Άσμα Ασμάτων 5,2 «Εγώ καθεύδω και η καρδία μου αγρυπνεί» η Ουρανία Κουνάγια γράφει:

«Σου χαρίζω τις νύχτες της αγρύπνιας.
Τις αγάπησα τόσο!
Ως την ώρα που ξυπνούνε τα πουλιά,
Στο απατηλό φως της αυγής παραδομένος
Σ’ ένα τραυματικό έλεος ελπίζοντας..»

Και στη σ. 15(συνέχεια)

Τι γύρευες, πουλάκι μου
Με κόκκινα φτεράκια
Σάυτη την αφιλόξενη
Και γκρίζα πολιτεία;»

Το παιχνίδι με τις λέξεις και η τοποθέτηση του ρήματος αποτελούν υφολογική χαρακτηριστική έκφραση σε θέση ακροβασίας για απόδοση νοήματος και πολύσημη ανάγνωση, τέτοια που να ικανοποιεί με θεραπευτική ευλάβεια τις ανάγκες ενσυναίσθησης του αναγνώστη είναι χαρακτηριστικό και το συναντάμε σε πολλά ποιήματά της Ο.Κ.

Στον πρώτο στίχο της πρώτης στροφής του ομότιτλου ποιήματος στην ποιητική συλλογή διαβάζουμε:

Δεν έχω τίποτα να δώσω
Και η στροφή τελειώνει σε ρηματικό γίγνεσθαι με το
Χάθηκαν …κι αυτά τα ωραία καθημερινά αυτονόητα…

Γενναιόδωρα σου δόθηκαν τα δώρα.

Ένα μεγάλο θέμα είναι το β’ και το α’ πρόσωπο στην ποίηση της Ο.Κ., η συνομιλία με τον εαυτό ή τον σημαντικό άλλο :

Γενναιόδωρα σου δόθηκαν τα δώρα.
Ήταν με αναστολή.
Το αγνοούσες.
Σε κάθε ολίσθημα του χρόνου σου αφαιρούσαν κάποιο.
Τώρα φοβάσαι:
Μην χαθούν και αυτά τα ωραία
Καθημερινά αυτονόητα.

Τα υφολογικά στοιχεία και τα σύμβολα σε συνομιλία με εικαστικές δημιουργίες της ποιήτριας

Η δομή του συγκεκριμένου ποιήματος ως παράδειγμα για τα μακροσκελή ποιήματα μέχρι μιας σελίδας στη συλλογή δείχνει σαφή ικανότητα αρχιτεκτονικής δόμησης της αυθόρμητης γραφής. Δε λείπουν και οι πινελιές-«Χαϊκού « όπως στην αρχή της συλλογής που αλληλεπιδρούν ως μικρά ποιήματα των δυο τριών στίχων, σχεδόν σαν αποφθέγματα σοφίας ανάμεσα στην αφήγηση που θα μπορούσε να είναι προμήνυμα μιας ιστορίας πεζογραφήματος, μιας μικρής αφηγημένης ιστορίας που κωδικοποιείται σε κάθε ποίημα ως προάγγελος μια νέας συλλογής πεζού ποιήματος όπως της μορφολογίας στη γαλλική εκδοχή των Οι άγγελοι σε όλες τις ποιητικές ακολουθίες στο χρόνο δεν λείπουν από την ποίηση της Κουνάγια. Τα άνθη και τα πουλιά ως ανώτερες και αγνότερες εκδοχές και συνεκδοχές του Είναι και του υπαρξιακού μοτίβο συνομιλίας με τον χρόνο αποτελούν πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα ύφους στη γραφή της Ο.Κ. Τα ίδια παρατηρούμε και σε εικαστικές της δημιουργίες που συνομιλούν με τον λόγο.

Διακριτικά συνεπικουρούν το πλάνο της αθωότητας στη γραφή οι επιστροφές σε πρόσωπα της παιδικής ηλικίας, σε φορέματα, στην λεπτομέρεια του παρατηρητή όπως συμβαίνει στη ματιά κάθε καλλιτέχνη. Οι φοιτητές που μελέτησαν τη γραφή της Ο.Κ. παρατήρησαν και ερώτησαν για τη σχέση με τη φύση και τα πουλιά. Η ταυτόχρονη συνομιλία ζωγραφικής και γραφής στο έργο της Ο.Κ., η θέση της γυναίκας, η στάση μας απέναντι στο παιδί που υπήρξαμε και πολλοί ακόμα Αγαθοδαίμονες της δημιουργικής ψυχής ασκητεύουν ως βιωμένος λόγος ύπαρξης σε αυτή την ποίηση.

Η γραφή αυτή της Ο.Κ. και του εσωτερικού βίου που δεν κομπάζει, δεν φλυαρεί στην περίπτωση της Κουνάγια πάλλεται, ίπταται, εμπαίζει και σφυροκοπά διαισθητικά και σκωπτικά ως αφύπνιση την ψυχή σε κοινωνικά θέματα. Τα «Δώρα με Αναστολή» στέκονται ως μια μορφή απόδοσης δικαίου, αποτίμησης της ανθρώπινης ιστορίας και αφύπνισης στο μεταίχμιο της ιστορικής εποχής που ζούμε ως αισιόδοξη και δυναμική απεικόνιση του επέκεινα στο ενθάδε.

.

ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ

FREAR 29/3/2022

Η νέα ποιητική συλλογή της Ουρανίας Κουνάγια, Δώρα με αναστολή, διαμορφώνει και προσανατολίζει, ευθύς εξ αρχής, τις προσδοκίες του αναγνώστη προς την κατεύθυνση της ματαίωσης, της εναγώνιας αναμονής και ενός ξεγελάσματος που θέτει τον άνθρωπο σε μια παθητική κατάσταση προσμονής, παρόμοιας με αυτήν που βιώνουν οι ήρωες του Μπέκετ στο Περιμένοντας τον Γκοντό ή οι συναθροισμένοι στην αγορά του Καβάφη που περιμένουν τους Βαρβάρους, από το γνωστό ομώνυμο ποίημα του Αλεξανδρινού. Πράγματι, από μια πρώτη ανάγνωση των ποιημάτων μπορεί κανείς να αντιληφθεί αυτήν την «καθήλωση» της ποιήτριας σε μια συνθήκη, όμως, ενεργούς αναμονής, σε μια συνθήκη απολογισμού και απολογίας για αυτό που συνιστά το σύνολο φάσμα του ανθρώπινου βίου, στη συνθήκη της ποίησης και της δημιουργίας. Η ιδιαιτερότητα και η ιδιοτυπία της συγκεκριμένης συλλογής έγκειται κυρίως στο γεγονός ότι ενώ η ποιήτρια εστιάζει και αφορμάται από τα κλασσικά και αγαπημένα στην τέχνη του λόγου θέματα – ο έρωτας, ο θάνατος, η μοναξιά, ο χρόνος – αυτά δεν προβάλλουν ποτέ κατά τρόπο ευθύβολο και ευθύ, αλλά πάντα υπαινικτικά, υπόγεια, σχεδόν κρυπτικά. Έτσι διαμορφώνεται ένα άκρως ενδιαφέρον «χάσμα» ανάμεσα σε αυτό που λέγεται και σε αυτό που εννοείται, ένα «χάσμα» το οποίο συνιστά ακριβώς την ουσία του ποιητικού λόγου, αυτό που η ποίηση πρέπει –και όχι αυτό που μπορεί– να είναι. Πρόκειται, βασικά, για την απόσταση που θα πρέπει να διανύσει ο αναγνώστης προς τον πυρήνα του ποιήματος σε μια πορεία που θα τον κάνει πλουσιότερο στη σκέψη, τη φαντασία, τον λογισμό και τον λόγο. Η Κουνάγια τεχνουργεί με άκρα επιδεξιότητα την απόσταση αυτή διατηρώντας την απόλυτη ισορροπία ανάμεσα στην έλξη που ασκεί ο ποιητικός της λόγος και την πρόκληση που αυτός δημιουργεί στον αποδέκτη για την αποκρυπτογράφησή του.

Στα ποιήματα της συλλογής, ελευθερόστιχα στο σύνολό τους, κυριαρχεί το απόλυτα καταλυτικό συναίσθημα του πόνου για όσα οριστικά παρήλθαν, είτε πρόκειται για τον χρόνο είτε για τα πρόσωπα. Το συναίσθημα αυτό καταλήγει να ταυτίζεται με τη μνήμη, έτσι που αυτή να προβάλλει ως πόνος και λυγμός χωρίς ποτέ, όμως, να σαρκώνεται, να εκπίπτει δηλαδή σε γλυκερούς, ανούσιους αναστοχασμούς και νοσταλγίες. Κι αυτό γιατί η ποιήτρια κατορθώνει να ισορροπήσει με άκρα επιδεξιότητα ανάμεσα στην ψυχοσυναισθηματική της συνθήκη και στην ψυχραιμία που απαιτεί η συγγραφή του ποιήματος προκειμένου αυτό να μπορέσει να ξεφύγει από το προσωπικό και να σταθεί στο αντιπροσωπευτικό, το ενδεικτικό, το παραδειγματικό. Έτσι, η ευαισθησία που αναμφισβήτητα κινεί την ποιητική δημιουργία μετουσιώνεται σε συν-αισθησία, σε ένα άνοιγμα δηλαδή του ορίζοντα της ποιήτριας απέναντι σε ό,τι εκείνη αντιλαμβάνεται ως συμμέτοχο στα βιώματα, τις εμπειρίες και τις διαθέσεις της: Φορτώσαμε τα πακέτα της μνήμης και φύγαμε./ Τα χελιδόνια πετούσαν γύρω από τη φωλιά./ – Πόσο κρατάει άραγε/ η θλίψη των πουλιών; («Αντιπαροχή»)

Η δύναμη της μνήμης, όμως, δεν αποδεικνύεται μόνο από το γεγονός ότι μπορεί αυτή να μετουσιωθεί σε αίσθημα, αλλά και από τη δυναμική της να αποτελεί σημείο αναφοράς όλης της ύπαρξης, αφετηρία του πριν και του μετά, έτσι όπως αυτά διαμορφώνονται μέσα στην αντίληψη, μέσα στη συνείδηση του ποιητικού υποκειμένου. Έχει κανείς την αίσθηση ότι η Κουνάγια εναποθέτει στην ανάμνηση το δύσκολο έργο της αναμέτρησης με τον χρόνο, αλλά και με την ίδια την ύπαρξη, με τον τρόπο που αυτή υπάρχει μέσα από την αντίφασή της, μέσα από την αντιφατική ανθρώπινη υπόσταση, ως βαρύνουσα, δηλαδή, παρουσία, και ως προσέγγιση της μηδαμινότητας και της ανυπαρξίας: Κόκκος σκόνης στο σύμπαν/ Και ούτε./ Βλεφάρισμα χρόνου αμέτοχο/ Υπάρχω/ ο κόκκος της σκόνης./ Πασχίζω/ να αποτυπώσω το πέρασμα, ο αλαζών/ Εγώ/ ο περιπατών επί πτερύγων ανέμων. («Επί πτερύγων ανέμων») Η ποιήτρια επανέρχεται συχνά στο θέμα αυτό, το δίπολο της παρουσίας – απουσίας όπως αυτές συνυπάρχουν στο ανθρώπινο πρόσωπο για να επιβεβαιώσουν την τραγική του μοίρα, την ψευδαίσθηση της ύπαρξης όπως αυτή ενυπάρχει μέσα στη βεβαιότητα της ανυπαρξίας. Από αυτήν ακριβώς την ενατένιση των ανθρωπίνων προκύπτει και εξηγείται η συμβουλευτική, ενίοτε, χροιά του λόγου της ποιήτριας που επικεντρώνεται στην (επ)αναφορά του αρχαιοελληνικού σχήματος της ύβρεως, της αποφυγής δηλαδή της αλαζονείας και της υπέρβασης του μέτρου που οδηγεί, με απόλυτη ακρίβεια, στην πτώση και την καταστροφή. Μέσα στο πλαίσιο αυτό προβάλλει, άλλοτε υπαινικτικά, άλλοτε περισσότερο ξεκάθαρα, η διάθεση της ποιήτριας να μιλήσει για τις συνέπειες αυτής της αλαζονείας με το βλέμμα στραμμένο στα θύματα και όχι στους θύτες, όπως ίσως συνηθίζεται περισσότερο. Πρόκειται για τις αδικίες που συναθροίζονται και συναποτελούν τη μεγάλη αδικία απέναντι στην ανθρώπινη φύση η οποία εκκινεί από το μίσος και εκφράζεται ως πόλεμος, προσφυγιά και θάνατος: Στα μεγάλα τραπέζια/ άνθρωποι μικροί με γκρίζα κουστούμια/ αποφασίζουν:// Η μικρή Γιαγμούρ θα παίξει τόπι/ μόνον στους ουρανούς. («Γιαγμούρ – Αιλάν»)

Η αίσθηση που αποκομίζει κανείς μετά την ανάγνωση των ποιημάτων της συλλογής είναι ίδια με την αίσθηση που αποκομίζει ένας περιηγητής έπειτα από την επίσκεψή του σε μια χώρα την οποία διατρέχει από άκρη σε άκρη. Είναι η αίσθηση της ποικιλίας. Η Κουνάγια, με άλλα λόγια, έχει τεχνουργήσει ένα ψηφιδωτό με καθένα από τα ποιήματα–ψηφίδες να διατηρεί την αυτονομία, την αυθυπαρξία και την αυταξία του, να διαφέρει από τα υπόλοιπα χωρίς όμως να «σπάει» ή να διαρρηγνύει την αρμονία του συνόλου, χωρίς να υπονομεύει την εντύπωση που το ψηφιδωτό αυτό δημιουργεί ακόμα κι αν δεν αποδίδει ένα συγκεκριμένο σχέδιο, με αυστηρά και σαφή τα περιγράμματά του. Πρόκειται ακριβώς για την υπακοή και την υπαγωγή της ποιητικής παραγωγής στο αίτημα της πραγματοποίησης, με κάθε ποίημα, ενός βήματος προς μια διαφορετική κατεύθυνση, της προσθήκης μιας νέας προοπτικής και ενός νέου ορίζοντα που δεν είναι πάντοτε κοινός, αλλά μπορεί να διαφέρει και να διαφοροποιείται από τον προηγούμενο και τον επόμενο. Χαρακτηριστική προς αυτήν την κατεύθυνση είναι η χρήση όλων των γραμματικών προσώπων από την ποιήτρια, έτσι που το εγώ, το εσύ, το αυτός και οι αντίστοιχοι πληθυντικοί να συνυφαίνονται σε ένα ενιαίο όλον με σαφείς τις διαχωριστικές γραμμές οι οποίες παραμένουν όμως πάντα νοητές, γι’ αυτό ακριβώς και τόσο βαρύνουσες.

 

.

ΔΥΣΑΝΑΓΝΩΣΤΑ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΑ
ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΠΥΛΑΡΙΝΟΣ

ΕΝΕΚΕΝ Τ. 37 2015

Όταν ανθίζουν οι μνήμες

Η καλή ποίηση είναι άμεσα συνδεμένη με την απλότητα, με τη χαρμολύπη του απογεύματος και τις δυσανάγνωστες βουλές της επερχόμενης νύχτας, όταν το σκοτάδι της θα ανακινήσει τον φόβο για το μελλούμενο, την υπενθύμιση του τέλους, όπως το απόγευμα τη λήξη μιας ακόμη ημέρας —από τις πόσες άραγε που μας απομένουν;
Η συλλογή της Ουρανίας Κουνάγια μάς ξάφνιασε για την ευαισθησία και την υπαρξιακή ωριμότητά της. Ποίηση αφτιασίδωτη, εύληπτη αλλά όχι εύκολη, που η ανάγνωσή της ανασύρει προβληματισμούς και σκέψεις για τον μεστωμένο άνθρωπο, τον άνθρωπο αδιακρίτως εποχής, εθνότητας, φύλου, θρησκείας, ιδεολογίας. Και τούτο, γιατί επικεντρώνει στην κοινή μοίρα της αδυναμίας αντιμετώπισης της φθοράς.
Ηθικός αυτουργός η μνήμη, η μόνη που επίπλαστα, αλλά παραδόξως αληθινά, αποτελεί τον μοχλό αντίστασης και αντοχής του ανθρώπου στον χρόνο, στην απώλεια, στον θάνατο. Η μνήμη της ποιήτριας είναι μνήμη τριών γενιών (Τρεις γενιές η μνήμη / πουλάκι στη στάχτη γραμμένο /και σβήνει), μιας γεμάτης ζωής, είναι η Ιστορία της Ζωής, αφού τα όποια —και είναι και άφθονα και διακριτά-προσωπικά βιώματά της ανακαλούν στον αναγνώστη τη δική του διαδρομή, τη διαγεγραμμένη πορεία του από την παιδικότητα στην ερωτική εφηβεία, από αυτήν στην ωριμότητα και στις ρυτίδες με θέα στον ανοιχτό ορίζοντα του τέλους, αυτής της πολύσημης αλλά αδιάγνωστης έννοιας, ενός τέλους που επίκειται αλλά δεν φαίνεται ακόμη να σοβεί. Ωστόσο, επερχόμενο, θέτει σε λειτουργία αυτόν τον μηχανισμό της μνημονικής ανάκλησης και της ιδιότυπης αναβίωσης, ένα είδος αποτίμησης με κρυφό σκοπό τη μη αναμενόμενη αλλά παρά ταύτα προσδοκώμενη ύπαρξη ενός κάποιου ανεκδιήγητου φωτός, μιας κάποιας υπέρβασης της χρονικότητας και ενός μη ομολογούμενου πόθου, ενός θαύματος για μια ανέκφραστη και απερίγραπτη αθανασία.
Η Κουνάγια δεν ανατρέχει απλώς στο παρελθόν, το φέρνει δίπλα, αντικριστά με το παρόν, με έναν τρόπο αντιπαράθεσης, που δεν αποτυπώνει σύγκρουση, αλλά νηφάλια, τεθλιμμένη αποδοχή, αφού συμβιβάζεται εξ ανάγκης με τη μοίρα, ιδωμένη ως καταλύτη χρόνο. Αυτή η αποδοχή εξωραΐζεται από την ομορφιά του ταξιδιού, τη βασανιστική ωραιότητα του περαιωθέντος, από τις στιγμές τις ανοιξιάτικες και την ανάκληση των ονείρων, και καταξιώνεται από την αποκτηθείσα εμπειρία. Από την άλλη είναι η ανελέητη φθορά που την επισημαίνει βασανιστικά το παρόν, οι μεταξύ μεταβολές των ανθρώπων και των εικόνων, το δειλινό που σιγά σιγά σκοτάζει, τα οποία αποδίδουν ολοκληρωμένα τα συναισθήματα, αποτυπώνουν με ελάχιστα λόγια ολόκληρο το διάβα της ζωής, σαν ένα φιλμ με άλματα από την αρχή προς το τέλος και αντίστροφα. Και μόνο η μνήμη καλείται να γεφυρώσει την αντίφαση, να αποτρέψει τη σύγχυση, γέφυρα όμως χάρτινη, γέφυρα πάνω στο κύμα, σε κάθε περίπτωση (σ. 15, «Θυμάσαι το ‘Water Lily’;»):

Τα λόγια της καρδιάς αδόκιμα
σαν αεράκι που γυμνώνει παπαρούνες…

—Θυμάσαι το «Water Lily»;
Χορεύαμε στης θάλασσας την άκρη.
Ο χρόνος τότε δίκαιος ακόμη.

Φύλαξα το κόκκινο φουστάνι.
Τώρα
ποιανού είναι άραγε η φωνή
στον σύρματος την άκρη;

Οι διαψευσμένες ελπίδες, τα απανθρακωμένα οράματα, τα προδομένα όνειρα διατρέχουν, άμεσα ή έμμεσα, τους στίχους της ποιήτριας. Δίπλα σ’ αυτά που χάθηκαν και σ’ αυτά που μεταβλήθηκαν παραμορφωτικά, οι διαψεύσεις και οι ακυρώσεις έρχονται ως ανεκπλήρωτες επιθυμίες, με τον πόνο του ατελέσφορου πόθου να αυξήσουν τη δολιοφθορά του χρόνου, που από μέρα σε μέρα υπονομεύει και ακυρώνει όσα δεν καταφέρνει να γευθεί ο άνθρωπος. Η ποιήτρια με τον τρόπο αυτόν αγγίζει μια άλλη εκκρεμότητα της μνήμης, εξίσου οδυνηρή, που όσο κι αν εδράζεται σε βιώματά της, όμως κεντά
επίμονα τον καθένα, πλήττοντας ευαίσθητα σημεία (βλ. σ. 20, «Το νυφικό», το οποίο μας φέρνει στη σκέψη το δραματικό διήγημα της Ειρήνης Δεντρινού, Η κληρονομιά της θείας Μαρίνας). Παρεμπιπτόντως, ο γάμος επανέρχεται ως σημαδιακό γεγονός στη ζωή της γυναίκας στη συλλογή αυτή, ένα είδος ονειρικής στιγμής που το λευκό του νυφικού συμβόλου διαβρώνεται και αμαυρώνεται από τον χρόνο, σε συνδυασμό με ένα άλλο σύμβολο της διαβρωτικής απώλειας, το τέλος της Κυριακής:

Μετά την τελετή
δίπλωσε προσεκτικά σε ρυζόχαρτο
το νυφικό της φόρεμα,
τη λαμπρότητα του λευκού να διαφυλάξει.

Χρόνια μετά τη μεγάλη φυγή
σκέφτηκε να το διαμελίσει,
κάτι χρήσιμο να κάνει:
μαξιλαράκια ίσως
τη μοναξιά του καναπέ για να σκεπάσει
ιδίως τ’ απογεύματα της Κυριακής.

Η Ουρανία Κουνάγια απεικονίζει πολύ παραστατικά το διάβα της ζωής.
Μια εναγώνια διαδρομή, με σταθμούς και εναλλαγές, με προγραμματισμούς και οράματα, με αστοχίες, δυσκολίες, αγωνίες- και όμως, εντέλει, με αβέβαιο ή και χωρίς προορισμό. Είναι η ματαιότητα του βίου (βλ. και σ. 32, το ποίημα «Ματαιότης»), η ουτοπία, ιδωμένη παρά ταύτα αγαπητικά, ως ανύπαρκτη Ιθάκη, με κέρδος μοναδικό το ταξίδι, το μοναχικό και ανεπίστροφο ταξίδι για να ακυρώνει προσώρας τη φονική λήθη (σ. 22, «Βιογραφικό»):

Ο βίος σου ιστορημένος
πάνω σε πακέτα τσιγάρων.
Σπαράγματα ζωής
απροσπέλαστα γι’ αυτούς
που αγνοούν τους κώδικες.
Η εχεμύθεια κρυμμένη στις τσέπες.
Κυνηγημένος.
Ανέστιος με εστία.

Η ποίηση, η γραφή γενικότερα, εργαλείο μνημονικό, μελάνι αθανασίας, ματαιόδοξο ίσως, αλλά αναστάσιμο, αποτελεί σωσίβια λέμβο στον ωκεανό των δυσκολιών, γιατί η ποίηση γράφεται ιδιοτύπως «με τον τρόπο ή τον πόνο των ποιητών» (σ. 23, «Πώς γράφεται η ποίηση»). Το όνειρο χάρη σε αυτήν επανέρχεται συχνά στη συλλογή της Ουρανίας Κουνάγια. Ο ρόλος του αμφίρροπος, μεταξύ καλού και κακού, αφού λειτουργεί αλεξίκακα αλλά και φθαρτικά. Η θετική πλευρά της αμφίδρομης χρήσης του συνίσταται στην ύπαρξή του. Το δικαίωμα στο όνειρο υπάρχει κατ’ επανάληψη στην ποίησή
της, ως ένα είδος διατήρησης στη ζωή και εννοιοδότησής της. Από την άλλη, είναι η χειμάζουσα πραγματικότητα, που συστηματικά και τραυματικά διαψεύδει τα όνειρα, αν δεν τα μεταποιεί σε εφιάλτες. Δύο ποιήματα αξίζει, νομίζω, να παρατεθούν για την αποκαλυπτική μορφή τους. Το πρώτο (σ. 14) τιτλοφορείται «Τινάζουν τα όνειρα», είναι η πλάνη του πράγματος· το δεύτερο (σ. 27), «Εγχειρίδιο τέλειο» το ονομάζει η ποιήτρια, παράλληλο, τραυματίζει ανελέητα όποιον τολμήσει να ξεφύγει από την πλάνη της ζωής με την
παραπλάνηση του ενυπνίου:

«Τινάζουν τα όνειρα»
Προσπεράστε
τα πρωινά μπαλκόνια
και μην κοιτάζετε
από συνήθεια!

Γυναίκες
μαζί με τα σεντόνια
σε πιλοτές κι ακάλυπτους
τινάζουν τα όνειρά τους.
Και μην αναρωτιέστε!

Φύσαγε άγριος βοριάς
στο μαξιλάρι τους.
«Εγχειρίδιο τέλειο»
Κράτησες το μαχαίρι.
Το κέρδισες στην κλήρωση.
«Δεν κόβει», είπες,
«τόση διαδρομή μέσα στα χρόνια,
έχει στομώσει».

Απέκρυψες ότι
λειτουργεί στην εντέλεια
και βαθύτατα πληγώνει
στα όνειρα.

Η Ουρανία Κουνάγια αναγνωρίζει ότι όλα έχουν το τέλος τους, αναγνωρίζει το δίκαιο της διαδοχής, την αδήριτη αναγκαιότητα της αποχώρησης. Είναι η θαρραλέα πραγματιστική αντιμετώπιση του βίου, που κάνει τον άνθρωπο να πιάνεται σφιχτά από τη ζωή. Με συμβολισμούς επουράνιους αναμένει ότι η «μικρή παρέα» θα γίνει μικρότερη στη γη και θα μεταφερθεί αλλού, ψύχραιμα, νηφάλια, όπως είπαμε στην αρχή, αλλά και με βουβή θλίψη, σε μια ποίηση dolorosa (σ. 35, «Σύναξη ομηλίκων»):

Χαθήκαμε στις Εποχές.
Και οι καιροί… των άλλων τώρα.
Έτσι, στις πίσω αυλές, τις μυστικές
βρισκόμαστε εμείς
οι «μετρημένοι»
και
η μικρή παρέα του ουρανού.

Η πικρή γεύση τελικά της απώλειας είναι έκδηλη στα ποιήματα της Κουνάγια. Εξάλλου, οι φθορές, οι διαψεύσεις, οι πλάνες είναι μορφές απωλειών. Προμηνύματα και προγεύσεις της τελεσίδικης απώλειας της άδηλης μεταστάσεως. Ένα τέτοιο προείκασμα είναι η «Δάφνη» (σ. 36), που μας φέρνει στη σκέψη το ωραίο ποίημα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, από τη Μεθιστορία του, «Το μίζαρον»:

Σκύψε λιγάκι να σου πω:
Η Δάφνη
δεν έκλαψε για το ρημαγμένο σπίτι
ούτε για το άδειο μαξιλάρι.
Για το χτενάκι των μαλλιών της έκλαψε
Αυτό, που της επέστρεψε
ο αγαπημένος
την ώρα του αποχωρισμού.

.

ΚΩΣΤΑΣ ΔΡΟΥΓΑΛΑΣ

Για την αγάπη παίζουμε ως το τέλος

Τα Δυσανάγνωστα απογεύματα είναι η δεύτερη μόλις συλλογή της Ουρανίας Ε. Κουνάγια (πρώτη εκδοτική εμφάνιση: Μεσίστιες ημέρες, Αυτόχειρας πόθος, 2012), παρότι, όπως πληροφορούμαστε από το βιογραφικό του βιβλίου, ασχολείται με την ποίηση από το 1980. Η συλλογή αποτελείται από 32 ποιήματα, σύντομης —ως επί το πλείστον— έκτασης, και χαρακτηρίζεται από την πύκνωση των νοημάτων μέσα σε λίγους μόνο στίχους. Κάποιες από τις θεματικές του βιβλίου είναι η μνήμη, ο χρόνος,
η απώλεια κι η φθορά της ανθρωπινότητας μέσα στο αστικό τοπίο.
Τα χαμηλόφωνα ποιήματα της Κουνάγια αφορμώνται από το καθημερινό, το συνηθισμένο, το «τετριμμένο»: ζωές γεμάτες συμβάσεις, που μοιάζουν κυνηγημένες μέσα στο μάταιο αστικό περιβάλλον («Η εχεμύθεια κρυμμένη στις τσέπες// Κυνηγημένος./ Ανέστιος με εστία.», βλ. «Βιογραφικό»)· ζωές που μοιράζονται την ίδια εξίσωση, αλλά που ωστόσο ο μαθηματικός άγνωστος δεν αποκαλύπτεται ποτέ («Η ίδια, ωστόσο, εύκολα μετέτρεπε/ τα κλάσματα της απόγνωσης/ με μονάδες θλίψης./ Μοναδική δυσκολία:/ ο δεύτερος άγνωστος», βλ. «Ο δεύτερος άγνωστος»)· τα καθημερινά αντικείμενα χάνουν τη λειτουργικότητά τους («Κράτησες το μαχαίρι […] Απόκρυφες ότι/λειτουργεί στην εντέλεια/και βαθύτατα
πληγώνει/ στα όνειρα», βλ. «Εγχειρίδιο τέλειο»)· ο εθελούσιος εγκλεισμός του δεύτερου φύλου μέσα στους τέσσερις τοίχους: «Αφαιρούν συλλαβές και προσδοκίες/ από τα ονόματά τους/ και/ έτσι ανάπηρες παρακολουθούν/ τηλεοπτικά μαθήματα μαγειρικής» (βλ. «Δυσανάγνωστα απογεύματα»). Στη συλλογή υπάρχει επίσης —είτε υπόγεια είτε φανερή— μία αναλογία ανάμεσα στο ξόδεμα της μνήμης και την οικονομική χρεωκοπία: «Αγνοούσε την υπεραξία κάποιων στιγμών/ κι όμως παζάρευε τα τιμαλφή,/ για να ρεφάρει», βλ. «Κι όμως παζάρευε»). Σε πολλά ποιήματα της συλλογής ο χρόνος κυλάει αμείλικτος στο ποτάμι της ζωής πριν καταλήξει στη βαθιά, σκοτεινή θάλασσα («Πλάσματα του τίποτε/ αθύρματα τυχαία της φθοράς», βλ. «Ενύπνιο»).
Στην ποίηση της Κουνάγια, οι ανθρώπινες μορφές χάνουν τα σαφή περιγράμματά τους, μοιάζουν με τα χρόνια να εξαϋλώνονται και να σβήνουν από το βάρος της καθημερινότητας: τα όνειρα πληγώνονται, τα δώρα κρύβουν μονάχα τη σιωπή, οι αλλοτινές εποχές γίνονται σπασμοί
του νου. Οι εικόνες, οι οσμές, οι ήχοι, τα συναισθήματα και οι λέξεις χάνουν το σφρίγος τους, θαμπώνουν και διαγράφονται, σαν να είναι η απώλεια θαρρείς η μόνη κληρονομιά.

.

 

ΛΙΖΥ ΤΣΙΡΙΜΩΚΟΥ

19/5/2015 Παρουσίαση στον ΙΑΝΟΝ

Πουλάκι στη στάχτη γραμμένο

Στο κάτω κάτω της γραφής υπάρχει
πάντα ένας μικρός πόνος.

Αχιλλέας Κυριακίδης,
Σημειώσεις για μια ιδιωτική θεωρία της λογοτεχνίας

Ήταν μεγάλη η (ευχάριστη) έκπληξή μου, πριν 2-3 χρόνια , όταν πρωτοέπιασα στα χέρια μου ποιήματα της Ουρανίας Κουνάγια (Μεσίστιες ημέρες. Αυτόχειρας πόθος, Ευθύνη, 2012). Ηξερα την άνθρωπο (που θα έλεγε η Ζωή Καρέλλη), αγνοούσα την ποιήτρια. Στο μεταξύ, έμαθα ότι πάντα έγραφε, χρόνια τώρα, άσχετο αν το έκανε αθόρυβα και δεν το δημοσιοποιούσε. Και έχω να πω ότι αυτό φαίνεται: η σχέση της δηλαδή με την ποιητική γραφή, ο ώριμος στίχος, η ενάργεια των εικόνων, τα επίμονα θέματα που επανέρχονται και δημιουργούν αναγνωρίσιμους τόπους στον ιδιότυπο λυρισμό της.
Και σε τούτη, τη δεύτερη ποιητική συλλογή της επαναφέρει την αντίληψη του
κόσμου σε ανθρώπινη κλίμακα, εστιάζοντας την προσοχή της σε μικρές, καθημερινές λεπτομέρειες, οπτικές, ακουστικές, αισθητηριακές· οργανώνει αντικείμενα, στιγμιότυπα και χειρονομίες σε έναν κόσμο ιδιόρρυθμο – εννοώ δικό της, ιδιωτικής χρήσεως, με ρυθμούς και χρόνους προσίδιους, που ανασαίνει και αποπνέει μια κάποια νοσταλγία για όσα την ανέστησαν και τη διαμόρφωσαν. Κινείται με άνεση μέσα σε αυτόν τον κόσμο που τον ξέρει καλά, τον τακτοποιεί, τον νοικοκυρεύει, καθώς τον κατοικεί και μεγαλώνει μαζί του χρόνια τώρα, και συνάμα ώρες-ώρες τον κοιτάζει με απορία, αμηχανία, σαν
τοπίο ξένο, σαν να τον βλέπει για πρώτη φορά, με βλέμμα παρθένο και περίεργο – πλήρως αποστασιοποιημένη σαν να παρατηρεί σε ξετύλιγμα έναν αλλότριο βίο:

Απ’ το σεντούκι
έβγαζε κάθε μέρα τόσο Χρόνο
όσο χρειαζόταν η Ανάγκη.

(«Στο δάσος με τα χρονόμετρα», σ. 11)

Ένας κόσμος οικείος, λοιπόν, που μπορεί ωστόσο να τον επανακωδικοποιεί συνεχώς και να μεταποιεί τα σύμβολά του, να αλλάζει τη σκηνοθετική γραμμή της καθημερινότητας, κλείνοντας και ανοίγοντας λογαριασμούς με το παρελθόν, ανακατανέμοντας χρόνους τετελεσμένους, ενεστώτες και μέλλοντες:

Μετά την τελετή
δίπλωσε προσεκτικά σε ρυζόχαρτο
το νυφικό της φόρεμα,
τη λαμπρότητά του λευκού να διαφυλάξει.
……………………………………………………

Χρόνια μετά τη μεγάλη φυγή
σκύφτηκε να το διαμελίσει,
κάτι χρήσιμο να κάνει:
μαξιλαράκια ίσως
τη μοναξιά του καναπέ για να σκεπάσει

ιδίως τ’ απογεύματα της Κυριακής.

(«Το νυφικό», σ. 20)

Η φωνή που ακούμε σε τούτα τα ποιήματα έχει μια παλιρροϊκή ηλικία, σε αέναη κίνηση μπρος-πίσω στα χρόνια, γλιστρώντας λαθραία σαν μια χαραμάδα φως σε μυστικά σκοτάδια, ακινητοποιώντας με το κλικ του χρονοφωτογράφου προνομιακές στιγμές, τραύματα, πένθη και μεταμέλειες που σπινθιρίζουν ακαριαία, μικρά ιδιωτικά πυροτεχνήματα, θαρρείς, αφήνοντας πίσω μια αίσθηση τέφρας:

Στο σπίτι επιστρέφω το παλιό
με τη γοργόνα στο υπέρθυρο.
Τα μπλε μποτίνια μου φορώ
τ’ όνομα παίρνω που αγαπώ:

Μιράντα, δίχως τρικυμία.

(«Την βρήκα βαφτισμένη», σ. 29)

Μνήμες ευτελούς αξίας σώζουν ακριβά συναισθήματα, ισοσκελίζοντας απροσδόκητα κέρδη και ζημίες, απώλειες και δώρα:

Δεν έκλαψε για το ρημαγμένο σπίτι
ούτε για το άδειο μαξιλάρι.
Για το χτενάκι των μαλλιών της έκλαψε.
Αυτό, που της επέστρεψε
ο αγαπημένος
την ώρα του αποχωρισμού.

(«Δάφνη», σ. 36)

Φευγαλέα ακούσματα:

— Θυμάσαι το « Water Lily»;
Χορεύαμε στης θάλασσας την άκρη.
Ο χρόνος τότε δίκαιος ακόμη.

(«Θυμάσαι το W.L.», σ. 15)

Άναρχες, βάναυσες εικόνες:

Ανοίγουν την πόρτα της τηλεόρασης:
μια μαϊμού εισβάλλει
να διασκεδάσει το μπλε της βραδιάς.

(«Δυσανάγνωστα απογεύματα», 17)

Ένας εαυτός που κυρώνεται και ακυρώνεται διαρκώς στην προσπάθεια να σταθμίσει την αυτογνωσία του, χάνοντας, βρίσκοντας τις μεταξωτές κλωστές που τον συγκρατούν στην πραγματικότητα, ασκούμενος είτε αυτοσαρκαζόμενος:

Από την άκρη του καθρέφτη
μια τεράστια γλώσσα την περιγελούσε.

(«Ματαιότης», σ. 32)

Και αλλού:

Επισκέφτηκε πολλούς γιατρούς.
Η διάγνωση πάντα ίδια:
«Κακοήθης έλλειψη παραμυθιών».
Και στην αγωγή – καμία διαφορά.

Ένας κύβος ζάχαρη καθημερινά
όπως τα άλογα στο τσίρκο
ύστερα από δύσκολα γυμνάσματα.

(«Η ανταμοιβή», σ. 38)

Στις ποιητικές περιδιαβάσεις της συλλαμβάνει επ’ αυτοφώρω εύγλωττα βλέμματα, καταγράφει και αρμολογεί χειρονομίες, συνταιριάζει κρυφά και απείθαρχα νοήματα, φρενάρει, παγιδεύει ή επιταχύνει αισθήματα, συλλαβίζει εικόνες, στήνοντας στις φωτοσκιάσεις της πραγματικότητας τις δικές της μικρές, ανεμόπτερες ιστορίες:

Προσπεράστε (λέει)
τα πρωινά μπαλκόνια
και μην κοιτάζετε
από συνήθεια!

Γυναίκες
μαζί με τα σεντόνια
σε πιλοτές κι ακάλυπτους
τινάζουν τα όνειρά τους.
Και μην αναρωτιέστε!

Φύσαγε άγριος βοριάς
στο μαξιλάρι τους.

(«Τινάζουν τα όνειρα», σ. 14)

Δύσκολα μπορεί κανείς να καθηλώσει την αύρα των ποιημάτων της Ουρανίας: οριστικά σχεδιάσματα, μετεωρίζονται ανάμεσα στο ολοκληρωμένο και στο ανολοκλήρωτο, στο αποσπασματικό και στο πλήρες, στον πίνακα και στη σπουδή, στην παιδιάστικη φρεσκάδα μιας σκέψης που δοκιμάζεται, πειραματίζεται και σε μιαν ενήλικη, στοχαστική ωριμότητα που απολογίζει τα κεκτημένα της και μετρά τα λόγια της. «Τα λόγια της» – καλύτερα θα λέγαμε λέξεις, μαζεμένες με καιρό και με κόπο:

… Λέξεις ζητιάνευα (λέει).
Λέξεις που πιάνουν πάτο στα βαθιά
με οδύνη πληρωμένες.

(«Ζητιάνευα λέξεις», σ. 13)

Αλλά είναι και λέξεις-δωρεές που ανατοκίζουν το αρχικό ποιητικό κεφάλαιο. Με ειλικρινή τόλμη το σχετικό ευχαριστήριο ποίημα αναγνωρίζει τις οφειλές, ομολογώντας κομψά ένδειες και ελλείψεις, την αρτίστικη ανασφάλεια που γυρεύει κάπου να ακουμπήσει, να αντλήσει δύναμη, να συνεχίσει την περιπέτεια της αναζήτησης:

Ευχαριστώ
τους χορηγούς της μνήμης μου
παρόντες, απόντες, απελθόντες.
Με συνέπεια αποστέλλουν
τα εμβάσματά τους.
Σπανίως, κάποιο καθυστερεί
και ανησυχώ
μήπως αθόρυβα χρεωκοπήσω.

(«Οι χορηγοί της μνήμης», σ. 18)

Με το φάσμα μιας επαπειλούμενης χρεωκοπίας, μιας βραχυκυκλωμένης επικοινωνίας με τη Μούσα ή, επί το πεζότερον, μιας ενδεχόμενης γκίνιας στον ποιητικό τζόγο, παίζει το καταληκτικό στιχούργημα της συλλογής – ξορκίζοντας, προφανώς, ανομολόγητους φόβους ή, μάλλον, επιχειρώντας να τους αποτρέψει αποκαλύπτοντας, ομολογώντας αδεξιότητα κινήσεων που, αυτόχρημα, εξαφανίζονται και δίνουν τη θέση τους σε ένα παιγνιώδες, αφοπλιστικό ποίημα, ανοιχτό φινάλε στην υπόκλιση της πρωταγωνίστριας
επί σκηνής:

Έστησε το μαγαζάκι
σε προϊούσα άγνοια και
άνυδρα χρόνια.
Έπαιζε κάθε μέρα για να κερδίσει.
Αγνοούσε την υπεραξία κάποιων στιγμών
κι όμως παζάρευε τα τιμαλφή,
για να ρεφάρει.

Τέτοια χρεωκοπία!

(«Κι όμως παζάρευε» σ. 40)

Βέβαια, η ξενάγηση στη συλλογή, άλλα δείχνει στον επαρκή αναγνώστη: μια
εικονοποιητική δύναμη, μια οικονομία των αφηγηματικών μέσων, ικανή με δυο-τρεις λεπτομέρειες και ελάχιστους στίχους να αποδώσει τις πιο περίπλοκες και άφατες σχέσεις, μια μινιμαλιστική δηλαδή αισθητική που κυκλώνει αθόρυβα και ανεπαίσθητα το θέμα της και το αναδεικνύει διαμιάς, άρτιο, στη λιτή του σαφήνεια:

Κράτησες το μαχαίρι.
Το κέρδισες στην κλήρωση.
«Δεν κόβει», είπες,
«τόση διαδρομή μέσα στα χρόνια,
έχει στομώσει».

Απέκρυψες ότι
λειτουργεί στην εντέλεια
και βαθύτατα πληγώνει
στα όνειρα.

(«Εγχειρίδιο τέλειο», σ. 27)

Βίος «ανέστιος με εστία» – είναι ο καταληκτικός στίχος ενός ποιήματος που
τιτλοφορείται «Βιογραφικό» (σ. 22). Είναι ίσως και ένας στίχος που θα ταίριαζε κάλλιστα και σε κάποιο ποίημα «Αυτόβιογραφικό», μια που η ποιήτριά μας διστάζει ανάμεσα στο μέσα και στο έξω, στην ασφάλεια της εστίας και στην γοητεία της ανεστιότητας, στη συνομιλία με παλιούς γνώριμους του οικείου σιναφιού (το διακειμενικό κουβεντολόι, θα λέγαμε, με εξέχοντα ονόματα της λογοτεχνίας, ποίησης και πρόζας – αναφέρονται ο λοξός της Χαλκίδας, η Μποβαρύ, ηρωίδες της Ώστιν ή του Σέξπηρ, λόγου χάριν). Αλλά ταυτόχρονα, μαγνητίζει και το άγνωστο, η αχαρτογράφητη
πορεία, η ρότα δίχως πυξίδα, έτσι, χωρίς πρόγραμμα, σε ένα ταξίδι μοναχικής
περιπλάνησης όπου το κέρδος είναι να γνωρίσεις τον εαυτό σου και να μετρήσεις τις δυνάμεις και τις αντοχές σου. «Η Κλεοπάτρα, η Σεμίραμις και η Θεοδώρα» είναι ένα ποίημα που κλείνει βέβαια το μάτι στον μεσοπολεμικό Αλέξανδρο Μπάρα και εκφέρει την ευχή της της αλητείας, της επί το κομψότερον περιπλάνησης:

«Να πετάξουμε», είπες.
«Όλη η γη – στρωμένο τραπέζι για τα πουλιά» (σ. 25)

Θυμίζω μια στροφή από το μακρό ποίημα του Αλέξανδρου Μπάρα, γιατί εικονογραφεί καλά αυτή τη δίψα για ελευθεροπλοΐ’α, εγγενή σε κάθε ποιητή άξιο του ονόματος του, την ανάγκη για το απλοήγητο ταξίδι:

Η «Κλεοπάτρα», η «Σεμίραμις» κ ’ η «Θεοδώρα»
είναι καιρός και χρόνια πάνε τώρα
του βαρεμού που ενοιώσαν την τυράννια,
να περπατούν πάντα στον ίδιο δρόμο,
να δένουνε πάντα στα ίδια λιμάνια.

(Αλέξανδρος Μπάρας,
Η Κλ., η Σεμ. κ’ η Θεοδ., 1929)

Ακροβατώντας ανάμεσα στην εσωστρέφεια μιας χειροποίητης κατοικίας, κτισμένης με υπομονή πέτρα την πέτρα, όπου το κάθε τι έχει την ορισμένη και σημαίνουσα θέση του και στην εξωστρέφεια ενός ανοίγματος στον κόσμο, στον διάφωτο αιθέρα, στα πολλά σταυροδρόμια και στους άγνωστους προορισμούς, η ποίηση της Ουρανίας χορεύει σε τεντωμένο σχοινί με τη χάρη επιδέξιου ισορροπιστή, ανέστιου με εστία.
Είμαι σίγουρη ότι το σχοινί θα την αντέξει – και θα φανεί στο χειροκρότημα της επόμενης συλλογής της – με το καλό. Την αναμένουμε με δικαιολογημένη περιέργεια.

.

ΜΑΡΙΑ ΙΑΤΡΟΥ

Περιοδικό Φιλόλογος τεύχος 160

ΜΑΡΙΑ ΙΑΤΡΟΥ

Περιοδικό Φιλόλογος τεύχος 160

Το πρώτο πράγμα που τράβηξε την προσοχή μου στο βιβλίο της Ουρανίας Κουνάγια ήταν το αναμενόμενο, ο τίτλος: Δυσανάγνωστα απογεύματα. Δομικά θυμίζει τον τίτλο της πρώτης της συλλογής, Μεσίστιες ημέρες. Κοινό στοιχείο τους η ανατροπή της προσδοκίας και η παραγωγή ενός γραμματικά ορθού, σημασιολογικά όμως «διαταραγμένου» συντάγματος. Μια πρακτική που παραπέμπει στο κλασικό ρεπερτόριο της νεωτερικής ποιητικής γλώσσας, που συνηθίζει να προκαλεί τους αυτοματισμούς μας διαπλέκοντας τα πάγια παραδείγματα και δημιουργώντας συνεχώς νέα. Τι περιμένουμε «κανονικά» μετά το δυσανάγνωστα; Γράμματα, κείμενα, χειρόγραφα, γενικά ό, τι μπορεί να διαβαστεί. Όλα αυτά συνεχίζουν να περιβάλλουν σαν αύρα τα «απογεύματα» τους τίτλου, μολύνοντας τις εντυπώσεις και τις μέρες μας με μια κρυμμένη γραπτότητα. Εισαγόμαστε έτσι έγκαιρα, πριν να διαβούμε το εξώφυλλο, σε μια πραγματικότητα κειμενοποιημένη αλλά και (κατά κάποιον τρόπο) σε ένα κείμενο «εγγράψιμο» με την μπαρτική έννοια. Ό, τι και να συναντήσουμε στη συνέχεια, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι δεν είχαμε προειδοποιηθεί.
Μετά τον τίτλο η προμετωπίδα με πλάγιους χαρακτήρες: Τρεις γενιές η μνήμη /πουλάκι στη στάχτη γραμμένο / και σβήνει. Και πάλι η γραπτότητα που υπερβαίνει τα όρια του συμβατικού κειμένου. Επιπλέον: η μνήμη, η λήθη και η φθορά- τα θέματα του βιβλίου σε τρεις γραμμές. Και τα βασικά θέματα της ποίησης γενικά, θα πρόσθετα, ιδιαίτερα από τον Σεφέρη και μετά. Και αυτές οι τρεις γενιές; Μήπως άραγε πρόκειται για ποιητικές γενιές; Αλλά ας αφήσου με τα γραμματολογικά για αργότερα και ας αρχίσουμε την ανάγνωση. Τριάντα δύο μικρά ποιήματα, μικρά όσο πρέπει, και γεωμετρημένα. Το πρώτο, ένα τετράστιχο, φέρει τον κλασικότροπο τίτλο «Ενύπνιο» και το τελευταίο τον αγοραίο «Κι όμως παζάρευε». Το πρώτο μοιάζει με επιτύμβιο επίγραμμα και στη θέση που είναι φαίνεται σαν να περιγράφει (μεταξύ άλλων) το περιεχόμενο της συλλογής:

Ακροβασία
ανάμεσα σε μνήμη και εικόνα.
Πλάσματα του τίποτε
αθύρματα τυχαία της φθοράς .

Σκιάς όναρ, εφήμερον σπέρμα, το σύντομο αυτό ποίημα έρχεται να ανακινήσει μια παρακαταθήκη μοτίβων της ματαιότητας και του δήμου των ονείρων. Και, εφόσον, κατά τον Έλιοτ, κάθε ποίημα είναι από μια άποψη επιτύμβιο, τότε θα μπορούσαμε εν προκειμένω να δούμε και έναν ευρύτερο ορισμό της ποίησης. Το τελευταίο ποίημα πάλι είναι από τα πιο ωραία της συλλογής ( και πολύ επίκαιρο, όπως θα δούμε):

Έστησε το μαγαζάκι
Σε προϊούσα άγνοια και
άνυδρα χρόνια.
Έπαιζε κάθε μέρα για να κερδίσει.
Αγνοούσε την υπεραξία κάποιων στιγμών
κι όμως παζάρευε τα τιμαλφή,
για να ρεφάρει.

Τέτοια χρεωκοπία!

Το ποίημα αυτό εντάσσεται σε μια ρητορική παράδοση της νεότερης ποίησης, από τον Καβάφη μέχρι και τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, που «επενδύει» τη ζωή και τα συναισθήματα με οικονομικούς όρους. Το πρώτο σχετικό νεοελληνικό δείγμα πρέπει να είναι «Η τράπεζα του μέλλοντος του Καβάφη» και το πιο χαρακτηριστικό ίσως το «Κακοί έμποροι» του Αντωνίου, με το οποίο το «Κι όμως παζάρευε» έχει και πολύ στενή συγγένεια. Η βασική διαφορά μεταξύ των δύο κειμένων έγκειται πρώτον στην έλλειψη μεταφυσικής στο νεότερο ποίημα και δεύτερον στην πολύ πιο συστηματική αιώρηση μεταξύ κυριολεξίας και μεταφοράς, που δημιουργεί ειρωνικές εντάσεις. Το ρεαλιστικό στήσιμο ενός μαγαζιού συμπληρώνεται από τον αμφίσημο προσδιορισμό «σε προϊούσα άγνοια». Τι ακριβώς να σημαίνει αυτό το «σε», ιδιαίτερα μάλιστα όταν συνοδεύεται συμπλεκτικά από τον χρονικό προσδιορισμό «σε άνυδρα χρόνια»; Η άγνοια, μια κατά βάση υποκειμενική κατάσταση, μοιάζει έτσι να αποκτά αντικειμενική υπόσταση και να αναδεικνύεται ως περιρρέουσα ατμόσφαιρα αυτής της άνυδρης εποχής, της τόσο γνώριμης και από άλλους ποιητές της προδομένης μεταπολεμικής αθωότητας.
Όπως γνώριμος ακούγεται και ο επόμενος στίχος: «Έπαιζε κάθε μέρα για να κερδίσει». Εδώ εισάγεται ακόμα ένα διαδεδομένο ποιητικό μοτίβο, και ο κύκλος των αντηχήσεων μεγαλώνει, για να συμπεριλάβει όλους αυτούς που συνεχώς έπαιζαν (ή νόμιζαν ότι έπαιζαν) κι έχαναν, στ’ αστεία, στα ψέματα, στα χαρτιά, στους κοινωνικούς αγώνες, στην αγάπη, σε σικέ παιχνίδια, σε μεγάλα παιχνίδια χωρίς κανόνες: Τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τον Κλείτο Κύρου, τον Ανέστη Ευαγγέλου.
Έτσι ξαφνικά, αυτό που μοιάζει αρχικά με προσωπική κατάθεση, μετατρέπεται ανεπαισθήτως σε ιστορική και πολιτική μαρτυρία. Και ταυτόχρονα ποιητολογικό και γραμματολογικό στίγμα. Γιατί η υπεραξία των στιγμών, το παζάρι των τιμαλφών, το ρεφάρισμα και η χρεωκοπία προέρχονται από το βασικό λεξιλόγιο της γειωμένης ποιητικής γλώσσας μιας γενιάς που, έχοντας το προηγούμενο του Καρυωτάκη, οχύρωνε πικρά τις ευαισθησίες της πίσω από αγοραία σχήματα λόγου. Δεν είναι τυχαίο επομένως ότι το βιβλίο τελειώνει με αυτό το ποίημα-επιτομή των φωνών της «μικρής παρέας του ουρανού» που διαρκώς και με κάθε ευκαιρία μνημονεύεται στο βιβλίο.
Στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο να σημειωθεί ότι η ποίηση αυτή παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα γραμματολογική ιδιαιτερότητα: Αποτελεί δείγμα ομοχρονίας του μη ομόχρονου, αφού εμφανίζεται επισήμως στα γράμματα σχετικά όψιμα αλλά συνδέεται σαφώς με προηγούμενες Εποχές της λογοτεχνίας. Με μια διαφορά: Αυτή ακριβώς η ασυγχρονία της δίνει τη δυνατότητα μιας αποστασιοποιημένης, αναστοχαστικής θέασης του λογοτεχνικού πεδίου. Έτσι αποκτά και μια σύγχρονη μετανεωτερική διάσταση, που την καθιστά ταυτόχρονα και αναδρομική και επίκαιρη.
Αν η ένταξη σε γενιές έχει οποιαδήποτε σημασία, θα έλεγα ότι, ανεξάρτητα από χρονολογίες, η ποίηση αυτή ανήκει καταστατικά στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά, όμως με «νοσταλγικό» τρόπο. Κάτι τέτοιο άλλωστε ενισχύει και τη διαπίστωση της κριτικής σχετικά με τον εκδοτικό και γραμματολογικό κατακερματισμό της γενιάς αυτής, που παρουσιάζει συχνά πολύ πρώιμες και πολύ όψιμες εμφανίσεις ποιητών.
Ανάμεσα στο επιτύμβιο της αρχής και στη χρεωκοπία του τέλους αναπτύσσεται ένα καλειδοσκόπιο από δραματικές ψηφίδες. Γιατί αυτή η ποίηση είναι δραματική και όχι λυρική, και το εννοώ κατά κύριο λόγο με την ελιοτική έννοια της αντικειμενικής συστοιχίας, όπως μας είναι πιο οικεία από τη γνωστή δοκιμή του Σεφέρη. Δηλαδή, έχουμε εδώ μια ποίηση που παράγει έργο όχι τόσο μέσω της χρήσης συγκινησιακής γλώσσας όσο μέσω της παράθεσης επεισοδίων, που αποτελούν τον τύπο ενός συναισθήματος και το ανακαλούν αυτόματα. Πρόκειται για μικρά, χαμηλόφωνα επεισόδια, αποσπασματικές σκηνές με μια διακριτική κορύφωση ή μια αδιόρατη ειρωνική ουρά στο τέλος, που μας υποχρεώνει να επανεξετάσουμε ό, τι μέχρι στιγμής νομίζαμε ότι είχαμε καταλάβει. Συναντήσεις, αναμετρήσεις και πισωγυρίσματα, παίγνια, ταξίδια και εξισώσεις, σπαράγματα ιστορίας, και όλα αυτά κατάστικτα από ίχνη κάθε λογής «ξένων» λόγων. Το εντός και το εκτός βιβλίου έχει καταργηθεί, όπως και η συμβατική διάκριση ανάμεσα στη βιωματική και τη βιβλιακή ποίηση. Σαν ένα δίχτυ ασφαλείας, οι αναφορές στη νεότερη ελληνική αλλά και στην ξένη κλασική λογοτεχνία συνέχουν και νοηματοδοτούν τη γραφή, αποτελώντας κώδικα επικοινωνίας μεταξύ κειμένου και αναγνώστη. Και μια αξιοσημείωτη εξέλιξη: Οι βιβλικές αναφορές που αφθονούν στην πρώτη ποιητική συλλογή, έχουν εκλείψει στη δεύτερη.
Το δεύτερο δραματικό χαρακτηριστικό των κειμένων αυτών είναι η παρουσία
προσώπων. Πρόσωπα υπαρκτά, λογοτεχνικά, επινοημένα, συγκεκριμένα, ασαφή, επώνυμα και ανώνυμα. Στους τίτλους, στις προμετωπίδες, στις αφιερώσεις, στο σώμα του ποιήματος, συνωστισμός. Ο Ανέστης Ευαγγέλου, ο Στρατής Τσίρκας, η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, ο Άθως Δημουλάς, ο Σκαρίμπας, η μις Χάβισαμ με την Εστέλα, ο κύριος Ντάρσυ, η Έμιλυ Μπροντέ, η Λουίζα Μέι Άλκοτ, η Έμμα Μποβαρύ, ο Γιώργος Ν., ο Μιχάλης Κ., η Ιωάννα, η Δάφνη, η Γεωργία, η Ιφιγένεια. Μια μικρή ανύπαρκτη πόλη, όπου όλοι κάνουν κάτι. Ένας άντρας που άκουγε Mahler «έκλεισε την πόρτα πίσω του οριστικά». Μια γυναίκα περπατά μέσα στην έρημο, σαν τη λαφίνα του δημοτικού τραγουδιού, «με το ελαφάκι αγκαλιά, / θολό νερό μην πιει ποτέ.» Οι γυναίκες στα μπαλκόνια, που έχουν κάτι από την «Πρέβεζα» του Καρυωτάκη, τινάζουν τα όνειρά τους μαζί με τα σεντόνια τους. Ένα ζευγάρι χορεύει στην άκρη της θάλασσας, τότε που «ο χρόνος ήταν δίκαιος ακόμη». Ένα ζευγάρι παίζει σκάκι για την αγάπη. Οι γυναίκες «αφαιρούν συλλαβές και προσδοκίες / από τα ονόματά τους». Μια γυναίκα φτιάχνει μαξιλαράκια από το νυφικό της και μια άλλη χτίζει γύρω της ένα δωμάτιο. Κάποιοι άγνωστοι χτυπούν την πόρτα τη νύχτα.
Μια γυναίκα επιστρέφει στο παλιό σπίτι και ξαναβρίσκει την κούκλα της. Γωνία Δελφών και φθινοπώρου μια γυναίκα με χρυσοκόκκινα μαλλιά θρηνεί τον σκοτωμένο αδερφό της στον ήλιο του απογεύματος. Οι δράσεις αυτές είναι όντως δυσανάγνωστες: Συχνά δεν έχουν εμφανή στόχευση ούτε σαφή κίνητρα, τα συναισθήματα που τις πλαισιώνουν είναι υποφωτισμένα και, επιπλέον, δεν φαίνεται να διέπονται από κάποια συνεκτική ιδεολογία. Αρχίζουν κατά κανόνα in medias res και παραμένουν μετέωρες στο τέλος του ποιήματος, σαν θεατρικά έργα του παράλογου.
Αναζητώ ένα επίθετο για να περιγράφω το ύφος. Τα γνωστά: Λιτό; Αρητόρευτο; Μινιμαλιστικό; Όλα αυτά θα μπορούσαν να προσιδιάζουν σε ένα μεγάλο μέρος της νεότερης ποίησης, που είναι γνωστό ότι κατά κανόνα δεν αρέσκεται στα πολλά μαλάματα. Άλλη όμως είναι η λέξη που ταιριάζει ακριβώς εδώ. Πώς να χαρακτηρίσω μια γραφή που, ενώ εμφανώς διαθέτει το δυναμικό για να επεκταθεί τόσο στην καλλιέργεια της ειρωνείας και της αυτοαναφοράς όσο και στην ανάπτυξη της συγκινησιακής έντασης, ωστόσο προτιμά να σταματήσει στο κατώφλι. Η λέξη που ψάχνω τελικά είναι «ολιγαρκής». Θα έλεγα και «ασκητική», αν ο όρος δεν ακουγόταν κάπως βαρύγδουπος σε σχέση με αυτό που θα περιέγραφε. Μια γραφή λοιπόν που δεν ζητεί τα εαυτής αλλά αυτοπεριστέλλεται ταπεινά σταματώντας λίγο πριν από τον αμέσως υψηλότερο τόνο, περιορίζοντας ακόμα και αυτές τις δυνατότητες της αφαίρεσης και του υπαινιγμού. Για παράδειγμα, το ποίημα «Στο δάσος με τα χρονόμετρα», αφιερωμένο στη μνήμη του πρόωρα χαμένου και πολύ αγαπημένου ποιητή Ανέστη Ευαγγέλου. Και μόνο η αναφορά του ονόματος του στο παρακείμενο προκαλεί εύλογα μια φόρτιση που θα μπορούσε να παρεκτραπεί στην πεπατημένη του πόνου, ανάμεσα σε παραθέματα του ίδιου του ποιητή και μεταφορές της απουσίας. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν συμβαίνει. Το ποίημα οργανώνεται σε τρεις στροφές, η πρώτη και η τελευταία τρίστιχες και η ενδιάμεση πεντάστιχη. Ξεκινά με μια δήθεν αδιάφορη θαμιστική αφήγηση σε παρατατικό:

Απ’ το σεντούκι
έβγαζε κάθε μέρα τόσο Χρόνο
όσο χρειαζόταν η Ανάγκη.

Αρχίζει από ένα χρηστικό αντικείμενο και μια οικεία κίνηση ρουτίνας, για να περάσει αυτονόητα στον χώρο του αφηρημένου. Χρόνος και Ανάγκη με κεφαλαίο αρχικό, σαν θεότητες, σαν τις παγωμένες προσωποποιίες του κλασικισμού. Τόσο παγωμένες, ώστε να μην υπάρχει η παραμικρή υποψία αισθηματολογίας. Έτσι, με αυτή την εσκεμμένη ρητορική υποβάθμιση, η μάχη της φυσικής επιβίωσης αναδεικνύεται ταυτόχρονα ως γειωμένη καθημερινότητα και ως αγώνας δρόμου με το αναπόδραστο.
Κανένα επίθετο. Στην επόμενη στροφή δεν υπάρχει ούτε καν ρήμα:
Φτερούγισμα πουλιού τα πρωινά

η Άνοιξη τυφλή.
Στο δάσος με τα χρονόμετρα
χωρίς δροσιά
και έξω αεράκι.

Η μοναδική ένδειξη κίνησης εδώ είναι το φτερούγισμα του πουλιού, κι αυτή όμως σε μορφή ουσιαστικού, δηλαδή μιας στατικής βασικά δομής. Η Άνοιξη, πάλι με κεφαλαίο, σαν άκαμπτο σχήμα λόγου, απογυμνωμένη από τις συνήθεις ευφρόσυνες συνδηλώσεις. Τυφλή, επειδή δεν βλέπει το ποιητικό υποκείμενο; Ή μήπως πρόκειται για προβολή της αδυναμίας του ποιητικού υποκειμένου να τη δει; Διαγράφονται πάντως δύο χώροι, ένας εξωτερικός, φυσικός και άχρονος, που σηματοδοτείται από τα πουλιά και το αεράκι, και ένας εσωτερικός, τεχνητός και χρονομετρημένος, που ορίζεται από το παράδοξο δάσος του τίτλου. Ένα δάσος από μηχανήματα ακρίβειας ορίζει αμφίσημα το μεταίχμιο του έξω και του μέσα. Τα πουλιά, η δροσιά και η Άνοιξη, συμβάσεις της ευφορίας, μένουν, επιμελώς έξω από αυτόν τον λαβύρινθο της μάχης με τον χρόνο. Μήπως το δάσος με τα χρονόμετρα είναι το ασυνείδητο, η ζωή που εξαντλείται ή ίσως μια εικόνα από κρεβάτι νοσοκομείου με τις ιατρικές συσκευές που παρατείνουν τη ζωή; Σε κάθε περίπτωση το βέβαιο είναι ότι αποτελεί τη μοναδική τόσο ανοίκεια τροπική έκφραση στο ποίημα. Άλλωστε βρίσκεται και ακριβώς στο κέντρο του. Όλα το υπόλοιπα μοιάζουν σαν να οργανώνονται γύρω από αυτό το μυστικό τοπίο, και φαίνονται μπροστά του τόσο εσκεμμένα υποτονικά, ώστε δίνουν την εντύπωση ότι υπάρχουν μόνο και μόνο για να το υποστηρίζουν. Άλλωστε έρχεται έγκαιρα και η τελευταία στροφή για να αποφορτίσει την όποια υπόνοια έντασης:

Πόσο είχε γεράσει
μετά τον τελευταίο
οβολό.

Το μοναδικό ρήμα της στροφής δεν αναφέρεται στον ίδιο τον θάνατο αλλά στη
φθορά. Το μοναδικό επίθετο ολόκληρου του ποιήματος είναι το «τελευταίος», και μάλιστα εμφανίζεται μετέωρο στο τέλος του στίχου, αποχωρισμένο από το όνομα που προσδιορίζει: τον οβολό, την τελευταία λέξη του ποιήματος. Οβολός, το μικρό νόμισμα, τα πορθμεία του Χάροντα, η συνεισφορά, η κατάθεση, μοναχική στο τέλος του ποιήματος, σαν τον τελευταίο ασπασμό. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το ποίημα κλείνει με αυτήν την πολύσημη λέξη, που ανακαλεί διακριτικά τόσο την προσφορά του ποιητή στα γράμματα όσο και τον πρόωρο θάνατό του. Εντέλει γίνεται φανερό ότι έχουμε να κάνουμε με μια τέχνη ταπεινή, που εργάζεται σιωπηλά με στοιχειώδη υλικά.
Η παραπάνω τάση συνδέεται και με κάποια πολύ συγκεκριμένα μοτίβα. Η οικονομικοί μεταφορά που ήδη ανέφερα αποτελεί ένα από αυτά τα μέσα μείωσης της ποιητικής θερμοκρασίας. Στην ίδια ακριβώς λογική βασίζεται και το ποίημα «Οι χορηγοί της μνήμης», όπου η λειτουργία της ανάμνησης περιγράφεται με όρους εμβασμάτων και εκφράζεται και πάλι στο τέλος ο φόβος της χρεωκοπίας. Στη συνέχεια θα σταθώ σε μερικές ακόμα ενδεικτικές στιγμές της συλλογής, που εικονογραφούν χαρακτηριστικά τόσο τον διάλογό της με προγενέστερους ποιητές όσο και τη θεματική της. Το πρώτο είναι το «Για την αγάπη παίζουμε», που παραπέμπει εμφανώς σε δύο ποιήματα του Αναγνωστάκη, το «Στ’ αστεία παίζαμε» και το «Έλα να παίξουμε», και μόνο σε σχέση με αυτά μπορεί να διαβαστεί σε όλο
του το εύρος:

Τοποθετήσαμε τα πιόνια στη σειρά.
Φορούσαμε ακόμη τα -γαμήλια ρούχα.
Εξάλλου, για την αγάπη παίζουμε.

ίσως και μέχρι το τέλος.

Τη βασίλισσα
Όμορφη και εύπιστη
στο αφύλακτο κάστρο τοποθετώ.

Με στρατηγική ασάφειας
τα δικά σου πιόνια κινείς.
Κι έτσι τελειώνεις το παιχνίδι

αιφνίδια.

Εγώ ακόμη παίζω
και συχνά συναντώ
τη χοντρή βασίλισσά σου στους δρόμους.

Σε αντίθεση με το πρώτο ποίημα το Αναγνωστάκη, εδώ οι παίκτες φαίνεται ότι γνωρίζουν από την αρχή ότι παίζουν στα σοβαρά και μάλιστα για συγκεκριμένο σκοπό, και ως εκ τούτου κανείς δεν διαμαρτύρεται για το αποτέλεσμα. Η πολιτική και κοινωνική αύρα του προγενέστερου ποιήματος και ο συλλογικός του χαρακτήρας στοιχίζεται εδώ με τη σχέση ενός ζευγαριού, ενώ ο παρατατικός χρόνος υποκαθίσταται από έναν επίμονο ενεστώτα. Κοινό σημείο των δύο ποιημάτων είναι ότι το παιχνίδι υπερβαίνει τα όριά του και ταυτίζεται με την ίδια τη ζωή, όπου και συνεχίζεται στο διηνεκές. Το ίδιο ισχύει και για το δεύτερο ποίημα του Αναγνωστάκη, «Το σκάκι», όπου ο παίκτης καταστρατηγεί τους κανόνες, χαρίζει όλα του πιόνια εκτός από τον τρελό και καταλήγει «Κι αυτή δεν έχει τέλος η παρτίδα».
Ούτε στο δικό μας ποίημα έχει τέλος η παρτίδα, μόνο που εδώ αυτό ισχύει μόνο για τον ένα παίκτη. Ο άλλος έχει τελειώσει το παιχνίδι και έχει αποχωρήσει αναπάντεχα. Ο δεύτερος παίκτης, που συνεχίζει να παίζει μόνος του (άραγε με αντίπαλο τον εαυτό του;) συναντά συχνά εκτός πεδίου τα παρηκμασμένα απομεινάρια του αντίπαλου στρατοπέδου. Έτσι αποδίδεται έκτυπα, μέσα από το ανοικειωτικό θέμα του παιχνιδιού, τόσο η προβληματική μιας σχέσης όσο και η διαφορά ανάμεσα στη συλλογικότητα της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς και στην ιδιώτευση της δεύτερης.
Μέχρι τώρα εξετάσαμε δύο μέσα υποβάθμισης και περιστολής της συγκίνησης: την οικονομία και το παιχνίδι. Υπάρχει και ένα τρίτο: τα μαθηματικά. Στο ποίημα «Ο δεύτερος άγνωστος» η κοινή ζωή δύο ανθρώπων περιγράφεται με όρους μαθηματικής εξίσωσης:

Η ζωή τους
εξίσωση με δύο αγνώστους.
Οι αγκύλες ελάχιστες για
τον εγκλεισμό των υπόπτων.
Η ίδια, ωστόσο, εύκολα μετέτρεπε
τα κλάσματα της απόγνωσης
σε μονάδες θλίψεις.
Μοναδική δυσκολία:
ο δεύτερος άγνωστος.

Οι άγνωστοι, οι αγκύλες, τα κλάσματα, οι μονάδες, μετεωρίζονται ανάμεσα στην ειδική μαθηματική τους σημασία και στη μεταφορική τους αξιοποίηση. Η ίδια η προσπάθεια να συρρικνωθεί η πολυπλοκότητα μιας σχέσης σε μαθηματικά σύμβολα είναι από μόνη της μια προσπάθεια εκλογίκευσης και αποδραματοποίησης.
Προσπάθεια ιωστόσο ατελέσφορη, γιατί αυτή η «μοναδική δυσκολία», όπως τόσο κομψά διατυπώνεται προς το τέλος, αποτελεί και το κύριο ζητούμενο. Όταν ο δεύτερος άγνωστος παραμένει πάντα άγνωστος, είτε η ζωή δεν προσφέρεται για εξίσωση είτε απαιτεί διαφορετικούς λύτες. Ίσως όπως το πολύτροπο πρόσωπο που παραλαμβάνει τα δώρα της σιωπής στο ομώνυμο ποίημα:

Είχε νυχτώσει όταν
χτύπησαν την πόρτα.
-Σου φέραμε τα δώρα.
– Είναι αργά πια για δώρα,
ετοιμάζομαι να φύγω, είπε.
-Είναι τα δώρα της Σιωπής, απάντησαν
και χάθηκαν.

 

.

ΜΕΣΙΣΤΙΕΣ ΗΜΕΡΕΣ – ΑΥΤΟΧΕΙΡΑΣ ΠΟΘΟΣ
 
ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΝΕΟ ΕΠΙΠΕΔΟ

Νέος Αστρολάβος/ Ευθύνη, 2012

Πρόκειται για δύο ενότητες, «Μεσίστιες ημέρες» με 21 ποιήματα Η μία, και «Αυτόχειρας πόθος», με 19 ή άλλη. Στην πρώτη ενότητα, ή πρώτη εντύπωση είναι το ξάφνιασμα. Η πρώτη αίσθηση η βαθιά θλίψη. Ένα πένθος παλιό, άγνωστο, από πότε και γιατί, τυλίγει «εν κειρίαις» το πολύτιμο χαμένο αγαθό και «Στο μέρος τής καρδιάς» το αποθέτει. Η ποιήτρια διακριτικά κινείται ανάμεσα στους στίχους, δεν διαγράφει καθαρά την αφετηρία του φόβου, την απειλή του χρόνου -«των ωρών τις οξείες γωνίες φοβάμαι» – τάσσεται αλληλέγγυα με τα πουλιά – «Τροφή των πουλιών / σε μυστικά περάσματα αφήνω»- στις «γυναίκες που φύτεψαν / τη θλίψη τους/ σε φθινοπωρινές αυλές…/ τις καλώς αθλήσασες / και μη σταφανωθείσες» αφιερώνει, μια εικόνα Ηλέκτρας αναπαριστά με όλα των Χοηφόρων τα συμπαρομαρτούντα

Στην κόψη του βλέμματος βαδίζω
και σε διαδρομές αγαπημένων οδοιπορώ.
Σπόρους κρατώ για κήπους λησμονημένους,
σκεύη ζεστά από την ανάσα των προγόνων

‘Ωστόσο «λευκή σημαία ξεδιπλώνει» εκεί που η οργισμένη μυθική πρόγονός της θάνατο ζητά. Προχωρώντας συναντάμε τον «δράστη Θεό», τη Μαρία του Ζήνωνα που
πέταξε πάνω από το Επταπύργιο σέ ένα συγκείμενο που μάς θυμίζει πίνακα του ‘Ιερώνυμου Μπός:

Το υποθηκευμένο βρέφος τής Μαρίας
τις στιγμές εξαγόραζε
κρυμμένο στο στόμα του ψαριού.

Το θρησκευτικό δάνειο εμφανές αλλά καλά αφομοιωμένο, αξιοποιείται σε άλλης κατηγορίας συγκείμενο:

Χωρίς πρόσωπο τη μνήμη
του κορμιού βαθιά έθαψε,
θυσία αλαζονική στο Μύθο.

Η ποιητική μεταποίηση του υποστρώματος είναι ευρηματική: Η «Δευτέρα Απουσία» αναπαράγει την πρώτη που «γενεές δεκατέσσερις» δεν είναι ικανές να την διαγράψουν:

Οι λέξεις κάηκαν για χρόνια.
Ένα κορίτσι όμως
με τα σημάδια τού κορμιού,
στο μέλλον σφηνωμένο
σέ θυμάται

Η συλλογή ολοκληρώνεται με επιρρήματα κατά μέτωπο συνεργαζόμενα για μια απαισιόδοξη διαγραφή

Τόσα έτσι… μείον αλλιώς.
Πάλι μηδέν.

Οι «μεσίστιες ημέρες» φαίνεται πως δεν έχουν λόγους να θριαμβολογήσουν σαν σημαίες στον αέρα. Αντίθετα, στη δεύτερη ενότητα, ο «Αυτόχειρας πόθος» έχει λόγους να θριαμβολογήσει, δυστυχώς, γιατί κι εδώ οι απώλειες είναι πολλές και η ίδια διάθεση αναπαράγεται, με ελαφρά διαφοροποίηση.
Το ραδιόφωνο, η «Μικρή Ελένη», η αυταπάτη τής μοναδικότητάς μας, αλλά και οι ναυαγοί που

Βγήκαν κολυμπώντας
σέ διαφορετικές ακτές.
Με τούς δραπέτες των κάδρων συντροφιά
και φίλους λιγοστούς.

Παρόλα αυτά, στις παρυφές των απωλειών ανθίζουν δέντρα, στο νυφικό κρεβάτι μια ροδιά. Οι λέξεις σύντροφοι αχώριστοι — «Χρόνος», «Μνήμη», «’Αφοσίωση», «Φόβος» – τη νύχτα κοιμούνται τη μέρα ξυπνούν, για να δώσουν κίνηση στον ποιητικό μύθο. Η «’Αμαρυλλίς», έστω και ως
«ετεροχρονισμένη υπενθύμιση χαράς», υφίσταται, η «ολάνθιστη αμυγδαλιά» (κρυμμένος Δροσίνης) είτε «λοιδορεί» είτε «παρηγορεί», υπάρχει.
Το ποίημα «Ρέκβιεμ» παίζει με το «αιέν». Είναι η φυσική πορεία των πραγμάτων – «οίαπερ φύλλων γενεή» — ακολουθεί την ειμαρμένη.
Η ποιήτρια, αφημένη στη φορά της, την ακολουθεί με τη ματιά της στα κάδρα, με τούς απολεσθέντες στη μνήμη. Αυτό είναι το υλικό της και μ’ αυτό συνθέτει τούς στίχους της, αυτό είναι «το μαχαίρι και η πληγή της», όπως θα έλεγε και ο Baudelaire.
Είτε είναι οι «μεσίστιες ημέρες» είτε είναι ο «αυτόχειρας πόθος», τα πράγματα είναι για όλους ίδια. Διαφορετική μόνο είναι η σκοπιά από όπου
καθένας αγρεύει την έμπνευση. Και η Ουρανία Κουνάγια με ευαισθησία, ειλικρίνεια και πάθος, κυρίως με πρωτότυπη φωνή, αξιόλογη χρήση τού
γλωσσικού οργάνου, κατασταλαγμένη μέσα της τη θρησκευτική κυρίως παράδοση, υφαίνει την δική της «κειρίαν» για να προστατέψει με αυτήν τούς
δικούς της αγαπημένους και να τούς χαρίσει την αιωνιότητα που μόνο η τέχνη έχει τη δύναμη να επιβάλει.

.

 

ΑΓΓΕΛΑ ΓΑΒΡΙΛΗ

28/3/2013

Σημάδια φθοράς, ίχνη ζωής

Κάθε ποιητική συλλογή είναι ένα μικρό σύμπαν: όχι ο μικρόκοσμος του δημιουργού της αλλά ο κόσμος και η εμπειρία του, μεταφρασμένα στην ιδιόλεκτο του ποιητή. Στο πρώτο αυτό ποιητικό βήμα της Ουρανίας Κουνάγια, χωρισμένο σε δύο ενότητες που συνομιλούν όμως εσωτερικά, ο αναγνώστης βρίσκεται σε ένα σύμπαν μελαγχολικό, παραιτημένο από την προσμονή και την προσπάθεια. Ένα σύμπαν που έχει αποδεχθεί την πορεία του και τον προορισμό του, εκείνον της φθοράς, η οποία όμως δεν ήταν άσκοπη, δόθηκε ως «Δώρημα τέλειον»: «Έτσι πορεύτηκε, με το μερίδιο από την κληρονομιά του αίματος και σύντροφο από βροχή και αέρα».

Τα ίχνη αυτής της πορείας που οδήγησε σε «μεσίστιες ημέρες» βρίσκονται διάσπαρτα κομμάτι-κομμάτι, ως όστρακα αγγείων που σώζουν μόνο μια λεπτομέρεια της παράστασης, σε όλα τα ποιήματα της συλλογής. Η ατμόσφαιρα είναι λυρική αλλά πένθιμη, με ένα πένθος ήσυχο και αποδεκτό, χωρίς οργή, χωρίς ερωτήματα. Οι λέξεις περικλείουν το σύμβολο και είναι προσεκτικά λειασμένες, σχηματίζοντας εικόνες -τα θραύσματα μιας ζωής-, αλλά και αποδίδοντας εύγλωττα το συναίσθημα, όπως στο εξαιρετικό «Τα κόκκινα γάντια»: «την καρδιά της με κόκκινα γάντια κρατά…».
Κάθε ποίημα είναι δημιουργία λεπτεπίλεπτη, κεντημένη με προσοχή στον καμβά της θεματικής του: σχέσεις, συναισθήματα, αναμνήσεις, το πέρασμα του χρόνου αλλά και μια ερμηνεία για τον κόσμο. Η φωνή είναι εσωτερική, χαμηλών τόνων, η ατμόσφαιρα έχει τη θερμοκρασία της στάχτης που ακόμα κρατά ζεστασιά, τα πρόσωπα είναι κυρίως γυναικεία είτε ως υποκείμενα που μιλούν είτε ως αντικείμενα του βλέμματος: «γυναίκες αναχώματα κήπων αλαζονικών» (Αφιέρωμα II). Στο σύνολό της, μια συλλογή για την ευγενική ομορφιά της φθοράς: τη φθορά μιας ζωής που δωρίστηκε και γι’ αυτό διεσώθη.

Για το κλείσιμο θα επιλέξω το ποίημα «Ρέκβιεμ», που εντυπώθηκε στη μνήμη μου ως «συμπέρασμα» και
συμπύκνωση όλου του ποιητικού κλίματος:

Είναι: της μνήμης, της ζωής.
Στο περίκλειστο άλφα κατοικώ χωρίς στολίδια.
Στην κορυφή του ασταθούς γιώτα ανασαίνω.
Στη μια κόχη του έψιλον θα αναπαυθώ:
στο άλλο μισό του αγαπημένου,
να κλείσει ο κύκλος.

.

 

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.