ΤΡΙΑΔΑ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛΙΔΟΥ

Η Τριάδα Εμμανουηλίδου γεννήθηκε στο Αιγίνιο Πιερίας. Έφυγε από τον τόπο της για να σπουδάσει στη Θεσσαλονίκη, στη Φιλοσοφική Σχολή στο τμήμα των Νεοελληνικών Σπουδών. Από παιδί αγαπούσε το γράψιμο, αλλά κάπου στην πορεία έχασε αυτόν τον δρόμο. Όταν η γιαγιά της, που της κληροδότησε αυτό το όνομα, λίγο πριν πεθάνει της εμπιστεύτηκε ένα συνταγολόγιο του ΟΓΑ, όπου στις πίσω σελίδες έγραφε την ιστορία της πολυτάραχης ζωής της, ένα φωτάκι άναψε μέσα της και της έδειξε και πάλι τον δρόμο. Στον ελεύθερο χρόνο της διαβάζει λογοτεχνία και έχει παρακολουθήσει κύκλους μαθημάτων δημιουργικής γραφής. Όνειρό της είναι να παρακινήσει τους μαθητές της να γίνουν συμμετοχικοί και υποψιασμένοι αναγνώστες και να αντιμετωπίσουν τη λογοτεχνία σαν μια απολαυστική και βαθιά ανθρώπινη τέχνη, που θα τους βοηθήσει να μάθουν ένα κομμάτι του εαυτού τους. Ζει στο Ωραιόκαστρο με τον άντρα της. Έχει δύο κόρες. 
Το μυθιστόρημα «Σκιές στις ράγες τα ταξίδια μας» (Ελκυστής 2021) είναι το πρώτο της βιβλίο.

.

.

ΣΚΙΕΣ ΣΤΙΣ ΡΑΓΕΣ ΤΑ ΤΑΞΙΔΙΑ ΜΑΣ (2021)

ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

Η Ακριβή και ο Μήτσος, ένα συνηθισμένο ζευγάρι της επαρχίας,
ξεκινάνε την κοινή τους πορεία μέσα στη δίνη του Δευτέρου Παγκοσμίου
Πολέμου. Στο λυκόφως της ζωής τους πέφτουν θύματα ληστείας. Η
Ακριβή, δεμένη και φιμωμένη, με τον φόβο για την τύχη του συντρόφου
της να την παραλύει, ξεκινά ένα ταξίδι στο παρελθόν στη διάρκεια
του οποίου κάνει έναν απολογισμό της δικής της ζωής και ξεδιπλώνει
τη ζωή των τριών ηρώων. Του γιου της Αρσένη, που έχει βάλει σκοπό
να προκόψει και να ξεπεράσει τις δυσκολίες που ορθώνονται μπροστά
του. Του Στέφανου, ενός παιδιού που κάθε γονιός θα λαχταρούσε,
κάθε εκπαιδευτικός θα ήθελε για μαθητή του, αλλά που τα μυστικά
που έχει κρυμμένα του έχουν προκαλέσει πληγές που μόνο η απόσταση
από ό,τι αγαπά μπορεί να επουλώσει. Και του Λάμπρου, που για τη
μάνα του και τους ανθρώπους που τον αγαπούν έχει περισσότερα, όχι
λιγότερα από τους άλλους. Έχει μια όμορφη καρδιά που χωρά όλα τα
πλάσματα, αλλά ένα μυαλό που δεν κατανοεί τα πάρε δώσε αυτού του
κόσμου.

.

Αποσπάσματα 

Ένας εφιάλτης τάραξε την ψυχή του

Τα δίδυμα έμοιαζαν σαν δυο σταγόνες νερό. Μόνο που ο Νικόλας, που γεννήθηκε δεύτερος, λες και οι λίγες ώρες που έμεινε παραπάνω στην κοιλιά της μάνας του τον έθρεψαν, ήταν λίγο πιο ψηλός, πιο γεροδεμένος. Ο Αρσένης πάλι, επειδή στερήθηκε για κάποιες ώρες τη συντροφιά του αδερφού του, μέχρι αυτός να βγει από την κοιλιά της μάνας του και να ξανασμίξει με την αδελφή ψυχή, ήταν λιγομίλητος, λιγότερο κοινωνικός. Προτιμούσε να ακούει τους άλλους να μιλάνε. Δεν ήταν η ψυχή της παρέας. Μέχρι τα δώδεκα τους χρόνια, ό,τι έκαναν το έκαναν μαζί. Τώρα όμως που τελείωσαν το δημοτικό, ήρθε η στιγμή που θα έπαιρναν διαφορετικό δρόμο. Αυτό τους τρόμαζε. Μέχρι τότε είχαν μάθει να λειτουργούν σαν μια ψυχή, ένα μυαλό σε δύο σώματα. Ο Νικόλας προτίμησε να μάθει τέχνη. Τον έστειλαν σ’ έναν επιπλοποιό, ξακουστό τεχνίτη, τον Νατάν. 0 Αρσένης έμεινε να δουλέψει στα χωράφια. Η αλήθεια είναι ότι δεν περίμενε ότι το δικό του αφεντικό, ο πατέρας του, θα αποδεικνυόταν σκληρότερο από κάποιον ξένο.

Ήταν δεν ήταν δεκατριών χρονών, όταν τον καιρό της σποράς πήγαινε μαζί με τον πατέρα του το πρωί στο χωράφι. Άνοιγε ο Μήτσος δυο αυλακιές, για να δείξει στο παιδί πώς να κάνει τη δουλειά και μετά το άφηνε μόνο του με το ζωντανό να την τελειώσει. Ο μικρός ήταν ικανό και προκομμένο παιδί. Είχε πείσμα και υπομονή. Μπορούσε να το εμπιστευτεί. Έμενε μόνος του ο Αρσένης. Δεν είχε ακόμα καλοξημερώσει και όπου έφτανε το μάτι του δεν έβλεπε άνθρωπο. Είχε όμως τη Σουλτάνα. Της μιλούσε συνέχεια. Της εκμυστηρευόταν όλη τη φουρτούνα της εφηβικής ψυχής. Δεν είχε πού αλλού να τα πει. Στα αδέλφια του ντρεπόταν και όσο για φίλους, αυτοί ήταν μόνο για πλάκες και για πειράγματα. Χάιδευε το σβέρκο της, την έζευε, της έδινε ένα φιλικό χτύπημα στη ράχη και ξεκινούσαν τη δουλειά. Μπροστά η Σουλτάνα, πίσω αυτός να δίνει παραγγέλματα και να της μιλά τρυφερά, όπως δε θα μιλούσε ούτε στη γυναίκα του αργότερα. Της μιλούσε για την αναστάτωση της ψυχής του κάθε φορά που συναντούσε την Ελένη, τη γειτονοπούλα, και αυτή με θράσος τον κοιτούσε ίσα στα μάτια, ενώ αυτός τα κατέβαζε, ψέλλιζε ένα ντροπαλό καλή μέρα και άλλαζε δρόμο. Της έλεγε για τα όνειρά του να κάνει μια δική του δουλειά. Να φύγει γρήγορα από το πατρικό σπίτι, που τόσο το αγαπούσε αλλά ήξερε ότι εκεί δε θα μπορούσε να ανοίξει τα φτερά του. Πάντα θα στεκόταν στη σκιά του πατέρα. Και άλλα πολλά της έλεγε, ανάλογα με τη διάθεση της ημέρας. Και αυτή τον άκουγε και τραβούσε τον δρόμο, όπως την καθοδηγούσε το παιδικό, αλλά σταθερό χέρι. Μόνο μια φορά η Σουλτάνα πείσμωσε. Δεν ακολουθούσε τις οδηγίες, αλλά σήκωσε δικό της μπαϊράκι. Το παιδί τότε χτύπησε το ζωντανό. Αυτό σαν να κεραυνοβολήθηκε, αφού δεν είχε συνηθίσει σε τέτοια συμπεριφορά, θύμωσε και πήρε σβάρνα το κάρο. Παραλίγο να πλακώσει και το παιδί. Όμως γρήγορα συνήλθαν και οι δυο. Αφού η Σουλτάνα έτρεξε λίγα μέτρα, κοντοστάθηκε. Ο Αρσένης πήγε δίπλα της, της αγκάλιασε τον λαιμό, της ξαναέβαλε το χαλινάρι, την έσπρωξε με ένα χάδι και ξεκίνησαν πάλι το όργωμα. Ο καυτός ήλιος, έριχνε κάθετα τις ακτίνες του. Βασάνιζε το παιδί και το άλογο. Ο ιδρώτας έλουζε το σβέρκο τους. Η ανάσα τους, κοφτή και λαχανιασμένη, μαρτυρούσε την εξουθένωση.

Όταν τελείωσε η δουλειά της ημέρας, έδεσε τη Σουλτάνα στον κορμό της γκορτσιάς, έδωσε το φαγητό στο ζωντανό και ξάπλωσε στον παχύ ίσκιο του δέντρου. Πήρε το προσφάι και βάλθηκε να μασουλά ανόρεχτα. Το μυαλό του δεν μπορούσε να ησυχάσει. Δεν ήταν αυτή η ζωή που λαχταρούσε η ψυχή του. Όμως πώς θα το έλεγε στον πατέρα του; Ξάπλωσε κάτω από τη σκιά του δέντρου και αφέθηκε. Ένας γλυκός ύπνος ήρθε να σφαλίσει τα κουρασμένα βλέφαρα, γρήγορα όμως ένας εφιάλτης τάραξε την ψυχή του. Έβλεπε πως φορούσε τα καλά του ρούχα. Ήταν περιποιημένος και βρισκόταν στη βάση μιας θεόρατης σκάλας. Ήθελε πολύ να την ανέβει, αν και τον τρόμαζε που δε φαινόταν το τέλος της. Ξεκίνησε και ανέβαινε, ανέβαινε, όμως κανείς άλλος δε φαινόταν στον ορίζοντα. Μόνο ο καταγάλανος ουρανός και ο λαμπερός ήλιος. Δεν ένιωθε κούραση, μόνο ανησυχία για το πού οδηγούσε η σκάλα. Κάποια στιγμή ξαφνικά, είδε πως δεν υπήρχε άλλο σκαλοπάτι. Αγνάντεψε τριγύρω. Δεν είδε παρά τον απέραντο ουρανό. Αγριεύτηκε. Κοίταξε προς τα κάτω. Τότε διαπίστωσε πόσο ψηλά είχε ανέβει. Μέχρι όσο έφτανε το μάτι του έβλεπε σκαλοπάτια. Δίπλα από τη σκάλα ανοιγόταν το έρεβος. Τον έπιασε πανικός, τον έλουσε κρύος ιδρώτας, ένιωσε να ξεραίνεται το σάλιο στο στόμα του και η καρδιά του να χτυπά δυνατά. Ξανακοίταξε γύρω του. Απόλυτη ερημιά. Το φως της μέρας έσβηνε. Έπρεπε να αρχίζει να κατηφορίζει, πριν το σκοτάδι πυκνώσει και δεν μπορεί να διακρίνει τα σκαλοπάτια. Μάζεψε όσο κουράγιο του είχε απομείνει. Δειλά έβαλε το πόδι, που έτρεμε από την αγωνία, στο πρώτο σκαλί. Θυμήθηκε όταν ήταν μικρός, τότε που μάθαινε τα πρώτα του βήματα. Τη μάνα να τον κρατά από το χέρι και να τον στηρίζει. Τη φαντάστηκε να του κρατά σταθερά το χέρι και πήρε κουράγιο. Κατέβαινε, χωρίς να κοιτά το βάραθρο δίπλα του.

Ξύπνησε ταραγμένος. Με τον ίσκιο του ονείρου ακόμη πάνω στα βλέφαρά, κοίταξε γύρω και είδε τη Σουλτάνα αμέριμνη. Είχε σουρουπώσει. Πήραν τον δρόμο του γυρισμού. Στο σπίτι θα μιλούσε στον πατέρα του. Το όνειρο του είχε δώσει τη δύναμη που χρειαζόταν.

Τον σεβόταν τον πατέρα του, τον φοβόταν; Δεν ήξερε ποιο από τα δυο ήταν πιο δυνατό. Αυτό που ήξερε ήταν ότι με όλη τη δύναμη της παιδικής ψυχής αποζητούσε την αποδοχή του. Δεν μπορούσε να δεχτεί την αδιαφορία. Γύριζε σπίτι με όλους τους μυς του κορμιού πιασμένους. Έβλεπε τη μάνα, που αντιλαμβανόταν την κούραση του παιδιού, αλλά κυρίως τη φουρτούνα που υπήρχε στην ψυχή, να σιωπά. Να περιμένει και αυτή έναν καλό λόγο από τον πατέρα. Αυτός ο λόγος όμως δεν ερχόταν. Και τότε ήταν που αυτός πείσμωνε ακόμη περισσότερο. Αυτό το πείσμα τον έκανε την επόμενη φορά να βγάλει περισσότερη και καλύτερη δουλειά. Αυτό το πείσμα γιγαντώθηκε μέσα του και
στάθηκε η αφορμή, ξεκινώντας σχεδόν από το τίποτα, να προκόψει στη ζωή του. Και ο πατέρας, άλλοτε ενδόμυχα, άλλοτε φανερά να καμαρώνει πως με τη στάση του τον άνδρωσε και σμίλεψε έναν χαρακτήρα αγωνιστή. Μόνο στο τέλος της ζωής του, αρνούνταν να παραδώσει την ψυχή του, αν προηγουμένως δεν αποχαιρετούσε τον γιο. Αν με το αδύναμο χέρι δεν του έστελνε το μήνυμα της αγάπης και της αποδοχής, που του είχε στερήσει.

.

Ήρθε η ώρα να ανοίξει τα φτερά του

Τα μαθηματικά είναι σαν το τρεχούμενο νερό. Έχουν μπόλικη δύσκολη θεωρία, η βασική λογική τους όμως είναι απλή και ξεκάθαρη. Όχι όπως οι ανθρώπινες σχέσεις, που |όσο και αν το παλεύεις για να καταλάβεις τη λογική τους, δεν τα καταφέρνεις. Και αυτό γιατί πολύ απλά δεν έχουν λογική. Στα μαθηματικά δε χρειάζεται παρά μόνο να είσαι εξασκημένος στην προσεκτική παρατήρηση, να μπορείς να συγκεντρώνεσαι απόλυτα και οι αριθμοί σιγά σιγά σου φανερώνουν τη λογική τους, που είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση. Τα μαθηματικά μπορούν να σου προσφέρουν σιγουριά και ασφάλεια όσο τίποτα και κανείς άλλος. Ξέρεις πού πατάς. Είναι αυτό που βλέπεις. Δεν υπάρχει κανένα μυστήριο, καμιά απάτη. Οι σχέσεις με τους άλλους κρύβουν πόνο και απογοήτευση. Στα μαθηματικά στηρίχτηκε ο Στέφανος, για να αντέξει την πίκρα που άφησε στο στόμα ο ξενιτεμός του Πέτρου. Όταν τον αποχαιρετούσε στον σταθμό, προσπαθούσε με νύχια και δόντια να κρατήσει τα δάκρυα που ανέβαιναν στα μάτια του. Αν μπορούσε τουλάχιστον να αφήσει τα συναισθήματα του να ξεχειλίσουν και να πει στον Πέτρο τι σημαίνει γι’ αυτόν, πως τώρα που θα έφευγε ο κόσμος θα του φαινόταν πιο μικρός, το φεγγάρι πιο χλωμό. Όμως στον σταθμό είχε πολύ κόσμο. Στα κλαδιά των δέντρων τιτίβιζαν αδιάφορα τα πουλιά και ο σκύλος ξαπλωμένος απολάμβανε τον μεσημεριανό ήλιο.

Μια αδιάφορη, αλλά σίγουρη φωνή ανακοίνωσε την αναχώρηση του τρένου. Ο Πέτρος αποσπάστηκε από την απελπισμένη αγκαλιά της μητέρας του και ανέβηκε στο τρένο. Ο ήχος που έκαναν οι πόρτες κλείνοντας και το τράνταγμα που ακολούθησε ο Στέφανος το ένιωσε ως μέσα στα σωθικά του. Αργά, αλλά σταθερά το τρένο άφησε πίσω του την αποβάθρα. Έμεινε εκεί να κοιτάζει, μέχρι που το τρένο χάθηκε από τα μάτια του. Τότε ένιωσε μια τέτοια απόγνωση, όπως νιώθει ένα μικρό παιδί που το αφήνουν μόνο σε άγνωστη γειτονιά.

Ευτυχώς όμως ο Στέφανος είχε τα μαθηματικά. Αφοσιώθηκε στα διαβάσματά του και στις εξετάσεις για το Πολυτεχνείο. Τα πήγε καλά στις εξετάσεις, αλλά όσο πλησίαζε η μέρα των αποτελεσμάτων τόσο η αμφιβολία του μεγάλωνε και η αγωνία του χτύπησε κόκκινο. Τη μέρα που ήταν να βγουν τα αποτελέσματα, όλη η οικογένεια μαζεύτηκε γύρω από το ραδιόφωνο από νωρίς το απόγευμα, αλλά μόνο στις δέκα το βράδυ άρχισε η ανακοίνωση των ονομάτων. Όταν τέλειωσαν τα ονόματα των επιτυχόντων στη Νομική και στην Ιατρική και ήρθε η σειρά των Πολυτεχνείων, άκουγε τους χτύπους της καρδιάς του, όχι μόνο αυτός αλλά και οι γονείς του, ακόμα και η γιαγιά του, που τώρα τελευταία βαριάκουγε. Όμως δε χρειάστηκε να περιμένει πολύ, αφού η βαθμολογία του ήταν τόσο υψηλή, που το όνομά του ακούστηκε από τα πρώτα. Είχε ακουστεί πεντακάθαρα. Δε χωρούσε καμία αμφιβολία. Πρώτος ο πατέρας του του έσφιξε το χέρι, τον χτύπησε στην πλάτη και με φωνή, που προσπαθούσε να κρατήσει σταθερή από τη συγκίνηση, του έδωσε συγχαρητήρια. Η μητέρα του, με γέλια πνιγμένα στα δάκρυα, τον έσφιξε στην αγκαλιά της και δεν έλεγε να τον αφήσει. Η κυρά Λένη πλησίασε κι αυτή και αφού του κρέμασε έναν σταυρό στον λαιμό του, του είπε πως ήταν του παππού του που δε γνώρισε και που τώρα θα καμάρωνε για τον εγγονό του, που είχε πάρει και το όνομά του. Περίμενε αυτή τη μέρα, για να του τον δώσει, να τον φυλάει τώρα που θα φύγει από κοντά τους. Ο Στέφανος θέλησε να την καθησυχάσει πως μόνο μια ώρα με το τρένο είναι η απόσταση για τη Θεσσαλονίκη, αλλά η κυρά Λένη, προσπαθώντας να ισορροπήσει τη χαρά της και τη στεναχώρια της, μόνο τον κοιτούσε στα μάτια και τον χάιδευε. Όσο για τον ίδιο τον Στέφανο, τα είχε εντελώς χαμένα. Ένιωθε μια θλίψη στην καρδιά και ταυτόχρονα μια γαλήνη και ανακούφιση.

Από τη μικρή κοινωνία του χωριού που τον καταπίεζε, που του στερούσε τον αέρα που χρειαζόταν για να αναπνεύσει ελεύθερα, θα βρισκόταν στη μεγάλη πόλη, αλλά και μακριά από την αγάπη και τον προστατευτικό ιστό των δικών του ανθρώπων. Όμως ήθελε να ξεφύγει, να ανοίξει τα φτερά του. Λαχταρούσε να βρεθεί στα πανεπιστημιακά έδρανα, να ακούσει τις διαλέξεις καθηγητών, που θα του άνοιγαν νέους ορίζοντες και θα τον προκαλούσαν να αναμετρηθεί με τον εαυτό του. Είχε ανάγκη να γνωρίσει νέους φίλους και παρέες. Όσο και αν αγαπούσε τους παιδικούς του φίλους, η προοπτική νέων ανθρώπων που θα μοιράζονταν τις ίδιες ανησυχίες, τα ίδια ενδιαφέροντα τον έκανε να προσμένει με αγωνία τη μέρα που θα πήγαινε να κάνει την εγγραφή του ως πρωτοετής. Φρόντισε να προετοιμάσει και την εμφάνισή του για τη νέα του ζωή. Ο πατέρας του δεν του είπε κουβέντα, που τόσους μήνες τώρα δεν πήγε στον κουρέα και που άφησε ένα απαλό γενάκι να καλύψει τα τρυφερά του
μάγουλα.

.

Του είχαν κλέψει τα όνειρα

Ο Μήτσος χρειάστηκε χρόνο να βρει τη θέση του στον νέο χώρο. Καθισμένος σχεδόν όλη τη μέρα στον καναπέ, με ένα μαξιλάρι πίσω από την πλάτη και το βλέμμα στραμμένο στο παράθυρο μέχρι να βραδιάσει, περνούσε τις μέρες του κακόκεφος, ανόρεχτος.

Στα αδυνατισμένα μάγουλα και στο πηγούνι φύτρωναν άσπρα γένια, δυο ημερών, μπορεί και παραπάνω. Αυτός που κάθε πρωί ξυριζόταν και τα μάγουλά του μοσχομύριζαν κολόνια με άρωμα λεμόνι. Τα μάτια του είχαν βυθιστεί στις κόγχες τους. Έμενε αμίλητος σ’ όλη τη διάρκεια της μέρας και στις προσπάθειες, που έκανε η Ακριβή να τον ξαναβάλει στο παιχνίδι της ζωής, απαντούσε μονολεκτικά, ίσα ίσα να βγει από την υποχρέωση. Είχε κλειδαμπαρωθεί στον κόσμο του και προσπαθούσε να κρατηθεί απ’ ό,τι δεν του έκλεψαν ακόμα ο χρόνος και οι βίαιοι εισβολείς, που άλλαξαν μέσα σε μια νύχτα τη ζωή του. Όσο και αν προσπαθούσε να απωθήσει την εικόνα τους, αυτή επέμενε να παίρνει σχήμα και μορφή κάτω από τα κλειστά βλέφαρα. Τα χέρια τους να βιάζουν τον χώρο του, τα πόδια τους να τον μολύνουν. Την ανημπόρια του να προβάλλει κάποιας μορφής αντίσταση. 

Η αγωνία του κορυφωνόταν κυρίως την ώρα που πήγαινε για ύπνο. Κουλουριασμένος στο κρεβάτι, που δεν ήταν πια το δικό του, αυτό που τόσο καλά αγκάλιαζε το σώμα του τόσα χρόνια, σκεπασμένος μέχρι τον λαιμό περίμενε μάταια τον ύπνο να ’ρθει. Όμως αυτός ήταν ρηχός και λίγος, δεν τον ξεκούραζε. Πάντα κάτι τον ξυπνούσε. Ο ήχος των βημάτων από το σπίτι του Αρσένη, τα αυτοκίνητα από τον δρόμο, ένα σκυλί που γάβγιζε. Τότε, έμενε με τα μάτια κλειστά και κάποιες φορές ο ύπνος ξαναρχόταν, αλλά δε θυμόταν πια να βλέπει όνειρα. Οι ληστές του είχαν κλέψει τα όνειρα.

Ο Αρσένης, θορυβημένος από τη συνεχή επιδείνωση της κατάστασης του πατέρα του, τον έτρεξε σε γιατρούς. Η διάγνωση βγήκε και βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια σκληρή πραγματικότητα. Πάρκινσον. Ο Μήτσος πάλι, λες και επειδή απέκτησε όνομα η κατάστασή του, σαν να απελευθερώθηκε. Άρχισε να υπομένει με στωικότητα την έκπτωση των σωματικών του λειτουργιών.

Με έναν τρόπο αργό, αθόρυβο, σαν την ανεπαίσθητη, αλλά σταθερή περιστροφή της γης, τον εγκατέλειπαν οι δυνάμεις του. Αυτό που πρόδιδε την επέλαση της αρρώστιας ήταν ο ολοένα και πιο χαμηλός τόνος της φωνής. Σιγά σιγά και η άρθρωσή του ήταν όλο και λιγότερο σαφής. Το ίδιο
συνέβαινε και με την έννοια του χρόνου. Συχνά, δεν μπορούσε να θυμηθεί τι μέρα είναι και ολοένα και πιο συχνά τον έπαιρνε ο ύπνος σε ώρες, που λίγο καιρό πριν έκανε τις βόλτες του. Τώρα η μόνη έξοδος γινόταν στο σπίτι του Αρσένη αλλά κι αυτή ήταν πια άθλος. Μέρα με τη μέρα, δεν μπορούσε να ελέγξει το τρέμουλο των χεριών και των ποδιών. Υποβασταζόμενος έκανε τα λίγα βήματα, που ολοένα γίνονταν και πιο μικρά, για να καθίσει στο Κυριακάτικο τραπέζι με την υπόλοιπη οικογένεια. Η Ακριβή, που ήξερε τις προτιμήσεις του, τώρα υπολόγιζε τις δυνάμεις του και του ξεχώριζε εκείνη τη μερίδα που θα μπορούσε ευκολότερα να μασήσει και να καταπιεί. Μασούσε με την πείνα του ανθρώπου, που θέλει να μείνει ακόμα ζωντανός, να κρατηθεί με νύχια και δόντια από μια κατάσταση, που μόνο καταχρηστικά θα μπορούσε να πει κανείς ζωή. Έφτασε η μέρα που τα πόδια του Μήτσου αρνούνταν να τον υπακούσουν, καθώς οι μύες του γίνονταν ολοένα και πιο δύσκαμπτοι και όταν κατάφερνε να σηκωθεί, ήταν σαν να πάγωνε στη θέση του. Και ύστερα ήρθε ο εγκλεισμός. Με την επίγνωση ότι δεν πρόκειται να ξανασηκωθεί, απόμενε ολομόναχος το μεγαλύτερο μέρος της μέρας. Μπορεί
τα πόδια του να μην τον κρατούσαν πια, αλλά το μυαλό του δούλευε πυρετωδώς και τη μια στιγμή έκανε καταβύθιση στο παρελθόν και την άλλη αναλογιζόταν με τρόμο ότι έφτασε η στιγμή που θα εξαφανιστεί από προσώπου γης. Ο κόσμος θα συνέχιζε να γυρίζει, χωρίς να είναι και ο ίδιος
επιβάτης σ’ αυτό το ταξίδι. Το τέρμα που θα έφθανε, ο καθορισμένος προορισμός από τη γέννησή του, τώρα έμοιαζε να είναι στην επόμενη στροφή.

Μετά από πολύ καιρό, είδε ένα όνειρο. Βρέθηκε, λέει, σ’ ένα δωμάτιο κυκλικό. Άνετο, ευρύχωρο. Με το που μπήκε μέσα και έκανε κάποια βήματα, ανεπαίσθητα αλλά τελεσίδικα έκλεισε η πόρτα πίσω του. Γύρισε το κεφάλι, για να διαπιστώσει και με τα μάτια αυτό που του είπαν τα αυτιά του και συνέχισε να περπατά. Στους τοίχους υπήρχαν παράθυρα, αλλά και αυτά ήταν θεόκλειστα. Με αργό βήμα έκανε τον γύρο του δωματίου. Μια στενοχώρια άρχισε να πλακώνει το στήθος του. Σαν να του φάνηκε πως οι τοίχοι τον πλησίαζαν, ο χώρος στένευε, ο αέρας λιγόστευε. Σχεδόν τρέχοντας περιδιάβηκε ξανά το δωμάτιο, δοκιμάζοντας με πανικό, που ολοένα και μεγάλωνε, να ανοίξει την πόρτα. Τίποτα. Εγκατέλειψε την προσπάθεια και λουσμένος στον ιδρώτα κάθισε στο πάτωμα. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Προσπάθησε να κυριαρχήσει στον φόβο του, να σκεφτεί ψύχραιμα. Ήταν φυλακισμένος και κανείς δεν ήξερε πού βρισκόταν. Τραβήχτηκε προς τον τοίχο και ακούμπησε την πλάτη. Ξανακοίταξε γύρω του τον χώρο. Προσπάθησε να καταλάβει αν είχε ξαναβρεθεί εκεί. Θυμήθηκε τότε που τον
κυνηγούσαν οι αντάρτες και είχε κρυφτεί σ’ έναν στάβλο. Όμως τότε είχε συντροφιά τα ζώα και ήξερε ποιος ήταν ο εχθρός. Από ποιον έπρεπε να φυλαχτεί. Τώρα ήταν κατάμονος. Και φοβισμένος. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να ηρεμήσει. Το μυαλό του πήγε στους δικούς του ανθρώπους.
Πόσο θα ήθελε να ήταν δίπλα του!

Έμεινε ώρα σ’ αυτή τη θέση. Δεν μπορούσε να προσδιορίσει πόση. Όταν σηκώθηκε, ήταν ήρεμος. Κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Έπιασε απαλά το χερούλι και το γύρισε. Η πόρτα άνοιξε. Έβαλε το χέρι αντήλιο και αφού συνήθισε, άφησε το φως να χαϊδέψει το πρόσωπό του. Όταν βγήκε από
τον κόσμο του ονείρου και άνοιξε τα μάτια, αισθανόταν ακόμα το χάδι στο πρόσωπό του.

Όσο ο Μήτσος πάλευε με τους δαίμονές του στον ύπνο του, η Ακριβή πετάχτηκε στον Άγιο Αθανάσιο. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από την τελευταία φορά που είχε μπει μέσα στον μικρό ναό και μετά την πυρκαγιά, που είχε ξεσπάσει κάποια χρόνια πριν, είχε σχεδόν εγκαταλειφθεί. Τώρα όμως ένιωθε την ανάγκη να ανάψει ένα κεράκι, να βρεθεί μόνη της με τους αγίους και να γαληνέψει λίγο η ψυχή της, ζητώντας παρηγοριά. Έριξε στους ώμους της μια ζακέτα και πήρε τον ανήφορο. Τα λίγα μέτρα μέχρι να φτάσει στην είσοδο του ναού φούσκωσαν το στήθος της και έκαναν την καρδιά της να χτυπάει γρήγορα. Μπροστά στην είσοδο, κάτω από το μικρό αέτωμα, στάθηκε να πάρει μια ανάσα. Το εκκλησάκι, μικρό και ταπεινό, έστεκε εκεί ασάλευτο. Σήκωσε το βλέμμα και ένιωσε τη φθορά και την εγκατάλειψη να αγγίζουν την ψυχή της. Έσπρωξε με το χέρι την παραβιασμένη πόρτα και το τρίξιμο που άκουσε την έκανε να ανατριχιάσει σύγκορμη. Προχώρησε λίγα βήματα. Η μυρωδιά της κλεισούρας μπερδεύτηκε με τη γλυκιά μυρωδιά από το λιβάνι και το θυμίαμα και τυλιγμένη στη σιωπή, στάθηκε στη μέση σχεδόν του κυρίως ναού να παρατηρεί την καταστροφή, που είχε φέρει η πυρκαγιά. Οι ολόσωμες μορφές των αγίων στις παραστάδες ήταν μαυρισμένες από τον καπνό. Στους λασπόκτιστους τοίχους έχασκαν ρωγμές, που μαρτυρούσαν πως ο χρόνος δε σέβεται ούτε τα ιερά και τα άγια.

Πλησίασε στο ιερό βήμα και προσπάθησε να διακρίνει τις θλιμμένες μορφές. Η Παναγιά καθισμένη στον θρόνο της με τους αγγέλους στα πόδια της. Σήκωσε τα μάτια της, σαν μια κίνηση για να δεηθεί στη χάρη της, αλλά το βλέμμα της αντίκρισε την καμένη και αποσαθρωμένη ξύλινη στέγη. Στο κέντρο της ήταν έτοιμη να καταρρεύσει η ξυλόγλυπτη ροζέτα, από την οποία κρεμόταν το πολυκάνδηλο που κάποτε φώτιζε με τη γλυκιά θαλπωρή του τον μικρό ναό. Αισθάνθηκε τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν και έστρεψε τη ματιά της στα στασίδια των γυναικών. Ένα παχύ στρώμα σκόνης κάλυπτε όποιες επιφάνειες στέκονταν ακόμα όρθιες. Στηρίχθηκε για λίγο σ’ έναν πάγκο, μέχρι να νιώσει πως μπορεί να ξανασταθεί στα πόδια της και με την ψυχή της πιο συννεφιασμένη απ’ όταν ήρθε, κατηφόρισε με βαριά βήματα για το σπίτι. 

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΣΚΙΕΣ ΣΤΙΣ ΡΑΓΕΣ ΤΑ ΤΑΞΙΔΙΑ ΜΑΣ

ΓΕΩΡΓΙΑ ΜΑΚΡΟΓΙΩΡΓΟΥ

FRACTAL 22/9/2021

Ταξίδια του νου και της ψυχής

Το μυθιστόρημα της Τριάδας Εμμανουηλίδου Σκιές στις ράγες τα ταξίδια μας (εκδ. Ελκυστής, 2021) είναι γεμάτο ταξίδια του νου και της ψυχής. Κι εμείς, οι αναγνώστες-ταξιδιώτες, ανακαλύπτουμε τις σκιές πίσω από τα γεγονότα και κάνουμε συνειρμούς αναλογιζόμενοι τις δικές μας ζωές.

Στο μυθιστόρημα συναντάμε οικείους χαρακτήρες από τις γενιές που έζησαν την κατοχή και τον εμφύλιο και βίωσαν τη στέρηση. Όταν δυο πανέμορφοι κύκνοι σταματούν να ξαποστάσουν στην αυλή, μέσα στα χιόνια, η γυναίκα που αλμυρίζει το φαγητό με το δάκρυ της, τους σφάζει και τους μαγειρεύει, γιατί πεινάει η οικογένεια. Η κάθε αναγνώστρια και ο κάθε αναγνώστης θα σταθεί σε αυτό το φαινομενικά μικρό περιστατικό και σε τόσα άλλα φαινομενικά μικρά που με παραστατικό τρόπο περιγράφουν τις αντιφάσεις της ανθρώπινης μοίρας.

Στο αφήγημα χωράει όλος ο κόσμος. Άνθρωποι εγκλωβισμένοι μέσα στα στενά ντουβάρια των πρέπει , με την αποδοχή και την αγάπη δεμένη χειροπόδαρα, που αφήνουν τους δικούς τους στερημένους από αγάπη. Ή με τη «βαλβίδα εκτόνωσης θυμού» να αποσυμπιέζεται με φωνές και γκρίνια. Οι χαρακτήρες και οι τόποι περιγράφονται ποιητικά, διεγείροντας τις αισθήσεις: άνθρωποι «μ’ έναν ίσκιο του ονείρου ακόμα στα βλέφαρα», παιδιά με ζεστό βλέμμα που χαϊδεύει κι ένα χωριό που μυρίζει μοναξιά και καπνό.

Οι γυναικείες φιγούρες ζωντανεύουν μέσα από τρυφερές λεπτομέρειες, στους πολλαπλούς τους ρόλους. Μια μάνα που προσπαθεί να γεφυρώσει τα χάσματα, να αμβλύνει τις αντιθέσεις, θυσιάζεται για μια ισορροπία που ποτέ δεν έρχεται. Και παραμένει άυπνη για το τι θα μαγειρέψει την επόμενη, για τις δουλειές. Με απολογισμούς πεπραγμένων και εκκρεμοτήτων. Των όσων ειπώθηκαν και πόσα από αυτά δεν έπρεπε να ειπωθούν: «Και πάλι η σκέψη να πετάγεται στο αύριο και σ’ όσα αυτό μπορεί να φέρει. Ένα ατελεύτητο πηγαινέλα του μυαλού». Αντιπροσωπευτική γυναικεία μορφή είναι και η Στέλλα, που αφήνει στην άκρη τα όνειρά της κι όλο μικραίνει, συρρικνώνεται: «μίκραινε ο χώρος που της αναλογούσε. Ό,τι λαχταρούσε, φαγητό, ρούχο, μια έξοδο για σινεμά, το θυσίαζε, για να βολευτεί κάποια άλλη κατάσταση. Χάριζε τον εαυτό της. Ήθελε να είναι όλοι ευχαριστημένοι και στο τέλος ξεχνούσε τι ήθελε αυτή».

Μέσα στην τραγικότητα των καταστάσεων, υπάρχουν και οι αισιόδοξοι χαρακτήρες, που πιστεύουν ότι όλα τα προβλήματα έχουν τη λύση τους, σύμφωνα με τα μαθηματικά και άλλοι που σε πείσμα των καιρών ελπίζουν ότι ο διχασμός θα σταματήσει και τα τραύματα του εμφυλίου θα επουλωθούν, μιας και όλοι οι άνθρωποι ζούμε «κάτω από τον ίδιο ουρανό».

Οι πιο όμορφες συμβουλές αρθρώνονται μέσα από τα λόγια του εκπαιδευτικού. Λέει ο καθηγητής στο μαθητή: «…διαφύλαξε σαν κόρη οφθαλμού την ξεχωριστή προσωπικότητα και την ευαισθησία που σε διακρίνει. Φρόντισε να τα εμπιστευτείς σε ανθρώπους που θα τα εκτιμήσουν. Κοίτα να ταξιδέψεις, ν’ ανοίξεις τα φτερά σου, να ψάξεις για εμπειρίες που θα τινάξουν από πάνω σου τη σκόνη που κουβαλάς. Σου εύχομαι μια γεμάτη και ενδιαφέρουσα ζωή».

Κι ο έρωτας εμφανίζεται φλογερός, « …σαν την πεταλούδα που έλκεται από τη φωτιά». Κι όσο μουδιάζει το κορμί, δένεται κόμπος η γλώσσα. Ο ερωτευμένος στο αφήγημα, «ήθελε να βλέπει το πρόσωπό της, να αγγίζει το ρούχο της, να ανασαίνει τον αέρα που ανέπνεε και κείνη, να κοιμούνται αγκαλιασμένοι και να μπερδεύονται τα όνειρά τους». Και από κει και πέρα, τα σώματα να μιλούν μόνα τους.

Ο τρόπος εξιστόρησης της Τριάδας Εμμανουηλίδου, είναι σαν ταινία με καλοζυγιασμένη την πλοκή, που σου αφήνει χρόνο να αποστασιοποιηθείς, δεν σε μπουκώνει, σου δίνει τόπο για συνειρμούς και προσωπικές αναλύσεις.

Άλλοτε ο τόνος είναι ψυχογραφικός και μας αφήνει να διεισδύσουμε στα άδυτα των ανθρώπων, άλλοτε παίρνει μορφή παραμυθιού, που λένε οι γιαγιάδες στα εγγόνια με δράκους και τους καλούς να νικούν και άλλοτε παίρνει φιλοσοφική χροιά αναλύοντας στιγμιότυπα της ζωής, τότε και τώρα. Γιατί συνολικά, το μυθιστόρημα, ενώ αναφέρεται σε περασμένες εποχές, δεν παύει να είναι επίκαιρο, θέτοντας τα πανανθρώπινα ζητήματα ανεξαρτήτου εποχής, ή πολιτισμού, ή τόπου. Μιλάει για τον αγώνα της επιβίωσης, τον έρωτα, το θάνατο.

Διαβάζοντας, θα φανταστούμε τον Ύπνο και τον Θάνατο σαν δίδυμα αδέρφια και θα κάνουμε παραλληλισμούς με τον Σαίξπηρ, ή τις αρχαίες τραγωδίες, αλλά ταυτόχρονα θα ανασύρουμε μνήμες από κάτι σαββατόβραδα στην ελληνική περιφέρεια, που κάναμε βόλτα τρώγοντας σπόρια: «Τα σπόρια τελείωναν, όχι όμως και οι κουβέντες, τα γέλια, τα πειράγματα. Τυχαία ή εσκεμμένα αγγίγματα, συνωμοτικά, πυρετώδη βλέμματα και ξανά πάνω κάτω, ώσπου ξεψυχούσε το βράδυ του Σαββάτου και μαζευόταν στα σπίτια ο κόσμος, για να συνεχίσει στο όνειρο όσα ίσως δεν έγιναν στη ζωή. Και με αυτό το όνειρο ζωντανό γινόταν υποφερτή η εβδομάδα, μέχρι να έρθει πάλι το γεμάτο προσδοκίες βράδυ του Σαββάτου».

Στο βιβλίο της Τριάδας Εμμανουηλίδου, ενώ παρακολουθούμε την εξέλιξη των χαρακτήρων μέσα από παιχνίδια της μοίρας, βήμα βήμα καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι «οι χαμένες μάχες είναι στο παιχνίδι της ζωής», όσο ευσυνείδητα κι αν κάνουμε τη δουλειά μας, όσα όπλα και αν επιστρατεύουμε. Και στεκόμαστε δίπλα στην τραγική φιγούρα της μάνας που στην κηδεία του γιού της δεν σταματάει, «άλλοτε σχεδόν ψιθυριστά και άλλοτε με όση δύναμη της απόμεινε, να ρωτάει ένα ‘γιατί’ μπροστά στο κλειστό φέρετρο».

Ή και περιπλανιόμαστε στους δρόμους των απαγορευμένων σκέψεων που περπατούν με θράσος, χωρίς να ζητήσουν την άδειά μας και μας βασανίζουν με τις τύψεις κάθε φορά που προσπαθούμε να τις μαντρώσουμε. Κι απέχουμε ένα βήμα για την ευτυχία, κι όσο πλησιάζουμε, αυτή είναι πάντα ένα βήμα πιο μπροστά. Και περνούν τα χρόνια κι όσο γερνάμε άλλο τόσο ποθούμε να μείνουμε ζωντανοί. Και για να επιβιώσουμε κρατιόμαστε από θραύσματα της καθημερινότητας, μικρά και όμορφα, που πολλές φορές περνούν απαρατήρητα: από κάποια βήματα στο πεζοδρόμιο, ένα καροτσάκι, ένα ραδιόφωνο, από τη μυρωδιά των φρεσκοπλυμένων, απλωμένων σεντονιών στην ταράτσα. Ή από τις μνήμες της παιδικής ηλικίας, σαν τότε που πηγαίναμε στην Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης φορώντας τα καλά μας.

Λίγο πριν το τέλος, στο βιβλίο εμφανίζεται το ανικανοποίητο που μας γνέφει από τη γωνία και χαμογελάει ειρωνικά. Με όλα τα καταπιεσμένα, τα πνιχτά, να βγαίνουν στο φως. Όμως πάνω απ’ όλα είναι η προσέγγιση, το μοίρασμα, οι ανθρώπινες σχέσεις. Οι τόσο εύκολες και τόσο δύσκολες συνάμα. Και ο κύκλος της ζωής σε αέναη τροχιά.

.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗ ΣΤΕΛΛΑ ΠΕΤΡΙΔΟΥ

TEXNESONLINE.GR 7/6/2021

Κυρία Εμμανουηλίδου, η απόφασή σας να ασχοληθείτε με τη συγγραφή αποτελεί στην ουσία μια προσπάθεια γνωριμίας με τον εαυτό σας;

Η αλήθεια είναι πως όταν ξεκίνησα αυτό το εγχείρημα πριν τρία χρόνια στην ουσία ήθελα να ικανοποιήσω ένα όνειρο που είχα από παιδί. Από τότε που μαθήτρια δημοτικού ανακάλυψα τον κόσμο των βιβλίων και υποσχέθηκα στον εαυτό μου να γράψω και εγώ ένα βιβλίο. Κάπου στην πορεία έχασα αυτόν τον δρόμο, αλλά ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να γίνει πράξη αυτό το όνειρο. Μέσα από τη διαδικασία της συγγραφής, που ήταν επίπονη και ταυτόχρονα λυτρωτική ήρθαν στην επιφάνεια πράγματα για μένα, που δεν είχα συνειδητοποιήσει. Έτσι, ήρθα πιο κοντά με τον ίδιο μου τον εαυτό, γνώρισα πλευρές που ήταν βαθιά θαμμένες μέσα μου. Τελικά, αυτός είναι ίσως και ο βασικός σκοπός της τέχνης: μας βοηθά να μάθουμε ένα κομμάτι του εαυτού μας. Αυτό που κουβαλάμε βαθιά μέσα μας και μπορούμε να μοιραστούμε με κάποιους άλλους ανθρώπους.

Εκ του αποτελέσματος και κρατώντας πια τυπωμένο το μυθιστόρημά σας στα χέρια σας, πώς θα συστήνατε τον εαυτό σας στο αναγνωστικό κοινό;

Δύσκολη ερώτηση. Ποια είμαι; Ποια θέλω να φαίνομαι ότι είμαι; Το ψάχνω. Εναγωνίως. Ίσως το επόμενο βιβλίο με βοηθήσει «εδώ στου δρόμου τα μισά», όπως λέει και ο Ελύτης, να βρω αυτά που αγαπώ και να ακολουθήσω τον δρόμο που θα με φέρει πιο κοντά σε ότι πραγματικά μου ταιριάζει. Να δώσω ίσως κάποιες απαντήσεις στα πολλά ερωτήματα που με βασανίζουν. Πάντως αν θα σύστηνα τον εαυτό μου σε κάποιον, το γνώρισμα που θεωρώ ότι με διακρίνει και φαίνεται και σε όλες τις πτυχές της προσωπικότητάς μου είναι αυτό του δασκάλου. Αγαπώ τη δουλειά μου και το σχολείο και δεν μπορώ να με φανταστώ χωρίς αυτήν την ταυτότητα.

Θεωρείτε ότι ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται την ανάγκη του γράφοντος να ικανοποιήσει πρωτίστως τις προσωπικές του ανάγκες αναζήτησης σκοτεινών σημείων του εαυτού του κι έπειτα τις αναγνωστικές απαιτήσεις εκείνου που είναι τελικά και ο αποδέκτης του έργου;

Όταν έκανα μια πρώτη επιμέλεια του έργου μου, μπήκα στον πειρασμό να σκεφτώ πιθανές αντιδράσεις συγκεκριμένων αναγνωστών, των γονιών, των φίλων, των συναδέλφων, και να αναρωτηθώ αν θα ικανοποιούσα τις απαιτήσεις τους. Αμέσως όμως έδιωξα αυτές τις σκέψεις. Μόνο να σε περιορίσουν μπορούν.

Τι μπορεί να αποτελέσει έμπνευση για εσάς;

Η ίδια η πραγματικότητα αλλά μεταμφιεσμένη, ωραιοποιημένη ή και στην χειρότερη εκδοχή της. Φτάνει να είσαι σε εγρήγορση και να παρατηρείς προσεκτικά. Ένα αστικό τοπίο, μια όμορφη εικόνα στη φύση, έναν ενδιαφέροντα χαρακτήρα και τις συνήθειες ή τις κινήσεις του σε μια ταινία. Όλα αυτά μετασχηματισμένα μπορούν να αποτελέσουν έναυσμα και υλικό για ένα βιβλίο. Να προσθέσω εδώ τον καταλυτικό ρόλο που παίζει για μένα η μουσική. Με ηρεμεί, με ταξιδεύει και συχνά στίχοι τραγουδιών αποτελούν πηγή έμπνευσης.

Ποια πιστεύετε πως είναι η συνταγή για τη συγγραφή ενός καλού βιβλίου; Η ικανότητα γραφής του συγγραφέα, η φαντασία του ή η σκληρή δουλειά του;

Όλα όσα αναφέρετε είναι πολύ σημαντικά. Καταρχάς το να γράφει κανείς αβίαστα, ο λόγος του να ρέει με φυσικότητα, χωρίς να φαίνονται οι ραφές της αφήγησης. Έπειτα να γράφει σαν να είναι παιδί μπροστά σε ένα καινούριο παιχνίδι, να ανακαλύπτει καινούργια πράγματα κάθε μέρα.

Να φαντάζεται όνειρα και εφιάλτες, καταστροφές και δημιουργίες, θανάτους αγαπημένων προσώπων και γεννήσεις μικρών παιδιών, την αγάπη του αφοσιωμένου σκύλου… Όμως τίποτα δεν γίνεται χωρίς σκληρή δουλειά και πολλή καρδιά.

Δέχεστε επιρροές από άλλους αγαπημένους σας συγγραφείς;

Διαβάζω, όπως σας είπα, από μικρό παιδί. Υπάρχουν βιβλία που με κούρασαν αλλά και αυτά κάτι μου άφησαν, αλλά υπάρχουν και βιβλία που τα λάτρεψα. Μέσα στο πλήθος των ερεθισμάτων που δέχτηκα, μάλλον με τη βοήθεια του ενστίκτου, κάθε φορά επέλεγα εκείνα που χρειαζόμουν τη δεδομένη στιγμή. Πρόκειται ουσιαστικά για μια συγκλονιστική διαδικασία που γίνεται χωρίς να το αντιλαμβάνεσαι. Βιβλία αγαπημένων συγγραφέων, διηγήσεις από αγαπημένους ανθρώπους, στιγμές όλα αυτά συμβάλλουν ασυνείδητα και αυτό είναι το μαγικό.

Γιατί επιλέξατε να ασχοληθείτε με το μυθιστόρημα κι όχι με κάποιο άλλο λογοτεχνικό είδος;

Γενικά μου ταιριάζει σαν ιδιοσυγκρασία ο πεζός λόγος. Αγαπώ την ποίηση, διαβάζω ποίηση και συχνά ζηλεύω, φθονώ θα έλεγα, κάποιους ποιητές που με λίγους στίχους έχουν πει όσα σκέφτομαι και νιώθω. Και θεωρώ ότι ξεχωρίζω εκείνα τα μυθιστορήματα που σε κάποιο σημείο διαβάζεις μια φράση που έχει το μεγαλείο και τη λιτότητα, τη δωρικότητα της ποίησης. Όμως το μυθιστόρημα είναι αυτό που μου επιτρέπει να ξεδιπλώσω τη σκέψη μου.

Πρόσφατα κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά σας με τίτλο «Σκιές στις ράγες τα ταξίδια μας», από τις εκδόσεις «Ελκυστής». Ένα ασπρόμαυρο εξώφυλλο το κοσμεί και μια πολύ ενδιαφέρουσα και συγκινητική ιστορία το καθιστά άκρως ελκυστικό, μια γεύση της οποίας μπορεί να λάβει ο αναγνώστης διαβάζοντάς το οπισθόφυλλό του. Είναι εμπνευσμένη η ιστορία σας από αληθινά γεγονότα;

Η γιαγιά μου, που ήταν καταπληκτική αφηγήτρια, πριν πεθάνει μου κληροδότησε, γραμμένη στις πίσω σελίδες ενός συνταγολογίου του ΟΓΑ την ιστορία της ζωής της. Αυτός υπήρξε ο καμβάς. Από εκεί και πέρα όμως πολλά από όσα γράφω είναι επινοημένα γεγονότα.

Πείτε μας λίγα περισσότερα πράγματα για την υπόθεσή της.

Καταρχάς η Ακριβή, η κεντρική ηρωίδα είναι η γιαγιά μου. Αυτή μου κληροδότησε και το όνομα Τριάδα που στους ανθρώπους του τόπου μου είναι συνηθισμένο. Όμως το να γράφω χρησιμοποιώντας αυτό το όνομα μου κλωτσούσε, δεν με άφηνε ελεύθερη. Επέλεξα, λοιπόν, ένα πρωτότυπο πάλι όνομα με συνυποδηλώσεις: Ακριβή. Μοναδική. Όλως παραδόξως το ίδιο ακριβώς συνέβη και με το όνομα του πατέρα μου. Όσον αφορά τους άλλους ήρωες, θα πω μόνο πως στοιχεία της πραγματικότητας υπάρχουν σε όλους άλλο τόσο όμως είναι και πλάσματα της φαντασίας και ενώ όταν ξεκίνησα δεν ήταν πλήρως διαμορφωμένοι κάποιοι από αυτούς στην πορεία σχεδόν αυτονομήθηκαν και αυτοί με οδήγησαν. Και τους αγάπησα πολύ.

Γιατί επιλέξατε αυτή την σκοτεινή και θλιβερή περίοδο του προηγούμενου αιώνα για να αναπτύξετε την ιστορία σας; Θεωρείτε ότι η θεματική της σε συνδυασμό με τα γεγονότα του πολέμου ανταποκρίνονται στα ενδιαφέροντα του αναγνωστικού κοινού της σημερινής εποχής;

Δύσκολο να το απαντήσω εγώ αυτό. Όσον αφορά τη νέα γενιά ξέρω πολύ καλά από την εμπειρία μου, διδάσκω λογοτεχνία σε μαθητές Γυμνασίου, ότι δυστυχώς δεν επιλέγουν το διάβασμα ως τρόπο ψυχαγωγίας. Το μάθημα της λογοτεχνίας είναι γι’ αυτούς βασανιστήριο. Βέβαια εδώ, αν ψάξει κανείς θα βρει πολλά που φταίνε. Έπειτα, θα πω και εγώ το χιλιοειπωμένο. Δεν έχει σημασία τόσο το τι λέει κανείς αλλά πώς το λέει. Αν καταφέρει να αγγίξει τον αναγνώστη, ακόμα και αν το θέμα του ανήκει σε άλλη εποχή. Θυμάμαι πως όταν η γιαγιά μου ξεκινούσε να αφηγείται περιστατικά από το μακρινό εκείνο παρελθόν όσοι ήμασταν γύρω της την ακούγαμε εκστασιασμένοι. Να πω, βέβαια, πως τον απόηχο του πολέμου τον συναντά ο αναγνώστης μόνο στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου και σε λίγες μόνο σελίδες.

Πού ακριβώς στοχεύετε ως συγγραφέας μέσω του βιβλίου σας, στην ψυχαγωγία, στον προβληματισμό, στη διαπαιδαγώγηση του αναγνώστη ή σε κάτι άλλο;

Το γράψιμο για μένα είναι μια εσωτερική αναζήτηση. Προσπαθείς μέσω αυτής της διαδικασίας να καταλάβεις τι συμβαίνει μέσα σου, γύρω σου και γράφεις για να μην τρελαθείς. Αυτή η διαδικασία στοχασμού και εσωτερικής αναζήτησης γίνεται σιγά, βασανιστικά μέχρι τη στιγμή που είναι όλα έτοιμα, όλα βρίσκουν πια το νόημά τους. Τώρα αν καταφέρω να ψυχαγωγήσω τους αναγνώστες ή να τους προβληματίσω έχει καλώς.

Υπάρχει κάποιο από τα πρόσωπα του βιβλίου σας στο οποίο καθρεφτίζονται εμφανώς στοιχεία του εαυτού και της προσωπικότητας σας;

Ψήγματα του δικού μου κόσμου υπάρχουν σε όλους τους ήρωες, όμως κανένας χαρακτήρας δεν προκύπτει από ένα μόνο πρόσωπο. Συνήθως είναι μια μίξη από διάφορα πρόσωπα.

Το βιβλίο σας απευθύνεται αποκλειστικά σε ενήλικες ή μπορεί να αποτελέσει ανάγνωσμα και για το εφηβικό κοινό;

Το βιβλίο παρακολουθεί τους ήρωες από τα παιδικά τους χρόνια, εστιάζει στα δύσκολα χρόνια της εφηβείας και τους βλέπει να ανδρώνονται και να κατακτούν τη ζωή ή αυτή να τους συντρίβει. Τώρα αν κάποια θέματα όπως η αναζήτηση σεξουαλικής ταυτότητας ή η προσπάθεια κάποιος να επιτύχει, να βρει το δρόμο του μπορεί να συγκινήσει και κάποιον έφηβο, ακόμα καλύτερα.

Το βιβλίο σας όπως είπαμε κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ελκυστής». Είστε ευχαριστημένη από τη συνεργασία σας με το εκδοτικό σας σπίτι; Θεωρείτε πως ένας καλός εκδοτικός οίκος συμβάλει σημαντικά για την καλύτερη και επιτυχέστερη προώθηση ενός βιβλίου;

Γνώριζα φυσικά την ύπαρξή του «Ελκυστή» αλλά για να πω την αλήθεια δεν είχε πέσει στα χέρια μου κάποια έκδοσή του. ¨Έτσι νόμιζα τουλάχιστον. Όταν μου έστειλε την πρόταση συνεργασίας και μπήκα στην σελίδα του είδα ότι ένας γνωστός μου έχει εκδώσει εκεί το βιβλίο του. Οι πληροφορίες που πήρα με έκαναν να εμπιστευτώ εκεί το έργο μου. Η μέχρι τώρα συνεργασία με τον κ. Τριαντόγλου είναι άψογη. Έχει ανταποκριθεί με τον καλύτερο τρόπο σε όλα όσα προέβλεπε το συμβόλαιο. Επιπλέον, αισθάνομαι μέλος μιας οικογένειας, ότι με νοιάζονται, με προσέχουν και ότι θα κάνουν το καλύτερο για την προώθηση και την επιτυχημένη πορεία του βιβλίου μου.

Σχεδιάζετε κάποια παρουσίαση του βιβλίου σας το προσεχές μέλλον;

Ναι, αρχές Σεπτέμβρη σκέφτομαι να κάνω την παρουσίαση. Σε έναν χώρο καινούργιο, που τον κρατάω για έκπληξη και με ομιλητές αγαπημένους φίλους, καταξιωμένους στον λογοτεχνικό χώρο.

Πού μπορεί κάποιος να βρει το βιβλίο σας;

Στα ενημερωμένα βιβλιοπωλεία, από τον «Ελκυστή» στην Αρριανού 15 και βέβαια είναι διαθέσιμο και στο ηλεκτρονικό κατάστημα του «Ελκυστή».

Πριν κλείσουμε τη συζήτηση θα ήθελα να μας διαβάσετε ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο σας.

Πολύ ευχαρίστως.

Γύρισε στο καθιστικό και πήρε το ραδιόφωνο μαζί του. Στο τέλος της σκάλας βγήκε έξω στη μικρή τσιμεντένια ταράτσα. Ήταν σκοτεινά και σιωπηλά. Η ζέστη που είχε εγκλωβιστεί στο διαμέρισμα του είχε ναρκώσει τις αισθήσεις. Έβγαλε το ιδρωμένο μπλουζάκι, το άφησε να πέσει κάτω. Όλα ήταν αναμμένα. Τα τσιμέντα, το μέταλλο στα κάγκελα, η ίδια η γη. Περιέφερε το βλέμμα του στη γειτονιά. Πολλά σπίτια ήταν σκοτεινά. Όσο περνούσε η ώρα, έπεφτε μια σπάνια σιγή πάνω από την πόλη. Καθισμένος στο πεζουλάκι σκεφτόταν πως ως τότε δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι η ζωή μπορούσε να είναι τόσο οδυνηρή. Μέσα σε λίγες μέρες του έδειξε το πιο σκληρό της πρόσωπο και κανείς δεν τον είχε προετοιμάσει να το αντιμετωπίσει. Τρόμαξε με το ενδεχόμενο ότι θα έπρεπε να ζήσει τη ζωή του μέσα σε ένα λαγούμι. Σηκώθηκε και πλησίασε στην άκρη της ταράτσας. Βρισκόταν πέντε ορόφους ψηλά και, όταν κοίταξε κάτω το κενό, ζαλίστηκε. Το βλέμμα του όμως μαγνητίστηκε. Ένα βήμα τον χώριζε από το κενό, τις ενοχές, τη θλίψη, τις αγωνίες, τα προβλήματα. Ένα βήμα. Το στόμα του στράβωσε. Κοντοστάθηκε με το χέρι στην κουπαστή. Η εσωτερική αναταραχή, η αγωνία τον ακινητοποίησε. Η τακτοποιημένη ζωή του, τα καλομελετημένα σχέδια του για το μέλλον γκρεμίστηκαν με το θάνατο του πατέρα του. Αυτόν τον κόμπο στην καρδιά λαχταρούσε να τον χαλαρώσει. Ένα βήμα. Ένα μόνο βήμα και θα μπορούσε επιτέλους να νιώσει ελεύθερος.

Μια πνοή δροσιάς τον χάιδεψε στο πρόσωπο. Κοίταξε το φεγγάρι. Οι άνθρωποι έστειλαν άνθρωπο στο φεγγάρι. Κοίταξε το κενό κάτω. Άρχισε να διακρίνει ίχνη ζωής. Βήματα στο πεζοδρόμιο, ένα καροτσάκι με γάλατα, ένα ραδιόφωνο που μετέδιδε ειδήσεις. Η ίδια η ζωή που συνεχιζόταν. Έκανε δυο τρία βήματα προς τα πίσω τρομαγμένος. Έπεσε πάνω στα απλωμένα ρούχα που η νοικάρισσα της σοφίτας επέμενε να απλώνει εκεί. Άπλωσε τα χέρια του και άγγιξε τη δροσιά της αυγής πάνω στα απλωμένα σεντόνια. Δρόσισε το πρόσωπό του. Του έκανε καλό. Ρούχα πλυμένα, καθαρά, έτοιμα να αγκαλιάσουν γυμνά κορμιά. Πήρε από το σύρμα ένα καθαρό άσπρο μπλουζάκι και το φόρεσε. Ένιωσε σα να πετάει από πάνω του το βάρος. Τα μανταλάκια είχαν αφήσει κάτω από το στήθος σημάδια. Θα έστρωναν με τον καιρό.

Με αποφασιστικό βήμα κατέβηκε τις σκάλες και μπήκε στο δυαράκι του. Στο συρτάρι του κομοδίνου βρήκε το διαβατήριο. Αυτό που είχε βγάλει μαζί με τον πατέρα του για το ταξίδι που του είχε υποσχεθεί στην Ευρώπη. Έφτασε στο σταθμό την ώρα που ο ήλιος ανέτειλε. Τα χρήματά τού έφταναν ίσα ίσα για το εισιτήριο με προορισμό το Μόναχο. Στο πορτοφόλι του είχε πάντα τη διεύθυνση του Πέτρου. Ο πρωινός κουλουρτζής διαλαλούσε την πραμάτεια του. Η μυρωδιά από το φρέσκο κουλούρι τον χτύπησε στα ρουθούνια. Συνειδητοποίησε ότι είχε να φάει από το μεσημέρι της προηγούμενης, όταν με το ζόρι έβαλε δυο μπουκιές στο στόμα του για να γλιτώσει από τη γιαγιά του. Τώρα όμως πεινούσε σα λύκος. Αγόρασε ένα κουλούρι και το έφαγε με όρεξη περιμένοντας. Δεν πέρασε πολλή ώρα και άκουσε τον ηχηρό διακεκομμένο ήχο μιας ανακοίνωσης και ύστερα το φανάρι του τρένου τον έλουσε με το φως του. Ανέβηκε και ρίχτηκε στο κάθισμα. Το τρένο ξεκίνησε, ανέπτυξε ταχύτητα και σε λίγο έχασε από τα μάτια του τις σιλουέτες που περίμεναν στην πλατφόρμα. Άνοιξε το τζάμι να εισπνεύσει τον αέρα που άφηνε πίσω του οριστικά. Κοίταξε από το παράθυρο. Ήταν μια παλιά του συνήθεια. Όταν έφευγε του άρεσε να κοιτάζει το γνώριμο τοπίο να χάνεται. Καθώς το τρένο κυλούσε πάνω στις ράγες ο ορίζοντας άνοιγε προς μέρη που δεν είχε ξαναταξιδέψει. Στα χωράφια οι εργάτες δούλευαν χωρίς να σηκώνουν καν το κεφάλι στο πέρασμα του τρένου. Μόνο κάποια παιδιά, που μάλλον έπαιζαν παρά βοηθούσαν, σήκωναν και ανέμιζαν το καπέλο τους. Έφτασαν στον πρώτο σταθμό. Κατέβηκαν τρεις επιβάτες αλλά κανένας δεν επιβιβάστηκε.

Κυρία Εμμανουηλίδου, σας ευχαριστώ πολύ για την όμορφη συζήτηση και σας εύχομαι κάθε επιτυχία στο συγγραφικό και καλλιτεχνικό σας έργο.

Και εγώ σας ευχαριστώ!

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟ ΓΙΩΡΓΟ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ

AVATONPRESS.GR  11/7/2021

Συζητώντας με την Τριάδα Εμμανουηλίδου για το βιβλίο της «Σκιές στις ράγες τα ταξίδια μας»

Η Τριάδα Εμμανουηλίδου είναι εν ενεργεία φιλόλογος, έχει αποφοιτήσει από τη Φιλοσοφική Σχολή, το τμήμα των Νεοελληνικών Σπουδών και εδώ και λίγο καιρό κάνει τα πρώτα βήματά της σαν συγγραφέας. Όταν πριν μερικά χρόνια μου φανέρωσε την επιθυμία της για την συγγραφή ενός βιβλίου, στα πλαίσια μιας συζήτησης που είχαμε για εκπαιδευτικά προγράμματα εντυπωσιάστηκα.

Σήμερα το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο «Σκιές στις ράγες τα ταξίδια μας» από τις εκδόσεις Ελκυστής, βρίσκεται πλέον στα ράφια των βιβλιοπωλείων.

Με την Τριάδα, είχαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε για την νέα αυτή σελίδα που ανοίγεται στην ζωή της και εμείς στο avatonpress.gr την ευχαριστούμε γι’ αυτό.

1. Τριάδα, τι ήταν αυτό που σε ώθησε σε αυτή την προσπάθεια;

Από παιδί, από τότε που διάβασα το πρώτο βιβλίο λογοτεχνίας και άνοιξε μπροστά στα έκθαμβα παιδικά μάτια μου αυτός ο υπέροχος κόσμος που πλαταίνει τον ορίζοντα μας, ήξερα ότι ήθελα κάποια στιγμή να γράψω και εγώ ένα βιβλίο. Κάπου στην πορεία, όμως, έχασα αυτό τον δρόμο. Η γιαγιά μου, όσο ζούσε, με τη δύναμη της προφορικής αφήγησης καθήλωνε όσους την άκουγαν με τις ιστορίες που είχε να διηγηθεί. Για τους προγόνους της, τον τόπο καταγωγής της, την Ανατολική Ρωμυλία, τον πόλεμο, τα παιδιά της, τους γείτονες. Έκανα ένα μεγάλο λάθος. Απλά την άκουγα και τα κατέγραφα στο μυαλό και την καρδιά μου. Όμως η μνήμη προδίδει. Ευτυχώς, μου άφησε κληρονομιά γραμμένη στις πίσω σελίδες ενός συνταγολογίου του ΟΓΑ την ιστορία της ζωής της και αυτό στάθηκε η αφορμή να πιάσω το νήμα από την αρχή.

2.  Πως θα μπορούσε να συστήσει η Τριάδα το βιβλίο της στο κοινό που δεν τη γνωρίζει; Θα μπορούσαμε να πούμε ότι φέρνει κάτι καινούργιο;

Το βιβλίο «Σκιές στις ράγες τα ταξίδια μας» σε ένα βαθμό στηρίζεται σε αυτές τις ιστορίες. Όταν όμως άρχισα να γράφω και να παίρνουν σάρκα και οστά οι ήρωες, πολλά στοιχεία της πραγματικότητας μπολιάστηκαν με τον μύθο και αυτό ήταν που με απελευθέρωσε κιόλας. Όσον αφορά την υπόθεση, πρόκειται για πρόσωπα απλά, καθημερινά που όλοι νομίζω τα αισθανόμαστε οικεία και ίσως γι’ αυτό μπορεί κάποιος να ταυτιστεί μαζί τους. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που παρακολουθεί τους ήρωες από τα παιδικά τους χρόνια, εστιάζει στα δύσκολα χρόνια της εφηβείας και τους βλέπει να ανδρώνονται και να κατακτούν τη ζωή ή αυτή να τους συντρίβει. Όσον αφορά την τεχνική, κυριαρχεί το γ’ πρόσωπο, που μου έδινε την απόσταση που χρειαζόμουν, αλλά όταν η ηρωίδα, δηλαδή η γιαγιά μου, κάνοντας μια αναδρομή φέρνει μπροστά της το οδυνηρό παρελθόν, εκεί βάζω α΄πρόσωπο, γιατί ήταν σα να έχω απέναντί μου τη γιαγιά να τα θυμάται όλα αυτά και να τα αφηγείται. Γίνεται χρήση και άλλων αφηγηματικών τεχνικών, όπως η προοικονομία, όμως τίποτα από ΄όλα αυτά δεν είναι καινούριο. Όλα είναι δοκιμασμένα από τον μεγαλύτερο τεχνίτη όλων των εποχών, τον Όμηρο.

3. Σε έχει επηρεάσει κάποια άλλη τέχνη (κινηματογράφος, μουσική) στη συγγραφή του βιβλίου;

Κάποιος που γράφει πρέπει να έχει σε εγρήγορση όλες τις αισθήσεις. Οι μυρωδιές, οι ήχοι, ένα άγγιγμα, όλα μπορούν να δώσουν υλικό. Πολύ περισσότερο οι τέχνες που ανέφερες. Ο κινηματογράφος λέει και αυτός ιστορίες. Από τη στιγμή που ξεκίνησα να γράφω έπιασα τον εαυτό μου να παρατηρεί πιο προσεκτικά πώς λέγονται αυτές οι ιστορίες και να παίρνω ιδέες. Όσον αφορά τη μουσική , αυτή με συνόδευσε σε όλες τις φάσεις της συγγραφής. Ήθελα πάντα να ακούω κάτι την ώρα που έγραφα. Πειραματίστηκα με διάφορα. Αυτό που ταίριαξε γάντι με τη διάθεσή μου και συχνά με ενέπνεε ήταν ο αγαπημένος Μ. Χατζηδάκις.

4.  Θέλω να πιστεύω ότι ο δρόμος προς την έκδοση του βιβλίου σου δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση. Πως θα περιέγραφες αυτό τον δρόμο;

Αυτός ο δρόμος ήξερα ότι ήταν δύσβατος. Υπάρχει πληθώρα τίτλων και δυστυχώς ολοένα και συρρικνώνεται το αναγνωστικό κοινό. Η πανδημία ήρθε να επιδεινώσει τα πράγματα. Ίσως μόνο το παιδικό βιβλίο να γνώρισε κάποια άνθηση. Όταν, λοιπόν, αρχές του χρόνου έστειλα το έργο μου σε κάποιους εκδοτικούς λιγότερο ή περισσότερο γνωστούς, κρατούσα μικρό καλάθι. Στάθηκα όμως τυχερή. Μέσα σε τρεις μόνο εβδομάδες είχα απάντηση από τον «Ελκυστή», έναν καινούριο σχετικά εκδοτικό της πόλης μας. Οι πληροφορίες που πήρα αλλά και η προσωπική επαφή με τον Αχιλλέα Τριαντόγλου με έκαναν να εμπιστευτώ το βιβλίο μου στον συγκεκριμένο εκδοτικό. Προς το παρόν είμαι πολύ ευχαριστημένη.

5. Τι πραγματεύεται το μυθιστόρημα σου; Πού βρίσκεται η Τριάδα μέσα σε αυτό το μυθιστόρημα, μέσα σε αυτό το βιβλίο;

Σε γενικές γραμμές η υπόθεση είναι η εξής: Η Ακριβή και ο Μήτσος, ένα συνηθισμένο ζευγάρι της επαρχίας, ξεκινάνε την κοινή τους πορεία μέσα στη δίνη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Στο λυκόφως της ζωής τους πέφτουν θύματα ληστείας. Η Ακριβή, δεμένη και φιμωμένη, με τον φόβο για την τύχη του συντρόφου της να την παραλύει, ξεκινά ένα ταξίδι στο παρελθόν στη διάρκεια του οποίου κάνει έναν απολογισμό της δικής της ζωής και ξεδιπλώνει τη ζωή των τριών ηρώων. Του γιου της Αρσένη, που έχει βάλει σκοπό να προκόψει και να ξεπεράσει τις δυσκολίες που ορθώνονται μπροστά του. Του Στέφανου ενός παιδιού, που κάθε γονιός θα λαχταρούσε, κάθε εκπαιδευτικός θα ήθελε για μαθητή του, αλλά που τα μυστικά που έχει κρυμμένα του έχουν προκαλέσει πληγές που μόνο η απόσταση από ότι αγαπά μπορεί να επουλώσει. Και του Λάμπρου, που για τη μάνα του και τους ανθρώπους που τον αγαπούν έχει περισσότερα, όχι λιγότερα από τους άλλους. Έχει μια όμορφη καρδιά που χωρά όλα τα πλάσματα, αλλά ένα μυαλό που δεν κατανοεί τα πάρε δώσε αυτού του κόσμου.

Σε όλους τους ήρωες, ακόμα και εκεί που δεν το περιμένει κανείς που ξέρει πρόσωπα και πράγματα υπάρχουν ψήγματα του δικού μου ψυχισμού. Αγωνίες, σκέψεις, ιδανικά, φόβοι, όνειρα που βρήκαν μια σχισμή, μια ρωγμή και απελευθερώθηκαν.

6. Ποια τα μελλοντικά σχέδιά σου Τριάδα; Έχεις αποφασίσει για το επόμενο βήμα σου;

Κοίτα, τώρα που πήρα το βάπτισμα και γλυκάθηκα, νομίζω πως θα υπάρξει και συνέχεια. Ήδη έχει αρχίσει αυτή η μαγική διαδικασία της συγκέντρωσης υλικού που γίνεται αργά και μερικές φορές ασυνείδητα και τελικά φτάνει μια στιγμή που είσαι έτοιμος, που είναι η ώρα να βγουν στο φως όλα όσα συγκέντρωσες. Απλά αυτή τη φορά νομίζω πως προσανατολίζομαι στη μικρότερη φόρμα, το διήγημα. Το μυθιστόρημα μοιάζει με κούρσα αντοχής, το διήγημα πάλι σε προκαλεί να συμπυκνώσεις την ουσία σε ένα τόσο δα μπουκαλάκι που αν όμως πετύχεις τις σωστές αναλογίες η ουσία που θα απελευθερωθεί μπορεί με τη δύναμή της να προκαλέσει τις αισθήσεις.

.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟ ΚΟΥΚΙΔΑΚΙ Ιστολόγιο Τέχνης και Πολιτισμού

koukidaki.gr 13/7/2021

Η Τριάδα Εμμανουηλίδου και το Σκιές στις ράγες τα ταξίδια μας

Πώς σας ήρθε η ιδέα;

Τριάδα Εμμανουηλίδου: Από παιδί άκουγα τη γιαγιά μου, που ήταν εξαιρετική αφηγήτρια, να λέει ιστορίες. Εμείς, τα έξι εγγόνια της, κρεμόμασταν από τα χείλη της και όταν αργότερα αυτές οι ιστορίες είχαν την ίδια επίδραση στα παιδιά μου, σκέφτηκα πως θα μπορούσαν να αποτελέσουν τον καμβά για ένα μυθιστόρημα.

Πόσο χρόνο σας πήρε η συγγραφή;

Τ.Ε.: Ένα μυθιστόρημα είναι σαν μια κούρσα αντοχής. Απαιτεί μεγάλη προετοιμασία. Πέρασε πολύς χρόνος από τότε που άρχισα να κρατάω σημειώσεις. Όμως δεν μου ήταν εύκολο να ξεκινήσω. Δεν ήμουν έτοιμη, αλλά, μέσα μου η διαδικασία δούλευε χωρίς να το συνειδητοποιώ και μια ωραία μέρα όλα μπήκαν στη θέση τους και ξεκίνησα. Από εκείνη τη στιγμή που το πήρα απόφαση μέχρι τη στιγμή που έγραψα τη λέξη τέλος πέρασαν τρία χρόνια. Καθοριστικής σημασίας ήταν ο θάνατος της γιαγιάς. Ήταν για μένα το τέλος μιας εποχής και αισθάνθηκα πως η κληρονομιά που μου είχε αφήσει, η ιστορία της ζωής της γραμμένη στις πίσω σελίδες ενός συνταγολογίου, ήταν η στιγμή να αξιοποιηθεί.

Πώς θα χαρακτηρίζατε το βιβλίο σας με δυο λόγια;

Τ.Ε.: Μια κατάθεση ψυχής, μια καταβύθιση σε εσωτερικά μονοπάτια ξεχασμένα, που η περιδιάβασή τους έφερε
στο φως πρόσωπα και καταστάσεις κρυμμένα στην αχλή του χρόνου.

Θέλετε να μας δώσετε μια περιγραφή;

Τ.Ε.: Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που παρακολουθεί τους ήρωες από τα παιδικά τους χρόνια, εστιάζει στα δύσκολα χρόνια της εφηβείας και τους βλέπει να ανδρώνονται και να κατακτούν τη ζωή ή αυτή να τους συντρίβει.

Τι αγαπήσατε περισσότερο σε αυτό το βιβλίο;

Τ.Ε.: Την ευκαιρία που μου έδωσε να δω με κατανόηση και συμπάθεια κάποια γεγονότα τόσο σχετικά με τους ήρωες όσο και με μένα την ίδια, τις ώρες που με συντροφιά την αγαπημένη μου μουσική καθόμουν και έπλαθα αυτούς τους ήρωες. Πολλές φορές τους κουβαλούσα και όταν έβγαινα βόλτα για περπάτημα ή με συντρόφευαν λίγο πριν κλείσω τα μάτια μου και παραδοθώ στον ύπνο.

Ποιος είναι ο πιο αγαπημένος σας ήρωας και γιατί;

Τ.Ε. : Κάποιοι ήρωες ήταν από την αρχή που συνέλαβα την ιδέα σχεδόν πλήρως διαμορφωμένοι στο μυαλό μου. Φυσικά, στο βιβλίο παρουσιάζεται η κορυφή του παγόβουνου, όμως στο δικό μου μυαλό υπάρχουν πολύ
περισσότερες λεπτομέρειες για τον χαρακτήρα του κάθε ήρωα που τις κράτησα για τον εαυτό μου. Ένας, όμως, ο Στέφανος χτιζόταν λέξη λέξη, αράδα την αράδα και ενώ αρχικά είχα άλλες προθέσεις για την τύχη του, την
τελευταία στιγμή έδωσα άλλη τροπή στην εξέλιξη και αυτό με έκανε να τον ξεχωρίσω από τους άλλους ήρωες.

Τι προσφέρει αυτό το Βιβλίο στον αναγνώστη, Βιβλιόφιλο ή Βιβλιοφάγο;

Τ.Ε.: Ένα καλό βιβλίο θέτει πολλά ερωτήματα και δεν δίνει καμιά απάντηση και ο στόχος είναι να πιστέψει ο αναγνώστης ότι κάποιος του διηγείται μια ιστορία προφορικά, όπως οι ιστορίες που μας έλεγε η γιαγιά μου. 0 καθένας σε κάθε βιβλίο βρίσκει διαφορετικά πράγματα. Άλλος μπορεί απλά να βρει συντροφιά για κάποιες ώρες, όσες θα διαρκέσει η ανάγνωση, άλλος κομμάτια του ψυχισμού του να αντανακλώνται στη ζωή των ηρώων, οπότε θα ταυτιστεί περισσότερο και θα παρακολουθήσει με μεγαλύτερο ενδιαφέρον την εξέλιξη τους. Ακόμα και αν κάποιος διαφωνεί με τις επιλογές των ηρώων, αυτό μπορεί να είναι τροφή για σκέψη και προβληματισμό.

Ποια είναι η μεγαλύτερη αγωνία σας;

Τ.Ε.: Δυστυχώς κάθε μέρα μας κατακλύζουν αγωνίες, άλλοτε μεγαλύτερες και άλλοτε για επουσιώδη θέματα. Και η χαρά σπάνια μπορεί να αποτελέσει την πηγή για έμπνευση. Αδιόρατες σκιές που μας επισκέπτονται συχνά, αν τις αφήσουμε μπορεί να καλύψουν τον ουρανό μας, γι’ αυτό πρέπει να είμαστε σε εγρήγορση και να νοηματοδοτούμε το κάθε γεγονός ανάλογα με τη σημασία του.

Φοβάστε…

Τ.Ε.: Ότι δεν ζούμε το τώρα. Χάνουμε τη στιγμή. Όλο και πιο συχνά το συνειδητοποιώ και εστιάζω στο τώρα, αφήνοντας τις αγωνίες να ταξιδεύουν σε άλλη βάρκα, παράλληλα με μένα.

Αγαπάτε…

Τ.Ε.: Αγαπώ τη δουλειά μου. Αισθάνομαι τυχερή που συναναστρέφομαι με παιδιά, αφουγκράζομαι τις αγωνίες τους, γίνομαι μέτοχος στη χαρά αλλά και στη στενοχώρια τους, παίρνω ενέργεια από τη δύναμη της νιότης και διαρκώς προκαλούμαι να ακολουθώ τον βηματισμό τους και να ανακαλύπτω καινούργια πράγματα κάθε μέρα.

Ελπίζετε…

Τ.Ε.: Με δεδομένο το ότι όλοι κρύβουμε έναν δαίμονα μέσα μας αλλά και έναν άγγελο και πάντα παλεύουμε ανάμεσα σε αυτά τα δύο και άλλοτε επικρατεί το σκοτεινό κομμάτι της φύσης μας και άλλοτε το φωτεινό, ελπίζω σε έναν κόσμο που οι συνθήκες θα συμβάλλουν να επικρατεί συχνότερα το φωτεινό μας κομμάτι. Ότι οι ανάσες ελπίδας θα είναι συχνότερες και μεγαλύτερης διάρκειας και νομίζω πως η τέχνη μπορεί να συμβάλλει προς αυτή την κατεύθυνση.

Θέλετε…

Τ.Ε.: Ο καθένας θέλει αυτό που δεν έχει, απλά δεν είναι πάντοτε διατεθειμένος να μπει σε περιπέτειες, να διατρέξει κινδύνους, να δοκιμάσει την τύχη του. Θέλω, λοιπόν, να μάθω να αφουγκράζομαι τα θέλω μου με
μεγαλύτερη προσοχή και να τους δίνω μεγαλύτερη σημασία και μερικές φορές να ξεβολεύομαι και να ερωτοτροπώ με το άγνωστο. Αυτό νομίζω θα με βοηθήσει και στη σχέση μου με τους ανθρώπους που αγαπώ και με αγαπούν.

Ποιοι αναγνώστες θα λατρέψουν αυτό το βιβλίο;

Τ.Ε.: Όσοι πιθανόν θα διακρίνουν στους ήρωες ψήγματα του δικού τους κόσμου, του δικού τους ψυχισμού.

Γιατί πρέπει να το διαβάσουμε;

Τ.Ε.: Η επαφή με τη λογοτεχνία είναι θέμα επιλογής. Η λέξη “πρέπει” εδώ δεν έχει θέση.

Γιατί δεν πρέπει;

Τ.Ε.: Καλό είναι να μην διαβάσουν το βιβλίο όσοι επιμένουν να βάζουν ταμπέλες στους ανθρώπους.

Πού/πώς μπορούμε να βρούμε το βιβλίο σας;

Τ.Ε.: Σε όλα τα ενημερωμένα βιβλιοπωλεία, από τον «Ελκυατή» στην Αρριανού 15 και βέβαια είναι διαθέσιμο και στο ηλεκτρονικό κατάστημα του «Ελκυστή».

Πού μπορούμε να βρούμε εσάς;

Τ.Ε.: Ζω και εργάζομαι στο Ωραιόκαστρο αλλά αγαπώ το κέντρο της πόλης και ιδιαίτερα τις βόλτες στην παραλία. Πιθανόν, λοιπόν, να με συναντήσετε να βολτάρω εκεί.

Ποιο χρώμα του ταιριάζει;

Τ.Ε.: λοιπόν, αυτή είναι μία από τις ερωτήσεις που κάνω και εγώ στους μαθητές μου όταν ερμηνεύουμε κάποιο ποίημα. Θα έλεγα το πράσινο, καθώς συμβολίζει την ελπίδα, την αναγέννηση, την ωριμότητα, την ευημερία και
θεραπεύει τα τραύματα του παρελθόντος.

Ποια μουσική;

Τ.Ε.: Του αγαπημένου Μάνου Χατζιδόκι.

Ποιο άρωμα;

Τ.Ε.: Του γιασεμιού.

Ποιο συναίσθημα;

Τ.Ε.: Της μελαγχολίας.

Αν δεν ήταν βιβλίο, τι θα μπορούσε να είναι;

Τ.Ε.: Ένα χάδι, ένα χτύπημα στον ώμο, ένα άγγιγμα στους ήρωες που “έφυγαν” και λόγια αγάπης στους ήρωες που είναι ακόμα στη ζωή μου.

Ποιον συγγραφέα διαβάζετε ανελλιπώς;

Τ.Ε.: Λατρεύω τον Καραγάτση, τη δύναμη της αφήγησής του, το βάθος των χαρακτήρων του που είναι ποτισμένοι με όλους τους ανθρώπινους χυμούς. Ο Καραγάτσης κατόρθωσε να συλλάβει και να αποδώσει μυθιστορηματικά όλη την ελληνική κοινωνία. Με οξυδέρκεια και γλαφυρότητα σχεδόν ανεπανάληπτη. Δίχως ωραιοποιήσεις και αγκυλώσεις, ιδεολογικές ή συναισθηματικές, όπως λέει γι’ αυτόν ο X. Χωμενίδης.

Σας έχει επηρεάσει άλλος συγγραφέας στον τρόπο που γράφετε ή σκέφτεστε ή ζείτε; Ποιος/ποιο βιβλίο;

Τ.Ε.: Ζηλεύω στοιχεία από διάφορους συγγραφείς, όπως για παράδειγμα τον Γιαπωνέζο Χαρούκι Μουρακάμι που με τον τρόπο που γράφει δίνει την αίσθηση ότι οι λέξεις, οι εικόνες οι αισθήσεις έχουν στήσει ένα τρελό
πανηγύρι και η αφήγηση ξεδιπλώνεται σαν ξεφάντωμα. Τον Τόμος Μαν που το “Μαγικό Βουνό” του ήταν μια διανοητική-αισθητική περιπλάνηση και μια αναζήτηση νοήματος ζωής, ένα μυθιστόρημα μύησης. Την Βιρτζίνια Γουλφ, που με την γραφή της έχει τη δύναμη να εστιάζει στα φαινομενικά ασήμαντα, αυτά που συμβαίνουν κάθε στιγμή μέσα μας και να προσπερνά τα φαινομενικά σημαντικά, να βάζει σε δεύτερη μοίρα τους θανάτους ή τους πολέμους. Οι χαρακτήρες της είναι αληθινοί άνθρωποι κι όχι μονοσήμαντοι λογοτεχνικοί ήρωες. Όλα όσα έχω διαβάσει σίγουρα με έχουν επηρεάσει, όμως τελικά ο καθένα διαμορφώνει το δικό του ύφος.

Οι ήρωές σας μπορούν να σας κατευθύνουν ή εσείς και μόνο ορίζετε τη συνέχεια και τις τύχες τους;

Τ.Ε.: Όταν άρχισα να συγκεντρώνω το υλικό για το βιβλίο μου είχα την τύχη να έχω στα χέρια μου χειρόγραφες σημειώσεις της γιαγιάς μου, της κεντρικής ηρωίδας του βιβλίου μου. Στις πίσω σελίδες ενός συνταγολογίου, ανορθόγραφα, αλλά με τη δύναμη της αυθεντικής αφήγησης μού άφησε κληρονομιά την ιστορία της ζωής της. Είχα επομένως τον καμβά για κάποιους ήρωες, αυτοί όμως στην πορεία αυτονομήθηκαν και αυτό τους έδωσε ακόμα μεγαλύτερη ώθηση.

Τι χρειάζεται κάποιος για να γράψει; Φαντασία ή εμπειρία;

Τ.Ε.: Καταρχάς το να γράφει κανείς αβίαστα, ο λόγος του να ρέει με φυσικότητα, χωρίς να φαίνονται οι ραφές της αφήγησης, δεν γίνεται χωρίς κάποια εμπειρία. Έπειτα, όμως, το να γράφει σαν να είναι παιδί μπροστά σε
ένα καινούριο παιχνίδι, να ανακαλύπτει καινούργια πράγματα κάθε μέρα και να καταφέρνει να επινοεί όνειρα και εφιάλτες, καταστροφές και δημιουργίες, θανάτους αγαπημένων προσώπων και γεννήσεις μικρών παιδιών, την αγάπη του αφοσιωμένου σκύλου… ε, αυτό δεν γίνεται χωρίς γόνιμη και δημιουργική φαντασία.

Τι καθορίζει την επιτυχία σε ένα Βιβλίο;

Τ.Ε.: Διάβασα βιβλία που μπήκαν στη λίστα των ευπώλητων και με άφησαν παγερά αδιάφορη. Διάβασα βιβλία που εγκωμιάστηκαν από κριτικούς και βρήκα υπερβολική την αποδοχή τους. Σίγουρα, αν ένα βιβλίο τύχει της
αποδοχής των κριτικών και της αγάπης του αναγνωστικού κοινού αυτό κάτι σημαίνει. Όμως υπήρξαν και συγγραφείς που ήταν μπροστά από την εποχή τους τόσο σε θέματα αφηγηματικής τεχνικής όσο και ιδεών και στην εποχή τους δεν αγαπήθηκαν.

Τι την αποτυχία;

Τ.Ε.: Από τη στιγμή που εκτίθεσαι δέχεσαι και κριτική. Αν αυτή είναι καλοπροαίρετη, ακόμα και αν είναι αρνητική, δεν το θεωρώ αποτυχία. Για μένα αποτυχία θα ήταν να μην τολμήσω το εγχείρημα από το φόβο μιας
κακής κριτικής.

Ποιον τίτλο βάζετε στο βιβλίο της ζωής σας

Τ.Ε.: Θα δανειζόμουν τα λόγια του Β. Ουγκώ: «Δεν είναι τίποτα να πεθάνεις. Είναι τρομακτικό να μη ζεις.».

.

7Σεπτ2021 -«ΒΟΥΣΤΡΟΦΗΔΟΝ» -ΤΡΙΑΔΑ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛΙΔΟΥ

.

Η ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ 

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.