ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΛΟΖΩΗΣ

Γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1963. Σπούδασε ελληνική φιλολογία στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εργάζεται ως φιλόλογος στη Δημόσια Εκπαίδευση της Κύπρου.
Η συλλογή του “Ανάποδος κόσμος” (εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2000) τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου. Το Φεβρουάριο του 2011 απονεμήθηκε για δεύτερη φορά στον Καλοζώη από το Υ.Π.Π της Κύπρου το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (για εκδόσεις του έτους 2009) για τη συλλογή του «Η κλίση του ρήματος»
Η πρώτη συλλογή του « Μεταμορφώσεις », Λευκωσία 1992 τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Ποιητή, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού Κύπρου.
Την ποίησή του χαρακτηρίζει έντονη, σχεδόν κινηματογραφική, εικονοποιία. Η ροή του λόγου υπονομεύει τη στίξη και τα συντακτικά σχήματα σε μια συνειδητή προσπάθεια του ποιητή να ξεπεράσει τα όρια-σύνορα της γλώσσας. Έχει εκδώσει εννιά ποιητικές συλλογές.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

« Μεταμορφώσεις », Λευκωσία 1992,
« Πρώτη δολοφονική απόπειρα κατά του Μακαρίου », Λευκωσία 1998
« Ο ανάποδος κόσμος », Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2000
« Η μετατόπιση της γης », Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2005
«Η κλίση του ρήματος», Εκδόσεις Φαρφουλάς, 2009
« Το μάθημα της περίληψης», Εκδόσεις Φαρφουλάς, 2011
« Τα νύχια του κόκορα», Εκδόσεις Φαρφουλάς, 2013
« Η πλαστικότητα των μορίων» Εκδόσεις Φαρφουλάς, 2019
« Η άφιξη των θηρίων»,  Εκδόσεις Ενύπνιο 2023

.

.

Η ΑΦΙΞΗ ΤΩΝ ΘΗΡΙΩΝ (2023)

ΤΟ ΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ

Εσύ που εύχεσαι να ήσουν
αγελάδα
ή καλύτερα νεροβούβαλος
θα βρεις τη γούβα με το καφέ
νερό που σου ταιριάζει
αρκεί που ζεις για τα υπόλοιπα
μην ανησυχείς
ο πατέρας σου είναι στην εντατική
με δεμένους τους καρπούς στα
πλαϊνά κάγκελα του κρεβατιού
ένας ξαπλωμένος εσταυρωμένος
που δεν θα βρει την ανάσταση-
γιατρειά
άκου το παραλήρημά του άκου
την πεθιδίνη που μιλά
κι είναι το παραλήρημά του το
παραλήρημα όλων των ανθρώπων
ο πόνος του ο πόνος όλων των
ανθρώπων από τότε που οι
πρόγονοί του βγήκαν από το νερό
και που μετά ανέβηκαν και
κατέβηκαν από τα δέντρα
τα έβαλαν με τα θηρία και τις
σκληρές σιαγόνες που όταν κλείσουν
δεν ξανανοίγουν που τσακίζουν
τις κλειδώσεις και τα κρανία
πάνε αυτά πέρασαν αυτά
ενωθήκαμε μέσα στους οικισμούς
και τις πόλεις για ν’ αντέξουμε
αυτό που δεν αντέχεται
και να όσα δεν κάναμε κατοικίδια
ζώα δεν μας απειλούν πια
όμως μας απειλεί η επόμενη άγνωστη
μέρα
προσκυνάς προσεύχεσαι για να μην
είσαι μόνος
κανένας δεν είναι μόνος ακόμα κι ο
πιο μοναχικός κάνει παρέα με τις
σκέψεις του
ακόμα κι ο Θεός έχει τους ανθρώπους
ν’ ασχολείται και να περνά τον
χρόνο του
δόξασέ τον όπως δοξάζουν οι παίκτες
τον προπονητή τους μετά από τη νίκη
όπως δοξάζουν οι φίλαθλοι τους
παίκτες στον γύρο του θριάμβου
δόξασε και συ αυτό που σου
ταιριάζει καθώς κλείνει πίσω σου
η αυτόματη γυάλινη πόρτα του
νοσοκομείου
δόξασε τα ριγμένα οστά επάνω στα
κρεβάτια τις μύξες τα ούρα
τα κόπρανα τα σίελα τούτα τα
αβοήθητα κρέατα στη Βαρβάκειο
αγορά του κόσμου
κάνε και συ τον γύρο του νοσοκομείου
κάνοντας λάθος τον όροφο
τον διάδρομο το δωμάτιο ό,τι και να
ρωτήσεις κάποιος άλλος ήδη το
ρώτησε ό,τι και να σκεφτείς κάποιος
άλλος ήδη το σκέφτηκε
ό,τι και να γράψεις είναι ήδη
γραμμένο καταχωρισμένο σε μια
βιβλιοθήκη που συνεχώς επεκτείνεται
κι όταν μπεις επιτέλους στον
θάλαμο του πατέρα σου μετά από
άπειρα χρόνια αναζήτησης θα φρίξεις
βλέποντας τον Μινώταυρο
να χασκογελά καθισμένος με τον
τριχωτό πισινό του
πάνω στο κίτρινο δέρμα του πατέρα σου

ΑΝΕΠΙΔΕΚΤΟΙ ΚΑΙ ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ

Του Π. Νικολαΐδη

Θα μπορούσες να είσαι
ο οποιοσδήποτε
αλλά εσύ διάλεξες να είσαι
ο βαθύφωνος βάτραχος-ποιητής
ανάμεσα στα χόρτα και τις εγκυκλίους
της Φύσης μακριά από τις πόλεις
που φτιάχτηκαν για να προστατεύουν
και να σκοτώνουν
είμαστε όλοι δολοφόνοι μέσα στα όνειρα
και τους εφιάλτες μας απλώς
δεν έχουμε επιλέξει ακόμα τον τρόπο
και το εργαλείο του φόνου
ψέλνουν οι παπάδες κι απ’ τα μεγάφωνα
των εκκλησιών μεταδίδεται το μήνυμα
ότι μπορούμε να γίνουμε
όσιοι μάρτυρες άγγελοι άγιοι
τα μεγάφωνα διαλαλούν αυτό που δεν θα
γίνουμε ποτέ
γιατί είμαστε καμωμένοι για την
εξαπάτηση νομίζουμε ότι μιλούμε
αλλά συρίζουμε σερνόμαστε
αλλάζουμε πουκάμισα όπως τα φίδια
μόνο που τα δικά μας τα πλένουμε
και τα σιδερώνουμε και κάποτε
σηκώνουμε τα μανίκια μέχρι τους αγκώνες
στολίζουμε τα δάχτυλά μας με δαχτυλίδια
στολίζουμε τους καρπούς μας με βραχιόλια
και ριβιέρες που κοστίζουν όσο ένα
διαμέρισμα
φοράμε βέρες για να λέμε σε όσους μας
βλέπουν ότι έχουμε ιδιόκτητη σύζυγο
γιατί από τότε
που ανακαλύφθηκε η γεωργία η καλλιέργεια
μάθαμε (αποθηκεύοντας) την ιδιοκτησία
κάποτε τα παιδιά ανήκαν σε όλους
αλλά σιγά σιγά οι βραχυκέφαλοι
τίμιοι άνθρωποι αντικαταστάθηκαν
κι η κατοχή έφερε την εξουσία
κι η εξουσία την έπαρση
ακούγονται από τα μεγάφωνα
των εκκλησιών τα πανανθρώπινα
μηνύματα ότι μπορούμε να γίνουμε
όσιοι μάρτυρες άγγελοι άγιοι
πιο εύκολα μπορεί η γη να περιστραφεί
γύρω απ’ το φεγγάρι
κι οι πλανήτες να αλλάξουν
Θέση —οι μακρινοί να γίνουν κοντινοί—
στο ηλιακό μας σύστημα
παρά να πάψει η φρίκη που
μεγαλώνει όσο εμείς μεγαλώνουμε
που είναι όσο εμείς είμαστε

Η ΑΦΙΞΗ ΤΩΝ ΘΗΡΙΩΝ

Ήρθαν οι λεοπαρδάλεις που
ήταν αγκαλιασμένες σφιχτά με
τους λαιμούς των δέντρων
Καμιά ακακία δεν εκφράζει το
παράπονο για το γδάρσιμό
της από τα νύχια
ούτε τα σφάγια εκφράζουν
το δίκαιο παράπονό τους
επειδή δεν μπορείς να είσαι
κάτι άλλο εκτός από αυτό
που είσαι και τότε οι ιδιότητες
δεν είναι δισυπόστατες
Πείτε μου γιατί οι κυνηγημένοι
δεν ανταλλάσσουν τους
λαιμούς τους
με ακριβά περιδέραια;
Μάλλον τα περιδέραια είναι οι
πράξεις που στοιχίζουν
Ήρθαν λοιπόν οι λεοπαρδάλεις
κι άρχισαν να μιλούν
μια γλώσσα που καταλαβαίνουν
μονάχα οι θηριώδεις
κι είπαν το μόνο νόημα του
κόσμου που μπορούμε να
σκεφτούμε είναι
οι μικροί μπαμπουίνοι ψημένοι
στα κάρβουνα
ούτε καν το λεξιλόγιο των
λίγων λέξεων που έχουν οι
κωφοί
αν λοιπόν τα παιδιά μας στο
λεοπαρδαλικό σχολείο έχουν
ανάγκη από στήριξη
ποιος θα μας σεβαστεί ποιος
θα δακρύσει ποιος θα
χτυπήσει με ενσυναίσθηση
την πλάτη μας αφού
απέχουμε τόσο πολύ
από καθετί το ανθρώπινο
είπαν οι λεοπαρδάλεις
κι ύστερα αποχώρησαν
μαζί με τις φυγές τους

Ο ΠΟΛΛΑΠΛΟΣ ΕΑΥΤΟΣ

Του Γ. Χριστοδουλίδη

Α να ήμουν κάπου αλλού
να μη με βρίσκει κανένας ούτε
ο λαχειοπώλης που θέλει
να μου πουλήσει τραβώντας
της λύπης
τον κερδισμένο λαχνό
Α να ήμουν κάπου αλλού
λαγός σε λαγούμι
να μη με βρίσκει κανένας όπως
βρίσκει η αυστραλιανή σαύρα
τον σκορπιό
να ήμουν κάπου χωρίς
ξυπνητήρια και σήμαντρα και
κουδούνια και χρόνο που
ορίζεται χωρίς να εντέλλομαι
απ’ την εργοδοσία
χωρίς να δικάζομαι συνέχεια
από τον καθωσπρέπει Θεό
να ήμουν μονάχα ένας αγρότης
που βλέποντας έξω τον καιρό
με την ανάσα του Θαμπώνει
το τζάμι
να ήμουν αυτός που βράχηκε
χωρίς να πιει
να ήμουν αυτός που πήγε σε
γάμο χωρίς να χαιρετίσει
αυτός που χόρεψε χωρίς να
σηκωθεί
που έκανε δώρο στο ζευγάρι
την αόρατη ύλη
αυτός που φίλησε το ζώο με
την αποφορά
όλοι μυρίζουμε όσα μπάνια
και ντους και να κάνουμε
μυρίζει το έγκλημα και η κακία
κι οι προθέσεις μυρίζουν κι
η προμελέτη
Α θα ήθελα
να ήμουν τα πιο ετερόκλητα
πράγματα να ήμουν ο πολλαπλός
εαυτός ο αμαρτωλός και ο άγιος
ο ερωτεύσιμος και ο απαίσιος
να κοιμάμαι στα σιδερένια
παπλώματα ο δειλός και ο ήρωας
Ω θα ‘θελα να ήμουν μια γκρίζα
αρκούδα που περιμένει να
ξυπνήσει δίπλα από το ρέμα
έφτιαξε τη στρωμνή της κοιμάται
για όσο της ορίζει
η αρκουδοσύνη της δίπλα από το
ρέμα που κατεβάζει βούρλα
πνιγμένους και μαχαιρωμένους
χαρά του ιατροδικαστή όταν
ανακαλύπτει την αλήθεια μέσα
στο ψέμα που σαν το αίμα το
μπαγιάτικο μιλά και ψιθυρίζει
έτσι που έγινε αδόκητα κι ολότελα
σαν την πηχτή που πήζει

ΤΟ ΣΚΑΡΙ

Είστε το σκαρί που φτιάχτηκε
με φροντίδα κόπο πολύ
και με λάθη
που εντοπίστηκαν έγκαιρα
οι ναυπηγοί διορθώνουν
όσα οι γονείς παρέλειψαν
δεν τολμώ να πω πως
εσκεμμένα αμέλησαν
Είστε το σκαρί που όμοιο
του δεν υπάρχει όπως δεν
υπάρχει όμοια αγάπη και
όμοιο μίσος
η ίσαλος είναι σωστή
η γάστρα στέρεη και το πανί
αγοράστηκε ακριβό για να
αντέχει και να μην σκίζεται
Έχουν γίνει πολλές
προσομοιώσεις του πλου σας
στο αμπάρι τοποθετήθηκαν
όλες οι γνώσεις και τα βιβλία
σας με τάξη και ακρίβεια
ώστε να παλαντζάρουν
Οι λοστρόμοι είναι καλοί
οι θαλαμηπόλοι το ίδιο
αλλά οι καλύτεροι είστε εσείς
εσείς είστε οι καπετάνιοι
προετοιμασμένοι για ταραχή
και νηνεμία για πλημμυρίδα
και αμπώτιδα
για τόπους που έχουν να δώσουν
προσοχή σε τόπους που έχουν
να πάρουν σε τόπους που
σίγουρα Θα απογοητεύσουν
όποιος είναι επιρρεπής
απογοητεύεται αλλά εσείς
διδαχτήκατε πως η άλλη
μέρα δεν θα είναι η ίδια
και ότι αυτό που ψάχνεις
στο τέλος το βρίσκεις γιατί
είναι μέσα σας η ζωή
και κάποτε η φρενίτιδα
γιατί είστε εσείς η χαρά
και ο άνεμος και τα βράχια
και η άμμος και τ’ ασύρματα
μηνύματα που όλοι τ’ ακούνε
και όλοι τα σέβονται

ΤΟ ΑΧΑΝΕΣ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ

Το τραγούδι με τους
παραπεμπτικούς στίχους του
η μελωδία με το μέλος της
δεν ακούγεται πια
κι αν ακούγεται κάπως εμείς
δεν μπορούμε να την
αντιληφθούμε
γιατί καθώς μεγαλώνουμε
η αντίληψη πολιορκείται
από καινούργια όπλα
μέσα στο κάποτε απόρθητο
κάστρο της
κι η μνήμη; Ρωτά το νήπιο
Κάποτε ανακαλύπτω
πράγματα πανώριες
αρχαιότητες ας πούμε το πρώτο
ψαλίδι που μου αγόρασε η μάνα
μου με στρογγυλεμένες άκρες
όπως της είπε η νηπιαγωγός για
να μην τραυματίζομαι ή πάλι
αυτοκινητάκια από ατόφιο
σίδερο χωρίς δισκόφρενα και
αερόσακους
πράγματι η μνήμη μοιάζει με
κάταγμα
σ’ ένα σημείο του σώματος
όπου δεν μπορεί να μπει γύψος
μοιάζει με πόνο που οδηγεί
σε ένα θεοσκότεινο
λαβύρινθο όπου ο Μινώταυρος
είναι ένα σωστό ερείπιο με
μια γνάθο καταφαγωμένη από
καρκίνο κι αυτός που
τον σκοτώνει ένα τέρας χειρότερο
μεταμφιεσμένο σε ηρώα
στο κάτω κάτω τι ήταν ο μίτος
ένα νήμα γελοίο οδοντικό ή
παρόμοιο με εκείνο που οι
μουσουλμάνες πετυχαίνουν
την ολική αποτρίχωση

Ο ΤΡΟΜΕΡΟΣ ΜΙΣΘΟΣ

Δεν έγραψα
αυτά που περιμένατε να γράψω
γιατί το χέρι μου το δεξί
ήταν μια σπάτουλα με την
οποία σερβίρει τα μακαρόνια
του φούρνου μια περιποιητική
οικοδέσποινα
Δεν έγραψα
αυτά που περιμένατε να γράψω
γιατί αντί να τρέχω προς τα
μπροστά χτυπούσα τα
πόδια μου σημειωτόν
ήμουν σε λάθος μορφή σε
λάθος τόπο μπροστά από τις
μασέλες των λιονταριών
κάτω απ’ τις γονατιστές
μουσούδες των βουβαλιών
το ασήμαντο χόρτο
ήμουν αυτός που τέλειωνε
πριν καν αρχίσει
γι’ αυτό δεν έγραψα τίποτα
χαρούμενο σχεδόν
γιατί οι σεισμοί ήταν συχνοί
στις μέρες μου
αντί να γράφω συγκροτούσα
τους τοίχους να μην καταρρεύσουν
κάποτε τα κατάφερνα
κάποτε δεν τα κατάφερνα
έπεφταν πάνω μου οι σοβάδες
τα υψηλά κείμενα και τα
διακείμενα της λογοτεχνίας
κρυβόμουν κάτω από τους
παραστάτες εθνικούς ποιητές
κρυβόμουν κάτω από τα γραφεία
και δεν ήξερα ότι οι σεισμοί
κάποτε τελειώνουν
ότι ο χρόνος είναι μια διαδοχική
σειρά καταστάσεων
αποσυρμένος μέσα στην αρρώστια
απ’ τους ανθρώπους και τα πράγματα
κι αφού δεν γνώριζα ποιος ήμουν
δεν γνώριζα τι θέλω και πώς
να επιλέξω το σωστό
το μόνο που ήξερα πουδραρισμένος
από τη σκόνη ήταν πως έπρεπε
να προστατεύσω τα κείμενα των
άλλων
γι’ αυτό δεν έγραψα τα ποιήματα
που περιμένατε να γράψω
γιατί ο σκοπός της ζωής μου ήταν
να προστατεύσω
το μηριαίο οστούν της λογοτεχνίας

.

Η ΠΛΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΜΟΡΙΩΝ (2019)

H ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΦΙΔΙΟΥ

Μέσα στην ξεφλουδισμένη νύχτα
κρυβόταν μια άλλη νύχτα
μες στο κρεμμύδι της ίσως επειδή
η γη είχε σταματήσει για λόγους
δικούς της να περιστρέφεται
χωρίς να λαδώνεται πια
ο άξονάς της
ακουγόταν ένας ήχος
σαν ατμομηχανή πολυβάγονου
τρένου που πλησιάζει κι
απομακρύνεται
σαν σφύριγμα της χύτρας του
ατμού
σαν ένα παιδί που παίζει με τη
σφυρίχτρα του
σαν από εργοστάσιο μπορεί
εντούτοις ήταν ήχος
απροσδιόριστος και γι’ αυτό
εξωφρενικός
απόκοσμος και τότε κατάλαβα
πως έπρεπε να ετοιμαστώ
ν’ αντιμετωπίσω το φίδι που
έζωνε
την πλάση σαν παράλληλος
ωσάν Ισημερινός
Όλη μου η ζωή είχε ρυθμιστεί
γι’ αυτό και τα μεγάλα ταξίδια
μου κι οι κοντινές εκδρομές μου
και τα θρανία με τις ζωγραφιές
μου οι έρωτες με τα τεράστια
αμυγδαλωτά μάτια και τα χέρια
μου καρυοθραύστες
και τα χείλη μου πάνω σε άλλα
χείλη
που ρούφαγαν τα πόσιμα σάλια
είχαν ένα σκοπό που
για τον καθένα δεν είναι ο ίδιος
τα πιο απλά πράγματα τα
χτενίσματα των μαλλιών κι
η καταμέτρηση των τριχών κάθε
πρωί πάνω στα μαξιλάρια
η ρίψη των καρυκευμάτων πάνω
στα φαγητά κι η μικροποσότητα
της ρίγανης η αντικαρκινική
πάνω στα κρέατα που γύριζαν οι
σούβλες
και τα δασώδη βουνά πάνω στα
οποία έστηνα τις σούβλες
όλα εξυπηρετούσαν
έναν κρυμμένο σκοπό
αλλά ό,τι κρύβεται στο τέλος
ξεμυτά και τότε
εμφανίστηκε το φίδι με όλους τους
θορύβους να το συνοδεύουν
ήταν η εποχή που κροτούσαν
οι βλεφαρίδες όταν έπεφταν
και τα πουλιά φοβισμένα ίπταντο
όταν αποτρίχωνα τα ρουθούνια
κι οι γυπαετοί έμπαιναν ανάμεσα
και καθάριζαν τα κουφάρια των
σάρκινων τροφών από τα δόντια
Ήρθε το φίδι και δεν ήταν η
φωτοτυπία του ούτε η ρέπλικά του
κι ήταν το στόμα του όταν
το άνοιγε ο καταπέλτης του πλοίου
παντόφλα
φορτηγά αυτοκίνητα άνθρωποι
έμπαιναν κι έβγαιναν
κι ήταν η ορθοστασία του ένας
ουρανοξύστης
κι ο φόβος ένας φριχτός μες στον
πολιτισμό
και συνεχής αντίλαλος

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΚΕΧΡΙΜΠΑΡΙ

Τα χέρια των ποδιών μου
αλλά και τα πόδια των χεριών
μου δεν μπορούν να κινηθούν
ούτε η κνήμη του κεφαλιού
μου κι η χωρίστρα των γονάτων μου
είμαστε άνθρωποι που εγκλωβίστηκαν
μέσα στο κεχριμπάρι
δάκρυα μην κυλήσετε δεν έχετε πού
να πάτε
βλεφαρίδες δεν έχετε πού να πέσετε
σάλια δεν έχετε πού να τρέξετε
είμαστε οι απομονωμένοι άνθρωποι
μέσα στο κεχριμπάρι
κάποιοι από μας είναι με τα ρούχα
της δουλειάς και τις ανοιχτές
ομπρέλες άλλοι είναι γυμνοί την
ώρα που λύγιζαν το ένα πόδι για
να βγουν απ’ την μπανιέρα
άλλοι την ώρα που κατέθεταν
στις τράπεζες τις επιταγές το χέρι
τους έμεινε για πάντα τεντωμένο προς
τον υπάλληλο
ακούστε με λοιπόν προσεκτικά
με τα νεύρα (όχι τους θυμούς)
με τα τύμπανα
(όχι τα μουσικά όργανα)
με τους κοχλίες (όχι τις βίδες)
με τους λαβύρινθους
(όχι τα κτήρια)
δεν επιλέξαμε αυτό το τέλος
όπως δεν επιλέξαμε την αρχή
κι οι πιο παρανοϊκοί που χτίζουν
γύρω από τα σπίτια και τους
εαυτούς τους τις πιο ψηλές
περιφράξεις συναγερμοί κάμερες
περιπολίες τη νύχτα από
σεκιουριτάδες
θα παρανοήσουν ακόμη περισσότερο
και το άγχος τους θα διαχυθεί
επινεμόμενη ψύχωση επειδή
οι άλλοι θα τους βλέπουν για πάντα
ορατοί και μέσα στο πιο σκοταδένιο
σκοτάδι
αυτοί που θα ‘ρθουν μπορεί να
γελάσουν να κοροϊδέψουν τους
ακίνητους επειδή θα κινούνται
ω ακινητοποιημένοι μη δώσετε
σημασία είστε οι κάτοικοι του Δία
κι ακόμη χειρότερα άλλων πλανητών
με μεγαλύτερη βαρύτητα
παρηγορηθείτε γιατί είστε τα
πρωτοξάδελφα των βραδυπόδων
είστε τα μεγάλα ποτάμια που
κουράστηκαν να ρέουν κι είπαν
να κυλήσουν πίσω
τη στιγμή της απόφασης ούτε
μπρος ούτε πίσω
είστε ακριβώς στη στιγμή που
η ψυχή δεν ήρθε σε σας αλλά
ούτε φεύγει από εσάς
το χρονοδιάστημα ανάμεσα στο
κάτι πριν αυτό προκύψει και στο
επόμενο ό,τι και να είναι αυτό
είστε μέσα στο κεχριμπάρι
όπως η λιβελούλα το κουνούπι
η μύγα
ω εσείς που κάποτε ήσασταν
απαρηγόρητοι παρηγορηθείτε
το τίποτα που θα ρθει δεν μπορεί
να σας κατηγορήσει για τίποτα

AΝΘΡΩΠΟΙ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΓΗ

Γι’ αυτό είμαστε έτσι
γιατί την ώρα που κάναμε
τις ερωτήσεις μας που από
τις απαντήσεις εξαρτιόταν το μαύρο
ή το υπόλευκο στο χρώμα της
μεμβράνης μέλλον μας
μας έσπρωξαν μας διαγκώνισαν
στο σημείο των νεφρών μας και
μεις που ήμασταν βράχοι
ακλόνητοι της φύσης και της
ηθικής λυγίσαμε
πότε έγινε αυτό; Οφείλω να πω ότι
την ώρα που ο παπάς-ποιητής
κοινωνούσε τη συντακτική αναγνώριση
των ποιητικών αιτίων κι όλοι
έτρεχαν να παραλάβουν τα αγχολυτικά
βραβεία του τερατώδους μέλλοντος
απ’ το βιβλίο που ευλόγησε ο παπάς-
ποιητής έπεσαν στο πάτωμα στίχοι
έπρεπε να σκύψει να τους γλείψει
όπως είθισται στην ορθόδοξη
λατρεία όταν συμβεί αυτό το υπέροχο
κακό
ο ποιητής ενώνεται με το χώμα
από το οποίο προερχόμαστε είναι στο
χώμα το ριζικό μας σύστημα κι οι
μαγνήτες που δεν μας αφήνουν
να ανυψωθούμε
όπως τα μπαλόνια των παιδιών τα
παραφουσκωμένα με το ήλιον
όποιος βλέπει σε μας
το μεγαλεπήβολο έργο του Τριαδικού
Θεού
παρακαλώ να μιλήσει με τους εργάτες
του Δήμου που ψεκάζουν τους
βόθρους κάποτε νυν το αποχετευτικό
μας σύστημα
είμαστε ούρα και κόπρανα σάλια
σπέρμα ιδρώτας μύξες και σαν να μην
φτάνει αυτό μας επισυνάπτονται
οι αρρώστιες καρκίνοι καρδιοπάθειες
και εγκεφαλικά
αλλά και τα πιο απλά συνάχια
θέλουν να θυμίζουν την ατελή
μας κατάσταση
όμως όλα αυτά απωθούνται στο
σκοτεινό και άπατο πηγάδι των
ονείρων γιατί πρέπει πάση θυσία
ν΄ αντέξουμε τη λεπρώδη μας φύση
και συ που βλέπεις αυτό που είμαστε
θα χάσεις βέβαια τον ύπνο σου
αλλά καθώς περπατάς μέχρι τη
στάση του λεωφορείου βλέποντάς μας
διάφανους
όπως τα μικρά σαμιαμίθια
εσένα θεωρώ άξιο της ύπαρξης
εσένα που κάνεις
χειραψίες με βιαστικούς σκελετούς
φιλάς τα μάγουλα σκελετών
σχεδιάζεις δημιουργείς φαντάζεσαι
τις χίμαιρες και δεν σταματάς
επειδή αυτό σου δόθηκε και ξέρεις
πως και στις κατσαρίδες δόθηκε κάτι
και στα άλλα ζωύφια και στα πιο
ειδεχθή έντομα δόθηκε κάτι

Ο ΗΧΟΣ ΤΗΣ ΣΑΛΠΙΓΓΑΣ

Άνθρωποι έζησαν εδώ
κάνοντας κακό στον εαυτό τους
και στους άλλους
μη μπορώντας να κάνουν
διαφορετικά
ή και μπορώντας ποιος θα το πει
ποιος θα το γράψει η φτερούγα
στον αγέρα ενός πουλιού;
Πάει καιρός από τότε που οι
άνθρωποι μπορούσαν να διαβάσουν
τους οιωνούς
πάει καιρός από τότε που η φύση
ήταν δάσκαλος και μαθητής
τα δυο μαζί
πάει καιρός από τότε που
πορευόμασταν χωρίς λόγο κι
ανόητα πάει καιρός από τότε που
φύγαμε απ’ τη δουλειά και το
καθήκον
εμείς δεν ήμασταν οι δάσκαλοι οι
γνωστικοί που θα έφταναν κάποτε
στη χώρα του Μαύρου Πίνακα;
Αλίμονο όπου και να φτάσουμε
τα χέρια μας δεν θα μπορούν
να κρατήσουν τίποτα
χέρια που ήταν καμωμένα για
χρήση κι αποτέλεσμα
τα χέρια του ανθρώπου είτε
θα είναι χέρια της πυγμαχίας
είτε χέρια της διακονίας της
προσευχής
Ω εμείς που ήμασταν οι άσπρες
κιμωλίες ευτυχώς διαθέτουμε
στόματα υγιή ή με τεράστιες άφθες
κι άλλες παρεμφερείς παθήσεις
θα σαλπίσουμε με κάποιο τρόπο
ότι υπήρξαμε όπως σαλπίζουν
οι ελέφαντες όταν συναντούν τους
ομοίους τους πεθαμένους και
κουνούν ανασηκώνοντας το πόδι
τους το μπροστινό πίσω-μπρος
όμως κάποτε τους τελειώνει το
πένθος και ίσως παρά τη θέλησή
τους επιλέγουν και προχωρούν

Η ΠΛΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΜΟΡΙΩΝ

Οι απινιδωτές τα ντουί οι
πρίζες οι μετασχηματιστές
οι πυλώνες υψηλής τάσεως
τα ηλεκτροσόκ είναι οι
μόνες κατά περίπτωση
προτεινόμενες θεραπείες
γι αυτούς που γέρνουν
ξαπλώνουν κοιμούνται από
άποψη κι άντε μετά να τους
αλλάξεις άποψη
η αχαριστία η αναίδεια
η ορθοφροσύνη τούς έκαμαν
έτσι είναι οι κακοποιημένοι
ποιητές και τώρα
μόνο κοιτούν αν κοιτούν
όπως τα ανόργανα
πού είναι τα μιτοχόνδρια να
μας μιλήσουν οι βιολόγοι
πού είναι οι καθηλώσεις να
μας μιλήσουν οι ψυχαναλυτές
και τι είναι γραμματικά το πού
να μας μιλήσουν
οι φιλόλογοι
έφτιαξαν ένα σιδερένιο κλουβί
κι αφού μπήκαν κλείδωσαν
από μέσα
οι τίγρεις τους λυπήθηκαν
είναι δικοί μας αυτοί είπαν
κι οι πίθηκοι που δεν γνωρίζουν
πώς να κολυμπούν είπαν
θα τους κουράρουμε
όλα τα ζώα που μπήκαν σε
ποιήματα και συλλογές
ένιωσαν πως πρέπει να
ανταποδώσουν άλλωστε
αυτοί οι λοξοί ήταν που
γιάτρεψαν την επιπεφυκίτιδα
των μελισσών γέμισαν με
κηροζίνη τα ντεπόζιτα των
πεταλούδων
έδωσαν σχέδια πτήσεων
στ’ αποδημητικά πουλιά
βοήθησαν τα αχθοφόρα
μυρμήγκια
έμαθαν στα κουτάβια πώς
να γαβγίζουν σωστά
είχαν μέσα τους τη σπίθα τη
φωτιά αλλά στο τέλος
κουράστηκαν ήταν πολλή
η απογοήτευση στους καιρούς
μου
μεγάλες ήταν οι λίστες των
βασάνων για να καταγραφούν
στο τέλος αφέθηκαν όπως
αφήνονται οι γλάροι να τους
πέσουν τα ψάρια όταν τους το
ζητούν επίμονα οι αετοί
πέρασαν τη ζωή τους
γράφοντας κι όταν τέλειωσε
το μελάνι χαράσσοντας
κι όταν το έδαφος απέμεινε η
μόνη επιφάνεια σκαλίζοντας
πήραν δρυοκολάπτες
κι άνοιξαν με τούτα τα ζωντανά
τρυπάνια τρύπες-σημάδια στον
κορμό της λογοτεχνίας
γάντζωσαν τα πολλά γραπτά τους
με σιαγόνες κροκοδείλων
ψώνισαν από τις φρουταρίες
των ιπποποτάμων χόρτα και
οργές
αλλά η οργή των κυνηγών είναι
πάντοτε περισσότερη
νικήθηκαν κι οι νικητές θα
γράψουν γι’ αυτούς οι
επιχειρηματίες οι ελεύθεροι
επαγγελματίες οι κυβερνητικοί
στα υπουργεία κοστουμαρισμένοι
υπάλληλοι
κατά τις πέντε όταν σχολνάνε
πανομοιότυποι κοπαδιαστά
ότι ηττήθηκαν
αλλά κάποτε είναι ωραίες οι
ήττες κι αυτό το ξέρουν οι
πλωτοί ποταμοί οι λίμνες τα δάση
οι στρατοί που τώρα μόλις
εξοπλίζονται ότι
αρκεί να ανήκεις σε είδος σε ένα
γένος κι η πλαστικότητα των
των μορίων θα σου δώσει ξανά
συνοχή

ΟΙ ΜΕΤΡΙΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

Τα εμετικά φάρμακα δεν ωφέλησαν
η ολοκληρωμένη γνώση η ανάλυση
ο μερισμός και καταμερισμός του κόσμου
σε είδη τομείς και κατηγορίες
ούτε η εύκολη προσαρμογή συνώνυμη
μιας δήθεν ευφυίας
ούτε οι αποδείξεις όλων αυτών
τα δύσκολα πτυχία τα πιστοποιητικά
οι υπνωτικές παρακολουθήσεις
υπήρχαν πράγματα που έπρεπε
να βγουν π.χ. η υποήπειρος Ινδία που
μετακινείται σπρώχνοντας τα Ιμαλάια
κάθε χρόνο μερικά χιλιοστά
ο Ινδικός με τα πολύχρωμα ψάρια
ωκεανός
κι άλλα μικρότερα και πιο κοντινά
ας πούμε τα συνηρημένα της αρχαίας
ελληνικής ρήματα
οτιδήποτε δυσκολεύει τη ζωή έπρεπε
να βγει είτε απ’ τον πρωκτό είτε από
το στόμα
οι έρωτες ζηλωτές της επιθυμίας
οι καλλωπισμένες γυναίκες
ηλεκτροφόρα καλώδια γυμνά που
σε αφήνουν να τις πλησιάσεις
με χέρια που δεν τα έχεις
σκουπίσει ακόμα βρεγμένα
κοινωνικοποιήσεις κυκλικές που
δεν ωφελούν τους άντρες σκύλους
που τρέχουν γύρω γύρω απ’ την
ουρά τους
σχολεία με παραβατικούς μαθητές
κι απροσάρμοστους γονείς που
υπερασπίζουν πάση θυσία τα
παιδιά τους
και φαγητά(το πιο αυτονόητο)
γαρνιρισμένα με λάσπη και
κακόψητες πέτρες
όλα αυτά έπρεπε να βγουν είτε απ’
τον πρωκτό είτε από το στόμα
διπλωνόμουν συστρεφόμουν αλλά
τα έντερα η κοιλιά ο λάρυγγας ήταν
ακόμα στη βρεφική ηλικία ανίκανα
να φωνάξουν ή να μιλήσουν και
τότε σκεφτόμουν τι είναι αυτό
το σάπιο το μολυσμένο το τοξικό
που έπρεπε να το ξεράσω
ανίκανος να παραδεχθώ πως ήταν
ο κόσμος όλος που περιστρέφεται
τα πράγματα όλα και όλες οι
ονομασίες των πραγμάτων πιο
σημαντικές από τα ίδια τα πράγματα
κι οι σπάτουλες που θα μπορούσαν
να βοηθήσουν ήταν μέσα στα
παγωτατζίδικα και τα ιατρεία
κι απ’ τις ατέλειωτες οικοδομές είχαν
φύγει με την οικονομική κρίση
τίποτα πνευματικό δεν υψωνόταν
τίποτα πνευματικό δεν απλωνόταν
παρά μόνο η έπαρση των μέτριων
ανθρώπων
τους μέτριους ανθρώπους που
ήταν συναθροισμένοι γύρω μου
και μερικούς τους είχα καταπιεί
ήθελα να ξεράσω
αλλά καθώς φαίνεται οι σεισμικές
πλάκες εντός μου ακόμη δεν
μετακινούνταν μόνο τα Ιμαλάια
υψώνονταν συνέχεια πιεσμένα από
τα νότια αδιάφορα παγερά
λίγα χιλιοστά για κάθε χρονιά αλλά
χιλιάδες μέτρα για την αιωνιότητα

ΤΟ ΦΙΔΙ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΣ

Έστειλα για να τον βρουν
μη επανδρωμένα πουλιά
γυναίκες νευρικές την εποχή
της εμμηνόπαυσης που ασκούν
συνεχώς κριτική
χελώνες πένθιμες με το καύκαλό
τους υπό μάλης
γέρους ανοιακούς κρατώντας
κηρύκεια
βατράχια αλλά και βατραχάνθρωπους
κι όλα αυτά για να εξαντλήσω
τη γη τον αγέρα και το νερό
εκείνος δεν ήταν μόνο
πίσω μπροστά δεξιά αριστερά
αλλά και πάνω και κάτω
και βέβαια πριν και βέβαια μετά
τίποτα δεν επέστρεψε κανείς
η ιστορία τους έγινε θρύλος και
τραγούδι της τάβλας που μεταδίδεται
από στόμα σε στόμα άλλοι σαν
εμένα πιο συμφεροντολόγοι
πλήρωσαν ρασοφόρους να κάνουν
παρακλήσεις υπουργεία εξωτερικών
ετοίμασαν νότες
άδικος κόπος
πολλοί για να εξηγήσουν πώς
φτάσαμε ως εδώ διάβασαν βιβλία
αναφοράς κι άλλοι κοσμοπολίτικα
περιοδικά
άδικος κόπος
και τότε ετοιμάστηκα και
προετοιμάστηκα έφτιαξα κυάλια
με πατομπούκαλα
σκύλοι μου δάνεισαν νεύρα
οσφρητικά αετοί υψιπετείς μου
χάρισαν όραση στερεοσκοπική
τίποτα δεν ωφέλησε
ούτε τα βαρελάκια ούτε το βάδισμα
της γάτας
κι οι γνώσεις πιο πολύ με εμπόδιζαν
με το βάρος τους τα σχήματα που
μπορεί να παράγουν τις οικονομίες
αλλά σε καθηλώνουν στα αναμενόμενα
στα ίδια και τα ίδια
έπρεπε να δω τα πράγματα με την
πρώτη όραση την όραση του
βρέφους
κι έγινα ποιητής
πολλοί μέσα στα πλαίσια του
ωφελιμισμού με περιγέλασαν
σεισμογενή ήταν τα γέλια τους
τρέχαν οι μύξες τους από τα
τρανταχτά αναφιλητά
νεκρούς τους ονομάζω
που αποφάσισαν να πεθάνουν πριν
από την ώρα τους
όμως με τίμησαν με τη φιλία τους
μισοκατεστραμμένοι απροσάρμοστοι
αλκοολικοί
όλοι όσοι φορούσαν το δέρμα τους
ανάποδα ώστε να φαίνεται η φόδρα
όχι οι υπόλοιποι γυαλιστεροί
υιοθέτησα την κίνηση τύπου ακορντεόν

με απαλές κινήσεις ελικοειδείς
έφτασα εις τα μέρη του
στη χώρα του απόλυτου γρίφου
εκείνος είχε κρεμάσει
για να στεγνώσουν πάνω σε σύρματα
τον οισοφάγο του το στομάχι
τη σπλήνα το πάγκρεας τα έπλενε με
άφθονο νερό
τον πρόλαβα την ώρα που κρεμούσε
το συκώτι του
την ώρα που ακουγόταν γοερό κλάμα
που μπορεί και να ήταν των
θυμάτων του
πήρα τα όργανά του τα ομιλητικά
χωρίς να το καταλάβει γέμισε
η πλάση αίματα κελαρυστά κοπάνησα
μέσα στο κοσμικό γουδί τα κόκαλά
του
έσβησα κι έγραψα νέες ιστορίες
για να διδάσκονται τα παιδιά στα
σχολεία για μένα και για κείνον
κι άθελά μου τον έκανα ακόμα πιο
πανούργο και φλύαρα κακό τον
παρενδυτικό
κι η πόλη η διπλανή μου χάρισε
τιμές που την απελευθέρωσα από
την έγνοια του
κι όλα πήγαιναν καλά μέχρι να
ξεκινήσει το ποίημα να γράφεται
ακόμα καλύτερο
πάλι από την αρχή

.

ΤΑ ΝΥΧΙΑ ΤΟΥ ΚΟΚΟΡΑ (2013)

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Πήρα μέρος σ’ όλους τους
μικρούς πολέμους
στον αναρίθμητο στρατό που
αποτελείται από έναν μόνο
άνθρωπο ήμουν θαλαμηπόλος
κι ονειροπόλος
το καταδρομικό μου τώρα
στεγνώνει στο πίσω μέρος
της αυλής
αντί για φύλλα σιδήρου
είναι καμωμένο με φύλλα
χαρτιού
με είκοσι λεξιβόλα που
εκτοξεύουν μεγάλες ποσότητες
μελανιού
οι πόλεμοι ήταν σύντομοι
όπως οι ημερίδες όπως τα
τριήμερα συνέδρια
οι ανακωχές μου ήταν οι κενές
ανάμεσα στα μαθήματα
κι ο στρατηγός επιθεωρητής
βαθμολογούσε το αποτέλεσμα
που θα φανεί μετά από χρόνια
μετά από χρόνια θα παρελαύνω
όπως οι Μακεδονομάχοι;
Αλλά σε κάθε πόλεμο υπάρχει
το απρόβλεπτο το τυχαίο
οι νίκες είναι το διάλειμμα
εκείνα τα τρία βήματα που

μεσολαβούν ανάμεσα στο
γραφείο και τον εκτυπωτή
οι ήττες είναι η συνεχής
κατάσταση
αυτό το γνωρίζουν καλά
τα ζώα που αποτυπώνονται
στο χαρτί και τ’ άλλα που
αποτυπώνονται στον χρόνο
γιατί και το χαρτί είναι
φθαρτό και ο χρόνος
τελειώνει
κι όσο υπάρχουν τα άλματα
θα υπάρχει το κυνηγητό
κι όσο υπάρχουν τα νύχια
κι οι κυνόδοντες θα
χρησιμοποιούνται κι όσο
υπάρχουν τ’ ανυπεράσπιστα
αυγά στις φωλιές
κάποιοι θα σκαρφαλώνουν
κι όσο υπάρχουν τα χιλιάδες
κοπάδια στο νερό
κάποιοι θα τα καταπίνουν
κι οι λέξεις δε θα ’ναι για
πάντα οι ίδιες γιατί οι
γλώσσες αλλάζουν τα
νοήματα αλλάζουν οι
καταστάσεις αλλάζουν
κι αυτό το γνωρίζει καλά
το χαρτί και το δέντρο κι
ο θαλαμηπόλος κι ο
ονειροπόλος ο άντρας

ΔΙΑΠΑΙΔΑΓΩΓΗΣΗ

Μνήμη Αντώνη Σ.

Με τις οδηγίες του
κατεβήκαμε από τα δέντρα
σιγά σιγά με τα χρόνια
χάσαμε τις ευλύγιστες ουρές
μάθαμε να στεκόμαστε
στα δύο πόδια
χτίσαμε πόλεις θεσπίσαμε
νόμους υψώσαμε ναούς
δώσαμε εξουσίες στους ειδικούς
Μας υπαγόρευε κείμενα κι
ορθογραφίες γίναμε καλοί
στις καλλιγραφίες
μάθαμε να χρησιμοποιούμε
το μοιρογνωμόνιο τον διαβήτη
—όχι την αρρώστια—
να πλενόμαστε με σαπούνι
να φτιάχνουμε με το λάδι
και τη γλυκερίνη σαπούνι
να εξαλείφουμε την αποφορά
γιατί ο άνθρωπος μυρίζει
είμαστε το σύνολο των
εκκρίσεών μας
αλλά και κάτι παραπάνω
είμαστε κατ’ εικόνα και
ομοίωση κάποιου που
εξακολουθεί να μαθαίνει από
μας κι εμείς μαθαίνουμε
αγαπώντας και μισώντας
χωρίς να μπορούμε αυτά
τα δύο να τα ξεχωρίσουμε
Μας έμαθε να χρησιμοποιούμε
το πιρούνι και το μαχαίρι
να βάζουμε όταν τρώμε πάνω
στα πόδια μας πετσέτα
Μας έμαθε να διασχίζουμε
τη θάλασσα χωρίς να τα
κάνουμε θάλασσα
Μας έμαθε το εμπόριο
τους ισολογισμούς κι ακόμη
τις συνθήκες και τις συμβάσεις
το χρήμα και τις ισοτιμίες
τις λογιστικές πράξεις
τις καταθέσεις
Μας έμαθε
και τους κομμουνισμούς
τη δημοσιονομική πειθαρχία
να είμαστε λιτοί κι απέριττοι
μας σύστησε στην απληστία
για να μην πούμε ότι άφησε
κάτι κρυμμένο
και μας αιφνιδίασε
και το άγχος του χρόνου
πιο πολύ για τις γυναίκες
και το άγχος
του επιτιθέμενου θανάτου
αυτό άφησε να μας το πει
στο τέλος για να μάθουμε
να μην προτρέχουμε
να μη μας βασανίζει
τούτος ο αγιάτρευτος τρόμος
δίχως κανένα λόγο από πριν

ΤΑ ΝΥΧΙΑ ΤΟΥ ΚΟΚΟΡΑ

Η αρρώστια του μας ζήτησε
λύτρα
η αξονική τομογραφία
οι αναλύσεις του αίματος
μας είπαν πως πρέπει να
αρχίσουμε να συγκεντρώνουμε
τα χρήματα
πούλησα ένα κατάστημα
στην πιο εμπορική οδό με
το εμπόρευμα τον διακοσμητή
τους υπάλληλους και τους
πελάτες
πούλησα τον αέρα τη βροχή
και τον ανεμοστρόβιλο
Η αρρώστια του μας είπε
ότι μας κατανοεί
(από πότε μια ανίατη ασθένεια
κατανοεί)
αλλά δεν μπορεί να υποχωρήσει
υποσχεθήκαμε να της
παραδώσουμε μια πόλη αφού
την πολιορκήσουμε αφού
την καταλάβουμε
πουλήσαμε τους κατοίκους της
σε σκλαβοπάζαρα της Ανατολής
τώρα κλάμα ζεματιστό θα κυλά
από τα μάγουλα
αυτών που πουλήσαμε
στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής
Βάλαμε το πιο κοφτερό κουζινομάχαιρο
πάνω στην καρωτίδα
του γιατρού εκείνος ψέλλισε
πως η αρρώστια είναι πια παντού
σε κάθε μόριο σε κάθε κύτταρο
και μέσα στη γλάστρα με τον
φίκο και κάτω από το χαλάκι
της εξώπορτας του ιατρείου
και πάνω στη λευκή του μπλούζα
και πάνω στο θυροτηλέφωνο
και πάνω στα πτυχία του
και πάνω στα γυαλιά σαν
δαχτυλιά της νεαρής γραμματέως
του
μας είπε να απευθυνθούμε στον
Θεό και τους βοηθούς του αγίους
Ξανασυναντήσαμε την αρρώστια
κι εκείνη μας είπε
πως πια αργήσαμε και ότι
ανταλλάσσει τον άνθρωπό μας
με τον πλανήτη μας όλο κι ένα
μεγάλο κομμάτι του σύμπαντος
Αρχίσαμε τις γονυκλισίες τις
παρακλήσεις απειλήσαμε έναν
Ηγούμενο υπερήλικα
που επικοινωνούσε τακτικά
με τον Θεό
κάποιος του έδωσε κινητό να
μιλήσει με τον προϊστάμενό του
Έξαλλος είπα
όχι θα κάψω το μοναστήρι
κουβάλησα μπιτόνια με
πετρέλαιο στουπιά
και σπιρτόκουτα
όμως το πράγμα χειροτέρευε
Διαβάσαμε τη Βίβλο και το
Ταλμούδ αλλά
τώρα πια ήταν θέμα ωρών
πασχίσαμε να σταματήσουμε
τον χρόνο να στρέψουμε όλους
τους δείχτες των ρολογιών
προς τα πίσω
κάποιοι από μας πήγαν στην
Ελβετία άλλοι διέδωσαν το
μήνυμά μας μέσα από το
διαδίκτυο κι είχαμε αρχίσει
να βρίσκουμε ανταπόκριση
Σταματήσαμε τα ηλιακά
ρολόγια και τότε κάποιος
είπε πως ο χρόνος ταυτίζεται
με την κίνηση κι ότι πρέπει
την κίνηση να σταματήσουμε
Καταλάβαμε αεροδρόμια
λιμάνια σταθμούς λεωφορείων
προκαλέσαμε μποτιλιαρίσματα
και κάποιος είπε ότι
η καλύτερη ακινησία είναι
ο θάνατος κι ότι πρέπει να
κάνουμε αντάρτικο πόλεων
να εντρυφήσουμε
στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης
να φερθούμε σαν ύπουλοι
ακροδεξιοί να γίνουμε
απάνθρωποι κι ότι μόνο με
μίσος για τη ζωή πολεμά
κανείς την απειλή του θανάτου
Αυτά σκεφτόμασταν να
κάνουμε μέχρι που ακούστηκε
η φοβερή του θανάτου κραυγή
η φοβερή κραυγή
του μηδαμινού ανθρώπου
η φοβερή κραυγή που όταν
τελειώνει παραλύει τους μυς
του προσώπου
αυτού που την εκστόμισε

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ

Μαραμένοι καθηγητές διδάσκουν
μέσα σε τάξεις όπου οι έρημοι έχουν
διεισδύσει προ πολλού τις σύγχρονες
ολλανδικές τεχνικές τις θερμοκηπευτικές
και τις άλλες
Θεωρούμε σαν δεδομένο ότι μπορούμε
να πείσουμε έναν βολβό να αναπτύξει
στέλεχος
ενθυμούμενοι τα εύθραυστα χρόνια
του δημοτικού τότε που τοποθετούσαμε
φακές μέσα σε άδεια πλαστικά κύπελλα
γιαουρτιού πάνω σε βαμβάκι
όμως το μυαλό που δε λειτουργεί με
τον προβλέψιμο τρόπο
καταστρώνει τα δικά του σχέδια
πάνω στα δικά του καταστρώματα
Πολλοί από μας για ν’ ακουστούν
απέναντι σ’ ένα ακροατήριο που
η επιδημία κώφωσης το έχει
καταβάλει
ανεβαίνουν τα σκαλοπάτια της έδρας
ή ενός μιναρέ βαθιά στην ενδοχώρα
της Υεμένης ή της με τα δροσερά
βουνά Αλγερίας
για ν’ ακουστούν με τα μεγάφωνα
τους ενσωματωμένους σαν τις πιπίλες
στο στόμα τους τηλεβόες κι ακόμη
και τότε που η ξένη γλώσσα παράγει
το άγνωστο καινούριο
με τα φερσίματά τους τα ίδια
το ντύσιμό τους το ίδιο το ξύρισμά
τους το ίδιο το κύλημά τους το ίδιο
απωθούν
κι όσοι προσπάθησαν να ταξιδέψουν
το πλήθος και τους μαθητές
κατηγορήθηκαν για βερμπαλισμούς
και δημαγωγίες
κι όταν ήρθαν οι φρέσκες καμήλες
με τα δυνατά πέλματα και λύγισαν
και είπαν ανεβείτε πάνω μας να σας
πάρουμε εκεί που το λουλούδι δεν
κόβεται
εκεί που το συναίσθημα είναι απλόχερο
εκεί που η ύλη είναι υποτυπώδης
και γι’ αυτό δεν υποτάσσει
εκεί που τα σώματα μυρίζουν κι οι
ιδρωτοποιοί αδένες είναι καθαροί
κι από μόνοι τους άρωμα
όσοι ήταν μέσα στους καθηγητικούς
συλλόγους αρνήθηκαν
είπαν πρώτα απ’ όλα η κατανομή
ο προγραμματισμός η παράδοση της
βαθμολογίας και κάποιοι ψιθύρισαν
το καμουφλαρισμένο συμφέρον
Κι οι καμήλες οι δρομάδες άνοιξαν
τα στόματα τους για να φανούν οι
άρτιες οδοντοστοιχίες τους
και κάποιοι είπαν πως γέλασαν
και κάποιοι άλλοι είπαν πως μας
περίπαιξαν για τον άθλιο και ποταπό
μας βιοπορισμό
μάλλον το δεύτερο θα πρέπει να
συνέβηκε

ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ

Έφτιαξα το καράβι της μοίρας
φόρτωσα νεκροπόλεις κτιστούς
βασιλικούς τάφους τύμβους
για τους ήρωες και τους εξέχοντες
της κοινωνίας
τάφους μικρούς σαν κελιά για
τους κοινούς θνητούς
έφτιαξα το καράβι της μοίρας
με λιθάρια στη βάση από την
κοίτη ενός ποταμού
πλινθάρια ζύμωσα και για στέγη
άπλωσα δοκάρια καλάμια κλαδιά
φόρτωσα μια αποτυχημένη
επανάσταση όπως οι περισσότερες
που καταλήγουν έτσι στο τέλος
το φιλελληνικό ρεύμα
το φιλοπερσικό
άρματα των Αμαθουσίων ασπίδες
καύκαλα των χελώνων
λαγοπόδαρα για να φέρουν τύχη
σε όσους δεν έχουν
(στους περισσότερους)
κτερίσματα για τους ανόητους
που θα πεθάνουν χρυσό
και έβενο για τους χαζούς που
θα νικήσουν
όλα αυτά μέσα στην εξεταστέα
ύλη των μαθητών που βλαστημούν
πηγές μετέφερα και κεφαλόβρυσα
που στέρεψαν κι αστείρευτα
από αυτά αρδεύεται το παρόν
και το μέλλον του ανθρώπου
και τα υπόλοιπα; Η παστάδα
τα άνθη παντού στο υπνοδωμάτιο;
Τα δώρα κι η κουρτίνα απ’ το
μισάνοιχτο παράθυρο που την
ανεμίζει ο δυτικός άνεμος;
Τα ντροπαλά σχεδόν χαμόγελα
και τα κάτασπρα δόντια
τα ρίγη οι συσπάσεις ο ιδρώτας
η γλυκιά κούραση πάνω στην κλίνη;
Όχι αυτά δεν έχουν θέση
πάνω στο καράβι της μοίρας
ούτε οι τοκετοί ούτε τα μελιντζανί
νεογέννητα ούτε οι θηλασμοί
και τα πορτ-μπεμπέ
όσοι μπαίνουν σ’ αυτό το πλοίο
διαψεύσθηκαν προδόθηκαν από
τον εαυτό τους κυρίως και από
τους άλλους
έχτισαν σπίτια κουκλόσπιτα όμως
ο λίβας του πολέμου δεν τ’ άφησε
όρθια
η πολυθρόνα του νοικοκύρη που
διάβαζε μετά τη δουλειά την
εφημερίδα έμεινε άδεια σκονίστηκε
και το κλάμα του σκύλου ουδέποτε
σταμάτησε
αυτό δεν είναι πλοίο για τουρίστες
της Καραϊβικής είναι το πλοίο
της αϋπνίας
τα κλαμένα μάτια οι πονοκέφαλοι
που δεν περνούν με τα παυσίπονα
είναι εδώ και οι χρονοθύελλες
που μίλησα γι’ αυτές στο παρελθόν
ξορκίζοντας τες κι αυτές παρούσες
όπως παρόντα είναι τα γηρατειά
κι οι αρρώστιες για τις οποίες
μιλούν οι γέροι συνέχεια είναι
το μόνο τους θέμα
ή το μόνο σχεδόν

Η ΕΠΙΦΟΙΤΗΣΗ

Ζωή που φαίνεται πως έχει
χάσει όλη την επιταχυντική
ισχύ της μηχανής της
ζωή που καμουφλάρεται
με τρόμο δάκρυ και λυγμό
φύγε μακριά μου πλησίασε
όμως εσύ λιτανεία —τόπι
από ύφασμα πορτοκαλί που
ξετυλίγεται— από πιστούς
και φωτίτσες λιωμένα κεριά
και φούστες που κρύβουν
τη γύμνια των γονάτων
κι αν το βάθος της έννοιας
του μπροστά υποστηρίζεται
με σιδερένιους πασσάλους
το δέντρο της επιφοίτησης
του Βούδα είναι και τόσα
άλλα που υποστηρίζονται
Ας με επιφοιτήσει η χαρά
γιατί αρκετά με έντυσε με
δυτικότροπα ρούχα
ο στεναγμός
(και το πρέπει της πίστης
που σκληρά μου επιβλήθηκε)
Προσηνείς ελέφαντες
χοροστατήστε φορέστε τα
άμφιά σας και τα ίχνη τα
ασαφή των πατούσων μου
διαγράψτε με τα βήματά
σας τα παχουλά
γιατί αρκετά έζησα σ’ έναν
κόσμο που χάνεται αρκετά
γύρισα την πλάτη μου στο
μέλλον έχοντας συγχύσει
το ιερό με το παλιό
αρκετά εμφιάλωσα το δάκρυ
αρκετά είπα στις νεροφόρες
πού να πορευτούν και ποιους
να ξεδιψάσουν και ιδού
τώρα που με κατηγορούν
οι ξεδιψασμένοι
οι απαρηγόρητα ξεδιψασμένοι
αυτοί που άλλα ήθελαν να
πουν κι ολότελα άλλα
να κάμουν είναι οι κριτές μου
ας τους διδάξω
πώς ν’ ανεβαίνουν
στους κοκοφοίνικες
ας τους διδάξω πώς να τους
κλέβουν οι μαϊμούδες αυτά
που δεν μπορούν δίχως τους
και οι ψαράδες που ψαρεύουν
χωρίς πετονιά επάνω στους
πασσάλους λίγα μέτρα από την
ακτή ας γειώσουν τα χωρίς
παπούτσια πόδια τους σ’ έναν
κόσμο που συνεχώς γυρίζει
κι όμως κανείς δεν αισθάνεται
την περιφορά

Σρι Λάνκα 2003

ΤΑ ΔΥΟ ΑΔΕΛΦΙΑ

Πάρτε τα υπνοφάρμακά
σας και ξαπλώστε
προσέξτε όμως μην πέσετε
γιατί το κρεβάτι σας
στέκεται στην άκρη ενός
αβυσσαλέου γκρεμού
θα το είχατε καταλάβει
όταν βγάλατε τις παντόφλες
σας κι εκείνες κατρακύλησαν
στο ιλιγγιώδες κενό
Πάρτε τα υπνοφάρμακά
σας για να μπορέσετε
ν’ αντέξετε αυτό που θα
δείτε πάνω στο σώμα σας
δε θα ’ναι το κατακόκκινο
που χύθηκε μανικιούρ
Πάρτε τα υπνοφάρμακά
σας και χτυπήστε το
κουδούνι του ονείρου
ένας λύκος θα σας ανοίξει
μια αλεπού με ποδιά θα
σας ρωτήσει τι θέλετε
να σας κεράσει
μια αρκούδα θα κάθεται
δίπλα σας στον καναπέ
ένα λιοντάρι απέναντι σας
θα σας ρωτήσει τι γνώμη
έχετε για το χρηματιστήριο
για τις βιομηχανίες των
αλλαντικών
ένας ιπποπόταμος βγαίνοντας
από την εσωτερική πισίνα
θα σας ζητήσει να του δώσετε
την πετσέτα του
μπαμπουίνοι στην κουζίνα
θα ρίχνουν πασιέντσες στο
τραπέζι για να δουν ποιος
θα πεθάνει σήμερα
μια ύαινα θα βουρτσίζει τα
δόντια της στο μπάνιο
ένα όρνιο θα στέκεται
πάνω στη βιβλιοθήκη
με τεντωμένο λαιμό
κι εσείς θ’ αναρωτιέστε
μα τι γυρεύω εδώ
Αυτά θα συμβαίνουν ενώ
θα κοιμάστε κι εντούτοις
δε θα κοιμάστε θα σας
ενοχλεί το ροχαλητό σας
θα σκουντάτε τον εαυτό
σας να γυρίσει πλευρό
θα φωνάζετε για βοήθεια
αλλά το Γκόλεμ τρελάθηκε
κι ο σοφός ραβίνος Λεβ
θα εμφανιστεί για να
συζητήσετε για την Τορά
κι εσείς θα τον παρακαλέσετε
βοηθήστε με
με τη σοφία σας να μην έχω
μέσα μου τόσο πολύ χάος
να μην ακροπατώ συνέχεια
τον ένα μετά τον άλλο
τον μεγαλύτερο γκρεμό

ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΑΣ ΕΙΠΩΘΕΙ

Όταν η γη χοντρύνει
κι όλα τα Ινστιτούτα Γυμναστικής
του σύμπαντος δεν ωφελήσουν
κι οι διαιτολόγοι κριθούν
ανεπαρκείς
κι η μάζα αλλάξει κι οι
φυσικοί εμπνευστούν τους
καινούριους νόμους κι οι
μαυροπίνακες γεμίσουν με
τύπους άλλους
νέα διδακτικά βιβλία γραφτούν
καινούριες ύλες
καινούρια βοηθήματα
κι οι άνθρωποι αρχίσουν να
περπατούν πιο σκυφτοί
κι οι θλιμμένοι αρχίσουν να
περπατούν ακόμη πιο θλιμμένοι
κι αυτοί που δεν καθαρίζουν τα
σπίτια τους και τους εαυτούς
τους παραδοθούν
στην πιο απίστευτη ενσωμάτωση
με τη γη
ποιο μέλλον θα προγράψουν οι
λοχαγοί δικτάτορες στην
ολόμαυρη ήπειρο πάνω στα τζιπ
τα σμήνη τα τόσο αεροδυναμικά
μόλις και θα πετούν πάνω απ’
το κεφάλι μας
τα αεροπλάνα θα μπορούμε να τ’
αγγίξουμε απλώνοντας τα χέρια
τα πιο υψιπετή πουλιά
θα φωλιάζουν κάτω απ’ τις
μασχάλες μας
κλαδάκια και νεοσσοί θα
πέφτουν όταν ξύνουμε τις
μασχάλες μας
οι νέοι τρούλοι θα κατέβουν
στο ύψος των ματιών
κι ο Παντοκράτορας
θα μειωθεί το ύψος που μας
χωρίζει από το θείο
τότε ποιος και τι θα μας λυπηθεί
οι πιο ικανοί κολυμβητές
ο Σπιτς ο Ποπόφ και οι άλλοι
θ’ αγωνίζονται μόνο και μόνο
για να επιπλεύσουν
τότε ποιος και γιατί θα μας
λυπηθεί
τότε που η λύπη θα βαρύνει
κάμποσους τόνους και το δάκρυ
θα ζυγίζει πέντε με δέκα κιλά
τότε ποιος και γιατί θα μας
λυπηθεί καθώς η πλάση
θα χάσει το ολοσχερές της
νόημα και τα ψηλά βουνά
αποφασίσουν πως δεν μπορούν
να κρατούν όρθιο
το απροσμέτρητο βάρος τους
κι η ζωή η ορεσίβια αλλοιωθεί
πεδινούς τρόπους θ’ αποκτήσουμε
πεδινή ζωή θ’ αποκτήσουμε
και τον ίσιο δρόμο θα
περπατήσουμε δίχως καθόλου
έκσταση
όχι τον σκολιό

.

ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΛΗΨΗΣ (2011)

Η ΑΡΧΗ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ

Τρύπησα με μια φουρκέτα
σε πολλά σημεία τον
σκοτεινό ουρανό
φάνηκαν έτσι οι κομήτες
οι πλανήτες οι νομάδες και
οι απλανείς
μου είπες πως ήθελες μαλλί
γιατί ντρεπόσουν να είσαι
γυμνή κι εξημέρωσα
τα πρόβατα και τις γίδες
μου είπες πως το μαλλί
σκοροτρώγεται
καλλιέργησα για πρώτη
φορά τη λεβάντα
μου είπες
πως ήθελες να εγκαταλείψεις
τα ρεύματα και τις σπηλιές
σου έκτισα την πρώτη
κατοικία είπες πως ήθελε
βάψιμο
έκοψα ωραία λουλούδια
και τα έβρασα ωραία βαφή
ήθελες πάτωμα κι έστρωσα
το χώμα με πηλό
ήθελες παράθυρα κι άλλα
παράθυρα κι όταν ήρθε
ο χειμώνας μού είπες
κτίσε επιτέλους μερικά
απ’ τα παράθυρα
Ήθελες σπασμένα πέτρινα
αγγεία κτερίσματα για τους
νεκρούς σου βδομάδες
πάλευα με την πέτρα
δε σου άρεσαν
είπες πως ήθελες μουσική
εφηύρα το πρώτο μουσικό
όργανο μου είπες πως
ήθελες μια παραπάνω
χορδή
τοποθέτησα πάνω στο
κούφιο ξύλο
μια παραπάνω χορδή
μου είπες να σταματήσω τα
ορμητικά ποτάμια για να
κάμεις το μπάνιο σου
με την ησυχία σου
μια λίμνη φίλη μου ήσυχη
κόντεψε και δεν ξανάφυγε
από τα μέρη μας
είπες πως ήθελες άργιλο
για να πασαλείφεις το
πρόσωπο σου έφερα άργιλο
ήθελες ρουζ και μάσκαρα
η ροδοδάκτυλη αυγή μού
έδωσε ρουζ και η ασέληνη
νύχτα τη μάσκαρα
είπες πως ήθελες να ζήσεις
αιώνια να σε θυμούνται
σου έκαμα παιδιά
είπες πως άλλαξε η ζωή σου
ότι σε κούρασαν τα παιδιά
απομάκρυνα τα παιδιά
είπες
πως ήθελες γράμματα
κι ανακάλυψα τη γραφή
είπες πως ήθελες
να θέλεις πάντα κι ότι
ο άνθρωπος είναι άνθρωπος
εφόσον επιθυμεί
έγραψα αυτά που ήθελες
αφού αποξήρανα δέρματα
κατεργάστηκα παπύρους
έτσι μου είπες να κάμω
και έκαμα
είπες πως ήθελες δύναμη
και επικράτεια
έφτιαξα τόξα και βέλη
κήρυξα πολέμους
κέρδισα όλους τους πολέμους
πούλησα αιχμαλώτους για
δούλους πυρπόλησα πόλεις
κατέστρεψα οτιδήποτε ξένο
μπορούσε να καταστραφεί
έκαμα πράγματα που λέγονται
πράγματα που δε λέγονται
και τώρα που άσπρισαν τα
μαλλιά μου και γέμισαν
πανάδες τα χέρια μου
καταλαβαίνω
πως κανένας δε γύρεψε με
τόση βία με τόση μανία
με τόση απύθμενη αγριότητα
το έλεος εκλιπαρώντας
και την αποδοχή

ΕΥΓΕΝΙΚΗ ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ

Αφήστε πρώτα να σπείρω
στο χιόνι
να πάρω τα φρέσκα μήλα στο
κοινοτικό ψυγείο το κλειστό
κι αν έρθει η χιονοθύελλα
έχω τα κατάλληλα ρούχα
ένα ολόσωμο μαγιό
κι αν έρθει το ζώο το άγριο
θα του πω πως είμαστε όμοιοι
ήμουν λυκόπουλο παλιά
κι αν έρθει αρρώστια
θα της πω πως ουδέποτε έγιανα
πως η ζωή είναι μια ίωση
μια στραβοτιμονιά στον ορεινό
τον δρόμο του αυτοκινήτου
του Θεού
Αφήστε πρώτα να δούμε
αλλά έχω πρόβλημα με τα
γυαλιά μου
Αφήστε πρώτα ν’ ακούσουμε
αλλά όλα σχεδόν έχουν ειπωθεί
Αφήστε πρώτα να χαθούμε
μέσα στο δάσος
το δάσος όμως λείπει έφυγε
για διακοπές
Αφήστε πρώτα ν’ ακούσω
τον κούκο όμως χάλασα το
ρολόι του για να μη με ξυπνά
Αφήστε πρώτα να μας καπνίσουν
για να φύγουν όλα τα κακά
αλλά έχω πρόβλημα με το άσθμα
Αφήστε πρώτα να στεγνώσουν
στο καθαριστήριο τα φαράγγια
να σκύψουν για να μπουν στο
σπίτι μου τα αψηλά βουνά
να πάρω και λίγη χιονοστιβάδα
να μην αγοράζω παγάκια
απ’ το περίπτερο
Αφήστε πρώτα να χαθώ μέσα
στα κείμενα και τις παραπομπές
μέσα στις μεταφράσεις
κι εσύ αετέ που πετάς χαμηλά
που παίρνεις κάθε μέρα
το χάπι της πίεσης
χάρισέ μου το πιο ωραίο
φτερό σου
χάρισέ μου το ύψος εις τα
γραπτά μου ύψος που εσύ
θα κρίνεις πόσο θα δώσεις
εις τα γραπτά μου

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ

Κολυμπούσα βαθιά στ’
αμίλητα νερά και δίπλα μου
χελώνα γριά αλλά χωρίς
την προστυχιά των γέρων
έκαμνε χώρο για να
περάσω στην επόμενη ηλικία
χωρίς δυσκολία για να ξεχάσω
κι είχα σημάδια πάνω μου
από δόντια τις απογοητεύσεις
που είναι συνεχείς
απ’ τον καιρό που εμφανίστηκαν
οι πρώτοι όρθιοι άνθρωποι
καμωμένοι για να πολεμούν
για όσα κατέχει ο καθένας
και για όσα φαντάζεται
ο καθένας
παλεύουν μεταξύ τους κι οι
σκιές τους μέχρι που να
τρυγηθούν όλες οι ελιές και
το λάδι τους να τελειώσει αυτό
που ανάβει τις φωνακλάδικες
φωτιές και τις κάφτρες
μέχρι που να χαλάσουν
τα τσακμάκια τους θα καίει
ο ένας το σπίτι του άλλου
τα άχυρα και τα ξύλα και
το όρθιο μπετόν
κι αν αυτό συμβεί δε θα
τελειώσει ο θυμός τους
θα ταξιδέψουν σε άλλα μέρη
για να μεταδώσουν την
αρρώστια τους σε όποιον βρουν
θα ζέψουν τα ζώα τα μεγάλα
μέχρι και τα ζουζούνια θα
σελώσουν και την πεταλούδα
θα γδάρουν και τη μέλισσα
θ’ αρμέξουν και την
πασχαλίτσα θα σφάξουν
μήπως και βρουν την
παντέρημη ησυχία
μέχρι την κορυφή του κεφαλιού
της γης και μέχρι τις πατούσες
της και τη ζώνη που φορά
στη μέση της θα φτάσουν
μόνοι τους και με αρμάδες
με τις τουρμπίνες και με τα
κουπιά
γιατί οτιδήποτε υπάρχει
θα κατοικηθεί
γιατί οτιδήποτε αντιστέκεται
θα κατανικηθεί
κι ο φόβος θα πνέει για πάντα
είπε η χελώνα παντού και πάντα
αρκεί εμείς να βρισκόμαστε
πάντα τρέχοντας πάντα
λαχανιασμένοι
στην επόμενη στιγμή

Η ΡΩΓΜΗ

Ίσως δεν ήταν η ώρα μου
να γεννηθώ
επειδή το νευρικό μου σύστημα είναι
ατελές δεν μπορώ να καταλάβω
τα πράγματα
δεν μπορώ να μιλήσω για τα
πράγματα
τότε γιατί μου είναι γνώριμη
η αίσθηση ότι έφτασα κάπου
σε σπίτι εξοχικό που με
περίμεναν
κάθονται γύρω από στρωμένη φωτιά
ενώ γυρίζουν οι σμίλες στις φουφούδες
κανένας τους δεν έχει αρκετή σάρκα
είναι φτιαγμένοι από πολυλογία
Η πρώτη μου σκέψη
είναι πως έχουν ενσωματωμένο
έναν πομπό ένα τρανζίστορ
όμως ο λόγος τους αναβλύζει σα
ρυάκι από παντού
κι από τα χέρια και τα πόδια τους
είναι σαν κάτι τεράστια έντομα
που πάλλονται
από πού πηγάζει τόση ζωή
και δεν είναι η ζωή του πουλιού
που πέταξε από πάνω μας και
που λάλησε και που
τσίμπησε το σκουληκάκι
και που πάει στη
φωλιά και δεν είναι του
ασπρομάλλη του λαγού το τίναγμα
της αλεπούς το στριφογύρισμα όταν
νυχτώνει και κατεβαίνει στα μέρη
μας
γι αυτό μάλλον και δεν καταρρέουν
όταν ακούσουν ένα θλιμμένο άγγελμα
ο πόνος τους διαρκεί τόσο λίγο
είναι ηθοποιοί στον καλύτερο
μέχρι τώρα ρόλο της καριέρας τους
γι’ αυτό και είναι τόσο απόλυτοι
στις θέσεις τους
μήπως δεν έχουν σπουδάσει
και για τούτο δεν είναι συνηθισμένοι
στα ερωτηματικά;
Ξέρουν ποιοι είναι ξέρουν τι θέλουν
είναι σαν κάτι σπίτια που καλοκτίζονται
κι εντούτοις κάπου υπάρχει καλά
κρυμμένο ένα σφάλμα του αρχιτέκτονα
ίσως μια κολόνα που οπλίστηκε
με λιγότερο σκυρόδεμα απ’ όσο
έπρεπε ίσως κάτι άλλο ακόμη
πιο υπόγειο ακόμη πιο σκοτεινό
ακόμη πιο επικίνδυνο
Αλίμονο αν εξομολογηθείς
μια παραίτηση δική σου ένα λάθος
αλίμονο αν φας και παχύνεις
αλίμονο αν ακούσουν πως κάτι
ξέφυγε από το υποδεκάμετρο ενός
κανόνα
ξέρουν ποιοι είναι ξέρουν τι θέλουν
κι εντούτοις κάπου υπάρχει ένα
σφάλμα ένας λανθασμένος
προσανατολισμός
ένα ξένο χώμα επιπρόσθετο στο
οικόπεδο αφρούγιο που πρέπει τώρα
να αφαιρεθεί μια απάτη του
κτηματομεσίτη που όπου να ’ναι
το δίχως άλλο θα φανερωθεί

Ο ΔΙΑΣΩΣΤΗΣ

Επειδή έχω προσληφθεί
διασώστης οφείλω να
προστατέψω τις περγαμηνές μου
τους αναρτημένους διανοητικούς
καθρέφτες μου
λοιπόν είμαι η μαμμή και
πρέπει να μην υιοθετήσω
τους φίλους μου
αν και η διαφορά ηλικίας το
επιτρέπει
σώσε με φωνάζει ο ποταμός
απ’ την υπερβολή της πλημμύρας
μόλις που ακούγεται το βακτηρίδιο
αλλά ακούγεται σώσε με να μην
καταστρέψω τον ξενιστή μου
κι εκείνος που υπεραγαπούσε τους
πίνακες εισχώρησε
κατά τα δύο τρίτα στους πίνακες
κι ο άλλος που λάτρευε τα βιβλία
αγνοείται μέσα στα κείμενα
ο πρώτος έκρινε πως είχε τελειώσει
ο χρόνος
ο δεύτερος ότι είχε τελειώσει ο τόπος
ο τρίτος ότι είχαν τελειώσει οι λέξεις
ο τελευταίος ότι μας εγκατέλειψε
ο θεός
ας κάνω για πρώτη φορά
την προσευχή μου
γιατί οι δυνάμεις μου είναι
λίγες
ας πράξω όπως οι σαμάνοι
όπως οι σούφι
όπως οι καβαλιστές
επειδή όλα τα πράγματα
είναι μεταφορές
ας εντρυφήσω στο συγκεκριμένο
πριν καν να ονομαστεί
ας δώσω την προσοχή που
αξίζει στο πρωτόγονο
με τελετουργία που θα ’ναι
πρωτότυπη όχι υφαρπαγή

ΤΟ ΣΤΗΣΙΜΟ TOY ΚΑΘΡΕΦΤΗ

Αρέσουν οι κίνδυνοι
στους πολύ νέους αλλά
και σε όσους βρίσκονται
σε απόγνωση
γι’ αυτό ανέβηκα στο βουνό
η κορυφή του ήταν πασπαλισμένη
με ινδοκάρυδο κι οι σκιέρ
χαίρονταν όπως κι οι ξενοδόχοι
χωρίς κανείς τους να βλέπει
την επερχόμενη χιονοστιβάδα
των εξελίξεων
Πήρα μαζί μου όλο τον
ορειβατικό εξοπλισμό ήμουν
αλπινιστής και Σέρπα μαζί
Αγόρασα από ένα κατάστημα
με αντίκες ένα μεγάλο
καθρέφτη βενετσιάνικο
να καθρεφτίζεται ο κόσμος
επειδή είναι τα είδωλά μας
ο εαυτός μας αφού
δε θα μπορούσα να μην
κουβαλήσω στο βουνό τις
χωρίστρες μου και τα ωραία
χτενίσματα το δύσκολο δέσιμο
της γραβάτας κομπιάζει κανείς
αν δέσει πολύ σφιχτά τον κόμπο
της γραβάτας
φόρεσα τα καλά μου για να
με πάρει ο κόσμος στα σοβαρά
οι σοβαροί θα με πάρουν
στα σοβαρά οι ανόητοι
ανόητα θα σκεφτούν κι οι
επιπόλαιοι επιπόλαια
πείνασα κι άνοιξα μια κονσέρβα
κι αφού έφαγα το υπόλοιπο
βοδινό το πέταξα όπως οι
γεωργοί πετούν τους σπόρους
προς όλες τις κατευθύνσεις
για να με πλησιάσουν όσοι
δεν έχουν ανθρώπινη λαλίτσα
κι ήρθαν όντως κοντά μου τα
γρυλλίσματα και οι μουσούδες
και μου είπαν με κτηνώδη
νοήματα δείξε μας τον καθρέφτη
να δούμε ποιοι είμαστε
να δούμε τον εαυτό μας
απ’ τον οποίο ουδέποτε θα
ξεφύγουμε αλλά έστω να
δούμε τον εαυτό μας να
συμφιλιωθούμε με οτιδήποτε
είμαστε
τότε έστησα τον βενετσιάνικο
καθρέφτη κι ήρθαν πρώτα
τα ήμερα ζώα κι αφού
κοιτάχτηκαν αποχώρησαν μετά
οι λύκοι πριν οι αλεπούδες
και κάποια άλλα σαρκοβόρα
διερωτήθηκαν κατά πόσον
όλοι οι καθρέφτες είναι οι
ίδιοι γιατί υπάρχουν και οι
σπασμένοι που δείχνουν
τον κόσμο κομμάτια κι ίσως
αυτοί να είναι οι πιο αληθινοί
οι πιο αξιόπιστοι

ΤΟ ΚΑΥΚΑΛΟ TOY ΠΟΛΕΜΟΥ

Φόρεσαν το καύκαλο της χελώνας
για κράνος
και πήγαν στον πόλεμο
ο πόλεμος τους έστειλε στον
γιο του που είχε φαγάδικο
κι εκείνος εκεί τους περιποιήθηκε
κι οι άλλοι που αναποδογύρισαν
τις πέτρες και βρήκαν τους
εαυτούς τους από κάτω
δε φοβήθηκαν μόνο
ακίνητοι έκπληκτοι αποσβολωμένοι
είδαν τους τάφους τους
και τις περιποιήσεις των τάφων τους
και κάποια στιγμή είπαν
αφού ο καθένας έχει την αλήθεια
την πικρή τη γλυκιά τη γλυκόπικρη
να πάμε στο βουνό
εκεί που μαζεύτηκαν οι ετοιμοπαράδοτοι
στα χέρια του Θεού
να μάθουμε όλες τις αλήθειες
και να επιλέξουμε
δε βάζει μυαλό ο άνθρωπος αλλά
ελπίζει
εκεί συνάντησαν τον μοναχό τα
γένια του ενώνονταν με την κορυφή
του βουνού όπως κλεψύδρα
κι είπαν να πιαστούμε επάνω τους
αυτοί που ήταν πιασμένοι χεροπόδαρα
με την οδύνη
οι γυναίκες τους ήταν έγκυες μονά
και δίδυμα κι αυτοί γεννούσαν
τον πόνο καθημερινά
είπαν να δούμε μέχρι πού φτάνουν
τα γένια άλλα ήταν πετρωμένα
με άλλα οι γυναίκες τοποθετώντας τα
στις αυλές κρεμούσαν τις μπουγάδες
τους κι άλλοι άσχετοι και άπειροι
στα ιστιοπλοϊκά
μάθαιναν να δένουν τους κόμπους
κι οι έφεδροι στις ασκήσεις
κι οι πρόσκοποι στις κοινωνικοποιήσεις
έδεναν μ’ αυτά τις σκηνές τους
και τα παιδιά τους χαρταετούς τους
κι είπαν να μιλήσουμε κι η λογική
τους ήταν ένα τετρακίνητο τζιπ
που κόλλησε στη λάσπη
η λογική τους κι ήταν στη
βάση του βουνού δίπλα από τον ποταμό
οι μανάδες τους κι ήταν τα πιο
δύσκολα στο πλύσιμο τα πιστεύω τους
πότε θ’ απαλλαγούμε
από τα χάδια τους κι όμως το
ψυχανεμίζονταν πως δεν απαλλάσσεσαι
πως γίνεσαι είτε κλητήρας
είτε μεταφορέας με την πάροδο
του καιρού
απλώς μαθαίνεις την τεχνική
πώς να σηκώνεις το εύθραυστο
συναίσθημα κι ο μοναχός δεν τους
είπε τίποτα γιατί οι λέξεις τους
όλες ήταν χρωματισμένες
με τα παλιά νοήματα
νέα αλφάβητα έπρεπε να μάθουν
από την αρχή όπως όσοι παθαίνουν
δυστύχημα πετυχαίνουν δυστύχημα
και βλάπτεται ο εγκέφαλός τους
και δε μιλούν πια τη γλώσσα τη μητρική
όμως ο χρόνος τους ήταν λίγος
επειδή του ανθρώπου ο χρόνος είναι
λίγος κι έπρεπε την ίδια στιγμή
όχι μονάχα να μαθαίνουν αλλά να
φροντίζουν τους τάφους τους
κι ήταν οι τάφοι τους καλά
περιποιημένοι αφού χρόνια
είχαν πεθάνει πριν

ΟΙ ΤΕΡΜΙΤΕΣ

Άκουγα θορύβους στην αυλή
αλλά σκεφτόμουν ότι είναι το
νεκρό μου σκυλί η ψυχή του
ότι επισκέπτεται τους τόπους που
έζησε τα κόκαλά του πως θέλει
να ξεθάψει μέχρι που μια
νύχτα μια νύχτα που η τάση
του ηλεκτρικού ρεύματος δεν ήταν
συνεχής κατέβηκα την απότομη
σκάλα κατέβηκα από την ασφαλή
μου σε μιαν άλλη ζωή
Ένας χωμάτινος πύργος απ’ αυτούς
που βλέπεις μονάχα στην
τηλεόραση όταν δεν έχεις τίποτα
άλλο να κάμεις να δεις
ορθωνόταν σχηματισμένος
εργάτες δούλευαν με βάρδιες
εργάτες δούλευαν υπερωρίες
αναρίθμητοι τερμίτες εργάτες
Σκέφτηκα πως έρχονταν από τα
κατεχόμενα τους ρώτησα τι
κάνετε σε ξένο σπίτι σε ξένη
περιουσία και πριν μου
απαντήσουν σε μια γλώσσα
παράξενη αλταϊκή
άνοιξα το τετράδιο που είχα
στην κουζίνα όχι των λογαριασμών
αλλά των φουσκωμένων λαθών
Είναι τα λάθη που φέρνουν κοντά
μας αυτούς που μας μισούν
ύστερα έφυγαν
προς άλλα μέρη και άλλες
διευθύνσεις
και τότε πήγα κοντά για
να δω τούτο το κτίσμα
στο οποίο οι αρχιτέκτονές του ήταν
φανερό πως είχαν εφαρμόσει
τέχνη παμπάλαια κι εντούτοις
σύγχρονη κλιματική
Έσκυψα το κεφάλι όπως αυτοί
που σκύβουν το κεφάλι
από σύνδρομο αυχενικό
κι είδα
ίχνη από άλλες ηλικίες
ήταν νοτισμένο το χώμα
από κλάμα δικό μου νηπιακό
ήταν νοτισμένο το χώμα
από κλάμα δικό μου ενηλικίωσης
και βρήκα τη γιαγιά μου
να κρατά ανάποδα την εφημερίδα
μετά από εγκεφαλικό
στη βάση του πύργου έπαιζαν δύο
που σκοτώθηκαν σε τροχαίο
συμμαθητές μου
και αναμνήσεις από έρωτα
τη φίλη μου με τις αφέλειες και τις
κοτσίδες
γιατί αρκεί να θυμόμουν κάτι
και το έβλεπα
γιατί ο πύργος αυτός ήταν
το παρελθόν μου κι απόρησα
κι είπα μα που βρέθηκε εδώ
το ακριβό ρολόι που έχασα
ήταν ο χρόνος του σταματημένος
τη στιγμή που το έχασα
κι έπρεπε επειδή σε λίγο
ξημέρωνε είτε να χαλάσω
τον πύργο είτε να συμμαχήσω
μαζί του να συμφιλιωθώ
σα να κατέβηκε ο γενικός
διακόπτης των σκέψεων
ανέβηκα την κατακόρυφη
σκάλα προς το μεσήλικο πια
υπνοδωμάτιο
ξάπλωσα δίπλα στην καλή μου
γυναίκα την άλλη μέρα το
πρωί θα γκρίνιαζα
για το τι θα φορέσω πηγαίνοντας
στο σχολείο με τη μεγάλη σάκα
περπατώντας στον μεγάλο δρόμο
πάντα σκεπτόμενος πότε θα ’ρθει
η μέρα που απ’ το νηπιαγωγείο
θα πάω στο απέναντι δημοτικό

.

Η ΚΛΙΣΗ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ (2009)

Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΑΡΑΧΝΗΣ

Τι να ’ναι αυτό που με
πειράζει κι ενοχλεί
αφού πήγα στον ειδικό
αραχνογιατρό μου είπε τι μετάξι να
χρησιμοποιώ
τους δικούς μου σκώληκες να
ανατρέφω
ν’ αλλάξω σάλιο
όταν θα φτιάχνω τον ιστό
να κάμω άλλη δίαιτα
κι αν η γνώση είναι η
γνώμη που συνοδεύεται από
το λόγο
από ποιον να μάθω να
μιλώ και τι να μου γίνεται
αφού όσοι εμπλέκονται και
χρωματίζουν τα πανιά μου
δεν έχουν τίποτα να πουν
είναι μισοπεθαμένοι κι
όταν τους φέγγω μέσα
στα μάτια οι κόρες τους
είναι ανάποδα γυρισμένες
ας πούμε ότι έφταιγε
ο φακός όμως τα πλάσματα
που μου χτυπούσαν
το κουδούνι κουβαλούσαν
πτυχία σκοτεινά
γνώσεις από δασκάλους
νυσταγμένους
ενώ εγώ υπερηφανεύομαι
μετά τη βροχή πόσο αστράφτει
ο εμετός μου
έψαξα κι είπα δε
θ’ αγαπήσω ξανά ό,τι δε μιλά
ό,τι δεν κοκορεύεται
το δάσος θ’ αφήσω θα βγω
στη θάλασσα να μάθω τις
άγριες νύχτες τι μουρμουρά
κι ένα στιλπνό καράβι
που ερωτεύτηκα ναυάγησε
κι είπα να πάω να βοηθήσω
ήταν το θέρος και η ζέστη
θέριευε κι οι μύγες που
αγαπώ χυμούσαν οι πρασινόμυγες
κι εκεί που βγαίνει
στον άνθρωπο η φωνή
ακούμπαγαν
κι επώαζαν τ’ αυγά τους
κι ούτε που έφυγαν ποτέ
όπως φεύγουν αυτοί που έρχονται
κι ούτε που έφυγαν
ποτέ όπως φεύγουν
οι μητρογεννημένοι
κι ούτε που έφυγαν
ποτέ όπως φεύγουν από
τον άνθρωπο οι πόνοι
μ’ εγχείρηση μ’ εξέταση
με χάπια με ανάλυση
ο ένας απέναντι στον άλλο
ο ένας πίσω από τον άλλο
σε ανάκλιντρο ή κλίνη
κι ούτε που έφυγαν ποτέ
όπως φεύγει ο Θεός όταν
μπαϊλντίσει απαυδήσει αδικηθεί
κι ούτε που έφυγαν ποτέ

Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ 2

Ο τόπος μου είναι οροσειρές
δέντρα που κάποιος σκόρπισε
επάνω τους ανοίγοντας το παιδικό
παιχνίδι Φάρμα
ταχύτατα σύγνεφα εγκλωβίστηκαν
από τις εξατμίσεις και τις δεήσεις
για να έρθει βροχή
ζώα εκμεταλλεύσιμα
κι άλλα που βρίσκουν μόνα τους
τη νομή
ξερά ποτάμια αλλά βατράχια
τραγουδιστές
Ο τόπος μου είναι το χώμα κι ό,τι
περιέχεται στο χώμα
σπόροι που φυτεύτηκαν σ’ απίστευτο
βάθος για να μην καούν απ’ τον ήλιο
πρόγονοι που φυτεύτηκαν κάτω από
δάπεδα σπιτιών με στρογγυλή
οροφή
μπορεί και οι στέγες να ήταν
επίπεδες
πρόγονοι κάτω από κατώφλια
με μια πέτρα να τους πλακώνει
το στήθος σε εμβρυακή στάση
νεκροφοβία αλλά και
επίδειξη σεβασμού
Μαθαίνω τελευταία πως κάποιοι
άλλοι πολύ μακριά από μας
οι Αχίλπα
κουβαλούσαν (νομάδες όντες)
ένα ξύλινο κορμό και τον έμπηγαν
βαθιά μέσα στο χώμα
προσανατολίζονταν έτσι
έτσι καλουπωνόταν το χάος
το χάος που εμείς δεν μπορέσαμε
να το διαχειριστούμε γιατί εμείς
άλλο φαί άλλες πέψεις
άλλες δυσπεψίες γιατί
έπρεπε να τρώμε με το φαί μας
πέτρες όχι σαν κάτι πουλιά
περδίκια και άλλα που τις
τσιμπολογούν για να χωνεύουν
έπρεπε να τρώμε πέτρες βραστές
πέτρες τηγανητές αλειμμένες
με λάσπη το πατροπαράδοτο
διαιτολόγιο μας

Η ΚΛΙΣΗ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ

Στρουθιά χερσαία
πέρασαν από μπροστά μου
τα τελευταία έκλιναν
στα φορητά τετράδιά τους
τη λέξη όλλυμι
για ποιες εξετάσεις προετοιμάζονταν
κι ενώ απορούσα
φάνηκε γυναίκα πίσω τους γνωστή
το κύλημα της ήταν γνώριμο
τα φυσικά
κι είχε στο χέρι το ένα
ακτινογραφία χωρίς το φάκελο
και πάγαινε μ’ ένα μπαστούνι
και δίπλα τη βάσταγε
ένας πολύ μεγάλος κάβουρας
έτσι περπατούσε σαν κάτι
γέρους που βγαίνουν βόλτα
το απόγευμα κρατώντας απ’ το
μπράτσο την οικιακή βοηθό
Πέρασα από δίπλα της
έκαμα τόσο θόρυβο για να
με καταλάβει όπως σε μια
παρέλαση η φιλαρμονική
τότε ο κάβουρας την έσφιξε
περισσότερο
μα εκείνη δεν ένιωθε πια
τίποτα
ήταν ένα τοπίο το οποίο
επισκέπτεσαι ένας δρυμός
ένα ξύλινο σπίτι μέσα
στο δάσος όχι ρυάκι
όχι ποτάμι αλλά μια στέρνα
που είχε πια ξεραθεί
μια έρημος που περπατούν
οι πολυβλέφαρες καμήλες
κι ούτε με γνώρισε
όπως δε γνωρίζουν το χρήστη τους
τα πράγματα
κι ούτε μου μίλησε
τα μάτια της ήταν γυάλινα
κι ούτε με κοίταξε γιατί ο
κάβουρας είχε χαρίσει τα μάτια
της στ’ αγόρια του να
παίζουν μπίλιες έξω στην
αυλή του Δημοτικού
κατά τα διαλείμματα

ΤΟ ΑΡΡΩΣΤΟ ΓΚΝΟΥ

Μνήμη Β.Ρ.

Ο θάνατος πέρασε το πρόσωπο
της μάνας της με αστάρι
η τρυφερή της κόρη δεν
είδε τίποτα
δεν ήθελε να βλέπει και
πίστευε πως θα μπορούσαν
χίλια άτομα αν προσεύχονταν
για τη μάνα της να την
κάνουν καλά
χίλια άτομα αν έβρισκε
κι είχε αρχίσει να ψάχνει
Δεύτερο χέρι κάτασπρης βαφής
πέρασε ο Ανέκφραστος τη μάνα της
και πάλι η κόρη δεν είδε τίποτα
μόνο που τώρα άρχισε
να μετρά αριθμούς από το
ένα μέχρι το εκατό
πολλές φορές την ημέρα
και να στοιχίζει τα παπούτσια
της το δεξί λίγο πιο
μπροστά από το αριστερό
όλα τα παπούτσια μέσα στο
σπίτι
κι ακόμη τα τρόφιμα
μες στα ντουλάπια της κουζίνας
τα βαζάκια με τις
μαρμελάδες και τα τουρσιά
τέλεια τοποθετημένα το
ένα πάνω στο άλλο
τίποτα να μην προεξέχει
τίποτα να μην περισσεύει απʼ
τη ζωή
ρούχα βιβλία έπιπλα
ύψωνε στοίχιζε απολύμαινε
βερνίκι χλωρίνη και σαπούνι
οινόπνευμα μύριζε όλο το σπίτι
άδικος κόπος
καμιά τάξη καμιά του
κόσμου ετούτου καθαριότητα
καμιά της ζωής επιμέλεια
καμιά προσευχή δεν μπορεί
κανένα χάδι
να βοηθήσει το άρρωστο γκνου
που έρχεται από πολύ μακριά
ακολουθώντας τις οσμές των
προηγουμένων
αποκαμωμένο ισχνό
κολύμπησε το τελευταίο κολύμπι
σχεδόν παρασύρθηκε απ’ το μεγάλο
ποτάμι και τώρα μόλις που
στέκεται μέσα στην υδάτινη γούβα
καθώς η λασπωμένη όχθη γλιστρά
και δεν μπορεί να σκαρφαλώσει
δε θέλει πια να σκαρφαλώσει
βαριανασαίνει
με πρησμένη κοιλιά μέχρι
τα στήθη από ασκίτη
και ασιτία
μένει εκεί μετά από
τόσα χρόνια πάλης με
τα στοιχεία μετά από
τόσα χρόνια κούρασης με
γιατρούς και θαλάμους
με μια ζωή που ποτέ
δεν ήταν αυτή που ήθελε
με μια ζωή που όποια κι
αν ήταν θα ‘θελε να ‘ναι
μια άλλη να την αλλάξει
αλλά είναι αργά
πηχτές σκιές πλησιάζουν
ας πούμε οι ύαινες που ήταν
μέχρι πριν από λίγο αθέατες
σαν να ήταν πάντα εδώ
τριγύρω
σαν να μην έφυγαν ποτέ από δω
σαν να ήταν η φλόγα
της ενσωματωμένης ψυχής που
τις έδιωχνε

Πουθενά δεν μπορώ να δω πια
κάτι το ανθρώπινο

Η ΚΟΛΥΜΒΗΘΡΑ

Άνεμοι υστερόβουλοι ήρθαν
και σκόρπισαν ένα ντοσιέ
γεμάτο χαρτιά το ιστορικό της
το ιστορικό της που υπήρχε
ανέκαθεν
όρμησε εναντίον της ο ξιφήρης
καρκίνος
σ’ αυτήν που ήταν ένα μαξιλάρι
γεμάτο πούπουλα χήνας
Άνεμοι τώρα πετούν και
στριμώχνουν μέσα στις λάσπες
εκείνο που εκείνη ήταν
ένα μαξιλάρι για ν’ ακουμπήσουν
το μάγουλο οι τέλεια απελπισμένοι
εκείνη τους τοποθετούσε σε ύπτια
θέση κι ύστερα τους κτέριζε
με γαρδένιες και σέπαλα
τους γιατροπόρευε με λάδι
σημύδας κι ευκαλύπτου τους
καλαφάτιζε τις ρωγμές τους κι
ύστερα σε μια λεκάνη προσομοίωση
του απέραντου κόσμου
τους έβαζε να πλεύσουν κι
ήταν προσεχτική μαζί τους
τα χέρια της με τα μανίκια
σηκωμένα πιο πάνω απ’ τους
αγκώνες καιροφυλακτούσαν
ήταν η γάστρα τους που την
ανησυχούσε η ίσαλος
τα ρωγμώδη πηδάλια
κι ακόμη το ασταθές φορτίο
μερόνυχτα βασανιζόταν
κι ωραία χαιρόταν απ’ τις
ανταποκρίσεις εκείνων που
επανορθωμένοι δειλά δειλά
ακουμπούσαν στο νερό
και πάγαιναν
οι πιο τολμητίες ή οραματιστές
εις τα μακρύτερα μέρη
εκεί που υπάρχουν οι κυνοκέφαλοι
κι οι άνθρωποι με τις χαίτες
και τις ουρές
φεγγάρια ανέβηκαν και κατέβηκαν
και κάποιοι απ’ αυτούς
χάθηκαν άλλοι
μεταμορφώθηκαν πάρωρα εις την
άγρια χαίνουσα ύλη
εκείνη προσπάθησε την πιο απίστευτη
προσπάθεια
εκείνη έκαμε ό,τι ήταν δυνατόν
ό,τι δεν είναι δυνατόν
δεν ανήκει στον άνθρωπο
αλλά σ’ ένα άλλο ον για το
οποίο πολλά μπορούν να ειπωθούν
και τίποτε απολύτως

Η ΑΡΑΧΝΗ 6

Μπήκε μέσα στο σπίτι μου
και τώρα με διατάζει με νοήματα
να ρίξω κουκουνάρια και ξυλά στο τζάκι
με τα τριξίματα και τις εκρήξεις θα
μιλήσει θα είναι οι λέξεις της
φοράει μαντήλι στο κεφάλι της που
γράφει
το όνομά μου
έχω πείρα από τέτοιες καταστάσεις
πέρσι καθόταν ένα κουνάβι στη θέση της
το βλέμμα μου όμως με πρόδωσε
που έτρεχε προς την πόρτα της αποθήκης
όπου είναι τα σύνεργα ο οβανάς και η
τσάπα
στάθηκε απέναντι μου προετοιμασμένη
στα πόδια της είχε την προβιά του
κουναβιού
έριξα -έτσι με διέταξε- κι άλλα ξυλά
στο τζάκι κι άλλο προσάναμμα
Κρατά στα γόνατά της
δίχτυ είναι πιασμένα επάνω του
ζώα και συνήθειες του δάσους ένα
ντουφέκι λασπωμένο μαύρο κλαρί
προεξέχει
κι ένας κυνηγός που χανόταν μέρες
και τον έψαχνε η γυναίκα του μοιάζει
πολύ με τα πουλιά που κυνηγούσε κι
είναι το κεφάλι του θυσανωτό
κιτρινωπό να λίγο να
ξεμπλέξει το δίχτυ και θα φανούν
οι αδιάβροχες μπότες του
ακούγονται τα γαβγίσματα των σκύλων
του μες στο μικρό πίσω από το
τζιπ του συρόμενο όχημα
γινόμαστε αυτό που κυνηγούμε στο τέλος
ρίξε μου είπε κουκουνάρια
στη φωτιά ν’ ακούσεις τους φίλους σου
είχα τρία πεύκα δροσερά
με τις βελόνες τους
κασόνια με μήλα φρέσκα
για το ψυγείο έτοιμα
δυο περιπάτους που μόλις τους είχα ξεκινήσει
όλα τα έφαγε η φωτιά
φάνηκε ο Λούης κι οι συζητήσεις μας
για την Ένωση
θαρρώ πως είδα το δάσκαλό μου
Ανδρέα Πιρκεττή να περπατά μισόγυμνος
σε τσιμεντένια αυλή Μερσίνα ή Άδανα
μέχρι που έσβησε η φωτιά μου έλεγε
λόγια ανακατωμένα με χώμα και κρασί
ύστερα ο ένας πίσω από τον άλλο έφευγαν
καθώς η αράχνη δίπλωνε το δίχτυ
προσεχτικά μες στο ζεμπίλι στόμα της

ΤΟ ΟΡΥΧΕΙΟ

Εκεί όπου δεν πατά άνθρωπος
αγόρασα ορυχείο
με τις μεγάλες μου αρίδες
τους κομπρεσόρους τους εκσκαφείς
και τους σκονισμένους ανθρώπους
θέλω να κάνω το στόμα της γης
ν’ ανοίξει και να μου μιλήσει
καμιά φωνή καμιά απόκριση
φτάσαμε μέχρι σε σπηλιές
είδαμε θεάματα άγνωστα στον
άνθρωπο του γραφείου πέτρες
υγρές παράξενα πετρώματα λαμπύριζαν
ρεύματα αέρος διάδρομοι που
φαίνονταν πως κάπου οδηγούν
κι όμως αυτό το κάτι που ψάχναμε
πες το χρυσό πες το φλέβα πες το
παράθυρο χάδι προς τον άλλο άνθρωπο
δεν το βρήκαμε και με την πάροδο
των ετών στόμωσαν τα τρυπάνια
έσπασαν οι αλυσίδες των εκσκαφέων
γέμισαν τα πνευμόνια των ανθρώπων
με βήχα
και γω που ήλπιζα να βρω αυτό
που μου έλειπε με ενέργειες να
καλύψω το μεγάλο κενό με
επίπονη καθημερινή προσπάθεια
μένω τώρα έκθετος απέναντι στους
συντρόφους απέναντι στα μεγάλα σχέδια
απέναντι στην ευτυχία
απέναντι σ’ όσους κοίταξαν προς εμένα
ζητώντας να τους δώσω ένα παράδειγμα
λυπούμαι που τα πράγματα ήρθαν έτσι
Χρονοθύελλες ελάτε και σαρώστε τα πάντα

ΠΡΟΔΟΣΙΑ

Ο κάδος της θάλασσας
πολλές φορές τους στριφογύρισε
ο ήλιος ήταν το μαλακτικά
που μπήκε σε τούτο το πλυντήριο
έχασαν τις ακμές τους έχασαν
τις γωνίες τους
πώς να μιλήσω μαζί τους
έρχονταν από το γυάλινο ακρωτήρι
με μια μεγάλη ταραχή που δεν
εκφράζεται με λόγια
μόνο με τις κινήσεις των χεριών
του κεφαλιού το λύγισμα
πολλοί είχαν χάσει την αγάπη
την ανοχή για τον εαυτό τους
το έβλεπες καθώς ο βράχος
συμπλήρωνε ένα μεγάλο μέρος
του σώματός τους
άλλοι ενσωματώνονταν στην
καρίνα άλλοι γίνονταν χαλκομανίες
επάνω στο κατάστρωμα
άλλοι πηδούσαν στο νερό κι
έθεταν σε εφαρμογή πτερύγια και
βράγχια
τι να τους έκαμε να λιγοστέψουν τόσο
πολύ ρούφηξαν τη ζωή με το
καλαμάκι κι είδαν στον πάτο του
ποτηριού την αντανάκλαση του εαυτού
τους όχι τις καθημερινές ασχολίες
το παιχνίδι των παιδιών τους το
μαστόρεμα των σπιτιών τους
είδαν τους εαυτούς τους μετά από μια
μεγάλη προδοσία
το χέρι του προδότη που
όλοι μισούν το αναγνώρισαν σαν
δικό τους
πάσχισαν να βγουν
απ’ την επιδερμίδα τους να εξιλεωθούν
να αποκτήσουν μιαν άλλη δομή κοκάλων
να μην αναγνωρίζονται κι ούτε που πέρασε
για μια στιγμή απ’ το μυαλό τους ότι
μπορεί να διδαχθεί κανείς από τα λάθη
του εκτός αν τα λάθη έδιωξαν από
κοντά τους εκείνους που τους αγαπούσαν
τότε θα είπαν να βγάλουμε από μέσα
μας την τροφή να μην έχουμε την ευχαρίστηση
να βγάλουμε από μέσα μας τον αέρα
την αναπνοή να βγάλουμε από μέσα μας
το κακό
που είναι ζυμωμένο και δεν μπορείς
να το δεις όπως το αλεύρι μέσα
στη ζύμη όπως τη ζάχαρη μες
στον καφέ που δε θα ξαναπιούμε

ΠΟΛΕΜΟΣ 2

Έγινα σαν τον όφι απ’
τον οποίο έφαγα άλλαξα χάλασα
κανείς δεν είναι τέλειος
και ο πιο υπέροχα στερεός
αλλάζει και στο σημείο
αυτό θυμήθηκα
όταν κάποτε άκουσα
το λίθο με τις τετράγωνες
πλάτες να τραγουδά τον
ύμνο της αρτιμέλειας
κι απότομα να θραύεται
Άρχισα λοιπόν να σέρνομαι
προς την οικία του όφεως
που είναι στην κορυφή του
βουνού για να εστιάζει
τα μάτια του μέχρι την
παραλία στ’ αφικνούμενα θύματα
κι ενώ σκαρφάλωνα σιγά σιγά
έχανα την ενιαία αίσθηση
του σώματος κι ακόμη
το κάθε μέλος του κορμιού μου
σε άλλο χρόνο ζούσε σε
σχέση με τα υπόλοιπα
απίστευτο πράγμα που ενώ είναι
θαύμα κανείς δεν το θέλει
κανείς δεν το εύχεται
κι ενώ καλά προχωρούσα
με μέθυσαν των πεπονιών
οι μυρωδιές και σε μποστάνι
εισχώρησα ζαλίστηκα αναπνέοντας
των φρούτων τους μηρούς
τρίφτηκα πάνω τους και ξανατρίφτηκα
κελάρυζε ο ιδρώτας στις αξύριστες
μασχάλες των πραγμάτων
τα σάλια μου έσμιξα με άλλα
σάλια τα δόντια μου χτύπησαν
σε άλλα δόντια
έσφιξα πίεσα πόνεσα
τη ράχη μου έγδαραν νύχια
μέσα σε μια μέρα διανύσαμε
όλες τις εποχές
απόλυτα ενωμένοι αξεδιάλυτα
χωρίς αναδασμό
σαν μπάλα με φόρα κυλήσαμε
ασυγκράτητοι ασυγκρότητοι
μέχρι που μας σταμάτησε
η κούραση και ο φραγμός
του φράκτη
Τότε θυμήθηκα την
πραγματικότητα το παλαιό
τάμα που όφειλα
κι αφού ξανατεντώθηκα ο
λαστιχένιος βρέθηκα μέσα στην
άβυσσο που ενώ μας περιέχει
την ίδια στιγμή την έχουμε μέσα μας
σειρά τα τραπέζια είδα και
πάνω τους όπως στα ορεινά
χωριά του Τροόδους τις γυάλες
κι ό,τι εκείνος ο Ανείπωτος είχε
μέσα τους φυλακίσει
ευτυχώς που στην τσέπη μου
είχα το φιδίσιο μου μαντηλάκι
να βγάλω το σκουπιδάκι από το
μάτι μου
να μπορούσα να δαγκώσω το χρόνο
θα ‘ταν ανυπολόγιστο όφελος
Ανοίγοντας περιστροφικά τα σφιχτά
καπάκια βγήκαν οι ελαφρότερες
από τον αέρα οι χαραμισμένες
παιδικές ηλικίες των φίλων μου
και γέμισαν την ατμόσφαιρα οι
χαρούμενές τους φωνές
τότε είδα και μια ξεχασμένη
φίζα και την άνοιξα
και βγήκε ένα αγοράκι με
κοντό παντελονάκι με τα γόνατα
γδαρμένα γιατί ήταν η εποχή
που μάθαινα ποδήλατο κι έπεφτα
ξανά και ξανά
και κάναμε χειραψία και
μου έκανε εντύπωση που η
παλάμη του το χέρι του
συγκριτικά με το δικό μου
ήταν τόσο μικρό

ΤΟ ΚΟΣΜΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ

Το έπιπλο που έψαχνα
δεν το βρήκα ούτε στα
ξυλουργεία ούτε στα
καταστήματα
ούτε σε καταλόγους να το
παραγγείλω μπορεί και να
’ταν ακόμα δέντρο σε βουνό
που συνεχώς ψηλώνει
ρώτησα τους ξυλοκόπους να
μου πουν αν υπάρχει κάτι
πέρα απ’ αυτό που λέγεται
ρώτησα τους δασονόμους να
μου πουν αν υπάρχει κάτι
πέρα από την εμπειρία
(κάτι σαν μετωνυμία)
αλλά το μόνο που ήξεραν
ήταν ότι δεν ήξεραν
γιατί έψαξαν στα βιβλία
τους και το μόνο που βρήκαν
σε κάποια μικροσκοπική
υποσημείωση
ήταν πως υπάρχουν πράγματα
και ιδέες ακαταχώριστες
αυτοί ήταν καλοί
είχαν την καλοσύνη των δέντρων
γιατί όταν κατέβηκα στην πόλη
οι αστοί που συνάντησα γέλασαν
ήταν το στόμα τους σαν κρατήρας
ενός παλιού ηφαιστείου
που έσβησε
αυτοί ήταν που παλιά
μου απέσπασαν αυτό που
μου άξιζε αυτοί ήταν
που ρώτησαν πες μας
πόσο στοιχίζει για να
σου πούμε τι είναι
κι οι ιερείς με ρώτησαν
πες μας για να σου πούμε
πότε γιορτάζει
κι οι ψυχολόγοι μου είπαν
πως αυτό που ψάχνω είναι
ένα τραύμα παιδικό
συγκαλυμμένο
και με παρέπεμψαν
και τότε έφυγα προς τη
θάλασσα που μας περικυκλώνει
με τα σκοινιά τους γάντζους
και την τετρακίνηση
έσυρα κάτι σαν ξύλο
ρυτιδωμένο
ας πούμε πως ήταν κατάρτι
και ω του θαύματος
οι αϋπνίες έφυγαν
και προσπέρασαν
με βοηθό το γείτονα
το στήσαμε στην πίσω αυλή
μου κι όταν ξυπνώ
γλάροι χοντροί φτερουγίζουν
ναύτες με τα άσπρα καπέλα
φωνάζουν και κάποιοι διατάζουν
και άλλοι τακτοποιούν
και η αύρα (όχι η συμμαθήτριά μου)
μπαίνει στο σπίτι
γερανοί (όχι τα πουλιά)
φορτώνουν και ξεφορτώνουν
λιμενικοί παίρνουν και δίνουν
εντολές τοπία χωρών
εμφανίζονται κι είναι σαν
κάρτες που αλλάζουν η μια
μετά την άλλη τόσο γρήγορα
ταινίες που δε σταματούν
κι ούτε ποτέ τελειώνουν

.

Ο ΑΝΑΠΟΔΟΣ ΚΟΣΜΟΣ (2000)

ΤΑ ΑΛΟΓΑ

Αυτοί που ήταν καμωμένοι
απ’ την καλύτερη πάστα
έπρεπε κάθε πρωί να
καταπίνουν (όπως οι άρρωστοι τα
αμοξίλ) ένα κουκούτσι
γιαρμά με το γάλα
Πόσο καιρό σκέφτονταν να
χλιμιντρίζουν τα άλογα
να πετούν με μανία από
πάνω τους τα εξαρτήματα και
τις σέλες να ρίχνουν τους φράχτες
πόσο καιρό να τα συγκρατούμε
κι εκείνοι οι άλλοι που
είχαν το λιγδιασμένο αξίωμα
τους έλεγαν περιοριστείτε στον
προμαχώνα του σαλονιού
στήστε ολόγυρά σας
την τηλεόραση το βίντεο τα
στερεοφωνικά κάμετε έστω
αγωγές στα δικαστήρια για
ακύρωση προαγωγής συναδέλφου
ασχοληθείτε με τα κοψίδια
και τα κάρβουνα
ο γείτονας έκτισε μεγάλη
ψησταριά γιατί άραγε
πηγαίνετε και ψωνίστε
ένα ταξίδι ελαφρύνει πάντοτε
τη βαρυθυμία έχετε και
κόρη να παντρέψετε
αυτά να λένε οι γερασμένοι
ανέκαθεν
αλήτες από κούνια
τα σπίτια μας κουνιούνται
ραγίζουν οι σοβάδες
και στο κελάρι ακούγεται
κλάμα παράξενο πνιχτό
μπορεί και να ’ναι γέλιο
τη νύχτα κοιταγόμαστε (ξυπνώντας
έντρομοι) μες στον καθρέφτη
ακούμε βήματα έξω
ανάβουμε το φως της μπαλκονόπορτας
λυσσομανά ο άνεμος
η καταιγίδα ο τυφώνας
έρχεται κλαίνε τα δέντρα
σκύβοντας να προφυλαχτούνε
εξακοντίζονται τα κατοικίδια
από αόρατο χέρι
μπήκαν αφηνιασμένα τα
άλογα δεν άντεξαν άλλο
τρέχοντας μες στην κουζίνα
στο παιδικό υπνοδωμάτιο
στο καθιστικό
να υπάρξουν αυτά για
χάρη μας
κι είναι πολλά απ’ αυτά
τραυματισμένα αλλά αυτά τα
τραυματισμένα είναι τα
πιο υπερήφανα με καλπασμό
από σύννεφο και με την όρθια τρίχα

.

ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ (1992)

ΜΟΡΦΟΥ ΙΔΕΑΤΗ

Αχ να’ χα μια
μπεσαμέλ να κουταλίζω
έχοντας μόλις βγει απ’
το νερό να ’ναι όλη
η ζωή μου κάτω
από το παγωμένο ντους
κι ο έρωτας έρωτας
μέσα στ’ αλατισμένα μάτια
σου που λάμπουν
αντί αυτού
εγώ που δεν έφταιξα
σε τίποτα σχεδόν
ρίχνω μες στο διορθωτικό
του χρόνου πολύ διαλυτικό
κι ακόμα μέσα στην
πιο καλήν αιτία βρίσκω
την πιο κακή αφορμή
Η αγάπη των παιδιών
χτίζεται πάντα σε βάρος
κάποιας άλλης όπως
πάνω σε εκκλησία
το τζαμί όπως η
ιεροτελεστία του φθόνου
στολίζει αυτόν που
επιβουλεύεται
με γιασεμί
Αχ να μπορούσα να
υπάγω στην πόλη Μόρφου
στο πίσω μέρος της
αυλής μου χρόνια τώρα
πελεκάω τα υποκατάστατα
σκηνικά
κι ακόμα έναν μελίρρυτο
Τούρκο τον πιάνω
τον φιλώ τον αγαπώ
έτσι θαρρώ πως ζω
καλύτερα
Μόρφου μου Μόρφου Μόρφου
κάθομαι και πικραίνομαι
παίρνω απ’ το ψυγείο
το ρυζόγαλο τις σοκολάτες
κόψε φωνάζει ο γαμβρός
ιατρός
ιδού έρχεται το ζάχαρον
η πίκρα του λέω
ισοφαρίζει το γλυκύ
κι εκείνος συναινεί
άφησε πίσω του
κι αυτός – Κύριος οίδεν –
τις νύχτες μπαίνει μέσα
στα όνειρα κλειδώνει
πίσω του την πόρτα
δυνατά
Το ξέρει ο Φοίνικας
η επιστροφή δεν είναι
εύκολη ο καθένας
εδώ που ήρθε έφτιαξε
τη Μόρφου του και η
Μόρφου της πραγματικότητας
ανεπίστρεπτα
απομακρύνεται σιγά – σιγά

.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ ΣΕ ΑΝΘΟΛΟΓΙΕΣ

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ 1960-2018
(KYMA 2018)

Η ΛΗΘΗ

Ήρθαν όλοι επειδή τους
κάλεσα
ο συνετός με τη σωφροσύνη του
ο επιπόλαιος με τη βιασύνη του
ο προφήτης με το βουνό και
την εκκλησία του
ο ξυλουργός με τα πανύψηλα
δάση του
ο γλωσσολόγος με τα φωνήματα
τα μορφήματα και τους δεκάδες
φθόγγους του
ο τσοπάνος με το κοπάδι του
αργότερα θα διαχώριζε τους
αμνούς από τα ερίφια
με τους σκύλους του πριν να
διασταυρωθούν με τους λύκους
μπροστά απ’ αυτόν προηγούνταν
ο αποδιοπομπαίος τράγος του
τα μάλλινα ζεστά υφάσματα
ήρθαν κι η σπορά ήρθε
και τα χιλιάδες σπέρματα
και τα πουλιά με τα πετάγματά
τους και κάποια απ’ τα πουλιά
με την ανίατη γρίπη τους
ήρθαν κι οι νεκροί
με το κίτρινο χρώμα και τα
μυρμήγκια επάνω στο σώμα
τους κι αυτοί επειδή είχαν
καιρό να μιλήσουν ήταν οι πιο
κοινωνικοί
ήθελα να τους αγκαλιάσω
αλλά ήταν τόσοι πολλοί άλλοι
συνοδεύονταν απ’ τις αρρώστιες τους
άλλοι από τους δολοφόνους τους
κι η κυρία πληρότητα ήρθε
και η φίλη της η κενότητα
κι αφού μαζεύτηκαν όλοι
η ομοιότητα κι η διαφορετικότητα
φάγαμε ουρανό και γη
ήπιαμε απόσταγμα γνώσης
καπνίσαμε πίπες και καμινάδες
τζάκια και σόμπες
Ύστερα τους κέρασα
μελίσσια
χωρίς τις ιπτάμενες μέλισσες
ύστερα αφού πέρασε η
πρώτη αμηχανία
χορέψαμε με τις θύελλες και
τις καταιγίδες απ’ όλους η
θάλασσα ήταν η πιο κινητική
ύστερα τα νέφη κι οι γρήγοροι
ποταμοί τα στάσιμα νερά
ήταν συνέχεια καθισμένα
χόρεψα μ’ αυτήν που δεν
τη χόρευε κανείς με την
ασχήμια όλοι μα όλοι
φλέρταραν την ομορφιά
πρώτοι και καλύτεροι οι
πυλώνες που πηγαινοφέρνουν το
ρεύμα ενώ το χώρο
φωτορύθμιζαν οι κεραυνοί κι οι
αστραπές κι οι δυνατές
βροντές καθόριζαν την ένταση
του ήχου
Μόνο αυτή που αγαπούσα
δεν ήρθε αυτής που το
πρόσωπο ξεχνούσα σιγά σιγά
θυμόμουν τις συμπεριφορές της
τους τρόπους της όλα που ζήσαμε
μαζί τα θυμόμουν τα μούρα
με τα οποία έβαφε το στόμα της
τα μεγάλα αφρούγια αμύγδαλα
ίδια με τα μάτια της
τα σκουλαρίκια της που κρέμονταν
όπως τα τσαμπιά απ’ τα κλήματα
Μόνο αυτή που αγαπούσα
έλειπε αρκεί να τη θυμόμουν
καλύτερα και θα ’ρχόταν
όμως οι πίνακες μου
είχαν εξασθενήσει οι πίνακές μου
οι μνημοτεχνικοί
η λήθη είχε ζώσει με στέμμα
λησμονιάς το ψηλό βουνό της
αγάπης που δύσκολα αποφασίζεις
να το ανέβεις άμα το έχεις
για κάποιον λόγο κατεβεί

ΑΜΝΗΣΙΑ

Καθόμασταν
στον κήπο κάτω απ’
την τέντα που ήταν πράσινη
όπως τα αντίσκηνα των
στρατιωτών
συζητούσαμε για τους ανέμους
και τα νερά
για τις κάρισσες
και τα ευώνυμα που αργούσαν
να μεγαλώσουν για το πείσμα
την ξεροκεφαλιά των δέντρων
και τα κρινάκια του Νείλου
μου ζήτησε να της φτιάξω
πάνω στο ασημένιο κυπαρίσσι
ένα κουτί με τρύπα φωλιά
για τα πουλιά και της έφτιαξα
μου είπε για τους γιαπωνέζικους
κήπους και πόσο σε ηρεμούν
είχε πάει στο Κιότο και ήξερε
η συμμετρία είπε είναι
ο ορισμός της ομορφιάς και
συμφώνησα
της είπα μάλιστα ότι θα το
γράψω κάπου για να μην
το ξεχάσω σε λίγες ώρες
το ξέχασα
γιατί ο ουρανός από πάνω
μας συννέφιασε είναι
εκπληκτικό το πόσο
αυτόνομος είναι ο ουρανός
σε σχέση με τη γη
είπα να το σημειώσω κάπου
να μην το ξεχάσω
σε λίγες ώρες το ξέχασα
Μιλούσαμε για την τέχνη
του κλαδέματος δηλαδή για
το κούρεμα και το χτένισμα
των δέντρων κι ότι ο κήπος
μας ήθελε οπωσδήποτε
κομμωτή
όμως ο ουρανός από πάνω
μας μαύρισε κρότοι
παράξενοι άγνωστοι
μας πλησίασαν
Της είπα ότι είχα απώλεια
ακοής από το ένα αυτί
και τότε μου φώναξε
πως πρέπει να πάω στον
πόλεμο κι ότι ο πόλεμος
κάνει τους ανθρώπους
λίπασμα για τη γη
είπα να το σημειώσω κι
αυτό αλλά ξέχασα
μου είπε πως τα παιδιά
είναι το βιολογικό για τους
γονείς φυτοφάρμακο
Πήγα στον πόλεμο
τον πατέρα των πάντων
αυτό το σημείωσα
αλλά είναι από τους πατέρες
ο πιο κακός
κάποιες γυναίκες φώναζαν
ούρλιαζαν ότι πρέπει αμέσως
να φύγουμε
αμέσως άλλη γη να πατήσουμε
κι ότι οι πιο νέοι οι πιο γεροί
άντρες αυτοί που θα ‘φτιαχναν
ωραίες φαμελιές είναι πεσμένοι
για πάντα πάνω στη γη κι ότι
τρώνε το χώμα
Ήμασταν δυνατοί αλλά δεν
ξέραμε πώς
να χρησιμοποιήσουμε
τη δύναμή μας
Ήμασταν ευτυχείς χωρίς να
γνωρίζουμε τον ορισμό της
ευτυχίας
Ήμασταν μεγάλοι αλλά
φορούσαμε σαλιάρες
Ήμασταν μεγάλοι αλλά
τρώγαμε φρουτόκρεμες
Ήμασταν μεγάλοι αλλά
μπουσουλούσαμε στο
πάτωμα
Ήμασταν μεγάλοι αλλά
το λεξιλόγιό μας φτωχό
Τι ήταν τέλος πάντων η ζωή
μας ένας ανάποδος κόσμος
ένας κήπος όπου οι άνθρωποι
ήταν τα ζώα και τα θηρία
οι φύλακες
είπα πως αυτό πρέπει να το
σημειώσω για να μην το
ξεχάσω κι αντί γι’ αυτό
σημείωσα πως όλοι οι
άνθρωποι είναι προορισμένοι
για να ξεχνούν
και να ξεχνιούνται

Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ

Μήνυσα στον πατέρα μου να έρθει
να προλάβουμε τη μάνα μου
όσο ακόμα είναι ανθρώπινη
μα ένα μεγάλο ποτάμι στέκεται
ανάμεσά μας
του ’στειλα ένα πουλί με μήνυμα
στο ποδαράκι του μα κείνο μπήκε
στο δάσος με τις κερασιές
μάλλον ζαλίστηκε απ’ το πολύ φαΐ
στις ρίζες των δέντρων λουφάζουν γάτες
με τυλιγμένη την πετσέτα στο λαιμό
κατέβηκα στο ποτάμι ο περατάρης
ήθελε μισό πουγκί χρυσάφι να με
περάσει απέναντι χώρια τι ζήταγε
για το βάρος των λέξεων που
κουβαλούσα
Ταξίδεψα μέσα στη μαύρη νύχτα
ήρθε κοντά μου μια δυσοσμία
άντρας ήταν με γκρεμισμένο πρόσωπο
που με πλησίαζε
έφυγε μακριά όταν οσμίστηκε τα
σκόρδα που ’μουνα τυλιγμένος
σκίστηκαν τα ρούχα μου στις
λόχμες και τα βάτα πέρασα
μήνες άλουστος βρήκα και φόρεσα
προβιά λύκου προβιά και στα
κοπάδια που ’βρισκα χαλούσα
και κατέστρεφα να φτάσω στον πατέρα
μου σκεφτόμουνα να γίνω ίδιος
με εκείνον κι απαράλλαχτος
στον τρόπο και στην ομιλία
και στα φυσικά
ξοπίσω μου τσούρμο ακούγονταν
οι κυνηγοί και κυνηγόσκυλα
έσταζαν οι υγρές μύτες τους στο χώμα
μπήκα και πήρα απ’ την αγκάλη
μιας λεχώνας το μωρό τώρα
με κυνηγάνε δύο κεφαλοχώρια
και η πέτσα του λύκου που φόρεσα
από πάνω μου δε βγαίνει
τρέχω την πιο μεγάλη την τρεχάλα
πηδώ τον πιο μεγάλο πήδο
να βρω τον κύρη μου με δυο
λέξεις που θα πει ν’ αποσπαστώ από
το θηρίο που έγινα να πει και
μία πρόταση χοντρή να γίνει η
μάνα μου ανθρωπινότερη

.

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
(ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ 2011)

ΤO ΕΡΓΟΧΕΙΡΟ

Ιδού τα έργα των χεριών μου
ο πηλός όταν ήμουν παιδί
οι ζύμες από πλαστελίνη
κι αργότερα οι κατασκευές της
έκτης δημοτικού τα ηλεκτρικά
κυκλώματα οι λαμπτήρες τα
καλώδια
τα φώτα που προοιωνίζονταν
έναν εύκολο δρόμο
όμως οι πάνθηρες που μαυρίζουν
ό,τι έρχεται σ’ επαφή μαζί τους
με τράβαγαν προς τα εκεί που
χιονίζει το άφθονο πρέπει
αυτοί οι πάνθηρες να ευθύνονται για τις
λανθασμένες κατανομές των
επιθυμιών μου
για τους προγραμματισμούς
που άργησαν τόσο πολύ να
δοθούν στη βούληση από
το μυαλό μου
γι’ αυτήν την ιδέα της γενικής
παραίτησης που με κατατρύχει
ίσως να ωφελούσε η κατά μέτωπον
σύγκρουση
θα βλέπαμε πόσα απίδια χωρά ο
σάκος πόσα κεράσια η κάσα
πόσα φραγκόσυκα ο κουβάς
αλλά οι πάνθηρες είναι τόσο
εύπλαστοι που μπορούν να
πάρουν ακόμη και τη δική
μου μορφή
ναι είναι αλίμονο τόσο πολλοί
που η σύγκρουση θα σήμαινε μιαν
ταπεινωτική ήττα για μένα
Γάλλοι ας εκπαιδεύσουν το στρατό μου
Άγγλοι ας εκπαιδεύσουν το στόλο μου
τα δε χέρια μου που διακοσμούν
τα σώματα των πανθήρων με τα
κίτρινα εκτυφλωτικά μάτια
παρακαλώ ας τοποθετήσουν και
βλέφαρα
παρακαλώ ας τους τοποθετήσουν
σε στάση ύπνου ή μεγάλης νωχέλειας
παρακαλώ ας τους προτείνουν άλλα
θηράματα
ώστε οι καθημαγμένες επιθυμίες μου
να ξεδιψάσουν κάμνοντας
αρκετές περιβολές δέρματος άλλαξα
αρκετές εκλείψεις της λογικής έζησα
αρκετό πόνο από τους μεγαλύτερούς
μου που μετέδιδαν άκουσα
πάνθηρες που στάζετε όταν κοιμισμένος
ανοίγω το στόμα μου πάνω στο μαξιλάρι
όταν τη φανέλα μου ιδρώνετε με
τη σιελόρροιά σας
παρακαλώ ή βρείτε άλλον κύριο
ή απομακρυνθείτε

.

POETIC COLLECTION
To Be or Not To Be
(ΕN TIPIS PUBLICATIONS 2008)

Ο ΚΥΝΗΓΟΣ

Αγόρασα μπερέτα για το
κυνήγι επάνω στο κοντάκι
έβαλα και μου σκάλισαν
όλα τα πιθανά θηράματα
το όπλο στρέφεται μόνο του
προς το στόχο
με τον καιρό κουράστηκα
έλειψε το παγούρι μου
τελείωσαν οι βολές και τα
φυσίγγια
βουνά που χαμήλωναν απ’ όπου
περνούσα σήκωσαν ανάστημα
στεγνά φαράγγια Αύγουστο μήνα
κατέβασαν πολύ νερό αδιαπέραστα
το όπλο μου πιο πολύ μοιάζει
με μαγκούρα οι λαγοί αντί
να φεύγουν στέκονται και με θωρούν
χάθηκα μέσα στους ξένους
τόπους και τους χάρτες
χάθηκε η Μεγάλη Άρκτος
και οι μυρμηγκοφωλιές
κάθισα να ξεκουραστώ κάτω
από ένα δέντρο έφαγα δόλωμα
φύλαξα και μες στις τσέπες
έτσι ζαλισμένο με βρήκε
γριά παράξενη γυναίκα και με
περιποιείται και της θυμίζω γιο
είναι το σπίτι της
κατάμονο στο δάσος κι απέξω
τρώγεται νομίζω χθες μάλιστα
την ώρα που έλειπε χτύπησαν την
πόρτα δυο παιδάκια αλλά είμαι
τόσο άρρωστος που δεν μπορώ
να σηκωθώ

.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΑΝΤΩΝΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

dialogos.com.cy. 27/5/2018

Ο Γιώργος Καλοζώης, από τους σημαντικούς Κύπριους ποιητές, ξεκίνησε να γράφει μικρός «όταν η ψυχική χύτρα γέμισε και έπρεπε να εξαερωθεί». Τα γεγονότα του 1974 είναι «ο παρονομαστής όλων των ποιημάτων του, αθέατος ή φανερός» και σπάνια επεξεργάζεται τους στίχους του, αφού στην ποίηση όπως αναφέρει χαρακτηριστικά «όλα κρίνονται μέσα σε δευτερόλεπτα». Πιστεύει πως υπάρχουν αξιόλογοι Κύπριοι ποιητές και πως η σχέση λογοτεχνίας και ειδικότερα ποίησης με την εκπαίδευση «είναι εξόχως προβληματική. Αν δεν αγαπάς την ποίηση, όταν θα κληθείς να τη διδάξεις, θα το κάνεις ανέμπνευστα και διεκπεραιωτικά».

Ας αρχίσουμε από την… αρχή. Πώς ξεκίνησες να γράφεις;

Ξεκίνησα να γράφω μικρός, όταν η ψυχική χύτρα γέμισε και έπρεπε να εξαερωθεί. Η βαλβίδα ασφαλείας είναι η σχέση του ποιητή με τη γλώσσα και ο ατμός τα ποιήματα. Σίγουρα σε μένα ο παρονομαστής όλων των ποιημάτων μου, αθέατος ή φανερός, είναι τα φοβερά γεγονότα του 1974, πραξικόπημα και εισβολή. Αν δεν είχα ζήσει αυτά τα γεγονότα, η ποίησή μου θα ήταν πολύ διαφορετική και μάλλον πιο αισιόδοξη.

Τι είναι η ποίηση για σένα;

Η ποίηση είναι το μαξιλάρι πάνω στο οποίο ακουμπούν οι άυπνοι της ζωής. Αυτοί που αλλιώς είχαν φανταστεί το μέλλον κι αλλιώς τους προέκυψαν τα πράγματα. Δεν υπάρχει ζωή χωρίς διαψεύσεις ή ματαιώσεις. Όσο υπάρχουν αυτές θα υπάρχει πάντα η ποίηση και η τέχνη γενικότερα.

Ποια είναι για σας τα χαρακτηριστικά ενός ποιητή;

Το χαρακτηριστικό του ποιητή, πέρα από τις όποιες ευαισθησίες και ανησυχίες, είναι η ιδιαίτερή του σχέση με τη γλώσσα. Η σχέση αυτή με την πάροδο των χρόνων ενδυναμώνεται λόγω της τριβής και της εμπειρίας. Υπάρχουν ποιητές του βάθους και του πλάτους. Βάθος είναι η κάθοδος στις μύχιες στοές της ύπαρξης. Το πλάτος είναι η θεματολογία. Υπάρχουν ποιητές που διαθέτουν μόνο το ένα από τα δύο χαρακτηριστικά. Όσοι διαθέτουν και τα δύο είναι οι πολύ μεγάλοι ποιητές όπως ο Σολωμός και ο Καβάφης.

Υπάρχουν κάποιοι ποιητές αγαπημένοι, κάποιοι με τους οποίους νιώθεις πιο οικεία;

Έχω πάρα πολλούς αγαπημένους ποιητές. Διαχρονικά κάποιοι εναλλάσσονται με άλλους. Ο Ελύτης στην εφηβεία μου σήμαινε πάρα πολλά. Την εποχή των μεγάλων ερώτων μου ο υπερρεαλισμός είχε την πρωτοκαθεδρία (γαλλικός και ελληνικός). Σήμερα έχω άλλα γούστα. Θεωρώ όμως πιο σωστό να μιλάμε όχι για αγαπημένους ποιητές, αλλά για αγαπημένα ποιήματα.

Έχουμε καλούς ποιητές στην Κύπρο;

Υπάρχουν πολλοί αξιόλογοι Κύπριοι ποιητές. Οι νεότεροι έχουν περισσότερα και πιο πλατιά διαβάσματα από πολλούς παλαιότερους. Το διαδίκτυο, τα ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά βοηθούν στο να έχεις πρόσβαση σε άπειρα ποιήματα και πληροφορίες, κάτι που παλιά ήταν αδιανόητο. Δεν θα αναφέρω ονόματα ποιητών , αλλά η γενιά των σημερινών πενηντάρηδων είναι πολύ δυνατή. Ο Παναγιώτης Νικολαΐδης τούς εντάσσει στη γενιά της κατοχής και της αφθονίας. Κάποιοι από αυτούς είναι εξαιρετικοί μπαλαδόροι, για να χρησιμοποιήσω μια λέξη του ποδοσφαίρου.

Παρ’ όλα αυτά υπήρξαν πρόσφατα περιπτώσεις που η επιτροπή για τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας δεν βρήκε βιβλία άξια για το κρατικό βραβείο ποίησης ή και πρωτοεμφανιζόμενου λογοτέχνη…

Τα κρατικά βραβεία υπάρχουν για να δίνονται. Αν δεν δίνονται, αυτό είναι μέγα λάθος. Αλλά οι άνθρωποι είναι γεννημένοι για να κάνουν λάθη. Ας μην έχουμε αυταπάτες. Είναι, όμως, θλιβερός ο ετεροκαθορισμός, δηλαδή να θεωρείς ότι αξίζεις ή δεν αξίζεις ανάλογα με τα γούστα μιας κριτικής επιτροπής.

Νιώθω πως έχετε μια πολιτική (με την ευρύτερη έννοια) ματιά στα όσα με την ποίηση παρατηρείτε και καταγράφετε. Έτσι είναι; Είναι η ποίηση «πολιτική πράξη»;

Tα πάντα, όσα αφορούν τους ανθρώπους σε μια κοινωνία, είναι πολιτικά. Ο τρόπος που τρως, που κάθεσαι, που μιλάς, που χαιρετάς, που διδάσκεις, όλα. Επομένως και η ποίηση είναι μια πολιτική πράξη. Βέβαια για να είμαστε πιο σαφείς άλλο το πολιτικό και άλλο το ιδεολογικό στοιχείο. Κι αυτό βέβαια εντάσσεται μέσα στα όρια της πόλης, αλλά είναι πολύ πιο στενό και μπορεί να οδηγήσει σε λάθος επιλογές. Έχουμε πολλά τέτοια παραδείγματα στην ιστορία και μάλιστα στην πολύ πρόσφατη. Να είμαστε πολύ προσεχτικοί με τις ιδέες μας και να τις περνούμε συνέχεια από κόσκινο. Αλλά και αυτός ο σκεπτικισμός δεν είναι πολιτική συμπεριφορά από τον καιρό των σοφιστών και βάλε;

Στην ποίησή σας υπάρχει μια έντονη εικονοποιία, μια έντονη, ιλιγγιώδης κάποτε, αφήγηση «απόλυτα διαυγής όσον αφορά το νόημα και την εκφορά της» όμως, όπως αναφέρει σε μια κριτική του ο Μιχάλης Παπαντωνόπουλος. Πώς προκύπτει το ποίημα για σας; Πόσο το επεξεργάζεστε πριν δημοσιευθεί;

Δεν επεξεργάζομαι τους στίχους μου κι όταν το κάνω αυτό είναι πολύ σπάνιο. Ούτε αποφασίζω από πριν τι θα γράψω. Έχω εμπιστοσύνη στην ποιητική μούσα. Διαφορετικά αν σκεφτώ προς τα πού θα σουτάρω και πώς, θα χάσω την μπάλα, δηλαδή την έμπνευση. Όλα κρίνονται μέσα σε δευτερόλεπτα στην ποίηση. Αν για κάποιο λόγο χάσω την επαφή με την έμπνευση, θα φροντίσω να επαναλάβω ένα στίχο για να ξανασυνδεθώ μαζί της χωρίς πάντα αυτό να είναι εφικτό. Αλλά αυτό είναι από τα μυστικά του επαγγέλματος. Όσον αφορά την εικονοποιία, ναι, συμφωνώ με αυτό που λες ότι είναι έντονη, σχεδόν κινηματογραφική, το έχουν ήδη επισημάνει πολλοί. Είναι θέμα χαρακτήρα, στιλ και τρέχα γύρευε. Πάντως μου αρέσει πολύ ο κινηματογράφος, αν αυτό σημαίνει κάτι και η ζωγραφική. Αν τα πάντα είναι πολιτική, δεν είναι και τα πάντα στον κόσμο εικόνες;

Είστε εκπαιδευτικός. Πώς παρουσιάζεται η λογοτεχνία στα σχολεία; Οι μαθητές ψάχνουν ακόμα «το κεντρικό νόημα» και τι «θέλει να πει ο ποιητής»;

H σχέση λογοτεχνίας και ειδικότερα ποίησης με την εκπαίδευση είναι εξόχως προβληματική. Αν δεν αγαπάς την ποίηση, όταν θα κληθείς να τη διδάξεις, θα το κάνεις ανέμπνευστα και διεκπεραιωτικά. Θα χαθεί ο οίστρος, το πέταγμα, η ενόραση. Μπορεί και παλιά να συνέβαινε αυτό, αλλά μάλλον όχι σε τόσο μεγάλο βαθμό. Ο λόγος είναι ότι άλλαξαν οι αξίες και οι καιροί έγιναν ακόμα πιο μικρόψυχοι.

Πριν να κατηγορήσουμε τους δασκάλους, ας κάνουμε την ελάχιστη αλλά αναγκαία ως κοινωνία αυτοκριτική. Πόσοι από μας διαβάζουν στον ελεύθερο χρόνο τους ποιήματα; Πόσους και ποιους σύγχρονους ποιητές ξέρουμε; Ποια είναι τα αισθητικά κριτήρια της πλειοψηφίας του λαού; Μπορούμε να ξεχωρίσουμε ένα ποίημα άρτιο ή επαρκές από μια σαχλαμάρα; Πέρα από όλα αυτά η ποσότητα του χρόνου που αφιερώνεται στη διδασκαλία της ποίησης δεν είναι αρκετή. Αυτό που στο τέλος γίνεται είναι ένα απίστευτο πασάλειμμα.

Αλλά για να πάμε πιο πέρα, αυτοί που αποφασίζουν τι θα διδαχτεί δεν γνωρίζουν ούτε το σύνολο του έργου πολλών ποιητών ούτε καν κρίσιμα ονόματα παλαιότερων λογοτεχνών. Για δε τους νεότερους λογοτέχνες, ούτε κουβέντα να γίνεται. Πάσχει δηλαδή εκ προοιμίου ο λογοτεχνικός κανόνας. Μπορεί βέβαια να πει κάποιος πως όλοι οι λογοτεχνικοί κανόνες σε όλες τις χώρες επιδέχονται κριτική και αμφισβήτηση. Όμως θα αντέτεινα πως σε πιο προηγμένες χώρες υπάρχει πολύ περισσότερη κριτική, ζύμωση ιδεών και επομένως ο κανόνας χωρίς να είναι αλάνθαστος είναι κατά τι πιο αξιόπιστος.

Τέλος, για όσους θα πουν ότι αυτά που λέω είναι εκ του πονηρού, επειδή δεν συμπεριλαμβάνομαι στον κανόνα (σε ό,τι διδάσκεται), ένα και μόνο έχω να πω. Μεγαλύτερη ικανοποίηση από την ίδια τη γραφή δεν υπάρχει, όλα τα άλλα είναι ματαιοδοξίες κι έχω κατά νουν λογοτέχνες που η μανία για προβολή και καταχώριση στον κανόνα, τους κατέστησε περίγελο και στην Ελλάδα και στην Κύπρο.

Πώς την ανιχνεύουμε την ομορφιά μέσα μας και γύρω μας;

Kαλώς ή κακώς η ομορφιά ως αισθητική κατηγορία ταυτίζεται με την ηθική κατηγορία του καλού. Λέμε για έναν παίκτη του ποδοσφαίρου ότι είναι ωραίος εννοώντας ότι είναι καλός. Τώρα ποιο είναι το κριτήριο αξιολόγησης ενός πράγματος ως ωραίου είναι κάτι που ποικίλλει από εποχή σε εποχή. Στην αρχαιότητα στοιχειακός όρος του ωραίου ήταν η αρμονία. Στην ποίηση σήμερα το αντίστοιχο της αρμονίας είναι η επίτευξη του εσωτερικού ρυθμού. Κάποιοι ταυτίζουν το ρυθμό ενός ποιήματος με την ανάσα του ποιητή. Είναι το ίδιο μάλλον πράγμα, αλλά η ανάσα παραπέμπει στον ανατολικό μυστικισμό. Πιστεύω πως παντού γύρω μας υπάρχει η ομορφιά. Κάποιος οπαδός του Πλάτωνα θα έλεγε πως δεν θα εκλείψει ποτέ από τον κόσμο, αφού είναι αντανάκλαση της αναλλοίωτης, άφθαρτης, αιώνιας ιδέας της ομορφιάς. Ο ίδιος ο Πλάτωνας ήταν μεγάλος ποιητής και εχθρός του εαυτού του βέβαια αναζητώντας εμμονικά τον τέλειο άνθρωπο και την τέλεια κοινωνία. Η συνεχής αναζήτηση της τελειότητας είναι μορφή ψυχοπαθολογίας. Υπάρχουν στιγμές που φοβάμαι την ομορφιά, αν αυτή γίνει τυραννικός αυτοσκοπός.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟ ΓΙΩΡΓΟ ΣΑΒΒΙΝΙΔΗ

PHILENEWS 31 Μαΐου, 2023

Με την 9η ποιητική συλλογή του «Η άφιξη των θηρίων», που μόλις κυκλοφόρησε, ο Γιώργος Καλοζώης επιχειρεί να κατανοήσει τον εαυτό του και τον κόσμο με όχημα τα ζώα, τα οποία τα θεωρεί πιο «ανθρώπινα» από τους ανθρώπους. Άλλωστε, γράφει γι’ αυτά από τότε που θυμάται, κυρίως επειδή θέτουν εν αμφιβόλω τις αξίες, την ασφάλειά και τις ανέσεις μας και γεννούν απορίες και ερωτήσεις.

– Τι σηματοδοτεί η άφιξη των θηρίων;

Από τότε που θυμάμαι, γράφω για ζώα. Η λογοτεχνική μου πανίδα περιλαμβάνει ό,τι πετά, ό,τι περπατά, ό,τι έρπει κι ό,τι κολυμπά. Θεωρώ τα ζώα πιο «ανθρώπινα» από τους ανθρώπους. Όχι πως και οι άνθρωποι δεν διακρίνονται για τα κατώτερά τους ένστικτα. Απόδειξη η βία, η εγκληματικότητα και οι πόλεμοι. Απλώς η βία των ζώων δεν έχει τόσες πολλές μορφές/ εκφάνσεις όσο η ανθρώπινη και δεν είναι κατακριτέα, επειδή είναι αναμενόμενη, είναι στοιχειακός όρος των ζώων. Ο πολιτισμός μας, οι θρησκείες, οι τέχνες, οι επιστήμες καμουφλάρουν καλά τη ζωώδη μας ύπαρξη. Αλλά αποτυγχάνουν μεγαλειωδώς και συνέχεια. Είμαστε κάτι οξύμωρο εμείς οι άνθρωποι. Και χώμα αλλά και ουρανός. Αγάπη και μίσος. Μανία αλλά και θλίψη. Δυστυχώς, κινούμαστε ανάμεσα στα δύο και δεν μπορούμε πάντα να επιλέξουμε, επειδή δεν μας χαρακτηρίζει η λογική μόνο αλλά και το άλογο. Τα ζώα είναι μονοδιάστατα. Οι άνθρωποι όχι. Ίσως να είμαστε μια λανθασμένη μετάλλαξη πάνω στον πλανήτη και να πρέπει να εξαφανιστούμε σταδιακά.

– Από πού αναβλύζει αυτή η δουλειά;

Τα θηρία πάντα τα αγαπούσα. Στην παρούσα δουλειά κάποια είναι ανθρωποποιημένα και κάποια όχι. Τα θηρία μ’ αρέσουν, γιατί θέτουν εν αμφιβόλω τις αξίες μας, την ασφάλειά μας και τις ανέσεις μας, δηλαδή, τον κομφορμισμό μας και τις παραδοχές μας, προσωπικές και οικουμενικές. Τα θηρία γεννούν κάτι πολύ σημαντικό: απορίες και ερωτήσεις. Πολλές από αυτές τις ερωτήσεις δεν μπορούν ν’ απαντηθούν κι αυτό μας γειώνει, συντρίβει την αλαζονεία και τον εγωισμό μας. Υπάρχουν και τέρατα, βέβαια, σ’ αυτή τη συλλογή όπως ο Μινώταυρος. Τα τέρατα είναι ακόμη πιο τρομακτικά και απειλητικά από τα θηρία, γιατί δεν μπορεί να κατανοήσει ο άνθρωπος το διφυές αλλά και τον λόγο της ύπαρξής τους. Σίγουρα τα θηρία, τα τέρατα εμφανίζονται τόσο εμφατικά σ’ αυτή τη συλλογή λόγω του πένθους από την ταυτόχρονη απώλεια των γονιών μου.

– Τι έχεις θυσιάσει για την Ποίηση;

Το πρώτο που μου έρχεται στο μυαλό είναι αμέτρητες εργατοώρες. Αλλά δεν τίθεται θέμα επιλογής. Είσαι αυτό που είσαι, επειδή δεν μπορείς να κάνεις διαφορετικά. Το αδιανόητο για μένα είναι να αποδειχθεί ότι όλα αυτά που θυσίασα πήγαν στράφι. Δεν αναφέρομαι στην αναγνώριση από τον κόσμο. Τρέμω στην ιδέα πως μπορεί, κάποια στιγμή, να αντιληφθώ πως δεν έγραψα τίποτα αξιόλογο και να σκίσω τα πάντα. Ν’ αποκηρύξω τα πάντα και να βυθιστώ στην κατάθλιψη.

– Βρίσκει κανείς ή αποχωρίζεται τον εαυτό του όσο εμβαθύνει στην ποίηση;

Φαντάζομαι ότι μπορεί να τον βρει. Σκάβοντας μέσα του μπορεί να βρει φλέβες χρυσού ή και πολύτιμα ορυκτά που θα τον βοηθήσουν να ζήσει και να κατανοήσει τους συνανθρώπους του καλύτερα. Μπορεί, όμως, και να χάσει τον εαυτό του. Αν ένας ποιητής παραμένει προσγειωμένος, καλώς. Αλλά αν θεωρήσει πως είναι σπουδαίος και δοκησίσοφος, η καλή ποίηση θα τον εγκαταλείψει τρέχοντας. Κι οι άλλοι άνθρωποι θα γελούν εις βάρος του. Θα έχει καταντήσει ένας κλόουν. Έχουμε αρκετά τέτοια παραδείγματα σε όλες τις τέχνες.

– Πού δεν θα ήθελες να παραπέσει η λογοτεχνική σου εργασία;

Καταρχήν θα ήθελα ελάχιστες συνεντεύξεις και καθόλου συνέδρια, ημερίδες, ανθολογίες, ακαδημαϊκές συναντήσεις κι άλλα συναφή στο μέλλον για τη δουλειά μου. Έχω εκδώσει αρκετά βιβλία. Δεν μου αρέσουν οι παρουσιάσεις. Έχω κάνει τρεις μόνο και καμία στη Λευκωσία. Είμαι υπέρ της προβολής του έργου, αλλά όχι υπέρ της προβολής του δημιουργού.

– Δεν είναι αντιφατικό αυτό;

Όχι. Είμαστε λογοτέχνες, όχι ηθοποιοί, τραγουδιστές, αθλητές ή πολιτικοί. Δυστυχώς, οι καιροί είναι πονηροί. Η δημοσιότητα μπορεί να σε αποσπάσει από το ουσιώδες και να σε εθίσει στο ανούσιο και το χθαμαλό. Κατά τ’ άλλα αποφεύγω, στο μέτρο του δυνατού, τις λογοτεχνικές -και γενικά- τις συναθροίσεις, με ό,τι αυτές συνεπάγονται. Προτιμώ την ησυχία και την ηρεμία μου.

– Θα έλεγες ότι είσαι μοναχικός;

Η καλύτερη στιγμή είναι όταν καταφτάνει η νύχτα και παρατηρώ τα γατιά που ψεκάζουν με τους αδένες τους τα φυτά του κήπου μου ή όταν την άνοιξη περιφέρονται οι σκαντζόχοιροι ανάμεσα στους θάμνους, μόνοι ή κατά ζεύγη. Οι κορυφές των δέντρων που πηγαινοέρχονται από τον άνεμο αλλά και τα πετούμενα της νύχτας, οι νυχτερίδες που ίπτανται σχεδόν πάνω από το κεφάλι μου μού προσφέρουν μια άφατη αγαλλίαση. Η μοναξιά, όταν δεν σου είναι βάρος ή ενόχληση, είναι σπουδαίο πράγμα.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Η ΑΦΙΞΗ ΤΩΝ ΘΗΡΙΩΝ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ

1/5/2023

Με την πρόσφατη, έντονα βιωματική και καλαίσθητη εκδοτικά ποιητική συλλογή “Η άφιξη των θηρίων” (Ενύπνιον 2023) ο Γιώργος Καλοζώης ρέπει επαναληπτικά στη δημιουργία ενός αναποδογυρισμένου, αντεστραμμένου κόσμου μεταξύ ουρανού και γης μέσα στον οποίο παράγεται, ενορχηστρώνεται και αλληλοσπαράσσεται η ανθρώπινη ύπαρξη. Η εμμονική αυτή ποιητική συνέχεια και συνέπεια του Καλοζώη είναι συναρτημένη, βεβαίως, στενά με τον ιδιαίτερο προσωπικό μύθο για την κοσμολογική λειτουργία του ποιητή, η οποία τον εντάσσει εξαρχής σε μια αρχετυπική αίσθηση του κόσμου. Στον πυρήνα, λοιπόν, αυτού του προβληματισμού εδράζεται από τη μια μεριά η αντιφατική παντοδυναμία της φύσης, που παρακολουθεί, ωστόσο, τον κόσμο αμέτοχη και από την άλλη μια επισφαλής αίσθηση της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά και του σύγχρονου ανθρώπινου πολιτισμού γενικότερα· στοιχεία που παγιδεύουν τραγικά το ποιητικό υποκείμενο και κατ’ επέκταση τον σύγχρονο άνθρωπο στην κατάσταση του ακούσιου θύματος. Και η ποιητική αυτή αντίληψη παράγει συστηματικά και ασταμάτητα ποιητικές εικόνες, η λειτουργία των οποίων στηρίζεται εν γένει στην ανατροπή των καθιερωμένων σχέσεων, στην εξάρθρωση, με άλλα λόγια, της απατηλής εξωτερικής εικόνας και στην αποκάλυψη των γενεσιουργικών της στοιχείων μπροστά στο έκπληκτο και συνάμα τρομαγμένο βλέμμα αναγνώστη και αφηγητή. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το έντονο στοιχείο της παραμυθίας, του ζωομορφισμού, της μεταμόρφωσης, του παραλόγου, της ποιητικής εκτίναξης, του πλάγιου χιούμορ, της φορτισμένης από σημάνσεις αφήγησης, του ρέοντος και ανεπιτήδευτου λόγου ακολουθούν πιστά την υφολογική τροχιά του ποιητή με τρόπο μυητικό, προβάλλοντας εφιαλτικά και ασθματικά τη ρευστότητα και τα ποικίλα αδιέξοδα τόσο της σύγχρονης κυπριακής πραγματικότητας, αλλά και γενικότερα του σύγχρονου κόσμου. Και με αυτό τον τρόπο αποτελούν συστατικά στοιχεία ενός γοητευτικού και απελπισμένου ποιητικού λόγου, ο οποίος μάχεται μάταια να αντικόψει το ιδιωτικό και οικουμενικό αναπότρεπτο.
Καλοτάξιδο φίλε Γιώργο.

Ο ΤΡΟΜΕΡΟΣ ΜΙΣΘΟΣ
Δεν έγραψα
αυτά που περιμένατε να γράψω
γιατί το χέρι μου το δεξί
ήταν μια σπάτουλα με την
οποία σερβίρει τα μακαρόνια
του φούρνου μια περιποιητική
οικοδέσποινα
Δεν έγραψα
αυτά που περιμένατε να γράψω
γιατί αντί να τρέχω προς τα
μπροστά χτυπούσα τα
πόδια μου σημειωτόν
ήμουν σε λάθος μορφή σε
λάθος τόπο μπροστά από τις
μασέλες των λιονταριών
κάτω απ΄ τις γονατιστές
μουσούδες των βουβαλιών
το ασήμαντο χόρτο
ήμουν αυτός που τέλειωνε
πριν καν αρχίσει
γι΄ αυτό δεν έγραψα τίποτα
χαρούμενο σχεδόν
γιατί οι σεισμοί ήταν συχνοί
στις μέρες μου
αντί να γράφω συγκρατούσα
τους τοίχους να μην καταρρεύσουν
κάποτε τα κατάφερνα
κάποτε δεν τα κατάφερνα
έπεφταν πάνω μου οι σοβάδες
τα υψηλά κείμενα και τα
διακείμενα της λογοτεχνίας
κρυβόμουν κάτω από τους
παραστάτες εθνικούς ποιητές
κρυβόμουν κάτω από τα γραφεία
και δεν ήξερα ότι οι σεισμοί
κάποτε τελειώνουν
ότι ο χρόνος είναι μια διαδοχική
σειρά καταστάσεων
αποσυρμένος μέσα στην αρρώστια
απ’ τους ανθρώπους και τα πράγματα
κι αφού δεν γνώριζα ποιος ήμουν
δεν γνώριζα τι θέλω και πώς
να επιλέξω το σωστό
το μόνο που ήξερα πουδραρισμένος
από τη σκόνη ήταν πως έπρεπε
να προστατεύσω τα κείμενα των
άλλων
γι΄ αυτό δεν έγραψα τα ποιήματα
που περιμένατε να γράψω
γιατί ο σκοπός της ζωής μου ήταν
να προστατεύσω
το μηριαίο οστούν της λογοτεχνίας

ΑΥΓΗ ΛΙΛΛΗ

ΝΕΟΝ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ 25/8/2023

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΓΗΡΑΤΟΣ

Αποτελεί κοινή παραδοχή το γεγονός ότι η γραμμή ανάμεσα στη μανιέρα και τη συνέπεια στο έργο είναι πολύ λεπτή. Και είναι αλήθεια ότι, εκ πρώτης όψεως, θα μπορούσε κανείς να προσάψει στον Γιώργο Καλοζώη μανιερισμό: υπερρεαλιστικές εικόνες,[1] εξπρεσιονιστική αίσθηση,[2] ανθρωπόμορφη ζωολογία (ή ζωώδης ανθρωπολογία), ζούγκλες, δάση, πουλιά και μια «κανιβαλιστική συνθήκη»,[3] ανάβαση/κατάβαση σε βουνά, κλίμακες και σκάλες[4] σε εναρμονισμένα στο ζήτημα της μορφής ιδιότυπα σωληνοειδή ποιήματα[5] σε κάθε ποιητική συλλογή. Πρόκειται όμως για ένα αναγνωρίσιμο και ποιητικά υπαρκτό σύμπαν στο οποίο αιωρούνται —ή βαραίνουν— σταθερά τα αιώνια υπαρξιακά ερωτήματα: πώς, γιατί, πού; Ο ανοικειωτικός καλοζωικός κόσμος διαθλάται σε κάθε έργο του ποιητή πιο διαυγώς, διερευνάται κάθε φορά σε μεγαλύτερο ύψος και βάθος, σκοτεινιάζει περισσότερο με την πάροδο του χρόνου και, κυρίως, δεν αντιγράφεταιˑ για αυτό δεν θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για μανιερισμό παρά για συνέπεια, ποιητικής στάσης και έργου.

Αν στα προηγούμενα έργα του Καλοζώη το γήρας ήταν μια μακρινή αίσθηση, μια εικόνα, μια απειλή μέσα στην «επίγνωση της θνητότητας»,[6] τώρα αποτελεί ένα ζωντανό γεγονός το οποίο έχει αφιχθεί επιβλητικά στο οπτικό πεδίο. «Το γήρας ακόμη και μέσα / στην πιο μαύρη κι από / πίσσα νύχτα φωσφορίζει» γράφει ο ποιητής στο ποίημα «Ο αλπινιστής η ωραία κι ο γυπαετός». Το ποιητικό υποκείμενο στέκεται συντετριμμένο ενώπιον του γήρατος που καταφθάνει επιθετικά και αδιαπραγμάτευτα. Και μοιάζει να επαναλαμβάνει πίσω από κάθε στίχο “να, καταφθάνουν”, “τα βλέπω, υπάρχουν”, “ήρθε (και για μένα) η ώρα να γνωρίσω τα θηρία”. Στο ποίημα «Ο ιστός» το ποιητικό υποκείμενο/ο ποιητής συνειδητοποιεί ότι η ζωή είναι αυτό που συμβαίνει και, κάποια στιγμή, αυτό που θα έχει συμβεί – για όλους. Για κάθε άνθρωπο έρχεται η σειρά, γιατί η ζωή είναι τετελεσμένη:

[…]
από τη μια άκρη μέχρι την άλλη
της αποθήκης ή του σύμπαντος ένας
χοντρός ιστός
πάνω του είδα τον παππού μου και
τον άλλο παππού μου
ποτέ δεν κατάλαβα πώς ή γιατί
πέθαναν οι γονείς μου
πάνω του είδα τις θείες μου
ποτέ δεν κατάλαβα πώς ή γιατί
πέθαναν είδα την πεθερά μου είδα
καλύτερα και ξανά για να είμαι
εντελώς σίγουρος πάνω στο άπειρο
δίχτυ έμβρυα και μωρά και μεγάλους
είδα πάνω σε καρφιτσωμένα χαρτιά
ερωτήσεις είδα ιστορίες πάνω στα
χαρτιά ποιήματα μυθιστορήματα και
θεατρικά και ψάχνοντας κάτι που
μου πήρε χρόνια είδα πάνω στον άχρονο
ιστό το καρτελάκι με τη σειρά και
την αριθμημένη θέση μου

(«Ο ιστός»)

Αν παραλληλίζαμε το απευκταίο καίτοι αναπόφευκτο βίωμα της εισόδου του ανθρώπου στην τρίτη ηλικία (δεν υπάρχει τίποτα όμορφο ή αποδεκτό για τα γηρατειά στην Άφιξη των θηρίων) με κάποια άλλη εμπειρία, αυτή ίσως να ήταν η εικόνα ενός στρατιώτη ο οποίος βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του μετώπου έχοντας απέναντί του ένα επανδρωμένο τεθωρακισμένο, το οποίο πλησιάζει σε απόσταση αναπνοής σημαδεύοντας και οπλίζοντας (αλλά όχι, ακόμη, πυροβολώντας). Ο στρατιώτης/ποιητής γνωρίζει πια με βεβαιότητα ότι ο εχθρός του είναι ανίκητος:

[…]
αλλά το γήρας είτε φιλέψεις
μαζί του είτε όχι είναι ένας
εχθρός επιτιθέμενος αγόρασε
από τώρα τα όπλα σου πι και
μπαστούνια απλά και τα άλλα
με τα τέσσερα πόδια και
πιεσόμετρο και οξύμετρο και
ντουζίνες πάνες ακράτειας
[…]

(«Η κάθοδος απ’ τα άστρα»)
Στο πρώτο ποίημα της συλλογής «Οι στοργικοί γονείς» το προϋπάρχον υπαρξιακό ερώτημα απαντάται και είναι καταπέλτηςˑ κανείς δεν προετοιμάζει —ή δεν κατορθώνει να προετοιμάσει— επαρκώς το παιδί του για το τι έρχεται, για την πραγματική ζωή και για την τρίτη ηλικία. «Όλα αυτά δεν τα είπατε φωναχτά / αλλά σχεδόν σιωπηρά και / έμμεσα όπως ο τοξοβόλος κρατά / και την αναπνοή του ακόμα / γιατί λίγο να κουνηθεί η χορδή / το βέλος ξαστόχησε / και δεν έχουμε πολλές ευκαιρίες / για να τοξεύσουμε σωστά / κι ίσως να μην έχουμε καν / μια δεύτερη ευκαιρία να ζήσουμε / σωστά / Είμαστε χαμένοι πριν καν / προσπαθήσουμε» γράφει με πίκρα το ποιητικό υποκείμενο αφήνοντας όμως, κατά τη συνήθη τακτική του Καλοζώη, μια χαραμάδα φωτός. Το “τεθωρακισμένο” του γήρατος δεν έχει ακόμη ανοίξει πυρ: «όμως τίποτα δεν μας εμποδίζει να / πλεύσουμε / όμως τίποτα δεν μας εμποδίζει να / γίνουμε ναυτικοί» («Οι στοργικοί γονείς»). Έτσι, κατά τη φυσική ροή των πραγμάτων, της εξέλιξης και του πεπρωμένου του ανθρώπου, ο κάθε γιος παίρνει τη θέση των γονέων του. Είναι πλέον η δική του σειρά να δώσει τη θέση του στους επόμενους, να κοινωνήσει την κοσμοθεωρία του: «αυτό που κουβαλάτε είναι / πιο πολύτιμο από ό,τι ήταν κάποτε / το κεχριμπάρι πιο πολύτιμο από / το ασήμι και τον χρυσό κι από το / ορυκτό αλάτι του Μεσαίωνα / με το οποίο οι παλιοί συντηρούσαν / τα τρόφιμα / σας λέω πως είναι / πιο πολύτιμο από τα μπαχάρια / πιο πολύτιμο απ’ τα θροϊζόντα μετάξια / είναι η συνέχεια του ανθρώπου» («Φάροι και φύλακες»). Με σοφία και δοτικότητα, τρυφερότητα αλλά και θλίψη, ο άνθρωπος που διαβαίνει το κατώφλι της τρίτης ηλικίας συνθέτει μια ωδή στη νεότητα όπου οι νέοι θα είναι το «διαυγές κρύσταλλο / του επίγειου κόσμου», όπου η «αύρα του μέλλοντος» «θα φέρνει πάνω στο δέρμα [τους] την ανατριχίλα», την ώρα που οι γονείς, οι παλαιότεροι και οι απελθόντες θα είναι πλέον «υποσημειώσεις και μακρινές θολές / αναφορές» («Ναυπηγοί και πηδαλιούχοι»).

Στην Άφιξη των θηρίων η ζωή ταυτίζεται με τη λογοτεχνία: «ό,τι και να γράψεις είναι ήδη / γραμμένο καταχωρισμένο σε μια / βιβλιοθήκη που συνεχώς επεκτείνεται» («Το τέρας και το σημείο»). Και ο εμπλουτισμός της βιβλιοθήκης αποτελεί ιερό χρέος. Στο τέλος της συλλογής ο γιος είναι τώρα ο ίδιος γέρος και αφήνει ως παρακαταθήκη ένα (αυτοβιογραφικό) ποίημα ποιητικής. Στο ποίημα «Ο τρομερός μισθός» ο Καλοζώης αρθρώνει το όραμα ζωής του, τον λόγο ύπαρξής του με τόνο εξομολογητικό έως και απολογητικό – γιατί δεύτερη ευκαιρία δεν υπάρχει:

[…]
αντί να γράφω συγκρατούσα
τους τοίχους να μην καταρρεύσουν
κάποτε τα κατάφερνα
κάποτε δεν τα κατάφερνα
έπεφταν πάνω μου σοβάδες
τα υψηλά κείμενα και τα
διακείμενα της λογοτεχνίας
κρυβόμουν κάτω από τους
παραστάτες εθνικούς ποιητές
και δεν ήξερα ότι οι σεισμοί
κάποτε τελειώνουν
ότι ο χρόνος είναι μια διαδοχική
σειρά καταστάσεων
αποσυρμένος μέσα στην αρρώστια
απ’ τους ανθρώπους και τα πράγματα
κι αφού δεν γνώριζα ποιος ήμουν
δεν γνώριζα τι θέλω και πώς
να επιλέξω το σωστό
το μόνο που ήξερα πουδραρισμένος
από τη σκόνη ήταν πως έπρεπε
να προστατεύσω τα κείμενα των
άλλων
γι’ αυτό δεν έγραψα τα ποιήματα
που περιμένατε να γράψω
γιατί ο σκοπός της ζωής μου ήταν
να προστατεύσω
το μηριαίο οστούν της λογοτεχνίας.

Η άφιξη των θηρίων δεν είναι μόνο η άφιξη των γηρατειών ως του μεγαλύτερου, ενδεχομένως, και μοιραίου φόβου του ανθρώπου. Είναι η άφιξη και των ίδιων των ανθρώπων, των επόμενων γενεών που θα πάρουν τη θέση των προηγούμενων και αυτών που γερνάνε τώρα, από την αναπόφευκτη παρουσία των οποίων δεν απαλλάσσει κανένα όπλο, κανένα «εντομοκτόνο» («Η δυσαρμονία του σύμπαντος»). Το τέρας δεν νικάται και ο εφιάλτης δεν τελειώνει στο έργο του Καλοζώηˑ απλώς συνεχίζεται, με αποκορύφωμα σε αυτή την ασθμαίνουσα και συνεχή ανοδική κατάβαση την τραγικά κομβική στιγμή όπου ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται το «αδιανόητο», ότι δηλαδή αυτός είναι «το σκουλήκι το ατελείωτο το / πολύπλαγκτο» («Η δυσαρμονία του σύμπαντος»). Και αυτό το ζωύφιο δεν εξοντώνεται, γιατί και ο θάνατός του ακόμα συνεπάγεται τη ζωή των ομοίων του:

[…]
εσύ που προτιμούσες πάντα
την κατάβαση αντί την
αναρρίχηση με κανό και καγιάκ
και σχοινιά και κωλοτούμπες
πενθώντας τους αγαπημένους
με τόσο πολύ χώμα από πάνω
τους
σταμάτα να τους αγαπάς τόσο
πολύ δεν θα τους επαναφέρεις
ρίξε πάνω τους σπόρους
ελπιδοφόρους να γίνουν
θάμνοι δέντρα φυτά
έντομα ζωύφια αναρριχόμενα
πρωτεύοντα θηλαστικά ερπετά
και πουλιά με φτερά
μονόχρωμα και πολύχρωμα και
τέλος πάντων σταμάτα να
ταξιδεύεις στα άστρα δεν είσαι
μόνο φως αλλά και βαθύ
σκοτάδι και κάτι που τελειώνει
κι αυτό το βλέπεις όταν
στέκεσαι μπροστά στον καθρέφτη
[…]

(«Η κάθοδος απ’ τα άστρα»)
Ο άνθρωπος δεν είναι μόνο φως – είναι και σκοτάδι, λοιπόν. Ή μάλλον είναι κυρίως σκοτάδι, γιατί από εκεί έρχεται και εκεί καταλήγει, από και στο «μπιγκ μπανγκ» της κοσμογονίας.[7] Η απάντηση στα διακαή ερωτήματα συγκλονίζει, και ποιητικό υποκείμενο και αναγνώστη: μοναδικός σκοπός του ανθρώπου δεν είναι άλλος από την αναπαραγωγή και την επιβίωση του είδους στον πλανήτη. Υπάρχει όμως κάτι που «επιζεί αυτό / που χάνεται τελευταίο», αυτό που στην Άφιξη των θηρίων κρατάει ακόμη όρθιο τον στρατιώτη-ποιητή απέναντι από το τεθωρακισμένο, πάρα την απόγνωσή του ενώπιον του τέλους. Και αυτό δεν είναι άλλο από το χάδι («Η απώλεια του εαυτού»), το μοναδικό αντιστάθμισμα, το πολυτιμότερο εφόδιο και κέρδος του ανθρώπου πάνω στη Γη. Το ανθρώπινο χάδι, η αγάπη είναι που θα οδηγήσει όλους, κάποια στιγμή, «στη χώρα της άπειρης καλοσύνης / και της ομορφιάς» («Ναυπηγοί και πηδαλιούχοι»), στη χώρα που με οδύνη το ποιητικό υποκείμενο αρχίζει να αποχαιρετά.

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ

CULTURE BOOK 15/11/2020

Ο Γιώργος Καλοζώης ιδρύει μια πρωτότυπη ποιητική, η οποία εδράζεται στην παραληρηματική διαγωγή της έκφρασης και αναπόφευκτα απομακρύνεται από τη συνάντηση με άλλες ποιητικές φωνές της εποχής του, τολμώ να πω, και προγενέστερων καιρών. Μια ποιητική που, με την λαβυρινθώδη περιπλοκότητά της σε ύφος, περιεχόμενο και αισθητική αρτίωση, γνωστοποιεί ότι ο ποιητής ουδόλως ενδιαφέρεται να κατακτήσει τα εκφραστικά του μέσα, καθότι είναι βαθιά κυριευμένος από αυτά.

Οι μορφές που γεννά η ποίηση του Καλοζώη αποκτούν υπόσταση ανταποκρινόμενες προσφυώς στον όρο «γκροτέσκο» με την αρχική του σημασία, εκείνην της συμπαρουσίας ζωντανών, νεκρικών και ζωικών μορφών σε μια οικουμενική πρόσληψη. Η ποιητική ενσάρκωση αυτών των γκροτέσκων μορφών διατηρεί ακέραια την τραχιά, ακατέργαστη υφή της χειροποίητης εικόνισης του σύμπαντος κόσμου.

Η ποιητική του γλώσσα, μέσα στη βρωτή καρποφορία της, επιτυγχάνει να μετατρέπει την εμμονική επαναληπτικότητα των μοτίβων σε πλούτο – μια άλλη ποίηση, χωρίς αυτά τα χαρακτηριστικά, θα απέγραφε μονοδιάστατη χροιά- παρασέρνοντας συμβατικούς κανόνες γραφής, ανάγνωσης καθώς και σημεία στίξης.

Ο ποιητής δεν ξέρει και μάλλον δεν τον νοιάζει να γράψει αλλιώς, διότι ο τρόπος του καθορίζεται από τη ρωμαλεότητα της ουτοπίας του, η οποία φιλοδοξεί να ελέγξει και να περιλάβει την κινηματογραφικώς συναρμολογούμενη, ασύλληπτη ιδέα του όλου, με αφετηρία την ιδιόμορφη συμβίωση και σύμφυρση έμβιων και άβιων όντων, και ευκταία κατάληξη το ιδεατό συμπαγές σώμα.

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΚΕΧΡΙΜΠΑΡΙ

Τα χέρια των ποδιών μου
αλλά και τα πόδια των χεριών
μου δεν μπορούν να κινηθούν
ούτε η κνήμη του κεφαλιού
μου κι η χωρίστρα των γονάτων μου
είμαστε άνθρωποι που εγκλωβίστηκαν
μέσα στο κεχριμπάρι
δάκρυα μην κυλήσετε δεν έχετε πού
να πάτε
βλεφαρίδες δεν έχετε πού να πέσετε
σάλια δεν έχετε πού να τρέξετε
είμαστε οι απομονωμένοι άνθρωποι
μέσα στο κεχριμπάρι
κάποιοι από μας είναι με τα ρούχα
της δουλειάς και τις ανοιχτές
ομπρέλες άλλοι είναι γυμνοί την
ώρα που λύγιζαν το ένα πόδι για
να βγουν απ΄ την μπανιέρα
άλλοι την ώρα που κατέθεταν
στις τράπεζες τις επιταγές το χέρι
τους έμεινε για πάντα τεντωμένο προς
τον υπάλληλο
ακούστε με λοιπόν προσεκτικά
με τα νεύρα (όχι τους θυμούς)
με τα τύμπανα
(όχι τα μουσικά όργανα)
με τους κοχλίες (όχι τις βίδες)
με τους λαβύρινθους
(όχι τα κτήρια)
δεν επιλέξαμε αυτό το τέλος
όπως δεν επιλέξαμε την αρχή
κι οι πιο παρανοϊκοί που χτίζουν
γύρω από τα σπίτια και τους
εαυτούς τους τις πιο ψηλές
περιφράξεις συναγερμοί κάμερες
περιπολίες τη νύχτα από
σεκιουριτάδες
θα παρανοήσουν ακόμη περισσότερο
και το άγχος τους θα διαχυθεί
επινεμόμενη ψύχωση επειδή
οι άλλοι θα τους βλέπουν για πάντα
ορατοί και μέσα στο πιο σκοταδένιο
σκοτάδι
αυτοί που θα ΄ρθουν μπορεί να
γελάσουν να κοροϊδέψουν τους
ακίνητους επειδή θα κινούνται
ω ακινητοποιημένοι μη δώσετε
σημασία είστε οι κάτοικοι του Δία
κι ακόμη χειρότερα άλλων πλανητών
με μεγαλύτερη βαρύτητα
παρηγορηθείτε γιατί είστε τα
πρωτοξάδελφα των βραδυπόδων
είστε τα μεγάλα ποτάμια που
κουράστηκαν να ρέουν κι είπαν
να κυλήσουν πίσω
τη στιγμή της απόφασης ούτε
μπρος ούτε πίσω
είστε ακριβώς στη στιγμή που
η ψυχή δεν ήρθε σε σας αλλά
ούτε φεύγει από εσάς
το χρονοδιάστημα ανάμεσα στο
κάτι πριν αυτό προκύψει και στο
επόμενο ό,τι και να είναι αυτό
είστε μέσα στο κεχριμπάρι
όπως η λιβελούλα το κουνούπι
η μύγα
ω εσείς που κάποτε ήσασταν
απαρηγόρητοι παρηγορηθείτε
το τίποτα που θα ρθεί δεν μπορεί
να σας κατηγορήσει για τίποτα

Η πλαστικότητα των μορίων, εκδόσεις Φαρφουλάς 2019

Ένα τέτοιο εγχείρημα χρειάζεται ευρύτητα χώρου και, ως εκ τούτου, θα μπορούσε να εμψυχωθεί μονάχα μέσα από μια πιο διαμετρική οπτική της ποίησης, την οποία έχει εξερευνήσει και ενσωματώσει καλά στο είναι του ο Καλοζώης.

Το ποιητικό σώμα τού πολυμορφικού «καλοζωϊκού» κόσμου άλλοτε βογκά, άλλοτε ουρλιάζει, άλλοτε στενάζει, άλλοτε διαλογίζεται, κι άλλοτε αγκομαχά με βρόγχους θανάτου, εξαντλημένο από το ίδιο το μέγεθος της ουτοπίας του, μα και την ανημποριά της ποιητικής τέχνης να το διατηρήσει εν ζωή, αφού το θεμέλιό του – η υπέρτατη αγάπη ως αποτέλεσμα ενός διαρκούς προσκλητηρίου για οριστική συνεύρεση ζωντανών και νεκρών, ανθρώπων και ζώων, φυτών και άψυχων πραγμάτων – συνιστά την απόλυτη εξωλογική πρόκληση.

Πόσο μάλλον όταν διαπιστώνει κανείς πως πρόκειται για ποίηση που δεν αρκείται στο να μένει ποίηση, αλλά σχεδόν νομοτελειακά φιλοδοξεί να πραγματωθεί σε ΖΩΗ, αντικαθιστώντας τις επαχθείς όψεις του διαχρονικού της συνώνυμου (της υπαρκτής ζωής, δηλαδή) όπως αυτό βιώνεται περίπου αναλλοίωτο στην ουσία του, με επουσιώδεις, κατά καιρούς, αισθητικές παραλλαγές.

Αυτό τον δρόμο, τον αναπόφευκτα «αντικοινωνικό» και δύσβατο, ακολουθεί ο Καλοζώης, για να οδηγηθεί και να μας οδηγήσει στη σύσταση του συναρπαστικού ποιητικού του σύμπαντος, το οποίο πυροδοτείται από ένα κρυστάλλινο, έμπλεο υπαρξιακής αγωνίας, οραματικό υπόβαθρο.

Η ΛΗΘΗ

Ήρθαν όλοι επειδή τους
κάλεσα
ο συνετός με τη σωφροσύνη του
ο επιπόλαιος με τη βιασύνη του
ο προφήτης με το βουνό και
την εκκλησία του
ο ξυλουργός με τα πανύψηλα
δάση του
ο γλωσσολόγος με τα φωνήματα
τα μορφήματα και τους δεκάδες
φθόγγους του
ο τσοπάνος με το κοπάδι του
αργότερα θα διαχώριζε τους
αμνούς από τα ερίφια
με τους σκύλους του πριν να
διασταυρωθούν με τους λύκους
μπροστά απ’ αυτόν προηγούνταν
ο αποδιοπομπαίος τράγος του
τα μάλλινα ζεστά υφάσματα
ήρθαν κι η σπορά ήρθε
και τα χιλιάδες σπέρματα
και τα πουλιά με τα πετάγματά
τους και κάποια απ’ τα πουλιά
με την ανίατη γρίπη τους
ήρθαν κι οι νεκροί
με το κίτρινο χρώμα και τα
μυρμήγκια επάνω στο σώμα
τους κι αυτοί επειδή είχαν
καιρό να μιλήσουν ήταν οι πιο
κοινωνικοί
ήθελα να τους αγκαλιάσω
αλλά ήταν τόσοι πολλοί άλλοι
συνοδεύονταν απ’ τις αρρώστιες τους
άλλοι από τους δολοφόνους τους
κι η κυρία πληρότητα ήρθε
και η φίλη της η κενότητα
κι αφού μαζεύτηκαν όλοι
η ομοιότητα κι η διαφορετικότητα
φάγαμε ουρανό και γη
ήπιαμε απόσταγμα γνώσης
καπνίσαμε πίπες και καμινάδες
τζάκια και σόμπες
Ύστερα τους κέρασα
μελίσσια
χωρίς τις ιπτάμενες μέλισσες
ύστερα αφού πέρασε η
πρώτη αμηχανία
χορέψαμε με τις θύελλες και
τις καταιγίδες απ’ όλους η
θάλασσα ήταν η πιο κινητική
ύστερα τα νέφη κι οι γρήγοροι
ποταμοί τα στάσιμα νερά
ήταν συνέχεια καθισμένα
χόρεψα μ’ αυτήν που δεν
τη χόρευε κανείς με την
ασκήμια όλοι μα όλοι
φλέρταραν την ομορφιά
πρώτοι και καλύτεροι οι
πυλώνες που πηγαινοφέρνουν το
ρεύμα ενώ το χώρο
φωτορύθμιζαν οι κεραυνοί κι οι
αστραπές κι οι δυνατές
βροντές καθόριζαν την ένταση
του ήχου
Μόνο αυτή που αγαπούσα
δεν ήρθε αυτής που το
πρόσωπο ξεχνούσα σιγά σιγά
θυμόμουν τις συμπεριφορές της
τους τρόπους της όλα που ζήσαμε
μαζί τα θυμόμουν τα μούρα
με τα οποία έβαφε το στόμα της
τα μεγάλα αφρούγια αμύγδαλα
ίδια με τα μάτια της
τα σκουλαρίκια της που κρέμονταν
όπως τα τσαμπιά απ’ τα κλήματα
Μόνο αυτή που αγαπούσα
έλειπε αρκεί να τη θυμόμουν
καλύτερα και θα ‘ρχόταν
όμως οι πίνακές μου
είχαν εξασθενήσει οι πίνακες μου
οι μνημοτεχνικοί
η λήθη είχε ζώσει με στέμμα
λησμονιάς το ψηλό βουνό της
αγάπης που δύσκολα αποφασίζεις
να το ανέβεις άμα το έχεις
για κάποιον λόγο κατεβεί

Η κλίση του ρήματος, εκδόσεις Φαρφουλάς 2009

Στην πραγματικότητα, ο Καλοζώης ένα ποίημα γράφει, ένα ποίημα επεξεργάζεται. Μέσα από την ογκώδη σε έκταση, εμβληματική σε ένταση και έκσταση, και εξελικτικά τερατώδη -όπως ο ίδιος παραδέχεται- ποιητική του, μας παραδίδει έργο εμβληματικό. Το ίδιο το έργο είναι συνάμα εκφοβιστικά προφητικό, αφού χωρίς ποτέ να το εκφέρει ευθέως, η κάθε οντολογική του σύζευξη αποτελεί προειδοποίηση για το τέλος της συνομοταξίας μας, ενόσω αυτή θα συνεχίσει να παραγνωρίζει την υπέρτατη αξία των πιο αγνών και αμόλυντών της εκδοχών.

Μας παραδίδει ένα έργο που, ενώ προμηνύει το παράδοξο της ύπαρξης ως φλεγόμενης βάτου, αφλέκτως καιομένης, υψώνεται πυρίμαχο ως φορέας της πιο οικουμενικής ουτοπίας και ευεργετείται από το άφθονο σε θαυματουργό νερό αντλιοστάσιό του, από εγγενή και επίκτητα υδροφόρα στρώματα, ώστε να αποτρέπει την αυτανάφλεξη και θριαμβευτικά να αυτοδιασώζεται, εσαεί πυριφλεγές.

.

ΕΛΣΑ ΚΟΡΝΕΤΗ

Η ΑΥΓΗ 21/1/2024

Η Αυτού Αγριότης η Ζωή

Κλείστε τις πύλες των τειχισμένων πόλεων/ είναι η ώρα που εκατομμύρια μυρμήγκια σιάφου επιτίθενται/ κι αν υπάρχει μια θεραπεία/ είναι να κολλήσουν τα τρομερά/ σαγόνια από τη βλέννα του ταπεινού ποιητή-γυμνοσάλιαγκα

Η κυρίαρχη αίσθηση που επικρατεί μετά την ανάγνωση της νέας συλλογής του Γιώργου Καλοζώη, είναι η εξερεύνηση, η διερεύνηση της ζωής του ποιητή με την αίσθηση ότι περνά κάθε μέρα μέσα από μια ζούγκλα συναντώντας πολλά και διαφορετικά σαρκοφάγα θηρία, η αίσθηση ότι βγαίνει λαβωμένος μεν αλλά σώος δε μέσα από την περιπέτεια, και γράφει γι’ αυτά που έζησε και είδε σπαρταρώντας μέσα στο στόμα του τρόμου.
Τον ποιητή απασχολεί βαθιά η ζωή και η αγριότητά της. Αυτή η ζωή η καθημερινή, η μονότονη, η κατά τόπους θλιβερή και συνάμα επιθετική, με τα οικογενειακά της μυστικά και δράματα, με τις μικροχαρές, με τις απώλειες, την αφόρητη πειθαρχία και καταπίεση κάτω από την μπότα των άφθονων εργασιακών και κοινωνικών πρέπει, η ανάγκη για φυγή και απόδραση από λογής λογής δεσμοφύλακες, κι όλα αυτά γιατί η ζωή είναι τραγικά διπρόσωπη‧ εκεί που σε κοιτά γλυκά και τρυφερά, την ίδια στιγμή βγάζει δόντια κοφτερά και νύχια γαμψά και γίνεται λεοπάρδαλη και ύαινα έτοιμη να σου επιτεθεί για να σε κατασπαράξει. Κι εσύ ο ευαίσθητος, ο ευάλωτος ποιητής που την κάθε δόνηση απορροφάς, αλλά που μαρσάρεις παράλληλα το φτερωτό όχημα της τέχνης σου, αυτό που κάνεις δεν είναι τίποτα άλλο από το να προσπαθείς να μην καταλήξεις αμάσητη τροφή στο στομάχι της άγριας ζωής, επιλέγοντας τις πιο παράδοξες διαδρομές, αποφεύγοντας αυτήν που θα σε οδηγήσει στον μακάβριο προορισμό της ευθυγράμμισης.
[…]Πράγματι η μνήμη μοιάζει με κάταγμα/ σ’ ένα σημείο του σώματος/ όπου δεν μπορεί να μπει γύψος/ μοιάζει με πόνο που οδηγεί/ σε ένα θεοσκότεινο λαβύρινθο όπου ο Μινώταυρος/ είναι ένα σωστό ερείπιο/ με μια γνάθο καταφαγωμένη από καρκίνο/ κι αυτός που τον σκοτώνει ένα τέρας χειρότερο/ μεταμφιεσμένο σε ήρωα […]
Πόσο μόνος αισθάνεται ο ποιητής, όπως και κάθε δημιουργικός καλλιτέχνης άλλωστε μέσα στο μαύρο δάσος με τους δαίμονές και τα δαιμόνιά του, σ’ αυτήν τη μοναχική περιπλάνηση που γεννά κάτι νέο κάθε φορά; Τα άγρια θηρία μπορεί να φέρουν κάτι από την έννοια του αρχέγονου, του πρωτόγονου, του ανυπόκριτου, αλλά και κάτι από την έννοια του φόβου, της απειλής, της αρρώστιας, της ανημποριάς, της απώλειας, της οσμής θανάτου. Χαρακτηριστική θέση στο συγκινητικό ποίημα «Το τέρας και το σημείο» κατέχει ο Μινώταυρος ως Χάρος στο δωμάτιο του νοσοκομείου, εκεί όπου χασκογελά καθισμένος με τον τριχωτό πισινό του πάνω στο κίτρινο δέρμα του άρρωστου πατέρα.
Το ταξίδι στην περιπετειώδη πραγματική πραγματικότητα βαφτίζεται πρώτα στο τρελό νερό της φαντασίας κι ο στόχος ένας‧ να μη μείνει κανένα ερωτηματικό αναπάντητο. Μέσα από πολλές υπερρεαλιστικού τύπου εκφάνσεις με έντονες γκροτέσκ εικόνες που φέρουν δυνατές δραματικές εξάρσεις, αυτό που επιχειρεί ο ποιητής είναι ο προσωπικός εξαγνισμός του, το ταξίδι στο κέντρο του ρόδου, γιατί αυτό που αναζητεί στο βάθος είναι η ομορφιά και το υψηλό τρίπτυχο της καθαρής ύπαρξης, συνείδησης και αγάπης, η ανάγκη για απελευθέρωση από επιθυμίες, φιλοδοξίες, άγνοια, αλλά κυρίως η ανάγκη του ν’ απαλλαγεί από την αγριότητα της ζωής.
Ο φυσικός κόσμος παρέχει γενναιόδωρα άφθονο υλικό στον ποιητή που αντλεί πολλά μοτίβα των οβιδιακών μεταμορφώσεών του από το ζωικό βασίλειο, για να πετύχει ένα πανηγύρι, ένα όργιο μεταφορών και μεταμορφώσεων που σύμφωνα με τον φετινό νομπελίστα Γιον Φόσσε, «είναι και η κινητήριος δύναμη της γραφής», στη σκηνή της εξομολόγησης που στήνει τόσο αριστοτεχνικά μέχρι να δώσει το σπαρακτικό του σόλο στο φινάλε, όπου ο ίδιος σταδιακά ξεγυμνώνεται έχοντας πετύχει ένα κρεσέντο αυτοκριτικής και ακραίου αυτοσαρκασμού.
Ο ποιητής με την αίσθηση ότι δεν είναι παρά ένα έντομο εφήμερο, έτοιμο να διαλυθεί, να χαθεί κάθε στιγμή μέσα στο ελάχιστο της στοιχειώδους του ύλης, πρώτα διασκορπίζεται, διαμελίζοντας το σώμα, την ψυχή, τον εαυτό του, κι έπειτα γίνεται μέρος ενός μεγαλύτερου πράγματος με την απόλυτη χρήση της μεταφοράς που στην ποίησή του λειτουργεί ως αντικατοπτρισμός της κοινωνίας. […] Γιατί αυτή ήταν η εποχή μας/ εποχή της συμφοράς της συνεχούς/ ενασχόλησης με το μανικιούρ/ το πεντικιούρ και τις παρανυχίδες.
Με τη φυσική σεμνότητα που τον διακρίνει ο Γιώργος Καλοζώης είναι ένας άνθρωπος απαλλαγμένος από τον θόρυβο του Εγώ και η Ποίηση είναι γι’ αυτόν όπως ομολογεί «το κολλύριο για την ξηροφθαλμία της πραγματικότητας».
Ο Γιώργος Καλοζώης μέσα από το ένδον σκάψιμο φέρνει στο φως πολύτιμα λάφυρα ψυχής και μια σοφία ζυμωμένη με τη ζωή. Ο Κύπριος διακεκριμένος ποιητής, έχει το αναμφισβήτητο χάρισμα μιας βαθιάς ενσυναίσθησης κι ενός καθηλωτικού μαύρου χιούμορ, στοιχεία που μετουσιώνονται σε μια ποίηση πρωτότυπη, νευρώδη, ουσιαστική, επίκαιρη, με άριστη χρήση μιας γλώσσας καλοδουλεμένης, που μιλά με συναρπαστική ευθύτητα στον σύγχρονο άνθρωπο.

.

.

Η ΠΛΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΜΟΡΙΩΝ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ

ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟ 19/1/2020

«ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΚΕΧΡΙΜΠΑΡΙ»: ΣΧΟΛΙΑ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΛΟΖΩΗ «Η ΠΛΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΜΟΡΙΩΝ»

Πέρασαν 27 χρόνια από την πρώτη ποιητική συλλογή του Γιώργου Καλοζώη Μεταμορφώσεις. Έχει, δηλαδή, ήδη συμπληρωθεί ένα τέταρτο του αιώνα συνεχούς και δραστικής παρουσίας του στην ποίηση, γεγονός καθόλου ευκαταφρόνητο, αν αναλογιστεί κανείς πως αυτή η ουσιώδης επιμονή για ποιητική δημιουργία άνθισε μέσα σε αντίξοες κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες και με τη δεδομένη απαξίωση της ευρύτερης κοινωνίας για την ποίηση και γενικότερα τη λογοτεχνία. Από το 1992 μέχρι και σήμερα ο Γιώργος Καλοζώης έχει εκδώσει συνολικά 8 ποιητικές συλλογές και έχει τιμηθεί με κρατικά βραβεία ποίησης. Είναι ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της λεγόμενης «Γενιάς της κατοχής και της αφθονίας», ο οποίος διατηρεί ακόμη μιαν εφηβική, σχεδόν παιδική όραση και μιαν ανθρωπιά, στοιχεία από τα οποία διαισθάνεται κανείς, αντλεί την ενέργειά του και τη διοχετεύει στην ξεχωριστή ποιητική του. Όπως έχω επισημάνει, εξάλλου, σε προηγούμενα μελετήματά μου,[1] το ποιητικό έργο του Γ. Καλοζώη είναι, δυστυχώς, από τα λιγοστά εκείνα δη­μιουργήματα που παράγονται στην πικρή μας πατριδούλα και που συμβάλλουνε, κατά πρώτο λόγο, στη διαμόρφωση σταθερών αντικειμενικών γνω­ρισμάτων μιας νέας ποιητικής γραφής και, κατά δεύτερο, στην ποιητική έκ­φραση μιας αυτοτελούς και ιδιαίτερα αναγνωρίσιμης φωνής. Μιας χειμαρρώδους, πεζολογικής γραφής που συστήνει, εν τέλει, με μοναδική ευαισθησία, παρατηρητικότητα και στοχασμό ένα συμπαγές λογοτεχνικό τοπίο, που πέρα από την αισθητική απόλαυση παράγει πολύ κρίσιμα νοήματα για τον σύγχρονο άνθρωπο, αλλά και την ανθρώπινη κατάσταση εν γένει.

Με την όγδοη, λοιπόν, πιο πρόσφατη και ωριμότερη, κατά την άποψή μου, ποιητική συλλογή Η πλαστικότητα των μορίων (Φαρφουλάς, 2019), ο ποιητής και καθηγητής ελληνικής φιλολογίας στο επάγγελμα Γ. Καλοζώης αξιοποιεί μεν τις κατακτήσεις της προηγούμενης του διαδρομής, αλλά δεν επαναπαύεται ούτε εφησυχάζει. Αντίθετα επιχειρεί με καλλιτεχνικό θάρρος, παρρησία, αλλά και με μια πιο έντονη επιθετικότητα να αποκαλύψει και να εκφράσει αφενός την οντολογική, κοινωνική, σωματική και πνευματική παραμόρφωση και αλλοτρίωση του δυτικού πολιτισμού και αφετέρου την τραγικά επαναλαμβανόμενη μοίρα του εγκλωβισμένου σε ένα επισφαλές σύμπαν ανθρώπου. Θεμελιώδης, λοιπόν, θεματικός και μορφολογικός άξονας για το εξπρεσιονιστικό ποιητικό του σύμπαν αποτελεί η βασική διαπίστωση ότι η τέχνη μετά τον πρώτο και δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο επιχείρησε με καινούριες μορφές να εκφράσει τη συγκλονισμένη συνείδηση μπροστά στην καταστροφική φύση του πολιτισμένου ανθρώπου. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η αφαίρεση της παντοδυναμίας του εμπειρικού κόσμου να σημαίνει τα πράγματα και τη ζωή και η συνεπακόλουθη προσήλωση στην προλογική γνώση είναι ποιητικά ουσιώδης. Η ανάδυση, επομένως, μέσα στο έργο του, του κρυμμένου, εσωτερικού κόσμου που διαρρηγνύει και κομματιάζει την ακεραιότητα του λογικού και του εμπειρικού, φωτίζει τον για αιώνες άφωνο και αθέατο προλογικό κόσμο και διορθώνει το κενό της λογικής και του πανίσχυρου δυτικού ορθολογισμού.

AΝΘΡΩΠΟΙ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΓΗ

Γι’ αυτό είμαστε έτσι
γιατί την ώρα που κάναμε
τις ερωτήσεις μας που από
τις απαντήσεις εξαρτιόταν το μαύρο
ή το υπόλευκο στο χρώμα της
μεμβράνης μέλλον μας
μας έσπρωξαν μας διαγκώνισαν
στο σημείο των νεφρών μας και
μεις που ήμασταν βράχοι
ακλόνητοι της φύσης και της
ηθικής λυγίσαμε
πότε έγινε αυτό; Οφείλω να πω ότι
την ώρα που ο παπάς-ποιητής
κοινωνούσε τη συντακτική αναγνώριση
των ποιητικών αιτίων κι όλοι
έτρεχαν να παραλάβουν τα αγχολυτικά
βραβεία του τερατώδους μέλλοντος
απ΄ το βιβλίο που ευλόγησε ο παπάς-
ποιητής έπεσαν στο πάτωμα στίχοι
έπρεπε να σκύψει να τους γλείψει
όπως είθισται στην ορθόδοξη
λατρεία όταν συμβεί αυτό το υπέροχο
κακό
ο ποιητής ενώνεται με το χώμα
από το οποίο προερχόμαστε είναι στο
χώμα το ριζικό μας σύστημα κι οι
μαγνήτες που δεν μας αφήνουν
να ανυψωθούμε
όπως τα μπαλόνια των παιδιών τα
παραφουσκωμένα με το ήλιον
όποιος βλέπει σε μας
το μεγαλεπήβολο έργο του Τριαδικού
Θεού
παρακαλώ να μιλήσει με τους εργάτες
του Δήμου που ψεκάζουν τους
βόθρους κάποτε νυν το αποχετευτικό
μας σύστημα
είμαστε ούρα και κόπρανα σάλια
σπέρμα ιδρώτας μύξες και σαν να μην
φτάνει αυτό μας επισυνάπτονται
οι αρρώστιες καρκίνοι καρδιοπάθειες
και εγκεφαλικά
αλλά και τα πιο απλά συνάχια
θέλουν να θυμίζουν την ατελή
μας κατάσταση
όμως όλα αυτά απωθούνται στο
σκοτεινό και άπατο πηγάδι των
ονείρων γιατί πρέπει πάση θυσία
ν΄ αντέξουμε τη λεπρώδη μας φύση
και συ που βλέπεις αυτό που είμαστε
θα χάσεις βέβαια τον ύπνο σου
αλλά καθώς περπατάς μέχρι τη
στάση του λεωφορείου βλέποντάς μας
διάφανους
όπως τα μικρά σαμιαμίθια
εσένα θεωρώ άξιο της ύπαρξης
εσένα που κάνεις
χειραψίες με βιαστικούς σκελετούς
φιλάς τα μάγουλα σκελετών
σχεδιάζεις δημιουργείς φαντάζεσαι
τις χίμαιρες και δεν σταματάς
επειδή αυτό σου δόθηκε και ξέρεις
πως και στις κατσαρίδες δόθηκε κάτι
και στα άλλα ζωύφια και στα πιο
ειδεχθή έντομα δόθηκε κάτι

Ο κόσμος αυτός σύμφωνα με τον ποιητή δεν οριοθετείται, γιατί ακριβώς δεν γνωρίζουμε τις παραμέτρους του. Δεν έχει όρια: ο θάνατος είναι μέσα στη ζωή, η ζωή είναι μέσα στον θάνατο, όλα τα μεγέθη είναι ρευστά και μεταμορφώσιμα, ακόμα και ο χρόνος. Όπως το νερό υπάρχει ταυτόχρονα στην αέρια κατάσταση (οπότε ονομάζεται υδρατμός), στην υγρή κατάσταση και στη στερεή κατάσταση (οπότε ονομάζεται πάγος). Κάτι τέτοιο φαίνεται, εξάλλου, να υποδηλώνει και ο πολύσημος τίτλος της συλλογής «Η πλαστικότητα των μορίων», καθώς επικεντρώνεται στη δεσπόζουσα για την ποίησή του λειτουργία της ρευστότητας και της μεταμόρφωσης, ενώ παράλληλα θέτει το ριζοσπαστικό αίτημα μιας τέχνης ενδοσκοπικής, ζωηρής και αυτόνομης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ερμηνείας εντάσσονται, κατά την άποψή μου, αφενός το σχέδιο του φιδιού που κοσμεί το εξώφυλλο (λεπτομέρεια από εικαστικό έργο του Μπάμπη Γιαννακόπουλου), αλλά και τα κυρίαρχα στη συλλογή σύμβολα του φιδιού και της γραφής που αλλάζουν συνεχώς δέρμα και του ποταμιού που συνεχώς κινείται, μεταμορφώνεται, αλλά παραμένει το ίδιο. Τα σύμβολα αυτά φαίνεται να υποβάλλουν αυτή την αντιθετική αίσθηση της κίνησης και της μεταμόρφωσης μέσα στην αιώνια ακινησία του χρόνου. Κι αυτό γιατί κεντρική θέση μέσα στο φιλοσοφικό και ποιητικό σύμπαν του Καλοζώη είναι η ηρακλείτειας προέλευσης πεποίθηση πως τούτος ο κόσμος, αλλάζει μόνο επιδερμικά, στην ουσία, όμως, όλα εξακολουθούν να παραμένουν τα ίδια, οι άνθρωποι και οι θεοί τους, τα λάθη και οι ζωές τους, η αδικία, ο έρωτας, ο πόλεμος και ο θάνατος.

Κάποιες ομοιότητες πάλι ως προς τη στάση ζωής με τον Κάφκα δεν αφορούν μόνο τον εξωτερικό μύθο της απροσδιόριστης μεταμόρφωσης και της διφορούμενης εναλλαγής μεταξύ ανθρώπινου και μη ανθρώπινου, αλλά κυρίως τον επώδυνο και συνειδητό αγώνα μεταξύ ψυχής και φόρμας, ένα δράμα που δικαιώνεται στην ανθρώπινη αλήθεια του, γίνεται τελικά ποίημα και σημαδεύει το έργο του με τον χαρακτήρα μιας μεγάλης παραβολής μεταμορφώσεων και μετενσαρκώσεων. Και έτσι η υβριδική και πολύσημη εικόνα που επιτυγχάνεται με τις συνεχείς μεταμορφώσεις συμβολίζει εν μέρει τη σκληρή αγριότητα και βαρβαρότητα της ανθρώπινης φύσης με απώτερη, φυσικά, μορφή τον πόλεμο και την αδυναμία του ανθρώπου να ελέγξει τον σκοταδισμό των καταστροφικών του ενστίκτων. Στοιχείο, που αποκαλύπτει στο βάθος της ποιητικής σκηνής την τραγική ιδέα του ανθρώπου που αναπαράγεται-επαναλαμβάνεται στο πλαίσιο ενός πανάρχαιου κοσμικού δράματος, χωρίς την όποια ελπίδα βελτίωσης ή διόρθωσης.

Για να καταλάβουμε, συνεπώς, εις βάθος την ανά χείρας συλλογή, αλλά και το σύνολο, θα έλεγα, του έργου του Καλοζώη, πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη τον άνθρωπο της εποχής μας που έχει φτάσει σε οριακή σχέση με την πραγματικότητα. Κι αυτό γιατί, σημαντικός φιλοσοφικός και ποιητικός προβληματισμός που διατρέχει κάθετα και οριζόντια το έργο του είναι η αυξάνουσα αλλοτρίωση, παραμόρφωση και απανθρωποποίηση του σύγχρονου ορθολογιστικού ανθρώπου, ο οποίος έχει απωλέσει την ανθρωπιά του στον βωμό του κέρδους, της εξουσίας και της υπερκατανάλωσης. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, το γεγονός ότι σε αρκετά ποιήματα της συλλογής ο ποιητής κρούει τον κώδωνα του κινδύνου σε μιαν ανθρωπότητα που, τυφλωμένη από την ψευδαισθητική τεχνολογική δύναμή της, καταστρέφει και καταπίνει αλόγιστα τα πάντα, βαδίζοντας με μαθηματική ακρίβεια στην αυτοκαταστροφή. Ούτε βεβαίως ότι οι συνεχείς μεταμορφώσεις και ο ζωομορφισμός, στοιχεία που δεσπόζουν όπως προανέφερα στο καλοζωικό σύμπαν, επιδεινώνουν και εντείνουν το παράλογο, προβάλλοντας εφιαλτικά και ασθματικά τη ρευστότητα και τα ποικίλα αδιέξοδα τόσο της σύγχρονης κυπριακής πραγματικότητας, αλλά και γενικότερα του σύγχρονου κόσμου. Στον πυρήνα, λοιπόν, αυτού του ποιητικού και φιλοσοφικού προβληματισμού εδράζεται από τη μια μεριά η αντιφατική παντοδυναμία της φύσης, που παρακολουθεί, ωστόσο, τον κόσμο αμέτοχη, και από την άλλη μια επισφαλής αίσθηση της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά και του σύγχρονου ανθρώπινου πολιτισμού γενικότερα· στοιχεία που παγιδεύουν τραγικά το ποιητικό υποκείμενο και κατ’ επέκταση τον σύγχρονο άνθρωπο στην κατάσταση του ακούσιου θύματος.

H ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΦΙΔΙΟΥ

Μέσα στην ξεφλουδισμένη νύχτα
κρυβόταν μια άλλη νύχτα
μες στο κρεμμύδι της ίσως επειδή
η γη είχε σταματήσει για λόγους
δικούς της να περιστρέφεται
χωρίς να λαδώνεται πια
ο άξονάς της
ακουγόταν ένας ήχος
σαν ατμομηχανή πολυβάγονου
τρένου που πλησιάζει κι
απομακρύνεται
σαν σφύριγμα της χύτρας του
ατμού
σαν ένα παιδί που παίζει με τη
σφυρίχτρα του
σαν από εργοστάσιο μπορεί
εντούτοις ήταν ήχος
απροσδιόριστος και γι’ αυτό
εξωφρενικός
απόκοσμος και τότε κατάλαβα
πως έπρεπε να ετοιμαστώ
ν’ αντιμετωπίσω το φίδι που
έζωνε
την πλάση σαν παράλληλος
ωσάν Ισημερινός
Όλη μου η ζωή είχε ρυθμιστεί
γι’ αυτό και τα μεγάλα ταξίδια
μου κι οι κοντινές εκδρομές μου
και τα θρανία με τις ζωγραφιές
μου οι έρωτες με τα τεράστια
αμυγδαλωτά μάτια και τα χέρια
μου καρυοθραύστες
και τα χείλη μου πάνω σε άλλα
χείλη
που ρούφαγαν τα πόσιμα σάλια
είχαν ένα σκοπό που
για τον καθένα δεν είναι ο ίδιος
τα πιο απλά πράγματα τα
χτενίσματα των μαλλιών κι
η καταμέτρηση των τριχών κάθε
πρωί πάνω στα μαξιλάρια
η ρίψη των καρυκευμάτων πάνω
στα φαγητά κι η μικροποσότητα
της ρίγανης η αντικαρκινική
πάνω στα κρέατα που γύριζαν οι
σούβλες
και τα δασώδη βουνά πάνω στα
οποία έστηνα τις σούβλες
όλα εξυπηρετούσαν
έναν κρυμμένο σκοπό
αλλά ό,τι κρύβεται στο τέλος
ξεμυτά και τότε
εμφανίστηκε το φίδι με όλους τους
θορύβους να το συνοδεύουν
ήταν η εποχή που κροτούσαν
οι βλεφαρίδες όταν έπεφταν
και τα πουλιά φοβισμένα ίπταντο
όταν αποτρίχωνα τα ρουθούνια
κι οι γυπαετοί έμπαιναν ανάμεσα
και καθάριζαν τα κουφάρια των
σάρκινων τροφών από τα δόντια
Ήρθε το φίδι και δεν ήταν η
φωτοτυπία του ούτε η ρέπλικά του
κι ήταν το στόμα του όταν
το άνοιγε ο καταπέλτης του πλοίου
παντόφλα
φορτηγά αυτοκίνητα άνθρωποι
έμπαιναν κι έβγαιναν
κι ήταν η ορθοστασία του ένας
ουρανοξύστης
κι ο φόβος ένας φριχτός μες στον
πολιτισμό
και συνεχής αντίλαλος

Από την αρχή, λοιπόν, της ποιητικής του πορείας, ο Γιώργος Καλοζώης επικεντρώθηκε σε ένα θέμα: τον άνθρωπο που κατατρύχεται από την οδυνηρή επίγνωση της θνητότητάς του. Το θέμα αυτό επανέρχεται σε πολλά ποιήματα της συλλογής είτε με την κυρίαρχη και πολύσημη παρουσία του φιδιού είτε με την αναπότρεπτη παρουσία της φθοράς είτε με την παρουσία ασθενειών, πολέμων και άλλων δεινών, φέρνοντας εξαρχής τον αναγνώστη αντιμέτωπο με έναν τραυματισμένο, ποιητικό, οντολογικό και υπαρξιακό προβληματισμό. Στο ποιητικό του σύμπαν «Ο θάνατος θέτει όλα τα αινίγματα» όπως έχει γράψει ο κοινός μας φίλος και εξαίρετος ποιητής Σταμάτης Πολενάκης. Κι αυτό γιατί ο άνθρωπος παρά τις πιο αφοσιωμένες και πιο αξιοσέβαστες άμυνές του, ποτέ δεν μπόρεσε να καθυποτάξει τον θάνατο. Η παντοδυναμία, πάντως, του θανάτου δεν αποκαλύπτει μόνο το αναπόφευκτο και ατελές της ανθρώπινης φύσης, αλλά λειτουργεί ταυτόχρονα ειρωνικά και σαρκαστικά απέναντι στην αυξάνουσα ψευδαίσθηση της τεχνολογικής παντοδυναμίας μας, καθώς παρά την τεχνολογική πρόοδο και τις εντυπωσιακές, κατά τα άλλα, ανακαλύψεις παραμένουμε, όπως και ο παλαιολιθικός άνθρωπος, διαχρονικά ανέστιοι, γυμνοί και απροστάτευτοι μπροστά στις παντοδύναμες δαγκάνες και τον περίτεχνο ιστό του θανάτου.

Η ποίησή του, ως εκ τούτου, αντικατοπτρίζοντας και μεταδίδοντας τόσο τον φοβερό και αμετακίνητο τρόμο της ύπαρξης όσο και τον γκρεμό της ανθρώπινης μοναξιάς και τη ματαιότητα της ανθρώπινης συνεννόησης, δεν μπορεί παρά να βρίσκεται σε μετωπική σύγκρουση με μια τέχνη που εξυπηρετεί το αστικό κατεστημένο, το οποίο προβάλλει την ολοκληρωμένη πραγμάτωση μιας στατικής ομορφιάς και μιας ψευδούς προόδου. Επιχειρεί, με άλλα λόγια, να φωτίσει και ταυτόχρονα να ανατρέψει την κυρίαρχη ψευδαίσθηση του σύγχρονου ανθρώπου, πως ο κόσμος αναπτύσσεται και προοδεύει αενάως· μια ψευδαίσθηση που έχει ενισχυθεί σε μεγάλο βαθμό από την ιδέα που έχει ο δυτικός πολιτισμός για την πρόοδο, που χρονολογείται από την εποχή του Διαφωτισμού, και από την αμερικάνικη επιταγή για συνεχή ανοδική κίνηση. Βέβαια η πρόοδος, μάς λέει ο ποιητής, δεν είναι παρά μια κατασκευή. Για τούτο έχουμε ενώπιόν μας εικόνες ωμές από τα εσώψυχα του ανθρώπου, από την ένταση των νευρώνων του, από την ικανότητά του να υποφέρει δίχως να κλείνει τα μάτια, εικόνες που έχουν συλληφθεί με τρομακτική διαίσθηση και ποιητική ενόραση. Αυτές μας προσκαλούν, λοιπόν, σε ένα θέαμα που μπορεί από την πρώτη ματιά να φαίνεται παράλογο, άγριο και οδυνηρό, αλλά που η αγριότητά του αποκαλύπτεται κυρίως σε ένα δεύτερο επίπεδο, αφού δεν συνδέεται με τις ορατές εκφάνσεις του, αλλά με τον βαθύτερο χαρακτήρα του, δίνοντας μορφή στην αμφιβολία, τη μοναξιά και την αγωνία του καιρού μας. Και αυτή η δεσπόζουσα για το καλοζωικό σύμπαν αγωνία και μοναξιά τρέφεται ουσιαστικά από μια υπερβολική προσήλωση στο ευάλωτο και ατελές της ανθρώπινης φύσης.

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΚΕΧΡΙΜΠΑΡΙ

Τα χέρια των ποδιών μου
αλλά και τα πόδια των χεριών
μου δεν μπορούν να κινηθούν
ούτε η κνήμη του κεφαλιού
μου κι η χωρίστρα των γονάτων μου
είμαστε άνθρωποι που εγκλωβίστηκαν
μέσα στο κεχριμπάρι
δάκρυα μην κυλήσετε δεν έχετε πού
να πάτε
βλεφαρίδες δεν έχετε πού να πέσετε
σάλια δεν έχετε πού να τρέξετε
είμαστε οι απομονωμένοι άνθρωποι
μέσα στο κεχριμπάρι
κάποιοι από μας είναι με τα ρούχα
της δουλειάς και τις ανοιχτές
ομπρέλες άλλοι είναι γυμνοί την
ώρα που λύγιζαν το ένα πόδι για
να βγουν απ΄ την μπανιέρα
άλλοι την ώρα που κατέθεταν
στις τράπεζες τις επιταγές το χέρι
τους έμεινε για πάντα τεντωμένο προς
τον υπάλληλο
ακούστε με λοιπόν προσεκτικά
με τα νεύρα (όχι τους θυμούς)
με τα τύμπανα
(όχι τα μουσικά όργανα)
με τους κοχλίες (όχι τις βίδες)
με τους λαβύρινθους
(όχι τα κτήρια)
δεν επιλέξαμε αυτό το τέλος
όπως δεν επιλέξαμε την αρχή
κι οι πιο παρανοϊκοί που χτίζουν
γύρω από τα σπίτια και τους
εαυτούς τους τις πιο ψηλές
περιφράξεις συναγερμοί κάμερες
περιπολίες τη νύχτα από
σεκιουριτάδες
θα παρανοήσουν ακόμη περισσότερο
και το άγχος τους θα διαχυθεί
επινεμόμενη ψύχωση επειδή
οι άλλοι θα τους βλέπουν για πάντα
ορατοί και μέσα στο πιο σκοταδένιο
σκοτάδι
αυτοί που θα ΄ρθουν μπορεί να
γελάσουν να κοροϊδέψουν τους
ακίνητους επειδή θα κινούνται
ω ακινητοποιημένοι μη δώσετε
σημασία είστε οι κάτοικοι του Δία
κι ακόμη χειρότερα άλλων πλανητών
με μεγαλύτερη βαρύτητα
παρηγορηθείτε γιατί είστε τα
πρωτοξάδελφα των βραδυπόδων
είστε τα μεγάλα ποτάμια που
κουράστηκαν να ρέουν κι είπαν
να κυλήσουν πίσω
τη στιγμή της απόφασης ούτε
μπρος ούτε πίσω
είστε ακριβώς στη στιγμή που
η ψυχή δεν ήρθε σε σας αλλά
ούτε φεύγει από εσάς
το χρονοδιάστημα ανάμεσα στο
κάτι πριν αυτό προκύψει και στο
επόμενο ό,τι και να είναι αυτό
είστε μέσα στο κεχριμπάρι
όπως η λιβελούλα το κουνούπι
η μύγα
ω εσείς που κάποτε ήσασταν
απαρηγόρητοι παρηγορηθείτε
το τίποτα που θα ρθεί δεν μπορεί
να σας κατηγορήσει για τίποτα

Λαμβάνοντας τα πιο πάνω υπόψη, τα ποιήματα της ανά χείρας συλλογής μάς επιτίθενται σαν αλλεπάλληλες προπαγανδιστικές ενέργειες στοχεύοντας το σαθρό, ωφελιμιστικό αστικό, εκκλησιαστικό και κοινωνικό κατεστημένο. Συχνά στη συλλογή ο ποιητής φτάνει στο έσχατο σημείο ειρωνείας και κυνισμού μπροστά στον σύγχρονο άνθρωπο που είναι τόσο στραμμένος προς τα έξω, τόσο απορροφημένος στη συσσώρευση αγαθών ή στο τι σκέφτονται οι άλλοι, ώστε να χάνει κάθε αίσθηση του εαυτού του. Γι’ αυτό η ποίηση του Kαλοζώη γεννιέται στην ουσία από μιαν οδυνηρή και επίμονη εστίαση στην ύπαρξη, ακόμη και όταν επιδεικνύει αγριότητα. Αυτή είναι η πηγή της ζωντάνιας του έργου του, χάρη στην οποία το αρνητικό μετατρέπεται στο αντίθετό του χωρίς να χάνει κανένα από τα τρομερά χαρακτηριστικά της φύσης και της προέλευσής του. Το επαναλαμβάνω: ο Καλοζώης δεν τρέφει αυταπάτες ότι μπορεί να υπάρξει οποιαδήποτε μορφή λύτρωσης, εκτός από εκείνη που η τέχνη μπορεί να προσφέρει με τις εικόνες οδύνης, φρίκης και συχνά αποστροφής. Μια λύτρωση που στην περίπτωσή του ταυτίζεται με τη μεγαλειώδη ομορφιά της ποίησής του. Για τον λόγο αυτό το έργο του έρχεται σε ολοφάνερη αντίθεση με την αυτάρκεια και την ψεύτικη βεβαιότητα που φαίνεται να διακατέχει τον σύγχρονο «μέτριο» άνθρωπο του αστικού κατεστημένου, τον τεχνοκράτη που κλεισμένος στο «κεχριμπάρι» του, νομίζει ότι εξουσιάζει τη φύση και ορίζει τον ρου της ιστορίας. Η ποίησή του Καλοζώη, επομένως, υπαινίσσεται συνεχώς ότι ο ανθρώπινος πολιτισμός δεν είναι παρά ένα ανεπαρκές ανάχωμα, ένα ακόμη προσωπείο, το οποίο επινοήθηκε με σκοπό να επικαλύψει το αίσθημα του ανεκπλήρωτου και του αναπότρεπτου που φωλιάζει στα βάθη της ανθρώπινης ύπαρξης. Γι’ αυτό είναι χωρίς αμφιβολία ένας από τους σύγχρονους καλλιτέχνες που βιώνουν εντονότερα την κατάσταση κρίσης της υστεροαστικής κουλτούρας.

ΟΙ ΜΕΤΡΙΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
Τα εμετικά φάρμακα δεν ωφέλησαν
η ολοκληρωμένη γνώση η ανάλυση
ο μερισμός και καταμερισμός του κόσμου
σε είδη τομείς και κατηγορίες
ούτε η εύκολη προσαρμογή συνώνυμη
μιας δήθεν ευφυίας
ούτε οι αποδείξεις όλων αυτών
τα δύσκολα πτυχία τα πιστοποιητικά
οι υπνωτικές παρακολουθήσεις
υπήρχαν πράγματα που έπρεπε
να βγουν π.χ. η υποήπειρος Ινδία που
μετακινείται σπρώχνοντας τα Ιμαλάια
κάθε χρόνο μερικά χιλιοστά
ο Ινδικός με τα πολύχρωμα ψάρια
ωκεανός
κι άλλα μικρότερα και πιο κοντινά
ας πούμε τα συνηρημένα της αρχαίας
ελληνικής ρήματα
οτιδήποτε δυσκολεύει τη ζωή έπρεπε
να βγει είτε απ΄ τον πρωκτό είτε από
το στόμα
οι έρωτες ζηλωτές της επιθυμίας
οι καλλωπισμένες γυναίκες
ηλεκτροφόρα καλώδια γυμνά που
σε αφήνουν να τις πλησιάσεις
με χέρια που δεν τα έχεις
σκουπίσει ακόμα βρεγμένα
κοινωνικοποιήσεις κυκλικές που
δεν ωφελούν τους άντρες σκύλους
που τρέχουν γύρω γύρω απ΄ την
ουρά τους
σχολεία με παραβατικούς μαθητές
κι απροσάρμοστους γονείς που
υπερασπίζουν πάση θυσία τα
παιδιά τους
και φαγητά(το πιο αυτονόητο)
γαρνιρισμένα με λάσπη και
κακόψητες πέτρες
όλα αυτά έπρεπε να βγουν είτε απ’
τον πρωκτό είτε από το στόμα
διπλωνόμουν συστρεφόμουν αλλά
τα έντερα η κοιλιά ο λάρυγγας ήταν
ακόμα στη βρεφική ηλικία ανίκανα
να φωνάξουν ή να μιλήσουν και
τότε σκεφτόμουν τι είναι αυτό
το σάπιο το μολυσμένο το τοξικό
που έπρεπε να το ξεράσω
ανίκανος να παραδεχθώ πως ήταν
ο κόσμος όλος που περιστρέφεται
τα πράγματα όλα και όλες οι
ονομασίες των πραγμάτων πιο
σημαντικές από τα ίδια τα πράγματα
κι οι σπάτουλες που θα μπορούσαν
να βοηθήσουν ήταν μέσα στα
παγωτατζίδικα και τα ιατρεία
κι απ’ τις ατέλειωτες οικοδομές είχαν
φύγει με την οικονομική κρίση
τίποτα πνευματικό δεν υψωνόταν
τίποτα πνευματικό δεν απλωνόταν
παρά μόνο η έπαρση των μέτριων
ανθρώπων
τους μέτριους ανθρώπους που
ήταν συναθροισμένοι γύρω μου
και μερικούς τους είχα καταπιεί
ήθελα να ξεράσω
αλλά καθώς φαίνεται οι σεισμικές
πλάκες εντός μου ακόμη δεν
μετακινούνταν μόνο τα Ιμαλάια
υψώνονταν συνέχεια πιεσμένα από
τα νότια αδιάφορα παγερά
λίγα χιλιοστά για κάθε χρονιά αλλά
χιλιάδες μέτρα για την αιωνιότητα

Εστιάζοντας τώρα στο πώς, στο ποιητικό εργαστήρι, με άλλα λόγια, του ποιητή, παρατηρούμε ότι με την αυθόρμητη, ως επί το πλείστον, τεχνική του, ο Kαλοζώης επιχειρεί να δείξει σε μια κοινωνία που όσο λιγότερο δημιουργεί τόσο περισσότερο παράγει ότι, αν η παραγωγή είναι συνώνυμη της εργασίας, η δημιουργία είναι συνώνυμη του παιχνιδιού. Για αυτό μπροστά σε ένα συνειρμικό και χειμαρρώδες ποίημα του Καλοζώη μπαίνουμε ανυποψίαστοι και μετά δεν μπορούμε να σταματήσουμε, λες και πέφτουμε σε ένα βάραθρο. Η παρατήρηση και η ανάγνωση αποκτά σημασία αφ’ εαυτής· όχι μέσω των πραγμάτων και των εννοιών που διαβάζουμε, αλλά λόγω του γεγονότος και μόνο ότι διαβάζουμε. Κανείς δεν θα μπορέσει να περιγράψει πλήρως ένα ποίημα του Καλοζώη. Ο χρόνος των ποιημάτων του δεν έχει τελειώσει, γιατί ακριβώς δεν ξεκίνησε ποτέ. Η ποίησή του λειτουργεί προφανώς σαν γλωσσικός μηχανισμός, σαν ερώτημα που εμφανίζεται σταδιακά και επίμονα στη διαδικασία της γραφής, μιας γραφής που δεν περιορίζεται ποτέ στην παρουσία της, στις σχέσεις που τη συνιστούν. Παρουσιάζεται απεναντίας ως άρνηση του εαυτού της και της δομικά περιορισμένης ύπαρξης της, ως αέναη τάση προς μια ετερότητα η οποία την εδραιώνει και της δίνει ζωή. Έτσι ο χώρος του ασυνειδήτου ταυτίζεται ακριβώς με αυτή την ετερότητα, η οποία δεν εκφράζεται ούτε απεικονίζεται, αλλά υποκαθιστά τη δυνατότητα αποκάλυψης του ασυνεχούς και του κενού της ανθρώπινης ύπαρξης.

Πρέπει να επισημανθεί εμφατικά, ωστόσο, ότι ο ρευστός ποιητικός του κόσμος δεν ήταν ούτε είναι ποτέ εξωπραγματικός, δηλαδή, φυγή από την πραγματικότητα ή άρνηση, αλλά το μοναδικό μέσο που μπορεί να εκφράσει ο ποιητής τη μοναδική έγκυρη πραγματικότητα σε μια δεδομένη στιγμή: την πραγματικότητα δηλαδή του εσωτερικού ανθρώπου. Αυτό δεν σημαίνει, βεβαίως, ότι ο πραγματικός κόσμος δεν υπάρχει ή ότι η τέχνη κλείνεται στον εαυτό της, αλλά αντίθετα ότι το ποίημα φιλοδοξεί να οικοδομήσει μια νέα αντιληπτική και εννοιολογική τάξη πραγμάτων. Όχι όμως αυθαίρετη, ανεξάρτητη από το φυσικό, αλλά ικανή να δώσει μορφή στις πιο σκοτεινές και βασανιστικές πλευρές του είναι μας. Πράγματι αυτό που έχει σημασία για τον ποιητή είναι η συνεχής αναζήτηση μιας πνευματικής αρμονίας και η βαθιά πίστη του καλλιτέχνη στον θρίαμβο του πνεύματος επί του χονδροειδούς υλισμού της καθημερινότητάς μας.

Η ποίηση, επομένως, για τον Καλοζώη έχει μια μυστηριακή, ευεργετική ιδιότητα στο να απαλύνει τις υπαρξιακές αγωνίες του ανθρώπου και να καθαγιάζει τα πάθη του, κάνοντας τη σκέψη και τις ιδέες να μοιάζουν πιο υπαρκτές από ποτέ, ενώ ταυτόχρονα είναι ένας τρόπος να γίνεται κανείς αιώνιος, έστω για λίγο! Μέσω της ποίησης, μπορείς να προσδώσεις ένα νόημα στο ψυχρό και αδιάφορο σύμπαν που σε περιβάλλει, στο σύμπαν που ήρθες έτσι τυχαία και απροσδόκητα! Όσο διαρκεί ένα ποίημα, είτε για εκείνον που το γράφει είτε για εκείνον που το διαβάζει, μπορεί κανείς να διαρρήξει για λίγο την θνητότητα της ύπαρξής του και να αγκαλιάσει την ασύλληπτη, για τον ανθρώπινο νου, έννοια της αιωνιότητας. Η ποίηση του Καλοζώη, επομένως, δεν άγεται ούτε φέρεται από τους ανέμους του επικαιρικού και τη ζήτηση της αγοράς, δεν περιγράφει επιφανειακά, δεν κραυγάζει ούτε μοιρολογεί, αλλά συγκεντρώνει τα πιο στέρεα κομμάτια της πραγματικότητας, τα επεξεργάζεται, τα αφομοιώνει και τα μετασχηματίζει σε έργα μιας συγκίνησης που διαρκεί και μιας καινούργιας οπτικής των πραγμάτων. Και ίσως αυτή η καινούργια οπτική, που νομοτελειακά οδηγεί τον αναγνώστη στον βαθύτερο εαυτό του, να είναι το σημαντικότερο όφελος που μπορεί να εισπράξει ο σύγχρονος άνθρωπος, είτε γράφοντας είτε διαβάζοντας ποίηση. Γιατί οι ποιητές, όπως γράφει ο Καλοζώης, παρά τη συστηματική και αυξανόμενη περιθωριοποίησή τους από μια τεχνολογική, και τακτοποιημένη αστική κοινωνία, είναι αυτοί «που φέρνουν / στο φως στην επιφάνεια το πετρογενές / τήγμα και τα κλέη τα χαμένα της δικής / σας φριχτής πραγματικότητας» (σ. 30).

Η ΔΙΠΛΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Είμαστε μέσα στο λατομείο πάνω
στο ούλο της γης
τις περισσότερες φορές
επιστρέφουμε στο φως της επιφάνειας
άπρακτοι γιατί το ορυκτό είναι λίγο
ο κόσμος είναι λίγος η αγάπη είναι
λίγη και η υπομονή
ο πρώτος λατόμος ήταν ο Όμηρος
εμείς παλεύουμε με ό,τι άφησαν οι
προηγούμενοι
εκφραστικά μέσα τεχνικές
ομοδιηγητικούς αφηγητές εγκιβωτισμούς
εσωτερικές εστιάσεις και τρέχα γύρευε
κάποιοι αποφάσισαν παράτολμα να
σκάψουν μέσα τους ήταν λίγοι αλλά
ανακάλυψαν λίμνες και θάλασσες που
φημολογούνταν ανεπίσκεπτες
αυτοί που έσκαψαν μέσα τους βρήκαν
τα φλαμίνγκο αυτοί που απειλούν τα
ποιήματα είναι οι αετοί
αυτοί οι ίδιοι ανακάλυψαν τους
πίθηκους Μπονόμπο
που ξεψειρίζουν ο ένας τον άλλο
που κάνουν έρωτα όλοι με όλους
όλες με όλες και τα παιδιά με τους
γέρους κι όλοι συνυπάρχουν αρμονικά
όσοι αποφάσισαν να σκάψουν μέσα
τους είχαν απώλειες στοές με πάταγο
κατέρρευσαν ήταν τα ψυχοφάρμακα
που δεν κατάπιαν τα υποστυλώματα
και η τέχνη τους έμεινε μισοτέλειωτη
όσοι οδηγούσαν τα βαγόνια πάνω
στη ράγα με τα ποιήματα κάποια
στιγμή είπαν ας στο διάολο πλέον
η φρίκη και οι σιαγόνες στροφές και
οι ομοιοκαταληξίες και οι κοπτήρες
στίχοι και τα αιχμηρά με τις άκρες
ποιήματα
αλλά την επόμενη μέρα πάλι πίσω
στα ίδια
γιατί δεν μπορείς να απαλλαγείς από
το χούι
δεν μπορείς να μην μεταδώσεις έστω
και με παράσιτα την ανταπόκριση
από τα βάθη του ψυχισμού
όποιος είναι τραπεζικός υπάλληλος
ασφαλιστής λογιστής δικηγόρος
πηγαίνει στην καθαρή δουλειά του
κάθε πρωί ξυρισμένος
παρφουμαρισμένος σημαιοστολισμένος
αλλά είναι φάσμα και σκιά κέλυφος
άδειο του τζίτζικα που εξαερώθηκε
εσωτερικά
οι άλλοι αχ αυτοί οι άλλοι φαντάζονται
τόσα πολλά που γίνονται
οι ανεπίδεκτοι του κόσμου οι μουρλοί
οι ανισόρροποι ο περίγελως
τα κορόιδα
αλλά αυτοί είναι που φέρνουν στο
φως στην επιφάνεια το πετρογενές
τήγμα και τα κλέη τα χαμένα της δικής
σας φριχτής πραγματικότητας

Μορφολογικά τώρα, ο Καλοζώης έχει ήδη διαμορφώσει το δικό του προσωπικό ύφος με τον τρόπο που πραγματεύεται τα θέματα και τους ρητορικούς του τρόπους. Η συνομιλία με την ιστορία, η κοινωνική κριτική, η έντονη στοχαστική διάθεση σε υπαρξιακά ζητήματα, η μνήμη, η ειρωνεία και ο σαρκασμός ορισμένες φορές, η διακειμενικότητα (ακριτικά τραγούδια, Καρούζος, Ηράκλειτος, Κάφκα κ.ά), η επανάληψη, και η αμφισημία είναι σημαντικά χαρακτηριστικά της συνειρμικής γραφής του. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αντιστροφές, ανατροπές και αντιθέσεις προκαλούν συνεχώς έκπληξη και κινητοποιούν τη λογική και το συναίσθημα του αναγνώστη, κυριολεξία και μεταφορά συμπλέκονται σε ένα μείγμα εκρηκτικό, θεματικοί όροι διυλίζονται στο έπακρο, ενώ η πολυσημία που ευνοείται και από την ιδιόμορφη στιχοθεσία του υπηρετεί αφενός την πολυεπίπεδη σημασιολογική λειτουργία του νοήματος και αφετέρου το στοιχείο της έκπληξης. Παράλληλα, τα παίγνια, το χιούμορ, η ειρωνεία, ο αυτοσαρκασμός και η γλωσσοπλασία (π.χ. σκοταδένιο σκοτάδι) αντιμάχονται τη μελαγχολία που προκαλείται από τα σύγχρονα δεινά. Κι όλα αυτά υπηρετούνται από ικανά σε αριθμό και ποιότητα εκφραστικά μέσα: εμπνευσμένες μεταφορές, προσωποποιήσεις, παρομοιώσεις, σύμβολα, αλληγορίες, εντυπωσιακές εικόνες, σημαίνουσες επαναλήψεις, σχήματα κύκλου, ομοηχίες, λογοπαίγνια, παρηχήσεις, οξύμωρα, σε λόγο μάλιστα που βηματίζει ρυθμικά, ακόμη και στην πεζολογική του μορφή.

Κλείνοντας, με την όγδοη κατά σειρά και καλαίσθητη εκδοτικά ποιητική συλλογή Η πλαστικότητα των μορίων, ο Γιώργος Καλοζώης επιχειρώντας και πάλι να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ ορφικού πνεύματος και απολλώνειας ισορροπίας, να συνυπάρξει το ειρωνικό στοιχείο με το τραγικό, αξιοποιεί τις κατακτήσεις της προηγούμενης του διαδρομής, σφραγίζοντας μια ποιητική πορεία ιδιαίτερα δημιουργική και γόνιμη. Έτσι φτάνει σε μια εκπληκτική σύνθεση η οποία πρώτα είναι πολυφωνική σε έναν πλούσιο ποιητικό, διακειμενικό, φιλοσοφικό και ανθρωπολογικό ιστό και εν συνεχεία ομόκεντρη και προγονική. Ομολογώ, λοιπόν, ότι στην προσπάθειά μου να μεταδώσω την προσωπική μου αναγνωστική εμπειρία, υπέκυψα ίσως στον πειρασμό να περιγράψω γενικόλογα τον ποιητικό του κόσμο. Και τούτο ακριβώς είναι το σημείο όπου παγιδεύεται η κριτική. Αυτό τον κόσμο δεν μπορούμε να τον περιγράψουμε έτσι, γιατί κάθε φορά φανερώνεται διαφορετικά, αν και δείχνει ορισμένες σταθερές. Μόνο γι’ αυτές μπορούμε να μιλήσουμε γενικευτικά. Είναι ένας κόσμος που κινείται και μεταμορφώνεται με νόμους και τρόπους άγνωστους και απροσπέλαστους. Ίσως είναι πιο σωστό να πούμε πως ο κόσμος αυτός δεν είναι απλώς απόλυτα υποκειμενικός, αλλά και συλλογικός με μια μυθολογική έννοια· μόνο που η γνώση του έχει λησμονηθεί. Και εφόσον δεν υπάρχει άλλη πραγματικότητα παρά μόνο η εσωτερική, μόνο μέσω του δικού του ψυχισμού ο κάθε αναγνώστης μπορεί να επικοινωνήσει με αυτό και να προσπαθήσει να το κατανοήσει.

Η ποίηση, επομένως, του Γιώργου Καλοζώη σε δύσκολους καιρούς σαν τους σημερινούς, έρχεται να επιβεβαιώσει την αντίληψη ότι υπάρχει για να μας θυμίζει ότι είμαστε άνθρωποι κι ότι οι ποιητές γράφουν όχι μόνο για να κατανοούν τους άλλους, αλλά κυρίως για να γνωρίσουν τον εαυτό τους. Και τούτο δεν σημαίνει, σε καμιά περίπτωση, απόδραση από τον ενεστώτα χρόνο, όσο χαλεπός και αν είναι, αλλά το αντίθετο ακριβώς: είναι ένας τρόπος να σταθείς απέναντί του, με τις δικές σου εσωτερικές δυνάμεις σε εγρήγορση, και να τον αποτιμήσεις με άλλα μέτρα και άλλα σταθμά, όχι μ’ εκείνα που αυτός τρομοκρατικά προσπαθεί να σου επιβάλει. Αυτά, λοιπόν, τα οποία επιχειρούν να μεταδώσουν τα περισσότερα από τα ποιήματα της συλλογής, είναι ο τρόμος και το θαύμα της επαφής με το άγνωστο, το ρίγος της συνάντησης με το υπερλογικό, τη φρίκη και το γκροτέσκο χιούμορ της ύπαρξης, καθώς και την απρόσμενη και άγρια ομορφιά που αναδύεται από την κοινωνία αυτή.

ΣΤΕΛΛΑ ΒΟΣΚΑΡΙΔΟΥ-ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟ 17/1/2021

«…ΚΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΞΕΡΟΥΝ ΟΙ ΠΛΩΤΟΙ ΠΟΤΑΜΟΙ»: Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΛΟΖΩΗ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ «ΠΛΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΜΟΡΙΩΝ» (ΤΗΣ)

Έχοντας παρακολουθήσει μέχρι σήμερα με εξαιρετικό ενδιαφέρον την ποιητική πορεία του Γιώργου Καλοζώη, η έκδοση του καινούριου βιβλίου του μου προκάλεσε σχεδόν μια ανησυχία: Μήπως η ποίησή του, που έως τώρα μου χάρισε στιγμές τόσο δυνατές, δεν βρει τον τρόπο αυτή τη φορά να καταστεί εξίσου διαπεραστική – μήπως μετά τις αμέτρητες αναγνώσεις, αδυνατίσει για κάποιο λόγο η επίδραση επάνω μου του ποιητικού του λόγου. Μήπως, ο γνωστός πια οικειοανοίκειος κόσμος που επισκέπτεται με τις λέξεις του, ο κόσμος που χτίζει με συνέπεια από το ένα βιβλίο στο άλλο, μια ποιητική εκδοχή θα έλεγε κανείς των εικόνων του Ιερώνυμου Μπος, δεν κατορθώσει να λειτουργήσει με τον ίδιο ισχυρό τρόπο στο θυμικό του αναγνώστη που είμαι

Ανοίγω λοιπόν με περισσή αγωνία και προσήλωση το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο Η Πλαστικότητα των μορίων και ξεκινώ την ανάγνωση. Για άλλη μια φορά διασχίζω τις αφηγήσεις του καλοζωϊκού κόσμου: από το ατομικό δελτίο που καλείται να συμπληρώσει ο καθηγητής της Μέσης εκπαίδευσης και τους καθημερινούς μικροβραχνάδες της υπηρεσίας, με τα χαρακτηριστικά ποιητικά/αφηγηματικά άλματα του Καλοζώη διανύω την αυλή του σχολείου, για να επισκεφθώ έναν κήπο με σέρες, νεολιθικούς οικισμούς, την Περσέπολη και την Τύρο, ένα λατομείο πάνω στο ούλο της γης, στέπες, θάλασσες, κιβωτούς, πολιτείες κοντινές και μακρινές, τα νησιά Γκαλαμπάγκος, το Κατίν με τους σκοτωμένους, την Κίνα, τοπία του κοντινού μου κόσμου και των πλέον μακρινών, κουφάλες των δέντρων και τις κοιλότητες των πραγμάτων, εκεί όπου έστειλε τη φωνή του το φίδι. Παρέα με ζώα, με έντομα, με ανθρώπους – με ηλικιωμένους, αρρώστους, άτεκνους, δασκάλους, παπάδες, επιχειρηματίες, ελεύθερους επαγγελματίες, κυβερνητικούς, με τους κουστουμαρισμένους των υπουργείων, με Εβραίους τοκογλύφους και με τους Εβραίους του Νταχάου, με τους αγνοούμενους κατοίκους της Άσσιας, με οδοποιούς και πολεοδόμους, αγαλματοποιούς, ασφαλιστές, λογιστές, τραπεζίτες, με βατραχάνθρωπους, γυναίκες νευρικές την εποχή της εμμηνόπαυσης, ρασοφόρους, συμφεροντολόγους, μισοκατεστραμμένους, απροσάρμοστους, αλκοολικούς, τον Δαρβίνο, τον Όμηρο, κι ανάμεσα σ᾽όλους αυτούς, τον ποιητή, α, ναι, τον ποιητή κι έναν «προπάτορα γέρο / που ατενίζει το βιος του, γεωργό / και κάνει πως χαίρεται αλλά δε χαίρεται». Σε κάθε ποίημα συνειδητοποιώ τις ταχύτητες που μεγαλώνουν, την ανθρώπινη φύση που παρουσιάζεται σε πιο ακραία, μεταιχμιακή κατάσταση από κάθε άλλη φορά, σχεδόν τερατόμορφη: με τους ανθρώπους πουλιά, τους ανθρώπους ζωύφια, τους ανθρώπους τους διάφανους όπως τα μικρά σαμιαμίθια, τους ανθρώπους «με τα μάτια τους που γυαλίζουν μικρά φορητά αιλουροειδή», τα ανθρωποπούλια και οπωσδήποτε με αυτήν, τη γυναίκα που «η καρδιά της είχε σχήμα τετράγωνο […] ένα ακαταμάχητο / γεωμετρικό παράδοξο». Ανάμεσα σ᾽όλους αυτούς, σχεδόν απόκοσμος ακούγεται ο λυγμός του ποιητή: «τα χέρια των ποδιών μου / αλλά και τα πόδια των χεριών / μου δεν μπορούν να κινηθούν / ούτε η κνήμη του κεφαλιού / μου κι η χωρίστρα των γονάτων μου / είμαστε άνθρωποι που εγκλωβίστηκαν / μέσα στο κεχριμπάρι», κι έπειτα ο σπαραγμός: «δάκρυα μην κυλήσετε δεν έχετε πού / να πάτε».

Τελειώνω την ανάγνωση συγκλονισμένη, ολότελα διάτρητη από τους στίχους και παραμένω σε μια νοερή επικοινωνία με τον ποιητή μέχρι τη μέρα που εμφανίζεται η ανάγκη να γράψω κάτι για το βιβλίο του. Αυτή λοιπόν τη στιγμή, συνειδητοποιώ το παράδοξο τούτης της συγκυρίας: την έντονη αδυναμία που αισθάνομαι μπροστά στην πρόκληση να αρθρώσω έναν λόγο για αυτό το βιβλίο, με το οποίο υποτίθεται πως συνομιλώ εδώ και κάποιες βδομάδες.

Επιτρέψτε μου να κάνω εδώ μια παρένθεση: πιστεύω πάρα πολύ στη δυναμική που μπορεί να έχουν οι συζητήσεις που γίνονται με πίστη και αφοσίωση, γύρω από αυτές τις στιγμές που αισθανόμαστε ότι αδυνατούμε να βρούμε τα λόγια να μιλήσουμε. Στην προκειμένη περίπτωση, γύρω από τις στιγμές που η ποίηση, εκπληρώνοντας τον πρωταρχικό της θα έλεγα σκοπό, πετυχαίνει να δράσει με έναν τρόπο διαβρωτικό, αλλά και ανασυνθετικό πάνω στον ίδιο τον λόγο. Με αυτή λοιπόν την πίστη, τόλμώ να επιχειρήσω την καταγραφή μερικών σκέψεών μου πάνω στην Πλαστικότητα των μορίων. Με την πίστη πως αν σκύψω με νηφαλιότητα πάνω από ό,τι με κάνει να χάνω τα λόγια μου, αυτό θα μου κάνει το δώρο να με ανταμείψει με μια αποκάλυψη. Μια αποκάλυψη για την ποίηση και για τον κόσμο.

Ξαναορίζω, λοιπόν, το σημείο εκκίνησης: το μεταιχμιακό, το ιλιγγιώδες, αυτό που τα συμπεριλαμβάνει όλα – όλα τα ζωντανά, κι όλα τα άβια, τα ομιλούντα και τα βουβά, τα πλάσματα του κόσμου τούτου, τα καθημερινά, τα βαρετά και τα βαριεστημένα, όσο και τα πιο συναρπαστικά. Τα μαλακά, τα τρυφερά, όσο και τα τραχιά, τα ακανθώδη, τα φωτεινά και τα ερεβώδη, τα άρτια και τα λειψά. Παρακολουθώ τις αφηγήσεις της καθημερινής ζωής να διακλαδώνονται σε πολυάριθμες μεταφορικές, υπερρεαλιστικές αφηγήσεις. Ακολουθώ με την ανάγνωση την αποκάλυψη των εκατοντάδων στοιχείων που ζευγαρώνουν, συνενώνονται, συνομιλούν φωτίζοντας ισάριθμες δυνατότητες της ανθρώπινης κατάστασης και του κόσμου και ταξιδεύω μέσα στη γάργαρη ρευστότητα των ποιημάτων. Εντοπίζω στις αλματώδεις μετατοπίσεις μέσα στις λέξεις, τη τολμηρή μετακίνηση του ποιητή, από το οικείο στο ανοίκειο. Κι εκεί, στο σκοτεινότερο σημείο του δάσους που είναι το ποίημα, κι ενώ η πληθωρική σύνδεση των εικόνων και των χαρακτήρων, απειλεί να υπονομεύσει την ομαλότητα της ανάγνωσης, αντιλαμβάνομαι τη δύναμη της έλξης, την ισχυρότητα της ροής που με νομοτελειακό σχεδόν τρόπο προκαλεί την αναγνωστική απόλαυση. Την κατά Πάουλ Τσέλαν λειτουργία του ποιητικού ρυθμού που εκπληρώνεται με τις «μη επαναλαμβανόμενες, μοιραίες κινήσεις του πνεύματος προς κάτι άγνωστο» (Π. Τσέλαν, Γλωσσικό Πλέγμα, μτφρ. Ιωάννα Αβραμίδου).

Συνειδητοποιώ σε πόσο μεγάλο βαθμό η ρυθμικότητα αυτή που προκαλείται, φυσικοποιεί τη διαδικασία, με μια απροσπέλαστη δύναμη και δικαιώνει την ανάγνωση. Κάνει το περιπετειώδες αυτό ταξίδι ένα αναντίρρητα γοητευτικό ταξίδι. Ένα ταξίδι που αντλεί την γοητεία του από τη ενσάρκωση του ρυθμού σύμφωνα με τους όρους του Τσέλαν.

Ακόμη περισσότερο, αντικρύζοντας την πληθωρικότητα του καλοζωικού ανθρωποτοπίου, συνειδητοποιώ σε πόσο μεγάλο βαθμό η ποίηση αυτή αντικατοπτρίζει τους στοχασμούς του Ράινερ Μαρία Ρίλκε πάνω στη μουσική, όταν ο τελευταίος γράφει:

Η μουσική διαλύει το καθετί που υπάρχει σε δυνατότητες, και αυτές οι δυνατότητες αυξάνονται και πληθαίνουν συνεχώς σε σημείο που ο κόσμος όλος να μην είναι τίποτα παραπάνω από μια σιωπηλά αιωρούμενη αφθονία, ένα δυσκολοθεώρητο πεδίο δυνατοτήτων, από τις οποίες δε χρειάζεται να συλλάβει κανείς καμία. (Ρ. Μ. Ρίλκε, Κείμενα για τη μουσική, μτφρ. Μάνος Περράκης)

Θέτω, λοιπόν, το ερώτημα: ποια μπορεί να είναι η σημασία τού να μαστορεύει κανείς τη δική του μουσική μέσα από τις λέξεις, να εφευρίσκει το δικό του τραγούδι μέσα στον κόσμο, και μάλιστα μέσα στον σύγχρονο κόσμο, μετά το Άουσβιτς, μετά την Κύπρο του ᾽74 και τη Ν Συρία του 2019; Η απάντηση φωτίζεται μέσα από τη δύναμη μιας αντίθεσης: αυτό που είναι στον αντίποδα της αφθονίας και της πληθώρας των δυνατοτήτων μού λύνει αίφνης την απορία, μου δίνει την εξήγηση για τη σημασία που μπορεί να έχει μια τέτοια ποίηση σήμερα. Για να κατανοήσω την αξία της «σιωπηλά αιωρούμενης αφθονίας» που χαρακτηρίζει τον καλοζωϊκό κόσμο, εστιάζω στην αντίπερα όχθη: Όχι στο σιωπηλό, μα στο εκκωφαντικό. Όχι στο αιωρούμενο, μα στο πτωτικό. Όχι στην αφθονία, μα στην κενότητα, στην ανυδρία: με άλλα λόγια, στον ξύλινο λόγο, τον εξουσιαστικό λόγο: με τη μία λέξη που επαναλαμβάνεται, για να παγιωθεί εν τέλει ως σύνθημα, με το μονοσήμαντο, το μονολιθικό που πασχίζει να στερήσει από τον αποδέκτη το ταξίδι στον κόσμο των διαφορετικών δυνατοτήτων. Που πασχίζει να στερήσει από τον άνθρωπο τη φαντασία.

Συνειδητοποιώ τις πολλαπλές αντιθέσεις: Τον λόγο εξουσίας που φθείρει τις λέξεις, απέναντι στον ποιητικό λόγο που τις ανανεώνει. Τον λόγο που διατείνεται ότι γνωρίζει εκ των προτέρων το σωστό, που πασχίζει να καταργήσει το οποιο ίχνος αμφιβολίας, απέναντι στον καλοζωικό λόγο που τόσο εντυπωσιακά εκτελεί απανωτές βουτιές στο άγνωστο, που καλεί τον αναγνώστη να γευτεί απλόχερες δόσεις από το άγνωστο. Πλάι στο υστερόβουλο, το αδίστακτα δομημένο από μυριάδες βεβαιότητες, που αποτελεί πλέον το κυρίαρχο πολιτικό και κοινωνικό μας τοπίο, διακρίνω, σχεδόν σαν αγλάισμα, τη φωνή του ποιητή που τόσο λυτρωτικά υποδεικνύει τον δρόμο της αμφιβολίας, εφευρίσκοντας μάλιστα σε ένα ποίημά του «το άγριο μουνί που καταπίνει τις […] βεβαιότητες. /«που καταπίνει τις χωρίς αυτές / ζωή δεν νοείται / βεβαιότητες». Χωρίς καμιά έπαρση, χωρίς την έγνοια για τη δικαίωση του ομιλούντος που διακρίνει τον ρήτορα, τον πολιτικό. O Καλοζώης βρίσκεται ακριβώς στον αντίποδα του λόγου της εξουσίας. Γίνεται ο ποιητής, και ο προφήτης της ήττας, διακηρύσσει πως «κάθε βρέφος που εμφανίζεται / είναι ένας ολοκαίνουριος γέρος», πως «το μέλλον είναι το νέο παλιό», πως είναι «πολλή η απογοήτευση», «μεγάλες […] οι λίστες των βασάνων» και πως «τίποτα δε διαρκεί», «ό,τι πετά στο τέλος γειώνεται / κι ότι κολυμπά στο τέλος μόνο του πνίγεται». Γίνεται ο σημαιοφόρος μιας λυτρωτικής παραδοχής της ήττας που εστιάζει το βλέμμα στους «ελέφαντες όταν συναντούν τους όμοιούς τους πεθαμένους και κουνούν ανασηκώνοντας το πόδι τους το μπροστινό πίσω μπρος» για να κλείσει το ποίημά του λέγοντας πως «κάποτε τους τελειώνει το / πένθος και ίσως παρά της θέλησή / τους επιλέγουν και προχωρούν», νεύοντας συγκαταβατικά στον Σάμουελ Μπέκετ, όταν ψελίζει «we can’t go on, let’s go on», «δεν μπορούμε να προχωρήσουμε, ας προχωρήσουμε, λοιπόν».

Διεκδικώντας το δικαίωμα να ονομάσει την τραγική αυτή διάσταση της ανθρώπινης κατάστασης, την κατάσταση που συμπεριλαμβάνει a priori τη φθορά, την ήττα και το τέλος, ο Καλοζώης αυτοεκπληρώνεται: η άρθρωση του λόγου γίνεται το όχημα με το οποίο υπερβαίνει το τέλος, καθώς, όπως γράφει σε κάποιο άλλο ποίημα «οι / ονομασίες των πραγμάτων [είναι] πιο σημαντικές από τα ίδια τα πράγματα». «Πόνος που δεν μπορεί να ειπωθεί /πώς μπορεί να πάψει» ερωτά και μαστορεύει με περισσή δοτικότητα τα ποιήματά του. Μέσα από την ψύχραιμη όσο και σπαρακτική αποδοχή της ανθρώπινης φύσης, όπως αντανακλάται στον στίχο «ο άνθρωπος έχει το πιο αβυσσαλεό άπατο κενό», μέσα από την αγωνιώδη προσπάθειά του να ακούσει το φίδι, καταφέρνει εν τέλει να καταστήσει τον ποιητικό του λόγο παυσίπονο, να διεκδικήσει για όλους μας αυτό που εύχεται σε ένα από τα ποιήματά του: την επιστροφή «στον τόπο όπου γεννιόμαστε μωρά / αλλά καθώς μεγαλώνουμε / μεταναστεύουμε / (και ξεχνάμε πια πόθεν ερχόμαστε)». Aκριβώς επειδή παραμένει εντελώς ανενδοίαστος στην πρόκληση της άρθωσης του τέλους και της ήττας, όπως τα μωρά. Προφέρει θάνατος, προφέρει, μύξα, σκουλήκια, χλωμοί, χάπια πολλών χρωμάτων, χωρίς να μας αφήνει ούτε στιγμή να χάνουμε την αίσθηση της αγνότητας, της αθωότητας που διατηρεί η φωνή του.

Η ποίηση του Καλοζώη αντλεί τη δύναμή της από την υπέρβαση της ανάγκης για δύναμη. Είναι ισχυρή, ακριβώς επειδή απεκδύεται την ανάγκη για ισχύ:

όχι κάστρα, όχι πύργους […]οι πρίγκιπες οι αρχοντοπούλες παραμυθιάζουν τους πολιτισμένα ανίδεους / ο άνθρωπος είναι το ζωύφιο / που ποθεί τα μεγάλα φτερά / το ποντίκι το τυφλό που ποθεί / την όραση και δεν του φτάνει / που δε βλέπει ποθεί και την / ενόραση

Όχι με κάστρα και πύργους, λοιπόν, με καμια πέτρινη, πήλινη, ή χάλκινη διαμεσολάβηση, ο καλοζωικός λόγος λειτουργεί κατευθείαν στον σφυγμό, αξιοποιώντας το ίδιο το αίμα, τίποτε ενδιάμεσο. Γραφει: «Μου έφεραν παλέτες να δω / για να διαλέξω χρώματα / προτίμησα το βαθυκόκκινο / γιατί είναι το χρώμα του / ανθρώπου που αιμορραγεί».

Στον αντίποδα των ανυπόφορων υποσχέσεων της εξουσίας, και της όποιας βασιλείας των ουρανών, επιλέγει να μιλά για τη μέρα που «η γη είχε σταματήσει για λόγους / δικούς της να περιστρέφεται». Επιλέγει να μιλά για εκείνη τη μέρα που «όλες οι αεροπορικές εταιρείες / είχαν πτωχεύσει / [για τη μέρα που] τα ταξίδια δεν ήταν πια της / μόδας ούτε τα ύψη κι η / θωριά του αετού που εστιάζει / στην τροφή με τα τέσσερα πόδια». Παραδέχεται πως βγαίνοντας από το λατομείο «επιστρέφουμε στο φως της επιφάνειας / άπρακτοι γιατί το ορυκτό είναι λίγο / ο κόσμος είναι λίγος η αγάπη είναι / λίγη και η υπομονή». Αποδεσμεύεται από την έγνοια κάθε είδους επικράτησης, την έγνοια του ύψους, της κορυφής, των επιτευγμάτων. Με τους λογής λογής παρεβρισκομένους στα ποιήματά του, τους ζωντανούς και τους νεκρούς, τους οικείους, τους χλωμούς, τους καθημερινούς και τους παράξενους, ο ποιητής τάσσεται στην πολλαπλότητα, στην ετερότητα, συμπεριλαμβάνει, δέχεται. Αν βρίσκει χώρο στους στίχους του για μια τέτοια αξιομνημόνευτη πληθώρα προσκεκλημένων, δεν είναι τόσο γιατί έχει ως σκοπό τη φαντασμαγορία, μα γιατί αυτός ο δρόμος, αυτή η ατελείωτη κιβωτός που γίνονται τα ποιήματά του, φτάνει τελικά για να φιλοξενήσει και τα πιο ειδεχθή έντομα. Αυτή η θεόρατη κιβωτός φτάνει για να γίνει αισθητή ως μια θεόρατη, μια ασύλληπτα ευρύχωρη καρδιά, που πασχίζει να παρηγορήσει τον άνθρωπο:

εσένα θεωρώ άξιο της ύπαρξης
εσένα που κάνεις χειραψίες με βιαστικούς σκελετούς
φιλάς τα μάγουλα σκελετών
σχεδιάζεις δημιουργείς φαντάζεσαι
τις χίμαιρες και δεν σταματάς
επειδή αυτό σου δόθηκε και ξέρεις
πως και στις κατσαρίδες δόθηκε κάτι
και στα άλλα ζωύφια και στα πιο
ειδεχθή έντομα δόθηκε κάτι

Θα μπορούσα να θέσω εκατοντάδες φορές το ερώτημα: ποιο είναι το αίτημα του ποιητή που επισκέπτεται για άλλη μια φορά τον πληθωρικό τούτο κόσμο, που χτίζει ξανά και ξανά τον περίτεχνο κόσμο της σιωπηλά αιωρούμενης αφθονίας; Ποιο είναι, λοιπόν, το αίτημά του, τώρα που ο ουρανός φαίνεται μέρα με τη μέρα να μαυρίζει, και η γη να τρέμει κάτω από τα πόδια μας, από τις βόμβες που πέφτουν μερικές εκατοντάδες μόλις χιλιόμετρα μακριά από ’δώ; Παραθέτω πολλαπλούς στίχους του, μέσα στους οποίους ο Καλοζώης διδάσκει, με τον πέρα για πέρα αντιδιδακτικό του τόνο, τι είναι ο πόλεμος, τι είναι τα όπλα, τι ο νικητής και τι ο ηττημένος, δίνοντάς μας απλόχερα εργαλεία για να ξαναδιαβάσουμε τον κόσμο. Για να κλάψουμε, ή να ξαναγαπήσουμε αυτό τον κόσμο:

η ζωή είναι γεμάτη
πολέμους μικρούς μεγάλους ή μέτριους
[…] όλα που τελειώνουν είναι
καμωμένα για να ξεκινούν
έβγαινα τότε οπλισμένος μ᾽όλα
τα δυστυχισμένα όπλα του πολιτισμού
ορθός λόγος διαφωτισμός αναλυτική
φιλοσοφία Τρακτάτους και μια
άλγεβρα καλό ακονιστήρι του νου
από μακριά έτρεχε περισσότερο κι
από άλογο το παρδαλό φίδι με
τα πανέμορφα μοτίβα στη ράχη του
τις θλιβερές γεωμετρίες και το κεφάλι
νικημένου ανθρώπου

και

ερχόταν το φίδι με τα χειρότερα πάνω
του αφωνία αλαλία σιωπή αυτού
που έχει νικήσει
και τώρα δεν έχει να πει
τίποτα και ξεκουράζεται έχοντας
υποτάξει ανθρώπους πεδιάδες πόλεις
χωριά κι έχει γίνει όλα αυτά αλλά
παρ᾽ όλα αυτά
κάτι του λείπει και το γυρεύει και το
κυνηγά είναι οι λέξεις που σημαίνουν κάτι
όταν δεν λέγονται; είναι τα ρούχα που
σημαίνουν κάτι όταν δε φοριούνται;
υπάρχει ένα νόημα που μένει να ανακαλυφθεί;

Στην αντίπερα όχθη των λογής λογής εξουσιών που μας περιβάλλουν, ο Καλοζώης γίνεται ο ελευθερωτής, όχι γιατί βρίσκει τον τρόπο να αποφύγει την ήττα που τόσο περίτεχνα ετοιμάζουν οι εχθροί για μας (ποιοι εχθροί αλήθεια; τα ζιζάνια, τα βλαπτικά έντομα, οι ξένοι περαστικοί ανεμοστρόβιλοι, οι αρρώστιες – καρκίνοι, καρδιοπάθειες κι εγκεφαλικά, η λεπρώδης μας φύση, ο χρόνος;) Ο Καλοζώης γίνεται ο ελευθερωτής γιατί διεκδικεί και κερδίζει για τον εαυτό του το δικαίωμα να μιλήσει με νόημα για την ήττα – μα ακόμα πιο πολύ: να περάσει από μέσα της και να παραμείνει ακέραιος και δροσερός, διακηρύσσοντας πως «κάποτε είναι ωραίες οι / ήττες κι αυτό το ξέρουν οι / πλωτοί ποταμοί οι λίμνες τα δάση / οι στρατοί που τώρα μόλις / εξοπλίζονται ότι / αρκεί να ανήκεις σε είδος σε ένα / γένος κι η πλαστικότητα των / μορίων θα σου δώσει ξανά / συνοχή».

Τόσο βαθιά ανάγκη έχει ο ποιητής την απομάκρυνση από τα χνάρια της εξουσίας, που ακόμη και η ίδια η ποίησή του αυτοϋπονομεύεται, αποποιούμενη εντελώς οποιαδήποτε μέσα θα μπορούσαν να την καταστήσουν ένα λόγο ισχύος, ακόμη και ποιητικής ισχύος. Εξηγούμαι αμέσως: παρατηρώντας τα ποιητικά εργαλεία του Καλοζώη, είναι φανερό πως έχουμε να κάνουμε με μια ποίηση πεζολογική, έναν λογοτεχνικό τρόπο που βρίσκεται, θα έλεγε κανείς, στο χαντάκι που υπάρχει ανάμεσα στην αφήγηση και την ποίηση. Χωρίς κανένα λουστράρισμα των υλικών του, χωρίς κανένα άγχος στην επιλογή των λέξεων ή στη σειρά που αυτές βρίσκουν μέσα στην πρόταση ή στον στίχο. Με λέξεις και φράσεις παραταγμένες έτσι που φαίνεται να αντανακλούν την έγνοια που και σ᾽ ένα από τα ποιήματά του πασχίζει να εξηγήσει: «παρήγγειλα φθόνο και μίσος / ζήτησα φυλακές κι απομονώσεις / για να μην πει κανείς ότι / ωραιοποίησα τα πράγματα». Ο Καλοζώης μαστορεύει την ποίησή του όχι καλλωπίζοντας, «να μην πει κανείς ότι ωραιοποίησ[ε] τα πράγματα» μα απαλλάσσοντάς την αν είναι δυνατόν από κάθε είδους επιτήδευση. «Γελώ με όσους θέλουν να ξεγίνουν / από αυτό που είναι» γράφει σε ένα άλλο ποίημά του και φαίνεται πως ίδια κι απαράλλαχτη είναι η μεριμνά του και σε κάθε στίχο που μας αφήνει: σε κάθε εντυπωσιακά ανεπιτήδευτο στίχο που μας αφήνει. Τι μένει τελικά; μια ποίηση, τόσο γυμνή, που αν διακηρύσσει κάτι είναι η ταπεινότητα με την οποία ο ομιλών φαίνεται να συγκατανεύει ενεργητικά στην ατελή γυμνή του φύση. Μια ποίηση που δικαιώνεται σθεναρά ως τέτοια, μέσα από τον αμείλικτο τρόπο με τον οποίο επινοεί το γλωσσικό της σύμπαν έτσι που η γυμνότητα της ποιητικής να αντανακλά με εντυπωσιακή πιστότητα τη γυμνότητα του κόσμου που προβάλλει. Μου είναι σχεδόν αδύνατον να μην θυμηθώ και να μην παραπέμψω εδώ στο ερώτημα που θέτει ο ίδιος ο ποιητής σε ένα άλλο βιβλίο του, παρουσιάζοντάς το μάλιστα ως το μόνο νόημα που μπορεί να συζητήσει ή να σκεφτεί: «προλαβαίνουμε να γυμνωθούμε απέναντι στη γύμνια;»

Προσπαθώ τώρα να συνοψίσω τούτες όλες τις ιδέες και τις σκέψεις, γύρω από την ποίηση του Καλοζώη, γραμμένες ομολογώ στο διάστημα μερικών εβδομάδων μετά από αλλεπάλληλες αναγνώσεις: τι διακρίνω αν μισοκλείσω τα μάτια, όπως έκανα παλιά για να ολοκληρώσω μια νεκρή φύση, ως μαθήτρια ζωγραφικής; Τι είναι η φλόγα αυτή που τρεμοπαίζει, πίσω από τις λίμνες, τα δάση με τα εξωτικά πουλιά, τα ζωύφια, και τα ανθρωποπούλια, το πολύχρωμο σύμπαν, το τόσο πυκνοκατοικημένο, μα και σινάμα, απόκοσμο, γυμνό, ανεπιτήδευτο; Τι είναι, αν όχι ο κήπος των επιθυμιών, ή, καλύτερα, ο κήπος της επιθυμίας – της μίας κεντρικής επιθυμίας, που κάνει τον ποιητή να γράφει, και να χτίζει κόσμους ολόκληρους σαν ένας αληθινός ποιητής των πάντων, πανταχού παρών και τα πάντα πληρών; Είναι ο κήπος της επιθυμίας, που γεννά τη λέξη, και το νόημα μέσα στη λέξη. Της ίδιας φλογερής επιθυμίας που έκανε τον πρώτο άνθρωπο να μιλήσει. Της επιθυμίας που κάνει τον ποιητή να μιλά τόσο δραστικά που κατορθώνει πρώτα να αντιμάχεται κι έπειτα να ανανεώνει το νόημα μέσα στη λέξη. Είναι ο κήπος της επιθυμίας που φωτίζει την πλαστικότητα των μορίων της λέξης μεταγγίζοντάς μας ένα νόημα, ακόμη κι όταν αισθανόμαστε τη γη να τρέμει κάτω απ´τα πόδια μας, μέχρι να βρούμε κι εμείς ξανά συνοχή.

Είναι ο κήπος της επιθυμίας που μας επιτρέπει όσο κι αν είμαστε απαρηγόρητοι να συνεχίζουμε τον δρόμο, που μας επιτρέπει ν᾽ακούμε την προσευχή: «το τίποτα που θα᾽ρθει δεν μπορεί να […] μας κατηγορήσει για τίποτα».

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΥΡΗΣ

POIEIN.GR 25/8/2019

Ο ΣΠΑΝΙΟ ΜΕΤΑΛΛΟ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΓΡΑΦΗΣ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΛΟΖΩΗ!

Η τελευταία ποιητική συλλογή του Γιώργου Καλοζώη, που εκδόθηκε στις αρχές του 2019, από τις εκδόσεις «Φαρφούλας», τιτλοφορείται «Η πλαστικότητα των μορίων», και περιέχει, όπως διαπιστώνω, μία περιεκτική ποίηση, αρκετά ηλεκτρισμένη και φορτισμένη, στο έπακρον ευρηματική και αφοριστική, ερμητική αλλά και θορυβώδης, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης ή ο μελετητής να μην μπορεί εύκολα να την τιθασεύσει και να την υποτάξει. Για την ακρίβεια, διαπιστώνω πως δεν μπορείς να διαβάσεις αυτή την πολυπρισματική ποίηση μονοκοπανιά ή, κατά το πιο εξευγενισμένο, απνευστί, γιατί θα νιώσεις να σ’ εγκαταλείπουν μεσοστρατίς οι δυνάμεις-σου ή, το χειρότερο, υπάρχει η πιθανότητα να λιποθυμήσεις, με αποτέλεσμα να ναυαγήσει η αναγνωστική προσπάθειά σου.

Εννοώ πως η ποιητική ενέργεια που μεταφέρει αυτή η συλλογή, αλλά και η καταιγιστική λάμψη που εκπέμπει, είναι τέτοιας έντασης, διάρκειας και δυναμικής που δεν τ’ αντέχει η αθώα ματιά μας ή η αμάθητη πλάτη-μας, με κίνδυνο να λυγίσουμε κάτω από το ασήκωτο βάρος-τους. Επομένως, αυτή τη δαιδαλώδη και έμφορτη από πνευματική λάβα ποίηση, με νύγμα υπερρεαλισμού, για να τη νιώσει και να την απολαύσει κάποιος, πρέπει να τη διαβάζει αποσπασματικά και κατά διαστήματα, αρκετά πρωί και με απόλυτη ησυχία, κατά προτίμηση σε μία «παραλία πανέρημη, γεμάτη μαύρα βότσαλα», όπως θα έλεγε και ο Οδ. Ελύτης.

Κατ’ εμένα, αυτή η δουλειά του Γ. Καλοζώη (αλλά και οι αμέσως προηγούμενες) συνιστά μια ιδιαίτερη πρόταση ποιητικής γραφής που δεν μπορείς να την κατατάξεις με ευκολία ή απερίσκεπτα σε κάποια λογοτεχνική σχολή, κατηγορία ή ομάδα. Με άλλα λόγια, δεν είναι εύκολο να διαγνώσεις και να καταγράψεις με σιγουριά τον γεννητικό κώδικα αυτής της δαιμονικής γραφής. Υπό αυτό το πρίσμα είναι μια σύνθετη και ιδιόμορφη (ποιητικά και αισθητικά) γραφή που λες και είναι κομμένη από ένα σπάνιο μέταλλο που μόνο ο Γ. Καλοζώης το έχει στην κατοχή και διάθεσή του! Κανένας άλλος!

Χαρακτήρισα την ποίηση του Γ. Καλοζώη «δαιδαλώδη», και έτσι πιστεύω ότι είναι! Γιατί, κρατώντας στα χέρια-μου τη συλλογή του, αντιλήφθηκα με δέος πως ήταν ωσάν να είχα στα χέρια-μου τα εμπνευσμένα αρχιτεκτονικά σχέδια με την κάτοψη ενός πολυσύνθετου κτιριακού συγκροτήματος, που εκτεινόταν σε πέραν των 82 σελίδων! Δεν θα διστάσω, χαριτολογώντας, να παρομοιάσω αυτό το κτιριακό συγκρότημα με τον μυθικό Λαβύρινθο που κατασκεύασε στην Κνωσσό ο Βασιλιάς της Κρήτης Μίνωας.

Το δαιδαλώδες, εξάλλου, που διακρίνει γενικά την ποίηση του Γ. Καλοζώη, ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο ποιητής δεν χρησιμοποιεί σημεία στίξης στα ποιήματά-του, με επακόλουθο ο αναγνώστης να συναντά μέσα στις σελίδες του καινούργιου βιβλίου-του ποιήματα που αποτελούνται από 140 στίχους, ίσως και περισσότερους, και σ’ αυτά να μην υπάρχει ούτε ένα κόμμα, ούτε μία άνω τελεία αλλά ούτε και μία τελεία! Αυτοί οι στίχοι, που ξεχωρίζουν για την αφύσικη και ασύλληπτη ομορφιά-τους, άλλοτε είναι βατοί και ευκολονόητοι και άλλοτε τραχείς και δύσκαμπτοι, γεμάτοι γρίφους, μυστήριο και μαγεία! Μία μαγεία που τ’ ανθρώπινα μέτρα και κριτήρια παρουσιάζονται ανεπαρκή στο να την προσδιορίσουν και να την περιγράψουν.

«…όχι λοιπόν κάστρα αλλά οπές
πρέπει να είναι τα σπίτια-μας κι
οι διαμονές μας
να χτυπούν το κουδούνι για επίσκεψη
οι κερατωμένες οχιές
να κρεμούν στα παράθυρα κουρτίνες
διάφανες οι πωλήτριες αράχνες
αγορασμένες από τα καταστήματα με
τα είδη προικός και με δωρεάν
τοποθέτηση
όχι λοιπόν κάστρα αλλά οπές
πρέπει να είναι τα σπίτια μας κι οι
βεράντες μας με τέντες ανοιχτές να
μη μας βλέπουν οι θηρευτές
ξαπλωμένους το ζεστό καλοκαίρι
γυμνούς το μεσημέρι με το
χωμάτινο δόρυ πέος μας και
με τις γυναίκες μας δίπλα μας τις
δορίκτητες…»
Σελ. 36

Ο ποιητής, με τη νέα δουλειά του, καλοπροαίρετα, υποθέτω, μάς προτρέπει να εισέλθουμε στο δικό του πολύπλοκο κτιριακό συγκρότημα, δηλαδή στο δικό του σύγχρονο μονοπόρτι λαβύρινθο που κατασκεύασε, για να τον εξερευνήσουμε. Ο προικισμένος αυτός ποιητής όμως αγνοεί την εξής σημαντική λεπτομέρεια: στα χέρια μας δεν κρατάμε από καιρό τώρα το μίτο (κουβάρι) της Αριάδνης, που θα διευκολύνει (αν τελικά διευκολύνει) την επιστροφή και την έξοδο μας από τον λαβύρινθό του. Επιπλέον, αγνοεί και τη σωματική κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε, εντελώς απροετοίμαστοι για ένα τέτοιο δύσκολο εγχείρημα. Με αυτό θέλω να επισημάνω πως εκείνος που θ’ αποφασίσει να διέλθει με επιτυχία μέσα από τις στοές του λαβύρινθου της ποίησης του Γ. Καλοζώη, που στην ουσία οδηγούν στα ερέβη της ψυχής του, πρέπει να είναι γερά οπλισμένος ή προετοιμασμένος, τουλάχιστον από ψυχολογικής και πνευματικής άποψης.

Από τη δική μου πλευρά, και πάρα τον έκδηλο ενθουσιασμό μου για ένα τέτοιο περιπετειώδες πνευματικό ταξίδι, ομολογώ πως διακατεχόμουν από ανεξήγητο φόβο όταν επιχείρησα το ριψοκίνδυνο αυτό εγχείρημα, ίσως γιατί σκεφτόμουν και προβληματιζόμουν πως δεν είχα στην κατοχή μου χάρτες και σχέδια πλοήγησης. Για να γίνω πιο κατανοητός, φοβόμουν ότι θα περιπλανιόμουν άσκοπα, με κίνδυνο να χαθώ στα έγκατα του, χωρίς τελικά να μπορέσω να επιστρέψω πίσω στην είσοδο, και έτσι εξαντλημένος να με πολιορκήσει και να με φάει, κατά πάσα πιθανότητα, το αμείλικτο μαύρο σκοτάδι που θα παραμόνευε στη γωνία.

Με άλλα λόγια, η ποίηση του Γ. Καλοζώη, θα έλεγα πως μοιάζει με μία απέραντη, αγαλήνευτη θάλασσα που γεννάει ακατάπαυστα νέες θάλασσες, με τα περιστρεφόμενα, τα περιδινιζόμενα κύματά τους να φθάνουν στη στεριά και πάλι ν’ αποσύρονται. «Παρά θίνα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης», το χαρακτήρισε ο Όμηρος. Αυτή η ποίηση όμως, που την παρομοίασα με αγαλήνευτη θάλασσα, πρέπει να νοείται στη μεταφορικήτης διάσταση, δηλαδή ως μία διαρκής αγωνία μέσα στο απέραντο διάστημα του αέναου χρόνου.

«Καβάλησα διηπειρωτικούς
πυραύλους μπήκα μέσα σε
κανόνια κι εκτοξεύτηκα
στη χώρα που λέγεται Μακριά
όσο γίνεται πιο μακριά
πάγωσα στη στρατόσφαιρα
ύστερα βούλιαξα μέσα στην
άπατη θάλασσα κι αυτό που
σας φαίνεται ακατανόητο
μπορεί να κατανοηθεί αργά
αργά
εξομοιώθηκα εξισώθηκα σχεδόν
με την ανόργανη ύλη στην
προσπάθεια μου να γίνω αρεστός
ο μόνος τρόπος να γίνεις αρεστός
σε κάποιους είναι να μηδενιστείς
να γίνεις πέτρα και χαλίκι και
χώμα και άμμος κι
αυτό δεν είναι πάντα αρκετό…»
Σελ. 64

Επιπλέον, έχεις την εντύπωση πως τα ποιήματά-του, μεγάλα, όπως είπα, στην πλειονότητά τους, αποτελούνται από ένα μόνο στίχο, μονοκόμματο, με το μήκος του να φθάνει αρκετά μακριά! Θα τον συνέκρινα με τα καλώδια που βρίσκονται στηριγμένα στους ψηλούς στύλους και κρέμονται επικίνδυνα πάνω από τα κεφάλια-μας, εφόσον μεταφέρουν υψηλής έντασης ηλεκτρικό ρεύμα ή με το κουλουριασμένο λάστιχο που χρησιμοποιούμε για να ποτίζουμε τον κήπο-μας και, που όταν ξεδιπλωθεί, εκτείνεται σε μεγάλη απόσταση. Γι’ αυτό και χαρακτήρισα, χωρίς ενδοιασμούς, την ποίησή-του δαιδαλώδη. Αλλά και το ποιητικό ύφος του Γ. Καλοζώη δεν είναι άσχετο με τον στίχο-του. Απεναντίας, είναι έντονα επηρεασμένο από τον μονοκόμματο στίχο-του με αποτέλεσμα να καταλήγει και αυτό μονότονο, ωμό και μερικές φορές ισοπεδωτικό!

Μέσ’ από αυτά τα μεγάλα ποιήματα όμως, που, όπως προηγουμένως ανάφερα, είναι ωσάν ν’ αποτελούνται από ένα μόνο, αρκετά μακρύ στίχο, με τις πολλές διπλώσεις και τσακίσματα, διαβλέπεις να διαγράφεται και μία εντυπωσιακή ελικοειδής κίνηση ή, όπως την χαρακτήρισε ο ποιητής, «κίνηση τύπου ακορντεόν», που δίνει την εντύπωση ενός ακατάπαυστου ανεμοστρόβιλου που προχωράει με μεγάλη ταχύτητα προς το άγνωστο, μέχρι να χαθεί από την όρασή-μας.

«…έπρεπε να δω τα πράγματα με την
πρώτη όραση την όραση του
βρέφους
κι έγινα ποιητής
πολλοί μέσα στα πλαίσια του
ωφελιμισμού με περιγέλασαν
σεισμογενή ήταν τα γέλια τους
τρέχανε οι μύξες τους από τα
τρανταχτά αναφιλητά
νεκρούς τους ονομάζω
που αποφάσισαν να πεθάνουν πριν
από την ώρα-τους
όμως με τίμησαν με τη φιλία-τους
μισοκατεστραμμένοι απροσάρμοστοι
αλκοολικοί
όλοι όσοι φορούσαν το δέρμα-τους
ανάποδα ώστε να φαίνεται η φόδρα
όχι οι υπόλοιποι γυαλιστεροί
υιοθέτησα την κίνηση τύπου ακορντεόν
με απαλές κινήσεις ελικοειδείς
έφτασα εις τα μέρη του
στη χώρα του απόλυτου γρίφου
εκείνος είχε κρεμάσει
για να στεγνώσουν πάνω σε σύρματα
τον οισοφάγο-του το στομάχι
τη σπλήνα το πάγκρεας τα έπλενε με
άφθονο νερό…»
Σελ. 79

Από αυτά τα μακροσκελή ποιήματα, από αυτούς τους τεράστιους ελικοειδείς στίχους, ο αναγνώστης αισθάνεται τώρα να ξεδιπλώνονται ή, καλύτερα, να ξεπετάγονται μπροστά του, ωσάν τις πολύχρωμες πεταλούδες και πάρα πολλές εικόνες, μοτίβα και σχήματα. Συναποτελούμενα όλα αυτά τα στοιχεία, που στην ουσία είναι οι στιβαροί αγωγοί που μεταφέρουν τις σκέψεις και τους στοχασμούς του Γ. Καλοζώη, συνθέτουν και μας προσφέρουν πολλές μικρές ιστορίες. Ιστορίες α ορμώμενες από τη ζωή του ποιητή ή από τη δική μας ζωή. Γιατί, είναι πλέον αποδεδειγμένο πως όταν μιλάνε οι αληθινοί ποιητές είναι επόμενο να διαβάζουμε κάτι και από τον εαυτό μας.

Δηλώνω με έμφαση, και με πλήρη συναίσθηση του λόγου-μου, πως ο Γ. Καλοζώης είναι ένας εμμανής, ένας καταπληκτικός και ανεξάντλητος μυθοπλάστης! Προς Θεού, δεν εννοώ μυθομανής. Δηλαδή, τον άνθρωπο που φλυαρεί περιαυτολογώντας. Εννοώ τον δημιουργό που έχει το θείο χάρισμα να εμπνέεται και να πλάθει περίτεχνους μύθους από τα μικρά και ασήμαντα πράγματα, μαγεύοντας τους πάντες με την εξιστόρησή τους! Από αυτή τη τάση και ικανότητά του εκπηγάζει, νομίζω, και ο τίτλος της ποιητικής συλλογής του. Γιατί, τι είναι στην ουσία τα μόρια στις φυσικές επιστήμες; Δεν είναι η μικρότερη ποσότητα ύλης που μπορεί να υπάρχει ελεύθερη χωρίς να χάνει τις ιδιότητες-της όταν υποστεί κάποια επεξεργασία; Και ακριβώς, είναι αυτή την ελάχιστη ποσότητα ύλης που επεξεργάζεται ο Γ. Καλοζώης, με μεγάλη μαστοριά στο εργαστήριο του, προσφέροντάς μας τώρα την «πλαστικότητα των μορίων», μέσα από τη καινούργια συλλογή του.

Επιμένω όμως, και επαναλαμβάνω, πως τα ποιήματα του είναι γεμάτα (και εδώ κυριολεκτώ) από μικρά σωματίδια ύλης, δηλαδή μικρές συναρπαστικές ιστορίες, σατυρικής θα έλεγα έμπνευσης. Ιστορίες μακάβριες, εφιαλτικές, χωρίς λογικό ειρμό ή συνοχή, με τις περισσότερες να έχουν παράλογο ή και παράτολμο περιεχόμενο, με κύριο στόχο να εκφράσουν τον κατακερματισμένο, τον «ανάποδο κόσμο» μας, σε όλες τις διαστάσεις του και με όλα τα προβλήματά του, με τον αντίκτυπό του να φθάνει και ως μέσα βαθιά στην ψυχή μας. Όπως πολύ εύστοχα λέει ο Γ. Καλοζώης στο ποίημα «Το μηδέν της γραφής», που είναι καταχωρημένο στη σελίδα 69 «…και πάντα κάτι με κράταγε να μη/ φυτρώσω όπως οι ρίζες ανάποδα/ έζησα σε έναν ανάποδο κόσμο». Ας μην μας διαφεύγει, εξάλλου, το γεγονός πως η λέξη «ανάποδος», είναι η λέξη που χρησιμοποιείται περισσότερο στους στίχους του Γ. Καλοζώη! Δεν θα διστάσω επομένως ν’ αναφέρω πως η ποίησή του, στο σύνολό της μοιάζει ή θυμίζει τεράστιο ή πολύπτυχο πίνακα του Άγγλου ζωγράφου Φράνσις Μπέικον, όπου αναπόφευκτα ερχόμαστε κάποια στιγμή αντιμέτωποι με το κατασπαραγμένο και εφιαλτικό περιεχόμενο που υπάρχει στον καμβά του!

Η ποίηση του Γ. Καλοζώη αναπόφευκτα κρύβει μέσα-της και πολλά μυστικά! Το μεγάλο μυστικό της όμως είναι, ότι, μέσα στην παραμικρή του φράση περικλείεται, συμπυκνωμένος, όλος ο κόσμος του. Με αυτό θέλω να επισημάνω πως η κάθε φράση του, που εξωτερικά δίνει την εντύπωση φουριόζας και ατημέλητης γυναίκας, περικλείει όλη την κοσμοθεωρία-του, που συνίσταται στη γνώση όλων των πραγμάτων. Φράσεις ατίθασες, που αρδεύονται άλλοτε από τις πήγες της φαντασίας και άλλοτε από τις πήγες της πραγματικότητας.

Έτσι, κάθε ποίημά του, που αποτελείται, όπως τόνισα, από ένα τεράστιο στίχο, δεν είναι πάρα μία σειρά από μικρογραφίες του κόσμου και γενικά της κοσμοθεωρίας του. Και όπως πολύ σωστά έλεγε ο αξέχαστος Χριστόφορος Λιονάκης, η αυθεντική «ποίηση αποκαλύπτει τις αθέατες όψεις και τις άδηλες αναλογίες του κόσμου». Θέση την οποία ασπάζεται, όπως αντιλαμβάνομαι, ο Γ. Καλοζώης αλλά και που πρέπει να έχουν υπόψη τους οι αναγνώστες όταν διαβάζουν την ποίησή του.

«…και τον κίνδυνο φόρεσα που
έρχεται ξαφνικά αλλά πάντα
προγραμματισμένα
ένα αντρόγυνο λύκους φόρεσα που παντρεύτηκε στην εκκλησία
των λύκων με λύκο παπά και που
κατέβηκαν απ’ τα χιονοσκεπή βουνά
την κατάβαση φόρεσα
ένα ρυάκι φόρεσα και τους
κτηνοτρόφους που δεν διαφέρουν
πολύ από τα ζώα που ανατρέφουν…»
Σελ. 37

Και λίγο πιο κάτω, στο ποίημα που τιτλοφορείται «Η φωνή του φιδιού» θα σημειώσει και αυτά:

«…Στάθηκα απέναντί-του
προετοιμασμένος κι απέναντι
στη συμφιλίωση των ανθρώπων
με το αμετάκλητο τέλος
απείθαρχος
κρατούσα στα χέρια μου
τον σμυριδοτροχο την τσάπα
όταν με έπιανε φαγούρα ξυνόμουν
με έναν κασμά
έκανα απολέπιση στο πρόσωπο με
το γυαλόχαρτο
χτένιζα τα μαλλιά μου με το
κλαδευτήρι
καθάριζα τ’ αυτιά μου με δύο
μπατονέτες σμίλες
που πουλούσαν οι τσιγγάνες κι
ήμουν πανέτοιμος κι είχα μάθει
από τους προγόνους-μου πως
να γδέρνω τα γουνοφόρα για να
φτιάχνω τσάντες και παπούτσια
τα οφιοειδή…»
Σελ. 44

Ο Γ. Καλοζώης, στην αντισυμβατική και ανατρεπτική ποίησή του, όπως είδαμε, φοράει ένα αντρόγυνο λύκους, τους παντρεύει στην εκκλησία των λύκων και ο παπάς που τους στεφανώνει είναι και αυτοίς λύκος, δίνει σχέδια πτήσεως στα αποδημητικά πουλιά, εκτοξεύει μη επανδρωμένα πουλιά, εργοδοτεί πωλήτριες αράχνες, κάνει απολέπιση στο πρόσωπό του με γυαλόχαρτο, ξύνει τη ράχη του με κασμά, κτενίζει τα μαλλιά του με κλαδευτήρι και άλλες μη λογικές ή συμβατικές πράξεις! Αυτοί όμως οι παράξενοι λεκτικοί τρόποι ή τα ποιητικά τερτίπια του, είναι πιστεύω μία έξυπνη επινόησή του για ν’ αποτυπώνει, στις πραγματικές του διαστάσεις, τον ανάποδο και παράλογο χαρακτήρα που διακρίνει τον κόσμο στον οποίο καλούμαστε να επιβιώσουμε, ελπίζοντας πως με αυτό τον παραστατικό τρόπο θα μπορέσει να διαφωτίσει το πλατύ κοινό, ίσως αντιληφθεί τα πολλά και δύσκολα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η ανθρωπότητα.

Ο Γ. Καλοζώης όμως, για να συνθέσει αυτούς τους στίχους ή τις ιστορίες του, εκκινεί ή αφορμάται, όπως διαπιστώνω, από ασήμαντα γεγονότα, από απλά, κυρίως καθημερινά στιγμιότυπα, πάνω στα οποία ξεδιπλώνει ή υφαίνει, όπως σημείωσα, τις σκέψεις και τους στοχασμούς του. Το απόσταγμα όμως, της σκέψης, του στοχασμού και της έμπνευσής του, γενικά της σοφίας του και της ποιητικής τέχνης του, ο αναγνώστης το εισπράττει συνήθως στο τέλος κάθε ποιήματος ή στο τέλος των μαραθώνιων στίχων του.

Στο σύνολό-της, η ποίηση του Γ. Καλοζώη, λόγω κυρίως και της φύσης των θεμάτων με τα οποία καταπιάνεται, είναι επόμενο να εκδηλώνει και μία κριτική διάθεση απέναντι στους πάντες και τα πάντα, είτε αυτά είναι έμψυχα είτε άψυχα. Πρόκειται για θέματα τα οποία αναλύει σε βάθος και αναπτύσσει εξαντλητικά στους στίχους του, με κύριο στόχο να καυτηριάσει, με χιουμοριστικό τρόπο, όλα όσα αρνητικά εντοπίζει στην ντόπια αλλά και στην παγκόσμια κοινωνία μας. Έτσι, η ποιητική γραφή του καταλήγει να είναι άλλοτε ειρωνική και σκωπτική και άλλοτε σαρκαστική και αυτοσαρκαστική. Στιγμές στιγμές καταλήγει να είναι και διδακτική.

«….πάει καιρός από τότε που η φύση
ήταν δάσκαλος και μαθητής
τα δυο μαζί
πάει καιρός από τότε που
πορευόμασταν χωρίς λόγο κι
ανόητα πάει καιρός από τότε που
φύγαμε απ’ τη δουλειά και το
καθήκον
εμείς δεν ήμασταν οι δάσκαλοι οι
γνωστικοί που θα έφταναν κάποτε
στη χώρα του Μαύρου Πίνακα;…»
Σελ. 33

Ο σαρδόνιος καγχασμός-του όμως ξεδιπλώνεται σε όλη την ένταση και έκτασή-του στο ποίημα που τιτλοφορείται «Κιβωτός 3», το οποίο αρχίζει με τους εξής χαρακτηριστικούς στίχους:

«Θα φτιάξω μια κιβωτό
μέσα θα έχω ό,τι θέλει ο
καθένας φάρμακα θα έχω
για όσους έχουν φαρμακομανία
αρνήσεις θα έχω απωθήσεις κι
αμυντικούς μηχανισμούς
του Εγώ και αδιαφορίες
μακάριες
παιδιά για τους άτεκνους
ποτά ομπρέλες και
ξαπλώστρες στο κατάστρωμα
για να ξαπλώνουν οι χλωμοί
Θα έχω τον ήλιο πρόχειρο
με ένα σκοινάκι
δεμένο και θα τον τραβώ
όποτε έχει συννεφιά προς
τα κάτω όπως το καζανάκι
της τουαλέτας
ωραίες γυναίκες θα έχω
που όταν ανοίξουν το στόμα
τους οι άντρες θα φεύγουν
μακριά αλλά και άντρες
που συζητούν
συνέχεια για λεφτά κάφρους
για να υπάρχει
το μέτρο σύγκρισης με τους
υπόλοιπους…»
Σελ. 26

Επιφανειακά, η ποίηση του Γ. Καλοζώη, όπως προείχα, ίσως φαίνεται ανέπαφη και παρθένα. Ανεπηρέαστη δηλαδή από άλλες ποιητικές γραφές ή φωνές. Ακόμη, μπορεί να φαίνεται ξεκομμένη και από τ’ άλλα είδη λογοτεχνίας, όπως η πεζογραφία ή το δοκίμιο. Αλλά και από την φιλοσοφία ή τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Κατά βάθος όμως, τα πράγματα δεν είναι έτσι, όπως τα φανταζόμαστε. Γιατί, όπως αφοριστικά έλεγε και ο Νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης, «δεν υπάρχει παρθενογένεση στην Τέχνη». Το ίδιο ισχύει και για την ποίηση του Γ. Καλοζώη, όπου ο ποιητής φροντίζει με εντιμότητα να μάς το υποδεικνύει με κάθε ευκαιρία. Δηλαδή, κατά διαστήματα, αφήνει ν’ αντιληφθούμε πως η ποίησή του έχει και αυτή τις υπόγειες διαδρομές της και πως ο ίδιος δεν αγνοεί ή δεν περιφρονεί τ’ άλλα είδη τέχνης. Όπως και τώρα, με την καινούργια δουλειά του, που παρουσιάζεται σε ύψιστο βαθμό διαβασμένος και ενημερωμένος γύρω από την ποιητική τέχνη ή τα ποιητικά επιτεύγματα άλλων συναδέλφων του. Την σπουδή-του όμως πάνω στο ξένο μόχθο, την διοχετεύει και την ενσωματώνει αρκετά καλά αφομοιωμένα στη δική του ποίηση, χωρίς όμως ν’ αφήνει ούτε ένα ξένο ίχνος απάνω στο ευαίσθητο δέρμα της. Δεν είναι τυχαία, λοιπόν, που αποτίνει «φόρο τιμής στους πρώτους διδάξαντες», και κυρίως στον Όμηρο, όπως σημειώνει, ή όταν κάνει αναφορά στο εμβληματικό φιλοσοφικό έργο «Τετράκτους», του Λούντβιντ Βινγκενστάϊν. Θα γράψει στο ποίημα «Η διπλή πραγματικότητα»:

«…ο πρώτος λατόμος ήταν ο Όμηρος
εμείς παλεύουμε με ό,τι άφησαν οι
προηγούμενοι
εκφραστικά μέσα τεχνικές
ομοδιηγητικούς αφηγητές εγκιβωτισμούς
εσωτερικές εστιάσεις και τρέχε γύρευε…»
Σελ. 29

Καταλήγοντας, θέλω να τονίσω πως, με αυτό το κείμενό μου, επεδίωξα, εν τω μέτρω των δυνάμεών μου, να χαρτογραφήσω την κοσμοθεωρία και όσα άλλα περικλείει στη νέα συλλογή του ο Γ. Καλοζώης αλλά και να αποτυπώσω το αρχιτεκτονικό-της σχέδιο. Ταυτόχρονα, προσπάθησα να προσδιορίσω και να αποτιμήσω τη λογοτεχνική εμβέλεια της ποίησής του. Μιας γνήσιας ποίησης που έχει ανθρώπινο βάρος, γιατί έχει άγχος μέσα της και ανθρώπινη αγωνία! Δεν είμαι όμως σε θέση να γνωρίζω μέχρι σε ποιο σημείο έχει φθάσει η προσπάθειά-μου αλλά και πόση βοήθεια κατόρθωσα (αν κατόρθωσα τελικά) να προσφέρω στους αναγνώστες μου. Αυτό, εξάλλου, αποικείται στους ίδιους τους αναγνώστες να το διαπιστώσουν.

Δεν θ’ αποφύγω όμως να σημειώσω πως ο ποιητής Γ. Καλοζώης, με την καινούργια δουλειά του, που την αισθάνθηκα σαν μία βαριά πέτρα που πέφτει με δύναμη και αναταράζει στα στεγασμένα, εδώ και χρόνια, νερά της νεοελληνικής ποίησης, συνειδητά πιστεύω επέλεξε να ρίξει τους αναγνώστες του στις βαθιές σήραγγες του ποιητικού λαβύρινθου που έχει δημιουργήσει. Εννοώ, πως επεδίωξε να τους οδηγήσει στο δρόμο της υψηλόφωνης και μεγαλόπνοης ποίησης. Έχει, νομίζω, (ειδικά από την σκοπιά του μη εφησυχασμένου δημιουργού), κάθε δικαίωμα να το πράξει. Εξάλλου, η τακτική του αυτή μπορεί να εκληφθεί και ως μία θαρραλέα, ψυχωμένη και καθαρή αναμέτρησή του με τους αναγνώστες του. Δηλαδή, βάλθηκε να τους αντικρύσει πρόσωπο με πρόσωπο, κοιτάζοντάς τους κατευθείαν στα μάτια, πάρα τη σύγχυση και ψυχική ταραχή που πιθανόν να τους προκαλέσει!

Στο τέλος όμως, ο σπάνιος αυτός ποιητής, όπως διαβλέπω, έχει τον τρόπο να τους αποζημιώνει και μάλιστα με το παραπάνω! Γιατί, είμαι απόλυτα σίγουρος πως εκείνοι οι αναγνώστες που θα παρουσιαστούν στην αναγνωστική διαδικασία με γερές δυνάμεις και αντοχές, με πλούσια ευαισθησία, αισθητικά και καλλιτεχνικά χαρίσματα αλλά και με κοφτερή σκέψη, θα μπορέσουν να επιστρέψουν ακμαίοι και ευτυχείς πίσω στην είσοδο του λαβύρινθου του, και από εκεί στο άπλετο φως. Θα έχουν όμως, τώρα, το ξεχωριστό προνόμιο να κρατάνε στα χέρια τους τη μεγάλη κυψέλη με το μέλι της ποίησής του, το οποίο βέβαια θα γεύονται για πολλά χρόνια! Γιατί, επαναλαμβάνω πως, η συλλογή «Η πλαστικότητα των μορίων» είναι ένα προκλητικό βιβλίο, που περιέχει ποίηση ασυνήθιστης ευαισθησίας, πρωτοτυπίας και αφύσικης ομορφιάς με τον δημιουργό του να ξεχωρίζει ως ένα δεινός μάστορας του ποιητικού λόγου!

.

Η ΚΛΙΣΗ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ

ΕΥΤΥΧΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ

Poetix, άνοιξη 2010, τεύχος 3.

«Όπως τα ζώα φέρσου όπως τα ζώα γίνου…»

Ο Γιώργος Καλοζώης στην Κλίση του ρήματος (Φαρφουλάς, 2009), το πέμπτο στη σειρά ποιητικό του βιβλίο, διατηρεί το προσωπικό του ύφος, που γνωρίσαμε τόσο στη Μετατόπιση της γης (Γαβριηλίδης, 2005), αλλά κυρίως στον Ανάποδο κόσμο (Γαβριηλίδης, 2000), το οποίο του είχε χαρίσει το Κρατικό Βραβείο Ποίησης Κύπρου. Είχαν προηγηθεί Η πρώτη δολοφονική απόπειρα κατά του Μακαρίου και οι Μεταμορφώσεις, και τα δύο τυπωμένα στη Λευκωσία και εκτός εμπορίου. Ο αναγνώστης είναι καλά προετοιμασμένος λοιπόν για μια «ημιανθρώπινη κατάσταση», όπου ό,τι περιγράφεται ενδέχεται να μην έχει συμβεί στ’ αλήθεια, αλλά είναι στα σίγουρα αληθινό.
Ο ποιητής, έχοντας επωμισθεί το ρόλο του μάρτυρα, αφηγείται ποικίλες προσωπικές και συλλογικές εμπειρίες, μάλλον τραυματικές. Τα βιώματα όμως φιλτράρονται μέσα από τη φαντασία, αποκτώντας έτσι μια οραματιστική διάσταση, ενώ η συναισθηματική τους ένταση, που απειλεί εκ φύσεως κάθε έντιμο ποίημα, χαλιναγωγείται με τη συνδρομή ενός αξιοπρόσεκτα πλούσιου λόγου, που μπορεί και συνδυάζει την καθημερινή γλώσσα με τη λόγια, ανάλογα με τις περιστάσεις. Ο Καλοζώης δεν διστάζει να αξιοποιήσει στοιχεία της κυπριακής διαλέκτου, τόσο για λόγους μετρικούς όσο και γιατί εξυπηρετούν καλύτερα το περιεχόμενο.
Τα βιώματα στην Κλίση του ρήματος αδιαφορούν για τη χωροχρονική τους κανονικότητα, απωθούν το κυριολεκτικό κομμάτι που συνιστά το ρεαλισμό τους. Αντλούν τον ανθρωπινό τους χαρακτήρα από τον παραμορφωτικό φακό της μνήμης, τις διδαχές της ιστορίας, το φόβο ή τη δυσαρέσκεια για τα επερχόμενα, την αντίσταση στη ζωή εκείνη που εισηγείται τη ναρκωμένη λήθη, την απάθεια, το κέρδος, τη ματαιοδοξία. Τα ποιήματα ξεχωρίζουν γιατί φαίνεται να υιοθετούν τεχνικές όπως ο μαγικός ρεαλισμός, γνώριμες κυρίως από την πεζογραφία. Παράλληλα απηχούν και εξελίσσουν το μετα-υπερρεαλιστικό κλίμα της ποίησης του Σαχτούρη.

«Στρουθία χερσαία / πέρασαν από μπροστά μου / τα τελευταία έκλιναν / στα φορητά τετράδιά τους / τη λέξη όλλυμι / για ποιες εξετάσεις προετοιμάζονταν / κι ενώ απορούσα / φάνηκε γυναίκα πίσω τους γνωστή / […] / κι ούτε με γνώρισε / όπως δεν γνωρίζουν το χρήστη τους / τα πράγματα / κι ούτε μου μίλησε / τα μάτια της ήταν γυάλινα / κι ούτε με κοίταξε γιατί ο / κάβουρας είχε χαρίσει τα μάτια / της στ’ αγόρια του να / παίζουν μπίλιες έξω στην / αυλή του Δημοτικού / κατά τα διαλείμματα» («Η κλίση του ρήματος»).
Το εφιαλτικό τοπίο στη σύγχρονη ποίηση θεωρείται πια σχεδόν δεδομένο. Ο Καλοζώης φαίνεται όμως να αποφεύγει συνειδητά την εξεικόνισή του με την τακτική του εκφοβισμού και του τρόμου. Στα ποιήματα συναντούμε ανθρωπόμορφα ζώα κι ανθρώπους ημιθανείς που δρουν σε ένα προϊστορικό βουκολικό πεδίο σύγχρονων προβληματισμών. Η στάση του ποιητή απέναντι στα πράγματα δεν είναι σε καμία περίπτωση παθητική. Δεν είναι απλώς αυτόπτης μάρτυρας, συμμετέχει σε αυτά.

«…κι είπα να πάω να βοηθήσω / ήταν το θέρος και η ζέστη / θέριευε κι οι μύγες που / αγαπώ χυμούσαν οι πρασινόμυγες / κι εκεί που βγαίνει στον άνθρωπο η φωνή / ακούμπαγαν / […] / κι ούτε που έφυγαν ποτέ / όπως φεύγουν αυτοί που έρχονται / […] / κι ούτε που έφυγαν / ποτέ όπως φεύγουν από / τον άνθρωπο οι πόνοι / μ’ εγχείρηση μ’ εξέταση / με χάπια με ανάλυση / […] / κι ούτε που έφυγαν ποτέ / όπως φεύγει ο Θεός όταν / μπαϊλντίσει απαυδήσει αδικηθεί» («Ο μονόλογος της αράχνης»).

Σε κάποια σημεία η εκτενής αφηγηματικότητα λειτουργεί εις βάρος της στοχαστικότητας, ωστόσο το ποίημα στις καταληκτικές του αράδες επιβραβεύει. Επιπλέον, οι αμφισημίες από την απουσία σημείων στίξεως στρέφουν το ενδιαφέρον του καλού αναγνώστη προς ένα «μαύρο» παιχνίδι νοημάτων, που πρωταγωνιστεί σε μια γκροτέσκα συχνά ατμόσφαιρα μυστηρίου.

.

ΤΑ ΝΥΧΙΑ ΤΟΥ ΚΟΚΟΡΑ

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΓΑΛΑΖΗΣ

«Η Αυγή» 6/7/2014

Με τους στίχους και την ομορφιά

Από τον τίτλο της έβδομης ποιητικής συλλογής του Γιώργου Καλοζώη ο αναγνώστης μπορεί να εικάσει ορισμένους από τους θεματικούς της άξονες: τον πόλεμο και τον έρωτα, το φαίνεσθαι και το είναι. Με την ανάγνωση του βιβλίου, μπορεί κανείς να εντοπίσει και άλλα θέματα, όπως είναι η φθορά και ο χρόνος, η ελευθερία και η ομορφιά, σε αντίθεση με τον κυνισμό και τον υλισμό. Αυτά τα θέματα αποτυπώνονται με το ιδιαίτερο προσωπικό ύφος του Καλοζώη. Στο ποιητικό του σύμπαν δεσπόζουν ποικίλα ζώα που συγχρωτίζονται με τους ανθρώπους με τρόπο παράδοξο, που παραπέμπει στις υπερρεαλιστικές καταβολές της ποίησής του. Μέσω της ασθματικής ποιητικής γραφής του (ελάχιστα έως ανύπαρκτα τα σημεία στίξης) προβάλλονται εφιαλτικά η ρευστότητα και τα ποικίλα αδιέξοδα του σύγχρονου κόσμου.
Οι σημασιακοί άξονες του πολέμου, του χρόνου και της φθοράς όχι μόνο διαπερνούν όλα τα ποιήματα της νέας συλλογής του Γ. Καλοζώη, αλλά συνυφαίνονται και εκβάλλουν σε μιαν κοσμολογική ισοτοπία. Μόνη σταθερά μέσα στο αέναο γίγνεσθαι είναι η ίδια η αλλαγή. Ο χρόνος που συνεπιφέρει τη φθορά είναι, κατά τον ποιητή, ο μεγαλύτερος εχθρός του ανθρώπου (σ. 97). Επομένως, ο άνθρωπος, καθώς υπόκειται στη φθορά και στον θάνατο, δεν είναι τίποτε άλλο “παρά ένας μεγαλειώδης / σωρός ερειπίων” (σ. 69).
Η ηρακλείτεια θεώρηση του πολέμου ως του πατέρα των πάντων επανέρχεται ως καθοδηγητικό μοτίβο σε αρκετά ποιήματα. Ενδεικτικά, αναφέρουμε τα ποιήματα “Αμνησία” (σσ. 73-77) και “Η πλύση του στόματος” (σσ. 93-98). Στο πρώτο σχολιάζεται με λεπτή ειρωνεία το εν λόγω απόφθεγμα: Ο πόλεμος, “που είναι από τους πατέρες ο πιο κακός” “κάνει τους ανθρώπους λίπασμα για τη γη ” (σ. 74) και τα παιδιά, που σκοτώνονται σ’ αυτόν, “είναι το βιολογικό για τους / γονείς φυτοφάρμακο” (ό.π.). Στο δεύτερο οι άνθρωποι εμπλέκονται σε διαφορετικούς ο καθένας πολέμους και συγκρούονται με διαφορετικούς, σε κάθε περίπτωση, εχθρούς. Οι συγκρούσεις των αντινομιών δεν καταλήγουν στην “παλίντονον αρμονίην” του Ηράκλειτου, αλλά συνεχίζονται στο διηνεκές (σ. 97). Εξάλλου, στο ποίημα “Η εποχή του σιδήρου” η ισορροπία του τρόμου αντιπαρατίθεται σε μια παραδείσια εποχή κατά την οποία ο πόλεμος δεν υπήρχε (σσ. 26, 29).
Ωστόσο, η ποιητική κοσμοθεωρία του Γ. Καλοζώη δεν είναι απαισιόδοξη. Όπως διαπιστώσαμε σε άλλη περίσταση, σχολιάζοντας τις πρώτες τέσσερις συλλογές του, στην ποιήσή του “εντοπίζεται μια ενδιαφέρουσα […] θεώρηση της ποίησης ως εναλλακτικού τρόπου ζωής ” [Λ. Γαλάζης, “Νέοι Κύπριοι ποιητές του 1990”, Διαβάζω 499 (Σεπτ. 2009) 98 = Λ. Γαλάζης, Κειμενικές διαθλάσεις, Αθήνα, Ιωλκός, 2012, 282-283]. Η ίδια θεώρηση δεσπόζει και στα Νύχια του κόκορα. Ένα από τα σύμβολα της απελευθέρωσης, στη συλλογή που σχολιάζουμε, είναι ο ποταμός (19). Επιπλέον, το δάσος σημασιοδοτείται ως χώρος της απελευθέρωσης και της μύησης του αφηγητή-ποιητή σε μιαν ύψιστη αλήθεια: ότι, δηλαδή, το απίθανο στο οποίο πείθονται οι ποιητές “είναι το ίδιο / και περισσότερο πραγματικό / κι από το μη πραγματικό” (63). Είναι το υπερπραγματικό, για να θυμηθούμε πάλι τη νεοϋπερραλιστική υφή της ποίησης του Γ. Καλοζώη.
Συνεπώς, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο ποιητής ψέγει τους ομοτέχνους του οι οποίοι περιορίζονται σε μια τέχνη συμβατική που αγνοεί τις μείζονες υπαρξιακές ανησυχίες του σύγχρονου ανθρώπου, όταν γράφει: “[…] ό,τι πείτε το ξανακούσαμε / κι οι ποιητικές συλλογές / σας βιβλία με λογιστικό περιεχόμενο” (σ. 44). Εξάλλου, από τη σκληρή αλλά δίκαιη κριτική του δεν ξεφεύγουν οι πολίτες, που ελέγχονται για τον ευδαιμονισμό και για την αδιαφορία τους για τις τέχνες και για ό,τι εξευγενίζει τον άνθρωπο: “[…] πεθαμένοι πριν να πεθάνουν / αρνήθηκαν την τέχνη τη / λογοτεχνία το μόνο που τους / απασχολούσε ήταν οι μετοχές / τα ακίνητα οι επενδύσεις / και τότε φώναξα πως δε σας / αξίζει τίποτα ύαινες και λέαινες / […] κι έφυγα / όσο μακρύτερα μπορούσα με τους / στίχους μου και με την ομορφιά ” (σ. 81). Ωστόσο, η αναχώρηση του ποιητή εδώ δεν προβάλλεται αυτάρεσκα, με τους όρους του αισθητισμού. Κυρίως σημαίνει τη συνετή και υπεύθυνη στάση του ποιητή ο οποίος διαχωρίζει τη θέση του από τα φαινόμενα της κοινωνικής παθογένειας. Από αυτή την άποψη, θα άξιζε να μελετήσει κανείς το θέμα του δίπολου ποιητής-κοινωνία όχι μόνο στις άλλες συλλογές του Καλοζώη αλλά και στη σύγχρονη κυπριακή ή και την ευρύτερη νεοελληνική ποίηση.

.

Ο ΑΝΑΠΟΔΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΚΟΥΦΟΠΟΥΛΟΥ

protagon 18/8/2011

Ζούμε και σκεφτόμαστε στον αστερισμό πολύκροτων και πολύτροπων κρίσεων. Γι’ αυτό και η αναψηλάφηση μιας πάλαι ποτέ εθνικής κρίσης μέσα από τη ρίμα της ποίησης -εγχείρημα που σε άλλες εποχές θα φάνταζε μάλλον παρωχημένο και ίσως κάπως ύποπτο- αποκτά σήμερα ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Ο Γιώργος Καλοζώης, λοιπόν, στον Ανάποδο Κόσμο, την τρίτη του συλλογή που τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο ποίησης, εύστοχα τολμά να αναζωπυρώσει με την υπερρεαλιστική γραφή του το -μάλλον ξεχασμένο από τη δημοσιογραφική πένα αλλά πάντοτε οδυνηρά επίκαιρο- δράμα της Μεγαλονήσου. Οι στίχοι του, χωρίς να καταφεύγουν ποτέ σε μελοδραματικές κορώνες ή δημαγωγικές υπερβολές, παίρνουν συχνά τη μορφή πολεμικού ανακοινωθέντος και γίνονται ένα προσκλητήριο αγρύπνιας:

να μη συλληφθείς σκοπός κοιμώμενος
έχοντας κουραστεί
από τις έγνοιες τις καθημερινές
από τη διάπλαση των παίδων

Η Κύπρος του δεν είναι το μαγευτικό θέρετρο των διακοπών, ο παράδεισος των επενδυτών ή το νησί των βωμών της Αφροδίτης: είναι η μεθόριος των σκοτεινών αινιγμάτων. Παντού λανθάνει μια αόριστη απειλή, παντού διακρίνεται η ρητή υποθήκη ενός χρέους, παντού αναδύεται η αίσθηση ενός πόνου ωμού χωρίς διανοητική επεξεργασία και αξιοπρέπεια. Οι αμμουδιές με τα φοινικόδεντρα δραπετεύουν από τα ιλουστρασιόν τουριστικά φυλλάδια και μεταμορφώνονται σε βιβλικά σκηνικά αιματηρών θυσιών και κανιβαλιστικών τελετών. Ιπτάμενες αράχνες, ανθρωποφάγοι κάβουρες, θανατηφόρα ερπετά, ισχνά αιλουροειδή, μυθικά άλογα αλλά και μια προκατακλυσμιαία φάλαινα που φέρει σαν γκράφιτι στη ράχη της τα μυστικά του σύμπαντος πρωταγωνιστούν στο θίασο της εντροπίας.

Ο ίδιος -υπέρ του καθήκοντος αιχμηρός όπως το Χ του ΟΧΙ- άλλοτε ως ναυαγοσώστης άλλοτε ως φαροφύλακας -αγωνίζεται μάταια με ξόρκια παγανιστικά και γαλάζια φυλακτά να προφυλάξει τους λουόμενους, να σώσει τους ταξιδευτές από τις παγίδες των εχθρών ή τα στοιχεία της φύσης και να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Η δράση λαμβάνει χώρα λίγο πριν από την ώρα μηδέν.

Ο Σολωμός Σολωμού, ο Τάσος Ισαάκ, ο Πέτρος Κακκουλής (δολοφονηθέντες από το Τουρκικό στρατό κατοχής σε καιρό ειρήνης) κι ο αγνοούμενος ταγματάρχης Τάσος Μάρκου καταφτάνουν ως σύμμαχοι-οδηγοί για την κάθοδο του ποιητή στον Άδη. Είναι “οι ήρωες που περπατούν στα σκοτεινά”, είναι εκείνοι που τραβούν τα καλυπτήρια πέπλα της αλήθειας και φέρνουν τον αναγνώστη αντιμέτωπο με τις παροπλισμένες μνήμες της καταστροφής, με τους πικρούς συμβιβασμούς της καθημερινής ζωής.

Η ποίηση του Καλοζώη, όμως, παρά τον αφυπνιστικό ρόλο που διεκδικεί, παραμένει μια τέχνη ερμητικά υπαινικτική και πεισματικά ιδιοσυγκρασιακή. Τα εξωτερικά ερεθίσματα φιλτράρονται, διαθλώνται, κονιορτοποιούνται και ενίοτε αυτοακυρώνονται μέσα από μια σειρά συνειρμικές ενδοσκοπήσεις. Η εικόνα-παράσταση αισθητοποιεί την εσωτερική περιπέτεια, που προκαλεί κάθε λογική πιθανότητα και εμπειρική μαρτυρία. Η ενοχή παραμένει πάντα προσωπική υπόθεση κι ο εφιάλτης υπαρξιακής κατηγορίας:

Η μόνη αλήθεια του ανθρώπου
είναι τα αίματά του
όλα τ’ άλλα είναι των άλλων

Η Κύπρος αποτελεί σαφώς το συλλογικό αρχέτυπο της χαμένης πατρίδας, τον τόπο της δοκιμασίας, τη γενέθλια γη μιας καταγωγικής αλήθειας αλλά συνιστά ταυτόχρονα κι ένα υποκειμενικό συμβεβηκός, μια αφορμή για να αναμετρηθεί το δέον της φαντασίας με το έλλειμμα της πραγματικότητας. Ο Ανάποδος Κόσμος είναι το αντεστραμμένο είδωλο των φαινομένων στον καθρέπτη των στίχων. Η τελική κραυγή είναι η σιωπή του ποιητή!

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.