ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΠΑΤΕΡΑΚΗ

Γεννήθηκα κάποιον Οκτώβρη μέσα στους αιώνες. Πάλεψα με τα θεριά μου γενναία, φυλάττοντας, με όποιος κόστος, Αξίες και Ιερά. Λάτρεψα τις θάλασσες τους χειμώνες και τις βροχές στις στέγες των ανθρώπων. Δόθηκα,
με πάθος, στην Ουτοπία του Δίκιου και της Αλήθειας. Έγραψα κάθε κρότο και σιωπή, για κάθε ίχνος και σφύριγμα, κάθε σεισμό και χείμαρρο που χάραξε σκίζοντας το δικό μου Είναι. Ζωγράφισα τη λεπτομέρεια εισχωρώντας στα βάθη των πραγμάτων μας. Δεν λιποτάκτησα στην ευθύνη. Στα δύσκολα, μόνιμα, ζυγίζομαι κι αντέχω. Πιστεύω στους Ακρίτες, που μόνο αυτοί ακούν, έξω απ’ τους όχλους , τους ήχους των νερών. Πιστεύω στη λάβα, στην υγρή φωτιά, που μου χάρισε το δρόμο για την Τέχνη. Αυτήν που δεν υποκλίνεται
για μια μπουκιά εφήμερο ψωμί. Που δεν φωτογραφίζεται μέσα σε προβολείς και δεν συνωστίζεται για όποια δόξα. Γεννήθηκα στις 27 Οκτώβρη του 1962,
λένε τα χαρτιά, κι ακόμη γράφω, κι ακόμη εισχωρώ, κάτω απ’ τα φαινόμενα, παραμερίζοντας τις βιτρίνες με τα γυαλισμένα, κι όμοια, καθωσπρέπει υποκριτικά πρόσωπα και λόγια.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

1. Ενδιάμεσος Αντίλαλος, (Ίδμων)
2. Ο δραπέτης, (Μπαρτζουλιάνος 2009)
3. Η διαθήκη μου – το ένα (Βακχικόν. 2013)
4. Φύλο: Μονομάχος, (Βακχικόν 2013)
5. Το σκισμένο καλσόν, (αυτοέκδοση)
6. Πλουτώνιο άλγος μου (24 Γράμματα 2020)

.

ΠΛΟΥΤΩΝΙΟ ΑΛΓΟΣ ΜΟΥ (2020)

Πράξις Πρώτη

«χιονισμένος σπαραγμός»

όλα τα τρένα που έφυγαν στις οκτώ
έχασαν τις πόλεις, κι έμειναν
από ώρες, σε ράγες ανύπαρκτες
/ από τότε σε ανύπαρκτους σταθμούς σε περιμένω
και πάντα σε έχω προαιώνιο μυστικό μου
μυημένου σταθμάρχη σε αμέτρητους καιρούς –
άχρονο σφύριγμα κλειδούχου ασύνορου
και χέρια ομιχλώδη με άσαρκο ραντεβού
σάρκινης νύχτας μου, σαν αρχαίων θεών /

ΑΝΑΔΡΟΜΑ ΤΡΕΝΑ

Στον αυτοκρατορικό μου ιστό
/ η βόρεια λεοντή μου τρομάζει αιώνα το βήμα /
με επαίτες νωπούς μυστηρίων
που χαρακώνουν το δέρμα
και τα οστά σφυρίζουν ανάδρομα τρένα
όταν σαλεύουν τα χέρια μου
σαν όνειρα ιερών εντολών
στο μαύρο νερό με το αίμα μου –
κίονα των μυρίων γλωσσών μου
σε φθινοπωρινή ουλή
κάτω απ’ τα ξερόφυλλα
των πλεγμένων ίσκιων μου
στο χρώμα που αντιπάσχει φυλακή
και λύτρωση
ανάμεσα στα άκρα των φυλών μου
/ άνεμος να ευωδιάζει η δίψα μου
κι εσύ να σπας την γυμνή μου λάμπα
στους ασπρόμαυρους δεσμώτες μου. /
Ανάδρομα ένα
κατοικούν στα φώτα μου
που χορεύουν σαλεμένες πληγές
στις θηλυκές εκτάσεις μου
πάνω απ’ τους λόφους των σπάργανων
και μέσα στον προαύλιο σπασμένης μήτρας
με την κατάβαση των θεών μου._

ΛΥΓΜΟΙ ΠΤΗΣΕΩΝ

Κι ενώ σκίζονταν τα οστά μου,
οι δαιμονικές καταπτώσεις,
τα θεριά σας με τ’ αλησμόνητα νύχια,
τα βλέφαρά σου που έκλειναν στις αστραπές
τους μήνες των ακατοίκητων επιβατών μου,
οι ίνες μου που βοούσαν στα στενά των
σιδερένιων χειλιών σου
στα οστά μου, ενώ σκίζονταν,
οι σκιές σας,
οι σκιές σου με οπισθογωνία
κυνηγούσαν κυνικά τις πελματικές μου προβολές
τους γύψους των σωθικών μου και
τα ράμματα στα αρχαία γράμματα των εντολών
με τον ερωτικό λυγμό των ανέμων μου
και την χλευάζουσα ροή των κόσμων
στο απόκοσμο των πεπραγμένων μου
με τα θωρηκτά των σειρήνων σου
στις οδύνες των πτηνών μου
και στα σκουριασμένα τρένα
που στέρεψαν από επιβάτες
αφού ο θεϊκός τοκετός
αφύπνισε την δίψα μου,
με σκισμένα οστά,
να ξεσκονίζω το μικρό παράθυρο
στο φίλημα των ανεμώνων
παλαιότητας των παρόντων
με το αίμα των δειλινών χειλιών μου
που ποτέ δεν γνώρισες.

ΝΥΧΤΕΣ ΛΩΤΟΦΑΓΕΣ

Μετά τη νύχτα
ακολουθεί η πέτρα,
η φωνή της πέτρας και
το αδιάβροχο της μετάβασης
με γαλότσες θανάτων
από εγχάρακτους μύθους
ερωτικών ήχων στο
καταβάσιο της ομίχλης,
μ’ ατσάλινη ρίζα
στις στριγγιές του κενού,
όταν ο νεκρός αναδύεται
λευκός οίστρος
από καπνούς μέθης
και αναπάντητη κλήση
στην πιστότητα των λωτών.

ΠΛΟΥΤΩΝΙΟ ΑΛΓΟΣ ΜΟΥ

Άντε να πιάσουμε “Μεσάνυχτα” -!-
Οι ζωντανοί ξεχείλισαν τους τάφους
κι οι ιαχές των νεκρών τσουλάνε τα τρένα
της οργής.
Λίγα δέντρα ακόμη
και φτάνουμε το Δάσος –
πλουτώνιο άλγος
το τρίξιμο των ονείρων μου,
να περπατάω στις ρωγμές μου
με τα χέρια άκαμπτα
να σε βρω στο σύνορο.
Να με κόψω με κεραυνό
σαν καμένη πυξίδα
που ναυάγησα τα πόδια μου
με τρύπιες βάρκες
που σάπισαν τα πέλματά μου
Από εξέγερση μοναχική
σε συνάντησα στην ομίχλη
– αγνώριστος, είπες
και ήμουν σιωπή
στα σπασμένα σκαλοπάτια σου –
η τελευταία αμαρτία μου – πράξη
που με έχρισε φυγή
Να βαδίζω στα τρένα
Στις σκεπές που καπνίζουν
να καπνίζομαι.
Να καπνίζω απαγόρευση
να με γεμίζω νέφη
Τη μεσαιωνική ηρεμία της πόλης μας
οι πόλεις μας ξαφνιάζονται με τα τρένα –
η μόνη παραφωνία στις κρεμάλες,
στις φωτιές που καταδικάζονται οι έρωτες,
στα τρύπια μου μάτια που σε έχασαν.
Κάπου στο χθες
η παρερμηνεία των περιπτέρων
που σε περίμενα.
Που σε περίμενα μ’ αναμονή βαθιάς νύχτας
που σκουριάζουν τ’ αστέρια
στη μηχανικότητα της φύσης
με παγωμένο ουρλιαχτό
να γυρίζει, να γυρίζει, να γυρίζει..
– παγωμένος δακτύλιος στο λαιμό μου
να γυρίζει!!!
Το ένα μου χέρι κλείστηκε στο περίπτερο –
γκρεμισμένο του χθες μυστικό –
Το άλλο σε ψάχνει
με σκιές – πόδια
κι ανάμνηση δαχτύλων –
τα νύχια που τρυπούν τη σάρκα μου
πάνω απ’ τους τάφους των ζωντανών
και νεκρός αναδύομαι ταξιδιώτης
σαν διώκτης μου – τρένο,
η τελευταία αμαρτία μου
και πρώτη φυγή μου,
να σε έχω χάνοντας τις βάρκες του μυαλού μου
με πόδια γυμνά στο σταθμό “Μεσάνυχτα” –

Ο ΤΡΕΛΟΣ ΤΟΥ ΜΥΑΛΟΥ ΜΟΥ

Ξεκουράσου μωρό μου!
έχω μια σταύρωση να με φτάσω
και θα ‘μαι κενός
σαν πλοίο
που έπιασε ομίχλη στα μάτια μου
στα τυφλά μου χέρια
με δάχτυλα τσιγάρα
τερματικός
Επιβαίνω άκαμπτος
με οστά ιστία
από νυχτωδία φυγής
Τα πόδια σου
στον οίστρο της βροχής
τα ρούχα μου
χτυπάνε παραθυρόφυλλα
στα μάτια σου
τα μάτια μου … δεν έχω
Κράτησα γεύση
για να ταξιδεύω
στ’ απώτερο
και μίλησα τη γλώσσα σου
για να διψάω το βυθό
Το κατάστρωμά μου
διαμελισμένο το σώμα μου
ο τρελός στο μυαλό μου
στην πρύμνη των ονείρων μου
η φώκια στην άλλη άκρη
Μην κλαις -!-
έχω να μετρήσω τις κλειδώσεις μου,
στα μπουντρούμια των ιδεών μου
και θα ‘μαι προσεχώς
Την ώρα που κατέβαινα σταθμός
το λιμάνι υποχώρησε.
Ήσουν-;-
Έμαθες ένα πλοίο να κλαίει
Έχεις ακούσει πλοίο να κλαίει;
Είναι να κάμπτεται ο καιρός
και πάλι ατέρμονος
να επιστρέφει μυστικός.
Είναι ο ίσκιος
της Σελήνης στα σπλάχνα μου
κι εσύ που έβλεπες
ακούς;
Στα πόδια σου το φουγάρο μου
σαν πάντα πειρατικός.
Μην ξυπνάς μωρό μου,
ακόμη βρέχει
και στ’ αστέρια δεν έχει σταθμό.

ΑΜΑΡΤΙΕΣ ΝΕΚΡΩΝ

Όταν πέθανε
άρχισε να γαβγίζει το αίμα μου –
συλλαλητήριο στη σιωπή –
Δάγκωσα και το κόκαλο,
για ‘κείνο το θείο κλάμα
που ειρωνεύτηκαν οι αμαρτίες των νεκρών
Μεγάλης Παρασκευής ανάστημα
Κι όταν το “σ’ αγαπώ” ανιχνεύτηκε στις φλέβες μου
πριόνισα το αίμα μου
να σε κρύψω για πάντα
μυστική συμφωνία στο μέγαρο της κόλασης
και τα σκυλιά σιωπούσαν.
Απ’ τους αγέρωχους ουρανούς
έτρεχε βροχή στα χέρια μου –
παράθυρο στο κενό
που αποδείχτηκε μάταιο
στο λεκτικό σου υπερφίαλο
να μην υπάρχεις, και
γαβγίζω κι εγώ –
το μόνο που μπορώ
να φυλώ τη μνήμη
για να βρίσκεσαι τη νύχτα
στο δάσος
μέρα βροχής σε κέντρο ασπρόμαυρο
και να καπνίζω αποχωρισμό.

ΠΟΡΕΙΑ ΦΩΝΕΣ

Άκουσα τόσες διαδρομές
που χάθηκα στις σιωπές των φωνών τους
μόνο σαν τρένο πέρασα, σα σκαλοπάτι τρένου,
σα θύμησή του σε άγρυπνους σταθμούς –
λίγο πριν το σύνορο,
όταν σαρώνεται το σύνορο με χιονοθύελλα,
πάντα βοράς, που τρελαίνεται το μάτι στην ανάβαση,
που λυγάει και το ίχνος, μια κουκίδα, μόριο δακρύου,
που μόνο βουβό λαχάνιασμα σε πόρτα κλειστή,
να ψάχνω δίχως δάχτυλα την υφή του παλμού της,
το χρώμα της, όταν ανοίγει το άπειρό της,
όταν κλείνει, το χρώμα της ποιο
να ψάχνω το κώμα της, όταν
δεν την χτυπάει κανένας
με μάσκα οξυγόνου η κλειδαριά της
να της κρατάω το χέρι μέχρι το τέλος
γονατισμένος, κρατώντας την ανάσα μου,
να μην προκύψει ξαφνικό.
Στην ταφή πάλι ακούω διαδρομές. Μέχρι το τέλος διαδρομές.
Και οι νεκροί να διαδηλώνουν πάνω απ’ τον τάφο μου
Και να παγώνω ψάχνοντας κι άλλο μια κουκίδα επιγραφή.
Πορεία φωνές σε σιωπές μαρμάρινες
με χρώμα άχρωμο
και μόνη γνώση ιερογλυφικά καμώματα της θάλασσας,
που συντρίβει τη θάλασσα –
όμοιος ομοίω –
κι ακούω διαδρομές – πάντα βοράς ο ερωτικός
σε πόρτα κλειστή._

.

Πράξις Δευτέρα

«Στα δέρματά μου τα τρένα σου»

Σε σκίζει το νερό παραβατώντας στους νόμους των θεών.
Έγκατα φιλιών οι φωνές των αρχανθρώπων.
Κι οι ουρανοί κατεβάζουν ορδές σκορπιών –
ομάδες αυτοκτονίας πάνω από παλίρροιες επιβατικών ονείρων

Τόση σάρκα, παλλόμενη, κρυμμένη στο μυαλό μου, κι ούτε ένα πλοίο στο
χάος του κορμιού / εκτός από το σφύριγμα της έρπουσας καρδιάς μας,
που κάποτε υπήρξες στην ψυχή μου, κι εγώ σπασμένος οίστρος – στο
χάραγμα των άδικων χειλιών σου – μολυβένιος ανάπηρος στο φλόγιστρο
της χλιδής σου. Σ’ έναν ξεκούρδιστο χειμώνα, οι χθεσινοί σφυγμοί
στηρίζουν σταυρό στο ιπτάμενο περιβόλι που χιόνισε το ανεύθυνο των
πειρατικών σου. Και όμως, ιερουργώ / με τα νύχια να σκάβουν τη νύχτα
χάρτινα καρναβάλια – καμμένη σάρκα που άδειασε θρήνο γιορτών /._

*  *  *

Καμιά φορά οι καρποί μου γυρεύουν τις παλάμες τους – μόνο
ομπρέλες σπασμένες με κρύα μυστικά. Μια τέτοια νύχτα, λιώνουν
τα δάχτυλα στη φωτιά που αναμασάει παραμύθια πως κάποτε
υπήρχαν ξωτικά. Κι οι δαίμονες σκίζουν τα χείλη μου. Ακούς που
καίγονται κι οι αιώνες -;- δεν υπήρξαν ποτέ μες στη ζωή αιώνες..
-!- Όλα στριμώχνονται σε μια τελεία αιμάτινη και πνίγονται πριν να
καλπάσει η γιορτή. Ό,τι μένει, σαν ανάμνηση, ξεφτιλίζει τ’ αποσιωπητικά
παγίδα ονείρου. Ακούς που καίγονται τα δάχτυλα

*  *  *

Στα κρατητήρια των δακτύλων μου – τα φθαρμένα παπούτσια μου, με
τις φλέβες λυμένες να σέρνουν το άτακτο χώμα (ένα συν ένα τα φυλακτά
της ωρίμανσης – προλογική νηστεία ο δρόμος της αποκάλυψής
σου). Στο αχανές δέρμα που σβήνει σαν ορίζοντας στην προσμονή μου,
η προσμονή μας διχοτομείται από βροχή να παίρνουν μνήμη τα
παράθυρά μας, να βλέπουν νερό τα χέρια μας κι ανέμους. Τα παλιά μας
βήματα να εντείνουν τη θάλασσα και να μας βρίσκουν πέτρινα λάφυρα
λάβας ηφαιστειακής και μακρινή συντέλεια. Ενορχηστρώνω εισπνοές
σε χορούς ιερών, με λαβωμένες κερκίδες παλιών φαντάρων στ’
απόσταγμα των φυλακίων και σου μιλώ σε σπάραγμα. Στ’ άρωμά σου
η βροχή με όλα τα περιστατικά της κοσμογραφίας κι η πληγή.

*  *  *

Μύριες φορές σημάδεψα το θεό μου με τη λησμονιά του θρύλου μου.
Κάποτε τρυπωνόμουν στα στερνά αντίο της σάρκας μου μέσα σε ραφές
βλεμμάτων ανυποψίαστων δειλινών και με γονάτιζα με απορίες ανάστασης.
Κάποτε σύχναζα σε στύσεις μυαλών βράδια στο άπειρο. Μετά
έτρεμα να σωθώ τον πανικό μου μέσα στην απόρθητη φωνή του όλου
μου. Κάποτε ναυαγούσα στην Άνοιξη του τρίτου τοκετού ενός μετώπου
φωτιάς. Τότε, έκραζα κουκουβάγια στο δέντρο το γέρικο των καιρών
της θύελλας. Δίχως φώτα συνήθιζα ν’ ακολουθώ πυροφάνια, μέχρι που
κουτσός ανακάλυψα την πηγή της απορίας: “Ζει ο Αλέξανδρος Από
τότε, κολυμπώ μονάχα διαιωνίζοντας την απάντηση στο χάος των υδάτων.
Από τότε, τα ύδατα σταμάτησαν να με καλύπτουν. Ξεβράζομαι ένα
δάχτυλο με τένοντα σπαρμένο σε άμμο απάτητη. Μόνο η αύρα γνωρίζει
την κυριαρχία της δίψας μου και το μαρτύριο της οδοιπόρου αναπνοής
μου. Κουκίδες τα σωθικά των λεπτών μου στις επικλήσεις των μελών μου
Από τότε θρυμματίζομαι ανιστόρητος σε θαλασσινές αμαρτίες.

*  *  *

Ισορροπιστής σε χρόνο απάντα στο αχανές μιας φωτιάς. Νεκρός και
ζωντανός, σαν κύμα που πρόκειται να συμβεί και σαν κύμα που συμβαίνει
ανάμεσα σε Ήλιο και Σελήνη. Την κατάλληλη εποχή, τον κατάλληλο
χρόνο στο τικ του ρολογιού ποιος είναι ο θάνατος και ποια η ζωή
Ποιο Φως χύμα στο χύμα του απέραντου Απόψε με πίνω στο σκοτεινό
μου υπόβαθρο σπαραχτικών σκοπών, έξω απ’ τα ρήγματα των δίπολων.
Χρειάζεται μια σκόνη στα μάτια να μιλήσεις κενός. Ίσως μια
ψευδαίσθηση που έφτιαξα να υποχωρεί το τέλος μου. Το απέναντι μου
– ο Λυκαβηττός στις καμπύλες του τρία, να γεμίζει το οδοιπορικό κάτι
πλήρες σπαραγμών. Έτσι φυσούν τα κενά με καλάμι τους ήχους των
μαρτύρων, που επιστρέφουν ψαρεύοντας άστρα στο απόλυτο σκοτάδι
κάτω απ’ τη σκόνη των τσίγκων με τις σημαίες και τα παράσημα. Κι ας
μη βρέχει, μας φέρνει η βροχή.

*  *  *

Γυμνός από κορμί ερωτεύομαι σάρκα κόσμιων κόσμων. Πώς να ορίσω
τα φιλιά μου εδώ όταν τα χείλη τους – μαχαίρια με σφάζουν -;- Όμως, μ’
αυτά πορεύομαι. Σε κακόφημα ξενύχτια δηλητηριάζομαι την επόμενη
νύχτα να είμαι έτοιμος, με τα κορίτσια του δρόμου τ’ άμαθα, να κάνω
καράβι φυγής. Επικαλούμαι το θάνατο. Ανάμεσα σε θανάτους ζω πατρίδα.
Άρμα φωτός ξενιτεύομαι, με σπίθα μάτι. Έρχονται τα νερά καταιγίδα
στη σκέπη μου. Μένω αταβάνιαστο φυλαχτό οργής. Θέλω να ταξιδέψω
στο χώμα και φτάνω στο άπειρο. Δεν έχει νέο. Δεν έχει παλιό.
Δεν έχει τόπο. Παύω ν’ αναζητώ. Νεκρώνω το χρόνο, και, πάλι ύδατα –
απ’ του πουθενά το πάντα. Δεν έχει τέλος η οδός. Εντέλει θρυμματίζομαι.
Έτσι, ως περαστικός, και βυθισμένος. Γι’ αυτό αργούν οι άναρχοι να
μου μιλήσουν. Τους κάνω κόλπα κι εγώ. Τους παίζω και τους κρύβομαι.
Ο πόλεμος σφυρίζει, τον ακούς; Φοβούνται οι ανάσες και κρύβονται. Μα
όρκο έχω δώσει τιμής απ’ τα παιδικά μου: Ετούτον τον πόλεμο θα τον
λύσω με σφύριγμα πνοής δικής μου. Είναι πλατύς ο βυθός της φωτιάς.

Είμαι εκείνος ο βλαμμένος σχοινοβάτης, μοιάζω παράταιρος. Δεν έχω
χέρια. Καήκανε στα πάθη. Μόνο τιμή κρατώ κι ισορροπώ ένα σκισμένο
δέρμα, απ’ τα φρικιά που τρώνε τη λάσπη μου. Άστρο δεν έχω. Σκόνη
καταπίνω. Σκόνη ξερή. Με σκόνη τρέφομαι. Με κρατούν, δυο κουρέλια
δάκρυα, που πλάστηκε η αθωότητά μου. Κι εκείνο το κορίτσι που τρόμαξε
από τον κεραυνό, κάποιο βράδυ στον παράδεισο.

Κι είμαι ο Μέγας Αλήτης των αιώνων. Τρομάζουν οι άνθρωποι όταν με
βλέπουν. Γίνομαι ίσκιος της σκιάς μου. Ίσκιος στον τοίχο μου. Τέσσερεις
τοίχοι. Ο ένας με κρατά. Οι τρεις σκοντάφτουν στο Ένα μου. Έτσι, μπορώ
να εξιστορώ τ’ ανείπωτά μου.

.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΑ

ΩΡΑ ΜΗΔΕΝ

FRACTAL  2/2/2022

Κι είναι σαν άξαφνα πιρουέτες να γλιστρώ σε χρόνο αλήτη. Ώρα μηδέν, και κάτι ακόμη νότες αστροφεγγιά. Σε παγκόσμιο θίασο μ’ απόκρημνες μέρες. Σε ψάχνω. Νύχτες φευγιά, απόφαση αστραπή. Ξεφεύγω τα ορισμένα. Είναι οι νύχτες κομμάτια σπαρμένα στην πλάνη του μυαλού μου. Εμπύρετος τρελά, κι εντέλει χύνονται λάβα. Κάπως έτσι, ξύπνησα την πιο δικιά μου ώρα. Ν’ αγγίζω άστρα και να γίνεται εσύ. Να χτυπά το τηλέφωνο και να πνέει εσύ. Να πληκτρολογώ κάθιδρος και να τρέμεις εσύ. Πόσα χρόνια – σκαλοπάτια έπρεπε ν’ ανέβω για να ‘σαι εσύ; Πάντα σ’ έψαχνα. Θέλησα να σου πω, να σε ψιθυρίσω απόψε: «Φεγγάρι μου..», μα δίπλωσα σεντόνι τη φωνή, μην ακουστεί. Πάντα σ’ έψαχνα. Τα βράδια, που είσαι μόνη, είναι τα βράδια της κατοχής, κι απαγορεύονται οι κρότοι. Την προηγούμενη της τρέλας μου, που δοκίμασα τις αντοχές του καθρέφτη μου – μετωπική η σύγκρουση – δάγκωσα τα γυαλιά να κρύψω τις αποδείξεις. Έραψα τα χείλια και δέθηκα στο κρεβάτι να παίζω το νεκρό στο τσίρκο της πόλης. Και τότε σ’ έψαχνα πιο πολύ. Μα τότε, ακόμη δεν ήσουν. Είναι απρόσμενες οι γεννήσεις των ανθρώπων, για να ‘χει ενδιαφέρον το κύμα της ζωής. Έχω περάσει αιώνες κι αιώνες, μα σαν και τούτον δεν ξανά ‘χε. Είναι που ανεβοκατεβαίνουν τα σύμπαντα, για να προλάβουν τις εξελίξεις. Είναι που τα κτήνη πριόνισαν τους κορμούς των ζωών. Τα σκαλοπάτια μου, τραγικά κατεστραμμένα – απείρων ρίχτερ οι σεισμοί. Πάντα βράδια ανεβοκατεβαίνω με σκοινί απ’ το παράθυρό μου. Σκιά, σκιές και χάνομαι τις πιο δικές μου ώρες. Να σε ρωτήσω θέλω, πού και πώς; Πώς ήρθες να με βρεις; Μετά τη σταύρωσή μου, να σου πω, σαβανώθηκα βρεγμένες μέρες, αναστάσεις δειλών, και τάματα. Είχαν όλοι θελήσει ν’ αποδιώξουν τα θαύματα. Υπεκφυγές ονείρων, κι Εσύ ερχόσουν τις πιο δικές μου ώρες, που είχες πει. Πού βρήκες και πώς; Είναι σημαδεμένα στα χέρια τα χνάρια ; Να ‘ναι που θέλω στο όνειρο να κυβερνώ; Σε ψάχνω. Εντολές χίλιες και δέκα ανοιγοκλείνουν την καρδιά μου. Διάπλατη αυλή με ίσκιους φιλιά. Να εισέρχομαι ιδρώτας σε πόρους – ναούς μυστικούς – κρυφά μονοπάτια για τους τρελούς. Μύστης μιας τρέλας, ανείπωτης εξορίας από τετράγωνα μυαλά, που στέγνωναν τη σάρκα, και έρημο γέμιζαν ανηλεώς. Ήρθες. Ήρθες; Η γλώσσα μου θεριό, με κεφαλίδα επιγραφή ατύλιχτη από γάζες. Παγωμένο το αίμα στη χαρακιά του στόματος. Πίσω τα κάγκελα βυθισμένων φυλακών στο γκρέμισμα της αναμονής. Είναι που πέρασα όλους τους αιώνες, κι οι ορίζοντες μετατοπίστηκαν, καθώς οι πόλοι αγρυπνούν στην επανάσταση. Ήρθες. Θα σε φιλήσω με τα χείλη των ματιών, πιότερο βαθιά τα θέλω εκεί. Είναι χιλιάδες οι ορμές. Πώς να προλάβουν τα χείλη να κοιμηθούν όλες σου τις εποχές ; Κι η γλώσσα βροντή, μα μην διστάσεις. Είναι που άλεσε σπασμένα τα τζάμια των μορφών μου. Καθώς που σε περίμενα αγρίευαν οι φλέβες, και λάσο γίνονταν να συλλάβουν το χρόνο το θνητό μου. Σ’ έψαχνα πάντα. Κι εσύ τις πιο δικές μου, ζήτησες, στιγμές. Κι είναι ο χρόνος τώρα ο σωστός. Ακριβώς οι δείκτες. Οι δείκτες όλοι σημαδεύουν βροχή. Πες μου τώρα.. Ποια είναι η φωνή σου; Πρέπει να κυματίσει ξανά η θάλασσά μου. Πάει καιρός, που τα καράβια μου άφωνα έσβησαν στην ξενιτιά. Να σ’ ακούσω θέλω. Πες μου πολλά στις σιωπές σου. Αύριο μπορεί να έχω διαγραφεί. –

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΠΛΟΥΤΩΝΙΟ ΑΛΓΟΣ ΜΟΥ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΛΤΑΣ

LITERATURE.GR 5/10/2023

Η Ευαγγελία Πατεράκη με την ώριμη γραφή της στέκεται, παρατηρεί, γράφει

Διαβάζοντας την ποιητική συλλογή Πλουτώνιο άλγος μου (εκδόσεις 24γράμματα, 2020) της Ευαγγελίας Πατεράκη μπορεί κανείς να διακρίνει και να καταγράψει τα βασικά εκείνα στοιχεία που δομούν τον ποιητικό κόσμο της δημιουργού, καθώς και να αντιληφθεί την προσωπική της μυθολογία. Λόγος χειμαρρώδης που παραπέμπει στη συνειρμική αλλά όχι αυτόματη γραφή, λόγος αλληγορικός διανθισμένος άλλοτε με ενδιαφέρουσες υπερρεαλιστικές εικόνες και άλλοτε με στοιχεία αντιποιητικά και στοιχεία προφορικότητας. Τίγρης η φωτιά/ που καίει τα σπλάχνα μου-/ καταραμένη η Στιγμή[1], Έμαθες ένα πλοίο να κλαίει./ Έχεις ακούσει πλοίο να κλαίει;[2] Ακόμα και η στίξη υποτάσσεται στον λόγο της ποιήτριας και στον απώτερο στόχο της, που δεν είναι άλλος από το να εκφράσει και να εκτονώσει μέσω της γραφής το βιωμένο άλγος. Κυριαρχεί το πρώτο πρόσωπο, ενώ συχνά ενυπάρχουν στα ποιητικά κείμενα της συλλογής στοιχεία απεύθυνσης και αποστροφής (β΄ πρόσωπο), όπου η ποιήτρια διαλέγεται με ένα – υπαρκτό ή μη υπαρκτό – πρόσωπο. Είναι χαρακτηριστική και εμφανής η διάθεση αντίστασης και αντίδρασης σε όσα προκαλούν άλγος στο ποιητικό υποκείμενο. Ο πόνος – σωματικός και ψυχικός – αποτελεί ένα κομβικό στοιχείο της συλλογής μαζί με την συνεπαγόμενη προσωπική ήττα του ποιητικού υποκειμένου. Κάτω απ’ τα ξερόφυλλα/ των πλεγμένων ίσκιων μου/ στο χρώμα που αντιπάσχει φυλακή/ και λύτρωση[3]. Τα ποιητικά κείμενα είναι γραμμένα σε ελεύθερο στίχο, στο πρώτο μέρος της συλλογής, το οποίο χρησιμοποιεί τη θεατρική σύμβαση «πρώτη πράξη», ενώ στο δεύτερο μέρος της συλλογής, «δεύτερη πράξη», η ποιήτρια έχει επιλέξει τη μορφή του πεζού ποιήματος.
Η ψευδαίσθηση, οι θύμησες, η προδοσία και η ματαίωση σχετίζονται με την άβυσσο, το χάος, την παρακμή και τη φθορά. Στα ψέματα ζούμε/ Με καρκινογόνες μουσικές/ αληθινά χορεύουμε[4]. Το ποιητικό υποκείμενο βρίσκεται σε μια διαρκή πάλη, μια μονομαχία τόσο με τον ίδιο του τον εαυτό, όσο και με τους γύρω του, ακόμα και με αγαπημένα πρόσωπα, τα οποία, συνήθως, ανήκουν στο παρελθόν και απουσιάζουν από το παρόν. Κι ενώ σκίζονταν τα οστά μου,/ οι δαιμονικές καταπτώσεις,/ τα θεριά σας με τ’ αλησμόνητα νύχια,/ τα βλέφαρά σου που έκλειναν τις αστραπές/ τους μήνες των ακατοίκητων επιβατών μου[5]. Το ποιητικό υποκείμενο αρνείται εαυτόν σε μια προσπάθεια απόδρασης απ’ το τετελεσμένο. Κι αφού μ’ αρνήθηκα τρεις/ -είχες αρνηθεί τον απύθμενο κορμό μου-/ θυμήθηκα την έλλειψη των κολάσεων/ στον κήπο των παραδείσων[6]. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το γεγονός ότι επανέρχεται σταθερά στη συλλογή με τη συμβολική του διάσταση το τρένο. Οι ζωντανοί ξεχείλισαν τους τάφους/ κι οι ιαχές των νεκρών τσουλάνε τα τρένα/ της οργής[7]. Το τρένο, ως ποιητικό μοτίβο, συμβολίζει το ταξίδι, την ταχύτητα, τη διαδρομή, την αίσθηση του φευγαλέου και αενάως κινούμενου, τον προορισμό. Δε θα σφυρίξω ποτέ σαν τρένο που φεύγει. Ράγες θα μείνω για τους αταξίδευτους, που στον καθρέφτη χάραξαν τα χείλη τους που διψούσαν αστραπή[8].

Από την ποίηση της Πατεράκη δεν απουσιάζει ο έρωτας αλλά και ο θάνατος. Ο έρωτας, συνήθως, είτε ανήκει στο παρελθόν είτε απουσιάζουν οι ευνοϊκές συνθήκες, ώστε να ευοδωθεί στο παρόν. Στους σβώλους των δαχτύλων μου,/ στις άκρες των δεινών μου -/ τα γήινα είδωλά μου-/ τρυπώνεις αυθάδικα από μιαν άλλη εποχή […][9]. Πάντα βοράς ο ερωτικός/ σε πόρτα κλειστή[10]. Να ξεκουμπώνεις με ταχύτητα σκότους τα μάτια μου/ εξοστρακίζοντας τα φιλιά μου[11]. Ο έρωτας για την ποιήτρια είναι επικίνδυνα Ιερός στις σάρκες του παλιρροϊκού μυαλού[12] της. Το ποιητικό υποκείμενο πεθαίνει και ανασταίνεται, κατά τη διάρκεια αυτής της εσώτερης πάλης: Μια κόντρα της φωνής μου/ με το σύμπαν-/ έκσταση του σύμπαντος/ απ’ τα αναπνευστικά/ να σπάσουν τα δόντια μου/ να εκραγεί ο ήχος/ στη διάπυρη τρικυμία[13], ενώ άγριες ομίχλες/ επιμένω νεκρός-/ έτσι μπορώ να οδεύω συνεχώς[14], διατείνεται η ποιήτρια, η οποία αναζητά τη λύτρωση, όταν όλα στριμώχνονται σε μια τελεία αιμάτινη και πνίγονται πριν να καλπάσει η γιορτή[15]. Το ποιητικό υποκείμενο λησμονεί και άλλοτε επιδιώκει να λησμονήσει. Δε θυμάμαι πότε πέθαινα. Δεν κράτησα απ’ το χρόνο ούτε τα ρολόγια του. Μόνο τις αισθήσεις των θανάτων μου κατέχω και, της μάνας το τίναγμα των σεντονιών κάθε που με γεννούσε[16].

Η Ευαγγελία Πατεράκη με την ώριμη γραφή της στέκεται, παρατηρεί, γράφει. Δε μένει αμέτοχη στα γεγονότα, δεν κλείνεται στη σιωπή της αλλά με λόγο δυνατό και στιβαρό εκθέτει εαυτόν και περιβάλλον. Κι έτσι τρελός με θάβω και με θάβω, για την απόδειξη της ανάστασης στο καρνάγιο των ωρών μας[17]. Κι όσο ανεβαίνουμε επίπεδα, σε παράλληλα επίπεδα, αιμορραγούν οι ανάσες μας, που δεν μπόρεσες να παραδεχτείς ότι το νεύμα μου είναι το γέμισμα του νωπού δειλινού με δίχως εποχές και χώματα […][18]. Δε φοβάται να αντιμετωπίσει την οδύνη και ως σχοινοβάτης με τιμή κρατά και ισορροπεί μεταξύ αθωότητας και συντριβής, σοφίας και πλάνης. Και η γλώσσα της είναι θεριό που αγρυπνά, για να αναμετρηθεί με τους δαίμονές της, τη σιωπή, την προσωπική της, και όχι μόνον, επανάσταση.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΤΣΙΡΗ

FRACTAL 08/12/2021

Προς αποκρυπτογράφηση

“Πλουτώνιο άλγος, το τρίξιμο των ονείρων”, είναι ο χαρακτήρας, στην αλήθεια ο πολύ βαθύς χαρακτήρας της ποίησης της Ευαγγελίας Πατεράκη, ζυγιασμένης σε μια εξέγερση μοναχική
Μια ποίηση που προχωράει πιο μέσα από την τέχνη, στην ουσία της
Στο σκοτεινό εργαστήριο του νου
Η Ευαγγελία Πατεράκη είναι ένας ερημίτης των μουσικών του απόκοσμου,
κρύβει μια πολυεπίπεδη θέαση των πραγμάτων
Χρησιμοποιεί συμβολικά όψεις της ανθρώπινης κατάστασης σ’ ένα οντολογικό πεδίο αισθημάτων μ’ ένα εικαστικό φορτίο αξιοθαύμαστο, που υπερβαίνει το προφανές στη σκέψη
Με την επίγνωση ότι τίποτα δε συμβάλλει σ’ έναν ξεκάθαρο ορισμό της ποίησης,
– σίγουρα της δικής της – αρνείται ουσιαστικά να τη στριμώξουν σε οποιοδήποτε διαχωρισμό οι οπαδοί των παραδοσιακών λαϊκών διαχωρισμών
Άνθρωπος βαθιάς ευαισθησίας, είναι φανερό στο έργο της πως βιώνει στο έπακρο την αρνητικότητα και το σάπιο του κόσμου την άρρωστη συνάφεια
και τινάζει κεραυνούς στους αχανείς θανάτους που χρωματίζουν το περίγραμμα της γης
Συνομιλεί με τον αναγνώστη σε μια άηχη συνομιλία
σε μια ατμόσφαιρα συνύπαρξης σύγχρονων προβληματισμών σε νουάρ ύφος
με πολλαπλά ερωτήματα και πολλές αναζητήσεις
Η ποίηση της Ευαγγελίας Πατεράκη αντανακλά μιαν εκτεταμένη ανάγνωση
της φιλοσοφικής γραμματείας, είναι φανερό ότι είναι εξοικειωμένη με τις ιδέες του Καντ, του Σαρτρ κλπ.
Η φωνή της είναι τονισμένη στο ιδίωμα της συνομιλίας μορφωμένων τάξεων
με αμφισημίες παντού και για να την πλησιάσεις πρέπει να την αποκρυπτογραφήσεις
Γνωρίζω καιρό τη γραφή της κας Πατεράκη, μου έχει αφήσει ένα ξάφνιασμα,
μια συγκλονιστική ανάσα, που έρχεται να ταρακουνήσει το νου
στον υπέρτατο βαθμό
Με συγκλονιστική ειλικρίνεια σ’ όλο το έργο της κατορθώνει κάτι περισσότερο από την ποίηση που στρέφουν την προσοχή τους οι κριτικοί
Εκφράζει το κύριο όραμα εκείνων που βιώνουν την ελευθερία του νου

.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΡΒΑΡΗΓΟΣ

FRACTAL 01/12/2021

Σαν ελεύθερη πολιορκημένη

Διάβασα τη νέα συλλογή ποιημάτων την 6η κατά σειρά με τίτλο «Πλουτώνιο Άλγος μου», της Ευαγγελίας Πατεράκη από τις εκδόσεις 24 γράμματα.

Στη συλλογή εμπεριέχονται 36 μεγάλα ποιήματα με ενδόμυχες πνευματικές πηγές αφηγημένες ως άλλη ενσυναίσθηση του εγώ να κατανοεί και να κατονομάζει το ανεκπλήρωτο της πραγματικότητας εισχωρώντας κάτω από τα φαινόμενα ως τις σκοτεινές πλευρές των πραγμάτων.

Σε όλη της την πορεία της ποιήτριας φαίνονται ξεκάθαρα τα μοναχικά βήματα της -σαν διαβάτης σε μια ξένη ενδοχώρα-, κρατώντας στα χέρια της το ιερό σπαθί της ποίησης, αναζητά μέσα από τη γραφίδα της, μιαν αυτοτέλεια που ανήσυχη καταπιάνεται με τα μεγαλύτερα, δυσκολότερα και ουσιώδη θέματα που έχουμε στη ζωή μας και που είναι πυλώνες της ποίησης. Κι όπως είχα ξαναπεί για την ίδια: Ένδογραφεί σε μια άπληστα εξουσιαστική απαίτηση του τέλειου στην προσπάθεια της να αφορίσει τα κακώς κείμενα.

Απόσπασμα από το ποίημα:

Ως τον ουρανό

Τι είναι μια ήττα;
Ένα κομμάτι σκοινί
αντρίκιες επεμβάσεις της ψυχής,
με θηλυκότητα υπερεπαρκή
που παραβλέπεται καταναγκαστικά,
από έργα αγρίων,
σε μορφές που δεν άλλαξαν τον κόσμο

Στη συλλογή «Πλουτώνιο Άλγος μου», διαφαίνεται περισσότερο από κάθε άλλη συλλογή της Ε.Πατεράκη, το στοιχείο του ισορροπιστή που προσπαθεί μέσα στην ανυπακοή του να ενώσει κατακερματισμένα κομμάτια ενός πάζλ αναζήτησης του άλλου.
Σαν ένας φόβος που προωθεί τη γνώση της πίστης μιλάει για τούτο το σημαντικό κεφάλαιο. Σε όλα της σχεδόν τα ποιήματα μιλάει για την ενδόμυχη ενοχή -ακόμη κι αν δεν αναφέρεται-, υπάρχει ως βάση που αντιπροσωπεύει το άυλο-ανώτερο καλύπτοντας έτσι ένα απέραντο πεδίο δράσης σε κάθε ένα από τα ποιήματα της.
Το ανατρεπτικό ύφος της αφήνει μια αίσθηση που εμπνέει περισσότερο τον φόβο της ανικανοποίητης προσήλωσης, και απώλειας των συναισθημάτων.
Σαν ελεύθερη πολιορκημένη αγγίζει με ψυχικό μένος λέξεις που το προαιώνιο ιερό υπόβαθρο τους -παρά την ουσιαστική καταβολή της ιστορικότητα τους, τονίζουν ως αποτέλεσμα το δυνατό, καλλιεργημένο και πλούσιο σε αποθέματα ιδεών σύνολο του έργου της.
Σε κάθε σελίδα, υπάρχει ένας ουσιαστικός λόγος φορτισμένος με ύφος αυτοκυριαρχίας να αγκαλιάζει με στοχαστική διάθεση τις πυκνές ερμηνείες των ποιημάτων της.
Με σκέψη ίσως ακόμη και επεμβατική, φωτίζει γεγονότα σημαντικά που ανέκαθεν σηματοδοτούσαν ψήγματα πίστης στη ζωή μας. Επίμονα, εντατικά και γεμάτα από κάθε αφηγηματική λεπτομέρεια χαρίζουν τη δραματική καθαρότητα στο τόνο, στην έκφραση, στην ανατροπή, χωρίς να αφήνει περιθώρια να περάσει κάποιος στίχος δίχως το στίγμα της απεικόνισης.
Με λόγο επιτακτικό προβάλλεται η εσώτερη ένταση της να καθυποτάξει την ταπείνωση και το αλόγιστο. Οι προσεγγίσεις των ζητημάτων που καταπιάνεται προσδίδουν στην ποίηση της άρρηκτη δυναμική μιας δραματικής καθαρότητας γεμάτη προεκτάσεις και προτερήματα.

Απόσπασμα από το ποίημα:

η έλλειψή μου στάζει νερά
υπότιτλος: *τα φθινόπωρα των Σκορπιών σε νότες βρεγμένες*

Τίγρης η φωτιά
που καίει τα σπλάχνα μου –
καταραμένη η Στιγμή
Οι Μοίρες, μου φώλιασαν
το εξώτερο Πυρ,
για την αναγκαιότητα της αποστολής,
με τη γλώσσα σκισμένη στα πολλά
Ξυπόλητη γλώσσα
να γράφει ιδρωμένη στάξεις αιμάτινες
όπου σφραγίζει δυο Π –
πόρτες φέρουσες φλόγες σε στύση
και σάρκινες εξακολουθίες
κρεμασμένες από φασιστικά καταδιωκτικά
στα ανακόλουθα στιγμιότυπα
των παιδεύσεών τους.

Κι όλα αυτά μέχρι την δεύτερη πράξη του βιβλίου που υπάρχουν πεζά κείμενα μπονζάι με παρούσα πάντα την ονειρική ποιητική έκφραση ως απολογία ζωής για τον συναισθηματικό της κόσμο και με όσα αυτός έρχεται αντιμέτωπος με την υποκειμενική της αισθητική περί προθέσεων, λόγων και πράξεων.
Διαβάζοντας το Πλουτώνιο άλγος μου, αισθάνεσαι να έχεις αποκομίσει μια γλυκιά πικρία. Μέσα από την πλούσια γλώσσα και τις δυνατές έννοιες των ποιημάτων της νιώθεις μετέωρος μπροστά στην απειλητική εξόντωση της ορθότητας.
Λόγος εκφρασμένος λες μέσα από μια ξεχειλίζουσα οργή για την πραγματικότητα ως ένα είδος απογύμνωσης απέναντι ψεύτικη ηθική και την υποκρισία του γίγνεσθαι.

πλουτώνιο άλγος μου

Άντε να πιάσουμε “Μεσάνυχτα”
Οι ζωντανοί ξεχείλισαν τους τάφους
κι οι ιαχές των νεκρών τσουλάνε τα τρένα
της οργής
Λίγα δέντρα ακόμη
και φτάνουμε το Δάσος –
πλουτώνιο άλγος
το τρίξιμο των ονείρων μου,
να περπατάω στις ρωγμές μου
με τα χέρια άκαμπτα
να σε βρω στο σύνορο
Να με κόψω με κεραυνό
σαν καμένη πυξίδα
που ναυάγησα τα πόδια μου
με τρύπιες βάρκες
που σάπισαν τα πέλματά μου
Από εξέγερση μοναχική
σε συνάντησα στην ομίχλη
– αγνώριστος, είπες
και ήμουν σιωπή
στα σπασμένα σκαλοπάτια σου –
η τελευταία αμαρτία μου – πράξη
που με έχρισε φυγή
Να βαδίζω στα τρένα
Στις σκεπές που καπνίζουν
να καπνίζομαι
Να καπνίζω απαγόρευση
να με γεμίζω νέφη
Τη μεσαιωνική ηρεμία της πόλης μας
οι πόλεις μας ξαφνιάζονται με τα τρένα –
η μόνη παραφωνία στις κρεμάλες,
στις φωτιές που καταδικάζονται οι έρωτες,
στα τρύπια μου μάτια που σε έχασαν.
Κάπου στο χθες
η παρερμηνεία των περιπτέρων
που σε περίμενα
Που σε περίμενα μ’ αναμονή βαθιάς νύχτας
που σκουριάζουν τ’ αστέρια
στη μηχανικότητα της φύσης
με παγωμένο ουρλιαχτό
να γυρίζει, να γυρίζει, να γυρίζει…
– παγωμένος δακτύλιος στο λαιμό μου
να γυρίζει!!!
Το ένα μου χέρι κλείστηκε στο περίπτερο –
γκρεμισμένο του χθες μυστικό –
Το άλλο σε ψάχνει
με σκιές – πόδια
κι ανάμνηση δαχτύλων –
τα νύχια που τρυπούν τη σάρκα μου
πάνω απ’ τους τάφους των ζωντανών
και νεκρός αναδύομαι ταξιδιώτης
σαν διώκτης μου – τρένο,
η τελευταία αμαρτία μου
και πρώτη φυγή μου,
να σε έχω χάνοντας τις βάρκες του μυαλού μου
με πόδια γυμνά στο σταθμό “Μεσάνυχτα” –

.

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΧΑΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

selidestexnis.blogspot.com 29/12/2021

Οφείλω κάθε φορά που αναφέρομαι σε κάποιον ποιητή ή ποιήτρια, να ξεκαθαρίζω το εξής, ως μια μονότονη επισήμανση που είναι όμως αναγκαία για τη συγγραφική μου ισορροπία: Ουδέποτε υπήρξα κριτικός και δεν προτίθεμαι να γίνω. Η όποια κρίση μου, εντάσσεται στο αναμφισβήτητο δικαίωμα του κάθε αναγνώστη να εκφέρει άποψη δίχως να διεκδικεί δάφνες. Πλην ελαχίστων ευσυνείδητων κριτικών που σέβονται την έννοια της κριτικής και αυτό που αξιολογούν, η συντριπτική πλειονότητα των επαγγελματιών κριτικών που σιτίζεται από το ανεβοκατέβασμα δημιουργών, αποτελεί κατ εμέ μια ομάδα αποτυχημένων καλλιτεχνών η οποία για κάποιους λόγους, δεν κατόρθωσε να πραγματώσει το απωθημένο της και αποφάσισε να κρίνει ως μορφή εξουσίας πλέον, εκείνους που το πέτυχαν. Λυπηρό να υπάρχουν κομπορρημονούσες φιγούρες κατ’ επίφασιν κριτικών, σε όλα τα είδη της Τέχνης, οι οποίες κρίνουν κατόπιν αμοιβής θεοποιώντας το ναδίρ και καταχωνιάζοντας στα χρονοντούλαπα του κομπλεξισμού τους, το ζενίθ. Ποιητές σπουδαίοι ακυρώνονται και προβάλλονται δημιουργοί με επιτυχίες σε πληρωμένους διεθνείς, δήθεν αξιοκρατικούς διαγωνισμούς, καθότι το χρήμα έχει αντικαταστήσει το μελάνι στο μελανοδοχείο της όποιας κριτικής τους. Παρατηρούμε με θλίψη νέους ανθρώπους να μιλούν στη γλώσσα της ποίησης και συνάμα να ζουν ποιητικά κι ενώ ανοίγουμε λογοτεχνικά έντυπα, αυτοί απουσιάζουν παντελώς. Αντ’ αυτών διασταυρώνεται το βλέμμα μας με εξυπνακισμούς ορισμένων τάχα μου δημιουργών, καλύτερα θα έλεγα επικοινωνιολόγων. Όμως η ποίηση δεν είναι μόνο συγγραφή αλλά και στάση ζωής, διαφορετικά ίσως να είσαι ένας πολύ καλός γραφιάς, αλλά όχι ποιητής.
Ένα βιβλίο λοιπόν, έφτασε στα χέρια μου από μια πραγματική ποιήτρια, μέσα στο οποίο καταθέτει ψυχή και σώμα δίχως αναστολές και προϊδεασμούς, αλλά με ενσυναίσθηση πρωτίστως του ειδώλου της στον καθρέφτη και ακολούθως με την εκφορά του λόγου της. Στόχος της το μοίρασμα και η προσωπική λύτρωση.

Είναι η ποιήτρια Ευαγγελία Πατεράκη και η πρόσφατη ποιητική της συλλογή, «Πλουτώνιο άλγος μου» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «24γράμματα». Αξίζει να διαβάσουμε ανάποδα από το οπισθόφυλλο την ποιητική της ενατένιση που δηλοί την ευαισθησία της εμπλουτισμένη με το χάρισμα της γραφής της:

«Δεν θυμάμαι πότε πέθαινα. Δεν κράτησα απ’ το χρόνο ούτε τα ρολόγια του. Μόνο τις αισθήσεις των θανάτων μου κατέχω και, της μάνας το τίναγμα των σεντονιών κάθε που με γεννούσε. Μάλλον τα τρένα νύσταζαν οικτρά και τους ξέφευγαν πουλιά νυχτερινά, κι εγώ έπρεπε συνεχώς να με φορτώνω κάρβουνα και να βάζω φωτιές στους σταθμούς μου. Κι όλοι σ’ αγαπούν όταν χάνεσαι στις δύσεις. Γι’ αυτό πάντα ο σταθμάρχης σφυρίζει κάπου πισώπλατα. Και γαμώτο -!- απαγόρεψαν τα φιλιά στα βαγόνια και, παντού ταμπέλες: «απαγορεύεται το κάπνισμα Αλλά, θυμάμαι την ανυπακοή των παρανόμων μου στις εν τη τάξει ψευδαισθήσεις και μ’ ανάβω, μ’ ένα πουλί, φλεγόμενο σκοτάδι, πάντα στο λαιμό μου, που διαχρονικά στηρίζει τα μνημόσυνα των πανικών τους. Γι’ αυτό και καπνίζω χλευαστικά μπροστά στις απαγορεύσεις των, διαβαίνοντας και αδιάβατους γκρεμούς με το αίμα μου μαύρο, απ’ την πλουτώνια ανυπακοή μου.»

Η Ευαγγελία Πατεράκη δεν είναι δυσνόητη. Απλώς δεν γράφει συνθήματα στους τοίχους για να είναι ελκυστική. Απαιτεί όμως να βρεις τον κωδικό της για να ανοίξεις το δώρο της που είναι ένα μπαούλο γεμάτο λέξεις χαρμολύπης, ανάτασης και βιαίου βυθίσματος στα υπόγεια της πλουτωνικής κυριαρχίας. Στην ποίησή της δεν αρκεί μόνο η πρόθεση και η επιθυμία για να την αποκωδικοποιήσεις. Άλλωστε αν κάτι αποτελεί την ειδοποιό διαφορά με την πεζογραφία, είναι το αίνιγμα, ο κωδικός, ο συμβολισμός, η συντομογραφία. Εκείνο για το οποίο στο μυθιστόρημα θέλεις άφθονες σελίδες να το περιγράψεις, στην ποίηση αρκούν δυο στίχοι. Το ζητούμενο είναι τι κρύβουν οι πέντε δέκα λέξεις και πόσο το μέτρο της ψυχής σε αγαστή συνεργασία με την νοητική ασυδοσία ενός ελεύθερου μυαλού, μπορούν το κυτταρικό χάρισμα να το καλλιεργήσουν έτσι ώστε να παράγει θησαυρούς.
Η εσώτερη ποιητική δυναμική της Ευαγγελίας Πατεράκη καθιστά τον αναγνώστη δέσμιο και προσκολλημένο στην επιθυμία να γυρίσει και την επόμενη σελίδα, ρουφώντας το ποιητικό λεξιλόγιο και την εικονοποίηση των συναισθημάτων της ποιήτριας με αδημονία. Πιστεύω και μάλλον έχω δίκιο, ότι η δημιουργός της συλλογής, «Πλουτώνιο άλγος μου» έχει πετάξει τα δίχτυα της σε ένα ποντισμένο υποσυνείδητο και ανασύρει τα διάφορα ναυαγισμένα πολύτιμα αντικείμενα στην επιφάνεια του συνειδητού κόσμου. Με γλώσσα προσωπική και όχι αντίγραφο απομίμησης του συρμού, με τεχνοτροπία ψυχαναλυτική και ύφος «πειρατικό», μας ταξιδεύει στα σοκάκια του Άδη, της Κολάσεως και του Καθαρτηρίου. Σαρκάζει το Κισμέτ, αυτοσαρκάζεται με το πεπρωμένο της, βγάζει τη γλώσσα στον Πλούτωνα ενώ ταυτόχρονα περιπαίζει με την αγωνία του Ανθρώπου να κερδίσει λίγη ανάσα ζωής, ακόμα και τη στιγμή που παλινωδεί αναιρώντας την έννοια της πολυπόθητης Ζωής προς χάριν της ματαιοδοξίας. Ενίοτε καθίσταται κυνική, όπως απαιτεί η αδυσώπητη βιτριολική γραφή μιας ποιήτριας, που δεν λογαριάζει την απόφαση του δικαστηρίου συνειδήσεων στων Ιδεών την Πόλη. Αυτό στα απλά ελληνικά, λέγεται ποιητική αυτονομία, ποιητική ανεξαρτησία, ακηδεμόνευτη και ανένταχτη ποιητική τελετουργία. Κι όταν αισθάνεται η ίδια, πως δεν αρκούν τα πολύτιμα έμψυχα υλικά που συλλέγουν τα δίχτυα της, τότε ρισκάρει με το πλέον βαθύ μακροβούτι της ύπαρξής της και φτάνει στον πυθμένα της υπόστασής της. Είναι η υπαρκτική σχέση που πραγματώνεται με την διελκυστίνδα Ζωής – Θανάτου. Και όταν βγάζει το κεφάλι της στην επιφάνεια, γνωρίζει ότι αυτό που ανασύρει μέσω της γραφής της, στο εξής δεν της ανήκει. Ανήκει στην χορεία των δαιμονισμένων αγγέλων της, οι οποίοι στη συνέχεια το παρέχουν δωρεά, ως μια μορφή δημιουργικής κοινοκτημοσύνης προς τους αναγνώστες της.

Ίσως να μην ξέρει γιατί γράφει η Ευαγγελία Πατεράκη, υποκινούμενη ενδεχομένως από μια εσώτερη ανταρσία έκφρασης των καταπιεσμένων σωθικών της. Κάπως σαν τη λάβα του ηφαιστείου που εκτινάσσεται, γιατί απλώς έπρεπε να εξωτερικευτεί. Μόνο που η ποιήτρια, ανά πάσα στιγμή βρίσκεται στο κέντρο της έκρηξης και είναι ταυτόχρονα φόνισσα και φονευμένη. Θύμα και θύτης. Μια Περσεφόνη που ανεβοκατεβαίνει στον Άδη γιατί μήτε ο Θάνατος αξίζει να περιμένει μήτε η Ζωή να αγνοείται. Αυτή η σχέση καθιστά κατά την άποψή μου την Ευαγγελία Πατεράκη, Ποιήτρια! Και αυτός, πάντα κατά την άποψή μου, είναι ο σπουδαιότερος και μεγαλύτερος τίτλος που ξεπερνά τα όποια βραβεία Λογοτεχνικών Ενώσεων και τιμητικών Επαίνων.

Θα κλείσω με ένα ποίημα, της πρόσφατης συλλογής της «Πλουτώνιο άλγος μου» η οποία κοσμείται από μια ωραία καλλιτεχνική δημιουργία εξωφύλλου της Κατερίνας Τόπη.

μέδουσα

Με γεννάει, αδιάλειπτα,
ένα ψέμα θανάτου
στην αναπνοή αδιάφορων πλοίων
πως έφτανες χίλιες πτυχές
με ξελιγωμένη γλώσσα
ν’ ακούς σπαραγμούς χρωμάτων
και να μην μ’ ακούς
στον κυρίαρχο νου των δειλινών
που μυούν τις νύχτες των
δακτυλικών μου δακρύων
μέσα στην μήτρα του επόμενου τοκετού
που σπαράζει το Ποίημα
με την Μέδουσα των υπογείων μου.
Στο τελευταίο κεφάλι μου
τα σκαλοπάτια σου σκόνταφταν εξονυχιστικά
στα καλπάζοντα νερά μου
και η διαπλανητική μου προσευχή
από σπασμένη βάρκα στον σταυρό των αγίων
που δεν έφταναν ποτέ μαζί σου
δεν έφτανες να αναδείξεις την
θλίψη της προσοχής μου.
Με τρένο προσμένω
της θυσίας το όνειρο
και του καθρέφτη σου την σιωπή στο
ψήγμα της αφής μου.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.