ΣΟΦΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ

Η Σοφία Ελευθερίου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1968. Έχει πάρει πτυχίο και διδακτορικό δίπλωμα από το τμήμα Χημείας του Πανεπιστημίου Πατρών. Από το 2000 εργάζεται ως χημικός σε φαρμακευτική εταιρεία στην Πάτρα, όπου και μένει μόνιμα με την οικογένεια της. Γράφει ποιήματα και διηγήματα, που κατά καιρούς έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά και σε ιστότοπους. «Το μάτι της βελόνας και άλλες ιστορίες» (Ενύπνιο 2023) είναι το πρώτο της βιβλίο με ιστορίες.

.

.

ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΗΣ ΒΕΛΟΝΑΣ (2023)

Η ΒΕΡΑ

Φαντάζει πανέμορφη νύφη η Φοφώ στ’ αέρινα της πέπλα. Τα πλούσια τα μαλλιά της τα χτενίζει η Μαρκάταινα. Κάνει λίγο πίσω για να τη θαυμάσει κι απευθύνεται στη βοηθό της:
— Είναι κάπως χλωμή, θέλει κι άλλο βάψιμο Θεώνη, δε νομίζεις;
— Έτσι λέω κι εγώ.
— Έλα τότε, διόρθωσε το μακιγιάζ.
Σκουπίζει τα χέρια στη μπροστοποδιά της και κοιτάζει το κορίτσι:
Είναι ντυμένο με της μάνας της το νυφικό. Ραμμένο στο χέρι από τη Ματούλα, την καλύτερη ράφτρα —τότε— του χωριού. Λευκή μουσελίνα, με δαντέλα στο κάτω μέρος. Ασημένιες πετρούλες αστράφτουν στο μπούστο.
Η Θεώνη της περνάει το κόκκινο κραγιόν στα χείλη. Κάνει τέλεια αντίθεση με το σοκολατί της δέρμα και τα πυκνά ματόκλαδα.
Στο τραπέζι το χαμηλό του σαλονιού φιγουράρει ο δίσκος με τις μπομπονιέρες. Τα κουφέτα τυλιγμένα σε μαντήλια, πλεγμένα με το βελονάκι. Της τα ‘χε έτοιμα η βάβω της από καιρό. Για τούτη δω την ώρα.
Σιγά-σιγά αρχίζει να έρχεται ο κόσμος απ’ τη γειτονιά, την κόρη για να δούνε:
Η Αλεξία δίπλα απ’ το μπακάλικο, οι φίλες της, η Ιανθή και η Γεωργία.
Οι τρεις γιαγιάδες, ο ξάδερφος ο Θοδωρής. Έρχεται και η Ασημούλα, φέρνει τα στέφανα, φτιαγμένα από λεμονανθούς.
Όποιος μπαίνει, δίνει στη νύφη αγκαλιά σφιχτή. Στριμώχνονται όλοι δίπλα της.
Πρώτη μιλά η θεία η Αγλαΐα:
— Τι υπέροχο το νυφικό σου κόρη μου!
— Τούτο το νυφικό το φόραγα εγώ σα νύφη. Ας το πάρει το κορίτσι μου που φεύγει πια απ’ το σπίτι, ξεσπά με αναφιλητά η μάνα η καμένη.
Κουμπώνουν στης κόρης το λαιμό το κολιέ, εκείνο με τις πέρλες. Στο τέλος της περνούν τη μαύρη βέρα. Για να τη βρει έτοιμη — στο μνήμα— ο άντρας της, σαν έρθει από τα μαρμαρένια αλώνια.
Για ώρες συνεχίζεται γύρω απ’ το φέρετρο το μοιρολόι: «Κόρη μ’ εσύ μονάκριβη και αδικοχαμένη, η γη που Θα σε πάρει εσέ, άμε να λουλουδίσει».

0Ι ΕΧΘΡΟΙ

Τα σωθικά της μάνας του, τα λιάνισε ο καρκίνος. Θέριεψε μέσα της, τον τάιζαν τ’ αδιάκοπα του άντρα της μεθύσια, τα γυαλικά και τα ξυλοφορτώματα που ξέσπαγαν στη ράχη της όταν γυρνούσε εκείνος τύφλα κάθε βράδυ. Τη μέρα που την έβαλε στο χώμα ο γιος, έφυγε πια απ’ το σπίτι.
Απάνω στη σκισμένη την καρέκλα της κουζίνας σωριασμένος με άδεια μάτια ο πατέρας, την ώρα που μαζεύει τη βαλίτσα:
— Γιατί να φύγεις;
— Γιατί εσύ την έφαγες βρωμόγερε.
Με θόρυβο βροντά η πόρτα στο φευγιό του.

Χρόνια πολλά στην Αθήνα άσκοπα γυρνά. Το παλεύει, δουλειά της προκοπής όμως δε βρίσκει. Μπίζνες κάνει του ποδαριού, το ρίχνει στα χαρτιά, περνά τα βράδια μόνος σε υπόγεια ταβερνεία.
Με τον καιρό, αρχίζει και του λόγου του να πίνει. Μυρίζει τώρα πιότερο κι απ’ τον πατέρα —την ίδια μπόχα τσίπουρου αχώνευτου— γίνεται λες ομοίωμα του.
Όσο για το γέρο, απ’ το πιώμα και την εγκατάλειψη το χάνει το μυαλό του. Πηγαίνει βράδυ στο νεκροταφείο, κλέβει το λάδι απ’ τους νεκρούς. Μετά γυρνά πιωμένος και τρεκλίζοντας στο ρημαγμένο σπίτι. Το παραθύρι ανοίγει, κρεμά τα χέρια στο περβάζι, φωνάζει μ’ όλη του τη δύναμη:
«Πονάνε πάντα οι εχθροί τ’ ακούτε;»
Και φοβάται. Πολύ φοβάται.
*
Βρίσκουν το γιο του στην Αθήνα και του το μαρτυράνε. Του λένε να γυρίσει στο χωριό και να φιλιώσει με το γέρο. Μα τ’ αυτί του δεν ιδρώνει.
Δεκαπέντε χρόνια μετά, τον απαντά στης θείας του το ξόδι. Του μοιάζει σα να μίκρυνε — συρρικνωμένο έντομο. Δεν κάνει κίνηση να του μιλήσει. Το άλλο το πρωί βρίσκουν το γέρο έξω απ’ το πορτόνι του με στόμα ανοιχτό κι ένα μπουκάλι τσίπουρο στο χέρι. Στην κηδεία του δεν πάει.
Μοναχά τα βράδια, γυρίζει τρεκλίζοντας απ’ την πλατεία στο ρημαδιό το πατρικό, με τ’ αλκοόλ στα χνώτα. Το παραθύρι ανοίγει, κρεμά τα χέρια στο περβάζι, φωνάζει μ’ όλη του τη δύναμη:
«Πονάνε πάντα οι εχθροί, τ’ ακούτε;»
Και φοβάται. Πολύ φοβάται.

Ο Κ.Π. Κ. ΣΤΗ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑ

(Αφιέρωμα στον Κωνσταντίνο Καβάφη)

Έρχεσαι κουρασμένος όλη νύχτα με το τρένο απ’ την Αθήνα. Στην Πάτρα κατεβαίνεις, παίρνεις το πλοίο που σε πάει Κρυονέρι. Μπαίνεις εκεί στο σιδηρόδρομο το ντόπιο, γέρνεις πίσω στο κάθισμα, σέρνεται κάτω το καφέ σου το παλτό.
Αγκομαχούν του τρένου τα έμβολα σε κάθε στάση, κάνει έξω παγωνιά, αχνίζουνε τα χνώτα των περαστικών. Φέρνεις το χέρι στο λαιμό, πάνω απ’ το μαλακό φουλάρι το πληγωμένο σου λαρύγγι πασπατεύεις. Μπορείς να ταξιδεύεις παρά ταύτα.

Το τρένο τρώει λαίμαργα το κάρβουνο κι η νύχτα βιάζεται να φύγει.

Το Μεσολόγγι το περνάς — στον κήπο των ηρώων θα πας αύριο, ο Λόρδος Βύρωνας θε να σε περιμένει.
Κοιτάζεις έξω απ’ το παράθυρο, είναι το Αιτωλικό μπροστά σου που κοιμάται ακόμη. Πολύχρωμα παιχνίδια τα σπιτάκια του.
Στόμα του η λιμνοθάλασσα, κρύβει σωρό τα μυστικά. Σ’ αυτή τη στάση κατεβαίνεις, παρέα με τη μαύρη σου την τσάντα.
Κοιτάς για λίγο σκεφτικός, άραγε θα ‘βρεις τίποτα; Σου το ‘παν: «θα’ ρθει ο Βατσέλος ο ψαράς απ’ το Νιοχώρι και ο Τιτάνας την Ιλιάδα ν’ απαγγείλει».
Περνάς πεζός τη γέφυρα, είναι μια μυρωδιά της φρέσκιας άνοιξης μέσ’ στα πνευμόνια σου, αργά η λιμνοθάλασσα σου ψιθυρίζει;
«μείνε».
Ακούς τις βάρκες, γουργουρίζουν μέσα της.
Κάθεσαι στο μικρό καφενεδάκι, περνάς τα δάκτυλα μεσ’ στα πυκνά σου τα μαλλιά.
Σκουπίζει βιαστικά τα χέρια στην ποδιά ο καφετζής, κοιτάει τα στρογγυλά γυαλιά σου.
«Εσύ, ‘σσι ο ποιητής που μου ‘πανε πως θα ‘ρθει;» λέει με θαυμασμό.
«Ξέρω τι θα σου φέρω» συνεχίζει.
Μυρίζει αρμονία η λιμνοθάλασσα είναι φωνές ιδανικές γεμάτη — τις ακούς.

«Εδώ είμαι» στέκει μπροστά σου ο καφετζής, σου διακόπτει τ’ όνειρο, κρατάει δίσκο στρογγυλό.
— Του κόσμου όλου τα καλά:
Πιατάκια, το ‘ να με χάβαρα*, το άλλο αυγοτάραχο, το τρίτο λιγδοπούλες. Όλα απ’ αυτήν.
Δείχνει τη λιμνοθάλασσα.
«Είναι μια μάνα», συμπληρώνει.
Σμίγεις τα φρύδια τα χοντρά, κοιτάς το φαλακρό το μαγαζάτορα που σου γελά.
— Τέτοιους μεζέδες δεν τους έχεις ξαναφάει, ποιητή μου.
Τήρα, να πας και στις Οινιάδες* αφού ήρθες ως εδώ, να δεις τ’ αρχαίο θέατρο. Και ο Δυσσέας στις Οινιάδες πήγε ξέρεις.
Χαμογελάς τώρα κι εσύ, παρότι δύσκολα το κάνεις. Για σήμερα λοιπόν, έχει σταθεί μακριά η μονοτονία.
Τόνε ρωτάς πότε είναι που φεύγει το καΐκι από Αχελώο για τα Εφτάνησα.
«Είν’ αύριο θαρρώ. Περνάει απ’ το Νιοχώρι. Μην απορήσεις ποιητή μου σαν το πάρεις. Μέσα μπορεί να δεις σιτάρι, καλαμπόκι και μοσχάρια. Στη Ζάκυνθο θέλεις να πας;»
Τινάζεις πίσω το κεφάλι.
«Όχι» απαντάς γλυκά.
«Θέλω να βγω στο πηγαιμό για την Ιθάκη.»

Οινιάδες: Αρχαία πόλη —κάστρο— σε λόφο στις εκβολές του
Αχελώου στην Αιτωλοακαρνανία

Γλωσσάρι:
χάβαρα: αχιβάδες

ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΗΣ ΒΕΛΟΝΑΣ

Πέρασε τη ζωή ράβοντας απ’ τα δεκαεφτά της.
Με τούτη τη βελόνα ζήσανε στην πρωτεύουσα και σπούδασαν τα δυο τους τα παιδιά σαν έμεινε ο άντρας της χωρίς δουλειά.
Εκείνος ήταν άνθρωπος έξω καρδιά. Το μόνο του σεκλέτι,— που δε μπόραγε λεφτά να φέρει στη φαμίλια. Τα βράδια βημάτιζε με άγχος στη στενή κουζίνα και τον έζωναν μαύρα σύννεφα:
«Μας κυβερνάνε οι γυναίκες γαμώτο».
Η ράφτρα τώρα —εβδομήντα χρόνια μετά— για να περάσει την κλωστή δεν βλέπει. Μόνο —με το δεξί της χέρι πλησιάζει τη βελόνα σχεδόν απάνω στα γυαλιά— κοιτάει επίμονα μέσ’ απ’ την τρύπα της.

*

Παραμονή Πρωτοχρονιάς, και κάθεται στου κήπου τους την ξεχαρβαλωμένη πολυθρόνα. Την έχει πάρει από το πατρικό της σπίτι στο χωριό, δεν την αποχωρίζεται ποτέ. Η Άννα —η νύφη της— ρίχνει στους ώμους της το σάλι.
Της γλύφει τα ζαρωμένα μάγουλα ο ήλιος ο χειμωνιάτικος — ο πιο γλυκός απ’ όλους.
Το ‘να της μάτι είναι κλειστό. Το άλλο κολλημένο στο μάτι της βελόνας. Θαρρείς ότι στο μάτι αυτό χωράει ο κήπος με όλους τους μαζί, που τρέχουν τώρα πέρα δώθε να προλάβουν τις δουλειές. Είναι βλέπεις σήμερα μέρα χαράς — τα ιδώματα της συνονόματης εγγόνας της.
Ψήνει τα κρέατα ο γιος της στον ξυλόφουρνο. Στο μεγάλο τραπέζι φιγουράρουν οι πίτες της Άννας απάνω στις πιατέλες. Το γαμπρό θα τον υποδεχτούνε έξω. Το ζήτησε ο ίδιος. Να μη συχνωτιστούνε λέει μέσα — μη και τους βρει ο φονιάς ιός, που ‘χει πλακώσει δύο χρόνια τώρα.
Το αριστερό της χέρι κρέμεται από την πολυθρόνα — νιώθει να τη χαϊδεύει το ύφασμα αϊτό το φουστάνι της εγγόνας:
«Γιαγιά να σε πάω μέσα για να μην κρυώσεις; Άσε πια αυτή τη βελόνα, νισάφι γιαγιά.»
Δεν κουνιέται από τη θέση της καθόλου. Στ’ αυτιά της το φουρφούρισμα που έκανε το πράσινο της το φουστάνι στα δικά της τα ιδώματα με το συγχωρεμένο, στο Νιοχώρι.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς, μέρα ευτυχίας πάλι τότε. Με τις παραδοσιακές τις τσιγαρίδες που φτιάχνε ο πατέρας.
Γεμάτο το ξύλινο ψυγείο τους κείνη τη μέρα. Πουρνό— πουρνό παρκάρισε το τρίκυκλο ο παγοπώλης— έφερε την κολώνα με το γάντζο.
Του άνοιξε την πόρτα ο πατέρας:
«Τήρα να δουλεύει σωστά, — έχουμε καλεσμένους σήμερα».

Σαν άνοιξε το σπιτικό του ο γιος της, το έφερε το ξύλινο ψυγείο στην πρωτεύουσα. Το έχει για κειμήλιο στην άκρη της αυλής, πίσω απ’ το εορταστικό τραπέζι. Πάνω του τώρα καμαρώνουνε κάτι χριστουγεννιάτικα στολίδια.

*

Της βάζουνε το φαγητό μπροστά της. Ούτε που το αγγίζει. Μ’ ένα αμυδρό χαμόγελο στο στόμα, φαίνεται να κοιτάει μέσα από το μάτι της βελόνας το γιο της που μιλάει με το γαμπρό.
Γελάει δυνατά ο κανακάρης της:
«Άννα, τι λες, Θα μας σερβίρεις;»
Νιώθει άξαφνα βαριά και μουδιασμένη — γλυκό το μούδιασμα όμως.
Γέρνει το σώμα της εμπρός χωρίς να θέλει — την τελευταία τη στιγμή της φαίνεται πως τον ακούει να λέει με κέφι:
«Μας κυβερνάνε οι γυναίκες γαμώτο!»

.

,

ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΕΖΑ  

(Δημοσιευμένα σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά και σε ιστότοπους)

   .

ΔΙΑΔΡΟΜΗ

Α΄ΠΟΙΗΣΗ
ΚΛΟΣΑΡ

Κοιμάται πάντα έξω.
Σαν χρειαστεί, πλένει τα ρούχα του στη θάλασσα.
Αποβραδίς τ’ απλώνει στην κορφή απ’ τ’ αλμυρίκια.
Τρώει ότι βρει και ντύνεται του ανέμου τ’ αποφόρια.
Τα κύματα διαβάζει κάθε μέρα.

Αν ο περαστικός ρωτήσει:

– «Δε λαχταράς μια σκέπη και ζεστό φαΐ;»

-«Του ουρανού τα πετεινά δε γνοιάζονται για σπίτι.
Νοιάζεται Αυτός για κείνα.
Έτσι κι εγώ, έτσι κι εγώ.»

– «Μονάχα λαχταρώ καταμεσής στη θάλασσα φωλιά να χτίσω, εκεί να μένω.
Να τραγουδώ ολημερίς, το βράδυ να σωπαίνω.
Να παίζει ο φλοίσβος με του έρωτα τα γράμματα.»

***

Κατρακυλούνε τρίμηνα και χρόνια σαν ποτάμια.
Περνάνε ναυαγοί από κει, περνάνε τρομοκράτες.

– «Δε θέλεις να σε πάρουμε, να μπεις στη δούλεψή μας;
Δε θέλεις να σε πάρουμε να έχεις ένα σπίτι;»

– «Του ουρανού τα πετεινά δε γνοιάζονται για σπίτι.
Έτσι κι εγώ, έτσι κι εγώ.»

***

Έρχεται κόρη διαλεχτή και χαμηλοβλεπούσα.
Κρατά στο χέρι της ραβδί, διαβάζει την καρδιά του.

Γλυκιά η φωνή της και ζεστή:

– «Έλα μαζί μου κύρη μου, έλα ταξίδεψε με.
Άφησε πια την ερημιά, στέριωσε σ’ ένα τόπο.»

Σαγήνη το τραγούδι της, δονείται η ψυχή του.
Ενσκήπτει και μαγεύεται.

Την τελευταία τη στιγμή αλλάζει το σκοπό του:

-«Εγώ με σένα αν θα ‘ρθω θε να ‘μαι νοικοκύρης.
Μια ρόδα θα γυρίζω όλη μέρα.
Μα δεν ποθώ ένα σπίτι στεριανό.
Μονάχα λαχταρώ φωλιά καταμεσής στη θάλασσα, εκεί να μένω.
Να τραγουδώ ολημερίς, το βράδυ να σωπαίνω.»

Κατρακυλούνε τρίμηνα και χρόνια σαν ποτάμια.

Έχουν ασπρίσει οι κρόταφοι, έχουν μικρύνει οι μέρες.

Ένα πρωί φορά τα ρούχα που ‘χει πλύνει αποβραδίς.
Τηράει τη θάλασσα σχολαστικά.
Βουτάει με θέρμη στο νερό.
Γελά και χαίρεται.
Για ώρες παίζει με τα κύματα.
Έξω να βγει δε θέλει.

Κουράζεται, βαριανασαίνει.

– «Θα κοιμηθώ για λίγο.»

***

Περνάνε μέρες αρκετές χωρίς μαντάτα.
Άδεια η γνωστή γωνιά.
Μόνα τους τ’ αλμυρίκια.
Ώσπου ακούγεται ένας ήχος κάποιο βράδυ.
Τράτα μέσα στη θάλασσα που χτύπησε σε κάτι.
Είναι αυτός. Κοιμάται ακόμη.
Λαλεί ο άνεμος με τη μιλιά του:

– «Μονάχα λαχταρώ φωλιά καταμεσής στη θάλασσα, εκεί να μένω.
Να τραγουδώ ολημερίς, το βράδυ να σωπαίνω.»

ΛΙΜΑΝΙ

Έβγαλε δόντια πάλι ο ήλιος στην αρένα.
Κραυγάζει το κοινό κι αδημονεί.
Ο μονομάχος παίρνει θέση από νωρίς.
Μαζί, μονάχα το σπαθί του.

Στρωμένη πανταχού η φύση στο μπετό.
Πλήθος αγάλματα ασάλευτα στο γκρι.
Σαν έρθει η ώρα νύχια βγάζουνε γαμψά.
Στιλπνοί οι κοπτήρες τους, αστράφτουνε στο φως.

Βροντούν ακόντια και σίδερα στη μάχη.
Τινάζονται τα αίματα. Γύρω βοή και μέλη πεταμένα.

Ο μονομάχος έχει αρχίσει από νωρίς.

Μέσ’ στις φωτιές το αραξοβόλι γαλανό τον περιμένει.

***

Υπάρχει πάντα στην αρένα ένα λιμάνι.
Ρόδα γεμάτος ο ουρανός του και ομορφιά.
Αηδόνια κι έρωτες που κάνουνε βαρκάδα.

Βιτρώ γυαλίζει το γαλάζιο μέσ’ στο γκρι.

Φωτίζει τον ορίζοντα μετά τη μάχη.

ΓΕΣΘΗΜΑΝH

Ωραίος ο ελαιώνας.

Σήμερα.
Σαν όλα τα απριλιάτικα τα βράδια.
Μονάχα που απόψε οι ελιές σμίγουν τα κλαδιά τους.
Θαρρείς για να τυλίξουνε στεφάνι μαλακό.
Για Κείνον.
Για να μην υποφέρει.

Άνθρωπος είναι και φοβάται.
Πικρό ποτήρι ο φόβος.

Τι άραγε ο Κύριος φοβάται;

Μήτε κανείς τον ρώτησε ποτέ.

Πικρό ποτήρι ο Άνθρωπος.
Στο τέλος.
Πιστό σκυλί η προσευχή την ώρα της Αλήθειας.

Πικρό ποτήρι ο Άνθρωπος.
Δεν είναι η σταύρωση.
Δεν είναι ο πόνος.
Δεν είναι ο Γολγοθάς.

Είναι που θα προσευχηθεί Μονάχος. Έρημος.
Είναι που θα σταθεί Μονάχος μπρος στην Πόρτα.
Έρημος.
Καρπός ελιάς που πέφτει απ’ το δέντρο-μόνος.

Η πτώση χώμα.

Ποτήρι.

ΠΑΡΕΛΘΕΤΩ ΑΠ’ ΕΜΟΥ

ΔΙΑΔΡΟΜΗ

Κυλούσε η άμαξα εκείνο το πρωί.
Οι ρόδες χάιδευαν την άσφαλτο ανάμεσα σε αρώματα -νεράντζια.
«Μία καλή κοπέλα με ρώτησε για σένα” είπε ο πατέρας.
Αύριο να πας στο Θάνο για κείνη τη δουλειά στο μαγαζί.»
Σ’ ένα καλώδιο κρεμασμένος κάθετα ο ήλιος και λίμνες με ασάλευτα νερά.

***

Αίφνης εμπρός κατήφορος- το φως τρεμούλιασε.
Γέρνει η άμαξα βρυχώντας.
Αδύναμα πίσω τραντάχτηκε ο πατέρας.
Σα να το χτύπησε λοστός το φάντασμά του.

***

Ο γιός τα γκέμια πιάνει. Σφυρίζουν αγριεμένα τ’ άλογα.
Ο τόπος σείεται, ρεκάζει ο κατήφορος.
Πετάχτηκε ξανά στου αμαξά τη θέση ο πατέρας.
Τα γκέμια κράτησε ίσαμε να’ βρει η άμαξα ρυθμό,
ίσαμε λείες να φανούν οι λίμνες πάλι.
Ύστερα γύρισε πίσω στ’ όνειρο.

Δυο χρόνια είχε να ‘ρθει.

ΜΕΤΑΒΑΣΗ

Η νοσηλεύτρια τυπική.
Χαράματα.
Τακούνια στο πλακάκι.
Το «κλικ» απ’ το κρεβάτι

***

Τον πιάνει απ’ τις μασχάλες
σώμα – ξύλο

***

Τα πόδια αλύγιστα ,
ρίγος
στα χέρια πάνω- ρίγος
σαν ξωτικό
που αλυχτάει

λευκοί οι τοίχοι
Τον άφησε
στα δύο διπλωμένο

Τα μάτια ορθάνοιχτα
τρέχει ψηλά
το βλέμμα

«Επάνω μην κοιτάς
κοίτα εμένα»

Χτυπάει το τηλέφωνο

«Πολύ αργά- δε θα προλάβεις»

Πάλι σε κείνον:

«Επάνω μην κοιτάς»

Πολύ αργά.

ΣΤΗ ΝΑΞΟ

Εκρού στο χρώμα της Πορτάρας.
Κριάρι αλέγρο.
Με κέρατα- άγριο φίλντισι.
Αλλιώτικο από τ’ άλλα του βοσκού τα ζώα.

Το σκάει κάθε μέρα. Για τη Μουτσούνα ροβολά.
Μεγάλες κάνει δρασκελιές.
Τα άγρια χόρτα μηρυκάζει.
Τρέχει μέχρι τα βαγονέτα που κατεβάζουν το σμυρίγλι*.
Παίζει με σχίνα, όνειρα ξεφυλλίζει.

***

Μια μέρα βρίσκει μια σπηλιά.
Άγριο θέλει να ζει.
Εμπόδιο δεν του γίνεται ο βοσκός.
Μόνο τροφή του αφήνει κάθε τόσο.
Μην τύχει και πεινάσει.

Ένα πρωί έξω απ’ τη θύρα του μια οχιά.
Με τις οπλές την πάτησε.
Πηδάει με φόρα, να της δώσει τη χαριστική.
Σε απόσταση ανάσας κοντοστέκεται.
Ύστερα την αφήνει, πληγωμένη βέργα.
Δυο μέτρα απ’ τη φωλιά.

***

Πέρασαν τρεις βδομάδες κι είν’ απόγευμα.
Μέσα στο μούχρωμα γυρίζει απ’ το χωράφι.
Μπαίνει στο χώρο του βελάζοντας.

Ευθύς νιώθει το δάγκωμα.
Βαθύ το δηλητήριο να τρέχει στο μηρό.
Μετά, θολούρα χωρίς τέλος.
Στα μάτια του περνούν εμπρός τα όνειρα – σχίνα και βαγονέτα.
Δευτερόλεπτα.

Την επομένη ο βοσκός το βρίσκει.
Ανάσκελα.
Το βλέμμα παγωμένο.

Κριάρι απείθαρχο, της Νάξου.

*σμυρίγλι: ορυκτό που υπάρχει μόνο στη Νάξο

ΜΙΝΩΤΑΥΡΟΣ

Ι

Σαλπάρει με βοή το Blue Star Ferris για την Κρήτη.
Στέκομαι στο κατάστρωμα
Με τον ήλιο στα μάτια χαζεύω των κυμάτων το ρυθμό.

Αίφνης το πλοίο είναι ξύλινο με πάμπολλα κουπιά
Αστράφτει του Μίνωα το ανάκτορο.
Γίγαντας λάμνει ο βασιλιάς.
Περήφανες τοιχογραφίες σαν μπαίνω.
Γυαλίζουν όλα δύναμη.

Ντυμένη το φουστάνι τ’ ομορφότερο, περνώ στη σάλα με τα φώτα.
Μαζί μου άλλες έξι. Όλες παρθένες.
Έτοιμες για το δείπνο το στερνό.
Πριν μπούμε στον τρομακτικό Λαβύρινθο.
Βορά πριν γίνουμε στο τέρας.

ΙΙ

Ούτε για μια στιγμή δεν είδα ουρανό, μονάχα από ρωγμές το φως, οι μέρες έγιναν βροχές, αιώνες μέσ’ στη μυθική σπηλιά ποτέ μου δεν εξημερώθηκα, κλεισμένος μέσ’ το χρόνο χωρίς έρωτα, μύριες εικόνες στο λαβύρινθο του νου, το γνώρισα καλά το έρεβος, βλέπεις με κυνηγά η παλιά κατάρα, κεφάλι ταύρου να φορώ- φυλακισμένο τέρας, μπαίνει άρωμα αγνών παρθένων κάθε τόσο, – Θεός το είπε-αν κάποια μ’ αγαπήσει θα γλιτώσω, θα γίνω πάλι άνθρωπος, κι ας εξαϋλωθώ μετά, θ’ αναπαυτώ τότε για πάντα, όλες τους όμως μοχθηρές – φοβούνται, καμιά τους δε με κοίταξε στα μάτια, ούτε μια πεταλούδα μέσ’ τους σκοτεινούς διαδρόμους τόσα χρόνια, σαλεύει ο φόβος στο σκοτάδι, ας τελειώνουμε μ’ αυτή την απουσία.

ΙΙΙ

Χρόνια πολλά το τέρας φύλαγα
καλά κρυμμένο μέσα

Κι ούτε που ‘θελα να το δω,
μήτε και να το ξέρω
«Δεν είμαι εγώ, δεν το γνωρίζω»
έλεγα

Μέχρι στο δρόμο μου που βρήκα αυτήν.
Καθρέφτες είν’ τα μάτια της.
Εκείνον βλέπω μέσα.
Το Μινώταυρο. .

Επάνω της καλπάζει
( καπνοί απ’ τα ρουθούνια)
Το αίμα οσμίζεται
Χτυπά τα πόδια του με λύσσα
θυμός
μάχη
«Εσύ, εσύ!» -της λέω- «είσαι το τέρας.»
Αμέσως τη σκοτώνω

Κι ύστερα πάλι απ’ την αρχή.
Κάθε που στρέφομαι
καθρέφτες είν’ τα μάτια της
και μέσα ο Μινώταυρος.
Ευθύς, Θησέας γίνομαι
και τόνε μαχαιρώνω.
«Εσύ, εσύ» -της λέω- «είσαι το τέρας.»

Κι ύστερα πάλι απ’ την αρχή.

Β΄ΠΕΖΑ
ΙΣOΤΗΤΑ

Σε μαζικές συνεστιάσεις σκοτώνουνε τις ώρες κάθε τόσο. Τρώνε και πίνουν ασταμάτητα.
Με μουσική στη διαπασών και φασαρία.
Μιλάνε ακατάπαυστα. Σκαλίζοντας- όλοι μαζί- τι έκανε ετούτος και εκείνος.
Παινεύονται πως πέτυχαν το ένα και το άλλο. Πως όλα τα ‘καμαν σωστά, κατά πως πρέπει. Κοντράρονται μετά ποιος είναι ο καλύτερος. Ποιος τα ‘χει καταφέρει πιο καλά ως ώρας.
– «Δεν είμαστε όλοι ίσοι κι όμοιοι» μοιάζουν να θε να πούνε.

Τον τελευταίο καιρό χνωτίζουνε στου Τάκη το Σαλούν, σ’ ένα χωριό διπλά στο Καρπενήσι. Με τσιπούρα, τσιγάρα και πολυλογία. Τα ίδια και τα ίδια κάθε βράδυ. Μάης και άφθονη η ευρυτανική υγρασία στο δάσος. Απ’ τα φυλλώματα αναδύεται μια ερημιά. Πυκνές σκιές στα σκοτεινά και κρύο.

Αυτό τ’ απόβραδο έξω αλυχτάει ένα σκυλί. Δυο απ’ αυτούς είν’ έτοιμοι να πλακωθούνε.

(Ούτε που πήραν είδηση μία γερτή κουκούλα δίπλα τους. Σκεπάζει ενός ξωμάχου το κεφάλι. Ως το σαγόνι γέρνει.)

Ο Γιάννος ο Κοντός στον Πάνο με ειρωνία:
«Κάνεις και τίποτα καλά του λόγου σου; Και αυτήν ακόμη την κυρά σου δεν μπορείς να κουμαντάρεις. Στο έχω ματαπεί: Η γυναίκα είναι σαν τ’ άλογο. Για να το καβαλήσεις, πρώτα πρέπει να το ταΐσεις και να το ποτίσεις. Ύστερα του τραβάς το χαλινάρι.
Πάρε παράδειγμα από μένα ας πούμε.»

(Φουσκώνει σαν το γάλο.)

***

Απότομα σηκώνει την κουκούλα ο ξωμάχος. Φωτίζει το σκαμμένο πρόσωπο η λάμπα. Τρίζουν οι αρθρώσεις απ’ το ξύλινο Σαλούν.
Το βλέμμα υγρό, όπως τα φύλλα από το δάσος.

Κάνει ένα νόημα του Γιάννου: «Έλα, από δω.»

Κείνος αμέσως πάγωσε.
Με κόμπο στο λαιμό ψελλίζει:

– «Εσύ; Εσύ, τι κάνεις εδώ;»

– «Του λόγου σου δεν λες πως είσαι ο καλύτερος; Σ’ ακούω τόσην ώρα. Έλα από δω λοιπόν. Σε θέλω. Έχω αποστολή για σένα».

Ιδρώνουν του Κοντού τα χέρια. Μαυρίζει και ζαρώνει η ψυχή του σα σκουλήκι. Σκύβει το σβέρκο χαμηλά.
Μετά απολογείται:

-«Γιατί να έρθω εγώ; Δεν είμαι ο καλύτερος που θες.
Ένας από όλους είμαι. Ίσος με όλους. Για πλάκα τα έλεγα όλα τ’ άλλα. Έτσι, για χωρατό.»

Σηκώνεται ο καβαλάρης πάνω. Μαύρα- η κάπα, η κουκούλα και τα γάντια. Κοιτάζει τους υπόλοιπους:

– «Ποιος από σας είν’ ο καλύτερος λοιπόν;»

Κανείς δεν εμφανίζεται μπροστά.

– «Δεν έχουμε καλύτερο εμείς. Ούτε διακρίσεις. Όλοι ίσοι είμαστε, όλοι.»
(Τα μάτια ευθύς καρφώνουνε στο πάτωμα.)

Καγχάζει,

– «Εγώ όμως πάντα τον καλύτερο διαλέγω» λέει το σαρδόνιο χαμόγελο.

Όλοι το ξέρουν κάθε πότε έρχεται.
Σαν θέλει κάποιον να επιλέξει.

Όπως πριν έξι μήνες.
Που θέλησε τον Παντελή, το γιό του Μάκη.
Χαράματα τον βρήκανε. Πεσμένο στο χαντάκι.

Όλο το βράδυ αλυχτούσε δίπλα ένα σκυλί.

ΑΝΘΡΩΠΟΚΤΟΝΙΕΣ

Ήτανε μαύρος εκτός από κακός. Λύκος πραγματικός. Μονάχα η γυναίκα του ξανθιά. Έτσι για τα προσχήματα. Ξανθιά και αφράτη σαν ψωμί λευκό.
Για να κυκλοφορεί ελεύθερα στο δρόμο δίπλα της. Να μην κινεί υποψίες.

Κατά καιρούς έπαιρνε διάφορες μορφές. Στο Μάτι μ’ ένα ουρλιαχτό έγινε φωτιά. Ορμούσε από ψηλά στα δέντρα με ταχύτητα φωτός. Βόμβος και ανάθεμα. Έκαψε κόσμο. Ψυχές πολλές. Ανυποψίαστες. Παιδιά. Κι ο Άκης μέσα. Έγινε πνιγηρή σιωπή και μαύρο σύννεφο. Λιώσανε ύστερα οι γονείς του. Τ’ αποκαΐδια μάζευαν. Και κλαίγαν.

«Εσείς με θρέψατε, εσείς θα με χαρείτε.» Ούρλιαζε ο λύκος μ’ αναφιλητά. Όρθια η γούνα του η μαύρη.

Την άλλη έγινε πλημμύρα. Στη Γερμανία πήγε ψες. Έπνιξε κόσμο. Ψυχές ανυποψίαστες. Παιδιά. Κι ο Τάκης μέσα. Γίνηκε λιπαρή μάζα, βούρκος. Οιμώζανε ύστερα οι γονείς του. Μαζεύανε τα υπολείμματα με πόνο.

«Εσείς με θρέψατε, εσείς θα με χαρείτε.» Ούρλιαζε ο λύκος μ’ αναφιλητά. Όρθια η ουρά του η στητή.

Την τελευταία, έγινε πανδημία. Ιός βαρύς και φονικός. Τρέμουλο. Μεταλλάξεις. Κρύος ιδρώτας και ασφυξία. Μάτια κοιτάνε τρομαγμένα. Ψυχές ανυποψίαστες. Παιδιά. Κι ο Μάκης μέσα. Έγινε πυρετός, λεπτό κλαράκι καταγής. Δεν ήταν οι γονείς του εκεί. Χάθηκαν πίσω από το λύκο. Μήτε τους έκλαψε κανείς.

Ουρλιάζει εκείνος μ’ αναφιλητά. Ορθώνεται τεράστιος στα δυο του πόδια.

«Εσείς με θρέψατε. Εσείς τώρα θα με χαρείτε.»

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΤΥΓΜΙΟΤΥΠΟ

Μόλις πέρασε τ’ αλμυρίκια κοντοστάθηκε.
Καθώς ξημέρωνε, η λιμνοθάλασσα μια μάζα φώσφορο στη μέση του χειμώνα.
Πλήθος τα υδρόβια μέσα της. Άγαλμα η φύση. Κάποιος θαρρείς παγίδευσε το χρόνο σ’ ένα δίχτυ.
Λαξευμένο με καλέμι το τοπίο. Σύναξη από μπάλιζες* και καρκαμπάδες.* Σύναξη ζωής.

Σαν ορυκτό η λίμνη. Παγωμένη. Παγωμένα τα φτερά. Παγωμένη κι η ζωή μέσα της.
Σε θέση δυσμενή τα φτερωτά. Γι’ αυτό και απαγορευμένο το κυνήγι αυτή την εποχή.
Αυτός όμως είχε ετοιμάσει το γαϊτάκι του.
Ένα βαρκάκι ξύλινο. Χωρίς καρίνα. Ίσα που χωρούσε μέσα. Με τ’ όπλο του μαζί.
Δίκαννο, κολλημένο στο κορμί του. Κυνηγός από μικρός. Έμπειρος.
Δεν πήγαινε για τις φαλαρίδες. Δεν τον ένοιαζαν αυτές. Το κρέας τους δεν ήταν νόστιμο. Μύριζε το κορμί τους. Κάτι σα βούρκος, σα χαλασμένο αυγό.
Για αυτές τις αγριόπαπιες πήγαινε, τους καρκαμπάδες. Ολάκερο κοπάδι είχε σήμερα η μάνα η λιμνοθάλασσα.
Έσπρωξε το γαϊτάκι μέσα στο νερό. Σαν ξύλο φάνταζε πού επιπλέει. Ξάπλωσε μπρούμυτα κι αυτός. Καθόλου να μη φαίνεται. Κουπί έκανε το χέρι του. Το κούναγε ρυθμικά μεσ’ τα νερά και το βαρκάκι κύλαγε. Περνούσε ξυστά απ’ τις φαλαρίδες. Κάπου-κάπου, έπεφτε πάνω τους. Τότε τις έσπρωχνε με το χέρι μαλακά. Να πάνε παραπέρα. Αυτές υπάκουες σαν κούκλες. Κοκαλωμένες απ’ τον πάγο διόλου δε σκιρτούσαν. Αγάλματα σωστά.

Οι καρκαμπάδες αναπαύονταν πιο μέσα.
Χαραγμένες οι σκιές τους στο κάτοπτρο της λίμνης. Πλήθος σκιές μέσα στο μπλε. Πλήθος ζωής. Δε μετριόταν.
Ήταν δύο περίπου τέταρτα δρόμος για να τις φτάσει.
Σαν τις πλησίασε αρκετά, πετάχτηκε σαν αίλουρος απ’ το βαρκάκι. Κραδαίνοντας το όπλο.
Ξαφνιασμένα τα πουλιά. Συναγερμός. Πως βγήκε ο κίνδυνος μέσ’ απ’ το ξύλο;
Πετάνε όλα μαζί. Συνωστισμός. Επάνω απ’ το κεφάλι του, σωστό μπουκέτο.
Πυροβολεί. Μία φορά. Μετά και δεύτερη. Χίλια φτερά πέφτουν στη λίμνη. Χαλάζι χρώματα.

Πόση ζωή αλήθεια.

Χαλάζι

*καρκαμπάδες: μικρές αγριόπαπιες που πετάνε με μεγάλη ταχύτητα
*μπάλιζες: φαλαρίδες

ΤΟ ΠΑΛΤΟ ΤΟΥ ΜΠΑΜΠΑ ΚΑΙ Ο ΓΟΥΝΤΙ

Πέντε το απόγευμα στη λεωφόρο Συγγρού και κρυώνω.
Χώνω το χέρι τουρτουρίζοντας στην τσέπη του παλτού του μπαμπά. Το προχωράω μέχρι κάτω. Πιάνω κάτι μαλλιαρό. Το ψηλαφίζω με τ’ ακροδάκτυλα. Τώρα το νιώθω μάλλον χνουδωτό. Το τραβάω έξω. Με έκπληξη βλέπω το καφετί μου αρκουδάκι -το Γούντι- που το είχα για χαμένο.

«Προχώρα γρήγορα.” μου λέει. Η προβολή θα ξεκινήσει σε λίγο.»
Περπατώντας κοιτάζω τον ανεβασμένο γιακά του παλτού που καλύπτει το λαιμό του μέχρι τ’ αυτιά. Του πάει πολύ έτσι όπως είναι κοντοκομμένα τα μαλλιά του.
«Ανοίγω το βήμα μου όσο μπορώ. Όσο μου επιτρέπουν τα πόδια μου των εφτά χρόνων.
«Πως τη λένε την ταινία που θα δούμε μπαμπά;»
«Να τη λες προβολή. Λέγεται κόκκινοι γίγαντες και άσπροι νάνοι.»
«Τι είναι αυτό;»
«Θα δεις. Δε σ’ έχω ξαναπάει στο πλανητάριο. Θα σου αρέσει. Έχει φέρει ωραίες προβολές για την περίοδο των Χριστουγέννων.»

Σε όλη τη διάρκεια της προβολής, έχω σηκωμένο το λαιμό μου προς τα πάνω. Προς το θόλο. Χαϊδεύω το Γούντι. Τα δάκτυλα μου βουλιάζουν πάνω στο σώμα του. Τώρα πιάνουν το κουμπάκι που έχει για μύτη. Ανεβαίνοντας στο πρόσωπο του ο αντίχειρας μου μπαίνει στην τρύπα -εκεί που ήταν το μάτι του. Μένει εκεί. (Παίζοντας μαζί του- ήμουν δεν ήμουν δύο χρονών τότε- του το είχα βγάλει.) Σφίγγω το κεφαλάκι του στην παλάμη μου. Επιτέλους θα κοιμόμαστε πάλι μαζί. Στενοχωρήθηκα που δεν τον έβρισκα τόσες μέρες.
Είναι εντυπωσιακό το πλανητάριο. Δε νομίζω να έχει πάει ακόμη κάποιος απ’ τους συμμαθητές μου απ’ το σχολείο στη Μεγαλόπολη. Ο μπαμπάς κανόνισε και ήρθαμε πρώτοι. Όταν τελειώνει η προβολή, παίρνουμε τον ηλεκτρικό και γυρίζουμε στο Νέο Ηράκλειο. Περνάμε απ’ το σπίτι της θείας Αλέκας. Ψήνει καφέ για το μπαμπά. Εμένα μου βάζει δυο μελομακάρονα σε διάφανο πιατέλο και χυμό πορτοκαλάδας. Παίζω λίγο με το Ρόκυ το σκυλί του ξαδέρφου μου ενώ ο μπαμπάς κουβεντιάζει μαζί της. Τη χαιρετάμε και περπατάμε ως το σπίτι της γιαγιάς. Μας φιλοξενεί όταν ερχόμαστε στην Αθήνα τα Χριστούγεννα. Είναι το πατρικό του μπαμπά. Κατεβαίνω κάτω στο υπόγειο. Είναι ένα μεγάλο δωμάτιο με πράσινους καναπέδες και μια ξύλινη βιβλιοθήκη που φτάνει μέχρι το ταβάνι. Μοιάζει με καθιστικό.

***

Εδώ βρίσκομαι τώρα.
Ο μπαμπάς και η γιαγιά δεν είναι μαζί μου, ούτε η θεία Αλέκα.
Κι εγώ δεν είμαι πια εφτά. Είμαι πενήντα τρία. Αλλά κρατάω στο χέρι μου το Γούντι, που έβγαλα μόλις από την τσέπη του μάλλινου παλτού του μπαμπά όπως και τότε.
Ο αντίχειρας μου μπαίνει πάλι στην τρύπα από το μάτι του.
Μένει εκεί. Σα να μην πέρασε μια μέρα.

ΜΗ ΜΙΛΑΣ ΣΕ ΑΓΝΩΣΤΟΥΣ

Είχαν όλοι τους φτερά. Ήταν μάλιστα χρωματιστά. Πράσινα, καφέ, κοκκινωπά. Σαν τις αγριόπαπιες.
Τα δύο μωρά, με το που άνοιξαν τα βρεφικά τους μάτια είδαν τους γονείς να πετάνε μες το σπίτι. Μάζευαν τα φτερά τους κάθε που ήθελαν να καθίσουν στο τραπέζι για το γεύμα ή το δείπνο. Ή για να κάνουν τις δουλειές του σπιτιού. Ή το βράδυ προκειμένου να πέσουν στο κρεβάτι. Όλες τις υπόλοιπες ώρες βρίσκονταν ψηλά. Στάσιμοι επάνω στα ντουλάπια της κουζίνας ας πούμε, ή εν πτήσει.

Με τον καιρό, άνοιξαν και τα νεογνά τα δικά τους φτερά. Ήτανε μια κόρη κι ένας γιος. Σιγά- σιγά μυήθηκαν κι αυτά στο πέταγμα.
Δε δυσκολεύτηκαν ιδιαίτερα. Ούτε φοβήθηκαν. Ήταν μόνο λίγο διστακτικά στην αρχή. Μετά όλα ήρθαν πολύ φυσικά.

****

Τα δύο παιδιά αναπαύονταν επάνω στο ψυγείο την ώρα του σεισμού. Ήταν κάτι απόκοσμο. Τινάχτηκαν από το θόρυβο. Κι ακόμα περισσότερο από το σπάσιμο των πιάτων που πετάχτηκαν από τα ξύλινα ντουλάπια στο πάτωμα. Ήταν μεσημέρι. Οι γονείς ήταν έξω για ψώνια. Το σπίτι άνοιξε στα δύο σαν το καρύδι που το χτυπάνε. Πολύ γρήγορα ο εγκέλαδος το έριξε καταγής. Δεν είχαν πρόβλημα. Άνοιξαν τα χέρια τους και πέταξαν. Γιατί στην πραγματικότητα τα χέρια ήταν τα φτερά τους.
Έξω είχε μαζευτεί κόσμος αρκετός. Σε λίγο ήρθαν και οι γονείς τους. Υπήρχε αναστάτωση μεγάλη. Ορισμένοι είχαν προλάβει να πάρουν μαζί τα στρωσίδια τους για να διανυκτερεύσουν εκεί το βράδυ. Όλοι πολύ νευρικοί και ανήσυχοι. Μιλούσαν ακατάπαυστα, ταυτόχρονα ο ένας με τον άλλον. Έκαναν χειρονομίες περίεργες.
Και το πιο αλλόκοτο: Ούτε ένας απ’ αυτούς δεν πετούσε! Μόνο βάδιζαν. Πάνω-κάτω, πάνω-κάτω. Στα χέρια κρατούσαν τσάντες, οι πιο ηλικιωμένοι μακριά κομπολόγια. Μερικοί είχαν στα δάχτυλα κάτι λευκούς σωλήνες που τους έβαζαν φωτιά και ρουφούσαν τον καπνό.

Τα παιδιά τους κοίταζαν με ολοστρόγγυλα μάτια.
-“Μαμά, ” είπε στο τέλος η κόρη ” γιατί δεν ανοίγουν τα χέρια τους να πετάξουν όλοι αυτοί;”

– «Κι εγώ έχω αναρωτηθεί κορίτσι μου. Δεν μπορώ να καταλάβω. Είναι παράξενο.»
«Μπαμπά, γιατί δεν πατά στη Γη αυτό το αγόρι;» ακούστηκε η φωνή μιας κοπέλας δείχνοντας το γιο της οικογένειας.
«Μην το κοιτάς Ιωάννα μου. Ίσως έχει κάποιο πρόβλημα.»

«Δεν έχω πρόβλημα κύριε” απάντησε ο γιος καθώς προσγειωνόταν κοντά τους. Γύρισε στην κοπέλα χαμογελώντας: ” Θέλεις να σε μάθω να πετάς κι εσύ;»
Αυτή τον κοίταξε συνεπαρμένη. Άνοιξε το στόμα να πει κάτι.
– «Δε χρειάζεται.” τη διέκοψε ο πατέρας της. Την αγκάλιασε προστατευτικά. Έσκυψε στο αυτί της: «Μη μιλάς σε αγνώστους»

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΗΣ ΒΕΛΟΝΑΣ
ΕΥΓΕΝΙΑ ΜΠΟΓΙΑΝΟΥ

Η ΑΥΓΗ 16/4/2024

Η αφάνεια ζωής

Η συλλογή διηγημάτων «Το μάτι της βελόνας» της πρωτοεμφανιζόμενης οφίας Ελευθερίου αποτελείται από εικοσιτέσσερις, μικρής έως πολύ μικρής έκτασης, αφηγήσεις. Είδος δύσκολο και απαιτητικό καθώς το μικροδιήγημα δεν συγχωρεί περιττολογίες αλλά ούτε και ελλείψεις, είδος που συνάδει με τον ποιητικό λόγο καθώς είναι μια δοκιμασία στην έννοια της ακρίβειας. Η Ελευθερίου, εν πολλοίς, κερδίζει το στοίχημα: ο λόγος της χαρακτηρίζεται από πυκνότητα και ελλειπτικότητα, αλλά και από εκείνη την ιδιοσυγκρασιακή ματιά την οποία πρέπει να διαθέτει ο δημιουργός, καθώς και τη δυνατότητα να την καταθέτει στο χαρτί, ώστε να αφήνει στίγμα ευδιάκριτο. Η γλώσσα, που στηρίζεται στη ρουμελιώτικη ντοπιολαλιά και ειδικά εκείνη του Νεοχωρίου Μεσολογγίου, με χρήση ιδιωματισμών που την κατανόησή τους διευκολύνει το γλωσσάρι, αλλά χωρίς να είναι αναγκαία απαραιτήτως η διακοπή της ανάγνωσης, μιας και είναι τοποθετημένοι με τρόπο «οικείο» μέσα στην αφήγηση, είναι δουλεμένη έως την παραμικρή λεπτομέρεια. Η συγγραφέας φαίνεται να είναι κυρίαρχη των μέσων της, δίνοντας κείμενα με μουσικότητα και ωραίο ρυθμό, με μόνη επιφύλαξη κάποιες επιλογές στη χρήση και τη σειρά των λέξεων σε ορισμένες περιπτώσεις που αποδυναμώνουν το αποτέλεσμα. Π.χ. λέει: «Κουμπώνουν στης κόρης το λαιμό το κολιέ», αντί: «Κουμπώνουν στο λαιμό της κόρης το κολιέ». Ή «Το καλοκαίρι τούτο η Ντορίτα κάνει για τελευταία φορά παρέλαση στον κεντρικό το δρόμο του χωριού», αντί «στον κεντρικό δρόμο του χωριού». Επιλογές που φαίνεται να υπηρετούν τον ρυθμό, εντείνοντας όμως έναν τόνο επιτήδευσης, σε αφηγήσεις που το κύριο χαρακτηριστικό τους, κι ένα από τα δυνατότερα σημεία τους, είναι η λιτότητα. Λιτότητα που πετυχαίνεται με το αστόλιστο γράψιμο, αλλά και με την εστίαση σε λεπτομέρειες από όπου αναδεικνύεται, αβίαστα και με μεγάλη ευαισθησία, όλη η πολυπλοκότητα του ανθρώπινου βίου.
Ο βίος ανθρώπων καθημερινών που βιώνουν καταστάσεις δύσκολες σε δύσκολες εποχές -ο χρόνος είναι οι δεκαετίες του ‘50 και του ‘60, ο τόπος, όπως είπαμε, το Νεοχώρι Μεσολογγίου-, καταστάσεις που τους αφήνουν μετέωρους και γυμνούς, μόνους, να παλεύουν με τους άλλους και με τον εαυτό τους, να προσπαθούν να υποτάξουν τη μοίρα τους, να αντισταθούν στη σκληρότητα της επαρχίας, στη φθορά μιας καθημερινότητας που διαβρώνει αργά και σταθερά τα πάντα, αλλά που, τις περισσότερες φορές, την τιμούν όπως της αρμόζει, μιας και είναι το μοναδικό πράγμα που έχουν. Η καθημερινότητα, ο φτωχός και ταπεινός βίος -αυτός που χωράει στο μάτι της βελόνας-, που όμως ποτέ δεν είναι όπως ακριβώς φαίνεται με μια γρήγορη ματιά, είναι αυτά που δίνουν το ερέθισμα στη συγγραφέα, η οποία προσπαθεί να ξύσει την επιφάνεια και να μιλήσει για ό,τι βρίσκεται από κάτω. Μικρές ιστορίες «μικρών» ανθρώπων ιδωμένες με συγκίνηση, χιούμορ, κατανόηση. Μεγάλου ατού να μην κρίνεις, αλλά να προσπαθείς να κατανοήσεις τους ήρωές σου. Να μπορείς να μετουσιώνεις την αφάνειά τους σε λόγο.
Αλλά και να περιγράφεις τη σκληρότητα με τόσο ελλειπτικό, αποκαλυπτικό και καίριο τρόπο. Ένα από τα καλύτερα διηγήματα της συλλογής είναι το «Στο γιούρτι». Υπαινικτικά, με μεγάλη οικονομία λέξεων, περιγράφεται η παιδική κακοποίηση, αλλά και η πράξη βίας που γεννιέται ως αντίδραση, για να απαντήσει στη βία. Η σκληρότητα ως σύμφυτο κομμάτι της ιδιοσυστασίας της κοινωνίας στα εν λόγω διηγήματα, αλλά και μαζί ως μια ιδιότυπη «απόδοση δικαιοσύνης». Στο διήγημα «Στ’ αμπέλι» τα δύο αδέλφια, οχτώ κι εφτά χρονών, χωμένα στο αμπέλι μήνα Αύγουστο, ενώ χρυσίζει η σουλτανίνα μεσ’ στον ήλιο, παρακολουθούν τον γίγαντα Γερμανό κατακτητή να κάνει την ανάγκη του. «Μας προσπερνά ο Γερμανός. Στ’ αυτιά μου βουητό από σφίγγες. Λίγο πιο πέρα σταματά – η πλάτη γυρισμένη. Ακούγεται ο θόρυβος από το όπλο του που πέφτει, ενώ το παντελόνι ξεκουμπώνει. Αστράφτουνε τα οπίσθιά του τ’ ασπρουλιάρικα, μοιάζουνε με καρβέλια. Το κράνος κατεβαίνει και κάθεται ο γίγαντας πάνω στα γόνατά του». Η φαιδρότητα σε αντίστιξη με τον τρόμο. Και η πάντα πρόθυμη παιδική ματιά. «Πάμε να δούμε τα σκατά του Γερμανού» λέει ο ένας αδελφός στον άλλο, για να καταλήξουν στο συμπέρασμα: «Τα σκατά του Γερμανού, ίδια με τα δικά μας! Δεν έχουνε καμιά διαφορά! Μόνο που τα δικά του είναι περισσότερα». Ηθικό συμπέρασμα χωρίς ηθικολογίες: άλλη μια πτυχή των διηγημάτων της Ελευθερίου, η οποία γνωρίζει πως το «υψωμένο δάχτυλο» δεν αρμόζει στη λογοτεχνία.
Λιτή, υπαινικτική, πυκνή γραφή, με ευαισθησία, με μεγάλη οικονομία λέξεων αλλά όχι συναισθήματος, δίχως μεγαλοστομίες, δίχως να πέφτει στην παγίδα του μελό, με έγνοια για τον ταπεινό άνθρωπο και την αόρατη ζωή, σε μια πρώτη προσπάθεια η οποία, δίχως να επιδεικνύεται, στοχεύει στο να ντύσει με λέξεις το αδιόρατο και το «μικρό». Και το καταφέρνει.

.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ B. ΜΠΟΥΡΑΣ

FRACTAL 30/1/2024

Μικροϊστορίες καθημερινών αλλά και όχι απολύτως «συνηθισμένων» ανθρώπων που πρωταγωνιστούν στον μικρόκοσμό τους χωρίς να έχουν όμως παγκόσμιες φιλοδοξίες και προοπτικές. Να επιβιώσουν θέλουν αυτά τα δραματικά πρόσωπα, να διαχειριστούν τον μικρόκοσμό τους χωρίς καν επίγνωση των χωροχρονικών συντεταγμένων τους.

Βεβαίως η λογοτεχνική μεγέθυνση και δραματουργική επεξεργασία ανώδυνων περιστασιακών στιγμών περνούν από πολλαπλά μυθοπλαστικά φίλτρα, υφίστανται περίπλοκες αισθητικές (μορφολογικές, ρυθμολογικές) τεχνικές επεξεργασίες, αποκτούν άλλη βαρύτητα, εγγράφουν υποθήκες διαχρονικής αναγνωσιμότητας, ανασταίνουν την βαθύτατη ανάγκη μας να νανουρίσουμε και να νανουριστούμε, να υπνωτίσουμε και να υπνωτιστούμε, να αντέξουμε εν τέλει την καθεστηκυία χαρμολύπη με ανάσες ανά-ψυχής. Η διά-σκέδασις (όπως συμβαίνει με τις ακτίνες τού φωτός) προέρχεται από το ρήμα «σκεδάννυμι» (προϋπόθεση και παράλληλη ωφέλεια κάθε επικοινωνίας).

Το σημαντικό εδώ είναι η υψηλή λογοτεχνικότητα, που οφείλεται τόσο στην επεξεργασμένη, πρωτότυπη, επινοημένη ιδιόλεκτο (με τη χρήση ιδιωματισμών, από ντοπιολαλιές, με το ανάλογο «γλωσσάρι», π.χ. τής σελίδας 40) όσο και στην «μικρογλυπτική» τής αφηγηματικής ρητορείας, που δυσχεραίνει το έργο τού απαιτητικού λογοτέχνη όσο μειώνεται ο αριθμός των χρησιμοποιούμενων λέξεων.

Οι παλαιοί «παραμυθάδες τής Ανατολής», οι μάχιμοι δικηγόροι, οι δάσκαλοι / καθηγητές, οι ιεροκήρυκες, οι ηθοποιοί τής επιθεώρησης (και σε άλλα διαδραστικά θεατρικά είδη) ΔΙΑΘΕΤΟΥΝ ΤΟ ΕΞΑΣΚΗΜΕΝΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΗΣ ΑΠΕΥΘΥΝΣΗΣ, που χωρίς αυτό δεν ολοκληρώνεται η μονομερής εκπομπή-λήψη. Τα τυπογραφικά στοιχεία λειτουργούν ως «σημαίνοντα» ενόσω τα «σημαινόμενα» (από γλωσσολογικής απόψεως) εξαρτώνται από τις προσληπτικές ικανότητες και τη συνδημιουργική φαντασία τού επαρκούς αναγνώστη, όστις «θεάται» στο σκηνικό τού μυαλού του πρωτόγνωρες, πρωτόφαντες, ιδιωτικές, δι-υποκειμενικές «σκηνές» δικής του κοπής και κωδικοποιήσεως.

Η ποιητική λειτουργία είναι εμφανής σε αυτό το βιβλίο, το οποίο κατατάσσεται ειδολογικώς κάπου ανάμεσα στην ποίηση και στη μικρή φόρμα ως νόμιμο μετανεωτερικό υβρίδιο.

Οι ποιητές καταφεύγουν στην δραματική γραφή, όχι από αδυναμία, άγνοια ή ακατάσχετη ροπή προς την πεζολογία, αλλά προκειμένου να επικοινωνήσουν, να μοιραστούν τον εσωτερικό τους κόσμο με τουλάχιστον έναν συνοδοιπόρο. Έτσι το “target group” αυξάνεται και πληθύνεται (θεωρητικά). Στην πράξη όμως, χωρίς την διαμεσολάβηση τού φωτισμένου κριτικού / δημοσιογράφου, το θεατρικό / λογοτεχνικό οικοδόμημα μένει χωρίς κοινό / κενό. Στον αιώνα τής άμεσης διαφήμισης, ο άμεσος απόηχος είναι ανακλαστικός, όσο κι αν χάνεται μέσα σε τόσο «θόρυβο».

Αναζητείστε αυτό το βιβλίο για την πρωτοτυπία του, για το καινούργιο που φέρνει στα νεοελληνικά γράμματα, για την επιμονή τής ξάστερης αφηγηματικής φωνής.

Οι τίτλοι των 23 διηγημάτων: Η ΒΕΡΑ, ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΛΟΛΑ, ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ, Ο ΘΑΝΑΣΗΣ, ΣΤΟ ΓΙΟΥΡΤΙ, ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ, ΣΤ’ ΑΜΠΕΛΙ, ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ, Η ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑ, ΝΤΟΡΙΤΑ, ΤΑ ΔΙΧΑΛΑΙΙΚΑ, ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΣΑΝ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΑΛΛΕΣ, Η ΙΛΙΑΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΧΕΡΙ, Ο Κ.Π. Κ. ΣΤΗ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑ, ΠΑΓΑΝΑ*, Ο ΝΟΝΟΣ, ΑΡΚΕΙ ΝΑ ΕΡΧΕΣΑΙ ΤΙΣ ΤΡΙΤΕΣ, ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ, ΠΟΙΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑ ΣΤΟΝ ΠΕΛΑΡΓΟ, ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ, ΤΟ ΠΑΙΔΙ, ΟΤΑΝ Ο ΝΙΤΣΕ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΤΗ ΛΟΥ*, ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΗΣ ΒΕΛΟΝΑΣ, ΑΛΛΙΩΣ.

Ανατριχιαστική η σκηνή τής γέννας στο διήγημα «Μια μέρα σαν όλες τις άλλες» (σελίδες 38-40).

«Τα άλλα είναι σιωπή» (Σαίξπηρ, Άμλετ).

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΕΥΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ

FRACTAL 30/1/2024

“Για τους «παράξενους» αυτού του κόσμου”

Τα μικρο-διηγήματα μεταξύ 500 και 1500 λέξεων, flash fiction διεθνώς, μπορούν να συμπυκνώνουν σε λίγες μόλις γραμμές ιδέες, πάθη και καημούς, που συνήθως αναπτύσσονται σε πολυσέλιδα μυθιστορήματα και, το σπουδαιότερο, μπορούν να δημιουργούν μαγεία στην οποία παρασύρουν ακόμη και βιαστικούς και πολυάσχολους αναγνώστες.

Όλες αυτές οι αρετές ενυπάρχουν σε αφθονία στη συλλογή Το μάτι της βελόνας της ταλαντούχας συμπολίτισσας Σοφίας Ελευθερίου, που εκδόθηκε πρόσφατα (Νοέμβρης 23) από τις εκδόσεις Ενύπνιο.

Κάποιες φορές τα πιο μικρά σε έκταση διηγήματα γέρνουν περισσότερο προς την ποίηση και αποκλίνουν από την πρόζα, αποκαλύπτοντας ποιητικές αρετές: Λιτότητα, ελλειπτικότητα, πυκνότητα, ισχυρούς συμβολισμούς και πάνω απ’ όλα αναβλύζουν ποιητική δύναμη και μαγεία. Γιατί η Σοφία Ελευθερίου γράφει και ποιήματα που κατά καιρούς δημοσιεύει σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά.

Ο τόπος στον οποίο λαμβάνουν χώρα οι 23 ιστορίες της είναι η επαρχία και συγκεκριμένα η κωμόπολη Νεοχώρι Μεσολογγίου και ο ποταμός Αχελώος. Οι ιστορίες απλώνονται σε ολόκληρη την παραποτάμια περιοχή αγκαλιάζοντας τα ιχθυοτροφεία και τους ψαράδες τους, τις αρχαίες Οινιάδες, τη μαγευτική παραλία του Λούρου, το λόφο του Αγίου Ταξιάρχη, τους Τσιγγάνους και το οικισμό τους Διχαλαίκα.

Ο χρόνος στα περισσότερα είναι οι δεκαετίες του ‘60 και του ‘70 όπως έφτασαν στη συγγραφέα από αφηγήσεις και από την αδράνεια των συνηθειών που επιμένουν να επιβιώνουν, καθώς οι άνθρωποι πολλές φορές, ειδικά στην επαρχία, αρνούνται πεισματικά να παραδοθούν στο μοντέρνο τρόπο ζωής.

Οι ήρωες και χαρακτήρες ποικίλουν: Αλαφροΐσκιωτοι και ονειροπαρμένοι, κάποιοι με νοητική στέρηση, άλλοι παρασυρμένοι από τις ερωτικές τους φαντασιώσεις. Παραλογισμένοι από το φόβο και τη μοναξιά, μελαγχολικοί και τρυφεροί, θύματα των σκληρών δεισιδαιμονιών του χωριού.

Και οι ιστορίες στις οποίες εμπλέκονται, παράξενες, ασυνήθιστες μικροϊστορίες. Τόσο μικρές «ώστε να χωρούν στο μάτι της βελόνας» όπως ευφυώς αναφέρει η συγγραφέας στο οπισθόφυλλο.

Ιστορίες, όπως: Η προετοιμασία της σορού μιας νεαρής γυναίκας που οι μοιρολογίστρες ντύνουν νύφη, ένα παιδί με νοητική στέρηση που μηχανεύεται τρόπους για να επιβιώσει, όνειρα εκδίκησης που στοιχειώνουν μια μοιχεία, η παιδεραστία και η εκδίκηση του πατέρα (εμπνευσμένο από πραγματικό γεγονός), η αλαφροΐσκιωτη μοναχική γυναίκα που υιοθετεί μια ξύλινη κούκλα, οι εχθρικές σχέσεις πατέρα γιού που, όμως, δεν στέκονται εμπόδιο στο γιο να αντιγράψει τη ζωή του πατέρα που μισούσε, οι μικρές ατιμίες που διασώζουν την οικογένεια, η μύηση στον έρωτα ενός έφηβου, τα γεράματα και ο ασίγαστος πόθος για ζωή.

Ακόμη, απαγγέλλοντας μια παρωδία της Ιλιάδας και συναντώντας τον Καβάφη σ’ ένα καφενέ στο Αιτωλικό.

Και η σκληρή ζωή της γυναίκας στην επαρχία, που αμέσως μετά τη γέννα «…τάπωσε καλά τ’ απόκρυφά της με τ’ αποστειρωμένα πανιά, έβαλε ένα χοντρό βρακί, σηκώθηκε και βγήκε στην αυλή. Πήρε το σάρωμα κι άρχισε να σκουπίζει τα φύλλα από τη μουριά».

Η αφήγηση ελλειπτική, παρεκκλίνει από το ρεαλιστικό πλαίσιο του χωριού, κινούμενη στα όρια πραγματικού και φανταστικού, ορατού και αόρατου. Πολλές φορές θυμίζει συναξάρια και λαϊκές διηγήσεις θαυμάτων. Πάντα λιτή, χωρίς περιττές φιοριτούρες.

Η γλώσσα στηρίζεται στην ρουμελιώτικη ντοπιολαλιά και ειδικά τη «νιχωρίτικη» με ονόματα και ιδιωματισμούς, με φράσεις και λέξεις που κάτι μας θυμίζουν, αλλά πρόθυμα ανατρέχουμε στο γλωσσάρι.

Η συγγραφέας γράφει με ευαισθησία, χιούμορ, φαντασία και κατανόηση για τους ανθρώπους και κυρίως για τους περιθωριακούς και μειονεκτικούς. Ακόμη και με θαυμασμό για τους τρόπους που εφευρίσκουν να επιβιώνουν. Κυρίως οι γυναίκες: Πολυπρόσωπη και πολυφωνική η παρουσία της γυναίκας σε όλα τα διηγήματα της συλλογής.

Της γυναίκας που υποφέρει, που βασανίζεται και αδικείται αλλά δεν το βάζει κάτω καθώς φλέγεται από το πάθος για ζωή.

Η Σοφία Ελευθερίου κατορθώνει να αποφύγει τους επικίνδυνους σκοπέλους: την εξιδανίκευση και τη νοσταλγία της παλιάς εποχής, την υποτίμηση και απαξίωση των ανθρώπων με τα τόσα κουσούρια τους, όσο και το εξωτικό, το φολκλόρ. Οι ήρωες που επιλέγει να περιγράψει μέσα στο βιβλίο της, είναι άνθρωποι που προσπαθούν με νύχια και με δόντια να ζήσουν, να ευτυχίσουν. Να υπερπηδήσουν τα εμπόδια της μειονεξίας τους, τα εμπόδια των ευκαιριών που δεν προσφέρει η επαρχία, την έλλειψη κατανόησης από τους συντοπίτες τους.

Μικρο-διηγήματα, λοιπόν, μεταξύ 500 και 1500 λέξεων, flash fiction, που λένε. «Το Μικρό είναι Όμορφο» είχε διατυπώσει ο τολμηρός και πρωτοπόρος στοχαστής Ερνστ Σουμάχερ, τη δεκαετία του 70. Ήταν τότε «μια μελέτη των οικονομικών σαν να έχουν σημασία οι άνθρωποι». Αλλά και για τη λογοτεχνία Small is beautiful. Για να μην χανόμαστε στην αυτοαναφορικότητα και στους ποταμούς αφήγησης φιλόδοξων συγγραφέων. Για να έχουν σημασία οι άνθρωποι. Για να αναδειχτούν πιο άμεσα «τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου».

Ένα βιβλίο που διαβάζεται με συγκίνηση, με χαμόγελο, με θαυμασμό για τους «παράξενους» αυτού του κόσμου, που κυλάει γρήγορα και, αν δεν είσαι βιαστικός αναγνώστης, αισθάνεσαι την ανάγκη να το ξαναδιαβάσεις. Για να γευτείς ξανά τη δροσιά του, όπως γίνεται με το δροσερό νερό της πηγής που πίνεις χωρίς να το χορταίνεις.

.

.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.