Η Σοφία Ελευθερίου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1968. Σπούδασε και εκπόνησε διδακτορική διατριβή στο τμήμα Χημείας του Πανεπιστημίου Πατρών. Από το 2000 εργάζεται ως Χημικός σε φαρμακευτική εταιρεία στην Πάτρα, όπου και μένει μόνιμα με την οικογένειά της. Γράφει ποιήματα και διηγήματα που κατά καιρούς αναρτά στο διαδίκτυο. Κάποια από αυτά έχουν δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικά περιοδικά και ιστότοπους. Έχει συμμετάσχει με το ποίημα “Χαραμάδα” στο ημερολόγιο ποίησης 2021 “Με το βλέμμα των παιδιών” των εκδόσεων Άπαρσις.
Η γραφή είναι γι’ αυτήν φυγή ελευθερίας.
.
ΔΙΑΔΡΟΜΗ
ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΕΖΑ (Υπό έκδοση)
ΚΛΟΣΑΡ
Κοιμάται πάντα έξω.
Σαν χρειαστεί, πλένει τα ρούχα του στη θάλασσα.
Αποβραδίς τ’ απλώνει στην κορφή απ’ τ’ αλμυρίκια.
Τρώει ότι βρει και ντύνεται του ανέμου τ’ αποφόρια.
Τα κύματα διαβάζει κάθε μέρα.
Αν ο περαστικός ρωτήσει:
– «Δε λαχταράς μια σκέπη και ζεστό φαΐ;»
-«Του ουρανού τα πετεινά δε γνοιάζονται για σπίτι.
Νοιάζεται Αυτός για κείνα.
Έτσι κι εγώ, έτσι κι εγώ.»
– «Μονάχα λαχταρώ καταμεσής στη θάλασσα φωλιά να χτίσω, εκεί να μένω.
Να τραγουδώ ολημερίς, το βράδυ να σωπαίνω.
Να παίζει ο φλοίσβος με του έρωτα τα γράμματα.»
***
Κατρακυλούνε τρίμηνα και χρόνια σαν ποτάμια.
Περνάνε ναυαγοί από κει, περνάνε τρομοκράτες.
– «Δε θέλεις να σε πάρουμε, να μπεις στη δούλεψή μας;
Δε θέλεις να σε πάρουμε να έχεις ένα σπίτι;»
– «Του ουρανού τα πετεινά δε γνοιάζονται για σπίτι.
Έτσι κι εγώ, έτσι κι εγώ.»
***
Έρχεται κόρη διαλεχτή και χαμηλοβλεπούσα.
Κρατά στο χέρι της ραβδί, διαβάζει την καρδιά του.
Γλυκιά η φωνή της και ζεστή:
– «Έλα μαζί μου κύρη μου, έλα ταξίδεψε με.
Άφησε πια την ερημιά, στέριωσε σ’ ένα τόπο.»
Σαγήνη το τραγούδι της, δονείται η ψυχή του.
Ενσκήπτει και μαγεύεται.
Την τελευταία τη στιγμή αλλάζει το σκοπό του:
-«Εγώ με σένα αν θα ‘ρθω θε να ‘μαι νοικοκύρης.
Μια ρόδα θα γυρίζω όλη μέρα.
Μα δεν ποθώ ένα σπίτι στεριανό.
Μονάχα λαχταρώ φωλιά καταμεσής στη θάλασσα, εκεί να μένω.
Να τραγουδώ ολημερίς, το βράδυ να σωπαίνω.»
Κατρακυλούνε τρίμηνα και χρόνια σαν ποτάμια.
Έχουν ασπρίσει οι κρόταφοι, έχουν μικρύνει οι μέρες.
Ένα πρωί φορά τα ρούχα που ‘χει πλύνει αποβραδίς.
Τηράει τη θάλασσα σχολαστικά.
Βουτάει με θέρμη στο νερό.
Γελά και χαίρεται.
Για ώρες παίζει με τα κύματα.
Έξω να βγει δε θέλει.
Κουράζεται, βαριανασαίνει.
– «Θα κοιμηθώ για λίγο.»
***
Περνάνε μέρες αρκετές χωρίς μαντάτα.
Άδεια η γνωστή γωνιά.
Μόνα τους τ’ αλμυρίκια.
Ώσπου ακούγεται ένας ήχος κάποιο βράδυ.
Τράτα μέσα στη θάλασσα που χτύπησε σε κάτι.
Είναι αυτός. Κοιμάται ακόμη.
Λαλεί ο άνεμος με τη μιλιά του:
– «Μονάχα λαχταρώ φωλιά καταμεσής στη θάλασσα, εκεί να μένω.
Να τραγουδώ ολημερίς, το βράδυ να σωπαίνω.»
ΛΙΜΑΝΙ
Έβγαλε δόντια πάλι ο ήλιος στην αρένα.
Κραυγάζει το κοινό κι αδημονεί.
Ο μονομάχος παίρνει θέση από νωρίς.
Μαζί, μονάχα το σπαθί του.
Στρωμένη πανταχού η φύση στο μπετό.
Πλήθος αγάλματα ασάλευτα στο γκρι.
Σαν έρθει η ώρα νύχια βγάζουνε γαμψά.
Στιλπνοί οι κοπτήρες τους, αστράφτουνε στο φως.
Βροντούν ακόντια και σίδερα στη μάχη.
Τινάζονται τα αίματα. Γύρω βοή και μέλη πεταμένα.
Ο μονομάχος έχει αρχίσει από νωρίς.
Μέσ’ στις φωτιές το αραξοβόλι γαλανό τον περιμένει.
***
Υπάρχει πάντα στην αρένα ένα λιμάνι.
Ρόδα γεμάτος ο ουρανός του και ομορφιά.
Αηδόνια κι έρωτες που κάνουνε βαρκάδα.
Βιτρώ γυαλίζει το γαλάζιο μέσ’ στο γκρι.
Φωτίζει τον ορίζοντα μετά τη μάχη.
ΓΕΣΘΗΜΑΝH
Ωραίος ο ελαιώνας.
Σήμερα.
Σαν όλα τα απριλιάτικα τα βράδια.
Μονάχα που απόψε οι ελιές σμίγουν τα κλαδιά τους.
Θαρρείς για να τυλίξουνε στεφάνι μαλακό.
Για Κείνον.
Για να μην υποφέρει.
Άνθρωπος είναι και φοβάται.
Πικρό ποτήρι ο φόβος.
Τι άραγε ο Κύριος φοβάται;
Μήτε κανείς τον ρώτησε ποτέ.
Πικρό ποτήρι ο Άνθρωπος.
Στο τέλος.
Πιστό σκυλί η προσευχή την ώρα της Αλήθειας.
Πικρό ποτήρι ο Άνθρωπος.
Δεν είναι η σταύρωση.
Δεν είναι ο πόνος.
Δεν είναι ο Γολγοθάς.
Είναι που θα προσευχηθεί Μονάχος. Έρημος.
Είναι που θα σταθεί Μονάχος μπρος στην Πόρτα.
Έρημος.
Καρπός ελιάς που πέφτει απ’ το δέντρο-μόνος.
Η πτώση χώμα.
Ποτήρι.
ΠΑΡΕΛΘΕΤΩ ΑΠ’ ΕΜΟΥ
ΔΙΑΔΡΟΜΗ
Κυλούσε η άμαξα εκείνο το πρωί.
Οι ρόδες χάιδευαν την άσφαλτο ανάμεσα σε αρώματα -νεράντζια.
«Μία καλή κοπέλα με ρώτησε για σένα” είπε ο πατέρας.
Αύριο να πας στο Θάνο για κείνη τη δουλειά στο μαγαζί.»
Σ’ ένα καλώδιο κρεμασμένος κάθετα ο ήλιος και λίμνες με ασάλευτα νερά.
***
Αίφνης εμπρός κατήφορος- το φως τρεμούλιασε.
Γέρνει η άμαξα βρυχώντας.
Αδύναμα πίσω τραντάχτηκε ο πατέρας.
Σα να το χτύπησε λοστός το φάντασμά του.
***
Ο γιός τα γκέμια πιάνει. Σφυρίζουν αγριεμένα τ’ άλογα.
Ο τόπος σείεται, ρεκάζει ο κατήφορος.
Πετάχτηκε ξανά στου αμαξά τη θέση ο πατέρας.
Τα γκέμια κράτησε ίσαμε να’ βρει η άμαξα ρυθμό,
ίσαμε λείες να φανούν οι λίμνες πάλι.
Ύστερα γύρισε πίσω στ’ όνειρο.
Δυο χρόνια είχε να ‘ρθει.
ΜΕΤΑΒΑΣΗ
Η νοσηλεύτρια τυπική.
Χαράματα.
Τακούνια στο πλακάκι.
Το «κλικ» απ’ το κρεβάτι
***
Τον πιάνει απ’ τις μασχάλες
σώμα – ξύλο
***
Τα πόδια αλύγιστα ,
ρίγος
στα χέρια πάνω- ρίγος
σαν ξωτικό
που αλυχτάει
λευκοί οι τοίχοι
Τον άφησε
στα δύο διπλωμένο
Τα μάτια ορθάνοιχτα
τρέχει ψηλά
το βλέμμα
«Επάνω μην κοιτάς
κοίτα εμένα»
Χτυπάει το τηλέφωνο
«Πολύ αργά- δε θα προλάβεις»
Πάλι σε κείνον:
«Επάνω μην κοιτάς»
Πολύ αργά.
ΣΤΗ ΝΑΞΟ
Εκρού στο χρώμα της Πορτάρας.
Κριάρι αλέγρο.
Με κέρατα- άγριο φίλντισι.
Αλλιώτικο από τ’ άλλα του βοσκού τα ζώα.
Το σκάει κάθε μέρα. Για τη Μουτσούνα ροβολά.
Μεγάλες κάνει δρασκελιές.
Τα άγρια χόρτα μηρυκάζει.
Τρέχει μέχρι τα βαγονέτα που κατεβάζουν το σμυρίγλι*.
Παίζει με σχίνα, όνειρα ξεφυλλίζει.
***
Μια μέρα βρίσκει μια σπηλιά.
Άγριο θέλει να ζει.
Εμπόδιο δεν του γίνεται ο βοσκός.
Μόνο τροφή του αφήνει κάθε τόσο.
Μην τύχει και πεινάσει.
Ένα πρωί έξω απ’ τη θύρα του μια οχιά.
Με τις οπλές την πάτησε.
Πηδάει με φόρα, να της δώσει τη χαριστική.
Σε απόσταση ανάσας κοντοστέκεται.
Ύστερα την αφήνει, πληγωμένη βέργα.
Δυο μέτρα απ’ τη φωλιά.
***
Πέρασαν τρεις βδομάδες κι είν’ απόγευμα.
Μέσα στο μούχρωμα γυρίζει απ’ το χωράφι.
Μπαίνει στο χώρο του βελάζοντας.
Ευθύς νιώθει το δάγκωμα.
Βαθύ το δηλητήριο να τρέχει στο μηρό.
Μετά, θολούρα χωρίς τέλος.
Στα μάτια του περνούν εμπρός τα όνειρα – σχίνα και βαγονέτα.
Δευτερόλεπτα.
Την επομένη ο βοσκός το βρίσκει.
Ανάσκελα.
Το βλέμμα παγωμένο.
Κριάρι απείθαρχο, της Νάξου.
*σμυρίγλι: ορυκτό που υπάρχει μόνο στη Νάξο
ΜΙΝΩΤΑΥΡΟΣ
Ι
Σαλπάρει με βοή το Blue Star Ferris για την Κρήτη.
Στέκομαι στο κατάστρωμα
Με τον ήλιο στα μάτια χαζεύω των κυμάτων το ρυθμό.
Αίφνης το πλοίο είναι ξύλινο με πάμπολλα κουπιά
Αστράφτει του Μίνωα το ανάκτορο.
Γίγαντας λάμνει ο βασιλιάς.
Περήφανες τοιχογραφίες σαν μπαίνω.
Γυαλίζουν όλα δύναμη.
Ντυμένη το φουστάνι τ’ ομορφότερο, περνώ στη σάλα με τα φώτα.
Μαζί μου άλλες έξι. Όλες παρθένες.
Έτοιμες για το δείπνο το στερνό.
Πριν μπούμε στον τρομακτικό Λαβύρινθο.
Βορά πριν γίνουμε στο τέρας.
ΙΙ
Ούτε για μια στιγμή δεν είδα ουρανό, μονάχα από ρωγμές το φως, οι μέρες έγιναν βροχές, αιώνες μέσ’ στη μυθική σπηλιά ποτέ μου δεν εξημερώθηκα, κλεισμένος μέσ’ το χρόνο χωρίς έρωτα, μύριες εικόνες στο λαβύρινθο του νου, το γνώρισα καλά το έρεβος, βλέπεις με κυνηγά η παλιά κατάρα, κεφάλι ταύρου να φορώ- φυλακισμένο τέρας, μπαίνει άρωμα αγνών παρθένων κάθε τόσο, – Θεός το είπε-αν κάποια μ’ αγαπήσει θα γλιτώσω, θα γίνω πάλι άνθρωπος, κι ας εξαϋλωθώ μετά, θ’ αναπαυτώ τότε για πάντα, όλες τους όμως μοχθηρές – φοβούνται, καμιά τους δε με κοίταξε στα μάτια, ούτε μια πεταλούδα μέσ’ τους σκοτεινούς διαδρόμους τόσα χρόνια, σαλεύει ο φόβος στο σκοτάδι, ας τελειώνουμε μ’ αυτή την απουσία.
ΙΙΙ
Χρόνια πολλά το τέρας φύλαγα
καλά κρυμμένο μέσα
Κι ούτε που ‘θελα να το δω,
μήτε και να το ξέρω
«Δεν είμαι εγώ, δεν το γνωρίζω»
έλεγα
Μέχρι στο δρόμο μου που βρήκα αυτήν.
Καθρέφτες είν’ τα μάτια της.
Εκείνον βλέπω μέσα.
Το Μινώταυρο. .
Επάνω της καλπάζει
( καπνοί απ’ τα ρουθούνια)
Το αίμα οσμίζεται
Χτυπά τα πόδια του με λύσσα
θυμός
μάχη
«Εσύ, εσύ!» -της λέω- «είσαι το τέρας.»
Αμέσως τη σκοτώνω
Κι ύστερα πάλι απ’ την αρχή.
Κάθε που στρέφομαι
καθρέφτες είν’ τα μάτια της
και μέσα ο Μινώταυρος.
Ευθύς, Θησέας γίνομαι
και τόνε μαχαιρώνω.
«Εσύ, εσύ» -της λέω- «είσαι το τέρας.»
Κι ύστερα πάλι απ’ την αρχή.
ΙΣOΤΗΤΑ
Σε μαζικές συνεστιάσεις σκοτώνουνε τις ώρες κάθε τόσο. Τρώνε και πίνουν ασταμάτητα.
Με μουσική στη διαπασών και φασαρία.
Μιλάνε ακατάπαυστα. Σκαλίζοντας- όλοι μαζί- τι έκανε ετούτος και εκείνος.
Παινεύονται πως πέτυχαν το ένα και το άλλο. Πως όλα τα ‘καμαν σωστά, κατά πως πρέπει. Κοντράρονται μετά ποιος είναι ο καλύτερος. Ποιος τα ‘χει καταφέρει πιο καλά ως ώρας.
– «Δεν είμαστε όλοι ίσοι κι όμοιοι» μοιάζουν να θε να πούνε.
Τον τελευταίο καιρό χνωτίζουνε στου Τάκη το Σαλούν, σ’ ένα χωριό διπλά στο Καρπενήσι. Με τσιπούρα, τσιγάρα και πολυλογία. Τα ίδια και τα ίδια κάθε βράδυ. Μάης και άφθονη η ευρυτανική υγρασία στο δάσος. Απ’ τα φυλλώματα αναδύεται μια ερημιά. Πυκνές σκιές στα σκοτεινά και κρύο.
Αυτό τ’ απόβραδο έξω αλυχτάει ένα σκυλί. Δυο απ’ αυτούς είν’ έτοιμοι να πλακωθούνε.
(Ούτε που πήραν είδηση μία γερτή κουκούλα δίπλα τους. Σκεπάζει ενός ξωμάχου το κεφάλι. Ως το σαγόνι γέρνει.)
Ο Γιάννος ο Κοντός στον Πάνο με ειρωνία:
«Κάνεις και τίποτα καλά του λόγου σου; Και αυτήν ακόμη την κυρά σου δεν μπορείς να κουμαντάρεις. Στο έχω ματαπεί: Η γυναίκα είναι σαν τ’ άλογο. Για να το καβαλήσεις, πρώτα πρέπει να το ταΐσεις και να το ποτίσεις. Ύστερα του τραβάς το χαλινάρι.
Πάρε παράδειγμα από μένα ας πούμε.»
(Φουσκώνει σαν το γάλο.)
***
Απότομα σηκώνει την κουκούλα ο ξωμάχος. Φωτίζει το σκαμμένο πρόσωπο η λάμπα. Τρίζουν οι αρθρώσεις απ’ το ξύλινο Σαλούν.
Το βλέμμα υγρό, όπως τα φύλλα από το δάσος.
Κάνει ένα νόημα του Γιάννου: «Έλα, από δω.»
Κείνος αμέσως πάγωσε.
Με κόμπο στο λαιμό ψελλίζει:
– «Εσύ; Εσύ, τι κάνεις εδώ;»
– «Του λόγου σου δεν λες πως είσαι ο καλύτερος; Σ’ ακούω τόσην ώρα. Έλα από δω λοιπόν. Σε θέλω. Έχω αποστολή για σένα».
Ιδρώνουν του Κοντού τα χέρια. Μαυρίζει και ζαρώνει η ψυχή του σα σκουλήκι. Σκύβει το σβέρκο χαμηλά.
Μετά απολογείται:
-«Γιατί να έρθω εγώ; Δεν είμαι ο καλύτερος που θες.
Ένας από όλους είμαι. Ίσος με όλους. Για πλάκα τα έλεγα όλα τ’ άλλα. Έτσι, για χωρατό.»
Σηκώνεται ο καβαλάρης πάνω. Μαύρα- η κάπα, η κουκούλα και τα γάντια. Κοιτάζει τους υπόλοιπους:
– «Ποιος από σας είν’ ο καλύτερος λοιπόν;»
Κανείς δεν εμφανίζεται μπροστά.
– «Δεν έχουμε καλύτερο εμείς. Ούτε διακρίσεις. Όλοι ίσοι είμαστε, όλοι.»
(Τα μάτια ευθύς καρφώνουνε στο πάτωμα.)
Καγχάζει,
– «Εγώ όμως πάντα τον καλύτερο διαλέγω» λέει το σαρδόνιο χαμόγελο.
Όλοι το ξέρουν κάθε πότε έρχεται.
Σαν θέλει κάποιον να επιλέξει.
Όπως πριν έξι μήνες.
Που θέλησε τον Παντελή, το γιό του Μάκη.
Χαράματα τον βρήκανε. Πεσμένο στο χαντάκι.
Όλο το βράδυ αλυχτούσε δίπλα ένα σκυλί.
ΑΝΘΡΩΠΟΚΤΟΝΙΕΣ
Ήτανε μαύρος εκτός από κακός. Λύκος πραγματικός. Μονάχα η γυναίκα του ξανθιά. Έτσι για τα προσχήματα. Ξανθιά και αφράτη σαν ψωμί λευκό.
Για να κυκλοφορεί ελεύθερα στο δρόμο δίπλα της. Να μην κινεί υποψίες.
Κατά καιρούς έπαιρνε διάφορες μορφές. Στο Μάτι μ’ ένα ουρλιαχτό έγινε φωτιά. Ορμούσε από ψηλά στα δέντρα με ταχύτητα φωτός. Βόμβος και ανάθεμα. Έκαψε κόσμο. Ψυχές πολλές. Ανυποψίαστες. Παιδιά. Κι ο Άκης μέσα. Έγινε πνιγηρή σιωπή και μαύρο σύννεφο. Λιώσανε ύστερα οι γονείς του. Τ’ αποκαΐδια μάζευαν. Και κλαίγαν.
«Εσείς με θρέψατε, εσείς θα με χαρείτε.» Ούρλιαζε ο λύκος μ’ αναφιλητά. Όρθια η γούνα του η μαύρη.
Την άλλη έγινε πλημμύρα. Στη Γερμανία πήγε ψες. Έπνιξε κόσμο. Ψυχές ανυποψίαστες. Παιδιά. Κι ο Τάκης μέσα. Γίνηκε λιπαρή μάζα, βούρκος. Οιμώζανε ύστερα οι γονείς του. Μαζεύανε τα υπολείμματα με πόνο.
«Εσείς με θρέψατε, εσείς θα με χαρείτε.» Ούρλιαζε ο λύκος μ’ αναφιλητά. Όρθια η ουρά του η στητή.
Την τελευταία, έγινε πανδημία. Ιός βαρύς και φονικός. Τρέμουλο. Μεταλλάξεις. Κρύος ιδρώτας και ασφυξία. Μάτια κοιτάνε τρομαγμένα. Ψυχές ανυποψίαστες. Παιδιά. Κι ο Μάκης μέσα. Έγινε πυρετός, λεπτό κλαράκι καταγής. Δεν ήταν οι γονείς του εκεί. Χάθηκαν πίσω από το λύκο. Μήτε τους έκλαψε κανείς.
Ουρλιάζει εκείνος μ’ αναφιλητά. Ορθώνεται τεράστιος στα δυο του πόδια.
«Εσείς με θρέψατε. Εσείς τώρα θα με χαρείτε.»
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΤΥΓΜΙΟΤΥΠΟ
Μόλις πέρασε τ’ αλμυρίκια κοντοστάθηκε.
Καθώς ξημέρωνε, η λιμνοθάλασσα μια μάζα φώσφορο στη μέση του χειμώνα.
Πλήθος τα υδρόβια μέσα της. Άγαλμα η φύση. Κάποιος θαρρείς παγίδευσε το χρόνο σ’ ένα δίχτυ.
Λαξευμένο με καλέμι το τοπίο. Σύναξη από μπάλιζες* και καρκαμπάδες.* Σύναξη ζωής.
Σαν ορυκτό η λίμνη. Παγωμένη. Παγωμένα τα φτερά. Παγωμένη κι η ζωή μέσα της.
Σε θέση δυσμενή τα φτερωτά. Γι’ αυτό και απαγορευμένο το κυνήγι αυτή την εποχή.
Αυτός όμως είχε ετοιμάσει το γαϊτάκι του.
Ένα βαρκάκι ξύλινο. Χωρίς καρίνα. Ίσα που χωρούσε μέσα. Με τ’ όπλο του μαζί.
Δίκαννο, κολλημένο στο κορμί του. Κυνηγός από μικρός. Έμπειρος.
Δεν πήγαινε για τις φαλαρίδες. Δεν τον ένοιαζαν αυτές. Το κρέας τους δεν ήταν νόστιμο. Μύριζε το κορμί τους. Κάτι σα βούρκος, σα χαλασμένο αυγό.
Για αυτές τις αγριόπαπιες πήγαινε, τους καρκαμπάδες. Ολάκερο κοπάδι είχε σήμερα η μάνα η λιμνοθάλασσα.
Έσπρωξε το γαϊτάκι μέσα στο νερό. Σαν ξύλο φάνταζε πού επιπλέει. Ξάπλωσε μπρούμυτα κι αυτός. Καθόλου να μη φαίνεται. Κουπί έκανε το χέρι του. Το κούναγε ρυθμικά μεσ’ τα νερά και το βαρκάκι κύλαγε. Περνούσε ξυστά απ’ τις φαλαρίδες. Κάπου-κάπου, έπεφτε πάνω τους. Τότε τις έσπρωχνε με το χέρι μαλακά. Να πάνε παραπέρα. Αυτές υπάκουες σαν κούκλες. Κοκαλωμένες απ’ τον πάγο διόλου δε σκιρτούσαν. Αγάλματα σωστά.
Οι καρκαμπάδες αναπαύονταν πιο μέσα.
Χαραγμένες οι σκιές τους στο κάτοπτρο της λίμνης. Πλήθος σκιές μέσα στο μπλε. Πλήθος ζωής. Δε μετριόταν.
Ήταν δύο περίπου τέταρτα δρόμος για να τις φτάσει.
Σαν τις πλησίασε αρκετά, πετάχτηκε σαν αίλουρος απ’ το βαρκάκι. Κραδαίνοντας το όπλο.
Ξαφνιασμένα τα πουλιά. Συναγερμός. Πως βγήκε ο κίνδυνος μέσ’ απ’ το ξύλο;
Πετάνε όλα μαζί. Συνωστισμός. Επάνω απ’ το κεφάλι του, σωστό μπουκέτο.
Πυροβολεί. Μία φορά. Μετά και δεύτερη. Χίλια φτερά πέφτουν στη λίμνη. Χαλάζι χρώματα.
Πόση ζωή αλήθεια.
Χαλάζι
*καρκαμπάδες: μικρές αγριόπαπιες που πετάνε με μεγάλη ταχύτητα
*μπάλιζες: φαλαρίδες
ΤΟ ΠΑΛΤΟ ΤΟΥ ΜΠΑΜΠΑ ΚΑΙ Ο ΓΟΥΝΤΙ
Πέντε το απόγευμα στη λεωφόρο Συγγρού και κρυώνω.
Χώνω το χέρι τουρτουρίζοντας στην τσέπη του παλτού του μπαμπά. Το προχωράω μέχρι κάτω. Πιάνω κάτι μαλλιαρό. Το ψηλαφίζω με τ’ ακροδάκτυλα. Τώρα το νιώθω μάλλον χνουδωτό. Το τραβάω έξω. Με έκπληξη βλέπω το καφετί μου αρκουδάκι -το Γούντι- που το είχα για χαμένο.
«Προχώρα γρήγορα.” μου λέει. Η προβολή θα ξεκινήσει σε λίγο.»
Περπατώντας κοιτάζω τον ανεβασμένο γιακά του παλτού που καλύπτει το λαιμό του μέχρι τ’ αυτιά. Του πάει πολύ έτσι όπως είναι κοντοκομμένα τα μαλλιά του.
«Ανοίγω το βήμα μου όσο μπορώ. Όσο μου επιτρέπουν τα πόδια μου των εφτά χρόνων.
«Πως τη λένε την ταινία που θα δούμε μπαμπά;»
«Να τη λες προβολή. Λέγεται κόκκινοι γίγαντες και άσπροι νάνοι.»
«Τι είναι αυτό;»
«Θα δεις. Δε σ’ έχω ξαναπάει στο πλανητάριο. Θα σου αρέσει. Έχει φέρει ωραίες προβολές για την περίοδο των Χριστουγέννων.»
Σε όλη τη διάρκεια της προβολής, έχω σηκωμένο το λαιμό μου προς τα πάνω. Προς το θόλο. Χαϊδεύω το Γούντι. Τα δάκτυλα μου βουλιάζουν πάνω στο σώμα του. Τώρα πιάνουν το κουμπάκι που έχει για μύτη. Ανεβαίνοντας στο πρόσωπο του ο αντίχειρας μου μπαίνει στην τρύπα -εκεί που ήταν το μάτι του. Μένει εκεί. (Παίζοντας μαζί του- ήμουν δεν ήμουν δύο χρονών τότε- του το είχα βγάλει.) Σφίγγω το κεφαλάκι του στην παλάμη μου. Επιτέλους θα κοιμόμαστε πάλι μαζί. Στενοχωρήθηκα που δεν τον έβρισκα τόσες μέρες.
Είναι εντυπωσιακό το πλανητάριο. Δε νομίζω να έχει πάει ακόμη κάποιος απ’ τους συμμαθητές μου απ’ το σχολείο στη Μεγαλόπολη. Ο μπαμπάς κανόνισε και ήρθαμε πρώτοι. Όταν τελειώνει η προβολή, παίρνουμε τον ηλεκτρικό και γυρίζουμε στο Νέο Ηράκλειο. Περνάμε απ’ το σπίτι της θείας Αλέκας. Ψήνει καφέ για το μπαμπά. Εμένα μου βάζει δυο μελομακάρονα σε διάφανο πιατέλο και χυμό πορτοκαλάδας. Παίζω λίγο με το Ρόκυ το σκυλί του ξαδέρφου μου ενώ ο μπαμπάς κουβεντιάζει μαζί της. Τη χαιρετάμε και περπατάμε ως το σπίτι της γιαγιάς. Μας φιλοξενεί όταν ερχόμαστε στην Αθήνα τα Χριστούγεννα. Είναι το πατρικό του μπαμπά. Κατεβαίνω κάτω στο υπόγειο. Είναι ένα μεγάλο δωμάτιο με πράσινους καναπέδες και μια ξύλινη βιβλιοθήκη που φτάνει μέχρι το ταβάνι. Μοιάζει με καθιστικό.
***
Εδώ βρίσκομαι τώρα.
Ο μπαμπάς και η γιαγιά δεν είναι μαζί μου, ούτε η θεία Αλέκα.
Κι εγώ δεν είμαι πια εφτά. Είμαι πενήντα τρία. Αλλά κρατάω στο χέρι μου το Γούντι, που έβγαλα μόλις από την τσέπη του μάλλινου παλτού του μπαμπά όπως και τότε.
Ο αντίχειρας μου μπαίνει πάλι στην τρύπα από το μάτι του.
Μένει εκεί. Σα να μην πέρασε μια μέρα.
ΜΗ ΜΙΛΑΣ ΣΕ ΑΓΝΩΣΤΟΥΣ
Είχαν όλοι τους φτερά. Ήταν μάλιστα χρωματιστά. Πράσινα, καφέ, κοκκινωπά. Σαν τις αγριόπαπιες.
Τα δύο μωρά, με το που άνοιξαν τα βρεφικά τους μάτια είδαν τους γονείς να πετάνε μες το σπίτι. Μάζευαν τα φτερά τους κάθε που ήθελαν να καθίσουν στο τραπέζι για το γεύμα ή το δείπνο. Ή για να κάνουν τις δουλειές του σπιτιού. Ή το βράδυ προκειμένου να πέσουν στο κρεβάτι. Όλες τις υπόλοιπες ώρες βρίσκονταν ψηλά. Στάσιμοι επάνω στα ντουλάπια της κουζίνας ας πούμε, ή εν πτήσει.
Με τον καιρό, άνοιξαν και τα νεογνά τα δικά τους φτερά. Ήτανε μια κόρη κι ένας γιος. Σιγά- σιγά μυήθηκαν κι αυτά στο πέταγμα.
Δε δυσκολεύτηκαν ιδιαίτερα. Ούτε φοβήθηκαν. Ήταν μόνο λίγο διστακτικά στην αρχή. Μετά όλα ήρθαν πολύ φυσικά.
****
Τα δύο παιδιά αναπαύονταν επάνω στο ψυγείο την ώρα του σεισμού. Ήταν κάτι απόκοσμο. Τινάχτηκαν από το θόρυβο. Κι ακόμα περισσότερο από το σπάσιμο των πιάτων που πετάχτηκαν από τα ξύλινα ντουλάπια στο πάτωμα. Ήταν μεσημέρι. Οι γονείς ήταν έξω για ψώνια. Το σπίτι άνοιξε στα δύο σαν το καρύδι που το χτυπάνε. Πολύ γρήγορα ο εγκέλαδος το έριξε καταγής. Δεν είχαν πρόβλημα. Άνοιξαν τα χέρια τους και πέταξαν. Γιατί στην πραγματικότητα τα χέρια ήταν τα φτερά τους.
Έξω είχε μαζευτεί κόσμος αρκετός. Σε λίγο ήρθαν και οι γονείς τους. Υπήρχε αναστάτωση μεγάλη. Ορισμένοι είχαν προλάβει να πάρουν μαζί τα στρωσίδια τους για να διανυκτερεύσουν εκεί το βράδυ. Όλοι πολύ νευρικοί και ανήσυχοι. Μιλούσαν ακατάπαυστα, ταυτόχρονα ο ένας με τον άλλον. Έκαναν χειρονομίες περίεργες.
Και το πιο αλλόκοτο: Ούτε ένας απ’ αυτούς δεν πετούσε! Μόνο βάδιζαν. Πάνω-κάτω, πάνω-κάτω. Στα χέρια κρατούσαν τσάντες, οι πιο ηλικιωμένοι μακριά κομπολόγια. Μερικοί είχαν στα δάχτυλα κάτι λευκούς σωλήνες που τους έβαζαν φωτιά και ρουφούσαν τον καπνό.
Τα παιδιά τους κοίταζαν με ολοστρόγγυλα μάτια.
-“Μαμά, ” είπε στο τέλος η κόρη ” γιατί δεν ανοίγουν τα χέρια τους να πετάξουν όλοι αυτοί;”
– «Κι εγώ έχω αναρωτηθεί κορίτσι μου. Δεν μπορώ να καταλάβω. Είναι παράξενο.»
«Μπαμπά, γιατί δεν πατά στη Γη αυτό το αγόρι;» ακούστηκε η φωνή μιας κοπέλας δείχνοντας το γιο της οικογένειας.
«Μην το κοιτάς Ιωάννα μου. Ίσως έχει κάποιο πρόβλημα.»
«Δεν έχω πρόβλημα κύριε” απάντησε ο γιος καθώς προσγειωνόταν κοντά τους. Γύρισε στην κοπέλα χαμογελώντας: ” Θέλεις να σε μάθω να πετάς κι εσύ;»
Αυτή τον κοίταξε συνεπαρμένη. Άνοιξε το στόμα να πει κάτι.
– «Δε χρειάζεται.” τη διέκοψε ο πατέρας της. Την αγκάλιασε προστατευτικά. Έσκυψε στο αυτί της: «Μη μιλάς σε αγνώστους»
.
ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΣΑΝ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΑΛΛΕΣ
Στον ξυλόφουρνο της αυλής που ήταν ήδη ζεστός από την πίτα με τα χορταρικά η θειά Λένη έβαλε τώρα τις φλαγούνες*. Όπως κάθε Σάββατο. Την ίδια στιγμή την έπιασαν οι πόνοι. Ήταν λίγο νωρίτερα απ’ ότι υπολόγιζε η μαμή. Ίσως γιατί την προηγούμενη, είχε κουβαλήσει στο κεφάλι της τη μπούγλα* γεμάτη με νερό απ’ το ποτάμι, για το πλύσιμο των ρούχων. Ζύγιζε ίσαμε δεκαεφτά κιλά αυτό το φορτίο.
Ανακάτεψε τη φωτιά με τη μασιά, έστρωσε ένα φυλάκι* στο πάτωμα και κάθισε πάνω. Ήταν σκληρή γυναίκα η θειά Λένη. Το προηγούμενο παιδί της παραλίγο να το γεννήσει στα χωράφια. Η μάνα της είχε πεθάνει όταν ήταν στα δώδεκα, ο πατέρας της ξαναπαντρεύτηκε και μεγάλωσε η ίδια τα δύο παιδιά του από το δεύτερο γάμο. Η μητριά της, τη σήκωνε από τις τρεις τα χαράματα για να κάνει τις δουλειές.
Τώρα ένιωθε έντονα ότι το μωρό που είχε στην κοιλιά ερχόταν. Έστειλε το μεγάλο της γιο το Νικόλα να φωνάξει τη Θεώνη τη μαμή.
Ήταν χαρακτηριστική φιγούρα η γυναίκα αυτή. Κοντή και γεματούλα, με μακριά καστανά μαλλιά που τα είχε πιασμένα σε κότσο. Στην κατοχή, πριν δέκα χρόνια περίπου, ένας Χίτης τα γράπωσε στη χούφτα του και την έσυρε ως την πλατεία. Εκεί, την κούρεψε γουλί με το κουροψάλιδο. Σαν τιμωρία επειδή τ’ αδέρφια της ήταν στο ΕΑΜ.
Εκτός από μαμή, η Θεώνη ήταν κι εμπειρική γιατρίνα. Έκανε ενέσεις για το κρύωμα με γυάλινες σύριγγες που τις είχαν βράσει από πριν, έκοβε βεντούζες και άλλα τέτοια.
Αλλά κυρίως έκανε προγεννητικό έλεγχο στις εγκύους του χωριού και στο τέλος τις ξεγεννούσε. Ο προγεννητικός έλεγχος γινόταν με ένα ξύλινο ακουστικό που η μαμή το περιέφερε μια φορά το μήνα γύρω από την κοιλιά της εγκύου, για ν’ ακούσει την καρδιά του μωρού. Προσέφερε τη βοήθεια της σε όλους,- πλούσιους και φτωχούς – έναντι πολύ μικρής ανταμοιβής: Λίγες δραχμές, φασόλια, ρύζι ή καμιά κότα. Εάν βέβαια το παιδί ήταν αγόρι. Αλλιώς, μπορεί και να μην της έδιναν τίποτα.
Εκείνο το απόγευμα, ότι είχε γυρίσει απ’ το χωράφι, όταν τη φώναξε ο Νικόλας.
-“Κυρά Θεώνη, να ‘ρθεις, η μάνα μου θα γεννήσει.”
Μπαίνοντας η μαμή απ’ τη χαμηλό πορτόνι του σπιτιού της γυναίκας, είδε την πεθερά της να βράζει τις ξύλινες κουτάλες για τη γέννα.
Της Λένης ήταν το τέταρτο παιδί της. Είχε άλλα τρία αγόρια
Σίμωναν οι μέρες για να γεννήσει και η πεθερά της είχε έτοιμα τα πανιά για να τυλιχτεί το βρέφος. Τώρα ζέσταινε στο τζάκι το νερό. Η γυναίκα ήταν ξαπλωμένη στο χαμηλό καναπέ με τα πόδια ανοιχτά.
-” Σπρώξε” αναφώνησε η Θεώνη ενώ της πίεζε την κοιλιά.
Η θειά Λένη έβγαλε ένα αγκομαχητό και μετά της είπε με βαριά φωνή:
– ” Τήρα μωρή Θιώνη, να είναι σερνικό κι αυτό. Αν είναι κορίτσι θα σε πετάξω έξω απ’ το παράθυρο.”
Έβαλε η μαμή τις κουτάλες να τραβήξει το μωρό.
– ” Ευτυχώς, δεν κατεβαίνει με τα πόδια” μονολόγησε.
Με πολύ μικρή προσπάθεια της Λένης, ξεπρόβαλλε το κεφάλι και σε λίγα δευτερόλεπτα όλο το βρέφος.
– ” Καλώστον” είπε η Θεώνη μ’ ένα κρυφογελάκι κι έκοψε με το ψαλίδι το λώρο. Τον έδεσε πάνω στην βρεφική κοιλιά με τα χέρια γυμνά. Καυτηρίασε την περιοχή με φωτιστικό οινόπνευμα. Τύλιξε το μωρό -που έκλαιγε ασταμάτητα μετά την πρώτη του ανάσα -με τις φασκιές. Όπως γινόταν με όλα τα νεογέννητα -τότε- το ακινητοποίησε. Φαινόταν σαν ένα κομμάτι ξύλο που του είχαν κολλήσει ένα κεφάλι. Το έδωσε στη μάνα του να το θηλάσει.
Μετά από μια περίπου ώρα και ενώ το νεογέννητο είχε αποκοιμηθεί, η θειά Λένη, τάπωσε καλά τ’ απόκρυφα της με τ’ σποστειρωμένα πανιά. Έβαλε ένα χοντρό βρακί, σηκώθηκε και βγήκε στην αυλή. Πήρε το σάρωμα* κι άρχισε να σκουπίζει τα ξερά φύλλα απ’ τη μουριά.
Φλαγούνα: είδος τυρόψωμου
μπούγλα: τενεκές
Φυλάκι: χαλάκι
Σάρωμα: φυτική σκούπα
Δημοσιευμένο στο ΠΕΡΙ ΟΥ 15/1/2022