Ο Νίκος Παπάνας εμφανίστηκε στα γράμματα το 1988. Έχει δημοσιεύσει ποιήματα, μεταφράσεις ποιημάτων και δοκίμια για την ποίηση στα περιοδικά Νέα Πορεία, Ευθύνη, Νέα Εστία, Εντευκτήριο, Ο Παρατηρητής, Πλανόδιον κ.ά. Είναι μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης κι έχει υπηρετήσει στο διοικητικό συμβούλιο αυτής. Το 2004 έλαβε τιμητική διάκριση από το Σύνδεσμο Εκδοτών Βόρειας Ελλάδας.
Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές “Πρώτη δημοτικού και άλλα” (Ιωλκός 2019) και “Σε ανακηρύσσω νικήτρια” (ΙΩΛΚΟΣ 2021)
.
.
ΣΕ ΑΝΑΚΗΡΥΣΣΩ ΝΙΚΗΤΡΙΑ (2021)
ΤΟ ΡΟΛΟΪ ΜΟΥ
ΑΝΕΞΗΜΕΡΩΤΟ ΦΙΛΙ
Ανεξημέρωτο φιλί, σπαθάτο βλέμμα,
ευγενικός κεραυνός.
Πάλι κερδίζεις και με κερδίζεις.
Πάλι χάνω και τα χάνω.
Χλωρό λιβάδι σ’ άλλο ημισφαίριο,
υπερηχητικός καλπασμός.
Ανεξερεύνητο φιλί, πεσμένη γέφυρα,
βροχή απαγορευμένα ροδοπέταλα.
Πώς μαγνητίζεις τα πόδια μου;
Ακούραστα σ’ αναζητούν,
θαρρείς κι επιμένουν να χαίρονται
που οι πέτρες τα ματώνουν
σ’ αδιέξοδα μονοπάτια.
ΣΕ ΑΝΑΚΗΡΥΣΣΩ ΝΙΚΗΤΡΙΑ
Όταν ακούω τη φωνή σου,
στην αρχή αντιστέκομαι.
Είμαι το νέο θαύμα
της αυτοκυριαρχίας.
Μπορώ και σου απαντώ
εύγλωττες φράσεις μουσικές:
Ο διάλογός μας βήματα για δύο
σε αστραφτερό παρκέ.
Έλα, όμως, που δεν κρατάει πολύ
η αυτοσυγκράτηση.
Τα βήματα γλιστρούν,
τα λόγια χάνονται,
θριαμβεύει ο κόμπος του λαιμού –
αμήχανη ζάλη.
Σε ανακηρύσσω νικήτρια –
κι απόψε και πάντα.
ΙΛΙΓΓΟΣ
Τι ευγενικό εκ μέρους σου.
Απότομα, βέβαια, αλλά τουλάχιστον
έγκαιρα μ’ άφησες να πέσω,
προτού ανέβω ακόμα πιο ψηλά,
παράτολμος κι αδέξιος μουσικός
σε νότες φευγαλέων αστεριών.
Πάλι καλά – χτύπησα λίγο μόνο.
Σηκώθηκα γρήγορα κι αναγνωρίζω
ότι έτσι γίνεται συνήθως. Τελεία και παύλα.
Γιατί όμως, τόσους μήνες μετά,
να υποφέρω ακόμα από ιλίγγους;
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΕ ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ
[1]
Φωτεινό χέρι
από βαθύ πηγάδι
μ ελευθερώνει.
[2]
Όνειρο τάχα;
Τα μάτια μου θαμπώνεις
φωτεινό γέλιο.
[6]
Καλά το ξέρω:
Η αγάπη σου ψέμα
κι όμως, τη θέλω.
[13]
Χλωμό νυχτέρι,
άγνωστα τα χείλη σου,
σιωπηλή βροχή.
[17]
Αρχή και τέλος·
καίω πεσμένα φύλλα
και τα χαρτιά μου.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
ΓΑΛΑΖΙΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ
Επάγγελμά μου το γαλάζιο αδιέξοδο,
η καλλιέργεια των ιριδισμών σου.
Θρησκεία και ζήλος της μορφής σου,
στιλπνής αυγής περισπωμένη.
Υπαινιγμός ολάνθιστης βροχής,
φιλί αλεξίπτωτο.
Έτσι, λοιπόν, χορογραφία ζωής,
της απουσίας σου αργυρό κυκλάμινο.
Αέναη πεισματική εκδρομή
στο νηπιαγωγείο των λέξεων.
.
ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (2019)
ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ
ΕΝ’ ΑΣΤΕΡΙ ΠΕΣΜΕΝΟ
Έν’ αστέρι πεσμένο,
μια πληγωμένη σιωπή,
ένα ερείπιο.
Κι αχ πώς ν’ ανυψωθώ
ξάστερος, διάφανος
μέσα στο βλέμμα σου.
Να πλέξω ένα στεφάνι φως.
Να σ’ αγαπήσω.
ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ
Όταν μεγαλώσω, θα γίνω αστροναύτης
να σε κοιτώ από ψηλά.
Όταν μεγαλώσω, θα γίνω λαχειοπώλης
να βρω με ποιο λαχείο θα σε κερδίσω.
Όταν μεγαλώσω, θα γίνω ένα μικρό σκυλάκι
μέρα νύχτα να σ’ ακολουθώ.
Όταν μεγαλώσω, φοβάμαι ότι θα σε προδώσω
κι όταν το μετανιώσω, θα ’ναι αργά.
ΟΔΟΣ ΛΑΜΠΡΟΥ ΠΟΡΦΥΡΑ
Το ξέρω, δεν πιστεύεις πια στους δρόμους των ποιητών.
Ούτε κι άλλος κανείς πιστεύει.
Όμως, αυτός ο δρόμος υπάρχει στ’ αλήθεια
και θέλω, τουλάχιστο, να το θυμάσαι
πως τον διαβήκαμε μαζί
(δυο τρεις φορές όλο κι όλο, βέβαια,
πάνε χρόνια τώρα)
όταν το χέρι μου πάσχιζε ν’ απαγάγει το χέρι σου,
όταν τα όνειρά μου είχαν την αφελή φιλοδοξία να γίνουν, λέει,
μαργαρίτες στο άσπρο σου πουκάμισο.
Κι ήσουν για μένα μεγαλύτερη ανακάλυψη
απ’ ό,τι η Αμερική για τον Κολόμβο.
Αν ήσουν τώρα εδώ, θα με διέκοπτες,
Θα μου υπενθύμιζες πως δεν μπορούσαμε,
κατά τη γνώμη σου, να συνυπάρξουμε
και πως δεν ωφελεί
να εξωραΐζω αδιάκοπα το παρελθόν.
Δίκιο θα είχες και τώρα, όπως και τότε είχες δίκιο.
Αλλά το δίκιο αυτό δε με παρηγορεί.
Και μου μένει μοναχά να συνεισφέρω
τέτοιους στίχους αμφίβολης αξίας,
για να ευφρανθούν οι σπουδαστές της ανεξάντλητης
περί των δρόμων της Θεσσαλονίκης βιβλιογραφίας.
ΤΑΠΕΙΝΗ ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ
Στα σχολικά σου τετράδια
θέλω να κρυφτώ
τώρα που μεγάλωσες και πας στο λύκειο·
κι όταν σφυρίζουν στη γωνία τ’ αγόρια, εσύ γελάς,
κι όταν σκοντάφτει ο ήλιος στα λυμένα σου κορδόνια, ξεκαρδίζεσαι.
Τι ανάλαφρη που είσαι αλήθεια!
Μαύρο στενό φουστάνι, ευωδιαστοί μηροί,
τα δάχτυλα, κορυδαλλοί στη συναυλία της άνοιξης
– έτσι θα γράψουνε για σένα οι ποιητές.
Όμως, εμένα που σε ξέρω καλύτερα,
μου αρκεί να ’μαι πάντα μαζί σου
– στις καφετέριες, στα μαθήματα, στα γυμναστήρια.
Μου αρκεί να κλέβω το σταρένιο σου φιλί,
να γεύομαι το δέρμα του ίσκιου σου,
να γράφω κρυφά σε κάθε τοίχο τ’ όνομά σου.
Κι όταν πλαγιάζεις,
να δραπετεύω για μιαν ώρα από τη φυλακή μου,
ευλαβικά να σ’ αγκαλιάζω
και να σε παρασέρνω στο ρυθμό κάποιου χορού
που άλλος κανείς ποτέ δε θα γνωρίσει.
ΑΝΥΠΑΡΚΤΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ
ΑΝΥΠΑΡΚΤΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ
Πάντα θα τις γυρεύουμε
ακόμα κι άθελά μας.
Πάντα εκεί θα βρίσκουμε
τα ομορφότερα κοχύλια.
ΕΣΧΑΤΗ ΠΛΑΝΗ Ή ΑΝΟΙΞΗ ΤΟΥ 2001
Σίγουρα είχα κάνει λάθος.
Δεν ήταν κούφιος ο ουρανός,
κούφιο ήταν το κεφάλι μου,
που τόσο είχα πιστέψει στον… -πώς τον λένε-
α, ναι, στον έρωτα.
ΑΠΕΞΑΡΤΗΣΗ
Ποιος θα επινοήσει,
γιατί δεν ωφελεί, όσο κι αν προσπαθώ,
να μη σε συλλογίζομαι.
Ποιος θα επινοήσει,
νύχια μπηγμένα στις παλάμες
κι όμως, τα δάχτυλα νιώθουν ότι σε αγγίζουν.
Ποιος θα επινοήσει,
γιατί όλο οικοδομείς με την ανάσα μου
πύργους, λιμάνια, γέφυρες.
Ποιος θα επινοήσει
του έρωτα τη μεθαδόνη;
ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑ
Το σπίτι μας είναι το χρώμα της αυγής,
το ερωτευμένο μήλο στον ορίζοντα.
Πέρ’ απ’ την πρώτη ανάμνηση των αηδονιών,
ψηλότερα απ’ τα σιωπηλά βιολιά της νηνεμίας.
Ανάμεσα στον έκτο και στον όγδοο ουρανό,
ανάμεσα στο τρίτο και στο πέμπτο σύννεφο.
Γιατί μόνο εκεί μπορεί να κατοικήσει
τ’ όνομά σου.
Μόνο εκεί μπορεί ν’ ανθίσει
των φιλιών μας το παραλήρημα.
ΙΠΤΑΜΕΝΟ ΧΑΛΙ
Της λογικής η παράνοια
πάντοτε μ’ έχει βασανίσει.
Φαίνεται πως μου λείπει ένας ανάποδος συλλογισμός,
στραβή πολύχρονη εικόνα.
Νομίζω ορμητικός
σαν το ποτάμι που κυλάει στη θάλασσα·
ή σαν το ιπτάμενο
χαλί του έρωτα.
.
ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΑ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΠΕΡΙ ΟΥ 3/10/2020
Ξανά στα θρανία;
Με την ποιητική συλλογή του Νίκου Παπάνα ο αναγνώστης κάθεται ξανά στα θρανία της Πρώτης δημοτικού, για να μάθει να συλλαβίζει από την αρχή τα πρώτα γράμματα της αγάπης, για να προφέρει σωστά το αλφαβητάρι της ευαισθησίας και της τρυφερότητας. Και το μάθημα γίνεται με τρόπον ποιητικόν και μουσικόν, έτσι που ο αναγνώστης αναβιώνει και μεταπλάθει τις προσλήψεις του κόσμου με τα μάτια της παιδικής ηλικίας και την καθαρότητα της παιδικής ψυχής:
Άλλα τόσα έχω να μάθω, για να σ’ αποκτήσω
στο σχολείο του ανήλικου χρυσάνθεμου.
Ο ποιητής μοιάζει να πισωδρομεί χρονικά, να επιστρέφει ποιητικά δηλαδή σε ένα παρελθόν που λειτουργεί ως καταφύγιο ανέγγιχτων και ακριβών συναισθημάτων, μοναδικών και ευγενικών πόθων σε μια προσπάθεια περιφρούρησης και διατήρησης της διαφάνειας της προσωπικής του ταυτότητας στο παρόν και ταυτόχρονα σε μια προσπάθεια εσωτερικής περιπλάνησης, που τον οδηγεί στην κατάκτηση της αυτογνωσίας. Το ποιητικό υποκείμενο δοκιμάζει πολλές φορές το αίσθημα της ματαίωσης των ευγενών προσδοκιών του, αλλά σε καμία περίπτωση δεν τις θυσιάζει υποκύπτοντας στην βίαιη ενηλικίωση, που ισοδυναμεί ουσιαστικά με ακύρωση του ιδεαλισμού του. Οι φόβοι και οι αγωνίες με την ενηλικίωση είναι ξεκάθαροι:
Γιατί, άραγε, τώρα που – επιτέλους – μεγαλώνω
να μην είναι κι η αγάπη μου για σένα πιο μεγάλη;
Όταν μεγαλώσω, φοβάμαι ότι θα σε προδώσω
κι όταν το μετανιώσω, θα ‘ναι αργά.
Τα περισσότερα ποιήματα απευθύνονται σε ένα Εσύ, στο πρόσωπο της αγαπημένης του, η οποία ως αιθέρια ύπαρξη υψώνεται μοναδική, σαρκώνεται και θεώνεται με χάρη σαν ένα άπιαστο φευγαλέο όνειρο και καθίσταται αποδέκτης των πιο λεπτών του αισθημάτων. Η θεϊκή της επενέργεια μεταμορφώνει ολόκληρο τον κόσμο. Στιγμές στιγμές, όμως, φαίνεται, ίσως, να απευθύνεται και στον ίδιο του τον εαυτό, παλεύοντας να διατηρήσει μέσα του ακέριο το είδωλο μιας παιδικής ηλικίας που δεν γέρασε και δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Όσο υπάρχει ζωντανό το παιδικό χαμόγελο που κρύβει μέσα του, θα υπάρχει κι ο κόσμος, όπως τον ονειρεύτηκε και τον αποτύπωσε ποιητικά:
Κι όμως θα υπάρχουν τα γαλάζια τριαντάφυλλα
όσο κι εσύ θα υπάρχεις
να σου τα προσφέρω.
Ο ποιητής μετεωρίζεται ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, ενηλικιώνεται και προσπαθεί να συγκρατήσει αγωνιωδώς όλα εκείνα τα μαλάματα της ψυχής ως παρακαταθήκη για το μέλλον:
ΚΑΠΟΤΕ ΝΑ ΞΑΝΑΒΡΕΘΟΥΜΕ ΣΕ ΜΙΑΝ ΑΛΛΗ ΑΝΟΙΞΗ
Κάποτε να ξαναβρεθούμε σε μιαν άλλη άνοιξη,
να περπατούμε σ’ έναν πιο λαμπρό ουρανό.
Να μην γνωρίζουμε πληγές, να μην υπάρχουν σύννεφα,
ν’ απλώνεται άνθινη διαύγεια ως τα βάθη της φωνής.
Μια πιο γαλήνια θάλασσα να μας δροσίζει.
Να σου δώσω το σχήμα μου, να μου δώσεις το σχήμα σου∙
σε μιάν αράγιστη ένωση
να μην μπορεί ούτε ο θάνατος να μας χωρίσει.
Να μας κοιτούν και να ζηλεύουν οι άγγελοι.
Τον ήλιο να μεθούν τα δάχτυλά μας
και τη φυλλωσιά τους να ξυπνούν τα θαύματα.
Στο πιο παρθένο κοίταγμα
να εξαχνωθούν τα βλέμματά μας.
Και οι λέξεις, προσεκτικά ζευγαρωμένες η μια δίπλα στην άλλην, ακούγονται αναβρυτές σαν το κελάρυσμα του νερού που ο ήχος του σε σαγηνεύει και σε καλεί πάντα να επιστρέφεις…
ΑΝΥΠΑΡΚΤΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ
Πάντα θα τις γυρεύουμε
ακόμα κι άθελά μας.
Πάντα εκεί θα βρίσκουμε
τα ομορφότερα κοχύλια.
.
ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
“Εφημερίδα των Συντακτών” 27/6/2020
«Λείπει ένας ανάποδος συλλογισμός»
Πίσω από κάθε στίχο υπάρχει ένα μειδίαμα. Ο ποιητής θλίβεται και γελά ταυτόχρονα με τη ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης
Η ποίηση του Νίκου Παπάνα πηγάζει και ρέει αβίαστα μέσα από το βαθύ συναίσθημα, ανοίγοντας τον δρόμο σε ένα γοητευτικό ταξίδι στις λεπτές αποχρώσεις του έρωτα. Ο λυρισμός, παραδοσιακά πληθωρική ποιητική γραφή, εδώ αναγεννάται μέσα από έναν λόγο λιτό και ακριβοδίκαιο στην ουσία των ποιημάτων, καθώς ονειρικές εικόνες συνδέουν τις ιδιότητες του εξωτερικού κόσμου με εκείνες του εσωτερικού.
Η συλλογή διακρίνεται από μια εσωστρέφεια. Ο δημιουργός επιστρέφει στον εαυτό του μέσα από τις συμπληγάδες του στοχασμού και του αισθήματος. Αναρωτιέται, χωρίς να ρωτά. Πικρία, αυτοσαρκασμός, μελαγχολία, νοσταλγία, οραματισμός. Είναι όλα εδώ, πίσω από ερωτήματα που τελικά ποτέ δεν ξεστομίζονται κάτω από το βάρος των απαντήσεων που συνθλίβουν την ίδια τη ζωή.
Ο έρωτας είναι αιθέριος. Σχεδόν ίπταται πάνω από τις σελίδες. Απαλλαγμένος από κάθε σαρκική διεκδίκηση, παραιτείται από τη γήινη υπόστασή του και ανυψώνεται στον ιδεατό κόσμο, εκεί όπου κατοικεί η αγάπη ως «αράγιστη ένωση» που αναβαπτίζει και νικά τον θάνατο.
Ο,τι δεν ζει μέσα στο ζωοφόρο φως του έρωτα υπόκειται στους νόμους της φθοράς, είτε πρόκειται για αντικείμενα είτε για αισθήματα. Είμαστε όλοι έκπτωτοι από τον παράδεισο. Γυμνοί από το αληθινό, βαδίζουμε προς έναν θάνατο προκαθορισμένο από την εγγενή αδυναμία μας να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε. Τα ποιήματα πάλλονται ανάμεσα σε αυτές τις δύο καταστάσεις. «Εν’ αστέρι πεσμένο, μια πληγωμένη σιωπή, ένα ερείπιο» σηματοδοτούν την αναπόφευκτη φθορά, σε αντίθεση με την αιωνιότητα που θα μας πει ο ποιητής ότι εμπεριέχει ένα «φιλί με τη διάρκεια τ’ ουρανού» ως κατάσταση αειθαλούς παρουσίας του έρωτα.
Η ποιητική συλλογή σκιαγραφεί την ιδανική αγαπημένη. Οχι ως ύπαρξη ή ως παρουσία, αλλά ως σύμβολο του χαμένου παραδείσου. Ως σύνδεση της ψυχής με το αληθινό. Ο ποιητής δεν θρηνεί απλώς την απώλεια της αγαπημένης αλλά την απώλεια της δικής του σύνδεσης με το αιώνιο. Ουτοπική, αγγελική, άπιαστη, άφθαρτη, η αιώνια αγαπημένη ταυτίζεται με την ίδια την ποίηση και ζει σ’ έναν άλλο χρόνο, στον χρόνο της ανέφελης παιδικότητας, εκεί όπου ο έρωτας είναι η αρχή ενός ονείρου. Θέλει, αλλά δεν μπορεί ο ποιητής να πιστέψει σε αυτό το όνειρο. Θέλει, αλλά δεν μπορεί να επιστρέψει στη χαμένη αγνότητα των παιδικών χρόνων, τότε που όλα ήταν ιδανικά, λαμπερά, τότε που δεν υπήρχε φθορά, πλήξη, μοναξιά. Νοσταλγικά κοιτά, μέσα από την κλειδαρότρυπα της μνήμης, την αθωότητα των προσδοκιών που δεν επιβεβαιώθηκαν. Εκεί, στα θρανία της Πρώτης Δημοτικού είναι χαραγμένα τα όνειρα ενός έρωτα που δεν αντέχει την ενηλικίωσή του.
Στο παράλληλο σύμπαν του έρωτα ο χρόνος φαίνεται να χάνει την υπόστασή του. Μέσα στον ποιητή ενυπάρχουν πολλαπλοί εαυτοί, ένας για κάθε στιγμή. Ο καθρέφτης μεγαλώνει, καθώς τα είδωλα κοιτάζουν από αντικριστές σελίδες το ένα το άλλο. Οι στιγμές ανακατεύονται, οι ηλικίες μπερδεύονται, η απογοήτευση προηγείται της ελπίδας, η προσδοκία έπεται της λύπης και ο έρωτας στέκεται στο κέντρο του κύκλου. Η σειρά δεν έχει καμία σημασία, γιατί τελικά ο ποιητής είναι όλα τα πρόσωπα σε όλους τους χρόνους. Κι αν η Πρώτη Δημοτικού είναι η αρχή, δεν είναι το πρώτο ποίημα, αλλά σίγουρα μας θυμίζει πως σε αυτό το βιβλίο ένα μικρό αγόρι συνομιλεί μ’ έναν ώριμο άνδρα για το φευγαλέο του έρωτα, υπονοώντας τη ματαιότητα της ίδιας της ύπαρξης χωρίς αγάπη.
Το φως, είτε ως άμεση αναφορά είτε ως έμμεση ‒μέσα από την παρουσία φωτοφόρων στοιχείων όπως ο ήλιος, το φεγγάρι, τα αστέρια ή μια λάμψη‒, είναι ένας συμβολικός προπομπός του έρωτα και σηματοδοτεί την έλλειψη σκιών, τη διαφάνεια, την αποκάλυψη της ομορφιάς. «Να πλέξω ένα στεφάνι φως. Να σ’ αγαπήσω», λέει ο ποιητής εξιδανικεύοντας την αγαπημένη του σε αγία, ενώ σε μια στιγμή εμπνευσμένου λυρισμού αναρωτιέται: «Είν’ η ψυχή μου όλο το φως που κελαηδά;».
Ο Ερωτας, λοιπόν, ανυψώνει την ύπαρξη. Αιθέριος στην ουσία του, κατοικεί στον ουρανό, στα σύννεφα ή στη ματιά του αστροναύτη. Εκεί ζει και η αγαπημένη ως σύμβολο, αφού τελικά υπάρχει μόνο μέσα από την ανυπαρξία της. Τελικά, όμως, είναι η δική της απουσία ή μήπως η απουσία της ποίησης που καταδυναστεύει τον ποιητή; Είναι η απουσία της ύπαρξης ή μήπως η απουσία της αθωότητας; «Ηταν κούφιος ο ουρανός», λέει ο ποιητής, δίνοντας μια σκληρή απάντηση στο λυρικό του όραμα, για να το ξαναστήσει με περίτεχνο τρόπο λίγες σελίδες μετά.
Πίσω από κάθε στίχο υπάρχει ένα μειδίαμα. Ο ποιητής θλίβεται και γελά ταυτόχρονα με τη ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Φτιάχνει μια ποίηση με υλικά συμβατά μέσα από την αντίθεσή τους. Ο ρομαντισμός συνυπάρχει με τον αυτοσαρκασμό. Η προσδοκία με το ανέφικτο. Η φθορά με την αιωνιότητα. Ο έρωτας είναι η ίδια η ζωή με όλες της τις αντιθέσεις. Αλλωστε, όλοι είμαστε το λίγο που κάποτε ονειρεύτηκε το πολύ. Είμαστε ο ουρανός και η γη μαζί. Ακολουθώντας τα χνάρια του ποιητή, ο καθένας από εμάς δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει ένα κομμάτι από τη δική του αθωότητα σ’ έναν κόσμο που ασφυκτικά χτίζεται πάνω στις επιταγές της λογικής και σε αλύγιστα «πρέπει».
Ποια είναι, λοιπόν, αυτή η τέλεια γνώση; Είναι μια γνώση πέρα από τα συγγράμματα και πέρα από την παράνοια της λογικής. «Φαίνεται πως μου λείπει ένας ανάποδος συλλογισμός», μονολογεί ο ποιητής και γι’ αυτό σκόπιμα επιστρέφει στην εποχή της αθωότητας, στην Πρώτη Δημοτικού, για να μας θυμίσει πως τότε η γνώση ήταν αληθινή γιατί πήγαζε από την καρδιά και όχι από τα βιβλία. Εκεί, λοιπόν, στο λίκνισμα των κοριτσιών στην παρέλαση ‒που είναι το λίκνισμα του έρωτα με όλη του τη δύναμη, την ανεμελιά και την αγνότητα‒, θα πρέπει να αναζητήσουμε την τέλεια γνώση ή, ακόμα καλύτερα, τις ίδιες μας τις προσδοκίες για την τελειότητα που ονειρευτήκαμε μικροί και ασήμαντοι μπροστά στην αλήθεια ενός έρωτα.
.
ΓΛΥΚΕΡΙΑ ΜΠΑΣΔΕΚΗ
FRACTAL Μάιος 2020
Ποιητής, πια!
Στην Πρώτη Δημοτικού και άλλα, ο Νίκος Παπάνας επιστρέφει συχνά στη γενέθλια χώρα του για να καταγράψει στον κατακερματισμένο πλέον χρόνο τόπους, τοπία, πρόσωπα που εμμονικά τον διασχίζουν ακόμα.
Η συλλογή, αν και την διατρέχουν ρομαντικές εξάρσεις, έχει όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά της γεωγραφίας του λυρισμού (της ποιητικής μορφής που θέλει να δώσει όσο γίνεται περισσότερη ελευθερία στο ποιητικό Εγώ), ενός όρου που αν και ακούγεται ελαφρώς ξεπερασμένος δεν είναι ─ αντίθετα αντιστέκεται στη φθορά του επανεφευρίσκοντας τον εαυτό του.
Στην Πρώτη Δημοτικού το ποιητικό υποκείμενο κατασκευάζει ένα επικοινωνιακό κενό, μια ουτοπική γέφυρα σύνδεσης με τον (επί της ουσίας) ανύπαρκτο, αόρατο, μη ονοματισμένο συνομιλητή-αποδέκτη κι από εκεί, από το φαντασιακό του βάθρο (και βάραθρο) μιλά με τον εαυτό του, τσεκάροντας που και που την «επιτυχία» της επικοινωνίας με ρητορικές ερωτήσεις επιβεβαίωσης που στερούνται όμως ερωτηματικού και επιστρέφουν ανεπίδοτες στον παραλήπτη τους:
Μήπως θα βρούμε κάτι σαν αιωνιότητα
Φιλί με τη διάρκεια τ’ ουρανού
Αγκάλιασμα που δεν κυοφορεί την πλήξη
Βότσαλο που θα στίλβει αδιάκοπα έξω απ’ το νερό (…)
Η πληθωρικότητα του λυρικού ποιήματος είναι εμφανής. Ο λυρισμός του Παπάνα είναι αποτελεσματικός καθώς εξισορροπεί το πληθωρικό συναίσθημα με τον λιτό λόγο ,αποφεύγοντας σαν τον θάνατο τη ρητορεία, αισθητική αποτυχία και ηθικό ολίσθημα για τις ευαίσθητες ισορροπίες του λυρισμού .
Ο Παπάνας χειρίζεται με σύνεση τα μέσα του. Μουσικότητα, Υποκειμενισμός, ρυθμός, ιδιαίτερη και στυλιζαρισμένη γλώσσα και ενίοτε προφορικότητα με αντιλυρικές λέξεις, υπαινιγμός, μεταφορικές εικόνες ή μάλλον έντονη εικονοποιεία που λειτουργεί ως μεταφορά. Τη συλλογή διατρέχει η «συμβολική όραση» του ποιητή, η συμβολική εικόνα που παρουσιάζει κάτι μη αντιληπτό μέσω των αισθήσεων, κάτι που «βλέπει» μόνον ο ποιητής ως υπαρκτό. ‘Όπως κάθε λυρικός που σέβεται την πρόθεσή του, δημιουργεί μια σκηνική χώρα όπου κατοικεί η μελαγχολία, η ευγενής θλίψη (η θλίψη δηλαδή που παραμένει εσωστρεφής χωρίς να γκρινιάζει ή να επαιτεί) ,το ανεκπλήρωτο ,η νοσταλγία ,κυρίως όσον αφορά το δεύτερο συνθετικό της, το άλγος.
Στην αστική ουτοπία του Νίκου Παπάνα το σώμα με τη βιολογική του έννοια απουσιάζει, η επιθυμία από-υλοποιείται και ο έρωτας παραμένει δειλός και ανέτοιμος να θριαμβεύσει.
Ο Παπάνας επίμονα προσπαθεί να οριοθετήσει το χάος του χωροχρόνου του, πότε με λήψεις κοντινές και πότε με μακρινές .Πανταχού παρούσα, όμως, μια μόνιμη αίσθηση ματαίωσης, σχεδόν μεσοπολεμική.
Υπάρχει, λοιπόν, στο λυρισμό του ισχυρό το στοιχείο της ψυχικής φόρτισης το οποία μεταφέρεται στον αναγνώστη γλωσσικά μεταλλαγμένο σε ιδεαλιστικές σφαίρες:
Έν’ αστέρι πεσμένο,
μια πληγωμένη σιωπή,
ένα ερείπιο.
Κι αχ πώς ν’ ανυψωθώ
ξάστερος, διάφανος
μέσα στο βλέμμα σου.
Να πλέξω ένα στεφάνι φως.
Να σ’ αγαπήσω
Στην Πρώτη Δημοτικού οι δυαδικές αντιθέσεις είναι έντονες, σχεδόν όλο το ποιητικό σώμα δομείται πάνω στις βιωμένες αυτές, δημιουργώντας μια διπολική ποίηση, μια διπολική πραγματικότητα, καμιά φορά τόσο φορτισμένη όσο και η χρήση του όρου στην ψυχιατρική. Το ναι και το όχι, το δημόσιο και το ιδιωτικό, η λογική και το συναίσθημα, η γνώση και η άγνοια, ο ομιλητής κι ο ακροατής (ο δυνατός κι ο αδύναμος), η επιθυμία και η απόρριψη, η τάξη και το χάος και κυρίως ο εαυτός και ο άλλος είναι μερικές από τις αντιθετικές δυάδες που σαν ακούσια ή εκούσια επιλογή αφήνουν πάντα μια επίγευση ματαιότητας.
Από τη μία άνοιξη, ανοιχτός ουρανός/από την άλλη πληγές και σύννεφα.
Το πρόσωπό μου/το πρόσωπό σου
Το βλέμμα μου/το βλέμμα σου
Άφθαρτη παρουσία/καθημερινή φθορά
η ψυχή μου/ η ψυχή σου
Άφθαρτη παρουσία/καθημερινή φθορά
Σάρκα /αλάβαστρο
Αιμάτινο φιλί/άγγιγμα του κρίνου
Μελωδία μελών/ χάδια των λέξεων
Ακόμα κι ο τίτλος Ταπεινή ωδή στην ποίηση είναι αντιθετικός ως τον επιθετικό προσδιορισμό που επιλέγει. Το ποίημα που κλείνει τη συλλογή μας δίνει το στίγμα αυτού του διχασμού Διχαλωτή χελιδονιών ουρά /Διαιωνίζεις το διχασμό μου , με το χελιδόνι (που ξαναβλέπουμε Στον Πρίγκιπα του Ντουίνο) να λειτουργεί σαν δίπολο λογικής και παρόρμησης.
Ο Παπάνας περνώντας μέσα απ’ τον καθρέφτη κι ανταλλάσοντας τη φαντασιακή πληρότητα με τον Λόγο του Πατέρα (τον λόγο δηλαδή της εξουσίας ),πληρώνει τα κόμιστρα . Μεγαλώνει κι ασφυκτιά μέσα στα συγγράμματα, προσδοκώντας τη βροχή που θα βρέξει τα μοκασίνια, που θα τα χαλάσει, θα τα βγάλει από την φανταστική τους τάξη και θα τα παραδώσει λασπωμένα πειστήρια μιας ερωτικής μάχης.
Προπαντός ψυχραιμία
Μακράν του λυρισμού.
Προσφυγή στα συγγράμματα.
Αλλά να σου το αναπόδραστο
-λέξη σοφή
Με τον ήχο της Δρέσδης.
Των σημάντρων πορσελάνινη έκπληξη.
Το λεξικό μου ανθίζει
Στο ατελείωτο κελάρυσμα της γραφομηχανής.
Κανείς δε θα εμποδίσει τη βροχή
Να καμαρώσει τα καινούρια
Μοκασίνια της.
Τι θέλει ο ποιητής της Πρώτης Δημοτικού; Θέλει να ξαναγυρίσει στο σχολείο του ανήλικου χρυσάνθεμου .
Άλλα τόσα έχω να μάθω για να σ’ αποκτήσω
Στο σχολείο του ανήλικου χρυσάνθεμου
Μάλλον να ξεμάθει, πρέπει. Έμαθε αρκετά και μάλλον δεν τον ωφέλησαν- όλα κατέληξαν σε μια βομβαρδισμένη Δρέσδη. Αναζητά την Πρώτη Δημοτικού, την συμβολική εκείνη περιοχή, του Λόγου της Μητέρας, τον ανεπίσημο και απελευθερωτικό μητρικό Λόγο που συμβολικά ταυτίζεται με την ποιητική δημιουργία.
Ο ποιητής της Πρώτης Δημοτικού αποφασίζει να επιστρέψει στο γενέθλιο τόπο της μητέρας-γλώσσας. Η ανταλλαγή της αρχής της απόλαυσης με την αρχή της ταυτότητας «Εις το Όνομα του Πατρός», στο συμβολικό εκείνο πεδίο του κυρίαρχου Λόγου όπως τον αναγνωρίζει ο νόμος και η γλωσσική τάξη ,έλαβε τέλος.
Τα κορίτσια του τελευταίου του ποιήματος (Σκέψεις για την 25η Μαρτίου) παρελαύνουν με την πεποίθηση της τέλειας γνώσης ενώ ο ίδιος θριαμβευτικά επιστρέφει στην Πρώτη Δημοτικού….Ποιητής πια. !
.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ
BOOKPRESS.GR 8/12/2019
Ποιήματα που φέρνει ο Βαρδάρης
Αξιοπρόσεκτη περίπτωση ποιητή
Ο Νίκος Παπάνας αποτελεί αξιοπρόσεκτη περίπτωση ποιητή, αφού τύπωσε το πρώτο ποιητικό του πόνημα 31 ολόκληρα χρόνια μετά την πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα, το 1988. Παράλληλα έχει δημοσιεύσει έως τώρα ποιήματα, μεταφράσεις ποιημάτων και δοκίμια για την ποίηση σε έγκυρα λογοτεχνικά περιοδικά της χώρας.
Δίχως να γνωρίζω τους λόγους αυτής της εκδοτικής του «καθυστέρησης», οφείλω να αναγνωρίσω πως το συνεχές ένδον σκάπτε, η ολιγογραφία του και η εν γένει ποιητική του στάση πριμοδοτούν την πρώτη του συλλογή, καθιστώντας την ενδιαφέρουσα. Πέρα από την καλαίσθητη τύπωση, τα ποιήματα είναι δουλεμένα, τεχνικώς άρτια, δίχως φλυαρίες και περιττά παραγεμίσματα, λιτά, με έκδηλη την προσπάθεια του ποιητή να ακριβολογήσει, εκφραζόμενος με την κατάλληλη, για κάθε περίπτωση, δραστική λέξη.
Ο Παπάνας δείχνει ικανότητα τόσο στο σύντομο επιγραμματικό ποίημα όσο και στο κάπως μεγαλύτερο. Τα επίθετα σπανίζουν, το ρήμα έχει δύναμη και κυριαρχεί, ενίοτε επικρατεί η ειρωνεία και ο σαρκασμός, άλλες φορές μια παιγνιώδη διάθεση πλανάται στην ατμόσφαιρα, ενώ εκλείπουν οι δυσνόητες εκφράσεις, οι εξεζητημένες λέξεις ή οι νεολογισμοί. Αντιγράφω από τη σελίδα 20 του βιβλίου:
Προπαντός ψυχραιμία
μακράν του λυρισμού
Προσφυγή στα συγγράμματα
Αλλά νά σου το αναπόδραστο
– λέξη σοφή
με τον ήχο της Δρέσδης
Των σημάντρων πορσελάνινη έκπληξη
Το λεξικό μου ανθίζει
στο ατέλειωτο κελάρυσμα της γραφομηχανής
Κανείς δε θα εμποδίσει τη βροχή
να καμαρώσει τα καινούρια
μοκασίνια της
«Το αναπόδραστο»
Ένας διακριτικός λυρισμός κυριαρχεί σε αρκετούς στίχους, συναντούμε εμφανείς επιδράσεις από Έλιοτ, ο έρωτας εκφρασμένος πάντα με λεπτεπίλεπτες αποχρώσεις, η δύναμη της παιδικής αθωότητας που ισοδυναμεί με την αληθινή ποίηση, στίχοι για την αιωνιότητα, την οδό Λάμπρου Πορφύρα, την απεξάρτηση από τον έρωτα («ποιος θα επινοήσει / του έρωτα τη μεθαδόνη;»), τις εμμονές και τις έσχατες πλάνες. Μια μεστή, συγκροτημένη και αξιοπρόσεχτη ποιητική απόπειρα και τύπωση.
Κλείνω την αναφορά μου στον Παπάνα με το μικρό ποιηματάκι του «Άλγεβρα»:
Ό,τι κι αν έχω κάνει μέχρι τώρα
αράδιασμα μηδενικών ∙
λείπει από μπροστά τους η μονάδα:
Λείπεις εσύ.