ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΤΕΧΛΕΜΕΤΖΗΣ

0 Γρηγόρης Τεχλεμετζής ζει στην Αθήνα. Σπούδασε χημικός στα Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Είναι απόφοιτος του κοινού μεταπτυχιακού προγράμματος Δημιουργικής Γραφής του ΕΑΠ και του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Η μεταπτυχιακή του εργασία είχε θέμα την ψυχαναλυτική κριτική της λογοτεχνίας και την εφαρμογή της στην πεζογραφία του Μάριου Χάκκα. Κείμενά του έχουν δημοσιευθεί σε πολλά λογοτεχνικά περιοδικά (έντυπα και διαδικτυακά).
Έχει εκδώσει μία συλλογή διηγημάτων και δύο μυθιστορήματα, μεταξύ των οποίων το μόνο ιστορικό μυθιστόρημα για τον ποιητή Αρχίλοχο (0 Αρχίλοχος του, Γαβριηλίδης, 2018).
Από το 2011 διευθύνει το λογοτεχνικό περιοδικό Ο Σίσυφος. Επίσης, ασχολείται με την κριτική λογοτεχνικών έργων ποίησης και πεζογραφίας, δημοσιεύοντας κείμενά του σε λογοτεχνικά περιοδικά. Έχει παρουσιάσει βιβλία συναδέλφων του σε λογοτεχνικές εκδηλώσεις και έχει επιμεληθεί πολλά αφιερώματα στον Σίσυφο Ελλήνων λογοτεχνών, ενώ συμμετείχε με κείμενά του σε αφιερώματα περιοδικών και συλλογικών εκδόσεων.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Αφιερωμένο στην Έλενα  (Ηριδανός 2007)
Η Όψη  (Γκοβόστη 2010)
0 Αρχίλοχος του,(Γαβριηλίδης, 2016)
Μυθολογήματα και έντεκα πλην ένα μικρά πεζά (Κέδρος 2021)

.

.

ΜΥΘΟΛΟΓΗΜΑΤΑ ΚΑΙ
ΕΝΤΕΚΑ ΠΛΗΝ ΕΝΑ ΜΙΚΡΑ ΠΕΖΑ (2021)

ΜΥΘΟΛΟΓΗΜΑΤΑ
ΞΑΝΘΙΠΠΗ

Είναι η ειρωνεία τον Σωκράτη μια έκφραση εξέγερσης; Πληβείας αγανάκτησης; Απολαμβάνει τάχα, σαν καταπιεζόμενος, την ίδια τον την αγριότητα με τις μαχαιριές των συλλογισμών τον; Εκδικείται τους ενγενείς τους οποίους γοητεύει; Φρίντριχ Νίτσε, Το λυκόφως των ειδώλων, μτφ. Ζήσης Σαρίκας, Εκδοτική Θεσσαλονίκης, 2006, σ. 24,

Η αλήθεια είναι ότι δεν με ήθελαν οι άντρες. Ξανθόψειρα και γλωσσού με ανέβαζαν και με κατέβαζαν από μικρή. Είχα κι αυτές τις καταραμένες φακίδες, που μου έδιναν μια βλογιοκομμένη, παραμορφωμένη όψη.
Μωρό ακόμα, όταν με κρατούσε ο πατέρας, τσίναγα και εκείνος με τραβολογούσε να με κάνει καλά. Τον έσπρωχνα και προσπαθούσα να του ξεφύγω με κάθε τρόπο.
«Τι θα κάνω μ’ αυτό το παρδαλό ζουλάπι», έλεγε και ξανάλεγε.
Αργότερα, με έδινε στον γερο-παιδαγωγό να με προσέχει, μα εγώ όμως του ξέφευγα και εκείνος μάταια προσπαθούσε να με πιάσει, ενώ γυρνούσα τριγύρω του κοροϊδεύοντάς τον και φωνάζοντάς του παιδιάστικα και
τραγουδιστά «έλα, πιάσε με».
Φίλη δεν μπορούσα να σταυρώσω, γιατί όλες έλεγαν ότι τις κατηγορούσα. Στην πραγματικότητα, είχα το θάρρος να τους λέω την αλήθεια κατάμουτρα, ενώ οι άλλοι τις κορόιδευαν με ψέματα και γαλαντομίες. Κάποιες αντιδρούσαν, με έβριζαν και φώναζαν. Κάνα δυο, μάλιστα, τις ξεμάλλιασα, για να δουν τι σημαίνει Ξανθίππη, και ο πατέρας μου δοκίμασε να με περιορίσει στην αυλή του σπιτιού, για να μην ακούει τα παράπονα των γειτόνων.
Εγώ όμως πηδούσα συχνά τον φράχτη και ξαμολιόμουν με τρεχαλητό στις αλάνες, παίζοντας κυρίως με τα αγόρια, που ήταν της ηλικίας μου, μια και τις συνομήλικες μου τις μάντρωναν στα σπίτια τους.
Παίζαμε κυνηγητό, αμάδες, σκαρφαλώναμε στα δέντρα, βουτούσαμε στη θάλασσα και κολυμπούσαμε, κάναμε αγώνες ποιος θα ρίξει μακρύτερα την πέτρα, μέχρι που παλεύαμε κιόλας. Μπορεί να μη νικούσα συχνά, αλλά
είχε πλάκα.
Μα όταν μεγάλωσα κάπως, κακοφαινόταν πολύ στους δικούς μου, κορίτσι πράγμα, να τριγυρνώ ανάμεσα στα αγόρια που ανδρώνονταν.
«Θα μας βρει κανένας μπελάς», είπε ο πατέρας.
Με ζορίσανε, με φοβέρισαν, με κλείδωσαν στο σπίτι, μέχρι που στο τέλος μου έκοψαν τα σεργιάνια.
Έτσι, μόνο μια ξαδέλφη που είχα όλη κι όλη μου έμεινε για φίλη, την οποία έφερνε η θεία μου όταν ερχόταν για να υφάνει παρέα με τη μητέρα.
Εκείνη δεν με παρεξηγούσε ό,τι και να της έλεγα, αφού με έπαιρνε στην πλάκα, μιας και με έβρισκε πολύ διασκεδαστική.
Ήταν ένα κοριτσάκι, από τη φύση του μαζεμένο, που είχε χαμηλή αυτοεκτίμηση.
«Αφού δεν είμαι αγόρι είμαι φτιαγμένη να υπηρετώ τους άλλους», έλεγε, και εγώ δεν μπορούσα να το χωνέψω με τίποτα.
«Εγώ θα κάνω τους άντρες ό,τι θέλω», της απαντούσα.
«Σιγά μην τους υπακούω επειδή οι θεοί τους έδωσαν ένα τσουτσούνι».
Γι’ αυτό διάλεξα τον Σωκράτη, αυτόν τον κακομούτσουνο φτωχομπινέ, λίγο σιτεμένο στην ηλικία, για να τον κάνω ό,τι θέλω.
Από την άλλη, σκέφτηκα πως με τον γάμο θα ξέφευγα απ’ αυτό τον βάλτο και αυτός μπορεί να ήταν καλύτερος απ’ τον πατέρα.
Έτσι τον πήρα αλά μπρατσέτα και φτιάξαμε το σπιτικό μας.
Εκείνος, καθώς με λιμπιζόταν, χαμογελούσε γλυκερά ευτυχισμένος και έμοιαζε συμπαθητικός.
Του έπλυνα τα ρούχα, τον χτένισα και τον σουλούπωσα λιγάκι.
Μα χαΐρι δεν έκανε και γυρνούσε στους δρόμους συζητώντας όλη μέρα.
Από την άλλη, όλους τους έβαζε κάτω. Γυρνούσε από δω κι από κει παριστάνοντας τον χαζό, ρωτώντας με τσιριμόνιες τάχα να μάθει. Στο τέλος, με επιδεξιότητα τους μπέρδευε μέσα στα ίδια τους τα λόγια και, τελικά, έβγαιναν αυτοί οι χαζοί και εκείνος από πάνω. Τους ξεφτίλιζε και παραδεχόντουσαν ότι έκαναν λάθος. Τους έσφαζε με την αιχμηρή του γλώσσα, χωρίς καλά καλά να το καταλάβουν. Κάτι μου έλεγε, να δεις, ότι στο τέλος θα είχε άσχημα ξεμπερδέματα. Κάποιοι θα γύριζαν εναντίον του
εκδικητικά.
Ακόμα κι εμένα κατάφερε να τουμπάρει ο κανάγιας. Στην αρχή τουλάχιστον, που με είχαν πάρει τα μέλια. Μετά τον πήρα χαμπάρι.
Έλεγε ότι με διάλεξε γιατί ήθελε να εξασκηθεί στο να δαμάζει τους ανθρώπους. Λες και ήμουν κανένα ατίθασο άλογο και αυτός ο επιδέξιος καβαλάρης. Άλλωστε αυτό ήταν το ταλέντο του και ας έλεγε όλες εκείνες τις παπαρδέλες περί φιλοσοφίας. Η φιλοσοφία ήταν η αφορμή για να κάνει τους άλλους να τον θαυμάζουν, να τους κάνει ό,τι θέλει, να τον βλέπουν σαν φωτισμένο δάσκαλο και τελικά να τους υποτάσσει.
Όλοι κρεμόντουσαν από τα χείλη του, καλοί και κακοί. Ακόμα κι εκείνο το όμορφο παλικάρι, ζάπλουτο, ο Αλκιβιάδης, τον είχε για θεό. Μέχρι που έλεγαν ότι τον είχε ερωτευτεί, αλλά ευτυχώς ο αχαΐρευτος δεν γούσταρε τα
αγοράκια.
Το ότι οι ηθικοί του λόγοι καμία σημασία δεν έπαιζαν, αποδείχθηκε από το ότι ο νεαρός σα μεγάλωσε έκανε την Αθήνα άνω κάτω. Το ίδιο και ο άλλος, αυτός ο συφοριασμένος, ο Κριτίας, κακό χρόνο να ’χει.
Μα εμένα με διάλεξε για το χρήμα, κι ας έλεγε όλες εκείνες τις εξυπνάδες περί τιθασεύσεώς μου. Και αυτό, γιατί φράγκο δεν έπαιρνε απ’ τους μαθητές του, για να υπηρετήσει, έλεγε, την αγνότητα της φιλοσοφίας.
Βλακείες. Ήθελε να έχει όσο το δυνατόν περισσότερους μαθητές για να τον θαυμάζουν. Ηδονιζόταν να διαδίδει τις ιδέες του, γιατί πίστευε ότι έκανε το καλό, τρομάρα του.
Άμα δεν είχε τα λεφτά της περιουσίας μου από πίσω, θα σου ’λεγα αν θα είχε τον χρόνο και την πολυτέλεια να γυρίζει όλη μέρα από δω κι από κει και να συζητάει. Θα στρωνόταν στη δουλειά ολημερίς και, όταν θα τελείωνε, από την κούραση δεν θα ’χε όρεξη να βγάλει κουβέντα. Είναι αδικημένοι οι δόλιοι που ξεπατώνονται στη δουλειά και ξεπουλάνε αυτά που πραγματικά θέλουν και έχουν τη δυνατότητα να κάνουν, για να μεγαλώσουν άρτια τα παιδιά τους και να κάνουν την οικογένειά τους ευτυχισμένη. Αυτό είναι το τίμημα της ηθικής και της συνείδησης και όχι τα παχιά λόγια του λεγάμενου. Αυτός όμως να δεις
ότι θα μείνει στην ιστορία και όχι οι ηθικοί άνθρωποι του μόχθου.
Αλλά τι με νοιάζουν εμένα όλα αυτά τα λόγια. Εμένα με πειράζει που με καταδίκασε στη φτώχεια, ενώ αλλιώς ήμουν μαθημένη από τον πατέρα μου. Γιατί, όση περιουσία και να είχα, αν ο άλλος είναι τεμπέλης, κάποτε σώνεται. Άσε που για να μας φτάσει έκανε και τσιγκουνιές.
Την άλλη φορά, που πήγα στην Ασπασία του Περικλή, με συμβούλεψε να τον επηρεάσω με τα λόγια.
«Γοήτεψέ τον. Βάλε και λίγο τον έρωτα στο παιχνίδι. Οι άντρες στο κρεβάτι είναι πολύ ευάλωτοι. Μπορούν να σου υποσχεθούν τα πάντα και κάνουν σαν παιδιά. Και ο Σωκράτης είναι τίμιος, άνθρωπος του λόγου», μου έλεγε.
Μα εκείνη κατείχε την τέχνη του έρωτα και ήταν μορφωμένη. Συναναστρεφόταν με όλη την καλή κοινωνία. Όλο σε συμπόσια τριγυρνούσε και με λίγο κρασί ολωνών λυνόταν η γλώσσα και έλεγαν ό,τι αισθάνονταν. Μέσα σε όλα έλεγαν και σοφίες.
Μόνο που η δόλια πουλούσε το κορμί της. Τώρα μάλιστα που είχε πεθάνει ο Περικλής, και αυτή είχε κάπως σιτέψει, ήταν για λύπηση.
Εν πάση περιπτώσει, καλά τα κατάφερε μέχρις εδώ και όλοι την εκτιμούσαν.
«Δεν τον ξέρεις καλά τον Σωκράτη. Γάνιασα να τον πείσω, αλλά τίποτα. Αυτός είναι ευφυέστατος και κολλημένος στις απόψεις του», της απαντούσα. «Λέει ότι τον ενδιαφέρει η αλήθεια και αισθάνεται ότι την κατέχει. Δεν
πιάνουν κάτι τέτοια σ’ αυτόν».
Τότε ανασήκωνε απλώς τα φρύδια της, σηκωνόταν, τύλιγε λίγο καλύτερα πάνω της τον ριχτό χιτώνα της και πήγαινε να φέρει κανένα αφέψημα, γιατί έλεγε ότι την πονούσε το στομάχι της.
Από την άλλη, η χαϊβάνω η ξαδέλφη μου, μου έλεγε να κάτσω στα αυγά μου και να κάνω ό,τι προστάζει ο κύρης του σπιτιού.
«Η ευτυχία της γυναίκας είναι μέσα στο σπιτικό και όχι να γυρνά στους δρόμους σαν αλητάκι», έλεγε. «Άσε που άμα σε κάνει ό,τι θέλει ο άντρας το φχαριστιέσαι και στον έρωτα. Αρσενικό με σκυμμένο το πάνω κεφάλι έχει
σκυμμένο και το κάτω», συμπλήρωνε.
Μα ήταν πράγματα αυτά που ξεστόμιζε η τρελομαζόχα;
Την άλλη φορά, τον είδα στην αγορά να κάθεται σε μια μεριά και να τρώει μια ωραία πίτα, που μοσχοβόλαγε.
«Που βρήκες την πίτα, ρε», τον ρώτησα.
«Μου την έδωσε ο φίλος μου ο Αλκιβιάδης, δώρο, λέει, γι’ αυτά που του έμαθα. Τη λιμπίστηκα και δεν μπόρεσα να του αρνηθώ».
Βουτάω τότε την πίτα από τα χέρια του, την πετάω στο δάπεδο και αρχίζω να την ποδοπατώ.
«Τι κάνεις εκεί, τρελέντζω», μου φώναξε.
«Αχαΐρευτε. Εγώ στο σπίτι μαγειρεύω κρεμμυδόφυλλα και εσύ τρως μοναχός σου πίτες; Χάθηκε, μωρέ ανάγωγε, να φέρεις κανένα κομματάκι και σ’ εμάς;»
Δεν απάντησε, μου γύρισε την πλάτη και έκανε να φύγει.
Τον βουτάω κι εγώ απ’ τον χιτώνα και αρχίζω να τον τραβάω να τον πάω σπίτι.
Στο μεταξύ είχαν μαζευτεί όλοι οι κουτσομπόληδες έναν γύρο και μας χάζευαν γελώντας.
«Άφησε με», φώναξε και έκανε να μου ξεφύγει.
Έτσι όπως τραβολογιότανε, του φεύγει ο χιτώνας και έμεινε ολόγυμνος, όπως τον έκανε η μάνα του.
Ακουγόντουσαν τόσα γέλια που δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω τη βρισιά που μου απηύθυνε.
«Δείρε τη, Σωκράτη», κραύγαζε το πλήθος.
«Μόνο έτσι θα τη δαμάσεις και όχι με τα λόγια, όπως λες», ακούστηκε μια δυνατή φωνή.
Εκείνος φάνηκε να ανέκτησε την ψυχραιμία του, έσκυψε, μάζεψε τον χιτώνα από κάτω, τον φόρεσε πρόχειρα και στράφηκε προς αυτόν που είχε μιλήσει, χαμογελώντας του και, με την κακομούτσουνη όψη Σατύρου που είχε, του απάντησε:
«Εμείς να δερνόμαστε κι εσείς να φωνάζετε, “μπράβο, Σωκράτη, δώσ’ του, Ξανθίππη;” Όχι, βέβαια».
Βλακείες. Εγώ πιστεύω ότι φοβόταν πως θα τις έτρωγε. Δεν είμαι εγώ απ’ τις γυναίκες που τις κάνουν καλά οι άντρες τους.
Μα αυτός ήταν ετοιμόλογος στις ατάκες, γι’ αυτό και έμεινε στην ιστορία. Τα έλεγε όλα όμορφα και καλά, και τον πίστευαν.
Σαν θηλυκό όμως και εγώ, πήγα μαζί του και κάναμε τρία αγόρια.
Έδωσε στο μεγαλύτερο το όνομα του πατέρα μου, Λαμπροκλής, για να μου βουλώσει το στόμα. Τήρησε, λέει, το έθιμο, σύμφωνα με το οποίο όταν η γενιά της νύφης είναι επιφανής, το πρώτο αρσενικό παίρνει το όνομα του πατέρα της.
Ψέματα, για να με κανακέψει το έκανε. Με αγαπούσε, τρομάρα του.
Γι’ αυτό ο μαθητής του ο Πλάτωνας έλεγε ότι κατά βάθος είμαστε καλό αντρόγυνο. Μέχρι και για μένα έλεγε καλά λόγια. Βλέπεις, θαύμαζε τόσο τον Σωκράτη. Πώς να πει κακό λόγο;
Εκείνος ήταν πάντα με τον πάπυρο κι έγραφε. Όχι λόγια πτερόεντα σαν τον δικό μου.
Εν πάση περιπτώσει, αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Πίσω στον δικό μου.
Το δίκαιο δίκαιο και η ηθική ηθική, αλλά με άφηνε να βολοδέρνω όλη μέρα με τα τρία αλαλάζοντα κουτσούβελα και αυτός να πηγαινοέρχεται στην αγορά, να συζητά και να λιάζεται.
«Έτσι είναι το σωστό για τις γυναίκες», έλεγε. «Να φροντίζουν το σπίτι και να μεγαλώνουν τα παιδιά».
«Το σωστό για τους άντρες ποιο είναι;» του απαντούσα. «Μήπως να δουλεύουν;»
Τότε άρχιζε τις μαριολιές με τις φιλοσοφίες για τα δαιμόνια και ότι αυτό τον προστάζουν να κάνει, και άντε να βγάλεις άκρη με τις φαντασιώσεις του ονειροπαρμένου.
Βλέπεις, όποτε έβρισκε τα σκούρα, μιλούσε για το δαιμόνιό του και άρχιζε τα ακαταλαβίστικα.
«Εγώ το λέω συνείδηση», του απαντούσα. «Πατάει στη γη και δεν είναι θεϊκή».
«Τι να ξέρεις από φιλοσοφία, γυναίκα πράγμα. Άντε πήγαινε να ρίξεις κάνα φαΐ στην κατσαρόλα».
Μα όταν τα κάνουν σαλάτα στη ζωή ή τους συμβαίνει κάτι δυσάρεστο, σ’ εμάς τρέχουν να τους παρηγορήσουμε. Και τις πιο σοφές ιδέες εμείς τους τις λέμε, που είμαστε πιο ψύχραιμες.
«Αυτά πήγαινε να τα πεις στους μαθητές σου που περνάνε», του απάντησα τότε.

Μια μέρα γύρισε στενοχωρημένος.
«Τι έχεις, ρε», του είπα. «Κανένας ατίθασος μαθητής σου ’βγάλε γλώσσα».
Δεν απαντούσε. Μόνο σηκώθηκε και πήγε και έβαλε μια κούπα κρασί.
«Σκέτο θα το πιείς; Πώς σου ’ρθε τέτοιο πράγμα;»
Μα εκείνος το κατέβασε μονορούφι, σήκωσε την κανάτα και έβαλε κι άλλο.
«Βάλε λίγο νεράκι. Θα μεθύσεις. Εγώ θα σε φροντίζω άμα σουρώσεις. Άσε που θα γεμίσεις ξερατά τον τόπο και θα καθαρίζω».
Μα εκείνος τίποτα. Κοιτούσε μόνο τον απέναντι τοίχο αποχαυνωμένος.
Άρχισα να ανησυχώ. Πρώτη φορά μού συμπεριφερόταν έτσι. Άλλοτε μου αντιγύριζε αμέσως τον λόγο, με όλη την ευφράδειά του.
«Τι συμβαίνει, Σωκράτη;» του είπα σοβαρευμένη.
Εκείνος τίποτα. Σαν να μη με άκουγε.
«Με ακούς; Σου μιλάω».
«Άσε με ήσυχο, γυναίκα».
Εδώ τα πράγματα είναι σοβαρά, σκέφτηκα.
Σηκώθηκα, πήρα μια κούπα και γέμισα κρασί, ανέρωτο κι εγώ, και κάθισα δίπλα του.
Μοιάζαμε με παλιόφιλοι. Άλλωστε νόμιζα ότι τον ήξερα σαν κάλπικη δεκάρα.
«Λοιπόν;»
Σήκωσε τα μάτια του και με κοίταξε με δυσπιστία.
Ήπια μονορούφι το κρασί μου και σήκωσα την κανάτα να βάλω κι άλλο. Γέμισα πρώτα το δικό του ποτήρι και στη συνέχεια το δικό μου.
Έστρεψε το βλέμμα του πάνω μου.
«Τι με κοιτάς; Εγώ είμαι το κοριτσάκι που ερωτεύτηκες κάποτε κι ας μην του μοιάζω», του είπα.
Μάζεψα τα μαλλιά μου με τα χέρια μου, για να φανεί πιο καλά το πρόσωπό μου.
«Είμαι έστω λίγο όμορφη;»
«Είσαι ακόμα ζωηρά όμορφη, όπως τότε».
«Μη με κοροϊδεύεις. Ποτέ δεν υπήρξα όμορφη».
«Για μένα ήσουν, είσαι και θα είσαι».
« Άσ’ τα αυτά. Πες μου τι συμβαίνει».
«Να, ο κόσμος είναι πολύ αχάριστος».
Τον κοίταξα με απορία. Τι να εννοούσε; Αυτός ποτέ δεν ζητούσε ανταμοιβή για ό,τι και να έκανε.
«Τόσα χρόνια παραδίδω τσάμπα μαθήματα, προσπαθώ να τους μάθω φιλοσοφία και ηθική και αυτοί θα με δικάσουν».
«Θα σε δικάσουν;»
«Ναι. Λένε ότι διαφθείρω τους νέους και ότι εισάγω καινά δαιμόνια».
Μου ερχόταν να του πω, “τι τα ήθελες αυτά τα δαιμόνια, αφού δεν καταλαβαίνουν, δεν τους τα έλεγες πιο ξεκάθαρα”. Αλλά τότε τι νόημα θα είχε;
«Τι θα κάνεις τώρα;»
«Θα παραδώσω ένα ακόμα μάθημα στο δικαστήριο και ας είναι το τελευταίο μου».
Ο περήφανος τρόπος του με τρόμαξε. Θα πήγαινε λοιπόν κόντρα στους δικαστές; Αυτοί είχαν υπεροψία και η εξουσία τους την τόνωνε. Αν μάλιστα ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και κάποιοι που τους είχε φέρει με τα λόγια του σε
δύσκολη θέση, τότε θα έβρισκαν πάτημα και τα πράγματα θα ήταν ακόμα πιο δύσκολα.
«Είσαι τρελός; Κανείς δεν απολογείται με αυτό τον τρόπο. Δεν κάνουν κήρυγμα στους δικαστές. Θα σε καταδικάσουν σε θάνατο».
«Εγώ είμαι ο Σωκράτης. Ο άνθρωπος που αφιέρωσε τη ζωή του στη φιλοσοφία, στο δίκαιο, στην πολιτεία και στους συνανθρώπους του. Δεν είμαι κάποιος που απολογείται για κάτι κακό που έκανε. Δεν μπορούν να με τρέχουν στα δικαστήρια σαν έναν κοινό εγκληματία».
Το εννοούσε.
Μου έπεσε η κούπα από το χέρι και θρυμματίστηκε στο δάπεδο.
Μια διαπεραστική μυρωδιά αλκοόλ πλημμύρισε τον αέρα.
Δεν έκανα να τη μαζέψω. Έμεινα εκεί να τον κοιτώ αποσβολωμένη.
Ώστε τόσα χρόνια έλεγε αλήθεια και δεν προσποιούνταν.

Η Όλγα έκλεισε σκεφτική το βιβλίο διηγημάτων που διάβαζε και ανακάθισε στην πολυθρόνα της.
Στο γραφείο της ήταν παρατημένο το σχολικό βιβλίο, ανοιχτό στην απολογία του Σωκράτη, με κάποιες σκόρπιες σημειώσεις με μολύβι στα περιθώρια.
Αύριο έπρεπε να διδάξει αυτό το κεφάλαιο στους μαθητές της στο σχολείο.
Βόλεψε στα γρήγορα το λογοτεχνικό βιβλίο στη βιβλιοθήκη της και στρώθηκε να κάνει μια επανάληψη στην ύλη της.

ΔΕΚΑ ΜΙΚΡΑ ΠΕΖΑ
ΤΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ

Το σπίτι μου με κόλπιζε σαν ένας απυρόβλητος χώρος. Μόλις εισχωρούσα μέσα στο κέλυφός του κανείς δεν μπορούσε να με πληγώσει.
Όταν έκανα οικογένεια και ήρθαν και τα παιδιά μου, γέμισε ευφρόσυνα γέλια, εκρήξεις χαράς και μικρά πείσματα. Μια μορφή ευτυχίας της ζωής.
Μετά αποχώρησα στο δωμάτιό μου ασφαλής, απομονωμένος και ανεξάρτητος. Κρουστή σιωπή. Ήμουν και πάλι αλώβητος στον μινιμαλισμό μου. Μπορούσα να ευτυχήσω ή να δυστυχήσω μοναχός μου. Ακόμα και η γυναίκα μου ερχόταν μόνο για ύπνο και ήταν διακριτική. Κάποτε όμως απίθωσε μια τηλεόραση για να παρακολουθεί και να περνάει η ώρα της. Μα τι να την κάνεις αλήθεια μια
ώρα που δεν στέκεται και απλώς περνά;
Άξαφνα γέμισε ο τόπος ανθρώπους και πράγματα που σάλευαν φλυαρώντας μέσα από το φωτεινό κουτί. Ποτέ δεν είχα ξαναβρεθεί με τόσο κόσμο και μάλιστα μέσα στο δωμάτιό μου!
Τότε αγόρασα ωτοασπίδες και άρχισα να κοιμάμαι ανάποδα, με το κεφάλι μου εκεί που άλλοτε αναπαύονταν τα πόδια μου. Σφιχτοδεμένη σιωπή! Ανεστραμμένος, τα κατάφερα και πάλι!
Μες στη βαριά γαλήνη μου κολυμπάω στις ανοιχτωσιές του νου μοναχός, σχεδόν σε έκσταση. Κοιτώ το ταβάνι που τρίζει και νομίζω ότι ανοίγει μια τρύπα, σαν ρουφήχτρα, έτοιμη να με τραβήξει μέσα της. Σείεται το κρεβάτι
μου έτοιμο να απογειωθεί. Αυτό θα σημάνει την απώτατη απομόνωση στην ελευθερία μου.

ΑΚΑΤΑΛΥΤΟΣ ΕΡΩΤΑΣ

Δεν θέλω να σε ξεχάσω. Θέλω να σε έχω φυλακισμένη για πάντα στο μυαλό μου, να σε βγάζω στις δύσκολες στιγμές, να γεμίζω με εσένα το ποτήρι μου. Να σε απλώνω πάνω στο τραπέζι και να στάζεις μέλι στα αντικείμενα. Δεν θέλω να σε ξεχάσω. Θέλω να υπάρχεις στη δική μου πραγματικότητα, στις ανέσπερες επιθυμίες μου, στον κόσμο των σκιών, γιατί μόνο αυτός είναι για μένα.
Ήσουν ένα αλλοπρόσαλλο φάντασμα. Μια χαύνα φωνή μέσα στα καλώδια. Έφευγες. Χανόσουν. Όσο προσπαθούσα να σε κρατήσω τόσο τραβιόσουν εκτυφλωτικά χασκογελώντας. Μάζευες τα πόδια σου μη σε αγγίξω και σε απομυζήσω — φοβία και αυτή —, τα χέρια σου με έσπρωχναν μαλακά μη με πληγώσουν, το πρόσωπό σου σκέπαζε μια φράντζα. Χαμογελούσες με το ζεστό υποσχόμενο στόμα σου, κάνοντας δυο πονηρά λακκάκια στα μάγουλά σου, προσπαθώντας να γίνεις εικόνα στα μάτια των αντρών, χωρίς να φαίνεται πόσο απροσπέλαστη καιμισή ήσουν. Φταίω και εγώ, που προσδίδω στις κινήσεις πάντα μια απώτερη ουσία, προεκτείνοντας κάθε υπόνοια.
Και ας σου άρεσε αυτή η αυθαιρεσία μου, και, ίσως, να την καλλιεργούσες. Γυναικεία προκλητική αυταρέσκεια, με φυσικά κάποια δόση ευθύνης. Δεν κρατάω ζυγαριά.
Όλο φοβόμουν μη σε χάσω. Ποτέ μου δεν σε χόρτασα. Κάποτε μου πέταξες κατάφατσα να σταματήσουμε και ότι δεν μπορούσες να προσποιείσαι ότι είσαι ερωτευμένη μαζί μου. Ξεπρόβαλλε και ο άλλος, που τον γυάλισες και τον κάθισες αυτοκρατορικά σε έναν θρόνο. Βλέπεις, εκείνος ήξερε καλύτερα να παίρνει και να αφήνει αυτό που ήθελε και εσύ έπαιζες τον ρόλο της «περιπαθούς πεπλανημένης κορασίδας».
Τώρα πια μόνο καλοθελητές έρχονται να μου πουν πως είσαι καλά και πως ευτυχείς. Καλοσύνη τους. Όμως με στοίχειωσες και σε φυλάκισα στα πλοκάμια της μνήμης μου και σε έχω μέσα μου, απερίσπαστα και αμνησίκακα
δική μου.
Δεν έχει σημασία, ακόμα και αν δεν ήσουν ποτέ πραγματική.

.

ΚΑΙ ΤΩΡΑ;

Βαριέμαι. Η κατατονία πριονίζει τη μέρα. Μάτια ξεπλυμένα σβηστά, στόμα ραγισμένο σε κυρτωμένο τόξο, μάγουλα πλαδαρά, χέρια κρεμασμένα. Οι φράσεις σέρνονται στα χείλη μου. Λασπωμένες κινήσεις.
Ξέχασες. Κρόσσια ευτυχισμένων στιγμών. Αγάπες, εκδρομές, γάμοι, γεννητούρια — χαμογελαστός ανήφορος – και κρασάκια που ήπιες μέσα σε κεφάτες παρέες έτοιμες να απογειωθούν. Και να φανταστείς ότι είσαι ακόμα νέος – σχεδόν – και δεν μπορείς να επικαλεστείς και τη γεροντική φθορά, ούτε καν το τέλμα του τέρματος.
Ελπίδα. Κάποια ελπίδα θα υπάρχει, δεν μπορεί. Απλώς δεν τη βλέπω. Διφορούμενη χαρά. Η ευτυχία κάπου βρίσκεται. Φλογίτσα μέσα μου έτοιμη να πεταχτεί και να φουντώσει. Αφορμή ζητά. Αλλά πού;
Φταίει το περιβάλλον. Δεν βοηθά. Όλοι τρεχάτοι και βαλτωμένοι πυορροούν σε σήψη στη λακκούβα τους. Απελπισμένα γουρουνάκια που σώνονται οι μέρες τους για τη σφαγή.
Έχασες, έκλεισε.
«Λυπάμαι, κύριε Γεωργίου, η εταιρία μας κήρυξε πτώχευση. Ούτε λεφτά για την αποζημίωσή σας δεν υπάρχουν. Αλλά είμαστε σίγουροι ότι ένας άνθρωπος της δικής σας αξίας δεν θα χαθεί. Σας ευχόμαστε και ελπίζουμε το καλύτερο», είπε με τη γλυκερή προσήκουσα ευγένεια, χύνοντας στο σβέρκο μου τις λέξεις και απιθώνοντας ένα αξιοθρήνητο χαμόγελο. Με άφησε με κρεμασμένο το κάτω χείλος. Ακόμα και όταν ανάνηψα, μου σκάλωσαν οι
φράσεις στον λαιμό.
Εξακτινωμένες συνέπειες. Ούτε να τις σκέφτομαι δεν θέλω.
Συφοριασμένη μέρα. Μαχαιριά στο στομάχι. Όχι ότι δεν το περίμενα, αλλά πάντα υπάρχει ελπίδα. Τσαλακωμένος, δεν κοιμάμαι καλά πια τα βράδια. Τα κίτρινα πυρωμένα μάτια μου περιφέρονται αδικαίωτα στο σπίτι. Και δεν παίζει και τίποτα καλό η τηλεόραση, μπας και τα καταφέρω να ξημερωθώ. Βλέπω αυτή την ξανθιά που προσπαθεί να παντρέψει βλαμμένους, μέσα σε χασκογελάκια, χωρίς μάλιστα να τα καταφέρνει. Τρικλίζει ο χρόνος.
Σας πληροφορώ ότι δεν βαριέμαι καθόλου.

.

Ο ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ ΤΟΥ  (2016)

Ο Αρχίλοχός του, του Γρηγόρη Τεχλεμετζή (προδημοσίευση επιλόγου)
25/05/2016
Ο δοκιμιακός επίλογος, σε δίγλωσση μορφή (Ελληνικά-Αγγλικά), του ιστορικού μυθιστορήματος Ο Αρχίλοχός του , του Γρηγόρη Τεχλεμετζή, που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη τον Ιούνιο του 2016.
Η έκδοση θα γίνει στην ελληνική γλώσσα.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Το βιβλίο είναι μια προσπάθεια συγκερασμού του θεματολογικού σύγχρονου με το ιστορικό μυθιστόρημα, αξιοποιώντας έμμεσα το συγκριτικό πλεονέκτημα που φέρνει κοντά τις εποχές και ελπίζω να μας κάνει να δούμε πιο οικεία τον αρχαίο κόσμο και τον μεγάλο αυτό καινοτόμο της Αρχαϊκής εποχής, τον ποιητή Αρχίλοχο, που πειραματίστηκε τόσο μορφολογικά, όπως στη χρήση και ανάμειξη των υπαρχόντων μέτρων, όσο και νοηματικά. Ο πρώτος Ευρωπαίος ποιητής που μίλησε άμεσα και απροκάλυπτα για τον καθημερινό άνθρωπο και τον εαυτό του, τα πάθη, τις θελήσεις, τα ελαττώματα, τον μόχθο, τα προβλήματά του, με πρωτόγνωρο ρεαλισμό, χρησιμοποιώντας τις πλούσιες εμπειρίες του και τη διεισδυτική παρατηρητική του, απομακρυσμένος. από ευκλειές επικές πράξεις, μυθικές περιπλανήσεις, κατακρίνοντας συχνά την αριστοκρατική λογική και που τόσο λατρεύτηκε αλλά και πολύ συκοφαντήθηκε από ηθικόφρονες, μεταγενέστερους συγγραφείς(175). Μίλησε με την ψυχή του και μας κατέθεσε την ψυχή του, γι’ αυτό και η ζωντάνια του είναι ανεκτίμητη, κάτι που διακρίνεται παρόλη την αποσπασματικότητα των σωζόμενων ποιημάτων του.

Τα ελλιπή τεκμήρια για τη ζωή και το έργο του, με οδήγησαν συχνά σε εικασίες και παραδοχές. Τα περισσότερα σωζόμενα βιογραφικά και ορισμένα συγγραφικά στοιχεία είναι αμφισβητούμενα ή σημεία διαμάχης των ειδικών. Πλήθος από θρύλους και διαδόσεις ανά τους αιώνες γέννησε η ζωή και το έργο του, έτσι ώστε συχνά δεν μπορούμε να διακρίνουμε την ιστορική αλήθεια. Το μεγαλύτερο μάλιστα μέρος των δημιουργών του χάθηκε πίσω από το πέπλο του χρόνου και μόνο μερικοί στίχοι και κάποια σκόρπια θραύσματα σώθηκαν, ίσως βιωματικού χαρακτήρα(176) –και αυτό ως ένα βαθμό αμφισβητείται-, με αποτέλεσμα συχνά να χωρίζονται από μια διαφορετική ερμηνεία. Ωστόσο και μετά από μια καματερική βιβλιογραφική έρευνα, αισθάνομαι ότι δεν μπορεί κάποιος να αποδώσει πιστά τα γεγονότα. Μα μέσα στη φαντασία μου πλάστηκε η γοητευτική φυσιογνωμία του, όπως νομίζω ότι πρέπει να ήταν, χωρίς φυσικά να αγνοήσω τα ιστορικά και αρχαιολογικά ευρήματα και τις υπάρχουσες αναλύσεις από τους ειδικούς, εκφράζοντας τη γενικότερη αύρα του χαρακτήρα και των έργων του και συχνά επιλέγοντας την ερμηνεία εκείνη που διευκολύνει την πλοκή και δεν εξασθενεί τη «δύναμη». » του βιβλίου, ή αναπτύσσοντας, συμπληρώνοντας και συνδυάζοντας κατά το δοκούν, ημιτελείς υπάρχουσες σκηνές και συμβάντα –κάτι που κάνουν ακόμα και οι μελετητές, με άλλη φυσικά οπτική και ζητούμενο-, χειριζόμενος έτσι την ελευθερία του μυθιστορηματογράφου, η οποία όμως επιδιώκω όσο μπορώ να μην αυθαιρετεί. Υπάρχουν μάλιστα περιπτώσεις που συνειδητά «εκτρέπομαι» σε μυθοπλασία, για να εξυπηρετήσω δομικά, θεματολογικά ή αισθητικά το μυθιστόρημα, όμως προσπαθώ να τονίσω με παραπομπή τις επεμβάσεις μου αυτές –τουλάχιστον όπου το κρίνω απαραίτητο-, αν και δεν επιθυμώ να αναλάβω το ρόλο του ειδικού επιστήμονα, που φυσικά δεν είμαι. Προσπάθησα έτσι να δώσω συνάμα μια παράπλευρη ανθρώπινη και παράλληλη με τα ιστορικά γεγονότα της εποχής. Άλλωστε η πρόθεσή μου είναι να αποδώσω μια γενικότερη αύρα των γεγονότων και των χαρακτήρων και όχι να ακριβολογήσω.

Μέσα από κάποια ακρωτηριασμένα ποιήματα, συχνά διαφαίνεται ένα σπουδαίο δημιούργημα, με εκπληκτικές εικόνες και αμεσότητα, που είναι δύσκολο να παραστηθεί το τελικό συγκροτημένο συνεχές νόημα και κάποιες φορές φτάνει σε σημείο να μην μπορεί να γίνει ποίημα με τη στενή έννοια. Εκεί ελπίζω να φανούν χρήσιμες οι πινελιές της πεζογραφίας, σαφώς συμπληρωματικές ή επεκτάσεις αυτού.

Πρέπει να ληφθεί επίσης υπ’ όψη, ότι ο 7ος αιώνας π.χ., που έζησε ο ποιητής, ήταν μια μεταβατική περίοδος, αναταράξεων, αποικισμών, κοινωνικών μετασχηματισμών, καθώς άλλα ξεκινούσαν και άλλα χάνονταν.

Όλη αυτή η τεχνική με οδήγησε στην επινόηση κάποιων φανταστικών προσώπων, όπως ο ετεροθαλής αδερφός του Κόκκαλου, ο δάσκαλος Μένιππος, ο ελλανοδίκης Αρίσταρχος και άλλα, και στην απόδοση συμπεριφορών και πράξεων σε αναφερόμενα πρόσωπα που ελάχιστα στοιχεία έχουμε γι’ αυτά, όπως ο μάντης. ή ο Ερξίας. Άλλωστε η σημασιολογική ετυμολογία πολλών ονομάτων τα καθιστά ύποπτα. Έτσι ίσως αποτελούν ποιητικά προσωπεία, παρατσούκλια αληθινών προσώπων ή πλαστά ονόματα που αναφέρονται συγκαλυμμένα σε υπαρκτά πρόσωπα.

Τα κεφάλαια που ανήκουν στην παιδική και εφηβική ζωή του ποιητή είναι προϊόντα μυθοπλασίας, μια και σχεδόν τίποτα δεν γνωρίζουμε γι’ αυτή -εκτός από ένα μυθογενές περιστατικό με τις Μούσες-, αλλά θεωρείται βέβαιο ότι με κάποιο τρόπο διδάχτηκε Όμηρο -με βάση τις επιρροές στο έργο του και τα δρώμενα στην Αρχαία Ελλάδα.

Έτσι οδηγήθηκα στην επινόηση του δάσκαλου Μένιππου, αυθαιρετώντας, μια και πολλά ίσως τα είχε διδαχθεί από την προφορική παράδοση. Βέβαια είναι ότι αρχίζει η γραφή να εξαπλώνεται και να πληθαίνουν τα αγγεία που παρουσιάζουν δείγματά της και αναφέρονται μόνο αποσπασματικά κάποιοι δάσκαλοι, χωρίς την οργάνωση της Κλασικής εποχής. Στο σημείο αυτό δανειστικά και κάποια επιστημονικά στοιχεία μεταγενέστερα, που είναι αμφίβολο για την περίοδο που πραγματεύονται, προσπαθώντας να διατηρήσω το μέτρο και την προσαρμογή.

Συνοψίζοντας μπορώ να πω, ότι κάπως έτσι πιστεύω και φαντάζομαι, με βάση τα σωζόμενα τεκμήρια, ότι θα πρέπει να ήταν η ζωή του μεγάλου αυτού ποιητή.

Για γενική λάθη, παραλείψεις ή ατοπήματα η ευθύνη βαραίνει εξ ολοκλήρου τον γράφοντα.
Αλλά ας αφήσουμε το μυθιστόρημα να μιλήσει μόνο του.

.

Η ΟΨΗ (2010)

ΜΟΥ ΛΕΝΕ ΝΑ ΕΙΜΑΙ ΗΣΥΧΗ

Αφιερωμένο στις κόρες μου
και σε κάθε παιδί.

ΟΛΟΙ ΜΟΥ ΛΕΝΕ να μην είμαι άτακτη και να αγαπάω τους γονείς μου. Το πρόβλημα είναι ότι δυσκολεύομαι να τους βρω για να τους αγαπήσω.

Η γιαγιά λέει ότι πρέπει να κάνω υπομονή γιατί οι γονείς μου δουλεύουν σκληρά για να με μεγαλώσουν και είμαι το παν γι’ αυτούς. Πράγματι, βγάζουν πολλά λεφτά και αγοράζουν ωραία πράγματα. Το σπίτι μας είναι συναρπαστικό, γεμάτο με τα πιο σύγχρονα μηχανήματα σαν το διαστημόπλοιο Εντερπράιζ του Σταρ Τρεκ. Μια τεράστια οθόνη είναι στο σαλόνι που τη λένε χομ-σίνεμα, ένα στέρεο με πράσινα φωτάκια που αναβοσβήνουν, που του έχω βγάλει όλα τα κουμπιά και το έχω λούσει με πορτοκαλάδα και ο μπαμπάς φωνάζει ότι δεν προλαβαίνει να το πάει στο μαγαζάτορα, θεόρατοι πορτοκαλί καναπέδες, που χοροπηδάς πάνω τους και σε πετάνε σαν ελατήρια, στο μπάνιο έχουμε ένα δωματιάκι που το λένε υδρομασάζ και όταν μπαίνουμε μέσα, αντί να μας διακτινίζει, μας πιτσιλάει με νερό, μακριές βαριές κουρτίνες είναι παντού, που πίσω τους φτιάχνεις όμορφες φωλίτσες, πλακέ μάτια κουζίνας που μου αρέσει να τα ανοιγοκλείνω με την αφή -όπως λένε-, παρ’ όλες τις φωνές της γιαγιάς -ευτυχώς που δεν έχουν χαλάσει ακόμα γιατί ποιος τους ακούει-, άσε που το δωμάτιό μου είναι γεμάτο σκορπισμένα παιχνίδια, παρ’ όλες τις προσπάθειες της Ρωσίδας μας που τα μαζεύει και τις παρατηρήσεις της μαμάς το πρωί φεύγοντας για την εταιρεία.

Αυτή η εταιρεία πρέπει να είναι ένα περίεργο μέρος που μαζεύουν μαμάδες και δεν τις αφήνουν να πάνε σπίτι να δουν τα παιδιά τους. Το απόγευμα λέει
ότι την κρατάνε μέχρι αργά και φαντάζομαι ότι είναι δύσκολο να τους ξεφύγει, γι’ αυτό όταν την αφήνουν τρέχει σαν δαιμονισμένη. Η αλήθεια είναι ότι έχει και τόσες δουλειές να κάνει. Πάντως το πρωί που ξυπνάμε. μου αρέσει να σηκώνομαι και να τη βλέπω να ντύνεται, να βάφεται και να γίνεται όμορφη, ενώ μόλις φεύγει, παίρνω τις μπογιές και βάφομαι και εγώ, χωρίς φυσικά να παραλείπω και τις κούκλες μου.

Τη μέρα μου την περνάω μόνη, αλλά ευχάριστα. Τρελαίνομαι να σημαδεύω το φωτιστικό φεγγαράκι του δωματίου μου. με πλαστικά ζωάκια, μπαλάκια ή
παντόφλες (μην το πείτε στη μαμά). Η γιαγιά είναι πολύ αργή για να με προλάβει και έτσι σκορπάω εύκολα τα χαρτιά του καλαθιού τής τουαλέτας σε όλο το σπίτι, ενώ όλοι τσιρίζουν και τάχα με τιμωρούν. Όταν δε ο πατέρας σκάτωσε το παντελόνι του, από ένα ξεχασμένο κωλόχαρτο, καθώς κάθισε στον καναπέ, μου έδωσε ένα χαστούκι που με πόνεσε και έκλαιγα για ώρες. Η γιαγιά είπε ότι το έκανε για το καλό μου, για να γίνω καλό και υπάκουο παιδί. Είναι πολύ σοφή και θα ξέρει. Πάντως εγώ βρίσκω διασκεδαστικό το παιχνίδι με τα κωλόχαρτα. Άλλωστε έχω βαρεθεί τις κούκλες και τα άλλα παιχνίδια μου που τα προτιμώ μόνο αν θέλω να παίξω μόνη στο δωμάτιό μου.

Η γιαγιά λέει ωραία παραμύθια το μεσημέρι, μόνο που κοιμάται εύκολα, αλλά της γαργαλάω τις πατούσες και ξυπνάει. Η μάνα της, λέει, ζούσε κάποτε στη
Μικρά Ασία, με κάτι παράξενους ανθρώπους που τους λέγανε Τούρκους. Δεν ήταν κακοί, αλλά δεν έτρωγαν χοιρινό -που εμένα μου αρέσει- και δεν έκαναν το σταυρό τους. Στο τέλος αγρίεψαν και τους διώξανε από εκεί. Πιστεύω ότι ο μπαμπάς μπορεί να ήταν παλιά Τούρκος, γιατί συχνά είναι άγριος και φωνάζει. Μια φορά μάλιστα, φώναζε στη γιαγιά να φύγει, γιατί με κακομαθαίνει και νομίζω ότι κάποιος σαν αυτόν έδιωξε και τη μάνα της κάποτε από τη Μικρά Ασία.

Όμως όταν δεν υπάρχει λόγος να φωνάζει, βρίσκεται μόνιμα ξαπλωμένος στην πολυθρόνα του σαλονιού. Λέει ότι κουράζεται πολύ στη δουλειά και από
ό,τι φαίνεται έχει πέσει σε τύραννους. Μου αρέσει όμως να του πηγαίνω νερό, την εφημερίδα και τις παντόφλες. Λέει τόσο γλυκά ευχαριστώ, αλλά κάνει πολύ σπάνια το αλογάκι, που μου αρέσει τόσο, κυρίως μόνο τις Κυριακές.

Θα ήθελα οι γονείς μου να δούλευαν λιγότερο και να παίζανε περισσότερο μαζί μου.

Το καλοκαίρι πήγαμε διακοπές και περάσαμε υπέροχα. Κρίμα που δεν πήραμε μαζί και τη γιαγιά. Είναι γριά γυναίκα είπε και δεν αντέχει. Εμένα μου φαίνεται πολύ αντοχής, με τόσες δουλειές που κάνει και έτσι όπως με κυνηγάει. Της το είπα και ξεκαρδίστηκε στα γέλια, χωρίς να μου απαντήσει.

Στο δρόμο λίγο ταλαιπωρήθηκα, γιατί ήταν μακριά και έκανα δυο εμετούς στο αυτοκίνητο και ο μπαμπάς φώναζε για την ταπετσαρία της Ρόβερ. Αλλά τελείωσε το μαρτύριο και έφαγα πολλά παγωτά και πατατάκια. Κάθε μαγαζί είχε και ένα ψυγείο παγωτών και οι γονείς μου ποτέ δε μου έλεγαν όχι. Είμαι και λίγο κλαψιάρα εδώ που τα λέμε και ο μπαμπάς έλεγε συνέχεια «πάρ’ της το να ησυχάσουμε» και έτσι ησύχαζα. Τους έπεισα έτσι να μου πάρουν κούκλες, πλαστικά ψαράκια, κοχυλάκια, πολύχρωμα βραχιόλια, δακτυλίδια και άλλα πράγματα που δεν τα θυμάμαι. Η μαμά τσίριζε και έλεγε ότι είμαι κακομαθημένο και ότι τους έβγαλα τις διακοπές από την μύτη. Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς ήταν δυνατόν αυτό, πόσο μάλλον αφού η μαμά είχε μικρή γαλλική μυτούλα, όπως έλεγε η ίδια. Σίγουρα θα την ξεχείλωσαν, γι’ αυτό είχε συνάχι μερικές φορές.
Αλλά αυτό που μου άρεσε περισσότερο ήταν η θάλασσα. Δε μπορούσαν να με πείσουν να φύγω, παρ’ όλο που μου έταζαν παγωτά και παιχνίδια και πάντα
έβαζα τα κλάματα. Η μαμά ήταν ξαπλωμένη συνέχεια στην άμμο για να μαυρίσει, ήταν αφηρημένη και δεν με άκουγε όταν της μιλούσα για τα βότσαλα και τα πηγάδια που έφτιαχνα στην ακρογιαλιά, ενώ ο μπαμπάς κάτω από την ομπρέλα διάβαζε εφημερίδα.

Δίπλα στο δωμάτιό μας έμενε ένα λεπτό κίτρινο κοριτσάκι που μιλούσε περίεργα και έβγαζε κραυγές. Η μαμά έλεγε πως ήταν καθυστερημένο και το λυπόταν. Εγώ πίστευα ότι ήταν Κινέζα και ήθελα να την ρωτήσω αν ήξερε τη Μουλάν ή είχε ακούσει τίποτα γι’ αυτήν. Στο τέλος όμως το ξέχασα. άσε που μου φάνηκε και αρκετά μικρή για να ξέρει τέτοια πράγματα.

Τη ζήλευα πάντως πάρα πολύ. Οι γονείς της έπαιζαν συνέχεια μαζί της. Στην παραλία ο πατέρας της έφτιαχνε πολύ ωραία κάστρα στην άμμο, ενώ την
έκανε συνέχεια βουτιές στη θάλασσα. Η μαμά της ζωγράφιζε κοπέλες, που τις έκοβαν και έπαιζαν, όταν ήταν στο διπλανό μας μπαλκόνι. Μου έδωσαν και εμένα δυο χάρτινες ζωγραφιές που τις φυλάω στα παιχνίδια μου και είναι οι αγαπημένες μου.

Στο εστιατόριο έπαιζαν συχνά κυνηγητό μαζί της και μάλιστα μερικές φορές κυνήγησαν και μένα. Πήγαινα συχνά στο τραπέζι τους και η μαμά φώναζε ότι
τους ενοχλώ και να φύγω. Πάντως εγώ πίστευα αυτούς, που δεν έδειχναν ενοχλημένοι και το επαναλάμβαναν συνέχεια, παρ’ όλο που η μαμά έλεγε ότι το έλεγαν από ευγένεια.

Όταν επιστρέψαμε στην Αθήνα στεναχωρήθηκα πολύ, γιατί έχασα τόσο ωραίες ασχολίες. Θα έπρεπε να γυρίσω στα κωλόχαρτα και στα πλαστικά ζωάκια. Το μόνο που με παρηγορούσε ήταν η συντροφιά της γιαγιάς.

Όλοι όμως έδειξαν άσχημες διαθέσεις. Είχα μεγαλώσει πια, από Σεπτέμβριο θα πήγαινα νηπιαγωγείο και έπρεπε να κόψω τη βραδινή πάνα και να ξυπνάω
να κάνω τα τσίσα μου στην τουαλέτα. Μου εξηγούσαν -αν και δεν τους πίστευα, τόσα ψέματα που μου είχαν πει-, ότι το νηπιαγωγείο είναι πιο συναρπαστικό από τον παιδικό, που με είχαν πάρει άρον άρον επειδή
έκλαιγα.

Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να μεγαλώσω αφού δεν έχει πολύ πλάκα. Κατουράω ακόμα το στρώμα, άρα είμαι ακόμη μικρή. Το φροντίζω πίνοντας πολύ νερό ή χυμούς το βράδυ. Όλοι πιστεύουν πως είμαι μωρό και μου φέρονται σαν μωρό συμβουλεύοντάς με. Νιώθω λίγο βρώμικη, αλλά ανακουφίζομαι όταν με καθαρίζουν το πρωί. Η μαμά μου φαίνεται πολύ
αγχωμένη και σηκώνεται πάντα λίγο νωρίτερα να με πλύνει.

Αύριο είναι η πρώτη μέρα που θα πάω σχολείο, αλλά ψήνομαι στον πυρετό.
Ως πότε θα αντιστέκομαι; Δε θέλω ούτε να είμαι ήσυχη ούτε και να μεγαλώσω.

.

Ο ΤΑΞΙΔΕΜΕΝΟΣ
«ΦΩΣ»

Τα ποτάμια, τα τρεχούμενα κρυστάλλινα νερά, τις παραλίες με την καυτή σμαραγδένια άμμο που τη γλείφει παφλάζοντας το σιγανό κυματάκι με τη δροσιά του, τα πλεούμενα που χαράζουν την απέραντη γαλήνη τής θάλασσας -γυρνώντας τους παράκτιους τόπους σκιαγράφησα τη χώρα, ενώ καθώς περιπλανιόμουν ρεμβάζοντας στα ενδότερα, σχημάτισα ανάγλυφα τα βουνά και τα ποτάμια της, σαν νοερή τρελά γητεμένη ακίδα βυθισμένη στο μέλι της ζωής-· τα αρχαία, πόσο με συνάρπαζαν τα αρχαία με την απολιθωμένη, νοηματική ομορφιά τους, οι ναοί, οι τοιχογραφίες, οι πίνακες ζωγραφικής, παραστάσεις που σε ταξιδεύουν σε άλλες εποχές, μαθαίνοντας, τα λευκά
τους μάρμαρα που ακτινοβολούσαν καθάρια, σαν απόκοσμη αρχαία δύναμη στο φεγγοβόλο ήλιο, που κόρωνε στις παραλίες τα γυμνά κορμιά μας και το
φως του κρουνηδόν έλουζε επιδεικνύοντας τα πάντα- τα γεύτηκα όλα -γλυκό σιρόπι στο στόμα μου- και εσύ πάντα μαζί μου, να περιφέρεσαι αδόλεσχα σε αιγαιοπελαγίτικα καντούνια, ψηλόλιγνη, πανέμορφη, με χυτά ξανθά μαλλιά -άγγελέ μου-, να χρυσίζουν τρεμοπαίζοντας στεφανωμένα από δυσμικούς φωτισμούς, όχι όπως εδώ με κρεμασμένο το δέρμα σου από την κούραση, μια ακαθόριστη ανησυχία να διαβρώνει αμήχανη τα χαρακτηριστικά σου και την κόμη σου φτιασιδωμένη, αλλά με φροντισμένη ανακατωσούρα- πέφτει και αυτή η χλομή κιτρινίλα της τσιμεντούπολης πάνω σου και χειροτερεύει τα πράγματα και κάνει τις ρυτίδες σου να βαθαίνουν γυαλίζοντας αρρωστημένα, ενώ εκεί διαλαλούσαν λάμποντας, βοηθούσε βέβαια και το εαρινό φως ή η αντανάκλαση του χιονιού, που σε λείανε γλυκαίνοντάς σε -συνήθως τα
ταξίδια μας γινόντουσαν σε τέτοιες συνθήκες-, και λέγαμε τόσο ωραία λόγια που καρφώνονταν στα πράγματα, που σβήστηκαν όμως στο εφήμερο «τότε», μας ρουφούσαν όμως στη ζωή, αχ αυτή η ζωή, ένα κομμάτι που μια λέει τα πάντα και μια τίποτα.

«ΕΜΕΙΣ»

Πάντως εμείς περάσαμε καλά, τότε, εκεί στα νησιά, στα βουνά, στα πελάγη, παντού, εκτός από τη χλομή πόλη, όλα εξάλλου από απόσταση μυθοποιούνται και ωραιοποιούνται, ενώ η κάθε τωρινή στιγμή είναι τόσο κενή, απελπιστική θα έλεγα -γιατί να μην το πω;-, άρα η ευτυχία μας είναι και θα είναι το παρελθόν, ό,τι ζήσαμε και είδαμε, γιατί είχαμε την πρόθεση να δούμε την ομορφιά τους -ρε λες να μην υπήρχε;-, όχι τέτοιες πεσιμιστικές σκέψεις Γρηγόρη, τελεία και παύλα, περάσαμε υπέροχα, καθώς ακολουθούμασταν
από καλή παρέα, τον Τάκη με τα αστεία, τις έξυπνες ατάκες, την πηγαία διασκεδαστική ζωηρότητα και το σπινθηροβόλο βλέμμα, πόσο γέλασα αλήθεια, τη Νικόλ με την εξωτική βόρια ομορφιά της, ζήλεψες και ας μην την άγγιξα, παρ’ όλες τις υπόνοιές σου, σημείο απόλαυσης και αυτές και ας μην το καταλαβαίναμε άμεσα, το κασετόφωνο να παίζει ενδύοντας τα πάντα,
ερωτευμένα ζευγαράκια να αγκαλιάζονται σε νυχτερινούς περιπάτους -αυτό αν δεν ήταν όμορφο θέαμα—, οι ροδαλοί αυθόρμητοι γηγενείς χωριάτες να περιφέρονται γελώντας βροντερά και πειράζοντας τις τουρίστριες, όχι σαν τους Αθηναίους με την αφόρητη προσποιητή ευγένεια και διστακτικότητα, που δίνει την αίσθηση του εγκλωβισμού, και τους νοσταλγώ όλους όλο και περισσότερο, τώρα που καλοκαιριάζει, να ντύσουν με την παρουσία τους τα πράγματα, πού πήγαν άραγε αλήθεια;

«ΑΛΗΘΕΙΑ»

Τι όμορφος αλήθεια αυτός ο οδηγός, γεμάτος εικόνες, ζωντανά χρώματα, ιλουστρασιόν χαρτί, μεγαλόστομες εκθειάσεις, περιγραφές άλλων παράλληλων κόσμων, που δε θα τμηθούν ποτέ με το δικό μου -τώρα μιλάω και σαν συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας, συγχωρέστε μου την αλλοπρόσαλλη αυθαιρεσία-, γιατί δε θα πάω ποτέ εκεί και ζητώ μια παρηγοριά, έστω και.
με αυτή τη διάνθιση της πραγματικότητας, εγώ ο καρφωμένος σ’ αυτήν την αναπηρική καρέκλα, άσε που δεν έχω και τα λεφτά, άλλα δε μου είναι αλαργινά, τα βλέπω μπροστά μου, τα φαντάζομαι, πλάθω τόσο ωραίες ιστορίες με τη φαντασία μου, μέσα στην ηθελημένα συγκεχυμένη συνείδησή μου, που φτάνουν σε σημείο να χαράζονται απαράγραπτες στη μνήμη μου,
σαν υπαρκτά βιώματα και να αναπαράγονται και όταν τις θέλω να πετάγονται ολοζώντανες σαν πραγματικές, μα τι λέω, πιο αληθινές από τις αληθινές,
βοηθάνε βέβαια και οι τουριστικοί αυτοί οδηγοί, αισθάνομαι δε μέχρι και ότι τις ζω, αυτό είναι μια πραγματική διασκέδαση, τα έχω γευτεί σχεδόν όλα, ας μην έχω πάει πουθενά και άμα δε σας είχα πει την αλήθεια, είμαι σίγουρος ότι θα ζηλεύατε κιόλας την επίφαση αυτή.
0 ΚΟΣΜΟΣ ΜΑΣ ΤΕΛΙΚΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΠΟΔΡΑΣΤΟΣ.

ΑΙΩΝΙΑ ΑΓΑΠΗ

ΛΑΟΙ ΠΑΡΑΜΙΛΟΥΣΑΝ, οι περισσότεροι έρχονταν να μου ζητήσουν τσιγάρο, κάποιος με σταμάτησε και με υπερηφάνεια μου ανακοίνωσε ότι ήταν
από τη Λαμία, ενώ κάποιος άλλος με στραβοκοιτούσε απειλητικά. Τραβήχτηκα σε μια γωνιά να ησυχάσω. Πήρα έναν καφέ από το κυλικείο και ήρεμος πια, απολαμβάνοντας το ρόφημα, βάλθηκα να παρατηρώ, πότε αφηρημένος και πότε περίεργος.

Η ψυχιατρική κλινική είχε έναν ειδυλλιακό καταπράσινο κήπο, γεμάτο πεύκα, ζαρντινιέρες με πολύχρωμα λουλούδια, περιποιημένα πλακόστρωτα πεζοδρόμια και φρεσκοβαμμένα κτίρια. Μέσα στον ανοιξιάτικο ήλιο έμοιαζε σαν απομονωμένος παράδεισος. Σε αυτόν περιφερόντουσαν, ωχρές και παρατημένες, συντετριμμένες ψυχές, χαμένες στο λαβύρινθο του νου, πτύελα ενός άτεγκτου κόσμου που κατέρρευσαν κάτω από το βάρος των απαιτήσεων ή των δύσκολων περιστάσεων. Μελαγχόλησα από τις σκληρές σκέψεις μου. Τι με έπιασε πάλι;

Τότε είδα το εν λόγω στιγμιότυπο, που χαράχτηκε στη μνήμη μου, για να μου θυμίζει την ατέλεια των δικών μου συναισθημάτων, κόντρα στην τετριμμένη
ιδιοτελή ηθική και υποκρισία, που διαποτίζεται από τους συμβιβασμούς και τις απογοητεύσεις της καθημερινότητας.

Κρατιούνταν ανάλαφρα χεράκι, χεράκι, σαν δυο νεαρές εφηβικές ψυχές, που βγήκαν κατάλευκες μακριά από τα στίγματα του κόσμου, που παρ’ όλο που
είχαν τσακίσει τα χαρακτηριστικά τους, άφηναν να διαρρεύσουν δυο ζωηρά και ευτυχισμένα μουτράκια.

Όχι, δεν ήταν παιδιά! Θα ήταν σαράντα με σαράντα πέντε χρόνων ο καθένας, δύσκολο να καταλάβεις ηλικία μετά από τα παρεπόμενα τόσων χαρακιών και
εξάρσεων πόνου.

Το παντελόνι του φαρδύ και στραβοβαλμένο, το φερμουάρ να κοιτά στα πλάγια, το πουκάμισο μισοβαλμένο κάτω από τη ζώνη του -που του έσφιγγε
άτσαλα τη μέση-, λίγο ανοιχτό στο στήθος -θα ορκιζόταν η ετέρα ψυχή ότι ήταν δείγμα ερωτισμού-, με λίγες μαύρες τρίχες να προβάλλουν σγουρές, ενώ το σκούρο μαλλί του χυνόταν λιγδωμένο και ακατάστατο προς ετερόκλητες κατευθύνσεις.

Αυτή, με φαρδιά τσιγγάνικη φούστα με σούρες, μια μπλούζα παράταιρα επίσημη με στρας, παπούτσια πέδιλα με στραβοκομμένα απεριποίητα νύχια
-δείγμα εγκατάλειψης-, γκριζαρισμένο κοντό μαλλί και φαφούτικο χαμογελαστό στόμα, με ελάχιστα μικρά μυτερά δοντάκια.

Του κρατούσε το χέρι, κουνώντας το με νεανική ζωντάνια, με αέρινους κυματισμούς μέσα στα φαρδιά της ρούχα, τον κοιτούσε τρυφερά με λιγωμένο βλέμμα, ενώ έπαιζαν τα τσίνορά της στις καλοκαιρινές φωτεινές ανταύγειες του απομεσήμερου.

Εκείνος έβλεπε ίσια, με κορεσμένη αυταρέσκεια, προσπαθώντας να συγκαλύψει το πάθος του -λόγω, ίσως, μιας αρρενωπής σοβαρότητας και σκληρότητας-, που ξεχείλιζε όμως παρά ταύτα από όλο του το είναι. Θα ορκιζόταν κανείς ότι του ήταν απαραίτητη, τον συμπλήρωνε, τον ολοκλήρωνε και δε θα μπορούσε να ζήσει ποτέ χωρίς αυτήν.

Εκείνη τον κοιτούσε χωρίς να τον χορταίνει. Ήταν ο ήλιος της, τη ζέσταινε, την ανάσταινε, ζωοποιός μετά από τόσα δεινά, ένα νόημα ζωής και ελπίδας και της έδινε το φιλί που έχυνε τη γλύκα, ό,τι χρειάζεται το πρόσωπο κάθε γυναίκας για να λάμψει και να του δώσει τόση ομορφιά, που να εξαλείψει ή να ευτελίσει κάθε ατέλεια.

Με την έκρηξη του πάθους τους έμοιαζαν όλα γύρω να ατονούν, να χάνουν τη σημασία τους, αποτελούσαν μόνο αυτοί το επίκεντρο του κόσμου, μακριά
από ωραιοποιημένες μελώσεις μοντέλων «Μπάρμπι» με χρυσά μαλλιά, με τα φτιαχτά και παραφουσκωμένα ειδύλλιά τους, και εύπλαστων καλογυμνασμένων νεαρών, που τόσο μας πόνεσαν κοιτώντας τους εαυτούς μας.

Τους παρακολουθούσα με αδιάκριτο, παρατεταμένο βλέμμα. Όμως δεν τους ένοιαζε. Ήταν τυλιγμένοι στην πληρότητά τους, σε έναν ευτυχισμένο κόσμο που τον ζήλεψα για τα ανενδοίαστα, απόλυτα αισθήματά του, καθώς υποσχόταν αυτή την αγνή και πολυπόθητη «Αιώνια Αγάπη», που τόσο μας έλειψε.

.

ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΕΛΕΝΑ (2007)

(Περίληψη)

Από τον Άρη -αυτόν τον αμφιθυμικό, παράξενο νέο- ξεκίνησαν όλα. Είναι ένα ταραγμένο βιογραφικό μυθιστόρημα ενός αγνώστου, που δε θέλησε να το δημοσιεύσει ο ίδιος. Ήταν μοιχός, εγωιστής, δολοφόνος, ή ήθελε απλώς να αλλάξει τον εαυτό του και τον κόσμο; Ποιος θα αποφανθεί με βεβαιότητα; Είναι η αλήθεια τόσο σχετική; Ένα μυθιστόρημα για τη συζυγική ζωή και την τρομοκρατία, όπως “εν θερμώ” εκφράζεται από τον ίδιο το δράστη, γραμμένο για να εξηγήσει τη στάση του στην άλλοτε σύντροφο του.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Μυθολογήματα και έντεκα πλην ένα μικρά πεζά
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΡΒΑΡΗΓΟΣ

PERIOU.GR 25/12/2021

Επίκαιρη και διαχρονική η αρχαία ιστορία μας. Γεμάτη μύθους με έννοιες που έχουν ανοίξει δρόμους να ακολουθούν και να εμπνέονται οι νεότερες γενιές.
Μια ανάλογη έμπνευση από την αγάπη που τρέφει ο Γρηγόρης Τεχλεμετζής, για την αρχαία ελλάδα, τον ώθησε να γράψει το βιβλίο «Μυθολογήματα και έντεκα πλην ένα μικρά πεζά».
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε δύο ενότητες. Έξη μυθολογήματα προερχόμενα από το ένδοξο παρελθόν και δέκα μικρά πεζά σύγχρονα διηγήματα. Εκδόσεις Κέδρος.
Στα μυθολογήματα ο συγγραφέας καταπιάνεται από τον καταγεγραμμένο μύθο και επεκτείνει μέσα από τη φαντασία του στιγμές και περιστατικά από τις ζωές των ηρώων και ηρωίδων του, αποδίδοντας με τη δική του λογοτεχνική δυναμική τις ιστορίες τονίζοντας με την πλούσια γραφή του τα σημεία εκείνα που θέλει να αναδείξει.
Με σύγχρονη ματιά ακολουθεί τους μύθους ρίχνοντας το δικό του φως επάνω τους. Σε κάθε ένα μυθολόγημα εισάγει την κεντρική θεματική του μέσα από όμορφες αφηγήσεις κι έξυπνους διαλόγους, αποδίδοντας στα μέγιστα το μέσο έκφρασης των δικών του συναισθημάτων και τον τρόπο κατανόησης των βιωμάτων των χαρακτήρων που επεξεργάζεται και αναλύει.
Όλα τα διηγήματα διατρέχουν πλήθος μεταφορών και εικόνων καθώς από έναν ιδεατό κόσμο που περιγράφει ο συγγραφέας με το ύφος της γραφής του φέρει τη μετάβαση τους στην πραγματικότητα.
Εξωτερικεύει μέσα από τη δική του πνευματική δύναμη και γνώση όσα νιώθουν κι αποζητούν οι ήρωες του στον μοναδικό κι αυτόνομο πρωτοποριακό τους κόσμο. Σαν θα θέλει ο συγγραφέας να κάνει τον αναγνώστη να ακούει τα λόγια τους, και μέσα από αυτά, να αισθάνεται, να βυθίζεται στα όνειρα τους.
Λιτός – κατανοητός λόγος και άρα πετυχημένος. Περιγράφει γεγονότα και καταστάσεις χρησιμοποιώντας επιδέξια τη λογοτεχνική γλώσσα, συμπλέκοντας το παρελθόν με την πραγματικότητα του σήμερα σε ένα ολοκληρωμένο αποτέλεσμα που διαβάζεται ευχάριστα, μαθαίνοντας ταυτόχρονα, ο αναγνώστης, τα μικρά μυστικά που κρύβει η ιστορία και τον μύχιο κόσμο των πρωταγωνιστών.

.

ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ

CULTUREBOOK.GR 14/1/2022

Η διαρκής ανάγνωση του νέου βιβλίου του Γρηγόρη Τεχλεμετζή μου φέρνει στο μυαλό τον Κωνσταντίνο Καβάφη. Ο ποιητής εκκινεί συχνά από μια λεπτομέρεια της ιστορίας, ή μια ασήμαντη αφορμή της ιστορικής συγκυρίας για να πλάσει τα υποβλητικά του σκηνικά, για να σκηνοθετήσει τα ποιήματά του. Δεν είναι ιστορικός, δεν τον ενδιαφέρει η ιστορική ακρίβεια. Θέλει όμως να δημιουργήσει μια νέα εμπειρία, την οποία θα μοιραστεί με το αναγνωστικό κοινό.
Kάτι ανάλογο συμβαίνει και στα «μυθολογήματα και έντεκα πλην ένα μικρά πεζά» του Γρηγόρη Τεχλεμετζή, που μόλις κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Κέρδος. Το πρώτο μέρος του βιβλίου αποτελείται από έξι διηγήματα που βρίσκονται σε γόνιμη ανταπόκριση με το μυθολογικό παρελθόν και τη ιδιάζουσα και άκρως δημιουργική πρόσληψή του από τον συγγραφέα, ενώ το δεύτερο αποτελείται από δέκα μικρά πεζά σύγχρονα διηγήματα. Ο συγγραφέας αξιοποιώντας την αρχαία ιστορία και την επίδραση που του ασκεί επεκτείνει τους μύθους με τόλμη και παρρησία. Παρελαύνουν από μπροστά μας πρόσωπα που γνωρίζουμε από τα αρχαία κείμενα, τα έπη ή τον κόσμο των προγόνων μας γενικότερα. Η Ξανθίππη, ο Λαέρτης, ο Σίσυφος, ο Δημόφιλος ο Θεσπιεύς και άλλοι, για τους οποίους ο Τεχλεμετζής τρέφει ίσως κάποια συμπάθεια και θέλει να τους κάνει πρωταγωνιστές στα δικά του ευφάνταστα σενάρια. Με τη φαντασία του λοιπόν να καλπάζει, τους πλάθει ελεύθερα, όπως επιθυμεί, μέσα από ένα προσωπικό, λοξό βλέμμα. Και δεν γίνεται να μην μνημονεύσω εδώ το εκτενές προηγούμενο πόνημά του, το εκτενές ιστορικό μυθιστόρημα με τίτλο «Ο Αρχίλοχος του» (Γαβριηλίδης 2016). Αρέσουν στον Τεχλεμετζή τα παίγνια με έναν κόσμο που έχει παρέλθει, και με άνεση κινείται στο επίπεδο φαντασίας-πραγματικότητας, στα πλαίσια μιας ιδιότυπης διαλεκτικής. Τα στοιχεία αυτά επιδέξια τα βάζει να συνομιλούν, χρησιμοποιώντας μια γλώσσα ρέουσα, γεμάτη εκφραστικότητα και πάθος. Εύστοχοι και ουσιαστικοί οι διάλογοί του έχουν λειτουργικό ρόλο ή συμπληρώνουν την δράση, προσδίδοντας ζωντάνια στο όλο εγχείρημα.
Γιατί μας ενδιαφέρει αυτή η προσέγγιση του Τεχλεμετζή; Γιατί εισάγει το νέο και αντιτάσσεται σε κάτι ήδη γνωστό. Για παράδειγμα, με ένταση και αγωνία ψυχής παρακολουθεί κανείς τη μυστική ζωή του Λαέρτη, τον κρυφό του έρωτα, τον χρόνιο ανικανοποίητο πόθο του, τα συναισθήματα που δεν τόλμησε ποτέ να μετατρέψει σε λέξεις στο όνομα μιας κάποια ηθικής. Επίσης, τεχνηέντως εμπλέκεται ο αναγνώστης στον ψυχικό κόσμο της Ξανθίππης στο αντίστοιχο εξαιρετικό διήγημα.
Ο μύθος είναι εκεί στέρεος και επιβλητικός και μας ακολουθεί. Όμως έχει ενδιαφέρον να βλέπουμε πώς αναδομείται αυτός μέσα από άλλες οπτικές, καθώς και τι διαστάσεις μπορεί να πάρει. Η συνύπαρξη του παρελθόντος και του παρόντος μέσα από τη διασκεδαστική γλώσσα του συγγραφέα συμβάλλει ώστε ο αναγνώστης να απολαμβάνει καταστάσεις ανοίκειες. Μάλιστα εισπράττει πως ο συγγραφέας μέσα από τις λέξεις έχει τη δύναμη να ανατρέπει, να αναπροσαρμόζει, να υποθέτει, να γκρεμίζει και να φτιάχνει από την αρχή. Ο Τεχλεμετζής υποδύεται ρόλους, δημιουργεί περσόνες, αυτοσκηνοθετείται, κόβοντας τα νήματα με την παράδοση και δημιουργώντας για τους ήδη γνωστούς ήρωες μια καινούργια πραγματικότητα, μέσα στην οποία εκείνοι αλλάζουν συνήθειες, συμπεριφορές και αξίες. Γίνονται άλλοι! Άγνωστοι άλλοι! Kαι φαντάζουν ηθοποιοί σε ξένο έργο και ταξιδιώτες σε αλλότριες ατραπούς. Εδώ είναι το κλειδί. Παρουσιάζουν ενδιαφέρον οι μεταμορφώσεις τους. Με άλλο τρόπο, θα λέγαμε πως πρόκειται για έκφραση απλά των μύχιων σκέψεων και των τολμηρών φαντασιώσεων των υποκειμένων ή των άρρητων και καταπιεσμένων επιθυμιών τους.
Η δύναμη της περιγραφής και η διαύγεια της αφήγησης, καθώς και η αμεσότητα, σε συνδυασμό όμως και με τις ποικίλες ανατροπές που επινοούνται, είναι χαρίσματα που διαρκούν σε ό,τι αφορά την γραφή του Γρηγόρη Τεχλεμετζή.Η ταλάντευσή του σε διάφορες εκφάνσεις του ύφους (καυστικό, ειρωνικό, σοβαρό, χαριτωμένο) κερδίζει και τον πιο απαιτητικό αναγνώστη. Η τεχνοτροπία που υιοθετείται είναι δραστική και προσφέρει αισθητική απόλαυση και αυτό είναι που έχει σημασία.

.

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ

FRACTAL 8/01/2022

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Μυθολογήματα

Όταν πριν από λίγα χρόνια ο Γρηγόρης Τεχλεμετζής έγραφε το μυθιστόρημά του Ο Αρχίλοχός του (Γαβριηλίδης, 2016) είχε δείξει τον τρόπο που προσεγγίζει την αρχαιότητα (μύθους και πρόσωπα) προσθέτοντας μια σύγχρονη επίκαιρη ματιά σε όσα το παρελθόν έχει διασώσει ως τις μέρες μας. Έτσι και τώρα, στην πρόσφατη συλλογή του με διηγήματα, αντλεί για έξι από αυτά (που συνιστούν και το πρώτο μέρος του βιβλίου) τη θεματική του από αρχαίους μύθους, με μικρές εκτινάξεις στο σήμερα για να δούμε τον απόηχο, τον σχολιασμό, την ενσωμάτωση στη σύγχρονη ζωή. Με την πλοκή να μοιράζεται εύστοχα ανάμεσα στη γνωστή εκδοχή του μύθου και στη λογοτεχνική επεξεργασία, προτείνει (αν η λογοτεχνική επινόηση θεωρηθεί πρόταση) μια αναψηλάφηση ή και προέκταση συχνά του παραδεδομένου, μια άσκηση στην ευφυή σκέψη: τι θα γινόταν αν… ή ποια θα μπορούσε να είναι η άλλη, η αθέατη πλευρά των μυθικών επινοήσεων;

Έτσι, θα δούμε τον Σίσυφο να συναντά την Περσεφόνη, να σχολιάζει τον Άρχοντα των σκοτεινών περασμάτων, να αφήνει το ερώτημα να πλανιέται: τι απέγινε επιτέλους ο Σίσυφος; χωρίς κανείς να μπορεί να δώσει απάντηση· μα ποιος ξέρει την αλήθεια και το ψεύδος του μύθου, ποιος τα όρια του μύθου; Αλλού θα απομονώσει τον ένα Θεσπιέα από τους επτακόσιους, γιατί αν η ιστορία (μα και ο μύθος) αγαπά το σύνολο και αυτό δοξάζει τελικά, δεν πρέπει η λογοτεχνία να αποκαταστήσει τη μοναδική προσωπικότητα, να διασώσει τον ανώνυμο ήρωα; Μα, και η γυναικεία παρουσία δίπλα στη μοναδική προσωπικότητα (ας είναι αυτός ο Σωκράτης) δεν λειτουργεί καταλυτικά σε όσα αυτός πράττει; Κι εκείνος ο Λαέρτης, ένα από τα πρόσωπα που ως δευτεραγωνιστές δίπλα στους μυθικούς ήρωες διασώζουν το όνομά τους επ’ ολίγον, δεν είχε άραγε προσωπική ζωή, δεν κατακλυζόταν από πάθη; Αυτά και άλλα θα επιλέξει ο Τεχλεμετζής για να δώσει, για μια ακόμη φορά, τη δική του γραφή δίπλα στη γνωστή, όχι από μια επιφανειακή έλξη προς τον αρχαίο κόσμο για να δέσει τη θεματική του σε λόγο, αλλά από μια ουσιαστικότερη επιλογή να φέρει τον μύθο στο σήμερα, να τον αφηγηθεί με τον δικό του τρόπο, όχι αποθεώνοντας το παρελθόν αλλά αναδεικνύοντας τη συνέχειά του στο σήμερα. Άλλωστε, όπως γράφει σε μία από τις ιστορίες του: Πάντα μου άρεσε να φαντάζομαι πράγματα. Όσο πιο πολύ εγκλωβιζόμουν στην πραγματικότητα, τόσο πιο πολύ αρεσκόμουν στο να ψάχνω τα άφταστα, ακόμα και – γιατί όχι; – τα ανόσια. («Η φαντασία», σελ. 109)
Ωστόσο, δεν εξαντλείται σε όλο αυτό η θεματική του βιβλίου, καθώς στη συλλογή συμπεριλαμβάνονται ακόμη δέκα μικρά πεζά (ή αλλιώς έντεκα πλην ένα) με σύγχρονα θέματα, που ασκούνται στη μικρή φόρμα, δύσκολο είδος αν πρόκειται να αποδοθεί σε ελάχιστο σώμα το θέμα, ο ήρωας, η πλοκή. Ο Τεχλεμετζής επιλέγει εδώ την πρωτοπρόσωπη γραφή, άλλοτε με τη λειτουργία της μνήμης να διασώζει πρόσωπα και πράξεις, και άλλοτε σε ύφος εξομολογητικού μονολόγου να παρουσιάζει πλευρές του, επινοημένες ή αληθινές, χωρίς φυσικά να ενδιαφέρει (καθόσον λογοτεχνία) τι από τα δύο ισχύει. Ίσως να έχει περισσότερο ενδιαφέρον να δούμε αυτές τις σύγχρονες μικρο-ιστορίες ως αντίστιξη στα μυθολογικά που έχουν προηγηθεί, έναν τρόπο να δεθούν όλα τα κείμενα κάτω από την ίδια στέγη.

Πρόκειται για ένα συγγραφέα που αγαπά τη γραφή (αυτό εύκολα γίνεται αντιληπτό), που όμως δεν γράφει συχνά, γεγονός που σημαίνει ότι συνδέει το γράψιμο με την πρόθεση να πει κάτι ουσιαστικό και καθόλου ευκαιριακό. Οι λέξεις αποτελούν ένα παιχνίδι που έχει ως στόχο του την αίσθηση της ζωής, όπως θα γράψει σ’ αυτό το εισαγωγικό κείμενο που αθροίζεται μαζί με τα υπόλοιπα και ταυτόχρονα αφαιρείται (πλην ένα): «Τι παράξενο παιχνίδι. Ποιος ο στόχος του;» είπε σπαθίζοντας φωτογραφικά τα βλέφαρά της. «Στόχο έχει να νιώθεις ότι ζεις. Όσο πιο πολύ σε συνεπαίρνει, τόσο πιο πολύ ζωντανεύεις. Τι αν την κάνεις τη ζωή όταν έχεις τις λέξεις;» («Το παιχνίδι των λέξεων», σελ. 8).

Σημαντική συμβολή στη συνολική αισθητική του βιβλίου έχει το έργο της Κατερίνας Τεχλεμετζή που κοσμεί το εξώφυλλο. Φιγούρες που καταργούν τα όρια ανάμεσα στις αληθινές μορφές και στις μυθικές αποτυπώσεις.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ B. ΜΠΟΥΡΑΣ

FRACTAL 12/1/2022

Ο λόγος γίνεται Λόγος

Η βιωμένη αρχαιομάθεια μετατρέπει αυτά τα ευσύνοπτα αφηγήματα σε κεκανονισμένον διαλογισμόν μοναχού αφιερωμένου στην προσευχή μετά τις καθημερινές εργασίες.

Ενσωματωμένο στο τώρα το αρχαίο πνεύμα μπορεί να βλασταίνει και να αποφέρει σύγχρονους καρπούς χωρίς την πατίνα τού Χρόνου να τον επιστέφει.

Ο Γρηγόρης Τεχλεμετζής είναι ιστοριο-ποιός, παραμυθάς της Ανατολής, εγκλιματισμένος στην Αττική των μυθικών μας χρόνων. Εργάζεται εντατικά σαν γαιοκτήμονας στο χωράφι του, που δεν το μοιράζεται με κανέναν άλλον, αφού δεν είναι παραπλήσια η τέχνη του αλλά παράταιρη, αλλοκαιρινή, όμορφη, με έναν τρόπο ουχί κλασικίζοντα αλλά κλασικό.

Είναι η πρώτη φορά που η παράδοση γεφυρώνεται με την χαοτική εποχή μας χωρίς να χάνει σε λογική, ευρυθμία κι αληθοφάνεια.

Θαρρείς πως οράματα κι εικόνες νοσταλγικές τού παρελθόντος σμίγουν με τα ανήλιαγα ολοήμερα γραφεία τού παρόντος κι οι χτύποι των πληκτρολογίων προσομοιάζουν με τον αργαλειό τής Πηνελόπης.

Απομακρυσμένοι από την Φύση, τραγικά απομονωμένοι από το ένδοξο αλλά και απλό, απατηλό παρελθόν μας, μετερχόμεθα ιδεολογημάτων προκειμένου να επιβιώσουμε νοητικώς. Όλοι και όλες εκτός από τον Γρηγόρη Τεχλεμετζή. Αυτός, ο τυχερός, ο προνομιούχος, ο ευνοημένος από την Μούσα, βιώνει την Αρχαιότητα με σωματικό τρόπο, δεν ορρωδεί προ ουδενός προκειμένου να αποδείξει (ή μάλλον να καταδείξει) την αυταπόδεικτη συνέχεια.

Ο λόγος του είναι κρουστός, συνετός, μετρημένος. Απουσιάζουν τα εξεζητημένα επίθετα. Δεν θέλει να μας εντυπωσιάσει. Να μας προβληματίσει ίσως επιδιώκει.

Όμως πέρα από τις όποιες συγγραφικές προθέσεις το ζητούμενο είναι η αισθητική αναγνωστική ηδονή. Κι αυτό είναι αδιαμφισβήτητο επίτευγμα και διανοητική χαρμολύπη.

Αίσθημα, συναίσθημα, ιδεολόγημα απολύτως συνταιριασμένα σε ένα έργο Τέχνης σχεδόν «φυσικό». Ο λόγος γίνεται Λόγος και το όνειρο απαιτεί την δικαίωσή μου. Ελπίζω μετά την λαίλαπα των μοντερνισμών και των μοντερνισμών να ξαναγυρίσουμε εκεί, στην απλότητα όπου το θαύμα συντελείται.

Γρηγόρης Τεχλεμετζής: προφήτης ενός μέλλοντος που αρδεύεται από τον υδροφόρο ορίζοντα τού πλούσιου (σε εκφράσεις, στάσεις και απόψεις) παρελθόντος.

Θαυμάζω το διήγημά του «Οι ημέρες του» (στις σελίδες 55-65) για τον αριστοτεχνικό τρόπο που συνδέει το εσωτερικό κι τοπίο, το αληθοφανές με το παραμυθικό, το ιστορικό με το διαχρονικό…

.

Ο Αρχίλοχός του
ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ

FRACTAL 30/8/2017

Στα βήματα του Αρχίλοχου

Κρατώ στα χέρια μου το τελευταίο βιβλίο του Γρηγόρη Τεχλεμετζή που φέρει τον τίτλο «Ο Αρχίλοχός του» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. Η πλοκή μοιρασμένη στο χθες και στο σήμερα. Οι ήρωες δύο! Ένας ήρωας που προέρχεται από τον αρχαιοελληνικό κόσμο και ένας ήρωας που ζει και κινείται στην εποχή που διανύουμε. Ένας ήρωας που αναπνέει δίπλα μας, οικογενειάρχης, με δύο παιδιά, μια γυναίκα και άπειρες ανασφάλειες, άγχη και αμφιβολίες για τη ζωή του την ίδια.

Ο Δημήτρης Δάκος θαυμάζει και ταυτίζει τον εαυτό του με τον ποιητή Αρχίλοχο. Σε κάποια φάση οι ζωές τους μπλέκονται χάρη στην αριστοτεχνική -αλήθεια-παρέμβαση του Γρηγόρη Τεχλεμετζή!

Ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο Δημήτρης Δάκος παρουσιάζεται εγκλωβισμένος σε ένα παρόν που δεν επιθυμεί. Σκέφτεται συνεχώς τα πολλαπλά του προβλήματα: έξοδα, ακάλυπτες επιταγές, δικαστήρια, την κρίση που περνάει η βιοτεχνία του, τους κακοπληρωτές πελάτες, το Ι.Κ.Α, την Εφορία, το Φ.Π.Α, το διάβασμα των παιδιών, τα θέματα του σπιτιού και άλλα παρόμοια. Όλα μαζί έχουν πέσει και δεν μπορεί να τα αντέξει, η ψυχολογία του είναι εύθραυστη. Οπότε φαίνεται ότι δίνει τόπο στη φαντασία του, η οποία τον… βγάζει από τον δρόμο του μοιραία!

Από την άλλη, ο αναγνώστης μεταφέρεται στην αρχαία Ελλάδα και μαθαίνει σχετικά με τη ζωή του λυρικού ποιητή του 7ου αιώνα π. Χ. Αρχίλοχου. Ένας ποιητής τολμηρός για την εποχή του, που συνήθιζε να προκαλεί με τους στίχους του. Μαθαίνει κανείς λοιπόν για την οικογενειακή του κατάσταση, τη μάνα του, το χαρακτήρα του, τα παιδικά του χρόνια, τον παράφορο έρωτά του, την επιθυμία του να μην γίνει δούλος :«Θέλω μόνο να τρέχω στον ήλιο με τους φίλους μου. Να παίζω με το σκύλο και τα ζωντανά. Να κάνω βόλτες στο δασάκι και στη θάλασσα.» (σελ.24) Από μικρό η μάνα του, που ήταν δούλη, τον θεωρούσε ξεχωριστό και προσπαθούσε να το εμφυσήσει και στον ίδιο! Επίσης, ήθελε πολύ να μάθει γράμματα ο γιος της και να είναι ελεύθερος, ξεφεύγοντας από την μοίρα του την ίδια. Ο πατέρας του ο Τελεσικλής είχε μόνιμη σύζυγο, αλλά τον είχε αναγνωρίσει ως δικό του παιδί.

Επιτυχώς ο Τεχλεμετζής ανασυνθέτει εντέχνως μια ολόκληρη εποχή χρησιμοποιώντας κάποιες πηγές, ιστορικές αναφορές και σχετικές παραπομπές, αλλά και κάνοντας εικασίες και συμπληρώνοντας πράγματα με την φαντασία του όπου κρίνει απαραίτητο, όπως συμβαίνει με κάθε ιστορικό μυθιστόρημα-όπως επιγράφεται ότι είναι το βιβλίο! Αλλά δεν είναι μόνο αυτό: το ενδιαφέρον είναι ότι θίγει και σύγχρονα θέματα, όπως για παράδειγμα πού μπορεί να οδηγηθεί ένας άνθρωπος όταν βρίσκεται σε συναισθηματικό αδιέξοδο, όταν περνάει κατάθλιψη ή αδυνατεί να διαχειριστεί όλα όσα συμβαίνουν στην ζωή του, ερήμην του πολλές φορές! H διαταραχή μπορεί να είναι μόνιμη ή παροδική, αλλά μπορεί να επιφέρει αλλαγές επικίνδυνες. Έτσι και ο Δημήτρης βλέπει παράξενα όνειρα στα οποία πρωταγωνιστεί ο Αρχίλοχος «και το μυστήριο ήταν ότι νόμιζε ότι βρισκόταν στη θέση του, μέσα στο μυαλό του, σκέφτονταν ό,τι εκείνος, αισθανόταν όπως αυτός, και όλη η ζωή του, στις στιγμές του ονείρου, ήταν καταχωρημένη και εκχωρημένη σ’ αυτόν, σαν να υπήρχε μια ταυτοπροσωπία. Μα τι αλλόκοτη αίσθηση!»(σελ.27)
Ο Δημήτρης τι αναλογίες έχει με τον Αρχίλοχο; Έχουν κοινά σημεία άραγε; Ίσως είναι ότι και οι δύο δεν χωρούν μέσα σε έναν κόσμο που τους φαίνεται ξένος! Ίσως είναι που και οι δύο καταφεύγουν στην παρρησία της φαντασίας που έχει απελευθερωτική ή και λυτρωτική δύναμη ακόμη! («Το όνειρο είναι μέσα μου ή εγώ μέσα στο όνειρό μου;») Και οι δύο ήρωες δεν βιώνουν τον έρωτα όπως θα ήθελαν, αντίθετα υποχρεώνονται σε συμβιβασμούς, που τους προκαλούν λύπη. O ένας καταφεύγει στις φαντασιοπληξίες και τα οράματα, στον Αρχίλοχό του, προτιμά «την μυθιστορηματική σκοτοδίνη», επειδή δεν αντέχει την πεζότητα. Ο άλλος, απείθαρχος και αλλόκοτος, καταφεύγει στους «επικίνδυνους» στίχους, τραγουδά τα πάθη, τα όνειρα, τη ζωή των ανθρώπων, και, μάλιστα, προκαλεί τους άλλους. Προεκτείνοντας, είναι εύκολο να ζήσει κανείς τη ζωή του όπως τη θέλει ,κατά πόσο αντέχει τους συμβιβασμούς κάθε είδους; Μιλώντας στον φίλο του Χαρίλαο, ο Δημήτρης λέει: «[…]Ο Αρχίλοχος μου δίδαξε ότι μπορώ να ζήσω και να απολαύσω τη ζωή μου, ακόμα και σε δύσκολες συνθήκες». Και παρακάτω: «Σκέψου, Χαρίλαε. Μην παραιτείσαι.

Προσπάθησε να καταλάβεις τον κόσμο και τους ανθρώπους. Δοκίμασε να ελέγξεις και να καθορίσεις τη ζωή σου. Θα δεις ότι πραγματικά αξίζει τον κόπο».

Κάποια στιγμή ο αναγνώστης φτάνει να αναρωτηθεί ποιος γράφει αυτήν την ιστορία, ο συγγραφέας Τεχλεμετζής ή ο ήρωάς του ο Δημήτρης ο οποίος άλλωστε κάποια στιγμή πληροφορούμαστε ότι ξεκινά να γράφει, εκεί οδηγείται από τις συνθήκες της ζωής του. (Ήθελε η υπόθεση να κυλά σαν γρήγορο ρυάκι από μέσα του. Γιατί ήταν μέσα του σαν κομμάτι τού σήμερα. Ήταν ο Αρχίλοχός του, δικός του, μόνο δικός του, και τώρα θα τον μοίραζε στον κόσμο να μεταλάβει το παρελθόν του, ζωντανό χωρίς προγονοπληξίες, να το κάνει να ξυπνήσει μέσα του.)(σελ.310)/(«Άνοιξε την πρώτη σελίδα του μπλοκ κι άρχισε να γράφει παθιασμένα:», σ. 308)

Εξαιρετική και καίρια στο τέλος η συνάντηση Δημήτρη-Αρχιλόχου:

«[…]Γιατί διάλεξα εσένα; Γιατί μού έγινες εμμονή; Δεν θα μου ήταν βολικός ένας πιο άμεμπτος ήρωας;»

«Αυτές είναι οι αντιφάσεις της ζωής. Το υποσυνείδητό μας δεν το ελέγχουμε. Εσύ, ήθελες να ξεφύγεις με κάθε τρόπο από την πρεποκεντρική τελειότητα στην οποία προσπαθούσες πάντα να καλουπώσεις τον εαυτό σου. Ένας αδιαμφισβήτητα ηθικός ήρωας δεν θα ταίριαζε στην επανάστασή σου. Έπεσες όμως σε μια καινούρια παγίδα. Σε ένα στρεβλωτικό πάθος, που το έβαλες πάνω απ’ όλα, σε θεράπευσε από τον προηγούμενο εαυτό σου, αλλά σε έριξε σε μια ψυχοπαθή πλάνη, μια φρεναπάτη.»(σελ.316)

Πρόκειται για ένα καλοδουλεμένο και καλοσχεδιασμένο ανθρωποκεντρικό βιβλίο σε πλούσια και στρωτή γλώσσα, με εναλλαγή εικόνων, παρεκβάσεων, διαλόγων-κλειδιά και ειδών αφήγησης, που σε συνεπαίρνει. Κινούμενο ανάμεσα στην πραγματικότητα και την φαντασία, σε ταξιδεύει στην εποχή που έζησαν οι πρόγονοί μας, αλλά παράλληλα -και αυτό είναι άξιο προσοχής- δίνει και το στίγμα του αποπροσανατολισμού που χαρακτηρίζει τον σύγχρονο άνθρωπο.

.

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ

FRACTAL 11/1/2017

Δυο ζωές σε απόλυτη συμφωνία

Ιστορικό μυθιστόρημα τιτλοφορείται το βιβλίο του Γρηγόρη Τεχλεμετζή, αλλά διαβάζοντάς το συνειδητοποιείς ότι δεν έχει μόνον αυτή την ταυτότητα. Ενώ εμπεριέχει όλη τη ζωή του λυρικού ποιητή του 7ου αιώνα π.Χ. Αρχίλοχου -και μάλιστα με πολλές ποιητικές παραπομπές και ιστορικές αναφορές- ανοίγει τον ορίζοντά του σε ευρύτερα θέματα φθάνοντας μέχρι σημερινούς προβληματισμούς, διεκδικώντας έτσι τη θέση του ανάμεσα στα πιο επίκαιρα λόγω θέματος μυθιστορήματα. Ο συνδυασμός των δύο αυτών εκδοχών ανάγνωσης φανερώνεται στον προσεκτικό αναγνώστη από τον τίτλο Ο Αρχίλοχός του, που δείχνει πώς ο ήρωας του βιβλίου οικειοποιείται τη ζωή και την προσωπικότητα του ποιητή.

Η πλοκή μοιρασμένη στα δύο. Από τη μια παρουσιάζει τον Αρχίλοχο, έτσι όπως τον ξέρουμε από τα ποιητικά του αποσπάσματα που έχουν διασωθεί αλλά και από τη μυθοπλαστική επεξεργασία τους, που ο συγγραφέας -λογοτεχνική αδεία- επιχειρεί. Φαίνεται, έτσι, σαν να καλύπτει με τον πεζό του λόγο τα κενά που αφήνει ο ποιητικός λόγος, σαν να προσθέτει τα σχόλια που λείπουν, επιτρέποντας με τη δική του παρέμβαση να δούμε τη ζωή του Αρχίλοχου πίσω από τις λέξεις του. Να θυμηθούμε τη φράση του Ντοστογιέφσκι «Το ψέμα σώζει το ψέμα» («Ημερολόγιο ενός συγγραφέα», 1877). Θεμιτό αυτό το γοητευτικό ψεύδος της λογοτεχνίας που πλάθει τα κενά του μύθου εμπλουτίζοντας την αληθινή ιστορία. Από την άλλη μας μεταφέρει στον σημερινό κόσμο για να παρακολουθήσουμε την ιστορία του Δημήτρη Δάκου, του πραγματικού ήρωα του βιβλίου, ο οποίος από θαυμαστής του Αρχίλοχου και της ποίησής του θα οδηγηθεί σε μια ταύτιση με τη ζωή του, όπως το διαταραγμένο του μυαλό θα συνδέει τον εαυτό του με το πρόσωπο του ποιητή.

Υπάρχουν άραγε στοιχεία κοινά στη ζωή των δύο, ώστε να δικαιολογούν -έστω μυθοπλαστικά- αυτή την ταύτιση; Και στα δύο πρόσωπα, όπως τα παρουσιάζει ο συγγραφέας, κυριαρχεί από τη μια η διάθεση για ουσιαστική ζωή και από την άλλη το ανικανοποίητο συναίσθημα που όλα τα ανατρέπει. Κάτω από κοινωνικές συνθήκες δεσμευτικές και από νοοτροπίες αναχρονιστικές (και στις δύο ιστορούμενες εποχές) τα πρόσωπα συνθλίβονται αδυνατώντας να κατανοήσουν για ποιο λόγο η ζωή να μην μπορεί να δικαιώσει τις πραγματικές επιθυμίες. Η διαχρονικότητα της αρχικής σκέψης του συγγραφέα γίνεται εδώ αντιληπτή, και ίσως δικαιολογεί εν μέρει το εγχείρημα να γράψει ένα μυθιστόρημα που να ακροβατεί (επιτυχώς οπωσδήποτε) ανάμεσα στις δύο τόσο διαφορετικές εποχές. Η διαταραχή της προσωπικότητας του σημερινού ήρωα δεν θα έφθανε ίσως για να νιώσει ο αναγνώστης εύστοχη τη σύγκριση των δύο προσώπων. Ωστόσο, έτσι όπως οδηγεί σε διαχρονικά των κοινωνιών προβλήματα, επιτυγχάνει την εκ παραλλήλου ανάγνωση των δύο ιστοριών.

Πανάρχαια αυτά τα θέματα, διογκώνονται μέσα από τις αναγκαστικές (συμφωνημένες) συμβάσεις της κοινωνικής συμβίωσης. Απαραίτητες αλλά απολύτως συχνά δεσμευτικές της ελεύθερης βούλησης των ατόμων. Ο Αρχίλοχος, έτσι, θα υποκύψει στην ταξική διαφορά που δομεί την κοινωνία της εποχής του και θα αφήσει ατελή τον έρωτά του για τη Νεοβούλη. Θα ακολουθήσει την ποιητική του μούσα, εισπράττοντας την άποψη της εποχής του για το ατελέσφορο της ενασχόλησής του. Θα διαφοροποιηθεί από το ηρωικό πλαίσιο που κατ’ εξοχήν χαρακτηρίζει τη ζωή και τις αξίες των παλαιότερων αλλά και των συγχρόνων του, αποκομίζοντας την έκπληξη, τη χλεύη ακόμη και την απόρριψη. Ο σκεπτικισμός γύρω από την αντιηρωική άποψή του (την αντίθετη με το πρότυπο του ήρωα που καταξιώνεται στις μάχες) θα τον ακολουθεί ως τα σήμερα, επιτρέποντας σε σχολικές αναφορές να οριοθετείται ο Αρχίλοχος από τους υπόλοιπους ποιητές σε ένα χώρο που γεννά τουλάχιστον (από τους προσκολλημένους σε κενά ιδανικά) την απορία. Ίσως αυτό να είναι το διαχρονικό τίμημα που θα πληρώνει ο ποιητής, γιατί μπόρεσε τόσο μπροστά από την εποχή του να μιλήσει για τα πιο γήινα ιδανικά και την καταξίωση του καθημερινού ανθρώπου, πέρα από πολεμοκάπηλους και παντοειδείς σφετεριστές εξουσιαστικών πλεγμάτων. Ο Δημήτρης, από την άλλη, εγκλωβισμένος μέσα σε ένα γάμο και σε μια εργασία που μόνο πίεση πια του προσφέρουν, αδυνατεί να απολαύσει τη ζωή του με τα δικά της δεδομένα και στρέφει έτσι τον ψυχισμό του προς το πρότυπό του, κι ας απέχει τόσο από τον δικό του κόσμο. Είναι μέσω της φαντασίας που θα αναζητήσει την προσωπική του λύτρωση.

Ήθελε τον Αρχίλοχό του… Μοιραία φυγοπονία σε ένα αγκαθωτό τοπίο. Δεν τον ένοιαζε ακόμα και να τον τρέλαινε. Άλλωστε ποια λογική είχε αυτό που ζούσε; Ήταν ένας Σίσυφος που μόνιμα έσπρωχνε μια πέτρα μάταια προς μια προκαθορισμένη πορεία.

Ο αναγνώστης θα αντιληφθεί σιγά σιγά την ταύτιση αυτή, όπως ο συγγραφέας αρχικά θα εναλλάσσει την πλοκή σε διαδοχικά κεφάλαια και κατόπιν θα παρουσιάζει τις δύο ζωές σε απόλυτη συμφωνία, σε μια αδιάσπαστη σχέση. Κάποια στιγμή θα αντιληφθούμε ότι όλο αυτό αποτελεί ένα μυθιστόρημα που γράφει ο ήρωας.

Ήθελε η υπόθεση να κυλά σαν γρήγορο ρυάκι από μέσα του. Γιατί ήταν μέσα του σαν κομμάτι τού σήμερα. Ήταν ο Αρχίλοχός του, δικός του, μόνο δικός του, και τώρα θα τον μοίραζε στον κόσμο να μεταλάβει το παρελθόν του, ζωντανό χωρίς προγονοπληξίες, να το κάνει να ξυπνήσει μέσα του. Κι ας πίστευαν οι άλλοι ότι τον ξέχασε. Αυτός ήταν όπως πριν αλλά με άλλες εκδηλώσεις. Μόνο που τους τα έκρυβε όλα καλά. Είχε πάντα τον Αρχίλοχό του, μόνο καντηλάκι να αχνοφέγγει στη ζωή του. Όλα τα άλλα μπορούσε πλέον να τα αντέξει, γιατί είχε εκείνον.

Ποια είναι η αληθινή λοιπόν εικόνα από τις δύο; Ποια ζωή ανοίγεται στην πραγματικότητα και ποια στη φαντασία; Αν η ταύτισή του με τον δικό του Αρχίλοχο, αυτή την επινοημένη πια περσόνα, τον οδηγεί στην επαφή με τη ζωή (ενώ όλα τα πραγματικά στοιχεία της τον απομακρύνουν από αυτή), γιατί αυτό θα πρέπει να θεωρείται νοσηρό και αποσυνάγωγο; Ποιος μπορεί να αρνηθεί σε ένα σύγχρονο Σίσυφο να ατενίζει επιτέλους την κορυφή με όποιον τρόπο επινοεί; Ο Γρηγόρης Τεχλεμετζής θέτει το ερώτημα κι εμείς καλούμαστε να το απαντήσουμε. Θεωρώ ότι είναι περισσότερο κοντά στη γραφή του, έτσι όπως μας την παρουσιάζει, να πούμε ότι δεν έχουμε απλώς άλλον ένα συγγραφέα νοσταλγό της κλασικής αρχαιότητας. Πιστεύω ότι απέχει πολύ από μια τόσο επιφανειακή προσέγγιση. Επιλέγει συνειδητά τον Αρχίλοχο και αυτόν μόνο. Για την άποψή του, για την τόλμη του να αποστασιοποιηθεί από έναν ηρωισμό κενό και να επιλέξει τη ζωή, απείρως πολυτιμότερη σε όποια εποχή.

Κάποιος από τους Σαΐους καμαρώνει για την ασπίδα μου,
όπλο αψεγάδιαστο, που πλάι σε θάμνο παράτησα αθέλητα·
έλα όμως που εγώ σώθηκα. Για κείνη την ασπίδα να νοιάζομαι;
Ας πάει στα κομμάτια· άλλη θ’ αποκτήσω καλύτερη.

Ο Αρχίλοχος έγραψε το παραπάνω, όταν είδε στο πεδίο της μάχης το αληθινό περιεχόμενο των ιδανικών που μέσα τους δεν είχαν ούτε ίχνος από την ουσία του ανθρώπινου πόνου, τίποτα από την αληθινή δυσκολία της ζωής. Αναρωτήθηκε:

Αυτό ήταν το πολυτραγουδισμένο πρόσωπο του πολέμου;

Ο Δημήτρης άρχισε να γράφει για τον δικό του Αρχίλοχο μέσα από μια διαρκή απογοήτευση για τη ζωή που θα έπρεπε να διανύσει, αυτό το ανούσιο βάρος που είχε κληθεί να κουβαλήσει στους ώμους του. Ιαματική η γραφή. Το γνωρίζουμε αυτό. Σε μια διαδοχική σκέψη θα μπορούσε να θεωρηθεί ιαματικός ο ρόλος της και για τον επινοημένο συγγραφέα αλλά και για τον υπαρκτό συγγραφέα του βιβλίου. Ετούτο όμως θα μπορούσε να μας το απαντήσει μόνον ο ίδιος.

Ο αναγνώστης, ωστόσο, επιδιώκει τη δική του ίαση ψυχής μέσα από τις αναγνώσεις του. Και αυτό είναι που καταξιώνει τελικά και τη λογοτεχνία, όταν κυρίως αυτή μπορεί να προσφέρει γραφές που εν μέσω πλοκής (κι εδώ μάλιστα διπλής) παρέχουν ένα διαλογισμό στην κατεύθυνση εσωτερικών αναζητήσεων. Γιατί το συγκεκριμένο βιβλίο δεν διαβάζεται μόνο ως μια ιστορική αναφορά στον ποιητή Αρχίλοχο ούτε μόνο ως μια προβολή της ζωής εκείνου στον ήρωα του βιβλίου, αλλά πιο ουσιαστικά ως μια γόνιμη σκέψη που μπορεί και να αφορά τις προσωπικές μας επιλογές μεταξύ σφύρας και άκμονος, τότε που πρέπει να αποφασίσουμε εμείς ή να αφεθούμε στις αλλότριες αποφάσεις που μας αφορούν. Ο δικός μας Αρχίλοχος, λοιπόν, έχει κάτι να μας πει, αρχαίο ίσως αλλά πολύ επίκαιρο.

.

ΔΗΜΟΣ Α. ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ

TVXS.GR 5/12/2016

Αρχίλοχος: Ένας μυθιστορηματικός πρωτοπόρος της ποίησης

Σε μια εποχή που κάθε βιβλίο μυθοπλασίας αποκαλείται λογοτεχνικό και όπου φτάσαμε στο σημείο εύπεπτα κι ευπώλητα (εκείνα που βρίσκουμε σε ειδικά ράφια των μεγάλων σούπερ-μάρκετ) ερωτικά βιβλία να τα στοιβάζουμε στις ίδιες στήλες εφημερίδων με τα λογοτεχνικά στολίδια των ελληνικών γραμμάτων, κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα του Γρηγόρη Τεχλεμετζή «ο Αρχίλοχός του» (Γαβριηλίδης, 2016).

Δυστυχώς, στο χώρο του ελληνικού βιβλίου είναι δύσκολη η διάκριση ανάμεσα στη λογοτεχνία και το μυθοπλαστικό βιβλίο, τόσο εξαιτίας του τρόπου που διαχειρίστηκε ο τύπος -από τη δεκαετία του ΄90 ακόμα- την προβολή και την κατηγοριοποίηση του βιβλίου όσο και εξαιτίας της υποτίμησης -στη συνείδηση των συγγραφέων- της λογοτεχνικής έκφρασης σε ένα μυθιστόρημα ή μία νουβέλα.

Έτσι φαντάζει μάλλον αξιοσημείωτη η λογοτεχνική ορισμένων λίγων συγγραφέων που δίνουν έμφαση στην έκφραση και φροντίζουν τη γλώσσα τους, καθώς οι περισσότεροι επιμένουν στην πλοκή και το περιεχόμενο μέσα στο μεταμοντέρνο πλαίσιο μιας απλουστευτικής γλωσσικής ποικιλίας.

Και ακριβώς αυτό αποφεύγει ο Τεχλεμετζής αναζητώντας νέες εκφραστικές διεξόδους, δίχως όμως αυτό να λειτουργεί αρνητικά στην εξέλιξη της πλοκής ή τα επιμέρους ζητήματα που θίγει.
Από τις πρώτες σελίδες ξεχωρίζει η πλούσια γλώσσα του με την ιδιαίτερα μεγάλη ποικιλία λογοτεχνικών σχημάτων.

Μεταφορές, μετωνυμίες, έμμεσες παρομοιώσεις (σελ. 164, 11-15) και ένας φροντισμένος λόγος γοητεύουν τον αναγνώστη, ενώ διαμορφώνουν με την αναπαραστατική τους ισχύ ένα «κινηματογραφικό» πεδίο δράσης.

H λεπτομερής περιγραφή του όμως δεν κουράζει, αλλά σαγηνεύει τον αναγνώστη ταξιδεύοντάς τον στην αρχαϊκή Ελλάδα.

Πρόκειται για ένα ιστορικό μυθιστόρημα που προσπαθεί να συγκεράσει την κλασική Αρχαιότητα με το παρόν.

Ένα πλήθος καθημερινών στιγμών και συνηθισμένων ενεργειών ενσωματώνονται στην αφήγηση με φυσικότητα χωρίς να μειώνεται η δύναμη της εξέλιξης του μύθου.

Ο αποικισμός (τα αίτιά του και οι εσωτερικέs/ατομικές ανάγκες, οι εκεί συνθήκες), τα παιδικά παιχνίδια και οι σχέσεις με τους δούλους ενσωματώνονται αδιάρρηκτα με το μυθοπλαστικό στοιχείο.

Μα τούτο μένει αυστηρά μέσα στο -εικός- ιστορικό πλαίσιο της κοινωνικής ζωής της αφηγούμενης εποχής.

Στο ίδιο πλαίσιο δίνονται και οι σχέσεις με τις συγκρούσεις με τους ντόπιους πληθυσμούς (σελ. 174-193, 199-207, 230-231), ο τρόπος που λειτουργούσε το μαντείο των Δελφών και ο τρόπος που συγκέντρωνε πληροφορίες για τα αιτήματα των πιστών προς τον Απόλλωνα (σελ. 217-225) ή σκηνές από τους πανελλήνιους αγώνες στην Ολυμπία (σελ. 232-287).

Και αυτά στην άστατη περίοδο του Ζ΄ π.Χ. αιώνα με τους αποικισμούς, τις πολεμικές μικροεστίες στην Ελλάδα και τα πρώτα βήματα προς τη δημοκρατία και αμφισβήτησης των αριστοκρατών.

Ταυτόχρονα, όμως, ο συγγραφέας με τις μεταπηδήσεις στο παρόν του αναγνώστη και με τα χρονικά άλματα -ανά κεφάλαιο σχεδόν- θίγει ένα πλήθος σύγχρονων προβληματισμών για τον άνθρωπο, τον ψυχικό διπολισμό και τη σχιζοφρένεια (σελ.162-163, 150-153, 138-141), την κοινωνία και τον τρόπο που φερόμαστε στα παιδιά γεμίζοντας όλο και περισσότερο το πρόγραμμά τους με αδιαφορία για την ψυχική τους υγεία (σελ. 30-32) ή ακόμα και την ανάγκη των παιδιών να δραπετεύσουν (σελ. 40-44).

Η διάσπαση της ενότητας της πλοκής με την παρένθεση και την εναλλαγή των δύο χρονικά απομακρυσμένων ιστοριών, ενισχύει την αγωνία για την εξέλιξη της πλοκής.

Ενώ όμως οι δύο παράλληλες ιστορίες στην αρχή ρέουν αυτόνομα, από ένα σημείο και μετά συμπλέουν όπως ακριβώς ο διπολισμός του σύγχρονου ήρωα· συμπλέκονται οι περίοδοι και οι ήρωες αισθητοποιώντας έτσι τη συνειδησιακή ρευστότητα του σύγχρονου ήρωα.

H τριτοπρόσωπη διήγηση επιτρέπει στον παντογνώστη αφηγητή να κινείται ελεύθερα με εσωτερική εστίαση χωρίς τις συμβατικές υποχρεώσεις ενός συμμετέχοντος προσώπου που εξιστορεί.

Οι «απρόσμενες» πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις με τη μηδενική τους εσωτερική εστίαση, όχι μόνο βοηθούν στην αποφυγή της μονοτονίας, αλλά και εστιάζουν καλύτερα στον ψυχισμό των ηρώων (σελ. 130-132, 192-193, 293-297).

Και η αφήγηση δεν περιορίζεται μόνο στις σκηνές που μετέχουν οι πρωταγωνιστές, αλλά με κισλοφσική μαεστρία κρατά τη μυθιστορηματική «κάμερα» εστιασμένη στο πλάνο ανεξάρτητα από αποχώρηση του ήρωα (σελ. 98).

Άλλοτε, η μετάβαση από σκηνή σε σκηνή γίνεται με φιλμική ταχύτητα δίχως μοντάζ (σελ. 130-132).

Αναδρομές και εγκιβωτισμένες αφηγήσεις (σελ. 40-41, 242-247) συμπληρώνουν το συναισθηματικό προφίλ των ηρώων και ταυτόχρονα μέσα από τη δραματική επιβράδυνση που επιφέρουν διατηρούν την αγωνία του αναγνώστη.

Άλλωστε, η αφήγηση των παιδικών χρόνων του Αρχίλοχου αποτελεί μία εγκιβωτισμένη αφήγηση, ως αναμνήσεις τριτοπρόσωπης διήγησης του ίδιου του λυρικού ποιητή.

Οφείλουμε όμως να υπογραμμίσουμε την καινοτομία των σύντομων «ανώνυμων» διαλόγων που παρεισφρέουν στην αφήγηση (σελ. 168-169, 150-151, 126-127).

Οι διάλογοι αυτοί δεν εξυπηρετούν απλά ως μία τεχνική το «ζωντάνεμα» της διήγησης, αλλά -στο πλαίσιο μίας διακειμενικής λειτουργίας- λειτουργούν ως σχόλια του συγγραφέα και του πιθανού αναγνώστη μέσα από το προσωπείο των ανώνυμων υποκριτών που συμμετέχουν στη σκηνή, είτε προσποιούνται τους γιατρούς είτε ένα οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.

Ας μη λησμονούμε ότι ο Αρχίλοχος ήταν ο πρώτος λυρικός ποιητής που τραγούδησε τα πάθη και τις χαρές των απλών ανθρώπων απομακρυνόμενος από τα επικά δημιουργήματα.

Οι άνθρωποι έβλεπαν στις ωδές του τον δικό τους βίο και όσα εκείνοι είχαν ζήσει με ένταση και πάθος, τις ταλαιπωρίες τους και τα βάσανά τους με τις κακουχίες της ζωής (σελ. 170-171).

Άκουγαν έναν πολεμιστή που μισούσε τον πόλεμο (σελ. 192-193, 230-231).

Κι έχει τη σημασία του να τονίσουμε ότι ο συγγραφέας δεν παραλείπει -μέσα στην εξιστόρηση- να δείξει στον αναγνώστη την ταχύτητα με την οποία οι λυρικοί ποιητές συνέθεταν ωδές, ανάλογα με τις ανάγκες των περιστάσεων.

Ωστόσο, ας μην παραβλέψουμε ότι ο Τσεχλεμετζής παρουσιάζει έναν ποιητή όπως εκείνος ρομαντικά του έπλασε κι όχι ως μία αυστηρή βιογραφία (παρά την πλούσια βιβλιογραφία).

Δεν πρέπει όμως να θεωρήσουμε ότι ο Τεχλεμετζής κάνει ένα μυθιστορηματικό μάθημα ιστορίας.

Ο συγγραφέας επιθυμεί να φωτίσει την ψυχολογία των ηρώων του και να δει από μία άλλη οπτική το παρόν και το παρελθόν, ως αλληλένδετα στοιχεία.

Εξάλλου, το βιβλίο αποτελεί έναν ύμνο στη ζωή κι όχι σε επικά ανδραγαθήματα’ όπως ακριβώς οι ωδές του αρχαίου ποιητή (σελ. 167-108).

.

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

FREAR.GR 30/10/2016

Αντικρύζοντας τον τίτλο του μυθιστορήματος Ο Αρχίλοχος του γίνεται αντιληπτή η προσέγγιση του έργου από τον συγγραφέα· η προσωπική και καλλιτεχνική πινελιά αποτυπώνεται στην κτητική αντωνυμία «του». Το συγκεκριμένο βιβλίο κινείται ανάμεσα σε δύο κόσμους, τον πραγματικό και τον φανταστικό, τον ονειρικό, τον κόσμο που όλα φαντάζουν ιδανικά. Δεν γνωρίζουμε κατά πόσο το μυθιστόρημα εξελίσσεται εκ του ημίσεως σε χρόνο αληθινό, γιατί στην πραγματικότητα μοιάζει εξ ολοκλήρου φανταστικό. Ίσως αυτό να αποτελεί το «παιχνίδι» του μυθιστορήματος· η συνεχή εναλλαγή του φανταστικού και πραγματικού κόσμου που στην ουσία ανήκει στην σφαίρα φαντασίας του συγγραφέα.

Συγκεκριμένα στον φανταστικό κόσμο παρουσιάζεται ο βίος, οι στρατιωτικές μάχες στη Θάσο και η αγάπη του ποιητή Αρχιλόχου για την όμορφη Νεοβούλη και στον πραγματικό η ζωή, ο καθημερινός μόχθος και η μη ερωτική ολοκλήρωση ενός σκληρά εργαζόμενου ατόμου, του Δημήτρη Δάκου, ο οποίος θαυμάζει και ταυτίζει τον εαυτό του με τον Αρχίλοχο. Συχνά «νόμιζε ότι βρισκόταν στη θέση του, μέσα στο μυαλό του, σκέφτονταν ό,τι εκείνος, αισθανόταν όπως αυτός, και όλη η ζωή του, στις στιγμές του ονείρου, ήταν καταχωρημένη και εκχωρημένη σ’ αυτόν, σαν να υπήρχε μια ταυτοπροσωπία» (σ. 27), όπως χαρακτηριστικά γράφει ο συγγραφέας. Η συχνή ονειρική επαφή του ήρωα με τον αρχαϊκό ποιητή του δίνει τη δύναμη να αντιμετωπίζει τις καθημερινές οικογενειακές και εργασιακές δυσκολίες. «Τον ευχαριστούσε και ήταν ίσως το μόνο. […] Και τι να τον κάνεις έναν τέτοιο κόσμο, το μόνο που χρήζει είναι αντιμετώπισης και όχι απόλαυσης» (σ. 86).

Ο Δημήτρης από παιδί διακατεχόταν από φαντασία, ένα χάρισμα που χαρακτηριζόταν από το οικογενειακό του περίγυρο ως τρέλα και από τη δασκάλα των καλλιτεχνικών ως «ιδιότυπο καλλιτεχνικό ταλέντο». Η έντονη επιθυμία του να γίνει συγγραφέας, καθώς «του άρεσε να πλάθει διαρκώς ιστορίες, που ξεπηδούσαν σαν χείμαρρος από το μυαλό του, και αυτό ήταν μια παρηγοριά σε έναν κόσμο που τον έβρισκε ανιαρό και ανούσιο» (σ. 29), ήταν, όσο το δυνατόν μπορούσε, φυλακισμένη και συγκαλυμμένη με δραστηριότητες που επιβάλλονταν από τους γονείς του. Η πηγαία κλίση είναι αδύνατο να κρυφτεί από άλλες ενασχολήσεις, καθώς με την κατάλληλη ευκαιρία θα ξεπηδήσει και θα ζητήσει τον χώρο της, ό,τι στερήθηκε. Η επιβολή των επιθυμιών των γονιών στη ζωή των παιδιών αποτελούσε κοινό χαρακτηριστικό της παιδικής ηλικίας του Αρχίλοχου και του Δημήτρη. Πόσο οικεία μπορεί να μας φαντάζει αυτή η εικόνα; Τα θέλω του οικογενειακού κλοιού πολλές φορές αντιτίθενται στις επιθυμίες των παιδιών, τα οποία προσπαθούν εναγωνίως να φτιάξουν τον μικρόκοσμό τους, να εισέλθουν σε αυτόν και να ζήσουν ό,τι έχουν ονειρευτεί.

Συνδετικός κρίκος των δύο προσώπων αποτελούσε, επίσης, η δυσκολία σύναψης ερωτικής σχέσης με το πρόσωπο που έχεις ερωτευθεί και έχεις φανταστεί ότι ολοκληρώνεσαι σαν άνθρωπος, σαν προσωπικότητα. Ήδη το μότο, που υπάρχει πριν την έναρξη της αφήγησης και προέρχεται από το Μυθιστόρημα Γ΄ του Γιώργου Σεφέρη, μας παραπέμπει, ή καλύτερα θα έλεγα, μας προοικονομεί για μια βαθιά ερωτική σχέση που θα διατρέξει όλες τις σελίδες του μυθιστορήματος και δεν θα έχει αίσιο τέλος· μια ερωτική ένωση που βιώνεται σαν άπιαστο όνειρο και όταν βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από την ευόδωσή της, αυτή παίρνει τις αποστάσεις της και βυθίζει σε θλίψη και πόνο τον άνθρωπο. Από τον βίο του Αρχίλοχου γνωρίζουμε τον έρωτα που έθρεφε για την Νεοβούλη, την οποία και αρραβωνιάστηκε αλλά μετέπειτα ο μεταξύ τους δεσμός διαλύθηκε. Η θέληση του πατέρα της να την παντρέψει με τον «Αρχηνακτίδη, πλούσιο ευγενή από την Μίλητο» (σ. 284), μετέβαλε τον Αρχίλοχο σε μεγάλο εχθρό της οικογένειας, ο οποίος δεν ξεχνούσε μέσω της θεόπνευστης ποίησής του να καταφέρεται εναντίον της οικογένειας. Σωστά ο Τεχλεμετζής σχολιάζει πως «τα πραγματικά συναισθήματα έχουν διάρκεια, δεν είναι εκλάμψεις μιας στιγμής ενθουσιασμού, μια υπερβολή λαμπρών απόλυτων υποσχέσεων, που καταλήγουν τελικά στη γελοιότητα της διάψευσης».

Ο Δημήτρης βέβαια βίωσε την «γελοιότητα της διάψευσης», καθώς γνώριζε καλά πως ο γάμος του αποτέλεσε συμβιβασμό λόγω της καθιερωμένης αποκατάστασης του ατόμου και όχι λόγω έντονου συναισθηματικού πόθου. Μπορεί να αγαπούσε την γυναίκα του, καθώς είχαν δημιουργήσει την οικογένειά τους αποκτώντας και δύο παιδιά, αλλά ο έρωτάς του ήταν βαθιά κρυμμένος στην εποχή και την ποίηση του Αρχίλοχου. Άλλωστε πίστευε πως έρωτας είναι αυτά που νιώθεις· αυτά που σε κάνουν είτε να πετάς στα σύννεφα είτε να πονάς… Και τα δύο συναισθήματα τα βίωνε καθημερινά.

Τα προαναφερθέντα σημεία σύγκλισης των δύο πρωταγωνιστών ξετυλίγουν το κουβάρι της πλοκής και η σύνδεση των συνεχειών του μυθιστορήματος γίνεται με τρόπο εξαιρετικό, καθώς ο αναγνώστης κινείται ανάμεσα στον πραγματικό και τον φανταστικό κόσμο.

Φυσικά το έναυσμα της εξέλιξης της πλοκής δίνουν τα αποσπάσματα της ποίησης του Αρχιλόχου, τα οποία συμπλέκονται με τα μυθιστορηματικά στοιχεία υπό το πρίσμα της αληθοφάνειας ‒χωρίς να γίνονται άμεσα κατανοητά από τον αναγνώστη‒ στήνοντας με περίτεχνο τρόπο το κάδρο του ποιητή και ταυτόχρονα το ιδεατό ψηφιδωτό της ζωής του Δημήτρη, έναν κόσμο «κομμένο και ραμμένο» στα μέτρα του. Ο Δημήτρης, σαν σκηνοθέτης, στήνει τον χώρο του, τοποθετεί τους δικούς του ανθρώπους με βάση τα θέλω του και αρχίζει το ονειρικό του παιχνίδι, αρχίζει να ζει… Ταξιδεύει στους αρχαίους χρόνους, σε κόσμους που θαυμάζει και αγαπά. Το ίνδαλμά του μετουσιώνεται στο όνειρό του και εμφανίζεται μπροστά του. «Ολοδικός του θαμπόφεγγε, φίλος που του ψιθύριζε πλέον στιχάκια στο αυτί, με το μελωδικό ήχο μιας ιαμβικής να ακούγεται συνοδευτικό συναισθηματικό φόντο» (σ. 148), όπως γράφει ο συγγραφέας.

Η συνειδητοποίηση της κατάστασής του πραγματοποιείται με καταλυτικό τρόπο στο τέλος του έργου. Ο Δημήτρης γνωρίζει πως όλα ανήκουν στην σφαίρα της φαντασίας του και κατ’ επέκταση του συγγραφέα, αλλά γνωρίζει, επίσης, πως ο μόνος τρόπος διαφυγής από την σκληρή πραγματικότητα είναι η φαντασία.

Γι’ αυτό στο πρόσωπο του Δημήτρη μπορεί να ταυτιστεί ο μέσος σύγχρονος άνθρωπος που καθημερινά «παλεύει» να φέρει εις πέρας όλες τις οικογενειακές και εργασιακές υποχρεώσεις του και οριοθετεί τα όνειρα και τις επιθυμίες του. Το προσωπείο του Δημήτρη καθρεφτίζει τον σημερινό άνθρωπο που λόγω έλλειψης χρόνου δεν ασχολείται με κάτι που τον ευχαριστεί και καταπιέζεται σε καταστάσεις που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει και εν τέλει τον απορροφούν. Είναι ο άνθρωπος που δεν μπορεί να βιώσει την πραγματική αγάπη και τον πραγματικό έρωτα, καθώς οι ερωτικές σχέσεις δεσμεύουν και δεν απελευθερώνουν το άτομο συναισθηματικά· δεν του αφήνουν περιθώριο απόλαυσης, ελπίδας, ευχαρίστησης. Τον καθημερινό μόχθο και τα προβλήματα των ανθρώπων είχε παρουσιάσει με πρωτοφανή ρεαλισμό και ο Αρχίλοχος, πράγμα που κάνει την ποίησή του διαχρονική ως τις μέρες μας.

Σε πολλά σημεία του μυθιστορήματος θα μπορούσα να αναγνωρίσω αυτοσχόλια του συγγραφέα, τα οποία δίνονται με μορφή αποφθέγματος. Χαρακτηριστική αποφθεγματική ρήση αποτελεί η περίοδος λόγου: «Οι μεγαλύτεροι ακρωτηριασμοί είναι αυτοί που φοβόμαστε μην έρθουν και όχι αυτοί που είναι εδώ» δίνοντας έμφαση στον φόβο για το άγνωστο, που πολλές φορές αφοπλίζει τον άνθρωπο, καθώς τον αιφνιδιάζει με την παρουσία του, και όχι τόσο στον φόβο μιας άσχημης επαναλαμβανόμενης κατάστασης, που στην πραγμάτωσή της, όσο δύσκολη κι αν είναι, πάντα βρίσκεται μια μικρή χαραμάδα ελπίδας.

Άλλωστε η συχνή χρήση του ελεύθερου πλάγιου λόγου ζωντανεύει την πλοκή μέσα από τα λόγια του συγγραφέα, που στην ουσία εκφράζονται διά στόματος των ηρώων ή έχουν αποτελέσει σκέψεις, απορίες και προβληματισμούς.

Το μυθιστόρημα παρουσιάζεται σαν έργο γραφής του Δημήτρη («Άνοιξε την πρώτη σελίδα του μπλοκ κι άρχισε να γράφει παθιασμένα:», σ. 308), αποτελώντας αυτοσχόλιο του συγγραφέα για την τέχνη του. «Ήθελε η υπόθεση να κυλά σαν γρήγορο ρυάκι από μέσα του. Γιατί ήταν μέσα του σαν κομμάτι του σήμερα. Ήταν ο Αρχίλοχός του, δικός του, μόνο δικός του, και τώρα θα τον μοίραζε στον κόσμο να μεταλάβει το παρελθόν του, ζωντανό χωρίς προγονοπληξίες, να το κάνει να ξυπνήσει μέσα του» (σ. 310). Η ποίηση του Αρχίλοχου παίρνει «σάρκα και οστά» μέσω της μυθιστορηματικής ιστορικής γραφής του Τεχλεμετζή.

Αξίζει να σημειωθεί πως τόσο το μυθιστόρημα όσο και η ποίηση του Αρχίλοχου διακρίνονται για τον αντιπολεμικό τους χαρακτήρα. Μέσω της ονειρικής αναπόλησης του Δημήτρη στις πολεμικές συρράξεις που έλαβε μέρος ο ποιητής, ο Αρχίλοχος παρουσιάζεται ως αντιήρωας, ένας ήρωας που μας προκαλεί θαυμασμό μέσω της συμπεριφοράς του. Καταφέρεται εναντίον των πολεμικών συγκρούσεων, μοτίβο που διατρέχει όλο το μυθιστόρημα. Ο ποιητής δεν ενδιαφερόταν για την υστεροφημία του, ειδικότερα όταν θα κερδιζόταν μέσω ενός ηρωικού κατορθώματος, που θα είχε ως απόρροια τον εκούσιο θάνατο ενός ανθρώπου από το χέρι του κατά τη διάρκεια της μάχης. Όπως είχε πει ο ίδιος:

«Κανείς σαν πεθάνει δεν μένει μες στους πολίτες ξακουσμένος και σεβαστός˙
μόνο οι ζωντανοί κυνηγάμε την εύνοια των ζωντανών,
κι όσο για το νεκρό όλα μάταια πάντοτε καταντούν». (σ. 231)

Καθίσταται σαφές πως ο Αρχίλοχος απομυθοποίησε το ηρωικό ιδεώδες, που μέχρι τότε αντικατοπτριζόταν στα ομηρικά έπη, το σημαντικότερο έργο διαπαιδαγώγησης και μελέτης των παιδιών της Αρχαίας Ελλάδας. Γι΄ αυτό άλλωστε ο Τεχλεμετζής τον βάζει να αναφωνεί «Αυτό ήταν το πολυτραγουδισμένο πρόσωπο του πολέμου;» (σ. 93).

Την ίδια αντιηρωική ταυτότητα προσπάθησε να συγκροτήσει κι ο ίδιος ο συγγραφέας στο μυθιστόρημά του· μια κραυγή εναντίον των πολέμων που ταλάνιζαν και ταλανίζουν την ανθρωπότητα. Καταφέρεται εναντίον της ωμότητας και της αθλιότητας του πολέμου, που κατακεραυνώνει στο διάβα της τα πάντα.

Η αυλαία του μυθιστορήματος «πέφτει» με ένα μότο του Γιώργου Σεφέρη από τη συλλογή Γυμνοπαιδεία, καθώς ο συγγραφέας ήθελε με διδακτικό τόνο να επισημάνει ότι καθημερινά φοβόμαστε, κρυβόμαστε, προσποιούμαστε και δεν εκφράζουμε την αλήθεια κατάματα. «Όλα είναι και δεν είναι, υπάρχουν και δεν υπάρχουν», μόνο αυτό έχει να μας πει τελικά ο συγγραφέας δια στόματος Δημήτρη και φυσικά αυτή είναι η συνειδητοποίηση της πραγματικότητας και η «γελοιότητα της διάψευσης».

.

ΕΝΘΕΤΟ ΣΤΟ ΣΙΣΥΦΟ ΤΕΥΧΟΣ 14
ΒΑΛΕΝΤΙΝΗ ΧΡ. ΚΑΜΠΑΤΖΑ

Η επιτυχής σύζευξη ιστορικού παρελθόντος με το παρόν στο έργο του Γρηγόρη Τεχλεμετζή Ο Αρχίλοχός του
(Στη μνήμη των πολυαγαπημένων μου γονέων, Χρήστου και Κλυταιμνήστρας)

Ο Γρηγόρης Τεχλεμετζής, συγγραφέας με ιδιαίτερο τρόπο γραφής, διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού Ο Σίσυφος, με το παρόν Ιστορικό Μυθιστόρημα, επιχειρεί ένα δύσκολο εγχείρημα· τον συγκερασμό του μακρινού ιστορικού παρελθόντος με το παρόν. Στο έργο αυτό, ο Χρόνος αποβάλλει όλα τα πραγματικά χαρακτηριστικά του, παραμένοντας σταθερά άχρονος, εκλογικευμένα ενοποιημένος, διανθισμένος από κάποιες σουρρεαλιστικές πινελιές – αποκυήματα της μυθοπλαστικής φαντασίας του λογοτέχνη. Βασικά πρόσωπα στην ιστορία είναι ο Δημήτρης, ένας δραστήριος επιχειρηματίας μιας άχρωμης μεγαλούπολης, που βιώνει τον παραλογισμό της καθημερινότητας (στιγματισμένης από τις ολέθριες συνέπειες της οικονομικής κρίσης) και ο ξακουστός λυρικός ποιητής της Αρχαϊκής εποχής (του 7ου π. X. αι.), λάτρης της απλότητας και των χαρών της ζωής. Στην πορεία βέβαια της πλοκής, ο συγγραφέας αποκαλύπτει στον αναγνώστη ότι πρόκειται τελικά για μία και μοναδική προσωπικότητα, η οποία ονειρεύεται ή φαντασιώνεται τη δυναμική, ευχάριστη ιστορική φυσιογνωμία του Αρχίλοχου, ως ένα ασφαλές, σωτήριο μέσο διαφυγής. Μάλιστα, σταδιακά -μέσα από μία διεργασία φαντασίωσης του υποσυνείδητου, μυθοπλασίας και ιστορικής πραγματικότητας-, οι δύο μορφές αφομοιώνονται πλήρως μεταξύ τους, συνιστώντας μία και μοναδική ύπαρξη με δύο διαφορετικές πτυχές. Έτσι, αφ’ ενός, υπάρχει ο μετριοπαθής επιχειρηματίας, που αδυνατεί να ανταπεξέλθει τόσο στις προκλήσεις και τις απάνθρωπες πιέσεις της υφιστάμενης οικονομικής κρίσης στην
Ελλάδα, όσο και στους ανούσιους-τεχνητούς ρόλους που επιβάλλει αυτή η μορφή κοινωνίας. Αφ’ ετέρου, παρουσιάζεται η ταραχώδης, εκρηκτική φυσιογνωμία του επικριτικού, καινοτόμου λυρικού ποιητή της Αρχαϊκής περιόδου. Σε ό, τι αφορά στον δεύτερο, γίνεται εκτενής αναφορά στους στόχους της τέχνης του, καθώς με τους
στίχους του αποσκοπεί στην αποτύπωση της λαϊκής ψυχής και των παθών της, επικρίνοντας σφοδρά την υποκριτική και εγωκεντρική στάση της αριστοκρατικής τάξης, που εκμεταλλεύεται ασύστολα και επιδέξια τον αμόρφωτο, πειθήνιο λαό.
Με την εκρηκτική εικόνα του ώριμου λυρικού ποιητή της Αρχαιότητας Αρχίλοχου (που ωστόσο, σύμφωνα με ιστορικές πηγές, πέθανε νέος, σε μάχη) να καταλαμβάνει επιβλητικά ολόκληρο τον χώρο του εξωφύλλου, ο Γρ. Τεχλεμετζής προειδοποιεί -ήδη από το
εσώφυλλο του έργου- τον έμπειρο αναγνώστη ότι πιο συνετό είναι να διαβάσει αρχικά τον «Επίλογο». Στην πραγματικότητα, αυτό το κεφάλαιο ενέχει θέση «Εισαγωγής», καθώς εμπεριέχει επεξηγήσεις, διευκρινήσεις, στόχους του γράφοντα σχετικά με το Μυθιστόρημα.
Το έργο χωρίζεται σε κεφάλαια με αλφαβητική αρίθμηση (Α’-Ν’) ενώ στο τέλος, εκτός του «Επιλόγου», παρατίθενται και πρωτότυπα αποσπάσματα στίχων της Ιλιάδας, καθώς και χρήσιμες «Σημειώσεις», που παραπέμπουν σε πρωτογενείς βιβλιογραφικές πηγές.
Τέλος, υπάρχει μία ενδεικτική «Γενική Βιβλιογραφία».
Η πρωτοτυπία αυτού του Ιστορικού Μυθιστορήματος έγκειται στο γεγονός ότι ο συγγραφέας δεν περιορίζεται μόνο στην περιγραφή ιστορικών γεγονότων της περιγραφόμενης περιόδου (του 7ουπ.Χ. αι.), αλλά αναμιγνύει περίτεχνα και αρμονικά, με μια υπερρεαλιστική τεχνική, και το παρόν. Και μάλιστα, ως μία μορφή ονειρικής ή φαντασιακής σύλληψης του βασικού ήρωα του παρόντος. Καθώς κλιμακώνεται μάλιστα η δράση και ο δέκτης μυείται επαρκώς στους διαφορετικούς τρόπους γραφής του Τεχλεμετζή, συντελούνται απρόσμενες προσμίξεις ιστορικού παρελθόντος με το παρόν. Αυτό επιτυγχάνεται άριστα, με συνεχείς εναλλαγές του Χρόνου και των συμβάντων που
τον συνοδεύουν, από το ένα κεφάλαιο στο επόμενο, αλλά συχνά, και στο ίδιο. Έτσι, ενώ εκτίθενται γεγονότα και πτυχές της ζωής του σπουδαίου Αρχαίου λυρικού ποιητή, εντελώς απρόσμενα, δίδεται και η συνέχεια της πορείας του κεντρικού ήρωα (του Δημήτρη) που
ενεργοποιείται στην ανιαρή, μονότονη, θορυβώδη σύγχρονη εποχή. Με το τρόπο αυτό,
φαίνεται ότι ο συγγραφέας επιθυμεί να συνδέσει τα γεγονότα στη σκέψη του αναγνώστη, ενημερώνοντάς τον συνεχώς για την εξέλιξη της ζωής του Δημήτρη.

Στην αρχή κάθε κεφαλαίου, προτάσσει έναν τίτλο που άλλοτε είναι μία πρόταση ενδεικτική (έστω και με τρόπο συμβολικό ή αινιγματικό) του περιεχομένου που θα ακολουθήσει κι άλλοτε, παραθέτει στίχους ή φράσεις που αποδίδονται σε πρόσωπα της Αρχαιότητας.
Η είσοδος του αναγνώστη στο Μυθιστόρημα γίνεται εντελώς απότομα, αφού ο Τεχλεμετζής επιλέγει την αμεσότητα λόγου και την ευθεία έκθεση των γεγονότων.
Η γραφή του τροποποιείται, ανάλογα με την περιγραφόμενη ιστορική εποχή, αλλά και το περιεχόμενο του κειμένου. Έτσι, για παράδειγμα, όταν εκφράζονται οι εσωτερικές σκέψεις του σύγχρονου ήρωα, του Δημήτρη (χωρίς να υπάρχει συνομιλητής ακροατής), το ύφος και το στυλ λόγου είναι πιο προσωπικά. Αντίθετα, όταν εκτίθενται ιστορικά γεγονότα, που αφορούν σε μάχες του Αρχίλοχου, το ύφος γίνεται πιο αυστηρό, πιο επίσημο, πιο σοβαρό, με την έκθεση αιματηρών σκηνών, που προσγειώνουν τον αναγνώστη στο κλίμα της ταραχώδους μεταβατικής περιόδου των αναταράξεων, των αποικιστικών διεκδικήσεων, των κοινωνικών αλλαγών. Και βέβαια, ο λόγος γίνεται πιο ασυνάρτητος (ένα είδος
παραληρηματικού μονόλογου), όταν παρουσιάζεται ο έγκλειστος πλέον (σε ψυχιατρικό ίδρυμα) Δημήτρης και μεταξύ φαντασίωσης και οράματος, συναντά και παρακολουθεί την πορεία του εμπνευστή, σωτήριου καθοδηγητή του-Αρχίλοχου, μέχρι τη στιγμή του
απροσδόκητου θανάτου του.
Συνδετικοί κρίκοι σε αυτή την παράξενη σύζευξη ιστορικού παρελθόντος με το παρόν συνιστούν τόσο η ευφυής ιδέα του ονείρου και του οράματος, όσο και η αμεσότητα και η ζωντάνια της Γλώσσας (διανθισμένη από εύστοχο, καυστικό χιούμορ) που χαρακτηρίζει το παρόν έργο του Τεχλεμετζή. Με αινιγματικές φράσεις-ερωτήσεις που θέτει έμμεσα στους αναγνώστες του, στο τέλος του κεφαλαίου, επιθυμεί να τους προϊδεάσει για τη συνέχεια της πλοκής, αλλά και να επισημάνει ότι θα πρέπει να διατηρήσουν προσωρινά στη μνήμη τους αυτό το σημαντικό προαναφερθέν γεγονός, προκειμένου να παρακολουθήσουν αργότερα την εξέλιξή του.
Στην όλη πλοκή, η Μοίρα (είτε με τη μορφή δυναμικής παρέμβασης των θεών της Αρχαιότητας, είτε ως κορυφαία παρουσία στη σύγχρονη καθημερινότητα) πρωταγωνιστεί και μετατρέπει άρδην τη ροή των πραγμάτων, ανατρέποντας τις ζωές των κεντρικών
(αλλά και των δευτερευόντων) προσώπων.
Κατά την έκθεση των δύο παράλληλων ζωών, του Δημήτρη και του Αρχαίου λυρικού ποιητή, καταγράφονται πτυχές και παρατίθενται λεπτομέρειες που καταδεικνύουν ορισμένες ομοιότητες στον χαρακτήρα τους. Ένα βασικό κομβικό σημείο που τους συνδέει είναι η άπλετη φαντασία, που όταν αξιοποιηθεί κατάλληλα καταλήγει σε τέχνη, σε δημιουργική γραφή, σε ενεργή δραστηριότητα. Έτσι, επιχειρείται μία αναδρομή στην παιδική και εφηβική τους ηλικία, ένα επιτυχές flash back (χωρίς βέβαια αυτό να τεκμηριώνεται ιστορικά για τον Αρχίλοχο, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν αντίστοιχες πηγές- μαρτυρίες, όπως δηλώνει και ο συγγραφέας). Με τον τρόπο αυτό, ο δημιουργός προσπαθεί να αιτιολογήσει τους λόγους αυτής της παράξενης σύμπλευσης του Δημήτρη με ένα πρόσωπο τόσο διαφορετικό και τόσο μακρινό, που φαινομενικά, δεν θα έπρεπε να τον προσελκύσει.
Ο Δημήτρης, έχοντας μια αρκετά καλά οργανωμένη οικογενειακή και επαγγελματική πορεία, εν μέσω κρίσης και κοινωνικών φραγμών, αισθάνεται σταδιακά ανήμπορος να ανταπεξέλθει ψυχικά στους φρενήρεις ρυθμούς της σύγχρονης πραγματικότητας.
Επιπλέον, αντιλαμβάνεται τον νοσηρό και συμβατικό χαρακτήρα της μονότονης, παράδοξης, απάνθρωπης και υποκριτικής δομής της κοινωνίας, που αδιαφορεί πλήρως για τον άνθρωπο και τις ανάγκες του. Έτσι, σταδιακά, κλείνεται στον εαυτό του, βυθίζεται
σε μελαγχολία, καταρρέει. Παράλληλα, σε μια ονειρική περιπλάνηση (που τον συνοδεύει σε όλη τη διάρκεια της ζωής του), φαντάζεται και παρακολουθεί τη ζωή του Αρχαίου λυρικού ποιητή (προσωπικότητας που τον εντυπωσίασε ίσως στην εφηβεία του)· ατόμου, που δεν διστάζει να καταφερθεί ενάντια στην υποκριτική και εγωκεντρική στάση της αριστοκρατικής τάξης της εποχής, να θίξει (μέσα από τους στίχους του) σε συμπόσια και γιορτές τα κακώς Μ Ιμενα και τα ελαττώματα των συνανθρώπων του (ως ένας προγενέστερος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης), να γίνει άλλοτε ιδιαίτερο αγαπητός και άλλοτε, απόλυτα μισητός στο κοινό του. Ο Αρχίλοχος, μετουσιώνεται στον άλλο του εαυτό, που όντας δυναμικός, αντιδρά, επαναστατεί, δεν ανέχεται υποκρισίες και ψεύδη. Έτσι,
αυτή του η οπτική θα αποτελέσει -στη συνέχεια- και τη σωτήρια λέμβο του Δημήτρη, που για τους άλλους είναι μια προσωπικότητα που πλέον παραφρονεί. Ο αιφνίδιος θάνατος του πολεμιστή-καυστικού λυρικού ποιητή σε μάχη ανατρέπει όλα τα σχέδια του σύγχρονου ήρωα. Αυτή η δυναμική παρουσία, γεμάτη πλούσιες εμπειρίες και ανθρωπιστικό πνεύμα, που τον καθοδηγούσε ανελλιπώς, τώρα πλέον δεν υφίσταται. Ο Δημήτρης αισθάνεται σαν μια ατελής ύπαρξη, που αδυνατεί να βρει διέξοδο. Τη λύση όμως τελικά θα τη δώσει και πάλι ο Αρχίλοχός του διότι μέσω της ενασχόλησης με τη συγγραφή μυθιστορήματος με πρωταγωνιστή τον ίδιο, θα τον απελευθερώσει από την παθητική (κατά τους επιστήμονες-ψυχιάτρους, αυτιστική) στάση του και θα τον ωθήσει σε ενεργή εμπλοκή στην προσωπική του μοίρα, σε συνετή οργάνωση της ζωής του, μακριά από ανούσιες συμβατότητες και με προσανατολισμό στις αληθινές αξίες της φύσης (ειλικρίνεια, αλήθεια, απλότητα, αλληλεγγύη, δικαιοσύνη). Επιπλέον, καμία θεώρηση δεν είναι σωστή, εάν περιορίζεται αυστηρά στο μέτρο του απόλυτου. Όλα είναι αμφίρροπα και επιδέχονται αναιρέσεις, όπως συμβαίνει και με τις εκτιμήσεις ειδικών ιστορικών για την αμφίρροπη εκρηκτική προσωπικότητα του Αρχίλοχου: «Μπορείς να πεις την αλήθεια. Για μια φορά στη ζωή σου αντίκρισέ την κατάματα χωρίς να κρύβεσαι. Δεν είναι ντροπή η αλήθεια» και «Όλα είναι και δεν είναι, υπάρχουν και δεν υπάρχουν». Ο Δημήτρης οφείλει να βρει τη χρυσή τομή στη
ζωή του, θέτοντας ως προτεραιότητα τον προσανατολισμό στις αληθινές χαρές της ζωής, ξεφεύγοντας από τα ασφυκτικά όρια του απόλυτου και των κοινωνικών συμβάσεων.

Βαλεντίνη Χρ. Καμπατζά
Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Ε.Π. στο Α.Τ.Ε.Ι./Θ.
Δρ Συγκρ. Λογοτεχνίας Α.Π.Θ.

Το κείμενο εκφωνήθηκε στην παρουσίαση του βιβλίου, στο βιβλιοπωλείο
Πρωτοπορία, στη Θεσσαλονίκη στις 17/3/2017.

.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΡΑΣ

Η συγγραφή ενός ιστορικού μυθιστορήματος, ειδικά όταν αφορά μια τόσο μακρινή εποχή όσο η αρχαϊκή, απαιτεί και προϋποθέτει εμβρίθεια, επιστημοσύνη, ακούραστο ερευνητικό πνεύμα, πολύχρονη μελέτη, αλλά και παρατηρητικότητα και διάκριση, προκειμένου να
συνδέσεις το «τότε» με το «τώρα» και να πείσεις τον αναγνώστη ότι πίσω από το ιστορικό προσωπείο δεν μιλάς πάλι εσύ, ο συν-γραφέας για τις εμπειρίες και τα βάσανά σου. Αυτό το «συν» στο συγγραφέας πάντα με ιντριγκάρει, γιατί προϋποθέτει, αν όχι ομαδική εργασία, τουλάχιστον κάποιο «πνεύμα», αόρατο και δυσεξιχνίαστο από τις ψηφιακές κάμαρες, το οποίο μπορεί πλέον να μην σε «εμπνέει», αλλά «ομιλεί» μέσα από τον δραματικώς εκφερόμενο λόγο. Αυτή η σχεδόν μεταφυσική προσέγγιση είναι ικανή κι αναγκαία συνθήκη
για να περάσει ένα μυθιστόρημα στο πλατύ κοινό σπάζοντας τον κλοιό, το ομηρικόν «έρκος», των στενών κύκλων λογιών, διανοουμένων και πανεπιστημιακών. Προβαίνω σε αυτή την εκτενή εισαγωγική παρατήρηση για να μπορέσω μετά αμέριμνος να εκθειάσω τα λογοτεχνικά κατορθώματα, τους πραγματολογικούς άθλους του Γρηγόρη Τεχλεμετζή, που γεννήθηκε στην Αθήνα το 1968, σπούδασε θετικές επιστήμες [θα γελούσαν οι αρχαίοι πρόγονοί μας με έναν τέτοιο διαχωρισμό της Γνώσης], ως αναγεννησιακός άνθρωπος όμως και πανεπιστήμων (από το «Πάνας»), επιδόθηκε στη λογοτεχνική ενασχόληση ουχί μετά μανίας, αλλά με τη μοναστική πειθαρχία μελών απόκρυφων ταγμάτων της Ανατολής που διέσωσαν έτσι τη χαμένη (;) Αρχαία Γνώση και τη μεταλαμπάδευσαν στους κατοπινούς περνώντας μέσα από τις Συμπληγάδες μονοθεϊστικών θρησκειών και χειριστικών εξουσιαστών, που το μόνο που δεν ήθελαν ήταν η Ελευθερία του ανθρωπίνου είδους, με αιχμή τη Σκέψη και την έκφρασή της.
Ο Γρηγόρης Τεχλεμετζής συνέθεσε ένα παραβολικό μυθιστόρημα (από την «παραβολική Γεωμετρία») επιτυγχάνοντας σχεδόν το ακατόρθωτο: να αποτυπώσει ανεξίτηλα στο χαρτί ένα πανόραμα του Αρχαίου Κόσμου, να μιλήσει εμμέσως για τη σύγχρονη εποχή της
Κρίσης, μέσα από τον επίσης κρίσιμο και μεταβατικό για την Ελλάδα 7° π.Χ. αιώνα, να εξομολογηθεί διά της συνεκδοχής (το μέρος αντί του όλου) οικεία κακά, καθώς και να ζωντανέψει ένα αρχαίο πρόσωπο του μύθου, που ο ασυμβίβαστος χαρακτήρας του και η σκωπτική του διάθεση τον μετέτρεψαν σε μακρινό πρόγονο και προάγγελο του μολιερικού «Μισανθρώπου». Εκείνος όμως, ο Αρχίλοχος, ο δικός του Αρχίλοχος, του Γρηγόρη Τεχλεμετζή, ήταν γλεντζές κι αυθόρμητος σαν τον καζαντζακικό Ζορμπά. Αυτή η αρχετυπική επαναστατικότητα του παρ-άλογου μεσογειακού ανθρώπου, από τα προϊστορικά τουλάχιστον χρόνια μέχρι και σήμερα, δημιούργησε αυτόν τον Ελληνορωμαϊκό Πολιτισμό και την έννοια της Δημοκρατίας, όπως εξελίχθηκε μέσα στους αιώνες, μέσα από τριβές και συσσωματώσεις, μέσα από αγάλματα και πολύτιμα ιζήματα, ημιπολύτιμα πετρώματα και συσσωρευμένη σοφία, οδηγώντας σε αυτό που λέμε σήμερα «Δυτικό Πολιτισμό» ή «ελεύθερο κόσμο» (όρος από τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου). Αυτή η ανταρτοσύνη των πνευματικών ανθρώπων, και δη των ασυμβίβαστων ποιητών, αυτή η αντικομφορμιστική στάση ζωής, ο έρωτας ως επανάσταση, η Δημοκρατία ως ευθύνη ατομική κι όχι ως άλλοθι συλλογικό, η ενεργητική δημιουργικότητα και η πολυδιάστατη παραγωγικότητα, αυτά είναι τα καλά κρυμμένα «μηνύματα» κάτω από αυτό το αριστουργηματικό κείμενο, του οποίου η «κεντρική ιδέα» θα μπορούσε να είναι: «τόλμα να είσαι ο εαυτός σου, πλήρωσε το κόστος και ζήσε, με κάθε τίμημα». Τα σποραδικά λαθάκια λειτουργούν ως έναυσμα συν δημιουργίας, ως ξυπνητήρι για τον βομβαρδισμένο από εικόνες εγκέφαλο του αναγνώστη, ως υπόμνηση τελικά πως το τέλειο είναι μόνον ο θάνατος.
Ο Γρηγόρης Τεχλεμετζής επιτυγχάνει έναν άθλο. Έργο ζωής «Ο Αρχίλοχός του. Ιστορικό Μυθιστόρημα». Είναι απλώς ένα εφαλτήριο εξελικτικό, το τρίτο σκαλί για την αναρρίχησή του στον Παρνασσό των Μουσών μέσα από επίπονο δρολάπι (που αργότερα θα γίνει ατραπός απαιτητική και με αξιώσεις παγκόσμιας διαχρονικότητας)…

.

ΣΤΥΛΙΑΝΗ ΠΑΝΤΕΛΙΑ

Το παιχνίδι της αντιστροφής: Ο Αρχίλοχος και οι απόγονοι

«Οι βιογραφίες προπάντων μας μαθαίνουν πως η ιστορία της ζωής είναι κάτι ασύλληπτο». Τη φράση αυτή παραθέτει ο Γ. Σεφέρης στις σημειώσεις του μυθιστορήματος του Έξι νύχτες στην Ακρόπολη (1926). Το απόσπασμα του ίδιου από την ποιητική συλλογή Μυθιστόρημα_(1940) «Ξύπνησα με τούτο το μαρμάρινο κεφάλι στα χέρια» χρησιμοποιείται ως μότο του βιβλίου του Γρ. Τεχλεμετζή Ο Αρχίλοχος του. Ιστορικό μυθιστόρημα, λοιπόν. Μύθος και Ιστορία. Τα δύο αυτά στοιχεία συμπλέκονται στο πρόσωπο του Αρχίλοχου. Τι
γνωρίζουμε σήμερα γι’ αυτόν; Λυρικός ποιητής του 7ου αιώνα π.Χ., μισθοφόρος στρατιώτης, αποικιστής της Θάσου, με τα σημερινά κριτήρια ανατρεπτικός και παραβατικός χαρακτήρας. Γνωστότερο το ποίημά του για τη χαμένη ασπίδα.

Κάποιος από τους Σαΐους καμαρώνει για την ασπίδα μου
όπλο αψεγάδιαστο, που πλάι σε θάμνο παράτησα αθέλητα,
έλα όμως που εγώ σώθηκα. Για κείνη την ασπίδα να νοιάζομαι;
(μετάφραση Ηλία Κωστόπουλου)

Ο δεύτερος πρωταγωνιστής του βιβλίου, ο σύγχρονός μας Δημήτρης, στον οποίο αναφέρεται η κτητική αντωνυμία (τον) του τίτλου προσελκύεται από αυτό ακριβώς το απόσπασμα, κατακυριεύεται από τη μορφή του ποιητή και τον αντιμετωπίζει ως πρότυπο και alter ego. Το αποτέλεσμα είναι να χάσει κάπου τον έλεγχο της δικής του ζωής και να οδηγηθεί με τη σειρά του σε εξίσου παραβατική και απρόβλεπτη συμπεριφορά. Η μετατόπιση δεν είναι πάντως ακατανόητη για τον αναγνώστη. Ο Αρχίλοχος βαθμιαία αναδεικνύεται μέσα στις σελίδες του βιβλίου σε οικείο πρόσωπο. Η πρόταση εγώ σώθηκα» (αυτόν δ’ εξεσάωσα ή ψυχήν δ’ εξεσάωσα) είναι συγκλονιστική για την αλλαγή νοοτροπίας που δημιουργεί, καθώς περνάμε από την ηρωική/ομηρική στην αντι-ηρωική/ανθρώπινη συμπεριφορά. Τη συμπεριφορά αυτή υιοθετεί και ο Δημήτρης που ταυτίζεται βαθμιαία με τον αρχαίο ποιητή. «Θυμάται κάποιο ποίημά του, που πέταξε την ασπίδα του σε μια μάχη, προβάλλοντας το αίτημά του ότι ήθελε να ζήσει. Δεν τον ένοιαζε το καθήκον, ούτε ο ηρωισμός, παρά μόνο η ζωή του, ποθώντας ίσως ευτυχισμένες στιγμές». Το αίτημα αυτό είναι κοινό στους δύο πρωταγωνιστές. Πρόκειται λοιπόν για το παιχνίδι της αντιστροφής, όπου ο ήρωας γίνεται αντι-ήρωας, ο σύγχρονος άνθρωπος αρχαίος Έλληνας, ο ορατός
γίνεται αόρατος συνομιλητής κ.ο.κ. Θα ακολουθήσει μια σειρά από παρόμοιες αντιστροφές και εναλλαγές/μεταμορφώσεις που σκοπό έχουν την οικειοποίηση του Αρχίλοχου από τον Δημήτρη και κατ’ επέκταση από τον αναγνώστη, καθώς και την ανάπτυξη της πολυφωνίας στο μυθιστόρημα. Ο συγγραφέας καταφέρνει ώστε να παρακολουθεί ο αναγνώστης τις εξελίξεις στην παράλληλη πορεία των δύο πρωταγωνιστών με διαρκώς αυξανόμενο ενδιαφέρον.
Το βιβλίο αναπτύσσεται σε πενήντα κεφάλαια, στα οποία εξιστορείται εναλλάξ η ζωή του αρχαίου ποιητή και εκείνη του σύγχρονου αντι-ήρωα. Η αφήγηση αρχίζει κατευθείαν στο θέμα, με το ταξίδι του πρώτου στη Θάσο και τον δεύτερο αποικισμό του νησιού. Επισημαίνεται από μιας αρχής ο δύσκολος, θυμώδης και σκωπτικός χαρακτήρας του που στρέφεται κατά δικαίων και αδίκων. Τα ποιητικά του βέλη δέχονται η πρώην αρραβωνιαστικιά του Νεοβούλη, ο πατέρας της, καθώς και ο κοινωνικός κύκλος της
πατρίδας του, της Πάρου. Μοναδική εξαίρεση ο φίλος και συμπολεμιστής του Γλαύκος. Ένας ποιητής λοιπόν εναντίον του κόσμου (contra mundum). (Πρόκειται για άλλη μια αντιστροφή). Στο άλλο άκρο βρίσκεται ο Δημήτρης, ο ήρωας της καθημερινότητας. Μόνο
στα όνειρά του δραπετεύει και έρχεται να συναντήσει το είδωλό του. «Τι ήταν τα παράξενα όνειρα που έβλεπε; Εμφανιζόταν ένας αρχαίος λυρικός ποιητής και το μυστήριο ήταν ότι νόμιζε ότι βρισκόταν στη θέση του, σκέφτονταν ό,τι εκείνος, αισθανόταν όπως αυτός, και όλη η ζωή του, στις στιγμές του ονείρου, ήταν καταχωρημένη και εκχωρημένη σ’ αυτόν, σαν να υπήρχε μια ταυτοπροσωπία, Μα τι αλλόκοτη αίσθηση». Από το σημείο αυτό αρχίζει η
παράλληλη πορεία του ποιητή προγόνου και του απογόνου του.
Από το 3° κεφάλαιο («Ο χορός της μοίρας») εξελίσσεται αναδρομικά η ζωή του Αρχίλοχου. Πληροφορούμαστε ότι υπήρξε παιδί μιας δούλης, της Ενιπώς και του άρχοντα Τελεσικλή, και μαθαίνουμε για τα παιδικά του χρόνια, τα πρώτα του γράμματα και τα πρώτα παιχνίδια. Η αναπαράσταση της εποχής είναι άρτια. Οι μαθητές παρουσιάζονται να γράφουν σε πινακίδες από κερί, να παίζουν τους αστραγάλους (κότσια), να ασχολούνται με τον αθλητισμό και να αποστηθίζουν στίχους του Ομήρου. Ενδιαφέροντα είναι τα ευρήματα του συγγραφέα ότι ο μικρός Αρχίλοχος ήταν καλός στο τρέξιμο (κάτι που του χρειάστηκε αργότερα, στο επεισόδιο με την ασπίδα) ή ότι πείραζε με σκωπτικά στιχάκια τους συμμαθητές του. Εξίσου σημαντικό το κεφάλαιο για την πρώτη του λύρα και την ανακάλυψη της ποιητικής του κλήσης, καθώς και τον χρησμό του μαντείου των Δελφών για μελλοντική δόξα.
«Ποιος νοιαζόταν για δόξες; Εκείνον τον ενδιέφερε το “πολυτραγουδισμένος”. Θα άγγιζε με τα λόγια του τις ψυχές των ανθρώπων. Μαζί του θα γελούσαν και θα ’κλαιγαν, θα ξεχνούσαν και θα θυμόντουσαν, θα ’βλεπαν τη ζωή τους μέσα από χιλιάδες κομματιασμένους καθρέφτες, μέχρι που θα ένοιωθαν όλοι ένα. Ένα ριζικό που διασχίζει τα πάθη, τις ελπίδες και τις θελήσεις όλων των αιώνων».
Σύμφωνα με το παιχνίδι της αντιστροφής, η παιδική ηλικία του Δημήτρη δεν είναι τόσο λαμπρή. Παιδί της πόλης με ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία, βρίσκει διέξοδο στη φαντασία. Ακόμη και οι καλλιτεχνικές του κλίσεις είναι αμφιλεγόμενες, καθώς έχουν το στοιχείο της ιδιαιτερότητας και προσελκύουν την προσοχή των δασκάλων του. Εντυπωσιακό είναι το επεισόδιο με το αερόστατο, όταν ο ίδιος και οι φίλοι του προσπαθούν να δραπετεύσουν με ένα αερόστατο δικής τους κατασκευής και τελικά του βάζουν φωτιά. «Η φωτιά φούντωσε μανιασμένη, αρχίζοντας να πυρώνει τα προσωπάκια τους, αναψοκοκκινίζοντάς τα. Μα η επιμονή τους τα κρατούσε εκεί. Προσηλωμένα στην επιθυμία τους να πετάξουν. Να φύγουν
επιτέλους (…) Το αερόστατό τους ήταν εκεί για να τους σώσει. Να αποδείξει σε όλους ότι είχαν δίκιο. Ότι μπορούσαν ακόμα και να πετάξουν! Θα τα κατάφερναν. Ναι θα τα κατάφερναν και ας καιγόντουσαν λιγάκι».
Ο Αρχίλοχος, αντίθετα, διαθέτει πολύ ευρύτερο πεδίο δράσης, αφού νέος ταξιδεύει στην κοσμοπολίτικη Κόρινθο και μυείται στα συμπόσια (πάλι σύμφωνα με την επινόηση του συγγραφέα).
Πηγή έμπνευσης λοιπόν το κρασί και οι γυναίκες. Εξίσου παραστατικά αποδίδεται η δίνη των συμποσίων, τα μουσικά όργανα και ο χορός, καθώς και τα σχετικά ποιήματα. Παράλληλα αρχίζει η ζωή του ως μισθοφόρου πολεμιστή, στην υπηρεσία του θεού Άρη.
Οι σκηνές της μάχης είναι ζωντανές, από τις καλύτερες σελίδες του βιβλίου. «Η μάχη άρχισε θυελλώδης. Ανεξέλεγκτη μάνητα επιβίωσης, τυφλή και ισοπεδωτικά παράλογη κυρίεψε τα πάντα. Έπρεπε να τους διαλύσεις. Ορμή και οργή ακόνιζε το σπαθί σου, για να
τους μακελέψεις, ξίφος που μοιράζει τον πόνο. Να προλάβεις να τους ματώσεις πρώτος. Άλικο αίμα αχνιστό πότιζε τη γη, λύσσα θανάτου. Με τη δύναμη και τη σοφία της Αθηνάς, να σπάσουν στιβαρά το γρηγορότερο οι φάλαγγές τους». Ή με τα λόγια του Αρχίλοχου:

Για εφτά νεκρούς που πέσανε, που τους ποδοπατήσαμε,
Χίλιοι φονιάδες βρεθήκαμε
(Το πρώτο πληθυντικό είναι αποκαλυπτικό).

Το ίδιο εντυπωσιακές και άρτιες είναι και οι σκηνές της καύσης και του θρήνου των νεκρών.
Ο αντι-ήρωας απόγονος, αντίθετα, εγκλωβίζεται βαθμιαία στα αδιέξοδα της συζυγικής και οικογενειακής ζωής, και καταβυθίζεται σε ένα προσωπικό τέλμα, χωρίς διαφυγή και με έντονο το στοιχείο της εμμονής. «Αλλά το φάντασμα του ποιητή τον ακολουθούσε στον ύπνο και στον ξύπνιο του, προσδεμένο επίμονα στο μυαλό του και εκείνος δεν μπορούσε παρά να του αφεθεί». Είναι αρκετά πειστική η προσκόλληση του Δημήτρη στον Αρχίλοχο, καθώς ο δεύτερος αντιπροσωπεύει ένα ηρωικό πρότυπο, ένα alter ego, έναν εντυπωσιακό πρόγονο-πατέρα, αρκετά ανθρώπινο, ωστόσο, στον οποίο μπορεί να καταφύγει κάποιος και να του εξομολογηθεί. «Πώς αυτός ο αόρατος συνομιλητής άρχισε σιγά σιγά μέσα από
την επανάληψη, να παίρνει σάρκα και οστά, να δηλώνει όλο και εντονότερα την παρουσία του, ώσπου στο τέλος να αποκαλύψει το ίδιο του το πρόσωπο, να γίνει ο ίδιος του ο εαυτός;» (Τάκης Θεοδωρόπουλος, Το μυθιστόρημα του Ξενοφώντα, 2004). Ο Γ. Σεφέρης έχει διατυπώσει την ίδια σκέψη ποιητικά: «Και πόσο παράξενα αντρειεύεσαι μιλώντας με τους πεθαμένους, όταν δε φτάνουν πια οι ζωντανοί που σου απομέναν» («Πάνω σ’ έναν ξένο στίχο»). Οι ποιητές πρόγονοι επανέρχονται λοιπόν κάποτε επίμονα και βασανιστικά.
Ενώ ο Δημήτρης ταλαιπωρείται, ο Αρχίλοχος συνομιλεί με την περίφημη Νεοβούλη, τη θυγατέρα του Λυκάμβη, την οποία ακολουθεί στις ακρογιαλιές της Πάρου. «Και η Αφροδίτη με τα λευκά της πέπλα, χόρευε στο μελτέμι, κατάλευκη (…) με τη θαλάσσια αύρα απ’ τ’ ανοιχτά, που κυρίευε το μυαλό των ερωτευμένων, θεά της πιστής τους ύπαρξης». Οι σκηνές της ειρηνικής ζωής παρουσιάζονται ολοζώντανες, γεγονός που αποδεικνύει ότι το διάστημα των 2.500 χρόνων που μεσολάβησαν, δεν είναι τόσο μεγάλο όσο φανταζόμαστε. Η ευτυχία όμως δεν κρατάει πολύ. Η αθέτηση της υπόσχεσης γάμου από τον πατέρα της κοπέλας αποτελεί άλλη μια μορφή αντιστροφής και προκαλεί την οργή του ποιητή. «Πώς να
περίμενε ότι αυτός, ο φίλος του πατέρα του, σεβαστός στην παριανή κοινωνία, θα απαρνιόταν το λόγο του; Άσε που ο πιθανός ιερός όρκος θα έμοιαζε με πράξη δυσπιστίας, ενώ ο αρραβώνας θα έπρεπε να περιβάλλεται με χαρές και γλέντια». Αντιστρέφεται λοιπόν ο όρκος σε πράξη μομφής, οι αρραβώνες σε αντεκδίκηση και οι ύμνοι και οι έπαινοι σε σκωπτικούς και συκοφαντικούς στίχους. Η κοπέλα που αρνήθηκε τον ποιητή συνεχίζει να διασύρεται στον αιώνα τον άπαντα. «Η Νεοβούλη που αγάπησε δεν υπήρχε πια. Στη θέση
της ένα βουβό ξόανο, μια νεκρή Αφροδίτη». Αλλού περιγράφονται εκτενέστερα τα συναισθήματα της οργής που τον διακατέχουν: «Αραγε ποτέ δεν τον αγάπησε; Ο έρωτάς της ήταν ένα ψέμα που εξανεμίστηκε στην πρώτη δυσκολία, που υποτάχθηκε στην πατρική εντολή;»
Ο γάμος της Νεοβούλης με πλούσιο έμπορο από τη Μίλητο αποτελεί αφορμή για μια ακόμη πειστική αναπαράσταση εποχής. Την προίκα της αποτελούσαν «πολύχρωμα υφάσματα απ’ τη Φοινίκη, ασημένια σκεύη απ’ την Κύπρο, σιτάρι από τους πλούσιους κάμπους της Αιγύπτου, τάπητες, ζώνες, είδη από δέρμα, μύρο σε μικρά φιαλίδια από τη Λυδία, πήλινες στάμνες από τη Μίλητο κι ό,τι μπορείς να φανταστείς». Ο ποιητής φροντίζει με τη σειρά του να της κάνει ένα καλό γαμήλιο δώρο:

Τώρα πια δεν ανθίζει όμοια το απαλό σου δέρμα γιατί μαράθηκε πια
απ’ τις ρυτίδες κι η μοίρα των κακών γηρατειών σε χτυπά
κι απ’ το ποθητό σου πρόσωπο η γλυκιά πεθυμιά πάει κι έφυγε.
Στ’ αλήθεια κατέπεσαν πάνω σου
αέρηδες από χειμωνιάτικες θύελλες, και πολύ συχνά…

Ως διέξοδος στον πληγωμένο εγωισμό του Αρχίλοχου παρουσιάζεται η αποστολή στην αποικία της Θάσου, που είχε ξεκινήσει ο πατέρας του. Ικανοποιείται με αυτόν τον τρόπο η κλίση του προς την περιπέτεια, του προσφέρεται νέο υλικό για ποιήματα, καθώς και ένα ευρύτατο πεδίο δραστηριότητας. Ο Δημήτρης, αντίθετα, δεν αποφεύγει τον εγκλεισμό σε ψυχιατρική κλινική, καθώς μένει εγκλωβισμένος στα δικά του αδιέξοδα, όπου πρωταγωνιστεί ο ποιητής. «Το βράδυ ήταν μακρύ, μα ο Αρχίλοχος επέστρεφε αγχώδης
αυτή τη φορά». Οι επισκέψεις του πραγματικά είναι συχνότερες και εντονότερες κάθε φορά και υποκαθιστούν-αντιστρέφουν τον πραγματικό κόσμο. Το 28° κεφάλαιο είναι το σημείο συνάντησης των δύο κόσμων. Ο ένας πρωταγωνιστής ξεφαντώνει στα συμπόσια, ενώ ο άλλος καταπίνει φάρμακα. Λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο το στοιχείο της ειρωνείας, που γίνεται εντονότερη καθώς οι ψυχίατροι παρακολουθούν την εξέλιξη και γνωματεύουν:

Α: «Απαγγέλλει ποιήματα με καταπληκτική αρτιότητα και ρυθμό. Αναρωτιέμαι αν προέρχονται από μια ισχυρή εμπειρία στο παρελθόν, που έχει θαφτεί στο υποσυνείδητό του».
Γ: «Πήρα συνέντευξη από τη μητέρα, τη γυναίκα, από παλιούς φίλους και συμμαθητές του. Τίποτα τέτοιο δεν προκύπτει».
Γ: «Τα στοιχεία είναι απόλυτα και καταιγιστικά. Ποιος θα μπορούσε να πει όχι;»

Στο μέσον του βιβλίου η αφήγηση κορυφώνεται (αποικισμός της Θάσου, περιγραφή των Φοινίκων εμπόρων, των τελετών, θυσιών κ.λπ). Σημαντικά γεγονότα είναι η επίθεση των περίφημων Σαΐων, καθώς και η επίθεση των Ναξίων και των Θρακών. Χαρακτηριστική είναι η απολογία του Αρχίλοχου για τη χαμένη ασπίδα, που αποτελεί μια μορφή αντιστροφής και υπεράσπισης του εαυτού:

Δε τη λες αδυναμία και ανανδρία την οπισθοχώρηση,
αν κάτω από την πίεση των θεών γίνει
εμείς το βάλαμε στα πόδια γρήγορα, την κατάλληλη ώρα (..)

Το ηρωικό ιδεώδες όχι μόνο υποχωρεί, αλλά και ανατρέπεται με τη βοήθεια της μυθολογίας («Ακόμα και ο Τήλεφος από την Αρκαδία» κ.λπ). Εξίσου αντεστραμμένη είναι και η ιδέα της υστεροφημίας, το περίφημο λαμπρό όνομα των ομηρικών ηρώων, για
το οποίο ζούσαν και πέθαιναν. Αντίθετα ο Αρχίλοχος καταρρίπτει παρόμοιες αντιλήψεις:

Κανένας σαν πεθάνει δεν μένει μες στους πολίτες ξακουσμένος και σεβαστός
μόνο οι ζωντανοί κυνηγάμε την εύνοια των ζωντανών
κι όσο για το νεκρό όλα μάταια πάντοτε καταντούν

Παρά την άποψη αυτή, ο Αρχίλοχος φαίνεται να συμμετέχει στις τυπικές εκδηλώσεις της εποχής του (Αποστολή στο Μαντείο των Δελφών, συμμετοχή στους Ολυμπιακούς αγώνες με τον ύμνο στον Ηρακλή). Η προσωπογραφία του (και στο εξώφυλλο του βιβλίου) έχει ειρωνική έκφραση, που αποδίδεται και περιγραφικά. Είναι ο ψηλόλιγνος μισθοφόρος «με τη γενειάδα, που του αποστέωνε το πρόσωπο και τόνιζε τα νευρώδη μπράτσα του, που ξεπρόβαλαν από το ριχτό στις πλάτες του ιμάτιο (…) Στεκόταν εκεί ασάλευτος, σαν απολιθωμένο άγαλμα αιώνων, ενώ ένα απρόσμενο μειδίαμα άρχισε να χαράζεται στα χείλη του, κοκαλωμένο κι ακατανόητο, τα μάτια του γυαλίζανε απόκοσμα και κοιτούσανε προς το υπερπέραν».
Η ειρωνεία ως γνώση της ανθρώπινης κατάστασης, της ανασφάλειας και των ανατροπών που τη συνοδεύουν, χαρακτηρίζει την ώριμη ζωή και το έργο του αρχαίου ποιητή. Πρόκειται για διαφορετικές περιπτώσεις που αφορούν σε:

α) Φυσικά φαινόμενα (έκλειψη ήλιου):
Τίποτε δεν είναι απρόσμενο (…) από την ώρα που ο πατέρας των Ολυμπίων Δίας
μες στο μεσημέρι έκανε νύχτα, κρύβοντας το φως
β) Πολιτικές μεταβολές στην αρχαία πόλη-κράτος:
Γλαύκε, το νου σου γιατί το βαθύ πέλαγο είναι τρικυμισμένο
γ) Προσωπικές ανατροπές και αντιπαλότητες (κατώτερος κοινωνικά ως γιος μίας δούλης, ανεπιθύμητος στην πατρίδα του αλλά και εχθρός στην αποικία, απορριπτέος από τη Νεοβούλη). Δεν είναι τυχαίο λοιπόν το γεγονός ότι ο Αρχίλοχος αναζητεί δικαίωση στο μέλλον, αφού η αναγνώρισή του γίνεται κυρίως τους τρεις τελευταίους αιώνες. Στο μυθιστόρημα βρίσκει αναγνώριση από τον Δημήτρη. Εμμονή ή παραλήρημα, σε κάποιο
σημείο ο Αρχίλοχος φτάνει να απειλεί τη ζωή του θαυμαστή του, που σώζεται μόνο όταν ο πρώτος επιστρέφει κινηματογραφικά στον ζωτικό χώρο του, δηλαδή το βιβλίο του.

Τα βιβλία είχαν αρχίσει να τυλίγουν γύρω-γύρω με τις σελίδες τους τον Αρχίλοχο, που πλέον ήταν δυσδιάκριτος κι έμοιαζε με μια χαρτώδη μάζα, απολίθωμα των αιώνων. Σταδιακά άρχισε να ατονεί σαν ιστόγραμμα, που έσβηνε στην κινηματογραφική οθόνη και χάθηκε το ίδιο απρόσμενα όπως είχε παρουσιαστεί.
Το μυθιστόρημα λοιπόν του Αρχίλοχου παίρνει αστυνομική πλοκή. Έχουμε ήδη μια εξαφάνιση (του Δημήτρη από την κλινική) και μια σειρά από αιματηρά περιστατικά (μάχες, μονομαχίες, επιθέσεις κ.λπ.) που κορυφώνονται στον θάνατο του ποιητή από πολεμιστές της Νάξου που χτυπάνε την πατρίδα του. Ο αναγνώστης πραγματικά συμπάσχει, γιατί έχει φτάσει στο σημείο να συμπαθεί τον Αρχίλοχο, που του είναι πια ένα οικείο πρόσωπο. (Κι
αυτό αποτελεί επίτευγμα του συγγραφέα). Ο Καλώνδας ή Κόρακας παραδίδεται ως δολοφόνος του -δεν είναι θεός αλλά μοιράζει τον θάνατο. «Μαυριδερός, με ολόμαυρα γένια, συνέχεια του σκούρου προσώπου του, που δύσκολα ξεχώριζε, που νόμιζες ότι αντίκριζες
μπροστά σου τον ίδιο τον Άδη». Όλα διαλύονται με τον θάνατό του και δημιουργούν «μικρά κομματάκια, ήρωες θρυμματισμένους, άθλους διαλυμένους, χαρακτήρες αποσαθρωμένους, διάχυτους στην ατμόσφαιρα του τόπου, ουσίες και απουσίες, ψηφίδες ιστορικής αλήθειας».
Στο τελευταίο κεφάλαιο, μετά τον εικονικό θάνατο του Αρχίλοχου, ο Δημήτρης καταφέρνει να τον ανακαλέσει στη ζωή και να διαλύσει κάποιες παρανοήσεις σχετικά με τους δυο τους, καθώς και να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματά του. Ο πρεσβύτερος διδάσκει τον απόγονο. («Εσύ, ήθελες να ξεφύγεις με κάθε τρόπο από την τελειότητα (,..)Ένας αναμφισβήτητα ηθικός ήρωας δεν θα ταίριαζε στην επανάστασή σου. Έπεσες όμως σε μια καινούργια παγίδα. Σε ένα στρεβλωτικό πάθος, που το έβαλες πάνω από όλα, σε θεράπευσε από τον προηγούμενο εαυτό σου, αλλά σε έριξε σε μια πλάνη, σε μια φρεναπάτη»). Το τελικό συμπέρασμα, «Όλα είναι και δεν είναι, υπάρχουν και δεν υπάρχουν», συγχωνεύεται με τη σιωπή των αιώνων. Η αμφισημία αυτή, ως ένα αιώνιο παιχνίδι αντιστροφής, συνοδεύει τους ανθρώπους μέχρι το τέλος.
Στο μυθιστόρημα Ο Αρχίλοχός του ο Γρ. Τεχλεμετζής δημιουργεί ένα πορτρέτο του αρχαίου λυρικού ποιητή που έλειπε από την ελληνική βιβλιογραφία. Αξιοσημείωτη είναι η έρευνά του καθώς και η συγκέντρωση του σχετικού υλικού -ποιητικού, ιστορικού και
ιστοριογραφικού. Το επίμετρο αποδεικνύεται ιδιαίτερα χρήσιμο, καθώς και η παράθεση των πρωτότυπων αποσπασμάτων και των βιβλιογραφικών αναφορών. Η αναπαράσταση της εποχής είναι επιτυχημένη και το πρόσωπο του Αρχίλοχου γίνεται οικείο και προσιτό στον σύγχρονο αναγνώστη. Η εποχή του άλλωστε (7ος αιώνας π.Χ.) είναι μια εποχή ανακατατάξεων και αντινομιών, που μοιάζει κάπως με τη σημερινή. Η αντιστροφή παρόντος-παρελθόντος, μύθου-ιστορίας, ηρωικής-αντιηρωικής συμπεριφοράς, φαντασίας-
πραγματικότητας, ταυτότητας-ετερότητας συνοδεύεται από την ανάδειξη των αξιών της λυρικής εποχής. Η δύναμη, ο πλούτος, τα νιάτα, η γνώση, η ζωή αναθεωρούνται ως αξίες και τίθενται σε επανεξέταση. Η ποίηση του Αρχίλοχου συμβάλλει λοιπόν στην αναθεώρηση των ιδεών με τον εξεταστικό και ανατρεπτικό της τόνο. Μια εποχή ανατροπών όπως η σημερινή χρειάζεται ίσως περισσότερο από ποτέ μιαν ισχυρή και αποφασιστική φωνή. Ο σύγχρονος ήρωας του βιβλίου συντονίζεται στο τέλος με τη φωνή αυτή και αλλάζει τη ζωή του. Αξίζει λοιπόν να την ακούσουμε.

.

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΤΣΕΛΙΚΗΣ

Ο Γρηγόρης Τεχλεμετζής είναι γνωστός πεζογράφος. Το 2007 από τις εκδόσεις «Ηριδανός» κυκλοφόρησε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Αφιερωμένο στην Έλενα». Ενώ το δεύτερο μυθιστόρημά του «Ο Αρχίλοχός του» κυκλοφόρησε το 2016 από τις εκδόσεις «Γαβριηλίδης». Ενδιάμεσα το 2010 κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων του «Η όψη» από τις εκδόσεις «Γκοβόστη». Η δραστηριότητα του Τεχλεμετζή στο χώρο των γραμμάτων συμπληρώνεται με το δοκίμιο για την πεζογραφία και την ποίηση και από το 2011 διευθύνει το λογοτεχνικό περιοδικό «Ο Σίσυφος», στο οποίο επιμελήθηκε αρκετά αφιερώματα χωρίς με όλα αυτά να εξαντλείται η ενασχόλησή του με τον ευρύ χώρο της λογοτεχνίας.
Το ανά χείρας δεύτερο μυθιστόρημά του ο ίδιος το εντάσσει στο γραμματειακό είδος του ιστορικού μυθιστορήματος. Έχει όμως και ένα χαρακτήρα φιλολογικής μελέτης καθώς παραθέτει (σσ. 321 – 341 + 2 σσ.) στοιχεία για τη ζωή και κυρίως για την ποίηση του
Αρχίλοχου, του οποίου το floruit (η ακμή του) τοποθετείται στο πρώτο μισό του 7ου αε π.Χ. Αλλά το μυθιστόρημα αυτό έχει συγγένεια, νομίζω, και με τη λεγάμενη Λογοτεχνική Ψυχολογία καθώς σε βάθος και με λεπτομέρειες διαγράφει τη ψυχική ζωή του ποιητή Αρχίλοχου· επομένως, μπορούμε να το εντάξουμε και στο ψυχολογικό μυθιστόρημα, καθώς ο Τεχλεμετζής μας παρουσιάζει έναν πολύμορφο τύπο ανθρώπου με λεπτομερή ανάλυση της ψυχοσύνθεσής του και με αυτόν τον τρόπο μας προκαλεί αισθητική συγκίνηση.
Απ’ όσα, εγώ τουλάχιστο, γνωρίζω στην ελληνική γραμματεία δεν υπάρχουν άλλα πεζογραφήματα στην ουσία και στο ύφος όμοια μ’ αυτό το μυθιστόρημα. Έτσι δεν μπορούμε να το συσχετίσουμε με όμοια έργα άλλων δημιουργών και να το αξιολογήσουμε ανάλογα.
Είναι μοναδικό στο είδος του.
Ο τίτλος του μυθιστορήματος «Ο Αρχίλοχός του» αποτελεί μια προσήμανση του περιεχομένου του. Ο ενεργός, λοιπόν, τίτλος διεγείρει τους μνημονικούς συνειρμούς του αναγνώστη και ανακαλεί στη μνήμη του τυχόν διαβάσματα, γνώσεις για τη ζωή, το έργο και
την εποχή του Αρχίλοχου ή προκαλεί και άλλους συνειρμούς γενικά ιστορικούς. Αλλά η κτητική αντωνυμία «του» του τίτλου «Ο Αρχίλοχός του» παραπέμπει σε προσωπική σχέση του ποιητικού υποκειμένου με τον ποιητή που έζησε χιλιάδες χρόνια πιο μπροστά. Ποια είναι όμως αυτή η σχέση; Έχουμε, λοιπόν, και μ’ αυτό το ερώτημα μια ακόμη εγερτική δύναμη του ενδιαφέροντος του αναγνώστη, για να διαβάσει το μυθιστόρημα.
Για να σχηματίσει ο αναγνώστης μια προαναγνωστική εικόνα του βιβλίου, περιγράφουμε εν συντομία το περιεχόμενό του.
Στη σελίδα 9 παραθέτει ο συγγραφέας, σαν μότο, ένα τετράστιχο από το «Μυθιστόρημα Γ’, 1935» του Γιώργου Σεφέρη που αναφέρεται στην εθνική μας παράδοση:
«Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια
[..·]
έτσι ενώθηκε η ζωή μας και θα είναι πολύ δύσκολο να ξαναχωρίσει».
Το αφηγηματικό υλικό του μυθιστορήματος μοιράζεται σε Ν'(50) κεφάλαια κανονικά σε έκταση ή σύντομα ή και πολύ σύντομα που συνολικά καλύπτουν 306 σελίδες. Το κάθε κεφ. έχει επικεφαλίδα που χρησιμεύει και αυτή ως προσήμανση του περιεχομένου του. Οι περισσότερες απ’ αυτές τις επικεφαλίδες παραπέμπουν με τον αριθμητικό τους δείχτη σε επεξηγηματικές σημειώσεις επόμενων σελίδων, οι οποίες κι αυτές παραπέμπουν σε «αποσπάσματα – ποιημάτων του Αρχίλοχου ή άλλων – που χρησιμοποιήθηκαν στο βιβλίο» προηγουμένων σελίδων. Ακολουθεί, μετά τα κεφ. ο Επίλογος (σσ. 317-319), διαφωτιστικός για τον αναγνώστη καθώς σ’ αυτόν εξηγεί ο μυθιστοριογράφος τον τρόπο σύνθεσης του μυθιστορήματος, στο οποίο έχουμε το συγκερασμό δύο εποχών, του 7ου αι. π.Χ. και του παρόντος με τη συνύπαρξη δύο ανθρώπων – ηρώων του έργου, του ποιητή -πολεμιστή Αρχίλοχου και του Δημήτρη, ενός συνήθους τύπου ανθρώπου της εποχής μας και ο οποίος υποδύεται τον Αρχίλοχο και τελικά ταυτίζεται μ’ αυτόν που αποτελεί το ίνδαλμά του. Παρουσιάζεται, λοιπόν, και ενεργεί ο Δημήτρης ως Αρχίλοχος, γι’ αυτό και ο τίτλος με την κτητική αντωνυμία «του», «Ο Αρχίλοχός του». Κατατοπιστικός, λοιπόν, ο Επίλογος για τον αναγνώστη. Γι’ αυτό και στη σελίδα 10 συνιστά ο συγγραφέας στους αναγνώστες να διαβάσουν πρώτα τον Επίλογο.
Επίσης στον Επίλογο αξιολογείται ο Αρχίλοχος ως άνθρωπος και ως ποιητής. Ως άνθρωπος υπήρξε αμφιλεγόμενος, ως ποιητής θεωρήθηκε μεγάλος, ως ο πρώτος Ευρωπαίος ποιητής που έστρεψε την ποίηση από το επικό κλέος στον έσω άνθρωπο και η αρχαιότητα τον έστησε δίπλα στον Όμηρο.
Στη συνέχεια έχουμε, όπως σημειώσαμε πιο πάνω, «τα αποσπάσματα που χρησιμοποιήθηκαν στο βιβλίο» (σσ. 321-330), και τις «Σημειώσεις» (175 τον αριθμό), οι οποίες παραπέμπουν στα πιο πάνω αποσπάσματα. Κλείνει το βιβλίο με την «Βιβλιογραφία» (Ειδική για τον Αρχίλοχο) και «Γενική βιβλιογραφία» (Ενδεικτική) και με τις «Ευχαριστίες» προς όσους βοήθησαν στη συγγραφή και την έκδοση του βιβλίου.
Σύμφωνα με τα παραπάνω: σημειώσεις, αποσπάσματα, κ.ά. δικαιολογείται νομίζω η άποψη ότι το μυθιστόρημα αυτό του Γρήγορή Τεχλεμετζή έχει και ένα χαρακτήρα φιλολογικής μελέτης.
Αυτή είναι η δομή και η εικόνα του έργου. Προαναγνωστικά, λοιπόν, ο αναγνώστης, βιώνει, τρόπον τινά, οπτικά το σώμα του μυθιστορήματος.
Ως προς την αφηγηματική τεχνική του παρατηρούμε πως στην πραγματικότητα βασικός αφηγητής είναι ο Δημήτρης που τελικά ταυτίζεται, όπως προαναφέρθηκε, με τον Αρχίλοχο. Πάνω όμως και από αυτόν υπάρχει ο παντεπόπτης, παντογνώστης αφηγητής, εξωτερικός, ουδέτερος που μοιράζει κάθε φορά τη δράση στα διάφορα πρόσωπα και δίνει το λόγο μια στον έναν και μια στον άλλον. Έτσι δημιουργεί θεατρική ατμόσφαιρα. Συνεχώς ο παντεπόπτης αφηγητής, σύμφωνα με τη ροή των γεγονότων, περιφέρει το φακό
του και εστιάζει μια εδώ και μια εκεί, όπου δηλαδή εντοπίζεται το ενδιαφέρον. Ενεργεί δηλαδή σαν σκηνοθέτης ανάλογα με τη διάρθρωση του περιεχομένου σε μέρη και με τις ανάγκες των διαφόρων σκηνών και επεισοδίων. Όλες, λοιπόν, οι φωνές των δρώντων
προσώπων πηγάζουν από τον παντογνώστη αφηγητή. Απ’ αυτά τα πρόσωπα άλλα είναι ιστορικά, συμπολεμιστές, σύντροφοι, φίλοι ή εχθροί του Αρχίλοχου και άλλα είναι πλαστά, επινοημένα από τον μυθιστοριογράφο, γιατί είναι απαραίτητα για την οικονομία του μύθου, την προώθησή του, τη δέση και τη λύση της πλοκής. Όλα αυτά τα πρόσωπα σκιαγραφούνται αδρομερώς πλην όμως με την ψυχολογική αλήθεια του καθένα χωριστά.
Ορισμένα κεφάλαια αναφέρονται, όπως και ο Επίλογος, στον τρόπο γραφής του μυθιστορήματος. Το κεφ. για παράδειγμα ΛΘ’ είναι τέτοιο, ενώ πιο ενδεικτικό, πιο αποκαλυπτικό για τη γραφή του μυθιστορήματος είναι το κεφ. ΜΘ’.
Ως προς την εξελικτική τους αλληλουχία τα κεφ. με τα διάφορα γεγονότα, επεισόδια και άλλα μέρη τους παρατηρούμε πως το Α’ κεφ. αναφέρεται πρωθύστερα σε μεταγενέστερο γεγονός, στο τελικό ταξίδι του Αρχίλοχου στην Πάρο· η κανονική του θέση είναι
μετά το κεφ. ΜΖ’, στο οποίο παρακολουθούμε την εξαπάτηση του Αρχίλοχου από τον Κηρυκίδη, που είναι ένας άνθρωπος του Μύρωνα, ο οποίος διέκειτο εχθρικά προς τον Αρχίλοχο που με δηκτικούς στίχους τον έθιγε. Ο Κηρυκίδης τελικά έπεισε τον Αρχίλοχο
ότι τάχα τον αναζητά και τον περιμένει στην Πάρο η Νεοβούλη, η πρώην αρραβωνιαστικιά του. Το ταξίδι του Αρχίλοχου προς την Πάρο, που έχουμε στο Α’ κεφ. κατά το οποίο ανασκοπεί απολογιστικά όλα τα πεπραγμένα της ζωής του, χωρίς βέβαια να αναφέρεται το όνομα του Αρχίλοχου για λόγους πρόκλησης του αναγνωστικού ενδιαφέροντος, είναι το τελευταίο, όπως προαναφέρθηκε, πριν το θάνατό του.
Ο Αρχίλοχος τώρα, στο κεφ. Α’ είναι κουρασμένος από την έντονη και ταραχώδη ζωή του, «Μόνο ένα σπιτάκι αναζητούσε (πλέον), ένα ζεστό παραγώνι, μια όμορφη σκλάβα να τον ποδένει το πρωί με τα λευκά χεράκια της, για να κινήσει για το χωράφι του, παρέα με τους υποτακτικούς, ενώ το σούρουπο σε σπίτια φίλων να σκαρώνει στιχάκια, πειράζοντας τους πάντες, γελώντας χορτάτος κι ευτυχισμένος» (σ. 14), αφήνοντας πίσω του όλη την περιπετειώδη ζωή του. Τώρα ο ποιητής – πολεμιστής βρίσκεται στη γενέτειρά του, την Πάρο, για την οποία είναι έτοιμος και πρόθυμος να πολεμήσει μαζί με τους φίλους του.
Ανάμεσα στα δύο αυτά κεφ. (Α’ και ΜΖ’) εγκιβωτίζονται, όπως γίνεται και στην Οδύσσεια του Ομήρου, τα κεφ. από το Β’ ως και το ΜΣΤ’, το οποίο συνδέεται με το Α’ καθώς «πλησίαζε η ώρα. Επιτέλους πλησίαζε» (σ. 288) που θα πατούσε και πάλι ο ποιητής
το πόδι του στην Πάρο. Σ’ αυτό το κεφάλαιο καταστρώνεται από τον Μύρωνα και τον Κηρυκίδη η παραπλάνηση-εξαπάτηση του Αρχίλοχου, η οποία πραγματοποιείται στο επόμενο, όπως προαναφέρθηκε, κεφ. ΜΖ’.
Σ’ αυτά τα εγκιβωτισμένα κεφ. έχουμε συνεχή αλλαγή του χρονότοπου· από το παρελθόν στο παρόν και από το παρόν στο παρελθόν από την Αθήνα, όπου άρχισε η δράση του Δημήτρη-Αρχίλοχου, στην Πάρο, στη Θάσο και αλλού. Παράλληλα αρχίζει και εκτυλίσσεται η ζωή του Αρχίλοχου: η παιδική του ηλικία, η συνάντησή σου με τις Μούσες («πού να ήξερε τι έγνεθαν γι’ αυτόν οι Μοίρες») (σ. 26), η άνδρωσή του με τη συνεύρεση με μια πόρνη στην Κόρινθο. Στη συνέχεια παρακολουθούμε άλλα γεγονότα της ζωής του σύμφωνα με τη χρονική τους ακολουθία, τον αρραβώνα του με τη Νεοβούλη, τη σχέση του με τον πατέρα της Λυκάμβη, τη διάλυση του αρραβώνα, τις περιπέτειές του με τους Σαΐους της Θράκης στη Θάσο, την αποικία που ίδρυσε ο πατέρας του Τελεσικλής, την αποστολή στους Ολυμπιακούς αγώνες και άλλα, όλα δοσμένα από τον Δη μήτρη που είναι ήδη μια διχασμένη προσωπικότητα, έγκλειστος σε ψυχιατρική κλινική.
Στο κεφ. Μ’ με ορισμένες παρεκβάσεις διακόπτεται η εξελικτική δομή των γεγονότων και ο αναγνώστης παρασύρεται σε κάτι διαφορετικό και διασκεδαστικό. Αυτές οι εμβόλιμες διηγήσεις άλλων προσώπων αποτελούν ένα είδος διαλείμματος.
Στο μεταξύ, μετά το γυρισμό του Αρχίλοχου στην Πάρο, επίκειται, πλησιάζει η συμπλοκή Παρίων και Ναξίων. Τοπία ανακαλούνται στη μνήμη του και εναλλάσσονται μπροστά στα μάτια του. Ζει το παρελθόν, τις περιπέτειές του ως μισθοφόρος. Όμως οι εχθροί ήρθαν, άρχισε η συμπλοκή. Παρακολουθούμε λεπτομέρειες της μάχης, της ναυμαχίας, τη σκηνή της τελευταίας συμπλοκής με τον Καλώνδα (Κόρακα). Ο Αρχίλοχος χωρίς την περικεφαλαία, ακάλυπτο το κεφάλι του. Για μια στιγμή ύψωσε την ασπίδα ψηλά να προστατέψει το γυμνό κεφάλι του και ο Κόρακας τότε τρύπησε με ορμή την κοιλιά του. «Το αίμα πετάχτηκε σιντριβάνι, ο Αρχίλοχος γονάτισε […] Μαύρο σκοτάδι άρχισε να πλημμυρίζει τα μάτια του. Πλοία, ακρογιαλιές, όμορφα κορίτσια, γλυκά σύκα, το πρόσωπο της μάνας του και το αναπάντεχο χαμόγελο της ολόξανθης Νεοβούλης, όλα κατέρρεαν μέσα σε λίγες στιγμές» (σσ. 302-303). Ο Αρχίλοχος σκοτώθηκε, πάει ο μεγάλος ποιητής και πολεμιστής. Στα μεταγενέστερα χρόνια λατρεύτηκε ως ήρωας· πράγμα που ίσως να μην τον ενδιέφερε καθόλου.
Όλα αυτά τα βλέπει και τα ζει ο Δημήτρης που υποδύεται τον Αρχίλοχο. Ο Δημήτρης – Αρχίλοχος τρόφιμος πλέον του ψυχιατρείου διερωτάται «Τι να κάνω τώρα; Είμαι μόνος μου. Ο Αρχίλοχος πέθανε. Ποιος θα μου λέει ιστορίες για έρωτες, αποίκους και μάχες; Ποιος θα μου τραγουδάει στον ύπνο μου; Είμαι μόνος μου. Ο Αρχίλοχος πέθανε». Άγρια μεσάνυχτα, πετάχτηκε από το κρεβάτι του και βρέθηκε στο προαύλιο. Τράβηξε κατευθείαν στο φρουρό της εισόδου. Ζήτησε χαρτί και στυλό για να γράψει γράμμα στους δικούς του. «Ο γιατρός μου είπε ότι είναι ωφέλιμο να εκφράζω τις σκέψεις μου. Το ξέρετε και ’σεις τόσα χρόνια στο ψυχιατρείο». Τελικά ανήσυχος και προβληματισμένος ο φρουρός του έδωσε ένα στυλό και ένα ολόκληρο μπλοκ, όπως επίμονα το ζητούσε ο Δημήτρης. Πήγε στο δωμάτιό του και άρχισε να γράφει παθιασμένα: «Ο Αρχίλοχός του», ιστορικό μυθιστόρημα. Η κατάστασή του βελτιωνόταν άρδην, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Πώς έγινε αυτή η
μεταστροφή; Κανείς δεν ήξερε το λόγο. Σε λίγες μέρες βγήκε από το ψυχιατρείο θεραπευμένος (κεφ. ΜΘ’).
Έτσι φαίνεται λειτουργεί η λογοτεχνία, λυτρωτικά, θεραπευτικά.
Ο Δημήτρης συγγραφέας πλέον «εξακολουθούσε να περνά το χρόνο του γράφοντας. Το μυθιστόρημα προχωρούσε με γοργούς ρυθμούς», (σ. 310). Και όμως «αισθανόταν έντονα αντιφατικός και διχασμένος, ειδικά όταν έφτασε στο τελευταίο κεφάλαιο, κοιτώντας αμήχανος τη λευκή σελίδα που κείτονταν μπροστά του», (σ. 310).
Δεν είχε αποδεσμευθεί πλήρως από τον Αρχίλοχο, η λύτρωσή του δεν ήταν πλήρης.
Στο τελευταίο κεφ. (Ν’) η συνάντηση του Δημήτρη με το νεκρό Αρχίλοχο, δηλαδή με την ψυχή του, το είδωλό του είναι αποτελεσματική, ευεργετική. Και με τις εξηγήσεις του Αρχίλοχου σχετικά με τη γραφή και την αλήθεια των ποιημάτων του και γενικά της
λογοτεχνίας απαλλάσσεται από την πλάνη του να θεωρεί αληθινά όσα διάβαζε στα ποιήματα.
Ο Γρηγόρης Τεχμελετζής ακολουθεί σ’ αυτό το κεφ. πιστά, θα έλεγα, τη «νέκυια» της 11ης (λ) ραψωδίας της Οδύσσειας του Ομήρου. Έχουμε, λοιπόν, και εδώ την «εις Άδου κάθοδον» του Δημήτρη, για να τελέσεις με προσφορές τη «νέκυια», τη μαγική τελετή, με
την οποία τα πνεύματα των νεκρών αναβιβάζονται και ερωτώνται περί του μέλλοντος. Μέσω αυτής της τελετής ο Δημήτρης συναντά τον Αρχίλοχο, όπως ο Οδυσσέας συνάντησε τον μάντη Τειρεσία, από τον οποίο έμαθε ποια θα ήταν η συνέχεια του ταξιδιού του για
την Ιθάκη. Ενώ ο Δημήτρης με όσα του είπε ο Αρχίλοχος θεραπεύτηκε, λυτρώθηκε πλήρως. Το μυθιστόρημα κλείνει κυκλικά με ένα δίστιχο:
«Μήτε κι η σιωπή είναι πια δική σου
εδώ που σταμάτησαν οι μυλόπετρες»,
πάλι του Γιώργου Σεφέρη από τη Γυμνοπαιδία, Β’ Μυκήνες, 1935.
Το μυθιστόρημα αυτό («Ο Αρχίλοχός του») δεν ήταν εύκολο ούτε στη γραφή ούτε και στην ανάγνωσή του είναι εύκολο. Ο αναγνώστης ας ξεκινήσει το διάβασμά του ανορθόδοξα, από τον Επίλογο, (σσ. 317-319), όπως συνιστά και ο μυθιστοριογράφος (σ. 10).
Τα πρώτα κεφάλαια είναι πληροφοριακά, ενημερώνουν τον αναγνώστη, για να αντιληφθεί ότι ο Δημήτρης θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη του μύθου, της υπόθεσης. Ο Δημήτρης βαθμηδόν θα παρουσιαστεί ως υποδυόμενος τον Αρχίλοχο, με τον οποίο στη συνέχεια θα ταυτιστεί. Στο σημείο αυτό έχουμε τη δέση της υπόθεσης, του μύθου και από το σημείο που ο Αρχίλοχος (Δημήτρης) εξαπατάται από τον Κηρυκίδη κορυφώνεται η πλοκή του μύθου και στρέφεται προς τη λύση.
Η γλώσσα του μυθιστορήματος είναι λιτή, όπως συνηθίζεται στην πεζογραφία. Όμως σε αρκετά σημεία με έντονες μεταφορικές φράσεις, εικόνες εύγλωττες, με αιφνίδιες διαφυγές λυρισμού η γλώσσα κλίνει προς την ποίηση και το ύφος γίνεται γλαφυρό. Σε άλλα σημεία πάλι η βωμολοχία εντυπωσιάζει, ίσως δυσάρεστα, τον αναγνώστη. Όλος αυτός ο εκφραστικός τρόπος, του Γρηγόρη Τεχλεμετζή είναι, νομίζω, εσκεμμένος, γιατί έτσι επιδιώκει να ευαρμοστεί αυτός με τον τρόπο έκφρασης του μεγάλου ποιητή Αρχίλοχου.

 .

ΣΤΟ ΕΡΓΑΣΤΉΡΙ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΈΑ

FRACTAL 02/11/2016

Γιατί αρχαιότητα στη λογοτεχνία; Και γιατί Αρχαϊκή εποχή, λυρική ποίηση και Αρχίλοχος;

Με αφορμή το μυθιστόρημά μου Ο Αρχίλοχός του/ Γαβριηλίδης 2016[1].

Η συγγραφή αυτού του βιβλίου ξεκίνησε από την αγάπη μου για τον αρχαίο κόσμο. Θα επιθυμούσα ο σύγχρονος άνθρωπος να στραφεί στην απλότητα, την ευθύτητα και το λαγαρό και αφτιασίδωτο πνεύμα της αρχαιότητας, όχι από προγονολατρεία, αλλά γιατί νομίζω ότι από εκεί μπορεί να αντλήσει τις στάσεις ζωής που θα μπορούσαν να τον καθορίσουν και να τον κάνουν ευτυχισμένο.

Για παράδειγμα η ενότητα σώματος και ψυχής και όχι η πνευματική προτεραιότητα, που στις μετέπειτα εποχές επικράτησε και ώς ένα βαθμό αποκαταστήθηκε από την Αναγέννηση, είναι ένα ενδιαφέρον στοιχείο που θα ήθελα να προβάλω.

Μην ξεχνάμε ότι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν θεοποιήσει τον έρωτα, στο όνομα της Αφροδίτης και όχι μόνο, τιμώντας και τις δυο φύσεις της, την Ουρανία –την πνευματική- και την Πάνδημη –τη σαρκική. Ή θα μπορούσαμε να θυμηθούμε το χιλιοειπωμένο «νους υγιής και σώματι υγιή», που από μόνο του μπορεί να ακούγεται επιδερμικό, αλλά προσαρμοσμένο στην αρχαία στάση ζωής αναδεικνύει ένα σημαντικό νόημα. Η αντιμετώπιση του γυμνού κάλους ώς φυσιολογικού και ο θαυμασμός του ωραίου, όπως και κάποτε η περιγραφή αντικειμενικά και χωρίς συστολές και απέχθειες των ερωτικών και των σεξουαλικών συμβάντων είναι μερικά στοιχεία που συνδέονται με το θέμα.

Αυτοί είναι και οι σημαντικότεροι λόγοι που το μυθιστόρημά μου διαδραματίζεται σε δυο εποχές, στην αρχαία και τη σημερινή, και υπάρχουν δυο ήρωες, ή αντιήρωες αν θέλετε, ο Αρχίλοχος και ο Δημήτρης.

Η σχέση τους, είτε αντιθετική είτε αναλογίας, άλλοτε έμμεση και άλλοτε άμεση, είναι αυτή που αναδεικνύει την αντιμετώπιση κοινών προβλημάτων, του παρόντος και του παρελθόντος, υπό δυο διαφορετικά πρίσματα.

Γιατί τώρα Αρχαϊκή εποχή, λυρική ποίηση και Αρχίλοχος;

Η Αρχαϊκή εποχή είναι ένας ρευστός κόσμος, αυτός του αποικισμού, των πολέμων και των ανταγωνισμών, της παρουσίας των τυράννων, της ανάπτυξης του εμπορίου και της τιμοκρατίας, και της σταδιακής και δειλής ενίσχυσης του δήμου.

Είναι ένα ηφαίστειο που βράζει. Μια καταπίνει πράγματα και χάνονται, ενώ άλλα από ρευστά στερεοποιούνται, δημιουργώντας ένα νέο ελληνικό τοπίο. Είναι μια γοητευτική εποχή μετασχηματισμών και το ότι σχεδόν τίποτα δεν είναι σταθερό μας κάνει να παίρνουμε θέσεις, τασσόμενοι στο πλευρό απόψεων, με βάση την εποχή μας, γιατί αυτή αποτελεί αναπόφευκτο κριτήριο και εισέρχεται εκούσια ή ακούσια σε κάθε ιστορικό μυθιστόρημα αλλά και αναγνώστη.

Η λυρική ποίηση συνάμα, με πρωτεργάτη τον Αρχίλοχο, στράφηκε για πρώτη φορά άμεσα και απροκάλυπτα στον καθημερινό άνθρωπο, με τις αδυναμίες του, τις ζήλιες, τα πάθη, τους έρωτές, τον πόνο του, τα υπαρξιακά ερωτήματα του και τόσα άλλα, μικρά αλλά ταυτοχρόνως μεγάλα, γιατί ορίζουν τη ζωή μας. Απομακρύνθηκε συχνά από τους ηρωισμούς και γκρέμισε κάποτε αριστοκρατικά πρότυπα, προετοιμάζοντας και ανοίγοντας το δρόμο στην Κλασική εποχή.

Ο Αρχίλοχος, αν αληθεύει η βιογραφία που έχουμε σχηματίσει, γιατί υπάρχουν αμφισβητήσεις, κατά την ταπεινή μου γνώμη αποτελεί μια ιδιάζουσα περίπτωση. Έχει δυο καταγωγές, του αριστοκράτη και του δούλου, από πατέρα και μάνα αντίστοιχα, πατάει και στη σανίδα του λαϊκού εκφραστή και σε αυτή του σημαίνοντος προσώπου –π.χ. ώς γιός αποικιακού οικιστή.

Έτσι γκρέμισε το πρότυπο του επικού ήρωα πετώντας την ασπίδα του και του αριστοκράτη στρατηγού σατιρίζοντάς τον.

Έζησε τα σημαντικά γεγονότα της εποχής του ως πολίτης, άποικος και ίσως μισθοφόρος, ενώ ταυτοχρόνως τα καθημερινά, ώς συμποτικός ποιητής, διασκεδαστής και ερωτευμένος.

Τελικά, νομίζω, ότι αποτελεί μια επαναστατική προσωπικότητα που προσφέρεται για να μας δώσει μια μεγάλη φέτα από τον Αρχαϊκό κόσμο.

Ο Δημήτρης, από την άλλη, μας αποδίδει τον καθημερινό άνθρωπο, που πνίγεται στις υποχρεώσεις και στις δουλειές του. Τρέχει αλλά παραμένει ακίνητος, βιδωμένος στην πραγματικότητα. Ονειρεύεται τον Αρχίλοχο γιατί αυτός είναι ο ασυναίσθητος τρόπος του για να δραπετεύσει από τον εαυτό του, να νοιώσει ότι είναι κάποιος άλλος.

Το τι τελικά γίνεται μπορείτε να το διαβάσετε στο μυθιστόρημα.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.