ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΛΟΥΡΗ

Η Μαρία Κουλούρη γεννήθηκε στη Χαλκίδα το ΐ975· Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Από τις Εκδόσεις Μελάνι έχουν εκδοθεί τα βιβλία της με ποιήματα: Μουσείο άδειο, 2013 (Βραβείο «Γιάννη Βαρβέρη» Πρωτοεμφανιζόμενου Ποιητή της Εταιρείας Συγγραφέων), Ρολόγια και άλλοι χτύποι, 2015 (Βραβείο «Σωτηρίου Ματράγκα» της Ακαδημίας Αθηνών), Καθημερινά κρεβάτια, 2017. Το Αστικό ελάφι είναι το τέταρτο βιβλίο της. Από τις Εκδόσεις Le miel des anges έχει εκδοθεί στο Παρίσι η ανθολογία ποιημάτων της Lits quotidiens, 2018.
Στο Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου 2019, παρουσιάστηκε το υβριδικό της κείμενο Τροφή. Θεατρικά της μονόπρακτα έχουν παρουσιαστεί σε μορφή θεατρικού αναλογίου, από το Διεθνές Ινστιτούτο Θεάτρου της Αθήνας. Έχει γράψει το σενάριο της ταινίας μικρού μήκους Μη με λησμονεί.
Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες. Έχει συμμετάσχει σε διάφορα διεθνή φεστιβάλ ποίησης στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Εργάζεται ως λογοθεραπεύτρια, σύμβουλος ψυχικής υγείας, εκφραστική θεραπεύτρια και ως εμψυχώτρια θεατρικών ομάδων ενήλικων ατόμων με αυτισμό.

.

.

ΑΣΤΙΚΟ ΕΛΑΦΙ (2021)

ΑΣΚΗΣΗ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

Ένας δημόσιος χώρος είναι ο τόπος
κι ο χρόνος μιας εμφάνισης

Ευτυχώς όλα διφορούμενα στους χάρτες

Τα όρια είναι όρια γι’ αυτόν που
δεν μπορεί να περιμένει
Μπαίνει στη μάχη με την
τύχη κυνηγημένου ελαφιού
κι η απεραντοσύνη των δρόμων
γίνεται ο εφησυχασμός της αφάνειας

Αυτοσχέδια περιοχή η πόλη
ξεχνώντας κάθε ερώτηση
ετοιμάζεται για αναχώρηση
κι η έκταση δηλώνει
το στίγμα κάποιου που πέρασε

Αειφόρος η ανάπτυξη της απώλειας
Στα ίχνη του ενός τα βήματα του άλλου

Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΠΑΝΩ

Υπάρχει μια πόλη
0 ουρανός της σβήνει από τα πουλιά
Το φως χάνεται αργά όπως τα τρένα
τα παλιά μου όνειρα

Υπάρχει μια πόλη κάθε νύχτα υποχωρεί
Σκορπούν σε πλάνα αργόσυρτα μικρά
φιλιά ερίφια εφιάλτες
Μετά σκοτάδι κι ύστερα φως

Ουρανός
Πάνω απ’ όλα είναι ο ουρανός

ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ

Τη μέρα που ήρθες σε ’μένα
άφησα να φανεί κάτω από το δέρμα
το ανθρώπινό μου πρόσωπο
Γίδες σώμα χωρίς φύλο
ένα κεφάλι απαλλαγμένο
από το βάρος
Είδες στα μάτια μου
πάγους
δάση
ουρανό

Δεν πρόσεξες την πείνα
ούτε τα πόδια μου τρεμάμενα
στο καινούργιο τους πέλμα
Δεν ρώτησες αν η φύση χωράει
στην πόλη που κατοικείς

Φώναξες μόνο:
επιτέλους μαζί
και τότε ξεκίνησε
αυτό που αργότερα ονομάστηκε
αλόγιστη χρήση
των φυσικών μου πόρων

ΜΙΚΡΗ ΠΑΡΑΙΝΕΣΗ

Μια αδέσποτη ιδέα για επανάσταση
γεμίζει την πλατεία
Είναι η βροχή τη μέρα του καλοκαιριού
λίγο πριν αναρτηθούν οι απορίες
στα δάχτυλα αφοσιωμένων παραθεριστών
κι η ακίνητη θερμότητα
ακονίσει κατάποση κι ομιλία
Τα στόματα παραδομένα στην έκταση
ανοίγουν σε βράχους
κι απλώνουν στην επιφάνεια
την έκκριση του ιδρώτα

Όλοι στους δρόμους
Δεν προλαβαίνουν να αποποιηθούν
ενοχές κι ελπίδες
Με όση αγάπη απόμεινε στις τσέπες
ας καταλύσουμε την πόλη

ΑΣΤΙΚΟ ΕΛΑΦΙ

Αυτή την εποχή στην πόλη
ένα ελάφι επιστρέφει
Στο κοπάδι δεν θα λείψει
Κάτω απ’ το χιόνι πίσω απ’ το βουνό
μια έκπληξη άφησε παλιά
Όπως τα λόγια του νεκρού
πια μόνο ο ήχος επιμένει

0 θάνατος του έλειπε πριν
στους άδειους δρόμους περπατήσει
Όταν μπροστά του δεν είχε ακόμα
το σούρουπο σταθεί ο κυνηγός
ανήμπορος το αίνιγμα να λύσει

Πόσο αίμα κυλάει στις φλέβες
όταν όπλο σημαδεύει μια βαθιά πληγή

Αντικριστά στο κέντρο της πλατείας
ο ένας τις σφαίρες του μετράει
ο άλλος τις ρίζες στο κεφάλι
Κι οι δυο όμως συναινούν

Ακόμα κι η πιο μεγάλη ανατροπή
κάποτε έχει ξαναγίνει

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΜΟΝΑΞΙΑ

Κοιτάζοντας τις πόρτες τα παράθυρα
τους τσιμεντένιους τοίχους
τα φώτα των σπιτιών και των δρόμων
τους άλλους περαστικούς
τις γάτες και τους σκύλους
κάθε όχημα στην άσφαλτο
τα σήματα και τα φανάρια
τους κάδους απορριμμάτων
κι οτιδήποτε μπορεί να
εμφανιστεί στους δρόμους
συνειδητοποίησε πως το χώμα είναι
ό,τι πολυτιμότερο υπάρχει πάνω στη γη

Όταν μεγάλωσε για τα καλά
κατάλαβε ότι το να περπατάει κάθε μέρα
σε μια πόλη με χιλιάδες κτίρια
είναι το ίδιο ακριβώς
με το ν’ αναζητάει εκείνο το κλαδί
που θα αντέξει το βάρος του σώματός της

ΣΤΗΝ ΕΚΠΝΟΗ

Οι πόλεις κάποτε τελειώνουν
Το ίδιο και η θλίψη
Κανείς δεν μένει για πάντα σιωπηλός
Θα έπρεπε να φέρω έναν
εδώ μπροστά σας
Κάποιον που σαγηνεύτηκε
από τον τρόμο
κι όμως διέσχισε όλους τους δρόμους
χωρίς ποτέ να μάθει ποιος
ήταν ο σωστός

Δεν έχει νόημα
Ακόμα και το τέλος φαντάζει δύσκολο

Φεύγοντας θα φυτέψω έναν σπόρο
Ίσως βρεθεί και γι’ αυτόν λίγο νερό

.

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ ΚΡΕΒΑΤΙΑ (2017)

[I]

Παιδιά κοιμούνται μες στα δάση
Στο πιο απαλό σκοτάδι σέρνουν μάγουλα
Μορφές της άγνοιας με δάχτυλα στο στόμα
Κάθε πρωί φορούν τα μάτια τους
Όσο εμείς αχνίζουμε το γάλα
Έπειτα στρώνουμε τα δέντρα
Διπλώνουμε το χώμα
Και η μέρα φτάνει

Εγώ ποτίζω λάσπες
Μια πόλη για κάθε κτίριο
Να ’χει θεμέλια και τοίχους
Και ένα σταθμό φιλόξενο στον ύπνο
Με σάλιο και με χώμα
Έδεσα τις πέτρες
Συμφώνησα ν’ αντέξει η γη
Ένα βάρος ακόμα
Κάθε χαλίκι διακοπή στο δέρμα
Του άμυαλου και μοναχού προφήτη
Τραύματα θανάσιμα βαθιά
Χάσκουν στο σώμα καθώς μιλά
Είναι άνθρωπος ή μια υπόσταση με κάποια φήμη
Αυτό ρωτούν οι φροντιστές

Παγώνει το σώμα κάτω από τα δέντρα
Πρέπει να αδειάσουμε τα δάση
Έφτιαξα χώρους μετρώντας ρίζες
Ύψος και πλάτος στέρεα σημεία

[V]

Έτσι που ξέχασα να τραυλίζω
Άρχισε η μνήμη τα οράματα
Διαδρομές σε ρήγματα και τάφρους
Μεσοτοιχίες από κόκαλα
Και βρέφη που έκλαψαν λίγο
Γιατί δεν ήξεραν αν η ταφή
Γι’ αυτά ήταν παιχνίδι
Ή τρόπος να υπάρχουν

Απαρηγόρητοι άλλοι
Ακούνε ακόμα της γης τη μουσική
Μικρές φωνές σε τέμπο δανεικό
Γιατί πώς να γνωρίζουν τα μωρά
Διάρκεια και νότες
Έτσι γίνομαι ήχος
Χτύπημα του χρόνου
Και είμαι εγώ ο ύπνος των παιδιών

Φορτίο της φύσης μου ένα δέντρο
Κάθε πρωί γεννάω τον κορμό του
Το βράδυ σκουπίζω τους καρπούς
Και είναι το μόνο που μένει
Σε μια κατάσταση διαφορετική
Από αυτό που οι έγκλειστοι κάνουν
Ή όσοι γυρίζουν ικέτες ύλης

Μια ενέργεια δηλωμένη στα χαρτιά
Ως έμψυχη αναπνοή
Ένας ρόγχος αρμόδιος του τρόπου
Ακατάσχετη επανάληψη καρποφορίας
Ένα φαινόμενο καθιερωμένο
Ανάχωμα κλιματικής αλλαγής
Προστασία της ευαισθησίας των φύλλων
Για μια πεποίθηση γερή
Αναρριχώμενη μέχρι τον τελευταίο στίχο
Το έσχατο κλαδί το κεφάλι μου

Και αν στέκομαι στο χείλος του βίου
Δεν είναι γιατί αντέχω το βάρος
Είναι γιατί τελείωσε το χώμα
Και πού να μπουν οι λέξεις

Κάποιος πρέπει να κρατήσει τη γραμμή
Χρειάζεται αέρας
Να κουνηθεί το φύλλωμα .

.

ΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΧΤΥΠΟΙ (2015)

ΑΠΟΛΙΘΩΜΑ

Πολύ πριν γεννηθώ και γεννήσω
Από το στόμα γόρδιες αλυσίδες
Πριν αρχίσω να βγάζω
Ήρθα και έφυγα
Πριν γίνω χώμα στα χέρια του νεκρού
Πριν γίνω η φωνή του
Πριν βαφτιστώ στις λέξεις
Είπα να υψωθούν οι σπόνδυλοι
Να περπατήσει η μέρα
Στα νερά του ποταμού που πνίγει τους θεούς
Κλαίω πολύ πριν
Πριν αρχίσω να λέω

ΕΝΑΝΤΙΑ

Φορώντας φύλλα
Ως απόδειξη των αισθημάτων μου
Ανατίναξα την πόλη
Ό,τι απόμεινε η σιδερένια πόρτα
Στον κήπο που ευδοκιμείς
Και τα δέντρα
Προμαχώνες της σκιάς σου
Ερωτεύομαι τους κορμούς
Ελπίζοντας αιώνες
Παντρεύομαι το χώμα
Κομμάτι από πλευρό
Και ύλη απομυζώντας
Αναβάλλομαι

ΖΩΤΙΚΟ ΨΕΥΔΟΣ

Ανεβαίνω στέγες μικρών σπιτιών
Μοναξιά των άστρων
Συλλέγω αγωνία βροχής
Τροφός της μέρας τραγουδώ τις εποχές
Σε γυναίκες που παντρεύτηκαν
Κι όμως ακόμα κρατάνε στάχυα
Τα μάτια φιλιά άργησαν να φτάσουν
Και η φωνή απομεσήμερο τέλη καλοκαιριού
Ανοίγω τα χέρια
Προσφέρω εκτάσεις να στρωθούν κρεβάτια
Κάτοπτρα για ευσεβείς
Καθυστερώ την σίγουρη εκκίνηση της πτώσης

ΚΑΤΟΠΤΡΙΚΟ

Μια μέρα ίσως
Με πόδια ανοιχτά αφεθώ
Όχι σαν πόρνη
Όχι σαν ερωμένη του απογεύματος
Γυναίκα θα είμαι λίγο πριν τον ύπνο
Με το ξεχειλωμένο νυχτικό
Εσύ το χρόνο σου θα’ χεις σκοτώσει
Από το πρωί ως το βράδυ στους δρόμους
Θα έρθεις σπίτι
Την ύστερη φωνή σου στη μήτρα μου θα ρίξεις
Και εγώ δικός σου
Άντρας για λίγο
Με οβολούς θα υγράνω την ορμή σου

ΑΝΤΙΡΡΗΣΙΕΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ

Ήταν μια γνώριμη κατάσταση
Σκίζαμε τα σεντόνια
Ξηλώναμε τα λούστρα
O ρυθμός της ανάσας σήκωνε τα χώματα
Ντυμένοι ρίζες αλλάζαμε νερό στις ανθοστήλες
Ύστερα βγαίναμε στους δρόμους
Αρνητές του χρόνου
Οι αποξηραμένοι
Έτσι μας φώναζαν
Στεγνοί από ελπίδα
Τόσο σκληροί
Άπειροι αριθμοί
Και όλα αυτά υπό το φως του ήλιου
Εκείνες οι μέρες άντεχαν τη διαστολή

ΟΙΜΩΓΗ

Γυναίκες με ασβεστωμένα χείλη
Περιφέρονται άδεια φορέματα
Καρφίτσες στο βλέμμα οι δαντέλες
Ασπόνδυλες αιτούνται σάρκα
Επιφάνεια να απλωθεί το πεπρωμένο
Δεν έχουν όνομα
Βουβά γράμματα είναι
Προσφέρονται στο θρήνο ελπίζοντας ταυτότητα
Από τα κλειστά τους στόματα γεννιέται η ομορφιά
Ανιδιοτελείς καθώς στέκονται στους δρόμους

.

ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΔΕΙΟ (2013)

ΣΠΙΤΙΑ

Είναι γεγονός
Οι τοίχοι έπεσαν
Σπίτια δεν τα λες πια
Πέτρες στοιβαγμένες
Συμπλέγματα
Αλήθειες
Ύπνοι
Κάποιος να καθαρίσει τους δρόμους
Κάποιος που άντεξε
Αυτός που κουβάλησε τόνους επιθυμίας
Στις πλάτες μιας όμορφης Κυριακής
Κάποτε μετρήσαμε το χρόνο με χαμόγελα
Τώρα σκυμμένοι ζητάμε λεπτά πάνω στο χώμα
Η σκιά του ήλιου πάντα πρόθυμη να δείξει άλλη
μια τελειωμένη ιστορία
Και το ρολόι παραμένει παλιό
Ο μόνος τρόπος για την ύπαρξη
Ένα κλαδί καρφωμένο στο χώμα
Ρουφά φώς
Οι πέτρες ακόμα εκεί
Μπορεί και να ανθίσουν στην επόμενη βροχή
Μπορεί και όχι
Μάλλον όχι

ΣΤΟΥ ΚΑΦΚΑ

Αν αποφάσισες να μεταμορφωθείς, γίνε χώρος
Δώσε μου καρέκλα και κρεβάτι
‘Ασε με να ξαπλώσω
Τόσες δίκες
Να τελειώσουν κάποτε
Σε γνώρισα παράθυρο
Έγινες σκοτάδι
Σε είδα βροχή
Πέρασε κι αυτό
Οι πόνοι της γέννας
Σε κάνανε μητέρα
Διάβασα τα έργα σου
Τα έφαγες
Όπως εκείνος ο πατέρας τα παιδιά του
Να μια όμορφη μέρα, είχα πει
Ήθελα να σκαρφαλώσω στα δέντρα
Ντράπηκα
Αν αποφάσισες να μεταμορφωθείς, γίνε χώρος
Υπάρχει ακόμα ένας ήχος
Ήσυχος
Περιμένει να τον αφήσεις να κοιμηθεί
Ζήσε αργά
Περιττό να το πούμε
Όλοι θα υποκύψουμε
Αυτός είναι ο τελευταίος αφορισμός

ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΕΩΝ

Θα ’χει περάσει μια συντέλεια από τότε
Και αυτός ακόμα εκεί
Στέκει με τη βαλίτσα στο χέρι
Όρθιος
Τα γένια του απλώθηκαν στις ράγες
Έλιωσαν τα ρούχα απ’τους αιώνες
Λίπασμα ιδανικό
Βλάστησε ολόκληρος
Άνθη αποδημητικά ρίζωσαν στα μαλλιά του
Φωλιές χελιδονιών οι τσέπες του
Πτυχώσεις γραμμένες στην αναμονή
Ο συρμός δεν έφτασε ποτέ
Εμείς ή κάποιος απ’τους επόμενους δεν είδε τίποτα
να έρχεται
Ταξιδιώτες δεν επιβιβάστηκαν
Κι όμως
Είναι σίγουρος για το δρομολόγιο
Το εισιτήριο δέρμα δεύτερο στο χέρι του
Λάκκος στο μέγεθος του πέλματος
Σκάφτηκε με τα χρόνια
Οριζόντια κολόνα μιας κατ’ επίφασιν ύπαρξης
Θα’ρθει η μέρα που η γη θα πιει το επίμονο σαρκίο
Κατά καιρούς πέρασαν πολλοί από τον σταθμό
Αργόσχολοι περαστικοί
Εμπειρογνώμονες βεβαιοτήτων
Απεγνωσμένοι ποιητές
Θρασύδειλοι επαναστάτες
Άντρες, γυναίκες, παιδιά
Όλοι να δούνε θέλησαν
Αυτόν που περιμένει τον «Γκοντό»
Όνομα κι αυτό για μια αμαξοστοιχία
Συνώνυμο της προσμονής του απόντα
Αυτού που ίσως και να έρθει
Μέχρι τότε
Μόνος στην αποβάθρα
υπάρχει

ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ

Μυρίζουν τα μάτια του
Χώμα
Νέος ακόμη
Αθλητική φοράει φανέλα
Σκεπασμένος με σεντόνι
Γαλάζιος ο θάλαμος
Θα ζήσει, είπαν
Αυτός δεν το γνωρίζει
Διαπραγματεύεται
Μια καλύτερη θέση
Συνήθεια
Δική του όχι
Όλοι κάποτε μια πιο βολική στάση ζητήσαμε
Στης μάνας μας τα έντερα
Στου πατέρα μας την τσέπη
Θέλει και αυτός
-πώς όχι-
Κάπου να βολέψει την πληγή του
Τα ράμματα έδεσαν καλά
Ζήτημα χρόνου, λένε
Επιστροφή
Στο σπίτι

ΑΠΟΔΟΧΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ

Σοβάρεψε η καρδιά
Μεγάλωσαν και οι προθέσεις
Ακόμα κι η όμορφη μελαχρινή ελπίδα
Σταμάτησε τις βόλτες
Έδωσε στη θάλασσα του έρωτα τα ρούχα
Αντάλλαγμα μια στάλα υγρασία για τον ξερό της μενεξέ
Σε κάποιο σύννεφο οι ρίζες του κρατιούνται
Οι φίλοι
Οι παλιοί μας ουρανοί
Τις μοιρασιές αρχίσαν
Αυτοί το μέλι
Εγώ τον αέρα
Γι’αυτούς το γάλα
Για μένα ο θάνατος
Όχι, δε μ’ ενοχλεί η προίκα μου
Ψάχνω να βρω το χώρο
Δεν ευδοκιμεί παντού το οριστικό
Χώμα κυρίως θέλει

ΝΑΥΜΑΧΙΑ

Παραταγμένα στην ακτή
Κουφάρια κι αποσκευές
Επιμελώς συλλεγμένα από την απελπισία του χρόνου
Επέζησε αυτή
Με χέρι τρεμάμενο
Επέμενε να χωρέσει όλο το κάρβουνο και όλο το χιόνι
Ποιος νοιάζεται πια
Ούτε καν η κλαίουσα προδοσία
Έτρεξε χιλιόμετρα σε δρόμους άγνωστους
Τώρα περιμένει να επιστρέψει ο ήλιος στο σπίτι
Μέρες παραιτημένες από τη μνήμη
Κι ο καπνός του φουγάρου ακόμα μπλέκεται στα σύννεφα
Το μόνο ζωντανό από το ταξίδι εκείνο
Ο θολός ουρανός
Στο λιμάνι πάντα θα χάνεται η νίκη
Και κάποιος, ελπίζω, κάποιος
Να έχει χρόνο για την περισυλλογή

ΗΤΤΗΘΗΚΑΜΕ ΟΠΩΣ ΠΑΝΤΑ

Απόγευμα
Ώρα αποχώρησης
Το φως δεν κάνει αστεία
Δεν απειλεί
Φεύγει
Σηκώσαμε τα βήματα αργά
Άλλοι πέταξαν χαλίκια
Άλλοι κόκκους ψωμιού
Όλοι ήλπιζαν μιαν επιστροφή
Μόνον εγώ
Γέρος
Φροντίδα καμιά για τα σημάδια
Τί να τα κάνω άλλωστε
Σάμπως αυτά με πάνε
Οι δρόμοι έχουν μνήμη
Με θέλγουν όταν θέλουν
Ποιος είμαι εγώ που δεν θα τους πατήσω
Άφησα δυο ρώγες
Εγώ
Σταφύλι ή κορμί
Τί σημασία έχει
Άλλον τώρα μεθούνε
Άφησα μια χώρα
Εγώ
Ξανά
Πάλι

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Αστικό ελάφι
ΦΩΤΗΣ Α. ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ

Περιοδικό “Θράκα” 31/10/2021

Είναι τόσο καταφανής η ασυμβατότητα των δύο όρων του τίτλου της συλλογής «Αστικό ελάφι» της Μαρίας Κουλούρη, ώστε να είναι ταυτόχρονα προφανείς, ήδη εκ των προτέρων, και οι προθέσεις της. Το ελάφι, πλάσμα όμορφο, ανυπότακτο, υπερήφανο και ελεύθερο, και γι’ αυτό, σύμβολο ιερό, καθαρότητας, αγνότητας και αρετής, εντασσόμενο στο «άστυ», στην πόλη, σε ένα εξ ορισμού δυστοπικό, εχθρικό περιβάλλον απώλειας της ταυτότητας και της φυσικής – με την έννοια της σχέσης με τη Φύση – εκδοχής της ανθρώπινης ύπαρξης, συμβολίζει την απόπειρα της ποιήτριας να διέλθει τον επίβουλο αστικό ιστό με προθέσεις «ιερές», αποκαθαρμένες από τις «αμαρτίες» που κληρονομεί μια πόλη στον άνθρωπο. Μάλιστα, όσο και αν το πρώτο ποίημα της ποιήτριας με τίτλο «Άσκηση χωροταξικού σχεδιασμού» φαίνεται πως εγκαινιάζει την είσοδο στην πόλη που θα διέλθει ως ποιητικό περιβάλλον, συγχρόνως, αν όχι κυρίως, μπορεί να εκληφθεί και ως ποίημα ποιητικής, ή εν πάσει περιπτώσει, μια περιγραφή των όρων υπό τους οποίους, κατά την αντίληψή της, εισέρχεται η ίδια ως ποιήτρια στην επικράτεια της Τέχνης που μετέρχεται («ένας δημόσιος χώρος είναι ο τόπος… μπαίνει στη μάχη με την/ τύχη κυνηγημένου ελαφιού… αυτοσχέδια περιοχή η πόλη/ξεχνώντας κάθε ερώτηση/ετοιμάζεται για αναχώρηση… στα ίχνη του ενός τα βήματα του άλλου»). Πορεύεται λοιπόν, ανακαλώντας και επιστρατεύοντας συχνά, στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος (ποτάμια, πλατάνια, πουλιά, ρίζες δέντρων, δάση και χώμα, κοκ), αγνά και καθαρά αυτά, χωρίς όμως να παρεκκλίνει σε μια νοσταλγική ή ρομαντική διάθεση για τον «απωλεσθέντα φυσικό παράδεισο» («όχι νοσταλγία για τον παρελθόντα χρόνο»), ώστε η πόλη να μετατραπεί στον μεγάλο εχθρό, που δεν είναι άλλωστε στις προθέσεις της. Αντίθετα, το αστικό περιβάλλον, στο οποίο περιπλανιέται η ίδια, αναπόφευκτα αφομοιωμένο κατά το δυνατόν («αυτή την εποχή στην πόλη/ ένα ελάφι επιστρέφει/Στο κοπάδι δεν θα λείψει»), μετατρέπεται τελικά σε καμβά πάνω στον οποίο αναπτύσσεται και εξυφαίνεται με έκδηλη θυμοσοφία, χαρακτηριστικό της ποιήτριας, που από νωρίς είχε επισημανθεί[1], καθώς και με ισορροπημένο ρεαλισμό («ο άνθρωπος έχει μόνο μία ζωή/και αυτό φτάνει», «δεν είναι ποίημα η ζωή»), μια ίσως – ας επιτραπεί η έκφραση – ιδιότυπη «κοσμοθεωρία της πόλης», η οποία, με έναν ήδη βιωμένο υπαρξιακό προβληματισμό και αγωνία («στις πόλεις που έχουν φεγγάρι/ένας άνθρωπος στέκεται συλλαβίζοντας φως», «μάθαμε να συζητάμε με φαντασία», «όμως εγώ γνωρίζω/τι βάρος σηκώνουν τα οστά μου»), πραγματεύεται πλέον, με τρόπο τελεσίδικο πολλές φορές, και γι’ αυτό οιονεί δραματικό, την ανθρώπινη μοίρα, τη φθορά, τον έρωτα, την απομόνωση (τίτλος ποιήματος «Παγκόσμια μοναξιά»), τη διαταραγμένη σχέση με το περιβάλλον («αυτός ο τόπος έλλειψη προορισμού», «άγνωστο προς τα που πεθαίνω», «ανθοφορία παράλογη σε άνυδρο καιρό»), την αλλοτρίωση, καταλήγοντας, με φιλοσοφική προδιάθεση, κατόπιν της μέχρι τώρα θητείας στα ανθρώπινα, σε κρίσιμες αποφάνσεις («οι μισοί είμαστε ανερχόμενες σκιές/οι υπόλοιποι εκκολαπτόμενες οδύνες», «ακόμα και η πιο μεγάλη ανατροπή/κάποτε έχει ξαναγίνει»), η βαρύτητα των οποίων ενισχύεται από την καθαρότητα και την αυτάρκεια του ποιητικού λόγου, αλλά και εξισορροπείται από την παραμυθητική επίδραση των φυσικών στοιχείων, που εμπλέκονται στην αφήγηση. Το σκοπούμενο δε, αν εστιάσουμε στα ποιήματα γύρω από τον άξονα του τίτλου, άστυ/φύση, ευνοείται και αναδεικνύεται, τόσο από την εύστοχη ποιητικά χρήση και συστηματική ένταξη των φυσικών στοιχείων στον ποιητικό λόγο («κάποιες φορές/τα δέντρα συμβαίνει να ξαπλώνουν/χωρίς τις ρίζες τους/και οι κορμοί αρχίζουν το τραγούδι», «τα φύλλα με τυλίγουν/ κυρίως όμως οι καρποί/ όταν σε κόβω στα δύο», «ανάμεσά μας θόρυβος/κάτι από τον βόμβο του κινδύνου/ή τα λόγια του ανθοπώλη:/Κανείς δεν αγοράζει γαρίφαλα πια»), όσο και από τη σύζευξη αντίθετων στοιχείων, φυσικών από τη μια, και «αστικών» από την άλλη («το φως ξαπλώνει στα κτίρια/κι άλλοτε δείχνει την όψη τους/ άλλοτε ανιχνεύει τη φύση του ματιού», «υπάρχει μια πόλη/ο ουρανός της σβήνει από τα πουλιά/το φως χάνεται αργά όπως τα τρένα»), ώστε να καθίσταται μάλιστα σύστοιχο αντικείμενο του ποιητικού σώματος και το φυσικό περιβάλλον, και ακολούθως, έστω έμμεσα, μια συμμετοχή στην οικολογική αγωνία. Αλλά και όταν εκλείπουν τα φυσικά στοιχεία, η ποιητική ένταση εντοπίζεται στον συσχετισμό μιας εξαντλητικά διηθημένης σκέψης για την ανθρώπινη μοίρα, με την εύστοχη, κατά περίπτωση, εικονοποιία ή, γενικότερα, στον συσχετισμό με πραγματολογικά στοιχεία («τον είδα σήμερα να λέει/πως είναι ωραία η ζωή/κάθε φορά που ένας άντρας/βγάζει τα ρούχα του/και μια γυναίκα απλώνει το σεντόνι», «τα χρόνια της συγκατάβασης/μοιάζουν με τον τρελό/που κυνηγάει τη σκιά του/και η σκιά εκείνον», «είναι κι οι λέξεις σαν τους προγόνους/στέκουν κάποτε/έτοιμες προς διαιώνιση/Ρυτιδιασμένοι συνοριοφύλακες», «Γιατί ζούμε/ρωτούν οι φλέβες καθώς γυαλίζουν/στον αντίλαλο το σώματος/Κάθε κορμί μια συνοικία ζωντανών προθέσεων».

Τέλος, ο ποιητικός λόγος, δεν εξαντλείται στην απόδοση, με τους παραπάνω όρους, μιας ώριμης, όσο και επώδυνης γνώσης των ανθρώπινων, με τον κίνδυνο εγκλωβισμού σε μια ζοφερή και ανέκκλητη ατμόσφαιρα τετελεσμένων πραγμάτων, αλλά αντίθετα επαναστατεί και καλεί ευθέως στην ανατροπή τους («με όση αγάπη απόμεινε στις τσέπες/ας καταλύσουμε την πόλη»), ενώ, ο ίδιος ποιητικός λόγος, διασχίζεται συχνά από ιριδισμούς φωτός, ελπίδας («πάνω απ’ όλα είναι ο ουρανός») και αισιοδοξίας: απέναντι στους στίχους του Μιχάλη Κατσαρού «Μην αμελήσετε. Πάρτε μαζί σας νερό. Το μέλλον μας θα έχει πολύ ξηρασία», η Μαρία Κουλούρη αντιπαρατάσσει ως ακροτελεύτιο της συλλογής τον στίχο «Φεύγοντας θα φυτέψω έναν σπόρο. Ίσως βρεθεί και γι’ αυτόν λίγο νερό».

Με αφορμή τη συγκεκριμένη συλλογή, είναι ενδιαφέρον κανείς να παρατηρήσει, ότι διαμορφώνεται μια ποίηση «του άστεως» – όχι παραγόμενη στην πόλη, αλλά για την πόλη, ως δεδομένο τόπο/πλαίσιο ποιητικής αναφοράς. Θα αναφέρω εδώ, απ’ όσα έχω υπόψη μου, τη συλλογή «Αστικά Δύστυχα» του Δημήτρη Γκιούλου (Θίνες, 2020), αυτή της Μυρτούς Χμιελέφσκι «Ο πίσω τοίχος ο ανεπίσημος» (Ενύπνιο, 2021), αλλά και την επιλογή της Ελένης Ντούξη, στη συλλογή της «Αντιδραστήρας» (Ενύπνιο, 2020), να προτάξει ως πρώτο της συλλογής, το ποίημα «Πατησίων» (εμβληματικός ούτως ή άλλος ο δρόμος αυτός), στην οποία ωστόσο περιλαμβάνεται και το ποίημα «Η πόλη», ενώ συχνά, στο περιβάλλον της πόλης εντάσσονται αρκετές από τις ποιητικές αφηγήσεις της Πηνελόπης Ζαρδούκα στη συλλογή της «αιωρείν» (Θράκα, 2019). Αν στην ίδια κατηγορία ενταχθεί και μια συλλογή που επινοεί μια πόλη, θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί η «Άλμπα» του Θωμά Τσαλαπάτη (εκδ. ΕΚΑΤΗ, 2015).

.

Καθημερινά κρεβάτια
ΠΕΤΡΟΣ ΓΚΟΛΙΤΣΗΣ

“Εφημερίδα των Συντακτών” 20/1/2018

Τρεις δυναμικές ποιητικές φωνές

Η Μαρία Κουλούρη (Χαλκίδα, 1975), λογοθεραπεύτρια και σύμβουλος Ψυχικής Υγείας, μετά την πρώτη της ποιητική συλλογή Μουσείο Αδειο (Μελάνι, 2013), βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων, και τη δεύτερη Ρολόγια και άλλοι χτύποι (Μελάνι, 2015), βραβείο «Σωτηρίου Ματράγκα» της Ακαδημίας Αθηνών, έρχεται με το τρίτο σύντομο ποιητικό της βιβλίο, Καθημερινά κρεβάτια, και μας ξαφνιάζει για άλλη μια φορά με την αμεσότητα, τα όρια και την πνοή της ποιητικής της. Με τα κρεβάτια να ξεκινούν ως βρεφικά, εφηβικά, ερωτικά, συντροφικά και να καταλήγουν ως νεκροκρέβατα.

Και προκειμένου να δώσω ένα άμεσο πέρασμα στην ποίησή της, ας μου επιτραπεί: όταν είχα αρχίσει να διαισθάνομαι στην ύστερη εφηβεία μου πως η προγιαγιά μου πλησιάζει στο κλείσιμο του βιολογικού της κύκλου, φεύγοντας μια μέρα από το σπίτι της, από τις σκάλες, γύρισα και της φώναξα: «γιαγιά, σ’ αγαπώ» και μου ανταπάντησε: «εγώ να δεις πώς σε αγαπώ, που σ’ έβγαλα απ’ το μουνί της μάνας σου».

Και τέτοια θαρρώ πως είναι η ποίηση της Κουλούρη: τέτοιας υφής, τέτοιου αγαπητικού, πληθωρικού και άμεσου προσώπου και τέτοιου «χώρου». Με τον μαστό γεμάτο γάλα. Ενός χώρου με τη διττή του σημασία, ως χώρου αστικού κτιρίου −εξόδου ή δωματίου− και ως κολπικού ή και θηλαστικού, με την ευρύτερη σημασία, περιβάλλοντος.

Και εξηγούμαι: όταν η Κουλούρη μιλά για σύνορα, αναφέρεται στα σύνορα του σώματος, στη σχέση του με το άλλο σώμα. Που πρέπει να καταργηθούν και όμως ταυτόχρονα τα σέβεται. Ως ένα σώμα που έρχεται προς τα εσένα μέχρι και στην απουσία του, ή και μέσω της απουσίας του, ως μια οπή, που καλεί και μαγνητίζει σχηματίζοντας. Ενα σώμα ως το σώμα της μάνας, του συντρόφου, του παιδιού, του άλλου, ως σώμα ρευστό, ωστόσο βαρυτικά συγκροτημένο, ως το σώμα του ανθρώπου που έχει χορτάσει από αγάπη και πλέον απλόχερα τη δίνει, αγωνιώντας και συμπάσχοντας, πρωτίστως ως μάνα.

Με μια τέτοια έγνοια λοιπόν διαρκώς παρούσα, μας λέει η ποιήτρια: «Παιδιά κοιμούνται μες στα δάση […] κάθε πρωί φορούν τα μάτια τους / όσο εμείς αχνίζουμε το γάλα / έπειτα στρώνουμε τα δέντρα / διπλώνουμε το χώμα / η μέρα φτάνει // Εγώ ποτίζω λάσπες». Εσωκλείοντας έτσι εντός του οικείου από τη μάνα ελεγχόμενου καθημερινού περιβάλλοντος, το ευρύτερο βιολογικό πεδίο που διατηρεί τη δική του δυναμική ανοιχτή. Και το ποίημα κλείνει: «Παγώνει το σώμα κάτω από τα δέντρα / πρέπει να αδειάσουμε τα δάση / έφτιαξα χώρους μετρώντας ρίζες / ύψος και πλάτος στέρεα σημεία» («Παιδιά κοιμούνται, Ι»).

Και από πού μιλά η ποιήτρια; Από τις ρίζες των πραγμάτων, από το σημείο της σύνδεσης και των αρμών. Ακούει το σώμα, αφού πρώτα έχει «κρεμάσει» τη σιωπή του, καταγράφοντας −μετασχηματίζοντας επίσης σε τέχνη− όσα ως θνητή πρόλαβε και βούτηξε στις ρίζες («Χωρίς αφή ανάσα»). Ανοίγοντας την ποίησή της από εκεί και προς το μεταφυσικό πεδίο: «Μέχρι το τελευταίο χωράφι / που φύονται οι θνητοί / και οι θεοί εκλιπαρούν βοήθεια».

Ο τόνος της ποιήτριας, τέλος, ταιριάζει με αυτόν των θεατρικών μονόπρακτων, τα οποία επίσης καλλιεργεί −ορισμένα εκ των οποίων έχουν παρουσιαστεί από το Διεθνές Ινστιτούτο Θεάτρου της Αθήνας− και θα ήταν ευχής έργο να συμβεί κάτι αντίστοιχο και με την παρούσα κατάθεσή της.

.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΚΑΤΣΑΝΗΣ

FREAR.GR 5/1/2018

Η κυβιστική προοπτική στην ποίηση της Μαρίας Κουλούρη

Το 2017 ήταν η χρονιά που κυκλοφόρησε, από τις εκδόσεις Μελάνι, η τρίτη ποιητική συλλογή της Μαρίας Κουλούρη, με τίτλο Καθημερινά κρεβάτια. Είχαν προηγηθεί, από τον ίδιο εκδοτικό οίκο, οι συλλογές Μουσείο άδειο (2013) και Ρολόγια και άλλοι χτύποι (2015). Ένα από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν και τα τρία έργα της χαλκιδέας ποιήτριας είναι η «αυτονομία» που αποκτούν μέσα στο σύνολο οι στίχοι, αποτελώντας, ο καθένας από αυτούς, μία αυτοτελή οντότητα, μεστή σε σημασία. Αυτός ο τρόπος γραφής προσδίδει στα έργα την μορφή ενός παζλ ή ενός κολάζ που προσφέρει την ευκαιρία στο αναγνωστικό κοινό να τα δει από πολλές πλευρές, να δώσει πολλές ερμηνείες και, γιατί όχι, να τα αναπλάσει, εισερχόμενος στον ρόλο του δημιουργού.

Σαν πρώτο παράδειγμα θα πάρουμε τους εννέα πρώτους στίχους από το ποίημα «Θέατρο σκιών» (συλλογή Μουσείο άδειο, εκδόσεις Μελάνι, 2013):

Και τελικά το φως θα μείνει σβηστό
Θυσία στην ανημπόρια της αίσθησης
Μάστιγα κατάντησε αυτή η όραση
Μονοδιάστατη προβολή
Χάθηκαν ακόμα και οι όγκοι της φωνής μες το σκοτάδι
Λαμπτήρας θαμπός δείχνει την έξοδο
Όποιος έχει μάτια βλέπει
Μίλα να βρω το δρόμο
Σ’ ακούω σαν πλοηγό

Και τώρα ας διαβάσουμε το συγκεκριμένο απόσπασμα με την αντίθετη σειρά:

Σ’ ακούω σαν πλοηγό
Μίλα να βρω το δρόμο
Όποιος έχει μάτια βλέπει
Λαμπτήρας θαμπός δείχνει την έξοδο
Χάθηκαν ακόμα και οι όγκοι της φωνής μες το σκοτάδι
Μονοδιάστατη προβολή
Μάστιγα κατάντησε αυτή η όραση
Θυσία στην ανημπόρια της αίσθησης
Και τελικά το φως θα μείνει κλειστό

Παρατηρούμε ότι και με αυτόν τον τρόπο η ανάγνωση δεν χάνει την ροή της, ούτε την εικονοπλαστική δύναμή της, δίνοντας στο ποίημα μία κυκλική συνέχεια. Έτσι, η ποιήτρια μας εισάγει στο θέμα του αέναου κύκλου αρχή-τέλος-αρχή (ζωή-θάνατος-ζωή), που είναι και αυτό το οποίο γέννησε την τέχνη.

Το ιδιαίτερο σε αυτή την περίπτωση είναι το ότι η προσέγγιση του συγκεκριμένου ζητήματος δεν γίνεται μέσα από την θεματική, αλλά από την δομή των ποιημάτων. Η Μαρία Κουλούρη, δωρίζοντας στον κάθε στίχο την ανεξαρτησία του μέσα στο σύνολο, μας καλεί να «ανακατασκευάσουμε» τα δημιουργήματά της, να συμμετέχουμε στο έργο της, να πάρουμε, θα λέγαμε, τα κομμάτια του παζλ και να φτιάξουμε το δικό μας όλον.

Αυτό γίνεται ακόμα πιο εμφανές εάν αντί να διαβάσουμε τους στίχους από το τέλος προς την αρχή, τους θέσουμε σε εντελώς τυχαία σειρά. Αυτή τη φορά θα χρησιμοποιήσουμε, ως παράδειγμα, τους έντεκα πρώτους από το ποίημα που έχει ως τίτλο τον λατινικό αριθμό ΙΙΙ (συλλογή Καθημερινά κρεβάτια, εκδόσεις Μελάνι 2017):

Στο δωμάτιο αυτό
Κρατάμε δοκάρια και κολόνες
Ξεκουράζεται το σώμα λάσπη
Επενδύουμε στην πέτρα
Οριζόντιοι ανάμεσα σε βέργες εμείς
Οι εξαίρετοι της στατικότητας
Προσφέραμε στην έλλειψη εαυτούς
Χτισμένα μάτια
‘Ο,τι βλέπουμε πυκνό
Δώσαμε τοίχο και οστά
Σάρκα στο σίδερο

Παίρνοντας την σκυτάλη από την ποιήτρια, αποσυνθέτουμε και κατόπιν φτιάχνουμε το δικό μας κολάζ στίχων:

Σάρκα στο σίδερο
Επενδύσαμε στην πέτρα
Οι εξαίρετοι της στατικότητας
Κρατάμε δοκάρια και κολώνες
Στο δωμάτιο αυτό
Οριζόντιοι ανάμεσα σε βέργες εμείς
Προσφέραμε στην έλλειψη εαυτούς
Δώσαμε τοίχο και οστά
Ξεκουράζεται στο σώμα λάσπη
Ό,τι βλέπουμε πυκνό
Χτισμένα μάτια

Αναπλάσαμε το κείμενο και φτάσαμε σε ένα εξίσου ενδιαφέρον αποτέλεσμα από πλευράς τόσο ροής, όσο και έντασης μηνύματος. Η Μαρία Κουλούρη μας έδωσε τα «πρώτα υλικά», και ταυτόχρονα το έναυσμα να δημιουργήσουμε τον δικό μας πίνακα.

Όμως, αυτή η τεχνική αποκαλύπτει και μία άλλη διάσταση των έργων της: η ποιήτρια, την ώρα που γράφει, θέτει εαυτόν απέναντι σε έναν σπασμένο καθρέπτη και με την πέννα της αποδίδει την κατακερματισμένη πραγματικότητα που αντικρίζει μέσα στο τζάμι. Με αυτόν τον τρόπο οι συνθέσεις της αποκτούν μία βαθειά ψυχαναλυτική προέκταση, καθώς κάθε πλευρά της καθημερινότητας, κάθε βίωμα και κάθε συναίσθημα αποκτούν ένα ειδικό βάρος που υπερβαίνει εκείνο της απλής εξιστόρησης, έστω και με ποιητικό λόγο, των γεγονότων.

Σε αυτό ακριβώς το σημείο έγκειται η σχέση της στιχουργικής της με τον κυβισμό. Διαβάζοντας τις συλλογές της, μας δημιουργείται η αίσθηση ότι παρατηρούμε συνθέσεις αντίστοιχες με τους πίνακες Οι Δεσποινίδες της Αβινιόν ή Κορίτσι μπροστά στον καθρέφτη του Πάμπλο Πικάσο. Μέσα από την διάθλαση και τον κατακερματισμό όλα τα μέρη (εν προκειμένω οι στίχοι) φωτίζονται εξ ίσου και αποκτούν ρόλο πρωταγωνιστικό.

Το εξαιρετικά σημαντικό χαρακτηριστικό αυτής της προοπτικής είναι ο χώρος που παραχωρεί στον αναγνώστη η ποιήτρια, τον οποίο περιγράψαμε και παραπάνω. Η Μαρία Κουλούρη μας θέλει ενεργούς και διαθέσιμους για συν-δημιουργία. Η αυτονομία και η βαρύτητα του στίχου, η οποία ενισχύεται από την χρήση κεφαλαίων και την απουσία σημείων στίξης, μας προσφέρει την ελευθερία να ανασυνθέσουμε το έργο, να το κάνουμε δικό μας.

Ας απολαύσουμε λοιπόν τον λιτό και μεστό λόγο της και ας ανταποκριθούμε στην πρόσκληση που μας απευθύνει για συμμετοχή στην «γένεση».

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΛΛΗΣ

OANAGNOSTIS.GR 7/12/2017

Τα «καθημερινά κρεβάτια» της Μαρίας Κουλούρη

Ήρθαμε κάποτε για τελευταία φορά
Αδειάζοντας τα μαλακά μας ρούχα
Πάψαμε το κλάμαΣτεγασμένοι περιμένουμε λόγια
Κάτι ν΄ αγγίξει τα σιωπηλά μας κεφάλια
Δεν θα πεθάνουμε είπαμε
Ύστερα κλείσαμε τις πόρτες
Και μείναμε ν΄ αφουγκραζόμαστε
Βήματα αναχωρητών και διαρρήξεις
Το ίχνος μιας εισπνοής
Φλέβα να θυμίζει παλμό

Τι πιο όμορφος τρόπος να εξοστρακίσεις τον φόβο του θανάτου από το να σταθείς απέναντί του με καθαρό βλέμμα, γράφοντας μια ελεγεία που εναντιώνεται στην φθορά. Γιατί το νέο ποιητικό βιβλίο της Μαρίας Κουλούρη με τον τίτλο Καθημερινά κρεβάτια είναι μια ελεγεία για την χαμένη παιδική μας αθωότητα, ένας ύμνος για τα χαμένα μας όνειρα.

Η ποιήτρια επιλέγει να συνθέσει ένα ενιαίο ποίημα, με απόηχους από τα δημοτικά μοιρολόγια, για εκείνα τα χρόνια της ζωής μας που η ποίηση δεν ήταν γραπτός θεωρητικός λόγος αλλά ανάγκη ύπαρξης. Τα παιδία είναι ποιητές χωρίς ποτέ να υπερασπιστούν τον τίτλο του ποιητή. Και η ποιήτρια εστιάζει στο βλέμμα της σε εκείνη την εποχή όπου η ποίηση ανθίζει σαν ένα αγριολούλουδο, χωρίς την φροντίδα κάποιου κηπουρού.

Με έναν απέριττο τρόπο γραφής, άμεσο, η Κουλούρη επαναφέρει την πρώτη μας αθωότητα ενώπιον μας για να μην ξεχάσουμε την καταγωγή της, να μην παγιδευτούμε στο έκθαμβο εφήμερο, αλλά να συνειδητοποιήσουμε εντέλει πως η ζωή είναι μικρή και πως τα παιδικά κρεβατάκια όπου μας νανούριζαν με παιδικά τραγουδάκια γίνονται χωρίς να το καλοκαταλάβουμε η τελευταία μας κλίνη πριν τον οριστικό μας χαμό.

Η συμβολική αναφορά του κρεβατιού, ως αντικειμένου του ύπνου και των ονείρων, ή της ερωτικής στιγμής, ή ακόμα και του θανάτου, δημιουργεί σε όλο το ποίημα την αίσθηση πως αν δεν κατανοήσουμε την μικρότητά μας θα χάσουμε στην πορεία τον εαυτό μας και θα παραμείνουμε ως το τέλος κακέκτυπα:

Δεν είναι η πείνα αλλά
Ο ουρανός που πέφτει μοναδικό εμπόδιο
Βάρος δικό μας η σίτιση
Εμείς αφήσαμε τους τοίχους
Χάσαμε την θέση μας στον χρόνο
Το χρέος νομίζοντας φροντίδα
Και αρχίσαμε τα βήματα ζητώντας υλικά
Τροφή και κλάμα και όνειρα
Κάθε μέρα μια προσπάθεια συντήρησης

Σύμφωνα με τον Φρόυντ, το συνειδητό εγώ δεν είναι παρά μια σημαδούρα που επιπλέει στην απέραντη θάλασσα του ασυνείδητου και τραβώντας, με μεγάλη τόλμη, τα πέπλα του ανείπωτου, πίσω από τα οποία αναταράζονταν οι ανήσυχες σκιές της απωθημένης σεξουαλικότητας, του θανάτου, των ανεκπλήρωτων επιθυμιών. Έτσι και το φαινόμενο που αφορά στο ανθρώπινο σύμπαν – τη γέννηση, την εξέλιξη, τον έρωτα, την δημιουργικότητα – πρέπει να το αντιπαραβάλλουμε με τη σκοτεινή του πλευρά (το θάνατο), για να ανακαλύψουμε, ίσως, ότι αυτό που μας περιορίζει και μας προδίδει μπορεί κάλλιστα να είναι και αυτό που μας καθορίζει και μας αποκαλύπτει.

Αυτό καταφέρνει η Κουλούρη με την ποιητική της σύνθεση. Να μας συμφιλιώσει με τις αντιθέσεις μας. Και το πετυχαίνει με ένα καίριο δραματικό τόνο που συγκινεί. Εξάλλου αυτό δεν είναι ποίηση; Όλα τα άλλα ανήκουν στην φιλολογία και είναι δευτερεύουσας αξίας.

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

FREAR.GR 17/10/2017

«Ποίησης προσκλητήριο»

«Πίσω από τα καθημερινά πράγματα/ υπάρχει ένα καθημερινό όνειρο:/ να πάρεις το λεωφορείο, να πιεις καφέ,/ να αποστρέψεις τα μάτια από ψεύτικους/ ουρανούς, πολιτικές εξουσίες. / […]/Βρίσκεσαι σπίτι. Προσπαθείς να στηρίξεις/ το ταβάνι με τους καπνούς του τσιγάρου/ και την έρμη την ποίηση.» Αυτoί οι στίχοι του Γιάννη Κοντού, του 1980, τραγουδισμένοι από την Αφροδίτη Μάνου, μου ήρθαν στο μυαλό την πρώτη φορά που διάβασα την ποιητική σύνθεση της Μαρίας Κουλούρη Καθημερινά Κρεβάτια (Μελάνι, 2017). Σε αυτή την ποιητική σύνθεση όμως, η ποιήτρια Μαρία Κουλούρη αρνείται να αποστρέψει τα μάτια. Το αντίθετο. Τα ανοίγει διάπλατα, σε αυτά τα καθημερινά πράγματα που πληγώνουν και πονούν. Φέρει τη δική της ευθύνη ως καλλιτέχνης να μην αποστρέφει τα μάτια και, με τις λέξεις της, την ποίησή της, να προσκαλεί εμάς τους αναγνώστες να ανοίξουμε τα δικά μας μάτια, να φέρουμε τον εαυτό μας αντιμέτωπο με τα πράγματα, να διασταυρώσουμε το εγώ μας με το εσύ. Έτσι, να μπορέσει να καταστεί αυτό, ο τρόπος διαχείρισης της εμπειρίας της πόλης, ο τρόπος διαχείρισης της κατάστασης του σήμερα στην πραγματικότητα της Ελλάδας της κρίσης, της Ελλάδας της ήττας.

Γι’ αυτό και τα πρόσωπα στον ποιητικό λόγο της Μαρίας Κουλούρη διαπλέκονται σε μια σειρά στρωμάτων αλλεπάλληλων αρθρώσεων προσομοιάζοντας αυτή την ποιητική σύνθεση με θεατρικό έργο, με ένα είδος ποιητικού, θα έλεγε κανείς, μονόπρακτου σε πέντε μέρη.

Τα Καθημερινά Κρεβάτια της Μαρίας Κουλούρη θα μπορούσε να ιδωθεί ως ποιητική σπουδή της ψυχής της Ελλάδας του σήμερα, όπου η ποιήτρια ιχνηλατεί στα ποιήματά της την εσωτερική δυστοπία του Έλληνα κάτω από το βάρος των πολιτικών και κοινωνικών γεγονότων της σύγχρονης ιστορίας μας. Θέματα που επανέρχονται, επί των τύπων των ήλων, των ποιημάτων δηλαδή, της συλλογής, είναι το τραύμα, η ενοχή, η μοναξιά, η ήττα, η απομόνωση και η λύπη. Η ποιήτρια επικεντρώνεται σε έναν τραυματισμένο χώρο· στον εγκλωβισμό των ανθρώπων στη στεγνή καθημερινότητα, στα αδιέξοδα του σύγχρονου πολίτη, στο αναπόδραστο αίσθημα ασφυξίας μέσα σε έναν άξενο τόπο. Με ευαισθησία και όχι κυνισμό, με ρεαλιστική γραφή που διακρίνεται όμως από μουσικότητα, η ποιήτρια ανατέμνει την ψυχή της εποχής μας. Γι’ αυτό ίσως, και έχει αφιερώσει την ποιητική της συλλογή, απ’ ότι βλέπουμε στην πρώτη σελίδα του βιβλίου, «στους ανατόμους», δηλαδή σε όλους όσους συνεργούν με την ίδια σε αυτό. Η ποιητική αυτή συλλογή αναδύεται αρχικά, ως ποίηση των ερειπίων, ποίηση των πεπτωκότων. Ονείρων, ανθρώπων, αξιών. Ποίηση της πτώσης. Ποίηση του χώματος. Της λάσπης. Της τρύπας κάτω από τη γη. Συντριμμένα πρόσωπα που συνεχίζουν όμως να μιλούν και να μιλούν:

«Συμφώνησα ν’ αντέξει η γη
Ένα βάρος ακόμα
Κάθε χαλίκι διακοπή στο δέρμα
Του άμυαλου και μοναχού προφήτη
Τραύματα θανάσιμα βαθιά
Χάσκουν στο σώμα καθώς μιλά».

Το ποιητικό σώμα εμφανίζεται ως ένα δέντρο, ριζωμένο σε μια πολιτεία – δάσος, σε μια πόλη που νοσεί, που έχει δεχτεί απανωτά τα χτυπήματα από λόγια τσεκούρια, από υποσχέσεις καρφιά, από πράξεις μαχαίρια. Μια πόλη που καθημερινά, καθημαγμένη, πέφτει στο κρεβάτι της για να κοιμηθεί έναν ύπνο όχι δικαίου, αλλά έναν ύπνο στο άδικο, στη ματαίωση, τη διάψευση, τον πόνο, το παγωμένο χώμα:

«Παγώνει το σώμα κάτω από τα δέντρα
Πρέπει να αδειάσουμε τα δάση
Έφτιαξα χώρους μετρώντας ρίζες
Ύψος και πλάτος στέρεα σημεία».

Σε αυτόν τον τόπο, εδώ, στην Ελλάδα των τελευταίων δεκαετιών, τα στέρεα σημεία όμως γκρεμίστηκαν σωριάζοντας μαζί τους όλα τα σώματα που βημάτισαν στους δρόμους της υπόσχεσης της ανοικοδόμησης. Ακόμα και κάποιες απλές, μονοσύλλαβες, καθημερινές, λέξεις έχουν σηματοδοτηθεί, φέρουν νέο άχθος, βαραίνουν αποκαλύπτοντας ίχνη από νέα αδιέξοδα:

«Θα ′ναι όχι
Κρατάνε την αλήθεια τους οι μονοσύλλαβες λέξεις
Τουλάχιστο σε αυτό εδώ το μέρος
Που ονομάσατε τόπο
Με όλο το βάρος του ίχνους».

Αυτός ο τόπος, αυτή η εποχή γενικότερα, είναι ένας τόπος όπου τα παιδιά κάθε βράδυ κοιμούνται, με την άγνοια της αθωότητας, ακουμπώντας το κεφάλι τους σε μαξιλάρια παγωμένα, όπως γράφει η Μαρία Κουλούρη:

«Παιδιά κοιμούνται μες στα δάση
Στο πιο απαλό σκοτάδι σέρνουν μάγουλα
Μορφές της άγνοιας με δάχτυλα στο στόμα».

Κάπου όμως μέσα σε αυτό το δάσος από πέτρες, χώμα, λάσπη, τοίχους, διαφαίνεται μια φωνή, ένα «εμείς» που αρθρώνει λόγο, ένα «εμείς» όχι «εγώ», που φωνάζει υπόκωφους ήχους. Κάθε μέρα σηκώνεται από το κρεβάτι του πληγωμένου παιδιού, και τώρα βλέπει. Χτίσαμε μια κοινωνία πάνω σε σαθρά θεμέλια, κατοικήσαμε μια κοινωνία ανεκπλήρωτη. Και τώρα ζητά, αναγνωρίζει, κατονομάζει, διεκδικεί τα χαμένα όνειρα, τις υποσχέσεις, για ένα μέλλον που όμως, δεν είναι ορατό:

«Εμείς αν ζούμε αποθέτουμε ύπνους
Όνειρα εσείς σε καθημερινά κρεβάτια
Ορατοί και πότε αόρατοι περνάτε
Από το δωμάτιο στους τοίχους
Και αντίστροφα
Περιμένοντας τη στιγμή
Αυτή που έρχεται μια φορά
Και ύστερα φεύγει μαζί με σας
Καθώς αλλάζετε γραμματική
Και ασκείται ο χρόνος ανάμεσα
Σε αυτούς που ήταν
Και όσους ακόμα είναι
Κανείς όμως δεν φαίνεται στο μέλλον».

Κι «εμείς», αναλογίζεται συχνά η ποιήτρια, εμείς που νομίζαμε πως κάναμε το χρεός μας μεγαλώνοντας και νουθετώντας τα παιδιά, τα παιδιά που τώρα φεύγουν από αυτόν τον τόπο αναζητώντας την τύχη τους αλλού, ποιες είναι τελικά οι δικές μας ευθύνες; Οι ματαιώσεις έχουν γίνει σιωπές, έχουν γίνει προσευχές στον καιρό της δικής μας μεγάλης, διαρκούς και αναπόδραστης, Λύπης. Ο ποιητής Βύρων Λεοντάρης έγραφε «Μόνον διά της λύπης είμαι εισέτι ποιητής», και η Μαρία Κουλούρη γράφει:

«Να το ακούς το σώμα
Όταν κρεμάει τη σιωπή
Καταγραφή θνητού που βούτηξε στις ρίζες
Σπέρνει θερίζει νηστείες ο νέος
Μιλώντας για τα σύνορα
Συχνά αργεί να φτάσει».

Και αλλού:

«Γνωρίζοντας το πρόβλημα της αφοσίωσης
Δέχονται μια άλλη αρχή
Την αμαρτία της λύπης
Και αρχίζουν προσευχές
Για να μην πέσουν πάλι
Κρατήματα στραμμένα προς τα μέσα
Χωρίς τη δύναμη της φύσης
Μόνο η φωνή τους ανέχεται την πίστη».

Λυπημένα πρόσωπα περιφέρονται στραμμένα προς τα μέσα, κλεισμένα στα σπίτια τους, εγκλωβισμένα μέσα στην καθημερινή βιοπάλη, αγωνίζονται να αντέξουν την σκληρή ματαίωση, μοιραία στρέφουν την προσοχή τους σε απόκτηση υλικών αγαθών, αφού Πού τώρα, κουράγιο για δράση; Πρόσωπα ακινητοποιημένα, παραλυμένα, παθητικά, δεκτικά της ήττας. Πρόσφυγες στον ίδιο τους τον τόπο. Η ποιητική σύνθεση «Καθημερινά Κρεβάτια» της Μαρίας Κουλούρη συνοψίζει το ζήτημα του τραγικού στην καθημερινότητα, την αμηχανία μπροστά στο και τώρα τι;, την αδυναμία του ανθρώπου-πολίτη που έχει παραδοθεί στο πεπρωμένο του. Φέρει τη λύπη για το θνήσκον παρόν, το ματαιωμένο παρελθόν, το θνησιγενές μέλλον:

«Πάψαμε το κλάμα
Στεγασμένοι περιμένουμε λόγια
Κάτι ν’ αγγίξει τα σιωπηλά μας κεφάλια
Δεν θα πεθάνουμε είπαμε
Ύστερα κλείσαμε τις πόρτες
Και μείναμε ν΄ αφουγκραζόμαστε
Βήματα αναχωρητών και διαρρήξεις
Το ίχνος μιας εισπνοής
Φλέβα να θυμίζει παλμό».

Όμως, δεν τελειώνει έτσι, η Μαρία Κουλούρη. Η ίδια ως ποιήτρια, ως πολιτικό ον, μέρος του όλου της Πόλης, διατείνεται ότι υπάρχει ακόμα χρόνος γι’ αυτό το «εμείς», υπάρχει ακόμα ο σπόρος, υπάρχει ακόμα η πνοή του ζωντανού, έστω κι αν το σώμα είναι πεσμένο, μισοπεθαμένο, κοιμισμένο στα καθημερινά του κρεβάτια:

«Ακόμα σώνεται η μνήμη
Χτισμένη πάνω σε θεμέλια
Μέσα στη σκόνη
Κάτω από τη σκεπή
Στην αγριάδα του στεγνού κορμιού
Στην τρύπα του σαρκίου
Σφηνωμένη στα σπλάχνα».

Κάποιοι λίγοι που περίσσεψαν, είναι οι λίγοι που κάνουν τη μαγιά για το αύριο:

«Ύλη στέρεη γεμίζει το κενό
Μας δάγκωσε στο σβέρκο
Και σημαδεμένοι προχωράμε

Διπλωμένη στα χέρια η ανάσα
Τελευταία εισπνοή όσων περίσσεψαν
Ανάβαση με πλάτες ελαφριές
Στα όρη που μοιάζουν στέρεα».

Στο πέμπτο και τελευταίο μέρος της ποιητικής αυτής σύνθεσης, το ποιητικό πρώτο πρόσωπο, το «εγώ» μοιάζει «συλλογικό», ένα εγώ-εμείς που ταυτίζεται με το σύνολο των εναπομείναντων δρώντων προσώπων, που θα αναρριχηθεί αυτόν τον σκοτεινό βράχο της λύπης. Που θα αρθρώσει λόγο. Που θα φέρει το φορτίο της λύπης αλλά και της ανατροπής. Που θα γράψει, που θα μιλήσει, που θα ενεργήσει, θα πάει στην πρώτη γραμμή. Που θα πάρει, όπως γράφει η Μαρία Κουλούρη, τη μορφή του δέντρου που κι αν μαραίνεται κάθε βράδυ, το επόμενο πρωί μαζεύει τα κομμάτια του και ξεκινά πάλι. Έτσι, θα γίνει ο αέρας της αντίστασης εναντίον της κυριαρχούσας, παραλυτικής και νοσηρής, Λύπης:

«Έτσι γίνομαι ήχος
Χτύπημα του χρόνου
Και είμαι εγώ ο ύπνος των παιδιών

Φορτίο της φύσης μου ένα δέντρο
Κάθε πρωί γεννάω τον κορμό του
Το βράδυ σκουπίζω τους καρπούς
Και είναι το μόνο που μένει
Σε μια κατάσταση διαφορετική
Από αυτό που οι έγκλειστοι κάνουν
Ή όσοι γυρίζουν ικέτες ύλης».

Η ίδια η ποιήτρια, επιλέγει μέσω μιας ποιητικής αφήγησης εαυτού, να δώσει λόγο ενώπιον ενός «εσύ»˙είναι ο τρόπος της να αναλάβει την ευθύνη της απέναντι στην κοινωνία. Όπως γράφει η Τζούντιθ Μπάτλερ «το είδος της αφήγησης που απαιτείται προκειμένου να δώσουμε λόγο για τον εαυτό μας δέχεται ως δεδομένο ότι ο εαυτός μας έχει μια αιτιώδη σχέση με τον πόνο των άλλων […] ακόμα κι αν, σε μια δεδομένη περίσταση, μπορεί ο εαυτός να μην ήταν η αιτία που προκάλεσε τον συγκεκριμένο πόνο».(«Λογοδοτώντας για τον εαυτό», 2009) Γι’ αυτό η Μαρία Κουλούρη επιθυμεί, μέσω της ποιητικής της πράξης, να φέρει την ανάσα μιας νέας ζωής, να ενεργήσει, να οδηγήσει σε κίνηση, απαρνούμενη την περιρρέουσα στατικότητα, την παραλυσία, το βάλτωμα. Σηκωθείτε, σαν να λέει, η ποιήτρια Μαρία Κουλούρη, από τα καθημερινά κρεβάτια σας, απ’ την υπνωτική λύπη, από τη νωθρότητα του μάταιου. Κινηθείτε, ενεργείστε, αυτό είναι το δικό της ποιητικό προσκλητήριο, που έχει μια δυναμική που συνδέει την πολιτική με την υπαρξιακή αγωνία., που όπως γράφει είναι:

«Μια ενέργεια δηλωμένη στα χαρτιά
Ως έμψυχη αναπνοή
[…] Για μια πεποίθηση γερή
Αναρριχώμενη μέχρι τον τελευταίο στίχο
Το έσχατο κλαδί το κεφάλι μου».

Ο καθηγητής Κλασικών Σπουδών και Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Michigan (ΗΠΑ) Βασίλης Λαμπρόπουλος, σε πρόσφατο άρθρο του με τίτλο «Η Αριστερή Μελαγχολία στην ελληνική ποιητική γενιά του 2000» αναφέρει ότι αν ανατρέξουμε στις ποιητικές συλλογές που έχουν κυκλοφορήσει την τελευταία δεκαετία, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε μια ομάδα ποιητών και ποιητριών – ένα ρεύμα αέρος, όπως μοιάζει να την ονομάζει η Μαρία Κουλούρη που και η ίδια ανήκει στην ομάδα αυτή-, που συνάδει με τον όρο «Αριστερή Μελαγχολία». Αυτή η σύγχρονη ελλαδική ποιητική τάση στο εξωτερικό αποκαλείται συχνά και «ποίηση της κρίσης». Θεωρητικά προσεγγίζει τους Μπένγιαμιν, Αντόρνο και Μπάτλερ, και ποιητικά εκφράζει τη μελαγχολία της ματαίωσης και της κατάρρευσης αξιών λόγω της πρόσφατης πολιτικής και πολιτισμικής μας κρίσης. Οι ποιητές και ποιήτριες του 2000, ανάμεσά τους και η Μαρία Κουλούρη, δεν συνδιαλέγονται με την καθιερωμένη γενιά του 30, εκτός συγγραφέων που ξεφεύγουν των χαρακτηριστικών της γενιάς αυτής, όπως ο Κάλας, η Αξιώτη και η Χατζηλαζάρου, αλλά περισσότερο συνδιαλέγονται με την ποιητική γενιά του ‘50 και του ΄60. Έτσι και στην ποίηση της Μαρία Κουλούρη ανιχνεύονται επιδράσεις από Σαχτούρη, Αναγνωστάκη, Καρούζο, Λειβαδίτη, Γκόρπα, Κοντό, όπως και απηχήσεις από θεατρικά έργα του Άρη Αλεξάνδρου, της Λούλας Αναγνωστάκη, των θεατρικών, ή/και ποιητικών έργων της Μαρίας Λαϊνά.

Ο όρος «Αριστερή Μελαγχολία» δεν έχει να κάνει απαραίτητα με την κομματική πεποίθηση ή την ιδιωτική ζωή των ποιητών και ποιητριών. Περισσότερο εκδηλώνεται στην πρόθεση για ζωντανό διάλογο της ποίησης με την πολιτική και την κοινωνία, στη στάση που επιλέγει να κρατήσει ο ποιητής ή η ποιήτρια ως συνείδηση της προσωπικής ευθύνης μέσα στην κοινωνία που ζει. Γι’ αυτό και σήμερα βλέπουμε αυτούς τους ποιητές και ποιήτριες να εμπλέκονται σε ένα δίκτυο συγγραφέων που συμμετέχουν με τα ποιήματά τους ενεργά σε διάφορα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα. «Οι Έλληνες ποιητές και ποιήτριες της δεκαετίας του 2000, έχουν ισχυρή πολιτική συνείδηση και ενδιαφέρονται για τη δημόσια παρουσίαση του έργου τους. Για αυτούς η ποίηση δεν σταματά στη συγγραφή στίχων αλλά επεκτείνεται στο πεδίο της κυκλοφορίας τους με την ευρεία έννοια. Όταν παρουσιάζεται στο κοινό – όχι το πώς προσλαμβάνεται αλλά το τι ακριβώς δημιουργείται συνεργατικά», γράφει ο Βασίλης Λαμπρόπουλος, συμπληρώνοντας ότι «Ποτέ Έλληνες συγγραφείς δεν εκδήλωσαν τόση συμπαράσταση ο ένας στον άλλον, και αλληλεγγύη με τους αναγνώστες τους.». Και υπογραμμίζει χαρακτηριστικά: «Το μέλλον της ποίησης θα είναι συνεργατικό».

Τη δική μας συνέργεια ως αναγνώστες και αναγνώστριες, τη συνδυασμένη δράση του ποιητικού σώματος με το αναγνωστικό κοινό του, προσκαλεί η Μαρία Κουλούρη με την ποιητική της σύνθεση «Καθημερινά Κρεβάτια» όταν χαρακτηριστικά γράφει στην επωδό:

«Και αν στέκομαι στο χείλος του βίου
Δεν είναι γιατί αντέχω το βάρος
Είναι γιατί τελείωσε το χώμα
Και πού να μπουν οι λέξεις

Κάποιος πρέπει να κρατήσει τη γραμμή
Χρειάζεται αέρας
Να κουνηθεί το φύλλωμα».

.

Κωνσταντίνος B. Μπούρας

“Η Αυγή” 1/10/2017

Η ποίηση δεν προσφέρει απαντήσεις

Ιδιότυπη ποιητική φωνή. Άφατη εκφραστικότητα, σχεδόν ανέφικτη. Εσωτερικά τοπία σαν αστραπές, εκλάμψεις σε ένα μαγικό σύμπαν όπου δεν ισχύουν οι νόμοι της Ευκλείδειας γεωμετρίας και ο Καρτέσιος θεωρείται persona non grata. Ακριβώς αυτός ο αντεστραμμένος ορθολογισμός επαναφέρει την ποίηση στη χαμένη της αξιοπιστία, πέρα από κραυγές, συνθήματα και διαφημίσεις του ναρκισσιστικού ειδώλου στην πομφόλυγα της δημοσιότητας. Ανατροπές του ρυθμού, συν-κοπές φωνημάτων, αποσπασματικότητα ψηφιδωτού, συνθέσεις καθόλου προσιτές στην ανάγνωση που απαιτούν ενίοτε «ξεκλείδωμα» κι αντιστέκονται σα στρείδι. Βεβαίως η λύση του «γορδίου δεσμού» είναι ευρέως διαδεδομένη στη φρενιτική εποχή μας, αφού η ποιήτρια δεν κάνει εκπτώσεις, δεν προσφέρει ευκολίες, δεν επιθυμεί διακαώς να γίνει αρεστή αλλά να διοχετεύσει το μάγμα του μέσα θρήνου σε ασφαλή ηφαιστειογενή πετρώματα πάνω στα οποία μπορεί να πατήσει κανείς και να φυτέψει το δεντράκι που θα τον σκιάσει.
Θρήνος για τα χαμένα μωρά, μικροσκοπικά φέρετρα στοιχειώνουν τη θεματολογία της Μαρίας Κουλούρη. Πρόκειται για τη χαμένη μας παιδικότητα; Όμως δεν διαφαίνεται πουθενά «παράδεισος» της παιδικής ηλικίας. Αντιθέτως, οι ενήλικες ακροβατούν στο δικό τους χάος, αναχαράζουν τα οικεία αδιέξοδα και απλώς «αχνίζουν» το γάλα για υπάρξεις που σαν «Παιδιά κοιμούνται μες στα δάση / Στο πιο απαλό σκοτάδι σέρνουν μάγουλα / Μορφές της άγνοιας με δάχτυλα στο στόμα / Κάθε πρωί φορούν τα μάτια τους / Όσο εμείς αχνίζουμε το γάλα / Έπειτα στρώνουμε τα δέντρα / Διπλώνουμε το χώμα / Και η μέρα φτάνει»… Ο κόσμος ως σκηνικό, η ζωή θέατρο απέραντο που κάτι μικροσκοπικά όντα σέρνουν τεράστιες σκιές για να ξορκίσουν το φόβο τους. Τρόμος θανάτου. Το «εγώ» αρνείται να παραδοθεί στην ανυπαρξία. Το «εμείς» υπάρχει μόνον ως καθήκον και θρήνος για την ομοιοπαθητική ταύτιση με τον χαμό και τον πόνο του «άλλου», κάτι που αργότερα θα το βαφτίσουν «ενσυναίσθηση» και οι αγγλόφωνοι θα το πουν “empathy”, που συγγενεύει ίσως υπόγεια στη βαθιά δεξαμενή του Συλλογικού Ασυνείδητου με την «εμπάθεια».

Μαγική εικόνα η ποίηση της Μαρίας Κουλούρη, αποκαλύπτει μυστικά κρύβοντάς τα, αναχαράζει κοινοτοπίες φορώντας τους το μανδύα του «σκοτεινού» που δεν είναι αναπόφευκτα κι ερεβώδες. Αντιθέτως. Ευφρόσυνη χαρμολύπη καλύπτει σαν πάχνη τα γραπτά και την καλοδεχούμενη δημόσια εικόνα της. Μέχρι τώρα έχει δει να τυπώνονται τρεις ποιητικές της συλλογές από το «Μελάνι» κι έχει αποσπάσει βραβεία καθόλου ευκαταφρόνητα για τον μινιμαλισμό του έργου της. Η πληθωρική της παρουσία απλώνεται στο θέατρο και στον κινηματογράφο και υπόσχεται πολλά για το μέλλον. Εργάζεται ως λογοθεραπεύτρια, σύμβουλος Ψυχικής Υγείας και εμψυχώτρια θεατρικής ομάδας ενηλίκων με αυτισμό και νοητική υστέρηση. Γεννήθηκε στη Χαλκίδα το 1975, ζει στην Αθήνα και οι ποιητικές της προθέσεις φαίνονται καθαρά στις προγραμματικές δηλώσεις που συνοδεύουν τα Δελτία Τύπου αυτού του ολιγοσέλιδου πονήματος: Η ποίηση δεν προσφέρει απαντήσεις. Η ποίηση φτιάχνει ερωτήσεις. Η διαδρομή μέσα στη νέα μικρή ποιητική σύνθεση της Μαρίας Κουλούρη, «Καθημερινά κρεβάτια», ευδοκιμεί στην ησυχία, ζητάει χρόνο από τον αναγνώστη, να ξαποστάσει και να την απολαύσει, με βήματα αργά και μάτια που ξεχωρίζουν και το φως και τη σκιά. Το «εγώ» συνδιαλέγεται με το «εμείς» και δημιουργεί ένα νέο «εσείς». Οι λέξεις βρίσκουν χώμα για να ριζώσουν και ο άνθρωπος φύεται εκ του μη όντος, ψάχνοντας μια πιο αυθεντική ύλη, που ενδέχεται εδώ να την ανακαλύψει.

.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ

FRACTAL 4/10/2017

Κρεβάτια στο χείλος της αβύσσου

Αντιγράφω από την ποιητική συλλογή του Κωστή Γκιμοσούλη «Επικίνδυνα παιδιά» (εκδ. Κέδρος, 1992) και συγκεκριμένα από το ποίημα «Κρεβάτια και κρεβάτια»: «Το κρεβάτι είναι ο σταυρός/ του καθενός:/ εκεί μέσα μετριέται/με καυτές ανάσες/το πάθος/ ο χρόνος/ και ο θάνατος.»

Κρεβάτια του πόνου, του μόχθου, του έρωτα, της μοναξιάς. Κρεβάτια των πλουσίων, των φτωχών, των εργένηδων και των οικογενειαρχών. Κρεβάτια που δεν γνώρισαν σώματα και κρεβάτια που στέναξαν από την πληθώρα δέρματος. Κρεβάτια νοσοκομείων με βρόμικα σεντόνια και κρεβάτια παράνομων ξενοδοχείων με μια βρομιά άλλου είδους. Η ξαπλωτή στάση του ανθρώπου τον δικαιώνει και τον προδίδει – η κρίση κατά το δοκούν.

Η Μαρία Κουλούρη, όμως, στην τρίτη ποιητική της συλλογή «Καθημερινά κρεβάτια» (εκδ. Μελάνι) μάς μιλάει για άλλου είδους κρεβάτια. Εκείνα που κάποια παιδιά παλεύουν καθημερινά να ακουμπήσουν το κεφάλι τους. Και, περισσότερο από μια κλίνη, αυτό που αναζητούν είναι ένας τόπος, μια στάση ζωής, ένα στέγαστρο ελπίδας. Μετά τον Γιώργο Αλισάνογλου, η Μαρία Κουλούρη έρχεται να προσεγγίσει αυτό το νέο «είδος» ποιητικής προσέγγισης που έχει να κάνει με το σήμερα δίχως όμως το άγχος να καταδείξουν φωτογραφικά αυτό που αποτελεί μείζον θέμα για την παγκόσμια κοινότητα: την προσφυγιά.

Εχουμε να κάνουμε με μια ποίηση του… δρόμου και όχι δρομαία. Μια ποίηση που στοχάζεται πάνω στη βασανιστική πορεία που ακολουθούν οι μετανάστες, οι αποσυνάγωγοι, οι εξ ανάγκης πλάνητες αυτού του κόσμου. Αν και οι δύο συλλογές ακολουθούν διαφορετικές τροχιές, εντούτοις προσεγγίζουν το θέμα με τη δραματική ευαισθησία που του πρέπει. Δίχως ακκισμούς, εκκωφαντικές εκφωνήσεις, πολιτικές καντρίλιες ή αβαρή κοινωνικά σχόλια. Τούτη η συλλογή, εντελώς διαφορετική από τις δύο προηγούμενες της Κουλούρη, τόσο σε ύφος όσο και σε «ματιά», είναι περισσότερο ένα ποίημα χωρισμένο σε ενότητες- εικόνες. Διότι η εικονοποιητική ανάδειξη των στίχων, σε αυτή τη συλλογή είναι μια καταστατική αρχή. Όσο και αν μιλούμε για μια ιμπρεσιονιστική οπτική, οι εικόνες είναι πρόδηλες και έχουν μια αυτόφωτη δύναμη.

Τα υποκείμενα, τα ομιλούντα δράματα, ποικίλουν. Από το ποιητικό «εγώ», η Κουλούρη, μέσα στην ίδια συλλογή, περνάει από το συλλογικό «εμείς» στο «εσείς» μιας απεύθυνσης που δεν προκαλεί απόσταση, αλλά ισχυροποιήσει το εν εξελίξει δράμα.

Έτσι ή αλλιώς, πρωταγωνιστές της ποιητικής φούγκας είναι τα παιδιά. Τα πλέον ισχνά υποκείμενα στον πόλεμο των συνόρων, του μοιραίου και καθημερινού trespass από την διακεκαυμένη ζώνη των πολεμικών μετώπων στην πιθανολογούμενη (αλλά μηδέποτε επιβεβαιωμένη) ηρεμία της πολιτισμένης Ευρώπης. Η Κουλούρη δεν σκοπεί να μας δείξει με το δάχτυλο ότι μιλάει γι’ αυτά τα παιδιά, όμως, η πρόθεση καθίσταται ευκρινής από τα συμφραζόμενα και την έκτυπη δύναμη του διωγμού, της ανάγκης και του αγαθού ονείρου που έχουν αυτά τα παιδιά να βρουν μια κλίνη να στεγάσουν την προσφυγική τους μοίρα.

Η συλλογή εκκινεί με έναν στίχο-κινητήριο μοχλό «Παιδιά κοιμούνται μες στα δάση» που από μόνος του έχει μια υποβλητική δύναμη που σε αρπάζει από τα μαλλιά και καταλήγει με κάποιους στίχους που ραπίζουν κάθε ένοχη και μη συνείδηση για ό,τι συμβαίνει σήμερα: «Χρειάζεται αέρας/Να κουνηθεί το φύλλωμα». Ναι, το φύλλωμα αυτού του κόσμου, το τόσο ανάερο, αλλά συνάμα βαρύ σαν σίδερο, χρειάζεται μια ένα δυνατό φύσημα για να διαφύγει από τη στέρεα θέση του που δεν είναι πλέον και τόσο στέρεα.

Δεν έχουμε να κάνουμε με ποίηση κοινωνικού περιεχομένου, αν και περιλαμβάνει την Πόλη ως υπόσταση. Συχνάκις, το «εμείς» της Κουλούρη παραπέμπει στους εύτακτους πολίτες που υποδέχονται, εκόντες άκοντες, τους περιπλανημένους, την αναγκεμένη φύση τους, τα μισά του χνώτα, τα παιδιά τους που είναι οι φορείς ενός μέλλοντος αβέβαιου. Εμείς οι τόσο «δεδομένοι» και «πολιτισμένοι», εμείς που έχουμε δεδομένη τη βολή των κρεβατιών μας, μπορούμε, άραγε, να κατανοήσουμε έναν στίχο που συμπυκνώνει όλο το δράμα; «Και αν στέκομαι στο χείλος του βίου/Δεν είναι γιατί δεν αντέχω το βάρος/Είναι γιατί τέλειωσε το χώμα/Και πού να μπουν οι λέξεις». Ναι, η ποιήτρια αντιλαμβάνεται και η ίδια πως η υλική υπόσταση του δράματος, η εμπράγματη φύση του, καθημερινά στο πεδίο της διαπραγμάτευσης και του πολιτικού παιγνίου για την τύχη αυτών των ανθρώπων, είναι τόσο δυνατή που καθιστά ακόμη και τις λέξεις αδύναμα σημάδια. Κι αν αυτή η άφευκτη παραδοχή της ήττας για τους ανθρώπους του πνεύματος ακούγεται απαισιόδοξη, η ίδια η συλλογή είναι η μόνη αισιόδοξη απάντηση. Η ύπαρξή της είναι μια απάντηση, έστω και αν όλα τα ερωτήματα που θέτει δεν απαντώνται (ναι, η λογοτεχνία δεν έχει τα κλειδιά των απαντήσεων – η ποίηση ακόμη περισσότερο). Η ποίηση υπάρχει για να αφουγκράζεται, να δονείται από τα προβλήματα του ανθρώπου, να μην κλείνει τα μάτια στο σήμερα, δίχως το φόβο της συγχρονικότητας. Η Κουλούρη γράφει για τα παιδιά του σήμερα και του χθες. Για όλα τα παιδιά που έχουν εγγραφεί στα κατάστιχα ενός μέλλοντος έμφοβου και τρομώδους. «Κανείς όμως δεν φαίνεται στο μέλλον», γράφει η ίδια. Οπερ έδει δείξαι.

.

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΛΑΛΟΥ

FRACTAL 4/10/2017

Η ανατομία της ύπαρξης

Τα παιδιά, αθώα, ως είναι απαλλαγμένα από το βάρος της μνήμης γίνονται παράδειγμα («Παιδιά κοιμούνται μέσ’ στα δάση / Στο πιο απαλό σκοτάδι σέρνουν μάγουλα / Μορφές τηις άγνοιας με δάχτυλα στο στόμα / Κάθε πρωί φορούν τα μάτια τους»). Στα όνειρα τα ακολουθούμε ρίχνοντας χαλίκια για να μη χάσουμε τον δρόμο στον ύπνο μας. Χτίζουμε ένα σύμπαν φιλικό προς τη φαντασία. Να αντέχει τα τραύματα που κουβαλάμε. Να μπορεί να φιλοξενήσει όλα όσα δεν ήρθαν ακόμα. Η ποίηση δεν ήταν ποτέ για να δίνει απαντήσεις. Η ποίηση θα είναι πάντα για να θέτει κι άλλες ερωτήσεις. Να βάζει το χέρι επιδεικτικά στην πληγή. Σε όσα καθημερινά κρεβάτια και να ξαπλώνουμε τους φόβους, θα ξυπνάμε μόνοι με την αγωνία να μεταμορφώνει τη σιωπή σε άναρθρη κραυγή. Θα ψάχνουμε διακαώς τα υλικά εκείνα που θα είναι ικανά να δομήσουν τη μία μέρα πάνω στην άλλη (Κάθε μέρα μια προσπάθεια συντήρησης / Ακόμα σώνεται η μνήμη / Χτισμένη πάνω σε θεμέλια / Μέσα στη σκόνη / Κάτω από τη σκεπή / Στην αγριάδα του στεγνού κορμιού»). Σκάβοντας για θεμέλια πέφτουμε πάνω σε θραύσματα αναμνήσεων, υπόλοιπα ενός παρελθόντος που δεν ξοφλήσαμε ακόμα. Σκοντάφτουμε σε ρίζες κτιρίων, σε πόρτες που χάσκουν ανοικτές κι οδηγούν σε δωμάτια φτιαγμένα από σάρκα («Στο δωμάτιο αυτό / Κρατάμε δοκάρια και κολώνες / Ξεκουράζεται το σώμα λάσπη / Επενδύουμε την πέτρα / Οριζόντιοι ανάμεσα σε βέργες εμείς / Οι εξαίρετοι της στατικότητας / Προσφέραμε στην έλλειψη εαυτούς»). Εσείς κι εμείς («εμείς αν ζούμε αναπνέουμε ήχους… / εμείς αν ζούμε αποθέτουμε ύπνους / όνειρα εσείς σε καθημερινά κρεβάτια»). Μια αιώνια εναλλαγή. Θύματα και θύτες. Παιδιά και γονείς. Εραστές και ερωμένοι. Φίλοι κι αντίπαλοι.

Η Μαρία Κουλούρη με τα «Καθημερινά κρεβάτια», στην τρίτη της ποιητική συλλογή, μας ξεναγεί σε έναν κόσμο κάτω από το χώμα. Μας εισάγει σε ένα σώμα κάτω από το δέρμα. Υπό… Καταργεί χρόνους, εποχές, ηλικίες. Γκρεμίζει τα σύνορα, ανάμεσα στη φύση και τον άνθρωπο, ανάμεσα στα οικοδομήματα και το ανθρώπινο κορμί. Μέλη, υλικά, γίνονται η πρώτη ύλη («Παγώνει το σώμα κάτω απ’ τα δέντρα / Πρέπει να αδειάσουμε τα δάση / Έφτιαξα χώρους μετρώντας ρίζες / Ύψος και πλάτος στέρεα σημεία»). Λέξεις, ήχοι, ανάσες ο συνδετικός ιστός. Τα συναισθήματα, οι εμπειρίες αποτελούν τους αρμούς. Μια ποιητική σύνθεση χωρίς αρχή, μέση, τέλος –αν και πολύ αυστηρά δομημένη–, έπιασα τον εαυτό μου να διαβάζει κάποιες σελίδες κι αντίστροφα, δηλαδή από το τέλος προς τα πάνω, με την ίδια αναγνωστική απόλαυση. Ωστόσο ο ποιητικός λόγος είναι εξαιρετικά μεστός, συγκεντρώνει τους χυμούς των λέξεων, την ουσία τους («Και αν στέκομαι στο χείλος του βίου / Δεν είναι γιατί αντέχω το βάρος / Είναι γιατί τελείωσε το χώμα / Και πού να μπουν οι λέξεις»). Πατάει γερά στο χώμα, έχει ρίζες ανάμεσα στον ουρανό και το μέσα μας δάσος.

Έγκλειστοι, τρόφιμοι, φροντιστές, ικέτες, κουρασμένοι πια ψάχνουν κάπου να ξεκουράσουν το γίγνεσθαι. Η σιωπή υπακούει σε δικούς της γραμματικούς κανόνες, με τους χρόνους να έχουν τάσεις φυγής, να μη χωράνε ούτε στον ενεστώτα, ούτε στον μέλλοντα αλλά να έλκονται επικίνδυνα από έναν αόριστο διαρκείας ή επαναληπτικό («καθώς αλλάζετε γραμματική/ και ασκείται ο χρόνος ανάμεσα/ σε αυτούς που ήταν/ και όσους ακόμα είναι/ κανείς όμως δεν φαίνεται στο μέλλον»). Ο χρόνος χτίζει, γκρεμίζει, αφουγκράζεται, σέρνεται, αφήνοντας πίσω του θεμέλια, συντρίμμια, σιωπές – ίχνη για να επιστρέφει, για να υπάρχει, για να αναβάλλεται. Ξεγελάει τις αισθήσεις και την αντίληψη («ορατοί και πότε αόρατοι περνάτε / από το δωμάτιο στους τοίχους»). Η πίστη εναλλάσσεται με την αμφιβολία –χρέος των ποιητών–, και η συγκεκριμένη ποιητική σύνθεση γίνεται μια προσωπική εξομολόγηση και μια διαδρομή ωστόσο αρκετά οικεία, καθώς μας κάνει να νιώσουμε πως κι εμείς έχουμε περάσει από εκεί ή, ίσως, και να είμαστε εκεί ακόμα («Στο δρόμο προς την ησυχία / Μέχρι το τελευταίο χωράφι / Που φύονται οι θνητοί / Και οι θεοί εκλιπαρούν βοήθεια»).

.

Ρολόγια και άλλοι χτύποι
ΠΩΛΙΝΑ ΓΟΥΡΔΕΑ

«Μοναδική στεριά/ Οι στήμονες μιας παπαρούνας»/
Ρολόγια και άλλοι χτύποι τιτλοφορείται η δεύτερη ποιητική συλλογή της Μαρίας Κουλούρη από τις εκδόσεις Μελάνι. Ρολόγια που μετρούν τον χρόνο των ζωντανών σε χώρους αναμονής ή και στους τοίχους των σπιτιών σαν πελώρια μάτια που εντείνουν την ανθρώπινη αγωνία. Και άλλοι χτύποι όπως το τικ – τακ της καρδιάς που είναι ένα όργανο που συσπάται.

Η Μαρία Κουλούρη γράφει λιτά και ολιγόστιχα ποιήματα σαν τους χτύπους της ζωής. Χρησιμοποιεί την ποίηση της για να διατυπώσει τις στιγμές που θέλει να φυλακίσει στη μνήμη, μιας και που ο χρόνος είναι κάτι που γλιστρά μέσα από τα χέρια μας.

Εγώ κυνηγούσα το καπέλο μου/ Στερεώθηκα κάποτε/ Μοναδική στεριά/ Οι στήμονες μιας παπαρούνας (Πλάνο Ονείρου, σελ. 24)

Πέρα από τις ιστορικές στιγμές και τις εκάστοτε συνθήκες στη ζωή ενός ανθρώπου, εκείνο που πραγματικά έχει σημασία είναι η ροή όπου ταξιδεύουν οι ψυχές. Τα ρολόγια μετρούν τον χρόνο και έρχεται κάποτε ο καιρός για να μιλήσει κανείς για ό,τι τον αφορά, ώστε να δοκιμάσει να κοιτάξει, μέσα από τις χρονικές στιγμές, την ουσία των πραγμάτων. Η ανάγκη να ελευθερωθεί η ψυχή από το βαρύ φορτίο έχει πάντα το ανάλογο κόστος σε δάκρυα που στην πορεία γίνονται λέξεις.

Στα νερά του ποταμού που πνίγει τους θεούς/ Κλαίω πολύ πριν/ Πριν αρχίσω να λέω (Απολίθωμα, σελ. 10)

Για την ποίηση βέβαια χρειάζεται πριν απ’ όλα «ποιητικό αυτί». Εννοώ ότι καθώς διαβάζει κανείς τα ποιήματα της Κουλούρη γίνεται κοινωνός ενός εσωτερικού ρυθμού που διέπει το βιβλίο. Μορφικά τα ποιήματα μοιάζουν και η έκτασή τους είναι μικρή, σαν να είναι το κάθε ποίημα κι ένας χτύπος, ένας κρίκος μιας προσωπικής αλυσίδας. Και καθώς οι αλυσίδες σέρνονται στο πάτωμα κάνουν κι αυτές έναν συγκεκριμένο ήχο. Ο καθένας μας είναι δεσμώτης του κόσμου όπου ζει και όπου συμμετέχει αναγκαστικά, είτε το κρύβει είτε έχει το σθένος να το ομολογεί.

Στην αγάπη απέτυχα υπέροχα/ Πίνω ακόμα κάτι ποτά/ Και καθαρίζω τα ίχνη από τα ρούχα μου (Αναφορά προόδου, σελ. 33)

Τα είκοσι πέντε ποιήματα της συλλογής έχουν μια λακωνικότητα στον στίχο. Η Κουλούρη δεν φλυαρεί, τοποθετεί τις λέξεις σαν καρφιά και αυτό δίνει στην ποίησή της μια ισχυρή υπόσταση. Γυρνάς τη σελίδα και θυμάσαι τον στίχο, τον συγκρατείς σκεπτόμενος τη δική σου θέση μέσα σ’ αυτόν. Έτσι γνωρίζεις ότι υπήρξαν άνθρωποι που κάποτε, σε κάποιον χτύπο της ζωής τους, βίωσαν ένα ηχηρό συναίσθημα σε κάποια αίθουσα αναμονής ή σε κάποιο πάτωμα κοιτώντας τις αλυσίδες τους ή ακόμα και σε κάποιον τοίχο κολλημένοι στο τικ – τακ ενός ρολογιού. Και τότε αισθάνεσαι σαν αναγνώστης τη δυνατότητα να αναπνέεις βαθύτερα μέσα στον χρόνο που διανύεις.

Δεν είναι τυχαίο/ Τόσος ουρανός υπήρξαν άνθρωποι/ Στα χέρια τους μεγάλωσε η σφαίρα/ Εξαντλημένοι τώρα εκδρομείς/ Στάθηκαν στις πέτρες/ Κοιτάζοντας μύθους και αλλαγές/ Μετρώντας τα ρολόγια/ Ίσως φτάσουν τα χρήματα/ Για μια κοσμογονία (Έργα και ημέρες, σελ. 12)

.

ΒΑΡΒΑΡΑ ΡΟΥΣΣΟΥ

oanagnostis.gr

Η Μαρία Κουλούρη, επιχειρώντας να μορφώσει την προσωπική της ποιητική περιοχή και φωνή, καταθέτει τη δεύτερη συλλογή της ως συνέχεια και ταυτόχρονα επέκταση της πρώτης που είχε κυκλοφορήσει δύο χρόνια πριν (Μουσείο άδειο 2013). Ο συνδετικός ιστός των δύο βιβλίων είναι ορατός ήδη πριν την ανάγνωση: η πρώτη συλλογή ήταν αφιερωμένη «στους ποιητές» ενώ η δεύτερη «στους ζωντανούς». Στους ποιητές, (ίσως κατηγορία ανθρώπων διαφορετική από τους ζωντανούς, μετεωριζόμενους σε ένα πεδίο μεταιχμιακό, μεταξύ αυτής και μιας άλλης ζωής), αφιερώθηκαν ποιήματα που επιχείρησαν να ψηλαφίσουν το παρελθόν ως χρονότοπο (με τη μπαχτινική έννοια τηρουμένων των αναλογιών εφόσον πρόκειται για ποίηση). Το παρελθόν αυτό κρυσταλλώθηκε σε ένα «μουσείο άδειο» στο οποίο οι ποιητές, και η ίδια, θα στρέφονταν αναζητώντας στήριξη για το παρόν. Με τη δεύτερη συλλογή και την αφιέρωσή της το δυνητικό ακροατήριο της ποιήτριας ανοίγει στο ευρύτατο σύνολο των ζωντανών.

Ο τίτλος ήδη αναδεικνύει το χρόνο ως βασική συντεταγμένη συνεκδοχικά: το «εργαλείο» αντί της έννοιας, δηλαδή ρολόγια ως μονάδα μέτρησης του χρόνου. Οι χτύποι δεν υποδηλώνουν μόνον τις ρυθμικές κανονικότητες αλλά την αδυσώπητη («χτύποι»=χτυπήματα υπό την έννοια του τραύματος) μέτρηση που οδηγεί στο θάνατο ως «τέλος χρόνου», ως διαρκή υπενθύμισή του αναπόδραστου τέλους. Ο τίτλος Ρολόγια και άλλοι χτύποι ανακαλεί το σαχτουρικό Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια αν και η ποίηση της Κουλούρη δεν έχει επιρροές από τον Σαχτούρη. Παρόλ’ αυτά οι στίχοι της Emily Dickinson ως μότο στη συγκεκριμένη συλλογή του Σαχτούρη («This dust was Gentlemen and Ladies») δημιουργεί ένα διακειμενικό ποιητικό πλαίσιο που ενεργοποιεί ερμηνευτική οδηγία για την ανάγνωση της συλλογής της Κουλούρη.

Εντούτοις, το Ρολόγια και άλλοι χτύποι δεν αρθρώνεται μόνον γύρω από το θάνατο αλλά αφουγκράζεται και κάθε συστατικό στοιχείο που συνθέτει την ίδια τη ζωή: χρόνος, τόπος, έρωτας, ανάμνηση, φόβος, και βέβαια θάνατος. Εξ ου και η αρχική αφιέρωση «στους ζωντανούς», αφού αυτούς αφορά εξάλλου τόσο η ζωή όσο, και κυρίως, το φάσμα του θανάτου: «Δε θα μιλήσουμε για ζωή/ούτε για ουρανό/ο θάνατος είναι το θέμα». («Ποντοπόρος»). Στο τέλος της πορείας τους οι άνθρωποι (το πέμπτο ησιόδειο γένος, το εκπεπτοκός, σημειώνω συσχετίζοντας με τον τίτλο του ποιήματος «Έργα και ημέρες») μετρούν τον άμετρο χρόνο όπως το χρήμα και η ποιήτρια ειρωνικά σημειώνει: «Στάθηκαν στις πέτρες/ Κοιτάζοντας μύθους και αλλαγές/Μετρώντας τα ρολόγια/Ίσως φτάνουν τα χρήματα/Για μια κοσμογονία» («Έργα και ημέρες»).

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αντιστροφή με την οποίαν ξεκινά η συλλογή. Το ποίημα «Επίλογος» σηματοδοτεί την έναρξη με μια παραλλαγή της κλασικής στη λογοτεχνία συνθήκης του άλεκτου που πάντα την ανατρέπει άμεσα το ίδιο το κείμενο, εν προκειμένω το ποίημα και ολόκληρη η συλλογή. Έτσι κλείνει η Κουλούρη το πρώτο ποίημα: «Είπαμε πολλά και φτάνει». Εντούτοις ακολουθούν άλλα εικοσιτέσσερα ποιήματα. Η συλλογή τελειώνει με ένα ποίημα-επιστολή-απολογία ή «Αναφορά προόδου», όπως τιτλοφορείται, σε πρόσωπο του παρελθόντος, τη δασκάλα ή καθηγήτρια των εφηβικών χρόνων. Εδώ η δραστικότητα της γραφής, του ποιητικού λόγου, τίθεται σε αμφισβήτηση: «Όπως μου προτείνατε πήρα γραφομηχανή/όμως ποιήματα δεν έμαθα να γράφω/».

Αν και το υλικό της ποιήτριας προέρχεται από το ατομικό πεδίο και αποτελεί επεξεργασμένο προσωπικό βίωμα, από τη χρήση πρώτου πληθυντικού προσώπου διαφαίνεται η τάση μετατόπισης προς το συλλογικό (προς τους ζωντανούς κατά την αφιέρωση) ενώ άλλοτε η ποιητική φωνή μετατρέπεται σε παρατηρητή συμβάντων τα οποία μεταφέρει διαθλασμένα και απογυμνωμένα από τις ρεαλιστικές τους λεπτομέρειες. (π.χ. «Ποιμενικό», «Άπνοια», «Οιμωγή») επικυρώνοντας την τάση για συλλογικότητα και επιβεβαιώνοντας την αφιέρωση «στους ζωντανούς». Η αίσθηση συλλογικότητας ή κοινότητας του βιώματος δεν απαλείφει την έμφυλη διάσταση των ποιημάτων. Ποιήματα όπως το «Απολίθωμα», το «Κατοπτρικό», «Ένας άντρας», «Ιφιγένειες», αν και διάσπαρτα στη συλλογή, διαμορφώνουν μια ενότητα όπου η γυναικεία φωνή με τρόπο έκδηλο μεταφέρει την εμπειρία του φύλου.

Μορφικά η Κουλούρη μένει πιστή στη σύντομη φόρμα των ποιημάτων και σε στίχους μάλλον ολιγοσύλλαβους αποφεύγοντας συστηματικά το ιδεολογικό φορτίο επιθέτων τα οποία χρησιμοποιεί με φειδώ μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους σε ρήματα και ουσιαστικά και πυκνώνοντας έτσι την φόρτιση των στίχων που εντείνεται με την αστιξία.

Η δεύτερη αυτή συλλογή της Κουλούρη αποκαλύπτει την άσκηση της ποιητικής ματιάς της και την προσήλωση σε ένα ποιητικό όραμα με διάθεση να κατακτηθεί μια ιδιόλεκτος που παρά την ιδιαιτερότητά της θα βρίσκει αντίκρυσμα στους αναγνώστες. Η καλλιέργεια της ποίησης απαιτεί εξάλλου επίμονους κηπουρούς.

.

ΘΩΜΑΣ ΤΣΑΛΑΠΑΤΗΣ

www.vakxikon.gr Τ. 34 Ιούλιος 2016

Όλοι έχουν πεθάνει
Πέθανε η ντόνα Αντωνία, η ασθματική, που έφτιαχνε φτηνό ψωμί στο χωριό.
Πέθανε ο παπα-Σαντιάγκο, που του άρεσε να τον χαιρετάν οι νέοι και τα κορίτσια, αντιχαιρετώντας όλους, δίχως διάκριση: «Καλημέρα, Χοσέ! Καλημέρα, Μαρία!»
Πέθανε εκείνο το ξανθό κορίτσι, η Καρλότα, αφήνοντας πίσω της ένα μωρό μηνών, που μετά πέθανε κι εκείνο στα οχτάμερα της μάνας.
Πέθανε στο περίστροφό μου η μάνα μου, στη γροθιά μου η αδελφή μου κι ο αδελφός μου στα ματωμένα σπλάχνα μου, οι τρεις μαζί δεμένοι από ένα θλιμμένο γένος θλίψης, τον Αύγουστο μήνα κατοπινών χρόνων.
Πέθανε η αιωνιότητά μου και την ξενυχτάω.
Σέζαρ Βαγιέχο, «Η βία των ωρών» (αποσπάσματα)

Ας μιλήσουμε λοιπόν για τους ζωντανούς όπως μας προτείνει ήδη από την αφιέρωση του βιβλίου της η ποιήτρια Μαρία Κουλούρη και κόντρα στο ποίημα του Καίσαρα Βαγιέχο. Άλλωστε η δημιουργία είναι τελικά, ακόμα και στην πιο απέλπιδα καταγραφή της κατάφαση, κατάφαση και προσφορά.

Στους ζωντανούς.

Ήθελα να αρχίσω από την αφιέρωση ακόμη και πριν από τον τίτλο του βιβλίου γιατί νομίζω πως προηγείται. Κατ αρχήν μας συνδέει με το προηγούμενο βιβλίο της Μαρίας. Το ‘’Μουσείο Άδειο’’. Στο πρώτο αυτό βιβλίο έχουμε την αφιέρωση ‘’στους ποιητές’’. Αισθητικά και ως επιλογή, οι δύο αφιερώσεις μοιάζουν κοντινές. Με τι όρους όμως; Ως αντίθεση μεταξύ των ποιητών και των ζωντανών; Ως κλιμάκωση της ποίησης μέσα στη ζωή, όπως θέλουν τόσα παραδείγματα στην ιστορία της ποίησης με πιο χαρακτηριστικό εκείνο του Ρεμπώ που παράτησε την πέννα για να αδράξει τη ζωή στη ζωή του τυχοδιώκτη. Ως στοιχεία συμπληρωματικά, αποκλίνοντα ή ταυτιζόμενα; Νομίζω πως τελικά η ποιήτρια προσδιορίζει τον χώρο της ακριβώς στο σημείο που οι δύο κύκλοι των δύο αφιερώσεων συναντιούνται, στο σημείο όπου η ζωή είναι ποίηση και η ποίηση ζωή όχι ως δύο στοιχεία αλλά ως δυο πλευρές μιας κόλλας χαρτιού. Έτσι η ποίηση γίνεται στάση αποδεχομένη τη ζωή σε όλο το βουβό της μυστήριο, σε όλο το επικίνδυνο και σε όλο το άγνωστο:

‘’Εν αναμονή του αγνώστου
τρώγοντας λέξεις σώζονται οι προσδοκίες’’
γράφει προσδιορίζοντας την αγωνία σωματικά, τη σχέση γλώσσας και επιβίωσης, ποίησης και ανάγκης.

Αλλά τελικά ποιοι είναι η ζωντανοί; Η ίδια η ποιήτρια αναβάλει τις βεβαιότητές μας γράφοντας:

Δε θα μιλήσουμε για ζωή
Ούτε για ουρανό
Ο θάνατος είναι το θέμα

Ποιοι είναι λοιπόν οι πρωταγωνιστές μας; οι νεκροί ή οι ζωντανοί; Οι ζωντανοί νεκροί; Οι άταφοι; Όσοι ζουν χωρίς παλμό, τυχαία χαμένοι στην καθημερινότητα αφήνοντας τον θάνατο να ρέει στη ζωή, ως ακινησία και ως στασιμότητα; Ή αντιστρόφως οι αθάνατοι νεκροί αυτοί που συντηρήθηκαν μέσα από φήμη, μέσα από λέξεις ή μέσα από ποιήματα; Όλα αυτά και τίποτα από αυτά θα έλεγα. Άλλωστε στην ποίηση της Μαρίας Κουλούρη ένα από τα χαρακτηριστικά που εγώ ξεχωρίζω είναι η συνειδητή έλλειψη ενός καθαρού θεματικού άξονα, μιας λεπτομερούς και ενδελεχούς εξέτασης. Αντίθετα τα θέματα εμφανίζονται σε στίχους για να χαθούν λίγο αργότερα και να συναντηθούν ξανά σε άλλο σημείο μέσα στα πλαίσια μια υπαρξιακής, ποιητικής και λεκτικής αγωνίας. Όλα συμπλέκονται στο πεδίο όπου τα αντίθετα δεν βρίσκονται σε αντίθεση, εδώ όπου κάτω από τον στίχο όλα συνυπάρχουν. Μπορεί π.χ. όπως αποκάλυψε ο παραπάνω στίχος να μην μιλήσουμε για ουρανό, αλλά η ποιήτρια μας έχει ήδη προειδοποιήσει σε προηγούμενο στίχο της:

‘’Τόσος ουρανός υπήρξαν άνθρωποι’’

Και για ανθρώπους μιλά τελικά το σύνολο του βιβλίου της. Παράδοξο; Ίσως. Άλλωστε το παράδοξο είναι ένα από τα θέματα του βιβλίου. Πως αλλιώς θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ένα βιβλίο που ξεκινά με το ποίημα με τίτλο ‘’Επίλογος’’; Και υπάρχει τελικά μεγαλύτερο παράδοξο από τον ίδιο τον θάνατο;

Όπως είπαμε, τα διάφορα θέματα στο βιβλίο πάντα επιστρέφουν για να φύγουν ξανά, θέματα διαφορετικά αλλά όλα τους διαποτισμένα από θάνατο. Δεν θα ήταν λοιπόν υπερβολή να πούμε πως βρισκόμαστε εντός μιας φούγκας θανάτου.

Ξεκινούμε λοιπόν από τους ζωντανούς για να μιλήσουμε για τον θάνατο, ξεκινούμε από τον επίλογο για να μιλήσουμε για ό, τι προηγείται αυτού. Η ποιήτρια βέβαια μας έχει και εδώ προειδοποιήσει:

‘’ Κλαίω πολύ πριν
Πριν αρχίσω να λέω’’

Να λέμε, ποίημα το ποίημα και στίχο τον στίχο. Σαν χτύπους στην επιφάνεια της ανάγνωσης. Σαν τους χτύπους στον τίτλο του βιβλίου.

Στον τίτλο, ο χτύπος γίνεται μονάδα μέτρησης, ο κάθε χτύπος όμοιος με τον χτύπο του ρολογιού, το χτύπημα που μετρά τις μέρες και τις ώρες μας, το βίωμα ως μελανιά στον χρόνο, ως σημάδι που θυμίζει, κυρίως θυμίζει. Τόσο την εμπειρία όσο και το τέρμα της.

Μέσα στην φούγκα αυτή του θανάτου συναντούμε τα σημεία της αποσύνθεσης, τα αντικείμενα που μας υπενθυμίζουν τον θάνατο μέσα στη ζωή: οστά, ανασκαφές, το χώμα, τα χέρια του νεκρού. Ειπωμένα σε γλώσσα απλή, αλλά ταυτόχρονα πυκνή με μια αμφισημία που συχνά εκβάλει στην πολυσημία, με κοφτό ρυθμό και απότομες εκτροπές η Μαρία Κουλούρη προσπαθεί να πετύχει τη δημιουργία της ρωγμής, της σχισμής μέσα σε βεβαιότητες και απογοητεύσεις:

Με τις παλάμες ανοίγω σχισμές
Και αλιεύω αντίδωρα

Αυτή η σχισμή είναι το σχήμα των ποιημάτων. Μα ποιος είναι ο τόπος; Η Ελλάδα ως τόπος υπάρχει ως λεπτομέρεια. Οι Μυκήνες ή το Αιγαίο υπάρχουν περισσότερο ως τοπικές οικειότητες και λιγότερο ως γεωγραφικοί προσδιορισμοί φορτισμένοι με περαιτέρω συμπαραδηλώσεις. Ο τόπος που μοιάζει να έχει μεγαλύτερη σημασία είναι ο μικρόκοσμος, τα οικεία αντικείμενα και τα γεγονότα που πέφτουν πάνω τους σαν σκόνη: το σεντόνι, το κρεβάτι , το νυχτικό. Μέσα στον οικείο αυτό χώρο εμφανίζονται δύο δυνάμεις ειπωμένες πάντοτε ποιητικά και φιλτραρισμένες πάντοτε από θάνατο: από τη μια μία μεταφυσική η οποία μοιάζει πάντοτε να σιωπά ενώ εμφανίζεται, να απογοητεύει το υποκείμενο των ποιημάτων και να μένει μετέωρη χωρίς όμως να εξαφανίζεται και από την άλλη μια έντονη φυτική (συγχωρέστε μου την έκφραση) δύναμη, η ζωή όπως εμφανίζεται στους χυμούς, στα κλαδιά και στα στοιχεία της φύσης, σε ό, τι φυτρώνει κουβαλώντας το άρρητο, διδάσκοντας μια μεταφυσική του χώματος, του νερού και της σκόνης.

Τα στοιχεία αυτά μοιάζουν με εργαλεία εξέτασης του θανάτου, με στοιχεία προς χρήση, προς ερμηνεία ή προς διαχείριση του φαινομένου ποτέ όμως αρκετά ώστε να σβήσουν την αγωνία, ώστε να άρουν την αποδοχή ή και την ματαιότητα που συναντούμε σε κάποια από τα ποιήματα. Ίσως μια από τις μεγαλύτερες αρετές του βιβλίου είναι πως παρά το δύσκολο του θέματος η ποιήτρια δεν ξεφεύγει ποτέ προς την συναισθηματολογία ή τον εύκολο λυρισμό. Η αγωνία υπάρχει με έναν τρόπο τέτοιο ώστε να μην ξεφεύγει στην κραυγή, ώστε να διαπερνά τα ποιήματα χωρίς να επιβάλει το ένα θέμα αφήνοντας περιθώριο για ποιήματα με π.χ. ερωτικό ή πολιτικό περιεχόμενο.

Και για να γυρίσουμε στην αρχή ίσως τελικά οι ζωντανοί της αφιέρωσης να μην είναι άλλοι απ όσους στέκουν όρθιοι μπροστά στους χτύπους του χρόνου, μπροστά στα χτυπήματα του θανάτου, μπροστά σε όσα πολιορκούν την ίδια τη ζωή. Αυτός που δεν αποφεύγει, αλλά αυτός που μιλά με στίχους, με θέατρο με μουσική και με βιβλία όπως το ‘’Ρολόγια και άλλοι χτύποι’’ της Μαρίας Κουλούρη.

.

ΛΕΝΑ ΚΑΛΛΕΡΓΗ

bookpress.gr 18/4/2016

Μετρώντας τον χρόνο σε στίχους

Στο δεύτερό της βιβλίο ποίησης, με τίτλο Ρολόγια και άλλοι χτύποι, η Μαρία Κουλούρη επεξεργάζεται τη σχέση της με τον χρόνο και εξερευνά την αλληλεπίδραση του χρόνου με τον άνθρωπο ως δημιουργό και παρατηρητή, τόσο του ίδιου το χρόνου όσο και του κόσμου γύρω του. Καταπιάνεται με τον χρόνο που υπάρχει και αυτόν που φτιάχνουμε με τα ρολόγια μας, αλλά και με τον χρόνο ως χτύπο, επανάληψη, ψευδαίσθηση, αντοχή και φθορά.

Το βιβλίο περιέχει 25 ποιήματα παρόμοιας έκτασης, τα οποία τοποθετούνται στη σελίδα με παρόμοιο τρόπο. Διαβάζοντας λοιπόν το βιβλίο, ο αναγνώστης συναντά τα ίδια πάνω-κάτω μορφικά χαρακτηριστικά, έχοντας κάθε φορά να αποκωδικοποιήσει το περιεχόμενο των ποιημάτων. Υπάρχει δηλαδή ένα γνώρισμα που επαναλαμβάνεται, που έχει επιλεγεί από την ποιήτρια ως το σχήμα που θέλει να δώσει στο μήνυμά της. Το σχήμα αυτό φέρει και έναν χαρακτηριστικό ρυθμό, έναν ήχο που η ποιήτρια διαλέγει και δίνει στα ποιήματά της. Το μέγεθος και η τοποθέτηση των ποιημάτων, ο εσωτερικός ρυθμός τους, δημιουργούν μια αίσθηση επανάληψης, σαν να είναι το βιβλίο ένα ρολόι, ένα ιδιαίτερο χρονόμετρο, και κάθε ποίημα ένας του χτύπος. Ένα ρολόι με εικοσιπέντε ώρες, όλες διαφορετικές, που μας μεταφέρουν σε ξεχωριστά χρονικά σημεία, μοιάζουν όμως να έχουν μια ισορροπία στη μεταξύ τους απόσταση, ή ίσως μια ισομετρία. Από αυτή την άποψη, το Ρολόγια και άλλοι χτύποι θα μπορούσε να είναι και ένα βιβλίο-μετρονόμος, κάθε χτύπος του οποίου είναι μια στάση σε μια μουσική σύνθεση. Διακρίνω λοιπόν την ισορροπία αυτή ως γνώρισμα ενός βιβλίου ποίησης δομημένου, ενός δημιουργήματος με συγκεκριμένο άξονα.

Πώς ακούγονται, λοιπόν, οι χτύποι αυτοί; Δεν είναι βροντεροί και εκκωφαντικοί, δεν φωνάζουν ούτε απαιτούν την προσοχή μας – δεν θα τους θεωρούσα, όμως, και χαμηλόφωνους. Τα ποιήματα στο βιβλίο αυτό δεν ξεκλειδώνουν εύκολα με την πρώτη ανάγνωση κι έτσι μπορεί να παραπλανήσουν τον αναγνώστη ως εσωστρεφή ή «ήσυχα». Δίνοντάς τους χρόνο (το ίδιο το υλικό που εξερευνούν), ανακαλύπτει κανείς μέσα τους μια ιδιαίτερη δύναμη, που μπορεί να μην είναι θορυβώδης ή θριαμβευτική, αλλά αντλεί την υπόστασή της από μία επίμονη ανθεκτικότητα. Κάθε ποίημα-χτύπος εμπεριέχει άλλοτε φθορά και κούραση, άλλοτε μάταιες αναζητήσεις, άλλοτε ελπίδα και όνειρο, πάντοτε όμως χτυπά μέσα στη ζωή. Κάθε ποίημα αντέχει. Αντέχει, κατά την ανάγνωσή μου, με τον τρόπο που συμβαίνουν και αντέχουν τα φυσικά πράγματα που μας περιβάλλουν.

Εντύπωσή μου είναι ότι η δύναμη και η αντοχή των ποιημάτων της Μαρίας Κουλούρη έρχεται από τα βάθη της θάλασσας και των δέντρων, τη σιγουριά των φύλλων και των κορμών, το μυστήριο των πετρωμάτων και των ορυκτών, τους ορίζοντες ενός ανθρώπου που γνωρίζει από παιδί να περπατά δίπλα στη φύση. Έρχεται επίσης από τη δύναμη της φαντασίας και την αγάπη για το ανθρώπινο σώμα, που είναι κι αυτό ένα ζωντανό στοιχείο της φύσης. Στο ποίημα «Δέρμα της γης» διαβάζουμε:

Στις ράθυμες πλαγιές των ηφαιστείων
Χέρια πεταλίδες γλιστρούν
Σε υγρά πετρώματα
Μάχες και παραβάσεις εκκρεμείς
Από τον βράχο στις ωμοπλάτες
Ανυπέρβλητοι αρμοί
Αναγγέλλουν κρατήρες και πτυχώσεις […]

Ελάχιστα είναι τα ποιήματα που δεν συνδέονται οργανικά με τα φυσικά στοιχεία, την άμμο, το νερό, το χώμα, τις ρίζες, τα δέντρα, τον ουρανό. Εδώ δεν έχουμε μια ποίηση αστικής περιπλάνησης, ή αστικής μελαγχολίας, που συναντάμε συχνά σε ποιητές που ζουν στις μεγάλες πόλεις. Έχουμε μια ζωτική σύνδεση με την ιστορία της γης, της θάλασσας, και του ουρανού που φέρει η ποιήτρια μέσα της. Μαζί με τις λεπτομέρειες του σώματος, τις παράξενες εικόνες, κινήσεις και αντοχές του, το υλικό τις ποιήτριας αναδεικνύεται μαζί με τα τοπία που διαμόρφωσαν το βλέμμα της. Ο τρόπος που είδε τα πράγματα γύρω της και ο χώρος που τους έδωσε μέσα της μετασχηματίζονται μέσα στη γλώσσα. Οι αποσπασματικές εικόνες και σύντομες φράσεις δημιουργούν από κοινού την αίσθηση του ποιήματος-χτύπου, ο οποίος ταρακουνά τον αναγνώστη και τον βάζει μέσα στον κόσμο του δημιουργού.

Εκτός από τη δύναμη της ανθεκτικής ύπαρξης, που έχει αναπτύξει παράδοξους τρόπους να αντιλαμβάνεται τον κόσμο (στο ποίημα «Δημοτικό» βρίσκουμε τους στίχους: Μυρίζω με τη σπλήνα με τη χολή / Μυρίζω με τα μάτια, στα ποιήματα διακρίνονται και στιγμές επαναστατικής διάθεσης, όπως για παράδειγμα στο ποίημα «Ενάντια»: Φορώντας φύλλα / Ως απόδειξη των αισθημάτων μου / Ανατίναξα την πόλη, καθώς και δράσης που έχει τη δύναμη να αλλάζει το σκηνικό, όπως στο ποίημα «Ζωτικό ψεύδος»: Ανοίγω τα χέρια / Προσφέρω εκτάσεις να στρωθούν κρεβάτια / Κάτοπτρα για ευσεβείς / Καθυστερώ τη σίγουρη εκκίνηση της πτώσης. Διακρίνεται, επίσης, ένα ειρωνικό χιούμορ, όπως στο ποίημα «Ποιμενικό»: Προβλέπονται τραγωδίες στα κελάρια των εκκλησιών / Πιστοί και δόντια και εξαπτέρυγα / Εξορίζουν Χερουβείμ / […] / Ο ναός έχει καταληφθεί / Ένας θεός μόνο ξέρει. Όμως, αυτό που υπάρχει παντού στο βιβλίο, είναι η, αδυσώπητη σχεδόν, δύναμη της παρατήρησης. Η ποιητική φωνή δεν φωνάζει, δεν απαιτεί, μοιράζεται τον πόνο της χωρίς να είναι εξομολογητική, αλλά πάνω απ’ όλα βλέπει και παρατηρεί, και μας μεταφέρει τις επιλεγμένες λεπτομέρειες.

Από τη γλώσσα των ποιημάτων δεν περισσεύει τίποτα, όπως και τίποτα δεν εξηγείται. Η Κουλούρη τοποθετεί τους στίχους στο ποίημα με τρόπο που τους δίνει μια ισχυρή αυτοδυναμία. Έχουν τη δυνατότητα να αυτονομηθούν, σαν να θέλει να υπάρξει και καθένας ξεχωριστά, ή σε ζεύγη που ολοκληρώνουν μια φράση, και να πετάξει, δυνητικά, και μόνος του. Η αφήγηση, η ιστορία πίσω από κάθε ποίημα, υπονοείται σε τέτοιο βαθμό που σχεδόν μπορεί κανείς μόνο να τη φανταστεί. Εδώ κρύβεται και η γοητεία της πολυπρισματικής σύνθεσης: οι ψηφίδες της μας οδηγούν σε εικόνες ελεύθερες, αν και συγκεκριμένες. Όλο το βιβλίο είναι φτιαγμένο με αυτόν τον τρόπο: ξεκινά με τον επίλογο, ενισχύοντας έτσι τη δυνατότητα να διαβαστεί όχι γραμμικά, αλλά ακτινωτά: σαν μηνύματα που ξεκινούν από έναν άξονα και προχωρούν σε διαφορετικές κατευθύνσεις.

Η ανάγνωση, λοιπόν, των «Ρολογιών», επιφυλάσσει ιδιαίτερες συγκινήσεις στους φίλους της ποίησης. Κάθε ποίημα εξερευνά σε βάθος την παραλλαγή του θέματος που απασχολεί την ποιήτρια σε όλο το βιβλίο. Η γλώσσα που επιλέγει διακινεί μοναδικές εικόνες και συνειρμούς, ενώ η δύναμη και η ανθεκτικότητα αναβλύζει από κάθε βήμα του ποιητικού υποκειμένου. Το βιβλίο πάλλεται με τον υποδόριο χτύπο που μαρτυρά την ίδια τη ζωή (άλλωστε, είναι αφιερωμένο στους ζωντανούς). Η φωνή των ποιημάτων αυτών είναι μια φωνή που συμβαίνει με κάθε της παλμό/χτύπο/χρονική στιγμή, σαν φυσική δύναμη που ισορροπεί τους στήμονες μιας παπαρούνας, για να χρησιμοποιήσω έναν στίχο της Κουλούρη. Και, αν έπρεπε να ονομάσω ξανά το βιβλίο, θα μπορούσα να το πω Κλαδιά για τον υπαινιγμό μιας πτήσης, από το ποίημα «Βαλεριάνες». Γιατί φτιάχνει κάτι ανθεκτικό και ζωντανό που φέρει τη δυνατότητα, έστω και ως υπαινιγμό, για μια ουσιαστική απογείωση.

.

ΜΑΡΙΑ ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ

“Εφημερίδα των Συντακτών” 6/2/2016

Ποιητικά αποστάγματα

Δεύτερη ποιητική συλλογή, μετά το πρώτο βραβευμένο ήδη Μουσείο άδειο, το «Ρολόγια και άλλοι χτύποι» της Μαρίας Κουλούρη δίνει εξαρχής υπόνοιες ανατροπής.

Πρώτα αφιερώνεται στους ζωντανούς∙ σε όσους μπορούν και να ακούν και να νιώθουν τους πάσης φύσεως ήχους.

Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση διαπιστώνουμε ότι η αφιέρωση λειτουργεί αντιθετικά προς τη θεματική πρόθεση που είναι να μιλήσει για τον θάνατο ή «γι’ αυτούς που είναι για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους». «Δε θα μιλήσουμε για ζωή / Ούτε για ουρανό / Ο θάνατος είναι το θέμα». στερα ξεκινά πρωθύστερα με τον Επίλογο, όπως επιγράφεται το πρώτο ποίημα της συλλογής που, πριν καν αρχίσει, κλείνει με τον στίχο: «Είπαμε πολλά και φτάνει».

Ο τίτλος «Ρολόγια και άλλοι χτύποι» μάς πηγαίνει από τη μέτρηση του χρόνου «το άγχος του χρόνου» και το τικ τακ της καρδιάς, επιβεβαίωση της ύπαρξης, μέχρι το χτύπημα στην πόρτα που υπόσχεται μια παρουσία.

Ο ήχος απαραίτητο συστατικό της ζωής, αλλά και ο θάνατος, η αναπόφευκτη απόληξή της.

Η ποίηση της Μαρίας Κουλούρη είναι μία ποίηση που ψάχνει και ψάχνεται. Ενας ερωτισμός που ψηλαφεί, που δουλεύει με αποστάγματα, που δεν ξεχειλίζει ποτέ.

Ποίηση προσωπικής αγωνίας και αναζήτησης: «Κλαίω πολύ πριν / Πριν αρχίσω να λέω», αλλά και ποίηση που αναζητά τους άλλους: «Δεν είναι τυχαίο / τόσος ουρανός υπήρξαν άνθρωποι».

Η ενδελεχής παρατήρηση υπόκειται σε κάθε της γραμμή.

Φθορά και παραφθορά, το κόστος της απώλειας και η αδυναμία επαφής δηλαδή επικοινωνίας είναι από τις βασικές της επισημάνσεις.

Συχνά χρησιμοποιεί πρωτοπρόσωπα ενεργητικά ρήματα συμμετοχής και εγρήγορσης:

«Ανεβαίνω στέγες μικρών σπιτιών […] Συλλέγω αγωνία βροχής […] Ανοίγω τα χέρια / προσφέρω εκτάσεις να στρωθούν κρεβάτια / Κάτοπτρα για ευσεβείς / Καθυστερώ την σίγουρη εκκίνηση της πτώσης».

Η γη παραβάλλεται αλλά και ταυτίζεται με το ανθρώπινο σώμα «Η μητέρα, ο πατέρας / κατάφυτες εκτάσεις ανάμεσα σε σκόνες»∙ σώμα συχνά διαμελισμένο «ο διαμελισμός του θαύματος / υπόσχεση αγάπης».

Ολα τα ποιήματα της συλλογής έχουν λόγο ύπαρξης. Κάποιες στιγμές όμως πετούν πιο ψηλά. «Ομολογία», «Εργα και ημέρες», «Μυκήνες», «Μέχρι τέλους» και τα κορυφαία «Κατοπτρικό» και «Ανασκαφή».

Θα κλείσω με τους καταληκτικούς στίχους του πρώτου «Επίλογος» και του τελευταίου «Αναφορά προόδου» ποιήματος αντιστοίχως: «Είπαμε πολλά και φτάνει», «Κι εγώ / στην αγάπη απέτυχα υπέροχα / Πίνω ακόμη κάτι ποτά / και καθαρίζω τα ίχνη από τα ρούχα μου».

Το ποιητικό εγώ που αποφασίζει να ανοιχτεί, ενώ συγχρόνως θα ήθελε να πάψει να αποκαλύπτει.

.

ΑΝΤΩΝΗΣ ΨΑΛΤΗΣ

Περιοδικό “Θράκα” 16/1/2016

Η Μαρία Κουλούρη ήδη από την πρώτη της ποιητική συλλογή έχει κατακτήσει και εγκαταστήσει την προσωπική της γλώσσα ως κάτι το συμπαγές και αδιαμφισβήτητο. Η νέα της συλλογή υπερχειλίζει από εικόνες (γενικές ή λεπτομερείς) που δεν εξαντλούνται στα όρια των ευδιάβατων παρομοιώσεων ή λυρικόπνοων μεταφορών, μάστιγες αμφότερες των ποιημάτων. Αντίθετα πολλαπλά αντικαθρεφτίσματα μοιάζουν να είναι τα ποιήματα της. Μόλις κάτι φαίνεται ή δημιουργείται στο διάβα του αναγνώστη αμέσως κάτι
άλλο (και συνεχώς) αναδύεται. Πολυπρισματικά, καλειδοσκοπικά κι ωστόσο χτισμένα με πρωτογενή υλικά (και τούτο το θεωρώ κατόρθωμα) τα ποιήματα της Κουλούρη διεκδικούν (δια των εικόνων και των εξιστορούμενων) πρώτα – πρώτα την ίδια την διερώτηση (“ αφετηρίες περισυλλογής ”, αναφέρει στο ποίημα “ Βαλεριάνες ”), και την αναψηλάφηση των βημάτων (οι “ άλλοι κτύποι ” του τίτλου) με τα οποία θέλει και οφείλει καθείς να πορευθεί στο σύντομο χρονικό διάστημα που του αναλογεί. Εξ’ ού και τα “ Ρολόγια ” στον τίτλο της συλλογής. Χρόνος και πορεία εντός του, μέσα από κρύπτες και περάσματα που δεν φαίνονται εξ’ αρχής, που απαιτούν την αναζήτησή τους και τα κλειδιά τους, που δεν είναι απαραίτητα (ίσως και όχι) φαντασμαγορικά, μα που για να τα δει τις πρέπει να ανοίξει σχισμές σε σώματα και λέξεις. Σαφέστατα υπαρξιακής κοψιάς τα ποιήματα της Κουλούρη, χωρίς να ψευδοφιλοσοφεί, χωρίς να πέφτει στα πατώματα ή να γδέρνεται σε τοίχους φτιαχτών
αδιεξόδων, δεν ανοίγουν με την πρώτη ανάγνωση, αλλά ίσα ίσα με μια και μοναδική (πρώτη και τελευταία) ανάγνωση κλείνουν.

.

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ

FRACTAL 1/2016

Η ποίηση πάντα θα μας δίνει την δυνατότητα να μιλάμε για πράγματα που μας ξεπερνούν

«Δε θα μιλήσουμε για ζωή
Ούτε για ουρανό
Ο θάνατος είναι το θέμα
Μοναχικός κολυμβητής ο αφανισμός
Επίμονα χαράζει ιστορία
Ύπτια θέση υπόδειγμα για τους θνητούς…»

Η Μαρία Κουλούρη στη δεύτερη ποιητική της συλλογή θέλει να μας μιλήσει για την άλλη όψη της ζωής, την μέσα πλευρά του καθρέφτη. Ο θάνατος, λοιπόν, είναι το θέμα εδώ. Παρακολουθούμε τον τρόπο που τον ανιχνεύει η ποιήτρια και παραδόξως αντί να μας διαπερνά ένα ρίγος, που φυσιολογικά συνοδεύει τις αναφορές σ’ αυτό το αμετάκλητο τέλος, είναι σαν να νιώθουμε κάποια οικειότητα ή έστω μια συγκατάβαση μπροστά στο αναπόφευκτο κοινό μέλλον.

«Στους ζωντανούς» αφιερώνει τους στίχους της η ποιήτρια, σαν να θέλει να κινητοποιήσει την υπόμνηση της διάκρισης από τους άλλους της άλλης όχθης. Ή ακόμη σαν να φέρνει αντιμέτωπους όλους τους εν ζωή με τις αυταπάτες, τις ψευδαισθήσεις και τις ποικίλες ανακουφιστικές ερμηνείες που θρησκευτική αδεία μορφοποιούν το άγνωστο. Δεν θεωρώ τυχαίο τον τίτλο του πρώτου ποιήματος της συλλογής «Επίλογος», εν είδει αντιστροφής των λογικών συντεταγμένων της ζωής. Αρχή και τέλος. Ποια σημασία να έχει από πού θα αρχίσει η μέτρηση; Το βέβαιο είναι πως ο χρόνος κυλά ερήμην των όντων που αγωνιούν για το αδύνατον της παρέμβασης στους χτύπους των ρολογιών. Κι έρχεται η ποίηση να αφουγκραστεί τους χτύπους αυτούς του χρόνου, στην ουσία όμως να σχολιάσει με τον τρόπο της το άχρονο του πράγματος.

Η ποίηση της Μαρίας Κουλούρη είναι λιτή και ολιγόστιχη. Ο δυνατός λόγος λειτουργεί με τον πιο απλό τρόπο, με πίστη στο νόημα που περικλείεται στην κάθε λέξη, αρκεί να μην πρόκειται για επιφανειακό και τεχνικό πάντρεμα λέξεων αλλά, όπως εδώ, να ξεπηδούν αυτές με σχεδόν φυσική ορμή. Η συγκεκριμένη ποίηση έχει δουλευτεί χωρίς να διακρίνονται οι ραφές της, με τη δύναμη που πηγάζει από εσωτερικές δονήσεις. Με τον ποιητικό της άλλωστε τρόπο η Μαρία Κουλούρη οριοθετεί και την αφετηρία της τέχνης της

«Κλαίω πολύ πριν
Πριν αρχίσω να λέω»

Δεν πρόκειται ωστόσο για πένθος που μορφοποιείται γύρω από συγκεκριμένο πρόσωπο. Περισσότερο υφέρπει πίσω από τους στίχους της μια μελέτη θανάτου, χωρίς να μιλά με στόμφο του ειδήμονος ή με φιλοσοφική διάθεση κατάθεσης μιας θεωρίας. Μια απόπειρα είναι μάλλον να δοθεί εικόνα και πρόσωπο σ’ αυτό το πένθος που διακατέχει τον κάθε άνθρωπο, όταν αυτός σταθεί απέναντι στην ουσία της ζωής, έτσι όπως αυτή εμπεριέχει το τέλος της με την αρχική σημασία, αυτή του σκοπού.

Δείτε πώς οι δύο όψεις γίνονται μία, πώς ανακυκλώνεται η ανάσα και η ύλη σ’ αυτό τον ιδιότυπο διάλογο ζώντων και τεθνεώτων:

«… Ότι απόμεινε η σιδερένια πόρτα
Στον κήπο που ευδοκιμείς
Και τα δέντρα
Προμαχώνες της σκιάς σου
Ερωτεύομαι τους κορμούς
Ελπίζοντας αιώνες
Παντρεύομαι το χώμα
Κομμάτι από πλευρό
Και ύλη απομυζώντας
Αναβάλλομαι»

Σ’ αυτό το τοπίο που μας μεταφέρουν οι στίχοι δεν ευδοκιμούν τα ζωτικά θρησκευτικά ψεύδη «κάτοπτρα για ευσεβείς», έτσι απλά όπως σ’ ένα «σεντόνι νωπές αποσυνθέσεις» επιχειρείται μάλλον «ο διαμελισμός του θαύματος».

Και η ανάσταση; Μια ελπίδα ίσως;

«Είναι είπαν οι μέρες που θα φανεί
Ο ψαράς από το απέναντι νησί
Ίσως ο ακροβάτης του αφρού»

Η κατάργηση της βεβαιότητας «εν αναμονή του αγνώστου». Ίσως ακόμη και η εξέγερση του ανθρώπου μπροστά στη ματαιότητα των ελπιδοφόρων μηνυμάτων που εύστοχα συντηρούν την προσδοκία:

«Ο ναός έχει καταληφθεί».

Αυτή η ποίηση, λοιπόν, δεν ανοίγει το παράθυρό της σε καμιά αχτίδα φωτεινή; Ποιο είναι το χρώμα της; Μαύρο, ως είθισται να βάφεται το άγνωστο, μήπως λευκό, δηλωτικό της ουδέτερης άγνοιας; Εδώ κι εκεί συναντάμε κάτι χρωματιστό, κάτι πιο κοντά σε μια άνοιξη, ακόμη κι όταν αυτή επιτρέπει μόνο να ανθίσουν οι ρωγμές των σπιτιών «Κουράζονται οι τοίχοι

Ανθίζουν οι ρωγμές τους».

Στη πρώτη ποιητική της συλλογή («Μουσείο άδειο») που ξεχώρισε δυο χρόνια πριν, η ποιήτρια πάλι έδινε με τη δύναμη του στίχου της μια άλλη διάσταση αυτής της μελαγχολίας, πάλι έψαχνε χώρο να στεγάσει μια βεβαιότητα

«Ψάχνω να βρω το χώρο
Δεν ευδοκιμεί παντού το οριστικό
Χώμα κυρίως θέλει».

Τώρα σε πιο ώριμη στιγμή δημιουργίας μοιάζει πιο σταθερά να πατά σε έδαφος

«Στερεώθηκα κάποτε
Μοναδική στεριά
Οι στήμονες μιας παπαρούνας».

Εύλογα αναρωτιέται κανείς πώς μπορεί να σταθεί σ’ αυτό το ελάχιστο που της αναλογεί. Δύσκολο ακόμη και για έναν εκπαιδευμένο ακροβάτη όπως είναι ο ποιητής, αυτός ο διαρκώς αιωρούμενος ανάμεσα σε φθαρτά και άφθαρτα. Ας πούμε ότι η υποψία φωτός στα ποιήματα της Μαρίας Κουλούρη θα πρέπει να ανασκαφεί στο σημείο που συναντώνται τα ορατά με τα αόρατα, το εδώ και το επέκεινα, το υλικό και το άυλο. Δηλαδή η ζωή και ο θάνατος ως δύο όψεις ενός και του αυτού, ως συμφιλίωση με την ιδέα της συνέχειας μέσα στον χρόνο. Αυτός ο χρόνος άλλωστε είναι που μετριέται σε μια απόπειρα του φθαρτού όντος να ελέγξει τα διαστήματα που ορίζουν τη ζωή του. Επί ματαίω; Ίσως. Η ποίηση όμως μας δίνει τη δυνατότητα να μιλάμε για όλα αυτά που μας ξεπερνούν.

.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΚΑΤΣΑΝΗΣ

FREAR 12/1/2016

Ο γυμνός λόγος της Μαρίας Κουλούρη

Δύο χρόνια μετά την έκδοση της πρώτης της ποιητικής συλλογής με τίτλο Μουσείο Άδειο από τις εκδόσεις Μελάνι, η Μαρία Κουλούρη επανέρχεται με το Ρολόγια και άλλοι χτύποι, από τον ίδιο εκδοτικό οίκο. Τότε είχαμε διακρίνει στοιχεία που δήλωναν την αρχή μιας πορείας που θα μπορούσε ίσως να αφήσει το δικό της στίγμα στη σύγχρονη ελληνική ποίηση. Σήμερα, κρατώντας στα χέρια μας τη δεύτερή της δουλειά, μπορούμε να πούμε σχεδόν με σιγουριά ότι η εκτίμησή μας φαίνεται να παίρνει σάρκα και οστά. Αξίζει λοιπόν να αφιερώσουμε λίγο χρόνο σε μια απόπειρα προσέγγισης του ύφους της ποιήτριας, την οποία θα προσπαθήσουμε με γνώμονα εκείνο το στοιχείο που από το πρώτο έργο μας τράβηξε την προσοχή: τον λιτό, δωρικό λόγο. Ελάχιστα επίθετα, ελάχιστοι σύνδεσμοι, απουσία σημείων στίξης. Ακόμα και τα ρήματα λείπουν όταν δεν είναι απολύτως απαραίτητα για την μετάδοση του μηνύματος:


Όλα είναι στην όχθη αυτή
Στα λουλούδια που ξαπλώναμε
Στον ήλιο
Στο ποτάμι το μικρό και τη δροσιά του
Κοινά τα λόγια της θλίψης
Τίποτα πρωτότυπο στο πένθος

(Επί την καρδίαν, Μουσείο άδειο, εκδ. Μελάνι 2013)


Στις ράθυμες πλαγιές των ηφαιστείων
Χέρια πεταλίδες γλιστρούν
Σε υγρά πετρώματα
Μάχες και παραβάσεις εκκρεμείς
Από το βράχο στις ωμοπλάτες
Ανυπέρβλητοι αρμοί
Αναγγέλλουν κρατήρες και πτυχώσεις

(Δέρμα της γης, Ρολόγια και άλλοι χτύποι, εκδ. Μελάνι 2015)

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η πένα της Μαρίας Κουλούρη υπηρετεί πιστά τον μινιμαλισμό στην ποίηση. Ο λόγος εμφανίζεται γυμνός, απέριττος, απαλλαγμένος από οποιαδήποτε φόρτιση. Η δημιουργός δεν φωνάζει, δεν φλυαρεί. Η απλότητα αυτή χαρίζει στον στίχο μια ιδιαίτερη δύναμη: εκείνη μιας πρωτόλειας ομορφιάς που δεν χρειάζεται φτιασίδωμα για να μας καθηλώσει. Η ποιήτρια σμιλεύει τη γλώσσα αριστοτεχνικά, με τρόπο όμως αντίστροφο. Δεν ψάχνει να βρει αυτό που θα προσθέσει, αλλά αυτό που θα αφαιρέσει. Η ελλειπτικότητα είναι ένα από τα κύρια μελήματά της και την μετατρέπει έξοχα σε ένα εργαλείο με το οποίο εκφράζει αγωνίες, φόβους, συναισθήματα, πάθη, χωρίς παρατονίες.

Συμβαίνει όμως ο λόγος ο γυμνός της Μαρίας Κουλούρη να στερείται δραματισμού η συναισθήματος; Κάθε άλλο. Ας δούμε μερικούς ακόμα στίχους:


Οι φίλοι
Οι παλιοί μας ουρανοί
Τις μοιρασιές αρχίσαν
Αυτοί το μέλι
Εγώ τον αέρα
Γι’ αυτούς το γάλα
Για μένα ο θάνατος
Όχι, δεν μ’ ενοχλεί η προίκα μου
Ψάχνω να βρω το χώρο
Δεν ευδοκιμεί παντού το οριστικό
Χώμα κυρίως θέλει

(Αποδοχή κληρονομίας, Μουσείο άδειο, εκδ. Μελάνι 2013)

**********


Όμως εγώ δεν είμαι ο έρωτας
Σιωπές δεν έμαθα να φτιάχνω
Τα κύματα δεν χτένισα
Δεν στέγνωσα τους βράχους
Μαχαίρι στην ανάσα όχι
Όχι παρέα του θανάτου
Χωράφι χώμα εύκρατο
Βλασταίνω τη φωνή σου
Πάνω μου φυτρώνουν οι αλήθειες

(Ένας άντρας, Ρολόγια και χτύποι, εκδ. Μελάνι 2015)

Αυτά τα δύο αποσπάσματα είναι χαρακτηριστικά της εικονοποιητικής ικανότητας της δημιουργού. Βλέπουμε πώς το αναπόφευκτο του θανάτου γίνεται αναζήτηση χώματος που θα γίνει χωνευτήρι από το οποίο θα προκύψει και πάλι ζωή, αφού το σώμα θα ευδοκιμήσει, θα βλαστήσει. Το προαιώνιο θέμα του κύκλου ζωή-θάνατος-ζωή, που έχει εμπνεύσει από τον ανώνυμο δημιουργό-λαό μέχρι τα μεγαλύτερα ονόματα της φιλοσοφίας και της λογοτεχνίας, μετατρέπεται εξαίσια, από την πένα της σε μια γεωργική εργασία. Πλάθει η λογοτέχνιδα, με τα απολύτως χρειαζούμενα μέρη του λόγου, σκηνές που ξεχωρίζουν για την πλαστικότητά τους, μένοντας μακριά από μελοδραματισμούς και φτηνούς συναισθηματισμούς. Διαπιστώνουμε πώς μέσα σε αυτή την απλότητα η κάθε λέξη, ο κάθε στίχος αποκτούν ένα ειδικό βάρος, ενός είδους «αυτονομία», γίνονται σαν βέλη που φεύγουν για να βρουν στόχο. Αυτό που κινδυνεύει από την φαρέτρα της είναι η υπερβολή. Και εδώ ερχόμαστε σε μία άλλη διάσταση της γραφής της: σε ένα περιβάλλον διαμετρικά αντίθετο, όπου κυριαρχούν οι μεγαλοστομίες, τα κάθε είδους αναθέματα και η έλλειψη μέτρου, η ποιήτρια διαλέγει την οδό του απέριττου και χαμηλόφωνου που ταυτόχρονα είναι αιχμηρό και αφοπλιστικό. Διακινδυνεύουμε την υπόθεση ότι, πέρα από την θεματική των ποιημάτων, σε ότι έχει να κάνει καθαρά με την τεχνική του λόγου, η Μαρία Κουλούρη επέλεξε αυτό τον προσανατολισμό, εκτός των άλλων, και ως μια μορφή αντίδρασης απέναντι στην πραγματικότητα που μας περιβάλλει.

Σαν επίλογο μεταφέρουμε τους στίχους του ποιήματος “Πλάνο ονείρου” από το Ρολόγια και χτύποι, ελπίζοντας, ταυτόχρονα, στο μέλλον να έχουμε την ευκαιρία να κρατήσουμε στα χέρια μας και άλλες δουλειές της ποιήτριας.

Έτρεχα μη με προλάβει το νερό
Τα δέντρα έμειναν στο βυθό
Φλύαρη φύση
Κάτι έλεγε για τρέλα
Κάτι για απόγνωση
Εγώ κυνηγούσα το καπέλο μου
Στερεώθηκα κάποτε
Μοναδική στεριά
Οι στήμονες μιας παπαρούνας.

Μουσείο άδειο
Κρις Λιβανίου

Στίγμα Λόγου 24/9/2014

Το Μουσείο Άδειο της Μαρίας Κουλούρη αποτελείται από είκοσι οκτώ σχεδόν αναπάντεχα ποιήματα: ένας ικανός αριθμός, που αφενός της επιτρέπει να παρουσιάσει μια ολοκληρωμένη εικόνα δουλειάς και αφετέρου δίνει στον αναγνώστη την ευκαιρία να καλλιεργήσει μια πιο σφαιρική ματιά στα τεκταινόμενα της συλλογής.

Το αναπάντεχο του πράγματος έγκειται στο γεγονός ότι πρόκειται σχεδόν στο σύνολό της για αφηγηματική ποίηση. Η ποιήτρια διηγείται ιστορίες, ή καλύτερα περιγράφει μεμονωμένες εικόνες εκτεθειμένες σε έντονο φως, σαν ενσταντανέ άλλοτε αυθύπαρκτα και άλλοτε σε στενή αλληλουχία, μένοντας πιστή σε έναν δουλεμένο ρυθμό και σε απρόβλεπτους όσο και ακριβείς εκφραστικούς συνδυασμούς. Αποσκοπώντας σε ένα συγκεκριμένο αισθητικό και νοηματικό αποτέλεσμα, η Μαρία Κουλούρη βρίσκει τα στυλιστικά μέσα που θα το υποστηρίξουν, ώστε ο αναγνώστης να καταλήξει να κοιτάζει τα πράγματα αποκλειστικά μέσα από τις δικές τις λέξεις.

Το ότι δεν πρόκειται για προσωπική ποίηση, τουλάχιστον όχι με την κλασσική έννοια του όρου, είναι ένα στοιχείο που ελάχιστα το περιμένει κανείς σε μια περίοδο όπου το μεγαλύτερο μέρος της ποιητικής παραγωγής γράφεται στο πρώτο ενικό πρόσωπο. Είναι όμως ενδιαφέρον, επειδή τόσο οι εικόνες όσο και η θεματική που πραγματεύεται η ποιήτρια παρουσιάζονται σταθερά από την ματιά του παρατηρητή, του τρίτου ματιού, μια τεχνική κατεξοχήν συνδεδεμένη με την πρόζα. Και με τον Καβάφη ίσως, αλλά ας μην πάμε μέχρι εκεί. Και από την άλλη μεριά, τις φορές που η ποίησή της όντως γίνεται προσωπική, ο στίχος είναι άμεσος και αμείλικτος, στηρίζεται και λειτουργεί στην ισορροπία των αντιθέσεων με επιτυχία: η προσοχή του αναγνώστη καρφώνεται στις λέξεις.

Την εμφανή απουσία του εγώ έρχεται να καλύψει το εμείς που εμφανίζεται και δρα σαν συνολική οντότητα, δίνοντας ένα άλλο ειδικό βάρος στο κείμενο. Στα ποιήματα της Μαρίας Κουλούρη το εμείς τοποθετεί στο ίδιο ισότιμο επίπεδο τον αναγνώστη, τους άλλους ανθρώπους και την ίδια, και τους κάνει όλους κοινωνούς της ίδιας κοινής πραγματικότητας, αυτό είναι κάτι που δεν το συναντάμε συχνά.

Μπορεί η απουσία του εγώ τόσο εκφραστικά όσο και θεματικά να αναιρεί την εσωστρέφεια, από την άλλη όμως η ποιήτρια σε κάποιες περιπτώσεις φαίνεται να παίρνει αποστάσεις από το ίδιο της το κείμενο, σαν να κρύβεται πίσω από τους απρόσμενους λεκτικούς συνδυασμούς και τις αποσπασματικές εικόνες. Ποιήματα όπως το Απόπειρα πρώτη, Στου Κάφκα, ή η Ιδανική μεταφορά είναι τόσο αφαιρετικά, ή τόσο προσωπικά, που δεν παρέχουν στον αναγνώστη διόδους επικοινωνίας και συμμετοχής, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο την αμφίδρομη διαδικασία της ανάγνωσης.

Παραθέτω τρία ποιήματα που τράβηξαν περισσότερο την προσοχή μου και περιμένω να δω την εξέλιξη της Μαρίας Κουλούρη στην ποίηση, ας μην ξεχνάμε ότι αυτή είναι η πρώτη της συλλογή.

.

ΤΟΥΛΑ ΡΕΠΑΠΗ

diavasame.gr 8/10/2013

Χρόνος, ματαιώσεις, αναμονές και ελπίδα

Η Μαρία Κουλούρη γεννήθηκε στη Χαλκίδα το 1975. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα ως λογοθεραπεύτρια, σύμβουλος ψυχικής υγείας και εμψυχώτρια θεατρικής ομάδας ενηλίκων με αυτισμό και νοητική υστέρηση. Θεατρικά της μονόπρακτα έχουν παρουσιαστεί σε μορφή θεατρικού αναλογίου από το Διεθνές Ινστιτούτο Θεάτρου της Αθήνας. Το «Μουσείο άδειο» είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή.

Στη συλλογή των εικοσιοκτώ ποιημάτων του βιβλίου της «Μουσείο άδειο», αποτυπώνει το σύμπαν της. Ο χρόνος πρωταγωνιστεί, με αφετηρία τα αγάλματα της αρχαιότητας, ενώ άλλοτε παραμένει εντός του παρόντος και της έμπνευσης. Ταυτόχρονα, ο ρόλος της γυναίκας προβάλλει πρωταγωνιστικός, με γραμμική εξέλιξη ζωής, απεικονίζοντας τη βιάση της νιότης για συντροφικότητα από νωρίς και με την εκ των υστέρων συνειδητοποίηση των ματαιώσεων, ονείρων και ελπίδων. Αλλού, ιστορίες μισές, με οπτασίες και φαντάσματα να αιωρούνται με απτό πάντα σαν ανδρικό πρότυπο τον πατέρα.

Στη γραφή της υπάρχει επίσης και η σύνδεση με τη θεϊκή δύναμη σαν λατρευτικό, σαν εικόνα του Χριστού, άλλοτε σαν παράκληση και άλλοτε σαν οργή, ή σαν μια χρονική/ ιστορική απαρχή και τοποθέτηση, με εκφρασμένα όλα τα συναισθήματα που μπορεί να νιώσει ο πιστός για τον Θεό. Καίτοι πολλάκις αντί αναστάσεως έρχεται η αναμονή, ταυτόχρονα η θυσία προβάλλει πρόθυμη και για τον αμνό, με την οργή να γεννά μια προσευχή. Να χαθείς!

Ο έρωτας έχει επίσης μια δυναμική παρουσία που έρχεται και παρέρχεται όταν η λήθη έρχεται, έχοντας μόνο τη φθορά του να επιδείξει. Ενώ η αγάπη, δοτική χωρίς μέτρο, τα ξοδεύει όλα, ακόμη και το χρόνο. Συγχρόνως, ο πόνος παρών, με το φορτίο των επιθυμιών να μετατρέπεται σε ένα μικρό βαγόνι ενός τρένου το οποίο δεν έρχεται ή προσπερνά. Και τότε το σπίτι και η αγκαλιά των γονιών προβάλλει σαν το μόνο καταφύγιο. Εκεί ξεκουράζονται οι πληγές. Όταν γύρω οι ιδέες προδίδονται, τα κορμιά στοιχίζουν, η νίκη δεν έρχεται ποτέ και για απολογισμό δεν υπάρχει χρόνος. Έτσι, η ιστορία επαναλαμβάνεται δυστυχώς. Η Ζωή μοιάζει σαν ένα θέατρο σκιών. Σκοτάδι, φως, σκιές, ήχοι, αποχώρηση, μέχρι την επόμενη αυλαία. Ζωή, μια θεατρική παράσταση που χάνεται όπως ο ύπνος.

Και όσο και αν ο άνθρωπος μετρά τις μέρες σαν κεριά, το φως πάντα φεύγει, κι αυτός ντυμένος με ελπίδα περιμένει το αύριο. Και ο δρόμος της επιστροφής, μπροστά. Επιστροφή στην ίδια χώρα, στο ίδιο χώμα. Οικία, σώμα ή χώμα; Και τέλος το κενό που αφήνει ο θάνατος!

Η ποιητική συλλογή της Μαρίας Κουλούρη είναι ένας κόσμος που προβάλλει την πληρότητά του μέσα από ευφάνταστες παρομοιώσεις και εμπνευσμένες ανατροπές, οι οποίες εκφρασμένες με οικονομία λόγου τονίζουν τη βαρύτητα των λέξεων. Σπανίζουν τα κτητικά, αφήνοντας χώρο και ελευθερία όχι μόνο στις λέξεις αλλά και στα νοήματα να απλωθούν στο σύμπαν. Στο σύμπαν του ανθρώπου, όπου μέσα σε ένα αφαιρετικό πλαίσιο δίνει νοήματα/εικόνες χωρίς κορνίζα και αλλού οι εικόνες χτίζονται γύρω του. Τέλος, θα έλεγα πως υπάρχει πόνος για αυτό το περαστικό του ανθρώπου από τη ζωή αλλά και από τη ζωή των άλλων. Σε πολλά ποιήματά της αφήνει το τέλος «ανοιχτό», δίνοντας ευρυχωρία στον αναγνώστη να εισχωρήσει και αυτός και να γράψει/ δώσει το δικό του τέλος.

Μια ενδιαφέρουσα ποιητική γραφή, όπου αντιπαλεύει το φως με το σκοτάδι, η νίκη με την ήττα, η ζωή με το θάνατο. Ωστόσο, αν και στα ποιήματα υπάρχει ο πόνος για την περιπέτεια της ζωής, υπάρχει και η πληρότητα που δίνουν οι ρωγμές της ελπίδας, του έρωτα, της αγάπης και της επιστροφής, οι οποίες επιτρέπουν στο φως να μπει και να γιατρέψει ήττες και πληγές.

.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΗΤΣΙΚΑΚΟΣ

FREAR.GR 13/10/2020

Τα Καθημερινά κρεβάτια των «υποτελών»

…/…

Αγέρωχη και χθόνια, η Κουλούρη κάνει εξίσου έκκληση στην ετυμολογική καταγωγή της λέξης «μουσείο», ανερχόμενη στην όψιμη αρχαιότητα και παραπέμποντας τόσο στο ναό των μουσών, όσο και στον προνομιακό χώρο δραστηριότητας των πρώτων αλεξανδρινών φιλολόγων∙ εν άλλοις λόγοις, επανακινητοποιεί ένα διακειμενικό δίκτυο το οποίο μηρυκάζει αέναα καταχωρημένες μορφές και γραφές τις οποίες ποικίλλει και μεταβάλλει ακούραστα. Στο λυκαυγές του σύμπαντός της, στο οποίο παρεπιδημούν μεταξύ άλλων ο Κάφκα, ο Μπέκετ ή ο Μπαλζάκ, επιβάλλεται μεγαλοπρεπώς ο ίδιος ο Αλεξανδρινός: «Λιώσανε τα κεριά, κύριε ποιητά / Ας μη μιλάμε άλλο / Του μέλλοντος οι μέρες / Πέρασαν απ’ την πόλη / Εσείς / Ο καλλιτέχνης / Ελάτε, σας καλώ / Παρακαλώ / Βρείτε κάτι άλλο / Μια ιστορία για το τέλος / Του τέλους το τέλος / Εσείς / Ο μάγος / Μιλήστε γι’ αυτό που δε θ’ αρχίσει / Για κάποιον που δε θα ’ρθει / Χρήσιμη, λέτε, πάντα η προσμονή / Ενός βαρβάρου, ίσως / Μιλήστε εσείς / Κάτοχος της ελπίδας / Γνωρίζετε κάποιον / Με σάρκα και οστά / Μιλήστε εσείς / Εμείς / Μεσσία θα τον πούμε». Αν ο Φόρστερ εγκαινίασε πρώτος τον μύθο του Καβάφη σχεδιάζοντας το πορτραίτο του ως ενός «Έλληνα τζέντλεμαν με ένα ψάθινο καπέλο που στέκεται απολύτως ακίνητος σε μια ελαφρώς λοξή γωνία προς το σύμπαν», έκτοτε ο περίπλους της διαδικασίας της «παραγωγής μύθου» (devenir mythe) του Αλεξανδρινού προσφέρει μια πλούσια εσοδεία οικειοποιήσεων, τόσο πολυάριθμων, όσο και οι συγγραφείς τους, και των οποίων το σημείο σύγκλισης έγκειται στο κρόνιο φάσμα της Παρακμής. Στην προκειμένη περίπτωση, η ποιήτρια αναλαμβάνει η ίδια τον νεκρομαντικό ψαλμό, δηλώνεται με κάθε δικαίωμα μυθογράφος και ανασταίνει τον Καβάφη για να τραγουδήσει αυτό που εκείνος ξέρει καλύτερα: το τέλος, αλλά ένα fin du globe το οποίο λαμβάνει χώρα πάνω σε μια ήδη υπάρχουσα καταστροφή και του οποίου η κυκλική και καταστροφική επανάληψη δεν θα διακοπεί από την άφιξη κανενός Μεσσία, καθώς, όπως και οι βάρβαροι, είναι ειρωνικά απών. Συνεπώς, κατόπιν του κατακλυσμού θα επιβιώσει ίσως μονάχα η μάταιη ηχώ της ονοματολογίας και το αγκιστρωμένο βλέμμα πάνω στο ρημαγμένο τοπίο, πάνω στα σβησμένα κεριά που πληθαίνουν σε ένα mise en abyme. Ακόμα και η ψαύση των διαδρομών του μύθου δεν προσφέρει κανένα ανακουφιστικό φαρμάκι, παρότι στη χοάνη του μεγακειμένου του (περιλαμβανομένων των βιβλικών αφηγήσεων, όπως η θυσία του Ισαάκ ή η Μαγδαληνή) χαλκεύεται η υποτιθέμενη λύσις του δράματος. Πιο συγκεκριμένα, προφέρεται από μια κομμένη κάρα, ανεστραμμένη βαριάντα του μύθου της Σαλώμης και συμβατή με την εικονολογία του μπωντλαιρικού «Une Martyre»: «Κεφάλι / Επί σκότους κρεμάμενο /Διωγμένο από κρεβάτι / Ήσσονος σημασίας / Απρόθυμο να ειπωθεί / Σωπαίνει / Τα χρόνια περνούνε / Στα δάχτυλα των γέρων / Ένοικοι τότε / Νύχτες παλιές / Και αυτό αιωρείται / Χωρίς βάση / Στέκεται / Ένα φύσημα αφορμή να πάει πιο ‘κει / Εκατοστά αέρα η συλλογή του / Εκθέματα πίσω από βιτρίνα / Mουσείο άδειο». Έτσι, η πρόκληση που υφέρπει στην αντιφατική κενότητα του μουσείου διακλαδίζεται ερμηνευτικά ως εξής: αφενός, μπορεί να πρόκειται για έναν στοχασμό επί της αβάσταχτης ελαφρότητας των αποικειοποιημένων σημείων του υλικού αλλά και άυλου παρελθόντος (των οποίων το σισύφειο άχθος ουδέποτε απαρνήθηκε η ποιήτρια) και, αφετέρου, για μια κατάθεση, από τη μεριά της ποιήτριας, καταγωγικών ποιητικών αναφορών, εκμαγείων ή τοτεμικών εμμονών επί χάρτου, έτσι ώστε μετά την απομάκρυνση από την έκθεση να βρίσκεται άδεια και έτοιμη να κωπηλατήσει σε νέες γαλέρες.

Εν συνεχεία, η δεύτερη συλλογή, στην οποία οι χτύποι των ρολογιών συναδελφώνονται με τα βίαια χτυπήματα και τα τραύματα, παραδίδει την αφιερωματική σκυτάλη από τους ποιητές «στους ζωντανούς» και οδηγεί στην εκκόλαψη των επανερχόμενων θεμάτων των οποίων τον ορίζοντα σκιαγραφήσαμε αδρά προηγουμένως. Έχοντας ως αφετηρία έναν «Επίλογο» και τερματίζοντας σε μια «Αναφορά προόδου», κλείνοντας συνειρμικά το μάτι στην πιο επίφοβη στιγμή της παιδικότητας και των σχολικών χρόνων, η τοποθέτηση των ποιημάτων μετρονομείται από το εύρημα σύνθεσης μιας μουσικής σουίτας ανάστροφης (à rebours), της οποίας η κλεψύδρα γεμίζει αντί να αδειάζει. Σε αυτή τη λογική, το ποίημα «Έργα και ημέρες» είναι αξιοσημείωτο από πολλές απόψεις: «Δεν είναι τυχαίο / Τόσος ουρανός υπήρξαν άνθρωποι / Στα χέρια τους μεγάλωσε η σφαίρα / Εξαντλημένοι τώρα εκδρομείς / Στάθηκαν στις πέτρες / Κοιτάζοντας μύθους και αλλαγές / Μετρώντας τα ρολόγια / Ίσως φτάσουν τα χρήματα / Για μια κοσμογονία». Αξιοποιώντας μια οικονομική μεταφορά κάθε άλλο παρά άστοχη και φοδράροντάς τη με μια αρχαιόμυθη αναφορά, η Κουλούρη καταλογογραφεί το πολιτισμικό κεφάλαιο του σιδηρού γένους, το πέμπτο κατά την τυπολογία του Ησιόδου, εκπεπτωκότος και καταδικασμένου, στο οποίο «δεν απομένουν πια παρά […] βάσανα που το καταβροχθίζουν και συμφορές αγιάτρευτες». Παραβαίνοντας την τυποποιημένη γραμμική εκδίπλωση του χρόνου, τοποθετεί στον άξονα του μέλλοντος μια κοσμογονία, η οποία δεν είναι διόλου όμορη με κάποια απολυταρχική θεολογία περί της συμπαντικής αρχής. Κυρίως επειδή εύκολα διακρίνουμε την αλληλοεπικάλυψη δύο επιπέδων, την πλοκαμοειδή μέγγενη της αλληγορίας. Αν το ξεβίδωμα της χρονολογικής διαδοχής, έτσι ώστε η πτώση να προηγείται της δημιουργίας, σφραγίζει αυτό το στάδιο της ποίησής της, αν το ομιλούν υποκείμενο ταλαντεύεται ανάμεσα στην παραδοχή της εξάντλησης της γλώσσας («Είπαμε πολλά και φτάνει») και στην απόδοση της περίληψης μιας χρεωκοπημένης ζωής η οποία, ωστόσο, επιμένει να ξαναβρεί την τροχιά της δίχως ανάπαυλα («Και εγώ / Στην αγάπη απέτυχα υπέροχα / Πίνω ακόμα κάτι ποτά / Και καθαρίζω τα ίχνη από τα ρούχα μου»), η στασιμότητα της κρίσης δεν κλαίει πλέον την απώλεια μιας πρότερης υποτιθέμενης εδεμικής κατάστασης, αλλά κατασκευάζει τα καλούπια μιας συγχρονικότητας η οποία διεκδικεί τη μελλοντική της γένεση. Εάν «εν αρχή ην ο λόγος», η καινούργια αυγή συμπίπτει με τη στιγμή του εκφωνήματος εντός μιας ερειπιακής σκηνοθεσίας, και κατά συνέπεια κατεξοχήν ναρκισσιστικής, η οποία περιβάλλει το υποκείμενο ως αντικείμενο του ίδιου του στοχασμού του. Για να το θέσουμε αλλιώς, η εμβληματική ετεροτοπία των ερειπίων, στην οποία σκοντάφτουμε είτε ενυπάρχει εν σπέρματι στους στίχους είτε εξόφθαλμα, επανέρχεται στην επιφάνεια ως τόπος του φαντασιακού γύρω από τον οποίο περιστρέφονται τόσο η κατασκευή της ταυτότητας, όσο και η αμφισβήτησή της, όπως μια αλληγορία, πολλώ δε μάλλον δεδομένου ότι, κατά τον Μπένγιαμιν, «Οι αλληγορίες είναι, στη σφαίρα της σκέψης, ό,τι τα ερείπια στη σφαίρα των πραγμάτων». Το ποίημα «Απολίθωμα» μαρτυρά εύγλωττα: «Πολύ πριν γεννηθώ και γεννήσω / Από το στόμα γόρδιες αλυσίδες / Πριν αρχίσω να βγάζω / Ήρθα και έφυγα Πριν γίνω χώμα στα χέρια του νεκρού / Πριν γίνω η φωνή του / Πριν βαφτιστώ στις λέξεις / Είπα να υψωθούν οι σπόνδυλοι / Να περπατήσει η μέρα / Στα νερά του ποταμού που πνίγει τους θεούς / Κλαίω πολύ πριν / Πριν αρχίσω να λέω».

Τρεις στίχοι αρκούν για να περάσουμε από τον κήπο των μαρτυρίων αυτών των Ρολογιών και άλλων χτύπων στις διαδρομές που χαράζονται πάνω σε σεντόνια από Καθημερινά κρεβάτια: «Προσφέρω εκτάσεις να στρωθούν κρεβάτια / Κάτοπτρα για ευσεβείς / Καθυστερώ τη σίγουρη εκκίνηση της πτώσης». Πηδώντας από κρεβάτια σε κρεβάτια, από τους ζωντανούς «στους ανατόμους» και από τη μικρή φόρμα σε ένα συνθετικό, σπονδυλωτό ποίημα ευσύνοπτου μεγέθους σε πέντε μέρη κατά το πρότυπο της αρχαίας τραγωδίας, η κινητοποίηση των μηχανισμών της γραφής τροφοδοτείται διαφορετικά, πληροφορείται από ένα διαδικτυακό άρθρο με τίτλο «Παιδιά κοιμούνται στα δάση της Ευρώπης». Έχοντας υπαγορευτεί η τροπικότητα της ανάγνωσης από μια δι-αισθητική (inter-esthétique) και δια-μεσική διαδικασία, η ποιήτρια στοχεύει άφευκτα στο να θέσει επί τάπητος την άδηλη ερώτηση: ποιο είναι το υποκείμενο της κρίσης: «Εμείς νερό και σκιά / Εσείς δρόμοι στα χέρια […] / Εμείς αν ζούμε αποθέτουμε ύπνους / Όνειρα εσείς σε καθημερινά κρεβάτια / Ορατοί και πότε αόρατοι περνάτε / Από το δωμάτιο στους τοίχους / Και αντίστροφα / Περιμένοντας τη στιγμή / Αυτή που έρχεται μια φορά / Και ύστερα φεύγει μαζί με σας / Καθώς αλλάζετε γραμματική / Και ασκείται ο χρόνος ανάμεσα / Σε αυτούς που ήταν / Και όσους ακόμα είναι / Κανείς όμως δε φαίνεται στο μέλλον»: καταδιωγμένο από τον αποκλεισμό, αφοπλισμένο από κάθε στήριγμα, στερημένο κάθε συμπόνιας, το υποκείμενο της κρίσης είναι ο/η «υποτελής»/«υπάλληλος» (subalterne) [8], το υποκείμενο που στερείται φωνής διότι εξαρτάται ή δυναστεύεται από κάποιο άλλο για να μιλήσει εξ’ ονόματός του, εν προκειμένω στην πιο σκληρή ενσάρκωσή του: τα ασυνόδευτα παιδιά, θύματα μιας ασυγχώρητης πλανητικής βίας, καταδικασμένα να περιφέρονται και να φωλιάζουν στις δασικές εκτάσεις. Σε αυτήν την τελευταία της συλλογή, η συγχρονικότητα της Κουλούρη αγγίζει το ζενίθ της και η αναπαράσταση της κρίσης ντουμπλάρεται από την κρίση της αναπαράστασης, καθώς αποτολμάται η εκπροσώπηση, έστω πάλι διαμεσολαβημένα και από τη θέση και το λόγο του φερόμενου ως «ανεπτυγμένου κόσμου», όσων ο δυτικός κόσμος τους έχει αρνηθεί κάθε (ανα)παράσταση.

Όλα καλώς ζυγισμένα, αυτό το υπόγειο ρεύμα αυτοπαρατήρησης και αυτοστοχασμού, του οποίου οι θεμέλιοι λίθοι έχουν σκορπιστεί από καιρό, νοτίζει και το υπό έκδοση έργο της ποιήτριας η οποία στο ποίημά της «Μετά το τέλος» (της συλλογής Αστικό ελάφι, η οποία πρόκειται οσονούπω να κυκλοφορήσει) μας μιλά με μια φωνή outre-tombe: «Δεν αντιλαμβάνεται το δικαίωμα της κίνησης / Το σώμα νεκρό αλλάζει / κι όποιος νομιμοποιείται να μιλήσει / αναρωτιέται για την ύπαρξη της γλώσσας / Αλλά ποιος ενδιαφέρεται ακόμα / Το θέμα παραμένει στην αντίληψη / Τι σημαίνουν δύο πόδια στο κενό / Τόπος και ημερομηνία γέννησης: / Χαλκίδα, 16 Μαρτίου 1975». Ίσως, στον απόηχο της «Κρίσης του στίχου» του Mallarmé, πρόκειται για την ποιητική της μετακρίσης, του ενταφιασμού του εγώ για να μιλήσει, του οξύμωρου του λόγου των νεκρών, της φωνής των υποτελών, των καθημερινών κρεβατιών των υποτελών.

.

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥΔΑΚΗΣ

frear.gr 18/6/2014

Η αμφισημία του ψυχισμού

Ξεκινώ με μία προσωπική εκτίμηση: τρία είναι τα βασικά χαρακτηριστικά που προσθέτουν στη σύγχρονη ποίηση, χαρακτηριστικά που όπως θα δούμε συναντάμε και στο έργο της Μαρίας Κουλούρη: αμφισημία, αφαίρεση και (επιτρέψτε μου το λογοτεχνικό σχήμα) υποδόρια ευστοχία.

1ον: αμφισημία, πολυσημία. «Με τον όρο «αμφισημία» (ή «αμφιλογία») χαρακτηρίζουμε το γλωσσικό φαινόμενο κατά το οποίο μια λέξη ή και μια ολόκληρη φράση χρησιμοποιείται με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποκτά μια διφορούμενη σημασία, και τελικά, να γίνεται κατανοητή με δύο διαφορετικούς τρόπους. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της αμφισημίας είναι ότι και οι δύο τρόποι ανάγνωσης και κατανόησης θεωρούνται νοηματικά έγκυροι και αποδεκτοί.» Το κείμενο – ποίημα τίθεται ως ερώτημα με διττές ή ενίοτε πολλαπλές απαντήσεις, ερώτημα που εμπεριέχει ψήγματα από τη φαντασίωση της ιδανικής απόκρισης του ποιητή, αφήνοντας τον αναγνώστη να διακρίνει ή απλά να νομίζει ότι διακρίνει τα σημεία ορισμού της ποιητικής πραγματικότητας. Αμφισημία που όμως δεν πηγάζει από την αδυναμία του ποιητή να συνθέσει ή να παρουσιάσει το νόημα, αλλά από την ανάγκη του να προκαλέσει – να ερεθίσει το αισθητηριακό του αναγνώστη, προσεγγίζοντας τα θέματα του από διάφορες οπτικές γωνίες. Μια αμφισημία που οφείλει να πατάει στέρεα στα πόδια των διαφορετικών ερμηνειών και να μην αποτελεί απλά επίδειξη τεχνικής. Η αμφισημία στο έργο της Κουλούρη είναι ορατή ακόμα από τον εξώφυλλο του βιβλίου: Μουσείο Άδειο, μια φράση – τίτλος που σπάει τη σύμβαση της σύνταξης και στέκει μετέωρη καλώντας μας σ’ ένα παιχνίδι αναζήτησης, δισυπόστατη εξ’ ορισμού φράση, καθώς τι μπορεί να υπάρχει μέσα σ’ ένα Μουσείο Άδειο, εκτός από φαντάσματα και μνήμες; Ποιον θα ενδιάφερε μία περιήγηση σε κενούς από εκθέματα τοίχους εκτός από το μύστη της ανάμνησης, τον κυνηγό του παρελθόντος που αναγεννάται μέσα από το ασχημάτιστο παρόν; Φαντάσματα και αναμνήσεις θα μπορούσε να είναι ο τίτλος της συλλογής ίσως και κάθε ποιητικής συλλογής, θεωρώντας ότι αποτελούν υλικά απαραίτητα για την καταβύθιση, χωρίς μπουκάλες ή αναπνευστήρα στον κόσμο της ποίησης, καθώς όπως αναφέρει ο Γιώργος Σαραντάρης «Η ποίηση είναι εκείνος ο εαυτός μας που δεν κοιμάται ποτέ.»

Η αφιέρωση του βιβλίου επίσης προκαλεί εντύπωση κι εμπεριέχει μεγάλο ποσοστό αμφισημίας: «Στους ποιητές» – Μ’ ετούτη την αφιέρωση – αφορισμό η Μαρία Κουλούρη θέτει τον εαυτό της δίπλα και αντιμέτωπη με τους ποιητές και με την ποίηση. Αφιερώνει στους ομότεχνους, αλλά και στον εαυτό της διατηρώντας όμως μία απόσταση, κλείνει το μάτι και σχολιάζει υπόκωφα ένα ερωτηματικό «είμαι;» ή ένα τριτοπρόσωπο «είναι;» εννοώντας η γράφουσα Μαρία Κουλούρη, αναζητώντας την απάντηση από τον αναγνώστη – εαυτό της, αλλά κι από τους υπόλοιπους αναγνώστες. Θα μπορούσε εδώ κάποιος να θέσει το χιλιοειπωμένο ερώτημα, τι είναι ποιητής και τι είναι ποίηση – νιώθω ότι είναι ανούσιο να αναλωθούμε σ’ αυτό και δεν θα το δοκιμάσω καν, ορισμοί υπάρχουν πάμπολλοι, φιλολογικοί, ορθολογιστικοί, λαϊκότροποι ή αυτοαναφορικοί κι ο καθένας ας επιλέξει αυτόν που τον ικανοποιεί. Η απάντηση στο ερώτημα της Μαρίας είναι για μένα σαφής και καταφατική – είσαι (είμαι), άρα καλά κάνεις και βαυκαλίζεσαι αφιερώνοντας σ’ ένα σύνολο που σε εμπεριέχει, δηλαδή στις μνήμες και τον εαυτό σου. Η ίδια φροντίζει να το αποδείξει στο πρώτο ποίημα της συλλογής με τον τίτλο «κτερίσματα». Στο ποίημα αυτό, το πολύτιμο υλικό – κτέρισμα δεν είναι άλλο παρά ο φακός, το εργαλείο που σημαδεύει και ανακρίνει την ποιήτρια, η εσωτερική ανάγκη, αλλά και εξωτερική σύμβαση που την υποχρεώνει να μιλήσει, τοποθετώντας την όπως η ίδια αναφέρει στην θέση της χώρας, όπου αντιγράφω: «Κάτοικοι/ Τους κίονες κρατούνε/ Δεν έχει εδώ άλλη ταυτότητα/ Ερείπια και ίαμβοι/ Αυτά/ Ταιριάζουν στο κορμί μου.»

2ον: αφαίρεση. Θα δανειστώ εδώ μια φράση του Χάρη Βλαβιανού: «Αυτό που ο ποιητής ποθεί περισσότερο απ’ όλα είναι να μεταδίδει τις σκέψεις του δίχως λόγια.» έτσι, ο ποιητής αφαιρεί από το εν δυνάμει κείμενο, από την φαντασιακή σκηνή και κατάσταση, σχεδόν όλη τη δράση, τους διαλόγους και τις εικόνες, εστιάζοντας στις σκιές, στις σιωπές και την ακινησία, με στόχο να εξωθήσει τον αναγνώστη στη συμπλήρωση του πάζλ και την ανασύνθεση της εικόνας. Αν το μυθιστόρημα είναι η τέχνη της σύνθεσης, η ποίηση είναι η τέχνη της αφαίρεσης. Για να παραφράσω τα λόγια του Αντρέι Ταρκόφσκι: όπως ο γλύπτης από ένα κομμάτι μάρμαρο, πρέπει να φτιάξει μία μορφή τέλεια στις λεπτομέρειες τις, έτσι κι ο ποιητής, από ένα συμπαγές κομμάτι χρόνου, πρέπει να αφαιρέσει όλα τα περιττά για να βρει την απειροελάχιστη στιγμή, πρέπει να σμιλεύσει με επιμονή και υπομονή το χρόνο για να απομονώσει το θαύμα. Στην ποίηση δεν περισσεύει, όχι μόνο λέξη, αλλά ούτε γράμμα, ούτε τελεία ή θαυμαστικό. Η Μαρία γνωρίζει την τεχνική της αφαίρεσης και τη χειρίζεται με μαεστρία, ίσως γι’ αυτό να απουσιάζουν πλήρως από τα ποιήματα της τελείες, θαυμαστικά, παύλες ή παρενθέσεις. Μόνο το κόμμα εμφανίζεται κι αυτό με φειδώ, ειδικά σε κάποιες προσφωνήσεις, όπως όταν π.χ. ανοίγεις ένα γράμμα: «αγαπητή Μαρία,» Εστιάζει με τη μικροσκοπική της κάμερα, στις σύντομες φράσεις και τις καθαρές, προσεκτικά, διαλεγμένες, αλλά σε καμία περίπτωση επιτηδευμένες λέξεις, σε σημεία κλειδιά των φαντασιώσεων της. Θραύσματα σωμάτων, μετέωρες φράσεις, σιωπές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ποίημα «Νυχτερινό», στο οποίο εμπεριέχεται και ο αγαπημένος μου στίχος: «Τα χρόνια περνούνε/Στα δάχτυλα των γέρων», αλλά και τα ποιήματα «Οικία», και Πανσέληνη αναδοχή».

3ο: η υποδόρια ευστοχία, την οποία επιτρέψτε μου να την αναφέρω και με το νεολογισμό «Λανθάνον ή Ψευδής Μιθριδατισμός» – όπως ο Μιθριδάτης λάμβανε σε τακτά χρονικά διαστήματα μικρές ποσότητες δηλητηρίου για να συνηθίσει ο οργανισμός του και να αποκτήσει ανοσία, με αντίστοιχο τρόπο γίνεται και στην ποίηση, αλλά με εντελώς αντίθετο στόχο. Εδώ δηλαδή ο εμποτισμός με δηλητήριο γίνεται τόσο αργά και ύπουλα που ο αναγνώστης νομίζει ότι αναγνωρίζει τον προφανή κίνδυνο, αλλά στο τέλος η δραστική ουσία – το έκδοχο – είναι άλλο και προκαλεί ακαριαίο θάνατο. Σαν ένα στιλέτο που βυθίζεται αργά και προσεχτικά κάτω από το δέρμα, υποδόρια, διαχωρίζοντας τους ιστούς, χωρίς να προκαλεί καταστροφή, μόνο και μόνο για να περιστραφεί στο εσωτερικό των οργάνων, ξαφνιάζοντας με την απρόσκοπτη δύναμή του καίριου χτυπήματος. Η ποίηση έρχεται να σε ζαλίσει μαυλιστικά, σχεδόν σε αποκοιμίζει για να σε συνταράξει οριστικά στο φινάλε, εκεί που λες, ξέρω που το πάει ο ποιητής έρχεται ο αιφνιδιασμός. Αναφέρω ενδεικτικά το φινάλε στο ποίημα «Το Χρυσόμαλλο Δέρας», στο ποίημα «Σπίτια» και στην «Προσευχή».

Όμως η ποίηση δεν είναι τέχνη, αν είναι απλή παράθεση εικόνων, θραυσμάτων και σκέψεων· απαιτεί πάνω απ’ όλα τη σύνθεση του ρυθμού, τους ήχους, τις αλλαγές στο τέμπο και τις παύσεις, για να συντελεστεί το αισθητηριακό ερέθισμα Ο ρυθμός της ποίησης της Μαρίας είναι ιδιαίτερα προσεγμένος, άλλοτε κοφτός – σχεδόν δωρικός, άλλοτε ηθελημένα παραπέμπει στον πεζό λόγο, σύγχρονος ρυθμός, χωρίς φιοριτούρες, χωρίς λογοτεχνικούς ακροβατισμούς και λέξεις που τοποθετούνται για να αποδείξουν την καλλιέργεια του γράφοντος. Η Μαρία ανήκει στην γενιά εκείνη – κι ευτυχώς υπάρχουν αρκετοί, ενδεικτικά αναφέρω την Ευτυχία Παναγιώτου, τον Θωμά Τσαλαπάτη, το Σπύρο Τσοτάκο – που ξεφεύγοντας από τον νεοσυντηρητισμό της γενιάς του ‘80 και την ελιτίστικη – σε κάποιες περιπτώσεις έως στριφνή – απομόνωση της γενιάς του ’90, επιτυγχάνουν με απλά, αλλά όχι ευτελή, υλικά να εισχωρήσουν σε σημεία δυσπρόσιτα του ανθρώπινου ψυχισμού και από καθημερινές αλλά όχι τετριμμένες ή ευπώλητες καταστάσεις να εξάγουν το βαθύτερο, και συχνά σκοτεινότερο, εσώτερο είναι τους. Ας μην ξεχνάμε εδώ ότι η Μαρία ως Λογοθεραπεύτρια και Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας γνωρίζει από το βάθος της ανθρώπινης ψυχής. Στη θεματολογία της Μαρίας εντοπίζονται μοτίβα, θέματα που επανέρχονται: η Θρησκεία – όχι ως μεταφυσική αγωνία της ποιήτριας, αλλά ως φαντασματική (με την έννοια του φαντάσματος και όχι της φαντασίωσης) αναφορά, στα ποιήματα «Λατρευτικόν», «Το Χρυσόμαλλο Δέρας» και «Αντί Αναστάσεως», τα αρχαία αντικείμενα και τα αγάλματα σε ρόλο μνήμης με τα οποία συνδιαλέγεται κι από τα θραύσματα των οποίων αναζητά την ανασύνθεση του παρελθόντος, στα ποιήματα «Κτερίσματα» και «Επί την Καρδίαν», η παρουσία του πατέρα και το ερώτημα της θέσης του άντρα ως σύμβολο, στα «Απόπειρα πρώτη» και «Όνομα του Πατρός», μοτίβα που μπλέκονται με εικόνες της καθημερινής ζωής, στιγμιότυπα της εποχής της κρίσης, ένα εισιτήριο που απουσιάζει, μια σακούλα με ψώνια ή μια βαλίτσα που κρέμεται μάταια όσο και ατέρμονα σε μία αναμονή που περισσότερο μοιάζει με απονενοημένο διάβημα. Οι ψυχαναλυτικές αναφορές και επιρροές είναι κάτι παραπάνω από προφανείς, οι εικόνες της παιδικής ηλικίας, ο πατέρας, εραστής – βιαστής, η έννοια του φύλλου, μοτίβα που όμως δεν εισέρχονται εκβιαστικά στα ποιήματα, αλλά ξεπηδούν μέσα από τα επεισόδια και τις εικόνες τους.

Μέσα όμως από τα θέματα που την απασχολούν, η Κουλούρη βρίσκει και την ευκαιρία να συνομιλήσει, άλλοτε άμεσα κι άλλοτε έμμεσα, με τους συγγραφείς και ποιητές που φαίνεται να την έχουν επηρεάσει ή σημαδέψει: Σύλβια Πλαθ, Σάμιουελ Μπέκετ, Αλμπέρ Καμύ, Φραντς Κάφκα και Κωνσταντίνος Καβάφης για να αναφέρω τους πιο προφανείς. Φανερά συγγενής με τον υπαρξιακό ανθρωπισμό του Καμύ και τον υπαρξιακό υπερρεαλισμό του Μπέκετ – αναστοχαστές και οι δύο του παράλογου της ύπαρξης, τους συναντάει τον πρώτο στο «Σισύφειος Λήθη» διαμέσου της παράλογης υποχρέωσης στη συνέχιση της ζωής από τις γυναίκες – μητέρες, και τον δεύτερο κατά την αναμονή της αμαξοστοιχίας με το όνομα Γκοντό στο «Πίνακας Καθυστερήσεων». Μαγεύεται από την εσωτερική λυρικότητα και τραγικότητα της ζωής της Πλαθ και του Καβάφη, συνθέτοντας ένα γράμμα στον πατέρα (κατά τα ψευδή γράμματα της Πλαθ, αλλά και κατά το ομώνυμο του Κάφκα) στο «Απόπειρα Πρώτη», και ζητώντας μία νέα λύση, νέους βαρβάρους στο «Τα κεριά του», καταφεύγοντας τελικά για να αναμετρηθεί με τις μορφές τα σχήματα και τις μεταμορφώσεις και στήνοντας τον τελευταίο της αφορισμό («όλοι θα υποκύψουμε») «Στου Κάφκα», στο ομότιτλο ποίημα. Τελικά όμως, αυτό που απασχολεί την Κουλούρη δεν είναι ο διάλογος με τα ιερά τέρατα, ούτε η ψυχαναλυτική προσέγγιση, είναι τα προαιώνια ζητήματα της ποίησης και της φιλοσοφίας από τα οποία κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει: ο έρωτας, ο θάνατος, το α-νόητο της ύπαρξης, η μοναξιά της ψυχής, η αναμέτρησή με τον εσώτερο θεό και τις ερινύες της, αναμέτρηση χαμένη από χέρι που οδηγεί στο ψύχος της παραδοχής και στον τίτλο του τελευταίου ποιήματος της συλλογής: «ηττηθήκαμε όπως πάντα». Κι αυτό, γιατί δεν μπορεί να ξεφύγει – ούτε και επιθυμεί – από αυτό που συγκλονιστικά περιγράφει η Κατερίνα Γώγου: «Ένας ποιητής που γράφει είναι πολύ πολύ μικρό παιδί, έχει πυρετό τη νύχτα. Δρα και ζει αυτόματα, έχει άγνοια της λογικής του κινδύνου. Θεωρεί τον εαυτό του πολεμιστή κατήγορο της πανταχού διαπραττωμένης αδικίας. Γι αυτό κρυώνει.»

.

ΠΟΛΥ ΧΑΤΖΗΜΑΝΩΛΑΚΗ

www.poeticanet.gr 19 Ιούνιος 2014

Μαρία Κουλούρη, Μουσείο άδειο: παρεμβαίνοντας στο πέρασμα του κόσμου – για μια ποιητική των ερειπίων, αντίθετη της ήττας

α) Μουσεία και λογοτεχνία

Ξαναδιάβαζα προσφάτως περί Μουσείων και λογοτεχνίας με αφορμή το Μουσείο Ιστορίας Παιδικού Παιχνιδιού που ιδρύει ο Χρήστος Μπουλώτης στη Λήμνο. Τη θαυμαστή όσμωση ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα, που συμβαίνει στις ακραίες της συνέπειες στο Μουσείο της Αθωότητας του Ορχάν Παμούκ, το Μουσείο έργο ζωής του σπουδαίου Τούρκου συγγραφέα, το μυθιστόρημα – υβρίδιο κατάλογο του Μουσείου με τα αντικείμενα που ανήκουν στην ηρωίδα του, και που έχει γίνει έμμονη ιδέα να συλλέγει ο αφηγητής και να εκθέτει ο συγγραφέας. Στου ιδίου συγγραφέα το παλαιότερο πόνημα «Ιστανμπούλ – η πόλη και οι αναμνήσεις», εκεί που αναζητά τον χαμένο χρόνο της παιδικής του ηλικίας γίνεται μια άλλου είδους συζήτηση για τα Μουσεία. Αναφερόμενος ο Ο. Π. στα σπίτια της δεκαετίας του πενήντα, εκείνα που οι κάτοικοί τους, ακολουθώντας το δυτικό πρότυπο επίπλωσης και διαρύθμισης, με τα κλειστά μεγαλοπρεπή σαλόνια, τις τραπεζαρίες, το φορτίο από τα μικρά μπιμπελό που τα διακοσμούσαν μιλά για την μετατροπή τους ανεπαισθήτως σε Μουσεία. Τούτο με την έννοια της αποξένωσης από την οικειότητα της κατοικίας, με την έννοια δηλαδή της απόστασης των ενοίκων τους από τη βιωμένη εμπειρία του περιεχομένου τους.
β) Το Μουσείο ως χώρος έκθεσης αντικειμένων νεκρών

Το Μουσείο δηλαδή θεωρείται εκεί ως χώρος έκθεσης αντικειμένων «νεκρών», που έχουν απομακρυνθεί όπως είπαμε από τη βιωμένη εμπειρία. Η έκθεση γίνεται κάποιον άλλο, για την παρατήρηση και την ανασύνθεση μιας νέας, σε άλλο επίπεδο, σημαίνουσας πραγματικότητας από τον παρατηρητή.

Και για τον ποιητή το ίδιο, αυτό συμβαίνει, σκέπτομαι, διαβάζοντας την πρόσφατη ποιητική συλλογή της Μαρίας Κουλούρη, Μουσείο άδειο. Η ποίηση, ο αναστοχασμός επί των «αντικειμένων», των συμβάντων, του ένδον, προϋποθέτει μια ακινητοποίηση, μια «παρέμβαση στο πέρασμα του κόσμου» μια νέκρωση της ζωής, μια μουσειακή έκθεση, μια στάση παρατήρησης – ανασύνθεσης, όπως αυτή του παρατηρητή, του επισκέπτη ενός Μουσείου μια συμβολική αναμέτρηση με «εκθέματα» που βρίσκονται σε απόσταση – χρονική – βιωματική από αυτόν.

γ) Η γραφή, το κείμενο ως νεκρωμένος λόγος για την αιωνιότητα

Ο χώρος – διαδικασία της ποίησης, ως χώρος νέκρωσης, διατηρεί μια έντονη αναλογία με την διαδικασία – χώρο της γραφής Να θυμίσουμε τα νεκρά λουλούδια της γραφής του Walter Ong, τα ισοδύναμα του προφορικού λόγου που νεκρώνεται για να γίνει κείμενο, την απαραίτητη αποξήρανση για να γίνει δυνατόν το άνθος να διατηρηθεί.

Ομοίως η νέκρωση των πεταλούδων από τον συλλέκτη, η παρέμβαση στο πέρασμα του χρόνου, η φαινομενική υποχώρηση της ζωής, για την αιωνιότητα της μορφής του όντος, για την έκθεση και την οιωνεί παρατήρηση στα ράφια του Μουσείου.

δ) Παίρνω απόσταση για να γράψω – δημιουργία χώρου για να σταθεί ο Ποιητής
Η απόσταση λοιπόν από το άμεσο βίωμα, η μετατροπή – έστω πρόσκαιρα των υποκειμένων σε αντικείμενα με τα οποία συνομιλεί ο Ποιητής, η δημιουργία του ποιητικού χώρου ως Μουσείο άδειο, που θα κατοικηθεί από τις σκοτεινές, ανεξαργύρωτες εμμονές, τις εικόνες, τις αναμνήσεις, τους στίχους του ποιητή. Αυτός ο χώρος, η προϋπόθεση της δημιουργίας, η καταστατική νέκρωση – ισοδύναμο της γραφής, δίνει την ταυτότητα στην ποιητική της Μαρίας Κουλούρη, μετατρέπει την ποιητική σε μουσειακή δημιουργία, σε Μουσείο άδειο, έτοιμο για την ποίηση με τους στίχους «Κτερίσματα» αρχαίου τάφου:

Δεν έχει εδώ άλλη ταυτότητα
Ερείπια και ίαμβοι
Αυτά
Ταιριάζουν στο κορμί μου

Με αυτό το βλέμμα της ειλικρίνειας, της αγωνίας να εκφράσει ο ποιητής τις προθέσεις του, όλα εκτίθενται στην κατάλληλη απόσταση. Το γράμμα της Συλβί προς τον Πατέρα, η προσευχή του Ιάσωνα – Ισαάκ προ της θυσίας, οι μεταμορφώσεις του Κάφκα σε χώρο για να εκφραστεί ο Ποιητής, πένθιμα – αγγίζοντας χωρίς να μουδιάζει θέματα στα όρια της ζωής και του θανάτου – εις τόπον αναψύξεως – θλιμμένα όπως επί την καρδίαν , που αποφασίζω να ανθολογήσω ολόκληρο, όχι πως ήταν το μόνο που μου άρεσε, αλλά σαν δείγμα ποίησης ζώσας, στιλπνής σαν άγαλμα, με φωνή αντίθετη της ήττας.
Τα δάχτυλα που σκάλιζαν τα αγάλματα
Κι σκόνη που δάκρυζε το βλέμμα
Η επιμονή σου να δεις τι έχει από κάτω
Τίποτα δεν έχει από κάτω
Όλα είναι στην όχθη αυτή
Στα λουλούδια που ξαπλώναμε
Στον ήλιο
Στο ποτάμι το μικρό και τη δροσιά του
Κοινά τα λόγια της θλίψης
Τίποτα πρωτότυπο στο πένθος
Σάρκες σκίζονται
Έντερα τραβιούνται
Φωνές μες στο μυαλό
Δεν έχω άλλο να πω
Δεν ξέρω πώς είσαι πια
Πού είναι τα σπίτι σου
Εκοψες τα μαλλιά σου
Πώς σε φωνάζουν τώρα
Αγάπη μου
Αντίθετο της ήττας θα σε λέω
Κι ας είναι της ποίησής μου αμοιβή
Των φωνηέντων μου το πάχος
Και των συμφώνων μου ο συριγμός
Ας είσαι εσύ της κάθε μέρας εκκρεμότητα
Ούτε και σήμερα κατάφερα τη λήθη
Ημ/νία δημοσίευσης: 31 Μαΐου 2014

.

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΛΑΛΟΥ

bibliotheque.gr 2/7/2013

Επιλέγοντας Φωτογραφία Εξωφύλλου

Ο τίτλος ενός βιβλίου ή μιας ποιητικής συλλογής έχει το δύσκολο ρόλο να πρέπει να εκφράσει συμπυκνωμένα και λιτά την ατμόσφαιρα και ίσως και το χαρακτήρα ολόκληρου του έργου. Την ίδια περιρρέουσα ατμόσφαιρα του έργου καλείται εξίσου εύληπτα και λιγότερο περιφραστικά να αποδώσει η φωτογραφία του εξωφύλλου. Έχοντας να επιλέξω φωτογραφία για το εξώφυλλο της ποιητικής συλλογής της Μαρίας Κουλούρη, “Μουσείο άδειο”, ανέλαβα μία διττή αποστολή: να οπτικοποιήσω, αρχικά, τον τίτλο κι, εν συνεχεία, να ανακαλύψω το πώς ο τίτλος αυτός και οι συμβολισμοί του διατρέχουν τα ποιήματα της συλλογής.
Προτού ανατρέξω ως φωτογράφος στο υλικό μου για να δω πώς θα αποδώσω οπτικά ένα μουσείο άδειο, αποφάσισα ως αναγνώστης να διακρίνω πώς το εμφανίζει και πώς το παρουσιάζει η ποιήτρια το μουσείο αυτό μέσα από τους στίχους της. Πρώτα απ’ όλα έπρεπε να εμπεδώσω καλά ότι είχα να κάνω με ένα ξεχωριστό μουσείο, η ιδιαιτερότητα του οποίου έγκειται στο γεγονός ότι είναι άδειο. Ήταν όμως πάντα άδειο ή άδειασε για να κάνει χώρο στις λέξεις, στις ιστορίες και στις εικόνες των ποιημάτων;

Η εντύπωση που σχημάτισα είναι πως το μουσείο μπορούμε να το αντιληφθούμε ως μια πολυπρισματική έννοια, οι συμβολισμοί της οποίας προβάλλονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο σχεδόν σε όλη τη συλλογή.
Αρχικά, μπορώ να πω ότι το Μουσείο εμφανίζεται ως χώρος. Μια κυριολεκτική χρήση της έννοιας του χώρου που συνδέεται με το περιεχόμενο ενός μουσείου και με τα σύμβολα της ιστορίας γίνεται ήδη στο πρώτο ποίημα, με τον χαρακτηριστικό τίτλο “Κτερίσματα”. Στίχοι όπως: “το ακίνητο γλυπτό”, “πανάρχαιας προέλευσης ομοίωμα”, “κόσμημα βιτρίνας μελλοντολιθικής εποχής” “ερείπια και ίαμβοι/αυτά/ταιριάζουν στο κορμί μου”, δίνουν μια εικόνα για το πώς φαντάζεται η συγγραφέας το μουσείο αυτό. Ένα μουσείο του παρελθόντος και του μέλλοντος ταυτόχρονα, ένα μουσείο με συγκεκριμένα όρια αλλά και τόσο αχανές όπως μια ολόκληρη χώρα. Επίσης, εμφανίζεται ο χώρος του μουσείου ως προέκταση του σώματος αλλά και του χρόνου, με το στίχο: “αιώνες κατοικούνε”. Με την ίδια περίπου χρήση της έννοιας του χώρου, συνεχίζει και το δεύτερο ποίημα, το “Λατρευτικόν”. Στο ποίημα αυτό, στίχοι όπως “εδώ χώρος κλειστός/μονάχα λάβαρα και δόξες”, “έχει μανδύες πολλούς η κορυφή” τονίζουν πάλι τα μουσειακά σύμβολα του χώρου. Ενώ οι στίχοι “ένας καθρέφτης να δείξει τη μορφή μου/σημάδια/αιώνες στη σκιά” αναδεικνύουν την αντίθεση ανάμεσα στο σώμα και το χρόνο.

Αυτή η συγκεκριμένη αντίθεση γίνεται ακόμα περισσότερο έντονη στο ποίημα “Νυχτερινό”, στο οποίο μάλιστα πρωταγωνιστεί και αποτελεί αυτό καθεαυτό το θέμα του ποιήματος. Γι’ αυτόν το λόγο, άλλωστε, το παραθέτω ολόκληρο, όχι άδικα, αφού έχει δώσει και τον τίτλο στη συλλογή (Κεφάλι/επί σκότους κρεμάμενο/διωγμένο από κρεβάτι/ήσσονος σημασίας/απρόθυμο να ειπωθεί/σωπαίνει/τα χρόνια περνούνε/ στα δάχτυλα των γέρων/ένοικοι τότε/νύχτες παλιές/και αυτό αιωρείται/χωρίς βάση/στέκεται/ένα φύσημα αφορμή να πάει πιο ‘κει/εκατοστά αέρα η συλλογή του/εκθέματα πίσω από βιτρίνα/μουσείο άδειο).
Με μία άλλη προέκταση του χώρου, το μουσείο χρησιμεύει ως χώρος λατρείας. Τίτλοι όπως “Λατρευτικόν”, “Θυσία” (ιδιαίτερα με τον στίχο: “εις μνημείον πεσόντα αγέρωχα επί το έργον της ζωής του”), “Προσευχή” (με χαρακτηριστικούς στίχους: “εκεί να πας/εκεί που θέλουν να πιστεύουν/ στους ναούς της αγάπης τους/εκεί που κλίνουν το γόνυ από συνήθεια/που δεν τους νοιάζει ο πόνος της επίκλησης/δέομαι πολλάκις/μην έρθεις”), “Αντί Αναστάσεως”, μας διευκολύνουν στο να υιοθετήσουμε αυτή την ερμηνεία. Εκτός από χώρος λατρείας, υπάρχει και η χρήση του χώρου για θεατρικούς σκοπούς: όπως στο ποίημα “Θέατρο Σκιών” (θα μείνουμε εμείς/φιγούρες γυμνές/σε αίθουσα κλειστή/περιμένοντας/ίσως/μια επόμενη αυλαία”).
Μια ακόμη εκδοχή του χώρου είναι αυτή του εσωτερικού χώρου ή του χώρου ως κατοικία. Τίτλοι όπως “Σπίτια” (“σπίτια δεν τα λες πια/πέτρες στοιβαγμένες/συμπλέγματα/ αλήθειες/ύπνοι”) και “Οικία” (“σκεύος μικρό/χώρο δεν πιάνει το αδύνατον/κάποτε ποιήθηκε/τώρα/σιγήν ιχθύος/πράττει”) εμφανίζουν ένα οικείο περιβάλλον αλλά αποδομημένο, σαν να υπάρχει η ανάγκη μέσω των λέξεων το εκάστοτε οίκημα να πρέπει να διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη. Με τις προεκτάσεις και τις ερμηνείες του χώρου υπό μία παρεμφερή οπτική, καταπιάνεται και το ποίημα “Στου Κάφκα”. Ήδη με τον εναρκτήριο στίχο “αν αποφάσισες να μεταμορφωθείς, γίνε χώρος” -ο οποίος επαναλαμβάνεται αυτούσιος προς το τέλος του ποιήματος- δηλώνεται απερίφραστα η επιθυμία της μεταμόρφωσης, της αλλαγής. Ο χώρος όπως τον γνωρίζουμε να μην υπάρχει πια, αλλά κάτι νέο, κάτι διαφορετικό, πέρα από τα συνηθισμένα και τα τετριμμένα να πάρει τη θέση του. Η δύναμη της ποίησης αντέχει τέτοια τεχνάσματα και έχει την ικανότητα να δημιουργεί μια καινούργια πραγματικότητα, έξω από τα στενά τείχη της λογικής. Με αυτόν τον τρόπο, στίχοι όπως “σε γνώρισα παράθυρο/έγινες σκοτάδι/σε είδα βροχή/πέρασε κι αυτό” καταργούν τις παρωχημένες διαστάσεις του χώρου.

Η ανάγκη για απεγκλωβισμό από ένα χώρο (και όλα όσα μπορεί αυτός να συνδηλώνει, μέσα από εμπειρίες, σκέψεις, αναμνήσεις που πιθανόν να αντιπροσωπεύει) που δημιουργεί κλειστοφοβικά συναισθήματα πρωταγωνιστεί στο ποίημα “Θλιβερά Μανιώδες”. Χαρακτηριστικά παραθέτω τους εξής στίχους: “οι υπόλοιποι ας μείνουμε να μετράμε/τοίχους/ποιος ξέρει/όλο και κάποια σκιά μπορεί να προβάλει/μια χαλασμένη αναπνοή/ένας βρώμικος ήχος/η ζωή σου/ο θάνατός μου”, “η δική σου παρουσία/στους δικούς μου τοίχους/εσύ/ παύση/ αδιαπέραστη/άκαμπτη/αμετάκλητη/εσύ/παύση μεγάλη/θα γκρεμίσω το σπίτι”. Στους στίχους αυτούς βλέπουμε μια ζωή να παρελαύνει ως άλλο θέατρο σκιών στους τοίχους ενός σπιτιού (που επίσης αποτελεί μεταφορά της ίδιας της ζωής), οι τοίχοι-σπίτι λειτουργούν ως ένα κάτοπτρο, τις αντανακλάσεις του οποίου δεν είναι εύκολο να αντέξει πάντα κανείς και γι’ αυτό προβάλεται ως λύση το σπάσιμό του, το ολοκληρωτικό γκρέμισμα. Η κατάργηση του χώρου προτείνεται όχι μεταφορικά αυτή τη φορά αλλά κυριολεκτικά.

Μια διαφορετική χρήση του “χώρου” επικεντρώνεται στο εσωτερικό του μουσείου, ως προβολή του ψυχισμού, των αναμνήσεων και των σκέψεων, έχοντας να κάνουμε πλέον με πιο προσωπικού τύπου ποιήματα. Στα ποιήματα αυτά εμφανίζονται και νύξεις από έναν άλλο οικείο χώρο, αυτόν της οικογένειας, είτε αναφερόμαστε στην εστία (στο σπίτι αυτό καθεαυτό) είτε στα πρόσωπα που αποτελούν την οικογένεια. Στο ποίημα “Απόπειρα πρώτη”, όπου η συγγραφέας ως άλλη Σύλβια Πλαθ στέλνει γράμμα στον πατέρα της, ο χώρος υπάρχει ως υποψία σε όλο το ποίημα, αλλά ορθώνει το ανάστημά του κυρίως στους στίχους “γλυκέ μου, πατερούλη/πόσο γρήγορα τρέχουνε τα πόδια σου/ο ήχος μπαίνει μες στο σπίτι/στου συνόρου τη λαθραία ελπίδα/στου παιδιού το αυτιστικό κεφάλι” καταργώντας ξανά με μοναδική ευκολία και ασύγκριτη γοητεία τα ρευστά όρια του χώρου, του χρόνου, του σώματος. Στο ποίημα “Χρυσόμαλλο Δέρας” οι δεσμοί αίματος περιγράφονται μέσα από την οπτική του υιού, και η οικογενειακή σχέση μπορεί να κερδίσει μια περίοπτη θέση σε ένα άδειο μουσείο μέσα από στίχους όπως: “έτσι δίνονται οι ζωές/έπαθλα/κρεμασμένα σε δέντρα/δράκοι τα φυλάνε/κι η παράσταση συνεχίζεται/επ’ άπειρον”. Όμως και πιο προσωπικές σχέσεις χωράνε σε αυτό το μουσείο, ενδεικτικά αναφέρομαι στο ποίημα “Αγάπη”, όπου στους στίχους “πούλησε τη γυναίκα του κι όλα της τα χαμόγελα/πούλησε τα έπιπλα, τα ρούχα, άπαντα τα σκεύη/τον ενεστώτα χρόνο/το σπίτι/μόνο τους τοίχους κράτησε/δύο τον αριθμό/στον ένα θα κρεμάσει πορτρέτο του προγόνου/καθρέφτες τον άλλο θα γεμίσει” τα σύμβολα του χώρου, του χρόνου, του σώματος δέχονται πολλαπλές ερμηνείες κι αποκτούν νέες υπερβατικές σημασίες. Στο ποίημα “Αποδοχή κληρονομιάς” έχουμε μια πιο σαφή τοποθέτηση των στίχων ως προς το πώς εννοούν το “χώρο”: “ψάχνω να βρω το χώρο/δεν ευδοκιμεί παντού το οριστικό/χώμα κυρίως θέλει”, τόσο απτό και τόσο ιδεατό ταυτόχρονα.
Τέλος, ο χώρος του μουσείου βγαίνει προς τα έξω, στους σταθμούς (στο ποίημα “Πίνακας Καθυστερήσεων”), στα λιμάνια (στο “Ναυμαχία), στους δρόμους (“Ηττηθήκαμε, όπως πάντα” με το χαρακτηριστικό στίχο “οι δρόμοι έχουν μνήμη”) και τις διαδρομές της πόλης (“Η πόλις εάλω”) αλλά και της εξοχής (“Ηλιόλουστο” και “Τόπος αναψύξεως”), με εκθέματα αυτή τη φορά τον άνθρωπο, το ρόλο του, τις ιστορίες του, τα πάθη και τα συναισθήματά του.
Μελετώντας με φωτογραφικά κριτήρια το “Μουσείο άδειο” για να μπορέσω να το αποτυπώσω ως εικόνα, προσπάθησα μέσα από την παραπάνω διαδρομή ως παρατηρητής να κατανοήσω και να ερμηνεύσω το χώρο του και τις διαστάσεις του, τόσο στο εσωτερικό του όσο και στην εξωτερική του όψη. Αυτό που αποκόμισα ως εντύπωση είναι πως γίνεται μια απόπειρα ο χώρος να αδειάσει για να βάλουν οι αναγνώστες τις δικές τους ερμηνείες αλλά και για να έχουν χώρο οι στίχοι να ευδοκιμήσουν στο χώρο και το χρόνο της ποίησης, απαλλαγμένοι από τα στερεότυπα της λογοτεχνικής παράδοσης. Ο άνθρωπος υπάρχει, ως σώμα, ως αγωνία, ως πρότυπο, ως σκιά, αλλά όπως και ο χώρος, σχεδόν κι αυτός εμφανίζεται μεταμορφωμένος, για να υπηρετήσει καλύτερα τις ανάγκες αυτών των ποιημάτων. Με αυτές τις σκέψεις αποφάσισα και στη φωτογραφία του εξωφύλλου να ακολουθήσω το πνεύμα που διατρέχει ολόκληρη τη συλλογή και να βγάλω το μουσείο έξω, με ένα παράθυρο σκοτεινό ως άλλη βιτρίνα εκθεμάτων κι έναν διπλό άνθρωπο-φιγούρα, ο οποίος κοιτάζει την ίδια στιγμή τον αναγνώστη αλλά ταυτόχρονα του έχει στραμμένη και την πλάτη και συνομιλεί με το εναρκτήριο ποίημα της συλλογής (“Κτερίσματα”) και ιδιαίτερα με τους στίχους “μ’ ένα φακό στο βλέμμα/εμένα σημαδεύει/το ακίνητο γλυπτό” – κι ελπίζω να διαλέγεται εξίσου αποτελεσματικά και με τα υπόλοιπα ποιήματα της συλλογής.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.