ΑΝΤΩΝΗΣ Θ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Ο Αντώνης Θ. Παπαδόπουλος, με καταγωγή από τον Πλάτανο του Αίγιου, γεννήθηκε το 1945 στη Νίκαια Πειραιά. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα στην Αθήνα. Με την ποίηση ασχολείται από τα νεανικά του χρόνια. Η πρώτη ποιητική του συλλογή Προβολή στον Ήλιο εκδόθηκε το 1966. Από τα φοιτητικά του χρόνια πήρε μέρος στην έκδοση περιοδικών κοινωνικού προβληματισμού και έχει δημοσιεύσει εκατοντάδες κείμενα σε διάφορα έντυπα.
Έλαβε μέρος με εισηγήσεις και ομιλίες του σε συνέδρια, συμπόσια και ημερίδες λογοτεχνικού και ευρύτερα κοινωνικού χαρακτήρα και έχει παρουσιάσει το έργο πολλών ομοτέχνων του.
Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, στα ισπανικά, στα αλβανικά και στα σέρβικά ενώ πολλά έχουν περιληφθεί στις Ανθολογίες: «Νέα Γενιά» των εκδόσεων «Κέδρος» (1971), «Δικηγόρων Ποιητών» του Παν. Παναγιωτούνη (εκδ. «Πιτσιλάς») και σε άλλες.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Προβολή στον Ήλιο, ποιήματα, Αθήνα 1966
Εισαγωγή στην ποίηση τον Μανώλη Αναγνωστάκη, ομιλία 1979
Υπόγεια διαδρομή, ποιήματα, Αθήνα 1986
Αντιδογματισμός και Ιδεολογική Καθαρότητα, Δοκίμια, Αθήνα 1987
Καθημερινή Λεηλασία, ποιήματα, εκδ. «Διογένης», Αθήνα 1989
Εκτός Προγράμματος, ποιήματα, εκδ. «Διογένης», Αθήνα 1991
Πληγές χωρίς αίμα, ποιήματα, εκδ. «Διογένης», Αθήνα 1992
Ο τυφλός με το μπαστούνι, ποιήματα, Αθήνα 1994
Τα άλλα εμπόδια, ποιήματα, Αθήνα, 1997
Καλή Κρυψώνα, ποιήματα, Αθήνα, 2007
Δοκίμια, εκδ «ΡΕΟ», Αθήνα, 2010
Κενό αέρος, ποιήματα, εκδ. «Βακχικόν», Αθήνα, 2014
Fast food και Κέρματα, Χαϊκού, εκδ. «Μανδραγόρας», Αθήνα 2015
Καπνός Αναθρώσκων, ποιήματα, «Μανδραγόρας», Αθήνα 2022

ΜΠΡΟΣΟΥΡΕΣ

Για τη συγκρότηση της Σοσιαλιστικής Αριστερός, 1977
Τάξη και ταξική συνείδηση, 1980
Η πολιτική του ΠΑΣΟΚ και η αριστερή κριτική της, Αθήνα 1986

.

.

ΚΑΠΝΟΣ ΑΝΑΘΡΩΣΚΩΝ (2022)

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Όταν ακούει για έρευνες,
χαμογελά.
Όταν τα σκυλιά αλυχτούν,
μένει ατάραχος.
Σιγουρεύει την πέννα και το χαρτί,
προτού χαθεί για τα καλά.
Ας πάνε τώρα να ψάξουν όσο θέλουν.
Εκεί που αυτός έχει χαθεί
ποτέ δεν θα μπορέσουν να τον βρούνε.
Τα κατατόπια τα ’μάθε καλά,
ολόκληρη ζωή όντας δραπέτης. 

ΔΑΣΚΑΛΑ

Όλοι το ’λέγαν πως ήταν αυστηρή.
Είχε παράστημα,
φωνή καμπάνα,
επιβάλλον.
Φώναζε «ησυχία»,
παγώνοντας την αίθουσα
κι ας τρίζανε
τα ξύλα στη σόμπα.
Απόμαχος από καιρό,
αναπολεί σκανταλιές και θορύβους
κι είναι σκέτος βραχνάς
η ησυχία του βωβού σπιτιού της. 

ΕΙΚΟΝΑ

Βλέποντάς τη τυχαία στο παράθυρο,
Την πήρε μαζί του φεύγοντας,
Την ώρα που αυτή στεκόταν
πίσω από το τζάμι,
κοιτώντας με θλίψη τη βροχή.
Έπειτα από χρόνια πολλά,
ξεφυλλίζοντας χαρτιά κιτρινισμένα,
τη συνάντησε πάλι
σε κάποιο ξεχασμένο ποίημά του.

ΤΑ ΚΙΑΛΙΑ

Είχε ανοίξει με λαχτάρα το κουτί.
Το δώρο τους ένα ζευγάρι κιάλια,
που τα χάρηκε για καιρό,
παίρνοντάς τα σ’ εκδρομές
και περιπάτους.
Με τον καιρό έδειχνε να τα ξεχνά.
Οι δικοί του είπαν,
πως μεγαλώνοντας τα βαρέθηκε,
μα αυτός το μόνο που ήθελε πια,
ήταν να βλέπει το κάθε τι
στις σωστές του διαστάσεις.

ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΤΕΛΕΙΩΣΕ

Του ήταν αδύνατο
να καταλάβει πως τελείωσε.
Θυμόταν παιδί, που του ’λεγαν
πως μια φορά κανείς γεννιέται και πεθαίνει.
Πως λάθευαν το ’βλεπε καθαρά,
καθώς γεννιόταν άπειρες φορές
στων στίχων το τρικύμισμα
κι άπειρες πάλι φορές
τον σκότωνε η νηνεμία της απάτης.
Ανεπάγγελτος πενηντάρης πια
κοιτά τον πάτο του άδειου ποτηριού,
χαμογελώντας
κι ύστερα ψάχνεται,
γυρεύοντας μολύβι και χαρτί.
Κάτι που γυάλιζε στα μάτια του,
τώρα αστράφτει. 

ΤΑ ΤΗΛΕΦΩΝΗΜΑΤΑ

Τι να σου κάνει ένα μυαλό…
Με τον καιρό πολλά ξεχνά
Και πώς να ζεις
με αναμνήσεις που ολοένα λιγοστεύουν;
Θυμάται τη γιαγιά του
να κλείνεται με τις ώρες στην κάμαρη.
Όταν πια αυτή πέθανε,
βρήκε τα γράμματα του πρώτου έρωτά της
σε μια γωνιά του σεντουκιού.
Από τότε τα κράτησε κι αυτός για να τη θυμάται.
Τα φλογερά τηλεφωνήματά του
με εκείνο τον πρώτο έρωτα του,
πώς θα μπορούσε αλήθεια να κρατήσει;

«ΚΑΠΝΟΣ ΑΝΑΘΡΩΣΚΩΝ…»

Έλειψε χρόνια πολλά.
Γυρίζοντας πίσω
σαν να ξεχώρισε από μακριά
καπνό πάνω από τη στέγη.
Τάχυνε ελπίζοντας το βήμα του.
Στον κουρνιαχτό της μπουλντόζας
ούτε που πήγε το μυαλό του.

.

FAST FOOD & ΚΕΡΜΑΤΑ (2015)

FAST FOOD

IV

Ας ταξιδέψω.
Γι’ αποσκευές αρκούνε
οι λίγοι στίχοι.

V

Έρχονται… Φεύγουν…
Ο σταθμός ερημώνει.
Έρημος χι εσύ.

VI

Ηλιόλουστη
μέρα. Η μοναξιά μου
κρύβει το φως.

VIII

Λίγα τα χαρτιά
στο συρτάρι. Μα πόσο
πολλά θυμίζουν.

XIV

Σε βρήκα, είπε.
Δεν είχε προσέξει πως
διάβαζα στίχους. 

ΧVIII

Ήχος μπουζουκιού…
Στροφές ζεϊμπέκικου
κι η νύχτα περνά.

XIX

Μικρό ποίημα…
Διαβάζοντάς το νιώθω
να μεγαλώνει.

XXIV

Σπονδές κρασιού
για νεκρούς. Για ζωντανούς
Κάποτε κι αίμα.

XXXI

Όμορφη φύση
αλληλοσπαράσσεται.
Κορνίζα κενή.

XXXVIII

Άνοιξης τόποι
με καλούν. Μα η πόλη
μ’ έχει δεμένο.

XXXIX

Άνοιξη χλωμή.
Της καρδιάς μου ο πόνος
της ρίχνει σκιά.

XLIII

Την ομορφιά της
τη βλέπει. Αόρατα
χα σχέδια της.

XLVΙ

Σε δεκαεπτά
συλλαβές έχω κλειστεί.
Άνετα νιώθω.

XLVΙΙ

Κι αν με σκορπάνε
στους στίχους συγκεντρώνω
τα κομμάτια μου.

ΚΕΡΜΑΤΑ

Καλοκαιράκι:
εποχή να ξεχαστείς
και να ξεχάσεις.

*

Επικοινωνεί
μέσω κουμπιών, μένοντας
στη ζωή μόνος.

*

Άλλοι στο μέλλον
Κι άλλοι ζουν στο παρελθόν.
Στο παρόν χάνεις.

*

Σύντομη ζωή.
Διαρκούν μόνο στιγμές
Κι αυτές στη μνήμη.

*

Δύει ο ήλιος.
Αρχίζει η αγρύπνια
της μοναξιάς μου.

*

Ψέματα λέω
πως έφυγες. Ακόμα
σε βλέπω παντού.

*

Θλίψη το δείλι
κι ας βάφεται κόκκινος
ο ορίζοντας.

*

Όμορφη φύση.
Κοιτά κι αποκοιμιέται.
Ντροπή ποιητή.

*

Ζούμε… δεν ζούμε…
Ποιος τάχα να νοιάζεται;
Κι ο χρόνος περνά.

*

Ο χρόνος μιλά
μα οι καρδιές δεν ξέρουν
αυτή τη γλώσσα.

*

Φθινόπωρο μου
μάρανε φύλλα μόνο
ποτέ ελπίδες.

*

Μαύρα σύννεφα…
Ψηλά δεν με φοβίζουν.
Μόνο στο βλέμμα.

*

Άλλοι τριγυρνούν
άσκοπα εδώ κι εκεί.
Κι αυτός μέσα του.

.

ΚΕΝΟ ΑΕΡΟΣ (2014)

Η ΜΟΥΤΖΟΥΡΑ

Το τζάκι ανάβει εδώ και ώρα,
μα νιώθω παγωνιά να με τυλίγει.
Το παράθυρο δείχνει το χιόνι που πέφτει,
κάθε φορά που σέρνω την παλάμη μου
στο θαμπωμένο τζάμι.
Πρέπει να κόπασε ο άνεμος
μα κάτι ακούγεται να σφυρίζει
έτσι που σέρνεις τις βαριές κουβέντες σου.
Καθώς άνοιξα την πόρτα
η μια παγωνιά ήρθε κι έσμιξε με την άλλη.
Το χιόνι γύρεψε να με καταπιεί.
Χωρίς παγοπέδιλα τελικά προχώρησα.
Εσύ κοιτούσες ξαφνιασμένη
από το τζάμι του παράθυρου,
μια μαύρη μουτζούρα
να σου λερώνει το κάτασπρο φόντο.

ΧΕΡΙΑ ΣΤΑΥΡΩΜΕΝΑ

Τα ’βαζες πάντα με τον καιρό.
Σου φταίγανε οι μέρες,
η εποχή σου φάνταζε πεζή
κι όσα συμβαίνανε μικρά και καθημερινά,
σαν το λιοπύρι του καλοκαιριού,
σαν υγρασία του φθινόπωρου
ή σαν το μεροκάματο.
Πού να δοθείς;
Πώς να σωθείς και να ξεφύγεις;
Δεν έβρισκες με τί να πολεμήσεις.
Μα φταίει τάχα ο καιρός;
Φταίνε οι άδειες μέρες που διαβήκαν;
Κι αν κύλησε πεζή η εποχή,
αστόχαστα μαζί της μην τα βάζεις.
Κι αν τα μικρά, τα καθημερινά σου ξέφυγαν,
το φταίξιμο να νιώθεις πια δικό σου,
γιατί κι εσύ ήσουν μ’ αυτούς,
που κράτησαν τα χέρια σταυρωμένα
ακόμα κι όταν βγαίνανε από τις εκκλησιές.

OI ΣΕΙΡΗΝEΣ

Τα συν και πλην ποτέ σου δε λογάριασες
ούτε και σκέφτηκες να δώσεις λόγο σε κανέναν.
Ακούγοντας λογής – λογής σειρήνες της ζωής,
σπατάλησες στο τίποτα το νου και την ψυχή σου.
Μα σβήσαν πια τα φώτα της γιορτής,
μια και τα φώτα, θες δε θες, κάποτε σβήνουν.
Φτάνεις στην κάμαρή σου μόνος ή σε φέρνουν.
Ξαπλώνεις στο κρεβάτι χωρίς πια να γδυθείς
κι ίσως τη σειρήνα ετούτη του νοσοκομειακού
να μην προλάβεις καν να την ακούσεις.

ΔΥΣΠΙΣΤΟΣ

Ήταν γλυκό το κλίμα της χώρας μου.
Τώρα ο χιονιάς καίει τα λουλούδια πριν ανθίσουν.
Ο καύσωνας καίει τα κορμιά
κι η θάλασσά μας βράζει.
Τσουνάμια απειλούνε τα νησιά.
Τυφώνες σαρώνουν σπίτια κι αυτοκίνητα,
σωρεύοντας ερείπια πάνω στα άλλα ερείπια
Που άφησαν τα γκρεμισμένα όνειρά μας.

Σήμερα μπαίνοντας στο σπίτι
«γλύκανε» μου είπες «ο καιρός».
΄Όμως εγώ δεν έχω πια εμπιστοσύνη στον καιρό.
Αλλάζει τόσο εύκολα,
θέλοντας φαίνεται κι αυτός
να μοιάσει στους ανθρώπους.
Αυτό το τελευταίο δε θέλησα να σου το πω.
Το κράτησα μέσα μου,
καθώς είδα στα χείλη σου να σκάει
ένα ακόμα πονηρό κι ανεξερεύνητο χαμόγελο.

ΠΟΖΑ

Το καλοκαίρι επιμένει να ροκανίζει ακόμα
τις μέρες του φθινόπωρου.
Δε θα μπορούσε να μιλά για τη μελαγχολία της εποχής
μ’ ένα ουρανό να λάμπει πάνωθέ του.
Και πώς να γράψει στίχους θλιβερούς,
να εκφραστεί ακόμα μια φορά
με οιμωγές και θρήνους, που του αρέσουν.
Φταίει που το κλίμα είναι αντιποιητικό,
μια ακατάλληλη ατμόσφαιρα θαρρείς τον αποτρέπει.

Τι κρίμα τέτοιο ποίημα να χαθεί,
μια τέτοια έμπνευση να πνίγεται εντός του.
Δεν πρέπει, όμως, διόλου να ταράζεται γι’ αυτό.
Το φταίξιμο ήταν του καιρού, δεν ήτανε δικό του.

ΚΕΝΟ ΑΕΡΟΣ

Στ’ αεροπλάνα απόφευγα να μπω.
Πάντα με φόβιζαν
εκείνα τα “κενά αέρος”.
Τώρα απορώντας κι εγώ
μ’ εκείνους τους φόβους μου
προσπαθώ απεγνωσμένα
ν’ αποφύγω τη δύσπνοια
μέσα σ’ ένα κενό αέρος,
που σκεπάζει κάθε μέρα τη ζωή μου.

MEΓΑΛΗ ΕΞΟΔΟΣ

Όταν σε είδα
επιχείρησα
τη μεγάλη μου έξοδο.
Βγήκα από μέσα μου
και ξενιτεύτηκα
στο σώμα σου,
χωρίς τίποτα πια
να νοσταλγώ.
Έκτοτε
παραμένω εκεί
μετανάστης απλός
που εκλιπαρεί δειλά
να του προσφέρεις
ιθαγένεια.

ΠΟΥ ΠΗΓΕ

Σε κηδείες που πήγαινα,
συχνά άκουγα να λένε
πως τίποτα μαζί τους
δεν παίρνουν όσοι πεθαίνουν.
Μα τώρα που του χάροντα
ζήλεψες το κονάκι,
μάταια ψάχνω για να βρω
πού πήγε η χαρά μου.

.

ΚΑΛΗ ΚΡΥΨΩΝΑ (2007)

«ΑΥΘΑΙΡΕΤΟ»

Γυμνό τοπίο κι άνυδρο,
θαρρείς ερημικό
κι ας τρέχουν τόσοι άνθρωποι τριγύρω.
Ήλιος καυτός καίει τα σώματα
μα τις καρδιές τίποτα δε ζεσταίνει
κι αντί πουλιά να κελαηδούν
οι λύκοι ν’ αλυχτούνε.

Εδώ θα χτίσω ένα «αυθαίρετο»
σκέφτηκε ο ποιητής
κι έγραφε ποίημα.

ΚΑΛΗ ΚΡΥΨΩΝΑ

Μέσα στο θόρυβο δύσκολα να μ9 ακούσεις.
Κι ούτε που το προσπάθησα.
Βιάστηκα ν’ απομακρυνθώ
μήπως και μάντευες στο βλέμμα μου τη θλίφη.
Ό, τι θα ήθελα να πω
πάλι με στίχους θα το πω,
γιατί το ξέρω πως δεν θα τους διαβάσεις.

Είναι καλή κρυφών α οι στίχοι για τ ανείπωτα. 

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

Άργησε κάπως για να ‘ρθει.
Λαχανιασμένη στάθηκε μπροστά του,
ίδιο λουλούδι, που το λίκνισε ο άνεμος.
Κράτησε το λουλούδι αυτός
και έδιωξε τον άνεμο.
Δεν τον πειράζει, που άργησε να ‘ρθει.
Κι αν δεν προλάβουνε να δουν
το ηλιοβασίλεμα
τους μένουν το φεγγάρι και τ’ αστέρια. 

Η ΣΙΔΕΡΕΝΙΑ ΜΠΑΛΑ

Δε θάθελε τίποτα πια να θυμάται
έρωτες, μίση
χι εκείνα τα εφηβικά όνειρα,
τον καιρό τον ταλάνισαν.
Ώριμος πια θάθελε να κοιτάζει μπροστά,
προσγειωμένος ν’ αντιμετωπίσει το μέλλον,
‘ανοίγοντας το βήμα σταθερά.
Μια σιδερένια μπάλα δεμένη στο πόδι
εξασφαλίζει τη σίγουρη πορεία του στο χώμα.
Βλέποντάς τον ν’ απομακρύνεται αργά,
άθελά μου θυμήθηκα παλιές ταινίες του σινεμά
με τους δραπέτες να σπάνε τις αλυσίδες στο πέρασμα του τραίνου.
Να του μιλήσω τάχα για τις ταινίες αυτές,
δείχνοντάς του τις ράγες στις παρυφές της πόλης;
Κι εγώ; Τι κάνω εγώ;
Τη σιδερένια μπάλα του δικού μου ποδιού
ακόμα δεν έτρεξα να σπάσω. 

ΤΟ ΚΟΧΥΛΙ

Το κοχύλι που μου χάρισες
ακόμα το κρατώ.
«Θυμάται τη θάλασσα.
Τόσα χρόνια θυμάται τη θάλασσα
κι αναστενάζει.» Ψιθύριζες κάποτε
καθώς τ ακουμπούσες στ’ αφτί.

Εσύ τώρα μια θάλασσα
εγώ ίνα κοχύλι που θυμάται
μα πώς ν’ ακούσεις τον αναστεναγμό.

CURRICULUM VITAE

Στη μνήμη του επαναστάτη διεθνιστή
Χρήστου Αναστασιάδη

Βαρέθηκε να γράφει κομψά
κι άλλοτε πάλι να σφυρίζει μονότονα
χαμένος σε τοπία ομίχλης.
Του πήρε πολύ να καταλάβει
πως επιτέλους
ο πόνος δεν είναι το μάτι που τίποτα δεν κοιτά,
το χέρι, που κρέμεται χαλαρά,
το σκυμμένο κεφάλι στο τραπέζι.
Τώρα το ξέρει
πως η οργή δε σφίγγει πάντα τα δάχτυλα
κι αν εξωθεί στο δρόμο
δεν είναι για ξεθύμασμα.
Χρόνια αμέτρητα κεντά με ψιλοβελονιά
μια προσφορά, που ρίχνει στο γιαλό.
Μερόνυχτα την υποχθόνια ανοίγει σήραγγα
για να περάσουν οι συρμοί μιας εποχής
που ιχνογραφούν λευκά κονδύλια ποιητών
στους μαύρους πίνακες στρυφνών ιερατείων.
Πλήθος μέσα στα πλήθη οι λογισμοί του,
ορμητικό ποτάμι η καρδιά του,
μα το νερό του αναβλύζει σε ζείδωρη πηγή.
Κι όταν κάποτε φύγει σε ταξίδι μεγάλο,
θ’ αφήσει ξεκλείδωτο το σπίτι του
κι ολάνοιχτη του κήπου του την πόρτα.

ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ ΑΠΛΟ

Σούρουπο μπήκε και πάλι στο σταθμό,
σκυφτός απ’ των αποσκευών της ζωής το βάρος.
Έβγαλε εισιτήριο απλό
κι αγκομαχώντας ήρθε στην πλατφόρμα.
Όσα μαζί του κουβαλά – κι είναι πολλά –
κανένας δε θα (ρθει να τα ελέγξει.
Μαζί του θα περάσουνε κι αυτά,
θα τον ακολουθήσουν και σε τούτο το ταξίδι,
χωρίς να χρειαστούν φορτωτική.
Ετούτοι ‘δω οι ελεγκτές, έτσι κι αλλιώς,
μετρούν κεφάλια και εισιτήρια
κι αυτός το εισιτήριο του το έχει βγάλει.

ΑΓΡΙΟΣ ΙΣΚΙΟΣ

Τι κι αν το σπίτι που θωρείς ερήμωσε;
Τι κι αν λογής ξερόχορτα το ζώσαν;
Μη φοβηθείς, διαβάτη μου, και σίμωσε.
Βρικόλακες ποτέ δεν το στοιχειώσαν.

Τι κι αν τις νύχτες τάχα κάποιοι είδανε
στον κήπο άγριον ίσκιο κουρνιασμένο;
Λαθέψανε και φόβο άδικα πήρανε:
Είμαι εγώ που ακόμα περιμένω.

Ο ΕΧΘΡΟΣ

Οι δικοί του το είχαν προσέξει.
Συχνά τον πείραζαν γι’ αυτό.
Τι σόι άντρας να κοιτά
τόσο συχνά μες στον καθρέφτη;
Σήκωνε τότε τους ώμους σιωπηλά.
Πως θα μπορούσε να τους πει
πόσο καλά πρέπει κανείς
να ξέρει τον εχθρό του;

ΤΟ ΔΑΚΡΥ

Ήρθε πάλι αργά για να φύγει νωρίς.
Θυμήθηκαν καιρούς ξεγνοιασιάς,
που τότε τους φάνταζαν τρομεροί,
χορούς και τραγούδια μιας πονηριάς
που τη νόμιζαν αθωότητα.
Κάποιες στιγμές απόμεναν σιωπηλοί να κοιτάζονται
κι άλλοτε να κοιτάζουν κάπου επίμονα,
χωρίς να προσέχουν πουθενά.
Σιωπηλοί στάθηκαν πάλι,
όταν εκείνος σηκώθηκε να φύγει
ακόμα και τότε που δώσανε τα χέρια.
Ό, τι περίμεναν να πουν
και πάλι δεν ειπώθηκε.
Έγινε δάκρυ που αργοκύλησε κρυφά
κάποια στιγμή που δεν επρόσεχε κανείς τους.

ΣΤΟ ΚΑΤΑΡΤΙ

Το ταξίδι έχει τελειώσει
Κι οι σύντροφοι πάνε κι αυτοί.
Άδειασε το καράβι.
Φουρτούνα πια καμιά δε σ9 απειλεί.
Πόσο μακριά τα μέρη των Σειρήνων!
Ν’ ακούσεις το τραγούδι δε μπορείς.
Μ’ ακόμα στο κατάρτι εσύ δεμένος. 

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΤΟΠΙΟ

Πόσο ατρόφησαν τα χέρια και τα πόδια.
Ψηλά στις ταράτσες
σπαρταράνε τα κορμιά
κρεμασμένα από τις τηλεοπτικές κεραίες
κι εσύ ζαλισμένος με τα φώτα της πόλης
πώς να μιλήσεις για το φως των αστεριών;

ΟΙ ΑΕΤΟΙ

Στην κορυφή που έφτασα
στάθηκα ν’ ανταμώσω αετούς.
Ήρθαν μόνο κοράκια.
Λάθος μου που περίμενα.
Τους αετούς θα τους βρεις
όσο ακόμα αντέχεις να τους ψάχνεις.
Να ξεδιπλώσω πρέπει πάλι τα φτερά μου.

ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ

Οι σταγόνες κυλούν όλες μαζί.
Μπαίνουν η μια μέσα στην άλλη.
Λιώνει η μια μέσα στην άλλη.
Το νερό κυλάει κελαρύζοντας.
Οι σταγόνες κυλάνε τραγουδώντας.

Οι άνθρωποι περνούν όλοι μαζί.
Ο ένας δίπλα στον άλλον.
Χωριστά ο ένας με τον άλλον.
Κρύος αέρας περνά ανάμεσά τους.
Οι άνθρωποι περνούν αναστενάζοντας.

ΤΟ ΣΥΡΤΑΡΙ

Κάποτε τ’ άνοιγε συχνά
να ξεφυλλίσει τα χαρτιά του.
Σαν έκανε να τα διαβάσει
τα μάτια θολώνανε.
Έτσι τ’ ανοίγει ολοένα και πιο αραιά.
Δεν ωφελεί πια να κοιτά
χαρτιά που δεν του είναι βολετό πια να διαβάσει.
Όσο μπορεί το προσπερνάει σιωπηλά.
Σκόπιμα αποφεύγει να του ρίξει ένα βλέμμα.
Μα πάλι μικρός ο χώρος
κι όλο απάνω του να πέφτει τυχαία η ματιά
και να θολώνει
και το συρτάρι να γίνεται τότε θαλασσινό σκαρί
που μακραίνει στο πέλαγο
κι αυτός να του κουνάει λυπημένος
το μαντήλι στο μουράγιο. 

Ο ΚΑΥΣΩΝΑΣ

Τις μέρες αυτές
όλοι μιλούν για καύσωνα
-αφορμή να χαθούν σε θάλασσες και δάση.
Μα που τα γάργαρα νερά
και που τα δάση
τώρα που η ανάσα παντού ακούγεται δύσκολη
κι ο ιδρώτας δεν είναι για ψωμί;

Τις μέρες αυτές
όλοι μιλούν για καύσωνα.
Για εκείνο το κομμάτι του πάγου
που κουβαλάει αλώβητο καθένας μέσα του
σιωπή.

ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ

Το νερό κυλά κελαρύζοντας
τραγούδι γλυκό στ9 αυτί το πέρασμα του.
Κι ο χρόνος κυλά,
μα δεν ακούγεται.
Κανένας ήχος στα σημάδια του.
Πάντα βουβό το πέρασμά του.
Μόνο στο τέλος κάτι θ’ ακουστεί:
Κλάμα και μοιρολόι.

.

ΤΑ ΑΛΛΑ ΕΜΠΟΔΙΑ (1997)

ΔΥΣΚΟΛΗ ΒΑΡΔΙΑ

Εύκολο είναι να το πει.
Τους αγαπάει κι ας μην τους γνώρισε καλά.
Του αρέσει να τους βλέπει
να πίνουν αμέριμνοι καφέ,
να γελάνε εύκολα κλείνοντας πονηρά το μάτι
και να ερωτεύονται.
Κάποτε πάλι τον θυμώνουν, για λίγο όμως,
κι ας ξέρει πως τούτοι ονειρεύονται
μόνο τη νύχτα στο κρεββάτι,
όταν αυτός, χωρίς να κοιμηθεί,
τολμά να δει τους άλλους εφιάλτες. 

ΤΑ AΛΛA ΕΜΠΟΔΙΑ

Άκουγε νέος για τα μάτια που κουράζονται
όσο τα χρόνια περνάνε
με το περίγραμμα των πραγμάτων να θολώνει
και με το φως να γεμίζει σκιές.
Τώρα που πήρε να βαραίνει,
είδε με θλίψη πολλά ν’ αλλάζουν.
Στρέφει το βλέμμα
συχνότερα πίσω και λιγότερο μπροστά
προσέχοντας το κρυμμένο σαράκι
να φθείρει τις επιφάνειες,
να κάνει κούφια την ψίχα των πραγμάτων,
ν’ αδειάζει τις νύχτες,
προπάντων τις μέρες που κάποτε στενάζαν φορτωμένες
κι αυτός να κάθεται με τις ώρες ασάλευτος,
βλέποντας ωστόσο καθαρά
τόσο καθαρά, που τον παίρνει το παράπονο,
μια και δεν είναι τα χρόνια
που εμποδίζουν τα μάτια να βλέπουν.

ΕΥΘΥΝΗ

Όλα μαύρα τα ‘βλεπε
κι έγραψε στίχους πεζούς,
που κανείς δε σκεφτόταν να ψάλλει.
Λοιπόν, αρκετά. Άλλο δεν πάει.
Πρέπει ευθύς ν’ αλλάξει θέμα και ύφος.
Να γράψει για τον ήλιο που χαμογελά,
για το φως που αστράφτει
στο γυαλί και στις πέτρες.
Άνοιξε το παράθυρο να δει,
μα ο ουρανός βάρυνε πάνω του.

Για τούτη ‘δω τη συννεφιά
το φταίξιμο δεν ήταν του καιρού. 

ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΖΩΗ

Τον έμαθαν να περιμένει.
Κι αυτός πάντα του να θυμάται πως περίμενε.
Μικρός περίμενε να γίνει μεγάλος.
Μεγάλος περίμενε να βρει δουλειά.
Μετά να φτιάξει οικογένεια
κι αργότερα που πέσαν δυσκολίες
περίμενε να φτιάξουν τα πράγματα,
έτσι που οι στιγμές του χάθηκαν περιμένοντας,
σαν να μην υπήρξε ποτέ γι’ αυτόν παρόν
κι όλα ρευστά να τρέχαν προς το μέλλον,
γιατί και τούτη η ζωή, έτσι κι αλλιώς,
για κάποιους είναι μέλλουσα.

ΑΠΛΗ ΥΠΟΨΙΑ

Το ‘ξερε πως όλα αλλάζουν,
πως ό,τι θεωρούσε απίθανο,
να που το βλέπει τώρα πιθανό.
Θυμόταν — άλλοτε —
τους χαφιέδες ξοπίσω του,
να παρακολουθούν το πού θα πάει
κι αυτός να ξεφεύγει πάντα με τέχνη
και να κρύβεται.
Τώρα δεν τρέχει πια κανείς
κρυφά ξοπίσω του
κι ας προσέχει αυτός ακόμα πιο πολύ
κι ας κρύβεται ολοένα και πιο συχνά
και προπαντός
ας ξέρει πως με τίποτα πια
δε μπορεί να ξεφύγει,
αφού το πού πηγαίνει είναι σ’ όλους γνωστό,
ενώ ο ίδιος απλώς το υποψιάζεται

ΤΟ ΑΔΙΑΒΡΟΧΟ

Ο τύπος ήταν γραφικός.
Κατακαλόκαιρο κι αυτός με το αδιάβροχο
και πάντα να μιλά
για βροχερά απόβραδα
για νωτισμένα μαντήλια
για μουσκεμένα προσκέφαλα
για φουσκωμένα ποτάμια,
που τα παίρνουν όλα μαζί τους,
για χαρακτήρες ρευστούς
που μπορούν πάντα να επιπλέουν,
όταν εσένα βουνό τα κύματα
ταχιά σε ξεβράζουν πνιγμένο.

Κατακαλόκαιρο τον κοιτούσα να φεύγει
μέσα σε φθινοπωρινή βροχή. 

NOVUM ORGANUM

Πρωτάρχισε με το ταμπούρλο.
Νέος τότε και η καρδιά του το ‘λεγε
να προχωρά ανεμίζοντας
φλάμπουρα και παιάνες.
Ύστερα ήρθε η ώρα της λύρας,
που τραγουδάει τη γλύκα του καρπού
την ώρα της γιορτής
και της αγάπης.
Πάνω στη ζάλη του χορού
το ταμπούρλο ξεχάστηκε.
Η λύρα έσπασε κι αυτή
κι ένας ήχος μονότονος σκέπασε το τραγούδι.

(Έχει και η σιωπή το δικό της αντίλαλο)

ΓΙΑΤΙ ΓΕΝΝΙΟΥΝΤΑΙ

Γύρευε πάντα τη σιωπή,
βυθισμένος συχνά στου δάσους το σύθαμπο
κι άλλοτε πάλι δαρμένος
από το ξεροβόρι της έρημης ακρογιαλιάς.
Εραστής της απονύχτερης σιωπής,
περίμενε ώρες στο παράθυρο τις πρώτες αχτίδες,
στοιβάζοντας συνήθως μικρά συναισθήματα
σε στενόχωρους στίχους,
για να μπορεί αργότερα να τους κοιτά,
όπως κοιτούν όσοι φυλάνε τα πολύτιμα
σε σιωπηλά υπόγεια τραπεζών.

Όμως οι στίχοι γεννιούνται στη σιωπή
για να τη σπάσουν.

ΑΛΛΙΩΤΙΚΟΣ ΦΟΒΟΣ

Δέσαμε στο λιμάνι
από το φόβο των αγέρηδων.
Τώρα κλεισμένους στο σπίτι
μας φοβίζουν τ’ αερικά.

ΑΛΛΙΩΤΙΚΟ ΚΡΑΣΙ

Νιώθοντας μέσα του φουρτούνα να τον πνίγει,
πάλι στο χέρι το μολύβι ξαναπαίρνει,
μα πού γαλήνη; Με τη μούσα του σαν σμίγει,
αυτή σε ξέφρενο χορό τον παρασέρνει.

Μοιάζει ερωμένη που τα λάγνα τα φιλιά της
ίδιο γλυκόπιοτο κρασί θα του τα δώσει
κι ως μεθυσμένο τον κρατά στην αγκαλιά της
δεν του ζητά να ξεχαστεί, αλλά να νιώσει.

Η ΑΠΕΙΛΗ

Οι στίχοι πάντα νοσταλγούν,
μιλώντας για ό,τι έφυγε.
Θυμούνται το φιλί και λιγώνουν.
Θυμούνται τον πόνο και πληγώνουν.
Θυμούνται τη χαρά
— πουλί που πετά σαν το ζυγώνουν.

Οι στίχοι πάντα νοσταλγούν.
Κι εγώ που τώρα με στίχους σας μιλώ για μένα,
με νοσταλγία σας μιλώ,
καθώς η στάθμη του παρόντος
ολοένα απειλεί να με σκεπάσει.

ΠΡΩΙΜΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ

Είχαν πεθάνει πριν από τη μάχη.
Τώρα γυρεύουν μ’ αγωνία ανάμεσά τους
τυχόν επιζήσαντες να πολεμήσουν.
Γιατί και πριν από τη μάχη
οι ζωντανοί είναι πάντα λιγοστοί.

ΚΙΝΟΥΜΕΝΗ ΑΜΜΟΣ

Τα πρόλαβε όλα ν’ ανεβαίνουν.
Είδε το σπίτι του ψηλά,
το βαθμό και το μισθό του να ψηλώνουν,
όπως κι εκείνο τον κόμπο στο στομάχι
ν’ ανεβαίνει ψηλά στο λαιμό.
Κάποια νύχτα δε μπόρεσε να γυρίσει.
Χάθηκε με τ’ αυτοκίνητο βουλιάζοντας.
Γιατί παντού μπορούμε να βουλιάξουμε.
Κινούμενη άμμος εδώ το τσιμέντο και η άσφαλτος.

ΝΑΥΑΓΙΟ

Κρύβει το πούσι τη θωριά των πλοίων που ξεμείναν
κι ως μέσα στο ξημέρωμα σούρουπο, λες, απλώνει,
αργά γλιστράνε οι σκιές εκείνων που τα πίναν
στου λιμανιού τα καπηλειά όλη τη νύχτα μόνοι.

Σκιά κι εγώ μες στις σκιές να λαχταρώ ταξίδια
κι ας μοιάζω σάπιο πια σκαρί, δεμένο στο μουράγιο.
Πάντα στα ίδια να γυρνώ, πάντα να ζω τα ίδια
από φουρτούνες μακριά, μα της στεριάς ναυάγιο. 

ΜΕ ΠΑΡΑΠΟΝΟ

Το ‘λεγε με παράπονο
για το χέρι που άπλωσε,
περί μένοντας κάποιο άλλο
να του το σφίξει.
Όχι πως μάταια περίμενε.
Μια και τα χέρια δεν αργήσαν να βρεθούν.
Όμως το σφίξιμο δεν ήταν χειραψία.

ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

Μπήκε αργά στο δωμάτιο
κλειδώνοντας πίσω του την πόρτα.
Καθισμένος στην πολυθρόνα κάπνιζε
κοιτώντας επίμονα μακρυά
χωρίς τίποτα να βλέπει.
Ύστερα μάζεψε αργά τις στάχτες.
Άπλωσε τα χέρια σπρώχνοντας νοερά.
Τάνυσε τα πόδια τάχα πως περπατούσε βιαστικά.
Ξανάζησε το όνειρο.
Το πρωί οι στάχτες ήταν ξανά
σκορπισμένες γύρω του.

ΜΟΝΟΣ

Στεκόταν μόνος.
Είδε κάποιους να προχωρούν.
Πήγε μαζί τους.
Ήρθαν πολλοί και προχωρούσαν.
Πλήθη αμέτρητα και προχωρούσαν.
Αυτός τάχυνε το βήμα.
Είδε τους άλλους να λαχανιάζουν.
Τα πλήθη να λιγοστεύουν,
πολλούς να προχωρούν,
μα να ‘χουν κουραστεί.
Συνεχίζοντας το κατάλαβε.
Βάδιζε μόνος.

ΕΡΗΜΟ ΠΟΙΗΜΑ

Όσο το γράψιμο διαρκούσε
ένιωθε κούραση, μα και χαρά.
Το ποίημα γραφόταν
σα να ‘χτίζε σπίτι.
Κάθε καινούργιος στίχος
κι ένα καινούργιο δωμάτιο.
Εδώ το υπόγειο, εκεί η κάμαρα.
Τώρα το σαλόνι με φώτα κι έπιπλα λαμπρά.
Κι ο ποιητής να στριφογυρνά έκπληκτος,
να μπαινοβγαίνει από στίχο σε στίχο
σαν από δωμάτιο σε δωμάτιο,
ζώντας ολόκληρη ζωή μέσα του.
Όταν το ποίημα τελειώσει,
σαν σπίτι κι αυτό θα κλειδωθεί
μ’ ελάχιστα πράγματα μέσα του αφημένα.
Τα άλλα — τα πολλά —
τα παίρνει φεύγοντας ο ποιητής μαζί του.

.

Ο ΤΥΦΛΟΣ ΜΕ ΤΟ ΜΠΑΣΤΟΥΝΙ (1994)

Ο ΤΥΦΛΟΣ

Βολεύτηκε στην αρχή με το μπαστούνι.
Το κρατούσε μπροστά
αποφεύγοντας τα εμπόδια.
Κάποτε αποφάσισε την εγχείριση.
Βρίσκοντας το φως του,
έκανε το μπαστούνι ρόπαλο.

Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

Είχε υπολογίσει σωστά.
Την κρέμασε ακριβώς απέναντι,
έτσι που μόλις σηκώνοντας το κεφάλι
να βλέπει μπροστά του το κάδρο,
κρεμασμένος κι αυτός απέναντι, χωρίς καρφιά
κι άλλοτε πάλι μετέωρος στο κενό,
σαν τον καπνό μιας φωτιάς που σιγοκαίει. 

ΤΟ ΦΤΕΡΟ

Φρόντιζε πάντα να κοιτάζει ψηλά.
Ίσως γιατί εκεί περίμενε
να συναντήσει άλλους κόσμους,
ίσως πάλι γιατί θυμότανε τους ακροβάτες,
αποφεύγοντας τον ίλιγγο,
αφού το ‘νιώθε μέσα του βαθιά
πόσο επίφοβα προχωρούσε
στης ζωής του το τεντωμένο σκοινί.

Τώρα στρέφει το βλέμμα του παντού.
Μαδάει τα ποιήματα κάνοντας φύλλα τους στίχους.
Ύστερα ντύνεται μ’ αυτά.
Μεταμορφώνεται σε φτερό που πετά
στα χείλη του γκρεμού.
Κάποιοι τον παίρνουν για αετό
κι οι κυνηγοί πληθαίνουν.

Έτσι κι αλλιώς παντού υπάρχει θάνατος.

ΒΟΤΣΑΛΑΚΙΑ

Ι. ΜΟΝΟ ΑΥΤΟ

Χορτάριασε ο κήπος Το σπίτι ρημαγμένο.
Με θαμπωμένο μάτι τί γύρω σου θωρείς;
Μέσα σου πάλι σκύψε κι ό,τι εκεί κλεισμένο
μόνο αυτό να σώσεις απ’ τη φθορά μπορείς.

II. Ο ΔΡΟΜΟΣ

Πόνο του φέρνει αυτός ο δρόμος που περνά
καθώς της μνήμης το μαχαίρι τον πληγώνει.
Τί κι αν πονά; Το δρόμο αυτόν δεν τον ξεχνά
κι όλο περνά κάθε που παίρνει να νυχτώνει.

III. Ο ΤΟΙΧΟΣ

Γύρευε κάπου να πιαστεί.
Τους στίχους πλέκει κομποσκοίνι.
Μάταιος κόπος του γιατί
τοίχος κι στίχος και τον κλείνει.

ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ

Μου ‘λεγες πως οι τοίχοι έχουν αυτιά
κι εγώ χαιρόμουνα που κάποιος
θα μπορούσε να μ’ ακούσει.
Από τότε έμαθα να κλείνομαι σπίτι νωρίς.
Ξεκρέμασα τα κάδρα
για να μην υπάρχουν εμπόδια
κι αφήνω τα λόγια ν’ απλωθούν
στις λευκές επιφάνειες
έτσι που όταν παίρνει να νυχτώνει
οι τοίχοι φωταγωγούν την αγρύπνια μου.
Τώρα μπορώ να σας το πω:
Τους πιο καλούς μου στίχους δεν τους έγραψα
Πάνω σ’ αυτούς εδώ τους τοίχους
τους έχω ακουμπήσει. 

Η ΑΠΟΔΕΙΞΗ

Όλα τελειώνουν, λοιπόν:
Το ταξίδι που τη γνώρισε,
ο δίσκος με τ’ αγαπημένο τραγούδι,
το μπουκάλι με το πιοτό της λησμονιάς.
Μόνο τούτο το ποίημα δε λέει να τελειώσει.
Κρύβεται μέσα του πεισματικά,
σα μια θλίψη που πέτρωαε,
ένα όνειρο που φοβήθηκε το φως.
Θυμωμένος έκανε να σκίσει το χαρτί.
Μετανιώνοντας το κράτησε,
σαν απόδειξη για κάτι που έμεινε μέσα του
και που δε θα τελειώσει.

ΣΧΕΔΟΝ ΟΛΟΙ

Κάθε πρωί τους βλέπω και με βλέπουν να φεύγουμε.
Μέχρι τ’ απόγευμα τους βλέπω και με βλέπουν
ν’ ακονίζουμε μαχαίρια.
Τα βράδια πίσω από τοίχους
καθένας μόνος του μετρά τη ζωή
με τις ίντσες της οθόνης,
πριν τον ξυπνήσουν τη νύχτα τα όνειρα,
που κάποτε νανούριζαν γλυκά.

Ίδια προβλήματα.
Ίδια εγκλήματα.
Ίδια τα λάθη κι η σιωπή.
Δυστυχώς όλοι μοιάζουμε
– σχεδόν όλοι.

ΤΑ ΚΑΓΚΕΛΑ

Ο ήλιος πήγαινε να δύσει.
Το πάρκο κόντευε ν’ αδειάσει
κι εγώ μπροστά στο κλουβί με το λιοντάρι
να κοιτάζω με πόνο τα κάγκελα
που χώριζαν στα δυο
τη μοναξιά.

ΑΔΕΙΟ ΣΠΙΤΙ

Φοβόσουν να βλέπεις το σπίτι ν’ αδειάζει.
Άκουγες τη φωνή του παλιατζή
κι έκρυβες τα κλειδιά της αποθήκης
με το μαγκάλι της γιαγιάς και την πινακωτή.
Σ’ άρεσε να κλείνεσαι με τις ώρες στα δωμάτια,
μελετώντας τα πράγματα που μοιράστηκαν τη ζωή μας.
Έπιανες το πανί κι εγώ δεν ήξερα
αν ήταν για να τα ξεσκονίσεις
ή για να τα χαϊδέψεις,
προσπαθώντας μάταια κι εσύ να κρατηθείς,
αν και μπορούσες να το βλέπεις καθαρά:
Πριν από τα σπίτια
είμαστε εμείς που αδειάζουμε.

ΜΙΑ ΣΙΓΟΥΡΗ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ

Στους πανηγυρισμούς ζητωκραύγαζε έξαλλα.
Κάποια στιγμή που σου ‘γνεψε,
μόλις που μπόρεσες να πιάσεις σκόρπιες φράσεις,
κάτι για τη σπουδαία νίκη που κερδίσανε,
για την πλειοψηφία που μπόρεσαν να πετύχουν
κι εσύ να προσποιείσαι πως δεν άκουγες
παράμερα με τους πολλούς να στέκεις
πλειοψηφία όντας κι εσύ των μόνιμα χαμένων

ΣΤΟ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙ

Στο ακρογιάλι πεταγμένα τα κορμιά
γυαλίζουν μ’ αλοιφή κι ιδρώτα.
Τα χέρια βουλιάζουν στην άμμο
κι αυτή φουσκώνει κι απλώνεται
όγκοι εδώ, όγκοι εκεί
σκεπάζοντας ένα γύρω τα φυτά,
πνίγοντας το νερό, την ανάσα, το δάκρυ
σα να μην είναι τούτη η άμμο της θάλασσας
μα της ερήμου. 

ΑΜΠΟΤΕΣ

Απόφευγε να χαιρετά
Στην “καλημέρα” που του ‘λέγαν,
αυτός απαντούσε: “άμποτες”.
Μα όσο εξαρτιόταν απ’ αυτόν
στα σίγουρα θα φρόντιζε.

Η ΚΡΥΨΩΝΑ

Έφυγες, νομίζοντας πως πια δε θα σε 6ρω.
Όμως εγώ ξέρω καλά που έχεις κρυφτεί
και ψάχνω πάλι εντός μου.

ΑΠΟΜΕΙΝΑΡΙ

Κάποτε σιγοσφύριζε τραγούδια τη νύχτα.
Τώρα σφυρίζει μονάχα ο άνεμος,
προσπερνώντας τον με χαρτιά και κιτρινόφυλλα.
Τανίζει μάταια το βήμα,
απορώντας με τα ξερόφυλλα που προσπερνούν,
ίδιο ξερόφυλλο κι αυτός,
με κόμπο να του πνίγει το λαιμό
και δάκρυα στην όψη ξεραμένα.
Τανίζει μάταια το βήμα,
απορώντας με τα παλιόχαρτα που προσπερνούν,
ίδιο παλιόχαρτο κι αυτός,
που κανένας δε χάραξε πάνω του
σκέψεις και συναισθήματα.
Τανίζει μάταια το βήμα,
καθώς ακόμα ο άνεμος τον προσπερνά,
αντάμα με παλιόχαρτα και ξεραμένα φύλλα,
απομεινάρι τώρα πλέον θλιβερό
χωρίς καμιάν ελπίδα ανακύκλωσης.

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΥΠΝΟΣ

Στροβιλίστηκε ακόμα μια φορά
κι ύστερα στάθηκε σκυφτός
με το καπέλο στο χέρι.
Το χειροκρότημα έπεσε ζωηρό πριν το τέλος.
Ύστερα ο κλόουν χάθηκε.
Αλλάζοντας όψη, έγειρε να κοιμηθεί,
αγκαλιά με τους ρόλους
που ποτέ δεν έπαιξε.

Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΝΥΧΤΑ

Μέχρι εδώ ήταν.
Τα σύννεφα πιο κάτω τελειώνουν.
Οι φτερούγες μου λιώνουν στο φως της
πνίγοντας με ακόμα μια φορά
στο δικό μου πέλαγος.
Το ταξίδι Βαραίνει πάνω μου μολύβι,
που με πάει ίσια στο βυθό,
καθώς περιμένω μ’ αγωνία
την επόμενη νύχτα.

Ο ΛΟΣΤΡΟΜΟΣ

Ποθούσε να ταξιδέψει.
Η θάλασσα τον μαγνήτιζε
κι οι ορίζοντες φαντάζαν ανοιχτοί.
Κάποτε το μπόρεσε.
Χρόνια θαλασσοδέρνεται λοστρόμος
με τον ορίζοντα γεμάτο μεροκάματα.
Στο τέλος της βάρδιας
μετεωρίζεται με τα θαλασσοπούλια
στην κουπαστή.
Δεν είναι η θάλασσα αυτή που τόνε πνίγει. 

ΔΙΟΔΟΣ ΔΙΑΦΥΓΗΣ

Τα είχε όλα φροντίσει.
Ακόμα και καταπακτή με σήραγγα
για την περίπτωση ανάγκης.
Όμως δεν του χρειάστηκαν,
μια και τις μάχες που ‘πρεπε να δώσει
τις απόφυγε
κι ούτε που σκέφτηκε κανείς
λόγους για να τον κυνηγήσει.
Ήταν μόνο γι αυτά που δεν προνόησε.

ΕΡΙΝΥΕΣ

Περπατώντας στους δρόμους της Αθήνας,
συχνά θυμόταν τον Ορέστη.
Τον φανταζόταν να μπαίνει κυνηγημένος στην πόλη
βρίσκοντας εδώ επιτέλους το δίκιο του.
Ίσως και τώρα να μπορούσε κανείς
να βρει το δίκιο του
σ’ αυτή την πόλη.
Φτάνει να τον κυνηγούσαν Ερινύες.
Μα ποιος πιστεύει πια σ’ αυτές;
Ποιος τις φοβάται;

ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ

Βιαστικοί όλο και λιγότερα Βλέπουμε
ή τα βλέπουμε όλο και πιο μικρά.
Όμως κι εγώ που κάποτε αργοπορώ
Βλέπω μικρότερα τα δάση
Και τους μαστούς των γυναικών.
Βλέπω τα ποιήματα να μικραίνουν.
Δυο-τρεις στίχοι το πολύ και τελειώνουν
σα μια ανάσα που φοβήθηκε.

Ό,τι μικραίνει με φοβίζει.
Για το ποίημα δε νοιάζομαι.
Κι αν λιγοστεύει
γεννιέται μέσα μου μεγάλο.

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

FAST FOOD & ΚΕΡΜΑΤΑ (2015)
ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ

vakxikon.gr Τ. 31 Σεπτέμβριος 2015

Η ποίηση είναι ένας πειραματισμός. Η Τέχνη η ίδια είναι πειραματισμός. Έχει τις δικές της νόρμες, το δικό της κέντρισμα στο συναίσθημα αδιαφορώντας για τη συμβατική καθημερινότητα. Αν κλείσουμε την ποίηση στην καθημερινότητα και την επανάληψη, τότε απλά έχουμε μια άλλη υποκουλτούρα και έναν ιδιότυπο λαϊκισμό.

Πολλές φορές έχω γράψει ότι η ποίηση είναι ένας πειραματισμός, ένας γλωσσικός πειραματισμός, που ξεπερνά το μεμονωμένο γεγονός της επικαιρότητας το οποίο στάθηκε αφορμή για το ποίημα, για να αγκαλιαστεί με το συναίσθημα∙ ένας πειραματισμός των λέξεων, της θέσης τους, της μελωδικότητας, του συναισθηματικού τους φορτίου και της εικονικής τους αναπαράστασης∙ ένας πειραματισμός που μέσα από τη λεκτική λιτότητα, αναδύει έναν εκφραστικό πλούτο.

Ο Αντώνης Θ. Παπαδόπουλος απέδειξε από τη δεκαετία του ’70 τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει την ποίηση. Και ακριβώς στο πλαίσιο της αναζήτησης νέας φόρμας, εντάσσεται και η νέα του ποιητική συλλογή «fast food & κέρματα» (Μανδραγόρας, 2015) που συντίθεται από 50+49 χαϊκού. Ο τίτλος υποδηλοί εύστοχα το γρήγορο, το ελαφρύ κι εύκολο στη μεταφορά.

Το «fast food» παραπέμπει στο γρήγορο κι έτοιμο, στη συσκευασία δρόμου, όπως ακριβώς είναι σύντομα τα χαϊκού. Μόνο που δεν πρόκειται για φαγητό, αλλά για τροφή της ψυχής και της καρδιάς. Τα «κέρματα» παραπέμπουν σε εκείνο που κουβαλάμε εύκολα μαζί μας, μικρό και ελαφρύ. Σύντομα/γρήγορα ποιήματα των 17 συλλαβών και ισάριθμα κέρματα που διαιρούν τη συλλογή σε δύο ενότητες.

Fast poems, θα έλεγα εγώ∙ μικρά και γρήγορα, για ανάγνωση στο πόδι ή το λεωφορείο, έτοιμα, δίχως υπερβολές από τον “σεφ”, δίχως “γευστικές” εξάρσεις στο “πιάτο”. Και ταυτόχρονα κέρματα∙ θορυβώδη αντικείμενα με χαρακτηριστικό ήχο, σαν το συναίσθημα που μας γεννά το χαϊκού, σύμβολα μετάβασης σε έναν άλλο κόσμο (χωρίς να προσπερνάμε την αφιέρωση της ενότητας σε αγαπημένο πρόσωπο). Ταυτόχρονα όμως τα κέρματα λειτουργούν και ως φιλοδώρημα προς τον αναγνώστη.

Μόνο που η νόρμα των χαϊκού φόρμα δεν είναι ούτε εύκολη και γρήγορη ούτε ελεύθερη, καθώς συνιστά μία “σφιχτή” τεχνικά φόρμα ποίησης και εξόχως απαιτητική τόσο για τον καλλιτέχνη όσο και για τον αναγνώστη. Αποτελεί μία πρόκληση για το δημιουργό, καθώς αγωνίζεται μέσα στις τεχνικές απαιτήσεις της να συγκινήσει, να αφηγηθεί, να μεταφέρει αυτούσιο το δικό του συναίσθημα όταν συνέθετε. Ταυτόχρονα, είναι πρόκληση και για τον αναγνώστη που νοερά αναπαριστά τη σκηνή μέσα από 17 συλλαβές (5+7+5).

Εκφραστικά αποτελεί ένα παιχνίδισμα λέξεων με έναν ιδιαίτερο ρυθμικό τόνο που κινείται από το ελεγειακό έως την “πεζή” πρόζα, από την ειρωνεία έως το βαθύ προσωπικό πόνο. Η θεματική της είναι επίσης πλούσια. Αποφθεγματική και ακριβής στον αριθμό των συλλαβών διαμορφώνει ένα ιδιαίτερο ύφος. Στην ουσία είναι η ποιητική αποτύπωση μιας στιγμιαίας εικόνας ή ενός βαθιού συναισθήματος, μέσα στην απομονωμένη και θραυσματική απόδοσή του.

Χαρακτηριστικό της φόρμας, άλλωστε, είναι η εκφραστική λιτότητα και η πολυθεματική της. Η ομοιομορφία της συλλογής (μόνο χαϊκού) καθώς και η εναλλαγή θεματικών συνθέτουν ένα πολύχρωμο μωσαϊκό. Και στη «fast food» ενότητα και στα «κέρματα» υπάρχουν χαϊκού υπαρξιακά (χρόνος, μνήμη), για την ποίηση, εξομολογητικό ύφος (απώλεια, μοναξιά, έρωτας, μελαγχολία), κοινωνικά στιγμιότυπα (ρεμπέτικο, ταξίδι, τρένο) και πολλές πλούσιες σκηνές από τη φύση (άνοιξη και καλοκαίρι, άνθη, δέντρα κ.λπ.).

Χαρακτηριστικό της ποιητικής του Αντώνη Θ. Παπαδόπουλου, ήδη από τα πρώτα του βήματα στην ποίηση είναι η φυσικότητα της γλώσσας του και η απουσία οποιασδήποτε κρυπτικότητας. Και τούτα ακριβώς είναι ευδιάκριτα για τον καθένα στη νέα του συλλογή. Η γλωσσική του ενάργεια συνδέεται άρρηκτα με τη διαφάνεια των συναισθημάτων και των μηνυμάτων. Απέριττος, με λέξεις απλές, και σε διακριτή ισορροπίαεντυπωσιάζει τον αναγνώστη, χωρίς εξάρσεις και τεχνητές οξύνσεις.

Και ο πειραματισμός με τη στιχουργική ποικιλομορφία αποτελούσαν πάντα χαρακτηριστικά της ποιητικής του. Με τη δύναμη της προφορικότητας και της αμεσότητας πάντα πειραματίζεται με τον ελεύθερο στίχο, την ομοιοκαταληξία, το λυρισμό. Και οφείλουμε να υπογραμμίσουμε πως ο Παπαδόπουλος δεν πειραματίστηκε πρώτη φορά με το αυστηρό είδος του χαϊκού, καθώς ήδη από τα «κενό αέρος» (vakxikon.gr, 2014) έδειξε να ελκύεται από το ιαπωνικό είδος με μία σύνθεση από 25 στιχουργήματα («βοτσαλάκια»).

Ο Αντώνης Θ. Παπαδόπουλος μέσα από την αμεσότητα του στίχου του φέρνει στην επιφάνεια τις ανατρεπτικές δυνάμεις της φύσης και του ανθρώπου. Συμφιλιώνει τον άνθρωπο με την ιστορία, το άτομο με την κοινωνία που το περιβάλλει. Διατηρεί την ήπια μελαγχολία που χαρακτηρίζει την ποίηση της γενιάς του ’70. Η υπαρξιακή του προσέγγιση συνδέεται με αδιόρατες καλλιτεχνικές διαδρομές με τη σύγχρονη κοινωνιοϋπαρξιακή των ποιητών της αγανάκτησης, ως αποτέλεσμα ακριβώς των συνεχών αναζητήσεων του δημιουργού.

Ας μην παραβλέπουμε, άλλωστε, ότι η γενιά του ’70 κάποια στιγμή -πολύ νωρίς θα λέγαμε- εγκλωβίστηκε ποιητικά στις δομές που όρισαν ανθολόγοι και κριτικοί της γενιάς. Σταμάτησαν τους πειραματισμούς, την όποια άρνηση, την ποιητική αναζήτηση. Πολλοί σύντομα σταμάτησαν να ποιούν. Ο Παπαδόπουλος όμως ακόμα αναζητά νέες εκφραστικές διεξόδους, πειραματίζεται, ποιείσυνδέοντας καλλιτεχνικά το παρελθόν με το παρόν, την άρνησης της γενιάς του με την αγανάκτηση των νεώτερων ποιητών.

.

ΚΕΝΟ ΑΕΡΟΣ 2014
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΛΙΝΑΡΔΑΚΗ

vakxikon.gr 10/2014

Η πρώτη λέξη του τίτλου της συλλογής είναι «κενό». Όμως μην γελαστείτε, αγαπητοί φίλοι. Ο Αντώνης Παπαδόπουλος δεν μιλάει για το κενό, εννοώ για την απόλυτη απουσία. Μιλάει απλά για τα κενά αέρος. Πρέπει να σας πω ότι ποτέ μου δεν τα χώνεψα, παρότι είμαι άνετη γενικά στις πτήσεις με το αεροπλάνο, όμως βρέθηκα σε πτήσεις όπου τα κενά αέρος ήταν στ’αλήθεια τραγικά. Στην πραγματικότητα, βέβαια, αυτά που ονομάζουμε κενά αέρος δεν είναι παρά καθοδικά ρεύματα που κάποιες φορές είναι ισχυρότερα από την ανυψωτική δύναμη ενός αεροσκάφους. Έτσι, όταν το αεροπλάνο εκτίθεται σε ένα τέτοιο ρεύμα, κάνει μια απότομη καθοδική κίνηση (συνήθως λίγων μόλις μέτρων), η οποία δημιουργεί στους επιβάτες του την αίσθηση της πτώσης και όλα τα συναφή, αρνητικά συναισθήματα. Όμως δεν είναι κάτι σοβαρό, είναι απλά μια εντύπωση, μια αίσθηση, η πρόσληψή μας της πραγματικότητας και όχι η πραγματικότητα αυτή καθεαυτή.
Τούτη η παρατήρηση ταιριάζει γάντι στη συλλογή του Αντώνη Παπαδόπουλου. Γιατί στη συλλογή αυτή, όπως και στις προηγούμενες άλλωστε συλλογές του, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: η πραγματικότητα αναδεικνύεται ατόφια, ακριβώς όπως είναι. Δεν θίγεται καθόλου, ούτε για μια στιγμή. Δεν γίνονται σημαντικές αντιμεταθέσεις νοημάτων, τα πράγματα δηλ. να είναι στη θέση άλλων πραγμάτων ή οπουδήποτε αλλού αντί για τη δική τους θέση, όχι. Όλα είναι έτσι όπως τα ξέρουμε, οι λέξεις πλέκονται με τα προβλήματα της ύπαρξης, αυτά με τα ζητήματα της ποίησης και όλα μαζί με τα μοτίβα της ζωής. Το αποτέλεσμα είναι ότι, διαβάζοντάς τον, νιώθουμε σαν να μας εξομολογείται βαθιά κρυμμένα προσωπικά του μυστικά. Είναι κάτι που το κάνει με την αθωότητα του μικρού παιδιού που έπεσε από το ποδήλατο, χτύπησε και έρχεται να μας δείξει την πληγή του.
Ο Αντώνης Παπαδόπουλος είναι λοιπόν ένας ποιητής έντιμος. Γράφει τίμια, δεν θέλει να μας ξεγελάσει, να μας τάξει και μετά να μας μπερδέψει. Ίσα-ίσα, για να μη μείνει καμία αμφιβολία, γράφει με έναν τρόπο που αντιστέκεται στον ακαδημαϊσμό, τον ελιτισμό και τις λυρικές φιοριτούρες. Όχι ότι η ποίησή του δεν έχει λυρισμό. Έχει, αλλά είναι όσος πρέπει, δεν ξεφεύγει να γίνει δακρύβρεχτος συναισθηματισμός. Ο στίχος του είναι απέριττος, ισορροπημένος, κι ας είναι γεμάτος ψυχικές εξάρσεις, πάθος και πόθο. Πρόκειται για μια ποίηση απλή.
Το θέμα με την απλή ποίηση είναι ότι μπορεί να γίνει δίκοπο μαχαίρι. Θα υπάρξουν κάποιοι που θα την πουν μαγική, θα υπάρξουν και άλλοι που θα πουν ότι παίζει φθηνά παιχνίδια. Δεν έχει, βλέπετε, μεγαλείο, της λείπει το υψηλό, όμως ταυτόχρονα της λείπουν ο κομπασμός και η ξιπασιά. Για μένα η μεγαλοστομία δεν είναι από τις προϋποθέσεις της καλής ποίησης. Και όποιος επιζητεί το υψηλό μπορεί να πάρει την Αγία Γραφή να διαβάσει. Αλλά αυτό είναι και θέμα υποκειμενικό. Σήμερα γράφεται ποίηση αξιώσεων από νέους ανθρώπους που χρησιμοποιούν νέους τρόπους έκφρασης, της γενιάς τους. Αυτό αναπόφευκτα παραμερίζει τους κλασικούς τρόπους έκφρασης από το προσκήνιο, δημιουργεί μιαν άλλη αισθητική, φέρνει έναν άλλον αέρα. Δημιουργεί επίσης την υποχρέωση στους παλαιότερους ποιητές να αναζητήσουν και αυτοί άλλους τρόπους, να μη μείνουν στάσιμοι, να πειραματιστούν, να δοκιμαστούν σε κάτι νέο.
Κενό αέρος λοιπόν που, πέρα από τα γνωστά κενά των πτήσεων, παραπέμπει στην έλλειψη οξυγόνου και συνεπάγεται την ασφυξία. Όμως δεν βρήκα κανένα ποίημα της συλλογής ασφυκτικό. Ασφυξία λόγω μοναξιάς, περιχαράκωσης ή ερωτικής απόρριψης μπορεί να αισθάνεται το ποιητικό υποκείμενο, μας την περνά όμως ήπια και σε καμία περίπτωση δεν θα μπορέσουμε να τη θεωρήσουμε θανατηφόρα. Το υποκείμενο θα συνεχίσει την πορεία του μέσα στα μικρά πράγματα και στις απλές – αν και δραματικές συχνά – σκηνές, παρά τις πληγές του. Θα συνεχίσει τρυφερά και ευγενικά, όπως ακριβώς μας τα διηγείται όλα, θυμίζοντάς μας κάπου-κάπου στίχους του Γεώργιου Δροσίνη ή του Κώστα Ουράνη.
Η μοναξιά της ύπαρξης, η αναμέτρηση με το μοιραίο και το αναπάντεχο, το στοίχημα του έρωτα, η απόρριψη ή η αποδοχή του είναι τα βασικά θέματα της συλλογής. Υπάρχει και μια κοινωνική συνιστώσα, καθώς κάποια ποιήματα μιλούν για την εργατική τάξη και την ανάγκη για αγώνα. Αναπτύσσεται δηλαδή και μια κοινωνική δυναμική. Πώς συμβιβάζονται αυτοί οι δύο θεματικοί άξονες; Δεν συμβιβάζονται, τρέχουν παράλληλα.
Σ’ αυτό το σημείο, επιτρέψτε μου μια σημείωση: δεν υπάρχει συλλογή χωρίς αδυναμίες, αυτό όλοι το ξέρουν κι εγώ συνηθίζω να μιλάω και γι’αυτές. Στη βασική, κατά τη γνώμη μου, αδυναμία του «Κενού αέρος» θα αναφερθώ λοιπόν τώρα, αφού πρώτα ανοίξω μια παρένθεση: μια ποιητική συλλογή είναι προϊόν σκηνοθεσίας, δεν είναι απλά ποιήματα παρατεταγμένα, τσουβαλιασμένα και ατάκτως εριγμένα σε ένα βιβλίο.Ούτε μια βιτρίνα στην οποία δειγματίζουμε τις ικανότητές μας. Στην επιθυμητή και βέλτιστη μορφή της διέπεται από συνοχή, περιλαμβάνει την κορύφωση, την ανατροπή ή οποιαδήποτε άλλη εξέλιξη προβλέψει ο σκηνοθέτης της, δηλ. ο ποιητής. Κλείνει η παρένθεση.
Προσωπικά, θα ήθελα η συλλογή του κ. Παπαδόπουλου να περιλάμβανε μόνο όμορφα και απλά ποιήματα σαν αυτά της αρχής, μέχρι το τέλος της. Δεν ξέρω γιατί ο κ. Παπαδόπουλος αποφάσισε να παρεμβάλλει στίχους με ρίμα. Δικαιολογώ την ύπαρξή τους σε ορισμένα μόνο ποιήματα, όπως στο ποίημα «Τα βήματα» που θυμίζει δημοτικό τραγούδι. Μου άρεσαν επίσης και τα «Βοτσαλάκια» που θυμίζουν ελεύθερα χαϊκού (χωρίς δηλαδή τη μορφή των 5-7-5 συλλαβών), αν και θα τα προτιμούσα στο τέλος του βιβλίου. Μου άρεσε ακόμη ο δεκαπεντοσύλλαβος στον Σεβντά, Τα άνθη και τον Νοσταλγό. Θα προτιμούσα ωστόσο πολύ περισσότερο να είχαν παραλειφθεί από τη συλλογή όλα αυτά τα στοιχεία.
Ακόμη και με αυτά μέσα, όμως, κι ας μοιάζουν ετερόκλητα, το Κενό αέρος παραμένει ένα καλό ποιητικό βιβλίο – πολύ καλύτερο από τόσα άλλα που κυκλοφορούν. Αυτό το οφείλει στον τρόπο γραφής του ποιητή που, τις περισσότερες φορές, μας επιτρέπει να δούμε ένα ευαίσθητο ποιητικό υποκείμενο που αναγνωρίζει το γεγονός ότι είναι ευάλωτο και το αποδέχεται. Ετούτη η αποδοχή της τρωτότητάς του, που από πίσω της κρύβει τη συνδιαλλαγή του ανθρώπου με το αναπόφευκτο, είναι που κάνει τη συλλογή τόσο καλή και που αφήνει στον αναγνώστη τη γεύση της συνάφειας και της οικειότητας – κάτι που δυστυχώς λίγοι σύγχρονοι ποιητές το καταφέρνουν. Κι ας είναι το πιο σημαντικό στην ποίηση να μιλήσει ο ποιητής για το προσωπικό του βίωμα με τρόπο που αυτό να αφορά και τον αναγνώστη. Να καταφέρει να ξεφύγει από τα στενά όρια της προσωπικής εμπειρίας και να βρει μέσα του αυτό το «κάτι» που θα μιλήσει στον Άλλον. Ένα «κάτι» πραγματικό, οδυνηρά πραγματικό που θα τον αφορά εξίσου.

.

ΕΛΕΝΗ ΚΑΡΑΣΑΒΒΙΔΟΥ

vakxikon.gr 3/6/2013

«Έτσι είναι ο εξόριστος. Μεταξύ απώλειας και ελπίδας για το μέλλον», έγραψε κάποτε η Νικόλ Λαπιέρ. Η φράση αυτή προσιδιάζει σε αρκετούς ποιητές, και πάντως προσιδιάζει στον ποιητή που τιμάμαι απόψε. Ίσως γιατί κάθε ποιητής με κοινωνικοπολιτική συνείδηση που ονειρεύτηκε έναν κόσμο καλύτερο και πάλεψε μέσα αλλά και (σημαντικό!) έξω από τις λέξεις γι’ αυτόν παραμένει ένας άστεγος παρεπιδημών σ’ έναν παντοτινά ξένο πλανήτη.
Και πως θα μπορούσε να είναι διαφορετικά; Η δημιουργία και η διατήρηση της κοινωνικής συνοχής (ένα πολύπλοκο φαινόμενο με ευρείες κοινωνικές και ψυχολογικές παραμέτρους) γύρω από την ομοιομορφία κι άρα η αντιδιαστολή της με την (κάθε είδους) ετερότητα, δημιούργησε τρόπους κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης στο οποίο οι όποιες επιμέρους διαφορές δεν θα μπορούσαν να αντιστρατεύονται τη συναίρεση των προτιμήσεων των υποστηρικτικών ομάδων. Φαινόμενο που χαλούν μονίμως οι ποιητές κι οι ποιήτριες όταν γίνονται η φωνή της συνείδησης μιας ανθρωπότητας που εξακολουθεί να σπαράζει τιμώντας ψεύτικες νίκες και κυνηγώντας, συχνά, επιφανειακούς εχθρούς. Οι διαφοροποιήσεις, με άλλα λόγια, υπαρκτές και δρώσες, δε μπορούσαν και δεν μπορούν να αμφισβητούν ριζικά βασικούς πυλώνες της κοινωνικής και προσωπικής αυτοαντίληψης και «κατασκευής».
Οι εξουσίες, έτσι, δεν αγαπούν τους ποιητές, και οι ποιητές δε αγαπούν τις εξουσίες. Με εξαίρεση, καθόλου… εξαιρετική δυστυχώς, όσους κι όσες επιλέγουν να γίνονται γελωτοποιοί στην αυλή του βασιλιά με αντάλλαγμα κάποιο κρατικό βραβείο, που ευτυχώς υπάρχουν και κάποιες περιπτώσεις που απονέμεται δίκαια, μα δυστυχώς στο τέλος δεν το αρνείται κανείς μας ή έστω ελάχιστοι.
Η εξορία, έτσι, είναι τουλάχιστον τριπλή, αφού εξορίζει η εξουσία των λίγων μα και η ιδεοληψία των πολλών, αλλά και η προδοσία στον παιδικό εαυτό μας που ονειρεύτηκε, ερωτεύτηκε, και ίσως προσπάθησε να χαϊδέψει τα όνειρα γρονθοκοπώντας τον εαυτό.
Ο Παπαδόπουλος, ποιητής σημαντικός της γενιάς του, νιώθει αυτόν τον εσωτερικό σπαραγμό αποδίδοντάς τον ευφυώς στο καθημερινό άνθρωπο που και αυτός (αν θέλουμε να παλεύουμε για την ισότητα πραγματικά) είναι τόσο καθημερινός κι εξαιρετικός όσο όλοι κι όλες μας και γράφει:
Και μοναχά εκείνος ο κρυφός σπαραγμός,
που έκανε κάποιες στιγμές
τα μάγουλά του να γυαλίζουν,
επέμενε να μένει
ολότελα δικός του
κάθε λεπτό της βάρδιας. Σελ. 9

Τελικά ίσως το μόνο δικό μας να είναι αυτός ο σπαραγμός και τ’ όνειρο:
Κι ας ρουθουνίζει ακατάπαυστα ο χρόνος.
Αυτό το τζάμι που μέσα σου κοιτάς
τίποτα δε μπορεί να το θολώσει, γράφει ο Παπαδόπουλος
Δεν έχει σημασία αν τ’ όνειρο είναι του Ορφέα ή του Προμηθέα, του ερωτευμένου ή του επαναστάτη. Σίσυφοι κι οι δυο καθώς οι ιστορίες τους κρύφτηκαν πίσω από ποικίλες προσωπικές κοινωνικές, πολιτικές ή συναισθηματικές αφηγήσεις που βασανίζουν τον και την άνθρωπο από την εποχή του Μωϋσή και του Οδυσσέα. Σημασία έχει να επιμένει τ όνειρο, μισό ψεύτικο μισό αληθινό, όπως τα πάντα στη ζωή, αλλά σίγουρα δικαιωμένο στην αιμάσσουσα κι εμμένουσα ρωμαλεότητα του αγώνα.

Kι αν δεν πιστεύεις, θα το δεις,
όσο κι αν μοιάζει μύθος,
να χύνεται μεσοδρομίς
της εργατιάς το πλήθος,
γράφει στα “Βήματα” θυμίζοντας το εξαίρετο εκείνο, το επαναστατικό ενάντια στην σκλαβιά σπιρίτσουαλ για τον και την άνθρωπο που βαδίζει κάθε ημέρα, που δεν σταματά να περπατά.

Ενώ θυμίζοντας πως όσο αγαπά έστω κι ένας μπορεί να κρατά ο κόσμος, γράφει:
Τι κι αν με στίχους τον καθένα σας ρωτώ;
Τι κι αν αρνητικά απαντά το στόμα;
Εγώ το νιώθω σαν τα μάτια της κοιτώ:
Εγώ αγάπησα και θ’ αγαπώ ακόμα.

Μα και θρηνεί την απουσία του αγαπημένου προσώπου, θυμίζοντας εκείνο το συγκλονιστικό του Φουκώ πως το χάσιμο του αγαπημένου όντος είναι η πιο σπαρακτική μορφή ξενιτιάς:

ΠΟΥ ΠΗΓΕ
Σε κηδείες που πήγαινα,
συχνά άκουγα να λένε
πως τίποτα μαζί τους
δεν παίρνουν όσοι πεθαίνουν.
Μα τώρα που του χάροντα
ζήλεψες το κονάκι,
μάταια ψάχνω για να βρω
πού πήγε η χαρά μου.

Μα και για το αδιέξοδο του έρωτα, στον οποίον αναζητούμε όχι μονάχα μια παρουσία αλλά και μια απουσία, παρουσία του άλλου κι απουσία του προγενέστερου μας εαυτού, γράφει στην MEΓΑΛΗ ΕΞΟΔΟΣ
Όταν σε είδα
επιχείρησα
τη μεγάλη μου έξοδο.
Βγήκα από μέσα μου
και ξενιτεύτηκα
στο σώμα σου,
χωρίς τίποτα πια
να νοσταλγώ.
Έκτοτε
παραμένω εκεί
μετανάστης απλός
που εκλιπαρεί δειλά
να του προσφέρεις
ιθαγένεια.

Φτάνουμε λοιπόν πάλι στην ίδια αίσθηση της εξορίας, στην ίδια αίσθηση του ανέφικτου. Αλλά, παρά την αλήθεια και την παρουσία της, είναι στ’ αλήθεια μη αναστρέψιμη ή μονίμως παρούσα; Ναι είναι η απάντηση, όσο κι ο χρόνος, όχι όταν εκείνος σταματά και διαχέεται με ορμή το τώρα, κι άρα το πάντα στον καθένα και στην καθεμιά μας που γίνονται όλοι και ένα:
Ο χρόνος περνάει αργά.
Άλλοτε πάλι γρήγορα.
Έτσι κι αλλιώς σίγουρα θα περάσει.
Κάποτε όμως συμβαίνει να σταματά.
Όσο κι αν δε μπορείς να το πιστέψεις
κάποτε συμβαίνει να σταματά.
Είναι στο μυαλό σου,
προπαντός στο χέρι σου
να σταματήσεις το χρόνο.
Μα μην ξεχνάς αυτό ποτέ:
Τα γεγονότα, φίλε μου, το μπορούν,
και τότε γράφουν ιστορία.
Θυμήσου, όμως, να υπάρχεις κι εσύ μέσα σ’ αυτά.
γράφει ο Παπαδόπουλος, δίνοντας περιεχόμενο, άρα και τη μορφή, της δράσης μας στον χρόνο. Πράγματι, «Το πραγματικά κοινωνικό στη λογοτεχνία, είναι η μορφή» έγραψε ο Lukacs, G. (1978, σελ. 71-72). Η μορφή είναι ακριβώς το βίωμα και κυρίως η επικοινωνία του καλλιτέχνη με τους άλλους, με το κοινό, με την εποχή του και «η τέχνη γίνεται, κατά κύριο λόγο ακριβώς μέσω αυτής της μορφοποιημένης επικοινωνίας, μέσω της δυνατότητας της επίδρασης» (ό.π).
Ο Παπαδόπουλος, σαν ένας ποιητής με σαφές όχι κομματικό μα ιδεολογικό στίγμα, κι αποτελεί τιμή του, γνωρίζει πως η γραφή πρέπει να χρησιμοποιείται έτσι ακριβώς, σαν έμβολο ενάντια στην μοίρα μας, όπως έχω γράψει σ’ έναν στίχο, μικρό μυρμήγκι που σκάβει τον βράχο, προξενώντας (αόρατες μπορεί μα αλλεπάλληλες) επιδράσεις, που ξεπερνούν τον επίσημο τακτοποιημένο λόγο μιας παράλογης λογικής.
Δεν είναι τυχαίο που ένας φιλόσοφος που ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το «άλλο», ο Φουκώ στη Τάξη του Λόγου (1970) συλλαμβάνει το δημιουργό ως μία ακόμη αρχή ακρωτηριασμού του λόγου. «Η αρχή του δημιουργού περιορίζει την απρόβλεπτη έκβαση του λόγου μέσα από μια ταυτότητα, πού έχει τη μορφή της ατομικότητας και του εγώ» λέει (Φουκώ, 1970, σελ. 22). Γιατί ακρωτηριασμός του λόγου; Διότι στον δημιουργό ανατίθεται η ευθύνη της ενότητας του κειμένου, (της ενότητας της κοινωνίας θα προσθέταμε), καθώς ο συγγραφέας είναι η ενοποιητική αρχή αυτού που λέγεται και επομένως ο ελεγχόμενος εγγυητής της σημασίας, της συνάφειας και της ενσωμάτωσης στη «θέληση αλήθειας» της εποχής. Μ’ άλλα λόγια ο συγγραφέας, ο δημιουργός, επωμίζεται να τηρήσει την «τάξη του λόγου», «ώστε να ελαττωθεί ο πλούτος του κατά το πιο επικίνδυνο μέρος και η αταξία του να οργανωθεί σύμφωνα με σχήματα που αποφεύγουν το ανεξέλεγκτο» (Φουκώ, 1970, σελ. 37). Ο Παπαδόπουλος γνωρίζει αυτήν του την αποστολή και την επωμίζεται θαρρετά παρόν διαρκώς με τον τρόπο του, ειρωνευόμενος ακόμη και σπαρακτικά, ιδίως σπαρακτικά, τους απόντες:
OI ΣΕΙΡΗΝEΣ
Τα συν και πλην ποτέ σου δε λογάριασες
ούτε και σκέφτηκες να δώσεις λόγο σε κανέναν.
Ακούγοντας λογής – λογής σειρήνες της ζωής,
σπατάλησες στο τίποτα το νου και την ψυχή σου.
Μα σβήσαν πια τα φώτα της γιορτής,
μια και τα φώτα, θες δε θες, κάποτε σβήνουν.
Φτάνεις στην κάμαρή σου μόνος ή σε φέρνουν.
Ξαπλώνεις στο κρεβάτι χωρίς πια να γδυθείς
κι ίσως τη σειρήνα ετούτη του νοσοκομειακού
να μην προλάβεις καν να την ακούσεις.

Κι ακόμη παίζοντας εκ νέου με το πολύσημο της ζωής και της λέξης, της λέξης όταν γίνεται ζωή, φού πολλοί δεν σταυρώνουν τα χέρια μονάχα σαν έρθει η ώρα μέσα στο κοφίνι, μα και πριν, πολύ πριν, επισημαίνει:

ΧΕΡΙΑ ΣΤΑΥΡΩΜΕΝΑ
Τά ’βαζες πάντα με τον καιρό.
Σου φταίγανε οι μέρες,
η εποχή σου φάνταζε πεζή
κι όσα συμβαίνανε μικρά και καθημερινά,
σαν το λιοπύρι του καλοκαιριού,
σαν υγρασία του φθινόπωρου
ή σαν το μεροκάματο.
Πού να δοθείς;
Πώς να σωθείς και να ξεφύγεις;
Δεν έβρισκες με τί να πολεμήσεις.
Μα φταίει τάχα ο καιρός;
Φταίνε οι άδειες μέρες που διαβήκαν;
Κι αν κύλησε πεζή η εποχή,
αστόχαστα μαζί της μην τα βάζεις.
Κι αν τα μικρά, τα καθημερινά σου ξέφυγαν,
το φταίξιμο να νιώθεις πια δικό σου,
γιατί κι εσύ ήσουν μ’ αυτούς,
που κράτησαν τα χέρια σταυρωμένα
ακόμα κι όταν βγαίνανε από τις εκκλησιές.

Αλλά εδώ υπάρχει και μια επιπλέον ευθύνη. Όχι μονάχα να ξεσταυρώσεις τα χέρια, μα και το μυαλό, καθώς αν σκοπός του επίσημου λόγου είναι να αστυνομεύει τον πολύσημο λόγο της μυθοπλασίας, από την εποχή των Τιτάνων κι έπειτα Λαβδακιδών ακόμα, σκοπός των μικρών μα και μεγάλων εξουσιών που εξασκούν άλλοι σε μας κι εμείς μεταξύ μας και μέσα μας, είναι να οδηγήσουν στην άκριτη πράξη, στην εκτόνωση, ή στην ησυχασμένη ζωή. Μονάχα ο ιδιόρρυθμος, ο έξω από όρια επιτρεπτά στις μικρές και μεγάλες αρχές κι ομάδες, μπορεί ν αντισταθεί όπως έγραψε ο Αντόρνο, σ’ έναν κόσμο στον οποίον το εμβληματικότερο μάθημα του Ολοκαυτώματος μα και των όπου γης γενοκτονιών παραμένει να θυμίζει πως όσοι τηρούν τον νόμο μπορεί να είναι εν δυνάμει πιο επικίνδυνοι από όσους τον παραβιάζουν. Και πως όχι, αφού οι νόμοι είναι καθώς έχει παρατηρηθεί, σαν τα φίδια. Δαγκώνουν μονάχα τιυς ξυπόλητους.
Λιγόστεψαν πια
τ’ αγρίμια στην ύπαιθρο.
Ζούγκλα οι πόλεις. Γράφει ευφυώς, και στον Όφι, με μια πρόσληψη που ανατρέπει την βιβλική και υπενθυμίζει την εξεγερσιακή ιστορία του ανθρώπου, υπενθυμίζει το πικρό μάθημα ζωής όσων από ανασφάλεια ή ιδιοτέλεια (και πόσο κοντά συχνά είναι!…) μένουν μέχρι το τέλος γραπωμένοι κι ακίνητοι ή ακίνητες στην όχθη:

Κι αν τόσα χρόνια πέρασαν πεζά,
εγώ επιμένω να χαζεύω το ποτάμι
– φίδι πελώριο να μ’ έχει γητεμένο.

Ή αλλιώς στο (Ανήσυχο) μυαλό είναι ο στόχος, για να παραφράσουμε ελαφρά τον γνωστότερο ίσως στίχο της Γώγου.

Κυρίες και κύριοι,
φίλες και φίλοι,
Είναι πάντοτε το άρρητο που έρχεται στην επιφάνεια των κειμένων, έγραψε κάποτε ο Όσκαρ Ουάιλντ. Η συνάντηση με την άλλη φωνή, αν και από το ρητό (και ποια τα όρια τους) διαχεόμενη, φέρνει στην επιφάνεια αυτό το άρρητο, που συχνά σε περιόδους έντονης μετάβασης, σε περιόδους κρίσης και αναζήτησης ενός άλλου εαυτού και τόπου, όπως τώρα, παίρνει την μορφή της επιστροφής στην ρίζα, κριτικής επιστροφής στις άξιες λόγου περιπτώσεις. Καθόλου τυχαία ο Παπαδόπουλος στον Σεβντά όπως και στα Άνθη χρησιμοποιεί δημώδη μοτίβα, ενώ στο Γιαβάσικη πενιά γράφει στίχους ενός κοινωνικοπολιτικού ρεμπέτικου:
Παίξε μου τώρα μπουζουξή,
ρίξε γιαβάσικη πενιά
λίγο κουράγιο για να βρω
σ’ αυτό τον άδικο ντουνιά.

Μα και στα Βοτσαλάκια του, μικρά ποιήματα εντός της ανά χείρας συλλογής, έχει ένα δείγμα εξαιρετικού χαϊκού, προέρχόμενο από την δημοτική μα πια παγκόσμια παράδοση ενός άλλου λαού :

Μικρός ο ναύτης.
Μεγάλη η καρδιά του.
Λιμάνι θα βρει.

Αγαπητέ Αντώνη,
Αγαπητοί φίλοι,
Είναι η ποίηση ένα λιμάνι σ ´εναν τρικυμισμένο κόσμο και καιρό; “Τι είναι ποίηση;» Ρωτάει το παιδί./ Εδώ σε θέλω μάστορα/ με την ποδιά λεκιασμένη/ από τις αντιφάσεις./ Όσο κι αν είσαι χεροδύναμος στις λέξεις,/ δεν φτάνεις ως το μαλακό μουμούδι./ Σκληρό το τσόφλι,/ κι αν το ζορίσεις,/θρυμματίζεται κι η ψίχα./ Ε, πες τα χιλιοειπωμένα,/ ότι είναι λόγος που χορεύει/από καταβολής τυμπάνων,/ βαμμένος ή γυμνός,/ λόγος που υποκρίνεται την έλλειψή του, / λοξίας λόγος./ Κι ύστερα δείξε στο παιδί τους ποιητές/ τους ανθολογημένους απ’ τον Θάνατο,/ κριτικό μέγα,/ και πες πως είναι ποίηση/ όσα μαστορέψαν,/ και πιο πολύ/ αυτά που δεν μαστόρεψαν ποτέ τους, έγραψε η Χαρά Πρεβεδώρου, μιλώντας για το ανείπωτο και το ανέστιο μαζί.

Κι ο Παπαδόπουλος τα ξέρει αυτά τα δυο. Γράφει στην ΚΡΥΦΗ ΖΩΗ
Επέμενε να γράφει στίχους
κι ας μην τους έδειχνε πουθενά.
Πώς να κρατούσε εντός του τόσο βάρος;

Φίλες και φίλοι,

το βάρος λιγοστεύει σαν μοιράζεται, και μοιράζω δεν σημαίνει διανέμω τον πόνο μονάχα μα κύρια την ευθύνη, σ’ αυτό το πολύπλοκο συναρπαστικό, αφερέγγυο μα κι απόλυτα χειροπιαστό ανθρώπινο ταξίδι. Συναισθανόμενος την ευθύνη να αντιδράσει ως πολίτης σε μια εποχή όπου, όπως επισημαίνει ο Έκο (2000) στο «Η Δύναμη των λέξεων», στην εποχή των μιντιακών τραστ η τραγωδία είναι πως τα «αφεντικά» της γλώσσας εξορίζουν τους πολίτες από τον λόγο. Κι εξορίζουν τους πολίτες του λόγου. Σε αυτόν τον καιρό, παρακινώντας μας σε δράση και σκέψη, σε σκέψη και δράση, ο Παπαδόπουλος μας κληροδοτεί την ΔΙΑΘΗΚΗ κάθε ανθρώπου που έζησε σαν πεθαμένος:

Κατηγορήστε με, λοιπόν.
Κληροδοτώ σε σας
ετούτο τον κόσμο
που δε σας αρέσει.
Θυμηθείτε μόνο
πως και σε μένα δεν άρεσε
αν λοιπόν δεν θέλετε να σας κατηγορήσουν
μια μέρα τα παιδιά σας
ξέρετε τι πρέπει να κάνετε

Κι έτσι μας υπενθυμίζει ότι λογο/τεχνία, η τέχνη του λόγου, όπως και η η φιλο/λογία, «η αγάπη για τον λόγο», υπερβαίνει τα όρια του ειδικευμένου επιστημονικού κλάδου και ανυψώνεται σε ηθικό και πολιτικό καθήκον κάθε ανθρώπου. ακόμη κι αν (ή ίσως ιδίως) για να θυμηθούμε την αρχική μας φράση βρίσκεται ως αιμάτινος ποιητής και πολίτης, ως εξόριστος δηλαδή, μεταξύ απώλειας και ελπίδας για το μέλλον. Μιας απώλειας που βιώνεται βαθιά προσωπικά μα και μιας ελπίδας που πρέπει να βρούμε όλοι κι όλες μαζί!

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.