ΣΤΑΘΗΣ ΙΝΤΖΕΣ

Ο Στάθης Ιντζές γεννήθηκε στη Λάρισα το 1986 και κατάγεται από το Νότιο Πήλιο. Από τον Ιούνιο του 2018 διευθύνει τις εκδόσεις Ενύπνιο. Ζει στην Αθήνα.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΟΙΗΣΗ

Συνωμοσία Ταυτοχρονισμού (2011 Επανέκδοση 2021)
Σεληνάκατος (2013)
Gadium (2017 Επανέκδοση 2020)

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

Κάτω η σκουριά (2013)
Οι τελευταίοι φανατικοί
της στρωματσάδας (2014)
Οι ανειδίκευτοι δεν βγάζουν κιχ (2017)
Η Μήνα και άλλες ιστορίες (2019)
Το συμβάν (2021)

.

.

ΠΟΙΗΣΗ

GADIUM (2020)

α

Σημειωτέον ότι στην Ουγκαρίτ
υπήρχε αληθινή αποικία Μυκηναίων.
(Γεωργίου Σ. Αλεξιάδου,
Το δίκαιον της Αρχαίας Σπάρτης, 1987)

Η μία πλάι στην άλλη
οι τριήρεις,
δέκα χιλιάδες σκλάβοι στα κουπιά,
τα αλμυρίκια
να λυγάνε σύγκορμα.

Δεκαεπτά μερόνυχτα
δίχως ανέμους·
η πρόβλεψη του μάντεως
ήτο αληθεστάτη
κι η μυκηναϊκή Σπάρτη

έ
π
ε
σ
ε

κι η αναπόληση των Λυκουργίδων
ήτανε θέμα ημερών.
«Τούτος ο τόπος θα σωθεί
μονάχα απ’ τους γεωμέτρες»,
είπε ο Αρχιερέας,
και διέταξε το στράτευμα:
«οργώσατε και αναστήσατε
τα κτήματα
εις την Κοιλάδα του Ευρώτα
και αι ωδαί του Θάλητος
να σας εσυντροφεύουν».

«Κι εσύ αφρήτορα», μου λέει,
«να στείλεις τα μαντάτα,
να μάθει όλη η Ουγκαρίτ,
απ’ άκρη σ’ άκρη,
πως νίκησαν οι Φοίνικες».

Κι εξέδωσε
διάγγελμα
εν Λακεδαιμόνα,
να διοικείται σύσσωμη
κατά τω Μπιλαλάμα:
«και τα των καταχρήσεων
σ’ εσάς τ’ αφήνω», είπε,
«και ν’ αποδίδετε τιμές
με ανθρωποθυσίες,
για να μην πάσχει
από δεινά το στράτευμα
κι η γη από αμπέλια».

δ

Η Αγριππίνα συνωμότησε εναντίον του γιου της
κι εκείνος διέταξε τη δολοφονία της.

Άρχισαν να λένε
οι βασιλόφρονες
πριν βγάλει ετυμηγορία
ο παλμογράφος.
Η Πολύμνια ενορχηστρωτής;

Και η Βουδίκκη ρώτησε:
«ο αυτοκράτορας,
αγάπησε ποτέ του
κόρη βασιλίσκου;»
κι αν τα βουνά στη Σικελία
ήταν γυμνά
σαν του Γραυπίου τις κορφές,
τα τέλματα σπαρμένα ανεμώνες.
Και όσο για την τιμή της,
«σωματικά ανέπαφος
και με τα πρόσωπα
των Σιλούρων, σχέσις ουδεμία»,
καταπώς δήλωσε η Πολύμνια.

«Θα πάω με τη θέλησή μου,
αν το προστάζει η ανάγκη,
νύφη να γίνω βασιλιά,
γιατί τον θάνατο δεν λαχταράω»,
είπε η Βουδίκκη.

Μα ο Παίτος ο Θρασέας,
για τον θάνατο της Αγριππίνας
είχε άλλη άποψη.
Διατεινόταν μάλιστα
πως «η Αγριππίνα εφονεύθει
από βαλτούς πραιτόρων,
και τι είναι τάχα η Πολύμνια;
σύζυγος πατρικίου ή meretrix;»

ζ

Es lebe die Freiheit
«Ζήτω η ελευθερία»
Hans Scholl

από το Μόναχο
δεν θυμάμαι
τίποτα

είχαν ακολουθήσει εβδομάδες
μήνες

η Ίνγκριντ μ’ ένα καυτό
πρόσωπο

εγώ ηδονοβλεψίας
ή τρυφερός
εραστής

ακόμη κι όταν ξεμεθούσαμε
θυμάμαι εκείνα τα τμήματα
του ουρανού
που σε κάνουν να πιστεύεις
στη θεϊκή δημιουργία

ούτε οι δεκαπέντε χιλιάδες προκηρύξεις
ούτε τα φώτα της ανάκρισης
μου θύμιζαν κάτι
να είσαι συνετός, μου έλεγαν
και να ξεχάσω τους συντρόφους μου
γιατί ο καθένας κρύβει και μια θηλιά στην τσέπη
και ότι αν είμαι συνεργάσιμος
Θα πεθάνω υπό τους όρους μου

Πριν την εκτέλεση μ’ επισκέφτηκε η Ίνγκριντ
μου ‘πε να μην ανησυχώ για κείνους
και πως τα έξοδα του τυπογραφείου
θα τ’ αναλάβει ο Γιούγκεν

και την προέτρεψα να φύγει εν καιρώ
και να προλάβει τον δικό της θάνατο

στην Κρακοβία
έφταιγε ο πιλότος
κι οι χωρικοί που μας εξέταζαν
σαν ανθρωπολόγοι

κι ύστερα εκείνη η αίσθηση
σαν υπονοούμενο
κι οι διασυνδέσεις που έπαψαν με το Βερολίνο

είχαν ακολουθήσει εβδομάδες
μήνες

από το Μόναχο
δεν Θυμάμαι
τίποτα

*  *  *

Το ποίημα Gadium γράφτηκε στην Κέρκυρα κατά την περίοδο
2012-2013 και η πρώτη έκδοση το 2017

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(κατά σειρά εμφάνισης στο κείμενο)

α

«η αναπόληση των Λυκουργίδων»; Οι ημέρες της επετείου και συνελεύσεως που λάμβαναν χώρα προς τιμήν του Λυκούργου.

«τα κτήματα εις την κοιλάδα του Ευρώτα»: Οι περίοικοι, ασχολούμενοι με το εμπόριο και τη βιοτεχνία, απαγορευόταν να νυμφευθούν Σπαρτιάτιδα και ν’ αποκτήσουν κτήματα στην κοιλάδα του Ευρώτα. (Ηροδ. ΣΤ, 60).

«και αι ωδαί του Θάλητος»: μουσικός της Αρχαίας Σπάρτης

«κατά τω Μπιλαλάμα»: Ο Μπιλαλάμα (περίπου 1975 — 1960 π.Χ.) λένε ότι ήταν αυτός που εξέδωσε το διάσημο κώδικα νόμου της Εσνούνα.

«κι εσύ αφρήτορά μου λέγει»: Ο αφρήτωρ, δηλαδή χωρίς γενιά, ακοινώνητος, χωρίς πατρικό σπίτι. (Ομήρου Ιλιάδα, Ένατο βιβλίο, γραμμή 62)

δ

Βουδίκκη (Boudicca): Ήταν σύζυγος του Prastagus, βασιλιά των Icenies. Κατά το Δίωνα τον Κάσσιο, αυτή ονομαζόταν Βουνδονίκα ή Βουδονίκα. Οι Βρεταννοί με την εκλογή μιας γυναίκας ως αρχηγού τους έδειξαν ότι δεν παραδέχονταν τις διαφορές φύλων.

«σαν του Γραυπίου τις κορφές»; Η θέση του βουνού Γραυπίου αμφισβητείται. Ίσως έτσι λεγόταν το σημερινό βουνό Grampians που διασχίζει λοξά τη Σκωτία.

«και με τα πρόσωπα των Σιλούρων»; Silurum colorati vultus, δηλαδή τα μελαμψά πρόσωπα των Σιλούρων (C. Taciti Agricola)

«μα ο Παίτος ο Θρασέας είχε άλλην άποψη»; Έξυπνος και στωικός φιλόσοφος, αποδοκίμασε τον φόνο της Αγριππίνας κι έφυγε μέσα απ’ τη Σύγκλητο. Γι’ αυτό κατηγορήθηκε για προδοσία.

meretrix: πόρνη

ζ

Es lebe die Freiheit: Τα τελευταία λόγια του Hans Scholl, ιδρυτικού μέλους του αντιστασιακού κινήματος White Rose στη ναζιστική Γερμανία, πριν την εκτέλεσή του στις 22-02-1943

.

ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΙΣΜΟΥ (2021)

Ι
ΟΔΗΓΙΕΣ ΠΡΟΣ ΦΘΑΡΜΕΝΟΥΣ

Δεν αραχνιάσαν δα και όλα τα ηλιοβασιλέματα.
υπάρχουν και αρυτίδιαστα πρόσωπα ιδανικά
για εναποθέσεις προσδοκιών σε περιόδους ξηρασίας.

Υπάρχω δε κι εγώ
μία ατέλεια στον χωροχρόνο
ένας απρόθυμος διαβάτης
τηρουμένων των αναλογιών.

Αν ακολουθήσεις κατά γράμμα
τις οδηγίες προς φθαρμένους,
δεν Θα συναντήσεις ποτέ σου
πρόβλημα αραχνών,
αγαπητέ συνοδοιπόρε.

ΑΣ ΠΟΥΜΕ ΟΤΙ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΤΗΚΑΜΕ

Μόλις αναχωρήσαμε από τη Λιβαδειά.
Τι έκανες τόση ώρα;
Σε περίμενε το τρένο γαντζωμένο
στις ράγες.

Σε επισκεπτόμουν ανελλιπώς
στην Κρύα· θυμάσαι;

Οι υδροφόροι αδένες μου
τη γέμισαν· θυμάσαι;

Πώς Θα πλανάσαι μόνη σου πια
και τόσο μα τόσο αγαπημένη;

ΘΕΡΜΟΤΕΡΑ ΚΛΙΜΑΤΑ

στη Ζωή-Δήμητρα

Κάθε φορά που κάποιος ερωτεύεται,
ένα κομμάτι πάγου αποσπάται
κάπου στην Ανταρκτική
κι οι πιγκουΐνοι χαμογελαστοί
πάνω του χοροπηδούν
μέχρι να φτάσει σε θερμότερα κλίματα.

ΙΙ
ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ

Τα σύνορα της αιχμαλωσίας μας
ορίζονται παρατεταγμένα
παρατάσσονται οριζοντίως
αποτελούνται·

*

Χέρια που υψώνονται στον ουρανό.
Φωνές που αντηχούν απόγνωση.
Αναζητούν Θεό αφυπνιστή,
μαντάτα σωτηρίας.

*

Κι ο χρόνος
με τις τρεις πτυχές του
στροβιλίζεται σε σπείρες
και ταξιδεύει

ταξιδεύει
σε άγνωστο προορισμό.

Η ΘΑΛΑΣΣΑ

Η θάλασσα εγκλωβισμένη
σε κοιλότητες ματιών

Κι ο ουράνιος θόλος
παχύρρευστος κι αστραφτερός

παχύρρευστος κι αστραφτερός
μα παραδόξως χαμηλός

παραδόξως χαμηλός
για λόγους συντομίας.

ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΙΣΜΟΥ

Αν με μιας
παύαμε να πιστεύουμε στον χρόνο.

Και κάνανε επανάσταση
οι δείκτες και οι ώρες.

Πόση σημασία θα του απέμενε του θανάτου;
Δεν θα νικούσε θριαμβευτικά η επιβίωση;

.

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

ΤΟ ΣΥΜΒΑΝ (2021)

[Απόσπασμα]

…/…

Αφότου τα παιδιά του τον παράτησαν στο γηροκομείο, ο Αμπουέλο τον περισσότερο καιρό τον περνούσε καθιστάς μπροστά στο μεγάλο παράθυρο του δωματίου και έκλεινε τα μάτια του, όπως έκανε και το ξημέρωμα που θα εξετάσουμε ευθύς αμέσως, και ταξίδευε στο παρελθόν. Προηγήθηκε μια ζεστή και υγρή βραδιά. Το Σαν Χοσέ ντε Μαρικίνα κειτόταν βουβό κάτω οπτό τον ξάστερο ουρανό, και τα παράθυρα των σπιτιών, κάπου κάπου, φωτίζονταν για να αποδείξουν ότι υπήρχε ζωή και μετά τη δύση του ηλίου. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν η Ποβρεσίτα διέσχισε τη έρημη λεωφόρο Μαρικίνα, μέχρι να φτάσει στην αφετηρία των υπεραστικών λεωφορείων, στο κατώτατο σύνορο της πλατείας Πλάσα ντε Άρμας με την κοίτη του ποταμού Κρούσες. Ο Αμπουέλο είδε την Ποβρεσίτα αδέξια, σαν μικρό κορίτσι να στέκεται απέναντι του. Του έσκασε ένα φευγαλέο χαμόγελο, που φώτισε το πρόσωπό της, και πριν ακόμη καταλάβει τι συνέβαινε, ένιωσε έναν οξύ πόνο στο στομάχι της, σαν κάψιμο· τότε τον είδε να κρατάει το αιματοβαμμένο μαχαίρι στο ένα του χέρι και στο άλλο ένα πανί με το οποίο το καθάριζε. Ανήμπορη να αντιδράσει, γονάτισε λίγο πριν το αίμα βαλτώσει στο στόμα της. Αν δεν πονούσε τόσο, Θα συνέχιζε να του χαμογελά αυθόρμητα, πηγαία, απαλλαγμένη από κάθε φόβο που της προκαλούσε. Φανταζόταν ότι θα πήγαιναν περίπατο, πιασμένοι απ’ το χέρι, στον παραποτάμιο δρόμο, πως θα γύριζαν κάπως αργά, κουρασμένοι και ευτυχισμένοι, στο σπίτι όπου θα τους
περίμεναν τα δύο τους παιδιά. «Να τα προσέχεις» πρόλαβε να ψιθυρίσει πριν κλείσει τα μάτια της. Εκείνος πέρασε το χέρι του στον λαιμό της και την έσυρε λίγα μέτρα μέσα στους θάμνους που σκέπαζαν την κάθετη όχθη του ποταμού, ενώ το αίμα που έρρεε σαν κορδόνι από το σώμα της, χυνόταν στο νερό. Την κρατούσε σφιχτά και τα μάτια του ήταν βέβαια, σκοτεινά, σαν τα μάτια ενός αρπακτικού.
Αφού σιγουρεύτηκε πως το αίμα που είχε ποτίσει το λασπωμένο έδαφος και ύστερα χόρευε αγκαζέ με τις δίνες του ποταμού, ήταν αρκετό ώστε να τη σκοτώσει, ίσιασε το πουκάμισό του και ανέβηκε στο βόρειο μέρος της πλατείας. Οι μόνοι αυτόπτες μάρτυρες, τα λεωφορεία, περίμεναν το πρώτο φως της μέρας για να ξεκινήσουν τα δρομολόγιά τους.
Συνεχίζοντας την αναπόληση από το δωμάτιο της πανσιόν, έβλεπε τον εαυτό του ως ένα στυγερό και τυφλωμένο από την εξουσία πλάσμα, με ιδρωμένα χέρια και μια θάλασσα από πρόσωπα να ξεχειλίζει από τους δρόμους της πόλης, να τον κοιτάζουν όλοι με το στόμα ανοιχτό, γεμάτοι περιέργεια. Και άξαφνα, μέσα από το πλήθος εκείνο να προχωρά η Ποβρεσίτα, με τη μορφή μιας ξερακιανής κοπέλας, ντυμένη στα μαύρα. Τα πεταχτά μήλα και τα βαθουλωτά μάτια της έκαναν το πρόσωπό της να μοιάζει με κρανίο, ένα άσπρο νεκρικό πρόσωπο στο ανώτατο σημείο ενός σκελετού. Άρχισε να του μιλά με το σκελετωμένο χέρι της μες στο δικό του, με τα ορθάνοιχτα μάτια της καρφωμένα στα δικά του, τόσο έντονα, που τα βλέφαρά του πετάριζαν και δεν μπορούσε να την αντικρίσει. Ξαφνικά το χέρι της άρχισε να κινείται και εκείνος ένιωσε μέσα του μεγάλη θλίψη. Τότε άνοιξε τα μάτια του και έστρεψε με ανακούφιση το βλέμμα του στη Μανουέλ Βάρας που άρχιζε, υπό καταρρακτώδη βροχή, να δονείται από τα πρώτα πρωινά δρομολόγια των λεωφορείων.

Πολλά χρόνια αργότερα, όταν τα παιδιά του Αμπουέλο επέστρεψαν στο πατρικό τους, που δεν είχε πωληθεί ακόμα, σε μια πόλη όπου όλοι οι κάτοικοι είχαν το δικό τους σπίτι, αποφάσισαν να μετακομίσουν σε κείνο οριστικά, αφήνοντας πίσω μια δύσκολη, όπως αποδείχθηκε, ζωή στην Κονσεπσιόν.
Με την αναβαπτισμένη Εσπόζα στο πλάι του, ο Ίχο, αν και δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει πλήρως τον τρόμο της ανυπαρξίας, έδωσε στον εαυτό του ένα σημαντικό κίνητρο να συνεχίσει να ζει στην πόλη όπου γεννήθηκε, όπου πληγώθηκε και όπου πια, μετά από τόσα χρόνια, ήταν ο κύριος υπεύθυνος για τη δημιουργία ευχάριστων αναμνήσεων για κείνον και για τα παιδιά, που ονειρευόταν να φέρει στη ζωή. Η Ίχα και ο Προφεσόρ θα ενθουσιάζονταν στην ιδέα της διαμονής τους σε ένα αρχοντικό, σε μια μικρή πόλη με ήρεμους ρυθμούς ζωής, που ευελπιστούσαν να ευνοήσουν τη συγγραφική τους δραστηριότητα. Πράγματι η Ίχα θα άρχιζε να γράφει το opus magnum της, μια παράλληλη εξιστόρηση με κείνη της Οδύσσειας του Ομήρου, κατά την οποία ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του, αφού αναχώρησαν από το νησί της Κίρκης, παρασύρθηκαν από τα ισχυρά ρεύματα της Δυτικής Μεσογείου και κατέληξαν στη σημερινή Γένοβα. Είχε αρχίσει μάλιστα να συνθέτει την πρώτη ραψωδία, η οποία είχε την εξής μορφή, αν μας επιτρέπεται να αποκαλύψουμε, για να έχουμε μια ακόμη πιο πλήρη εικόνα της ηρωίδας μας:

Άγνωστος μες στο άγνωστο
πέρασα απ’ τη ζωή στον Θάνατο
κι από τον Θάνατο στη ζωή
για να βαστάξω τη γενιά
που κράταγε απ’ τον Ήλιο 5
γιατί πληθαίναν οι Θεοί
στα χέρια των Τρωάδων.
Έχω συλλέξει θησαυρούς
αλλά για ποιον;
το σπίτι μου κλειστό, 10
φίλοι κι εχθροί απόντες.
Με την αξίνα σκάβοντας
βρήκα τον σκελετό μου
και γνώρισα την ηλικία της γης
– αμέτρητες στιβάδες. 15
Είδα να αναδύονται νησιά
βουνά να υψώνονται·
κουράστηκε το χέρι μου
να φέρνει βόλτα την υδρόγειο,
Κειμήλια δεν έχω, φυλαχτά, 20
κληρονομιά, ούτ’ ένα λάφυρο πολέμου.
Μόλις φωτίσει η δάδα μου
και βλέπω τη μορφή του
«Έλα μαζί μου» λέει ο Οδυσσέας 25
τρέχω κι εγώ
και ονειρεύομαι Σειρήνες.
Περάσαμε νύχτες πολλές
φτιάχνοντας πλοία
πάνω σε σχέδια που είχαμε 30
απλωμένα στο τραπέζι·
ορθόπλωρα φαντάζανε
σαν θαύματα ιερά·
μετρούσαμε με χάρακα
το μήκος των κουπιών 35
τις τρεις σειρές των καθισμάτων
τις τράβες στο κατάστρωμα
τι χρώμα θα ‘χαν τα σχοινιά.
Ως χτες ακόμα τα σκαριά
σαν καρδιοχτύπια ηχούσανε 40
και μεις σαν μάνες παραστέκαμε
τα πανιά γλυκά να τραγουδούμε.
Μα ο φόβος σαν αρχαίο Λιθάρι
κρεμόταν στα κατάρτια τους
κι ήταν τα καλοκαίρια μας πικρά 45
χλομά και λιγοστά.

Κατά την εγκατάστασή τους στο εμβληματικό σπίτι, τη στιγμή που η Εσπόζα καθάριζε το τζάκι από τις αρχέγονες στάχτες (είχε να κάψει πάνω από είκοσι χρόνια) θα εντόπιζε μισοκαμένα χαρτιά και άλλα μικροαντικείμενα, λες και κάποιος προσπάθησε να τα κάψει βιαστικά πριν τραπεί σε φυγή. Το ανακάτεμα της στάχτης ανέδειξε ακόμα κάποια καρυδότσουφλα και μια μεταλλική κονκάρδα ανέπαφη και αναλλοίωτη από το πέρασμα της φλόγας και του χρόνου. Την πήρε στα χέρια της και την περιεργάστηκε. Η προσωπογραφία του Πινοσέτ δέσποζε στη γυαλιστερή της επιφάνεια. Όπως αποδείχθηκε αργότερα, όταν ο Ίχο σκάλιζε τα έγγραφα, που βρήκε στα κλειδωμένα συρτάρια του γραφείου, ο Αμπουέλο είχε το παρωνύμιο «αλύγιστος» και υπήρξε ένας από τους πιο αδίσταχτους αξιωματούχους του Πινοσέτ.
Ακόμα και στο ταξίδι στην Ουάσιγκτον, που πραγματοποίησε με την Ποβρεσίτα, βρισκόταν σε μυστική αποστολή. Εκείνο τον Σεπτέμβριο του 1976 θα δολοφονούνταν στην αμερικανική πρωτεύουσα ο Ορλάντο Λετέριερ, αντίπαλος του Πινοσέτ. Κάποια χρόνια αργότερα θα σκότωνε με τα ίδια του τα χέρια τη γυναίκα του και μητέρα των παιδιών του, γιατί πρώτη εκείνη θα ανακάλυπτε, όπως μπορούμε πια να συμπεράνουμε, τη δράση του.

…/…

.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

GADIUM
ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΡΟΥΜΠΑΚΗΣ

Περιοδικό “Θράκα” 6/11/2017

«Το παιδί που ξύνεται πάνω σ’ ένα τραπέζι», Κριτικό σημείωμα πάνω σ’ ένα τρίστιχο του “Gadium”

Διαβάζοντας την ποιητική συλλογή του Στάθη Ιντζέ “Gadium” την προσοχή μου τράβηξε η όγδοη σύνθεση (η). Πρόκειται για την ιστορία μιας αποτυχημένης εξέγερσης, στην οποία οι επαναστατημένοι υποκύπτουν ολοκληρωτικά στους δυνάστες τους κάτω από το βάρος «αντικειμενικών» υπολογισμών («Μια κακιά στιγμή και όλα θα πνίγονταν στο αίμα.»)
Αυτό που κυριολεκτικά με ερέθισε ήταν η ακόλουθη στροφική ενότητα:

«Το παιδί που ξύνεται πάνω σ’ ένα τραπέζι
και τρέμει απ’ το κρύο
δε σκανδαλίζει.»

Τίνος φωνή είναι αυτή που ακούγεται εδώ; Αν είναι των «Ξένων που ζήτησαν πειθαρχία», των δυναστών δηλαδή που τελικά επικράτησαν, τότε έχουμε να κάνουμε με τον απόλυτο κυνισμό της εξουσίας.

Τι συμβαίνει όμως στην περίπτωση που η φωνή αυτή ανήκει στο ποιητικό υποκείμενο που έκανε την εμφάνισή του στην αρχή του ποιήματος («Η ποινή μου, σκέφτηκα, / χωρίς αμφιβολία / έρχονται για μένα.») και μέσω αυτού στο συλλογικό εμείς όπου το ποιητικό υποκείμενο ανήκει; Σημειωτέον ότι το εμείς κυριαρχεί στην προηγούμενη στροφική ενότητα («Τους δώσαμε… απ’ το πρόσωπό μας.»).
Πολλοί δρόμοι ανοίγονται εδώ και σχετίζονται με τον πιθανό αποδέκτη της ρήσης. Σε κάθε περίπτωση η ρήση είναι δίσημη. Αν ο αποδέκτης είναι «οι Ξένοι που ζήτησαν πειθαρχία», τότε η φωνή αυτή μπορεί απλώς να ευθυγραμμίζεται με τα κελεύσματα των νικητών επικροτώντας τη στάση τους, εφόσον αυτή δεν επισύρει τη μήνι. Ακόμη όμως κι αν είναι μια φωνή κριτική, ίσως δεν είναι τίποτε παραπάνω από το άψυχο κλαψούρισμα ενός δειλού, που δεν τολμά να συγκρουστεί ανοιχτά με το δυνάστη του και τον αντιμετωπίζει με λεπτή ειρωνεία. Ή μήπως τα λόγια αυτά επέχουν θέση δήγματος;

Αν ο αποδέκτης της ρήσης είναι το ίδιο το ποιητικό υποκείμενο, τότε η φωνή που ακούγεται μπορεί να είναι μια απόπειρα του υποκειμένου να ξεγελάσει τον ίδιο του τον εαυτό, να «παραμυθιαστεί» με την ψευδαίσθηση ότι όλα βαίνουν καλώς, εφόσον η εικόνα του τρεμάμενου παιδιού δε σκανδαλίζει. Απ’ την άλλη ενδέχεται να είναι μια «εσωτερική ειρωνεία», μια έκφραση των τύψεων που συνοδεύουν την παράδοση «γης και ύδατος» στους Ξένους και των συνακόλουθων κακουχιών των παιδιών.

Αν όμως αυτός που μιλά είναι το ποιητικό υποκείμενο και μαζί του το εμείς στο οποίο ανήκει, τότε συνειδητοποιούμε την ύπαρξη μιας φωνής έντονα ειρωνικής, καταγγελτικής, που αποπειράται να επαναφέρει το εμείς στην αρχική του ρηξικέλευθη δήλωση («Επαναστάτες που βρυχώνται είμαστε / και πότες πληγωμένοι»). Το εγώ του ποιητικού υποκειμένου έχοντας ξεπεράσει το σκόπελο του κατευνασμού της εξουσίας επαναστατεί και θεωρεί χρέος του να συμπαρασύρει στην πορεία του και το υπόλοιπο εμείς. Σαν άλλος Καβαφικός Φερνάζης απελευθερώνεται και καταγγέλλει. Μόνο που αιτία της δικής του έκ-ρήξης δεν είναι η ανατροπή του Δαρείου αλλά το χρέος απέναντι σ’ ένα παιδί που τρέμει απ’ το κρύο, το διαχρονικό δηλαδή πρόταγμα της διατήρησης της χαμένης μας ανθρωπιάς.

Το εγώ λοιπόν ενάντια στο εμείς αλλά και το εμείς ενάντια στο εμείς. Τι θα συνέβαινε ωστόσο αν τόσο το εγώ του ποιητικού υποκειμένου όσο και το συλλογικό εμείς θώπευαν τον εαυτό τους; Αν η έλλειψη σκανδάλου ήταν απλώς ένα άλλοθι για να κρύψουν την αδιαφορία τους απέναντι στον τρεμάμενο Άλλο; Θαρρώ πως και σε τούτη την περίπτωση το αποτέλεσμα είναι η παραγωγή δήγματος, ακραίας ειρωνείας απέναντι στην
προκλητική αναλγησία τους. Τούτη η ειρωνεία, δοσμένη και πάλι με τον καβαφικό τρόπο, θυμίζει το «για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!» ή ακόμη καλύτερα το καταληκτικό «υπεροψίαν και μέθην θα είχεν ο Δαρείος».

Φωνές που ακούγονται όλες μαζί, ταυτόχρονα, και παράγουν στρώματα επάλληλα ειρωνειών. Κι όλα αυτά μέσα σε τρεις στίχους. Θεωρώ ότι βρισκόμαστε μπροστά σε κάτι μοναδικό· έναν ελεύθερο πλάγιο λόγο όχι με δύο αλλά με περισσότερες φωνές και ποικίλους αποδέκτες. Πρόκειται για μια δοκιμή ενσυναίσθησης που ο χαρακτηρισμός
πρωτοποριακή ίσως την αδικούσε. Ο Στάθης Ιντζές μας καλεί να «μπούμε στα παπούτσια»
ενός πολλαπλού Άλλου συνειδητοποιώντας έτσι την πολυπλοκότητα των πραγμάτων
μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι και αποφεύγοντας την ευκολία των μονοσήμαντων
ερμηνειών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η Ιστορία δεν αντιμετωπίζεται εργαλειακά, ως
αφόρμηση μόνο, δηλαδή, για ποιητική δημιουργία, αλλά συνυφαίνεται κατ’ ουσίαν με την ποιητική πράξη.

Ας προσεχθεί όμως και τούτο. Η ενσυναίσθηση που προτείνει ο Στάθης Ιντζές δεν είναι μια χυδαία μεταμοντέρνα πολιτική ίσων αποστάσεων, όπου όλα «μπαίνουν στο μίξερ» παράγοντας έναν αδιάφορο ομογενοποιημένο χυλό. Το ποιητικό υποκείμενό του παίρνει θέση προτάσσοντας την ελπίδα, την επανάσταση, που πρόδηλα προτείνει με την τελευταία στροφική ενότητα απαντώντας στο πολύσημο τρίστιχο που έχει προηγηθεί:

«Υπάρχει μια πόλη τρεις ώρες
νότια του Γουαδαλκιβίρ
που μένουν άνθρωποι
και η καρδιά τους χτυπά
σα μια φωτιά που τρεμοσβήνει.
Κοιτάξτε την!

Εγώ την κοιτάζω
που εμφανίζεται μέσα από τους τοίχους
και τα πατώματά σας
και διαλαλεί “δεν έχουν χαθεί όλα”
και ξέρω ότι κάτω υπάρχει ο δρόμος
με τα γνώριμα σπίτια
και το απέναντι εστιατόριο
με τις πάπιες γεμάτες
μυρμήγκια στα ράμφη τους.
Κοιτάξτε την! Είναι η
φλόγα που τρεμοσβήνει.»

Ένα είναι βέβαιο· ότι ο Στάθης Ιντζές ως ιστορικό υποκείμενο και ως ποιητής στηλιτεύει
την αναλγησία της εξουσίας αλλά συγχρόνως δεν παύει να διατρανώνει την πίστη του
στη «φωτιά που τρεμοσβήνει», την προσήλωσή του στο ότι «δεν έχουν χαθεί όλα».

.

ΔΗΜΟΣ ΧΛΩΠΤΣΙΟΥΔΗΣ

TVXS 21/10/2017

Ο Στάθης Ιντζές αποτελεί μία από τις δυνατές ποιητικές φωνές της – βιολογικής – γενιάς του. Με τα μάτια στραμμένα στην κοινωνία ο νεαρός σπίτι συμμετέχει στο συλλογικό άλγος της εποχής με ευαισθησία και κριτική διάθεση. Σε μία τέτοια κοινωνική διάσταση κινείται και η τελευταία του αλληγορική ποιητική συλλογή, «gadium» (θράκα, 2017). Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα ενιαίο ποίημα θρυμματισμένο σε «ποιητικές πράξεις», γραμμένο το 2012-13.

Ο ποιητής αξιοποιεί την ιστορία για να μιλήσει για το πολιτικό και κοινωνικό παρόν εκφεύγοντας κάθε πολιτική ρητορεία ή άμεση αναφορά. Θα αποφύγουμε όμως να μιλήσουμε για καβαφικές επιρροές. Ο σύγχρονος δημιουργός αξιοποιεί μόνο τη βασική σύλληψη της ιστορικής αλληγορίας που ενώ συναντάμε στον Αλεξανδρινό, αργότερα μεταχειρίστηκαν πολλοί καλλιτέχνες.

Άλλωστε στα ποιητικά της στοιχεία η σύνθεσή του δεν έχει κοινές αναφορές με την καβαφική παράδοση. Ο θρυμματισμένος στίχος, με τη δική του εσωτερική αρμονία και μία αίσθηση μετεωρισμού που αισθητοποιεί η τυπογραφική στοίχιση, απέχει από την καβαφική ειρωνεία. Η αλληγορία λαμβάνει διαστάσεις μέσω του συναισθηματικού συγκρητισμού του παρελθόντος και του παρόντος. Ο ποιητής ανασκάψει από το ιστορικό γίγνεσθαι πολιτικές αναφορές (κατακτήσεις, πραξικοπήματα κλπ) που συναισθηματικά μεταφέρονται στο σήμερα, καθιστώντας το παρελθόν επίκαιρο ξανά.

Η ποίησή του Ιντζέ τέρπει, μα την ίδια στιγμή φέρνει στο φως πτυχές του παρελθόντος ξεχασμένες. Είτε σαν φάρσα είτε σαν τιμωρία, η ιστορία επαναλαμβάνεται στη στιχουργική του και στον συλλογικό βίο. Μαγεύει με τον δραματικό του τόνο και με έναν λόγο λιτό και αφηγηματικό που διατηρεί θεατρική ζωντάνια. Οι διάλογοι και το επιστολικό ύφος με τη συνύπαρξη των α’ και β’ ενικών προσώπων διαμορφώνουν μία σπάνια σκηνική διάσταση.

Έτσι ο ποιητής αυτονομείται από το παρελθόν μέσα από την αλληγορική έκφραση που άλλοτε τείνει στην κρυπτικότητα και άλλες φορές κινείται πιο ελεύθερα, όπως ένας περιηγητής του χρόνου, που αναζητά μία απάντηση για το παρόν στο λαβύρινθο των αιώνων που πέρασαν. Ταυτόχρονα, με την ποιητική του ευαισθησία αντιστρέφει την οπτική που έχουμε για το περασμένο.

Με τη δύναμη της σιωπής του πολιτικού συμβολισμού και την ομιλητικότητα της ιστορικής αλληγορίας, ο Ιντζές αναζητά τη χειραφέτηση μιας κοινωνίας που οδηγείται στην παρακμή και την απώλεια των ονείρων. Και η ανατροπη ίσως είναι καιη μόνη λύση, η επανάσταση.

Αξίζει όμως να δούμε την ποιητική σύνθεση του Ιντζέ και από μία άλλη οπτική. Σε μία εποχή που τα τέρατα του παρελθόντος βρυχώνται και πασχίζουν να αναθεωρήσουν την ιστορία, ο ποιητής υπογραμμίζει τις επαναλήψεις της ιστορίας. Και ας μην ξεχνάμε πως η τέχνη είναι η μόνη που τους επιτρέπεται να μεταχειριστεί εργαλεία κα το παρελθόν. Και η έγερση των τεράτων αποτελεί μία τέτοια σπειροειδής ιστορική επανάληψη.

Μολονότι δεν ήταν – πιθανώς – σκοπός ετούτο το μήνυμα, σήμερα που εκδίδεται το έργο οι συνειρμοί είναι αναπόφευκτοι. Μα τούτο ακριβώς αποδεικνύει και τη διαχρονική δύναμη της σύνθεσης, κάτι που ορίζει και την ποιητική ποιότητα και αξία του έργου του Ιντζέ.

.

ΕΥΗ ΚΟΥΤΡΟΥΜΠΑΚΗ

ΦΡΕΑΡ 28/07/2017

«…Από το Γιβραλτάρ στο Κάντιθ
πρίμα θα πάει το κοντραμπάτο
γιατί φεγγάρι δε θα βγει
στην στράτα σου κοντραμπατζή
στην στράτα σου κοντραμπατζή μου
που οργώνεις θάλασσες και γη…»
Federico García Lorca

«όσο η ποίηση λιγοστεύει, όσο η έλλειψη της ξεραίνει τα τελευταία φύλλα που βλάσταιναν ακόμη μέσα μας, τόσο η νοσταλγία για τον ποιητή μεγαλώνει.»
Ολυμπία Καράγιωργα
(Από την εισαγωγή της στο Ντουέντε του Federico García Lorca)

Έχοντας κάποιος διαβάσει Καβάφη και γνωρίζοντας τη μαεστρία του να εμπλέκει αλληγορικά την Ιστορία, διερωτάται αν δύναται εν τέλει η Ιστορία να αποτελέσει στις ημέρες μας εφαλτήριο για να εκτιναχτούν σκέψεις και διερωτήσεις για τα καθ’ ημάς τεκταινόμενα. Πώς μπορεί να συνδεθεί η καθημερινή τύρβη με την ιστορική διαχρονία;

O Στάθης Ιντζές με την ποιητική του σύνθεση Gadium, καταδεικνύει πως μια τέτοια απόπειρα είναι εφικτή.

Ο Ιντζές στο Gadium, που αποτελείται από οκτώ φαινομενικά ανεξάρτητα μεταξύ τους ποιήματα , τηρώντας ένα άψογο εσωτερικό μέτρο, αναλαμβάνει χρέη ποιητικού ιεροφάντη και διαμεσολαβεί ανάμεσα σε αυτό που συνέβη και αυτό που συμβαίνει τώρα.

Με αλληγορική αφόρμηση ένα ιστορικά δαιδαλώδες παρελθόν, καταγγέλλει ένα τραγικό παρόν, καταδεικνύοντας τη σπουδαιότητα των ιστορικών ποιητικών μεταφορών και προβάλλοντας την ιστορική τους σημασία.

Γιατί το ιστορικό παρελθόν ο καθείς το μεταφέρει στα καθ’ ημάς ανάλογα με τα δικά του μπαγκάζια και τη θεωρητική και πολιτική σκευή του, μεταφράζοντας με βάση αυτά, «την πληγή και το χείλος του γκρεμού» που παραμένουν ίδια και αναλλοίωτα στο πέρασμα του χρόνου.

Ο Ιντζές δεν εγκλωβίζεται στα πεπερασμένα όρια της ιστορικής ποιητικής περσόνας που κάθε φορά επιλέγει, πολλώ δε μάλλον στην ιστορική περίοδο την οποία διαχειρίζεται.

Αντίθετα, χωρίς ίχνος αισθηματολογίας και έχοντας μελετήσει σε βάθος την εκάστοτε ιστορική περίοδο στην οποία αναφέρεται, καταδεικνύει τη σκληρότητα, την αγριάδα και τη θηριωδία των εκάστοτε κρατούντων, οι οποίοι χωρίς ίχνος εσωτερικού μέτρου, προβαίνουν σε πράξεις ανατριχιαστικές με μόνο στόχο να προΐστανται στο διηνεκές, καθώς τα «διαβούλια δίνουν και παίρνουν».

Διαβάζοντας το Gadium μου έρχεται στο μυαλό το σπουδαίο σύγγραμμα του Jan Cott, Σαίξπηρ ο σύγχρονος μας. Ο Cott περιγράφει την αναρρίχηση στην εξουσία σαν μια σκάλα που στην κορυφή της δεν υπάρχει κατιούσα κλίμακα μα το κενό. Οι επίδοξοι άρχοντες την ανεβαίνουν ασθμαίνοντας, για να κατακρημνιστούν μόλις φτάσουν στην κορυφή, ενώ από πίσω τους ακολουθεί ασθμαίνοντας ο επόμενος επίδοξος άρχων και νεφεληγερέτης.

Η ίδια επαναλαμβανόμενη διαδικασία , η ίδια διαφθορά οι ίδιες ‘Ουγκαρίτ’ παντού και πάντα και το κρυμμένο πνεύμα και οι μαύροι ήχοι της πληγωμένης Ιστορίας του κόσμου να κρατούν το ρυθμό σ’ αυτήν την αέναη επανάληψη.

Με γλώσσα άλλοτε ερμητική και υπαινισσόμενη και άλλοτε εξωστρεφή και βοώσα , αφουγκράζεται τους απανταχού «μισακάρηδες που είναι ελεύθεροι de joure μα και de facto δούλοι».

Αφουγκράζεται όλους τους Οδυσσείς που έχουν χάσει για πάντα τον καταγωγικό τους τύπο, όλους αυτούς που «με βία και βρισιές κάνουν επανάσταση» αλλά και όλους αυτούς που είναι «επαναστάτες και πότες πληγωμένοι».

Συμπάσχει με όλους αυτούς που δεν ξέρουν τι είναι καλύτερο, «να ταχτούν με τους δορυφόρους του Κικέρωνα ή με το συρφετό του Κατιλίνα», και έρχονται στο νου τα Σικελικά του Θουκυδίδη και η υπαρξιακή αγωνία των κατοίκων των πόλεων της Σικελίας που δεν ξέρουν ποια θα είναι η έκβαση των μαχών και αν θα πρέπει να συμπαραταχτούν με τους Αθηναίους ή τους Σπαρτιάτες για να σώσουν τις πόλεις τους και τους εαυτούς τους.

Ο τρόπος γραφής του Ιντζέ θα μπορούσε να πει κανείς ότι επιδέχεται πλήθος ερμηνειών μια και ο ίδιος φαίνεται να αυτονομείται από τα όσα παράδοξα καταγράφει. Διαβάζοντας κάποιος το Gadium, συνειδητοποιεί την επαναληπτικότητα της ανθρώπινης συνθήκης, των ατελεύτητων βασάνων από την πλευρά των ‘κοινών θνητών’ που δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι ανθρακοταϊστές της Ιστορίας, που κυνηγούν ασθμαίνοντας ένα δυσεύρετο ιδεώδες, που ποτέ δεν ‘τόλμησαν τη σύρραξη δεν σκέφτηκαν για μια στιγμή τη λέξη ε π α ν ά σ τ α σ η’ που κάθε φορά που οι ‘Ξένοι θα ζητούν πειθαρχία το αίτημα τους θα γίνεται δεκτό’ και από την άλλη τον ατελεύτητο διαγκωνισμό των κρατούντων στο διεφθαρμένο δρόμο για την αναρρίχηση.

Θα ετίθετο το ερώτημα τι καινό κομίζει μια ποιητική συλλογή που κατά το πλείστον αφορμάται από ιστορικά γεγονότα. Η απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα είναι πόρρω προφανής. Η Ιστορία όντας εύπλαστη σαν πηλός, αποκτά κάθε φορά το σχήμα που ο εκάστοτε αγγειοπλάστης επιχειρεί να της δώσει. Ο Ιντζές όντας ποιητικός αγγειοπλάστης με βαθειά ενσυναίσθηση, δημιουργεί «μια –ιστορική– κλωστή με μαργαριτάρια που σου κομματιάζει το λαιμό» προσεγγίζοντας την Ιστορία σαν «ένα σύμπαν μη μαθητικοποιήσιμο που κυλά αλλά δεν σταματά», προσφέροντας στον αναγνώστη την ευκαιρία με αφορμή αυτά τα ρηξικέλευθα ποιήματα, να περπατήσει επάνω στην τεντωμένη ραχοκοκαλιά της και στην εμφωλευμένη σκέψη του ποιητή για να τον πάνε αλλού για να μπορεί να αντέχει, για να μπορεί να πορεύεται.

.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΛΛΗΣ

OANAGNOSTIS 24/5/2017

Παρακολουθώ με ενδιαφέρον την πορεία του Στάθη Ιντζέ από το πρώτο του ποιητικό βιβλίο Σεληνάκατος, (εκδόσεις Μανδραγόρας) ως την εξαίρετη νουβέλα του Οι τελευταίοι φανατικοί της στρωματσάδας (εκδόσεις Θράκα). Με το τελευταίο του όμως βιβλίο, την ποιητική σύνθεση Gadium διαπιστώνω έναν ώριμο ποιητή που βάζει τον πήχη πολύ ψηλά και επαναφέρει στην σύγχρονη λογοτεχνική σκηνή το ιστορικό ποίημα όπως το δημιούργησε και εξέλιξε ο Καβάφης.

Προσοχή όμως. Ο Ιντζές δεν γράφει καβαφογενή ποιήματα. Κι αυτό είναι το ενδιαφέρον της σύνθεσης. Έχει μαθητεύσει στον Καβάφη, κράτησε τον ρυθμό και την ελλειπτικότητα του, αλλά η φωνή του δεν χάθηκε κάτω από το βάρος της καβαφικής φωνής, αλλά παρέμεινε αυθεντικός και καίριος στην προσωπική του ματιά.

Το Gadium είναι ένα ταξίδι ενός μοναχικού οδοιπόρου μέσα στον χρόνο, σε συγκεκριμένες στιγμές του παρελθόντος. Σαν να έχει μπει σε μια μηχανή του χρόνου επιστρέφοντας στον τόπο του εγκλήματος, όπως θα λέγαμε. Ο οδοιπόρος του Ιντζέ στοχάζεται τα γεγονότα για να επιστρέψει στο σήμερα πιο ώριμος. Χρησιμοποιεί το παρελθόν για να διδαχθεί το σήμερα. Αυτό σημαίνει πως εκτός από ιστορική, η σύνθεση του Ιντζέ, γίνεται αυτομάτως και πολιτική.

Το ταξίδι ξεκινά από την αρχαία Ουγκαρίτ όπου στα μέσα της 5ης χιλιετίας υπήρξε ένα σημαντικό πολιτιστικό κέντρο της Εγγύς Ανατολής. Δεν είναι τυχαίο που ο Ιντζές ξεκινά την ποιητική του σύνθεση κάνοντας αναφορά στην Ουγκαρίτ. Μετά την κατάλυση της Ακκαδικής δυναστείας διασαλεύθηκε η πολιτική ισορροπία της πόλης, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει επιδείνωση της οικονομικής της κατάστασης.

Στο δεύτερο ποίημα πηγαίνουμε στο 63 π.Χ όπου ο Κικέρων ανακαλύπτει την συνομωσία του Κατιλίνα με αποτέλεσμα ο δεύτερος να κηρύξει πόλεμο κατά της Ρώμης. Θεωρήθηκε ως ο κινητήριος μοχλός της ιστορικής «συνωμοσίας» η οποία φέρει το όνομά του, βάσει της οποίας προσπάθησε να ανατρέψει το πολιτειακό καθεστώς της Ρώμης και συγκεκριμένα την πολιτική δύναμη της αριστοκρατικής συγκλήτου. Ο Κατιλίνας προσπαθώντας να μετακινήσει τα στρατεύματά του μέσα από τα Απέννινα, συνθλίβεται από τον στρατό του Αντωνίου. Μετά το θάνατό του Κατιλίνα στο πεδίο της μάχης, ο Κικέρων βρίσκεται στο απόγειο της δημοτικότητάς του. Τιμήθηκε με τον τίτλο patriae pater (πατέρας της χώρας) για το γεγονός ότι έσωσε τη χώρα από την καταστροφή με την ρητορική του δεινότητα και την ταχεία δράση.

Στο τρίτο μέρος βρισκόμαστε πάλι στην Ρώμη, στο εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στον Καίσαρα και τον Πομπήιο. Το 54 η Ιουλία, κόρη του Καίσαρα και σύζυγος του Πομπήιου, πέθανε στη γέννα καθώς και το βρέφος. Την ίδια χρονιά, μετά τη λήξη της υπατικής θητείας Πομπήιου και Κράσσου, ο τελευταίος έφυγε στη Συρία, όπως είχε συμφωνηθεί. Σκοτώθηκε πολεμώντας εναντίον των Πάρθων και το κεφάλι του έπαιξε τον ρόλο του Πενθέα σε μια παράσταση των «Βακχών» στην παρθική αυλή. Οι δεσμοί που συνέδεαν Καίσαρα και Πομπήιο είχαν σπάσει.

Η Ρώμη εν τω μεταξύ είχε καταντήσει πεδίο βίας και διαφθοράς. Ο Πομπήιος αποκατέστησε την τάξη και η Σύγκλητος, κατά συμβουλή του Κάτωνα, τον ανακήρυξε «ύπατον μόνον», χωρίς δεύτερο ύπατο δηλαδή. Το δικαίωμα που είχε παραχωρηθεί στον Καίσαρα να υποβάλει υποψηφιότητα για το αξίωμα του υπάτου ανακλήθηκε. Εκτός νόμου πλέον ο Καίσαρ, με τη Σύγκλητο και τον Πομπήιο εναντίον του, ήξερε ότι δεν είχε άλλη επιλογή από το να πολεμήσει.

Στη σύγκρουση που έγινε στις 9 Αυγούστου του 48 στα Φάρσαλα ο Καίσαρας νίκησε τον Πομπήιο. Ο Πομπήιος έφυγε στη Λάρισα κι από εκεί στη Μυτιλήνη. Αργότερα, όταν έφτασε στην Αλεξάνδρεια όπου βασίλευε ο νεαρός Πτολεμαίος ΙΓ΄, ο υπουργός του βασιλιά ευνούχος Ποθεινός τον δολοφόνησε.

Το τέταρτο μέρος της σύνθεσης αναφέρεται στην Αγριππίνα που συνωμότησε εναντίον του γιου της Νέρωνα ωσότου εκείνος διατάξει τελικά την δολοφονία της. Η μοχθηρότητα που προσάπτουν στην Αγριππίνα έγκειται στην υπέρμετρη φιλοδοξία της, η οποία την οδήγησε στο σημείο να παντρευτεί τον Κλαύδιο για να τον δολοφονήσει έχοντας πρώτα εκτοπίσει τον γιο του, τον μικρό Βρετανικό, και εγκαταστήσει στον θρόνο ως καταλληλότερο τον λατρεμένο της γιο Νέρωνα. Μετά την δολοφονία του Κλαύδιου το πρώτο πράγμα που κάνει η Αγριππίνα είναι να παντρέψει την Οκταβία, την αδελφή του Βρετανικού, γιου του Κλαύδιου, με τον Νέρωνα. Εκείνος όμως ερωτεύεται παράφορα μιαν υπηρέτρια της γυναίκας του, την όμορφη Ακτή, γεγονός που την κατέστησε εχθρό στα μάτια της μητέρας του. Ο Τάκιτος και ο Σουητώνιος κάνουν συνεχώς αναφορές στην αιμομικτική σχέση μητέρας και γιου, ενώ η Αγριππίνα κόντευε να τρελαθεί από τη ζήλια της για την όμορφη Ακτή φτάνοντας στο σημείο να απειλήσει τον Νέρωνα ότι θα τον κατήγγελλε ως υπεύθυνο για τον παραγκωνισμό του Βρετανικού από τον θρόνο. Η αντίδραση του Νέρωνα ήταν να σκοτώσει τον Βρετανικό. Όταν το έμαθε η Αγριππίνα άρχισε να φοβάται για την ίδια της τη ζωή. Μετά από διάφορες αποτυχημένες απόπειρες δολοφονίας ο Νέρωνας ανέθεσε σε τρεις πληρωμένους δολοφόνους, τον Ανίκητο, τον Ηράκλειο και τον Οβαρίτο, να σκοτώσουν την Αγριππίνα κατηγορώντας την για συνωμοσία εναντίον του γιου της.

Στο πέμπτο και έκτο μέρος μεταφερόμαστε στο Πήλιο και τα Μετέωρα του 17ου αιώνα:

Η θέα από τον γήλοφο,
το Πήλιο,
το όρος των Κελλίων.
Μόνο τον Κόμη Ντεμητρά πιάσανε
αιχμάλωτο και τα φορτία
-δέκα χιλιάδες λίτρες σε γαλέτα-
μετέφεραν εντός των τειχών

Ο κόμης Ντεμητράς όπου αναφέρει το ποίημα τίτλος που έφεραν οι απόγονοι του Κωνσταντίνου Μελισσηνού γενάρχη της οικογένειας Μελισσηνών που εμφανίστηκε στην περιοχή της Δημητριάδας κατά την Φραγκοκρατία. Aσφάλισε τη Δημητριάδα, τόσο στον παράλιο χώρο των ακτών της, όσο και στο χερσαίο χώρο της Μαγνησιακής ενδοχώρας και του Πηλίου,κτίζοντας πύργους επισκοπήσεως για την προστασία του πληθυσμού, ιδιαίτερα των γεωργών και των χωρικών από τους πειρατές.

Στο έβδομο μέρος μεταφερόμαστε στην ναζιστική γερμανία, όπου ο Χάνς Σολ, ιδρυτικό μέλος της αντιστασιακής οργάνωσης Λευκό ρόδο, λίγο πριν την εκτέλεσή του στις 22 Φεβρουαρίου 1943 φωνάζει Ζήτω η ελευθερία:

ακόμη κι όταν ξεμεθούσαμε
θυμάμαι εκείνα τα τμήματα
του ουρανού
που σε κάνουν να πιστεύεις
τη θεϊκή δημιουργία

ούτε οι δεκαπέντε χιλιάδες προκηρύξεις
ούτε τα φώτα της ανάκρισης
μου θύμιζαν κάτι

Και φτάνουμε στο όγδοο και τελευταίο μέρος του βιβλίου όπου διαδραματίζεται σο Κάδιθ ή Gadium πόλη της Ανδαλουσίας στην Ισπανία. Πρόκειται για την αρχαία πόλη Γάδειρα μία από τις αρχαιότερες πόλεις της Ιβηρικής χερσονήσου και της Ευρώπης, καθώς σύμφωνα με τον μύθο ιδρύθηκε τον 14ο αιώνα π.χ. από τον Ηρακλή που απεικονίζεται και στον θυρεό της πόλης. Μάλιστα γύρω του υπάρχει η λατινική φράση Hercules Fundator Gadium Dominatorque, δηλαδή “Ο Ηρακλής που ίδρυσε το Γάδιο”. Σε αυτό το ποίημα, που το θεωρώ κορυφαίο, ο Ιντζές γράφει ένα λυρικό μανιφέστο για την ανθρώπινη απώλεια, για την μάχη με τα μέσα μας τέρατα. Ποίημα άκρως επίκαιρο:

Οι Ξένοι ζήτησαν πειθαρχία.
Το αίτημά της έγινε δεκτό.

Το βράδυ κατέλυσαν στα σπίτια μας.
Πήραν τις γυναίκες μας απ΄ το χέρι
και τα παιδιά μας παραμάσχαλα.
Κανείς δεν έφερε αντίρρηση.

Κι αλλού:

Τους δώσαμε τον έλεγχο των καλλιεργειών
την εκμετάλλευση όλων των πόρων
ζήσαμε σκλάβοι στα χωράφια μας.

Με αυτή την εκτενή αναφορά στα ιστορικά γεγονότα που πλαισιώνουν την σύνθεση θέλω να δείξω με ποιο τρόπο ο Ιντζές, μέσα σε είκοσι σελίδες καταφέρνει να διασχίσει αιώνες ιστορίας, γεγονός που φανερώνει, μέσω αυτής της ελλειπτικής εμπειρίας πόσο έχει κατασταλάξει μέσα του το ιστορικό συμβάν για να γίνει εντέλει ποίηση. Το θεωρώ μεγάλο επίτευγμα το οποίο δεν πρέπει να παραβλεφθεί. Ο Ιντζές δημιούργησε ένα μεστό καίριο ποίημα, όπου δεν του λείπει ούτε η δραματικότητα ούτε ο λυρισμός, χωρίς να πέσει στην παγίδα της πληροφόρησης ή της διδαχής, αλλά με έναν λόγο λιτό μας ταξιδεύει στο χρόνο με μόνη ελπίδα να μάθουμε από τα λάθη του παρελθόντος, να στοχαστούμε πάνω στην ακόρεστη δίψα του ανθρώπου για εξουσία και να αναζητήσουμε τελικά μέσα μας τα στοιχεία εκείνα που θα οδηγήσουν στην εξευγένισή μας. Γεγονός δύσκολο, έως ακατόρθωτο, αλλά ο ποιητής, πάντα ελπίζει, πάντα στήνει καθρέφτες, πάντα μας βάζει να αναμετρηθούμε με τους εαυτούς. Το Gadium είναι σπουδαίο βιβλίο. Μια σημαντική στιγμή της σύγχρονης ποίησής μας.

Αφήστε ένα Σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.