CAROL ANN DUFFY

Εισαγωγή – Μετάφραση : Βικτωρία Καπλάνη

 

Εισαγωγή

 

Η Carol Ann Duffy γεννήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 1955 στη Γλασκώβη από πατέρα Σκωτσέζο και μητέρα Ιρλανδή. Η οικογένειά της ανήκε στην εργατική τάξη, ήταν αριστερού πολιτικού προσανατολισμού και καθολική στο θρήσκευμα. Σε ηλικία πέντε ετών, λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων του πατέρα της, βρέθηκε στο Στάφφορντ, όπου εκεί πέρασε τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια. Σπούδασε φιλοσοφία στο Λίβερπουλ και το 1981 εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, όπου παρέμεινε μέχρι το 1996. Από τη χρονιά αυτή, μέχρι σήμερα, διαμένει στο Μάντσεστερ μαζί με την ποιήτρια, θεατρική συγγραφέα και πεζογράφο Jackie Kay και ασχολείται αποκλειστικά με τη λογοτεχνία.

Η ενασχόλησή της με την ποίηση αρχίζει από τα εφηβικά της χρόνια. Σε ηλικία δεκαοχτώ ετών, το 1978, αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματά της σε φυλλάδια και λίγα χρόνια αργότερα, το 1982, στρέφει παράλληλα το ενδιαφέρον της και προς τη συγγραφή θεατρικών έργων. Μετά από τη γέννηση της κόρης της, το 1995, δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα παραμύθια και επιπλέον καταπιάνεται με τη συγγραφή ποιημάτων για παιδιά.

Το 1985 εκδίδεται η πρώτη ολοκληρωμένη της ποιητική συλλογή Standing Female Nude. Ακολουθούν οι συλλογές: Selling Manhattan (1987), The Other Country (1990), Mean Time (1993), The World’s  Wife (1999).[1] Το 1994 εκδίδεται το βιβλίο Carol Ann Duffy: Selected Poems, το οποίο περιλαμβάνει ποιήματα που η ίδια έχει επιλέξει από τις τέσσερις πρώτες ποιητικές της συλλογές, καθώς και κάποια ανέκδοτα ποιήματα από την τελευταία συλλογή της The Worlds Wife, που τότε δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί. Αξίζει ακόμη να αναφέρουμε κάποια βιβλία της για παιδιά:

Rumpelstiltskinand Other Grimm Tales με παραμύθια των αδελφών Γκριμ σε δική της διασκευή (1999), Meeting Midnight (1999) και The Oldest Girl in the World (2000) με παιδική ποίηση.

Από το ξεκίνημά της μέχρι σήμερα, η Ντάφυ έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία.: Eric Gregory Award (1984), Somerset Maugham Award (1987), Dylan Thomas Award (1989), Cholmondeley Award (1992), the Whitbread Award, the Forward Poetry Prize (1993), the Signal Poetry Award (1997), the Signal Award for Children’s Poetry και άλλα.

Η Κάρολ Ανν Ντάφυ θεωρείται σήμερα μια από τις σημαντικότερες και πιο αντιπροσωπευτικές φωνές της σύγχρονης Αγγλικής ποίησης. Το έργο της, εκτός από τα θετικότατα σχόλια της κριτικής, εισπράττει την αποδοχή και την αγάπη ενός ευρύτατου αναγνωστικού κοινού, κάθε ηλικίας, ακόμη και ανθρώπων που δεν διαβάζουν συχνά ποίηση.

Η δημοτικότητά της σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην απλότητα και την αμεσότητα του λόγου της, αλλά και στην ικανότητά της να συνδυάζει στο ίδιο κείμενο ετερόκλητα στοιχεία: το σοβαρό με το αστείο, τον προβληματισμό και την κριτική με το συναίσθημα, το προσωπικό με το πολιτικό, την υψηλή τέχνη με τη λαϊκή κουλτούρα, το λυρισμό με την αφήγηση και τη θεατρικότητα. Η ποίησή της είναι διανοητική, χωρίς να είναι σκοτεινή, είναι πνευματώδης χωρίς να είναι ανώδυνη, είναι άμεση αλλά όχι απλουστευτική ή απλοϊκή. Εικονογραφεί τις αγωνίες του σημερινού ατόμου για τη σχέση του με τον εαυτό του και τον ολοένα μεταβαλλόμενο κόσμο, δίνει προτεραιότητα στην αναζήτηση μιας γλώσσας που να μπορεί να αναπαριστά με ειλικρίνεια τη βιωματική εμπειρία, διερευνά την πρόσληψη του σημερινού κόσμου από την οπτική των γυναικών, ανατέμνει το παιγνίδι εξουσίας μεταξύ των δύο φύλων, αναστοχάζεται πάνω στην εμπειρία της αγάπης, στις περιπλοκές του έρωτα και στις δυσκολίες διερεύνησης και έκφρασης της σεξουαλικότητας.

Η Ντάφυ, έχοντας αφομοιώσει δημιουργικά τα επιτεύγματα του γυναικείου λόγου, κινείται πέρα από την καθαρά φεμινιστική ποίηση, αρνούμενη να περιοριστεί στη στερεότυπη θεματολογία της. Κατορθώνει να ενσωματώσει στο έργο της τα διδάγματα του γυναικείου κινήματος, προσαρμόζοντάς τα στις δικές της αισθητικές αναζητήσεις και στους δικούς της προβληματισμούς για τη ζωή των δύο φύλων, σε μια κοινωνία που εξακολουθεί, σε μεγάλο βαθμό, να παραμένει πατριαρχική.

Ο κοινωνικός και πολιτικός προβληματισμός της Ντάφυ δεν περιορίζεται μόνο στην καταγραφή και το σχολιασμό της βιωμένης γυναικείας εμπειρίας. Αντιθέτως, διευρύνεται με την πραγμάτευση επώδυνων σύγχρονων προβλημάτων, όπως είναι οι επιπτώσεις του σεξισμού, του ρατσισμού και της μετανάστευσης στη ζωή των ανθρώπων που τις υφίστανται. Η ποίηση είναι, εντέλει, το πεδίο όπου αναπτύσσει η Ντάφυ την πολιτική της δραστηριότητα, η οποία συνίσταται στην απόπειρα κατανόησης και ερμηνείας της πραγματικότητας στην οποία ζούμε και απορρέει από την πεποίθησή της ότι, ως ποιήτρια, οφείλει να αναλάβει ένα τέτοιο ρόλο, έχοντας όμως πλήρη επίγνωση των περιορισμών και των δυσκολιών ενός τέτοιου εγχειρήματος.

Επιπλέον καταπιάνεται με περίπλοκα φιλοσοφικά θέματα, όπως η κατασκευή της προσωπικής ταυτότητας, η λειτουργία της γλώσσας και οι δυνατότητές της να αναπαριστά τον κόσμο και να εκφράζει την εσωτερική αλήθεια του υποκειμένου. Επηρεασμένη από τους προβληματισμούς του Wittgenstein, συχνά αναφέρεται στην ανεπάρκεια της γλώσσας να αναστήσει τη βιωμένη εμπειρία. Το ζήτημα του ανείπωτου διατρέχει σχεδόν όλο της το έργο και ταυτίζεται συχνά με την ιδέα ενός προγλωσσικού παράδεισου, μιας αρχικής πατρίδας, που λειτουργεί ως καταφύγιο από τον ξένο και εχθρικό κόσμο στον οποίο ζει το ποιητικό υποκείμενο. Σε πολλά ποιήματα υπάρχει η νοσταλγία για αυτήν την ουτοπική πατρίδα αλλά και για έναν αρχέγονο εαυτό, χωρίς διαφοροποιήσεις φύλου.

 Η γλώσσα της ποίησής της είναι απλή και καθημερινή και διαμορφώνεται πάνω στις δομές και τους ρυθμούς του προφορικού λόγου. Η ίδια λεει: “Μου αρέσει να χρησιμοποιώ λέξεις απλές αλλά με έναν περίπλοκο τρόπο, ώστε να μπορεί κάποιος να δει τα ψέματα και τις αλήθειες μέσα σ’ ένα ποίημα. Το κάνω και για μένα την ίδια; είναι ένας τρόπος να αποκαλύψω στον εαυτό μου τι είναι αληθινό και τι όχι.”[2] Βασική της μέριμνα είναι η ενίσχυση και η αναζωογόνηση της καθημερινής γλώσσα μέσα στο ποίημα. Συχνά υπογραμμίζει, φωτίζει επιπλέον κάποιες λέξεις ή ενσωματώνει στο λόγο της λέξεις και φράσεις εξαιρετικά κοινότοπες, όμως σε μη αναμενόμενα συμφραζόμενα, αλλάζοντας το σύνηθες γλωσσικό τους περιβάλλον και δημιουργώντας αντίφαση με το γνωστό τους περιεχόμενο, με στόχο να υπενθυμίσει στον αναγνώστη να μην θεωρεί τις λέξεις δεδομένες, ως μέρος μιας μονοφωνικής δομής της εξουσιαστικής ή κυρίαρχης οπτικής του κόσμου.

Εκτός από τη γλώσσα, ένα ακόμη στοιχείο που χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος του έργου της και καθιστά τη γραφή της προσιτή στο κοινό είναι η αφηγηματική οικονομία. Με μεγάλη επιδεξιότητα και αφαιρετική ικανότητα, η Ντάφυ κατορθώνει να μεταφέρει πολλές πληροφορίες, σκέψεις και συναισθήματα μέσα σε λίγους στίχους, ώστε ο αναγνώστης να κατανοήσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται και αρθρώνεται ο λόγος του κάθε ποιήματος.

Επιδιώκει η ποίησή της να είναι ανοικτή και στον τομέα της στιχουργίας και να μην εγκλωβίζεται σε προκατασκευασμένα σχήματα, ενώ συχνά στους στίχους της ο καθημερινός λόγος παίρνει τη μορφή του ιαμβικού πεντάμετρου. “Το ξεκίνημα ενός ποιήματος είναι πάντοτε μια στιγμή μικρής αποκάλυψης, ένας τρόπος να βλέπεις κάτι το οποίο σχεδόν ταυτόχρονα έλκει πάνω του τη γλώσσα- κι έπειτα έρχεται η παρόρμηση να το συλλάβεις με μολύβι και χαρτί”, εξηγεί η Ντάφυ και προσθέτει ότι αυτό το εγχείρημα χρειάζεται κάποιες μέρες “μέχρι να φανεί ότι το ποίημα έχει πάρει το ίδιο σχήμα, εκείνο της αρχικής αποκάλυψης”[3]. Στην ποίησή της δίνει προτεραιότητα  στον ελεύθερο στίχο, χωρίς όμως ν’ αρνείται την αξιοποίηση στοιχείων της έμμετρης ποιητικής παράδοσης. Για παράδειγμα για τη χρήση της ομοιοκαταληξίας αναφέρει:

” Χαίρομαι που διδάχτηκα σονέτα στο σχολείο. Η ομοιοκαταληξία είναι κάτι σημαντικό, ακόμη κι αν μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στη μέση ενός στίχου. Πιστεύω ότι ανατραφήκαμε σ’ αυτή τη χώρα με ομοιοκαταληξίες στο κεφάλι μας, γιατί είμαστε παιδιά του Σαίξπηρ”[4]

Από τις πρώτες ποιητικές της συλλογές φαίνεται καθαρά η προτίμησή της στην τεχνική του δραματικού μονόλογου, που επιτρέπει στο εγώ του ποιητή να εκτίθεται, φορώντας κάθε φορά μια διαφορετική προστατευτική μάσκα, ένα προσωπείο μέσα από το οποίο μιλά, χωρίς λογοκρισία, για πράγματα επώδυνα και επικίνδυνα. Ακόμη η χρήση του δραματικού μονόλογου δεν παύει να είναι μια ευφυής προσπάθεια να επισημάνει τις δύσκολες καταστάσεις και τα προβλήματα ενός μη προνομιούχου, ενός περιθωριακού άλλου, με τον οποίο, χωρίς αμφιβολία, ο δημιουργός, σε μεγάλο βαθμό, νιώθει να υπάρχει εμπάθεια (empathy) και ταύτιση. Δίνοντας, επομένως, το λόγο σ’ ένα πλήθος ανθρώπων διαφόρων κοινωνικών κατηγοριών, ενισχύει μ’ αυτόν τον τρόπο μια κοινωνικοποίηση και διεύρυνση των ορίων του εγώ και επιτυγχάνει μια πληρέστερη και αντικειμενικότερη αντίληψη της πραγματικότητας αλλά και των δυνατοτήτων της ανθρώπινης ψυχής. Η ίδια εξηγεί σε μια συνέντευξή της, το 1991 , την προτίμησή της στο δραματικό μονόλογο : “Προέρχομαι από ένα πολιτισμικό περιβάλλον της εργατικής τάξης, το οποίο για πολλούς τομείς της ζωής δεν άρθρωνε λόγο. Δεν αναφέρομαι στα πολιτικά θέματα αλλά στα προσωπικά, τα συναισθηματικά και στα βαθύτερα ζητήματα του ιδιωτικού βίου. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι η γλώσσα προσλαμβανόταν συχνά σαν κάτι ενοχλητικό ή επικίνδυνο. Οι δραματικοί μονόλογοι που έχω γράψει…ναι, είναι αντικειμενικοί; αλλά πιο κοντά σε μένα ως συγγραφέα απ’ όσο φαίνεται”[5]

Στη δεκαετία του 1990, καθώς η ποίησή της εξελίσσεται και μορφολογικά και θεματικά, η Ντάφυ εγκαταλείπει προσωρινά την τεχνική του δραματικού μονόλογου. Μιλά τώρα με τη δική της φωνή και επιδιώκει μια γραφή πιο προσωπική, πιο άμεσα αυτοβιογραφική. Στα ποιήματα αυτά στρέφει το βλέμμα της στις απώλειες και στις αλλαγές που επιφέρει, αναπόφευκτα, το πέρασμα του χρόνου και η πορεία προς την ωριμότητα. Επιχειρεί να αναστήσει στιγμές του βίου της, να αναζητήσει αισθήματα κι αισθήσεις που χάθηκαν, να θέσει για μια ακόμη φορά τα ζητήματα του αυτοπροσδιορισμού και της ταυτότητας μέσα από την προοπτική του χρόνου και να τονίσει την ανάγκη να καταφεύγουμε στις λέξεις, προκειμένου, από τη μια να δώσουμε όνομα στα πράγματα, από την άλλη να ξαναδοκιμάσουμε αυτό το οποίο, διαφορετικά, πάντα θα μας ξεφεύγει. Η παιδική ηλικία είναι τώρα πια ο χαμένος παράδεισος, η μνήμη το έσχατο καταφύγιο, η νοσταλγία και η τρυφερότητα τα κυρίαρχα συναισθήματα.

Το 1999 κυκλοφορεί η ποιητική συλλογή της The World’s Wife (Η Σύζυγος του Κόσμου). Πρόκειται για τριάντα δραματικούς μονολόγους πραγματικών, μυθικών και φανταστικών γυναικών, συζύγων ή ερωτικών συντρόφων διασήμων ή όχι ανδρών, όπου η καθεμιά ξεχωριστά μας δίνει τη δική της εκδοχή για τον ιδιωτικό και δημόσιο βίο του συντρόφου της και για τις συνέπειες που έχει στη δική της προσωπική ζωή η συνύπαρξη με το συγκεκριμένο άντρα. Οι περισσότερες γυναίκες της συλλογής είναι αποκλεισμένες από το μύθο και την ιστορία, όπως για παράδειγμα η σύζυγος του Πιλάτου, του Αίσωπου, του Δαρβίνου, του Σαίξπηρ, κ.α. ή ζουν ξεχασμένες στη σκιά κάποιου άντρα και η κοινωνική τους παρουσία καθορίζεται κι εξαρτάται αποκλειστικά από εκείνον, όπως η Ευρυδίκη, η Πηνελόπη, το ταίρι του Πυγμαλίωνα κ.α. . 

Στο βιβλίο της αυτό, έχοντας αφομοιώσει τους προβληματισμούς και τα διδάγματα του φεμινιστικού κινήματος, αξιοποιεί τη βιωμένη αυτή εμπειρία και  επανεξετάζει με γνώση και φαντασία στιγμές της ιστορίας, μυθικές αφηγήσεις και παραμύθια μέσα από μια σύγχρονη γυναικεία οπτική, προσπάθεια που καταλήγει στην αναθεώρηση και τη μεταγραφή των αφηγήσεων αυτών με κριτική διάθεση, χιούμορ και ειρωνεία. Τα γυναικεία πορτρέτα της Ντάφυ αποκτούν το δικό τους πρωτότυπο λόγο, μιλούν ως γυναίκες του σήμερα, εκφράζουν τα προσωπικά τους συναισθήματα για τον έρωτα, τον πόθο, το ανελέητο παιγνίδι εξουσίας ανάμεσα στα δυο φύλα, τόσο στο ερωτικό πεδίο, όσο και στο χώρο της προσωπικής δημιουργίας.

Όταν ρωτήθηκε αν η αρχική της πρόθεση για τη συγγραφή αυτού του έργου ήταν να δώσει φωνή σε γυναίκες που, κατά το παρελθόν, είχαν στερηθεί το δικαίωμα της έκφρασης, απάντησε: “Πιστεύω ότι τα ποιήματα αυτά αναζητούν την αλήθεια που διέφυγε μάλλον, παρά αποδέχονται τον τρόπο που την έχουμε διδαχτεί”[6]. Ισχυρίζεται ότι δεν θα έμπαινε στον κόπο να γράψει τα ποιήματα αυτά, αν το μόνο που είχε να κάνει ήταν μια απλή διασκευή. Σκοπός της, επομένως, ήταν να βρει στις παλιές ιστορίες αλήθειες που διέφυγαν, έμειναν κρυμμένες ή ανείπωτες, να ανακαλύψει σε καθεμία ξεχωριστά κάτι δυνατό και ειλικρινές Κάθε ποίημα έπρεπε να έχει, κατά τη γνώμη της, μια προσωπική εντιμότητα και να υπάρχει σ’ αυτό κάτι σαν στοιχείο αυτοβιογραφίας, είτε κάποιο προσωπικό της βίωμα είτε το ποίημα να στηρίζεται σε μια συναισθηματική ή διανοητική αλήθεια. Η “Σύζυγος του Κόσμου” έχει χαρακτηριστεί ως μεταφορική αυτοβιογραφία της Ντάφυ, γραμμένη με ωριμότητα, πνεύμα και χιούμορ από μια δημιουργό που, μέσα από την αναθεώρηση και τη μεταγραφή μυθικών αφηγήσεων, στην ουσία, επανεξετάζει καίρια προσωπικά της ζητήματα και βαθιά βιωμένες συναισθηματικές εμπειρίες. 

Μελετώντας το έργο της Ντάφυ, παρατηρούμε ότι δημιούργησε την ποιητική της αξιοποιώντας μια ποικιλία τάσεων και επιδράσεων. Ξεκίνησε με ρομαντικούς προσανατολισμούς, μαθήτευσε στις τεχνικές του υπερρεαλισμού και του μοντερνισμού και στη συνέχεια παρακολούθησε από κοντά και ενεπλάκη προσωπικά στις μεταμοντέρνες αναζητήσεις και ευαισθησίες, διατηρώντας, αλλά και εξελίσσοντας την έμφυτη τάση της να λεει τα πράγματα όπως είναι. Η κριτική ανιχνεύει  στο έργο της επιδράσεις  από την αγγλική ποιητική παράδοση. Επισημαίνονται επιρροές από τους Wordsworth, Browning, Eliot, Auden, Dylan Thomas, Ted Hughes αλλά και από τη γενιά των μπητ, καθώς και από τους Underground ποιητές των δεκαετιών 1960 και 1970, με τους οποίους η ίδια συνδέεται στη δεκαετία του 1970 στο Λίβερπουλ. Όλη αυτή η περιπλάνηση και η μελέτη κατέληξαν στη δημιουργία ενός σύνθετου προσωπικού ύφους.

Σήμερα η Ντάφυ, καταξιωμένη πλέον δημιουργός, λειτουργεί και η ίδια ως πρότυπο και ασκεί επίδραση σε ποιητές της νεότερης γενιάς. Ήδη στο χώρο της Αγγλικής ποίησης κερδίζει ολοένα και μεγαλύτερο έδαφος μια νέα γραφή που επιδιώκει να είναι πιο προσιτή, πολυφωνική, με μεγάλη ποικιλία και τολμηρούς συνδυασμούς μορφών και στυλ, μια ποίηση που αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως δημόσιο λόγο. Η συμβολή της στη διαμόρφωση αυτής της γραφής είναι αποφασιστική και αναγνωρίσιμη.

          Είναι γνωστή η πεποίθησή της Ντάφυ ότι “η ιδέα της μεγάλης ποιητικής ιδιοφυίας ανήκει στο παρελθόν” [7] και ότι η ποίηση είναι μια δημοκρατική τέχνη, που έχει κοινωνικό ρόλο και αφορά τη ζωή όλων των ανθρώπων κι όχι μόνο τους διανοούμενους. Είναι λάθος να περιορίζεται μόνο στα βιβλία και στα εξειδικευμένα περιοδικά, που έχουν μικρό αριθμό αναγνωστών. Χρειάζεται να βρεθούν πιο ευφάνταστοι τρόποι παρουσίασης της ποίησης. Πρέπει να διαδίδεται και με άλλα μέσα, εφημερίδες, ραδιόφωνο, τηλεόραση, να γίνονται δημόσιες αναγνώσεις και εργαστήρια δημιουργικής γραφής, να επισκέπτονται οι ποιητές τα σχολεία, ώστε ν’ αποκτήσει η ποίηση μεγαλύτερη διάδοση και να γίνει προσιτή σε ευρύτερα πληθυσμιακά στρώματα. Η ίδια δηλώνει ότι εκτιμά ιδιαίτερα την επονομαζόμενη “νέα γενιά” ποιητών, που τα μέλη της διαθέτουν, εκτός από την ικανότητα της γραφής, και τη δεξιότητα να παρουσιάζουν εξίσου καλά τα ποιήματά τους στη σκηνή.

          Μετά το θάνατο του Ted Hughes, το 1999, η Ντάφυ διέθετε τα περισσότερα προσόντα, ώστε να είναι η πλέον ισχυρή υποψήφια για τη θέση του poet laureate, κάτι πρωτόγνωρο για γυναίκα δημιουργό. Όμως η κυβέρνηση του Τόνυ Μπλέρ διατηρούσε πολλές επιφυλάξεις για το πόσο κατάλληλη είναι μια γυναίκα, φεμινίστρια, αριστερών προτιμήσεων, με μοντέρνα και αιχμηρή γραφή και με αντισυμβατική προσωπική ζωή (λεσβία, ανύπαντρη μητέρα) να φέρει επάξια έναν τόσο τιμητικό τίτλο και γι’ αυτό φρόντισε να της τον στερήσει. Ο πουριτανισμός και η κοινωνική υποκρισία θριάμβευσαν για μια ακόμη φορά κι έτσι η Ντάφυ, προς μεγάλη έκπληξη όλων αυτών που πίστευαν στην αξία της, έχασε τον τίτλο, κυρίως λόγω της ομοφυλοφιλίας της.

Η ίδια φαίνεται πως είχε επενδύσει σ’ αυτήν την υποψηφιότητα, επιθυμώντας να δώσει έναν ευρύτερο κοινωνικό ρόλο στον poet laureate. Ο ποιητής αυτός οφείλει, κατά τη γνώμη της, να είναι περισσότερο ποιητής του λαού, παρά βάρδος του μονάρχη. Πίστευε, άλλωστε, πως το αξίωμα αυτό έχει ουσιαστικό κι όχι μόνο τυπικό χαρακτήρα. Ο κάτοχός του δεν επιτρέπεται να ζει ως ερημίτης αφοσιωμένος μόνο στο έργο του; τουναντίον έχει την υποχρέωση να είναι ευπροσήγορος, να βρίσκεται κοντά στο λαό και, κυρίως, κοντά στους νέους, για να τους δείχνει πόσο η ποίηση είναι μέσα στη ζωή όλων μας και μας αφορά.         

[1] Πρόσφατα κυκλοφόρησε μια ακόμη ποιητική συλλογή της Carol Ann Duffy με τίτλο “The Feminine Gospels”(Σεπτέμβριος 2002).

[2] Carol Ann Duffy, interview with Andrew McAllister, Bete Noire, 6 (Winter 1998), 75-76.Βλ. και  Deryn Rees -Jones (2001). Carol Ann Duffy, Northcote House Publishers, 2nd edition, 12

[3] Interview with Christina Patterson, The Independent: The Weekend Review (2nd October, 1999). Βλ. και Deryn Rees -Jones, ό.π., 50-51.

[4] Brooks, Richard. Laureate favourite  tells of lesbian love. The Sunday Times (March 28), 1999

[5] Interview with Jane Stabler, Verse, Vol. 8, no 2 (Summer 1991), 127. Βλ. και  Deryn Rees -Jones, ό.π. , 23.

[6] Interview with Katharine Viner, The Guardian, Saturday September 25, 1999

[7] Brooks, Richard , ό.π.

Από τη συλλογή “Standing Female Nude”

ΘΥΜΑΜΑΙ ΕΜΕΝΑ

Δεν υπάρχουν αρκετά πρόσωπα.  Το δικό σου σε κοιτάζει  με έκπληξη

πάνω στο πρόσωπο ενός άλλου, αλλά πιο χλομό, κι από κείνη τη στιγμή

βλέπεις τον άλλο και ξεχνάς τον εαυτό σου.

Ίσως είναι τα όνειρα που μας κάνουν να διαφέρουμε, ίσως

κάποια ιδιαίτερα κύτταρα μέσα σ΄ ένα κοινότατο κρανίο.

Κάποιος φέρει την όψη ενός άλλου, όμως έχει διαφορετική μνήμη.

Η απόγνωση κοιτάζει επίμονα, έξω από τον υπόγειο, τον εαυτό της

να τρέχει πάνω στην αποβάθρα για την πόρτα που κλείνει. Ο καθένας

που συναντάς εκφράζει βουβές απροκάλυπτες αλήθειες.

Κάποιες φορές το πλήθος σου παραχωρεί ένα πρόσωπο, του δίνεις όνομα,

μπολιάζοντας το μύθο στην πραγματικότητα. Τότε, συνήθως, ο αγαπημένος σου

συνεχίζει το δρόμο του μέσα στη βροχή και δε σε γνωρίζει όταν μιλάς.

 ΟΡΘΙΟ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΓΥΜΝΟ

Έξι ώρες στην ίδια στάση για λίγα φράγκα.

Κοιλιά θηλές οπίσθια στο φως του παραθύρου,

κι εκείνος στραγγίζει από πάνω μου το χρώμα. Λίγο πιο δεξιά,

Δεσποινίς. Προσπαθήστε να μείνετε ακίνητη.

Η αναπαράσταση μου θα γίνει με κάθε λεπτομέρεια και θα με κρεμάσουν

στα μεγάλα μουσεία. Οι μπουρζουάδες θα μουρμουρίζουν σκανδαλισμένοι

μπροστά στο είδωλο μιας πόρνης του ποταμού. Αυτό εκείνοι το ονομάζουν Τέχνη.

Ίσως να είναι κι έτσι. Τον απασχολεί ο όγκος, ο χώρος.

Εμένα το επόμενο γεύμα. Αδυνατίσατε,

Δεσποινίς, κι αυτό δεν είναι καλό. Το στήθος μου κρέμασε

ελαφρώς, το στούντιο είναι κρύο. Στα φύλλα του τσαγιού

μπορώ να διακρίνω τη Βασίλισσα της Αγγλίας να καρφώνει το βλέμμα της

στο σχήμα του κορμιού μου. Θεσπέσιο, ψιθυρίζει,

καθώς προχωρά. Αυτό με κάνει να γελώ. Το όνομά του

είναι Georges. Μου λένε είναι μεγαλοφυία.

Υπάρχουν στιγμές που δεν συγκεντρώνεται

και γίνεται σκληρός όταν λεω ότι κρυώνω.

Με κατέχει πάνω στον καμβά καθώς βυθίζει κάθε τόσο

το πινέλο του στο χρώμα. Αγοράκι μου,

τα δικά σου τα λεφτά δε φτάνουν για τις τέχνες που πουλώ.

Και οι δυο μας φτωχοί, τα βολεύουμε κάθε φορά όπως μπορούμε.

Τον ρωτώ Γιατί το κάνεις αυτό; Γιατί

πρέπει. Δεν έχω επιλογή. Μη μιλάτε.

Το χαμόγελό μου τον κάνει να τα χάνει. Αυτοί οι καλλιτέχνες

παίρνουν τον εαυτό τους πολύ στα σοβαρά. Τη νύχτα γεμίζω τα κενά μου

με κρασί και χορό τριγύρω στα μπαρ. Μόλις το έργο είναι τελειωμένο

μου το δείχνει με καμάρι, ανάβει τσιγάρο. Λεω

Δώδεκα φράγκα και πιάσε το σάλι μου. Αυτό το πράγμα δεν είμαι εγώ.

Από τη συλλογή “Selling Manhattan”

ΞΕΝΟΣ

Φαντάσου ότι ζεις σε μια παράξενη, σκοτεινή πόλη για είκοσι χρόνια.

Υπάρχουν κάποιες άχαρες κατοικίες στην ανατολική πλευρά

και μια από αυτές είναι η δική σου. Στην προσγείωση, ακούς

της φωνής σου τον αλλότριο τόνο να αντηχεί κάτω από τη σκάλα. Σκέφτεσαι

στη γλώσσα του τόπου σου και μιλάς στη δική τους.

Έπειτα γράφεις γράμμα στην πατρίδα. Η φωνή της σκέψης σου

απαγγέλλει το γράμμα στην τοπική διάλεκτο. Πίσω απ’ αυτή τη φωνή

ακούγεται ο ήχος της μητέρας σου που σου τραγουδά,

όλον αυτό τον περασμένο καιρό, και τώρα πια δεν γνωρίζεις

γιατί τα μάτια σου υγραίνονται και ποια είναι η σωστή λέξη γι’ αυτό.

Χρησιμοποιείς τα δημόσια μέσα συγκοινωνίας. Δουλειά. Ύπνος. Φαντάσου

     ότι μια νύχτα

είδες ένα όνομα που μιλάει για σένα γραμμένο με κόκκινο σπρέι

πάνω σ’ έναν τοίχο. Ένα μισητό όνομα. Κόκκινο σαν αίμα.

Χιονίζει στους δρόμους, κάτω από τα φώτα της πόλης,

κι είναι σαν να γίνεται ο τόπος αυτός κομμάτια μπροστά στα μάτια σου.

Και στο delicatessen, κάποιες φορές, τα νομίσματα στην παλάμη σου

δε θα μεταφέρουν νόημα. Άφωνος,

γιατί εδώ δεν είναι η πατρίδα σου, δείχνεις με το δάχτυλο ένα φρούτο. Φαντάσου

ότι κάποιος από σας λεει Εμένα δε γνωρίζω τι έχουν στο νου τους  οι άνθρωποι αυτοί.

Είναι σαν να κοιμούνται μόνο και να ονειρεύονται. Φαντάσου το.

 ΜΙΛΙΑ ΜΑΚΡΙΑ

Σε θέλω και συ δεν είσαι εδώ. Μένω για λίγο σιωπηλή

σ’ αυτόν εδώ τον κήπο, η πνοή της ζωντανής σκέψης υπάρχει

πριν από τη γλώσσα στο γαλήνιο αγέρα. Ακόμη και το όνομα σου

ένα ωχρό φάντασμα είναι, που όσο και να το ανακαλώ πάλι

και πάλι, δεν θα μείνει κοντά μου. Απόψε

συνθέτω την εικόνα σου, σε φαντάζομαι, οι κινήσεις σου πιο φανερές

από τα λόγια που ισχυρίζομαι πρωτύτερα πως είπες.

Όπου κι αν είσαι τώρα, μέσα στη σκέψη μου με καθηλώνεις

με ένα σου βλέμμα, όρθια εδώ ενώ το τελευταίο ψυχρό φως

μπαίνει μέσα στη γη και χάνεται. Σχημάτισα λάθος το στόμα σου,

αλλά ακόμη χαμογελάει. Σε κρατώ πιο κοντά μου, μίλια μακριά,

επινοώντας τον έρωτα, μέχρι  που η κραυγή του νυχτοπάτη

διακόπτει και μεταστρέφει ό,τι επρόκειτο να’ ρθεί, ό,τι ήταν βέβαιο,

σε ανάμνηση. Τα αστέρια καταγράφουν την απουσία μας.

Από τη συλλογή “The Other Country”

ΑΥΤΟΧΘΟΝΕΣ

 Ήρθαμε από τη χώρα μας σ’ ένα κόκκινο κατάλυμα

 που ξεφύτρωσε μέσα από τα χωράφια, η μητέρα μας μουρμούριζε με παράπονο

 το όνομα του πατέρα μας καθώς γύριζαν οι τροχοί.

 Τα αδέρφια μου έκλαιγαν, ο ένας απ’ αυτούς ούρλιαζε Το σπίτι μας,

 Το σπίτι μας, καθώς αφήναμε βιαστικά, μίλια πίσω μας την πόλη,

 το δρόμο, το σπίτι, τα άδεια δωμάτια

 εκεί που δεν θα ζήσουμε άλλο πια. Κρατώ από τα πόδια

 ένα τυφλό παιγνίδι και το κοιτάζω επίμονα στα μάτια.

 Κάθε παιδική ηλικία μια μετανάστευση. Για κάποιους αργή,

 σ’ αφήνει όρθιο, παραιτημένο, ψηλά σε μια λεωφόρο

 όπου δε μένει κανείς γνωστός. Για άλλους αιφνίδια.

 Η προφορά σου λάθος. Γωνίες, που μοιάζουν γνώριμες,

 σε οδηγούν σε εκτάσεις πέρα από τη φαντασία σου, όλο σκόρπιο χαλίκι,

    νεαροί μάγκες

 τρώνε σκουλήκια και προφέρουν δυνατά λέξεις ακατανόητες για σένα.

 Η αγωνία των γονιών μου στριφογύριζε σαν δόντι που κουνιέται

 στο κεφάλι μου. Θέλω τη χώρα μας, είπα

 Αλλά έπειτα ξεχνάς, ή δεν ανακαλείς στη μνήμη σου, ή αλλάζεις,

 και όταν βλέπεις τον αδελφό σου να καταπίνει κι αυτός ένα γυμνό σαλιγκάρι,

    νιώθεις μόνο

 μια σκλήθρα ντροπής. Θυμάμαι τη γλώσσα μου

 ν’ αλλάζει δέρμα σαν το φίδι, τη φωνή μου

 στην αίθουσα διδασκαλίας να ηχεί ακριβώς όπως οι φωνές των άλλων. Άραγε

    το μόνο που σκέφτομαι είναι ότι

 έχασα ένα ποτάμι, μια κουλτούρα, τον τρόπο που μιλώ, την αίσθηση του

     αρχικού  χώρου

 και του σωστού τόπου; Τώρα Από πού κατάγεστε;

 ρωτούν οι ξένοι; Αυτόχθονες; Κι εγώ διστάζω.

ΠΟΙΟΣ Σ΄ ΑΓΑΠΑΕΙ

Ανησυχώ για σένα που ταξιδεύεις μ’ αυτά τα μυστήρια μηχανήματα.

Κάθε μέρα άνθρωποι πέφτουν από τα σύννεφα, νεκροί.

Πάρε ανάσα, εισπνοή, εκπνοή ήρεμα

Ασφάλεια, σιγουριά, το σπίτι ασφαλές καταφύγιο.

Η φωτογραφία σου στο ψυγείο, χαμογελά όταν πέφτει πάνω της το φως.

Διαρκώς οι άνθρωποι παίρνουν φωτιά στους δημόσιους χώρους.

Ησύχαζε εκεί που η δροσιά των δέντρων αφήνει μια μαλακή σκιά.

Ασφάλεια, σιγουριά, το σπίτι ασφαλές καταφύγιο.

Μην ξαπλώνεις στην άμμο κάτω από την τρύπα του ουρανού.

Τόσοι πολλοί άνθρωποι αναλώνονται, γίνονται κομμάτια.

Στείλε μου τη φωνή σου όσο κι αν έρχεται μέσα από τους ωκεανούς.

Ασφάλεια, σιγουριά, το σπίτι ασφαλές καταφύγιο.

Ανέραστοι άντρες και αγόρια ανέστια είναι εκεί έξω όλο θυμό.

Κάθε βράδυ άνθρωποι διεκπεραιώνουν τη ζωή τους με συνοπτικές διαδικασίες.

Βάδιζε στο φως, σπεύδε σταθερά προς το μέρος μου. 

Ασφάλεια, σιγουριά, το σπίτι ασφαλές καταφύγιο.(Ποιος σ’ αγαπάει;)

Ασφάλεια, σιγουριά, το σπίτι ασφαλές καταφύγιο.

Από τη συλλογή “Mean Time”

ΝΑ ΒΛΕΠΕΙΣ ΜΑΚΡΙΑ

Να βλέπεις μακριά έναν ωκεανό να ρουφά τον κοχλάζοντα ήλιο

και να λες σε κάποιον πράγματα που θα κοκκίνιζα ακόμη και να τα ονειρευτώ.

Άσε να γλιστρήσει το φόρεμά σου σ’ ένα δωμάτιο ψηλό πάνω από το λιμάνι.

Γράψε μου σύντομα.

Νεαροί τύποι τραγουδούν στην αθέατη πλευρά της νύχτας σ’ ένα γλωσσικό

παζάρι, φως, μια μελωδία από το κοντινό παρεκκλήσι

σ’ αρπάζει απότομα, το ροδάκινο στην παλάμη σου ανασαίνει.

Νιώσε τη γεύση του για χάρη μου.

Να βλέπεις μακριά τα πράγματα που ονοματίζουν οι λέξεις, την πτήση

των συλλαβών, το άνοιγμα των φτερών τους καθώς σχηματίζει ένα όνομα. Δοκίμαζε

τις λέξεις, όπου κι αν ζουν; άκουσε κι άγγιξε, μύρισε, πίστεψε.

Συλλάβισέ τις με αγάπη.

Φύγε γρήγορα. Κάποιος χτυπά την πόρτα στο τέλος του χρόνου, ελπιδοφόρος.

Να βλέπεις μακριά ποιος είναι. Βάλε μέσα το καινούριο, το θαλερό,

φόβο και έλεος, πάθος, ο ξένος κρατά στα χέρια του το μέλλον.

Ρώτησέ τον το όνομά του.

Τίποτα όμοιο με κάτι άλλο. Να βλέπεις μακριά

με τα δικά σου μάτια. Βάδισε. Πέτα. Ανοίξου με μια βάρκα  μέχρι να βγει πάλι μπρος

σου η στεριά, αλλαγμένη για πάντα, σημαίνοντας, ζωντανή. Προχώρα.

    Εμπρός. Βιάσου.

Να βλέπεις μακριά.

ΜΙΚΡΟ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΚΡΑΝΙΟ

Με κάποια έκπληξη ζυγιάζω στα χέρια μου το μικρό γυναικείο μου κρανίο.

Με τι μοιάζει; Με οκαρίνα; Φυσώ στο μάτι του.

Δεν μπορεί να κλάψει, κρατά την ανάσα μου μόνο όσο εκπνέω,

ελαφρώς ανήσυχο τώρα, στο κενό που κάποτε ήταν η μύτη,

πιέζω το αφτί μου στο άνοιγμα  του στόματος. Ένας αναστεναγμός πάει, χάνεται.

Για αρκετή ώρα κάθομαι στη λεκάνη της τουαλέτας με το κεφάλι μου

στα χέρια μου, τρομαγμένη. Μοιάζει πιο ελαφρύ απ’ όσο το φανταζόμουνα;

έχει το βάρος μιας τράπουλας, ενός ολιγοσέλιδου τόμου ποιημάτων,

αλλά μαζί με κάτι επιπλέον, θα μπορούσε κάλλιστα να αιωρείται. Ενοχλητικό.

Επομένως, γιατί φιλώ την κορυφή του, γιατί ακουμπώ τα ζεστά μου χείλη

  στο εύθραυστο καύκαλο,

γιατί το στήνω μπροστά στον καθρέφτη και του ζητώ να δώσουμε μαζί

   μια κωμική παράσταση;

Το ξεπλένω κάτω από τη βρύση, παρατηρώ τη σκόνη να φεύγει μακριά, όπως

η άμμος από το σκουφάκι της κολύμβησης, έπειτα το στεγνώνω-νεογέννητο- απαλά

με μια πετσέτα. Βλέπω το σημάδι εκεί όπου αναζητώντας την καθαρή αγάπη

οι σκάλες με πρόδωσαν κι έπεσα κάτω, διαβάζω τώρα αυτή την ολέθρια μέρα πάνω

   του σαν γραφή τυφλών.

Αγάπη, ψιθυρίζω στο κρανίο μου, έπειτα, πιο δυνατά, άλλες σπουδαίες λέξεις,

φωνάζω διάφορα κούφια ουσιαστικά σ’ ένα δωμάτιο όλο λευκά πλακάκια.

Οι άλλοι κάτω θα σκεφτούν πως μου έχει στρίψει. Όχι. Mόνο θρηνώ

εδώ μέσα σ’ αυτές τις δυο τρύπες, ή απαντώ στο αστείο μ’ ένα σαρδόνιο γέλιο,

    ιδού

μια φίλη μου. Βλέπετε, κρατώ το πρόσωπό της με τρεμάμενα χέρια, όλο πάθος.

ΣΤΙΓΜΕΣ ΧΑΡΙΤΟΣ

Ονειρεύομαι μέσα από ένα σιωπηλό, οικείο τόπο.

Το πρωί η βαρκούλα της μέρας καταπλέει με ορθάνοιχτα πανιά,

πέρα ο ταχυδρόμος με την ταπεινή πραμάτεια του, τα δέντρα γεμάτα καρπούς

ηχούν όπως η θάλασσα, τα χέρια μου μένουν ελεύθερα

να θυμούνται. Στιγμές χάριτος. Όπως αυτή.

Συγκλονισμένη από την πρώτη αγάπη φιλώ έναν τοίχο. Φυσικά.

Το ξεραμένο μελάνι στις παλάμες μου τότε έξαφνα ζωντανεύει,

ένα φωτεινό γαλάζιο όνομα στα κλειστά μου χέρια. Κάθομαι τώρα μέσα

σε μια κάπως ύπουλη έκσταση, με την ελπίδα ότι δε θα νιώσω τον εαυτό μου

να αναπνέει τόσο κοντά μέσα από το χρόνο. Ένα πρόσωπο για το όνομα. Έφυγε.

Οι μητέρες σημαίνουν την επιστροφή των παιδιών στο σπίτι

το δειλινό. Ναι. Μοιάζει να ζούμε σε εκείνα τα εκπληκτικά χρόνια

μόνο για να τα καταδιώκουμε; αρώματα που χάνονται

και χρώματα ατέλειωτων ωρών σαν ένα μπαλόνι που ξεφουσκώνει

σε χέρια αλλοτινά. Έκτοτε η πλήξη.

Το φυλακισμένο πουλί της μνήμης δεν θα πετάξει. Αυτές τις μέρες

είμαστε επίθετα, ουσιαστικά. Τις στιγμές της χάριτος

υπήρξαμε ρήματα, το μυστικό των ποιημάτων, χαρισματικοί.

Ένα λεπτό δέρμα απλώνεται πάνω στη γλώσσα. Καρφώνουμε το βλέμμα μας

βαθιά μέσα στα μάτια των ξένων, ψάχνουμε για δρώσες λέξεις.

Τώρα νιώθω τη μυρωδιά σου, ενώ καθαρίζεις ένα πορτοκάλι στο άλλο δωμάτιο.

Τώρα βγάζω το ρολόι μου, αφήνω ένα λεπτό της ώρας να ξετυλιχτεί

στα χέρια μου, ακούω και κοιτάζω, όπως κάνω συνήθως,

και μια ήρεμη απώλεια ανοίγει τα χείλη μου στο σχήμα Όχι

Καθώς περνάς, με φιλάς πίσω στο λαιμό. Μια πληγή.

ΟΙΚΕΙΟΙ

Κλείδωσε την πόρτα. Στο σκοτεινό ταξίδι της νύχτας μας,

δυο παιδιά στέκονται στη γωνία του δωματίου

παρατηρούν τον τρόπο που κομματιάζουμε ο ένας τον άλλο

για να κοιτάξουμε προσεκτικά μέσα στις καρδιές μας. Ακούω μια ιστορία,

ειπώθηκε στον ύπνο με μια προφορά ξεχασμένη. Γνωρίζεις το περιεχόμενο.

Ξεντύσου. Μια βαλίτσα ασφυκτικά γεμάτη μυστικά

ανοίγει απότομα μ’ όλα τα ρούχα στο πόδι του κρεβατιού.

Ντύσου πάλι. Ξεντύσου. Με έχεις σαν μια ζωγραφιά,

σβησμένη, χρωματισμένη, δίχως τίτλο, υπογεγραμμένη με τη γλώσσα σου.

Το όνομα μιας χώρας με κόκκινο γραμμένο στην παλάμη μου,

διόλου ευανάγνωστο. Αναρωτιέμαι πού ζω τώρα,

όμως εσύ σαλεύεις πάνω μου μέχρι που τραντάζομαι, άπατρις,

και κάτι παραπάνω. Ένα νόμισμα πέφτει από το κομοδίνο,

στροβιλίζεται κορώνα γράμματα. Πώς στην οργή

μπορώ να κερδίσω. Πώς μπορώ να χάσω. Πες μου πάλι.

Η αγάπη δεν θα ενδώσει. Αυτή κάνει ένα νοικιασμένο δωμάτιο να δονείται

από τις καμπάνες που χαρίζουν το έλεος, ένα τσιγάρο καίγεται μόνο του

δίπλα σ’ ένα γεμάτο ποτήρι κρασί, ο χρόνος πονά

μέσα στο χώρο, ο χώρος, δεν σηκώνει άλλη συζήτηση. Τώρα

η αγάπη με κρατά εκεί που θέλω να είμαι, τώρα εσύ, εσύ το κάνεις να συμβεί.

Σβήσε το φως. Τα χρόνια στέκουν έξω στο δρόμο

κοιτάζοντας ένα ανοιχτό παράθυρο, σκοτεινό όπως το στόμα μας

που αρθρώνει το δικό του παράφωνο τραγούδι. Τα φαντάσματα του εαυτού μας,

πίσω μας και μπρος μας, συνωστίζονται στον καθρέφτη, δίχως μάτια,

κλαίγοντας και γελώντας. Γνωρίζουν καλά ποιοι είμαστε.

ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Έρχονται μέρες, που ενώ δεν μπορούμε να προσευχηθούμε, μια προσευχή

βγαίνει μόνη της από τα χείλη μας. Έτσι, μια γυναίκα θα σηκώσει

το κεφάλι της από το προστατευτικό κάλυμμα των χεριών της και θα στρέψει

το βλέμμα της στα ημιτόνια από το τραγούδι του δέντρου, αιφνίδιο δώρο.

Έρχονται νύχτες, που ενώ είμαστε άπιστοι, η αλήθεια

εισχωρεί στις καρδιές μας, αυτός ο μικρός οικείος πόνος;

τότε ένας άντρας θα σταθεί ακίνητος, ν’ ακούσει τη νιότη του

στο μακρινό Λατινικό ψαλμό του τρένου.

Προσευχήσου τώρα για μας. Στο πιάνο κλίμακες για αρχάριους

παρηγορούν τον ενοικιαστή που διασχίζει  με το βλέμμα του

μια πόλη των Μidlands  Σκοτεινιάζει, κάποιοι φωνάζουν 

το όνομα ενός παιδιού, θαρρείς κι ονοματίζουν τη δική τους απώλεια.

Έξω σκοτάδι. Μέσα η προσευχή του ραδιοφώνου-

Rockall. Malin. Dogger. Finisterre.

Από τη συλλογή “The World’s Wife”

Η ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ

Στο τέρμα της παιδικής ηλικίας, τα σπίτια χάνονται σιγά – σιγά

στη θέση τους αλάνες, το εργοστάσιο, περιβόλια

που τα συντηρούν υποταγμένοι σύζυγοι, σαν ερωμένες,

η σιωπηλή γραμμή του τρένου, το τροχόσπιτο του ερημίτη,

μέχρι που φτάνεις επιτέλους στην άκρη του δάσους.

Εκεί αντίκρισα πρώτη φορά το λύκο.

Στεκόταν σ’ ένα ξέφωτο, διάβαζε τα ποιήματά του φωναχτά

με τη μακρόσυρτη φωνή του σαν ουρλιαχτό, ένα χαρτόδετο βιβλίο στο τριχωτό του

  χέρι,

στα γένια του κηλίδες κόκκινου κρασιού. Τι μεγάλα αφτιά!

Τι μεγάλα μάτια που είχε! Τι δόντια!

Σε ένα διάλειμμα, είμαι απόλυτα σίγουρη, με πρόσεξε,

μικρή, χαριτωμένη κι άβγαλτη, και με κέρασε ένα ποτό,

το πρώτο μου ποτό. Ίσως να με ρωτήσετε γιατί. Να γιατί. Ποίηση.

Ο λύκος, το ήξερα, θα με οδηγούσε βαθιά μέσα στο δάσος,

μακριά από το σπίτι μου, σ’ ένα περίπλοκο μέρος όλο αγκάθια

όπου φέγγουν εκεί μόνο τα μάτια της κουκουβάγιας. Σύρθηκα στο κατόπι του,

οι κάλτσες μου έγιναν κομμάτια, κόκκινα ξεφτίδια από το σακάκι μου

σκάλωσαν σε κλωνάρια και κλαδιά, ίχνη φόνου. Έχασα και τα δυο μου παπούτσια

αλλά έφτασα εκεί, στη φωλιά  του λύκου, καλύτερα να προσέχω. Μάθημα πρώτο

   εκείνη τη νύχτα,

η ανάσα του λύκου στο αφτί μου,  ήταν το ποίημα της αγάπης.

Έμεινα κολλημένη στο παλλόμενο σώμα του μέχρι την αυγή, για ποιο

λόγο, λοιπόν, δεν μπορεί ένα νεαρό κορίτσι να ερωτευτεί παράφορα ένα λύκο;

Έπειτα γλίστρησα αθόρυβα μέσα από το βαρύ σύμπλεγμα των ποδιών του

και πήγα να βρω ένα ζωντανό πουλί- ένα άσπρο περιστέρι-

που πέταξε, κατευθείαν, από τα χέρια μου στο ανοιχτό στόμα του λύκου.

Μια δαγκωματιά, νεκρό. Τι υπέροχο, πρωινό στο κρεβάτι, είπε,

γλύφοντας τα δόντια του. Μόλις τον πήρε ο ύπνος, αμέσως, σύρθηκα με προσοχή στο πίσω μέρος της φωλιάς, όπου υπήρχε ένας ολόκληρος τοίχος σε χρώματα βυσσινί

   και χρυσαφί, όλο φως από τη λάμψη των βιβλίων.

Λέξεις, υπήρχαν λέξεις αληθινά ζωντανές στη γλώσσα, στο μυαλό,

λέξεις με θέρμη, παλμό, πάθος, φτερά ; μουσική και αίμα.

Όμως τότε ήμουν μικρή- και μου πήρε δέκα χρόνια

στο δάσος για να πω ότι ένα μανιτάρι

κλείνει το στόμα ενός θαμμένου πτώματος, ότι τα πουλιά

αρθρώνουν τη σκέψη των δέντρων, ότι ένας λύκος που γερνά

τραγουδά ουρλιάζοντας το ίδιο παλιό τραγούδι στο φεγγάρι, χρόνο το χρόνο,

τη μια εποχή μετά την άλλη, με την ίδια ρίμα, για τον ίδιο λόγο. Ένα χτύπημα

  με το τσεκούρι

σε μια ιτιά να δω πώς κλαίει. Ένα χτύπημα με το τσεκούρι σ’ ένα σολομό

να δω τι άλμα κάνει. Ένα χτύπημα με το τσεκούρι στο λύκο

καθώς κοιμόταν, μια τσεκουριά, από τους όρχεις μέχρι το λαιμό και είδα

να γυαλίζουν αγνά λευκά  τα κόκαλα της γιαγιάς μου.

Γέμισα πέτρες τη γέρικη κοιλιά του. Τον έραψα.

Βγήκα έξω από το δάσος, με τα λουλούδια μου, τραγουδώντας, ολομόναχη.

ΘΕΤΙΣ

Συρρικνώθηκα

στο μέγεθος πουλιού μέσα στη χούφτα

ενός άνδρα.

Γλυκό, τρυφερό, το μικρό τραγούδι

που τραγούδησα,

μέχρι που ένιωσα να με συνθλίβει η γροθιά του.

Τότε έκανα αυτό:

έδωσα στους ώμους μου το σχήμα ενός άλμπατρος

που πετάει ψηλά στο λόφο του ουρανού.

Γιατί; Για ν’  ακολουθήσω ένα πλοίο.

Αλλά ένιωσα τα φτερά μου

να κόβονται από τόξο που λάθεψε στο στόχο του.

Έτσι βγήκα να ψωνίσω ένα ταιριαστό σχήμα.

Μέγεθος 8. Φίδι.

Μέγα λάθος.

Κουλουριάστηκα στην αγκαλιά του γητευτή μου,

ένιωσα τη λαβή από το αγκάλιασμα του στραγγαλιστή

στο σβέρκο μου.

Στη συνέχεια έγινα βρυχηθμός, νύχι, πέλμα ζώου 50 λιβρών,

πλάσμα που το πήρε μέσα της η ζούγκλα, σαρκοβόρο, άγριο,

πηχτό αίμα ζέβρας

στην κάτω σιαγόνα μου.

Αλλά το χρυσό μάτι μου είδε

τον τύπο με το όπλο μέσα στα χόρτα. Δώδεκα τρύπες από σφαίρα.

Βυθίστηκα μέσα από την επιφάνεια της γης

να κολυμπήσω στη θάλασσα.

Γοργόνα, εγώ, μεγάλο ψάρι, χέλι, δελφίνι,

φώκια, η αοιδός της όπερας του ωκεανού.

Πάνω από τα κύματα έφτασε ο ψαράς

με το αγκίστρι, την πετονιά και το βαρίδι του.

Άλλαξα τη φωνή μου

σε ρακούν, μεφίτη, ερμίνα,

νυφίτσα, κουνάβι, νυχτερίδα, μινκ, αρουραίο.

Ο ταριχευτής ακόνισε τα μαχαίρια του.

Ένιωσα τη μυρωδιά της φορμαλδεύδης.

Βαλσάμωσε το.

Ήμουν άνεμος, εύφλεκτο αέριο,

ολόκληρη ένας καυτός αέρας, στη θέση των μαλλιών μου

σύννεφα που ταξιδεύουν.

Με μια θύελλα σκάλισα το όνομα μου,

όταν έξαφνα

ακούστηκε το βουητό ενός μαχητικού αεροπλάνου.

Τότε η γλώσσα μου φλόγα

και τα φιλιά μου φωτιά,

ο γαμπρός όμως φορούσε ένδυμα αλεξίπυρο.

Τότε άλλαξα, έβαλα μυαλό,

έφερα τα μέσα έξω- ή ένιωσα

πώς είναι όταν το παιδί πετάγεται αιφνιδίως από τα σπλάχνα σου.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑ ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

Το μόνο που ξέρω είναι αυτό:

βγήκε για έναν περίπατο άντρας

και γύρισε πίσω γένους θηλυκού.

Βγήκε από την πίσω πύλη με το μπαστούνι του,

το σκυλί;

φορώντας  το καθημερινό του παντελόνι,

μπλούζα μ’ ανοιχτό γιακά,

κι ένα σακάκι Harris τουίντ που εγώ μόνη μου είχα ράψει τα μπαλώματα

  στους αγκώνες.

Σφυρίζοντας.

Του άρεσε να ακούει

τον πρώτο κούκο της άνοιξης

έπειτα να γράφει στους Times.

Τις περισσότερες φορές τον άκουγα

μέρες πριν απ’ αυτόν

αλλά ποτέ δεν το φανέρωνα.

Άκουσα έναν εκείνο το πρωί

ενώ αυτός κοιμόταν;

μόλις τον άκουσα

περίπου στις 6 μ.μ.,

μια αμυδρή ειρωνεία κεραυνού ψηλά στο δάσος

και ένιωσα

πίσω στα γόνατά μου

μια θέρμη απρόσμενη.

Άργησε να επιστρέψει.

Βούρτσιζα τα μαλλιά μου στον καθρέφτη

και γέμιζα την μπανιέρα

όταν ένα πρόσωπο

αναδύθηκε

πλάι στο δικό μου.

Τα μάτια ήταν τα ίδια.

Αλλά από το προκλητικό V της μπλούζας φάνηκαν βυζιά.

Όταν πρόφερε το όνομα μου με φωνή γυναικεία λιποθύμησα.

*

Η ζωή πρέπει να προχωρήσει.

Διέδωσα ότι ήταν δίδυμος

κι ότι αυτή εδώ ήταν η αδελφή του

ήρθε να ζήσει μαζί μας

ενώ εκείνος

δουλεύει στο εξωτερικό.

Πρώτα-πρώτα προσπάθησα να είμαι ευγενική;

στέγνωνα τα μαλλιά του με το πιστολάκι μέχρι που έμαθε να το κάνει μόνος του,

του δάνειζα τα ρούχα μου μέχρι που άρχισε ν’ αγοράζει δικά του,

κρατούσα όλη τη νύχτα, αδελφικά, το νέο απαλό του σχήμα, στην αγκαλιά μου.

Έπειτα του ήρθε περίοδος.

Μια εβδομάδα στο κρεβάτι.

Δυο γιατροί πάνω από το κεφάλι του.

Τρία παυσίπονα τέσσερις φορές τη μέρα.

Κι αργότερα

μια επιστολή

στις εξουσίες ότι

ζητείται άδεια περιόδου μετ’ αποδοχών δώδεκα εβδομάδες το χρόνο.

Τον βλέπω ακίνητο,

το εγωιστικό χλομό του πρόσωπο κοιτάζει ερευνητικά το φεγγάρι

μέσα από το παραθυράκι του μπάνιου.

Η κατάρα, είπε, η κατάρα.

Μη με φιλάς μπροστά σε κόσμο,

είπε μέσα απ’ τα δόντια του την επόμενη μέρα,

δε θέλω να σχηματίζει ο κόσμος λάθος εντύπωση.

Χειροτέρευσε.

*

Μετά από τη διάσπαση τον έπαιρνε το μάτι μου

τυχαία εδώ κι εκεί,

να μπαίνει σε πανάκριβα εστιατόρια

με τη συντροφιά ισχυρών αντρών-

αν και γνώριζα με βεβαιότητα

ότι τίποτα τέτοιο

δεν θα συνέβαινε

αν ακολουθούσε το δρόμο του-

ή στην τηλεόραση

να λεει στις γυναίκες εκεί έξω

πως, ως γυναίκα ο ίδιος,

γνώριζε καλά πώς νιώθουμε .

Το χαμόγελό του όλο υποσχέσεις.

Το μόνο πράγμα που δεν πέτυχε σωστά

ήταν η φωνή του.

Γλιστρά προς τα έξω, όπως το ροδάκινο απ’ την κονσέρβα του, κι αποσυντονίζεται

Έσφιξα τα δόντια μου.

*

Ώστε αυτό το πλάσμα είναι ο αγαπημένος μου, είπα,

τη μοναδική φορά που συναντηθήκαμε

σ’ έναν λαμπρό χορό

κάτω από τα φώτα,

ανάμεσα στους ήχους των ποτηριών,

πρόσεξα με τι τρόπο κάρφωσε το βλέμμα του

στα βιολετιά της μάτια,

στη λάμψη του δέρματός της,

στο αργό χάδι του χεριού της πίσω στο λαιμό μου;

και τον είδα να καθρεφτίζει

τη δαγκωματιά της,

τη δαγκωματιά της στο φρούτο των χειλιών μου,

και ν’ ακούει την κόκκινη υγρή κραυγή μου μέσα στη νύχτα

καθώς εκείνη ανταλλάσσει χειραψία μαζί του

λέγοντας Χαίρω πολύ;

κι εγώ πρόσεξα τότε τα χέρια του, τα χέρια της,

τον ήχο από το άγγιγμα των λαμπερών δαχτυλιδιών τους και τα βαμμένα τους νύχια.

Η ΣΥΖΥΓΟΣ ΤΟΥ ΠΙΛΑΤΟΥ

Πρώτον, τα χέρια του- χέρια γυναίκας. Πιο απαλά κι απ’ τα δικά μου,

με μαργαριταρένια νύχια σαν κοχύλια της Γαλιλαίας.

Ράθυμα χέρια. Θηλυπρεπή που παραγγέλλουν σταφύλια.

Το άψυχο, φθαρμένο άγγιγμά τους με κάνει να οπισθοχωρώ. Pontius.

Λαχτάρησα τη Ρώμη, το σπίτι, κάποιον άλλο. Όταν ο Ναζωραίος

εισήλθε στην Ιερουσαλήμ, η υπηρέτριά μου κι εγώ βγήκαμε απ’ το σπίτι κρυφά,

μέσα σε θανάσιμη πλήξη, μεταμφιεσμένες, και ακολουθήσαμε το έξαλλο πλήθος.

Περπάτησα, άρπαξα τα χαλινάρια του υποζυγίου, έψαξα

και να’τος. Το πρόσωπό του; Άσχημο. Χαρισματικό.

Με κοίταξε. Κοίταξε εμένα, το εννοώ. Ο Θεός μου.

Τα μάτια του, μάτια που για χάρη τους πεθαίνεις. Έπειτα έφυγε,

οι ρωμαλέοι άνδρες του άνοιγαν με τους ώμους τους δρόμο για τις πύλες.

Τη νύχτα πριν από τη δίκη του, τον ονειρεύτηκα.

Τα ηλιοκαμένα χέρια του με άγγιξαν. Η συνέχεια πληγή.

Αίμα. Είδα να καρφώνουν την κάθε παλάμη του

μ’ ένα καρφί. Ξύπνησα κάθιδρη, ξαναμμένη, τρομοκρατημένη.

Αφήστε τον μόνο του. Έστειλα  ένα προειδοποιητικό σημείωμα, ντύθηκα βιαστικά. Όταν έφτασα, ο Ναζωραίος φορούσε το ακάνθινο στεφάνι.

Το πλήθος κραύγαζε υπέρ του Βαραββά. Ο Πιλάτος με είδε,

κοίταξε μακριά, σήκωσε με προσοχή τα μανίκια του

και με κινήσεις αργές έπλυνε τα ανώφελα, αρωματισμένα χέρια του.

Εκείνοι άρπαξαν τον προφήτη και τον έσυραν έξω,

εις Κρανίου Τόπον. Η υπηρέτρια μου γνωρίζει τη συνέχεια.

Ήταν Θεός; Μα και βέβαια όχι. Ο Πιλάτος πίστεψε πως ήταν.

ΜΕΔΟΥΣΑ

Υποψία, αμφιβολία, ζήλια

φύτρωσαν στο μυαλό μου,

μεταμόρφωσαν τα μαλλιά μου σε σιχαμερά φίδια,

θαρρείς οι σκέψεις μου

σφύριζαν και ξερνούσαν στο δέρμα της κεφαλής  μου.

Η ανάσα του γαμπρού όλο ξινίλα και βρομιά

στους γκρίζους θύλακες των πνευμόνων μου.

Είμαι γεμάτη στόματα, γεμάτη γλώσσες,

κίτρινα δόντια.

Έχω σφαίρες δάκρυα στα μάτια μου.

Τρομάζεις;

Να τρομάξεις.

Εσύ είσαι αυτός που αγάπησα,

τέλειε άνδρα, έλληνα θεέ, απόκτημά μου;

αλλά ξέρω ότι θα φύγεις, θα με προδώσεις, θα ξεκόψεις

από το σπίτι.

Άρα πολύ καλύτερα για μένα να ήσουν πέτρα.

Έριξα το βλέμμα μου σε μια μέλισσα που ζουζουνίζει,

μια μουντή γκρίζα κροκάλα έπεσε

στο έδαφος.

Έριξα το βλέμμα μου σε ένα πουλί που κελαηδά,

μια χούφτα σκονισμένο χαλίκι

σκορπίστηκε στο έδαφος.

Κοίταξα μια πυρόξανθη γάτα,

ένα τούβλο

θρυμμάτισε ένα πιάτο γάλα.

Κοίταξα ένα γουρούνι που γρύλιζε,

ένας ογκόλιθος κατρακύλησε

σε ένα λάκκο ακαθαρσίες.

Κοιτάχτηκα με προσοχή στον καθρέφτη.

Η αγάπη επιδεινώθηκε

με έδειξε μια Γοργόνα.

Κοίταξα με προσοχή ένα δράκοντα.

Ξέρασε φωτιά

το στόμα του βουνού.

Κι ήρθες εδώ

με μια ασπίδα για καρδιά

με μια λόγχη για γλώσσα

και τις κόρες σου, τα κορίτσια σου.

Δεν ήμουν όμορφη;

Δεν ήμουν νέα και εύθραυστη;

Τώρα κοίταξέ με.

Η ΚΥΡΙΑ ΛΑΖΑΡΟΣ

Έκλαψα. Θρήνησα μια νύχτα και μια μέρα

για την απώλεια που με βρήκε, κομμάτιασα το ρούχο του γάμου

από τα στήθη μου, ούρλιαξα, στρίγκλισα, έξυσα με τα νύχια

την πλάκα του τάφου μέχρι που τα χέρια μου μάτωσαν, πνιγμένη στ’ αναφιλητά

ανακάλεσα το όνομά του πάλι και πάλι, νεκρός, νεκρός.

Γύρισα στο σπίτι. Άδειασα το χώρο. Κοιμήθηκα σ’ ένα μονό κρεβάτι,

χήρα, ένα άδειο γάντι, λευκός μηρός

μέσα στη σκόνη, μισή. Στρίμωξα σκούρα κοστούμια

σε μαύρους σάκους, έσυρα τα πόδια μου μέσα στα παπούτσια ενός νεκρού,

πέρασα θηλιά με διπλό κόμπο τη γραβάτα του στο γυμνό λαιμό μου,

κάτισχνη καλόγρια στον καθρέφτη, ψηλαφίζει την εαυτό της. Έμαθα

τα Στάδια της Απώλειας, η εικόνα του προσώπου μου

σε κάθε αδειανό πλαίσιο; όμως όλους εκείνους τους μήνες

εκείνος απομακρυνόταν από μένα, έφθινε

σε μια συρρικνωμένη ακαριαία εικόνα, έφευγε,

έσβηνε. Μέχρι που το όνομα του δεν ήταν πια ένα κάλεσμα μαγικό

για το πρόσωπό του. Η τελευταία τρίχα της κεφαλής του

περιφερόταν έξω από ένα βιβλίο, το άρωμα του εξατμίστηκε από το σπίτι.

Διαβάστηκε η διαθήκη. Καταλαβαίνεις, εξαφανιζόταν σιγά -σιγά

στο μικρό μηδενικό της χρυσής βέρας μου.

Τότε χάθηκε. Έγινε μύθος, γλώσσα;

στηρίχτηκα στο μπράτσο του δασκάλου-ταραχή

νιώθω τη δύναμη του άντρα κάτω από το μανίκι του παλτού του-

περπατήσαμε πλάι στους φράκτες. Όμως ήμουν πιστή

για όσον καιρό χρειάστηκε. Μέχρι που εκείνος έγινε μνήμη.

Κι έτσι στάθηκα εκείνο το βράδυ στο ύπαιθρο

με ένα απαλό αεράκι να με τυλίγει, γιατρεμένη, σε θέση

να παρατηρώ την κορυφογραμμή του φεγγαριού να εμφανίζεται στο στερέωμα

και έναν υπόκωφο θόρυβο μέσα από ένα θάμνο; τότε πρόσεξα

τους χωρικούς να έρχονται κατά πάνω μου, πίσω τους,

γυναίκες και παιδιά να φωνάζουν, σκυλιά ν’ αλυχτούν,

και κατάλαβα. Το ένιωσα από την ύπουλη λάμψη

στο πρόσωπο του σιδερά, το διαπεραστικό βλέμμα

της σερβιτόρας,  τα απρόσμενα χέρια που με κατευθύνουν

στη ζεστή μυρωδιά του πλήθους που βαδίζει εμπρός μου.

Ήταν ζωντανός. Είδα στο πρόσωπό του τη φρίκη.

Άκουσα της μητέρας του το ξέφρενο τραγούδι. Ανάσανα

την αποφορά του. Ο νυμφίος μου σε ένα σάβανο που σαπίζει,

υγρό και  τσαλακωμένο από το νωθρό μάσημα του τάφου,

να φωνάζει με βραχνή φωνή το όνομά του, αυτό του κερατά, απόκληρος, κι από 

  την εποχή του εξόριστος.

ΕΥΡΥΔΙΚΗ

Κορίτσια, ήμουν νεκρή, ζούσα

στον Κάτω Κόσμο, ένας ίσκιος,

μια σκιά του περασμένου μου εαυτού, ανύπαρκτη.

Ήταν ένας τόπος όπου εκεί η γλώσσα έπαυε να υπάρχει,

μια μαύρη τελεία, μια μαύρη τρύπα

εκεί που οι λέξεις όφειλαν να φτάσουν σ’ ένα τέλος.

Και το τέλος τους συντελούνταν εκεί,

τελευταίες λέξεις,

περίφημες ή όχι.

Αυτό με βόλεψε τέλεια.

Έτσι φανταστείτε με εκεί,

απρόσιτη,

πέραν του κόσμου τούτου,

δείτε την εικόνα του προσώπου μου σε εκείνον τον τόπο

της Αιωνίου Αναπαύσεως,

στο μοναδικό μέρος που θα σκεφτόσασταν ότι ένα κορίτσι μπορεί να είναι ασφαλές

από το είδος του άντρα

που την παίρνει στο κατόπι

γράφοντας ποιήματα,

τριγυρίζει δίπλα της

καθώς εκείνη τα διαβάζει,

την αποκαλεί Μούσα Του,

μάλιστα κάποτε κατέβασε τα μούτρα του για μια ολόκληρη μέρα

επειδή εκείνη σχολίασε κάποιες αδυναμίες του στη χρήση αφηρημένων ουσιαστικών.

Μόνο δείτε την εικόνα του προσώπου μου

όταν άκουσα-

Θεοί Εσείς-

ένα γνώριμο τακ -τακ-τακ στην πόρτα του θανάτου.

Αυτός.

Ο μεγάλος Ο.

Γεμάτος ζωντάνια.

Με τη λύρα του

κι ένα ποίημα στα σκαριά, με εμένα ως λάφυρο.

Τα πράγματα εκεί πίσω ήταν τότε διαφορετικά.

Για τους ανθρώπους, στιχουργικά,

ο μεγάλος  Ο. υπήρξε ξεχωριστός. Μυθικός.

Τα σχόλια στα οπισθόφυλλα των βιβλίων του διαβεβαίωναν

ότι  διάφορα ζώα,

από μυρμηγκοφάγο μέχρι ζέβρα,

συνέρεαν στο πλευρό του όταν τραγουδούσε,

ψάρια αναπηδούσαν μέσα στα κοπάδια τους

στον ήχο της φωνής του,

ακόμη και οι άφωνες, σκυθρωπές πέτρες στα πόδια του

έχυναν μικρές σταγόνες αργυρών δακρύων.

Ανοησίες. (Εγώ η ίδια έχω κάνει τη δακτυλογράφηση,

θα έπρεπε να ξέρω.)

Και με δεδομένο το χρόνο μου πάλι από την αρχή,

να είστε σίγουρες ότι θα προτιμούσα να μιλώ εγώ για λογαριασμό μου

παρά να είμαι η  Πολυαγαπημένη, η Λατρευτή, Η Σκοτεινή Κυρία, η Λευκή Θεά,

   κλπ., κλπ.

Πράγματι, κορίτσια θα προτιμούσα να είμαι νεκρή.

Αλλά οι Θεοί είναι σαν τους εκδότες,

συνήθως γένους αρσενικού,

και χωρίς αμφιβολία ό,τι γνωρίζετε από την ιστορία μου

είναι η συμφωνία.

Ο Ορφέας τα έδωσε όλα για να εντυπωσιάσει.

Τα άψυχα φαντάσματα δάκρυσαν.

Ο Σίσυφος κάθισε στο βράχο του για πρώτη φορά στα χρονικά.

Ο Τάνταλος πήρε την άδεια να πιει κάνα δυο μπύρες.

Η εν λόγω γυναίκα με δυσκολία πίστευε στα αφτιά της.

Έτσι ή αλλιώς,

πρέπει να τον ακολουθήσω πίσω στη ζωή μας-

Ευρυδίκη, σύζυγος Ορφέα-

παγιδευμένη στις εικόνες του, τις μεταφορές και τις παρομοιώσεις του,

τις οκτάβες και τα σεξτέτα, τα τετράστιχα και τα δίστιχα,

τις ελεγείες, τα λίμερικς και τις βιλλανέλες,

τις ιστορίες, τους μύθους…

Του μήνυσαν πως δεν πρέπει να κοιτάξει

ή να γυρίσει πίσω του,

αλλά να βαδίζει σταθερά προς τα επάνω,

εγώ ν’ ακολουθώ ακριβώς πίσω του,

έξω από τον Κάτω Κόσμο

στον ανοικτό αέρα εκεί που για μένα ήταν το παρελθόν.

Τον προειδοποίησαν

ότι ένα βλέμμα και θα με έχανε

για πάντα.

Έτσι περπατήσαμε, προχωρήσαμε.

Κανένας δεν μίλησε.

Κορίτσια, ξεχάστε τι έχετε διαβάσει.

Κάπως έτσι συνέβη-

έκανα ότι περνούσε από το χέρι μου

να τον κάνω να κοιτάξει πίσω.

Τι πρέπει να κάνω, είπα,

για να τον καταφέρω να δει ότι έχουμε τελειώσει;

Ήμουν νεκρή. Αποθανούσα.

Αναπαυόμουνα εν ειρήνη. Εκτός του χρόνου. Εκλιπούσα.

Η ημερομηνία λήξεως περασμένη…

τέντωσα το χέρι μου

να τον αγγίξω μια φορά

πίσω στο λαιμό.

Σε παρακαλώ άφησέ με να μείνω.

Αλλά το φως είχε ήδη μελαγχολήσει από πορφυρό σε γκρι.

Ήταν ένα δύσκολο επίπονο ταξίδι

από το θάνατο στη ζωή

και σε κάθε βήμα

ευχόμουν να στραφεί προς τα πίσω.

Σκεφτόμουνα να κλέψω το ποίημα

να το βγάλω έξω από το μανδύα του,

όταν αίφνης μου ήρθε η έμπνευση.

Σταμάτησα, σαν να με χτύπησε ρεύμα.

Βάδιζε σχεδόν ένα μέτρο μπροστά.

Η φωνή μου έτρεμε όταν πήγα να μιλήσω-

Ορφέα το ποίημα σου είναι αριστούργημα

θα ήθελα να το ακούσω πάλι…

Χαμογελούσε δειλά

όταν έκανε στροφή,

όταν στράφηκε προς τα πίσω και με κοίταξε.

Τι άλλο;

Πρόσεξα πως ήταν αξύριστος.

Του κούνησα μια φορά το χέρι μου και χάθηκα.

Οι νεκροί είναι τόσο χαρισματικοί.

Οι ζωντανοί βαδίζουν στην άκρη μιας τεράστιας λίμνης

δίπλα στη σοφή, βυθισμένη σιωπή των νεκρών.

ΔΗΜΗΤΡΑ

Όπου έζησα – χειμώνας και χέρσα γη.

Κάθισα στο ψυχρό πέτρινο δωμάτιό μου

διαλέγοντας λέξεις σκληρές, γρανίτη και πυρόλιθο,

να σπάσω τον πάγο. Η καρδιά μου κομμάτια –

Το προσπάθησα, όμως οι λέξεις πέρασαν ξυστά,

χωρίς αποτέλεσμα, πάνω από την παγωμένη λίμνη.

Εκείνη επέστρεψε από ένα μεγάλο, μακρινό ταξίδι,

κι όμως την είδα, επιτέλους, να βαδίζει,

τη θυγατέρα μου, το κορίτσι μου, μέσα από τους αγρούς,

ξιπόλητη, φέρνοντας όλα τα λουλούδια της άνοιξης

στο σπίτι της μητέρας της. Το ορκίζομαι

ο αέρας γλύκαινε και μαλάκωνε, στο πέρασμά της,

ο γαλάζιος ουρανός χαμογελούσε, αβίαστα,

με το μικρό ντροπαλό στόμα μιας νέας σελήνης