DIP GENERATION

.

.

.

.

DIP GENERATION 2017

diP generation 2017 Ανθολογία πεζου και ποιητικού λόγου
Επιμέλεια Ιφιγένεια Σιαφάκα

.

Συμμετέχουν με πεζά και ποιήματα οι:
Σταυρούλα Δημητρίου – Στέλλα Δούμου – Μαρία Μανδάλου –
Μαρία Μαραγκουδάκη – ΕυσταΘία Ματζαρίδου – Αυγή Μελέτη –
Ολβία Παπαηλίου – Γιώργος Πολ. Παπαδάκης – Σοφία Περδίκη –
Ιφιγένεια Σιαφάκα – Γιώργος Σπανός – Νίκος Σταμπάκης –
Χρύσα Φάντη – Στρατός Φουντουλης και, για το αφιέρωμα της Λευκής Γεροβασίλη στη “Ζαρντινιέρα”, Λευκή Γεροβασίλη

.

Ποιήματα της ανθολογίας

.

ΣΤΕΛΛΑ ΔΟΥΜΟΥ

ΠΙΝΟΚΙΟ

Σκουριασμένο σούρουπο
με θύλακες νύχτας να παραμονεύουν
γωνία ασήμαντης οδού και βορεινής ακτής
μιας σύμπτωσης
άγγιξες την άκρη του βιαστικού παλτού μου
και σταμάτησες.
Φύσηξε για λίγο μια άρρωστη νιύτη
πολύ λίγο, να, ώσπου να πάρεις σχήμα.
Ψέλλισες κάτι. Σε άγνωστη γλώσσα μού φάνηκε.
Νόμισες πως εντυπωσιάστηκα.
«Μα είσαι πεθαμένος από χρόνια»,
σου είπα ατάραχα, δεν το ήξερες;
Σε κήδεψα σ’ ένα φριχτό κήπο
από μπελαντόνες στη μέση της θάλασσας.
Γύρω γύρω άλειψα άβυσσο σιωπής.
Τη μύτη σου την κήδεψα χωριστά
σ’ ένα κουτί από αμίαντο
γιατί άνθιζε ψέματα συνεχώς.
Το όνομά σου το ’τριψα στα πουλιά
που ’θέλαν να πεθάνουν.
Τον όρκο σου τον κρέμασα
στο φεγγάρι, να σκιάζονται
τα μικρά κορίτσια
πριν κερώσουν με το αίμα τους
το νήμα της αγάπης».
«Τι να την κάνω τη συγγνώμη σου τώρα;»
είπα και συνέχισα το δρόμο μου
βάζοντας δυο κέρματα
στα μάτια του γερο-ζητιάνου
που άκουσε τα ιώδη και πέτρωσε.
Στο μεταξύ είχε νυχτώσει πολύ. Μέσα κι έξω από το σώμα.
Χαμηλές οκτάβες (2013)

ΝΑΥΑΓΟΣ

Σε έρημη παραλία τα όστρακα αποφεύγουν τα λεμόνια.
Νηστικό φιλί ψάχνει ρούμι, για να γίνει ανθολογία.
Στο πουθενά, νομίσματα κάνουν τραμπάλα
το κυματάκι τούς γλείφει τα δάχτυλα.
Εσπερινοί λωτοί βρίσκονται δύσκολα
και πώς να τους ξεπατικώσεις;
Ούτε ένα πιάνο με ουρά δεν έχει ξεβραστεί
να γαργαλήσει τα πλήκτρα να ξεχαρμανιάσει η ερημιά.
Η φύτρα του Ποσειδώνα χωράει στα γραφτά του ναυαγού.
Τον δένει χειροπόδαρα, δαγκώνει την καρδιά του
παντού με ιώδιο αψύ το δέρμα τού αλείφει
μόνο τη φτέρνα τού αφήνει καθαρή
για να θυμάται άνθρωπος πως είναι κι όχι ψάρι.
Γι’ αυτό προσέχει πολύ να μην πατήσει αχινό τις νύχτες
που χορεύει χούλα-χουπ με τ’ ωκεάνιο φεγγάρι.
Τα αλατισμένα χρώματα τον έχουν από καιρό τυφλώσει.
Πότε-πότε νομίζει πως βλέπει φάλαινες –
τον ψάχνουν για να τον καταπιούν.
Και κρύβεται.
Πλοία γκρίζα, μακριά…

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΡΑΞΗ

Έλα στα συνεργεία να ’μερώσουμε άλογα
Των Κυριακών οι σφαίρες στο λαιμό
Ανεβάζουν θερμοκρασίες
Ποια ένδον και ποια αιφνίδια βλέμματα;
Ξεγελάς τους υπότιτλους
Μα εγώ απ’ τα χείλη διαβάζω
Πως κηδεύεις φτερά μες στα γράσα
Και ανάβεις φωτιά με τα μάτια
Σε χιλιόμετρα χίλια
Να φυτρώσουνε τόποι απ’ τη δίψα πιο άγριοι
Σκόνη σηκώνεται η μέρα που γίναμε κλέφτες
Και στραβώνει κεραίες και πέταλα, θολώνει νερά
Λύσε τα φρένα, Γκιγιέρμο, και πιάσε ερτζιανά
Θα κοιμηθώ στο πίσω κάθισμα
Τη σκηνή θα την κάψουμε
Έτσι ή αλλιώς στο τρίτο φανάρι το ζάρι στον καθρέφτη
Θα δείξει τη δύση.

ΜΑΡΙΑ ΜΑΝΔΑΛΟΥ

ΕΙΣ ΟΙΩΝΟΣ ΑΧΡΗΣΤΟΣ…

Της ύπαρξης η ανοχή
ταξίδι πρόσφορο
σε νήσο Ευρυδίκη
Εκεί βουβά κριάρια
αλέθουν στην κοιλιά τους
το χορταράκι της σιωπής
μηρυκάζοντας σύννεφα
Εκεί το κύμα όνειρο
σμίγει την άρμη
του μαστού
Εκεί το μάτι το τυφλό
ξορκίζει
τον Κανένα
Προκύπτουν
δύστηνα πτηνά
γυναίκες αναπάντητες
και θεριακλήδες
μάρτυρες
της Άπω Αθανασίας

ΠΗΝΕΛΟΠΗ

Τώρα κατοικώ
αυτό το σπίτι – μια πληγή
Χαράζει μέσα μου
φεγγάρι ίσαλο
οδυσσευάμενη σκιά
σε άδοξο ταξίδι
πεπρωμένο
Στάζουν τα τσίγκια του
έχθρητες – Κλυταιμνήστρες
Μόρμυρος ήχος
σαλεύει τα δοκάρια του
Φωλιές χελιδονιών
συνάζουν αμαρτίες
παλιές στις κόχες του
Σκύβει στο μπαλκονάκι του
η θλίψη μου, δειλή
υγρή Μαντόνα, αφορμή
συνάζει άωρα τα μέλη μου
στων ματιών της
την άκριτη Ιθάκη

ΑΝΑΙΡΕΣΗ

Άρρωστος ύπνος απόψε ξανά
πνιγμένος στα φαντάσματα
Τρένα παυσίλυπα
με ξεγελάνε στο σταθμό
ανάβουν θάλασσα
τα σιωπηλά βαγόνια τους
χιονισμένα αγάλματα
στην πάχνη των Αιώνων
επαιτούν ένα ψίχουλο δάφνη
τον άβατο χρησμό
μασουλώντας ακρόπρωρα
Ακούγεται τότε καπνός
ένα σύριγμα ρόπτρο
Βαρύθυμα κουπιά
αρμοί φουγάρα
Εκείνο της Καρένινα
το είδωλο
οξειδωμένος οιωνός
βαριά η ανάσα της
ιδρώνει
στο πλευρό μου
βρίσκομαι αίφνης
να της κρατάω το παλτό
χιονίζει μες στο όνειρο
Το ξέρω δεν θα την προλάβω
ία χαθεί βιαστικά
σε σελίδες λουλάκι
θα τρέξω πίσω της
μες στην παλάμη μου
θα σφίγγω
τον αρχαίο οβολό
το ύστερο μειδίαμα
υφάδι αμαρτωλό
λίγο προτού την ήττα…

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ

ΟΝΕΙΡΟΠΑΡΜΕΝΟΣ

Μη με λες ονειροπαρμένο. Δεν είμαι. Ο ονειροπαρμένος
απλώνει τα δάχτυλά του πάνω στο σώμα της νύχτας και
πιάνει την αύρα της. Δεν είμαι εγώ αυτός.
Το απροσδόκητο εξωραΐζει και ραντίζει το γκρίζο
με μοβ αχάτη. Δεν είναι φίλος της δόξας,
παρά μόνο ακίνητος θωρεί τις αλλαγές στο κύμα.
Δεν επεμβαίνει στην ύλη. Διακρίνει το όμορφο
μέσα στο άσχημο. Γεννάει ιδέες καθισμένος σε
μια τέντα από τη γη ως τον ουρανό. Είναι σιωπηλός.
Εγώ δεν είμαι. Απλώς βρίσκομαι στην άκρη της τέντας
ξηλώνοντας τον αέρα με την άγνοιά μου. Ράβε ξήλωνε,
ράβε ξήλωνε. Μια λάθος βελονιά και πήρε
ο διάολος τον κόσμο. Κι εκείνον μαζί.

ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Μια μέρα ολόκληρη ακολούθησα το Λόγο.
0 Λόγος είναι ένας κι οι μέρες μικρές
Αποκαλύπτομαι κάθε μέρα, μα όσο μακρύτερα πάω,
τόσο πλατύτερη η νοσταλγία. Μια λεπτομέρεια στο όνειρο
κάνει το λεπτό αιώνα. Τα βράδια, σύναξη μυστική με Μπλέηκ.
με ήχους γλυκείς μιας άρπας! Απλώς ακούω το Λόγο.
Ο Λόγος είναι ένας κι η Γνώση απέραντη.
Ακόμα κι η γάτα που πνίγεται εκεί
φτάνει να πιάσει το φεγγάρι (που ’ναι σα σβούρα).
Δεν είν’ αυτός ένας λόγος να δώσω το βασίλειό μου για μια
γάτα;
Μια σβούρα κόκκινη με σκοτεινή τη μια πλευρά· το φεγγάρι.
Το βασίλειό μου για μια γάτα.
Από τη συλλογή Νέα Ατραπός

ΣΟΦΙΑ ΠΕΡΔΙΚΗ

Ο ΚΑΝΟΝΑΣ

Δεν μπορείς να γράψεις, λένε, για τραύματα νωπά.
Έτσι όπως σπαρταράει η σάρκα τους
ροδαλή ακόμα πριν από τη σήψη
προκαλεί στον νου θρομβώσεις
κι εκείνη η αναβλύζουσα σχισμή
δακρύρροιες επιφέρει.
Συγχύζονται οι προτάσεις, γίνονται εκδορές
πληγές αιμορραγούν
σχίζονται χαρτιά κι άλλα χαρτιά
τυλίγουνε απορροφητικά το σώμα
αλλά λειψά είναι, τι να σου κάνουν.
Ανήκεστος η βλάβη.
Κι ύστερα ακούγεται
κι ο μακρινός εκείνος ρόγχος των πραγμάτων
αχός που ακατάσχετα μονολογεί
σφαδάζει του λόγου η εκφορά
απαιτεί απόσταση αναπνοής
και ασφαλείας ζώνη
ένα φιλί ζωής εναγώνια ζητά
που πάντα τον κανόνα επιβεβαιώνει.

ΧΟΡΕΨΑ

Χόρεψα με πόδια γυμνά
πάνω σε καμένο χώμα.
Ήταν η μεγάλη του θέρους γιορτή
μου είχαν κλέψει τα παπούτσια
σε ηλικία τρυφερή οι Ακάνθινοι
άλειψαν στα δάχτυλά μου το πιο πικρό οξύ
να μην έχει αίσθηση, έλεγαν, να μπορέσει να σταθεί.
Περπάτησα πολύ πριν φτάσω ως εκεί.
Μίλια βήματα, ξυράφια οι αιχμές,
ανηφοριές να σου κόβουν την ανάσα
και πέτρωσαν οι φτέρνες
απέκτησα σιγά σιγά άκρα φολιδωτά
τα χάιδευα τις νύχτες
πέλη από βελούδα ανάποδα.
Τα φόρεσα, μ’ αυτά χόρεψα στη μεγάλη γιορτή
σε γη καυτή κι ήμουν ήδη μορφή Χιμαιρική.
Ήταν πια αργά
όταν άκουσα τ’ αηδόνι γλυκά να μου λαλεί.

ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΟΝΕΙΡΟ

Μέσα στο όνειρο εγκαταλείπονται όλα
και ξαναβρίσκονται σε μια στιγμή
ακαριαία
την ώρα που τα φύλλα της κορομηλιάς
τρέμουν γύρω απ’ τον σφιχτό κορμό
κι η αφή φτάνει στο έπακρο.
Πιο κει πρόσωπα αχνά
με μάτια έντρομα κοιτούν
το στημένο σκηνικό
η ανάσα του μεγάλου βατράχου
ψιθυρίζει στη γη
την τελευταία προσευχή
ένα ρυχόσπερμα ανθίζει ξαφνικά
μες στην αυλή
ενώ κανείς δεν το ποτίζει
μια πρόταση μυστική
εκεί που πάει να συνταχτεί
γίνεται θρύμματα και τότε
αρχίζουν τα αινίγματα.
Κι εσύ που στεκόσουν προ ολίγου
ζαρωμένη στον αγέρα φιγούρα
κι έβλεπες το τραύμα σου
από την εναιώρηση
στη βραχώδη πλαγιά
μετρούσες τον σπασμό σου
κι ευχόσουν
να μην είναι η πληγή αυτή
στο γόνατο το παιδικό
που θα σε έκοβε για πάντα στα δύο
βρίσκεσαι τώρα με σταθερή ανάσα
σ’ ένα συγκεκριμένο
χειμωνιάτικο τοπίο.
Κοιτάς
της μνήμης σημάδι
για το γεράκι που θα ’σαι
στο επόμενο όνειρο.

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΣΙΑΦΑΚΑ

Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ

Ένα πλήκτρο αστερία δεν μπόρεσε ν’ αρμέξει
με τη σπιρτάδα από άλμη ούτε μια ρώγα σταφυλιού
που αναφλεγόταν ερήμην μας σε οιωνούς κληματαριάς
ραντίζοντας μ’ άγριο θέρος τις σκιές μας όταν
η θάλασσα με ομοβροντία κοχυλιών πέταξε
το μαύρο γάντι στο σεντόνι κι έβαλε τα γέλια έτσι
όπως μας βρήκε να θωπεύουμε στον ύπνο μας
τα χείλη μ’ αμβροσία απ’ τον ιδρώτα κάποιου εφιάλτη
αγκαλιασμένους σ’ αιματοχυσία ρητορείας
για την αλμύρα στο έγκαυμα και τη συνείδηση στο χάος

ΝΥΧΤΑ ΔΕΡΜΑΤΙΝΗ

Τρέχαν ξυπόλητοι κάτω απ’ την αστροφεγγιά
που ’σπερνε δόντια θάλασσας
στης νύχτας τις συρράξεις
Στο φλοίσβο η γλώσσα έραψε γυαλί
η σάρκα κόπηκε σανδάλι
Να με φοράς όταν σ’ αρνιέσαι! ακούστηκε
Νύχτα δερμάτινη, Θε μου, ψέλλισα, είσαι
και πώς θα με κουβαλάει ολομόναχος
με τα παιγμένα χνάρια μου στα ζάρια;

ΟΙ 4 ΓΑΤΟΙ

Περιουσίες χάλασα σ’ αργόστροφα φεγγάρια
ελεημοσύνες σε φιγούρες σαλτιμπάγκων
Γύρευα τη φυγή σε ψευδορκία ελλειμμάτων –
Με χέρια στο χρυσάφι της παλέτας
φωνήεντα τρυγούσα αζευγάρωτων βατράχων
μες στο μπαούλο με τα μπακιρένια οστά
και το προικιό της νύχτας τυλιγμένος.
Μπούστο από ρόδο, ρύζι, κάρδαμο, λειχήνες
λιγόστευε την υγρασία στ’ άσπρα ρούχα –
ποιος ξέρει, άραγε, για σάβανο ή πτήση;
Ντύνανε τα μπουλούκια με τις νύφες τον παλιό καιρό
και τους λευκούς με τα όπλα γάτους στη μασχάλη –
μια σπίθα ελευθεριότητας στη γη μας
Ήρθε και χτύπησαν τον Μαύρο Γάτο στα διόδια
και άλλους 4 μαζί στο ίδιο χρώμα
Έκτοτε «το εύδαιμον το ελεύθερον»
όταν παίρνει το εύψυχον αέρα
καίει -και στην Ανάσταση ακόμη-
για λαμπάδα τη φορμόλη με κορδέλα
στα ρουθούνια
Οι 4 γάτοι: Καφέ-εστιατόριο στη Βαρκελώνη, που άνοιξε το 1897 ο Pere Romeu, κατά το πρότυπο του Μαύρου γάτου στο Παρίσι, και το οποίο συγκέντρωνε τους γνωστούς καλλιτέχνες της εποχής.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΠΑΝΟΣ

ΠΟΙΟΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ

Τα βρόχια στα βουνά ίδια δες τα
πώς πιάσαν το πέρασμα
στα φανάρια με τα παιδικά τους μάτια
τα τσαντάκια μέσης
τα επαιτικά ισχνά δάχτυλα
βαφτισμένα
μες στη ζαλάδα των καυσαερίων
των βρισιών και των κλάξον,
ξέρεις δεν προορίζονται να παίξουν κάποτε
ποτέ
σ’ αυτάρεσκα πλήκτρα του πιάνου
μια Fuga του Μπαχ
με ρωτάνε για σένα
τις φυγές στους δρόμους μιας Αθήνας
πριν γεννηθούν
διαψεύσεις
στην εξορία των συμμιγών μας συμπτώσεων
με τις οποίες δεν ξεμπερδεύεις

ΡΟΜΑΝΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Σημάδι ότι
συνήθισε να τα κάνει μούσκεμα
γιατί είχε ανάγκη από ένα αδιάβροχο
όσο την περίμενε
μες στο φτύσιμο
κορμάκι ουρανοκατέβατο βροχοσταλίδα
σα δάκρυ
σαν κύλησε
σε φύλλο λωτού νότιζε παρελθόν
και μετά πατήσανε τα βήματα κουρασμένα
αχθοφόρος η σιωπή
των βουερών εκδρομών τους
κράτησε άνθιση
με ή χωρίς τα παράγωγά της
(κι ας δίνει νεκρό σημείο
δηλαδή ούτε κέρδος ούτε ζημία
ή, όπως λένε, τριβές δεν υπάρχουν)

ΚΑΛΟΥ ΚΑΙΡΟΥ

Η εξεταστική στη δυνατή αποχώρηση
δοτή σταθερά
είναι φινάλε με ένδειξη αλέγκρο
σε χορό τελειόφοιτων
ήτανε αποτέλεσμα κατά τη φορά του βέλους
κι όπου φύγει-φύγει εκτός διδακτέας
το στυλό στάζει
άγχος και πλήξη –
μην υπολογιστούν 3ψ ρίχτερ που θα ισοπέδωναν
το ινδιάνικο χωριό σας φτερωτές
μονάδες
σαν τελευταία πεταχτή ματιά απ’ τις αντιγραφές
όπως τρέπεστε του κύκλου
αναγνωρίζεται μία ανεξεταστέα ιδέα της τάξης
ή τίποτα από τα παραπάνω
διδασκαλία(ν) αποποιούμενο
ένα τίποτα

ΝΙΚΟΣ ΣΤΑΜΠΑΚΗΣ

ΛΥΚΟΦΩΛΙΑ

(Απόσπασμα)
Ανάμεσα
Σ’ εμέ
Και τ’ οτιδήποτε
Ιδές παρεισφρέει
Ένα σχήμα
Όχι διόλου πράγματος
Αλλά πολύ παρόμοιο
Με τ’ ασαφές ολόγραμμα
Που στείλαμε άκουσα
Στον Άρη (ή τον Ερμή;)
Μια Κυριακή πρωί π’ αποφασίσαμε
Πως πρέπει κι άλλοι (ίσως τυχαίοι) πλανήτες
Να πληροφορηθούν έστω και μερικώς
Περί του πλούτου της γήινου κοινωνίας
Των παντοειδών μας πολιτισμικών επιτευγμάτων
Ή ίσως, ακόμη, και αυτής της ύπαρξής μας
Κάτι που (καθώς λίγοι αντελήφθησαν:
Εις εξ αυτών εγώ) θα τους παρείχε πλεονέκτημα
Έναντι ημών, δυνητικά μοιραίο
Αφού εμείς θ’ αγνοούσαμε και πάλι τη δική τους
(Την ύπαρξή τους) ενώ εκείνοι εξαιτίας μας
(Χάρη (τι χάρη;) στον υπέρμετρο ενθουσιασμό μας
Τον εξυπνακισμό μας και την, θα ’λεγα, ανυπόφορη
Αλαζονεία μας, ότι εμείς είμαστε κάποιοι τάχατες
Κι οι άλλοι τίποτες, ή όχι και πολύ
Και τους τα λέμε όλα για να τους διδάξουμε
Κι εκείνοι αδράχνουν (τι, κορόιδα;) ευθύς την ευκαιρία
Και πάλι στο τσεπάκι τους μας βάζουνε
Καθώς εμείς περιαυτολογούμε ανοήτως
Μα τι τα θες, από μικροί φαινόμασταν
Και στα γεράματα πόσο (ή πόσω) μάλλον)
Ενώ εκείνοι εξαιτίας μας λέω
0α ξέρουν κατιτί για μας και θα συνάγουν άλλα
Με την ενδεχομένως υψηλή τους διάνοια
Που θα περιλαμβάνει (ίσως) και την τηλεπάθεια
Ως καθημερινή κι απλούστατη δεξιότητα
Όπως σε μας η πλύση των δοντιών, ή να τραβάς χωρίστρα
Ή ακόμη να σε πιάνει λόξυγκας ενώπιον
χρωματικού συνδυασμού
Που σου θυμίζει την αμφίεση της παιδικής καλής σου
Μια βραδιά χειμωνιάτικη, προ τριακονταετίας και πλέον
Εμπρός σ’ ένα κατάστημα ειδών νεωτερισμού
Που δεν υπάρχει πλέον, μα και να υπήρχε
Θα είχε ολοσχερώς αλλάξει την πραμάτεια του
Την πρόσοψη, το καθετί που το όριζε
Τόσο που είναι ζήτημα το κατά πόσον
Θα επρόκειτο για το ίδιο μαγαζί, και τέλος πάντων
Θα έχουν (ίσως) αυτήν την ικανότητα
Της τηλεπάθειας, ή όπως αλλιώς την λένε
Στη γλώσσα τους, που θα διαθέτουν (δίχως άλλο)
Παρότι (ίσως) δομικά διαφορετική
Απ’ τις δικές μας, πιθανόν δε χωρισμένη
(Όπως με μας) σε γλώσσες επιμέρους
Με πιθανούς αντίστοιχους εθνικισμούς
Με τα δικά τους είδη κι έθιμα (τσιγάρα, τρίκυκλα, τελάρα)
Και κάτι αντίστοιχο της παρ’ ημίν οικονομίας
Μα δίχως τόσες φασαρίες κι ανισότητες
Ή, αν υπάρχουν, κάπως πιο εμπεδωμένες
Κι αφού θα έχουν (λέμε) τόσες ικανότητες
Θα ξέρουν (δίχως άλλο) τι συμπέρασμα να βγάλουν
Και πώς να μας επιτεθούν, αν ο μη γένοιτο θελήσουν
Ενώ εμείς θα παίρνουμε ψηλά τον αμανέ
Σαν χωριανοί από την Άνω Γερακόβρυση
Δίχως να ξέρουμε τη διαφορά από την Κάτω
Ή αν υπάρχει Άνω και Κάτω, ή ακόμη
Κι η ίδια αυτή αν υπάρχει Γερακόβρυση
Και αγνοώντας το να επιμένουμε ωστόσο
Πως έχουμε ψωμί στον Άρη (ή ίσως τον Ερμή)

ΛΕΥΚΗ ΓΕΡΟΒΑΣΙΛΗ

ΕΣΩΤΕΡΙΚΑ ΦΥΛΛΩΜΑΤΑ

Ένα δέντρο στην άκρη του δρόμου
αν και αειθαλές δεν έχει πια φύλλα
οι ρίζες του εκτίουν ποινή εγκλεισμού
στο πυκνό τσιμέντο της πόλης
τον αιωνόβιο κορμό απορρίμματα πολιορκούν
Ημιθανές δέντρο στην άκρη του δρόμου
και δεν τολμά να τ’ αγγίξει η ψυχή μου
δειλή κι ανίκανη, κατεστραμμένη κι αυτή
στην ανείπωτη άκρη του δρόμου

ΑΠΟΣΙΩΠΗ

Πνιγμένη η κραυγή στο λυκόφως του φόβου
απόηχοι θαμμένοι κάτω από λόφους χαμένων ευκαιριών
Δυσδιάκριτα ίχνη μαδημένων ονείρων
σέρνονται σιωπηλά
ανασηκώνουν ανεπαίσθητα την άμμο της λήθης
Ερωτηματικά αιωρούνται στο αναπάντητο κενό
περιμένοντας ούριους ανέμους
την πολυπόθητη ώθηση μακριά από την κόψη;
την πολυπόθητη ώθηση προς την πτώση;
ή ίσως την πολυπόθητη ώθηση προς μία Ιθάκη
μια οποιαδήποτε Ιθάκη;
Και το κενό ανταπαντά με το απόλυτό κενό
σιωπή εκκωφαντική
γεμάτη φαντάσματα ειρωνικά
χασκογελούν χωρίς ήχο
σαρκάζουν τους πόθους
απογυμνώνουν τις κοίλες φιλοδοξίες
σωρεύοντας στις κυρτές πλάτες του εγώ
αυτό που ακολουθεί τη σιωπή

ΑΓΑΠΗΜΕΝΕ

Θυμάμαι πάντα εκείνη την Κυριακή
στην επαρχιακή πλατεία
πώς χαμογέλασες φεύγοντας
Το βλέπω ακόμη το χαμόγελό σου
μπροστά στα μάτια μου
κάθε φορά που τ’ ανοίγω
στα όνειρά μου
κάθε φορά που τα κλείνω
Και είναι αστείο
πώς από μια ολόκληρη ζωή
που περάσαμε μαζί
μόνο αυτό το χαμόγελο του χωρισμού
έχει μείνει
να στοιχειώνει το αβίωτο
της ζωής μετά από σένα